η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι...

436
ΚΛΑΣΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 25 ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ η εφηβεια Σ.1. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥ ΛΟΣ

Transcript of η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι...

Page 1: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ΚΛΑΣΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 25

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

η εφηβεια

Σ.1. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥ ΛΟΣ

Page 2: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Είναι το δεύτερο (1913) της αυτοβιογρα­φικής Τριλογίας (Τα παιδικά χρόνια - Η Εφηβεία - Τα πανεπιστήμιά μου) του μεγαλοφυούς συγγραφέα των προλετά­ριων που και τα τρία μέρη της αποτε­λούν ένα αδιαίρετο σύνολο. Μέσα απ' τις συμπληγάδες της ζωής εκείνης της περιόδου ένα παιδί αντιστέ­κεται με το ένστικτό του και με την ακατανίκητη ανθρωπιό. του να διαφυλά­ξει την αξιοπρέπεια τη δική του και των άλλων. Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού της εποχής εκείνης που αρνιόταν να υποκύψει στο δεσποτισμό. Η Τριλογία δεν είναι μόνο απλή περιγρα­φή οδυνηρών προσωπικών αναμνήσεων, αλλά ξεπερνά την ιδιότυπη ατομική πε­ρίπτωση και δυναμώνει προοπτικά το μήνυμα της ανθρωπιάς όσο ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ανάγκη για αγώνα.

Page 3: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Τίτλος Πρωτοτύπου:

Β JιΙΟΙΙ;IΙΧ

Η

ΕΦΗΒΕΙΑ

ΕΠΙΑΟΓΟΣ Α. ΣΟΚΟΑΟΦ

Μετάφραση ΝΙΚΟΥ ΚΥΤΟΠΟΥ ΑΟΥ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ.Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ο.Ε. ΑΘΗΝΑ

Page 4: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

r

,. ,/'1.- , !/ ι; ί

Ι � �' ,/:1' .�' :;.

Page 5: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

1

ΕΙΜΑΙ σέ ξένα χέρια, ύπηρετώ σάν «παιδί» σ' ενα κατάστημα «μοντέρνων παπουτσιών» , στήν κεντρική δδό της πόλης.

Τό αφεντικό μου είναι ενα μικρό στρογγυλό αν{tρω­πάκι. Πρόσωπο καστανό, ζαρωμένο, πράσινα δόντια, μάτια {tολονέρια. Μου φαίνεται σά στραβό καί, γιά νά πειστώ γι' αύτό, κάνω μερικές γκριμάτσες.

-Μή στραβώνεις τή μούρη, μου λέει ηρεμα, μά αύστηρά.

Δέ μου είναι εύχάριστο νά μέ βλέπουν αύτά τά {tολά μάτια. Καί δέ μπορώ νά πιστέψω, πώς βλέπουν, -μήπως τ' αφεντικό μαντεύει απλώς, πού κάνω γκριμά­τσες;

-Είπα, μή στραβώνεις τή μούρη, μέ συμβουλεύει, ακόμα πιό σιγανά, χωρίς σχεδόν νά σαλεύει τά χοντρά του χείλη.

-Μήν ξύνεις τά χέρια, γλιστρά κατά μένα τό ξερό ψι{tυρητό του. 'Υπηρετείς σέ μαγαζί πρώτης κατηγορί­ας, στήν κεντρική δδό της πόλης. Αύτό μήν τό ξεχνάς! Τό παιδί πρέπει νά στέκεται κοντά στήν πόρτα σάν άγαλμα . . .

Δέν ξέρω τί πράγμα είναι τό άγαλμα, μά δέ μπορώ νά μήν ξύνω τά χέρια. Καί τά δυό μου είναι γεμάτα, ως τόν αγκώνα, κόκκινες βουλες καί πληγές. Τά τρώει ανυπό­φορα τό παράσιτο της ψώρας.

- Τί εκανες στό σπίτι; ρωτάει τ' αφεντικό, κοιτών­τας προσεχτικά τά χέρια μου .

5 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 6: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Έγώ τού εξηγώ, εκείνος κουνάει τό στρογγυλό κεφά­λι του, μέ τά κολλημένα ό.πάνω του γκρίζα μαλλιά, καί λέει μέ ϋφος επιτιμητικό:

-Πουλούσες κουρέλια; Αύτό εΙναι χειρότερο ό.πό τή ζητιανιά, χειρότερο από τήν κλεψιά.

Δηλώνω μέ λίγη επαρση: -Καί κλεψιές εκανα. Τότε ακουμπάει τά χέρια πάνω στό γραφείο, σάν

πόδια γάτου, καρφώνει τρομαγμένα τά σκοτεινά μάτια του στό πρόσωπό μου καί μού σφυρίζει:

-Τί είπεεεες; Πώς δηλαδή εκανες κλεψιές; Τού εξηγώ τό πώς καί τό γιατί. �Λoιπόν, αύτά ας τά λογαριάσουμε γιά τιποτένια .

• Α ν δμως μού κλέψεις παπούτσια η χρήματα, τότε 1'tά σέ χώσω μέσα καί 1'tά μείνεις εκεί, ωσπου ν' ό.σπρίσουν οί τρίχες της κεφαλης σου . . .

Τά εΙπε ησυχα, μά εγώ τρόμαξα κι ό.κόμα πιό πολύ τόν ό.ντιπά{}ησα.

Έκτός από τό ό.φεντικό, στό μαγαζί δούλευε δ αξάδερφός μου, δ Σάσα Γιακόβοφ, κι δ πρώτος επιστά­της, ενας πονηρός, γλοιώδης καί ροδοκόκκινος αν1'tρω­πος. Ό Σάσα φορούσε μιά κιτρινοκόκκινη ρεντικοντί­τσα, πλαστρόνι, γραβάτα, παντελόνι πάνω από τίς μπότες, εκανε τόν σπουδαίο καί δέ μέ πρόσεχε.

'Όταν δ παππούς μ' εφερε στ' ό.φεντικό καί παρακά­λεσε τόν Σάσα νά μέ βοη{}ήσει, νά μού μά1'tει, δ Σάσα πηρε ϋφος σοβαρό, συνοφρυώ{}ηκε κι εΙπε προειδοποιη­τικά:

-Πρέπει νά μ' ακούει. Ό παππούς εβαλε τό χέρι του πάνω στό κεφάλι μου

καί τό πίεσε δυνα;cά, γιά νά λυγήσει δ σβέρκος μου. -Νά τόν ακούς. Είναι μεγαλύτερός σου καί στά

χρόνια καί στή 1'tέση . . . Κι δ Σάσα, γουρλώνοντας τά μάτια, μέ συμβούλευε: - Μήν ξεχνάς αύτά πού σού είπε δ παππούς! Καί από τήν πρώτη μέρα αρχισε μέ ζηλο νά χρησιμο­

ποιεί τήν ανωτερότητά του. -Κασίριν, μή γουρλώνεις τά μάτια, τόν συμβούλεψε

6 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 7: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τό αφεντικό. -Δέν κάνω τίποτα, απάντησε ό Σάσα, σκύβοντας τό

κεφάλι, μά τό αφεντικό επέμενε: -Μήν πεισμώνεις, {}ά νομίσουν οί αγοραστές πώς

εΙσαι τράγος . . . Ό επιστάτης χαμογέλασε μέ σεβασμό, τά χείλη τού

αφεντικού τεντώ{}ηκαν απαίσια. Ό Σάσα, κατακόκκινος ως τ' αυτιά, κρύφτηκε πίσω άπό τόν μπάγκο.

Δέ μού αρέσανε τά λόγια αυτά, δέν καταλάβαινα πολλές λέξεις, μερικές μάλιστα φορές, {}αρρούσα, πώς οί άν{}ρωποι αυτοί μιλούσαν ξένη γλώσσα.

'Όταν εμπαινε καμιά πελάτισσα, τό αφεντικό εβγαζε από τήν τσέπη τό χέρι, άγγιζε τό μουστάκι του καί κολλούσε στά μούτρα του τό γλυκανάλατο γέλιο του. Α υτό γέμιζε τά μάγουλά του ζάρες, χωρίς ν' αλλάξει τ' άφωτα μάτια του. Ό επιστάτης τεντωνόταν, κολλώντας γερά τούς αγκώνες στά πλευρά του, ενώ οί παλάμες του κρέμονταν μέ σεμνότητα στόν αέρα. Ό Σάσα επαιζε τά βλέφαρα φοβισμένα, προσπα{}ώντας νά κρύψει τά γουρ­λωμένα μάτια του . 'Εγώ κα{}όμουνα στήν πόρτα, εξυνα άπάλαφρα τά χέρια, ετσι πού νά μή μέ παίρνουν χαμπάρι, καί παρακολου{}ούσα τή διαδικασία της πού­λησης.

Ό επιστάτης γονατιστός μπροστά στήν πελάτισσα, δοκιμάζει τό παπούτσι στά πόδια της, ανοίγοντας μέ καταπληκτικό τρόπο τά δάχτυλα. Τά χέρια του τρεμο­παίζουν, αγγίζει τά πόδια της γυναίκας τόσο προσεχτι­κά, πού νομίζεις πώς φοβάται μήπως σπάσει τό πόδι της, μά τό πόδι εΙναι χοντρό, σάν αναποδογυρισμένο χοντρό­λαιμο μπουκάλι.

Μιά φορά, κάποια κυρία εΙπε, τινάζοντας τό πόδι της στόν αέρα, αναχεντρωμένη:

-� Αχ, πώς γαργαλάτε . . . -Αυτό, μαντάμ, προέρχεται από τήν ευγένεια, εξή-

γησε γρήγορα καί αυστηρά ό επιστάτης. Ήταν πολύ αστείο, νά τόν βλέπεις νά κολλά στήν

πελάτισσα, καί γιά νά μή γελάσω, γύριζα τό κεφάλι κατά τό τζάμι της πόρτας. Μά μέ τραβούσε ακατανίκητα τό

7 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 8: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πούλημα καί γύριζα πάλι: πολύ μέ διασκεδάζανε τά καμώματα τού επιστάτη, καί σύγκαιρα ελεγα μέσα μου, πώς εγώ δέ ftά μπορέσω ποτέ νά άνοίξω ετσι τά δάχτυλα καί νά χώνω τόσο επιδέξια τά παπούτσια σέ ξένα πόδια.

Συχνά, λάχαινε νά άποσύρεται τό άφεντικό, άπό τό μαγαζί, στή μικρή καμαρούλα, πίσω άπό τόν μπάγκο, καί νά φωνάζει εκεί τόν Σάσα. Ό επιστάτης εμενε μόνος του μέ τήν πελάτισσα. Μιά φορά, μόλις άγγιξε τά πόδια μιας κοκκινομάλλας, εσμιξε τά τρία δάχτυλά του σά νά 'ftελε νά κάνει τόν σταυρό του καί τά φίλησε.

-Ά ! - άναστέναξε ή γυναίκα - τί μαργιολάκος πού είσαι!

'Εκείνος φούσκωσε τά μάγουλα καί εκανε: -Μμμ-άχ! Τότε χαχάνισα. Μ' επιασαν κάτι γέλια, ωστε, άπό τόν

φόβο μήν πέσω κάτω κρεμάστηκα άπό τό χερούλι της πόρτας. Ή πόρτα δμως άνοιξε, χτύπησα τό κεφάλι στό τζάμι καί τό 'κανα συντρίμμια. Ό επιστάτης άρχισε νά ποδοβολα τό πάτωμα, τ' άφεντικό μέ χτύπησε στό κεφάλι, μέ τό βαρύ χρυσό του δαχτυλίδι. Ό Σάσα δοκίμασε νά μού τραβήξει τ' αυτιά, καί τό βράδι, πού γυρίζαμε στό σπίτι, μού εκανε αυστηρές παρατηρήσεις:

-Θά σέ διώξουν γι' αυτά σου τά καμώματα! Καί ποιό είναι εδώ τό άστείο;

Καί εξηγούσε: άν δ επιστάτης άρέσει στίς κυρίες, τό εμπόριο ftά πάει καλύτερα.

-Ή κυρία άκόμα κι δταν δέ χρειάζεται παπούτσια, ερχεται ν' άγοράσει . • Ας είναι καί παραπανήσια . . . Μόνο καί μόνο γιά νά βλέπει. τόν ώραίο ύπάλληλο. 'Εσύ δμως δέν καταλαβαίνεις! Τί νά σού κάνω, πώς νά φροντίσω . . .

Αυτό μέ πείραξε. Κανένας δέ φρόντιζε γιά μένα κι αυτός πολύ περισσότερο.

Τά πρωινά μέ ξυπνούσε ή μαγείρισσα, μιά γυναίκα άρρωστη κι όξύftυμη, μιά ωρα νωρίτερα άπό τόν Σάσα. Καftάριζα τά παπούτσια καί τά φορέματα τών άφεντι­κών, τού επιστάτη, τού Σάσα, εβαζα τό σαμοβάρι, εφερνα ξύλα γιά δλες τίς σόμπες καί καftάριζα ψάρια γιά τό μεσημέρι. 'Όταν ερχόμουν στό μαγαζί, σάρωνα τό

8 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 9: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πάτωμα, κα{tάριζα τή σκόνη, εφτιανα τό τσάι, μοίραζα στούς αγοραστές εμπορεύματα καί πήγαινα στό σπίτι γιά φαγητό. Τά κα{tήκoντά μου, μπροστά στήν πόρτα, τ' αναλάβαινε τότε ό Σάσα, καί επειδή ενιω{tε πώς αυτό μειώνει τήν αξιοπρέπειά του, μέ μάλωνε:

-Τεμπέλη ! Δουλεύω γιά σένα . . . Ένιω{tα στενοχώρια καί βαριεστημάρα εκει μέσα.

Είχα συνη{tίσει νά ζω ανεξάρτητος, νά γυρνω, από τό πρωί ως τό βράδι, στούς αμμόδρομους τού Κουνάβιν, στίς οχ{tες τού �Oκα μέ τά {tολά νερά, στόν κάμπο καί στό δάσος. Μού ελειπε ή γιαγιά, δέν είχα παρέα, δέν είχα μέ ποιόν νά μιλήσω, κι ή ζωή μέ νεύριαζε, μού εδειχνε τήν άσχημη , τήν ανάποδη οψη της.

Συχνά λάχαινε ή πελάτισσα νά φεύγει, χωρίς ν' αγοράσει τίποτα. Τότε καί οί τρεις τους ενιω{tαν κάποια προσβολή . Τό αφεντικό εκρυβε στήν τσέπη τό γλυκό του χαμόγελο καί πρόσταζε:

-Κασίριν, μάζεψε τήν πραμάτεια! Καί εβριζε: -Πρήστηκε, ή γουρούνα. Βαριέται νά κά{tεται στό

σπίτι, ή χαμένη , καί παίρνει σβάρνα τά μαγαζιά. Άν ησουν γυναίκα μου , {tQ σού εδειχνα εγώ . . .

Ή γυναίκα του, μιά ξερακιανή, μαυρομάτα, μέ μεγά­λη μύτη, χτυπούσε τά πόδια στό πάτωμα καί τού εβαζε τίς φωνές, σά νά τόν είχε ύπηρέτη.

Συχνά, αφού συνόδευαν τή γνωστή πελάτισσα ως τήν πόρτα, μέ εύγενικές ύποκλίσεις καί πολλές διαχύσεις, άρχιζαν τά ξετσίπωτα βρωμόλογα σέ βάρος της. Τίς στιγμές εκεινες μού ερχόταν νά βγω στόν δρόμο, νά φτάσω τή γυναίκα καί νά της πω τί λέγανε γι' αύτήν.

�Hξερα, βέβαια, πώς οί άν{tρωποι, γενικά, δέ λένε καλά λόγια δ ενας γιά τόν άλλο, δταν δ άλλος δέν είναι παρών, αλλ' αύτοί μιλούσαν, γιά δλους, εξαιρετικά οργισμένα, λές κι ησαν αναγνωρισμένοι σάν οί πιό καλοί άν{tρωποι κι είχαν διοριστει κριτές τού κόσμου. Ζηλεύα­νε πολύ, γιά κανέναν δέ λέγανε ποτέ τους καλό λόγο καί βρίσκαν, γιά τόν κα{tένα, νά λένε πάντα κάτι κακό.

Μιά φορά, ijQ{tE στό μαγαζί μιά νεαρή γυναίκα, μέ

9 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 10: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ροδοκόκκινα μάγουλα κι αστραφτερά μάτια. Φοροίίσε μιά βελουδένια μπέρτα, μέ γιακαδάκι από μαύρη γούνα. Τό πρόσωπό της πρόβαλε, πάνω από τή γούνα, σάν ενα καταπληκτικό λουλούδι. 'Όταν πέταξε από τούς ωμους της τή μπέρτα, στά χέρια τοίί Σάσα, εγινε ακόμα πιό ώραία: τό λυγερό κορμί της σφιγγόταν γερά από ενα σταχτογάλαζο μεταξωτό φόρεμα, στ' αυτιά της στραφτα­λίζανε διαμάντια - μοίί 1%μιζε τήν Πεντάμορφη Βασί­λισσα, κι η μουν βέβαιος, δτι ηταν ή γυναίκα τοίί κυβερνήτη . Τήν ύποδέχτηκαν μέ ιδιαίτερες τιμές, μέ βω'tειές ύποκλίσεις, λές καί βρίσκονταν μπροστά στ' αχραντα μυστήρια, εκστομίζοντας ευγενικά λόγια. Καί οί τρείς κλωi}ογυρνοίίσαν μέσα στό κατάστημα σάν δαιμόνοι . Στά τζάμια τών ντουλαπιών γλιστροίίσαν τά ειδωλά τους κι είχες τήν εντύπωση, πώς δλα, εναν γύρο, πηραν φωτιά, λειώνουν καί δπου νά 'ναι i}ά πάρουν αλλην οψη, αλλη μορφή.

'Όταν δμως εκείνη πηρε κάτι ακριβά παπούτσια κι αναχώρησε, τό αφεντικό χτύπησε τή γλώσσα κι είπε σφυριχτά :

-Σ-σκύλα! . . . -Μέ δυό λόγια, i}εατρίνα! ξεστόμισε, μέ περιφρό-

νηση, δ επιστάτης. Κι αρχισαν νά λένε δ ενας στόν αλλον ίστορίες γιά

τούς ερωμένους της κυρίας καί γιά τά οργιά της. Μετά τό φαγητό, τό αφεντικό επεσε νά κοιμηi}εί aτό

καμαράκι, πίσω από τόν πάγκο, ενώ εγώ ανοιξα τό χρυσό ρολόι του κι εχυσα στά γρανάζια του ξύδι. Ένιωσα αγρια χαρά, δταν τόν είδα, μετά τόν υπνο, νά βγαίνει στό μαγαζί μέ τό ρολόι στό χέρι -,roί νά μουρμου­ρίζει :

-Μυστήριο! 'Ίδρωσε, ξαφνικά, τό ρολόι μου! Αυτό δέ μοίί συνέβηκε ποτέ - ϊδρωσε! Μά, μήπως είναι γιά κακό;

Παρά τίς αφi}ονες φροντίδες στό μαγαζί καί τή δουλειά, στό σπίτι, ενιωi}α τρομερή πλήξη, καί δλο καί πιό συχνά μοίί περνοίίσε ή σκέψη, νά κάνω κάτι, γιά νά μέ διώξουν από τό μαγαζί.

10 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 11: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

� Αν1'tρωποι γεμάτοι χιόνια περνούν βιαστικά μπρο­στά από τήν πόρτα τού μαγαζιού - φαίνεται κάποιον κηδεύουν, τόν συνοδεύουν ως τά μνήματα, αλλά άργη­σαν στή μεταφορά καί τώρα βιάζονται νά προφτάσουν τό φέρετρο. Σφίγγονται τ' άλογα, μέ κόπο σκίζουν τό βα1'tύ χιόνι. Στό καμπαναριό της εκκλησιάς, πίσω από τό μαγαζί, χτυπούν κά1'tε μέρα πέν1'tιμα οί καμπάνες. Είναι μεγάλη σαρακοστή . Τά χτυπήματα της καμπάνας πέφ­τουν στό κεφάλι μου σά μαξιλαριές: δέν πονάς, μά αποβλακώνεσαι καί ξεκουφαίνεσαι απ' αυτό.

Μιά μέρα, τήν ωρα πού συγύριζα στήν αυλή, κοντά στήν πόρτα τού μαγαζιού, ενα κιβώτιο μέ πραμάτεια, πού μόλις ειχαμε παραλάβει, μέ ζύγωσε Ο φύλακας της εκκλησιάς, ενας στραβοκάνης γεροντάκος, πλαδαρός, σά νά 'ταν καμωμένος από πατσαβούρες, αναμαλλιάρης καί κουρελης, λές καί τόν ξεσκίσανε τά σκυλιά.

-Θά μπορούσες, αν1'tρωπάκι τού Θεού, νά κλέψεις γιά μένα ενα ζευγάρι γαλότσες; Τί λές; πρότεινε Ο γέρος.

Έγώ δέ μίλησα, γιά κάμποση ωρα. Έκείνος κά1'tησε πάνω στό άδειο κιβώτιο, χασμουρή{}ηκε κι εκανε σταυρό πάνω στό στόμα του. Κι επειτα πάλι:

-Θά κλέψεις, ε ; -Δέν επιτρέπεται ή κλεψιά, τού ανακοίνωσα. -Κι Όμως, κλέβουν. Σεβάσου τά γερατειά! Έκείνος δέν εμοιαζε μέ τούς αν1'tρώπους, ανάμεσα

στούς οποίους ζούσα, κι αυτό μού ηταν ευχάριστο. Ένιω1'tα, πώς ηταν σίγουρος έκατό τά έκατό γιά τήν προ1'tυμία μου νά κλέψω, καί συμφώνησα νά τού πετάξω τίς γαλότσες από τόν φεγγίτη τού παρα1'tυριου:

-Έντάξει, λοιπόν, είπε ηρεμα, χωρίς νά δείχνει χαρά. Δέ μέ γελάς; � Α ντε, άντε, τό βλέπω, δέ 1'tά μέ γελάσεις . . .

�Eκατσε κάπου ενα λεπτό αμίλητος, κα1'tαρίζοντας τό βρώμικο χιόνι μέ τή σόλα της μπότας του, επειτα άναψε τήν πήλινη πίπα του καί ξαφνικά μέ τρόμαξε:

-Κι άν σέ γελάσω εγώ; �Aν πάρω αυτές τίς γαλό­τσες, τίς πάω ισα στ' αφεντικό σου καί τού πω, πώς μού τίς πούλησες γιά μισό ρούβλι; Τότε, τί γίνεται, ε; Ή

11 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 12: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τιμή τους είναι πάνω από δυό ρούβλια, καί τά 'δωσες στή μισή ! Γιά καραμέλες νά πούμε, ε;

Τόν κοίταξα γιά λίγο, σά νά 'κανε κιόλας αύτό πού είπε, ενώ εκείνος εξακολουδούσε νά λέει, σιγανά, ρου­δουνιστά, κοιτώντας τή μπότα του καί ξεφυσώντας γαλάζιο καπνό.

-"Αν αποδειχτεί, λόγου χάρη, πώς τ' αφεντικό αΙJtό μέ δασκάλεψε: πήγαινε νά δοκιμάσεις τόν μ ικρό μου κατά πόσο είναι κλέφτης; Τί δά γίνει τότε;

-Δέν σού δίνω γαλότσες, εΙπα δυμωμένα. -Τώρα πιά δέν κάνει νά μή δώκεις, αφού τό

ύπoσχέ{tηκες! Μέ πηρε από τό χέρι, μέ τράβηξε κοντά του, χτυ­

πώντας μέ τό κρύο δάχτυλό του τό κούτελό μου, καί συνέχισε νωδρά:

-Πώς, λοιπόν, εσύ, αμέσως, χωρίς νά τό βασανίσεις καδόλου τό πράγμα, λές: νά, πάρε;

-Μά σύ μόνος σου τό ζήτησες. -Πολλά μπορώ νά σού ζητήσω! Μπορώ νά σέ

παρακαλέσω νά ληστέψεις τήν εκκλησιά. 'Εσύ τί λές, δά τή ληστέψεις; Μήπως μπορείς νά εχεις εμπιστοσύνη στόν ανδρωπο; • Αχ, εσύ κουτούτσικε . . .

Καί σηκώ{tηκε, σπρώχνοντάς με. -Δέ μού χρειάζονται εμένα κλεμμένες γαλότσες, δέν

είμαι κύριος, γαλότσες δέ φοράω. Άστεία σού τό 'κα­να . . . Καί γιά τήν αγαδοσύνη σου, δταν δά 'ρδει τό Πάσχα, δά σ' αφήσω στό καμπαναριό, νά χτυπήσεις τίς καμπάνες, καί νά δείς καί τήν πόλη . . .

-Τήν πόλη τήν ξέρω. -Άπό τό καμπαναριό είναι πιό ώραία . . . Χώνοντας τίς μύτες τών παπουτσιών .Όυ φ.ό .χιόνι, ό

γεροντάκος ξεμάκρυνε αργά καί χά{tηκε πίοώ από τή γωνιά της εκκλησίας, ενώ εγώ παρακολουδώντας τον από πίσω, σκεφτόμουν δλιμμένος κι εντρομος: νά αστει­εί,τηκε, πραγματικά, τό γεροντάκι η .Υςι τόν εβαλε τ' αφεντικό νά μέ δοκιμάσει; Μού εφερνε δέος ή ιδέα του μαγαζιού . Δέν ηδελα νά πάω.

Κείνη τή στιγμή, πήδηξε στήν αύλή δ Σάσα κι εβαλε

1 2 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 13: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τίς φωνές: -που στό διάολο τριγυρνάς! 'Εγώ τόν ξάμωσα μέ τή ντανάλια, φρενιάζοντας

ξαφνικά. ΥΗξερα, πώς αυτός κι ό επιστάτης κλέβουν τ' άφεντικό. Είχαν κρύψει ενα ζευγάρι μποτίνια η παπού­τσια στόν σωλήνα της σόμπας, επειτα, φεύγοντας άπό τό μαγαζί, τά εκρυψαν στά μανίκια τών πανωφοριών τους. Αυτό δέ μ' αρεσε καί μέ τρόμαξε· {}υμή{}ηκα τήν άπειλή του άφεντικου.

-Κλέβεις; ρώτησα τόν Σάσα. _ΥΟχι εγώ, μά ό επιστάτης, μου εξήγησε αυστηρά,

εγώ τόν βοη{}άω μόνο. Μου λέει, κάνε μου τή χάρη. 'Εγώ πρέπει νά ύπακούσω, διαφορετικά {}ά μου σκαρώσει καμιά βρωμοδουλειά. Τ' άφεντικό ! Είναι κι αυτό χτεσι� νός ύπάλληλος, Όλα τά καταλαβαίνει. 'Εσύ κράτα τό στόμα σου !

Τήν ωρα πού μου τά 'λεγε, κοίταγε στόν κα{}ρέφτη κι εσιαζε τή γραβάτα του, μέ τίς ιδιες εκείνες κινήσεις καί μέ τόν ιδιαίτερο κείνο τρόπο πού ανοιγε τά δάχτυλά του ό επιστάτης. Ό Σάσα προσπα{}ουσε άκούραστα νά μου δείξει τήν άνωτερότητά του καί τήν εξουσία του άπάνω μου . . . Μέ μάλωνε μέ μπάσα φωνή κι Όταν μέ πρόσταζε, απλωνε τό χέρι μπροστά του, μέ μιάν άποκρουστική χειρονομία. 'Ήμουν ψηλότερος καί δυνατότερος άπό κείνον, άλλά κοκκαλιάρης καί άπεριποίητος, ενώ εκεί­νος ηταν παχούτσικος, άπαλός καί λαδωμένος. Ντυμέ­νος τή ρεδιγκότα καί τό παντελόνι, πάνω άπό τίς μπότες, μου φαινόταν σπουδαίος καί σοβαρός, μά ύπηρχε σ' Όλα αυτά κάτι τό δυσάρεστο, τό γελοίο. Μισουσε τή μαγεί­ρισσα, μιά γυναίκα παράξενη, πού δέ μπορουσες νά καταλάβεις, αν είναι καλή η κακή.

-Περισσότερο άπ' Όλα, στόν κόσμο, άγαπώ τούς καυγάδες, ελεγε εκείνη, άνοίγοντας πλατιά τά μαυρα μάτια της. Δέ μ' ενδιαφέρει τί καυγάς είναι, αν, δηλαδή, μαλώνουν κοκόρια, αν τρώγονται σκυλιά η αν τσακώ­νονται αντρες. Γιά μένα τό ίδιο κάνει!

Κι Όταν στήν αυλή, χτυπιουνταν κοκόρια η περιστέ­ρια, εκείνη αφηνε τή δουλειά της καί παρακολου{}ουσε

13 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 14: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τόν καυγά, ως τό τέλος, από τό παρά1'tυρο, κουφή καί βουβή . Τά βράδια, ελεγε σέ μένα καί στόν Σάσα:

-Τί κά1'tεστε τζάμπα, παιδιά, καλύτερα νά χτύπη-1'tείτε λιγάκι!

'Ο Σάσα 1'tυμώνει: -Έγώ δέν είμαι παιδάκι, μά δεύτερος ύπάλληλος,

χαμένη ! -Αυτό δμως δέν τό βλέπω. Γιά μένα, αφού δέν είσαι

παντρεμένος, είσαι παιδάκι, μωρό! -'Ανόητη, ζουρλοπαντιέρα . . . -'Ο δαίμονας είναι εξυπνος, μά δ 1'tεός δέν τόν

αγαπα. Οί παροιμίες της νευρίαζαν πολύ τόν Σάσα, εκείνος

τήν κορόϊδευε, ενώ εκείνη τόν λοξοκοίταζε περιφρονητι­κά κι ελεγε:

-Άχ, κατσαρίδα, λά1'tος τού 1'tεού ! Πολλές φορές, δ Σάσα προσπα1'tούσε νά μέ πείσει, νά

πασαλείψουμε τό μούτρο της, τήν ωρα πού 1'tά κοιμόταν, μέ ασβέστη η μέ καπνιά, νά χώσουμε στό μαξιλάρι της καρφίτσες η νά της σκαρώσουμε κάποιο άλλο χνέρι, γιά νά «γελάσουμε» . Μά εγώ φοβόμουνα τή μαγείρισσα, κι επειτα, κοιμότανε πολύ ελαφριά. Συχνά ξυπνούσε τή νύχτα. Ξυπνάει, ανάβει τή λάμπα καί κά1'tεται στό κρεβάτι, στηλώνοντας τή ματιά της κάπου, στή γωνιά. Κάποτε, ερχόταν σέ μένα, πού πλάγιαζα πίσω από τή σόμπα. Μέ ξυπνούσε καί παρακαλούσε, μέ βραχνή φωνή :

.

-Δέ μπορώ νά κο ιμη1'tώ, Λεξέικα, κάτι μέ φοβίζει, μίλα μου !

Κάτι της εξιστορούσα, μέσα στόν ϋπνο μου, εκείνη κα1'tόταν αμίλητη καί κουνιόταν πέρα-δώ1'tε. Είχα τήν εντύπωση, πώς τό ζεστό κορμί της μύριζε κερί καί λιβάνι καί πώς γρήγορα 1'tά πε1'tάνει. Μπορεί, μάλιστα, καί τώρα δά ετσι, κα1'tώς κά1'tεται, νά πέσει μέ τό κεφάλι στό πάτωμα καί νά τά κακαρώσει. 'Από τόν φόβο μου, άρχιζα νά μιλάω δυνατά, μά κείνη μέ σταματούσε:

-Σσ! Γιατί 1'tά ξυπνήσουν οί κερατάδες καί 1'tά πούν μέσα τους, πώς είσαι αγαπητικός μου . . .

14 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 15: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Κα-σ-όταν πάντα κοντά μου, μέ τήν 'ίδια στάση : σκυφτή, μέ τίς παλάμες ανάμεσα στά σκέλια, νά τίς σφίγγει μέ τά μυτερά κόκκαλα τών ποδιών της. Στή-σ-ια δέν εχει. Μέσα, μάλιστα, από τό χοντρό ύφάδι της λινης πουκαμίσας της ξεχωρίζουν τά πλευρά της, σά σανίδες ξερού βαρελιού. Κά-σ-εται πολλήν ωρα βουβή καί ξαφνι­κά ψι-σ-υρίζει:

-Νά πέ-σ-αινα τουλάχιστο ! Τί εΙν' αυτή ή στεναχώ-ρια . . .

�H ρωτάει κάποιον: -Νά, εζησα ως τώρα. Κι επειτα; -Κοιμήσου ! ελεγε καί μ' εκοβε στή μέση της κου-

βέντας. Ξεδιπλωνόταν, επειτα, κι ό σταχτύς ίσκιος της χανότανε, α-σ-όρυβα, στό σκοτάδι της κουζίνας.

Μάγισσα τήν ελεγε δ Σάσα, δταν έκείνη ελειπε. Έγώ τού πρότεινα: -Αυτό νά τό πείς μπροστά της! -Νομίζεις Μ φοβη-σ-ω; Μά τήν 'ίδια στιγμή συνοφρυώ-σ-ηκε λέγοντας: -Όχι, μπροστά της δέ -σ-ά τό πω! Μπορεί, στ'

αλή-σ-εια, νά 'ναι μάγισσα. Κα-σ-ώς εβλεπε περιφρονητικά κι οργισμένα τούς

πάντες καί τά πάντα γύρω της, δέν εκανε κα-σ-όλου σκόντο καί σέ μένα: μέ τραβάει από τό πόδι στίς εξι τό πρωί καί φωνάζει:

-Κουνήσου, έπιτέλους! Φέρε ξύλα! Βάλε τό σαμο­βάρι! Κα-σ-άρισε πατάτες! . . .

Ξυπνάει ό Σάσα καί γκρινιάζει: -Τί ουρλιάζεις; Θά τό πω στ' αφεντικό, δέν μας

αφήνεις νά κοιμη-σ-ούμε. Μετακινώντας γρήγορα τά ξερά κόκκαλά της, μέσα

στό μαγερειό, ερριχνε αστραπές πρός τό μέρος του, μέ τ' αρρωστιάρικα, από τήν αγρύπνια, μάτια της.

-ου, λά-σ-ος τού -σ-εου ! Ά ν ησουν παραπαίδι μου, -σ-ά σέ κανόνιζα έγώ!

-Καταραμένη, εβριζε δ Σάσα καί στόν δρόμο γιά τό μαγαζί, μου ελεγε: Πρέπει κάτι νά κάνουμε γιά νά τή διώξουνε. Πρέπει νά ρίξουμε, κρυφά, άλάτι σ' δλα τά

15 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 16: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

φαγητά . • Αν δλα τά φαγητά της είναι άρμυρά, {tά τή διώξουν. Άκόμα καί πετρέλαιο! Τί χάσκεις;

-Καί σύ ; 'Εκείνος, ξεφυσούσε {tυμωμένα: -Δειλέ ! Ή μαγείρισσα πέ{tανε μπροστά στά μάτια μας: εσκυ­

ψε, γιά νά σηκώσει τό σαμοβάρι, καί ξαφνικά κά{tησε στό πάτωμα, σά νά τήν εσπρωξε κάποιος, από τό στή{tος. 'Έπειτα, εγειρε, δίχως μιλιά, στό πλάι, τεντώνοντας τά χέρια μπροστά, ένω από τό στόμα της άρχισε νά τρέχει αίμα.

Καί οί δυό μας, τήν ϊδια στιγμή, καταλάβαμε πώς πέ{tανε, αλαλιασμένοι, δμως, από τόν φόβο, τήν κοιτού­σαμε πολλήν ωρα, χωρίς νά 'χουμε τή δύναμη νά πούμε κουβέντα. Τελικά, ό Σάσα βγήκε, σά σφαίρα, από τό μαγερειό, καί γώ, μήν ξέροντας τί νά κάνω, κόλλησα στό παρά{tυρο, στό φως. Ήρ{tε τ' αφεντικό, ανακουρκούδι­ασε, ανήσυχος, δίπλα της, άγγιξε τό πρόσωπο τής μαγείρισσας μέ τό δάχτυλό του καί είπε:

-Πραγματικά, πέ{tανε. Τί είν' αυτό ! Κι άρχισε νά κάνει τόν σταυρό του, στή γωνιά,

μπροστά στή μικρή εικονίτσα τού V Αη-Νικόλα τού Θαυματουργού, κι αφού τέλειωσε τήν προσευχή του , παράγγειλε, βγαίνοντας στήν αυλή :

-Κασίριν, τρέχα νά ειδοποιήσεις τήν αστυνομία! Ήρ{tε δ αστυνομικός, κλω{tογύρισε, πήρε τό μπαξίσι

του κι εφυγε. Έπειτα, ξαναφάνηκε, μαζί δμως μ' εναν άμαξα. Πιάσανε τή μαγείρισσα από τά πόδια καί τό κεφάλι καί τή βγάλανε εξω, στόν δρόμο. Ή κυρά ερριξε μιά ματιά στό χαγιάτι καί μέ πρόσταξε:

-Πλύνε τό πάτωμα! Καί τό αφεντικό ιοΙπε: -Καλά πού πέ-ιtανε βράδι . . . Δέν κατάλαβα γιατί αυτό τό ({καλά» . 'Όταν πέσαμε

νά κοιμη{tούμε, δ Σάσα μού είπε πολύ φοβισμένα: -Μή σβήνεις τή λάμπα! -Φοβασαι; Σκέπασε τό κεφάλι του μέ τήν κουβέρτα κι εμεινε

16 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 17: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πολλήν ωρα, χωρίς νά βγάλει τσιμουδιά. Ή νύχτα ηταν ησυχη, σάν κάτι ν' αφουγγραζόταν, σά νά περίμενε κάτι, καί μένα μού φαινόταν πώς σέ λίγο, δπου καί νά 'ναι, κάποιος itά χτυπήσει τίς καμπάνες κι δλοι, στήν πόλη, it' αρχίζουν νά τρέχουν, νά φωνάζουν, μέσα σέ μιά τρομερή χλαλοή τρόμου.

Ό Σάσα εβγαλε από τήν κουβέρτα τή μύτη του καί πρότεινε, σιγανά :

-�Eλα νά ξαπλώσουμε στό πατάρι, πλάι-πλάι. -Ζέστη κάνει στό πατάρι. αγστερα από σύντομη σιωπή, ό Σάσα εΙπε: -ΕΙδες πώς, μέ μιας, ε; . . . Αυτό itά πεί μάγισσα . . . Δέ

μπορώ νά κοιμηitώ . . . -Κι εγώ δέ μπορώ. Ό Σάσα αρχισε νά μού μιλάει γιά τούς βρυκόλακες,

πώς βγαίνουν από τά μνήματα, τριγυρίζουν τά μεσάνυ­χτα στήν πόλη, καί ψάχνουν νά βρούν πού ζούσανε καί πού εμεναν οί συγγενείς τους.

-Οί νεκροί itυμούνται μόνο τήν πόλη, εΙπε σιγανά, μά τούς δρόμους καί τά σπίτια δέν τά itυμoύνται πιά . . .

Σ ιγά-σιγά, δλα γίνονταν πιό ησυχα καί τό σκοτάδι πιό πυκνό. Ό Σάσα ανασήκωσε τό κεφάλι καί ρώτησε:

-Θέλεις νά δούμε τό σεντούκι μου ; 'Από καιρό ηitελα πολύ νά μάitω τί κρύβει στό

σεντούκι. Τό κλείδωνε μέ μιά κλειδωνιά κρεμαστή καί τό ανοιγε πάντα μέ κάτι ιδιαίτερες προφυλάξεις, κι αν δοκίμαζα νά ρίξω μιά ματιά μέσα, εκείνος ρωτούσε απότομα:

-Τί itέλεις; Άντε! 'Όταν συμφώνησα, κά{}ησε στό κρεβάτι, χωρίς νά

κατεβάσει τά πόδια του στό πάτωμα, καί, μ' εναν επιταχτικό τόνο, μέ πρόσταξε νά βάλω τό σεντούκι πάνω στό κρεβάτι, κοντά στά πόδια του. Τό κλειδί κρεμόtαν στόν λαιμό του μαζί μέ τό σταυρό. 'Αφού ερριξε μερικές ματιές στίς σκοτεινές γωνιές τού μαγερειού, πήρε σπου­δαίο ϋφος κι εσμιξε τά φρύδια, ανοιξε τό λουκέτο, φύσηξε τό καπάκι τού σεντουκιού, σά νά ζεματούσε καί, τελικά, τό ανασήκωσε κι εβγαλε μερικά ασπρόρρουχα.

1 7 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 18: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Τό σεντούκι ηταν, ως τή μέση, γεματο μέ κουτάκια φαρμακείου, μέ ρολά πολύχρωμο χαρτί, μέ πακέτα τσαγιού, μέ σαρδελοκούτια καί κουτιά, πού είχαν μέσα ενέσεις.

-Τί είναι αυτά; -Τώρα {}ά δείς . . . �Eπιασε τό σεντούκι μέ τά πόδια κι εσκυψε πάνω του,

τραγουδώντας σιγανά: -Στόν βασιλια. τών ουρανών . . . Περίμενα νά δώ παιχνίδια: δέν είχα ποτέ μου παιχνί­

δια καί τά εβλεπα μέ φαινομενική περιφρόνηση, μά σχι χωρίς ζήλεια γι αυτόν πού τά είχε. Μού αρεσε πολύ, πού δ Σάσα, ό τόσο σπουδαίος, εχει παιχνίδια. Τά εκρυβε, βέβαια, ντροπαλά, μά εγώ τήν καταλάβαινα αυτή τήν ντροπή. Άπό τό πρώτο χαρτοκούτι πού ανοιξε, εβγαλε εναν σκελετό γυαλιών, τόν εβαλε στά μάτια καί μού είπε, μέ αυστηρό βλέμμα:

-Δέν εχει καμιά σημασία, πού δέν εχει γυαλιά, τά ματογυάλια αυτά ετσι είναι!

-Δώσε μου νά δώ καί γώ! -Δέν είναι γιά τά μάτια σου . Είναι γιά τά μαύρα

μάτια, ενώ τά δικά σου είναι κάπως γαλανά, μού εξήγησε καί ρέκαξε σάν όφεντικό. Άμέσως, δμως, κοί­ταξε τρομαγμένα δλο τό μαγερειό.

Μέσα σ' ενα κουτί όπό βερνίκι είχε πολλά καί διάφορα κουμπιά. Μού εξήγησε· μέ καμάρι:

-'Όλ' αυτά, τά μάζεψα όπό τόν δρόμο! Μόνος! Τριανταεφτά κομμάτια! . . .

Στό τρίτο κουτί, ύπηρχαν μεγάλες χάλκινες καρφί­τσες, μαζεμένες κι αυτές από τόν δρόμο, επειτα σόλες παπουτσιών (φαγωμένες, σπασμένες κι όλόκληρες), κορ­δόνια από μποτίνια καί παπούτσια, ενα χάλκινο χερούλι πόρτας, μιά σπασμένη κοκκάλινη λαβή όμπρέλας, μιά χτένα γιά γυναικεία μαλλιά, ενας «'Ονειροκρίτης καί Μαντεία» καί πολλά άλλα πράγματα της ιδιας όξίας.

'Εκεί πού εψαχνα εγώ κουρέλία καί κόκκαλα, εύκολα μπορούσα νά μαζέψω τέτοια σαβούρα, μέσα σ' ενα μηνα, δέκα φορές περισσότερη . Τά πράγματα τού Σάσα μού

18 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 19: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

φέρανε ενα αισ{tημα απογοήτευσης, αμηχανίας καί καταftλιπτικής συμπόνιας γι' αύτόν. Κι δμως, κοιτούσε τό κάftε κομμάτι μέ προσοχή, τό χάιδευε μ' αγάπη, μέ τά δάχτυλα, τά χοντρά του χείλια άνοιγαν σ' ενα σπουδαίο ϋφος, τά φουσκωτά μάτια του κοιτούσαν μέ στοργή καί φροντίδα, μά τά γυαλιά κάναν τό παιδικό του πρόσωπο γελοίο.

-Τί τά ftέλεις δλα αύτά; τού κάνω. Μού 'ριξε μιά γοργή ματιά, μέσα από τόν σκελετό τών

γυαλιών καί ρώτησε μέ σπ�σμένη, ψιλή φωνή: -Θέλεις νά σού χαρίσω κάτι; -Όχι, δέ χρειάζεται . . . Πικραμένος, φαίνεται, όπό τήν άρνησή μου καί από

τή λίγη προσοχή πού εδωσα στά πλούτη του, κάμποση ωρα εμεινε βουβός, κι επειτα πρότεινε ησυχα-ησυχα:

-Πάρε τήν πετσέτα νά τά καftαρίσουμε, γιατί δλα γέμισαν σκόνη . . .

·Οταν τά πράγματα ξεσκονίστηκαν καί ταχτoπoιή{tη­καν στό σεντούκι, ό Σάσα τεντώ{tηκε στό κρεβάτι καί γύρισε κατά τόν τοίχο. Ή βροχή επεφτε, στάζανε οΙ αστρέχες, ό αγέρας χτυπούσε στά τζάμια.

Χωρίς νά γυρίσει κατά μένα, ό Σάσα είπε: -Περίμενε, δταν στεγνώσει ό κήπος, ftά σού δείξω

κάτι, πού ftά τρίβεις τά μάτια σου ! 'Εγώ δέν είπα τίποτα κι επεσα νά κοιμηftώ. Δέν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα καί, ξαφνικά,

πετάχτηκε απάνω. ν Αρχισε νά γρατσουνάει τόν τοίχο καί νά λέει μέ σπαραγμό:

-Φοβάμαι . . . Θεέ μου, φοβάμαι! Κύριε ελέησον! Τί τ " ειναι αυτο;

Τότε, τρόμαξα κι εγώ, κόπηκαν τά ηπατά μου: μού φάνηκε, πώς εξω από τό παράftυρο στέκεται, μέ τίς πλάτες γυρισμένες κατά μένα, ή μαγείρισσα, σκύβει τό κεφάλι, ακουμπάει τό μέτωπο στό τζάμι, δπως στεκόταν ζωντανή, καί παρακολουftούσε τή μάχη τών κοκοριών.

Ό Σάσα εκλαιγε μέ φωνές, γρατσουνώντας τόν τοίχο καί χτυπώντας τά πόδια του. Πέρασα μέ δυσκολία, σά νά πατούσα σ' αναμμένα κάρβουνα, τό μαγερειό, χωρίς

1 9 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 20: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

νά κοιτάζω δεξιά κι αριστερά, καί ξάπλωσα κοντά του. Κλάψαμε, σκούξαμε, κουραστήκαμε κι αποκοιμη{}ή­

καμε. Μερικές μέρες αργότερα, ηταν κάποια γιορτή , που­

λήσαμε ως τό μεσημέρι, γευματίσαμε στό σπίτι, κι δταν τ' αφεντικά επεσαν, μετά τό φαγητό, νά κοιμη-&ούν, ό Σάσα μού είπε, μέ υφος συνωμοτικό:

-Πάμε! Τό μάντεψα, πώς τώρα -&ά δώ ενα πράγμα, πού.\tά μέ

κάνει νά τρίβω τά μάτια μου. Βγήκαμε στόν κηπο. Σέ μιά στενή λουρίδα γης,

ανάμεσα σέ δυό σπίτια, υπηρχαν καμιά δεκαπενταριά φλαμουριές. Οί χοντροί κορμοί τους ηταν σκεπασμένοι από ενα παχύ στρώμα λειχηνες. Τά μαύρα, γυμνά κλαδιά τους πρόβαλλαν νεκρωμένα. Καί καμιά φωλιά κόρακα ανάμεσά τους. Δέντρα σάν ταφόπετρες στό νεκροτα­φείο. Έξω από τίς φλαμουριές αυτές, τίποτε αλλο δέν υπηρχε στόν κηπο. Μήτε -&άμνος, μήτε χόρτο. Ή γη στούς διαδρόμους ηταν πατημένη καί μαύρη, σάν τόν πάτο τού καζανιού. Κάπου-κάπου, ανάμεσα από τά σκούρα, περσινά φύλλα, φαίνονταν μερικά άλωνάκια. Είναι κι αυτά σκεπασμένα μέ μούχλα, σάν τό στάσιμο νερό.

Ό Σάσα πέρασε από τή γωνιά, πού σχηματίζει ό φράχτης μέ τόν δρόμο, σταμάτησε κάτω από μιά φλα­μουριά καί, γουρλώνοντας τά μάτια, κοίταξε στά -&ολά τζάμια τού γειτονικού σπιτιού. Έκατσε ανακούρκουδα, παραμέρισε, μέ τά χέρια, ενα σωρό από φύλλα, φάνηκε μιά χοντρή ρίζα καί κοντά της δυό τούβλα, χωμένα βα-&ιά στή γη. Τά σήκωσε. 'Από κάτω τους φάνηκε ενα κομμάτι λαμαρίνα, κάτω από τή λαμαρίνα υπηρχε ενα τετράγωνο σανιδάκι. Τελικά, ανοιξε μπροστά μου μιά μεγάλη τρύπα, πού χανόταν κάτω από τή ρίζα.

Ό Σάσα αναψε ενα σπίρτο, επειτα ενα κομμάτι κερί, τ6 'χωσε στήν τρύπα καί μού λέει:

-Κοίτα! Μόνο μή φοβάσαι . . . Ό ίδιος μού φάνηκε πώς φοβόταν : τό κερί στά χέρια

του ετρεμε, χλώμιασε, κρέμασε τά χείλια, τά μάτια του

20 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 21: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ύγρά1'tηκαν καί, σιγά-σιγά, εβαλε τό έλεύ1'tερο χέρι του στή ράχη . Ό φόβος του μεταδό{tηκε καί σέ μένα. Πολύ δυσταχτικά ερριξα μιά λοξή ματιά μέσα στόν λάκκο πού ανοιγε κάτω από τή. ρίζα, - ή ρίζα ηταν ό {}όλος της σπηλιας. Στό βά1'tος της, ό Σάσα άναψε τρία φωτα, πού γέμισαν τή σπηλιά μ' ενα γαλάζιο φως. Ήταν αρκετά πλατειά, μ' ενα βά1'tος Όσο ένός κουβα. Γύρω-γύρω τά τοιχώματά της ηταν σκεπασμένα μέ κομμάτια από χρω­ματιστά γυαλιά, καί δοχεία τσαγιού. Στή μέση , ψηλότε­ρα από τόν πάτο, βρισκόταν, σκεπασμένο μ' ενα κομμάτι κόκκινο πανί, ενα μικρό φέρετρο, σφραγισμένο μέ φύλ­λα από μολύβι. Τό φέρετρο ηταν ως τή μέση σκεπασμένο μ' ενα κουρέλι, πού εμοιαζε μέ δαμασκηνόφλουδα. Κάτω από τή φλούδα ξεπρόβαλλαν κάτι γκρίζα πόδια πουλιού καί τό κεφαλάκι ένός σπουργιτιού, μέ τό ραμφί του. Πίσω από τήν κάσα στεκόταν ενα αναλόγιο, πάνω του ηταν ενας σταυρός καί γύρω από τό αναλόγιο καίγανε τρία κεριά κολλημένα σέ κηροπήγια, τυλιγμένα μ' αση­μένιο καί χρυσό χαρτί από καραμέλλες.

Οί γλωσσες της φλόγας των κεριων εγερναν πρός τό ανοιγμα της σπηλιάς. Μέσα εκεί λάμπανε, 1'tαμπά, πολύ­χρωμες σπί1'tες, καί λεκέδες. Μιά μυρωδιά κεριού, ζε­στης σαπίλας καί γης, μέ χτύπησε στό πρόσωπο. Στά μάτια μου ξεχυνόταν κι επαιζε ενα κομματιασμένο ουράνιο τόξο. 'Όλα αυτά μού προκάλεσαν δυσάρεστη εκπληξη κι επνιξαν τόν φόβο μου.

-Ώραία; ρώτησε ό Σάσα. -Τί είναι αυτό; -Παρεκκλήσι, εξήγησε ό άλλος. Μοιάζει; -Δέν ξέρω. -Κι δ σπουργίτης είναι ό πε1'tαμένος! Μπορεί ν'

άγιάσει, γιατί είναι μάρτυρας, πού βασανίστηκε αδικα. -Τόν βρηκες ψόφιο ; -Όχι, μπηκε μέσα στό αχούρι καί γώ τόν σκέπασα

μέ τό κασκέτο μου, τόν επιασα καί τόν επνιξα. -Γιά ποιό λόγο; -Έτσι . . . Μ έ κοίταξε πάλι στά μάτια καί ξαναρώτησε:

21 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 22: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

- Ώραία; -Όχι! Τότε, εσκυψε στή σπηλιά, τήν εκλεισε γρήγορα μέ τή

σανίδα, τή λαμαρίνα, εμπηξε aτή γη τά τούβλα, σηκώ{}η­κε όρ{tιος καί κα{tάρισε από τά γόνατά του τή λάσπη καί ρώτησε αύστηρά:

-Γιατί δέ σ' αρέσει; -Λυπαμαι τόν σπουργίτη . Μέ κοίταξε μέ στηλά μάτια, σάν τυφλός, καί μέ

χτύπησε στό στη{tος, φωνάζοντας: -Βλάκα! Άπό τή ζήλεια σου τά λές αύτά! Τί δέ σ'

αρέσει; Νομίζεις, πώς εσύ, στόν κηπο, στήν όδό Κανά­τναγια, τά κατάφερες καλύτερα;

Θυμή{}ηκα τό περίπτερό μου, κι εlπα μέ σιγουριά : -Καί βέβαια καλύτερα! Ό Σάσα πέταξε από τίς πλάτες του τήν πατατούκα

του, ανασκουμπώ{}ηκε, εφτυσε τίς παλάμες του καί πρότεινε:

-Άφού ElvaL ετσι, αντε νά χτυπη{tούμε! Γιά καυγά δέν Elxa όρεξη, ημουν πνιγμένος &πό μιάν

αγκούσα, πού σέ παραλύει, δέ μου ηταν ευκολο νά βλέπω τό αγριεμένο πρόσωπο του ξάδελφού μου.

'Όρμησε απάνω μου , μέ χτύπησε μέ τό κεφάλι στό στη{tος, μ' ερριξε κάτω, μέ καβάλλησε κι αρχισε νά φωνάζει:

-Θέλεις νά ζείς η νά πε{tάνεις; Μά ημουνα πιό δυνατός από κείνον κι είχα {tυμώσει

πάρα πολύ . Σ' ενα λεφτό βρέ{}ηκε από κάτω, μπρουμυτι­σμένος, νά κρατα τό κεφάλι μέ τά χέρια καί νά σφαδά­ζει. Τρόμαξα. Προσπά{tησα νά τόν σηκώσω, μά κείνος αντιστεκόταν χέρια καί πόδια, κι αύτό μεγάλωνε τόν φόβο μου . Τραβήχτηκα στήν ακρη, χωρίς νά ξέρω τί νά κάνω. Στό μεταξύ, εκείνος ανασήκωσε τό κεφάλι κι είπε:

-Τί νομίζεις:νίκησες; Νά, {tά κυλιέμαι ετσι, ωσπου νά μέ δούν τ' αφεντικά, καί τότε {tά τούς πω τά παράπονά μου γιά σένα καί {tά σέ διώξουν !

Έβριζε καί φοβέριζε. Τά λόγια του μού δίνανε στά νεύρα, πετάχτηκα στή σπηλιά, εβγαλα τίς πέτρες, πέταξα

22 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 23: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τήν κάσα μέ τό σπουργίτι πάνω από τόν φράχτη, στόν δρόμο, τά ξήλωσα Όλα, μέσα στή σπηλιά, κι επειτα τήν ισοπέδωσα μέ τά πόδια μου .

-Νά, τό παρεκκλήσι σου, τό είδες; 'Ο Σάσα αντέδρασε στό αφηνίασμά μου παράξενα.

Κα&ισμένος στή γη, μέ τό στόμα μισάνοιχτο καί τά φρύδια σουφρωμένα, μέ παρακολου{}ουσε, χωρίς νά βγάνει τσιμουδιά, κι Όταν τέλειωσα, σηκώ{}ηκε αργά­αργά, τινάχτηκε, ερριξε τήν πατατούκα του στούς ώμους καί μου σφύριξε μέ μανία:

-Τώρα {}ά δείς τί {}ά γίνει, περίμενε λιγάκι ! 'Όλα αυτά τά 'κανα επίτηδες γιά σένα, είναι μάγια! Μπηκες; . . .

Σωριάστηκα στή γη, τσακισμένος από τά λόγια του. 'Ένα σύγκρυο γέμισε τά σω{}ικά μου. 'Εκείνος εφυγε χωρίς νά γυρίσει κα{}όλου νά μέ δεί. Μέ τσάκιζε, ακόμα πιό πολύ, μέ κείνη τήν ήρεμία του.

, Αποφάσισα, τήν αλλη κιόλας μέρα νά φύγω από τήν πόλη, aπό τό αφεντικό, από τόν Σάσα καί τά μάγια του, απ' Όλη τούτη τή βαρετή, τή δίχως νόημα ζωή.

Τήν αλλη μέρα, ή νέα μαγείρισσα μέ ξύπνησε μέ τίς φωνές της:

-Θεούλη μου ! Τί φάτσα είναι αυτή ή δική σου ! «. Aρχι�αν τά μάγια» , σκέφτηκα συντριμμένος. Μά ή μαγείρισσα εβαλε τόσο δυνατά γέλια καί

χάχανα, πού κι εγώ χαμογέλασα, α{}ελά μου, καί κοίτα­ξα στόν κα{}ρέφτη της: τό πρόσωπό μου ηταν πασαλειμ­μένο, γιά καλά, μέ καπνιά:

-'Ο Σάσα τό 'κανε; -Όχι, εγώ, φώναξε κοροϊδευτικά ή μαγείρισσα . • Αρχισα νά κα{}αρίζω τά παπούτσια, εχωσα τό χέρι

μου σ' ενα μποτίνι καί τό τράβηξα πίσω, σά νά μέ δάγκωσε κάτι: στό δάχτυλό μου είχε καρφω{}εί μιά καρφίτσα.

"Αυτά είναι τά μάγια!» Σ' Όλα τά παπούτσια ύπηρχαν καρφίτσες καί βε­

λόνες, βαλμένες μέ τόση τέχνη, πού καρφώνονταν Όλες στήν παλάμη μου. U Αρπαξα τότε μιά καρδάρα μέ κρύο νερό καί τήν αδειασα μέ μεγάλη ευχαρίστηση, στό

23 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 24: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κεφάλι τού μάγου, πού δέν είχε ακόμα ξυπνήσει η πού καμωνόταν πώς κοιμάται.

'Ωστόσο, ενιωitα άσχημα: δλο ερχόταν μπροστά στά μάτια μου ή κάσα μέ τόν σπουργίτη, τά σταχτιά ζαρωμέ­να πόδια καί ή κέρινη μύτη του, πού ξέβγαινε πρός τά πάνω, παραπονεμένα, καί γύρω μου στριφογύριζαν αδιάκοπα κάτι πολύχρωμες σπίitες, λές καί ηitελε νά προβάλλει τό ουράνιο τόξο καί δέ μπορούσε. Τό κιβούρι μεγάλωνε, τά νύχια τού πουλιού μάκραιναν, τανύζονταν πρός τά πάνω κι ετρεμαν ζωντανεμένα.

Πήρα τήν απόφαση νά τό σκάσω τήν ίδια μέρα, μόλις itά βράδιαζε. Μά τό μεσημέρι, ζεσταίνοντας, στή γκαζιέ­ρα, τή χύτρα μέ τή λαχανόσουπα, μετάνοιωσα. Τήν εβρασα, καί δταν άρχισε νά σβήνει ή φωτιά, ή χύτρα αναποδογυρίστηκε πάνω στά χέρια μου, καί μέ πήγαν στό νοσοκομείο.

Θυμάμαι τόν φοβερό εφιάλτη τού νοσοκομείου: Σέ μιά κίτρινη, ακαitόριστη ερημιά, στρυμώχνονταν αλόγι­στα κι ουρλιάζανε καί στενάζανε κάτι σταχτιές καί λευκές ανitρώπινες σκιές μέ σάβανα, περπατούσε, μέ δεκανίκια, ενας ψηλός άνitρωπος, μέ φρύδια σάν μου­στάκια, σάλευε τή μεγάλη μαύρη γενειάδα του καί μούγγριζε καί σφύριζε:

-Θά τό καταγγείλω στόν Πανάγιο! Τά κρεβάτια μού Wμιζαν κιβούρια, οι άρρωστοι,

ξαπλωμένοι καitώς ηταν, μέ τίς μύτες πρός τά πάνω, μοιάζανε μέ νεκρά σπουργίτια. Σαλεύανε οί κίτρινοι τοίχοι, λιγούσε σάν πανί βάρκας τό ταβάνι, τό πάτωμα σκαμπανέβαζε, πυκνώνοντας κι αραιώνοντας τίς γραμ­μές των κρεβατιων. 'Όλα ηταν αβέβαια, φρικαλέα, κι εξω από τά παράitυρα πρόβαλλαν τά κλαδιά των δέν­τρων σάν κέρατα καί κάποιος τά κουνούσε.

Στήν πόρτα χοροπηδούσε ενας κοκκινομάλης αδυνα­τούτσικος νεκρός, τίναζε μέ τά κοντά χέρια του τό σάβανό του καί τσίριζε:

-Δέ μού χρειάζονται τρελοί! 'Ενω δ άνitρωπος μέ τά δεκανίκια ούρλιαζε πάνω

από τό κεφάλι μου:

24

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 25: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Στόν Πανάγιο {t . . . ό παππούς, ή γιαγιά κι δλοι οί αν{tρωποι λέγανε πάντα, πώς στό νοσοκομείο πε{tαίνουν τούς άν{tρώπους. Γι' αυτό {tεωρούσα, πώς ή ζωή μου εχει τελειώσει. Μέ ζύγωσε μιά γυναίκα, κι αυτή μέ τό σάβανο, πού φορούσε γυαλιά. Έγραψε κάτι σ' ενα μαύρο σανίδι, πάνω άπό τό μαξιλάρι μου, ή κιμωλία εσπασε καί τά κομματάκια της επεσαν στό κεφάλι μου .

-Πώς σέ λένε; -Δέ μέ λένε τίποτα. -Μά δέν εχεις δνομα; -'Όχι. -" Αντε, μήν άνοηταίνεις, γιατί {tά σού τίς βρέξουνε! Καί πρίν τ' άκούσω αυτό ημουν σίγουρος πώς {tά μού

τίς βρέξουνε, καί γι' αυτό δέν της άπαντούσα. Έκείνη ρου{tούνισε σάν τή γάτα καί σάν γάτα εφυγε ά{tόρυβα.

"Αναψαν δυό λάμπες, τά κίτρινα φώτα τους κρεμά­στηκαν κάτω άπό τό ταβάνι, σάν χαμένα μάτια ' κρέμον­ται κι άνοιγοκλείνουν, προσπα{tούν νά πλησιάσουν τό ενα τό αλλο καί μέ {tαμπώνουν.

Ι):άποιος είπε άπό τή γωνιά: -Έλα νά παίξουμε χαρτιά. -Πώς νά παίξω, πού είμαι χωρίς χέρια! -"Α, σού κόψαν τά χέρια! 'Αμέσως σκέφτηκα: « είδες, τού κόψαν τό χέρι, γιατί ό

αν{tρωπος επαιζε χαρτιά. Καί τί {tά μέ κάνουν έμένα, πρίν μέ {tανατώσουν;»

Τά χέρια μου καίγανε καί μέ σούβλιζαν, λές καί κάποιος εβγαζε τά κόκκαλά τους . • Αρχισα νά σιγοκλαίω άπό τόν φόβο μου καί τόν πόνο. Καί γιά νά μή φαίνονται τά δάκρυά μου, εκλεισα τά μάτια, μά τά δάκρυα ά­νασηκώναν τά βλέφαρα καί τρέχανε άπό τά κροτάφια μου κι επεφταν στ

' αυτιά μου. Νύχτωσε, δλοι ξάπλωσαν στά κρεβάτια καί κρύφτη­

καν κάτω άπό κάτι γκρίζες κουβέρτες. Κά{tε στιγμή πού περνούσε μεγάλωνε ή ήσυχία. Μόνο άπό τή γωνιά είπε κάποιος:

-Τίποτα δέ γίνεται. Καί κείνος κά{tαρμα καί κείνη βρώμα . . .

25 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 26: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Νά 'γραφα ενα γράμμα στή γιαγιά, νά 'ρ{tεί νά μέ κλέψει από τό νοσοκομείο, δσο είμαι ζωντανός, μά δέ μπορώ νά γράψω. Κι επειτα, μέ τί νά γράψω; Νά δοκιμάσω, μήπως τά καταφέρω νά τό σκάσω από δώ;

Ή'νύχτα γινόταν ολο καί πιό νεκρή, λές καί η{tελε νά στρογγυλοκα{tίσει γιά πάντα. Κατέβασα σιγά τά πόδια στό πάτωμα καί τράβηξα γιά τήν πόρτα. 'Ήταν μισάνοι­χτη . Στόν διάδρομο, κάτω από μιά λάμπα, ξεχώριζε, πάνω σέ μιά καρέκλα, μιά ασπρομάλλα αναχεντρωμένη κεφαλή, πού ανάδινε καπνό, καί μέ κοιτούσε μέ τίς μαύρες βούλες τών ματιών της.

-Ποιός γυρνάει τέτοιαν ωρα; ΥΕλα δώ! Ή φωνή δέν είναι αγρια, ισα-ίσα, είναι ηρεμη .

Πλησίασα, κ ι είδα ενα στρογγυλό πρόσωπο, κεντημένο μέ κοντές τρίχες. Στό κεφάλι ηταν πιό μακρυές καί ξέβγαιναν πρός δλες τίς μεριές καί τό γέμιζαν μέ ασημένιες στραφτοβολιές. Στή ζώνη τού αν{tρώπου κρεμόταν μιά αρμα{tιά κλειδιά. Υ Αν είχε μακρύτερα μαλλιά καί γένεια, {tά εμοιαζε μέ τόν απόστολο Πέτρο.

-Έσύ είσαι μέ τά ζεματισμένα χέρια; Γιατί σεργια­νάς τή νύχτα; Μέ ποιό νόμο;

Ξεφύσηξε στό στή{tος καί στό πρόσωπό μου πολύ καπνό, μ' αγκάλιασε, μέ τό ζεστό του χέρι, από τόν σβέρκο, καί μέ τράβηξε κοντά του.

-Φοβάσαι; -Φοβάμαι! -Έδώ, στήν αρχή, ολοι φοβούνται. Μά δέν ύπάρχει

λόγος νά φοβάσαι. Καί ιδιαίτερα από μένα. Κανένα δέν κακοκαρδίζω . . . Θέλεις νά καπνίσεις; Υ Αί, μήν καπνίζεις. Γιά σένα ακόμα είναι νωρίς, περίμενε κάνα δυό χρόνια . . . Κι δ πατέρας σου, ή μάνα σου, πού είναι; Μάνα - πατέρα δέν εχεις; ΥΕ, δέν πειράζει, καί χωρίς αυτούς {ta. ζήσου­με. Μόνο, σχι φόβο! Κατάλαβες;

Καιρό είχα νά δώ αν{tρώπους, πού μπορούν νά μιλάνε άπλά καί φιλικά, μέ λέξεις κατανοητές - μού εκανε άφατη ευχαρίστηση νά τόν ακούω.

26

'Όταν μέ πήγε στό κρεβάτι μου, παρακάλεσα: -Kά{tησε λιγάκι μαζί μου!

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 27: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Καλά, συμφώνησε. -Ποιός είσαι; -Έγώ; Στρατιώτης, ό πιό αλη{}ινός στρατιώτης

Καυκάσιος. Κaί στόν πόλεμο πηγα, μπορεί νά γίνει κι αλλοιως; Ό στρατιώτης ζεί γιά τόν Πόλεμο. Πολέμησα μέ τούς ουγγαρέζους, τούς Τσερκέζους, τούς Πολωνούς - μέ δσους {}έλεις! Ό πόλεμος, αδελφέ μου, είναι πολύ σκανδαλιάρης!

Γιά μιά στιγμή, εκλεισα τά μάτια, μά, δταν τ' άνοιξα, στή {}έση του κα{}ότανε ή γιαγιά, μ' ενα μαύρο φουστάνι, καί κείνος κα{}ότανε κοντά της κι ελεγε:

-Μή μού τό λές, πέ{}αναν δλοι, ε; Μέσα στή σάλα, παιζογελούσε ό ηλιος - χρυσώνει

τά πάντα εκεί μέσα καί κρύβεται κι επειτα πάλι ρίχνει μιά φωτεινή ματιά σ' δλους σάν άταχτο παιδί.

Ή γιαγιά εσκυψε πάνω μου καί ρώτησε: -Τί κάνεις περιστεράκι μου ; Σέ σακατέψανε; Τού τά

'ψαλλα τού κοκκινοτρίχη, τού δαίμονα . . . -Τώρα {}ά τά κάνω δλα, δπως λέει ό νόμος, είπε ό

στρατιώτης, φεύγοντας κι ή γιαγιά, σκουπίζοντας τά δάκρυα από τά μάτια της, είπε:

�Δικός μας στρατιώτης είναι . . . Θαρρούσα ακόμα, πώς βλέπω σνειρο καί δέ μιλούσα.

Ήρ{}ε ό γιατρός. Έπέδεσε τά εγκαύματά μου, καί νά, καβάλλα σέ μιά ταλίκα, πηγαίνω μέ τή γιαγιά στούς δρόμους της πόλης. Μου μιλάει:

-Ό παππούς μας τά εχει χάσει πιά όλότελα. Έγινε τόσο αχόρταγος, πού συχαίνεσαι νά τόν βλέπεις! Πρίν από λίγες μέρες, επα{}ε κι άλλο χνέρι. Ό γουναράς ό Χλίστ, ό νέος φίλος του, του πηρε μέσα από τό ψαλτήρι έκατό ρούβλια. Νά 'βλεπες τί εγινε!

Στραφτοβολάει ό ηλιος, λευκά πουλιά τά σύννεφα πετουν στόν ουρανό. Περνάμε τόν Βόλγα από τά γεφυ­ράκια. Βουίζει, φουσκώνει ό πάγος, παφλάζει τό νερό κάτω από τίς ποδιές των γεφυριων. Πάνω στήν κόκκινη μητρόπολη της αγοράς στραφταλίζουν οί χρυσοί σταυ­ροί. Στόν δρόμο, ανταμώνουμε μιά πλατυπρόσωπη γυ­ναίκα μέ μιάν αγκαλιά από γαλάζια κλαδιά ιτιάς, στά

27 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 28: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

χέρια. Έρχεται ή ανοιξη, σέ λίγο ι'tά 'χουμε Πάσχα . • Αρχιζε νά πεταρίζει ή καρδιά, σάν τόν κορυδαλλό. -Σ' αγαπώ πολύ, γιαγιά ! Αυτό δέν τήν παραξένεψε, μέ μία φωνή ηρεμη μου

είπε: -Γιατί εΙσαι αΙμα μου. Μά έμένα, χωρίς νά ι'tέλω νά

τό καυχηι'tώ, μ' αγαπουν καί οί ξένοι, δόξα σοι Θεοτόκε! Καί πρόσι'tεσε, χαμογελώντας: -Νά, ι'tά ξαναχαρεί γρήγορα. Θ' αναστηι'tεί δ γιός

της! Έ, Βάριουσα, κόρη μου . . . Καί εμεινε αμίλητη .

2

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ μέ ύποδέχτηκε στήν αυλή, δπου εξυνε κάποια σφηνα μέ τό τσεκούρι, γονατισμένος στή γη. , Ανασήκωσε τό τσεκούρι, λές κι έτοιμαζόταν νά μου τό ρίξει κατακέφαλα, εβγαλε τόν σκουφο του κι είπε κοροϊδευτικά:

-Καλάι ς μας �ρι'tε, μεγάλο προσάιπατο, ή ευγένειά σας! Νετάρατε; Τέλειωσε ή ύπηρεσία σας; Έ, τώρα είστε έλεύι'tερoι, νά ζήσετε δά, δπως ι'tέλετε! Άχ, εσείς . . .

-Τό ξέρουμε, τό ξέρουμε, είπε βιαστικά ή γιαγιά, γυρίζοντας αλλού τό κεφάλι, μά μόλις μπηκε στό δω­μάτιο, μού λέει, βάζοντας τό σαμοβάρι.

-Τώρα, δ παππους πάει, καταστράφηκε όλότελα. 'Όσα λεφτά είχε τά 'δωσε στόν βαφτισιμιό του τόν Νικολάι μέ τόκο, μά απόδειξη, σπω ς φαίνεται, δέν του πηρε. Δέν ξέρω, βέβαια, πώς γίνονται αυτά,- μά πάει, καταστράφηκε, χάι'tηκαν σλα τά λεφτά. Κι σλα αυτά, γιατί δέ βoηι'tήσαμε τούς φτωχούς, δέ λυπούμασταν τούς δυστυχισμένους, κι ό ι'tεός είπε: γιά ποιό λόγο εδωσα τ' αγαι'tά μου στούς Κασίριν; Καί μας τά πηρε δλα . . .

Ρίχνοντας μιά ματιά γύρω της, είπε: -Έγώ πάντα φροντίζω νά καλοπιάνω λιγουλάκι τό

28 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 29: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Θεό, ωστε νά μήν παιδεύει πολύ τόν γέρο, - αρχισα, τώρα, από τούς κόπους μου νά κάνω κρυφά, τή νύχτα, ελεημοσύνες. ΥΑν {}έλεις, πάμε κιόλας, απόψε, εχω λε­φτά . . .

Ήρ{}ε ό παππούς, κατέβασε τά φρύδια καί ρώτησε: -Βάλατε σκοπό νά μασήσετε; _ΥΟχι απ' τά δικά σου, είπε ή γιαγιά. 'Άμα δμως

{}έλεις, κά{}ησε καί σύ, μάς φτάνει καί γιά σένα. Κά{}ησε στό τραπέζι, σιγομουρμουρίζοντας: -Βάλε! . . . 'Όλα, στό δωμάτιο, ηταν στή {}έση τους, μόνο ή γωνιά

της μητέρας ηταν αδεια καί γεννούσε {}λίψη στό αντί­κρυσμά της. Στόν τοίχο, πάνω από τό κρεβάτι τού παππού, κρεμόταν ενα φύλλο χαρτί, μέ μεγάλα γράμμα­τα τού τύπου :

«'Ιησού Σωτήρα μονογενη ! ΥΑς είναι τό αγιο σου δνομα μαζί μου, σέ δλες τίς &ρες καί τίς ήμέρες της ζωης μου» .

-Ποιός τό 'γραψε αυτό; Ό παππούς δέν απάντησε, ή γιαγιά, αφού περίμενε

λιγάκι, είπε, μ' ενα χαμόγελο : -Ή αξία αυτού τού χαρτιού είναι έκατό ρούβλια! -Δέν είναι δική σου δουλειά αυτό, εσκουξε ό

παππούς, δλα {}ά τά μοιράσω στόν κόσμο! -Τώρα δέν εχεις τίποτα νά μοιράσεις, μά, δταν

είχες, δέ μοίραζες, είπε ηρεμα ή γιαγιά. -Σκασμός! τσίριξε ό παππούς. Έδώ, δλα είναι εντάξει. 'Όλα είναι σάν καί πρώτα. Στή γωνιά, πάνω στό σεντούκι, μέσα στό καλά{}ι της

μπουγάδας, κοιμάται ό Κόλιας. Τώρα ξύπνησε καί κοιτά από κεί. Οί γαλανές βουλες τών ματιών του μόλις φαίνονται, κάτω από τά ματόφυλλά του. ΥΕγινε πιό κιτρινιάρης, πιό πλαδαρός, {}αρρείς καί λειώνει. Δέ μέ γνώρισε, γύρισε από τήν αλλη αμίλητος καί σφάλισε τά μάτια.

Στόν μαχαλά μέ περίμεναν {}λιβερά νέα: Ό Βιαχίρ πέ{}ανε η'1 μεγάλη βδομάδα, τόν «επνιξε ό ανεμόμυλος» . Ό Χάμπι πήγε ν ά ζήσει στήν πόλη, του Γιάζια του

29 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 30: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κόψανε τά πόδια, δέν επαιζε πιά. 'Αφού μού τά είπε Όλ' αυτά ό μαυρομάτης Κοστρομά, πρόσ{}εσε {}υμωμένα:

-Πολύ γρήγορα πε{}αίνουν τά παιδιά! -Μά ό Γιαχίρ μόνο πέ{}ανε! -Τό ίδιο κάνει. 'Όποιος εφυγε από τό μαχαλά είναι

σά νά πέ{}ανε. Δέν προλαβαίνεις νά πιάσεις εναν φίλο, νά τόν συνη{}ίσεις, κι αμέσως η στή δουλειά {}ά πάει η {}ά πε{}άνει. 'Εδώ, στην αυλή σας, στό σπίτι τού Τσεσνακόφ, ζούνε κάτι νεοφερμένοι, Ευσέγενκοι τούς λένε. Τό αγόρι, ό Νιούσκα, είναι έντάξει, ατσίδα μοναχή . Έχει δυό αδερφές. Ή μιά είναι ακόμα μικρή, ή αλλη κουτσή. Γυρίζει μέ τίς πατερίτσες, ώραία κοπέλλα.

'Αφού σκέφτηκε λιγάκι, πρόσ{}εσε: -'Εμείς, αδερφέ μου, μέ τόν Τσούρκα τήν έρωτευτή-

καμε, Όλο μαλώνουμε. -Μαζί της; -Γιατί μαζί της; Μεταξύ μας. Μέ κείνην, σπάνια! �Hξερα, βέβαια, πώς οί μεγάλοι νέοι, ακόμα καί οί

αντρες, έρωτεύονται, ηξερα καί τό αισχρό νόημά του. Μού χάλασε τά κέφια, ενιωσα λύπηση γιά τόν Κοστρο­μά, δέ μού ηταν ευκολο νά βλέπω τό κοκκαλιάρικο σουλούπι του καί τά μαύρα, {}υμωμένα μάτια του.

Τήν κουτσή τήν κοπελλούδα την είδα τό βράδι της ίδιας μέρας. Κατεβαίνοντας από τό χαγιάτι στήν αυλή, της ξέφυγε τό ενα δεκανίκι κι επεσε κάτω, κι αυτή εμεινε ανήμπορη, πάνω στά σκαλιά, πιασμένη όπό τά κάγκελα μέ τά διάφανα χέρια της, λεπτή κι αδυνατούλα. Δοκίμα­σα νά σηκώσω τό δεκανίκι, μά τά τυλιγμένα μe γάζες χέρια μου δέ μ' ακουγαν. Πολλήν ωρα προσπά{}ησα νά τό σηκώσω στεναχωρημένος καί κείνη μέ κοιτούσε από ψηλά καί χαμογελούσε βουβά.

-Τί εχουν τά χέρια σου; -Τά ζεμάτησα. -Καί γώ κουτσαίνω. Είσαι όπό τόν μαχαλά μας;

Έμεινες πολύ στό νοσοκομείο; 'Εγώ εμεινα πολύ !

30

Έπειτα, πρόσ{}εσε, αναστενάζοντας: -Πάρα πολύ ! Φορούσε ασπρο φουστάνι, μέ γαλάζια κλαδιά, λιγάκι

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 31: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

παλιό, μά κα{tαρό. Τά καλοχτενισμένα μαλλιά της πέφ­τανε στό στη{tος της, σέ μιά χοντρή, κοντή πλεξούδα. Τά μάτια της, μεγάλα καί σοβαρά, σάν σέ κοιτουσαν, εβλεπες άπό τό ηρεμο βά{tος τους νά άναδίνεται μιά γαλάζια φωτιά, πού φώτιζε τό άδύνατο πρόσωπό της μέ τή σουβλερή μύτη . Χαμογελουσε ευχάριστα, μά δέ μου άρεσε. 'Όλη της ή άσ{tενική ύπαρξη σου ελεγε, κατά κάποιο τρόπο:

«Μή μέ πειράζεις, σέ παρακαλω! » πως μπόρεσαν οί φίλοι μου νά τήν ερωτευτουν; -Άπό καιρό εΙμαι άρρωστη, ελεγε μέ προ{tυμία, σά

νά παινευότανε. Μου εκανε μάγια ή γειτόνισσα, μάλωσε μέ τή μαμά μου καί μου 'κανε μάγια, γιά νά της κάνει κακό . . . Στό νοσοκομείο δέ φoβή{tηκες;

-πως! . . . Μαζί της ενιω{tα άμηχανία, μπηκα στό δωμάτιο. Κατά τά μεσάνυχτα, ή γιαγιά μέ ξύπνησε χα"ίδευτικά. -Πάμε, τί λές; 'Άμα κοπιάσεις γιά τούς άν{tρώπους,

τά χέρια σου γρήγορα {tά γίνουν καλά . . . Μέ πηρε άπό τό χέρι καί μ' εσυρε μέσα στό σκοτάδι,

σά νάμουνα τυφλός. Ή νύχτα ηταν μαύρη, ύγρή, φυσου­σε άδιάκοπα ό άγέρας, κυλουσε γοργά, σάν ποτάμι, ή κρύα άμμο μου 'σφιγγε τά πόδια. Ή γιαγιά εκανε τρείς φορές τόν σταυρό της, ζύγωνε ά{tόρυβα τά σκοτεινά παρά{tυρα των μικρων άστικων σπιτιων, άφηνε, στά περβάζια, άπό μιά πεντάρα καί τρία κουλούρια, ξανά­κανε τόν σταυρό της, κοιτώντας τόν άναστρον ουρανό καί ψι{tύριζε:

-Ύπεραγία βασίλισσα των ουρανων, βόη{tα τούς άν{tρώπους! 'Όλοι εΙναι άμαρτωλοί ενώπιόν σου, μα­νούλα μου !

'Όσο πιό μακρυά πηγαίναμε άπό τό σπίτι, τόσο πιό βα{tειά καί νεκρική γινόταν ή νύχτα γύρω μας. Ό νυχτερινός ουρανός, πού επαιρνε ενα βά{tος άτέρμονο, άπό τό πηχτό σκοτάδι, εδινε τήν εντύπωση, πώς εχει κtxταπιεί γιά πάντα τ' άστρα καί τό φεγγάρι. Ξαφνικά, άπό κάπου ξετρύπωσε ενας σκύλος, σταμάτησε άντίκρυ μας κι άρχισε νά γρυλλίζει, τά μάτια του λάμπαν μέσα

3 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 32: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στό σκοτάδι. Έγώ κόλλησα, από τόν φόβο μου πάνω στή γιαγιά.

-Δέν είναι τίποτα, μου λέει, είναι ενα απλό σκυλί, δ δαίμονας τώρα δέν �χει καιρό, είναι πιά αργά, λάλησαν κιόλας τά κοκόρια!

Ή γιαγιά μαυλίζει τό σκυλί, τό χαϊδεύει καί λέει: -Κοίτα, σκυλάκι, μή μου τρομάξεις τ' αγγονάκι! Ό σκύλος τρίφτηκε στά πόδια μου καί τραβήξαμε

πάρα πέρα κι οί τρείς μαζί. Δώδεκα φορές ζύγωσε ή γιαγιά στά παρά1'hJρα, αφήνοντας στό περβάζι τήν «κρυφή ελεημοσύνη» . > Αρχισε νά φέγγει, μέσα απ' τό σκοτάδι ξεπροβαίναν τά γκρίζα σπίτια, ύψωνόταν λευ­κό, σάν ζάχαρη, τό καμπαναριό της εκκλησιάς Ναπόλ­ναγια. Ό τούβλινος μαντρότοιχος του νεκροταφείου φέγγριζε, σάν αναριοπλεγμένη ψά'l'tα.

-Κουράστηκε ή γριά, είπε ή γιαγιά, καιρός πιά νά πάμε στό σπίτι! Θά ξυπνήσουν αυριο οί γυναίκες καί 'l'ta. χαρουν, πού ή Θεοτόκος εφερε κάτι γιά τά παιδάκια τους! 'Όταν λείπουν δλα, καί τό λίγο αξίζει! > Αχ, αχ, 'Αλιόσα, μεγάλη φτώχεια στόν κόσμο καί κανένας δέν τόν σκέφτεται !

Ό πλούσιος δέ σκέφτεται τόν φτωχό, δέ βλέπει τη μέρα της Θείας Δίκης. Ό φτωχός δέν του είναι φίλος η dδελφός, τό παν γι αυτόν είΥ' δ χρυσός-'-κι ας είναι στόν δδη αυτός κάρβουνα πυρωμένα.

Είδες πώς τά λέει! Πρέπει νά φροντίζει δ ενας γιά τόν αλλο καί δ Θεός γιά δλους! Καί γώ χαίρουμαι, πού είσαι πάλι κοντά μου . . .

Είμαι χαρούμενος κι ησυχος, μέ μιάν αμυδρή διαί­σ{}ηση, δτι εχω μυη'l'tεί σέ κάτι, πού δέν πρόκειται νά ξεχάσω ποτέ. Κοντά μου αναδεύτηκε τό κόκκινο σκυλί, μέ τή γυμνή μούρη καί τά καλωσυνάτα, ενοχα μάτια.

-Θά μείνει μαζί μας; -Καί γιατί όχι; > Ας μείνει, αν τό 'ι'tέλει. Θά του δώσω

ενα κουλούρι, εχω ακόμα δυό. 'Έλα νά κα'l'tήσουμε στό παγκάκι, 'ι'tαρρώ πώς κουράστηκα . . .

32 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 33: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Κα{}ήσαμε στό παγκάκι, κοντά στήν πύλη, τό σκυλί ξάπλωσε στά πόδια μας, ροκανίζοντας τό ξερό κουλού-ρι, ενώ ή γιαγιά ελεγε:

-Έδώ κοντά ζεί μιά όβριά. Έχει στό σπίτι εννιά ψυχές, εννιά παιδιά, τό 'να μικρότερο άπό τ' αλλο. Τή ρωτώ: «Πώς τά περνάς, Μωυσέγεβα;» Κι ωJτή μου λέει: «Πώς νά τά περνάω; Ζώ μέ τόν δικό μου τό Θεό, μέ ποιόν αλλον νά ζήσω;»

'Ακούμπησα στό ζεστό πλευρό της γιαγιάς κι άποκοι­μήi}ηκα.

�H ζωή αρχισε καί πάλι νά κυλά γοργά καί πυκνά. 'Έναν πλατυ χείμαρρο άπό εντυπώσεις φέρνανε, κά1'tε μέρα, στήν ψυχή, κάτι τό καινούργιο, πού γεννουσε τόν 1'tαυμασμό καί τήν άνησυχία, κάτι πού μέ πείραζε, πού μ' εβαζε νά σκέφτομαι. Σέ λίγο καί γώ προσπα1'tουσα, μέ κά1'tε τρόπο, νά βλέπω, δσο γίνεται πιό συχνά, τό κορίτσι μέ τά δεκανίκια, νά μιλάω μαζί του η νά κά1'tομαι δίπλα του, άμίλητος, πάνω στό παγκάκι της Πύλης, - μαζί της καί ή σιωπή ηταν ευχάριστη. Ήταν κα1'tαρούτσικη, σάν σουσουράδα καί άνιστορουσε πολύ ώραία τή ζωή τών Κοζάκων του Ντόν: εκεί εμεινε πολύν καιρό, κοντά στ·όν 1'tEio της τόν μηχανικό του λαδόμυλου, επειτα, δ πατέρας της, ενας κλειδαράς, μετακόμισε στό Νίζνι.

-�Eχω κι αλλον 1'tEio, πού ύπηρετεί κοντά στόν ίδιο τόν Τσάρο.

Τά βράδια, σάν είχαμε γιορτή, δλος δ κόσμος του μαχαλά μας εβγαινε « εξω άπό τίς Πύλες» . Τ' άγόρια καί τά κορίτσια πήγαιναν στό νεκροταφείο νά χορέψουν, οΙ αντρες πήγαιναν στίς ταβέρνες, στόν μαχαλά μένανε οΙ γριές καί τά μικρά παιδιά. ΟΙ γυναίκες κά1'tονταν μπροστά στήν Πύλη, πάνω στόν αμμο 11 πάνω στά παγκάκια καί ξεσήκωναν τόν τόπο μέ τούς καυγάδες καί τά κουτσομπολιά τους. Τά παιδιά αρχιζαν νά παίζουν τόπι, τό «Γκοροντκί» 11 τό «Σαρμαζλό», οΙ μανάδες παρακολου1'tούσαν τά παιγνίδια, παινώντας τούς επιδέ­ξιους καί κοροϊδεύοντας τούς κακούς παίχτες. Σκωνό­ταν σαματάς, πού σού 'παιρνε τ' αυτιά καί γέμιζαν οΙ

3 3 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 34: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

καρδιές από ανείπωτη χαρά. Ή παρουσία κι ή προσοχή των «μεγάλων», πού μας παρακινούσαν, ηταν μιά λεπτο­μέρεια, πού εδινε σ' δλο τό παιχνίδι μιάν ίδιαίτερη ζωή, γεννούσε τόν φοβερό συναγωνισμό. 'Αλλά δσο κι αν αφοσιωνόμασταν στό παιγνίδι, έμείς οί τρείς, - δ Κοστρομά, δ Τ σούρκα κι έγώ, - �ά βρισκόταν ενας από μας νά πεταχτεί ως τήν κουτσή τήν κοπέλλα, γιά νά καυχη�εί.

-ΕΙδες, Λιουντμήλα, πού εβγαλα από τό «γκο­ροντκί» καί τούς πέντε βώλους;

'Εκείνη χαμογελούσε χαδιάρικα, κουνώντας τό κεφά­λι κάμποσες φορές, στή σειρά.

Προηγούμενα, ή παρέα μας πρoσπα�oύσε, στά παι­γνίδια, νά βρίσκεται σέ μιάν δμάδα, τώρα δμως βλέπω, πώς δ Τσούρκα κι δ Κοστρομά παίζουν πάντα σέ διάφορες δμάδες, παραβγαίνοντας, μέ κά�ε τρόπο, μεταξύ τους, aτή δεξιοσύνη καί τη δύναμη. Μερικές φορές, δ ανταγωνισμός εφτανε ως τά δάκρυα καί τό ξυλοφόρτωμα. Μιά φορά, άρπάχτηκαν μέ τόση λύσσα, πού αναγκάστηκαν ν' ανακατευτούν καί οί μεγάλοι, γιά νά χωρίσουν τούς έχ�ρoύς μέ τό νερό, δπως χωρίζουν τά σκυλιά.

Ή Λιουντμήλα, κα�ισμένη στό παγκάκι, χτυπούσε τη γη μέ τό γερό πόδι της, κι δταν οί παλαιστές κατρακυ­λούσαν στά πόδια της κοντά, τούς εσπρωχνε μέ τό δεκανίκι, φωνάζοντας φοβισμένα:

-Σταματείστε! Τό πρόσωπό της, τότε, χλώμιαζε τόσο, πού μελάνια­

ζε, τά μάτια της γούρλωναν καί σβήνανε, σά νά τήν εlχε πιάσει ύστερ ία.

Μ ιά φορά, ό Κοστρομά, έπειδή εχασε πανηγυρικά, άπό τόν Τσούρκα, μιά παρτίδα από τό «γκοροντκί», χώ�κε μέσα στό αμπάρι τού κρι�αριoύ, πού ύπηρχε κοντά στό μπακάλικο, εκατσε μέσα άνακούρκουδα καί ξέσπασε σέ βουβό κλάμα. Ήταν σχεδόν τρομερό: εσφιξε γερά τά δόντια, τά ζυγωματικά του ξεπετάχτηκαν, τό %οκκαλιάρικο πρόσωπό του πέτρωσε, ένω από τά μαύ­ρα, �λιμμένα μάτια του κυλούσαν μεγάλες βαρει-

34 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 35: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ές στάλες τά δάκρυα. 'Όταν άρχισα νά τόν παρηγορώ, μου ψι{}ύρισε, καταπίνοντας τά δάκρυά του:

-Περίμενε . . . {}ά του δώκω μιά μέ τό τουβλο στό κεφάλι . . . {}ά δεί αυτός!

Ό Τσούρκα άρχισε νά καμαρώνει. �Eβαλε τή σκού­φια του στραβά, δπως τή βάζουν τά άρραβωνιασμένα παλληκάρια, εχωσε τά χέρια στίς τσέπες του παντελονι­ου καί πήρε νά κόβει βόλτες στή μέση του δρόμου. "Εμα{}ε, μάλιστα, νά φτύνει λεβέντικα, άνάμεσα άπό τά δόντια του καί ύποσχόταν:

-Γρήγορα {}ά μά{}ω νά καπνίζω. Έχω κιόλας δοκι­μάσει δυό φορές, μά μου φέρνει αναγούλα.

αΟλα αυτά δέ μου αρέσανε. Είδα πώς χάνω τόν σύντροφό μου καί είχα τήν εντύπωση, πώς γι' αυτό εφταιγε ή Λιουντμήλα.

'Ένα βράδι, τήν ωρα πού διάλεγα, στήν αυλή, τά κόκκαλα άπό τά κουρέλια, καί δλη τή σαβούρα πού είχα μαζέψει, μέ ζύγωσε ή Λ ιουντμήλα, κουνιστή, σαλεύον­τας τό δεξί της χέρι.

-Γειά χαρά, είπε, κουνώντας τρείς φορές τό κεφάλι. Ό Κοστρομά γύρναγε μαζί σου ;

-Ναί. -Κι δ Τσούρκα; -Ό Τσούρκα δέ μας κάνει παρέα. Καί γι' αυτό φταίς

εσύ. Σ' ερωτεύτηκαν καί μαλώνουν μεταξύ τους γιά σένα . . .

Έκείνη κοκκίνισε, μά είπε κοροϊδευτικά: -Νάτα μας! Καί σέ τί φταίω εγώ; -Γιατί τούς κάνεις νά ερωτεύονται; -Δέν τούς παρακάλεσα νά μ' ερωτευτουνε! είπε

εκείνη, {}υμωμένα, καί ξεμάκρυνε μουρμουρίζοντας: Κουταμάρες είναι δλα αυτά! Είμαι πιό μεγάλη άπ' αυτούς, είμαι δεκατεσσάρω χρονών. Ό κόσμος δέν ερωτεύεται κοπέλλες μεγαλύτερες . . .

-Πολλά ξέρεις! φώναξα, {}έλοντας νά τήν πικάρω. Δέ βλέπεις τή μπακάλαινα, τήν άδερφή του Χλιστόβ, είναι εντελώς γριά καί μπλέκεται μέ τ' άγόρια!

Ή Λιουντμήλα γύρισε πρός τό μέρος μου, χώνοντας

35 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 36: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

βα{}ιά τό δεκανίκι της στήν αμμΟ' τής αυλής. -'Εσύ, δέν ξέρεις τίπΟ'τα! αρχισε νά λέει βιαστικά,

μέ ραγισμένη φωνή, καί τά γλυκά μάτια της πέταξαν κάτι ώραίες φωτιές. Ή μπακάλαινα είναι χαλασμένη, μήπως είμαι τέτΟ'ια καί γώ; 'Εγώ είμαι άκόμα μικρή, εμένα δέν κάνει νά μέ πειράζΟ'υν καί νά μέ τσιμπΟ'ύν. Κι ΟλΟ'ι, ... καί σύ, αν διάβαζες τό μυ{}ιστόρημα «Καμτσιαν­τάλκα», δεύτερΟ'ς τόμΟ'ς, δέ {}ά τά 'λεγες αυτά ...

Έφυγε μέ λυγμΟ'ύς. Τή λυπή{}ηκα. Στά λόγια της άντηχΟ'ύσε κάπΟ'ια άγνωστη, γιά μένα, άλή{}εια. Γιατί τήν τσιμπΟ'ύν Ο'ί σύντρΟ'φΟ'ί μΟ'υ; Κι άπό πάνω λένε, πώς τήν άγαπΟ'ύν ...

Τήν άλλη μέρα, {}έλΟ'ντας ν' άπΟ'σκεπάσω τό λά{}Ο'ς μΟ'υ, μπρΟ'στά στή Λιουντμήλα, άγόρασα, μέ δυό καπί­κια, καραμέλλες άπό «κρι{}αρίσια ζάχαρη», πΟ'ύ, οπως ήξερα, τίς άγαπΟ'ύσε.

-Θέλεις; 'Εκείνη, κατα{}υμωμένη, μΟ'ύ λέει: -Φύγε, μέ σένα δέ φιλιώνω! Μά τήν ίδια στιγμή πήρε τίς καραμέλλες, παρατη­

ρώντας: -"Ας τίς τύλιγες, τΟ'υλάχιστΟ', σ' ενα χαρτί, τά χέρια

σΟ'υ είναι κάπως βρώμικα. -Τά επλυνα, μά αυτά δέ βγαίνΟ'υνε. Πήρε τό χέρι μΟ'υ στό δικό της, ενα χέρι ξερό καί

ζεστό, καί τό κΟ'ίταξε. -Πώς τό 'καψες ... -Καί τά δικά σΟ'υ δάχτυλα είναι κατατρυπημένα ... -Είναι άπό τή βελόνα, ράβω πΟ'λύ ... Σέ λίγα λεπτά, μΟ'ύ πρότεινε, κΟ'ιτώντας ενα γύρΟ': -" ΑκΟ'υ, ελα νά κρυφτΟ'ύμε κάπΟ'υ καί νά διαβάσΟ'υ-

με τή «Καμτσαντάλκα», {}έλεις; ΠΟ'λλήν ωρα ψάχναμε πΟ'ύ νά κρυφτΟ'ύμε, πΟ'υ{}ενά δέ

βρίσκαμε κατάλληλΟ' μέρΟ'ς. Τελικά, άπΟ'φασίσαμε, πώς τό καλύτερΟ', άπ' ολα, ηταν νά τρυπώσΟ'υμε στόν διάδρΟ'­μΟ' τΟ'ύ μπάνιΟ'υ. 'Εκεί εκανε άκΟ'τάδι, μά μπΟ'ρΟ'ύσαμε νά κα{}ίσΟ'υμε κΟ'ντά aτό παρά{}υρΟ', πΟ'ύ βλέπει σέ μιά βρώμικη γωνιά, άνάμεσα στόν άχερώνα καί τό γειτΟ'νικό

36 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 37: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σφαγείο. Ό κόσμος σπάνια περνούσε από τό μέρος αυτό.

Καί νά, πού εκείνη κά1'tεται δίπλα στό παρά1'tυρο, τεντώνοντας τό σακατεμένο πόδι της πάνω στό σκαμνά­κι, αφήνοντας τό γερό νά πατάει στό πάτωμα. Κά1'tεται καί προφέρει μέ συγκίνηση, κρύβοντας τό πρόσωπό της μέ τό κουρελιασμένο βιβλιαράκι, πολλές ακαταλαβίστι­κες κι ανιαρές λέξεις. 'Εγώ, δμως, συγκινούμαι. Κα1'tι­σμένος στό πάτωμα, βλέπω τά σοβαρά μάτια της νά κινούνται μέ δυό γαλάζιες φλόγες, πάνω στίς σελίδες τού βιβλίου, μερικές φορές ύγραίνονται από ενα δάκρυ, ή φωνή τού κοριτσιού τρέμει, προφέροντας βιαστικά αγνωστες λέξεις σέ ακατανόητους είρμούς. Ώστόσο, άρπάζω τίς λέξεις αυτές καί προσπα1'tώντας νά τίς συν1'tέσω σέ στίχους, τίς αναποδογυρίζω μέ κά1'tε τρόπο - κι αυτό μ' εμποδίζει όριστικά νά καταλάβω τί 1'tέλει νά πεί τό βιβλίο.

Στά γόνατά μου λαγοκοιμαται τό σκυλί, ό «'Αγέρας», δπως τόν φωνάζω. Κι αυτό, γιατί εΙναι μαλλιαρό, μακρύ, τρέχει γρήγορα καί γρυλλίζει σάν φ1'tινοπωριάτι­κος αέρας στόν σωλήνα.

-Μ' ακούς; ρωτάει τό κορίτσι. 'Εγώ κουνάω τό κεφάλι, χωρίς νά βγάλω τσιμουδιά.

'Ετούτη ή σύγχιση των λέξεων μέ διεγείρει δλο καί πιό πολύ, δλο καί πιό μεγάλη γίνεται ή επι1'tυμία μου νά τίς βάλω αλλοιώτικα, Όπως εΙναι βαλμένες στά τραγούδια, Όπου ή κά1'tε λέξη ζεί καί λάμπει, Όπως τ' αστέρια στόν ουρανό.

'Όταν επεσε τό σκοτάδι, ή Λιουντμήλα κατέβασε τό χέρι από τό βιβλίο καί ρώτησε:

-Δέν εΙναι ώραϊο; Τό βλέπεις δά! . . . , Από κείνο τό βράδι καί πέρα, κα1'tόμασταν συχνά

στόν διάδρομο τού μπάνιου . Ή Λιουντμήλα, γιά μεγάλη μου χαρά, γρήγορα παραι τή{tηκε από τό διάβασμα της «Καμτσαντάλκα». Δέ μπορούσα νά της πω τί ελεγε ετούτο τό ατέλειωτο βιβλίο, _. ατέλειωτο, γιατί, μετά τό δεύτερο μέρος, απ' Όπου αρχίσαμε, κυκλοφόρησε τό τρίτο. Καί τό κορίτσι μού ελεγε, πώς κυκλοφόρησε καί

3 7 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 38: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τό τέταρτο. Πολύ ώραια περνούσαμε, ιδιαίτερα τίς μέρες πού

εβρεχε, δταν δέ λάχαινε νά 'ναι Σάββατο, όπότε ανάβανε τό μπάνιο.

ΥΕξω πέφτει βροχή μέ τό κανάτι, κανένας δέ βγαίνει στήν αυλή, δέ 1'tά μας δει, στή σκοτεινή γωνιά μας. Ή Λιουντμήλα φοβόταν πολύ, μή μας «τσακώσουν» .

-Ξέρεις τ ί 1'tά νομίσουν, τότε; μέ ρωτούσε σιγανά. Καί γώ τό 'ξερα καί φοβόμουνα επίσης μήπως μας

«τσακώσουν». Κα1'tόμασταν ι1ρες όλόκληρες, μιλώντας γιά κάτι. Μερικές φορές, της ελεγα τά παραμύ1'tια της γιαγιας, καί ή Λιουντμήλα γιά τή ζωή τών Κοζάκων, στόν ποταμό Μεντβέντιτσα.

-Υ Αχ, τί ώραια πού είναι έκει πέρα! αναστέναζε εκείνη. Τί είναι εδώ; Έδώ, μόνο οί ζητιάνοι μπορούν νά ζήσουν . . .

Άποφάσισα, δταν μεγαλώσω, νά πάω, όπωσδήποτε, νά δώ τόν ποταμό Μεντβέτιτσα.

Γρήγορα πάψαμε νά εχουμε ανάγκη τόν διάδρομο τού μπάνιου. Ή μάνα της Λιουντμήλας επιασε δουλειά σ' ενα γουναράδικο κι εφευγε τό πρωί από τό σπίτι, ή αδελφούλα της πήγαινε στό σκολειό κι ό αδελφός της δούλευε σ' ενα εργοστάσιο πού 'φτιαχνε πλακάκια.

Τίς κακοκαιρίες, πήγαινα στό κορίτσι καί τό βοη-1'tουσα νά σφουγγαρίσει καί νά συγυρίσει τό σπίτι καί τό μαγερειό. Έκείνη γελούσε.

-Έμεις ζουμε μαζί, δπως ό άντρας μέ τή γυναίκα, μόνο πού κοιμούμαστε χωριστά. Μπορει νά 'μαστε καί καλύτερα, γιατί οί άντρες δέ βοη1'tανε τίς γυναικες τους . . .

> Αν είχα λεφτά, αγόραζα γλυκά, πίναμε τσάι, επειτα κρυώναμε τό σαμοβάρι μέ κρύο νερό, γιά νά μήν υποψιαστει ή φωνακλού 11 μάνα της Λιουντμήλας, πού τό ανάψαμε. Μερικές φορές, μας ερχόταν καί 11 γιαγιά. Κα1'tόταν, επλεκε νταντέλλες 11 κεντούσε, καί μας ελεγε 1'tαυμαστές ίστορίες. Κι δταν ό παππούς πήγαινε στήν πόλη, ή Λιουντμήλα ερχόταν στό σπίτι καί διασκεδάζα­με ανέμελα.

3 8 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 39: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ή γιαγιά ελεγε: -Άχ τί ωραία πού τά περνάμε! Μέ τόν παρά σου

κάνεις δ,τι {}έλεις! Έν{}άρρυνε τή φιλία μας. -ΕΙναι καλό νά πιάνουν φιλίες τ' αγόρια μέ τά

κορίτσια. Μόνο αταξίες δέν επιτρέπονται . . . Καί μέ πολύ άπλά λόγια μάς εδινε νά καταλάβουμε,

τί εΙναι αυτές οί «αταξίες» . Μιλούσε ωραία, εμπνευσμέ­να, καί γώ κατάλαβα καλά, πώς δέν πρέπει νά πειράζον­ται τά λουλούδια, πρίν ανοίξουν ε καλά, γιατί δέν πρόκειται νά δωσουν ούτε μύρο, ούτε καρπό.

Δέ {}έλαμε «αταξίες» , μά αυτό δέν εμπόδιζε ούτε τή Λιουντμήλα ούτε κι εμένα, νά μιλάμε γιά δσα συνή{}ως δέν γίνεται κουβέντα. Μιλούσαμε από ανάγκη, γιατί οί σχέσεις των δυό φύλων, στήν ωμή τους μορφή, χτυπού­σαν συχνά πολύ άσχημα στό μάτι, μάς πείραζαν πολύ .

Ό πατέρας της Λιουντμήλας, Itνας άντρας σαράντα χρονω, κατσαρομάλλης καί μουστακαλης, σάλευε κάπως μέ ίδιαίτερο τρόπο τά πυκνά φρύδια του. Ήταν παράξε­να σιωπηλός, - δέ {}υμάμαι ούτε μιά του κουβέντα. Άκόμα κι δταν χάϊδευε τά παιδιά του, μούγγριζε, σά μουγκός, καί τή γυναίκα του τήν εδερνε στά μουλωχτά.

Τά βράδια, στίς γιορτές, εβαζε τή γαλάζια πουκαμί­σα, τό φαρδύ σαλβάρι, μέ τίς σούρες, καί τίς καλογυαλι­σμένες μπότες του, εβγαινε στήν Πύλη, μέ τή μεγάλη άρμόνικα, κρεμασμένη μ' ενα λουρί από τόν ώμο του,καί γινόταν, σά φαντάρος στή {}έση τού «σκοπού» . Τήν ίδια στιγμή, εξω από τήν Πύλη μας, άρχιζε τό «γλέντι» . Οί κοπελλιές κι οί γυναίκες πήγαιναν, σάν τίς πάπιες, ή μιά πίσω από τήν αλλη, κι ερριχναν κρυφές ματιές στόν Ευσέγιενκο, η τόν κοιτούσαν ανοιχτά, μέ μάτια λαίμαρ­γα, ενω εκείνος στεκόταν μέ μισάνοιχτο τό κατωχείλι του καί τίς επι{}εωρούσε, μέ τό εμπειρο βλέμμα των μαύρων του ματιων. Ύπηρχε κάτι τό δυσάρεστο, κάτι τό σκυλί­σιο σ' αυτόν τό βουβό διάλογο των ματιων, στήν αργή, τή γεμάτη ύποταγή κίνηση των γυναικων, μπροστά στούς άντρες, - εδινε τήν έντύπωση, πώς ή κα{}εμιά, αν δ αντρας της εγνεφε έπιταχτικά, {}ά ξάπλωνε καλοπόταγα

39 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 40: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στή βρώμικη άμμο τού δρόμου, σά σκοτωμένη . -Φούσκωσε ό τράγος, μούτρο ξετσίπωτο! μουρμου­

ρίζει ή μάνα της Λιουντμήλας. Λεπτή καί ψηλή, μέ βλογιοκομμένο πρόσωπο, μέ κοντοκομμένα μαλλιά από τόν τύφο, εμοιαζε μέ πολυμεταχειρισμένη σκούπα.

Δίπλα της, στέκεται ή Λιουντμήλα καί προσπα-t}εί, άδικα, νά της αποτραβήξει τήν προσοχή από τόν δρόμο, τή ρωτά, μέ πείσμα, γιά κάτι.

-Σταμάτα τό γαζί, τέρας κακόχρονο! μουρμουρίζει ή μάνα της, ανοιγοκλείνοντας τά μάτια ανήσυχα. Τά στ:ενά, μογγόλικα μάτια της εΙναι φωτεινά κι ακίνητα, ­κάπου σκάλωσαν κι εμειναν εκεί, γιά πάντα.

-Μή ι'tυμώνεις, μανούλα, τό ίδιο κάνει, λέει ή Λιουντμήλα. Κοίτα δά τή γυναίκα τού ψαι'tά πώς στολί­στηκε!

-'Εγώ ι'tά ντυνόμουν καλύτερα, άν δέ σάς είχα εσάς τούς τρείς, μέ ψήσατε καί μέ φάγατε, απαντά σκληρά, μέσα από τά δάκρυα ή μάνα, καρφώνοντας τά μάτια· στήν αψηλή, φαρδύπλατη χήρα τού ψαι'tά.

'Εκείνη μοιάζει μ' ενα μικρό σπίτι. Τό στηι'toς της ξεπετάχτηκε σάν ταράτσα. Τό κόκκινο πρόσωπό της, σκεπασμένο καί κομμένο από μιά πράσινη μαντήλα, ι'tυμίζει παράι'tυρo σοφίτας, τήν ωρα πού τά τζάμια του αντανακλούν τόν ηλιο.

Ό Ευσεγιένκο μεται'tέτει τήν άρμόνικα στόν άλλον &μο καί παίζει. Ή άρμόνικα εχει πολλά πληκτρα. Οί ηχοι της τραβούν ακράτητα κόσμο. Άπ' δλο τόν μαχαλά τρέχουν τά παιδάκια, σωριάζονται στά πόδια του Ευσε­γιένκο καί μένουν στήν άμμο, άναυδα από τόν ι'tαυ­μασμό.

-Περίμενε καί ι'tά σου τρίψω τή μούρη, λέει ή γυναίκα του Ευσεγιένκο στόν άντρα της.

'Εκείνος τή λοξοκοιτάζει αμίλητος. Στό μεταξύ, ή ψαι'toυ κά{}ησε εκεί κοντά, σέ μιά

καρέκλα του μπακάλικου του Χλίστοφ. Άκούει απο­σβωλωμένη μέ τό κεφάλι αναγυρτό στόν &μο καί βγάζει φωτιές.

Στόν κάμπο, πέρα από τό νεκροταφείο, άπλώνεται τό

40 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 41: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σούρουπο κατακόκκινο. Στόν δρόμο πλέουνε, σάν σέ ποτάμι, κάτι λαμπροντυμένα μεγάλα κομμάτια από σώ­μ"ατα, τά παιδιά περνάνε σά σίφουνας, ζεστός δ αέρας, μαλακός καί με{}υστικός. Μιά δρυμιά μυρουδιά αναδί­νει ή ζεσταμένη δλη τή μέρα άμμος, ξεχωρίζει ιδιαίτερα ή λιγδερή καί γλυκερή μυρουδιά των σφαγείων, - ή μυρουδιά του αϊματος. Άπό τά σπίτια καί τίς αυλές των γουναράδων ερχεται αρμυρή καί δρυμιά ή μπόχα των δερμάτων. Τό κουβεντολόι των γυναικων, τό με{}υσμένο ουρλιαχτό των αντρων, οί διαπεραστικές φωνές των παιδιων, οί βαρειές νότες τής αρμόνικας, - δλα σμίγου­νε σ' ενα δυνατό βουητό, ανασαίνει βα{}ιά ή γη, πού γεννοβολά ακούραστη. 'Όλα είναι ωμά, ξεγυμνωμένα κι επιβάλλουν ενα μεγάλο δυνατό αίσ{}ημα εμπιστοσύνης σ' αυτή τή μαύρη ζωή, τήν ξετσίπωτη καί ζωώδη. Κι αύτή καυχολογιέται γιά τίς δυνάμεις της καί αναζητεί μέ πά{}ος κι ενταση κάπου νά τίς διοχετεύσει.

Κι ανάμεσα από τόν {}όρυβο, ιhρες-6)ρες, φτάνουν ως τήν καρδιά καί καρφώνονται γιά πάντα στή μνήμη, κάτι εξαιρετικά απαίσιες κουβέντες:

-Μόνος δέ μπορω δλες μονομιάς, - πρέπει μέ τή σειρά . . .

-Ποιός {}ά μάς λυπη{}εί, αφου εμείς δέ λυπούμαστε τόν έαυτό μας;

-ΥΗ μήπως δ Θεός εκανε τή γυναίκα, γιά μπαί­γνιο; . . .

Ή νύχτα κοντοζυγώνει. Πιό δροσερός δ αγέρας, χαμηλώτερος δ {}όρυβος, τά ξύλινα σπίτια φουσκώνουν, μεγαλώνουν, ντύνονταί μέ σκιές. Τά παιδιά τά πήγαν σπίτι νά κοιμη{}ουν, μερικά αποκοιμή{}ηκαν εκεί δά, κάτω από τούς φράχτες, στά πόδια καί στά γόνατα των μανάδων. Τά παιδάκια, κατά τό βράδι γίνονται περισ­σότερο ησυχα, μαλακά. Ό Εύσεγιένκο εξαφανίστηκε, χωρίς νά τόν πάρουνε μυρουδιά, λές καί γίνηκε καπνός. Χά{}ηκε καί ή ψα{}ου. Ή βροντερή άρμόνικα παίζει κάπου μακρυά, πίσω από τό νεκροταφείο. Ή μάνα τής Λιουντμήλας κά{}εται στό παγκάκι, ζαρωμένη, μέ τή ράχη ανασηκωμένη σάν γάτα. Ή γιαγιά μου πήγε νά πιεί

4] Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 42: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τσάι στή γειτόνισσα, τή μαμή καί ρουφιάνα, μιά γυναίκα itεριακωμένη, γεμάτη φλέβες, μέ χηνίσια μύτη καί μέ τό «χρυσό μετάλλιο» , γιά τή σωτηρία τών πεσόντων, κρε­μασμένο στό ισιο, αντρίκιο στηitος της. 'Όλη ή γειτονιά τή φοβάται, γιατί τή itεωρεί μάγισσα. Λένε γι' αυτή, πώς εβγαλε από τή φωτιά, σέ μιά πυρκαγιά, τά τρία παιδιά κάποιου συνταγματάρχη καί τήν αρρωστη γυναίκα του .

Ή γιαγιά εχει φιλίες μαζί της. Μόλις ανταμώσουν στόν δρόμο, καί οί δυό τους χαμογελούν, ό.πό μακρυά, ή μιά της αλλης, κάπως πολύ εγκάρδια.

Ό Κοστρομά, ή Λιουντμήλα καί γώ καitόμαστε κοντά στήν Πύλη, πάνω σ' ενα παγκάκι. Ό Τσούρκα κάλεσε τόν αδελφό της Λιουντμήλας, νά παλαίψουν, ­αγκαλιάστηκαν καί τώρα κυλιούνται στήν αμμο, γεμί­ζοντας τόν τόπο σκόνη .

-Σταματείστε, παρακαλεί φοβισμένα ή Λιουντμήλα. Ό Κοστρομά τή λοξοκοιτάζει, μέ τά μαύρα του μάτια

καί λέει μιάν ίστορία γιά τόν κυνηγό Καλίνιν, εναν ασπρομάλλη γεροντάκο, μέ πονηρά μάτια, ανitρωπο μέ κακή φήμη, γνωστό σ' δλη τή συνοικία. Κείνες τίς μέρες εΙχε πεitάνει, μά δέν τόν εΙχαν itάψει στήν αμμο τού νεκροταφείου, μά εβαλαν τό κιβούρι του πάνω από τό χώμα, μακρυά από τά αλλα μνήματα. Τό φέρετρο εΙναι μαύρο, στέκεται πάνω σέ κάτι ψηλά πόδια, στό καπάκι του εΙναι ζωγραφισμένα, μέ ασπρη μπογιά, ενας σταυ­ρός, ενα ακόντιο, ενα καλάμι καί δυό κόκκαλα.

Κάitε βράδι, μόλις πέσει τό σκοτάδι, δ γέρος σηκώνε­ται από τό κιβούρι καί κόβει βόλτες στό νεκροταφείο, κι δλο κάτι ψάχνει, ωσπου νά πρωτολαλήσουν τά κοκόρια.

-Μή μιλάς γιά τέτοια φοβερά πράγματα! παρακαλεί ή Λιουντμήλα.

-" Αφησέ με, φωνάζει δ Τσούρκα, προσπαitώντας νά γλυτώσει από τό ό.γκάλιασμα τού αδελφού της Λιουν­τμήλας καί λέει ειρωνικά στόν Κοστρομά:

-Τί ψεματάς; Έγώ εΙδα μέ τά μάτια μου, πώς παράχωσαν τό κιβούρι, κι ό.πό πάνω είναι ό.νοιχτό, γιά νά βάλουν τήν ταφόπετρα. . . Καί αυτό πού λένε, πώς τριγυρνά δ πεitαμένος, τό ξεφούρνισαν οί μεitυσμένοι

42 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 43: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σιδεράδες . . . Ό Κοστρομά, χωρίς νά γυρίσει νά τόν δεϊ, είπε

fi-υμωμένα: -'Αφού είναι ετσι, πήγαινε νά κοιμη{tεϊς στό νεκρο­

ταφεϊο! 'Αρχίζουν τό καυγαδάκι, ενώ Τι Λιουντμήλα, κουνών­

τας βαριεστημένα τό κεφάλι, ρωτούσε : -Μάνα, σηκώνονται τίς νύχτες οί πε{tαμένοι ; -Σηκώνονται, δευτέρωσε Τι μάνα, λές κι απαντούσε

από μακρυά δ αντίλαλος. Ήρ{tε δ γιός της μπακάλαινας, δ Βαλιόκ, εν ας

ροδοκόκκινος χοντρός νέος, κάπου είκοσι χρονών, ακουσε τή συζήτησή μας κι είπε:

-'Όποιος από τούς τρεϊς σας μπορεϊ νά κοιμη{tεϊ ως τό πρωί στό μνημα, {tά εχει από μένα δυό δεκάρες καί δέκα τσιγάρα. Κι δποιος δειλιάσει {tά τού τραβήξω, δσο {tέλω, τ' αυτιά, τί λέτε;

'Όλοι λουφάξανε από τόν φόβο, κι Τι μάνα της Λιουντμήλας είπε:

-Τί κουταμάρες είναι αυτές. Μήπως επιτρέπεται νά τούς παρακινεϊς σέ κάτι τέτοιο . . .

-Δώσε ενα ρούβλι, πηγαίνω! πρότεινε κατσουφια­σμένος δ Τσούρκα.

Ό Κοστρομά ρώτησε αμέσως, μέ ϋφος φαρμακερό: -Καί γιά τίς δυό δεκάρες φοβασαι; Κι είπε στόν

Βάλκα: Δώστου ενα ρούβλι! Έγώ στοιχηματίζω, πώς καί πάλι δέ {tά πάει, μόνο κάνει τόν καμπόσο . . .

-Άντε, πάρε ενα ρούβλι! Ό Τσούρκα σηκώ{tηκε όπό κάτω καί ξεμάκρυνε

αργά, χωρίς νά βγάλει μιλιά, προχωρώντας πλάι στόν φράχτη. Ό Κοστρομά εβαλε τά δάχτυλα στό στόμα καί σφύριξε διαπεραστικά από πίσω του, ενώ Τι Λιουντμήλα ελεγε μ' ανησυχία:

-"Αχ, Θεέ μου, τί παινεσιάρης . . . Τί είν' αυτό! -Πού πατε, δειλοί! κορόϊδευε δ Βαλιόκ. Καί σας

λογαριάζουν γιά πρώτους παλαιστές της γειτονιας, γα­τάκια . . .

Μέ πείραζε πολύ, πού ακουγα τίς κοροϊδίες του .

43 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 44: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Αυτός ό καλοταγισμένος νέος δέν μας αρεσε, παρακι­νούσε πάντα τά παιδιά σέ κακές πράξεις, τούς ελεγε αισχρές ίστορίες γιά τά κορίτσια καί τίς γυναίκες. Τούς μά{tαινε νά τίς περιπαίζουνε. Τά παιδάκια τόν ακουγαν καί τό πλήρωναν ακριβά. Δέν ξέρω γιατί, αλλά μισούσε τό σκυλί μου. Τό κυνηγούσε μέ τίς πέτρες. Μιά φορά, εβαλε βελόνα στό ψωμί, πού τού τάγισε.

Μά ακόμα πιό {tλιβερό ηταν νά βλέπεις τόν Τσούρκα νά φεύγει αναχεντρωμένος, ντροπιασμένος.

Είπα στό Βάλκα: -Δώσε τό ρούβλι, {tά πάω εγώ . . . 'Εκείνος κορό"ίδεψε καί λέγοντας πολλά λόγια, γιά νά

μέ τρομάξει, εδωσε τό ρούβλι στήν Ευσεγένκοβα, μά ή γυναίκα είπε αυστηρά:

-Δέ {tέλω, δέν τό παίρνω! Κι εφυγε όργισμένη. Καί ή Λιουντμήλα δέ δέχτηκε νά

πάρει τό ρούβλι. Αυτό δυνάμωσε πιό πολύ τίς ειρωνείες τού Βάλκα. Ήμουν κιόλας ετοιμος νά πάω, χωρίς νά ζητήσω από τόν νέο τό ρούβλι, δταν ζύγωσε ή γιαγιά. Μόλις εμα{tε τήν ύπό{tεση, πήρε τό ρούβλι καί μού λέει:

-Βάλε τό παλτουδάκι σου καί πάρε μιά κουβέρτα, γιατί κατά τό πρωί κάνει κρύο . . .

Τά λόγια της μού δώσανε {tάρρος καί τήν ελπίδα, πώς δέν πρόκειται νά πά{tω κανένα κακό.

Ό Βαλιόκ μού εβαλε τόν δρο, δτι πρέπει, ωσπου νά ξημερώσει, νά κά{tομαι η νά είμαι ξάπλα πάνω στό φέρετρο, καί νά μήν κατεβώ από κεί δ,τι κι αν συμβεί, ακόμα κι αν τό φέρετρο αρχίσει νά κουνιέται, τήν ωρα πού δ γέρο Καλίνιν {t' αρχίζει νά βγαίνει από τόν τάφο . • Αν πηδήξω κάτω από τό κιβούρι, χάνω τό στοίχημα.

-Καί πρόσεχε, μέ προειδοποίησε δ Βαλιόκ, {tά σέ παρακολου{tώ δλη τή νύχτα!

'Όταν {tά πήγαινα γιά τό κοιμητήρι, ή γιαγιά, αφού μέ σταύρωσε, μέ συμβούλεψε:

-"Αν δείς κάτι, μή σαλέψεις από τόν τόπο σου, νά λές μόνο: Θεοτόκε Παρ{tένα χαίρε .. .

Προχωρούσα γρήγορα, η{tελα ν' αρχίσει καί νά τελειώσει δσο γίνεται πιό γρήγορα αυτή Τι ίστορία. Μέ

44 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 45: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

συνοδεύανε ό Βαλιόκ, ό Κοστρομά καί κάτι άλλα αγόρια. Τήν ωρα πού δρασκελούσα εναν τούβλινο τοιχάκο, τά πόδια μου μπερδεύτηκαν στήν κουβέρτα κι επεσα κάτω, μά τήν ίδια στιγμή αναπήδηξα κι ανορ{}ώ­{}ηκα, σά νά μέ τίναξε απάνω ή άμμος. Πίσω από τόν τοίχο, οί άλλοι χαχάνισαν. Κάτι μέ δάγκασε στό στή1'tος, κι ενα δυσάρεστο σύγκρυο πέρασε πάνω απ' δλο τό δέρμα καί τή ραχοκοκκαλιά μου.

Σκουντουφλώντας, εφτασα ως τό μαύρο κιβούρι. Άπό τή μιά μεριά !,ίχε σκεπαστεί ενα μέρος του από τήν άμμο, από τήν άλλη μεριά τά κοντά καί χοντρά πόδια του είχαν ξεσκεπαστεί, λές καί κάποιος προσπά{}ησε νά τό ανασηκώσει, δέ μπόρεσε καί τ' άφησε, ετσι, λιγάκι γυρτό. 'Έκατσα στήν άκρη τού κιβουριού, κοντά στά πόδια του, αφού ερριξα μιά ματιά τριγύρω: τό νεκροτα­φείο, γεμάτο από τούμπες καί πυκνούς γκρίζους ξύλι­νους σταυρούς. Οί ίσκιοι, μεγαλωμένοι, πέφτουν πάνω στά μνήματα. 'Εδώ καί κεί, προβάλλουν μερικές λεπτές, λυγερές σημύδες, μπερδεμένες ανάμεσα στούς σταυρούς, συνδέοντας μέ τά κλαδιά τους τούς ξεμοναχιασμένους τάφους. Ά νάμεσα από τή δαντέλλα τών ίσκιων τους προβάλλει τό γρασίδι, σάν γκρίζα αναχεντρωμένη τρίχα - κι αυτή ή τρίχα είναι ή πιό απαίσια! Σάν σωρός χιονιού ύψώνεται στόν ουρανό ή εκκλησιά, ανάμεσα σέ κάτι ακίνητα σύννεφα, λάμπει ενα μικρό φυρό φεγγάρι.

Ό πατέρας τού Γιαζιόφ - ό • Αχρηστος • Αν{}ρωπος - χτυπάει βαριεστημένα τό καμπανάκι τού σκοπού . Κά{}ε φορά πού τραβάει τό σχοινί, εκείνο, κα{}ώς τρίβεται πάνω στή λαμαρίνα της στέγης, τρίζει {}λιβερά. Έπειτα, αντηχεί ό ξερός χτύπος της μικρης καμπάνας, - βγαίνει ενας αχός κοφτός καί aπαίσιoς.

«Νά μή σού δώσει ό {}εός αϋπνία», {}υμάμαι τό σλόγκαν τού φύλακα.

«Νιώ{}ω φρίκη. Καί, δέν ξέρω γιατί, ασφυξία, μέ περιλούζει ό ίδρώτας άν καί ή νύχτα είναι δροσερή . Θά προλάβω, τάχα, νά τρέξω ως τό φυλάκειο, άν ό γέρο Καλίνιν αρχίζει νά βγαίνει από τό μνημα του ;

»Τό νεκροταφείο τό ξέρω πολύ καλά, δεκάδες φορές

45 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 46: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

επαιξα ανάμεσα στούς τάφους, μέ τόν Γιαζιόφ κι άλλα παιδιά. Νά, έκεί κοντά στήν έκκλησιά εΙναι ftαμμένη iι μάνα . . .

»Δέν απoκoιμή{tηκαν ακόμα δλοι. Άπό τή συνοικία φτάνουν ως έδώ απόηχο ι από γέλια καί ξέφτια από τραγούδια. Πάνω στούς λόφους, στό σιδηροδρομικό λατομείο, απ' δπου παίρνουν άμμο η κάπου, στό χωριό Κατιζόφκα, στριγγλίζει πνιγμένα μιά αρμόνικα, πίσω από τόν φράχτη πηγαίνει πάντα δ μπεκρης δ σιδεράς Μιάτσοφ καί τραγουδάει, - τόν γνωρίζω από τό τραγούδι:

Ή δικιά μας ή μανούλα λίγο φταίει ή καημενούλα, καί δέν αγαπάει κανένα. Μόνο τόν μπαμπά τόν ένα . . .

»Χαίρουμαι πού ακούω τούς τελευταίους στενα­γμούς της ζωης, μά ύστερα από κάftε χτύπημα της καμπάνας ή ήσυχία μεγαλώνει, απλώνει σάν ποτάμι στά λειβάδια, τά κατακλύζει δλα, τά σκεπάζει. Ή ψυχή κολυμπάει στό ατέρμονο κι απέραντο χάος καί σβήνει σάν τή φλόγα τού κεριού μέσα στό σκοτάδι καί διαλύε­ται, χωρίς ν' αφήνει ϊχνη στόν ωκεανό αυτού τού χάους, δπου ζούν σπιftοβολώντας μόνο τά άπροσπέλαστα αστέ­ρια, δλα πάνω στή γη χά{tηκαν, σά νά 'ναι νεκρά κι άχρηστα» .

Τυλιγμένος στήν κουβέρτα, κάftόμουν πάνω στό φέρετρο, μέ τά πόδια μαζεμένα, μέ τό πρόσωπο κατά τήν έκκλησιά, κι δταν σάλευα, τριζοβολούσε τό κιβούρι καί μαζί του δ αμμος από κάτω του.

Κάτι χτύπησε κάποια στιγμή πάνω στή γη, πίσω άπό μένα, μιά δυό φορές, επειτα επεσε κοντά μου ενα κομμάτι τούβλο. Τρόμαξα, τήν ϊδια δμως στιγμή μάν­τεψα, πώς αυτά τά ρίχνουν πίσω από τόν φράχτη δ Βαλιόκ καί ή παρέα του, γιά νά μέ τρομάξουν. Μά iι ιδέα, δτι κοντά μου ύπάρχουν ανftρωποι μού εκανε καλό.

Χωρίς νά τό ftέλω, iι σκέψη μου πήγε στή μάνα μου . . .

46 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 47: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μιά φορά, πού μ' επιασε, τήν ωρα πού δοκίμαζα νά καπνίσω τσιγάρο, άρχισε νά μέ δέρνει καί γώ της είπα:

-Μή μέ χτυπάς, γιατί κι ετσι νιώitω άσχημα, μού ερχεται μεγάλη αναγούλα . . .

Έπειτα, τιμωρημένος, καitόμουν κοντά στή σόμπα καί κείνη ελεγε στή γιαγιά:

-Ά ναίσi}ητo παιδί, δέν αγαπάει κανένα . . . Μού κακοφάνηκε πολύ πού τ' άκουσα. 'Όταν ή μάνα

μου μέ τιμωρούσε, εγώ τή λυπόμουνα, στενοχωριόμουνα γιά λογαριασμό της, γιατί σπάνια τιμωρούσε δίκαια, δπως μού άξιζε.

Καί, γενικά, πάρα πολλές πικρίες εχει ή ζωή. Νά, άς πούμε, αυτοί οί άνitρωποι, πίσω από τόν φράχτη : Ξέρουν δά καλά, πώς φοβάμαι μόνος μου, μά itέλουν νά μέ τρομάξουν ακόμα πιό πολύ . Γιά ποιό λόγο;

Μού 'ρitε νά τούς φωνάξω: «'Αμέτε στό διάβολο! » Μ ά αυτό ηταν επικίνδυνο. Ποιός ξέρει πως itά τό

'παιρνε ό διάολος; Σίγουρα, κάπου εκεί κοντά itά 'τανε! Μέσα στόν άμμο ύπάρχουν κάμποσα κομματάκια

από μαρμαρυγία, πού itαμπογυάλιζαν στό φως τού φεγγαριού. Κι αυτό μού itύμισε, μιά φορά πού βρισκό­μουν πάνω σέ μιά σχεδία, στόν Όκα, καί κοίταζα τό νερό. Ξαφνικά, από τά βάi}η τού νερού, ξεμύτισε ενα ψάρι, πού βγηκε σχεδόν μπροστά στή μύτη μου. Τό ψάρι γύρισε κατά μένα τή μιά πλευρά του, πού μού i}ύμισε μάγουλο ανitρώπου, επειτα μέ κοίταξε κατάματα, μέ τό στρογγυλό, σάν πουλιού, μάτι του, βούτηξε καί χάi}ηκε στό βάitος, ταλαντευόμενο, σά φύλλο σκλήitρου, πού τό παίρνει ό άνεμος.

Ή μνήμη μου δούλευε δλο καί πιό εντατικά, ανασταί­νοντας διάφορα περιστατικά της ζωης, γιά νά προφυλα­χτεί, itαρρείς, από τή φαντασία, πού επέμενε, μέ πείσμα, νά μου γεννά τόν τρόμο.

Νά, περνά ενας σκαντζόχοιρος, χτυπώντας πάνω στήν άμμο τά κοντοπόδαρά του: itυμίζει τό καλό στοι­χειό του σπιτιου, πού ειναι καί κείνο ετσι μικρό καί αναχεντρωμένο.

47 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 48: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Θυμάμαι, πού ή γιαγιά, καt}ισμένη άνακούρκουδα, κοντά στή σόμπα, ελεγε τό ξόρκι:

-Χαϊδεμένε άφέντη, διωξε τίς κατσαρίδες . . . Μακρυά, πάνω άπό τήν πόλη, - πού δέν τήν εβλεπα,

- δ ουρανός γινόταν Όλο καί πιό φωτεινός, τό πρωινό άγιάζι εσφιγγε τά σαγώνια μου, κλείνανε τά μάτια, κουλουριάστηκα μέσα στήν κουβέρτα καί κουκουλώ­t}ηκα, - Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!

Μέ ξύπνησε ή γιαγιά. Τήν είδα νά στέκεται δίπλα μου, νά μου τραβά τήν κουβέρτα καί νά μου λέει:

-Σήκω! Δέν πάγωσες; �E, πως πάει, φοβή{}ηκες; -Φοβήt}ηκα, μόνο μήν τό πείς πουt}ενά, μήν τό πείς

στά παδιά! -Καί γιατί νά τό κρύψεις; άπόρησε ή γιαγιά. 'Όταν

δέ φοβάσαι, δέν εχεις λόγο καί νά παινιέσαι . . . Τραβήξαμε γιά τό σπίτι, καί στόν δρόμο μου είπε

τρυφερά: -Πρέπει Όλα νά τά δοκιμάζεις μόνος σου, αγγελέ

μου , Όλα πρέπει νά τά μάt}εις μόνος σου . . . Άν δέν καταφέρνεις νά μάt}εις τόν εαυτό σου , μήν περιμένεις νά σου μάt}ει αλλος . . .

Κατά τό βράδι, εγινα δ «ηρωας» της γειτονιάς, ολοι μέ ρωτούσανε:

-Είναι δυνατό νά μή φοβή{}ηκες; Κι Όταν ελεγα «Φοβή{}ηκα ! » άναφωνουσαν, κουνών­

τας τό κεφάλι: -' Ααα! Βλέπεις; 'Η Μπακάλαινα δήλωσε δυνατά καί μέ αυτοπεποί­

{}ηση: -Πάει νά πεί, λέγανε ψέματα, πώς δ Καλίνιν βρυκο­

λάκιασε. "Αν σηκωνόταν, μήπως t}ά φοβόταν τό παιδά­κι; Θά τόν πετουσε εξω άπό τό νεκροταφείο καί δέ t}ά εμενε ούτε σκόνη του.

Ή Λιουντμήλα μέ κοιτουσε μέ τρυφερό t}αυμασμό, άκόμα καί δ παππους, οπως φαίνεται, είναι ευχαριστη­μένος άπό μένα, Όλο χαμογελουσε. Μόνο δ Τσούρκα είπε κατσουφιασμένα:

-Γι' αυτόν είναι εύκολο, ή γιαγιά του είναι μάγισσα!

48 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 49: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

3

Ο ΚΟΛΙΑ, δ αδελφός μου, εσβησε αΜρυβα, σάν ενα μικρό αστέρι στήν πρωινή αυγή. Ή γιαγιά, έκείνος κι έγώ κοιμόμασταν σ' ενα μικρό ύποστεγάκι, πάνω σέ κάτι ξύλα, σκεπασμένα μέ διάφορα κουρέλια. Δίπλα μας, πίσω από τόν γεμάτο χαραγάδες τοίχο, από παλιοσά­νιδα ύπηρχε τό κοτέτσι τού αφεντικού . 'Από τό βράδι, ακούγαμε τίς χορτάτες κότες ν' αναφτεριάζουν καί νά σιγοκακαρίζουν πρίν κουρνι({σουν. Τό πρωί μάς ξυ­πνούσε ενας χρυσόφτερος φωνακλάς κόκορας.

-Πού νά σκάσεις! μουρμούριζε η γιαγιά, κω'tώς ξυπνούσε.

'Εγώ δέν κοιμόμουνα τήν ωρα κείνη, παρακολου­{J-ούσα τίς ηλιαχτίδες πού περνούσαν από τίς χαραμάδες τού ξύλινου τοίχου καί πέφτανε πάνω aτό κρεβάτι μου καί τήν ασημένια σκόνη, πού ανάδευε μέσα τους. Οί σκόνες αυτές μοιάζαν μέ τά λόγια τού παραμυ{J-ιού. Μέσα στά ξύλα χαρχαλεύουν τά ποντίκια, τρέχουν κοκκινωπά μαμούδια μέ κάτι μαύρες βούλες στά φτερά . . .

Μερικές φορές, γιά ν' αποφύγω τίς αποπνιχτικές ανα{J-υμιάσεις της κουτσουλιάς, εβγαινα από τήν ξυλα­πο{J-ήκη, σκαρφάλωνα στή στέγη του καί παρακολου­{J-ούσα πώς ξυπνούν οί αν{J-ρωποι, μέ τά πρησμένα ματόφυλλα από τόν ϋπνο.

Νά, πρόβαλε από τό παρά{J-υρο η μαλλιαρή κεφαλή τού βαρκάρη Φερμάνοφ, ενός μπεκρη πού πάντα ηταν κατσούφης. Κοιτάει τόν ηλιο μέσα από τίς στενές χαραμάδες τών πρησμένων του ματιών καί γρυλλίζει σάν αγριογούρουνο. Πετάχτηκε στήν αυλή δ παππούς, σιάζοντας, μέ τά δυό του χέρια, τίς κόκκινες τριχίτσες της κεφαλής του, - τρέχει στό μπάνιο νά πλη{J-εί μέ κρύο νερό. Ή μαγείρισσα τού σπιτονοικοκύρη, μιά πολυλο­γού φαρμακομύτα, πιτσιλισμένη μέ αφ{J-ονες φακίδες, μοιάζει μέ κούκο, δ σπιτονοικοκύρης {J-υμίζει γερασμένο

49

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 50: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

παχύ γούτο καί δλοι οί αν{}ρωποι {}υμίζουν πουλιά, ζώα κι αγρίμια.

Είναι ενα πρωινό πολύ γλυκό καί κα{}αρό, μά νιώ{}ω λιγάκι {}λιμμένος καί {}έλω νά πάω στόν κάμπο, δπου δέν ύπάρχει κανένας, - ξέρω κιόλας πώς οί άν{}ρωποι, δπως πάντα, σπιλώνουν τή φωτεινή μέρα.

Μιά μέρα, τήν ωρα πού ημουν ξάπλα πάνω στή στέγη, ή γιαγιά μέ φώναξε καί μού 'πε σιγανά:

-Πέδανε δ Κόλιας . . . Τό ·παιδί γλίστρησε από τό κόκκινο μαξιλάρι στό

κετσεδένιο στρώμα καί κειτόταν τά μπρούμυτα, μέ τό πουκάμισο μαζεμένο στόν σβέρκο, μελανιασμένο, γυμνό, μέ κοιλιά πρησμένη καί τά στραβά ποδαράκια του γεμάτα πληγές. Τά χέρια του κρατούσαν, σέ μιά στάση περίεργη, τή μέση, λές κι η{}ελε νά ανασηκώσει τόν έαυτό του. Τό κεφάλι του εγερνε λιγάκι στά πλάγια.

-Δόξα σοι ό {}εός, τό πήρε, εΙπε ή γιαγιά, χτενίζον­τας τά μαλλιά της. Τί νά ζήσει, τό καημένο τό ανάπηρο;

Σέ λίγο φάνηκε δ παππούς, μ' ενα βάδισμα πηδηχτό, σά νά χόρευε. Άγγιξε προσεχτικά τά κλεισμένα βλέφα­ρα τού παιδιού. Ή γιαγιά είπε {}υμωμένα:

-Τί τ' αγγίζεις μέ απλυτα χέρια; Έκείνος μουρμούρισε: -Τόν γεννήσαμε ... ζούσε, ετρωγε . . . ουτε τό 'να ουτε

τ' άλλο . . . -Ξύπνα, τόν σταμάτησε ή γιαγιά. !ήν κοίταξε μ' ενα βλέμμα στηλό καί βγήκε εξω,

λέγοντας: -Δέν εχω τσακιστή, γιά νά τό {}άψω, κάνε δ,τι

καταλαβαίνεις . . . -Φτού σου, κακότυχε! Έγώ εφυγα κι ως τό βράδι δέ γύρισα στό σπίτι. Τόν Κόλια τόν {}άψαμε τό πρωί τής αλλης μέρας. Δέν

πήγα στήν εκκλησιά καί σ' δλη τή λειτουργία στεκόμουν κοντά στόν ανοιγμένο τάφο τής μητέρας, μαζί μέ τόν σκύλο καί τόν πατέρα τού Γιάζεφ. 'Έσκαψε τό μνήμα φτηνά κι δλο καυχιότανε σέ μένα.

-Τό 'κανα μόνο, γιατί ξερόμαστε, αλλοιώτικα {}ά

50 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 51: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'παιρνα ενα ρούβλι . . . Ένώ περιεργαζόμουνα τόν κίτρινο λάκκο, απ' δπου

εβγαινε μιά βαρειά μυρωδιά, είδα στά πλάγια του κάτι μαύρα ύγρά σανίδια. Μέ τήν παραμικρή κίνησή μου, οί σωροί τού αμμου, γύρω από τό μνημα, σιγότρεμαν καί δ αμμος χυνόταν σέ λεπτές κλωστές, μέσα στόν τάφο, αφήνοντας στά τοιχώματα κάτι ρυτίδες. Έγώ κουνιό­μουνα επίτηδες γιά νά πέφτει δ άμμος καί νά σκεπάζει κείνα τά σανίδια.

-Kάι'tησε φρόνιμα, ελεγε δ πατέρας τού Γιαζιόφ, καπνίζοντας.

Ή γιαγιά εφερε στά χέρια τό άσπρο κιβουράκι, δ • Αχρηστος • Ανt}ρωπος πήδηξε στόν λάκκο, πήρε τό κιβούρι, τό 'βαλε πλάι στά μαύρα σανίδια καί, βγαί­νοντας από τό μνημα, άρχισε νά σπρώχνει μέσα τόν άμμο μέ τά πόδια καί μέ τό φτυάρι. Καί Τι πίπα του κάπνιζε σά t}υμιατό. Ό παππούς κι Τι γιαγιά, αμίλητοι κι αυτοί, τόν βοηt}ούσαν. Δέν είχαμε μήτε παππά, μήτε ζητιάνους, ημασταν μόνο εμείς οί τέσσερις, μέσα στό πυκνό πληt}ος τών σταυρών.

Πληρώνοντας τόν φύλακα, Τι γιαγιά είπε επιτιμητικά: -Κι δμως, ανησύχησες τό καλό στοιχειό της Βάρια . . . -Δέ γινόταν αλλοιώς! Κι ετσι μπηκα σέ ξένα οικόπε-

δα. Αυτό δέν είναι τίποτα ! Ή γιαγιά εκανε μιά βαt}ειά μετάνοια ως τή γη,

μπροστά στό μνημα, εκλαψε, τσίριξε κι εφυγε καί ξωπίσω της δ παππούς, κλείνοντας τά μάτια μέ τό γείσο τού κασκέτου του, σιάχνοντας τό τριμμένο σουρτούκο του.

-Σπείραμε, σ' ανόργωτο χωράφι, είπε ξαφνικά, τρέχοντας μπροστά, σάν μαυροκόρακας στό σργωμα.

Ρώτησα τή γιαγιά: -Γιατί τό λέει; -Ό t}εός ξέρει! "Εχει κι αυτός τίς σκέψεις του, είπε

εκείνη. "Εκανε ζέστη, Τι γιαγιά βαριοπατούσε, τά πόδια της

βούλιαζαν aτή ζεστήν αμμο, σταματούσε κάt}ε τόσο καί σκούπιζε τό ίδρωμένο πρόσωπό της μέ τό μαντηλάκι.

5 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 52: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Τή ρώτησα, καταβάλλοντας μιάν εντονη προσπά­{}εια:

-Τό μαύρο, στόν τάφο, ηταν τό φέρετρο της μάνας; -Ναί, μού λέει {}υμωμένα. Διάολε ανόητε . . . Δέν εχει

ακόμα χρόνο καί ελειωσε κιόλας, ή Βάρια. 'Όλα αυτά είναι από τόν αμμο, αφήνει τό νερό. � Α ν είχε κοκκινόχω­μα καλύτερα {}ά . . .

-'Όλοι λειώνουν . . . _υΟλοι. Μόνο οί αγιοι δέν τό πα{}αίνουν. -'Εσύ δέ {}ά λειώσεις! Σταμάτησε, εσιαξε τό γείσο στό κεφάλι μου καί μέ

συμβούλεψε σοβαρά: -Μήν τό σκέφτεσαι αυτό, δέν κάνει. Τ' ακούς; 'Εγώ δμως τό σκεφτόμουν: "Πόσο {}λιβερός κι aπαί­

σιος είναι δ {}άνατος! Σ ιχαμένο πραγμα! » ΥΕνιω{}α πολύ ασχημα. 'Όταν φτάσαμε στό σπίτι, δ παππούς είχε κιόλας

έτοιμάσει τό σαμοβάρι καί εβαλε τραπέζι. -' Ας πιούμε ενα τσαγάκι, κάνει πολύ ζέστη, είπε

εκείνος. Κάνω δικό μου τσάι. Γιά δλους. Ζύγωσε στή γιαγιά καί τή χτύπησε στούς ωμους. -�E, πως πας, μάνα; -πως νά πάω! Τί ερώτηση ! ή γιαγιά σάλεψε τό χέρι. -Αυτό ακριβως! Θύμωσε μαζί μας δ Κύριος, μας

κόβει κομμάτι-κομμάτι . . . • Αν κρατούσαν οί οικογένειες γερά, σάν τά δάχτυλα τού χεριού . . .

Καιρό, τώρα, δέν τόν ακουσα νά μιλάει ετσι μαλακά καί ασυνέριστα. Τόν ακουγα καί περίμενα, πώς δ γέρος {}ά εσβηνε τήν πίκρα μου, {}ά μέ βοη{}ούσε νά ξεχάσω τόν κίτρινο λάκκο μέ τά μαύρα, βρεμμένα παλιοσάνιδα στά πλάγια του.

Μά ή γιαγιά τόν σταμάτησε αυστηρά: -Σταμάτα δά, πατέρα! Άπό τότε πού σέ ξέρω αυτά

λές, καί τί καλό είδαμε; Σ' δλη σου τή ζωή μας εφαγες δλους, δπως ή σκουριά τό σίδερο . . .

Ό παππούς εγρουξε, τήν αγριοκοίταξε καί δέ μίλησε. Τό βράδι, ανιστόρησα, μέ πόνο, δλα δσα είδα τό

πρωί, στή Λιουντμήλα, μά δέν της εκαναν καί μεγάλη

52 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 53: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

εντύπωση . -Καλύτερα νά είναι κανείς όρφανός. Τώρα αν

πέ{tαιναν ό πατέρας καί ή μάνα, {t' αφηνα τήν αδελφή μου στόν αδελφό καί {tά πήγαινα νά γίνω καλόγρια, σέ μοναστήρι. Πού αλλού νά πάω; Δέν κάνω γιά παντριά, είμαι κουτσή , - δέν είμαι γιά δουλειά. Κι από πάνω, νά κάνεις καί κουτσά παιδιά . . .

Μιλούσε μυαλωμένα, σάν δλες τίς γυναίκες της γειτονιάς μας, κι δπως φαίνεται, από κείνο τό βράδι εχασα τό ενδιαφέρον μου γι' αυτήν. Μά καί ή ζωή πηρε τέτοιο δρόμο, πού δλο καί πιό σπάνια εΒλεπα τή φίλη μου .

Λίγες μέρες μετά τόν {tάνατο τού αδελφού μου, μού λέει ό παππούς:

-Νά πέσεις σήμερα νωρίς, γιατί τήν αυγή {tά σέ ξυπνήσω καί {}ά πάμε στό βουνό γιά ξύλα . . .

-Καί γώ {}ά μαζέψω ξυλάκια, δήλωσε ή γιαγιά. Τό δάσος, δλο ελατα καί σημύδες, βρισκόταν στόν

βάλτο, κάπου τρία χιλιόμετρα από τόν συνοικισμό. Γεμάτο ξερόδεντρα καί πεσμένα ξύλα, τό δάσος εκτεινό­ταν, από τή μιά μι;ριά ως τόν Όκα, κι από τήν άλλη ως τή δημοσιά της Μόσχας κι ακόμα πιό πέρα. Πάνω από τή μαλακή διακύμανση τού δάσους ύψωνόταν, σάν αντίσκηνο, ενα πυκνό, μαυροπράσινο πευκόδασο, ή «Σαβέλοβα Γκρίβα» .

'Όλος αυτός ό πλούτος ηταν χτημα τού κόμητα Σουβάλοφ, χωρίς καλή φρούρηση. Οί βιοπαλαιστές της περιφέρειας τό βλέπανε σάν δικό τους, μαζεύαν ε τά πεσμένα, κόβανε τά ξερά δέντρα καί δέν περιφρονούσαν καί τά χλωρά. Τό φ{}ινόπωρο γέμιζε τό δάσος αν{tρώ­πους. Έβλεπες δεκαριές-δεκαριές νά μπαίνουν μέσα, μέ τά τσεκούρια στόν ώμο καί τά σχοινιά στή μέση, γιά νά έτοιμάσουν τά ξύλα τους γιά τόν χειμώνα.

Νά καί μείς οί τρείς, πού τραβούμε κατά κεί, μές στά χαράματα, από τόν πράσινο κάμπο, πού ή δροσιά τού δίνει μιάν ασημένια απόχρωση. 'Αριστερά μας, πέρα από τόν Όκα, πάνω από τίς πυρόξαν{}ες πλαγιές τών βουνών Ντιάτλοβι, καί πάνω από τό λευκό Νίζνι Νό-

5 3 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 54: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

βγκοροντ, μέσα από τούς χρυσούς τρούλους τών εκκλη­σιών, ανεβαίνει αργοκίνητος καί νωχελικός δ ρούσικος ηλιος. 'Ένας άπαλός αέρας φυσάει νυσταλέα, από τά ησυχα 1'tολά νερά τού Όκα. Σαλεύουν οί χρυσαφένιες νεραγκάλες από τό βάρος της δροσιάς. Οί μενεξεδένιες καμπανούλες γέρνουν λιγάκι πάνω στή γη. Τά πολύχρω­μα αμάραντα προβάλουν στεγνά, μέσα από τή φτωχή πρασινάδα. Άνοίγει τά αλικα αστέρια του δ «βασιλιάς της όμορφιάς», τό γαρούφαλο . . .

Σάν βουβός στρατός, στή γραμμή, κινείται τό δάσος σέ προϋπάντησή μας. Τά ελατα, μέ τά άπλωμένα κλαδιά, μοιάζουν μέ μεγάλα πουλιά. Οί σημύδες φαντάζουν σάν κοπέλλες. Ή ξυνή μυρουδιά τού βάλτου κυλάει πάνω στόν κάμπο. Δίπλα μου, πηγαίνει δ σκύλος, μέ τήν τριανταφυλλιά γλώσσα του εξω, σταματά πότε-πότε κι όσμίζεται τά φύλλα, καί κουνάει μέ απορία τό φαλακρό του κεφάλι.

Ό παππούς, ντυμένος μέ μιά μπλούζα της γιαγιάς, μ' ενα παλιό κασκέτο, χωρίς κεραμίδι, σμίγει τά φρύδια του καί χαμογελάει αόριστα, προχωράει μέ τ' αδύνατα πόδια του προσεχτικά, σάν κλέφτης. Ή γιαγιά, μέ τή 1'tαλασσιά της μπλούζα, τή μαύρη φούστα καί τήν ασπρη μαντήλα στό κεφάλι, γλιστράει πάνω στή γη σβέλτα, μού είναι δύσκολο νά τή φτάσω.

'Όσο μάς ζυγώνει τό δάσος, τόσο ζωντανεύει δ παππούς. Στήν αρχή, ρουφώντας τόν αέρα μέ τή μύτη καί γρούζοντας, μιλάει αποσπασματικά, μέ κομμένες φράσεις, ασυνάρτητα, κι επειτα, σάν κυριευμένος από ξαφνικό με1'tύσι, λέει χαρούμενα κι ώραία:

-Τά δάση εΙναι οί κηποι τού Κυρίου. Κανένας δέν τά 'σπειρε, γεννή{tηκαν από τόν αέρα τού 1'tεού, τήν αγια πνοή τών χειλιών του . . . Κάποτε, στά νειάτα μου, ελαχε νά βρε1'tώ στό Ζιγκουλέι, ζεμένος σέ μιά βάρκα . . . • Αχ, Λεξέι, δέ 1't' αξιω1'tείς νά δείς καί νά ζήσεις, αυτά πού εΙδα καί πέρασα εγώ. Στόν ·Οκα, τά δάση άπλώνουνται, από τό Κασίμοφ ως τό Μούρομετς, κι αν πιάσεις από τόν Βόλγα, τότε τό δάσος φτάνει ως τά ουράλια, μάλιστα! 'Όλα αυτά είναι απέραντα καί 1'tαυμάσια . . .

54 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 55: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ή γιαγιά τόν λοξοκοιτάει καί μού κλείνει τό μάτι, ενώ εκείνος, σκοντάφτοντας πάνω σέ μιά τούμπα σκορ­πάει, {tαρρείς, τά ξερά λόγια του πασπαλίζοντας γερά τή μνήμη μου.

-Κουβαλούσαμε, τότε, μιά μαούνα, από τό Σαρά­τοφ, μέ λάδια, γιά τή Μακαρία, δπου είχε εμποροπανή­γυρη . Καί είχαμε επιστάτη κάποιον Κυρίλλο, από τό Πούρεχ, καί αρχιεργάτη εναν τάταρο, από τό Κασίμοφ, 'Ασάφ, {tαρρώ, τόνε λέγανε . . . 'Όταν φτάσαμε στό Ζιγκουλέι, γύρισε ό καιρός, πήρε νά φυσάει κόντρα ό αέρας, καί νά μας χτυπάει στά μάτια, τσακιστήκαμε, πιάσαμε ενα απάνεμο μέρος καί τήν αράξαμε. Βγήκαμε στήν ακροποταμιά, νά φτιάσουμε κουρκούτι . . . Κι ηταν Μάης μήνας. Ό Βόλγας, {tάλασσα μοναχή, τά κύματα κυλανε σμάρι, {tαρρείς πώς γέμισε ό Βόλγας από κοπά­δια κύκνων, πού τραβούν κολυμπώντας κατά τήν Κα­σπία. Τά βουνά τού Ζιγκουλέι πράσινα, δπως τήν ανοιξη , ακουμπούν στόν ουρανό. Ψηλά, αρμενίζουν ασπρα σύννεφα, ό ηλιος περιχύνει μέ χρυσάφι τή γή. 'Αναπαυόμαστε, απο{tαυμάζουμε, γίναμε δλοι καλοί, ό ενας γιά τόν άλλο. Στό ποτάμι, τσούζει τό βοριαδάκι, δμως, στήν ακροποταμιά, ζέστη καί μοσχοβολιά. Κατά τό βράδι, ό Κυρίλλο, ενας αυστηρός άντρας, πού εΙχε τά χρονάκια του, σηκώ{tηκε απάνου, κατέβασε τό σκούφο του καί μας λέει: «Λοιπόν, παιδιά, δέν είμαι πιά γιά σας επιστάτης, ούτε ύπηρέτης, τραβήξτε μόνοι τόν δρόμο σας καί γώ {ta φύγω στό δάσος!» 'Εμείς ταραχτήκαμε, αρχίσαμε τά πώς καί τά γιατί. Γιατί εμείς δέ μπορούμε νά κάνουμε χωρίς ύπεύ{tυνο αν{tρωπο, απέναντι στ' αφεντικό: χωρίς κεφαλή δέν πηγαίνουν που{tενά οί αν{tρωποι! Μπροστά μας είχαμε, βέβαια, τόν Βόλγα, αλλά, εδώ, καί στόν ίσιο δρόμο μπορείς νά χα{tείς. Ό λαός εΙναι ενα ζώο ανόητο, τί νά τό λυπη{tείς; Τρομάξα­με. 'Εκείνος δμως τό δικό του: «Δέ {tέλω πιά νά ζώ ετσι, σάν τσοπάνος σας, {tά φύγω στό δάσος, {tά πάρω τά βουνά ! » Μερικοί από μας, είπαν νά τόν δείρουν καί νά τόν δέσουν, μερικοί δμως άλλαξαν γνώμη κι εβαλαν τίς φωνές. «Στα{tείτε! » Καί ό αρχιεργάτης, ό Τάταρος, κι

55 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 56: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αυτός φωνάζει: «Καί γώ ι'tά φύγω! » Μπλέξαμε, πού λέτε, ασχημα.

Ό Τάταρος είχε κάνει δυό δρόμους, χωρίς νά τόν πληρώσει τό αφεντικό. Τώρα, εκανε καί τόν μισό δρόμο, από τόν τρίτο. Καταλαβαίνετε, πώς ηταν πολλά λεφτά τήν εποχή εκείνη ! Φωνάξαμε, φωνάξαμε, ωσπου νά νυχτώσει. Κείνη τή νύχτα μας τό σκάσανε εφτά καί μείναμε κάπου δεκατέσσερις μέ δεκάξι. Νά τί μας εκανε τό δάσος!

-Έγιναν ληστές; -Ίσως νά 'γιναν ληστές, μπορεί καί αναχωρητές, τήν

εποχή εκείνη δέν πολυκαταλαβαίναμε από τίς δουλειές αυτές . . .

Ή γιαγιά σταυροκοπιέται. -Ύπεραγία μητέρα τού ι'tεoύ ! Μόλις σκέφτεσαι τούς

ανι'tρώπoυς, αμέσως αρχίζεις νά τούς λυπασαι. -Όλοι εχουν τά ιδια μυαλά - πρέπει νά ξέρεις πού

τραβα ό διάβολος. Μπαίνουμε στό δάσος από ενα ύγρό μονοπάτι, ανά­

μεσα από βαλτονέρια καί κατσιασμένα ελάτια. Μού φαίνεται πολύ ώραίο, νά μείνει κανείς γιά πάντα στό δάσος, δπως τό 'κανε ό Κυρίλλο από τό Πούρεχ. Στό δάσος, δέν ύπάρχουν πολυλογάδες, τσακωμοί, μει'tύσια, εκεί ι'tά ξεχάσεις τή συχαμερή απληστία τού παππού, τό ι'tλιβερό μνήμα τής μητέρας, δλα δσα γεμίζουν πίκρα καί συνι'tλίβoυν τήν καρδιά με πόνο βαρύ.

Σ' ενα στεγνό μέρος, ή γιαγιά λέει: -Πρέπει κάτι νά τσιμπήσουμε, και'tήστε κάτω! Στό καλάι'tι της εχει σικαλίσιο ψωμί, κρεμμυδάκια,

αγγούρια, άλάτι καί μυζήι'tρα μέσα σέ μιά τσαντίλα. Ό παππούς τά βλέπει Όλα αυτά απορημένος καί συχνοκλεί­νει τά μάτια.

-Καί γώ δέν πήρα τίποτα γιά φαγητό, αχ μάνα μου καλή . . .

-Φτάνει γιά δλους . . . Kαι'tόμαστε ακουμπισμένοι στόν μελιχρό κορμό ενός

πανύψηλου λαμπαδιαστού πεύκου . Ό αέρας μοσκοβολα ρετσίνι. 'Από τόν κάμπο φυσα άπαλά ό αγέρας, σαλεύ-

56 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 57: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ουν τά πολυτρίχια. Μέ τό μελαψό χέρι της, ή γιαγιά κόβει χόρτα καί μού μιλα γιά τίς t}εραπευτικές τους ιδιότητες: γιά τό σπαt}όχορτο, τό πεντάνευρο, τή μολό­χα, γιά τή μυστική δύναμη της φτέρης καί γιά αλλα t}αυμαστά βότανα.

Ό παππούς κόβει ενα πεσμένο ξύλο, εγώ πρέπει νά μεταφέρω τά κομμένα σ' ενα μέρος, μά τό σκάω κρυφά, μέσα στόν λόγγο παίρνοντας τό κατόπι τή γιαγιά ... Έκείνη γλιστράει άt}όρυβα, ανάμεσα στούς t}εριακωμέ­νους κορμούς των δένδρων καί κάt}ε τόσο, σά νά κάνει βουτιές, σκύβει στή γη, τή σκεπασμένη μέ γρασίδι. Πηγαίνει καί μονομιλει:

-Βγήκανε πρώιμα τά βρωμομανίταρα, λίγα μανιτά­ρια t}ά 'χουμε! Δέ φροντίζεις, Κύριε, τόσο καλά γιά τούς φτωχούς, γιά τόν φτωχό καί τό μανιτάρι είναι λιχουδιά!

Τήν άκολdυt}ω, χωρίς νά βγάζω τσιμουδιά, μέ πολλές προφυλάξεις, φροντίζοντας νά μή μέ αντιληφτει: Γιατί δέ t}έλω νά εμποδίζω τήν κουβέντα της μέ τόν t}εό, μέ τά βότανα καί τά βατράχια ...

αομως, μέ βλέπει. -Τό 'σκασες από τόν παππού; Καί σκύβοντας κάτω, στή μαύρη γης, πού 'ταν

σκεπασμένη μ' ενα παχύ στρωμα χλόης, μέ πολλά ξόμ­πλια, μού λέει πως, μιά φορά, ό t}εός, όργισμένος μέ τούς ανt}ρώπους, κατέκλυσε τή γη μέ νερά κι επνιξε κ.άt}ε ζωή.

-Μά ή αγαπημένη μάνα του μάζεψε, από νωρίς, δλους τούς σπόρους σ'ενα πανέρι καί τούς εκρυψε κι επειτα παρακαλει τόν ηλιο νά στεγνώσει τή γη, από τή μιάν ακρη ως τήν άλλη, γι' αυτό οί ανt}ρωποι t}ά σού λένε δοξαστικά τραγούδια! Ό ηλιος στέγνωσε τή γη, καί κείνη τήν εσπειρε μέ τούς κρυμμένους σπόρους. Κοιτάει ό Κύριος καί τί νά δει; Πάλι σκεπάστηκε ή γη μέ τή ζωή: μέ φυτά, ζωα καί άνt}ρώπους ... Ποιός τό 'κανε αυτό, λέει, ενάντια στή t}έλησή μου; Τότε, εκείνη τού τά μαρτύρησε δλα, μά κι δ Κύριος λυπόταν πού εβλεπε τή γη ερημη, καί τής λέει, καλά εκανες!

Μ' αρέσει ή ίστορία της γιαγιας, άλλά είμαι κατάπλη-

57 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 58: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κτος καί λέω μέ πολύ σοβαρό ίίφος: -Λές νά ηταν ετσι; Μά � μάνα τού 1'tεού γεννήι'tηκε

πολύ αργότερα άπό τόν κατακλυσμό. Τώρα, εμεινε κατάπληκτη ή γιαγιά. -Ποιός σού τό 'πε αυτό ; -Στό σχολείο, τά βιβλία τό γράφουνε . . . Αυτό τήν και'tησυχάζει καί μέ συμβουλεύει: -� Ασε τα αυτά, ξέχασέ το αυτό, τά βιβλία δλα. Τά

βιβλία λένε ψέματα! Καί σιγογελά μέ κέφι. -Κοίτα τί σκάρωσαν οί ξεκούτηδες! 'Ο 1'tεός ύπηρχε,

μά ή μάνα του δέν ύπηρχε! Καί ποιός τόν γέννησε; -Δέν ξέρω. -Πολύ ώραία. Έμα1'tες νά λές τό «δέν ξέρω!» -'Ο παππάς ελεγε, πώς � μάνα τού Θεού γεννήι'tηκε

άπό τόν 'Ιωακείμ καί τήν � Α ννα. -'Από τή Μαρία 'Ιωακείμοβνα, λοιπόν ; Ή γιαγιά 1'tυμώνει πιά, - στέκεται αντίκρα μου καί

μέ κοιτάει αυστηρά στά μάτια: -�Aν τό ξαναπείς, 1'tά σέ χαστουκίσω! Μά ενα λεφτό αργότερα, μού εξηγεί: -Ή Θεοτόκος ηταν πάντα πρίν απ' δλους! 'Από

κείνη γεννήι'tηκε δ 1'tεός κι επειτα . . . -Κι δ Χριστός πώς εγινε; Ή γιαγιά σωπαίνει, κλείνοντας ντροπιασμένα τά

μάτια. -Κι δ Χριστός ... ναί, ναί, ναί . . . Βλέπω πώς νίκησα, τή μπέρδεψα στά 1'tεία μυστικά κι

αυτό δέ μ' αρέσει. 'Όσο πάμε καί ξεμακραίνουμε μέσα στό δάσος, μέσα

στή γαλαζωπή αντάρα, πού τή διασχίζουνε οί χρυσές αχτίνες τού ήλιου. Στή ζεστασιά καί τό χουζούρι τού δάσους ακούεται απάλαφρα κάποιο βουητό νανουριστι­κό, πού αναδεύει τά Ονειρα. Λαλούν οί σταυρομύτες, τιτιβίζουν οί καλόγεροι, γελάει δ κούκος, σφυρίζει δ φλώρος, αντηχεί ασίγαστα τό ζηλιάρικο κελαηδητό τού σπίνου, λαλεί συλλογισμένα τό παράδοξο πουλί . . . Τά σμαραγδένια βατραχάκια πηδούν κάτω άπό τά πόδια

5 8 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 59: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μας, ανάμεσα στίς ρίζες. Μέ σηκωμένο κεφάλι παραμο­νεύει ή δεντρογαλιά, γρούζει ή βερβερίτσα, από τά πόδια των πεύκων περνάει, σάν αστραπή, ή φουντωτή συρά της. Βλέπεις πάρα πολλά, {}έλεις νά δείς ακόμα περισσότερα, νά πας πιό πέρα.

'Ανάμεσα στούς κορμούς των πεύκων προβάλλουν διάφανες, αέρινες σιλουέτες τεράστιων αν{}ρώπων κι εξαφανίζονται μέσα στό πυκνό πράσινο. Άνάμεσα απ' αυτό, κάπου-κάπου ξετρυπώνει ό γαλανός, μέ εναν τόνο ασημένιο, ουρανός. Κάτω από τά πόδια μας απλώνονται παχύ χαλί τά μούσκλα, ενα χαλί κεντημένο μέ κράνα, &πό ξερές κλωστές ξυνομουριας, τά χαμοκέρασα λάμ­πουν στό γρασίδι, σάν σταγόνες αίμάτου, τά μανιτάρια προκαλούν μέ τήν ερε{}ιστική, δρυμιά μυρουδιά τους.

-Ύπεραγία Θεοτόκε, λαμπρό φως της γης, προσεύ­χεται, αναστενάζοντας ή γιαγιά.

Στό δάσος, είναι αφέντρα καί καλοκυρά γιά δλα πού τήν περιβάλλουν. Προχωρα σάν αρκούδα, δλα τά βλέ­πει, δλα τά παινάει καί τά ευχαριστεί. Σά ν' &ναβράει απ' αυτήν ζεστασιά καί νά χύνεται στό δάσος, κι αναγαλλιάζω ξέχωρα, δταν βλέπω ν' &νασηκώνονται καί νά ξαναλυγανε, κάτω &πό τίς πατούσες της, τά πατημένα βρύα.

Βαδίζεις καί σκέφτεσαι, πώς {}ά 'ταν καλά νά ησουν ληστής, νά ξεγυμνώνεις τούς απληστους, τούς πλούσι­ους, καί νά δίνεις τά κλεμμένα στούς φτωχούς, - νά είναι δλοι χορτατοι, χαρούμενοι, νά μή ζηλεύονται καί νά μή γαυγίζουν ό ενας τόν αλλο, σάν κακά σκυλιά. 'Ωραία είναι, επίσης, νά φτάσει κανείς ως τόν {}εό της γιαγιας, ως τή {}εοτόκο της καί νά της πεί δλη τήν αλή{}εια, πόσο, δηλαδή, ασχημα ζούνε οί αν{}ρωποι, πόσο ασχημα, πόσο πικραμένα, {}άβουν ό ενας τόν αλλο, μέσα στήν απαίσιαν αμμο. Καί πόση, γενικά, αδικία ύπάρχει πάνω στή γη, πού δέ χρειάζεται κα{}όλου . • Αν ή Θεοτόκος μέ πιστέψει, ας μού . δώσει ενα τέτοιο μυαλό, πού νά μπορέσω νά τά βάλω δλα σέ διαφορετική τάξη, κάπως καλύτερα. • Ας μ' ακούσουν οί αν{}ρωποι μ' εμπιστοσύνη, εγώ {}ά ευρισκα τόν τρόΠQ

59 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 60: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

νά ζήσουμε καλύτερα! Δ έν εχει σημασία, πού είμαι μικρός, ό Χριστός ήταν δλο κι δλο ενα χρόνο μεγαλύτε­ρος από μένα, δταν τόν ακουγαν οί σοφοί της εποχης εκείνης . . .

Μιά φορά, απορροφημένος από τίς σκέψεις μου, επεσα σ' εναν βαι% λάκκο, σκίζοντας τό ενα μου πλευρό, από 'να κλαδί, καί γδέρνοντας τόν σβέρκο μου . Βρέ1'}ηκα στόν πάτο, χωμένος σέ μιά κρύα λάσπη, πού κολλούσε πάνω μου, σάν πίσσα, καί, γιά μεγάλη μου ντροπή, κατάλαβα, πώς μόνος μου δέ -&ά μπορέσω νά βγω, μά δέν ήταν σωστό καί νά τρομάξω, μέ τίς φωνές μου, τή γιαγιά . 'Ωστόσο, τη φώναξα.

Ή γιαγιά μ' εβγαλε αμέσως κι είπε, κάνοντας τόν σταυρό της:

-Δόξα σοι δ -&εός! Καλά πο{, ή σπηλιά ήταν αδεια, κι αν' ήταν μέσα ό νοικοκύρης;

Κι αρχισε νά κλαίει, ανάμεσα στά γέλια της. Έπειτα, μέ πηγε σ' ενα ρυάκι, μ' επλυνε, επίδεσε τίς πληγές μέ τήν πουκαμίσα της, αφού εβαλε απάνω κάτι φύλλα, πού μαλάκωναν τόν πόνο καί μέ πηγε στό σιδηροδρομικό φυλάκιο, γιατί δέ μπορούσα νά πάω μέ τά πόδια ως τό σπίτι, μέ τά χάλια πού είχα .

• Αρχισα, σχεδόν κά-&ε μέρα, νά παρακαλω τή γιαγιά: -Πάμε στό δάσος ! 'Εκείνη συμφωνούσε πρό-&υμα, κι ετσι περάσαμε δλο

τό καλοκαίρι ως αργά, τό φ-&ινόπωρο, μαζεύοντας χόρτα, φρούτα, μανιτάρια καί φουντούκια. 'Ό,τι μα­ζεύαμε, τό πουλούσε ή γιαγιά καί μ' αυτά ζούσαμε.

-Χαραμοφάηδες! ετριζε τά δόντια ό παππούς, αν καί δέ φάγαμε κα-&όλου τό ψωμί του.

Τό δάσος μου προκαλούσε αίσ{}ημα ηρεμίας καί ανεσης. Τό αίσ1'}ημα αυτό σκέπασε δλες μου τίς πίκρες, λησμόνησα δλα τά δυσάρεστα. Ταυτόχρονα, είδα νά δυναμώνει ή δεκτικότητα των αισ{}ήσεών μου : Ή ακοή καί ή δρασή μου γίνανε πιό οξυμένες, ή μνήμη μου πιό φρέσκια, κι ό χωρος της εναπό-&εσης των εντυπώσεων πιό βα-&ύς.

Μου 'κανε κατάπληξη ή γιαγιά. Κά-&ε μέρα καί

60 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 61: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

περισσότερο. ·Εμα{}-α νά τή {}-εωρώ, σάν μιά ϋπαρξη άνώτερη άπ' δλους τούς άν{}-ρώπους, την πιό σοφή καί τήν πιό καλή πάνω στή γη. Καί κείνη δυνάμωνε διαρκώς αύτή μου την πεποί{}-ηση. 'Ένα βράδι, μαζεύοντας στήν έπιστροφή μας, γιά τό σπίτι, άσπρα μανιτάρια, βγήκαμε στην παρυφή του δάσους. Ή γιαγιά κά{}-ησε νά ξεκουρα­στεί λιγάκι, ενώ έγώ εκανα εναν γύρο, στά δέντρα, ψάχνοντας γιά μανιτάρια.

Ξαφνικά, άκούω τή φωνή της καί βλέπω: κα{}-ισμένη στό μονοπάτι, κόβει ηρεμα τίς ρίζες τών μανιταριών καί δίπλα της στέκεται μέ τή γλώσσα εξω, ενας γκρίζος κοκκαλιάρης σκύλος.

_. Αντε, πήγαινε, φύγε, μακρυά άπό δώ! λέει Τι γιαγιά. Πάνε στήν εύχή του {}-εου!

Λίγο πρίν άπ' αύτό, ό Βαλιόκ είχε φαρμακώσει τό σκύλο μου, κι είπα μέσα μου, πώς τώρα είναι εύκαιρία ν' άποχτήσω άλλον, καλοπιάνοντας τουτο τόν καινούργιο. Έτρεξα στό μονοπάτι. Ό σκύλος σήκωσε παράξενα τή ράχη , χωρίς νά κουνήσει τόν λαιμό του, μέ κοίταξε μέ τό πράσινο βλέμμα τών νηστικών ματιών του καί πήδηξε στό δάσος μέ τήν ούρά στά σκέλια. Τό σουλούπι του δέν fιταν σκυλίσιο, κι δταν σφύριξα, χώ{}-ηκε άγριεμένο μέσα στούς {}-άμνους.

-Τόν είδες; ρώτησε χαμογελώντας Τι γιαγιά. Καί γώ στήν άρχή επεσα εξω, νόμισα πού είναι σκυλί, κοιτάω επειτα καί τί νά δώ, λυκίσια δόντια καί ό σβέρκος τό ίδιο λυκίσιος κι αύτός! Τρόμαξα κιόλας, άντε, του λέω, άφου είσαι λύκος φύγε μακρυά! Καλά πού οί λύκοι, τό καλοκαίρι, μερώνουνε . . .

Δέ χανόταν ποτέ της στό δάσος, κα{}-ορίζοντας άλά­{}-ευτα τόν δρόμο γιά τό σπίτι. Άπό τίς μυρωδιές τών χόρτων ηξερε, ποιά μανιτάρια πρέπει νά βγαίνουν στό ενα η τό άλλο μέρος. Καί συχνά μου εκανε έξετάσεις.

-Ποιό δέντρο προτιμάει τό κίτρινο μανιτάρι; Καί πώς {}-ά ξεχωρίσεις τό καλό τό μανιτάρι, πού τρώγεται καί ωμό, άπό τό φαρμακερό; Καί ποιό μανιτάρι προτι­μάει τή φτέρη ;

Άπό τίς άνεπαίσ{tητες γρατσουνιές πάνω στή φλού-

6 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 62: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δα τού δέντρου μού εδειχνε τίς φωλιές της βερβερίτσας, καί γώ σκαρφάλωνα στό δέντρο καί ρήμαζα τήν απo{tή­κη τού άγριμιού, παίρνοντας άπό κεί τά φουντούκια πού είχε μαζέψει γιά τόν χειμώνα. Καμιά φορά εϋρισκα στίς φωλιές τους ως δέκα φούντια . . .

Μιά φορά, τήν ωρα πού εκανα αύτή τή δουλειά, κάποιος κυνηγός μού φύτεψε, στό δεξί μέρος τού κορμι­ού μου, είκοσι έφτά κομμάτια άπό σκάγια μπεκάτσας. Τά εντεκα μού τά 'βγαλε ή γιαγιά, μέ τή βελόνα, τά ύπόλοιπα είχαν μείνει στό πετσί μου πολλά χρόνια καί βγήκανε σιγά-σιγά.

Ή γιαγιά καμάρωνε, πού βαστούσα στόν πόνο. -Μπράβο, μέ παινούσε, εχεις ύπομονή, 1'tά εχεις κι

επιτυχία! Κά1'tε φορά πού μάζευε λίγα λεφτά, άπό τό πούλημα

τών μανιταριών καί τών φουντουκιών, τά εβαζε στά περβάζια τών παρα1'tυριών, σάν «κρυφή έλεημοσύνη» , ενώ ή ίδια άκόμα καί τίς γιορτές γύριζε μέ τά κουρέλια, μέ μπαλωμένα ρούχα.

-Έγινες χειρότερη άπό τίς ζητιάνες, μέ προσβάλ­λεις, μουρμούριζε ό παππούς.

-Κα1'tόλου, δέν είμαι κόρη σου, δέν πάω γιά νύφη, δπως βλέπεις . . .

Οί καυγάδες τους γίνονταν δλο καί πιό συχνοί. -Δέν είμαι πιό άμαρτωλός άπό τούς αλλους, φώναζε

ό παππούς, μά τιμωρή{}ηκα περισσότερο ! -'Ο διάολος ξέρει πόσο καί τί άξίζει ό κα1'tένας! Καί μού ελεγε κρυφά: -Φοβάται ό γέρος τούς διαβολάκους μου . Τόν

βλέπεις πόσο γρήγορα γερνάει, είναι από τόν φόβο του . . . • Αχ, φουκαρά μου . . .

'Εγώ δυνάμωσα πολύ τό καλοκαίρι κι άγρίεψα μέσα στό δάσος, χάνοντας τό ενδιαφέρον μου γιά τή ζωή τών συνομιλήκων μου καί της Λιουντμήλας. Αύτή μού φαι­νόταν τώρα μιά άνιαρή μυαλωμένη . . .

Μιά φορά, ηρ1'tε ό παππούς, από τήν πόλη, μουσκίδι - ηταν φ1'tινόπωρο κι είχαν πιάσει οί βροχές - τινάχτη­κε στό κατώφλι, σά σπουργίτης καί είπε 1'tριαμβευτικά:

62 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 63: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-' Αντε, κοπρίτη , αύριο {}ά τά μαζέψεις γιά δουλειά! -Καί πού {}ά πάει; ρώτησε {}υμωμένα ή γιαγιά. -Στήν αδελφή σου τή Μάτρενα, κοντά aτό γιό της . . . -' Αχ, πατέρα, ασχημη δουλειά μάς σκάρωσες! -Πάψε, χαμένη ! Μπορεί νά τόν κάνουν σχεδιαστή . Ή γιαγιά εσκυψε τό κεφάλι, χωρίς νά πεί τίποτα. Τό βράδι, είπα στή Λιουντμήλα, πώς φεύγω γιά τήν

πόλη, πώς έκεί {}ά μένω πιά. -Καί μένα γρήγορα {}ά μέ πάνε έκεί, μού ανάγγειλε

συλλογισμένα. Ό μπαμπάς μου {}έλει νά μού κόψουν δλότελα τό πόδι, χωρίς τό πόδι {}ά είμαι γερή.

Μέσα στό καλοκαίρι αδυνάτισε, τό δέρμα τού προσ-ώπου της εγινε γαλαζωπό, καί τά μάτια της μεγάλωσαν.

-Φοβάσαι; τή ρώτησα. -Φοβάμαι, είπε έκείνη κι αρχισε νά κλαίει, βουβά. Πώς νά τήν παρηγορήσω, καί γώ φοβόμουνα τή ζωή

της πόλης. Μείναμε πολλήν ώρα μέσα σέ τούτη τή {}λιβερή σιωπή, σφιγμένοι δ ενας κοντά στόν αλλο .

• Α ν �ταν καλοκαίρι, {}ά κατάφερνα νά πείσω τή γιαγιά, νά γυρίσει τόν κόσμο, δπως τό 'κανε σάν κοπέλλα. Μπορεί καί τή Λιουντμήλα νά 'παιρνε μαζί της, - {}ά τήν κουβαλούσα έγώ, μέ τή σούστα . . .

Μά �ταν φ{}ινόπωρο, φυσούσε, στό δρόμο, ύγ!)ός αγέρας, δ ουρανός �ταν σκεπασμένος από ατέλειωτα σύννεφα, ή γη κατσούφιασε, εγινε λασπερή καί κακό­τυχη . . .

4

ΕΙΜΑΙ καί πάλι στήν πόλη, σ' ενα δίπατο ασπρο σπίτι, πού μοιάζει μέ τάφο δμαδικό, γιά πολλούς αν{}ρώπους. Τό σπίτι είναι καινούργιο, μά κακοφτιαγμένο, κάπως πρησμένο, σάν τόν ζητιάνο, πού ξαφνικά πλούτισε κι αρχισε νά τρώει καί νά παχαίνει. Στέκεται, μέ τό ενα πλευρό, πρός τόν δρόμο. Τό κά{}ε πάτωμα εχει όχτώ

63 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 64: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

παρά-ttυρα. Μά εκεί πού -ttά 'πρεπε νά βρίσκεται ή πρόσοψη τού σπιτιού εχει τέσσερα παρά-ttυρα. Τά κάτω βλέπουν σ' ενα στενό διάδρομο, στήν αύλή . Τά πάνω βλέπουν, πάνω από τόν φράχτη, σ' ενα μικρό σπιτάκι, πλυσταριό, καί σ' ενα γεμάτο λάσπες χαντάκι.

'Οδός, δπως συνή-ttισα νά τήν καταλαβαίνω, δέν ύπάρχει εδώ. Μπροστά στό σπίτι άπλωνόιαν μιά βρώμι­κη ρεματιά, πού τήν κόβανε σέ δυό μέρη κάτι στενά αναχώματα. 'Αριστερά, ή ρεματιά βγαίνει στά στρατό­πεδα καταναγκαστικών εργων. Μέσα εκεί ρίχνουν τά σκουπίδια τών σπιτιών, καί στόν πάτο της ύπάρχει μιά γούρνα μεγάλη, μέ πυκνή σκουροπράσινη λάσπη. Δεξιά, στήν ακρη τής ρεματιάς, γεμίζει τήν ατμόσφαιρα ξυνίλα δ βουρκιασμένος βάλτος Ζβεζντίν. Τό κέντρο τής ρεμα­τιάς είναι ακριβώς μπροστά στό σπίτι. Ή μισή είναι γεμάτη σκουπίδια, -ttεριεμένες τσουκνίδες, κολτσίδες καί ξινολάπα-ttα, ή άλλη μισή εγινε, από τόν παππά Ντοριμέ­δονα Ποκρόβσκυ, κήπος. Μέσα στόν κήπο είναι στημένη μιά παράγκα, από λεπτά πέταυρα, βαμμένα μέ πράσινη μπογιά. "Αν ρίξει κανείς στήν παράγκα αύτή πέτρες, τά πέταυρα σπάζουν μέ πάταγο.

'Ο τόπος είναι απερίγραπτα πληκτικός καί βρώμικος μέχρι αηδίας. Τό φ-ttινόπωρο παραμόρφωσε αλύπητα τό ζυμωμένο μέ τά σκουπίδια κοκκινόχωμα, τό εχει μετα­βάλλει σ' ενα κίτρινο βούρκο, πού κολλάει γερά στά πόδια. Δέν είδα ποτέ μου τόσο πολλή λάσπη καί βρωμιά σέ τόσο λίγο χώρο, καί, κα-ttώς ημουνα μα{}ημένος μέ τήν κα-ttαριότητα τού κάμπου καί τού δάσους, ή γωνιά αύτή τής πόλης μού 'φερνε μαράζι.

Πέρα από τή ρεματιά εκτείνονται κάτι σταχτιές παλιές φραγιές καί πέρα, μακρυά, ανάμεσα σ' αύτές, βλέπω ενα καστανόχρωμο σπιτάκι, δπου ζούσα τόν χειμώνα, δταν εκανα -ttελήματα στό μαγαζί. Ή γειτονιά μου μέ τό σπίτι αύτό μέ κατα-ttλίβει ακόμα πιό πολύ. Γιατί μού ελαχε καί πάλι νά ζήσω σ' αύτό τόν δρόμο; Τ' αφεντικό μου τό ξέρω. 'Επισκεπτόταν συχνά τή μάνα μου , μαζί μέ τόν αδερφό του, πού κλαψούριζε μ' αστείο τρόπο:

64 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 65: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-' Α ντρέι-πάπα, 'Α ντρέι-πάπα . . . Καί οί δυό τους δέν αλλαξαν καιtόλoυ : ό μεγάλος,

ενας γερακομύτης, μέ μακρυά μαλλιά, ε{ναι ευχάριστος καί φαίνεται ντόμπρος. 'Ο μικρότερος, ό Βίκτορ, εμεινε μέ τό ίδιο αλογίσιο πρόσωπο καί μέ τίς ίδιες φακίδες. Καί ή μάνα τους, - ή αδελφή της γιαγιας μου - είναι πολύ ευέξαπτη καί φωνακλού. 'Ο μεγάλος είναι παντρε­μένος, ή γυναίκα του είναι χοντρή, ασπρη σάν χάσικο ψωμί, μέ μεγάλα κατάμαυρα μάτια.

Τίς πρώτες κιόλας μέρες, μού είπε, καναδυό φορές: -Χάρισα στή μάνα σου μιά μεταξωτή μπέρτα μέ

χρυσα κεντίδια. Δέν ξέρω γιατί, μά δέν η{tελα νά πιστέψω, δτι εκείνη

δώρησε κι ή μάνα μου δέχτηκε τό δώρο. 'Όταν μού ξανα{tύμισε τήν υπό{tεση της μπέρτας, τή συμβούλεψα:

-Καλά, τό δώρησες, μά μήν τό καυχιέσαι. Άναπήδηξε τρομαγμένη. -Τί εΙπεεες; Γιά ξαναπέστο ! Μέ ποιόν μιλας, νομί­

ζεις; Τό πρόσωπό της σκεπάστηκε από κόκκινες βούλες,

γουρλώσανε τά μάτια της, κάλεσε τόν αντρα της. Ήρ{tε εκείνος στήν κουζίνα, μέ τόν διαβήτη στό χέρι,

μέ τό μολύβι στ' αυτί, ακουσε τή γυναίκα του καί μού είπε:

-Σ' αυτήν, καί σ' δλους, πρέπει νά λές «'Εσείς». Καί δέν πρέπει νά αυ{tαδιάζεις!

�Eπειτα, είπε {tυμωμένα στή γυναίκα του: -Μή μ' ανησυχείς μέ τρίχες! -Ποιά είναι τρίχες! "Αν τό σό"ί σου . . . -'Ο διάολος νά πάρει τό σόι! φώναξε ό αφέντης κι

εφυγε. Καί μένα δέ μού αρεσε, πού οί αν{tρωποι αυτοί ηταν

όπό τό σόι της γιαγιας. Σύμφωνα μέ τίς παρατηρήσεις μου , οί συγγενείς συμπεριφέρονται μεταξύ τους χειρότε­ρα όπό ξένοι. Ξέροντας ό ενας τίς κακές καί τίς γελοίες πλευρές τού αλλου, περισσότερο από τούς ξένους, κου­τσομπολεύουν μέ μεγαλύτερη κακία καί πιό συχνά στήνουν καυγάδες καί δέρνονται.

65 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 66: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Τό αφεντικό μού άρεσε. Τίναζε ώραία τά μαλλιά του, δταν προσπω'tούσε νά τά στρώσει πίσω από τ' αυτιά του, κι αυτό μού 1'tύμιζε κάπως τόν Καλοδουλειά. Γελούσε συχνά, μέ ίκανοποίηση, τά γκρίζα μάτια του κοιτούσαν καλωσυνάτα καί κοντά aτή γερακίσια μύτη του παίζανε διασκεδαστικά κάτι αστείες ρυτίδες.

-Φτάνει, άστε τά μαλώματα, κότες, 1'tηρία! ελεγε στή γυναίκα καί τή μητέρα του, aπoκαλύπτoντας, μέ τό τρυφερό χαμόγελό του, δυό σειρές μικρά, γερά δόντια.

Ή πει'tερά κι ή νύφη μάλωναν κάι'tε μέρα. Μού εκανε κατάπληξη, πού τόσο γρήγορα καί τόσο συχνά τσακώ­νονταν. Άπό τό πρωί άρχιζαν νά μπαινοβγαίνουν αχτέ­νιστες καί ξεστήι'tωτες στά δωμάτια, λές κι επιασε φωτιά τό σπίτι. Kλωι'toγυρνoύσαν όλάκερη τή μέρα, καί ξεκου­ράζονταν μόνο τό μεσημέρι, στό τραπέζι, τό απόγευμα στό τσάι καί τό βράδι στό δείπνο. Τρώγανε καί πίνανε πολύ, ωσπου νά μει'tύσoυν, ωσπου νά κουραστούν. Μετά τό γεύμα, μιλούσαν γιά φαγητά καί αλλάζανε νωχελικά βρυσιές, κάνοντας ετσι μιά πρoι'tέρμανση γιά τόν μεγάλο καυγά. 'Ό,τι φαγητό κι άν εφτιαχνε ή πει'tερά, ή νύφη ι'tά 'λεγε, όπωσδήποτε:

-Ή μάνα μου δέν τό κάνει ετσι. -Όχι ετσι, πάει νά πεί χειρότερα. -�Oχι, καλύτερα! -Έ, τότε πήγαινε μέ τή μάνα σου. -Έγώ είμαι ή νοικοκυρά έδώ! -Καί γώ τί είμαι; �Eμπαινε στή μέση ό νοικοκύρης: -Φτάνει, κότες-ι'tηρία! Τί τρελαι'tήκατε; Στό σπίτι, τά πάντα ηταν ανεξήγητα, παράξενα καί

γελοία: Τό πέρασμα από τήν κουζίνα στήν τραπεζαρία γινόταν μέσα από τό μοναδικό, σ' δλο τό διαμέρισμα, στενό αποχωρητήριο. Μέσα από κεί μεταφέρονταν στήν τραπεζαρία τά σαμοβάρια καί τά φαγητά, ηταν αιτία γιά σπαρταριστά αστεία καί, συχνά, πηγή γιά γελοίες παρα­ξηγήσεις. Μέσα στά και'tήκoντά μου ηταν νά χύνω νερό στό καζάνι του αποχωρητηρίου. Κοιμόμουνα στήν κου­ζίνα, απέναντι στήν πόρτα του καί κοντά στήν πόρτα της

66 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 67: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

επίσημης εισόδου: τό κεφάλι μου καιγόταν aπό τή σόμπα της κουζίνας, καί τά πόδια μου πάγωναν από τή μεριά τού χαγιατιού. Σάν επεφτα νά κοιμη{}ώ, μάζευα δλα τά χαλάκια καί τά εβαζα πάνω στά πόδια μου.

Τό μεγάλο σαλόνι, μέ τούς δυό κα{}ρέφτες τού τοίχου, μέ τούς πίνακες-βραβεία «Κάμποι» σέ χρυσά κάδρα, μέ τά δυό τραπέζια χαρτοπαιγνίου καί τίς δώδεκα βιεννέ­ζικες καρέκλες, ηταν αδειανό καί πληκτικό. Ή μικρή αί{}ουσα ύποδοχης ηταν ασφυκτικά γεμάτη μέ διάφορα πολυτελη επιπλα καί ράφια, γεμάτα aπό ασημένια κουταλοπείρουνα καί σερβίτσια τσαγιού, δλα «προίκα» της νύφης. Τή στολίζανε τρείς λάμπες, ή μιά μεγαλύτερη από τήν άλλη . Στή σκοτεινή , χωρίς παρά{}υρα κρεβατο­κάμαρα, εκτός από τό φαρδύ κρεβάτι, ύπηρχαν καί τά μπαούλα κι οί ντουλάπες, πού ανάδιναν μιά μυρουδιά από φ'ύλλα καπνού κι από περσική μαργαρίτα. Τά τρία αυτά δωμάτια ηταν πάντα αδειανά, ενώ τ' αφεντικά στρυμώχνουνταν στή μικρή τραπεζαρία, εμποδίζοντας δ ενας τόν άλλο. 'Αμέσως μετά τό πρωινό τσάι, στίς όχτώ ή ωρα, τό αφεντικό μέ τόν αδελφό του άνοιγαν τό τραπέζι, εβαζαν απάνω φύλλα από άσπρο χαρτί, τή {}ήκη μέ τά σύνεργα της σχεδιογραφίας, τά μολύβια, τά δοχεία μέ τή σινική μελάνη καί τό φούμο καί καταπιάνονταν μέ τή δουλειά, ό ενας στή μιάν άκρη τού τραπεζιού κι δ άλλος στήν άλλη, αντίκρα του. Τό τραπέζι κουνιόταν. Γέμιζε δλο τό δωμάτιο, κι δταν από τό παιδικό δωμάτιο εβγαιναν ή νταντά μαζί μέ τήν κυρά, στρυμώχνουνταν, γιά νά περάσουν, στίς γωνιές τού τραπεζιού.

-Μήν κλω{}ογυρνάτε άσκοπα! φώναζε ό Βίκτορ. Ή κυρά ρωτούσε, πειραγμένη, τόν άντρα της: -Βάσια, πέστου νά μή μού ουρλιάζει κατ' αυτό τόν

τρόπο. -Καί σύ μή τραντάζεις τό τραπέζι, τή συμβούλευε

συμβιβαστικά τό αφεντικό. -Είμαι εγκυα, στενό είναι έδώ τό μέρος . . . -Τότε, {}ά πάμε νά δουλέψουμε στό σαλόνι. Μά ή κυρά φώναζε, αγαναχτησμένη: -Κύριε ελέησον, καί ποιός δουλεύει στό σαλόνι;

67 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 68: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Άπό τήν πόρτα τού αποχωρητηρίου ξεμυτάει τό αγριεμένο καί κατακόκκινο, από τή φωτιά της σόμπας, πρόσωπο της γριας Μάτρενας Ίβάνοβνας καί μπήγει τίς φωνές:

-Βλέπεις, Βάσια; 'Εσύ δουλεύεις κι αυτή δέ μπορεί, σέ τέσσερα δωμάτια, νά γεννήσει! Άρχόντισσα μέ χτένα - μυαλά χαμένα!

Ό Βίκτορ χαμογελάει φαρμακερά, ενώ τό αφεντικό φωνάζει:

-Φτάνει! Κι ή νύφη, αφού περιέλουζε τήν πει'tερά μ' εναν

χείμαρρο από φαρμακερά κοσμητικά επί{}ετα, επεφτε πάνω στήν καρέκλα κι αναστέναζε:

-Θά φύγω! Θά πε{}άνω! -Μή μ' εμποδίζετε στή δουλειά, νά σας πάρει ό

διάολος! ουρλιάζει τό αφεντικό, χλωμό από τήν ενταση . Τρελοκομείο, - γιά σας κοψομεσιάζομαι, γιά νά σας ταισω! n Αχ, κότες - {}ηρία! . . .

Στήν αρχή, οί καυγάδες αυτοί μέ τρόμαζαν · τρόμαξα ίδιαίτερα, δταν ή κυρά αρπαξε, μιά μέρα, τό τραπεζομά­χαιρο, ετρεξε στό αποχωρητήριο, κι αφού εκλεισε καί τίς δυό πόρτες, αρχισε νά σκούζει καί νά κλαίει. Γιά μιά στιγμή, εγινε νεκρική σιγή στό σπίτι. nΕπειτα, τό αφεντι­κό ακούμπησε τά χέρια στήν πόρτα, διπλιο{}ηκε καί μού είπε:

-Άνέβα, σπάσε τό τζάμι, καί βγάλε τόν σύρτη άπό τήν πόρτα.

"Εδωσα ενα σάλτο στή ράχη τού αφεντικού, εσπασα τό τζάμι πάνω από τήν πόρτα, μά δταν εσκυψα πρός τά κάτω, αρχισε ή κυρά νά μέ χτυπα λυσσασμένα ση'> κεφάλι, μέ τή λαβή τού μαχαιριού. Παρ' δλα αυτά, πρόλαβα ν' ανοίξω τήν πόρτα καί τό αφεντικό κατάφε­ρε, ϋστερα από όλόκληρη μάχη , νά βγάλει η'ι συμβία στήν τραπεζαρία καί νά της πάρει τό μαχαίρι. Τήν ωρα πού κα{}όμουνα στήν κουζίνα κι ετριβα τούς καρούμπα­λους από τό κεφάλι μου , κατάλαβα πώς τίς εφαγα αδικα. Τό μαχαίρι ηταν στομωμένο, καί δύσκολα εκοβε ακόμα καί ψωμί. 'Όσο γιά τό δέρμα, δέ μπορούσες, μέ κανένα

68 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 69: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τρόπο, νά τό κόψεις μ' αυτό. Δέν ύπηρχε λόγος ν' ανεβώ στή ράχη τού αφεντικού, μπορούσα νά σπάσω τό τζάμι κι από τήν καρέκλα. Τέλος, πιό ευκολο �ταν νά βγάλει τόν σύρτη ενας μεγάλος, γιατί είχε μακρύτερα χέρια. 'Ύστερα από τούτη τήν ίστορία, οί καυγάδες τού σπιτιού δέ μέ τρομάζανε πιά.

Οί αδελφοί ψέλναν στήν εκκλησιαστική χορωδία. Κάποτε, άρχιζαν νά σιγοψέλνουν πάνω στή δουλειά, δ μεγάλος ελεγε μέ τήν μπάσα φωνή του:

Τό δαχτυλίδι τής κοπέλλας στή Οάλασσα τό εχω χαμένο . . .

Ό μικρός εμπαινε μέ φωνή τενόρου:

Καί μέ τό δαχτυλίδι αυτό τήν ευτυχία μου στή γij χάλασα.

'Από τό παιδικό δωμάτιο αντηχούσε τό ήρεμο επιφώ-νημα της κυρας:

-Τρελαttήκατε; Τό μωρό κοιμαται . . . ''Η: -'Εσύ, Βάσια, είσαι παντρεμένος, μπορείς καί νά

μήν τραγουδας γιά τά κοριτσόπουλα, τί τά {}έλεις αυτά; Κι επειτα, γρήγορα {}ά σημάνει δ έσπερινός . . .

-'Έ καί μείς εκκλησιαστικά . . . Μά ή κυρά προσπα{}ούσε νά τούς δώσει νά καταλά­

βουν, πώς τά εκκλησιαστικά δέν ταιριάζει, γενικά, νά τραγουδιούνται δπουδήποτε, καί δώ ύπάρχει ακόμα . . . κι εδειχνε, μέ μιάν ευγλωττη χειρονομία, τή μικρή πόρτα.

-Πρέπει ν' αλλάξουμε σπίτι, διαφορετικά ενας διά­ολος ξέρει τί μπορεί νά γίνει' ελεγε τ' αφεντικό.

Δέν ελεγε λιγ(οτερο συχνά, πώς πρέπει ν' αλλάξει τραπέζι, μά τό 'λεγε ES'>OO καί τρία χρόνια.

'Ακούγοντας τίς συζητήσεις τών αφεντικών γιά τούς αν{}ρώπους, -ιtυμόμoυνα πάντα τό παπουτσάδικο, - καί κει μιλούσαν μέ τόν ίδιο τρόπο. Μού �ταν φανερό, π(ος καί τ' αφεντικά πιστεύανε, πιίJς είναι οί καλύτεροι της πόλης, ξέρουν τούς πιό λεπτούς κανόνες συμπεριφοράς, καί στηριγμένοι πάνω στούς κανόνες αυτούς, πού δέν

69 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 70: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

είναι ξεκά1'tαροι γιά μένα, κρίνουν δλους τούς αν1'tρώ­πους αλύπητα κι αδησώπητα. Ή κρίση αυτή μοϋ προκα­λούσε μιά τυφλή άποστροφή στούς νόμους τών αφεντι­κών. Καί ή παραβίαση τών νόμων αυτών αρχισε νά γίνεται πηγή ίκανοποίησης γιά μένα.

Είχα πολλή δουλειά: εκτελούσα χρέη υπηρέτριας, επλυνα τίς Τετάρτες τό πάτωμα της κουζίνας, κα1'tάριζα τό σαμοβάρι καί τά χαλκώματα, τά Σάββατα σφουγγάρι­ζα τά πατώματα δλου τού διαμερίσματος καί τίς δυό σκάλες. Έκοβα καί κουβαλούσα ξύλα γιά τίς σόμπες, επλυνα τά πιάτα, κα1'tάριζα λαχανικά, πήγαινα μέ τήν κυρά στήν αγορά, κουβαλούσα τό καλά1'tι μέ τά ψώνια, ετρεχα στό μπακάλικο καί στό φαρμακείο.

Ή αμεση προϊσταμένη μου, ή αδελφή της γιαγιάς, μιά φωνακλού, πού δέ μπορούσε νά συγκρατήσει τήν 6ργή της, σηκωνόταν νωρίς, συχνά κατά τίς εξη τό πρωί. Πλυνόταν στά πεταχτά, γονάτιζε μέ τή νυχτικιά της μπροστά στήν εικόνα καί παραπονιόταν πολλήν ωρα στό 1'tεό γιά τή ζωή της, γιά τά παιδιά καί τή νύφη της.

-Κύριε! αναφωνεί, μέ ραγισμένη φωνή, κολλώντας στό μέτωπο τά τρία δάχτυλά της, Κύριε, δέ ζητώ τίποτα, δέ μού χρειάζεται τίποτα, κάνε μόνο ν' αναπαυτώ, ηρέμησέ με, Κύριε, μέ τή δύναμή σου !

Οί 1'tρηνοι της μέ ξυπνούσαν. Ξυπνούσα, εβγαζα, μέ προσοχή, τό κεφάλι μου εξω από τήν κουβέρτα κι ακουγα, μέ τρόμο, τή 1'tερμή προσευχή . Τό φ1'tινοπωρινό πρωινό ρίχνει μιά 1'tολή ματιά στό παρά1'tυρο της κουζί­νας, ανάμεσα από τά μουσκεμένα, από τή βροχή, τζάμια. Πάνω στό πάτωμα σαλεύει, μέσα στό κρύο μισοσκόταδο, μιά σταχτιά σκιά, ανοίγοντας μέ δέος τά χέρια. Άπό τή μικρή κεφαλή της κατεβαίνουν καί χύνουνται στόν λαιμό καί τήν πλάτη της κάτι υγρά ξαν1'tά μαλλιά, ενώ ή λυμένη μαντήλα πέφτει διαρκώς από τό κεφάλι. Ή γριά, σιάζοντάς την μέ τό αριστερό χέρι, μουρμουρίζει α­πότομα:

-Πού νά σκάσεις! Ξαμώνει καί χτυπιέται μέ δύναμη στό κούτελο, τά

στή1'tια, τούς ώμους καί ψι1'tυρίζει:

70 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 71: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Κάνε μου τή χάρη, Κύριε, καί τιμώρησε τή νύφη. Πές της δλα, δλα τά παράπονα καί τίς πίκρες μου ! Κι ανοιξε τά μάτια τού γιού μου γι' αύτήν, ανοιξε καί τού Βικτόρουσκα! Κύριε, βόη{}α τόν Βικτόρουσκα, δώσε του τά ελέη σου . . .

Ό Βικτόρουσκα κοιμαται, επίσης, εκεί, στήν κου­ζίνα · στό πατάρι. Κα{}ώς ξυπνάει από τούς στεναγμούς της μάνας του, φωνάζει, μέ νυσταλέα φωνή:

-Μάνα, πάλι αρχισες πρωί-πρωί τά ούρλιαχτά! Τί κακό είναι αύτό !

-Άντε, αντε κοιμήσου, ψι{}υρίζει ενοχα ή γριά. Κουνιέται, καναδυό λεφτά, αμίλητη καί, ξαφνικά, ξεφω­νίζει εκδικητικά:

-Πού νά τρίζουν τά κόκκαλά τους καί νά μήν εχουν ανάπαψη μήτε εδώ κάτω, μήτε κεί πάνω, Κύριε . . .

Τόσο φοβερά, ακόμα κι ό παππούς μου δέν προσεύ­χεται.

'Αφού τέλειωσε τήν προσευχή της, μέ ξύπνησε: -Σήκω, κουνήσου, γιατί ζείς! . . . Βάλε τό σαμοβάρι,

φέρε ξύλα, - καί δέν έτοίμασες προσανάμματα από τό βράδι; ου!

Προσπα{}ώ νά τά κάνω δλα γρήγορα, μόνο νά μήν ακούω τούτο τόν εξοργιστικό ψί{}υρο της γριας, αλλά δέ μπορώ νά τήν εύχαριστήσω, είναι αδύνατο. Γυρίζει μέσα στήν κουζίνα σάν χειμωνιάτικη χιονο{}ύελλα, καί αρου­λίζει:

-Πιό σιγά, δαίμονα! 'Άμα ξυπνήσεις τόν Βικτόρου­σκα {}ά σού τίς βρέξω. Τρέχα στό μπακάλη . . .

Τίς κα{}ημερινές αγοράζαμε, γιά τό πρωινό τσάι, δυό φούντια σταρένιο ψωμί καί, γιά δυό καπίκια, κουλού­ρια, γιά τή νεαρή κυρά. 'Όταν εφερνα τό ψωμί, οί γυναίκες τό κοιτούσαν ϋποπτα, καί ζυγιάζοντάς το στίς παλάμες, ρωτούσανε:

-Καί δέν είχε πανωζύγι; Όχι; • Ανοιξε τό στόμα σου νά δούμε! καί φώναζαν {}ριαμβευτικά: >Εφαγες τό πανωζύγι, νά τά ψίχουλα στά δόντια σου!

. . . Δούλευα μέ δρεξη, μού αρεζε νά εξοντώνω τή βρωμιά από τό σπίτι, νά σφουγγαρίζω τά πατώματα, νά

7 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 72: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κα&αρίζω τά χαλκώματα, τά πόμολα στίς πόρτες. Πολ­λές φορές, ακουσα τίς γυναίκες, δταν ηταν στίς καλές τους, νά λένε γιά μένα:

-'Έχει ζηλο. -Ά γαπά τήν κα{)αριότητα. -Μόνο πού είναι πολύ αυ{)άδης. -Άλλά, μανούλα μου, ποιός {)ά τού έδινε τήν

ανατροφή ! Καί ο ί δυό τους προσπα{)ούσαν νά μού καλλιεργή­

σουν τόν σεβασμό, γιά λογαριασμό τους, μά γώ τίς {)εωρούσα μισότρελες. Δέν τίς αγαπούσα, δέν τίς ακου­γα καί μιλούσα μαζί τους ενα σου κι ενα μου . Ή νεαρή κυρά, φαίνεται, καταλάβαινε πόσο ασκημα επιδρούν πάνω μου μερικές κoυβέ�τες, καί γι' αυτό ελεγε δλο καί πιό συχνά:

-Πρέπει νά μήν ξεχνάς, πώς είσαι από φτωχή οικογένεια! Δώρισα στή μάνα σου μιά μεταξωτή μπέρτα. Καί μέ χρυσά κεντίδια!

Μιά φορά, της είπα: -Καί τί {)έλεις, λοιπόν; Γι' αυτή τή μπέρτα νά μού

γδάρετε τό τομάρι; -"Ωχ, μανούλα μου, αυτός μπορεί νά μάς βάλει καί

φωτιά! φώναξε τρομαγμένη ή κυρά. "Εμεινα σύξυλος · γιά ποιό λόγο νά βάλω φωτιά; Κά{)ε τόσο καί οί δυό τους κάνανε τά παράπονά τους

στό αφεντικό, καί κείνος μοϋ ελεγε αυστηρά: -Κοίταξέ με, αδελφέ, καλά στά μάτια! Μιά φορά δμως, είπε άδιάφορα στή γυναίκα καί στή

μάνα του: -Καί σείς καλές είστε! Καβαλάτε τό παιδί σάν

πρόβατο . • Α ν ηταν αλλος, {)ά τό 'χε σκάσει από καιρό η {)ά ψοφούσε από τή δουλειά . . .

Αυτό καταστεναχώρησε τίς γυναίκες, σέ σημείο νά τίς πάρουνε τά κλάματα. Ή γυναίκα του τσίριζε"ύστερι­κά, χτυπώντας τά πόδια.

-Μήπως επιτρέπεται νά μιλάς ετσι, μπροστά του , βλάκα μέ μακρυά μαλλιά! Τί είμαι τώρα γι' αυτόν, ϋστερα από τά λόγια σου αυτά; Είμαι γυναίκα εγκυα.

7 2 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 73: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ή μάνα του στρίγκλιζε μέ κλαμένη φωνή : -Νά σέ σχωρέσει ό {}εός, Βασίλη, αλλά σού τό λέω,

καί νά μού τό {}υμασαι, {}ά καταστρέψεις τό παιδάκι! 'Όταν εφυγαν όργισμένες, τ' αφεντικό είπε αυστηρά: -Βλέπεις, διαβολάκο, τί φασαρία εγινε γιά σένα; Θά

σέ στείλω στόν παππού σου, καί {}ά ξαναγίνεις κου-ρελας!

Δέ βάσταξα τήν προσβολή καί τού λέω: -Καλύτερα νά ζεί κανείς κουρελας, παρά εδώ, μέ

σας. Μέ πήρατε γιά μα{}ητή καί τί μέ μά{}ατε; Νά κουβαλώ τ' απονέρια της μπουγάδας . . .

Τ ' αφεντικό μ' επιασε από τά μαλλιά, χωρίς νά πονέσω, μέ προσοχή, καί, κοιτώντας με στά μάτια, μού είπε μ' απορία:

-'Όμως είσαι σπίρτο! Αυτά, αδερφέ μου, δέ μού κάνουν, Οχι! . . .

Θ ά μ έ διώξουν, είπα μέσα μου, μά τήν άλλη μέρα ηρ{}ε εκείνος στήν κουζίνα, μ' ενα χοντρό ρολό χαρτί στά χέρια, ενα μολύβι, μιά γωνιά κι εναν χάρακα.

-Μόλις τελειώσεις τό κα{}άρισμα τών μαχαιριών, ζωγράφισε τούτο δώ!

Πάνω στό χαρτί ηταν ζωγραφισμένη ή πρόσοψη ένός δίπατου σπιτιού, μέ πολλά παρά{}υρα καί ανάγλυφα στολίδια.

-Νά καί ό διαβήτης. Μέτρα δλες τίς γραμμές, βάλε τίς ακρες τους στό χαρτί μέ τίς τελείες, επει τα τράβα τό μολύβι πάνω στόν χάρακα από τή μιά τελεία στήν άλλη . Στήν αρχή στό μάκρος, αυτές {}ά είναι οί δριζόντιες, επειτα καί στό πλάτος, αυτές είναι οί κά{}ετες. 'Εμπρός!

Χάρηκα πολύ γιά τήν κα{}αρή δουλειά καί γιά τήν αρχή της μα{}ητείας μου. Μά εβλεπα τό χαρτί καί τά σύνεργα μέ σεβασμό καί τρόμο, γιατί δέν κατάλαβα τίποτα!

'Ωστόσο, τήν ίδια στιγμή, επλυνα τά χέρια καί στρώ{}ηκα νά μά{}ω.

Έσυρα στό χαρτί δλες τίς δριζόντιες, τίς παρέβαλα, ηρ{}αν καλά! • Αν καί τρείς αποδείχτηκαν παραπανήσιες. 'Έσυρα δλες τίς κά{}ετες καί εΤδα μέ {}αυμασμό πώς ή

73 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 74: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πρόσοψη τού σπιτιού παραμορφώ{}ηκε ανόητα. Τά παρά-ftυρα μεταφέρ{}ηκαν εκεί πού ηταν τά μεσό-ftυρα, κι ενα βγηκε από τόν τοίχο καί κρεμόταν στόν αγέρα, κοντά στό σπίτι. Τό ύπόστεγο της εισόδου ανέβηκε κι αυτό στόν αέρα ως τό ϋψος τού δευτέρου πατώματος, ή κορνίζα βρέ{}ηκε στή μέση της στέγης, καί τό παρά-ftυρο της σοφίτας στήν καπνοδόχο.

Πολλή ν ωρα παρακολου-ftούσα σχεδόν μέ δάκρυα στά μάτια τά ανεπανόρ-ftωτα αυτά -ftαύματα, προσπα­-ftώντας νά καταλάβω πώς εγιναν. Κι επειδή δέν κατάλα­βα, αποφάσισα νά διορ-ftώσω τά πράγματα μέ τή φαντα­σία: ζωγράφισα μιά πρόσοψη σπιτιού μ' δλες τίς κορνί­ζες του καί, στήν κορφή της στέγης, καλιακούδες, περιστέρια, σπουργίτια, καί πάνω στή γη, μπροστά στό παρά-ftυρο, στραβοκάνηδες αν-ftρώπους, κάτω από τίς δμπρέλλες, πού δέν εκρυβαν εντελώς τήν τερατώδικη ασκήμια τους. Έπειτα, τό γέμισα λοξές γραμμές καί πηγα τή δουλειά μου στόν δάσκαλο.

'Εκείνος σήκωσε ψηλά τά φρύδια, τράβηξε τά μαλλιά του καί ρώτησε, συννεφιασμένος, νά μά-ftει:

-Τί πραγμα είναι αυτό ; -Πέφτει βροχούλα, εξήγησα εγώ. 'Όταν βρέχει, δλα

τά σπίτια φαίνονται στραβά, γιατί ή βροχούλα πάντα πέφτει λοξά. Πουλιά, - νά, δλα αυτά είναι πουλιά, -κρύφτηκαν στά αετώματα. Αυτό συμβαίνει πάντα μέ τή βροχή . Κι αυτοί , εδώ, είναι άν-ftρωποι πού τρέχουν γιά τά σπίτια τους, νά, μιά κυρία επεσε, κι αυτός είναι ό διανομέας μέ τά λεμόνια . . .

-Ευχαριστώ, ύποκλίνομαι ευσεβάστως, είπε τό αφεντικό, κι εσκυψε βα-ftιά, πάνω στό τραπέζι, ετσι πού τά μαλλιά του σάρωσαν τό χαρτί κι εσκασε στά γέλια. Πού νά σέ πάρει καί νά σέ σηκώσει καί νά σέ κάνει κομμάτια, σπουργίτη-{}ηρίο!

Ήρ-ftε ή κυρά, κουνώντας τήν κοιλιά της, σάν βαρε-λάκι, κοίταξε τό εργο μου καί είπε στόν άντρα της:

-Ξυλοφόρτωσέ τον!

74

Μά τό αφεντικό παρατήρησε ειρηνόφιλα: -Δέν πειράζει, εγώ δέν άρχισα καλύτερα.

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 75: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'Επισημαίνοντας, μέ κόκκινο μολύβι, τήν καταστρο­φή της πρόσοψης μού εδωσε πάλι χαρτί.

-'Άντε, εμπα του ακόμη μιά φορά! Θά σχεδιάζεις διαρκώς, ωσπου νά τά καταφέρεις.

Τό δεύτερο αντίγραφο μού βγήκε καλύτερο, μόνο τό παράι'tυρo βρέτtηκε στήν πόρτα τού εξώστη . Δέ μού αρεσε, δμως, πού τό σπίτι ηταν αδειο καί τό γέμισα μέ διάφορους κατοίκους: στά παράι'tυρα και'tόντoυσαν οί κυρίες, μέ τίς βεντάγιες στά χέρια, οί καβαλιέροι τους μέ τά τσιγάρα τους κι ενας απ' αυτούς, πού δέν κάπνιζε, εδειχνε σ' δλους τή μακρυά μύτη του. Κοντά στόν εξώστη, στεκόταν δ άμαξάς κι ενα σκυλί.

-Γιατί πάλι εκανες μουντζούρες; ρώτησε ι'tυμωμένα τό αφεντικό.

'Εγώ τού εξήγησα, πώς, χωρίς ανι'tρώπoυς, είναι πολύ πληκτικό τό σπίτι, μά αρχισε νά μέ μαλώνει:

-Στό διάολο δλα αυτά! "Αν ι'tέλεις νά μάι'tεις, μάι'tε ! Αυτά είναι αταξία . . .

'Όταν, επιτέλους, κατάφερα νά βγάλω ενα αντίγρα­φο τής πρόσοψης, πού νά μοιάζει μέ τό πρωτότυπο, τ' αφεντικό εμεινε ευχαριστημένο.

-Βλέπεις; Τά κατάφερες! 'Έτσι, παρακαλώ, ι'tά φτάσουμε, μέ σένα, γρήγορα στόν σκοπό μας . . .

Καί μού 'δωσε ενα πρόβλημα: -Κάνε τό σχέδιο τού διαμερίσματος: πώς είναι ή

διάταξη τών δωματίων, πού είναι οί πόρτες, τά παράι'tυ­ρα, πού βρίσκεται τό και'tένα. Δέν πρόκειται νά σού κάνω καμιά ύπόδειξη, κάνε μόνος σου δ,τι μπορείς!

Πήγα στήν κουζίνα κι αρχισα νά σκέφτομαι από πού ν' αρχίσω.

Μά, σ' αυτό τό σημείο σταμάτησε ή σπουδή μου τής σχεδιογραφικης τέχνης . . .

'Hρι'tε κοντά μου ή γριά αφεντίνα καί μ έ ρώτησε μέ κακία:

-Θέλεις νά σχεδιάζεις; Μ' αρπαξε από τά μαλλιά, ετριψε τή μούρη μου πάνω

στό τραπέζι, ετσι πού μάτωσαν ή μύτη καί τά χείλια μου, ενώ, τήν ίδιαν ωρα, εσκιζε, αναπηδώντας, τό σχέδιο,

75 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 76: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πετούσε από τό τραπέζι τά σύνεργα, κι επειτα, βάζοντας τά χέρια στή μέση της, άρχισε νά φωνάζει 1tριαμβευτικά:

-Νά, τά σχέδια! Όχι, αυτό δέ 1tά γίνει! Νά δουλεύει δ ξένος, ένά) ό μοναδικός αδελφός, τό αίμα σου νά μπαίνει στήν άκρη!

Έτρεξε τό αφεντικό, κατάπλευσε κι ή γυναίκα του, κι άρχισε ενας τρομερός καυγάς. Καί οί τρείς τους δρμούσαν δ εν ας απάνω στόν άλλο, φτύνονταν, εσκου­ζαν κι δταν οί γυναίκες σκόρπισαν γιά νά πάνε νά κλάψουν, ή ίστορία τέλειωσε μέ τά λόγια ποί, μού είπε τ' αφεντικό:

-Γιά τήν ωρα, άσε τα αυτά, μή μα1tαίνεις, - βλέπεις καί μονάχος σου τί γίνεται!

Τόν λυπή{}ηκα, - ηταν τόσο τσακισμένος, ανυπερά­σπιστος, καί τόσο ζαλισμένος από τίς φωνές των γυ­ναικ(ί)ν . . .

Καί πρωτύτερα καταλάβαινα, πώς ή γριά δέ 1tέλει νά μά,'tω, πώς επίτηδες μ' εμπόδιζε. Πρίν ακόμη κα{}ήσω μπροστά στό σχέδιο, τή ρωτούσα πάντα:

-Έχει τίποτε νά κάνω; Κατέβαζε, τότε, τά μούτρα κι απαντούσε: -'Όταν 1tά εχει 1tά σού πω, κάνε τό κομμάτι σου στό

τραπέζι, διασκέδασε . . . Καί, σέ λιγάκι, μ ' εστελνε κάπου η ελεγε: -Τί εκανες, σκούπισες τήν κεντρική σκάλα; Οί

γωνιές είναι γεμάτες σκουπίδια καί σκόνη ! Πήγαινε νά σκουπίσεις.

Πήγαινα, κοιτούσα, δέν ύπηρχε σκόνη . -Μού βγάζεις καί γλωσσα; φώναζε εκείνη. Μιά φορά, μού εχυσε πάνω στά χαρτιά κβάς, άλλη

φορά πάλι αναποδογύρισε τήν καντήλα της εικόνας μέ τό λάδι - εκανε ζαβολιές σάν κοριτσόπουλο καί προσ­na1toiiaE, μέ παιδική πονηριά καί μέ παιδική αδεξιοσύ­νη , νά τίς κρύψει. Δέν είδα ποτέ μου, ουτε ως τότε, ουτε αργότερα, ανftρωπο νά εκνευρίζεται τόσο γρήγορα καί τόσο ευκολα, σάν καί κείνη, καί νά ftέλει νά παραπονιέ­ται μέ τόσο πάίtoς γιά δλους καί γιά δλα. Οί άν1tρωποι,

76 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 77: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

γενικά, αγαπούν νά παραπονιούνται, αλλά εκείνη τό 'κανε μέ ιδιαίτερη εύχαρίστηση, σά νά τραγουδούσε.

Ή αγάπη γιά τόν γιό της εμοιαζε με τρέλα, μ' εκανε νά γελάω καί νά φοβάμαι γιά τή δύναμή της, πού δέ μπορώ νά τήν πώ διαφορετικά, παρά μανιακή δύναμη. Μερικές φορές, μετά τήν πρωινή προσευχή , σηκωνόταν απάνω, πατούσε στήν προεξοχή της σόμπας, ακουμπού­σε τούς αγκώνες στό ακροσάνιδο τού παταριού καί ψι1'hJριζε μέ {tέρμη :

-της τύχης γέννα μου, εσύ, {tε"ίκέ μου, αίμα μου ζεστό, διαμάντι κα{tαρό, αγγελικό φτερό απάλαφρο! Κοιμάται, - κοιμήσου, μωρό μου , υπνος γλυκός ας πάρει τήν ψυχούλα σου στά φτερά του. Όνειρέψου τήν κόρη πού {tά πάρεις, τήν πεντάμορφη, τή βασιλοπούλα, τήν πλούσια, τήν κόρη τού εμπορα! Καί ψόφος στούς εχ{tρούς σου , πρίν γεννη{tούν, ζωή στούς φίλους σου χρόνια εκατό, κι οί κοπέλλες νά τρέχουν κοπάδι από πίσω σου, σάν τίς πάπιες πίσω από τόν πάπιο!

Μού είναι δλα αύτά πολύ γελοία. Ό αξεστος καί τεμπέλης Βίκτορ μοιάζει μέ τρυπόξυλο, πλουμιστός, μεγαλομύτης, καί τό ίδιο πεισματάρης καί κουτός σάν κι αύτόν.

Ό ψί{tυρος της μάνας τόν ξυπνάει, μερικές φορές, καί μουρμουρίζει νυσταλέα:

-' Αει στόν διάβολο, μάνα! Τί ξεφυσάς καί γρούζεις ίσα πάνω από τή φάτσα μου ! . . . Ζωή είναι αύτή ; . . .

Μερικές φορές, εκείνη κατεβαίνει, καλοπόταγη, από τήν προεξοχή της σόμπας, χαμογελώντας:

-Άντε, κοιμήσου, κοιμήσου . . . στραβόξυλο! Μά γινόταν καί τό αλλο : Τά πόδια της λυγούσαν,

χτυπούσαν στήν ακρη της σόμπας, ανοιγε τό στόμα, ξεφυσούσε σαματερά, λές κι εκαψε τή γλώσσα της καί χοχλακούσαν ζεματιστές οί λέξεις:

-'Έεε, 1ο'τσι, ε; Στέλνεις τή μάνα σου στόν διάβολο, παλιόσκυλο ; "Αχ, εσύ ρεζιλίκι τού μεσονυχτιού μου, καταραμένη αγκίδα στό νύχι μου, σ' εκατσε ό διάολος στήν ψυχή μου, πού νά σάπιζες πρίν γεννη{tείς!

Έλεγε κουβέντες αισχρές, κουβέντες τού με{tυσμένoυ

77 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 78: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δρόμου. 'Ηταν απαίσιο νά τίς ακούς. Κοιμότανε λίγο, μέ υπνο ανήσυχο. Πολλές φορές, τή

νύχτα, πεταγότανε από τό κρεβάτι, επεφτε απάνω μου καί μέ ξυπνούσε.

-Τί πά{tατε; -Σώπα, ψι-ιtύριζε καί σταυροκοπιόταν, καρφώνον-

τας τά μάτια σέ κάτι μέσα στό σκοτάδι. Κύριε . . . Προφή­τη μου, 'Άη-Λιά . . . Μεγαλομάρτυς Άγία μου Βαρβάρα . . . φύλαξέ μας από τόν απρόσμενο {tάνατο . . .

'Άναβε τό κερί, μέ τρεμάμενο χέρι. Τό στρογγυλό της πρόσωπο, μέ τή μεγάλη μύτη, διαστελλόταν από τήν ύπερένταση καί τά γκρίζα μάτια της ερευνούσαν, πετα­ρίζοντας, τά πράγματα, πού παραλλάζανε από τό μισό­φωτο. Ή κουζίνα είναι μεγάλη, μά γεμάτη από ντουλά­πες καί μπαούλα. Τή νύχτα φαίνεται μικρή. Μέσα της παίζουν ησυχα οί αχτίνες τού φεγγαριού, τρέμει ή φλογίτσα της ακοίμητης καντήλας μπροστά στίς εικόνες, στόν τοίχο στραφτοβολούν τά μαχαίρια, σάν παγοκρύ­σταλλα, στά ράφια είναι τά μαύρα τηγάνια, κάτι φάτσες χωρίς μάτια.

Ή γριά κατέβαινε από τή σόμπα προσεχτικά, σά νά 'μπαινε από τήν ακροποταμιά στό νερό, πλατσουρίζον­τας τά ξυπόλητα πόδια της, πήγαινε στή γωνιά, δπου, πάνω από τή λεκάνη γιά τά αποπλύματα, κρεμόταν ενας νυφτήρας, μέ χειρολαβές, πού {tύμιζε κομμένο κεφάλι. Έκεί ηταν ό κάδος μέ τό νερό.

Ή γριά επινε νερό γλουγλουκιστά καί ξεφυσώντας, επειτα κοιτούσε, από τό παρά{tυρο, εξω, ανάμεσα από τό γαλάζιο πλαίσιο πού 'φτιαχνε στά τζάμια ή πάχνη .

-Έλέησέ με, {tεέ μου, ελέησέ με, παρακαλεί μουρ­μουριστά.

� Αλλοτε, εσβηνε τό κερί, κι επεφτε στά γόνατα καί σούριζε πικραμένα:

-Ποιός μ' αγαπάει, Κύριε, ποιός εχει τήν ανάγκη μου;

'Όταν ανέβαινε στή σόμπα, σταύρωνε τό πορτάκι πού είχε τό μπουρί, εψαχνε νά δεί αν τό φράγμα τού μπουριού, πού κρατάει τή ζεστασιά, είναι στήν όριζόν-

78 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 79: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τια ftέση . 'Όταν μουντζούρωνε τά χέρια της, από τήν καπνιά, εβριζε σάν άμαξας καί δέν ξέρω γιατί ό ύπνος τήν επαιρνε αμέσως μετά, σά νά τήν είχε τσακίσει κάποια αόρατη δύναμη. 'Όταν ημουν κακιωμένος μαζί της, ελεγα μέσα μου : Κρίμα, πού δέν τήν παντρεύτηκε ό παππούς. Θά τόν ετρωγε, μά κι αυτή ftά ευρισκε τόν μάστορά της. Συχνά, μέ φαρμάκωνε, μά ερχονταν καί μέρες, πού τό πρησμένο, τό μπαμπακιασμένο πρόσωπό της γινόταν ftλιμμένο, τά μάτια της βούλιαζαν στά δάκρυα καί μού ελεγε, μέ μεγάλη πεποί{}ηση :

-Νομίζεις πώς δέν εχω τό βάσανό μου ; Γέννησα παιδιά, τά ντάντεψα, τά ανάστησα καί τί κατάλαβα; Νά, τούς κάνω τή μαγείρισσα, αυτό είναι τό καλό τους. Έφερε ό γιός μου μιά ξένη γυναίκα κι αντικατάστησε μ' αυτήν τό αίμα του, καλό είναι αυτό; Τί λές;

-Δέν είναι καλό, ελεγα ειλικρινά. -' Α, μπράβο! Τά βλέπεις; . . . Κι αρχιζε νά μιλάει ξεδιάντροπα γιά τή νύφη της. -Μιά φορά, πήγαμε μαζί στό μπάνιο καί τήν είδα!

Τί νά της ζηλέψεις! Τέτοιες είναι οί Ομορφες; . . . Γιά τίς σχέσεις τών αντρών μέ τίς γυναίκες μιλούσε

πάντα μέ φοβερά αισχρόλογα. Καταπληκτική ! Στήν αρχή, τά λόγια της μού φέρνανε αηδία, μά γρήγορα συνήftισα νά τ' ακούω μέ προσοχή, μέ μεγάλο ftά 'λεγα ενδιαφέρον, διαισftανόμενος, πίσω από τά λόγια αυτά, κάποια πικρήν αλήftεια.

-Ή γυναίκα είναι δύναμη, απάτησε καί τόν ίδιο τό ftεό, καί νά πώς! μουρμούριζε καί χτυπούσε μέ τήν παλάμη της τό τραπέζι. Γίνηκε αιτία ή Ευα κι δλοι οί ανftρωποι πηγαίνουν στόν 'Άδη, ναί, ναί, ναί!

Γιά τή δύναμη τών γυναικών μπορούσε νά μιλάει ώρες, δίχως τελειωμό. Καί πάντα είχα τήν εντύπωση, πώς μέ τίς κουβέντες αυτές ηftελε κάποιον νά τρομάξει. Καί ftυμόμουνα ξεχωριστά, δτι «ή Ευα απάτησε τόν Θεό» .

Στήν αυλή τή δική μας ύπηρχε ενα κιόσκι τόσο μεγάλο δσο καί τό σπίτι. Άπό τά όχτώ διαμερίσματα τών δυό χτιρίων, στά τέσσερα κατοικούσαν αξιωματι-

79 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 80: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κοί, στό πέμπτο κα'l'tόταν ενας παππάς τού συντάγματος. 'Όλη ή αυλή ηταν γεμάτη από ίπποκόμους κι αγγελιαφό­ρους. Τούς κάνανε παρέα οί πλύστρες, οί καμαριέρες καί οί μαγείρισσες. Σ' δλα τά μαγερειά πλέκονταν διαρκώς ειδύλλια καί δράματα, μέ δάκρυα, βρισίδι καί ξυλοδαρμούς. Τσακώνονταν οί φαντάροι μεταξύ τους, μέ τούς σκαφτιάδες καί τούς εργάτες τού αφεντικού. Χτυπούσαν τίς γυναίκες. Στήν αυλή εβραζε διαρκώς αυτό πού ονομάζεται εκφυλισμός, ακολασία - ή 'I'tεριε­μένη, ή αχόρταγη πείνα τών νέων παλληκαριών, πού σφύζανε από ύγεία. Ή ζωή αυτή , ή γεμάτη αγριο αισ'l'tησιασμό, ασκοπο μαρτύριο καί αισχρή καυχησιολο­γία τών νικητών, εξετάζονταν αναλυτικά καί κυνικά από τ' αφεντικά μου, μετά τό φαγητό, στό βραδινό τσάι καί στό δείπνο. Ή γριά ηξερε πάντα δλες τίς ίστορίες της αυλης καί τίς ανιστορούσε μέ 'I'tέρμη καί κακεντρέχεια.

Ή νεαρή ακουγε τίς ίστορίες αυτές, γελούσε σιωπηλά μέ τά πρησμένα χείλια της. Ό Βίκτορ χαχάνιζε, ενώ τό αφεντικό, στραβομουτσούνιαζε λέγοντας:

-Φτάνει, μάνα . . . -Θέ μου, δέ μπορούμε νά σταυρώσουμε καί μιά

κουβέντα! παραπονιόταν ή γριά. Ό Βίκτορ της εδινε κουράγιο: -Δώστου, μάνα, γιατί ντρέπεσαι! 'Όλοι ειμαστε

δικοί. . . Ό μεγάλος γιός εβλεπε τή μάνα του μέ περιφρονητι­

κή συμπόνια, απόφευγε νά μείνει μόνος, μαζί της, τέτ-α-τέτ. Κι αν λάχαινε, καμιά φορά, ή μάνα του 'I'tά τόν τάραζε στά παράπονα γιά τή γυναίκα του καί 'I'tά τού ζητούσε, οπωσδήποτε, λεφτά. της εχωνε βιαστικά στό χέρι δυό-τρία ρούβλια, κάμποσα ασημένια κέρματα.

-' Αδικα, μητέρα, παίρνετε λεφτά, δέν τά λυπάμαι, μά αδικα!

-Μά γιά τούς ζητιάνους . . . γιά κεριά, γιά τήν εκ­κλησιά . . .

-Τί ζητιάνους μού τσαμπουνάς! Θά χαλάσεις τόν Βίκτορα, στό τέλος.

-Δέν αγαπάς τόν αδερφό σου, μεγάλο τό κρίμα σου !

8 0 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 81: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Έκείνος ξεμάκραινε, μουντζώνοντας τόν αέρα. Ό Βίκτορ φερνόταν σκληρά στή μάνα του, ειρωνικά.

Ήταν λαίμαργος, πάντα πεινούσε. Τίς Κυριακές, ή μάνα εφτιαχνε τηγανίτες καί πάντα εβαζε μερικά κομμάτια σέ μιά χύτρα καί τά εκρυβε κάτω από τό ντιβάνι, δπου κοιμόμουνα εγώ. Μόλις γύριζε ό Βίκτορ, από τή λει­τουργία, εβγαζε τή χύτρα καί μουρμούριζε:

-Δέ μπορούσες νά βάλεις κάτι παραπάνω, τά καφο­κεράμυδά του !

-Μπουζούριασε γρήγορα, νά μή σέ δούνε! -Θά πώ επίτηδες, πώς κλέβεις γιά μένα τηγανίτες

καί 1'tιX σού βάλουν τό πειρούνι στό λαιμό! Μιά φορά, βρηκα τή χύτρα κι εφαγα δυό τηγανίτες.

Ό Βίκτορ μ' εδειρε γι' αυτό. Καί κείνος δέ μ' αγαπουσε, δπως δέν τόν αγαπούσα κι εγώ. Μέ κορόιδευε, μ' εβαζε τρείς φορές τή μέρα νά τού κα1'tαρίζω τά παπούτσια, κι δταν επεφτε νά κοιμη1'tεί στό πατάρι, ανοιγε τά σανίδια κι εφτυνε στή χαραμάδα, προσπα1'tώντας νά μέ πετύχει στό κεφάλι. Θέλοντας, δπως φαίνεται, νά μιμη1'tεί τόν αδερφό του, πού ελεγε συχνά «κότες-{}ηρία», ό Βίκτορ χρησιμοποιούσε τίς παροιμίες, μά δ,τι ελεγε ηταν κατα­πληκτικά ανόητο καί κουτό.

-Μάνα, μεταβολή επί δεξιά, πού είναι οί κάλτσες μου ;

Μέ κυνηγούσε μέ κουτές ερωτήσεις: -' Αλιόσια, πές μου, γιατί γράφουνε χήρα καί διαβά­

ζουν κακομοίρα; Γιατί λένε καμπάνα καί δέ λένε κάμω μπάνα; Γιατί νά λέμε στό δέντρο κι όχι πού 1'tά κλάψω ;

Δέ μού αρεζε πώς μιλούσαν δλοι τους. Μεγαλωμένος μέ τήν ώραία γλώσσα της γιαγιας καί τού παππού, δέν καταλάβαινα, στήν αρχή , τέτιους συνδυασμούς λέξεων, Όπως λογουχάρη τό «φριχτά αστείο», «1'tέλω νά φάω μέχρι 1'tανάτου» , «τρομερά ευ1'tυμο» . Μού φαινόταν, πώς τό φριχτό δέ μπορούσε νά είναι αστείο, τό ευ1'tυμo τρομερό, κι δλοι οί αν1'tρωποι τρώνε Ί:6σπου νά πε1'tά­νουνε.

Τούς ρωτούσα: -Μήπως επιτρέπεται νά λέμε ετσι;

81 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 82: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Έκείνοι μέ μαλώνανε: -Είδατε δάσκαλο! Νά τού ξεριζώσεις τ' αυτιά . . . Μά καί τό «νά ξεριζώσεις τ' αυτιά» μού φαινόταν

λα{}εμένο: νά ξεριζώσεις μπορείς χόρτα, λουλούδια, καρυδιές.

Έκείνοι προσπα{}ούσαν νά μού άποδείξουν, πώς καί τά αυτιά μπορείς νά τά ξεριζώσεις, μά δέ μέ επει{}αν, καί τούς ελεγα {}ριαμβευτικά:

-Κι δμως, τ' αυτιά δέν ξεριζώ{}-ηκαν! Γύρω μου ύπηρχε τόσο αγρια προκλητικότητα, τόσο

αισχρή αναισχυντία! Άσύγκριτα μεγαλύτερη από δ,τι στούς δρόμους τού Κουνάβιν, πού ηταν γεμάτο «οίκους ανοχης» , γυναίκες «ελευ{}ερίων ή{}ών». Στό Κουνάβιν, πίσω από τή βρωμιά καί τήν άταξία, ύπηρχε κάτι πού εξηγούσε δτι είναι αναπόφευχτη ή προκλητικότητα κι ή βρωμιά: δύσκολη, χωρίς χορταστικό ψωμί ζωή, βαρειά δουλειά. Έδώ ζούσαν μιά ζωή χορτάτη κι εύκολη. Τή δουλειά τή διαδεχόταν μιά ακατανόητη , ανώφελη ανα­κατωσούρα καί στριφογύρισμα. Καί πάνω σ' δλα κα{}ό­ταν, εδώ, κάποια τσουχτερή διαβρωτική ανία.

� Ασχημα ζούσα, μά ενιω{}α χειρότερα, δταν ερχόταν γιά επίσκεψη ή γιαγιά. Έρχόταν aπό τήν πόρτα της ύπηρεσίας. Μπαίνοντας στήν κουζίνα, εκανε τόν σταυρό της μπροστά στίς εικόνες, επειτα ύποκλινόταν βα{}ιά στή μικρή αδερφή της. Κι αυτή ή υπόκλιση μέ λιγούσε σά βάρος πολλών τόννων, μ' επνιγε.

-Έσύ είσαι, Άκούλινα; τήν ύποδεχόταν ψυχρά κι αδιάφορα τή γιαγιά ή οικοδέσποινα.

Ή γιαγιά γινόταν αγνώριστη : κα{}όταν φρόνιμα, σφίγγοντας μέ μετριοφροσύνη τά χείλια, μέ τό πρόσωπο αλλαγμένο, πάνω σέ μιά καρέκλα, κοντά στήν πόρτα καί τή λεκάνη μέ τ' aπoνέρια καί σώπαινε, σάν ενοχη, απαντώντας στίς ερωτήσεις της αδερφής της ησυχα καί καλοπόταγα.

Αυτό μέ πείραζε πολύ καί της ελεγα {}υμωμένα: -Τί εκανες, πού εκατσες; Έκείνη μού εκλεινε τό μάτι τρυφερά κι aπαντoύσε

επιβλητικά:

82 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 83: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-'Εσύ μή μιλάς, δέν είσαι εδώ τό αφεντικό. -Αυτός πάντα χώνεται εκεί πού δέν τόν σπέρνουν ε,

καί νά τόν δείρεις καί νά τόν μαλώσεις, κι άρχιζε ή οικοδέσποινα τά παράπονά της.

Συχνά, ρωτούσε χαιρέκακα τήν αδερφή της: -Πώς πάει, Άκούλινα, φτωχοζείς, ε ; -Δέν πειράζει . . . -Τίποτε δέν πειράζει, αν δέν εχεις τσίπα. -Λένε, πώς κι ό Χριστός μΕ τίς ελεημοσύνες ζούσε. -Οί βλάκες τό λένε αυτό, οί αίρετικοί, καί σύ, γριά

ξεκούτα, τούς ακούς. Ό Χριστός δέν είναι ζητιάνος, αλλά υίός Θεού, καί ftά 'ρftει, κατά τάς γραφάς, μετά δόξης, νά κρίνει ζώντας καί νεκρούς, μήν τό ξεχνάς! Άπό κείνον δέ μπορείς νά κρυφτείς, �ανoύλα μου, ακόμα κι αν καείς καί γίνεις στάχτη . . . 'Εσένα καί τόν Βασίλη ftά σάς πληρώσει εκείνος, γιά τήν περηφάνεια σας, γιά μένα, πού κάποτε ζήτησα βοήftεια από σάς τούς πλούσιους . . .

-'Εγώ σέ βοηftούσα δσο μπορούσα, ελεγε αδιάφορα ή γιαγιά. Κι δ ftεός μάς τιμώρησε, τό ξέρεις.

-Λίγα σάς εκανε! Λίγα . . . Ή αδερφή πολλήν ωρα πριόνιζε καί ροκάνιζε τή

γιαγιά, μέ τήν ακούραστη γλώσσα της, καί γώ ακουγα τό γεμάτο κακία γρούξιμό της κι αγαναχτούσα πικραμένος: Πώς μπορεί καί τά ύπομένει δλ' αυτά ή γιαγιά ; Καί δέν τήν αγαπούσα τίς στιγμές εκείνες.

�Eβγαινε από τά δωμάτια ή νεαρή κυρά, κουνούσε μέ συγκατάβαση τό κεφάλι στή γιαγιά.

-Περάστε στήν τραπεζαρία, δέν πειράζει, περάστε! Ή αδερφή της φώναζε πίσω από τή γιαγιά: -Σκούπισε τά πόδια σου, ξύλο απελέκητο, από τό

βουνό φερμένο! r αφεντικό ύποδεχόταν τή γιαγιά εϋftυμα: -Ώ, πάνσοφη Άκούλινα, πώς τά περνάς; Ό γερον­

τάκος ό Κασίριν, πώς πάει, είναι ντούρος; . Ή γιαγιά τού χαμογελούσε μ' ενα χαμόγελο, πού

εβγαινε από τήν ψυχή της. -'Όλο παιδεύεσαι, δουλεύεις!

83 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 84: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-'Όλο δουλεύω! Σάν κρατο1'ιμενος. Μ' αυτόν μιλουσε ή γιαγιά τρυφερά κι ώραία, μά σάν

μεγαλύτερη. Μερικές φορές, -&υμόταν τή μάνα μου: -Ναι-αι, ή Βαρβάρα Βασίλεβνα ... Τί γυναίκα ηταν,

ε; Γίγαντας. Ή γυναίκα του γύριζε στή γιαγιά καί τόν διέκοπτε: -Θυμάστε, της ε{χα χαρίσει μιά μπέρτα, μιά μαύρη,

μεταξωτή, μέ χρυσά κεντίδια! -Καί βέβαια ... -Πολύ ώραία μπέρτα ηταν ... -Ναί, ναί, μουρμούριζε τό αφεντικό, μπέρτα, φέρτα,

καί ή ζωή σούρτα-φέρτα. -Τί εΙναι αυτά πού λές; ρωτουσε καχύποπτα ή

γυναίκα του. -Τίποτα, μονολογώ ... Οί χαρούμενες μέρες περνουν,

καί οί καλοί ανftρωποι φεύγουν ... -Δέν καταλαβαίνω που τό πάς ... ανησυχουσε ή

κυρά. νΕπειτα, πηγαίνουν τή γιαγιά νά δεί τό νεογέννητο,

εγώ μαζέυω από τό τραπέζΙ, τά λερωμένα πιατικά του τσαγιου, ενώ τ' αφεντικό μου λέει σιγά καί συλλογι­σμένα:

-Καλή γριά ή γιαγιά σου ... Τόν ευγνωμονώ πολύ γιά τά λόγια του αυτά, καί

μόλις μείναμε μόνοι μέ τή γιαγιά, της λέω μέ πόνο στήν ψυχή:

-Γιατί ερχεσαι εδώ, γιατί; Βλέπεις δά τί ανftρωποι είναι ...

-Άχ, Άλιόσα, δλα τά βλέπω, μου λέει, καί μέ κοιτάει μ' ενα αγαftό χαμόγελο στό ftαυμάσιο πρόσωπό της. Καί γώ νιώ-&ω τύψεις. Καί, βέβαια, δλα τά βλέπει, δλα τά ξέρει, ξέρει επομένως κι αυτό πού γίνεται στήν ψυχή μου τή στιγμή αυτή.

Ρίχνει μιά ματιά γύρω της, μήπως ερχεται κανένας, μ' αγκαλιάζει καί μου λέει τό μυστικό της καρδιάς της:

-Δέ ftά 'ρχόμουν εδώ, αν δέν ησουνα εσύ, τί τούς Μλω; Ό παππους αρρώστησε, τόν φρόντισα, δέ δούλε­ψα, δέν εχω λεφτά ... Κι δ γιός του Μιχάηλο εδιωξε τόν

84

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 85: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Σάσα, πρέπει νά τόν ταισεις καί νά τόν ποτίσεις. Μού ύποσχέ{}ηκαν νά μάς δώσουν, γιά σένα, εξη ρούβλια τόν χρόνο, γι' αυτό �ρ-&α. Λέω μήπως μού δώσουν εστω κι ενα ρούβλι. Έχεις δά εξη μηνες πού τούς δουλεύεις . . . Καί μού ψι-&υρίζει στ' αυτί: Μού είπανε νά σέ τιμωρήσω, νά σέ μαλώσω, δέν αχούς κανένα, λένε. Κοίτα, ψυχούλα μου, περιστέρι μου , νά μείνεις λιγάκι, νά κάνεις ύπομονή ενα δυό χρονάκια, ωσπου νά πάρεις λιγάκι απά'/ω σου . . . Θά τό κάνεις αυτό, ε;

Τό ύποσχέ{}ηκα. Είναι πολύ δύσκολο. Μέ πνίγει ή ζωή αυτή, ή βαρετή αυτι') ζωή, δπου δλη ή φασαρία γίνεται γιά τό φαι, καί ζώ αερολάμνοντας, σάν ύπνο­βάτης.

Μερικές φορές σκέφτομαι, πώς πρέπει νά φύγω. Μά πλάκωσε ό καταραμένος ό χειμώνας, ουρλιάζουν τίς νύχτες οί χισνο-&ύελλι::ς, στή σοφίτα σεργιανά ό αγέρας, τρίζουν τά ψαλίδια της στέγης συμπιεσμένα από τήν παγωνιά, πού νά φύγεις; Δέ μ' αφήνανε νά παίξω, μά δέν εΙχα καί καιρό νά παίξω. Ή σύντομη χειμωνιάτικη μέρα ερευε μέ τά συγύρια τού σπιτιού, ασύλληπτα πιό γρήγορα.

Μά γώ ημουν ύποχρεωμένος νά πάω στήν εκκλησιά, στόν έσπερινό καί, τίς γιορτές, στή μεγάλη λειτουργία.

Μού αρεζε νά πηγαίνω στίς εκκλησιές. 'Αγαπούσα νά στέκομαι σέ κάποια γωνιά άπλόχωρη καί σκοτεινή καί νά βλέπω από μακρυά τό εικονοστάσι, πού λειώνει, -&αρρείς, μέσα στίς φλόγες τών κεριών, καί χύνεται σέ πυκνά χρυσαφένια κύματα, στό γκρίζο πέτρινο πάτωμα τού αμβωνα. Σαλεύουν α-&όρυβα οί σκοτεινές σιλουέτες τών εικόνων. Τρεμοπαίζει χαρούμενα ή χρυση δαντέλλα της 'Ιεράς Πύλης, οί φλόγες τών κεριών αιωρούνται στή γαλάζια ατμόσφαιρα, σάν χρυσές μέλισσες, καί τά κεφά­λια των γυναικών καί τών κοριτσιών φαντάζουν σά λουλούδια.

'Όλα γύρω δένονται άρμονικά μέ τιΊ μελωδία τών ψαλτάδων, δλα συν-&έτουν τήν περίεργη ζωή ένός παρα­μυ-&ισυ, δλη ή εκκλησιά κουνιέται αργά, σάν κούνια, μέσα στό πυκνό, σάν πίσσα, σκοτεινό κενό.

85 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 86: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Κάποτε, εΙχα τήν εντύπωση, πώς ή εκκλησιά εχει βουλιάξει στά βαftιά νερά μιας λίμνης, γιά νά κρυφτεί άπό τή γη, γιά νά ζήσει μιά ζωή ιδιαίτερη , πού δέν μοιάζει μέ τίποτα. �Iσως ή εντύπωση αυτή νά μοϋ γεννή{}ηκε άπό τό παραμύftι της γιαγιας, γιά τήν πολι­τεία Κιτέζ, καί συχνά, ενώ σάλευα μισοϋπνωμένος, μαζί μέ δλο τό περιβάλλον, πού νανουρίζεται άπό τόν ψαλμό της χορωδίας, άπό τόν ψίftυρo τών προσευχών, άπό τούς στεναγμούς τών άνftρώπων, ελεγα μέσα μου , τραγουδι­στά, ενα ftλιβερό παραμύftι:

Κυκλώσανε οί καταραμένοι Τάταροι μέ τήν απαίσια δύναμή τους κυκλώσαν τήν ένδοξη Κίτεζγκραντ, τή φωτεινή τήν ωρα, τήν πρωινή . . . Ώ, κύριε καί fJEf μας, ώ, υπεραγία fJεοτόκε! αξιωστε τούς δούλους σας νά εκτελέσουν τήν πρωινή τους υπηρεσία, ν' ακούσουν τήν 'Αγία Γραφή! �Ω, μήν αφήσετε τόν Τάταρο νά ξεφτελίσει τήν αγια εκκλησία, τίς γυναίκες καί τίς κοπέλλες ν' ατιμάσουν, τά μικρά παιδιά νά περιπαίξουν, τούς γέρους, γι' αγριο fJάνατο! Καί τ' ακουσεν δ Κύριος ΣαβαώfJ, ακουσε ή fJεοτόκος τούς στεναγμούς των aνfJρώπων, παράπονα των Χριστιανων. Kι εlπεν δ Κύριος ΣαβαώfJ, στόν Άρχάγγελο Μιχαήλ: Πήγαινε, Μιχάηλο, σείσε τή γij κάτω από τό Κιτέζ, βούλιαξε τό Κιτέζ στή λίμνη. Κι ας δέονται εκεί οί ανfJρωποι, χωρίς ανάπαψη καί ξεκούραση, από τόν όρfJρο ως τόν εσπερινό, κι ολοι οί ίεροί λειτουργοί της εκκλησίας στούς αιωνες των αιώνων!

86 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 87: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Τά χρόνια κείνα ημουν γεμάτος από τούς στίχους τής γιαγιάς μου, δπως ή κυψέλη από τό μέλι. Φαίνεται πώς σκεφτόμουν γιά τίς φόρμες τών στίχων της.

Στήν έκκλησιά δέν προσευχόμουν, - μου ηταν δύσ­κολο νά έπαναλάβω μπροστά στόν 1'tεό τής γιαγιάς μου, τίς οργισμένες προσευχές του παππου καί τούς 1'tρηνώ­δεις ψαλμούς του. Ήμουν σίγουρος πώς δέν ηταν αυτά αρεστά στόν 1'tεό τής γιαγιάς, οπως δέν ηταν καί σέ μένα, κι από πάνω είναι τυπωμένες στά βιβλία, - πάει νά πεί, πώς ό Θεός τίς ξέρει απ' εξω, δπως κι ολοι οί γραμματι­σμένοι άν1'tρωποι. Γι' αυτό τόν λόγο, τή στιγμή πού σφιγγόταν ή καρδιά από τόν γλυκό πόνο, γιά κάτι, η δταν τή δαγκώνανε καί τή γρατσουνούσανε μικρές πίκρες της μέρας πού πέρασε, προσπα1'tουσα, μέσα στήν εκκλησιά, νά συν1'tέτω τίς προσευχές μου . ΥΕφτανε νά σκεφτώ τήν άχαρη μοίρα μου κι αμέσως, χωρίς καμιά προσπά1'tεια, τά λόγια μόνα τους αραδιαζόντανε σέ παράπονο:

Κύριε, Κύριε, μέ δέρνει ή πλήξη! Γρήγορα νά μεγαλώσω κάνε, δέν ύποφέρεται πιά τούτη ή ζήση! Δέν πας νά ΠΥιγείς, Κύριε, ώ, συγγνώμη!

'Από τη μελέτη κανένα κέρδος. Ή διαολοκοϋκλα, ή γριά Ματριόνα ουρλιάζει σάν λύκος, σταν μέ κοιτάζει, κι sγώ, Κύριε, ζώ πολύ πικρά. Πικρά!

Πολλές «προσευχές» μου τίς 1'tυμάμαι ακόμα, ως τά σήμερα. Ή δουλειά του μυαλου στά παιδικά χρόνια αφήνει βα1'tιά ίχνη στήν ψυχή, πού συχνά δέν τά σβήνει ό χρόνος.

Στήν έκκλησιά ηταν ώραία. Καί κεί ξεκουραζό­μουνα, δπως καί στό δάσος καί aτόν κάμπο. Ή μικρή καρδιά, πού είχε κιόλας γνωρίσει πολλές πίκρες, βουρ­κιασμένη από τήν αγρια βιαιότητα τής ζωής, λουζόταν μέσα στίς αόριστες ζεστές δνειροφαντασιές.

87 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 88: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μά πήγαινα στήν εκκλησιά μόνο στίς μεγάλες παγω­νιές η δταν ή χιονο{h)ελλα λυσσομανούσε πάνω από τήν πόλη, δταν ελεγες, πώς πάγωσε Ο ουρανός κι Ο αγέρας τόν λιάνισε σέ σύννεφα χιονιού, κι ή γη επίσης πάγωνε κάτω από τούς σωρούς τού χιονιού καί δέν είχε σκοπό ν' αναστηftεί ποτέ, δέ ftά ερftει στή ζωή .

Τίς ησυχες νύχτες μΟ1j άρεζε περισσότερο νά τριγυρ­νώ στήν πόλη, από δρόμο σέ δρόμο, τρυπώνοντας στίς πιό απόμερες γωνιές. Κάποτε, βάδιζα καί ftαρρούσα πώς πετούσα μ' άπλωμένα φτερά, μόνος, σάν τό φεγγάρι στόν ουρανό. Μπροστά μου γλιστράει ή σκιά μου, σβήνει τίς σπίftες, πού ανάβουν φωτιές πάνω στό χιόνι. Σκον­τάφτει αστεία στίς τούμπες καί στούς μαντρότοιχους. Στή μέση τού δρόμου διαβαίνει Ο νυχτοφύλακας, μέ τή μαγκούρα στό χέρι, μέ τή βαρειά του κάπα, δίπλα του αναδεύεται ο σκύλος.

Ό ανέμελος άνftρωπος μοιάζει μέ σκυλοκαλύβα -εφυγε από τήν αυλή καί πήρε τούς δρόμους άσκοπα καί τό σκυλί παραπονεμένο ακολουftεί τά ιχνη της.

Κάποτε, ανταμώνω χαρούμενες κοπέλλες καί καβα­λιέρους, πιστεύω πώς κι αυτοί τό 'σκασαν από τήν ολονυχτία.

Μερικές φορές, ανάμεσα από τούς φεγγίτες τIj)v φωτισμένων παραl}υριών, ξεχύνονται στόν καftαρόν αγέρα κάποιες μυρουδιές, - λεπτές, άγνωστες, πού ftυμίζουν κάποιαν άλλη ζωή, άγνωστη σέ μένα. Κάftεσαι κάτω από τό παράftυρo καί προσπαftείς, στήνοντας αυτί καί μυρίζοντας τόν αγέρα, νά μαντέψεις τί σόϊ ζωή είναι αυτή , τί άνftρωποι ζούνε σ' αυτό τό σπίτι. Είναι όλονυ­κτία κι αυτοί γλεντούν ανέμελα, γελούν, παίζουν κάτι παράξενες κι-ιtάρες, από τό φεγγίτη ξεχύνεται πυκνός ενας γλυκός ηχος από χάλκινες χορδές.

'Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε γιά μένα ή μονόροφη εκείνη κατοικία στή διασταύρωση τών απόμερων δρό­μων Τυχόνοφσκαγια καί Μαρτίνοφσκαγια. 'Έπεσα πά­νω της μιά φεγγαρόλουστη νύχτα, πού λειώνανε τά χιόνια, τίς παραμονές της αποκριάς. 'Από τόν τετράγω­νο φεγγίτη τού παραl}υριού, μαζί μέ τόν ζεστόν αχνό,

88 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 89: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

χυμού σε, κύματα-κύματα, στόν δρόμο, ενας ασυνή-&ι­στος ήχος, λές καί τραγουδούσε κάποιος πολύ δυνατός καί καλός αν-&ρωπος, μέ κλειστό τό στόμα. Λόγια δέν ξεχώριζα, μά τό τραγούδι μού φάνηκε καταπληκτικά γνώριμο. Μιλούσε στήν ψυχή μου, αν καί μ' εμπόδιζε νά τό ακούω ό ήχος κάποιου εγχορδου, πού διέκοπτε διαρκώς ενοχλητικά τή συνέχεια τού τραγουδιού. Κά-&η­σα σέ μιά τούμπα κι εγινα αλος αυτιά. Κάποιο, είπα μέσα μου, τρομερό σέ δύναμη, μά κι ανυπόφορο βιολί -&ά είναι, γιατί μού 'φερνε πόνο καί δέ μπορούσα νά τ' ακούσω. Μερικές φορές, επαιζε μέ τόση δύναμη, πού μού φαινόταν πώς αλο τό σπίτι ετρεμε καί βούιζαν τά τζάμια τών παρα-&υριών. Έσταζαν οί αστρέχες, εσταζαν κι από τά μάτια μου τά δάκρυα.

Χωρίς νά τό καταλάβω, ζύγωσε ό νυχτοφύλακας καί μ' εσπρωξε από τήν τούμπα, ρωτώντας:

-Τί κά-&εσαι εδώ καί χαζεύεις; -Μουσική , τού λέω. -" Αστα αυτά! Φύγε . . . Τό 'βαλα στά πόδια. 'Έφερα εναν γύρο τό τετράγωνο,

καί πάλι τήν αραξα κάτω από τό παρά-&υρο, μά ή μουσική είχε πιά σταματήσει. Άπό τόν φεγγίτη ξεχυνό­ταν τώρα στόν δρόμο ενας ευ-&υμος -&όρυβος κι αυτός ήταν τόσο διαφορετικός από κείνη τή -&λιμμένη μουσική, πού μού φάνηκε, πώς τήν ακουσα στ' ονειρό μου .

Σχεδόν κά-&ε Σάββατο αρχισα νά πηγαίνω στό σπίτι αυτό, μά μόνο μιά φορά, τήν ανοιξη, ακουσα καί πάλι εκεί.νο τό βιολοντσέλο, - πού επαιζε ως τά μεσάνυχτα. 'Όταν πηγα σπίτι μού τίς βρέξανε γερά.

Οί νυχτερινές βόλτες, κάτω από τά χειμωνιάτικα αστέρια, ανάμεσα στούς ερημικούς δρόμους της πόλης, μού 'καναν πολύ καλό. Σκόπιμα διάλεγα δρόμους μα­κρυά από τό κέντρο. Γιατί στούς κεντρικούς ύπηρχαν πολλά φανάρια, μπορούσαν νά μέ δούν οί γνωστοί των αφεντικών μου, καί. τότε τ' αφεντικά -&ά μα-&αίνανε, πώς τήν κοπανάω από τίς όλονυκτίες. Μ' ενοχλούσαν, επει­τα, οί με-&υσμένοι, οί χωροφύλακες καί τά κορίτσια τού «δρόμου» . Ένώ στούς απόμερους δρόμους μπορούσε

89 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 90: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κανείς νά ρίχνει ματιές στά παράi1υρα των πρώτων πατωμάτων, άν δέν ηταν γεματα από πάγο η δέν είχαν κουρτίνες από μέσα.

Πολλές καί διάφορες εικόνες μού παρουσίαζαν αυτά τά παράi1υρα. Έβλεπα τούς ανi1ρώπους πως προσεύ­χονται, πως φιλιούνται, πως δέρνονται, πως παίζουν χαρτιά, πως μιλούν μ' ανησυχία καί χωρίς φωνή, -μπροστά μου, i1αρρείς, άπλωνόταν, σάν πανόραμα της μιας δραχμης, ή βουβή ζωή των ψαριων.

Μιά φορά, είδα σ' ενα ύπόγειο νά κάi10νται στό τραπέζι δυό γυναίκες: μιά νεαρή καί μιά μεγαλύτερή της. Άπέναντί τους καi1όταν ενας μακρομάλλης μα\}η­τής Γυμνασίου. Καί τούς διάβαζε κάτι, χειρονομώντας ζωηρά. Ή νεαρή άκουγε πολύ κατσουφιασμένη, μέ τό κεφάλι αναρριχτό στήν πλάτη της καρέκλας. Ή άλλη, ή μεγαλύτερή της, - μιά λεπτή καί πυκνομαλλούσα, -σκέπασε, ξαφνικά, τό πρόσωπό της, μέ τίς παλάμες, κι άρχισαν ν' ανεβοκατεβαίνουν οΙ ώμοι της. Τό γυμναqιό­παιδο πέταξε τό βιβλίο, κι σταν ή νεαρή πετάχτήκε απάνω καί βγijκε από τό δωμάτιο, εκείνος επεσε στά πόδια της πυκνομαλλούσας, κι άρχισε νά φιλάει τά χέρια της.

'Από ενα άλλο παράi1υρο, είδα εναν μεγάλο άντρα, γενατο, νά καi1ίζει στά γόνατά του μιά γυναίκα μέ κόκκινη μπλούζα, νά τήν κουνάει σάν παιδί, καί νά τραγουδάει κάτι, γιατί τόν εβλεπα ν' ανοίγει τό στόμα καί νά γουρλώνει τά μάτια. 'Εκείνη σπαρταρούσε όλό­κληρη από τά γέλια, εγερνε πρός τά πίσω καί κουνούσε τά πόδια. 'Εκείνος τήν ανασήκωνε καί πάλι τραγουδΟύ­σε καί κείνη ξαναγελούσε. Χάζεψα πολλήν ωρα, μά τελικά εφυγα, σταν κατάλαβα, πώς οΙ άνi1ρωποι εχουν προετοιμαστεί νά γλεντήσουν σλη τή νύχτα.

Πολλές τέτοιες εικόνες εμειναν γιά πάντα στή μνήμη μου, καί συχνά μέ παρασέρνανε αυτές οΙ σκηνές κι αργούσα νά πάω στό σπίτι. Αυτό γεννούσε τίς ύποψίες των αφεντικων καί μου αρχίζανε τίς ανακρίσεις.

-Σέ ποιάν εκκλησιά ησουνα; Ξέρανε σλους τούς παππάδες της πόλης, ξέρανε κάi1ε

90 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 91: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

φορά ποιό ευαγγέλιο διαβαζόταν, ξέρανε τά πάντα, -τούς ηταν εύκολο νά μέ πιάσουν στά ψέματα.

Καί οί δυό γυναίκες προσκυνούσαν τόν όργισμένο {}εό τού παππού μου, τόν {}εό πού απαιτούσε νά τόν αντικρύζουν μέ δέος. Τό δνομά του ηταν πάντοτε στό στόμα τών γυναικών, ακόμα κι δταν μαλώνανε, φοβέρι­ζαν ή μιά τήν αλλη :

-Περίμενε! Ό {}εός {}ά σέ τιμωρήσει, {}ά σέ παιδέ­ψει, χαμένη ! . . .

Τήν πρώτη Κυριακή της Σαρακοστης, ή γριά εφτιαξε τηγανίτες, μά δλες τίς εκαιγε. Κατακόκκινη από τή φωτιά, φώναζε μέ {}υμό:

-Πού νά σας πάρει ό διάολος! . . . Ξαφνικά, δμως, όσμίστηκε τό τηγάνι καί μαύρισε, τό

σβούριξε στό πάτωμα καί τσίριξε: -Μανούλα μου, τό τηγάνι εΙναι αρτημένο τό κατα­

ραμένο, δέν τό εκαψα τήν Κα{}αρή Δευτέρα, ω, {}εέ μου ! Έπεσε στά γόνατα καί αρχισε νά παρακαλεί μέ

δάκρυα: -Κύριε καί {}εέ μου, σχώρα με, τήν κολασμένη, γιά

χάρη τών πα{}ών σου !· Μήν παιδεύεις, δέσποτα, μιάν ανόητη γριά . . .

Τίς ψημένες τηγανίτες τίς δώσανε στά σκυλιά, κάψα­νε τό τηγάνι καί ή νύφη αρχισε, στούς καυγάδες, νά κατηγορεί τήν πε{}ερά:

-Έσύ ακόμα καί τή Σαρακοστή ψήνεις σέ αρτημένο τηγάνι . . .

Άνακατεύανε τόν {}εό τους σ' δλες τίς δουλειές τού σπιτιού, σ' δλες τίς γωνιές της μικρης ζωης τους. Κι απ' αυτό, ή φτωχή τους ζωή αποχτούσε εξωτερική σημασία καί σπουδαιότητα, φαινότανε σάν συνεχής ύπηρεσία στήν ανώτερη δύναμη . Αυτή ή επίκληση τού {}εού, σ' δλες τίς βαρετές σαχλαμάρες, μέ στενοχωρούσε καί, χωρίς νά {}έλω, δλο κοίταζα τίς γωνιές, νιώ{}οντας τόν έαυτό μου κάτω από κάποια αόρατη παρακολού{}ηση . Καί τίς νύχτες μέ τύλιγε, σάν κρύο σύννεφο, ό τρόμος, ­ξεκινούσε από τή γωνιά της κουζίνας, δπου, μπροστά στίς σκυ{}ρωπές εικόνες, εκαιγε ή ακοίμητη καντήλα.

9 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 92: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Δίπλα στό ράφι είναι ενα μεγάλο παράι'tυρo. 'Ένα απέραντο γαλάζιο κενό κοιτα από κεί, εχω τήν εντύ­πωση, πώς τό σπίτι, ή κουζίνα, εγώ, δλα κρέμονται στήν ακρη αυτού τού κενού κι, αν κάνω κάποια απότομη κίνηση, δλα ι'tά κοπούν από τή γαλάζια κρύα τρύπα καί ι'tά τιναχτούν κάπου μακρυά από τ' αστέρια, μέσα στή νεκρική σιωπή, καί ι'tά βουλιάξουν αι'tόρυβα σάν τήν πέτρα μέσα στό νερό. Πολλήν ωρα εμενα ακίνητος, φοβόμουνα νά γυρίσω από τό ενα πλευρό στό αλλο, περιμένοντας τό τρομερό τέλος της ζωης.

Δέ ι'tυμαμαι πώς γιατρεύτηκα από τούτο τό φόβο, μά εγινα γρήγορα καλά. Φυσικά, μέ βoήι'tησε σ' αυτό ό καλός ι'tεός της γιαγιας καί, νομίζω, από τότε κιόλας αισι'tανόμoυνα τήν άπλη αλήι'tεια, δτι δέν είχα ακόμα κάνει κάποιο κακό καί δέ μπορεί ό νόμος νά μέ τιμωρήσει καί δ€ φταίω γιά τά ξένα άμαρτήματα.

Τό 'σκαζα καί από τή λειτουργία, γιά νά σεργιανώ στήν πόλη . 'Ιδιαίτερα τό καλοκαίρι, γιατί οι ακατανίκη­τες δυνάμεις της δέ μ' αφηναν και'tόλoυ νά κάι'toυμαι μέσα στήν εκκλησιά. Κι αν μού δίνανε καμιά δυάρα γιά κερί, τότε ό κατήφορός μου ηταν όλοκληρωτικός: αγό­ραζα κότσια, επαιζα σ' δλη τή διάρκεια της λειτουργίας κι αργούσα όπωσδήποτε νά πάω στό σπίτι. Μιά φορά, μάλιστα, τόλμησα νά χάσω μιάν όλόκληρη δεκάρα, πού μού δώσανε γιά μνημόσυνο καί προσφορά. Κι ετσι αναγκάστηκα νά σουφρώσω μιά ξένη προσφορά από τό δίσκο, πού εφερνε ό διάκος από τό ιερό.

'Ένιωι'tα ενα πάι'toς ακαταλάγιστο γιά τό παιγνίδι, κι επαιζα παι'tιασμένα. Ήμουν αρκετά τεχνήτης καί δυνα­τός καί πολύ γρήγορα απόχτησα τή φήμη τού καλού παίχτη στά κότσια, στή σφαιρα καί στό «γκοροντκί» στίς γύρω γειτονιές.

Τή μεγάλη σαρακοστή μ' αναγκάζανε νά νηστε'ί'ω, γιά νά ξομολογηι't(ϊJ, κι ετσι πήγαινα νά ξoμoλoγηι'tώ στόν γείτονά μας τόν πάτερ Ντοριμένδο Ποκρόφσκι. Τόν λογάριαζα α1Jστηρό ανι'tρωπo κι εχω κάνει πολλά άμαρτήματα σέ βάρος του : εσπαζα τά τζάμια της καλύ­βας, πού είχε μέσα στόν κηπο του, μάλωνα μέ τά παιδιά

92 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 93: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

του καί, γενικά, μπορούσε νά {}υμη{}εί πολλά ασκημα καμώματά μου σέ βάρος του. Αυτό μ' εκανε νά στεναχω­ριέμαι πολύ καί τήν ωρα πού στεκόμουνα στή φτωχούλα εκκλησιά, περιμένοντας τή σειρά μου νά ξομολογη{}ώ, χτυπούσε ή καρδιά μου δυνατά.

Μά ό πάτερ Ντοριμένδος μέ ύποδέχτηκε μ' ενα καλόκαρδο μουρμουρητό:

-' Α, ό γείτονας . . . • Αντε, στά γόνατα! Τί άμαρτήμα­τα εκανες;

Μού σκέπασε τό κεφάλι μέ τό βαρύ πετραχείλι του κι ενιωσα νά κόβεται ή ανάσα μου από τή μυρουδιά του λιβανιού καί του κεριού. Δυσκολευόμουνα νά μιλήσω, μά καί δέν η-&ελα.

-Άκούς τούς μεγάλους; -Όχι. -Λέγε, άμαρτωλέ! Χωρίς νά τό καταλάβω, εΙπα ξαφνικά: -Έκλεψα προσφορά. -Πώς, δηλαδή, εκλεψες; που; ρώτησε ό παππας

αργά-αργά, αφου σκέφτηκε λίγο. -Άπό τούς Τρείς 'Ιεράρχες, από τόν 'Άη-Ποκρόβ,

από τόν 'Άη-Νικόλα. -Λοιπόν, λοιπόν ; Άπ' Όλες τίς εκκλησιές! Αυτό,

αδελφέ, είναι ασκημο. ΕΙναι άμαρτία, καταλαβαίνεις; -Καταλαβαίνω. -Λέγε, άμαρτωλέ ! 'Άφρωνα. Έκλεψες γιά νά φας; -Μερικές φορές τό 'τρωγα, αλλες φορές εχανα, στά

κότσια, τά λεφτά, πού μου δίναν ν' αγοράσω πρόσφορο γιά τό σπίτι. Τί νά 'κανα, εκλεβα γιά νά τό πάω . . .

Ό πάτερ Ντορημένδος αρχισε κάτι νά σιγομουρμου­ρίζει, ακατάληπτα καί κουρασμένα, επειτα μού εκανε μερικές ακόμα ερωττισεις καί, ξαφνικά, μου κάνει αυστηρά:

-Μήπως διάβασες βιβλία παρανόμων εκδόσεων; Έγώ, φυσικά, δέν κατάλαβα τήν ερώτηση καί ζήτησα

νά μού τό κάνει λιανά: -Τί πραγμα; -' Απαγορευμένα βιβλία διάβασες μήπως;

93 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 94: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Όχι, κανένα . . . -Συγχωρημένες οί άμαρτίες σου, σήκω απάνω! Τόν κοίταξα απορημένος ' τό πρόσωπό του ήταν

σκεφτικό καί καλωσυνάτο. Ένιω�α αμηχανία, μ' ετρω­γαν από μέσα οί τύψεις: δταν μέ στείλανε τ' αφεντικά στήν εξομολόγηση, μου μίλησαν γι' αυτή μέ λόγια φοβερά καί τρομερά καί πρoσπά�σαν νά μέ πείσουν νά μετανοιώσω ειλικρινά, γιά δλα μου τ' άμαρτήματα.

-Έχω ρίξει στήν καλύβα σας πέτρες, είπα. 'Ο παππάς σήκωσε τό κεφάλι καί είπε: -Κι αυτό κακό είναι! Πήγαινε! . . . -�Eριξα καί στό σκυλί σας . . . -'Ο άλλος! φώναξε δ πάτερ Ντορυμένδος, κοιτάζον-

τας αλλού. �Eφυγα μέ τήν αίσ�ηση, πώς κάποιος μέ ξεγέλασε, μέ

πρόσβαλε: είχαν τόσο πολύ παρατεντώσει τά νεύρα μου, από τόν τρόμο της εξομολόγησης, κι δμως δλα τέλειωσαν άπλά καί μάλιστα χωρίς ενδιαφέρον! Ένδιαφέρουσα ήταν μόνο ή ερώτηση γιά τά βιβλία, τά άγνωστα γιά μένα. Θυμή�ηκα τό γυμνασιόπαιδο, πού διάβαζε στό ύπόγειο κείνο τό β ιβλίο στίς γυναίκες. Κι εφερα στή μνήμη μου τόν Καλοδουλειά: καί κείνος είχε πολλά μαυρα, χοντρά βιβλία, μέ ακατανόητες είκόνες.

Τήν άλλη μέρα, μού δώσανε ενα κέρμα των δεκαπέντε καπικιων καί μέ στείλανε νά λειτoυργη�ω. Τό Πάσχα ήρ�ε αργά, είχαν κιόλας από καιρό λειώσει τά χιόνια, ξερα�ήκανε γιά καλά οί δρόμοι, καί πήγαινε σύννεφο ή σκόνη. Ήταν μιά μέρα ήλιόλουστη , χαρούμενη.

Κοντά στόν μαντρότοιχο της εκκλησιάς παίζανε μέ πά�oς τά κότσια μιά μεγάλη παρέα από μαστορόπουλα. �Eχω καιρό ακόμα νά λειτoυργη�ω, σκέφτηκα, καί παρακάλεσα τούς παίχτες:

-Πάρτε με καί μένα! -'Ένα καπίκι γιά νά μπείς στό παιχνίδι, δήλωσε μέ

καμάρι ενας βλογιοκομμένος κοκκινοτρίχης. Μά καί γώ είπα, σχι λιγώτερο περήφανα: -Τρία κάτω από τό δεύτερο ζευγάρι από τ' αρι­

στερά!

94 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 95: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

--Τά λεφτά στό καπέλλο! Κι άρχισε τό παιγνίδι. χάλασα τό δεκαπεντάρι μου, εβαλα τρία καπίκια

κάτω από ενα ζευγάρι κότσια στή μακρόστενη εστία. 'Όποιος βγάλει εξω από τήν εστία αυτό τό ζευγάρι {}ά πάρει τά λεφτά, άν δέν τά καταφέρει {}ά μου δώσει τρία καπίκια. Καί στά{}ηκα τυχερός: Δυό βάλανε σημάδι τά λεφτά μου, μά καί οί δυό δέν πέτυχαν τόν στόχο. Κέρδισα εξη καπίκια από τούς μεγάλους, από τούς άντρες. Αυτό δυνάμωσε πολύ τό η{}ικό μου .

Μά κάποιος από τούς παίχτες είπε. --Τό νου σας παιδιά, μή μάς τήν κοπανίσει μαζί μέ

τά κέρδη . . . Αυτό μέ πείραξε καί φώναξα ξαναμμένος: --Έννιά καπίκια στό αριστερό ακρινό ζευγάρι! Άλλ' αυτό δέν προκάλεσε στούς παίχτες ιδιαίτερη

εντύπωση, μόνο, κάποιος πιτσιρίκος της ήλικίας μου, φώναξε προειδοποιητικά:

--Προσέξτε, είναι τυχεράκιας, αυτός δ σχεδιαστής από τό Ζβέζντικι, τόν ξέρω!

'Ένα ξερακιανό μαστορόπουλο, πού από τή μυρωδιά του εδειχνε γουναράς, είπε φαρμακερά:

--Σχεδιαστάκος; Καλααά! . . . Σημάδεψε, κλείνοντας τό ενα μάτι καί ερριξε μέ

σιγουριά.-Τά κέρματα σκόρπισαν στόν αγέρα καί κείνος ε-

d1;tυψε πάνω μου, λέγοντας: --Κλαίς; του απαντώ: --Στό ακρινό δεξιό, τρία! --Κι αυτά {}ά τά σαρώσω, καυχή{}ηκε δ γουναράς, μά

εχασε. Πάνω από τρείς φορές δέν κάνει νά βάνεις λεφτά στό

σημάδι . • Αρχισα νά σημαδεύω τά λεφτά πού στήνανε άλλοι. Κέρδισα άλλα τέσσερα, περίπου, καπίκια κι ενα σωρό κότσια. Μά όταν ηρ{}ε πάλι ή σειρά μου, εστησα τρείς φορές κι εχασα όλα τά λεφτά μου, ακριβώς στήν ωρα: τέλειωσε ή λειτουργία, πηραν νά σημαίνουν οΙ

95 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 96: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

καμπάνες, ό λαός εβγαινε από τήν εκκλησία. -Είσαι παντρεμένΟ'ς; ρώτησε ό γΟ'υναρας, επιχει­

ρώντας νά μ' αρπάξει από τά μαλλιά, μά γώ ξέφυγα, τό 'βαλα στά πόδια καί φτάνΟ'ντας κάπΟ'ιον γιορτινά ντυμέ­νΟ', ρώτησα ευγενικά:

-Μεταλάβατε; -Ναί, γιατί; μΟ'υ κάνει καί μέ κΟ'ιτα καχύπΟ'πτα. Τόν παρακάλεσα νά μΟ'υ πεί πώς μεταλαβαίνΟ'υν, τί

λέει τή στιγμή εκείνη ό παππας καί τί πρέπει νά κάνω εγώ.

Ό ανitρωπΟ'ς αρτσώitηκε κι εσκΟ'υξε μέ αγρια φωνή : -----,Δέν ηρitες στή λειτΟ'υργία, τήν κΟ'πάνησες, αίρετι­

κέ! Δέ σΟ'υ λέω τίπΟ'τα, ας οργώσει τό τΟ'μάρι σΟ'υ ό πατέρας σΟ'υ !

'Έτρεξα στό σπίτι, σίγΟ'υρΟ'ς πώς itά μέ ρωτήσΟ'υν καί itά μάitΟ'υν, χωρίς αλλΟ', πώς δέ μετάλαβα.

Μά ή γριά, αφΟ'υ μέ χαιρέτησε, μέ ρώτησε μόνΟ' γιά ενα πραγμα:

-'Έδωσες πΟ'λλά στό διάκΟ' γιά τά καλά λόγια τΟ'υ ; -Μιά πεντάρα, είπα εγώ στά κΟ'υτΟ'υρΟ'ύ . -Καί τρία καπίκια τΟ'υ παραφτάνανε, ας κρατΟ'υσες

γιά σένα μιά δυάρα, μΟ'ύμια! .. :ΑνΟ'ιξη . Ή κάitε μέρα είναι ντυμένη στά καινΟ'ύρ­

για, κάitε καινΟ'ύργια μέρα είναι πιό λαμπρή καί πιό ώραία. ΜΟ'σκΟ'βΟ'λάει μεitυστικά τό φρέσκΟ' γρασίδι, ή τρυφερή φυλλωσιά της συμήδας. Μιά ακατανίκητη δύ­ναμη μέ τραβα στόν κάμπο, ν' ακΟ'ύσω τόν κΟ'ρυδαλλό, πεσμένΟ'ς τ' ανάσκελα στή ζεστή γη καί νά κΟ'ιτώ τόν σι"ρανό. Καί γώ καitαρίζω τά χειμωνιάτικα ρΟ'υχα, βΟ'ηitάω νά τά βάλΟ'υν στό σεντΟ'ύκι, κόβω καπνό, ξεσκΟ'νίζω τά επιπλα, γυρΟ'φέρνω από τό πρωί ως τό βράδι μέ πράγματα, πού δέ μΟ'υ χρειάζονται.

Δέν ξέρω καitόλΟ'υ πώς νά περάσω στίς ελεύitερες ι1ρες μΟ'υ. 'ΈρημΟ'ς δ κακΟ'τράχαλΟ'ς δρόμΟ'ς της γειτΟ'νι­ας μας καί παραπέρα απαγΟ'ρεύεται νά πας. Στήν αυλή οργισμένΟ'ι, κΟ'υρασμένΟ'ι σκαφτιάδες, ξεμαλλιάρες μα­γείρισσες καί πλύστρες, κάitε βράδι γίνεται σκυλΟ'πανη­γύρι. Κι αυτά μΟ'υ φέρνουν αηδία καί μέ πειράζΟ'υν

96 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 97: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τόσο, πού λέω, καλύτερα νά μήν είχα μάτια νά τά βλέπω. Πηγαίνω στή σοφίτα παίρνοντας μαζί μου τό ψαλίδι

καί χρωματιστά χαρτιά. Κόβω δαντέλλες καί στολίζω τά δοκάρια. 'Ωστόσο, μου σφίγγει τήν καρδιά ή αγγούσα. Τρώγομαι νά πάω κάπου, δπου κοιμουνται πιό λίγο, μαλώνουνε πιό λίγο καί δέν ταράζουν μέ τά παράπονά τους τόν -ιtεό τόσο επίμονα, δπου δέν πικραίνουν τόσο συχνά τούς αν-ιtρώπoυς μέ τή -ιtυμωμένη κρίση τους .

. . . Τό μεγάλο Σάββατο φέρνουν στήν πόλη, από τό μοναστήρι του Όράνσκ, τή -ιtαυματoυργή εικόνα της Παναγίας του Βλαντιμίρ. Μένει στήν πόλη ως τά μέσα του 'Ιούνη κι επισκέπτεται δλα τά σπίτια, δλα τά διαμερίσματα της κά-ιtε εκκλησιαστικης ενορίας.

Στά αφεντικά μου η ρ-ιtε ενα κα{}ημερινό πρωινό. Kα-ιtάριζα στήν κουζίνα τά χαλκώματα, δταν ή νεαρή κυρά εκ ραξ ε τρομαγμένα από τό δωμάτιο:

-"Α νοιξε τήν εξώπορτα, φέρνουνε τήν Όράν­σκαγια!

Κατέβηκα πέντε-πέντε τά σκαλιά, βρώμικος, μέ λι­γδιασμένα χέρια καί κόκκινα, από τό τριμμένο τουβλο. Άνοιξα τήν πόρτα. "Ενας νεαρός καλόγηρος, μ' ενα φανάρι στό ενα χέρι καί -ιtυμιατό στό άλλο, σιγομουρ-μούριζε:

-Κοιμαστε; Boη-ιtείστε . . . Δυό κάτοικοι της πόλης ανέβαζαν, από τή στενή

σκάλα, τή βαρειά κιβωτό, τούς βοή{}ησα, κρατώντας μέ τά βρώμικα χέρια μου καί βάζοντας τόν ωμο μου στήν άκρη της κιβωτου. Πίσω μου ερχονταν, βαριοπατώντας οί δυό καλόγεροι, ψέλνοντας ανόρεχτα, μέ τή μπάσα φωνή τους

-Ύπεραγία Θεοτόκε σωσον ήμας . . . Είπα μέσα μου μέ -ιtλιβερή βεβαιότητα: «Θά -ιtυμώσει ή Παναγιά, πού τήν κουβαλω βρώμι­

κος, καί -ιtά ξερα-ιtoυν τά χέρια μου . . . » .

Έβαλαν τήν εικόνα στή μπροστινή γωνιά, πάνω σέ δυό καρέκλες, σκεπασμένες μ' ενα κα-ιtαρό σεντόνι. Οί δυό καλόγεροι στή-ιtηκαν, από τίς δυό πλευρές της κιβωτου, κρατώντας την, νεαροί καί ώραίοι, σάν αγγε-

97 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 98: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

λοι,-γαλαζο.μάτηδες, δλο ζωντάνια, μέ πλούσια μαλλιά. ΚΙΧνανε δέηση . -"Ω, Ύπεραγία Δέσποινα, άρχισε, μέ φωνή τενόρου,

ενας μεγάλος παππάς καί δλο μαδουσε, μέ τά καστανά δάχτυλά του, τή φουσκωτή άκρη του ωJτιου του, πού τό �κρυβαν τά πυκνά μαλλιά του.

-Ύπεραγία Θεοτόκε, ελέησον ή μάς . . . ψέλνανε κου­ρασμένα οί καλογέροι.

Ά γαπουσα τή -/tεοτόκο. 'Όπως μου τά 'λεγε ή γιαγιά, αυτή, γιά νά παρηγορήσει τούς φτωχούς, σκορπάει στή γή δλα τά λουλούδια, δλες τίς χαρές, δλα τά καλά καί τά ώραία. Κι δταν επρεπε νά προσκυνήσω, χωρίς νά προσέξω πως προσκυνάνε οί μεγάλοι, φίλησα μέ συγκί­νηση τήν εικόνα στό πρόσωπο καί στό στόμα.

Κάποιος, μέ τό δυνατό χέρι του, μ' αρπαξε καί μέ σβούριξε κατά τό κατώφλι, στή γωνιά. Δέ -/tυμάμαι πως φύγανε οί καλόγεροι, πως πήρανε μαζί τους τήν εικόνα, μά -/tυμάμαι πολύ, πώς τ' άφεντικά, κω'tώς ημουνα ξαπλωμένος στό πάτωμα, μέ τριγυρίσανε κι άρχισαν νά μιλάνε, μεταξύ τους, μέ μεγάλο φόβο κι άνησυχία, γιά τό τί -/tά γίνει τώρα μέ μένα.

-Πρέπει νά μιλήσουμε μέ τόν παππά, πού τά ξέρει καλύτερα, ελεγε τό άφεντικό καί δώστου μέ μάλωνε:

-Ξύλο άπελέκητο, πως δέν καταλαβαίνεις, πώς δέν κάνει νά φιλάς στά χείλη ; Καί πήγες καί στό σχολείο . . .

Κάμποσες μέρες περίμενα, εξου-/tενωμένος, τί -/tά γίνει. Έπιασα τήν κιβωτό μέ τά βρώμικα χέρια μου, προσκύνησα ενάντια του νόμου ! Δέ -/tά τήν περάσω ετσι, όχι δέ -/tά τήν περάσω!

Μά, κατά τά φαινόμενα, ή -/tεοτόκος συγχώρεσε τό ά-/tελο άμάρτημά μου, πού εγινε άπό άλη-/tινή άγάπη . Μπορεί καί ή τιμωρία της νά ηταν τόσο λαφριά, πού δέν τήν πρόσεξα άνάμεσα στίς συχνές τιμωρίες πού δοκίμα­ζα άπό τούς καλούς άν-/tρώπους.

Μερικές φορές, γιά νά νευριάσω τή γριά κυρά μου , τής ελεγα μέ συντριβή :

-Φαίνεται ή Παναγία ξέχασε νά μέ τιμωρήσει . . . -Περίμενε, μου 'κανε φαρμακερά ή γριά. Θά τό

98 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 99: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δούμε . . . . . . . Στολίζοντας τά δοκάρια, στή σοφίτα, μέ δαντέλλες

πού 'φτιαχνα από πακέτα τσαγιού, μέ τριανταφυλλί χαρτί από φύλλα μολυβιού, φύλλα δέντρων καί δ,τι αλλο βάζει ό νούς, εψελνα μέ έκκλησιαστικές μελωδίες δ,τι μού 'ρχόταν στό νού, δπως κάνουν οί Καλμούχοι στόν δρόμο.

Κά-&ουμαι aτή σοφίτα καί κόβω πάντα πίττα, κόβω χαρτιά, κόβω χαρτιά, νιώ-&ω καημό κι άποκοτιά. � Α ν i'jμουν σκύλος, -&έ μου, έσύ δ, τι -&έλεις πέ μου, έλεύ-&ερος στό άγέρι -&ά γύρναγα τά μέρη. Τώρα, μ' αγρισκοιτάζουν δλοι καί μέ φωνάζουν, καί σύ μιλιά, μήν κρίνεις, γερός αν -&ές νά μείνεις!

Ή γριά παρακολου{tούσε τή δουλειά μου, χαμογε­λούσε καί κουνούσε τό κεφάλι της.

-Τί καλά πού στόλισες τήν κουζίνα . . . Μιά φορά, ανέβηκε στή σοφίτα τ' αφεντικό, κοίταξε

ενα γύρο τά κατορ{tώματά μου κι αναστέναξε, λέγοντας: -Πολύ αστείος είσαι, Πεσκόφ, νά σέ πάρει ό διάο­

λος . . . Τί {}ά γίνεις, τέλος πάντων, ταχυδαχτυλουργός; Πού νά ξέρει κανείς . . .

Μού εδωσε μιά μεγάλη πεντάρα τού Νικολάου. Τήν τύλιξα μ' ενα λεπτό σύρμα καί τήν κρέμασα, σά μετάλ­λιο, στό πιό καλό μέρος των τεχνουργημάτων μου.

Μά, τήν αλλη μέρα, τό νόμισμα εξαφανίστηκε μαζί μέ τό σύρμα. ΕΙμαι σίγουρος, πώς τό βούτηξε ή γριά !

99 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 100: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

5

ΠΑΡ' ΟΛΑ αυτά, τήν ανοιξη τό 'σκασα. Είχα πάει, ενα πρωί, στόν μπακάλη, γιά ψωμί καί τσάι. Τόν βρήκα νά μαλώνει μέ τή γυναίκα του. 'Εκεί πού τούς παρακολου­{}ούσα, βλέπω τόν μπακάλη νά σηκώνει ξαφνικά τό δράμι καί νά κοπανάει τή γυναίκα του μιά στό κούτελο. Έκείνη πετάχτηκε άπό τήν πόρτα, εκανε μερικά βήματα κι επεσε κάτω. Άμέσως μαζεύτηκε γύρω της κόσμος. Σήκωσαν τή γυναίκα, τή βάλανε σ' ενα άμάξι καί τή στείλανε στό νοσοκομείο. Έγώ πήρα άπό πίσω τό άμάξι. Έτρεξα κάμποση ώρα καί, χωρίς νά τό καταλάβω, βρέ{}ηκα στήν άκρη τού Βόλγα, μέ τά δυό καπίκια στό χέρι.

Ώραία μέρα. Άνοιξιάτικη. Ό ηλιος ψηλά ζεστοβο­λούσε μαλακά. Μπροστά μου, πλατύς ό Βόλγας. Βούιζε ό τόπος εναν γύρο. Άπεραντοσύνη. Καί γώ ζούσα, σάν τό ποντίκι σέ ύπόγειο κελλάρι. Καί πήρα τήν άπόφαση, τήν ιδια στιγμή: Νά μή γυρίσω στ' άφεντικά μου. ουτε νά πάω στή γιαγιά, στό Κουνάβιν. Γιατί δέν κράτησα τόν λόγο μου καί ντρεπόμουνα νά τή δώ. Κι ό παππους {}ά μέ κορόιδευε, μέ κακία.

Κάπου δυό-τρείς μέρες περιπλανή{}ηκα στήν άκρο­ποταμιά. Προσκολλή{}ηκα σέ κάτι καλόψυχους χαμάλη­δες, ετρωγα μαζί τους καί κοιμόμουνα κοντά τους, στό λιμάνι. ΥΕπειτα, ενας άπ' αυτούς, μου είπε:

-Έσύ, άγόρι μου, άδικα παιδεύεσαι δώ πέρα, τό βλέπω! Δέν πηγαίνεις στό «Ντόπρι;» 'Εκεί t}έλουνε λαντζέρη ...

Καί πήγα. 'Ένας ψηλός γενάτος μπουφετζής, μ' ενα μαύρο, βελούδινο σκούφο στό κεφάλι, μέ κοίταξε, άνά­μεσα άπ' τά γυαλιά του, μέ κάτι σκοτεινά μάτια κι είπε μαλακά:

-Δυό ρούβλια τό μήνα. Τά χαρτιά σου. Χαρτιά δέν είχα. Ό μπουφετζής σκέφτηκε λίγο, καί

ξανάπε:

100 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 101: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Φέρε τή μητέρα σου. Έτρεξα στή γιαγιά. 'Εκείνη συμφώνησε μαζί μου.

Δικαίωσε τή στάση μου. Έπεισε τόν παππού νά πάει στήν επαγγελματική στέγη, γιά νά βγάλει τά χαρτιά μου, καίή ίδια ηρ{}ε μαζί μου στό βαπόρι.

-Καλά, είπε δ μπουφετζής, μόλις μάς είδε. Πάμε. Μέ πήγε στήν πρύμνη τού πλοίου, βρήκαμε εκεί εναν

τετράπαχο μάγειρα, μέ ασπρη μπλούζα κι ασπρο σκού­φο, νά κά{}εται σ' ενα τραπεζάκι καί νά πίνει τσάι, καπνίζοντας ταυτόχρονα ενα χοντρό τσιγάρο.

-'Ο λαντζέρης. Α ύτό είπε κι αμέσως εφυγε. 'Ο μάγειρας ξεφύσησε

δυνατά, αναχέντρωσε τά δασά μουστάκια του κι είπε ξωπίσω του:

-Μαζεύετε κά{}ε διάβολο, φτάνει νά είναι φτηνός. 'Ανασήκωσε {}υμωμένα τό μεγάλο, κουρεμένο κεφάλι

του, γούρλωσε τά μαύρα μάτια του, τεντώ{}ηκε, φούσκω­σε κι εβγαλε μιά δυνατή φωνή:

-Ποιός είσαι καί τί {}έλεις; Δέ μού αρεσε κα{}όλου ό αν{}ρωπος αυτός. Ήταν

μέσα στ' ασπρα, κι δμως φάνταζε βρώμικος, τά δάχτυλά του ηταν μαλλιαρά, κι από τά μεγάλα αύτιά του ξεβγαί­νανε τρίχες.

-Θέλω νά φάω, τού είπα. Μού εκλεισε τό μάτι. Κι αμέσως αλλαξε τό αγριεμένο

πρόσωπό του, από ενα πλατύ χαμόγελο, τά χοντρά κατακόκκινα μάγουλά του τραβήχτηκαν κατά τ' αύτιά του, κι αφησαν νά φανούν κάτι μεγάλα αλογίσια δόντια, τά μουστάκια του μαλάκωσαν καί κρέμασαν. �Eγινε, {}αρρείς, μιά χοντρή καλωσυνάτη γυναίκα.

Ξέπλυνε τό ποτήρι του, πέταξε στό κατάστρωμα τό τσάι, μού εβαλε φρέσκο, μού απλωσε μιά δλάκερη γαλλική κουλούρα κι ενα μεγάλο κομμάτι σαλάμι.

-Μπουζούριασε! Μητέρα-πατέρα εχεις; Ξέρεις νά κλέβεις; • Αντε, μή φοβάσαι, εδώ ολοι είναι κλέφτες, {}ά σού μά{}ουνε!

Μιλούσε, σά νά γαύγιζε. Τό τεράστιο καλοξυρισμένο πρόσωπό του ηταν, κοντά στή μύτη, σκεπασμένο από

101

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 102: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πυκνές κόκκινες φλέβες, ή φουσκωμένη κόκκινη μύτη του κρεμόταν πάνω από τά μουστάκια του, τό κατωχείλι του κρεμούσε βαριά καί περιφρονητικά, στήν ακρη του ηταν κολλημένο τό τσιγάρο, πού κάπνιζε. Φαίνεται, πώς μόλις είχε γυρίσει από τό μπάνιο. Μοσκοβολούσε σημύ­δα καί πιπεράτη βότκα, στά κροτάφια καί τόν σβέρκο του λαμποκοπούσαν χοντρές σταγόνες Ιδρώτα.

Μόλις ηπια τό τσάι, μού εχωσε στό χέρι ενα χαρτονό­μισμα τού ένός ρουβλιού καί μού 'πε:

-Σύρε ν' αγοράσεις μιά ποδιά γιά σένα! Στάσου, {tά τήν αγοράσω μόνος μου!

'Έσιαξε τό σκούφο του κι εφυγε, σαλεύοντας βαριά, σέρνοντας τά βήματά του πάνω στήν κουβέρτα, σάν αΡ1:tούδα .

... Νύχτα. Φωτεινό, τό φεγγάρι τρέχει πρός τ' αριστε­ρά τού καραβιού, κατά τά λειβάδια. Είναι ενα πυροκόκ­κινο παλιοκάραβο, μέ ενα ασπρο ζουνάρι στό φουγάρο. Χτυπάει αργά κι ακανόνιστα τά φτερά των δυό πλα'ίνων τροχων του, πάνω στό ασημένιο νερό. Έρχονται, κατα­πάνω του, α{tόρυβα, οΙ σκοτεινές σχ{tες τού ποταμού, αφήνοντας στό νερό βα{tειές σκιές. Πάνω απ' αυτές φέγγουν κόκκινα τά παρά{tυρα των σπιτιων. 'Από τό χωριό, ακούγονται τραγούδια. ΟΙ κοπέλλες χορεύουν καί τό ρεφραίν «αι λιούλι», ακούγεται σάν αλληλούια ...

Πίσω από τό καράβι, ερχεται, πιασμένη ρυμούλκα, μιά βάρκα. Κι αυτή πυροκόκκινη. Ή κουβέρτα της είναι γύρω-γύρω φραγμένη μέ σιδερένια κάγκελα. Έχει μετα­τραπεί σέ σιδερένιο κλουβί. Μέσα στό κλουβί είναι κρατούμενοι, καταδικασμένοι σ' εξορία καί κάτεργα. Στήν πλώρη της μαούνας αστράφτει, σάν κερί, ή ξιφο­λόγχη τού σκοπού. Τά μικρά αστρα στόν μπλάβο ουρανό καίνε κι αυτά σάν κεριά. Πάνω στή μαούνα επικρατεί ήσυχία, τή λούζει τό φως τού φεγγαριού. Πίσω από τό μαύρο σιδερένιο δίχτυ ξεχωρίζουν {tαμπά κάτι στρογγυ­λές, σταχτιές κηλίδες. Είναι οΙ κρατούμενοι, πού κοιτά­ζουν τόν Βόλγα. Πλατσουρίζουν τά νερά, λές καί τό ποτάμι κλαίει η χαμογελά δειλά. 'Όλα γύρω εχουν κάτι τό Ιεροτελεστικό, νιώ{tεις μιά δυνατή μυρωδιά λαδιού

102 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 103: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δλού{}ε, δπως καί στήν εκκλησιά. Κοιτάω τή μαούνα καί ανα{}υμάμαι τά μικρά παιδικά

μου χρόνια, τό ταξίδι μου από τό Άστραχάν στό Νίζνι, τά πέτρινα πρόσωπα της μητέρας καί της γιαγιάς - τού αν{}ρώπου πού μ' εμπασε σ' αυτή τήν ενδιαφέρουσα, μά δύσκολη, ζωή, στή ζωή της κοινωνίας. 'Όταν {}υμάμαι τή γιαγιά, δλα τά κακά καί τά φαρμάκια ξεχνιούνται μέσα μου, δλα αλλάζουν, δλα γίνονται πιό ευχάριστα, πιό ενδιαφέροντα, κι οί αν{}ρωποι πιό καλοί καί πιό αγα­πητοί. ..

Μέ συγκινεί βα{}ιά ή ομορφιά της νύχτας. Ύγραί­νουνται τά μάτια μου. Μέ συγκλονίζει τούτη ή μαούνα. Μοιάζει μέ νεκρόκασα. Καί είναι παραπανήσια κι αταίριαχτη μέσα στήν άπλωσιά τού πλημμυρισμένου ποταμού, μέσα στή συλλογισμένη σιγαλιά της ζεστης νύχτας. Ή ανιση γραμμή της δχ{}ης, πού πότε ανεβαίνει καί πότε κατεβαίνει, συνταράζει ευχάριστα τήν καρδιά. Θέλω νά είμαι καλός, χρήσιμος γιά τούς αν{}ρώπους.

Οί αν{}ρωποι τού καραβιού μας είναι παράξενοι. 'Όλοι τους - γέροι καί νέοι, ανδρες καί γυναίκες - μού φαίνονται Ιδιοι. Τό καράβι μας αρμενίζει αργά, οί αν{}ρωποι της δουλειάς ανεβαίνουν στά επιβατικά, ενώ σέ μάς μαζεύονται μόνο κάτι ησυχοι ακαμάτη δες. Άπό τό πρωί ως τό βράδι πίνουν, τρώνε καί λερώνουν ενα σωρό πιάτα, κουτάλια, μαχαίρια καί πειρούνια. Ή δουλειά μου είναι νά πλύνω τά πιάτα καί νά κα{}αρίζω πειρούνια καί μαχαίρια. Αυτή τή δουλειά κάνω, από τίς εξη τό πρωί σχεδόν ως τά μεσάνυχτα. Τή μέρα, ανάμεσα στίς δυό καί στίς εξη, καί τό βράδι, από τίς δέκα ως τά μεσάνυχτα, ή δουλειά μου είναι λιγώτερη, - οί επιβάτες ξεκουράζονται από τό φαγητό καί πίνουν μόνο τσάι, μπύρα καί βότκα. Τίς ιbρες αυτές είναι ελεύ{}ερο δλο τό προσωπικό της καντίνας, -οί προϊστάμενοί μου. Στόν διάδρομο, κοντά σ' ενα τραπεζάκι πίνουν τσάι δ μάγει­ρας Σμούρι κι ό βοη{}ός του Γιάκοβ Ίβάνιτς. Ό λαντζέ­ρης τού μαγειρίου Μαξίμ καί τό γκαρσόνι γιά τούς επιβάτες τού καταστρώματος Σεργκέι, ενας καμπούρης, μΙ' μεγάλα ζυγωματικά, μέ πρόσωπο οργωμένο από τή

103 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 104: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

βλογιά καί λαδιά μάτια. Ό Γιά1ωβ Ίβάνιτς λέει διάφο­ρες πρόστυχες Ιστορίες, ξεσπώντας σ' ενα κλαμμένο γέλιο καί δείχνοντας τά πράσινα, σάπια δόντια του. Ό Σεργκέι τραβάει ως τ' αυτιά του τό βα{}ρακίσιο στόμα του, ό Μαξίμ μένει σκυ{}ρωπός κι αμίλητος καί τούς παρακολου{}εί μέ τ' αυστηρό του βλέμμα.

-Άσ-σιάτες! Καλμούχοι! ακούγεται, κάπου-κάπου, ή μπάσα φωνή τού αρχιμάγειρα.

ΟΙ άν{}ρωποι αυτοί δέ μού αρέσουνε. Ό χοντρός, φαλακρός Γιάκοβ Ίβάνιτς μιλάει πάντα γιά γυναίκες καί πάντα πρόστυχα. Τό πρόσωπό του είναι ανέκφρα­στο: Στό ενα μάγουλό του εχει κρεατοελιά, μέ μιά φουντίτσα κόκκινες τρίχες, πού τίς στρίβει καί τίς κάνει σάν βελόνα. 'Όταν ανεβαίνει στό καράβι καμιά ευκολη, χαλασμένη γυναίκα, στριφογυρνάει κοντά της, {}αρρείς, πολύ δειλά καί φοβισμένα, σά ζητιάνος, καί μιλάει μαζί της γλυκερά καί παραπονεμένα. Γεμίζουν αφρού ς τ' ακροχείλια του, πού κά{}ε τόσο τούς γλείφει μέ μιά γρήγορη κίνηση της φαρμακερης γλώσσας του. Δέν ξέρω γιατί, αλλά μού φαίνεται, πώς τέτοιοι παχουλούτσικοι πρέπει νά είναι οΙ δήμιοι!

-Πρέπει νά ξέρεις νά ανάβεις τή γυναίκα, δασκά­λευε τόν Σεργκέι καί τόν Μαξίμ. Έκείνοι τόν άκουγαν καί ξεφυσούσαν, κοκκίνιζαν.

-Άσιάτες, βροντολογα περιφρονητικά ό Σμούρι, ανασηκώνεται βαριά καί μέ προστάζει: Πεσκόβ, εμπρός μάρς!

Στήν καμπίνα του, μού δίνει ενα βιβλίο δερματόδετο καί ξαπλώνει στήν κουκέτα, κοντά στό ψυγείο.

-Διάβασε! Κά{}ομαι πάνω σ' ενα κασόνι, από μακαρόνια, καί

διαβάζω μέ ευσυνειδησία: «'Αβυσσαλέον χάος διεσπαρμένον υπό αστέρων, ση­

μαίνει ευχάριστη αναγγελία εκ τού ουρανού, πού εχουν μέ τήν απελευ{}έρωσή τους από τούς αδαείς καί τούς προφητες» ...

Ό Σμούρι καπνίζει τό τσιγάρο του καί μουρμουρίζει ξεφυσώντας καπνό:

104 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 105: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Τίς γκαμηλες! Κοίτα τί γράφουν ... «'Απογύμνωση τού αριστερού μαστού σημαίνει α-ιtώα

καρδιά» ... -'Απογύμνωση μαστού, τίνος; -Δέ λέει. -Πάει νά πεί της γυναίκας... • Αχ, μασκαράδες,

διεφ-ιtαρμένοι! Κλείνει τά μάτια καί μένει ξάπλα, μέ τά χέρια

ανακέφαλα. Τό τσιγάρο σιγοκαπνίζει, κολλημένο στήν ακρη τών χειλιών του. Τό διορ-ιtώνει μέ τή γλώσσα του καί ρουφάει τόσο δυνατά, πού σφυρίζει κάτι στό στη-ltος του καί τό τεράστιο πρόσωπό του βουλιάζει μέσα σ' ενα σύννεφο καπνού. Μερικές φορές, μού φαίνεται πώς κοιμή{}ηκε. Σταματώ τό διάβασμα καί περιεργάζομαι τό καταραμένο βιβλίο, - τό 'χω συχα-ιtεί, μέ πιάνει ανα­γούλα πού τό βλέπω.

Μά κείνος μουρμουρίζει: -Διάβασε! «Ό Βενεράμπλ απαντάει: Κοίτα, αγαπητέ μου, τόν

αδερφό μου τόν Σουβεριάν ... » -Σεβεριάν ... -Έδώ γράφει Σουβεριάν ... -Λοιπόν; ΕΙδες διαβολοδουλειά! Έκεί, κατά τό

τέλος, κάτι γράφει, σέ στίχους. Τράβα κι αρχισε από κεί ...

Τραβάω:

ΆμαfJείς, πού fJέλετε νά μάfJετε τίς δουλειές μας, ποτέ τ' άδύνατά σας μάτια δέ fJά τίς ίδούνε. Δέ {}ά μάfJετε πώς ψέλνουνε οί άδελφοί.

-Στάσου, λέει ό Σμούρι, μά αυτό δέν εΙναι ποίημα! Δώσε μου τό βιβλίο ...

Ξεφυλλίζει -Ιtυμωμένα τίς χοντρές, γαλάζιες σελίδες καί χώνει τό βιβλίο κάτω από τό στρώμα.

-Πάρε αλλο ... Γιά δυστυχία μου, στό μπαούλο του, μέ τά σιδερένια

ζωνάρια, εχει πολλά βιβλία. Έκεί -Ιtά βρείς τά «'Ομηρι­κά επη», τίς « Ά ναμνήσεις ένός πυροβολητη», τίς «'Επι-

105 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 106: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στολές τού Λόρδου Σέντενγκαλ», «Γιά τόν κοριό, έντο­μον βλαβερό, καί την tξόvτωσή του, μετά συμβουλών κατά τών συνοδευόντων αυτόν παρασίτων». Ύπηρχαν βιβλία, χωρίς αρχή καί τέλος. Μερικές φορές, δ μάγειρας μ' εβαζε νά τά ταχτοποιήσω καί νά του λέω δλους τούς τίτλους τους. 'Εγώ διάβαζα καί κείνος μουρμούριζε {}υμωμένα:

-Γράφουν σαχλαμάρες. Κάτι τσαμπουνάνε, μά τί, δέ μπορείς νά καταλάβεις. Γερβάσιος! που στόν διάβολο βρέ{}ηκε ετουτος δ Γερβάσιος! Άβυσσαλέο χάος! ...

Παράξενες λέξεις, αγνωστα όνόματα μου 'ρχονταν φορτικά στό νου, μου γαργαλουσαν τή γλώσσα. Ή{}ελα, κά{}ε ωρα καί στιγμή, νά τά επαναλάβω, μέ τήν ελπίδα, πώς μέσα στούς ηχους {}' ανακάλυπτα κάποιο νόημα.

�Eξω, τραγουδουσαν ασίγαστα καί παφλάζανε τά νερά. Καλά {}ά 'ταν νά πήγαινα στήν πρύμνη. 'Εκεί μαζεύονται, ανάμεσα στά εμπορικά κιβώτια, οί ναυτες, οί {}ερμαστές, κλέβουν τούς επιβάτες στά χαρτιά, τρα­γουδανε καί λένε ενδιαφέρουσες ίστορίες. Τί ωραία είναι, νά κά{}εσαι μαζί τους, ν' ακους τίς άπλές τους ίστορίες καί ν' αγναντεύεις τίς δχ{}ες του Κάμα, τά πευκα πού τεντώνονται, σάν μελένιες χορδές, πάνω από τά λειβάδια, δπου, από τίς πλημμύρες, εμειναν κάτι λίμνες - κομμάτια σπασμένου κα{}ρέφτη, πού μέσα τους κα{}ρεφτίζεται δ γαλάζιος ουρανός. Τό καράβι μας, ξεκομμένο από τή γη, φεύγει μακρυά της, κι από τήν ακροποταμιά, μέσα στή σιγαλιά της κουρασμένης μέρας, αντηχεί δ αχός κάποιας κρυμμένης καμπάνας, πού ύπεν{}υμίζει τήν παρουσία χωριών η αν{}ρώπων. Πάνω στό κυμα σαλεύει ή βάρκα του ψαρα, πού μοιάζει μέ κόρα ψωμιού. Νά, στήν δχ{}η προβάλλει ενα χωριουδά­κι, ενα σμάρι παιδιά παίζουν μέ τά νερά, στό ποτάμι, πάνω στήν κίτρινη αμμουδιά βαδίζει κάποιος αντρας μέ κόκκινο πουκάμισο. Άπό μακρυά, από τό ποτάμι, δλα φαίνονται ευχάριστα, δλα μοιάζουν μέ παιχνιδάκια, είναι διασκεδαστικά, μικρά καί γραφικά. Μού ερχεται νά βάλω μιά φωνή, πού ν' ακουστεί ως πέρα, στήν ακροποταμιά, μέ λόγια τρυφερά, γεματα καλωσύνη:

106

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 107: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στήν ακροποταμιά καί στή μαούνα. 'Ετούτη ή κίτρινη μαούνα πολύ μ' απασχολούσε.

Μπορούσα, όλόκληρη ωρα, αποξεχασμένος από τά πάν­τα, νά παρακολου{tώ πώς οργώνει μέ τή μύτη της, τά {tολά νερά. Τό καράβι τήν εσερνε, σά νά κουβαλούσε κάποιο γουρούνι. Τό παλαμάρι της ρυμούλκας χαλάρω­νε, κάποτε, καί πλατάγιζε μέσα στό νερό, επειτα πάλι τεντωνόταν, αφήνοντας νά πέσουν σωρός οί σταγόνες καί πάλι τραβούσε τή μαούνα από τή μύτη. Ή{tελα πολύ νά δώ τά πρόσωπα τών αν{tρώπων, πού κα{tόντουσαν, σάν αγρίμια, μέσα στό σιδερένιο κλουβί. Στό Πέρμ, δταν τούς βγάλανε στήν παραλία, είχα σκαρφαλώσει στή σανιδόσκαλα της μαούνας. 'Από δίπλα μου περνούσαν δεκάδες αγέλαστοι άν{tρωποι, χτυπώντας σαματερά τά πόδια, βροντώντας τίς άλυσίδες τους, σκυφτοί, κάτω από τό βάρος τών δισακιών τους. Περνούσαν γυναίκες κι αντρες, νέοι καί γέροι, ώραίοι κι άσκημοι. Μά ηταν κι αυτοί εντελώς δμοιοι μέ δλους τούς αν{tρώπους, μόνο πού ηταν αλλοιώτικα ντυμένοι, καί παραμορφωμένοι άπό τό ξύρισμα. Ήταν, βέβαια, ληστές, μά ή γιαγιά μού ελεγε πολλά καλά γι' αυτούς τούς ληστές.

Ό Σμούρι, πού εμοιαζε, περισσότερο άπ' δλους, μέ αγριο ληστή, μουρμούριζε, κοιτώντας κατσουφιασμένος τή μαούνα:

-Γλύτωσέ με, Θέ μου, άπό τέτοια μοίρα! Μιά φορά, τόν ρώτησα: -Πώς γίνεται αυτό; Γιατί εσεις μαγειρεύετε, ενώ

άλλοι σκοτώνουν καί ληστεύουν; -Έγώ δέ μαγειρεύω, μά παρασκευάζω φαγητό,

μαγειρεύουν μόνο οί γυναικες, μού είπε χαμογελώντας. Έπειτα, αφού σκέφτηκε λίγο, πρόσ{tεσε: Ή διαφορά, ανάμεσα στούς αν{tρώπους, βρίσκεται στήν κουταμάρα. 'Ένας είναι πιό ξυπνός, άλλος λιγώτερο, ό τρίτος εντε­λώς βλάκας. Γιά νά γίνεις πιό μυαλωμένος πρέπει νά διαβάζεις καλά βιβλία, μαύρη μαγεία καί κάτι τέτοια. Πρέπει νά διαβάζεις δλα τά βιβλία, καί τότε {tά βρεις τό σωστό ...

Πάντα μέ συμβούλευε:

1 07 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 108: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Νά διαβάζεις! Δέν τό κατάλαβες τό βιβλίο; Διάβα­σέ το εφτά φορές. Δέν τό κατάλαβες μέ τίς εφτά; Διάβασέ το δώδεκα ...

Ό Σμούρι μιλουσε σ' δλο τό πλήρωμα του καραβιου, ακόμα καί στόν αμίλητο μπουφετζή απότομα, μέ περι­φρόνηση, στραβώνοντας τό κάτω χείλος του, αναχεν­τρώνοντας τά μουστάκια, λές καί πετουσε πέτρες στούς αν'itρώπους. Μέ μένα ηταν μαλακός καί προσεχτικός, μά σέ κείνη τήν προσοχή ύπήρχε κάτι πού μέ τρόμαζε λιγάκι. Κάποτε, ό μάγειρας μου φαινόταν μισότρελος, σάν τήν αδελφή τής γιαγιάς.

Μερικές φορές, μου 'λεγε: -Σταμάτα τό διάβασμα ... Κι εμενε πολλήν ωρα ξαπλωμένος, μέ τά μάτια

κλειστά, ροχαλίζοντας. Κυμάτιζε ή μεγάλη κοιλιά του, σαλεύουνε τά καμμένα, μαλλιαρά δάχτυλα τών χεριών του, σταυρωμένα πάνω στό στήδος του, σάν του πεδαμέ­νου, λές καί πλέκανε, μέ αόρατες καλτσοβελόνες, κάποια αόρατη κάλτσα.

Καί, ξαφνικά, αρχίζει νά μουρμουρίζει: -ΝαΙ 'Άμα εχεις μυαλό, μή φοβάσαι, σύρε νά

ζήσεις! Μά τό μυαλό που νά τό βρείς. Τσιγκούνης, ό δεός τό μοίρασε μέ τό δράμι καί μάλιστα όχι εξίσου σέ δλους. Ά ν δλοι ηταν τό ιδιο εξυπνοι, μά δέν είναι ... Ό ενας καταλαβαίνει, δ αλλος δέν καταλαβαίνει. Καί ύπάρχουν μερικοί, πού δέ δέλουν κα'itόλου νά καταλά­βουν, μάλιστα!

Μ' ανάκατες κουβέντες, μου ελεγε ίστορίες από τή στρατιωτική του {tητεία. Δέ μπορουσα νά συλλάβω τό νόημα αυτών τών ίστοριών, μου φαίνονταν χωρίς κανέ­να ενδιαφέρον. Μά δέν αρχιζε τήν ίστορία από τήν αρχή, αλλά δ,τι του κατέβαινε κείνη τή στιγμή.

-Φωνάζει τόν φαντάρο εκείνο ό διοικητής του συντάγματος καί τόν ρωτάει: «Τι σου είπε ό λοχαγός;» Έκείνος τά είπε δλα, δπως εγιναν. Ό στρατιώτης είναι ύποχρεωμένος νά πεί τήν αλή,'tεια. Ό. λοχαγός τόν κοίταξε, σά νά 'βλεπε τοίχο, καί γύρισε αλλου, κατεβά­ζοντας τό κεφάλι. Μάλιστα! ...

1 08 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 109: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό μάγειρας itυμώνει, ξεφυσάει καπνό καί λέει: -Μήπως ξέρω τί πρέπει νά λέει κανείς καί τί δέν

πρέπει; Τότε καταδίκασαν τόν λοχαγό σέ φυλακή καί ή μανούλα του είπε ... αχ, itεέ μου! 'Εγώ δέν εχω συνηitίσει σέ τίποτα ...

Κάνει ζέστη. 'Όλα γύρω μου τρεμοπαίζουν ανάλα­φρα, βουίζουν. Πίσω από τόν σιδερένιο τοίχο της καμπίνας παφλάζουν τά νερά καί χτυπούν οί τροχοί τού καραβιού, δίπλα από τό φιλιστρίνι τρέχει, σά μιά πλατειά λουρίδα, τό ποτάμι. Πέρα, μακρυά, φαίνεται ή ζώνη της oχi}ης, μέ τά απέραντα λειβάδια της, περνάνε φευγαλέα τά δέντρα. Τό αυτί μου εχει συνηitίσει σέ δλους τούς ηχους, μού φαίνεται πώς απλώνεται γύρω μου ή γαλήνη, παρ' δλο πού στήν πλώρη τού καραβιού ενας ναύτης ουρλιάζει itλιβερά:

-Έ-εφτά, έ-εφτά ... Δέ itέλω νά συμμετέχω σέ τίποτα, δέ itέλω ν' ακούω,

νά δουλεύω. Θέλω μόνο νά κάitουμαι κάπου σέ κάποια σκιά, δπου δέν ύπάρχει ή παχειά, ή λιγδερή ζεστή μυρωδιά της κουζίνας, νά κάitομαι καί νά κοιτω νυστα­λέα, πως γλιστράει πάνω στά νερά τούτη ή ηρεμη, κουρασμένη ζωή.

-Διάβαζε, διατάζει itυμωμένα ό μάγειρας ... Τόν φοβούνται ακόμα καί τά κωλοπετσωμένα γκαρ­

σόνια, μά κι ό ηρεμος, ό τσιγκούνης στά λόγια καντινιέ­ρης, πού μοιάζει μέ πέρκα, κι αυτός φαίνεται πώς φοβάται τόν Σμούρι.

-'Αχ, γουρούνι, φωνάζει στόν ύπάλληλο της καντί­νας. Έλα δω, κλέφτη! Άσιάτες ... Άβυσσαλέο χάος ...

Οί ναύτες καί οί itερμαστές τόν βλέπουνε μέ σεβα­σμό, τόν κολακεύουνε. 'Εκείνος τούς εδινε βρασμένο κρέας μέ σάλτσα, τούς ρωτούσε γιά τό χωριό, γιά τίς οικογένειές τους. Οί γεμάτοι λαδιές καί μουντζούρες itερμαστές Λευκορωσοι itεωρούνταν στό καράβι, κατώ­τεροι αν1'tρωποι. Τούς φώναζαν μόνο μέ τό παρατσούκλι «γιάγκουτι» καί τούς κορο·ίδεύανε.

-Γιάγκου μπιάκου στόν παρλιάκου ... 'Όταν τ' ακουγε ό Σμούρι, αναχεντρωνότανε κι

1 09 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 110: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ουρλιαζε κατακόκκινος στόν ι'tερμαστή: -Τί τούς επιτρέπεις νά γελούνε σέ βάρος σου,

μαλλιαρή μουτσούνα; Χτύπα τόν Κατσάπ, σπάσε του τά μούτρα.

Μιά μέρα, ό τιμονιέρης, ενας ώραίος καί κακός αντρας, τού είπε:

-Οί Γιαγκούτοι καί οί χαχόλοι εχουν μιά πίστη. Ό μάγειρας τόν επιασε από τόν γιακά καί τό ζουνάρι

της μέσης, τόν σήκωσε στόν αγέρα κι αρχισε νά τόν κουνάει καί νά ρωτάει:

-Θέλεις νά σέ κάνω κομματάκια; Μαλώναν συχνά, μερικές φορές εφταναν καί στά

χέρια, μά τόν Σμούρι δέν τόν χτυπούσε κανείς, - είχε ύπεράνι'tρωπη δύναμη. Κι εκτός απ' αυτό, μαζί του μιλούσε συχνά καί τρυφερά ή γυναίκα τού καπετάνιου, μιά ψηλή, νταρντάνα, μέ αντρικό πρόσωπο καί κομμένα σύρριζα μαλλιά, οπως τών παιδιών.

Ήταν γερό ποτήρι. �Eπινε αγρια τή βότκα, μά δέ μει'toύσε ποτέ του. 'Άρχιζε τό πιοτό από τό πρωί. Τό μπουκάλι τό επινε σέ τέσσερις δόσεις καί ως τό βράδι ρουφούσε διαρκώς μπύρα. Τό πρόσωπό του κοκκίνιζε σιγά-σιγά, τά μαύρα μάτια του μεγάλωναν καταπλη­κτικά.

Μερικές φορές, και'tόταν, τά βράδια, στή γωνιά, τεράστιος, κατάλευκος, κι εμενε ώρες όλάκερες <'ψίλη­τος, βουβός, συνοφρυωμένος, μέ τά μάτια καρφωμένα στόν δρίζοντα, πού μετακινιόταν. Τήν ωρα αυτή, ολοι τόν ετρεμαν, ενώ εγώ τόν λυπόμουνα.

'Έβγαινε ό Ριάκοβ Ίβάνιτς από τήν κουζίνα, μούσκε­μα στόν ίδρώτα, κατακόκκινος. Kαι'tόταν, ξύνοντας τή γυμνή κούτρα του, κι επειτα έξαφανιζόταν, μουντζώ­νοντας τόν αγέρα, 1j ελεγε από μακρυά:

-Koιμήt}ηκαν οί γουλιανοί. .. -�E, λοιπόν, νά κάνουμε ψαρόσουπα ... -Κι αν ζητήσουν κακαβιά η ψάρι βραστό; -Τό έτοίμασες, ι'tά τό καταβρoχι'tίσoυν! Μερικές φορές, τολμούσα νά τόν ζυγώσω, γυρνούσε

αργά τά μάτια του απάνω μου:

1 1 0 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 111: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Τί 1'tέλεις; -Τίποτα. -Καλά! . . . Παρ' δλα αυτά, σέ μιά τέτοια ωρα του, τόν ρώτησα: -Γιατί τούς τρομάζετε δλους, αφου είστε καλός; Δέ 1'tύμωσε, δπως περίμενα. -Μόνο σ' εσένα είμαι καλός. Μά, τήν ίδια στιγμή, πρόσ1'tεσε, καλόκαρδα καί

σκεφτικά: -'Ίσως νά ναι σωστό, πώς είμαι μέ δλους καλός.

Μόνο πού δέν τό δείχνω. Δέν κάνει νά τό δείχνεις αυτό στούς αν1'tρώπους, γιατί 1'tά σ' ανεβουν στό κεφάλι. 'Όλοι τόν καβαλανε τόν καλό, δλοι τόν ανεβαίνουν, σάν τό χαμηλό γα·ίδούρι . . . Καί τόν τσαλαπατανε . . . Πήγαινε νά φέρεις μπύρα . . .

'Αφου ηπιε τό μπουκάλι, αδειάζοντας τά ποτήρια τό ενα μετά τό αλλο, εγλειψε τά μουστάκια του καί είπε:

-Άν ησουν, πουλάκι μου, πιό μεγάλος, 1'tά σου μά1'tαινα περισσότερα. 'Έχω κάτι νά πω στόν αν1'tρωπο, δέν είμαι βλάκας. Διάβασε βιβλία. 'Εκεί μέσα πρέπει νά υπάρχει δ,τι σου χρειάζεται. Δέν είναι παίξε-γέλασε, βιβλία τά λέν αυτά ! Θέλεις μπύρα;

-Δέ μ' αρέσει. -Καλά. Καί μήν τό πίνεις τό ερμο. Βάσανο είναι τό

μπεκριλίκι. Ή βότκα είναι διαόλου δουλειά. Άν ημουν πλούσιος, 1'ta σ' εστελνα νά μά1'tεις. Ό αγράμματος είναι βόδι. 'Όπου κι αν τόν πηγαίνεις, γιά ζυγό η γιά σφαγή, τήν ουρά του σαλεύει . . .

Ή καπετάνισσα του εδωσε εναν τόμο του Γκόγκολ, διάβασα τό «�AΎρια εκδίκηση», μου αρεσε πολύ, μά ό Σμούρι φώναξε 1'tυμωμένα:

-Σαχλαμάρα παραμύ1'tι. Ξέρω, υπάρχουν αλλα βι­βλία . . .

Μου πηρε τό βιβλίο, εφερε από τήν καπετάνισσα ενα αλλο καί διάταξε συνοφρυωμένος:

-Διάβασε τόν « Ταράς . . . », πως λέν τό αλλο του ; Βρές το. Αυτή μου λέει, πώς είναι καλό ... Γιά ποιόν είναι καλό; Γι' αυτήν είναι καλό, μά γιά μένα μπορεί νά μήν

1 1 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 112: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

είναι καλό. Κούρεψε καί τά μαλλιά της, ή σουρλουλού. Γιατί δέν κούρεψε καί τ' αυτιά της;

'Όταν δ Ταράς κάλεσε τόν Όστάπ νά χτυπη\'tοϋνε, δ μάγειρας γέλασε δυνατά:

-Αυτό πάει καλά, ετσι γίνεται ! Τί νά γίνει! 'Εσύ είσαι διαβασμένος, εγώ δυνατός! Κοίτα τί γράφουν. Βρέ τίς γκαμηλες! . . .

• Ακουγε μέ προσοχή, μά συχνά μουρμούριζε: -Σαχλαμάρες! Δέν είναι δυνατό, νά κόψεις μέ μιά

σπα\'tιά τόν αν\'tρωπο από τόν ώμο ως τήν κωλοκα\'tί­στρα. ουτε μπορείς νά τόν σηκώσεις στή μύτη τού σπα\'tιοϋ, - \'tά σπάσει ή μύτη ! Καί γώ εκανα φαν­τάρος .. .

Ή προδοσία τού Άντριά τού προκάλεσε αποστροφή: -Άτιμη φάρα, ε; Γιά μιά γυναίκα! Φτού στό διά­

ολο . . . 'Όταν, ομως, δ Ταράς σκότωσε τόν γιό του, δ

μάγειρας κατέβασε τά πόδια του από τήν κουκέτα, κρατή{)ηκε απ' αυτή μέ τά χέρια, γύρισε τά μπρούμυτα κι εβαλε τά κλάματα . . . Κυλούσαν αργά τά δάκρυα από τά μάγουλά του καί σταλάζανε στό πάτωμα. Άναρου­φούσε, κάπου-κάπου, καί μουρμούριζε:

-' Αχ, \'tεέ μου . . . \'tεέ μου . . . Καί, ξαφνικά, εβαλε κάτι αγριοφωνάρες: -Διάβαζε, λοιπόν, κέρατο τού διαβόλου ! Ξανάκλαψε ακόμα πιό δυνατά καί πιό πικρά, οταν δ

Όσταπ φώναξε, πρίν ξεψυχήσει: «Πατέρα! Μ' ακούς;» -Πάει, εσβησαν ολοι, ελεγε μ' αναφιλλητά δ Σμούρι,

ολοι! Τέλειωσαν πιά Όλα! Κερατο-ιστορία! Καί λές νά ύπηρχαν αλη\'tινά τούτοι οι αν\'tρωποι, τούτος δ Ταράς; Τί λές, ε ; Αυτοί, μάλιστα! Αυτοί είναι αν{tρωποι . . .

πηρε από τά χέρια μου τό βιβλίο καί τό εξέτασε προσεχτικά, γεμίζοντας τά καπάκια του μέ δάκρυα.

-'Ωραίο βιβλίο! Άλη\'tινή γιορτή ! 'Έπειτα, διαβάσαμε τό «ΊβάVΓκoε», - πολύ αρεσε

τού Σμούρι, δ Ρίτσαρντ Πλανταγκενέτ. -Αυτός είναι βασιλιάς! Άλη\'tινός! ελεγε μέ \'tαυμα­

σμό. Έμένα, ομως, τό βιβλίο μού φάνηκε πληκτικό.

112 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 113: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Γενικά, δέν ταιριάζανε τά γούστα μας. Έμένα μέ τραβούσε πολύ ή «'Ιστορία Υιά τόν Τόμας Ίόνες», μιά παλιά μετάφραση της «'Ιστορίας τού Τόμ Τζόουνς, τού εκ{}ετου μωρού», ένω δ Σμούρι μουρμούριζε:

-Βλακείες! Τί δουλειά εχω μέ τούτον τόν Τόμας; Τί μού τόν σερβίρανε; Πρέπει νά γραφούν άλλα βιβλία . . .

Μιά φορά, τού είπα, πώς ξέρω πού ύπάρχουν καί άλλα βιβλία, παράνομα, άπαγορευμένα, πού μπορείς νά τά διαβάζεις μόνο τή νύχτα, στά ύπόγεια.

Ό Σμούρι γούρλωσε τά μάτια κι αναχεντρώftηκε: -Τί είπες; Δέν τό πιστεύω, γιατί λές ψέματα; -Δέ λέω ψέματα, μέ ρωτούσε γιά τά βιβλία αυτά δ

παππάς, Όταν πηγα νά ξομολογη-ftω. Μά πρωτύτερα είδα καί μέ τά μάτια μου νά τά διαβάζουν καί νά κλαίνε . . .

Ό μάγειρας μέ κοίταξε κατσουφιασμένος καί μέ ρώτησε:

-Ποιός κλαίει ; -Ή κυρία πού άκουγε. Καί μιά άλλη τό είχε βάλει

στά πόδια από τόν φόβο . . . -Ξύπνα, παραμιλάς, είπε δ Σμούρι, σκεπάζοντας

αργά τά μάτια. 'Ύστερα από λίγη σιωπή μουρμούρισε: -Θά ύπάρχει, βέβαια, κάπου . . . κάτι κρυφό. Δέ

μπορεί χά μήν ύπάρχει . . . Δέν είναι τά χρόνια μου γι' αυτά, μά κι δ χαρακτήρας μου . . . Ώστόσο, Όμως . . .

Μπορούσε νά μιλάει τόσο δμορφα δλόκληρη ωρα . . . Χωρίς νά τό καταλάβω, συνήftισα στό διάβασμα κι επαιρνα βιβλία μ' ευχαρίστηση . Αυτά πού γράφανε τά βιβλία ηταν πολύ πιό ευχάριστα από τή ζωή, πού δλο καί γινόταν πιό ασήκωτη .

Καί ό Σμούρι γοητευόταν δλο καί πιό πολύ από τό διάβασμα καί μ' αποσπούσε συχνά από τή δουλειά μου .

-Πεσκόφ, ελα νά διαβάσεις. -Έχω πολλά πιάτα απλυτα. -Θά τά πλύνει δ Μαξίμ. Φόρτωνε τή δική μου δουλειά, μ' εναν τρόπο βίαιο,

στόν αρχιλαντζέρη. Καί κείνος, από τό κακό του, εσπαζε τά ποτήρια. Κι δ καντινιέρης μέ προειδοποιούσε ταπεινά:

1 13 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 114: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Θά φύγω από τό καράβι. Μιά φορά, ό Μαξίμ εβαλε, μέσα στή λεκάνη μέ τά

βρωμονέρια καί τά κατακά{}ια τού τσαγιού, μερικά ποτήρια καί γώ τά πέταξα μαζί μέ τά νερά στό ποτάμι.

-Γι' αυτό φταίω εγώ, είπε ό μάγειρας στόν καντινιέ-ρη . Γράψτε τα στόν λογαριασμό μου.

Ό ύπάλληλος της καντίνας αρχισε νά μέ στραβοκοι­τάει. Καί οί αλλοι μού λέγανε:

-Έ βιβλιοφάγε! Τί κάνεις καί παίρνεις λεφτά; Καί φρόντιζαν νά μού δ(σσουν δσο παίρνει πιό πολλή

δουλειά, λερώνοντας χωρίς λόγο, τά πιατικά. Καταλά­βαινα, πώς δλα αυτά {}ά εχουν ασκημο τέλος γιά μένα, καί δέν επεσα εξω.

Κατά τό βραδάκι, σ' ενα μικρό λιμάνι, ανέβηκε στό καράβι μας μιά κοκκινομούρα γυναίκα, μέ τό κοριτσάκι της. Φορούσε κίτρινη μαντήλα καί ρόζ καινούργια μπλούζα. Καί οί δυό τους ηταν με{}υσμένες, - ή γυναίκα χαμογελούσε κι όρκιζόταν σέ δλους καί μιλούσε μέ προφορά διάκου :

-Σχωρνατε με, πουλάκια μου, γιατί ηπια λιγάκι. Τί νά κάνω! Πέρασα από δίκη, μ' α{}ωώσανε, κι από τή χαρά μου τά κοπάνισα . . .

Καί ή κόρη χαμογελούσε, κοιτώντας τούς <'χν{}ρώπους μέ τά {}ολά της μάτια, κι εσπρωχνε τή μάνα της:

-Υ Α ντε, πήγαινε, συφοριασμένη, πήγαινε σού λένε . . . Έστησαν τ ό τσαρδί τους κοντά στό μεσόστεγο τής

δεύτερης τάξης, <'χπέναντι στήν καμπίνα δπου κοιμόταν ό Γιάκοβ Ίβάνοβιτς κι δ Σ εργκέι. Ή γυναίκα, σέ λίγο, εξαφανίστηκε. Ό Σεργκέι κόλλησε στήν κοπέλλα, <'χνοί­γοντας λαίμαργα τό βα{}ρακίσιο στόμα του.

Τή νύχτα, δταν τέλειωσα τή δουλειά καί ξάπλωσα νά κοιμη{}ά) πάνω στό τραπέζι, δ Σεργκέι μέ ζύγωσε καί μέ τράβηξε <'χπό τό χέρι.

-Έλα, {}ά σέ παντρέψουμε . . . Ήταν με{}υσμένος. Προσπά{}ησα ν' <'χποτραβήξω τό

χέρι μου, μά μ' εδειρε. -ΥΕλααα! Έτρεξε κοντά μας ό Μαξίμ, μά κι αυτός ηταν σκνίπα

1 1 4 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 115: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στό με'ltύσι. Καί οί δυό τους μέ πήγανε καροτσάκι στήν καμπίνα τους, πού ηταν κοντά σέ επιβάτες βυ'ltισμένους στόν υπνο. Μά στήν πόρτα της καμπίνας στεκόταν δ Σμούρι, παραπίσω, πιασμένος από τόν παραστάτη, στε­κόταν δ Γιακόβ Ίβάνιτς, ενώ ή κοπέλλα τόν χτυπούσε στή ράχη μέ τίς γρο'ltιές της καί φώναζε με'ltυσμένα:

-Άστε με νά πιράσου . . . Ό Σμούρι μ' αρπαξε από τά χέρια τού Σ εργκέι καί

τού Μαξίμ, τούς βούτηξε από τά μαλλιά, τούς τσούγκρι­σε τά κεφάλια καί τούς πέταξε πέρα. Καί οί δυό τους επεσαν.

-Άσιάτη ! είπε στόν Γιακόβ, κλείνοντας τήν πόρτα πάνω στή μύτη του , καί φώναξε σπρώχνοντάς με:

-Φύγε από δώ! VΕτρεξα στήν πρύμνη: Ή νύχτα συννεφιασμένη, μαύ­

ρο τό ποτάμι. Πέρα από τήν πρύμνη αναβράζουν δυό γκρίζοι δρομάκοι, πού ανοιγαν σάν ψαλλίδα καί χάνον­ταν κατά τίς αόρατες σχ'ltες. 'Ανάμεσα στούς δυό αυτούς δρομάκους, σέρνεται ή μαούνα. Πότε από τά δεξιά καί πότε από τ' αριστερά, προβάλλουν κόκκινες βούλες οί φωτιές καί, χωρίς νά φέγγουν κανένα, εξαφανίζονται πίσω από τήν απρόσμενη στροφή τού ποταμού. 'Ύστερα από τά φώτα εκεϊνα, ή νύχτα γίνεται πιό σκοτεινή καί πιό 'ltλιμμένη .

'Ήρ'ltε δ μάγειρας, κά{tησε κοντά μου, αναστέναξε βαριά κι αναψε ενα τσιγάρο.

-Σ' αυτήν σέ τραβούσαν. Βρέ, τούς α'ltλιους! Μά τούς ακουσα πού τά ψ ιλοκουβεντιάζανε.

-Τήν πήρατε από τά χέρια τους; -Έκείνην; Έβρισε χυδαϊα τήν κοπέλλα καί συνέχι-

σε, μέ τή βαρειά του φωνή. 'Όλοι τους εδώ είναι κα'ltάρματα. Τό βαποράκι αυτό είναι χειρότερο αΠ9 τό χωριό. Έζησες σέ χωριό;

-"Οχι. -Τό χωριό είναι συμφορά μοναχή. Προπάντων τόν

χειμώνα . . . Πέταξε τό αποτσίγαρό του στό ποτάμι, εμεινε γιά

λίγο αμίλητος κι επειτα συνέχισε:

1 1 5 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 116: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Θά χα'ltείς μέσα στό κοπάδι αυτών τών γουρου­νιών. Σέ λυπάμαι, γατάκι. Κι Όλους τούς λυπάμαι. Μερικές φορές, δέν ξέρω τί μπορούσα νά κάνω . . . ακόμα 'lta μπορούσα νά πέσω στά γόνατα καί νά τούς ρωτήσω: «Τί κάνετε, παλιόσκυλα, κερατάδες, πείτε μου ! Τί κάνε­τε, τυφλοί ;» Γκαμηλες! . . .

Τό καράβι άρχισε νά σφυρίζει μακρόσυρτα, τό παλα­μάρι της ρυμούλκας πλατάγισε στά νερά. Μέσα στό πηχτό σκοτάδι, άρχισε νά κουνιέται τό φώς τού φαναρι­ού, δείχνοντας πού είναι τό λιμάνι, μέσα από τό σκοτάδι κατέβαιναν κι άλλα φώτα.

-Με'ltυσμένος δ Μποέ, μουρμούριζε δ μάγειρας . . . Καί τό ποτάμι με'ltυσμένο. Ήταν κι δ επιμελητής τού στρατού, Με'ltυστακόβ . . . Κι δ γραμματικός Ζαπιβόχιν . . . Θ ά πάω στήν ακροποταμιά . . .

Κάτι μεγάλες γυναίκες τού Καμά καί κορίτσια κου­βαλούσαν από τήν ακροποταμιά ξύλα, πάνω σέ μακριές καζάκες. Προχωρούσαν σκυφτές, κάτω από τά λουριά, μισοχορεύοντας, μισοτανίζοντας τά λαστιχωτά κορμιά τους, ζευγάρια-ζευγάρια, στό αμπάρι τών 'ιtερμαστών, καί πετούσαν τά κούτσουρα, μάκρους μισης οργιάς, στόν μαύρο λάκκο καί φώναζαν δυνατά:

-Άμπάρι! Κα'ltώς προχωρούσαν φορτωμένες ξύλα, οί ναύτες

τούς πιάνανε τά στή'ltια, τά μπούτια, οί γυναίκες τσιρί­ζανε καί φτύνανε τούς άντρες. Γυρίζοντας πίσω, φυλά­γονταν από τίς τσιμπιές καί τά σπρωξίματα, χτυπώντας μέ τίς καζάκες. Αυτό τό είδα δεκάδες φορές. Σέ κά'ltε μας ταξίδι: σέ Όλα τά λιμάνια, Όπου φορτώνανε ξύλα, γινόταν τό ίδΙQ.

Μού φαινόταν, πώς γέρασα, πώς ζώ πάνω στό καράβι αυτό πολλά χρόνια καί ξέρω Όλα Όσα μπορούν νά συμβούν εδώ αύριο, υστερα από μιά βδομάδα, τό φ'ltινόπωρο, τού χρόνου.

V Αρχιζε νά φέγγει. Στήν αμμουδιά, πάνω από τό λιμάνι, ενα μεγάλο πευκόδασο. Οί γυναίκες τραβούσαν τόν ανήφορο, κατά τό δάσος, γελούσαν καί σιγοτραγου­δούσαν. 'Οπλισμένες κα'ltώς ηταν μέ μακριές καζάκες

1 1 6 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 117: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

εμοιαζαν μέ φαντάρους. Μου 'ρχόταν νά κλάψω, τά δάκρυα φούσκωναν τό

σηϊ{}ος μου, ή καρδιά μου, {}αρρείς, εβραζε μέσα σ' αυτά. Μου πονούσε ή ψυχή .

Μά είναι ντροπή νά κλαίει κανείς κι αρχισα νά βοη{}ω τόν ναύτη Μλιάχιν νά πλύνει τό κατάστρωμα.

Ήταν ενας ασήμαντος αν{}ρωπος. Κανένας δέν πρόσεχε τόν Μλιάχιν. Ξε{}ωριασμένος καί μαραγκιασμέ­νος, κα{}ώς ηταν, κρυβόταν διαρκως στίς Ύωνιές κι από κεί εβλεπες νά στραφταλίζουν τά μικρά του ματάκια.

-Τό αλη{}ινό παρατσούκλι μου δέν είναι Μλιάχιν, αλλά . . . 'Επειδή, βλέπεις, ή μάνα μου εκανε εκΛυτη ζωή. 'Έχω αδερφή, μά καί ή αδερφή μου τό ίδιο κάνει. Αυτό φαίνεται ηταν τό γραμμένο καί γιά τίς δυό. Ή τύχη , αδερφέ μου, είναι σάν αυτή τήν αγκυρά μας. 'Εσύ {}έλεις νά τραβήξεις καί κείνη σού λέει κράτει . . .

Καί, Τι)Jρα, σέρνοντας τή σκούπα στό κατάστρωμα, μού ελεγε σιγανά :

-Είδες πιος κυνηγάνε τίς γυναίκες! Αυτό είναι! Καί τό βρεμένο κούτσουρο, αμα τό καψαλίσεις πολλή ν {δρα, {}ά πάρει φωτιά ! Δέ μ' αρέσει αυτό, αδερφέ μου, δέν τό σέβουμαι. Κι αν γινόμουν γυναίκα, {}ά πνιγόμουν στήν μω:,ρη ρουφήχτρα τού ποταμού. Θά 'λεγα, πάρε, Χριστέ μου, τήν αγια σου ύπο{}ήκη ! Κι ετσι, πού λές, δέν εχει κανένας {}έληση . Κι από πάνω νά σού ψήνουν καί τό ψάρι. στ' αχείλι. Οί ευνούχοι, πρέπει νά σού τό πω, δέν είναι κουτεντέδες. Υ Ακουσες τί {}ά πεί ευνούχος; Έξυ­πνος κόσμος, πολλοί σωστά τό κατάλαβαν. 'Όλα, σού λέει, τά μικροπράγματα στήν ακρη. Ξέχασέ τα δλα καί παράτα τόν Θεό κα{}αρός . . .

Κείνη τή στιγμή, πέρασε από κοντά μας τσαλαβου­τώντας στά νερά 11 καπετάνισα καί σηκώνοντας ψηλά τά φουστάνια. Ψηλή, λυγερή, μέ κα-8αρό ώραίο πρόσωπο. Μού 'ρ{}ε νά τρέξω τό κατόπι της καί νά τήν παρακαλέ­σω μ' δλη μου τήν ψυχή:

«Πείτε μου κάτι, πείτε μου ! . . . »

Τό καράβι σήκωνε αργά τήν αγκυρα, ό Μπλιάχιν ελεγε, κάνοντας τόν σταυρό του :

-Φεύγουμε . . .

1 1 7 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 118: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

6

Σ ΤΟ Σαραπούλ, ό Μαξίμ ξεμπάρκαρε - εφυγε αμίλη­τος, χωρίς ν' αποχαιρετήσει κανέναν, σοβαρός καί η­ρεμος. Ξωπίσω του, κατέβηκε μιά εiΗtυμη γυναίκα, χαχανίζοντας, καί, σέ συνέχεια, μιά κοπέλλα τσαλακω­μένη, μέ πρησμένα μάτια. Ό Σεργκέϊ εμεινε πολλή ν ωρα γονατισμένος, μπροστά στήν καμπίνα τού καπετάνιου , φιλούσε τήν πόρτα καί χτυπούσε στά πόδια της τό κούτελό του , φωνάζοντας:

-Σχωρατε με, δέν φταίω! Ό Μαξίμκα τό 'κανε . . . Οί ναύτες, ό ύπάλληλος τού μπουφέ, ακόμα καί

όρισμένοι επιβάτες ξέρανε, πώς λέει ψέματα, μά τόν συμβούλευαν εν{}αρρυντικά :

-" Αντε, ξεκουμπήσου, {}ά σέ σχωρέσει ! Ό καπετάνιος τού ελεγε ν ά φύγει, τόν εσπρωξε

κιόλας μέ τό πόδι, μά, τελικά, τόν συχώρεσε. Κι ό Σεργκέϊ πήρε αμέσως νά τρέχει στό κατάστρωμα, μέ χά φλιτζάνια τού τσαγιού, κοιτώντας τούς αν{}ρώπους στά μάτια σάν σκύλος, ίκετευτικά.

Στή {}έση τού Μαξίμ πήρανε, από τήν παραλία, εναν φανταράκο, από τή Βιάτκα, ενα αν{}ρωπάκι δλο κόκκα­λα, μέ μικρό κεφαλάκι καί κοκκινοκίτρινα μάτια. Ό βοη{}ός τού μάγειρα τόν εστειλε νά σφάξει κότες. Ό φανταράκος εσφαξε δυό καί τίς άλλες τίς αμόλησε στό κατάστρωμα. Οί επιβάτες άρχισαν νά τρέχουν, γιά νά τίς πιάσουν, - τρείς πέταξαν από τό κατάστρωμα καί φύγανε. Τότε, δ φανταράκος κά{}ησε στά ξύλα, κοντά στήν κουζίνα, κι αρχισε νά κλαίει πικρά καί απαρηγό­ρητα.

-Τί κλαίς, ρέ βλάκα; τόν ρώτησε κατάπληκτος δ Σμούρι. Μήπως οί στρατιώτες κλαίνε;

-'Εγώ δέν είμαι μάχιμος, είπε σιγανά δ φανταράκος. Αυτό τόν κατάστρεψε, σέ μισή ωρα δλος ό κόσμος τού καραβιού γελούσε σέ βάρος του. Τόν ζύγωναν, τόν αγγιζαν σχεδόν μέ τό χέρι, κάρφωναν τά μάτια τους στό

1 18

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 119: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πρόσωπό του καΙ ρωτουσαν : -Αυτός είναι; Καί τραντάζονταν από τούς σπασμούς ενός προσ­

βλητικου, ανόητου γέλιου. Ό φανταράκος, στήν αρχή, δέν εβλεπε τούς αν-&ρώ­

πους, δέν ακουγε τό γέλιο. 'Έτσι, κα-&ώς σκούπιζε τά δάκρυά του, μέ τό μανίκι του παλιου, τρίλλινου πουκα­μίσου του, εδινε τήν εντύπωση, πώς τά εκρυβε στό μανίκι. Μά, σέ λΙγο, τά κόκκινα μάτια του αστραψαν οργισμένα κι είπε, μέ τή γρήγορη, κορακίστικη προφορά των κατοίκων της Βιάτκας:

-Τί μέ κολλάτε, μπαλόνια ξεφούσκωτα; Πού νά πάτε στά κομμάτια . . .

Αυτό διασκέδασε ακόμα πιό πολύ τόν κόσμο. 'Άρχι-σαν νά δείχνουν τόν φαντάρο μέ τό δάχτυλο. Νά τόν τραβουν από τό πουκάμισο, από τήν ποδιά, νά παίζουν μαζί του, σά νά 'ταν ό αποδιοπομπαίος τράγος. Έτσι τόν παίδεψαν ως τό μεσημέρι. Άφου μεσημέριασαν, κάποιος κάρφωσε στήν ακρη της λαβης του κουταλιου ενα κομμάτι στημένο λεμόνι, πηγε πίσω από τή ράχη του φαντάρου καί τό εχωσε στό κορδόνι της ποδιάς του. Ό φαντάρος περπατάει, τό κουτάλι σαλεύει, πίσω στίς πλάτες του, ολοι χασκογελάνε. Κι ό φαντάρος κλω-&ο­γυρνάει, σάν ποντικάκι πιασμένο στήν παγίδα, χωρίς νά καταλαβαίνει, τί είναι αυτό πού κάνει τούς αλλους νά γελάνε.

Ό Σμούρι τόν παρακολου-&ουσε αμίλητος, σοβαρός, τό πρόσωπο του μάγειρα εγινε γυναικείο.

Λυπή-&ηκα τόν φαντάρο καί ρώτησα τόν μάγειρα: -Μπορω νά του πω γιά τό κουτάλι; Έκείνος κούνησε τό κεφάλι, χωρίς νά βγάλει τσι­

μουδιά. Τότε εξήγησα στόν φαντάρο γιατί γελάνε. Έκείνος

βρηκε γρήγορα, πασπατεύοντας, τό κουτάλι, τό πηρε από εκεί, τό πέταξε στό πάτωμα, τό ελειωσε μέ τά πόδια κι αρπαξε, μέ τά δυό του χέρια, τά μαλλιά μου . Άρχίσα­με νά χτυπιόμαστε, γιά μεγάλη αγαλλίαση του κοσμάκη πού αμέσως εκανε εναν κύκλο γύρω μας.

1 1 9 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 120: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό Σμούρι διάλυσε τούς 1'tεατές, πετώντας τόν ενα δεξιά καί τόν άλλο αριστερά, μας χώρισε κι αφού τράβηξε τά δικά μου αυτιά, επιασε τό αυτί τού φαντά­ρου. 'Όταν δ κόσμος είδε τό μικρό αυτό αν1'tρωπάκι νά κουνάει τό κεφάλι καί νά χορεύει, κρεμασμένο από τό χέρι τού μάγειρα, άρχισε νά ουρλιάζει μανιασμένα, νά σφυρίζει, νά χτυπάει τά πόδια καί νά λύνεται στά γέλια.

-Ζήτω ή φρουρά! Δώσε μιά τού μάγειρα, μέ τό κεφάλι, στήν κοιλιά!

Αυτή ή άγρια χαρά τού αν1'tρώπινου κοπαδιού μού γέννησε τήν απο1'tυμιά ν' άρπάξω ενα παλούκι καί ν' αρχίσω νά στουμπώνω τά βρώμικα κεφάλια τους.

Ό Σμούρι άφησε τόν φαντάρο, εκρυψε τά χέρια πίσω από τήν ράχη του, προχώρησε πάνω στόν κόσμο, σάν αγριογούρουνο, μ' ανασηκωμένες τίς τρίχες τής κεφαλής καί μέ τό στόμα ανοιχτό, ετοιμο, 1'tαρρείς, νά δαγκάσει μέ μανία.

-'Εμπρός, μάρς, στίς 1'tέσεις σας! Άσ-σ-σιάτες! ... Ό φαντάρος μού ρίχτηκε πάλι. Μά δ Σμούρι τόν

βούτηξε από τόν γιακά, μέ τό ενα του χέρι, τόν τράβηξε κοντά στήν τουλούμπα καί μέ τό άλλο άρχισε νά τραβάει νερό πάνω στό κεφάλι του. Τό αδύνατο κορμί τού φαντάρου σπαρταρούσε, σάν κούκλα από κουρέλια, μέσα στά χέριά τού Σμούρι.

Έτρεξαν οΙ ναύτες, δ τιμονιέρης, δ βοη1'tός τού καπετάνιου, πάλι μαζεύτηκε τό πλή1'tος. 'Ένα κεφάλι πιό ψηλός απ' ολους, στεκόταν δ μπουφετζής, ησυχος καί βουβός, οπως πάντα.

Ό φαντάρος κά{tησε πάνω στά ξύλα, πού είχαμε κοντά στήν κουζίνα, εβγαλε, μέ τρεμάμενα χέρια, τά στιβάνια του κι άρχισε νά τά στίβει. Μά εκείνα �ταν στεγνά. Τό νερό εσταζε από τά βρεγμένα του μαλλιά. Αυτό εκανε καί πάλι τόν κόσμο νά γελάει.

-'Όπως καί νά 'ναι, είπε δ φαντάρος, μέ μιά φωνή ψιλή καί δυνατή, 1'tά τό σκοτώσω τό παιδάκι.

Ό Σμούρι, κα1'tώς μέ κρατούσε από τόν rbμο, ελεγε κάτι στόν βοη1'tό τού καπετάνιου. ΟΙ ναύτες προσπα-1'tούσαν νά διαλύσουν τόν κόσμο. Κι οταν ολοι σκόρπι-

120 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 121: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σαν, δ μάγειρας ρώτησε τόν φαντάρο: -Τί ftά κάνουμε μέ σένα; Έκείνος δέν είπε τίποτα. Είχε μόνο καρφωμένο τό

αγριο βλέμμα του άπάνω μου καί σπαρταρούσε, αβου­λος, άπό παράξενους σπασμούς.

-Ήσύχασε, ύστερικιά γυναίκα! είπε δ Σμούρι. Ό φαντάρος άπάντησε: -' Ασε τίς διαταγές, ή φλογέρα αυτή δέν είναι γιά τό

στόμα σου. Είδα τόν μάγειρα νά τά μπερδεύει. Τά φουσκωμένα

μάγουλά του άμέσως πλαδάρωσαν καί κρέμασαν, εφτυ­σε κι εφυγε τραβώντας καί μένα μαζί του. Ζαλισμένος, τόν άκολού{}ησα, ενώ δ Σμούρι ρίχνοντας κάftε τόσο ματιές πίσω, στόν φαντάρο, μουρμούριζε μέ άπορία:

-Σπουδαίο ύποκείμενο, ε; Λαμβάνω τήν τιμή νά σας ...

Μας εφτασε, τρέχοντας, δ Σεργκέ"ί καί δέν ξέρω γιά ποιό λόγο, χαμήλωσε τή φωνή καί είπε ψιftυριστά:

-Θέλει νά μαχαιρωftεί! -Πού; εσκουξε δ Σμούρι κι ετρεξε. Ό φαντάρος στεκόταν πάνω στήν πόρτα της καμπί­

νας, γιά τό ύπηρετικό προσωπικό, μ' ενα μεγάλο μαχαίρι στά χέρια. Μέ τό μαχαίρι αυτό άποκεφαλίζανε τίς κότες, σκίζανε ξύλα γιά προσάναμμα, ηταν στομωμένο καί μέ τήν κόψη σάν πριόνι. Μπροστά στήν καμπίνα στεκόταν δ κόσμος, περιεργαζόμενος τό μικρό κι άστείο άνftρω­πάκι, μέ τή βρεγμένη κεφαλή. Ή σηκωτή μύτη του ετρεμε, λές καί τουρτούριζε άπό τό κρύο, τό στόμα του ανοιξε πικραμένα, τά χείλια του πήδησαν. Μούγγριζε:

-Τύραννοι, τύραννοι ... Είχα σκαρφαλώσει κάπου κι εβλεπα, άπό ψηλά, τά

πρόσωπα τών άνftρώπων. Οί ανftρωποι χαχανίζανε, χαμογελούσαν ε καί λέγανε μεταξύ τους:

-Κοίτα, κοίτα ... 'Όταν αρχισε, μέ τό κοκκαλιάρικο, παιδικό χέρι του,

νά σιάζει στό πλευρό του τό πουκάμισο, πού βγήκε εξω, εν ας ftεόρατος αντρας, δίπλα μου, είπε φωναχτά:

-Έτοιμάζεται νά πεftάνει καί συμμαζεύει τά βρακιά του ...

121 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 122: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό κόσμος γέλασε πιό δυνατά. Ήταν φανερό, πώς κανένας δέν πίστευε, δτι δ φαντάρος μπορεί νά σφαχτεί. Δέν τό πίστευα καί γώ, μά δ Σμούρι τού ερριξε μιά πεταχτή ματιά κι αμέσως αρχισε νά σπρώχνει τούς ανftρώπους μέ τήν κοιλιά του, λέγοντας επιτιμητικά :

-Φύγε από δώ, βλάκα! Έλεγε «βλάκα» δλους μαζί : ζύγωσε σέ μιά δλόκληρη

παρέα μαζεμένη καί φώναξε: -Στίς ftέσεις σας, βλάκα! Κι αυτό ηταν αστείο, αλλά σωστό, σήμερα, από τό

πρωι, δλοι οί ανftρωποι μαζί ηταν ενας βλάκας καί μισός.

Διάλυσε τόν κόσμο, σπρώχνοντας, εφτασε στό φαν­τάρο κι απλωσε τό χέρι.

-Δώσε τό μαχαίρι . . . -Τό ϊδιο μού κάνει, είπε δ φαντάρος, απλώνοντας τό

μαχαίρι μέ τή μύτη του . Ό μάγειρας μού εδωσε τό μαχαίρι κι εσπρωξε τόν φαντάρο στήν καμπίνα.

-Πάνε νά κοιμηftείς! Τί είσαι εσύ; Ό φαντάρος κάftησε, αμίλητος, στήν κουκέτα. -Θά σού φέρει φαγητό καί βότκα, πίνεις βότκα; -Πίνω λιγάκι . . . -Κοίτα, μήν τόν πειράξεις. Δέν είναι αυτός πού σέ

κορόϊδεψε, τ' ακούς; Δέν είναι αυτός σού λέω . . . -Γιατί μέ παιδέψανε; ρώτησε ησυχα δ φαντάρος. -Πού νά τό ξέρω! Πηγαίνοντας μαζί μου στό μαγειρείο, μουρμούριζε: -Ναί. . . πραγματικά, εχουν κολλήσει στόν αδύνατο!

Βλέπεις τί γίνεται ; Αυτό είναι ακριβώς! Οί ανftρωποι, αδερφέ μου, μπορούν νά σέ τρελάνουν ε . . . Σού κολλάνε σάν κοριοί καί πάει. Τέρμα! Τί είπα, κοριοί; Όχι. Χειρότερα καί από τούς κοριούς! . . .

'Όταν εφερα στόν φαντάρο ψωμί, κρέας καί βότκα, εκείνος στήν κουκέτα σάλευε μπρός-πίσω καί σιγόκλαι­γε μ' αναφιλλητά, σά γυναίκα. Έβαλα τό πιάτο στό τραπεζάκι καί τού είπα:

-Φάγε . . . -Κλείσε τήν πόρτα.

1 22 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 123: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Θά σού είναι σκοτεινά. -Κλείσε, γιατί ι'tά μού χωι'toύνε πάλι . . . Έγώ εφυγα. Ό φαντάρος μού ήταν ασυμπάι'tιστoς.

Δέ μού γέννησε λύπη η συμπάι'tεια. 'Ένιωι'tα ασκημα. Ή γιαγιά μού είχε πεί πολλές φορές: «Πρέπει νά τούς λυπάσαι τούς ανι'tρώπoυς, ολοι είναι δυστυχισμένοι, ολοι εχουν τόν πόνο τους . . . »

-Τού πήγες; μέ ρώτησε ό μάγειρας. Τί κάνει; λοιπόν εκεί ;

-Κλαίει . . . -Βρέ τό τσουβάλι! . . . Τί στρατιώτης είναι; -Δέ τόν λυπάμαι. -Λοιπόν, γιατί τό λές ; -Πρέπει τούς ανι'tρώπoυς ν ά τούς λυπάσαι . . . Ό Σμούρι μ' επιασε από τό χέρι, μ έ τράβηξε κοντά

του κι είπε επιβλητικά: -Μέ τό στανιό, δέ μπορείς νά λυπάσαι. Καί ψέματα

δέν κάνει νά λές. Κατάλαβες; Μή συνηι'tίζεις νά μοιρά­ζεις σερμπέτια. Κοίτα νά μάι'tεις τόν έαυτό σου . . .

Καί πρόσι'tεσε σκυι'tρωπά, κάνοντάς με πέρα: -Δέν είναι ή ι'tέση σου εδώ! Πάρε τσιγάρο . . . ΥΗμουν ανω-κάτω. Άνάστατος καί τσακισμένος από

τή στάση τών επιβατών. YEνιωι'tα κάτι τό ανείπωτα προσβλητικό καί καται'tλιπτικό, πού εβλεπα νά μεταχει­ρίζονται, μ' αυτό τόν τρόπο, τόν φαντάρο καί νά χαχανίζουν πασίχαρα, οταν ό Σμούρι τού τραβούσε τό αυτί. Πώς μπορούσε νά τούς αρέσει ολο αυτό τό σιχαμερό καί ι'tλιβερό παιχνίδι, τί ήταν αυτό πού τούς εκανε νά γελάνε τόσο χαρούμενα;

Νά, πάλι σκόρπισαν. ΥΕπιασε ό και'tένας μιά ι'tέση η ξάπλωσε κάτω από τή χαμηλή τέντα. Πίνουν, μασουλα­νε, παίζουν χαρτιά, κουβεντιάζοντας ειρωνικά καί επί­σημα, αγναντεύουν τό ποτάμι, λές καί δέν ήταν αυτοί, πού σφυρίζανε καί γιουχαιζανε πρίν από μιά ωρα. 'Όλοι τους είναι, οπως πάντα, ησυχοι καί νωχελικοί. 'Από τό πρωι ως τό βράδι κλωι'toγυρνάνε μέσα στό πλοίο, σάν τίς γάτες η σάν τίς σκόνες, στίς αχτίδες τού ηλιου. Νά, καμιά δεκαριά ανι'tρωπoι στρυμωγμένοι ση,

1 23 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 124: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σκάλα, κάνουν τόν σταυρό τους καί κατεβαίνουν από τό καράβι στό λιμάνι, κι από τό λιμάνι χυμούνε κατά πάνω τους κι ανεβαίνουν αλλοι τέτοιοι αν-Ορωποι, ίδιοι, μέ σκυμμένη τή ράχη από τό βάρος τών σακκιών καί τών μπαούλων καί τό ίδιο ντυμένοι . . .

Α υτή ή αδιάκοπη αλλαγή τών αν-ιtρώπων δέν αλλαζε τίποτε στή ζωή τού καραβιού, - οΙ νέοι επιβάτες -Ιtά λένε τά ιδια ακριβώς πράγματα, πού λέγανε καί κείνοι πού φύγανε. Θά μιλανε γιά τή γη, γιά τή δουλειά, γιά τόν Θεό, γιά τίς γυναίκες. Μέ τά ίδια λόγια.

-Ό Θεός τό -&έλει νά ύποφέρουμε κι ό αν-ιtρωπος πρέπει νά ύποφέρει. Τί νά κάνεις; αυτή εΙναι ή μοίρα μας . . .

Βαριέσαι νά τ' ακούς αυτά, γιατί ερε-ιtίζουν: δέν ύποφέρω τή βρωμιά, δέ μπορώ νά ανεχτώ τό κακό, τό αδικο, τήν προσβολή . Ξέρω καλά, τό νιώ-ιtω, Ότι δέν εΙμαι καμωμένος γιά ταπεινώσεις καί προσβολές. Κι ό φαντάρος δέν επρεπε νά εΙχε τέτοια μεταχείριση. Μήπως μόνος του -Ιtέλει νά εΙναι γελοίος; . . .

Έδιωξαν τόν Μαξίμ, από τό καράβι, πού ηταν σοβαρός, ντόμπρος νέος, κι αφησαν τόν παλιάν-ιtρωπο τόν Σεργκέ"ί . "Ο λα είναι ανάποδα. Καί γιατί αυτός δ κόσμος, πού είναι σέ -Ιtέση νά προγγάει τόν αν-ιtρωπο, νά τόν δδηγήσει στήν τρέλα, ύποτάσσεται πάντα αδιαμαρ­τύρητα στίς όργισμένες κραυγές τών ναυτών κι ακούει τίς βρισιές, χωρίς νά -Ιtίγεται ;

-Τί μού μαζευτήκατε στό κατάστρωμα; φώναξε δ τιμονιέρης, μισοκλείνοντας τά ώραία, μά γεματα κακία μάτια του. Μποτσάρει τό καράβι, σκορπιστείτε γρήγο­ρα, διαβόλοι τσαρουχωμένοι . . .

ΟΙ διαβόλοι μετακινούνται καλοπόταγα, στήν αλλη πάντα τού καραβιού. Μά κι από κει τούς ξαναδιώχνουν σάν τά πρόβατα.

-' Αχ, καταραμένοι . . . Τίς ζεστές νύχτες, κάτω από τήν πυρωμένη, Όλη τή

μέρα, τέντα, νιώ-ltουν ασφυξία. οι επιβάτες βγαίνουν από κεί, σάν κατσαρίδες, καί σκορπανε σ' δλο τό κατάστρωμα, ξαπλώνουν Όπου τύχει. Πρίν φτάσουν στό

1 24 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 125: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

λιμάνι, οί ναύτες τούς ξυπνάνε μέ κλώτσιές. -Έ, τί ξαπλώσατε πάνω στόν δρόμο! Φύγετε από

δώ, στίς 1'tέσεις σας . . . 'Εκείνοι σηκώνουνται καί πηγαίνουν, νυσταγμένοι,

κατά κεί πού τούς σπρώχνουν. Καί οί ναύτες σάν κι αυτούς είναι, μόνο πού είναι

διαφορετικά ντυμένοι, αλλά τούς διατάζουν σά νά 'ναι χωροφύλακες.

Τό ειρηνικό, τό δειλό, τό 1'tλιμμένο καί καλοπόταγο στοιχείο μέσα στούς αν1'tρώπους φαντάζει, πρώτα­πρώτα, καί μάλιστα τόσο παράξενα, τόσο φοβερά, δταν, μέσα από τούτη τήν κρούστα της πρό1'tυμης ύποταγης, ξεπηδάει ξάφνου, δρμητικά, τό σκληρό, τό παράλογο καί σχεδόν πάντα ευ1'tυμo πά1'tος, νά κοροϊδεύει σέ βάρος τού αλλου. Μού φαίνεται πώς οί αν1'tρωποι δέν ξέρουν πού τούς δδηγούν. Δέν τούς ενδιαφέρει πού 1'tά τούς κατεβάσουν από τό καράβι. 'Όπου κι αν κατεβούν, αφού κα{tήσoυν λιγάκι εκεί, 1'tά ξανανεβούν στό ίδιο η σέ άλλο καράβι, καί πάλι 1'tά πάνε κάπου. 'Όλοι τους μοιάζουν μέ κάτι περιπλανώμενου ς αστεγους, δλη ή γη είναι ξένη γι' αυτούς. Κι δλοι τους είναι δειλοί μέχρι παραφροσύνης.

Μιά φορά, κατά τά μεσάνυχτα, κάτι εσκασε στίς μηχανές, λές κι εσκασε κανόνι. Τό κατάστρωμα αμέσως σκεπάστηκε από ενα λευκό σύννεφο ατμού, πού ύψω­νόταν πυκνό, από τό μηχανοστάσι, κι αναδινόταν απ' δλες τίς ρωγμές. Κάποιος, πού δέ φαινόταν, φώναζε εξαλλος:

-Γκαβρίλο, τό μίνιο, δ κετσές . . . 'Εγώ κοιμόμουνα κοντά στό μηχανοστάσιο, πάνω στό

τραπέζι δπου επλυνα τά πιατικά. Κι δταν ξύπνησα από τήν εκρηξη καί τόν τρανταγμό, στό κατάστρωμα ύπηρχε ήσυχία, μέσα στή μηχανή σφύριζε καυτός δ ατμός, χτυπούσαν συχνά τά σφυριά. Μά ϋστερα από ενα λεπτό, οί επιβάτες τού καταστρώματος, αρχισαν νά τσιρίζουν καί νά ουρλιάζουν, σέ διάφορους τόνους, κι αμέσως γέμισε ή ατμόσφαιρα φόβους.

Μέσα στή λευκή αντάρα, πού αραίωνε γρήγορC!:,

1 2 5 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 126: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τρέχανε καί σκόνταφταν καί ρίχνανε κάτω ο ένας τον άλλο, γυναίκες αναμαλλιασμένες, άντρες κουρεληδες, μέ στρογγυλά, ψαρίσια μάτια, δλοι κουβαλούσαν κάπου μπόγους, σακκούλες, μπαούλα, σκόνταφταν, πέφταν, επικαλούνταν τόν Θεό, τόν 'Άη Νικόλα, χτυπούσαν ό

ενας τόν άλλον. Ήταν κάτι πολύ φοβερό, μά σύγκαιρα κι ενδιαφέρον. Έτρεχα πίσω από τούς αν1'tρώπους καί κοιτούσα τί κάνανε.

Πρώτη φορά εβλεπα εναν τέτοιο νυχτερινό συναγερ­μό καί κατάλαβα, δέν ξέρω γιατί, αμέσως, δτι οί άν1'tρωποι τό εκαναν αυτό κατά λά1'tος: τό καράβι τραβούσε, χωρίς νά κα1'tυστερεί τήν κίνησή του, πέρα από τή δεξιά κουπαστή εκαιγαν κάπου πολύ κοντά οί φωτιές των 1'tεριστάδων, ή νύχτα �ταν φωτεινή, ψηλά κρεμόταν όλόγιομο τό φεγγάρι.

Κι δμως οί άν1'tρωποι τρέχανε πάνω στό κατάστρωμα δλο καί πιό γρήγορα, πετιούνταν εξω οί επιβάτες της πρώτης καί της δεύτερης 1'tέσης, κάποιος πήδηξε στό ποτάμι, επειτα ενας άλλος, κι άλλος. Δυό άντρες κι ενας καλόγερος προσπα1'tούσαν νά σπάσουν, μέ τίς μαγκού­ρες, ενα σκαμνάκι, βιδωμένο στή μέση τού καταστρώμα­τος. Άπό τήν πρύμη πέταξαν στό νερό ενα μεγάλο κλουβί μέ κότες Στή μέση τού καταστρώματος, κοντά στή σκάλα της γεφυρούλας τού καπετάνιου, βρισκόταν γονατιστός ενας άντρας. Ό άν1'tρωπος κοιτούσε αυτούς πού τρέχανε δίπλα του κι ούρλιαζε σάν λύκος:

-Όρ1'tόδοξοι, χριστιανοί, εΙμαι άμαρτωλός ... -Τή βάρκα, διαβόλοι! φώναζε ενας χοντρός νέος,

μόνο μέ σόβρακα, χωρίς πουκάμισο, καί χτυπούσε τά στή1'tια μέ τή γρο1'tιά του.

Τρέχανε οί ναύτες, άρπάζανε τούς αν1'tρώπους από τόν γιακά, τούς χτυπούσαν μέ τίς μαγκούρες στά κεφά­λια, τούς πετούσαν στό κατάστρωμα. Περπατούσε βαριά ό Σμούρι, ντυμένος τό παλτό πάνω από τίς νυχτικές του, κι ελεγε, μέ τή βουερή φωνή του σ' δλους:

-Ντροπή σας! Τί, τρελα1'tήκατε; Τό καράβι στέκεται. Σηκώ1'tηκες, τέλειωσε! Νά ή ακροποταμιά! Τούς βλάκες πού πήδηξαν στό νερό, τούς περιμάζεψαν οί 1'tεριστάδες

126 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 127: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

καί τούς εβγαλαν εξω. Νά τους, βλέπετε τίς δυό βάρκες; Τούς ανf}ρώπους, Όμως, της τρίτης f}έσης, τούς τρα­

βούσε γροf}ιές στά κεφάλια, από τά πάνω πρός τά κάτω, κι αυτοί, χωρίς νά βγάλουν τσιμουδιά, πέφτανε σάν τσουβάλια στό κατάστρωμα.

Δέν είχε ακόμα καταλαγιάσει ή αναμπουμπούλα καί μιά γυναίκα, μέ μακρυά νυχτικιά, Όρμησε πάνω στόν Σμούρι μ' ενα κουτάλι τού φαγητού καί τού φώναξε, κουνώντας τό κεφάλι, κάτω από τή μύτη του :

-Πώς τολμας! 'Ένας βρεμένος κύριος, πού τήν κρατούσε, εγλειφε τά

μουστάκια του κι ελεγε μέ λύπη: -'Άστονε, τόν ανόητο . . . Ό Σμούρι ανοιγε τά χέρια, ανοιγόκλεινε τά μάτια,

σαστισμένος καί μέ ρωτούσε: -Τί συμβαίνει; Τί μού κόλλησε τώρα αυτή ; Καλημέ-

ρα σας, μού λέει, κι εγώ πρώτη φορά τή βλέπω! . . . Κάποιος αλλος αντρας ξεφυσούσε αίμα καί φώναζε: -Άχ, κόσμε! "Αχ, λωποδύτες! . . . Μέσα σ' ενα καλοκαίρι είδα δυό φορές πανικό στό

καράβι. Καί τίς δυό φορές δέν προηλf}ε από αμεσο κίνδυνο, παρά από τόν φόβο μπροστά στό ενδεχόμενό του. Τήν τρίτη φορά, ηταν πού οί επιβάτες είχαν πιάσει δυό κλέφτες, - ό ενας φορούσε ρούχα προσκυνητη . Τούς εδειραν σχεδόν μιά ωρα, στή ζούλα, γιά νά μήν τούς πάρουν μυρουδιά οί ναύτες. Κι Όταν οί ναύτες τούς πηραν από τά χέρια τους, ό κόσμος αρχισε νά τούς βρίζει:

-Ό κλέφτης κρύβει τόν κλέφτη, τό ξέρουμε! -Είστε κι οί ιδιοι λωποδύτες καί καλοπιάνετε τούς

λωποδύτες . . . Τούς λωποδύτες τούς τάραξαν στό ξύλο. Δέ μπο­

ρούσαν νά σταf}ούνε στά πόδια τους, Όταν τούς παρά­δωσαν, σέ κάποιο λιμάνι, στήν αστυνομία . . .

Κι ύπηρχαν πολλά τέτοια πράγματα, πού σέ συγκλό­νιζαν φοβερά καί δέ σ' αφηναν νά καταλάβεις, αν οί ανf}ρωποι είναι καλοί η κακοί, ησυχοι η καυγατζηδες. Καί γιά ποιό λόγο τάχα νά 'ναι τόσο σκληροί, τόσο

1 27 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 128: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αφάνταστα κακοί, αλλά καί τόσο επαίσχυντα καλόβο­λοι;

Ρωτουσα γι' αυτό τόν μάγειρα, μά εκείνος συχνά ελεγε, μέ λύπη, γεμίζοντας τό πρόσωπό του μέ τόν καπνό του τσιγάρου του :

-Τί νά σέ ζαλίζω! Ο ί άν{}ρωποι είναι άν{}ρωποι . . . Ό ενας εξυπνος, ό άλλος βλάκας. Διάβασε τά βιβλία, δταν είναι σωστά, τά λένε δλα . . .

Δέν αγαπουσε τά εκκλησιαστικά βιβλία καί τούς βίους τών αγίων.

-Αυτά είναι, ελεγε, γιά τούς παππάδες καί τά παιδιά τών παππάδων . . .

Ή{}ελα νά κάνω κάτι, νά τόν ευχαριστήσω, νά του χαρίσω ενα βιβλίο. Στό λιμάνι του Καζάν, αγόρασα, γιά μιά πεντάρα, τό βιβλίο « Ό t'tρύλος γιά τόν στρατιώτη, πού εσωσε τή ζωή του Μεγάλου Πέτρου». Μά τήν ωρα κείνη ό μάγειρας ηταν στουπί στό με{}ύσι καί {}υμωμέ­νος. Δέν αποφάσισα νά του δώσω τό δώρο καί διάβασα στήν αρχή μόνος μου τόν «Θρύλο». Μου άρεσε πάρα πολύ - δλα ηταν τόσο απλά καί κα{}αρά, ενδιαφέροντα καί σύντομα. Ήμουν σίγουρος, πώς τό βιβλίο αυτό {}ά ευχαριστουσε τόν δάσκαλό μου.

'Όταν, δμως, του πρόσφερα τό βιβλίο, τό τσαλάκωσε αμίλητος, στίς φουχτες του, τό εκαμε εναν στρογγυλό σβώλο καί τό πέταξε στό ποτάμι.

-Βλέπεις, πόσο ανόητο είναι τό βιβλίο σου, είπε κατσούφης. 'Εγώ σέ μα{}αίνω σά σκυλί κι εσύ δλο {}έλεις νά τρώς τό κυνήγι, ε ;

Χτύπησε τά πόδια του στό πάτωμα κι άρχισε νά ουρλιάζει :

-Τί βιβλίο είναι αυτό; Τίς ανοησίες αυτές τίς εχω διαβάσει δλες! 'Ό,τι γράφει είναι αλή{}εια; Λέγε, λοιπόν!

-Δέν ξέρω. -'Εγιο, δμως, ξέρω! 'Όταν κόβουν του αν{}ρώπου τό

κεφάλι, εκείνος πέφτει από τή σκάλα κάτω, κι οί άλλοι πιά δέν σκαρφαλώνουν ε στόν αχερώνα. Ο ί φαντάροι δέν είναι κουτεντέδες! Θά βάζανε φωτιά στό χορτάρι καί

1 2 8 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 129: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τέλειωσε! Κατάλαβες; -Κατάλαβα. -Έντάξει! Ξέρω τήν ίστορία του τσάρου του Πέ-

τρου. Αυτό δέν �γινε! Τσακίσου ! . . . Καταλάβαινα, πώς δ μάγειρας εΙχε δίκιο, μά τό

βιβλίο πάλι μ' άρεζε: ξαναγόρασα τόν « Θρύλο» καί τόν διάβασα γιά δεύτερη φορά καί πείσ{}ηκα, μ' �κπληξη, δτι τό βιβλίο δέν άξιζε πραγματικά τίποτα. Αυτό μέ στενα­χώρεσε κι άρχισα νά βλέπω τόν μάγειρα μέ πιό μεγάλη προσοχή κι εμπιστοσύνη καί κείνος, άγνωστο γιά ποιόν λόγο, μιλουσε πιό συχνά μέ μεγαλύτερη λύπη:

-Υ Αχ, πρέπει νά βρε{!-εί τρόπος νά μά{!-εις γράμματα! Δέν είναι ή {!-έση σου εδώ . . .

Καί γ ώ τό ενιω{!-α, πώς δέν ηταν εκεί ή {!-έση μου. Ό Σεργκέ'ί μου φερόταν απαίσια. 'Αρκετές φορές, πρόσεξα πώς μου παίρνει τά σύνεργα του τσαγιου καί τά πουλάει στούς επιβάτες, κρυφά από τόν μπουφετζη . ΥΗξερα, πώς αυτό {!-εωρείται κλεψιά. Πολλές φορές, ό Σμούρι μέ προειδοποίησε:

-Κοίτα, μή δίνεις στό γκαρσόνι τά φλιτζάνια του τσαγιου από τό τραπέζι σου !

Ύπηρχαν καί πολλά άλλα άσκημα γιά μένα. Συχνά, η{!-ελα νά φύγω από τό καράβι, νά ξεμπαρκάρω στό πρώτο λιμάνι, νά τραβήξω γιά τό δάσος. Μά μ' έμπόδιζε δ Σμούρι: μου φερνόταν δλο καί πιό μαλακά καί μέ γοήτευε φοβερά ή αδιάκοπη κίνηση του καραβιου. Μου ηταν δυσάρεστο, δταν αγκυροβολουσε σέ κάποιο λιμάνι. 'Ανυπομονουσα πότε {!-ά τραβήξουμε, από τόν Κάμα στήν Μπελάγια, στή Βιάτκα, η ακόμα καί στόν Βόλγα, γιά νά δώ νέες παραλίες, νέες πόλεις καί καινούργιους αν-&ρώπους.

Αυτό δμως δέν εγινε, ή ζωή μου κόπηκε στό καράβι, ξαφνικά, καί έπαίσχυντα γιά μένα. Τό βράδι, πού πηγαίναμε από τό Καζάν στό Νίζνι ό καντινιέρης μέ φώναξε στήν καμπίνα του . Μπηκα, �κλεισε τήν πόρτα πίσω μου καί εΙπε στόν Σμούρι, πού κα{!-όταν μουτρω­μένος πάνω σ' ενα σκαμνί από χαλκό:

-Νάτος.

1 29 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 130: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'Ο Σμούρι μέ ρώτησε απότομα: -Δίνεις στόν Σεριόζκα σερβίτσια; -Τά παίρνει μόνος του, δταν δέν τόν βλέπω. 'Ο μπουφετζής είπε ησυχα: -Δέ βλέπει, αλλά τό ξέρει. 'Ο Σμούρι εδωσε μιά γρο{)-ιά στό γόνατό του. Έπειτα

εξυσε τό γόνατό του, λέγοντας: -Στα{)-είτε, προλαβαίνετε . . . Καί βυ{)-ίστηκε σέ συλλογισμούς. Κοίταξα τόν jλ.Πoυ­

φετζή κι έκείνος έμένα, μά μού φάνηκε πώς πίσω από τά γυαλιά του δέν ύπάρχουν μάτια.

Ζούσε ησυχα, περπατούσε α{)-όρυβα, μιλούσε μέ χα­μηλή φωνή. Μερικές φορές, ή ξεil-ωριασμένη γενειάδα του καί τ' αδειανά μάτια του πρόβαιναν από κάποια γωνιά aπρόσμενα κι αμέσως έξαφανίζονταν. Πρίν κοι­μη{)-εί, στεκόταν πολλήν ωρα; δίπλα στόν μπουφέ, γονα­τιστός, μπροστά στήν εικόνα, μέ τό ακοίμητο καντήλι, -τόν εβλεπα από τήν κλειδαρότρυπα, δμοιο μέ ασο κούπα, μά δέν αξιώ{)-ηκα νά δώ πώς προσεύχεται ό μπουφετζής: κα{)-όταν μόνο κι εβλεπε τό εικόνισμα καί τό καντήλι, αναστενάζοντας καί χαϊδεύοντας τά γένια του.

'Ύστερα από μικρή σιωπή, ό Σμούρι ρώτησε: -'Ο Σ εριόζκα σού εδινε λεφτά; -"Οχι. -Ποτέ ; -Ποτέ. -Δέν λέει ψέματα, είπε ό Σμούρι στόν μπουφετζή

καί κείνος απάντησε σιγανά : -Τό ίδιο κάνει. Μπορεί. -Πάμε! μου φώναξε ό μάγειρας, πλησίασε στό

τραπέζι μου καί μέ χτύπησε, αλαφριά, μέ τό δάχτυλο, στό κροτάφι. Βλάκα! Μά καί γώ 'μαι βλάκας. Έπρεπε νά σέ προσέχω . . .

Στό Νίζνι, ό μπουφετζής μου ξόφλησε τό λογαριασμό καί μ' aπόλυσε. Πήρα κάπου οχτώ ρούβλια. Ήταν τά πρώτα πολλά λεφτά, πού είχα κερδίσει.

'Ο Σμούρι μου είπε λυπημένα, τήν ωρα πού μ'

1 3 0 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 131: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

άποχαιρετούσε: -' Αντε, λοιπόν . . . Τώρα τά μάτια σου τέσσερα,

καταλαβαίνεις; Δέν κάνει νά χαζεύεις . . . Έχωσε, στή χούφτα μου, μιά παρδαλή χρηματοσακ­

κούλα, άπό χάντρες: -Νά, αυτό είναι γιά σένα! Είναι ώραία ψιλοδουλειά

τού χεριού. Μού τό 'χει φτιάξει ή νουνά μου . . . • Αει, άντίο. Δ ιάβαζε βιβλία. Είναι ή καλύτερη δουλειά!

Μ' επιασε άπό τίς μασχάλες, μ' άνασήκωσε, μέ φίλησε καί μ' εστησε γερά πάνω στήν πλατφόρμα τού λιμανιού. Ένιω1tα λύπη καί γιά μένα καί γιά κείνον. Κρατιόμουνα μέ δυσκολία, γιά νά μήν ξεσπάσω σέ γοερά κλάματα, κα1tώς τόν εβλεπα νά γυρίζει στό πλοίο, σπρώχνοντας, δεξιά κι άριστερά, τούς χαμάληδες, μεγάλος, βαρύς καί μόνος . . .

Πόσους καί πόσους δέν άντάμωσα, σάν κι αυτόν, καλούς, γεμάτους μοναξιά, ξεχωριστούς άπό τούς άλ­λους άν1tρώπους ! . . .

7

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ και η γιαγιά πάλι μετακόμισαν στήν πόλη . Τούς επισκέφτηκα μέ βαρειά καρδιά, μέ τήν ψυχή γεμάτη οργή , ετοιμος γιά καυγά. Γιατί μέ 1tεώρησαν κλέφτη ;

Ή γιαγιά μέ ύποδέχτηκε τρυφερά κι άμέσως πήγε νά βάλει τό σαμοβάρι. Ό παππούς μέ ρώτησε ειρωνικά, σπω ς πάντα:

-Μάζεψες πολύ χρυσάφι; -'Όσο ύπάρχει, σλο δικό μου είναι, άπάντησα εγώ

καί κά{}ησα στό παρά1tυρο. Έβγαλα, μέ μεγάλο τουπέ, άπό τήν τσέπη μου, ενα πακέτο τσιγάρα καί άναψα ενα μέ ϋφος επίσημο.

-'Έτσι, είπε δ παππούς, παρακολου1tώντας διαρκώς τίς κινήσεις μου . Νά τί μάς κάνουν! Καπνίζεις τό βοτάνι

1 3 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 132: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

του διαβόλου ; Δέν εΙναι ακόμα νωρίς; -Νά, μου δώρησαν καί καπνοσακκούλα, καυχή{tηκα

εγώ. -Καπνοσακκούλα! τσίριξε ό παππους. Τί, μέ κορο·ί­

δεύεις; Ρίχτηκε απάνω μου, άπλώνοντας τά λεπτά, δυνατά

χέρια του, ένώ τά μάτια του πετουσαν πράσινες αστρα­πές. Πήδηξα απάνω, του εδωσα μιά γερή κουτουλιά στήν κοιλιά - ό γέρος εκατσε στό πάτωμα, μέ κοίταξε, γιά μερικές στιγμές, σαλεύοντας τά βλέφαρά του, κατά­λευκος, μέ τό στόμα ανοιχτό. Έπειτα, ρώτησε ηρεμα:

-'Εσύ μ' εσπρωξες; Τόν παππου ; της μητέρας σου τόν αλη�ινό πατέρα;

-'Αρκετά μέ δείρατε, φτάνει, μουρμούρισα έγώ, καταλαβαίνοντας πώς εκανα κάτι απαίσιο.

Ξερακιανός καί αδυνατούλης, σηκώ�κε ό παππους από τό πάτωμα, κά�σε δίπλα μου, μου αρπαξε στά σβέλτα τό τσιγάρο, τό πέταξε από τό παρά�ρo κι εΙπε μέ τρομαγμένη φωνή :

-Ξεροκέφαλε, καταλαβαίνεις πώς αυτό δέν πρόκει­ται ποτέ νά σου τό σχωρέσει ό Θεός; Γριά, είπε καί γύρισε κατά τή γιαγιά, κοίτα, σέ παρακαλώ, μέ χτύπησε, τό ξέρεις; Αυτός! Μέ χτύπησε. Ρώτησέ τον!

'Εκείνη δέ μέ ρώτησε. Μέ ζύγωσε μονάχα καί μ' αρπαξε από τά μαλλιά κι άρχισε νά μου τά τραβάει καί νά μέ μαλώνει.

-Γι' αυτό πού εκανε, τί του πρέπει, νά .. . Δέ μέ πονουσε, αλλά ενιω�α ανυπόφορη προσβολή,

καί μέ πείραζε ιδιαίτερα τό φαρμακερό γέλιο του παππου, - αναπηδουσε στήν καρέκλα του, χτυπώντας τίς παλάμες στά γόνατά του καί εγρουζε ανάμεσα από τά γέλια:

-Ώραία, ώραία! . . . Ξέφυγα από τά χέρια της καί πετάχτηκα στό χαγιάτι,

ζάρωσα εκεί, σέ μιά γωνιά, τσακισμένος, ρημαγμένος, μ' αδεια ψυχή, ακούγοντας τό σαμοβάρι νά βουΙζει.

Ζύγωσε ή γιαγιά, εσκυψε από πάν ι·, μου καί ψι�ρι­σε, τόσο σιγανά, πού μόλις τήν ακουγα:

1 32 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 133: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Συγχώρα με, δέν τράβηξα τά μαλλιά σου γιά νά πονέσεις, τό εκανα μαι'tές επίτηδες! Δέ γίνεται διαφορε­τικά, γιατί ό παππούς είναι γέρος, πρέπει νά τόν σέβεσαι καί κείνος εχει σπασμένα τά κόκκαλα. Γιατί κι αυτός δοκίμασε, ως τόν πάτο, τό πικρό ποτήρι. Δέν κάνει νά τόν στεναχωρείς. Δέν είσαι μικρός. Θά τό καταλάβεις αυτό. Πρέπει νά τό καταλάβεις, Άλιόσα! Κι αυτός ενα παιδί εΙναι, τίποτα περισσότερο . . .

Τά λόγια της πέφταν πάνω μου, σά ζεματιστό νερό. , Από τόν φιλικό τούτο ψωυρο ενιωι'tα ντροπή κι ανα­κούφιση, τήν αγκάλιασα δυνατά καί φιλι{}ήκαμε.

-Πήγαινε κοντά του. Πήγαινε, δέν πειράζει. Μόνο μήν καπνίσεις αμέσως μπροστά του, αφησέ τον σιγά­σιγά νά τό συνηι'tίσει . . .

Μπήκα στό δωμάτιο, ερριξα μιά ματιά στόν παππού καί μέ τό ζόρι κρατή{}ηκα, γιά νά μή γελάσω. Ήταν, πραγματικά, ίκανοποιημένος. 'Έλαμπε όλόκληρος, σάν παιδί, εστριβε τά πόδια του καί επαιζε ταμπούρλο, στό τραπέζι, μέ τά δλο κόκκινες τρίχες χέρια του.

-Τί ι'tέλεις, τραγί ; Ήρι'tες πάλι νά κουτουλήσεις; Άχ, κατεργάρη ! 'Ίδιος δ πατέρας σου ! Φραμασόνε, μπήκες στό σπίτι, χωρίς νά σταυρoκoπηι'tείς, κι αμέσως αρχισες τό τσιγάρο, αχ, εσύ, Βοναπάρτη , αχρηστε κι αχα'ιρευτε!

'Εγώ δέν είπα τίποτα. Καί κείνος είπε δ,τι μπόρεσε, στέρεψε στ6 τέλος καί σώπασε κι αυτός, κουρασμένος. Μά δταν και'tήσαμε νά πιούμε τό τσάι, αρχισε νά μέ δασκαλεύει.

-'Ο ανι'tρωπoς πρέπει νά φοβαται τόν ι'tεό. Αυτό τού χρειάζεται, σάν τό χαλινάρι στό αλογο. Δέν εχουμε αλλο φίλο, εκτός από τόν Κύριο! Ό ανι'tρωπoς είναι δ πιό βαμμένος εχι'tρός τού άνι'tρώπoυ !

'Ότι οί ανι'tρωπoι είναι έχι'tρoί μεταξύ τους, τό ενιωι'tα, ναί, αυτό είχε μέσα του κάποιαν άλήι'tεια. 'Όλα τά αλλα, πού μού 'πε, δέ μέ συγκίνησαν.

-Πι]γαινε καί πάλι στή ι'tειά Ματριόνα καί τήν ανοιξη στό καράβι. Νά περάσεις τόν χειμώνα κοντά τους. Καί μήν τούς πείς, πώς τήν ανοιξη ι'tά φύγεις . . .

1 3 3 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 134: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Μά, γιά ποιό λόγο νά γελάσει τούς αν{}ρώπους; είπε ή γιαγιά, πού, πρίν ακόμα από λίγο, είχε γελάσει τόν παππου, μέ τό ψεύτικο τράβηγμα τών μαλλιών μου .

-Χωρίς τήν απάτη δέ μπορείς νά ζείς, επέμενε δ παππούς. Πές μου, λοιπόν, ποιός ζεί χωρίς απάτη ;

Τό βράδι, δταν ό παππους κά{}ησε νά διαβάσει τό ψαλτήρι, εγώ βγηκα μέ τή γιαγιά, από τήν αυλόπορτα, στόν κάμπο. Ή μικρή καλυβούλα, μέ τά δυό παρά{}υρα, δπου ζουσε δ παππούς, βρισκόταν στήν ακρη της πόλης, στό πίσω μέρος της δδού Κανάτναγια, δπου κάποτε ό παΠΠΌύς είχε δικό του σπίτι.

-Κοίτα που φτάσαμε, ελεγε κορο·ίδευτικά ή γιαγιά. Δέ μπορεί ό γέρος νά βρεί μέρος, πού νά τ' αρέσει. 'Όλο μετακομίζει. Καί δώ δέ νιώ{}ει καλά, μά γιά μένα είναι πολύ καλά!

Μπροστά μας άπλωνόταν, σέ βά{}ος κάπου τριών χιλιομέτρων, ενας πράσινος, φτωχός κάμπος, κομμένος από ρεματιές, ζωσμένος από ενα δάσος, από μιά γραμμή σημύδων της δημοσιάς του Καζάν. Άπό τίς ρεματιές προβαίνανε φουντωτά τά κλαδιά τών {}άμνων, οί αχτίνες της ψυχρης δύσης τά βάφανε μέ αΙμα. Τό ησυχο βραδινό αεράκι ανάδευε τά σταχτιά χορταράκια. Πίσω από τήν κοντινή ρεματιά σάλευαν, σάν χόρτα επίσης, οί σκο­τεινές σιλουέτες τών αγοριών καί τών κοριτσιών. Πέρα, πρός τά δεξιά, υψωνόταν δ κόκκινος τοίχος του νεκρο­ταφείου των αίρετικών, τό λέγανε «Σκήτη του Μπου­γροβ» . Άριστερά, πάνω όπό τή ρεματιά, υψωνόταν μιά συστάδα δέντρων, εκεί είναι τό έβραίικο νεκροταφείο. 'Όλα, εναν γύρο, ηταν φτωχά, δλα στρυμώχνονταν πάνω στήν τραυματισμένη γη . Τά μικρά σπιτάκια της ακρης της πόλης κοιτούσαν δειλά, μέ τά παρά{}υρά τους, στόν σκονισμένο δρόμο, δπου περιδιαβάζουν κάτι μικρές, κακοταϊσμένες κότες. Κοντά στό μοναστήρι τών γυναι­κών περνάει κάποιο κοπάδι, μουγγρίζουν οί γελάδες. Άπό τό στρατόπεδο, ακούγεται στρατιωτική μουσική, - βογγούν κι ουρλιάζουν οί χάλκινες σάλπιγγες.

Περνάει κάποιος με{}υσμένος, ανοιγοκλείνοντας αγρια τή φυσαρμόνικα, στόν δρόμο σκοντάφτει καί

134 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 135: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μουρμουρίζει : -Θά φτάσω ως εκεί . . . χωρίς άλλο . . . -ΚΟ'υτΟ'ύτσικΟ'ς, λέει ή γιαγιά, μισΟ'κλείνοντας τά

μάτια από τόν κόκκινο ηλιο. Ποϋ {}ά φτάσεις; Θά πέσεις σέ λίγΟ' καί {}' αποκοιμη{}είς καί {}ά σέ συμμάσουνε κΟ'ιμάμενο. Καί ή αρμόνικα, ή παρηγΟ'ριά σου, {}ά χα{}εί.

της ανιστορω πως τά πέρασα στό καράβι, καί κΟ'ιτω εναν γύρΟ'. 'Ύστερα απ' δσα είδα εδω, μΟ'ϋ φαίνΟ'νται δλα {}λιβερά, νιώ{}ω σάν τόν σκαντζόχΟ'ιρο στό τηγάνι. Ή γιαγιά ακούει αμίλητη καί πρΟ'σεχτικά, ετσι δπως καί γώ αγαπω νά τήν ακΟ'ύω. Κι δταν της είπα γιά τόν ΣμΟ'ύρι, σταυροκοπή{}ηκε μέ πά{}Ο'ς καί είπε.

-Καλός άν{}ρωπΟ'ς, βόη{}α τΟ'ν Παναγίτσα μου, κα­λός είναι ! ΚΟ'ίτα, μή τόν ξεχνάς! Πάντα νά 1'tυμάσαι τό καλό καί νά ξεχνάς τό κακό! . . .

Μού ηταν πολύ δύσκΟ'λο νά της πω, γιά πΟ'ιό λόγο μέ απόλυσαν, μά της τό είπα, σφίγγΟ'ντας τά δόντια. Αυτό δέν της εκανε καμιά εντύπωση . Μόνο, παρατήρησε αδιάφΟ'ρα:

-Είσαι ακόμα μικρός, δέν ξέρεις τή ζωή. -'Όλοι λένε μεταξύ τους, δέν ξέρεις τή ζωή : οί

άντρες, οί ναύτες, ή {}εία Ματριόνα στόν γιό της. Καί τί πρέπει νά ξέρεις;

Έκείνη εσφιξε τά χείλη καί κΟ'ύνησε τό κεφάλι: -Αυτό δέν τό ξέρω ! Καί σύ τό ίδιο λές! -Γιατί νά μήν τό πω; ξεστόμισε ηρεμα ή γιαγιά. Μή

σού κακοφανεί, μά είσαι ακόμα μικρός, καί δέν πρέπει νά ξέρεις. Καί ποιός ξέρει; Μόνο οί λωποδύτες. Κοίτα τόν παππού σου , καί εξυπνος είναι καί γραμματιζού­μενος, μά κι αυτός τίποτα δέν κατάφερε . . .

-Έσύ, ή ίδια εσύ, εζησες καλά; . . . -Έγώ; Καλά. Καί άσκημα εζησα. 'Απ' δλα . . . Περνούσαν από δίπλα μας, χωρίς ν ά βιάζονται οί

άν{}ρωποι, σέρνοντας ξωπίσω τους μακρυές σκιές, ανέ­βαινε σάν καπνός, από τίς φτέρνες τους, ή σκόνη κι ε{}αβε κείνες τίς σκιές. Ή βραδινή μελαγχολία γινόταν δλο καί πιό βαρειά, από τά παρά1'tυρα ξεχυνόταν, γκρινιάρα, ή φωνή τού παππΟ'ύ.

1 3 5 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 136: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Κύριε, εισάκουσον της δεήσεώς μου, μήν αποστρέ­ψεις τό πρόσωπόν σου απ' εμού . . .

Ή γιαγιά είπε, χαμογελώντας: -Τόν μπούχτισε δά κι ό {}εός, τόν βαρέ{}ηκε πιά !

Κά{}ε βράδι κλαψουρίζει. Καί γιατί; Γέρασε πιά, τίποτε δέν του χρειάζεται, μά αυτός έκεί, παραπονιέται. 'Όλο ανατριχιάζει. . . 'Όταν ό {}εός ακούει τίς νυχτερινές προσευχές, αρχίζει νά γελάει. Πάλι, σκέφτεται, δ Βασί­λης Κασίριν λέει τά δικά του! . . . Πάμε νά κοιμη{}ουμε! . . .

Άποφάσισα νά καταπιαστω μέ μιά δουλειά, πού είχε πολύ ψωμί: νά πιάνω κελαηδοπούλια. 'Εγώ {}ά τά πιάνω κι ή γιαγιά {}ά τά πουλάει. Άγόρασα δίχτυ, κύκλο, παγίδες, εφτιαξα κλουβιά καί, μιά χαραυγή, βρωηκα νά κά{}ομαι σέ μιά ρεματιά, μέσα στούς {}άμνους, κι ή γιαγιά μ' ενα καλά{}ι κι ενα σακκί νά γυρίζει στό δάσος καί νά μαζεύει τά τελευταία μανιτάρια, καρύδια καί κούμαρα.

Μόλις εχει ξεμυτίσει, κουρασμένος, δ σεπτεμβριάτι­κος ηλιος. ΟΙ λευκές αχτίδες του πότε σβήνουν μέσα στά σύννεφα, πότε πέφτουν σάν ασημένια βεντάλια στή ρεματιά, δπου μένω. Στό βά{}ος της ρεματιάς είναι ακόμα μισοσκόταδο, από δω σηκώνεται μιά ασημογάλα­ζη αντάρα. Ή απότομη πλαγιά της ρεματιάς είναι από κοκκινόχωμα, γυμνή καί σκοτεινή, ενω ή άλλη, πού ή κλίση της είναι άπαλή, σκεπάζεται μέ χόρτα ξερά καί πυκνούς {}άμνους, μέ κίτρινα, πυρόξαν{}α καί κόκκινα φύλλα. Ό δροσερός αγέρας τ' άρπάζει καί τά σκορπάει μέσα στή ρεματιά.

Στό βά{}ος, πάνω στούς {}άμνους, φωνάζουν τά καρδερινάκια. Βλέπω, μές στά γκρίζα κουρέλια των ξερων αγριόχορτων, τίς κόκκινες σκούφιες στά ζωηρά κεφαλάκια των πουλιων. Γύρω μου τιτιβίζουν οΙ περίερ­γοι καλόγηροι, φουσκώνοντας μέ τρόπο αστείο τ' άσπρα μάγουλά τους. Φλυαρουν καί στριφογυρνάνε, σάν τίς νεαρές μικροαστές του Κουνάβιν, τίς γιορτές. Γρήγοροι, εξυπνούληδες, κακοί, {}έλουν νά τά ξέρουν δλα, δλα νά τ' αγγίξουν καί πέφτουν στήν παγίδα δ ενας πίσω α-

1 3 6 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 137: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πό τόν αλλο. Λυπάσαι νά τούς βλέπεις ν' αναχτυπιούν­ται μά Τι δουλειά μου είναι εμπορική, σκληρή . Βάζω τά πουλιά στά έφεδρικά κλουβιά καί τά κρύβω μέσα στό τσουβάλι, - στό σκοτάδι κάι'toνται ησυχα.

Σέ μιά τούφα ασπράγκαι'toυ κατέβηκε ενα σμάρι καναρίνια. Ή τούφα λούζεται από τόν ηλιο. Τά καναρί­νια, από τόν ηλιο, κελαηδούν ακόμα πιό χαρούμενα . . . Στή συμπεριφορά τους μοιάζουν μέ σκολιαρόπαιδα. Λαίμαργος νοικοκυρεμένος, ό τσαλαπετεινός αργησε νά πετάξει στά ζεστά μέρη, κάι'tεται στό λιγερό κλαδί μιάς αγριοτριανταφυλλιάς, και'tαρίζει μέ τή μύτη τά φτερά του καί παρακoλoυι'tεί αγρυπνα τό ι'tύμα μέ τά μαύρα μάτια του. Σέ λίγο τινάζεται πρός τ' απάνω σάν κορυ­δαλλός καί πιάνει ενα μπούμπουρα, τόν βάζει προσεχτι­κά πάνω στήν τριανταφυλλιά καί ξανακάι'tεται στριφο­γυρίζοντας τό γκρίζο, πονηρό κεφαλάκι του. Πέταξε αι'tόρυβα τό προφητικό πουλί Τι κίσσα, τό αντικείμενο των ανικανοποίητων όνείρων μου, - αχ καί νά τό επιανα! 'Ένας πετρίτης, ξεκομμένος από τό κοπάδι, κάι'tεται πάνω σ' ενα σκλήι'tρo, κόκκινος, κορδωμένος, σά στρατηγός, καί βγάζει, κάπου-κάπου, ι'tυμωμένoυς τριγμούς, κουνώντας τό μαύρο ραμφί του.

'Όσο πιό ψηλά ανεβαίνει ό ηλιος, τόσο πιό πολλά γίνονται τά πουλιά καί οί χαρούμενοι κελαηδησμοί τους. 'Όλη Τι ρεματιά γεμίζει μουσική, ό βασικός τόνος της είναι τό αδιάκοπο ι'tρό"ίσμα των ι'tάμνων, από τό φύσημα τού ανέμου. Οί παιχνιδιάρικες φωνές των πουλιων δέ μπορούν νά σκεπάσουν αυτό τό σιγανό, γλυκό καί ι'tλιμμένo βουητό, - ακούω μέσα του τό αποχαιρετιστή­ριο τραγούδι τού καλοκαιριού, μού ψιι'tυρίζει κάποια ξεχωριστά λόγια, πού από μόνα τους γίνονται τραγούδι. Τήν ιδια στιγμή , οί μνήμες, χωρίς νά τό ι'tέλω, ζωντανεύ­ουν αλλοτινές εικόνες:

Κάπου, από ψηλά, φωνάζει Τι γιαγιά : -Πού είσαι; Kάι'tεται στήν ακρη της ρεματιάς, εστρωσε χάμω τή

μαντήλα, εβαλε πάνω ψωμί, αγγούρια, ρεπάνια καί μήλα. Ά νάμεσα σέ τούτα τά αγαι'tά προβάλει, αστράφ-

1 3 7 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 138: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τοντας, στόν ηλιο, μιά μικρή, πολύ ώρα ία πολυεδρική καράφα, μέ κρυστάλλινο πώμα, - κεφαλή του Ναπολέ­οντα. Ή καράφα εχει μερικά δάχτυλα βότκα, από σπαitόχορτο.

-Είμαστε καλά, σάν αφέντες! λέει ευχαριστημένα ή γιαγιά.

-'Εγώ εφτιασα καί τραγούδι. -" Αντε, λοιπόν ; της λέω κάτι σάν ποίημα:

"Ολο πιό κοντά δ χειμώνας, πιό φανερός ' αντίο, ό fίλιος μου, ό καλοκαιρινός! . . .

'Εκείνη , δμως, δέν εχει ύπομονή νά μ' ακούσει, ως τό τέλος, καί μέ διακόπτει:

-'Υπάρχει ενα τέτοιο τραγούδι μόνο πού εΙναι καλύτερο !

Καί λέει, σάν ρεφραίν:

"Αχ, φεύγει ό ηλιος ό καλοκαιρινός, στίς μαύρες νύχτες, γιά τά μακρινά δάση! "Αχ, κι έμεινα μόνη έγώ, ή κοπέλλα, χωρίς τήν ανοιξιάτικη χαρά μου . . .

Βγαίνω από τή φραγιά τού κήπου, τούς περιπάτους μου fJυμαμαι τόν Μάη μήνα. ΚαfJαρός ε[ναι ό κάμπος, μά χωρίς χαρά: Έχασα μέσα του δλη μου τη νειότη.

"Αχ, φιλενάδες μου, αγαπημένες! Μόλις πέσει τό πρώτο αλαφρό χιόνι -Βγάλ τε μου τήν καρδιά απ' τό λευκό στήfJος, fJάψτε μου τήν καρδιά μέσα στό χιόνι! . . .

Τό δημιουργικό μου φιλότιμο δέ itίγεται καitόλου, μου αρέσει πολύ τό τραγούδι καί λυπάμαι πολύ τό κορίτσι.

Ή γιαγιά λέει: -Νά πώς τραγουδιέται ό πόνος! Αυτό, ξέρεις, τό

'φτιασε ή κοπέλλα: διασκέδασε δλη τήν ανοιξη , μά τόν χειμώνα ό αγαπημένος της τήν αφησε, μπορεί καί νά

1 3 8 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 139: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

βρήκε κάποιαν άλλη κι εκλαψε εκείνη από πόνο ψυχής. Είναι πασίγνωστο, πώς δέ μπορείς νά μιλάς γιά κάτι πού δέν τό ζείς μόνος σου. Ή κοπέλλα, δμως, είδες τί ωραίο τραγούδι εφτιαξε;

'Όταν πούλησε τά πρώτα μου πουλιά, γιά σαράντα καπίκια, εμεινε κατάπληκτη .

-Γιά κοίτα! Νόμιζα πώς είναι τζάμπα κόπος, παι-δική διασκέδαση, καί κοίτα τί βγήκε!

-Φτηνά τά πούλησες! -Μή μού τό λές! Τίς μέρες πού ειχαμε παζάρι, μάζευε ενα ρούβλι,

κάποτε καί περισσότερα κι δλο απορούσε: τί πολλά μπορεί κανείς νά βγάλει μέ τό τίποτα!

-Μιά γυναίκα πλένει δλη μέρα ασπρόρουχα, η σφουγγαρίζει πατώματα γιά εικοσιπέντε καπίκια! • Α ντε νά τό καταλάβεις! Γιατί δέν είναι σωστό αυτό ! Κι επειτα, δέν είναι σωστό νά κρατάς καί τά πουλιά στά κλουβιά. Παράτα την αυτή τήν τέχνη, Άλιόσα!

'Εγώ, δμως, ημουν καταγοητευμένος από τή δουλειά αυτή . Μού άρεσε ακόμα, γιατί μ' εκανε ανεξάρτητο, χωρίς νά πειράζω κανένα, εκτός, βέβαια, από τά πουλιά. Οικονόμησα ωραία σύνεργα. Οί συζητήσεις μέ παλιούς κυνηγούς πουλιών μού μά1'tανε πολλά. Πήγαινα μόνος μου νά πιάσω πουλιά, κάπου τριάντα βέρστια μακρυά, στό δάσος Κστόβσκι, στήν οχ{}η τού Βόλγα. 'Εκεί ύπήρχε ενα δάσος ωραίο, μέ ψηλά λαμπαδιαστά πεύκα, πού είχε σταυρομύτες καί καλογήρου ς της , Απολλόνσβκα, κάτι άσπρα πουλάκια μέ μακρυά ουρά, σπάνιας όμορφιάς, πού τά εκτιμούσαν ιδιαίτερα οί λάτρες αυτού τού εΙδους.

Μερικές φορές, ξεκινούσα τά βράδια κι δλη τή νύχτα τσαλαβουτούσα στή δημοσιά του Καζάν, κι αλλοτε περπατούσα κάτω από φ1'tινοπωριάτικη βροχή, μέσα σέ βα1'tειά λάσπη . Στή ράχη μου, ενας τουρβάς, φτιαγμένος από μουσαμά, μέσα ξόβεργες καί κλουβιά, μέ τό ντρεσα­ρισμένο πουλί, πού 1'tά τραβήξει τά άλλα στήν παγίδα. Στά χέρια μου, μιά γερή μαγγούρα, από λεπτοκαρυά. Κάνει ψυχρούλα. Σ έ γεμίζει δέος τό φ1't-ινοπωρινό σκο-

1 3 9 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 140: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τάδι, μεγάλο δέος! . . . Άπό τίς δυό μεριές τού δρόμου υψώνονται ο ί αστρα­

ποκαμμένες, γέρικες σημύδες, άπλώνοντας πάνω από τό κεφάλι μου τά υγρά κλαδιά τους. Άριστερά μου, στούς πρόποδες τού βουνού, πάνω στόν μαύρο Βόλγα, αρμενί­ζουν μέσα στό aπύ1tμενο, 1tαρρείς, χάος, κάτι σπάνια φωτα, πάνω στά κατάρτια των τελευταίων καραβιων καί σλεπιων, βογγούν οί ρόδες στό νερό, αντιλαλούν τά σφυρίγματα.

Άπό τή μαύρη, σάν τό μαντέμι, γη, όρ1tώνονται οί αχυροκαλύβες των χωριων, πού βρίσκονται πάνω στόν δρόμο, μπερδεύονται στά πόδια σου 1tυμωμένα, νηστικά σκυλιά, δ φύλακας χτυπάει τό σήμαντρο καί σκούζει τρομαγμένα.

-Ποιός είναι; Ποιός διάβολος σέ πηρε καί σέ φέρνει βόλτα τούτη τή νύχτα;

Φοβόμουνα πολι\ μήπως μού πάρουν τά σύνεργα καί είχα μαζί μου, γιά τούς φύλακες, πεντάρες. Στό χωριό Φόκινα είχα πιάσει φιλίες μέ τόν φύλακα καί, κά1tε φορά, aπο1tαύμαζε:

-Πάλι ηρ1'tες; � Αχ εσύ, ατρόμητε, ανήσυχε νυχτο­πάτη !

Τόν λέγανε Νιφόντ. Ήταν κοντούλης, ασπρομάλλης, σάν αγιος. Συχνά εβγαζε από τό ζωνάρι του κανένα ρεπάνι, μηλο, η καμιά φούχτα ρεβύ1'tια καί τά 'χωνε στό χέρι μου, λέγοντας:

-Νά, πάρε, φίλε μου , τά φύλαξα γιά νά σέ φιλέψω. Φάγε νά καρδαμώσεις.

Καί μέ συνόδευε ως τήν άκρα τού χωριού. -''Α ντε, στήν ευχή τού Θεού ! Τά χαράματα, εφτανα στό δάσος, ταχτοποιούσα τά

σύνεργά μου, κρεμούσα σέ διάφορα σημεία τά μαυλιστι­κά πουλιά μου, ξάπλωνα στό ακρόδασο καί περίμενα, ωσπου νά φέξει ή μέρα. Ήσυχία παντού. 'Όλα γύρω μου εχουν aποκαρω1'tεί μέσα στόν δυνατό χινοπωριάτικο υπνο τους. Ά νάμεσα από τή σταχτιά αντάρα αχνοφαί­νονται, κάτω, στά πόδια τού βουνού, τά πλατιά λειβά­δια, πού φτάνανε ως τόν Βόλγα, κόβονταν, τόν προσ-

1 40 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 141: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

περνούσαν κι απλώνονταν καί χάνονταν μέσα στήν καταχνιά. Μακρυά, πίσω από τά δάση, κατά τή μεριά τών λειβαδιών, ανεβαίνει αργά καί νυσταλέα ό ηλιος, δλο καί πιό φωτεινός. Στίς μαύρες χαίτες τών ρουμανιών ανάβουν φωτιές κι αρχίζει μιά παράξενη κίνηση, πού μέ συνεπαίρνει: 'Όλο καί πιό γρήγορα σηκώνεται ή κατα­χνιά από τά λειβάδια καί ασημολάμπει στίς αχτίδες τού ηλιου, καί πίσω της ανεβαίνουν από τή γη οί ι'tάμνoι, τά δέντρα, οί ι'tεμoνιές τών χόρτων. Τά λειβάδια λειώνουν κάτω από τόν ηλιο καί κυλούν ε σ' δλες τίς μεριές χρυσοκόκκινα. Νά, ό ηλιος άγγιξε τά ησυχα νερά της οχl'tης, - ι'tαρρείς κι δλο τό ποτάμι κινήι'tηκε καί μαζεύτηκε εκεί, δπου αναδύι'tηκε ό ηλιος. Άνεβαίνοντας δλο καί πιό ψηλά ό ηλιος, χαρούμενος ευλογεί, ζεσταίνει τή γυμνωμένη γη πού αναρριγάει κι αναδίνει γλυκές μοσχοβολιές του φι'tινoπώρoυ. Ή διάφανη ατμόσφαιρα μεγαλώνει τή γη. Τήν κάνει νά φαντάζει τεραστία, νά πλαταίνει στό άπειρο. 'Όλα πλέουν μέσα στήν απεραν­τοσύνη καί σέ μαυλίζουν νά φτάσεις ως τίς γαλάζιες άκρες της γης. Είδα τήν ανατολή τού ηλιου, στό μέρος αυτό, δεκάδες φορές καί πάντα ενιωι'tα νά γεννιέται μπροστά μου ενας καινούργιος κόσμος, μέ καινούργια ομορφιά . .

Άγαπώ, ι'tαρρείς, ιδιαίτερα τόν ηλιο. Μού αρέσει καί τό ονομά του ακόμη, οί γλυκοί τόνοι τού ονόματός του, ό ηχος πού κρύβεται μέσα τους. Μ' αρέσει νά κλείνω τά μάτια καί νά γυρνώ τό πρόσωπό μου κατά τή ζεστή αχτίδα του, νά τήν πιάνω καί νά τήν κρατώ στή φούχτα μου, δταν περνάει, σά σπαι'tί, από τή σκισμή της φραγης η ανάμεσα από τά κλαδιά. Ό παππούς εκτιμά πολύ τόν «πρίγκηπα Μιχαήλ Τσερνιγκόβσκυ καί τόν βογιάρο Φιόντορ, πού δέν προσκύνησαν τόν ηλιο» - οί άν­ι'tρωπoι αυτοί μου φαίνονται μαύροι σάν ατσίγγανοι, κατσούφιδες, κακοί καί πονουν πάντα τά μάτια τους, δπως της φτωχης ζητιάνας από τή Μόρτβα. 'Όταν ό ηλιος ύψώνεται πάνω από τά λειβάδια, χαμογελώ άι'tελά μου από χαρά.

Πάνω από τό κεφάλι μου ι'tρo"tζει ό πευκιάς, τινάζον-

1 4 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 142: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τας άπό τά πράσινα δάχτυλά του σταγόνες δροσιάς. Στόν ίσκιο των δέντρων, στά κεντίδια των φύλλων της φτέρης άστράφτει, σάν άσημένιο στολίδι, Τι πάχνη της πρωϊvης παγωνιάς. Τό χορτάρι, πυρόξαν,'}ο, τσαλακω­μένο άπό τή βροχή, πλαγιάζει άσάλευτο στή γη. Μά δταν πέφτει άπάνω του Τι φωτεινή άχτίδα, ,'}αρρείς πώς άνασαλεύει, ίσως νά είναι αυτή Τι τελευταία άγων ία ζωης.

Ξύπνησαν τά πουλιά. Οί σταχτιοί σπίνοι πέφτουν, σάν πουπουλένια μπαλάκια, άπό κλαδί σέ κλαδί. Οί κόκκινοι, σάν τή φωτιά, σταυρομύτες τσιμπούν μέ τά γαμψά ράμφη τους τά κουκουνάρια στίς κορφές των πεύκων. Στήν ακρη ένός πευκόκλαδου κουνιέται ό λευκός πετρίτης, σαλεύοντας τά μακρυά φτερά του, λοξοκοιτάει ϋποπτα, μέ τά μαύρα χάντρινα μάτια του, τό δίχτυ πού εχω άπλώσει. Καί άκούς, ξαφνικά, όλόκλη­ρο τό δάσος, πού γιά μιά στιγμή εμενε βα,'}ιά συλλογι­σμένο, νά πλημμυρίζει άπό έκατονοά\\ες φωνές πουλιων, νά γεμίζει άπό τή φροντίδα των πιό κα,'}αρων ζωντανων της γης. Ό αν,'}ρωπος, ό πατέρας της όμορφιάς, γιά νά παρηγορη,'}εί επλασε, κατ' εικόνα κι όμοίωσή του, τ' άγερικά, τά Χερουβείμ, τά Σεραφείμ κι δλη τήν άγγελική ίεραρχία.

Δέ ,'}έλω νά πιάσω τούς σπίνους, τούς λυπάμαι, νιώ,'}ω τύψεις νά τούς κλείσω στό κλουβί. Μ' άρέσει περισσότερο νά τούς βλέπω. Μά τό πά,'}ος τού κυνηγού καί Τι έπι{}υμία μου νά βγάλω λεφτά, νικούν τή λύπηση .

Τά πουλιά μέ μπερδεύουνε, μέ τίς πονηριές τους: Ό γαλαζόχρωμος καλόγερος κοιτάει μέ προσοχή καί σχο­λαστικότητα τήν παγίδα, καταλαβαίνει τόν κίνδυνο πού κρύβει γι' αυτόν καί, περνώντας λοξά, τσιμπάει ευκολα κι άκίνδυνα τούς σπόρους, άνάμεσα άπό τά ξυλάκια της παγίδας. Οί καλόγηροι είναι πολύ εξυπνοι, άλλά καί πολύ περίεργοι κι αυτό είναι Τι καταστροφή τους. Οί σπουδαιοφανείς πετρίτες είναι λιγάκι κουτοί, -τρα­βούν κατά τό δίχτυ όλόκληρο σμάρι, σάν τούς χορτά­τους μικροαστούς στήν εκκλησιά. 'Όταν τούς σκεπά­ζεις μένουν κατάπληκτοι, γουρλώνουν τά μάτια καί

1 42 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 143: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τσιμπούν τά δάχτυλα, μέ τά χοντρά ραμφιά τους. Οί σταυρομύτες τραβούν γιά τήν παγίδα ησυχα καί επίση­μα. Ό τρυποκάρυδος, ενα αγνωστο πουλί, πού δέ μοιάζει μέ κανένα, κά{}εται μέ τίς ώρες μπροστά στό δίχτυ, στριφογυρνώντας τό μακρύ ραμφί του κι ακουμ­πώντας στή χοντρή ουρά του. Τρέχει πάνω στούς κορ­μούς των δέντρων, σάν τόν δρυοκολάπτη, συνοδεύοντας πάντα τόν καλόγερο. Στή σταχτερή μακρονούρα ύπάρχει κάποιο αγχος. Φαίνεται μονόχνωτη, δέν τήν αγαπά κανείς καί κανέναν δέν αγαπά. Μοιάζει μέ τήν καρακά­ξα, τής αρέσει νά κλέβει καί νά κρύβει μικρά πραγματά­κια, πού γυαλίζουν.

Κατά τό μεσημ�ρι τελειώνω τό πιάσιμο. Γυρίζω στό σπίτι, μέσα από δάση καί κάμπους. Γιατί, αν πάρω τόν μεγάλο δρόμο καί περάσω μέσα από χωριά, τά παιδιά καί τά παλληκαράκια {}ά μού πάρουν τά κλουβιά, {}ά σκίσουν καί {}ά σπάσουν τά σύνεργά μου . Αυτό πιά τό 'ξερα, τό 'χα δοκιμάσει.

Φτάνω κατά τό βράδι, κουρασμένος, νηστικός, μά μού φαίνεται, πώς μέσα σέ μιά μέρα μεγάλωσα, εμα{}α κάτι καινούργιο, εγινα πιό δυνατός. Ή νέα αυτή δύναμη μέ κάνει ίκανό ν' ακούσω τίς γεμάτες κακία ειρωνείες τού παππού ηρεμα, χωρίς νά χολοσκάω. 'Ύστερα απ' αυτό, ό παππούς αρχιζε νά μιλάει λογικά καί σοβαρά:

-'Άσε αυτές τίς ψευτοδουλειές, παράτα τες! Μέ τά πουλιά κανένας δέν εγινε αν{}ρωπος, δέν ύπήρξε τέτοια περίπτωση, τό ξέρω! Δ ιάλεξε μόνος σου ενα μέρος καί βάλε τό μυαλό σου νά δουλέψει. Ό αν{}ρωπος δέ ζεί γιά τίς σαχλαμάρες. Είναι ενα σπειρί τού {}εού. Πρέπει νά βγάλει στάχυ, καί καλούς σπόρους ! Ό αν{}ρωπος είναι σάν τό ρούβλι, αμα μπεί σ' εναν καλό τζίρο, τό ενα γίνεται τρία! Νομίζεις δά πώς είναι ευκολη ή ζωή ; Όχι, δέν είναι κα{}όλου ευκολη ! Ό κόσμος γιά τόν αν{}ρωπο είναι μιά νύχτα σκοτεινή . Ό κα{}ένας πρέπει μόνος νά φέγγει τόν δρόμο του. Ό Θεός εδωσε σ' δλους από δέκα δάχτυλα. Κι δμως, ό κα{}ένας {}έλει νά πάρει περισσότε­ρα μέ τά χέρια του . Πρέπει νά εΙσαι δυνατός. Κι αν δέν είσαι δυνατός, νά είσαι πονηρός. Ό μικρός κι αδύνατος δέν εχει ουτε παράδεισο ουτε κόλαση ! Ζήσε μαζί μ'

143 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 144: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αλους, μά μήν ξεχνάς, πώς είσαι μόνος. Υ Ακουγε αλους, μά μήν εχεις εμπιστοσύνη σέ κανένα. Στό μάτι μήν πιστεύεις, τόν πηχυ νά γυρεύεις. Μή μιλάς, σώπαινε, τά σπίτια καί τίς πόλεις δέν τίς χτίζουν μέ τή γλώσσα, μά μέ τό ρούβλι καί τό τσεκούρι. Δέν εΙσαι ούτε Μπασκίριος ούτε Καλμούχος, πού αλος δ πλούτος τους εΙναι οί ψείρες καί τά πρόβατά τους.

Μπορούσε νά σού λέει τέτοια ρητά όλόκληρη νύχτα. Καί γώ τά ηξερα απ' Οξω. Τά λόγια κι οί παροιμίες του μού αρεζαν μά τό νόημά τους δέν τό πολυπίστευα. Άπό τά λόγια του εβγαινε και'tαρά πώς τόν ανι'tρωπo τόν εμποδίζανε νά ζήσει δυό δύνάμεις: δ ι'tεός καί οί ανι'tρωπoι.

Ή γιαγιά, και'tισμένη κοντά στό παράι'tυρo, εστριβε κλωστές γιά δαντέλλες. Βού'ίζε τό αδράχτι στ' αξια χέρια της . • Ακουγε ώρες τά λόγια τού παππού αμίλητη καί, ξαφνικά, ελεγε:

-'Όλα ι'tά γενούν κατά τό ι'tέλημα της Παναγίας. -Τί τό λές αυτό; φώναζε δ παππούς. Ό ι'tεός! Τόν

ι'tεό δέν τόν ξέχασα. Τόν ι'tεό τόν ξέρω! Γριά ξεκουτια­σμένη, τί λές, ό ι'tεός εσπειρε πάνω στήν γη τούς κουτεντέδες;

. . . Μού φαινόταν, πώς καλύτερα απ' αλους ζούν πάνω στή γη οί Κοζάκοι κι οί στρατιώτες. Ή ζωή τους είναι άπλη, χαρούμενη. 'Όταν δ καιρός ηταν καλός, ερχόν­τουσαν πρωι-πρωι απέναντι aπό τό σπίτι μας, πέρα από τή ρεματιά, σκορπούσαν μέσα στόν γυμνό κάμπο, σάν ασπρα μανιτάρια, κι άρχιζαν ενα δύσκολο καί πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι. Σ βέλτοι, δυνατοί, μέ ασπρες μπλούζες, τρέχανε αλο κέφι στόν κάμπο, μέ τά απλα στό χέρι, χάνονταν μέσα στή ρεματιά καί, ξαφνικά, μόλις βαρούσε ή σάλπιγγα, σκορπούσαν πάλι στόν κάμπο, μέ φωνές «ούρω>, ενώ χτυπούσαν αγριόχαρα τά τύμπανα. Τρέχανε ισα κατά τό σπίτι μας, μέ ξιφολόγχες προτετα­μένες κι ελεγα, ώρες-ώρες, πώς, απου νά 'ναι ι't' ανασκά­ψουν καί ι'tά διαλύσουν τό σπίτι μας, σά χoρτoι'tεμωνιά.

Καί γώ φώναζα «ούρα» καί, aπoξεχασμένoς, ετρεχα

1 44 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 145: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μαζί τους. Έκείνη ή αγρια τρίλια, από τά τύμπανα, αναβε μέσα μου τή μανία της καταστροφης. �Ηt}ελα νά καταστρέψω κάτι, νά σπάσω τόν φράχτη, νά δείρω τά παιδιά.

Τήν ωρα της ανάπαυσης, οι στρατιώτες μέ κερνούσαν « μαχάρκα» ' , μού 'δειχναν τά βαριά τους Οπλα. Μερικές φορές, δ ενας η ό αλλος γυρνούσε τήν ξιφολόγχη κατά τήν κοιλιά μου καί φώναζε έπίτηδες αγρια:

-Τρύπα τήν κατσαρίδα! Ή ξιφολόγχη αστραφτε, λές κι ηταν ζωντανή, αναλυ­

γούσε σά φίδι, κι ηt}ελε νά δαγκάσει. Αυτό μού 'δινε λιγάκι φόβο, μά πιό πολλή χαρά.

Ό τυμπανιστής ό Μορτβίνος μού μάt}αινε νά χτυπώ τά τυμπανόξυλα πάνω στό δέρμα τού τύμπανου. Στην αρχή , επιανε τά χέρια μου από τόν καρπό τά 'σφιγγε γερά, ετσι πού νά πονέσω καί μού 'χωνε τά ξύλα στά κλειστά δάχτυλά μου.

-Χτύπα, ενα-δυό, ενα-δυό! Τράμ-τα-τα-τάμ! χτύπα το-τό αριστερό-σιγά, τό δεξί-δυνατά, τράμ-τα-τα-τάμ! ­φώναζε τρομερά ό τυμπανιστής, γουρλώνοντας τά μι­κρά, στρογγυλά μάτια του.

�Eτρεχα στόν κάμπο μέ τούς στρατιώτες, ωσπου νά τελειώσουν οί ασκήσεις της μέρας κι επειτα τούς συνό­δευα μέσα άπ' ολη τήν πόλη, ως τούς στρατώνες, ακούγοντας τά βροντερά τραγούδια τους, βλέποντας τ' αγαt}ά πρόσωπά τους. υΟλα ηταν καινούργια, σά νεόκο­πες πεντάρες.

Ή συμπαγής μάζα από πανομοιότυπους aνt}ρώπους κυλούσε χαρούμενα πάνω στό δρόμο, μέ τήν ένωμένη δύναμή της, πού γεννούσε τή συμπάt}εια γι' αυτή , τήν επι{tυμία νά βυt}ιστεϊς στό βάt}ος της, σά νά 'ταν ποτάμι, νά μπείς μέσα της, σά νά 'ταν δάσος. Οί ανt}ρωποι αυτοί δέ φοβούνται τίποτα. 'Όλοι κοιτανε μ' αποκοτιά. 'Όλοι μπορούν νά νικήσουν. Μπορούν νά κάνουν αυτό πού t}έλουν. Καί, τό κυριώτερο, ολοι τους εΙναι άπλοί καί καλοί.

είδος καπνού.

145 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 146: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μιά φορά, δμως, τήν ωρα της ανάπαυσης, ενας νεαρός υπαξιωματικός μού εδωσε ενα χοντρό τσιγάρο.

-Κάπνισε! Είδες τί μεγάλο τσιγάρο είναι; Δέ {}ά τ6 'δινα σέ κανέναν, μά εσύ είσαι πολύ καλό παιδί!

� Αναψα τό τσιγάρο. 'Εκείνος εκανε ενα βημα πιό πέρα. Ξαφνικά, μιά πράσινη φλόγα μέ τύφλωσε, εκαψε τά δάχτυλά μου, τή μύτη καί τά φρύδια μου. 'Ένας σταχτής άρμυρός καπνός μ' εκανε νά φταρνίζομαι καί νά βήχω. Τυφλός, τρομαγμένος, χτυπούσα τά πόδια καί κλω{}ογύριζα στόν τόπο μου, ένώ οί φαντάροι στρυμώ­χτηκαν σ' εναν κύκλο γύρω μου καί χασκογελούσαν δυνατά καί λέγανε καλαμπούρια. Πήγα στό σπίτι, κυνη­γημένος από τά γέλια καί τά ουρλιαχτά τους. Κάτι σφύριξε μέσα μου, σάν τό καμουτσί τού βοσκού. Πονού­σαν τά καμμένα μου δάχτυλα, εκαιγε τό πρόσωπό μου, από τά μάτια μου τρέχανε δάκρυα. Μά δέν ήταν δ πόνος πού μέ συνέ{}λιβε, αλλά ή βα{}ειά, ή ηλί{}ια απορία: γιατί μού τό εκαναν αυτό; Πώς μπορούσε νά διασκεδάζει τό πά{}ημά μου τά καλά αυτά παλληκάρια;

Μόλις πηγα στό σπίτι, ανέβηκα στή σοφίτα κι εμεινα πολλήν ωρα εκεί, ξαναφέρνοντας στό νού μου δλη κείνη τήν ανεξήγητη σκληρότητα, πού τόσο συχνά καί τόσο αφ{}ονα συναντούσα στόν δρόμο μου . 'Εκείνο πού ερχό­ταν πιό ζωντανά κι ανάγλυφα στή {}ύμησή μου ήταν ή όψη τού μικρού φανταράκου από τό Σαραπούλ. Τόν εβλεπα νά στέκεται μπροστά καί νά μέ ρωτά, σά νά 'ταν ζωντανός

-Κατάλαβες, τώρα, τί γίνεται ; Σέ λίγο, μού ελαχε νά δοκιμάσω κάτι άλλο, πιό βαρύ

καί καταπληχτικό . • Αρχισα νά πηγαίνω στούς στρατώνες τών Κοζάκων,

πού βρίσκονταν κοντά στήν πολιτειούλα Πετσέρσκαγια. Οί Κοζάκοι μού φάνηκαν διαφορετικοί από τούς φαν­τάρους. Όχι γιατί ήταν μαστόροι στήν ίππασία καί ώραία ντυμένοι, μά γιατί μιλούσαν διαφορετικά, τρα­γουδούσαν αλλα τραγούδια καί χορεύανε {}αυμάσια. Όρισμένες φορές, τά βράδια, αφού κάνουν ξυστρί στ' αλογα, μαζεύονταν κοντά στούς σταύλους, εναν γύρο, κι

1 46 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 147: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ενας μικρός κοκκινοτρίχης Κοζάκος, τίναζε τό τσουλού­φι του κι αρχιζε νά τραγουδάει, μέ τήν ψιλή φωνή του, σά χάλκινη σάλπιγγα. Τανυζόταν, γεμάτος ύπερένταση κι ελεγε, μαλακά, ενα {Ι-λιβερό τραγούδι, γιά τόν ηρεμο Ντόν καί τόν γαλάζιο Δούναβη. Τά μάτια του κλειστά, δπως τά κλείνει ή κουκουβάγια πού κελαηδάει, συχνά, σέ σημεϊο πού πέφτει άπό τό κλαδί ξερή στή γη, τό πουκάμισο ξεκούμπωτο, τά στή{l-ια άνοιχτά, φαίνονται τά κλειδοκόκκαλά του, σάν χάλκινα χαλινάρια. 'Όλος δ αν{l-ρωπος είναι χυτός, άπό χαλκό.

Κουνιέται πάνω στά λεπτά πόδια του, λές καί σαλεύ­ει ή γης άπό κάτω του, άνοίγει τά χέρια, τυφλός καί βουερός, {ι-αρρεϊς κι επαψε νά είναι αν{l-ρωπος. "Εγινε σάλπιγγα, φλογέρα τού βοσκού. υΩρες-ι�ρες, μού φαινό­ταν, πώς, δπου νά 'ναι, {ι-ά πέσει κάτω τ' άνάσκελα, μέ τή ράχη στή γη καί {ι-ά πε{l-άνει, σάν τόν α1Υγίτη, γιατί εδωσε, άνάλωσε στό τραγούδι δλη του τήν ψυχή, δλη του τή δύναμη .

Γύρω του, στέκονται, μέ τά χέρια στίς τσέπες, η δεμένα πίσω, οι σύντροφοί του, κοιτούν αυστηρά τό χάλκινο πρόσωπό του, παρακολου{l-ούν τό χέρι του, πού άναδεύεται άπαλά στόν άέρα καί τραγουδούν μ' επιση­μότητα, ηρεμα, δπως στήν εκκλησιά οι ψαλτάδες. 'Όλοι τους, - γενάτοι καί μή - μοιάζανε, τή στιγμή εκείνη, μέ εικονίσματα: τό ίδιο φοβερά καί ξένα άπό τούς άν{l-ρώ­πους. Τό τραγούδι είναι μακρόσυρτο, σάν μεγάλος δρόμος. Είναι, σάν κι αυτόν, ίσιο, πλατύ καί σοφό. 'Όταν τό άκούς, ξεχνας αν είναι μέρα η νύχτα πάνω στή γη, αν είσαι παιδάκι η γεροντάκι. 'Όλα τά ξεχνας! Παγώνουν οι φωνές τών τραγουδιστών. Άκούς πώς άναστενάζουν τά αλογα, νοσταλγώντας τήν άπέραντη άπλωσιά της στέπας, νιώ{l-εις πόσο άπαλά κι άγέραστα ξεκινάει άπό τούς κάμπους ή φ{l-ινοπωριάτικη νύχτα. Κι ή καρδιά μεγαλώνει καί {Ι-έλει νά σπάσει, άπό τήν πλημμύρα κάποιων αγνωστων αισ{l-ημάτων κι άπό τή μεγάλη, βουβή άγάπη γιά τούς άν{l-ρώπους, γιά τή γη.

Ό μικρός, δ χάλκινος Κοζάκος δέ μού φαινόταν αν{l-ρωπος, μά κάτι πιό σημαντικό, ηταν γιά μένα ενα

1 47 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 148: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μυ{}ικό πρόσωπο, καλύτερο κι ανώτερο από δλους τούς αν{}ρώπους. Δέ μπορούσα νά μιλτισω μαζί του. Όταν μέ ρωτούσε γιά κάτι, εγώ χαμογελούσα ευτυχισμένος καί σώπαινα ντροπαλά. Ήμουν ετοιμος νά τόν ακολου{}ή­σω, αμίλητος, στήν ακρη τού κόσμου, σά σκύλος, μόνο καί μόνο νά τόν βλέπω συχνότερα, γιά ν' ακούω τό τραγούδι του.

Μιά μέρα, τόν είδα νά στέκεται σέ μιά γωνιά τού σταύλου, νά σηκώνει κατά τό πρόσωπό του τό χέρι καί νά κοιτάει, μέ προσοχή, ενα γυαλιστερό ασημένιο δαχτυ­λίδι, πού φορούσε στό δάχτυλό του. Τά ώραία χείλη του σαλεύανε, ετρεμαν τά μικρά πυρόξαν{}α μουστάκια του, τό πρόσωπό του ηταν σκυ{}ρωπό, στενοχωρημένο.

Μιάν άλλη φορά, ενα σκοτεινό βράδι, πηγα μέ τά κλουβιά μου, από τήν ταβέρνα της Παλιάς Πλατείας. Ό ταβερνιάρης αγαπούσε μέ πά{}ος τά κελαηδοπούλια καί συχνά τ' αγόραζε από μένα.

Ό Κοζάκος κα{}όταν κοντά στόν πάγκο, στή γωνιά, ανάμεσα στή σόμπα καί τόν τοίχο. Είχε μαζί του καί μιά νταρντάνα γυναίκα, διπλη σχεδόν απ' αυτόν. Τό στρογ­γυλό πρόσωπό της γυάλιζε, σά μαροκινό δέρμα. Τόν κοιτούσε μέ τό τρυφερό βλέμμα της μητέρας, λιγάκι ανήσυχα. Έκείνος ηταν πιωμένος, εσερνε τά τεντωμένα πόδια του στό πάτωμα καί, φαίνεται, πατούσε τά πόδια της γυναίκας, ετσι, πού της πονούσαν. Γιατί εκείνη δαγκωνόταν κι αναπηδούσε κά{}ε τόσο, λέγοντας ησυχα . . .

�Άφiiστε τίς τρέλες . . . Ό Κοζάκος, μ έ μεγάλο κόπο, ανασήκωνε τ ά φρύδια,

μά σέ λίγο πάλι πέφτανε πλαδαρά. �Eνιω{}ε ζέστη , ξεκούμπωσε τό χιτώνιο καί τό πουκάμισό του, αφήνον­τας νά φανεί δ σβέρκος του . Ή γυναίκα κατέβασε τή μαντήλα από τό κεφάλι στούς ωμους της, ακούμπησε στό τραπέζι τά δυνατά ασπρα χέρια της, σφίγγοντας τά δάχτυλά της, ετσι πού νά κοκκινίζουν. 'Όσο τούς κοιτούσα, τόσο σχημάτιζα τήν εντύπωση, πώς δ Κοζά­κος ηταν δ ασωτος γιός μιάς καλης μητέρας. Έκείνη τού ελεγε κάτι, τρυφερά κι επιτιμητικά, καί κείνος σώπαινε

1 48 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 149: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ντροπαλά, - φαίνεται, δέν εΤχε τί ν' απαντήσει στίς δικαιολογημένες της παρατηρήσεις.

Ξαφνικά, σηκώ1'tηκε, σά νά τόν τσίμπησε κάποιος, εχωσε τό πηλίκιό του ως τ' αυτιά της εδωσε μιά στόν &μο, μέ τήν παλάμη καί, χωρίς νά κουμπώσει τό χιτώνιό του, τράβηξε κατά τήν πόρτα. Σηκώ{}ηκε κι ή γυναίκα κι εΙπε στόν ταβερνιάρη :

-Σέ λίγο 1'tά γυρίσουμε, Κουσμίτς . . . Ό κόσμος τούς συνόδεψε μ έ γέλια κ ι αστεία. Κάποι­

ος είπε, μέ τή βαρειά φωνή του, αυστηρά: -"Αμα γυρίσει δ τιμονιέρης, 1'tά μαυρίσει τά πισινά

της ! Τούς πηρα τό κατόπι. Ήταν κάπου δέκα βήματα πιό

μπροστά από μένα. Προχωρούσαν μέσα στό σκοτάδι, διασχίζοντας λοξά τήν πλατεία, τή γεμάτη λάσπες, πρός τήν κατηφόρα της ψηλης σχ1'tης τού Βόλγα. Έβλεπα τή γυναίκα νά προχωράει κουνιστή, κρατώντας τόν Κοζά­κο, ακουγα τή λάσπη νά πλατσουρίζει κάτω από τά πόδια τους. Ή γυναίκα ρωτούσε σιγανά κι ίκετευτικά:

-Πού πάτε; Έ, που πάτε; Τούς ακολού{}ησα, μέσα στίς λάσπες, αν καί δέν ηταν

από κεί ό δρόμος μου. 'Όταν εφτασαν στό λι1'tόστρωτο τού αντιστηρίγματος, ό Κοζάκος σταμάτησε, αποτραβή­χτηκε από τή γυναίκα ενα βημα καί, ξαφνικά, της εδωσε μιά στά μουτρα. 'Εκείνη, εβαλε μιά φωνή γεμάτη απορία καί τρόμο :

-Ώχ, μά γιατί ; Καί γώ τρόμαξα. "Ετρεξα πιό κοντά. Δέ μέ χώριζαν

παρά μερικά μέτρα. Ό Κοζάκος αγκάλιασε τή γυναίκα, τή σήκωσε ψηλά καί τήν πέταξε πάνω από τό κιγκλίδω­μα στόν κατήφορο, πήδηξε ξωπίσω της καί οί δυό τους εγιναν ενα μικρό κουβάρι κι αρχισαν νά κατρακυλάνε τόν κατήφορο, πάνω στό χόρτο του αντιστηρίγματος. Άποσβωλώ{}ηκα. Πάγωσα κι απόμεινα ακσίιγοντας, εκεί χαμηλά, νά τρίζει καί νά ξεσκίζεται τό φουστάνι, νά μουγγρίζει δ Κοζάκος καί ή χαμηλή φωνή της γυναίκας νά μουρμουρίζει :

-Θά φωνάξω . . . {}ά φωνάξω . . .

149 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 150: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Κάποια στιγμή, βόγγηξε δυνατά καί πονεμένα, κι επειτα βούλιαξαν Όλα στή σιωπή. Βρήκα ψαχουλευτά μιά πέτρα καί τήν αμόλυσα - πήρε τό χορτάρι νά {}ροΊζει. Στήν πλατεία χτυπούσε κά{}ε τόσο ή πόρτα τής ταβέρνας. Κάποιος βόγγηξε, φαίνεται {}ά επεσε. Καί πάλι ήσυχία, ετοιμη, κά{}ε στιγμή, νά τρομάξει μέ κάτι.

Χαμηλά, στόν κατήφορο, φάνηκε ενας μικρός λευκός σβώλος. Κλαίει κι αναρρουφα κι ανεβαίνει, σταματών­τας, κά{}ε τόσο, στόν ανήφορο. Σ έ λίγο, ξεχωρίζω μιά γυναίκα. 'Έρχεται στά τέσσερα, σάν προβατίνα. Βλέπω, τώρα, πώς ως τή μέση εΙναι γυμνή . Κρέμονται τά μεγάλα στή{}ια της, μαλλον μού φαίνεται πώς εχει τρία πρόσω­πα. Τώρα, εφτασε ως τά κάγκελα, τά καβάλησε σχεδόν δίπλα μου . Ξεφυσούσε βαριά, σάν κουρασμένο, από τό τρέξιμο, άλογο, σιάζοντας τά ανακατωμένα μαλλιά της. Πάνω στή λευκή σάρκα της φαίνονται κα{}αρά, σά μαύροι λεκέδες, οί λάσπες. Κλαίει, σκουπίζει τά δάκρυα από τά μάγουλά της, μέ κινήσεις γάτας, πού πλένεται. Μέ βλέπει καί σιγοφωνάζει:

-Θεέ μου, ποιός εΙναι; Φύγε, ξετσίπωτε! Δέ μπορώ νά φύγω. 'Έχω πετρώσει, από τήν κατά­

πληξη, τήν πίκρα καί τόν πόνο. Θυμαμαι τά λόγια τής αδερφής τής γιαγιας μου : ,,'Η γυναίκα εΙναι ή δύναμη . Ή Ευα γέλασε καί τόν 'ίδιο τό Θεό . . . » .

Ή γυναίκα σηκώ{}ηκε, σκέπασε τό στή{}ος της μέ τά κομμάτια τού φορέματός της, αφήνοντας ακάλυπτα τά πόδια, καί ξεμάκρυνε γρήγορα. Κι επειτα, πήρε τόν ανήφορο ό Κοζάκος. Κουνούσε, στόν αέρα, κάτι άσπρα κουρέλια, σιγοσφύριζε, εστηνε αυτί κι επειτα ελεγε, μέ χαρούμενη φωνή :

-Ντάρια! Τί νόμισες; Ό Κοζάκος πάντα παίρνει αυτό πού {}έλει . . . νόμισες, πώς εΙμαι σουρωμένος; ''0-οχι, ετσι σού φάνηκε . . . Ντάρια!

Στέκεται γερά στά πόδια του. Ή φωνή του αντηχεί ξεμέ{}υστη καί ειρωνική. 'Έσκυψε, κα{}άρισε μέ τά κουρέλια τίς μπότες του καί ξανάπε:

-'Έ, πάρε τή μπλούζα σου, Ντάσκα! • Ασε τά τσακί­σματα . . .

1 50 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 151: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Καί ό Κοζάκος φόJναξε δυνατά μιά πρόστυχη λέξη. Κάi}ομαι πάνω σ' ενα σωρό χαλίκια κι ακούω, μέσα

στή σιγαλιά της νύχτας, τή μοναδική καί τόσο καταi}λι­πτικά επιταχτική φωνή. Μπροστά στά μάτια μου χορεύ­ουν τά φώτα των φαναριών της πλατείας. Δεξιά, μέσα σέ μιά μαύρη συστάδα δέντρων, ύψώνεται λευκό τό Παρi}ε­ναγωγείο. Ό Κοζάκος τραβάει κατά τήν πλατεία, ξεστο­μίζοντας διαρκώς βρωμόλογα, κουνώντας τό ασπρο κουρέλι. Στό τέλος, χάνεται σάν κακό σνειρο.

Κάτω, χαμηλά στήν πλαγιά, κοντά στήν αντλία, χτυπάει ό εξατμιστήρας, ενα άμάξι κυλάει, στήν επι­στροφή, γύρω μου ουτε ψυχή. Βαδίζω, σάν κυνηγημένος, στό μάκρος του αντιστηρίγματος, σφίγγοντας στή χούφ­τα μου μιά κρύα πέτρα, - δέν πρόλαβα νά τή ρίξω στόν

Κοζάκο. Κοντά στήν εκκλησιά του Γεωργίου του Τρο­παιοφόρου μέ σταμάτησε ό νυχτοφύλακας καί μέ ρώτησε i}υμωμένα ποιός είμαι καί τί κουβαλώ στό τσουβάλι πού 'χω στή ράχη μου .

του είπα δσα είδα, γιά τόν Κοζάκο. Έκείνος αρχισε νά χασκογελά, φωνάζοντας:

.

-Έξυπνο-ο-ο! Οί Κοζάκοι, αδερφέ μου, είναι κω­λοπετσωμένοι, δέν είναι του σιναφιου μας! 'Όσο γιά τή γυναίκα, �ταν σκύλα . . .

'Έσκασε στά γέλια, κ ι εγώ τράβηξα τόν δρόμο μου , χωρίς νά καταλαβαίνω γιατί γελούσε.

Καί σκεφτόμουν, γεμάτος φρίκη : καί αν αυτό συνέ­βαινε μέ τή μητέρα, μέ τή γιαγιά μου ;

8

ΟΤΑΝ επεσε τό χιόνι, ό παππους μέ πηγε πάλι στήν αδελφή της γιαγιάς μου.

-Δέν είναι ασκημα γιά σένα, δέν είναι, μου ελεγε ό παππούς.

Είχα τήν εντύπωση, δτι μέσα στό καλοκαίρι εζησα

1 5 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 152: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πάρα πολλά, μεγάλωσα κι ώρίμασα, ενώ, στό διάστημα αυτό, ή πλήξη κι ή ανία τών αφεντικών εγινε βα{tύτερη . Δέν αλλαξε τίποτα. Πάλι συχνοαρρωσταίνουν, χαλούν τά στομάχια τους, μέ τό πολύ φαγητό, πάλι λένε μεταξύ τους γιά τίς αρρώστιες τους καί ή γριά προσεύχεται στό ι'tεό πάντα μέ τό ίδιο πάι'toς καί μέ τήν ίδια κακία. Ή νεαρή κυρία, μετά τή γέννα της, αδυνάτισε, μίκραναν οί διαστάσεις της, μά οί κινήσεις της πάλι είναι τό ίδιο αργέ ς καί προσεχτικές σά νά είναι εγκυος. 'Όταν ράβει τά ρουχαλάκια τών παιδιών, σιγολέει πάντα τό ίδιο τραγούδι:

Σπύρια, Σπύρια, Σπιριντόν, Σπύρια, άδερφούλη μου. Κά{}ομαι στό ελκη{}ρο πίσω άπό τόν Σπύρο μου . . .

νΑ ν μπεί κανείς στό δωμάτιο, σταματάει αμέσως τό τραγούδι καί φωνάζει ι'tυμωμένα:

-Τί ι't'έλεις; Είμαι σίγουρος, πώς δέν ηξερε κανένα τραγούδι,

εχτός απ' αυτό. Τό βράδι, μέ κάλεσαν τ' αφεντικά στό δωμάτιο καί

μού παραγγέλνουνε: -Έλα, πές μας πώς τά πέρασες στό καράβι! Kάι'toυμαι στήν καρέκλα, κοντά στήν πόρτα τού

αποχωρητηρίου καί τούς τά λέω. Μού είναι ευχάριστο νά {}υμαμαι τήν αλλη ζωή, μέσα σέ τούτη δπου μέ ρίξανε χωρίς τή {}έλησή μου . Ή ίστορία μέ συνεπαίρνει, ξεχνάω πού εχω ακροατές, μά αυτό δέν κρατάει πολύ . Οί γυναίκες δέν ταξιδέψανε ποτέ μέ καράβι, καί μέ ρωτούν:

-Καλά, μά δέ φοβόσουνα κα{}όλου ; -Δέν καταλαβαίνω, γιατί νά φoβηι'tώ; -Κι αν, ξαφνικά, αναποδογυρίσει στά βα{}ιά νερά

καί βουλιάξει; Τό αφεντικό μου γελάει μέ τήν καρδιά του. Έγώ,

δμως, αν καί ξέρω πώς τά καράβια δέ βουλιάζουν στά βα{}ιά, δέ μπορώ νά πείσω γι' αυτό τίς γυναίκες. Ή γριά

152 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 153: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

είναι σίγουρη, πώς τό καράβι δέν πλέει πάνω στό νερό, αλλά πηγαίνει μέ τίς ρόδες, πού κυλούν στόν βυ�ό τού ποταμού, δπως τό κάρρο πάνω στή γη.

-'Αφού είναι σιδερένιο, πώς πλέει; Τό τσεκούρι δέν πλέει. Πλέει μα�ές τό τσεκούρι;

-Μά ό κουβάς μήπως βουλιάζει στό νερό; -Βρηκες καί σύ νά συγκρίνεις! Ό κουβάς, παιδάκι

μου, εΙναι μικρό πράγμα, άδειο πράγμα . . . 'Όταν μιλάω γιά τόν Σμούρι καί τά βιβλία του, μέ

κοιτούν ϋποπτα. Ή γριά λέει, πώς τά βιβλία τά γράφουν οί βλάκες καί οί αίρετικοί.

-Καί τό ψαλτήρι; Τόν βασιλιά Δαβίδ; -Τό ψαλτήρι εΙναι 'Αγία Γραφή, μά κι ό βασιλιάς

Δαβίδ ζήτησε σχώρεση από τό Θεό γιά τό ψαλτήρι! -που τό λέει αυτό; -Αυτά τά ξέρω απόξω κι ανακατωτά. 'Άμα σ'

άρπάξω από τόν σβέρκο, �ά δείς τό «πού ! » Αυτή τά ξέρει δλα. Γιά δλα μιλάει μ έ σιγουριά καί

πάντα απότομα: -'Ένας Τάταρος πωανε στόν Πετσόρκα καί ή ψυχή

του χύ�κε άπό τό στόμα του μαύρη, σάν τήν πίσσα! -Ή ψυχή είναι πνεύμα, λέω εγώ. Μά εκείνη φωνάζει

μέ περιφρόνηση : -Ή ψυχή τού Τάταρου ; Είσαι ανόητος! Καί ή νεαρή κυρία μου φοβάται τά βιβλία: -ΕΙναι πολύ κακό νά διαβάζεις βιβλία. Καί ιδιαί-

τερα στά μικράτα σου . Είχαμε, στό Γκρεμπεσόκ, μιά κοπελλίτσα, από καλή οικογένεια, πού διάβαζε πολύ. Έ, λοιπόν, διάβασε-διάβασε κι επειτα ερωτεύτηκε τόν διάκο. Έτσι πού λές, ή γυναίκα τού διάκου τήν ξεφτέλι­σε τόσο, πού νά σέ πιάνει φρίκη ! Μέσα στόν δρόμο . . . μπροστά στόν κόσμο . . .

Μερικές φορές, χρησιμοποιούσα λέξεις από τά βι­βλία τού Σμούρι. Σ' ενα απ' αυτά, πού δέν εΙχε ούτε αρχή ούτε τέλος, εγραφε: «Γιά νά κυριολεκτήσουμε, κανένας δέν ανακάλυψε τό μπαρούτι . 'Όπως συμβαίνει πάντα, τό μπαρούτι εμφανίστηκε στό τέλος μιάς σειράς μικρών παρατηρήσεων καί ανακαλύψεων».

1 5 3 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 154: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Δέν ξέρω γιατί, αλλά μού αρεσε πολύ αυτή ή φράση, ι'διαί τερα δ συνδυασμός τών τριών λέξεων: γιά νά κυριολεκτήσουμε. . . Ένιωι'tα, μέσα σ' αυτές, κάποια δύναμη, μά πολλά φαρμάκια μέ ποτίσανε, γελοία φαρ­μάκια. Νά τί εγινε:

Μιά μέρα, σέ πρόταση τών αφεντικών νά τούς πώ κάτι ακόμα γιά τό καράβι, απάντησα:

-Δέν εχω πιά τίποτε αλλο νά πώ, γιά νά κυριολε-κτήσω . . .

Αυτό τούς φάνηκε παράξενο, αρχισαν νά κράζουν : -Πώς; Πώς τό 'πες; Κι αρχισαν καί οι, τέσσερις μαζί νά χασκογελανε,

λέγοντας καί ξαναλέγοντας: -Γιά νά κυριολεκτήσω, ωχού μα-ανούλα μου ! Τό αφεντικό μου, μάλιστα, είπε: -'Άσκημα τό σκαρφίστηκες, μυστήριε! 'Από τότε κι ϋστερα καί γιά πολύν καιρό, μέ

φώναζαν: -"Ει, κυριολεξία! "Ελα, λοιπόν, σφούγγιξε τόν πισι­

νό τού παιδιού, γιά νά κυριολεκτήσω . . . Αυτή ή χωρίς νόημα κοροϊδία δέ μ έ πείραζε, μ ά μέ

ξάφνιαζε. Ζούσα μέσα σέ μιά καταχνιά άποβλακωτικης μελαγχολίας. Καί, γιά νά τήν καταπνίξω, πρoσπαι'toύσα νά δουλεύω δσο παίρνει πιό πολύ. Άπό δουλειά, αλλο τόσο! Είχαμε μπόλικη. Τό σπίτι είχε δυό μωρά, οι, νταντάδες δέν ίκανοποιούσαν τ' αφεντικά . Kάι'tε τόσο καί τίς αλλαζαν. "Επρεπε, λοιπόν, νά φροντίζω τά μωρά. Kάι'tε μέρα επλυνα κωλόπανα καί κάι'tε βδομάδα πήγαι­να στήν ανάβρα Ζαντάρμσκι νά ξεπλύνω τά ασπρόρου­χα. 'Εκεί μέ κορ6ίδευαν οι, πλύστρες.

-Γιατί κάνεις γυναικείες δουλειές; Μερικές φορές, μέ φέρνανε στό σημείο νά τίς χτυπή­

σω μέ τά στριμμένα ύγρά ασπρόρουχα. Αυτές πάλι, μού ανταπόδιναν απλόχερα τά ίδια. Μαζί τους, δμως, τό πραγμα ηταν ευχάριστο κι ενδιαφέρον.

Ή ανάβρα Ζαντάρμσκι ετρεχε από τόν πάτο μιας βαι'tειας ρεματιάς. Κατεβαίνοντας στόν Όκα, ή ρεματιά εκοβε, από τήν πόλη, τόν κάμπο, πού είχε τό όνομα τού

1 54 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 155: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αρχαίου 1'tEoij Γιαρίλο. Στόν κάμπο αυτό, κά1'tε χρόνο, τ' 'Άη-Γιαννιού, οί κάτοικοι της πόλης όργάνωναν γλέντι. Ή γιαγιά μού ελεγε πώς, δταν ήταν νέα, ό κόσμος πίστευε ακόμα στόν Γιαρίλο καί τού πρόσφερε 1'tυσίες. Παίρνανε εναν τροχό, τόν τύλιγαν μέ στουπί βουτηγμένο στήν πίσσα, βάζανε φωτιά, τ' δ.φηναν νά κυλήσει τόν κατήφορο καί παρακολου1'tούσαν, μέ φωνές καί τραγού­δια, αν δ πύρινος τροχός, κατρακυλώντας, 1'tά φτάσει ως τόν 'Όκα. Άν εφτανε, τότε σήμαινε, πώς δ 1'tεός Γιαρίλο δέχτηκε τή 1'tυσία, κι έπομένως, τό καλοκαίρι 1'tά είναι ήλιόλουστο κι ευτυχισμένο.

Οί περισσότερες πλύστρες ήταν μέ τό μέρος τού Γιαρίλο, δλες ζωηρές καί κοτσονάτες. Ξέρανε δλη τή ζωή της πόλης κι ήταν πολύ ενδιαφέρον ν' ακούς τίς ίστορίες τους γιά τούς εμπόρους, τούς ύπαλλήλους, τούς αξιωματικούς, δπου δουλεύανε. Τό ξέβγαλμα των ρού­χων τόν χειμωνα, στό παγωμένο νερό τού ρυακιού ήταν βαρειά δουλειά. Τά χέρια δλων τών γυναικων πάγωναν τόσο πολύ, πού τό δέρμα εσκαζε. Σκυμμένες πάνω στό ρυάκι, πού περνούσε μέσα από ενα ξύλινο κούτσουρο, κάτω από ενα παλιό, γεματο χαραμάδες, ύπόστεγο, πού δέν τίς προστάτευε από τό χιόνι καί τόν αγέρα, οί γυναίκες επλυναν ασπρόρουχα. Τά πρόσωπά τους είναι κατακόκκινα, από τό τσουχτερό κρύο. Ή παγωνιά καίει τά βρεμένα δάχτυλα. Δέ λυγανε πιά. 'Από τά μάτια τους τρέχουν δάκρυα. Μά αυτό δέν εχει νά κάνει, ή γλωσσα τους πάει ροδάνι. Λέει ή κά1'tε μιά ίστορίες πού είδε κι Ena1'tE στή ζωή της, αντικρύζοντας τά πάντα μέ κάποια ιδιαίτερη παλληκαριά.

Καλύτερα απ' δλες τά 'λεγε ή Ναταλία Κοζλόφσκα­για, μιά �υναίκα κάπου τριάντα χρονων, δροσερή, δυ­νατή, μέ γελούμενα μάτια, μέ μιά γλωσσα πολύ ευλύγι­στη καί σουβλερή . Είχε κάποια επιρροή σ' δλες τίς φιλενάδες της. Ζητούσαν τή συμβουλή της, γιά διάφο­ρες δουλειές καί τήν εκτιμούσαν γιά τήν &ξιοσύνη της στή δουλειά, γιά τό κα1'tαρό καί προσεχτικό ντύσιμό της, κι ακόμα, γιατί εστελνε τήν κοπέλλα της νά σπουδά­σει aτό γυμνάσιο. 'Όταν, σκυμμένη κάτω &πό τό βάρος

1 55 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 156: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δυό καλα1'tιών, κατέβαινε τό κατηφορικό, γλιστερό μο­νοπάτι, τήν υποδέχονταν οί άλλες γυναίκες μέ χαρά καί τή ρωτούσαν μ' ενδιαφέρον:

-Πώς πάει ή κορούλα μας; -Καλά, ευχαριστώ, μα1'tαίνει, δόξα τφ Θεφ. -Νά δείς, πού 1'tά γίνει αρχόντισσα! -Μά κι εγώ γι' αυτό τή σπουδάζω. Άπό πού 'ναι οί

αρχόντοι, οί λεπτοί καί ψηλομύτες; 'Όλοι είναι από μας, από τή μαύρη γη, από πού αλλού ; Ή επιστήμη, σά μεγαλώσει, κέρδη πιό πολλά 1'tά δώσει, πιό μακρά κάνει τά χέρια. Κι δποιος παίρνει πιό πολλά, βάζει τή σκούφια του στραβά . . . Ό 1'tεός μας στέλνει εδώ κουτά παιδιά καί μας ζητάει πίσω σοφούς γερόντους, πάει νά πεί, πρέπει νά σπουδάζεις!

'Όταν μιλούσε εκείνη, δλες σώπαιναν, ακούγοντας μέ προσοχή τή στρωτή καί γεμάτη πεποί{}ηση κουβέντα της. Τήν παίνευαν μπροστά της καί πίσω της, απορούσαν μέ τήν απ αντοχή καί τό μυαλό της, μά καμιά δέν αποφάσιζε νά τή μιμη1'tεί. 'Έραβε στή μπλούζα της μανίκια από τούς λαιμούς στιβανιών, πραγμα πού τή βοη1'tούσε νά μήν αφήνει γυμνά τά χέρια της ως τούς αγκώνες, γιά νά μή βρέξει τά μανίκια της. 'Όλες ελεγαν, πώς ηταν καλή ή ιδέα της, μά καμιά δέν αποφάσισε νά τήν εφαρμόσει, κι δταν τό 'κανα εγώ, γελούσαν σέ βάρος μου .

-"Αχ εσύ, παίρνεις μυαλό από τίς γυναίκες! Γιά τήν κοπέλλα της, λέγανε: -Πολύ σπουδαία δουλειά! 'Έ, καί λοιπόν; Θά 'χου­

με μιά κυρία περισσότερο, δέν είναι μικρό πραγμα. Μά μπορεί καί νά μήν τελειώσει, νά πε1'tάνει . . .

-Μά καί ο ί γραμματιζούμενοι δέν καλοπερνοιΥν. Ν ά ή κόρη τού Μπαχίλοφ, σπούδαξε-σπούδαξε, εγινε δα­σκάλα. Κι αφού είσαι δασκάλα, 1'tά πεί π(ός είσαι γεροντοκόρη . . .

-Βέβαια! Ή γυναίκα παντρεύεται καί χωρίς γράμ­ματα, φτάνει μόνο νά 'χει άλλα προσόντα.

-Τό μυαλό της γυναίκας δέ βρίσκεται στό κεφάλι . . . Ήταν παράξενο καί λυπηρό ν ά τίς ακούς νά μιλανε

τόσο ξετσίπωτα γιά τόν έαυτό τους. 'Ήξερα πα>ς μιλανε

1 5 6 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 157: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

γιά τίς γυναίκες οί ναύτες, οί φαντάροι, οί σκαφτιάδες, εβλεπα, πώς πάντα οί αντρες καυχούνται μεταξύ τους, γιά τήν καπατσοσύνη τους νά ξεγελούν τίς γυναίκες καί γιά τήν αντοχή τους στίς σχέσεις μαζί τους. Ένιω1'tα, πώς φέρονταν στίς «γυναίκες» εχ1'tρικά, μά σχεδόν πάντα πίσω από τίς αφηγήσεις τών ανδρών γιά τίς νίκες τους, μαζί μέ τήν καυχησιολογία, ακουγόταν κάτι, πού μ' αφηνε νά πιστεύω, πώς, στίς ίστορίες αυτές, ή φαντασία καί τά μεγάλα λόγια είναι περισσότερα από τήν αλή1'tεια.

Οί πλύστρες δέν ελεγαν μεταξύ τους τίς ερωτικές τους περιπέτειες, μά σ' δλα δσα λέγανε γιά τούς αντρες, ενιω1'tα ενα αισ1'tημα ειρωνείας καί κακίας καί σκεφτό­μουνα, πώς αυτό, ισως, νά �ταν αλή1'tεια: μεγάλη δύναμη ή γυναίκα !

-'Όπου κι αν πάς κι δπου κι αν γυρνάς, στή γυναίκα 1'tά φτάσεις, δέν τήν προσπερνάς, είπε μιά φορά ή Ναταλία, καί κάποια γριά της φώναξε, μέ κρυωμένη φωνή :

-Καί πού αλλού μπορεί νά πάει; Άπό τό 1'tεό φεύγουν καί σ' εμάς ερχονται οί καλόγεροι καί οί ασκητές . . .

Αυτές οί κουβέντες κάτω απο τόν 1'tρηνητικό πα­φλασμό τού νερού, τά χτυπήματα τών βρεμένων πανιών, στό βά1'tος της ρεματιάς, μέσα στή λασπερΎι ραγάδα, πού ακόμα καί τό χιόνι του χειμώνα δέ μπορούσε νά τή σκεπάσει, μέ τό κα1'tαρό στρώμα του, αυτές οί ξετσίπω­τες; οί γεμάτες μανία κουβέντες, γιά τό μυστικό, γιά κείνο απ' δπου προέρχονται δλες οί φυλές κι οί λαοί, μού προκαλούσαν εντρομη αποστροφή καί σπρώχνανε μα­κρυά από τά «μυ1'tιστορήματα» τή σκέψη καΙ τά αισ{}ή­ματα, πού μέ πολιορκούσαν φορτικά. Ή εννοια τού μυ1'tιστορήματος είχε δε1'tεί γερά μέσα μου μέ τήν εικόνα μιάς βρώμικης, πρόστυχης ίστορίας.

Παρ' δλ' αυτά, στή ρεματιά, ανάμεσα στίς πλύστρες, μέσα στίς κουζίνες τών ίπποκόμων, στά ύπόγεια τών εργατών-σκαφτιάδων, ή ατμόσφαιρα �ταν ασύγκριτα πιό ενδιαφέρουσα, παρά στό σπίτι, δπου ή κα1'tιερωμένη μονοτονία στά λόγια, στά νοήματα, στά γεγονότα, μού

1 57 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 158: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

προκαλούσε μιά βαρειά κι εξοργιστική πλήξη καί τίποτε περισσότερο. Τ' αφεντικά μου ζούσαν μέσα στόν φαύλο κύκλο: φαγητό, αρρώστιες, υπνος, πυρετώδικες προε­τοιμασίες γιά τό φαγητό, γιά τόν υπνο. Μιλούσαν γιά τίς αμαρτίες, γιά τόν {}άνατο, πολύ τόν φοβόντουσαν, ήταν μαζεμένοι σά σπειριά σταριού γύρω από τή μυλόπετρα, περιμένοντας κά{}ε στιγμή τήν πέτρα νά τούς συν{}λίψει.

Τίς ελεύ{}ερες ι:1ρες μου πήγαινα στό ύπόστεγο νά κόψω ξύλα, {}έλοντας νά μείνω μόνος μέ τόν εαυτό μο\!. Μά σπάνια τά κατάφερνα. Συχνά ερχονταν οί ίπποκόμοι καί μιλούσαν γιά τή ζωή τού μαχαλά.

Πιό συχνά από τούς άλλους ερχονταν στό ύπόστεγο ό Έρμόχιν κι ό Σιντόροφ. Ό πρωτος, μακρύς, καμπούρης, από τήν Καλούγκα, μέ τό σωμα του γεμάτο χοντρές καί γερές φλέβες, μικροκέφαλος, μέ σκοτεινή ματιά. ;Ήταν τεμπέλης, {}λιβερά ανόητος, μέ κινήσεις αργές κι αδέξιες, κι δταν εβλεπε καμιά γυναίκα, μούγκριζε κι εγερνε μπροστά, λές κι η{}ελε νά πέσει στά πόδια της. 'Όλοι στόν μαχαλά απορούσαν γιά τίς γρήγορες κατακτήσεις πού είχε ανάμεσα στίς μαγείρισσες καί τίς ύπηρέτριες, τόν ζηλεύανε, φοβούνταν τήν αρκουδίσια δύναμή του. Ό Σ ιντόροφ, ενας αδύνατος καί κοκκαλιάρης αν{}ρω­πος, από τήν Τούλα, ήταν πάντα μελαγχολικός, μιλούσε σιγανά, εβηχε διακριτικά. Μέσα στά μάτια του εκαιγε κάποιος φόβος, πολύ αγαπούσε νά βλέπει τίς σκοτεινές γωνιές: εξιστορει κάτι, σέ χαμηλή φωνή, ειτε κά{}εται αμίλητος καί βλέπει πάντα κατά τή γωνιά, πού είναι σκοτεινότερη .

-Τί βλέπεις; -Μπορει νά βγει από κει κανένα ποντίκι . . . Άγαπω

τά ποντίκια, τριγυρνάνε τόσο ησυχα . . . Έγραφα στούς ίπποκόμους γράμματα στά χωριά

τους καί γράμματα στίς ερωμένες τους. AΙJτό μού αρεζε. Μά μού ήταν πιό ευχάριστο, νά γράφω γράμματα γιά τόν Σ ιντόροφ. 'Έστελνε ταχτικά, κά{}ε Σάββατο, γράμμα στήν αδελφή του, στήν Τούλα.

Μέ καλούσε στήν κουζίνα του, κα{}όταν στό τραπέζι, δίπλα μου, κα{}άριζε γερά, μέ τίς παλάμες, τό κουρεμένο

1 58 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 159: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κεφάλι του καί ψι�ύριζε στ' αυτί μου. -' Αντε, παμε! Στην αρχή, γράφαμε αυτά που

πρέπει. Άγαπητή μου αδελφή, σού εύχομαι υγείαν και χρόνια πολλά - δπως επιβάλλεται! Τώρα, γράφε: πηρα τό ρούβλι σου, αυτό δε χρειάζεται και σ' ευχαριστώ. Δεν εχω ανάγκη άπό τίποτα, ζούμε καλά, - δέν ζούμε κα�όλoυ καλά, μά σά σκυλιά, μά μή γράφεις γι' αυτό τίποτα, μά γράφε: «Καλά!» Είναι μικρή, μόνο δεκατεσ­σάρω χρονών - γιατί νά τό ξέρει; Τώρα, γράφε μόνος σου δ,τι καταλαβαίνεις ...

Έπεφτε πάνω μου μέ τό αριστερό πλευρό, ανάσαινε ζεστά κοντά στ' αυτί μου καί κα�ώς ενιω�α τά χνώτα του νά βρωμανε, ακουγα τό επίμονο ψι�υρητό του:

-Νά μήν αφήσει τ' αγόρια νά τήν αγκαλιάζουν καί νά της πιάνουν τά στή�ια μέ κανένα τρόπο! Γράφε: αν σού μιλάει κανείς τρυφερά, μήν τόν πιστεύεις, �έλει νά σέ ξεμυαλίσει, νά σέ καταστρέψει ...

Άπό τήν πρoσπά�εια, νά συγκρατήσει τόν βηχα, τό σταχτί πρόσωπό του γέμιζε αίμα, φούσκωνε τά μάγουλα, στά μάτια του πρόβαλαν δάκρια, στριφογύριζε πάνω στό κά�ισμα καί μέ σκουντούσε.

-Μ' εμποδίζεις. -Δέν πειράζει, γράφε! ... Καί πιό πολύ μήν πιστεύεις

κυρίους. Αυτοί αμέσως γελάνε τίς κοπέλλες. Ξέρουν νά μιλανε κι δλα μπορούν νά σού τά πούνε. Καί μόλις τούς πιστέψεις, αμέσως �ά βρε�είς σέ οίκο ανοχης. Κι αμα μαζέψεις κανένα ρούβλι, δώσε το στόν παππα. Θά τό φυλάξει, αν είναι καλός αν�ρωπoς. Καλύτερα, δμως, είναι, νά τό παραχώσεις στή γη. Κοίτα μόνο νά μή σέ δεί κανείς, καί νά �μασαι πού τό εχεις παραχώσει.

Ήταν πολύ �λιβερό, ν' ακούς αυτό τόν ψωυρο, πού πνιγόταν άπό τό στριγγλό τρίξιμο τού τενεκεδένιου στρόφαλου τού φεγγίτη. Ρίχνω μιά ματιά στό γεμάτο καπνιά μέτωπο της σόμπας, στήν ντουλάπα μέ τά πιατι­κά, τή μυγοφτυσμένη, ή κουζίνα είναι απωανα βρώμικη, γεμάτη κοριούς. Μυρίζει στυφά: καμένο λάδι, πετρέλαιο καί καπνό. Πάνω στή σόμπα, ανάμεσα στά προσανάμμα­τα χαρχαλεύουν οί κατσαρίδες, γεμίζει ή ψυχή μου

159 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 160: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

1'tλίψη. Τόν λυπάμαι πολύ τόν φαντάρο, τήν αδερφή του. Μού ερχονται δάκρυα. Μήπως είναι καλά; Μήπως μπορεί κανείς νά ζεί μ' αυτό τόν τρόπο;

Γράφω κάτι, χωρίς ν' ακούω πιά τόν ψί{}υρο τού Σ ιντόροφ. Γράφω πόσο πληκτικό καί πικρό είναι νά ζεί κανείς, κι εκείνος, αναστενάζοντας, μού λέει:

-Πολλά γράφεις, ευχαριστώ! Τώρα, 1'tά ξέρει τί πρέπει νά φοβάται . . .

-Τίποτα δέν πρέπει νά φοβάται - λέω 1'tυμωμένα, παρ' δλο πού κι ό ιδιος φοβάμαι πολλά.

Ό φαντάρος χαμογελάει, βήχοντας ελαφρά. -Είσαι μυστήριος! Πώς νά μήν φοβάται; Καί τ'

αφεντικά. Κι ό 1'tεός; Λίγο είναι αυτό; 'Όταν επαιρνε γράμμα από τήν αδερφή του, παρακα­

λούσε ανήσυχα: -Δ ιάβασέ το, σέ παρακαλώ, γρήγορα . . . Καί μ' εβαζε, μ έ τ ό στανιό, ν ά διαβάζω τ ά λίγα

όρνι1'tοσκαλίσματα της αδερφης του, πού δέ λέγανε καί τίποτα, δυό καί τρείς φορές.

Ήταν καλός, μαλακός, αλλά απέναντι στίς γυναίκες ηταν κι αυτός σάν δλους τούς αλλους, - ωμός κι απλός, σάν σκύλος. Παρακολου1'tώντας, α1'tελά μου η σχι, τίς σχέσεις αυτές, πού μέ καταπληκτική αισχρότητα καί ταχύτητα ξετυλίγονταν μπροστά στά μάτια μου, από τήν αρχή ως τό τέλος, εβλεπα τόν Σ ιντόροφ νά κερδίζει τή συμπά1'tεια τών γυναικών, μέ τά παράπονά του γιά τή στρατιωτική ζωή, νά τίς με1'tάει μέ τό τρυφερό ψέμα κι ϋστερα απ' δλα αυτά, νά πηγαίνει στόν Έρμόχιν καί νά τού περιγράφει τή νίκη του, μορφάζοντας περιφρονητι­κά καί φτύνοντας, λές κι ηπιε κάποιο πικρό φάρμακο. Αυτό μού ηταν μαχαίρι στήν καρδιά, ρωτούσα 1'tυμωμέ­να τόν φαντάρο - γιατί δλοι τους ξεγελούν τίς γυναίκες, τούς λένε ψέματα, κι επειτα, αφού τίς πλανέψουν, τίς παραδίνουν ό ενας στόν αλλο καί συχνά τίς δέρνουν;

Έκείνος χαμογελούσε σιγανά κι ελεγε: -Έσύ δέν πρέπει νά ενδιαφέρεσαι γι' αυτά τά

πράγματα, δλα αυτά είναι ασκημα, είναι αμαρτία! Είσαι μικρός, είναι νωρίς ακόμα γιά σένα . . .

1 60 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 161: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μιά φορά, δμως, πηρα μιάν απάντηση πιό συγκεκρι­μένη, πού μού 'μεινε αξέχαστη :

-Νομίζεις, πώς εκείνη δέν ξέρει πώς τήν ξεγελω; μού είπε, μισοκλείνοντας τό μάτι καί βήχοντας. Τό ξέρει! Ή ίδια 1'tέλει νά τήν απατάνε. 'Όλοι λένε ψέματα σ' αυτή τή δουλειά. Τέτοια είναι ή μοίρα της. 'Όλοι ντρέπονται. Έδω κανείς δέν αγαπάει. Δέν είναι αυτό αγάπη. Είναι σκανταλιά καί τίποτε άλλο ! Είναι μιά όλόκληρη ντροπή ! Περίμενε καί μόνος σου 1'tά τό δείς. Πρέπει νά είναι πάντα νύχτα. Κι αν είναι μέρα, 1'tά γίνει στό σκοτάδι, στό κελλάρι, ναί ! Γι' αυτό τό πράγμα ό 1'tεός εδιωξε τόν αν1'tρωπο από τόν παράδεισο, καί αυτό φταίει, πού δλοι είναι δυστυχισμένοι . . .

Τά ελεγε τόσο ώραία, τόσο 1'tλιμμένα, τόσο μετανοιω­μένα, πού μέ φίλιωσε λιγάκι μέ τά ρομάντζα του. Τού φερόμουνα πιό φιλικά απ' δ,τι στόν Έρμόχιν, πού τόν μισούσα καί προσπα1'tούσα, μέ κά1'tε τρόπο, νά τόν κοροϊδέυω, νά τόν ερε1'tίζω.

Σ' αυτό τά κατάφερνα. Καί συχνά μέ κυνηγούσε στήν αυλή, μέ αγριες δια1'tέσεις. Ή1'tελε νά ξεσπάσει, μά σπάνια τά κατάφερνε, γιατί ηταν δυσκίνητος . . .

-Αυτό απαγορεύεται, ελεγε ό Σ ιντόροφ. 'Ότι απαγορεύεται, τό 'ξερα, μά δτι απ' αυτό οί

αν1'tρωποι είναι δυστυχισμένοι, δέν τό πίστευα. Καί τό 'βλεπα, πραγματικά, πώς είναι δυστυχισμένοι. Μά δέν τό πίστευα, γιατί συχνά παρατηρούσα μιάν ασυνή1'tιστη λάμψη στά μάτια των ερωτευμένων, ενιω1'tα ν' αχτινοβο­λούν μιάν ιδιαίτερη καλοσύνη οί ερωτευμένοι. Ήταν πάντα ευχάριστο νά βλέπεις αυτό τό γιορτάσι της καρδιάς.

Ώστόσο, 1'tυμάμαι, πώς ή ζωή μού φαινόταν πιό πληκτική, πιό σκληρή, πού σταμάτησε, αμετακίνητη γιά πάντα, στίς μορφές καί στίς σχέσεις εκείνες πού τήν εβλεπα κα1'tημερινά. Δέν περνούσε από τό νού μου, δτι είναι δυνατό νά υπάρχει καί κάτι καλύτερο απ' αυτό πού υπάρχει, απ' αυτό πού μοιραία κι αναπόφευχτα προβάλ­λει μπροστά στά μάτια μου κά1'tε μέρα.

Μ ιά μέρα, δμως, οί φαντάροι μού είπαν μιάν ίστορία,

1 6 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 162: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πού μέ συντάραξε: Σ' ενα δωμάτιο ζουσε δ κόφτης του καλύτερου ράφτη

τής πόλης, ενα ησυχο, άπλό αν1'tρωπάκι, από ξένη χώρα. Είχε μιά μικρή, ατεκνη γυναίκα, πού διάβαζε, νύχτα­μέρα, βιβλία. Μέσα στήν πολυΜρυβη αυλή, μέσα στό σπίτι, πού ηταν κατάμεστο από μπεκρήδες, οί δυό αυτοί ζουσαν χωρίς νά φαίνονται καί ν' ακούγονται. 'Επισκέ­ψεις δέν είχαν, οί ίδιοι δέν πήγαιναν που1'tενά, παρά μόνο, τίς γιορτές, στό 1'tέατρο.

Ό αντρας, από τό πρωι, ως αργά τό βράδι, ηταν στή δουλειά. Ή γυναίκα του, πού εμοιαζε μέ ανήλικο κοριτσάκι, δυό φορές τή βδομάδα πήγαινε στή βιβλιο1'tή­κη . Τήν εβλεπα συχνά νά προχωρεί μέ μικρά βήματα, ελαφροκουτσαίνοντας, 1'tαρρείς, πάνω στό ανάχωμα, μέ τά βιβλία στήν τσάντα της, σά γυμνασιοκόριτσο, άπλή, νοστιμούλα, καινουργιοντυμένη, κα1'tαρή, μέ τά μικρά της χεράκια γαντοφορεμένα. Τό προσωπάκι της, σάν του πουλιου, μέ γοργοκίνητα μάτια, καί μ' δλα τά σουσούμια της ώραιούτσικα, σάν αλαβάστρινη κουκλίτσα, στήν ποδιά του κα1'tρέφτη . Οί φαντάροι λέγανε, πώς τής ελειπε ενα πλευρό από τήν αριστερή μεριά καί πώς γι' αυτόν τό λόγο κουνιέται τόσο παράξενα, σάν περπατάει. Αυτή, δμως, ή περπατησιά ηταν γιά μένα ευχάριστη καί τήν ξεχώριζε αμέσως από τίς αλλες κυρίες τής αυλής, δηλαδή από τίς γυναίκες τών αξιωματικών. 'Εκείνες εΙχαν, βέβαια, φωνές καμπανιστές, φανταχτερά φορέμα­τα καί ψηλά κρινολίνα, μά φάνταζαν σάν μεταχειρισμέ­νες, λές κι είχαν μείνει χρόνια ξεχασμένες, σέ σκοτεΙΥά κελλάρια, ανάμεσα σέ διάφορες παλιατσαρίες.

Τή μικρή ραφτάδαινα τή 1'tεωρούσανε στήν αυλή μισότρελη. Λέγανε, πώς είχε χάσει τά λο'ίκά της από τά βιβλία, δτι εφτασε στό σημείο πού δέ μπορεί νά φέρει βόλτα τό νοικοκυριό του σπιτιου, πώς δ αντρας της πηγαίνει μόνος στήν αγορά, γιά τά ψώνια, μόνος παραγ­γέλνει τό φαγητό καί τό δείπνο στή μαγείρισσα, μιά 1'tεριακωμένη κι αγέλαστη γυναίκα ξένης καταγωγής, μ' ενα κόκκινο μάτι, πάντα δακρυσμένο, καί μέ μιά στενή ρόδινη σχισμή, στή ι'tέση του αλλου ματιου . Δέν εΙναι

1 6 2 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 163: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κυρία - ελεγαν γιά κείνη - δέ μπορεί νά ξεχωρίσει τό βραστό χοιρινό από τό μοσχαρίσιο κρέας καί, μιά φορά, αγόρασε, αντίς γιά μα'ίντανό, ρεπάνι ! Φανταστείτε, τί φρίκη !

Καί οί τρείς τους ηταν ξένοι σέ κείνο τό σπίτι, σά νά 'πεσαν τυχαία σ' ενα κλουβί αυτού τού μεγάλου ορνι{tω­να, {tυμίζανε τούς σπουργίτες πού, γιά νά σω{tούν από τήν παγωνιά, τρυπώνουν από τόν φεγγίτη στήν αποπνι­χτική καί βρώμικη κατοικία των αν{tρώπων.

Καί, ξαφνικά, μού είπαν οί ίπποκόμοι, δτι οί κύριοι αξιωματικοί σκάρωσαν στή ραφτάδαινα ενα αισχρό κι άτιμο παιγνίδι. Κά{tε μέρα, πότε ό ενας καί πότε ό άλλος, της στέλνανε γράμματα ερωτικά, γεμάτα πά{tος καί ϋμνους γιά τήν ομορφιά της. 'Εκείνη τούς απαντού­σε. Τούς παρακαλούσε νά τήν αφήσουν ησυχη . Τούς ελεγε, δτι λυπόταν, πού εγινε αιτία νά υποφέρουν καί προσευχόταν στόν {tεό νά τούς βoη{tήσει νά τήν ξεχά­σουν. Μόλις επαιρναν από κείνη γράμμα, μαζεύονταν ολοι σέ μιά γωνιά καί τό διάβαζαν δυνατά, γελούσαν σέ βάρος της γυναίκας καί κάνανε, δλοι μαζί, άλλο γράμμα γι' αυτήν καί τό υπόγραφε εκείνος πού fjταν ή σειρά του.

'Όταν μού λέγανε οί ίπποκόμοι τήν ίστορία, γελού­σαν κι αυτοί καί βρίζανε τή ραφτάδαινα.

-Βλαμμένη , ή καψερή, ή στραβοκάνα, �λεγε ό 'Ερ­μόχιν, μέ τή μπάσα φωνή του κι ό Σ ιντόροφ, ησυχα­ησυχα, τόν υποστήριζε.

-Κά1'tε γυναίκα {tέλει νά τήν ξεγελάνε. 'Όλα τά ξέρει . . .

Δέν τ ό πίστευα, πώς ή ραφτάδαινα ξέρει, πώς γελούνε σέ βάρος της κι αμέσως αποφάσισα νά της τό πω. 'Έστησα καρτέρι, κι δταν ή μαγείρισσα κατέβηκε στό κελλάρι, ετρεξα από τή σκάλα της υπηρεσίας καί μπηκα στό διαμέρισμα της μικρης γυναίκας. Χώνομαι στήν κουζίνα, τή βλέπω άδεια, μπαίνω στό δωμάτιο, κοιτω, ή ραφτάδαινα κά1'tεται στό τραπέζι. Στό ενα χέρι της κρατάει ενα βαρύ χρυσοπλούμιστο φλιτζάνι καί στ' άλλο ενα ανοιχτό βιβλίο. Τρόμαξε. Έσφιξε τό βιβλίο στό στη{tος κι άρχισε νά φωνάζει μ' αδύνατη φωνή.

163 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 164: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Ποιός είναι; Αυγούστα ! Ποιός εΙσαι; Υ Αρχισα νά της μιλάω γρήγορα καί μπερδεμένα,

περιμένοντας από στιγμή σέ στιγμή νά μου πετάξει στά μουτρα τό φλιτζάνι η τό βιβλίο. Κα{J-όταν σέ μιά μεγάλη βα{J-υκόκκινη πολυ{J-ρόνα, ντυμένη μιά γαλάζια ρόμπα, μέ κρόσια στόν ποδόγυρο καί μέ δαντέλλες στόν γιακά καί στά μανίκια. Πάνω στούς ωμους της χύνονταν κάτι ξαν{J-ά, σγουρά μαλλιά. ΥΕμοιαζε μέ άγγελο, πού κατέβη­κε από τόν ουρανό. Κόλλησε στή ράχη της πολυ{J-ρόνας καί μέ κοιτουσε μέ τά στρογγυλά της μάτια, στην αρχή {J-υμωμένα κι επειτα γεμάτη απορία, μ' ενα χαμόγελο.

'Όταν της εΙπα αυτό πού η{J-ελα νά της πω, καί χάνοντας τό {J-άρρος μου, γύρισα κατά την πόρτα, εκείνη μέ φώναξε:

-Στάσου ! ΥΕβαλε τό φλιτζάνι στόν δίσκο, πέταξε τό βιβλίο στό

τραπέζι καί δένοντας μπροστά τίς παλάμες της, άρχισε νά μου λέει, μέ βαρειά φωνή, ενήλικου αν{J-ρώπου :

-Τί περίεργο αγόρι είσαι σύ . . . ΥΕλα πιό κοντά! Προχώρησα πολύ προσεχτικά. Μου πηρε τό χέρι καί

χα'ίδεύοντάς το, μέ τά κρύα δάχτυλά της, ρώτησε: -Κανένας δέ σέ συμβούλεψε γά μου τά πείς αυτά,

δέν είναι ετσι; Λοιπόν, καλά. Τό βλέπω, τό πιστεύω, μόνος σου τά σοφίστηκες . . .

Υ Αφησε τό χέρι μου, επειτα, εκλεισε τά μάτια κι είπε σιγανά, μακρόσυρτα:

-Αυτά λένε οί βρώμικοι φαντάροι ! -Νά, φύγε απ' αυτό τό σπίτι, τή συμβούλεψα σοβα-

ρά εγώ. -Γιά ποιό λόγο; -Θά σέ καταφέρουνε αυτοί! Γέλασε ευχαριστημένη, επειτα ρώτησε: -πηγες σχολειό; 'Αγαπάς νά διαβάζεις β ιβλία; -Δέν εχω καιρό γιά διάβασμα. -"Αν τ' αγαπουσες {J-ά 'βρισκες καιρό. Λοιπόν,

ευχαριστώ! Μου άπλωσε τό χέρι κι εχωσε στή χούφτα μου ενα

ασημένιο νόμισμα. Ήταν ντροπή νά πάρω αυτό τό κρύο

1 64 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 165: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πραγμα, μά δέν τόλμησα νά της τό αρνη'l'tώ, καί, φεύ­γοντας, τό αφησα στό περβάζι του κεφαλόσκαλου .

Ή εντύπωση πού εΙχα από τή γυναίκα αυτή �ταν βα'l'tειά, καινούργια γιά μένα. Είχε, 'ι'tαρρείς, ροδοσκάσει μπροστά μου ή αυγή, καί κάμποσες μέρες ημουν μές στή χαρά. Μ' ακολου'l'tουσε παντου ή εικόνα του άπλόχωρου δωματίου κι ή αγγελική μορφή της ραφτάδαινας, ντυμέ­νης στά γαλάζια. Γύρω, Όλα �ταν μιά πρωτόγνωρη ομορφιά, πλούσιο χρυσοκέντητο χαλί άπλωνόταν κάτω από τά πόδια της. 'Από τά ασημένια τζάμια τών παρα­'ι'tυριών εμπαινε ή χειμωνιάτικη μέρα καί ζεσταινόταν κοντά της.

Ήitελα πολύ νά τήν ξαναδώ αλλη μιά φορά. Τί 'ι'tά γίνει αν πάω καί της ζητήσω ενα βιβλίο;

Καί πηγα. Καί τήν ξανάδα στό ιδιο μέρος, μέ τό βιβλίο καί πάλι στά χέρια. Μά �ταν δεμένο τό μάγουλό της μ' ενα κόκκινο μαντήλι, τό μάτι της πρησμένο. 'Όταν μου 'δωσε τό βιβλίο μέ τά μαυρα καπάκια, ή γυναίκα του ράφτη μουρμούρισε κάτι, ανάμεσα στά δόντια της. 'Έφυγα στενοχωρημένος, παίρνοντας μαζί μου τό βι­βλίο, πού μοσκοβολουσε κρεοζώτο καί γλυκάνισο. 'Έκρυψα τό βιβλίο στή σοφίτα, αφου τό τύλιξα σ' ενα κα'l'tαρό πουκάμισο καί χαρτί. Κι ετρεμε Όλο τό εΙναι μου μήπως τό βρουν τά αφεντικά καί τό καταστρέψουν.

Οί αν'l'tρωποι αυτοί παίρνανε τό «Νίβω> γιά τά κεντήματα πού είχε καί τά βραβεία, μά δέν τό διάβαζαν. κοιτουσαν τίς εικόνες καί τό πετουσαν στό κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας. Στό τέλος του χρόνου, τό δένανε καί τό εκρυβαν κάτω από τό κρεβάτι, Όπου υπηρχαν κιόλας τρείς τόμοι της «'Επι'l'tεώρησης Ζωγραφικης». 'Όταν σφουγγάριζα τό πάτωμα, στήν κρεβατοκάμαρα, ετρεχαν τά βρώμικα νερά κάτω απ' αυτά τά βιβλία. Τό αφεντικό, πού �ταν συνδρομητής της εφημερίδας «Ρωσικός Ταχυ­δρόμος» καί, τά βράδια πού τή διάβαζε, ξεσπουσε σέ φωνές:

-'Ο διάβολος ξέρει γιατί τά γράφουν Όλα αυτά! Σαχλαμάρες κι αηδίες! . . .

Τό Σάββατο, καitώς κρεμουσα στή σοφίτα τ' ασπρό-

165 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 166: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ρΟ'υχα, ftυμή{)ηκα τό βιβλίΟ'. Τό 'βγαλα, τό ξετύλιξα καί διάβασα τήν πρώτη γραμμή: «Τά σπίτια είναι σάν τΟ'ύς ανftρώπΟ'υς: τό καftένα εχει τή φυσιΟ'γνωμία τΟ'υ» . Αύτό μέ κατάπληξε γιά τήν αλήftεια τΟ'υ . • Αρχισα νά διαβάζω παρακάτω, ορftιος, κΟ'ντά στό παράftυρΟ'. Καί διάβασα, ωσπΟ'υ νά ξεπαγιάσω. Καί τό βράδυ, Όταν τ' αφεντικά φύγανε γιά τόν έσπερινό, πηρα τό βιβλίΟ' στήν κΟ'υζίνα καί βυftίστηκα στίς κίτρινες καί φftαρμένες, σάν τά φύλλα τΟ'ύ φftινόπωρΟ'υ σελίδες τΟ'υ. ΓρήγΟ'ρα μέ πηγαν σέ μιάν αλλη ζωή, σέ νέα ονόματα καί σχέσεις, μΟ'ύ δείχνqνε καλΟ'ύς ηρωες, σκΟ'τεινΟ'ύς κακΟ'ύργΟ'υς, πΟ'ύ δέ μΟ'ιάζανε μέ τΟ'ύς ανftρώπΟ'υς πΟ'ύ εζησα εγώ. 'Ήταν ενα μυftιστόρημα τΟ'ύ Ξαβιέ ντέ ΜΟ'ντεπαίν, μακρόσυρτΟ', Όπως Όλα τά μυftιστΟ'ρήματά τΟ'υ, γεμάτΟ' άνftρώπΟ'υς καί γεγΟ'νότα, πΟ'ύ αναπαρίσταναν μιάν αγνωστη, δρμητική ζωή. 'Όλα, στό μυftιστόρημα αύτό ηταν πάρα πΟ'λύ άπλά καί καftαρά, λές καί κάπΟ'ιΟ' φώς, κρυμμένο ανάμεσα στίς γραμμές, φώτιζε τό καλό καί τό κακό, σέ βοηftούσε ν' αγαπάς καί νά μισείς, σ' εβαζε νά παρακΟ'λουftείς, μέ αγωνία τίς τύχες τών ανftρώπων, πού εχΟ'υν μπερδευτεί, σάν πυκνό μελίσσι. Άμέσως μΟ'ύ γεννήftηκε ή εντΟ'νη επιftυμία νά βΟ'η{}ήσω τό ενα, νά εμποδίσω τό αλλΟ', ξεχνΟ'ύσα πώς Όλη αύτή ή ζωή, πού ανοιξε απροσδόκητα μπροστά μου είναι χάρτινη. 'Όλα τά ξεχνΟ'υσα μέσα στά σκαμπανεβάσματα της πάλης, μ' αποροφούσε τό αισ{)η­μα της χαράς σέ μιά σελίδα καί τό αίσftημα της πίκρας στήν αλλη .

Έχω βυftιστεί στό διάβασμα, σέ τέτοιο σημείΟ', πού, Όταν ακΟ'υσα τό χτύπημα τού κουδουνιού στήν κεντρική είσοδο, δέν κατάλαβα αμέσως ποιός χτυπά καί γιατί.

Τό κερί κάηκε σχεδόν ως τόν πάτο. Τό κηροπήγιο, πού μόλις τό πρω'ι τό είχα καftαρίσει, ηταν γεμάτο λίπος. Τό φυτίλι τού καντηλιού, πού επρεπε νά τό προσέχω, ξεγλίστρησε από τό πιαστράκι κι εσβησε. ΚλωftΟ'γύρισα μέσα στήν κουζίνα, προσπαftώντας νά κρύψω τά ιχνη τών εγκλημάτων μου . 'Έχωσα τό βιβλίο κάτω από Τ11 σόμπα κι αρχισα νά σιάζω τό καντήλι. Άπό τό δωμάτιΟ' πετάχτηκε ή παραμάνα.

1 66 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 167: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Κουφά{}ηκες; Χτυπάει τό κουδούνι! Πετάχτηκα ν' ανοίξω τήν πόρτα. -' Αποκοιμή{}ηκες; ρώτησε αυστηρά τό αφεντικό. Ή

γυναίκα του, ανεβαίνοντας, μέ κόπο, τά σκαλιά, βαρυγ­κομοϋσε, πώς τήν ξεπάγιασα, ή γριά μέ μάλωνε. Μόλις μπηκε στήν κουζίνα είδε αμέσως τό καμμένο κερί κι αρχισε νά μέ ψιλορωτάει τί εκανα.

'Εγώ σώπαινα, λές κι επεσα από κάπου ψηλά, τσακι­σμένος, γεμάτος φόβο, δτι itά βρεί τό βιβλίο, ενω εκείνη φώναζε, πώς itά κάψω τό σπίτι. 'Ήρitε τό αφεντικό μέ τή γυναίκα του νά δειπνήσουν, ή γριά παραπονέ{}ηκε σ' αυτούς.

-Κοιτάχτε, εκαψε δλο τό κερί, itά κάψει καί τό σπίτι . . .

'Όλη τήν ωρα πού δειπνούσαν μού ροκάνιζαν τά νεύρα: Πήρανε νά μού αραδιάζουν δλα μου τά στραβά, έκούσια κι ακούσια, νά μέ φοβερίζουν μέ αφανισμό. Μά εγώ ηξερα πιά, πώς δλα αυτά δέν τά λένε Ο"υτε από κακό, ουτε από καλό, αλλά από πλήξη . Κι �ταν παράξενο, νά βλέπεις πόσο κούφιοι καί γελοίοι �ταν, σέ σχέση μέ τούς ανitρώπους τού βιβλίου.

'Επιτέλους, απόφαγαν, βάρυναν, σηκώitηκαν κουρα­σμένα καί πήγανε νά κοιμηitούν. Ή γριά, αφού ανησύ­χησε τό itεό μέ τά όργισμένα παράπονά της, ανέβηκε στό πατάρι καί κούρνιασε. τότε σηκώ{}ηκα, εβγαλα τό βιβλίο κάτω από τή σόμπα καί ζύγωσα στό παράitυρo. Ή νύχτα ηταν φωτεινή, τό φεγγάρι χτυπούσε ισα στό παράitυρο, μά τά γράμματα ηταν μικρά καί δέ μπορούσα νά τά ξεχωρίσω. Κι ηitελα πολύ νά διαβάσω. πηρα από τό ράφι μιά χάλκινη κατσαρόλα, καί φώτισα μέ τήν αντι­λαμπή της τό βιβλίο. Τό αποτέλεσμα ηταν χειρότερο, τά γράμματα φαίνονταν πιό σκοτεινά. Τότε, ανέβηκα στόν πάγκο, στή γωνία, κοντά στά εικονίσματα. "Αρχισα νά διαβάζω δρitιος, κάτω από τό φως τού καντηλιού. Τελικά, κατακουρασμένος, σωριάστηκα πάνω στό παγ­κάκι κι αποκοιμή{}ηκα. Ξύπνησα από τίς φωνές καί τά σπρωξίματα της γριάς. Κρατούσε τό βιβλίο στό χέρι καί μέ χτυπούσε δυνατά στίς πλάτες, κατακόκκινη από τό

1 67 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 168: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κακό της, τινάζοντας μέ μανία τό πυρόξαν1'tο κεφάλι της, ξυπόλυτη, μόνο μέ τή νυχτικιά. 'Από τό πατάρι φώναξε ό Βίκτορ:

-Μητέρα, τί ουρλιάζετε! Μά ζωή είν' αυτή ; . . . «Πάει τό βιβλίο, 1'tά τό σκίσει», ελεγα μέσα μου . 'Όταν κα{}ήσαμε, τό πρω'ι, γιά τσάι, μέ δικάσανε. Τό

αφεντικό ρωτουσε αυστηρά: -Άπό που πήρες τό βιβλίο; ΟΙ γυναίκες εσκουζαν, διακόπτοντας ή μιά τήν αλλη ,

ενώ ό Βίκτορ όσμιζόταν καχύποπτα τό βιβλίο κι ελεγε: -' Αρωμα μυρίζει, μά τό 1'tεό . . . 'Όταν ακουσαν, δτι τό βιβλίο είναι του παππά, δλοι

μαζί τό περιεργάστηκαν αλλη μιά φορά, μέ άπορία κι αγανάχτηση, πού ό παππάς διαβάζει μυ1'tιστορήματα. Παρ' δλα αυτά, τουτο τούς κα{}ησύχασε κάπως, αν καί τό αφεντικό πολλήν ωρα προσπα1'tουσε νά μέ πείσει, πώς τό βιβλίο είναι βλαβερό κι επικίνδυνο.

-Νά οΙ διαβασμένοι, τίναξαν στόν αέρα τή σιδηρο­δρομική γραμμή, {tέλανε νά δολοφονήσουν . . .

Ή αφεντικίνα μου φώναξε 1'tυμωμένα καί εντρομα στόν αντρα της

-Τρελά{}ηκες! Τί είναι αυτά πού του λές; Πήγα τόν Μοντεπαίν στόν φαντάρο, του είπα τί

συμβαίνει. Ό Σιντόροφ πήρε τό βιβλίο, άνοιξε αμίλητος τό μικρό μπαουλάκι του, εβγαλε μιά κα{tαρή πετσέτα, τύλιξε μέσα τό μυ1'tιστόρημα, τό 'χω σε στό μπαουλο καί μου είπε:

-Μήν τούς ακους! Έλα σέ μένα καί διάβασε. Δέν τό λέω σέ κανένα! Κι αν ερ1'tεις καί δέν είμαι εδώ, νά τό κλειδί, κρέμεται πίσω από τό εικόνισμα. 'Άνοιξε τό μπαουλο καί διάβασε . . .

Ή στάση τών αφεντικών μου απέναντι στό βιβλίο, τό ανέβασαν αμέσως, στά μάτια μου, στό ϋψος ένός σπου­δαίου καί φοβερου μυστικου. Ότι οΙ τάδε «αναγνώ­στες» ανατίναξαν κάπου τή σιδηροδρομική γραμμή, 1'tέλοντας νά σκοτώσουν κάποιον, δέ μ' ενδιέφερε. Μά 1'tυμή{}ηκα τήν ερώτηση του παππά, στήν εξομολόγηση, τό διάβασμα του γυμνασιόπαιδου στό κατώγι, τά λόγια

1 68 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 169: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

του Σμούρι, γιά «σωστά βιβλία» καί ηρ{}αν στό νου μου ίστορίες του παππου μου, γιά τούς φραμασόνους, πού διαβάζουν μαυρα βιβλία:

«Τήν εποχή του Ευλογημένου δεσπότη Άλεξάντρ Πάβλιτς, οί ευγενείς, παρασυρμένοι από τά μαυρα βιβλία, τή μαύρη μαγεία καί τό μασονισμό, αποφάσισαν νά προδώσουν Όλο τό ρούσικο λαό στόν πάπα της Ρώμης, οί Ιησου·Ιτες! Τότε, ό στρατηγός Άρακτσέγεφ τούς επιασε στά πράσα, καί αδιαφορώντας γιά τά αξιώματά τους καί τούς τίτλους τους, τούς εστειλε Όλους στή Σιβηρία, στά κάτεργα. Καί κεί εσβησαν κι εγιναν στάχτη . . . »

Θυμόμουνα τό «χάος-αβυσσος, διασχιζόμενο από τούς αστέρες» , τόν « Γερβάσιο» καί τά μεγαλόστομα περιφρονητικά λόγια:

«' Αγράμματοι, πού εχετε τήν περιέργεια νά μά{}ετε γιά τά εργα μας! Ποτέ τά αδύνατα μάτια σας δέν πρόκειται νά τά δουν ! »

�Eνιω{}α πώς βρίσκομαι στό κατώφλι κάποιων με­γάλων μυστικών καί ζουσα, σάν υπνωτισμένος. ''Η{}ελα νά τό τελειώσω τό βιβλίο, γιατί φοβόμουνα μήπως χα{}εί από κεί μέσα 11 μήπως τό χαλάσει ό φαντάρος. Καί τί {}ά ελεγα τότε στή ραφτάδαινα;

Στό μεταξύ, ή γριά, πού μέ παρακολου{}ουσε αγρυ­πνα, γιά νά μήν τό σκάσω, γιά τόν ίπποκόμο, μου ετρωγε τ' αυτιά.

-Βιβλιοφάγε! Τά βιβλία σέ κάνουν αλήτη . Κοίτα κείνη τή σουρλουλού, πού διαβάζει βιβλία, που κατάν­τησε! Στήν αγορά δέ μπορεί νά πάει μόνη , μά μέ τούς αξιωματικούς νταραβερίζεται. Τούς παίρνει μέσα μέρα­μεσημέρι, τό ξέρω!

Μου ηρ{}ε νά βάλλω τίς φωνές: «Ψέματα είναι αυτά! Δέ νταραβερίζεται ! . . . » Μά φοβόμουνα νά υπερασπίσω τή ραφτάδαινα, - κι

αν, ξαφνικά, υποψιαστεί ή γριά, πώς τό βιβλίο είναι δικό της;

Κάμποσες μέρες πέρασα πολύ ασκημα. Μ' είχε κυριέ­ψει ή αφηρημάδα, ενα φοβερό μαράζι. Δέ μπορουσα νά

169 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 170: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κoιμη�ώ, από τόν φόβο μου, γιά τήν τύχη του Μοντε­παίν. Καί νά σου μιά μέρα ή μαγείρισσα της ραφτάδαι­νας, μέ σταμάτησε στήν αυλή καί μου είπε:

-Φέρε τό βιβλίο! Διάλεξα μιάν ωρα, μετά τό φαγητό, πού τ' αφεντικά

πέσανε ν' αναπαυτουνε καί πηγα στή ραφτάδαινα, συγχισμένος καί τσακισμένος.

Μέ ύποδέχτηκε στήν ιδια στάση, πού τήν αντάμωσα τήν πρώτη φορά. Μόνο πού ητανε διαφορετικά ντυμένη . φορουσε, τώρα, γκρί φούστα, μαύρη βελουδένια μπλού­ζα, μέ ενα σταυρό από τουρκουάζ, στόν ανοιχτό λαιμό της. 'Έμοιαζε μέ τριγονάκι.

'Όταν της είπα, πώς δέν πρόλαβα νά διαβάσω τό βιβλίο καί πώς μου απαγορεύουνε νά διαβάζω, τά μάτια μου γέμισαν δάκρυα από πίκρα, μά κι από τή χαρά μου, πού είδα αυτή τή γυναίκα.

-ου, τί ανόητοι αν�ρωπoι ! είπε εκείνη, σμίγοντας τά λεπτά φρύδια της. Κι δμως, τό αφεντικό σου εχει ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία. Μή στεναχωριέσαι, �ά τό σκεφτώ. Θά του γράψω!

Αυτό μέ τρόμαξε. της δήλωσα, πώς είπα ψέματα στ' αφεντικά μου, πώς τό βιβλίο τό πηρα από τόν παππα κι οχι από κείνη.

-Δέ χρειάζεται, μή γράφετε! τήν παρακάλεσα. Θά σας κορο·ίδεύουνε, �ά σας βρίζουνε. Ξέρετε, κανένας δέ σας αγαπάει στήν αυλή. 'Όλοι γελουνε, λένε πώς είστε ανόητη καί σας λείπει ενα πλευρό . . .

Μόλις τά ξεστόμισα δλα αυτά κατάλαβα, πώς είπα παραπανήσια πράγματα, πού τήν πείραξαν: Τήν είδα κιόλας, πού δάγκωσε τ' απάνω χείλι της καί χτύπησε τόν γοφό της, σά νά βρισκόταν καβάλα σέ αλογο. Κατέβασα ντροπιασμένος τό κεφάλι, γυρεύοντας ν' ανοίξει ή γη καί νά μέ καταπιεί. Μά ή ραφτάδαινα εγειρε στήν καρέκλα κι εσκασε στά γέλια, λέγοντας κά�ε τόσο:

-"Αχ, πόσο ανόητο . . . πόσο ανόητο ! Μά τί νά κάνου­με; ρώτησε τόν έαυτό της, στηλώνοντας απάνω μου τά μάτια της. Έπειτα, αναστέναξε καί πρόσ�εσε: Είσαι πολύ παράξενο αγόρι, πολύ . . .

1 70 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 171: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'Έριξα μιά ματιά στόν κω'}ρέφτη, πού βρισκόταν δίπλα της, κι είδα τό πλατύ πρόσωπό μου, μέ τά εξογκωμένα μηλα, τή μεγάλη μελανάδα στό μέτωπο, τ' ακούρευτα, από καιρό, μαλλιά μου, ν' άπλΙονουν, σ' Όλες τίς μεριές, τουφες-τουφες, κι είπα: νά, αυτό 1'tά πεί «πολύ περίεργο αγόρι ;» . . . Δέ μοιάζει τό παράξενο &γόρι μέ τή φαρφουρένια λεπτή σιλουέτα . . .

-Δέν πηρες, τότε, τ ό κερματάκι πού σου 'δωσα. Γιατί ;

-Δέ μου χρειάζεται. 'Εκείνη αναστέναξε: -Τί νά κάνουμε! "Αν σ' αφήσουν νά διαβάσεις, ελα

νά σου δώσω βιβλία . . . Στά πόδια του κα1'tρέφτη κείτονταν τρία βιβλία.

Αυτό πού εφερα, ηταν τό πιό χοντρό. Τό κοίταξα μέ λύπη. Ή ραφτάδαινα μου απλωσε τό μικρό τριανταφυλ­λένιο χέρι της:

-Λοιπόν, αντίο. Άγγιξα μέ δέος τό χέρι της κι εφυγα γρήγορα. Μπορεί καί νά είναι σωστό, πού λένε γιά κείνη, πώς

τίποτε δέν ξέρει - γιατί τό εικοσάρι τό είπε κερματάκι, ίδιο παιδί.

Μά αυτό μου αρεσε . . .

9

Λ ΥΠΑΜΑΙ καί γελάω, Όταν 1'tυμάμαι πόσο μεγάλες προσβολές, ταπεινώσεις καί συμφορές μου 'φερε τό πά1'tος γιά διάβασμα, πού ξέσπασε μέσα μου γρήγορα!

Τά βιβλία της ραφτάδαινας μου φαίνονταν πανάκρι­βα. Κι επειδή φοβόμουνα μήπως ή γριά νοικοκυρά τά κάψει στή σόμπα, φρόντιζα νά μή σκέφτομαι αυτά τά βιβλία κι αρχισα νά παίρνω από τό μπακάλικο κάτι πολύχρωμα βιβλιαράκια, τά πρωϊνά πού πήγαινα κι αγόραζα ψωμί καί τσάι.

1 7 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 172: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό μπακάλης ήταν ενας πολύ αποκρουστικός νέος -χοντρά χείλη, πάντα μούσκεμα στόν ίδρωτα, ασπρο πλαδαρό πρόσωπο, γεμάτο ουλές καί βούλες από χοιρά­δες, γαλανά, ξεπλυμένα μάτια καί κοντά, αδέξια δάχτυ­λα σέ στρουμπουλά χέρια. Τό μπακάλικό του ήταν μέρος γιά τίς βραδινές συγκεντρώσεις των ανήλικων καί αλα­φρόμυαλων κοριτσιων της γειτονιάς μας. Κι δ αδερφός τού αφεντικού μου πήγαινε κι αυτός, σχεδόν κάτtε βράδι εκεί, νά πιεϊ μπύρα καί νά παίξει χαρτιά. Συχνά, μέ στέλνανε νά τόν φωνάξω, γιά τό βραδινό καί, πολλές φορές, είδα, στό στενό, μικρό δωματιάκι, πίσω από τό μπακάλικο, τή χαζούτσικη, ροδοκόκκινη γυναίκα τού μπακάλη, νά κάτtεται. στά γόνατα τού Βικτοράκι η κάποι.ου αλλου νέου. Αυτό, φαίνεται, δέν τόν πείραζε τό μπακάλη. Δέν τόν πείραζε κι δταν αγκάλιαζαν τήν αδερφή του, πού τόν βoητtoύσε μέσα στό μπακάλικο, οί τραγουδιστές, οί φαντάροι κι δσοι αλλοι τή λιμπίζονταν. Τό μπακάλικο εΙχε λίγο εμπόρευμα. Κι αυτό, γιατί ήταν, δπως ελεγε, δουλειά καινούργια, δέ μπόρεσε ακόμα νά τή στρώσει, παρ' δλο πού τό μπακάλικο είχε ανοίξει κιόλας από τό φτtινόπωρo. Έδειχνε στούς επισκέπτες καί τούς πελάτες αισχρές φωτογραφίες, εδινε σ' δσους τtέλανε ν' αντιγράψουν χυδαία ποιήματα.

'Εγώ διάβασα τ' ανόητα φυλλάδια τού Μίσα Έβστιν­γκέγεφ, πληρώνοντας ενα καπίκι γιά τό διάβασμα τού κά1'tε φυλλάδιου. Ή τιμή ήταν ακριβή καί τά φυλλάδια δέ μού δίνανε καμιά ευχαρίστηση. ουτε καί τό «Γκου­άκ» η ή «Άκαταμάχητη πίστη», δ «Φράντσιλ δ Βενετσι­άνος», ή «Μάχη τών Ρώσων μέ τούς Καμπαρτίνους» η ή «'Ωραία Τουρκάλα, πού πε{}αίνει στό μνiίμα τού άνδρός

της» κι δλη ή λογοτεχνία αυτού του ειδους δέ μέ ίκανο­ποιούσε. Συχνά, μάλιστα ξυπνούσε μέσα μου μιά λύπη ανάκατη με οργή. Γιατί μού φαινόταν, πώς τό φυλλάδιο με κορόιδευε ξετσίπωτα, με περνούσε γιά χαζοπούλι, περιγράφοντας, με υφος σοβαρό, απωανα πράγματα.

Πιο πολύ μού αρεζαν τα βιβλία «Οι σκοπευτές», «Γιούρι Μιλοσλάβσκι», «ο μυστικός καλόγερος», «Για­παντζά, ό Τάταρος καβαλλάρης» καί αλλα τέτοια, γιατί

172 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 173: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κάτι μού 'μεινε απ' αυτά. Μά πιό πολύ μού αρεσαν οί βιογραφίες τών άγίων, εδώ ύπηρχε κάτι τό σοβαρό, πού τό πίστευα καί, δρισμένες φορές, μέ συγκινούσε βα{tιά. 'Όλοι οί μεγαλομάρτυρες, δέν ξέρω γιατί, αλλά μού {tυμίζανε τόν Καλοδουλειά, η τή γιαγιά, ενώ οί δσιοι μάρτυρες τόν παππού στίς καλές ώρες του.

Δ ιάβαζα στήν ξυλαπο{tήκη, δταν πήγαινα νά κόψω ξύλα η στή σοφίτα. Μά καί στίς δυό περιπτώσεις οί συν{tfjκες ηταν ακατάλληλες, εκανε κρύο. Κάποτε, αν τό βιβλίο μού τραβούσε τό ενδιαφέρον η επρεπε νά τό διαβάσω γρήγορα, σηκωνόμουν νύχτα, αναβα κερί, μά ή γριά νοικοκυρά, πού πρόσεξε, πώς τά κεριά, τή νύχτα, μικραίνουνε, αρχισε νά τά μετράει, μέ μιά σκίζα δαδιού - κι εκρυβε τό μέτρο κάπου. Άν, τό πρωί, ελειπε από τό κερί κανένα δάχτυλο μάκρος η αν εγώ δέν εϋρισκα τή σκίζα καί δέν αφαιρούσα απ' αυτή τό κομματάκι πού κάηκε από τό κερί, αρχιζαν στήν κουζίνα αγριες φωνές. Μιά φορά, μάλιστα, δ Βικτοράκος ξεφώνισε οργισμένα, από τό πατάρι:

-Μά σταματάτε, επιτέλους, νά γαυγίζετε, μητέρα! Ζωή είναι αυτή ; Καί βέβαια αυτός καίει τά κεριά, γιατί διαβάζει βιβλία. Τά παίρνει από τόν μπακάλη, τό ξέρω! Ρίξτε μιά ματιά στή σοφίτα του . . .

Ή γριά ετρεξε στή σοφίτα, βρηκε κάποιο βιβλίο καί τό 'κανε κομμάτια.

Αυτό, φυσικά, μέ πίκρανε, μά τό πά{tος μου γιά διάβασμα μεγάλωσε πιό πολύ. Καταλάβαινα, πώς αν στό σπίτι αυτό ερ{tει, ξαφνικά, ενας αγιος, τ' αφεντικά μου {t' αρχίσουν νά τού κάνουν μα&ήματα, {tά προσπα{tή­σουν νά τόν ξαναπλάσουν στά μέτρα τους. Θά τό κάνουν από πλήξη . • Αν πάψουν νά κρίνουν τούς αν{tρώπους, νά φωνάζουν καί νά τούς κουτσομπολεύουν, {tά ξεμά{tαι­ναν νά μιλούν, {tά βουβαίνονταν, δέ {tά ηταν δ εαυτός τους. Γιά νά νιώ{tει δ αν{tρωπος τόν εαυτό του, δτι ύπάρχει, πρέπει νά κρατήσει κάποια στάση απέναντι στούς αν{tρώπους. Τ' αφεντικά μου δέ μπορούσαν νά φέρονται στούς πλησίον τους διαφορετικά, παρά μέ ϋφος διδακτικό, μέ επικρίσεις. Κι αν αρχιζε δ αγιος νά

1 7 3 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 174: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ζεί σάν κι αυτούς - νά σκέφτεται, νά αισ1'tάνεται σάν κι αυτούς - πάλι 1'tά τόν κατηγορούσαν γι' αυτό. Τέτοιοι ηταν οί αν1'tρωποι.

Εϋρισκα ενα σωρό πονηριές, γιά νά διαβάσω. Ή γριά, κάμποσες φορές, μού κατάστρεψε τά βιβλία, κι ετσι, ξαφνικά, βρέ{}ηκα χρεωμένος στόν μπακάλη μ' �να τεράστιο ποσό, μέ σαράντα καπίκια! 'Εκείνος ζητούσε τά λεφτά του καί απειλούσε, πώς 1't' αρχίσει νά μού κρατάει, γιά τό χρέος μου, λεφτά τού αφεντικού μου, Όταν 1'tά πήγαινα στό μπακάλικο γιά ψώνια .

-Τί 1'tά κάνεις, τότε ; μέ ρωτούσε μέ ϋφος δηκτικό. Δέν τόν χώνευα μέ κανέναν τρόπο. Κι επειδή, φαίνε­

ται, τό καταλάβαινε, μέ παίδευε μέ διάφορες φοβέρες, μέ ιδιαίτερη ευχαρίστηση : μόλις εμπαινα στό μπακάλικο, τό γεμάτο βούλες πρόσωπό του άπλωνόταν σά ζύμη καί μέ ρωτούσε, χαϊδευτικά:

-Έφερες τό χρέος; -Όχι. Αυτό τόν τρόμαζε, συνοφρυωνόταν: -πως; Τί νά κάνω, νά σέ πάω στόν ειρηνοδίκη ; Τί

λές, ε ; Νά σέ μπαγλαρώσουν καί νά σέ στείλουν στό στρατόπεδο ανηλίκων;

Πού, Όμως, νά βρω λεφτά! Τόν μισ1'tό μου τόν επαιρνε ό παππούς. Τά είχα χαμένα, δέν ηξερα τί νά κάνω. Κι ό μπακάλης, στήν παράκλησή μου νά περιμένει λιγάκι ακόμα, μού απλωσε τό λιγδιασμένο, παχουλό χέρι του, σάν χοντρή τηγανίτα, κι είπε:

-Φίλησέ το, καί 1'tά περιμένω ! 'Όταν, Όμως, αρπαξα από τόν πάγκο τό δράμι καί

ξάμωσα νά τόν χτυπήσω, εκείνος φώναξε, σκύβοντας: -Στά, στά, στά-σου, αστεία τό 'κανα! Καταλάβαινα, Όμως, πώς δέν αστειευόταν. Γι' αυτό

αποφάσισα νά κλέψω λεφτά, γιά νά γλυτώσω απ' αυτόν. Τό πρωι, Όταν κα1'tάριζα τά ρούχα τού αφεντικού, στίς τσέπες τού παντελονιού του ντιντινίζανε πάντα τά κέρματα. Μερικές φορές, επεφταν από τήν τσέπη καί κυλούσαν στό πάτωμα. Μιά φορά, �να κέρμα επεσε από μιά χαραμάδα, κάτω από τή σκάλα, μέσα σ' ενα σωρό

1 74 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 175: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ξύλα. Ξέχασα Υά τό πώ καί τό {}υμή{}ηκα μόνο ϋστερα από μερικές μέρες, δταν βρηκα τό εικοσαράκι μέσα στά ξύλα. 'Όταν τό εδωσα στό αφεντικό, ή γυναίκα του του είπε:

-Νά, βλέπεις; Πρέπει νά μετράς τά λεφτά σου, δταν τ' αφ11νεις στίς τσέπες σου .

Μά τ' αφεντικό είπε, ενώ μου χαμογελουσε: -Αυτός δέν κλέβει, τό ξέρω! Τώρα, πού αποφάσισα νά κλέψω, {}υμή{}ηκα κείνα τά

λόγια, τό γεμάτο εμπιστοσύνη χαμόγελό του κι ενιωσα πόσο δύσκολο μου είναι νά κλέψω. Κάμποσες φορές, εβγαζα από τήν τσέπη τά ασημένια κέρματα, τά μετρου­σα, μά δέν αποφάσιζα νά πάρω. Κάπου τρείς μέρες παιδεύτηκα μ' αυτό τό πράγμα. Μά, ξαφνικά, δλα λύ{}ηκαν πολύ γρήγορα κι άπλά. Τ' αφεντικό μέ ρώτησε, ξαφνικά:

-Τί εχεις, Πεσκόφ, γιατί είσαι στενοχωρεμένος; Μήπως είσαι άρρωστος; Πονάς;

'Εγώ του είπα ειλικρινά δλη μου τή στενοχώρια. Τό πρόσωπό του συννέφιασε.

-Βλέπεις τί κάνουν αυτά τά βιβλία ; 'Όπως καί νά 'ναι, κακό νά περιμένεις, όπωσδήποτε, απ' αυτά . . .

Μου εδωσε μισό ρούβλι καί μου εκανε συστάσεις μέ ϋφος αυστηρό:

-Κοίτα, μή σου ξεφύγει καμιά κουβέντα, μήν πείς τίποτα στή γυναίκα μου η τή μητέρα, {}ά γίνει φασαρία!

Έπειτα, χαμογέλασε καλόκαρδα κι είπε: -Πεισματάρης είσαι, πού νά σέ πάρει ό διάολος!

Δέν πειράζει, καλό είν' αυτό, δμως, άσε τά βιβλία! Μέ τόν καινούργιο χρόνο {}ά γραφώ συνδρομητής σέ μιά καλή εφημερίδα. Τότε, λοιπόν, διάβαζε δσο {}έλεις . . .

'Έτσι, λοιπόν, τά βράδια, από τό τσάι ως τό δείπνο, διαβάζω φωναχτά στ' αφεντικά τό « Μοσκόβσκι λιστόκ» - μυ{}ιστορήματα του Βασκόβ, του Ροξάνιν, του Ρουν­τνικόβσκι κι άλλη λογοτεχνία, γιά νά χωνέψουν οί άν{}ρωποι, πού τούς αγκάλιαζε {}ανάσιμα ή πλήξη.

Δέ μ' αρέσει νά διαβάζω φωναχτά, γιατί ετσι δέ μπορώ νά καταλάβω αυτά πού διαβάζω. Τ αφεντικά

1 7 5 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 176: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μου, Όμως, ακούν μέ προσοχή, μέ κάποια μακάρια βουλιμία. Άναφωνούν απορημένοι, γιά τήν κακία τών ήρώων καί λένε, μέ καμάρι, μεταξύ τους:

-'Εμείς, Όμως, ζούμε ησυχα, φρόνιμα, τίποτε δέν ξέρουμε, δόξα τψ Θεψ!

Μπερδεύουν τά γεγονότα. Τά έγκλήματα τού ξακου­στού ληστη Τσούρκιν τά φορτώνουν στόν άμαξα Φομά Τσούρκιν. Μπερδεύουν τά ονόματα. Δ ιορ{tώνω τά λά� τών ακροατών μου . Αυτό τούς κάνει κατάπληξη .

-Γιά κοίτα τί {tυμητικό πού εχει! Συχνά, στό «Μοσκόβσκι λιστόκ» βλέπω ποιήματα

τού Λεονίντ Γκράβε, μού αρέσουν πολύ, αντιγράφω μερικά στό τετράδιο, μά τ' αφεντικά λένε γιά τόν ποιητή :

-Γέρος, κι Όμως γράφει ποιήματα! -Μπεκρης καί μισότρελος είναι, τί περιμένεις απ'

αυτόν; Μού αρέσουν οΙ στίχοι τού Στρούζκιν, τού κόμητα

Μενέντο Μόρι. ΟΙ γυναίκες, δμως, - καί ή γριά καί ή νέα - εχουν τή γνώμη , πώς οΙ στίχοι είναι πραγμα γελοίο.

-Μόνο οί φασουληδες κι οΙ {tεατρίνοι μιλούνε μέ στίχους!

Δύσκολες ηταν, γιά μένα, κείνες οί χειμωνιάτικες βραδιές, ετσι, κα{tώς μέ ξεψάχνιζαν τά μάτια τών αφεντικών, μέσα σέ κείνο τό στενό δωμάτιο. Έξω, νύχτα νεκρή. Κάπου-κάπου, τρίζουν τά παγοκρύσταλλα. Ο Ι αν{tρωποι κά{tονται στό τραπέζι καί σωπαίνουν, σάν παγωμένα ψάρια . • Αλλοτε πάλι, δέρνει ή {tύελλα τά παρα{tύρια καί τούς τοίχους, ουρλιάζει στούς καπνοδό­χους, βροντάει στίς {tυρίδες της σόμπας. Στό δωμάτιο τών παιδιών κλαίνε τά μωρά, - μού 'ρχεται νά κα{tήσω σέ μιά σκοτεινή γωνιά, ν' aναχεντρω{tώ, νά ζαρώσω καί νά ουρλιάξω σά λύκος.

Στή μιάν ακρη τού τραπεζιού κά{tονται οΙ γυναίκες, ράβουν η πλέκουν κάλτσες. Στήν αλλην ό Βικτόρουσκα. Είναι σκυμμένος κι αντιγράφει ανόρεχτα κάτι σχέδια δομικά κι από ωρα σέ ωρα φωνάζει:

-Μά μήν κουνατε τό τραπέζι! Μά ζωή είν' αυτή , πού

1 76 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 177: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

νά σάς πάρει καί νά σάς σηκώσει, τά σανιδόκαρφά σας, σκύλοι πού χυμάτε στά ποντίκια . . .

Σέ μιάν άκρη, κάt}εται πίσω από ενα τεράστιο τελάρο τ' αφεντικό καί κεντάει, μέ σταυροβελονιά, πάνω σέ χοντρό, λινό πανί. Κάτω από τά δάχτυλά του εμφανίζον­ται κόκκινα καβούρια, γαλάζια ψάρια, κίτρινες πετα­λουδες καί πυροκόκκινα φt}ινοπωριάτικα φύλλα. Ό ιδιος εκανε καί τό σχέδιο του κεντήματος, καί, γιά τρίτο χειμώνα, τόν βλέπω σκυμμένο πάνω σέ του το τό εργόχει­ρο. Τό εχει βαρεt}εί, πολύ μάλιστα. Καί συχνά, τή μέρα, δταν είμαι ελεύt}ερος, μου λέει:

-Άντε, Πεσκόφ, κάt}ησε νά φτιάξεις τό τραπεζο­μάντηλο, σβέλτα, ετσι μπράβο !

Κάt}ομαι, πιάνω τή βελόνα, μιά βελόνα χοντρή, κι αρχίζω. Τό λυπάμαι τό αφεντικό καί t}έλω πάντα, σ' δλες του τίς δουλειές, νά τόν βοηt}ήσω δσο μπορώ. Πάντα εχω τήν εντύπωση, πώς, μιά μέρα, t}ά τά χτυπήσει δλα κάτω, καί τό σχεδίασμα, καί τό κέντημα, καί τά χαρτιά, καί t}' αρχίσει νά κάνει κάτι άλλο, κάτι ενδιαφέρον πού δλο τό σκέφτεται. Τόν βλέπεις, εκεί πού δουλεύει, νά σταματάει, νά κοιτάει τά σύνεργά του ασάλευτος, μέ μάτια όρt}άνοιχτα, γεμάτα απορία, λές καί βλέπει κάτι άγνωστο γι' αυτόν. Τά μαλλιά του πέφτουν στό μέτωπο καί στά μάγουλά του, ετσι, πού t}υμίζει ύποταχτικό μοναστηριου.

-Τί σκέφτεσαι ; τόν ρωτάει ή γυναίκα του. -ΥΕτσι, λέει, ξαναπιάνοντας δουλειά. Έγώ δέ λέω τίποτα, μά απορώ μέσα μου . Μήπως

μπορείς νά ρωτάς εναν άνt}ρωπο τί σκέφτεται ; Καί δέ μπορείς, νομίζω, ν' απαντήσεις σ' αυτή τήν ερώτηση . Γιατί ό νους σκέφτεται μονομιάς γιά πολλά: γιά δλα δσα πιάνει τό μάτι, γιά δ,τι είδε χτές κι εναν χρόνο παλιό­τερα. 'Όλα αυτά μπερδεύονται, ασύλληπτα, κινουνται κ ι αλλάζουν.

Τά χρονογραφήματα του «Μοσκόβσκι λιστόκ» δέν αρκουσαν τά βράδια. Πρότεινα, νά διαβάσουμε τά περιοδικά πού ηταν χωμένα κάτω από τό κρεβάτι της κρεβατοκάμαρας. Ή νεαρή κυρία είπε, μέ δυσπιστία:

1 77 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 178: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Τί νά διαβάσεις άπό κεί; 'Εκείνα εικόνες είναι γεμάτα. Τίποτε αλλο ...

Μά κάτω άπό τό κρεβάτι, εκτός άπό τήν «'Επι{)εώ­

ρηση Ζωγραφικής», βρέ1'tηκε και το « ΟγΚΟΥιόκ». Κι ετσι, διαβάζουμε τόν «Κόμητα Τιάτιν τής Βαλτικής» τού Σάλιας. Τού άφεντικού τού άρέσει πολύ ο χαζούτσικος ηρωας της ίστορίας μας, χασκογελάει άλύπητα, ωσπου νά τού ερ1'tουν δάκρυα, γιά τίς 1'tλιβερές περιπέτειες τού άρχοντόπουλου καί φωνάζει:

-' Α, ολα κι ολα, διασκεδαστικό. Σπουδαίο! -Ψέματα είν' ολα, λέει ή άφεντικίνα, γιά νά δείξει

πώς τό μυαλό της κόβει καί δέν επηρεάζεται άπό τόν αντρα της.

Ή λογοτεχνία, ή χωμένη κάτω άπό τό κρεβάτι, μού εκανε μεγάλο καλό. Άπόχτησα τό δικαίωμα νά παίρνω τά περιοδικά στήν κουζίνα καί τή δυνατότητα νά διαβάζω τίς νύχτες.

Γιά καλή μου τύχη, ή γριά πήγαινε νά κοιμη1'tεί στό παιδικό δωμάτιο, - ή παραμάνα ηταν τύφλα στό με1'tύσι. Ό Βικτόρουσκα δέ μ' εμπόδιζε. 'Όταν βούλια­ζαν ολοι στόν υπνο, σηκωνόταν, εβαζε τά ρούχα του ά1'tόρυβα καί ξεπόρτιζε ως τό πρωΙ. φως δέ μ' αφηναν. Πηγαίνανε τό κερί στό δωμάτιο. Λεφτά ν' άγοράσω κερί δέν είχα. Τότε, αρχισα κρυφά νά μαζεύω τό λίπος άπό τά κηροπήγια, τό εβαζα σ' ενα σαρδελοκούτι, εχυνα μέσα λάδι καντηλιού, εστριφα κλωστές κι εφτιαχνα φυτίλι κι ετσι, τίς νύχτες, είχα, πάνω στό πατάρι, φως, πού εβγαζε πολύν καπνό.

�Oταν γύριζα τή σελίδα τού τεράστιου τόμου, ή κόκκινη γλωσσίτσα τού καντηλεριού σάλευε, τρεμοσβή­νοντας, κοντεύοντας νά σβήσει. Τό φυτίλι, κά1'tε τόσο βούλιαζε στό λειωμένο ύγρό, πού βρωμοϋσε ασκημα, τά μάτια μου τσούζανε άπό τόν καπνό. Μά δλες αυτές οί δυσκολίες χάνονταν μέσα στήν άπόλαυση πού ενιω1'tα κοιτώντας τίς εικόνες καί διαβάζοντας τίς λεζάντες τους.

Οί εικόνες αυτές ξετύλιγαν μπροστά στά μάτια μου τή γη, τή στόλιζαν μέ μυ{}ικές πολιτείες, μοϋ εδειχναν

178 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 179: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κάτι ftεώρατα ψηλά βουνά, ώραίες ακρογιαλιές. Ή ζωή μεγάλωνε μαγικά, ή γη γινόταν πιό μαυλιστική, πιό πλούσια σέ ανftρώπους, πιό στολισμένη σέ πόλεις καί πιό ενδιαφέρουσα από κάftε αποψη. Τώρα, βλέποντας τά μέρη γύρω από τόν Βόλγα, ηξερα πιά, πώς δέν υπάρχουν εκεί ερημοι. 'Ενώ, παλιότερα, λάχαινε νά κοιτάς πέρα από τόν Βόλγα καί νά σού πιάνεται ή ανάσα από τήν αγκούσα: ίσα στρωμένα τά λειβάδια, γεμάτα σκούρα μπαλώματα από ftάμνους, καί, στό τέλος τών λειβαδιών, ενα μαύρο όδοντωτό δάσος, κ ι &πάνω από τά λειβάδια ενα ftαμπό, ψυχρό, γαλάζιο πούσι. Ή ερημιά πάνω στή γη εΙναι 'ίδια. Κι ή καρδιά αδειάζει, έρημώνει, μιά άπαλή ftλίψη τή γρατσουνάει, δλες οΙ αποftυμιές έξαφανίζονται, δέν εχεις νά σκεφτείς τίποτε, σού 'ρχεται νά κλείνεις τά μάτια. Τίποτα δέν υπόσχεται ή καταftλι­πτική έρημιά, βυζαίνοντας &πό τήν καρδιά δ ,τι της εχει απομείνει.

οι λεζάντες τών φωτογραφιών καί τών εικόνων μιλούνε, φυσικά, γιά αλλες χώρες, αλλους ανftρώπους, γιά αλλα γεγονότα, στό παρόν καί τό παρελftόν. Πολλά δέ μπορώ νά τά καταλάβω. Κι αυτό μέ πιλατεύει. Μερικές φορές, σφηνώνονται στό μυαλό μου κάτι παρά­ξενες λέξεις - «μεταφυσική » , «χιλιασμός», «χαρτιστής» - μ' ανησυχούν τρομερά, μεγαλώνουν, σάν τέρατα, σκεπάζουν τά πάντα καί τότε μού φαίνεται, πώς ποτέ μου δέ ftά καταλάβω τίποτα, αν δέν κατορftώσω νά ανακαλύψω τό νόημα αυτών τών λέξεων. Πώς αυτές στέκονται φρουροί στό κατώφλι δλων τών μυστικών. Συχνά, δλόκληρες φράσεις μένουν, γιά καιρό, στή μνήμη μου, σάν αγκάftι στό δάχτυλο, καί μ' έμποδίζουν νά σκέφτομαι κάτι αλλο.

Θυμάμαι, διάβασα, μιά φορά, τούτους δώ τούς παράξενους στίχους:

Μέ τά σίδερα ζωσμένος, μές στήν [ρημιά, βουβός καί σκυfJρωπός σάν ενα μνήμα, πηγαίνει ό βασιλιάς των Οϋννων, ό Ά ττίλας.

Πίσω, τόν ακολουftεί σύννεφο μαύρο ό στρατός του

1 7 9 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 180: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

καί φωνάζει:

Πού ε{ναι ή Ρώμη, πού ε{ναι ή Ρώμη ή δυνατή;

Ή Ρώμη είναι πόλη, αυτό πιά τό 'ξερα, μά ποιοί είναι αυτοί οί Ούννοι ; Αυτό πρέπει νά τό μά{}ω.

Δ ιάλεξα μιά κατάλληλη στιγμή καί ρώτησα τ' αφεν­τικό:

-Ούννοι ; κάνει μέ απορία. Ό διάολος ξέρει τί πράγμα είναι! Καμιά σαχλαμάρα, σίγουρα . . .

Καί κουνάει τό κεφάλι αποδοκιμαστικά : -Είναι γεμάτο τό κεφάλι σου ανοησίες καί σαχλα­

μάρες. 'Άσχημο αυτό, Πεσκόφ! Όμορφα η ασκημα, έγώ {}έλω νά μά{}ω. Μού φαίνεται, δτι ό παππάς τού Συντάγματος Σολο­

βιόφ πρέπει νά ξέρει τί είναι οί ούννοι. Τόν πιάνω, λοιπόν, στήν αυλή καί τόν ρωτάω.

Χλωμός, αρρωστος καί πάντα {}υμωμένος, μέ κόκκι­να μάτια, χωρίς φρύδια, καί μέ κίτρινα γένεια, μού λέει, χτυπώντας στή γη τό μαύρο μπαστούνι του :

-Καί τί δουλειά εχεις μ' αυτό, ε ; Ό ύπολοχαγός Νεστέροφ, στήν έρώτησή μου απάν­

τησε αυστηρά: -Τιιί; Τότε, σκέφτηκα νά ρωτήσω γιά τούς Οϋννους, στό

φαρμακείο, τόν φαρμακοποιό. 'Εκείνος μέ βλέπει πάντα χαϊδευτικά, εχει πρόσωπο εξυπνο καί χρυσά γυαλιά, πάνω στή μεγάλη μύτη του.

-Ούννοι, μού είπε δ φαρμακοποιός Λάβελ Γκόλ­ντμπεργκ - ηταν νομαδικός λαός, σάν τούς Κιργίσιους. Ό λαός αυτός δέν ύπάρχει πιά, πάει, χά{}ηκε.

Στεναχωρέ{}ηκα καί λυπή{}ηκα, σχι γιατί εσβησαν οί Ούννοι, αλλά γιατί τό νόημα της λέξης πού μέ παίδεψε τόσον καιρό, αποδείχτηκε άπλό καί τίποτα δέ μού εδωσε.

Μά ευγνωμονώ πολύ τούς Οϋννους. Μετά τή σύγ­κρουσή μου μαζί τους, οί λέξεις αρχισαν νά μ' ανησυ­χούν λιγώτερο. Καί, χάρη στόν Άττίλα, γνώρισα τόν φαρμακοποιό Γκόλντμπεργκ.

1 80 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 181: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό ανftρωπος αυτός ηξερε τό άπλό νόημα δλων των σοφων λέξεων. Είχε κλειδιά γιά δλα τά μυστικά. ΥΕσια­ζε, μέ τά δυό δάχτυλα τά γυαλιά, μέ κοι του σε, ανάμεσα από τούς φακούς, στηλά aτά μάτια καί μου ξεστόμιζε τίς λέξεις, σάν ψιλά καρφιά, πού καρφώνονταν στό κούτελό μου.

-οι λέξεις, φιλαράκο μου, είναι σάν τά φύλλα του δέντρου. Γιά νά καταλάβεις γιατί τό φύλλο είναι τέτοιο καί δέν είναι αλλοιώτικο, πρέπει νά ξέρεις, πως μεγαλώ­νει τό δέντρο, πρέπει νά σπουδάζεις! Τό βιβλίο, φιλαρά­κο μου, είναι σάν τόν καλό κήπο, δπου ί)πάρχουν τά πάντα: καί τά ει,χάριστα καί τά ωφέλιμα . . .

Συχνά, πήγαινα τρεχατος στό φαρμακείο του ν' αγοράσω σόδα καί μαγνησία γιά τούς μεγάλους, πού πάντα ύπόφεραν από «ξυνίλες», αλειφές καί καftάρσιο γιά τά μωρά. Αυτά τά πεταχτά μαftήματα του φαρμακο­ποιου μέ κάνανε νά δίνω μεγαλύτερη σημασία στά βιβλία. Καί χωρίς νά τό καταλάβω, μου εγιναν απαραί­τητα, τ' αποζητουσα, δπως ό μπεκρής τή βότκα.

Μου εδειχναν μιά ζωή αλλοιώτικη, τή ζωή των μεγάλων αισ{}ημάτων καί πόftων, πού δδηγουσαν τούς ανftρώπους σέ κατορftώματα κι εγκλήματα. 'Έβλεπα τούς ανftρώπους γύρω μου, πώς δέν είναι Ικανοί νά κάνουν μήτε κατόρftωμα, μήτε εγκλημα. Ζουνε κάπου στό περιftώριο, μακρυά απ' αυτά πού γράφουν τά βιβλία. Δύσκολο νά καταλάβεις τί νόημα είχε ή ζωή τους. Δέ ftέλω νά ζήσω μιά τέτοια ζωή . . . Τό νιώftω εντονα, δέ ftέλω . . .

Άπό τίς λεζάντες, πού είχαν οί ζωγραφιές, ηξερα πώς ή Πράγα, τό Λονδίνο, τό Παρίσι δέν εχουν χαντά­κια καί ρεματιές καί βρώμικα αναχώματα καί σκουπί­δια. 'Εκεί, οΙ δρόμοι είναι ισοι καί φαρδιοί, αλλοιώτικα τά σπίτια κι οΙ εκκλησιές. 'Εκεί δέν εχει εξη μήνες χειμωνα, πού κλείνει τόν κόσμο μέσα στά σπίτια. Δέν εχει μεγάλη σαρακοστή, πού σου επιτρέπει νά τρως μόνο λάχανο τουρσί, παστά, μανιτάρια, ταραμά καί πατάτες, μ' εκείνο τό απαίσιο λινόλαδο. Τή μεγάλη σαρακοστή δέν κάνει νά διαβάζεις μήτε βιβλία. Μου πήρανε τήν

1 8 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 182: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

«'Επι-&εώρηση Ζωγραφικης», κι ετσι ή αδεια αυτή νηστίσιμη ζωή μέ πηρε πάλι φαλάγγι. Τώρα πού μπο­ρούσα νά τή συγκρίνω μ' αυτά πού εματtα από τά βιβλία, μού φάνηκε πιό φτωχή κι ασχημη. 'Όταν διάβαζα, ενιω{}α πιό γερός, πιό δυνατός, δούλευα μ' δρεξη καί σβελτάδα. Είχα εναν σκοπό: οσο πιό γρήγορα τελειώσω, τόσο πιό πολύ χρόνο {}ά εχω γιά διάβασμα. Μόλις εχασα τά βιβλία, εγινα νω{}ρός, τεμπέλης, αρχισε νά μέ κυριεύ­ει μιά άγνωστή μου, αλλοτε, αρρώστια κι εγινα φοβερά αφηρημένος καί ξεχασιάρης.

Θυμάμαι, κείνες ακριβώς τίς αδειανές μέρες εγινε κάτι παράξενο. 'Ένα βράδι, τήν ωρα πού ολοι είχαν πέσει νά κοιμη{}ούν ακούστηκε, ξαφνικά, μέσα στή νύχτα, ενα «Ντάν !» , -ή καμπάνα της μητρόπολης. 'Ένας χτύπος δυνατός, πού μάς συντάραξε Όλους, μέσα στό σπίτι. Μισοντυμένοι οί αν{}ρωποι πετάχτηκαν στά παρά{}υρα καί ρωτούσαν ό ενας τόν αλλο :

-Πυρκαγιά ; Συναγερμός; Άκουγόταν, πού καί στ' αλλα σπίτια ανησυχούν,

μπαινοβγαίνουν, χτυπούν οί πόρτες. Κάποιος ετρεχε στήν αυλή, κρατώντας τό αλογο από τά χαλινά. Ή γριά αφεντίνα φώναζε, πώς ληστέψανε τή μητρόπολη, τό αφεντικό τή σταμάτησε:

-Μά πάψε, μητέρα! Άφού ακούγεται, δέν είναι συναγερμός!

-Έ, τότε, πέ{}ανε ό δεσπότης . . . Ό Βικτόρουσκα κατέβηκε από τό πατάρι, κι ενώ

ντυνόταν, μουρμούριζε: -Ξέρω γώ τί εγινε, ξέρω! Τ' αφεντικό μέ εστειλε στή σοφίτα, νά δώ αν φαίνεται

που{}ενά πυρκαγιά. 'Εγώ ετρεξα, βγηκα από τήν γκλα­βανή στή στέγη . Κοίταξα, καμιά αντιλαμπή, που{}ενά σημάδι πυρκαγιάς. Μέσα στήν ησυχη, παγωμένη ατμό­σφαιρα, αντιβοούσε αργά ή καμπάνα. Ή πόλη ηταν βυ{}ισμένη στόν ϋπνο της. Μέσα στό πυκνό σκοτάδι τρέχανε αν{}ρωποι, πού κάτω από τά αόρατα βήματά τους τριζοβολούσε τό χιόνι, περνούσαν στριγγλίζοντας ελκη{}ρα, καί βογγούσε Όλο καί πιό λυπητερά ή καμπά-

1 82 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 183: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

να. Κατέβηκα κάτω, μπηκα μέσα: -Που{tενά πυρκαγιά ! -Στό διάλο, Θεέ μου ! εκανε τ' &φεντικό, ντυμένος τό

παλτό καί τό καλπάκι του. Άνασήκωσε τόν γιακά κι άρχισε αναποφάσιστα νά χώνει τά πόδια του στίς γαλότσες. Ή κυρία τόν παρακαλουσε:

-Μή βγαίνεις εξω ! Μά, μή βγαίνεις σου λένε . . . -Σαχλαμάρες! Κι ό Βικτόρουσκα, ντυμένος, τούς κορόιδευε Όλους: -Ξέρω γώ . . . 'Όταν τ' αδέρφια βγηκαν εξω, οί γυναικες μ έ πρόστα­

ξαν ν' ανάψω τό σαμοβάρι κι αυτές κόλλησαν στά παρά{tυρα. Μά, τήν ιδια στιγμή, χτύπησε τό κουδούνι τ' αφεντικό. Άνέβηκε τρεχάτος τά σκαλιά, αμίλητος, άνοι­ξε τήν πόρτα του χώλ κι είπε μέ βαρειά φωνή :

-Σκοτώσανε τόν τσάρο! -Τόν σκότωσαν, λοιπόν ! ξεφώνισε ή γριά. -Τόν σκότωσαν, μου τό 'πε ό αξιωματικός . . . Καί τί

{tά γίνει τώρα; Χτύπησε τό κουδούνι κι ό Βικτόρουσκα, κι ενώ

ξεντυνόταν &νόρεχτα, είπε {tυμωμένα: -Καί γώ νόμισα, πόλεμος! 'Έπειτα, ολοι τους κά{tησαν νά πιουν τσάι. Μιλουσαν

ησυχα, μά σιγά καί προσεχτικά, ρίχνοντας λοξές ματιές. Κι άπλώ{tηκε εξω ήσυχία, ή καμπάνα επαψε πιά νά αγκομαχά. Δυό μέρες μιλουσαν ψι{tυριστά, μέ ϋφος συνωμοτικό, πήγαιναν κάπου κι ερχονταν, τούς επισκέ­πτονταν άγνωστοι μουσαφιραιοι, κάτι λέγανε, μέ τίς iIιρες, μεταξύ τους. Έγώ πρoσπά{tησα πολύ νά καταλά­βω : τί εγινε; Μά τ' αφεντικά κρύβανε τήν εφημερίδα από μένα. ΚΙ. Όταν ρώτησα τόν Σιντόροφ, γιά ποιό λόγο σκοτώσανε τόν τσάρο, εκεινος απάντησε σιγανά:

-Άπαγορεύεται νά μιλάμε γι' αυτό . . . Κ ι Όλα αυτά εσβησαν, σκεπάστηκαν από τ ά μικροεν­

διαφέροντα καί τίς πεζότητες της κα{tημερινότητας. Καί σέ λίγο επα{tα ενα πολύ άσκημο χνέρι.

Μιά Κυριακή, τ' αφεντικά είχαν φύγει, πρωί-πρωί, γιά τήν εκκλησία. Έγώ εβαλα τό σαμοβάρι νά βράσει

183 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 184: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

καί πήγα νά σιγυρίσω τά δωμάτια. Τό μεγαλύτερο παιδάκι χώ{}ηκε μέσα στήν κουζίνα, εβγαλε τήν κάνουλα του σαμοβαριου καί κά{}ησε κάτω από τό τραπέζι, νά παίξει μ' αυτήν. Στόν σωλήνα του σαμοβαριου είχα βάλει πολλά κάρβουνα. Κι δταν χύ{}ηκε τό νερό από μέσα, τό σαμοβάρι άναψε καί ξεκόλλησε. Άπό τό δωμάτιο ακόμα, άκουσα πού τό σαμοβάρι σφύριζε μέ αφύσικη όργή. Μόλις μπήκα στήν κουζίνα, είδα μέ φρίκη, πώς εγινε καταγάλαζο καί τραντάζεται, λές καί {}έλει νά πεταχτεί από τό πάτωμα. Ό ξεκολλημένος σωλήνας τής κάνουλας εγειρε πρός τά κάτω λυπημένα, τό καπάκι στράβωσε, από τά χερούλια του κυλουσαν σταγόνες από μολύβι. Τό σαμοβάρι πήρε ενα χρώμα μενεξεδογάλαζο καί χόρευε, στουπί στό με{}ύσι. Τού εχυσα νερό. 'Εκείνο άρχισε νά τσιτσιρίζει καί κύλησε {}λιβερά στό πάτωμα.

Χτύπησε τό κουδούνι της κυρίας εΙσόδου, άνοιξα τήν πόρτα. Στήν ερώτηση της γριας άν είναι ετοιμο τό σαμοβάρι, είπα ξερά:

-'Έτοιμο. Ή λέξη αυτή, πού εΙπώ{}ηκε, ασφαλGJς από σύγχιση

καί φόβο, {}εωρή{}ηκε σάν κοροϊδία καί διπλασίασε τήν τιμωρία. Μέ σπάσανε στό ξύλο. Ή γριά εδερνε μέ ενα μάτσο σκίζες από πευκόξυλο. Οί ξυλιές δέ μέ πονούσανε καί τόσο, μά. άφησαν, στό δέρμα της ράχης μου, πολλές βα{}ειές αγκίδες. Κατά τό βράδι, φούσκωσε ή ράχη μου σά μαξιλάρι καί, τό μεσημέρι της αλλης μέρας, τ' αφεντικό αναγκάστηκε νά μέ πάει στό νοσοκομείο.

αΟταν μέ κοίταξε ό γιατρός, ενας ψηλός καί τόσο ξερακιανός, πού νά προκαλεί τά γέλια, είπε ησυχα, μέ τή βαρειά φωνή του :

-Έδώ πρέπει νά φτιάσουμε μήνυση , γιά βασανι­στήρια.

Τ' αφεντικό εγινε κατακόκκινο, κλω{}ογύρισε κι επει­τα άρχισε νά λέει σιγά κάτι στόν γιατρό. Έκείνος, δμως, τόν κοίταξε από ψηλά κι είπε ξερά:

-Δέ μπορώ. Δέν κάνει! �Eπειτα, δμως, γύρισε σέ μένα καί μέ ρωτάει:

1 84 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 185: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Θέλεις νά τού κάνεις μήνυση ; Πονούσα, μά είπα : -Δέ ftέλω, κάντε με καλά γρήγορα . . . Μέ πήγαν σ' ενα άλλο δωμάτιο, μέ βάλανε πάνω σ'

ενα τραπέζι. Ό γιατρός εβγαζε τίς άγκίδες ευχάριστα, μέ κρύα τσιμπίδα καί καλαμπούριζε:

-Σού δργωσαν ftαυμάσια τό τομάρι, φίλε μου , τώρα ftά γίνεις αδιάβροχος . . .

'Όταν τέλειωσε τή δουλειά, πού μού προκαλούσε μιάν άνυπόφορη φαγούρα, μού είπε:

-Σαρανταδυό σκίζες βγάλαμε, φίλε μου , νά τό ftυμασαι καί νά τό καυχιέσαι! �Eλα αυριο, τήν ίδιαν ωρα, γιά επίδεση . Σέ δέρνουν συχνά;

Σκέφτηκα λίγο κι είπα: -Παλιότερα μέ δέρνανε πιό συχνά . . . Ό γιατρός χασκογέλασε βαριά: -'Όλα πανε πρός τό καλύτερο, φίλε μου, δλα! σΟταν μ' όδήγησε στ' άφεντικό, είπε σέ κείνον : -Λάβετε τήν καλωσύνη νά τόν παραλάβετε, επι-

σκευάστηκε! Στείλτε τον αυριο, νά τόν επιδέσουμε. Ευτυχώς, γιά σας, είναι άστείος . . .

Άνεβαίνοντας στ' άμάξι, τ ' άφεντικό μού λέει: -Καί μένα μέ δέρνανε, Πεσκόφ, - τί νά κάνεις; Μέ

δέρνανε, άδερφέ μου ! Έσένα, ώστόσο, σέ λυπούνται, εστω καί μόνο εγώ. Ένώ εγώ δέν είχα κανέναν νά μέ λυπαται, κανέναν! Οί ανftρωποι ύποφέρουνε παντού, μά δέν ύπάρχει ουτε εν ας κερατας νά τούς λυπηftεί . • Αχ, ftηρία-κότες . . .

Σ' δλο τόν δρόμο εβριζε, τόν λυπόμουνα καί τόν εβλεπα μ' ευγνωμοσύνη, πού μιλούσε μαζί μου άνftρώ­πινα.

Στό σπίτι μέ ύποδέχτηκαν σά νά 'χα τήν όνο μαστική μου γιορτή . Οί γυναίκες μέ βάλανε νά τούς άνιστορήσω, μέ τό νί καί μέ τό σίγμα, πώς μ' εκανε καλά δ γιατρός, τί ελεγε. 'Άκουγαν καί ξεφώνιζαν κι άναστέναζαν, χτυ­πώντας μέ ήδονή τά χείλια καί μορφάζοντας. Μ' εκανε ν' άπορώ τό μεγάλο εκείνο ενδιαφέρον τους, ή ψυχική ύπερένταση μέ τήν όποία άκουγαν γιά τίς άρρώστιες, γιά

1 85 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 186: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τόν πόνο καί γιά δλα τά δυσάρεστα! Είδα πώς ηταν ευχαριστημένοι από μένα, πού δέ

δέχτηκα νά τούς κάνω μήνυση, καί εκμεταλλεύτηκα τήν ευκαιρία, γιά νά ζητήσω τήν άδειά τους νά πάρω βιβλία από τή ραφτάδαινα. Δέν τόλμησαν νά μου τό αρνη-&ουν. Μόνο ή γριά ξεφώνισε μέ απορία:

-Βρέ τόν σκύλο! Τήν άλλη μέρα, στεκόμουν μπροστά στή ραφτάδαινα,

καί κείνη μου 'λεγε τρυφερά: -Καί μένα μου 'πανε, πώς είσαι άρρωστος, πώς σέ

πήγανε στό νοσοκομείο ! Βλέπεις, τί ψέματα λέει ό κόσμος;

Έγώ δέν είπα τίποτα. Ντρεπόμουνα νά πω τήν αλή-&εια. Γιατί νά ξέρει τέτοια σκληρά καί {}λιβερά πράγματα; Είναι καλό, πού δέ μοιάζει μέ τούς άλλους αν{}ρώπους.

Δ ιαβάζω καί πάλι τά χοντρά βιβλία του Δουμά­πατέρα, των Πουσόν-ντέ-Τερρά'ίγ, Μοντεπαίν, Ζακοννέ , Γκαμπαριό, Έμαρά, Μπουαγκομπέ, - τά καταβρο­χ{}ίζω γρήγορα αυτά τά βιβλία, τό ενα πίσω από τό άλλο καί χαίρομαι. Νιώ-&ω, πώς ζω μιά ζωή ασυνή-&ιστη κι αυτό μέ γλυκοσυγκινεί, μου γεννάει τό -&άρρος. Πάλι κάτω από τό αυτοσχέδιο καντήλι μου . Δ ιαβάζω σχεδόν μονορούφι, ως τό πρωί. Κοκκινίζουν λιγάκι τά μάτια μου, καί ή γριά αφεντίνα μου λέει καλωσυνάτα:

-Περίμενε, βιβλιοφάγε, καί -&ά δείς! Θά σου χυ-&ουν τά μάτια καί -&ά τυφλω-&είς!

Ώστόσο, πολύ γρήγορα κατάλαβα, πώς σ' δλα τά βιβλία, μ' ενδιαφέρουσα πλοκι] , παρά τά πολλά καί διάφορα γεγονότα, παρά τή διαφορά των χωρων καί των πόλεων, γιά ενα πράγμα γίνεται πάντα λόγος. Οί καλοί άν-&ρωποι είναι δυστυχισμένοι καί κυνηγημένοι από τούς κακούς. Οί κακοί είναι πάντα πιό πετυχημένοι κι εξυπνοι από τούς καλούς. Μά, στό τέλος, κάτι, πού δέ μπορείς νά τό συλλάβεις, νικάει τούς κακούς καί ι'tριαμ­βεύουν, όπωσδήποτε, οί καλοί. Βαρέ{}ηκα ν' ακούω γιά τόν «ερωτα» , γιά τόν όποίο μιλάνε ολοι οί άντρες κι οί γυναίκες μέ τά ιδια κι απαράλλαχτα λόγια. Αυτή ή

186 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 187: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μονοτονία γινόταν οχι μόνο ανιαρή, μά μού γεννούσε καί κάτι αξεδιάλυτες ύποψίες.

'Ορισμένες φορές, από τίς πρωτες κιόλας σελίδες, μάντευες ποιός {tά νικήσει, ποιός {ta νικη{tεί, καί μόλις γίνει κα-8αρός ό κόμπος των γεγονότων, προσπα-8είς νά τόν λύσεις μέ τή δύναμη της φαντασίας σου . Σταματών­τας τό διάβασμα, σκέφτεσαι τό βιβλίο, σά νά σκεφτό­σουν ενα πρόβλημα αρι{tμητικης καί Όλο καί πιό συχνά κατορ{tώνεις νά λύσεις σωστά ποιός από τούς ηρωες {ta φτάσει στόν παράδεισο τής xa{tE ευτυχίας καί ποιός {ta πάει φυλακή .

Μά, πίσω απ' Όλα αυτά, βλέπω τίς αναλαμπές μιας ζωντανής καί σημαντικής, γιά μένα, αλή{tειας, τά γνωρί­σματα μιας άλλης ζωης, άλλων σχέσεων. Ξέρω καλά, πώς στό Παρίσι οί άμαξάδες, οί εργάτες, οί φαντάροι κι Όλος ό «λαουτζίκος» δέν είναι Όπως στό Νίζνι, στό Καζάν καί στό Πέρμ. Μιλάει πιό {tαρρετά μέ τούς αφέντες, τούς βλέπει πιό άπλα κι ανεξάρτητα. Νά ενας στρατιώτης, πού δμως δέ μοιάζει μέ κανέναν απ' δσους ξέρω, -ουτε μέ τόν Σ ιντόροφ, ουτε μέ τόν φαντάρο του καραβιού, ουτε, πολύ περισσότερο, μέ τόν Έρμόχιν. Έκείνος είναι πιό άν{tρωπος απ' δλους αυτούς. �Eχει μέσα του κάτι κοινό μέ τό Σμοί,ρι, μά δέν είναι τόσο αγριωπός καί χοντροκομμένος. Νά κι ενας μπακάλης. Μά κι αυτός είναι καλύτερος απ' Όλους τούς γνωστούς μου μπακάλη­δες. Κι οί παππάδες στά βιβλία δέν είναι σάν κι αυτούς πού ξέρω, -είναι πιό εγκάρδιοι, καταλαβαίνουν πιό πολύ τούς αν{tρώπους. Γενικά, δλη ή ζωή στό εξωτερικό, δπως τήν περιγράφουν τά βιβλία, είναι πιό ενδιαφέρου­σα, πιό ξέγνοιαστη , πιό καλή από τή ζωή αυτή πού ξέρω: στό εξωτερικό δέ χτυπούν καί τόσο συχνά καί τόσο άγρια, δέν εξευτελίζουνε τόσο οδυνηρά τόν άν{tρωπο, δπως εξευτελίζανε τόν φαντάρο του καραβιου εκείνου, δέν προσεύχονται στόν {tεό τόσο πα{tιασμένα, Όπως δέεται ή γριά αφεντίνα μου .

Κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, πώς τά βιβλία, Όταν μιλανε γιά τούς κακούργους, τούς άπληστους καί τούς αισχρούς, δέ δείχνουν εκείνη τήν ανεξήγητη σκληράδα,

1 87 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 188: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

εκείνη τήν τάση νά ταπεινώνουν τόν αν{}ρωπο, τήν τόσο γνωστή μου, πoι,J τόσο συχνά τή ζούσα. Ό κακούργος τού βιβλίου είναι σκληρός, γιά κάποιο λόγο. Σχεδόν πάντα μπορείς νά καταλάβεις τό γιατί. Γιατί είναι σκληρός. Ένώ έγώ βλέπω μιά σκληρότητα ασκοπη, δίχως νόημα. Ό αν{}ρωπος μ' αυτήν μόνο ξεδίνει καί τίποτε αλλο. Δέν περιμένει κανένα κέρδος.

Σέ κά{}ε καινούργιο βιβλίο βρίσκω αυτή τή διαφορά τής ρωσικής ζωής από τή ζωή τών αλλων χωρών. Τή βλέπω δλο καί πιό κα{}αρά μπροστά μου. Καί νιώ{}ω μιάν αόριστη {}λίψη, πού μού δυναμώνει τ11 δυσπιστία στήν αλή{}εια πού κρύβουν οί κίτρινες από τό διάβασμα σελίδες, μέ τίς βρώμικες γωνιές.

Καί, ξαφνικά, επεσε στά χέρια μου τό μυ{}ιστόρημα τού Γκονκούρ «'Αδελφοί Ζεμγκαννό». Τό διάβασα μο­νορούφι, σέ μιά νύχτα, καί, συνεπαρμένος από κάτι, πού, ως τή στιγμή κείνη, δέν τό είχα δοκιμάσει, ξαναπη­ρα, από τήν αρχή, εκείνη τήν άπλή, {}λιβερή ίστορία. Μέσα της δέν είχε τίποτα τό περίπλοκο, τίποτε τό έξωτερικά ενδιαφέρον. Άπό τίς πρώτες σελίδες φαινό­ταν σοβαρή καί ξερή σάν τόν βίο των άγίων. Ή γλωσσα του �ταν τόσο ακριβ11ς καί αφτιασίδωτη, πού αρχικά μέ ξένισε. Μά τά φτωχά λόγια, οί γεροδεμένες φράσεις μπαίνανε τόσο βα{}ιά στήν ψυχή μου, τόσο πειστικά μού μιλούσαν γιά τό δράμα τών αδελφών-ακροβατών, πού τρέμανε τά δάχτυλά μου από τήν απόλαυση της ανάγνω­σης αυτού τού βιβλίου. Έκλαιγα μέ λυγμούς, κα{}ώς διάβαζα γιά τόν δύστυχο καλλιτέχνη , πού μέ σπασμένα πόδια σέρνεται στή σοφίτα, δπου ό αδελφός του ασχο­λείται κρυφά μέ τήν αγαπημένη του τέχνη.

'Όταν παράδωσα τούτο τι) ώραίο βιβλίο στή ραφτά­δαινα, τήν παρακάλεσα νά μού δώσει ενα ακόμα τέτοιο βιβλίο.

-Πώς ενα τέτοιο; ρώτησε εκείνη, χαμογελώντας ειρωνικά.

Έτούτη ή ειρωνεία μέ ντρόπιασε. Καί δέ μπόρεσα νά της εξηγήσω τί ακριβώς {}έλω. Καί κείνη μού 'πε:

-Είναι ενα ανιαρό βιβλίο. Περίμενε, νά δείς, {}ά σού

1 88 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 189: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

φέρω ενα αλλο πιό καλό . . . Σ έ λίγες μέρες, μού 'δωσε τήν «Άλη{Jιvή ίστορία ένός

μικρού κουρελή» τού Γκρίνγουντ. Ό τίτλος του βιβλίου λιγάκι μ' ετσουξε, μά ή πρώτη σελίδα μού γέννησε ενα χαμόγελο {ι-αυμασμού. �Eτσι, μ' αυτό τό χαμόγελο διά­βασα Όλο τό βιβλίο, ως τό τέλος, ξαναδιαβάζοντας δρισμένες σελίδες δυό καί τρείς φορές.

Νά, λοιπόν, πόσο δύσκολη καί βασανιστική είναι, μερικές φορές, ή ζωή των παιδιων ακόμα καί στό εξωτερικό! Έ, εγώ δέν είμαι καί τόσο ασκημα, έπομένως μπορω νά μή χάσω τό η1tικό μου !

Πολύ 1tάρρος μού χάρισε δ Γκρίνγουντ. Λίγο αργότε­ρα, επεσε στά χέρια μου ενα πιά πραγματικά «αλη{l-ινό» βιβλίο, ή «Ευγενία Γκραντέ».

Ό γέρο Γκραντέ μού %μιζε ζωηρά τόν παππού. Καί λυπή1}ηκα πού τό βιβλίο ηταν τόσο λίγο. Κι aπoρoύσα, πού είχε μέσα τόσο πολλήν αλή1tεια. Αυτή τήν αλή1tεια, τήν τόσο γνώριμη, πού μου φαρμάκωσε τή ζωή, τό βιβλίο μού τήν εδειχνε κάτω από ενα δλότελα καινούργιο φως, ενα φως άπαλό, ήρεμο. 'Όλα τά βιβλία πού διάβασα προηγούμενα, εξόν τού Γκονκούρ, δίκαζαν τούς αν1tρώ­πους ετσι αυστηρά καί φωναχτά, σάν τ' αφεντικά μου . Πολύ συχνά εδειχναν συμπά{l-εια στόν εγκληματία καί λύπη γιά τούς ενάρετους. Ένιω{l-α πάντοτε λύπη, νά βλέπω πώς, παρ' Όλο πού ξοδεύει δ αν{l-ρωπος πάρα πολλή φαιά ουσία καί κόπους, δέ μπορεί νά πετύχει αυτό πού {Ι-έλει, - οι ενάρετοι καί καλοί στέκονται μπροστά του aπό τήν πρώτη ως τήν τελευταία σελίδα ακλόνητοι, σάν πέτρινοι στύλοι. Δέν εχει σημασία αν πάνω στούς στύλους αυτούς συντρίβονται αναπόφευχτα Όλες οι κακές προ{l-έσεις καί τά ελαττώματα, οί πέτρες δέ γεννούν τή συμπά{l-εια. Γιατί, Όσο ώραίος καί γερός κι αν είναι ό τοίχος, Όταν 1tέλεις νά κόψεις ενα μηλο από τή μηλιά, πού βρίσκεται πίσω απ' αυτό τόν τοίχο, δέ μπορείς νά τόν απο{l-αυμάζεις. Καί μένα πιά μού φαινό­ταν, πώς τό πιό πολύτιμο καί ζωντανό κρυβόταν κάπου πίσω από τόν καλό κι ενάρετο . . .

Ό Γκογκούρ, ό Γκρίνγουντ, ό Μπαλζάκ δέν είχαν

] 89 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 190: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κακούς, δέν είχαν άγαi}ούς, είχαν άπλα καί μόνο ανi}ρώ­πους, i}αυμαστά ζωντανούς. Δέ σού επιτρέπανε ν' αμφι­βάλεις, πώς σ,τι είπαν καί κάνανε, ειπώ{}-ηκε κι εγινε ετσι ακριβώς καί δέ μπορούσε νά γίνει διαφορετικά.

Έτσι κατάλαβα τί μεγάλη γιορτή είναι ενα «καλό, άληi}ινό" βιβλίο. Μά πώς νά τό βρείς; Ή γυναίκα του ράφτη δέ μπορούσε νά μέ βοηi}ήσει σ' αυτό.

-Νά ενα ώραίο βιβλίο, μου ελεγε εκείνη, δείχνοντας τά «Χέρια γεμάτα τριαντάφυλλα, · χρυσό καί αlμα» του Άρσέν Γουσσέ, τά μυi}ιστορήματα τού Μπελό, τού Πώλ ντέ Κόκ, τού Πώλ Φεβάλ, μά γώ τά διάβαζα πιά μέ ύπερένταση .

Έκείνης της αρεσαν τά μυi}ιστορήματα τού Μαριέτ, τού Βέρνερ, γιά μένα, σμως, αυτά ηταν ανιαρά. Δέ μ' ενi}ουσίαζε δ Σπιλγκάκεν, μά μού αρεσαν πολύ τά διηγήματα τού ' Αουερμπαχ. Ό Σώ κι δ Γκυγιώ επίσης δέ μέ πολυτραβούσαν. Προτιμούσα απ' αυτούς τόν Βάλτερ Σκώτ. Ήi}ελα βιβλία, πού συγκλόνιζαν καί δίνανε χαρά, σπως δ i}αυμάσιος Μπαλζάκ. Καί ή ευ­i}ραυστη γυναίκα δέ μού αρεζε καi}όλου.

'Όταν πήγαινα σπίτι της εβαζα καi}αρό πουκάμισο, χτενιζόμουνα, φροντίζοντας, μέ κάi}ε τρόπο, νά εχω ώραία εμφάνιση . Φυσικά, δύσκολα τά κατάφερνα, μά πάντα περίμενα, πώς βλέποντας τήν ευπρέπειά μου, i}ά μιλήσει μαζί μου πιό άπλα, φιλικά, χωρίς εκείνο τό ψαρίσιο χαμόγελο, στό καi}αρό, στό πάντα γιορτινό της πρόσωπο. Μά εκείνη ρωτούσε, χαμογελώντας, μέ μιά κουρασμένη καί γλυκειά φωνή :

-Τό διάβασες; Σού αρεσε; -'Όχι. Ά νασηκώνοντας ελαφρά τά λεπτά φρύδια της, μέ

κοιτούσε, αναστέναζε κι ελεγε, μέ τή γνωστή ενρινη φωνή της:

-Μά, γιατί; -Έχω διαβάσει πιά γι' αυτό. -Γιά ποιό «αυτό» ; -Γιά τόν ερωτα . . . Έκείνη συνοφρυωνόταν καί χαμογελούσε, μέ κείνο

1 90 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 191: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τό ζαχαρένιο γέλιο της: -"Αχ, εσύ, μά σ' δλα τά βιβλία γράφουν γιά τόν

ερωτα! Κα{}ώς κά{}εται σέ μιά μεγάλη πολυ{}ρόνα, κουνάει

τά μικρά πόδια της, μέ τίς βελουδένιες παντόφλες, χασμουριέται, τυλίγεται στή γαλάζια ρομπίτσα της καί χτυπάει, μέ τά ρόδινα δάχτυλά της, πάνω στά καπάκια τού βιβλίου, πού εχει στά γόνατά της.

Μού 'ρχεται νά ρωτήσω: «Γιατί δέ φεύγετε από τό σπίτι ; 'Αφού βλέπετε, οί

αξιωματικοί δλο σας γράφουν γράμματα, σας κορο·ίδεύ­ουνε . . . »

Μού λείπει, δμως, τό {}άρρος νά της τό πω. Καί φεύγω, παίρνοντας μαζί μου τό χοντρό βιβλίο, γιά τόν «ερωτα» καί τή {}λιβερή απογοήτευσή μου.

Στήν αυλή μας μιλανε γι' αυτή τή γυναίκα δλο καί πιό ασκημα, μέ ειρωνεία καί κακία. Μέ πείραζε πολύ, πού ακουγα κείνες τίς ίστορίες, τίς βρώμικες κι ασφαλως ψεύτικες. 'Όταν είμαι μακρυά της, τή λυπαμαι, φοβαμαι γιά τήν τύχη της. Μά, δταν πάω κοντά της, δταν βλέπω τ' αμυγδαλωτά ματάκια ·της, τή γατίσια ευλυγισία τού μικρού κορμιού της καί κείνο τό πάντα φωτεινό, γιορτι­νό πρόσωπό της, χάνονται, σάν καπνός, ή λύπη κι δ φόβος μου .

Τήν ανοιξη, εφυγε, ξαφνικά, γιά κάπου, καί σέ λίγες μέρες κι δ αντρας της αλλαξε κατοικία.

Τόν καιρό πού μένανε τά δωμάτια αδειανά, περιμέ­νοντας νέους νοικάρηδες, μπηκα μέσα, γιά μιά στιγμή, γιά νά δω τούς γυμνούς τοίχους, μέ τίς τετράγωνες βούλες στά μέρη πού κρεμόντουσαν τά κάδρα, μέ τά ζαρωμένα καρφιά καί τίς πληγές τους από τά καρφιά. Πάνω στό βαμμένο πάτωμα, δπου εβλεπες πεταμένα χρωματιστά κουρέλια, κομμάτια χαρτί, σπασμένα κου­τάκια από τό φαρμακείο, φιαλίδια από αρώματα, αστραφτοβολούσε μιά μεγάλη χάλκινη καρφίτσα.

Σφίχτηκε ή καρδιά μου , η{}ελα νά δω αλλη μιά φορά εκείνη τή μικρή γυναίκα τού ράφτη, νά της πω πόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη της χρωστούσα . . .

191 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 192: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

1 0

ΠΡΙΝ ακόμα φύγει ή γυναίκα τού ράφτη, κάτω από τό διαμέρισμα τών αφεντικών μου έγκαταστά{}ηκε μιά μαυρομάτα νεαρή γυναίκα, μέ τήν κορούλα καί τή μητέρα της, μιαν ασπρομάλλα γριούλα, πού κάπνιζε διαρκώς τσιγάρα, περασμένα σ' ενα κεχριμπαρένιο τσιμ­πούκι. Ή κυρία ηταν πολύ ώρα ία. 'Επιβλητική, περήφα­νη, μιλούσε μέ βαρειά, εύχάριστη φωνή, κοιτούσε τούς πάντες, τινάζοντας πίσω τό κεφάλι, μισοκλείνοντας λιγάκι τά μάτια, λές καί οί άν\'tρωποι βρίσκονταν πολύ μακρυά της καί δέν τούς εβλεπε καλά. Κά\'tε μέρα, σχεδόν, ό μαύρος φαντάρος Γιουφιάγεφ εφερνε, εξω από τόν έξώστη τού διαμερίσματός της, ενα λεπτοπόδα­ρο κόκκινο άλογο. Ή κυρία εβγαινε στήν έξώπορτα μ' ενα μακρύ, βελουδένιο φόρεμα, μέ άσπρα μακρυά γάν­τια καί κίτρινες μπότες. Μέ τό ενα χέρι κρατούσε τήν ούρά τού φορέματός της καί τό μαστίγιο, μέ τή μενεξεδέ­νια πέτρα στή λαβή του, καί μέ τό άλλο χάϊδευε τή μούρη τού αλόγου, πού εδειχνε φιλικά τά δόντια του. Τό άτι τή λοξοκοιτούσε μέ ενα μάτι, πού πετούσε σπί\'tες, ετρεμε όλόκληρο καί χτυπούσε σιγανά, μέ τήν δπλή του τήν πατημένη γη.

-Ρόμπερ, Ρόομπερ, ελεγε έκείνη σιγά, καί χτυπούσε μέ τήν παλάμη της, γερά, τόν καμαρωτό σβέρκο τού αλόγου.

"Επειτα, εβαζε τό πόδι της στό γόνατο τού Γιουφιά­γεφ καί πηδούσε, ανάλαφρη καί σβέλτη , στή σέλα, καί τό άλογο, χορεύοντας περήφανα, τραβούσε πάνω στό ανά­χωμα. 'Εκείνη κα\'tόταν αεράτη στή σέλα, λές καί είχε γίνει ενα μ' αύτήν.

'Ήταν ώραία. Είχε κείνη τή σπάνια ομορφιά, πού πάντα σού φαίνεται καινούργια, πρωτόφαντη , καί πάν­τα γεμίζει τήν καρδιά μέ με\'tυστική χαρά. 'Όταν τήν κοιτούσα, σκεφτόμουνα πώς τέτοιες \'tά 'ταν καί ή Ντιάνα τού Πουατιέ, ή βασίλισσα Μαργκό, ή παρ\'tένα

1 92

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 193: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

λά Βαλιέρ καί οί άλλες πεντάμορφες ήρωιδες των ίστορικων μυ{}ιστορημάτων.

Τήν περιτριγύριζαν πάντα οί αξιωματικοί της μεραρ­χίας, πού είχε τήν εδρα της στήν πόλη . Τά βράδια, στό σπίτι της επαιζαν πιάνο, βιολί καί κι{}άρα, χορεύανε καί τραγουδούσαν. Πιό πολύ απ' δλους τήν κλω{}ογύριζε δ κοντοστούπης ταγματάρχης Όλέσοφ, ενας άντρας χον­τρός, κοκκινομούρης, ψαρομάλλης κα'ί λιγδιασμένος, σάν μηχανικός καραβιου, Έπαιζε ώραία κι{}άρα καί της φερνόταν σά νά 'ταν δ ταπεινός κι αφοσιωμένος ύπηρέ­της της κυρίας,

Τό ιδιο ώρα ία, σάν τή μητέρα της ήταν καί ή πεντάχρονη, κατσαρομελιγγάτη, χοντρομπαλού κορού­λα της. Τά μεγάλα βα{}υγάλανα μάτια της κοιτούσαν σοβαρά, ηρεμα, μ' ενα βλέμμα αναμονης καί είχε αυτό τό κοριτσάκι κάτι τό στοχαστικό, πού δέν τό 'χανε τά παιδιά.

Ή γιαγιά, από τό πρωι ως τό βράδι, ήταν μαζί μέ τόν κατσούφη καί βουβό Γιουφιάγεφ καί τή χοντρή, αλοί­{}ωρη καμαριέρα, απασχολημένη μέ τή λάτρα τού σπιτι­ού, Τό παιδάκι δέν είχε νταντά. Τό κοριτσάκι μεγάλωνε σχεδόν χωρίς καμιά επίβλεψη. Μέρες δλάκερες επαιζε στόν εξώστη η πάνω στά σωριασμένα κούτσουρα, πού ήταν αντίκρυ. Συχνά, εβγαινα τά βράδια νά παίξω μαζί της καί τήν αγάπησα πολύ τή μικρούλα. 'Εκείνη πάλι, μ' είχε συνη{}ίσει γρήγορα κι αποκοιμόταν στήν αγκαλιά μου, δταν της ελεγα παραμύ{}ια, Μόλις κοιμόταν, τήν πήγαινα στό κρεβάτι της, Έτσι, τά πράγματα εφτασαν γρήγορα στό σημείο, ωστε, δταν επεφτε νά κοιμη{}εί, νά ζητά, δπωσδήποτε, νά πάω νά τήν καληνυχτίσω, Πήγαι­να, 'Εκείνη μου απλωνε, μέ ϋφος σοβαρό, τό παχουλό χεράκι της κι ελεγε:

-'Αντίο ως αυλιο! Γιαγιάκα, πως πλέπει νά πω; -Νά σέ φυλάξει δ {}εός, ελεγε ή γιαγιά, βγάζοντας

από τό στόμα καί τή σουβλερή της μύτη γαλάζιες τούφες καπνου ,

-Νά σέ φυλάξει δ {}εός ως αυλιο, εγώ πιά {}ά κοιμη{}ω, έπαναλάβαινε τό κοριτσάκι, καί τυλιγόταν τήν

1 93 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 194: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κουβέρτα, τήν κεντημένη γύρω-γύρω. Ή γιαγιά τή διόρ{}ωνε: -"Οχι ως αύριο, αλλά πάντα! -Μά μήπως τό αύλιο δέν ελχεται πάντα; Άγαπούσε τή λέξη «αϋριο», κι δλα δσα της αρεζαν

τά μετάφερνε στό μέλλον. Κάρφωνε στή γη τά κομμένα λουλούδια, τά σπασμένα κλαδιά κι ελεγε:

-Αϋλιο, αυτά {}ά γίνουν κηπος . . . -Κάποτε, αϋλιο, κι εγώ {}' αγολάσω αλογο καί {}ά

πηγαίνω καβάλα σάν τή μαμά . . . Ήταν εξυπνούλα, μά σχι πολύ ζωηρή. Συχνά, τήν

ωρα πού ζωήρευε τό παιχνίδι, σταματούσε στή μέση, βυ{}ιζόταν σέ σκέψη καί ρωτούσε ξαφνικά:

-Γιατί οί παππάδες εχουν μαλλιά σάν τίς γυναίκες; Μιά μέρα, πού τήν εκαψε ή τσουκνίδα, τή φοβέριξε

μέ τό δάχτυλο καί της εΙπε: -Πλόσεχε, {}ά πλοσευχη{}ώ στό {}εό καί {}ά σού κάνει

μεγάλο κακό. Ό {}εός δλους μπολεί νά τούς κάνει κακό - μπολεί ακόμα καί τή μαμά νά τή βάνει τιμωλία . . .

Κάποτε, τήν κυρίευε μιά ηρεμη, σοβαρή {}λίψη. Κολλούσε απάνω μου, αγνάντευε τόν μπλάβο ουρανό, μ' ενα βλέμμα αναμονης, κι ελεγε:

-Ή γιαγιά κάποτε {}υμώνει, μά ή μαμά ποτέ δέ {}υμώνει, μόνο γελάει. 'Όλοι τήν αγαπάνε. Γιατί πάντα βιάζεται, δέν εχει καιλό. 'Όλο μάς ελχονται φίλοι, μουσαφιλαίοι καί τήν κοιτάνε, γιατί εΙναι ώλαία. ΕΙναι γλυκειά, ή μαμά. Καί δ Όλέσοφ ετσι λέει: γλυκειά μου μαμά!

Μού αρεσε φοβερά ν' ακούω τή μικρούλα, - μού μιλούσε γιά εναν κόσμο άγνωστο σέ μένα. Γιά τή μητέρα της μιλούσε πάντα πρό{}υμα καί πολύ. Μπροστά μου ξανοιγόταν α{}όρυβα μιά νέα ζωή. Θυμή{}ηκα ξανά τή βασίλισσα Μαργκό. Αυτό πιό πολύ δυνάμωνε τήν εμπι­στοσύνη μου στά βιβλία, καί τό ενδιαφέρον μου γιά τή ζωή.

'Ένα βράδι, εκεί πού κα{}όμουνα, στόν εξώστη, περιμένοντας τ' αφεντικά, πού είχαν πάει βόλτα στή Ντάπια, καί τό κοριτσάκι κοιμόταν στήν αγκαλιά μου,

1 94 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 195: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ηρ{tε καβάλα ή μητέρα της, πήδηξε ανάλαφρα κάτω καί, ανασηκώνοντας τό κεφάλι, ρώτησε:

.

-Τί, κοιμάται; -Ναί. -Γιά κοίτα . . . Πετάχτηκε δ φαντάρος Γιουφιάγεφ, πηρε τό αλογο, ή

κυρία εχωσε τό μαστίγιο στή ζώνη της κι είπε, τεντώνον­τας τά χέρια:

-Δώσε μού την! -Τήν πηγαίνω μόνος μου ! -'Άντε! μού φώναξε ή κυρία, σά νά 'μουν αλογο, καί

χτύπησε τό πόδι της στό σκαλί τού εξώστη. Τό κοριτσάκι ξύπνησε. Κοίταξε, πεταρίζοντας τά

βλέφαρα, τή μητέρα του, απλωσε κι αυτό τά χέρια. �Eφυγαν.

�Eχω συνη{tίσει νά μού βάζουν τίς φωνές, μά δέ μού ηταν ευχάριστο, πού φώναζε καί τούτη ή κυρία. Γιατί, δποιος καί νά 'ναι {tά τήν ακούσει, ακόμα κι αν διατάξει μέ τόνο μαλακό.

Σέ λίγο μέ φώναξε ή Μοί{tωρη καμαριέρα, γιατί ή μικρούλα κάνει τά νάζια της, δέ {tέλει νά αποκοιμη{tεί, αν δέ μ' αποχαιρετήσει.

Μπηκα καμαρωτός, στό σαλόνι. Τό κοριτσάκι κα{tό­ταν στά γόνατα της μητέρας, ή κυρία τό ξεντυνε, μέ τά επιδέξια χέρια της.

-Νάτος, λοιπόν, -είπε εκείνη - ηρ{tε, λοιπόν, αυτό τό τέρας!

-Δέν είναι τέλας, όχι. Είναι τό αγόλι μου . . . -Μπά; Πολύ καλά. Έλα νά δωρήσουμε κάτι στό

αγόρι σου. Θέλεις; -Ναί, {tέλω! -Θαυμάσια, εγώ {tά τού κάνω τό δώρο, εσύ σύρε νά

κοιμη{tείς. -Άντίο ως αυλιο, είπε τό κοριτσάκι, απλώνοντάς

μου τό χέρι. Νά σέ φυλάξει δ {tεός ως αυλιο . . . Ή κυρία αναφώνησε κατάπληκτη : -Ποιός σού τά εμα{tε αυτά, ή γιαγιά ; -Ναι-αΙ . .

1 95 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 196: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'Όταν εφυγε τό κοριτσάκι, ή κυρία μού εκανε μέ τό δάχτυλο νόημα νά πλησιάσω.

-Τί νά σού χαρίσουμε; της είπα, πώς δέ 1'tέλω τίποτα. Μήπως, Όμως, εχει νά

μού δώσει κανένα βιβλίο; Μ' επιασε από τό πηγούνι, τό ανασήκωσε μαλακά, μέ

τά ζεστά, βελουδένια δάχτυλά της καί μέ ρώτησε μ' �να ευχάριστο χαμόγελο:

-Γιά κοίτα! Σ' αρέσει τό διάβασμα, ε; Καί τί βιβλία εχεις διαβάσει;

Χαμογελώντας, εγινε πιό ώραία. της αράδιασα ντρο­παλά κάμποσα μυ1'tιστορήματα.

-Τί είναι κείνο πού σού αρέσει σ' αυτά; ρώτησε εκείνη, ακουμπώντας τά χέρια στό τραπέζι καί σαλεύον­τας άπαλά τά δάχτυλα.

Τό σώμα της ανάδινε μιά γλυκειά, δυνατή μυρουδιά λουλουδιών, πού εσμιγε παράξενα μέ τή μυρουδιά τού αλογίσιου ίδρώτα. Μέ κοιτούσε μέσα από κάτι μακρυές βλεφαρίδες, συλλογισμένα, σοβαρά. "Ως εκείνη τή στι­γμή, κανένας δέ μ' είχε κοιτάξει ετσι!

Τό δωμάτιο ηταν γεμάτο από ώραία επιπλα. "Ενιω-1'tες στενοσιά, πού 1'tύμιζε φωλιά πουλιών. Τό παρά1'tυρο σκεπαζόταν από μιά πυκνή φυλλωσιά λουλουδιών . . . Μέσα στό μισοσκόταδο ασπροβολούσαν τά κάτασπρα πλακάκια της σόμπας, δίπλα της στραφτάλιζε τό μαύρο πιάνο, κι από τούς τοίχους, ανάμεσα από τό 1'tαμπό χρυσό τών κάδρων πρόβαλλαν κάτι σκούρες περγαμη­νές, γεμάτες από λοξά μεγάλα γράμματα, μέ σλαβικά στοιχεία, καί κάτω από κά1'tε περγαμηνή κρεμόταν, σ' ενα μακρύ κορδόνι, μιά μεγάλη σφραγίδα. 'Όλα τά πράγματα κοιτούσαν τή γυναίκα αυτή τό ίδιο καλοπότα­γα καί δειλά, σάν καί μένα.

της εξήγησα, Όσο μπορούσα, πώς ή ζωή είναι πολύ δύσκολη κι ανιαρή, καί διαβάζοντας βιβλία αποξεχνι­έσαι.

-Ναι-αί, είδες, λοιπόν; είπε εκείνη κι ανασηκώ{tηκε. Δέν τά 'πες κι άσκημα, ίσως αυτό νά 'ναι τό σωστό . . . 'Εντάξει. Θ ά σού δίνω βιβλία, μά τώρα δέν εχω . . . Στό

1 96 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 197: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μεταξύ, πάρε τουτο δώ . . . Πήρε από τό ντιβάνι ενα πολυμεταχειρισμένο βιβλίο,

μέ κίτρινα καπάκια. -Θά τό διαβάσεις δλο, εκεί είναι τό δεύτερο μέρος,

δλα είναι τέσσερα . . . �Eφυγα, παίρνοντας μαζί μου τά "Μυστικά τής

Πετρσύπσλης» τού πρίγκηπα Μεστσέρσκυ. "Αρχισα τό διάβασμα του βιβλίου αυτου μέ μεγάλη προσοχή . Μά, από τίς πρώτες σελίδες, κατάλαβα, πώς τά «μυστικά» τής Πετρούπολης είναι πολύ πιό βαρετά από τής Μαδρί­της, του Λονδίνου καί τού Παρισιού. Μου φάνηκε διασκεδαστικός μόνο δ μύ{J-ος γιά τή Λευτεριά καί τή Μαγκούρα.

«Είμαι πάνω από σένα, είπε ή Λευτεριά, γιατί είμαι πιό εξυπνη» .

Μά ή Μαγκούρα τής απάντησε : ,,"Οχι, εγώ είμαι πάνω από σένα, γιατί εγώ είμαι πιό

δυνατή από σένα» . Συζήτηση στή συζήτηση , τσακώ{J-ηκαν. Ή Μαγκούρα

σακάτεψε στό ξύλο τή Λευτεριά, καί ή Λευτεριά, {J-υ­μαμαι, πέ{J-ανε στό νοσοκομείο από τίς ξυλιές.

Στό βιβλίο γινόταν λόγος, γιά νιχιλισμό. Θυμάμαι, πώς, σύμφωνα μέ τόν πρίγκιπα Μεστσέρσκυ, δ μηδενι­στής είναι αν{J-ρωπος τόσο φαρμακερός, πού από τή ματιά του ψοφούν οί κότες. Ή λέξη μηδενιστής μου φαινόταν προσβλητική καί απρεπής, μά τίποτε αλλο δέν κατάλαβα καί απογοητεύτηκα: φαίνεται κα{J-αρά, πώς δέ μπορω νά καταλάβω τά καλά βιβλία! Καί δτι τό βιβλίο ηταν καλό, δέ χωρούσε αμφιβολία. Δέ {J-ά μπο­ρούσε δά μιά τόσο σπουδαία κυρία νά διαβάζει ασχημα βιβλία!

-Πώς πάει, σ' αρεσε; ριίιτησε, δταν της πήγα τό κίτρινο μυ{J-ιστόρημα τού Μεστσέρσκυ.

Μού ηταν πολύ δύσκολο ν' απαντήσω οχι, πίστευα πώς αυτό {J-ά τή {J-ύμωνε.

Μά εκείνη γέλασε μονάχα τρυπώνοντας πίσω από τό παραβάν, Όπου ηταν ή κρεβατοκάμαρά της, κι εφερε από κεί εναν μικρό τόμο, μέ γαλάζια καπάκια, από

1 97 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 198: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μαροκινό δέρμα. -Α υτό ita σ' όρέσει, κοίτα μόνο νά μήν τό λερώσεις! Ήταν ποιήματα του Πούσκιν. Τά διάβασα δλα

μονορούφι, κυριευμένος από μιά βουλιμία, πού δοκιμά­ζεις δταν πέφτεις σ' ενα πολύ ωραίο μέρος, - πάντα δοκιμάζεις να το γυρίσεις μονομιάς. Αυτό συμβαίνει, δταν περπατάς d)ρες πάνω σε μουσκλιασμένους σβώλου ς κάποιου δάσους, μέσα σε βάλτους, και ξαφνικά βγαίνεις μπροστά σ' ενα στεγνό ξέφωτο, γεμάτο λουλούδια καί ηλιο. Για μια στιγμή, το κοιτάς μαγεμένος, κι επειτα τρέχεις ευτυχισμένος γύρω-γύρω και κάitε αγγιγμα τών ποδιών σου στά μαλακά χόρτα της γόνιμης γης σέ γεμίζει κρυφή χαρά.

Ό Πούσκιν με συγκλόνισε τόσο πολύ, μέ τόν άπλό και μουσικό στίχο του, που πολύν καιρό δ πεζός λόγος μου φαινόταν αφύσικος και δυσκολευόμουν νά τόν διαβάσω. Ο πρόλογος στον "Ρουσλάν» μου τtύμιζε τά πιο ώραία παραμύitια της γιαγιάς, που κάποιο itαυμα τά εχει συμπτύξει σε ενα, μα ορισμένοι στίχοι ηταν itαυμα­στοί για τη σταράτη αλήitεια τους:

Έκεί στ' αγνωστα μονοπάτια άφήνουν τά ίχνη τους αόρατα αγρίμια ...

Έπαναλάβαινα μέσα μου τούς itαυμαστούς στίχους κι εβλεπα αυτά τά πολύ γνωστά μου αδιόρατα μονοπάτια, εβλεπα τά μυστηριώδη χνάρια, πού εχουν τσαλακώσει τό χορτάρι, πού δέν εχει τινάξει από πάνω του τίς βαρειές, σάν τόν ύδράργυρο, σταγόνες της δροσιάς.

Οί γεμάτοι μουσική καί ρυitμό στίχοι τών ποιημάτων του αποτυπώνονταν στή μνήμη μου μέ itαυμαστή ευκο­λία, στολίζοντας γιορταστικά τά πάντα, - γιά δ,τι κι αν μιλοϋσαν. Αυτό μ' εκανε ευτυχισμένο, εκανε τή ζωή μου ευκολη κι ευτυχισμένη, οί στίχοι αντηχοϋσαν σάν δοξα­στικό της νέας ζωης. Τί μεγάλη ευτυχία νά 'σαι εγγραμ­ματος!

Τά itαυμάσια παραμύitια του Πούσκιν μοϋ ηταν τά πιό ΠΡΟόφιλη, τά ενιωitα βαitιά. Τά διάβασα κάμποσες φορές καί τά 'ξερα πιά απόξω. Πέφτω νά κοιμηitώ καί

198

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 199: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ψι-ιtυρίζω στίχους. Ψη'}υρίζω μέ κλειστά τά μάτια, ωσπου νά κοιμη1'tω. Συχνά πήγαινα στούς ίπποκόμους καί τούς διηγόμουνα αυτά τά παραμύ1'tια. Έκείνοι χασκογελουν καί βρίζουν χα·ίδευτικά, ό Σ ιντόροφ μέ χαϊδεύει στό κεφάλι καί μου λέει:

-Ώραίο, ε ; "Αχ, Θεέ μου . . . Αυτή τή διέγερση, πού μέ συνεπηρε τήν προσέξανε τ'

αφεντικά. Ή γριά μάλωνε: -Σου πηραν τά βιβλία τό μυαλό, διάβολε, καί

τέσσερις μέρες, τώρα, δέν κα1'tάρισες τό σαμοβάρι! 'Άμα αρπάξω τό ξύλο . . .

Γιατί τό ξύλο; 'Οργάνωνα τήν άμυνά μου εναντίον της μέ στίχους:

Ή μαύρη σου ψυχή, πού τό κακό ποfJεί, γριά μάγισσα . . .

Ή κυρία ανέβηκε πιό πολύ στήν εκτίμησή μου. Είδες τί βιβλία διαβάζει! Δέν είναι εκείνη Τι φαρφουρένια γυναίκα του ράφτη . . .

'Όταν της πηγα τό βιβλίο καί της τό 'δωσα, μέ λύπη, εκείνη είπε μέ σιγουριά:

-Αυτό σου άρεσε! • Ακουσες κα1'tόλου ποιός είναι ό Πούσκιν;

Είχα κιόλας διαβάσει κάτι, γιά τόν ποιητή, σ' ενα περιοδικό, μά η1'tελα νά μου μιλήσει εκείνη γι' αυτόν κι είπα πώς δέν άκουσα.

Μου ανιστόρησε σύντομα τή ζωή καί τό εργο του Πούσκιν κι επειτα μέ ρώτησε, χαμογελώντας, ιδια ανοι­ξιάτικη μέρα:

-Βλέπεις πόσο είναι επικίνδυ"\ι� ν' αγαπας τίς γυναί­κες;

'Απ' δλα τά βιβλία πού διάβασα, ηξερα δτι πραγματι­κά είναι επικίνδυνο, αλλά κι ώραίο. της είπα:

-Έπικίνδυνο, μά δλοι αγαπάνε! Κι οί γυναίκες παιδεύονται απ' αυτό . . .

Μου ερριξε μιά ματιά, δπως κοιτουσε τ ά πάντα, ανάμεσα από τίς βλεφαρίδες της κι είπε σοβαρά:

-Έτσι, λοιπόν; Τό καταλαβαίνεις; Τότε, σου ευχο-

1 99 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 200: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μαι νά μήν τό ξεχνάς! Κι αρχισε νά μέ ρωτάει ποιοί στίχοι μου αρέσανε . • Αρχισα νά λέω κάτι, σαλεύοντας τα χέρια, απαγγέ­

λοντας. Έκείνη μ' ακουγε αμίλητη καί σοβαρή. Έπειτα, σηκώ{tηκε καί εκοψε μιά βόλτα στό δωμάτιο, λέγοντας συλλογισμένα:

-Έσύ, αγαπημένο μου αγρίμι, πρέπει να σπουδά­σεις! Θά τό σκεφτώ . .. r αφεντικά σου είναι συγγενείς σου;

Κι δταν απάντησα καταφατικά, εκείνη αναφώνησε: -"Ω!, σά νά μέ κατάκρινε. Μου εδωσε τά «Τραγούδια» του Μπερανζέ, μιά

tJ-αυμάσια εκδοση, μέ γραβουρες, χρυσοστολισμένη μέ κόκκινα καπάκια, από δέρμα. Τά τραγούδια αυτά μου πήραν δριστικά τό μυαλό, μέ τόν παράξενα στενό συνδυασμό του τσουχτερου πόνου μέ τήν ακράτητη ευtJ-υμία.

Μέ παγωμένη τήν καρδιά, διάβαζα τά πικρά λόγια του «Γέρο ζητιάνου»:

Σκουλήκι βρωμερ6, σας ενοχλώ! συν{}λίψτε την οχιά, μέ τήν πατούσα, μή λυπαστε. λιώμα κάντε την αμέσως! Γιατί δέ μ' εχετε διδάξει, δέ δώσατε διέξοδο στήν αγρια μου όρμή; Θά 'βγαινε απ' τ6 σκουλήκι ενα μυρμήγκι! Θά πέ{}αινα μέ τούς αδελφούς μου αγκαλιά, μά πε{}αίνοντας σάν γεροαλήτης, ζητώ εκδίκηση απ6 τούς αν{}ρώπους!

Έπειτα, δμως απ' αυτό, γελουσα μέ δάκρυα, διαβά­ζοντας τον « Άνδρα που tJ-ρηνεί». Καί ιδιαίτερα μου εμειναν στη μνήμη τα λόγια του Μπερανζέ:

Η επιστήμη της ευ{}υμης ζωης δέν εΙναι δύσκολη γιά τούς άδαείς! ...

Ό Μπερανζέ μου γεννουσε μιάν ακατανίκητη ευt}υ­μία, μιάν απσι'tυμιά νά κάνω τρέλες, νά πω κάτι απόκο­το, κάτι πού νά δαγκώνει. Καί πολύ γρήγορα εΙχα κάνει

200 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 201: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μεγάλες προόδους σ' αύτό τόν τομέα. ' Αποστή1'tισα τούς στίχους του καί πότε-πότε πετιόμουνα στίς κουζίνες καί τούς απάγγελνα μέ μεγάλο κέφι στούς ίπποκόμους.

Μά γρήγορα αναγκάστηκα νά παρατήσω αύτή τή δουλειά, γιατί οί στίχοι:

Καί την κοπέλλα τών δεκαεφτά ποιός αΥτρας δέν τήν αποζητά!

προκαλούσαν σιχαμερές κουβέντες γιά τά κορίτσια, -αύτό μέ πρόσβαλλε φοβερά. Γινόμουνα εξω φρενων. Μιά μέρα, κατέβασα τήν κατσαρόλα στό κεφάλι τού Έρμόχιν. Ό Σιντόροφ καί οί αλλες όρδινάντσες μέ γλύτωσαν από τ' ατσαλα χέρια του. Μά, από τότε, δέν τολμούσα νά περνω από τίς κουζίνες των αξιωματικων.

Δέ μ' αφηναν νά παίξω στόν δρόμο, μά καί δέν είχα καιρό γιά παιχνίδια. Ή δουλειά μεγάλωνε όλοένα. Τώρα, εξόν από τή συνη1'tισμένη δουλειά της καμαριέ­ρας, τού σκουπιδιάρη καί τού «παιδιού, πού κάνει 1'tελήματα», επρεπε κά1'tε μέρα νά καρφώνω σέ πλατιά σανίδια ενα λευκό πανί, νά κολλω απάνω τά σχέδια, ν' αντιγράφω τούς προϋπολογισμούς των δομικων εργασι­ων τού αφεντικού μου, νά ελέγχω τούς λογαριασμούς των εργολάβων - τό αφεντικό δούλευε από τό πρωί ως τό βράδι, σά μηχανή.

Τά χρόνια εκείνα, τά δημόσια χτίρια της εμποροπα­νήγυρης ανηκαν σέ ιδιωτες εμπόρους. οι εμπορικές γραμμές ανασυντάσσονταν εσπευσμένα. Τό αφεντικό μου επαιρνε εργολαβίες, για επισκευές περιπτέρων καί γιά τήν κατασκευή καινούργιων. Έκείνος εκανε τ' αρχι­τεκτονικά σχέδια, «για επισκευή των ανωφλίων, γιά τό ανοιγμα στή στέγη καταπακτης» κλπ. Έγώ πήγαινα αύτά τά σχέδια στόν γέρο-αρχιτέκτονα, μαζί μ' εναν φάκελλο, δπου ηταν κρυμμένο ενα χαρτονόμισμα των 25

ρουβλίων. Ό αρχιτέκτονας επαιρνε τά λεφτά καί ύπό­γραφε: «τό σχέδιο ηλέγχ{}η εκ τού πρωτοτύπου καί τήν εποπτεία των εργασιων ανέλαβε ό Ίμιάρεκ». Φυσικά, τά πρωτότυπα δέν τά εβλεπε, καί τήν εποπτεία των εργασι­ων δέ μπορούσε νά τήν αναλάβει ό Ίμιάρεκ, επειδή ηταν

201 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 202: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

άρρωστος καί δέν εβγαινε κα{}όλου &πό τό σπίτι του. Μοίραζα τίς δωροδοκίες στόν επόπτη της αγορας καί

σέ μερικούς άλλους χρειαζούμενους &ν\tρώπους, παίρ­νοντας από κείνους « εγγραφες αδειες γιά κά{}ε ανομία», δπως όνόμαζε τ' αφεντικό τά ντοκουμέντα αυτά. Γιά δλα αυτά, είχα τό δικαίωμα νά περιμένω τ' αφεντικά εξω &πό τήν πόρτα, στόν εξώστη, δταν τά βράδια πήγαιναν επίσκεψη. Αυτό δέ γινόταν συχνά, μά δταν γινόταν, γύριζαν στό σπίτι μετά τά μεσάνυχτα, καί γιά κάμποσες ι1ρες εγώ κα{}όμουν στόν εξώστη η στόν σωρό τά ξύλα, πού ηταν απέναντί του, κοιτούσα τά παρά{}υρα τού σπιτιού της ντάμας μου, κι άκουγα ανεχόρταγα τό χαρούμενο μουρμουρητό καί τή μουσική .

Τά παρά{}υρα ανοιχτά. 'Ανάμεσα από τίς κουρτίνες καί τά δίχτυα, εβλεπα νά κινούνται στά δωμάτια οί κομψές σιλουέτες τών αξιωματικών, νά κυλάει δ στρογ­γυλός ταγματάρχης, νά αρμενίζει εκείνη, ντυμένη εξαι­ρετικά άπλα κι ώραία.

'Εγώ τήν ελεγα, μέσα μου, Βασίλισσα Μαργκό. «Νά εκείνη ακριβώς ή χαρούμενη ζωή, γιά τήν όποία

γράφαν στή Γαλλία τά βιβλία», σκεφτόμουν, αγναντεύ­οντας τά παρά{}υρα. Καί πάντα ενιω{}α λίγο μελαγχολι­κός: από παιδική ζήλεια, μέ πονούσε, δταν εβλεπα γύρω από τή Βασίλισσα Μαργκό άντρες, νά τήν τριγυρνούν σάν τίς σφηκες τό λουλούδι.

Πιό αραιά από τούς άλλους περνούσε από τό σπίτι της ενας ψηλός, βαρύ{}υμος αξιωματικός, μέ μιά σπα{}ιά στό μέτωπο καί βα{}ουλωτά μάτια. Κουβαλούσε πάντα μαζί του ενα βιολί κι επαιζε {}αυμάσια. �Eπαιζε τόσο ώραία, πού σταματούσαν, κάτω &πό τά παρά{}υρα, οί περαστικοί, μαζεύονταν, στόν σωρό τά κούτσουρα, δ κόσμος απ' δλη τή γειτονιά, ακόμα καί τ' αφεντικά μου, - άν ηταν σπίτι, - άνοιγαν τά παρά{}υρα, άκουγαν καί παινούσαν τόν βιολιστή . Δέ {}υμαμαι νά είχαν ως τότε παινέσει κάποιον άλλο, εκτός από τόν αρχιδιάκονο της μητρόπολης. Ξέρω &κόμα, πώς ή πίττα μέ τό ψαρόλαδο τούς αρεσε πιό πολύ &πό τή μουσική.

Μερικές φορές, ό αξιωματικός τραγουδούσε κι απάγ-

202 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 203: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

γελνε στίχους, μέ τήν ύπόκωφη φωνή του, κοντανασαί­νοντας παράξενα καί φέρνοντας τήν παλάμη στό μέτωπό του. Μιά φορά, τήν ωρα πού επαιζα κάτω από. τό παρά{tυρο, μέ τό κοριτσάκι, ή Βασίλισσα Μαργκό τόν παρακάλεσε νά τραγουδήσει. Έκείνος, πολλήν ωρα, αρνούνταν, επειτα ακουσα νά λέει κα{tαρά:

Μόνο στό τραγούδι χρειάζεται ομορφιά, ενω στήν ομορφιά δέ χρειάζονται τραγούδια.

Μού αρεσαν πολύ αυτοί οί στίχοι καί δέν ξέρω γιατί λυπή{tηκα τόν αξιωματικό.

Μού ηταν πιό ευχάριστο νά βλέπω τήν κυρία μου οταν κα{tότανε στό πιάνο κι επαιζε, μονάχη της στό δωμάτιο. Ή μουσική μέ με{tούσε. Δέν εβλεπα τίποτα, εκτός από τό παρά{tυρο καί πίσω απ' αυτό, στό κίτρινο φως της λάμπας, τό λιγερό κορμί της γυναίκας, τήν περήφανη προτομή τού προσώπου της καί τά λευκά χέρια, πού πετούσαν, σάν πουλιά, πάνω στά πληκτρα.

Τήν κοιτούσα, ακουγα τή {tλιμμένη μουσική κι ονει­ροπολούσα: αν βρω που{tενά {tησαυρό, {tά της τόν δώσω ολον - νά γίνει πλούσια! "Αν ημουν ό Σκομπέλεφ, {tά κήρυσσα πάλι τόν πόλεμο στούς Τούρκους, {tά επαιρνα αποζημιώσεις, {tά 'χτιζα στή Ντάπια, - τό καλύτερο μέρος της πόλης, - ενα σπίτι καί {tά της τό δώριζα, -γιά νά φύγει από τόν δρόμο αυτό, από τό σπίτι αυτό, οπου ολοι μιλάνε εναντίον της, μέ λόγια προσβλητικά κι αισχρά.

Καί οί γειτόνοι κι ολο τό τζούρμο της αυλης μας, -καί ιδιαίτερα ή κυρά μου - ολοι μιλούσαν γιά τή Βασίλισσα Μαργκό τό ίδιο ασκημα καί πα{tιασμένα, οπως καί γιά τή γυναίκα τού ράφτη. Μά τώρα μιλούσαν πιό προσεχτικά, χαμηλώνοντας τή φωνή καί ρίχνοντας ϋποπτες ματιές τριγύρω.

Τή φοβούνταν ε, ίσως, γιατί ηταν χήρα ένός πολύ ξακουστού αν{tρώπου, - οί περγαμηνές εκείνες, πού είχε στούς τοίχους είχαν απονεμη{tεί στούς παππούδες τού συζύγου της, από τούς παλιούς τσάρους της Ρωσίας, τόν Γκουτουνόφ, τόν Άλεξέ"ί καί τόν Μεγάλο Πέτρο.

203 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 204: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Αυτό μΟ'ύ τό είπε ό φαντάρΟ'ς Γιουφιάγεφ, αν1'tρωπος γραμματιζΟ'ύμενΟ'ς, πΟ'ύ διάβαζε πάντα τό ΕυαγγέλιΟ'. ΜπΟ'ρεί ό κόσμΟ'ς νά τή φΟ'βότανε, μήπως τΟ'ύς δείρει μέ κείνΟ' τό μαστίγιο μέ τή μενεξεδένια πέτρα στή λαβή τΟ'υ. Λέγανε, πώς εχει δείρει κιόλας κάπΟ'ιον σημαίνΟ'ντα αξιωματσυχΟ'.

Μά κείνα πΟ'ύ λέγανε, μέ χαμηλή φωνή, δέν ηταν καλύτερα από κείνα πΟ'ύ λέγανε μέ δυνατή . Ή κυρία μΟ'υ ζΟ'ύσε μέσα σ' ενα εχ1'tρικό σύννεφΟ', μέσα σέ μιάν εχ1'tρα, πΟ'ύ δέν καταλάβαινα, πΟ'ύ μέ παίδευε. Ό ΒικτόρΟ'υσκα ελεγε, στ! κα1'tώς γύριζε στό σπίτι, μετά τά μεσάνυχτα, ερριξε μιά ματιά στό παρά1'tυρΟ' τΟ'ύ κΟ'ιτώνα της Βασί­λισσας Μαργκό κι είδε εκείνη νά κά1'tεται μέ τή νυχτικιά της στόν καναπέ καί τόν ταγματάρχη γΟ'νατισμένΟ' μπρΟ'­στά της, νά κόβει τά νύχια τών πΟ'διών της καί νά τά κα1'tαρίζει μέ τό σφΟ'υγγάρι.

Ή γριά βλαστήμαγε κι εφτυνε, ή νεαρή αφεντίνα μΟ'υ κΟ'κκίνισε:

-ΦτΟ'ύ σΟ'υ, ΒίκτΟ'ρ! ΞεδιάντρΟ'πε! Θεέ μΟ'υ, τί βρω­μιά σ' αυτΟ'ύς τΟ'ύς κυρίΟ'υς!

Τό αφεντικό σώπαινε καί χαμΟ'γελΟ'ύσε. Τόν ευγνω­μΟ'νΟ'ύσα πΟ'λύ, γιατί δέ μιλΟ'ύσε, μά περίμενα, μέ καρδι­Ο'χτύπι, πώς καί κείνΟ'ς 1'tά πάρει μέρΟ'ς στόν 1'tόρυβΟ' καί τά Ο'υρλιαχτά. Οί γυναίκες ψιλΟ'ρωτούσαν τόν Βικτό­ρΟ'υσκα νά μά1'tΟ'υν λεπτΟ'μέρειες, μέ ξεφωνητά κι επιφω­νήματα απΟ'δΟ'κιμασίας. 'Ή1'tελαν νά ξέρΟ'υν, πώς ακρι­βώς κα1'tόταν ή ντάμα, πώς στεκόταν στά γόνατα ό ταγματάρχης. Κι ό ΒίκτΟ'ρ πρόσ1'tετε σλΟ' καί νέες λεπτΟ'­μέρειες.

-Κόκκινη ή μΟ'υτσΟ'ύνα τΟ'υ, κι ή γλώσσα τΟ'υ εξω . . . Δέν εβλεπα τίπΟ'τα τ ό αξιοκατάκριτΟ' σ' αυτό. Τί κ ι

αν ό ταγματάρχης κόβει τ ά νύχια της κυρίας; Δέν πίστευα πώς εβγαλε τή γλώσσα τΟ'υ εξω. ΜΟ'ύ φαινόταν ενα πρόστυχΟ' ψέμα κι είπα τΟ'ύ ΒικτόρΟ'υσκα:

-'ΑφΟ'ύ δέν είναι ώραίΟ' αυτό, γιατί κΟ'ιτΟ'ύσες από τό παρά1'tυρΟ'; Δέν είσαι μικρό παιδί. . .

Μ έ μάλωσαν, φυσικά, μά τ ά μαλώματα δ έ μ έ πειρά­ζΟ'υν. 'Ένα μόνΟ' η1'tελα: νά πάω τρεχάτΟ'ς κάτω, νά πέσω

204 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 205: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ατά γόνατα, μπρο.στά στήν κυρία, σάν τόν ταγματάρχη καί νά τήν ίκετέψω:

«Φύγετε, παρακαλώ, από το.ύτο. τό σπίτι!» Τώρα πο.ύ ηξερα, πώς ύπάρχει μιά αλλη ζωή, αλλο.ι

αν{}ρωπο.ι, αλλα αισ{}ήματα, σκέψεις, το.ύτο. τό σπίτι, μέ δλο.υς το.υ το.ύς κατοίκο.υς, μο.ύ γεννο.ύσε μιάν απο.στρο.­φή δλο. καί πιό ανυπόφο.ρη. 'Όλο. ήταν τυλιγμένο. μ' ενα βρώμικο. δίχτυ από επαίσχυντα κο.υτσο.μπο.λιά. Μέσα εκεί δέν ύπάρχει κανένας, πο.ύ νά μήν τόν γλωσσο.τρώνε. Ό παππάς το.ύ Συντάγματο.ς, ενας αρρωστο.ς, αξιολύπη­το.ς αν{}ρωπάκο.ς, εΙχε φήμη μπεκρη καί διεφ{}αρμένο.υ . Οί αξιωματικο.ί καί ο.ί γυναίκες το.υς ζο.υσαν, κατά τά λεγόμενα τών αφεντικών μο.υ, βο.υτηγμένο.ι ως τόν λαιμό στήν άμαρτία. Άηδίαζα από το.ύς φαντάρο.υς, πο.ύ λέγανε πάντα τά ίδια καί τά ίδια γιά τίς γυναίκες. Καί, πιό πο.λύ, μο.υ φέρνανε αναγο.ύλα τ' αφεντικά μο.υ . Γιατί ηξερα καλά τήν αλη{}ινή αξία της γνώμης το.υς. Ήξερα γιατί αγαπο.υν νά κρίνο.υν ανελέητα το.ύς αν{}ρώπο.υς. Ή παρακολο.ύ{}ηση τών αδυναμιών τών αν{}ρώπων ήταν ή μο.ναδική το.υς διασκέδαση, πο.ύ μπο.ρο.ύσαν ν' απο.λαμ­βάνο.υν τζάμπα: Τ' αφεντικά μο.υ εύχαριστιουνταν μόνο. δταν γλωσσότρωγαν τόν διπλανό το.υς, εκδικο.ύμενο.ι, κατά κάπο.ιο τρόπο., δλο.υς το.ύς αλλο.υς, γιατί ο.ί ίδιο.ι ζο.υσαν τόσο. τίμια, μιά δύσκο.λη καί γεμάτη ανία ζωή.

'Όταν λέγανε γιά τή Βασίλισσα Μαργκό βρωμόλο.γα, δο.κίμαζα σπασμωδικές εκκρήξεις αισ{}ημάτων, όχι πιά παιδικών. Μέσα μο.υ εβραζε τό μίσο.ς ενάντια στο.ύς συκοφάντες, μέ κυρίευε ή ακατανίκητη επι{}υμία νά το.ύς ερε{}ίσω δλο.υς, νά κάνω τρέλες. Μερικές πάλι φο.ρές, δο.κίμαζα μιά βασανιστική πλημμύρα συμπόνιας γιά τόν έαυτό μο.υ καί γιά δλους τούς αν{}ρώπο.υς. Αύτή ή βουβή συμπόνια ήταν πιό βαρειά κι από τό μίσος.

'Εγώ ήξερα γιά τή Βασίλισσα περισσότερα από δ,τι ξέρανε οί αλλσι, καί φο.βόμο.υνα μή μά{}ο.υν αύτά πού ξέρω.

Τίς γιορτές, δταν τ' αφεντικά πήγαιναν στήν εκκλη­σία, τήν επισκεπτόμουνα τό πρωΙ. Μέ φώναζε κο.ντά της, στό δωμάτιο πο.ύ κο.ιμόταν. Κα{}όμουνα πάνω στή μικρή

205 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 206: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πολυ1'tρόνα, τή ντυμένη μέ χρυσοκέντητο μετάξι, τό κοριτσάκι ανέβαινε στά γόνατά μου καί γώ ελεγα της μητέρας της γιά τά βιβλία πού διάβασα. 'Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στό φαρδύ κρεβάτι, μέ τά μικρά παλαμάκια της διπλωμένct κάτω από τό μάγουλο. Τό σώμα της ήταν κρυμμένο κάτω από τήν κουβέρτα, κι αυτή χρυσοκέντη­τη, δπως δλα στήν κρεβατοκάμαρα. Τά μαύρα μαλλιά της, πλεγμένα σέ μιά μεγάλη πλεξούδα, περνούσαν πάνω από τόν μελαψό d)μο της καί χύνονταν μπροστά της καί, καμιά φορά, κρέμονταν από τό κρεβάτι στό πάτωμα.

Κα1'tώς μέ ακούει, μέ κοιτάει κατά πρόσωπο, μέ τό τρυφερό της βλέμμα, χαμογελά ανεπαίσ{}ητα καί λέει:

-�Eτσι, λοιπόν; Άκόμα τό αγα1'tό χαμόγελό της ήταν στά μάτια μου

μόνο ενα συγκαταβατικό χαμόγελο της Βασίλισσας. Μιλούσε μέ βαρειά, χα·ίδευτική φωνή, καί γώ νόμιζα πώς ελεγε πάντα ενα πράγμα:

«Ξέρω πώς είμαι ασύγκριτα καλύτερη, κα1'tαρότερη απ' δλους τούς αν1'tρώπους καί κανένας δέ μού χρειά­ζεται» .

Κάποτε, τήν επιανα μπροστά στόν κα1'tρέφτη -κα1'tόταν σέ μιά χαμηλή πολυ1'tρόνα καί χτένιζε τά μαλλιά της. Οί άκρες τους βρίσκονταν στά γόνατά της, πάνω στά χέρούλια της πολυ1'tρόνας, κατέβαιναν από τή ράχη της σχεδόν ως τό πάτωμα, - τά μαλλιά της ήταν μακρυά καί πυκνά, σάν της γιαγιάς. Είδα στόν κα1'tρέφ­τη τά μελαχροινά, σφιχτά στή1'tια της. Έβαζε μπροστά μου τόν μπούστο της, τίς κάλτσες της, ή κα1'tαρή δμως γύμνια της δέ μού ξυπνούσε αισ{}ήματα ντροπης, μά μόνο ενα χαρούμενο αίσ{}ημα περηφάνειας γιά κείνη. Πάντα ανάδινε τό σώμα της μιά μυρουδιά λουλουδιών, πού τήν προστάτευε από κακές σκέψεις γι' αυτήν.

�Hμoυν γερός, δυνατός, ήξερα καλά τά μυστικά τών σχέσεων τών αντρών μέ τίς γυναίκες, μά οί αν1'tρωποι μιλούσαν μπροστά μου γι' αυτά τά μυστικά μέ τόσο άκαρδη χαιρεκακία, μέ τόση ωμότητα, τόσο βρώμικα, ωστε δέ μπορούσα νά φανταστώ αυτή τή γυναίκα στήν αγκαλιά ένός άντρα. Μού ήταν δύσκολο νά σκεφτώ, πώς

206 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 207: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κάποιος εχει τό δικαίωμα νά τήν αγγίξει μέ αu1'tάδεια καί ξετσιπωσιά, μέ τό χέρι ένός αφέντη τού κορμιού της. Ήμουν σίγουρος, δτι ό ερωτας τών μαγειρείων καί τών κελλαριών εΙναι άγνωστος στή Βασίλισσα Μαργκό, δτι ξέρει κάποιες άλλες ανώτερης ποιότητας χαρές, άλλου ερωτα.

Μιά φορά, δμως, κατά τό βραδάκι, μπαίνοντας στό σαλόνι, ακουσα, πίσω από τό παραβάν της κρεβατοκά­μαρας ενα βροντερό γέλιο της κυρίας της καρδιάς μου καί μιάν αντρική φωνή, πού παρακαλούσε:

-Περίμενε δά . . . Κύριε! Δέν τό πιστεύω . . . �Eπρεπε ν ' αποσυρ1'tώ, τό καταλάβαινα, μά δέ μπο­

ρούσα νά φύγω . . . -Ποιός είναι εκεί; ρώτησε εκείνη. 'Εσύ ; Πέρασε . . . Στόν κοιτώνα, ή ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, από

τή μυρουδιά τών λουλουδιών, μισοσκόταδο, τά παρά1'tυ­ρα κλεισμένα, οί κουρτίνες τραβηγμένες . . . Ή Βασίλισσα Μαργκό ήταν ξαπλωμένη στό κρεβάτι, σκεπασμένη ως τό πηγούνι μέ τήν κουβέρτα. Δίπλα της, κοντά στόν τοίχο, κα1'tόταν μόνο μέ τό πουκάμισο, ξεστή1'tωτος ό βιολιστής αξιωματικός. Στό στη1'tος του είχε μιάν ούλή, από ona1'tLa, πού εκτεινόταν, σάν κόκκινη ζώνη, από τόν δεξιό ώμο του πρός τό βυζί κι ήταν τόσο εντονη, πού καί μέσα στό μισοσκόταδο τήν εβλεπα κα1'tαρά. Τά μαλλιά τού αξιωματικού ήταν ανακατεμένα, μέ τρόπο αστείο, καί, γιά πρώτη φορά, εβλεπα τό χαμόγελο στό σκυ1'tρω­πό, κομμένο πρόσωπό του, - χαμογελούσε περίεργα. Καί τά μεγάλα, γυναικεία μάτια του κοιτούσαν τή Βασίλισσα μ' εναν τρόπο, λές καί γιά πρώτη φορά εβλεπε τήν όμορφιά της.

-Αύτός είναι ό φίλος μου, είπε ή Βασίλισσα Μαρ­γκό, χωρίς νά καταλάβω αν τό είπε σέ μένα η σέ κείνον.

-Γιατί τρόμαξες ετσι; άκουσα, 1'tαρρείς από μακρυά, τή φωνή της: �Eλα δώ . . .

'Όταν ζύγωσα, μ ' άγκάλιασε από τόν λαιμό, μέ τό γυμνό, ζεστό μπράτσο της κι εΙπε:

-'Άμα μεγαλώσεις, 1'ta γίνεις καί σύ ευτυχισμένος . . . Πήγαινε!

207 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 208: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'Έβαλα τό βιβλίο στό ράφι, πηρα ενα άλλο κι εφυγα σάν ύπνοβάτης.

Κάτι ετριξε στήν καρδιά μου. Φυσικά, δέ σκέφτηκα ουτε στιγμή, πώς ή Βασίλισσά μου αγαπάει δπως δλες οί γυναίκες, μά κι ό αξιωματικός δέ μου επέτρεπε νά σκέφτομαι ετσι. Είδα μπροστά μου τό χαμόγελό του. Γελουσε χαρούμενα, δπως χαμογελάει τό παιδί. Τό 1'tλιμμένο πρόσωπό του, πού ξαφνικά τό σφράγισε ή εκπληξη, ξανάνειωσε. Θά επρεπε νά τήν αγαπάει. Καί μήπως μπορείς νά μήν τήν αγαπάς; Κι αυτή μπορουσε νά του χαρίσει ι'ιπλόχερα τήν αγάπη της, - επαιζε τόσο ώραίο βιολί, ηξερε τόσο ζεστά ν' απαγγέλει στίχους ! . . .

Τό γεγονός, δμως, δτι ημουν ύποχρεωμένος νά βρώ αυτές τίς παρηγόριες, εδειχνε κα1'tαρά, πώς γιά μένα, δέν ηταν δλα καλά, δλα σωστά, αυτά πού είδα, μέσα σέ κείνο τό σπίτι, σ' δ,τι αφορουσε τή Βασίλισσα Μαργκό. Ένιω1'tα, πώς εχασα κάτι κι εζησα, μερικές μέρες, μέσα σέ βα1'tειά μελαγχολία .

. . . Μιά μέρα, εκανα πολλές, μεγάλες κι αλόγιστες αταξίες. 'Όταν πηγα στήν κυρία, γιά βιβλίο, μου είπε πολύ αυστηρά:

-ΕίσαΙ. φοβερά άτακτος, δπως άκουσα! Δέν τό φανταζόμουν . . .

Δέ βάσταξα πιά κι άρχισα νά της τά λέω δλα. Μου 'φερνε αηδία ή ζωή. Μου 'ρχόταν πολύ βαρύ, δταν άκουγα νά λένε κακό γι' αυτήν. Όρ1'tια αντίκρυ μου, μέ τά χέρια ακουμπισμένα στούς ώμους μου, άκουγε, στήν αρχή, τά λόγια μου μέ προσοχή, σοβαρά, σέ λίγο, δμως, μ' εσπρωξε ελαφρά κι άρχισε νά γελάει.

-Φτάνει, δλα τά ξέρω, καταλαβαίνεις; Τά ξέρω ! Έπειτα, μ' επιασε από τά δυό χέρια κι είπε πολύ

τρυφερά: -'Όσο λιγώτερο 1'tά δίνεις σημασία σ' δλες αυτές τίς

προστυχιές, τόσο πιό καλά 1'tά 'ναι γιά σένα ... Καί τά χέρια σου δέν τά πλένεις καλά . . .

Αυτό μπορουσε καί νά μήν τό πεί. "Αν κα1'tάριζε χαλκώματα, σφουγγάριζε τό πάτωμα καί επλενε κωλό­πανα, καί τά δικά της χέρια δέ {}ά 'ταν καλύτερα από τά

208 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 209: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δικά μου, νομίζω. -'Όταν ξέρει νά ζεί δ αν-δρωπος, τόν βλέπουν μέ

στραβό μάτι, τόν ζηλεύουν. 'Όταν δέν ξέρει, τόν περι­φρονούν, είπε εκείνη συλλογισμένα, μ' αγκάλιασε, μέ εσφιξε απάνω της καί μέ κοίταξε στά μάτια, χαμογελών­τας. Μ' αγαπάς;

-Ναί. -Πολύ ; -Ναί. -Μά πώς; -Δέν ξέρω. -Ευχαριστώ. Είσαι σπουδαίος! Άγαπώ, δταν μ'

αγαπάνε . . . Χαμογέλασε, η-δελε κάτι ν ά πεί, αλλά αναστέναξε καί

βυ-δίστηκε πολλήν ωρα στή σιωπή, χωρίς νά μ' αφήσει από τά χέρια της.

-Νά 'ρχεσαι συχνότερα σέ μένα. 'Όταν μπορείς, νά ερχεσαι . . .

Καί πήγα. Καί πήρα πολλά καλά από κείνη . Τό μεσημέρι, μετά τό φαγητό, τ' αφεντικά μου επεφταν νά κοιμη-δούν . Τότε, πετιόμουνα κάτω, κι αν ηταν σπίτι, κα-δόμουνα, καμιάν ωρα μαζί της, κι ακόμα περισσό­τερο.

-Πρέπει νά διαβάζεις ρούσικα βιβλία, πρέπει νά ξέρεις τή δική σου, τή ρούσικη ζωή, μ' δρμήνευε, καρφώνοντας, μέ τά αξια, ρόδινα δάχτυλά της, τίς φουρκέτες στά άπαλά μαλλιά της.

Έπειτα, απαρι-δμούσε τά όνόματα τών συγγραφέων καί ρωτούσε:

-Τούς -δυμάσαι; Συχνά, μιλούσε συλλογισμένα καί μέ μιάν ελαφρά

λύπη: -Πρέπει νά σπουδάσεις, νά σπουδάσεις, καί γώ δλο

τό ξεχνάω! "Αχ, -δεέ μου . . . Άφού κα-δόμουν δσο χρειαζόταν μαζί της, ανέβαινα

απάνω, μέ τό καινούργιο βιβλίο στά χέρια καί πεντακά­-δαρος από μέσα.

Είχα κιόλας διαβάσει τό «Οικογενειακό χρονικό»

209 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 210: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

του 'Αξάκοφ, τό περίφημο ρούσικο ποίημα «Στά δάση», τίς καταπληκτικές «Σημειώσεις τού κυνηγού», μερικούς τόμους του Γκρεμπίονκα καί του Σολλογκούμποφ, τά ποιήματα του Βενεβίτινοφ, του Όντογέφσκι, του Γιου­τσεφ. Τά βιβλία α1Jτά εχουν πλύνει τήν ψυχή μου, τήν κα{}άρισαν από τήν ηρα τών εντυπώσεων της φτωχιάς καί πικρης πραγματικότητας. 'Ένιωσα τί είναι καλό βιβλίο καί κατάλαβα τήν ανάγκη του γιά μένα. 'Από τά βιβλία αυτά σχηματίστηκε στήν ψυχή μου, σιγά-σιγά, μιά ακλόνητη πίστη , πώς δέν είμαι μόνος πάνω στή γη καί δέ {}ά χα{}ώ!

�Hρ{}ε ή γιαγιά. της είπα, μέ {}αυμασμό, δλη τήν ίστορία γιά τή Βασίλισσα Μαργκό.

Ή γιαγιά μύρισε, μ' απόλαυση, τόν ταμπάκο της καί μου είπε μέ σιγουριά:

-Μπράβο, μπράβο, πολύ καλά! Καλούς εχει πολ­λούς, μόνο νά ψάχνεις. 'Άμα ψάξεις {}ά τούς βρείς!

Καί, μιά μέρα, μου πρότεινε: -Μήπως χρειάζεται νά περάσω απ' αυτήν, γιά νά

της πώ ενα ευχαριστώ γιά σένα; -Όχι, δέ χρειάζεται . . . -'Αφου δ έ χρειάζεται . . . Θεέ μου, {}εέ μου, πόσο

ώραία είναι δλα! Θέλω νά ζήσω-αιώνια τών αιώνων! Ή Βασίλισσα Μαργκό δέ μπόρεσε νά φροντίσει γιά

νά σπουδάσω. Τήν Πεντηκοστή εγινε μιά απαίσια ίστο­ρία, πού κόντεψε νά μέ καταστρέψει:

Λίγο πρίν από τίς γιορτές μου πρήστηκαν φοβερά τά βλέφαρα κι εκλεισαν όλότελα τά μάτια μου . r αφεντικά φοβή{}ηκαν μήπως τυφλω{}ώ. Μά καί γώ τρόμαξα. Μέ πηγαν στόν γνωστό μάμο γιατρό Χένριχ Ρόντζεβιτς. Ό γιατρός μου εκαψε τά βλέφαρα από μέσα. Κάμποσες μέρες εμεινα στό κρεβάτι, μέ τά μάτια δεμένα, μέσα σέ βασανιστική, μαύρη μοναξιά. Τίς παραμονές της Πεντη­κοστης βγάλανε τόν επίδεσμο καί πάτησα πάλι aτά πόδια μου, λές καί ανέβηκα μέσα από εναν τάφο, δπου μέ είχανε παραχώσει ζωντανό. Τίποτα δέ μπορεί νά 'ναι πιό φοβερό, από τήν άπώλεια της δρασης. Είναι ανείπω­τη συμφορά, αφαιρεί από τόν αν{}ρωπο τά εννιά δέκατα

2 1 0 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 211: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τού κόσμου. Τή χαρούμενη μέρα της Πεντηκοστής, έπειδή ημουν

άρρωστος, μ' απαλλάξανε, τό μεσημέρι, απ' δλες μου τίς ύποχρεώσεις καί γύριζα τίς κουζίνες, γιά νά δώ τούς ίπποκόμους. 'Όλοι, έκτός από τόν αυστηρό Γιουφιάγεφ, ηταν με{l-υσμένoι. Κατά τό βραδάκι, ό 'Ερμόχιν χτύπησε μ' ενα ρόπαλο στό κεφάλι τόν Σιντόροφ. Ό Σιντόροφ επεσε λιπόitυμος κάτω, στό χαγιάτι. Ό 'Ερμόχιν, από τόν φόβο του, τό Όκασε στή ρεματιά.

Στήν αυλή, γυρόφερε αμέσως τό κακό μαντάτο, πώς ό Σ ιντόροφ σκoτώ{tηκε. Κοντά στό χαγιάτι μαζεύτηκε κόσμος καί κοιτούσε τόν στρατιώτη, πού εμενε ακίνητος, πεσμένος φαρδύς-πλατύς πάνω στό κατώφλι. Μουρμού­ριζαν πώς πρέπει νά φωνάξουν τήν αστυνομία, μά κανένας δέν τή φώναζε καί κανένας δέν τολμούσε ν' αγγίξει τόν στρατιώτη .

'Ηρitε Τι πλύστρα Νατάλια Κοζλόφσκαγια, μέ και­νούργιο μενεξεδένιο φόρεμα, μέ άσπρη μαντίλα στούς ώμους, εσπρωξε πέρα-δώitε, {ι-υμωμένα, τόν κόσμο, μπη­κε στό χαγιάτι, κά{tησε ανακούρκουδα κι είπε δυνατά:

-Βλάκες, είναι ζωντανός. Φέρτε νερό . . . • Αρχισαν νά τή συμβουλεύουνε: -Τί χώνεσαι, δέν είναι δική σου δουλειά! -Νερό, σάς λέω, εσκουξε εκείνη, δπως φωνάζουν

στήν πυρκαγιά. Έπειτα, ανασήκωσε προσεχτικά τό καινούργιο φό­

ρεμά της πάνω από τό γόνα, τράβηξε τό μεσοφόρι της κι εβαλε τό ματωμένο κεφάλι τού φαντάρου πάνω στό γόνατό της.

Ό κόσμος διαλύitηκε φοβισμένος, μέ μιάν εκφραση αποδοκιμασίας. Μέσα στό μισοσκόταδο τού χαγιατιού, είδα ν' αστράφτουν {ι-υμωμένα τά μάτια της πλύστρας, στό στρογγυλό, λευκό πρόσωπό της, γεμάτα δάκρυα. "Εφερα εναν κουβά νερό. 'Εκείνη μέ πρόσταξε νά χύσω τό νερό στό κεφάλι καί στό στηitος τού Σ ιντόροφ, καί προειδοποίησε:

-Πρόσεχε μή μέ βρέξεις! Πρέπει νά πάω επίσκεψη . . . Ό φαντάρος συνήλitε, άνοιξε τ ά γλαρωμένα μάτια

2 1 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 212: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

του κι αναστέναξε. -Σήκω απάνω, είπε ή Ναταλία. Τόν επιασε από τίς

μασχάλες καί τόν κράτησε, μέ τά χέρια τεντωμένα σέ ισορροπία, ωστε νά μή λερ<οσει τό φόρεμά της. Μεταφέ­ραμε τόν φαντάρο στήν κουζίνα καί τόν ξαπλώσαμε στό κρεβάτι. Σκούπισε τό βρεμένο πρόσωπό του, μέ μιάν ύγρή πατσαβούρα κι εφυγε λέγοντας:

-Βρέξε τήν πατσαβούρα καί βάλτην στό κεφάλι του . Κι έγώ ftά πάω νά βρώ τόν άλλο τό βλάκα. Νά δείς, πού οί διαβόλοι ftά φτάσουν ως τά μπουντρούμια! . . .

Ή πλύστρα εφυγε, αφού εβγαλε τό λερωμένο μεσο­φόρι της καί τό πέταξε σέ μιά γωνιά κι εσιαξε προσεχτι­κά τό τριζάτο φόρεμά της, πού είχε τσαλακωftεί.

Ό Σ ιντόροφ αποτεντωνόταν, βογγούσε καί μούγγρι­ζε, από τόν πόνο, ενώ από τό κεφάλι του πέφτανε, πάνω στό γυμνό πόδι μου, μαύρες στάλες από πηχτό αΙμα. Αυτό δέ μού ηταν ευχάριστο, μά από τόν τρόμο δέν τολμούσα ν' απομακρύνω τό πόδι μου από τούτη τή σταγόνα.

Γέμισε ή ψυχή μου πίκρα. 'Έξω λάμπει γιορταστικά ή μέρα. Ό εξώστης τού σπιτιού, ή αυλόπορτα, στολίστη­καν μέ φρέσκα κλαδιά σημύδας. Σέ κάftε τούμπα, στύλο καί καντουνόπετρα μπήκαν φρεσκοκομμένα κλαδιά σφενταμιού καί σουρβιάς. 'Όλος ό δρόμος πρασινοβο­λούσε χαρούμενα. υΟλα γίνανε νέα, καινούργια. Άπό τό πρωί μού φαινόταν, πώς ή ανοιξιάτικη γιορτή ηρftε γιά πολύν καιρό καί πώς, από τή μέρα τούτη, ή ζωή ftά κυλούσε πιό καftαρή, πιό φωτεινή καί πιό χαρούμενη .

Ό στρατιώτης εκανε έμετό. Ή πνιγερή μυρωδιά της ζεστής βότκας καί τού κρεμμυδιού γέμισε τήν κουζίνα. Στά τζάμια τών παραftυριών κολλάνε κάftε τόσο κάτι ftαμπές, πλατιές μούρες, μέ πλατσουκωτές μύτες, οί παλάμες, ακουμπισμένες καftώς είναι στά μάγουλα, κάνουν αυτές τίς μούρες μέ πολύ μεγάλα αυτιά.

Ό φαντάρος μουρμουρίζει, προσπαftώντας νά ftυμηftεί:

-Πώς είμαι ετσι; Έπεσα; Ό Έρμόχιν ; Κα-αλός σύντροφος . . . Έπειτα, άρχισε νά βήχει, νά χύνει μεftυ-

2 1 2 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 213: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σμένα δάκρυα καί ν' αναρουφα τή μύτη του. -Άδελφούλα μου εσύ, αδελφουλίτσα . . . Σηκώδηκε απάνω, τρεκλί.ζοντας, βρεμένος, βρώμι­

κος, παραπάτησε κι επεσε φαρδύς-πλατύς στό κρεβάτι. Κι αμέσως, γουρλώνοντας παράξενα τά μά.τια, είπε:

-Μέ σκότωσαν όλότελα . . . Μού φάνηκε αστείο. -Ποιός διάολος γελάει; ρώτησε ό φαντάρος, καί μέ

κοίταξε μ' ενα ϋφος αποβλακωμένο. πως γελάς ετσι ; Μέ σκοτι1)σανε γιά πάντα . . .

> Αρχισε ν ά μ έ σπρώχνει καί μέ τ ά δυό χέρια, μουρ­μουρίζοντας:

-πρωτο τέρμινο 'Ηλίας προφήτης, δεύτερο ό Γεγκό­ρι στό ατι καί τρίτο σού εφαγα τό μάτι ! Μή μέ. ζυγώνεις, τσακίσου από δω, λύκε . . .

Τού είπα: -'Άσε τίς τρέλες! 'Εκείνος δύμωσε, ξαφνικά καί παράλογα. > Αρχισε νά

Ο'υρλιάζει καί νά σέρνει τά πόδια στό πάτωμα. -'Εμένα μέ σκοτώσανε καί σύ . . . Καί μού αστραψε μιά, στά μάτια, μέ τή βαρειά,

δυσκίνητη βρώμικη χερούκλα του. 'Εγώ εβαλα τίς φω­νές, τυφλώδηκα καί δέν ξέρω πως τά κατάφερα καί πήδηξα εξω. Έπεσα πάνω στή Ναταλία. 'Εκείνη εσερνε από τό χέρι τόν 'Ερμόχιν καί τσίριζε:

-'Ελα δω, αλογομούλαρο! Καί σύ τήν επαδες; μού είπε, καδώς μ' επιανε.

-Χτυπάει . . . -Χτυπάει, ε ; εκανε μ' απορία ή Ναταλία, κι είπε

στόν 'Ερμόχιν, τραβώντας τον: -Άντε, δράκο, νά φχαριστας τό δεό ! 'Έπλυνα τά μάτια μου καί κοιτώντας από τό χαγιάτι

πρός τήν πόρτα, είδα τούς δυό φαντάρους νά φιλιώνου­νε, ν' αγκαλιάζονται καί νά κλαίνε. Έπειτα, καί οί δυό τους αρχισαν ν' αγκαλιάζουν τή Ναταλία. 'Εκείνη, δμως, τούς χτύπησε στά χέρια, φωνάζοντας:

-Κάτω τά ξερά σας, σκυλιά! Τί μέ περάσατε, γιά καμιά από τίς σουρλουλούδες σας; V Αει, τσακιστείτε

213 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 214: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

από δω, σύρτε νά κοιμη{tείτε, δσο δέν είναι τ' &φεντικό σας στό σπίτι . • Αντε, σβέλτα! Άλλιώτικα {ta 'χετε μπλεξίματα!

Τούς εβαλε, σά μικρά παιδιά, νά κοιμη{tουν. Τόν ενα στό πάτωμα, τόν άλλο στό κρεβάτι, κι δταν άρχισαν νά ροχαλίζουν βγηκε στό χαγιάτι.

-Πασαλείφτηκα όλόκληρη, κι είμαι ντυμένη γιά επίσκεψη ! �έ χτύπησε; . . . Βλέπεις, τί ανόητος πού είναι! "Αχ, αυτή ή βότκα! Μήν πίνεις, &γόρι μου, ποτέ σου μήν πίνεις. . .

'Έπειτα, κά{tησα μαζί της στό παγκάκι, κοντά στήν αυλόπορτα καί τή ρωτουσα πως γίνεται καί δέ φοβάται τούς με{tυσμένους.

-Έγώ δέ φοβάμαι καί τούς ξεμέ{tυστoυς, εδω τούς εχω! Καί μου 'δειξε τήν κόκκινη , σφιχτοσφιγμένη φούχτα της. Καί μένα ό μακαρίτης ό &ντρούλης μου με{tοκοπουσε άσκημα. Έτσι, καμιά φορά, τήν ωρα του με{tυσιoυ, σου τόν εδενα χειροπόδαρα, κι δταν συνέφερ­νε, του κατέβαζα τά παντελόνια καί του τίς εβρεχα, μέ βέργες γερές. Μήν πίνεις, του 'λεγα, μή μπεκρουλιάζεις, &φου παντρέφτηκες! "Αν {tέλεις διασκέδαση, εχεις τή γυναίκα σου, κ ι σχι τή βότκα! Ναί. Τόν εδερνα, ωσπου &πόσταζα. Κι ετσι, ϋστερα απ' αυτό, μού ελειωσε σάν τό κεράκι . . .

-Δυνατή είστε, είπα εγώ καί {tυμή{tηκα τήν Εύα, πού γέλασε ακόμα καί τό {tεό . . .

Ή Ναταλία μου λέει, αναστενάζοντας: -Ή γυναίκα χρειάζεται πιότερη δύναμη από τόν

άντρα. Θέλει νά 'χει δύναμη γιά δυό, κι ό i}εός τήν &δίκησε! Ό άντρας δέν είναι κανονικός άν{tρωπος.

Μιλούσε ησυχα, μέ απά{tεια, κα{tόταν μέ τά χέρια σταυρωμένα πάνω στά μεγάλα της στή{tια, ακουμπι­σμένη μέ τη ράχη στόν μαντρότοιχο, καρφώνοντας {tλιμμένα τά μάτια της πάνω στή γεμάτη σκουπίδια καί σκεπασμένη μέ χαλίκι ντάπια. Άποξεχάστηκα ν' &κούω τά μυαλωμένα λόγια της, δέν κατάλαβα πως πέρασε ή ωρα. Καί, ξάφνου, βλέπω στήν άκρη της ντάπιας τήν &φεντίνα μου νά 'ρχεται, χεροπιασμένη μέ τό &φεντικό.

2 1 4 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 215: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Βάδιζαν άργά, μέ ϋφος σπουδαίο, σπως δ άσερνικός διάνος μέ τή διάνα του. Καί μας κοιτουσαν επίμονα, λέγοντας κάτι μεταξύ τους.

"Ετρεξα ν' άνοίξω τήν πόρτα της επίσημης εΙσόδου. Τήν άνοιξα. 'Ανεβαίνοντας τή σκάλα, ή κυρά μου μου είπε φαρμακερά:

-Μέ τίς πλύστρες ερωτοτροπείς; πηρες μω'}ήματα άπό τήν κάτω κυρία;

Αυτό ηταν τόσο άνόητο, πού δέ μ' Ε{}ιξε καν. Πιό πολύ μέ πείραξε, πού τό άφεντικό ξεστόμισε, χαμογε­λώντας:

-Γιατί σχι, εΙναι καιρός! . . . Τήν αλλη μέρα, τό πρωί, πού κατέβηκα στό ύπόστεγο,

νά πάρω ξύλα, βρηκα, κοντά στήν τετράγωνη τρύπα, πού ηταν φτιαγμένη γιά τίς γάτες, στήν πόρτα του ύπόστεγου, ενα αδειο πουγγί . Αυτό τό 'χα δεί, άπειρες φορές, στά χέρια του Σιντόροφ κι άμέσως του τό πηγα.

-Καί που είναι τά λεφτά; ρώτησε εκείνος, ψάχνον­τας μέ τά δάχτυλα τό εσωτερικό της σακκουλίτσας. 'Ένα ρούβλι καί τριάντα ! Φέρτα γρήγορα!

Τό κεφάλι του ηταν δεμένο μέ πετσέτα. Κίτρινος, ξερακιανός, άνοιγόκλεινε 1tυμωμένα τά πρησμένα μάτια του καί δέν πίστευε, πού βρηκα τό πουγγί του αδειο.

Ήρ�ε δ Έρμόχιν καί πρoσπα�oυσε νά τόν πείσει, κουνώντας τό κεφάλι, κατά τό μέρος μου :

-Αυτός τά εκλεψε, αυτός, πήγαινέ τον στ' άφεντικά του ! Ό φαντάρος δέν κλέβει φαντάρο !

Αυτά τά λόγια προδίνανε, πώς εκείνος άκριβως τά εκλεψε, κι αυτός άκριβως πέταξε τή σακκούλα στό ύπόστεγο, σέ μένα. Γι' αυτό του φώναξα άμέσως, κατά­μουτρα.

-Ψέματα λές, εσύ τά εκλεψες! Καί πείστηκα δριστικά, πώς είχα δίκιο στίς ύποψίες

μου , γιατί τό δρύινο πρόσωπό του παραμoρφώ�κε άπό τόν φόβο καί τήν όργή . Στριφογύρισε κι ούρλιαξε, μέ τήν ψιλή φωνή του :

-'Απόδειξέ το! πως νά τό άπόδειχνα; Ό Έρμόχιν μ' εσυρε, μέ

2 1 5 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 216: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

φωνές, στήν αυλή, ό Σιντόροφ ερχόταν ξωπίσω μας καί φώναζε κι αυτός κάτι. Άπό τά παράitυρα φάνηκαν κεφάλια διαφόρων ανitρώπων. Καπνίζοντας ατάραχα εβλεπε κι ή μητέρα της Βασίλισσας Μαργκό. Κατάλαβα, δτι είμαι χαμένος, στά μάτια της κυρίας μου κι εγινα εξω φρενών.

Θυμάμαι, οί φαντάροι μού κρατούσαν τά χέρια καί τ' αφεντικά μου στέκονταν αντίκρα τους, σιγοντάροντας μέ συμπάitεια ό ενας τόν αλλο, ακουγαν τά παράπονα κι ή κυρά μου ελεγε μέ υφος κατηγορηματικό:

-Καί βέβαια δουλειά δική του είναι! Τόν είδα χτές κοντά στήν αυλόπορτα, πού εκανε κόρτε της πλύστρας: πάει νά πεί, από κείνη, χωρίς λεφτά, δέ βγάζεις τίποτε . . .

-Πολύ σωστά ! φώναξε ό Έρμόχιν. Θόλωσε τό μυαλό μου, μ' επιασε αγρια μανία, εβαλα

τίς φωνές στήν κυρά μου κι εφαγα γερό ξύλο. Μά δέ μέ πονούσαν τόσο οί ξυλιές, δσο ή σκέψη : τί

itά 'λεγε, τώρα, γιά μένα, ή Βασίλισσα Μαργκό; Πώς itά δικαιολογηitώ μπροστά της ; Τά βρηκα μπαστούνια, κείνες τίς δύσκολες ώρες.

Γιά καλή μου τύχη, οί φαντάροι διαδώσανε γρήγορα αυτή τήν ίστορία, σ' δλη τήν αυλή , σ' δλη τή γειτονιά, καί τό βράδι, καitώς ημουν ξαπλωμένος στή σοφίτα, ακου­σα, κάτω, τή φωνή της Ναταλίας Κοζλόφσκαγια:

-Όχι, γιατί νά μήν τό πώ! Όχι, περιστεράκι μου, ελα δώ, ελα! Έλα, σού λέω ! Άλλιώτικα itά πάω στόν μεγάλο αφέντη, εκείνος itά σέ κανονίσει . . .

Άμέσως διαιστάνitηκα, πώς ή φασαρία αυτή γίνεται γιά μένα. Φώναζε κοντά στή δική μας εΙσοδο. Ή φωνή της αντηχούσε δλο καί πιό δυνατά κι επιβλητικά.

-Χτές, πόσα λεφτά μού 'δειξες; Άπό πού τά βρηκες, λέγε!

Μέ τήν ανάσα μου κομμένη, από τή χαρά, ακουσα τόν Σ ιντόροφ νά λέει λυπημένα:

-"Αχ εσύ, αχ εσύ, Έρμόχιν . . . -Καί τό παιδάκι τό ρεζιλέψατε, τό δείρατε, ε ; Μού 'ρitε νά πεταχτώ κάτω στήν αυλή, νά χορέψω

από χαρά καί νά φιλήσω μ' ευγνωμοσύνη τήν πλύστρα,

2 1 6 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 217: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μά t11 στιγμή εκείνη - φαίνεται από τό παρά'δυρο -ακούστηκε νά φωνάζει ή κυρά μου .

-Τό παιδί τό δείραμε, γιατί βρίζει. 'Όσο γιά τό άλλο, κανένας δέν τό σκέφτηκε, πώς είναι κλέφτης, εξόν από σένα, ξετσίπωτη !

-Έσείς είστε, κυρία μου, ξετσίπωτη, γελάδα ξεκαπί­στρωτη, μέ τό συμπά'δειο .

• Ακουσα αυτό τόν καυγά, αυτή τή μουσική . Ή καρδιά μου καιγόταν από τά ζεστά δάκρυα της πίκρας καί της ευγνωμοσύνης πρός τή Ναταλία, πνίγηκα στήν προσπά'δεια νά τά συγκρατήσω.

Έπειτα, ανέβηκε αργά, στή σοφίτα, τό αφεντικό, κά{)ησε κοντά μου κι είπε, σιάζοντας τά μαλλιά του :

-πως πάει, αδελφέ μου Πεσκόφ, εχεις γκίνια; Έγώ γύρισα αλλού τό κεφάλι, χωρίς νά πω τίποτα. -Πρέπει νά πούμε, δμως, πώς βρίζεις άσκημα,

συνέχισε εκείνος. Καί γώ τού ανακοίνωσα ηρεμα: -Μόλις γίνω καλά, 'δά φύγω από σας . . . Έκείνος εμεινε γιά λίγο ακίνητος, αμίλητος, καπνί­

ζοντας τσιγάρο. Έπειτα, κοιτώντας μέ προσοχή τήν άκρη τού τσιμπουκιού, είπε σιγανά:

-Τί νά γίνει, αυτό είναι δουλειά σου! Δέν είσαι πιά μικρός, κοίτα μόνος σου ποιό είναι τό συμφέρο σου . . .

Καί εφυγε. 'Όπως πάντα, τόν λυπή{)ηκα. Τήν τέταρτη μέρα, υστερα απ' αυτό τό επεισόδιο,

εφυγα από τό σπίτι. Ή'δελα, όπωσδήποτε, ν' αποχαιρε­τήσω τή Βασίλισσα Μαργκό, μά δέν είχα τό κουράγιο νά πάω στό σπίτι της. Καί, πρέπει νά τ' όμολογήσωJ περίμενα νά μέ φωνάξει εκείνη .

Άποχαιρετώντας τό κοριτσάκι, τό παρακάλεσα: -Πές της μαμας σου, πώς τήν ευχαριστω πολύ, πάρα

πολύ ! Θά τό πείς; -Θά τό πω, μού ύποσχέ'δηκε, χαμογελώντας τρυφε­

ρά καί χαϊδευτικά. Άντίο ως αυλιο, καλά; Τήν αντάμωσα υστερα από εικοσι, περίπου, χρόνια,

παντρεμένη μ' εναν αξιωματικό ηϊς χωροφυλακης.

2 1 7 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 218: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

1 1

ΕΙΜΑΙ καί πάλι λαντζέρης. Τώρα, στό καράβι «Πέρμ», ενα σκαρί λευκό σάν κύκνος, άπλόχωρο καί ταχύ. Τώρα, είμαι «μαύρος» λαντζέρης η «παιδί της κουζίνας» , παίρνω έφτά ρούβλια τόν μηνα, δουλειά μου ν ά βoηι'tώ τούς μαγείρους.

Ό μπουφετζής ηταν ενα όλοστρόγγυλο, φανταγμένο πλάσμα, φαλακρό σάν γουλί. Δένει τά χέρια πίσω κι όλόκληρες μέρες κόβει βαρειές βόλτες, μπρός-πίσω, στό κατάστρωμα, σάν τό μουνουχισμένο γουρούνι, πού, δταν σφίγγουν οί ζέστες, γυρεύει κάποιον ίσκιο ν' αράξει. Στόν μπουφέ βρίσκεται ή γυναίκα του, μιά σαραντάρα, ώραία κυρία, μά ρυτιδιασμένη καί τόσο πολύ πουντρα­ρισμένη, πού πέφτει, όπό τά μάγουλα στό φανταχτερό φόρεμά της, μιά λευκή σκόνη, πού κολλάει ευκολα παντού.

Στήν κουζίνα διαφεντεύει, μικρούτσικος, χοντρού­τσικος, μέ γερακίσια μύτη καί παιχνιδιάρικα μάτια, ό μάγειρας 'Ιβάν 'Ιβάνοβιτς, μέ τό παρατσούκλι ό Άρκου­δάκης. Είναι λιμοκοντόρος: γιακάς κολλαρισμένος, ξύ­ρισμα κάι'tε μέρα, μαγουλάκια μελιντζανιά, μαύρο μου­στάκι, στριμμένο πρός τά πάνω. Τίς ελεύι'tερες ώρες του ανησυχεί διαρκώς τά μουστάκια του, σιάζοντάς τα μέ τά ψημένα, κόκκινα δάχτυλά του, κι δλο κοιτάει σ' ενα στρογγυλό και'tρεφτάκι της τσέπης.

Ό πιό ενδιαφέρων ανι'tρ.ωπoς, στό πλοίο, είναι ό ι'tερμαστής Γιάκοβ Σούμοφ, ενας φαρδύστερνος, τετρά­γωνος αντρας. Πρόσωπο πλατσουκωμύτικο, ίσιο σάν φτυάρι, ματάκια αρκουδίσια, κρυμμένα κάτω από πυ­κνά φρύδια, μάγουλα σκεπασμένα μέ ψιλές σγουρές τρίχες, πού ι'tύμιζαν μούσκλα τού βάλτου, στό κεφάλι του οί τρίχες αυτές φτιάχνανε ενα πυκνό στεφάνι, πού δυσκολεύεται νά χώσει μέσα τά κυρτά δάχτυλά του .

Ήταν δεινός χαρτοπαίχτης, επαιζε πάντα μέ λεφτά κι εκανε κατάπληξη, γιά τή λαιμαργία του. Σάν πεινα-

2 1 8

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 219: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σμένος σκύλος κλω�oγύριζε δλη τή μέρα κοντά στήν κουζίνα. Πότε ζητούσε �να κομμάτι κρέας, πότε κόκκα­λα. Καί τά βράδια επινε τσάι μέ τόν Άρκουδάκη κι ελεγε γιά τόν έαυτό του �αυμαστές Ιστορίες.

Στά μικράτα του, ηταν μπυστικός κάποιου βοσκού στό Ριαζάν, επειτα, κάποιος περαστικός καλόγερος τόν παράσυρε στό μοναστήρι. Τέσσερα χρόνια εκανε εκεί τόν υπηρέτη τού Θεού.

-Καί �ά' μουνα καλόγερος, μαύρο άστέρι τού �εoϋ, καλαμπούριζε, καί πήγαινε ή γλώσσα του ροδάνι. Μόλις δμως ηρ�ε στό μοναστήρι μας μιά προσκυνήτρια, από τήν Πένζα, μιά μεγάλη κουνίστρα, μέ μπέρδεψε: εσύ, τόσο ώραίος, τόσο δυνατός, κι εγώ τόσο τίμια χήρα, όλομόναχη, δέν ερχεσαι καλέ μου, νά μού φυλας τό σπίτι; Έχω, καλέ μου, σπίτι δικό μου, κι άγοροπουλάω φτερά καί πούπουλα.

-Πάει καλα-ά, εκείνη μ' εκανε υποταχτικό, εγώ τήν εκανα αγαπητικιά κι εζησα κοντά στό ζεστό ψωμί της κάπου τρία χρόνια . . .

-Κόψε-κόψε, τόν διακόπτει ό Άρκουδάκης, κοι­τώντας μ' άνησυχία τά σπι�oύρια στή μύτη του. Υ Αν τά ψέματα πληρώνονταν, έσύ �ά 'χες τώρα παράδες μέ ουρά !

Ό Γιάκοβ μασουλάει, πάνω στό σκαφιδένιο πρόσω­πό του αναδεύονται τά μαυρογάλαζα δαχτυλιδάκια, σαλεύουν τά μαλλιαρά αυτιά. Άφού ακούει τίς παρατη­ρήσεις τού μάγειρα, συνεχίζει στόν ίδιο τόνο, μετριό­φρονα καί γρήγορα:

-'Ηταν μεγαλύτερη από μένα, άρχισα σέ λιγάκι νά τή βαριέμαι, νά μ' ενοχλεί. Καί τά 'μπλεξα μέ τήν άνηψιά της. Καί μόλις τό πήρε μυρουδιά, μ' αρπαξε από τόν σβέρκο καί μέ πέταξε εξω . . .

-Αυτό σού ταίριαζε, τ ό καλύτερο πού εΙχε ν ά κάνει, λέει ό μάγειρας, επίσης άπλα καί στρωτά, σάν τόν Γιάκοβ.

Ό �ερμαστής συνεχίζει, χώνοντας στό στόμα ενα κομμάτι ζάχαρη .

-Κάμποσο καιρό τριγυρνούσα, από δώ κι άπό κεί.

2 1 9 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 220: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'Έπειτα, κόλλησα σ' εναν γέρο πραματευτή καί πήραμε σβάρνα τόν κόσμο: πήγαμε στά Μπαλκάνια, πέρα, ως ωύς Τούρκους, καί στούς Ρουμάνους καί στούς 'Έλλη­νες, κατά κεί πού είναι οί διάφοροι Αυστριακοί, -γυρίσαμε δλα τά Eι'tνη, από τόν ενα αγοράζαμε στόν άλλο πουλούσαμε . . .

-Δέν κλέβατε; ρωτάει σοβαρά δ μάγειρας. -'Ο γεροντάκος, που ! Καί μένα μου 'λεγε: στά ξένα

νά είσαι τίμιος, εδω, λέει, εχουν τέτοιους νόμους, πού γιά τό τίποτα σού παίρνουν τό κεφάλι. Είναι αλήf}εια, πώς δοκίμασα νά κλέψω, μόνο πού δέν τήν βγάλαμε καf}αρή : λογάριαζα νά βουτήξω τό άλογο του τζαμπάση, από τήν αυλή, μά δέν τά κατάφερα, μέ πιάσανε . • Αρχι­σαν τά συνηf}ισμένα, μέ δείρανε. Μέ δείρανε, μέ δείρανε καί μέ σύρανε στήν αστυνομία. Κι ημασταν δυό, δ ενας πραγματικός, νόμιμος αλογοσούρτης κι εγώ ετσι κι ετσι, από περιέργεια περισσότερο. Καί σ' αυτό τόν τζαμπάση δούλεψα, εστησα μιά σόμπα στό καινούργιο μπάνιο του κι άρχισε δ τζαμπάσης ν' αρρωσταίνει, καί γιο τόν είδα ασχημο όνειρο, τρόμαξε εκείνος καί δόστου νά παρακα­λεί τόν αστυνόμο: αφηστε τον, εμένα τό 'κανε, έπομένως, αφηστε τον ελεύf}ερο, αλλοιώτικα f}a μέ ξαναδεί στ' όνειρό του: αμα δέν τόν συγχωρέσεις, πουλάκι μου, δέ γίνεσαι καλά. Μάγος είναι. 'Έτσι, πού λές, άρχισα νά γίνομαι μάγος! Καί, πού λές, γνωστός δ εμπορας, μ' αφήσανε . . .

-Έσένα, όχι νά σ' αφήσουνε, αλλά νά σέ χώσουν στό νερό δυό-τρείς μέρες, ωσπου νά φύγει ή τρέλα σου , επέμενε δ μάγειρας.

-Έχεις δίκιο, εχω πολλή τρέλα, γιά νά πουμε τήν αλήf}εια, εχω ίσαμε ενα χωριό τρέλα . . .

' Ο μάγειρας εβαλε τό δάχτυλο στόν σφιχτό γιακά του, τόν τράβηξε f}υμωμένα, κουνώντας τό κεφάλι καί κά­νοντας παράπονα. μέ λύπη.

-Τί μυστήρια σαχλαμάρα! 'Ένας τέτοιος κρατούμε­νος ζεί, τρώει, πίνει καί περπατεί πάνω στή γη, γιά ποιό λόγο; 'Άντε, πές μου, λοιπόν, γιατί ζείς;

'Ο f}ερμαστής απαντάει γαυγιστά:

220 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 221: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Δέν τό ξέρω. Ζω γιά νά ζω. Ό ενας πλαγιάζει, ό αλλος περπατάει, ό αρχοντας κά1'tεται καί μουχλιάζει ό πισινός του, μά ό κα1'tένας πρέπει νά φάει.

Ό μάγειρας 1'tυμώνει ακόμα πιό πολύ : -Δηλαδή, πόσο μεγάλο γουρούνι εΙναι, δέ λέγεται!

Κυριολεκτικά γουρούνι στό καπάνι . . . -Τί βρίζεις; απορεί ό Γιάκοβ. οι αν1'tρωποι δλοι

ε{ναι μιάς καρυδιάς καρύδια. Μή βρίζεις. Γιατί από τό βρισίδι σου δέ 1'tά γίνω κα1'tόλου καλύτερος . . .

Αυτός ό αν1'tρωπος μέ τράβηξε αμέσως καί πολύ δυνατά, μάλιστα. Τόν κοιτούσα μέ αναπόφευχτο 1'tαυμα­σμό, τόν ακουγα μ' ανοιχτό τό στόμα. Θαρρούσα, πώς είχε κάποια δική του γερή πείρα ζωης. Μέ δλους μιλούσε μέ τό «εσύ» , δλους τούς εβλεπε, κάτω άπό τά παχιά φρύδια του, ιδιους, τούς κοιτούσε κατάματα, ανέμελα, κι δλους - καπετάνιο, μπουφετζή, σπουδαίους επιβάτες της πρώτης 1'tέσης, - τούς εξίσωνε, σέ μιά γραμμή, μέ τόν εαυτό του, μέ τούς ναύτες, τούς ύπηρέτες τού μπουφέ, μέ τούς επιβάτες τού καταστρώματος.

Μερικές φορές, στέκεται μπροστά στόν καπετάνιο η τόν μηχανικό, δένοντας, πίσω από τή ράχη, τά μακρυά, σάν τού πί{}ηκου, χέρια του κι ακούει αμίλητος, νά τόν μαλώνουν γιά τεμπελιά η γιατί, χωρίς νά νοιάζεται κα1'tόλου, πηρε τά λεφτά κάποιου στά χαρτιά. Κά1'tεται, καί βλέπεις, πώς ή βρισιά δέν επιδρά απάνω του, δέν τόν τρομάζουν οΙ απειλές, δτι 1'tά τόν διώξουν, στό πρωτο κιόλας λιμάνι, άπό τό καράβι.

Μέσα του ύπάρχει κάτι ξένο γιά δλους - δπως ύπηρχε στόν Καλοδουλειά. Φαίνεται νά πιστεύει κι δ ιδιος πώς εχει κάτι τό ιδιαίτερο, ετσι πού οί αν1'tρωποι δέ μπορούν νά τόν καταλάβουν.

Δέν εΙδα ποτέ μου αυτό τόν αν1'tρωπο στενοχωρημέ­νο, 1'tιγμένο, συλλογισμένο. Δέ 1'tυμάμαι νά εχει μείνει σιωπηλός πολλήν ωρα. 'Από τό μαλλιαρό στόμα του τρέχανε πάντα, καί, μάλιστα, χωρίς 1'tαρρείς τή 1'tέλησή του, ποτάμι τά λόγια. 'Όταν τόν βρίζουν, η ακούει καμιά ξένη ίστορία, τά χείλια του σαλεύουν, λές καί ξαναλέει μέσα του δσα ακούει, η απα1'tέστατα εξακολου1'tεί νά λέει

221 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 222: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τά δικά του. Kά�ε μέρα, μόλις τελείωνε τή βάρδια του, εβγαινε από τήν μπουκαπόρτα τών καζανιών, ξυπόλυ­τος, καταϊδρωμένος, πασαλειμένος πετρέλαιο, μέ τό πουκάμισο μούσκεμα, χωρίς ζώνη, μέ τά στή�ια ανοι­χτά, σκεπασμένα από πυκνή, σγουρή τρίχα, κι άρχιζε τή λογοκοπάνα.

Λαγαρή, μονότονη, σφυριχτή λιγάκι, κυλούσε ή φωνή του καί σκορπούσαν τά λόγια του σά σταγόνες βροχης.

-Γειά χαρά, μανούλα! Πού πηγαίνεις; Στό Τσιστο­πόλ; Τό ξέρω, εκανα εκεί, δούλευα εργάτης κοντά σ' εναν πλούσιο Τάταρο, πού τόν λέγανε ουσάν Γκουμπαϊ­τούλιν. Μπάς καί τόν ξέρεις; Ήταν ενας γέρος, μέ τρείς γυναίκες, ενας κοτσονάτος, μέ μούρη κόκκινη . Κι ηταν μιά νταβραντισμένη, νεαρούτσικη ταταροπούλα, πολύ χαριτωμένη, εχω άμαρτήσει μαζί της . . .

Ό �ερμαστής πηγε παντού. Καί στόν δρόμο του άμάρτησε μ' δλες τίς γυναίκες, πού είχε ανταμώσει. Γιά δλα μιλούσε μ' απά�εια, ήρεμα, λές καί ποτέ στή ζωή του δέ δοκίμασε μήτε προσβολές, μήτε βρισιές. 'Ύστερα από ενα λεφτό, ακουγόταν ή φωνή τού άλλου, κάπου στήν πρύμνη.

-Τιμή σ' αυτούς πού παίζουν χαρτιά ! Νά παίζεις σπα�ί, τριανταμιά, ή πρέφα. Άπόλαυση, παρηγοριά μεγάλη τό χαρτί! Μπορείς νά βγάζεις παράδες κα�ιστός, εμπορική τέχνη . . .

Πρόσεξα, πώς σπάνια λέει: καλό, κακό, αισχρό, μά σχεδόν πάντα: διασκεδαστικό, απολαυστικό, περίεργο. Ή ώραία γυναίκα γι' αυτόν είναι διασκεδαστική γυναι­κούλα, ή ώραία ήλιόλουστη μέρα, παρηγορητική ήμε­ρούλα. Πολύ πιό συχνά, δμως, ελεγε:

-Νά τά βράσω! 'Όλοι τόν περνούσαν γιά τεμπέλη, μά εγώ νόμιζα,

πώς κάνει τή δύσκολη δουλειά του, μπροστά στό καμίνι, μέσα στήν αποπνιχτική εκείνη κόλαση της φωτιάς, τόσο ευσυνείδητα, δσο καί δλοι οί άλλοι. Μά δέ �υμαμαι ποτέ νά παραπoνέ�κε, πώς κουράστηκε, .δπως τό κάνανε οί άλλοι �ερμαστές.

Μιά φορά, κάποιος βούτηξε τό πουγγί μιας γριούλας

222 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 223: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

επιβάτισας. Ήταν ενα φωτεινό, ησυχο βραδάκι, Όλος δ κόσμος ηταν ευδιά{}ετος καί ανέμελος. Ό καπετάνιος εδωσε στή γριά πέντε ρούβλια, καί οί επιβάτες εκαναν ερανο μεταξύ τους καί μάζεψαν κάμποσα. 'Όταν δώσα­νε τά λεφτά στή γριά, εκείνη σταυροκοπή{}ηκε, εκανε μιά βα{}ειά μετάνοια στόν κόσμο κι είπε:

-Άγαπημένοι μου, εδώ είναι τρία ρούβλια καί μιά δεκάρα παραπάνω από τά δικά μου!

Κάποιος φώναξε ευ{}υμα: -Πάρτα Όλα, γιαγιάκα, γιατί χτυπας τζάμπα τό

κουδούνι. 'Ένα τριάρι δέν είναι ποτέ παραπανήσιο . . . Κάποιος είπε μέ λόγια καρφωτά: -Τά λεφτά δέν είναι αν{}ρώποι, δέ γίνονται παρα­

πανήσια . . . Κ ι δ Γιάκοβ ζύγωσε τή γριά καί πρότεινε μ έ τόνο

σοβαρό: -Δόσμου τά περίσσια, νά παίξω χαρτιά ! Ό κόσμος γέλασε, νομίζοντας, πώς δ {}ερμαστής

αστειεύεται. Μά κείνος καταπιάστηκε ύπομονετικά, νά πείσει τήν αναστατωμένη γριούλα:

-Δόστα γιαγιάκα! Τί τά {}έλεις τά λεφτά εσύ ; Αυριο {}ά σέ παν ε στά μνήματα . . .

Τόν διώξανε από κεί μέ βρισιές. Έκείνος γύρισε σέ μένα καί κουνώντας τό κεφάλι είπε μ' απορία:

-Παράξενος κόσμος! Τί ανακατεύονται σέ ξένες δουλειές; ' Αφού μονάχη της είπε, πώς τά λεφτά της είναι παραπανήσια! Έμένα, Όμως, {}ά μέ παρηγορούσε τό τριαράκι . . .

Τά λεφτά, φαίνεται, πολύ τόν ευχαριστούσαν, μέ τήν εξωτερική 5ψη τους, γιατί αγαπούσε νά κα{}αρίζει τά χάλκινα καί τά ασημένια κέρματα στό παντελόνι του. Κι Όταν ή μονέδα, από τό τρίψιμο, στραφτοβολούσε, τή σήκωνε στά χοντρά δάχτυλά του, μπροστά στήν πλα­τσουκωτή μύτη του καί τήν εξέταζε, σαλεύοντας τά φρύδια. 'Όμως, δέν ηταν φιλάργυρος.

Μιά μέρα, ζήτησε νά παίξουμε τριανταμιά, μά εγώ δέν ήξερα.

-Δέν ξέρεις; απόρησε εκείνος. Πώς δέν ξέρεις;

223 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 224: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Είσαι καί γραμματιζούμενος! Πρέπει νά σέ μά�oυμε. ΥΕλα νά παίξουμε στά ψέματα, γιά ζάχαρη . . .

Κέρδισε &πό μένα μισό φούντι ζάχαρη, σέ χοντρά κομμάτια κι δλη τήν ωρα εχωνε, κάτω από τό μαλλιαρό μάγουλό του, ενα κομμάτι. Σέ λίγο, βλέποντας πώς μπορώ πιά νά παίξω, συνέχισε:

-Τώρα, ελα νά παίξουμε στά σοβαρά, μέ λεφτά! Έχεις λεφτά;

-ΥΕχω, πέντε ρούβλια. -'Εγώ μόνο δυόμιση. Φυσικά, μέ κέρδισε αγρια. Θέλοντας νά τά πάρω

πίσω, πόνταρα στόν &σο πέντε ρούβλια καί τά 'χασα, εβαλα τίς καινούργιες μπότες μου στό τριάρι, πάλι εχασα. Τότε δ Γιάκοβ μού είπε ξυνισμένα, σχεδόν �υμωμένα:

_ΥΟχι, δέ μπορείς νά παίξεις, είσαι πολύ αψύς. Τώρα φτάνει, πάρε τίς μπότες σου! Δέ μού χρειάζονται. ΥΑντε, πάρε πίσω τά ρούχα σου , πάρε καί τέσσερα ρούβλια. Τό ρούβλι, δμως, �ά σού τό κρατήσω, γιά μά�ημα . . . 'Εντάξει;

Τόν ευχαρίστησα �ερμά. -Νά τίς βράσω! είπε εκείνος, απαντώντας στίς

ευχαριστίες μου . Τό παιχνίδι είναι παιχνίδι, πάει νά πεί διασκέδαση . 'Εσύ, δμως, �αρρείς καί πιάνεσαι σέ καυγά. Μά καί στόν καυγά δέν πρέπει νά εξάπτεσαι, χτύπα μέ λογαριασμό! Γιά ποιό λόγο νά εξάπτεσαι; Είσαι νεαρός, πρέπει νά συγκρατείς γερά τόν έαυτό σου . Μιά φορά δέν πέτυχες, δυό δέν πέτυχες, πέντε δέν πέτυχες, βράστα! Φύγε. Μόλις κρυώσεις, ιΊρεμήσεις, παίζε πάλι! Αυτό είναι παιγνίδι!

'Όσο πήγαινε μου &ρεζε καί δέ μού &ρεζε. Μερικές φορές, οί ίστορίες του μου �μιζαν τή γιαγιά. Ύπηρχαν πολλά, πού μέ τραβούσαν, μά μ' απω�oύσε εντονα εκείνη ή πηχτή &διαφορία του πρός τούς αν�ρώπoυς, πού, δπως φαίνεται, διατηρή�ηκε σ' δλη τήν ως τότε ζωή του.

Μιά φορά, κατά τό ήλιοβασίλεμα, ενας με�υσμένoς επιβάτης της δεύτερης ,'tέσης, ενας γεροδεμένος εμπορος

224 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 225: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

από τό Πέρμ, επεσε από τό καράβι στό ποτάμι καί αρχισε νά χτυπάει απελπισμένα τά χέρια του πάνω στόν κοκκινόχρυσο νερένιο δρόμο. Σταμάτησε γρήγορα ή μηχανή. Σταμάτησε καί τό καράβι, αφήνοντας κάτω από τούς τροχούς του ενα σύννεφο αφρού, πού οΙ κόκκινες αχτίδες της δύσης τό κάνανε αΙμάτινο. Μέσα σ' αυτό τό αφρισμένο αΙμα, μακρυά, πίσω από τήν πρύμνη, δπου αναδευόταν τό μαύρο σώμα, αντήχησε, πάνω από τό ποτάμι, μιά αγρια κραυγή, πού σπάραζε τήν ψυχή. Ούρλιαζαν μαζί καί οΙ επιβάτες, σπρώχνοντας ό εν ας τόν αλλο, στρυμωγμένοι στήν πρύμνη. Ό σύντροφος τού ανftρώπου πού πνιγόταν, μεftυσμένος κι αύτός, κοκκινο­τρίχης καί φαλακρός, χτυπούσε μέ τίς γροftιές του δλους, προσπαftώντας ν' ανοίξει δρόμο, νά φτάσει στήν κουπαστή καί ούρλιαζε:

-Πίσω ! Τώρα ftά τόν πιάσω . . . Δυό κιόλας ναύτες ρίχτηκαν στό νερό καί μέ μεγάλες

χεριές κολυμπούσαν κατά τόν πνιγμένο. Άπό τήν πρύ­μνη κατέβασαν βάρκα καί μέσα στίς φωνές, τίς διαταγές, τά τσιριχτά τών γυναικών, κυλούσε, σάν ηρεμο καί κανονικό ρυάκι, ή βραχνή φωνή τού Γιάκοβ.

-Θά πνι-ιγεί, δπως καί νά 'χει ftά πνιγεί, γιατί φοράει φοδραρισμένο παλτό! Μέ μακρύ φόρεμα ftά βουλιάξεις, όπωσδήποτε. ΟΙ γυναίκες, λογουχάρη, γιατί βουλιάζουν πιό γρήγορα από τούς άντρες; Άπό τά φουστάνια. Ή γυναίκα, ετσι καί πέσει στό νερό, δπως τώρα, ftά πάει ίσα, σά μολύβι, στόν πάτο. Κοιτάχτε, βούλιαξε κιόλας, εγώ δέ μιλάω στά κούτουρού . . .

Ό εμπορος βούλιαξε, πραγματικά, ψάξανε κάπου δυό ώρες καί δέν τόν βρήκανε. Ό φίλος του, πού ξεμέftυσε, καftόταν στήν πρύμνη, ξεφυσούσε καί μουρ­μούριζε παραπονεμένα:

-Νά, σέ λίγο φτάνουμε-ε! Τί ftά γίνει τώρα, ε; Τί ftά πώ στούς δικούς του, ε; οι δικοί του . . .

Ό Γιάκοβ στάftηκε μπροστά του, μέ τά χέρια δεμένα πίσω κι αρχισε τίς παρηγοριές:

-Δέν πειράζει, εμπορα! Κανένας δά δέν ξέρει, πού είναι γραφτό του νά πεftάνει. Ό αλλος τρώει μανιτάρια,

225 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 226: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

καί, χρούπ, πε{}αίνει! Χιλιάδες άν{}ρωποι τρωνε μανιτά­ρια, γιά τήν ύγειά τους, κι ενας άλλος τά τρώει καί πέφτει τού {}ανατά! Καί τί είναι τά μανιτάρια;

Φαρδύπλατος καί γεροδεμένος στεκόταν μπροστά στόν εμπορο, σά μυλόπετρα καί τού πετούσε τά λόγια, σάν αλεσμένο κρι{}άρι. Στήν αρχή, δ εμπορος εκλαιγε σιωπηλά, σκουπίζοντας τά δάκρυα, ιΊπό τά γένεια του μέ τίς πλατειές παλάμες του, μά αφού χόρτασε νά τόν ακούει, εβαλε άγριες φωνές:

-Δράκουλα! Τί μού παιδεύεις τήν ψυχή; Όρ{}όδο­ξοι χριστιανοί, πάρτε τον από δω, γιατί {}ά γίνει φρνικό!

Ό Γιάκοβ, φεύγοντας είπε ατάραχα: -Παράξενος κόσμος! Έσύ πάς μέ τήν αγιαστούρα κι

αυτός μέ τή μαγκούρα . . . Μερικές φορές, δ {}ερμαστής μού φαινόταν χαζός, μά

πολύ συχνά ελεγα, πώς επίτηδες καμώνεται τόν κουτό. Πολύ η{}ελα νά τόν ρωτήσω, ποιούς τόπους γύρισε, τί εΙδε, μά δέν τά κατάφερνα. Τίναζε τό κεφάλι ψηλά, μισάνοιγε τ' αρκουδίστικα μάτια του, χάϊδευε μέ τό χέρι τίς σγουρές τρίχες της γενειάδας του κι άρχιζε τίς αναμνήσεις:

-'Ο λαουτζίκος, αδερφάκι, είναι πάντα σάν τά μερμύγκια! Καί δω κόσμος καί κεί κόσμος κι ανακατω­σούρα, νά σού πω! Πιό πολλοί είναι οΙ χωριανοί - είναι σπαρμένη ή γη από αγρότες, άπό τά φύλλα τού φ{}ινό­πωρου, άς πούμε. Βούλγαροι ; Είδα Βούλγαρους, καί 'Έλληνες επίσης, καί Σέρβους, βέβαια, καί Ρουμάνους κι ενα σωρό τσιγγάνους. - Πολλούς καί διάφορους! Τί κόσμος είναι; Μά τί, αλή{}εια, μπορεί νά 'ναι; Στίς πόλεις καστρινός, στά χωριά - χωριανός, δπως ακρι­βως καί σ' εμάς. Μοιάζουν πολύ . Μερικοί, μάλιστα, μιλάνε τή δική μας γλωσσα, μόνο πού τή μιλάνε άσκημα, δπως, λογουχάρη, οΙ Τάταροι η οΙ Μορτβίνοι. ΟΙ 'Έλλη­νες δέν τά καταφέρνουν μέ τή γλωσσα μας, τσαμπουνάνε δ,τι λάχει, νομίζεις πώς λένε λέξεις, μά δέ μπορείς νά καταλάβεις τί λένε. Μέ κείνους πρέπει νά μιλάς μέ τά δάχτυλα. 'Ο γεροντάκος μου, δμως, καμώνονταν, πώς τάχα καί τούς 'Έλληνες τούς καταλάβαινε, μουρμούριζε

226 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 227: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κάρα-μάρα καί καλημέρα. Πονηρός δ γεροντάκος, τούς δούλευε γερά! . . . Πάλι μέ ρωτας πώς είναι; Μυστήριος είσαι, πώς μπορούν νά 'ναι οί αν1tρώποι; ΥΕ, φυσικά, είναι μελαχρινοί καί οί Ρουμάνοι είναι μελαχρινοί, είναι από τήν ίδια φάρα. Καί οί Βούλγαροι είναι μελαχρινοί, μά πιστεύουν τόν ίδιο μέ μας, 1tεό. Οί 'Έλληνες, δμως, είναι σάν τούς Τούρκους . . .

Είχα τήν εντύπωση, πώς δέν ελεγε δλα δσα ήξερε. �Eχει ακόμα κάτι, γιά τό όποίο δέ 1tέλει νά μιλήσει.

'Από τίς φωτογραφίες τών περιοδικών, ήξερα, δτι ή πρωτεύουσα της Έλλάδας είναι ή 'A{tήνα, μιά αρχαιό­τατη καί πολύ ώραία πόλη, μά δ Γιάκοβ κουνούσε τό κεφάλι, μέ αμφιβολία, κι απόρριπτε τήν 'Α {tήνα.

-Σέ γέλασαν, σ' αυτό, αδερφέ μου ! 'A{tήνα δέν ύπάρχει, αλλά Ά1tως, μόνο πού δέν είναι πόλη, αλλά βουνό. Κι απάνω του εχει μοναστήρια. Τίποτε άλλο. 'Ονομάζεται 'Άγιον Όρος Ά1tως, τέτοιες κάρτ-ποστάλ ύπάρχουν, δ γέρος τίς πουλούσε. Ύπάρχει πόλη Μπελ­γκορόντ, είναι πάνω στόν ποταμό Δούναβη, δπως είναι τό Γιαροσλάβλ ή τό Νίζνι. Οί πόλεις τους είναι κακό­χρονες, μά τά χωριά τους, μάλιστα! Ώραίο πράμα! Καί οί γυναίκες τους. Οί γυναίκες τους είναι μπουκιά καί συχώριο, σέ πε1tαίνουν! Μιά κόντευε νά γίνει αιτία νά μείνω εκεί. Καί νά δείς, πώς τή λέγαν!

Τρίβει δυνατά τίς παλάμες του, τό πρόσωπό του. Τά σκληρά μαλλιά του τρίζουν άπαλά. Μέσα στό λαρύγγι του, κάπου βα1tιά, αντηχεί τό γέλιο του, πού {tυμίζει τό ντιντίνισμα σπασμένου κουδουνιού.

-Πολύ ξεχασιάρης είμαι ! Καί νά ξέρεις, πώς είμα­σταν, καμιά φορά . . . 'Όταν μ' aπoχαιρετoύσε, εκλαιγε, κι εγώ ακόμα εκλαψα, μά τόν 1tεο-ό . . .

Μέ ηρεμη αναισχυντιά άρχιζε νά μού δείχνει πώς πρέπει νά φέρεσαι μέ τίς γυναίκες.

Κα1tόμαστε στήν πρύμνη. Μιά ζεστή φεγγαρόλουστη νύχτα αρμενίζει κατά πάνω μας, ή γεμάτη λειβάδια 0-χ{tη, μόλις καί μετά βίας φαίνεται πέρα από τό ασημένιο νερό, aπό τήν ορεινή πλευρά τρεμοσβήνουν κάτι κί­τρινες φωτιές, κάποια αστέρια αιχμάλωτα της γης. 'Ό-

227 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 228: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

λα γύρω μας κινούνται, τερετίζουν ξάγρυπνα, ζούνε τή γαλήνια μά επίμονη ζωή . Μέσα στήν ήδονική , {tλιμμένη ήσυχία, πέφτουν οί βραχνές κουβέντες:

-Καμιά φορά, ανοιγε τά χέρια κι απoχαυνo�όταν . . . Ή αφήγηση τού Γιάκοβ είναι ξετσίπωτη, μά όχι

αντιπα{tητική. Δέν ύπάρχουν μέσα καυχησιές, ουτε ωμότητα. Άπό τήν ίστορία του αναδίδεται κάποια αφέλεια καί {tλίψη . Καί τό φεγγάρι στόν ουρανό είναι ξετσίπωτα γυμνό. Κι Όμως, συγκινεί τό ίδιο καί σέ βάζει νά μελαγχολείς γιά κάτι. Άνα{tυμιέμαι μόνο Ό,τι πιό καλό γνώρισα, τή Βασίλισσα Μαργκό καί τούς αξέχα­στους, γιά τήν αλή{tεια τους, στίχους:

ΜόΥΟ στό τραγούδι χρειάζεται όμορφιά. ΣτήΥ όμορφιά δέ χρειάζεται τραγούδι .. .

Άποδιώχνω ετούτη τήν ονειροπόληση , σάν ελαφριά νύστα καί ξαναρωτώ τόν {tερμαστή γιά τή ζωή του, γι' αυτά πού είδε:

-Μυστήριος είσαι, μού λέει, τί νά σού πώ; Τά είδα Όλα. Ρώτα: μοναστήρια είδες; Είδα. Καί ταβέρνες, χάνια; Πάλι είδα. Είδα τή ζωή τών αφεντάδων καί τών μουζίκων. Έζησα καί χορτάτος καί νηστικός . . .

Άναι'tυμιέται αργά, λές καί περνάει ενα σάπιο, επικίνδυνο γεφύρι, πάνω από βαι'tύ ποτάμι, καί λέει:

-Έ, νά, γιά παράδειγμα, κά{tομαι στό τμημα σάν αλογοσούρτης, {tά μού κοστίσει καμιά Σιβηρία, λέω μέσα μου ! Δίπλα μου, ό αστυνόμος βρίζει, καπνίζει ή σόμπα του στό καινούργιο σπίτι Όπου πηγε. Τού λέω: «Αυτά τά πράματα, κύριε αστυνόμε, μπορώ νά τά διορ{tώσω» . «Σκασμός! Έδώ, μα{tές, ό πιό καλός μάστο­ρης δέ μπόρεσε νά κάνει τίποτα . . . » . Καί γώ τού κάνω: «Καμιά φορά, τυχαίνει ό τσομπάνης νά 'ναι πιό ξυπνός από τόν στρατηγό» - τότε, είχα ξε{tαρρέψει, τίποτα δέ λογάριαζα, τό ίδιο μού 'κανε, μπροστά μου είχα τή Σιβηρία! Έκείνος μού λέει: «Τράβα, λιοπόν, κι αν γίνει χειρότερα, τότε {tQ σού λιανίσω τά κόκκαλα!» Σέ δυό μέρες, τού 'κανα τή δουλειά, εστρωσε ή σόμπα. Ό αστυνόμος ι'tαυμάζει καί φωνάζει: «�Aχ εσύ, βλάκα,

228 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 229: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

χαμένε! 'Ένας τέτΟ'ιος μάστΟ'ρας καί κλέβεις αλΟ'γα; Πώς εγινε αύτό;» 'Εγώ τόν δΟ'υλεύω: «"Εκανα, κύριε αστυνό­με, μιά κΟ'υταμάρα». «Σωστά, μΟ'ύ λέει, βλακεία, σέ λυπάμαι!» ΝαΙ Μέ λυπάται, τάχα. Βλέπεις; Ό αστυνΟ'­μικός, από t'I'Ι δΟ'υλειά τΟ'υ, είναι αλύπητΟ'ς, μά νά πΟ'ύ λυπή{}ηκε ...

-Καί γιατί; ρωτάω εγώ. -ΤίπΟ'τε. Λυπή�ηκε. Τί αλλΟ'; -Τί νά λυπη�εί; μιά τέτΟ'ια πέτρα σάν καί σένα! Ό ΓιάκΟ'β γελάει καλόκαρδα: -Μυ-υστήριος! Πέτρα λές, ε; 'Εσύ πρέπει νά μπΟ'­

ρείς νά λυπάσαι καί τήν πέτρα. Καί ή πέτρα εχει τόν τόπΟ' της, βλέπεις, μέ τίς πέτρες φτιάχνΟ'υν τά καλντερύ­μια. Τό κά�ε ύλικό πρέπει νά τό λυπάσαι, τίπΟ'τε δέν ύπάρχει ασκΟ'πα. Τί είναι ό αμμΟ'ς; Καί σ' αύτόν ακόμη φυτρώνΟ'υνε χόρτα ...

'Όταν δ �ερμαστής μιλάει ετσι, αντιλαμβάνΟ'μαι πΟ'λύ κα�αρά, πώς ξέρει κάτι απλησίαστΟ' γιά μένα.

-Τί γνώμη εχεις γιά τόν μάγειρα; τόν ρωτάω. -Γιά τόν Άρκουδάκη λές; λέει αδιάφΟ'ρα ό ΓιάκΟ'β.

Τί γν6ψη νά 'χω; 'Εδώ δέν ύπάρχει λόγΟ'ς νά 'χεις γνώμη. Αύτό είναι σωστό. Ό 'Ιβάν 'ΙβάνΟ'βιτς είναι τόσο

αύστηρά σωστός, τόσο δουλεμένΟ'ς καί γυαλισμένος, πού δέ μπορείς νά κάνεις μήτε σκέψη, στι μπΟ'ρείς από κάπου νά τόν πιάσει.ς. Τό μόνο ενδιαφέρΟ'ν πΟ'ύ παρΟ'υσιάζει, είναι στι δέ χωνεύει τόν �ερμαστή. Πάντα τόν μαλώνει καί πάντα τόν καλεί νά πισυν μαζί τσάι.

Μιά φορά, τΟ'ύ είπε: _·Άν υπηρχε δΟ'υλοπαρΟ'ικία καί ημουν αφεντικό

σΟ'υ, εσένα τόν χαραμοφάη �ά σ' εδερνα έφτά φορές tf]

βδΟ'μάδα! Ό ΓιάκΟ'β παρατήρησε σΟ'βαρά: -Έφτά φορΟ'ύλες, είναι κάπως πΟ'λλές! 'Ενώ βρίζει τόν �ερμαστή, ό μάγειρας, αγνωστΟ'

γιατί, τόν τα'ιζει μ' ενα σωρό πράγματα: τΟ'ύ πασσάρει απότΟ'μα ενα κΟ'μμάτι κρέας καί τΟ'ύ λέει:

--Μάσα! Ό Γιάκοβ τ' αλέ�ει, χωρίς νά βιάζεται καί λέει:

229 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 230: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Πολλές δυνάμεις ι'tά μαζέψω, μέ τή βoήι'tειά σου, 'Ιβάν Ίβάνιτς!

-Καί τί σού χρειάζεται, τεμπελχανά, ή δύναμη ; -Γιατί; Θά ζώ πολλά χρόνια . . . -Μά γιά ποιό λόγο νά ζείς, στοιχειό τού βουνού ! -Καί τό στοιχειό ζεί. Ή ι'tά μοϋ πείς, πώς τό νά ζείς

δέν είναι ευχάριστο ; Ή ζωή, 'Ιβάν 'Ιβάνοβιτς, είναι πολύ παρηγορητικιά . . .

-Γιά κοίτα, τόν ηλίι'tιo! -Τί ι'tά πεί αυτό; -Ή-λί-ι'tι-oς -Μυστήρια κουβέντα, ό.πορεί δ Γιάκοβ, ενώ δ

Άρκουδάκης μού λέει: -Νά, φαντάσου, εμείς χύνουμε αίμα, ξεροψηνό­

μαστε, ξεραίνονται τά κόκκαλά μας στήν κολασμένη φwτιά της κουζίνας, κι αυτός, κοίτα τον, μασουλάει σάν τό γουρούνι!

-Ό και'tένας μέ τήν τύχη του , λέει ό ι'tερμαστής, ό.ποτελειώνοντας τό φαΙ

Ξέρω, πώς μπροστά στό καμίνι είναι πιό δύσκολο νά δουλεύεις, κάνει περισσότερη ζέστη απ' ο,ΤΙ στήν κουζί­να. Κάμποσες φορές, τίς νύχτες, δοκίμασα νά «ταισω» τά καζάνια, μαζί μέ τόν Γιάκοβ, καί μού φαίνεται παράξενο, πώς δέ ι'tέλει, ι'tαρρείς, νά δείξει στόν μάγει­ρα, οτι είναι βαρειά ή δουλειά του. Όχι, ετούτος ό ανι'tρωπoς ξέρει κάποιο μυστικό . . .

'Όλοι τόν βρίζανε καί τόν μαλώνανε - καπετάνιος, μηχανικός, λοστρόμος - ολοι, οποιος δέ βαριόταν τά 'βαζε μαζί του. Καί η ταν παράξενο, γιά ποιόν λόγο δέν τόν λογάριαζαν; Οί ι'tερμαστές τού φέρνονταν πολύ πιό καλά από τούς αλλους, παρ' δλο πού κι αυτοί κορόϊδευ­αν τή φλυαρία του καί τή μανία του νά παίζει χαρτιά. Τούς ρωτούσα:

-Ό Γιάκοβ είναι καλός ανι'tρωπoς; -Ό Γιάκοβ; τίποτα. 'Άβλαβος ανι'tρωπoς, μπορείς

νά τόν κάνεις ο,ΤΙ ι'tέλεις, ό.κόμα κι αναμμένα κάρβουνα νά βάλεις στόν κόρφο του . . .

Ένώ εκανε βαρειά δουλειά στά καζάνια κι είχε

230 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 231: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αλογίσια όρεξη, ό ftερμαστής κοιμόταν πολύ λίγο -αλλαζε βάρδια, καί συχνά, χωρίς ν' αλλάξει ρούχα, ιδρωμένος, βρώμικος, εμενε Όλη τή νύχτα στήν πρύμνη, κουβεντιάζοντας μέ τούς επιβάτες, η παίζοντας χαρτιά.

Στεκόταν μπροστά μου, σάν κλεισμένο μπαούλο, Όπου προαισftανόμουν πώς κρυβόταν κάτι απαραίτητο γιά μένα, κι αναζητούσα μέ πείσμα τό κλειδί γιά νά τό ανοίξω.

-Δέ μπορω, αδελφέ, νά καταλάβω τί ftέλεις, απηλο­γούνταν καί μέ ξεψάχνιζε, μέ τά κρυμμένα, κάτω από τά φρύδια του, μάτια. Λοιπόν, τόν κόσμο, λοιπόν, είναι αλήftεια πώς τόν γύρισα λιγάκι, κι επειτα; Μ-μυ­στήριε! • Ακου δω, καλύτερα νά σού πω τί μού ελαχε μιά βολά.

Καί μού λέει: Μιά φορά κι εναν καιρό, ζούσε σέ μιάν επαρχιακή πόλη ενας νεαρός δικαστής, φυματικός, καί ή γυναίκα του, Γερμανίδα, γερή, ατεκνη . Καί ερωτεύτηκε ή Γερμανίδα εναν εμπορο, πραματευτή . Ό εμπορος παντρεμένος, ή γυναίκα του ώραία, τρία παιδιά. Κι ό εμπορος πρόσεξε, πώς ή Γερμανίδα τόν αγάπησε καί σκαρφίστηκε νά παίξει μαζί της. Τήν κάλεσε στόν κηπο του, τή νύχτα, καί στό μεταξύ ειδοποίησε δυό φίλους του καί τούς εκρυψε στόν κηπο, μέσα σέ ftάμνα. Θαυμάσια!

πηγε ή Γερμανίδα, ακρες-μέσες τού λέει πώς ηρftε κι εΙναι Όλη δική του! Καί κείνος της λέει: δέ μπορω, κυρία μου, ν' ανταποκριftω στό αισftημά σου,είμαι παντρεμέ­νος, εφερα, Όμως, δυό φίλους μου, γιά σένα. Ό ενας είναι χηρος, ό αλλος εργένης ακόμα. Ή Γερμανίδα κάνει �να "Αχ! καί τού κοπανάει μιά στή μουτσούνα. Έπεσε ό αλλος κάτω από τό παγκάκι, κι εκείνη τόν αρχίζει στήν μούρη, μέ τό παπούτσι καί τό τακούνι ! Καί γώ τή συνόδεψα, ημουν χουσμεκιάρης τού δικαστη . Καftώς κοιτούσα από μιά χαραμάδα της μάντρας, βλέπω πού φούντωσε ό καυγας. Πήδηξαν απάνω της οι δυό φίλοι καί τήν τραβούσαν από τίς κοτσίδες. Πηδω, τότε, τή μάντρα καί τούς πετω, τόν εναν από δω καί τόν αλλον από κεί: «Τέτοιο χάλι δέν επιτρέπεται, κύριοι εμποροι!» Ή κυρία πηγε μ ' Όλη της τήν καρδιά καί κείνος σκέφτηκε

2 3 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 232: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αισχρά. Τήν πηρα από κεί. Έκείνοι, δμως, μου 'σπασαν μ' ενα τουβλο τό κεφάλι . . . Στεναχωρέ{}ηκε εκείνη . Περ­πατάει στόν δρόμο, εξω φρενών, καί μου λέει: «Θά φύγω, \'tά πάω aτούς δικούς μου, τούς Γερμανούς. Γιάκοβ, μόλις πε\'tάνει ό άντρας μου, {}ά φύγω!» της λέω: «Καί βέβαια πρέπει νά φύγετε! » Πέ{}ανε ό δικα­στής κι εφυγε εκείνη . Τρυφερή ητανε, εξυπνη πολύ . Κι ό δικαστής μαλακός ητανε, \'tεός σχωρέσ' τον . . .

'Απορώ, δέν καταλαβαίνω τό νόημα τούτης της ίστορίας, καί δέ μιλώ. Νιώ\'tω σ' αυτό κάτι γνώριμο, αδυσώπητο, κουτό, μά τί νά πώ;

-Είναι άιραία ή ίστορία; ρωτάει ό Γιάκοβ. Λέω κάτι, βρίζω αγανακτησμένος, μά κείνος εξηγεί

ατςιραχα: -Οί χορτάτοι, είναι απ' δλα ίκανοποιημένοι. Λοι­

πόν, καμιά φορά, \'tέλουν νά κάνουν αστεία καί δέν τούς βγαίνει τό αστείο, \'tαρρείς πώς δέ μπορούν. Οί άν\'tρω­ποι είναι σοβαροί, εμπορικοί, βέβαια. Τό εμπόριο \'tέλει πολύ μυαλό. Είναι βαρετό νά ζεί κανείς μέ τό μυαλό, ετσι του ερχεται ή δρεξη νά διασκεδάσει λιγάκι.

Πίσω από τήν πρύμνη, φεύγει γρήγορα, γεματο αφρούς, τό ποτάμι, ακούγεται τό βράσιμο του νερου, ποί) τρέχει, ή μαύρη δχ\'tη τό συνοδεύει αργά. Στό κατάστρωμα ροχαλίζουν οί επιβάτες, ανάμεσα από κα­ρέκλες καί κοιμισμένα σώματα, προχωρεί αλαφροπα­τώντας, κατά τό μέρος μας, μιά ψηλή, ξερακιανή γυναί­κα, μέ μαυρο φόρεμα, μέ ξέσκεπο γκρίζο κεφάλι, - ό \'tερμαστής μέ σπρώχνει μέ τόν αιμο του καί μου λέει σιγά:

-Κοίτα, στεναχωριέται . . . Κι εχω τήν εντύπωση, πώς ό ξένος πόνος τόν διασκε­

δάζει: 'Έλεγε πολλά, τόν άκουγα ανεχόρταγα, \'tυμαμαι

καλά δλες τίς ίστορίες του, μά δέ \'tυμαμαι καμιά, πού νά 'ναι εΙΗ}υμη. Μιλουσε πιό ηρεμα, απ' δσο τά βιβλία. Στά βιβλία ενιωitα, συχνά, τά αισ{}ήματα του συγγραφέα, τήν οργή, τή χαρά, τή \'tλίψη, τήν ειρωνεία του. Ό \'tερμαστής δέ γελουσε. Μ ιλουσε, σάν αδιάφορος μάρτυ-

232 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 233: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ρας μπροστά στό δικαστή, σάν άνι'tρωπoς, γιά τόν όποίο είναι τό ιδιο ξένοι οί κατηγορούμενοι, οί κατήγοροι κι οί δικαστές.. . Αυτή ή αδιαφορία μού προκαλούσε μιάν ανία γεμάτη κακία, μού ξυπνούσε ενα αισι'}ημα όργισμέ­νης δυσαρέσκειας απέναντι στόν Γιάκοβ.

Ή ζωή εκαιγε μπροστά του, σάν τή φωτιά κάτω από τά καζάνια. 'Εκείνος στεκόταν μπροστά στήν έστία, μέ τό ξυλένιο σφυράκι στό στραβό, αρκουδίσιο χέρι του καί χτυπούσε σιγανά τήν κάνουλα toij ψεκαστήρα, μείωνε η αυξαινε τά καύσιμα.

-Σέ πρόσβαλαν ποτέ; -Ποιός μπορεί νά μέ προσβάλει; Είμαι, βλέπεις,

δυνατός, αμα τού δώκω μιά! . . . -Δέ λέω γιά καυγά, μά ι'tίξανε, καμιά φορά, τήν

ψυχή σου ; -Ή ψυχή δέ ι'tίγεται, ή ψυχή δέ δέχεται προσβολές,

μέ τίποτα δέ μπορείς νά τήν αγγίξεις . . . Οί έπιβάτες τού καταστριJJματος, οί ναύτες, δλοι ο ί

άνι'tρωπoι μιλούσαν γιά τήν ψυχή τόσο πολύ καί τόσο συχνά, δσο καί γιά τη γη, τη δουλειά, τό ψωμί καί τίς γυναίκες. Στίς κουβέντες τών απλών ανι'tρώπων, σέ κάι'tε δέκα λέξεις ή μιά ηταν ή ψυχή, μιά λέξη μέ μεγάλη κυκλοφορία, σάν τήν πεντάρα. Δέ μού αρέσει, πού ή λέξη αυτή κόλλησε στίς γλυστερές γλώσσες τών άνι'tρώ­πων, κι δταν οί μουζίκοι βρίζουν τή μάνα, μεταξύ τους, μέ κακία η μέ τρυφερότητα, σπιλώνοντας τήν ψυχή, μέ χτυπάει στήν καρδιά.

Θυμάμαι πολύ, πόσο προσεχτικά μιλούσε ή γιαγιά γιά τήν ψυχή, τόν μυστικό χώρο της αγάπης, της όμορφιάς, της χαράς. Πίστευα, πώς μετά τόν ι'tάνατo ένός καλού ανι'tρώπoυ, λευκοί άγγελοι μεταφέρουν τήν ψυχή του στόν γαλανό ουρανό, μπροστά στόν καλό ι'tεό της γιαγιάς μου, καί κείνος τήν ύποδέχεται τρυφερά.

-Τί είδες, αγαπημένη μου, αγνή μου, στόν δρόμο σου καί τί απάντησες;

Καί δίνει στήν ψυχή φτερούγες τών Σεραφείμ - ί:'ξη λευκές φτερούγες.

Ό Γιάκοβ Σουμοφ μιλάει γιά τήν ψυχή τό ιδιο

233 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 234: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

προσεχτικά, πολύ λίγο καί χωρίς πρo1'tυμία, δπως καί ή γιαγιά. "Οταν εβριζε, δέν ε{}ιγε τήν ψυχή, κι δταν συζητουσαν αλλοι γι' αυτήν, σώπαινε, σκύβοντας τόν κόκκινο βοδίσιο σβέρκο του. 'Όταν τόν ρωτάω τί είναι ή ψυχή, απαντάει:

-Ή ψυχή είναι ή ανάσα του {}εου . . . Αυτό δέ μου φτάνει. Ρωτάω γιά κάτι ακόμα. Τότε, ό

{}ερμαστής σκύβει τό κεφάλι καί λέει: -Γιά τήν ψυχή, αδελφούλη, καί οί παπάδες λίγα

ξέρουν, είναι ύπό{}εση κλειστή . . . Τό ατομό του μέ βάνει διαρκώς σέ σκέψεις, βρίσκο­

μαι σέ επίμονη ύπερένταση, γιά νά τόν καταλάβω, μά ή ύπερένταση πάει στά χαμένα. Έκτός απ' αυτόν δέ βλέπω τίποτε αλλο, μου τά σκεπάζει μέ τήν πλατειά σιλουέτα του.

Μου φέρεται μέ τρυφερότητα ϋποπτη ή γυναίκα του μπουφετζή . Τό πρωί πρέπει νά βάλω μπρός νά πλυ{}εί ό μπουφές, παρ' δλο πού ή ύποχρέωση αυτή είναι τής καμαριέρας τής δεύτερης {}έσης, Λούσης, μιας κοπέλλας κα{}αρούτσικης καί ζωηρής. 'Όταν στέκομαι στή στενή καμπίνα, δίπλα στήν γυμνή, ως τή μέση, γυναίκα του μπουφετζή καί βλέπω τό κίτρινο καί πλαδαρό, σάν ξυνισμένο ζυμάρι, σώμα της, {}υμαμαι τό χυτό, μελαψό σώμα τής Βασίλισσας Μαργκό, καί μέ πιάνει αηδία. Καί ή μπουφετζου δλο μιλάει γιά κάτι, πότε παραπονεμένα καί μουρμουριστά, πότε {}υμωμένα κι ειρωνικά.

Τό πνευμα τών λόγων της δέ φτάνει ως εμένα, αν καί, {}αρρείς, από μακρυά μαντεύω τί {}έλει νά πεί, -πρόκειται γιά μιά {}λιβερή, ταπεινή, επαίσχυντη σκέψη. Μά δέν δργίζομαι - ζώ μακρυά από τή μπουφετζου κι απ' δσα συμβαίνουν μέσα στό καράβι. Βρίσκομαι πίσω από μιά μεγάλη , μουσκλιασμένη πέτρα, πού κρύβει από μένα δλον αυτό τόν κόσμο, πού, μέρα, νύχτα, αρμενίζει γιά κάπου.

-Σ' ερωτεύτηκε γιά καλά ή Γαβριήλοβά μας, ακούω, σάν σέ δνειρο, τά ειρωνικά λόγια τής Λούση . > Ανοιξε τό στόμα καί πιάσε τήν ευτυχία . . .

Καί δέ μέ πειράζει μόνο εκείνη, δλο τό ύπηρετικό

234 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 235: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

προσωπικό του μπουφέ ξέρει τήν άδυναμία της άφέν­τρας, ενώ ό μάγειρας λέει, μορφάζοντας:

-ΥΕφαγε καλά ή γυναίκα, -ltέλει καί πάστα, μέ σοκολατίτσα, παρακαλώ! Κ-κόσμος! . . . Κοίτα, Πεσκόφ, μέ τά δυό καί βλέπε μέ τά τέσσερα .. .

Κι ό Γιάκοβ μέ συμβουλεύει πατρικά καί πρακτικά: -Άν, βέβαια, ησουν κάνα-δυό χρόνια μεγαλύτερος,

-ltά σου ελεγα αλλα, μά, τώρα, στά χρόνια σου, καλύτερα, ίσως, νά μήν παραδο-ltείς! Κι επειτα, δπως νομίζεις . . .

-' Αστες, του λέω, αυτές τίς βρωμιές . . . -Βέβαια . . . Μά τήν ίδια στιγμή, προσπα-ltώντας νά ξεδιαλύνει, μέ

τά δάχτυλα, τά μαλλιά του, πού πέσανε άπό τό κεφάλι του, χαμηλά, σκορπάει τά στρογγυλά λόγια του:

-Λοιπόν, πρέπει νά καταλάβεις καί σύ τό πρόβλημά της, - είναι πρόβλημα ζόρικο, δουλειά χειμωνιάτικη . . . Καί ό σκύλος χαίρεται, δταν τόν χα·ίδεύουν, πολύ περισσότερο ό αν-ltρωπος! Ή γυναίκα ζεί μέ τό χάδι, δπως τό μανιτάρι μέ τήν ύγρασία. Ντρέπεται νά πάει μοναχή της, μά τί νά κάνει; Τό σώμα -ltέλει χάδια, περιποίηση, καί τίποτε περισσότερο . . .

Τόν ρωτάω μέ ύπερδιέγερση, κοιτώντας τον στ' άσύλληπτα μάτια του :

-Τή λυπασαι; -'Εγώ; Μήπως είναι μάνα μου ; Ό αλλος τή μάνα

του δέ λυπαται, καί σύ . . . μυστήριε! Γελάει σιγανά, σάν σπασμένη κουδουνίστρα. Μερικές φορές, κα-ltώς τόν κοιτάζω, -ltαρρώ πώς

πέφτω μέσα σέ μιά βουβή ερημιά, σ' εναν άπύ-ltμενο λάκκο καί μισοσκόταδο.

-"Ολοι, βλέπεις, παντρεύονται, μά εσύ, Γιάκοβ, γιατί δέν παντρεύεσαι ;

-Καί γιατί; Γυναίκα, κι ετσι κι άλλιώς, βρίσκω πάντα, αυτό, δόξα τφ Θεφ, είναι άπλό . . . Ό παντρεμένος πρέπει νά ζήσει στόν τόπο του, νά κάνει τόν γεωργό. Καί μένα τά χωράφια μου είναι ασκημα, καί λίγα, μά κι αυτά τά πηρε ό μπάρμπας μου. Γύρισα άπό φαντάρος, αντε καυγάδες μέ τόν μπάρμπα καί δικαστήρια, - γιατί του

235 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 236: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κατέβασα ενα παλούκι στό κεφάλι. Έχύ{}ηκε αίμα. Γι' αυτό τό πράγμα εφαγε εκείνος εξορία ένάμιση χρόνο. Κι από τήν εξορία - 'ίδιος δρόμος - σ' αλλη εξορία. Κι 11 γυναίκα του ηταν παρηγορητικιά, δλο νειάτα . . . Τί νά τά λέμε! Παντρεύτηκες, πάει νά πεί κά{}ησε στήν τρύπα σου, αφεντικό, κι ό φαντάρος δέν είναι διαφεντευτής της ζωης του .

-Προσεύχεσαι στό {}εό; --Μυστήριος είσαι ! Καί βέβαια προσεύχομαι . . . -πως; --Μέ πολλοί,ς τρόπους. -Ποιές προσευχές λές; -Προσευχές δέν ξέρω. Έγώ, αδελφούλη, άπλά τά

λέω: κύριε 'Ιησού Χριοτέ, τόν ζωντανό ελέησε, τόν πε{}αμένο ανάπαψε, σωσε μας, κύριε, από κά{}ε αρρώ­στεια καί κακό . . . 'Έ, καί κάτι ακόμα {}ά του π(ο . . .

-Τί; ·-Νά, κάτι! 'Ό,τι καί νά πείς, δλα φτάνουν στ' αυτιά

του ! Μού φέρνεται μ' αγάπη, μέ τρυφερότητα, μέ περιέρ­

γεια, σά νά 'μαι ενα εξυπνο σκυλάκι, πού μπορεί νά κάνει διασκεδαστικά νούμερα. Μερικές φορές, ποί, κα{}όμαστε μαζί, τή νύχτα, βρωμάει πετρέλαιο, κάρβου­νο καί κρεμμύδι, - αγαπούσε τά κρεμμυδάκια καί τά ξερά κρεμμυδια τά 'τρωγε σά μηλα. Ξαφνικά, {}ά παρα­καλέσει:

-'Άντε, Όλέχα, πές κανένα ποιηματάκι! Ξέρω πολλά ποιήματα απόξω, εκτός απ' αυτό, εχω

ενα χοντρό τετράδιο, δπου εχω γραμμένα δσα μ' αρέ­σουν ιδιαίτερα. Τού απαγγέλλω τή "Ρουσλάνα» .

Άκούει ασάλευτος. τυφλός καί βουβός, κρατώντας τή βαρειά ανάσα του, επειτα λέει σιγανά:

-Παρηγορητικό, ώραίο παραμυ{}άκι! Μπάς καί τό εβγαλες από τό μυαλό σου; Πούσκιν; Ύπάρχει ενας κύριος Μούχιν Πούσκιν, τόν είδα εγώ . . .

-'Όχι, αυτός πού τό 'κανε τόν σκοτώσανε από καιρό τώρα . . .

-Γιά ποιό λόγο; Τού ανιστορω, μέ κείνα τά λίγα λόγια, μέ τά όποία

236 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 237: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μου τ' όνιστόρησε ή Βασίλισσα Μαργκό. Ό Γιάκοβ όκούει κι επειτα λέει ηρεμα:

-'Εξ αιτίας της γυναίκας πολύς κόσμος χάνεται . . . Συχνά του λέω διάφορες ίστορίες, πού εμαδα από τά

βιβλία. 'Όλα αυτά μπερδεύτηκαν κι εγιναν μέσα μου ενα κουβάρι, μιά ατελείωτη ίστορία ανήσυχη ς, ώραίας ζωης, γεμάτης από φλογερά πάδη, παράτολμα κατορδώματα, Βασιλική ευγένεια, μυδικές επιτυχίες, μονομαχίες καί δανάτους, ευγενικά λόγια καί αισχρά καμώματα. Ό Ροκαμβόλ επαιρνε μέσα μου τά ίπποτικά σουσούμια του Λά-Μόλ, του Άννίβα, του Κολόν. Ό Λουδοβίκος νι τά σουσούμια του Μπάρμπα Γκραντέ.

Ό όνδυπίλαρχος Ότλετάγεφ εσμιγε μέ τόν 'Ερρίκο τόν ιν. Έτούτη ή ίστορία, πού, ανάλογα μέ τήν εμπνευ­σή μου, άλλαζα τούς χαρακτηρες τών όνδρώπων, ανα­κάτευα τά γεγονότα, ηταν γιά μένα δ κόσμος, δπου ημουν λεύτερος, σάν τό Θεό του παππου - καί κείνος παίζει μ' δλους καί μέ δλα, δπως δέλει. 'Ετουτο τό βιβλικό χάος, χωρίς νά μ' εμποδίζει νά βλέπω τήν πραγματικότητα, ετσι δπως όκριβώς �ταν, χωρίς νά κρυώσει τόν πόδο μου νά καταλαβαίνω τούς ζωντανούς ανδρώπους, μέ σκέπαζε μ' ενα διάφανο, αλλά κι αδιαπέ­ραστο πούσι, από ενα σωρό μεταδοτικές βρωμιές, όπό τά φαρμακερά πιοτά της ζωης.

Τά βιβλία μέ κάνανε ατρωτο σέ πολλά πράγματα. Ξέροντας πώς όγαπουν καί ύποφέρουν, δέ μπορείς νά πας σέ οίκον ανοχης. Ή ήδονή της δεκάρας προκαλουσε

, , , 'J' :> , , , " σιχασια για τον οικο αυτον και συμπονια για τους όνδρώπους, γιά τούς δποίους �ταν ήδονικός. Ό Ροκαμ­βόλ μ' εμαδε νά είμαι στο·ίκός, νά μήν ύποκύπτω στή δύναμη τών περιστατικών, οί ηρωες του Δουμα μου ενσταλάζανε τόν πόδο, ν' όφιερωδώ σέ μιά σπουδαία, σέ μιά μεγάλη ύπόδεση . Ό όγαπημένος μου ηρωας ηταν δ εύδυμος βασιλιάς 'Ερρίκος δ ιν, μου φαινόταν πώς γι' αυτόν ακριβώς μιλάει τό δαυμάσιο τραγούδι του Μπε­ρανζέ:

�Eδωσε στόν φτωχό πολλά προνόμια

237 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 238: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κι άγαπουσεν δ ίδιος νά πίνει, μά δταν ε[ν' ευτυχής δ λα6ς δλος, γιατί ό βασιλιάς νά μήν πίνει;

Τά μυ{}ιστορήματα ζωγραφίζανε τόν Έρρίκο ιν σάν αν{}ρωπο, πού στεκόταν κοντά στό λαό του. Λαμπρός σάν τόν ηλιο, μού στάλαζε τήν πίστη, πώς ή Γαλλία είναι ή ώραιότερη χώρα τού κόσμου, ή χώρα τών Ιπποτών, πού ηταν τό ίδιο ευγενείς, αδιάφορο αν φορούσαν βασιλικό μανδύα η χωριάτικα ρούχα. Ό Άνζ Πιτού ηταν τόσο Ιππότης, δσο καί δ ντ' Άρτανιάν. 'Όταν δολοφόνησαν τόν Έρρίκο, εγώ αρχισα νά κλαίω απαρη­γόρητα καί νά τρίζω τά δόντια από μίσος γιά τόν Ραβαλιάκ. Ό βασιλιάς αυτός ηταν, σχεδόν πάντα, δ

κύριος ηρωας τών Ιστοριών πού ελεγα στόν (}ερμαστή καί μού φαινόταν, πώς κι δ Γιάκοβ αγαπούσε τή Γαλλία καί τόν «Χένρικ».

-Καλός αν{}ρωπος ηταν δ βασιλιάς Χένρικ, μαζί του μπορείς νά πιάνεις καί πέρκες καί δ,τι {}έλεις, ελεγε δ

{}ερμαστής. Δέ {}αύμαζε, δέ διάκοπτε τίς Ιστορίες μου μ' ερωτή­

σεις, άκουγε σιωπηλά, κατεβάζοντας τά φρύδια, μέ τό πρόσωπο ακίνητο - παλιά πέτρα γεμάτη μούσκλα. Μ'

αν, γιά κάποιο λόγο, σταματούσα τήν κουβέντα, αμέσως ρωτούσε νά μά{}ει:

-Τέλος; -Όχι ακόμα. -Τότε, μή σταματάς! Γιά τούς Γάλλους, ελεγε, αναστενάζοντας: -Δροσερά ζούν ... -Πώς, δηλαδή, δροσερά; -Έ, νά, εγώ καί σύ ζούμε μέσ' στή φωτιά, στή

δουλειά, ενώ εκείνοι στή δροσιά. Καί καμιά δουλειά δέν κάνουν, μόνο πίνουν καί διασκεδάζουν - ζωή χαρισά­μενη!

-Δουλεύουν κιόλας. -Αυτό δέ φαίνεται από τίς Ιστορίες σου, παρατήρη-

σε, δικαιολογημένα, δ {}ερμαστής, καί, ξαφνικά, είδα

238 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 239: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κα{}αρά, πώς τά πιό πολλά βιβλία, πού είχα διαβάσει δέ λένε, σχεδόν κα{}όλου, πως δουλεύουν, μέ τίνος κόπους ζούν οί ευγενικοί ηρωες.

-� Α ντε, {}ά κοιμη{}ω λιγάκι, είπε ό Γιάκοβ καί ξάπλωσε τ' ανάσκελα, εκεί πού κα{}όταν, καί, σ' ενα λεφτό, κοιμόταν κανονικά, σφυρίζοντας μέ τή μύτη .

Τό φ{}ινόπωρο, οταν οί δχ{}ες τού Κάμα κιτρίνισαν, τά δέντρα χρυσώ{}ηκαν καί οί αχτίδες τού ηλιου εγιναν λευκές, ό Γιάκοβ εφυγε, αναπάντεχα, από τό καράβι. Τίς παραμονές ακόμα της φυγης του, μού είχε πεί:

-Με{}αύριο {}ά ειμαστε μέ σένα, λεβεντιά μου καμα­ρωτή, στό Πέρμ, {}ά πάμε στό λουτρό, {}ά κα{}αριστ�ύμε, νά φχαριστη{}εί ή ψυχή μας, καί μόλις τελειώσουμε, {}ά τήν αράξουμε στήν ταβέρνα μετά μουσικης - παρηγο­ριά! Μ' αρέσει νά βλέπω πως παίζει τό μηχανάκι.

Μά στό Σαραπούλ ανέβηκε στό καράβι ενας άντρας, μέ πλαδαρό γυναικείο πρόσωπο, χωρίς γ1':νειομούστακα. 'Ένα ζεστό, μακρύ, μάλλινο καφτάνι καί κασκέτο, μέ δυό πλατειές λουρίδες, απ' τά πλάγια, γιά τ' αυτιά, από αλεπουδοτόμαρο, δυνάμωναν ακόμα πιό πολύ τήν όμοι­ότητά του μέ γυναίκα. Άμέσως επιασε ενα τραπεζάκι, κοντά στό μαγερειό, δπου ηταν πιό ζεστά, ζήτησε ενα τσαγερό κομπλέ κι άρχισε νά πίνει τό κίτρινο βραστό νερό, χωρίς νά ξεκουμπώσει τό καφτάνι, χωρίς νά κατεβάσει τό κασκέτο, χύνοντας άφ{}ονον ίδρωτα.

Τά σύννεφα τού φ{}ινοπώρου ερριχναν ασίγαστα ψιλή βροχή καί δημιουργόταν ή εντύπωση, πώς, δταν ό άν{}ρωπος αυτός σκούπιζε, μέ τό καρρώ μαντήλι του, τόν ίδρωτα από τό πρόσωπό του, ή βροχή επεφτε πιό σιγά, κι δσο ό άν{}ρωπος ξανα'ιδρωνε τόσο ή βροχή γινόταν πιό δυνατή .

Σέ λίγο φάνηκε κοντά του ό Γιάκοβ, κι άρχισαν νά εξετάζουν τόν χάρτη τού ή μερολογίου - ό επιβάτης εσερνε πάνω του τό δάχτυλο κι ό {}ερμαστής ελεγε ατάραχα:

-Έ, καί τί; Δέν πειράζει. Νά τό βράσω αυτό . . . -Τότε, καλά, είπε μέ τήν ψιλή φωνή του ό επιβάτης,

χώνοντας τό ή μερολόγιο στό μισάνοιχτο δερμάτινο σακ-

2 3 9 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 240: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κούλι, πού εΙχε στά πόδια του. "Αρχισαν νά πίνουν τσάι, σι γοκουβεντιάζοντας.

Πρίν ακόμα πιάσει ό Γιάκοβ δουλειά, στή βάρδια του, τόν εΙχα ρωτήσει τί άν{}ρωπος εΙναι. Έκείνος απάντησε, χαμογελώντας:

-Άπ' δ,τι φαίνεται, ό φίλος εΙναι από τό Σκόπ. Άπό τή Σ ιβηρία, μακρυάαα! Διασκεδαστικός, ζεί από φυ­τείες . . .

Ξεμάκρυνε από μένα, πατώντας στό κατάστρωμα μέ τίς μαύρες, σκληρές, σάν όπλές, πατούσες του, μά πάλι σταμάτησε, ξύνοντας τόν κόρφο του.

-Πιάστηκα εργάτης, σ' αυτόν. Μόλις φτάσουμε στό Πέρμ, {}ά κατεβω από τό καράβι καί αντίο, λεβεντιά μου καμαρωτή ! Θά πάρουμε πρωτα τό τραίνο, επειτα τό ποτάμι καί κατόπι {}ά 'χουμε κι άλογα. Πέντε βδομαδού­λες {}ά ταξιδεύουμε, δές πού τρύπωσε ό άν{}ρωπος . . .

-Τόν ξέρεις; ρώτησα, κατάπληκτος από τήν απροσ­δόκητη απόφαση τού Γιάκοβ.

-Άπό πού; Μήτε τόν είδα ποτέ μου, καί στά μέρη του δέν εκανα . . .

Τό πρωί, ό Γιάκοβ ντυμένος μ' ενα κοντό, βρώμικο κοντογούνι, μέ κάτι τρύπια παλιο.zrάπουτσα στά γυμνά του πόδια, μ' ενα σπασμένο, δίχως γύρο, ψα{}άκι τού Άρκουδάκη, εσφιγγε τό χέρι μου, μέ τά μαντεμένια δάχτυλά του κι ελεγε:

-"Ερχεσαι μαζί μου; Αυτός ό περίστερος, {}ά σέ πάρει καί σένα, αν τού τό πω. Θέλεις νά τό πω; Θά σέ κόψουν εδω, σάν παραπανήσιο, {}ά σού δώσουν τά παπούτσια στό χέρι. Χαίρονται πού σακατεύουν τόν άν{}ρωπο, γι' αυτό σού δίνουν καί παράσημο . . .

Ό άν{}ρωπος από τό Σκόπ στεκόταν στήν κουπαστή, μ' ενα ασπρο μπογαλάκι στήν αμασχάλη, κοίταζε επίμο­να τόν Γιάκοβ, μέ τά πε{}αμένα μάτια του, βαρύς, πρησμένος, σάν τόν πνιγμένο. Τόν σκυλόβρισα, ανάμεσα στά δόντια μου, ό {}ερμαστής μού ξανάσφιξε τό χέρι.

-" Αστονα, νά τόν βράσω! Ό κα{}ένας προσεύχεται aτό Θεό του, εμας τί μας νοιάζει; Υ Α ντε, αντίο!'Υγεία καί ευτυχία!

240 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 241: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Κι εφυγε δ Γιάκοβ Σούμοφ, κουνάμενος, άπό τό ενα πόδι στό αλλο, σάν άρκούδα, άφήνοντας στήν καρδίά μου ενα βαρύ, περίπλοκο αίσ{}ημα: λυπόμουνα τόν itερμαστή καί itύμωνα μαζί του, μά ενιωitα, itυμαμαι, καί κάποια ζήλεια, καί σκεφτόμουν μ' άνησυχία: γιά ποιό λόγο, τάχα, κίνησε δ ανitρωπος αυτός γιά τό άγνωστο;

Καί τί ανitρωπος είναι ό· Γιάκοβ Σούμοφ;

12

ΑΡΓΑ, τό φitινόπωρο, δταν σταμάτησαν τά δρομολό­για τού καραβιού, πηγα μα{}ητής σ' ενα άργαστήρι εικονογραφίας. Μά, τήν άλλη μέρα, ή γυναίκα τού άφεντικού, μιά μαλακιά καί μπεκρού γριούλα, μού είπε, στή διάλεκτο τού Βλαντιμίρσκ:

-Οί μέρις τωρανάς εΙνι κοντούλες, κι οί νύχτις μεγάλις. Έτσι, πιδάκι μ', τά πρω·ίνά itά νά 'σι στό μαγαζί, νά κάνεις itιλήματα καί τά βράδγια itά μαitαίν'ς !

Καί μέ παράδωσε στήν εξουσία ένός κοντού, γοργο­πόδη ύπαλλήλου, νεαρού, μ' ενα όμορφούτσικο, γλυκό πρόσωπο. Τά πρωινά, μέσα στό κρύο μισοσκόταδο της χαραυγης, διασχίζω μαζί του όλάκερη τήν πόλη, άπό τή βυitισμένη στόν υπνο εμπορική δδό Ίλίνκα, ως τήν Κάτω Άγορά. Έκεί, στό δεύτερο πάτωμα τού ξενοδοχειακού σαλονιού, είναι τό μαγαζάκι. 'Ένα κελλάρι, πού επι­σκευάστηκε, γιά τή δουλειά αυτή, σκοτεινό, μέ σιδερένια πόρτα κι ενα μικρό παραitυράκι, στήν ταράτσα, σκεπα­σμένο μέ λαμαρίνα. Τό μαγαζάκι ηταν φίσκα γεματο μέ εικόνες διαφόρων διαστάσεων, μέ εικονοστάσια, άπλα καί μέ «άμπελο», βιβλία itρησκευτικά της όρitόδοξης σλαβικης εκκλησίας, δεμένα μέ κίτρινο δέρμα. Δίπλα στό μαγαζάκι μας ύπηρχε καί ενα άλλο. Καί κεί πουλού­σε εΙκόνες καί βιβλία ενας μαυρογένης εμπορος, συγγε­νής τού παλαιοημερολογίτη itεολόγου, γνωστού πέρα

24 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 242: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

από τόν Βόλγα, στίς περιοχές τού Κέρτς. 'Ο εμπορος είχε εναν λεπτοκαμωμένο καί ζωηρό γιό, της ήλικίας μου, μέ ενα μικρό, σταχτύ προσωπάκι γέρου κι &νήσυχα ποντι­κίσια μάτια.

Μόλις ανοιγα τό μαγαζί, επρεπε νά τρέξω, γιά βραστό νερό, στό χάνι . νΕπινα τό τσάι μου, συμμάζευα τό μαγαζάκι, ξεσκόνιζα τό εμπόρευμα κι επειτα εβγαινα στήν ταράτσα καί παρακολουt}ούσα αγρυπνα, ωστε οί αγοραστές νά μή μπαίνουν στό μαγαζί τού γείτονα.

-'Ο &γοραστής είναι βλάκας, μού ελεγε κατηγορη­ματικά ό ύπάλληλος. Γιά κείνον τό ίδιο κάνει, δέν τόν ενδιαφέρει &πό πού t}' αγοράσει, μόνο φτηνά νά είναι. 'Όσο γιά τό εμπόρευμα, δέν εχει Ιδέα!

Μού εκανε μαt}ήματα, χτυπώντας σβέλτα τά σανιδά­κια των εΙκόνων καί καυχούμενος Υιά τή γνώση δλων των μυστικων της δουλειάς.

-Ή δουλειά τού έργαστήριου είναι φτηνό εμπόρευ­μα. Ή εικόνα τρία των 1 5 επί 20 πόντους &ξίζει τόσα . . . των 25 επί 30 κοστίζει τόσο . . . Τούς άγίους τούς ξέρεις; Θυμήσου: 'Ο Βονιφάτιος, γιά νά σέ φυλάει από τό πιοτό. Ή Βαρβάρα ή μεγαλομάρτυς, από τόν πονόδοντο η τόν τυχαίο t}άνατο. 'Ο 'Άη-Βασίλης, από τήν έλονοσία καί τόν πυρετό . . . Ξέρεις τίς Παναγίες; Κοίτα: Ή Βαρυ­πενt}ούσα, ή Τριοχέρισα, ή Άμπαλάνσκαγια ή Θαυμα­τουργός, ή «ου Θρηνείς με μητερ» , ή «Παρήγορος της t}λίψεως» , ή Καζάνσκαγια, ή Πεπλοφόρος, ή Έφτά­τοξη . . .

Γρήγορα Cιποστήt}ισα τίς τιμές των εΙκόνων, ανάλογα μέ τίς διαστάσεις καί τή δουλειά τους, εμαt}α τίς διαφορές στίς εΙκόνες της Παναγίας, μά μού ηταν δύσκολο νά συγκρατήσω τή σημασία των άγίων . . .

'Εκεί πού κάτι σκεφτόμουν, κάποτε, ορt}ιος στήν πόρτα τού μαγαζιού, ό ύπάλληλος αρχισε, ξαφνι�ά, νά μέ δοκιμάζει τί εμαt}α:

-Ποιός λευτερώνει τίς γυναίκες πού 'χουν δύσκολο τοκετό;

νΑν εκανα λάt}ος, εκείνος ρωτούσε περιφρονητικά: -Τί τό 'χεις τό κεφάλι;

242 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 243: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Πολύ πιό δύσκολο ηταν νά {tυμάσαι τά ονόματα τών πελατών. Ο ί ζωγραφισμένες ασκημα εικόνες δέ μού αρεσαν, καί δέν ηταν εύκολο νά πουλη{tούν. Άπό τά παραμύ{tια της γιαγιάς φανταζόμουν τήν Παναγία νέα, ώραία καί καλή . Τέτοια ηταν καί στίς εικόνες τών περιοδικών, ενώ τούτες δώ οί εικόνες τήν παρουσιάζανε γριά, αυστηρή, μέ μακριά, γερακίσια μύτη καί ξυλιασμέ­να χέρια.

Τίς μέρες τού παζαριού, τήν Τετάρτη καί τήν Παρα­ρκευή , τό εμπόριο ζωήρευε. Κά{tε τόσο εμφανίζονταν στήν ταράτσα αντρες καί γριές, μερικές φορές κι όλάκε­ρες οικογένειες, δλοι παλιοημερολογίτες από τόν Βόλγα, .ενας βουνήσιος κόσμος, ύποψιάρης κι αγέλαστος. Καμιά ' φορά, εβλεπες νά μπαίνει μέσα κάποιος βαρύς αν{tρω­πος, τυλιγμένος στήν προβιά καί τό χοντρό σπιτικό σαγιάκι. Περπατάει αργά, λές καί φοβάται μήν πέσει, μπροστά στά εικονίσματα. ΥΕπειτα, στέκεται, μέ αμηχα­νία, καί τά κοιτάει, λές καί ντρέπεται. Μέ μεγάλη προσπά{tεια, σηκώνεσαι νά τόν ύποδεχτείς, τριγυρνάς γύρω από τίς ασήκωτες μπότες του καί ζουζουνίζεις σάν τό κουνούπι.

-Τί επι{tυμείτε, αξιότιμε κύριε; Ψαλτήρια, μέ προσ­{tηκες, ύποσημειώσεις κι έρμηνείες, βιογραφίες αγίων, τού 'Εφραίμ Σιρίν, τού Άγίου Κυρίλλου, Ευχολόγια, Ώρολόγια, παρακαλώ, περάστε, κοιτάχτε! Έχουμε απ' δλες τίς εικόνες, δ,τι επι{tυμείτε, σέ διάφορες τιμές, αρίστη εργασία, σκούρα χρώματα! Δεχόμαστε παραγγε­λίες, ζωγραφίζουμε δ,τι {tέλετε, δλους τούς αγίους καί τίς Παναγίες! Μήπως -ιtέλετε ατομική παραγγελία, η οικογενειακή ; Είναι τό καλύτερο αργαστήρι στή Ρωσία! Τό πρώτο εμπορικό στήν πόλη !

Άνεξιχνίαστος κι αδιαπέραστος, ό πελάτης σωπαίνει πολλήν ωρα καί μέ κοιτάει από πάνω ως κάτω, σά νά βλέπει σκύλο, καί, ξαφνικά, μέ κάνει στήν ακρη μέ τήν αδρά χερούκλα του καί πηγαίνει στό μαγαζί τού γείτο­να, ενώ τό αφεντικό μου, κα{tαρίζοντας τά μεγάλα αυτιά του, λέει {tυμωμένα:

- Σού 'φυγε ό πελ-λάτης . . .

243 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 244: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Στό μαγαζί τΟ'ύ γείτΟ'να ακΟ'ύγεται μιά μαλακή, γλυκειά φωνή, κυλάει με{}υστικός δ λόγΟ'ς:

-Έμείς, αγαπητέ μΟ'υ, δέν πΟ'υλάμε πρΟ'βιές, Ο'υτε παπσι"τσια, μά τΟ'ύ ftεΟ'ύ τήν ευλΟ'γία, πΟ'ύ είναι ανώτερη από τόν χρυσό 'Λαί τό ασήμι, καί είναι ανεκτίμητη . . .

-Σ-σατανάς! μΟ'υρμΟ'υρίζει τό f.tφεντικό μΟ'υ, μέ ζήλεια καί ftαυμασμό. Άμέσως παίρνει τά μυαλά τΟ'ύ ανftρώπΟ'υ ! Μάftαινε ! Πάρε μα{}ήματα!

Έγώ μάftαινα μ' ευσυνειδησία - κάftε δΟ'υλειά πρέπει νά τήν κάνεις καλά, αμα καταπιάνεσαι μαζί. της. Μά δέν είχα πρΟ'όδΟ'υς στό τράβηγμα πελατων καί στό εμπόριΟ'. ΑυτΟ'ί Ο'ί σκυftρωπΟ'ί ανftρωπΟ'ι, Ο'ί τσιγκΟ'ύνη­δες σέ λόγια, Ο'ί γριές, πΟ'ύ ftυμίζΟ'υν πΟ'ντικίνες, πΟ'ύ φαίνΟ'νταν πάντα τρΟ'μαγμένες από κάτι, Ο'ί σκυφτές, μΟ'ύ γεννΟ'ύσαν τή συμπόνια, μΟ'ύ ερχόταν νά λέω σιγά στόν πελάτη τήν πραγματική αξία της εικόνας, χωρίς νά τΟ'ύ ζητήσω δυό δεκάρες περισσότερΟ'. 'ΌλΟ'ι τΟ'υς μΟ'ύ φαί­νΟ'νταν φτωχΟ'ί, νηστικΟ'ί, κι ηταν παράξενΟ', νά βλέπεις αυτΟ'ύς τΟ'ύς ανftρώπΟ'υς νά πληρ(ονΟ'υν από τρία ρΟ'ίJ­βλια καί μισό γιά τό Ψαλτήρι, -- τό βιβλίο πΟ'ύ αγΟ'ρά­ζανε πιό πΟ'λύ από τ' αλλα.

Μού εκαναν κατάπληξη, μέ τίς γνώσεις πού είχαν σχετικά μέ τά βιβλία, μέ τήν αξία της ζωγραφικης των εικόνων. Μιά φορά, μάλιστα, ενας ασπρΟ'μάλλης γερΟ'ν­τάκΟ'ς, πΟ'ύ προσπαftΟ'ύσα νά τόν βάλω στή στρούγγα, μου είπε ταπεινά:

-Δέν είναι σωστό, μικρέ, πώς τό έργαστήρι σας ζωγραφίζει τίς καλύτερες εικόνες στή Ρωσία, γιατί τό καλύτερο απ' δλα είναι τΟ'ύ Ρογκόζιν, στή Μόσχα!

Έγώ τά 'χασα, παραμέρισα, καί κείνος προχώρησε ησυχα-ησυχα, χωρίς νά μπει ουτε στό μαγαζί τΟ'ύ γείτΟ'να.

-Έφαγες τή χυλόπιττα; μέ ρώτησε φαρμακερά τό αφεντικό.

-Δέν μού είπατε γιά τό αργαστήρι τΟ'ύ Ρογκόζιν . . . Έκείνος αρχισε νά βρίζει: -Νά, βρίσκονται κάτι τέτοιοι ησυχοι καί μουλωχτΟ'ί,

πού τά ξέρουν δλα, πανάftεμά τους, δλα τά καταλαβαί-

244 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 245: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

νουν τά παλιόσκυλα ... Όμορφούτσικος, χορτάτος κι αυταρεσκος, μισούσε

τούς χωριάτες, κι σταν ηταν στίς καλές του, μου ελεγε τό παράπονό του:

-Είμαι εξυπνος, άγαπώ τήν κα-ιtαριότητα, τά άρώ­ματα - -ftυμίαμα, κολώνιες. Καί μέ δλη ετούτη τήν άξιοπρέπειά μου εΙμαι ύποχρεωμένος νά κοψομεσιάζο­μαι, κάνοντας ύποκλίσεις μπροστά στόν χωριάτη, πού βρωμάει όλόκληρος, γιά νά δώσει στήν κυρά μου τζάμπα μ,ά πεντάρα! Nιώ-ιtω, ftαρρείς, καλά; Τί είναι ό χωριάτης; Τρίχα ξυνή, ψείρα της γης, κι σμως ...

Καί σώπαινε πικραμένος. 'Εμένα, πάλι, ο( χωριάτες μου άρέσανε, γιατί ό

και'tένας εκρυβε μέσα του κάποιο μυστικό, σάν τόν Γιάκοβ.

Κάποτε, χωνόταν στό μαγαζί κανένας -ιtεριακωμένoς μουζίκος, μέ ηΊν κελεμπία καί. τό κοντογούνι άπό πάνω, κατέβαζε τό μαλλιαρό καλπάκι του, εκανε τόν σταυρό του μέ τά δυό δάχτυλα, κοιτώντας στή γωνιά, σπου σάλευε f) φλόγα τού καντηλιου, καί φροντίζοντας νά μή γυρίσει τά μάτια στίς εικόνες πού δέ φωτίζονταν. Έπειτα, άμίλητος, άνίχνευε μέ τό μάτι σλα εναν γύρο κι ελεγε:

-Δώσε μου ενα ψαλτήρι μέ έρμηνείες καί σημειώ­σεις!

Άνασκούμπωνε τό μανίκι της κελεμπίας, διάβαζε πολλήν ωρα τό εξώφυλλο, σαλεύοντας τά σκασμένα, σάν τήν ξερή γης, χείλια του.

-Δέν εχεις παλιότερης εκδοσης; -οι παλιότερες κοστίζουν χίλια ρούβλια, σπω ς

ξέρετε ... -Ξέρουμε. Ό χωριάτης σαλιώνει τό δάχτυλο καί γυρίζει τή

σελίδα - εκεί σπου τήν επιασε εμεινε μιά μαύρη κηλίδα άπό τά δαχτυλικά του άποτυπώματα. Ό προϊστάμενός μου, κοιτώντας τά κροτάφια τού πελάτη, λέει μ' οργι­σμένη ματιά:

-Ή Άγία Γραφή εΙναι τό ίδιο παλιά, ό Κύριος τά

245 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 246: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

λόγια του δέν τ' αλλάζει . . . -Ξέρουμε, τό ακούσαμε πολλές φορές! Ό Κύριος

δέν τ' αλλάζει, μά ό Νίκον τ' αλλαξε. Καί ό πελάτης κλείνει τό βιβλίο καί φεύγει αμίλητος. Μερικές φορές, οί βουνήσιοι αυτοί αν{}ρωποι τά

'βαζαν μέ τόν προϊστάμενό μου καί καταλάβαινα, πώς ξέρανε τίς Γραφές καλύτερα από κείνον.

-Ειδωλολάτρες από τά βαλτοτόπια, μουρμούριζε ό επιστάτης.

ΝΕβλεπα επίσης, πώς παρ' δλο πού τό καινούργιο βιβλίο δέ μπαίνει στήν καρδιά τού χωριάτη, τό βλέπει μέ σεβασμό, τό αγγίζει μέ προσοχή, λές καί τό βιβλίο μπορεί νά γίνει πουλί καί νά πετάξει από τά χέρια του. Μού ηταν πολύ ευχάριστο νά τό βλέπω, γιατί καί γιά μένα τό βιβλίο είναι ενα {}αύμα, μέσα σ' αυτό ύπάρχει ή ψυχή τού συγγραφέα. Άνοίγοντας τό βιβλίο, αφήνω λεύτερη τούτη τήν ψυχή καί κείνη μιλάει μυστικά μαζί μου.

Πολύ συχνά, γέροι καί γριές φέρνανε γιά πούλημα βιβλία μέ πολύ παλιά γραφή, πού τυπώ{}ηκαν πρίν από τήν εποχή τού Νίκονα η καταλόγους βιβλίων, φτιαγμέ­νους μέ πολύ γούστο, από καλογριές τού Ίργκίζ καί Κερζένσκ, καταλόγους μέτρων καί στα{}μων, πού δέ διορ{}ώ1'}ηκαν από τόν Ντιμίτρι Ροστόβσκυ, εικόνες αρχαίας ζωγραφικής, σταυρούς καί μεταλλικά δίπτυχα, μέ ειδική διακόσμηση, μεταλλικά είδη, από τό Πομόριε, ασημένιους κάδους, πού δώριζαν οί πρίγκηπες τής Μόσχας στούς ταβερνιάρηδες, πού τούς κερνούσαν. 'Όλα αυτά προσφέρονταν μυστικά, μέ συνωμοτικά βλέμ­ματα τριγύρω, παράνομα.

Καί ό επιστάτης μου κι ό γείτονάς μας, παρακολου­{}ούσαν μέ τά μάτια δεκατέσσερα αυτούς τούς πουλητές, φροντίζοντας νά τούς άρπάξουν ό ενας από τόν αλλο. Άγόραζαν τά αρχαία γιά ενα μέ δέκα ρούβλια, καί τά πουλούσαν στήν εμποροπανήγυρη στούς πλούσιους πα­λιοημερολογίτες γιά έκατό.

Ό επιστάτης μέ όρμήνευε: -Τό νού σου σ' αυτούς τούς βουνήσιους δράκους, τίς

246 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 247: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μάγισσες, τά μάτια σου τέσσερα! Φέρνουν μαζί τους τήν ευτυχία.

'Όταν παρουσιαζόταν κανένας τέτοιος πουλητής, δ επιστάτης μ' εστελνε γιά τόν πολυδιαβασμένο Πέτρο Βασίλιεβιτς, μεγάλο ειδήμονα γιά τά παλιά βιβλία κι δλες τίς αντίκες.

Ήταν ενας γέρος ψηλός, μέ μακρά γενειάδα αλά ο Αη-Βασίλη, μέ εξυπνα μάτια καί συμπα-&ητικό πρόσω­πο. Κα{}ώς ηταν κομμένη, αποκάτω, ή πατούσα.τού ένός ποδιού του, κοντά στά δάχτυλα, κούτσαινε ελαφρά, δταν περπατούσε, ακουμπώντας σέ ενα μακρύ ραβδίο Φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι, ενα λεπτό χιτώνα, σά ράσο, καί κατιφεδένιο σκούφο, πού 'χε ενα σχημα παράξενο, σάν κατσαρόλα. Άκμαίος, όρ{}όστητος, μόλις εμπαινε στό μαγαζί εσκυβε λιγάκι, λυγούσε τή μέση , αναστέναζε σιγά, κι εκανε απανωτά, μέ τά δυό δάχτυλα, τόν σταυρό του, μουρμουρίζοντας διαρκώς προσευχές καί ψαλμούς. Έτούτη ή ευσέβεια καί ή γεροντική αδυναμία κέρδιζαν αμέσως τήν εμπιστοσύνη τού πουλητη.

-Πού σκάλωσαν οί δουλειές σας, ρωτούσε δ γέρος. -Νά, πουλιέται μιά εικόνα, τήν εφερε δ αν{}ρωπος

καί λέει πώς εΙναι της εποχης τού Στρογκανόφ. -Τί; -της εποχης τού Στρογκανόφ. -Άαα . . . Δέν ακούω καλά, εκλεισε δ Κύριος τά J)Ta

μου, από τά α1'tλια λόγια τών Νικονιανών . . . Κατεβάζει τόν σκούφο, κρατάει τήν εικόνα δριζόν­

τια, κοιτάει πέρα γιά πέρα τή ζωγραφιά, επειτα από τά πλάγια, ισια, προσέχει τή συγκόλληση τών σανιδιών, μισοκλείνοντας τά μάτια καί μουρμουρίζοντας :

-Οί α{}εοι Νικονικοί, �λέπoντας τήν αγάπη μας γιά τήν αρχαία ώραιότητα, κο.ί διδασκόμενοι από τόν διά­βολο διάφορες σατανικές πλαστογραφίες, αρχίζουν τώ­ρα νά παραποιούν καί τίς αγιες μορφές επιτήδεια, αχ, πολύ επιτήδεια! Άπό τήν πρώτη ματιά, λές πώς ή εικόνα είναι κατευ{}είαν από τή σχολή ζωγραφικής Στρογκα­νόφ, η ουστιούζεφ, η Σουζντάλιν, αμα, δμως καλοπρο-

247 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 248: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σέξεις, μέ τόν εσωτερικό οφ1'tαλμό, 1'tά δείς τό «κίβδη­λο!»

'Άμα λέει «κίβδηλο» , σημαίνει δτι ή εικόνα είναι ακριβή καί σπάνια. Μιά σειρά συν1'tηματικές εκφράσεις δείχνουν στόν επιστάτη , πόσο μπορεί νά δώσει γιά τήν εικόνα, γιά τό βιβλίο. Ξέρω πώς οί λέξεις «λύπη καί πέν1'tος» σημαίνουν δέκα ρούβλια. Ό «Νίκον 1'1 τίγρης» εικοσι πέντε. Ντρέπουμαι πού βλέπω νά εξαπατούν τόν πουλητή , μά τό πονηρό παιγνίδι μέ τραβάει.

-Οί οπαδοί τού Νίκονα, τά μαύρα παιδιά τού Νίκονα τού τίγρη , δλα μπορούν νά τά κάνουν, όδηγού­μενοι από τόν διcιβολο - νά, λόγου χάρη, τό επίστρωμα: δίνει τήν εντύπωση, δτι είναι αλη1'tινό καί ζωγραφισμένο από τό ιδιο ατομο, δμως, ή οψη της εικόνας, κοίτα, δέν είναι από τήν Ι'δια παλέτα, οχι! Οί παλιοί μαστόροι, Όπως ό Σιμόν ουσακόφ, αν καί ηταν αίρετικός - ό ιδιος ζωγράφιζε δλη τήν εικόνα, καί, προσωπικά, Τ11ν Όψη της, ό ιδιος ροκάνιζε τό ξύλο κι εστρωνε πάνω τή λαδομπογιά, ενώ σήμερα τά αισχρά αν1'tρωπάκια δέ μπορούν νά τό κάνουν! Παλιότερα, ή αγιογραφία ηταν εργο αγιο κι ίερό, ενώ τώρα ή τέχνη εχει καταντήσει πεζή !

Στό τέλος, βάζει μέ δέος τό εικόνισμα στό ράφι καί λέει, φορώντας τόν σκούφο του:

-'Αμαρτίες. Αυτό σημαίνει : αγόρασέ το ! Πνιγμένος από τό ποτάμι τών ώρα ίων λόγων, κατά­

πληκτος από τίς γνώσεις τού γέρου, ό πωλητής ρωτάει μέ σεβασμό:

-Πώς σού φαίνεται, αξιότιμε, ή εικόνα; -Ή εικόνα είναι από χέρια Νικονιανών. -Δέ μπορεί, αδύνατο ! Στήν εικόνα αυτή εχουν

προσευχη1'tεί οί πρόγονοί μας πάππου πρός πάππου ! -Ό Νίκον εχει ζήσει πρίν από τόν προπάππο σου. Ό γέρος βάζει τό εικόνισμα κάτω από τή μύτη τού

πωλητη καί συμβουλεύει αυστηρά: -Κοίτα εδώ, πόσο γελούμενη είναι ή μορφή, εικόνι­

σμα είναι αυτό; Αυτό είναι ζωγραφιά, χοντροκομμένη

248 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 249: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ζωγραφική, διασκέδαση Νικονιανική. Αυτό τό πράγμα δέν εχει μέσα του ψυχή ! Θά σού π(iΊ ψέματα εγώ; Είμαι γέρος, κυνηγή{}ηκα γιά τήν αλή{}εια, γρήγορα {}ά βρε{}ώ μπροστά στό ,'tεό, καί δέν εχω λόγους νά βαρύνω μέ κρίματα τήν ψυχή μου !

Βγαίνει από τό μαγαζί στήν ταράτσα, πε{}αίνοντας από γεροντική αδυναμία, στενοχωρημένος γιά τή δυσπι­στία στή γνώμη του. Ό επιστάτης αγοράζει τήν εικόνα, μέ μερικά ρούβλια, ό πωλητής φεύγει, κάνοντας μιά βα{}ειά υπόκλιση στόν Πέτρο Βασίλιτς. Μέ στέλνουν στήν ταβέρνα, γιά βραστό νερό, γιά τσάι, κι επιστρέφον­τας βρίσκω τόν βυζαντινολόγο ζωηρό καί χαρούμενο. Κοιτάει μέ καμάρι τό εικόνισμα, πού αγοράστηκε καί ορμηνεύει τόν επιστάτη :

-Κοίτα: τό εικόνισμα είναι αυστηρό, είναι ζωγραφι­σμένο μέ λεπτότητα, μετά φόβου Θεού, απαλλαγμένο από τό αν{}ρώπινο στοιχείο . . .

-Καί τίνος είναι ή ζωγραφική ; ρωτάει δ επιστάτης, λάμποντας κι αναπηδώντας από χαρά.

-Αυτό είναι νωρίς ακόμα νά τό μά{}εις. �Kαί πόσο {}ά δι»σουν οί εμπειρογν(Όμονες; -Αυτό δέν τό ξέρω. Δώσε νά τό δείξω σέ μερικούς . . . -� Αχ, Πιότρ Βασίλιεβι τς . . . -Καί αν τό πουλήσω ,'tά 'χεις ενα πενηντάρι, τά

επιπλέον {}ά 'ναι δικά μου ! -"Ωχ! . . . -Άντε καί μή βογγάς . . . Πίνουν τσάι, καί κάνουν ξετσίπωτα παζάρια, κοι­

τώντας Ο ενας τόν αλλο μέ τά μάτια τού απατεώνα. Ό επιστάτης βρίσκεται ολόκληρος στά χέρια τού γέρου, εΙναι φανερό. Κι δταν {}ά φύγει Ο γέρος, ,'tά μου πεί εκείνος:

-Κοίτα μή σού φύγει καμιά κουβέντα στήν κυρά, γιά τήν αγορά αύηΊ !

'Αφού συμφώνησε γιά τήν πούληση τού εικονίσμα­τος, ο επιστάτης ρωτάει:

-Καί τά νεώτερα από Τ1]ν πόλη , Πιότρ Βασίλιτς; Ό γέρος σιάζει τή γενειάδα του, μέ τό κίτρινο χέρι

249 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 250: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

του, και αφηγείται, ανοίγοντας τά λαδόχρωμα χείλια του, γιά τή ζωή τών πλουσίων εμπόρων: γιά εμπορικές επιτυχίες, γιά γλέντια τρικούβερτα, γιά γάμους, προδο­σίες γυναικών κι ανδρών. Άραδιάζει ετούτες τίς χον­τροκομμένες ίστορίες γρήγορα κι εξυπνα, δπως κάνει ή

καλή μαγείρισσα τίς τηγανίτες καί τίς περιχύνει μ' ενα σφυριχτό χαμόγελο. Τό στρογγυλούτσικο πρόσωπο τού επιστάτη κοκκινίζει από ζήλεια καί {}αυμασμό, τά μάτια του σκεπάζονται από μιάν αχνα ονείρου ' αναστενάζει καί λέει μέ παράπονο:

-'Ο κόσμος ζεί τή ζωή του ! 'Ενώ εγώ . . . -'Ο κα{}ένας μέ τήν τύχη του, - βουΊζει ή μπάσα

φωνή τού βυζαντινολόγου, τού ένός τή σφυροκοπούν αγγέλοι, μέ ασημένια σφυράκια, καί τού αλλου ό διάβο­λος, μέ τήν ανάστροφη τού τσεκουριού . . .

Αυτός δ γεροδεμένος, δ φλεβιάρης γέρος, τά ξέρει δλα, δλη τή ζωή της πόλης, δλα τά μυστικά τών εμπόρων, τών ύπαλλήλων, τών παπάδων, τών μικροαστών. Τό μάτι του είναι κοφτερό, σάν ορνιου, μέσα του λάμπει κάτι από τό βλέμμα τού λύκου καί της αλεπούς. Νιώ{}ω πάντα τόν πειρασμό νά τόν ερε{}ίζω, μά μέ κοιτάει από μακρυά, {}αρρείς μέσα από ενα σύννεφο. Μού φαίνεται, πώς είναι κυκλωμένος από μιάν απατη ερημιά. 'Όταν τόν πλησιάζεις, γκρεμίζεσαι κάπου. Μοϋ φαίνεται πώς εχει κάτι από τόν {}ερμαστή Σοϋμοφ.

'Ο επιστάτης, βέβαια, καί μπροστά του καί πίσω του, τόν {}αυμάζει γιά τή σοφία του, μά ύπάρχουν στιγμές, πού καί κείνος, δπως κι εγώ, {}έλει νά ερε{}ίσει, νά προσβάλει τόν γέρο.

-Γελας τούς αν{}ρώπους, μεγάλος απατεώνας, λέει ξαφνικά δ επιστάτης, κοιτώντας προκλητικά τόν γέρο στά μάτια.

Ό γέρος γελάει ανόρεχτα κι απαντα: -Μόνο δ {}εός ζεί χωρίς απάτη, εμείς δμως ζοϋμε

ανάμεσα σέ βλάκες. 'Άμα τόν βλάκα δέν τόν γελάσεις, δέν εχεις νά βγάλεις τίποτα απ' αυτόν.

'Ο έπιστάτης ανάβει: -Μά δέν είναι δλοι οί μουζίκοι βλάκες, οί εμπόροι,

250 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 251: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

βλέπεις, &πό τούς μουζίκους προέρχονται! -Δέ μιλάμε γιά τούς εμπόρους. Ο ί βλάκες δέ μπο­

ρούν νά γίνουν &πατεώνες. Ό βλάκας εΙναι άγιος, τό μυαλό του κοιμάται . . .

Ό γέρος μιλάει δλο καί πιό νω{}ρά, κι αυτό μ' εξοργίζει πολύ. Μού φαίνεται, πώς κά{}εται πάνω σέ μιά τούμπα καί γύρω είναι βούρκος καί λάσπη . Δέ μπορείς νά τόν {}υμώσεις. Είναι &λώβητος από δργή η ξέρει νά τήν κρύβει βα{}ιά.

Συχνά, δμως, λάχαινε νά μοϋ κολλάει εκείνος, - νά ζυγώνει πολύ κοντά καί νά μέ ρωτάει, γελώντας &νάμε­σα στά γένεια του:

-Πώς τόν λές εκείνον τόν Γάλλο συγγραφέα, πονός;!

Μ' εξοργίζει φοβερά τούτος δ ευτελής τρόπος ν' &ναποδογυρίζει τά ονόματα, μά κρατιέμαι γιά τήν ωρα κι &παντώ:

-Πονσόν ντέ Τερράϊγ. -Πού χάνεται ;2

-Μήν κάνετε τόν κουτό, δέν είστε μικρός. -Σωστά, δέν είμαι μικρός. Τί διαβάζεις; -Τόν 'Εφραίμ Σιρίν. -Ποιός γράφει καλύτερα; Οί κοσμικοί, οί δικοί σου,

η αυτός; Δέν απαντώ. -Καί οί κοσμικοί γιά ποιό πράγμα γράφουν περισ­

σότερο; επιμένει. -Γιά δλα δσα συμβαίνουν στή ζωή. -Δηλαδή, γιά τά σκυλιά. τά αλογα, - συμβαίνει νά

ιΊπάρχουν κι αυτά.

Ι . «Πονός» : αναγραμματισμός τού « I Ιονσόν», καί σημαίνει:

διάρροια.

2. «Τεριάτ», στά ρούσικα, χάνω. ΕΙναι πάλι λογοπαίγνιο, μέ τό

Τερράϊγ.

2 5 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 252: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό επιστάτης χασκογελάει, εγώ ταράζομαι. Τό φέρνω πολύ βαριά, νιιJ)(}ω ασκημα. Μ' αν δοκιμάσω νά φύγω από κεϊ, δ επιστάτης {}ά μέ σταματήσει:

-Γιά που; Κι ό γέρος μέ βασανίζει: --� Αντε, γραμματιζοίιμενε, λιJσε τό πρόβλημα!

Μπροστά σου στέκονται χίλιοι γυμνοί, πεντακόσιες γυναίκες καί πεντακόσιοι αντρες, κι ανάμεσά τους είναι ό 'Αδάμ κι ή Εύα, πώς /}ά βρεϊς τόν 'Αδάμ καί τήν Εύα;

Μέ ρωτάει πολλήν ωρα, γιά νά πάρει απ( ντηση, καί στό τέλος εξηγεί, μέ {'φος {}ριαμβευτικό:

-Χαζοπούλι, αυτοί οί δυό δέ γεννή/}ηκι;ι μά πλά­στηκαν, έπομένιιις δέν εχουν αφαλούς!

Ό γέρος ξέρει ενα σωρό τέτοια «προβλήματα» , μπορεί νά σέ παιδέψει μ ' αυτά.

Τόν πρώτο καιρό της ύπηρεσίας μου στό μαγαζί, Ελεγα στόν επιστάτη τό περιεχόμενο μερικών βιβλίων, πού είχα διαβcωει, τώρα οί ίστορίες αυτές στράφηκαν εναντίον μου, γιά νά μέ πειράξουν: Ό επιστάτης τίς Ελεγε στόν Πέτρο Βασίλιτς, επίτηδες παραλλαγμένες, αίσχρά διαστρεβλωμένες. Ό γέρος τόν βοη{}ουσε μαστο­ρικά, μέ αναίσχυντες ερωτήσεις. Οί βρωμόγλωσσές τους Ελουζαν μ' ενα σωρό αισχρόλογα Τ11ν Ευγενία Γκραντέ, τή Λιουντμίλα, τόν 'Ερρίκο τι'!ν Δ !

Καταλάβαινα π(ίJς δέν τά κάνουν αλα αυτά από κακία, μά από άνία καί πλήξη, μ' αυτό αμως δέ μέ ξαλάφρωνε κα{}όλου. 'Αφού φτιάχνανε τή λάσπη, κυλι­όντουσαν μέσα σά γουρούνια, καί γρύλλιζαν από από­λαυση, κα/}ώς σπίλωναν καί βρ(ίψιζαν τό (οραίο, πού τούς ηταν ξένο κι ακατανόητο.

'Όλη ή αυλή του ξενοδοχείου, αλος δ κόσμος του, Εμποροι καί ύπάλληλοι, ζούσαν μιά παράξενη ζωή, γεμάτη από παιδικές, ανόητες, μά πάντα ποτισμένες μέ κακία διασκεδάσεις. > Α ν ενας χωριάτης ερχόταν καί ρωτούσε ποιό δρόμο {}ά πάρει, γιά νά πάει πιό σύντομα στό τάδε μέρος της πόλης, πάντα τού δείχνανε λα{}εμένη

252 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 253: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κατεύ{tυνση : αυτο εγινε συνή{tεια δλονών, σέ τέτοιο σημείο, πού δέν εδινε πιά χαρά στούς φαρσέρ. Πιάνανε δυό ποντίκια, τά εδεναν άπό τίς ουρές, τ' αφηναν στόν δρόμο καί χάζευαν, βλέποντας νά δρμούνε σέ διάφορες μεριές καί νά δαγκώνονται μεταξύ τους. Μερικές φορές, μάλιστα, περίχυναν τόν ποντικό μέ πετρέλαιο καί τού 'διναν φωτιά. Δένουνε στήν ουρά ενός σκύλου , ενα σπασμένο τενεκεδένιο κουβά, τό σκυλί, εξαλλο άπό τόν φόβο, τρέχει βροντώντας τόν τενεκέ στό καλντερίμι, κι οί αν{tρωποι κοιτούν καί σπαρταρούν άπό τά γέλια.

Είχαν πολλές τέτοιες διασκεδάσεις. Θά' λεγε κανείς, πιος ολοι οί αν{tρωποι - κι ιδιαίτερα τού χωριού -ύπάρχουν, άποκλειστικά καί μόνο, γιά νά διασκεδάσουν τήν αυλή τού ξενοδοχείου. Ένιω{tες, πώς απέναντι στόν αν{tρωπο ύπηρχε διαρκώς ή επι{tυμία νά τόν ειρωνεύον­ται, νά γελοϋν σέ βάρος του, νά τόν κάνουν νά πονέσει, νά τά χάσει. Καί μού φαινόταν παράξενο, πού τά βιβλία, πού διάβαζα, άποσιωπούσαν τούτη τή διαρκη, εντονη τάση τών άν{tρώπων νά κοροϊδεύουν καί νά ταπεινώ­νουν δ ενας τόν άλλο.

Μιά, άπ' αυτές τίς διασκεδάσεις της αυλης τού ξενοδοχείου, μού φάνηκε εξαιρετικά προσβλητική καί αποκρουστική .

Κάτω άπό τό μαγαζί μας, δ εμπορος πού πουλούσε μαλλιά καί κετσεδένια στιβάνια, είχε εναν ύπάλληλο, πού εκανε ολη τήν αγορά τού Νίζνι νά απορεί γιά τή λαιμαργία του . Τό αφεντικό του καυχιέται γιά τήν ίκανότητα αυτή τού ύπαλλήλου του, οπως καυχσίiνται αλλοι γιά τήν άγριάδα τού σκύλου η τή δύναμη τού αλόγου τους. Συχνά, εβαζε στοίχημα μέ τούς γύρω αν1'J'ρώπους, τού σιναφισίi του.

-Ποιός βάζει δέκα ρούβλια; 'Εγώ λέω, πώς δ Μίσκα μπορεί νά φάει, μέσα σέ δυό ι1ρες, δέκα φούντια χοιρομέρι!

Μά ολοι ηξεραν, πώς δ Μίσκα μπορεί νά τό κάνει καί ελεγαν :

-Δέ βάζουμε στοίχημα, μπορούμε δμως ν' άγορά­σουμε τό χοιρομέρι, ας τό φάει καί μείς {tά βλέπουμε.

253 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 254: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Μόνο νά τού δώσετε κα{}αρό κρέας, χωρίς κόκκαλα.

Συζητούν λιγάκι, ανόρεχτα, τεμπέλικα. �Eπειτα, από τήν σκοτεινή απο{}ήκη, βγαίνει ενας αδύνατος, αμού­στακος, μέ πεταμένα ζυγωματικά, νέος, μέ μακρύ παλτό, κόκκινο ζωστήρα στή μέση, γεμάτος από τούφες μαλλι­ού. Βγάζει μέ σεβασμό τό κασκέτο από τό μικρό κεφάλι του καί κοιτάει αμίλητος, μέ {}ολό βλέμμα, τά βα{}ουλω­τά μάτια τού αφεντικού, πού είναι κάπου χωμένα στό στρογγυλό, κατακόκκινο πρόσωπό του, τό σκεπασμένο από ενα χοντρό στρώμα σκληρές τρίχες.

-Μπάντμαν, μπορείς νά φάς ενα χοιρινό μπούτι; -Σέ πόσον καιρό; ρωτάει, μέ τή λεπτή φωνή του, δ

Μίσκα. -Σέ δυό ώρες. -Δύσκολα! -Τί δυσκολία εχει! -Έπιτρέψτε μου καί δυό μπύρες! -� Αντε, δίνε του, λέει τό αφεντικό καί καυχιέται.

Μή νομίζετε, δτι είναι {}εονήστικος, σχι. Τό πρωί κατα­βρόχ{}ισε κάπου δυό φούντια κουλούρια, καί τό μεσημέ­ρι τήν πάτωσε γερά . . .

Φέρνουν τό χοιρομέρι, μαζεύονται οί {}εατές, οί εμποροι κά{}ε ύλικού, χωμένοι στίς βαρειές τους γούνες, πού {}υμίζουν τεράστια ζύγια. Οί αν{}ρωποι εχουν μεγάλες κοιλιές, αλλά ολοι τους μάτια μικρά, μέσα σέ λιπαρές φούσκες καί σκεπασμένα από μιά νυσταλέα {}αμπάδα ανυπόφορης ανίας.

Χώνουν τά χέρια μέσα στά μανίκια τους, καί κάνουν εναν πυκνό κλοιό γύρω από τόν φαγά, πού είναι εφοδιασμένος μ' ενα μαχαίρι κι ενα μεγάλο κομμάτι σικαλίσιο ψωμί. Ό φαγάς κάνει εκ βα{}έων τόν σταυρό του, κά{}εται πάνω σ' εναν σωρό μαλλί, βάζει τό χοιρο­μέρι πάνω σ' ενα κασσόνι, δίπλα του, τό αναμετρά μέ τ' αδειανά μάτια του.

Ό φαγάς κόβει μιά λεπτή φέτα ψωμί καί μιά χοντρή χοιρινό, τά βάζει μαζί, τά φέρνει μέ τά δυό του χέρια στό στόμα, - τά χείλια του τρέμουν, τά γλείφει μέ τή μακριά

254 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 255: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σκυλίσια γλώσσα του, φαίνονται κάτι μικρά μυτερά δόντια, - καί μέ σκυλίσιο τρόπο γέρνει τή μούρη του πάνω στό κρέας.

-'Άρχισε! -Κοιτάχτε τά ρολόγια σας! 'Όλα τά μάτια στράφηκαν, εμπορικά, στό πρόσωπο

του φαγά, στό κατωσάγονό του, στίς στρογγυλές φου­σκες πού σχηματίζονται κάτω από τ' αυτιά του. Βλέπουν τό μυτερό πηγούνι του ν' ανεβοκατεβαίνει ρυi}μικά, καί ανταλλάζουν, βαριεστημένα, σκέψεις.

-Θυμίζει καi}αρά αρκούδα! -Είδες αρκούδα νά τρώει; -Άπό που ; Μήπως ζώ στό δάσος; Αυτό τό λένε ετσι,

«τρώει σάν αρκούδα». -Λένε, σά γουρούνι. -Τό γουρούνι δέν τρώει γουρούνι . . . Γελάνε ανόρεχτα καί αμέσως κάποιος ειδήμονας

διορi}ώνει: -Τό γουρούνι τρώει τά πάντα, καί τά γουρουνό­

πουλα καί τήν αδερφή του . . . Τό πρόσωπο του φαγά κοκκινίζει σιγά-σιγά, τ ' αυτιά

του γίνονται μελιντζανιά, τά βουλιαγμένα μάτια του βγαίνουν από τούς κοκκαλένιους λάκκους τους, ανασαί­νει βαριά, μά τό πηγούνι του σαλεύει πάντα ρυi}μικά.

-Σφίξου, Μιχάηλο, ό χρόνος περνάει! τόν ενi}αρρύ­νουν. Μετράει ανήσυχος, μέ τά μάτια, τό κρέας πού μένει ακόμα, πίνει μπύρα καί πάλι μασουλάει. Ή παρέα ζωηρεύει, κοιτώντας δλο καί πιό συχνά τό ρολόι, πού κρατάει στά χέρια του τό αφεντικό του Μίσκα, οί ανi}ρωποι προειδοποιουν ό ενας τόν αλλο:

-Μήπως γύρισε πίσω τό ρολόι; Πάρτε το από τό χέρι του !

-Παρακολούi}α τόν Μίσκα, μή χώσει στά μανίκια του κομμάτια!

-Δέ i}ά μπορέσει νά τό φάει ωσπου νά τελειώσει ή ωρα!

Τό αφεντικό του Μίσκα φωνάζει προκλητικά : -Βάζω στοίχημα ενα εικοσιπεντάρικο ! Μίσκα, μή μέ

255 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 256: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

προδώσεις! Ή παρέα προκαλεί τό αφεντικό, μά κανένας δέ

δέχεται τό στοίχημα. Κι ό Μίσκα αλέttει κι αλέttει. Τό πρόσωπό του εγινε

σά χοιρομέρι. Ή σουβλερή μύτη του σφυρίζει {}λιβερά. Σέ τρομάζει ή όψη του. Μοϋ φαίνεται, πώς, σπου νά 'ναι, {}ά βάλει τίς φωνές, τά κλάματα:

«Έλεείστε με . . . »

Ή {}ά μείνει τό κρέας στόν λαιμό του, {}ά καρφω{}εϊ: τό κεφάλι του στά πόδια τών {}εατών καί {}ά πε{}άνει.

Τελικά. τό' φαγε σλο, γουρλώνοντας τά μεitυσμένα μάτια του καί είπε κουρασμένα.

-Δώστε μου κάτι νά πιώ . . . Καί τό αφεντικό του, κοιτώντας τήν ωρα, μουρμου-

ρίζει: -'Άργησε ό ατιμος, τέσσερα λεφτά . . . -Ή παρέα τόν κουρδίζει: -Κρίμα πού δέ βάλαμε στοίχημα μαζί σου, {}ά

'χανες! -Παρ' δλα αυτά, {}ηρίο μονάχο ό παραγιός σου! -Ν-ναΙ., κάνει γιά τό τσίρκο . . . -Βρέ, πώς παραμορφώνει ό {}εός τόν αν{}ρωπο!

ΕΙδες; --Άντεστε νά πιούμε τσάι, τί διάβολο! Καί καταπλέουν, σά μαούνες, στήν ταβέρνα. Θέλω νά καταλάβω τί �ταν εκείνο, πού μάζεψε

τούτους τούς βαριούς, aπελέκητoυς αν{}ρώπους, γύρω από τούτο τό δύστυχο παλληκαράκι, γιατί αι'τή ή αρρωστιάρικη λαιμαργία του τούς διασκεδάζει ;

Μισοσκότεινη κι ανιαρή ή στενή γαλαρία, ή γεμάτη ως τά μπούνια aπό μαλλί, προβιές, κανάβι, σκοινιά, κετσεδένιες μπότες, χάμουρα. 'Από τό λι{}όστρωτο 'χωρί­ζεται μέ τούβλινες κολώνες.

Οί χοντρές αυτές κολώνες εχουν φαγω{}εί από τόν καιρό, είναι καταπιτσιλισμένες από τή λάσπη τού δρό­μου. 'Όλα τά τούβλα καί οί ραγάδες, μεταξύ τους (ι­σφαλώς, {}ά μεΤΡ11{}ηκαν νοερά καί ,'tά ξαναμετρή1'tηκαν χιλιάδες φορές καί αποτυπώ{}ηκαν οτή μνήμη γιά πάντα,

256 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 257: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μέ τό βαρύ δίχτυ τών τερατώδικων κεντιδιών τους. Πάνω στό καλντερίμι βαδίζουν αργά οί άν-ιtρωπoι.

Πάνω στόν δρόμο κινούνται αβίαστα οί άμαξάδες, τά ελκη-ιtρα μέ τό εμπόρευμα. Πίσω από τόν δρόμο, μέσα σ' ενα κόκκινο τούβλινο τετράγωνο, από δίπατα μαγαζιά, είναι ή πλατεία, γεμάτη κάσσες, άχυρα, τσαλακωμένο στρατσόχαρτο, σκεπασμένη άπό ενα βρώμικο, ποδοπα­τημένο χιόνι.

'Όλα αυτά, μαζί μέ τούς αν-ιtρώπoυς, τ' άλογα, παρά τήν κίνηση, μού φαίνονται ακίνητα, στριφογυρνούν νωχελικά στό ιδιο μέρος, δεμένα μ' αυτό μέ αόρατες άλυσίδες. Ξάφνου, νιώ-ιtεις, πώς ή ζωή αυτή είναι φτωχή από ηχους, άφωνη, σχεδόν βουβή. Τρίζουν τά δοκάρια κάτω άπό τά ελκη-ιtρα, χτυπούν οί πόρτες τών μαγαζιών, φωνάζουν οί κουλουρτζηδες, κι οί σαλεπιτζηδες, κι οί πουλητές ζεστης βότκας, μά οί φωνές τών αν-ιtρώπων αντηχούν πέν-ιtιμα, είναι, χωρίς νά τό -ιtέλoυν, μονότονες, τίς συνη-ιtίζεις γρήγορα καί παύεις νά τίς προσέχεις.

Χτυπάνε πέν-ιtιμα οί καμπάνες τών εκκλησιών, -τούτος ό -ιtλιμμένoς ηχος μέ συνοδεύει παντού. Μού φαίνεται, πώς κυλάει aτόν αέρα διαρκώς, πάνω από τό παζάρι, από τό πρωί ως τό βράδι, διαποτίζει δλες τίς σκέψεις, δλα τά αισ-ιtήματα, άπλώνεται σάν κατα-ιtλιπτι­κό χάλκινο κατακά-ιtι πάνω σ' δλες μου τίς εντυπώσεις.

Ή ανία, ή πλήξη, ψυχρή καί όχληρή αναδίνεται από παντού : από τή γη, τή σκεπασμένη από βρώμικο χιόνι, από τούς γκρίζους χιονοσωρούς πάνω σ:ι:ίς στέγες, από τά τούβλα τών σπιτιών μέ τό κρεατί χρώμα. Ή ανία ανεβαίνει από τίς καπνοδόχες, σάν γκρίζος καπνός, καί σέρνεται άπλωτά πάνω στόν σταχτύ, χαμηλό, αδειανό ουρανό. Άνία αχνοβολούν τ' άλογα, αποπνέουν οί αν-ιtρωπoι. Έχει τή μυρωδιά της - μιά βαρειά καί δρυμιά μυρωδιά από ίδρώτα, λίπος, καναβόλαδο, πίττα τζακιού, καί καπνίλα. Ή μυρωδιά αυτή σού σφίγγει τό κεφάλι, σάν ενα ζεστό, στενό καπέλλο, χώνεται στό στη-ιtoς, προκαλώντας σου ενα περίεργο με-ιtύσι, εναν σκοτεινό πό-ιto νά κλείσεις τά μάτια, νά ουρλιάξεις απεγνωσμένα καί νά φεύγεις, νά φεύγεις δπου

257 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 258: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σου λάχει καί νά χτυπήσεις τό κεφάλι σου, μέ φόρα, στόν πρωτο τοίχο.

Περιεργάζομαι τά πρόσωπα των εμπόρων, καλο­itρεμμένα, τεζαρισμένα, γεμάτα πηχτό, παχύ αΙμα, δαρμένα άπό τήν παγωνιά κι άνέκφραστα σάν ύπνωτι­σμένα. Οί ανitρωποι χασμουριουνται συχνά, άνοίγοντας τό στόμα, σάν ψάρια πεταμένα στήν ξερήν άμμουδιά.

Τόν χειμωνα, τό εμπόριο είναι στάσιμο, καί στά μάτια των εμπόρων δέ βλέπεις εκείνη τήν υπουλη λάμψη του άρπαχτικου άγριμιου, πού τούς όμορφαίνει κάπως, τούς ζωντανεύει, τό καλοκαίρι. Βαρειές γούνες, πού εμποδίζουν τήν κίνηση, λυγίζουν τούς άνitρώπους πρός τή γη. Μιλάνε οί εμποροι βαριεστημένα, κι δταν itυμώ­νουν, στήνουν καυγά. Πιστεύω, πώς τό κάνουν επίτηδες, μόνο καί μόνο γιά νά δείξει ό ενας στόν αλλο, δτι είναι ζωντανός !

Βλέπω πολύ καitαρά, πώς τό αγχος τούς πνίγει, τούς σκοτώνει. Καί μόνο μέ τήν άνεπιτυχη καταπολέμησή του άπό τούς άνitρώπους μπορω νά εξηγήσω τίς σκληρές καί άνόητες διασκεδάσεις των άνitρώπων.

Μερικές φορές μιλάω γι' αυτό μέ τόν Πιότρ Βασίλιε­βιτς. Γενικά, βέβαια, παίζει καί κοροϊδεύει μαζί μου, μά τού άρέσει τό πάitος μου γιά τά βιβλία, καί, όρισμένες φορές, καταδέχεται νά μιλάει μαζί μου διδαχτικά καί σοβαρά.

-Δέ μ' άρέσει ή ζωή των εμπόρων, τού λέω. Τυλίγει εκείνος μιά φούντα άπό τή γενειάδα του στό

μακρύ δάχτυλό του καί ρωτάει: -Καί πως ξέρεις πως ζούνε εκείνοι; ''Η μήπως συχνά

πηγαίνεις βεγγέρα στά σπίτια τους; 'Εδω, άγόρι μου , είναι δρόμος. Καί στόν δρόμο οί ανitρωποι δέ ζουν, στόν δρόμο εμπορεύονται. Περνάνε γρήγορα-γρήγορα άπό κεί καί γυρίζουν πάλι σπίτι! Στόν δρόμο οί ανitρωποι βγαίνουν ντυμένοι, καί δέ μπορείς νά ξέρεις τί κρύβεται πίσω άπό τό φόρεμα. 'Ανοιχτά ζεί ό ανitρωπσς στό σπίτι του, μέσα στούς τέσσερις τοίχους του, καί πως ζεί εκεί δέ μπορείς νά τό ξέρεις!

-Μά οί σκέψεις τους είναι πάντα ίδιες. Τί εδω, τί

258 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 259: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στό σπίτι; -Καί ποιός μπορεί νά ξέρει τί σκέφτεται ό διπλανός

του ; λέει, στρογγυλεύοντας αυστηρά τά μάτια του, ό γέρος μέ βαρειά φωνή. ΟΙ σκέψεις εΙναι σάν τίς ψείρες, δέ μπορείς νά τίς μετράς, λένε οι παλιοί. Μπορεί ό αν{}ρωπος νά πάει aτό σπίτι, νά πέσει στά γόνατα καί νά βάλει τά κλάματα, δεόμενος στόν Θεό του : «'Ελέησόν με, Κύριε, πού άμάρτησα τήν αγια σου ήμέρα τούτη ! » Μπορεί τό σπίτι, γιά ελόγου του, νά' ναι μοναστήρι καί νά ζεί εκεί μόνο μέ τόν {}εό του. Βλέπεις, λοιπόν ! Ή κά{}ε αραχνίτσα ξέρει τή δική της φωλίτσα, φτιάχνει τό ύφάδι της ανάλογα μέ τό βάρος της, γιά νά μπορέσει νά τήν κρατήσει . . .

'Όταν μιλάει σοβαρά, ή φωνή του εΙναι πιό χαμηλή , πιό μπάσα, λές καί ανακοινώνει κάποια μυστικά.

-'Εσύ, διαλογίζεσαι, μά εΙναι ακόμα νωρίς γιά σένα ή σκέψη. Στά χρόνια σου, ό κόσμος ζεί όχι μέ τό μυαλό, μά μέ τά μάτια! Έπομένως, κοίτα, {}υμήσου καί σώ­παινε. Τό μυαλό γιά τήν πράξη καί γιά τήν ψυχή ή πίστη ! 'Ότι διαβάζεις βιβλία είναι καλό, μά παντού πρέπει νά ξέρεις τό μέτρο: μερικοί πολυδιαβάζουν καί φτάνουν, κάποτε, στήν τρέλα καί, κάποτε, στόν α{}εϊσμό . . .

Μού φαινότανε α{}άνατος - δύσκολα μπορούσα νά φανταστώ, πώς μπορεί νά γεράσει, ν' αλλάξει. Τού αρεζε νά λέει ιστορίες γιά εμπόρους, γιά ληστές, γιά κιβδηλο­ποιούς, πού εχουν γίνει ξακουστοί. Πολλές τέτοιες ιστορίες εχω ακούσει από τόν παππού μου, κι ό παππούς τά αν ιστορούσε καλύτερα από τόν βυζαντινολόγο. Άλ­λά τό νόημα τών ιστοριών ηταν τό ίδιο: τά πλούτη πάντα κερδίζονταν μέ αμαρτία, απέναντι στούς αν{}ρώπους καί στόν {}εό. Ό Πιότρ Βασίλιεφ ηταν αλύπητος γιά τούς αν{}ρώπους, μά γιά τόν {}εό μιλούσε μέ αίσ{}ημα {}ερμό, κοντανασαίνοντας καί κρύβοντας τά μάτια.

-"Ετσι εξαπατούν τόν {}εό, καί κείνος, ό {}εούλης ό 'Ιησούς τά βλέπει δλα καί κλαίει: αν{}ρωποί μου, αν{}ρω­ποι, φτωχοί μου αν{}ρωποι, σάς περιμένει ή κόλαση !

Μιά φορά, τόλμησα νά τού {}υμίσω: -Καί σείς εξαπατάτε τούς μουζίκους . . .

259 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 260: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Αυτό δέν τόν πείραξε: -Μήπως κάνω τίποτα σπουδαίο; Τσιμπώ κανένα

τριάρι η πεντάρι ρούβλια, αυτό είναι δλο μου τό κρίμα. 'Όταν μ' επιανε νά διαβάζω, επαιρνε τό βιβλίο από

τά χέρια μου, μέ ρωτούσε, επίμονα καί σχολαστικά, γιά δσα διάβασα κι επειτα ελεγε, μέ δυσπιστία, &πο{}αυμά­ζοντας, στόν επιστάτη :

-Κοίτα τον, καταλαβαίνει τά βιβλία, δ δαίμονας! Καί μέ συμβούλευε μυαλωμένα, πού τό {}υμαμαι

ακόμα: -' Ακου πού σού λέω, {}ά σού χρειαστούνε! Δυό ηταν

οΙ Κύριλλοφ, καί οΙ δυό επίσκοποι. Ό ενας της 'Αλεξάν­δρειας, δ αλλος της 'Ιερουσαλήμ. Ό πρώτος καταπολέ­μησε τόν επάρατο αΙρετικό Νεστόριο, πού δίδασκε, αισχρά, δτι τάχα ή Θεοτόκος είναι αν{}ρωπος, καί γι' αυτό δέ μπορούσε νά γεννήσει {}εό, αλλά αν{}ρωπο, μέ τό ονομα καί τά εργα του Χριστού, δηλαδή, τού σωτηρα τού κόσμου . 'Επομένως δέν πρέπει νά τή λέμε Θεοτόκο, αλλά Χριστοτόκο, κατάλαβες; Αυτό λέγεται αϊρεση ! Ό Κύριλλος πάλι της 'Ιερουσαλήμ αγωνίστηκε ενάντια στόν 'Αρειανό τόν αΙρετικό . . .

Τόν {}αύμαζα πολύ, πού ηξερε τόσο καλά τήν εκκλη­σιαστική Ιστορία, καί κείνος, τρίβοντας τά γένεια του, μέ τό περιποιημένο παπαδίστικο χέρι του, καυχόταν:

-Στή δουλειά αυτή είμαι στρατηγός. πηγα, μιά φορά, στή Μόσχα, τήν Πεντηκοστή, γιά συζήτηση μέ τούς φαρμακερούς Νικονικούς σοφούς, παπάδες καί πολίτες. 'Εγώ, μικρέ μου, καί μέ κα{}ηγητές επιασα συζήτηση, μάλιστα! 'Έναν παπα τόν στρίμωξα τόσο πολύ, μέ τό μαστίγιο τού λόγου, πού μάτωσε ή μύτη του κι ετρεχε ποτάμι - νά ξέρεις!

Τά μάγουλά του ροδοκοκκίνισαν, τά μάτια του αστραφταν.

Ή αΙμορραγία της μύτης τού αντιπάλου, φαίνεται, πώς ηταν γιά κείνον τό ύψηλότερο σημείο της επιτυχίας του, τό πιό λαμπρό ρουμπίνι στό χρυσό στεφάνι της δόξας του, καί τό ελεγε μέ ήδονή καί πά{}ος:

-'Ωραίος ό παπάδαρος ταυραμπας! Στεκόταν μπρο-

260 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 261: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στά στό αναλόγιο, κι από τή μύτη του, τάκ-τάκ! Καί δέν εβλεπε τήν ξευτίλα του. Άγριεμένος ό παπάς, λεοντάρι της έρήμου, καί μιά φωνάρα, καμπάνα! Ένώ εγώ ατάρα­χα, μαλακά, τόν κάρφωνα στήν ψυχή, στό πιό καίριο σημείο της, μέ τά δικά του τά λόγια, σά νά 'ταν σουβλιά. Κόβει βόλτες καί παίρνει φωτιά κυριολεκτικά, σάν φούρνος, από τήν αίρετική του κακία . . . Καυγά νά δούν τά μάτια σου.

Συχνά, ερχονταν κι αλλοι γραμματιζούμενοι στό μαγαζί. Ό Παχόμιος, ενας ανftρωπος μέ μεγάλη κοιλιά καί λιγδιασμένο πανωφόρι, μονόμματος, πλαδαρός καί γκρινιάρης. Ό Λουκιάν, ενας κοντοστούπης γεροντά­κος, γυαλιστερός σάν πόντικας, τρυφερός καί ζωηρός, καί, μαζί του, ενας ψηλός αντρας, σάν άμαξάς, μαυρογέ­νης, μέ νεκρό, αντιπαf}ητικό, μά ώραίο πρόσωπο καί πλάνα μάτια.

Σχεδόν πάντα εφερναν, γιά πούλημα, παλαι"ίκά βι­βλία, εικονίσματα, κηροπήγια, κάτι κύπελλα. Μερικές φορές, συνόδευαν πουλητές, - κανένα γέρο η γριά, από τόν Βόλγα. Μόλις τέλειωναν τίς δουλειές τους κάftονταν στό παγκάκι, σάν κοράκια στό κλαδί, πίναν τσάι, μέ κουλούρια καί ζαχαρίνη, καί μιλούσαν μεταξύ τους, γιά τούς διωγμούς πού εκανε ή Έκκλησία τού Νίκονα: εκεί κάνανε ερευνα, μάζευαν τά βιβλία της λειτουργίας. Στό τάδε μέρος, ή άστυνομία εκλεισε τό κελλί προσευχης τών αίρετικών καί παράπεμψε σέ δίκη τούς ιδιοκτητες του, σύμφωνα μέ τό αρftρο 1 0 3 . Αυτό τό 1 03 αρftρο ηταν συχνά τό ftέμα της συζήτησής τους, μά μιλούσαν γι' αυτό ήρεμα, λές καί ηταν κάτι τό άναπόφευκτο, σάν τίς παγωνιές τού χειμώνα.

Οί λέξεις: αστυνομία, ερευνα, φυλακή, δικαστήριο, Σιβηρία, - λέξεις πού αντηχούσαν διαρκώς στίς κου­βέντες τους, δταν μιλούσαν γιά διωγμούς καί γιά πίστη, πέφτανε στήν ψυχή μου σάν αναμμένα κάρβουνα, ανά­βοντας τή συμπάftεια καί συμπόνια γιά τούς γέρους αυτούς. Τά βιβλία, πού διάβασα, μ' εμαftαν νά σέβομαι τούς ανftρώπους, πού επιμένουν στόν σκοπό τους, νά εκτιμώ τήν πνευματική καί ψυχική στο"ίκότητα.

Ξεχνούσα δλα τά άσχημα, πού εβλεπα σ' αυτούς τούς

261 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 262: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δασκάλους της ζωης, αισttανόμουν μόνο τό ηρεμο πεί­σμα τους, πού πίσω του πίστευα, πώς κρυβόταν ή ακλόνητη πίστη τών δασκάλων στήν αλήttεια τους, ή έτοιμότητά τους νά ύποστούν γιά τήν αλήttεια κάttε δοκιμασία.

Άργότερα, δταν μπόρεσα νά δώ πολλούς τέτοιους καί παρόμοιους φύλακες της παλιάς πίστης, καί μέσα στόν λαό καί στή διανόηση, κατάλαβα, πώς ή επιμονή αυτή εΙναι ή παttητικότητα τών ανttρώπων, πού δέν εχουν νά πάνε πουttενά αλλού, από τό μέρος δπου βρίσκονται, καί δέ ttέλουν νά πάνε κάπου αλλού, γιατί 'ταν γερά δεμένοι μέ τίς αλυσσίδες τών παλιών λέξεων, πού· εχασαν τό νόημά τους, κοκ κάλω σαν κι απόμειναν σ' αυτές τίς λέξεις καί τίς εννοιες. Ή ttέλησή τους μένει αμετακίνητη, ανίκανη ν' αναπτυχttεί πρός τήν κατεύ­ttυνση του μέλλοντος, κι δταν κάποιο χτύπημα απ όξω τούς πετάει από τό συνηttισμένο τους μέρος, κατρακυ­λούν μηχανικά πρός τά κάτω, δπως οί πέτρες από τό βουνό. Κρατιούνται στίς ttέσεις τους, κοντά στό νεκρο­ταφείο ξεπερασμένων αληttειών μέ τή νεκρή δύναμη τών αναμνήσεων γιά τό παρελttόν καί μέ τήν αρρωστημένη αγάπη τους πρός τό μαρτύριο καί τήν καταπίεση. Άν δμως τούς αφαιρέσεις τή δυνατότητα τού μαρτυρίου, εξαφανίζονται, ξεγυμνωμένοι καί κενοί, σάν τά σύννεφα από τόν ανεμο μιάς ώραίας μέρας.

Ή πίστη γιά τήν όποία είναι ετοιμοι, μέ ευχαρίστηση καί μεγάλη αυταρέσκεια, νά μαρτυρήσουν, είναι αναμ­φίβολα δυνατή πίστη , αλλά ή πίστη τούτη ttυμίζει πολυμεταχειρισμένο φόρεμα, καταλαδωμένο, βουτηγμέ­νο σέ κάttε βρωμιά καί λάσπη, γι' αυτόν ακριβώς τόν λόγο δύσκολα τό πιάνει ό καταλύτης τών πάντων χρόνος. Ή σκέψη καί τά αισttήματα εχουν συνηttίσει στό στενό, στό βαρύ περίβλημα τών προλήψεων καί τών δογμάτων, καί παρ' δλο πού χάσανε τά φτερά τους, καί σακατεύτηκαν, ζούνε αρμονικά καί ανετα.

Ή πίστη αυτή της συνήttειας - είναι ενα από τά πιό ttλιβερά καί βλαβερά φαινόμενα της ζωης μας. Στόν χώρο τούτης της πίστης, σπως στή σκιά ένός πέτρινου

2 6 2 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 263: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τοίχου, τό κάitε καινούργιο μεγαλώνει αργά, παραμορ­φώνεται, γίνεται αναιμικό. Μέσα σέ τούτη τή σκοτεινή πίστη πολύ λίγες είναι οΙ αχτίδες αγάπης, πάρα πολλές εΙναι οΙ πίκρες, οΙ κακίες καί ή ζήλεια, πού πάει πάντα συντροφιά μέ τό μίσος. Ή φλόγα τούτης της πίστης εΙναι μιά φωσφορική λάμψη της σήψης.

Μά γιά νά πειστώ γι' αυτό, χρειάστηκε νά ζήσω πολλά σκληρά χρόνια, πολλά νά σπάσω μέσα στήν ψυχή μου, νά εξοστρακίσω από τή μνήμη μου. Καί τήν εποχή, πού πρωτοσυνάντησα τούς δασκάλους της ζωης, μέσα στήν αγχώδη καί ασύνειδη πραγματικότητα, μού φάνη­καν ανitρωποι μέ μεγάλη ψυχική καί πνευματική δύνα­μη, οί καλύτεροι ανitρωποι της γης. Σχεδόν ό καitένας τους πέρασε από δίκη, κάitησε στή φυλακή, εκτοπίστηκε σέ διάφορες πόλεις, περιπλανήitηκε, σταδιακά, μέ τούς κρατούμενους. 'Όλοι τους ζούσαν μέ προφυλάξεις, Όλοι κρύβονταν.

Ώστόσο, εΙδα πώς ενώ παραπονούνται γιά «κατα­πίεση τού πνεύματος», από τούς Νικονικούς, οΙ γερόντοι μόνοι τους καταπιέζουν πολύ πρόitυμα, ακόμα καί μέ ευχαρίστηση, ό ενας τόν αλλο.

Ό μονόφitαλμος Παχόμιος, Όταν τά κοπανούσε, αγαπούσε νά καυχιέται γιά τήν πραγματικά καταπλη­κτική μνήμη του. Μερικά βιβλία τά 'ξερε απ' εξω κι ανακατωτά, Όπως ό ραββίνος ξέρει τό Ταλμούδ: βάζει τό δάχτυλο σέ όποιαδήποτε σελίδα, κι από τή λέξη Όπου επεσε τό δάχτυλο, ό Παχόμιος αρχίζει νά σού λέει τή συνέχεια απόξω, μέ τή μαλακούτσικη , αποκρουστική φωνούλα του. Πάντα κοιτάει μπροστά του, καί τό μοναδικό μάτι του γλιστράει πάνω στό πάτωμα ανήσυ­χα, λές καί ψάχνει κάτι χαμένο, εξαιρετικά πολύτιμο. Πολύ πιό συχνά δείχνει αυτό τό νούμερό του στό βιβλίο τού Μισέτσκι «Σταφύλια Ρωσικά», - ηξερε πολύ καλά «τά μεγάλα μαρτύρια καί τή μεγάλη υπομονή καί ήρωι­σμό τών itείων καί ατρόμητων μαρτύρων», ενώ ό Πιότρ Βασίλιεφ προσπαitούσε διαΡΚQJς νά τού βρεί λάitη .

-Λές ψέματα! Αυτό δέν τό 'καμε ό Κυπριανός ό Φτωχός, μά ό Ντενίς ό Πάνσοφος.

263 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 264: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

- Ποιός Ντενίς είπες; Δ ιονύσιος λέγεται . . . -Μήν πιάνεσαι από μιά λέξη ! -Έσύ μή μού κάνεις τό δάσκαλο ! Σέ λίγα λεφτά, καί οι δυό τους, φουσκωμένοι από

οργή, κοιτούν στραβά ό ενας τόν αλλο, κοντά-κοντά καί, λένε:

-Κοιλιόδουλε, μούτρο ξετσίπωτο, νά τί κοιλιά ε-κανες . . .

Ό Παχόμιος απαντάει, λές καί διαβάζει κατάστιχα: -Καί σύ, ερωτιδέα, τράγο, σκλάβε τού ποδόγυρου ! Ό επιστάτης χώνει τά χέρια μέσα στά μανίκια του,

γελάει φαρμακερά καί έν-&αρρύνει τούς φύλακες της αρχαίας ευσέβειας, σπω ς κάνει μέ τά μικρά παιδιά.

-Πές του τα! Άντε, κι αλλα -&έλει! . Μιά φορά, οι γερόντοι δάρ-&ηκαν. Ό Πιότρ Βασίλι­

εφ, μέ μιάν απροσδόκητη σβελτάδα, τάραξε τόν φίλο του στά χαστούκια καί τόν ανάγκασε νά τό βάλει στά πόδια. 'Έπειτα, σκουπίζοντας κουρασμένα τόν ίδρώτα από τό πρόσωπό του, φώναξε πίσω από τόν αλλο πού 'φευγε:

-Κοίτα, τό κρίμα -&ά τό 'χεις έσύ ! Έσύ, καταραμένε, μ' εβαλες νά κριματιστώ, φτού σου !

Άγαπούσε Ιδιαίτερα νά κατηγορεί σλους τούς συν­τρόφους του, στι δέν είναι στα-&εροί σσο χρειάζεται καί πέφτουν σλο στόν μηδενισμό.

-Ό Άλεξάσκα είναι κείνος πού σας μπερδεύει - τί κόκκορα ς είναι κι αυτός, πού αρχισε νά λαλεί !

Ό μηδενισμός τόν έρέ-&ιζε καί τόν τρόμαζε, σπως φαίνεται, μά στήν ερώτηση, ποιά είναι ή ουσία αυτης της -&εωρίας, δέν απαντούσε τόσο λογικά.

-Ό μηδενισμός είναι ή πιό φριχτή αϊρεση, μέσα σ' αυτή ύπάρχει μόνο τό λογικό, μά -&εός δέν ύπάρχει! Πάρε τούς κοζάκους, τίποτε πιά δέ σέβονται, έκτός από τή Βίβλο, καί ή Βίβλος προέρχεται από τούς Γερμανούς τού Σαράτοφ, από τόν Λού-&ηρο, γιά τόν όποίο είπανε: "Τό δνομά του είναι ευπρεπώς διατυπωμένο» . Στήν πραγματικότητα, είναι Λούτερ, τό λούτ γίνεται ρημα λούτε, δηλαδή σκληραίνω, γίνομαι σκληρός, λί-ιtoς πέ­τρα! Οί μηδενιστές λέγονται αλητες, κλεφτοκοτάδες,

264 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 265: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κω'tώς καί Στούντα, ευαγγελιστές-βαπτιστές - κι σλα αυτά ερχονται ό.πό τή Δύση, ό.πό τούς εκεί αίρετικούς.

Άλαφροχτυπώντας στή γη τό σακατεμένο πόδι του, ελεγε ψυχρά καί χτυπητά :

-Νά ποιόν πρέπει νά κυνηγήσει ή Έκκλησίά, νά ποιόν πρέπει νά πιάσει καί νά κάψει ζωντανό! Κι σχι εμάς, εμείς ανέκα{}εν ήμασταν Ρώσοι, ή πίστη μας είναι αλη{}ινή, ό.νατολική , ρούσικη πίστη , μέ ρίζες, ενώ αυτό σλο είναι Δύση, διαστρεβλωμένη αναρχική σκέψη ! Άπό τούς Γερμανούς καί τούς Γάλλους, τί καλό περιμένεις; Νά, αυτοί ηταν πού τό χίλια οχτακόσια δώδεκα . . .

'Απάνω στή φόρα του ξεχνούσε, στι εχει μπροστά του ενα μικρό παιδί, μ' αρπαζε μέ τό δυνατό χέρι του, ό.πό τή ζωστήρα, καί πότε μέ τραβούσε κατά πάνω του, πότε μ' εσπρωχνε μακρυά, μιλούσε ταραγμένος, φλογερά, ώραία καί δυναμικά:

-Πλανιέται ό αν{}ρώπινος νούς στούς λαβύριν{}ους τών σχεδίων του, πλανιέται σάν τόν αγριο λύκο, ύποτα­γμένος στόν διάβολο, βασανίζοντας τήν <Χν{}ρώπινη ψυχή, τό {}είο αυτό δώρο! Τί επινοήσανε οί τυφλοί ύπηρέτες τού διαβόλου ; Θεοσοφίες, μέσα ό.πό τίς όποίες πέρασε σλος δ μηδενισμός, πού διδάσκανε: ό σατανάς, λέει, ηταν γιός τού Κυρίου, ό μεγαλύτερος ό.δελφός τού 'Ιησού Χριστού - νά ως πού φτάσανε! Διδάσκανε, επίσης: νά μήν ακούμε τίς προ'ίστάμενες ό.ρχές, δουλειά νά μή δουλεύουμε, νά εγκαταλείψουμε τίς γυναίκες μας καί τά παιδιά μας. Τίποτε, λέει, δέ {}έλει ό αν{}ρωπος, καμιά τάξη , ας ζήσει ό αν{}ρωπος σπως {}έλει, σπως {}ά τού πεί τό δαιμόνιό του. Νά, πάλι εκανε τήν εμφάνισή του κείνος ό Άλεξάσκα, ω κοιλιές . . .

Όρισμένες φορές, τή στιγμή εκείνη, ό επιστάτης μ' εβαζε νά κάνω κάτι, κι εγώ ξεμάκραινα από τόν γέρο, μά εκείνος καί μονάχος του στή στοά εξακολου{}ούσε νά μιλάει στό κενό, πού τόν εζωνε:

-Ώ, ψυχές χωρίς φτερά, ω, γατάκια, πού γεννη{}ή­κατε τυφλά, πώς {}ά φύγω από σάς;

ΥΕπειτα, μέ τό κεφάλι ανασηκωμένο, μέ τά χέρια ακουμπισμένα στά γόνατα, εμενε πολλήν ωρα αμίλητος,

265 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 266: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μέ τά μάτια καρφωμένα στόν χειμωνιάτικο, γκρίζο ουρανό.

� Αρχισε νά μέ προσέχει δλο καί πιό πολύ, νά μού φέρνεται καλοσυνατα. 'Όταν μ' εϋρισκε σκυμμένο στό βιβλίο, μέ χάϊδευε στόν αιμο κι ελεγε:

-Διάβασε, μικρέ, διάβασε, {tά σου χρειαστούνε! Τό μυαλουδάκι σου κόβει, {tαρρείς. Κρίμα, πού δέ σέβεσαι τούς μεγάλους, μ' δλους τό πας όδόντα άντί όδόντος, ξέρεις πού μπορεί νά σέ βγάλει αυτή ή άψικορία; Αυτή, μικρέ μου, δέ {tά σέ βγάλει που{tενά άλλού, παρά στούς λόχους κρατουμένων. Διάβασε βιβλία, ώστόσο, μήν ξεχνας: Τό βιβλίο-βιβλίο, μά εσύ βάλε σ' ενέργεια τό μυαλό σου ! Νά εκεί κάπου κα{tόταν ό δάσκαλος Ντανί­λο. �Eτσι, λοιπόν, δ αν{tρωπος εφτασε στό συμπέρασμα, πώς δέ χρειάζονται πιά τά βιβλία, ουτε τά παλαιϊκά ουτε τά καινούργια, τά μάζεψε μιά καί δυό στό σακκί κι ίσα στό νερό! Ναί. . . Κι αυτό, βέβαια, είναι άνοησία! Νά κι ό Άλεξάσκα, δαιμονισμένη κεφαλή, {tολώνει τά νερά . . .

Κά{tε τόσο {tυμόταν αυτόν τόν 'Αλεξάσκα. Μιά μέρα, μάλιστα, μπήκε στό μαγαζί, άναστατωμένος, αυστηρός, κι άνακοίνωσε στόν επιστάτη :

-'Ο Άλεξάντρ Βασίλιεφ είναι εδώ, στήν πόλη, χτές εφτασε ! Έψαξα, εψαξα, δέ μπόρεσα νά τόν βρώ. Κρύβε­ται! Θά κα{tήσω εδώ, γιατί μπορεί νά περάσει, γιά νά ρίξει καμιά ματιά . . .

Ό επιστάτης άπάντησε κάπως άπότομα: -Έγώ δέν ξέρω τίποτα καί κανέναν ! Ό γέρος κούνησε τό κεφάλι κι εΙπε: -Κι αυτό εΙναι έπόμενο. "Ολοι οί αν{tρωποι γιά σένα

εΙναι άγοραστές καί πουλητές, αλλοι δέν ύπάρχουν! Κέρνα ενα τσαγάκι . . .

'Όταν εφερα ενα μεγάλο χάλκινο τσαγερό, μ έ βραστό νερό, βρήκα στό μαγαζί επισκέπτες: δ γεροντάκος Λου­κιάν, πού χαμογελούσε ευ{tυμος, καί πίσω άπό τήν πόρτα, στή σκοτεινή γωνιά, και'tόταν ενας ανι'tρωπoς νεοφερμένος, ντυμένος μ' ενα ζεστό πανωφόρι καί ψηλά κετσεδένια στιβάνια, μέ πράσινο ζωστήρα, στή μέση, καί σκούφο κατεβασμένο άδέξια ως τά φρύδια. Τό πρόσωπό

266 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 267: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

του δέν είχε κάτι τό ξεχωριστό, φαινόταν ηρεμος, ταπεινός, εμοιαζε μέ ύπάλληλο, πού μόλις εχασε τή {}έση του καί είναι τώρα πολύ στενοχωρημένος.

Ό Πιότρ Βασίλιεφ, χωρίς νά κοιτάξει κατά τό μέρος του, ελεγε κάτι, μέ ϋφος αυστηρό καί βαρυσήμαντο, ενώ εκείνος, μέ μιά σπασμωδική κίνηση τού δεξιού χεριού του, μετακινούσε διαρκώς τόν σκούφο του: σήκωνε τό χέρι, λές κι ετοιμαζόταν νά κάνει τόν σταυρό του, κι εσπρωχνε τόν σκούφο πρός τά πάνω, επειτα πάλι τά ιδια καί τά ίδια, κι αφού τόν ανέβαζε σχεδόν ως τήν κορφή τού κεφαλιού του, πάλι τόν κατέβαζε, σφιχτά κι ασκημα ως τά φρύδια. Τούτη Τι σπασμωδική χειρονομία μού {tύμισε τόν χαζούλη Ίγκοσα-Θάνατος στήν Τσέπη.

-Κολυμπούν στά {tολά νερά τού ποταμού μας διά­φορα βα{tρακόψαρα καί {tολώνουν ακόμα πιό πολύ τό νερό, ελεγε ό Πιότρ Βασίλιεφ.

Ό αν{tρωπος, πού εμοιαζε μέ ύπάλληλο, ρώτησε σιγιi καί ηρεμα:

-Γιά μένα τά λές αυτά; -"Ας πούμε καί γιά σένα . . . Τότε, ό αν{tρωπος ρώτησε πάλι σιγά, αλλά πολύ

εγκάρδια: -Καί, γιά τόν εαυτό σου, τί εχεις νά πείς, αν{tρωπέ

μου ; -Γιά τόν εαυτό μου {tά τά πώ μόνο στόν ftεό, αυτό

είναι δουλειά δική μου . . . -'Όχι, αν{tρωπέ μου, είναι καί δική μου δουλειά,

είπε ό νεοφερμένος {tριαμβευτικά καί δυνατά. Μήν «αποτρέψεις τό πρόσωπόν σου εκ της αλη{tείας», μήν τυφλώνεις τόν εαυτό σου οικειο{tελώς, είναι μεγάλη αμαρτία ενώπιον {tεού καί αν{tρώπων!

Μού αρεσε πού ονόμασε τόν Πιότρ Βασίλιεφ «αν­{tρωπέ μου» καί μέ αναστάτωνε κείνη Τι ηρεμη, {tριαμ­βευτική φωνή. Μιλούσε ετσι, δπως διάβαζαν οί καλοί παπάδες «κύριε, δέσποτα της ζωής μου», κι δλο εγερνε πρός τά εμπρός, γλιστρώντας από τήν καρέκλα, σαλεύ­οντας τό χέρι μπροστά στό πρόσωπό του:

-Μή μέ επικρίνεις, δέν είμαι πιό αμαρτωλός από

267 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 268: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σένα . . . -" Αρχισε ν ά βράζει τό σαμοβάρι καί ν ά σφυρίζει,

είπε περιφρονητικά δ βυζαντινολόγος, μά δ άλλος συνέ­χισε, χωρίς νά δίνει σημασία στά λόγια του :

-Μόνο δ Ί1εός ξέρει, ποιός Ί10λώνει περισσότερο τίς πηγές τού άγίου πνεύματος. Μπορεί αυτό νά είναι τό άμάρτημά σας, άνΊ1ρωποι τού βιβλίου καί τών γραφών. Έγώ δμως δέν είμαι τού βιβλίου, ουτε τών χαρτιών, αλλά ενας άπλός, ζωντανός άνΊ1ρωπος . . .

-Ξέρω τήν άπλότητά σου, τήν άκουσα αρκετά ! -Έσείς μπερδεύετε τούς ανΊ1ρώπους, εσείς τσακίζε-

τε τίς και'tαρές σκέψεις, εσείς γραμματείς καί φαρισαί­οι . . . Τί λέω εγώ; πές μου !

-Αϊρεση ! είπε δ Πιότρ Βασίλιεφ, κι δ άνΊ1ρωπος, κουνώντας τήν παλάμη μπροστά στό πρόσωπό του, λές καί διάβαζε τά γραμμένα μέσα της, ελεγε μέ πάΊ10ς:

-Νομίζετε, πώς μεταφέροντας τούς ανΊ1ρώπους, από τή μιά στρούγγα στήν άλλη , τούς κάνετε καλό; Έγώ δμως λέω σχι! Έγώ λέω, ελευΊ1ερώσου, άνΊ1ρωπέ μου ! Τί τά Ί1έλεις σπίτι, γυναίκα κι δλα τά αγα'itά σου μπροστά στόν Ί1εό; ΆπελευΊ1ερώσου, ανΊ1ρωπε, απ' δλα εκείνα, γιά τά όποία οί ανΊ1ρωποι σφάζουν δ ενας τόν αλλο. 'ΑπελευΊ1ερώσου από τόν χρυσό, τόν άργυρο καί κάΊ1ε περιουσία, γιατί είναι φΊ10ρά καί κακοήΊ1εια! Ή σωτη­ρία της ψυχης δέ γίνεται στούς κάμπους της γης, αλλά στίς κοιλάδες τού Παραδείσου ! Ξεκόψτε απ' Όλα, λέω εγώ, κόψτε κάΊ1ε δεσμό, κάΊ1ε σκοινί καί παλαμάρι, κομματιάστε τό δίχτυ πού σάς κρατάει μέ τούτο τόν κόσμο - είναι πλεκτάνη αντίχριστη .. Βαδίζω τόν δρόμο τόν ευΊ1ύ, δέ μαυλίζω τήν ψυχή μου, δέ δέχομαι τόν σκοτεινό κόσμο . . .

-Ψωμί, Όμως, νερό, ρούχα, δέχεσαι ; Αυτά Όλα, δπως βλέπεις, είναι από τούτο τόν κόσμο! είπε φαρμακε­ρά ό γέρος.

Μά καί τούτα τά λόγια δέν εΊ1ιξαν τόν Άλεξάντρ, παρά συνέχισε πιό πολύ εγκάρδια, καί παρ' Όλο πού ή φωνή του αντηχούσε σιγά, είχες τήν εντύπωση? Ότι βαρούσε χάλκινη σάλπιγγα.

26.8 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 269: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Ποιό πράγμα είναι γιά σένα ακριβό, άν-ιtρωπέ μου ; Μόνο ό -ιtεός, ό μόνος δρόμος. Στάσου μπροστά του κα-ιtαρός απ' δλα, σπάσε καί πέταξε τά γήινα δεσμά από τήν ψυχή σου καί τότε -ιtά δείς τόν -ιtεό, -ιtά είσαι ενώπιος ενωπίψ ! 'Ένας εσύ κι ενας εκείνος! Έτσι πλησιάζεις στόν -ιtεό, είναι ό μοναδικός δρόμος, γιά νά φτάσεις κοντά του ! Νά της σωτηρίας ή εντολή : άφησε πατέρα καί μητέρα, άφησε τά πάντα, καί «ει όφ-ιtαλμός σκανδαλίσει σε εκβαλον αυτόν!» Χάριν τού -ιtεoύ εξoυ-ιtένωσε μέσα σου τήν ϋλη καί περιφρούρησε τό πνεύμα, καί -ιtά φλέγεται καί -ιtά λάμπει ή ψυχή σου στούς αιώνες τών αιώνων . . .

-ου, βρωμόσκυλο, είπε ό Πιότρ Βασίλιεφ καί σηκώ­{}ηκε. Νόμιζα, πώς εγινες πιό μυαλωμένος από πέρσυ, μά σύ πηγες χειρότερα . . .

Ό γέρος βγήκε από τό μαγαζί, κουνώντας τό κεφάλι, στήν ταράτσα. Αυτό ανησύχησε τόν Άλεξάντρ, καί ρώτησε βιαστικά, μέ απορία:

-Φεύγεις; Άλλά . . . πώς; Ό μαλακός, δμως, Λουκιάν, τού εκλεισε τό μάτι

κα{}ησυχαστικά κι είπε: -Τίποτα . . . τίποτα . . . Τότε, ό Άλεξάντρ τού ρίχτηκε: -Άς είσαι καί σύ, πού ασχολείσαι μέ τά γήινα!

Σπέρνεις καί σύ λόγια τιποτένια καί ποιό είναι τό κέρδος; Λέγε, αλληλούϊα καί τρίς αλληλούϊα . . .

Ό Λουκιάν τού χαμογέλασε καί βγήκε κ ι αυτός στήν ταράτσα, ενώ εκείνος στράφηκε στόν επιστάτη κι είπε μέ πεπoί-ιtηση :

-Δέ μπορούν ν' αντέξουν στό πνεύμα μου, δέ μπορούν. Έξαφανίζονται δπως ό καπνός από τή φωτιά.

Ό επιστάτης τόν λοξοκοίταξε κι είπε ξερά: -Δέν ανακατεύομαι εγώ σέ τέτοιες δουλειές. Ό άν-ιtρωπoς, σά νά τά 'χασε, ανασήκωσε τόν σκούφο

του καί μουρμούρισε: -Πώς είναι δυνατό, νά μήν ανακατεύεσαι; Είναι

τέτοιες ύπo-ιtέσεις . . . πού απαιτούν ν' ανακατεύεσαι . . . νΕμεινε γιά μιά στιγμή σιωπηλός κι έσκυψε τό κε-

269 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 270: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

φάλι. �Eπειτα, τόν φωνάξανε οί γέροι, κι εφυγαν κι οί τρείς μαζί, χωρίς νά μας aπoχαιρετήσoυν.

Ό άν{}ρωπος αυτός άναψε, 1'tαρρείς, μπροστά μου μιά μεγάλη φωτιά, μέσα στή νύχτα, πού ελαμψε δυνατά κι εσβησε, αφήνοντάς με νά νιώσω κάποιαν αλή{}εια στήν άρνηση της ζωης.

Τό βράδι, διάλεξα τήν κατάλληλη ωρα καί τά είπα, μέ εξαρση, στόν αρχιμάστορα της είκονογραφίας, τόν ησυχο καί μαλακό 'Ιβάν Λαριόνοβιτς. Μ' άκουσε ως τό τέλος κι επειτα μού είπε:

-Οί αναχωρητές, σπως φαίνεται, είναι μία αϊρεση, δπου οί άν{}ρωποι δέν αναγνωρίζουν τίποτε.

-Καί πώς ζούν ; -Ζούνε φεύγοντας! Τριγυρνανε διαρκώς πάνω στήν

γη, καί γι' αυτό τούς ταιριάζει ή ονομασία: αναχωρητές. Ή γη κι δλα τά εξαρτήματά της είναι ξένα γιά μας, λένε αυτοί, ενώ ή αστυνομία τούς {}εωρεί επικίνδυνους καί τούς τσιμπάει . . .

Ή ζωή ηταν, βέβαια, δλο πίκρες καί φαρμάκια, ώστόσο δέν καταλάβαινα πώς μπορεί νά τ' αποφεύγεις δλα. Στή ζωή πού βρισκόταν γύρω μου κείνη τήν εποχή, ύπηρχαν πολλά πράγματα ενδιαφέροντα κι αγαπητά γιά μένα, καί γρήγορα ό 'Αλεξάντρ Βασίλιεφ εσβησε από τή μνήμη μου.

'Ωστόσο, από καιρό σέ καιρό, στίς δύσκολες ώρες, πρόβαλε μπροστά μου: βαδίζει στόν κάμπο, πάνω στόν γκρίζο δρόμο, πού τραβάει σ' ενα δάσος, σπρώχνει τό ραβδί μέ τή σπασμωδική κίνηση τού λευκού χεριού του, πού δέ γνώρισε δουλειά, καί μουρμουρίζει :

-Βαδίζω στόν σωστό δρόμο, δέ δέχομαι τίποτα! Κόψε τούς δεσμούς . . .

Δίπλα του ηρ{}ε ή μορφή τού πατέρα, σπως τόν είδε ή γιαγιά στό δνειρό της: μέ ενα ραβδί, από φουντουκιά, στό χέρι, καί πίσω του νά τρέχει ενα παρδαλό σκυλί, μέ τή γλώσσα εξω . . .

270 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 271: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

13

Το αργαστήρι, δπου ζωγραφίζαμε τίς εΙκόνες, βρι­σκόταν σέ δυό δωμάτια ενός μεγάλου σπιτιού, φτιαγμέ­νου aπό πέτρες καί τούβλα. Τό ενα είχε τρία παράι'tυρα, πού κοιτούσαν τό ενα στήν αυλή καί τά δυό στόν κηπο. Τό δεύτερο είχε ενα παράι'tυρo στόν κηπο κι ενα στόν δρόμο. Παράι'tυρα μικρά, τετράγωνα, πού τά τζάμια τους ιρίδιζαν aπό τά χρόνια, αφήνουν απρόι'tυμα νά περάσει στό αργαστήρι τό φτωχό, διάχυτο χειμωνιάτικο φως.

Τά δυό δωμάτια είναι γεματα τραπέζια, στρυμωγμέ­να τό 'να κοντά στό αλλο. Στό κάι'tε τραπέζι κάι'tεται σκυφτός ενας εικονογράφος, σέ μερικά καί δυό. Άπό τό ταβάνι κρέμονται, μέ σπάγγο, γυάλινες σφαίρες, γεματες νερό. Είναι γιά νά συγκεντρώνουν τό φως της λάμπας, καί νά τό σκορπανε πάνω στό τετράγωνο σανίδι της εικόνας, μέ μιά ψυχρή αχτίδα.

Μέσα στό αργαστήρι κάνει ζέστη . Ή ατμόσφαιρα είναι aπoπνιχτική. Δουλεύουν κάπου είκοσι «ι'tεoπλά­στες», από τό Παλέχ, τό Χαλούη καί τό Μστέρ. 'Όλοι τους είναι μέ λινά πουκάμισα, ξεκούμπωτους γιακάδες, βαμβακερά παντελόνια, ξυπόλυτοι η μέ παντόφλες. Πάνω aπό τά κεφάλια των μαστόρων άπλώνεται ενα γαλάζιο σύννεφο από καμμένη μαχόρκα, ή ατμόσφαιρα εΙναι γεμάτη πηχτή , δριμειά μυρωδιά από λινέλαιο, βερνίκι καί κλούβια αυγά. Κυλάει αργά, σάν πίσσα, τό {}λιβερό τραγούδι, aπό τό Βλαντιμίρ :

Πόσο, σήμερα, γίνηκε ξεδιάΥτροπος ό κόσμος! Μπροστά aτόν κόσμο ό Υιός ξεγέλασε τη Υιά . . .

Τραγουδανε κι αλλα τραγούδια, {}λιμμένα κι αυτά, μά τούτο δω πιό συχνά από τ' αλλα. Ό μακρόσυρτος σκοπός του δέν εμποδίζει τή σκέψη, δέ σ' εμποδίζει νά δουλέψεις μέ τό λεπτό πινέλο, από τρίχες κουναβιού, πάνω στό σχέδιο της εικόνας, νά βάψεις τίς πτυχές τού

2 7 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 272: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ράσου, νά βάλεις πάνω στά στυμμένα πρόσωπα των αγίων τίς λεπτές ρυτίδες των πα1'tων. Κάτω από τά παρά1'tυρα χτυπάει, μέ τό σφυράκι του, ό σφυρηλάτης Γκόγκολεφ, - ενας γέρος μπεκρης μέ μιά τεράστια μελιτζανιά μύτη . Στό νωχελικό ρεύμα τού τραγουδιού ανακατεύεται αδιάκοπα ό ξερός χτύπος τού σφυριού, λές καί κάποιο σκουλήκι ροκανίζει τό ξύλο.

Ή εικονογραφία δέν τραβάει κανέναν. Κάποιος κακός σοφός εχει κατακομματιάσει τή δουλειά σέ μιά μακρυά σειρά από επιμέρους εργασίες, πού δέν εχουν ομορφιά, πού δέ μπορούν νά ξυπνήσουν μέσα σου τήν αγάπη, τό ενδιαφέρον γιά τό εργο. Ό αλλοί1'tωρος μαραγκός Παμφίλ, κακός καί φαρμακομύτης, φέρνει τά σανίδια των εικονισμάτων, από κυπαρισσόξυλο καί φλαμουριά, πού τά ροκάνισε καί τά κόλλησε μόνος του. Ό φυματικός νέος Νταβίντοφ τά επιστρώνει μέ τό πρωτο χέρι μπογιάς. Ό συνάδελφός του Σορόκιν βάζει τό άσπρο φόντο. Ό Μιλιάσιν ξεσηκώνει, μέ μολύβι, τό σχέδιο, από τό πρωτότυπο. Ό γέρο Γκόγκολεφ επιχρυ­σώνει καί σκαλίζει σχέδια πάνω στό χρυσό. Οί ζωγρά­φοι των διαφόρων μερων ζωγραφίζουν τό τοπίο καί τά ενδύματα της εικόνας, επειτα τό εικόνισμα, ακέφαλο, απρόσωπο καί χωρίς χέρια, στήνεται στόν τοίχο, γιά νά περιμένει τή δουλειά των προσωπογράφων.

ΕΙναι πολύ άσκημο, νά βλέπεις μεγάλες εικόνες, γιά τά εΙκονοστάσια καί γιά τήν 'Ωραία Πύλη, νά στέκονται στόν τοίχο, ακέφαλες, χωρίς χέρια καί πόδια, μόνο μέ τά άμφια, ειτε τήν πανοπλία καί τούς κοντούς χιτωνες των αρχαγγέλων. Κείνα τά σανίδια, τά ζωγραφισμένα μέ φανταχτερά χρώματα, αναδίνουν νέκρα. Δέν ύπάρχει εκείνο πού μπορεί νά τά ζωντανέψει, μά σού φαίνεται, πώς ύπηρχε κι αφανίστηκε παράξενα, αφήνοντας μόνο τά βαριά του άμφια.

'Όταν τό «σωμα» περνάει από τόν προσωπογράφο, ή

εικόνα παραδίνεται στόν μάστορα, πού τοπο1'tετεί στά στολίδια τού σφυρήλατου χρυσού μερικά συμπληρώμα­τα μέ τή χήμευση . Τά επιγράμματα, επίσης, γίνονται από άλλον τεχνίτη καί τά γεμίζει μέ βερνίκι ό ιδιος ό

272 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 273: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

διευ1'tυντής του αργαστηριου, δ 'Ιβάν Λαριόνιτς, ενας ησυχος άν\tρωπος.

Σταχτύ τό πρόσωπό του, σταχτιά καί τά γένια του, από κοντές μεταξωτές τρίχες, γκρίζα μάτια, \tαρρείς κάπως βα\tιά καί \tλιμμένα. Χαμογελάει ώραία, μά έσύ δέ μπορείς νά του χαμογελάσεις, είναι, \tαρρείς, δύσκο­λο. Μοιάζει μέ τήν εικόνα του Σιμεών του Στυλίτη - κι αυτός ετσι στεγνός, αδύνατος, μέ ακίνητα μάτια, πού βλέπουν, έξίσου αφηρημένα, κάπου μακρυά, μέσα από αν\tρώπους καί τοίχους.

Μερικές μέρες, από τότε πού επιασα δουλειά στό αργαστήρι, δ. μάστορας πού 'φτιαχνε τά έξαπτέρυγα, δ κοζάκος από τόν Ντόν, Καπεντιούχιν, ενας ομορφάν­τρας πολύ χεροδύναμος, ηρ\tε με\tυσμένος. Κάποια στι­γμή, σφίγγει δυνατά τά δόντια, μισοκλείνει τά γλυκά, γυναίκεια μάτια του, κι αρχίζει, αμίλητος, νά μας δέρνει δλους μέ τίς σιδερένιες γρο\tιές του. Καλοδεμένος κι α\tλητικός, κλω\tογυρνουσε μέσα στό αργαστήρι, σάν τόν γάτο στό κελλάρι, ανάμεσα στά ποντίκια.

-Χτύπα! Ό προσωπογράφος 'Εβγκένι Σιτάνοφ κατάφερε νά

ζαλίσει τόν αποταυρωμένο νταή, κοπανώντας του ενα σκαμνί στό κεφάλι. Ό κοζάκος εκατσε στό πάτωμα. Τόν ρίξανε αμέσως κάτω καί τόν δέσανε μέ πετσέτες. 'Εκεί­νος άρχισε νά τίς δαγκώνει καί νά τίς ξεσκίζει μέ τά δόντια, σάν αγρίμι. Τότε, λύσσαξε δ 'Εβγκένι. Πήδηξε πάνω στό τραπέζι, εσφιξε τούς αγκώνες του στά πλευρά κι έτοιμαζόταν νά πηδήξει πάνω στόν κοζάκο. Ψηλός καί φλεβιάρης κα\tώς ηταν, μέ τό πήδημά του πάνω στό στή\tος του Καπεντιούχιν, \tά τόν συνέ\tλιβε. Μά κείνη τή στιγμή πρόβαλε κοντά του δ Λαριόνιτς, ντυμένος τό παλτό καί τό καπέλλο του, φοβέριξε μέ τό δάχτυλο τόν Σιτάνοφ κι είπε στούς μαστόρους ηρεμα καί πρακτικά:

-Βγάλτε τον στό χαγιάτι, νά ξεμε-ιtύσει . . . nΕβγαλαν τόν κοζάκο από τό αργαστήρι, ταχτοποίη­

σαν τά τραπέζια καί τά κα\tίσματα καί πι..χσανε ξανά δουλειά, ανταλλάζοντας σύντομες παρατηρήσεις γιά τή δύναμη του συντρόφου τους, προλέγοντας πώς δποτε

273 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 274: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

καί νά 'ναι -&ά τόν σκοτώσουν πάνω σέ κανέναν καυγα. -Δύσκολο νά τόν σκοτώσεις, είπε ό Σ ιτάνοφ πολύ

ηρεμα, δπως λένε γιά μιά δουλειά πολύ γνωστή . 'Εγώ ερριξα μιά ματιά στόν Λαριόνιτς, καί συλλογιό­

μουν μέ απορία: γιά ποιόν λόγο τούτοι οί γέροι νταηδες συμμορφώνονται τόσο ευκολα μέ τίς εντολές του ;

Σ' δλους εδειχνε πως πρέπει νά δουλεύουν. Άκόμα καί οί καλύτεροι μαστόροι άκουγαν πρό-&υμα τίς συμ­βουλές του. Ό Καπεντιούχιν, δμως, είχε πάρει περισσό­τερα μα{}ήματα απ' δλους.

-'Εσύ, Καπεντιούχιν, λέγεσαι ζωγράφος, αυτό ση­μαίνει, δτι πρέπει νά ζωγραφίζεις ζωηανά, μέ τόν ιταλικό τρόπο. Ή ελαιογραφία χρειάζεται ένότητα ζε­στων χρωμάτων. 'Ενω εσύ τά χάλασες. ΥΕβαλες πολύ λευκό καί τά μάτια της Θεοτόκου γίνανε ψυχρά, χειμω­νιάτικα. Τά μάγουλά της γίνανε ροδοκόκκινα, σάν μηλα, ενω τά μάτια δέν εχουν σχέση μ' αυτά. Κι επειτα, δέν είναι σωστά τοπο-&ετημένα - τό ενα μάτι κοιτάει στή ρίζα της μύτης καί τό άλλο πρός τά πάνω, καί τό πρόσωπο δέ βγηκε ίερό-άγνό, μά γήινο, πονηρό. Δέ σκέφτεσαι, Καπεντιούχιν, τή δουλειά πού κάνεις.

Ό κοζάκος ακούει καί ξυνίζει τά μούτρα του, επειτα χαμογελάει ξετσίπωτα, μέ τά γυναίκεια μάτια του καί λέει, μέ τήν ευχάριστη φωνή του, τη λιγάκι βραχνή από τό πιοτό:

-Υ Αχ, 'Ιβάν Λαριόνιτς, πατέρα, αυτή ή δουλειά δέν είναι γιά μένα. 'Εγώ γεννή{tηκα μουσικός καί μέ κάνανε καλόγερο!

-'Άμα δείξεις ζηλο, μπορείς νά μά-&εις κά-&ε δουλειά!

_ΥΟχι, τί είμαι εγώ; ΥΕπρεπε νά 'μουν άμαξας, μέ τρία ψαρά αλογα καί -&ά 'βλεπες, ε . . . Καί κoυνή{tηκε τό καρύδι του κι αντήχησε μιά μακρόσυρτη γεμάτη πά-&ος φωνή :

274

ΥΕ, [-άχ, σάν &ά ζέψω τρία φτεροπ6δα, τρία σκουροκάστανα ατια, ωχ, &ά πετάξουνε στή νύχτια παγωνιά, κι ίσα, ωχ, ίσα στην άγάπη μου!

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 275: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό 'Ιβάν Λαριόνοβιτς χαμογελάει καλωσυνάτα, σιά­ζει τά γυαλιά, στή σταχτειά {}λιμμένη μύτη του, κι απομακρύνεται, ενώ παίρνουν τό τραγούδι ολοι οί άλλοι. Καί ξεσπάει ενα τραγούδι βροντερό, πού πήρε νά τραντάζει ρυ{}μικά όλόκληρο τό αργαστήρι.

Από συνήι'Jεια ξέρουν τ' ατια,

η αφέντρα πού ζεί ...

Ό μα{}ητής Πάσκα Όντίντσοφ άφησε το μάζεμα τού κρόκου, από τ' αυγά, καί κρατώντας ακόμα στά χέρια του τά τσόφλια, σεγοντάρει μέ μιά {}αυμάσια φωνή τενόρου.

Με{}υσμένοι από τούς ηχους, αποξεχνιούνται ολοι. 'Όλοι ανασαίνουν σ' εναν ρυ{}μό, ζούνε ενα αίσ{}ημα, παρακολου{}ώντας, μέ λοξές ματιές, τόν κοζάκο. 'Όταν τραγουδούσε, τό αργαστήρι τόν αναγνώριζε σάν αρχη­γό. 'Όλοι τραβούσαν κοντά του, παρακολου{}ώντας τίς πλατειές κινήσεις τών χεριών του, - εκείνος άνοιγε τά χέρια, λές κι έτοιμαζόταν νά πετάξει. ΕΙμαι σίγουρος, πώς άν μιά στιγμή σταματούσε τό τραγούδι καί φώναζε: «Χτυπάτε, σπάστε τα ολα!», δλοι, ακόμα καί οί πιό σπουδαίοι μαστόροι, σέ μερικά λεφτά, δά κάνανε τό αργαστήρι γυαλιά-καρφιά.

Σπάνια τραγουδούσε, μά ή δύναμη τών συναρπαστι­κών του τραγουδιών ηταν πάντα ίδια, ακατανίκητη καί {}ριαμβευτική. 'Όσο κακοδιά{}ετοι κι άν ηταν οί άν{}ρω­ποι, τούς ξεσήκωνε καί τούς εβαζε φωτιά, δλοι δοκίμα­ζαν ύπερένταση, καί μέσα σέ μιά φλογερή σύσμιξη δυνάμεων γίνονταν ενα πανίσχυρο σργανο.

Τά τραγούδια αυτά μού γεννούσαν ενα άγριο αίσ{}η­μα ζήλειας γιά τόν τραγουδιστή, γιά τήν ώραία κυριαρ­χία του πάνω στούς αν{}ρώπους. Κάτι βα{}ιά συγκινητι­κό είσορμούσε στήν καρδιά μου καί τή φούσκωνε, ίσαμε νά πονέσω, μού ερχόταν νά κλάψω καί νά φωνάξω στούς αν{}ρώπους:

«Σάς αγαπώ!» Ό φυματικός, ό κίτρινος Νταβίντοφ, άνοιγε κι αυτός

τό στόμα, μέ ανακατεμένα τά μαλλιά, {}υμίζοντας παρά-

275 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 276: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ξενα τήν κάργια, πού μόλις εχει βγεί από το αυγό της. Χαρούμενα, ζωηρά τραγούδια είχαμε μόνο Όταν

εμπαινε στή μέση δ κοζάκος. Τις περισσότερες φορές τραγουδούσαμε κάτι μακρόσυρτα, γεμάτα πόνο, τρα­γούδια, γιά τόν «όσυνείδητο λαό»: «Κάποτε στό δάσος τό δασύ» καί γιά τόν ttάνατο τού Άλέξανδρου τού Α': «πηγε δ Άλέξανδρός μας νά κοιτάξει τόν στρατό του».

Μερικές φορές, μέ πρότασιl τού καλύτερου προσω­πογράφου τού αργαστηριου μας, τού Ζιχαριόφ, δοκιμά­ζαμε νά ψάλλουμε ttρησκευτικούς ϋμνους, μά σπάνια τά καταφέρναμε. Ό Ζιχαριόφ πάντα αρχιζε εναν σκοπό ιδιαίτερο, πού μόνο εκείνος καταλάβαινε τήν όμορφιά του, καί εμπόδιζε δλους.

Ήταν ενας αντρας κάπου σαρανταπέντε χρονών, ξερακιανός, μέ μαύρα, κατσαρά, τσιγγάνικα μαλλιά, μέ μεγάλα μαύρα φρύδια, σά μουστάκια. Ή μυτερή, πυκνή γενειάδα του ταίριαζε πολύ στό λεπτό, μελαψό, σχι ρωσικό, πρόσωπό του, μά κάτω από τή γερακίσια μύτη του ξεβγαίναν κάτι σκληρά μουστάκια, πού φάνταζαν παραπανήσια μπροστά στά φρύδια του. Τά γαλανά μάτια του ήταν ανισόμετρα: τό αριστερό ήταν πολύ πιό μεγάλο όπό τό δεξί.

-Πάσκα, φώναζε, μέ τήν τενόρα φωνή του, στόν συνάδελφό μου, μα{tητή, - αντε, βάλε εμπρός: «Δοξά­στε!» • Ακουσε, κόσμε!

Ό Πάσκα σκούπιζε τά χέρια στήν ποδιά του κι αρχιζε:

-«Δοξα-άσατε! ... » -«το ... σνομα Κυρίου», συνέχιζαν μερικές φωνές,

ενώ δ Ζιχαριόφ φώναζε όνήσυχα: -Έβγκένι, πιό χαμηλά! Κατέβασε τή φωνή ως τά

βά{tη της ψυχης σου ... Ό Σιτάνοφ φωνάζει πνιχτά, λές καί χτυπάει βαρέλι: -«Δου-ούλοι τού Κυρίου ... » -Δέν πάει καλά-ά! 'Εδώ πρέπει νά τό μπουμπουνί-

ξουμε ετσι, πού νά σειέται ή γης, ν' ανοίξουν μοναχές τους οί πόρτες, νά σπάσουν τά τζάμια!

Ό Ζιχαριόφ ήταν παρατεντωμένος από μιά ακατα-

276 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 277: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

νόητη υπερδιέγερση, τά καταπληχτικά φρύδια του ανε­βοκατεβαίνουν στό μέτωπό του, ή φωνή του ραγίζει , καί τά δάχτυλά του παίζουν πάνω σέ αόρατες μπαλαλάϊκες.

-Δούλοι τού Κυρίου, καταλαβαίνεις; λέει βαρυσή­μαντα. Αυτό πρέπει νά τό νιώ{}εις βα{}ιά, μέ δλο τό είναι σου, δλο τό τσόφλι σου. Δ-δούλοι, δοξάστε τόν Κύριο! Πώς, λοιπόν, εσείς, ζωντανοί αν{}ρώποι, δέν καταλαβαί­νετε;

-Αυτό, δπως καταλαβαίνεις, δέ {}ά τό καταφέρουμε ποτέ, λέει, ευγενικά δ Σ ιτάνοφ.

-'Άντε, ας τ' αφήσουμε ! Ό Ζιχαριόφ, πειραγμένος, καταπιάνεται πάλι μέ τή

δουλειά. Είναι δ καλύτερος μάστορας. Μπορεί νά ζω­γραφίσει πρόσωπα, σύμφωνα μέ τή βυζαντινή τεχνοτρο­πία, μέ τή γαλλική καί τήν ιταλική . 'Όταν παίρνει παραγγελίες, γιά ει.κονοστάσια καί τέμπλα, δ Λαριόνο­βιτς τόν συμβουλεύεται, - είναι καλός γνώστης τών πρωτοτύπων αγιογραφιών, δλα τά ακριβά αντίγραφα τών εικόνων - Φεοντορόφσκαγια, Σ μολένσκαγια, Κα­ζάνσκαγια καί αλλων - περνανε από τά χέρια του. Ά νάσκαλίζοντας δμως στά πρωτότυπα, μουρμουρίζει δυνατά:

-Μας εδεσαν τά χέρια τουτα τά πρωτότυπα . . . Πρέ­πει νά τό πουμε ανοιχτά, μας εχουν δέσει! . . .

Παρά τή σπουδαία {}έση του, στό αργαστήρι, δέν είναι τόσο ψηλομύτης, δσο οί αλλοι. Φέρνεται μαλακά μι' τούς μα{}ητές - μέ μένα καί τόν Παυλο, - {}έλει νά μας μά{}ει τήν τέχνη, μ' αυτό δέν ασχολείται κανένας αλλος, εξω από κείνον.

Είναι δύσκολο νά τόν καταλάβεις. Γενικά, είναι ευ{}υμος. Μερικές φορές, δμως, δουλεύει δλόκληρη βδο­μάδα δίχως μιλιά, λές κι είναι βουβός. Τούς βλέπει δλους μέ απορία, παράξενα, λές καί πρώτη φορά βλέπει γνωστούς του αν{}ρώπους. Άγαπάει πολύ τό τραγούδι, ώστόσο τίς μέρες τουτες δέν τραγουδάει, λές καί δέν ακούει κα{}όλου τά τραγούδια. 'Όλοι τόν παρακολου­{}ουν καί κλείνουν τό μάτι ό ενας στόν αλλο. Είναι διπλωμένος πάνω στήν εικόνα, πού τήν κρατάει λοξά, τό

277 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 278: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ξύλο της βρίσκεται πάνω στά γόνατά του, ή μέση της στηρίζεται στήν ακρη του τραπεζιου, τό λεπτό πινέλο του ζωγραφίζει μέ πολλήν επιμέλεια ενα σκοτεινό, αποξενωμένο πρόσωπο, κι ό ιδιος είναι σκοτεινός κι αποξενωμένος.

Καί, ξαφνικά, λέει κω'tαρά καί 1'tυμωμένα: -Τί 1'tά πεί Πρόκυλος; Κυλώ, στά αρχαία 1'tά πεί

πηγαίνω. Πρόκυλος είναι ό Πρόδρομος καί τίποτε αλλο . . .

Γίνεται στό αργαστήρι ήσυχία, Όλοι λοξοκοιτάζουν πρός τό μέρος του Ζιχαριόφ, χαμογελώντας, καί μέσα στήν ήσυχία αντηχουν κάτι παράξενα λόγια.

-Αυτόν δέν πρέπει νά τόν ζωγραφίζουμε ντυμένο μέ προβιά, μά μέ φτερά . . .

-Σέ ποιόν τό λές; τόν ρωτάνε. 'Εκείνος δέ λέει τίποτα, δέν ακουσε τήν ερώτηση η δέ

1'tέλει ν' απαντήσει. Έπειτα, πάλι πέφτουν, μέσα στήν ηρεμη αναμονή, τά λόγια του :

-Πρέπει νά ξέρεις τόν βίο, μά ποιός ξέρει τόν βίο τους; Τί ξέρουμε; Ζουμε χωρίς φτερά . . . που είναι ή ψυχή ; Ή ψυχή που είναι; Πρωτότυπα, ναί! υπάρχουν. Μά καρδιά δέν υπάρχει . . .

ΟΙ σκέψεις αυτές, πού γίνονται φωναχτά, προκαλουν σ' Όλους ειρωνικά χαμόγελα, εκτός από τόν Σιτάνοφ. Σχεδόν πάντα κάποιος ψ ι1'tυρίζει χαιρέκακα:

-Τό Σάββατο 1'tά τά κοπανίσει . . . Ό ψηλός, καί α1'tλητικός Σιτάνοφ, ενα παλληκάρι

στρογγυλοπρόσωπο, αμούστακο, εικοσιδυό χρονών, χωρίς φρύδια, κοιτάει λυπημένα καί σοβαρά κατά τή γωνία.

Θυμάμαι, πώς μόλις τέλειωσε τήν αντιγραφή της Παναγίας της Φιοντορόβσκαγια, μου φαίνεται στό Κουνγκούρ, ό Ζιχαριόφ εβαλε τό εικόνισμα στό τραπέζι κι είπε δυνατά, συγκινημένα:

-Τέλειωσε, μητερουλα! Σάν τό κύπελλο είσαι εσύ, κύπελλο απύ1'tμενο, Όπου 1'tά χυ1'tουν τώρα τά πικρά δάκρυα της καρδιάς του κόσμου Όλου . . .

Έρριξε, επειτα, στίς πλάτες του κάποιο παλτό, καί

278 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 279: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τράβηξε γιά τήν ταβέρνα. Ή νεολαία άρχισε νά γελάει καί νά σφυρίζει. ΟΙ μεγαλύτεροι στήν ήλικία αναστένα­ξαν μέ ζήλεια aτό κατόπι του, ενώ ό Σιτάνοφ ζύγωσε στό εικόνισμα εκείνο, τό κοίταξε προσεχτικά καί είπε:

-Καί βέβαια -&ά τά κοπανίσει, γιατί λυπαται πού παραδίνει μιά τέτοια δουλειά. Αυτή τή λύπη δέ μπορούν ολοι νά τήν καταλάβουν . . .

Τά με-&ύσια τού Ζιχαριόφ άρχιζαν πάντα τά Σάββα­τα. Αυτό δέν ηταν, ίσως, μιά συνη-&ισμένη αρρώστια ένός αλκοολικού μάστορα . • Αρχιζε ώς έξης τό πρωί εγραφε ενα σημείωμα καί τό Ότελνε κάπου, μέ τόν Παύλο, καί πρίν από τό μεσημέρι ελεγε στόν Λαριόνιτς:

-Σήμερα -&ά πάω στό μπάνιο! -Θά κάνεις πολύ ; -Έ, -&εέ μου . . . -Κοίτα, σέ παρακαλώ, ν ά είσαι εδώ ως τή Δευτέρα! Ό Ζιχαριόφ κουνούσε καταφατικά τό φαλακρό καύ­

καλό του, τά φρύδια του τρέμανε. Έπιστρέφοντας από τό λουτρό, ντυνόταν ε κομψά,

εβαζε τό μπλαστρόνι, μαντήλι aτόν λαιμό, κρεμούσε στό ατλαζένιο του γιλέκο μιά μακριά ασημένια άλυσσίδα κι εφευγε, αφήνοντας σέ μένα καί τόν Παύλο τήν παραγ­γελία:

-Κατά τό βράδι, συγυρίστε καλά τό αργαστήρι. Τό μεγάλο τραπέζι νά πλυ-&εί καλά καί νά ξυστεί!

'Όλοι αποχτούσαν γιορταστική ψυχολογία, ολοι σιά­ζονταν, κα-&αρίζονταν, τρέχανε στό λουτρό, δειπνούσαν στά πεταχτά. Καί, μετά τό δείπνο, εμφανίζονταν ό Ζιχαριόφ μέ μεζελίκια, μπύρα καί κρασί, καί ξωπίσω του μιά γυναίκα, μέ δλες τίς διαστάσεις της μεγε-&υμένες σέ τέτοιο σημείο, πού γίνονταν σχεδόν άσκημες. 'Ύψος κάπου τρείς πηχες, δλες οι καρέκλες καί τά σκαμνιά μας φάνταζαν μπροστά της σάν παιγνιδάκια, ακόμα κι δ ψηλός Σιτάνοφ φαινόταν παιδάριο δίπλα της.

Σώμα πολύ ώραίο, καλοδεμένο, μά στή-&ια σκωμένα, σάν ταράτσα, κατά τό πηγούνι, κινήσεις αργές, ανέμε­λες. Τά 'χει περασμένα τά σαράντα, μά τό στρογγυλό, ανέκφραστο πρόσωπό της, μέ τά τεράστια μάτια μιας

279 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 280: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αλόγας, είναι φρέσκο καί λείο, τό μικρό στόμα της φαίνεται ζωγραφιστό, σάν τό στόμα φτηνης κούκλας. Μ' ενα επιτηδευμένο χαμόγελο απλωνε σ' δλους τήν πλα­τειά, ζεστή παλάμη της κι ελεγε λέξεις, πού ησαν παραπανήσιες.

-Γειά σας. Παγωνιά σήμερα. Τί βαρειές μυρωδιές εχετε έδώ! Μπογιά μυρίζει. Γειά σας.

Ήταν ευχάριστο νά τή βλέπεις, ηρεμη καί δυνατή , σάν μεγάλο, φουσκωτό ποτάμι, μά στίς κουβέντες της ύπηρχε κάτι πού σ' αποκοίμιζε. 'Όλες αυτές είναι περιττές καί κουραστικές. Πρίν νά πει εναν λόγο, φούσκωνε, στρογγυλεύοντας ακόμα πιό πολύ τά κατα­κόκκινα σχεδόν μάγουλά της.

Ή νεολαία χαμογελά ειρωνικά καί ψι-θ-υρίζει: -Μωρέ, {tηρίo! -Καμπαναριό! Σουρώνει τά χειλάκια, δένει τά χέρια, κάτω από τά

στή�ια, κά�εται στό ανοιχτό τραπέζι, κοντά στό σαμο­βάρι καί τούς κοιτάει δλους, μέ τή σειρά, μέ τό καλοσυ­νάτο βλέμμα της αλόγας.

αΟλοι της φέρονται μέ σεβασμό, ή νεολαία, μάλιστα, τή φοβάται λιγάκι, - βλέπει δ νέος τούτο τό μεγάλο σώμα, μέ λαίμαργα μάτια, μά δταν διασταυρώνεται τό βλέμμα του μέ τό δικό της, πού τόν σφιχταγκαλιάζει, δ νεαρός χαμηλώνει ντροπαλά τά μάτια του . Καί ό Ζιχαρι­όφ κάνει ιδιαίτερες τιμές στή μουσαφίρισσά του, μιλάει μαζί της μέ τό «σείς», τήν ονομάζει κουμπαρούλα, δταν τήν κερνάει ύποκλίνεται βα�ιά.

-Μά μήν ανησυχείτε, σέρνει γλυκά τή φωνή της εκείνη , πολύ περιποιητικός, μπράβο!

Στή ζωή της εχει ε-ιαν ρυ�μό αβίαστο, τά χέρια της κινούνται μόνο πέρα από τούς αγκώνες, πού είναι κολλημένοι γερά στά πλευρά. Άναδίνει μιά δριμειά μυρωδιά ζεστού ψωμιού.

Ό γέρο Γκόγκολεφ αποχασκώνει από �αυμασμό, εγκωμιάζει τήν ομορφιά της γυναίκας, σάν ψάλτης, πού λέει τόν ακά�ιστo ϋμνο. Έκείνη ακούει, χαμογελάει ευχαριστημένα κι δταν δ άλλος μπερδεύει τά λόγια του,

280 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 281: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

εκείνη συμπληρώνει γιά λογαριασμό της. -Ναί, κοπέλλες δέν ημασταν καftόλου ώραίες, ή

όμορφιά αυτή προστέ{}ηκε από τή γυναικεία μας ζωή. Στά τριάντα μας γίναμε τόσο αξιοπρόσεχτες, πού ακόμα καί οι ευγενείς ενδιαφέρονταν, ενας νομάρχης μας ύποσχέ{}ηκε αμαξα μέ δυό άλογα . . .

Ό Καπεντιούχιν, μεftυσμένος, αναμαλλιασμένος, τήν κοιτάει μέ βλέμμα γεματο μίσος καί ρωτάει χοντροκομ­μένα:

-Γιά ποιό λόγο σας τό ύποσχέ{}ηκε; -Γιά τήν αγάπη μας, βέβαια, εξηγεί ή μουσαφί-

ρισσα. -Άγάπη, μουρμουρίζει ό Καπεντιούχιν, αποχαμέ­

να, - τί σχέση εχει εδώ ή αγάπη ; -'Εσείς, ενας τόσο ώραίος νέος, ξέρετε πολύ καλά τί

ftά πεί αγάπη, λέει άπλα ή γυναίκα. Τό αργαστήρι τραντάζεται από τά χάχανα, κι ό

Σιτάνοφ μουρμουρίζει στόν Καπεντιούχιν: -Άνόητη, αν σχι κάτι χειρότερο ! Μιά τέτοια μπο­

ρείς νά τήν αγαπήσεις μόνο από μεγάλο αγχος, οπως ξέρουν ολοι . . .

Ό Καπεντιούχιν χλωμιάζει από τό κρασί, στά κροτά­φια του λάμπει σά μαργαριτάρι ό ιδρώτας, τά εξυπνα μάτια του πετούν ε ανήσυχες φωτιές, ενά) ό γερο Γκόγκο­λεφ, κουνώντας τήν απαίσια μύτη του, σκουπίζει τά δάκρυα από τά μάτια, μέ τά δάχτυλα καί ρωτάει:

-Πόσα παιδάκια είχατε; -Είχαμε ενα παιδί. .. Πάνω από τό τραπέζι κρέμεται μιά λάμπα. Πίσω από

τή γωνιά της σόμπας άλλη . Λιγοστό τό φώς τους, στίς γωνιές τού αργαστηριού σμίγουν πυκνές σκιές, απ' οπου βλέπουν τίς μισοτελειωμένες, ακέφαλες φιγούρες. Στούς ίσιους γκρίζους λεκέδες, στή ftέση τών χεριών καί τών κεφαλών προβάλλει κάτι τό φριχτό - περισσότερο από κάftε αλλη φορά, εχεις τήν εντύπωση, πώς τά σώματα τών άγίων εξαφανίστηκαν μέ μυστηριώδη τρόπο, μέσα από τά χρωματιστά ρούχα τους, από τούτο τό ύπόγειο. Οί γυάλινες σφαίρες, πού είναι ανεβασμένες ψηλά, στό

2 8 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 282: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ταβάνι, κρέμονται από κάτι γάντζους, μέσα στό σύννεφο τού καπνού καί σκορπανε γαλάζιες ανταύγειες.

Ό Ζιχαριόφ γυρίζει ανήσυχα γύρω όπό τό τραπέζι, καί κερνάει. Τό φαλακρό κρανίο του γέρνει πότε από δω καί πότε &πό κεί, τά λεπτά δάχτυλά του παίζουν ολη τήν ώρα. Άδυνάτισε, ή γερακίσια μύτη του εγινε πιό σου­βλερή . 'Όταν στέκεται μέ τό πλευρό πρός τό φως, πέφτει πάνω στό μάγουλό του ή μαύρη σκιά της μύτης του.

-φατε καί πιείτε, φίλοι μου, λέει μέ τη δυνατή φωνή του.

Καί ή γυναίκα τραγουδα, σά νοικοκυρά: -Τί ανησυχείτε, κουμπαρούλη ; Ό κα{}ένας εχει τά

χέρια του, εχει τήν δρεξή του. Κανένας δέ μπορεί νά φάει περισσότερο απ' αύτό πού {}έλει!

-Κόσμε, ανάπαυση ! φωνάζει μέ ύπερδιέγερση ό Ζιχαριόφ. Φίλοι μου, ολοι μας ειμαστε δούλοι τού {}εού, έλατε νά ψάλλουμε τό «Δόξα σοι τφ δείξαντι τό φως» .

Τό τραγούδι δέν πετυχαίνει. 'Όλοι εχουν αποχαυνω­{}εί, με{}υσμένοι από τό φα! καί τή βότκα. Στά χέρια τού Καπεντιούχιν διπλη αρμόνικα, ό νεαρός Βίκτορ Σαλα­σύτιν, μαύρος καί σοβαρός, σάν κορακάκι, παίρνει τό ντέφι, τραβάει πάνω στό τεντωμένο δέρμα του τά δάχτυλα, τό δέρμα βροντάει ύπόκωφα, χτυπανε παιχνι­διάρικα τά κουδουνάκια.

-Ρρρούσικο! διατάζει δ Ζιχαριόφ. Κουμπαρούλα, όρίστε!

-"Αχ, αναστενάζει ή γυναίκα καί σηκώνεται, πόσο ανησυχείτε !

Βγαίνει στόν έλεύ{}ερο χωρο καί πατάει γερά, σάν έρημοκκλήσι. Φοράει φαρδειά, καφετιά φούστα, κίτρινη μπλούζα, από μπατίστα καί αλικη μαντήλα στό κεφάλι.

Ούρλιάζει σκανταλιάρικα ή αρμόνικα, βαρούν τά καμπανάκια, ντιντινίζουν τά κουδουνάκια. Τό δέρμα τού ντεφιού βγάζει εναν βαρύ ηχο, ανασαίνει ύπόκωφα. Δέν είναι εύχάριστο νά τό ακούς: λές καί φρένιασε δ αν{}ρωπος καί χτυπάει τό κεφάλι του στόν τοίχο, μέ βόγγους κι αναφιλητά.

Ό Ζιχαριόφ δέν ξέρει νά χορεύει, κάνει μόνο μικρά

282 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 283: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

βήματα καί χτυπάει τά τακούνια τών γυαλισμένων υποδημάτων του, πηδάει σάν τράγος καί πάντα αντί­{}ετα μέ τόν ρυ{}μό της ξέφρενης μουσικης. Τά πόδια του είναι {}αρρείς ξένα, τό σώμα του λυγίζει ατσαλα, χτυπιέ­ται σάν πιασμένη σφηκα στό δίχτυ της αράχνη ς, η ψάρι στό αγκίστρι, - αχαρη σκηνή . Μά δλοι τους, ακόμα κι οί με{}υσμένοι, παρακολου{}ουν μέ προσοχή τούς σπα­σμούς του, δλοι βλέπουν αμίλητοι τό πρόσωπο καί τά χέρια του . Ή δψη του Ζιχαριόφ παίζει καταπληχτικά, γίνεται πότε τρυφερή καί συγχισμένη, πότε, ξαφνικά, περήφανη καί αυστηρή . Νά, απόρησε από κάτι, εβγαλε ενα καυτό «αχ», εκλεισε τά μάτια, γιά μιά στιγμή , κι δταν τ' ανοιξε εγινε {}λιμμένος. Σφίγγει τίς γρο{}ιές καί πλησιάζει τή γυναίκα καί, ξάφνου, χτυπάει τό πόδι, πέφτει στά γόνατα μπροστά της, ανοίγοντας πλατιά τά χέρια, ανασηκώνοντας τά φρύδια, καί χαμογελάει εγ­κάρδια. Τόν κοιτάει εκείνη από ψηλά, μ' ενα ευνοϊκό χαμόγελο καί τόν προειδοποιεί ηρεμα:

-Θά κουραστείτε, κουμπαρούλη ! Προσπα{}εί νά κλείσει συγκινημένη τά μάτια, μά τά

μάτια ετουτα τά μεγάλα δέν κλείνουν καί μιά γκριμάτσα δίνει δυσάρεστη εκφραση στό πρόσωπό της.

Κι αυτή δέν τά καταφέρνει στόν χορό, κουνάει αργά τό τεράστιο σώμα της καί τό μετακινεί α{}όρυβα, από τόπο σέ τόπο. Στό αριστερό χέρι κρατάει μαντήλι, τό κουνάει νωχελικά. Τό δεξί στηρίζεται στόν γοφό - ή στάση της αυτή {}υμίζει τεράστιο κανάτι.

Ό Ζιχαριόφ γυροφέρνει τήν πέτρινη αυτή γυναίκα, αλλάζοντας αντιφατικά τήν δψη, - φαίνεται πώς δέ χορεύει μόνος, μά δέκα αν{}ρωποι μαζί, κι δλοι διαφορε­τικοί: ό ενας είναι ησυχος, πει{}ήνιος. Ό αλλος {}υμωμέ­νος, τρομερός. Ό τρίτος κάτι φοβάται καί, βογγώντας σιγά, {}έλει νά ξεφύγει απαρατήρητος, από τή μεγάλη, ατσαλη γυναίκα. Νά, εμφανίστηκε ακόμα ενας - δείχνει τά δόντια του καί λυγάει σπασμωδικά, ίδιο πληγωμένο σκυλί. Ό αγχώδης αυτός ασκημος χορός μου γεννάει βαρειά {}λίψη, μου ξυπνάει δυσάρεστες αναμνήσεις από τούς φαντάρους, τίς πλύστρες καί τίς μαγείρισσες, από

283 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 284: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σκυλίσιους γάμους. Θυμάμαι τά ηρεμα λόγια του Σιντόροφ: «Σ' αυτή τήν ύπό{}εση ολοι λένε ψέματα, είναι μιά

δουλειά, πού τήν ντρέπονται ολοι, κανένας κανέναν δέν αγαπάει, μά είναι μιά άπλη σκανταλιά . . . » .

Δέ ι'tέλω ν ά πιστέψω, πώς «ολοι λένε ψέματα σ' αυτή τήν ύπό{}εση» , πώς μπορεί νά ύπάρχει, τότε, ή Βασίλισ­σα Μαργκό; Καί δ Ζιχαριόφ, φυσικά, δέ λέει ψέματα. Ξέρω, πιος δ Σιτάνοφ αγάπησε μιά κοπέλλα του «δρό­μου» , καί πώς εκείνη του κόλλησε μιάν επαίσχυντη αρρώστια, μά δέν τή χτυπάει γι' αυτό, οπως τόν συμβου­λεύουν οί φίλοι του. της νοίκιασε ενα δωμάτιο, πληρώ­νει νά τήν κάνει καλά καί πάντα μιλάει γιά κείνη πολύ, {}αρρείς, τρυφερά, ντροπαλά.

Ή μεγάλη γυναίκα κουνιέται διαρκιος, μ' ενα νεκρό χαμόγελο στά χείλη , τινάζει τό μαντήλι. Ό Ζιχαριόφ πηδάει σπασμωδικά γύρω της. Κοιτάω καί σκέφτομαι: είναι δυνατό ή Εύα, πού απάτησε τόν Θεό, νά εμοιαζε μέ τούτη τήν αλόγα; Νιώ{}ω, α{}ελά μου, ενα αίσι'tημα μίσους εναντίον της.

οι ακέφαλες εικόνες κοιτάνε από τούς σκοτεινούς τοίχους, στά τζάμια εχει κολλήσει ή σκοτεινή νύχτα. ΟΙ λάμπες {}αμποκαίνε μέσα στήν πνιγερή ατμόσφαιρα του αργαστηριου. Άφουγκράζεσαι, κι ανάμεσα από τά βα­ριά ποδοβολητά, ανάμεσα από τό βουητό τών φωνών, ξεχωρίζεις τόν ηχο από τίς γοργές στάλες, πού πέφτουν από τό χάλκινο νιπτηρα στόν κάδο μέ τ' απονέρια.

Πόσο διαφέρουν αυτά από τή ζωή, πού διάβαζα στά βιβλία! Φοβερά διαφέρουν. Τελικά, νά, ολοι νιώ{}ουν πλήξη κι ανία: Ό Καπεντιούχιν χιΩνει τήν άρμόνικα στά χέρια του Σαλαούτιν καί φωνάζει:

-Πιάσε! Παίξε εναν πεταχτό ! Αυτός χορεύει σάν τόν Βάνκα, τόν Τσιγγάνο, - λές

καί πετάει στόν αέρα, επειτα χορεύει παιχνιδιάρικα καί ώραία καί δ Πάβελ Όντιντσόφ, ό Σορόκιν. Ό φυματι­κός ό · Ντανίλοφ σέρνει κι αυτός τά πόδια του στό πάτωμα καί βήχει από τή σκόνη, τόν καπνό, η1ν τσου­χτερή μυρωδιά της βότκας καί του καπνισμένου σαλαμι-

284 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 285: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ού, ποί, πάντα βρωμάει αργασμένο τομάρι. Χορεύουν, τραγουδούν, φωνάζουν, μά κανένας τους

δέν ξεχνάει πώς διασκεδάζει κι ολοι τους ftαρρείς δίνουν εξετάσεις μεταξύ τους - σέ επιδεξιότητα, νά πούμε, κι αντοχή .

Ό Σ ιτάνοφ, πάνω στό μεftύσι του, ρωτάει πότε τόν ενα καί πότε τόν άλλο :

-Μήπως μπορείς νά ερωτευτείς μιά τέτοια γυναίκα; Θαρρείς πώς δπου νά 'ναι ftά κλάψει. Ό Λαριόνιτς ανασηκώνει τά σουβλερά κόκκαλα των

ώμων του καί τού λέει: -'Όλο γυναίκα καί γυναίκα, τί ftέλεις; Αυτοί, γιά τούς όποίους μιλάνε, εξαφανίστηκαν

αftόρυβα. Ό Ζιχαριόφ ftά φανεί στό αργαστήρι σέ δυό-τρείς μέρες, ftά πάει στό λουτρό καί δυό βδομάδες ftά δουλεύει, στή γωνιά του, αμίλητος, σοβαρός, ξένος γιά δλους.

-Φύγανε; ρωτάει ό Σ ιτάνοφ μονολογώντας, κοιτών­τας τό αργαστήρι μέ τά ftλιμμένα, σταχτογάλαζα μάτια του. Τό πρόσωπό του είναι άσκημο, κάπως γεροντικό, μά τά μάτια του είναι καftαρά καί καλοσυνάτα.

Ό Σιτάνοφ μού δείχνει φιλία - σ' αυτόν χρωστάω τό χοντρό τετράδιό μου, οπου εχω γράψει ποιήματα. Δέν πιστεύει στόν ftεό, μά είναι πολύ δύσκολο νά καταλάβει κανείς ποιός, στό αργαστήρι, εξω από τόν Λαριόνοβιτς, αγαπάει καί πιστεύει στόν ftεό. Γιατί ολοι μιλάνε γι' αυτόν επιπόλαια, κορο·ίδευτικά, δπως ακριβως μιλάνε καί γιά τή σπιτονοικοκυρά. 'Όταν, δμως, κάftονται νά φάνε τό μεσημεριανό 11 τό βραδυνό τους, ολοι σταυροκο­πιούνται. Κι δταν πέφτουν νά κοιμηftούν προσεύχονται, πηγαίνουν στήν εκκλησία τίς γιορτές.

Ό Σιτάνοφ δέν κάνει τίποτε απ' δλα αυτά καί τόν ftεωρούν liftEo.

-Δέν ύπάρχει ftεός, λέει. -'Από πού είναι δλα αυτά; -Δέν ξέρω . . . 'Όταν τόν ρώτησα: μ ά πως δέν ύπάρχει ftεός; εκείνος

μού εξήγησε:

285 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 286: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Βλέπεις; ι'tεός είναι τό αψηλό! Καί σήκωσε τό μακρύ του χέρι, πάνω Μ.ό τό κεφάλι

του, επειτα τό κατέβασε εναν πήχυ πάνω από τό πάτωμα , τ και ειπε: -Ό ανι'tρωπoς είναι τό χαμηλό! Δέ λέω σωστά; Κι

δμως, λένε: « 'Ο ανι'tρωπoς πλάστηκε κατ' εικόνα καί όμοίωση τού ι'tεoύ», δπως τό ξέρεις! Μά, πές μου, σέ τί μοιάζει ό Γκόγκολεφ;

Αύτό μέ τουμπάρει: ό βρώμικος καί μπεκρούλιακας γέρο Γκόγκολεφ, παρά τά χρόνια του, πέφτει στό άμάρ­τημα τού Αύνάν. Θυμάμαι τόν φανταράκο τής Βιάτκας, τόν Έρμόχιν, τήν αδελφή τής γιαγιάς, τί ι'tεϊκό εχουν αύτοί μέσα τους;

-Οί ανι'tρωπoι είναι γουρούνια, δπως ξέρεις, λέει ό Σ ιτάνοφ καί αμέσως αρχίζει νά μέ παρηγορεί:

-Δέν πειράζει, Μαξίμιτς, ύπάρχουν καί καλοί, ύπάρχουν !

Μ' αύτόν περνούσα εύκολα, άπλά. 'Όταν δέν ηξερε κάτι, ελεγε ανοιχτά:

-Δέν ξέρω, αύτό δέν τό σκέφτηκα! Κι αύτό είναι κάτι ασυνή-&ιστο : πρίν τόν συναντήσω

εβλεπα μόνο ανι'tρώπoυς, πού τά ξέρανε δλα, καί γιά δλα μιλούσαν.

Μού φαινόταν παράξενο, νά βλέπω, στό τετράδιό του, κοντά στά ώραία ποιήματα, πού συγκινούσαν τήν ψυχή, νά ύπάρχουν καί πολλά βρώμικα στιχουργήματα, πού προκαλούσαν μόνο ντροπή . 'Όταν τού μίλησα γιά τόν Πούσκιν, μού εδειξε τή «Γαβριλιάδα», πού είχε αντιγράψει στό τετράδιό του . . .

-Τί είναι ό Πούσκιν; 'Ένας χωρατατζής, ενώ ό Μπενεντίκτοφ, μάλιστα! Άξίζει τόν κόπο, Μαξίμιτς!

Έκλεινε τά μάτια κι ελεγε σιγανά:

Κοίτα, νά τής ώραίας γυναίκας ό σαγηνευτικ6ς κ6ρφος . . .

Καί, δέν ξέρω γιατί, χώριζε ιδιαίτερα τρείς στίχους, πού τούς διάβαζε μέ περηφάνεια καί χαρά:

286 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 287: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μά τού άητού τό βλέμμα δέ μπορει μέσ' άπό τούτη τή ζεστή φραγή νά διαβει καί τήν καρδιά νά δει.

-Καταλαβαίνεις; ΥΕνιω{}α σέ πολύ δύσκολη {}έση, νά όμολογήσω, πώς

δέν καταλαβαίνω γιά ποιό λόγο χαίρεται.

14

Ο Ι ύποχρεώσεις μου στο αργαστήρι ηταν απλές: τό πρωί, δταν ακόμα δλοι κοιμσυνταν, εγώ επρεπε νά προετοιμάσω, γιά τούς μαστόρους, τό σαμοβάρι. Καί τήν ωρα, πού εκείνοι επιναν τό τσάι τους στήν κουζίνα, εγώ κι ό Παύλος συγυρίζαμε τό αργαστήρι, χωρίζαμε, γιά τίς μπογιές, τόν κρόκο από τό ασπράδι κι επειτα τραβούσα για το μαγαζί. Το βράδι, μέ βάζανε νά σβήνω χρώματα και να «παρακολου{}ω» τήν τέχνη. Στήν αρχή, «παρακο­λου{}ούσα» με μεγάλο ενδιαφέρον, μά γρήγορα κατάλα­βα, πώς δλοι σχεδόν, πού ασχολούνταν μέ τούτη τή χωρισμένη σέ κομμάτια τέχνη, δέν τήν αγαπούν καί πάσχουν από βασανιστική πλήξη καί αγχος.

Τά βράδια μου ηταν ελεύ{}ερα. 'Εγώ μιλούσα, στήν παρέα, γιά τή ζωή μου στό καράβι, τούς ελεγα διάφορες

,ίστορίες γιά βιβλία, καί χωρίς νά τό καταλάβω, απόχτη­σα, στό αργαστήρι, κάποια ιδιαίτερη {}έση - τού παραμυ{}ά καί τού αναγνώστη.

Γρήγορα κατάλαβα, πώς δλοι τούτοι οί αη'}ρωποι είδαν καί ξέρουν λιγότερα από μένα. Σχεδόν ό κα{}ένας τους είχε κλειστεί, από παιδί, μέσα σ' ενα στενό κλουβί τέχνης κι από τότε κά{}εται κεί μέσα. Άπ' δλους τούς μαστόρους μόνο ό Ζιχαριόφ είχε πάει στή Μόσχα, γιά τήν όποία μιλούσε μέ ϋφος αλαζονικσ καί σκυ{}ρωπό:

-Ή Μόσχα δέν πιστεύει στά δάκρυα, εκεί πρέπει νά 'χεις τά μάτια σου τέσσερα!

287

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 288: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'Όλοι οί άλλοι πήγανε μόνο στό Σούε καί στό Βλαντιμίρ. 'Όταν μιλούσα γιά τό Καζάν, μέ ρωτούσαν:

-�Eχει πολλούς Ρώσους εκεί; �Eχει εκκλησιές; Τό Πέρμ γι' αυτούς ηταν στή Σιβηρία. Δέν πίστευαν,

πώς ή Σιβηρία βρίσκεται πέρα από τά ουράλια. -Τίς πέρκες των ουραλίων καί τούς οξύρυγχους

τούς φέρνουν από κεί, από τήν ι'tάλασσα της Κασπίας ; Πάει νά πεί, τά ουράλια είναι στή ι'tάλασσα!

Μερικές φορές, ελεγα πώς γελούν ε σέ βάρος μου, οταν επιμένουν, δτι ή Άγγλία είναι πέρα από τόν Άτλαντικό, κι ό Βοναπάρτης κατάγεται από τούς ευγε­νείς της Καλούγκα. 'Όταν τούς ελεγα αυτά πού είδα μέ τά μάτια μου, δέ μέ πίστευαν ευκολα. Μά δλοι αγαπού­σαν τά φοβερά παραμύ{tια, τίς ίστορίες τρόμου. 'Ακόμα καί οί ήλικιωμένοι προτιμούσαν φανερά τό φανταστικό από τό αληι'tινό. �Eβλεπα καλά, πώς δσο πιό απίttανα είναι τά γεγονότα, δσο πιό μεγάλη φαντασία ύπάρχει στήν ίστορία, τόσο πιό προσεχτικά μ' ακούει δ κόσμος. Γενικά, ή πραγματικότητα δέν τούς απασχολούσε κι δλο ονειρεύονταν τό μέλλον, επειδή δέν ηι'tελαν νά βλέπουν τή φτώχεια καί τήν αι'tλιότητα τού σήμερα.

Αυτό εκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί είχα κιόλας νιώσει αρκετά εντονα τίς αντιφάσεις ανάμεσα στή ζωή καί τό βιβλίο. Νά, εχω μπροστά μου ζωντανούς ανι'tρώ­πους, καί στό βιβλίο δέν εχω: δέν ύπάρχει δ Σμούρι, δ ι'tερμαστής Γιάκοβ, δ αναχωρητής ' Αλεξάντρ Βασίλιεφ, δ Ζιχαριόφ, ή πλύστρα Ναταλία.

Στό μπαούλο τού Νταβίντοφ βρέ{tηκαν κουρελιασμέ­να τά διηγήματα τού Γκολίτσινσκι, δ «'Ιβάν Β ιζίγκιν» τού Μπουλγκάριν, ό τόμος τού βαρώνου Μπραμπεούς. Τά διάβασα δλα αυτά φωναχτά, ολοι έν{tουσιάστηκαν κι δ Λαριόνιτς είπε:

-Τό διάβασμα σαρώνει τούς καυγάδες καί τή φασα­ρία, είναι καλό!

'Άρχισα νά γυρεύω, μέ μεράκι, βιβλία. Τά ευρισκα καί, σχεδόν κάι'tε βράδι, διάβαζα. Ήταν ώραία βράδια αυτά. Στό αργαστήρι βασίλευε ήσυχία, δπως τή νύχτα. Πάνω από τά τραπέζια κρέμονται οί γυάλινες σφαίρες

288 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 289: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

- λευκά, κρύα αστέρια. Οί αχτίδες τους φωτίζουν τά μαλλιαρά καί φαλακρά κεφάλια, πού ξεβγαίνουν άπό τά τραπέζια. Βλέπω ηρεμα, συλλογισμένα πρόσωπα, μερι­κές φορές άκούγεται καί κάποιο έπιφώνημα εγκωμια­στικό γιά τόν συγγραφέα τού βιβλίου η γιά τόν ηρωα. Οί άν{tρωποι είναι προσεχτικοί καί ηπιοι, δέ μοιάζουν μέ τόν έαυτό τους. Τούς αγαπώ πολύ, σέ τούτες τίς (bρες κι αύτοί μού φέρνονται καλά. Ένιω{tα πώς είμαι στά νερά μου.

-Τά βιβλία γιά μας είναι σάν τήν άνοιξη , οταν βγάζει δ κόσμος τά χειμωνιάτικα παντζούρια κι άνοίγει, γιά πρώτη φορά, πέρα γιά πέρα, τά παρά{tυρα, - ε&τε, κάποτε, δ Σιτάνοφ.

Ήταν δύσκολο νά βρεί κανείς βιβλία: Δέ σκεφτήκα­με νά κάνουμε παραγγελίες από τή βιβλιo{tήκη . 'Εγώ, ώστόσο, κατάφερνα νά ξετρυπώνω βιβλία ζητώντας τα άπό παντού, σάν έλεημοσύνη . Μιά μέρα, δ άρχηγός της πυροσβεστικης ύπηρεσίας μούδωσε Ι!ναν τόμο τού Λέρ­μοντοφ, καί τότε ενιωσα τή δύναμη της ποίησης, τή μεγάλη έπίδρασή της στούς άν{tρώπους.

Θυμαμαι, πώς άπό τούς πρώτους στίχους τού « Δαί­μον(Χ» δ Σιτάνοφ ερριξε μιά ματιά ατό βιβλίο, επειτα στό πρόσωπό μου, εβαλε τό πινέλο ατό τραπέζι καί, χώνον­τας τά μακρυά χέρια ανάμεσα στά γόνατά του, ταλαν­τεύτηκε καί χαμογέλασε. 'Από κάτω του, άρχισε νά τρίζει η καρέκλα.

-Ήσυχία, αδέλφια, είπε δ Λαριόνιτς . • Αφησε κι αύτός τή δουλειά, πλησίασε στό τραπέζι τού Σιτάνοφ, οπου διάβαζα. Τό ποίημα δονούσε τό είναι μου δλόκλη­ρο, πονούσα γλυκά, ράγιζε η φωνή μου, δέν εβλεπα καλά τά γράμματα, βούρκωσαν τά μάτια μου. Μ& πιό πολύ συγκινούσαν οί πνιγμένες άνάσες, η βουβή κι επιφυλα­κτική κίνηση μέσα στό αργαστήρι, ολα εκεί μέσα ανα­δεύονταν βαριά, λές καί κάποιος μαγνήτης τραβούσε τούς ανftρώπους κατά τό μέρος μου. 'Όταν τέλειωσα τό πρώτο μέρος, ολοι σχεδόν στέκονταν γύρω από τό τραπέζι, στρυμωγμένοι δ Ι!νας δίπλα στόν άλλο, κατσου­φιάζοντας καί χαμογελώντας.

289 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 290: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Διάβαζε, διάβαζε, είπε ό Ζιχαριόφ, πατώντας τό κεφάλι μου πάνω στό βιβλίο.

Τέλειωσα τό διάβασμα, πηρε εκείνος τό βιβλίο, κοίταξε τόν τίτλο του καί ταχωσε κάτω από τήν μασχάλη του, λέγοντας:

-Αυτό πρέπει νά τό διαβάσουμε άλλη μιά φορά! Αύριο {tά τό ξαναδιαβάσεις. 'Εγώ {tά κρύψω τό βιβλίο.

Ξεμάκρυνε, εκλεισε τόν Λέρμοντοφ στό συρτάρι τού τραπεζιού ,ου καί καταπιάστηκε μέ τή δουλειά τόυ . Μέσα στό αργαστήρι βασίλευε ήσυχία. ΟΙ άν{tρωποι, πατώντας στά νύχια, πήγαιναν στίς {tέσεις τους. Ό Σ ιτάνοφ ζύγωσε στό παρά{tυρο, ακούμπησε τό μέτωπό του στό τζάμι καί απoσβoλώ{tηκε. Ό Ζιχαριόφ, εβαψε πάλι στήν άκρη τό πινέλο κι είπε μέ αυστηρή φωνή :

-Αυτή είναι ή ζωή, δούλοι τού {tEoiJ . . . μάλιστα! Ά νασήκωσε απάλαφρα τούς ώμους, εχωσε μέσα τους

τό κεφάλι καί συνέχισε: -Τόν δαίμονα μπορώ νά τόν ζωγραφίσω: σώμα

μαύρο καί μαλλιαρό, φτερά κόκκινα σάν φωτιά - μέ μίνιο, τή φάτσα του, τά χέρια καί τά πόδια, - άσπρα κάτασπρα, Όπως περίπου φαντάζει τό χιόνι τίς φεγγαρο­νυχτιές.

Ό Ζιχαριόφ, ως τήν ωρα τού βραδινού φαγητού, στριφογύριζε ανήσυχα, παρά τή συνή{tειά του, πάνω στό σκαμνί, επαιζε μέ τά δάχτυλά του καί μιλούσε, κάτι ακατανόητα γιά τόν δαίμονα, γιά τίς γυναίκες καί τήν Εύα, γιά τόν παράδεισο, καί γιά τό πώς άμαρτήσανε οί αγιοι .

-'Όλ' αυτά είναι αλή{tεια! βεβαίωνε εκείνος. 'Όταν οΙ αγιοι άμαρτάνουν μέ άμαρτωλές γυναίκες, τότε φυσι­κά ό δαίμονας περηφανεύεται πού άμαρτάνει μέ μιά ψυχή κα{tαρή . . .

Τόν άκουγαν αμίλητοι. Φαίνεται, πώς κανένας, δπως κι εγώ, δέν είχε αρεξη νά μιλήσει. Δούλευαν ανόρεχτα, ρίχνοντας κά{tε τόσο ματιές στήν ωρα, κι Όταν χτύπησε εννιά, άφησαν τή δουλειά Όλοι μαζί.

Ό Σ ιτάνοφ κι ό Ζιχαριόφ βγηκαν εξω, εγώ πηγα μαζί τους. 'Εκεί, ό Σ ιτάνοφ είπε, αγναντεύοντας τ' άστρα:

290 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 291: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Καραβάνια ταξιδιάρικα, πεταμένα αστέρια στ6 χάος . . .

τό ώραίο, δέ μπορεί κανείς νά τό συλλάβει! -Δέ ι'tυμαμαι καμιά λέξη, παρατήρησε ό Ζιχαριόφ,

τρέμοντας από τό τσουχτερό κρύο. Δέ ι'tυμαμαι τίποτα, μά κείνον τόν βλέπω! Καταπληκτικό! Ό ανι'tρωπoς εβαλε τόν διάβολο νά λυπηι'tεί ; Λυπαται εκείνος, ε ;

-Λυπαται, συμφώνησε ό Σιτάνοφ. -Νά τί ι'tά πεί ανι'tρωπoς! ξεφώνησε επιβλητικά ό

Ζιχαριόφ. Στό χαγιάτι μέ προειδοποίησε: -Έσύ, Μαξίμιτς, στό μαγαζί μήν πείς τίποτα σέ

κανέναν γιά τό βιβλίο αυτό: είναι, βέβαια, απαγορευ­μένο!

Έγώ χάρηκα: νά, λοιπόν, γιά ποιά βιβλία μέ ρωτούσε ό παπας στήν έξομολόγηση !

Δειπνήσαμε άκεφα, χωρίς τό συνηι'tισμένo ι'tόρυβo καί τή φασαρία, λές καί συνέβη σέ δλους μας κάτι σοβαρό, γιά τό όποίο πρέπει νά σκέφτεσαι σύντονα. Καί μετά τό δείπνο, δταν δλοι πέσανε νά κoιμηι'toύν, ά Ζιχαριόφ μου είπε, βγάζοντας τό βιβλίο:

-' Αντε, διάβασέ το αλλη μιά φορά! Σιγά.,σιγά, μή βιάζεσαι . . .

Μερικοί σηκώ{}ηκαν σιωπηλοί από τά κρεβάτια τους, πλησίασαν στό τραπέζι καί κάι'tησαν ενα γύρο, ξεντυ­μένοι, διπλοπόδι.

Καί πάλι, δταν τέλειωσα τό διάβασμα, ό Ζιχαριόφ είπε, χτυπώντας τά δάχτυλα πάνω στό τραπέζι:

-Αυτή είναι ζωή ! Άχ, δαίμονα, δαίμονα . . . είδες, άδελφέ μου , ε;

Ό Σ ιτάνοφ εσκυψε πάνω άπό τόν ι1μο μου, διάβασε κάτι καί γέλασε, λέγοντας:

-Θά τό άντιγράψω στό τετράδιό μου . . . Ό Ζιχαριόφ σηκώ{}ηκε καί πήγε τό βιβλίο aτό

τραπέζι του, μά σταμάτησε καί, ξαφνικά, άρχισε νά μιλάει πικραμένα, μέ παλλόμενη φωνή :

-Ζούμε σάν τυφλά κουτάβια, δέν ξέρουμε πού πανε

2 9 1

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 292: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τά τέσσερα, δέν κάνουμε ουτε γιά τόν {}εό, ουτε γιά τόν δαίμονα! Τί δούλοι τού Κυρίου είμαστε; Ό 'Ιώβ ηταν δούλος, μά ό ίδιος δ {}εός μίλησε μαζί του! Μέ τόν Μωυσή τό ίδιο! Τόν Μωυση, μάλιστα, τόν βάφτισε δ ίδιος. Τόν όνόμασε «Μόι-σέι», πάει νά πεί αν{}ρωπος των {}εων. Καί μείς ποιοί είμαστε;

ΥΕκλεισε τό βιβλίο κι αρχισε νά ντύνεται, ρωτώντας τόν Σ ιτάνοφ:

-ΥΕρχεσαι στήν ταβέρνα; -Θά πάω στή δική μου, είπε σιγά δ Σιτάνοφ. 'Όταν φύγανε, ξάπλωσα στό πάτωμα, κοντά στήν

πόρτα, δίπλα στόν Παύλο Όντίντσοφ. 'Εκείνος, πολλήν ωρα στριφογύριζε καί ξεφυσούσε καί, ξαφνικά, αρχισε νά σιγοκλαίει.

-Τί εχεις; -Τούς λυπάμαι δλους μέχρι {}ανάτου, είπε εκείνος.

Τέσσερα τώρα χρόνια είμαι, βλέπεις, μαζί τους, τούς ξέρω δλους . . .

Κι εγώ λυπάμαι αυτούς τούς άν{}ρώπους. Πολλήν ωρα ξαγρυπνήσαμε, κουβεντιάζοντας ψι{}υριστά γι' αυ­τούς, βρίσκοντας στόν κα{}ένα καλά, ώραία χαρίσματα, καί σ' δλους κάτι, πού ακόμα πιό πολύ δυνάμωνε τήν παιδική μας συμπόνια.

Είχαμε μεγάλες φιλίες μέ τόν Παύλο Όντίντσοφ. Άργότερα εγινε ενας καλός τεχνίτης, μά δέν κράτησε πολύ. Στά τριάντα του αρχισε νά πίνει φοβερά, επειτα τόν άντάμωσα στήν αγορά τού Χίτροβο, στή Μόσχα, νά άλητεύει καί, τελευταία, ακουσα, πώς πέ{}ανε από τύφο. Είναι φοβερό, νά {}υμάσαι, πόσοι καλοί αν{}ρωποι χά{}ηκαν άλόγιστα, στήν εποχή μου! 'Όλοι οί αν{}ρωποι φ{}είρονται καί πε{}αίνουν, είναι φυσικό. Μά που{}ενά αλλού δέ φ{}είρονται τόσο γρήγορα, τόσο άνόητα, δσο σ' εμάς, στή Ρωσία . . .

Τότε, ηταν ενα στρογγυλοκέφαλο αγόρι, κάπου δυό χρόνια μεγαλύτερο από μένα. Ζωηρούτσικο, έξυπνούλι­κο καί τίμιο, είχε ταλέντο: ζωγράφιζε ώραία πουλιά, γάτες καί σκυλιά κι εκανε μέ καταπληχτική ευκολία τίς γελοιογραφίες των μαστόρων, παριστάνοντάς τους πάν-

292 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 293: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τα φτερωτούς. Τόν Σ ιτάνοφ τόν εκανε λυπημένη βαλτομ­πεκάτσα, πού στέκεται σ' ενα πόδι, τόν Ζιχαριόφ, κόκκορα, μέ ξεσκισμένο λειρί, χωρίς φτερά στήν κορυ­φή, τόν αρρωστο Νταβίντοφ, φοβερό σκοινοπούλι. Μά καλύτερα από δλους κατάφερνε τόν γέρο χαράκτη Γκόγκολεφ, μέ τή μορφή νυχτερίδας, μέ μεγάλα αυτιά, ειρωνική μύτη καί μικρά ποδαράκια, μέ εξη νύχια τό καftένα. Άπό τό στρογγυλό, μελαχρινό πρόσωπό του κοιτούσαν οΙ λευκοί κύκλοι των ματιων, οΙ κόρες εμοια­ζαν μέ φακές καί στέκονταν στό πλάτος των ματιων _.

αυτό εδινε στό πρόσωπό του μιά ζωντανή καί πολύ αισχρή εκφραση.

οι μαστόροι δέ ftύμωναν, δταν δ Πάβελ τούς εδειχνε τίς γελοιογραφίες, μά ή γελοιογραφία τού Γκόγκολεφ προκάλεσε σ' δλους άσκημη εντύπωση, καί συμβούλε­ψαν στόν καλλιτέχνη αυστηρά:

-Καλύτερα νά τή σκίσεις, γιατί ftά τή δεί δ γέρος καί ftCt σέ σπάσει στό ξύλο!

Βρώμικος, λιγδιάρης καί πάντα μεftυσμένος, δ γέρος ηταν πολύ ευσεβής, φοβερά κακός καί πρόδινε δλο τό αργαστήρι στόν επιστάτη, πού έτοιμαζόταν νά πάρει τήν ανεψιά της κυρας καί γι' αυτό ενιωftε πιά τόν έαυτό του σάν αφεντικό δλου τού σπιτιού καί των ανftρώπων. Τό αργαστήρι τόν μισουσε, αλλά καί τόν φοβόταν, γι' αυτό φοβόταν καί τόν Γκόγκολεφ.

Ό Πάβελ τόν πιλάτευε άγρια, μέ κάftε τρόπο, τόν χαράκτη, λές κι εβαζε σκοπό του νά μήν τόν αφήσει ουτε ενα λεπτό ησυχο. Κι εγώ εκανα τό κατά δύναμη, νά τόν βoηi}ήσω σ' αι',τό. Τό αργαστήρι εσπαζε πλάκα μέ τά καμώματά μας, τά ωμά κι αδυσώπητα πάντα, μά καί μας προειδοποιούσε:

-Θά τήν nCtftETE, παιδιά! Θά σας σπάσει στό ξύλο δ Κουζκά - τό σκαftάρι!

Ό Κουζκά - τό σκαftάρι είναι τό παρατσούκλι του επιστάτη, πού του κόλλησαν τά παιδιά τού αργαστη­ριου.

οι προειδοποιήσεις δέ μας τρόμαζαν, βάφαμε τή νυσταλέα φάτσα του χαράχτη . Μιά φορά, καftώς κοιμό-

293 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 294: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ταν μεthJσμένος, τού χρυσώσαμε τή μύτη . Ό αν{}ρωπος, τρείς περίπου μέρες, δέ μπορούσε νά βγάλει τό χρυσό άπό τή λαστιχωτή μύτη του. Μά, κά{}ε φορά πού τά καταφέρναμε νά εξοργίσουμε τόν γέρο, thJμόμουνα τό βαπόρι, τόν μικρό φαντάρο, άπό τή Βιάτμα, καί πονούσε ή ψυχή μου. Παρά τήν ήλικία του, δ Γκόγκολεφ ηταν δυνατός καί συχνά μας εμπαινε, ξαφνικά, καί μας εδερνε. Μας εδερνε καλά-καλά, κι από πάνω εκανε καί τά παράπονά του στήν κυρά μας.

Καί ή κυρά μπεκρούλιαζε κά{}ε μέρα, γι' αυτό ηταν πάντοτε .καλή καί κεφάτη , - προσπα{}ούσε νά μας τρομάξει, χτυπούσε τά πρησμένα χέρια της πάνω στό τραπέζι κι εσκουζε:

-Πάλι εσείς, διαβόλοι; Είναι γεροντάκος, πρέπει νά τόν σέβεστε! Ποιός, άντίς γιά κρασί ερριξε στό ποτήρι του πετρέλαιο;

-'Εμείς . . . Ή κυρά άπορούσε. -"Αχ, {}εέ μου, αυτοί τό παινεύονται κιόλας! "Αχ,

καταραμένοι . . . Πρέπει νά σέβεστε τούς γέρους! Μας εδιωχνε εξω, καί τό βράδι εκανε τά παράπονά

της στόν επιστάτη καί κείνος μού 'λεγε {}υμωμένα: -πως εσύ, πού διαβάζεις βιβλία, άκόμα καί τήν

'Αγία Γραφή, κάνεις τέτοιες άνοησίες, ε; Πρόσεχε, άδερφέ!

Ή κυρά ηταν μονάχη καί άξιολύπητη . Κάποτε, με{}ούσε μέ λικέρ, κα{}ότανε στό παράthJρο καί τραγου­δούσε:

Κανείς δέ μέ λυπάται καί κανέναν δέν πονώ, κανένας δέ ίJυμάται τόν μέγα μου καημό. Σέ ποιόνε νά τόν πώ;

Καί, σιγοκλαίγοντας, εσερνε τή γεροντίστικη , τρε­μουλιαστή φωνή της:

-ου ου ου . . . Μιά φορά, τήν είδα νά ζυγώνει στή σκάλα, κρατών-

294 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 295: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τας στά χέρια τή χύτρα, Όπου εβραζαν τό γάλα. Μά, ξαφνικά, λύγισαν τά γόνατά της, εκατσε κάτω καί πηρε νά κατρακυλα τή σκάλα, χτυπώντας βαριά, από σκαλί σέ σκαλί, χωρίς ν' αφήσει τή χύτρα από τά χέρια. Τό γάλα πετιούνταν καί χυνόταν στό φουστάνι της, ενώ εκείνη τέντωνε τά χέρια καί φώναζε, -&υμωμένη, στή χύτρα:

-Τί κάνεις, τρισκατάρατη; Πού πας; Χοντρή καί πλαδαρή, κα-&ώς ηταν, εμοιαζε μέ γερα­

σμένη γάτα, πού δέ μπορεί πιά νά πιάσει ποντίκια, αλλά, βαρειά από τό καλό τάϊσμα, νιαουρίζει κι ανα-&υμιέται νοσταλγικά τίς νίκες καί τίς χαρές της.

-Νά, ελεγε ό Σιτάνοφ, μισοκλείνοντας τά μάτια συλλογισμένα, εδώ γινόταν μεγάλη δουλειά. Σπουδαίο αργαστήρι, τό κρατούσε ενας εξυπνος αν-&ρωπος. Τώρα, δμως, δλα πανε στράφι, δλα πέρασαν στού Κούζκιν τά χέρια! Δουλέψαμε, δουλέψαμε, κι δλα γιά τόν ξένο τόν -&είο! Τό σκέφτεσαι καί, ξαφνικά, σπάζει στό κεφάλι κάποιο ελατήριο - τίποτε δέ -&έλει ή ψυχή μου. Μού 'ρχεται νά μουντζώσω κά-&ε δουλειά καί νά ξαπλώσω στή στέγη καί ναμαι ανασκελωμένος όλόκληρο καλοκαί­ρι, νά βλέπω τόν ουρανό . . .

Ό Πάβελ Όντιντσόφ πηρε κι εκείνος αυτές τίς σκέψεις τού Σιτάνοφ, καί φιλοσοφούσε καπνίζοντας τσιγάρο, μέ κινήσεις μεγάλου, γιά τόν -&εό, γιά τό με-&ύσι, τίς γυναίκες καί γιά τό δτι κά-&ε δουλειά εξαφανίζεται ' μερικοί κάνουν κάτι, ενώ αλλοι καταστρέφουν τά φτια­γμένα, χωρίς νά τά εκτιμούν καί νά τά καταλαβαίνουν.

Καί τίς στιγμές εκείνες γέμιζε ρυτίδες τό στενό, συμπα-&ητικό του πρόσωπο, γερνούσε, κα-&όταν στό στρώμα, πάνω στό πάτωμα, αγκάλιαζε τά γόνατά του, καί κοιτούσε, μέ τίς cbρες, από τά γαλάζια τετράγωνα τών παρα-&υριών, τή στέγη της απο-&ήκης, τή στρυμωγμέ­νη από τούς χιονοσωρούς,καί τ' αστρα τού χειμωνιάτι­κου ουρανού.

Οί μαστόροι ροχαλίζουν, μουγγρίζουν στ' δνειρό τους. Κάποιος παραμιλάει, μουρμουρίζοντας, λόγια ακατανόητα, στό πατάρι αποβήχει τά ύπολείμματα της ζωης του ό Νταβίντοφ. Στή γωνιά, κολλητά σώμα μέ

295 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 296: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σώμα, κείτονται, σάν κούτσουρα, άπό τόν ϋπνο καί τό με1'tύσι, οΙ «δούλοι τού {}εού» Καπεντιούχιν, Σορόκιν καί Πέρσιν. Άπό τούς τοίχους, κοιτούνε τά άκέφαλα εικονίσματα, χωρίς χέρια καί χωρίς πόδια. Σέ πνίγει ή βαρειά μυρωδιά, άπό λινέλαιο καί κλούβια αυγά καί παραξυνισμένες βρωμιές, στίς χαραμάδες τού πατώ­ματος.

-Πόσο τούς λυπαμαι δλους! ψι{}υρίζει δ Πάβελ, Θεέ !

Αυτή ή συμπόνια πρός τούς άν{}ρώπους μ' άνησυχει καί μένα διαρκώς. Καί οΙ δυό μας πιστεύαμε, σπως τό 'χω κιόλας πει, πώς ολοι οΙ μαστόροι ηταν καλοί αν{}ρωποι, ενώ ή ζωή ηταν κακή, άνάξια γι' αυτούς, γεμάτη άφόρητη άνία κι αγχος. Τίς μέρες, πού λυσσομα­νούσαν οΙ χειμωνιάτικες χιoνo1'tύελλες, δταν δλα πάνω στή γη - σπίτια, δέντρα - συγκλονίζονταν, σΙJρλιάζα­νε, {}ρηνούσαν καί βαρούσαν, δπως τή μεγάλη σαρακο­στή, πέν{}ιμα οΙ καμπάνες, τό αγχος χυμούσε κύματα­κύματα μέσα στό άργαστήρι, βαρύ σά μολύβι, πλάκωνε τούς άν{}ρώπους, πνίγοντας μέσα τους κά{}ε ζωή, σέρ­νοντάς τους στίς ταβέρνες, στίς γυναίκες, πού άποτελού­σαν κι αυτές ενα μέσον λησμονιας, σάν τή βότκα,

Τίς νίJχτες εκείνες δέ φελούσαν τά βιβλία. Καί, τότε, εγώ κι δ Παύλος φροντίζαμε νά διασκεδάσουμε τούς άν{}ρώπους μέ τά δικά μας μέσα πασαλείβαμε τίς μούρες μας μέ στάχτες, χρώματα, στολιζόμασταν μέ κανάβι. Παίζαμε διάφορες κωμωδίες, πού φτιάχναμε μόνοι μας, παλεύαμε ήρωϊκά μέ τό αγχος, βάζοντας τούς άν{}ρώ­πους νά γελάσουν μέ τό ζόρι. Θυμή{}ηκα τήν «'Ιστορία, παύ δ φαΥτάρας εσωσε τόΥ Μεγάλα Πέτρα» καί τήν εγραψα μέ μορφή διαλόγου. Σκαρφαλώναμε, στά τέσσε­ρα, ως τόν Ντανίλοφ καί παίζαμε εκεί τό {}έατρό μας, κόβοντας ευ{}υμα τά κεφάλια τών φανταστικών Σουη­δών. Ό κόσμος γελούσε τρανταχτά.

Τό κοινό μας άγαπούσε ιδιαίτερα τόν 1'1ρύλο γιά τόν κινέζο διάβολο Τσίγκ Γιου-τόνγκ. Ό Πάσκα παρίστανε τόν δυστυχισμένο διάβολο, πού τού κατέβηκε νά κάνει

296 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 297: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ενα καλό, κι εγώ δλα τά άλλα: τούς ανδρώπους καί τών δυό φύλων, τά αντικείμενα; τό καλό πνεύμα, ακόμα καί τήν πέτρα, πάνω στήν όποία ξεκουραζόταν ό κινέζος διάβολος καταστενοχωρημένος, ϋστερα aπό κάδε απο­τυχημένη του προσπάδεια νά κάνει τό καλό.

Ό κόσμος γελούσε τρανταχτά, κι εγώ απορούσα πόσο εύκολα μπορούσε κανείς νά τόν κάνει νά γελάσει - αυτή ή ευκολία μέ πείραζε.

-' Αχ, παλιάτσοι, μας φώναζαν . • Αχ, μπερμπάντες! 'Όσο δμως προχωρούσαμε, τόσο πιό επίμονα μού

κολλούσε ή ιδέα, πώς μέσα στήν ψυχή αυτών τών ανδρώπων ή δλίψη εΙναι κοντά στή χαρά.

Ή χαρά σέ μας δέ ζεί καί δέν εκτιμιέται μόνη της. Τήν ανασηκώνουν επίτηδες από τή στάχτη , σάν μέσο γιά νά μετριάσουν τό ρωσικό νυσταλέο άγχος. ΕΙναι ϋποπτη ή εσωτερικ,l δύναμη της ευδυμίας, πού δέν ζεί από μόνη της, σχι γιατί δέλει νά ζήσει, μά γιατί έμφανίζεται μόνο άν τήν καλέσουν οί δλιβερές ή μέρες.

Καί, πολύ συχνά, ή ρωσική ευδυμία μετατρέπεται, απροσδόκητα καί ανεπαίσδητα, σέ σκληρό δραμα. Χο­ρεύει ό άνδρωπος, λές καί σπάζει τά δεσμά πού τόν δένανε, καί, ξαφνικά, ξαμολυέται μέσα του τό πιό άγριο δεριό, καί μέσα στό φοβερό άγχος του ρίχνεται ενάντια στούς πάντες καί τά πάντα καί δαγκώνει, καί ξεσκίζει, καί συντρίβει δ,τι βρεί μπροστά του . . .

Αυτή ή αχαλίνωτη ευδυμία, πού ξυπνάει από εσώτε­ρους παλμούς, μέ κρατούσε σέ ύπερδιέγερση καί, aποξε­χασμένος, άρχιζα νά τούς λέω καί νά παίζω κάτι, πού συλλάβαινε ξαφνικά ή φαντασία μου, - πολύ ποδούσα νά προκαλέσω στούς ανδρώπους μιάν αληδινή, έλεύδε­ρη κι εύκολη χαρά! Γι' αυτά πού πετύχαινα μέ παινού­σαν, μέ δαύμαζαν, μά τό άγχος, πού κατάφερνα, δαρ­ρείς, νά κλονίσω, πάλι, σιγά-σιγά, πύκνωνε καί δυνάμω­νε καί σπάραζε τούς ανδρώπους.

Ό ψαρομάλλης Λαριόνοφ ελεγε τρυφερά: -Σπουδαίος εΙσαι, διασκεδάζεις τούς ανδρώπους, ό

δεός μαζί σου ! -Παρηγορητής, τόν ύποστήριζε ό Ζιχαριόφ. 'Εσύ,

297 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 298: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μαξίμιτς, νά πας στό τσίρκο η στό -&έατρο, πρέπει άπό σένα νά βγεί ενας κααλός παλιάτσος!

Άπό δλο τό άργαστήρι πήγαιναν στό -&έατρο, -Χριστούγεννα, Πάσχα, κι ' Αποκρηές, - μόνο δυό, δ Καπεντιούχιν κι ό Σιτάνοφ. Οί μεγαλύτεροι στήν �λικία τούς συμβούλευαν σοβαρά, πώς γιά νά συγχωρε-&εί � άμαρτία τους αυτή πρέπει, τή μέρα των Φώτων, νά πέσουν στά νερά, δπου ρίχνει δ παπα ς τόν σταυρό. Ό Σ ιτάνοφ, πολύ συχνά, προσπα{tούσε νά μέ πείσει:

-� Αστα δλα, γίνε η{tοποιός! Καί μού ελεγε, συγκινημένος, τή {tλιβερή «Ζωή του

Ψ'Jοποιου Γιάκοβλεφ». -Νά τί μπορεί νά γίνει! Τού αρεζε νά μιλάει γιά τή βασίλισσα Μαρία Στού­

αρτ, πού τήν ελεγε <<μάγισσα», {tαύμαζε δμως ιδιαίτερα τόν «'Ισπανό Ευγενή».

-Ό Δόν Τσέζαρ ντέ Μπαζάν είναι, Μαξίμιτς, ευγε­νέστατος! Καταπληκτικός!

Μέσα του είχε κάτι άπό τόν 'Ισπανό ευγενή : μιά φορά, μπροστά στήν πυροσβεστική σκοπιά, τρείς πυρο­σβέστες διασκέδαζαν, δέρνοντας εναν χωρικό. 'Ένα πλή{tος, κάπου σαράντα αν{tρωποι, παρακολου{tούσε τόν ξυλοδαρμό καί έπαινούσε τούς φαντάρους. Ό Σιτά­νοφ χύμηξε στόν καυγα. Μέ μερικά τσουχτερά χτυπήμα­τα των μακριων χεριων του τούς ερριξε κάτω, σήκωσε τόν χωρικό, τόν εχωσε άνάμεσα στόν κόσμο καί φώναξε:

-Πάρτε τον! Κι δ ίδιος εμεινε νά χτυπη{tεί μέ τούς τρείς. Ό

πυροσβεστικός στα{tμός δέν άπείχε άπό κεί παρά καμιά δεκαριά μέτρα, οί φαντάροι μπορούσαν νά φωνάξουν βοή{tεια, καί νά σπάσουν στό ξύλο τόν Σιτάνοφ. Μά, γιά καλή του τύχη, οί πυροσβέστες φoβή{tηκαν καί τό 'σκασάν γιά τόν στα-&μό.

-Σκυλιά, φώναξε έκείνος ξωπίσω τους. Τίς Κυριακές, � νεολαία πήγαινε γιά πυγμαχίες στό

δασοκομείο, πίσω άπό τό νεκροταφείο Πετροπαυλόβσκ, δπου μαζευόταν γιά νά χτυπη{tεί μέ τούς εργάτες της ύγειονομικής ύπηρεσίας καί τούς χωρικούς, άπό τά

298 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 299: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

γυρο.χώρια. Ή ύγειονομική ύπηρεσία εβγαζε τόν περί­φημο μαχητή, από τή Μόρτοβα, εναν γίγαντα, μέ μικρό κεφάλι καί μάτια φουσκωμένα, γεμάτα πάντοτε δάκρυα. Ό γίγαντας σκούπιζε τά δάκρυα μέ τό βρώμικο μανίκι του κοντου καφτανιου του, ανοιγε πλατιά τά πόδια καί φώναζε καλόκαρδα:

-Έβγάτε εξω, γιατί κάνει κρύο! Άπό τήν πλευρά μας τόν αντιμετώπιζε δ Καπεντιού­

χιν, μά πάντα ετρωγε ξύλο από τόν γίγαντα. Ό κοζάκος μας, δμως, δέν τό 'βαζε κάτω, - βαριανασαίνοντας καί μέσα στά αϊματα, ελεγε:

-Δέ ίtέλω τή ζωή μου, αν δέ νικήσω τόν Μορτβιανό! Τελικά, αυτό τό πράγμα εγινε δ σκοπός τής ζωής του.

'Έκοψε, μάλιστα, καί τό πιοτό. Πρίν κoιμηίtεί, ετριβε τό σώμα του μέ χιόνι. Έτρωγε πολύ κρέας καί, γιά νά δυναμώσει τούς μυς του, κάίtε βράδι εκανε πολλές φορές τόν σταυρό του μέ δράμια δυό πουτιών * στό χέρι. Μά κι αυτό δέ βoήίtησε. Τότε, ερραψε στά γάντια του μέσα πλάκες από μολύβι καί τό καυχήίtηκε στόν Σιτάνοφ.

-Τώρα πάει δ Μορτβιανός! Ό Σιτάνοφ τόν προειδοποίησε αυστηρά: -Πέταξέ τα αυτά, αλλοιώτικα ίtά σέ καταγγείλω

πρίν από τήν πυγμαχία! Ό Καπεντιούχιν δέν τό πίστεψε, μά δταν ηρίtαν στή

μάχη, δ Σιτάνοφ είπε, ξαφνικά, στόν Μορτβιανό: -Κάνε πίσω, Βασίλι 'Ιβάνιτς, πρώτα ίtά πιαστώ εγώ

μέ τόν Καπεντιούχιν! Ό κοζάκος κοκκίνισε κι ούρλιαξε: -Μέ σένα δέν είναι τό μάτς, φύγε, δέ χτυπιέμαι μαζί

σου ! -Θά χτυπηίtείς, είπε δ Σ ιτάνοφ καί προχώρησε κατά

πάνω του, κοιτώντας κατάματα τόν κοζάκο, μέ αυστηρό βλέμμα. Ό Καπεντιούχιν κλωίtoγύρισε στή ίtέση του, εβγαλε τά γάντια από τά χέρια, τά εβαλε στόν κόρφο του κι εφυγε αμέσως από τή μάχη.

Καί ή δική μας καί ή εχίtρική πλευρά είχαν μιά

• 'Ένα πούτι: 16, 38 χιλιόγραμμα (Σ.τ.Μ.)

299 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 300: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δυσάρεστη εκπληξη . Κάποιος σεβάσμιος γέρος είπε στόν Σιτάνοφ itυμωμένα:

-Δέν είναι, αδελφέ μου, καitόλου σωστό, νά λύνετε τίς σπιτικές διαφορές σας σέ δημόσιο αγώνα!

Πολλοί τά εβαλαν μαζί του, άρχισαν οί βρισιές. Ό Σιτάνοφ πολλήν ωρα δέν εβγαζε τσιμουδιά. Μά, στό τέλος, είπε στόν σεβάσμιο κύριο:

-Κι αν πρόλαβα ετσι εναν φόνο; Ό σεβάσμιος κύριος μάντεψε αμέσως. Κατέβασε,

μάλιστα, τό καπέλλο του, λέγοντας: -Τότε, από τήν πλευρά μας σ' ευχαριστούμε! -Μόνο, μπάρμπα, μήν τό κάνεις τούμπανο! -Γιά ποιό λόγο ; Ό Καπεντιούχιν είναι σπάνιος

μαχητής, καί οί αποτυχίες κουρντίζουν τόν ανitρωπο, τό καταλαβαίνουμε! Τώρα, itά αρχίσουμε νά εξετάζουμε τά γάντια του πρίν από τόν αγώνα.

-Αυτό είναι δική σας δουλειά! 'Όταν ό σεβάσμιος κύριος ξεμάκρυνε, ή πλευρά μας

άρχισε νά μαλώνει τόν Σ ιτάνοφ. --Σού τραβούσαν, itαρρείς, τή γλώσσα, μπoυμπoύ�α!

Ό κοζάκος itά τόν νικούσε, ενώ τώρα itά φύγουμε νικημένοι . . .

Τόν μάλωναν πολλή ν ωρα, μέ ευχαρίστηση. Ό Σ ιτάνοφ αναστέναξε κι είπε: -Άχ εσείς, κωitώνια ! . . . Καί, ξαφνικά, εκεί πού δέν τό περίμενε κανείς,

κάλεσε τόν Μορτβίνο σέ μονομαχία. Σηκώ{}ηκε απάνω, πηρε τή στάση πυγμάχου κι είπε, κουνώντας ευitυμα τά χέρια καί καλαμπουρίζοντας:

-Θά χτυπηitούμε, νά ζεσταθούμε λιγάκι . . . Μερικοί πιάστηκαν χέρι μέ χέρι κι άρχισαν νά

σπρώχνουν μέ τίς ράχες τούς άλλους, πού ηταν πίσω τους, ωσπου νά γίνει ενα μεγάλο άλώνι, ζωσμένο γύρω­γύρω από ανitρώπους.

Οί αγωνιστές, κοιτώντας άγρυπνα ό ενας τόν άλλο, ακροζυγιάζονταν στά δάχτυλα τών ποδιών, εχοντας τό ενα χέρι μπροστά καί τό άλλο στό στηitος. Οί εμπειροι πρόσεξαν αμέσως, πώς τά χέρια τού Σιτάνοφ είναι

3 00 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 301: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μακρύτερα, από τού άλλου. Καταλάγιασαν οί φωνές. Ήσύχασαν ολοι. Έτριζε τό χιόνι, κάτω από τά πόδια των ό.γωνιστων. Κάποιος δέν άντεξε, μουρμούρισε παραπονεμένα καί ανυπόμονα:

-Άρχίστε, τελοσπάντων . . . Ό Σιτάνοφ ξάμωσε μέ τό δεξί, δ Μορτβίνος αλαφρο­

σήκωσε τό ό.ριστερό, γιά άμυνα, καί εφαγε ενα «ντιρέκτ» στό στομάχι, από τό ό.ριστερό χέρι τού Σιτάνοφ, βόγγη­ξε, εκανε πίσω κι είπε μέ ίκανοποίηση:

-Νέος, μά όχι βλάκας! • Αρχισαν νά δρμούν δ ενας πάνω στόν άλλο καί νά

γρο{}οκοπιούνται. Σέ λίγα λεφτά καί οί δικοί του κι οί ξένοι φώναζαγ ό.ναστατωμένοι:

-Άπάνω του, Θεοζωγράφε ! Ζωγράφισέ τον, σφυ­ροκόπα τον!

Ό Μορτβινος ηταν πολύ πιό δυνατός από τόν Σιτάνοφ, μά πολύ πιό βαρύς, δέ μπορούσε νά χτυπήσει γρήγορα κι ετρωγε δυό καί τρεις γρο{}ιές, γιά μιά πού εδινε.Άλλά τό ψημένο κορμί τού Μορτβίνου φαίνεται πώς δέν πονούσε τόσο. υΟλο μούγκριζε, κι εκανε ό.στεΙα, καί, ξαφνικά, μ' ενα δυνατό χτύπημα πρός τά πάνω, στήν μασχάλη εσπασε τό δεξί χέρι τού Σιτάνοφ, κοντά στό κλειδοκόκκαλο.

-Χώρισέ τους, ισοπαλία! φώναξαν μονομιάς κάμπο­σες φωνές. Έσπασαν τόν κύκλο καί χώρισαν τούς πυγμάχους.

Ό Μορτβινος είπε καλόκαρδα: -Δέν είναι πολύ δυνατός, αλλά είναι σβέλτος δ

άγιογράφος! Θά γίνει καλός πυγμάχος, τό λέω σ' ολο τόν κόσμο.

Οί ανήλικοι άρχισαν μιά γενική σύγκρουση, κι έγώ όδήγησα τόν Σιτάνοφ στόν φαρμακοποιό τόν όρ{}οπε­δικό. Ή στάση του τόν ανέβασε ακόμα πιό πολύ στά μάτια μου, μεγάλωσε τή συμπά{}εια καί τό σεβασμό μου στό πρόσωπό του.

Ήταν, γενικά, πολύ δίκαιος, τίμιος, καί τό {}εωρούσε αυτό σάν κα{}ήκον, μά δ φαρδύστερνος Καπεντιούχιν τόν κορόϊδευε εξυπνα:

3 0 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 302: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-' Αχ, Ζένια, ζείς γιά νά φαίνεσαι! Κω'tάρισες τήν ψυχή σου σά σαμοβάρι τήν παραμονή γιoρτη� καί μού καυχιέσαι: νά, κοιταχτε πόσο λάμπει! Ένώ ή ψυχή σου είναι από μπακίρι καί είναι πολύ βαρετή ή παρέα σου . . .

Ό Σ ιτάνοφ σιωπούσε ατάραχος, δουλεύοντας μέ ζηλο, 11 αντιγράφοντας στό τετράδιό του στίχους τού Λέρμοντοφ. Στήν αντιγραφή αυτή ξόδευε δλο τόν ελεύ­{tEQ� χρόνο του, κι δταν τού πρότεινα: «'Εχετε δά λεφτά, δέν αγοράζετε κανένα βιβλίο ;» εκείνος απάντησε:

-Όχι, καλύτερα νά τ' αντιγράφω μέ τό χέρι μου ! Άφού εγραφε μιά σελίδα, μέ μικρά ώραία γράμματα

καί ώραία μονογράμματα, περίμενε τή μελάνη νά στε­γνώσει. Στό μεταξύ, διάβαζε αυτά πού εγραψε:

Χωρίς συμπόΥια, χωρίς συμπά{)εια {)ά κοι τας τήΥ Υή, δπου δέΥ ύπάρχει αλη{)ΙΥή εύτυχία, ούτε μακρόΧΡΟΥη ομορφιά . . .

Κι ελεγε, μισοκλείνοντας τά μάτια: -Είναι σωστό! Είδες πόσο καλά ξέρει τήν αλή{tεια! Άπορούσα πολύ, μέ τίς σχέσεις τού Σιτάνοφ καί τού

Καπεντιούχιν: μόλις τά κοπανούσε ό κοζάκος, πάντα ζητούσε φυρί-φυρί νά χτυπη{tεί μέ τόν φίλο του. Ό Σιτάνοφ ωρες προσπα{tούσε νά τόν πείσει:

-Σταμάτα! Μή μού κολλας . . . Στό τέλος, δμως, αλάλιαζε τόν με{tυσμένο στό ξύλο.

Τόν εδερνε τόσο πολύ, πού οί μαστόροι, πού εβλεπαν τούς καυγάδες ανάμεσα σέ δυό πρόσωπα, σάν {tέαμα, εμπαιναν στή μέση καί χωρίζανε τούς φίλους.

-Άν δέ σταματήσεις τόν Έβγκένι εγκαιρα, μπορεί νά σκοτώσει τόν αλλο στό ξύλο καί νά πάει καί φυλακή, ελεγαν εκείνοι.

Ξεμέ{tυστος, ό Καπεντιούχιν κορόϊδευε αράδα τόν Σιτάνοφ, κι ιδιαίτερα τό πά{tος του γιά τά ποιήματα καί τούς ατυχους ερωτές του, προσπα{tώντας μέ βρωμερό τρόπο, νά προκαλέσει τή ζήλεια τού αλλουνού. Μά δέν τά κατάφερνε. Ό Σιτάνοφ ακουγε τίς ειρωνείες τού κοζάκου, μ' απά1'tεια. Μερικές, μάλιστα, φορές, γελούσε

302 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 303: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κι Ο ίδιος μαζί μέ τόν Καπεντιούχιν. Τά γιατάκια τους ησαν πλάι-πλάι. Καί τίς νύχτες

κουβέντιαζαν ό:ιρες ολόκληρες, ψιftυριστά. Οί συζητή­σεις αυτές δέ μ' άφηναν ησυχο. �Ηftελα νά ξέρω γιά ποιό πράγμα μπορούν νά μιλήσουν φιλικά δυό άνftρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. 'Όταν, Όμως, τούς ζύγωνα, ο κοζάκος μουρμούριζε:

-Τί ftέλεις; Κι ο Σιτάνοφ εκανε πώς δέ μέ βλέπει. Μιά φορά, Όμως, μέ φωνάξανε, κι ο κοζάκος ρώτησε: -Πές μας, Μαξίμιτς, άν ησουν πλούσιος, τί ftά

εκανες; -Θ' αγόραζα βιβλία. -Κι άλλο; -Δέν ξέρω. -� Αχ, γύρισε μέ λύπη αλλού τό κεφάλι, κι ο Σιτάνοφ

είπε ηρεμα: -Βλέπεις; Κανένας δέν ξέρει, ουτε ο γέρος, ουτε ο

μικρός! Σού τό λέω, πώς καί τά πλούτη από μόνα τους δέν εχουν καμιάν αξία! 'Όλα ftέλουν κάποια εφαρμογή . . .

Έγώ ρώτησα: -Γιά ποιό πράγμα μιλάτε; -Δέ μάς πιάνει υπνος, καί κουβεντιάζουμε, είπε ο

κοζάκος. 'Αργότερα, στήνοντας αυτί στίς συζητήσεις τους,

εμαftα, πώς μιλάνε τίς νύχτες γιά τά ίδια πού μιλάνε καί τή μέρα: γιά τόν ftεό, τήν αλήftεια, τήν ευτυχία, τήν κουταμάρα καί τήν πονηριά τών γυναικών, γιά τήν απληστία τών πλουσίων, γιά τή ζωή πού είναι αξεδιάλυ­τη κι ακατανόητη .

Πάντα μου άκουγα τίς συζητήσεις αυτές μέ βουλη­μία, μέ συγκινούσαν, μού άρεζε πού Όλοι σχεδόν οί άνftρωποι λένε τό ίδιο: ή ζωή είναι άσκημη, πρέπει νά ζούμε καλύτερα! Σύγκαιρα, Όμως, εβλεπα, πώς ο πόftος γιά μιά καλύτερη ζωή δέν ύποχρεώνει κανέναν σέ τίποτα, δέν αλλάζει τίποτα στή ζωή τού αργαστηριού, στίς σχέσεις τών μαστόρων. 'Όλο αυτό τό κουβεντολόι, πού φώτιζε μπροστά μου τή ζωή, άνοιγε πίσω απ' αυτή

303 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 304: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κάποιο {tλιβερό κενό, καί μέσα σ' αυτό τό κενό κολυμ­ποϋνε σάν σκουπιδάκια στό νερό της λίμνης, πού τά φυσάει ό αγέρας, ασκοπα καί σπασμωδικά, οί αν{tρω­ποι, εκείνοι ακριβώς οί αν{tρωποι, πού λένε πώς ενας τέτοιος συνωστισμός δέν εχει νόημα καί τούς στενο­χωρεί.

Έτσι, κα{tώς συζητούσαν πολύ καί μέ μεγάλη σρεξη, κατάκριναν πάντοτε κάποιον, μετάνοιωναν, καυχοϋν­ταν καί, προκαλώντας τρικούβερτους καυγάδες, γιά τό τίποτα πίκραιναν γερά ό ενας τόν άλλο. Προσπα{tοϋσαν νά μαντέψουν τί -ltά απογίνουν μετά τόν {tάνατο, ενώ στό κατώφλι τού αργαστηριού, δπου ηταν ό κάδος μέ τά αποπλύματα, σάπιζε τό πατοσάνιδο, καί από τήν ύγρή, σάπια, βρεμένη τρύπα ερχόταν τό κρύο κι ή μυρωδιά της ξυνισμένης γης, παγώναν τά πόδια. 'Εγώ κι ό Παύλος βουλώσαμε εκείνη τήν τρύπα μέ χόρτα καί κουρέλια. Συχνά λέγαμε, πώς πρέπει ν' αλλάξουμε τή σανίδα εκείνη, μά ή τρύπα δλο καί μεγάλωνε, τίς μέρες πού 'χε χιoνo'1tύελλα σφύριζε από κεί ό αέρας, δπως σφυρίζει στόν σωληνα, οί άν{tρωποι ξεπάγιαζαν, βήχανε. Ό τενεκεδένιος ανεμιστήρας τού φεγγίτη στρίγγλιζε απο­κρουστικά, βρίζανε πατόκορφα γι' αυτό δλοι μαζί. Μά δταν τό πασάλειψα μέ λάδι, ό Ζιχαριόφ αφουγκράστηκε κι είπε:

-Δέ στριγγλίζει ό φεγγίτης . . . εγινε πιό πληκτική ή κατάσταση εδώ μέσα!

Γυρίζοντας από τό λουτρό, ξαπλώνανε στά σκονισμέ­να καί βρώμικα κρεβάτια τους - ή βρωμιά καί ή μπόχα δέν πείραζαν, γενικά, κανέναν. Ύπηρχαν πάρα πολλά μικροπράγματα πού εμπόδιζαν τή ζωή. Τά πράγματα αυτά ηταν εύκολο νά διορ{tω{tοϋν, μά κανένας δέν τό 'κανε.

Συχνά λέγανε: -Κανένας δέ λυπάται τούς αν{tρώπους, ούτε ό {tεός,

ούτε οί ίδιοι τόν έαυτό τους . . . ·Οταν, δμως, εγώ κι ό Παύλος πλύναμε καί κα{tαρί­

σαμε τόν Νταβίντοφ, πού αργoπέ{tαινε καί πού τόν εφαγαν ή βρωμιά καί οΙ ψείρες, μάς πήρανε στό ψιλό,

304 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 305: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

εβγαζαν τά πουκάμισά τους καί μας λέγανε νά τά ξεψειριάσουμε, μας όνόμαζαν χαμαμτζήδες καί, γενικά, μας κοροϊδεύανε τόσο ασκημα, λές καί κάναμε κάτι επαίσχυντο καί πολύ γελοίο.

'Από τά Χριστούγεννα ως τή Μεγάλη Σαρακοστή δ Νταβίντοφ ηταν κατάκειτος στό πατάρι, εβηχε αδιάκο­πα καί μακρόσυρτα, εφτυνε κάτω κόμπους από βρώμικο αίμα, πού δέν επεφτε στόν κάδο μέ τ' αποπλύματα, αλλά κολλούσε στό πάτωμα. Τίς νύχτες ξυπνούσε τόν κόσμο μέ τ' αγρια παραμιλητά του.

Κά-&ε μέρα σχεδόν, λέγαμε: -Πρέπει νά τόν πα με στό Νοσοκομείο! Μά, στήν αρχή, δέν είχε τά χαρτιά του εντάξει, επειτα

εγινε καλύτερα καί, τελικά, βγάλαμε τήν απόφαση : -Δέ βαριέσαι, γρήγορα -&ά πε-&άνει! Κι δ ίδιος τό υποσχέ-&ηκε: -Γρήγορα -&ά σας αφήσω! Ήταν ενας ατάραχος χωρατατζής. Κι αυτός φρόντι­

ζε πάντα ν' αποδιώξει τό αγριο αγχος από τό αργαστήρι, μέ τά αστεία του. Κρεμούσε πρός τά κάτω τό μελαχροι­νό, κοκκαλιάρικο πρόσωπό του καί φώναζε μέ τή σφυριχτή φωνή του:

-Έ·ί εσείς, ακούτε τή φωνή πού βγαίνει από τό πατάρι . . .

Κι ελεγε στρωτά κι ώραία τή -&λιβερή ανοησία:

Στό πατάρι εγώ ζω

καί πολύ πρωί ξυπνώ, καί aτόν υπνο καί στόν ξύπνο αχ, μοϋ τρών' οί κατσαρίδες, τά πλευρά καί τίς αρίδες!

-Δέν τό βάζει κάτω! -&αύμαζε τό κοινό. Μερικές φορές, ανεβαίναμε εκεί πάνω, εγώ κι δ

Παύλος. 'Εκείνος εκανε μαύρο χιούμορ: -Μέ τί νά σας φιλέψουμε, ακριβοί μου επισκέπτες;

Μήπως επι-&υμείτε αράχνη τρυφερή ; Ό -&άνατος ερχόταν αργά κι αυτό τόν είχε παρακου­

ράσει. �Eλεγε μέ ειλικρινή λύπη :

305 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 306: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Δέ μπορώ, μέ κανέναν τρόπο, νά πε{}άνω. Μεγάλο κακό αυτό !

Ή καταπληκτική ψυχραιμία του στό αντίκρυσμα τού {}ανάτου τρόμαζε πολύ τόν Παύλο. Μέ ξυπνούσε τίς νύχτες καί μού ψι'ltύριζε:

-Μαξίμιτς, νά ξέρεις, πέ{}ανε εκείνος ... Φαντάσου' νά πε{}αίνει νύχτα καί μείς νά κοιμόμαστε άπό κάτω, αχ, {}εέ μου ! Φοβάμαι τούς πε{}αμένους . . .

'Ή ελεγε: -Έ, τί εζησε, γιά ποιόν λόγο; Δέν πέρασαν είκοσι

χρόνια καί πε{}αίνει κιόλας . . . Μιά νύχτα, μέ φεγγάρι πάλι, μέ ξυπνά καί μού λέει

γουρλώνοντας τρομαγμένα τά μάτια του: -"Ακου! Στό πατάρι βογγούσε δ Νταβίντοφ, λέγοντας βιαστι-

κά καί κα{}αρά: -Δώστο εδώ, δω-ώστο . . . Έπειτα, αρχισε νά βήχει, τόν επιασε λόξυγγας. -Πε'ltαίνει, μά τόν {}εό, νά, {}ά δείς! εκανε ταραγμέ-

νος δ Πάβελ. 'Όλη τή μέρα κουβαλούσα χιόνι άπό τήν αυλή στό

χωράφι. Είχα κουραστεί πολύ . Ή{}ελα νά κοιμη{}ώ, μά δ Πάβελ μέ παρακάλεσε:

-Μήν κοιμάσαι, σέ παρακαλώ, γιά τόν Θεό, μήν κοιμάσαι!

Καί, ξαφνικά, πετάχτηκε απάνου, επεσε στά γόνατα κι αρχισε νά φωνάζει ξέφρενος:

-Σηκω{}είτε, δ Νταβίντοφ πέ{}ανε! Μερικοί ξύπνησαν, σηκώ{}ηκαν από τά κρεβάτια

μερικές σιλουέττες, ακούστηκαν κάτι {}υμωμένες ερωτή­σεις:

Ό Καπεντιούχιν σκαρφάλωσε στό πατάρι κι είπε μέ άπορία:

-Θαρρείς, πώς πέ{}ανε στ' άλή{}εια . . . αν καί είναι ζεστούτσικος . . .

Έπακολού{}ησε ήσυχία. Ό Ζιχαριόφ σταυροκοπή­{}ηκε, τυλίχτηκε στήν κουβέρτα του κι είπε:

-Τί νά γίνει, ας πάει στή βασιλεία τών ουρανών.

306 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 307: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Κάποιος πρότεινε: -Δέν τόν βγάζουμε στό χαγιάτι; Ό Καπεντιούχιν κατέβηκε από τό πατάρι κι ερριξε

μιά ματιά στό παράitυρο. -" Αστε τον νά μείνει ως τό πρωί. Καί ζωντανός δέν

πείραζε κανέναν ... Ό Πάβελ σκέπασε τό κεφάλι του, μέ τό μαξιλάρι, κι

εβαλε τά κλάματα. Ό Σιτάνοφ δέν ξύπνησε.

15

ΛΕΙΩΝΑΝ τά χιόνια στόν κάμπο, λειώναν τα σύννεφα στόν ουρανό, γίνονταν χιονόβροχο καί βροχή και πέφ­τανε στή γης. Ό ηλιος αργουσε δλο καί πιό πολύ στην καi}ημερινή πορεία του, γινόταν πιό ζεστή ή ατμόσφαι­ρα. Νόμιζες, πώς �ρitε πιά ή ανοιξιάτικη ευφροσύνη, πού κρύβεται παιχνιδιάρα κάπου εξω από τήν πόλη, στούς κάμπους, καί σέ λίγο ita χυμήσει στήν πόλη. Στούς δρόμους κυριαρχεί η κίτρινη λάσπη, από τά ρείitρα τρέχουν ρυάκια, στα γουρνιασμένα νερά της πλατείας Άρεστάντσκαγια πηδουνε τά σπουργίτια. Βλέπει κανείς καί στούς ανitρώπους ετούτη τή ζωντάνια τών σπουργι­τιών. Πάνω από τόν ανοιξιάτικο itόρυβο, κυλάει σχεδόν αδιάκοπα, από τό πρωί ως τόβράδι,ό μεγαλοσαρακοστι­ανός αχός καί μεταδίνει στίς καρδιές κάτι μαλακά αναφτεριάσματα. Σ' αυτό τόν αχό κρύβεται, δπως στά λόγια του γέροντα, κάτι τό παραπονεμένο, λές καί οί καμπάνες μιλανε γιά δλα μέ ψυχρή μελαγχολία.

«'Ηταν, ντάν-ντάν, ηταν, �ταν . .. »

Τή μέρα της όνομαστικης μου γιορτης, τό αργαστήρι μου χάρισε μιά μικρή, ώραία ζωγραφισμένη εικόνα του Άλεξέι - του ανitρώπου του Θεου, κι ό Ζιχαριόφ μου εκφώνησε εναν επιβλητικό, μεγάλο λόγο, πού τόν itυμα­μαι ζωηρά, από τότε:

307

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 308: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Ποιός είσαι εσύ ; ελεγε εκείνος, παίζοντας μέ τά δάχτυλα κι ανασηκώνοντας τά φρύδια. Τίποτε περισσό­τερο από ενα παιδί, όρφανό, δεκατριώ χρονώ, κι εγώ κατά τέσσερις σχεδόν φορές μεγαλύτερος από σένα καί σε επαινώ καί χαίρουμαι πού δλα τά πράγματα τά κοιτάς κατάματα κι σχι από τά πλάγια. Αυτό κάνε πάντα, κι αυτό είναι καλό!

Μίλησε γιά τούς δούλους τοί; {}εου καί τούς αν{}ρώ­πους του, μά ή διαφορά, ανάμεσα στούς δούλους καί τούς αν{}ρώπους μου εμεινε ακατανόητη, αλλά καί γιά κείνον, μου φαίνεται, δέν �ταν ξεκα{}αρισμένη . Μιλουσε βαριεστημένα, τό αργαστήρι τόν κορό"ίδευε, εγώ στεκό­μουν μέ τήν εικόνα στά χέρια, πολύ συγκινημένος καί ζαλισμένος, δέν ηξερα τί νά κάνω. Τελικά, ό Καπεντιού­χιν φώναξε στεναχωρημένα στόν ρήτορα:

·-Μά σταμάτα, επιτέλους, πάψε νά του ψέλνξις τόν αναβαλόμενο. Δέ βλέπεις; Άκόμα καί τ' αυτιά του μελάνιασαν.

�Eπειτα, μέ χτύπησε στίς πλάτες καί μέ παίνεσε κι αυτός:

-Ώραίο είναι γιά σένα, πού δλοι σ' αγαπουν. Αυτό είναι τό καλό! Καί τούς είναι δύσκολο, όχι μόνο νά σέ δείρουν, αλλά καί νά σέ μαλώσουν ακόμα, δταν ύπάρχει λόγος!

·Ολοι μέ κοι του σαν μέ καλοσυνάτα μάτια, κοροϊδεύ­οντας, χαϊδευτικά, τή ντροπαλοσύνη μου. Λίγο ακόμα καί {}ά εβαζα ασφαλώς τά κλάματα από τήν απροσδόκη­τη χαρά, νά "ιώ{}ω τόν έαυτό μου χρήσιμο γιά τούς αν{}ρώπους αυτούς. Καί κείνο ακριβώς τό πρωί, στό μαγαζί, ό επιστάτης είπε στόν Πιότρ Βασίλιεφ, κουνών­τας κατά μένα τό κεφάλι του:

-Άντιπα{}ητικό παιδάκι, δέν είναι ίκανό γιά τί­ποτε!

'Όπως πάντα, τό πρωί πήγαινα στό μαγαζί, μά τό απόγευμα ό επιστάτης μου είπε:

-Πήγαινε στό σπίτι, κατέβασε τό χιόνι από τή στέγη του αμπαριου καί γέμισε τό ύπόγειο . . .

"()τι είχα τήν όνομαστική μου γιορτή δέν τό 'ξερε.

308 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 309: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ήμουν σίγουρος, πώς καί κανένας αλλος δέν τό 'ξερε. 'Όταν τέλειωσε 1) τελετή τών συγχαρητηρίων στό αργα­στήρι, αλλαξα, ετρεξα στήν αύλή καί σκαρφάλωσα στή στέγη τού ύπόστεγου, γιά νά ρίξω κάτω τό πυκνόστρωτο καί βαρύ χιόνι, πού ηταν αφ{tονο αύτό τόν χειμώνα. Μά, συγκινημένος κα{tώς ημουν, ξέχασα ν' ανοίξω τήν πόρτα τού κελαριού καί τή σκέπασα μέ χιόνι. 'Όταν πήδηξα κάτω καί είδα αύτό τό λά{tος, καταπιάστηκα αμέσως νά τό πετάξω aπό τήν πόρτα. Ύγρό κα{tώς ηταν, πατή{tηκε γερά κι εγινε ενα σκληρό σώμα. Τό ξύλινο φτυάρι μέ δυσκολία χωνόταν μέσα, σιδερένιο δέν ύπηρχε, καί ετσι εσπασα τό φτυάρι, ακριβώς τή στιγμή πού φάνηκε στήν αύλόπορτα ό επιστάτης. Δικαιώ{tηκε ή ρούσικη παροι­μία, πώς «ό πόνος ακολου{tεί καταπόδι τή χαρά» .

-�E-ετσι, εκανε ειρωνικά ό επιστάτης, ζυγώνοντας. � Αχ, δουλευτή μου, εσύ, πού νά σέ πάρει ό διάολος! � Α ν σ' αρπάξω από τό κούφιο κεφάλι σου . . .

Μέ ξάμωσε μέ τό στυλιάρι τού φτυαριού, εγώ εκανα πίσω, καί είπα {tυμωμένα:

-Δέν ηρ{tα γιά σκουπιδιάρης σας εγώ . . . Πέταξε τό ξύλο στά πόδια μου, εγώ αρπαξα εναν·

σβώλο χιόνι καί τόν πέτυχα στά μούτρα. 'Εκείνος εφυγε φρουμάζοντας, κι εγώ αφησα τή δουλειά καί πηγ.α στ' αργαστήρι. Σέ λίγα λεπτά κατέβηκε aπό πάνω, τρεχάτη, ή αρραβωνιαστικιά του, μιά ζωηρή κοπέλλα, μέ πρόσω­πο γεμάτο σπι{tούρια.

-Μαξίμιτς, πήγαινε απάνω! -Δέν πηγαίνω, είπα εγώ. Ό Λαριόνιτς ρώτησε μ' εναν τόνο ηρεμο καί γεμάτο

απορία: -Πώς δέν πηγαίνεις; Τού είπα περί τίνος πρόκειται. Συνoφρυώ{tηκε ανή­

συχος καί πηγε απάνω, ενώ μού ελεγε χαμηλόφωνα: -Πολύ aπόκoτoς είσαι, αδερφέ! Τό αργαστήρι βούιξε, από τό βρισίδι γιά τόν επι­

στάτη . Ό Καπεντιούχιν είπε: -Τώρα {ta σέ πετάξουν εξω!

309 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 310: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Αυτό δέ μέ τρόμαζε. Οί σχέσεις μου μέ τόν επιστάτη είχαν γίνει, από καιρό, αφόρητες. Μέ μισουσε μέ πάitος κι δλο καί πιό πολύ. Κι εγώ δέ μπορουσα νά τόν υποφέρω, μά ηitελα νά καταλάβω γιά ποιό λόγο μου φερνόταν, τώρα, ανόητα.

Πετουσε στό πάτωμα του μαγαζιου δεκάρες. 'Όταν σκούπιζα τίς ευρισκα καί τίς εβαζα πάνω στόν πάγκο, μέσα σ' ενα κύπελλο, δπου είχαμε τίς πεντάρες καί τά καπίκια, γιά τούς ζητιάνους. 'Όταν κατάλαβα τί σημαί­νουν αυτά τά συχνά ευρήματα, είπα στόν επιστάτη :

-του κάκου μου πετάτε λεφτά ! Έκείνος εγινε μπαρούτι καί, πάνω στόν itυμό του,

εσκουξε, χωρίς νά προσέχει : -Μήν τολμάς νά μου κάνεις μα{}ήματα, ξέρω εγώ τί

κάνω! Μά αμέσως φρόντισε νά τά μπαλώσει: -Τί itά πεί αδικα ρίχνω; Μόνα τους πέφτουνε . . . Μου απαγόρεψε νά διάβαζω βιβλία στό μαγαζί. -Αυτό δέν είναι γιά τό μυαλό σου ! Τί σκέφτεσαι, νά

γίνεις itεολόγος, χαραμοφάη ; Δέ σταμάτησε τίς προσπάitειες νά μέ πιάσει μέ τίς

δεκάρες. Καί καταλάβαινα, πώς αν τήν ΟΟ(}α πού σκούπι­ζα τό πάτωμα τό νόμισμα κυλουσε καί πήγαινε σέ καμιά χαραμάδα, εκείνος itά ηταν σίγουρος, πώς τό εχω κλέψει. Τότε του πρότεινα, αλλη μιά φορά, νά σταματή­σει αυτό τό παιγνίδι. Μά τήν ίδια μέρα, επιστρέφοντας από τό χάνι, μέ τό βραστό νερό, τόν ακουσα νά συμβου­λεύει τόν γειτονικό ύπάλληλο, πού είχε πιάσει δουλειά κείνες τίς μέρες:

-Νά του μάitεις νά κλέβει ψαλτήρια, γρήγορα itά πάρουμε τρία κιβώτια . . .

Κατάλαβα, πώς γιά μένα κουβεντιάζανε. 'Όταν μπή­κα στό μαγαζί τά 'χασαν καί οί δυό τους. Έκτός, δμως, απ' αυτό τό σημάδι, είχα λόγους νά τούς ύποψιάζουμαι πώς οργανώνουν μιάν ανόητη συνωμοσία σέ βάρος μου.

Ό επιστάτης του γείτονα δέν ηταν ή πρώτη φορά πού βρισκόταν στή δούλεψή του. Ήταν αξιος εμπορος, αλλά

3 1 0 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 311: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

επασχε όπό όλκοολίκι. ·Οταν τά κοπανούσε, τό όφεντι­κό τόν εδιωχνε, επειτα πάλι τόν επαιρνε, τούτο τόν ξερακιανό καί όδύνατο αν"l'tρωπο, μέ τά πονηρά μάτια. 'Εξωτερικά είναι δειλός, πρό-&υμος σέ κά"l'tε χειρονομία τού όφέντη. Χαμογελούσε πάντα μέσα στά γένεια του, μ' ενα εξυπνο χαμογελάκι, τού αρεσαν οί τσουχτερές κου-βέντες. Κι όνάδινε μιάν ασκημη δσμή, αυτή πού εχουν οί αν"l'tρωποι μέ τά σάπια δόντια, παρ' δλο πού τά δόντια του �ταν ασπρα καί γερά.

Μιά φορά, μού εκανε φοβερή κατάπληξη : μέ ζύγωσε, χαμογελώντας τρυφερά, μά, ξαφνικά, ρίχνει κάτω τό καπέλλο μου καί μ' άρπάζει όπό τά μαλλιά. Πιαστήκαμε στό ξύλο. 'Από τόν διάδρομο, μ' εσπρωξε μέσα στό μαγαζί κι δλο προσπα"l'tούσε νά μέ ρίξει πάνω στά μεγάλα εικονοστάσια, πού ηταν τοπο{tετημένα στό πά­τωμα. "Αν τό κατάφερνε αυτό, δηλαδή αν μ' ερριχνε εκεί πάνω, "ι'tά εσπαζα τά τζάμια, καί τά σκαλισμένα στό ξύλο λεπτουργήματα, ίσως νά γρατσουνούσα καί τά πολύτιμα εικονίσματα. 'Εκείνος ηταν πολύ όδύνατος καί κατάφε­ρα νά τόν βάλω κάτω. Μά, τότε, πρός μεγάλη μου εκπληξη, βλέπω κοτζάμου αντρα, μέ γένεια, νά κλαίει πικρά, κα"l'tισμένος στό πάτωμα καί νά σκουπίζει τή σπασμένη μύτη του.

Τό αλλο πρωί, δταν τ' όφεντικά μας πήγανε κάπου καί μείναμε μόνοι, μού είπε φιλικά, τρίβοντας μέ τό δάχτυλο τό πρήξιμο στή ρίζα της μύτης καί κάτω όπό τό μάτι του :

-Νομίζεις πώς η"l'tελα κι είχα δρεξη εγώ νά σού ριχτω; Δέν είμαι βλάκας εγώ, γιατί ηξερα δτι {tά μέ χτυπήσεις. Είμαι αν"l'tρωπος αδύνατος, μπεκρής. Αυτό μού τό διάταξε τό αφεντικό. «Τράβηξέ του ενα μπερντά­χι καί φρόντισε νά κάνει στό μαγαζί του δσο τό δυνατό πιΔ μεγάλη καταστροφή τήν ωρα τού καυγά, γιατί, δπως καί νά 'ναι ζημιά του "l'tά 'ναι! » 'Εγώ, μόνος μου, δέ "ι'tά τό 'κανα. Κοίτα πως στόλισες τή μούρη μου . . .

Τόν πίστεψα καί τόν λυπή{tηκα, ήξερα πώς ζεί μισονηστικός μέ τή γυναίκα του, πού τόν ξυλοφορτώνει. 'Ωστόσο, τόν ρώτησα:

3 1 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 312: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Κι αν σέ βάλουν νά φαρμακά)σεις εναν ανι'tρωπo, ι'tά τό κάνεις;

-Αυτός σέ βάζει, είπε ό ύπάλληλος ηρεμα, μ' ενα ι'tλιβερό χαμόγελο. Αυτός μπορεί . . .

Λίγες μέρες αργότερα, μέ ρώτησε: -" Ακου, δέν εχω πεντάρα, δέν εχουμε νά φάμε

τίποτα στό σπίτι. Ή γυναίκα μου γαυγίζει, βούτα, φίλε μου, από τήν απoι'tήκη σου κανένα εικόνισμα κι εγώ τό πουλάω, τί λές; Θά τό βουτήξεις; Καί κανένα ψαλτήρι . . .

Θυμήι'tηκα τό παπουτσήδικο, τόν φύλακα της εκκλη­σίας. Είπα μέσα μου: Θά μέ προδώσει αυτός ό ανι'tρω­πος! Μά μου ηταν δύσκολο ν' αρνηι'tώ. Καί του εδωσα τό εικόνισμα. Μά νά βουτήξω ψαλτήρι, πού στοίχιζε κάμ­ποσα ρούβλια, δέν τό αποφάσιζα. Μου φαινόταν μεγάλο εγκλημα. Τί νά κάνεις; Στήν ηι'tική είναι πάντα κρυμμένη η αριι'tμητική . Ή αγία αφέλεια τών κανονισμών, γιά τίς τιμωρίες τών ποινικών, προδίνει πολύ και'tαρά αυτό τό μικρό μυστικό, πίσω από τό όποίο κρύβεται τό μεγάλο ψέμα της ιδιοκτησίας.

'Όταν ακουσα τόν επιστάτη μου νά συμβουλεύει αυτό τό αι'tλιo ανι'tρωπάκι, πώς νά μέ μάι'tει νά κλέβω ψαλτήρια, τρόμαξα. Ήταν φανερό, πώς ό επιστάτης μου ξέρει δτι απέναντι στόν αλλον είχα καλές διαι'tέσεις, κι δτι ό ύπάλληλος του γείτονα του είπε τήν ίστορία μέ τό εικόνισμα.

Ή αισχρή καλωσύνη σέ βάρος αλλου κι αυτή ή ελεεινή παγίδα, δλα μαζί, μου γέννησαν ενα αίσι'tημα αγανάχτησης κι απέχι'tειας γιά τόν έαυτό μου καί γιά δλα. Άρκετές μέρες βασανίστηκα σκληρά, περιμένοντας νά ερι'toυν τά κιβώτια μέ τά βιβλία. Τελικά, ηρι'tαν, τά ταχτοποιώ, στήν απoι'tήκη, μέ ζυγώνει ό ύπάλληλος του γείτονα καί ζητάει νά του δώσω ενα ψαλτήρι.

Τότε, τόν ρωτάω: -Είπες στόν δικό μου γιά τήν εικόνα; -Τό είπα, απάντησε μέ ι'tλιμμένη φωνή . Έγώ,

αδελφέ μου, δέ μπορώ νά κρύψω τίποτα . . . Αυτό μέ συγκλόνισε, κάι'tησα στό πάτωμα καί τόν

κοίταξα μέ γουρλωμένα μάτια. Κι εκείνος αρχισε νά

3 1 2 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 313: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μσυρμσυρίζει βιαστικά, ζαλισμένσς, φσβερά αξιαιtρή­νητσς:

-Βλέπεις, ό δικός σσυ τό μάντεψε μόνσς τσυ, δηλαδή τό μάντεψε τό αφεντικό μσυ καί τό είπε στό δικό σσυ . . .

Είχα τήν εντύπωση, πώς χά{}ηκα, μσυ στήσανε παγί­δα σί αν{}ρωπσι αυτσί καί τώρα μσυ έτσιμάζσυν τόπΟ', γιά τά στρατόπεδα ανηλίκων εγκληματιών ! Κι αμα είναι ετσι, τό ίδιο μσυ κάνει. Άφσυ {}ά πνιγώ πσύ {}ά πνιγώ, ας είναι τσυλάχιστσ σέ βω% πστάμι. ΝΕχωσα στά χέρια του ύπάλληλσυ τό ψαλτήρι, εκείνσς τό εκρυψε κάτω από τό παλτό τσυ κι εφυγε, μά γύρισε αμέσως καί τό ψαλτήρι επεσε στά πόδια μσυ, ενώ ό αν{}ρωπσς ξεμάκραινε, λέγσντας:

-Δέν τό παίρνω. Θά χα{}είς μαζί, μσυ . . . Δέν κατάλαβα τίς κσυβέντες αυτές, - γιατί {}ά χα{}ώ

μαζί τσυ ; ΝΗμσυν δμως ευχαριστημένσς, πσύ δέν πήρε τό βιβλίΟ'. 'Ύστερα απ' αυτό, ό μικρός μσυ επιστάτης αρχισε νά μέ βλέπει πιό {}υμωμένα καί καχύπσπτα.

'Όλα τσύτα τά {}υμή{}ηκα, δταν ό Λαριόνσβιτς πήγε απάνω. Κά{}ησε εκεί πσλλήν ωρα καί γύρισε ακόμα πιό τσακισμένσς καί ηρεμσς από κά{}ε αλλη φσρά, καί, πρίν από τό δείπνΟ', μέ ξεμσνάχιασε καί μσυ είπε:

-Ζήτησα νά σέ απαλλάξσυν από τό μαγαζί καί νά σ' αφήσσυν στό αργαστήρι. Μά δέν τά κατάφερα! Ό Κσυζμά δέ {}έλει. Δέ σέ {}έλει κα{}όλσυ . . .

Μά καί στό σπίτι είχα πιά εχ{}ρό, τήν αρραβωνια­στικιά τσυ επιστάτη , μιά πσλύ τσαχπίνα κσπελλίτσα. Μαζί της επαιζε δλη ή νεσλαία τσυ αργαστηρισυ, τήν περίμεναν στό χαγιάτι καί τήν αγκάλιαζαν. 'Εκείνη δέ {}ύμωνε γι' αυτό, μόνΟ' εγρσυζε μαλακά, σάν μικρό σκυλάκι. 'Από τό πρωί ως τό βράδι μασσυλσυσε, σΙ τσέπες της ηταν πάντα γεμάτες κσυλούρια καί λαγάνες, τά σαγόνια της δσυλεύανε διαρκώς. Δέ μσυ ηταν ευχάρι­στΟ' νά βλέπω τό κσυτό πρόσωπό της μέ τά ανήσυχα γκρίζα μάτια. 'Έλεγε, σέ μένα καί στόν Παύλο, αίνίγμα­τα, πού κρύβανε πάντα κάποια χσντρσκσμμένα ύπσνσ­ούμενα, η μας ελεγε λέξεις, πού μέ τή γρήγσρη επανάλη­ψή τους φτιάχνανε μιάν αίσχρή κσυβέντα.

3 1 3

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 314: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μιά φορά, ενας από τούς ήλικιωμένους μαστόρους της είπε:

-Πολύ ξετσίπωτη είσαι, κοπέλλα μου ! Έκείνη τού απάντησε ftαρρετά, μέ τά λόγια ένός

αισχρού τραγουδιού:

'Όταν ντρέπεται ή κοπέλλα δέ μπορεί νά γίνει γυναίκα . . .

Πρώτη φορά εβλεπα τέτοιο κορίτσι, τό αντιπαftούσα. Μέ τρόμαζε μέ τά χοντρά τσακίσματά του. Καί βλέπον­τας πώς αυτά δέ μ' αρέσουν, γινόταν δλο καί πιό κακή .

Μιά φορά, στό κελλάρι, πού τή βοηftούσαμε, εγώ κι δ Παύλος, νά ζεματήσει τούς κάδους από τό κβάς καί τ' αγγούρια τουρσί, μας πρότεινε:

-Θέλετε, παιδιά, νά σας μάftω πως φιλούνε; -Έγώ τά καταφέρνω καλύτερα από σένα, απάντησε

ό Παύλος γελώντας, κι εγώ της είπα νά πάει νά φιληftεί μέ τόν αρραβωνιαστικό της. Καί τό είπα οχι πολύ ευγενικά. 'Εκείνη ftύμωσε:

-Τί απελέκητος! Ή κοπέλλα τού καλομιλάει, τού κάνει κομπλιμέντα καί κείνος σηκώνει ψηλά τή μύτη. Γιά κοίτα μούτρα!

Καί πρόσftεσε, κουνώντας απειλητικά τό δαχτυλάκι της:

-Περίμενε, καί ftά μέ ftυμηftείς! Κι ό Παύλος της είπε, παίρνοντας τό μέρος μου : -Θά σού τίς βρέξει δ αρραβωνιαστικός, αμα μάftει

τά καμώματά σου. Σούρωσε εκείνη τά χείλια καί τό γεματο σπειριά

πρόσωπό της πηρε μιάν εκφραση περιφρόνησης: -Δέν τόν φοβαμαι! Μέ τήν προίκα μου βρίσκω

δεκαριές, πολύ καλύτερους. Ή κοπέλλα, ωσπου νά βάλει στεφάνι μπορεί νά παίζει μ' δποιον νά 'ναι !

Κι αρχισε νά παίζει μέ τόν Παύλο. Κι εγώ, από τότε, είμαι στόχος της, μέ κατηγορεί δπως μπορεί.

Στό μαγαζί, ή ζωή γινόταν δλο καί πιό δύσκολη. Δ ιάβασα δλα τά εκκλησιαστικά βιβλία. Δέ μέ τραβού­σαν πιά οί καυγάδες κι οί συζητήσεις των γογιότατων,

3 1 4 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 315: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

γιατί λέγανε δλο τά ϊδια καί τά Ιδια. Μόνο δ Πιότρ Βασίλιεφ μέ τραβούσε, σάν καί πρώτα, μέ τίς γνώσεις του γιά τή μαύρη ανόρώπινη ζωή, μέ τήν τέχνη του νά μιλάει ώραία καί συναρπαστικά. Μερικές φορές, ελεγα μέσα μου, πώς τέτοιος ακριβώς ηταν ό προφήτης Έλι­σαίος, μόνος κι εκδικητικός τριγυρνούσε πάνω στή γη.

Κάόε φορά, δμως, δταν μιλούσα ειλικρινά μέ τόν γέρο, γιά τούς ανόρώπους, γιά τίς σκέψεις του, εκείνος μ' ακουγε καλοπροαίρετα, καί επειτα τά ελεγε δλα στόν επιστάτη. Καί κείνος, ειτε μέ πείραζε ασκημα, ειτε μ' εβριζε όυμωμένα.

Μιά φορά, είπα στόν γέρο, πώς μερικές φορές γράφω τά λόγια του στό τετράδιο, δπου εχω κιόλας διάφορα ποιήματα κι αποφόέγματα από βιβλία. Αυτό τρόμαξε πολύ τόν λογιότατο, μέ πλησίασε γρήγορα κι αρχισε νά ρωτάει αλαφιασμένος:

-Γιατί τό κάνεις αυτό ; Αυτό, μικρέ μου, δέ χρειάζε­ται! Γιά νά τά όυμάσαι; Όχι, αστην αυτή τή δουλειά! Μυστήριος είσαι ! Δώσε μου τίς σημειώσεις αυτές. Τί λές, όά μού τίς δώσεις;

Μού κόλλησε γερά, καί πολλήν ωρα προσπα{}ούσε νά μέ πείσει, νά τού δώσω τό τετράδιο η νά τό κάψω, κι επειτα αρχισε, {}υμωμένος, μιά ψι{}υριστή κουβέντα μέ τόν επιστάτη .

'Όταν πηγαίναμε σπίτι, ό επιστάτης μού είπε αυστηρά.

-Κάτι σημειώσεις κρατάς. Κοίτα νά σταματήσεις αυτό τό βιολί! "Ακουσες; Αυτό τό κάνουν μόνο οί χαφιέδες.

Έγώ ρώτησα ασυλλόγιστα: -Καί τί γίνεται μξ τόν Σιτάνοφ; Κι αυτός αντι­

γράφει. -Κι αυτός; Βρέ τόν βλάκα, τόν κρεμανταλά! . . . Πολλήν ωρα δέν είπε τίποτα. Έπειτα, μού είπε σ'

εναν άσυνή{}ιστα μαλακό τόνο: -" Ακου, δείξε μου τό τετράδιό σου καί τό τετράδιο

τού Σιτάνοφ. Θά σού δώσω μισό ρούβλι! Μόνο φρόντισε νά μήν τό πάρει ειδηση ό Σ ιτάνοφ, στά μουλωχτά . . .

3 1 5 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 316: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Φαίνεται, πώς ηταν σίγουρος, δτι {}ά συμμορφω{}ω μέ τή διαταγή του . Γι' αυτό, χωρίς νά πεί τίποτε αλλο, δυνάμωσε τό βήμα, μέ τά κοντά ποδάρια του, καί ξεμάκρυνε.

Στό σπίτι, είπα στόν Σ ιτάνοφ γιά τήν πρόταση τού επιστάτη . Ό Έβγκένι κατσούφιασε.

-Τζάμπα εχασες τά λόγια σου . . . Τώρα, {}ά δασκα­λέψει κάποιον, νά μάς κλέψει τά τετράδια, καί τό δικό σου καί τό δικό μου. Δωσε μου τό δικό σου νά τό κρύψω . . . 'Όσο γιά σένα, {}ά τό δείς, γρήγορα {}ά σέ διώξει!

νΗμουνα σίγουρος, γι' αυτό κι αποφάσισα νά φύγω, μόλις {}ά γύριζε ή γιαγιά στήν πόλη - σλο τόν χειμωνα ηταν στήν Μπαλαχνά, καλεσμένη εκεί, νά μά{}ει aτά κορίτσια τού χωριού νά πλέκουν δαντέλλα. 'Ο παππούς, πάλι, εμενε στό Κουνάβιν, δέν πήγαινα νά τόν δω, μά κι εκείνος σταν κατέβαινε στήν πόλη, δέν ερχόταν νά δεί τί κάνω. Μιά φορά, ανταμώσαμε στόν δρόμο. Έρχόταν, ντυμένος τή βαρειά γούνα του, αργά καί μέ σοβαρό ϋφος, σάν παπας. Τόν χαιρέτησα. Μέ λοξοκοίταξε κι είπε συλλογισμένα:

-" Α, έσύ είσαι . . . Είσαι τώρα άγιογράφος, ναί, ναί. . . ν Αντε, πήγαινε-πήγαινε!

Μέ παραμέρισε από τόν δρόμο καί απομακρύν{}ηκε αργά, μέ τό ίδιο εκείνο σπουδαίο ϋφος.

Τ11 γιαγιά τήν εβλεπα σπάνια. Δούλευε ακούραστα, γιά νά ταισει τόν παππού, πού επα{}ε από γεροντική μωρία, παιδευόταν μέ τά παιδιά των {}είων μου . Πολλές φασαρίες είχε μέ τόν Σάσα, τόν γιό τού Μιχαήλ, ενα ώραίο άγόρι, ονειροπαρμένο καί βιβλιοφάγο. Δούλευε σέ βαφεία, περνώντας συχνά από τό ενα αφεντικό στό αλλο, καί aτά ενδιάμεσα διαστήματα ζούσε σέ βάρος τής γιαγιάς, περιμένοντας άτάραχος πότε {}ά τού βρεί νέα {}έση. Σέ βάρος της ζούσε καί ή αδελφή τού Σάσα, πού ατύχησε στόν γάμο της μ' εναν μπεκρή μάστορα, πού τήν εδερνε ταχτικά καί, τελικά, τήν εδιωξε κι από τό σπίτι.

υοσο αντάμωνα τή γιαγιά, τόσο πιό πολύ {}αύμαζα τήν ψυχή της. Μά ενιω{}α πιά, πώς αυτή ή {}αυμάσια

3 1 6 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 317: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ψυχή εχει τυφλωitεί ιΊ.πό τά παραμύitια, δέν είναι σέ itέση νά δεί, δέ μπορει νά καταλάβει τά φαινόμενα τής πικρής πραγματικότητας καί τίς ανησυχίες μου. Ήταν μακρυά απ' αυτές.

-Ύπομονή χρειάζεται, Άλιόσα! Αυτό ηταν δλο, πού μπορούσε νά μού πεί γιά τίς

ίστορίες μου, πού αφορούσαν στίς ασκήμιες τής ζωής, στά βάσανα των αν{}ρώπων, στό αγχος, - δλα δσα μ' έξόργιζαν.

Μέ τήν ύπομονή δέν τά κατάφερνα καλά, δέ μπο­ρούσα νά προσαρμοστω, κι αν μερικές φορές εδειχνα αυτή τήν αρετή τού ζώου, τού ξύλου, της πέτρας, τήν εδειχνα γι' αυτοδοκιμασία, γιά νά ξέρω τό από{}εμα των δυνάμεών μου, τόν βα{}μό τής αντοχής μου πάνω στή γη. Κάποτε, οί ανήλικοι, από πολλή νεότητα, από ζήλεια γιά τή δύναμη των ένήλικων, προσπα{}ούν νά σηκώσουν καί σηκώνουν βάρη , πολύ μεγάλα γιά τά μπράτσα καί τά κόκκαλά τους, δοκιμάζουν μέ κομπασμό, σάν τούς ένήλικους Κουταλιανούς, νά κάνουν τόν σταυρό τους μέ δράμια των δυό πουτιων.

Κι έγώ τά εκανα δλα αυτά κυριολεκτικά καί μεταφο­ρικά, σωματικά καί πνευματικά, καί μόνο χάρη σέ κάποια σύμπτωση δέν τσακίστηκα, δέ σακατεύτηκα γιά δλη μου τή ζωή, δέν πέitανα. Γιατί, τίποτα δέ σακατεύει τόν ανitρωπο τόσο φοβερά, δσο ή ύπομονή του, τό πνεύμα ύποταγης στίς δυνάμεις των έξωτερικων συν­itηκων.

Άλλ' αν, στό κάτω-κάτω της γραφής, πέσω στή γη σακατεμένος καί παραμορφωμένος, {}ά πω, μέ κάποια περηφάνεια, δταν σημάνει ή τελευταία μου ωρα, πώς οί καλοί αν{}ρωποι, έπί σαρ<Ιντα περίπου χρόνια, φρόντι­σαν νά διαστρεβλώσουν τήν ψυχή μου, μά ή έπίμονη δουλειά τους δέν εΙχε καί πολύ έπιτυχία.

Όλο καί πιό συχνά μέ κυρίευε ή σφοδρή έπι{}υμία, νά ατακτήσω, νά σπάσω τήν κα{}ιερωμένη τάξη, νά κάνω φασαρία, νά παρηγορήσω τούς αν{}ρώπους, νά τούς κάνω νά γελάσουν. Κι αυτό τό κατάφερνα, ήξερα νά τούς μιλάω γιά τούς έμπόρους τής αγοράς τού Νίζνι,

3 1 7 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 318: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

παριστάνοντας τίς φάτσες τους. Παρίστανα πως οί γυναίκες κι οί αντρες πουλάνε κι αγοράζουν τίς εικόνες, πόσο μαστορικά δ επιστάτης τούς γελάει, πως καυγαδί­ζουν οί λογιότατοι.

Τό αργαστήρι χαχάνιζε, συχνά οί μαστόροι αφήνανε τή δουλειά, γιά νά δούν πως παριστάνω, μά πάντα, υστερ' απ' αυτό, δ Λαριόνιτς μέ συμβούλευε:

-Καλύτερα ν' αρχίζεις τίς παραστάσεις μετά τό δείπνο, γιατί εμποδίζεις τή δουλειά . . .

Μόλις τέλειωνα τήν «παράσταση » , ενιω1'tα ανάλα­φρος, λές καί πέταξα κάποιο βάρος, πού μέ παίδευε. Γιά μισή, μιά ωρα, τό κεφάλι μου αδειαζε, ενιω1'tα ενα ευχάριστο κενό. Έπειτα, δμως, μού φαινόταν, πώς τό κεφάλι μου ηταν γεμάτο από σουβλερά, μικρά καρφιά, πού σάλευαν εκεί μέσα κι αρχιζαν νά ζεσταίνονται.

Γύρω μου εβραζε κάποιο βρώμικο κουρκούτι κι εγώ ενιω1'tα, πώς, σιγά-σιγά, ψήνομαι μέσα του.

Σκεφτόμουνα: «Είναι δυνατό νά 'ναι τέτοια δλη ή

ζωή ; Καί 1'tά ζω κι εγώ, δπως τούτοι οί αν1'tρωποι, δέ 1'tά βρω, δέ 1'tά δω τίποτε τό καλύτερο;»

-Έγινες όξύ1'tυμος, Μαξίμιτς, μού ελεγε δ Ζιχαρι-όφ, καρφώνοντας απάνω μου, προσεχτικά, τά μάτια του.

Ό Σιτάνοφ μέ ρωτούσε συχνά: -Τί εχεις; Δέ μπορούσα ν' απαντήσω. Ή ζωή εσβηνε μέ πείσμα καί χοντροκοπιά από τή

ψυχή μου τήν καλύτερη γραφή της καί στή 1'tέση της εβαζε, μέ κακία, κάποια αχρηστη σαβούρα. 'Εγώ αντι­στεκόμουν μ' όργή κι επιμονή στή βία καί τήν αυ1'tαιρε­σία της, κολυμπούσα σάν δλους, στό ίδιο ποτάμι, μά γιά μένα τό νερό ηταν πιό κρύο, καί δέ μέ κρατούσε εύκολα στήν επιφάνεια, δπως τούς αλλους, - φορές-φορές, είχα τήν αίσ1'tηση πώς βουλιάζω σέ κάποιο βάρα1'tρο.

Οί αν1'tρωποι μού φέρνονταν δλο καί πιό καλά, δέ μέ μάλωναν, σάν τόν Παύλο, δέν ούρλιαζαν σέ βάρος μου, δέ μέ κακομεταχειρίζονταν, μέ φώναζαν μέ τό πατρώνυ­μο, γιά νά υπογραμμίσουν τόν σεβασμό τους απέναντί μου . Αυτό, βέβαια, ηταν καλό, μά ηταν βασανιστικό,

3 1 8 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 319: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

νά βλέπεις πόσος κόσμος επινε βότκα, πόσο αντιπα{)ητι­κοί είναι οί με'ltυσμένοι καί πόσο αρρωστιάρικη είναι ή σχέση τους μέ τίς γυναίκες, αν καί καταλάβαινα, πώς ή βότκα καί ή γυναίκα είναι οί μοναδικές διασκεδάσεις σέ τούτη τή ζωη.

Συχνά 'ιtυμαμαι, μέ 'ιtλίψη, πώς κι ή πιό εξυπνη καί τολμηρή Ναταλία Κοζλόβα, κι αύτή ονόμαζε τή γυναίκα διασκέδαση.

Μά τί είναι, τότε, ή γιαγιά; Καί ή Βασίλισσα Μαργκό;

Τή Βασίλισσα τή 'ιtυμόμουν μ' ενα αίσ{)ημα πού πλησιάζει τόν τρόμο, - ηταν τόσο ξένη σ' δλα, λές καί τήν εβλεπα στ' όνειρό μου.

Πάρα πολύ αρχισα νά σκέφτομαι γιά τίς γυναίκες καί είχα καταλήξει κιόλας στή λύση τού ζητήματος: δέν πάω τήν αλλη γιορτή εκεί πού πηγαίνουν δλοι: Δέν επρόκειτο γιά σωματικό πό'ltο - ημουν γερός καί περήφανος, μά όρισμένες φορές πο'ltούσα τρελά ν' αγκαλιάσω κάποια τρυφερή, εξυπνη καί ειλικρινη γυναίκα, νά μιλάω ατέ­λειωτα μαζί της, σάν μέ μητέρα, γιά τά πά'ltη της ψυχης μου.

Ζήλευα τόν Παύλο, δταν, τά βράδια, μού 'λεγε γιά τόν ερωτά του μέ τήν καμαριέρα τού αντικρινού σπιτιού.

-Νά δείς, αδερφέ μου, ενα παράξενο : πρίν από ενα μηνα, της πετούσα χιόνια, δέ μ' αρεζε, ενώ τώρα, στό παγκάκι, σφίγγεσαι απάνω της καί δέν ύπάρχει τίποτα πιό ακριβό!

-Γιά πιά πράγματα μιλατε ; -Γιά δλα, βέβαια. 'Εκείνη μού λέει τά δικά της, εγώ

της λέω τά δικά μου . Έπειτα, φιλιόμαστε . . . Μόνο πού είναι τίμια . . . ΕΙναι, αδερφέ μου, φοβερά καλή ! .. "Ε, καπνίζεις σάν γέρο φαντάρος!

Κάπνιζα πολύ . Ό καπνός μέ με{}ούσε, νάρκωνε τίς ανήσυχες σκέψεις, τά ανήσυχα αισ{}ήματά μου .

Ή βότκα, γιά καλή μου τύχη, μού προκαλούσε αηδία, μέ τή μυρωδιά καί τή γεύση της, ενώ ό Πάβελ επινε μέ σρεξη καί μόλις με{}ούσε εκλαιγε παραπονεμένα:

-Θέλω νά πάω σπίτι, σπίτι! 'Αφηστε με νά πάω

3 1 9 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 320: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σπίτι ... Ήταν, {}υμαμαι, όρφανός. Ό πατέρας κι ή μητέρα

του είχαν πε{}άνει άπό καιρό, δέν είχε αδέρφια κι αδερφές. Άπό όχτώ χρονω, περίπου, ζούσε σέ ξένα χέρια.

Μέσα σ' αυτή τήν κατάσταση τού ανικανοποίητου, τού γεμάτου ανησυχίες, πού ερε{}ίζεται ακόμα πιό πολύ από τίς φωνές τής ανοιξης, αποφάσισα καί πάλι νά μπαρκάρω σέ κανένα καράβι, νά κατεβώ στό Άστραχάν καί νά τό σκάσω γιά τήν Περσία.

Δέ {}υμαμαι, γιατί, σώνει καί καλά, η{}ελα στήν Περσία. Ίσως έπειδή μού αρεζαν οί Πέρσες εμποροι στήν έμποροπανήγυρη τού Νίζνι Νόβγκοροντ: κά{}ονται σάν πέτρινα ειδωλα, άπλ(.ονοντας στόν ηλιο τά βαμμένα γένεια τους, καπνίζοντας μακάρια τσιμπούκι, ενω τά μάτια τους είναι μεγάλα, σκοτεινά, ξέρουν τά πάντα.

Σίγουρα {}ά 'σκαγα γιά κάπου, μά τή βδομάδα τού Πάσχα, Όταν μερικοί μαστόροι πήγαν στά σπίτια τους, στά χωριά τους κι οί υπόλοιποι με{}οκοπούσαν, - εγώ, κάνοντας βόλτα μιάν ήλιόλουστη ημέρα στον κάμπο, κοντά στόν Όκα, αντάμωσα το αφεντικό μου, τόν ανεψιό τής γιαγιας.

Φορούσε ενα ελαφρό γκρί παλτό, περπατούσε μέ τά χέρια στίς τσέπες τού παντελονιού, τσιγάρο ανάμεσα στά δόντια καί τό καπέλλο αναριγμένο στήν κορφή τής κεφαλής. Τό συμπα{}ητικό πρόσωπό του μού χαμογέλα­σε φιλικά. Είχε σαγηνευτική όψη αν{}ρώπου έλεύ{}ερου, χαρούμενου, κι εκτός από μας τούς δυό, στόν κάμπο, δέν υπήρχε κανένας άλλος.

_νΑ, Πεσκόφ, Χριστός Άνέστη! , Α νταλλάξαμε ευχές, μέ ρώτησε πως τά περνάω, κι

έγώ τού είπα είλικρινά, π(ος εχω συχα{}εϊ καί τό αργα­στήρι, καί τήν πόλη καί τά πάντα κι αποφάσισα νά φύγω γιά τήν Περσία.

-' Αστα αυτά, είπε σοβαρά. Τί διάβολο {}έλεις στήν Περσία; Τό ξέρω, αδερφέ μου, στήν ήλικία σου καί γώ ηι'}ελα νά φύγω στούς τέσσερις διαβόλους!

Μού άρεσε, πού ριχνόταν ασίκικα στούς διαβόλους.

320 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 321: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μέσα του παιγνιδίζει κάτι δμορφο, άνοιξιάτικο, ελαμπε όλόκληρος, - στραβά τό καπέλλο !

-Καπνίζεις; ρώτησε, καί μου fuτλωσε τήν άσημένια του ταμπακέρα, μέ χοντρά τσιγάρα.

Αυτό πιά μ' αιχμαλώτισε όριστικά! -Ξέρεις τί λέω, Πεσκόφ; �Eλα πάλι σέ μένα! 'Εγώ,

άδελφέ μου, πήρα αυτό τόν χρόνο εργολαβίες στήν εμποροπανήγυρη χίλια επί σαράντα, καταλαβαίνεις; ΥΕτσι, λοιπόν, 'ιtά σέ τοπο'ltετήσω στήν άγορά. Θά είσαι, κατά κάποιο τρόπο, εργοδηγός μου, 'ιtά παραλαβαίνεις δλα τά ύλικά, 'ιtά προσέχεις νά είναι δλα εγκαιρα στή 'ιtέση τους καί οΙ εργάτες νά μήν κλέβουν. Πάμε; Μισ'ltός πέντε τόν μήνα καί μιά πεντάρα γιά τό μεσημεριανό ! ΟΙ γυναίκες δέ σ' άφορουν, τό πρωί φεύγεις, τό βράδι ερχεσαι! Στήν άκρη οΙ γυναίκες! Μόνο μήν πείς πώς άνταμώσαμε, ελα άπλούστατα τήν Κυριακή του Θωμα καί τέρμα!

Χωρίσαμε σάν φίλοι, φεύγοντας μου εσφιξε τό χέρι, δταν, μάλιστα, ξεμάκρινε, γύρισε καί μου κούνησε φιλικά τό καπέλλο.

<Όταν είπα στό άργαστήρι, πώς φεύγω, στήν άρχή οΙ περισσότεροι εδειξαν μιά κολακευτική, γιά μένα, λύπη. 'Ιδιαίτερα ταράχτηκε ό Πάβελ.

-Λοιπόν, σκέψου, μου εκανε επιτιμητικά, πώς 'ιtά ζείς μέ διάφορους μουζίκους, ϋστερα άπό μας; Μαραγ­κοί, μπογιατζήδες . . . "Αχ, εσύ! Αυτό λέγεται άπό διάκος καντηλανάφτης . . .

Ό Ζιχαριόφ μουρμούρισε: -Τό ψάρι ψάχνει τά βα'lt�ά, ό καλός ό νέος τά

χειρότερα . . . Τά ξεπροβοδίσματα πού μου όργάνωσαν, στό άργα­

στήρι, ηταν 'ιtλιβερά καί συνη'ltισμένα. -Φυσικά, πρέπει νά δοκιμάσεις καί · τό ενα καί τό

άλλο, Ελεγε ό Ζιχαριόφ, κίτρινος άπό τό με'ltύσι. Τό καλύτερο, δμως, είναι νά γαντζω'ltείς άμέσως άπό κάπου καί μάλιστα γερά . . .

-Καί γιά δλη σου πιά τή ζωή, πρόσ'ltεσε ηρεμα ό Λαριόνιτς.

3 2 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 322: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Έγώ δμως καταλάβαινα, πώς μιλάνε μέ τό ζόρι, καί, κατά κάποιον τρόπο, από υποχρεώση, - τό νημα, πού μ' εδενε μαζί τους, 1'tαρρείς σάπισε μονομιάς καί κόπηκε.

Πάνω στό πατάρι στριφογυρνούσε με1'tυσμένος ό Γκόγκολεφ καί βογγούσε βραχνά:

-'Ά-αμα 1'tελήσω δλοι 1'tά πάνε στό νησί! Ξέρω τό μυστικό! Ποιός πιστεύει, εδώ, στόν Θεό; Άχά-α . .

'Όπως πάντα στούς τοίχους �ταν ακουμπισμένες οί ακέφαλες μισοτελειωμένες εικόνες, στό ταβάνι είχαν κολλήσει οί γυάλινες σφαίρες.

Άπό καιρό δέ δουλεύανε μέ τό φώς, δέ χρησιμοποι­ούσαν τίς σφαίρες, τίς σκέπαζε ενα στρώμα καπνιάς καί σκόνης. 'Όλα, εναν γύρο, μού εμειναν τόσο γερά στή μνήμη, πού, κλείνοντας τά μάτια, βλέπω μέσα στό σκοτάδι δλο τό υπόγειο, δλα εκείνα τά τραπέζια, τά κουτιά μέ τίς μπογιές στά περβάζια, τά δεματάκια τών πινέλων μέ τά πιαστράκια, τίς εικόνες, τούς κάδους μέ τά αποπλύματα στή γωνιά, κάτω από τό χάλκινο νιπτη­ρα, πού μοιάζει μέ κάσκα πυροσβέστη καί τό γυμνό πόδι τού Γκόγκολεφ, πού κρεμόταν γαλάζιο-γαλάζιο, σάν πόδι πνιγμένου, από τό πατάρι.

Ή1'tελα νά φύγω δσο γινόταν πιό γρήγορα, μά στή Ρωσία αγαπούν νά παρατείνουν τούτες τίς 1'tλιβερές στιγμές, δταν αποχαιρετιούνται οί αν1'tρωποι, νομίζεις δτι κάνουν νεκρώσιμη ακολου1'tία.

Ό Ζιχαριόφ, ανασηκώνοντας τά φρύδια, μού είπε: -Τό βιβλίο αυτό, τόν «ΔαίμΟΥα», δέ μπορώ νά στό

δώσω. Θέλεις δυό δεκάρες; Τό βιβλίο �ταν ιδιοκτησία μου - ό γέρο διοικητής

της πυροσβεστικης υπηρεσίας μού τό δώρησε, λυπόμου­να νά δώσω τόν Λέρμοντοφ. 'Όταν, δμως, εγώ, λίγο πειραγμένος, δέ δέχτηκα χρήματα, ό Ζιχαριόφ εχωσε ηρεμα τό νόμισμα στό πουγγί του καί δήλωσε αποφασι­στικά:

-'Όπως 1'tέλεις, εγώ πάντως δέ σού δίνω πίσω τό βιβλίο! Τό βιβλίο αυτό δέν είναι γιά σένα, είναι βιβλίο, πού, σέ λίγο, μπορεί καί νά βρείς τόν μπελά σου !

-Μά τό πουλάνε στά μαγαζιά, τό είδα!

322 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 323: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Μά κείνος είπε μέ ενα υφος απόλυτα κατηγορημα­τικό:

-Αυτό δέ 'ι}ά πεί τίποτα, στά μαγαζιά πουλούν καί πιστόλια . . .

Κι ετσι δέ μου 'δωσε τόν Λέρμοντοφ . . . Πηγαίνοντας απάνω, ν ' αποχαιρετήσω τήν κυρά,

αντάμωσα στό χαγιάτι τήν ανεψιά της, πού ρώτησε: -Λένε πώς 'ι}ά φύγεις; -Θά φύγω. -Κι αν δέν εφευγες, 'ι}ά σ' εδιωχναν, μού είπε, κάπως

σκληρά, μά εντελώς ειλικρινά. Καί ή μπεκρού ή κυρά είπε: -'Αντίο, κι ό Χριστός μαζί σου ! Δέν είσαι καλό

παιδί, είσαι απόκοτος, 'ι}ρασύς! Δέν είδα, βέβαια, κα­νένα κακό από σένα, μά ολοι λένε, πώς δέν είσαι καλός!

Καί, ξαφνικά, εβαλε τά κλάματα. -"Αν ζουσε ό μακαρίτης, ό αντρούλης μου ό γλυκός,

ή καλή ψυχή, 'ι}ά σού εδινε ενα μπερντάχι, 'ι}ά'τρωγες μερικές καρπαζιές στό σβέρκο, μά 'ι}ά σέ κρατούσε, δέ 'ι}ά σΈδιωχνε! Ένώ τώρα ολα γίνανε αλλοιώτικα. Μόλις στραβοπατήσει κανείς, εξω ! μακρυά ! Άχ, καί που 'ι}ά πας, αγόρι μου, που 'Ι}' ακουμπήσεις καί πού 'ι}ά στα'l}είς;

16

ΕΓΩ καί τό αφεντικό περνούμε μέ βάρκα από τούς δρόμους της αγορας, ανάμεσα από τά πέτρινα μαγαζιά, πού σκεπάστηκαν, από τήν πλημμύρα, ως τό υψος του δεύτερου πατώματος. Έγώ στά κουπιά. Τό αφεντικό στό τιμόνι. Δ ιευ'l}ύνει αδέξια, χώνει βα'l}ιά στό νερό τό κουπί του τιμονιου . Ή βάρκα σκαμπανεβάζει ανέμελα, στρί­βοντας από δρόμο σέ δρόμο, πάνω στά ησυχα, συλλογι­σμένα, 'ι}ολά νερά.

-" Αχ, πολύ ανέβηκαν, αυτή τή φορά, τά νερά, νά τά πάρει ό διάολος! Θά κα'l}υστερήσουν τή δουλειά, μουρ-

323 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 324: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μουρίζει τό αφεντικό, καπνίζοντας τό πούρο του. Ό καπνός του βρωμάει σάν καμμένη τσόχα.

-Σιγά! φωνάζει τρομαγμένος ό άλλος. Πηγαίνουμε καταπάνω στό φανάρι!

Έσιαξε τή βάρκα καί βρίζει: -Κοίτα τί βάρκα μας δώσανε, οί άt}λιοι ! . . . Μού δείχνει τά μέρη, σπου t}' αρχίσουν, μόλις τραβη­

χτούν τά νερά, οί δουλειές, γιά τήν επισκευή τών μα­γαζιών. Καλοξυρισμένος, μέ ψαλιδισμένο μουστάκι καί πούρο στό στόμα, δέ μοιάζει γιά εργοδηγός. Φοράει πέτσινο σακάκι, ψηλές ως τό γόνα μπότες, στόν ώμο του κρέμεται τό κυνηγετικό σακίδιο, ανάμεσα στά γόνατά του κρατάει ενα ακριβό δίκανο Λεμπέλ. Κάt}ε τόσο μετακινεί ανήσυχα τό πέτσινο κασκέτο, - πότε τό κατεβάζει ως τά μάτια, φουσκώνει τά μάγουλα καί κοιτάει ανήσυχα γύρω. Άνεβάζει τό κασκέτο στήν κορφή της κεφαλης, ξανανιώνει καί χαμογελα, κάτω από τά μουστάκια του. Σκέφτεται, φαίνεται, κάτι ευχάριστο. Καί δέ μπορείς νά πιστέψεις, πώς �χει πολλή δουλειά, πώς τόν ανησυχεί πού αργούν ν' άποτραβηχτούν τά νερά, - μέσα του παιγνιδίζει ενα κύμα κάποιων σκέψε­ων, μακρυά, σπως φαίνεται, από τή δουλειά.

Μέ τρώει ενα αίσt}ημα κρυφης απορίας πολύ παρά­ξενο νά βλέπεις αυτή τή νεκρή πολιτεία, τίς ευt}είες γραμμές τών χτιρίων, μέ τά κλειστά παράftυρα, - μιά πόλη πλημμυρισμένη πέρα γιά πέρα από νερά, πού t}αρρείς καί πλέει δίπλα στή βάρκα μας.

Γκρίζος ό ουρανός. Ό ηλιος μπερδεύτηκε στά σύννε­φα. Μόνο, κάπου-κάπου, ξετρυπώνει πίσω από τό πυκνό στρώμα τους, σάν μιά μεγάλη ασημένια χειμωνιά­τικη κηλίδα.

Γκρίζα καί τά νερά καί κρύα. Άνεπαίσt}ητη ή κίνησή τους. Θαρρείς πώς εχουν παγώσει, εχουν αποκοιμηt}εί μαζί μέ τ' αδειανά σπίτια καί τά μαγαζιά πού στέκουν αράδα, βαμμένα μ' ενα ανοιχτό βρωμοκίτρινο χρώμα. 'Όταν ανοίγει μέσα από τά σύννεφα τό μάτι του δ ασπρος ηλιος, σλα γύρω φωτίζονται λιγάκι, τά νερά καt}ρεφτίζουν τό γκρίζο ύφάδι τ' ουρανού, ή βάρκα μας

324 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 325: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κρέμεται στον αέρα, ανάμεσα σε δυο ουρανούς. Τά πέτρινα χτίρια αλαφροσηκώνονται καί αρμενίζουν, ftαρρείς, κατά τόν Βόλγα, τόν �Oκα. Γύρω από τή βάρκα σαλεύουνε σπασμένα βαρέλια, καλάftια, πελεκούδια κι αχυρα. Μερικές φορές, περνάει από κοντά μας, σάν νεκρό φίδι, κάποιο δοκάρι η κορμός δέντρου.

Δω καί κεί, τά παράftυρα είναι ανοιχτά. Πάνω στίς στέγες των περιπτέρων τής αγοράς ανεμοσαλεύουν α­σπρόρουχα, κρέμονται κάτι κετσεδένια στιβάνια. Άπό κάποιο παράftυρο κοιτάει μιά γυναίκα τά ftολά νερά. Στήν κορφή ένός σιδερένιου στύλου είναι δεμένη μιά βάρκα. Τά κόκκινα ϋφαλά της καftρεφτίζονται στό νερό, μ' ενα χρωμα κρεατί.

Τό αφεντικό δείχνει μέ τό κεφάλι αυτά τά σημάδια ζωής καί μου εξηγεί:

-Έκεί κάftεται ό φύλακας της αγοράς. Βγαίνει από τό παράftυρο στή στέγη, μπαίνει στή βάρκα καί κάνει βόλτες, προσέχει αν {.πάρχουν πουftενά κλέφτες. Κι αν δέν εχει κλέφτες, κλέβει μόνος του.

Μιλάει βαριεστημένα, ηρεμα, ενω σκέφτεται κάτι αλλο. Γύρω ήσυχία, ερημιά κι αοριστία, σάν σέ Ονειρο. Ό Βόλγας καί ό Όκα σμίξανε σέ μιά λίμνη. Μακρυά, πάνω στό δασωμένο βουνό προβάλλει φανταχτερά ή πολιτεία, πνιγμένη στούς κήπους, πού είναι ακόμα σκοτεινοί, μά τά μπουμπούκια των δέντρων εχουν κιό­λας φουσκό)σει. Καί οι κήποι περιβάλλουν τά σπίτια καί τίς εκκλησίες μέ εναν πρασινωπό ζεστό μανδύα. Πάνω από τά νερά κυλάει ενας πυκνός πασχαλινός αχός, ακούγεται τό βουητό της πολιτείας, ενω, εδω, ftαρρείς καί βρισκόμαστε σέ αποξεχασμένο νεκροταφείο.

Ή βάρκα μας στριφογυρνάει ανάμεσα σέ δυό γραμ­μές μαυρα δέντρα. Άκολουftουμε τήν κύρια γραμμή πρός τήν παλιά μητρόπολη. Τό πουρο ενοχλεί τό αφεντι­κό, μπαίνει στά μάτια του ό τσουχτερός καπνός, ή βάρκα κάftε τόσο καρφώνεται, μέ τήν πλώρη η μέ τήν Itρύμνη, στούς κορμούς των δέντρων, - τό αφεντικό απορεί, ερεftισμένο:

-Βρέ, τί αftλια βάρκα!

325 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 326: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Μά μήν όδηγείτε ... -Πώς νά μήν όδηγήσω; μουρμουρίζει εκεΙνος. 'Όταν

είναι στή βάρκα δυό, ό εν ας λάμνει κι ό άλλος όδηγει. Νά, κοίτα! Τά κινέζικα μαγαζιά ...

Άπό καιρό ξέρω τήν αγορά απόξω κι ανακατωτά. Ξέρω καί τούτα τ' αστεια μαγαζιά, μέ τίς πράσινες στέγες. Στίς γωνιές της στέγης κάftονται, σταυροπόδι, οί γύψινες σιλουέττες τών Κινέζων. Κάποτε, μέ τήν παρέα μου τούς πετροβολούσαμε. Κι εσπασα μερικών Κινέζων τό κεφάλι καί τά χέρια. Μά τώρα δέν περηφανεύομαι γι' αυτό.

-Σαχλαμάρες, λέει τό αφεντικό, δείχνοντας τά μα­γαζιά. "Αν μού τά δίνανε νά τά χτίσω, εγώ ...

Σφυρίζει, σηκώνοντας τό κασκέτο πρός τά πίσω. Κι εγώ, δέν ξέρω γιατί, σκέφτομαι πώς κι αυτός ftά εχτιζε αυτή τήν πέτρινη πολιτεία τό ίδιο πληκτική, στό ίδιο αυτό χαμηλό μέρος, πού κάftε χρόνο τό πλημμυρίζουν τά νερά τών δυό ποταμών. Άκόμα καί τά κινέζικα περίπτε­ρα ftά τά επινοούσε ...

Έκεινος πετάει τό πούρο στό νερό, φτύνει μέ απο­στροφή καί λέει:

-Πλήξη, Πεσκόφ, πλήξη! Δέν ύπάρχουν μορφωμέ­νοι. Δέν εχεις κανέναν νά πεις δυό κουβέντες. Θέλεις νά καυχηftείς, καμιά φορά, αλλά μπροστά σέ ποιόν; Δέν ύπάρχουν άνftρωποι. 'Όλοι είναι μαραγκοί, πετράδες, χωριάτες, λωποδυταριό ...

Κοιτάει δεξιά, στό λευκό τζαμί, πού ύψώνεται καμα­ρωτό, μέσα από τά νερά, πάνω στό λόφο, καί συνεχίζει, λές καί ftυμήftηκε κάτι πού ξέχασε:

-'Άρχισα νά πίνω μπύρα, καπνίζω πούρα, κάftομαι κοντά σέ Γερμανό. Οί Γερμανοί, αδελφέ μου, είναι λαός πρακτικός, σπουδαίες κότες-{}ηρία! Ή μπύρα είναι ευχάριστη απασχόληση, μά τά πούρα δέν τά συνήftισα ακόμη! 'Άμα καπνίζεις, γκρινιάζει ή γυναίκα: «Βρωμάς σάν σαμαράς!» Ναί, αδελφέ μου, ζούμε καί πονηρευό­μαστε ... 'Άντε, όδήγα μόνος σου ...

Βάζει τό κουπί στήν κουπαστή, παίρνει τό δπλο καί πυροβολεί εναν Κινέζο στή στέγη. Ό Κινέζος δέν επαftε

326 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 327: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τίποτα, τό βλημα βρηκε τη στέγη καί τόν τοίχο, καί σή­κωσε στόν αέρα σκόνη καί καπνό.

-Δέν τόν πέτυχα, παραδέχεται, χωρίς λύπη, δ σκο­πευτής, καί βάζει πάλι στή \'tαλάμη φυσίγγι.

-Πώς τά πας μέ τά κοριτσάκια - αρτύ{}ηκες η ακόμα; Όχι; 'Εγώ, στά δεκατρία μου, είχα κιόλας α­γαπήσει . . .

Λέει, σά νά διηγείται Όνειρο, τήν ίστορία της πρώτης του αγάπης μέ τήν καμαριέρα τού αρχιτέκτονα, οπου εκανε μα\'tητής. Παφλάζει άπαλά τό \'tολό νερό, βρέχον­τας τίς γωνιές των χτιρίων, πέρ' από τή Μητρόπολη \'tαμπολάμπει ή ύδάτινη ερημιά, εδώ καί κεί, πάνω απ' αυτήν, ύψώνονται οί μαύρες βέργες από τίς ίτιές.

Στό άγιογραφικό αργαστήρι, τραγουδούσαν συχνά τό τραγούδι της 'Ιερατικης Σχολης:

Θάλασσα γαλάζια, θάλασσα φουρτουνιασμένη . . .

Θανάσιμη πλήξη \'ta ήταν αυτή ή γαλάζια \'tάλασσα. -Τίς νύχτες δέν κοιμόμουνα. Φορές-φορές, σηκωνό­

μουν από τό κρεβάτι καί στεκόμουνα κοντά στήν πόρτα της κι ετρεμα σάν τό σκυλάκι. Τό σπίτι ήταν ψυχρό. Τίς νύχτες, τήν επισκεπτόταν τό αφεντικό της καί μπορούσε νά μέ πιάσει στά πράσα, μά εγώ δέ φοβόμουνα, ναΙ . .

Μιλάει σκεφτικά, λές κι εξετάζει ενα παλιό τριμμένο φόρεμα, αν μπορεί νά τό φορέσει ακόμα μιά φορά, η Όχι.

-'Εκείνη μέ πρόσεξε, μέ λυπή\'tηκε, ανοιξε τήν πόρτα καί μέ φώναξε: <,Ελα, χαζοπούλι . . . » .

'Άκουσα πολλές τέτοιες ίστορίες. Τίς βαρέ\'tηκα, αν καί είχαν κάποια ευχάριστη πλευρά. Γιά τήν πρώτη τους «αγάπη » σχεδόν ολοι μιλούσαν χωρίς καυχησιολογίες, χωρίς βρωμιές, αλλά συχνά τόσο τρυφερά καί μελαγχο­λικά, πού καταλάβαινα, πώς, αυτή ήταν ή πιό καλή στή ζωή τού αφηγητή . Γιά πολλούς, μού φαίνεται, πώς μόνο αυτή ή στιγμή ήταν καλή.

Γελώντας καί κουνώντας τό κεφάλι, τό αφεντικό αναφωνει:

-Αυτό, ομως, δέ μπορείς νά τό πείς στή γυναίκα

327 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 328: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σου. Μέ κανέναν τρόπο! Καί τί κακό υπάρχει εδώ; Κι δμως, δέ μπορείς νά τό πείς. Νά μιά ίστορία ...

Δέν τά λέει σ' εμένα, μά στόν εαυτό του. Υ Αν σώπαινε εκείνος, -&ά μιλούσα εγώ - σ' αυτή τή σιγαλιά καί τήν ερημιά, είναι &νάγκη νά μιλάς, νά τραγουδάς, νά παίζεις άρμόνικα, αλλοιώτικα -&' αποκοιμη-&είς γιά πάντα, βαριά, στή μέση της νεκρης πολιτείας, της βουλιαγμένη ς μέσα στά -&ολά, κρύα νερά.

-Πρώτα-πρώτα, μήν παντρεύεσαι νωρίς! μέ όρμη­νεύει. Ό γάμος, αδελφέ μου, είναι μιά πράξη τεράστιας σημασίας! Μπορείς νά ζείς δπου -&έλεις καί δπως -&έλεις, - έσύ αποφασίζεις! Ζησε στήν Περσία μωαμε-&ανός, στή Μόσχα &στυνομικός, πόνεσε, κλέψε, δλα μπορείς νά τά διορ-&ώσεις! Ή γυναίκα, δμως, &δελφέ μου, είναι σάν τόν καιρό, δέ μπορείς νά τή διορ-&ώσεις ... όχι! Δέν είναι, αδελφέ μου, παπούτσι, νά τό βγάλεις καί νά τό πετά� ξεις ...

Τό πρόσωπό του αλλαξε, κοιτούσε στά -&ολά νερά, σμίγοντας τά φρύδια, ετριβε μέ τό δάχτυλο τή γερακίσια μύτη του καί μουρμΟ'ί,ριζε:

-Μμμάλιστα, αδελφέ μου ... Τά μάτια σου τέσσερα! Πολλές φορές, ή στάμνα πάει στό νερό, μά μιά φορά σπάζει. Γιά τόν κα-&ένα είναι καί μιά παγίδα στη­μένη ...

Φτάνουμε στούς -&άμνους της λίμνης Μεστσέρσκαγια, πού εχει ένω-&εί μέ τόν Βόλγα.

-Τράβα σιγά κουπί, ψι-&υρίζει τό αφεντικό, γυρί­ζοντας τό Όπλο κατά τούς -&άμνους.

'Αφού χτύπησε μερικές αδύνατες μπεκάτσες τού βάλτου, παραγγέλλει:

-Πάμε στό Κουνάβινι! Θά μείνω εκεί ως τό βράδι, καί σύ -&ά πείς στό σπίτι, πώς εμπλεξα μέ τούς εργοδη­γούς κι αργησα ...

Τόν βγάζω σ' εναν δρόμο της κωμόπολης, πού κι αυτή i]Tav σκεπασμένη από τά νερά, καί γυρνώ πίσω, στήν αγορά, στή Στρέλκα. Δένω τή βάρκα, κά-&ομαι καί παρακολου-&ώ τή συμβολή τών δυό ποταμών, τήν πόλη, τά καράβια, τόν ουρανό. Ό ουρανός, σάν παχύ φτερό

328 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 329: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τεράστιου πουλιού, είναι γεμάτος από τά λευκά πούπου­λα τών γνεφιών. Στά γαλάζια βάρα{}ρα, πού ανοίγουν ανάμεσα στά σύννεφα, προβάλλει ό ήλιος χρυσός καί, μέ μιά ματιά του στή γη, αλλάζει τά πάντα. 'Όλα γύρω κινούνται {}αρρετά κι ασφαλισμένα, τό γρήγορο ρεύμα τού ποταμού κουβαλάει ευκολα αναρί{}μητες σχεδίες. Πάνω στίς σχεδίες στέκονται, πιασμένοι γερά, γενάτοι χωρικοί, κουνάνε τά μακρυά κουπιά καί ανταλλάζουν ουρλιαχτά μέ τό καράβι πού ανταμώνουν. Τό μικρό καράβι κουβαλάει, κόντρα στό ρεύμα, μιάν αδεια μαού­να. Τό ποτάμι τό παρασύρει, τό ταρακουνάει από δώ κι από κεί, εκείνο ανασηκώνει τή μύτη του, σά λούτσος, καί βογγάει, γαντζώνεται απεγνωσμένα, μέ τούς φτερωτούς τροχούς του στό νερό, πού τρέχει όρμητικά σέ αντί{}ετη κατεύ{}υνση . Πάνω στή μαούνα κά{}ονται, μέ τά πόδια κρεμασμένα στό νερό, κοντά-κοντά, τέσσερις αντρες, -ό ενας μέ κόκκινο πουκάμισο - καί τραγουδούν. Τά λόγια δέν ακούγονται, μά τό ξέρω.

Μου φαίνεται, πώς εδώ, πάνω στό ζωντανό ποτάμι, δλα τά ξέρω, δλα είναι ενα κομμάτι δικό μου κι δλα μπορώ νά τά καταλάβω. Κι ή πόλη είναι πίσω μου, σκεπασμένη από νερά, - ενα κακό ονειρο, γέννημα της φαντασίας του αφεντικου, τό ιδιο ακατανόητη, δπως καί κείνος.

'Αφου χόρτασα νά κοιτάω, γυρίζω στό σπίτι . Νιώ{}ω, τώρα, μεγάλος, Ικανός γιά κά{}ε δουλειά. Στόν δρόμο, βλέπω από τό βουνό τό Κρεμλίνο, στόν Βόλγα, - από μακρυά, άπό τό βουνό, ή γη φαίνεται τεράστια καί σου ύπόσχεται δ,τι {}ελήσεις.

Στό σπίτι, εχω βιβλία. Στό διαμέρισμα δπου κα{}όταν ή Βασίλισσα Μαργκό, τώρα κά{}εται μιά μεγάλη οικογέ­νεια: πέντε κοπέλλες, ή μιά ομορφότερη από τήν αλλη, καί δυό γυμνασιόπαιδα, - οΙ αν{}ρωποι αυτοί μου δίνουν βιβλία. Διαβάζω μ' απληστία τόν Τουργκένιεφ καί απορώ, πού, δσα γράφει είναι τόσο κατανοητά, άπλά καί διάφανα, σάν τήν ατμόσφαιρα του φ{}ινοπώ­ρου, πόσο άγνοί είναι οΙ αν{}ρωποί του καί πόσο ώραία είναι δλα τούτα πού ευαγγελίζεται τόσο άπαλά.

329 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 330: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Διαβάζω τήν «Ίερατική Σχολή» του Πομιαλόφσκυ καί πάλι μένω μέ τό στόμα ανοιχτό: παράξενο, μά μοιάζει πολύ μέ τή ζωή του αργαστηριου, δπου ζωγρα­φίζαμε αγίους. Μου είναι τόσο γνώριμη ή απόγνωση του αγχους, πού καταλήγει σέ αγρια ξεσπάσματα.

Χαιρόμουν νά διαβάζω ρωσικά βιβλία, μέσα τους ενιω1'tα πάντα κάτι γνώριμο καί 1'tλιμμένο, λές κι ανάμε­σα στίς σελίδες κρυβόταν παγωμένος εκείνος ό μεγαλο­σαρακοστιανός αχός, - μόλις ανοίξεις τό βιβλίο αρχίζει ν' ακούγεται εκ βα1'tέων.

Τις «Νεκρές ψυχές» τίς διάβασα ανόρεχτα. Τίς «Σημειώσεις από τό νεκρό σπίτι», - επίσης. Οί «Νεκρές ψυχές», το «Νεκρό σπίτι», «'Ο Οάνατος», «Οί τρείς Οάνατοι», «Οι ζωντανές δυνάμεις», αυτή ή όμοιόμορφη ονομασία των βιβλίων απόδιωχνε, α1'tελά μου, τήν προσ­οχή μου, μου γεννουσε μιάν ακα1'tόριστη αντιπά1'tεια σ' αυτά τά βιβλία. «Τα σημεία τών καιρών», τό «Βήμα πρός βήμα», το «Τι να κάνουμε;», «Τό χρονικό τού χωριού τού Σμούριν» δε μου αρεσαν, κα1'tώς κι δλα τά βιβλία αυτης της τάξης.

Μου αρεσαν, δμως, πολύ ο Ντίκενς καί ό Βάλτερ Σκώτ, τούς συγγραφείς αυτούς τούς διάβαζα μέ μεγάλη ευχαρίστηση, από δυό καί τρείς φορές τό ιδιο βιβλίο. Τά βιβλία του Β. Σκώτ μου 1'tύμιζαν λειτουργία πανηγυρική, σέ πλούσια εκκλησία, λιγάκι δηλαδή τραβηγμένα σέ μάκρος καί πληκτικά, μά πάντα πανηγυρικά. Ό Ντίκενς εμεινε γιά μένα ό συγγραφέας, μπροστά στόν όποίο ύποκλίνομαι μέ σεβασμό, - ό αν1'tρωπος αυτός πέτυχε πραγματικά 1'tαυμάσια τήν δυσκολότατη Τέχνη της αγά­πης πρός τούς αν1'tρώπους.

Τά βράδια μαζεύονταν στόν εξώστη του σπιτιου μιά μεγάλη παρέα: οί αδελφοί κι οί μικρές αδελφές τους, ό πλατσουκομύτης μα1'tητής του γυμνασίου Βιατσεσλάβ Σεμιάσκο. Μερικές φορές, ερχόταν κι ή δεσποινίδα Πτίτσινα, κόρη κάποιου μεγάλου ύπαλλήλου. Μιλούσα­με γιά βιβλία, ποιήματα, - αυτά ηταν μέσα στά ενδια­φέροντά μου. Έχω διαβάσει περισσότερο απ' δλους αυτούς. Μά συχνά ανοιγαν κουβέντα γιά τό γυμνάσιο,

330 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 331: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

παραπονιούνταν γιά τούς δασκάλους. Άκούγοντας τά λεγόμενά τους, ενιωι'tα πιό ελεύι'tερoς από τούς συντρό­φους μου, απορούσα πολύ γιά τήν ύπομονή τους, ώστό­σο δμως τούς ζήλευα, - σπουδάζανε!

Οί σύντροφοί μου ηταν μεγαλύτεροι από μένα, μά εγώ φαινόμουν, από μόνος μου, πιό μεγάλος, πιό ωριμος καί εμπειρος από κείνους. Αυτό λιγάκι μέ στενοχωρού­σε, - ηι'tελα νά αισι'tάνoμαι κοντά τους. Έρχόμουν στό σπίτι αργά τό βράδι, γεμάτος σκόνη καί λάσπη, φορτω­μένος εντυπώσεις αλλης κατηγορίας από τίς δικές τους, πού ουσιαστικά ηταν μονότονες. Μιλούσαν πολύ γιά κορίτσια, ερωτευόντουσαν πότε τή μιά καί πότε τήν αλλη, πρoσπαι'toύσαν νά γράψουν ποιήματα. Συχνά, στή δουλειά αυτή, χρειαζόταν ή βoήι'tειά μου . Μέ πρoι'tυμία εκανα ασκήσεις στήν στιχουργία. Εύκολα ευρισκα τό ρυι'tμό, μά, δέν ξέρω γιατί, οί στίχοι μου πάντα ηταν σατιρικοί, καί τή δεσποινίδα Πτίτσινα, γιά τήν όποία προορίζονταν, πιό συχνά από αλλες, τά ποιήματα, τήν παρόμοιαζα όπωσδήποτε μέ λαχανικό, - μέ κρεμμύδι.

Ό Σεμάσκο μού ελεγε: -Δέν είναι στίχοι αυτοί, μά ξυλόπροκες! Έπειδή δέν ηι'tελα νά μείνω πίσω από αυτούς σέ

κανέναν τομέα, ερωτεύτηκα κι εγώ τή δεσποινίδα Πτί­τσινα. Δέ ι'tυμάμαι μέ ποιόν τρόπο τό φανέρωσα αυτό, μά τέλειωσε ασκημα: πάνω στά σάπια, πράσινα νερά της λίμνης Ζβέζντινα επλεε ενα χοντρό πατοσάνιδο καί πρότεινα στή δεσποινίδα νά της κάνω μιά βόλτα, πάνω σ' αυτό τό σανίδι. Έκείνη δέχτηκε. �Eφερα τή σανίδα στήν ακρη κι ανέβηκα πάνω της. Έμένα, μόνον μου, μέ κρατούσε καλά. Μά δταν ή πλουσιοντυμένη δεσποινίδα, γεμάτη δαντέλλες καί κορδέλλες, πάτησε μέ χάρη στήν αλλην ακρη της σανίδας, κι εγώ, περήφανος, εσπρωξα, μ' ενα ξύλο, τήν oχι'tη γιά νά σαλπάρω, ή καταραμένη σανίδα γλίστρησε κάτω όπό τά πόδια μας, κι ή δεσποινί­δα επεσε στή λίμνη . Έγώ ρίχτηκα ίπποτικά, νά τή σώσω, τήν εβγαλα γρήγορα στήν Οχ{}η. Ό φόβος καί ό πράσινος βούρκος της λίμνης κατάστρεψαν τήν ομορφιά της ντάμας μου !

331 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 332: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Έκείνη αρχισε νά φωνάζει, κουνώντας απειλητικά τή βρεγμένη γρα&ιά της:

-Έπίτηδες μ' ερριξες μέσα! Προσπά-&ησα νά δικαιολογηitώ. Έκείνη δέν πίστεψε

στήν ειλικρίνειά μου, κι από τότε γίναμε ... εχ&ροί! Γενικά, ή ζωή στήν πόλη δέν εΙχε καί πολύ ενδιαφέ­

ρον. Ή γριά ή 'κυρά μ' εβλεπε μέ κακό μάτι, δπως καί παλιότερα. Ή νεαρή μ' εβλεπε καχύποπτα. Ό Βικτόρου­σκα, πού εγινε πιό κοκκινομάλλης, από τίς φακίδες, ξεφυσούσε εναντίον δλων αitεράπευτα itυμωμένος πάν­τα από κάτι.

Τό αφεντικό εΙχε πολύ σχεδιαστική δουλειά. Έπειδή δέν προλάβαινε νά τήν τελειώσει μέ τόν αδελφό του, κάλεσε σέ βοήitεια καί τόν πατριό μου.

Μιά μέρα, ηρitα νωρίς από τήν αγορά, κατά τίς πέντε 11 ωρα, καί, μπαίνοντας στήν τραπεζαρία, εΙδα τόν αν­itρωπο πού εΙχα ξεχάσει, στό τραπέζι, δίπλα στό αφε­ντικό μου. Έκείνος μού εδωσε τό χέρι:

�Γειά σας ... Τά 'χασα από τό ξάφνιασμα, αναψε μονομιάς, σάν

πυρκαγιά τό παρελitόν κι εκαψε τήν καρδιά μου. -Φοβή':}ηκα κιόλας, εΙπε τό αφεντικό. Ό πατριός μέ κοίταξε μ' ενα χαμόγελο, πού ζωγραφί­

στηκε στό φοβερά σουρωμένο πρόσωπό του. Τά μαύρα μάτια του μεγάλωσαν, ηταν όλόκληρος κουρελης καί τσακισμένος. Έχωσα τό χέρι μου στά λεπτά δάχτυλά του, πού εκαιγαν.

-Νά, πού πάλι ανταμώσαμε, εΙπε εκείνος, βήχοντας. �Eφυγα τσακισμένος. Μεταξύ μας επικράτησαν κάτι επιφυλακτικές καί

αόριστες σχέσεις, - μέ φώναζε μέ τ' ονομα καί τό πατρώνυμο, μιλουσε μαζί μου σάν ισος πρός Ισο.

-'Όταν πάτε στό μαγαζί, αγοράστε μου, παρακαλώ, ενα τέταρτο ταμπάκο Λαφέρμ, εκατό φυσίγγια Βίκτορ­σον κι ενα φούντι βρασμένο σαλάμι ...

Τά λεφτά πού μου 'δινε ηταν πάντα ζεστά, από τό χέρι του, πού εκαιγε. 'Ηταν φυματικός, τό ξέραμε, καί λίγα τά ψωμιά του. Τό 'ξερε κι αυτός κι ελεγε, μέ τήν

332 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 333: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ηρεμη, μπάσα φωνή του, στρίβοντας τό μυτερό μαύρο γενάκι του :

-Ή αρρώστια μου είναι σχεδόν αγιάτρευτη . Μπο­ρεί, δμως, νά γίνω καλά, αν τρώγω πολύ κρέας.

"Ετρωγε πάρα πολύ, ετρωγε καί κάπνιζε τσιγάρα, πού τά 'βγαζε από τό στόμα του μόνο τήν ωρα τού φαγητού. Κά{}ε μέρα τού αγόραζα σαλάμι, χοιρινό, σαρδέλλες, μά ή αδελφή της γιαγιάς ελεγε, μέ σιγουριά καί χαιρεκακία:

-Ό {}άνατος δέ χορταίνει μέ μεζέδες, δέν τόν ξε­γελάς, σχι!

r αφεντικά μου εδειχναν στόν πατριό μου αίσχρό ενδιαφέρον. Τόν συμβουλεύανε επίμονα, νά πάρει τό ενα η τό αλλο φάρμακο, κι άπό πίσω τόν κορόϊδευαν.

-Ευγενής! Τά ψίχουλα, λέει, πρέπει νά σκουπίζον­ται πάντα από τό τραπέζι, γιατί, μα{}ές, βγαίνουνε μυίγες, από τά ψίχουλα, ελεγε ή νεαρή κυρά, ενω ή γριά τή σεγκόνταρε:

-Καί, βέβαια, ευγενής! Τό σακκάκι του ελειωσε απάνω του, τό γυαλίζει καί κείνος ακόμα, μέ τή βούρ­τσα, πού τό παιδεύει. Σχολαστικός, δέ {}έλει σκονίτσα πάνω του !

Καί τό αφεντικό, λές καί τίς παρηγορούσε: -Ύπομονή λιγάκι, κότες-{}ηρία, γρήγορα {}ά πε­

{}άνει ! . . . Α υτή ή δίχως νόημα εχ{}ρα των μικροαστων εναντίον

τού ευγενούς μ' εφερνε, χωρίς νά τό {}έλω, πιό κοντά στόν πατριό μου. Καί ή «μυιγοσκοτώστρα» είναι ενα καταραμένο μανιτάρι, μά ώραίο !

Ό πατριός μου, πού ασφυκτιούσε ανάμεσα σέ τού­τους τούς αν{}ρώπους, εμοιαζε μέ ψάρι, πού επεσε τυχαία μέσα σέ όρνι{}ωνα, - ανόητη σύγκριση , δπως ανόητη ηταν κι δλη αυτή ή ζωή.

"Αρχισα ν' ανακαλύπτω σ' αυτόν γνωρίσματα τού Καλοδουλεια, ένός αν{}ρώπου πού {}ά μού μείνει αλη­σμόνητος. 'Εκείνον καί τή Βασίλισσα τούς είχα στολίσει μέ δλα τά καλά πού μού εδωσαν τά βιβλία, τούς εχω αφιερώσει τά πιό αγνά ίδανικά μου, δλη μου τή φαντα-

333 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 334: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σία, πού μού γεννούσε τό διάβασμα. Ό πατριός μου ηταν ενας ξένος καί αντιπα{tητικός άν{tρωπος, σάν τόν Καλοδουλειά. Κρατούσε τήν ίδια στάση μέσα στό σπίτι, απέναντι σέ δλους. Δέ μιλούσε ποτέ του πρώτος. 'Απαν­τούσε στίς ερωτήσεις εξαιρετικά ευγενικά καί σύντομα. Μού αρέσει πολύ, δταν δίνει μα{tήματα στό αφεντικό μου: Κά{tεται στό τραπέζι, διπλωμένος στά δυό καί, χτυπώντας, μέ τό σκληρό νύχι, τό χοντρό χαρτί, συνιστα ηρεμα:

-'Εδώ πρέπει νά συνδε'l'tούν τά ψαλίδια μέ τό κλειδί! Αυτό {t' ανακόψει τή δύναμη της πίεσης στούς τοίχους, διαφορετικά τά ψαλίδια {t' ανοίξουν τούς τοίχους.

-Σωστά, πού νά πάρει ό διάολος! μουρμούριζε τό αφεντικό, κι ή γυναίκα του ελεγε, δταν εφευγε ό πα­τριός:

-'Απορώ, πώς επιτρέπεις νά σού κάνει μά{tημα! Νευρίαζε πολύ, δταν ό πατριός μου, μετά τό δείπνο,

κα{tάριζε τά δόντια του καί ξέπλυνε τό στόμα του, λυγίζοντας τό πεταχτό καρύδι του.

-Κατά τή γνώμη μου, ελεγε, μέ ξυνισμένα μούτρα, σας κάνει κακό, 'Εβγκένι Βασίλιεβιτς, πού σκύβετε ετσι τό κεφάλι!

'Εκείνος χαμογελούσε ευγενικά καί ρωτούσε: -Καί γιά ποιό λόγο; -Μά ... νά, ετσι πού ... 'Εκείνος άρχιζε νά κα{tαρίζει, μέ μιά κοκκάλινη

γλυφίδα τά γαλαζωπά νύχια του. -Πέστε μου, κα{tαρίζει ακόμα καί τά νύχια του!

αγαναχτούσε ή κυρά. Πε{tαίνει κι ακόμα εκεί! ... -Χά-χά-χά, ξεφυσούσε τό αφεντικό. Πόσο μεγάλω­

σε, κότl!ς-{tηρία, ή βλακεία σας ... -Τί είναι αυτά πού λές; {tύμωνε ή σύζυγος. Κι ή γριά, τίς νύχτες, παραπονιόταν μέ πά{tος στόν

Θεό: -Κύριε, μού κρέμασαν στόν λαιμό τούτο τόν σάπιο

κι ό Βικτόρουσκα πάλι στήν άκρη ... Ό Βικτόρουσκα άρχισε νά μιμείται τούς τρόπους τού

πατριού, τό αργό βάδισμά του, τίς σίγουρες κινήσεις τών

334

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 335: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

εύγενικων χεριων του, τήν τέχνη του νά δένει κάπως πλούσια τή γραβάτα καί νά τρώει ανετα, χωρίς νά χτυπάει τά χείλια. Κάδε τόσο ρωτούσε απότομα:

-Μαξίμοφ, πως λένε γαλλικά τό γόνατο ; -Μέ λένε 'Εβγκένι Βασίλιεβιτς, τού δύμιζε ηρεμα ό

πατριός μου. -Ναί, εντάξει! Καί τό στηδος; Μετά τό δείπνο, ό Βικτόρουσκα παράγγελνε στή

μητέρα του: -Μά μέρ ντοννέ μουαζανκόρ'! _. Αχ, εσύ, γαλλάκο, λαμποκοπούσε ή γριά. Ό πατριός μασουλούσε τό κρέας ατάραχος, σάν

βουβός, χωρίς νά προσέχει κανέναν. Μιά μέρα, ό μεγαλύτερος αδερφός είπε στόν μικρό­

τερο: -Τώρα, Βίκτωρ, πού εμαδες, γαλλικά, πρέπει νά

σού βρούμε καί μιάν αγαπητικιά . . . Ήταν ή μόνη φορά, αν δυμαμαι καλά, πού ό πατριός

μου χαμογέλασε σιωπηλά. Ή κυρά, στό μεταξύ, πέταξε οργισμένα τό κουτάλι

στό τραπέζι κι εβαλε τίς φωνές στόν αντρα της: -Δέ ντρέπεσαι νά λές σαχλαμάρες μπροστά μου! Μερικές φορές, ό πατριός ερχόταν νά μ' επισκεφτεί

στό κελλί μου. Κοιμόμουν στή σοφίτα, κάτω από τή σκάλα. Στή σκάλα, αντίκρυ στό παράδυρο διάβαζα βι­βλία.

-Διαβάζετε; ρώτησε, ξεφυσώντας καπνό. Τό στηδος του εβραζε. Τί είναι αύτό;

Τού εδειξα τό βιβλίο. _. Αχ, είπε, κοιτώντας τόν τίτλο, μού φαίνεται πώς

τό διάβασα! Καπνίζετε; Καπνίσαμε, αγναντεύοντας από τό παράδυρο τή

βρώμικη αύλή . 'Εκείνος είπε: -Λυπούμαι πολύ, πού δέ μπορείτε νά σπουδάσετε.

"Εχετε, μού φαίνεται, ίκανότητες . . . -'Αφού μαδαίνω, διαβάζω . . .

Παρεφ1tαρμένα γαλλικά: Μητέρα. δώστε μου άκόμη.

335 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 336: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Δέ φτάνει αυτό, χρειάζεται σχολείο, σύστημα ... Μου 'ρ{}ε νά του πώ: «'Εσείς, κύριέ μου, είχατε καί σχολείο καί σύστημα

καί ποιό τ' δφελος;» Μά εκείνος, σά νά ύποψιάστηκε τίς σκέψεις μου,

πρόσ{}εσε: -'Όταν εχει κανείς χαρακτήρα, τό σχολείο εΙναι

καλό, διαπαιδαγωγέί ... Τή ζωή μπορουν νά τήν προω{}ή­σουν μόνο πολύ μορφωμένοι αν-&ρωποι ...

Πολλές φορές μέ συμβούλεψε: -Καλύτερα νά φεύγατε από δώ, δέ βλέπω, εδώ,

νόημα καί δφελος γιά σας ... -Μου αρέσουν οί εργάτες. -Μά ... γιατί; -Έχουν ενδιαφέρον. -Μπορεί ... Καί, μιά φορά, εΙπε: -Μεγάλα, πραγματικά, κα{}άρματα είναι του τα τ'

αφεντικά μας, κα{}άρματα ... Κα{}ώς {}υμή{}ηκα πότε καί πώς τήν ξεστόμισε τούτη

τή λέξη ή μητέρα μου, aπoτραβήχτηκα α{}ελά μου aπ, αυτόν. 'Εκείνος ρώτησε χαμογελώντας:

-Έχετε αλλη γνώμη; -Όχι. -Μάλιστα ... Τό βλέπω. -Τό αφεντικό, ώστόσο, μου αρέσει ... -Ναί, αυτός, μαλλον είναι καλός αν-&ρωπος ... Μά

γελοίος ... �H{}ελα νά μιλήσω μαζί του γιά βιβλία, μά εκείνος

δέν αγαπουσε, φαίνεται, τά βιβλία, καί πολλές φορές μέ συμβούλευε:

-Μήν παρασύρεστε, στά βιβλία δλα είναι φτιασιδω­μένα, διαστρεβλωμένα, aπό τή μιά η τήν αλλη πλευρά. Οί πιότεροι, πού γράφουν βιβλία, εΙναι αν{}ρωποι σάν τό αφεντικό μας, μικροί αν{}ρωποι.

Κάτι τέτοιες γνώμες μου φαίνονταν τολμηρές καί μέ μαυλίζανε.

Μιά φορά, μέ ρώτησε:

336

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 337: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Διαβάσατε Γκοντσάροφ; -Τή «Φρεγάδα τής Παλλάντα9>. -"Α, είναι πολύ ανιαρό βιβλίο ή «Παλλάντα». Γε-

νικά, δμως, δ Γκοντσάροφ είναι δ πιό εξυπνος συγγρα­φέας στή Ρωσία. Σέ συμβουλεύω νά διαβάσεις τό μυι'tι­στόρημά του « Όμπλόμοψ». είναι τό πιό σωστό καί τό πιό τολμηρό βιβλίο του. Καί, γενικά, είναι τό καλύτερο βιβλίο της ρωσικής λογοτεχνίας ...

Γιά τόν Ντίκενς ελεγε: -Σαχλαμάρες, σας τό διαβεβαιώνω ... Στό παράρτη­

μα, δμως, της εφημερίδας « Νόβογε Βρέμια» δημοσιεύε­ται ενα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι «Ό πειρασμός τού 'Αγίου Άντωνίσυ». Νά τό διαβάσετε! 'Αγαπατε, μού φαίνεται, τήν εκκλησία, κι δλο αυτό εΙναι εκκλησιαστι­κό. «Ό πειρασμ6ρ ι'tά σας εϊναι ωφέλιμος ...

Μού 'φερε μόνος του ενα πακέτο παραρτήματα καί διάβασα τό εξυπνο αυτό εργο τού Φλωμπέρ. Μού ι'tύμιζε αναρίι'tμητες βιογραφίες άγίων, κάτι από τίς ίστορίες πού αφηγούνται σχολαστικοί λογιότατοι, μά δέ μού 'κανε καμιά ίδιαίτερη εντύπωση. Πολύ περισσότερο μού αρεσαν οί (('Αναμνήσεις τού ουπίλιο Φαϊμάλη, τοΠ Θηριοδαμαστη», πού δημοσιεύονταν στά ιδια φύλλα, μαζί μέ τό αλλο.

'Όταν τ' δμολόγησα στόν πατριό μου, εκείνος παρα­τήρησε ήρεμα:

-Πάει νά πεί, πώς εΙναι ακόμα νωρίς γιά σας, νά διαβάζετε τέτοια πράγματα! Μά μήν ξεχάσετε αυτό τό βιβλίο ...

Κάποτε, και'tόταν ωρες όλόκληρες μαζί μου, χωρίς νά ξεστομίζει κουβέντα, εβηχε μόνο καί κάπνιζε διαρκώς. Τά ωραία του μάτια εκαιγαν φοβερά. Τόν κοιτούσα κρυφά καί ξεχνούσα, πώς αυτός δ ανι'tρωπoς, πού πέι'tαινε τόσο άπλα καί τίμια, χωρίς παράπονο καί βαρυγκομιά, κάποτε ζούσε κοντά στή μητέρα μου καί τήν ταπείνωνε. "Ήξερα πώς συζεί μέ κάποια μοδίστρα καί τή σκεφτόμουνα μέ άπορία καί συμπόνια: πώς δέ σιχαίνεται κι αγκαλιάζει τούτα τά μακρυά κόκκαλα, φιλάει αυτό τό στόμα, πού αναδίνει μιά τόσο βαρειά

337 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 338: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μπόχα σαπίλας; Ό πατριός μου, δπως ακριβώς κι ό Καλοδουλειας,

ελεγε, ξαφνικά, κάτι πολύ δικό του:

-'Αγαπώ τά κυνηγόσκυλα, είναι κουτά, μά τ' αγα­πώ. Είναι πολύ ώραία. Οί ώραίες γυναίκες είναι συ­χνά ανόητες ...

'Εγώ ελεγα μέσα μου, μέ κάποια περηφάνεια: «Άν γνώριζες τή Βασίλισσα Μαργκό -ltά 'βλεπες!» -'Όλα τά πρόσωπα τών αν-ltρώπων, πού ζούν πολύν

καιρό στό ίδιο σπίτι, γίνονται ίδια, μοιάζουν, είπε, κάποτε. Κι εγώ τό 'γραψα στό τετράδιό μου.

Περίμενα κείνα τά αποφ-ltέγματα σάν -ltEio δώρο, -μού εκανε καλό ν' ακούω κάτι τέτοιους σπάνιους συνδυ­ασμούς λέξεων, στό σπίτι, δπου δλοι μιλούσαν μέ μιά γλώσσα αχρωμη, αποστεωμένη, σέ πολυμεταχειρισμένα, μονότονα κι όμοιόμορφα σχήματα.

Ό πατριός μου δέ μού μίλησε ποτέ γιά τή μητέρα, μού φαίνεται, μάλιστα, δτι δέν πρόφερε ποτέ, στή ζωή του, τ' σνομά της. Αυτό μού αρεσε πολύ καί μού γεννούσε ενα αίσ{tημα παραπλήσιο μέ τόν σεβασμό πρός τό πρόσωπό του.

Μιά φορά, πώς τό 'φερε ή κουβέντα καί τόν ρώτησα κάτι γιά τόν Θεό, δέ -ltυμαμαι τί ακριβώς. Μέ κοίταξε

στηλά καί μού είπε πολύ ηρεμα: -Δέν ξέρω. Δέν πιστεύω στόν Θεό. Θυμή-ltηκα τόν Σιτάνοφ καί τού είπα τήν ίστορία του.

Ό πατριός μ' ακουσε μέ προσοχή καί παρατήρησε, μέ τόν ίδιο πάντα ηρεμο τόνο:

-Αυτός σκέφτεται καί κρίνει, κι δποιος σκέφτεται πιστεύει σέ κάτι ... 'Εγώ άπλα καί σκέτα, δέν πιστεύω!

-Μά είναι δυνατό αυτό; -Γιατί σχι; Νά, βλέπετε, δέν πιστεύω ... 'Εκείνο πού εβλεπα εγώ ηταν πώς πέ-ltαινε. Δέ

λυπόμουνα καί πολύ, μά γιά πρώτη φορά ενιω-ltα ενα δυνατό καί φυσικό ενδιαφέρον, γιά εναν δικό μου πού πέ-ltαινε, γιά τό μυστικό τού -ltανάτου.

Νά, κά-ltεται αντίκρυ μου ενας αν-ltρωπος, πού μ' αγγίζει μέ τό γόνατό του, ζεστός, σκεπτόμενος. Χωρίζει,

338

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 339: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μέ σιγουριά, τούς άν1'tρώπους, άνάλογα μέ τή στάση τους απέναντί του. Μιλάει γιά Όλα, σά νά 'χει εξουσία νά κρίνει καί ν' αποφασίζει· εχει μέσα του κάτι πού μου χρειάζεται η κάτι πού σκιάζει αυτό πού μου χρειάζεται. Είναι μιά ϋπαρξη πολύπλοκη καί πολυσύν1'tετη, απρόσι­τη κι απροσπέλαστη, ενας χώρος ατέρμονου στροβίλου σκέψεων. 'Όπως καί νά τόν βλέπω, είναι ενα κομμάτι δικό μου, του εαυτου μου, ζεί κάπου μέσα μου καί τόν σκέφτομαι, καί ή σκιά της ψυχης του βρίσκεται στήν ψυχή μου. Αύριο 1'tά εξαφανιστεί όλόκληρος, όλόκλη­ρος, μέ τά Όλα του, μέ Όσα κρύβει στό κεφάλι του, στήν καρδιά του, κι Όσα μου φαίνεται πώς μπορώ νά διαβάσω στά ώραία μάτια του. υΟταν εξαφανιστεί, 1'tά κοπεί ενα ζωντανό νημα, πού μέ συνδέει μέ τόν κόσμο, 1'tά μείνει ή ανάμνηση, μά αυτή είναι ακαίρια μέσα μου, αποτυπωμέ­νη γιά πάντα, αναλλοίωτη. Ένώ τό ζωντανό, τό μετα­βαλλόμενο, 1'tά φύγει ...

Αυτά, Όμως, είναι σκέψεις. Πίσω απ' αυτές βρίσκεται κάτι ανέκφραστο μέ λόγια, πού τίς γεννάει καί τίς 1'tρέφει, πού μας άναγκάζει, &δήριτα, νά παρακολου-1'tουμε τά φαινόμενα της ζωης, κι απαιτεί γιά τό κα1'tένα μιάν απάντηση: γιατί;

-Μου φαίνεται, πώς γρήγορα 1'tά τά τεζάρω, ξέρετε, είπε ό πατριός μου μιά βροχερή μέρα. Τέτοια βλακώδης αδυναμία! Καί τίποτε δέ 1'tέλω ...

Τήν άλλη μέρα, τήν ωρα του βραδινου τσαγιου τόν εβλεπα νά σκουπίζει προσεχτικά, από τό τραπέζι κι &πό τά γόνατά του τά ψίχουλα, πετώντας από πάνω του κάτι τό &όρατο, ενώ ή γριά σπιτονοικοκυρά τόν λοξοκοίταζε κι ελεγε ψι1'tυριστά στή νύφη της:

-Κοίτα, πασπατεύεται, κα1'tαρίζεται ... Έπί δυό περίπου μέρες δέν ηρ1'tε στή δουλειά, επειτα

ή γριά σπιτονοικοκυρά εχωσε στή χούφτα μου ενα μεγάλο άσπρο φάκελλο, λέγοντας:

-Πάρε, χτές ακόμα τό 'φερε μιά γυναικούλα, τό μεσημέρι, μά ξέχασα νά σου τό δώσω. Μιά συμπα{tητι­κιά γυναικούλα. Καί τί τήν εχεις; Δέν ξέρω, αλή1'tεια!

Μέσα στό φάκελλο ηταν ενα φύλλο, μέ τά σήματα του

339

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 340: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

νοσοκομείου, πού εγραφε μέ μεγάλα γράμματα: «'Όταν {}ά εχετε καμιά ελεύ{}ερη ωρα, ελατε νά μέ

δείτε. Είμαι στό Μαρτινόφσκαγια Ε.Μ.» Τήν αλλη μέρα, τό πρωί, κα{}όμουν στόν νοσοκομεια­

κό {}άλαμο, κοντά στό κρεβάτι τού πατριού μου. Ήταν μακρύτερος από τό κρεβάτι, τά πόδια του, μέ κάτι γκρίζες τριμμένες κάλτσες ξέβγαιναν από τά σίδερα της πλάτης. Τά ώραία μάτια του πλανή{}ηκαν {}ολά πάνω στούς κίτρινους τοίχους καί σταμάτησαν στό πρόσωπό μου καί στά μικρά χεράκια της κοπέλλας, πού κα{}όταν σ' ενα σκαμνάκι, κοντά στό κεφάλι του. �Eβαλε τά χέρια της στό μαξιλάρι καί δ πατριός μου ακούμπησε τό μάγουλό του σ' αύτά κι ανοιξε τό στόμα. Ή κοπέλλα ηταν στρουμπουλή, μ' ενα σκούρο καλορραμμένο φου­στάνι. Άπό τό στρογγυλό πρόσωπό της κυλούσαν αργά τά δάκρυα. Τά ύγρά γαλανά μάτια της ηταν καρφωμένα στό πρόσωπο τού πατριού μου, στά μυτερά κόκκαλα, στή μεγάλη μύτη του, πού εγινε, τώρα, σουβλερή καί στό μελανό στόμα του.

-Θά επρεπε νά φωνάξουμε παπα, ψι{}ύρισε εκείνη, κι αύτός δέ λέει τίποτα ... δέν καταλαβαίνει τίποτα ...

Τράβηξε τό χέρι από τό μαξιλάρι καί τ' ακούμπησε στό στη{}ος της, σά νά προσευχόταν.

Κάποια στιγμή, δ πατριός μου συνηλ{}ε, κοίταξε τήν όροφή, κατσούφιασε σοβαρά, κι επειτα, σά νά {}υμή{}ηκε κάτι, απλωσε πρός τό μέρος μου τό κοκκαλιάρικο χέρι του:

-'Εσείς; Εύχαριστώ. Νά, βλέπετε ... Τό αίσ{}ημα εί­ναι πολύ κουτό ... εμένα ...

Αύτό τόν κούρασε, εκλεισε τά μάτια. Χά·ίδεψα τά μακρυά, ψυχρά δάχτυλά του, μέ τά γαλάζια νύχια, ή

κοπέλλα ρώτησε σιγανά: -'Εβγκένι Βασίλιεβιτς, συμφωνείστε, παρακαλώ! -Νά ... γνωριστείτε, μού είπε εκείνος, δείχνοντάς την

μέ τά μάτια. Ά γαπητός αν{}ρωπος .... Βυ{}ίστηκε στή σιωπή, ανοίγοντας δλο καί πιό πολύ

τό στόμα. Ξαφνικά, φώναξε βραχνά, σάν κόρακας. Ά ναδεύτηκε πάνω στό κρεβάτι, πετώντας τήν κουβέρτα,

340 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 341: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ψάχνοντας νά βρεί κάτι γύρω του, μέ τά γυμνά του χέρια. ΚαΙ ή κοπέλλα εβαλε τΙς φωνές, χώνοντας τό κεφάλι της στό τσαλακωμένο μαξιλάρι.

Ό πατριός μού πωανε γρήγορα. Πέ{}ανε, κι αμέσως όμόρφηνε.

Βγήκα από τό νοσοκομείο, κρατώντας τό μπράτσο της κοπέλλας. Παραπατούσε, σάν άρρωστη, εκλαιγε. Στή χούφτα της κρατούσε ενα μαντήλι, σφιγμένο σ' εναν σβώλο. Τό ακουμπούσε κά{}ε τόσο στά μάτια της καί τό μάζευε πιό σφιχτά καί τό κοιτούσε μέ τέτοιον τρόπο, λές κι ηταν τό πιό πολύτιμο πράγμα, τό μόνο πού της απόμενε.

Ξαφνικά, σταμάτησε, σφίχτηκε απάνω μου, κι είπε επιτιμητικά:

-Δέ μπόρεσε νά ζήσει συτε ως τόν χειμώνα ... Υ Αχ, {}εέ μου, Θεέ μου, τί ηταν αυτό τό κακό;

ΥΕπειτα, μού fuτλωσε τό χέρι της, μούσκεμα από τά δάκρυα.

-Άντίο σας. Πολύ καλά λόγια ελεγε γιά σάς. Αύριο {}ά τόν {}άψουμε.

-Νά σάς συνοδέψω ως τό σπίτι; Έκείνη κοίταξε εναν γύρο. -Γιά ποιό λόγο; Τώρα είναι μέρα, δέν είναι νύχτα. Άπό τή γωνιά της παρόδου, γύρισα καΙ τήν είδα πού

εφευγε. Βάδιζε ησυχα, σάν αν{}ρωπος πού δέν είχε λόγους νά βιάζεται.

Ήταν Αυγουστος, από τά δέντρα άρχισαν κιόλας νά πέφτουν τά πρώτα φύλλα.

Δέ βρηκα καιρό νά ξεπροβοδίσω τόν πατριό μου στό νεκροταφείο, καί δέν είδα ποτέ μου ξανά αυτή τήν κοπέλλα.

341

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 342: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

17

ΚΑΘΕ πρω'ι, η ωρα εξη, πήγαινα στή δουλειά μου, στήν αγορά. Έκεί μέ υποδέχονταν τύποι ενδιαφέροντες: ό μαραγκός Όσιπ, ψαρομάλλης, ιδιος 'Άη-Νικόλας, καλός δουλευτής καί χωρατατζής, ό καμπούρης κεραμά­ρης Έφίμουσκα, ό ευσεβής πετράς Γκρηγκόρη Σίσλιν, ξαν{tογένης, γαλαζομάτης, ομορφάντρας, πού ελαμπε από μιάν ηρεμη καλοσύνη.

Τούς γνώρισα αυτούς τούς αν{tρώπους στή δεύτερη περίοδο τής ζωής μου, κοντά στό σχεδιαστή. Κά{tε Κυριακή, εδιναν τό «παρών» στήν κουζίνα, καμαρωτοί καί σπουδαίοι, μέ τό μέλι στή γλώσσα, μέ καινούργιες, γιά μένα, νόστιμες κουβέντες. 'Όλοι αυτοί οί κορμοδεμέ­νοι μουζίκοι μου φαίνονταν πέρα γιά πέρα καλοί. Ό

κα{tένας παρουσίαζε καί μιά ενδιαφέρουσα πλευρά. 'Όλοι ξεχώριζαν πολύ από τούς κακούς, τούς κλέφτες καί τούς 'μπεκρήδες καστρινούς τής κωμόπολης του Κουνάβινο.

Πιό πολύ απ' δλους μου αρεσαν, τότε, ό σουβατζής Σίσλιν, ζήτησα, μάλιστα, μιά φορά, νά μέ πάρει στό συνεργείο του, μά εκείνος, ξύνοντας τό χρυσαφένιο φρύδι του μέ τό λευκό δάχτυλό του, μου τό αρνή{tηκε μαλακά.

-Δέν είναι ακόμα γιά σένα ή δουλειά μας, δέν είναι εύκολη, περίμενε ενα-δυό χρόνια ...

'Έπειτα, κούνησε τό ώραίο κεφάλι του καί ρώτησε: -Δέν τά περνάς μήπως ψλά; Άντε, δέν πειράζει,

κάνε υπομονή, σφίξου γερότερα στόν εαυτό σου, τότε {tά κάνεις υπομονή!

Δέν ξέρω γιατί μου εδωσε τούτη τήν καλή συμβουλή, μά τή {tυμόμουνα μ' ευγνωμοσύνη.

Καί τώρα ερχονταν στό αφεντικό μου τό πρωί κά{tε

342 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 343: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Κυριακης, στρώνονταν στίς καρέκλες, γύρω από τό τραπέζι της κουζίνας καί κουβέντιαζαν, προσμένοντας τό αφεντικό κι ελεγαν ενδιαφέρουσες ίστορίες. Τό αφεν­τικό τούς χαιρετούσε σαματερά κι εύ{}υμα, σφίγγοντας τά ροζιασμένα τους χέρια καί κα{}όταν στή μπροστινή γωνιά. Βγαίνανε, πάνω στό τραπέζι, τό αρι{}μητήρι κι ενα μάτσο λεφτά. Οί μουζίκοι εβαζαν απάνω κάτι τσαλακωμένα γραμμένα τεφτεράκια, κι αρχιζε ό λογαρι­ασμός της εβδομάδας.

Μέ τ' αστεία καί τά καλαμπούρια, τό αφεντικό προσπα{}ούσε νά γελάσει αυτούς κι εκείνοι αυτόν. Κάποτε, τσακώνονταν γερά, μά τίς περισσότερες φορές γελούσαν μονιασμένα.

-"Αχ, αγαπητέ μου αν{}ρωπε, γεννή{}ηκες, κατεργά­ρης! λέγανε οί μουζίκοι στό αφεντικό.

Έκείνος απαντούσε γελώντας ντροπιασμένα. -Μά καί σείς, κότες-{}ηρία, είστε αρκετά κατεργα­

ρόμουτρα! -Μά μπορεί, φίλε μου, νά γίνει καί διαφορετικά;

παραδεχόταν ό Έφίμουσκα, ενώ ό σοβαρός Πιότρ ελεγε: -Κλέβε γιά νά ζήσεις, κι οσα δουλεύεις είναι γιά τόν

{}εό καί τόν τσάρο . . . -Νά, λοιπόν, πού εχω Όρεξη νά σας τυλίξω! γελούσε

τό αφεντικό. Έκείνοι τόν ύποστήριζαν καλόκαρδα. -Νά μας τήν παίξεις, δηλαδή; -Νά μας τή φέρεις; Ό Γκρηγκόρη Σίσλιν, σφίγγοντας μέ τά χέρια, στό

στη{}ος του, τήν πλούσια γενιάδα του, ζητούσε τραγου­διστά:

-' Αδελφοί μου, ελατε νά κάνουμε τή δουλειά μας, χωρίς μπαγαμποντιές. Τί λέτε, ε; Γιατί, αμα ζείς τίμια, δέν είναι πιό ώραία, πιό ησυχα; Τί λέτε, αγαπητοί μου, ε;

Σκούραιναν τά γαλάζια μάτια του, ύγραίνονταν. Τίς στιγμές εκείνες ηταν καταπληκτικά ώραίος. 'Όλους, {}αρρείς, τούς στεναχωρούσε ή παράκλησή του, ολοι γυρνούσαν, ντροπιασμένοι, αλλού τό κεφάλι.

343 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 344: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-'Ο μουζίκος στά πολλά δέ σέ ξεγελά, μουρμούριζε, ξεφυσώντας, ό μυαλωμένος ·Οσιπ, σά νά λυπόταν τόν μουζίκο.

'Ο μελαχρινός πετράς, σκύβοντας πάνω στό τραπέζι τήν καμπούρα του, ελεγε μέ τή μπάσα φωνή του :

-Ή άμαρτία είναι σάν τόν βάλτο : οσο πάς καί βουλιάζεις πιό πολύ ..

Καί στόν ίδιο τόνο τό αφεντικό μουρμουρίζει: -Έγώ, τί νά κάνω; Στρώνω οπως l'tέλετε νά κοιμη­

l'tEitE . . . 'Αφού φιλοσοφούν λιγάκι, πάλι φροντίζουν νά γελά­

σει ό ενας τόν αλλο. Μόλις, ομως, ξεκαl'tαρίσουν τούς λογαριασμούς, κατα'ίδρωμένοι, καί κουρασμένοι, από τήν υπερένταση, πηγαίνουν στήν ταβέρνα, νά πιουν τσάι, παίρνοντας μαζί τους καί τό αφεντικό.

Στήν αγορά, επρεπε νά παρακολουl'tώ αυτούς τούς ανl'tρώπους, νά μήν κλέβουν καρφιά, τούβλα, σανίδια. 'Ο καl'tένας τους, εκτός από τή δουλειά πού εκαναν γιά τ' αφεντικό μου, είχε καί τό συνεργείο του. Κι ό καl'tένας προσπαl'tούσε νά βουτήξει κάτι, κάτω από τή μύτη μου, γιά νά κάνει τή δουλειά του .

Μέ υποδέχτηκαν μέ τό μαλακό, κι ό Σίσλιν είπε: -Θυμάσαι, πού ζήτησες νά 'ρl'tείς στό συνεργείο

μου ; Καί, τώρα, γιά δές, πού ανέβηκες! Θά είσαι πάνω μου, διευl'tυντής, ε ;

_. Α ντε, αντε, αστειεύτηκε ό ·Οσιπ, πρόσεχε καί φύλαγε καί ό l'tεός βoηl'tός!

'Ο Πιότρ παρατήρησε μέ ϋφος κάl'tε αλλο παρά φιλικό:

-' Α νάl'tεσαν στόν μικρό ερωδιό νά δρίζει γεροπόντι­κους . . .

Τά κα{tήκoντά μου μέ στενοχωρούσαν τρομερά. Ντρεπόμουν μπροστά στούς ανl'tρώπους αυτούς, - ολοι τούτοι μού φαινόταν πώς ηξεραν κάτι ξεχωριστό, κάτι καλό καί αγνωστο σ' ολους τούς αλλους, ενώ εγώ επρεπε νά τούς επιβλέπω σάν κλέφτες κι απατεώνες. Τίς πρώτες μέρες fvtιol'ta ασκημα μαζί τους, μά δ ·Οσιπ σέ λίγο, τό πρόσεξε καί, μιά μέρα, μέ ξεμονάχιασε καί μού 'πε εξω

344 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 345: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

από τά δόντια. -Ξέρεις τί, αγοράκι μου, μή φουσκ(ίJνεις, αύτό δέν

είναι τίποτα, κατάλαβες; Έγώ, φυσικά, δέν κατάλαβα τίποτε, μά κατάλαβα,

πώς δ γέρος ενιω-a-ε τήν ανόητη -a-έση μου, καί πολύ γρήγορα αποχτήσαμε είλικρινείς σχέσεις.

Μέ δασκάλευε σέ κάποια γωνιά: -' Ανάμεσά μας, αν -a-έλεις νά ξέρεις, δ μεγάλος

κλέφτης είναι δ πετρας Πετρούχα. Είναι πολύτεκνος κι ανεχόρταγος. Νά 'χεις γι' αύτόν τά μάτια σου τέσσερα. Τίποτε δέν περιφρονεί, δλα τού χρειάζονται: ενα κιλό καρφιά, δέκα τούβλα, ενα τσουβάλι γύψο, δλα φέρτα δω! Είναι καλός αν-a-ρωπος, δέ λέω, -a-εοφοβούμενος, αύστηρός κριτής καί γραμματιζούμενος, μά τόν τραβάει λιγάκι ή κλεψιά! Ό Έφίμουσκα ζεί μέ τίς γυναίκες, είναι ησυχος, γιά σένα ακακο αρνί. Μυαλωμένος κι αύτός, - οί καμπούρηδες δέν είναι δλοι βλάκες! 'Όσο γιά τόν Γκρηγκόρη Σίσλιν, είναι παλαβούτσικος. Αύτός δέν παιδεύεται πως νά πάρει τό ξένο, μά πως νά δώσει τό δικό του! Δουλεύει εντελως τζάμπα, δ κα-a-ένας μπορεί νά τόν γελάσει, αύτός δμως δέ μπορεί νά γελάσει κανέναν! Χωρίς μυαλό πηγαίνει ...

-Είναι καλός; Ό �Oσιπ μέ κοίταξε, -a-αρρείς από μακρυά καί μού 'πε

μερικές κουβέντες, πού δέν ξεχνιούνται. -Καί βέβαια, είναι καλός! Γιά τόν τεμπέλη ή καλο­

σύνη είναι τό πιό απλό πράγμα. Ή καλοσύνη, αγόρι μου, δέ -a-έλει μυαλό ...

-Καί σύ; ρώτησα τόν Όσιπ. Χαμογέλασε' κι είπε: -Έγώ είμαι, νά πούμε, σάν κορίτσι, - αμα γίνω

γιαγιά -a-ά μιλήσω γιά τόν έαυτό μου, περίμενε ως τότε, λοιπόν! Άλλοιώτικα, ψάξε μέ τό μυαλό σου νά βρείς πού είμαι κρυμμένος Ψάξε, λοιπόν!

'Έχασα κά-a-ε ίδέα γιά κείνον καί τούς φίλους του. Μού ηταν δύσκολο ν' αμφιβάλλω γιά τήν αλή-a-εια πού μού είπε: εβλεπα, πώς δ Έφίμουσκα, ό Πιότρ, δ Γκρηγ­κόρη, -a-εωρούν τόν σμορφο γέρο πιό ξυπνό καί μορφω­μένο σ' δλα τά -a-έματα της ζωης απ' αύτούς. Ζητούσαν τή

345 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 346: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

συμβουλή του γιά δλα. Τόν ακουγαν μέ προσοχή καί μέ κά{}ε τρόπο τού φανέρωναν σεβασμό κι εκτίμηση .

-Κάνε μας τή χάρη καί συμβούλεψέ μας, τόν παρα­καλούσαν. Μά, μιά φορά, υστερα από μιά τέτοια παρά­κληση, μόλις εφυγε δ Όσιπ, δ πετράς είπε σιγά στόν Γκρηγκόρη .

-Αίρετικός, δ κερατάς. Κι δ Γκρηγκόρη πρόσ1'tεσε, χαμογελώντας: -Παλιάτσος! Ό σουβατζης μέ προειδοποίησε φιλικά: -Κοίτα, Μαξίμιτς, μέ τόν γέρο πρέπει νά προσέχεις,

μπορεί, μιά μέρα, νά σέ τυλίξει πολύ ασκημα! Άπό κάτι τέτοιους γέρους νά σέ φυλάει ό {}εός!

Δέν καταλάβαινα τίποτα. Νόμιζα, πώς δ πιό τίμιος κι εύσεβής αν1'tρωπος ηταν

ό πετράς Πιότρ. Μιλούσε γιά δλα λακωνικά, πειστικά, ή σκέψη του, τίς περισσότερες φορές, σταματούσε στόν {}εό, στήν κόλαση, στόν 1'tάνατο.

-' Αχ, παιδιά, αδερφοί μου, δσο κι αν φοβάται, δσο κι αν ελπίζει κανείς τόν τάφο καί τά μνήματα, δέν {}ά τά γλυτώσει!

Τού πονούσε πάντα ή κοιλιά, καί ύπηρχαν μέρες πού δέ μπορούσε κα1'tόλου νά φάει. 'Ακόμα κι ενα μικρό κομματάκι ψωμί τού προκαλούσε πόνους κι ανυπόφορη αναγούλα.

Ό καμπούρης Έφίμουσκα ηταν κι αύτός πολύ καλός καί τίμιος, μά πάντα γελοίος, κάποτε αγα{}ός, ακόμα καί χαζός, σάν αγα1'tούλης τού 1'tεού. Έρωτευόταν διαρκώς διάφορες γυναίκες καί γιά δλες ελεγε τά ιδια:

-Τί νά σού πώ, δέν είναι γυναίκα, μά αφρός, αν­{}όγαλο, μπουκιά καί συχώριο, μά τό 1'tεό!

'Όταν οί ζωηρές γυναίκες τού Κουνάβινο ερχονταν νά πλύνουν καί νά σφουγγαρίσουν τά πατώματα τών μαγαζιών, ό Έφίμουσκα κατέβαινε από τή στέγη, κολ­λούσε κάπου, σέ μιά γωνιά, νιαούριζε, μισοκλείνοντας τά γκρίζα, γοργοκίνητα μάτια του καί τέντωνε τό μεγάλο στόμα του ως τ' αύτιά.

-Γιά κοίτα τί σφιχτοκρέατη γυναικούλα μού 'στειλε

346 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 347: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ό Κύριος! Τί χαρά μού 'δωκε. Τί πράμα, μπουκιά καί συχώριο. πως νά μήν ευχαριστω τήν τύχη μου, γιά τέτοιο δωρο; Θά μέ κάψει ζωντανό ή όμορφιά αυτή!

Στήν αρχή, οί γυναίκες τόν κορο'ίδεύανε, ξεφωνίζον­τας ή μιά στήν άλλη:

-Κοιτάχτε, ftεέ μου, πως λειώνει δ καμπούρης! Οί κοροϊδίες δέν πειράζανε καftόλου τόν κεραμάρη.

Τό πλατύ πρόσωπό του υπνωτιζόταν, μιλούσε ftαρρείς στ' δνειρό του, τά γλυκόλογα κυλούσαν σάν μεftυσμένος χείμαρρος καί μεftούσαν γερά τίς γυναίκες. Στό τέλος, κάποια από τίς μεγαλύτερες ελεγε συνεπαρμένη στίς φιλενάδες της:

-Άκούτε τόν μουζίκο πως τυραννιέται! Σά νά 'ναι παλληκαράκι!

-Κελαηδεί σάν πουλί ... -' Α ν ηταν ζητιάνος στόν νάρf}ηκα, ftά υποχωρούσε

ή πεισματάρα. Μά δ Έφίμουσκα δέν εμοιαζε μέ ζητιάνο. Πατούσε

γερά, σάν βαttύρριζo κούτσουρο. Ή φωνή του αντη­χούσε δλο καί πιό επικλητική. Τά λόγια του γίνονταν μαυλιστικά. Οί γυναίκες τ' ακούγανε αμίλητες. Πραγμα­τικά, ελειωνε, κατά κάποιο τρόπο, μέσα στήν τρυφερή νάρκη τού λόγου.

Αυτό τέλειωνε, είτε τό μεσημέρι είτε μετά τό τέλος τής δουλειάς, μέ μιάν ίστορία τού Έφίμουσκα, πού ελεγε, κουνώντας τό βαρύ κεφάλι του, στούς συντρόφους του:

-"Αχ, πόσο γλυκειά καί τρυφερή γυναικούλα, -πρώτη φορά στή ζωή μου άγγιξα τέτοιο πράμα!

Μιλώντας γιά τίς νίκες του, δ Έφίμουσκα δέν καυχι­όταν, δέ χλεύαζε τή νικημένη, δπως κάνανε πάντα οί αλλοι. Φανέρωνε μόνο, μέ χαρά κι ευγνωμοσύνη, τή συγκίνησή του, ενω τά γκρίζα μάτια του ανοιγαν μέ ftαυμασμό!

Ό Όσιπ κουνούσε τό κεφάλι του κι αναφωνούσε: -"Αχ εσύ, ανυπόφορε αντρα! Πόσο χρονω 'σαι; -Είμαι σαράντα τεσσάρων. Μά αυτό δέν πειράζει!

Σήμερα ξανάγινα κάπου πέντε χρόνια πιό νέος, μόλις πήρα τό μπάνιο μου στό ποτάμι, στό δροσερό νερό, εγινα

347 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 348: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κατάγερος, ή καρδιά μου είναι ,ησυχη ! �Oχι, αλλά βλέπεις τί σπουδαίες γυναίκες υπάρχουν, � ;

Ό πετράς τού ελεγε αυστηρά: -Μόλις πατήσεις τά πενηντα, δά δείς, δά σού βγούν

πικρές καί ξυνές αυτές οί κακές σου συνήδειες! -Είσαι ξετσίπωτος, 'Εφίμουσκα, αναστέναζε δ

Γκρηγκόρη Σίσλιν. 'Εμένα, δμως, μού φαινόταν, πώς δ όμορφάντρας

ζήλευε τήν επιτυχία τού καμπούρη. Ό ·Οσιπ τούς εβλεπε δλους κάτω από τά ισα

αναγυρισμένα, ασημένια φρύδια του καί καλαμπούριζε: -Ή κάδε Μαρίκα εχει τή δικιά της γλύκα, αλλη

αγαπά τά φλιτζάνια καί τίς καράφες κι αλλη τά σκουλα­ρίκια καί τίς αγκράφες, κι δλες οί Μαρίκες δά γίνουν γιαγιάδες . . .

Ό Σ ίσλιν ηταν παντρεμένος, μά ή γυναίκα του εμενε στό χωριό. Κι αυτός είχε τό μάτι στίς σφουγγαρίστρες. 'Όλες τους ηταν ευκολες, ή κάδε μιά εβγαζε «κάτι επί πλέον» . Αυτό τό είδος των «εσόδων» τό βλέπανε στή νηστική πολιτειούλα εξίσου άπλό, σπω ς καί κάδε αλλη δουλειά. Μά δ ώραίος μουζίκος δέν πείραζε τίς γυ­ναίκες, μόνο τίς κοιτούσε από μακρυά, μ' ενα ιδιαίτερο βλέμμα, λές καί λυπόταν κάποιον αλλο, αυτές η τόν έαυτό του. Κι σταν εκείνες μόνες τους αρχιζαν τά ερωτικά παιχνίδια μαζί του, προσπαδώντας νά τόν ξεμυαλίσουν, εκείνος χαμογελούσε αναστατωμένος καί ξεμάκραινε . . .

-"Αντε νά σάς . . . -Τί κάνεις, βλαμμένε; aπoρoύσε ό 'Εφίμουσκα. Μά

μήπως επιτρέπεται νά χάνεις τήν ει)καιρία; -Είμαι παντρεμένος, τού {Ιύμιζε ό Γκρηγκόρη . -Καί μήπως δά τό μάτtει η γυναίκα σου; -Ή γυναίκα πάντα τό μαδαίνει . • Αν κάνεις ατιμίες,

δέ μπορείς, αδελφέ μου, νά τή γελάσεις! -Καί πως {ιά τό μάτtει; -Α υτό δέν τό ξέρω, μά πρέπει νά τό μά,'tει εφόσον ή

ίδια ζεί τίμια. Άν, σμως, εγιJ) ζω τίμια κι αυτή άμαρ­τάνει, εγώ δά τό μάδω . . .

348 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 349: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Μά πώς; φωνάζει δ Έφίμουσκα, κι ό Γκρηγκόρη επαναλαβαίνει ησυχα:

-Αυτό δέν τό ξέρω. Ό κεραμάρης σηκώνει όργισμένος τούς ώμους. -Νά, παρακαλώ! Στήν τιμή μου, δέν ξέρω . . . • Αχ εσύ ,

κεφάλι! ΟΙ έφτά εργάτες τού Σ ίσλιν τού φέρονταν μέ άπλότη­

τα, χωρίς νά νιώ'itουν aτό πρόσωπό του τό αφεντικό. Πίσω του ομως, τόν αποκαλούσαν μοσχαράκι. 'Όταν ερχόταν στή δουλειά κι εβλεπε νά τεμπελιάζουν, επαιρνε τή σανίδα καί τό μυστρί καί καταπιανόταν μαστορικά μέ τή δουλειά, φωνάζοντας κά'itε τόσο μαλακά:

-Δώστε του, παιδιά, δώστε του ! Μιά μέρα, εκτελώντας τήν όργισμένη εντολή τού

αφεντικού μου, είπα στόν Γκρηγκόρη : -' Ασκημους εργάτες εχεις . . . Έκείνος απόρησε 'itαρρείς. -Καί λοιπόν ; -Τή δουλειά αυτή επρεπε νά τήν τελειώσουν από

χτές τό μεσημέρι, κι αυτοί δέ 'itά τά καταφέρουν ουτε σήμερα . . .

-Αυτό είναι σωστό, δέ 'itά τό μπορέσουν, συμφώ­νησε εκείνος, κι υστερα από λίγη σιωπή, είπε επιφυλα­κτικά :

-Τό βλέπω, βέβαια, μά διστάζω νά τούς σφίξω τά λουριά, γιατί ολοι δικοί μου είναι, ολοι συχωριανοί μου είναι . Κι �πειτα, πάρε καί τό άλλο: είναι τιμωρία από τόν 'itεό «μέ τόν ίδρώτα τού προσώπου σου νά τρώς τόν άρτο σου ! » Έτσι, λοιπόν, ή τιμωρία εϊναι γιά σένα καί γιά μένα καί γιά Ολους. 'Όμως, εγώ καί σύ δουλεύουμε λιγότερο απ' αυτούς. Έτσι πού λές, δέν είναι σωστό νά τούς σφίξεις τά λουριά . . .

Ζούσε βυι'tισμένος σέ σκέψεις. Έκεί πού βαδίζει στούς ερημους δρόμους της αγορας, τόν βλέπεις νά σταματάει, ξαφνικά, σέ μι.ά γέφυρα τού καναλιού τού Όμπβοντ, στέκεται ωρα στά κάγκελά του καί κοιτάει τό νερό, τόν ουρανό, τήν άπλωσιά τού ·Οκα. Κι οταν τόν πιάσεις σέ τούτη τή στάση καί τόν ρωτήσεις:

349 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 350: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Τί κάνεις; _vE ; συνεφέρνει, σά νά ξύπνησε καί χαμογελάει μέ

άμηχανία. Νά, ετσι . . . σταμάτησα νά δώ λιγάκι . . . -'Όλα ώραία τά 'κανε, άδελφέ, δ 'ιtεός, ελεγε συχνά.

ουρανός, γη, ποταμάκια τρέχουν, καράβια άρμενίζουν. Kά{tησε στό καράβι καί τράβα δπου 'ιtέλεις: ότό Ριαζάν, Πέρμ, Άστραχάν ! πηγα στό Ριαζάν, καλή πολιτειούλα, δέ λέω, μά βαρετή, πιό βαρετη κι άπό τό Νίζνι. Τό Νίζνι, τό δικό μας, μπράβο του, ευ'ltυμη καί σαματερή πόλη ! Καί τό Άστραχάν πιό βαρετό. Στό Άστραχάν, τό βασικό είναι, πώς εχει πολλούς Καλμούχους. Κι αυτό δέ μ' άρέσει. Δέν άγαπώ κανέναν Φιλανδό, Καλμουχο, Πέρση η Γερμανό κι δλα τά αλλα ε'ltνάκια . . .

Μιλάει άργά, τά λόγια του πασπατεύουν προσεχτικά, νά βρουν εναν σκεπτόμενο αν'ltρωπο, καί πάντα τόν βρίσκουν στόν πετρα Π ιότρ.

-Δέν είναι έ{tνάκια αυτοί, μά ξενοσπορά, λέει μέ σιγουριά κι οργή δ Πιότρ, γεννή{tηκαν εξω άπό τόν Χριστό, εξω άπό τόν Χριστό πηγαίνουν . . .

Ό Γκρηγκόρη ζωηρεύει, λάμπει. -Είναι δέν είναι ετσι, εγώ, άδελφέ μου, άγαπώ τόν

κα'ltαρό λαό, τόν ρούσικο, πού νά σέ κοιτάει ισα στά μάτια! Καί τούς Έβραίους δέν τούς χωνεύω. 'Ακόμα, αν 'ιtέλεις νά μά'ltεις, δέν καταλαβαίνω τί τά η'ltελε ό Θεός τά ε-ltνάκια. Σοφά μας τά 'φτιαξε . . .

Ό πετρας προσ'ltέτει σκυ'ltρωπά: -Σοφά, μά κάπως πολλά είναι τά παραπανήσια! . . . Ό Όσιπ, πού βάζει αυτί στήν κουβέντα τους, μπαί-

νει στή μέση ειρωνικά καί δηκτικά: -Παραπανήσια ύπάρχουν, βέβαια! Νά, οί κουβέντες

οί δικές σας είναι εντελώς παραπανήσιες! • Αχ εσείς, αίρετικοί! 'Όλοι σας 'ιtέλετε ξύλο!

Ό 'Όσιπ εχει δική του παντιέρα, δέ μπορείς νά καταλάβεις μέ τί συμφωνεί καί μέ τί 'ιtά διαφωνήσει. Μερικές φορές δίνει τήν εντύπωση, πώς συμφωνεί, μ' εναν τόνο άδιαφορίας, μέ δλους τούς άν'ltρώπους, μέ δλες τίς σκέψεις τους. Μά πολύ συχνά βλέπεις, πώς τούς βαρέ{tηκε, τούς μπούχτισε δλους, πώς βλέπει τούς άν-

350 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 351: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

1'tρώπους σάν μισότρελους καί λέει στόν Γκρηγκόρη, τόν Πιότρ, τόν Έφίμουσκα:

-Υ Αχ εσείς, γουρουνόπουλα . . . 'Εκείνοι χαμογελούν, οχι τόσο ευ1'tυμα καί όρεξάτα,

ώστόσο χαμογελούν. Τό αφεντικό μού 'δινε, γιά τό ψωμί, μιά πεντάρα τή

μέρα. Αυτό δέν εφτανε καί πεινούσα λιγάκι. Οί έργάτες τό βλέπανε καί μέ καλούσαν, στό κολατσιό καί στό δείπνο, νά φάω μαζί τους. Μερικές, μάλιστα, φορές, μέ καλούσαν καί οί εργοδηγοί, στήν ταβέρνα, νά πιούμε τσάι. Δεχόμουνα πρό1'tυμα, μού αρεσε νά κά1'tουμαι ανάμεσά τους, ακούγοντας τήν κουβέντα νά κυλάει αργά, ανάμεσα σέ παράξενες ίστορίες. Χαίρονταν πού ημουν διαβασμένος, στά εκκλησιαστικά.

-ΥΕφαγες τά βιβλία, γέμισες τέζα τή γκούσα σου, ελεγε ό ΥΟσιπ, καρφώνοντας απάνω μου τά βα1'tυγάλανα μάτια του. Δύσκολο νά συλλάβεις τήν εκφρασή τους, γιατί οί κόρες τους διαρκώς επαιζαν, λειώνανε.

-Φύλαξέ την, μάζευε γνώση, 1'tά σού χρειαστεί. 'Όταν μεγαλώσεις, νά πάς νά γίνεις καλόγερος, νά παρηγορήσεις τόν κόσμο μέ τά λόγια, η νά γίνεις γερο-άπόστολος . . .

-'Ιεραπόστολος, διορ1'tώνει ό πετράς, σ' εναν τόνο 1'tιγμένου αν1'tρώπου .

-'Όρσε; ρωτάει ό Όσιπ. -'Ιεραπόστολος σού λένε, καί τό ξέρεις! Καί δέν

εΙσαι κουφός . . . -'Έ, καλά, νά γίνεις ίεραπόστολος, νά τσακώνεσαι

μέ τούς αίρετικούς. ΥΗ, κάλλιο, νά γίνεις αίρετικός, - κι αύτό εΙναι μιά δουλειά, πού βγάζει ψωμί! 'Άμα εχεις μυαλό καί μέ τήν αϊρεση μπορείς νά ζήσεις . . .

Ό Γκρηγκόρη γελάει άποχαμένα κ ι ό Πιότρ λέει, ανάμεσα στά γένεια του :

-Μά, κι οί μάγοι δέν τά περνάνε ασχημα,οί διά­φοροι li1'tEOL . . .

Μά ό ΥΟσιπ εχει αντιρρήσεις: -Μάγος εγράμματος δέν ύπάρχει, τά γράμματα δέν

κάνουν γιά τόν μάγο.

3 5 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 352: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Καί μου λέει μιάν ίστορία: -Λοιπόν, κοίτα κι άκουγε: είχαμε στήν έπαρχία μας

εναν φουκαρά κο, Τουσνόι τόν λέγανε, ενα κοκκαλιάρι­κο άντράκι, ερημο καί μοναχό. Ζουσε σάν τό φτερό, πότε δώ-πότε κεί, οπου φυσουσε δ άγέρας, ουτε δουλευ­τής, ούτε άκαμάτης ! Μιά μερούλα, λοιπόν, επειδή δέν είχε τί νά κάνει, πήγε προσκυνητής καί δυό χρόνια τόν είχαμε χαμένο, τριγυρνουσε δώ καί κεΙ Έπειτα, ξαφνι­κά, παρουσιάστηκε, σά φάντης μπαστούνι, μπροστά μας, μέ καινούργια φάτσα: μαλλιά ως τούς ώμους, σκουφος στό κεφάλι, κίτρινο ράσο άπό διαβολοτόμαρο. Τούς κοιτάει δλους σά χάνος καί λέει μέ πείσμα: μετανοείτε, καταραμένοι! Πώς νά μή μετανοήσουν, καί πρώτα­πρώτα οί γυναίκες;

Καί πήγε Τι δουλειά ρολόι: Ό Τούσκα χορτάτος, δ τουσκα με-ιtυσμένος, δ Τούσκα παραφχαριστημένος άπό γυναίκες . . .

Ό πετράς διακόπτει -Itυμωμένα: -Μά μήπως τό -Ιtέμα είναι νά τήν πατώνεις καί νά

με-ltοκοπάς; -Τί άλλο ; -Τό ζήτημα είναι στόν λόγο! -Μά τά λόγια του δέν τά επιανα, άπό λόγια άλλο

τίποτα κι έγώ άκόμα παραείμαι πλούσιος. -'Εμείς ξέρουμε άρκετά καλά τόν Τουσνικόφ, τόν

Ντιμίτρη Βασίλεβιτς, λέει πειραγμένος δ Πιότρ, ένώ δ Γκρηγκόρη γέρνει άμίλητος τό κεφάλι καί κοιτάει τό ποτήρι του.

-Δέ λέω όχι, δηλώνει συμβιβαστικά δ Όσιπ. 'Όλα αυτά τά λέω του δικου μας του Μαξίμιτς, γιά νά ξέρει, πώς γ ιά τό ξεροκόμματο ίιπάρχουν διάφοροι δρόμοι . . .

-'Από διάφορους δρόμους πάνε καί φυλακή . . . -Καί -Ιtαρρείς πώς είναι σπάνιο; συμφωνεί δ Όσιπ.

'Απ' δποιο δρόμο κι άν πάς, δέ γίνεσαι παπάς, πρέπει νά ξέρεις πού -Ιtά στρίψεις . . .

Πάντα πειράζει λιγάκι τούς -Ιtεοφοβούμενους - τόν σουβατζή καί τόν πετρά. Ίσως νά μήν τούς άγαπά, μά τό κρύβει μ' επιμέλεια. Γενικά, δέ μπορείς νά καταλάβεις τή

352 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 353: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στάση του άπέναντι στούς αν{j-ρώπους. Τόν Έφίμουσκα τόν βλέπει, {j-αρρείς, πιό μαλακά καί

καλωσυνάτα. Ό κεραμάρης δέν πιάνεται σέ συζητήσεις γιά τόν {j-εό, τήν αλή{j-εια, τίς αίρέσεις, γιά τό βάσανο τής αν{j-ρώπινης ζωής, - αγαπημένα {j-έματα των φίλων του. Βάζει τήν καρέκλα δίπλα στό τραπέζι, - &στε ή πλάτη της νά μήν εμποδίζει τήν καμπούρα του, - καί πίνει ησυχος τσάι, τό ενα φλιτζάνι μετά τό αλλο, μά, ξαφνικά, αναταράζεται, ρίχνοντας μιά ματιά εναν γύρο στό τυλι­γμένο σέ καπνούς δωμάτιο, τσιτώνει τ' αυτιά, στίς νέες φωνές, πού ακούστηκαν, πετιέται απάνω καί γίνεται, στό λεφτό, αφαντος. Αυτό σημαίνει, πώς μπήκε στήν ταβέρνα κάποιος, πού εχει νά πάρει από τόν Έφίμου­σκα, κι οί πιστωτές του είναι, τουλάχιστο, καμιά δεκα­ριά. Κι έπειδή μερικοί απ' αυτούς δέρνουν κιόλας, ό αν{j-ρωπος φροντίζει ν' αποφύγει τήν κακιά τήν &ρα.

-Θυμώνουν οί μυστήριοι, - δυσανασχετεί έκείνος, - μά μήπως αν είχα λεφτά, δέ {j-ά τούς τά εδινα;

-' Αχ, φουκαρά μου, ξεροσανίδα . . . τόν σεγκοντάρει ό Όσιπ.

Μερικές φορές, δ Έφίμουσκα κά{j-εται βυ{j-ισμένος ώρες στή συλλογή, χωρίς νά βλέπει καί ν' ακούει τίποτα. Τό πλατύ πρόσωπό του μαλακώνει, τά <Iya{j-a μάτια του κοιτάνε πιό καλωσυνάτα.

-Τί σκέφτεσαι, λοχία, τόν ρωτάνε. -Σκέφτομαι, πώς, αν ήμουν πλούσιος, {j-ά παντρευό-

μουνα μιά αλη{j-ινή κυρία, μιά αριστοκράτισσα, μά τόν {j-εό, μιά, νά πούμε, κόρη συνταγματάρχη, {j-a τήν αγα­πούσα, {j-εέ μου ! Θά καιόμουν ζωντανός κοντά της . . . Γιατί τό λέω, αδερφοί μου ; Μιά φορά, σκέπαζα τή στέγη τού ύποστατικού κάποιου συνταγματάρχη . . .

-Καί είχε μιά κόρη χήρα, - τ' ακούσαμε! - τόν διακόπτει εχ{j-ρικά ό Πιότρ.

Ό Έφίμουσκα, δμως, τρίβοντας τά γόνατά του, μέ τίς παλάμες, κουνιέται, σκίζοντας τόν αέρα μέ τήν καμπούρα του, καί συνεχίζει:

-Μερικές φορές, εβγαινε στόν κήπο, κάτασπρη καί αφράτη, τή βλέπω, από τή στέγη, καί χάνεται δ ηλιος

353 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 354: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

από μπροστά μου, καί σβήνει ή μέρα. Θά 'itελα νά 'μουν ενας περίστερος, νά πετάξω κάτω από τά πόδια της ! Μπουκιά καί συχώριο, αφρόγαλο μοναχό! Ναί, μέ μιά τέτοια κυρία, Όλη ή ζωή ας εΙναι νύχτα!

-Καί τί itά μασούσατε; ρωτάει αυστηρά ό Πιότρ, μά αυτό δέν ζαλίζει τόν Έφίμουσκα:

-Κύριε ελέησον! αναφωνεί εκείνος. Μήπως itέλουμε πολλά; Κι επειτα, εκείνη είναι πλούσια . . .

Ό Όσιπ γελάει: -Πότε, Έφίμουσκα, itά χορτάσεις απ' αυτές τίς

δουλειές, ανεχόρταγε; Έκτός από γυναίκες, δ Έφίμουσκα δέ μιλάει γιά

τίποτε αλλο. Καί στή δουλειά του δέν είναι πάντα ίδιος. Πότε δουλεύει itαυμάσια κι ώραία, καί πότε δέ μπορεί νά στρώσει, τό ξύλινο σφυράκι του χτυπάει τίς γωνιές νωitρά, ανέμελα, αφήνει προεξοχές. Βρωμάει πάντα λάδι, μουρουνόλαδο. Μά εχει καί τή δική του γερή κι ευχάριστη μυρωδιά, itυμίζει τή μυρωδιά νεοκομμένου δέντρου.

Μέ τόν μαραγκό εχει ενδιαφέρον νά μιλάς γιά Όλα. Είναι ενδιαφέρον, μά σχι τόσο ευχάριστο, τά λόγια του πάντα γεμίζουν ανησυχία τήν καρδιά καί είναι δύσκολο νά καταλάβεις πότε μιλάει σοβαρά καί πότε αστειεύ­εται.

Μέ τόν Γκρηγκόρη , τό καλύτερο απ' Όλα είναι νά μιλάς γιά τόν itεό, τού αρέσει κι επιμένει σ' αυτό.

-Γκρίσα, τού λέω, ξέρεις μήπως αν υπάρχουν αν-itρωποι, πού δέν πιστεύουν στόν itεό;

Γέλασε ατάραχος: -πως, δηλαδή ; -Λένε: δέν υπάρχει itεός! -Ώ! Γιά κοίτα! Τό ξέρω. Καί διώχνοντας, μέ τό χέρι, κάποια αόρατη μυίγα,

λέει : -Ό βασιλιάς Δαβίδ, αν itυμάσαι, τό είπε: «Λέει δ

αφρων στήν αυτού καρδίαν, ουκ εστι itεός», νά, λοιπόν, από πότε μιλούσαν γι' αυτό οί τρελοί ! Χωρίς τόν itεό δέ μπορείς νά κάνεις . . .

354 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 355: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό ΥΟσιπ {}αρρείς καί συμφωνεί μαζί του : -Δοκίμασε νά πάρεις από τόν Πετρούχα τόν {}εό του

καί {}ά δείς, {}ά σού δείξει της μάνας σου τό ροκοκό! Τό ώραίο πρόσωπο τού Σίσλιν παίρνει μιάν εκφραση

αυστηρή. Άνακατεύοντας τά γένεια του, μέ τά δάχτυλα, πού στά νύχια τους εχει ξερα{}εί ό ασβέστης, λέει μέ υφος αλο μυστήριο:

-Ό {}εός κατοικεί σέ κά{}ε σάρκα. Ή συνείδηση κι αλος ό μέσα μας κόσμος είναι δοσμένα από τόν {}εό!

-Καί οί άμαρτίες; -Οί άμαρτίες είναι από τή σάρκα, από τόν Σατανά.

Οί άμαρτίες είναι απ' εξω, σάν τή βλογιά, τίποτε περισσότερο! Άμαρταίνει πιό πολύ απ' αλους, δποιος σκέφτεται πολύ τήν άμαρτία. 'Άμα δέ 'ιtυμάσαι τήν άμαρτία, δέν άμαρτάνεις! Οί σκέψεις γιά τήν άμαρτία είναι τού Σατανά, δ κύριος της σάρκας σέ σπρώχνει . . .

Ό πετράς αμφιβάλλει: -Θαρρείς, πώς κάτι δέν είν' ετσι . . . -ΥΕτσι είναι! Ό 'ιtεός είναι αναμάρτητος, ένώ δ

αν'ltρωπος είναι κατ' εικόνα κι δμοίωσή του . Άμαρταί­νει ή εικόνα, ή σάρκα. Ένώ ή όμοίωση δέ μπορεί νά άμαρτάνει, είναι όμοίωση, πνεύμα . . .

Χαμογελάει νικηφόρα, κι δ Πιότρ μουρμουρίζει: -Θαρρείς, πώς δέν είναι ετσι . . . -Τί λές κι έσύ ; ρωτάει δ Όσιπ τόν πετρά, αν δέν

άμαρτάνεις, δέ μετανοιών εις, κι αν δέ μετανοιώσεις δέ φροντίζεις νά σω'ltείς. ΥΕτσι δέν είναι;

-Σά νά 'ναι ετσι πιό σίγουρα! 'Άμα ξεχνάς τόν διάολο, ξαγαπάς τόν 'ιtεό, λέγανε οί γερόντοι . . .

Ό Σ ίσλιν δέν πίνει, με'ltάει μέ δυό ποτηράκια. Τότε, τό πρόσωπό του ροδοκοκκινίζει, τά μάτια του γίνονται παιδικά καί ή φωνή του τραγουδιστή.

-Άδερφέ μου, τί ώραία είναι ετσι! Ζούμε, πού λές, δουλεύουμε λιγάκι, τήν πατώνουμε καί δόξα τψ 'ιtεψ! Βρέ τί καλά πού είμαστε!

Μερικές φορές εκλαιγε. Τά δάκρυά του κυλούσαν στά γένεια του κι αστράφτανε, πάνω στίς τρίχες του, σάν γυάλινες χάντρες.

355 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 356: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Τά συχνά εγκώμιά του, γιά τή ζωή, καί τούτα τά γυάλινα δάκρυά του μού δίνανε στά νεύρα, - ή γιαγιά μου ύμνούσε τή ζωή πιό πειστικά, πιό άπλα, όχι τόσο φορτικά, σάν αύτόν.

'Όλες αύτές οί κουβέντες μέ κρατούσαν σέ διαρκη διέγερση, ξυπνούσαν μέσα μου μιά �oλή ανησυχία. Πολλές ίστορίες είχα κιόλας διαβάσει γιά τούς μουζί­κους κι εβλεπα πόσο δέ μοιάζει ό μουζίκος τού βιβλίου μέ τόν ζωντανό. Στά βιβλία, ολοι οί μουζίκοι είναι δυστυχισμένοι. Οί καλοί καί οί κακοί, ολοι τους, ηταν πιό φτωχοί από τούς ζωντανούς καί σέ λόγια καί σέ σκέψεις. Ό μουζίκος τού βιβλίου μιλάει λιγότερο γιά τόν Θεό, γιά τίς αίρέσεις, γιά τήν εκκλησία, καί περισσό­τερο γιά τ' αφεντικά, τή γη, τήν αλή�εια καί τά βάσανα της ζωης. Καί γιά τίς γυναίκες μιλάει λίγο, όχι τόσο ανόητα, πιό φιλικά. Γιά τόν ζωντανό μουζίκο ή γυναίκα είναι διασκέδαση, μά διασκέδαση επικίνδυνη , μέ τή γυναίκα πάντα χρειάζεται νά πονηρεύεσαι, αλλοιώτικα σέ βάζει κάτω καί σέ τυλίγει γιά ολη σου τή ζωή. Ό μουζίκος τού βιβλίου κακός είναι, η καλός, είναι πάντα όλάκερος εκεί, μέσα στό βιβλίο. 'Ενώ οί ζωντανοί μουζίκοι ουτε καλοί είναι ουτε κακοί, είναι καταπληκτι­κά ενδιαφέροντες. 'Όπως καί νά μιλήσει μπροστά σου ενας μουζίκος ζωντανός, πάντα νιώ�εις, πώς εμεινε μέσα του κάτι, μά αυτό πού εμεινε είναι μόνο γιά τόν έαυτό του, καί ίσως σ' αυτό ακριβώς τό ανείπωτο, τό κρυμμένο, βρίσκεται τό πιό σπουδαίο.

Άπ' ολους τούς μουζίκους τών βιβλίων μ' αρεσε πιό πολύ ό Πιότρ τού «Μαραγκούδικου συνεργείου». Θέλη­σα νά διαβάσω τό διήγημα αύτό στούς φίλους μου, κι εφερα τό βιβλίο στήν αγορά. Συχνά μού λάχαινε, νά κοιμαμαι, τά βράδια, στό ενα η στό αλλο συνεργείο. Μερικές φορές, δέν η{}ελα νά γυρίσω στήν πόλη, γιατί εβρεχε, πιό συχνά γιατί, τή μέρα, κουραζόμουν καί δέν είχα τή δύναμη νά πάω σπίτι.

'Όταν είπα, πώς εχω ενα βιβλίο, γιά τούς μαραγκούς, ολοι ενδιαφέρ�καν ζωηρά καί ό �Oσιπ ιδιαίτερα. Πήρε τό βιβλίο από τά χέρια μου, τό ξεφύλλισε, κουνώντας

3 56 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 357: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δύσπιστα τή ζωγραφιστή κεφαλή του. -Άλήι'tεια, ι'tαρρεις, γιά μας τό γράψανε! "Αχ,

μάγοι! Ποιός τό 'γραψε, νεαρέ μου ; Καλά τό είπα εγώ. Οί κύριοι καί οί ύπάλληλοι γιά δλα είναι ίκανοί! 'Όπου δέ φτάνει ό νους του ι'tεoυ, γεννάει τό μυαλό του ύπάλληλου ! Αυτοί είναι ζωντανοί . . .

-Όσιπ, μιλας &πρόσεχτα γιά τόν ι'tεό, παρατήρησε δ Πιότρ .

-Δέν πειράζει! Γιά τόν Θεό ή κουβέντα μου είναι μικρότερη &Π' δ,τι είναι γιά τή φαλάκρα μου ή χιονονι­φάδα η ή σταγόνα τής βροχής. Μήν άμφιβάλλεις, εγά) καί σύ δέν πρόκειται νά φτάσουμε ως τόν ι'tεό . . .

Ξαφνικά, δμως, αρχισε νά χαλα άνησυχητικά, πετών­τας κάτι τσουχτερές κουβέντες, δπως ή στουρναρόπετρα τίς σπω'ες, κουρεύοντας, μ' αυτά, σάν ψαλλίδα, δ,τι ηταν άντίι'tετo μ' αυτόν. Κάμποσες φορές, κείνη τή μέρα, μέ ρώτησε:

-Διαβάζουμε, Μαξίμιτς; Άντε, ή δουλειά-δουλειά ! Καλά τό 'παν αυτό.

Μόλις νετάραμε, πήγαμε νά δειπνήσουμε στό συνερ­γειο του. Μετά τό φαγητό, ηρι'tαν ό Πιότρ μέ τόν εργάτη του Άρταλιόν κι δ Σίσλιν μέ τό νεαρό παλληκαράκι Φομά. Στό ύπόστεγο, δπου κοιμόταν τό συνεργειο, &νάψανε τή λάμπα, κι εγώ αρχισα νά διαβάζω. "Ακου­γαν άμίλητοι κι άσάλευτοι, μά σέ λίγο ό Άρταλιόν εΙπε ι'tυμωμένα:

-Άπό μένα πάει, μπούχτισα! Καί εφυγε. Πρώτος κoιμήι'tηκε δ Γκρηγκόρη, &ποχα­

σκίζοντας μ' <'ι.πορία. Έπειτα άπoκoιμήι'tηκαν οί μαραγ­γοί. Μά ό Ι1ιότρ, ό 'Όσιπ κι ό Φομά, στρυμώχτηκαν γύρω μου κι ακουγαν μέ ύπερένταση .

'Όταν τέλειωσα τό διάβασμα, ό 'Όσιπ εσβησε &μέσως τή λάμπα, - τά αστρα δείχνανε, πώς είχαμε πιά μεσά­νυχτα . . .

Ό Πιότρ ρώτησε μέσα στό σκοτάδι: -Γιατί τό γράψανε αυτό; Έναντίον τίνος είναι; -Τώρα, ϋπνο ! είπε ό 'Όσιπ, βγάζοντας τίς μπότες

του.

357 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 358: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό Φομά τραβήχτηκε αμίλητος σέ μιάν άκρη. Ό Πιότρ δευτέρωσε επιταχτικά: -Έναντίον τίνος γράφτηκε, σοϋ λέω ! -Αυτοί ξέρουν δά! είπε ό Όσιπ, στρώνοντας νά

κοιμη-&εί στό παταράκι. -"Αν είναι ενάντια στίς μητριές, είναι σαχλαμάρα

ύπό-&εση . Άπ' αυτό οί μητριές δέ -&ά γίνουν καλύτερες, - ελεγε μέ πείσμα ό πετράς. Κι ενάντια στόν Πέτρο, πάλι τζάμπα: ή αμαρτία του - ή απάντησή του ! Γιά τόν φόνο είναι ή Σιβηρία, τίποτε άλλο ! Τό βιβλίο είναι αχρείαστο γιά ενα τέτοιο αμάρτημα . . . αχρείαστο, -&αρ­ρω, η σχι ;

Ό 'Όσιπ σώπαινε. Τότε, ό πετράς πρόσ-&εσε: -Δέν εχουν τί νά κάνουν καί ξεψαχνίζουν τίς ξένες

ύπο-&έσεις! 'Όπως κάνουν οί γυναίκες στά νυχτέρια. Καληνύχτα, πρέπει νά κοιμη-&οϋμε κιόλας . . .

Γιά μιά στιγμή , κοντοστά-&ηκε στό γαλάζιο τετράγω-νο της ανοιχτης πόρτας καί ρώτησε:

-'Όσιπ, τί λές εσύ ; -Έγώ; απάντησε νυσταλέα ό μαραγγός. -'Άντε, καλά, κοιμήσου . . . Ό Σίσλιν εγειρε στό ενα πλευρό, εκεί Όπου κα-&ότανε.

Ό Φομά ξάπλωσε στόν τσαλαπατημένο σανό, δίπλα μου. Ή πολιτειούλα κοιμότανε, από μακρυά φτάνανε τά σφυρίγματα των καραβιων, ό βαρύς γδοϋπος των σιδε­ρένιων τροχων, ό χτύπος απ' τά ταμπόν των βαγονιων. Στό ύπόστεγο, ανέβαινε τό ροχαλητό σέ διάφορους τόνους. 'Έσφιγγε ή καρδιά μου . Στενοχωρέ-&ηκα, περί­μενα κάποια κουβέντα καί δέ βγηκε τίποτε . . .

Ξαφνικά, Όμως, άρχισε νά μιλάει ό 'Όσιπ, σιγανά καί κα-&αρά.

-Μήν πιστεύετε, παιδιά, τίποτε απ' Όλα αυτά, είστε νέοι, -&ά ζήσετε χρόνια καί χρόνια, βάλτε δική σας γνώση ! Δ ική σου γνώση, ..,- από ξένη διπλη καί τόση ! Φομά, κοιμάσαι ;

-'Όχι, είπε πρό-&υμα ό άλλος. -Αυτό πού σάς λέω! Καί οί δυό σας ξέρετε γράμμα-

τα. Λοιπόν, διαβάζετε καί μήν πιστεύετε τίποτε. Αυτοί

358 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 359: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

δ,τι -&έλεις τυπώνουν ε, είναι δουλειά τους! Κατέβασε τά πόδια από τό παταράκι, στηρίχτηκε μέ

τά χέρια στήν ακρη της σανίδας, εγειρε πρός τό μέρος μας καί συνέχισε:

-Τό βιβλίο, πώς πρέπει νά τό καταλάβεις; Διαβολά­κο ! Πάει νά χαλάσει τούς αν-&ρώπους τούτο τό βιβλίο! Κοιτάχτε, μα-&ές, τί αν-&ρωπος είναι δ μαραγγός η κάποιος αλλος, ενώ ό αρχοντας είναι αλλος αν-&ρωπος! Τό βιβλίο δέν τό γράφουνε τζάμπα, κάποιον -&ά προστα­τεύει . . .

Ό Φομά είπε μέ τή μπάσα φωνή του: -Ό Πιότρ σωστά σκότωσε τόν εργολάβο! -Χαμένα πράματα, δέν είναι ποτέ σωστό νά σκοτώ-

νεις αν-&ρωπο. Ξέρω, τόν Γκρηγκόρη δέν τόν αγαπάς, μόνο βγάλε κάτι τέτοιες σκέψεις. 'Όλοι μας είμαστε φτωχοί αν-&ρωποι, σήμερα είμαι αφεντικό, αυριο πάλι εργάτης . . .

-Δέν τό λέω γιά σένα, -&εΙε Όσιπ . . . -Τό ίδιο κάνει . . . -Έσύ είσαι δίκιος. -Περίμενε, δέ -&ά σού πώ γιατί γράφτηκε ή ίστορία,

διάκοψε δ Όσιπ τά -&υμωμένα λόγια τού Φομά. Είναι ενα πολύ πονηρό γραφτό! Νά, δ αφέντης, χωρίς τόν μουζίκο. Νά, καί δ μουζίκος, χωρίς τόν αφέντη ! Τώρα, κοίτα: καί δ αφέντης είναι ασχημα, μά κι ό μουζίκος δέν πάει καλά. Ό αφέντης αδυνάτισε, ξεμώρανε, κι δ μουζίκος εγινε παινεσιάρης, μπεκρης, αρρωστος, ευ-&ι­κτος - νάτα μας! Ένώ aτόν πύργο, κοντά στ' αφεντικά, ήταν, μα-&ές, καλύτερα: δ αφέντης κρυβόταν πίσω από τόν μουζίκο, κι δ μουζίκος πίσω από τόν αφέντη, καί τά εφερναν βόλτα καί οί δυό, χορτάτοι κι ησυχοι . . . Δέν εχω αντίρρηση, είναι σωστό, πώς κοντά στούς αφέντες ζούσε κανείς πιό ησυχα, - οί αφέντες δέν εχουν κανένα κέρδος, δταν ό μουζίκος είναι φτωχός. Γι' αύτούς είναι καλά, δταν ό μουζίκος είναι πλούσιος κι Όχι ξυπνός, νά τί τούς συφέρνει. Τό ξέρω αύτό. Γιατί κι ό ίδιος εγώ εκανα, κάπου σαράντα χρόνια, στή δούλεψή τους. Πολ­λά εχω γραμμένα στό τομάρι μου.

359 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 360: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Θυμήf}ηκα, πώς τά ίδια ακριβως μού είπε γιά τούς αφέντες κι δ άμαξας Πιότρ, πού σφάχτηκε, καί μού ηταν πολύ δυσάρεστο, πού οί σκέψεις τού Όσιπ συμπέφτανε μέ τίς σκέψεις κείνου τού κακού γέρου.

Ό Όσιπ αγγιξε μέ τό χέρι του τό δικό μου, συνεχί­ζοντας

-Τά βιβλία καί τό κά-&ε γραφτό πρέπει νά τό καταλαβαίνεις. Τίποτα δέ γίνεται στόν κόσμο ασκοπα. Μόνο επιφανειακά φαίνεται, πώς είναι, τάχα, ασκοπα. Καί τά βιβλία δέν τά γράφουν ασκοπα, μά γιά νά -&ολώνουν τά μυαλά μας. 'Όλα γίνονται μέ τό μυαλό ' χωρίς μυαλό ουτε μέ τό τσεκούρι μπορείς νά βαρέσεις, ουτε τό κουρκούτι ν' ανακατέψεις . . .

Μιλούσε πολλήν ωρα, ξάπλωνε καί πάλι πεταγόταν απάνω, σκορπώντας σιγανά τά ώραία καλαμπούρια του στό σκοτάδι καί τή σιγαλιά.

-Λένε, πώς τ' αφεντικά είναι ξένοι, γιά τόν μουζίκο, αν-&ρωποι. Κι αυτό δέν είναι σωστό. Θέλουμε τούς ίδιους κυρίους, μόνο τό πιό κάτω μέρος τους. Φυσικά, οί αφέντες μα-&αίνουν από τά βιβλία καί μείς από τά . . . ξυλοφορτώματα. Τού αφέντη είναι πιό ασπρα τά πισινά, νά ή μόνη μας διαφορά. �Oχι, νεαρέ μου, είναι καιρός νά ζήσεις στόν κόσμο αλλοιώτικα, τά βιβλία πρέπει νά τά πετάξεις, νά τ' αφήσεις! � Ας ρωτήσει κα-&ένας τόν έαυτό του: ποιός είμαι; Άν-&ρωπος. Καί κείνος ποιός είναι ; Πάλι αν-&ρωπος. Τί -&ά γίνει τώρα; Μήπως δ -&εός ζητάει από κείνον μιά πεντάρα περισσότερο ; 'Όχιιι, στά δοσί­ματα ολοι μας ειμαστε ισοι μπροστά στόν Θεό . . .

Τέλος, κατά τό πρωί, οταν ή χαραυγή εσβησε ολα τ' αστέρια, δ Όσιπ μού είπε:

-Είδες, πως μπορω νά συν-&έτω ; Είπα πράματα, πού δέν τά σκέφτηκα ποτέ μου ! Έσείς, παιδιά, μή δίνετε βάση σ' αυτά πού λέω, τά 'πα πιότερο από τήν ξαγρύ­πνια, παρά στά σοβαρά. Κά-&εσαι, κά-&εσαι καί κάτι βγάζεις από τό μυαλό σου, γιά νά περνάει ή ωρα: «Μιά φορά κι εναν καιρό, ζούσε μιά καλιακούδα, πετούσε από πάνω από κάμπους καί βουνά, όπό σύνορο σέ σύνορο, εζησε τά χρονάκια της, δ -&εός -&έλησε νά τήν

360 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 361: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τιμωρήσει: ψόφησε καί πάει ! » Τί πάει νά πεί δλο αυτό; Δέ {}ά πεί τίποτα . . . Άντε, λοιπόν, νά κοιμη{}οϋμε: σέ λίγο {}ά πρέπει νά σηκω{}οϋμε . . .

18

Ο ΟΣΙΠ, δπως κάποτε δ {}ερμαστής Γιακόβ, μεγάλωσε πολύ στά μάτια μου κι εκλεισε από μένα δλους τούς αν{}ρώπους. Είχε κάτι, πού {}ύμιζε πολύ τόν {}ερμαστή , μά τήν ίδια στιγμή μοϋ {}ύμιζε καί τόν παπποϋ, τόν λογιότατο Πιότρ Βασίλεφ, τόν μάγειρα Σμούρι. 'Ω­στόσο, ενω είχε κάτι απ' δλους εκείνους, πού χαρά­χτηκαν γερά στή μνήμη μου, αφηνε απάνω τους βα{}ια τά δικά του σημάδια, τούς ετρωγε, δπως ακριβως τό ξύδι τρώει τόν χαλκό της καμπάνας. 'Έβλεπες κα{}αρά σ' αυτόν δυό λογιων σκέψεις: τή μέρα, μέ τή δουλειά, μέ τούς αν{}ρώπους, οί σκέψεις του, ζωηρές κι άπλές, είναι πρακτικές καί πιό κατανοητές, από τίς σκέψεις πού ξεφυτρώνουν στό μυαλό του τήν ωρα της ανάπαυσης, τά βράδια, πού πηγαίνει μαζί μου στήν πόλη, γιά τήν κουμπάρα του, πού πουλάει τηγανίτες, καί τίς νύχτες, δταν δέν τό πιάνει ϋπνος. Έχει ίδιαίτερες, συγκεκριμέ­νες σκέψεις, πολύπλευρες, δπως είναι τό φως μέσα στό φανάρι. Φωτίζονται καλά, μά ποιό είναι τό πραγματικό τους πρόσωπο, ποιά πλευρά της μιάς η της αλλης σκέψης είναι πιό αγαπητή καί πιο ακριβή γιά τόν Όσιπ;

Μοϋ φαινόταν δ πιό εξυπνος απ' δλους τούς αν{}ρώ­πους, πού εχω συναντήσει στή ζωή μου. Τόν εκανα παρέα μέ τό ίδιο αίσ{}ημα, πού εκανα καί τόν {}ερμαστή Γιάκοβ. Θές νά γνωρίσεις, νά καταλάβεις τόν αν{}ρωπο, καί κείνος ξεγλιστρά, φιδογυρίζει, - μένΗ απιαστος. Ποιάν αλή{}εια κρύβει; Τί μπορείς νά πιστέψεις σ' αυ­τόν ;

Θυμάμαι, πού μοϋ είπε μιά φορά: «Ψάξε μόνος σου, νά βρείς πού είμαι κρυμμένος,

361 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 362: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ψάξε, σου λέω ! » Είχε irιγεί τό φιλότιμό μου, μά μέσα μου είχε irιγεί

κάτι περισσότερο από τό φιλότιμο, - γιά μένα ήταν ζωτική ανάγκη νά καταλάβω τόν γέρο.

Ίσως νά μή μπορούσες, νά τόν πιάσεις από πουirενά, δμως ήταν σταirερός. Είχα τήν εντύπωση, πώς κι έκατό χρόνια ακόμα αν ζουσε irά εμενε πάντα ό 'ίδιος, irά κρατούσε τόν έαυτό του ακλόνητο, ανάμεσα σέ αν1'tρώ­πους καταπληκτικά ασταirείς. Ό λογιότατος μου εκανε τήν ιδια εντύπωση στα1'tερότητας, μά εκείνη δέ μού ήταν τόσο ευχάριστη . Ή σταirερότητα του Όσιπ είναι διαφο­ρετική, πιό ευχάριστη .

Ή αστάirεια των ανirρώπων χτυπάει πολύ ασκημα στό μάτι, οί ταχυδακτυλουργικές τους μεταπτώσεις, (ίπό τή μιά κατάσταση στήν αλλη , μέ αναστάτωναν. Κουρά­στηκα πιά ν' απορω γι' αυτά τά ανεξήγητα πηδήματα καί αρχισε νά χάνεται σιγά-σιγά, χωρίς νά τό καταλάβω, τό ζωηρό μου ενδιαφέρον γιά τούς ανirρώπους. Μπερδευό­ταν μέσα μου ή αγάπη μου γι' αυτούς.

Μια φορά, στίς αρχές τού 'Ιούλη, στό μέρος πού δουλεύαμε, σταμάτησε, ϋστερα από εναν τρελό δρόμο, ενα ξεβιδωμένο άμάξι. Μπροστά, στή 1'tέση του άμαξά, κα1'tόταν καί στρίγγλιζε αγριεμένα ενας γενάτος, με1'tυ­σμένος, ξεσκούφωτος, αντρας, μέ σκισμένο αχείλι. Στό άμάξι ήταν ξαπλωμένος, στουπί στό με1'tύσι, ό Γκρηγκό­ρη Σίσλιν. Τόν κρατούσε από τό μπράτσο μιά κοκκινο­μάγουλη νταρντάνα σουρλουλού, μ' ενα ψάirινο καπέλ­λο, στολισμένο μέ κόκκινη κορδέλλα καί γυάλινα βύσσι­να, μέ μιά όμπρελίτσα στό χέρι καί γαλότσες στά ξε­κάλτσωτα πόδια της. Χαχάνιζε, σπαρταρώντας, καί φώναζε κουνώντας τήν όμπρέλα της:

-ου, διαβόλοι ! Ή αγορά δέν ανοιξε, δέν εχει πα­νηγύρι κι αυτοί μέ πηγαίνουν στό πανηγύρι !

Ό Γκρηγκόρη , τσαλακωμένος, στραπατσαρισμένος, γλίστρησε κάτω από τό άμάξι, εκατσε καταγης καί δήλωσε, μέ δάκρυα, σέ μας, τούς irεατές:

-Πέφτω στά γόνατα, - άμάρτησα βαριά ! Τό σκέφ­τηκα κι επειτα άμάρτησα. Λοιπόν! Ό Έφίμουσκα λέει:

362 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 363: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Γκρίσα! Γκρίσα, λέει . . . Σωστά τά λέει, καί σεις σχωρατε με ! 'Όλους σας μπορώ νά σας κεράσω. Αυτός σωστά λέει: μιά φορά ζούμε . . . περισσότερο από μιά φορά δέ γίνεται . . .

Ή κοπέλλα, ξεβιδωμένη από τά γέλια, κλωτσούσε τόσο δυνατά τόν αέρα, πού της εφυγαν οί γαλότσες, ενώ ό άμαξας φώναζε συννεφιασμένος:

-Άντε, κάντε γρήγορα, νά παμε παρακάτω! 'Άντε, Χαρλάμ, νά φύγουμε, τό αλογο δέ στέκεται!

Τό αλογο, μιά γέρικη, ψωραλέα φοράδα, μές στόν αφρό, στεκόταν, σάν καρφωμένη στή γη κι ολοι μαζί όλοκλήρωναν μιά σκηνή τρομερά κωμική. Οί εργάτες τού Γκρηγκόρη λύ1'tηκαν στά γέλια, βλέποντας τ' αφεν­τικό τους, τήν καλοντυμένη ντάμα του καί τόν παλαβό άμαξα.

Μόνο ό Φομά δέ γελούσε, στεκόταν δίπλα μου, α­κουμπισμένος στόν παραστάτη τού μπακάλικου καί μουρμούριζε:

-Τά 'χασε τό γουροί,νι . . . Έχει καί γυναίκα στό σπίτι, κι είναι πεντά-α-αμορφη !

Ό άμαξας ολο φώναζε νά φύγουν, ή κοπέλλα κατέ­βηκε από τ' άμάξι, ανασήκωσε τόν Γκρηγκόρη, τόν εβαλε νά στα1'tεί στά πόδια του καί φώναξε, κουνώντας τήν όμπρέλα:

-Φεύγουμε! Οί εργάτες, αφού γέλασαν καλόκαρδα, μέ τό αφεντι­

κό τους, επιασαν, μέ κάποια ζήλεια στήν ψυχή, δουλειά, μέ τή φωνή τού Φομα. Φαίνεται, δέν τού ηταν ευχάριστο νά βλέπει τόν Γκρηγκόρη σέ τέτοια γελοία κατάσταση .

-Θέλει νά τόν λένε κι αφεντικό! μουρμούρισε. 'Ένας μήνας ακόμα είναι νά δουλέψουμε, ουτε καί μήνας, καί 1'tά παμε στό χωριό . . . Δέ μπόρεσε νά κάνει λιγάκι ακόμα ύπομονή . . .

Λυπή{}ηκα τόν Γκρηγκόρη, - εκείνη ή κοπέλλα, μέ τά βύσινα, φάνταζε τόσο 1'tλιβερά καί παράλογα δίπλα του !

Συχνά, σκεφτόμουν : γιά ποιόν λόγο δ Γκρηγκόρη Σίσλιν είναι αφεντικό κι δ Φομά Τουσκόφ εργάτης;

363 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 364: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Γεροδεμένο, ασπρο, κατσαρομελιγκατο παλληκάρι, μέ γερακίσια μύτη καί γκρίζα, εξυπνα μάτια, πάνω στό στρογγυλό πρόσωπό του, δ Φομά δέν εμοιαζε μέ μου­ζίκο. > Αν ντυνόταν καλά, itά περνούσε γιά εμποροπαίδι από καλή οικογένεια. ·Ήταν ενας τύπος πάντα αγέλα­στος, λιγόλογος καί σταράτος στίς κουβέντες. Γραμματι­ζούμενος ανitρωπος, κρατούσε τά τεφτέρια τού εργοδη­γού, εφτιαχνε τούς λογαριασμούς του, ηξερε νά βάλει τούς συντρόφους του νά δουλεύουν καλά, μά ό ίδιος δέ δούλευε μέ δρεξη.

-Ή δουλειά δέν τελειώνει ποτέ, ελεγε ησυχα. Γιά τά βιβλία μιλούσε περιφρονητικά: Μπορείς νά τυπ(όσεις σ,τι itέλεις, εγώ μπορώ νά σκαρφιστώ κάτι τέτοια σσα φαντάζεσαι, σλα τρίχες !

'Όμως, τ' ακουγε σλα μέ προσοχή . Κι σταν τόν ενδιάφερε κάτι, ψιλορωτούσε γιά σλα καί επέμενε. Καί πάντα σκεφτόταν γιά κάτι δικό του, δλα τά μετρούσε μέ τό δικό του μέτρο.

Μιά φορά, είπα τού Φομα, πώς itά μπορούσε νά γίνει εργολάβος. 'Εκείνος απάντησε βαριεστημένα:

-"Αν είναι νά βγάλεις μονομιας χιλιάδες, ναί, αξίζει τόν κόπο νά τρέχεις . . . Μά γιά πενταροδεκάρες, νά τραβιέσαι μέ τόν κόσμο, είναι ανόητο, σά νά κοπανας αέρα. Όχι, itά κάνω δ,τι μπορώ γιά νά πάω στό μο­ναστήρι, στήν Όρανκα. Είμαι ώραίος, καταφερτζης, itά τυλίξω καμιά πραματευτού, χήρα! Γίνεται κι αυτό - ενα νέο καλογεράκι, μέσα σέ δυό χρόνια, εκανε τήν τύχη του, κι από πάνω παντρέφτηκε μιά κοπέλλα, από δώ, καστρι­νιά. Κουβαλούσε εικόνες στά σπίτια κι εκείνη τόν μπάνισε . . .

Αυτό τό 'βγαλε απσ τό μυαλό του, - ηξερε πολλές ίστορίες, πού εδειχναν πώς ή itητεία στά μοναστήρια όδηγεί στήν ευκολη ζωή. ΟΙ Ιστορίες του δέ μού αρεσαν , δέ μού αρεσε καί ή νοοτροπία τού Φομα, μά ημουν σίγουρος, πώς itά πήγαινε στό μοναστήρι.

"Αρχισε ή εμποροπανήγυρη, κι δ Φομά, χωρίς νά τό περιμένει κανείς, πιάστηκε γκαρσόνι σέ μιά ταβέρνα. Δέ μπορώ νά πώ, πώς αυτό φάνηκε παράξενο στούς συν-

364 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 365: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τρόφους του, μά ολοι τους αρχισαν νά βλέπουν τόν νέο μέ περιφρόνηση. Τίς γιορτές, οταν πήγαιναν νά πιούν τσάι, λέγανε μεταξύ τους, γελώντας:

-'Άντε, πάμε στόν εκτο της όμάδας! Όταν εμπαιναν στήν ταβέρνα, φωνάζανε σάν άφεν­

τικά: -Έϊ, γκαρσόν ! Έ, κατσαρομάλλη, ελα δώ! Έκείνος ερχόταν καί ρωτούσε, άνασηκώνοντας λίγο

τό κεφάλι: -Διατάξτε! -Δέ γνώρισες τούς φίλους σου ; -Δέν εχω καιρό νά γνωρίσω . . . Ένιω-6ε, πώς οί σύντροφοί του τόν περιφρονούν,

{}έλουν νά σπάσουν πλάκα μαζί του, καί τούς κοιτούσε μ' ενα βλέμμα βαριεστημένης άναμονης. Τό πρόσωπό του γινόταν άνέκφραστο, μά σού 'δινε τήν εντύπωση, νά λέει:

«'Άντε, κάντε γρήγορα, κοροϊδέψτε, νά ξεμπερδεύ­ουμε . . . »

-Νά πάρουμε ενα τσαγάκι; τόν ρωτούσαν. Κι επίτη­δες εψαχναν πολλήν ωρα τίς τσέπες καί τά κομποδέματά τους καί δέν τού δίνανε τίποτε.

Ρώτησα τόν Φομά: τί εγινε, κι ενώ έτοιμαζόταν γιά καλόγερος, γίνηκε λακές;

-Δέν σκεφτόμουν νά γίνω καλόγερος, μού είπε, καί σερβιτόρος δέ -6ά κα-6ήσω πολύ . . .

'Ύστερ' άπό τέσσερα, περίπου, χρόνια, τόν άντάμω­σα, στό Τσαρίτσιν. Ήταν άκόμα γκαρσόνι, σέ ταβέρνα. Έπειτα, διάβασα στίς εφημερίδες, πώς ό Φομά Του­τσκόφ πιάστηκε γιά άπόπειρα κλοπης μέ διάρρηξη .

Έκείνο πού μού εκαμε ιδιαίτερη κατάπληξη ηταν ή ίστορία τού πετρά Άρταλιόν, τού πρώτου καί καλύτε­ρου εργάτη στό συνεργείο τού Πιότρ. Έτούτος ό σαραν­τάρης μαυρογένης καί γλεντζές μουζίκος, μ' εκανε νά άναρωτη-6ώ α{}ελά μου : γιατί δέν είναι αυτός τό άφεντι­κό, άλλά ό Πιότρ; "Επινε βότκα σπάνια καί ποτέ του τόση, πού νά με-6ύσει. "Ηξερε -6αυμάσια τή δουλειά του καί τήν άγαπούσε. Πετούσαν τά τούβλα στά χέρια του,

365 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 366: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σάν κόκκινα περιστέρια. Δ ίπλα του, ό καχεκτικός καί σκουντούφλης Πιότρ φάνταζε όλότελα άχρηστος στό συνεργείο. 'Έλεγε, γιά τή δουλειά:

-Χτίζω γιά τούς αν1'tρώπους σπίτια πέτρινα καί γιά μένα ξύλινο τάφο . . .

Ό Άρταλιόν πάλι εσκουζε στήνοντας τά τούβλα μέ μιάν ευ1'tυμη μανία:

-Άντε, παιδιά, δουλεύτε γιά τή δόξα τού 1'tεού! Κι ελεγε σ' δλους, πώς, τήν ερχόμενη άνοιξη, 1'tά πάει

στό Τόμσκ, δπου ό γαμπρός του πήρε μιά μεγάλη ερ­γολαβία - νά χτίσει εκκλησία - καί τόν 1'tέλει επι­στάτη .

-Τό εχω αποφασίσει. Μ' αρέσει νά χτίζω εκκλησιές! ελεγε καί μού πρότεινε: �Eλα μαζί μου ! Στή Σιβηρία, αδερφέ μου, πολύ λίγοι είναι οί γραμματιζούμενοι, εκεί τά γράμματα είναι ενα ατού γερό!

'Εγώ συμφωνούσα κι ό Άρταλιόν φώναζε 1'tριαμβευ­τικά :

-Αυτή, μάλιστα ! Αυτή είναι δουλειά, σχι αστεία . . . Δεχόταν πάντα τόν Πιότρ καί τόν Γκρηγκόρη μ' ενα

καλόκαρδο χαμόγελο, δπως ό μεγάλος τά παιδιά, κι ελεγε στόν Όσιπ:

-Καυχησιάρηδες, δλο κάνει ό ενας τόν εξυπνο στόν άλλο, λές καί παίζουν χαρτιά. Ό ενας λέει καρά, ό άλλος φωνάζει κούπες!

Ό 'Όσιπ παρατηρεί αόριστα: -Δέ γίνεται καί διαφορετικά. Ή παίνια είναι στό

αίμα τού αν1'tρώπου, δλα τά κορίτσια περπατάν μέ τά βυζά τεντωμένα . . .

-'Όλο ωχ καί ωχ, 1'tεός καί 1'tεός, κι δμως μαζεύουν λεφτά! δέν τό 'βαζε κάτω ό Άρταλιόν.

-Ό Γκρίσα, δμως, δέ μαζεύει . . . -Λέω γιά μένα. Νά μπορούσα νά πάω μέ τόν 1'tεό στό

δάσος, στήν ερημο . . . �Ωχ, αδερφέ, βαρέ1'tηκα πιά εδώ, 1'tά τραβήξω, τήν άνοιξη, γιά τή Σιβηρία . . .

Οί εργάτες λέγανε, μέ κάποια ζήλεια, γιά τόν Άρτα­λιόν:

-Υ Α ν είχαμε καί μείς κάποιο αποκούμπι, σάν τόν

366 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 367: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

γαμπρό σου, καί μείς δέ itά φοβόμασταν τή Σιβηρία . . . Ξαφνικά, δ Άρταλιόν χάitηκε. Τήν Κυριακή εφυγε

από τό συνεργείο καί, γιά τρείς μέρες περίπου, δέν ηξερε κανείς πού βρίσκεται.

Καί κάναμε, ανησυχώντας, διάφορες ύποitέσεις: -Μήπως τόν ξέκαναν ; -Μπας καί κάνοντας μπάνιο πνίγηκε; Ήρitε, δμως, δ Έφίμουσκα καί τούς είπε συγχισμέ-

νος: -Τό 'ριξε εξω δ Άρταλιόν! -'Άσε τά ψέματα! φώναξε δύσπιστα δ Πιότρ. -Τό 'ριξε εξω, σού λέω, τά κοπάνισε γερά. 'Άναψε

φλόγα στήν καρδιά του. Μού φαίνεται πώς πέitανε ή αγαπημένη γυναίκα του . . .

-Ήταν χηρος! Πού είναι ; Ό Πιότρ τράβηξε μπουρινιασμένος, νά σώσει τόν

Άρταλιόν, μά εκείνος τόν εσπασε στό ξύλο. Τότε, δ Όσιπ εσφιξε γερά τά χείλια, εχωσε τά χέρια

βαitιά στίς τσέπες του κι είπε: -Θά πάω νά δώ τί συμβαίνει. Καλός ανitρωπος

είναι . . . πηγα μαζί του. -Νά τί σού είναι δ ανitρωπος, ελεγε δ Όσιπ, στ6ν

δρόμο. Κάitεται-κάitεται, σού φαίνεται πώς πάει μιά χαρά, καί ξαφνικά σηκώνει τήν συρά, σά νά τόν χτύπησε ντ(�βανoς, τό βάζει στά πόδια κι δπου τόν βγάλει ή ακρη. Κοίτα, Μαξίμιτς, καί πάρε μαitήματα . . .

Φτάσαμε σ' ενα από τά φτηνά σπίτια τού «Χαροκό­που Κουνάβινου» , μας ύποδέχτηκε μιά κατεργάρα γρι­ούλα. Ό Όσιπ κάτι είπε κρυφά μαζί της καί κείνη μας όδήγησε σέ μιά μικρή, αδειανή καμαρούλα, σκοτεινή καί βρώμικη, σάν αχούρι. Στό κρεβάτι κοιμόταν, ξέσκεπη, μιά χοντρή νταρντάνα. Ή γριά τήν εσπρωξε, μέ τή γροitιά της, στό πλευρό, κι είπε:

-Ξύπνα! Έ, μωρή ύπναρού, ξύπνα! Ή γυναίκα πήδηξε απάνω τρομαγμένη , τρίβοντας Τ{l

μάτια μέ τίς παλάμες της καί ρώτησε: -Θεέ μου ! Ποιός εΙν' αυτός; Τί είν' αυτό;

367 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 368: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Μυστική αστυνομία, είπε αυστηρά ό Όσιπ. Ή γυναίκα βόγγηξε κι εξαφανίστηκε, καί κείνος εφτυσε τό κατόπι της καί μου εξήγησε:

-Τούς χαφιέδες τούς φοβουνται περισσότερο κι από τούς διαβόλους.

Ή γριά κατέβασε από τόν τοίχο εναν μικρό καίtρέφ­τη κι ανασήκωσε ελαφρά ενα κομμάτι από τό χαρτί της ταπετσαρίας.

-κοιταχτε, αυτός είναι; Ό Όσιπ κόλλησε στή χαραμάδα. -Αυτός είναι ό ιδιος! Δ ιώξε τήν κοπέλλα από κεί . . . Κοίταξα κι εγώ από τή χαραμάδα: μέσα σέ μιά τέτοια

στενή τρύπα, σάν κι αυτή πού ημασταν, κοντά στό περβάζι του παραίtυριoυ, μέ τά παντζούρια κατά­κλειστα, εκαιγε ενα τενεκεδένιο λυχνάρι ' δίπλα του καίtόταν μιά αλλoίίtωρη τατάρα, πού μπάλωνε ενα πουκάμισο. Πίσω της, πάνω στά δυό μαξιλάρια του κρεβατιου ξεχώριζε ή πρησμένη φάτσα του Άρταλιόν ' πρόβαλε στόν αέρα ή μαύρη, ανάκατη γενειάδα του. Ή τατάρα ταράχτηκε, φόρεσε μιά μπλούζα, πέρασε κοντά από τό κρεβάτι καί, ξαφνικά, εμφανίστηκε στό δωμάτιό μας.

Ό ΥΟσιπ της ερριξε μιά ματιά καί ξανάφτυσε: -ου, ξεδιάντροπη ! -Καί σύ είσαι γεροξεκούτης, απάντησε εκείνη, γε-

λώντας. Κι ό 'Όσιπ γέλασε, φοβερίζοντάς την μέ τό δάχτυλο. Περάσαμε στή μονιά της μογγόλας, ό γέρος κάίtησε

στό κρεβάτι, στά πόδια του Άρταλιόν καί πολλή ν ωρα πρoσπαίtoυσε, μάταια, νά τόν ξυπνήσει, ενώ εκείνος μουρμούριζε:

-Υ Α ντε, καλά ... περίμενε, ίtά πάμε . . . Τελικά, ξύπνησε, κοίταξε μ' αγριο βλέμμα τόν ΥΟσιπ,

επειτα εμένα, επειτα εκλεισε τά κόκκινα μάτια του καί μούγκρισε:

-ΥΕ, ω . . . -Τί κάνεις; είπε ό ΥΟσιπ ηρεμα, χωρίς επιτιμητικό

τόνο, μά σοβαρά.

368 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 369: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-"Εμπλεξα, είπε δ ' Αρταλιόν, βήχοντας καί φτύ-νοντας.

-Πώς ετσι; -Νά, ετσι . . . -" Ασκημα νομίζω . . . -Τί καλοσιά γυρεύεις . . . Ό Άρταλιόν πήρε από τό τραπέζι ενα μπουκάλι κι

άρχισε νά πίνει, κι επειτα τό εδωσε στόν "Οσιπ: -Θέλεις; Πρέπει νά 'χουμε καί μεζέ κάπου έδώ. Ό γέρος εχυσε στό στόμα του κρασί, κατάπιε, εκανε

μιά γκριμάτσα κι άρχισε νά μασουλά ενα κομμάτι ψωμί, ενώ, κουντούφλης δ Άρτάλιόν ελεγε αργά καί μαχμού­ρικα:

-Πού λές, μπερδεύτηκα μέ τή μογγόλα. 'Όλα τά 'κανε δ Έφίμουσκα. Ή μογγόλα, μού λέει, είναι νεαρή, ορφανή, άπό τό Κασίμοβο, ηρ{}ε γιά τήν εμποροπανή­γυρη .

Πίσω από τόν τοίχο άρχισε κάποιος νά μιλάει μέ σπασμένα ρώσικα:

-Ή Μογγόλα καλύτερα! Σάν πουλαδίτσα. Διώξε αυτόν εξω. Ντέν είναι πατέρας σου . . .

-Αυτή είναι, μουρμούρισε δ Άρταλιόν, κοιτώντας αφηρημένα τόν τοίχο.

-Τήν είδα, είπε δ "Οσιπ. Ό Άρταλιόν γύρισε σ' εμένα: -Αυτά εχει ή ζωή, άδελφέ μου . . . Περίμενα, πώς δ ·Οσιπ {}' άρχιζε τόν ' Αρταλιόν μέ τό

σκληρό, μέ τά δασκαλέματα. Καί κείνος {}ά ζάρωνε μετανοιωμένος. Μά δέν εγινε κάτι τέτοιο. Κά{}ονταν πλάι-πλάι, σμίγανε τά χνώτα τους καί κουβέντιαζαν ησυχα, μέ φράσεις κοφτές. Ήταν πολύ {}λιβερό νά τούς βλέπεις μέσα σέ τούτη τή σκοτεινή , βρώμικη μονιά. Ή μογγόλα πετούσε από τή χαραμάδα τού τοίχου αστείες κουβέντες, μά κείνοι δέν τήν άκουγαν. Ό ·Οσιπ πήρε από τό τραπέζι μιά ρέγκα, τή χτύπησε στή μπότα του κι άρχισε, προσεχτικά, νά βγάζει τή πέτ.σα της, ρωτώντας:

-Τά λεφτά σρυ τά μάσησες Όλα; -"Εχω κάτι στόν Πετρούχα . . . -Κοίτα νά συνεφέρεις. Καλά {}ά 'κανες νά πάς στό

369 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 370: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Τόμσκ . . . -Ναί, βέβαια, στό Τόμσκ . . . -�H μήπως μετάνοιωσες; -Υ Α ν μέ καλουσε κανένας ξένος . . . -Καί ποιός δικός σου σέ καλεί; -Ή αδελφή κι δ γαμπρός . . . -Καί λοιπόν; -Δέν είναι καί πολύ ευχάριστο νά γίνεις στήν αρχή

φόρτωμα στούς δικούς σου . . . -Ή αρχή παντου ή ιδια είναι. -Κι δμως . . . Μιλουσαν τόσο φιλικά καί σοβαρά, πού ή μογγόλα

επαψε νά τούς κορο'ίδεύει, μπηκε στό δωμάτιο, ξεκρέμα­σε αμίλητη τό φουστάνι της από τόν τοίχο κι εγινε άφαντη .

-Νεαρή, είπε δ Όσιπ. Ό Άρταλιόν τόν κοίταξε κι είπε, χωρίς πίκρα: -'Όλα τά 'κανε δ Έφίμουσκα, δ σκανταλιάρης.

'Έξω από γυναίκες τίποτε άλλο δέν ξέρει . . . 'Όσο γιά τή μογγόλα είναι πολύ ζωηρή, μιά ζουρλοπαντιέρα . . .

-Κοίτα νά ξεμπλέξεις, τόν προειδοποίησε δ 'Όσιπ, κι αφου ροκάνισε τή ρέγγα, άρχισε τόν αποχαιρετισμό.

Στόν δρόμο της επιστροφης, ρώτησα τόν Όσιπ: -Γιατί πηγες; -Έτσι, νά τόν δω. Ό άνitρωπος είναι γνωστός μου.

Πο-ολλές τέτοιες περιπτώσεις είδαν τά μάτια μου. Ό άνitρωπος κάitεται-κάitεται καί, ξαφνικά, τινάζεται καί ξεφεύγει, itαρρείς, από τό καμάκι, επανάλαβε αυτό πού μου 'χε πεί καί πρωτύτερα. Πρέπει νά φυλάγεσαι από τή βότκα!

Μά σέ λίγο πρόσitεσε: -Δίχως αυτή , δμως, δέν εχει χάρες ή ζωή ! -Δ ίχως τή βότκα; -Καί βέβαια! Πίνεις καί, itαρρείς, πηγαίνεις σ' άλλη

γη, σ' άλλο κόσμο . . . Ό Άρταλιόν δέν ξέμπλεξε. Σέ λίγες μέρες, γί,ρισε στή

δουλειά, μά σέ λίγο πάλι εξαφανίστηκε. Τήν άνοιξη τόν αντάμωσα ανάμεσα στούς μαουνιέρηδες. Τόν είδα νά

370 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 371: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σπάζει τόν πάγο γύρω από τίς μαουνες, στά γουρνιασμέ­να νερά του ποταμου. Άγκαλιαστήκαμε γκαρδιακά καί πήγαμε στό καφενείο νά πιουμε τσάι. Τήν ωρα, δμως, πού πίναμε τό τσάι, αρχισε νά παινιέται:

-Θυμάσαι τί δουλευτής ημουν, ε; Δέν τό λέω γιά νά παινιέμαι, μά στή δουλειά μου είμαι χημικός! Έκατο­στάρικα δλάκερα μπορουσα νά κερδίσω ...

-"Ομως, δέν κέρδισες. -' Α, δέν κέρδισα! φώναξε μέ περηφάνεια. Νά τή

βράσω τή δουλειά! Μιλούσε μέ πλατειές χειρονομίες, οι αν-ιJ-ρωπoι, στό

καφενείο, ακουγαν μέ προσοχή τή ζωηρή κουβέντα του. -Θυμάσαι τί είπε γιά τή δουλειά κείνη ή σιγανοπα­

παδιά δ Πετρούχα; «Για τους αν-ιJ-ρώπoυς πέτρινο σπίτι, γιά μένα ξύλινο φέρετρο». Αυτό 'ναι δλη ή δουλειά.

του είπα: -Ό Πετρούχα είναι αρρωστος, φοβάται τόν -ιJ-άνατo. Μά ό ' Αρταλιόν εσκουξε: -Καί γώ αρρωστος είμαι, μπορεί ή ψυχή μου νά μή

βρίσκεται στόν τόπο της! Τίς γιορτές, κατέβαινα συχνά από τήν πόλη στήν δδό

Μιλιόνναγια, δπου είχαν τό στέκι τους οι αλήτες καί εβλεπα πόσο γρήγορα δ Άρταλιόν γινόταν αν-ιJ-ρωπoς έκείνου του «χρυσου λόχου». Ό ευ-ιJ-υμoς καί σοβαρός, πρίν από εναν χρόνο, Άρταλιόν εγινε τώρα, -ιJ-αρρείς, φωνακλάς, περπατάει σερέτικα, μέ τόν ι1μο σκυφτό, κοιτάει τόν κόσμο προκλητικά, λές καί ζητάει καυγάδες καί αντροπαλέματα, κι δλο καυχόταν:

-Κοίτα πώς μέ δέχονται οι αν-ιJ-ρωπoι, - έδώ είμαι σάν αταμάνος!

'Ό,τι κέρδιζε, τό κερνουσε στούς αλήτες, εμπαινε στούς καυγάδες κι επαιρνε πάντα τό μέρος τού αδύνα­του καί συχνά ελεγε:

-Παιδιά, δέν είναι σωστό! Πρέπει νά 'σαστε σωστοί! Κι ετσι πήρε τό παρατσούκλι ό Σωστός, κι αυτό τού

αρεζε πολύ καί καμάρωνε. Παρακoλoυ-ιtoύσα μέ ζήλο τούς αν-ιJ-ρώπoυς, πού

γέμιζαν ασφυκτικά τόν παλιό καί βρώμικο πλακόστρω-

37] Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 372: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

το δρόμο. 'Όλοι ηταν αν1'tρωποι τσακισμένοι από τη ζωή, μά σού 'διναν τήν εντύπωση, πώς φτιάξανε μιάν αλλη, δική τους, ανεξάρτητη από αφεντικά καί χαρούμε­νη. Άνέμελοι, λεβέντες, μοϋ 1'tυμίζανε τίς ίστορίες τού παππού, γιά τούς μαουνιέρηδες, πού ευκολα γίνονταν ληστές κι αναχωρητές. 'Όταν δέν είχαν δουλειά, δέν περιφρονούσαν τίς μικροκλεψιές από τίς μαούνες καί τά καράβια, μά αυτό δέ μέ πείραζε, γιατί εβλεπα, πώς δλάκερη ή ζωή είναι ραμμένη μέ κλεψιά, σάν ενα παλιό καφτάνι, ραμμένο μέ γκρίζες κλωστές. Σύγκαιρα, εβλε­πα πώς οί αν1'tρωποι αυτοί δουλεύουν, μερικές φορές, μέ μεγάλο εν1'tουσιασμό, χωρίς νά λυπούνται δυνάμεις, δπως συνέβαινε στά επείγοντα ξεφορτώματα, από τά καράβια στά σλέπια, γιά νά περάσει τό καικι τά ρηχά νερά τού ποταμού, δπως γινόταν στίς πυρκαγιές καί τόν καιρό, πού λειώναν οί πάγοι, στό ποτάμι. Καί, γενικά, ζούσαν πιό χαρούμενοι κι ευχαριστημένοι από τή ζωή, παρά δ αλλος κόσμος.

Ό ·Οσιπ, δμως, μόλις αντιλήφ1'}ηκε τή φιλία μου μέ τόν Άρταλιόν, μέ προειδοποίησε, σάν πατέρας:

-Ξέρεις κάτι, ψυχούλα μου, καημένο μου ξερόκλα­δο; Άναρωτιέμαι γιατί εχεις τόσο πολλές φιλίες μέ τούτον εδω τόν τρόφιμο της Μιλιόνναγια; Κοίτα μήν πά1'tεις καμιά ζημιά ...

Τού είπα, δπως μπορούσα, δτι μ' αρέσει ό κόσμος αυτός, πού ζεί χωρίς δουλειά, χαρούμενα.

-Σάν τά πουλιά τ' Ο'υρανού, μέ διέκοψε εκείνος, χαμογελώντας. Κι είναι τέτοιοι, γιατί είναι ενας κόσμος τεμπέλης καί κούφιος, ή δουλειά γι' αυτούς είναι βά­σανο!

-Μά ξέρεις τί είναι δουλειά; 'Ένας λόγος λέει: από τή δουλειά τήν τίμια δέ χτίζονται πέτρινα σπίτια!

Μού ηταν εύκολο νά τό πω, ακουγα πολύ συχνά τήν παροιμία αυτή κι ενιω1'tα τήν αλή1'tεια της. Μά δ ·Οσιπ 1'tύμωσε μαζί μου κι εβαλε τίς φωνές:

-Ποιός τό λέει αυτό; Οί βλάκες καί οί ακαμάτη δες. Καί σύ, κουτάβι, νά μήν τ' ακούς! ·Αχ, εσύ! Τίς βλακείες αυτές τίς λένε οί ζηλιάρηδες κι οί αποτυχημένοι. Καί σύ,

372 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 373: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πρωτα βγάλε φτερά κι επειτα δοκίμασε νά πετάξεις τ' αψήλου! 'Όσο γιά τή φιλία σου , {}-ά τό πω τ' αφεντικου σου, καί μή σου κακοφανεί!

Καί τό είπε. Τό αφεντικό, μάλιστα, μου είπε μπροστά του :

-' Ακου, Πεσκόφ, παράτα τή Μιλιόνναγια! Έκεί ύπάρχουν κλέφτες, πόρνες κι ό δρόμος από κεί τραβάει ίσα στή φυλακή η στό νοσοκομείο. Μήν ξαναπάς!

'Άρχισα νά πηγαίνω κρυφά καί νά μήν τό λέω σέ κανέναν, μά σέ λίγο αναγκάστηκα νά σταμαηΊσω τίς εκεί επισκέψεις μου.

Μιά μέρα, κα{}-όμουν μέ τόν Άρταλιόν καί τόν φίλο του Ρομπένοκ, στή στέγη ένός ύπόστεγου , στήν αυλή ένός φτηνου ξενοδοχείου. Ό Ρομπένοκ μάς ανιστορου­σε, μέ κέφι, πως εφτασε, μέ τά πόδια, από τό Ροστόφ του Ντόν στή Μόσχα. 'Ήταν, τότε, στρατιώτης, σκαπανέας, τιμημένος μέ τό παράσημο του Άγίου Γεωργίου, κου­τσός, γιατί στόν ρωσοτουρκικό πόλεμο του σπάσανε τό γόνατο. Κοντός, κορμοδεμένος, είχε φοβερή δύναμη στά χέρια, μιά δύναμη αχρηστη, γιατί δέ μπορουσε νά δουλέψει από τήν κουτσαμάρα του. Άπό κάποια αρρώ­στια, του πέσανε τά μαλλιά της κεφαλης καί τά γένεια του . Τό κεφάλι του {}-ύμιζε, πραγματικά, νεογέννητο μωρό.

Στραφταλίζοντας τά κιτρινοκόκκινα μάτια του, ελεγε:

-Φτάνω, πού λέτε, στό Σερπούχοβο, βλέπω εναν παπά στήν ακρη του φράχτη . Παππούλη, του λέω, ελεημοσύνη στόν ηρωα του τουρκικου πολέμου . . .

Κουνάει τό κεφάλι καί λέει ό Άρταλιόν: -Άντε, λέγε ψευτιές, λέγε . . . -Γιατί λέω ψευτιές; ρωτάει ό Ρομπένοκ, χωρίς νά

παρεξηγη{}-εί. Μά ό φίλος μου μουρμουρίζει, σέ τόνο πεισματικό καί δασκαλίστικο:

-Δέν είσαι σωστός! Έσύ πρέπει νά γίνεις φύλακας, οί κουτσοί πάντα ζούνε σά φύλακες, ενω εσύ τραβολογι­έσαι τζάμπα δεξιά κι αριστερά κι δλο λές ψέματα . . .

-Μά τό κάνω γιά νά γελάσουμε, γιά νά σπάμε

373 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 374: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πλάκα, λέω ψέματα . . . -Έσύ νά γελάσεις μέ τόν έαυτό σου . . . Στή σκοτεινή καί λασπερή αιιλή, αν καί δ καιρός

ηταν ξερός καί ή μέρα λιόλουστη, πρόβαλε μιά γυναίκα καί φώναξε, κουνώντας κάποιο κουρέλι:

-Ποιά αγοράζει φούστα; Έι, φιλενάδες . . . 'Από τίς ραγάδες τού σπιτιού βγήκανε κάτι γυναίκες

καί κυκλώσανε τή γυναίκα. Τή γνώρισα αμέσως. Ήταν ή πλύστρα ή Ναταλία! Πήδηξα κάτω από τή στέγη , μά εκείνη, εδωσε τή φούστα, μέ τήν πρώτη τιμή, καί κίνησε, σιγά-σιγά, νά φύγει από τήν αυλή.

-Γειά σου ! τή χαιρέτησα χαρούμενος, μόλις τήν εφτασα εξω από τήν αυλόπορτα.

-Παρακάτω, τί εχεις αλλο νά πείς; ρώτησε εκείνη, λοξοκοιτάζοντας κατά τό μέρος μου, μά, ξαφνικά, σταμάτησε καί φώναξε ι'tυμωμένα:

-Κύριε ελέησον! Τί ttέλεις εσύ εδώ; . . . Έγώ συγκινήι'tηκα καί τά 'χασα, από τό τρομαγμένο

ξεφωνητό της. Κατάλαβα, πώς τρόμαξε γιά μένα: τόσο εντονα απoτυπώι'tηκαν ό τρόμος κι ή απορία στό εξυπνο πρόσωπό της. της εξήγησα, στά πεταχτά, πώς δέ μένω σ' αυτί)ν τό δρόμο, μά ερχομαι, κάπου-κάπου, νά δώ, γιά σεργιάνι.

-Νά δείς; ! ξεφώνησε ειρωνικά καί οργισμένα. Γιά ποιό λόγο; τί νά σεργιανίσεις; τίς τσέπες τών περα­στικό)ν καί τούς κόρφους τών γυναικών ;

Τό πρόσωπό της ηταν τσαλακωμένο, κάτω από τά μάτια της εΙχε μαύρους ίσκιους, τά χείλια της κρέμασαν πλαδαρά.

Σταματώντας στήν πόρτα της ταβέρνας εΙπε: -Πάμε νά σέ κεράσω ενα τσάι ! Ντυμένος, και'tαρoύ­

τσικος, σχι σάν τούς ντόπιους, μά κάτι μού λέει, νά μή σέ πιστέψω . . .

Στήν ταβέρνα, δμως, μέ πίστεψε, ι'tαρρείς. Καί βά­ζοντας τσάι, αρχισε νά μού λέει, βαριεστημένα, πώς πρίν από μιά μόλις ωρα ξύπνησε καί πώς ακόμα δέν εφαγε ουτε ηπιε τίποτα.

-Χτές ημουν στό κρεβάτι μει'tυσμένη, σκνίπα, καί δέ

374 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 375: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ftυμαμαι πού τά κοπάνησα καί μέ ποιόν. Τή λυπή{}ηκα, ενιωftα ασκημα μπροστά της καί

ftέλησα νά τή ρωτήσω πού εΙναι ή κόρη της. Έκείνη, αφού ηπιε τή βότκα καί τό ζεστό τσάι της, αρχισε νά μιλάει ζωηρά, ωμά, Όπως Όλες οί γυναίκες αυτού τού δρόμου. 'Όταν, δμως, τή ρώτησα γιά τήν κόρη της, αμέσως ξεμέ{}υσε κι εβαλε τίς φωνές:

-Καί γιατί ftέλεις νά τό μάftεις; 'Όχι, αγαπητέ μου, δέ μπορείς νά βρείς τήν κόρη μου, σχι!

Ήπιε λιγάκι ακόμα καί μού τά ίστόρησε: -Ή κόρη μου δέν εχει καμιά δουλειά, μαζί μου.

Ποιά εΙμαι εγώ; Μιά πλύστρα. Τί μάνα νά μ' εχει; Έκείνη εΙναι μορφωμένη, σπουδαγμένη. Ναί, αδερφέ μου! Καί εφυγε από κοντά μου καί πηγε σέ μιά πλούσια φιλενάδα της, νά γίνει, λέει, δασκάλα ...

Σώπασε γιά λίγο κι επειτα ρώτησε σιγανά: -Αυτά εΙναι τά νέα μας! Δέ ftέλετε πλύστρα; Ή

μήπως ftέλετε καμιά τού γλυκού νερού; 'Ότι ηταν τού «γλυκού νερού», τό είδα, φυσικά,

αμέσως, αλλες γυναίκες στόν δρόμο αυτό δέν ύπηρχαν. 'Όταν, δμω�, τό εΙπε μόνη της αυτό, μού 'ρftαν δάκρυα, από τή ντροπή καί τή λύπη μου γι' αυτήν, λές καί μού εβαλε φωτιά μ' αυτήν τήν όμολογία της. Κι ηταν προχτές ακόμα τόσο τολμηρή, ανεξάρτητη κι εξυπνη!

-' Αχ, εσύ, εΙπε εκείνη, καί μέ κοίταξε αναστενάζον­τας. Φύγε από δώ! Σέ παρακαλώ καί σέ συμβουλεύω, μή χώνεσαι εδώ, ftά χαftείς!

'Έπειτα, αρχισε νά λέει μέ κοφτές φράσεις, σά νά μονομιλούσε, σκύβοντας πάνω στό τραπέζι καί ζωγρα­φίζοντας κάτι, μέ τό δάχτυλο, πάνω στόν δίσκο:

-Τί νά τίς κάνεις τίς όρμήνειες καί τίς συμβουλές μου; 'Αφού ή ιδια μου ή κόρη δέ μ' ακουσε. της φωνάζω: «Δέ μπορείς τή μάνα πού σέ γέννησε νά τήν αφήσεις, τί πας νά κάνεις;» Καί κείνη μού λέει: «Θά πνιγώ». πηγε στό Καζάν. Θέλει νά σπουδάσει μαμή. 'Έ, καλά .. . Καλά ... Κι εγώ τί ft' απογίνω; Καί τώρα σέρνομαι ετσι .. . Πού ν' ακουμπήσω; Στόν περαστικό ...

Βυftίστηκε, επειτα, στή σιωπή καί πολλήν ωρα σκεφ-

375 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 376: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τόταν κάτι, κουνώντας, αφωνα, τά χείλια. Φαίνεται, πώς μ' είχε ξεχάσει. 1" ακρόχειλά της ζάρωσαν, τό στόμα της λύγισε, σά δρεπάνι, κι ηταν βασανιστικό, νά βλέπεις νά τρέμει τό δέρμα στ' ακρόχειλά της καί νά μιλάνε, αφωνα, γιά κάτι οί τρεμουλιαστές ρυτίδες της. Τό πρόσωπό της ηταν παιδικό, παραπονεμένο. Κάτω από τή μαντήλα της ξέβγαινε μιά τούφα μαλλιά κι ακουμπούσε στό μάγουλό της καί λυγούσε πρός τό μικρό αυτί της. Μέσα στό φλιτζάνι τού τσαγιού, πού είχε κρυώσει, επεσε ενα δάκρυ . Ή γυναίκα τό πρόσεξε, παραμέρισε τό φλιτζάνι καί σκέπασε δυνατά τά μάτια μέ τά δάχτυλά της, βγάζοντας ακόμα δυό μικρά δάκρυα. Έπειτα, σκούπισε, μέ τό μαντήλι, τό πρόσωπό της.

Δέ βαστούσα πιά νά κά{}ομαι μαζί της, σηκώ{}ηκα σιγά-σιγά.

-Άντίο σας! -Έ; Πήγαινε, πήγαινε στό διάολο ! κούνησε τό χέρι

fκείνη, χωρίς νά μέ κοιτα, φαίνεται πώς ξέχασε ποιός κα{}όταν μαζί της.

Γύρισα στήν αυλή , στόν Άρταλιόν. Έκείνος η{}ελε νά 'ρ{}εί μαζί μου, νά πιάσουμε καβούρια, ενω εγώ η\'}ελα νά τού πω γιά κείνη τή γυναίκα. Μά ούτε ό Άρταλιόν, ούτε ό Ρομπένοκ ηταν στή στέγη . Τήν ωρα πού εψαχνα νά τούς βρω, στή γειτονιά αρχισε ή φασαρία καί τό κακό, πράγματα συνη{}ισμένα στόν μαχαλα αυτό.

Βγήκα από τήν αυλόπορτα καί, τήν ίδια στιγμή, σκόνταψα πάνω στή Ναταλία. Βάδιζε σάν τυφλή, πάνω στό πλακόστρωτο, κλαίγοντας μ' αναφιλλητά, σκουπί­ζοντας, μέ τό κεφαλομάντηλό της, τά σπασμένα μούτρα της καί σιάζοντας μέ τό αλλο χέρι τά ανάκατα μαλλιά της. Πίσω της, προχωρούσαν ό Άρταλιόν κι ό Ρομπένοκ. Ό Ρομπένοκ ελεγε:

-Δωσε της αλλη μιά, δωσε! 'Άρπαξα τό χέρι τού Άρταλιόν, εκείνος γύρισε καί

μέ κοίταξε μ' απορία. -Τί επα{}ες ; -Μήν τήν πειράζεις, κατόρ{}ωσα νά πω μέ δυσ-

κολία.

376 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 377: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

'Έσκασε στά γέλια. -Τήν εχεις ερωμένη ; Άντε, Νατάσα! Χασκογέλασε κι ό Ρομπένοκ, πιάνοντας τήν κοιλιά

του. Καί πολλή ν ωρα μέ ξερόψησαν μέ καυτή λάσπη, ηταν αφόρητο μαρτύριο ! Μά τήν ωρα πού ασχολούνταν μ' αυτή τή δουλειά, ή Ναταλία εφυγε καί γώ, τελικά, εχασα τήν ύπομονή μου, εδωσα μιά δυνατή κεφαλιά τού Ρομπένοκ στό στη{tος, τόν ερριξα κάτω καί τό 'βαλα στά πόδια.

'Από κείνη τή μέρα, καί γιά πολύν καιρό, δέν πάτησα πιά στόν μαχαλά Μιλιόνναγια, μά τόν 'Αρταλιόν τόν είδα αλλη μιά φορά, στό πέραμα.

-Πού χά{tηκες, μέ ρώτησε δλο χαρά. 'Όταν τού εξήγησα, πώς αναστατώνομαι, δταν {tVfLii­

μαι πώς εδειρε τή Ναταλία καί τό χνέρι πού μού 'κανε μέ τή λάσπη, ό 'Αρταλιόν γέλασε καλόκαρδα:

-Μά μήπως αυτά ηταν πράματα σοβαρά; Ειπαμε νά κάνουμε ενα αστείο καί σέ πασαλείψαμε μέ λάσπη ! 'Όσο γιά κείνη, γιατί νά μήν τή δέρνεις, αφού είναι τού πεζοδρομίου ; Τίς γυναικες τίς δέρνουν, καί κάτι τέτοιες πολύ περισσότερο. Μήν τίς λυπάσαι ! Μόνο πού δλα αυτά γίνονται γιά πλάκα, γιά νά περνάει ή ωρα. Ξέρω, πώς ή γρο{tιά δέν είναι δασκαλίκι.

-Μά καί τί νά της μά{tεις; Σέ τί είσαι εσύ καλύτε­ρος; . . .

Μ' αγκάλιασε από τούς ωμους, μέ τράνταξε κ ι είπε μέ περιγέλοιο:

-Τό κακό τό δικό μας είναι, πώς δέν είναι κανένας από κανέναν καλύτερος . . . 'Όλα τά καταλαβαίνω, α­δελφέ μου, κι από τήν καλή κι από τήν ανάποδη , δλα! Δέν είμαι στουρνάρι . . .

Ήταν λιγάκι πιομένος, στό τσακίρ κέφι. Μέ κοι­τούσε, μέ τήν τρυφερή συμπόνια τού καλού δασκάλου πρός τόν χοντροκέφαλο μα{tητή του . . .

. . . Μερικές φορές αντάμωνα μέ τόν Παύλο Όντίν­τσοφ. Έγινε πιό ζωηρός, ντυνόταν κομψά, μιλούσε μαζί μου συγκαταβατικά κι δλο μάλωνε:

-Τί είναι αυτή ή δουλειά πού επιασες, {tά χαντακω-

377 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 378: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ftείς! 'Ετούτοι οί μουζίκοι . . . 'Έπειτα, μού είπε, λυπημένος, τά νέα από τή ζωή τού

αργαστηριού: -Ό Ζιχαριόφ τραβολογιέται ακόμα μέ κείνη τή

γελάδα. Ό Σιτάνοφ, φαίνεται πώς εχει κάποιο καημό, αρχισε νά πίνει πολύ. 'Όσο γιά τόν Γκόγκολεφ, τόν εφαγαν οί λύκοι. πηγε, τίς γιορτές, στό χωριό καί κεί τόν βρήκανε μεftυσμένο οί λύκοι καί τόν κατασπαράξανε!

Καί ξεσπώντας σ' ενα χαρούμενο γέλιο, πρόσftεσε: -Τόν φάγανε καί μέftυσαν δλοι ! 'Ηρftαν στό κέφι,

σηκώ{}ηκαν στά πισινά τους κι εκοβαν βόλτες στό δάσος, σάν ντρεσαρισμένα σκυλιά, καί ούρλιαζαν, κι επειτα από ενα μερόνυχτο ψόφησαν δλοι !

Γέλασα κι εγώ πού τ ' ακουσα, μά είχα τήν αισftηση, πώς τό αργαστήρι, μαζί μέ δλα, δσα είχα ζήσει εκεί, βρισκόταν, τώρα, μακρυά μου. Αυτό μού ηταν λιγάκι ftλιβερό.

19

ΤΟΝ χειμώνα, δέν ειχαμε σχεδόν δουλειά, στήν αγορά. Στό σπίτι τήν περνούσα δπως παλιότερα, μ' ενα σωρό μικροδουλειές. Αυτές πιάνανε δλη τή μέρα μου, μά τά βράδια μού εμεναν ελεύftερα. Δ ιάβαζα, καί πάλι φωνα­χτά, στ' αφεντικά μου δυσάρεστα, γιά μένα, μυftιστορή­ματα, από τή « Νίβω> , από τό « Μοσκόβσκι Αιστόκ» , καί τίς νύχτες καταπιανόμουνα μέ τό διάβασμα καλών βιβλίων καί δοκίμαζα νά γράψω ποιήματα.

Μιά μέρα, πού είχαν φύγει οί γυναίκες, γιά τήν όλονυχτία καί τό αφεντικό εμεινε στό σπίτι, γιατί δέν ενιωftε καλά, μέ ρώτησε:

-Ό Βίκτορ γελάει, πώς τάχα ό Πεσκόφ γράφει ποιήματα. Είναι αλήftεια; • Αντε, διάβασέ μου κανένα!

Δέ μού ηταν εύκολο ν' αρνηftώ, τού διάβασα μερι­κούς στίχους. Φαίνεται, πώς δέν τού αρεσαν, μά είπε

378 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 379: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ώστόσο: -Τράβα μπροστά ! Μπορεί νά γίνεις Πούσκιν. Διά­

βασες Πούσκιν;

Κηδεύουν μήπως τό καλό στοιχειό, η τή μάγισσα παντρεύουν;

Στήν εποχή του πίστευαν ακόμα στά καλά στοιχειά τού σπιτιού, μά δ ϊδιος μάλλον δέν πίστευε, αλλά αστειευό­ταν! Ναί-αι, αδελφέ μου, εσυρε τή φωνή συλλογισμένα, πρέπει νά σπουδάσεις, κι εχεις αργήσει ! Ό διάολος ξέρει πώς {}ά ζήσεις . . . Τό τετράδιό σου κρύψ' το καλά, γιατί {}ά σού κολλήσουν οί γυναίκες καί {}' αρχίσουν τ' αναμπαίγματα . . . Οί γυναίκες, αδελφέ μου, χαίρονται νά σού πληγώνουν τήν καρδιά . . .

'Εδώ καί κάμποσο καιρό, τό αφεντικό ηρέμησε. 'Άρχισε νά πέφτει σέ συλλογή καί νά κοιτάει φοβισμένα γύρω του. Καί τά κουδουνίσματα τόν τρόμαζαν. Μερι­κές φορές, μέ τό παραμικρό παραφερόταν, εβαζε ξέφρε­νος τίς φωνές καί ξεπόρτιζε από τό σπίτι καί, αργά, τή νύχτα, γύριζε με{}υσμένος. . . Καταλάβαινες, πώς κάτι εγινε στή ζωή του, πού δέν τόξερε κανένας εξω απ' αύτόν, κλόνισε τά νεύρα του καί τώρα ζούσε μέσα σέ <'.ιβεβαιότητα, <'.ιπρό{}υμα, κάπως, {}αρρείς, μόνο από συ­νή{}εια.

Τίς γιορτές, από τό μεσημέρι ως τίς εννιά, πήγαινα βόλτα, καί τό βράδι κα{}όμουνα στήν ταβέρνα της γειτονιάς Γιάμσκαγια. Ό ταβερνιάρης, ενας χοντρός καί πάντα ίδρωμένος αν{}ρωπος, αγαπούσε φοβερά τό τρα­γούδι. Αύτό τό ξέρανε δλοι, δσοι ψέλνανε σ' δλες σχεδόν τίς εκκλησιαστικές χορωδίες καί μαζευόντουσαν στήν ταβέρνα του. Τούς κερνούσε γιά τά τραγούδια τους βότκα, μπύρα, η τσάι. Οί ψαλτάδες είναι, γενικά, μπεκρηδες καί δέν παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Τραγου­δούσαν ανόρεχτα, μόνο γιά τό κέρασμα καί σχεδόν πάντα εκκλησιαστικά. Κι επειδή οί εύσεβείς μπεκρηδες είχαν τή γνώμη, πώς δέν εχουν {}έση τά εκκλησιαστικά στήν ταβέρνα, δ ταβερνιάρης τούς καλούσε στό δωμάτιό του καί γώ μπορούσα ν' <'.ικούω τίς ψαλμωδίες μόνο από

379 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 380: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τήν πόρτα. Συχνά, δμως, τραγουδούσαν στήν ταβέρνα οί μουζίκοι από τά χωριά, πού δούλευαν στά συνεργεία -δ ταβερνιάρης εψαχνε μόνος του στήν πόλη, γιά νά τούς βρεί, ρωτούσε γι' αυτούς, τίς μέρες τού παζαριού, τούς χωρικούς πού κατέβαιναν από τά χωριά τους καί τούς καλούσε στήν ταβέρνα του.

Ό τραγουδιστής κα{}όταν πάντα στήν καρέκλα, κον­τά στόν πάγκο τού μπουφέ, κάτω από τό βαρελάκι της βότκας, - τό κεφάλι του ζωγραφιζόταν στόν πάτο τού βαρελιού, σάν σέ στρογγυλό πλαίσιο.

Καλύτερα απ' δλους - καί πάντα εξαιρετικά ώραία τραγούδια - τραγουδούσε δ μικρόσωμος κι αδύνατος χαμουροποιός Κλεστσκόφ, ενας αν{}ρωπος τσαλακωμέ­νος, στραπατσαρισμένος καί κοκκινοτρίχης. Ή μυτούλα του γυάλιζε σάν τού πε{}αμένου , τά μικρούτσικα νυστα­λέα μάτια του ηταν ακίνητα.

Μερικές φορές, τά εκλεινε, ακουμπούσε στόν πάτο τού βαρελιού, φουσκώνοντας τό στη{}ος, αρχιζε, μέ μιά μαλακή, μά παντοδύναμη, φωνή τενόρου, τό γρήγορο τραγούδι:

�Ωx, μόλις έπεσε τό πούσι, σάν φοβέρα, καί σκέπασε τούς δρόμους πέρα ως πέρα . . .

Στό σημείο αυτό, σηκωνόταν, ακουμπούσε τή μέση του στόν πάγκο, λύγιζε πρός τά πίσω, ανασήκωνε τό πρόσωπο κατά τό ταβάνι, ανεβάζοντας, από τά βά{}η της ψυχης του, τόν σκοπό ψηλά :

ΥΑχ, πού νά πάω, πού νά σταfJώ, τόν δρόμο τόν πλατύ νά βρώ . . .

Λίγη ή φωνή του, μά ακαταπόνητη . Κεντούσε τό βαρύ, ύπόκωφο βουητό της ταβέρνας, μέ τήν ασημένια χορδή της. Τά {}λιμμένα λόγια, οί βόγγοι κι οί κραυγές αιχμαλώτιζαν ΤΟΙJς αν{}ρώπους. 'Ακόμα καί με{}υσμένοι σταματούσαν κατάπληκτοι καί σοβαροί , καί κάρφωναν αμίλητοι τά μάτια πάνω στό τραπέζι τους. 'Εμένα, ράγιζε ή καρδιά μου , πλημμυρισμένη από κείνο τό αί­σ{}ημα πού ξυπνάει μέσα μας ή ώραία μουσική , αγγί-

3 80 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 381: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ζοντας, μέ {}αυμαστό τρόπο, τά βά{}η της ψυχης. Ση'ιν ταβέρνα, άπλωνόταν ήσυχία, λές κι ηταν εκ­

κλησία, κι ό τραγουδιστής καλός παπάς. Ό παπάς αυτός δέν κάνει κήρυγμα, μά αναπέμπει δέηση ειλικρινη, από τά βά{}η της καρδιάς, γιά δλο τό αν{}ρώπινο γένος, σκέφτεται ειλικρινά καί φωναχτά γιά δλες τίς πίκρες καί τά φαρμάκια της φτωχης αν{}ρώπινης ζωης. Άπό παν­του τόν κοιτάνε γενειοφόροι. Πάνω στίς αγριες {}ωριές τους ανοιγοκλείνουν κάτι συλλογισμένα παιδικά μάτια. Κάπου-κάπου, ακούγεται ενας βόγγος, κι αυτός υπο­γραμμίζει τή νικηφόρα δύναμη του τραγουδιου. Στίς στιγμές αυτές, πάντοτε σχημάτιζα τήν εντύπωση, πώς δλοι οί αν{}ρωποι ζουνε μιά φτιαχτή , ψεύτικη ζωή, ενώ ή πραγματική αν{}ρώπινη ζωή είναι τούτη δώ!

Πέρα, στή γωνιά, κά{}εται ή χοντρομούρα εμπόρισσα Λυσούχα, μιά γυναίκα ζωηρή, πού γλεντοκοπάει ξετσί­πωτα. ΥΕχωσε τό κεφάλι μέσα στούς λιπαροίJς ώμους της καί κλαίει, πλύνοντας βουβά, μέ δάκρυα, τά ξετσίπωτα μάτια της. Λίγο παραπέρα, βρίσκεται σωριασμένος πά­νω στό τραπέζι καί σκουντούφλης ό βαρύτονος Μητρο­πόλσκι, ενας μαλλιαρός, {}εριακωμένος αντρας, πού {}υμίζει ξυρισμένο διάκο, μέ κάτι πελώρια μάτια, στή με{}υσμένη οψη του. Κοιτάει τό ποτήρι τή βότκα μπρο­στά του, τό πιάνει, τό φέρνει στά χείλια του καί πάλι τό ακουμπάει στό τραπέζι προσεχτικά κι α{}όρυβα - δέ μπορει, {}αρρείς, νά πιει.

Κι δλος ό κόσμος στήν ταβέρνα πάγωσε, λές κι α­φουγκράζεται κάτι ξεχασμένο από καιρό, πού του ηταν τόσο πολύτιμο καί αγαπημένο.

'Όταν ό Κλεστσκόφ τέλειωσε τό τραγούδι, κά{}ησε ταπεινά στήν καρέκλα. Ό ταβερνιάρης, προσφέροντάς του ενα ποτήρι κρασί, του είπε μέ ενα χαμόγελο ίκανο­ποίησης:

-'Έ, βέβαια, ώραία! Υ Α ν καί δέν τραγουδάς τόσο, δσο μιλάς, είσαι μάστορας, συτε λόγος νά γίνεται! 'Άλλη γνώμη δέν υπάρχει . . .

Ό Κλεστσκόφ επινε τή βότκα χωρίς ν ά βιάζεται, εβηχε προσεχτικά κι ελεγε σιγανά:

381 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 382: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-'Όποιος εχει φωνή μπορεί νά τραγουδήσει, μά μόνο έγώ μπορώ νά δείξω μέ τό τραγούδι ποιά εΙναι ή ψυχή τού αν-&ρώπου !

-Άντε, άσε τίς παίνιες! -'Όποιος δέν εχει τίποτα, αυτος δέν καυχιέται,

ελεγε στόν ίδιο ηρεμο τόνο, μά μέ πιότερο πείσμα δ τραγουδιστής.

-Πολύ τό παίρνεις απάνω σου, Κλεστσκόφ, ανα-φωνεί μέ λύπη δ ταβερνιάρης.

-Πάνω από τήν ψυχή μου δέν τό παίρνω . . . Στό μεταξύ, στήν άλλη άκρη, μούγγριζε δ μπάσος: -Τί καταλαβαίνετε από τό τραγούδι ετούτου τού

κακομούτσουνου άγγελου, εσείς τά σκουλήκια, εσείς ή μούχλα;

Πάντα διαφωνούσε μ' δλους τούς άλλους εκείνος, σέ κά-&ε ζήτημα. Τά 'βαζε μέ δλους. 'Όλους τούς ξεσκέπαζε καί σχεδόν κά-&ε γιορτή ετρωγε άγριο ξύλο γι' αυτόν τό λόγο, καί από τούς τραγουδιστές καί από δσους μπορού­σαν κι δσους -&έλαν.

Ό ταβερνιάρης αγαπα τά τραγούδια τού Κλεστσκόφ, μά δέ μπορεί νά ύποφέρει τόν τραγουδιστή . Κάνει σ' δλους παράπονα γι' αυτόν καί προσπα-&εί νά ταπεινώσει τόν χαμουροποιό, νά τόν ειρωνευτεί καί νά γελάσει σέ βάρος του. Αυτό τό ξέρουνε κι οί ταχτικοί πελάτες της ταβέρνας, καί ό Κλεστσκόψ

-Καλός τραγουδιστής, μά έγωϊστής, καί πρέπει λι­γάκι νά τού τρίψουμε τή μούρη, λέει εκείνος καί μερικοί -&αμώνες συμφωνούν μαζί του.

-Αυτό είναι σωστό, είναι φανταγμένος νέος ! -Γιατί νά φουσκώνει; Τή φωνή τού -&εού δέν τήν

εφτιασε μόνος του ! Κι επειτα, μήπως είναι καί καμιά τόσο σπουδαία φωνή ; λέει καί ξαναλέει, μέ πείσμα, ό ταβερνιάρης.

Τό κοινό πού συμφωνεί, έπαναλαβαίνει: -ΕΙναι αλή-&εια, πώς εδώ δέν παίζει ρόλο ή φωνή,

μά ή τέχνη . Μιά μέρα, δταν ό τραγουδιστής ξε-&ύμανε κι εφυγε, ό

ταβερνιάρης άρχισε νά λέει στή Λυσούχα:

382 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 383: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-"Αν μπορούσες, Μαρία Έβντοκίμοβνα νά τά φτιά­ξεις μέ τόν Κλεστσκόφ, νά τόν ξετίναζες λιγάκι, ε; Τί είναι αυτό γιά σένα;

-Άν ημουν λιγάκι πιό νιά, είπε χαμογελώντας ή εμπόρισσα.

Ό ταβερνιάρης αρχισε νά φωνάζει δυνατά καί μέ πά1'10ς:

-Τί μπορούν νά κάνουν οί νέοι; Δοκίμασε καί σύ ! Θά δείς πού 1'1ά κλω1'10γυρνάει γύρω σου ! Νά τού ανάψεις τόν καημό ν' αρχίσει τά τραγούδια. Τί λές, ε ; Βάλε μπρός, Έβντοκίμοβνα, καί γώ 1'1ά σέ φχαριστήσω. Γίνεται ;

Μά εκείνη δέν εβαζε εμπρός. Μεγάλη, χοντρομπα­λού, χαμήλωνε τά μάτια, εσφιγγε μέ τά δάχτυλα τό κόκκινο μαντηλάκι της στό στη1'10ς κι {;λεγε βαριεστη­μένα καί μονότονα:

-Γι' αυτό χρειάζεται νέα. "Αν ημουν πιό νιά, δέ 1'1ά δίσταζα κα1'1όλου . . .

Σχεδόν πάντα, δ ταβερνιάρης φρόντιζε νά με1'1ύσει τόν Κλεστσκόφ. Μά κείνος, αφού τραγουδούσε δυό-τρία τραγούδια κι επινε γιά τό κα1'1ένα κι απόνα ποτηράκι, τύλιγε καλά τόν λαιμό του μέ ενα πλεχτό κασκόλ, εχωνε τό κασκέτο στό αναμαλλιασμένο κεφάλι του κι εφευγε.

Συχνά, δ ταβερνιάρης προσπά{}ησε νά βρεί ανταγω­νιστές γιά τόν Κλεστσκόφ. 'Όταν τραγουδούσε δ χαμου­ροποιός ενα τραγούδι, εκείνος, αφού τόν επαινούσε, ελεγε μέ συγκίνηση :

-Μέ τήν ευκαιρία, πρέπει νά πούμε, πώς ηρ1'1ε κι αλλος τραγουδιστής! "Αντε, όρίστε, δείξτε μας ποιός είστε!

Ό τραγουδιστής είχε, μερικές φορές, καλή φωνή, μά δέ 1'1υμαμαι περίπτωση, πού κάποιος από τούς ανταγω­νιστές τού Κλεστσκόφ νά εχει τραγουδήσει ετσι άπλα καί ζεστά, δπως ηξερε νά τραγουδάει ετούτος δ μικρός, ασουλούπωτος χαμουροποιός . . .

-Μ-μάλιστα, ελεγε, μέ πολλή λύπη δ ταβερνιάρης, αυτό, φυσικά, είναι ώραίο! Τό κυριώτερο, εδώ, είναι ή φωνή, ενώ ή ψυχή του . . .

3 83 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 384: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Τό κοινό κορό"ίδευε: -Όχι, τόν χαμουρά δέ μπορεί νά τόν περάσει.

Φαίνεται! Ό Κλεστσκόφ, αφού κοιτούσε καλά-καλά δλους,

κάτω από τά κόκκινα φουντωτά φρύδια του, λέει ήρεμα καί αρκετά ευγενικά στόν ταβερνιάρη:

-Χάνετε τόν καιρό σας! Δέ {}ά βρείτε τραγουδιστή νά παραβγεί μαζί μου, γιατί τό χάρισμά μου είναι από τόν Θεό . . .

-'Όλοι μας από τόν {}εό ειμαστε! -Θά καταστραφείτε τζάμπα, μά δέ {}ά βρείτε . . . Ό ταβερνιάρης κοκκίνιζε καί μουρμούριζε: -Θά τό δούμε, {}ά τό δούμε . . . Κι δ Κλεστσκόφ προσπα{}ούσε, μέ πείσμα, νά τό

αποδείξει: -Θά σάς πω ακόμα, πώς τό τραγούδι αυτό δέν είναι,

λόγου χάρη, κοκορομαχία . . . -Μά τό ξέρω! Τί μού κολλάς ετσι; -Δέν σού κολλω, μόνο αποδείχνω: εφόσον τό τρα-

γούδι είναι διασκέδαση, τότε αυτό πιά είναι εκ τού πονηρού!

-Φτάνει! Καλύτερα τραγούδα ακόμα λίγο . . . -Έγώ μπορω πάντα νά τραγουδω, ακόμα κι δταν

κοιμάμαι, συμφωνούσε δ Κλεστσκόφ, σιγοβήχοντας, κι άρχιζε τό τραγούδι.

Κι δλες οί σαχλαμάρες, δλη ή ανοησία των λέξεων καί των προ{}έσεων, δλα τά πρόστυχα, τά ταβερνιάρικα εξαφανίζονταν παράξενα, σάν καπνός. 'Όλα παίρνανε μιάν άλλη πνοή ζωης, στοχαστικης, κα{}αρης, γεμάτης αγάπη καί πόνο.

Ζήλευα αυτόν τόν άν{}ρωπο, ζήλευα πολύ τό ταλέντο του, τήν εξουσία του πάνω στούς αν{}ρώπους. Τόσο {}αυμάσια χειριζόταν αυτή τήν εξουσία! ''Η{}ελα νά γνωριστω μέ τόν χαμουρα, νά μιλήσω ώρες μαζί του γιά κάτι, μά δέν τολμούσα νά πάω. Ό Κλεστσκόφ τούς κοιτούσε δλους μέ τ' ασπρουλιάρικα μάτια. του τόσο παράξενα, λές καί δέν εβλεπε μπροστά του κανέναν. Καί είχε μέσα του κάτι αντιπα{}ητικό γιά μένα, πού μ'

384 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 385: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

εμπόδιζε νά τόν αγαπήσω, - μά η{}ελα ν' αγαπήσω τόν αν{}ρωπο αυτόν, όχι μόνο σταν τραγουδούσε. Μού ήταν δυσάρεστο, νά τόν βλέπω νά βάζει στό κεφάλι του, σάν τά γερόντια, τό κασκέτο καί νά τυλίγει επιδεικτικά μπροστά σέ σλους τόν λαιμό του , μέ τόν κόκκινο πλεχτό λαιμοδέτη , γιά τόν δποίο ελεγε:

-Μού τόν επλεξε ή αγάπη μου, ενα κοριτσόπουλο . . . 'Όταν δέν τραγουδούσε, επαιρνε ενα σπουδαίο υφος

καί φούσκωνε. Έτριβε μέ τό δάχτυλο τή νεκρή, παγωμέ­νη μύτη του καί στίς ερωτήσεις απαντούσε λακωνικά, ανόρεχτα.

Μιά φορά, κά{}ησα κοντά του καί τόν ρώτησα κάτι. 'Εκείνος, χωρίς νά μέ κοιτάξει, είπε:

-Φύγε από δώ, αγοράκι! Πολύ περισσότερο μ' αρεζε δ μπάσος Μητροπόλσκι.

Μπαίνοντας στήν ταβέρνα, τραβούσε γιά τή γωνιά, μ' ενα περπάτημα αν{}ρώπου, πού σήκωνε μεγάλο βάρος, παραμέριζε τήν καρέκλα μέ τό πόδι καί κα{}όταν, στρώνοντας τούς αγκώνες πάνω στό τραπέζι, ακουμ­πώντας στίς παλάμες του τή μεγάλη μαλλιαρή κεφαλή του. 'Αφού επινε αμίλητος δυό-τρία ποτηράκια, εβηχε βροντερά. "Ολοι γύριζαν ταραγμένοι πρός τό μέρος του, καί κείνος, στηρίζοντας τό πηγούνι στίς παλάμες του, κοιτούσε προκλητικά τούς αν{}ρώπους. Ή χαίτη τών αχτένιστων μαλλιών του χυνόταν ατί{}αση γύρω από τό πρησμένο, ροδοκόκκινο πρόσωπό του.

-Τί κοιτάτε; Τί βλέπετε; ρωτούσε, ξαφνικά, μέ βροντερή φωνή.

Μερικές φορές, τού απαντούσαν: -Βλέπουμε τό στοιχειό τού δάσους! 'Υπηρχαν βράδια, πού επινε αμίλητος κι εφευγε

αμίλητος, σέρνοντας βαριά τά βήματά του, μά κάμποσες φορές τόν εχω ακούσει νά ξεσκεπάζει τούς αν{}ρώπους, μέ προφητικό υφος:

-'Εγώ ειμί δ τού {}εού μου πιστός δούλος καί σάς στιγματίζω ώς Ήσαιας! ουαί εις τήν πόλιν Άριήλ, σπου αισχροί κι απατεώνες καί παντοειδη αποβράσματα α­σχημοσύνης κυλίονται εις τόν βόρβορον τών αισχρών

385 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 386: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ήδονών τους! Ούαί ει.ς τά ίστιόπλοια της γης, γιατί μεταφέρουν στούς δρόμους τού Σύμπαντος άν{}ρωπάρια αι.σχρότατα, - εννοώ εσάς, μέ{}υσοι, λαίμαργοι, κα&άρ­ματα αύτού τού κόσμου - ών ούκ εστιν άρι{}μός, καταραμένοι, πού δέ {}ά σάς δεχτεί ή γης στά σπλάχνα της!

Ή φωνή του βροντούσε τόσο δυνατά, πού ντιντίνιζαν τά τζάμια τών παρω'tυριών, - αυτό άρεσε πολύ στόν κόσμο καί τό άκροατήριο εγκωμίαζε τόν προφήτη :

-Σπουδαία τά λέει δ σκύλος δ μαλλιαρός! Μ' αυτόν ηταν εύκολο νά γνωριστείς, εφτανε μόνο νά

τού προτείνεις κανένα κέρασμα. Ζητούσε ενα καραφάκι βότκα καί μιά μερίδα βοδινό σηκώτι, μέ κόκκινο πιπέρι, τό άγαπημένο του φαγητό. Αυτό εκαιγε τό στόμα κι δλα τά σω{}ικά. 'Όταν τόν παρακάλεσα νά μού πεί τί βιβλία πρέπει νά διαβάσω, μού άπάντησε σκληρά κι άμέσως μέ τήν ερώτηση :

-Γιά ποιό λόγο νά διαβάζεις; Μά μαλάκωσε σέ λίγο, άπό τήν ταραχή μου καί

βρόντηξε: -Τόν Έκκλησιαστή τόν διάβασες; -Τόν διάβασα. -Διάβαζε τόν Έκκλησιαστή ! Τίποτε άλλο. Έκεί

μέσα ύπάρχει δλη ή σοφία τού κόσμου, μόνο δσοι είναι ενα βόδι καί μισό δέν τόν καταλαβαίνουν, - δηλαδή κανένας δέν τόν καταλαβαίνει . . . Έσύ ποιός είσαι, τρα-γουδάς;

.

-Όχι. -Πρέπει νά τραγουδάς. Είναι τό πιό άνόητο επάγ-

γελμα. Άπό τό γειτονικό τραπέζι ρώτησε κάποιος: -Μά εσύ δέν τραγουδάς! -Ναί, είμαι άκαμάτης! Καί λοιπόν ; -Τίποτα. -Δέν είναι αυτό καινούργιο. Ό κόσμος ξέρει, πώς

μέσα στή γκλάβα σου δέν ύπάρχει τίποτα. Καί δέν {}ά ύπάρξει ποτέ. Άμήν!

Σ' αυτό τόν τόνο μιλούσε μ' δλους, καί μαζί μου,

386 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 387: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

βέβαια. � Α ν καί, ϋστερα από δυό-τρία κεράσματα, αρ­χισε νά μου φέρνεται μαλακώτερα &πό τούς αλλους. Μιά φορά, μάλιστα, είπε μέ κάποια απόχρωση &πορίας:

-Σέ βλέπω καί δέν καταλαβαίνω: ποιός είσαι, τί είσαι, καί γιατί είσαι. Στό μεταξύ, - δ διάολος νά σέ πάρει!

Ή συμπεριφορά του απέναντι στόν Κλεστσκόφ ηταν ακατανόητη : ακουγε τό τραγούδι του, μέ μεγάλη &πό­λαυση, μερικές, μάλιστα, φορές, μ' ενα τρυφερό χαμόγε­λο, μά δέ γνωρίστηκε μαζί του καί μιλούσε γι' αυτόν ύβριστικά, μέ περιφρόνηση :

-Είναι φαυλατας! Ξέρει ν' ανασαίνει, καταλαβαίνει τί τραγουδάει, κι δμως είναι ενα γα"ίδούρι καί μισό!

-Γιατί; -Άπό τή φύση του. �Η1'tελα νά μιλήσω μαζί του δταν ηταν ξεμέ1'tυστoς,

μά ξεμέ1'tυστoς τό μόνο πού εκανε ητανε νά μουγγρίζει, κοιτώντας δλους μέ τά 1'tολά 1'tλιμμένα μάτια του. Άπό κάποιον εμα1'tα, πώς αυτός ό με1'tυσμένος, σ' δλη του τή ζωή, αν1'tρωπος σπούδασε στήν Άκαδημία του Καζάν, καί 1'tά μπορουσε νά ηταν τώρα αρχιερέας, μά δέν τόν πίστεψα. Μιά φορά, δμως, μιλώντας μαζί του, γιά τόν έαυτό μου, ανάφερα τό όνομα τού έπίσκοπου Χρύσαν-1'tou. 'Ο μπάσος κούνησε τό κεφάλι κι είπε:

-'Ο Χρύσαν1'tος; Τόν ξέρω. Δάσκαλος κι ευεργέτης μου. Ήταν στό Καζάν, στήν Άκαδημία, - τόν 1'tυμαμαι! Χρύσαν1'tος σημαίνει χρυσό λουλούδι, δπως είπε σωστά δ Πάμβα Μπερίντα. Ναί, ηταν χρυσόχρωμος Χρύ­σαν1'tος!

-Καί ποιός είναι αυτός δ Πάμβα Μπερίντα; ρώτη­σα, μά δ Μητροπόλσκι &πάντησε κοφτά:

-Δέν είναι δουλειά σου ! Στό σπίτι, εγραψα στό τετράδιό μου : «Πρέπει νά

διαβάσω δπωσδήποτε τόν Πάμβα Μπερίντα» , - είχα τήν έντύπωση, πώς &πό τόν Μπερίντα 1'tά εϋρισκα τήν απάντηση σέ πολλά έρωτήματα, πού μ' &νησυχουσαν.

'Ο ψάλτης αγαπούσε πολύ νά χρησιμοποιεί κάτι αγνωστά μου όνόματα, περίεργους συνδυασμούς λέξε-

3 87 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 388: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ων. Αυτό μού ξεσήκωνε τά νεύρα. -Ή ζωή δέν είναι Άνίσια! μού ελεγε. 'Εγώ ρωτούσα: -Ποιά είναι αυτή ή Άνίσια; -'Ωφέλιμη, απαντούσε εκείνος, καί τόν διασκέδαζε

ή αμηχανία μου. Αυτά τά λόγια του καί τό γεγονός, πώς σπούδασε

στήν Άκαδημία, μ' εκαναν νά σκέφτομαι, πώς ξέρει πολλά, καί μέ πείραζε πολύ, πού δέν ηι'tελε νά πεί τίποτε, κι άν ελεγε κάτι ηταν ακαταλαβίστικο. Μήπως, δμως, δέν ηξερα εγώ νά τόν ρωτήσω;

Κι δμως, άφηνε κάτι στήν ψυχή μου. Μού άρεζε ή μει'tυσμένη αποκοτιά, μέ τήν όποία ξεσκέπαζε τούς άλλους, μέ τή φρασεολογία τού προφήτη Ήσαία.

-"Ω, βρωμεροί, ω, και'tάρματα της Γης, πού οί χειρότεροί σας δοξάζονται καί οί καλύτεροι καταδιώ­κονται. Θά ερι'tει ή φοβερή ήμέρα της κρίσεως καί ι'tά μετανοήσετε, αλλά ι'tά είν' αργά, αργά!

Άκούγοντας ετούτο τό ουρλιαχτό, ι'tυμόμoυνα τόν Καλοδουλειά, τήν πλύστρα Ναταλία, πού πέι'tανε τόσο άσκημα κι εύκολα, τή Βασίλισσα Μαργκό, μέσα σέ πληι'toς βρώμικων κουτσομπολιών, - είχα πολλά νά ι'tυμηι'tώ . . .

Ή σύντομη γνωριμία μου, μ έ τούτο τόν άνι'tρωπo, τέλειωσε παράξενα.

Τήν άνοιξη , τόν αντάμωσα στόν κάμπο, κοντά στά στρατόπεδα. Βάδιζε σάν καμήλα, κουνώντας τό κεφάλι, μονάχος, πρησμένος.

-Κάνεις περίπατο ; μέ ρώτησε βραχνά. Πάμε μαζί. Καί γώ περίπατο κάνω. 'Εγώ, αδελφέ μου, είμαι άρρω­στος, μάλιστα . . .

Κάναμε κάμποσα βήματα αμίλητοι. Καί, ξαφνικά, σ' ενα σκάμμα, γιά αντίσκηνο, είδαμε εναν άνι'tρωπo. Kαι'tόταν στόν πάτο τού σκάμματος, γερτός στό ενα του πλευρό, ακουμπισμένος μέ τόν ιbμo στό τοίχωμα τού σκάμματος. Τό παλτό του, από τή μιά μεριά εβγαινε πάνω όπό τά αυτιά του, λές καί ηι'tελε νά τό βγάλει καί δέ μπορούσε.

388 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 389: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Με&υσμένΟ'ς, συμπέρανε δ ψάλτης καί σταμάτησε. Μά κάτω από τό χέρι τΟ'ύ αν{}ρώπΟ'υ, πάνω στό

τρυφερό γρασίδι, �ταν πεσμένΟ' ενα μεγάλΟ' περίστρΟ'φο, λίγο πιό πέρα ενα κασκέτο καί πλάι του ενα αρχινεμένο μπουκάλι βότκα, - τό άδειΟ' στόμιό τΟ'υ είχε χω{}εί στά πράσινα χΟ'ρταράκια. Τό πρόσωπΟ' τΟ'ύ αν{}ρώπΟ'υ �ταν κρυμμένο κάτω από τό παλτό, λές καί κάτι ντρεπόταν.

Στω'}ήκαμε, γιά μιά στιγμή, βΟ'υβΟ'ί, επειτα, ό Μητρο­πόλσκι άνοιξε πλατιά τά πόδια τΟ'υ κι είπε:

-Α υτΟ'κτόνησε. Άμέσως κατάλαβα, πώς ό άν{}ρωπος εκείνΟ'ς δέν

�ταν με{}υσμένος, μά νεκρός, αλλά �ταν τόσο απρΟ'σδό­κητΟ', πού δέν η{}ελα νά τό πιστέψω. Θυμάμαι, πώς δέν ενιω{}α Ο'υτε φόβΟ', Ο'υτε λύπη, κοιτώντας τό μεγάλο γυαλιστερό κρανίο, πΟ'ύ εβγαινε κάτω από τό παλτό καί τό μελιτζανί αυτί του, - δέν πίστευα, πώς ό άν{}ρωπος μπΟ'ρΟ'ύσε νά σκοτ<.όσει τόν έαυτό τΟ'υ, σέ μιά τόσο μαυλιστική ανΟ'ιξιάτικη ήμέρα.

Ό βαρύτΟ'νΟ'ς ετριψε δυνατά, μέ τήν παλάμη, τά αξύριστα μάγΟ'υλά του, σά νά κρύωνε καί φώναξε βραχνά:

-ΜεσόκΟ'πΟ'ς. Τόν εφησε ή γυναίκα τΟ'υ η καταχρά­στηκε ξένα λεφτά . . .

Μ' εστειλε στήν πόλη, γιά νά ειδοποιήσω τήν αστυνο­μία, κι ό ιδιος κά{}ησε στήν άκρη τού λάκκου, κρέμασε μέσα τά πόδια καί τυλίχτηκε σφιχτά τό τριμμένΟ' παλτό τΟ'υ.

ΆφΟ'ύ ειδΟ'ποίησα τόν αστυφύλακα, γιά τήν αυτο­κτΟ'νία, γύρισα γρήγΟ'ρα, τρεχάτΟ'ς, πίσω. Μά στό διά­στημα αυτό, ό βαρύτονος απΟ'τέλειωσε τή βότκα τΟ'ύ νεκρού καί μ' ύποδέχτηκε κΟ'υνώντας τό αδειανό μπου­κάλι.

-Νά τί τόν χαντάκωσε! μο" γκρισε, σβΟ'ύριξε μέ μα­νία τό μπουκάλι στή γη καί τό 'κανε κομμάτια.

Πίσω από μένα εφτασε ό &στυνΟ'μικός, ερριξε μιά ματιά στόν λάκκΟ', κατέβασε τό πηλίκιΟ', εκανε &ναπΟ'­φάσιστα τόν σταυρό του καί ρώτησε τόν βαρύτΟ'νο :

-ΠΟ'ιός είσαι εσύ ;

389 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 390: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Τί σέ νοιάζει εσένα! Ό αστυνομικός σκέφτηκε καί ρώτησε πιό ευγενικά: -Πώς τά καταφέρατε: δίπλα σας δ νεκρός καί σείς

με{}υσμένος; -'Εγώ είμαι Εδώ καί είκοσι χρόνια με{}υσμένος! είπε

μέ καμάρι δ ψάλτης, χτυπώντας μέ τήν παλάμη τό στη{}ος του.

Ήμουν σίγουρος, πώς {}ά τόν συλλάβουν, γιά τή βότκα πού ηπιε. 'Από τήν πόλη ετρεχε κόσμος. �Eφτασε μέ τή σούστα, αυστηρός, δ συνοικιακός αστυνόμος, κατέβηκε στόν λάκκο καί, ανασηκώνοντας τό παλτό τού αυτόχειρα, τόν κοίταξε στό πρόσωπο.

-Ποιός τόν είδε πρώτος; -'Εγώ, είπε δ Μητροπόλσκι. Ό συνοικιακός αστυνόμος τού ερριξε μιά ματιά καί

φώναξε μέ κακία: -' Α-α, γειά-χαρά, κύριέ μου ! Μαζεύτηκαν καμιά δεκαπενταριά {}εατές. Κοιτούσαν

λαχανιασμένοι, ζωηροί, τόν λάκκο καί στριφογύριζαν από πάνω. Κάποιος φώναξε:

-Είναι από τόν μαχαλά μας, ύπάλληλος, τόν ξέρω! Ό βαρύτονος, παραπατώντας μπροστά στόν συνοι­

κιακό αστυνομικό, κατέβασε τό πηλίκιο καί συζητούσε μαζί του, φωνάζοντας βαριά κάτι ασυνάρτητες λέξεις. "Επειτα, δ αστυνομικός τόν εσπρωξε στό στη{}ος, εκείνος ταλαντεύτηκε κι εκατσε κάτω. Τότε, δ αστυνομικός ε­βγαλε, αργά-αργά, από τήν τσέπη του, τό σχοινί, εδεσε τά χέρια τού ψάλτη, πού τά είχε βάλει, καλοπόταγα, πίσω από τή ράχη του, ενώ δ συνοικιακός αρχισε νά φωνάζει, {}υμωμένα, στούς {}εατές:

-Ξεκουμπιστείτε! Ρ-ρημάδια! . . . Κατάφτασε τρεχάτος κι δ γεροντάκος πολιτοφύλα­

κας, μέ τά ύγρά κόκκινα μάτια, λαχανιασμένος, μέ τό στόμα ανοιχτό, από τήν κούραση, πηρε στά χέρια τήν ακρη τού σκοινιού, μέ τό δποίο ηταν δεμένος δ μπάσος καί τόν δδήγησε, ησυχα-ησυχα, στήν πόλη .

Έφυγα κι εγώ από τόν κάμπο βαρύ{}υμος. Στή {}ύμησή μου ερχόταν βροντερός δ απόηχος τών επιτιμη-

3 90 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 391: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τικών λόγων του : «ουαί εις τήν πόλιν Άριήλ! . . . »

Καί μπροστά στά μάτια μου ξετυλίγεται ή {}λιβερή εικόνα: ό χωροφύλακας βγάζει αργά από τήν τσέπη του τό σκοινί, ενώ ό τρομερός προφήτης βάζει αγόγγυστα τά κόκκινα, μαλλιαρά χέρια του στή {}ηλειά, σταυρώνοντας τούς καρπούς του τόσο ασκημένα καί επιδέξια . . .

Σέ λίγο εμα{}α, πώς ό προφήτης εκτοπίστηκε από τήν πόλη, μέ συνοδεία. 'Ύστερα απ' αυτόν εξαφανίστηκε κι ό Κλεστσκόφ, - παντρεύτηκε καλά καί μετακόμισε στή νομαρχιακή πόλη, δπου ανοιξε εργαστήρι γιά νά φτιά­χνει χάμουρα . . . . 'Εγώ, μέ τόσο εν{}ουσιασμό επαινούσα τά τραγούδια τού χαμουρα στ' αφεντικό μου, πού, μιά μέρα, μου είπε:

-Πρέπει νά ρ{}ούμε νά τόν ακούσουμε . . . Καί νάτος, κά{}εται, τώρα, στό τραπεζάκι, αντίκρα,

ανασηκώνοντας τά φρύδια καί γουρλώνοντας τά μάτια από {}αυμασμό.

Πηγαίνοντας γιά τήν ταβέρνα, μέ ειρωνευόταν καί, μέσα στήν ταβέρνα, τά πρώτα λεπτά, μ' είχε φάει, μέ τήν ειρωνική γκρίνια του, γιά τόν κόσμο πού κα{}όταν εκεί μέσα καί γιά τίς πνιγερές μυρωδιές. 'Όταν αρχισε δ χαμουρας νά τραγουδάει, χαμογέλασε ειρωνικά κι αρχι­σε νά βάζει μπύρα στό ποτήρι, μά σταμάτησε στή μέση τό γέμισμα, λέγοντας:

-''Α . . . τόν κερατα! Τό χέρι του αρχισε νά τρέμει, εβαλε σιγά τό μπουκάλι

κάτω, εστησε αυτί ν' ακούσει κι εμεινε αποσβολωμένος. -Ν-ναί, αδελφέ μου, είπε, αναστενάζοντας, δταν ό

Κλεστσκόφ τέλειωσε τό τραγούδι, πραγματικά τραγου­δάει, πού νά τόν πάρει δ διάολος! Μου ηρ{}ε, μάλιστα, ζέστη . . .

Ό χαμουρας είπε καί δεύτερο τραγούδι, ανασηκώ­νοντας τό κεφάλι, μέ τά μάτια καρφωμένα στό ταβάνι:

'Απ' τόν δρόμο κάποιου πλούσιου χωριού μιά κοπέλλα μές στόν κάμπο περπατούσε . . .

-Τραγουδάει, μουρμούρισε τό αφεντικό, κουνώντας

3 9 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 392: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

τό κεφάλι κι αχνογελώντας. Κι ό Κλεστσκόφ αναλύεται σά φλογέρα:

Καί τού λέει ή ώραία κοπέλλα: -ΕΙμ' ορφανή καί κανένας δέ μέ t'Jέλει . . .

-Ώραία, ψ ι-&υρίζει τό αφεντικό, ανοιγοκλείνοντας τά κόκκινα μάτια του, - φτού, ώραία . . . ό διάολος!

Τόν· κοιτώ καί χαίρουμαι. 'Ενώ τά -&ρηνητικά λόγια τού τραγουδιού αντηχούν δλο καί πιό δυνατά, πιό ώραία, στήν ψυχή.

Μόνοι κι αγριοι στό χωριό μας δλοι ζούν. Στά νυχτέρια σάν κοπέλλα, δέ μέ προσκαλούν. Εlμαι φτωχή κι οχι Υτυμένη καt'Jώς πρέπει. Δέν εlμ' αξια ν' άγαπήσω Υιό λεβέΥτη . . . Πήρα χήρο, κι εlμαι σκλάβα ή κακομοίρα, μά δέ t'Jέλω νά εχω αυτή τή μοίρα! . . .

Τό αφεντικό μου άρχισε νά κλαίει χωρίς ντροπή . νΕγειρε τό κεφάλι κι αναρουφούσε τή γερακίσια μύτη του καί στά γόνατά του σταλάζανε τά δάκρυα.

'Ύστερα από τό τρίτο τραγούδι, εΙπε συγκινημένος καί τσαλακωμένος

-Δέ μπορώ πιά νά κά-&ομαι έδιο, -&ά πνιγώ, καί αύ­τές οί μυρωδιές, διάβολε . . . Πάμε σπίτι! . . .

Μά μόλις βγήκαμε εξω, πρότεινε: -Άντε, πάμε, Πεσκόφ, στό έστιατόριο, νά τσιμπή­

σουμε κάτι . . . Δέ -&έλω νά πάω σπίτι! Μπηκε στό ελκη-&ρο, χωρίς παζαρέματα, καί σ' δλο

τόν δρόμο εμεινε βουβός. Στό έστιατόριο, επιασε ενα τραπεζάκι στή γωνιά κι άρχισε αμέσως, σέ χαμηλό τόνο, ρίχνοντας γύρω του ματιές, μ' εναν όργισμένο καημό:

-Μού άνοιξε πληγές αύτός ό τράγος . . . μου εφερε τέτοια -&λίψη .. . νοχι, έσύ διαβάζεις, σκέφτεσαι καί κρίνεις, καταλαβαίνεις ' πές μου τί διαβολικό πράγμα εΙν' αύτό; Ζείς καί ζείς, σαράντα χρόνια εζησα, γυναίκα, παιδιά, καί δέν εχεις νά μιλήσεις μέ κανέναν . Μερικές φορές, -&έλω τόσο ν' ανοίξω τήν ψυχή μου , τόσο νά μιλήσω γιά δλα, μά μέ ποιόν, δέ βρίσκω κανέναν ! Μιλάς

392 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 393: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μέ κείνη, τή γυναίκα σου, δέν παίρνει χαμπάρι . . . Καί τί είν' αυτή ; 'Έχει τά παιδιά, τό νοικοκυριό, τή δουλειά της ! Είναι ξένη στήν ψυχή μου. Ή γυναίκα είναι φίλος ως τό πρώτο παιδί . . δπως συνη{}ίζεται. Κι επειτα, αυτή , γιά μένα, γενικά . . . ε, τά βλέπεις μόνος σου . . . ουτε μέ τό κρύο, ουτε μέ τό ζεστό . . . κρέας χωρίς ψυχή , πού νά σας πάρει ό διάολος! Πλήξη καί μαράζι, αδελφέ.

'Ήπιε σπασμωδικά τήν κρύα, πικρή μπύρα του, βυ{}ίστηκε γιά λίγο στή σιωπή, σιάζοντας τά μακρυά μαλλιά του, καί ξαναμίλησε:

-Γενικά, αδερφέ μου, οί ανitρωποι είναι παλιοτόμα­ρα! Νά, εσύ κάνεις εκεί παρέα μέ τούς μουζίκους, αυ­τού . . . καταλαβαίνω, πάρα πολλά είναι στραβά, ατιμα, -δέ λέω, σχι, αδελφέ . . . Κλέφτες ολοι τους! Καί σύ νομίζεις, π(ος πιάνει ό λόγος σου ; ουτε τόσο δά! Ναί. Κείνοι κεί, - δ Πιότρ, δ ·Οσιπ, είναι απατεωνία! "Ολα μού τά λένε, τί λές εσύ γιά μένα, κι δλα τ' αλλα . . . Τί λές, αδελφέ μου ;

Έγώ σώπαινα, κατάπληκτος. -Αυτά πού λές! είπε τό αφεντικό αχνογελώντας. Στ'

αλήitεια, έτοιμάζεσαι γιά τήν Περσία; Έκεί δέ itά καταλάβεις, τουλάχιστο, τίποτα, ξένη γλώσσα, βλέπεις! Ένώ, στή δική σου, καταλαβαίνεις ολες τίς ατιμίες!

-'Ο ·Οσιπ σού είπε γιά μένα; ρώτησα. -Καί βέβαια! Καί σύ τί νομίζες; Μιλάει περισσότε-

ρο απ' ολους, φλύαρος. Πονηρό πλάσμα, αδερφέ μου . . . ·Οχι, Πεσκόφ, δέν πιάνουν τά λόγια, δέ φτάνουν στήν ψυχή . Άλήitεια; Πού aτόν διάβολο χρειάζονται; Είναι σάν τό χιόνι, τό φitινόπωρο: επεσε στή λάσπη, ελειωσε. Ή λάσπη γίνεται περισσότερη . Καλύτερα νά μή μιλας, λοιπόν . . .

·Επινε μπύρα, ποτήρι τό ποτήρι, καί δέ μεitούσε. Μόνο πού μιλούσε δλο καί πιό γρήγορα καί πιό όργι­σμένα.

-Μιά παροιμία λέει: δ λόγος δέν είναι πυρσός, μά ή σιωπή χρυσός . • Αχ, αδερφέ μου, αγχος, αγχος . . . Πολύ σωστά τραγουδούσε εκείνος: «Μόνοι κι αγριοι στό χωριό μας ολοι ζούν». 'Ορφάνια ανitρώπινη . . .

3 93 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 394: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

�Eπειτα, ερριξε μιά γρήγορη ματιά γύρω του, χαμή­λωσε τή φωνή κι είπε:

-Πού λές, είχα βρεί. .. ενα γκαρδιακό φίλο - μιά γυναίκα, χήρα νά πούμε, ό άντρας της καταδικάστηκε εξορία στή Σ ιβηρία, γιατί εφτιαχνε πλαστά χαρτονομί­σματα κι είναι τώρα εδώ, στίς δικές μας φυλακές. Γνωρίστηκα μαζί της . . . άπένταρη, λεφτά κα{}όλου . Γι' αύτό, λοιπόν, τόν λόγο, καταλαβαίνεις . . . μιά ρουφιάνα μάς εκανε τή γνωριμιά . . . τήν κοιτώ, πολύ συμπα{}ής άν{}ρωπος. Καλλονή, ξέρεις, καί νέα . . . σού λέω, {}αυμά­σιο πλάσμα! Μιά-δυό . . . στό τέλος, της λέω: «Δέν μπορώ νά καταλάβω, ενώ ό άντρας σου είναι απατεώνας, κι έσύ δέν κρατάς τήν τιμή σου, γιά ποιό λόγο νά τόν ακολου­{}ήσεις στή Σιβηρία;» Βλέπεις, {}ά πάει μαζί του εξορία, βέβαια-α! . . . Καί ξέρεις τί μού είπε; « Ό,τι κι αν είναι, μού λέει, αύτός, εγώ τόν αγαπώ, γιά μένα είναι καλός! Μπορεί νά κριμάτισε γιά τό χατήρι μου. Καί γώ κριματί­ζω μαζί σου γιά κείνον. Τού χρειάζονται, μού λέει, λεφτά, γιατί είναι αριστοκράτης καί εμα{}ε νά ζεί καλά. � Αν ημουν, λέει, μόνη μου, {}ά ζούσα τίμια. Καί σείς, μού λέει, είστε καλός αν{}ρωπος καί μού αρέσετε πολύ, μόνο μή μού μιλάτε γι' αύτό . . . » Τόν σατανά! . . . της εδωσα δ,ΤΙ είχα μαζί μου, - κάπου 6γδόντα ρούβλια - καί της λέω: « Μέ συγχωρείτε, λέω . . . δέ μπορώ πιά νά βρίσκομαι μαζί σας, δέ μπορώ!» Έφυγα, καί τώρα, νά . . .

Βυ{}ίστηκε, γιά λίγο, στή σιωπή, επειτα, {}αρρείς, μέ{}υσε, ξαφνίκά, εσκυψε καί μουρμούρισε:

-'Έξη φορές βρέ{}ηκα μαζί της. . . Δέ μπορείς νά καταλάβεις τί πράμα είναι! Μπορεί νά εχω ζυγώσει άλλες εξη φορές στό σπίτι της, μά δέν αποφάσισα νά μπώ μέσα . . . δέ μπορούσα! Τώρα εφυγε . . .

Άκούμπησε τά χέρια του στό τραπέζι καί είπε ψι{}υριστά, κουνώντας τά δάχτυλα:

-Νά μή δώσει δ {}εός νά τήν ξανανταμώσω . . . νά μή δώσει δ {}εός! Τότε, δλα {}ά πάνε κατά διαβόλου ! Πάμε σπίτι . . . . Πάμε!

Φύγαμε. Στόν δρόμο σκουντουφλούσε καΙ μουρμού-ριζε:

3 94 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 395: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Αυτά, πού λές, αδερφέ μου . . . Δέ μέ ξάφνιασε τούτη ή ίστορία, πού μού είπε, - από

καιρό, ελεγα, πώς {}ά συμβεί μαζί του κάτι ασυνή{}ιστο. Μά ενιω{}α μεγάλη κατά{}λιψη, από δλα κείνα πού

μού είπε γιά τή ζωή κι ιδιαίτερα, από τά λόγια του γιά τόν ·Οσιπ.

20

Τ ΡΙΑ χρόνια εζησα, σάν «επιστάτης», στή νεκρή πολι­τεία, ανάμεσα σ' αδεια χτίρια, παρακολου{}ώντας τούς εργάτες, τό φ{}ινόπωρο, νά χαλνούν τά χοντροφτιαγμένα πέτρινα περίπτερα καί, τήν ανοιξη, νά τά ξαναχτίζουν.

Τό αφεντικό μου φρόντιζε πολύ γιά νά κερδίζω, μέ τόν ίδρωτα τού προσώπου μου, τά πέντε ρούβλια του . • Α ν στό περίπτερο ξανάστρωναν τό πάτωμα, εγώ επρεπε νά βγάλω απ' δλη τήν επιφάνειά του τό χωμα, σέ βά{}ος ένός μέτρου. Οί μαουνιέρηδες επαιρναν, γιά τή δουλειά αυτή, ενα ρούβλι, εγώ δέν επαιρνα τίποτα, μά τήν ωρα πού ημουν απασχολημένος εκεί, δέν προλάβαινα νά παρακολου{}ω τούς μαραγγούς, πού, στό μεταξύ, ξεβί­δωναν τά λουκέτα της πόρτας, τά χερούλια, κλέβανε διάφορα μικροπράγματα.

Καί οί εργάτες καί οί εργοδηγοί φρόντιζαν, μέ κά{}ε τρόπο, νά μέ ξεγελάσουν, νά κλέψουν κάτι. Κι αυτό τό κάνανε εντελώς ανοιχτά, εκπληρώνοντας, {}αρρείς, μιάν αχαρη ύποχρέωση, καί δέ {}ύμωναν κα{}όλου, δταν τούς επιαναν στά πράσα. Δέ {}ύμωναν, μά απορούσαν:

-Κοπιάζεις τόσο, γιά πέντε ρούβλια, δταν καί τά είκοσι δέν είναι τίποτα!

·Ελεγα τού αφεντικού μου, πώς, κερδίζοντας από τόν κόπο μου ενα ρούβλι χάνει πάντα δέκα φορές πιό πολλά, μά εκείνος μού εκλεινε τό μάτι κι ελεγε:

-Καλά, προσποιήσου ! Καταλάβαινα, πώς μέ ύποψιάζεται, δτι συνεργάζο-

395 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 396: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μαι μέ τούς κλέφτες. Αυτό μού προκαλούσε ενα αίσ&ημα περιφρόνησης απέναντί του, μά δέ μέ πείραζε, γιατί ηταν κα'ttιερωμένη ή κλεψιά. 'Όλοι τους κλέβανε, καί τό αφεντικό μου η'ttελε ν' άρπάξει τά ξένα.

Έπι'ttεωρώντας, μετά τήν εμποροπανήγυρη, τίς πα­ράγκες, πού ανάλαβε νά επισκευάσει, καί βλέποντας κάποιο ξεχασμένο σαμοβάρι, πιατικά, χαλί, ψαλίδι καί, κάποτε, κανένα κιβώτιο η ενα κομμάτι εμπόρευμα, τό αφεντικό ελεγε, χαμογελώντας

-Κάνε εναν κατάλογο τών πραγμάτων καί πήγαινέ τα στήν απo{tήκη !

Μά από τήν απο'ttήκη κουβαλούσε τά πράγματα στό σπίτι του, κι εβαζε εμένα, κάμποσες φορές, ν' αναπρο­σαρμόσω τήν καταγραφή τους.

Δέν αγαπώ τά πράγματα, δέν η'ttελα νά εχω τίποτα, ακόμα καί τά βιβλία μέ στενοχωρούσαν. Δέν είχα στήν κάμαρά μου �ίπoτα, εξω από εναν τόμο τού Μπερανζέ καί τά Τραγούδια τού Χά·ίνε. Ή'ttελα ν' αγοράσω τόν Πούσκιν, μά ό μοναδικός στήν πόλη παλαιοβιβλιοπώ­λης, ενα αψί'ttυμο γεροντάκι, ζητούσε γιά τόν Πούσκιν πάρα πολλά. Έπιπλα, χαλιά, κα'ttρέφτες, δλα δσα παρα­γέμιζαν τό διαμέρισμα τού αφεντικού μου, δέ μού α­ρεζαν, μ' εκνευρίζανε μέ τήν όγκώδη τους ακαταστασία καί τίς μυρωδιές, πού ανάδιναν τά χρώματα καί τά βερνίκια. Δέ μού αρεσαν κα'ttόλου τά δωμάτια τών α­φεντικών. Θύμιζαν μπαούλα γεμάτα από αχρηστα καί περιττά πράγματα. Καί μ' επιανε σιχασιά, σάν εβλεπα τό αφεντικό μου νά κουβαλάει από τήν απo{tήκη ξένα πράγματα, μεγαλώνοντας διαρκώς τά παραπανήσια γύ­ρω του. Καί τά δωμάτια της Βασίλισσας Μαργκό ηταν γεμάτα, μά ώραία.

Ή ζωή μου φαινόταν, γενικά, ασυνάρτητη , παράλο­γη, είχε μέσα της πολλά πράγματα εντελώς ανόητα. Νά, επισκευάζουμε παράγκες καί περίπτερα. Τό φ'ttινόπωρο, δμως, 'ttά τά σκεπάσει τό νερό, 'ttά ξηλώσει τά πατώματα, 'ttά χαλάσει τίς πόρτες. Θά πέσει τό νερό, 'ttά σαπίσουν τά δοκάρια. Κά'ttε χρόνο, δεκαετίες τώρα, τό νερό σκεπάζει τήν αγορά, καταστρέφει τά χτίρια, ξηλώνει τά

396 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 397: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

καλντερίμια. Αυτές οί πλημμύρες, πού γίνονται κά1'tε χρόνο, κάνουν φοβερή ζημιά στούς αν1'tρώπους, κι δλοι ξέρουν, πώς δέν πρόκειται νά σταματήσουν μόνες τους.

Κά1'tε ανοιξη , τά κομμάτια τού πάγου, πού κατεβάζει ό ποταμός, 1'tά κόβουν μαούνες, βάρκες καί δεκάδες μικρά καΙκια. Οί αν1'tρωποι 1'tά βογγανε μά 1'tά φτιάξουν νέα καικια, κι ή κατεβασιά τών πάγων πάλι 1'tά τά σπάζει. Τί ανόητη στριμωξούρα, στό ιδιο πάντα μέρος!

Ρωτώ γι' αυτό τόν Όσιπ, εκείνος απορεί καί χασκο­γελάει.

-' Αχ εσύ, ερωδιέ, κοίτα πώς ρέκαξες! Καί τί δου­λειά εχεις εσύ, μ' δλα αυτά; Τί σέ νοιάζει εσένα;

Μά αμέσως λέει, πιό σοβαρά, χωρίς νά σβήσει, ώ­στόσο, εκείνη τήν αστραπή της ειρωνείας στά γαλάζια, φωτεινά του μάτια:

-Σωστά τό πρόσεξες! • Ας πούμε, πώς δέ σού χρειά­ζεται σέ τίποτε, μπορεί δμως καί νά χρειαστεί! Κοίτα κάτι ακόμα, νά παρατηρήσεις . . .

Καί μού λέει, μέ λόγια ξερά, διαν1'tίζοντάς τα γερά μέ διακοπές, απροσδόκητες συγκρίσεις καί διάφορα χω­ρατά:

-Πού λές, κάνουν παράπονα οί αν1'tρωποι, γιατί λίγη είναι ή γη. Ό Βόλγας, δμως, τήν ανοιξη, σπάζει τίς οχ1'tες, κουβαλάει τό χώμα, τό απο1'tέτει στήν κοίτη του, καί κάνει ξέρες. Τότε, αλλοι παραπονιούνται: ό Βόλγας γίνεται ρηχός! Οί ανοιξιάτικοι χείμαρροι καί οί καλο­καιρινές βροχές σκάβουν χαντάκια, - πάλι τό χώμα πηγαίνει στό ποτάμι!

Μιλάει αδυσώπητα, χωρίς κακία, μά μ' εναν τόνο σά νά απολαμβάνει τήν τέχνη τών παραπόνων του γιά τή ζωή, καί παρ' δλο πού τά λόγια του ερχονται σέ άρμονία μέ τίς σκέψεις μου, δέ μού είναι ευχάριστο νά τ' ακούω.

-Πρόσεχε ακόμα καί τίς πυρκαγιές. Άπ' δ,τι 1'tυμα­μαι, δέν υπάρχει, νομίζω, καλοκαίρι, πού νά μήν καίγον­ται δάση γύρω από τόν Βόλγα. Κά1'tε χρόνο, τόν 'Ιούλη , ό ουρανός σκεπάζεται από 1'tολοκίτρινο καπνό. Ό κατα­κόκκινος ηλιος χάνει τίς ι'ιχτίδες του καί κοιτάει τή γη, σάν αρρωστο μάτι.

397 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 398: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Τά δάση είναι σαχλαμάρα ύπό{}εση, λέει δ Όσιπ, είναι ίδιοχτησία τών άφεντάδων καί του δημοσίου. Ό φτωχός μουζίκος δέν εχει δάση. Καί οί πολιτείες, δταν καίγονται, δέν είναι μεγάλη ύπό{}εση, - στίς πόλεις ζουνε οί πλούσιοι, τί νά τούς λυπη{}είς! Πάρε τά χωριά καί τά κεφαλοχώρια, - πόσα χωριά, τό καλοκαίρι, δέν καίγονται ! Μπορεί καί πάνω άπό έκατό, νά, αυτή είναι ζημιά !

Χαμογελάει. -Έχεις χτήματα, καί δέν εχεις χτήματα! Καί τό

συμπέρασμα, τό δικό σου καί τό δικό μου, είναι, δτι δ αν{}ρωπος δέ δουλεύει, {}αρρείς, γιά λογαριασμό του, μά γιά τή φωτιά καί τό νερό!

-Τί γελάς; -Γιατί; Ή πυρκαγιά δέ σβήνει μέ δάκρυα, ενώ ή

πλημμύρα μέ τά δάκρυα {}ά γίνει πιό δυνατή . Ξέρω, πώς ετουτος δ όμορφος γέρος είναι δ πιό

μυαλωμένος αν{}ρωπος άπ' δλους δσους είδα, μά τί άγαπά καί τί μισεί;

Αυτό σκέφτομαι, ενώ εκείνος εξακολου{}εί νά ρίχνει στή φωτιά μου τά ξερά λογάκια του :

-Βλέπεις πόσο λίγοι είναι οί αν{}ρωποι, πού φυλάνε τίς δυνάμεις τους, κα{}ώς καί τίς ξένες; Πώς σέ παιδεύει τό άφεντικό ; Καί ή βοτκούλα πόσο στοιχίζει στόν κόσμο; Άρίφνητα, δέ φτάνει νά τά μετρήσει δ νους . . . υ Αμα καίγεται ή καλύβα σου, κάνεις άλλη, τό μπορείς. 'Όταν, δμως, χάνεται άδικα τών άδίκων ενας μουζίκος, τό κακό δέ διορ{}ώνεται ! Πάρε, λόγου χάρη, τόν Άρτα­λιόν, η τόν Γκρίσα. Είδες πώς ξέσπασε δ αν{}ρωπος! Κουτούτσικος, μά καλόψυχος μουζίκος είναι αυτός δ Γκρίσα! Καπνίζει, σάν άχερoitυμωνιά. Οί γυναίκες πέ­σανε άπάνω του, σάν τά σκουλήκια στά ψοφίμια του δάσου.

Τόν ρωτάω, χωρίς πικρία, άπό περιέργεια: -Γιά ποιό λόγο λές στό άφεντικό μου τίς σκέψεις

μου ; 'Εκείνος μου εξηγεί ησυχα, μ' εναν, μάλιστα, τόνο

τρυφερό:

398 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 399: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Γιά νά ξέρει ποιές βλαβερές σκέψεις εχεις. Πρέπει νά σου μά'l'tει. Ποιός 'ι'tά πρέπει νά σ' όρμηνεύει αν σχι τό αφεντικό; Δέν του τά λέω από κακό, μά γιατί σέ λυπάμαι. Δέν είσαι αντράκι κουτό, μά μέσα στό κεφάλι σου κλω'l'tογυρνάει ό διάολος. Κλέβε, δέ 'ι'tά πώ τίποτα. Πήγαινε μέ γυναίκες, πάλι δέ 'ι'tά μιλήσω. Πιές, 'ι'tαχω ραμμένο τό στόμα μου ! Μά τήν αποκοτιά σου 'ι'tά τή λέω πάντα στ' αφεντικό, νά τό ξέρεις . . .

-Δέν πρόκειται νά σου ξαναμιλήσω! 'Εκείνος βυ'l'tίστηκε στή σιωπή, σκαλίζοντας μέ τό

δάχτυλο καί ξεκολλώντας τήν πίσα από τήν παλάμη του. Έπειτα, κάρφωσε απάνω μου ενα τρυφερό βλέμμα κι είπε:

-Ψέματα λές, 'ι'tά μου μιλάς! Μέ ποιόν αλλον 'ι'tά μιλάς; Μέ κανέναν . . .

Κα'l'tαρός, συμμαζεμένος, ό 'Όσιπ, μου φαίνεται, ξαφνικά, σάν τόν αδιάφορο γιά δλα 'ι'tερμαστή Γιάκοβ.

Μερικές φορές, μου 'ι'tυμίζει τόν ερευνητή τών Γρα­φών Πιότρ Βασίλιεφ, κάποτε τόν άμαξά Πιότρ, ώρες­ώρες ξεχωρίζω στά σουσούμια του κάτι από τόν παπ­που, - ετσι η αλλοιώς μοιάζει μέ δλους τούς γέρους πού εχω δεΙ 'Όλοι τους ηταν εξαιρετικά ενδιαφέροντες γέροι, μά ενιω'l'tα, πώς δέ μπορώ νά ζήσω μαζί τους, -μου ηταν δύσκολο κι αποκρουστικό. Σου τρώνε, μέ κάποιον τρόπο, τήν ψυχή . Οί μυαλωμένες κουβέντες τους σκεπάζουν τήν καρδιά μου, σάν πυροκόκκινη σκουριά.

Ό Όσιπ είναι καλός; Όχι. Κακός; Πάλι σχι. Είναι εξυπνος, αυτό μου είναι ξεκά'l'tαρο. Μά τό μυαλό αυτό, πού μ' αφηνε κατάπληκτο, μέ τήν ευστροφία του, μέ 'ι'tανάτωνε · καί, τελικά, αρχισα νά νιώ'l'tω, πώς, από κά'l'tε πλευρά, μου είναι εχ'l'tρός.

Βράζανε, μέσα στήν ψυχή μου, μαυρες σκέψεις. ,,'Όλοι οί αν'l'tρωποι είναι ξένοι μεταξύ τους, παρά τά

τρυφερά τους λόγια καί τά χαμόγελα, μά καί πάνω στή γη δλα είναι ξένα. 'Όπως φαίνεται, κανένας δέν είναι μαζί της δεμένος μ' ενα δυνατό α'ίσι'tημα αγάπης. Μόνο ή γιαγιά αγαπά τή ζωή καί τά πάντα. Ή γιαγιά καί ή

399 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 400: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

1'tαυμαστή Βασίλισσα Μαργκό» . Μερικές φορές, αυτές κι αλλες παρόμοιες σκέψεις

πύκνωναν σ' ενα μαύρο σύννεφο, ή ζωή γινόταν άποπνι­κτική καί βαρειά. Μά πώς νά ζήσεις διαφορετικά, πού νά πας; 'Ακόμα, δέν εχω νά μιλήσω μέ κανέναν αλλο, εκτός άπό τόν Όσιπ. Καί γώ μιλούσα μαζί του δλο καί πιό συχνά.

'Άκουγε τή φλογερή μου φλυαρία, μέ φανερό ενδια­φέρον, μέ ρωτούσε καί μέ ξαναρωτούσε, μέ κάποιον αγνωστο, γιά μένα, σκοπό, κι ελεγε ηρεμα:

-Είναι πεισματάρης δ τσαλαπετεινός, μά δέν είναι τρομερός, κανένας δέν τόν φοβάται! Σέ συμβουλεύω, άπό καρδιάς, νά πάς στό μοναστήρι, νά ζήσεις εκεί, ωσπου νά μεγαλώσεις, - 1'tά παρηγορείς, μέ τά καλά σου λόγια, τούς λάτρες τού 1'tεού, 1'tά εχεις τήν ήσυχία σου καί οί μοναχοί, κέρδος! Σού τό λέω, μ' δλη μου τήν ψυχή. 'Απ' δ,τι φαίνεται, στά κοσμικά δέν τά καταφέρνεις καί πολύ καλά, 1'tαρρώ.

Τό μοναστήρι δέν τδ1'tελα, μά ενιω1'tα, πώς μπερδεύ­τηκα καί κλω1'tογυρνώ μέσα στόν φαύλο κύκλο τού ά­κατανόητου. Είχα άγκούσα. Ή ζωή εμοιαζε μέ φ1'tινο­πωρινό δάσος, - τά μανιτάρια πιά πέρασαν, στό άδειανό δάσος δέν εχεις πιά νά κάνεις τίποτα, καί, σού φαίνεται, τό ξέρεις πέρα γιά πέρα.

Δέν επινα βότκα, δέν είχα μπλεξίματα μέ γυναίκες, - αυτά τά δυό με1'tύσια της ψυχης μού τά άναπλήρωναν τά βιβλία. Μά δσο πιό πολύ διάβαζα, τόσο πιό δύσκολο μού γινόταν νά ζώ ετσι κούφια κι άνώφελα, δπως ζούσαν, 1'tαρρώ, οί αλλοι.

Μόλις είχα κλείσει τά δεκαπέντε. Μά, μερικές φορές, ενιω1'tα, πώς πέρασαν τά χρόνια μου, γέρασα. Είχα τήν αίσ{}ηση, πώς μέσα μου χόντρυνα καί βάρυνα άπό αυτά πού εζησα, πού διάβασα, κι άπ' αυτά πού μού βασάνι­ζαν τό μυαλό. Ρίχνοντας μιά ματιά μέσα μου, εϋρισκα τόν χώρο τών αισ1'tημάτων μου, σάν ενα κελλάρι σκοτει­νό, γεμάτο ως τά μπούνια μέ διάφορα πράγματα. Δέ μπορούσα νά τά ξεδιαλύνω. Γι' αυτή τή δουλειά δέν είχα ούτε τή δύναμη ούτε τήν τέχνη .

400 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 401: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Κι Όλα τά βάρη, παρά τήν αφδονία τους, παρά τόν συνωστισμό τους, δέ μένανε στέρεα μέσα μου, μέ κου­νούσαν καί μέ τράνταζαν, Όπως κάνει τό νερό ενα δοχείο, χωρίς σταδερή βάση .

�Eνιωδα μιάν αποστροφή, ανάμιχτη μέ περιφρόνηση, γιά τίς συμφορές, τίς αρρώστιες καί τά παράπονα. 'Όταν εβλεπα τή σκληρότητα, - αΙμα, δαρμούς, ακόμα καί φραστική ταπείνωση τού ανδρώπου, - ενιωδα όργανι­κή αποστροφή . Γρήγορα μεταβαλλόταν μέσα μου σέ ψυχρή μανία καί, τότε, χτυπιόμουνα μέ τούς άλλους, σά δεριό, κι επειτα, ενιωδα ντροπή καί πόνο.

Κάποτε, μού ερχόταν νά χτυπώ μέ τέτοιο πάδος τόν βασανιστή καί ριχνόμουν τόσο τυφλά στόν καυγα, πού ακόμα καί τώρα δυμαμαι, μέ ντροπή καί βαρυ�υμιά, κείνα τά ξεσπάσματα της aπόγνωσης, πού γεννιούνταν από τήν αδυναμία.

Ζούσαν μέσα μου δυό άν1tρωποι: Ό ενας, πού γνώρισε πάρα πολύ τήν αισχρότητα καί τή βρωμιά, δείλιασε λιγάκι απ' αυτό καί, τσακισμένος, από τή γνώση της τρομερης οψης της κω'}ημερινότητας, άρχισε ν' αντιμετωπίζει τή ζωή, τούς αν1tρώπους, μέ δυσπιστία, μέ καχυποψία, μέ μιάν ανίσχυρη συμπόνια γιά Όλα, κα1tώς καί γιά τόν ίδιο τόν έαυτό του. Ό αν1tρωπος αυτός όνειρευόταν μιάν ησυχη, μοναχική ζωή, μέ βιβλία, χωρίς αν1tρώπους, ενα μοναστήρι, μιά καλύβα δασοφύ­λακα, ενα στέκι σιδηροδρομικού, τήν Περσία η τήν ύπηρεσία νυχτοφύλακα, κάπου, σέ μιάν ακρη της πόλης. Λιγότερους αν1tρώπους, μακρύτερα απ' αυτούς . . .

Ό αλλος, βαφτισμένος στό αγιο πνεύμα τών τίμιων καί σοφών βιβλίων, παρατηρώντας τή νικηφόρα δύναμη τού κα{}ημερινού κακού, ενιωδε πόσο εύκολα ή δύναμη αυτή μπορούσε νά τού πάρει τό κεφάλι, νά τού συν1tλί­ψει τήν καρδιά μέ τή βρώμικη πατούσα της κι αμυνόταν εντατικά, τρίζοντας τά δόντια, σφίγγοντας τίς γρο1tιές, ετοιμος πάντα γιά κά1tε σύγκρουση καί μάχη . Αυτός αγαπούσε καί συμπονούσε ενεργά, κι δπως ταίριαζε σ' εναν ατρόμητο ηρωα τών γαλλικών μυ1tιστορημάτων, τραβούσε, στήν τρίτη κουβέντα, τό ξίφος από τή {}ήκη κι

401 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 402: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

επαιρνε itέση μάχης. Τήν εποχή εκείνη είχα εναν φαρμακερό εχitρό, τόν

σκουπιδιάρη ενός οικου ανοχης της δδου Μάλαγια Ποκρόφσκαγια. Τόν γνώρισα ενα πρωί, πηγαίνοντας γιά τήν αγορά. Κουβαλουσε από τό μόνιππο άμάξι, πού στεκόταν μπροστά στήν αυλόπορτα του σπιτιου, μιά κοπέλλα τύφλα στό μεitύσι. Τήν κρατουσε από τά πόδια, ξεγυμνωμένη ως τή μέση , καί τήν εσερνε ξετσίπωτα, μέ χουγιαχτά καί χασκόγελα, φτύνοντας τό κορμί της, ενώ εκείνη, τσαλακωμένη, τυφλή, μ' ανοιχτό στόμα, εχοντας πίσω από τό κεφάλι τά μαλακά, σάν ξεβιδωμένα, χέρια της, χτυπουσε μέ τή ράχη , τόν σβέρκο καί τό μελανιασμέ­νο πρόσωπό της στό κάitισμα του άμαξιου, επειτα στό σκαλοπάτι του, γιά νά πέσει, τελικά, στό πλακόστρωτο καί νά χτυπήσει τό κεφάλι της στίς πέτρες.

Ό άμαξας χτύπησε τό μαστίγιο, τό αλογο εφυγε, ενώ δ σκουπιδιάρης ζεύτηκε στά πόδια της κοπέλλας καί, τουρλώνοντας τόν πισινό του, τήν εσυρε πάνω στό πεζοδρόμιο, σάν νεκρή. Φρένιασα, ετρεξα καί, γιά καλή μου τύχη , στό τρεχιό μου πέταξα η αφησα αitελά μου νά πέσει δ ύδροστάτης από τά χέρια μου, πραγμα πού εσωσε τόν σκουπιδιάρη καί μένα από μεγάλους μπελά­δες. Χτύπησα, μέ τή φόρα πού είχα, τόν σκουπιδιάρη, καί τόν ερριξα κάτω, πήδησα στόν εξώστη καί τράβηξα μέ μανία τό χερούλι τού κουδουνιου. Πετάχτηκαν εξω κάτι αγριοι ανitρωποι. Δέ μπόρεσα νά τούς εξηγήσω τίποτε κι εφυγα, παίρνοντας μαζί μου τόν ύδροστάτη .

Στό σταυροδρόμι, εφτασα τόν άμαξα. Μέ κοίταξε από ψηλά, από τό κάitισμά του, κι είπε επιδοκιμαστικά:

-Καλά τόν συγύρισες! Τόν ρώτησα itυμωμένα, πώς αφησε τόν σκουπιδιάρη

νά εξευτελίζει τήν κοπέλλα. Έκείνος, απάντησε ηρεμα καί περιφρονητικά:

-Γιά μένα, νά τούς πάρει δ διάολος! Έμένα οί κύ­ριοι μέ πλήρωσαν, δταν τή χώσαν ε στό άμάξι, τί μέ νοιάζουν εμένα τά παραπέρα, ποιός δίνει καί ποιός τρώει ξύλο!

-Κι αν τή σκότωναν;

402 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 403: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Έ, καλά είσαι, δέ μπορείς νά σκοτώσεις εύκολα κάτι τέτοιες, είπε δ άμαξάς, μ' εναν τρόπο, λές καί δοκίμασε πολλές φορές νά σκοτώσει μει'tυσμένες κοπέλ­λες καί δέν τά κατάφερε.

Άπό κείνη τή μέρα, σχεδόν κάι'tε πρωί εβλεπα τόν σκουπιδιάρη. Περνώ άπό τόν δρόμο κι αυτός σκουπίζει τό πλακόστρωτο η κάι'tεται στό πεζοδρόμιο, σά νά μέ περιμένει. Τόν ζυγώνω. 'Εκείνος σηκώνεται, άνασηκώ­νει τά μανίκια του καί προεξοφλεί:

-Λοιπόν, τώρά ι'tά σέ τσακίσω! Είχε περασμένα τά σαράντα. Μικροκαμωμένος,

στραβοκάνης, μέ κοιλιά γκαστρωμένης γυναίκας, χαμο­γελούσε, μέ κοιτούσε μέ κάτι άστραφτερά μάτια κι ηταν φρικαλέα παράξενο, νά βλέπεις, πώς τά μάτια του ηταν καλοσυνάτα, γελαστά. Δέν ηξερε νά χτυπιέται, μά καί τά χέρια του ηταν κοντύτερα άπό τά δικά μου, - ϋστερα άπό δυό-τρείς γρoι'toπατινάδες, εκανε πιά πίσω, κολ­λούσε, μέ τή ράχη , στήν αυλόπορτα, κι ελεγε άπορημένα:

-Άντε, σταμάτα, φτάν ' ! . . . Ο ί συγκρούσεις αυτές μέ μπουχτίσανε, καί τού είπα

μιά μέρα: -Υ Ακου δώ, βλάκα, ξεκόλλα άπό μένα, σέ παρα­

καλώ! -Καί σύ γιατί χτυπάς; ρωτάει έκείνος καλοπόταγα. Και γώ τόν ρωτάω, γιατί φέρι'tηκε τόσο αισχρά σέ

κείνη τή γυναίκα. -Καί σένα τί σέ νοιάζει; Τή λυπάσαι; -Τή λυπάμαι, βέβαια! �Eμεινε, γιά λίγο, άμίλητος, σκούπισε τά χείλια κι

είπε: -Λυπάσαι καί τή γάτα; -Ναί, καί τή γάτα τή λυπάμαι . . . Τότε, μού λέει: -Είσαι βλάκας, κατεργάρη ! Περίμενε καί ι'tά σού

δείξω έγώ . . . Δέ μπορούσα νά μήν περάσω άπό τόν δρόμο αυτό,

γιατί ηταν ό πιό σύντομος γιά μένα. Μά αρχισα νά σηκώνομαι νωρίτερα, γιά νά μήν άνταμώνω αυτό τόν

403 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 404: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αν�ρωπo. Κι δμως, σέ λίγες μέρες, τόν είδα, - κα�όταν στό πεζούλι καί χάϊδευε μιά σταχτιά γάτα, άκουμπισμέ­νη στά γόνατά του. Κι δταν τόν ζύγωσα τρία, περίπου, βήματα, πετάχτηκε άπάνω, αρπαξε τή γάτα άπό τά πόδια, ξάμωσε καί χτύπησε τό κεφάλι της, στήν καντου­νόπετρα, μέ τόση δύναμη, πού ενιωσα νά μέ πιτσιλάει κάτι ζεστό, - χτύπησε, πέταξε τή γάτα στά πόδια μου, κόλλησε στή μικρή αυλόπορτα κι εκανε ερωτηματικά:

-Είπες τίποτα; Τί νά 'κανα, λοιπόν ! Πήραμε νά κατρακυλαμε στήν

αυλή, σάν δυό σκυλιά. Κι επειτα, κα�ισμένoς στ' άγριό­χορτα της μπασιας, τρελός άπό άπερίγραπτη άγκούσα, δάγκωνα τά χείλια μου, γιά νά μή σκούξω κι ουρλιάξω. Τό {)υμαμαι αυτό καί συγκλονίζομαι άπό μιά μαρτυρική σιχασιά καί άπορώ: πώς δέν τρελά{)ηκα, δέ σκότωσα κανένα;

Γιατί άνιστορώ τούτες τίς ά�λιότητες; Μά γιά νά τά ξέρετε, άξιότιμοι κύριοι, γιατί αυτό δέν πέρασε, δέν πέρασε! Σας άρέσουν οί φόβοι ερζάτς, οί τεχνητοί, σας άρέσουν οί φρικαλεότητες, πού περιγράφονται ώραία. Τό τρομερό, τό φαντασματικό σας συγκλονίζει ευχάρι­στα. Μά εγώ ξέρω κάτι πραγματικά τρομερό, κάτι φοβερό της ρουτίνας. Κι εχω τό άναφαίρετο δικαίωμα νά σας συγκλονίσω δυσάρεστα, μέ ίστορίες γι' αυτό. Γιά νά {)υμαστε πώς ζείτε καί 'μέσα σέ τί ζείτε.

'Όλοι μας κάνουμε μιά αισχρή καί βρώμικη ζωή, αυτό είναι τό ζήτημα!

Ά γαπώ πολύ τούς άν{)ρώπους καί δέ {)ά '{)ελα νά βασανίζω κανέναν, άλλά δέν επιτρέπεται νά είναι κανείς συναισ{)ηματικός καί νά κρύβει τήν τρομερή άλή{)εια, μέ φανταχτερά λογάκια μιας όμορφούτσικης ψευτιας. Στή ζωή, στή ζωή ! Πρέπει ν' άποκαλύψει κανείς σ' αυτή δ,τι καλό, δ,τι άν{)ρώπινο υπάρχει στίς καρδιές καί στά μυαλά μας .

. . . Μέ φρένιαζε ιδιαίτερα ή στάση άπέναντι στή γυ­ναίκα. Διάβασα πολλά μυ{)ιστορήματα. Κι άπ' αυτά σχημάτισα τήν εντύπωση, πώς ή γυναίκα εΙναι τό καλύ­τερο καί τό σημαντικότερο στοιχείο της ζωης. Αυτό τό

404. Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 405: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

έπιβεβαίωναν μέσα μου ή γιαγιά μου, οί ίστορίες της γιά τή Βασίλισσα τήν Πάνσοφη, ή καημένη ή πλύστρα ή Ναταλία καί κείνες οί έκατοντάδες καί χιλιάδες αναμνή­σεις από τά ζωντανά μέσα μου βλέμματα καί χαμόγελα, μέ τά όποία οί γυναίκες, οί μητέρες της ζωης, στολίζου­νε τούτη τή ζωή, τή φτωχή σέ χαρές, τή φτωχή σέ αγά­πη .

Τή δόξα της γυναίκας ύμνούσαν τά βιβλία τού Τουργκένιεφ. Καί μέ δ,τι καλό ηξερα γιά τίς γυναίκες στόλιζα τήν αξέχαστη μορφή της Βασίλισσας. Ό Χά'ίνε κι ό Τουργκένιεφ μού δίνανε liφoftovo, πολύτιμο ύλικό γι' αυτό τό πράγμα.

'Επιστρέφοντας, τό βράδι, από τήν αγορά, σταματού­σα στό ϋψωμα, κοντά στούς τοίχους τού κάστρου κι εβλεπα τόν ηλιο νά βυiΗζεται πίσω από τόν Βόλγα, νά κυλάνε στόν ουρανό τά πύρινα ποτάμια, νά κοκκινίζει καί νά γαλαζώνει ό γήινος ποταμός, ό αγαπημένος μου Βόλγας. Μερικές φορές, σέ τέτοιες στιγμές, μού φαινό­ταν δλη ή γη μιά τεράστια κιβωτός κρατουμένων, σέ σχημα γουρουνιού, πού τή σέρνει ξωπίσω του, γιά κάπου, κάποιο αόρατο καράβι.

Πιό συχνά, δμως, σκεφτόμουνα τήν απεραντοσύνη της γης, τίς πόλεις πού ηξερα από τά βιβλία, τίς ξένες χώρες, δπου οί αν\'tρωποι ζούνε αλλοιώτικα. Στά βιβλία τών ξένων συγγραφέων, ή ζωή είχε αλλοιώτικη Όψη, ηταν πιό γλυκειά, δέν ηταν τόσο δύσκολη δσο τούτη, πού σιγοβράζει αργά καί μονότονα γύρω μου. Αυτό κα{}ησύ­χαζε τήν ανησυχία μου, ξυπνούσε μέσα μου τά ακαταλό­γιστα Όνειρα, πώς μπορεί νά 'ρl'tει μιά αλλη ζωή.

Κι δλο \'tαρρούσα, πώς δπου νά 'ναι \'t' ανταμώσω κάποιον άπλό, κάποιο σοφό, πού l'tά μέ βγάλει στόν πλατύ φωτεινό δρόμο.

Μιά μέρα, έκεί πού κα\'tόμουνα στό παγκάκι, κάτω από τά τείχη τού κάστρου, βρέ{}ηκε δίπλα μου ό \'tείος Γιάκοβ. Δέν κατάλαβα πώς μέ ζύγωσε καί δεν τόν γνώρισα μέ τό πρώτο. Κάμποσα χρόνια ζούσαμε στήν ιδια πόλη, μά σπάνια ανταμώναμε κι αυτό τυχαία καί στά πεταχτά.

405 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 406: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

-Βρέ πώς εγινες! κοτζάμου μαντράχαλος, είπε α­στεία, ένώ μ' εσπρωχνε καί πιάσαμε κουβέντα, σάν ξένοι, μά από καιρό γνωστοί.

Άπ' δσα μού 'λεγε ή γιαγιά, ηξερα, πώς ό �είoς Γιάκοβ, στά χρόνια τούτα είχε καταστραφεί όλότελα, δλα. τά ξεπούλησε καί τά 'φαγε. Ύπηρετούσε βoη�ός έπόπτη σ' εναν καταυλισμό κρατουμένων, μά ή ύπηρεσία του τέλειωσε ασκημα: ό επόπτης αρρώστησε, κι ό �είoς Γιάκοβ αρχισε νά όργανώνει στό σπίτι του τρικούβερτα γλέντια, γιά τούς κρατουμένους. Αυτό μα�εύτηκε, τόν απόλυσαν από τή �έση του καί τόν παρέπεμψαν σέ δίκη, μέ τήν κατηγορία, πώς αφηνε τούς κρατούμενους, τίς νύχτες, στήν πόλη, νά «γλεντανε» . Κανένας από τούς κρατούμενους δέν εφυγε, μά ενας πιάστηκε ακριβώς τή στιγμή πού πρoσπα�oύσε, μέ ζηλο, νά πνίξει εναν διάκο. ΟΙ ανακρίσεις κράτησαν πολύ, μά ή ύπό�εση δέν εφτασε στό δικαστήριο, - οΙ κρατούμενοι καί οΙ δεσμοφύλακες κατάφεραν νά γλυτώσουν τόν καλό �είo από τήν Ιστορία αυτή . Τώρα, ηταν ανεργος, ζούσε μέ τό χαρτζιλίκι πού τού 'δινε ό γιός του, πού εψελνε στήν εκκλησιαστική χορωδία τού ξακουστού, τότε, Ρονκαβίσνικοφ. Γιά τόν γιό του μιλούσε παράξενα:

-Τώρα μού εγινε σοβαρός, σπουδαίος! Είναι σολίστ. "Αν δέν προλάβεις νά βάλεις στήν ωρα του τό σαμοβάρι η νά κα�αρίσεις τά ρούχα του, �υμώνει! Ταχτικός νέος. Καί κα�αρός . . .

Ό �είoς γέρασε πολύ, δέν τού 'μεινε τρίχα στό κεφάλι, ζάρωσε, βουτήχτηκε στή βρωμιά. Τά ώραία σγουρά μαλλιά του αραίωσαν πολύ, τ' αυτιά του κρέμα­σαν, στό ασπράδι τών ματιών του καί στά πλαδαρά, ξυρισμένα μάγουλά του άπλώ�κε ενα πυκνό δίχτυ από κόκκινες φλεβίτσες. Μιλούσε ευ�υμα, μά σού 'δινε τήν εντύπωση, πώς κάτι εχει μέσα στό στόμα, δπου σκαλώνει ή γλώσσα του, αν καί τά δόντια του ηταν γερά.

Χάρηκα, πού είχα τήν ευκαιρία νά μιλήσω μ' εναν αν�ρωπo, πού ηξερε νά γλεντα τή ζωή του, πού είδε πολλά καί πρέπει νά ξέρει πολλά. Θυμή�κα, πολύ καλά, τά ζωηρά καί γεματα κέφι τραγούδια του κι

406 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 407: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αντήχησαν στ' αυτιά μου τά λόγια τού παππού γιά κείνον.

«Στά τραγούδια είναι δ βασιλιάς Δαβίδ, μά στά εργα δ Άβεσσαλόμ δ φαρμακερός! »

Δ ίπλα μας, εκοβε βόλτες, στό βουλεβάρτο, ό καλός δ κόσμος: πλούσιες κυρίες, ανώτεροι υπάλληλοι, αξιωμα­τικοί. Ό -&είος φορούσε τριμμένο, φ-&ινοπωριάτικο παλ­τό, τσαλακωμένο κασκέτο, πυροκόκκινες μπότες καί ζάρωνε, επειδή, φαίνεται, ντρεπόταν γιά τό κουστούμι του. Πήγαμε σέ μιά ταβέρνα της ρεματιάς τού Ποτσά­·ίνσκ, καί πιάσαμε ενα τραπέζι κοντά στό παρά-&υρο, πού εβλεπε κατά τήν αγορά.

-Θυμάστε πως τραγουδούσατε;

'Ένας ζητιάνος κρέμασε τά ποδοπάνια νά στεγνώσουν κι άλλος ζητιάνος έκλεψε τά ποδοπάνια . . .

'Όταν είπα τά λόγια τού τραγουδιού, κατάλαβα, ξαφνικά, γιά πρώτη φορά, τό ειρωνικό τους νόημα, καί σχημάτισα τή γνώμη, πώς ό -&είος είναι γλεντζές κι εξυπνος.

Μά κείνος βάζοντας βότκα στά ποτήρια, είπε συλλο­γισμένα:

-Ναί, εζησα κι εκανα τρέλες, μά λίγες! Τό τραγούδι αυτό δέν είναι δικό μου, τό εφτιαξε ενας δάσκαλος της ίερατικης σχολης, καί νά δείς, πως τόν λέγανε τόν μακαρίτη . . . Τό ξέχασα. ΥΗμασταν φίλοι. Έργένης κι αυτός. Τά κοπάνησε καί πέ-&ανε, - ξεπάγιασε. Πόσος κόσμος δέν εχει σβήσει από τή -&ύμησή μου, πού νά τούς μετρήσεις! 'Εσύ δέν πίνεις; Μήν πίνεις, πρόσεχε. Βλέπεις συχνά τόν παππού ; Γκρινιάρικο γεροντάκι. Λές καί κοντεύει νά τρελα-&εί.

Μόλις ηπιε, ζωήρεψε, καρδάμωσε κι αρχισε νά μιλάει ζωηρά.

Τόν ρώτησα γιά τήν ίστορία του μέ τούς κρατούμε­νους.

-Τήν άκουσες; αναταράχτηκε καί κοίταξε γύρω του. ΥΕπειτα, χαμηλώνοντας τή φωνή, εΙπε:

-Τί -&ά πεί κρατούμενος; Έγώ δέν είμαι δικαστής.

407 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 408: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Βλέπω τούς αν-&ρώπους σάν αν-&ρώπους, καί λέω: αδερ­φοί μου, ελάτε νά ζήσουμε μονιασμένα, χαρούμενα. Ύπάρχει, τούς λέω, ενα τέτοιο τραγούδι:

Ή μοίρα δέν εμποδίζει τό γλέντι, αστην νά μας σφίγγει τόν λαιμό. Θά ζήσουμε γιά χάρη του γέλιου, βλάκας δποιος ζεί αλλοιώς! . . .

Γέλασε, ερριξε μιά ματιά από τό παρά-&υρο στήν ι­σκιωμένη ρεματιά, πού είχε γεμίσει από εμπορικά κατα­στήματα, καί συνέχισε σιάζοντας τό μουστάκι του :

-Έκείνοι, φυσικά, χαίρονταν, γιατί είναι αχαρη ή φυλακή . Μόλις τελειώναμε τόν ελεγχο, τραβούσαν ίσα σέ μένα. Βότκα, μεζέδες. Πότε από μένα, πότε από

__ ίνους. Καί ερχόμασταν στό τσακίρ κέφι κι αρχιζε νά παίζει ή μανούλα, ή Ρουσία! Μ' αρέσει ό χορός κι ανάμεσά τους ηταν -&αυμάσιοι τραγουδιστάδες καί χο­ρευταράδες, καταπληκτικοί ! Μερικοί είχαν αλυσίδες! Μ' αυτές δέ μπορείς νά χορέψεις. Τούς εδινα τήν αδεια νά βγάλουν τίς αλυσίδες, είναι αλή-&εια. Αυτοί, ύπο-&έ­του με, πώς μόνοι τους ξέρουν νά τίς βγάλουν, χωρίς τόν σιδερά. Τετραπέρατος κόσμος. Καταπληκτικοί, σού λέω. 'Όσο γιά τήν κατηγορία, πώς τούς αμολούσα στήν πολιτεία, γιά κλεψιές, είναι σαχλαμάρες, αυτό δέν απο­δείχτηκε καν . . .

Σώπασε γιά λίγο καί κοίταξε τό παρά-&υρο, τή ρε­ματιά, οπου οι παλιατζήδες εκλειναν τά μαγαζιά τους. Βροντούσαν οι σιδερένιοι σύρτες, στριγκλίζανε οι σκου­ριασμένοι ρεζέδες, πέφτανε κάτι σανίδια βροντώντας κούφια. Έπειτα, μού 'κλεισε γελαστός τό μάτι καί συνέχισε σιγανά:

-Γιά νά πούμε τήν αλή-&εια, ενας απ' αυτούς εφευγε, πραγματικά, τίς νύχτες, μόνο πού δέν ηταν από τούς αλυσοδεμένους, μά ενας συνη-&ισμένος κλέφτης, από δώ, από τό Νίζνι Νόβγκοροντ. Είχε, κάπου εδώ κοντά, στήν Πετσάρκα, αγαπητικιά. Μά καί μέ τόν διάκο ή ιστορία εγινε κατά λά-&ος: πέρασαν τόν διάκο γιά εμπορο. Ή δουλειά αυτή γίνηκε τόν χειμώνα. 'Ήταν νύχτα, χιονο-

408 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 409: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

�ύελλα, ολοι χωμένοι σέ γουνες, αντε νά ξεδιαλύνεις, μέσα στή βιασύνη σου, ποιός είναι διάκος καί ποιός εμπορας!

Αυτό μου φάνηκε όστείο, μά καί κείνος άρχισε νά γελά, λέγοντας:

-Ναί, μά τό �εό! που στόν διάολο νά τούς ξεχωρί­σεις . . .

Στό σημείο αυτό, δ �είoς, ξαφνικά καί στά καλά κα�oύμενα, �ύμωσε, δσο παράξενο κι αν φαινόταν. Έσπρωξε πέρα τό πιάτο, μέ τόν μεζέ, σούφρωσε μέ περιφρόνηση τό πρόσωπο, άναψε, επειτα, τσιγάρο καί καπνίζοντας μουρμούρισε:

-Κλέβουν δ ενας τόν άλλο, επειτα συλλαμβάνουν δ ενας τόν αλλο, μπαίνουν στή φυλακή, στή Σ ιβηρία, στά κάτεργα, μά εγώ τί δουλειά εχω μαζί τους; Νά τούς βράσω δλους . . . 'Εγώ εχω τή δική μου ψυχή !

Μπροστά μου όρ�ώ�κε δ μαλλιαρός �ερμαστής. Καί κείνος ελεγε συχνά «νά τούς βράσω» . Καί τόν λέ­γανε Γιακόβ κι αυτόν.

-Τί σκέφτεσαι; ρώτησε μαλακά δ �είoς. -Λυπόσασταν τούς κρατούμενους; -Πώς νά μήν τούς λυπάσαι; EI�αι κάτι παιδιά

καταπληκτικά ! Μερικές φορές, τούς κοιτάς καί λές: δέν όξίζω ουτε δσο τό νύχι τους, άς είμαι καί προϊστάμενός τους! Έξυπνοι οί διαβόλοι, καί καπάτσοι . . .

Τό κρασί κ ι οί αναμνήσεις αναψαν τούς καημούς του. Άκουμπισμένος στό περβάζι του παρα�υριoυ κουνουσε τό κίτρινο χέρι του, μέ τό αποτσίγαρο ανάμεσα στά δάχτυλα, κι ελεγε ζωηρά:

-Ειχαμε εναν μονόματο, χαράχτη καί καλό ρολογά, πού καταδικάστηκε γιατί εφτιαχνε κίβδηλα χαρτονομί­σματα καί δραπέτευσε. που νά τόν ακουγες νά μιλάει! Φωτιά ! Σά νά τραγούδαγε σόλο. «'Εξηγείστε μου, ελεγε, γιατί τό δημόσιο μπορεί νά τυπώνει χρήματα καί γώ δέ μπορώ; 'Εξηγείστε ! » Κανένας δέ μπορεί νά του τό εξηγήσει. Κανένας, καί γώ δέ μπορώ. Καί γώ ημουν προϊστάμενός του! 'Ένας αλλος, - ενας ξακουστός κλέφτης από τή Μόσχα, φρόνιμος, κομψός καί σχολαστι-

409 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 410: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κά καftαρός, - ελεγε ευγενικά: «οι ανftρωποι δουλεύ­ουν μέχρι βλακείας κι εγώ δέν τό ftέλω. Έγώ, λέει, τό δοκίμασα αυτό : δουλεύεις, δουλεύεις, αποβλακώνεσαι από τήν κούραση, πίνεις λιγάκι, χάνεις κανένα τάλληρο στά χαρτιά, μιά πεντάρα στή γυναίκα, γιά λίγο χάδι, κι επειτα, πάλι νηστικός καί φτωχός. "Οχι, λέει, σ' αυτό τό παιγνίδι δέ μπαίνω . . . » .

Ό ftείος Γιακόβ εγειρε πάνω στό τραπέζι καί συνέχι­σε, κατακόκκινος, τόσο ερεftισμένος, πού τρεμοσάλευαν καί τά μικρά του αυτιά.

-Έκείνοι εκεί, αδερφέ μου, δέν είναι κουτεντέδες, σωστά κρίνουνε! Στό διάολο νά πάνε αυτά τά περασμέ­να. Νά πούμε πώς ζούσα; Ντρέπομαι πού τό ftυμάμαι, στή χάση καί στή φέξη, δλο στά κλεφτά. ΟΙ πίκρες δικές σου, μά ή χαρά κλεμμένη ! Πότε δ πατέρας φωνάζει «μήν τολμάς» , πότε ή γυναίκα «μήν κοιτάς» καί πότε συμβαί­νει νά φοβάσαι μόνος σου νά καρυδώσεις ενα ρούβλι. Κι ετσι πιάστηκα κώτσος στή ζωή, εφαγα τά νειάτα μου. Καί στά γεράματα είμαι λακές τού γιού μου. Τί νά τό κρύψω ; Είμαι ενας καλόβολος υπηρέτης καί μού βάζει τίς φωνές σάν αφέντης. Λέει «πατέρα» κι εγώ ακούω «λακέ ! » Τί λοιπόν; Γι' αυτό γεννήftηκα μήπως; Παιδεύ­τηκα τάχα γιά νά γίνω παρακεντές τού γιού μου ; Μά καί νά μήν ηταν ετσι, γιατί εζησα; Μήπως χάρηκα πολύ;

Τόν ακούω χωρίς προσοχή. 'Ωστόσο, είπα ανόρεχτα, χωρίς νά ελπίζω καμιάν απάντηση :

-Νά, κι εγώ δέν ξέρω πώς νά ζήσω . . . Έκείνος χαμογέλασε. -"Ε . . . Καί ποιός ξέρει . . . Δέν είδα κανέναν, πού νά

ξέρει ! ΟΙ ανftρωποι ζούν ετσι, από συνήftεια . . . Καί πάλι αρχισε πειραγμένος καί όργισμένος: -Είχα, κάποτε, γιά βιασμό, εναν ανftρωπο, από τό

Όρέλ, τσιφλικά, αξιο καί ftαυμαστό χορευτή. Μερικές φορές, λάχαινε νά τούς κάνει δλους νά γελάσουν. Τραγουδούσε γιά τόν Βάνκα:

4 1 0

Τριγυρνά δ Βάνκα aτό νεκροταφείο, αυτό εΙναι πολύ αστείο!

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 411: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

�Aχ, έσύ, Βάνκα, βγάλε τή μύτη σου πέρα από τό νεκροταφείο! ...

Νομίζω, πώς αυτό δέν είναι κα&όλου αστείο, μα η αλήitεια! 'Όπου κι αν γυρίσεις, πέρα από τό νεκροτα­φείο δέ μπορείς νά δείς. Καί, τότε,. τό ιδιο μου κάνει, -αν itά είμαι κρατούμενος η δεσμοφύλακας ...

Κουράστηκε νά μιλά, καί κοίταξε, σάν πουλί, μέ τό ενα του μάτι, τό αδειο μπουκάλι, κάπνισε ενα ακόμα τσιγάρο αμίλητος καί φύσηξε τόν καπνό ανάμεσα από τά μουστάκια του.

«'Όσο κι αν χτυπιέσαι, κι αν σουρομαδιέσαι τό κιβούρι καί τά μνήματα δέν τά γλυτώνεις», - ελεγε συχνά ό πετράς Πιότρ, πού δέν εμοιαζε καitόλου του itείου Γιάκοβ. Πόσες τέτοιες παροιμίες ηξερε!

Δέν ηitελα πιά γιά τίποτε νά ρωτήσω τόν itείο. Ή

παρέα του μου ηταν δυσάρεστη καί τόν λυπόμουνα. 'Όλο itυμόμουνα τά ευitυμα τραγούδια του καί τούς ηχους της κιitάρας, πού σου 'φερναν τή χαρά, μέσα από μιά μαλακή itλίψη. Δέν ξέχασα ουτε τόν γελαστό τσιγγά­νο, δχι. Καί κοιτώντας τήν τσαλακωμένη σιλουέττα του itείου Γιάκοβ, σκεφτόμουνα, αitελά μου:

«Νά itυμάται, τάχα, πώς είχε συνitλίψει τόν Τσιγγά­νο, μέ τόν σταυρό;»

Δέ itέλησα νά τό ρωτήσω. Κοίταξα τή ρεματιά. Γεμάτη ως τά μπούνια από τό

υγρό αυγουστιάτικο σκοτάδι. Μέσα από τή ρεματιά ανέβαινε μιά μοσχοβολιά από πεπόνι. Άπό τή στενή ποριά της πόλης αναβαν τά φανάρια. 'Όλα ηταν γνωστά, πέρα ως πέρα. Νά, σέ λίγο itά σφυρίξει τό ενα καράβι στό Ριμπίνσκ καί τό αλλο στό Πέρμ ...

-Ώστόσο, πρέπει νά πηγαίνω, είπε ό itείος.

Στήν πόρτα της ταβέρνας, τραντάζοντας τό χέρι μου, μέ συμβούλεψε, σέ τόνο αστείο:

-Μή στεναχωριέσαι. Θαρρώ, πώς στεναχωριέσαι, ε; Βράστα! Είσαι ακόμα νεαρούλης. Νά itυμάσαι τό βασι­κό: «'Η μοίρα δέ στέκεται εμπόδιο στή χαρά!» Άντε, γειά-χαρά, πρέπει νά πάω στό ουσπένιο!

411 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 412: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Ό γλεντζές 'ttειος εφυγε καί μ' άφησε άκόμα πιό μπερδεμένο μέ τά λόγια του.

'Ανέβηκα στήν πόλη, βγήκα στόν κάμπο. Όλόγιομο τό φεγγάρι, στόν ουρανό άρμένιζαν βαριά σύννεφα, σαρώνοντας άπό τή γή, μέ τούς μαύρους ισκιους τους, τή σκιά μου. Προσπέρασα τήν πόλη, άπό τόν κάμπο κι εφτασα στόν Βόλγα, στή Μεγάλη Σκάρπα, ξάπλωσα πάνω στό σκονισμένο γρασίδι καί πολλήν ωρα κοίταζα τό ποτάμι, τά λειβάδια, τούτη τήν άκίνητη γή. Πάνω άπό τόν Βόλγα σέρνονταν άργά οι ισκιοι των σύννεφων. 'Όταν περνούν πάνω άπό τά λειβάδια, γίνονται πιό φωτεινοί, λές καί πλύ{}ηκαν άπό τό νερό τού ποταμού. 'Όλα γύρω μου μισοκοιμούνται, Όλα είναι βουβά, Όλα κινούνται, {}αρρείς, άνόρεχτα, άπό μεγάλη άνάγκη κι σχι άπό τή φλογερή άγάπη γιά τήν κίνηση, τή ζωή .

Καί μού 'ρχεται νά δώσω μιά δυνατή κλωτσιά σ' Όλη τή γή καί σέ μένα τόν ιδιο, ωστε Όλα, - κι εγώ μαζί, -νά σβουρίξουν άπό εναν χαρούμενο άνεμοστρόβιλο, άπό τόν γιορτινό χορό των άν{}ρώπων, πού ερωτεύονται ό ενας τόν άλλο, αυτή τή ζωή, πού άρχισε γιά τό χατήρι μιας άλλης ζωής, μιας ζωής ώραίας, ζωηρής, τίμιας . . .

'Έλεγα: "Χρειάζεται κάτι νά κάμω μέ τόν εαυτό μου, άλλοιώ­

τικα {}ά χα{}ω . . . » .

Τίς συννεφl ασμένες φ{}ινοπωρινές μέρες, Όταν σχι μόνο δέ βλέπεις, μά καί δέ νιώ{}εις τόν ηλιο, τόν ξεχνας, - τίς φ{}ινοπωριιές αυτές μέρες, πολλές φορές, ελαχε νά περιπλανη{}ω στό δάσος. Βγαίνεις άπό τόν δρόμο, χά­νεις Όλα τά μονοπάτια, κι Όταν πιά κουράζεσαι νά ψάχνεις, σφίγγεις τά δόντια σου καί τραβας ισα μέσα στό πυκνό, μέσα άπό τά σάπια ξερόκλαδα, πάνω άπό τούς γλιστερούς σβώλους τού βάλτου, - καί, στό τέλος, βγαίνεις, άπό παντού, στόν δρόμο!

ΥΕτσι άκριβως άποφάσισα νά κάνω. Τό φ{}ινόπωρο αυτού τού χρόνου εφυγα γιά τό

Καζάν, ελπίζοντας κρυφά, πώς μπορεί νά βολευτω εκεί, καί νά σπουδάσω.

4 1 2 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 413: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Η ΤΡΙΑ ΟΓΙΑ ΤΟ Υ ΓΚΟΡΚΥ

Η αυτοβιογραφική Τριλογία τού Γκόρκυ εΙναι ενα από τά πιό fJαυμάσια ποιητικά εργα τής παγκόσμιας λογοτε­χνίας. Elvat ενα εργο τόσο δυνατό καί τόσο πλούσιο σέ ιδέες καί φιλοσοφία τής ζωής, πού αποτελεί, από τήν άποψη αυτή, σύμφωνα μέ τούς κριτικούς, ενα αποκλει­στικό φαινόμενο καί στή ρούσικη λογοτεχνία.

Elvat μιά ατομική ίστορία, μά ταυτόχρονα καί μιά πλατειά Επική περιγραφή, μιας όλάκερης γενιας ρώσων τής εικοσαετίας 1870-1 890, πού πέρασε εναν δύσκολο, πολλές φορές μαρτυρικό, δρόμο ιδεολογικών καί ΨΊικών αναζητήσεων. Ή περιγραφή τής ζωής τού Άλεξέι Πε­σκόφ, κάτω από τήν πέννα τού Γκόρκυ, γίνεται εργο πού δίνει τή ζωή τού ρούσικου λαού καί τή μοίρα τού απλού ανfJρώπου τής Ρωσίας, πού γίνεται σιγά-σιγά συνειδη­τός αγωνιστής, κάτω από τή σημαία τής κοινωνικής καί πνευματικής απελευfJέρωσης τού λαού.

Ή σκέψη τού συγγραφέα, νά γράψει ενα εργο αυτο­βιογραφικό, γεννήfJηκε στά πρώτα κιόλας χρόνια τής λογοτεχνικής του καριέρας. Τό 1 893 κάνει κιόλας δυό πρόχειρες σημειώσεις, γιά τά παιδικά του χρόνια * . Άπό τότε δέν Εγκατάλειψε τήν ιδέα νά γράψει μιά λογοτεχνι­κή αυτοβιογραφία. Τό 1 905, εγραφε στόν κ.π. Πιατνί­τσκι, πώς αρχίζει νά γράφει μιά αυτοβιογραφική ίστο­ρία, καί τό 1 906 τού ανάγγειλε: «ΥΕχω πάρα πολλά σχέδια λογοτεχνικά. Μέ τήν ευκαιρία πρέπει νά σού πώ, πώς σκέφτομαι νά καταπιαστώ μέ τήν αυτοβιογραφία μου . . . ». Ή Μ.Φ. Ά ντρέγεβα, στά απομνημονεύματά της,

• «Παράifεση γεγονότων καί σκέψεων, άπό τήν άλληλεπίδραση των

όποίων, στέγνωσαν τά καλύτερα κομμάτια τής καρδιάς μου» κι άπ6απα­

σμα, πού όνομάστηκε συμβατικά: «Βιογραφία».

4 1 3

Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 414: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στό σημείο πού άΥαφέρεται στίς συΥαΥτήσεις τού Β.Ι. ΛέΥΙΥ καί τού Μ. Γκ6ρκυ, στό Κάπρι, τό 1910, έπισημαί­Υει τό αύξαyόμεvo διαρκώς έΥδιαφέΡΟΥ τού συγγραφέα, γιά αυτοβιογραφικά iJέματα. Μιλούσε μέ έξαρση στόΥ Β.1. ΛέΥΙΥ, γιά τό ΝίζΥΙ ΝοβγκορόΥΤ, γιά τόΥ Βόλγα, γιά τόΥ παππού του τόΥ ΚασίΡΙΥ κάί γιά τή γιαγιά του, τήΥ 'ΑκούλΙΥα ΊβάΥοβΥα, γιά τά παιδικά του χρόΥια καί τίς περιπέτειές του στή Ρωσία. Ό Λ έΥΙΥ, σπως λέει ή 'Α ΥτρέγεβΥα, συμβούλεψε τόΥ Γκόρκυ Υά τά γράψει αυτά, καί ή συμβουλή του, σπως φαίΥεται, έπεισε δριστικά τόΥ συγγραφέα, πώς εΥα τέτοιο βιβλίο iJd εlχε σοβαρή σημασία καί iJd ηταΥ πολύ επίκαιρο.

Τό 191 Ο, εΤχε πιά ώριμάσει ή ίδέα αύτή κι δ συγγρα­φέας καταπιάστηκε Υά τήΥ ύλοποιήσει. ΥΑ ρχισε τή βιογραφία του, άλλά μιά βιογραφία άλλοιώτικη, πού άποκρυσταλλώiJηκε σέ μιά βαiJυστόχαστη επική άφήγη­ση. 'Αλλά τό έργο δλοκληρώ{}ηκε μόΥΟ μετά τήΥ πρώτη ρωσική επαΥάσταση, πού άποκάλυψε στόΥ συγγραφέα τό πραγματικό Υόημα τώΥ πιό ζωτικώΥ καί σοβαρώΥ ΚΟΙΥωΥικώΥ καί ψυχολογικώΥ φαΙΥομέΥωΥ της ρωσικής πραγματικότητας, στά τέλη τού 1 90υ αίώΥα. 'Από τήΥ άλλη πλευρά, ή πείρα τού 1 905 άπαιτούσε επιτακτικά μιά βαiJειά διαλεκτική μελέτη τώΥ άΥτιφάσεωΥ της εποχής, πού καiJόριζαv τήΥ Ιδιομορφία, τή δύΥαμη καί τίς άδύΥατες πλευρές τής επαΥάστασης στή Ρωσία, ταυτόΧΡΟΥα, σμως, καί μιά μελέτη τού τρόπου πού άΥαπτυσσόταΥ καί κυλούσε ή ζωή στή Ρωσία. « . . . Ποτέ ως τώρα, έγραφε δ Γκόρκυ, τό 1 91 1, δέΥ έχουΥ μπεί μπροστά στούς τίμιους άviJρώπους τής Ρωσίας τόσο πολλά μεγαλειώδη προβλήματα. Καί iJd 'ταΥ πολύ επί­καιρο, Υά γίΥει μιά καλή άΥαπαράσταση τώΥ περασμέ­ΥωΥ, γιά Υά φωτιστούΥ οί σκοποί γιά τό μέλλΟΥ ·».

Μετά τό 1905, τίς παραμΟΥές τώΥ μεγάλωΥ, πραγμα­τικά, κα{}ηκόΥτωΥ, πού έμπαΙΥαΥ, μέ όλο τους τό βάρος, μπροστά στόΥ πρώτο Ρώσο καλλιτέΧΥη τού προλεταριά­του, άλλά ζει, κατά τρόπο ουσιαστικό, δ χαρακτήρας τώΥ

• Μ. Γκ6ρκυ: « 'Υλικά καί Eρεvνες» τ. Ι, 1 934, σελ. 298.

4 1 4 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 415: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

έργων τού Γκόρκυ, ή ίδια ή ύφή κι ή ΠΥοή τους. Τό δημιουργικό έργο τού Γκόρκυ παίρνει μεγαλύτερες δια­στάσεις, αναπτύσσεται στόν κοινωΥικό χώρο, αγκαλιά­ζει κα{}ολικά προβλήματα. Ό συγγραφέας αρχίζει νά γίνεται επικός, νά επεκτείνει τήν προσοχή του καί νά συλλαμβάνει τήν πραγματικότητα σέ μεγάλες διαστά­σεις. <Όπως παρατήρησε ευστοχα ό Λουνατσάρσκι, ό Γκόρκυ δημιουργεί από τά ζωΥτανά στοιχεία τής ρωσι­κης ζωης ενα μεγαλόπρεπα «ΚΙΥούμεΥΟ πανόραμα δεκα­ετιών».

Οί αρχές τού είκοστού αίώνα, πού σημαδεύτηκαν μέ τά επαναστατικά γεγονότα της Ρωσίας καί της Δ ύσης, στά{}ηκαν τό σημείο στροφης στήν ίστορία της παγκό­σμιας κουλτούρας. Ή επανάσταση τού 1 91 7, στή Ρωσία, ανατάραξε τά πνεύματα, τίς φιλοσοφικές, αίσ{}ητιΚ'ές καί δημοσιολογικές αΥτιλήψεις τών πρωτοπόρων συγ­γραφέων σλου τού κόσμου. Τούς έβαλε νά σκεφτούν βα{}ιά, νά προβληματιστούν πάνω στήν τύχη καί τή μοίρα τών τάξεων καί τών στρωμάτων τών λαών καί τών ε{}νών, πάνω στούς δρόμους, πού ακολου{}ούν η {}' ακολου{}ήσουν στήν παραπέρα ίστορική τους εξέλιξη, όλόκληρες χώρες. Δέν είναι τυχαίο, πού τήν περίοδο αύτή γίνονται πολύ δημοφιλη τά μνημειώδη επικά έργα. Τότε εμφανίζΟΥται απανωτά τά πολύκροτα μυ{}ιστορή­ματα τού Ρομαίν Ρολλάν, τού Υτύ Γκάρ, τού Τόμας Μάν.

Τό κεvτρικό πρόβλημα της τριλογίας τού Γκόρκυ ήταν, σπως καί στή «Μάνα», τό πρόβλημα της διαμόρ­φωσης της επαναστατικης συνείδησης τών αΥ{}ρώπων, τό πρόβλημα της συγκρότησης ενός αγωΥιζόμεΥου επα­ναστάτη. Αύτή ή διαδικασία της γέννησης τού καΙΥούρ­γιου Ά Υ{}ρώπου φανερώνεται, προβάλλεται, ανάγλυφα, από τόν συγγραφέα, μέ τό αύτοβιογραφικό του ύλικό. Τά στοιχεία ζωης είναι, βέβαια, πλούσια. Ό Γκόρκυ είναι από τούς σπάΥιους πνευματικούς αΥ{}ρώπους, τούς τεχνητες τού λόγου, πού δοκίμασαν τόσο πολλά aτή ζωή τους. Μά αύτό ακόμα είναι ύλικό ακατέργαστο. Στοι­χεία ζωης, τό ξεκίνημα γιά τή μεγάλη εποποιια, γιά τούς μεγαλόπρεπους πίνακες της άπλης ρούσικης ζωης, πού

4 1 5 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 416: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κυλούσε t9-0λή κι αt9-όρυβη στό περιiJώριο, σάν τά t9-0λά νερά καί τή μεγαλοπρέπεια τού Βόλγα, πού στίς όχiJες του πόνεσε, μόχ{}ησε κι όνειρεύτηκε δ Γκόρκυ.

Ή πνευματική καί ηt9-ική ανάπτυξη τού Άλεξέι Πεσκόφ αποτελεί τή ραχοκοκκαλιά τού βιβλίου, τήν κεντρική Ιδέα, γύρω από τήν όποία πλάiJονται, διατάσ­σονται καί διασυνδέονται δλα τά γεγονότα, δλα τά πρόσωπα καί πράγματα. Ό ηρωας τού βιβλίου, πού ξεκινάει γιά τήν «αναζήτηση τού ίδιου τού έαυτού του», μέ ανοιχτή ψυχή καί «ξυπόλυτη καρδιά», ρίχνεται στή βιοπάλη, στό φλογερό καμίνι της ζωης. Οί ίστορίες τής Τριλογίας διαποτίζονται από τό πάiJος της γνώσης τού ανiJρώπου, σφραγίζονται από τό μεγάλο καί ανικανο­ποίητο πάντα ένδιαφέρον γι' αυτόν, από τήν προσπά­t9-εια τής διείσδυσης σ' δλα τά μυστικά της ανiJρώπινης φύσης. Κι από δώ πηγάζει ή βαiJειά φιλοσοφική διάt9-ε­ση αυτού τού έργου.

Τό 191 Ο, δταν ή αντιδραστική δημοσιολογία καί λογοτεχνία προσπαt9-0ύσε νά διασύρει τίς iJέσεις τού προλεταριάτου στήν έπανάσταση καί φρόντιζε ν' «απο­δείξει», πώς δ λαός δέν έχει δημιουργικές δυνάμεις, δ επαναστάτης συγγραφέας, παρακολουt9-ώντας λογοτε­χνικά τό παρελiJόν τής Ρωσίας, συγκέντρωνε κάiJε τόσο τήν προσοχή του κι υπεράσπιζε τή σκέψη, πού διέπει δλόκληρο τό έργο του, δτι ή κινητήρια δύναμη της ίστορικης εξέλιξης είναι δ λαός, πώς μόνο αυτός είναι δ μεγαλοφυής δημιουργός τών υλικών καί πνευματικών αξιών τής ανiJρωπότητας.

Ή τριλογία, από τήν αποψη τού αφηγηματικού τρόπου, μοιάζει περισσότερο μέ τό βιβλίο τού Γκόρκυ «Ταξίδι στή Ρωσία». Μπροστά από τόν αναγνώστη περνάει δρμητικά μιά φωτεινή άλυσσίδα από νουβέλλες, πού δίνουν πορτραίτα ανiJρώπων, ρωσικούς τύπους καί χαρακτήρες: δ Τσιγγάνος, δ Kαλoδoυλειίiς, ή Βασίλισσα Μαργκό, δ iJερμαστής Γιάκοβ Σούμοφ, ό μαραγκός �Oσιπ, οί παλιοημερολογίτες, δ μάγειρας Σμούρι, οί καταπληκτικοί τεχνητες εικονογράφοι, οί φοιτητές, οί φανατικοί επιστήμονες, οί «μεγαλομάρτυρες τού λογι-

416 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 417: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

κού», νά μερικοί ηρωες, σ' αυτές τίς νουβέλλες, πού συνδέονται μεταξύ τους μέ τήν περιγραφή τής ζωής, τήν αυτοβιογραφία τού ηρωα. Μπροστά &πό τόν αναγνώστη περνάει όλόκληρη σχεδόν ή Ρωσία. Ή εποχή, πού σημείωνε στροφή στήν ίστορία της, πού εγκυμονούσε τίς μεγάλες αλλαγές της, στό μεταίχμιο τών δυό κόσμων.

Ό επικός χαρακτήρας τής Τριλογίας τού Γκόρκυ κα{}όρισε καί τήν ίδιομορφία της «ελεύ{}ερης» σύν{}εσης αυτού τού έργου, πού τού επέτρεψε νά πλατύνει, στό έπακρο, τίς διασυνδέσεις τής αυτοβιογραφίας τού ηρωα μέ τή ζωή, μέ τούς πό{}ους καί τούς καημούς τών άπλών αν{}ρώπων, πού μ' δλη τήν κα{}υστέρηση, επιζητούσαν, μέ τόν δικό τους τρόπο, τήν άλλαγή της μοίρας τους. Θά νιώσει δλο τό βά{}ος καί τό πλάτος τής χαράς καί τού πόνου, μαζί τους. . . Ά νάμεσα στόν μικρό Άλεξέι καί τούς άλλους ηρωες τού βιβλίου, ύπάρχει μιά ακατάλυτη, εσωτερική ψυχολογική επαφή, πού προέρχεται, πρώτα απ' δλα, από τήν αγάπη γιά τούς αν{}ρώπους καί τό ζωτικό ενδιαφέρον γι ' αυτούς, &πό τόν πό{}ο νά τούς βοη{}ήσει, γιά νά ξαναχτίσουν τόν κόσμο.

Ή τριλογία ε[ναι ΕVα έργο γεμάτο δραματικές κατα­στάσεις. Ή γέννηση τού καινούργιου αν{}ρώπου, τού νέου χαρακτηρα, συντελείται μέσα σέ οδύνες. Ό δρόμος τού ηρωα, γιά νά φτάσει στίς αν{}ρωπιστικές καί σοσια­λιστικές ίδέες ήταν γεμάτος αγκά{}ια καί τριβόλους, πού τόν άνοιξε ενας «τραγικά ώραίος» Υ Α ν{}ρωπος.

Στήν τριλογία συνδέεται αναπόσπαστα τό {}έμα τής λαϊκής πραγματικότητας, πού αποτελεί τό γόνιμο έδα­φος, γιά τή γέννηση τού μελλοντικού αγωνιστή, μέ τό {}έμα της αυτοβιογραφίας. Άλλά, δίνοντας ζωντανά, μ' &παράμιλλη τέχνη, τίς βα{}ειές διεργασίες, πού συντε­λούνται στά έγκατα τής ρωσικής κοινωνικής ζωής καί στή συνείδηση τού αν{}ρώπου, ό Γκόρκυ μελετούσε καί ανέλυε ενα γενικό πρόβλημα, - τό πρόβλημα της επα­νάστασης, πού ώρίμαζε στόν λαό. 'Ωστόσο, ή λύση πού έδι νε, κά{}ε φορά καί σέ κά{}ε περίπτωση, ήταν διαφο­ρετι κή. από άλλη οπτική γωνία καί από άλλη πλειι­ρα.

4 1 7 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 418: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Στά «Παιδικά χρόνια» καί στήν «Έφηβεία», πού γράφτηκαν στήν περίοδο 1912-1916 (τά «Παιδικά χρό­νια» πρωτοδημοσιεύτηκαν aτήν έφημερίδα «Ρούσκογε

Σλόβο», τό 1913), προβάλλει, σέ πρώτη μοίρα, ή βαfJμι­αία, ή βασανιστική, πολλές φορές, απελευfJέρωση τής λαϊκής συνείδησης από τίς μακραίωνες παραδόσεις του κόσμου πού πλάστηκε πάνω στήν Ιδιοχτησία. Ό συγγρα­φέας ένδιαφέρεται, πρώτ' απ' σλα, γιά τό ίστορικό τής έμφάνισης καί τής διαμόρφωσης, στόν ηρωα τής αυτοβι­ογραφίας, τών νέων σχέσεών του μέ τόν ανfJρωπο, πού εχουν ένώσει μέσα του τήν αγάπη καί τήν πίστη μέ τή διαμαρτυρία ένάντια aτούς ηfJικούς, κοινωνικούς κι έfJιμικούς κανόνες, πού αλλοιώνουν καί διαστρεβλώ­νουν τίς ψυχές τών ανfJρώπων. Γι' αυτό τόν λόγο παίζουν, στήν τριλογία, τόσο σοβαρό ρόλο, στίς ιδέες καί στή δομή του εργου, οί κοινωνικές καί ψυχολογικές αντιδράσεις. Τό ένεργό ένδιαφέρον του ηρωα, γιά τίς αντιfJέσεις τής ζωής, - ένδιαφέρον πού, προοδευτικά, φαίνεται νά μεγαλώνει, aτήν πορεία τής αφήγησης, -καί ή προσπάfJεια γιά τή λύση τους, αποτελεί τήν κινητήρια δύναμη τής ύπόfJεσης του εργου.

Οί ίaτoρίες τής τριλογίας δομουνται πάνω στή σύγ­κρουση τής πάντα ζωντανής καί φυσιολογικής τάσης του ανfJρώπου πρός τό ώραίο μέ τίς σκοτεινές καί xafJvaτE­ρημένες δυνάμεις, πού του στέκονται έμπόδιο στίς ηfJικές καί κοινωνικές του αναζητήσεις. Τό όνειρο του παιδιου, του νεαρου 'Αλεξέι, γιά μιά «ζωή φωτεινή, ανfJρώπινη» συγκρούεται μέ τήν αδιανόητη, παράλογη κι ασκοπη σκληρότητα τής ζωής τής «αμυαλης φάρας».

'Από τίς πρώτες σελίδες τών «Παιδικών χρόνων» αρχίζει νά προβάλλει τό Θέμα τής καταπληκτικής αντί­fJεσης, πού ύπάρχει ανάμεσα στήν ομορφιά του κόσμου καί στίς σχέσεις έκείνες, πού διαμορφώ{)ηκαν ανάμεσα στούς ανfJρώπους. Ή έπαναστατική, aτό βάiJος της, ιδέα τής διαπάλης τών δυό αντίiJετων αρχών τής ζωής καfJορίζει αμέσως τόν χαρακτήρα τής αφήγησης.

Ό μικρός 'Αλεξέι, σταν ανοίγει τά μάτια του aτή ζωή, τή aτιγμή πού στέκεται aτό κατώφλι τής «ανακάλυ-

-+18 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 419: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ψης τού κόσμου», είναι γεμάτος άπό εναν, άσύνειδο

άκόμα, εκπληκτικό {)αυμασμό, μπροστά στό μεγαλειο της ομορφιάς της γης πού πατάει, τού τόπου πού τόν άνάστησε.

Οί μέρες της επικοινωνίας του μέ τή φύση, στό πρώτο

του ταξίδι μέ καράβι ήταν, σπως γράφει δ συγγραφέας,

μέρες «γεμάτες ομορφιά». Ό κόσμος άποκαλύπτεται

μπροστά του σέ σλη του τήν 6μορφιά καί τό μεγαλειο,

πού δέν τά επισκιάζει καμιά άσκήμια. «Πάνω άπό τόν Βόλγα γλιστράει άνεπαίσ{)ητα δ ηλιος. Τήν κά{)ε ωρα,

γύρω μου, σλα είναι καινούργια, σλα άλλά ζουν. Τά πράσινα βουνά φαντάζουν σάν φαρδειές πιέτες, στό

πλούσιο φόρεμα της γης. Στίς δυό σχ{)ες άπλώνονται

χωριά καί πόλεις, πού φαντάζουν σάν τούρτες άπό μακρυά. Τά χρυσά φύλλα τού φ{)ινοπώρου πλέουν πάνω

στά νερά». 'Όλα, γύρω, γιά τόν μικρό Άλιόσα είναι γεμάτα άπό με{)υστικό φώς, είναι βαμμένα μέ τά πιό

φανταχτερά χρώματα της άν{)ρώπινης χαράς, πού σφύ­ζει άκράτητη καί πλημμυρίζει σλο του τό είναι. Μά τούτη ή αίσ{)ηση η/ς άρμονίας δέν κρατάει πολύ. Ό

Γκόρκυ φέρνει άμέσως εδώ τό παιδί σέ σύγκρουση μέ τίς άντιφάσεις κι άντι{)έσεις της πραγματικης ζωης. Μπρο­

στά στό παιδί προβάλλει, σάν σύμβολο τού εχ{)ρικού κόσμου της «άμυαλης φάρας», ΕVα τεράστιο λιμάνι «γεμάτο άπό έκατοντάδες κατάρτια», πού οί κορφές

τους λογχίζουν τόν ουρανό. Καί σέ τούτο άκριβώς τό

λιμάνι, δ Γκόρκυ φέρνει τόν μικρό Άλιόσα άντιμέτωπο

μέ τήν οικογένεια Κασίριν.«Μικροί καί μεγάλοι, {)υ­

μάται δ μικρός, δέ μού άρεσαν, ενιω{)α ξένος μεταξύ τους... Καί πιό πολύ δέ μού άρεσε δ παππούς. Είδα άμέσως, στό πρόσωπό του, τόν εχ{)ρό ... ». Ή σύγκρουση

τού ηρωα καί της «άμυαλης φάρας» έπισημάν{)ηκε.

Κάνει δυσάρεστη εκπληξη στόν Άλιόσα «τό ισόγειο

μονόροφο σπίτι, τό βαμμένο μέ {)ολό τριανταφυλλί

χρώμα, μέ τήν άπότομη στέγη καί τά τουρλωτά παρά{)υ­ρα». 'Όλα εδώ ήταν άσκημα, δέν εχουν κανένα νόημα

καί άρμονία, έχ{)ρικά πρός τόν άν{)ρωπο, «τυλιγμένα μέ

μιά καυτήν άχλή άμοιβαίας έχ{)ρότητας πάντων κατά

419 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 420: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

πάντων ... ». Στό σπίτι των Κασίριν δέν ύπάρχει μέρος γιά τό ωραίο. Ό μάστορας Γκρηγκόρη είπε κάτι που χαράχτηκε βαιJιά στή μνήμη τού παιδιού, δτι, δηλαδή, «οί Κασίριν δέν άγαπούν τό ωραίο». Τό ταλέντο, Τι άνιδιοτέλεια, Τι ψυχική ά Υνό τη τα, καί Τι μεγαλοψυχία προκαλούν στους μικροαστους, πού εχουν ύποτάξει τά πάντα στήν άκαταλάγιαστη δίψα τού κέρδους, άνοιχτή κι άκαταλόγιστη άντιπάθεια.

Θά νόμιζε κανείς, πως Τι μαυρη κι αχαρη ζωή, Τι «γεμάτη σκληρότητα», δ στενός κι άποπνικτικός κόσμος, πού φαρμακώνουν κάιJε μέρα τή ζωή καί τήν τρυφερή ψυχή τού παιδιού, ιJά τόν έκαναν σκληρό, κακό καί δύστροπο. Μά συντελείται κάτι δλότελα διαφορετικό. Στήν ψυχή τού Άλιόσα μεγαλώνει, σιγά-σιγά, Τι άγάπη καί μιά δυνατή συμπόνια γιά τους άνιJρώπoυς, δ πόιJoς νά τους βoηιJήσει μέ κάιJε ιJυσία, δυναμώνει Τι πίστη του στίς καλές, τίς αΙώνια άναλλοίωτες, ωραίες κι ύγιείς άρχές τού Ρώσου.

Ό μεγάλος άνιJρωπισμός της τριλογίας συνδέεται, πρωτα-πρωτα, μέ τή μορφή τής γιαγιάς. Α ύτή ήταν έκείνη πού στάλαξε στήν ψυχή τού Άλιόσα τό «δυνατό αίσΟημα τής έμπιστoΣVνης» στή ζωή. Δέν εΙναι τυχαίο, που δ γέρο Κασίριν τή φωνάζει <<μητέρα». Ό Γκόρκυ εφτιαξε στό πρόσωπό της τήν ποιητική καί μεγαλόπρεπη μορφή της μάνας, μέ τήν άπεριόριστη «άκατάλυτη άγά­πη» της, γιά τούς άνιJρώπoυς, γιά τά παιδιά της. Ή

μορφή της μητέρας, που πρωτοδόΟηκε στό δμώνυμο εργο τού Γκόρκυ, φωτίζει καί τίς σελίδες των ίστοριων τής αυτοβιογραφικής ζωής τού ηρωα.

Στό πρωτο μέρος τής τριλογίας, Τι μορφή τής Άκουλι­να Ίβάνοβνα κατέχει κεντρική ιJέση. Τήν έποχή έκείνη, δ Γκόρκυ σκεφτόταν, μάλιστα, νά άλλάξει τόν τίτλο της νουβέλλας. Τόν Σεπτέμβρη τού 1913, εγραφε στόν διευ­θυντή τού «Ρούσκογε Σλόβο», πώς δ τίτλος « Τα παιδικά χρόνια» επρεπε νά φυγει καί νά μπεί στή ιJέση του «'Η γιαγιά».

Ή Τιρωίδα τού Γκόρκυ εΙχε καιJαρό μυαλό, που άντίκρυζε τόν κόσμο μέ εμφυτη τήν αίσΟηση τού ωραί-

420 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 421: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ου, καί μέ νεανική όρμή. Ήταν παράξενα ώραία, μέ μιά σπάνια, αξε{}ώριαστη όμορφιά, πού γεννάει ό πλούσιος ποιητικός κόσμος της ψυχης καί της καρδι.iiς. Τό πρόσω­πό της, παρά τίς «αφ{}ονες ρυτίδες στό μελαψό της δέρμα», «φάνταζε νέο καί φωτεινό». «Τά μαύρα μάτια της χαμογελούσαν, χύνανε σ' δλους [να φώς, πού ζέσται­νε τήν ψυχή, καί τυλίγοντας τό ήλιοσκαμμένο της πρόσωπο, μέ τή μαντήλα, έλεγε τραγουδιστά: «Κύριε, Κύριε! Τί ώραία ε[ναι έδώ! ΥΟχι, γιά κοιτάχτε, πόσο ώραία ε[ναι δλα!» Ήταν ή κραυγή της καρδιάς της, τό σύν{}ημα δλης της ζωης».

Ή γιαγιά ι]ταν, γιά τόν Άλιόσα, ή προσωποποίηση της λαϊκης σοφίας. Ή έπαφή της μέ τή φύση, ή χαρούμε­νη αίσ{}ηση της όμορφιάς της, δλα της προκαλούσαν τόν {}αυμασμό τού έγγονού. Αυτή, ακριβώς, κράτησε στην ψυχή του αναμμένη τήν πίστη στόν αν{}ρωπο κι έπαιξε τεράστιο ρόλο στή διαμόρφωση τού ή{}ικού βά{}ρου καί τών ιδανικών του. Αυτή ι]ταν «αφιλάργυρη», ένώ δ

παππούς ι]ταν πολύ «φιλάργυρος». Κι αυτή ή αντί{}εση, δπως κι άλλες αντι{}έσεις παππού καί γιαγιάς, αποτελεί στοιχείο, γιά τόν Γκόρκυ, μιάς πλούσιας σέ βά{}ος έρευνας τών χαρακτήρων καί πηγή δραματικών κατα­στάσεων.

Οί μορφές τού γέρο Κασίριν καί της γιαγιάς, πού βρίσκονται σέ μιά αντι{}ετική πάντα συμπεριφορά, παί­ζουν σοβαρό ρόλο στό ιδεολογικό βά{}ος καί τή δομική σύν{}εση τού έργου (ιδιαίτερα στό πρώτο μέρος). Ε[ναι ή ένσάρκωση δυό ανταγωνιστικών φιλοσοφιών της ζωης. Τήν αντί{}εση τών δυό χαρακτήρων, δ συγγραφέας τήν ύπογραμμίζει παντού, - στή στάση τους απέναντι στή ζωή καί τόν {}άνατο, στήν αλή{}εια καί τό ψέμα, στήν αγάπη καί τό μίσος, στη {}ρησκεία καί τήν προσευχή. Ή

γιαγιά, δπως έλεγε δ μάστορας Γκρηγκόρη, «δέν αγαπά­ει τό ψέμα, δέν τό καταλαβαίνει». Κι δμως, δλη ή ζωή τών Κασίριν ι]ταν περιχαρακωμένη από αυστηρούς, δμως, κα{}αρά λα{}εμένους καί ψεύτικους κανόνες. Καί ή γιαγιά τό έπισήμανε ρητά, πολύ ευστοχα. Έδώ «κανόνες ύπάρχουν πολλοί, μά αλή{}εια δέν ύπάρχει». Ό αυτοβιο-

421 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 422: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

γραφικός ηρωας τού Γκόρκυ αμέσως μπηκε μπροστά ατό δίλημμα της έπιλογης: Ποιό δρόμο ffά 'παιρνε; Κι αν στό πρόσωπο της γιαγιάς ένιωffε τόν φίλο, πού ή αφειδώλευ­τη αγάπη της, γιά τόν κόσμο, καί τούς ανffρώπους, τόν πλούτιζε, καί τόν «έτρεφε μέ μιά μεγάλη δύναμη, γιά τή δύσκολη ζωή», ή «σοφία» τού Βασίλη Κασίριν, πού «σ' δλη τή ζωή τούς έτρωγε δλους, δπως ή σκουριά τό σίδερο», στά{}ηκε πάντα ξένη καί έχffρική, γιά τόν Άλεξέι Πεσκόφ.

Ε[ναι σχεδόν συμβολικός ό ffάνατος τού Τσιγγάνου, πού ε[χε συνffλιβεί κάτω από τό βάρος τού σταυρού. Τόν σκότωσε ό ffεός τού παππού, ή κακή δύναμη της ιδιοτέλειας, της ζήλειας, καί της νοοτροπίας τού γδάρτη. Δυνατός, μέ ανοιχτή, καffαρή όψη, μέ μάτια γεμάτα φως κι αχτινοβολίες, ό Τσιγγανάκος, αυτό τό «χρυσό πετρο­χελίδονο», ήταν ή προσωποποίηση της νειότης καί της δύναμης. Στή δουλειά, ταχτικός καί χρυσοχέρης, στή διασκέδαση, φοβερά προικισμένος, ήταν φτιαγμένος γιά μιά «αλλη ζωή, ώραία καί φωτεινή». Οί σελίδες, πού αφιερώνονται στόν Τσι γγανά κο, γράφτηκαν από τόν Γκόρκυ στό [διο ρωμαντικό ατύλ, πού γράφτηκε καί ή

«Γριά Ίζεργκίλ» κι ό «Μακάρ Τσούντρα». Ό ffάνατος τού Τσιγγανάκου ε[ναι μιά από τίς πιό δραματικές καί καλλιτεχνικά καταξιωμένες σκηνές της τριλογίας, πού πλησιάζουν καffαρά στά έργα ζωγραφικης: οί ανυπόφο­ρα φωτεινές αχτίδες τού ηλιου, τό αφύσικα σκοτεινια­σμένο πρόσωπο τού νέου καί τά αλικα αυλάκια αίμάτου, πάνω στά καffαροπλυμένα χρυσά πευκοσάνιδα τού πα­τώματος ...

'Όσο γιά τούς άνffρώπους, άρχίζει νά καταλαβαίνει ffαμπά ό Άλιόσα, πώς ffά μπορούσαν νά ε[ναι άλλοιώτι­κοι: καί ό παππούς, ό «καλοκαμωμένος, περιποιημένος καί σουβλερός», πού στίς καλές του στιγμές ήξερε νά μιλάει τόσο ώραία καί ζωντανά γιά τά νειάτα του, γιά τούς βαρκάρηδες τού Βόλγα καί γιά τά τραγούδια τους, δταν σέρνανε τίς μαούνες, ζεμένοι στό παλαμάρι. Άκό­μα καί δ ffείος Γιάκοβ, πού παρά λίγο νά έπνιγε τόν πατέρα τού Άλιόσα κι έδειρε μέχρι ffαvάτου τή γυναίκα

422 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 423: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

του. Μά δταν τούτος Ο τιποτένιος, Ο «ξεστρατισμένος αν{}ρωπος», επαιρνε στά χέρια του τήν κι{}άρα, γινόταν αλλοιώτικος, μέσα του ξυπνούσε Ο συνεπαρμένος καλλι­τέχνης: «Ή μουσική τού χρειαζόταν, βα{}ειά γαλήνη κυλούσε, σά γοργός χείμαρρος, πού κινούσε από κάπου μακρυά, κι ερχόταν καί τρύπωνε κι εμπαινε από τούς τοίχους καί τό πάτωμα, δονούσε τίς καρδιές καί γεννού­σε ενα ακατανόητο αίσ{}ημα {}λίψης κι ανησυχίας. Μέ τή μουσική αυτή γέμιζαν οί ψυχές λύπη καί συμπόνια γιά τούς αλλους καί γιά τόν έαυτό τους . . . Κι δλοι πάγωναν μαγεμένοι . . . » .

Τά γεγονότα πού περιγράφονται στίς ίστορίες τής τριλογίας, <<οί καταστάσεις οί ψυχικές» τών ήρώων φαίνονται, ορισμένες φορές, φανταστικές, απί{}ανες, μά τίποτε δέν εΙναι φτιαχτό. 'Όλα κα{}ρεφτίζουν τή ζων­τανή, τή σκληρή αλή{}εια. Μπροστά μας εχουμε τή ζωή ολόκληρης εποχής, μέ τίς βα{}ειές της δραματικές αντι­φάσεις, πού κα{}ρεφτίζονται στή συνείδηση καί στή μοίρα τών αν{}ρώπων. Ή σύν{}ετη «διαλεχτική» τών αν{}ρώπινων ψυχών ίσως νά εΙναι τό πρόβλημα πού απασχολεί περισσότερο απ' δλα τόν συγγραφέα τής τριλογίας. Οί ηρωει; τού Γκόρκυ εμφανίζονται μέσα στή σύγκρουση αντί{}ετων Ιδεών, πό{}ων καί σκέψεων, πού, μερικές φορές, {}ά νόμιζε κανείς, αλληλοαποκλείονται. Α υτή δμως ή εξωτερική «ποικιλία» τών χαρακτήρων τους εξηγείται από τόν συγγραφέα συγκεκριμένα κι ίστορικά, σάν αποτέλεσμα τών κοινωνικών δρων τής ρούσικης ζωής.

.

Ό Γκόρκυ φέρνει σέ σύγκρουση, αντί{}ετα, ορισμένες φορές, φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενα, γνωρίσματα τού ψυχικού κόσμου κά{}ε ηρωα τής τριλογίας. ΥΕτσι, λόγου χάρη, εντονα αντιφατικός εΙναι ο χαρακτήρας τού Κασίριν. Μέσα του πάλευαν, ακούραστα, δυό ασύνδετες δυνάμεις. Κι αυτό εκδηλώνεται, πρώτ' απ' δλα, στή στάση του απέναντι στούς πιό προσφιλείς του αν{}ρώ­πους. Ά γαπάει καί τόν Άλεξέι καί τή Βαρβάρα καί τούς γιούς καί τή γιαγιά, μά τούς αγαπάει μέ τόν δικό του τρόπο. Ή αγάπη του, σέ αντί{}εση μέ τήν αγάπη τής

423 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 424: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

γιαγιάς, ξεχωρίζει πάντα καί περιπλέκεται μέ τό αίa{}η­μα τού ίδιοχτήτη, τού αφεντικού, τού «μεγαλύτερου» στη ζωή.

Ό καλλιτέχνης Γκόρκυ άποκαλύπτει τή βα{}ειά ίστο­ρική νομοτέλεια αυτής τής συνύφανση ς τών αντιφατι­κών γνωρισμάτων τού αν{}ρώπινου χαρακτήρα. Ό γέρο Κασίριν έγινε «αν{}ρωπος» μέ τίς δικές του δυνάμεις. Ξεκίνησε άπό χαμηλά, άπό τά έγκατα τών λαϊκών στρωμάτων καί σπρώχνοντας, σκαρφαλώνοντας, άπω­{}ώντας κι απω{}ούμενος, κατάφερε νά βγεί στην επιφά­νεια, νά γίνει «αν{}ρωπος!» �Eγινε «αφεντικό», μπήκε στην δδό τών ξένων καί κεί έχασε τά αν{}ρώπινά του χαρίσματα. 'Ότι ή κοινωνική ανοδος, μέ ανή{}ικα, μέ βρώμικα μέσα, πνίγει μέσα στόν αν{}ρωπο δ,η ώραίο καί καλό ύπάρχει, τό εΤπε ό Γκόρκυ, στά 191 Ο, σ' ΕVα αλλο αυτοβιογραφικό του έργο, στό διήγημα «'Ο αφέν­της». 'Όταν έγινε δ Κασίριν «αφεντικό» επιβεβαιώνει τήν αίωνιότητα τής κοινωνικής ανισότητας, παραδέχε­ται δτι τό κακό είναι ακαταμάχητο. Ό παππούς πίστευε ακράδαντα, πώς δ αν{}ρωπος {}ά βρεί πάντα στόν πλησίον του όχι εναν φίλο, δπως έλεγε ή γιαγιά, αλλά εναν εχ{}ρό. Τή «σοφία» αυτή του «φιλάργυρου» τή φωτίζει κι ό {}εός του, πού ό Κασίριν τόν δημιούργησε σύμφωνα μέ τούς 1}{}ικούς κανόνες τού κόσμου τών μικροαστών. �A ν δ {}εός τής γιαγιάς ήταν τέτοιος, δπως ζωγραφίζεται στίς προσευχές καί τά παραμύ{}ια της, δηλαδή ή ενσάρκωση τής ομορφιάς, τού αγα{}ού, τής συγγνώμης καί τής σοφίας, ό {}εός τού παππού ήταν σκληρός, αδησώπητος, εκδικητικός, μνησίκακος, εχ{}ρός τού αν{}ρώπου. Ό {}εός τού παππού είναι {}εός τού lδιοχτητη καί τού αφέντη, «δεν αγαπάει κανένα ... πρώτ' απ' δλα έψαχνε κι έβλεπε στόν αν{}ρωπο τό κακό, τό ανάποδο, τό άμαρτωλό. 'Ηταν κα{}αρό, πώς δέν έχει εμπιστοσύνη στόν αν{}ρωπο, περιμένει πάντα μετάνοια καί αγαπά νά τιμωρεί». Οί προσευχές τής γιαγιάς είναι εμπνευσμένοι αυτοσχεδιασμοί ένός αν{}ρώπου ερωτευ­μένου μέ τή ζωή καί μέ τούς ανfJρώπους. Τίς δέχεται κανείς σάν ποιητικά έργα μιάς αγαΟής κι άγνής ψυχής.

424 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 425: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

«Χαράς πηγή, πάναγvή μου ώραία μηλιά αvffισμέvη», {τσι προσευχόταν ή γιαγιά.

Μά, ακόμα, στήν πνευματικά συγγενική του μορφή τής γιαγιάς, ό Γκόρκυ επισήμανε αντιφάσεις τού χαρα­κτήρα, πού ηταν συνέπεια έμμεσων κοινωνικοϊστορικων επιδράσεων. Ή γιαγιά, πού χαίρεται καί δοξάζει τόν κόσμο, τήν ομορφιά τής ζωής, δέχτηκε τά «πικρά δά­κρυά» της, σάν μιά οφειλή ύποχρεωτική κι αναπό­φευχτη.

Ύποφέρει, αμίλητη, ταπεινώσεις, άπό τόν παππού, προσπαffεί νά συμφιλιώσει σλους κι σλα μεταξύ τους, νά καταλάβει καί νά δικαιολογήσει κάffε σκληρό, πού συμβαίνει γύρω. Κι αυτή τή στάση της, απέναντι στίς αffλιότητες τής ζωής καί τά βάσανα των αvffρώπωv Μν τή δέχονται ουτε δ συγγραφέας, ουτε δ ηρωάς του, πού πολ ύ γρήγορα κατάλαβε, πώς ή μαλακοσύνη τής γιαγιάς, ή όρμήνια της γιά ύπομονή, δέν εΙvαι δύναμη, μά έκ­φραση αδυναμίας καί μοιρολατρικής προσμονής μπρο­στά στίς αντιφάσεις τής πραγματικότητας. Ή καλοσύνη της, πού συγχωρεί τά πάντα, ή ύπομονή της, προκαλούν στόν Άλεξέι, πού γινόταν σλο καί πιό πολύ «εVΈξα­πτος», «ffυμωμέvος» μέ τή ζωή, στήν αρχή αμφιβολία, κι έπειτα ζωηρή διαμαρτυρία: «Κάνοντας παρέα τή γιαγιά αποffαύμαζα, σλο καί πιό συνειδητά, τήν ψυχή της, μά lvtwffa πιά, πώς τούτη ή ώραία ψυχή έχει τυφλωffεί από τά παραμύffια, δέ μπορεί νά δεί, Μ μπορεί νά καταλάβει τά φαινόμενα τής πικρής πραγματικότητας, καί οί ανη­συχίες κι οί ταραχές μου δέν αγγιζαν τήν καρδιά της.

-Κάνε ύπομονή, Άλιόσα! Α υτό ηταν δλο πού μπορούσε νά μού πεί, σταν τής

εΙπα τήν ίστορία γιά τίς ασχήμιες τής ζωής, γιά τά βάσανα των αvffρώπωv, γιά τόν πόνο, - γιά σλα δσα μ ' εξόργιζαν.

Καί γώ δέν ημουν προσαρμοσμένος στήν ύπομονή . . . » Ήταν ή εποχή, πού στήν ψυχή τού ηρωα, σπως έλεγε

ό Γκόρκυ στόν «'Α φέντη», έχουν πιά φυτρώσει «τά αρνόδοντα τής δυσαρέσκειας, γι ' αυτά πού γίνονται κι

425 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 426: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

ύπάρχουν». Ό Άλιόσα δέ Οά ξεχάσει ποτέ έκείνο τό σκληρό κι

άπάνΟρωπο, πού τού άνιστόρησε ή γιαγιά, καί κείνο τό τερατώδες καί τό παράξενο, πού εlδε μέ τά μάτια του: ούτε τά μαύρα, παγωμένα δάχτυλα τού πατέρα του, πού τά λιάνισαν μέ τά τακούνια οί Οείοι του, στήν άπόπειρά τους νά τόν πνίξουνε στην τρύπα τής παγωμένης λίμνης, έξαγριωμένοι άπό τή ζήλεια, τήν άπληστεία καί τήν έπίγvωση τής προσωπικής τους μηδαμινότητας. Ούτε τίς σιδερένιες ματωμένες άγκίδες, πού έβγαλε ή γιαγιά άπό τίς βαρειές της πλεξούδες, υστερα άπό τόν αγριο ξυλο­δαρμό της άπό τόν παππού. Ούτε τό παγωμένο, στή Οανάσιμή του άπόγνωση, πρόσωπο τής μητέρας, πού τή χτύπησε δ πατριός, μέ τό πόδι, στό φυματικό, βουλια­γμένο της στήΟος: «Άκόμα καί τώρα βλέπω αυτό τό αΟλιο μακρύ πόδι, μέ τήν κόκκινη λουρίδα στό μάκρος τού πανταλονιού, τό βλέπω νά σαλεύει στόν άγέρα καί νά χτυπάει, μέ τή μύτη, τό στijooς τής γυναίκας ... ». Δέ

μπορεί νά ξεχάσει καί τή φοβερή μοίρα τού γέρου τυφλού μάστορα Γκρηγκόρη, τού παλιού σύντροφου τού παππού, πού δ ίδιος τόν «εστειλε νά ζητιανέψει ... ».

Ξετυλίγεται τραγική ή ζωή σχεδόν δλων τών συνομη­λίκων τού Άλεξέι: καί τού τρυφερού χαρούμενου Σάνκα Βαχίρ, καί τού Γκρίσκα Τσούρκα. Μπερδεύονται καί γεμίζουν βαρειές σκιές οί άντιλήψεις τού παιδιού, γιά τόν κόσμο καί τόν ανΟρωπο. Καί τότε γεννιέται μέσα του ή σκέψη, αν εlναι, γενικά, δυνατό, νά φτάσει κανείς στό καλύτερο. 'Όταν ό παππούς διώχνει τόν νοικάρη του Καλοδουλεια, γιατί ζούσε προκλητικά γιά τόν Κασίριν, εξω άπό τούς κανόνες του, δ μικρός Άλιόσα νιώΟει έξαιρετικά εντονα τή μοναξιά, μέσα στόν έχΟρικό, γιά τό παιδί, κόσμο τού παππού: «'Όταν Ουμαμαι αυτές τίς μολυβένιες αΟλιότητες τής αγριας ρούσικης ζωής, όρι­σμένες στιγμές αναρωτιέμαι: μά αξίζει, τάχα, νά μιλάει κανείς γι' αυτές; Καί μέ νέα πεπoίf}ηση απαντώ στόν έαυτό μου: αξίζει ... Ά ν καί μού εlναι άντιπαf}ητικές, αν καί μας συνΟλίβουν, πιλατεύοντας ως τό Οάνατο πολλές ώραίες ψυχές, - ό Ρώσος εlναι τόσο γερός καί τόσο νέος

'+26 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 427: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

στήν ψυχή, πού μπορεί νά τίς ξεπεράσει καί τίς ξεπερ­νάει.

Ή ζωή μας δέν ε{ναι καταπληκτική, γιατί ε{ναι τόσο γόνιμο καί παχύ τό στρώμα κά{}ε κτηνώδους παλιαν­{}ρωπιας, μά γιατί μέσα άπ' αυτό τό στρώμα ξεφυτρώνει, {}ριαμβευτικά, τό φωτεινό, τό γερό καί τό δημιουργικό. Μεγαλώνει τό καλό, τό άν{}ρώπινο, πού γεννάει τήν άκατανίκητη ελπίδα, γιά τήν άναγέννησή μας, γιά μιά νέα φωτεινή άν{}ρώπινη ζωή».

Τό καινούργιο πού φέρνει δ Γκόρκυ, ή πρωτοτυπία του, δέν ε{ναι οί «άκραίες» περιγραφές τών «μολυβένι­ων ά{}λιοτήτων», μά ή άκλόνητη πίστη, ή αυξανόμενη, άπό μέρα σέ μέρα, «μεγάλη δύναμη τού φωτός», πού άποκαλύπτεται στίς ίδιες τίς σχέσεις τών ήρώων τού Γκόρκυ μέ τόν κόσμο καί τούς άν{}ρώπους, στήν αίσ{}η­ση του κόσμου, πού έχει ό 'Αλεξέι Πεσκόφ. Ή Ιδέα τού Γκόρκυ, στι στά λαϊκά βά{}η της ή Ρωσία ε{ναι «γεμάτη ταλέντα καί μεγάλη», «πλούσια σέ μεγάλες δυνάμεις καί σέ μαγευτική ομορφιά», βρίσκει τήν καλλιτεχνική της ενσάρκωση στίς ίστορίες της τριλογίας.

Κάνοντας σκέψεις γιά τόν ιδιόμορφο ρούσικο εfJνικό χαρακτηρα, γιά τό παρελ{}όν καί τό μέλλον του Ρώσου, δ

Γκόρκυ ξεσπά{}ωνε άμείλιχτα ενάντια στό προσβλητικό, ταπεινωτικό, γιά τόν αν{}ρωπο, κήρυγμα της πα{}ητικό

­τητας, τού συμβιβασμού, της άνοχης μπροστά στό κακό της ζωης, της άγόγγυστης υποταγης του πνεύματος.

Στίς στήλες τού ίδιου του «Ροιίσκογε Σλόβο», σπου δημοσιεύτηκαν τά «Παιδικά χρόνια», δ Γκόρκυ δημοσί­ευσε τά αρ{}ρα του «Γιά τό πνεύμα Καραμαζόφ», σπου καλούσε σέ δράση, στήν ενεργό «γνώση» της ζωης. «'Η γνώση εlναι δράση, πού πάει νά εξαφανίσει τά πικρά δάκρυα καί τά βάσανα του άν{}ρώπου, τάση γιά νίκη ενάντια στόν φοβερό πόνο της ρούσικης γης». Αυτή ή σκέψη του δημοσιογράφου Γκόρκυ πηρε σάρκα καί οστα καί στήν τριλογία.

427 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 428: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

« Ή εφηβεία» είναι τό έπόμενο στάδιο όπου γνωρίζει δ

Πεσκόφ τη ζωή τού λαού καί διαμορφώνεται μιά νέα στάση τού ηρωα απέναντι στόν ανfJρωπο καί στόν γύρω κόσμο. Ό Γκόρκυ φέρνει μπροστά μας την εποχή του, από μιά νέα όπτική γωνία. Χρονολογικά, ή αφήγηση πιάνει την περίοδο από τό 1878 ως τό 1884. Τό πρόβλημα της διαμόρφωσης ένός δυναμικού ουμανι­σμού γίνεται τό κεντρικό πρόβλημα τού δεύτερου μέρους της τριλογίας. Ό άνfJρωπος, μέ όλες τίς χαρές καί τίς πίκρες του, μέ όλα τά καλά καί τά κακά του, τά προτερήματα καί τά ελαττώματά του, είναι εκείνο πού απασχολεί τήν καρδιά καί τόν νού, τήν ψυχή τού ηρωα τού Γκόρκυ.

Στήν «'Εφηβεία», δ Άλιόσα συγκρούεται καί πάλι μέ τήν πατενταρισμένη προστυχιά, τή χυδαιότητα, μέ τήν όργανική ανππάfJεια τών μικροαστών πρός τόν πλησί­ον. Σ' όλα τά φερσίματα τών «αφεντικών» ανακαλύπτει τήν ανοιχτή ασέβεια πρός τό πνεύμα τού ανfJρώπου, τήν τάση νά λερώσουν, νά βρωμίσουν σ' αυτό, κι όχι, μάλιστα, από κακία, αλλά ετσι, από πλήξη, κάfJε καλό κι ώρα ίο, πού δέν είναι στό μυαλό καί στή στενή συνείδησή τους. Οί άνfJρωποι αυτοί «εχουν τη γνώμη, πώς είναι οί καλύτεροι η/ς πόλης», νομίζουν πώς «ξέρουν τούς πιό λεπτούς κανόνες συμπεριφοράς καί, στηριζόμενοι σ' αυτούς, κρίνουν Όλους αλύπητα κι αδησώπητα». Γιά νά δικαιώσουν τή μικρή καί φτωχή ζωούλα τους, γιά νά της προσδώσουν κάποια εξωτερική αξία, γιά νά καfJαγιά­σουν τούς κακούς κανόνες της, σάν τόν παππού Κασί­ριν, τράβηξαν, στίς «ανιαρές μικροϋποfJέσεις τους», τόν fJεό. Ό fJεός τους δέν είναι τίποτε άλλο, παρά μιά τυφλή «τιμωρός» δύναμη. πού βρίσκεται πίσω από κάfJε αν­fJρώπιvη πράξη.

Όηρωας τού Γκόρκυ βλέπει τή φτώχεια καί τόν πόνο, τόν χλευασμό της ανfJρώπινης προσωπικότητας, τήν εργασία πού απoβλακώ�ει καί μετατρέπεται, από τά αφεντικά, σέ καταναγκαστικά δεσμά. Τότε, γράφει δ·

Γκόρκυ, «ή ζωή μού φαινόταν όλο καί πιό πληκτική, σκληρή, πού σταμάτησε αναλλοίωτη, γιά πάντα, στίς

4'28 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 429: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

μορφές καί τίς σχέσεις, πού εβλεπα κά1'Jε μέρα. Δέν πίστευα, πώς μπορεί νά δημιουργψ'Jεί κάτι πιό καλό απ' αυτό πού ύπάρχει, πού βρίσκεται όριστικό κι αμετάκλη­το μπροστά στά μάτια μου κά1'Jε μέρα».

Μά σπεύδουν, στό σημειο αυτό, γιά βοή1'Jειά του, τά βιβλία, - ό iJησαυρός τής δημιουργικής σκέψης καί του λόγου του αv1'Jρώπου, - του μιλουσαν γιά τή «ζωή τών μεγάλων αισiJημάτων καί επι1'Jυμιώv». Τά εργα τών Ρώσων συγγραφέων, πού διαπνέονται από τή μεγάλη χαρά τής γνώσης του αv1'Jρώπου, τά δημιουργήματα του Βάλτερ Σκότ καί του Ντίκενς, πού διάβαζε τήν εποχή εκείνη ό ηρωας, τόν βoήiJησαν νά μά1'Jει τήν «πολύ δύσκολη τέχνη v' αγαπα τούς αv1'Jρώπους», τήν αγάπη γιά τή γυναίκα, τή μητέρα τής ζωής. Δοξάζανε τή γυναίκα τά βιβλία του Τουργκένιεφ, του Χάινε ...

Τά βιβλία, δπως 1'Jυ.μόταv ό Γκόρκυ αργότερα, τόν βoήiJησαν νά ξεπεράσει τήν αμηχανία, τή δυσπιστία πρός τούς αv1'Jρώπους. «Μου εδειχναν τή 1'Jέση μου στή ζωή, μου λέγανε πόσο μεγάλος καί ώρα ίο ς είναι ό αv1'Jρωπος, στήν ανάτασή του πρός τό καλύτερο, πόσο πολλά εκανε πάνω στή γη καί πόσο απίστευτες συμφορές του στοίχισαν». Τά βιβλία, πού τόν εκαναν νά προσέχει δλο καί πιό πολύ τόν αv1'Jρωπο, του καλλιεργουσαν «τό αίσ1'Jημα τής προσωπικής ευ1'Jύvης γιά δλα τά κακά τής ζωής» καί προκαλουσαν «1'Jρησκευτικό 1'Jαυμασμό γιά τή δημιουργική δύναμη του αv1'Jρώπιvου λογικου». Τά βιβλία αυτά εφερναν πιό κοντά τόν Άλεξέι μέ τόν κόσμο, τόν εκαναν νά πεισ1'Jει, πώς δέν είναι ό μόνος πού ανησυχει πάνω στή γή: «Καί, παιδάκι ακόμα, πού τσακιζόμουνα στήν ανόητη δουλειά καί πικραινόμουνα από τίς ανόητες βρισιές, εδινα στόν έαυτό μου επίσημες ύποσχέσεις νά βoηf}ήσω τούς αv1'Jρώπους, νά τούς εξυ­πηρετήσω τίμια, δταν 1'Jά μεγαλ(ίΥσω».

'Ένα από τά πρόσωπα τής τριλογίας, ό εικονογράφος Ζιχάρεφ, κάποτε, παρατήρησε επιδοκιμαστικά, γυρί­ζοντας πρός τόν Άλιόσα: « ... δλα τ' αντικρύζεις μέ τά στή1'Jια καί δέ δείχνεις πλάτες! Αυτό νά κάνεις πάντα. Είναι καλό!» Ό αυτοβιογραφικός ηρωας του Γκόρκυ

429 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 430: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αντιμετώπιζε παλληκαρίσια τή ζωή, αδιαφορώντας, φο­ρές-φορές, γιά τίς τρομακτικές γκριμάτσες της, τίς φριχτές εικόνες τής αδιάφορης σκληρότητας καί τό .ιιείJ-ύσι, τή φτώχεια καί τή βία, τήν άχαρη καί fJλιβερή διασκέδαση. «Μέσα μου, γράφει, ζούσαν δυό άνfJρωποι: ό ενας, πού γνώρισε πάρα πολλές αίlλιότητες καί βρωμι­ές καί δείλιασε κάμποσο απ' αυτό, καί συνfJλιμμένος από τή γνώση τής κα{)ημερινής φρικαλεότητας, άρχισε ν' αντικρύ ζει τη ζωή, τούς aνfJρώπους, μέ δυσπιστία, μέ καχυποψία, μέ μιάν ανήμπορη συμπόνια γιά δλους καί γιά τόν ίδιο τόν έαυτό του. Ό άνfJρωπος αυτός ονειρευ­όταν μιά ησυχη, μοναχική ζωή μέ βιβλία, χωρίς ανfJρώ­πους ...

Ό άλλος, πού βαφτίστηκε στό αγιο πνεύμα nϊΌιν τί­μιων καί σοφών βιβλίων, παρακολουfJώντας τή νικηφό­ρα δύναμη τού κα-ιJημερινoύ βραχνα, ενιωfJε πόσο εύκο­λα αυτή η δύναμη μπορεί νά τού πάρει τό κεφάλι, νά συνfJλίψει την καρδιά του, μέ τή βρώμικη πατούσα της, κι αντιστεκόταν μέ δλες τίς δυνάμεις του, σφίγγοντας τά δόντια καί τίς γροfJιές, ετοιμος πάντα νά χτυπήσει καί νά χτυπηfJεί. Α υτός αγαπούσε καί συμπονούσε ενερ­γά ... », «αντιστεκόταν οργισμένα κι επίμονα ... ».

'Απαντώντας στίς βασανιστικές αμφιβολίες τού η­ρωα, πού μαχόταν μέ τίς σκοτεινές «δυνάμεις τού κα{)ημερινού βραχνα», η ζωή «παραμέριζε» μπροστά του καί τού αποκάλυπτε άπλόχερα τόν δημιουργικό πλούτο τού ανfJρώπου, την ακατάλυτη δύναμη κι ομορ­φιά τής ψυχής καί τής σκέψης του, τήν εγκάρδια άπλότητα καί τήν ψυχική άγνότητα. Κι ό Άλιόσα διάβαζε αχόρταγα αυτές τίς ζωντανές, συγκλονιστικές σελίδες τού ζωντανού βιβλίου. Ό ηρωας τού Γκόρκυ φανταζόταν τόν έαυτό του σάν μιά «κυψέλη», δπου διάφοροι άπλοί κι άχρωμοι άνfJρωποι εναπόfJεταν, σά μέλισσες, τό μέλι από τίς γνώσεις καί τίς σκέψεις τους γιά τή ζωή, καί πλούτιζαν άπλόχερα τήν ψυχή... δ

καfJένας δπως μπορούσε. Συχνά, τό μέλι αυτό ήταν βρώμικο καί πικρό, μά κάfJε γνώση, δπως καί νά τό κάνουμε, εΙναι <<μέλι».

-ΒΟ Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 431: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

Τό δεύτερο μέρος της τριλογίας ε[ναι μιά {}αυμάσια ιστορία μεγάλης πνοης, γιά τούς αν{}ρώπους της ρούσι­κης γης, της τσαρικης Ά γίας Ρωσίας: γιά τούς μαραγ­κούς, τούς πετράδες, τούς χαμάληδες, τούς εικονογρά­φους, μέσα στούς όποίους ηταν κρυμμένοι ζωγράφοι, ποιητές, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες. 'Όλοι αυτοί ζουν εντο­νη πνευματική ζωή, κάνοντας σνειρα γιά τό μέλλον, ε[ναι «φοβερά ενδιαφέροντες», σάν κι αυτούς δέ συναν­τας στά βιβλία.

Ό κα{}ένας τους, μέ τόν τρόπο του, ηταν σπουδαίος καί χρήσιμος γιά τόν ηρωα του Γκόρκυ, τόν πλούτιζε, αποκαλύπτοντας μπροστά του μιά καινούργια, αγνωστη ως τότε, πτυχή της πραγματικότητας, κι ετσι τόν εκανε πιό δυνατό καί πιό σοφό καί τόν βοη{}ουσε ν' αντιστέκε­ται στή ζωή.

Ή συναναστροφή μ ' αυτούς τούς αν{}ρώπους δυνά­μωνε τόν χαρακτηρα του Άλιόσα Πεσκόφ. Στίς αναζη­τήσεις του, νά βρεί τόν «αν{}ρωπο μέσα στόν αν{}ρωπο» ό αυτοβιογραφικός ηρωας του Γκόρκυ ηταν ακούρα­στος. Τόν αναζητούσε παντού, στό πολυ{}όρυβο κατά­στρωμα καί κάτω, στά καζάνια, οπου μοχ{}ούσαν οι {}ερμαστές τού καραβιου, στούς εργάτες του φούρνου, πού επλα{}αν κουλούρια καί στό εργαστήρι των εικονο­γράφων, στούς ψαράδες καί στούς φοιτητές, ακόμα καί στόν βυ{}ό της ζωης, ανάμεσα στούς μάγκες καί τούς αλητες τής Μαρούσοφκα. Μάζευε προσεχτικά τά μικρά ψίχουλα κά{}ε αντικειμένου, πού {}ά μπορούσε νά χαρα­κτηριστεί σπάνιο, καλό, αφιλόκερδο, ώρα ίο . . . «"Ως τά σήμερα», ελεγε αργότερα ό Γκόρκυ, «ανάβουν αυτές οι σπί{}ες της ευτυχίας μπροστά μου, οταν βλέπω τόν «αν{}ρωπο μέσα στόν αν{}ρωπο» . . .

'Ένας τέτοιος «δάσκαλος» του Άλιόσα ηταν ό Σμού­ρι, αυτός ό αυστηρός, αγέλαστος καί μονόχνωτος αν­{}ρωπος, μέ τήν τρυφερή ψυχή καί τήν ευγενική καρδιά, πού χτυπούσε γιά τή δικαιοσύνη. 'Όταν ό Άλιόσα τού διάβασε, από τόν « Ταράς Μπούλμπα» του Γκόγκολ, τή σκηνή του {}ανάτσυ του κοζάκου-αταμάνου, ό Σμούρι, πού τόν φοβουνταν ολοι στό καράβι, σάν τή φωτιά,

4 3 1 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 432: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

έκλαιγε άπαρηγόρητα. «'Όλοι χά{}ηκαν», ι9ρηνολογούσε δ Σμούρι, «ολοι, ει! .. Καί τί ανι9ρωποι ήταν! 'Ο Ταράς, νά πούμε, ε; ... » Πήρε από τά χέρια μου τό βιβλίο καί τό κοίταξε προσεχτικά, καταβρέχοντάς το μέ δάκρυα. 'Ω­

ραίο βιβλίο! Κυριολεχτικά γιορτή!» �Eτσι, δέ μπορού­σαν νά δεχτούν τό ώρα ίο, νά αίστανι90ύν τό μεγαλείο καί τήν ομορφιά τού αι9λου οί «κακοί, κλεφταράδες καί μπεκρήδες» μικροαστοί τού Κουνάβινο, οί κάτοικοι τού σπιτιού τού σχεδιαστή. Κι σσο πιό στενά συνδεόταν δ Άλιόσα μέ τούς άπλούς Ρώσους, τόσο πι6 πολύ τούς γνώριζε, τόσο πιό αδύνατοι, πιό τιποτένιοι, πιό γυμνοί καί φτωχοί, ψυχικά, τού φαίνονταν τ' «αφεντικά», δ κόσμος τους, τό 'βλεπε καλά, πώς δέν ήταν και9όλου σται9ερός κι ακλόνητος.

Νά δ γέρο Κασίριν, ερημος, μόνος κι ανήμπορος, πού, τελικά, τόν καταστρέψανε οί μαυραγορίτες. Ό

παλιός αφέντης του, ό σχεδιαστής, μόνος κι αμετανόη­τος, πού σέ μιά δύσκολη στιγμή του, ξομολογή{}ηκε ανοιχτά στόν Άλιόσα: «Ζείς, ζείς... εχεις γυναίκα, παιδιά, μά νά μιλήσεις μέ κάποιον δέν έχεις! Μερικές φορές, ι9έλω ν' ανοίξω διάπλατα τήν καρδιά μου, νά μιλήσω γιά ολα σέ κάποιον, μά σέ ποιόν!»

Ό Άλιόσα πέρασε δλάκερο σχολείο ζωής, σταν δούλευε στό αργαστήρι τών άγιογράφων. Οί ζωγράφοι, πού συναντά ό Άλεξέι, εΙναι ανι9ρωπσι τής έπίμονης «είκονικής» σκέψης, μέ πλούσιο ψυχικό κόσμο, έξαιρε­τικά ταλαντούχοι. Στόν και9ένα τους, τόσο στόν Σιτάνοφ καί τόν Ζιχάρεφ, σσο καί στόν Καπεντιούχιν, δ ηρωας τής αφήγησης βλέπει ανι9ρώπους, πού καταλαβαίνουν καλλιτεχνικά καί τή ζωή καί τήν τέχνη. Στή δουλειά τους εΙναι μεγάλοι τεχνίτες. Αυτοί οί ανι9ρωποι, οί έξουι9ενω­μένοι από τόν μόχι90, εΙναι γεμάτοι ψυχική ευγένεια, δύναμη κι ομορφιά. Δέν έλεγε αδικα ό Γκ6ρκυ, γιά τόν Σιτάνοφ, πώς «εΙχε πάνω του κάτι από ίσπανό ευγενή», πού ό Σιτάνοφ αγαπούσε περισσότερο από τούς αλλους ηρωες τών βιβλίων.

'Ιδιαίτερη κατάπληξη προκαλούσε στόν Άλι6σα ό

είκονογράφος Ζιχάρεφ. Ήταν ενας γεννημένος καλλιτέ-

432 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 433: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

χvης, πού βασανιζόταν άπό τήν άκαταλάγιαστη δίψα τής έλεύ{}ερης δημιουργίας καί γνώσης: «Μας δέσανε τά χέρια τούτα τά πρότυπα ... », έλεγε συχνά. «Τί ξέρουμε; Ζούμε χωρίς φτερά ... Πού είναι ή ψυχή; Ή ψυχή πού είναι; Πρότυπα, ναί, ύπάρχουν. Μά καρδιά δέν ύπάρ­χει ... ». «Ζούμε σάν τυφλά κουτάβια, χωρίς νά ξέρουμε τό πώς καί τό γιατί» καί άκουγε μέ χαρά κι άVΗσυχία δ

Άλιόσα αύτά τά άσυνή{}ιστα λόγια Ή έπίγνωση στι ή ζωή στηρίζεται στό άδικο, ή δίχως

νόημα καταναγκαστική δουλειά κυριαρχούσε δλο καί πιό πολύ καί δυνάστευε τούς άν{}ρώπους. «Δουλεύαμε, δουλεύαμε, κι δλα γιά τόν ξένο {}είο! άναφωνούσε δ

Σιτάνοφ. Τό σκέφτεσαι καί άμέσως σού φεύγει τό καφάσι, σπάζει μιά βίδα στό μυαλό σου, - τίποτα δέ {}έλεις νά δείς». Τό έπαγγελματικό πνεύμα δυνάστευε τήν καλλιτεχνική ψυχή τού Ζιχάρεφ. 'Όταν δούλευε άφιερωνόταν δλόψυχα στή δουλειά, ξεχνούσε τη βαρειά καί ταπεινωτική ζωή του, τά σργια τού με{}υσιού. Μόλις τέλειωνε τό ζωγράφισμα μιας εικόνας, τόν έπιαναν οί καημοί. .. «Τέλειωσες μητερούλα! Είσαι σάν τό πι{}άρι έσύ, τό πι{}άρι τό απατο, δπου χύνονται τώρα τά πικρά δάκρυα τής οικουμένης ... ».

Οί αν{}ρωποι αύτοί, οί καταδικασμένοι σέ μιά μονό­τονη, έξου{}ενωτική δουλειά, οί στερημένοι άπ' σλα τά άγα{}ά καί τίς χαρές τής ζωής, «<έπαψε νά τρίζει δ

φεγγίτης κι έγινε πιό φοβερή ή πλήξψ>, παρατήρησε, κάποτε, ενας άπ' αύτούς) απλωναν τόν νού καί τήν καρδιά πρός τό φώς, τή γνώση, τήν ομορφιά. Τά βιβλία πού διάβαζε δ Άλεξέι τούς άναστάτωναν, τούς συγκλό­νιζαν ως τά βά{}η τής ψυχής τους. «Τά βιβλία μας έφεραν, {}αρρείς, τήν ανοιξη, σταν ξεκαρφώνονται τά παντζούρια τού χειμώνα καί τά παρά{}υρα άνοίγουν, γιά πρώτη φορά, στόν ηλιο», είπε, κάποτε, δ Σιτάνοφ.

'Όταν δ Άλεξέι διάβαζε τόν «Δαίμονα», οί αν{}ρω­ποι μαζεύτηκαν γύρω του, μαγεμένοι. Κι αύτός δ κό­σμος, πού ή ζωή του δέ διάφερε καί πολύ άπό τή ζωή τών κρατουμένων, άφηνε έμβρόντητο τόν ηρωα τού Γκόρκυ, γιά τήν καταπληκτικά λεπτή αίσ{}ηση τής τέ-

433 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 434: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

χνης. Τούς 7}ταν προσιτή Τι ποίηση τής σκέψης, Τι ποίηση τών λόγων καί τών αίσf}ημάτων. Ό Ζιχάρεφ, σάν άλη{fινός ζωγράφος φανταζόταν, μέ τόν τρόπο του, τη μορφή τού Δαίμονα: « Τόν δαίμονα μπορώ άκόμα καί νά τόν ζωγραφίσω: μαύρο σώμα καί μαλλιαρό, φτερά κόκκινα, σάν φωτιά, σάν μίνιο, καί προσωπάκι, χερά­κια, ποδαράκια ασπρα, κάτασπρα, πού γαλαζώνουν, σάν τό χιόνι, λόγου χάρη, στή φεγγαρόλουστη νυχτιά». Ά γναντεύοντας μέ καημό τ' άστέρια, δ Σιτάνοφ ξανάλε­γε τούς στίχους τού Λέρμοντοφ:

Καραβάνια ταξιδιάρικα τών σπαρμένων στό χάος άστεριών,

«άσύλληπτο πράγμα», εΤπε τελειώνοντας. Καταπληκτι­κό! Ό αν{fρωπος άνάγκασε τό διάολο νά λυπη{fεί . . . Νά τί {fά πεί αν{fρωπος!», άναφώνησε δ Ζιχάρεφ.

Ό ηρωας τής τριλογίας δέ {fά ξεχάσει ποτέ τόν ώρα ίο χεροδύναμο Καπεντιούχιν, πού εΤχε τό {fείο δώρο τού τραγουδιού: « Ή εξουσία τών δυναμικών του τραγουδι­ών 7}ταν πάντα άκατανίκητη καί {fριαμβευτική. 'Όσο βαρύ{fυμοι κι αν 7}ταν οί αν{fρωποι, τούς ξεσήκωνε καί τούς αναβε τά αϊματα . . . ». Ό Άλιόσα ενιω{fε πόση μεγάλη δύναμη, πόση όμορφιά κρυβόταν μέσα σ' αυτούς τούς άν{fρώπους, - «κάτι εφιαλτικό, συνταρακτικό πλημμυρούσε την καρδιά . . . μού ερχόταν νά κλάψω καί νά φωνάξω στούς άν{fρώπους πού τραγουδούν:

«Σάς άγαπώ!» Σ' εκείνες τίς μέρες τών περιπλανήσεων, γεννιέται

μέσα στόν Άλεξέι Πεσκόφ τό συγκινητικό αίσf}ημα τής μεγάλης άγάπης πρός τόν αν{fρωπο, πού {fά τό διατηρή­σει σ' ολη του τή ζωή. «Καλό εΤναι, πού γιά σένα ολοι οί αν{fρωποι εΤναι δικοί», τού λέει δ Καπεντιούχιν.

Βα{fιά ίχνη στήν ψυχή τού ηρωα άφησε δ {fερμαστής Γιάκοφ Σούμοφ, πού άμέσως δέf}ηκε γερά μέ τό παιδί: «ΕΤχε μέσα του κάποια δική του γερή γνώση τής ζωής», ήταν κρυμμένο κάτι τό άπαραίτητο. Μπροστά στά μάτια τού Άλιόσα {λαμπε, σάν μιά φωτιά, μέσα στή νύχτα, κι δ ;'έρο δρομέας, «πού σ' έβαζε. . . νά νιώσεις κάποιαν

434 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 435: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

αλή1'Jεια στίς αρνήσεις του πρός τή ζωή . . . » . Ό ηρωας τού Γκόρκυ, δλον τόν καιρό, βρίσκεται στό

δρόμο, αναζητώντας τήν αλή1'Jεια, τό νόημα τής ζωής, ψάχνοντας νά βρεί απάντηση στό πιό μεγάλο καί βασα­νιστικό ερώτημα: «Πώς νά βοη1'Jήσω τούς αν1'Jρώπους;» Ήταν ζωτική ανάγκη γιά τόν 'Αλιόσα νά καταλάβει τό γέρο μαραγκό �Oσιπ. Σ ' αυτόν ανήκουν τά φλογερά λόγια: «�Oχι, εlναι καιρός δ κόσμος νά ζεί μέ νέο τρόπο . . . �Aς ρωτήσει δ κα1'Jένας τόν έαυτό του: ποιός εlμαι ; Κι δπως, κάποτε, δ 1'Jερμαστής Γιάκοβ, έτσι κι δ �Oσιπ, στά μάτια τού ηρωα τού Γκόρκυ «μεγάλωσε πολύ καί σκέπασε δλους τούς αν1'Jρώπους . . . καί, 1'Jυμούμενος δλους τούς αν1'Jρώπους, πού χαράχτηκαν βα1'Jιά aτή μνήμη μου, εκείνος αφησε σ' αυτή βα1'Jιά σημάδια, δπως ή σκουριά τρώει τόν χαλκό τής καμπάνας».

Τά (δια βα1'Jιά σημάδια άφησαν στή μνήμη τού 'Α­λιόσα καί οί ρώσοι φοιτητές, ανάμεσα στούς δποίους ώρίμαζαν ή όργή κι ή αγανάχτηση: «Καταλάβαινα, πώς βλέπω αν1'Jρώπους, πού έτοιμάζονται ν' αλλάξουν τή ζωή πρός τό καλύτερο . . . Συχνά, μού φαινόταν, πώς aτά λόγια τών φοιτητών άκουγα τίς κρυφές σκέψεις μου . . . » . Σάν δυνατό φως έλαμπε, aτόν δρόμο τού 'Αλεξέι δ «αιώνιος φοιτητής» - φιλόλογος: ενας άν1'Jρωπος ύψη­λής νοημοσύνης, μισοάρρωστος, από χρόνιο ύποσιτισμό, εξου1'Jενωμένος από τίς «επίμονες αναζητήσεις τής στα-1'Jερής αλή1'Jειας».

Στό τέλος τού δεύτερου μέρους της τριλογίας, εμφα­νίζεται ή πολυσήμαντη εικόνα τής <<μισονυσταγμένης γης», τήν όποία 1'Jέλει, μέ πά1'Jος, νά ξυπνήσει, νά δώσει μιά «μπηχτή», σ' αυτή καί στόν έαυτό του, ωστε «δλα νά στριφογυρνούν από εναν χαρούμενο στρόβιλο, από τόν γιορτινό χορό τών αν1'Jρώπων, πού εlναι μεταξύ τους ερωτευμένοι, μέ τή ζωή αυτή, πού αρχισε γιά τό χατήρι μιας άλλης ζωής, ώραίας, ζωηρής, τίμιας . . . » .

Μά καί σ' αυτό τό στάδιο, ή ανάπτυξη τής συνείδη­σης τού ηρωα δέν απολευ1'Jερώνεται ακόμα από τίς αντιφάσεις, δέ βρέ1'Jηκε ακόμα ή απάντηση στό ερώτημα τί πρέπει νά κάνει κανείς, συγκεκριμένα, γιά νά βoηi}ή-

435 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010

Page 436: η εφηβεια - Majestic Electric Skateboard · 2018-09-09 · Η ζωή του Γκόρκι είναι η αντανάκλαση της ζωής του ρώσικου λαού

σει τούς αν{}ρώπους νά πραγματοποιήσουν εναν κόσμο λογικό καί δίκαιο γιά σλους; Στίς σκέψεις αυτές, {}υμά­ται δ συγγραφέας, μερικές φορές «ή ζωή γινόταν άπο­πνικτική καί βαρειά. Άλλά πώς νά ζεί κανείς διαφορετι­κά; 'Πού νά πάει;» Μέ τίς εντονα δραματικές σκέψεις, στι πρέπει, μέ κά{}ε {}υσία, νά βρεί τή νέα {}έση του aτόν κόσμο, τελειώνει τό δεύτερο μέρος τής τριλογίας: «Πρέ­πει κάτι νά κάνω γιά μένα, αλλοιώτικα {}ά χα{}ώ . . . » . Ό Άλεξέι προβαίνει σ' αυτό τό κάτι, πηγαίνει στή μεγάλη πόλη Καζάν. Άρχίζει ενα καινούργιο στάδιο γιά τή γνώση τής ζωής.

Έδώ τελειώνει τό δεύτερο μέρος της τριλογίας. Κλείνοντας τό βιβλίο, νιώ{}εις στι ψήλωσες, σάν αν{}ρω­πος. Χαίρεσαι γιά τή νίκη αυτού τού παιδιού, αυτού τού εφηβου, αυτού τού αν{}ρώπου. Α ίσ{}άνεσαι, πώς δέν ε[σαι μόνος. Νιώ{}εις τήν κατά{}λιψη έκείνου τού κόσμου πού ερχεται μέσα από τήν ίστορία, μά καί τή μεγάλη ψυχική αντοχή. Τήν αόριστη, μά έπίμονη έπι{}υμία του γιά τήν αλλαγή. Μεταφέρεσαι στό βά{}ος τού λαϊκού ήφαίστειου, πού κοχλάζει καί ζητάει διέξοδο. Μιά διέξοδο, πού αναζητούν νά τή δώσουν αν{}ρωποι μέ τήν ανώτερη ποιότητα της αν{}ρωπιάς αυτού τού παιδιού, τού μικρού Άλιόσα καί μεγάλου, επειτα, προλεταριακού συγγραφέα, πού τό εργο του μένει ανάμεσα στά ύψηλό­τερα δημιουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Α. ΣΟΚΟΛΟΦ

436 Digitized by 10uk1s, Feb. 2010