τριλογία - lyk-ekv-ag-parask.att.sch.grlyk-ekv-ag-parask.att.sch.gr/public_html/[24].pdf ·...

57
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α΄/ΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ Β΄/ΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΒΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΩΦΩΝ & ΒΑΡΗΚΟΩΝ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΧ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΙΝΔΟΥ 27, 15343 ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΛ. & FAX: 2106012946 (Γυμνάσιο), 2106012922 (Λύκειο) Χρυσόστομος Παπασπύρου Α Ι Σ Χ Υ Λ Ο Υ τριλογία: Ο Ρ Ε Σ Τ Ε Ι Α (ΑΓΕΜΕΜΝΩΝ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ) Διασκευασμένη, συνεπτυγμένη και προσαρμοσμένη για μαθητικό θέατρο ελληνικής νοηματικής γλώσσας Πράξη κατάθεσης 3585/29-09-2010, συμβολαιογράφος κ. Μαρία Κοντοπούλου-Αδαμοπούλου, Τζώρτζ 3, 10682 Αθήνα (κατοχυρωμένα δικαιώματα) © ΕΙΔΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ & ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΩΦΩΝ & ΒΑΡΗΚΟΩΝ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 2010

Transcript of τριλογία - lyk-ekv-ag-parask.att.sch.grlyk-ekv-ag-parask.att.sch.gr/public_html/[24].pdf ·...

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Α΄/ΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ Β΄/ΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Β’ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΩΦΩΝ & ΒΑΡΗΚΟΩΝ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

ΤΑΧ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΙΝΔΟΥ 27, 15343 ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΛ. & FAX: 2106012946 (Γυµνάσιο), 2106012922 (Λύκειο)

Χρυσόστοµος Παπασπύρου

Α Ι Σ Χ Υ Λ Ο Υ τριλογία:

Ο Ρ Ε Σ Τ Ε Ι Α (ΑΓΕΜΕΜΝΩΝ, ΧΟΗΦΟΡΟΙ, ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ) Διασκευασµένη, συνεπτυγµένη και προσαρµοσµένη για µαθητικό θέατρο ελληνικής νοηµατικής γλώσσας

Πράξη κατάθεσης 3585/29-09-2010, συµβολαιογράφος κ. Μαρία Κοντοπούλου-Αδαµοπούλου, Τζώρτζ 3, 10682 Αθήνα (κατοχυρωµένα δικαιώµατα)

© ΕΙΔΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ & ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΩΦΩΝ & ΒΑΡΗΚΟΩΝ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

2010

Π Ρ Ο Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Α

Η Ορέστεια ανέβηκε στην Αθήνα το 458 π.Χ., δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Αισχύλου, και τιµήθηκε µε το πρώτο βραβείο. Είναι η µόνη τριλογία από τα έργα του Αισχύλου που έχει σωθεί ακέραια. Αποτελείται από τα έργα: Αγαµέµνων, Χοηφόροι και Ευµενίδες.

Η τραγωδία ως θεατρικό είδος ολοκληρώνεται και µορφοποιείται οριστικά µε την Ορέστεια. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά η δράση µπροστά στα ανάκτορα, οπότε υποθέτουµε ότι το πρώτο σκηνικό κάνει την εµφάνισή του στην ιστορία του θεάτρου. Συµµετέχουν περισσότεροι ηθοποιοί για µεγαλύτερη ανάπτυξη του τραγικού πλάτους µε την αντιπαράθεση των θεατρικών χαρακτήρων. Παρουσιάζεται στην τραγωδία ο κατατοπιστικός πρόλογος, η πάροδος (το τραγούδι του χορού καθώς εισέρχεται στην ορχήστρα), τα επεισόδια (διαλογικά τµήµατα που χωρίζονται µεταξύ τους από πέντε χορικά) και η έξοδος (το τραγούδι του χορού καθώς εξέρχεται από την ορχήστρα).

Παρόλο που κάθε ένα από τα τρία έργα της τριλογίας µπορεί να ιδωθεί και µόνο του, ανάλογα µε την εκάστοτε προοπτική της θεατρικής παράστασης και αναπαράστασης που επιδιώκεται, η Ορέστεια αποτελεί ένα συνεκτικό σύνολο µε ιδιαίτερα έντονη, ευρεία και πυκνή δραµατικότητα, πράγµα που έχει οδηγήσει στην άποψη ότι η τριλογία αυτή είναι – µετά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια – το µεγαλύτερο έργο της ελληνικής λογοτεχνίας.

Κεντρικό γνώρισµα της τριλογίας είναι η κοσµοθεωρία του Αισχύλου περί µεταβαίνοντος δικαίου. Ο Αισχύλος αξιοποιεί ένα συγκεκριµένο µύθο – την κατάρα των Ατρειδών – ως εφαλτήριο για να αναδείξει µε την θεατρική δράση στο έπακρο την τετραδιάστατη τραγική υπόσταση της ανθρώπινης ψυχής: Ανάγκη, Ύβρη, Άτη και Δίκη. Αυτές οι τέσσερεις κινητήριες δυνάµεις παράγουν και ανατροφοδοτούν συνεχώς τον κύκλο της βίας και των δεινών πάνω στους ανθρώπους µε σαφή κοινωνικά και πολιτικά υπονοούµενα. Ο Αισχύλος προτείνει στο τέλος της τριλογίας την εξίσωση του ανθρώπου µε την θεότητα, µεταλλάσσοντας την Δίκη από εκδίκηση σε δικαιοσύνη, έτσι ώστε να µπορεί να κλείσει οριστικά µια για πάντα ο κύκλος της βίας και να επέλθει στην ανθρώπινη κοινωνία µία τέλεια ηθική τάξη και αρµονία. Αυτή η µεταλλαγή της αρχέγονης σηµασίας της έννοιας της Δίκης (εκδίκηση) στην µεταγενέστερη σηµασία (δικαιοσύνη), καθώς ολοκληρώνεται η τριλογία, αποκρυσταλλώνει το µεταβαίνον δίκαιο, πράγµα, όµως, που προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι ανακαλύπτουν και αναγνωρίζουν την θεότητα όχι έξω από αυτούς αλλά µέσα τους. Συµπερασµατικά, µέσα στην κοσµοθεωρία αυτή, µε την άρση του διαχωρισµού του ανθρωπίνου και του θείου στοιχείου οι χαρακτήρες της Ορέστειας αναβιβάζονται σε τιτάνιες µορφές, γίνονται υπεράνθρωπες, υπερβατικές οντότητες.

Η δικαιοσύνη ως µήνυµα, ηθικό αίτηµα και πανανθρώπινη επιταγή αποτελεί το κλασσικό διαχρονικό περιεχόµενο της Ορέστειας, καθιστώντας αυτή την τριλογία πάντα επίκαιρη και διδακτική.

Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΩΝ ΑΤΡΕΙΔΩΝ

Το πραγµατολογικό µυθολογικό πλαίσιο και εφαλτήριο της Ορέστειας είναι η κατάρα του βασιλικού οίκου των Ατρειδών. Στον ακόλουθο πίνακα αναπαρίσταται µε αρκετές απλοποιήσεις το γενεαλογικό δέντρο των Ατρειδών (το σύµβολο Χ δηλώνει γάµο):

Πλουτώ Χ Ζεύς Χ Ευρώπη

Διώνη Χ Τάνταλος Μίνως Χ Πασιφάη

Νιόβη Πέλοπας Χ Ιπποδάµεια Κατρέας

Πελόπεια Χ Θυέστης Ατρέας Χ Αερόπη

Αίγισθος Ελένη Χ Μενέλαος Αγαµέµνων Χ Κλυταιµνήστρα

Ερµιόνη Ορέστης Ηλέκτρα Ιφιγένεια Χρυσόθεµις

Η κατάρα των Ατρειδών είναι ένας αλλεπάλληλα ανατροφοδοτούµενος κύκλος βίας χωρίς τέλος, όπου µε κίνητρο την εξουσία στις Μυκήνες η σφαγή εναλλάσσεται µε την εκδίκηση και σκορπά παντού τον τρόµο. Οι δύο γιοί του Πέλοπα ήταν ο Ατρέας και ο Θυέστης. Ο Ατρέας απέκτησε µε την Αερόπη δύο γιούς, τον Αγαµέµνονα και τον Μενέλαο. Ο Θυέστης απέκτησε µε την Πελόπεια αρκετά παιδιά, αλλά για την διαπλοκή του µύθου µοναδική σηµασία επέχει ο γιός του, ο Αίγισθος. Λοιπόν, αρχικά ο Ατρέας και ο Θυέστης είχαν συµφωνήσει να παίρνουν την εξουσία µια ο ένας µια ο άλλος στην αρχή κάθε χρόνου. Όµως, ανάµεσα στον Θυέστη και στην Αερόπη, την γυναίκα του Ατρέα, αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας που ήταν η αφορµή για ένα θανάσιµο µίσος ανάµεσα στους δύο αδελφούς. Ο Ατρέας, ωθούµενος από το µίσος αυτό, κατέσφαξε τα παιδιά του Θυέστη και µετά προσκάλεσε υποκριτικά τον αδελφό του σε πλούσιο φαγοπότι, δήθεν για συµφιλίωση, όπου τού σερβίρισε την σάρκα των παιδιών του, κάτι που είχε κάνει παλαιότερα και ο παππούς του, ο Τάνταλος, όταν προσέφερε στους θεούς να φάνε την σάρκα του Πέλοπα, και οι θεοί εξοργίστηκαν και καταδίκασαν τον Τάνταλο σε αιώνια πείνα και δίψα (το γνωστό από την ελληνική µυθολογία Μαρτύριο του Ταντάλου). Η ανίερη αυτή πράξη του Ατρέα επέσυρε την κατάρα και την οργή των θεών και την απαίτηση για εκδίκηση. Στην συνέχεια ο γιός του Ατρέα, ο Αγαµέµνων, πήρε την εξουσία, ενώ ο άλλος γιός, ο Μενέλαος, έγινε βασιλιάς της Σπάρτης. Με αφορµή την αρπαγή της Ελένης, της γυναίκας του Μενέλαου, από τον Πάρι, τον γιό του Πριάµου, βασιλιά της Τροίας, ο Αγαµέµνων, ο οποίος στο µεταξύ είχε αποκτήσει µε την γυναίκα του, την Κλυταιµνήστρα, τέσσερα παιδιά, τον Ορέστη, την Ηλέκτρα, την Ιφιγένεια και την Χρυσόθεµι, αναχώρησε µε τον στρατό του για την Τροία, αφού πρώτα έσφαξε την κόρη του Ιφιγένεια θυσιάζοντάς την στους θεούς για να τού δώσουν ούριο άνεµο να πάνε τα καράβια του στην Τροία. Κατά την διάρκεια της απουσίας του Αγαµέµνονα, στο Άργος η εξοργισµένη Κλυταιµνήστρα, που γύρευε εκδίκηση για την σφαγή της κόρης της, ξελογιάστηκε µε τον γιό του Θυέστη, τον Αίγισθο, που κι αυτός γύρευε εκδίκηση για την ανίερη πράξη του θείου του, του Ατρέα, κατά του πατέρα του, του Θυέστη. Το παράνοµο ζευγάρι ζούσε στο ανάκτορο του Αγαµέµνονα στο Άργος και περίµενε την επιστροφή του βασιλιά.

Στο σηµείο αυτό ο µύθος µετασχηµατίζεται στην υπόθεση της Ορέστειας και αρχίζει το πρώτο έργο της τριλογίας, ο Αγαµέµνων.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Βρισκόµαστε στο Άργος, µπροστά από το ανάκτορο του Αγαµέµνονα. Ξηµερώνει. Επάνω στην στέγη του παλατιού, εδώ και χρόνια, ένας

φύλακας στέκεται µέρα και νύχτα, περιµένοντας να δεί στο απέναντι βουνό την φωτιά που θα έφερνε από κορφή σε κορφή το χαρµόσυνο µήνυµα για την άλωση της Τροίας από τους Έλληνες. Ο φρουρός, καθώς περιµένει, µονολογεί θρηνώντας την πικρή µοίρα των Ατρειδών. Τα λόγια του φύλακα σκορπίζουν στον χώρο µία ατµόσφαιρα φόβου και αµφιβολίας και οι θεατές νοιώθουν την σκοτεινή αγωνία της επερχόµενης εκδίκησης.

Ξαφνικά ανάβει µία φλόγα στο απέναντι βουνό. Ο φύλακας γεµάτος έξαψη αναγγέλλει το γεγονός σε όλο το παλάτι. Μπαίνει στην σκηνή ο χορός των γερόντων, που αγνοούν την χαρµόσυνη είδηση, αλλά είναι βέβαιοι για τον θρίαµβο των Ελλήνων.

Διακατέχονται, ωστόσο, από τον σκοτεινό φόβο για την εκδίκηση της Κλυταιµνήστρας, η οποία δεν έχει λησµονήσει ότι ο άνδρας της, ο Αγαµέµνων, αρχηγός των Αχαιών, είχε σφάξει την κόρη τους, την Ιφιγένεια, προσφέροντάς την θυσία στους θεούς για να τού δώσουν ούριο άνεµο να πάνε τα καράβια του στην Τροία.

Μπαίνει τώρα στην σκηνή η Κλυταιµνήστρα που αναγγέλλει επίσηµα την είδηση. Οραµατίζεται την καταστροφή της Τροίας και τα αµέτρητα αθώα θύµατα. Σκέπτεται ότι είναι δίκαιο να τιµωρηθεί ο Πάρις και ότι η εκδίκηση των Αχαιών δύσκολα θα αποφύγει την υπερβολή. Πότε θα κλείσει ο κύκλος του αίµατος;

Ο χορός εξυµνεί την επιτυχία των Ελλήνων, συµµεριζόµενος την ανησυχία και τους φόβους της Κλυταιµνήστρας. Στο µεταξύ καταφθάνει ο αγγελιαφόρος που περιγράφει µε εντυπωσιακές εικόνες την άλωση της Τροίας και τα κατορθώµατα των Ελλήνων.

Όµως, οι φόβοι της Κλυταιµνήστρας αρχίζουν να επαληθεύονται. Τα πλοία των Ελλήνων διασκορπίζονται από άγρια τρικυµία. Ο Αγαµέµνων επιστρέφει χωρίς τον αδελφό του, τον Μενέλαο. Η µοίρα διευκολύνει το έργο της καταστροφής.

Σε λίγο παρουσιάζεται ο Αγαµέµνων, φέρνοντας πίσω του λάφυρο την Κασσάνδρα, την µικρή κόρη του Πριάµου, του νικηµένου βασιλιά της Τροίας. Ο Αγαµέµνων αφηγείται θριαµβευτικά την συντριβή της Τροίας και δηλώνει ότι ήλθε η ώρα να αναλάβει πάλι τα ηγετικά του καθήκοντα στο Άργος.

Η Κλυταιµνήστρα υποδέχεται τον Αγαµέµνονα µε υποκριτική αγάπη, ενώ ο χορός, γεµάτος µαύρα προαισθήµατα, παρακολουθεί το βασιλικό ζεύγος να χάνεται µέσα στο παλάτι.

Εµφανίζεται η Κασσάνδρα, η οποία επισηµαίνει την µελλοντική πορεία του οίκου των Ατρειδών προφητεύοντας τον θάνατο του Αγαµέµνονα ως αναπόφευκτη και δίκαιη τιµωρία. Η ίδια η Κασσάνδρα γνωρίζει την µοίρα της, δεν φοβάται όµως, και προχωρεί να συναντήσει τον θάνατο στο εσωτερικό του παλατιού.

Σε λίγο ακούγεται ανατριχιαστική η κραυγή του Αγαµέµνονα µέσα από τα ανάκτορα, και αµέσως µετά εµφανίζεται η Κλυταιµνήστρα εκτός ελέγχου, διαλαλώντας ότι σκότωσε τον δολοφόνο της κόρης της, της Ιφιγένειας, και την Κασσάνδρα, και δηλώνει ότι από δω και στο εξής µοναδικός κύριος και αφέντης της θα είναι για πάντα ο Αίγισθος.

Στο σηµείο αυτό είναι φανερό ότι η Κλυταιµνήστρα ξεπέρασε τα όρια της εκδίκησης και ότι ο κύκλος του αίµατος εξακολουθεί να παραµένει ανοιχτός. Ο χορός παίρνει µία-µία τις αποτρόπαιες εκείνες στιγµές και τίς µετουσιώνει σε άσµα γιοµάτο φόβους για το σιωπηλό πεπρωµένο που πλησιάζει σαν θύελλα έτοιµη να ξεσπάσει. Μία εφιαλτική, εναγώνια αµφιβολία πλανάται στην ατµόσφαιρα, όπου αναµένεται το χέρι της µοίρας προσωποποιηµένο στον Ορέστη.

Εδώ τελειώνει το πρώτο έργο της τριλογίας και αρχίζει το δεύτερο, οι Χοηφόροι.

ΧΟΗΦΟΡΟΙ Μετά από την δολοφονία του Αγαµέµνονα στο Άργος βασιλεύει η Κλυταιµνήστρα µε τον Αίγισθο. Όµως το φονικό ζευγάρι φοβάται την ώρα

της Δίκης, ενώ ο Ορέστης, γιος του Αγαµέµνονα και της Κλυταιµνήστρας, φυγάς στην ξενιτιά, περιµένει την επιστροφή του για να πάρει εκδίκηση, και η Ηλέκτρα, η αδελφή του, ίσα ίσα κρατιέται στην ζωή προσδοκώντας τον εκδικητή αδελφό της να έλθει. Μπαίνει στην σκηνή ο Ορέστης µαζί µε τον φίλο του, τον Πυλάδη. Ο Ορέστης είναι 18 ετών τώρα κι επιστρέφει µετά από εξορία 7 ετών για να διεκδικήσει τα δικαιώµατά του στον θρόνο των Ατρειδών. Συνάµα, όµως, έχει µαζί του και την εντολή του θεού Απόλλωνα να πάρει εκδίκηση για την δολοφονία του Αγαµέµνονα, του πατέρα του. Πρώτα πηγαίνει στον τάφο του πατέρα του για τις καθιερωµένες χοές, όπου και βλέπει την Ηλέκτρα να πλησιάζει. Η Ηλέκτρα µαζί µε άλλες γυναίκες (αυτές είναι οι Χοηφόροι) έρχεται στον τάφο να προσφέρει χοές µετά από εντολή της Κλυταιµνήστρας, η οποία είχε δεί ένα εφιαλτικό όνειρο και προσπαθούσε να εξευµενίσει τον δολοφονηµένο άνδρα της για να αποφύγει την εκδίκησή του.

Βλέποντας τις σπονδές πάνω στον τάφο του πατέρα της, η Ηλέκτρα υποθέτει ότι ο Ορέστης έχει ήδη φτάσει στο Άργος. Δεν αργεί η αντάµωση και αµοιβαία αναγνώριση µεταξύ των δύο αδελφών. Ο Ορέστης εκφράζει τους σκοπούς του στην Ηλέκτρα, η οποία και τόν παρακινεί να δράσει άµεσα, δίχως καµµία αναβολή. Ο Ορέστης, όµως, δείχνει να διστάζει µπροστά στο αποτρόπαιο έγκληµα της µητροκτονίας, αλλά η Ηλέκτρα και ο χορός σύσσωµος τού υπενθυµίζουν ότι αυτή είναι η εντολή των θεών και το χρέος εκδίκησης στον µεγάλο βασιλιά.

Ο δισταγµός του Ορέστη αποτελεί το καίριο στοιχείο της ουσιαστικής τραγικότητας στο έργο. Ο Ορέστης µεταµφιέζεται σε ταξιδιώτη και εµφανίζεται στο παλάτι ζητώντας φιλοξενία. Η Κλυταιµνήστρα τόν υποδέχεται µε φιλόξενα συναισθήµατα κι εκείνος σε αµήχανο ύφος τής αναγγέλλει δήθεν τον θάνατο του εξόριστου Ορέστη. Η βασίλισσα θρηνεί αµφίθυµα την απώλεια του γιού της και προσκαλεί τον ταξιδιώτη να περάσει µέσα στο παλάτι.

Στο µεταξύ ο χορός καταφέρνει να φέρει τον Αίγισθο στο παλάτι χωρίς ένοπλη συνοδεία. Ο Αίγισθος µπαίνει στα ανάκτορα και αµέσως µετά µία δούλη βγαίνει και αναγγέλλει την δολοφονία του.

Η Κλυταιµνήστρα βγαίνει από τα διαµερίσµατά της, αναγνωρίζει τον γιό της, τον Ορέστη, και προσπαθεί να αµυνθεί. Αντιλαµβάνεται τον νεκρό πλέον Αίγισθο και πέφτει στα πόδια του γιού της ζητώντας έλεος. Ο Ορέστης, παρά τους δισταγµούς του, αποτελειώνει το φριχτό έργο του, δολοφονώντας την µητέρα του.

Μετά από το διπλό φονικό βγαίνει ο Ορέστης και προσπαθεί να δικαιολογήσει την πράξη του, φοβούµενος για το τίµηµα που θα πληρώσει. Ντυµένος ικέτης, ετοιµάζεται να πάει στο Μαντείο των Δελφών να ξορκίσει τα µατωµένα χέρια του. Ταυτόχρονα οι Ερινύες, οι θεές εκδικήτριες της µητροκτονίας, αρχίζουν να τόν κυνηγούν.

Κλείνει ο χορός που γνωµατεύει το τρίτο κακό, µετά τα Θυέστεια Δείπνα και τον φόνο του Αγαµέµνονα. Οι αµφιβολίες του Ορέστη, µήπως κι εκείνος ξεπέρασε τα όρια της εκδίκησης, διαλαλούν ότι ο κύκλος δεν έχει ακόµα κλείσει. Εδώ τελειώνει το δεύτερο έργο της τριλογίας κι αρχίζει το τρίτο, οι Ευµενίδες.

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ Βρισκόµαστε στο Μαντείο των Δελφών. Μπαίνει µέσα η προφήτισσα Πυθία και τροµάζει, βλέποντας τον Ορέστη να ζητά να εξαγνιστεί έξω από

τον ναό του Απόλλωνα και µπροστά του να κοιµούνται οι τροµερόµορφες Ερινύες που τόν καταδίωκαν συνεχώς. Εµφανίζεται ο Απόλλων, ο οποίος δηλώνει στον Ορέστη ότι δέχεται τον εξαγνισµό, όµως υπάρχει ακόµα άλυτο το πρόβληµα της αρµονικής

ζωής µε τους συνανθρώπους που δεν δέχονται εύκολα τον µητροκτόνο. Συνιστά στον Ορέστη να αυτεξορισθεί κάπου µακριά, για να αποφύγει τις Ερινύες, και µετά να πάει στην Αθήνα, όπου η θεά Αθηνά θα βρει τρόπο να τόν απαλλάξει και να τόν επαναφέρει ανάµεσα στους ανθρώπους. Οι άλλοι θεοί συµµερίζονται την άποψη του Απόλλωνα και θέτουν τον ικέτη Ορέστη υπό την προστασία τους.

Όµως, το φάντασµα της Κλυταιµνήστρας ξυπνά τις Ερινύες, οι οποίες δεν παραιτούνται έτσι εύκολα από την αποστολή τους να καταδιώκουν κάθε ανοσιούργηµα.

Ο Ορέστης καταφθάνει στην Αθήνα ικέτης στον ναό της θεάς Αθηνάς, αλλά στο µεταξύ καταφθάνουν εκεί και οι Ερινύες, οι οποίες αιχµαλωτίζουν τον Ορέστη. Η Αθηνά παρεµβαίνει στην αντιπαράθεση Ορέστη και Ερινύων. Οι Ερινύες δέχονται να λυθεί η αντιπαράθεση µε διαιτησία, κι έτσι συγκροτείται δικαστήριο για να δικαστεί και να κριθεί ο Ορέστης. Οι Ερινύες ανησυχούν, διότι ενδεχόµενη αθώωση του Ορέστη θα σηµάνει αναίρεση του πατροπαράδοτου ρόλου τους και ανατροπή του πανάρχαιου νόµου της Δίκης.

Παρεµβαίνει ο Απόλλων, ο οποίος εκπροσωπεί το νέο δίκαιο, και µαζί µε την συµπαράσταση της Αθηνάς απαλλάσσει τον Ορέστη από τις κατηγορίες, οπότε εκείνος γεµάτος ευγνωµοσύνη φεύγει για το Άργος.

Μετά αρχίζει ο θρήνος των Ερινύων, οι οποίες εκτοξεύουν πανταχού απειλές και οργή. Ο λαός των Αθηνών, όµως, υπόσχεται τιµές και η Αθηνά προτείνει στις Ερινύες να γίνουν θεές προστάτιδες της πόλης. Έτσι οι Ερινύες µεταλλάσσονται σε Ευµενίδες: Από θεές τιµωρές και κατάρας γίνονται θεές ευλογίας και προστάτιδες του γάµου, της σποράς, της ειρήνης και της οµόνοιας.

Η τελική ποµπή που σχηµατίζεται για να εγκαταστήσει τις Ευµενίδες στην νέα τους κατοικία δείχνει την συµφιλίωση του παλιού µε τον νέο νόµο, δείχνει την µεταλλαγή της Δίκης από εκδίκηση σε δικαιοσύνη. Εδώ τελειώνει το τρίτο έργο και ολοκληρώνεται η τριλογία.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΥΠΟΔΗΛΩΣΕΙΣ Πέρα από την διαχρονική ψυχογραφία της ανθρώπινης προσωπικότητας – µέσα από την Ανάγκη, την Ύβρη, την Άτη και την Δίκη – που

επιτυγχάνει η Ορέστεια να καταδείξει µε εύστοχους διαλόγους που ερµηνεύονται µέσα από ψυχαναλυτική προσέγγιση, διαφαίνονται και ορισµένες πολύ σηµαντικές πολιτικές και κοινωνικές συνυποδηλώσεις. Ο άνθρωπος δεν είναι µόνος του, αλλά συµµετέχει ενεργά σε µία κοινωνική οµάδα µε πολιτειακή οργάνωση. Αναγνωρίζεται το κοινό καλό ως ηθική επιταγή, και το κοινό καλό ταυτίζεται µε την δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη αποτελεί καθήκον ανωτέρων πολιτειακών θεσµών, όπως ο Άρειος Πάγος των Αθηνών, του οποίου την εύρυθµη λειτουργία οφείλουν όλοι να εξασφαλίζουν και να σέβονται. Ο παλαιός πατροπαράδοτος νόµος της εκδίκησης διαιωνίζει τον κύκλο της βίας, εποµένως δεν συνάδει προς την επιδίωξη του κοινού καλού. Ο νέος νόµος της δικαιοσύνης θέτει τέλος στον κύκλο της βίας, εγκαθιστώντας στην κοινωνική και πολιτειακή οργάνωση το κοινό καλό ως αρχή ηθικής τάξης, ανεβάζοντας τους ανθρώπους σε ένα επίπεδο διαχρονικής κοινωνικής µεγαλοσύνης. Δηλαδή, επιγραµµατικά, το ηθικό δίδαγµα της Ορέστειας από κοινωνικοπολιτική άποψη είναι ότι, όταν η κοινωνία ως σύνολο ευηµερεί, ευηµερούν και τα άτοµα που τήν απαρτίζουν, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει. Τιθασεύοντας τις πρωτόγονες ορµές του ανθρώπου ως άτοµο, η εξορθολογισµένη κοινωνική και πολιτειακή οργάνωση της κοινωνίας αναδεικνύει τις ενδόµυχες αρετές των ανθρώπων και τούς καθιστά αληθινούς θεούς στην Γη. Εδώ ακριβώς συναντάµε και το βαθύτερο µήνυµα της Αθηναϊκής Δηµοκρατίας του πέµπτου αιώνα π.Χ.

Η ΟΡΕΣΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Το εγχείρηµα της απόδοσης της Ορέστειας στο σύνολό της (δηλ. ως τριλογίας) στην ελληνική νοηµατική γλώσσα – µέσα στα πλαίσια σχολικού

θεάτρου µε κωφούς ηθοποιούς – επιβάλλει ορισµένες δραστικές παρεµβάσεις: 1. Συµπυκνωµένη διασκευή της τριλογίας, ώστε αυτή να µπορεί να παρουσιασθεί σε ανεκτό χρονικό διάστηµα 1:30-2 ωρών. Ορισµένοι

ιδιαίτερα αποφασιστικής σηµασίας στίχοι του πρωτοτύπου κειµένου µεταφράζονται ολόκληροι, ενώ άλλοι στίχοι διασκευάζονται σε σύνοψη.

2. Εισαγωγή του αφηγητή (του ίδιου του Αισχύλου), ο οποίος ξεκινά την παράσταση αφηγούµενος τον µύθο της κατάρας των Ατρειδών, και ακολούθως παρεµβαίνει σε καίρια σηµεία της παράστασης σχολιάζοντας και ερµηνεύοντας. Ο αφηγητής αποτελεί αναπόσπαστο µέρος της θεατρικής παράστασης και αναλαµβάνει προσέτι και κάποιους όχι και τόσο κύριους ρόλους, µε σκοπό να µπορεί το έργο στο σύνολό του να «αναπνέει». Η παρουσία του αφηγητή κρίνεται απαραίτητη, δεδοµένου ότι το σηµερινό κοινό – σε αντίθεση προς το κοινό του πέµπτου π.Χ. αιώνα – δεν είναι οπωσδήποτε εξοικειωµένο µε το µυθικό υπόβαθρο της τριλογίας.

3. Ποιητική χρήση της ελληνικής νοηµατικής γλώσσας µε αξιοποίηση του προσωδιακού της µέτρου και συγχρόνως ποιητική (έµµετρη) φωνητική απόδοση στα ελληνικά µε αξιοποίηση του ρυθµοτονικού µέτρου της νέας ελληνικής – η οποία, σε αντίθεση µε την αρχαία ελληνική, δεν διαθέτει προσωδιακό µέτρο.

4. Εξαιρετικά λιτή σκηνογραφική παρουσίαση και φειδώ στον αριθµό των ηθοποιών σε κάθε σκηνή, ώστε η οπτική αντίληψη της νοηµατικής αναπαράστασης της τριλογίας να είναι κατά το δυνατόν εξασφαλισµένη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Baldry, H.C. (1981): Το τραγικό θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα. Αθήνα: Καρδαµίτσας [Πρωτότυπο: The Greek Tragic Theatre (1971). Λονδίνο]. Γρυπάρης, Ιωάννης (1938): Οι τραγωδίες του Αισχύλου. Αθήνα: Εστία. Θεοδωρίδης, Μανώλης (1970): Τραγωδία, Αττική Κωµωδία. Περίληψη & ανάλυση ευρισκοµένων έργων. Αθήνα: Χρηστοφής. Jens, Walter (1979): Aischylos: Die Orestie. Μόναχο: Kindler. Page, D. (1972): Aeschylus: Agamemnon, Choephori, Eumenides. Από την στερεότυπη έκδοση των αρχαιοελληνικών κειµένων της Οξφόρδης.

Οξφόρδη. Romilly, J. de (2007): Η αφήγηση της Ορέστειας του Αισχύλου. Αθήνα: Ωκεανίδα [Πρωτότυπο: Raconte l’ Orestie d’ Eschyle (2006). Παρίσι: Bayard]. Tangalou, C. (1989): The Role of Sign Language Theatre for the Culture of the Sign Language Community. Μαγνητοσκοπηµένη εισήγηση στο

International Workshop for Deaf Researchers, Αµβούργο, 21-24 Ιουλίου 1989. Αµβούργο, Universität Hamburg, Zentrum für Deutsche Gebärdensprache und Kommunikation Gehörloser & Signum Verlag.

Tangalou, C. (2004): Gehörlosenkultur in Griechenland mit eigenen Erfahrungen zur Arbeit mit dem Theater und der Kunst. Μαγνητοσκοπηµένη εισήγηση στο Συµπόσιο της Kultur und Geschichte Gehörloser (KuGG): "Wege zum Verstehen der Gehörlosenkultur", Χαϊδελβέργη, 04-06 Ιουνίου 2004. Αµβούργο, Εκδόσεις KuGG.

Tangalou, C. (2004): Die Lehre der Theaterkunst im Gebärdensprachunterricht als entscheidender Faktor zum Selbstbewußtsein der Gehörlosenkultur. Μαγνητοσκοπηµένη εισήγηση στο Τρίτο Πολιτισµικό Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Κωφών: Salvia, Μόναχο, 22 Οκτωβρίου 2004. Αµβούργο, Εκδόσεις KuGG.

Τοπούζης, Κωνσταντίνος (1991): Αισχύλου Αγαµέµνων, Χοηφόροι & Ευµενίδες. Αθήνα: Επικαιρότητα. Χατζηανέστης, Ερρίκος (1977): Αισχύλου Αγαµέµνων, Χοηφόροι & Ευµενίδες. Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος. Χρονοπούλου, Γιούλη & Λυσικάτου, Ματίνα (2010): Αισχύλου Ευµενίδες: Η άρνηση της βίας. Βιωµατικό εργαστήρι στο Διεθνές συµπόσιο: Αρχαίο

δράµα, σύγχρονες προσεγγίσεις και εκπαίδευση. Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση, Αθήνα: 26-30 Μαρτίου 2010.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΤΗ

Στίχοι

πρωτοτύπου

Πρόσωπο δράματος

Διασκευὴ στὰ ἑλληνικὰ

Παρατηρήσεις γιὰ τὴν ΕΝΓ

Ø ΑΦΗΓΗΤΗΣ (ΑΙΣΧΥΛΟΣ)

Ὠιμέ! Ποιᾶς ἄγριας μοίρας εἶναι τάμα γενιὲς νὰ σέρνωνται στὴν προσταγὴ τῆς Δίκης μέσα στὸ πανάρχαιο δρᾶμα ξεπλένοντας τὸ κρίμα μὲ σφαγή; Γιατί, παιδιὰ μου, ἡ Ὕβρη σᾶς τυφλώνει κι᾽ ἡ Ἄτη μ᾽ ὀργὴ τὸ πνεῦμα σας θολώνει; Πανάθλιο κρίμα ὁ Τάνταλος ἀρχίζει, τοῦ Πέλοπα τὴ σάρκα στοὺς θεοὺς προσφέροντας γιὰ δεῖπνο· ἀντιγυρίζει ὁ γιὸς του, ὁ Ἀτρέας, σφάζοντας τοὺς γιοὺς τοῦ ἀδελφοῦ του, Θυέστη, νὰ τούς δώσῃ στὸν ἀδελφὸ δεῖπνο τρανὸ νὰ νοιώσῃ. Ποτάμι τὸ αἷμα τρέχει· νά, θυσία τὴν κόρη του Ἰφιγένεια, ἀντὶ στοργῆς, προσφέρει ὁ Ἀγαμέμνων γιὰ τὴν Τροία κι᾽ ἡ Κλυταιμνήστρα, ὤ, ἄβυσσος ὀργῆς! Ὤ! Ποιᾶς Ἀνάγκης μοῖρα ἀναμοχλεύει τὴ βία μὲ βιά, τὴ μῆνι ἀνασμιλεύει;

Μοίρας: ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ Δίκη: ΕΚΔΙΚΗΣΗ Ὕβρη: ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ Ἄτη: ΠΛΑΝΗ Σφάζοντας τοὺς γιοὺς: ΓΙΟΙ-ΣΦΑΓΗ Ἀναμοχλεύει: ΒΡΑΣΜΟΣ Μῆνι: ΕΞΑΛΛΗ-ΟΡΓΗ Ἀνασμιλεύει: ΣΜΙΛΗ+++

Α Γ Α Μ Ε Μ Ν Ω Ν

Στίχοι

πρωτοτύπου

Πρόσωπο δράματος

Διασκευὴ στὰ ἑλληνικὰ

Παρατηρήσεις γιὰ τὴν ΕΝΓ

Βρισκόμαστε στὸ παλάτι τοῦ Ἀγαμέμνονα στὸ Ἄργος. Στὴν στέγη βλέπουμε τὸν φύλακα.

Στὸ βάθος μακριὰ τὸ βουνὸ Ἀραχναῖο.

1-21 ΦΥΛΑΚΑΣ Θεοί, λυτρῶστε με! Χρόνια προσμένω στὴ στέγη αὐτὴ μὲ τ᾽ ἄστρα συντροφιά, φρουρὸς σ᾽ ἕνα παλάτι ταραγμένο ποὺ ἡ Κλυταιμνήστρα μ᾽ ἔταξε μὲ βιά, μερόνυχτα ἄυπνος σὰ σκυλὶ δεμένο, νὰ κλαίω τῶν Ἀτρειδῶν τὴ συμφορά. Στεῖλτε, Οὐρανοί, τὴ φλόγα νὰ πυρώσῃ, σημάδι ὅτι τὴν Τροία ἔχουμε ἁλώσει!

Ἔταξε: ΔΙΑΤΑΓΗ Νὰ κλαίω: (ΚΛΑΜΑ στὸ τέλος)

Βλέπουμε πέρα στὴν κορυφὴ τοῦ Ἀραχναίου νὰ λάμπῃ ἡ φρυκτωρία.

22-39 ΦΥΛΑΚΑΣ Καλῶς μᾶς ἦλθες, Φῶς, χαρὰ νὰ δώσῃς

στὴν πόλη τοῦ Ἄργους τύχη ἀστραφτερή! Βασίλισσά μου, ξύπνα νὰ κοινώσῃς στὸ παλάτι τὴ νίκη τὴ λαμπρή! Φίλτατε βασιλιᾶ θὰ ᾽ρθῇς νὰ νοιώσῃς τὰ χέρια μας νὰ σφίγγωνται μ᾽ ὁρμή! Ἂν βρῇ φωνὴ τὸ σπίτι αὐτό, ἂς μιλήσῃ· μιλῶ σ᾽ ὅσους δὲν ἔχουν λησμονήσει.

Κοινώσῃς: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΛΛΗΛΟΣΦΙΞΙΜΟ ΧΕΡΙΩΝ Μιλήσῃ: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ Λησμονήσει: ΞΕΧΑΣΙΑ

Ὁ φύλακας ὁρμάει μέσα στὸ παλάτι. Βλέπουμε πίσω φωτιὲς νὰ ἀνάβουν στὴν πόλη.

Μπαίνει ὁ χορὸς τῶν γερόντων.

40-82 ΑΦΗΓΗΤΗΣ Δέκα χρόνια πολέμου αὐτὴ ἡ ἱστορία· ἀρχὴ ἀπ᾽ τὸν Πάρι Ἑλένης ἁρπαγὴ Μενέλαο κι᾽ Ἀγαμέμνονα στὴν Τροία μὲ χίλια πλοῖα ἡ ἐκδικήτρα ὀργή. Τῆς Ἰφιγένειας τὸ αἷμα, ὅμως, σαλεύει, γιὰ κάθε ἐνόχου ἐκδίκηση γυρεύει.

Σαλεύει: ΚΙΝΗΣΗ-ΥΓΡΟΥ Γυρεύει: ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ+++

Πληθαίνουν οἱ ἐνδείξεις ἀναμμένων βωμῶν.

83-257 ΧΟΡΟΣ Κλυταιμνήστρα, πὲς τὸ ρῆμα!

ὅλοι αὐτοὶ οἱ βωμοὶ στὴ γῆ καῖνε ἀπ᾽ τὶς φωτιὲς· τὸ σῆμα τῆς ἐλπίδας ἀντηχεῖ; Ἔχεις νέα νὰ μᾶς δώσῃς, κάποιο μήνυμα θεῶν, τὴ μαντεία νὰ κυρώσῃς νίκη ὑπὲρ τῶν Ἀχαιῶν; Ἦλθε ἡ Μοῖρα νὰ ὁρίσῃ στῶν θεῶν τὴν προσταγὴ τὴν ὀργὴ νὰ ἐξευμενίσῃ τῆς παρθένας τὴ σφαγή;

Πὲς τὸ ρῆμα: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ-σὲ-μᾶς Ἀντηχεῖ: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ-ΗΧΩ Κυρώσῃς: ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ Ἀχαιῶν: ΕΛΛΗΝΕΣ Ἦλθε: (στὸ τέλος) Ἐξευμενίσῃ: ΗΡΕΜΙΑ-(πρὸς-τὰ-ἔξω)

Ὅποιος πάθει θὲ νὰ μάθῃ, γι᾽ αὐτὸ ἡ Δίκη εἶν᾽ ἰκανή· καλὴ τύχη ἀπὸ τὰ λάθη κάντε, θεοί, νὰ μᾶς φανῇ!

Δίκη: ΕΚΔΙΚΗΣΗ Φανῇ: ΔΟΣΙΜΟ-(ἀργὰ)

Ἡ Κλυταιμνήστρα ξεπροβάλλει στὴν εἴσοδο τοῦ ἀνακτόρου.

258-354 ΧΟΡΟΣ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΧΟΡΟΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Βασίλισσά μου σεβαστή, γνωρίζεις σίγουρα γεγονότα ἢ μόνο ἐλπίζεις; Ἡ νύχτα μέρα ἂς γίνῃ, νὰ φωτίσῃ χαρμόσυνα τὴν πόλη μὲ τὴ ρήση· ἡ Τροία ἁλώθηκε! Σὲ μᾶς ἀνήκει! μόλις τὴ νύχτα αὐτὴ πετύχαμε τὴ νίκη! Ὤ, μήνυμα χαρᾶς τὸν νοῦ μαγεύει, τὰ λόγια σου, ὦ βασίλισσα, λατρεύει! Δική τους ἔχουν σήμερα τὴν Τροία οἱ Ἀχαιοί· κλαῦμα καὶ τιμωρία στὴν ἁλωμένη πόλη ἀκολουθοῦνε τοὺς νικημένους Τρῶες ποὺ θρηνοῦνε. Κι᾽ οἱ νικητὲς στὰ σκλαβωμένα ὁρμᾶνε τὰ σπίτια, ὕπνου στοργὴ ἀποζητᾶνε. Ἂν τὰ ὅσια κι᾽ ἱερὰ ἐκεῖ τιμήσουν, νικητὲς στὴν πατρίδα θὰ γυρίσουν· τῶν σκοτωμένων τὸ αἷμα ἐδῶ κραδαίνει τὴν ἀπειλή, ἀδικαίωτο ὅπως μένει.

Ρήση: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ-ΕΙΔΗΣΗ Σήμερα: (στὴν ἀρχὴ) Στοργή: ΗΡΕΜΙΑ, ΓΑΛΗΝΗ Κραδαίνει: μαζὶ μὲ ΑΠΕΙΛΗ Ἀδικαίωτο: ΔΙΚΑΙΟ-ΤΙΠΟΤΑ

ΧΟΡΟΣ

Εὐχή μου τὸ καλὸ θὲ νὰ νικήσῃ ἀπ᾽ ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ νὰ ὀρθοποδήσῃ! Γυναῖκα, μοῦ μιλεῖς μὲ σωφροσύνη τ᾽ ἀλάθευτα σημάδια ποὺ μοῦ δίνει· καὶ τώρα τοὺς θεοὺς θὰ εὐχαριστήσω γι᾽ ἄξιαν ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων πίσω.

Ὀρθοποδήσῃ: ΣΤΕΡΕΟ Σωφροσύνη: ΛΟΓΙΚΗ

355-487 ΧΟΡΟΣ Θλίψη ἀπέραντη καὶ θρῆνοι, αἷμα, συμφορὰ κι᾽ ὀργή· σ᾽ ὅποιον ἀνομήσει δίνει ἄγρια ἡ Δίκη ἀνταλλαγή. Ἄτιμης κλεψιᾶς τὸ σῆμα δείχνει πόλεμου ἰαχή, ἄτιμη κι᾽ αὐτὴ ἀπ᾽ τὸ κρίμα θυγατέρας στὴ σφαγή. Πάντ᾽ ἀμείβεται ἡ κατάρα μέσ᾽ στὸ θρῆνο τοῦ λαοῦ κι᾽ ἀναμένω μὲ τρομάρα νυχτοξέσπασμα θεοῦ. Τ᾽ ἄγρυπνο τῶν θεῶν βλέμμα τοὺς φονιᾶδες μαρτυρεῖ καὶ στὶς Ἐρινύες θρέμμα στὸ σκοτάδι συντηρεῖ. Βαριὰ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ὅλων ἄδικα εὐτυχῶν·

Ἀνομήσει: ΠΑΡΑΝΟΜΟ Σῆμα: ΜΑΡΤΥΡΙΑ Δείχνει: (στὸ τέλος) Σφαγὴ: ΘΥΣΙΑ ΤΡΟΜΟΣ ΑΝΑΜΟΝΗ Ἄγρυπνο: ΥΠΝΟΣ-ΠΟΤΕ Θρέμμα: ΤΡΟΦΗ

κεραυνὸν ὁ Δίας βάλλει μέσ᾽ στὰ σπίτια ἀσεβῶν.

Βάλλει: ΡΙΨΗ –(κεραυνοῦ) Ἀσεβῶν: ΑΜΑΡΤΙΑ-ΑΤΟΜΑ

Φαίνεται ἕνας κήρυκας νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακριά.

488-502 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

ΧΟΡΟΣ

Κήρυκα βλέπω ἀπ᾽ τοῦ γιαλοῦ τὰ μέρη μὲ κλάδο ἐλιᾶς· χαρᾶς μαντᾶτα ἂς φέρῃ! Κι᾽ ὅποιος εὐχὴν ἐνάντια ἀποτολμήσει, μονάχος του τὸ κρίμα ἂς τρυγήσῃ.

Γιαλοῦ τὰ μέρη: ΠΑΡΑΛΙΑ Φέρῃ: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Τρυγήσῃ: ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ

Ὁ κήρυκας εἰσέρχεται στὴν σκηνή.

503-537 ΚΗΡΥΚΑΣ Ὦ θεοὶ κι᾽ ἥρωες χώρας τιμημένης,

δέκα χρόνια ρημάδι, φτάνει πιά! Θριαμβευτὴ τῆς Τροίας νικημένης τὸν Ἀγαμέμνονα, ἄξιο βασιλιᾶ, τιμῆστε ὅπως τοῦ πρέπει Δίκης σῆμα· οἱ Τρῶες διπλοπλήρωσαν τὸ κρίμα!

Ρημάδι: ΣΥΜΦΟΡΑ Σῆμα: ΔΕΙΞΗ Κρίμα: ΑΜΑΡΤΙΑ

538-550 ΧΟΡΟΣ Κήρυκα Ἀχαιῶν χαῖρε! Ἴδιον πόθο μὲ σᾶς βαθιὰ στὰ φυλλοκάρδια νοιώθω.

551-586 ΚΗΡΥΚΑΣ ΧΟΡΟΣ

Γιατὶ ὅλα βγῆκαν σὲ καλό· στὸ χρόνο πάρεξ θεῶν δὲν ζοῦμε δίχως πόνο. Πίκρα, συμφορά, λύπη ξεχασμένη· πλήθιο τὸ κέρδος τὴ ζημιὰ ὑπερβαίνει. Τῶν λόγων σου ἡ ἀλήθεια χαρὰ πλάθει· σειρά ᾽χει ἡ Κλυταιμνήστρα νὰ τά μάθῃ.

Βγῆκαν σὲ καλό: ΚΑΛΟ-ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ Πλήθιο: ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ Πλάθει: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Ἡ Κλυταιμνήστρα ἐμφανίζεται πάλι καὶ ἀντιλαμβάνεται τὰ λόγια τοῦ χοροῦ.

587-614 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ἀγάλλιασα! Φῶς νύχτα ξεσηκώθη,

σῆμα μοῦ ᾽δωσε πὼς ἡ Τροία ἁλώθη! Στὸ βασιλιᾶ ἄντε πές, τὸν τιμημένο, ὅπως μ᾽ ἄφησε θὰ μέ βρῇ· προσμένω σκύλα πιστὴ στ᾽ ἀνάκτορα μὲ πόθο περήφανη τὸν ἄνδρα μου ποὺ νοιώθω.

Ξεσηκώθη: ΞΕΣΠΑΣΜΑ Σῆμα: ΕΙΔΗΣΗ

Ἡ Κλυταιμνήστρα ἀποσύρεται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ παλατιοῦ.

615-680 ΑΦΗΓΗΤΗΣ Νίκης πικρῆς κατάρα πίσω σέρνει

Ἀχαιῶν στόλος στὴν ἐπιστροφή, θεομηνίας ὀργὴ ἀνεμοδέρνει τὰ πλοῖα· θάλασσας, φωτιᾶς τροφή· ὀλέθρου λείψανα, συντρίμμια φέρνει τῶν Ἐρινύων ἡ σκοτεινὴ μορφή. Μόνο ἕνα πλοῖο γλύτωσε, μὲ στέμμα, ν᾽ ἀντικρίσῃ μετὰ τοῦ ἡλιοῦ τὸ βλέμμα.

Σέρνει: ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ Θεομηνίας: ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ Μὲ στέμμα: ΒΑΣΙΛΙΚΟ Βλέμμα: ΗΛΙΟΣ ΝΑ-ΤΟ-(πλοῖο)

681-781 ΧΟΡΟΣ Χάρου νύφη τὴν Ἑλένη μέσ᾽ στὴν Τροία ἡ θεία ὀργὴ ἔμπασε· αἷμα περιμένει τὴν καταραμένη γῆ. Σὰ γαλαθηνὸ λιοντάρι στοῦ σπιτιοῦ τὴ θαλπωρὴ τ᾽ αναθρέψαν μὲ καμάρι χαρᾶς χάδια νὰ θωρῇ,

Χάρου: ΘΑΝΑΤΟΣ Θεία: ΘΕΟΣ Γαλαθηνὸ: ΒΥΖΑΓΜΑ Θαλπωρὴ: ΖΕΣΤΑΣΙΑ Θωρῇ: ΠΡΟΣΛΗΨΗ

κι᾽ ὅταν μέστωσε στὸ βλέμμα, τῆς γενιᾶς του διαταγή, ἀνταπόδωσε τὸ θρέμμα μ᾽ αἱματόβρεχτη σφαγή. Ἐρινύα θρήνου νύφη στὸ κατόπι ἀγροικᾷ· ἡ ἀνομία ἴδια γλύφει γέννας ἄνομα παιδιά. Κι᾽ ἔτσι ἡ Ὕβρη Ἄτη φέρνει μέσ᾽ στῆς Μοίρας τὰ στερνὰ λόγια· θέση ἡ Δίκη παίρνει καὶ τὴν τάξη κυβερνᾷ.

Μέστωσε στὸ βλέμμα: ΩΡΙΜΟ Γενιᾶς: ΦΥΣΙΚΟ-του Θρέμμα: ΦΡΟΝΤΙΔΑ-ΣΤΟΡΓΗ ΕΠΙΘΕΣΗ-ΑΙΜΑ-παντοῦ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ+++ Ἀνομία: ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΠΑΙΔΙΑ ΑΤΙΜΑ ΓΕΝΝΑ+++ Φέρνει: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ Κυβερνᾷ: ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ

Ὁ Ἀγαμέμνων εἰσέρχεται στὴν σκηνή πάνω σὲ ἅρμα μαζὶ μὲ τὴν Κασσάνδρα.

Ἀκολουθεῖ ἡ βασιλικὴ συνοδεία.

782-843 ΧΟΡΟΣ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Βασιλιᾶ Ἀγαμέμνονα χαῖρε· τέλος καλὸ ὅλα καλὰ σοῦ λέω σὰν φίλος· καὶ ποιὸς, ὅσο ἔλειπες, σωστὰ τὴ γνώση καὶ ποιὸς ὄχι ὁ χρόνος θὰ σοῦ δώσῃ. Ὦ πόλη τοῦ Ἄργους, θεοὺς νὰ χαιρετήσω τὸ γυρισμὸ ἀπ᾽ τὴν Τροία νὰ τιμήσω· θεῶν ἀπόφαση θανάτου ἡ Δίκη, ὁμόγνωμη ἔπεσε στὴν κάλπη ἡ νίκη. Γι᾽ αὐτὸ ἀξέχαστη χρωστοῦμε χάρη στοὺς θεοὺς πού ᾽ταξαν Δούρειο πουλάρι.

Σωστά: ΣΩΣΤΗ-ΖΩΗ Γυρισμό: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Ὁμόγνωμη: ΣΥΜΦΩΝΙΑ Δούρειο πουλάρι: ΔΟΥΡΕΙΟΣ-ΙΠΠΟΣ

Ἡ Κλυταιμνήστρα ἐμφανίζεται στὸ βάθος τῆς πύλης.

844-854 ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Κι᾽ ὅλοι μαζὶ μὲ σκέψη, σωφροσύνη,

νὰ ἰδοῦμε τὸ καλὸ νὰ καλομείνῃ, κι᾽ ὅ,τι γιατρειὰ καὶ φάρμακα ἀνάγκη ἔχει, νὰ κάψουμε, νὰ κόψουμε ὅπου τρέχει.

Σωφροσύνη: ΠΡΟΣΟΧΗ Καλομείνῃ: ΠΑΝΤΑ-ΚΑΛΟ Τρέχει: ΑΡΡΩΣΤΙΑ-ΞΑΦΝΙΚΑ

Ἡ Κλυταιμνήστρα ἤδη κατέβηκε τὶς σκάλες, ἔχοντας ἀντιληφθῆ τὰ λόγια τοῦ Ἀγαμέμνονα.

855-949 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Ὦ γέροντες, δὲν θὰ ντραπῶ νὰ δείξω τοῦ ἄνδρα μου τὴν ἀγάπη νὰ κηρύξω· μὲ τὸν καιρὸ ἡ ντροπὴ κι᾽ ὁ φόβος σβήνουν, μὰ ὅσες πληγὲς πέρασα ἐγὼ δὲν κλείνουν. Γι᾽ αὐτὸ κι᾽ ὁ Ὀρέστης δὲν εἶν᾽ ἐδῶ, ὁ γιός σου πίστης σῆμα δικό μου καὶ δικό σου, νὰ σέ δεχθῇ· μὴ σέ παραξενεύει. Ἂς φύγῃ τὸ κακὸ ποὺ μᾶς μολεύει! Ἀπ᾽ τ᾽ ἅρμα σου κατέβα, ὦ ἀγαπημένε, Τροίας πορθητή, βασιλιᾶ τιμημένε, πορφυρόστρωτο δρόμο νὰ σοῦ δείξῃ ἡ Δίκη, ἀνέλπιστο δῶμα ν᾽ ἀνοίξῃ! Λήδας κόρη, μακριά μου ἡ ἀπουσία, μακριὰ τὰ λόγια σου· στὴν ἐξουσία τῶν θεῶν τέτοια τιμὴ συγκλίνει· ἐμέ, θνητό, μοῦ πρέπει ἡ σωφροσύνη.

Σβήνουν: ΕΛΑΤΤΩΣΗ-ΑΡΓΑ Πληγές: ΒΑΣΑΝΟ+++ Σῆμα: ΣΥΜΒΟΛΟ Μολεύει: ΒΡΟΜΙΑ-μεταδοτική Πορθητή: ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ Πορφυρόστρωτο: ΚΟΚΚΙΝΟ-ΧΑΛΙ. Δῶμα: ΠΑΛΑΤΙ Λήδας κόρη: ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μακριά: ΜΑΚΡΗΓΟΡΙΑ Συγκλίνει: ΤΑΙΡΙΑΣΜΑ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Ὅμως τὴ χάρη αὐτὴ μὴ μοῦ ἀρνεῖσαι· μιὰ φορὰ ἂς χάσῃς, νικητὴς σὰν εἶσαι. Ἀφοῦ τό θὲς, ἂς γίνῃ· μὴ φθονήσῃ θεὸς τὸ βῆμα μου σὰν προχωρήσῃ.

Ὁ Ἀγαμέμνων δείχνει τὴν Κασσάνδρα καὶ μιλάει γιὰ κείνη.

950-957 ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Δέξου τὴν ξένη αὐτὴ μὲ καλὸ μάτι·

ἂς μποῦμε τώρα μέσα στὸ παλάτι. Καλὸ μάτι: ΚΑΛΟΣ-ΤΡΟΠΟΣ Μποῦμε: (στὸ τέλος)

Ὁ Ἀγαμέμνων κατεβαίνει ἀπὸ τὸ ἅρμα και προχωρεῖ πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἀνακτόρων.

958-974 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Πορφύρα ἀσημοζύγιαστη διατρέφει

ἡ θάλασσα πλέρια γιὰ μᾶς στὴ γῆ· τὸ φύλλωμα ἀπ᾽ τὴ ρίζα ὁρμᾷ καὶ στέφει τὸν ἄνδρα ἀφέντη, χάρη ἀρχοντική. Δία τέλειε, ὅσα εἶν᾽ εὐχή μου, ἐκπλήρωσέ τα κι᾽ ὅσα εἶναι μέλημά σου, μέλησέ τα!

Διατρέφει: ΔΩΡΟ-παντοῦ Πλέρια: ΠΟΛΛΗ-ἔκταση Στέφει: ΕΞΑΠΛΩΣΗ-πάνω Ἐκπλήρωσέ τα: ΤΕΛΕΙΩΣΗ Μέλημα: ΕΓΝΟΙΑ

Ὁ Ἀγαμέμνων μπαίνει στὸ παλάτι. Ἀκολουθεῖ ἡ Κλυταιμνήστρα.

975-1034 ΧΟΡΟΣ Τρόμο ἀκάλεστο διακρίνω

νὰ μοῦ τρώῃ τὰ σωθικά· Ἐρινύων λάβρο θρῆνο ψάλλει μέσα μου ἡ καρδιά. Σὰ σφαγμένου μαῦρο τὸ αἷμα ἀπ᾽ τὸ θάνατο χυθῇ,

Διακρίνω: ΑΙΣΘΗΣΗ Τρώῃ τὰ σωθικά: ΔΙΑΒΡΩΣΗ Λάβρο: ΟΡΜΗ (ὅλο ἀνάποδα) Σά: ΟΤΑΝ

ὤ, ποιοῦ γητευτῆ τὸ βλέμμα ἀπ᾽ τὸ ξόρκι νὰ λυθῇ; Κι᾽ ἂν θεοὶ δὲν εἶχαν τάξει μοίρας μοῖρα γιὰ φραγή, καρδιὰ γλῶσσα θά ᾽χε ἁρπάξει, τὰ κρυμμένα γιὰ νὰ πῇ. Βογγᾷ πιὰ πικρή, κλεισμένη μέσ᾽ στὴ σκοτεινὴ σιωπή, καμμιὰ ἐλπίδα δὲν τῆς μένει φλόγα νά ᾽βγῃ χαρωπή.

Γητευτῆ: ΜΑΓΟΣ Λυθῇ: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Φραγή: ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ Νά ᾽βγῃ χαρωπή: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ

Ἡ Κλυταιμνήστρα ξαναβγαίνει. Ἀπευθύνεται στὴν Κασσάνδρα ποὺ κάνει σὰν τρελή.

1035-1071 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

ΧΟΡΟΣ

Κασσάνδρα, ἐμπρός, τῆς μοίρας βῆμα σύρε σκλάβα πιστὴ ποὺ ὁ βασιλιᾶς σέ πῆρε. Στὴν ἄμοιρη τρελὴ συμπόνια δείχνω· τὰ πάντα πού ᾽χασε, θυμὸ δὲ ρίχνω.

Βῆμα σύρε: ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ Πῆρε: ΤΡΟΙΑ-ΜΕΤΑΒΑΣΗ-ἐδῶ Ἄμοιρη: ΜΟΙΡΑ-ΚΑΚΗ Θυμὸ δὲ ρίχνω: ΟΧΙ-ΘΥΜΟΣ

Ἡ Κλυταιμνήστρα μπαίνει πάλι στὸ παλάτι. Ἡ Κασσάνδρα ἀρχίζει τὸ μοιρολόι της μὲ μανία.

1072-1177 ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

Ἀπόλλωνα, ποῦ μ᾽ ἔφερες, ποιὰ στέγη θεομίσητη εἶν᾽ αὐτὴ ἀπ᾽ τὰ φονικά; Ἀνθρώπων μακελειὸ θρῆνο προλέγει κι᾽ ὄλεθρο γιὰ τῆς Τροίας τὰ σπιτικά. Κι᾽ αἱματοπότιστο κακὸ ἑτοιμάζει ἡ φόνισσα ἐδῶ, ἀγιάτρευτο μαράζι.

Στέγη: ΣΠΙΤΙ Φονικά: ΕΓΚΛΗΜΑ+++ Μακελειό: ΣΦΑΓΗ. Προλέγει: ΠΡΟΒΛΕΨΗ. Ὄλεθρο: ΧΑΜΟΣ Μαράζι: ΒΑΘΜΙΑΙΑ-ΦΘΟΡΑ

ΧΟΡΟΣ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΧΟΡΟΣ

Ποιὰν Ἐρινύα προσκαλεῖς νὰ ὑψώσῃ θρῆνο στο σπίτι, θάνατο ν᾽ ἁπλώσῃ; Ὦ φόνισσα ὑποκρίτρια θὰ τολμήσῃς τὸν ἄνδρα σου νὰ σύρῃς στὴ σφαγή, τὸ αἱματοκύλισμα νὰ συνεχίσῃς, μαύρης γενιᾶς κατάρας προσταγή· ὠιμέ, θῦμα κι᾽ ἐγὼ ἡ ἄμοιρη ἀκόμα, τὸ αἷμα μου στὸ μισητὸ αὐτὸ χῶμα! Δαίμονας ἄγριος μέσα σου κοχλάζει· φαρμάκι στὴν ψυχὴ ἡ μαντεία στάζει!

Ἁπλώσῃ: ΣΚΕΠΑΣΜΑ Ἄμοιρη: ΚΑΚΗ-ΜΟΙΡΑ Χῶμα: ΕΔΑΦΟΣ-ΡΟΗ Δαίμονας ἄγριος: ΑΓΡΙΑ ΜΑΝΙΑ Φαρμάκι: ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ

Ἡ Κασσάνδρα συνεχίζει τὸ προφητικὸ μοιρολόι της μὲ ἀνεβοκατεβάσματα οἴστρου.

Ὁ χορὸς παρακολουθεῖ μὲ τρόμο καὶ φρίκη.

1178-1330 ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ἀνάγκη, Ὕβρη, Ἄτη· ἀχόρταγο τὸ κῦμα τῆς βίας ὁρμᾷ στὴ Δίκη γιὰ τροφή, καὶ νά ἡ Κασσάνδρα, ἡ μάντισσα, τὸ νῆμα τῶν φόνων δείχνει· μαύρη ἀποστροφή, ἀθῴα κι᾽ ἡ ἴδια αἱματοκύκλου θῦμα πέφτει ἀπ᾽ τῆς σκύλας φονικὴ μορφή. Τρόμος καὶ φρίκη τὸ χορὸ κυριεύει, ἀπ᾽τὸν Ὀρέστη έκδίκηση μαντεύει.

Ἀχόρταγο: ΟΡΜΗΤΙΚΟ Τροφή: ΑΝΑΖΩΟΓΟΝΗΣΗ Μορφή: ΧΕΡΙ-(ὁδηγεῖ στὸ φόνο)

Ἡ Κασσάνδρα συνέρχεται, κατεβαίνει ἀπὸ τὸ ἅρμα καὶ μπαίνει στὸ παλάτι.

Στὴν σκηνὴ μένει ὁ χορός.

1331-1342 ΧΟΡΟΣ Σὰν ἀχόρταγη εὐτυχία θεῶν τάμα τὴν ποινὴ γιὰ τὸ φονικὸ στὴν Τροία μὲ τὸ αἷμα του ἀρχινεῖ.

Τάμα: ΑΠΟΦΑΣΗ Τὸ αἷμα: (τοῦ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ)

Ὁ ἀφηγητὴς ἀνακοινώνει τὸν φόνο τοῦ Ἀγαμέμνονα.

Μεγάλη ἀναστάτωση κυριεύει τὸν χορό.

1343-1371 ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΧΟΡΟΣ

Διπλὴ βολὴ τὸ φονικὸ μαχαῖρι στὸ βασιλιᾶ ἀπ᾽ τῆς φόνισσας τὸ χέρι. Ἀπόφαση ὅλοι ἐδῶ μαζὶ ἂς σκεφτοῦμε! Ὅλοι στὴν πόλη ἐδῶ νὰ μαζευτοῦμε! Πῶς τὸ νεκρὸ μὲ λόγια ν᾽ ἀναστήσω; Τὸν ἄτιμο βολεῖ νὰ προσκυνήσω; Κάλλιο νεκρὸς ἀντὶ γιὰ σκλαβωμένος. Ἂς δοῦμε ἂν εἶν᾽ ἀλήθεια σκοτωμένος!

(ὅλο ἀνάποδα) Λόγια: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ Βολεῖ: ΤΑΙΡΙΑΣΜΑ (στὴν ἀρχὴ)

Ἐμφανίζεται ἡ Κλυταιμνήστρα. Ἐπιβεβαιώνει τὸν φόνο.

Πίσω της ἀκόλουθοι φέρνουν καὶ ἀφήνουν τὸ πτῶμα τοῦ Ἀγαμέμνονα.

1372-1425 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ἀπ᾽ ὅλα πού ᾽χω πρὶν σκοποῦ εἰπωμένα τὰ ἐνάντια θὲ νὰ πῶ χωρὶς ντροπή· γιὰ ὅλα τοῦ ἄντρα μου κρίματα θαμμένα ἔστειλα τὴν ψυχή του στὴ σιωπή. Ναί, τὸν σκότωσα, μὲ καύχημα ἂς ζήσω τῆς Ἰφιγένειας τὸ αἷμα νὰ ξορκίσω!

Θαμμένα: ΚΡΥΦΑ-ΜΑΖΙ Ἔστειλα: (στὸ τέλος) Καύχημα: ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ Ξορκίσω: ΕΚΔΙΚΗΣΗ

ΧΟΡΟΣ Τί φαρμάκι, τί βοτάνι σὲ φόνο ὅρισε τὸ νοῦ τὴν κατάρα νὰ σέ μιάνῃ μέσ᾽ στὸ μῖσος τοῦ λαοῦ;

Μιάνῃ: ΜΟΛΥΝΣΗ Μῖσος: (στὸ τέλος)

Οἱ ἀκόλουθοι ξανάρχονται καὶ ἀφήνουν τὸ πτῶμα τῆς Κασσάνδρας.

1426-1576 ΧΟΡΟΣ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΧΟΡΟΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΧΟΡΟΣ

Νοῦς καὶ γλῶσσα σαλεμένη, αἷμα κατάρας νὰ χυθῇ· μὲ τὸ φόνο σου, ὦ βλαμμένη, ὁ φόνος θὰ πληρωθῇ. Ὅρκο δίκαιο τὸ σπίτι αὐτὸ θὰ μάθῃ· ἀσπίδα μου ὁ Αἴγισθος ἀσφάλεια πλάθει. Κι᾽αὐτὸν καὶ τὴν ἑταίρα του ἀπ᾽ τὴν Τροία Δίκη τρανὴ στῆς κόρης μου θυσία. Δαίμονα! Στὸ σπίτι μπῆκες καὶ στοῦ Τάνταλου τοὺς γιοὺς ἄνομη γυναῖκα βρῆκες νὰ σπαράξῃς τοὺς ἐχτροὺς. Ὁ δαίμονας τῆς χορτασιᾶς τὸν πόθο τρέφει· τὸν Ἀγαμέμνονα δὲν νοιώθω· Ἀτρέα ἀνθρωποδείπνου μνήμη ζῶντας βρεφῶν σφαγμένων τὸ αἷμα ἐκδικῶντας. Ἀπ᾽ τὸ φόνο ἐσὺ μιασμένη τῆς γενιᾶς σου ἐκδικητής.

(τῆς ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣ) (ΦΟΝΟΣ-ἐσὺ) (ΦΟΝΟΣ-αὐτὸς) Πλάθει: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ (δείχνει τὰ πτώματα) Τρανή: ΣΩΣΤΟ Δαίμονα: ΚΑΚΟ-ΠΝΕΥΜΑ (ὅλο ἀνάποδα) (τὰ Θυέστεια Δεῖπνα) (μὲ τὸν φόνο τοῦ Ἀγαμέμνονα) Μιασμένη: ΜΟΛΥΝΣΗ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Βασιλιᾶ, πάνω σου μένει χάρος μοιροδαμαστής! Τοῦ ᾽πρεπε ἀντάξια ἡ μοῖρα τοῦ θανάτου, σὰ δόλια ἔμπασε συμφορὰ ἐδῶ κάτου· σὰν τὴν κόρη μας ἔσφαξε, στὸ μνῆμα ἂς μὴν καυχιέται, πλήρωσε τὸ κρίμα. Μόν᾽ ἕνα εὔχομαι, ἐδῶ νὰ σταματήσῃ τὸ ἀλληλοσκότωμα, νὰ μὴ γυρίσῃ.

(δείχνει τὸ πτῶμα τοῦ βασιλιᾶ) Τοῦ ᾽πρεπε: (κενό, πάει μὲ ΑΞΙΑ) Σά: ΟΤΑΝ Σάν: ΟΠΩΣ-ΤΟ-ΙΔΙΟ Κρίμα: ΕΓΚΛΗΜΑ Γυρίσῃ: ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Ὁ Αἴγισθος εἰσέρχεται μὲ τὴν ἀκολουθία του στὴν σκηνή.

1577-1653 ΑΙΓΙΣΘΟΣ

ΧΟΡΟΣ

Ὦ φῶς λαμπρὸ μέρας δικαιοφόρας! Θεοὶ θνητῶν τὰ αἴσχη τιμωροῦν· ἔτσι αὐτοῦ θέλω, βασιλιᾶ τῆς χώρας, τὰ πάτρια κρίματα νὰ πληρωθοῦν. Ὁ Ἀτρέας ἀδελφός, αὐτοῦ πατέρας, Θυέστη, ἐμοῦ πατέρα, τὰ παιδιὰ φιλίας δεῖπνο τοῦ ᾽δωσε, τὸ τέρας· τροφὴ ἄσωτη γι᾽ ὁλάκερη γενιά. Γι᾽ αὐτὸ τὸ κρίμα αὐτοῦ Δίκη ἔχω πάρει κι᾽ ὁ θάνατός μου ἂς εἶναι γλυκιὰ χάρη. Γιατὶ δὲν τόνε σκότωσε μονάχη ἡ μαύρη σου ἡ ψυχή, σύντροφο νά ᾽χῃ τὴ φόνισσα γυναῖκα; Θὰ σιμώσῃ ὁ γιός του, Ὀρέστης, γιὰ νὰ σᾶς σκοτώσῃ!

Δικαιοφόρας: ΚΡΙΣΗ-ΔΙΚΑΙΗ Αἴσχη: ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ Αὐτοῦ: (δείχνει τὸ πτῶμα) Πάτρια: (τοῦ Αγαμέμνονα) Αὐτοῦ: (δείχνει τὸ πτῶμα) Ἄσωτη: ΑΜΑΡΤΙΑ Αὐτοῦ: (δείχνει τὸ πτῶμα) Τόνε: (δείχνει τὸ πτῶμα) Φόνισσα γυναῖκα: (δείχνει τὴν Κλυταιμνήστρα)

Ἐπεμβαίνει ἡ Κλυταιμνήστρα, ποὺ ὣς τώρα ἦταν σιωπηλή.

1654-1671 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

ΑΙΓΙΣΘΟΣ ΧΟΡΟΣ

Ἀγαπημένε, φτάνει! Ὄχι ἄλλο αἷμα! Δεινῶν ἐδρέψαμε ἀρκετὴ σοδειά. Γέροντες σεῖς στῆς μοίρας σας τὸ βλέμμα πηγαίνετε πρὶν πάθετε ζημιά. Ἂς μ᾽ ἔπαιρνε, ἂν ἦταν νὰ τελειώσῃ ἡ κατάρα, μοίρας θέλημα νὰ σώσῃ. Καὶ νὰ τούς ἔχω αὐτοὺς νὰ μέ προσβάλλουν, τοῦ ἄρχοντα τὶς πράξεις νὰ διαβάλλουν; Ἄρχοντας δὲν εἶσαι ἀκόμα κι᾽ ἄθλιο ἐγὼ δὲν προσκυνῶ· τὸν Ὀρέστη οἱ θεοὶ στὸ δῶμα στέλνουν, νά ᾽βρῃ τὸ δεινό.

Ἐδρέψαμε: ΘΕΡΙΣΜΟΣ (στὸ τέλος) Μ᾽ ἔπαιρνε: ΣΕ-ΜΕΝΑ (μαζὶ μὲ τὴν κατάρα) Ἄθλιο: ΣΚΟΥΠΙΔΙ Δῶμα: ΠΑΛΑΤΙ Νά ᾽βρῃ τὸ δεινό: ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Ἡ Κλυταιμνήστρα παίρνει τὸν Αἴγισθο γιὰ νὰ ἀποχωρήσουν στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ παλατιοῦ.

1672-1673 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Αἴγισθε, ἄσ᾽ τους μάταια ν᾽ ἀλυχτοῦνε·

ἡγέτες στὸ παλάτι θὰ μᾶς δοῦνε. Ἀλυχτοῦνε: ΓΑΒ-ΓΑΒ-ΓΑΒ Μᾶς: ΕΜΕΝΑ-ΚΑΙ-ΣΕΝΑ

Μπαίνουν μέσα στὸ παλάτι.

Οἱ ἀκίνητες φιγοῦρες τοῦ χοροῦ ἐκπέμπουν μήνυμα ἀναμονῆς γιὰ τὸ δεύτερο μέρος τῆς τριλογίας.

Βαθμὸς συνοπτικῆς διασκευῆς κειμένου: (1673-296)/1673 Χ 100 ≈ 82%

Χ Ο Η Φ Ο Ρ Ο Ι

Στίχοι

πρωτοτύπου

Πρόσωπο δράματος

Διασκευὴ στὰ ἑλληνικὰ

Παρατηρήσεις γιὰ τὴν ΕΝΓ

Βρισκόμαστε στὸ παλάτι τοῦ Ἀγαμέμνονα, στὸ Ἄργος. Στὴν ἄκρη τοῦ περίβολου εἶναι ἕνας τάφος.

Μπαίνει ὁ Ὀρέστης μὲ τὸν Πυλάδη καὶ οἱ δυό τους πᾶνε καὶ στέκονται μπροστὰ στὸν τάφο.

1-9 ΟΡΕΣΤΗΣ Ἑρμῆ χθόνιε, πατρῴου κράτους προστάτη, σωτῆρα σύμμαχο λέω ἀληθινό· στὴ χώρα μου ποὺ μ᾽ ἔστειλε ἀποστάτη ἦρθα, πατέρα τάφο προσκυνῶ. Πατέρα, δέξου τὸ πένθιμο σῆμα, ἐξόριστος δὲ σ᾽ ἔκλαψα στὸ μνῆμα.

Κράτους: ΕΞΟΥΣΙΑ Λέω: (στὸ τέλος) Ἀποστάτη: ΕΞΟΡΙΑ Σῆμα: ΠΡΟΣΦΟΡΑ Μνῆμα: ΤΑΦΟΣ

Ὁ χορὸς βγαίνει ἀπὸ τὸ παλάτι. Εἶναι γυναῖκες σκλάβες ποὺ συνοδεύουν τὴν Ἠλέκτρα.

Ὅλες μαζὶ προχωροῦν ἀργὰ πρὸς τὸν τάφο.

10-21 ΟΡΕΣΤΗΣ Τί ἄραγε νά ᾽ναι αὐτὴ ἡ λιτανεία τῶν γυναικῶν μὲ μαῦρες φορεσιές; Νέων παθῶν στὸ σπίτι μαγγανεία ἢ τὸ νεκρὸ τιμᾶνε μὲ χοές; Ἄ, νά κι᾽ ἡ Ἠλέκτρα ἡ ἀδελφή μου· δῶσε στὸ φόνο, Δία, ἐκδίκηση καὶ σῶσε!

Λιτανεία: ΠΟΜΠΗ Μαγγανεία: ΣΚΟΤΕΙΝΟ-ΠΡΟ-ΜΗΝΥΜΑ Φόνο: (τοῦ πατέρα μου)

Ὁ Ὀρέστης καὶ ὁ Πυλάδης κρύβονται καὶ παρακολουθοῦν τὸ χορό.

22-83 ΧΟΡΟΣ Ἀπ᾽ τὸ θρῆνο χτυπημένη χοὲς φέρνω, δυστυχιά· μ᾽ αἷμα, συμφορὰ σκαμμένη, στὴν καρδιά μου ἀπελπισιά. Ὀνειρομαντεία τρόμου ἀπ᾽ τὰ βάθη τοῦ ὕπνου ὀργὴ φέρνει· φόνου αἰσχροῦ, ἀνόμου ἡ ἔχτρα βράζει μέσ᾽ στὴ γῆ. Ἄθεης γυναίκας χάρη νὰ ζητήσω, ὦ μάνα Γῆ· πίσω τὸ αἷμα τὶ θὰ πάρῃ; Τρέμω δόλια προσταγή. Σέβας φόβο ἀντιγυρίζει σὰν ἡ Δίκη ἄλλους μὲ βιά, γι᾽ ἄλλους συμφορά χρονίζει κι᾽ ἄλλους ζοφερὴ νυχτιά. Μὲ τὴ μοῖρα θεῶν ποὺ ὁρίσαν στὴ σκλαβιὰ ν᾽ ἀποριχτῶ, θρῆνοι ἀφέντη μοῦ μιλῆσαν πικρὸ μῖσος νὰ κρατῶ.

Χτυπημένη: ΜΑΡΑΖΙ Σκαμμένη: ΔΕΡΜΑ-ΧΑΡΑΓΗ Φέρνει: ΞΕΠΕΤΑΓΜΑ Γυναίκας: ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Νὰ ζητήσω: (μ᾽ ἔστειλε) Προσταγή:(τῆς Κλυταιμνήστρας) Ἀντιγυρίζει: ΑΛΛΑΓΗ-πίσω Χρονίζει: ΠΟΛΥΣ-ΧΡΟΝΟΣ Ζοφερή: ΜΑΥΡΗ Ἀφέντη: ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

84-211 ΗΛΕΚΤΡΑ

Σκλάβες πιστές, σοφὴ ἀπὸ σᾶς προσμένω τὴ συμβουλή, μὲ τὶς χοὲς ποὺ ραίνω τὸ νεκρό τί νὰ πῶ νὰ ἐξευμενίσω; Θάρρος δὲν ἔχω λόγια νὰ τολμήσω.

Συμβουλή: (μαζί μὲ ΔΟΣΙΜΟ) Λόγια νὰ τολμήσω: ΝΟΗΜΑΤΙ-ΚΗ-βγαίνει-σταδιακά

ΧΟΡΟΣ ΗΛΕΚΤΡΑ ΧΟΡΟΣ ΗΛΕΚΤΡΑ

Ἀντάξια νὰ πῶ χάρη σ᾽ ἄλλων κρίμα ἢ τὶς χοὲς ν᾽ ἀφήσω, ἐμπρὸς τὸ βῆμα; Γιὰ σὲ καὶ τὸν Ὀρέστη ποὺ ἀγαπᾶτε τὸ νεκρὸ εὐχήσου· ἡ Δίκη δὲ λυπᾶται. Καὶ τοὺς φονιᾶδες πὲς νὰ τούς σκοτώσῃ τιμωρός, τὸ κακὸ ν᾽ ἀνταποδώσῃ. Ἑρμῆ χθόνιε, θεοὺς κρᾶξε στὸν Ἅδη καὶ τὴν εὐχή μου στεῖλε· στὸ ρημάδι αὐτὸ, που μ᾽ Αἴγισθο καὶ μάνα ζοῦμε, Ὀρέστη μου ἔλα, πάλι νὰ γενοῦμε ἀφέντες· στεῖλε ἐκδικητή, πατέρα, τὸ αἷμα σου νὰ ξεπλύνῃ πέρα ὣς πέρα! Κλᾶψτε μαῦρο πικρὸ θρῆνο νὰ ξεπλύνουν οἱ χοές, τὸ σωτῆρα μας διακρίνω νὰ λυτρώσῃ τὶς καρδιές. Μὰ πῶς; Στὸν τάφο προσφορᾶς τὸ σῆμα βλέπω· εἶν᾽ ἄραγε ὁ Ὀρέστης ᾽δῶ; Κι᾽ ἂν ὄχι, ποιοῦ οἱ πατημασιὲς τὸ βῆμα σημαίνουν; Τί μοῦ μέλλει νὰ ἰδῶ;

Κρίμα: ΕΓΚΛΗΜΑ Ἐμπρὸς τὸ βῆμα: (τά ἀφήνω καὶ φεύγω) Κρᾶξε: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ-ἔντονη Ρημάδι: ΠΑΛΑΤΙ-ΚΑΤΑΡΑ Πέρα ὣς πέρα: ΠΛΑΤΟΣ Λυτρώσῃ: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Σῆμα: ΣΗΜΑΔΙ Μέλλει: (θὰ)

Ἐμφανίζεται ὁ Ὀρέστης μὲ τὸν Πυλάδη ἀπὸ πίσω του.

212-245 ΟΡΕΣΤΗΣ

Ἔπιασε ὅ,τι εὐχήθης· στοὺς θεούς σου τώρα τέλος καλὸ γιὰ τ᾽ ἄλλα εὐχήσου.

Ἔπιασε: ΕΠΙΤΥΧΙΑ

ΗΛΕΚΤΡΑ ΟΡΕΣΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΑ

Πῶς; Ξέρεις στὶς εὐχές μου ποιὸν καλοῦσα νὰ ᾽ρθῇ, τὴν εὔνοια τῶν θεῶν ζητοῦσα; Ναί, τὸν Ὀρέστη πρόσμενες, καὶ νά ᾽μαι! Ἐχτροί ᾽ναι τώρα οἱ φίλοι ποὺ θυμᾶμαι. Ὦ ματιῶν μου χαρά, ψυχῆς μου ἐλπίδα, ἀδελφέ μου σωτῆρα μέσα σου εἶδα!

Εὔνοια: ΚΑΛΗ-ΧΑΡΗ Νά ᾽μαι: ΕΔΩ-ΗΔΗ Μέσα σου: ΣΕ-ΣΕΝΑ

Τὰ δύο ἀδέλφια ἀγκαλιάζονται σφιχτὰ μὲ συγκίνηση.

246-314 ΟΡΕΣΤΗΣ

ΧΟΡΟΣ ΟΡΕΣΤΗΣ

Δία, γενιὰ ὀρφανὴ συφοριασμένη κι᾽οἱ δυὸ ἀπ᾽ τὰ γονικὰ σπίτια διωγμένοι· ὀχιᾶς φαρμακερῆς στ᾽ ἁρπάγια ἐχάθη ἄδικα ὁ πατέρας· ἀπ᾽ τὰ πάθη γενιᾶς τρανῆς βοήθεια σοῦ ζητοῦμε στῶν βωμῶν σου τὴ δόξα νὰ ὀρθωθοῦμε. Παιδιά μου, πατρικῆς ἑστίας σωτῆρες σωπᾶστε, μὴ σᾶς εὕρουν οἱ κλητῆρες! Τοῦ Φοίβου ἀλάθευτος χρησμὸς προστάζει τὸ φόνο τοῦ πατέρα νὰ ἐκδικηθῶ· ὀργὴ Ἐρινύων, ἀρρώστια λύσσα τάζει γιὰ ὅλους, ἂν τολμήσω ν᾽ ἀρνηθῶ. Γιατὶ ὅλοι οἱ πόθοι στὸ φόνο ὁδηγοῦνε Τροίας νικητὴ λαὸ σκλάβο μὴ δοῦνε.

Συφοριασμένη: ΒΑΣΑΝΟ Ὀχιᾶς: ΦΙΔΙ Πάθη: ΚΑΚΟ+++ Τρανῆς: ΒΑΣΙΛΙΚΟ Κλητῆρες: ΥΠΗΡΕΤΗΣ-προδοσία Φοίβου: ΑΠΟΛΛΩΝ. Χρησμός: ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ Τάζει: ΔΙΑΤΑΓΗ Πόθοι: ΕΠΙΘΥΜΙΑ

ΧΟΡΟΣ Ἔχθρα γλῶσσα γι᾽ ἔχθρα γλῶσσα τό ᾽χει ἡ Δίκη νὰ ξοφλῇ· φόνου φόνος κι᾽ ἄλλα τόσα μῦθος αἰώνια ἀντιλαλεῖ.

Ξοφλῇ: ΧΡΕΟΣ-ΠΙΣΩ Μῦθος: ΤΑΞΗ

315-478 ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ὀρέστης, μορφὴ τραγικὴ στὸ βλέμμα σὰν τόν προσμένει ἡ Δίκη νὰ σωθῇ, χρέος νεκροῦ πατέρα πένθιμο αἷμα μὲ τὴ μητροκτονία νὰ ἐκδικηθῇ. Κι᾽ ἔτσι μεστώνει ὁ δισταγμὸς, κοχλάζει, ἡ ἀντιμαχία τῆς κρίσης του καλπάζει. Σιμά του, ὅμως, ἡ Ἠλέκτρα ἀντιγυρίζει τὴ συμφορά, τὸ θρῆνο, τὴν ντροπή, κακούργας μάνας τὸ ἔγκλημα θυμίζει τὸ βασιλιᾶ πού ᾽σφαξε στὴ σιωπή. Λύκο ὠμοφάγο ἡ ὄψη της φαντάζει, μάντρας κακό σκυλί δεμένο μοιάζει. Κι᾽ ἀπ᾽ τὴν ἄλλη γοερὰ οἱ χοηφόροι πανάρχαιου νόμου τάμα ἀντιχτυποῦν, πὼς αἷμα τὸ αἷμα ἐξιλεώνει· οἱ πόροι τῆς Δίκης πάντα ἐκεῖ μόν᾽ ὁδηγοῦν. Ἀλύγιστη, ὅποιος σ᾽ ἀγῶνα λάχῃ, πρέπει τὴ γνώμη τῆς καρδιᾶς του νἀ ᾽χῃ.

Βλέμμα: ΟΨΗ Μεστώνει: ΔΥΝΑΜΗ. Κοχλάζει: ΒΡΑΣΜΟΣ Θυμίζει: ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ Ὄψη: (τῆς Ἠλέκτρας). Φαντάζει: ΔΕΙΞΗ Τάμα: ΕΝΤΟΛΗ Ἐξιλεώνει: ΑΝΑΓΚΗ-ΗΣΥΧΙΑ. Πόροι: ΔΡΟΜΟΙ Ἀλύγιστη: ΣΤΑΘΕΡΗ Γνώμη τῆς καρδιᾶς: ΠΙΣΤΗ

479-584 ΟΡΕΣΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΑ

Πατέρα, στεῖλε σύμμαχο τὴ Δίκη, τοὺς μιαροὺς νὰ συντρίψουμε μὲ νίκη! Πατέρα, παιδιῶν σου θρῆνο λυπήσου· φόνο ἄδικο ποὺ σοῦ ᾽ταξαν θυμήσου!

Στεῖλε: (στὸ τέλος) Μιαρούς: ΒΡΟΜΙΑ-ΚΑΚΙΑ Σοῦ ᾽ταξαν: (δείχνει στὸ παλάτι)

ΧΟΡΟΣ ΟΡΕΣΤΗΣ

Νεκροῦ ψυχὴ ἄξιά ᾽χετε τιμήσει, ἡ δράση τώρα τὴν καρδιὰ ἂς κινήσῃ. Ἀφοῦ τὸ φίδι ἴδιο μὲ μένα γάλα στῆς μάνας μου τὸν κόρφο πῆρε στάλα, φονιᾶ ἡ μάνα γέννησε· θανάτου μοῖρα ἀπὸ μέ, τὸ δράκο, θά ᾽βρῃ κάτου. Ταξιδευτὴς θὰ ᾽μαι μὲ τὸν Πυλάδη, νὰ στείλω τὰ ἄθλια μιάσματα στὸν Ἅδη!

Κινήσῃ: ΣΠΡΩΞΙΜΟ Στάλα: ΣΤΑΓΟΝΑ+++ (σειρὰ) Μιάσματα: ΠΑΛΙΑΝΘΡΩΠΟΙ

Ἡ Ἠλέκτρα εἰσέρχεται στὸ παλάτι.

Ὁ Ὀρέστης κι᾽ ὁ Πυλάδης ντύνονται ταξιδιῶτες.

585-651 ΧΟΡΟΣ Σκιάχτρων φρικτῶν τρόμο φέρνουν θάλασσα, οὐρανὸς καὶ γῆ· ὅλα τὰ ζωντανὰ δέρνουν καταιγίδες σ᾽ ἄγρια ὀργή. Ποιὸς ὅμως τοῦ ἄνδρα θάρρος νὰ ἐξηγήσῃ; Θηλυκοῦ πόθου ἄκρατου τὸ βάρος νικητὴς τοῦ σπιτικοῦ. Στῆς σκληρῆς γυναίκας δόλο πέφτει ἀφέντης σεβαστός· τὸ γυναίκειο τιμῶ ρόλο πού ᾽ν᾽ ἀνέστιος καὶ σβηστός.

Σκιάχτρων φρικτῶν: ΤΕΡΑΤΑ Ζωντανά: ΖΩΑ Ὀργή: ΜΑΝΙΑ Πόθου: ΕΡΩΤΑΣ Δόλο: ΥΠΟΥΛΗ-ΠΟΝΗΡΙΑ Πέφτει: (στὸ τέλος) Ἀνέστιος καὶ σβηστός: ΣΠΙΤΙ-ΦΛΟΓΑ-ΣΒΗΣΜΕΝΗ

Δίκη ὅμως τ᾽ ἀμόνι βάζει, Μοῖρα σπάθη χαλκευτή· λεβέντη ἡ Ἐρινύα κράζει τὸ αἷμα νὰ ἐκδικηθῇ.

Σπάθη: ΣΠΑΘΙ. Χαλκευτή: ΣΦΥΡΗΛΑΤΗΜΑ-(σπαθὶ)

Ὁ Ὀρέστης καὶ ὁ Πυλάδης πλησιάζουν στὴν πύλη τοῦ παλατιοῦ.

Ἡ Κλυταιμνήστρα ἐμφανίζεται μαζί μὲ μία δούλα.

652-718 ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Κοπιᾶστε σεῖς, φιλοξενιὰ προσφέρω· τὶ σᾶς φέρνει ἐδῶ πέστε μου νὰ ξέρω. Στοῦ Ὀρέστη τοὺς γονιοὺς κακὰ μαντᾶτα κομίζω, ὁ γιός τους πέθανε· τιμὴ καὶ θρῆνο τάξαμε στοῦ νιοῦ τὴ στράτα, χάλκινη ὑδρία τὴν τέφρα ἠρεμεῖ. Ὠιμέ! Τὶ μοῦ ᾽κανες· στερνή μου ἐλπίδα, Ὀρέστη μου, ἔφυγες καὶ δὲν σέ εἶδα· ἀνίκητη τῶν παλατιῶν κατάρα, μόνη ἡ ἄθλια νὰ ζῶ μὲ τὴ λαχτάρα! Ἐλᾶτε, φιλοξενιὰ νὰ σᾶς δώσω, στὸν ἀφέντη τὰ νέα θὰ κοινώσω.

Κοπιᾶστε: ΥΠΟΔΟΧΗ Μαντᾶτα: ΕΙΔΗΣΗ Στράτα: ΠΟΡΕΙΑ-ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ Στερνὴ: ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ Λαχτάρα: ΦΟΒΟΣ-ΠΡΟΣΜΟΝΗ Κοινώσω: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Ἡ δούλα συνοδεύει τὸν Ὀρέστη καὶ τὸν Πυλάδη στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ παλατιοῦ.

Ἀκολουθεῖ ἡ Κλυταιμνήστρα. Ὁ χορὸς παραμένει ἀκίνητος· δείχνει ταραχή.

Ἡ γριὰ παραμάνα τοῦ Ὀρέστη βγαίνει ξαφνικὰ ἀνήσυχη.

719-782 ΧΟΡΟΣ ΠΑΡΑΜΑΝΑ ΧΟΡΟΣ

Ὁ ξένος κάτι κακὸ νὰ ἑτοιμάζῃ; Κι᾽ ἐσὺ ποῦ πᾶς, θλιμμένη ἀπ᾽ τὸ μαράζι; Μοῦ ᾽πε ἡ ἀφέντρα Αἴγισθο νὰ φέρω, τὰ νέα νὰ κρίνῃ· σάμπως νὰ μὴν ξέρω; λύπης ψεύτρας ματιὰ κρυφογελοῦσε σὰν τά ᾽λεγε· ἡ ψυχή μου πῶς πονοῦσε! Ὀρέστη μου, σέ βύζαξα ἀπ᾽ τὴ γέννα, τ᾽ ἀγαθὰ πλέρια σοῦ ᾽δωσα ἀπὸ μένα, καὶ τώρα τὸ χαμό σου νὰ μηνύσω στοῦ σπιτιοῦ συλητή, ὤ, πῶς νὰ ζήσω; Πές του μόνος νὰ ᾽ρθῇ, καλὸ τοῦ μένει· ὁ ἀγγελιοφόρος τὸ κακὸ ὀμορφαίνει.

Μαράζι: ΣΥΜΦΟΡΑ (τῆς Κλυταιμνήστρας) (ἡ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ) Βύζαξα: ΘΗΛΑΣΜΟΣ Μηνύσω: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ Συλητή: ΣΦΕΤΕΡΙΣΤΗΣ (δῆθεν καλὸ)

Ἡ γριὰ παραμάνα φεύγει.

783-837 ΧΟΡΟΣ Ὀλύμπιων θεῶν πατέρα,

Δία, σὲ τέλος δὸς νὰ βγοῦν καλὸ ὅσα στῆς Δίκης πέρα δίκαιοι λαχταροῦν νὰ δοῦν. Κριμάτων τὸ αἷμα τώρα κάντε, θεοί, νὰ ξεπλυθῇ. Μὴν ἔλθῃ ποτὲ πιὰ ἡ ὥρα κι᾽ ἄλλο αἷμα να χυθῇ.

Πέρα: ΕΥΡΟΣ-ΟΡΙΣΜΟΣ Λαχταροῦν: ΕΠΙΘΥΜΙΑ Κριμάτων: ΕΓΚΛΗΜΑ

Κάν᾽ τὸ σπίτι ν᾽ ἀναβλέψῃ φῶς λαμπρὸ τῆς λευτεριᾶς, κι᾽ ὁδήγησέ μας τὴ σκέψη σὲ ξεφωνητὰ χαρᾶς! Τὸ χρέος σου νὰ τελειώσῃς πρὸς νεκροὺς καὶ ζωντανούς· τὸ φονιᾶ θὲ νὰ σκοτώσῃς ποὺ ἀσεβοῦσε στοὺς θεούς.

Κάνε: (πρὸς ΟΡΕΣΤΗ!) Λευτεριᾶς: ΣΩΤΗΡΙΑ Ὁδήγησε: ΔΕΙΞΗ-πρὸς Ξεφωνητά: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ-παντοῦ Ἀσεβοῦσε: (στὸ τέλος)

Ἔρχεται ὁ Αἴγισθος. Μπαίνει μέσα στὸ παλάτι. Ὁ χορὸς παρακολουθεῖ μὲ ἔκφραση ταραχῆς.

Παρεμβαίνει ὁ ἀφηγητὴς, ὁ ὁποῖος στὸ τέλος ἀνακοινώνει τὴν σφαγὴ τοῦ Αἴγισθου, ὁπότε καὶ ἐμφανίζεται ἡ Κλυταιμνήστρα.

838-891 ΑΦΗΓΗΤΗΣ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ἀπ᾽ τῆς Μοίρας σπρωγμένος τ᾽ ἄγριο χέρι νά ὁ Αἴγισθος, στὸ ἀνάκτορο χυμᾷ, τὰ νέα νὰ ἰδῇ· στοῦ Ὀρέστη τὸ μαχαῖρι ὁ ἄθλιος πέφτει, οὐρλιάζει, ξεψυχᾷ. Ὤ, πότε ὁ κύκλος θὲ τῆς βιᾶς νὰ κλείσῃ, τὸ αἱματοκύλισμα νὰ σταματήσῃ; Ὠιμέ! Κατάλαβα τὶ λένε οἱ γρῖφοι· μὲ δόλο, ὅπως σκοτώσαμε, ἡ ὀργὴ γιὰ μᾶς καραδοκεῖ· ἂς ποῦν᾽ τὰ ξίφη γιὰ ποιὸν εἶναι ἡ στερνὴ αὐτὴ ἡ σφαγή.

Σπρωγμένος: ΔΙΑΤΑΓΗ (στὸ τέλος) Σταματήσῃ: ΤΕΛΟΣ Γρῖφοι: ΑΙΝΙΓΜΑ Δόλο: ΥΠΟΥΛΟ-ΧΤΥΠΗΜΑ Καραδοκεῖ: ΜΑΤΙ-ΑΝΟΙΧΤΟ Στερνή: ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Βγαίνει ὁ Ὀρέστης καὶ πίσω του ἀκολουθεῖ ὁ Πυλάδης.

Ἡ Κλυταιμνήστρα ἀναγνωρίζει τὸν γιό της, παράλυτη ἀπ᾽ τὸν τρόμο. Ὁ χορὸς παρακολουθεῖ ἀκίνητος.

892-930 ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΟΡΕΣΤΗΣ

Πάει, τέλειωσα μ᾽ αὐτὸν· ἐσὲ νὰ μοιάσῃς στὸν ἴδιο μ᾽ αὐτόν, τάφο, ποὺ ἀγαπᾷς θὰ στείλω· οὔτε νεκρὸ δὲ θὰ τόν χάσῃς, ποὺ ἀπ᾽ τὸν πατέρα πιότερο τιμᾷς. Αἴγισθε, σ᾽ ἔσφαξαν! Ὀρέστη, στάσου! Τὸ στῆθος ποὺ ἐβύζαξες σεβάσου! Μ᾽ αὐτὸν αἰώνια θά ᾽σαι, ποὺ ἀγαποῦσες· κεῖνον πού ᾽πρεπε ν᾽ ἀγαπᾷς μισοῦσες! Σέ γέννησα καὶ σ᾽ ἔθρεψα, παιδί μου, Μοίρας καμώματα φταῖνε μαζί μου! Μάνα φόνισσα, μαύρη δυστυχία, γιὸ ἀφέντη πούλησες στὴν ἐξορία! Τοῦ πατέρα σου, σκέψου, τ᾽ ἄθλιο κρίμα. Μάνα σοῦ ᾽μαι· μὴ μέ πετᾷς στὸ μνῆμα! Πολεμοῦσε, μὰ ἐσὺ προδότη θρόνο τοῦ φύλαξες, ποὺ τρέφεται ἀπ᾽ τὸν πόνο! Σκύλας καταραμένη λύσσα ἐπῆρα· ὠιμέ, τὶ φίδι γιὸ μοῦ ᾽ταξε ἡ Μοῖρα! Μάντης ἦταν τοῦ ὀνείρου σου ὁ τρόμος· ἄνομα σκότωσες, πάνω σου ὁ νόμος!

Αὐτόν: (τὸν ΑΙΓΙΣΘΟ) Κεῖνον: (τὸν ΑΓΕΜΕΜΝΟΝΑ) Καμώματα: ΕΝΤΟΛΗ. Φταῖνε: (στὸ τέλος) Ἀφέντη: ΒΑΣΙΛΙΑΣ Μνῆμα: ΤΑΦΟΣ Μοῦ ᾽ταξε: ΔΟΣΙΜΟ Πάνω σου: (στὸ τέλος)

Ὁ Ὀρέστης σέρνει τὴν Κλυταιμνήστρα μέσα. Ἄκρα τοῦ τάφου παγερὴ σιωπὴ στὸν χορό.

Ὁ ἀφηγητὴς ἀνακοινώνει τὴν μητροκτονία.

931-971 ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΧΟΡΟΣ

Ἄθλιος ὁ Ὀρέστης, μητροκτόνος τώρα, ἀνέβηκε σ᾽ αἱμάτων τὴν κορφή· στενάζω κι᾽ εὔχομαι νὰ ᾽ρθῇ ἡ ὥρα νά ᾽ναι ἄσβηστης τοῦ οἴκου ματιᾶς μορφή. Ἡ Δίκη ποὺ ξεκίνησε ἀπ᾽ τὴν Τροία, ἦλθε, σοφία θεῶν, στὴν ἐξορία. Ἐμπρός, ὅλοι τραγουδῆστε τὰ τραγούδια τῆς χαρᾶς, τὸ παλάτι ἐσώθη, ὑμνῆστε, ἀπ᾽ τὰ νύχια τῆς φθορᾶς. Ἦλθε σύμμαχος στὴ μάχη Τιμωρὸς ποὺ πανουργεῖ· ἦλθε ἡ Δίκη γιὰ νὰ λάχῃ στοὺς ἐχθροὺς θανάτου ὀργή. Σὰν ὁ καθαρτήριος φόνος σὰν τὸ μίασμα πλυθῇ, θὰ ᾽ρθῇ στὸ κατῶφλι ὁ χρόνος, ἄσπρη μέρα ν᾽ ἀξιωθῇ.

Ἄθλιος: ΔΥΣΤΥΧΙΑ Ματιᾶς μορφή: ΜΑΤΙ-ΑΓΡΥΠΝΟ Ξεκίνησε: (στὸ τέλος) Τραγουδῆστε: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ Ἦλθε: (στὸ τέλος) Πανουργεῖ: ΠΟΝΗΡΙΑ Λάχῃ: ΛΑΧΕΙΟ Σάν: ΟΤΑΝ Κατῶφλι: ΠΑΛΑΤΙ-ΠΟΡΤΑ Ἄσπρη μέρα: ΚΑΛΟΤΥΧΙΑ

Ὁ Ὀρέστης καὶ ὁ Πυλάδης βγαίνουν ἀπὸ τὸ παλάτι κρατῶντας τὰ δύο πτώματα.

Τά ἀφήνουν χάμω.

972-1047 ΟΡΕΣΤΗΣ ΧΟΡΟΣ ΟΡΕΣΤΗΣ

Νά, οἱ τύραννοι διπλοῖ πατροκτόνοι, δῆτε τους τώρα, ἑνωμένους στὴ γῆ, σὰν τότε ποὺ κεῖ τούς βάσταγαν θρόνοι, στὸν ὅρκο τους παρέμειναν πιστοί. Ἂς εἶναι ὁ Ἥλιος μάρτυρας στὸ φόνο, τῆς μάνας μου τὰ κρίματα θωρεῖ. Δίκαια τήν σκότωσα, ἀφοῦ τὸν πόνο, πού ᾽βαλε αὐτὴ, ἡ Δίκη δὲ συγχωρεῖ. Ὀχιά ᾽ναι, δράκαινα, σκορπάει τὴ σήψη, γυναῖκα τέτοια κάλλιο ἂς μοῦ λείψῃ! Ἀλίμονο! Χάρος φριχτὸς τή βρῆκε· καλότυχος κανεὶς τὸ βιό του ἀφῆκε. Μίασμα μέ φόρτωσεν αὐτή μου ἡ νίκη, δὲν ξέρω πιὰ τὸ τέλος ποῦ θὰ βγῇ· στὴν πατροκτόνα μάνα μου τὴ Δίκη στοῦ Ἀπόλλωνα ἔδωσα τὴν προσταγή. Στοῦ Φοίβου τὸ μαντεῖο θα γυρίσω, τῆς μάνας μου τὸ αἷμα νὰ ξορκίσω.

Κεῖ: (δείχνει στὸ παλάτι) Κρίματα: ΕΓΚΛΗΜΑ Αὐτή: (ἡ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ) Δίκη: ΕΚΔΙΚΗΣΗ Χάρος: ΘΑΝΑΤΟΣ Μίασμα: ΒΡΟΜΙΑ Φοίβου: ΑΠΟΛΛΩΝ Ξορκίσω: ΛΥΤΡΩΣΗ

Ὁ Ὀρέστης ἀρχίζει νὰ «παρακρούεται» ἀπὸ τὰ φαντάσματα τῶν Ἐρινύων ποὺ ξυπνᾶνε.

1048-1062 ΟΡΕΣΤΗΣ Σκλάβες πιστές, νά οἱ Γοργόνες στημένες,

μαυροντυμένες μὲ φίδια ζωσμένες, τῆς μάνας μου λυσσασμένες κατάρες,

Γοργόνες: ΓΥΝΑΙΚΑ-ΤΕΡΑΣ

πῶς αἱμοβόρες μοῦ τάζουν λαχτάρες! Σεῖς δὲν τίς βλέπετε, ἀλλ᾽ ἐγὼ τίς βλέπω· δὲ μένω πιὰ ἐδῶ, τὸ βῆμα μου ἐκτρέπω.

Λαχτάρες: ΣΥΜΦΟΡΑ Ἐκτρέπω: ΣΤΡΟΦΗ-πρὸς

Ὁ Ὀρέστης ἀποχωρεῖ ἀργά.

1063-1064 ΧΟΡΟΣ Στὸ καλὸ θὲ νὰ πᾶς, μοῖρα νὰ τάξῃ

καλὴ γιὰ σέ θεὸς νὰ σέ φυλάξῃ! Τάξῃ: ΔΟΣΙΜΟ

Ἀπομένει μόνος ὁ χορὸς

1065-1076 ΧΟΡΟΣ Κακὸ τρίτο στὸ παλάτι

ξέσπασε ἄγριο, πνιχτό· πρῶτο ἄρχισε τοῦ Θυέστη παιδοφάγωμα φριχτό. Δεύτερο ἦρθε νὰ μεστώσῃ τοῦ Πολέμαρχου ἡ σφαγή· τρίτο αὐτό· ποῦ θὰ τελειώσῃ Ἄτης ἡ μαινάδα ὀργή;

Ξέσπασε: (στὸ τέλος) Μεστώσῃ: ΔΥΝΑΜΗ Πολέμαρχου: ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Μαινάδα: ΜΑΝΙΑ

Ὁ χορὸς ἀκινητεῖ ξαφνικά.

Οἱ ἀκίνητες φιγοῦρες τοῦ χοροῦ ἐκπέμπουν μήνυμα ἀναμονῆς γιὰ τὸ τρίτο μέρος τῆς τριλογίας

Βαθμὸς συνοπτικῆς διασκευῆς κειμένου: (1076-254)/1076 Χ 100 ≈ 76%

Ε Υ Μ Ε Ν Ι Δ Ε Σ

Στίχοι

πρωτοτύπου

Πρόσωπο δράματος

Διασκευὴ στὰ ἑλληνικὰ

Παρατηρήσεις γιὰ τὴν ΕΝΓ

Στὴν σκηνὴ φαίνεται το Μαντεῖο τῶν Δελφῶν. Μπροστὰ στὶς σκάλες ἡ Προφήτισσα Πυθία. Μέσα ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης βλέπουμε σωριασμένες τὶς Ἐρινύες καὶ τὸν Ὀρέστη ἱκέτη.

1-33 ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ Ἐπίκληση θεῶν στὸν αἰώνιο χρόνο

τιμῶ στοῦ Παρνασσοῦ τὴ θεία γῆ, μὲ σεβασμὸ στοῦ Ἀπόλλωνα τὸ θρόνο καλῶντας τῆς μαντείας προσταγή. Σήμερα ὁ θεὸς πιότερο ἂς μ᾽ ἀξιώσῃ, δύναμη γι᾽ ὅσα λέω μοῦ ᾽χει δώσει!

Ἐπίκληση: ΔΕΗΣΗ-(πρὸς-ἄνω) Θεία: ΑΓΙΟ Ἀξιώσῃ: ΚΑΛΟΤΥΧΙΑ

Ἡ Προφήτισσα μπαίνει στὴν πύλη καὶ βγαίνει τρομαγμένη.

34-63 ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ Τὶ φρίκη αὐτὴ ποὺ μ᾽ ἔδιωξε ἀπ᾽ τὸ δῶμα

τὸ πολυστέφανο γιὰ νὰ χαθῶ, ὁ τρόμος μοῦ ᾽ταξε, σὰ γριὰ σὲ κῶμα, μήτε νὰ φύγω μήτε νὰ σταθῶ. Στὸν ὀμφαλὸ ἐμπρὸς τόν εἶδα σκυμμένο, ἄνδρα ἱκέτη, στὸ χέρι σπαθὶ κι᾽ ἐλιᾶς κλῶνο, αἷμα ἀπ᾽ τὰ χέρια χυμένο· μαντείου μίασμα ποῦ νὰ σταθῇ;

Δῶμα: ΝΑΟΣ-ΜΕΣΑ Πολυστέφανο: ΣΤΟΛΙΔΙΑ Μοῦ ᾽ταξε: ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ Μίασμα: ΜΟΛΥΝΣΗ

Καὶ μπροστά του γυναῖκες κοιμισμένες, σίχαμα σκέτο ἡ αἱμάτινη ἡ ματιά, ρουχνίζουν ἀγκομαχητὰ οἱ μιασμένες· ἄγνωστη μοῦ ᾽ναι ἡ μαύρη αὐτὴ γενιά. Ὁ Ἀπόλλων γιατρομάντης ἂς ὁρίσῃ τὰ ὑπόλοιπα δεινὰ νὰ τά ξορκίσῃ.

Σίχαμα σκέτο: ΑΗΔΙΑ. Ματιά: ΟΨΗ. Ρουχνίζουν: ΡΟΓΧΟΣ. Μαύρη: ΣΚΟΤΑΔΙ Γιατρομάντης: ΙΑΤΡΙΚΗ-ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ

Ὁ Ὀρέστης ἔχει στὸ μεταξὺ συρθῆ ἔξω. Ἐμφανίζεται ὁ Ἀπόλλων.

64-93 ΑΠΟΛΛΩΝ

ΟΡΕΣΤΗΣ

Προστάτης σου, σ᾽ ἐχθροὺς ἀνήλεος θά ᾽μαι, δίπλα σου φύλακας, ὅπου κι᾽ ἂν πᾶμε. Βλέπεις τῆς φρίκης κόρες λυσσασμένες, θεομίσητες, μιαρές, σὲ ὕπνο ριγμένες. Τράβα, ὅμως, τώρα· θὰ σέ κυνηγήσουν, σὲ στεριὰ ἢ θάλασσα δὲ θὰ σ᾽ ἀφήσουν. Καὶ στῆς Παλλάδας τὴν πόλη σὰν φτάσῃς, ἄγαλμα ἀρχαῖο θεᾶς ν᾽ ἀγκαλιάσῃς. Ἐκεῖ θὲ νὰ κριθῇς· τρόπο θὰ βροῦμε ἀπὸ τοὺς πόνους σου ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε. Μὲ λόγια πιστευτὰ θὲ νὰ φωνάξῃς, μιὰ καὶ σοῦ ᾽πα τὴ μάνα σου νὰ σφάξῃς. Βασιλιᾶ Ἀπόλλωνα, τὸ δίκιο ξέρεις, καὶ δύναμη ἐγγυήτρα νὰ μοῦ φέρῃς!

Ἀνήλεος: ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ Τράβα: ΜΕΤΑΒΑΣΗ-πρὸς Παλλάδας: ΘΕΑ-ΑΘΗΝΑ Ἀγκαλιάσῃς: ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ Κριθῇς: ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ Ἀπαλλαγοῦμε: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Φωνάξῃς: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ

ΑΠΟΛΛΩΝ Τὸ νοῦ, θυμήσου, ὁ φόβος μὴ νικήσῃ· τοῦ Ἑρμῆ τύχη καλὴ ἂς σέ ὁδηγήσῃ!

Ὁδηγήσῃ: ΣΥΝΟΔΕΙΑ

Ὁ Ὀρέστης ἀποχωρεῖ. Ἐμφανίζεται τὸ φάντασμα τῆς Κλυταιμνήστρας. Καλεῖ τὶς Ἐρινύες.

Οἱ Ἐρινύες (ὁ χορὸς δηλαδὴ) ξυπνοῦν ἀργὰ καὶ ἀποκρίνονται στὰ καλέσματα τῆς Κλυταιμνήστρας μὲ μουγκρητὰ καὶ οὐρλιαχτά.

94-142 ΦΑΝΤΑΣΜΑ

ΧΟΡΟΣ

Στὸν ὕπνο ἄχρηστες εἶστε· ἀτιμασμένη γυρνῶ στὴν καταφρόνια, στὴν ντροπὴ, ἀνδροφόνισσα ἀπ᾽ τὸ γιό μου σφαγμένη, κι᾽ ἀπ᾽ τοὺς θεοὺς ριγμένη στὴ σιωπή. Χοὲς μελίρρυτες σᾶς ἔχω τάξει, ποὺ θεὸς κανεὶς δὲν ἔχει φανταστῆ, μάταια· κεῖνος ἔχει κιόλας πετάξει, κι᾽ ἀπ᾽ τὴ ματιά σας ἐξαφανιστῆ. Τῆς Κλυταιμνήστρας ἡ ψυχὴ σᾶς κράζει, νά ᾽στε στὸ ἔργο σας πιστὲς προστάζει. Νοιῶστε τὸν πόνο μου, κεντρὶ νὰ γίνῃ, ἐμπρὸς ὁρμῆστε του, θανάτου δίνη! Κοιμᾶσαι; Ξύπνα! Σκούντα ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, νὰ μὴ χαθοῦμε στοῦ ὕπνου τὴν ἀγκάλη.

Καταφρόνια: ΧΛΕΥΑΣΜΟΣ Ριγμένη: ΚΑΤΑΔΙΚΗ Μελίρρυτες: ΝΟΣΤΙΜΙΑ-μεγάλη Κεῖνος: (ὁ ΟΡΕΣΤΗΣ) Κράζει: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ Ὁρμῆστε του: (στὸν ΟΡΕΣΤΗ). Δίνη: ΡΟΥΦΗΧΤΡΑ Ἀγκάλη: ΠΑΧΝΗ-παντοῦ-πάνω

Οἱ Ἐρινύες σέρνονται πρὸς τὰ ἔξω καὶ βγαίνουν.

143-177 ΧΟΡΟΣ Δία γιός, κλέφτης πανοῦργος, ἐμᾶς δάμασε, γριές, κι᾽ ὁ μητροκτόνος κακοῦργος πάει νὰ σωθῇ μ᾽ ἀτιμιές. Ρώμη ἀντὶ γιὰ δίκαιο θεῖο, δράματα νέων θεῶν, αἷμα στάζει τὸ μαντεῖο κατάρας μητροκτονιῶν. Τὸ βωμό λέρωσε μόνος, τὶς Μοῖρες ποδοπατᾷ· λυτρωτὴς δὲ θά ᾽ρθῃ χρόνος γι᾽ αὐτὸν ποὺ αἷμα χρωστᾷ.

Πανοῦργο: ΠΟΝΗΡΙΑ Γριές: ΘΕΑ-ΑΡΧΑΙΑ Κακοῦργο: ΟΡΕΣΤΗΣ Ἀτιμιές: ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ Ρώμη: ΔΥΝΑΜΗ Δράματα: ΠΡΑΞΕΙΣ Στάζει: ΑΙΜΑ-ΒΡΟΧΗ Μόνος: (ὁ ΑΠΟΛΛΩΝ) Λυτρωτής: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Παρεμβαίνει ὁ ἀφηγητὴς καὶ ἐξιστορεῖ τὴν ἀντιπαράθεση ἀνάμεσα στὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὶς Ἐρινύες.

Μὲ κάποιον τρόπο ἀλλάζουν ἐδῶ τὰ σκηνικά χωρὶς νὰ φαίνεται ἡ διαδικασία.

178-234 ΑΦΗΓΗΤΗΣ Παλιὰ καὶ νέα Τάξη ἀναμετρῶνται, σὰν οἱ Ἐρινύες τὸ Φοῖβο ἀλυχτοῦν, μὲ σιχασιὰ ἔξω ἀπ᾽ τὸ ναὸ πετιῶνται κι᾽ αὐτὸν ἀνόσιο ὑπαίτιο μαρτυροῦν. Κι᾽ ὁ Φοῖβος στὶς κραυγὲς ἀντιγυρίζει, πὼς τῆς μητροκτονίας ἡ ἐντολὴ τὸ φόνο τοῦ πατέρα ἀντισταθμίζει, δίκαια ποινὴ ποὺ στέλνουν οἱ θεοί.

Ἀναμετρῶνται: ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ Ἀλυχτοῦν: ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Σιχασιά: ΑΗΔΙΑ (τοῦ Ἀπόλλωνα) Ἀνόσιο: ΔΙΚΑΙΟ-ΠΑΡΑΒΑΣΗ Ἀντισταθμίζει: ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Κι᾽ ἐκεῖνες τὸ χρέος βροντοχτυπᾶνε, ὅμαιμου σφάχτη τὸ αἷμα νὰ χυθῇ· κι᾽ ὁ Φοῖβος τούς μηνᾷ, ἄδικα μοχτᾶνε, πάνω ἀπ᾽ τὸν ὅρκο ἡ Δίκη θὰ στηθῇ. Μάταια· οἱ Ἐρινύες ἀνένδοτες θεριεύουν στοῦ Φοίβου πεῖσμα τὸ θῦμα γυρεύουν.

Ὅμαιμου: ΑΙΜΑ-ΙΔΙΟ-μὲ Μοχτᾶνε: ΜΕΓΑΛΟΣ-ΚΟΠΟΣ Θεριεύουν: ΑΓΡΙΟ-ΘΗΡΙΟ Πεῖσμα: (μαζί μὲ Ε-ΚΑΙ)

Βλέπουμε τώρα τὸν Ὀρέστη μπροστὰ στὸν ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς στὴν Ἀθήνα.

235-243 ΟΡΕΣΤΗΣ Ὦ Δέσποινα Ἀθηνᾶ, μὲ καλωσύνη

δέξου με ἱκέτη, ποὺ ὁ Φοῖβος μέ δίνει· ἡ ἁμαρτία μου ξέβαψε πιά, τώρα δίκαιης κρίσης προσμένω τὴν ὥρα.

Μέ δίνει: (σὲ ΣΕΝΑ) Προσμένω: (στὸ τέλος)

Οἱ Ἐρινύες καταφθάνουν κι᾽αὐτὲς μαινόμενες.

244-275 ΧΟΡΟΣ Νά το! Φανερὸ τὸ σῆμα,

αἷμα ἀνθρώπου μυρουδιά· παντοῦ ἔσυρα τὸ βῆμα, ποῦ ᾽ν᾽ τος τώρα; Τσιμουδιά. Νά τος, νά τος! Πάλι βρῆκε στ᾽ ἄγαλμα τὴν ἀρωγὴ τῆς θεᾶς, τὰ χέρια ἀφῆκε νὰ τοῦ κρίνῃ διαγωγή. Ὄχι! Τὸ αἷμα τῆς σφαγμένης τὸ δικό σου αἷμα μηνᾷ

Σῆμα: ΣΗΜΑΔΙ Ἔσυρα τὸ βῆμα: ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ Τσιμουδιά: ΣΙΩΠΗ Ἀρωγή: ΒΟΗΘΕΙΑ Διαγωγή: ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ Μηνᾷ: ΔΕΙΞΗ

νὰ τό πιῶ κι᾽ ἐσὺ νὰ μένῃς μέσ᾽ στὰ βάθη σκοτεινά. Θὰ σέ στείψω, θὰ σέ σύρω τοὺς φονιᾶδες γιὰ νὰ ἰδῇς πῶς τούς παίρνει ἄξιο γῦρο ὁ Ἅδης, τῶν θνητῶν κριτής.

Ἄξιο γῦρο: ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ Κριτής: ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Ὁ Ὀρέστης ἀπολογεῖται μπροστὰ στὶς Ἐρινύες, ἀλλὰ ἐκεῖνες ἐμμένουν ἀνένδοτες στὴν θέση τους.

276-306 ΟΡΕΣΤΗΣ

ΧΟΡΟΣ

Οἱ συμφορές μου μ᾽ ἔμαθαν τὴν κρίση τῶν καθαρμῶν· τὸ κρίμα θὰ λυθῇ, σὰ μοῦ ᾽χει δάσκαλος σοφὸς ὁρίσει, μητροκτόνο ἔχει, μίασμα, ἐκπλυθῆ. Ὅλα ὁ καιρὸς ὅσο γερνᾷ τά σβήνει· καὶ τώρα ἱκέτης εὐλαβὴς κι᾽ ἁγνὸς θεὰ Ἀθηνᾶ καλῶ ἀρωγό, μοῦ δίνει τάμα νά ᾽μαι ἐγὼ σύμμαχος πιστός. Ἂς ἔλθῃ ὁ θεὸς σωτῆρας νὰ μέ σώσῃ, κι᾽ ἀπ᾽ τὰ δεινὰ ὅλ᾽ αὐτὰ νὰ μέ λυτρώσῃ! Οὔτε τοῦ Φοίβου ἡ δύναμη σέ σώζει οὔτε τῆς Ἀθηνᾶς· ἄναιμη σκιὰ χωρὶς χαρὰ θά ᾽σαι, ἕρμαιο νὰ οἰμώζῃ, δὲ μοῦ ἀπαντᾷς, μοῦ ἀρνεῖσαι τὴ ματιά. Τροφὴ εἶσαι ζωντανὸς γιὰ μᾶς ταγμένος, κι᾽ ὄχι πάνω σ᾽ ἕνα βωμὸ σφαγμένος.

Κρίση: ΓΝΩΣΗ Λυθῇ: ΔΙΑΛΥΣΗ Ἐκπλυθῇ: ΞΕΠΛΥΜΑ Ἀρωγό: ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ Τάμα: ΕΝΤΟΛΗ Λυτρώσῃ: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἄναιμη: ΝΕΚΡΟΣ Οἰμώζῃ: ΘΡΗΝΟΣ Ταγμένος: ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ Σφαγμένος: ΘΥΣΙΑ

307-396 ΧΟΡΟΣ Σὲ χορὸ θὲ νὰ δεθοῦμε, τῶν ἀνθρώπων τὶς στιγμὲς τραγοῦδι φριχτὸ νὰ ποῦμε νεκρῶν μάρτυρες πιστές. Μάνα Νύχτα μας γεννήτρα, ὁ Ἀπόλλων τὸ φονιᾶ παίρνει ἀπὸ μᾶς, στὴ μήτρα ποὺ ἐκδίκηση χρωστᾷ. Μοίρας κλῆρος ἔχει λάχει στοὺς φονιᾶδες συγγενῶν, ἀπὸ μᾶς δίωξη νά ᾽χῃ ὣς τὰ τάρταρα νεκρῶν. Τέτοια μοῖρα ἀπὸ τὴ γέννα μᾶς ὁρίστηκε· οἱ θεοὶ χώρια ἀπὸ μᾶς δεῖπνα ξένα, χώρια τὰ ἔργα κι᾽ ἡ ζωή. Ἔγνοιες θεῶν κουβαλᾶμε, θυμάτων καταφυγή· σὰ δὲ θέλει ὁ Δίας, μοχτᾶμε ρόλο ἀνάξιο, αἱμοσταγῆ. Δόξες ἀτίμητες σβήνουν στὴν ὁλόμαυρην ὁρμὴ ἀπὸ μᾶς σὰ χορὸ στήνουν χέρια, πόδια καὶ κορμί.

Μήτρα: (ποὺ γέννησε τὸν Ὀρέστη) Λάχει: ΘΕΣΗ Δίωξη: ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ Τάρταρα: ΓΗ-ΒΑΘΙΑ Γέννα: ΕΜΕΙΣ-ΓΕΝΝΗΣΗ Χώρια: ΧΩΡΙΣΤΑ Μοχτᾶμε: ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ Ὁλόμαυρη: ΕΜΕΙΣ-ΜΑΥΡΕΣ

Πολυμήχανες καὶ μόνες, κακὸ ἡ μνήμη δὲν ξεχνᾷ· ἄγριο γιὰ νεκροὺς καὶ ζῶντες τὸ καθῆκον μας μοχτᾷ. Ποιὸς ἄνθρωπος δίχως τρόμο βλέπει, δίχως σεβασμό, τὸν πανάρχαιο θεῖο νόμο, καταχθόνιο μας θεσμό;

Πολυμήχανες: ΕΥΣΤΡΟΦΙΑ Μοχτᾷ: ΕΝΤΟΝΗ-ΕΡΓΑΣΙΑ Καταχθόνιο: ΓΗ-ΒΑΘΙΑ

Ἐμφανίζεται ἡ Ἀθηνᾶ.

397-489 ΑΘΗΝΑ

ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑ

Μακριὰ ἤμουν, ἦρθα· εἶμαι ξαφνιασμένη ἐδῶ, τὶ εἶν᾽ αὐτὸ πλῆθος ποὺ θωρῶ; Ποιοῦ ἄνδρα ἡ ὄψη στὸ ἄγαλμα πεσμένη, καὶ ποιὲς ἐσεῖς, ποὺ ὅμοιές σας δὲν μπορῶ νὰ πῶ, θεοῦ ἢ ἀνθρώπου ὄψη δίνω; Εἶν᾽ ἄδικο τὶς δυσμορφίες νὰ κρίνω. Δία κόρη, τῆς μαύρης Νύχτας κόρες εἴμαστε ἐμεῖς Κατάρες αἱμοβόρες, φονιᾶδες ἀπ᾽ τὰ σπίτια κυνηγᾶμε, σὲ τόπο δίχως χαρὰ τούς πετᾶμε. Ἔτσι κι᾽ αὐτόν, γι᾽ ἀναίτιο μάνας φόνο. Σοφὴ ᾽σαι, κρίνε ἐσὺ τὸ μητροκτόνο. Σειρά σου, ὦ ξένε, τὶ ἔχεις ν᾽ ἀπαντήσῃς, τὸ δίκιο σου πιστὸς ν᾽ ἀκολουθήσῃς;

Ξαφνιασμένη: ΕΚΠΛΗΞΗ Ὄψη δίνω: ΜΟΡΦΗ-ΥΠΟΘΕΣΗ Δυσμορφίες: ΤΕΡΑΣ Αἱμοβόρες: ΑΙΜΑ-ΠΕΙΝΑ Αὐτόν: (δείχνουν τὸν Ὀρέστη)

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΘΗΝΑ

Ὦ Δέσποινα Ἀθηνᾶ μου ἀπαλλαγμένος εἶμαι τώρα ἀπ᾽ τὸ μίασμα, πλυμένος Ἀργεῖος, εἶχες τὸν πατέρα ὁρίσει, τὸν Ἀγαμέμνονα, τὴν Τροία νὰ σβήσῃ. Μὰ ἡ μάνα μου ἡ μαυρόψυχη τὸ φόνο στὸ σπίτι ἑτοίμασε γι᾽ αὐτὸν στὸ χρόνο ποὺ ἤμουν σ᾽ ἐξορία ἀποδιωγμένος, κι᾽ ἀπ᾽ τὸν Ἀπόλλωνα ἦλθα σταλμένος τὸ κρίμα της μὲ φόνο νὰ σταθμίσω. Κρίνε ἐσύ· ὅ,τι πῇς θ᾽ ἀκολουθήσω. Βαρὺ τὸ κρίμα γι᾽ ἀνθρώπινη κρίση· βρασμοῦ ψυχῆς φόνου νὰ βρεθῇ λύση δὲν εἶναι στὸ χέρι μου· ἐσύ, ἱκέτης, στὴν πόλη μου ἁγνὸς ἂς μείνῃς ἐπαίτης. Ὅμως κι᾽ αὐτὲς μοῖρα βαριὰ θὰ ὁρίσουν πάνω σου, ἀλίμονο, ἂν δὲν νικήσουν· Πικρὸ φαρμάκι ἡ ὀργὴ στὴ γῆ θὰ χύσῃ, μ᾽ ἀρρώστια ἀγιάτρευτη θὰ μᾶς γεμίσῃ. Γι᾽ αὐτὸ ὁρκισμένους δικαστὲς θὰ ψάξω, νὰ κρίνουν· τὸ θεσμὸ αἰώνιο θὰ τάξω. Φέρτε σεῖς μαρτυρίες κι᾽ ἀποδείξεις, κι᾽ ἐγὼ πολῖτες ἄξιους· Δίκη, ἂς λήξῃς!

Μίασμα: ΒΡΟΜΙΑ Σβήσῃ: ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗ Αὐτόν: (τὸν Ἀγαμέμνονα) Σταθμίσω: ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ-ΕΚΔΙΚΗΣΗ Βρεθῇ λύση: ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ Ἐπαίτης: ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ Αὐτές: (δείχνει τὶς Ἐρινύες) Φαρμάκι: ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ Γεμίσῃ: ΠΑΝΤΟΥ-ΕΞΑΠΛΩΣΗ Δίκη: ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Ἡ Ἀθηνᾶ ἀποχωρεῖ. Οἱ Ἐρινύες ἀνησυχοῦν για πιθανὴ κατάλυση τῶν ἀρχαίων θεσμῶν.

490-565 ΧΟΡΟΣ Τῆς μητροκτονίας τὸ κρίμα ἂν κανόνας θὲ γενῇ, φόνων σαρωτικὸ κῦμα στοὺς θνητοὺς θὰ ἐξαπλωθῇ. Κι᾽ ὅποιον τὸ κακό χτυπήσῃ, Ἐρινύων δὲ θὰ μπορῇ στὴν κατάρα νὰ ἐλπίσῃ, μιὰ κι᾽ἡ Δίκη ἀποχωρεῖ. Καλὸ μέσα μας νὰ τρέχῃ φόβος, τὸ νοῦ νὰ κρατᾷ· ἂν θνητοῦ ἡ καρδιὰ δὲν ἔχῃ φόβο, δίκιο δὲν τιμᾷ. Ὁ θεὸς τὸ μέτρο ὁρίζει, ὄχι ἀναρχία ἢ σκλαβιά, Ὕβρη ἡ ἀσέβεια καρπίζει, εὐτυχία ἡ καλὴ καρδιά. Μιὰ ἡ ἀλήθεια μέσ᾽ στὸ χρόνο, δῶσ᾽ στὴ Δίκη σεβασμό, τίμα τοῦ γονιοῦ τὸν πόνο καὶ φιλοξενίας θεσμό. Ὅποιος ἄνομα σωριάζει πλούτη ὁλοῦθε νὰ τ᾽ ἁρπᾷ, ὁ θεὸς τόνε σαρκάζει κι᾽ ἡ Δίκη τὸ βιὸς σκορπᾷ.

Κανόνας: ΘΕΣΜΟΣ Ἐξαπλωθῇ: ΤΣΟΥΝΑΜΙ Ἀποχωρεῖ: ΧΩΡΙΣ Τρέχῃ: ΜΕΣΑ-ΕΞΑΠΛΩΣΗ Κρατᾷ: ΧΑΛΙΝΑΡΙ Τιμᾷ: ΣΕΒΑΣΜΟΣ Μέτρο: ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ Ὕβρη: ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ Ὁλοῦθε: ΑΠΟ-ΠΑΝΤΟΥ Σαρκάζει: ΧΛΕΥΑΣΜΟΣ Βιός: ΠΛΟΥΤΟΣ

Ἡ Ἀθηνᾶ ἐπιστρέφει.

Ἀκολουθοῦν δικαστὲς καὶ πλῆθος ἀνθρώπων.

566-573 ΑΘΗΝΑ Κήρυκα, τάξη κι᾽ ἡσυχία βάλε, σιγὴ στὸ δικαστήριο ν᾽ ἁπλωθῇ. Μάθε αἰώνιο θεσμὸ, λαὲ μεγάλε, Δίκης ἀπόφαση ν᾽ ἀποδοθῇ.

Σιγή: ΗΣΥΧΙΑ-ΠΑΝΤΟΥ Λαὲ μεγάλε: τῆς πόλης ΑΘΗΝΑΣ

Οἱ δικαστὲς προσέρχονται στὶς θέσεις τους.

Ἐμφανίζεται καὶ ὁ Ἀπόλλων ὡς μάρτυρας ὑπεράσπισης τοῦ Ὀρέστη. Παρεμβαίνει ὁ ἀφηγητής, ὁ ὁποῖος κάνει μία συνοπτικὴ παρουσίαση τῆς δικαστικῆς πορείας

μπροστὰ ἀπὸ ἔνα κατάλληλο σκηνικὸ βοήθημα (π.χ. μία ἡμιδιαφανῆ κουρτίνα). Ἐδῶ ὁ ἀφηγητὴς κάνει μία ἀρχικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὸ μεταβαῖνον δίκαιο, παρέχοντας ἐνδείξεις

γιὰ τὸν ἐννοιολογικὸ μετασχηματισμὸ τῆς Δίκης ἀπὸ ἐκδίκηση σὲ δικαιοσύνη, ἡ ὁποία ἀνακύπτει ὡς ἀποτέλεσμα διαπραγμάτευσης καὶ σύμβασης μεταξὺ ἀνθρώπων.

574-680 ΑΦΗΓΗΤΗΣ Στὸ χῶρο αὐτὸν οἱ παλιοὶ νόμοι τρίζουν·

σὲ νόμο ἀρχαῖο οἱ Ἐρινύες πιστὲς κατὰ τοῦ Ὀρέστη θέση ὑποστηρίζουν δίκιο ζητῶντας ἀπ᾽ τοὺς δικαστές. Συνήγορος ὁ Ἀπόλλων ἀγορεύει, μὲ Δία, λέει, ἐντολὴ ἔδωσε χρησμό, ποὺ δίκιο πάνω ἀπ᾽ ὅλους διαφεντεύει, ὑπέρ τοῦ Ὀρέστη θέση στὸ θεσμό. Ἡ ὀργὴ τῶν Ἐρινύων ξεχειλίζει, τοῦ Ἀπόλλωνα τὸ γένος προκαλεῖ,

Αὐτόν: (δείχνει τὸ δικαστήριο) Κατὰ & ὑποστηρίζουν: ΚΑΤΑΔΙΚΗ Ἀγορεύει: ΝΟΗΜΑΤΙΚΗ Ἔδωσε χρησμό: ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Διαφεντεύει: ΕΠΟΠΤΕΙΑ Ὑπέρ: ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ Ξεχειλίζει: ΕΞΑΛΛΗ-ΟΡΓΗ Γένος: ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ-δέντρο

μ᾽ αὐτὸς βράχος τὰ βέλη ἀντιγυρίζει· ἀδιέξοδο στὸ χῶρο ἀντιλαλεῖ. Βαρὺ εἶν᾽ τὸ χρέος δικαστῶν νὰ κρίνουν, στὸ νέο θεσμὸ ταγμένοι, δίκαια, ὀρθά, σὰν κι᾽ οἱ δυὸ ἀντίδικοι μοιάζουν νὰ δίνουν δίκιο γιὰ πάρτη τους κάθε φορά. Ἡ ἐκδίκηση δὲν εἶναι πιὰ ἡ λύση· καιρός κάτι ἄλλο τὸν αἱμοσταγῆ κύκλο τῆς βίας μιὰ καὶ καλὴ νὰ κλείσῃ, εἰρήνη στέλνοντας πάνω στὴ γῆ.

Ἀντιλαλεῖ: ΠΑΝΤΟΥ Ταγμένοι: ΠΙΣΤΗ Γιὰ πάρτη τους: ΕΑΥΤΟΣ-τους Μιὰ καὶ καλή: ΟΡΙΣΤΙΚΑ Εἰρήνη στέλνοντας: (στὸ τέλος)

Ἐπανερχόμαστε στὸ δικαστήριο. Ἡ Ἀθηνᾶ ἐξηγεῖ στοὺς δικαστὲς

τὸν νέο θεσμὸ τῆς δίκης καὶ τούς διατάζει νὰ ψηφίσουν δίκαια.

681-710 ΑΘΗΝΑ Μάθετε τὶ ὁρίζω ἐδῶ, Ἀθηναῖοι, γιὰ φόνο κρίνετε πρώτη φορά· στόν Ἄρειο Πάγο ἀέρας νέος πνέει, τό λέω, ὁ θεσμὸς αἰώνια προχωρᾷ. Ὁ Σεβασμὸς κι᾽ ὁ Φόβος θὰ κρατᾶνε μέρα νύχτα τὸ λαὸ μὴν ἀδικῇ, νόμους αὐθαίρετους νὰ μὴ σκορπᾶνε, μὴ βγοῦν τύραννοι μήτ᾽ ἀναρχικοί. Τέτοιο ἱερὸ θεσμὸ ἂν σεβασθῆτε, κάστρο σωτήριο ὅσ᾽ ἀλλοῦ πουθενὰ

Κρίνετε: (στὸ τέλος) Προχωρᾷ: ΣΥΝΕΧΕΙΑ Κρατᾶνε: ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΗ

θά ᾽χετε· ἀδιάφθορην ἀποδεχθῆτε κι᾽ αὐστηρὴ κρίση ποὺ ὁ θεσμὸς γεννᾷ. Ἐμπρός, στὶς κάλπες τὴν ψῆφο σας δῶστε, κατὰ τόν ὅρκο τὸ δίκαιο διαγνῶστε!

Ἀδιάφθορην: ΑΡΕΤΗ Γεννᾷ: ΠΑΡΑΓΩΓΗ Δῶστε: ΡΙΨΗ Διαγνῶστε: ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

Οἱ δικαστὲς ἀποχωροῦν γιὰ νὰ ψηφίσουν.

Ἡ ἀντιπαράθεση τοῦ Ἀπόλλωνα μὲ τὶς Ἐρινύες ξεπερνάει κάθε ὅριο.

711-751 ΧΟΡΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ ΧΟΡΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ ΧΟΡΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ ΧΟΡΟΣ

Βαριὰ ἡ παρουσία μας γιὰ τὴ χώρα, τὸ δίκιο μας μὴν ἀγνοῆστε τώρα! Κι᾽ ἐγὼ σᾶς λέω, στοὺς χρησμοὺς τοῦ Δία καὶ δικούς μου μὲ σέβας δῶστε οὐσία. Γιὰ φόνους δὲ νοιάζεσαι, δὲ σοῦ ᾽χει μείνει μαντεῖο ἁγνό, τοὺς χρησμούς σου νὰ δίνῃ! Νά ᾽σφαλε ὁ Δίας ποὺ φονιᾶ δεχτῆκε ἱκέτη; Θεὸς τιμὴ ἀπὸ σᾶς ἀφῆκε. Ἐσὺ τό λές, μ᾽ ἂν τὴ δίκη αὐτὴ χάσω, ἡ χώρα αὐτὴ θὰ δῇ πῶς θὲ νὰ δράσω! Δίκαιο δὲν εἶναι, αὐτὸν ποὺ σέ λατρεύει νὰ εὐεργετῇς, ὅταν σ᾽ ἀνάγκη ρεύῃ; Θεσμῶν χαλαστῆ! Μὲ κρασιοῦ μεθῦσι ἀρχαῖες ἐμᾶς θεὲς ἔχεις ποτίσει!

Βαριά: ΑΠΕΙΛΗ Οὐσία: ΕΝΝΟΙΑ Δὲ νοιάζεσαι: ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ Ἀφῆκε: ΑΠΟΡΡΙΨΗ Δράσω: ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ Ρεύῃ: ΜΑΡΑΖΙ Χαλαστῆ: ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

ΑΠΟΛΛΩΝ ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑ ΑΠΟΛΛΩΝ

Τὴ δίκη θὲ νὰ χάσετε· φαρμάκι ἄβλαβο πιὰ στοὺς ἐχθροὺς στᾶξτε, ράκη. Ἡ νέα σου ἡ ἀφεντιὰ γριὲς χλευάζει, δίκης τέλος θὰ ἰδῶ, τὶ ἡ ὀργὴ τάζει! Λόγο ἔχω τελικό, θὰ ὑπερψηφίσω τὸν Ὀρέστη, πιότερη θὲ νὰ ὁρίσω στὸν πατέρα του, στυλοβάτη, ἀξία παρὰ στὴ μάνα· ἀκόμα σὲ ἰσοψηφία ὁ Ὀρέστης νικᾷ· κριτές, μετρῆστε τὶς ψήφους ἀπ᾽ τὶς κάλπες καὶ μιλῆστε! Δίκαια μετρῆστε· ἢ τ᾽ ἄδικο μεστώνει μὲ λάθος ψῆφο ἢ σπίτι ὀρθώνει.

Φαρμάκι: ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ Ράκη: ΑΔΥΝΑΜΙΑ-(ἐσεῖς) Χλευάζει: ΚΟΡΟΪΔΙΑ Τάζει: ΠΡΟΣΜΟΝΗ-(μὲ προσοχὴ) Πιότερη: ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ Στυλοβάτη: ΣΠΙΤΙ-ΣΤΗΡΙΞΗ Μεστώνει: ΜΕΓΑΛΩΜΑ Ὀρθώνει: ΣΩΣΙΜΟ

Οἱ δικαστὲς ἐπανέρχονται καὶ γίνεται ἡ καταμέτρηση τῶν ψήφων ἐνώπιον τῆς Ἀθηνᾶς.

Ἀγωνία διάχυτη παντοῦ.

752-777 ΑΘΗΝΑ ΟΡΕΣΤΗΣ

Ἀπ᾽ τοῦ φόνου κρίμα ἀθῷο τὸν βρῆκαν, γιατὶ ἀπ᾽ τὶς κάλπες ψῆφοι ἴσοι βρεθῆκαν. Τὰ σπίτια μου ἔσωσες, ὦ ἐσὺ Παλλάδα, Δία, Φοῖβε, τῆς πατρίδας ν᾽ ἀξιωθῶ τὴ γῆ μοῦ ᾽ταξες· τώρα στὴν Ἑλλάδα μοῦ λέν᾽ σπιτιοῦ ἀφέντης νὰ ὀρθωθῶ. Πρὶν φύγω, ὅμως, ὅρκο βαρὺ μπροστά σου παίρνω· κανεὶς ἀπ᾽ τ᾽ Ἄργος δὲ θὰ ᾽ρθῇ

Παλλάδα: ΘΕΑ-ΑΘΗΝΑ Ἀξιωθῶ: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Μοῦ ᾽ταξες: ΒΟΗΘΕΙΑ-ἐμένα Ἀφέντης: ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ποτὲ σέρνοντας τ᾽ ἄρματα ᾽δῶ κάτου, ἀλλιῶς μὲ τὴν ὀργή θὰ μετρηθῇ. Χαῖρε ὦ θεά, λαὲ σ᾽ αὐτὴ τὴ χώρα, σωτήρια τὰ ὅπλα σου νὰ εἶν᾽ νικηφόρα!

Ἄρματα: ΟΠΛΑ Μετρηθῇ: ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ Νικηφόρα: ΝΙΚΗ-ΠΑΝΤΟΥ

Ὁ Ὀρέστης φεύγει.

Οἱ Ἐρινύες ξεσποῦν σὲ θρῆνο, ἐξαπολύοντας ἄγριες ἀπειλὲς καὶ ὀργὴ.

778-891 ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑ ΧΟΡΟΣ

Θεοὶ σεῖς νέοι νόμους παλιοὺς ἁρπᾶτε, ὠιμέ, ἀπὸ μᾶς καὶ τούς ποδοπατᾶτε! Φαρμάκι πικρὸ θὰ χύσω, θὰ ρημάξω αὐτὴ τὴ γῆ, χάρου μαρασμὸ θὰ στήσω Δίκη, ἀρρώστια καὶ χολή! Μὴ δέρνεστε, Δία κρίση μοιρασμένη δὲν ταπεινώνει· μὴν πετᾶτε ὀργή. Τὸ δίκιο σας τό ὁμολογῶ πεισμένη, κρύπτες γιὰ σᾶς ἱερὲς τάζω στὴ γῆ, καὶ πλούσιοι, σᾶς προσμένουν, βωμῶν θρόνοι, γιὰ σᾶς τιμὲς λαμπρὲς ὁ λαός μου ἀξιώνει. Ξεγελᾶσαν ντροπιασμένες ἐμᾶς, κόρες τῆς Νυχτιᾶς, μέσ᾽ στὰ πένθη ἀτιμασμένες στὰ πάθη τῆς δυστυχιᾶς!

Ποδοπατᾶτε: ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ Ρημάξω: ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗ Χάρου: ΘΑΝΑΤΟΣ. Στήσω: ΕΞ-ΑΠΛΩΣΗ. Δίκη: ΕΚΔΙΚΗΣΗ Κρύπτες: ΑΔΥΤΟ Ἀξιώνει: ΑΠΑΙΤΗΣΗ Ἀτιμασμένες: ΤΙΜΗ-ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ Πάθη: ΣΥΜΦΟΡΑ

ΑΘΗΝΑ ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑ

Κανεὶς δὲ σᾶς ἀτίμασε· στὴ χώρα μὴ στέλνετε κατάρα ν᾽ ἁπλωθῇ. Τὶς ἀπειλὲς ἄστε, κοιμῆστε τώρα τοῦ ἀναβρασμοῦ σας τὴν πικρὴ χολή. Συγκάτοικες μαζί μου, τιμημένες, γάμου καὶ γέννας θυσιῶν λατρεμένες. Ἄτιμες καὶ ντροπιασμένες ᾽μεῖς πανάρχαιες θεές, μ᾽ ὀργὴ καταλυσσασμένες ποὺ μᾶς πῆραν τὶς τιμές! Πρεσβύτερες, σοφώτερες στὴ γνώση, ὀργὴ ἀπὸ σᾶς δὲ θὰ συμμεριστῶ. Ἡ δόξα αὐτῆς τῆς χώρας θὰ σᾶς δώσῃ θέση λαμπρὴ ἀπὸ λαὸ πιστό. Διχόνοια ἐδῶ μὴ σπέρνετε σὲ χῶμα θεοφίλητο, μὲ σέβας σᾶς καλῶ, ἀρχαῖες θεὲς στὸ δοξασμένο δῶμα, μὲ τῆς Πειθοῦς τὴ δύναμη μιλῶ. Εἶναι στὸ χέρι σας νὰ πᾶτε μόνες ἢ ἐδῶ νὰ τιμηθῆτε στοὺς αἰῶνες.

Κοιμῆστε: ΗΡΕΜΙΑ Ἀναβρασμοῦ: ΒΡΑΣΜΟΣ-μέσα Λατρεμένες: ΛΑΤΡΕΙΑ-σὲ-σᾶς Πρεσβύτερες: ΠΙΟ-ΜΕΓΑΛΗ-ΗΛΙΚΙΑ Χῶμα: ΓΗ Θεοφίλητο: ΘΕΟΣ-ΑΓΑΠΗ Δῶμα: ΝΑΟΣ Πᾶτε: ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ Στοὺς αἰῶνες: ΓΙΑ-ΠΑΝΤΑ

Ὁ θρῆνος τῶν Ἐρινύων μαλακώνει.

Ἡ Ἀθηνᾶ τίς καθιστᾷ τιμώμενες σεβαστὲς προστάτιδες τῆς πόλης των Ἀθηνῶν. Οἱ Ἐρινύες μεταμορφώνονται σὲ Εὐμενίδες.

892-1031 ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑ ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑ ΧΟΡΟΣ

Δεχόμαστε τιμὲς ποὺ μᾶς προσμένουν· μᾶς μάγεψες! Τὴ γῆ σου οἱ εὐχὲς μας ραίνουν. Τοῦτο εὐχηθῆτε· ἡλιόχαρες, οἱ ἀνέμοι, πνοὲς ἀπὸ οὐρανό, θάλασσα, γῆ στὴ χώρα νὰ φυσᾶν, πλέρια νὰ γέμῃ καρποὺς καὶ ποίμνια ἡ συγκομιδή. Τοὺς ἄνομους ρομφαία νὰ ξεσχίζῃ κι᾽ ἡ χώρα ἀπὸ νίκη λαμπρὴ νὰ σφύζῃ. Ἐδῶ στῆς Παλλάδας πόλη δέχομαι να συνοικῶ, καὶ χρησμὸ καλόγνωμο, ὅλοι νά ᾽χουν ἀγαθὰ, μηνῶ. Λαοῦ μου καλὸ θεσπίζω προστάτιδες τὶς τρανὲς Μαῦρες θεὲς καὶ τίς ὁρίζω τῶν ἀνθρώπων ρυθμιστές. Ποτὲ πιὰ ζημιὰ μὴ σῴσῃ μήτε ἀρρώστια στὴ σοδειά· πλέρια ἡ γῆ τὰ πλούτη ἂς δώσῃ καὶ καλόγεννα τ᾽ ἀρνιά. Τῶν παλληκαριῶν ξορκίζω τὸν ἄγουρο χαλασμό, καὶ στὶς κόρες προσκομίζω καλὸ γάμο καὶ δεσμό.

Ραίνουν: ΑΠΛΩΜΑ-ἀργό Γέμῃ: ΓΕΜΑΤΟ Ποίμνια: ΚΟΠΑΔΙΑ Ρομφαία: ΜΕΓΑΛΟ-ΣΠΑΘΙ Σφύζῃ: ΖΩΝΤΑΝΙΑ-ἔντονη Χρησμό: ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ Μηνῶ: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Τρανές: ΔΙΑΣΗΜΟ Ρυθμιστές: ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ Σῴσῃ: ΤΥΧΗ Πλέρια: ΑΦΘΟΝΙΑ Καλόγεννα: (στὸ τέλος) Παλληκαριῶν: ΛΕΒΕΝΤΕΣ Ἄγουρο χαλασμό: ΝΙΟΤΗ-ΟΡΜΗ. Προσκομίζω: ΔΟΣΙΜΟ Δεσμό: ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΘΗΝΑ ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑ ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑ

Ὤ, καλόψυχή σας χάρη! Τὴν Πειθὼ εὐχαριστῶ καὶ Δία πού ᾽χει γιὰ μέ πάρει ἀγαθὸ λαχταριστό! Ποτὲ ἀχόρταγη Διχόνοια μὴν ξεσπάσῃ πιὰ στὴ γῆ, μήθ᾽ αἱματηφόρα χρόνια ἀπ᾽ τῆς Ἄτης μαύρη ὀργή· τὴ χαρὰ ν᾽ ἀντιχαρίζουν οἱ πολῖτες ἀδελφοί, καὶ μαζὶ ν᾽ ἀποφασίζουν· ὁμόνοια, σωτήρια ὁρμή. Ὁ φρόνιμος τὴν ὁμόνοια εὔκολα θὲ νὰ τή βρῇ· κι᾽ ἐσεῖς πρόθυμες συμπόνια δίκαια νά ᾽χετε στὴ γῆ. Χαίρετε, χαίρετε πάλι ὅλοι σεῖς, θεοί, θνητοί, στὴ σεβάσμια μας ἀγκάλη καμμιὰ τύχη μισητή! Λαμπάδες φεγγοβόλες σελαγίστε στὸ δρόμο αὐτὸ τῶν σεβαστῶν θεῶν, ἱέρειες, στ᾽ ἄγαλμα φρουροί, ὁδηγῆστε τὶς θεὲς στ᾽ ἄδυτα χθόνιων ναῶν!

Γιὰ μέ: ΓΙΑ-ΜΕΝΑ Λαχταριστό: ΠΟΘΟΣ-ἔντονος Αἱματηφόρα: ΑΙΜΑ-ΡΟΗ Ἄτη: ΠΛΑΝΗ Ἀντιχαρίζουν: ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ Ὁρμή: ΔΥΝΑΜΗ-ἐμπρὸς Ἀγκάλη: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ-ΑΣΠΙΔΑ Τύχη μισητή: ΣΥΜΦΟΡΑ Σελαγίστε: ΕΝΤΟΝΗ- ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ

Καλόγνωμη ἡ παρουσία τους μένει, γιὰ μᾶς γενιὰ ἀνδρεῖα κι᾽ εὐτυχισμένη!

Καλόγνωμη: ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ Ἀνδρεῖα: ΗΡΩΑΣ

Ἔρχονται οἱ προπομποὶ καὶ συνοδεύουν τὶς Εὐμενίδες στὴ νέα τους στέγη.

Θρίαμβος τῆς δικαιοσύνης.

1032-1047 ΠΡΟΠΟΜΠΟΙ Τῆς Νύχτας κόρες δοξαστές, ἐλᾶτε, παρθένες τιμημένες στὴν πομπή.

— Ὅλοι ἱερὴ σιγή! Στῆς γῆς τὰ βάθη τ᾽ ἄδυτα γροικᾶτε θυσία ἁγνή καὶ τιμὴ ζηλευτή.

— Ὅλοι ἱερὴ σιγή! Σεβάσμιες σπλαχνικὲς θεὲς, τιμᾶτε τὸ βῆμα σας, μορφὲς λαμπρὲς στὴ γῆ.

— Ὅλοι ψᾶλτε εὐχή! Σπονδὲς εὐτυχίας στὸ λαὸ νὰ πᾶτε, Μοιρῶν καὶ Δία παντόπτη ἴδια ταγή.

— Ὅλοι ψᾶλτε εὐχή!

Πομπή: ΛΙΤΑΝΕΙΑ Σιγή: ΣΙΩΠΗ-ΗΡΕΜΙΑ Γροικᾶτε: ΠΡΟΣΜΟΝΗ-ἐσᾶς Ζηλευτή: ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ Σιγή: ΣΙΩΠΗ-ΗΡΕΜΙΑ Σπλαχνικές: ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ Ψᾶλτε: ΥΜΝΟΣ Πᾶτε: ΜΕΤΑΔΟΣΗ Παντόπτη: ΒΛΕΜΜΑ-ὅλα. Ἴδια ταγή: ΣΥΜΦΩΝΙΑ. Ψᾶλτε: ΥΜΝΟΣ

Ἡ πομπὴ ἀποχωρεῖ ἀργὰ μὲ ρυθμικὸ, μεγαλοπρεπὲς βῆμα. Ἐδῶ ὁλοκληρώνεται ἡ τριλογία καὶ πέφτει ἡ αὐλαία.

Βαθμὸς συνοπτικῆς διασκευῆς κειμένου: (1047-378)/1047 Χ 100 ≈ 64%

Βαθμὸς συνοπτικῆς διασκευῆς τριλογίας: (3796-928)/3796 Χ 100 ≈ 76%

Ἂν θεωρηθῇ ὅτι ὁλόκληρη ἡ τριλογία διαρκεῖ 6 ὧρες, ἡ παροῦσα διασκευὴ ἀναμένεται νὰ ἔχῃ διάρκεια 1:30-2:00 ὧρες.