Συμβαίνουν... ISBN 978-960-9611-18-3

50
Γεώργιος Σωκράτους Καραμπατέας Συμβαίνουν... (Διηγήματα) «Άνοιξε την καρδιά σου στην καρδιά του κόσμου και στοχάσου. Έτσι γίνεσαι ποιητής» Γ. Σ. Κ ΑΘΗΝΑ 2013

description

by ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΠΑΤΕΑΣ κοινωνικού περιεχομένου διηγήματα ISBN 978-960-9611-18-3

Transcript of Συμβαίνουν... ISBN 978-960-9611-18-3

Γεώργιος Σωκράτους Καραμπατέας

Συμβαίνουν...

(Διηγήματα)

«Άνοιξε την καρδιά σου

στην καρδιά του κόσμου

και στοχάσου.

Έτσι γίνεσαι ποιητής»

Γ.Σ.Κ

ΑΘΗΝΑ 2013

Γεώργιος Σωκρ. Καραμπατέας

Πτυχιούχος Θεολογίας - Φιλοσοφίας

Πανεπιστημίου Αθήνας

τ. καθηγητής 1ου

Λυκείου Σπάρτης

Συμβαίνουν... (διηγήματα)

Δεν χρειάζεται πια σπίτι

Η γυναίκα με τις πολλές μετάνοιες

Ο Αράπης

Η ενέδρα διηγείται ο έφεδρος ανθυπολοχαγός του εμφύλιου

ΑΘΗΝΑ 2013

ISBN 978-960-9611-18-3

Κάθε γνήσιο αντίτυπο φέρει

την υπογραφή του συγγραφέα

Γεώργιος Σωκράτους Καραμπατέας

τ. καθηγητής 1ου Λυκείου Σπάρτης

Μπισκίνη 53 Ζωγράφου Αττικής

Τ.Κ. 157 71

Τηλ. 210 7783437, 27310 36218, 27210 98429

Εικονoγράφηση: Ευστάθιος Παναγ. Καραμπατέας τηλ. 21300 88667

κιν. 6939112799

Επιτρέπεται η ανατύπωση

και σε φωτοαντίγραφα

3

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Γεώργιος Σωκράτους Καραμπατέας, το τρίτο εκ των πέντε ( 3 άρρενα

και 2 θήλεα ) τέκνων του Σωκράτους Παναγ. Καραμπατέα και της Ποτί-

τσας (Παναγιώτας) Σωκρ. Καραμπατέα (το γένος Γεωρ. Καραμανέα), γεν-

νήθηκε το έτος 1934 (16 Φεβρουαρίου) στον οικισμό Χώρα του Κέντρου (

Γαϊτσές ), Δήμου Αβίας, Δυτικής Μάνης του Νομού Μεσσηνίας. Φοίτησε

στο Δημοτικό σχολείο του χωριού του και στο Β΄ Δημοτικό σχολείο Καλα-

μάτας. Τελείωσε το οκτατάξιο Γυμνάσιο Καλαμάτας και σπούδασε Θεολο-

γία στην Αθήνα με υποτροφία της Μητρόπολης Γυθείου για το 1ο έτος

σπουδών, του Συμβουλίου των Εκκλησιών για το 2° έτος σπουδών, και του

Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών(Ι.Κ.Υ) για τα τρία έτη ως αριστεύσας

στις εξετάσεις του 1ου

έτους σπουδών .

Υπηρέτησε κανονικά τη θητεία του ( με εξαίρετον διαγωγή) στο Ναύ-

πλιο (Μηχανικό) επί ένα έτος ως προστάτης της πατρικής οικογένειας. Ερ-

γάσθηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως δάσκαλος των Θρησκευτικών

και Ιστορικών μαθημάτων, ως σύμβουλος του σχολικού επαγγελματικού

προσανατολισμού (με ειδική εκπαίδευση σε εξάμηνο σεμινάριο) και ως

μαθηματικός στις Γυμνασιακές τάξεις (λόγω έλλειψης Μαθηματικού πτυ-

χιούχου). Υπηρέτησε στα σχολεία: Γυμνάσιο Σιδηροκάστρου Μεσσηνίας,

Γυμνάσιο Γερακίου Λακωνίας, Λύκειο και Γυμνάσιο Ξηροκαμπίου Λακω-

νίας, Λύκειο και Γυμνάσιο Γαργαλιάνων Μεσσηνίας, Α΄, Β΄, Γ΄ Γυμνάσια

Σπάρτης και Α΄, Β΄ Λύκεια Σπάρτης. Με διακοπές (λόγω υπηρεσιακών

αναγκών) από του έτους 1968 μέχρι το έτος 1997, όπου έλαβε τη σύνταξή

του, υπηρέτησε στο Α΄ Λύκειο Σπάρτης. Στο διάστημα της υπηρεσίας του

(1981) έλαβε το πτυχίο της Φιλοσοφίας (Τμήμα Φιλοσοφίας) από το Πανε-

πιστήμιον Αθηνών. Στα έτη 1963–64 εργάσθηκε ως λαϊκός ιεροκήρυκας

της Αποστολικής Διακονίας στη Μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης με

σύμβαση ορισμένου χρόνου. Με τη σύζυγό του Ποτούλα (το γένος Πετρ.

Πικάκη), δασκάλα, έγινε πατέρας δύο τέκνων, Σωκράτους και Φιλάνθης..

Έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές (σύνολον 778 ποιήματα),

μία μελέτη (επισήμανση) στον αθλητισμό (δίπλωμα ευρεσιτεχνίας α-

ριθμ.871934), τρία παιδικά βιβλία, ένα βιβλίο οδοιπορικό στον Ταΰγετο και

Πάρνωνα και ένα θεατρικό έργο, (άπαντα έχουν κατατεθεί και φυλάσσο-

νται στο συμβολαιογραφείο Χάρη Καλογερέα - Πειραιώς 1, Αθήνα).Έχει

δημοσιεύσει άρθρα πνευματικής καλλιέργειας, ηθικοθρησκευτικά, οδοιπο-

ρικά, φιλοσοφικά, οικονομικής φύσεως, εκπαιδευτικά, κ.ά. γενικά, σε εφη-

μερίδες του Ναυπλίου, της Σπάρτης και της Καλαμάτας.

4

Έχει καταθέσει προς φύλαξη το ιδιόχειρο ημερολόγιό του, χειρόγραφες

ιδιόγραφες εργασίες προς επεξεργασία για δημοσίευση (Σκέψεις-

Διδασκαλίες-Σχέδια αγωγής κ.ά.) σε δέκα πολυσέλιδους τόμους και μεγάλο

μέρος του προσωπικού του αρχείου στα Γενικά Αρχεία του Κράτους Σπάρ-

της και ένα τόμο(φωτοαντίγραφο χειρογράφου) στην Εθνική Βιβλιοθήκη

(Αθήνα) (άπαντα είναι στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου ερευνητού).Τα

δημοσιευμένα βιβλία του (11) έχουν κατατεθεί στα Γενικά Κρατικά Αρχεία

Σπάρτης.

Είναι μέλος της «Πνευματικής Εστίας Σπάρτης», της «υπαιθρίου Ζωής

Σπάρτης», της «Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων», του Πανελλήνιου Συν-

δέσμου «Φίλοι των Ακριτών», του Συνδέσμου των απανταχού Λακώνων

«Ο Λυκούργος», του «Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου», του

συλλόγου «Κέντρου (Γαϊτσών) Αβίας Μάνης, Μεσσηνίας»και της «Πα-

νελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών»(ΠΕΛ). Τιμήθηκε από την Ακαδημία Α-

θηνών με έπαινον για την παράδοση αρχαίων στο Μουσείο Σπάρτης και

από το 1° ΄Λύκειο Σπάρτης με τιμητική πλακέτα και άλλα αναμνηστικά για

την προσφορά του ως εκπαιδευτικός.

Τα, ως παραπάνω, εκδοθέντα έργα του έχουν κυκλοφορήσει με τους

τίτλους ως εξής: 1. Ο άνθρωπος και η φύση (ποιήματα) Β' Έκδ. Σπάρτη

1990, 2. Τρέχω για την υγεία μου (όχι για πρωταθλητισμό) έρευνα στο α-

γώνισμα δρόμου σε βραδύ ρυθμό. (Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας Αρ. 871934).

Β΄ Εκδ. Σπάρτη 2004, 3. Ένα σεργιάνι μέσα στους κόσμους της ύπαρξης

και του στοχασμού (ποιήματα). Σπάρτη 1989, 4. Με τη γλώσσα της αγά-

πης (ποιήματα-στίχοι).Σπάρτη 1990, 5. Παιδικές Κουβεντούλες Α'. Β' Έκ-

δοση Σπάρτη 2004, 6. Παιδικές Κουβεντούλες Β'. Β' Έκδοση Σπάρτη

2004, 7. Ξεκίνημα από τα βάθη της σιωπής (ποιήματα). Σπάρτη 2001, 8.

Όταν οι άνθρωποι αγαπάνε (και άλλα διηγήματα). Σπάρτη 2005, 9. Στα

«γόνατα» του Ταΰγετου και του Πάρνωνα. Σπάρτη 2005, 10. Ο Χριστός

Επιστρέφει στη Γη (φανταστική ιστορία. Θεατρικό έργο). Σπάρτη 2005,

11. Στοχασμών ακούσματα (ποιήματα). Σπάρτη 2006, 12. Από την αιωνιό-

τητα της ύπαρξης (ποιήματα) Σπάρτη 2010, 13. Παιδικές Κουβεντούλες Γ'

Σπάρτη 2010 και 14. Ανθρώπινη Επικοινωνία (διηγήματα) Σπάρτη 2010.

5

Έργα του ιδίου

1. Ένα σεργιάνι μέσα στους κόσμους της ύπαρξης και του στοχασμού

(ποιήματα), Σπάρτη 1989

2. Με τη γλώσσα της αγάπης (ποιήματα-στίχοι), Σπάρτη 1990

3. Ο άνθρωπος και η φύση(ποιήματα) Β΄ Εκδ., Σπάρτη1990

4. Ξεκίνημα από τα βάθη της σιωπής (ποιήματα), Σπάρτη 2001

5. Τρέχω για την υγεία μου (όχι για πρωταθλητισμό), έρευνα στο αγώνισμα

δρόμου σε βραδύ ρυθμό (Δίπλ.Ευρεσιτεχνίας Αρ.871934) Β΄Εκδ., Σπάρτη 2004

6. I’m running for my health not for becoming a champion Sparta 2004

7. Παιδικές Κουβεντούλες Α΄, Β΄ Εκδ., Σπάρτη 2004

8. Παιδικές Κουβεντούλες Β΄, Β΄ Εκδ., Σπάρτη 2004

9. Όταν οι άνθρωποι αγαπάνε (και άλλα διηγήματα), Σπάρτη 2005

10. Στα «γόνατα» του Ταΰγετου και του Πάρνωνα, Σπάρτη 2005

11. Ο Χριστός επιστρέφει στη Γη (φανταστική ιστορία, θεατρικό έργο),

Σπάρτη 2005

12. Στοχασμών ακούσματα(ποιήματα), Σπάρτη 2006

13. Παιδικές Κουβεντούλες Γ΄, Σπάρτη 2010

14. Ανθρώπινη επικοινωνία Σπάρτη 2010.

15. Από την αιωνιότητα της ύπαρξης Σπάρτη 2010

16. Σκέψεις- ιδέες Αθήνα 2010

17. Ποιήματα «Η ζωή είναι μια συνεχής προσπάθεια», Αθήνα 2010

18. Μηνύματα αγάπης (Διηγήματα), Αθήνα 2010

19. Παιδικές Κουβεντούλες Δ΄, Αθήνα 2012

20. Συντροφιά με τη ζωή (Διηγήματα), Αθήνα 2012

21. Παιδικές Κουβεντούλες Ε ,́ Αθήνα 2013

22. Συμβαίνουν...(διηγήματα) , Αθήνα 2013

6

7

Δεν χρειάζεται πια σπίτι

Χτύπησε σιγανά την ξύλινη πόρτα και περίμενε...

Όχι… Ξαναχτύπησε... Τίποτα!

Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα... και τώρα, πιο

δυνατά.

Μια αδύνατη βραχνή φωνή φτάνει από το βάθος

του χαμόσπιτου:

- Όποιος κι αν είσαι... μη φεύγεις !... Έρχομαι...

Ένα μεγάλο κλειδί γύρισε με θόρυβο στην παλιά

κλειδαρότρυπα κι η πόρτα, τραβηγμένη προς τα

μέσα, μισάνοιξε.

- Πάλι σύ; Δεν είπαμε;

- Μα είναι ανάγκη να φύγεις! Πρέπει να φύγεις!

- Κι αν δεν φύγω ;... Εδώ μένω είκοσι χρόνια!

- Ναι, αλλά το σπίτι κατεδαφίζεται..., πουλήθη-

κε... Αύριο έρχεται ο φορτωτής να το γκρεμίσει...

Θα γίνει πολυκατοικία...

- Και που θα πάω; Λεφτά δεν έχω..., δικούς, συγ-

γενείς... δεν έχω... Πως θα ζήσω;... Η μικρή μου

σύνταξη...

8

9

- Όλα τα σκέφτηκα Στέλιο... Κι εγώ φτωχός είμαι...

Θα ‘ρθεις να μείνεις μαζί μου... Εκεί θα ‘σαι μόνιμα...

Κανένας στο μέλλον δεν πρόκειται να σ’ ενοχλήσει.

- Καλά και συ; Γιατί τόσο διαφέρεσαι για μένα;

- Μα δεν υπάρχει γιατί... Είσαι φίλος μου... από παι-

διά...

- Από παιδιά;... Και ποιος είσαι του λόγου σου;

- Μα, ο Σωτήρης!... Δεν τα ‘παμε;

- Σωτήρης; Ποιος Σωτήρης... ΄Αε στο καλό άνθρωπέ

μου!... Δε θυμάμαι κανένα Σωτήρη... Δε σε ξέρω!

Άσε με ήσυχο!... Κι έκλεισε την πόρτα.

Κοντοστάθηκε για λίγο στη μέση του ισόγειου. Σωτή-

ρης... Ναι, είπε μέσα του... Σωτήρης... Εκεί... στο

...χωριό..., τα καλοκαίρια με το ρυάκι και τα πλατάνια...

΄Ηταν κι άλλα παιδιά... Πολλά παιδιά... Ο Σωτήρης με

τις βαρκούλες... Παίζαμε στη μεγάλη γούρνα και κά-

ναμε χάζι με τα βατράχια!... Δε τα βασανίζαμε... Μό-

νο τα κοιτάζαμε... και γελάγαμε. Ναι..., Ναι..., ο Σω-

τήρης... Αυτός...

- Σωτήρη... Σωτήρη!... Άνοιξε πάλι την πόρτα, μάζε-

ψε τις λίγες δυνάμεις που του ‘χανε απομείνει και

φώναξε όσο μπορούσε δυνατότερα...

10

- Σωτήρη!... Σωτήρη!... Σωτ...τη...ρη. Δεν άντεξε

περισσότερο... ΄Επεσε μπρούμυτα.

Ο άλλος άκουσε. Επιστρέφει με γρήγορα βήματα

κοντά του. Σκύβει πάνω του...

- Στέλιο,... Του μιλάει σιγά. Με θυμήθηκες Στέλι-

ο; ...΄Ελα, σήκω πάνω... Πώς; Σκόνταψες;

Ο Στέλιος λίγο κίνησε πλαγιαστά το κεφάλι του.

- Σωτήρη... Εσ’ είσαι; Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαρι-

στώ... Ναι, κει... στο χωριό... στο ρυάκι με τα πλα-

τάνια... Σ’ ευχαριστώ, αλλά... αλλά...αλ... κι αυτ’

ήτανε η τελευταία του λέξη.

Ο Σωτήρης γονατίζει δίπλα στο άψυχο σώμα του

παιδικού του φίλου, κάνει το σταυρό του και του

κλείνει τα μάτια. Αυτό ήτανε όλο... Ο Στέλιος δεν

χρειάζεται πια σπίτι... Έχει τον ουρανό, είπε, και

δάκρυσε.

11

Η γυναίκα με τις πολλές μετάνοιες

- Τη γνωρίζεις ;

- Για να δω καλύτερα... Και βέβαια! Είναι η Βαρ-

βάρα.

- Ποια Βαρβάρα ;

- Δεν έχεις ακούσει για κείνη την Ελληνίδα της

Ζυρίχης;... Είναι μια ξεχωριστή γυναίκα... Αλλά

καλύτερα να μας μιλήσει η φίλη μας η Άννα, που

ξέρει για τη Βαρβάρα πολλά.

- Καλά, αλλά... τόσες μετάνοιες, όταν θέλει να φι-

λήσει εικόνα;

- Για μας είναι πολλές, όχι όμως και για τη Βαρ-

βάρα. Η Άννα μου ‘λεγε πως μια συμπατριώτισσα,

εδώ στην εκκλησία μας, θέλησε κάποτε με καλό

τρόπο να τη συμβουλεύσει, λέγοντάς της πως τις

πολλές μετάνοιες τις παρεξηγούνε, και καλύτερα

θα ’τανε να τις περιορίσει. Και η Βαρβάρα της α-

πάντησε με τον τόμπρο κείνο τρόπο της που συνη-

θίζει: «Δεν ξέρω τι μου λες εσύ· εμένα, όταν ήμουν

μικρή, έτσι μου ’λεγε να φιλάω τις εικόνες ο παπάς

του χωριού μου, και αυτό κάνω».

12

13

- Για να σου πω... Γιώργο, θα ‘θελα να μάθω πε-

ρισσότερα γι’ αυτή την κυρία...

- Ίσως κι εγώ μπορώ, Γιάννη, να σου μιλήσω...

ό,τι έχω ακούσει για τη Βαρβάρα. Δεν είναι μυστι-

κά. Καλύτερα όμως να παρακαλέσουμε την Άννα...

Η Άννα ξέρει πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή της

φίλης της.

Ήταν ένας διάλογος που κάναμε την περασμένη

βδομάδα με το Γιάννη. Ο Γιάννης κι εγώ είμαστε

μετανάστες ΄Ελληνες εργαζόμενοι στην Ελβετία.

Σήμερα, που ‘ναι Κυριακή και αργία, σκέφτηκα να

τον καλέσω και να του θυμίσω τη κουβέντα μας.

Χτυπάω τον αριθμό του τηλεφώνου του.

- Εσύ Γιάννη; Εδώ Γιώργος.

- Ναι Γιώργο, ακούστηκε ο Γιάννης από την άλλη

άκρη.

- Λοιπόν, τι θα ‘λεγες για σήμερα;

- Για ποιο πράγμα;

- Για τη Βαρβάρα... Να παρακαλέσουμε την Άννα

να μας μιλήσει...

- Α! Ναι! Καλά λες, και με βρίσκεις εύκαιρο. Με

μεγάλη μου ευχαρίστηση! Αρκεί να ‘χει χρόνο και

η Άννα.

14

- Όσο γι’ αυτό , να μένεις ήσυχος. Η Άννα με τη

καλή της καρδιά βρίσκει πάντοτε τον καιρό να εξυ-

πηρετεί.

- Εν τάξει Γιώργο ,«αμ’ έπος, αμ’ έργον», όπως

λέμε και στην πατρίδα. Μίλα με την Άννα, κλείστε

την συνάντησή μας μαζί της και τα ξαναλέμε. Όσο

για μένα, όλη μου η μέρα είναι λεύτερη.

- Πολύ καλά. Γεια σου και θα σε ξαναπάρω.

Μετ’ από λίγη ώρα οι δυο φίλοι ήτανε και πάλι

στ’ ακουστικά τους.

- Λοιπόν Γιάννη, η Άννα μας καλεί στο σπίτι της

για καφέ, το απόγευμα στις πέντε.

- Σύμφωνοι! Στις πέντε...

Έτσι ο Γιάννης κι εγώ βρεθήκαμε, την ορισμένη

ώρα, στο σπίτι της φίλης μας. Ήτανε μόνη· το κο-

ρίτσι που τη βοηθάει είχε τη λεύτερη μέρα του.

Μας πέρασε στο σαλόνι και η ίδια μας έψησε ελλη-

νικό καφέ με πλούσιο το καϊμάκι του. Είχε και

βουτήματα. Η Άννα είναι πάντοτε γελαστή, καλο-

κάγαθη Ελληνίδα από ένα χωριό της Μάνης, κόρη

Έλληνα ανώτερου αξιωματικού. Εργάσθηκε νοση-

λεύτρια για χρόνια στην Ελβετία. Τώρα, συντα-

ξιούχος, παρά την ηλικία της και τις περιπέτειες με

15

την υγεία της, τρέχει να βοηθήσει όπου υπάρχει

πόνος και φτώχεια.

Πίνοντας τους καφέδες μας, καθισμένοι γύρω

από το δρύινο τραπέζι, η Άννα άρχισε πρώτη:

- Λοιπόν ξέρω, από το τηλεφώνημα, το σκοπό της

επίσκεψής σας. Κι έρχομαι αμέσως στο θέμα:

Πρώτα-πρώτα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε

πως όταν μιλάμε για τη Βαρβάρα, μιλάμε για μια

σωστή και έξυπνη γυναίκα από τα εκατομμύρια ε-

κείνα των άγνωστων ακέραιων ανθρώπων, που μό-

νον ο Θεός τους ξέρει. Τα δυο αυτά περιστατικά

της ζωής της που της συνέβησαν, όταν ήτανε ακό-

μη παιδούλα, καθώς μου τα περιέγραψε η ίδια, και

τα οποία τώρα με δικά μου λόγια θα σας διηγηθώ,

ελπίζω πως θα σας βοηθήσουν να βγάλετε και σεις,

από μόνοι σας, τα συμπεράσματά σας. Και αρχίζω:

Όταν η Βαρβάρα ήτανε κοριτσάκι, δέκα περίπου

ετών, όπως μου ‘χει πει, μαζί με τις άλλες δουλειές,

έπρεπε να πηγαίνει κάθε μέρα και τις κατσίκες στο

λόγγο με τα φρύγανα για να βοσκήσουν. Ένα πρωι-

νό όμως αισθάνθηκε κάποιο δυνατό πόνο και σκε-

πτότανε πώς να το ‘λεγε στους δικούς της που μπο-

ρεί και να μη την πίστευαν. Σκέφτηκε πως ίσως να

νόμιζαν πως ήθελε με κάποια δικαιολογία ν’ από-

16

φύγει τη μέρα κείνη το βόσκημα των γιδιών και να

μείνει στο σπίτι. Τι να κάνει; Σήκωσε τα μάτια της

στον ουρανό και είπε το πρόβλημα της στο Θεό. Την

ίδια στιγμή βλέπει ψηλά, μέσα στα σύννεφα, να σχη-

ματίζεται η εικόνα του Παντοκράτορος όπως φαινό-

τανε στον θόλο της εκκλησίας τους. Τότε, ενώ ο πό-

νος της είχε περάσει, βλέπει και τη μάνα της να’ ρχε-

ται κοντά της. «Μάνα!», της φωνάζει, «κοίτα από πά-

νω σου, στον ουρανό... είναι ο Θεούλης». Η μάνα της

γύρισε το βλέμμα της προς τα πάνω, αλλά δεν έβλεπε

τίποτα, ενώ το μικρό εκείνο αθώο κοριτσάκι εξακο-

λουθούσε να βλέπει τον Παντοκράτορα, όπως στην

Εκκλησία τους, και να τον ευχαριστεί που τη γιάτρε-

ψε από τον πόνο της. Μετά, χωρίς να πει τίποτα στη

μάνα της, πήρε τις κατσίκες κι ολόχαρη τις οδήγησε

στη βοσκή τους.

Ο Γιάννης κι εγώ ακούγαμε την Άννα και γιομίζαμε

από θαυμασμό και ευχαρίστηση, αναλογιζόμενοι πως

υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι στον κόσμο μας με

τόση αθωότητα.

- Άννα, πήρα το λόγο. Σ’ ευχαριστούμε γι’ αυτά που

ακούσαμε· είμαστε έτοιμοι για το δεύτερο περιστατι-

κό από τη ζωή της φίλης σου.

17

- Κι εγώ σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευ-

καιρία να μιλήσω για την Βαρβάρα που την αγα-

πάω πολύ, όπως κι εκείνη. Αρχίζω λοιπόν και το

άλλο θαυμαστό συμβάν της παιδικής της ηλικίας,

όπως το ‘χω ακούσει, επίσης κι αυτό, από την ίδια.

Πρέπει δω να σημειώσουμε πως η Βαρβάρα και

τώρα, που ‘ναι μεγάλη, μιλάει για τη ζωή της, δο-

ξάζοντας τον Θεόν, χωρίς να αισθάνεται η ίδια κα-

μιά περηφάνεια για τον εαυτό της. Κουβεντιάζει

πάντοτε από ευχαρίστηση γι’ αυτά που της συμβαί-

νουν. Αναφέρεται σ’ αυτά με την αγνότητα του μι-

κρού παιδιού και τα μιλάει σαν απλά γεγονότα, που

κάνει ο Θεός για να τη βοηθήσει.

Έτσι, λοιπόν, μου διηγιόταν πως κάποτε, όταν η

πατρίδα μας ήτανε κατακτημένη από τους Γερμανούς

και ο κόσμος πεινούσε, στο σπίτι τους δεν είχανε ψω-

μί. Και μια μέρα η Δέσποινα λέει στη μάνα της με

παράπονο: «Αχ μανούλα μου... πάλι χωρίς ψωμί θα

τα φάμε τα χόρτα μας; Πώς να τα φάμε έτσι; Θεέ

μου», είπε, «στείλε μας λίγο ψωμί σε παρακαλώ».

Με αυτά τα λόγια βγήκε στο χαγιάτι τους. Και τι

βλέπει! Πάνω στην μάντρα, δίπλα στην εξώπορτα του

σπιτιού τους, ακουμπισμένο ένα μεγάλο καρβέλι ψω-

μί. «Ω! μάνα!», φώναξε μ’ όλη της τη δύναμη, «Εί-

δες; Να! Ο Χριστούλης, που τον παρακάλεσα, άκου-

18

σε την προσευχή μου και μας έστειλε ένα καρβέλι

ψωμί. Νάτο! Είναι πάνω στη μάντρα μας». Πράγ-

ματι ένα γειτονόπουλο, από καλοστεκούμενο νοι-

κοκυριό του χωριού, είχε ακουμπήσει το ψωμί πά-

νω στις λιθόπλακες του ξηρολίθινου αυλόγυρου,

δίπλα στην εξώπορτα τους.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η Βαρβάρα. Τα δυο αυ-

τά περιστατικά από τη ζωή της, που ακούσατε, νο-

μίζω πως εκφράζουν τον βαθύτερο αγνό ψυχικό της

κόσμο. Δεν χρειάζεται περισσότερα, για να γνωρί-

σει κανείς την καθαρότητα αυτής της γυναίκας, που

κάνει τα πολλά γονατίσματα μπροστά στις εικόνες,

όσο κι αν σε μας φαίνεται αυτό σχολαστικό και πε-

ριττό. Είναι γι’ αυτήν, όπως πιστεύω, η ζωντάνια

της πίστης της στο Θεό, που τον ζει ολοκληρωτικά

με την ψυχή της και το σώμα της.

Γι’ αυτό και την Θεία Κοινωνία θέλει να την

παίρνει τελείως νηστική και μετά από πολυήμερη

νηστεία. Μια μέρα, εδώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία

μας, ένας παπάς, από καλωσύνη του, και βλέποντας

την να τρέμει, τόλμησε να τη συμβουλεύσει να πε-

ριορίσει λίγο τις νηστείες της. «Δεν ξέρω τι μου λες

εσύ», του απάντησε, «Εμένα, έτσι μου ‘χει πει να

κοινωνάω ο παπάς του χωριού μου, απ’ όταν ήμουν

19

μικρή, και αυτό κάνω! Όχι να κοινωνάω φαγωμέ-

νη!».

Κάποια μέρα, πήγανε ‟μάρτυρες του Ιεχωβά„ στο

σπίτι της και της μιλούσαν για το Θεό. Η Βαρβάρα

τους απαντούσε: «Ναι! τους έλεγε, ο Θεούλης είν’

εδώ κοντά μου, στο σπίτι μου!». Όταν όμως της εί-

πανε για την Παναγία πως ήτανε μια συνηθισμένη

γυναίκα, τους μάλωσε αυστηρά και τους έδιωξε.

Έτσι πάντα κάνει μια παρατήρηση. Μιλάει με ευ-

θύτητα, χωρίς περιστροφές.

- Άννα, πήρε το λόγο ο Γιάννης, θέλω να σε ρω-

τήσω αν ξέρεις κάτι για την προσωπική της ζωή,

χωρίς βέβαια να’ χει αυτό σημασία στη συζήτησή

μας... Πώς βρέθηκε η Βαρβάρα στην Ελβετία και τι

δουλειά έκανε;

- Δεν είναι μυστικό, Γιάννη, η ίδια μου ‘χει μιλή-

σει και γι’ αυτό. Η Βαρβάρα ήρθ’ εδώ για εργασία

και δούλευε υπηρεσία σ’ ένα πλούσιο Ελβετικό

σπίτι. Εκεί οι άνθρωποι του σπιτιού, οι εργοδότες

της, ξετίμησαν τον αδαμάντινο χαρακτήρα της και

την εργατικότητά της και την κάνανε γενική οικο-

νόμο στο νοικοκυριό τους. Για την συντήρησή της,

της πρόσφεραν τα πάντα. Έτσι η Βαρβάρα όλα τα

χρήματα, που της δίνανε γι αμοιβή της δουλειά της,

20

τα ‘στελνε στην Ελλάδα, στο σπίτι της. Τη γνώρισα

εδώ πριν από κάμποσα χρόνια. Μένει στη Ζυρίχη.

Τώρα, συνταξιούχος, ογδόντα έξι ετών, έχει κι αυ-

τή τα προβλήματά της με την υγεία της. Δεν πα-

ντρεύτηκε. Μένει μόνη της. Παίρνει καλή σύνταξη

και τα καταφέρνει.

- Άννα, συνέχισε ο Γιάννης, είμαστε πολύ ευχαρι-

στημένοι που με την δική σου βοήθεια μάθαμε τό-

σα πολλά γι’ αυτή τη γυναίκα, ιδιαίτερα γω που δεν

την ήξερα καθόλου.

- Σ’ ευχαριστούμε που μας δέχτηκες στο σπίτι

σου, συμπλήρωσε ο Γιώργος, και μας έδωσες την

ευκαιρία ν’ ακούσουμε τόσα ωραία λόγια για τη

Βαρβάρα. Σ’ αποχαιρετούμε παίρνοντας και μεις

μαζί μας την πίστη σου πως υπάρχουνε στον κόσμο

μας πολλοί, πάρα πολλοί σωστοί άνθρωποι, άγιοι

θα ‘λεγα, που μόνο ο Θεός τους ξέρει.

- Ναι! έκλεισε ο Γιάννης. Το παράδειγμα της

Βαρβάρας μας βοήθησε να κάνουμε τη πίστη σου

και δική μας πίστη.

- Κι εγώ σας ευχαριστώ που δεχτήκατε την πρό-

σκλησή μου και μου δώσατε την αφορμή να σας

μιλήσω για γεγονότα της ζωής της Βαρβάρας όπως

ακριβώς τα έχω ακούσει από την ίδια.

21

Έτσι τέλειωσε η επίσκεψή μας στο σπίτι της Άν-

νας. Αυτή είναι η Ελληνίδα της Ελβετίας, που κά-

νει τις πολλές μετάνοιες, όταν θέλει ν’ ασπαστεί

μια εικόνα στην εκκλησία· φαίνεται πως έτσι προ-

σεύχεται στην επικοινωνία της με το Θεό.

« Ο άνθρωπος, αυτός ο άγνωστος » θα ‘λεγε κι ο

γιατροφιλόσοφος Καρρέλ και για τη Βαρβάρα αν

την είχε και ο ίδιος γνωρίσει.

22

23

Ο Αράπης

Ο Γράμμος φλεγότανε μέσα στις φωτιές του εμ-

φύλιου, κορμιά πέφτανε πάνω στη λεβεντιά τους. Η

Ελλάδα, μητέρα της ελευθερίας και της δημοκρατί-

ας, έκλαιγε κάθε μέρα εκατοντάδες νεκρούς-παιδιά

της.

Ένας σκοτεινός ολοκληρωτισμός, το κατεστημέ-

νο, για να διατηρήσει την εξουσία του, αμυνότανε

εναντίον ενός άλλου ολοκληρωτισμού, εξ ίσου

σκοτεινού και ανελέητου, που δια πυρός και σιδή-

ρου επετίθετο ν’ ανατρέψει τον πρώτον.

Και μέσα στις φοβερές συγκρούσεις των συ-

μπληγάδων τους, συνθλίβονταν τα Ελληνικά νιάτα,

παραδίδονταν στις φλόγες σπίτια και ολόκληρα

χωριά, διαλύονταν νοικοκυριά, εκτοπίζονταν πλη-

θυσμοί, μένανε χήρες και ορφανά στους πέντε δρό-

μους.

Ο Μιχάλης, έφεδρος ανθυπολοχαγός, οικογε-

νειάρχης με τέσσερα παιδιά, στρατεύτηκε τότε και

βρέθηκε μαζί με άλλους της ηλικίας του, ως διμοι-

ρίτης, στην πρώτη γραμμή του μετώπου, μαχόμενος

24

κατά των ‟ανταρτών„ όπως αποκαλούσαν τότε τους

παγιδευμένους από τον Διεθνή Κομμουνισμό Έλ-

ληνες, που πήραν τα βουνά και σήκωσαν τα όπλα

εναντίον της πατρίδας των για να επιβάλλουν με τη

βία τον Κομμουνισμό στην Ελλάδα.

Σήμερα, ενενηκοντούτης ο Μιχάλης, καλοστε-

κούμενος, περνάει τον καιρό του ενθυμούμενος και

κουβεντιάζοντας τα περασμένα. Είναι ένας καλό-

καρδος γέροντας, πάντοτε κεφάτος και γελαστός.

Χωρίς να τον είχα ξανασυναντήσει, έτσι παρορμη-

τικά, εκείνο το πρωινό της Κυριακής μετά την Εκ-

κλησία, τον ακολούθησα μέχρι το τραπέζι του.

- Μου επιτρέπετε κύριε να καθίσουμε μαζί; Βλέ-

πω πως είσθε και σεις μόνος.

Ενθουσιασμένος ο Μιχάλης, με καλοδέχτηκε και

αμέσως μου συστήθηκε. Του ‘πα κι εγώ τ’ όνομά

μου και τον κολάκεψα για το παρουσιαστικό του.

- Για πόσα με περνάς; με ρωτάει χαμογελώντας.

- Μα, να σου πω δε είσαι μεγαλύτερος από... ε-

βδομήντα επτά, εβδομήντα οκτώ.

- Κι όμως κλείνω τα ογδόντα εννιά, μου απαντάει.

- Δεν σας φαίνεται καθόλου· να τα κατοστήσετε

και να τα περάσετε.

25

- Α, καλωσύνη σας! Σας ευχαριστώ!

Παραγγείλαμε καφέδες. Με κανένα τρόπο δε δέ-

χτηκε να πληρώσω. Κατάλαβα πως το αυθόρμητό

μου να τον πλησιάσω τον είχε ενθουσιάσει. Μου

μίλησε με πολλή ικανοποίηση για τα τέσσερα παι-

διά του και για τα δεκαέξι εγγόνια του. Ήτανε όμως

χήρος· από δεκαετίας είχε χάσει τη γυναίκα του. Το

ανέφερε με πόνο, του είχε στοιχίσει. Μετά η κου-

βέντα μας γύρισε σε κείνα τα δύσκολα χρόνια του

εμφυλίου αλληλοσπαραγμού. Δεν μου μίλησε για

τις αποκρουστικές αδελφοκτόνες μάχες πάνω στα

βουνά της πατρίδας μας. Αναφέρθηκε σ’ ένα ασή-

μαντο και αρκετά αστείο, όπως είπε, περιστατικό ,

που του συνέβη κατά την στρατιωτική του εκείνη

εμπόλεμο θητεία.

- Το περιστατικό αυτό έχει σχέση μ’ ένα σκύλο

που τον λέγαμε Αράπη, γιατί πράγματι ήτανε κατά-

μαυρος.

Έτσι άρχισε και συνέχισε:

- Τον Αράπη, που λες, τον είχα ζητήσει από τον

Νώντα τον τσοπάνη, που είχε το μαντρί του κοντά

στον καταυλισμό μας. Μας προμήθευε γάλα και

σφαχτά. Βλέπω κ. Νώντα, του λέω μια μέρα, πως η

26

σκύλα σου έχει τέσσερα καλοταϊσμένα κουτάβια.

Δεν μου δίνεις το ένα;

– Τι να σου δώσω καπετάνιο, όπως βλέπει η αφε-

ντιά σου μου χρειάζονται· να μεγαλώσουνε και να

μου φυλάνε τα γιδοπρόβατα... αλλ’ ας είναι... Παρ’

ένα! Ποιο θέλεις απ’ όλα;

Εγώ χούφτωσα ένα παχουλό κατάμαυρο.

– Να το βάλεις κι αυτό στο λογαριασμό Νώντα, εί-

πα στον τσοπάνη φεύγοντας.

– Δεν κάνει τίποτα, καπετάνιο. Στην υγειά σας και

να σας ζήσει.

– Να ‘σαι καλά Νώντα και σ’ ευχαριστούμε.

Έφτασα ολόχαρος στο φυλάκιο. Οι φαντάροι γε-

λάσανε πολύ με το κουτάβι που τους κουβάλησα.

Κάθε μέρα όλοι το ταΐζανε και κείνο, λαίμαργο, έ-

τρωγε και μεγάλωνε. Τότε του δώσανε και τ’ όνομα

Αράπη.

Μετ’ από κάποιους μήνες μετακινηθήκαμε σ’

άλλο λόφο, όπου εγκατασταθήκαμε πλάι σ’ ένα ε-

γκαταλειμμένο πολυβολείο-παρατηρητήριο. Ο Α-

ράπης, από κοντά. Είχε πια γίνει ένα γερό τέλειο

τσοπανόσκυλο. Έπιασε και φιλία με μια σκύλα με-

γαλύτερή του.

27

Το παράξενο, που παρατηρήσαμε στα δυο αυτά

σκυλιά, ήτανε πως κάθε βράδυ, πριν πέσουνε για

ύπνο, ξεκινούσανε από το ίδιο σημείο και κυκλικά

περιτρέχανε το φυλάκιο τρεις φορές σταυρωτά.

- Έξυπνο σκυλί ο μαύρος σας, λοχαγέ! μου λέει

μια μέρα ο Βασίλης, που ‘χε τη στάνη του στον α-

πέναντι λόφο και κάθε πρωί μας προμήθευε γάλα.

Μου τον δίνεις για τα ζωντανά μου; Θα σου δώσω

δύο ζυγούρια.

- Τι μου λες, Βασίλη! Τούτο το σκυλί, ο Αράπης

μας, έχει μεγάλη αξία! Μας χρειάζεται.

- Θα τα κάνω τρία τα ζυγούρια...

Όταν οι φαντάροι ακούσανε για τα τρία ζυγούρι-

α, δείξανε πως τους καλάρεσε, κι αρχίσανε να το

συζητάνε.

- Και δεν τον δίνουμε; ψιθυρίζανε... Θα βρούμε

άλλον.

Όταν άκουσα τις κουβέντες των στρατιωτών μου,

άρχισα να το λογίζομαι κι εγώ, και την άλλη μέρα

καλώ το Βασίλη και του λέω:

- Ε! λοιπόν Βασίλη, αφού τον θέλεις τόσο πολύ

τον Αράπη μας, αποφασίσαμε να στον δώσουμε.

28

29

- Εν τάξει, καπετάνιε! Το απομεσήμερο θα σας

φέρω τα τρία ζωντανά και τον παίρνω. Σύμφωνοι;

- Σύμφωνοι! Να φέρεις και κάτι να τον δέσεις.

- Έννοια σου! και ξέρω από σκυλιά.

Το βράδυ, πριν κατακάτσει ο ήλιος, έρχεται ο

Βασίλης με τα ζυγούρια και παίρνει τον Αράπη.

Θυσιάζουμε το ένα και για ώρες γλεντούσαμε

‟πασχαλινά„. Πέρασαν και το δεύτερο και το τρίτο

μερόνυχτα. Την τέταρτη μέρα, μόλις που καλοξη-

μέρωνε, άκουσα έξω από τη σκηνή μου φασαρία με

ανθρώπινες φωνές, και όλο και επαναλαμβανότανε

η λέξη Αράπη και γαυγίσματα φιλικά και γέλια.

- Κυρ δόκιμε!... κ. ανθυπολοχαγέ!..., μου φωνά-

ξανε τρεις, τέσσεροι φαντάροι μαζί. Ήρθ’ ο Αρά-

πης μας!

Το ‘σκασε από τη στάνη του Βασίλη.

Πράγματι ο σκύλος πηδούσε ανάμεσα στους φα-

ντάρους, ολόχαρος που ξαναβρήκε τους συντρό-

φους του. Μετ’ από λίγη ώρα, φτάνει με μια γερή

τριχιά κι ο Βασίλης.

- Καπετάνιο, ο Αράπης μού ‘φυγε!

- Τι να σου κάνω Βασίλη... Δικός σου είναι...

Δέσ’ τον καλά και τράβηξέ τον... Αν πάλι βλέπεις

30

δύσκολο να τον κρατήσεις, έλα να σου κόψω χαρτί

να πληρωθείς για τα ζυγούρια...

Ο Αράπης δεν έφερε αντίσταση και ακολούθησε

ξανά ήρεμα το Βασίλη... Πέρασε η μέρα και η νύ-

χτα και η άλλη μέρα χωρίς να φανεί ο Αράπης· αλ-

λά τη παρ’ άλλη, πριν καλά-καλά φέξει, καταφθά-

νει στο φυλάκιο πηδώντας και χορεύοντας, μ’ απα-

νωτά φιλικά γρυλίσματα και γαυγίσματα. Οι φα-

ντάροι, ενθουσιασμένοι με την αγάπη και την αφο-

σίωσή του, τον υποδεχτήκανε πάλι με χαρές και γέ-

λια.

Μετ’ από κάποιες ώρες έρχεται κι ο Βασίλης με

την τριχιά. Όταν τον είδε ο Αράπης, με γρήγορους

μεγάλους σάλτους εξαφανίζεται μέσα στο δάσος .

- Λοιπόν Καπετάνιο, όπως βλέπεις και του λόγου

σου, δεν γίνεται τίποτα. Ο Αράπης σας αγαπάει και

θέλει να μείνει κοντά σας. Όσο για τα ζυγούρια,

σας τα χαρίζω. Δε θέλω πλερωμή. Να ‘ναι στην υ-

γειά σας και στην υγειά των παιδιών και με το καλό

να γυρίσετε στα σπίτια σας. Ν’ απαλλαγεί κι η πα-

τρίδα μας από τον αδελφοκτόνο τούτον αλληλο-

σπαραγμό.

– Αμήν,...ευχηθήκαμε κι εμείς··τον ευχαριστήσαμε

κι ο Βασίλης χαιρέτισε κι έφυγε.

31

Κρυμμένος κάπου κοντά, πίσω από πυκνά πουρ-

νάρια, ο Αράπης φαίνεται πως παρακολούθησε όλη

τη σκηνή και όταν βεβαιώθηκε πως ο Βασίλης είχε

απομακρυνθεί, καταφτάνει πάλι χορεύοντας με πε-

ρίσσειο ενθουσιασμό ανάμεσα στους φαντάρους.

Σ’ ένα μήνα μετακινηθήκαμε βορειότερα.

Κάποια μέρα, αφού εγκατασταθήκαμε, ένας γεί-

τονας μεγαλοτσέλιγκας, που μας προμήθευε κι αυ-

τός γάλα και σφάγια, καθώς είδε τον Αράπη του

καλάρεσε.

- Τι λες, Καπετάνιο! με ρωτάει. Το πουλάς τούτο

το σκυλί; Το πληρώνω καλά! Τρία σφαχτά θα σου

δώσω...

Οι φαντάροι, που τ’ ακούσανε δεν κρατήθηκαν

και ξεσπάσανε σ’ ακράτητα γέλια.

- Γιατί γελάνε οι στρατιώτες σου, καπετάνιο; Είπα

καμμιά κουταμάρα;

- Όχι, γείτονα, δεν είπες κουταμάρες, αλλά τα

παιδιά γελάσανε, γιατί θυμηθήκανε κάτι προηγού-

μενο με τον Αράπη.

- Ποιόν Αράπη; Έχετε κανένα Αφρικανό εδώ;

- Όχι! Αράπη λέμε το σκύλο μας, που θέλεις ν’

αγοράσεις.

32

- Ε! λοιπόν; Τι έγινε με τον Αράπη σας;

- Να! Τον είχαμε προ μηνών πουλήσει σ’ ένα άλ-

λο τσέλιγκα, το Βασίλη αν τον έχεις ακουστά.

- Ναι, τον ξέρω το Βασίλη! Τίμιος και κουβαρδάς.

- Όσο για κουβαρδάς, το είδαμε κι από μόνοι μας.

Τρία καλοθρεμμένα ζυγούρια μας χάρισε για τον

Αράπη!

- Γιατί σας χάρισε; Δεν τον πήρε τελικά;

- Τον πήρε λέει, και τον ξαναπήρε, αλλά φαίνεται

πως ο Αράπης δεν ήτανε σύμφωνος μ’ αυτή την α-

νταλλαγή και ξαναγύρισε κοντά μας. Τον ξαναπή-

ρε, αλλά και πάλι του ‘φυγε. Τελικά ο Βασίλης,

συγκινημένος με την αφοσίωση και την αγάπη του

σκύλου στους φαντάρους, δεν ξαναδοκίμασε. Μας

χάρισε, όπως σου είπα, και τα ζυγούρια, αν και του

πρότεινα να τον πληρώσω. Να! Γι’ αυτό γελάνε οι

φαντάροι όταν ακούσανε την πρότασή σου.

- Με το δίκιο τους, Καπετάνιο, αλλ’ εγώ ξέρω από

σκυλιά και επιμένω. Μ’ αρέσει αυτός ο σκύλος!

Φαίνεται πανέξυπνος και τον θέλω.

- Τα ίδια μου ‘λεγε κι ο Βασίλης, πως ξέρει κι αυ-

τός από σκυλιά. Τελικά όμως δεν τα κατάφερε...

Του ‘φυγε και μάλιστα δυο φορές. Γι’ αυτό μη

33

κουράζεσαι. Δεν θα μπορέσεις να τον κρατήσεις.

Αλλ’ αφού επιμένεις, πάρ’ τον για την ώρα, όμως

μην φέρνεις τα κριάρια. Φοβάμαι πως ξέρω τι θ’

ακολουθήσει.

Έτσι κι έγινε. Μετά τη συναλλαγή, δεν είχανε

περάσει ούτε τρεις μέρες, νάτος ξανά κοντά μας ο

Αράπης. Ο τσέλιγκας έφτασε μετ’ από λίγο με τρία

καλοθρεμμένα ζυγούρια.

- Καπετάνιο, μου λέει, δε θα το επιχειρήσω να ξα-

νατραβήξω το σκύλο σας στη στάνη μου. Είναι δι-

κός σας. Σεις είστε το σπίτι του. Δε σας αποχωρίζε-

ται. Σας έφερα και τα ζυγούρια. Δε θέλω πλερωμή.

Στην υγειά σας και στων παιδιών. Καλή επιστροφή

στα σπίτια σας! Και ο Θεός να δώσει ειρήνη στην

Πατρίδα μας.

- Σ’ ευχαριστούμε γείτονα. ΄Ολοι το ίδιο ευχόμα-

στε... Να ‘σαι καλά, με την οικογένειά σου και με

τη στάνη σου.

Κατά τις μετακινήσεις μας στα βουνά, αυτό με

τους τσοπάνηδες και τον Αράπη μας επαναλήφθηκε

ακόμη άλλες δυο φορές. Και οι φαντάροι, κάθε φο-

ρά που παρουσιαζότανε και νέος αγοραστής, το δι-

ασκεδάζανε και σκάγανε στα γέλια. Δεν ήτανε και

λίγο η κάθε αγοραπωλησία του Αράπη μας να τους

34

φέρνει και τρία ζυγούρια! Κι όλοι τους τα αφήνανε

χωρίς να θέλουν πλερωμή· στην υγειά μας και για

τη πατρίδα μας λέγανε.

Κάποια μέρα ο σκύλος μας δεν έδειχνε στα καλά

του. Έτρεμε κι είχε δυσκολίες στο περπάτημα. Μου

‘πανε για κάποιο πρακτικό γιατρό που ‘μενε εκεί

κοντά, σ’ ένα καλύβι· λέγανε πως ήξερε από αρρώ-

στιες των σκυλιών. Του τον πήγα. Εκείνος κατάλα-

βε αμέσως. Μου λέγει: Πες σε δυο φαντάρους να

του κρατήσουν γερά τα μπροστινά του και τα πισι-

νά του πόδια, και άλλοι δυο τις μασέλες του με τέ-

λεια ανοιχτό το στόμα του. Θα του κόψω κάτι κάτω

από τη γλώσσα και θα γίνει καλά.

Κάναμε όπως μας είπε και ο Αράπης γλύτωσε.

Λέω γλύτωσε, γιατί όπως τον είχε δει στην αρρώ-

στια του μια μέρα ο στρατηγός, μου δώσ΄ εντολή

να τον σκοτώσω γιατί νόμισε πως είχε λύσσα. Εγ’

όμως δεν τον σκότωσα· τον πήγα στον πρακτικό

εκείνο γιατρό, όπως σας προείπα, κι έτσι σώθηκε.

Δυστυχώς ο εμφύλιος συνεχίστηκε ακόμη. Με το

τέλος του, ενώ ετοιμαζόμουνα να επιστρέψω στο

σπίτι μου, κοίταξα για τον Αράπη. Ήθελα να τον

πάρω μαζί μου. Όμως δεν τον έβλεπα πουθενά. Είχ’

εξαφανιστεί. Φώναξα, ξαναφώναξα. Τίποτα!

35

Ποιος ξέρει! Μπορεί και το άκακο εκείνο ζώο να

‘πεσε θύμα του επάρατου εμφύλιου, είπε κι έκλεισε

την κουβέντα του ο Μιχάλης ενώ δυο δάκρυα γυα-

λίσανε καθώς αυλάκωναν το γέρικο πρόσωπό του.

Ζωγράφου 16/4/2013

Γεώργιος Σωκρ. Καραμπατέας

36

37

Η ενέδρα διηγείται ο έφεδρος ανθυπολοχαγός του εμφύλιου

Πήρα εντολή να στήσω το βράδυ με τη διμοιρία

μου ενέδρα. Μελέτησα με προσοχή τη θέση, από

νωρίς. Προσδιόρισα και το μονοπάτι της άμεσης

διαφυγής μας, μετά την επίθεση. Έτσι, με το σού-

ρουπο, φωλιάσαμε στις κρυψώνες μας και περιμέ-

ναμε με τεταμένη στο έπακρον την προσοχή μας σε

κάθε μεταβολή, μικρή ή μεγάλη, του γύρω μας κό-

σμου. Μέσα στο σκοτάδι, τα λεπτά μας φαίνονταν

ώρες και οι ώρες ημέρες.

Το βλέμμα, ερευνητικό στη μαυρίλα, ελέγχει και

τις πιο μικρές λεπτομέρειες του πυκνού πουρναρό-

φυτου λόφου, η σκέψη γυμνάζεται σε ετοιμότητα

και η ψυχραιμία σε μια αθόρυβη αναμονή. Ούτε

τσιγάρο, ούτε βήχας, ακόμη και οι αναπνοές μας

ησύχιες και γαλήνιες. Ακίνητοι σχεδόν, επί ώρες,

ήμασταν στημένοι στην ίδια θέση. Περιμέναμε να

περάσει ο ανύποπτος ‟εχθρός„ κι εμείς, όπως είχα-

με ‟δασκαλευτεί„, εκτιμώντες το ιερόν προς την

πατρίδα καθήκον, είμαστε έτοιμοι να του αδειά-

σουμε, αιφνιδιαστικά ως αστραπήν, επί την κεφα-

λήν του το γέμισμα των όπλων μας, τις χειροβομβί-

σελι-

δα1

38

δες μας και όποιο άλλο πολεμικό υλικό είχαμε στην

επιμελημένη προετοιμασία μας. Ναι! Έτσι, ύπουλα,

δυναμικά και βίαια. Και οι αναμενόμενοι ‟εχθροί

μας„ ήταν όλοι κείνοι οι διπλοβαφτισμένοι στην

μεν μια κολυμβήθρα του διεθνούς κομμουνισμού

‟σύντροφοι„ και ‟συναγωνιστές„ στην πάλη για τη

‟Δημοκρατία-Λαοκρατία του προλεταριάτου„ στην

δε άλλη κολυμβήθρα του καπιταλισμού και της Ε-

θνικιστικής Δημοκρατίας, απλώς ‟συμμορίτες„ και

‟προδότες„ του έθνους.

Αυτ’ ήταν οι ‟εχθροί„ που περιμέναμε σύμφωνα

με τις διπλές ψεύτικες ετικέτες τους που τους είχα-

νε κολλήσει κάποια σατανοειδή, εχθρικά προς την

πατρίδα και τον άνθρωπο, σκοτεινά κέντρα. Κατά

την καθαρή αλήθεια, αυτοί οι διπλοβαφτισμένοι

‟εχθροί„ μας ήτανε στην πραγματικότητα ,από τα

γεννοφάσκια τους, Έλληνες-αδέλφια μας, που εί-

χαμε μεγαλώσει με το ίδιο ψωμί της μητέρας Γης-

Ελλάδας, από τον Ψηλορείτη και τον Ταΰγετο μέ-

χρι το Γράμμο και τη Ροδόπη, από το Καστελλόρι-

ζο και το Λασίθι και τις πεδιάδες της Λακεδαίμο-

νος και της Θεσσαλίας μέχρι τις πεδιάδες της Μα-

κεδονίας και της Θράκης·που μαζί μας αγιαστήκα-

νε με τα μυστήρια της Ορθοδοξίας μας και μαζί μας

στα σχολεία μας γαλουχηθήκανε με τον Όμηρο, τον

39

Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και τους τραγικούς,

τον Σολωμό, τον Βαλαωρίτη και τον Παπαδιαμά-

ντη, τους ήρωες της Επανάστασης του είκοσι ένα,

τους Μακεδονομάχους, τους ήρωες των απελευ-

θερωτικών πολέμων του 40-41, και της εθνικής

αντίστασης του 40-46. Ναι, δυστυχία μας! κουβέ-

ντιαζε από μέσα του ο έφεδρος.

Αχ! και να μη πέρναγε, Θεέ μου, κανένας! Κι

όμως, αυτούς περιμέναμε! Αυτές ήτανε οι διατα-

γές: να χτυπήσουμε! ΄Ατιμε Εμφύλιε! Ποιος σα-

τανάς σ’ έσπειρε στα αιματοβαμμένα ιερά χώμα-

τα της πατρίδας μας. ΄Εβριζε και βλασφημούσε

από μέσα του την ώρα και τη στιγμή εκείνη ο έ-

φεδρος ανθυπολοχαγός.

Μετ’ από κάποιες ακόμη στιγμές, που γίνονταν

αιώνες, ένα πυκνό πολυάριθμο ποδοβολητό α-

κούστηκε από μακριά μας που όμως όλο πλησίαζε

και γρήγορα έφτασε κοντά μας, δίπλα μας. Υπεύ-

θυνος και τρομερά ανήσυχος για την ασφάλεια

των ανδρών μου, χωρίς να ‘χω τον χρόνο να ε-

λέγξω μέσα στο πυκνό σκοτάδι τον δαιμονιώδη

κείνο θόρυβο του ποδοβολητού, έδωσα διαταγή:

Πυρ... και στο επόμενο δευτερόλεπτο με μια ομο-

βροντία αδειάσαμε, προς την κατεύθυνση του θο-

ρύβου, ένα μεγάλο μέρος των πολεμοφοδίων μας.

40

41

Μετά, με γρήγορες προσεγμένες κινήσεις, πήραμε

το μονοπάτι της διαφυγής προς το όρυγμα της μο-

νάδας μας και ενωθήκαμε με τον υπόλοιπον του

λόχου μας.

Έκαμα την σχετικήν αναφορά μου στον διοικητή

και, αφού κοιμηθήκαμε αρκετές ώρες, την επομένη,

μετά το εγερτήριο, επισκεφτήκαμε τον τόπον της

ενέδρας. Ένα αποκρουστικό θέαμα απλωνόταν

μπροστά μας. Είδαμε εμβρόντητοι κατά γης μικρά

και μεγάλα αγριογούρουνα κατά δεκάδες φρεσκο-

σκοτωμένα, με πολλά διαλυμένα τα σώματά τους

απ’ τις χειροβομβίδες μας. Κάποια βαριά τραυμα-

τισμένα, αγκομαχούσαν περιμένοντας τον θάνατον

και άλλα ελαφρότερα, αγωνίζονταν να περπατή-

σουν απεγνωσμένα σε μια προσπάθεια τους να φύ-

γουνε μακριά μας και να συνεχίσουν με ασφάλεια

και πάλιν τη ζωή τους όπως-όπως. Οι στρατιώτες

μου κι εγώ, ‟ήρωες„ της νυχτερινής μας εκείνης

πολεμικής ενέργειας, ενημερώσαμε συμπληρωμα-

τικά το λόχο μας·και όλ’ αυτά τα αθώα πλάσματα ,

που βέβαια δεν είχανε ιδέα από ‟εθνικιστικούς„ και

‟κομμουνιστικούς„ παραδείσους και ‟καπιταλιστικές„

και ‟εργατικού προλεταριάτου„ δημοκρατίες, περισυ-

νελέγησαν και πήρανε τον δρόμο τους για τα καζά-

νια του τάγματος. Τουλάχιστον με το θάνατό τους

42

θα ενίσχυσαν το συσσίτιον κάποιων ταλαιπωρημέ-

νων στρατευμένων του επάρατου εμφύλιου.

«Ευτυχώς, τουλάχιστον, που κείνος ο εκκωφα-

ντικός πολυθόρυβος δεν ήτανε από τους ‟εχθρούς

μας„», είπε, κι έκλεισε την ιστορία του ο έφεδρος

ανθυπολοχαγός ενώ δυο δάκρυα κάτω από τα μάτια

του, δεξιά κι αριστερά, αυλάκωναν το πρόσωπό

του.

Ζωγράφου 16/4/2013

Γεώργιος Σωκρ. Καραμπατέας

43

44

45

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΠΟΥ ΞΕΡΕΙΣ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΚΑΠΝΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ

& ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ

ΠΡΙΝ βάλεις το τσιγάρο στο στόμα σου σκέψου

τι κάνεις: Αφαιρείς τη χαρά της ζωής και της υγείας

από τον εαυτό σου και από τους άλλους, που είναι

κοντά σου και σε αγαπάνε και τους αγαπάς.

ΓΙΑ την ελευθερία θυσιάζονται κάθε μέρα στον

κόσμο εκατοντάδες συνάνθρωποι σου και συ τη δι-

κή σου ελευθερία τη θυσιάζεις στο βωμό της νικο-

τίνης;

ΚΥΤΤΑΞΕ το πρόσωπο σου στον καθρέπτη, ό-

ταν καπνίζεις. Θα ήθελες ποτέ ένα αγαπημένο σου

πρόσωπο να δηλητηριάζει και να καίει έτσι τις δυ-

νάμεις του και την ομορφιά του μέσα στους κα-

πνούς της νικοτίνης;

Όχι βέβαια. Και όμως το επιτρέπεις στον εαυτό

σου. Γιατί;

ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ σε δένει με το αίσθημα της

φθοράς. Και - όμως το ξέρεις - συ αγαπάς την αιω-

νιότητα της ζωής και τη ζωντανή παραγωγική δρά-

ση.

ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΤΟ

ΚΟΨΕΙΣ

46

ΟΤΑΝ δηλητηριάζεις τη ζωή σου με τη νικοτίνη

του καπνίσματος, σκέψου μήπως εκφράζεις λάθος

την αγάπη σου σ' αυτή.

ΕΙΜΑΙ βέβαιος ότι αγαπάς τη ζωή. Γι' αυτό άφη-

σέ την να εκφραστεί ελεύθερα και σε σένα και σε

όλο της το αγνό μεγαλείο. Τα άνθη των νεανικών

σου δυνάμεων μαραίνονται, όταν περνάνε μέσα

από τους δηλητηριώδεις καπνούς της νικοτίνης.

ΒΛΕΠΕΙΣ αυτά τα όμορφα βουνά της πατρίδας

σου; Με καθαρά πνευμόνια εύκολα ανεβαίνεις στις

κορφές τους, που νοσταλγείς. Και... είσαι πλασμέ-

νος για τις κορφές!!

ΟΙ ΑΣΚΗΣΕΙΣ μέσα στο χώρο του σωστού α-

θλητισμού θα σε βοηθήσουν να νικήσεις στην προ-

σπάθειά σου να σταματήσεις το κάπνισμα.

ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ σε ενώνει με αισθήματα κατα-

στροφής και απαισιοδοξίας και όμως ο πραγματι-

κός σου εαυτός σου φωνάζει επίμονα και σταθερά:

«ΕΙΣΑΙ ΠΛΑΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡ-

ΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΧΑΡΑ».