Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ J. M. Coetzee J.M.J.M. COETZEE Η ΠΑΙΔΙΚΗ...

16
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ J.M. COETZEE ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2003 MΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

Transcript of Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ J. M. Coetzee J.M.J.M. COETZEE Η ΠΑΙΔΙΚΗ...

J.M. C

OETZ

EEΗ

ΠΑΙΔΙ

ΚΗ Η

ΛΙΚΙΑ

ΤΟ

Υ ΙΗΣ

ΟΥ

ISBN 978-960-566-256-1

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 6256

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

J.M. COETZEE

ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2003

MΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

Ο J. M. Coetzee (Τζ. Μ. Κουτσί) γεν-νήθηκε το 1940 στο Κέιπ Τάουν. Σπούδασε λογοτεχνία στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε ως καθηγητής πανεπιστη-μίου ως το 1983. Το 1984 εκλέχτηκε καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν. Το 2002 μετακόμισε στην Αυστραλία, όπου και διαμένει. Η καριέρα του ως συγγρα-φέα ξεκίνησε το 1974. Έκτοτε έχει γράψει μυθιστορήματα, έχει δημοσι-εύσει αρκετές συλλογές δοκιμίων και αυτοβιογραφικά έργα. Είναι ο πρώτος συγγραφέας στον οποίο απονεμή-θηκε δύο φορές το βραβείο Booker (το 1983 και το 1999 για τα έργα του Βίος και Πολιτεία του Μάικλ Κ και Ατί-μωση αντίστοιχα). Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο της Κοινοπολιτείας, το Prix Étranger Femina και έχει λάβει τρεις φορές την υψηλότερη τιμητική διάκριση στη χώρα του. Η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003. Έργα του έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

Περιμένοντας τους βαρβάρους Τα χρόνια του σιδήρου

(νέα έκδοση – 2014) Ένας αργός άνθρωπος

(νέα έκδοση – 2014) Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς Θέρος: Σκηνές από την

αγροτική ζωή Μια γυναίκα στο νησί

του Ροβινσώνα Σκοτεινές χώρες

J.M. COETZEEΈνας μεσήλικας και ένα πεντάχρονο παιδί φτάνουν σε μια χώρα δίχως όνομα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αναζητώντας έναν τόπο για να ζήσουν, μια «καινούρ-για ζωή». Δεν έχουν παρελθόν, δεν έχουν αναμνήσεις, κάθε παλιός δεσμός τους έχει διαρραγεί. Δεν είναι καν συγγενείς· απλώς ο άντρας έχει αναλάβει υπό την προστασία του το παιδί, ορίζοντας ως υπέρτατη αποστολή του να εντοπίσει τη χαμένη του μητέρα. Προικισμένο με γόνιμη φαντασία και ιδιαίτερη ευφυΐα, αν όχι ενόραση, το παιδί, ο Νταβίντ, φέρνει τους ενήλικες αδιάκοπα αντιμέτωπους με τις αντιφάσεις, τις προκαταλήψεις και τις αδυναμίες τους. Κι όταν η «καινούργια ζωή» στην οποία όλοι προσβλέπουν αρχίζει να παίρνει σχήμα, το παιδί αποδεικνύεται ο Μεσσίας της.

Συναρπαστική αλληγορία για τη μετανάστευση, την ατομική ταυτότητα και το κοινωνικό καλό, φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στις μεταφυσικές αγωνίες και τα ηθικά διλήμματα, το τελευταίο μυθιστόρημα του νομπελίστα δημιουργού μένει ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις και επιβεβαιώνει με τον πιο δραστικό τρόπο την αφηγηματική δεινότητα και το στοχαστικό βάθος του συγγραφέα.

Το εμπνευσμένο Κατά Coetzee Ευαγγέλιο.The Herald

Πεζογραφία επιβλητικής διαύγειας και χάρης. Ο Coetzee επιστρέφει στη διαυγή και ταυτόχρονα ερμητική μυθοπλασία αριστουργημάτων όπως το Περιμένοντας τους βαρβάρους. Ο τίτλος κάνει τον αναγνώστη να περιμένει μια ζοφερή αναδιήγηση των Ευαγγελίων. Όμως ο Coetzee ποτέ δεν κάνει τα πράγματα τόσο απλά για τους πιστούς του.

Independent

Το βιβλίο μας βυθίζει σε ένα μυστηριώδες, ονειρικό πεδίο... Μια παραβολή για την αναζήτηση του νοήματος που εμπνέεται από τον Κάφκα.

Joyce Carol Oates, The New York Times Book Review

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ J.M. COETZEE ΑΠΟ ΤΟ

3850_KP_PAIDIKH_HLIKIAcover.indd 1

9

Κεφάλαιο 1

Ο άνθρωπΟς ςτην πύλη υψώνει το δάχτυλο· τους δείχνει ένα

χαμηλό, ακανόνιστο οίκημα όχι πολύ μακριά. «άν βιαστείτε»

λέει «θα προλάβετε να καταλύσετε εκεί, πριν σφαλίσουν για

σήμερα τις θύρες».

ςπεύδουν προς τα εκεί. Centro de Reubicaciόn Novilla1

λέει η επιγραφή. Reubicaciόn; τι σημαίνει; Δεν είναι από τις

λέξεις που έχει μάθει.

το γραφείο είναι μεγάλο και άδειο. Και ζεστό – εδώ μέσα

κάνει ακόμα πιο πολλή ζέστη απ’ ό,τι έξω. ςτην άλλη άκρη ένας

ξύλινος πάγκος με ημιδιαφανή χωρίσματα από γαλακτώδες τζά-

μι διατρέχει σε όλο του το πλάτος το δωμάτιο. ςτον τοίχο μια

σειρά θυρίδες αρχειοθέτησης από λουστραρισμένο ξύλο.

Κρεμασμένη πάνω από ένα χώρισμα μια πινακίδα: Recién

Llegados2 – λέξεις τυπωμένες με μαύρα στοιχεία πάνω σ’ ένα

παραλληλόγραμμο χαρτόνι. η υπάλληλος πίσω από τον πάγκο,

μια νεαρή γυναίκα, τον υποδέχεται με χαμόγελο.

1 Κέντρο Μετεγκατάστασης της νοβίλα.2 νεοαφιχθέντες.

J. M. C O E T Z E E

10

«Καλημέρα» λέει εκείνος. «Είμαστε νεοαφιχθέντες». άρ-

θρώνει τις λέξεις αργά, σε ισπανικά που έχει εργαστεί σκληρά

για να τα κατακτήσει. «Ψάχνω για δουλειά, κι ένα μέρος για να

ζήσω». Γραπώνει το αγόρι κάτω από τις μασχάλες και το σηκώ-

νει για να το δει καλύτερα η κοπέλα. «Έχω ένα παιδί μαζί μου».

η κοπέλα σκύβει προς τα μπρος, παίρνει στα χέρια της το

χεράκι του παιδιού. «Γεια σου, νεαρέ!» λέει. «Είναι εγγονός σας;»

«Ούτε εγγονός μου ούτε γιος μου· έχω αναλάβει την ευθύνη του».

«Ένα μέρος για να ζήσετε». ρίχνει μια ματιά στα χαρτιά της.

«Έχουμε ένα ελεύθερο δωμάτιο εδώ, στο Κέντρο· μπορείτε να

καταλύσετε εκεί και, στη συνέχεια, να ψάξετε για κάτι καλύτε-

ρο. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, ίσως όμως και να μη σας πειρά-

ζει. Όσο για δουλειά, θα διερευνήσουμε το πρωί τι δυνατότητες

υπάρχουν. Φαίνεστε κουρασμένοι, σίγουρα θέλετε να αναπαυ-

τείτε. Έρχεστε από μακριά;»

«Μία ολόκληρη εβδομάδα είμαστε στους δρόμους. Ερχόμαστε

από το Μπέλσταρ, από τον καταυλισμό. το ξέρετε το Μπέλσταρ;»

«ναι, το ξέρω καλά το Μπέλσταρ. πέρασα από το Μπέλσταρ

κι εγώ. Εκεί μάθατε τα ισπανικά σας;»

«Κάναμε μάθημα κάθε μέρα επί έξι εβδομάδες».

«Έξι εβδομάδες; Μεγάλη τύχη. Εγώ έμεινα στο Μπέλσταρ

τρεις μήνες. παραλίγο να σκάσω από τη βαρεμάρα. το μόνο

πράγμα που με κράτησε στα πόδια μου ήταν τα μαθήματα Ισπα-

νικών. Μήπως κατά τύχη είχατε δασκάλα τη σενιόρα πινιέρα;»

«Όχι, ο δάσκαλός μας ήταν άντρας». Διστάζει. «Μου επι-

τρέπετε να σας απασχολήσω με κάτι άλλο; το αγόρι μου» –ρίχνει

μια ματιά στο παιδί– «δεν είναι καλά. Ίσως επειδή είναι αναστα-

τωμένος, σαστισμένος και αναστατωμένος· ίσως επειδή όλον

αυτό τον καιρό δεν έτρωγε σωστά. το φαγητό στον καταυλισμό

τού φαινόταν παράξενο, δεν του άρεσε. ύπάρχει κανένα μέρος

όπου μπορούμε να φάμε ένα κανονικό γεύμα;».

Η Π Α Ι Δ Ι Κ Η Η Λ Ι Κ Ι Α Τ Ο Υ Ι Η Σ Ο Υ

11

«πόσων χρονών είναι;»

«πέντε. άυτή η ηλικία τού δόθηκε».

«Και λέτε ότι δεν είναι εγγονός σας».

«Ούτε εγγονός μου ούτε γιος μου. Δεν είμαστε συγγενείς.

Ορίστε». Βγάζει τα δύο διαβατήρια από την τσέπη του και τα

τείνει προς το μέρος της.

Εκείνη επιθεωρεί τα διαβατήρια. «Εκδόθηκαν στο Μπέλ-

σταρ;» ρωτάει.

«ναι. Εκεί μας έδωσαν και τα ονόματά μας, τα ισπανικά μας

ονόματα».

Εκείνη γέρνει πάνω από τον πάγκο. «νταβίντ – ωραίο όνο-

μα» λέει. «ςου αρέσει το όνομά σου, νεαρέ;»

το αγόρι την κοιτάζει κατάματα, μα δεν απαντάει. Κι εκείνη

τι βλέπει; Ένα λιγνό, ωχρό παιδί ντυμένο μ’ ένα μάλλινο παλτό

κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό, γκρίζο κοντό παντελονάκι που

καλύπτει τα γόνατά του, μαύρα δετά μποτάκια πάνω από μάλ-

λινες κάλτσες κι έναν υφασμάτινο μπερέ φορεμένο λοξά.

«Δεν ζεσταίνεσαι μ’ αυτά τα ρούχα; θέλεις να βγάλεις το

παλτό σου;»

το παιδί κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.

παρεμβαίνει εκείνος. «τα ρούχα είναι από το Μπέλσταρ. τα

διάλεξε μόνος του, από εκείνα που είχαν να μας διαθέσουν. Έχει

προσκολληθεί σ’ αυτά».

«Καταλαβαίνω. ρώτησα επειδή μου φάνηκε κάπως ζεστά

ντυμένος για μια μέρα σαν τη σημερινή. Επιτρέψτε μου να

αναφέρω ότι έχουμε εδώ στο Κέντρο ένα τμήμα όπου οι άνθρω-

ποι προσφέρουν τα ρούχα που δεν κάνουν πια στα παιδιά τους.

Είναι ανοιχτό κάθε πρωί τις εργάσιμες μέρες. Είστε ευπρόσδε-

κτοι να διαλέξετε ό,τι θέλετε μόνοι σας. θα βρείτε μεγαλύτερη

ποικιλία απ’ ό,τι στο Μπέλσταρ».

«Ευχαριστώ».

J. M. C O E T Z E E

12

«Επίσης, μόλις συμπληρώσετε όλα τα απαραίτητα έγγραφα,

θα μπορέσετε να κάνετε ανάληψη, επιδεικνύοντας το διαβατή-

ριό σας. Δικαιούστε επίδομα εγκατάστασης τετρακοσίων ρεάλ.

το ίδιο και το αγόρι. τετρακόσια ρεάλ ο καθένας».

«Ευχαριστώ».

«Και τώρα θα σας οδηγήσω στο δωμάτιό σας». ςκύβει και

κάτι ψιθυρίζει στη γυναίκα στο διπλανό γκισέ, στο γκισέ που

φέρει την επιγραφή Trabajos3. η γυναίκα ανοίγει ένα συρ-

τάρι, ανασκαλεύει το περιεχόμενό του, κουνάει το κεφάλι

της.

«Μια μικρή αναποδιά» λέει η κοπέλα. «Φαίνεται πως δεν

υπάρχει εδώ το κλειδί του δωματίου σας. πρέπει να το έχει

πάνω της η επόπτρια του κτιρίου. το όνομα της επόπτριας είναι

σενιόρα Βάις. πηγαίνετε στο Κτίριο C. θα σας σχεδιάσω έναν

πρόχειρο χάρτη. Όταν βρείτε τη σενιόρα Βάις, πείτε της να σας

δώσει το κλειδί για το C-55. πείτε της ότι σας έστειλε η Άννα

από το κεντρικό γραφείο».

«Δεν θα ήταν πιο εύκολο να μας δώσετε ένα άλλο δωμάτιο;»

«Δυστυχώς το C-55 είναι το μόνο ελεύθερο».

«Και φαγητό;»

«Φαγητό;»

«ναι. ύπάρχει κάποιο μέρος όπου μπορούμε να φάμε;»

«Και γι’ αυτό θα μιλήσετε με τη σενιόρα Βάις. Εκείνη θα σας

βοηθήσει».

«Ευχαριστώ. Μια τελευταία ερώτηση: ύπάρχουν εδώ οργανώ-

σεις που ειδικεύονται στο να φέρνουν σε επαφή τους ανθρώπους;»

«να φέρνουν σε επαφή τους ανθρώπους;»

«ναι. ςίγουρα θα υπάρχουν πολλοί που αναζητούν μέλη της

οικογένειάς τους. ύπάρχουν οργανώσεις που βοηθούν τις οικο-

3 θέσεις εργασίας.

Η Π Α Ι Δ Ι Κ Η Η Λ Ι Κ Ι Α Τ Ο Υ Ι Η Σ Ο Υ

13

γένειες να έρθουν σε επαφή – τις οικογένειες, τους φίλους, τους

εραστές;»

«Όχι, δεν έχω ακουστά τέτοια οργάνωση».

λίγο επειδή είναι κουρασμένος και αποπροσανατολισμένος,

λίγο επειδή ο χάρτης που του έχει σχεδιάσει το κορίτσι δεν είναι

σαφής, λίγο επειδή δεν υπάρχουν καθοδηγητικές ενδείξεις,

αργεί πολύ να βρει το Κτίριο C και το γραφείο της σενιόρα Βάις.

η πόρτα είναι κλειστή. Χτυπάει. Καμιά απάντηση.

ςταματάει μια περαστική, μια μικροσκοπική γυναίκα με

σουβλερό, ποντικίσιο πρόσωπο, ντυμένη με την καφετιά στολή

του Κέντρου. «Ψάχνω τη σενιόρα Βάις» λέει.

«Έφυγε» λέει η γυναίκα, κι όταν βλέπει πως εκείνος δεν

καταλαβαίνει: «ςχόλασε για σήμερα. θα ξανάρθει το πρωί».

«τότε ίσως μπορείτε να μας βοηθήσετε εσείς. Ψάχνουμε το

κλειδί για το δωμάτιο C-55».

η νεαρή γυναίκα κουνάει το κεφάλι της. «λυπάμαι, δεν

κρατάω εγώ τα κλειδιά».

Γυρνάνε πίσω στο Centro de Reubicaciόn. η πόρτα είναι

κλειδωμένη. Χτυπάει το τζάμι. Μέσα κανένα ίχνος ζωής. Ξα-

ναχτυπάει.

«Διψάω» κλαψουρίζει το παιδί.

«περίμενε λίγο ακόμα» του λέει. «θα κοιτάξω μήπως βρω

καμιά βρύση».

το κορίτσι, η Άννα, εμφανίζεται πίσω από το κτίριο. «Χτυ-

πούσατε;» ρωτάει. Και πάλι μένει εμβρόντητος: από τα νιάτα

της, από την υγεία και τη φρεσκάδα που αποπνέει.

«η σενιόρα Βάις μάλλον έφυγε για το σπίτι της» της λέει.

«Δεν μπορείτε να κάνετε εσείς τίποτα; Δεν έχετε –πώς το λέτε;–

ένα llave universal4, για να ανοίξουμε το δωμάτιό μας;»

4 Καθολικό κλειδί.

J. M. C O E T Z E E

14

«Llave maestra.5 τέτοιο πράγμα δεν υφίσταται, δεν υπάρχει

llave universal. άν είχαμε llave universal, όλα μας τα προβλή-

ματα θα είχαν λυθεί. Όχι, η σενιόρα Βάις είναι η μόνη που κα-

τέχει το llave maestra για το Κτίριο C. Μήπως κατά τύχη έχετε

κανέναν φίλο να σας φιλοξενήσει απόψε το βράδυ; Ύστερα ξα-

νάρχεστε το πρωί να μιλήσετε με τη σενιόρα Βάις».

«Έναν φίλο να μας φιλοξενήσει; Φτάσαμε σε τούτες τις

ακτές πριν από έξι εβδομάδες κι από τότε ζήσαμε σε μια σκηνή

σ’ έναν καταυλισμό στην έρημο. πώς περιμένετε να έχουμε εδώ

πέρα φίλους να μας φιλοξενήσουν;»

η Άννα συνοφρυώνεται. «πηγαίνετε στην κεντρική πύλη»

προστάζει. «περιμένετέ με απέξω. θα δω τι μπορώ να κάνω».

Διαβαίνουν την πύλη, διασχίζουν τον δρόμο και κάθονται

στο χώμα, στη σκιά ενός δέντρου. το αγόρι γέρνει το κεφάλι

του στον ώμο του άντρα. «Διψάω» παραπονιέται. «πότε θα

βρεις εκείνη τη βρύση;»

«ςσς…» του λέει. «Άκου τα πουλιά».

άφουγκράζονται το παράξενο κελάηδισμα, νιώθουν τον ξέ-

νο άνεμο στο δέρμα τους.

προβάλλει η Άννα. Εκείνος σηκώνεται, της γνέφει. το αγό-

ρι στέκεται κι αυτό στα πόδια του, με τα μπράτσα άκαμπτα,

κολλημένα στα πλευρά του, τα δάχτυλα σφιγμένα σε γροθιά.

«Έφερα λίγο νερό για τον γιο σας» λέει. «Έλα, νταβίντ,

πιες».

το παιδί πίνει, της δίνει πίσω το κύπελλο. η Άννα το βάζει

στην τσάντα της. «Καλό ήταν;» ρωτάει.

«ναι».

«ωραία. τώρα ελάτε μαζί μου. Έχουμε λίγο περπάτημα,

όμως μπορείτε να το δείτε και σαν άσκηση».

5 άντικλείδι.

Η Π Α Ι Δ Ι Κ Η Η Λ Ι Κ Ι Α Τ Ο Υ Ι Η Σ Ο Υ

15

Γοργά, με μεγάλες δρασκελιές, παίρνει το μονοπάτι που

διασχίζει το άλσος. Ελκυστική νεαρή γυναίκα, δεν χωράει αμ-

φιβολία, όσο κι αν τα ρούχα που φοράει δείχνουν πάνω της

ξένα: σκούρα, άχαρη φούστα, λευκή μπλούζα κλειστή στον

λαιμό, ίσια παπούτσια.

άν ήταν μόνος του, ίσως κατάφερνε να συντονίσει το βήμα

του με το δικό της, όμως με το παιδί στην αγκαλιά του δεν

μπορεί. Φωνάζει: «παρακαλώ, όχι τόσο γρήγορα!». Εκείνη τον

αγνοεί. την ακολουθεί καθώς η Άννα διασχίζει το πάρκο, καθώς

περνάει έναν δρόμο κι έναν δεύτερο δρόμο, ενώ η απόσταση

ανάμεσά τους μεγαλώνει ολοένα.

Μπροστά σ’ ένα στενό, απέριττο σπιτάκι η Άννα σταματάει

και περιμένει. «Φτάσαμε στο σπίτι μου» λέει. Ξεκλειδώνει την

μπροστινή πόρτα. «άκολουθήστε με».

τους οδηγεί σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο, περνούν μία κρυφή

πόρτα, κατεβαίνουν μίαν ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα και βρί-

σκονται σε μία μικρή αυλή πνιγμένη στο γρασίδι και τα αγριό-

χορτα, κλεισμένη από τις δύο πλευρές μ’ έναν ξύλινο φράχτη

και από την τρίτη με συρματόπλεγμα ασφαλείας.

«Καθίστε» λέει δείχνοντας μία σκουριασμένη μαντεμένια

καρέκλα μισοκρυμμένη ανάμεσα στα χόρτα. «θα σας φέρω κά-

τι να φάτε».

Δεν έχει καμιά διάθεση να καθίσει. Εκείνος και το αγόρι

περιμένουν όρθιοι πλάι στην πόρτα.

το κορίτσι ξαναεμφανίζεται φέρνοντας ένα πιάτο και μία

κανάτα. η κανάτα είναι γεμάτη νερό. το πιάτο περιέχει τέσσε-

ρις φέτες ψωμί αλειμμένες με μαργαρίνη. άκριβώς ό,τι έτρωγαν

για πρωινό στον φιλανθρωπικό σταθμό.

«ως νεοαφιχθέντες είστε υποχρεωμένοι από τον νόμο να

διαμένετε σε εγκεκριμένα καταλύματα ή αλλιώς στο Κέντρο»

λέει. «Όμως δεν θα παρουσιαστεί πρόβλημα αν περάσετε την

J. M. C O E T Z E E

16

πρώτη σας νύχτα εδώ. Δεδομένου ότι εργάζομαι στο Κέντρο,

θα ισχυριστούμε ότι το σπίτι μου μπορεί να θεωρηθεί εγκεκρι-

μένο κατάλυμα».

«πολύ ευγενικό από μέρους σας, πολύ γενναιόδωρο» λέει

εκείνος.

«ύπάρχουν κάτι υπόλοιπα από υλικά οικοδομών εκεί πέρα,

στη γωνία». του δείχνει. «Μπορείτε να φτιάξετε μια πρόχειρη

στέγη, αν θέλετε. να σας το αναθέσω, τι λέτε;»

την κοιτάζει σαστισμένος. «Δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλα-

βα» λέει. «πού ακριβώς θα περάσουμε τη νύχτα;»

«Εδώ». Δείχνει την αυλή. «θα ξαναγυρίσω σε λίγο να δω πώς

τα πάτε».

τα εν λόγω υλικά οικοδομών είναι πεντέξι φύλλα λαμαρίνας,

σκουριασμένα τόπους τόπους –αναμφίβολα, κάποια παλιά στέ-

γη– και μερικά σαρακοφαγωμένα μαδέρια. πρόκειται για δοκι-

μασία και τι λογής είναι αυτή; ςτ’ αλήθεια το εννοεί ότι εκείνος

και το παιδί θα κοιμηθούν έξω, στο ύπαιθρο; την περιμένει να

επιστρέψει, όπως του υποσχέθηκε, όμως εκείνη δεν έρχεται.

Δοκιμάζει την πίσω πόρτα: Είναι κλειδωμένη. Χτυπάει· δεν

υπάρχει απάντηση.

τι συμβαίνει; Άραγε στέκεται πίσω από τις κουρτίνες και τον

παρακολουθεί, για να δει πώς θα αντιδράσει;

Δεν είναι κρατούμενοι. θα ήταν εύκολη υπόθεση να αναρρι-

χηθούν στο συρματόπλεγμα και να το σκάσουν. άυτό να κάνουν

ή είναι καλύτερα να περιμένουν και να δουν τι θα επακολουθήσει;

περιμένει. την ώρα που ξαναεμφανίζεται το κορίτσι, ο ήλιος

γέρνει στη δύση του.

«Δεν κάνατε και πολλά» παρατηρεί εκείνη σκυθρωπιάζο-

ντας. «Ορίστε». του δίνει ένα μπουκάλι νερό, μία πετσέτα των

χεριών, ένα ρολό χαρτί υγείας· κι όταν την κοιτάζει ερωτηματι-

κά, του λέει: «Κανένας δεν θα σας δει».

Η Π Α Ι Δ Ι Κ Η Η Λ Ι Κ Ι Α Τ Ο Υ Ι Η Σ Ο Υ

17

«Άλλαξα γνώμη» λέει εκείνος. «θα ξαναγυρίσουμε στο Κέ-

ντρο. ςίγουρα θα υπάρχει κάποια αίθουσα αναμονής, όπου μπο-

ρούμε να περάσουμε τη νύχτα».

«Δεν γίνεται να επιστρέψετε. Οι πύλες του Κέντρου έχουν

κλείσει. Κλείνουν στις έξι».

άπελπισμένος, πηγαίνει προς τον σωρό με τις λαμαρίνες,

τραβάει δύο φύλλα και τα στηρίζει υπό γωνία πάνω στον ξύλινο

φράχτη. Κάνει το ίδιο με ακόμα δύο φύλλα, φτιάχνοντας ένα

υποτυπώδες γερτό στέγαστρο. «άυτό είχες κατά νου να μας

προσφέρεις;» ρωτάει καθώς στρέφεται προς το μέρος της.

Όμως εκείνη έχει γίνει άφαντη.

«Εδώ θα κοιμηθούμε απόψε» λέει στο αγόρι. «θα είναι μια

περιπέτεια».

«πεινάω» λέει το παιδί.

«Δεν έφαγες το ψωμί σου».

«Δεν μ’ αρέσει το ψωμί».

«Άκου να δεις, πρέπει να το συνηθίσεις, γιατί δεν υπάρχει

τίποτ’ άλλο. άύριο θα βρούμε κάτι καλύτερο».

Διστακτικά το αγόρι παίρνει μια φέτα ψωμί και τσιμπάει

μιαν άκρη. Εκείνος προσέχει ότι τα νύχια του είναι μαύρα από

τη βρόμα.

Καθώς το ύστατο φως της μέρας ξεθωριάζει, βολεύονται στη

μονιά τους, εκείνος σ’ ένα στρώμα από αγριόχορτα, το αγόρι

στο κοίλωμα του μπράτσου του. ςύντομα το αγόρι αποκοιμιέ-

ται, με τον αντίχειρα στο στόμα. Όμως στη δική του περίπτωση

ο ύπνος αργεί να έρθει. Δεν έχει παλτό· σε λίγο το κρύο τρυπώ-

νει ύπουλα στο κορμί του· αρχίζει να τρέμει.

Δεν είναι σοβαρό, κρύο είναι μονάχα, δεν θα σε σκοτώσει, μονολογεί.

Η νύχτα θα περάσει, ο ήλιος θ’ ανατείλει, η μέρα θα φανεί. Μονάχα μην

αρχίσουν να σέρνονται γύρω μας ζωύφια. Θα είναι η σταγόνα που θα ξεχει-

λίσει το ποτήρι.

J. M. C O E T Z E E

18

άποκοιμιέται.

τις μικρές ώρες ξυπνάει, κοκαλωμένος, πονώντας από το

κρύο. θυμός τον κατακλύζει. Γιατί τούτο το άσκοπο μαρτύριο;

Βγαίνει μπουσουλώντας από το καταφύγιο, βρίσκει ψηλαφητά

τον δρόμο για την πίσω πόρτα, χτυπάει, πρώτα διακριτικά,

ύστερα ολοένα και πιο δυνατά.

Ένα παράθυρο ανοίγει αποπάνω· στο φεγγαρόφωτο ξεχωρί-

ζει αμυδρά το πρόσωπο του κοριτσιού. «ναι; πάει τίποτα στρα-

βά;» ρωτάει.

«Όλα πάνε στραβά» απαντάει εκείνος. «Κάνει κρύο εδώ έξω.

Μπορείς, σε παρακαλώ, να μας αφήσεις να μπούμε στο σπίτι;»

Μακρά παύση. Κι ύστερα: «περιμένετε».

περιμένει. Κι ύστερα: «πιάσε» λέει η φωνή της.

Ένα αντικείμενο πέφτει στα πόδια του: μία κουβέρτα όχι

πολύ μεγάλη, διπλωμένη στα τέσσερα, καμωμένη από τραχύ

υλικό. Μυρίζει καμφορά.

«Γιατί μας μεταχειρίζεσαι έτσι;» φωνάζει ο άντρας. «ςαν

σκουπίδια;»

το παράθυρο κλείνει με πάταγο.

ςέρνεται πίσω στο πρόχειρο στέγαστρο, τυλίγει την κουβέρ-

τα γύρω από τον ίδιο και το κοιμισμένο παιδί.

τον ξυπνάει το πανδαιμόνιο των πουλιών. το αγόρι, ακόμη

βυθισμένο στον ύπνο, είναι ξαπλωμένο μακριά του, με τον μπε-

ρέ του για μαξιλάρι. τα ρούχα του είναι μουσκεμένα απ’ την

πρωινή πάχνη. Εκείνος γλαρώνει και πάλι. Όταν ξανανοίγει τα

μάτια του, το κορίτσι στέκεται αποπάνω του και τον κοιτάζει.

«Καλημέρα» λέει. «ςας έφερα κάτι να φάτε. πρέπει να φύγω

σύντομα. Όταν ετοιμαστείτε, θα σας βγάλω».

«θα μας βγάλεις;»

«θα σας βγάλω μέσα απ’ το σπίτι. παρακαλώ, κάντε γρήγο-

ρα. Μην ξεχάσετε να φέρετε την κουβέρτα και την πετσέτα».

Η Π Α Ι Δ Ι Κ Η Η Λ Ι Κ Ι Α Τ Ο Υ Ι Η Σ Ο Υ

19

Ξυπνάει το παιδί. «Έλα» λέει. «Ώρα να σηκωθείς. Ώρα για

πρωινό».

Ουρούν πλάι πλάι σε μια γωνία της αυλής.

άποδεικνύεται ότι το πρωινό τους δεν είναι παρά νερό και

ψωμί. Κι άλλο νερό και ψωμί. το αγόρι αποστρέφει το πρόσωπο·

ούτε κι εκείνος πεινάει. άφήνει τον δίσκο άθικτο στο σκαλοπά-

τι. «Είμαστε έτοιμοι» φωνάζει.

το κορίτσι τούς περνάει μέσα από το σπίτι και από εκεί τους

βγάζει στον άδειο δρόμο. «άντίο» λέει. «Μπορείτε να ξανάρθε-

τε απόψε, αν χρειαστεί».

«Και τι θα γίνει με το δωμάτιο που μας υποσχέθηκες στο

Κέντρο;»

«άν τυχόν δεν βρεθεί το κλειδί ή αν στο μεταξύ έχει καταλη-

φθεί το δωμάτιο, μπορείτε να κοιμηθείτε πάλι εδώ. άντίο».

«περίμενε ένα λεπτό. Μπορείς να μας βοηθήσεις με λίγα

χρήματα;» ως αυτήν τη στιγμή δεν είχε αναγκαστεί να ζητιανέ-

ψει, όμως τώρα δεν ξέρει πού αλλού να στραφεί.

«Είπα ότι θα σας βοηθούσα, δεν είπα ότι θα σας παρείχα εγώ

χρήματα. Για χρήματα πρέπει να αποταθείτε στα γραφεία της

Asistencia Social6. Μπορείτε να πάρετε το λεωφορείο για την

πόλη. Μην ξεχάσετε να έχετε μαζί σας το διαβατήριο και την

απόδειξη παραμονής σας. Μόνο έτσι μπορείτε να εισπράξετε

το επίδομα μετοίκησης. η άλλη λύση είναι να βρείτε δουλειά

και να ζητήσετε προκαταβολή. Δεν θα είμαι στο Κέντρο σήμε-

ρα το πρωί, έχω μια σύσκεψη, όμως αν παρουσιαστείτε εκεί και

τους πείτε ότι ψάχνετε για δουλειά και θέλετε un vale7, θα

καταλάβουν τι εννοείτε. Un vale. Και τώρα, ειλικρινά, πρέπει

να φύγω τρέχοντας».

6 Κοινωνική πρόνοια.7 Κουπόνι.

J. M. C O E T Z E E

20

το μονοπάτι που ακολουθούν το αγόρι κι εκείνος μέσα από

το άδειο άλσος αποδεικνύεται ότι δεν είναι το σωστό· την ώρα

που φτάνουν στο Κέντρο, ο ήλιος βρίσκεται ήδη ψηλά στον

ουρανό. πίσω από το γκισέ με την επιγραφή Trabajos βρίσκε-

ται μια μεσόκοπη γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο, με τα μαλλιά

της τραβηγμένα πίσω από τα αυτιά και χτενισμένα σε σφιχτό

κότσο.

«Καλημέρα» λέει. «Φτάσαμε και καταγραφήκαμε χτες. Εί-

μαστε νεοαφιχθέντες, και ψάχνω για δουλειά. Όπως κατάλαβα,

εσείς είστε αρμόδια να μου δώσετε un vale».

«Vale de trabajo»8 λέει η γυναίκα. «Δείξτε μου το διαβατήριό

σας».

της δίνει το διαβατήριο. το εξετάζει, του το επιστρέφει. «θα

σας γράψω ένα vale, όμως, αναφορικά με το είδος της εργασίας,

σ’ εσάς εναπόκειται να αποφασίσετε».

«Μπορείτε να μου υποδείξετε από πού να ξεκινήσω; Βρίσκο-

μαι σε εντελώς άγνωστο έδαφος».

«Δοκιμάστε στο λιμάνι» λέει η γυναίκα. «ςυνήθως ψάχνουν

για εργάτες. θα πάτε με το λεωφορείο, με το 29. περνάει έξω

από την κεντρική πύλη κάθε μισή ώρα».

«Δεν έχω λεφτά για λεωφορεία. Δεν έχω καθόλου λεφτά».

«το λεωφορείο είναι δωρεάν. Όλα τα λεωφορεία είναι δω-

ρεάν».

«Κι ένα μέρος για να μείνουμε; Μπορώ να διατυπώσω το

αίτημα για ένα μέρος όπου θα μπορούσαμε να μείνουμε; η

νεαρή κυρία που είχε βάρδια χτες, Άννα ονομάζεται, έκλεισε

ένα δωμάτιο για εμάς, όμως δεν κατορθώσαμε να διασφαλίσου-

με δικαίωμα εισόδου».

«Δεν υπάρχουν ελεύθερα δωμάτια».

8 Κουπόνι εργασίας.

Η Π Α Ι Δ Ι Κ Η Η Λ Ι Κ Ι Α Τ Ο Υ Ι Η Σ Ο Υ

21

«Χτες υπήρχε ένα ελεύθερο δωμάτιο, το C-55, όμως το κλει-

δί είχε παραπέσει. ύπεύθυνη για το κλειδί είναι η σενιόρα

Βάις».

«Δεν έχω ιδέα σε τι αναφέρεστε. Ελάτε πάλι το απόγευμα».

«Μπορώ να μιλήσω με τη σενιόρα Βάις;»

«τώρα το πρωί το ανώτερο προσωπικό έχει σύσκεψη. η σε-

νιόρα Βάις είναι στη σύσκεψη. θα επιστρέψει το απόγευμα».

J.M. C

OETZ

EEΗ

ΠΑΙΔΙ

ΚΗ Η

ΛΙΚΙΑ

ΤΟ

Υ ΙΗΣ

ΟΥ

ISBN 978-960-566-256-1

ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 6256

Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

J.M. COETZEE

ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2003

MΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

Ο J. M. Coetzee (Τζ. Μ. Κουτσί) γεν-νήθηκε το 1940 στο Κέιπ Τάουν. Σπούδασε λογοτεχνία στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε ως καθηγητής πανεπιστη-μίου ως το 1983. Το 1984 εκλέχτηκε καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν. Το 2002 μετακόμισε στην Αυστραλία, όπου και διαμένει. Η καριέρα του ως συγγρα-φέα ξεκίνησε το 1974. Έκτοτε έχει γράψει μυθιστορήματα, έχει δημοσι-εύσει αρκετές συλλογές δοκιμίων και αυτοβιογραφικά έργα. Είναι ο πρώτος συγγραφέας στον οποίο απονεμή-θηκε δύο φορές το βραβείο Booker (το 1983 και το 1999 για τα έργα του Βίος και Πολιτεία του Μάικλ Κ και Ατί-μωση αντίστοιχα). Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο της Κοινοπολιτείας, το Prix Étranger Femina και έχει λάβει τρεις φορές την υψηλότερη τιμητική διάκριση στη χώρα του. Η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003. Έργα του έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

Περιμένοντας τους βαρβάρους Τα χρόνια του σιδήρου

(νέα έκδοση – 2014) Ένας αργός άνθρωπος

(νέα έκδοση – 2014) Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς Θέρος: Σκηνές από την

αγροτική ζωή Μια γυναίκα στο νησί

του Ροβινσώνα Σκοτεινές χώρες

J.M. COETZEEΈνας μεσήλικας και ένα πεντάχρονο παιδί φτάνουν σε μια χώρα δίχως όνομα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αναζητώντας έναν τόπο για να ζήσουν, μια «καινούρ-για ζωή». Δεν έχουν παρελθόν, δεν έχουν αναμνήσεις, κάθε παλιός δεσμός τους έχει διαρραγεί. Δεν είναι καν συγγενείς· απλώς ο άντρας έχει αναλάβει υπό την προστασία του το παιδί, ορίζοντας ως υπέρτατη αποστολή του να εντοπίσει τη χαμένη του μητέρα. Προικισμένο με γόνιμη φαντασία και ιδιαίτερη ευφυΐα, αν όχι ενόραση, το παιδί, ο Νταβίντ, φέρνει τους ενήλικες αδιάκοπα αντιμέτωπους με τις αντιφάσεις, τις προκαταλήψεις και τις αδυναμίες τους. Κι όταν η «καινούργια ζωή» στην οποία όλοι προσβλέπουν αρχίζει να παίρνει σχήμα, το παιδί αποδεικνύεται ο Μεσσίας της.

Συναρπαστική αλληγορία για τη μετανάστευση, την ατομική ταυτότητα και το κοινωνικό καλό, φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στις μεταφυσικές αγωνίες και τα ηθικά διλήμματα, το τελευταίο μυθιστόρημα του νομπελίστα δημιουργού μένει ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις και επιβεβαιώνει με τον πιο δραστικό τρόπο την αφηγηματική δεινότητα και το στοχαστικό βάθος του συγγραφέα.

Το εμπνευσμένο Κατά Coetzee Ευαγγέλιο.The Herald

Πεζογραφία επιβλητικής διαύγειας και χάρης. Ο Coetzee επιστρέφει στη διαυγή και ταυτόχρονα ερμητική μυθοπλασία αριστουργημάτων όπως το Περιμένοντας τους βαρβάρους. Ο τίτλος κάνει τον αναγνώστη να περιμένει μια ζοφερή αναδιήγηση των Ευαγγελίων. Όμως ο Coetzee ποτέ δεν κάνει τα πράγματα τόσο απλά για τους πιστούς του.

Independent

Το βιβλίο μας βυθίζει σε ένα μυστηριώδες, ονειρικό πεδίο... Μια παραβολή για την αναζήτηση του νοήματος που εμπνέεται από τον Κάφκα.

Joyce Carol Oates, The New York Times Book Review

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ J.M. COETZEE ΑΠΟ ΤΟ

3850_KP_PAIDIKH_HLIKIAcover.indd 1