ΓΚΡΑΜΣΙ-il RISORGIMENTO
Embed Size (px)
description
Transcript of ΓΚΡΑΜΣΙ-il RISORGIMENTO

ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ



ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ/ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨ Η A. ΓΚΡΑΜΣΙ: IL RISORGIMENTO

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε στην Ιταλία το 1977 με τίτλο II Risorgimento, από τις εκδόσεις «Riuniti». Η μετάφραση έγινε από το ιταλικό πρωτότυπο. Τα κείμενα είναι ολόκληρα και χωρίς συντομεύσεις.
Α'έκόοση 1987
Τυπώθηκε τον Σεπτέμβρη του 1987 για λογαριασμό των εκδόσεων Στοχαστής, οδός Μαυρομιχάλη 39, τηλ. 3601956, 3610445, Αθήνα 106 80.
Η Φωτοστοιχειοθεσία και η σελιδοποίηση έγινε στο Φωτόγραμ- μα ΕΠΕ, οδός Σόλωνος 130, τηλ. 3637283, η φωτογραφική αναπαραγωγή στου Δημήτρη Καδιανάκη, οδός Τζαβέλα 6, τηλ. 3643361 και το τύπωμα στα πιεστήρια της Ευρωτύπ Α .Ε., οδός Κολωνού 12-14, τηλ. 5234373.
Το εξώφυλλο είναι της Στέλλας Γκρανιά.

ANTONIO ΓΚΡΑΜΣΙ
IL RISORGIMENTOΤΟΜΟΣ Z'
Ε ισα γω γή Λουκάς Αξελός
Μ ετά φ ρα σ η - Σ χόλια Γιώργος Μαχαίρας


ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο τόμος α υ τό ς είνα ι ο έβδομος σ τη ν σ ε ιρά τω ν έργω ν το ν Α ντό ν ιο Γχράμσ ι, π ο υ κ υ κ λο φ ο ρ ο ύν ο ι εκ δό σ ειςμ α ς .
Α π ο τε λ ε ί τη ν ακρ ιβή μ ε τά φ ρ α σ η το ν β ιβλ ίον μ ε τίτλο II R isorgim ento, π ο ν κ νκλο φ ό ρη σ α ν ο ι εκ δό σ εις «Riuniti» το 1977 σ τη ν Ιτα λ ία . Η ελλη νική μ ε τά φ ρ α σ η α ν κ α ι ξ εκ ίνησε το 1978, καθ ηλώ θη κε κ ν ρ ιο λεκ τιχ ά επ τά χρόνια , γ ια να δ ο θ ε ί τέλο ς σ ε ά λλο με τα φ ρα σ τή .
Η έκ δοσ η το ν τό μ ο ν α υ το ύ συ μ π ίπ τε ι μ ε τη ν συ μ π λή ρω ση π ενή ν τα χρόνω ν α π ό τον θά να το το υ Α ν τό ν ιο Γ κράμσι. Α ς θεω ρηθεί, μ α ζ ί μ ε το νς ά λλο υ ς π ο ν θα κ υ κλοφ ορή σου ν, σ α ν ένα μ ικ ρ ό μ έρ ο ς τη ς ο φ ειλή ς μ α ς σ το ν κ ο ρ υ φ α ίο α υ τό ιτα λό δ ια νοούμ ενο το ν α ιώ να μας .
Η π α ρ ο ύ σ α μ ε τά φ ρ α σ η έχει α υ σ τη ρά κρ α τή σ ει τη ν δ ιά τα ξη τη ς ιταλικής. Ο ι σημειώ σεις κα ι π α ρ α π ο μ π ές π ο υ υπ ά ρ χο υ ν μ ε α σ τερ ίσκο είνα ι όλες τη ς ιτα λ ικ ή ς έκδοσης, ενώ οι σημειώ σεις κα ι τα σχόλια του έλλη να μ ε τα φ ρ α σ τή π α ρ α τίθ ε ν τα ι μ ε αριθμούς. Σ τη σύ ν τα ξ η τω ν σημειώ σεω ν κ α ι σχολίω ν τη ς ελλη ν ική ς μ ε τά φ ρ α σ η ς λά β α μ ε ν π ’ όψ η μ α ς κα ι τ ις σημειώ σεις από τη ν έκδοσ η A n ton io Gramsci Q uaderno 19. R isorgim ento Italiano τω ν εκδόσεω ν «■Einaudi». Φ ροντίσαμ ε ώ στε τα σχόλια τη ς ελλη ν ική ς μ ε τά φ ρ α ση ς να μ η ν επ ιβα ρ ύνο υν ιδ ια ίτερα ένα β ιβλίο α ρ κ ετά δ ύ σκ ολο κ α ι εξα ιρε τικά π λη θω ρ ικό σε ο νόμα τα κ α ι σ το ιχε ία γ ια τη ν Ι τα λ ία το υ περ α σ μ ένο υ αιώνα.
Τ έλος α ς ση μειω θεί ό τι ένα μ εγά λο μ έρ ο ς τω ν αναφ ε- ρομένω ν όρω ν κα ι ονομάτω ν έχουν ή δη σχ ο λ ια σ θ εί σ το υς π ρ ο η γο ύ μ ενο υ ς τό μ ο υ ς στους οπ ο ίο νς κ α ι π α ρ α π έμ π ο ν μ ε το ν ανα γνώ στη π ο ν θα ή θελε π ερ ισ σ ό τερ α στο ιχεία .
Σ Τ Ο Χ Α Σ Τ Η Σ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ RISORGIMENTO
Κι αν γράψιμο ιστορίας σημαίνει να συμμετέχεις στην ιστορία του παρόντος, σπουδαίο βιβλίο ιστορίας είναι εκείνο που στο παρόν βοηθά τις εν αναπτύξει δυνάμεις να αποκτήσουν περισσότερο συνείδηση του εαυτού τους και να γίνουν περισσότερο συγκεκριμένα ενεργητικές και δραστήριες.
Αντόνιο Γκράμσι
Η Ιταλία των αρχών του 19ου αιώναΗ Ιταλία ήταν μ ια από τις τελευταίες δυτικοευρω παϊκές
χώρες που σνγκροτήθηκε σε ενιαίο κράτος. Το βασίλειο της Σ αρδηνίας μ ε κέντρο το Π ιεμόντε, το βασίλειο των όνο Σι- κελιών, το δουκάτο της Τοσκάνης, οι ενσωματωμένες στην Α υσ τροουγγα ρ ία περιοχές της βορειοανατολικής Ιταλίας, το παπικό κράτος της Ρώμης, αποτελούσαν την εξω τερική όψη της πολιτικής π ρα γματικότητας της χερσονήσου.
Π ολλοί ή ταν οι λόγο ι που οδήγησαν σαυτή την πολυδ ιά σπαση σε αλληλοϋποβλε:ιόμενα, εν πολλοίς, κρατίδια. Η ύ παρξη του παπισμού μ ε κέντρο την Ρώμη δεν ήταν ο πιο ασήμαντος. Ό πω ς π αρ ατη ρεί ο Γκράμσι η Ιταλία εξ α ιτίας της κοσμοπολίτικης λειτουργίας της Ρώμης κατά τη δ ιάρκεια της ρω μαϊκής αυτοκρατορίας και του μεσαίω να, εξ α ιτίας του διττού χαρακτήρα που είχε το παπικό κράτος να είναι δηλαδή «αφ’ ενός έδρα μ ια ς οικουμενικής-πνευματικής μ ο ναρχίας και α φ ’ ετέρου ενός εγκόσμιου πριγκιπάτου»
1. Στο κείμενο αυτό όλα τα παραθέματα που είναι μέσα σε εισαγωγικά και έχουν στο τέλος σε παρένθεση την συντομογραφία (Κ)ίκ>^ίιηβ- Μο. είναι του Αντόνιο Γκράμσι.
9

ια ρ ο υ σ ία ζ ε μ ια ν ιδ ιομορφ ία μ ο να δ ική σ το ν δυ τικ ο ευρ ω παϊκό χώρο. «Ο ιτα λ ικ ό ς κα θ ολ ικ ισμός θεω ρούντα ν υ π ο κα τά σ τα το τη ς α ν τίλη ψ η ς γ ια ενια ίο Έ θ ν ο ς κα ι Κ ράτος, όχι μό νο αυτό , α λλά κα ι μ ά λ ισ τα σα ν μ ια π α γκ ό σ μ ια ηγε- ιιονική λε ιτο υρ γ ία , δηλα δή σ α ν ιμ π ερ ια λ ισ τικό π ν εύ μ α .»(Λ).
Η ιδ ιομορφ ία α υ τή θα π α ίξ ε ι ένα ρόλο ση μαντικό σ την κα θ υσ τέρη σ η δ ιαμόρφ ω ση ς μ ια ς κο ινή ς εθ ν ικής συ νε ίδ η ση ς για τί, α ντίθ ετα μ ε ό τι συνέβη σ τ ις π ερ ισ σ ό τερ ες ε υ ρ ω π α ϊκές χώρες, σ τη ν Ιτα λ ία η θρησκεία - π ά ν τα κα τά το ν Γ κράμσι - δ εν επ εκ τά θ η κ ε σ το υς κ ό λπ ο υ ς το υ λαού , δεν κα τόρθω σε να συ γκ ρ ο τή σ ει ένα εθ νικό -λα ϊκό μ έτω π ο σ το υ ς χώ ρ ους επ ιρρο ή ς της. Κ ι α υ τό γ ια τ ί σ τη ν Ιτα λ ία ή τα ν α νύ π α ρ κ τη η έννοια τη ς εθ ν ικής εκ κλησ ία ς επ ειδή α υ τή εξ αρχή ς λ ε ιτο ύ ρ γη σ ε σ ’ ένα π λα ίσ ιο θρη σ κ ευτ ικο ύ κ οσ μοπολ ιτισμ ού .
Η κ ο σ μ οπολ ίτικη λ ε ιτο υ ρ γ ία τω ν ιταλώ ν διανοουμ ένω ν ή τα ν ένα γεγονός , α φ ο ύ α υ το ί α ν τιλα μ β α νό ντο υσ α ν το ρό λο το υ ς κα ι λ ε ιτο υ ρ γο ύ σ α ν σα ν η γέ τες π ο υ δ εν ανή καν σε ένα έθ νος α λλά σε ολόκλη ρη τη ν χρισ τια νοσύνη .
Έ ν α ς δ εύ τερ ο ς - εξ ίσου σ η μ α ντικός - λόγος , ή τα ν το γε γο ν ό ς ό τι γ ια συγκ εκ ρ ιμ ένες ισ τορ ικές α ιτ ίε ς η πρώ ιμη α σ τική άνθη ση τω ν μ εγά λω ν ιτα λ ικ ώ ν πόλεω ν, π ρ ο π ο μ π ώ ν τη ς ευ ρω π α ϊκή ς α ναγέννησης, φ ά νη κε κ ά π ο υ να α- να κ ό π τετα ι κα ι να «σταματά», μ ε απ ο τέλεσ μ α η Ιτα λ ία να μ ε ίν ε ι π ίσω στο ν α γώ να δρόμου γ ια εθνική κα ι α σ τική ολοκλήρω ση, α ν κα ι υπ ή ρ ξ ε π ρω το π ό ρα κ α ι σ το πεδ ίο α υτό .
Έ τσ ι ο κ α θ ολ ικός κ ο σ μοπολιτισμ ός α π ο τέλεσ ε τον α ν τίπ ο δ α το υ π ιο σκ ληρο ύ τοπ ικ ισμού, ισ το ρ ικο ύ α π ο τελέσ μ α το ς τη ς πόλη ς-κρ άτος , π ο υ δ έσ π ο σε σ τη ν μεσα ιω νική κα ι μ ε τα μεσα ιω νική Ιτα λ ία κα ι «α ντιπ ρ ο σω π εύει το π έ ρ α σ μα α π ό μ ια π ερ ίο δο επ ιβλη τική ς α νά π τυ ξ η ς τω ν α σ τ ικώ ν δυνά μ εω ν στη ν ρ α γδ α ία πα ρ α κ μ ή τους» (Λ).
Ο ι δύο α υ το ί π α ρ ά γο ν τες α π ο τελο ύσ α ν ισχυρό εμ π ό διο, κυ ρ ιο λεκ τ ικ ά τροχοπέδη , στη διαμόρφ ω ση εθ ν ικής συνείδη ση ς, α φ ο ύ α υ τή έπ ρ επ ε να σ υ γκ ρ ο τη θ εί κ α ι συ-
10

γκ ρ ο τή θ η κ ε «από τη ν υπ έρβα σ η δύο μ ο ρ φ ώ ν κ ο υ λ το ύ ρας: το ν κο ινο τικ ό το π ικ ισμ ό κα ι τον κα θ ο λ ικό κοσ μ ο π ο λιτισ μό , π ο υ ή τα ν σ τενά σννόεόεμένες κ α ι α π ο τελο ύσ α ν τη ν π ιο χα ρα κ τη ρ ισ τικ ή μ ο ρ φ ή το υ μ εσ α ιω νικού κα ι φ εο υ ό α ρχ ικο ύ κα τα λο ίπ ο υ» (ΡΪ).
Το Risorgimento
Ο όρος risorgimento γεννήθηκε στην διάρκεια του 19ου αιώνα, αν και οι ρίζες του βρίσκονται π ιο πίσω και ουσ ιαστικά είχε περιεχόμενο εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό. Χ αρα κτηρίζει το σύνολο των μεταβολώ ν που οδήγησα ν στην συγκρότηση της σύγχρονης Ιταλίας, αν και πιο συχνά χρησιμοποιείται μ ε την έννοια της εθνικής παλλιγγε- νεσίας, της εθνικής απελευθέρω σης ή και της εθνικής εξέγερσης.
Ό λο ι α υ το ί οι όροι, που αναμφίβολα συνδέονται και μ ε την ιδέα της επ ιστροφής στο «ένδοξο παρελθόν», πέρα από τις επ ί μέρους διαφορές τους, συγκλίνουν δίνοντας στο R isorgimento ένα ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό και ηθικό περιεχόμενο. Τέτοιο π ου να αρμόζει σε μ ια πλατιά πρω τοβουλία αναγέννησης της εθνικής ζωής, που η παρέμβαση της αστικής τάξης και των μικροαστικώ ν στρωμάτω ν αποκτά ένα χαρακτήρα ουσιαστικό που ο δηγεί σε σημαντικές κοινω νικές διαφοροποιήσεις, στην αλλαγή πολιτικώ ν σχέσεων, στη θραύση πολιτιστικώ ν στερεοτύπω ν, στη σ υ γκρότηση μ ια ς νέας ηθικής-πολιτιστικής συνείδησης που μ π ο ρ ε ί να σταθεί κριτικά απέναντι στο παρελθόν.
Α νεξάρτητα από το ότι η ιστορία του Risorgimento, έτσι όπως εξελίχθηκε στην ιταλική χερσόνησο, δεν έχει το ακρ ιβές ανάλογά της στον ευρω παϊκό χώρο, εν τούτο ις το Risorgimento θα πρέπει να ειδω θεί σαν η «ιταλική εκδοχή» της μ α κ ρά ς πορείας προς την εθνική ολοκλήρωση που γνώ ρισαν οι ευρω παϊκοί λα ο ί από την εποχή της μεταρρύθμισης και της γαλλικής επανάστασης. Οι αναλογίες άλλω στε μ ε τις δ ικές μ α ς λ.χ. προσπάθειες ολοκλήρω σης του νεοελληνικού
11

κρά τους είναι προφανείς. Π αρ' όλες τις ιδιομορφίες κα ι α ποκλίσεις, τα κοινά σημεία ανάμεσα στο Risorgimento και την δική μ α ς Μ εγάλη Ιδέα, είναι, όπως αποόεικνύεται, π ο λλά 1.
Χρονικά το Risorgimento καλύπτει όλη την περίοδο από το τέλος του 18ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του 20ου, π ου η ολοκληρω μένη π ια εθνικά και κρατικά Ιταλία επ ιβιβάζεται στο τελευταίο βαγόνι των ιμπεριαλιστικώ ν χωρών προσ παθώντας απεγνω σμένα να διευρύνει τις ζώνες επ ιρροής της.
Δ εν είναι λ ίγο ι οι ιταλοί διανοούμενοι που βλέπουν το Risorgimento να επεκτείνεται διαχρονικά. Γιαυτό και το συνδέουν μ ε την εθνική φιλολογική παράδοση που θέλει να βλέπει τη συνέχεια της ιστορίας όπως αυτή εξελίχθηκε στην ιταλική χερσόνησο από την εποχή της κυριαρχίας της Ρώμης μέχρι τη δημ ιουργία του σύγχρονου ιταλικού κράτους. Ο στόχος είναι προφανής: το ιταλικό έθνος γεννιέται και π α ρουσιάζεται μ α ζ ί μ ε τη Ρώμη, το Risorgimento είναι η απόδειξη ότι «η ελληνορω μαϊκή κουλτούρα «^αναγεννιέται» και το έθνος θα «εξορμήσει και πάλι», κλπ.» (R.).
Ο Γκράμσι θα αντιμετω πίσει μ ε αυστηρότητα αυτή την εκδοχή. «Η προσπάθεια να βρεθεί κάποιος γενετικός δεσμός μ ετα ξύ των πνευματικώ ν εκδηλώσεων των καλλιεργημένω ν τάξεω ν της Ιταλίας διαφόρω ν εποχών συνιατά ακριβώς την εθνική «ρητορική»: η πραγματική ιστορία σνγχέετα ι μ ε τα φαντάσματα της ιστορίας» (R), θα επ ισημάνει, για να ξανα- τονίσει σε άλλο σημείο ότι η πρα γματικότητα είναι δ ιαφορετική από εκείνη π ου έχει στο μυα λό του ο «κοινός νους [που] φέρετα ι να π ιστεύει ότι αυτό που υπάρχει σήμερα θα υπή ρχε πάντα και ότι η Ιταλία θα υπήρχε πάντα σαν ενιαίο έθνος, αλλά δεν την άφηναν οι ξένες δυνάμεις ν ’ αναπνεύσει, κλπ.» (R). Κ άτι τέτοιο θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε
1. Ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση της παράλληλης εν πολλοίς ιστορικής πορείας Ελλάδας χαι Ιταλίας χατά τον περασμένο αιώνα, είναι η μελέτη του Αντώνη Λιάχου: Η ιταλική ενοποίηση χαι η Μεγάλη lò ia , εχδ. «θεμέλιο», σελ. 276, Αθήνα 1985.
12

και για τις αντιλήψεις πον κυριάρχησαν στον νεοελληνικό χώρο (ο μεγαλοϊδεατισμός δεν έχει σύνορα) και υποχώ ρησαν εν μέρει, ύστερα από μισόν αιώνα έντονης αντιπα ράθεσης.
Η σύγχρονη ιστορική έρευνα μα ς όίνει σήμερα την δυνα τότητα , π α ρ ’ όλο ότι το κενό μ ια ς επαρκούς θεωρίας γύρω από τα εθνικά ζητήματα εξακολουθεί να παραμένει, να δ ια πιστώσουμε πόσο πολύπλοκα συγκροτείτα ι η εθνική ιδεολογία, πόσο πυκνά μπλεγμένος είναι ο μύθος μ ε την ιστορία, πόσο άμεσα ταυτίζετα ι η επ ιθυμία μ ε την πρα γματικότητα . Η άποψη ότι η Ιταλία θα υπήρχε πάντα σαν ενιαίο έθνος, ότι το έθνος αυτό γεννήθηκε μ α ζ ί μ ε τη Ρώμη, κλπ. δεν είναι έργο, φυσικά, μ ια ς ομάδας και της ερμηνείας που δίνει αυτή στην ιστορική κίνηση, δεν είναι απλά προϊόν ιστορικού βολονταρισμού. Ε ίναι κάτι εξαιρετικά π ιο σύνθετο. Ορθά, λο ιπόν, ο Γκράμσι θα παρατηρήσει πω ς «αναρίθμητες ιδεολογίες έχουν συμβάλει στο να ενισχύσουν αυτή την π ίστη, τρ εφόμενες από την σφοδρή επ ιθυμία να παρουσιάζονται σαν κληρονόμοι τον αρχαίου κόσμου, κλπ.» (R).
Οι ρίζες του Risorgimento
Είναι νομίζω ακριβής η άποψη ότι το λυκα υγές της σ ύ γχρονης Ι ταλίας μπορούμε να το αναζητήσουμε στην περίοδο γύρω στο 1200, όπου η ανάπτυξη μ ια ς ενια ίας λόγια ς γλώ σσας «η λαμπρή δημοτική γλώσσα του Δάντη» (R), αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο π ου συντελεί στο να διαμορφω θούν οι όροι μ ια ς συνείδησης «πολιτιστικής ενότητας». Ό πω ς όμως σημειώνει ο Γκράμσι το στοιχείο αυτό π ολιτισ τικής ενότητας είναι «δίχως άμεση αποτελεσματικότητα πάνω στα ιστορικά γεγονότα, ακόμα κι αν είναι αυτό που η πατριω τική δημαγω γία έχει εκμεταλλευτεί περισσότερο, ούτε συμπίπτει, άλλω στε, μή τε είναι η έκφραση ενός συγκεκριμένου και επενερ- γούντος εθνικού συναισθήματος» (R).
Έ να δεύτερο στοιχείο ήταν η σταδιακά και βασανιστικά διαμορφω νόμενη συνείδηση για την αναγκαιότητα ανεξαρ
13

τησίας της χερσονήσου από την ξένη παρουσία και επ ιρροή (Αψβούργων, Βουρβώνων, κλπ). Το στοιχείο αυτό αν και δεν είχε το εύρος και την δ ιάσταση του πρώ τον - ουσιαστικά αποτελούσε τον διακαή πόθο περιορισμένων κύκλω ν δ ια νοουμένων - λειτούργησε εν τούτοις, πολλές φορές, σαν η σπίθα που πυροδοτούσε την εύφλεκτη μά ζα της κατακερματισμένης Ιταλίας του περασμένου αιώνα.
Σ α ν τρίτο στοιχείο μπορούμε να θεωρήσουμε την σημαντική - και όχι μ όνο για τα ιταλικά μ έτρα - αστικοποίηση του Βορρά, την ανάδειξη τον βασιλείου της Σ αρδηνίας μ ε κ έντρο το Π ιεμόντε σε «αστική έπαλξη», κράτος υπόδειγμα για την «μεγάλη απόπειρα», τον π ολιτικό και οικονομικό εκ συγχρονισμό όλης της χερσονήσον κάτω από την ηγεσία των μετριοπαθώ ν φιλελεύθερω ν αστών.
Π ολλοί ακόμα «εσωτερικοί» παράγοντες είναι πον σνντέ- λεσαν στη διαμόρφω ση των προϋποθέσεω ν για την παλλιγ- γενεσία. Γεγονός πάντω ς αναμφίβολο είναι ότι αυτή εν νοήθηκε σημαντικά και από την διεθνή σνγκνρία .
Οι επ ιπτώ σεις της γαλλικής επανάστασης στην Ιταλία ήταν περισσότερο από σημαντικές. Η γαλλική επανάσταση αποτέλεσε, μ ε ένα ορισμένο τρόπο, ένα είδος ιδεολογικού και πολιτικού ενοποιητικού στοιχείον π ον βοήθησε στο να ενισχνθούν αποφασιστικά οι αποσπασματικές πρω τοβονλίες των ιταλών π ατριω τών και να αποκτήσονν ένα σννεκτικότε- ρο ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο.
Η σύγκλιση των δ ιασκορπισμένω ν πατριω τικώ ν δυνάμεω ν σε ένα πανιτα λικό δημοκρατικό απελευθερω τικό ρεύμα που εμπνεόταν από τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης και του ιταλικού ρ ιζοσπαστισμού αποτέλεσε μ ια ζω ντανή πρα γμα τικότητα που η επ ίδρασή της στην επ ιτάχυνση τω ν εξελίξεω ν νπήρξε αναμφίβολη.
Η οργανω τική έκφραση τον ρεύματος αντού δ ιασκορπισμένη στις ποικίλες παράνομες ή ημιπαράνομες οργανώ σεις των πατριωτών, εκφράστηκε σφαιρ ικότερα μέσα από το Κόμμα της Δράσης, π ον κορνφαίο ι εκπρόσω ποί τον νπήρ- ξαν οι Ιωσήφ Μ ατσίνι και Γκαριμπάλντι.
Είναι η νέα α ντή σύνθεση που δίνει στη γενική τάση για
14

ενοποίηση μ ια συγκεκριμένη κατεύθυνση που αποκτά άμεσο υλικό περιεχόμενο από την συμμετοχή πατριω τών που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν και θυσιάζονται για μ ια ν Ιταλία ενιαία, ανεξάρτητη και δημοκρατική. Ο Γχράμσι θα επισημά- νει την διεύρυνση του πολιτικού και εθνικού ενδιαφέροντος εξαιτίας της γαλλικής επανάστασης και των ναπολεόντειω ν πολέμων στους μικροαστούς και τους διανοούμενους, δ ιευκρινίζοντας ότι γεγονότα όπως αυτά «επ ιδρούν σημαντικά προκειμένου να βαθύνουν ένα κίνημα που έχει αρχίσει ήδη να είναι στα «πράγματα».» (Η).
Η διαμόρφω ση επ ίσης μ ια ς συγκεκριμένης ευνοϊκής ισορροπίας σχετικά μ ε τις ξένες δυνάμεις, συνέβαλε στην προώ θηση του ανεξαρτησιακού πνεύματος.
Π ράγματι η πτώ ση της γαλλικής ηγεμονίας και ο περ ιορισμός ως τον αποκλεισμό της ισπανικής και αυστριακής, σ υ νέβαλε στο να διαμορφω θούν καλύτεροι όροι για την ανάπ τυξη ενός πανιταλικού ενω τικού μετώ που. Η συγκυρία είναι αρκετά ευνοϊκή αν λη φθ εί υπ ' όψη και η βαθμιαία απο- δυνάμωση της κοσμικής εξουσίας του Π άπα π ου αν και η παρουσία του είναι αδιαμφισβήτητη το πολιτικοστρατιω τικό του βάρος έχει π ια συρικνωθεί.
Σ α υτό το αποφασιστικό σημείο η παρέμβαση των πιεμο- ντέζω ν είναι καθοριστική. Έ χοντας κατακτήσει έναν υψηλό βαθμό εσωτερικής συγκρότησης και διαθέτοντας μ ια σαφή αντίληψη για τα πολιτικά όρια του εγχειρήματος, σ υγκεντρώ νουν τις βασικές π ροϋποθέσεις γ ια να αποτελέσουν την μηχανή του τραίνου. Ε ιδικότερα μετά το 1848 που σφ ρα γίζετα ι από την ή ττα της π ιεμοντέζικης δεξιάς και την άνοδο των μετριοπαθώ ν φιλελεύθερω ν μ ε επ ικεφαλής τον Καβούρ.
Τα πολιτικά σχήματα του Risorgimento
Είναι τόσες κα ι τόσο διαφορετικές στην προέλευση και την ιδεολογία οι πολιτικές δυνάμεις που συναπάρτισαν το μ εγάλο αυτό εθνικό κίνημα που η ουσιαστική εξέτασή τους α π α ιτεί συστηματική διερεύνηση του κοινω νικού και π ολ ιτι
15

κού χάρτη της χερσονήσου ολόκληρο τον Ι9ο αιώνα.Ο κατακερματισμός της Ιταλίας σ ' ένα πλήθος κρατίδια , η
οικονομική και π ολιτιστική της ανισομέρεια, ο ιστορικά δ ια μορφω μένος ανταγω νιστικός τοπικισμός αποτελούσαν την ιστορική δάση πάνω στην οποία άνθισε ο ιδ ιότυπος αυτός πολιτικός και πολιτιστικός κορπορατισμός.
Κάθε λο ιπόν προσέγγιση των πολιτικώ ν τάσεω ν και κ ινήσεων του Risorgimento, οφείλει να ενσκήψει στην ιδ ια ιτερότητα αυτή της ιταλικής περίπτω σης που με μ ια ν ορισμένη έννοια θα μπορούσα να ισχυρισθώ ότι επιβιώνει ως τις μ έ ρες μας, αφού η Ιταλία (πα ρ’ όλη τη θλιβερή φασιστική π α ρένθεση) εξακολουθεί να παραμένει η π ω χαρακτηριστικά πολυκομματική-πολυφω νική χώρα της Ευρώπης.
Μ ιλώντας για τους πολιτικούς σχηματισμούς, τα κόμματα, τις κινήσεις και τις ομάδες που έδρασαν στην Ιταλία τον περασμένο αιώνα, θα πρέπει να έχουμε συνέχεια ν π ’ όψη μ α ς τις μ εγάλες δ ιαφορές π ου α υ το ί είχαν από τις σημερινές πολιτικές οργανώσεις και κόμματα. Μ ια πρώ τη επ ιφανειακή εξέταση υπάρχει κ ίνδυνος να μ α ς εκ τρέφει σε ιδεολογικίστι- κες ερμηνείες. Σ την αδυναμία κατανόησης της πολυπλοκό- τητας και των ιδιομορφιών π ου έχει κάθε μεταβατική περ ίο δος και ιδιαίτερα η ιταλική του 19ου αιώνα. Ο δυϊσμός, η ασάφεια, η συνεχής μετατόπιση ή μεταβολή, θάταν μονομερές να ερμηνευθούν σαν ασυνέπεια, προδοσία ή έλλειψη κ α τανόησης της «ιστορικής αναγκαιότητας». Η εσχατολογική αυτή λογική δεν απέτρεψ ε δύο μεγάλους επαναστάτες η γέτες τον Γχαριμπάλντι και τον Μ ατσίνι να συνεργαστούν μ ε τον κορυφαίο πολιτικό τους αντίπαλο τον Βίκτω ρα Εμμανουήλ, ούτε φ υσικά αυτόν τον τελευταίο να συνυπάρξει σε μ ια σειρά ζητήματα μ ε δύο «ξεβράκω τους»1.
Κι αυτό γ ια τί - πέρα α π ’ όλα τ ’ άλλα - το Risorgimento
1. Η περίπτωση του μεταμορφισμού (ΐΓβεΓοπηίειιιο). που τόσο εύστοχα επισημαίνει και στηλιτεύει ο Γχράμσι, είναι - φυσικά - άλλης τάξης. Για περ. βλέπε και το ομώνυμο κείμενο του Γκράμσι που δημοσιεύεται στην παρούσα έκδοση.
16

είχε πανεθνικό περιεχόμενο, ξεπερνώντας τα συντεχνιακά όρια τάξεων, ομάδω ν και πολιτικώ ν σχηματισμών και αφ ορούσε - ανεξάρτητα από το ποιους τελικά ενεργοποίησε - το σύνολο του ιταλικού λαού.
Σ το βαθμό που η διαπίστωση αυτή είναι ακριβής, είναι εύκολο να διαπιστώ σουμε ότι η υπό συγκρότηση νέα Ιταλία, στηριγμένη εξ ίσου σε συντηρητικές και ρ ιζοσπαστικές δυνάμεις, κληρονομεί το θετικό και αρνητικό παρελθόν της κάθε πλευράς και μ εταφ έρει - εξ αρχής - στο εσωτερικό της το α φ ’ ενός και το αφ ' ετέρου που συνθέτει την κοινωνική και πολιτική δυναμική των εν μέρει συμπαρατασσομένω ν και εν μέρει αλληλοϋποβλεπομένω ν πλευρών.
Α σφαλώ ς ο διαχωρισμός των πολιτικώ ν δυνάμεω ν του R isorgimento σε δύο στρατόπεδα είναι αρκετά σχηματικός και αδύναμος στο να περικλείσει την π ολυμορφία του πολιτικού φάσματος, θ α ήταν όμως υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι είναι ανακριβής, στο βαθμό που αποτελεί ιστορική πρα γμα τικότητα το γεγονός ότι ο πολιτικός βίος της Ιταλίας σφ ρα γίζεται από την δράση δύο μεγάλω ν ρευμάτων, του ριζοσπαστικού δημοκρατικού μ ε ηγέτες τους Μ ατσίνι και Γκαρι- μ πά λντι και του μετρ ιοπαθούς φ ιλελεύθερου μ ε ηγέτες τον Κ αβούρ και τον συνεχιστή της πολιτικής του Μ πετίνο Ρικά- σολι.
Η περίπτω ση των μοναρχικών, κ α θ ’ όλα σημαντική στη συγκρότηση του νέου κράτους και του μηχανισμού του, αποτελεί ρεύμα μ ικρότερης εμβέλειας. Για αρκετούς από α υ τούς, ανασχετικός παράγοντα ς ήταν η πρόσδεσή τους σε α- νταγω νιζόμενους μ ετα ξύ τους οίκους. Α λλά και το σημαντικότερο τμήμα του, οι οπα δο ί της δυναστείας της Σαβοΐας, του Βίκτω ρα Εμμανουήλ - πρώ του βασιλιά της Ιταλίας - , δεν κατόρθω σαν να αναδειχθούν σε κυρίαρχη πολιτική δύ ναμη ούτε στον ίδιο τους τον χώρο, το βασίλειο της Σ α ρδη νίας, όπου υπερκεράσθηκαν από τους δραστήριους και ρεα λιστές μετρ ιοπαθείς φ ιλελεύθερους του Καμίλο Καβούρ. Μ όνο μ ια σχηματική ανάλυση θα έβλεπε στις δύο κυρίαρχες παρατάξεις τους γιαχω βίνους και τους γιρονδίνους.
«Το Κόμμα της Δ ράσης έχει την καταγω γή του στη γα λλ ι
17

κή επανάσταση και στον αντίκ τνπό της στην Ιταλία» (ϋ), αλλά αυτό δεν αρκ εί για να το χαρακτηρίσουμε γιακωβίνικο σχηματισμό. Ο Γκράμσι θα επ ιμείνει στην « ιταλικότητα» των πολιτικώ ν σχηματισμών και θα αναζητήσει στο οικονομικό πεδίο τους λόγους που εμπόδισαν την δημ ιουργία γιακω βίνικο ν κόμματος στην Ιταλία.
Το ρ ιζοσπαστικό δημοκρατικό ρεύμα, αναμφίβολα επηρεασμένο από το πνεύμα της γαλλικής επανάστασης στηριζόταν κυρίω ς στην ιταλική επαναστατική κα ι δημοκρατική παράδοση στην σύζευξη - σύνθεση της τεκτονικής και καρ- μποναρ ικής εμπειρίας συνδεδεμένης μ ε τις εμπειρίες των αγροτικώ ν εξεγέρσεω ν του Ν ότου και την αντικληρική δράση των αντιπάλω ν του παπισμού.
Σ ' αυτή την ευρεία παράταξη της αριστερός συνέκλιναν ποικίλες τάσεις και ομάδες, μ ε κυρίαρχη την τάση του Ιωσήφ Γκαριμπάλντι και κατά δεύτερο λόγο του Μ ατσίνι και των οπαδώ ν του. Το ιταλικό ρ ιζοσπαστικό ρεύμα, βαθύτατα εθνικό είχε - ταυτόχρονα - σαφή διεθνιστικό προσανατολισμό, στοχεύοντας στην απελευθέρω ση των λαών της Ε υρώ π η ς από τις δυναστείες και στην εγκαθίδρυση μ ια ς δημοκρατικής τάξης πραγμάτω ν σε πανευρω παϊκή κλίμακα. Ο Μ ατσίνι δεν σταμάτησε να προετοιμάζει για εξέγερση τα πνεύ- ιιατα σ ’ όποια χώρα της Ευρώπης κι αν βρισκόταν κα τα διω γμένος κα ι ο γενναίος ηγέτης τους Ιωσήφ Γκαριμπάλντι διέτρεχε Ευρώ πη κα ι Α μερική πολεμώ ντας στην πρώ τη γραμμή, εφαρμόζοντας στην πράξη το πατριω τικό-διεθνι- στικό του πιστεύω .
Α υτή η έξοχη παράδοση έμπρακτης συνάρτησης εθνικού κα ι δ ιεθνιστικού καθήκοντος, σταδιακά θα ακολουθήσει την υποχώρηση των επαναστάσεων, για να αφήσει την έσχατη πολεμική κρα υγή της στα βουνά της Βολιβίας το 1967.
Πολυμορφία και πλουραλισμός χαρακτήρ ιζαν και την μ ε τριοπαθή φιλελεύθερη παράταξη, στους κόλπους της οποίας συγκλίνα ν αστικής κυρίω ς προέλευσης στοιχεία μ ε διαφορετικές όμως π ολιτικές και ιδεολογικές αφετηρίες. Η ήττα της δεξιάς και του πολιτικού κέντρου στο Πιεμόντε, οδήγησαν στην άνοδο του Καβούρ και των φιλελευθέρων.
18

Είναι σαφές σε πο ια πλευρά βρίσκεται ο νους και η καρδιά του Γχράμσι. Γ ιαντόν «στοιχείο κ α τ’ εξοχήν εθνικό είναι το Κόμμα της Δράσης» (R). Α υτό όμως δεν τον κάνει να χάσει την επαφή του με την πρα γματικότητα και να επιμείνει στο ότι «η εθνική ενότητα είχε μ ια ν ορισμένη ανάπτυξη και όχι μ ια ν άλλη. Κ ινητήρια δύναμη αυτής της ανάπ τυξης ήταν το Κ ράτος του Π ιεμόντε και η δυναστεία της Σαβοΐας» (R).
Α υτή η φράση έχει, νομίζω, μ ια ν ιδιαίτερη σημασία. Ιστορική, πολιτική κα ι ηθική. Ο Γχράμσι αρνείτα ι να επ ιβιβάσει τα γεγονότα σε άλλο τραίνο, αρνείται την πολιτική σκοπιμότητα της post festum «διόρθω σης» της ιστορίας και έχει το θάρρος - ανεξάρτητα από τις πολιτικές του π ροτιμήσεις - να αποδώ σει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, σε μ ια περίοδο που η επ ικράτηση του σταλινισμού στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα θα οδηγήσει στο «ξαναγράψιμο» της ιστορίας. Φ υσικά δεν στέκεται απλώ ς στα γεγονότα. Η ανίχνευση του οικονομικού και κοινω νικού υπεδάφους τον βοηθάει να βρει τα «υλικά» στοιχεία που συγκροτούν τους όρους ηγεμονίας των οπαδώ ν του Καβούρ, οργανικών διανοουμένων της μ ε γά λης κα ι μεσαίας βορειοϊταλικής, κυρίως, αστικής τάξης.
Ο Γκράμσι θα επιμείνει στο βάρος που έχει το γεγονός ότι αντιπροσω πεύουν μ ια σχετικά ομοιογενή κοινωνική ομάδα, σε αντίθεση μ ε τη ριζοσπαστική δημοκρατική π αράταξη που «αιωρείτο ταξικά», αφού δεν βασιζόταν σε καμιά ιστορική τάξη.
Η αδυναμία τους να αναδειχθούν σε ηγεμονική δύναμη δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες. Η πορεία εθνικής ολοκλήρω σης θα ακολουθήσει κυρίω ς την μετριοπαθή τροχιά, μ ε αποτέλεσμα την περιορισμένη λαϊκή συμμετοχή και την μ η επ ίλυση του καθοριστικού προβλήματος του Νότου.
Αντί για επίλογο
Η μη πρα γματοποίηση της αναγκαίας για τον βαθύτερο κοινω νικό μετασχηματισμό αγροτικής μεταρρύθμισης θα αποδυναμώσει το Risorgimento κοινωνικά, αφού την β ίαιη ει
19

σβολή των αγροτικώ ν μαζώ ν «στο χώρο που ρυθμίζοντα ι τα πεπρω μένα τους», τον βαθύτατο πόθο τους γ ια ενωμένη π α τρίδα και γη, θα υποκαταστήσει η κάθοδος λ.χ. των οπαδώ ν του Γ κα ρψ πάλντι στη Σικελία που θα περιορίσει την επ ιτυ χημένη εξέγερση, που οδήγησε στην ανατροπή των Βουρβώ- νων, στα πλαίσ ια μ ια ς αυστηρής και χωρίς κοινω νικές προ εκτά σεις λογικής εθνικής ολοκλήρωσης.
Το Risorgimento δεν θα μ ετα τρ α π εί σε χώρο δράσης των πλατιώ ν λαϊκώ ν μαζών. Η γη δεν θα μο ιρα στε ί στους φτω χούς αγρότες και η εκκλησία, παρά τα εξ αντικειμένου ισχυρά πλήγματα, θα μείνει σε μεγάλο βαθμό αλώβητη.
Η πρα κτική αυτή των ριζοσπαστώ ν δημοκρατών στο π ρό βλημα του Ν ότον και η στάση τους απέναντι στις αγροτικές αλλά και τις ευρύτερα λαϊκές μάζες, έδειξε τα όρια της μ ε γά λης αυτής παράταξης και έθεσε επ ί τάπητος το πρόβλημα υπέρβασης αυτού που ιστορικά είχε διαμορφωθεί.
Η πρα γματικότητα δεν επ ιδέχεται αλλοιώσεις. Το ότι το Risorgimento σφρα γίζετα ι από την δυναμική και τις αντιφ ά σεις των δύο βασικών συνιστωσών του, των μετριοπαθώ ν φιλελεύθερω ν και των ριζοσπαστώ ν δημοκρατών, είναι γ ε γονός, όπω ς επ ίσης γεγονός παραμένει ότι η ηγεμονία των φιλελεύθερω ν μετριοπαθώ ν απέναντι στους οπαδούς των Γ κα ρψ πάλντι - Μ ατσίνι χαρακτηρίζει την πορεία του. θ ά - ταν όμως λάθος να υπερτονισ τεί το βάρος της ηγεμονίας α υ τής, αφού το π ροκύψ αν αποτέλεσμα πολύ περιορισμένη σχέση είχε μ ε τις αφετηριακές συλλήψεις της κάθε πλευράς.
Η κρατικά ολοκληρωμένη Ιταλία δεν ήταν η ομοσπονδία κρατώ ν όπως οι πρα γματιστές της μετρ ιοπαθούς παράταξης σχέδιαζαν, ούτε η αβασίλευτη δημοκρατία της ελευθερίας και της ισότητας που οι ιδεολόγοι της αριστερός του ριζο σπαστικού στρατοπέδου είχαν οραματισθεί.
Π ούλιθρα, Ιούλιος ’87 Λουκάς Αξελός
20

I. Μεταρρύθμιση και Αναγέννηση


Το Ριζορτζιμέντο και η ιστορία πον προηγήθηκε
Έρευνα προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μια μεριά, έρευνα σχετικά με τον αιώνα του Ριζορτζιμέντο και, από την άλλη, έρευνα πάνω στην προηγούμενη ιστορία, που διαδραματίστηκε στην ιταλική χερσόνησο, σαν δημιουργού πολιτιστικών στοιχ. ίων τα οποία είχαν κάποια επίδραση στον αιώνα του Ριζορτζι μέντο (επίδραση θετική ή αρνητική) και εξακολουθούν να επενεργούν (έστω και σαν ιδεολογικά δεδομένα προπαγάνδας) και στη ζωή του ιταλικού έθνους όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά το Ριζορτζιμέντο.
Η έρευνα προς αυτή τη δεύτερη κατεύθυνση θα έπρεπε να είναι μια συλλογή δοκιμίων πάνω σ’ εκείνη την περίοδο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας η οποία επηρέασε τη χερσόνησο. Για παράδειγμα:
1) Ο ι διαφορετικές σημασίες που προσέλαβε η λέξη “ Ιταλία” στις διάφορες εποχές, απ’ αφορμή το γνωστό δοκίμιο του καθηγητή Κάρλο Τσίπολα (το οποίο πρέπει να συμπληρωθεί και να εκσυγχρονιστεί).
2) Η περίοδος της ρωμαϊκής ιστορίας που σημαδεύει τη μετάβαση από τη Δημοκρατία στην Αυτοκρατορία, στο βαθμό που διαμορφώνει το γενικό πλαίσιο κάποιων ιδεολογικών τάσεων του μελλοντικού ιταλικού έθνους. Φαίνεται ότι δεν έχει γίνει αντιληπτό άτι κυρίως ο Καίσαρας και ο Αύγουστος είναι αυτοί που, στην πραγματικότητα, μετατοπίζουν ριζικά τη θέση της Ρώμης και της χερσονήσου όσον αφορά στην ισορροπία του
23

αρχαίου κόσμου, αφαιρώντας από την Ιταλία την “εδαφική” ηγεμονία και μεταθέτοντας την ηγεμονική λειτουργία σε “αυτο- κρατορικό” , υπερεθνικό, δηλαδή, επίπεδο. Αν αληθεύει ότι ο Καίσαρας συνεχίζει και ολοκληρώνει το δημοκρατικό κίνημα των Γράκχων, του Μάριου και του Κατιλίνα, αληθεύει επίσης το ότι ο Καίσαρας κατορθώνει, μια και το πρόβλημα για τους Γράκχους, για τον Μάριο, για τον Κατιλίνα έμπαινε σαν πρόβλημα που ζητούσε τη λύση του μέσα στη χερσόνησο, στη Ρώμη, για τον Καίσαρα τίθεται στα πλαίσια όλης της αυτοκρατορίας, της οποίας μια χώρα είναι η χερσόνησος και η Ρώμη η “γραφειοκρατική” της πρωτεύουσα- κι αυτό, μόνο μέχρι ένα ορισμένο βαθμό μάλιστα. Αυτή η ιστορική συγκυρία είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας για την ιστορία της χερσονήσου και της Ρώμης, μια και αποτελεί την απαρχή της διαδικασίας “α- ποεθνικοποίησης” της Ρώμης και της Χερσονήσου, όπως και της μετατροπής της σε “κοσμοπολίτικο πεδίο” . Η αριστοκρατία της Ρώμης, η οποία, με τις μεθόδους και τα μέσα τα ανάλογα της εποχής, είχε ενοποιήσει τη χερσόνησο κι είχε δημιουργήσει μια βάση εθνικής ανάπτυξης, νικήθηκε από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις και από τα προβλήματα που αυτή η ίδια είχε προκα- λέσει: η περίπλοκη ιστορικοπολιτική κατάσταση λύνεται από τον Καίσαρα με τρόπο ριζικό και αρχίζει μια νέα εποχή κατά την οποία η Ανατολή έχει τόσο μεγάλη βαρύτητα ώστε φτάνει να υπερκεράσει τη Δύση και να επιφέρει σχίσμα μεταξύ των δύο τμημάτων της Αυτοκρατορίας.
3) Μεσαίωνας ή αιώνας των Κοινοτήτων, σύμφωνα με τις οποίες συγκροτούνται κατά τρόπο εμβρυακό οι καινούριες κοινωνικές ομάδες της πόλης, χωρίς αυτή η διαδικασία να φτάσει ως το πιο υψηλό στάδιο ωρίμανσης όπως έγινε στη Γαλλία, στην Ισπανία κλπ.
4) Αιώνας του μερκαντιλισμού και της απολυταρχίας, κατά τον οποίο, όσον αφορά στην Ιταλία, έχει ελάχιστης εθνικής σημασίας εκδηλώσεις, γιατί η χερσόνησος βρίσκεται κάτω από ξένη επιρροή, σ’ αντίθεση με τα μεγάλα ευρωπαϊκά έθνη, όπου οι νέες κοινωνικές ομάδες της πόλης έχουν εισβάλει δυναμικά στη δομή του κράτους με τάσεις ενωτικές, ενισχύουν τη δομή αυτή καθ’ αυτή και την ενωτική τάση, εισάγουν μια καινούρια ισορ
24

ροπία ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις και δημιουργούν τις συνθήκες για μια ραγδαία προοδευτική ανάπτυξη. Αυτά τα δοκίμια πρέπει να είναι κατανοητά σ’ ένα καθορισμένο κοινό, σκοπεύοντας έτσι στην εξάλειψη απαρχαιωμένων, σχολαστικών, φανφαρόνικων αντιλήψεων οι οποίες υιοθετούνται παθητικά λόγιο των διαδεδομένων - σ’ ένα ορισμένο χώρο λαϊκίστι- κης κουλτούρας - ιδεών: για να προκληθεί, έτσι, κάποιο επιστημονικό ενδιαφέρον για τα πιο πάνω θέματα, που θα παρουσιαστούν μ’ αυτό τον τρόπο ζωντανά και δραστήρια ακόμα και στο παρόν σαν δυνάμεις εν κινήσει, πάντα επίκαιρες.
Η α σ τική τά ξη τη ς επ οχή ς το ν μεσα ίω να κα ι τα απομει- ν ά ρ ια τη ς σ τη ν ο ικονομ ικ οσνντεχν ια κή φάση .
Πρέπει να προσδιοριστεί σε τι συνίσταται συγκεκριμένα η ανεξαρτησία και η αυτονομία ενός Κράτους και σε τι συνίστατο στην περίοδο μετά το 1.000 μ.Χ. Ή δη σήμερα οι συμμαχίες, με ηγεμονεύουσα μια μεγάλη δύναμη, καθιστούν προβληματική την ελευθερία δράσης, αλλά ιδιαίτερα την ελευθερία του να καθορίζουν μόνα τους τη γραμμή πλεύσης, στα περισσότερα Κράτη: αυτό το γεγονός θα έπρεπε να εκδηλωθεί με πιο εμφανή τρόπο μετά το 1000 μ.Χ., δεδομένου και του διεθνούς ρόλου της Αυτοκρατορίας και του Παπάτου όπως και το μονοπώλιο των στρατευμάτων το οποίο κατείχε η Αυτοκρατορία.
25

Η Κοινότητα στην εποχή του Μεσαίωνα σαν οικονομικοσνντεχνιακή φάση
τον σύγχρονον κράτους
Φρειδερίκος II.
Σ ’ ένα άρθρο με τίτλο Η δύση της σουηβιανής ισχύος χαι η πιο πρόσφατη ιστοριογραφία, “Nuova Antologia” , 16 Μάρτη 1930, ο Ραφαέλο Μόργκεν παραθέτει μερικά πρόσφατα βιβλιογραφικά στοιχεία για τον Φρειδερίκο II. Από την άποψη της “σημασίας” της ιταλικής ιστορίας, όπως αυτή περιγράφεται στις παραγράφους τις σχετικές με τις κοινότητες την εποχή του Μεσαίωνα και με τον κοσμοπολίτικο ρόλο των ιταλών διανοουμένων, είναι ενδιαφέρον το τομίδιο του Μικελάντζελο Σίπα, Η Σικελία και η Ιταλία υπό τον Φρειδερίκο II, Νάπολη, Società Napoletana di Storia patria, 1929.
Φυσικά, αν είναι αλήθεια ότι ο Σίπα «φαίνεται ν’ αγανακτεί» με τις Κοινότητες και τον Πάπα που αντιστάθηκαν στον Φρειδερίκο, γεγονός αντιιστορικό, δείχνει ωστόσο πώς ο Πάπας ε- ναντιώθηκε στην ενοποίηση της Ιταλίας και πώς οι Κοινότητες δεν ξεπέρασαν τα όρια του Μεσαίωνα.
Ο Μόργκεν πέφτει σ’ άλλο σφάλμα γράφοντας ότι την εποχή της πάλης μεταξύ Φρειδερίκου και Παπάτου οι Κοινότητες «έμοιαζαν ν’ αγωνιούν και ν’ ανυπομονούν για το μέλλον, κ.λ.π.» «Είναι η Ιταλία αυτή που προετοιμάστηκε να δώσει στον κόσμο ένα νέο, ουσιαστικά λαϊκό χαι εθνικό πολιτισμό, πόσο μάλλον όταν υπήρξε προηγούμενα οικουμενικός και εκκλησιαστικός».
26

θ α ήταν δύσκολο στον Μόργκεν να δικαιολογήσει αυτή την άποψη μ’ άλλον τρόπο εκτός από το να παραθέσει βιβλία όπως ο Ηγεμόνας. Αλλά το ότι τα βιβλία συνιστούν έθνος κι όχι απλά ένα στοιχείο πολιτισμού, θα χρειαζόταν μεγάλη ρητορική δεινότητα για να το αποδείξει κανείς.
Ή ταν ο Φρειδερίκος II προσκολλημένος στο Μεσαίωνα; Σ ίγουρα. Μα είναι επίσης αλήθεια ότι κρατιόταν σε κάποια απόσταση απ’ αυτόν: η πάλη του ενάντια στην εκκλησία,η θρησκευτική του ανοχή, το ότι άφησε να υπάρχουν παράλληλα τρεις πολιτισμοί - ο εβραϊκός, ο λατινικός, ο αραβικός - και επεδίω- ξε να τους συγχωνεύσει τον τοποθετούν εκτός Μεσαίωνα. Ή ταν άνθρωπος της εποχής του, μπόρεσε ωστόσο να θεμελιώσει πραγματικά μια λαϊκή και εθνική κοινωνία και υπήρξε περισσότερο ιταλός παρά γερμανός κλπ. Το πρόβλημα πρέπει να επανεξεταστεί διεξοδικά και αυτό το άρθρο του Μόργκεν μπορεί να φανεί χρήσιμο.
Δάντης και Μαχιαβέλι.
Πρέπει ν’ απαλλάξουμε την πολιτική θεωρία του Δάντη από κάθε μεταγενέστερο εποικοδόμημα, περιορίζοντάς την στην ακριβή ιστορική της σημασία. Το γεγονός ότι, λόγω της σπουδαι- ότητας που προσέλαβε ο Δάντης σαν στοιχείο του ιταλικού πολιτισμού, οι ιδέες και οι θεωρίες του κέντρισαν και παρότρυναν αποτελεσματικά την εθνική πολιτική σκέψη είναι ένα ζήτημα: πρέπει, ωστόσο, ν ’ αποκλείσουμε το ότι τέτοιες θεωρίες είχαν μια δική τους αξία εκ γενετής, οργανικά εννοούμενη. Ο ι λύσεις που έχουν μέχρι τώρα προταθεί για τα συγκεκριμένα προβλήματα βοηθούν στο να βρούμε τη λύση στα παρόμοια σημερινά προβλήματα, λόγω του κρίσιμου πολιτιστικού κλίματος που δη- μιουργείται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η μελέτη, αλλά δεν είναι δυνατό να πει κανείς ότι η σημερινή λύση είναι συνυφα- σμένη με τις προηγούμενες λύσεις: η γένεση της λύσης βρίσκεται στην τωρινή κατάσταση και μόνο σ’ αυτήν. Αυτό το κριτήριο δεν είναι απόλυτο, δηλαδή δεν πρέπει να φτάνει στο άλλο άκρο: σ’ αυτή την περίπτωση θα καταλήγαμε στον εμπειρισμό:
27

απόλυτη προσκόλληση στην επικαιρότητα, υπέρτατος εμπειρισμός.
Πρέπει να μάθουμε να ορίζουμε τις μεγάλες ιστορικές περιόδους, οι οποίες στο σύνολό τους έχουν θέσει συγκεκριμένα προβλήματα και από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν υπέδειξαν τα στοιχεία της λύσης, θ α έλεγα, λοιπόν, ότι ο Δάντης κλείνει τον Μεσαίωνα (μια περίοδο του Μεσαίωνα), ενώ ο Μα- κιαβέλι υποδείχνει ότι μια περίοδος του σύγχρονου κόσμου έχει κιόλας καταφέρει να επεξεργαστεί τα ζητήματα που την αφορούν και τις ανάλογες λύσεις με τρόπο αρκετά καθαρό και βαθύ. Το να θεωρούμε ότι ο Μακιαβέλι εξαρτάται γενετικά ή είναι συνδεμένος με τον Δάντη είναι τεράστιο ιστορικό σφάλμα. Οπότε, είναι καθαρά επινοημένο μυθιστόρημα η σημερινή ο ικοδόμηση σχέσεων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας (βλ. Φ. Κόπολα) κάτω από το δαντικό σχήμα του «Σταυρού και του Αητού». Ανάμεσα στον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι και στον Αυτο- κράτορα του Δάντη δεν υπάρχει γενετικός δεσμός, πολύ λιγότε- ρο μάλιστα ανάμεσα στο σύγχρονο Κράτος και στη μεσαιωνική Αυτοκρατορία. Η προσπάθεια να βρεθεί κάποιος γενετικός δεσμός μεταξύ των πνευματικών εκδηλώσεων των καλλιεργημένων τάξεων της Ιταλίας διαφόρων εποχών συνιστά ακριβώς την εθνική «ρητορική»: η πραγματική ιστορία συγχέεται με τα φαντάσματα της ιστορίας. (Μ’ αυτό θέλουμε να πούμε πως το γεγονός δεν έχει σημασία- δεν έχει επιστημονική σημασία, αυτό είναι όλο. Είναι ένα πολιτικό στοιχείο δευτερεύον και υποτελές στην πολιτική και ιδεολογική οργάνωση των μικροομάδων που παλεύουν για την πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία).
Η πολιτική θεωρία του Δάντη έχω την εντύπωση ότι πρέπει να περιοριστεί απλά σε βιογραφικά του στοιχεία (πράγμα που με κανένα τρόπο δε θα μπορούσε να ειπωθεί για τον Μακιαβέλι). Ό χ ι με την έννοια ότι, γενικά, σε κάθε βιογραφία η πνευματική δραστηριότητα του πρωταγωνιστή είναι ουσιαστική ■ ενδιαφέρει όχι μόνο αυτό που κάνει ο βιογραφούμενος μα κι εκείνο που σκέφτεται και φαντάζεται- αλλά με την έννοια ότι μια τέτοια θεωρία δεν έχει καμιά ιστορικοπολιτιστική αποτελε- σματικότητα και δυνατότητα να παράγει καρπούς, πώς θα μπορούσε άλλωστε να ’χει κι είναι σημαντικό μόνο σαν στοιχείο της

προσωπικής εξέλιξης του Δάντη μετά την ήττα της φατρίας του και την εξορία του από τη Φλωρεντία. Ο Δάντης υφίσταται μια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού των πολιτικών του πεποιθήσεων κι αυτών που ταίριαζαν στην επιλογή του σαν υποστη- ρικτή της κοινωνικής ομάδας μεταξύ λαού και ευγενών των συναισθημάτων του, των παθών του, γενικά του τρόπου σκέπτε- σθαι. Αυτή η διαδικασία έχει σαν συνέπεια την απομόνωσή του από τους πάντες. Είναι αλήθεια ότι ο νέος του προσανατολισμός μπορεί, μόνο σαν τρόπος του λέγειν, ν’ αποκληθεί «γκι- μπελινισμός»: εν πάση περιπτώσει, θα επρόκειτο για ένα «νέο γκιμπελινισμό», ανώτερο από τον παλιό, ανώτερο ακόμα και από τον γουελφισμό1: εδώ που τα λέμε, δεν πρόκειται για κά- ποια πολιτική θεωρία, αλλά για μια πολιτική ουτοπία που διακοσμείται από αντανακλάσεις του παρελθόντος· μα, πάνω απ’ όλα, έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια να οργανωθεί σαν θεωρία αυτό που δεν ήταν παρά μόνο ποιητικό υλικό υπό διαμόρφωση, υπό επεξεργασία, πρώτη εμφάνιση ποιητικού φαντάσματος που θα βρει την τελειοποίησή του στη θεία Κωμωδία, είτε στη «δομή» σαν συνέχεια της προσπάθειας (διαφοροποιημένης τώρα) οργάνωσης των συναισθημάτων σε θεωρία είτε στην «ποίηση» σαν παθιασμένη κατηγόρια και παίζόμενο θεατρικό έργο.
1. Από το 13ο αιώνα και δώθε, η Ιταλία χωρίστηκε σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα: τους υποστηριχτές του γερμανού αυτοκράτορα (γκιμπελί- νοι) και τους οπαδούς του πάπα (γουέλφοι). Γουέλφοι ήσαν κυρίως οι λομβαρδικές πόλεις και γουελφικό ήταν το περιεχόμενο της πρώτης και δεύτερης ένωσής τους. Αργότερα με το όνομα γουέλφοι (νεογουέλφοι - neoguelfi) στην Ιταλία ονομάζονταν τα αριστοκρατικά και συντηρητικά στοιχεία των διάφορων ιταλικών πόλεων. Στην περίοδο του Ριζορτζι- μέντο νεογουέλφοι ονομάστηκε το φιλελεύθερο καθολικό κίνημα που υποστήριζε μια μορφή ομοσπονδίας των ιταλικών πόλεων κάτω από την ηγεσία του Πάπα, ενώ τα φιλελεύθερα και δημοκρατικά στοιχεία ονομάζονταν γκιμπελίνοι (νεογκιμπελίνοι). Για περ. βλέπε και σημ. 37 στην σελ. 181 στον Α ' τόμο του Αντόνιο Γκράμσι Οι Διανοούμενοι, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1972.
29

Πέρ’ από τις εσωτερικές κοινοτικές διαμάχες που ήταν εναλλαγή καταστροφών κι εξοντώσεων, ο Δάντης ονειρεύεται μια κοινωνία ανώτερη από την κοινότητα, ανώτερη από την Εκκλησία τόσο, που να υποστηρίζει τους Νέρι, όπως συνέβαινε παλιά στην Αυτοκρατορία η οποία υποστήριζε τους Γκιμπελίνι, ονειρεύεται ένα σχήμα που να επιβάλλει ένα νόμο ανώτερο στις φατρίες κλπ. Είναι ένας ηττημένος της πάλης των τάξεων που ονειρεύεται την κατάπαυση αυτού του πολέμου υπό την αιγίδα μιας διαιτητικής εξουσίας. Ο νικημένος, όμως, μ’ όλες τις μνη- σικακίες, τα πάθη, τα συναισθήματα της ήττας, είναι κι αυτός ένας «σοφός», κάποιος που γνωρίζει τις θεωρίες και την ιστορία του παρελθόντος. Το παρελθόν του προσφέρει το σχήμα της διακυβέρνησης της Ρώμης την εποχή του Αυγούστου και την αντανάκλασή του στον Μεσαίωνα, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, θέλει να υπερπηδήσει το παρόν, αλλά με τα μάτια στραμμένα στο παρελθόν. Κι ο Μακιαβέλι είχε τα μάτια στο παρελθόν, αλλά μ’ ένα τελείως διαφορετικό τρόπο α π’ αυτόν του Δάντη, κλπ.
[Οι οικονομικοί πόροι της Κοινότητας της Φλωρεντίας/.
Το βιβλίο του Μπερναρντίνο Μπαρμπαντόρο, Οι οικονομικο ί πόροι της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, Όλσκι, Φλωρεντία,1929, Λ. 100. Στην κριτική ανάλυση του βιβλίου του Μπαρμπαντόρο, η οποία δημοσιεύτηκε στον «Πήγασο» τον Ιούλιο του1930, ο Αντόνιο Πανέλα αναφέρει την προσπάθεια (ατελή και ελλιπή) του Τζουζέπε Κανεστρίνι να εκδόσει μια σειρά βιβλίων πάνω στην επιστήμη και την Κυβερνητική, όπως συμπεραίνεται από τις επίσημες πράξεις της Φλωρεντινής Δημοκρατίας και των Μεδίκων (το 1862 εκδόθηκε ο πρώτος και μοναδικός τόμος της σειράς που είχε εξαγγελθεί). Οι οικονομικοί πόροι της Κοινότητας της Τζένοβας έγιναν αντικείμενο μελέτης από τους Σιέ- βεκινγκ, Βενέτσια ντελ Μπέστα, Τσέσι και Λουτσάτο.
Ο Μπαρμπαντόρο πραγματεύεται, λοιπόν, τους οικονομικούς πόρους της Φλωρεντίας, χρονολογικά μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας μετά την περίοδο διακυβέρνησης της πόλης από
30

τον δούκα της Αθήνας και περιέχει σαν υλικό τους άμεσους φόρους και το δημόσιο χρέος, δηλαδή τις κύριες βάσεις της οικονομικής δομής της Κοινότητας (ο Μπαρμπαντόρο, μάλλον, έπρεπε να συμπληρώσει την πραγματεία αφού θα είχε πρώτα μελετήσει και τους έμμεσους φόρους).
Πρώτη μορφή φορολογίας «το εστιακό τέλος»· απόηχος των φεουδαρχικών φορολογικών συστημάτων, έρχεται ν’ αντιπροσωπεύσει το σύμβολο της χειροπιαστής πιστοποίησης της αυτονομίας της Κοινότητας, η οποία συνίσταται σε Αυτοκρατορικά δικαιώματα. Πιο εξελιγμένη μορφή: η «εκτίμηση», βασισμένη πάνω στη σφαιρική αξιολόγηση της ικανότητας του πολίτη να συνεισφέρει. Στο σύστημα της άμεσης φορολογίας σαν βασικής πηγής εισοδήματος αντιπαρατίθεται το συμφέρον της άρχουσας τάξης, η οποία, σαν κάτοχος του πλούτου, προσπαθεί να μεταβιβάσει τα δημοσιονομικά βάρη στη μάζα του πληθυσμού μέσω του φόρου κατανάλωσης· αρχίζει, λοιπόν, η πρώτη μορφή δημόσιου χρέους, με δάνεια και προκαταβολές τα οποία κάνουν οι κατέχουσες τάξεις για τις ανάγκες του δημόσιου ταμείου, εξασφαλίζοντας την εξόφληση μέσω των φόρων. Ο πολιτικός αγώνας χαρακτηρίζεται από την ταλάντευση μεταξύ «εκτίμησης» και φόρου κατανάλωσης: όταν η Κοινότητα καταλήγει να κυριαρχείται από ξένους (Δούκας Καλαβρίας, Δούκας Αθήνας) έρχεται στο προσκήνιο η «εκτίμηση», ενώ, αντίθετα, υπήρξαν ορισμένες στιγμές που φτάνουν να καταργήσουν την «εκτίμηση» στην πόλη (όπως το 1315). Το καθεστώς των ευγενών κυριαρχώντας στα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων (όπως ο Πανέλα: μα, στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύοντας μια κάποια ισορροπία των κοινωνικών τάξεων, με την οποία ο λαός κατορθώνει να περιορίσει την υπερεξουσία των πλουσίων τάξεων), έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει μια αρχή διαιτητικής δικαιοσύνης και να βελτιώσει μάλιστα και το σύστημα της άμεσης φορολογίας, μέχρι το 1427, στα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας των Μεδίκων και την παρακμή της ολιγαρχίας, οπότε και θεσμοποιήθηκε το κτηματολόγιο.
Αυτό το βιβλίο του Μπαρμπαντόρο είναι απαραίτητο ακριβώς για να δούμε πώς η αστική τάξη της Κοινότητας δεν καταφέρνει να ξεπεράσει την οικονομικοσυντεχνιακή περίοδο, να
31

δημιουργήσει δηλαδή ένα Κράτος «συναινέσει των κυβερνωμέ- νων» και με δυνατότητες ανάπτυξης. Η ανάπτυξη του Κράτους θα μπορούσε να φτάσει μέχρι το σημείο του πριγκιπάτου, όχι της κοινοτικής δημοκρατίας.
Το βιβλίο έχει ενδιαφέρον γιατί μας βοηθά να μελετήσουμε την πολιτική σπουδαιότητα του δημόσιου χρέους το οποίο μεγάλωσε με τον επεκτατικό πόλεμο, εξασφαλίζοντας έτσι στην αστική τάξη μεγαλύτερη ευρύτητα αγοράς και ελευθερία συναλλαγής. ( θ α ήταν σκόπιμο να παραθέταμε εδώ αυτό που λέει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο σχετικά με το ρόλο και τη σημασία του δημόσιου χρέους). Αλλά και οι συνέπειες του δημόσιου χρέους παρουσιάζουν ενδιαφέρον: η κατέχουσα τάξη που πίστεψε ότι βρήκε στα δάνεια ένα μέσο για να μεταβιβάσει στη μάζα των πολιτών το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών βαρών, βρέθηκε να είναι ζημιωμένη λόγω της χρεωκοπίας της Κοινότητας, πράγμα που, μαζί με την υπάρχουσα οικονομική κρίση, συμβάλλει στην όξυνση της κακής κατάστασης και στην επιτάχυνση της καταστροφής της χώρας. Αυτές οι συνθήκες θα οδηγήσουν στην παγίωση του χρέους και στη μη εξαγορά του (διαρκής π ίστωση), όπως επίσης στη μείωση του επιτοκίου, με την ίδρυση της Τράπεζας μετά το διώξιμο του Δούκα της Αθήνας και την άνοδο στην εξουσία του «όχλου».
[Η πτώση της Κοινότητας].
Γύρω στο 1400 το πρωτοβουλιακό πνεύμα των ιταλών εμπόρων ήταν μειωμένο: προτιμούσαν μάλλον να επενδύουν τα πλούτη που είχαν αποκτήσει σε έγγεια αγαθά και να ’χουν ένα σίγουρο εισόδημα από τη γεωργία, παρά νά τα διακινδυνεύουν ξανά σε ταξίδια κι επενδύσεις στο εξωτερικό.
Πώς, όμως, εμφανίζεται αυτή η μείωση της πρωτοβουλίας; Τα στοιχεία που συνέτειναν σ’ αυτό είναι αρκετά: οι εξαιρετικά σκληροί ταξικοί αγώνες στις πόλεις-κοινότητες, οι πτωχεύσεις λόγω της μη εξόφλησης των πιστωτών της Αυλής (πτωχεύσεις του Μπάρντι και του Περούτσι), η απουσία ενός μεγάλου Κράτους που θα προστάτευε τους πολίτες του στο εξωτερικό- μ’
32

άλλα λόγια, η θεμελιώδης αιτία βρίσκεται στην ίδια τη δομή του κοινοτικού Κράτους το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα ν’ αναπτυχτεί και να γίνει μεγάλο εδαφικά Κράτος. Από κει και πέρα ριζώνει στην Ιταλία το οπισθοδρομικό πνεύμα που θεωρεί σαν μοναδικό ασφαλή πλούτο την έγγεια ιδιοκτησία, θ α πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά αυτή την περίοδο κατά την οποία οι έμποροι γίνονται ιδιοκτήτες γης και να δούμε ποιοι ήταν οι κίνδυνοι, οι σύμφυτοι της ανταλλαγής και του τραπεζικού εμπορίου.
Η πολιορκία της Φλωρεντίας τον 1529-30.
Σημαδεύει την κατάληξη της πάλης μεταξύ της οικονομικοσυ- ντεχνιακής περιόδου της φλωρεντινής ιστορίας και του σύγχρονου Κράτους (αναλογικά). Η πολεμική μεταξύ των ιστορικών σχετικά με τη σημασία της πολιορκίας (παράβαλε την πολεμική μεταξύ Αντόνιο Πανέλα και η οποία έληξε με την επιστημονική συνθηκολόγηση του Βαλόρι στο «Marzocco» και την άθλια δημοσιογραφική του «βεντέτα» στην «Critica Fascista»*) έχει την αφετηρία της στο ότι δεν ξέρουν να εκτιμήσουν αυτές τις δυο περιόδους κι αυτό λόγω όσων έχουν ειπωθεί για την Κοινότητα στην εποχή του Μεσαίωνα: το ότι ο Μαραμάλντο μπορεί να θεωρηθεί αντιπρόσωπος της ιστορικής προόδου και ο Φερούτσι οπισθοδρομικός ιστορικά, ίσως να μην είναι αρεστό από ηθικής απόψεως, ιστορικά ωστόσο μπορεί και πρέπει να υποστηριχτεί.
Σχετικά με το ότι η αστική τάξη της Κοινότητας δεν κατάφε- ρε να πάει πέρα από τη συντεχνιακή περίοδο, οπότε να μην μπορεί να ειπωθεί ότι είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα Κράτος, μια και Κράτος ήταν η Εκκλησία περισσότερο και η Αυτοκρατορία, μ’ άλλα λόγια το γεγονός ότι οι Κοινότητες δεν ξεπέρασαν τον φεουδαρχισμό, είναι απαραίτητο, πριν γραφτεί το ο,τιδήποτε, να μελετηθεί το βιβλίο του Τζοακίνο Βόλπε, Ο Μεσαίωνας. Από ένα άρθρο του Ρικάρντο Μπακιέλι (Οι πολλές
* Marzocco, 22 Σεπτ. 1929 και 13 Οκτ. 1929- «Crítica Fascista», 15 Γεν. 1930. (Ιημ. της ιταλ. εκδ.)

ζωές) στη «Fiera Letteraria» της 1 Ιουλ. 1928, ξεχωρίζεις αυτό το απόσπασμα: «Μα για να μην μπούμε στο πεδίο της προϊστορίας ούτε να ξεφύγουμε απ’ αυτό το βιβλίο, στον Μεσαίωνα του Βόλπε αναφέρεται ότι ο λαός των Κοινοτήτων γεννιόταν και ζούσε μέσα στην κατάσταση του θυσιασμένου προνομίου που του το επέβαλε η Οικουμενική Εκκλησία και εκείνη η ιδέα της Ιερής Αυτοκρατορίας, που αφού επιβλήθηκε (! ;) από την Ιταλία σαν συνώνυμη και ισοδύναμη έννοια προς τον ανθρώπινο πολιτισμό στην Ευρώπη, που τόσο πολύ την αναγνώρισε και την καλλιέργησε, απαγόρευε (! ;) κατόπιν στην Ιταλία την πιο (!;) φυσιολογική ιστορική ανάπτυξή της σε σύγχρονο έθνος», θ α πρέπει να δούμε αν ο Βόλπε επιτρέπει αυτά τα... παράδοξα.
34

Μεταρρύθμιση και Αναγέννηση
Ανθρωπισμός και Αναγέννηση.
Τι σημαίνει το ότι η Αναγέννηση ανακάλυψε τον «άνθρωπο», το ότι έκανε τον άνθρωπο κέντρο του κόσμου κλπ. κλπ.; Μήπως ότι πριν την Αναγέννηση ο «άνθρωπος» δεν ήταν το κέντρο του σύμπαντος κλπ; Μπορεί να ειπωθεί ότι η Αναγέννηση δημιούργησε μία νέα κουλτούρα ή πολιτισμό, σ’ αντίθεση μ’ ό,τι υπήρχε προηγούμενα ή ότι αναπτύχθηκαν εκείνα που υπήρχαν, αλλά πρέπει να «οριοθετήσουμε», δηλαδή να «προσδιορίσουμε ακριβώς» σε τι συνίσταται αυτή η κουλτούρα κλπ. Αληθεύει ότι πριν από την Αναγέννηση ο άνθρωπος ήταν ένα τίποτα κι έγινε το παν; Ή αναπτύχθηκε μια διαδικασία πολιτιστικής διαμόρφωσης μέσα από την οποία ο άνθρωπος τείνει να γίνει το παν; θ α πρέπει ίσως να πούμε ότι πριν από την Αναγέννηση το υπερβατικό αποτελούσε τη βάση της μεσαιωνικής κουλτούρας, αλλά μήπως οι εκπρόσωποι αυτής της κουλτούρας ήταν «μηδενικά» ή εκείνη η κουλτούρα δεν ήταν τέτοια ώστε ν’ αποτελεί «το παν» γ ι’ αυτούς; Αν η Αναγέννηση είναι μια μεγάλη πολιτιστική επανάσταση, δεν είναι επειδή άρχισαν οι άνθρωποι να σκέπτονται ότι από «μηδέν» που ήταν έγιναν το «παν», αλλά επειδή είχε διαδοθεί αυτός ο τρόπος σκέψης, είχε γίνει καθολική κίνηση κλπ. Δεν «ανακαλύφθηκε» ο άνθρωπος, αλλά εγκαινιάστηκε μια καινούρια μορφή κουλτούρας, προσπάθειας, δηλαδή, να διαμορφωθεί ένας νέος τύπος ανθρώπου στις κυρίαρχες τάξεις.
(Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να κάνουμε ένα διαχωρισμό
35

ανάμεσα στα ευφυολογήματα ενάντια στον κλήρο, που είναι παραδοσιακά μέχρι το 1300 και στις ορθόδοξες λίγο πολύ απόψεις της θρησκευτικής αντίληψης για τη ζοιή).
Ο Βάλσερ, ο οποίος έζησε πολύ καιρό στην Ιταλία, παρατηρεί ότι για να γίνει κατανοητός ο χαρακτήρας της ιταλικής Αναγέννησης χρήσιμο είναι, σ’ ορισμένα πλαίσια, να γνωρίσουμε την ψυχολογία των σύγχρονων Ιταλών. Παρατήρηση μου φαίνεται, με πολύ διεισδυτικότητα, ιδιαίτερα όσον αφορά στη στάση απέναντι στη θρησκεία και θέ’χ ι το πρόβλημα του τι σημαίνει θρησκευτικό συναίσθημα στη σύγχρονη Ιταλία κι αν μπορεί να παραλληλισθεί, δε λέω με το θρησκευτικό συναίσθημα των διαμαρτυρόμενων, αλλά, έστω, μ’ εκείνο των άλλων Καθολικών χωρών, ιδιαίτερα της Γαλλίας.
Το ότι η θρησκευτικότητα των Ιταλών είναι πολύ επιφανειακή δεν επιδέχεται αντίρρηση, όπως αναντίρρητο είναι επίσης το ότι έχει ένα αυστηρά πολιτικό χαρακτήρα, χαρακτήρα διεθνούς ηγεμονίας. Με αυτή τη μορφή ευλάβειας είναι συνδεδεμένος ο Πριμάτος του Τζομπέρτι, ο οποίος με τη σειρά του συνέβαλε στο να ενισχυθεί και να συστηματοποιηθεί ό,τι προηγούμενα υπήρχε ήδη σε διάχυτη κατάσταση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από το ’500 κι ύστερα η Ιταλία συνέβαλε στην παγκόσμια ιστορία, κύρια επειδή ήταν έδρα του Παπάτου, και πως ο ιταλικός καθολικισμός θεωρούνταν υποκατάστατο της αντίληψης για ενιαίο Έθνος και Κράτος, όχι μόνο αυτό, αλλά και μάλιστα σαν μια παγκόσμια ηγεμονική λειτουργία, δηλαδή σαν ιμπεριαλιστικό πνεύμα. Οπότε, είναι σωστή η παρατήρηση ότι το αντικληρικό πνεύμα είναι μια μορφή αγώνα ενάντια στις προνομιούχες τάξεις· και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι στην Ιταλία οι θρησκευόμενοι είχαν μια οικονομική και πολιτική λειτουργία (θέση) πολύ πιο ριζοσπαστική απ’ ό,τι στις άλλες χώρες, όπου η διαμόρφωσή τους σε έθνος περιόριζε τον ρόλο της Εκκλησίας. Το αντικληρικό πνεύμα των λαϊκών διανοουμένων, τα α ντικληρικά «ευφυολογήματα» κλπ, αποτελούν επίσης μια μορφή αγώνα μεταξύ λαϊκών και κληρικών διανοουμένων, δοσμένης της υπεροχής που είχαν αυτοί οι τελευταίοι.
Αν ο σκεπτικισμός κι ο παγανισμός των διανοουμένων είναι ως επί το πλείστον απλή επιφάνεια και μπορούν να συνυπάρ
36

χουν με κάποιο θρησκευτικό πνεύμα και οι ελευθέριες εκδηλώσεις (πομπές και τραγούδια καρναβαλιού) του λαού, βλ. το βιβλίο του Ντομένικο Γκουέρι πάνω στα λαϊκά ρεύματα κατά την Αναγέννηση’ πράγματα που στον Βάλσερ φαίνονται πιο σοβαρά, μπορούν να εξηγηθούν κατά τον ίδιο τρόπο.
Οι Ιταλοί της Αναγέννησης, όπως και οι σύγχρονοι Ιταλοί, λέει ο Βάλσερ, ήξεραν «να αναπτύσσουν ξεχωριστά και ταυτόχρονα τις δυο συνιστώσες της ικανότητας αντίληψης του ανθρώπου, τη λογική και το μυστικισμό και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η λογική φτάνοντας ως τον απόλυτο σκεπτικισμό, μέσω ενός αόρατου συνδετικού νήματος, ακατανόητου στον άνθρωπο του Βορρά, να ενώνεται στέρεα με τον πιο πρωτόγονο μυστικι- σμό, την πιο τυφλή μοιρολατρεία, με τον φετιχισμό και την χονδροειδή προκατάληψη». Αυτές θα πρέπει να ήταν οι πιο σημαντικές διορθώσεις που έκανε ο Βάλσερ σχετικά με τις αντιλήψεις για την Αναγέννηση, του Μπούρκχαρντ και του Ντε Σάν- κτις. Ο Τζάνερ γράφει ότι ο Βάλσερ δεν καταφέρνει να διαχωρίσει τον Ανθρωπισμό από την Αναγέννηση και ότι, έστω κι αν δεν υπήρχε Αναγέννηση χωρίς τον Ανθρωπισμό, αυτή υπερτερεί - σε σπουδαιότητα και σε συνέπειες - του Ανθρωπισμού. Αυτός, μάλιστα, ο διαχωρισμός πρέπει να γίνει πιο λεπτός και βαθύς: φαίνεται να ’ναι πιο σωστή η άποψη ότι η Αναγέννηση είναι ένα κίνημα βαρύνουσας σημασίας, που αρχίζει μετά το 1000 μ.Χ., όταν ο Ανθρωπισμός και η Αναγέννηση, με τη στενή έννοια του όρου, είναι δυο κύκλοι συντελεσμένοι που είχαν στην Ιταλία κυρίως την πηγή τους, ενώ η γενικότερη ιστορική εξελικτική πορεία συντελείται στην Ευρώπη ολόκληρη κι όχι μόνο στην Ιταλία.
(Ο Ανθρωπισμός και η Αναγέννηση σαν φιλολογικές εκφράσεις αυτού του ευρωπαϊκού ιστορικού κινήματος είχαν την πηγή τους κύρια στην Ιταλία, αλλά το μετά το 1000 μ.Χ. προοδευτικό κίνημα, αν και είχε στενή σχέση με τις Κοινότητες, παρήκ-
* Ντ. Γκουέςι, Το Λαϊκό ρεύμα την εποχή της Αναγέννησης. Α στεϊσμοί, χωρατά χαι σκώμματα στην Φλωρεντία τον Μπροννελέσχο χαι τον Μπουρτσιέλο, Σανσόνι, Φλωρεντία, 1931. (Σημ. της ιταλ. εκδ.).
37

μασε ιδιαίτερα στην Ιταλία και μάλιστα με τον Ανθρωπισμό και την Αναγέννηση, που στην Ιταλία υποχώρησαν, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη όλο το κίνημα κορυφώθηκε φτάνοντας στη δημιουργία εθνικών Κρατών και από κει στην εξάπλωση της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Πορτογαλίας σ’ όλο τον κόσμο. Τα εθνικά Κράτη αυτών των χωρών είχαν στην Ιταλία την αντιστοιχία τους με την οργάνωση του Παπάτου σε δε- σποτικό Κράτος - αρχίζοντας από τον Αλέξανδρο VI οργάνωση που διέλυσε την υπόλοιπη Ιταλία, κλπ.).
Ο Μακιαβέλι, στην Ιταλία, εκπροσωπεί την αντίληψη ότι η Αναγέννηση δεν μπορεί να είναι Αναγέννηση χωρίς την ίδρυση ενός εθνικού Κράτους, αλλά ο ίδιος σαν άνθρωπος είναι ο θεωρητικός όσων συμβαίνουν έξω από την Ιταλία κι όχι των ιταλικών γεγονότων.
Από μια κριτική ανάλυση («Nuova Antologia» της 1ης Αυ- γούστου 1933) του Αρμίνιο Τζάνερ πάνω στο βιβλίο του Έρνστ Βάλσερ Gesammelte Studien zur Geistesgeschichte der Renaissance. (εκδ. Μπένο Σβάμπε, Βασιλεία, 1932). Κατά τον Τζάνερ, το πώς εμείς φανταζόμαστε την Αναγέννηση καθορίζεται πάνω απ’ όλα από δύο κεφαλαιώδικης σημασίας έργα: Ο πολιτισμός της Αναγέννησης του Τζάκομπο Μπούρκχαρντ και η Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας του Ντε Σάνκτις.
Το βιβλίο του Μπούρκχαρντ ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως στην Ιταλία κι έξω απ’ αυτήν. Βγήκε το 1860, είχε απήχηση στην Ευρώπη, επηρέασε τις ιδέες του Νίτσε σχετικά με τον υπεράνθρωπο και, μ’ όλα αυτά, ξεσήκωσε μια ολόκληρη φιλολογία, ιδιαίτερα στις βόρειες χώρες, για τους καλλιτέχνες και τους πρωτεργάτες της Αναγέννησης, φιλολογία μέσα από την οποία διακηρύχτηκε το δικαίωμα για μια ζωή όμορφη κι ηρωική, για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας χωρίς να δίνεται σημασία στα δεσμά της ηθικής. Η Αναγέννηση, περιορίστηκε έτσι στον Σιγισμόντο Μαλατέστα, τον Καίσαρα Βοργία, τον Λέοντα τον 10ο, τον Αρετίνο, με θεωρητικό τον Μακιαβέλι και, εν μέρει, τον μοναχικό Μικελάντζελο. Στην Ιταλία, ο Ντ’ Ανού- ντσιο αντιπροσώπευε αυτή την εκδοχή της Αναγέννησης. Το βιβλίο του Μπούρκχαρντ (μεταφρασμένο από τον Βαλμπούζα

το 1877) είχε διάφορες επιδράσεις στην Ιταλία: η ιταλική μετάφραση αποκάλυψε περισσότερο τις αντικληρικές τάσεις τις οποίες ο Μπούρκχαρντ διαπίστωσε στην Αναγέννηση και που συνέπεσαν μ’ εκείνες τις τάσεις της ιταλικής πολιτικής και κουλτούρας της εποχής του Ριζορτζιμέντο. Το άλλο, εξάλλου, στοιχείο της Αναγέννησης που βγήκε στο φως από τον Μπούρκχαρντ, ο ατομικισμός δηλαδή και η διαμόρφωση της σύγχρονης νοοτροπίας, στην Ιταλία θεωρήθηκε σαν εναντίωση προς τον κόσμο του Μεσαίωνα τον οποίο εκπροσωπούσε το Παπάτο. Στην Ιταλία δόθηκε λιγότερη προσοχή στο θαυμασμό προς μια ζωή γεμάτη ενεργητικότητα και αγνή ομορφιά- οι πρωτεργάτες, οι θιασώτες της περιπέτειας, οι αμοραλιστές έτυχαν στην Ιταλία μικρότερης προσοχής.
Αυτές οι παρατηρήσεις πρέπει μάλλον να παρθούν υπ’ όψη: είναι μια ερμηνεία της Αναγέννησης και της σύγχρονης ζωής που αποδόθηκε στην Ιταλία (λες και πραγματικά έλκει την καταγωγή από την Ιταλία) μα που ωστόσο δεν είναι, παρά η εκδοχή ενός γερμανικού βιβλίου για την Ιταλία.
Ο Ντε Σάνκτις τονίζει τα σκοτεινά σημεία της πολιτικής και ηθικής διαφθοράς κατά την εποχή της Αναγέννησης· παρ’ όλες τις αρετές που μπορεί κανείς να της αναγνωρίσει, η Αναγέννηση κατέστρεψε την Ιταλία και την οδήγησε δούλη στους ξένους.
Με λίγα λόγια, ο Μπούρκχαρντ είδε την Αναγέννηση σαν αφετηριακό σημείο, μιας νέας εποχής, για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, προοδευτικής, κοιτίδα του σύγχρονου ανθρώπου: για τον Ντε Σάνκτις, από τη σκοπιά της ιταλικής ιστορίας και για την Ιταλία, η Αναγέννηση έγινε αφετηριακό σημείο μιας οπισθοδρόμησης κλπ. Ο Μπούρκχαρντ και ο Ντε Σάνκτις ταυτίζονται στις επιμέρους αναλύσεις της Αναγέννησης και συμφωνούν στο να καταδείξουν σαν χαρακτηριστικά στοιχεία τη διαμόρφωση μιας καινούριας νοοτροπίας, το κόψιμο όλων των συνδετικών νημάτων της εποχής του Μεσαίωνα με τη θρησκεία, την εξουσία, την πατρίδα, την οικογένεια.
Κατά τον Τζάνερ, «στα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια, διαμορφώνεται σταδιακά ένα αντιρεύμα ερευνητών, Καθολικοί οι περισσότεροι, που αμφισβητούν την αλήθεια αυτών των χαρακτήρων της Αναγέννησης (που αναδείχτηκαν από τον
39

Μπούρκχαρντ και τον Ντε Σάνκτις) και προσπαθούν ν’ αναδείξουν άλλους, αντίθετους κατά το πλείστον. Στην Ιταλία ο Ολ- τζιάτι, ο Τζαμπουγκίν, ο Τοφανίν, στις γερμανικές χώρες ο Πάστορ, στους πρώτους τόμους της Ιστορίας των Παπών, και ο Βάλσερ. Στον Βάλσερ ανήκει μια μελέτη για το θρησκευτικό πνεύμα του Πούλτσι (Lebens - und Glaubensprobleme aus dem Zeitalter der Renaissance, στο «Die Neueren Sprachen», 10. Beiheft). Ο Βάλσερ - επαναλαμβάνοντας τις μελέτες του Βόλπι και των άλλων - αναλύει το είδος αίρεσης του Πούλτσι και τις περιπέτειες οι οποίες επακολούθησαν όταν εξωμότησε* μας δείχνει «με τρόπο αρκετά πειστικό» την καταγωγή της αίρεσης (από τον αβεροϊσμό1 κι από μυστικές ιουδαϊκές αιρέσεις) και δείχνει ότι στον Πούλτσι δεν πρόκειται μόνο για απομάκρυνση από τα ορθόδοξα θρησκευτικά συναισθήματα, αλλά για μια δ ική του καινούρια πίστη (ανάμεικτη με μαγεία και πνευματισμό), η οποία αργότερα μετατράπηκε σε μια πλατιά συγκατάβαση και ανοχή όλων των θρησκειών.
Πρέπει να εξετάσουμε αν ο πνευματισμός και η μαγεία δεν είναι αναγκαστικά η μορφή που έπρεπε να πάρει ο νατουραλισμός και ο υλισμός εκείνης της εποχής, δηλαδή η αντίδραση στην Καθολική μεταφυσική ή η πρώτη μορφή πρωτόγονου και μη επεξεργασμένου ενυπαρχισμού.
Στον τόμο που αναλύει κριτικά ο Τζάνερ, φαίνεται ότι είναι ενδιαφέρουσες τρεις ιδιαίτερα μελέτες, μια που επεξηγούν την καινούρια ερμηνεία: «Ο Χριστιανισμός και η αρχαιότητα στην αντίληψη της πρώτης ιταλικής Αναγέννησης» «Μελέτες σχετικά με τη σκέψη της Αναγέννησης» και «Ανθρώπινα και καλλιτεχνικά προβλήματα της ιταλικής Αναγέννησης».
Κατά τον Βάλσερ, η διαπίστωση του Μπούρκχαρντ ότι η Α ναγέννηση υπήρξε παγανιστική, κριτική, αντικληρική και δίχως θρησκευτικό πνεύμα, δεν ευσταθεί. Οι ανθρωπιστές της πρώτης γενιάς όπως ο Πετράρχης, ο Βοκάκιος,ο Σαλουτάτι δεν διαφο
1. Αβεροϊσμός: Φιλοσοφική θεωρία που έχει σημείο αναφοράς την ερμηνεία του έργου του Αριστοτέλη έτσι όπως δόθηκε από τον άραβα Αβεροέ (XII αιώνας).
40

ροποιούν την στάση τους απέ.αντι στην Εκκλησία, από τους μελετητές του Μεσαίωνα. Ο ι ανθρωπιστές του ’400, ο Πότζο, ο Βάλα, ο Μπεχαντέλι, είναι πιο κριτικοί και ανεξάρτητοι, αλλά μπροστά στην αποκαλυφθείσα αλήθεια σιωπούν και αυτοί και την αποδέχονται. Σ’ αυτή τη διαπίστωση ο Βάλσερ είναι σύμφωνος με τον Τοφανίν, ο οποίος, στο βιβλίο του Τι ήταν ο Ανθρωπισμός; βεβαιώνει ότι ο Ανθρωπισμός με τη λατρεία του προς τη λατινικότητα και την προσήλωσή του στη Ρώμη, υπήρξε πολύ πιο ορθόδοξος από τη φιλολογία του ’200 και ’300 γραμμένη στην καθομιλουμένη γλώσσα. (Διαπίστωση που μπο- ρεί να γίνει αποδεκτή, αν διακρίνουμε στο κίνημα της Αναγέννησης το ξέκομμα, που πραγματοποιήθηκε με τον Ανθρωπισμό από την εθνική ζωή η οποία διαμορφώθηκε μετά το 1000 μ.Χ., αν θεωρήσουμε τον Ανθρωπισμό σαν μια προοδευτική εξελικτική διαδικασία για τις καλλιεργημένες, «κοσμοπολίτικες» τάξεις, αλλά οπισθοδρομική από την άποψη της ιταλικής ιστορίας).
(Η Αναγέννηση μπορεί να θεωρηθεί σαν πολιτιστική έκφραση ενός ιστορικού προτσές κατά τη διάρκεια του οποίου συγκροτείται στην Ιταλία μια νέα τάξη διανοουμένων ευρωπαϊκής ολκής, τάξη που χωρίστηκε στα δύο: όσοι ανήκαν στη μία πλευρά έπαιξαν στην Ιταλία ένα κοσμοπολίτικο ρόλο, συνδεμένο με το Παπάτο κι αντιδραστικού χαρακτήρα* η άλλη πλευρά διαμορφώθηκε στο εξωτερικό από πολιτικούς και θρησκευτικούς εξόριστους κι έπαιξε ένα προοδευτικό κοσμοπολίτικο ρόλο στις διάφορες χώρες στις οποίες σταθεροποιήθηκε ή έλαβε μέρος στην οργάνωση των σύγχρονων Κρατών σαν τεχνικό στοιχείο στο στρατό, στην πολιτική, στη μηχανική, κλπ).
Μπορεί ν’ αληθεύει το ότι ο Ανθρωπισμός γεννήθηκε στην Ιταλία σαν σπουδή της Ρωμαϊκότητας κι όχι γενικά του κλασικού κόσμου (Αθήνα και Ρώμη)· οπότε πρέπει να γίνει διαχωρισμός. Ο Ανθρωπισμός υπήρξε «πολιτικο-ηθικός», μη καλλιτεχνικός, υπήρξε η αναζήτηση των βάσεων ενός «ιταλικού Κράτους» το οποίο θα έπρεπε να γεννηθεί σύγχρονα και παράλληλα με της Γαλλίας, της Ισπανίας, της Αγγλίας: Μ’ αυτή την έννοια ο Ανθρωπισμός και η Αναγέννηση έχουν σαν πιο δεινό εκφραστή τους τον Μακιαβέλι. Υπήρξε «κικερονιακός», όπως υπο
41

στηρίζει ο Τοφανίν, αναζήτησε δηλαδή τις βάσεις του στην περίοδο που προηγήθηκε της Αυτοκρατορίας, της αυτοκρατορι- κής κοσμόπολης (και μ’ αυτή την έννοια ο Κικέρωνας μπορεί να είναι ένα καλό σημείο αναφοράς λόγιο της αντίθεσής του με τον Κατιλίνα αρχικά, με τον Καίσαρα ύστερα, δηλαδή με την εμφάνιση των νέων αντιιταλικών δυνάμεων, της κοσμοπολίτικης τάξης).
Η αυθόρμητη ιταλική Αναγέννηση, που αρχίζει μετά το 1000 μ.Χ. και ανθεί καλλιτεχνικά στην Τοσκάνη, καταπνίγηκε από τον Ανθρωπισμό και από την Αναγέννηση με πολιτιστική έννοια, από την επαναφορά της λατινικής σαν γλώσσας των διανοουμένων σ’ αντιπαράθεση με την καθομιλούμενη, κλπ. Αναμφισβήτητα, μόνο αυτή η αυθόρμητη Αναγέννηση (ιδίως από το ’200 κι ύστερα) μπορεί να συγκριθεί με την άνθηση της ελληνικής Φιλολογίας, ενώ η «ενασχόληση κύρια με την πολιτική» κατά το ’400 με ’500 είναι η Αναγέννηση που μπορεί να παραλληλιστεί με τον Ρωμαϊσμό.
Η Αθήνα και η Ρώμη είχαν τη συνέχειά τους στην Ορθόδοξη και Καθολική Εκκλησία: μπορεί μάλιστα να υποστηριχτεί σ’ αυτό το σημείο ότι η Γαλλία ήταν συνέχεια της Ρώμης περισσότερο, παρά η Ιταλία και η τσαρική Ρωσία της Αθήνας-Βυζά- ντιου: δυτικός και ανατολικός πολιτισμός κι αυτό μέχρι τη γαλλική Επανάσταση, ίσως και μέχρι τον πόλεμο του 1914.
Στο δοκίμιο του Ροστάνι βρίσκει κανείς πολλές οξείες επιμέ- ρους παρατηρήσεις μα λανθασμένη προοπτική. Ο Ροστάνι εξάλλου συγχέει τη βιβλιακή με την άμεση κουλτούρα.
Μπορεί να ’ναι αλήθεια ότι η υποτίμηση των Ρωμαίων οφεί- λεται στον Ρομαντισμό κι ιδιαίτερα τον γερμανικό (στο καλλιτεχνικό επίπεδο): μπορεί επίσης να 'ναι αλήθεια ότι είχε άμεσα πρακτικά κίνητρα κλπ. Αλλά ο Ροστάνι έπρεπε να είχε ερευνήσει μήπως, παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει σ’ αυτή τη μονόπλευρη κατάσταση μία αλήθεια, έστω μονόπλευρη. Αλήθεια πολιτιστική όχι αισθητική, μια και η αισθητική «αυτονομία» είναι μεταξύ των άλλων, για τους μεμονωμένους καλλιτέχνες κι όχι για τις καλλιτεχνικές ομάδες- έστω, λοιπόν, «πολιτιστική αυτονομία» η οποία έπρεπε, βέβαια, να υπάρχει, όπως ακριβώς αποδεικνύει το πολιτιστικό σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ Κα
42

βολικής Εκκλησίας και βυζαντινής Ορθοδοξίας, κλπ. Τότε, όμως, δε θα υπήρχε ανάγκη επιφανειακής αιτιολόγησης, αλλά πιο βαθιών ερευνών, όχι μόνο στον τομέα της λογοτεχνίας, μα σ’ όλη γενικά την κουλτούρα.
Πολύ σημαντικό είναι το βιβλίο του Τζουζέπε Τοφανίν Τι ήταν ο Ανθρωπισμός; Το ριζορτζιμέντο της κλασικής αρχαιότητας στη συνείδηση των ιταλώνμεταξύ των χρόνων του Δάντη και της Μεταρρύθμισης. Φλωρεντία, Σανσόνι (Ιστορική Βιβλιοθήκη της Αναγέννησης). Ο Τοφανίν συλλαμβάνει μέχρι ένα ορισμένο σημείο τον αντιδραστικό και μεσαιωνικό χαρακτήρα του Ανθρωπισμού: «Αυτή η ξεχωριστή ψυχική και πολιτιστική κατάσταση, που στην Ιταλία - μεταξύ 1300 και 1500 - της δόθηκε το όνομα Ανθρωπισμός, υπήρξε μια εξέγερση και αντιπροσώπευε, για δυο τουλάχιστον αιώνες, ένα φραγμό ενάντια σε κάποια ετερόδοξη και ρομαντική ανησυχία, που υπήρχε αρχικά σ’ εμβρυακή κατάσταση κατά την εποχή των Κοινοτήτων, παίρνοντας ύστερα το προβάδισμα στις μεταρρυθμίσεις. Ο Ανθρωπισμός υπήρξε μια αυθόρμητη συμφιλίωση αντιτιθέμενων ιδεολογικών στοιχείων και αποδοχή, εξαιρετικά αντιφιλοσοφική, των ορίων: αλλά αυτή η αντιφιλοσοφικότητα, εφόσον τη σκεφτεί και την αποδεχτεί κανείς, είναι κι αυτή μια φιλοσοφία». Βλ. το άρθρο του Βιττόριο Ρόσι (Η Αναγέννηση*.) που εν μέρει, δέχεται τη θέση του Τοφανίν, μα για να την πολεμήσει καλύτερα. Μου φαίνεται, λοιπόν, ότι το ζήτημα του τι ήταν ο Ανθρωπισμός δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο σ’ ένα περισσότερο περιεκτικό πλαίσιο της ιστορίας των ιταλών διανοουμένων και του ρόλου τους στην Ευρώπη.
Ο Τοφανίν έχει γράψει ακόμα ένα βιβλίο για το Σκοπό του Ανθρωπισμού και τον τόμο τον σχετικό με το 1500 στη συλλογή του Βαλάρντι.
Πολύ ενδιαφέρον και περιεκτικό μέσα στη συντομία του είναι το άρθρο του Βιττόριο Ρόσι Η Αναγέννηση, στη «Nuova Antologia» της 16 Νοέμβρη 1929. Για τον Ρόσι και σωστά, η εκ νέου
* «Nuova Antologia» της 16 Νοεμβρίου 1929. (Σημ. της ιταλ. έκό.)·
43

άνθηση των μελετών γύρω από την κλασική φιλολογία υπήρξε γεγονός δευτερεύουσας διαμόρφωσης, μια ένδειξη, ένα σύμπτωμα και όχι το πιο φανερό της βαθιάς ουσίας της εποχής που είχε το όνομα Αναγέννηση. «Το κεντρικό και θεμελιώδες γεγονός, εκείνο απ’ όπου πηγάζουν όλα τ’ άλλα, υπήρξε η γέννηση και η ωρίμανση ενός νέου πνευματικού κόσμου, που, απελευθερώνοντας την ενεργητικότητα οπότε και την αρετή της δημιουργίας μετά το 1000 μ.Χ. σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, παρουσιάστηκε στην ιστορική σκηνή όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά χαι της Ευρώπης». Μετά το 1000 μ.Χ. αρχίζει η αντίδραση ενάντια στο φεουδαρχικό καθεστώς «που σημάδεψε καθ’ αυτό όλη τη ζωή» (μαζί με την αριστοκρατία ιδιοκτητών γης και τον κλήρο): στους επόμενους δύο ή τρεις αιώνες μεταμορφώνεται ριζικά η οικονομική, πολιτική και πολιτιστική τάξη πραγμάτων της κοινωνίας: ενισχύθηκε η γεωργία, ανα- ζωογονήθηκαν, επεκτάθηκαν και οργανώθηκαν οι βιομηχανίες και το εμπόριο- εμφανίστηκε η αστική τάξη, νέα ιθύνουσα τάξη (αυτό το σημείο χρειάζεται να προσδιοριστεί και ο Ρόσι δεν το προσδιορίζει) η οποία φλέγεται από πολιτικά πάθη (πού; σ’ όλη την Ευρώπη, ή μόνο στην Ιταλία και στη Φλάνδρα;) και οργανώνεται σε ισχυρές χρηματιστικές εταιρείες* συγκροτείται με αυξανόμενο πνεύμα αυτονομίας το Κράτος των Κοινοτήτων.
(Κι αυτό το σημείο χρειάζεται να αναλυθεί: πρέπει να ορίσουμε τι σήμαινε «Κράτος» στο Κράτος των Κοινοτήτων: είχε περιορισμένη «συντεχνιακή» έννοια, λόγω της οποίας δεν μπορούσε ν ’ αναπτυχτεί πέρα από το φεουδαρχισμό του Μεσαίωνα, ήταν, δηλαδή, η διάδοχη κατάσταση του απολυταρχικού φεουδαρχισμού - χωρίς μεσαία τάξη, ας πούμε - που υπήρχε μέχρι το 1000 μ.Χ. τον οποίον ακολούθησε η απόλυτη μοναρχία του 15ου αιώνα, μέχρι τη γαλλική Επανάσταση. Έ να οργανικό πέρασμα από την Κοινότητα σ’ ένα καθεστώς όίχι πια φεουδαρχικό υπήρχε στις Κάτω Χώρες και μόνο εκεί. Στην Ιταλία, οι Κοινότητες δεν κατάφεραν να βγουν από τη συντεχνιακή φάση, επικράτησε η φεουδαρχική αναρχία έτσι που να ταιριάζει στην καινούρια κατάσταση κι ύστερα ήρθε η ξένη κυριαρχία. Να παραβληθούν μερικές σχετικές σημειώσεις για τους «Ιταλούς Δ ιανοούμενους». Σχετικά με τη συνολική ανάπτυξη της ευρωπαϊ
44

κής κοινωνίας, την οποία υπαινίσσεται ο Ρόσι, μετά το 1000 μ.Χ. πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη το βιβλίο του Ανρί Πιρέν πάνω στη καταγωγή των πόλεων).
Κινήματα μεταρρύθμισης της Εκκλησίας· καινούριες θρησκευτικές κοινότητες αναφύονται που επιδιώκουν ν ’ αποκαταστήσουν την αποστολική ζωή. (Είναι άραγε αυτά τα κινήματα συμπτώματα θετικά ή αρνητικά για τον καινούριο κόσμο που αναπτύσσεται; Φυσικά, αυτά παρουσιάζονται σαν αντίδραση στη νέα οικονομική φάση της κοινωνίας, έστω κι αν η απαίτηση για μεταρρύθμιση της Εκκλησίας ήταν προοδευτική: είναι αλήθεια όμως, ότι αυτά δείχνουν ένα αυξημένο ενδιαφέρον του λαού απέναντι στα πολιτιστικά ζητήματα κι ένα αυξημένο ενδιαφέρον απέναντι στο λαό εκ μέρους των μεγάλων θρησκευτικών προσωπικοτήτων, δηλαδή των πιο γνωστών διανοουμένων της εποχής: ακόμα, όμως, κι αυτοί, τουλάχιστον στην Ιταλία, είτε φιμώθηκαν είτε έγιναν υποχείριοι της Εκκλησίας, ενώ αλλού στην Ευρώπη διατηρούνται σαν μαγιά για να ξεχυθούν την εποχή της Μεταρρύθμισης. Μια που μιλάμε για τις πολιτιστικές τάσεις, μετά το 1000 μ.Χ. δε θα ’πρεπε να μας διαφύγει η αραβική επίδραση μέσω της Ισπανίας - βλ. τα άρθρα του Έ τζο Λέβι στο «Marzocco* και στο «Leonardo» - και μαζί με τους Ά ραβες και τους Εβραίους της Ισπανίας). «Στις φιλοσοφικές και θεολογικές σχολές της Γ αλλίας ανάβουν σφοδρές διαμάχες, σημάδι πως αναγεν- νήθηκε το θρησκευτικό πνεύμα, όπως κι ότι πληθαίνουν οι απαιτήσεις του νου». (Αυτές οι φιλονικίες δεν οφείλονται στις αβε- ροϊκές διδασκαλίες που επιδιώκουν να κατακτήσουν τους ευρωπαίους, δεν οφείλονται, δηλαδή, στις πιέσεις της αραβικής κουλτούρας;) «Ξεσπά η διαμάχη για τις παραχωρήσεις, την οποία προκάλεσε το αφυπνισμένο πνεύμα του αυτοκρατορικού Ρωμαϊ- σμού (τι θέλει να πει; το αφυπνισμένο πνεύμα του Κράτους που θέλει ν ’ απορροφήσει το ίδιο όλες τις δραστηριότητες των πολιτών όπως συνέβαινε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία;) και η συνείδηση των παρόντων πνευματικών, πολιτικών και οικονομικών ενδιαφερόντων, και η οποία βάζει σε κίνηση το σύνολο των λαϊκών κι εκκλησιαστικών κανόνων και την μάζα των ανώνυμων μοναχών, των αστών, των αγροτών, των χειρονακτών». Αιρέσεις (κατασταλμένες, ωστόσο, δια πυρός και σιδήρου).
45

«Ο ιπποτισμός, ενώ επικυρώνει και καθαγιάζει στο άτομο το να έχει ηθικές αρετές, τρέφει μια αγάπη για την καλλιέργεια του ανθρώπου κι εφαρμόζει κάποιον εξευγενισμό ηθών». (Αλλά κάτω από ποια έννοια ο ιπποτισμός μπορεί να συνδεθεί με την Αναγέννηση μετά το 1000 μ.Χ.; Ο Ρόσι δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αντιφατικών κινημάτων, επειδή δεν παίρνει υπ’ όψη του τις διάφορες μορφές του φεουδαρχισμού και της τοπικής αυτονομίας μέσα στα πλαίσια του φεουδαρχισμού. Εξάλλου δεν μπορούμε να μη μιλήσουμε για τον ιπποτισμό σαν στοιχείο της κατ’ εξοχήν Αναγέννησης και ιδιαίτερα κατά το 1500, έστω κι αν ο Ορλάντο Μαινόμενος είναι πια μια θλιβερή ανάμνηση, όπου η συμπάθεια αναμειγνύεται με τη διακωμώδηση και την ειρωνεία, έστω κι αν ο Αυλιχός δεν είναι παρά η εξαιρετικά φιλισταϊκή, σχολαστική, λογιωτατιστική φάση του.) Οι Σταυροφορίες, οι πόλεμοι των χριστιανών βασιλιάδων ενάντια στους Μαυριτανούς της Ισπανίας, οι πόλεμοι των Καπετίνγκων ενάντια στην Αγγλία, των ιταλικών Κοινοτήτων ενάντια στους σουήβους αυτοκράτορες, όπου ωριμάζει και αναπτύσσεται το αίσθημα της εθνικής ενότητας, (υπερβολή). Είναι περίεργη, για ένα λόγιο σαν τον Ρόσι, αυτή η πρόταση: «Στην προσπάθεια μέσω της οποίας αυτοί οι άνθρωποι αναζωογονούνται οι ίδιοι και συγκροτούν τις συνθήκες για μια καινούρια ζωή, αισθάνονται ότι αναζωπυρώνουν τις βαθιές ζυμώσεις της ιστορίας τους και στον ρωμαϊκό κόσμο, τον τόσο πλούσιο σ’ εμπειρίες ελεύθερης και μεστής ανθρώπινης πνευματικότητας, ανακαλύπτουν συγγενείς ψυχές», που μου φαίνεται μια σειρά ολόκληρη από ασαφείς και χωρίς νόημα διαπιστώσεις: 1) επειδή πάντα υπάρχει μια ακολουθία μεταξύ του ρωμαϊκού κόσμου και της περιόδου μετά το 1000 μ.Χ. (μεσαιωνολατινική)' 2) επειδή οι «συγγενείς ψυχές» είναι μια μεταφορά δίχως νόημα και εν πάση περι- πτώσει το φαινόμενο συνέβη στα ’400-’500 κι όχι σ’ αυτή την πρώτη φάση· 3) επειδή δεν υπήρχε τίποτα το ρωμαϊκό στην ιταλική Αναγέννηση, εκτός από ένα φιλολογικό επίχρισμα, μια και δεν υπήρχε το κύριο χαρακτηριστικό του ρωμαϊκού πολιτισμού: το ενιαίο Κράτος, οπότε και η εδαφική ενότητα.
Η λατινική κουλτούρα, που άνθισε στις σχολές της Γαλλίας του XII αιώνα - με τεράστια ζέση για τις γραμματικές και ρητο
46

ρικές σπουδές, για τις ποιητικές συνθέσεις και τη μετρημένη και πομπώδικη πεζογραφία που είναι αντίστοιχη, στην Ιταλία,με μια πιο αργοπορημένη και μέτρια παραγωγή των 6 εν ετών ποιητών, λογίων και συγγραφέων γύρω από την τέχνη της σύνθεσης - είναι μια φάση της μεσαιωνολατινικής περιόδου, είναι ένα προϊόν καθαρά φεουδαρχικό με την πρωταρχική έννοια των αρχών του 11ου αιώνα. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί γ ια τις νομικές σπουδές, ανανεωμένες, λόγω της ανάγκης να διακανονιστούν νομικά οι καινούριες και πολύπλοκες πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες περιστρέφονται - είναι αλήθεια - γύρω από το ρωμαϊκό δίκαιο, υποβαθμίζονται όμως, ραγδαία σε λεπτομερειακές περιπτωσιολογίες, ακριβώς επειδή το «αμιγές» ρωμαϊκό δίκαιο δεν μπορεί να βάλει σε τάξη τις νέες, πολύπλοκες σχέσεις: στην πραγματικότητα, μέσ’ από την περιπτωσιολογία των ερμηνευτών και των μετερμηνευτών σχηματίζονται τοπικές νομολογίες, σύμφωνα με τις οποίες δικαιώνεται ο πιο ισχυρός (είτε ευγενής είτε αστός), κι αυτές αποτελούν «το μοναδικό δίκαιο» που υπάρχει: οι αρχές του ρωμαϊκού δικαίου όλο και πιο πολύ ξεχνιούνται ή παραπέμπονται σε γλώσσα ερμηνευτική που, με τη σειρά της, ερμηνεύεται κι αυτή, σαν ένα πρόσφατο προϊόν στο οποίο τίποτα το ρωμαϊκό δεν περιέχεται, εκτός από την απλή και καθαρή αρχή της ιδιοκτησίας.
Η Σχολαστική1, «η οποία προσπαθεί να ξανασκεφτεί και να συστηματοποιήσει και πάλι σύμφωνα με τις μορφές της αρχαίας φιλοσοφίας» (επιστρέφει, ας σημειωθεί, στον κύκλο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όχι επειδή «αναζωπυρώθηκαν» οι βαθιές ζυμώσεις της ιστορίας, αλλά επειδή την έφεραν οι Ά ραβες και οι Εβραίοι), τις θεωρητικές αλήθειες του Χριστιανισμού.
Η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική. Ο Ρόσι έχει δίκιο όταν διαπιστώνει ότι όλες αυτές οι εκδηλώσεις από το 1000 μέχρι το 1300 δεν είναι καρπός της επιθυμίας για μια πλαστή απομίμηση, αλλά
1. Σχολαστική: Η φιλοσοφία των μεσαιωνικών σχολών με ποικιλία ρευμάτων χαι θεωριών που αναπτύχθηκε από το IX έως τον XIV αιώνα στην αρχή στα μοναστήρια και τα σχολεία των καθεδρικών και αργότερα στα πανεπιστήμια.
47

αυθόρμητη εκδήλωση μιας δημιουργικής ενεργητικότητας που ξεπηδά εκ βαθέων και καθιστά τους ανθρώπους αυτούς ικανούς να αισθάνονται και να ξαναζούν την αρχαιότητα. Αυτή η τελευταία πρόταση είναι, ωστόσο, εσφαλμένη, διότι αυτοί οι άνθρωποι, στην πραγματικότητα, είναι ικανοί να αισθανθούν και να ζήσουν έντονα το παρόν, ενώ συν τω χρόνω σχηματίζεται ένα στρώμα διανοουμένων που αισθάνονται και ζουν την αρχαιότητα και οι οποίοι απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη ζωή του λαού, μια και η αστική τάξη (στην Ιταλία) πα ρακμάζει κι εκφυλίζεται μέχρι το τέλος του 1700.
Είναι παράξενο ακόμα ότι ο Ρόσι δεν υποψιάζεται τις αντιφάσεις στις οποίες πέφτει διαπιστώνοντας: «Παρ’ όλ’ αυτά, αν , λέγοντας απλά Αναγέννηση, πρέπει να εννοούμε - για μένα δεν υπάρχει αμφιβολία - όλο το πολύμορφο ξέσπασμα της ανθρώπινης δραστηριότητας από τον XI ως τον XVI αιώνα, το σημαντικότερο απ’ όλα τα γνωρίσματα της Αναγέννησης, πρέπει να εξεταστεί όχι η εκ νέου άνθηση της λατινικής κουλτούρας, αλλά η εμφάνιση φιλολογίας, γραμμένης σε καθομιλούμε- νη γλώσσα, μέσω της οποίας αποκτούμε ανάγλυφο ένα από τα πιο αξιοσημείωτα προϊόντα εκείνης της ενεργητικότητας, τη διάσπαση της μεσαιωνικής ενότητας σε διαφοροποιημένες εθνικές ενότητες». Ο Ρόσι έχει μια ρεαλιστική και ιστορικιστική αντίληψη για την Αναγέννηση, αλλά δεν κατορθώνει να εγκατα- λείψει εντελώς την παλιά, ρητορική και φιλολογική αντίληψη: ιδού από πού ξεκινούν ο ι αντιφάσεις του και η λεπτολογία του· η εμφάνιση της καθομιλουμένης γλώσσας σημαδεύει μίαν απομάκρυνση από την αρχαιότητα, και πρέπει να εξηγηθεί πώς ένα τέτοιο φαινόμενο συνοδεύεται από μια αναγέννηση της λατινικής γραμματολογίας. Σωστά λέει ο Ρόσι ότι «η χρήση, που γίνεται σε μια γλώσσα περισσότερο από μιαν άλλη για ανιδιοτελείς πνευματικούς σκοπούς από ένα λαό, δεν είναι ιδιοτροπία ατόμων ή συνόλου, μα αυθόρμητη έκφραση μιας ειδικής εσωτερικής ζωής, η οποία ξεπηδά με τη μοναδική μορφή που της τα- ριάζει», πράγμα που σημαίνει ότι κάθε γλώσσα είναι μια συνολική αντίληψη για τον κόσμο κι όχι απλά μια φορεσιά που παρουσιάζει το κάθε περιεχόμενο ανεξάρτητα από τη μορφή. Αλλά τότε; Δε σημαίνει αυτό πως ανταγωνίζονται δυο αντιλήψεις

για τον κόσμο: μια αστική-λαϊκή, η οποία εκφραζόταν με την καθομιλουμένη γλώσσα και μια αριστοκρατική-φεουδαρχική, η οποία εκφραζόταν με τη λατινική επικαλούμενη τη ρωμαϊκή αρχαιότητα και πως αυτός ο ανταγωνισμός χαρακτηρίζει την Αναγέννηση κι όχι πια την ήρεμη δημιουργία μιας θριαμβεύου- σας κουλτούρας; Ο Ρόσι δεν ξέρει πώς να εξηγήσει το γεγονός ότι το να επικαλείται κανείς την αρχαιότητα είναι ένα καθαρό οργανικό-πολιτικό στοιχείο και δεν μπορεί να δημιουργήσει από μόνο του έναν πολιτισμό, οπότε η Αναγέννηση θα ’πρεπε αναγκαστικά να διαλυθεί στην Αντιμεταρρύθμιση, δηλαδή στην ήττα της αστικής τάξης που γεννήθηκε με τις Κοινότητες και στον θρίαμβο του ρωμαϊσμού, αλλά σαν παπική κυριαρχία πάνω στη συνείδηση και σαν προσπάθεια επιστροφής στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: μια φάρσα μετά την τραγωδία.
Στη Γαλλία, η φιλολογία σε προβηγκιανή γλώσσα και στη γλώσσα των βόρειων περιοχών κάνει την εμφάνισή της μεταξύ του τέλους του 11ου αιώνα και των αρχών του 12ου, εποχή που η χώρα ολόκληρη βρίσκεται σε αναβρασμό λόγω των σημαντικών πολιτικών, οικονομικών, θρησκευτικών και πολιτιστικών γεγονότων που προαναφέραμε. «Το αν, λοιπόν, στην Ιταλία η καθομιλούμενη γλώσσα καθυστέρησε πάνω από έναν αιώνα να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ώστε να ’χει την τιμή να γράφεται σ’ αυτήν λογοτεχνία, οφείλεται στο γεγονός ότι, σε μας, το μεγάλο κίνημα που εγκαθίδρυσε πάνω στα ερείπια της οικουμενικότη- τας του Μεσαίωνα έναν καινούριο εθνικό πολιτισμό είναι, λόγω της ανομοιογένειας - πολλές φορές αιώνων - της ιστορίας των πόλεων μας, περισσότερο άνομοιογενής, επομένως αυτό- χθονη κι αυθόρμητη και λείπει η πειθαρχούσα δύναμη μιας μοναρχίας και ισχυρών ευγενών· οπότε επιτυγχάνεται πιο αργά κι επίπονα η ενιαία μορφοποίηση εκείνου ακριβώς του νέου πνευματικού κόσμου, του οποίου η καινούρια φιλολογία γραμμένη στην καθομιλούμενη αποτελεί την πιο επιφανή πλευρά». 'Αλλη πάλι ομάδα αντιφάσεων: στην πραγματικότητα, το ανανεωτικό κίνημα μετά το 1000 μ.Χ. υπήρξε περισσότερο βίαιο στην Ιταλία παρά στη Γαλλία και η τάξη-ση μαιοφόρος αυτού του κινήματος αναπτύχθηκε οικονομικά προηγούμενα και ισχυρότερα απ’ ό,τι στη Γαλλία και κατάφερε ν ’ ανατρέψει την κυριαρχία
. 49

των εχθρών της, πράγμα που δε συνέβη στη Γαλλία. Η απορία εξελίσσεται διαφορετικά στη Γαλλία απ’ ό,τι στην Ιταλία- αυτή η αυταπόδεικτη αλήθεια του Ρόσι, ο οποίος δεν καταφέρνει να καταδείξει τις πραγματικές διαφορές της εξέλιξης και τις τοποθετεί σ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αυθορμητισμό και αυτοχθονισμό, εξαιρετικά δύσκολο και αδύνατο ν ’ αποδειχτούν. Εν τω μεταξύ, ακόμα και στη Γαλλία, το κίνημα δεν υπήρξε ενιαίο, επειδή μεταξύ Βορρά και Νότου υπάρχει μεγάλη διαφορά, η οποία εκφράζεται στο επίπεδο της φιλολογίας μέσω μιας σημαντικής επικής λογοτεχνίας στο Βορρά και με την έλλειψη του επικού στοιχείου στο Νότο.
Οι απαρχές της ιστορικής διαφοροποίησης μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας μπορούν να καταμαρτυρηθούν στον όρκο του Στρασβούργου (γύρω στο 841), στο ότι, δηλαδή, ο λαός παίρνει ενεργά μέρος στην Ιστορία (ο λαός-στρατός) και γίνεται ο εγγυητής της τήρησης των συνθηκών μεταξύ των απογόνων του Καρλομάγνου- ο λαός-στρατός εγγυάται «λέγοντας τον όρκο στην καθομιλούμενη γλώσσα», εισάγει δηλαδή τη δική του γλώσσα στην ιστορία του έθνους, αναλαμβάνοντας μια πολιτική λειτουργία ανώτερου επιπέδου, παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν συλλογική βούληση σαν στοιχείο μιας εθνικής δημοκρατίας. Αυτό το «δημαγωγικό» συμβάν των Καρολιδών ν’ απευθύνονται στο λαό στην εξωτερική τους πολιτική, είναι πολύ σημαντικό για την κατανόηση και του ρόλου που έπαιξε η μοναρχία σαν εθνικός παράγοντας. Στην Ιταλία, τα πρώτα ντοκουμέντα της καθομιλουμένης γλώσσας είναι ατομικοί όρκοι προκειμένου να οριστεί η ιδιοκτησία των συμβαλλομένων σε καθορισμένη γη ή έχουν έναν αντιλαϊκό χαρακτήρα («Traite, traite, fili de putte»). Από αυθορμητισμό και αυτοχθονισμό, άλλο τίποτα! Το στέμμα του μονάρχη, πραγματικός συνεχιστής της ρωμαϊκής κρατικής ενότητας, επέτρεψε στην αστική τάξη της Γαλλίας ν ’ αναπτυχθεί περισσότερο από την πλήρη οικονομική αυτονομία που επιτυγχάνεται από την ιταλική αστική τάξη, η οποία, ωστόσο, υπήρξε ανίκανη να εξέλθει από το στενά συντεχνιακό πεδίο και να δημιουργήσει ένα δικό της ολοκληρωμένο πολιτισμό ελεγχόμενο από το κράτος. (Πρέπει να δούμε πώς οι ιταλικές Κοινότητες, διεκδικώντας τα φεουδαρχικά δ ι
50

καιώματα του Κόμη, όσον αφορούσε την περιοχή γύρω από την κομητεία και ενσωματώνοντάς τα, μετατράπηκαν σε στοιχεία φεουδαρχικά, ασκώντας την εξουσία μέσω μιας συντεχνιακής επιτροπής αντί μέσω του Κόμη).
Ο Ρόσι σημειώνει ότι τη φιλολογία, τη γραμμένη στην καθομιλουμένη γλώσσα, συνοδεύουν, «σύγχρονες και ενδεικτικές αυτής της εσώτερης δραστηριότητας τον λαού μας, οι κοινοτικές μορφές της προκλασικής λεγάμενης φιλολογίας του ’200 και του ’300» κι ότι αυτή τη φιλολογία τη γραμμένη στην καθομι- λούμενη όπως και την προκλασική ακολουθεί «ο φιλολογικός ανθρωπισμός που εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια του ’300 και συνεχίστηκε το ’400», συνοψίζοντας: «Τρία γεγονότα, τα οποία, αντιμετωπίζοντας καθαρά εξωτερικά (!) όσα πράγματα διαδραματίζονται τώρα κι όσα θα επακολουθήσουν, πιθανά να φαίνονται αντιθετικά μεταξύ τους, ενώ σημειώνουν, όσον αφορά στον πολιτιστικό τομέα, σταθμούς στην πορεία ανάπτυξης του ιταλικού πνεύματος, σταθμούς προοδευτικούς και καθ’ όλα ανάλογους μ’ εκείνους που στον πολιτικό τομέα είναι οι Κοινότητες από τη μια μεριά, στις οποίες αντιστοιχεί η φιλολογία η γραμμένη στην καθομιλούμενη γλώσσα μαζί με κάποια μορφικά στοιχεία προκλασικής φιλολογίας και το καθεστώς διακυβέρνησης των ευγενών από την άλλη, γραμματολογικό σύστοιχο του οποίου είναι ο φιλολογικός ανθρωπισμός». Έ τσι, όλα τακτοποιούνται κάτω από το γενικό επίχρισμα του «ιταλικού πνεύματος». Με τον Μπονιφάτιο VIII, τον τελευταίο από τους μεγάλους ποντίφηκες του Μεσαίωνα και με τον Ά ριγκο VII, τερ- ματίζοται οι επικοί αγώνες μεταξύ των δύο εξοχωτέρων δυνάμεων της γης. Εξασθένιση της πολιτικής επιρροής της Εκκλησίας: «υποδούλωση» της Αβινιόν και σχίσμα. Η Αυτοκρατορία, σαν παγκόσμια πολιτική εξουσία, πεθαίνει (στείρες οι προσπάθειες του Λουδοβίκου του Βαυαρού και του Καρόλου IV). «Η ζωή ανήκε στη νεαρή και πολυμήχανη αστική τάξη των Κοινοτήτων, η οποία όλο και ενίσχυε την εξουσία της ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς και στο φτωχό λαό και που, πορευόμενη το δρόμο της στην ιστορία, επρόκειτο να γεννήσει ή είχε ήδη γεννήσει το καθεστώς διακυβέρνησης από τους ευγενείς σε εθνικό επίπεδο. Τι ήταν αυτό το καθεστώς; Η καταγωγή της δια
51

κυβέρνησης από τους ευγενείς διαφέρει κατά πολύ στην Ιταλία από τις άλλες χώρες: στην Ιταλία γεννιέται λόγω της αδυναμίας της αστικής τάξης να διατηρήσει το καθεστώς των συντεχνειών, να κυβερνήσει δηλαδή τον φτωχό λαό μόνο δια της βίας. Στη Γαλλία, αντίθετα,η καταγωγή του απολυταρχισμού ανάγεται στον αγώνα μεταξύ αστικής τάξης και φεουδαρχικών στρωμάτων, κατά τον οποίο, όμως, η αστική τάξη είναι ενωμένη με το λαό και τους χωρικούς (μέσα σ’ ορισμένα πλαίσια, εννοείται). Μπορούμε, λοιπόν, στην Ιταλία να μιλάμε για «διακυβέρνηση από τους ευγενείς σε εθνικό επίπεδο;» Τι άραγε να σήμαινε η λέξη «έθνος» εκείνη την εποχή;
Συνεχίζει ο Ρόσι: Μπροστά σ’ αυτά τα σπουδαία γεγονότα, η ιδέα, η οποία έμοιαζε να παίρνει σάρκα και οστά στην οικουμενική αιωνιότητα της Αυτοκρατορίας, της Εκκλησίας και του Ρωμαϊκού Δικαίου, η οποία επίσης, υπάρχει ακόμα και στον Δάντη, η ιδέα λοιπόν, για μια παράταση σε παγκόσμιο επίπεδο της ζωής του Μεσαίωνα, της παγκόσμιας ρωμαϊκής ζωής, πα ραχώρησε τη θέση της στην ιδέα ότι μια μεγάλη επανάσταση έχει συντελεστεί κατά τους τελευταίους αιώνες και ότι μια νέα εποχή στην Ιστορία έχει αρχίσει. Γεννιόταν η αίσθηση μιας α βύσσου η οποία θα χώριζε από δω και στο εξής τον καινούριο από τον παλιό πολιτισμό' έτσι, λοιπόν, η κληρονομιά της Ρώμης δεν νοείται πια σαν μια σύμφυτη με την καθημερινή ζωή δύναμη- οι Ιταλοί, ωστόσο, άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα προς την αρχαία εποχή σαν να επρόκειτο για ένα δικό τους παρελθόν, θαυμαστές της ισχύος, της φρεσκάδας, της ομορφιάς, εκεί όπου έπρεπε να επιστρέφουν νοερά με τη βοήθεια του στοχασμού και της μελέτης και για να δώσουν ένα στόχο στην διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων, σαν εκείνους τους γιους, που μετά από μακρόχρονη εγκατάλειψη, γυρνούν στους γονείς τους κι όχι σαν γέροι που αναθυμούνται και θρηνούν τα χρόνια που ’ταν νέοι». Και αυτό είναι ένα αληθινό ιστορικό μυθιστόρημα: πού μπορεί ν ’ ανακαλύψει κανείς την «ιδέα πως μια μ εγάλη επανάσταση έχει συντελεστεί» κλπ; Ο Ρόσι διογκώνει, με- τατρέποντάς τα σε ιστορικό γεγονός, τ ’ ανέκδοτα βιβλιακού χαρακτήρα και την περιφρόνηση του ανθρωπιστή για τον λατίνο του Μεσαίωνα όπως και την περιφρόνηση του εξευγενισμένου
52

αριστοκράτη προς τη μεσαιωνική «βαρβαρότητα»- έχει δίκιο ο Αντόνιο Λαμπριόλα, σ’ ένα απόσπασμα του Α πό τον έναν αιώνα στον άλλον, λέγοντας ότι μόνο με τη γαλλική Επανάσταση έγινε αισθητή η απόσταση από το παρελθόν, απ’ όλο το παρελθόν κι αυτό το συναίσθημα βρίσκει την έσχατη έκφρασή του στην προσπάθεια ανανέωσης του τρόπου υπολογισμού των ετών μέσω του ρεπουμπλικανικού ημερολόγιου. Αν εκδηλωνόταν στην πραγματικότητα αυτό που ισχυρίζεται ο Ρόσι, δεν θα ’πρεπε να είναι τόσο εύκολη η μετάβαση από την Αναγέννηση στην Αντιμεταρρύθμιση. Ο Ρόσι δεν καταφέρνει ν’ αποδεσμευ- θεί από τη δημαγωγική αντίληψη της Αναγέννησης, οπότε δεν μπορεί και ν ’ αξιολογήσει το γεγονός της ύπαρξης δύο ρευμάτων: ένα προοδευτικό κι ένα αντιδραστικό και ότι αυτό το τελευταίο θριάμβευσε τελικά, αφού το όλο φαινόμενο έφτασε στον κολοφώνα του στα ’500 (όχι όμως σαν εθνικό και πολιτικό γεγονός, μα σαν κατ’ εξοχή, αν όχι αποκλειστικά, καλλιτεχνικό), σαν φαινόμενο μιας αριστοκρατίας αποκομμένης από τον λαό-έθνος, ενώ στους κόλπους του λαού προετοιμάστηκε η α ντίδραση σ’ αυτόν τον λαμπρό παρασιτισμό της Μεταρρύθμισης των Διαμαρτυρομένων, στον Σαβοναρολισμό με τα «καψαλίσματα των ματαιοδοξιών», στο σχηματισμό λαϊκών συμμοριών όπως εκείνη του βασιλιά Μαρκόνε στην Καλαβρία και σ’ άλλα κινήματα, τα οποία ενδιαφέρον θα είχαν εάν τα παραθέταμε και τα αναλύαμε, σαν συμπτώματα, τουλάχιστον, έμμεσα: ακόμα κι αυτή η πολιτική σκέψη του Μακιαβέλι είναι μια αντίδραση στην Αναγέννηση, είναι η επίκληση της πολιτικής και εθνικής αναγκαιότητας για επαναπροσέγγιση του λαού, όπως είχαν κάνει οι απόλυτες μοναρχίες της Γαλλίας και της Ισπανίας, όπως είναι ένα σύμπτωμα η δημοτικότητα του Βαλεντίνο στη Ρομάνια, στο βαθμό που στενοχωρεί τους δεσποτίσκους και τους καθοδηγητές κλπ.
Σύμφωνα με τον Ρόσι, «η συνείδηση της ιδεολογικής διάστασης, η οποία δημιουργήθηκε στους αιώνες μεταξύ της αρχαιότητας και της νέας εποχής», υπάρχει ήδη εν δυνάμει στο πνεύμα του Δάντη, αλλά εμφανίζεται πραγματικά και προσωποποιεί- ται, στον πολιτικό τομέα, στον Κόλα ντι Ριέντζο, ο οποίος «κληρονόμος της σκέψης του Δάντη, θέλει να διεκδικήσει τη
53

ρωμαϊκότητα, οπότε και την ιταλικότητα (γιατί «οπότε»; Ο Κόλα ντι Ριέντζο είχε στο νου του μονάχα το λαό της Ρώμης, με την υλική έννοια του όρου) της Αυτοκρατορίας και με τον ιερό δεσμό της Ρωμαϊκότητας να υποκινήσει σ’ εθνική ενότητα όλους τους Ιταλούς· από την άλλη, στον τομέα της φιλολογικής κουλτούρας προσωποποιείται στον Πετράρχη, ο οποίος χαιρετά τον Κόλα «Καμίλο μας, Βρούτε μας, Ρωμύλε μας» και με υπομονετική μελέτη αναπολεί τα παλιά, ενώ με -ψυχή ποιητή τα αισθάνεται και τα ζει ξανά». (Το ιστορικό μυθιστόρημα συνεχίζεται: ποιο το αποτέλεσμα των προσπαθειών του Κόλα ντι Ριέντζο; Απολύτως τίποτα. Και πώς μπορεί να γράψεις Ιστορία με στείρες φιλοδοξίες και ευσεβείς πόθους; Και οι Καμίλοι, οι Βρού- τοι, οι Ρωμύλοι, βαλμένοι στο ίδιο τσουβάλι από τον Πετράρχη, δεν ακούνε την καθαρή δημαγωγία;)
Ο Ρόσι δεν καταφέρνει να τοποθετήσει τη διάσταση μεταξύ μεσαιωνικολατινικής και λατινικής ανθρωπιστικής ή φιλολογικής γλώσσας, όπως την αποκαλεί ο ίδιος· δε θέλει να καταλάβει ότι, στην πραγματικότητα, πρόκειται για δύο γλώσσες, επειδή εκφράζουν δυο αντιλήψεις για τον κόσμο, αντιθετικές κατά κάποιο τρόπο, έστω κι αν περιορίζονται στην κατηγορία των διανοουμένων δε θέλει επίσης να καταλάβει ότι ο προανθρωπι- σμός (Πετράρχης) εξακολουθεί να διαφέρει από τον ανθρωπισμό, επειδή η «ποσότητα μετατράπηκε σε ποιότητα». Μπορεί να πει κανείς ότι ο Πετράρχης είναι τυπικό παράδειγμα αυτού του περάσματος: ο ίδιος είναι ένας ποιητής της αστικής τάξης έτσι καθώς γράφει στην καθομιλούμενη γλώσσα, αλλά είναι κιόλας ένας διανοούμενος της αντιαστικής αντίδρασης (αριστοκρατία, παπάτο) όταν γράφει στην λατινική γλώσσα, σαν «ρήτορας», σαν πολιτική προσωπικότητα. Αυτό εξηγεί και το φαινόμενο του «πετραρχισμού» κατά το ’500 και της υποκρισίας του: είναι ένα καθαρά πρόσκαιρο φαινόμενο, μια και τα συναισθήματα, από τα οποία γεννήθηκε η ποίηση του χαριτωμένου καινούριου ύφους και του ίδιου του Πετράρχη, δεν είναι πια τα κυρίαρχα στο δημόσιο βίο, όπως δεν είναι κυρίαρχη πια και η αστική τάξη των Κοινοτήτων, που παραπετάχτηκε στα μικρο- μάγαζα και στις παρακμασμένες βιοτεχνίες της. Σε πολιτικό επίπεδο κυριαρχεί μια αριστοκρατία νεόπλοντων ως επί το πλεί-
54

στον, συναγμένη στις αυλές των ευγενών και όντας κάτω από την προστασία των μισθοφόρων στρατιωτών αυτή παράγει την κουλτούρα του ’500 και βοηθά τις φατρίες, έχει όμως περιορισμένες πολιτικές δυνατότητες και καταλήγει κάτω από ξένη κυριαρχία.
Ο Ρόσι, λοιπόν, δεν καταφέρνει να κατανοήσει τις ταξικές αιτίες του περάσματος της ποίησης που πρωτογράφτηκε στη δημοτική από τη Σικελία στη Μπολόνια και στην Τοσκάνη. Βάζει πλάι πλάι τον «αυτοκρατορικό και εκκλησιαστικό προαν- θρωπισμό (όπως αυτός τον εννοούσε) του Πιέρ ντέλε Βίνιε και του διδασκάλου Μπεράρντο ντα Νάπολι, που τόσο μισούσε από βάθους καρδίας ο Πετράρχης», και που είναι «ακόμα ριζωμένο στη συναίσθηση της συνέχισης της αρχαίας ζωής σε παγκόσμιο επίπεδο» (είναι δηλαδή ακόμα μεσαιωνολατινικός όπως ο «προανθρωπισμός» των φιλολόγων και των ποιητών της Βερόνας και της Πάντοβας και των γραμματικών και ρητόρων της Μπολόνιας την εποχή των Κοινοτήτων) και την Σικελική ποιητική σχολή, λέγοντας ότι και τα δύο φαινόμενα θα παρέμεναν στείρα, μια που και τα δυο είναι συνδεδεμένα «μ’ ένα πολιτικό και πνευματικό κόσμο που, όμως, τραβάει κατά τη δύση του»· η σχολή της Σικελίας δεν ήταν στείρα, επειδή η Μπολόνια και η Τοσκάνη έδωσαν ψυχή «στον κενό τεχνικισμό του νέου δημοκρατικού, πολιτιστικού πνεύματος». Είναι, όμως, σωστός αυτός ο επεξηγηματικός σύνδεσμος; Στη Σικελία, η κατηγορία των αστών εμπόρων αναπτύχθηκε κάτω από το στέμμα του μονάρχη και επί Φρειδερίκου II βρέθηκε ανακατεμένη στο ζήτημα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού Έθνους: ο Φρειδερίκος ήταν ένας απόλυτος μονάρχης στη Σικελία και στο Νότο, ήταν όμως και Αυτοκράτορας κατά την εποχή του Μεσαίωνα. Η αστική τάξη της Σικελίας, όπως κι εκείνη της Γαλλίας, αναπτύχθηκε περισσότερο ραγδαία, από πολιτιστική άποψη, απ’ ό,τι της Τοσκάνης· ο ίδιος ο Φρειδερίκος και οι γιοι του έγραφαν ποιήματα στην καθομιλούμενη γλώσσα κι απ’ αυτή την άποψη συμμετείχαν κι αυτοί στην καινούρια ώθηση που πήρε η ανθρώπινη δραστηριότητα μετά το 1000 μ.Χ. Αλλ’ όχι μόνο α π’ αυτή την άποψη: στην πραγματικότητα, η αστική τάξη της Τοσκάνης και της Μπολόνιας ήταν πιο οπισθοδρομικές ι
55

δεολογικά από τον Φρειδερίκο II, τον αυτοκράτορα του Μεσαίωνα. Τα παράδοξα της Ιστορίας. Δεν είναι, ωστόσο, ανάγκη να παραποιήσουμε την Ιστορία, όπως ο Ρόσι, αναποδογυρίζοντας τους όρους από προτίμηση στη γενική θέση. Ο Φρειδερίκος II απέτυχε, αλλά επρόκειτο για μιαν άλλη τελείως προσπάθεια από ’κείνη του Κόλα ντι Ριέντζο και για ένα τελείως διαφορετικό άνθρωπο. Η Μπολόνια και η Τοσκάνη συνέλαβαν τον «σικελικό κενό τεχνικισμό» με μιαν άλλη ιστορική γνώση απ’ αυτή του Ρόσι: κατανόησαν ότι είχαν να κάνουν με «δική τους υπόθεση», ενώ δεν αντιλήφθηκαν ότι και ο Έντζο ήταν διχός τους - έστω κι αν ήταν σημαιοφόρος της παγκόσμιας Αυτοκρατορίας - και τον άφησαν να πεθάνει στη φυλακή.
Σ’ αντίθεση με τον αυτοκρατορικό κι εκκλησιαστικό «προαν- θρωπισμό» ο Ρόσι βρίσκει ότι, «στη δύσχρηστη και κάποτε ιδιότροπη λατινικότητα του προανθρωπισμού, ο οποίος άνθισε στη σκιά των κοινοτικών αρχών, υπέθαλπαν (!) η αντίδραση στη μεσαιωνική παγκοσμιότητα και συγκεχυμένες επιδιώξεις για εθνικές μορφές ύφους γραψίματος (τι σημαίνει αυτό; ότι η καθομιλουμένη μεταμφιέστηκε φορώντας μορφές της λατινικής;)· οπότε οι νέοι μελετητές του κλασικού κόσμου θα ’πρεπε να γ ίνουν αντιληπτοί σαν πρόδρομοι εκείνου του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού, τον οποίον ο Κόλα ηδονιζόταν να βλέπει σαν το κέντρο της εθνικής ενοποίησης και, που αυτοί ένιωθαν κι υπεράσπιζαν σαν έκφανση της πολιτιστικής κυριαρχίας της Ιταλίας σε πα γκόσμιο επίπεδο. Η εθνικοποίηση (!) του Ανθρωπισμού που ο XVI αιώνας θα δει να συντελείται σ’ όλες τις πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, θα γεννηθεί ακριβώς από την παγκόσμια αυτοκρατορία μιας κουλτούρας, της δικής μας, η οποία ναι μεν αναφύεται από τη μελέτη της αρχαιότητας, συγχρόνως όμως επιβεβαιώνεται και διαδίδεται και σαν λαϊκή λογοτεχνία, οπότε και εθνική ιταλική». (Αυτή είναι η δημαγωγική αντίληψη κατά το αποκορύφωμα της Αναγέννησης· το ότι οι οπαδοί του Ανθρωπισμού είχαν υπερασπισθεί την παγκόσμια πολιτιστική κυριαρχία της Ιταλίας είναι κατ’ εξοχήν η απαρχή της «ρητορικής» σαν εθνική μορφή έκφρασης. Σ ’ αυτό το σημείο παρατίθεται η ερμηνεία του «κοσμοπολίτικου ρόλου των ιταλών διανοουμένων», που είναι, ο,τιδήποτε άλλο εκτός από «πολιτιστι
56

κή κυριαρχία» εθνικού χαρακτήρα: αντίθετα, είναι κατ’ εξοχήν μαρτυρία της απουσίας του εθνικού χαρακτήρα από την κουλτούρα).
Ο όρος ουμανιστής εμφανίζεται στο δεύτερο μισό, μόλις, του XV αιώνα και στην ιταλική γλώσσα στην τρίτη μόλις δεκαετία του XVI: ο όρος ονμανισμός είναι ακόμα πιο πρόσφατος. Κατά το τέλος του XIV αιώνα, οι πρώτοι ανθρωπιστές αποκαλούν τις σπουδές τους studia humanitatis, δηλαδή «σπουδές που στοχεύουν στη συνολική τελειοποίηση του ανθρώπινου πνεύματος κι επομένως μόνες αληθινά αντάξιες του ανθρώπου». Γι’ αυτούς, «πολιτισμός δε σημαίνει μονάχα γιγνώσκειν αλλά και ζειν... είναι θεωρία, είναι ηθική, είναι ομορφιά που καθρεφτίζεται στην ενότητα του ζώντος φιλολογικού έργου». Ο Ρόσι, αιχμάλωτος των αντιφάσεών του, οι οποίες καθορίζονται από την μηχανικά ενιαία αντίληψη για την ιστορία της Αναγέννησης, καταφεύγει σε εικόνες προκειμένου να εξηγήσει πώς η λατινική γλώσσα της εποχής του Ανθρωπισμού μαράζωσε, εφ’ όσον η καθομιλουμένη γιόρταζε το θρίαμβό της σε κάθε τομέα της φιλολογίας «και ο ιταλικός Ανθρωπισμός απόκτησε τελικά τη μοναδική γλώσσα που του ταίριαζε, ενώ η λατινική έπνεε τα λοίσθια». (Ό χ ι όμως, τελείως, μια και στην Εκκλησία και στις επιστήμες ήταν κυρίαρχη μέχρι τα τέλη του ’700, καταδείχνοντας έτσι ποιο ήταν το κοινωνικό ρεύμα που ανέκαθεν στάθηκε υποστηρικτής της μονιμότητάς της: η λατινική εξοβελίστηκε από το λαϊκό πεδίο μόνο από τη σύγχρονη αστική τάξη, αν εξαιρέσουμε τη δυσαρέσκεια διάφορων αντιδραστικών).
«Ο ανθρωπισμός δεν είναι συνώνυμο του λατινισμού· είναι επιβεβαίωση της πλήρους ανθρωπιάς και η ανθρωπιά των ιταλών ανθρωπιστών ήταν, στην ιστορικότητά της, ιταλική· έτσι ώστε να μην μπορεί παρά να εκφραστεί στην καθομιλούμενη, την οποία ακόμα και οι ανθρωπιστές μιλούσαν στη ζωή τους καθημερινά και, παρά την κάθε κλασικίζουσα πρόθεση, ήταν αυτή που παραβίασε θαρραλέα το κιγκλίδωμα της λατινικής τους. Απέχοντας από τη ζωή, είχαν τη δυνατότητα να πλάθουν το δικό τους όνειρο και, παραμένοντας ακλόνητοι στην ιδέα ότι δεν μπορεί ν ’ αποδοθεί λογοτεχνία αντάξια του ονόματός της αλλιώς, παρά μόνο στη λατινική γλώσσα, μπορούσαν ν’ απο
57

ποιούνται την καινούρια γλώσσα- άλλη ήταν η ιστορική πραγματικότητα, παιδιά της οποίας ήταν αυτοί οι ίδιοι και η ονειροπολούσα σκέψη τους, πραγματικότητα στην οποία περνούσαν τη ζωή τους, άνθρωποι γεννημένοι μιάμιση σχεδόν χιλιετηρίδα μετά τον μεγάλο Ρωμαίο ρήτορα». Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Γιατί αυτή η διάκριση μεταξύ λατινικής-ονείρου και καθομι- λούμενης-ιστορικής πραγματικότητας; Και γ ιατί η λατινική δεν υπήρξε μια ιστορική πραγματικότητα; Ο Ρόσι δεν ξέρει πώς να εξηγήσει αυτή τη διγλωσσία των διανοουμένων, δε θέλει δηλαδή να παραδεχτεί ότι η καθομιλουμένη γλώσσα, για τους ανθρωπιστές, ήταν όπως μια διάλεκτος, δεν είχε, σαν να λέμε, εθνικό χαρακτήρα, επομένως και οι ανθρωπιστές ήταν οι συνεχιστές της μεσαιωνικής παγκοσμιότητας - σ’ άλλη μορφή, εννοείται - κι όχι ένα στοιχείο εθνικό" ήταν μια «κοσμοπολίτικη κάστα»· κατά τη γνώμη τους, η Ιταλία αντιπροσώπευε ίσως ό,τι και η επαρχία στο σύγχρονο εθνικό πλαίσιο, μα τίποτα περισσότερο, τίποτα καλύτερο: ήταν απολιτικοί κι είχαν την αίσθηση ότι δεν ανήκουν σε κανένα συγκεκριμένο έθνος.
«Στον ανθρωπιστικό κλασικισμό δεν υπήρχε π ια σκοπός θρησκευτικής ηθικής, αλλά ένας σκοπός ολοκληρωμένης αγωγής της ανθρώπινης ψυχής· υπήρχε πάνω α π’ όλα, η αποκατάσταση του ανθρώπινου πνεύματος σαν δημιουργού της ζωής και της Ιστορίας», κλπ, κλπ. Ορθότατο: αυτή είναι η πιο ενδιαφέρουσα όψη του Ανθρωπισμού. Έρχεται άραγε σ’ αντίθεση αυτό μ’ εκείνο που έχω πει προηγούμενα σχετικά με το μη εθνικό πνεύμα, οπότε κι αντιδραστικό - για την Ιταλία - του ίδιου του Ανθρωπισμού; Δε μου φαίνεται. Ο Ανθρωπισμός πραγματικά δεν ανάπτυξε στην Ιταλία αυτό το πιο πρωτότυπο κι ελπιδοφό- ρο περιεχόμενο. Πήρε το χαρακτήρα μιας παλινόρθωσης, αλλά, όπως κάθε παλινόρθωση, αφομοίωσε κι ανάπτυξε, καλύτερα από την επαναστατική τάξη που είχε φιμωθεί πολιτικά, τις ιδεολογικές αρχές της ηττημένης τάξης, που δεν κατάφερε να βγει από τα όρια της συντεχνίας και να χτίσει το εποικοδόμημα μιας ολοκληρωμένης κοινωνίας. Μόνο που αυτή η επεξεργασία «κρεμόταν στον αέρα», παρέμεινε μια κληρονομιά μιας κάστας διανοουμένων, δεν άγγιζε το λαό-έθνος. 'Οταν δε στην Ιταλία το κίνημα της αντίδρασης, του οποίου ο Ανθρωπισμός υπήρξε

αναγκαίος όρος, εξελίχθηκε στην Αντιμεταρρύθμιση, καταπνί- γηκε και η νέα ιδεολογία και οι ανθρωπιστές (εκτός από λίγες εξαιρέσεις) καταπάτησαν τον όρκο τους μπροστά στην πυρά. (Βλ. το κεφάλαιο το σχετικό με τον «Έρασμο» το οποίο δημοσιεύτηκε στη «Nuova Italia», από το βιβλίο του ντε Ρουτζέρο, Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση*).
Το ιδεολογικό περιεχόμενο της Αναγέννησης πήρε, εξελισσόμενο εκτός Ιταλίας, στη Γερμανία και στη Γαλλία, πολιτικές και φιλοσοφικές μορφές: το σύγχρονο, όμως Κράτος και η σύγχρονη φιλοσοφία εισήχθηκαν στην Ιταλία μια και οι δικοί μας διανοούμενοι δεν είχαν την αίσθηση ότι ανήκαν σ’ έθνος και ήταν κοσμοπολίτες όπως στον Μεσαίωνα- πήραν μορφές διαφορετικές, αλλά βασισμένες στις ίδιες γενικές σχέσεις. Στο άρθρο του Ρόσι υπάρχουν κι άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, ειδικού όμως, χαρακτήρα. Είναι αναγκαίο να μελετηθεί το βιβλίο του Ρόσι, το σχετικό με το Τετρακόσια (συλ. Βαλάρντι), το βιβλίο του Το- φανίν, Τι ήταν ο Ανθρωπισμός; (εκδ. Σανσόνι), το βιβλίο του ντε Ρουτζέρο που προαναφέρθηκε (στην προηγούμενη υποσημείωση, σ.τ.μ.), όπως και τα κλασικά έργα πάνω στην Αναγέννηση που δημοσιεύτηκαν από ξένους συγγραφείς (Μπούρκχαρ- ντ, Βόιτ, Σίμοντς, κλπ).
Η Αναγέννηση (οικονομικο-συντεχνιακή φάση της ιταλικής ιστορίας) Πηγές της δημοτικής λογοτεχνίας και ποίη
σης.
Ας εξετάσουμε τις μελέτες του Έ τζο Λέβι για τον Ονγχου- τσόνε ντα Λόντι και τις απαρχές της ιταλικής ποίησης όπως κι άλλες, μεταγενέστερες μελέτες (1921) σχετικές με τους αρχαίους λομβαρδούς ποιητές, συμπεριλαμβανομένων και των στίχων στην έκδοση, όπως ακόμη και σχολιασμών και σύντομων βιογραφιών. Ο Λέβι υποστηρίζει ότι πρόκειται γ ια ένα «φιλολογικό φαινόμενο», «συνοδευόμενο από ένα κίνημα σκέψης» που
* Μπάρι, 1930, τομ. 2. (Σημ. της ιταλ. εκδ.).
59

αντιπροσώπευε «τις πρώτες επιβεβαιώσεις της νέας ιταλικής συνείδησης, σ’ αντιπαράθεση με τη μεσαιωνική εποχή, τη ράθυμη και υπναλέα». (Βλ. Σ. Μπατάλια, Οι μελέτες για το όιχό μας λογοτεχνικό Διακόσια, περιοδ. «Leonardo», τεύχος του Φλεβάρη 1927).
Η θέση του Λέβι είναι ενδιαφέρουσα και χρειάζεται εμβάθυνση. Φυσικά σαν θέση για την ιστορία της κουλτούρας κι όχι για την ιστορία της τέχνης. Ο Μπατάλια γράφει ότι «ο Λέβι εκλαμβάνει αυτή τη μέτρια παραγωγή ομοιοκατάληκτων στίχων, που διαφυλάσσει τους χαρακτήρες και τους τρόπους σαφούς λαϊκής (ρύσεως σαν ένα φιλολογικό φαινόμενο» και πιθανά ο Λέβι, όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, να διογκώνει την καλλιτεχνική αξία αυτών των συγγραφέων τι σημαίνει, όμως, αυτό; Και τι σημαίνει «λαϊκή φύση» σ’ αντιπαράθεση με τη «φιλολογική»; 'Οταν γεννιέται ένας καινούριος πολιτισμός, δεν είναι φυσικό να προσλαμβάνει «λαϊκές» και πρωτόγονες μορφές, να ’ναι οι φορείς του άνθρωποι «μέτριοι»; Κι αυτό δεν είναι πολύ πιο φυσικό σε καιρούς που η κουλτούρα και η φιλολογία μονοπωλούνται από κλειστές κάστες; Μα πάλι, στον καιρό του Ουγκουτσόνε ντα Δόντι κλπ., υπήρχαν μεγάλοι καλλιτέχνες και λογοτέχνες ακόμα και στην τάξη των καλλιεργημένων; Το πρόβλημα που τίθεται από τον Λέβι είναι ενδιαφέρον γιατί οι έρευνες του προσπαθούν να καταδείξουν ότι τα πρώτα στοιχεία της Αναγέννησης δεν είχαν αυλική και σχολαστική καταγωγή, μα λαϊκή κι αποτελούσαν έκφραση ενός πολιτιστικού, θρησκευτικού (αιρετικού) κινήματος με τη γενική έννοια ενάντια στους μεσαιωνικούς θεσμούς, στην Εκκλησία και στην Αυτοκρατορία. Το ποιητικό ανάστημα αυτών των λομβαρδών συγγραφέων δεν είναι πολύ ψηλό, η ιστορική, όμως και πολιτιστική τους σπουδαιότητα δεν μπορεί γ ι’ αυτό το λόγο να μειωθεί.
Άλλη προκατάληψη και του Μπατάλια αλλά και του Λέβι είναι ότι στο Διακόσια θα ’πρεπε να ερευνηθεί και να βρεθεί η πηγή ενός «νέου ιταλικού πολιτισμού»· μια τέτοιου είδους έρευνα είναι καθαρά δημαγωγική κι οφείλεται σε σύγχρονα υλικά συμφέροντα. Ο νέος πολιτισμός δεν είναι «εθνικός», αλλά ταξικός και θα προσλάβει μορφή «κοινοτική» και τοπική, μη
60

ενιαία όχι μόνο «πολιτικά», μα ούτε και «πολιτιστικά». Γεννιέται έτσι «σ’ επίπεδο διαλέκτου» και θα πρέπει να περιμένει το υψηλότερο σημείο άνθησης του τοσκανικού ’300 για να ενοποιηθεί, μέχρι ένα βαθμό, γλωσσικά. Η πολιτιστική ενότητα δεν ήταν ένας προϋπάρχων παράγοντας, κάθε άλλο! Υπήρχε μια «ευρωπαϊκο-καθολικο-πολιτιστική παγκοσμιότητα» και ο νέος πολιτισμός αντέδρασε σ’ αυτήν - της οποίας βάση ήταν η Ιταλία - με τις τοπικές διαλέκτους και με την τοποθέτηση σε πρώτο πλάνο των υλικών συμφερόντων των αστικών ομάδων των κοινοτήτων. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια περίοδο αποδιοργάνωσης και μαρασμού του υπάρχοντος πολιτιστικού κόσμου μια και οι νέες δυνάμεις δεν έχουν θέση σ’ αυτό τον κόσμο, αντιδρούν μάλιστα εναντίον του, ασυνείδητα έστω και αντιπροσωπεύουν εμβρυώδικα στοιχεία μιας νέας κουλτούρας. Η μελέτη για τις αιρέσεις την εποχή του Μεσαίωνα γίνεται απαραίτητη (Τόκο, Βόλπε κλπ). Η μελέτη του Μπατάλια, Οι μελέτες για το δικό μας λογοτεχνικό Αιαχόσια, περιοδ. «Leonardo», Γενάρης-Φλε- βάρης-Μάρτης 1927, είναι χρήσιμη σαν βιβλιογραφική παραπομπή, κλπ.
Ο ι καταγωγές (βλ. σημείωση 50 δις)* Συγχέονται δύο στιγμές της ιστορίας: 1) η ρήξη με τον μεσαιωνικό πολιτισμό, σημαντικότερο ντοκουμέντο της οποίας υπήρξε η εμφάνιση των δημοτικών γλωσσών· 2) η επεξεργασία μιας «επιφανούς καθομιλούμε- νης γλώσσας», το γεγονός, δηλαδή, ότι επιτυγχάνεται μια συ- γκεντροποίηση μεταξύ των ομάδων διανοουμένων ή, καλύτερα, μεταξύ λογίων εξ επαγγέλματος. Στην πραγματικότητα, οι δύο στιγμές, έστω κι αν είναι συνδεδεμένες, ωστόσο δεν συμπίπτουν τελείως.
Ο ι καθομιλούμενες γλώσσες αρχίζουν να εμφανίζονται για θρησκευτικούς λόγους (στρατιωτικοί όρκοι, καταθέσεις νομικού χαρακτήρα προκειμένου να καθορισθούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, παραχωρημένες από χωρικούς που δεν ήξεραν τη λατινι
* Βλέπε στον παρόντα τόμο το προηγούμενο λήμμα. (Σημ. της ιταλ. έκδ.).
61

κή γλώσσα), αποσπασματικά, περιπτωσιακά. Το όχι γράφονταν στην καθομιλουμένη λογοτεχνικά έργα, όποια κι αν ήταν η αξία τους, είναι επίσης κάτι το καινούριο, είναι ένα πραγματικά σπουδαίο γεγονός. Το ότι μία από τις τοπικές καθομιλούμενες γλώσσες, η τοσκανική, φτάνει στο σημείο να ηγεμονεύει είναι επίσης ένα άλλο γεγονός, του οποίου, ωστόσο, πρέπει να θέσουμε τα όριά του: δε συνοδεύεται από μια πολιτική-κοινωνική ηγεμονία, οπότε εξακολουθεί να είναι απλά ένα γεγονός καθαρά φιλολογικό. Το ότι η γραπτή δημοτική γλώσσα εμφανίζεται στη Λομβαρδία σαν πρώτη εκδήλωση μιας κάποιας βαρύτητας, είναι γεγονός τεράστιας σημασίας- το ότι είναι συνδεδεμένο με τον αιρετισμό είναι κ ι αυτό κάτι το πολύ σπουδαίο.
Στην πραγματικότητα, η νεογέννητη αστική τάξη επιβάλλει τις δικές της διαλέκτους, μα δεν κατορθώνει να δημιουργήσει μια εθνική γλώσσα: και στην περίπτωση που αυτή γεννιέται, περιορίζεται στους λόγιους κι αυτοί απορροφούνται από τις αντιδραστικές τάξεις, από τις αυλές των ευγενών δεν είναι «αστοί λόγιοι», μα αυλικοί. Κι αυτή η απορρόφηση δεν επέρχεται αναντίρρητα. Ο Ανθρωπισμός δείχνει ότι η «λατινική γλώσσα» είναι πολύ δυνατή. Πολιτιστικός συμβιβασμός κι όχι μια επανάσταση.
[Το λα ϊκ ό ρ εύμ α κ α τά τη ν Α να γέννη σ η ].
θ α πρέπει να κοιτάξουμε το βιβλίο του Ντομένικο Γκουέρι, το οποίο έχει πολύ επαινεθεί κι εκτιμηθεί, Το λαϊκό ρεύμα κατά την Αναγέννηση.
Έ νας τρόπος, να θέτει κανείς το ζήτημα λανθασμένα είναι εκείνος του Τζούλιο Αουγκούστο Λέβι, ο οποίος στην κριτική ανάλυση του βιβλίου των Λουίτζι Τονέλε και Λουίτζι Μπορ- ντέτ: Ο Ά γιος Φίλιππος Νέρι χαι η κοινωνία της εποχής τον (1515-1595) Μετάφραση του Τίτο Καζίνι, πρόλογος του Τζοβά- νι Παπίνι, Εκδ. Cardinal Ferrari, (στη «Nuova Italia» του Γενάρη του 1932) γράφει: «Συνηθίζεται να λέγεται ότι ο Ανθρωπισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στα σπουδαστήρια των πολυμαθών: ο Γκουέρι, όμως, έχει επισημάνει τον σημαντικό ρόλο
62

που έπαιξαν οι απλοί άνθρωποι- όσο μ’ αφορά, έχω ήδη αποκα- λύψει το λαϊκό πνεύμα αυτού του κινήματος στο έργο μου Σύντομη ιστορία της αισθητικής και του γούστου (2η εκδ. 1925, σελ. 17-18). Ακόμα, η Αντιμεταρρύθμιση θεωρείται ότι υπήρξε έργο περισσότερο των καρδιναλίων και των πριγκίπων, που επιβλήθηκε δια του φόβου των νόμων και των δικαστηρίων- σημαντική, αλλά απεχθής (έτσι φαινόταν στους περισσότερους), σεβαστή, όχι όμως και αγαπητή. Αν, ωστόσο, αυτό το θρησκευτικό ανανεωτικό κίνημα είναι δημιούργημα καταναγκασμού και μόνο, πώς ήταν δυνατό να γεννηθεί ειδικά εκείνη την εποχή, σε χώρα Καθολική και μάλιστα στην Ιταλία, η μεγάλη ιερή μουσική; Κάμπτεται η θέληση κάτω από το φόβο της τιμωρίας, δε γεννιούνται, όμως, έργα τέχνης. Ό ποιος θέλει να δει πόση φρεσκάδα, ζωντάνια, ειλικρίνεια, αγνότητα διαθέσεων, πόση αγάπη από τη μεριά του λαού υπήρχε σ’ αυτό το κίνημα, ας διαβάσει την ιστορία αυτού του αγίου, κλπ. κλπ.». Το ωραίο είναι ότι αντιπαραβάλλει τον άγιο Ιγνάτιο προς τον άγιο Φίλιππο ως εξής: «Ο ένας είχε κατά νου τη κατάκτηση του κόσμου ολόκληρου από το χριστιανισμό, ο άλλος δεν στόχευε μακρύτερα από την ακτίνα της προσωπικής τον δράσης και με βαριά καρδιά επέτρεψε την ίδρυση ενός παραρτήματος στη Νάπολη». Κι ακόμα: «Το έργο των Ιησουιτών είχε ευρύτερης σημασίας και μεγαλύτερης διάρκειας επιδράσεις: το έργο του αγίου Φιλίππου, εναποθετημένο στις εμπνεύσεις της καρδιάς, εξαρτιόταν κατά πολύ από την προσωπικότητά του: αυτό που προκαλεί η έμπνευση δεν μπορεί ούτε να συνεχιστεί ούτε να επαναληφθεί· δεν μπορεί να ξαναγίνει με μια καινούρια έμπνευση, αφού αυτή είναι πάντα διαφορετική». Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Φίλιππος δε συμμετείχε στην Αντιμεταρρύθμιση, αλλά αναδείχτηκε παρά την Αντιμεταρρύθμιση, μολονότι δεν μπορούμε να πούμε (ότι αναδείχτηκε) ενάντιά της.».
[Το Πεντακόσια].
Είναι απαραίτητο να διαβαστεί το βιβλίο του Φορτουνάτο Ρίτσι Η ψυχή τον Πενταχόσια και η λυρική καθομιλούμενη γλώσσα, τό οποίο, από τις κριτικές αναλύσεις που έχω διαβάσει, μου
63

φαίνεται περισσότερο ενδιαφέρον σαν ντοκουμέντο για την κουλτούρα της εποχής παρά για την αξία του αυτή καθ’ αυτή. (Σχετικά με τον Ρίτσι έχω γράψει σ’ άλλο τετράδιο μια μικρή σημείωση θεωρώντας τον «άθλιο Ιταλό» απ’ αφορμή μια κριτική ανάλυση που είχε κάνει σ’ ένα βιβλίο ενός γάλλου εθνικιστή πάνω στο Ρομαντισμό, ανάλυση που κατάδειχνε την απόλυτη ανικανότητά του να προσανατολιστεί ανάμεσα στις γενικές ιδέες και στα πολιτιστικά γεγονότα).
Σχετικά με το βιβλίο του Ρίτσι θα πρέπει να διαβαστεί πάλι το άρθρο του Αλφρέντο Γκαλέτι Η λυρική καθομιλουμένη γλώσσα του Πεντακόσια και η ψυχή της Αναγέννησης στη «Nuova Antologia» της 1ης Αυγούστου 1929. (Και για τον Γκαλέτι θα πρέπει να διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες: ο Γκαλέτι μετά τον πόλεμο - κατά τον οποίον έδωσε σφοδρές μάχες με τον Σαλβέμινι και τον Μπισολάτι, δοσμένης της ρεφορμιστικής καταγωγής του, όπως κι ενός ιδιαίτερα αντιγερμανι- κού πνεύματος - τον πρώτο καιρό μετά τον πόλεμο, αλλά κυρίως υστερότερα, περιέπεσε σε μια ψυχική κατάσταση απελπισίας για τα πολιτιστικά πράγματα, θρηνώντας για τους διανοούμενους· από κει και τα «κατεστραμμένα ιδανικά». Τα γραπτά του βρίθουν κατηγοριών, υπόκωφων τριγμών οδόντων, στείρων κριτικών υπαινιγμών μέσα στην κωμική τους απελπισία).
Στην κριτική για την ιταλική ποίηση του Πεντακόσια, κυριαρχεί αυτή η άποψη: ότι είναι κατά τα τέσσερα πέμπτα τεχνητή, συμβατική, δίχως εσωτερική ειλικρίνεια. «Τώρα - παρατηρεί με περισσή ευθυκρισία, ο Ρίτσι - αποτελεί κοινό αξίωμα το ότι στη λυρική ποίηση βρίσκεται η πιο ειλικρινής και ζωηρή έκφραση του συναισθήματος ενός ανθρώπου, ενός λαού, μιας ιστορικής περιόδου. Πιθανό να υπήρξε ένας αιώνας - του Πεντακόσια δηλαδή - ο οποίος είχε την ατυχία να γεννηθεί δίχως μια δική του πνευματική φυσιογνωμία, ή, ο οποίος στη θέση μιας τέτοιας φυσιογνωμίας αρκέστηκε (;!) να διοχετεύσει μια ψεύτικη εικόνα ειδικά στη λυρική ποίηση; Ο πιο εύρωστος διανοητικά, ο πιο τολμηρός πνευματικά,ο πιο κυνικός από τους αιώνες, λένε οι τόσοι αντίπαλοί του (!!) έπρεπε να κρύψει υποκριτικά την αληθινή του ψυχή μέσα στην μελετημένη αρμονία
64

των σονέτων και των τραγουδιών σαν του Πετράρχη- ή θα ’πρε- πε να διασκεδάζει ξεγελώντας τους μεταγενέστερους, προσποιούμενος έναν στενάζοντα πλατωνικό ιδεαλισμό στους στίχους, οι οποίοι μετά τις νουβέλες, τις κωμωδίες, τις σάτιρες, τόσες άλλες φιλολογικές μαρτυρίες της εποχής εκείνης, προφανώς διαψεΰδονται;» Είναι παραποιημένο όλο το πρόβλημα και γεμάτο στην τοποθέτησή του, εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις.
Και γιατί το Πεντακόσια δε θα μπορούσε να ’ναι γεμάτο αντιφάσεις; Αυτός δεν είναι κατ’ εξοχήν ο αιώνας κατά τον οποίο συσσωρεύονται οι μεγαλύτερες αντιφάσεις της ιταλικής ζωής, η μη λύση των οποίων έχει καθορίσει ολόκληρη την εθνική ιστορία μέχρι το τέλος του ’700; Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του ανθρώπου του Αλμπέρτι κι εκείνου του Μπαλντάσαρ Καστιλιόνε, μεταξύ του καλοκάγαθου ανθρωπάκου και του «αυλικού»; Μεταξύ του κυνισμού και του παγανισμού των εξό- χων διανοουμένων και της σθεναρής πάλης τους ενάντια στη Μεταρρύθμιση και υπέρ του Καθολικισμού; Πώς αντιλαμβάνονταν τη γυναίκα γενικά (πώς περιέγραφε τη γυναίκα ο Καστι- λιόνε) και πώς αντιλαμβάνονταν τη γυναίκα ειδικά, δηλαδή τη γυναίκα του λαού; Ο συνηθισμένος τρόπος, με τον οποίο ερωτοτροπούσαν οι ιππότες, ταίριαζε άραγε στις γυναίκες του λαού; Η γυναίκα τώρα, σε γενικό επίπεδο, ήταν ένα φετίχ, ένα τεχνητό δημιούργημα και τεχνητή ήταν κι η λυρική ποίηση, ερωτική, όπως του Πετράρχη, τουλάχιστο κατά τα τέσσερα πέμπτα. Αυτό δε σημαίνει ότι το ’500 δε διέθετε μια λυρική, δηλαδή καλλιτεχνική έκφραση: διέθετε, αλλά όχι στη λυρική ποίηση με την κυριολεκτική της έννοια.
Ο Ρίτσι θέτει το ζήτημα των αντιφάσεων του ’500 στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, δεν καταλαβαίνει όμως ότι από τη σύγκρουση αυτών των αντιφάσεων θα ’πρεπε να γεννηθεί η πραγματική λυρική ποίηση: αυτό δε συνέβη κι αυτή είναι απλά μια ιστορική διαπίστωση. Η Αντιμεταρρύθμιση δεν μπορούσε να ξεπεράσει και δεν ξεπέρασε αυτή την κρίση, ήταν αυταρχικό και μηχανικό φίμωμα. Δεν υπήρχαν πια χριστιανοί, δεν μπορούσαν να υπάρχουν μη χριστιανοί: έτρεμαν μπροστά στο θάνατο αλλά και μπροστά στα γηρατειά. Τα προβλήματα που ’χαν
65

ν’ αντιμετωπίσουν ήταν μεγαλύτερα από τις δυνάμεις τους και αποθαρρύνονταν εξάλλου ήταν αποκομμένοι από το λαό.
Ο άνθρ ω πος του ’400 κ α ι το υ "500.
Ο Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, ο Μπαλντάσαρ Καστιλιόνε και ο Μακιαβέλι, μου φαίνεται ότι είναι οι τρεις πιο σημαντικοί συγγραφείς για να μελετήσει κανείς τη ζωή κατά την Αναγέννηση όσον αφορά στον «άνθρωπο» και στις ηθικές και πολιτικές αντιφάσεις της. Ο Αλμπέρτι αντιπροσωπεύει τον αστό (6λ. και Παντολφίνι), ο Καστιλιόνε τον ευγενή αυλικό (6λ. και Ντέλα Κάζα), ο Μακιαβέλι αντιπροσωπεύει κι επιζητεί να κάνει οργανικές τις πολιτικές τάσεις των αστών (ρεπουμπλικάνικες) και των πριγκίπων, εφ’ όσον ήθελαν οι μεν και οι δε να ιδρύσουν Κράτη ή να διευρύνουν την εδαφική και στρατιωτική κυριαρχία.
Κατά τον Βιττόριο Τζιαν, (Ο κόμης Μ παλντάσαρ Καστιλιόνε (1478-1529), στη «Nuova Antologia», 16 Αυγούστου και 1η Σεπτέμβρη 1929), ο Φραντσέσκο Σανσοβίνο, σύγχρονος (των προηγούμενων, σ.τ.μ.), δίνοντας την πληροφορία ότι ο Κάρολος V ήταν μέτριος αναγνώστης, προσθέτει: «Του άρεσε πολύ να διαβάζει τρία μόνο βιβλία, τα οποία φρόντισε να μεταφραστούν στην δική του γλώσσα: το ένα παγματευόταν τους θεσμούς της ζωής των πολιτών, κι αυτό ήταν ο Αυλιχός του κόμη Μπαλντάσαρ Καστιλιόνε, το άλλο τις υποθέσεις του Κράτους κι αυτό ήταν ο Ηγεμόνας με τις Διατριβές του Μακιαβέλι- και το τρίτο για την στρατιωτική πειθαρχία, κι αυτό ήταν η Ιστορία κι όλα τ’ άλλα που έγραφε ο Πολύβιος». Γράφει ο Τζιαν: «Δεν έχει τονισθεί αρκετά το ότι ο Αυλιχός, ιστορικό ντοκουμέντο εξαιρετικής σημασίας, καταμαρτυρά κι απεικονίζει με λαμπρό τρόπο την εξέλιξη του μεσαιωνικού Ιπποτισμού, ο οποίος διαδεδομένος σε μεγάλο βαθμό, καθώς λένε, στην Ιταλία, στην πραγματικότητα αφού διαφοροποιείται, ευθύς εξ αρχής, από εκείνον της πέραν των 'Αλπεων, μέσα στο ιταλικό κλίμα της Αναγέννησης γίνεται ένας καινούριος Ιπποτισμός, προσλαμβάνει το χαρακτήρα μιας πολιτικής αστυνομίας, που αγωνίζεται
66

με το σύμβολο του Ά ρη, αλλά και του Απόλλωνα, της Αφροδίτης κι όλων των Μουσών. Τη λέω εξέλιξη κι όχι παντελή εκφυλισμό ή παρακμή, όπως νομίζει ο Ντε Σάνκτις».
Ο Τζιαν, ωστόσο, βασίζεται μόνο στον Αυλικό που είναι μια προσπάθεια οργάνωσης της αριστοκρατίας γύρω από τον «ηγεμόνα» και διαφοροποίησης από την θριαμβεύουσα αστική ηθική: το γεγονός ότι αυτός ο Ιπποτισμός υπήρξε επιφανειακός καταδείχτηκε από τον Μαινόμενο Ορλάντο που προηγείται του Δον Κιχώτη και τον προετοιμάζει. (Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο του Τζιαν χρειάζεται να ξανακοιταχτεί: Ο Τζιαν είναι ένας τέλειος γνώστης, από φιλολογική άποψη, του Α υλιχού κι αξίζει να προμηθευτεί κανείς το βιβλίο του (3η έκδοση, εκδ. Σανσόνι).
[Η Μεταρρύθμιση στην Ιταλία].
Γράφει ο Α. Οριάνι (Ο πολιτικός αγώνας, σελ. 128, εκδ. Μιλάνου): «Η ποικιλομορφία που χαρακτηρίζει το ιταλικό πνεύμα, που στον τομέα της επιστήμης κατάφερε από την υψηλή ευθυκρισία του Γαλιλαίου να φτάσει στις εκθαμβωτικές και πα ράξενες εμπνεύσεις του Καρντάνο, χρωματίζεται εντούτοις από την Μεταρρύθμιση και διακρίνονται ευθύς ο Μάρκο Αντόνιο Φλαμίνιο, ποιητής που έγραφε στη λατινική, ο Τζάκοπο Νάρ- ντι, ιστορικός, η Ρενάτα ντ’ Έστε, σύζυγος του δούκα Έρκολε ντ’ Έστε II- ο Λέλιο Σοτσίνι, διάνοια ανώτερη από τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, που την οδηγεί (τη Μεταρρύθμιση σ.τ.μ.) υψηλότερα με τη θεμελίωση της αίρεσης των ενωσιτών· ο Μπερνάρντο Οκίνο και ο Πιέτρο Μάρτιρε Βερμίλι, θεολόγος, οι οποίοι θα περάσουν, οι μεν από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο δε από το καπιτώλιο του Καντέρμπουρί' ο Φρα- ντσέσκο Μπουρλαμάνι, ο οποίος θα ξαναεπιχειρήσει την ανέφικτη απόπειρα του Στέφανο Πορκάρι και εκεί θα χαθεί σαν μάρτυρας-ήρωας· ο Πιέτρο Καρνεσέκι και ο Αντόνιο Παλεά- ριο, που κι οι δυο θα χάσουν τη ζωή τους με γενναιότητα. Αλλ’ αυτό το κίνημα που δεν μεταδίδεται στο λαό είναι μια κρίση μάλλον της φιλοσοφικής κι επιστημονικής σκέψης, συντονισμέ
67

νη φυσικά με τη μεγάλη γερμανική επανάσταση, παρά μια διαδικασία εξαγνισμού και θρησκευτικής ανύψωσης. Πραγματικά, ο Τζορντάνο Μπρούνο και ο Τομάσο Καμπανέλα, αναφέρο- ντας το συνοπτικά, μολονότι ζουν και πεθαίνουν μέσα στα στενά πλαίσια ενός μοναστικού Τάγματος, είναι δυο φιλόσοφοι που έλκονται από τη φιλοσοφική μελέτη πέρα από τα όρια όχι μόνο της Μεταρρύθμισης αλλά και του ίδιου του Χριστιανισμού. Έτσι λοιπόν, ο λαός παραμένει σε τέτοιο βαθμό ασυγκίνητος από την τραγωδία τους που φαίνεται σαν να την αγνοεί».
Τι σημαίνουν όμως όλ’ αυτά; Μήπως ότι η Μεταρρύθμιση δεν είναι μια κρίση της φιλοσοφικής κι επιστημονικής σκέψης, δηλαδή όσο αφορά τη στάση της απέναντι στον κόσμο, την α ντίληψή της για τον κόσμο; Είναι απαραίτητο λοιπόν να πούμε ότι, σ’ αντίθεση με τις άλλες χώρες, στην Ιταλία ούτε κι αυτή η θρησκεία δεν αποτέλεσε στοιχείο σύνδεσης του λαού με τους διανοούμενους, γ ι’ αυτό ακριβώς και η φιλοσοφική κρίση των διανοουμένων δεν επεκτάθηκε στους κόλπους του λαού, επειδή δεν πήγαζε από το λαό, επειδή δεν υπήρχε ένα «εθνικό-λαϊκό μέτωπο» στο θρησκευτικό πεδίο. Στην Ιταλία δεν υπήρχε «εθνική εκκλησία», αλλά θρησκευτικός κοσμοπολιτισμός, επειδή οι ιταλοί διανοούμενοι ήταν συνδεδεμένοι μ’ όλον τον χριστιανικό κόσμο άμεσα σαν ηγέτες που δεν έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε έθνος. Χάσμα μεταξύ επιστήμης και ζωής, μεταξύ της θρησκείας και της ζωής του λαού, μεταξύ φιλοσοφίας και θρησκείας· το προσωπικό δράμα του Τζορντάνο Μπρούνο, κλπ, συναντιέται στην ευρωπαϊκή και όχι στην ιταλική σκέψη.
Ν ικόλα Κ ουζάνο .
Στη «Nuova Antologia» της 16 Ιουνίου 1929, είναι δημοσιευμένη μια σημείωση του Λ.Φον Μπερταλάνφι για Ένα γερμανό καρδινάλιο (Νικόλα Κουζάνο), περίεργη καθ’ αυτή και λόγω της μικρής σημείωσης που μ’ αυτή η σύνταξη της «Nuova Antologia» τη συνόδεψε. Ο Μπερταλάνφι εκθέτει για τον Κουζάνο τη γερμανο-προτεσταντική γνώμη, συνθετικά, χωρίς να βασίζεται σε κριτική-βιβλιογραφία· η «Nuova Antologia» προσπαθεί

με τρόπο άθλιο να παρατηρήσει ότι ο Μπερταλάνφι δεν έχει κάνει λόγο για «αναρίθμητες και σημαντικές μελέτες, που και στην Ιταλία, ήταν αφιερωμένες στον Κουζάνο, σ’ αυτές τις τελευταίες δεκαετίες» και παραθέτει μια σειρά ονομάτων φτάνο- ντας ως τον Ρότα. Το μόνο άξιο λόγου σχόλιο, βρίσκεται στις τελευταίες γραμμές: «Ο Μπερταλάνφι βλέπει στον Κουζάνο ένα πρόδρομο της φιλελεύθερης και σύγχρονης επιστημονικής σκέψης, ο Ρότα αντίθετα έχει τη γνώμη ότι ο επίσκοπος του Μπρεσανόνε, σ’ ό,τι αφορά στο πνεύμα του αν όχι στη μορφή της φιλοσοφικής του θεωρίας, βρίσκεται ολοκληρωτικά στην τροχιά της μεσαιωνικής σκέψης. Η αλήθεια δε βρίσκεται ποτέ μόνο στη μια πλευρά». Τι θέλει να πει;
Είναι βέβαιο ότι ο Κουζάνο είναι ένας μεταρρυθμιστής της μεσαιωνικής σκέψης κι ένας από τους εισηγητές της σύγχρονης σκέψης· το αποδεικνύει το ίδιο το γεγονός ότι η Εκκλησία τον ξέχασε και η σκέψη του μελετήθηκε από τους λαϊκούς φιλόσοφους που ανακάλυψαν σ’ αυτόν έναν από τους προδρόμους της σύγχρονης κλασικής φιλοσοφίας.
Σημασία των όσων έκανε ο Κουζάνο για την ιστορία της Μεταρρύθμισης των διαμαρτυρομένων. Στη Σύνοδο (της Κοστά- ντζα;) ήρθε σ’ αντίθεση με τον Πάπα για τις δικαιοδοσίες της Συνόδου. Συμφιλιώθηκε με τον Πάπα. Στη Σύνοδο της Βασιλείας υποστήριξε τη μεταρρύθμιση της Εκκλησίας. Επιχείρησε να συμφιλιώσει τη Ρώμη με τους Ουσίτες, με σκοπό να ενώσει ξανά Δύση κι Ανατολή και σκέφτηκε ακόμα να προετοιμάσει τον προσηλυτισμό των Τούρκων, αποκαλύπτοντας τον κοινό πυρήνα του Κορανίου και του Ευαγγελίου. Docta Ignorantia και coinsidentia oppositorum. Αυτός πρώτος συνέλαβε την ιδέα του απείρου, προτρέχοντας του Τζορντάνο Μπρούνο και των σύγχρονων αστρονόμων.
Μπορεί να ειπωθεί ότι η Μεταρρύθμιση του Λούθηρου εξερ- ράγη επειδή απέτυχε η μεταρρυθμιστική δραστηριότητα του Κουζάνο, επειδή δηλαδή η Εκκλησία δεν κατάφερε να μεταρρυθμιστεί από μόνη της. Για την θρησκευτική ανεκτικότητα, κλ- π.(γεννήθηκε το 1401 - πέθανε το 1464).
Μικέλε Λοζάκο, Η διαλεκτική του Κουζάνο, σημ. της 38 σελ. που παρουσιάστηκε από τον συν. Λουίτζι Κρεντάρο στη συνέ
69

λευση της 17 Ιουνίου ενός ιδρύματος που η «Nuova Antologia» ξέχασε ν’ αναφέρει (μήπως οι Λίντσεϊ;)
[Λ ο ρ έν τζο ο Μ εγαλοπρεπή ς}.
Σχετικά με τη μορφή και το σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Λορέντζο ο Μεγαλοπρεπής, πρέπει να δούμε τις μελέτες του Εντμόντο Ρο. Προαναγγέλλονται μελέτες του Ρ.Παλμαρόκι, ο οποίος δε φαίνεται να έχει την ικανότητα να διασαφηνίσει το έργο του Μεγαλοπρεπή. Ο Παλμαρόκι έχει συλλέξει τις Πιο όμορφες σελίδες του Λορέντζο, στις εκδ. Οϊέτι και στον πρόλογο προσπάθησε να παρουσιάσει την μορφή του Λορέντζο. Από ιστορικό-πολιτική άποψη ο Ρο υποστηρίζει ότι ο Μεγαλοπρεπής υπήρξε μια μετριότητα, στερημένος δημιουργικής ικανότητας. Διπλωμάτης, όχι πολιτικός, ο Μεγαλοπρεπής ακολούθησε απλά και μόνο το πρόγραμμα του Κόσιλιο. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής (της ιταλικής, αναφορικά μ’ ολόκληρη τη χερσόνησο), ο Λορέντζο είχε τη μεγαλοφυή ιδέα να οργανώσει μια ιταλική συμμαχία, η οποία ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε, κλπ.
Ο ρόλος του Λορέντζο είναι σημαντικός για την αντιμετώπιση του σύνθετου ιστορικού ιταλικού προβλήματος, το οποίο α ντιπροσωπεύει το πέρασμα από μια περίοδο επιβλητικής ανάπτυξης των αστικών δυνάμεων στη ραγδαία παρακμή τους, κλπ. Ο ίδιος ο Λορέντζο μπορεί να εκληφθεί σαν «μοντέλο» της ανικανότητας των αστών εκείνης της εποχής να μορφοποιηθούν σε ανεξάρτητη κι αυτόνομη τάξη, λόγω της ανικανότητάς τους να υποτάξουν τα ατομικά και άμεσα συμφέροντα σε προγράμματα μεγάλης κλίμακας. Σ ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να δούμε τις σχέσεις με την Εκκλησία του Λορέντζο και των Μεδί- κων που προηγήθηκαν κι αυτών που τον διαδέχτηκαν.
Ό ποιος υποστηρίζει ότι ο Σαβοναρόλα ήταν «άνθρωπος του Μεσαίωνα», δεν υπολογίζει σωστά τον αγώνα του με την εκκλησιαστική εξουσία, αγώνας που κατά βάθος σκόπευε στο να καταστήσει τη Φλωρεντία ανεξάρτητη από το εκκλησιαστικό φεουδαρχικό σύστημα. (Για τον Σαβοναρόλα υπάρχει η συνη
70

θισμένη σύγχυση μεταξύ της ιδεολογίας που βασίζεται σε μύθους του παρελθόντος και του πραγματικού ρόλου, ο οποίος πρέπει να ξεκόψει α π’ αυτούς τους μύθους, κλπ).
Α ντιμ ε τα ρρ ύθ μ ισ η .
Στη «Nuova Antologia της 16 Απρίλη 1928, ο Γκουίντο Κιάλ- 6ο δημοσιεύει μια Istruttione του Εμμανουέλε Φιλιμπέρτο προς τον Πιερίνο Μπέλι, Καγκελάριό του και Υπουργό πολέμου, σχετική με το «Συμβούλιο του Κράτους» με ημερομηνία 1η Δεκέμβρη 1559. Η Istruttione αυτή αρχίζει ως εξής: «Αφού ο φόβος του θεού είναι αρχή σοφίας και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αρρώστια μήτε χειρότερη μάστιγα στη διακυβέρνηση του Κράτους, από το να μη φοβούνται το θεό , οι άνθρωποι, που έχουν την φροντίδα του (του Κράτους σ.τ.μ.) και να αποδίδουν στη δική τους σύνεση εκείνο που πρέπει να αναγνωρίσουν μόνο στη θ ε ία Πρόνοια και Έμπνευση και από το ότι απ’ αυτή την ασεβή αίρεση, σαν πηγή κάθε αισχρότητας απορρέουν όλες οι μο- χθηρίες και τα ανοσιουργήματα του κόσμου, όπως κι ότι οι άνθρωποι έχουν το θράσος να παραβιάζουν τους θείους κι ανθρώπινους νόμους».
[Η εκ κλησ ια σ τική αντίδρα ση}.
Τα άπαντα του Μακιαβέλι τυπώθηκαν για τελευταία φορά στην Ιταλία το 1554 και ολόκληρο το Δεκαήμερο το 1557- ο εκδότης Τζολίτο διέκοψε ακόμα και την έκδοση των έργων του Πετράρχη. Έκτοτε αρχίζουν οι ευνουχισμένες εκδόσεις των ποιητών, των διηγηματογράφων, των μυθιστοριογράφων. Η εκκλησιαστική λογοκρισία ενοχλεί ακόμα και τους ζωγράφους.
Ο Παστόρ, στην Ιστορία των Παπών, γράφει: «Πιθανά στις καθολικές χώρες η γενική απαγόρευση των κειμένων που υποστήριζαν το νέο κοσμικό σύστημα (του Κοπέρνικου) να μετρία- σε την προτίμηση για την αστρονομία- στη Γαλλία, ωστόσο, οι γαλλικανοί, επικαλούμενοι την ελευθερία της γαλλικής εκκλη
71

σίας, δεν εκλάμβαναν σαν υποχρεωτικές τις διατάξεις της Συλλάβου και της Ιεράς Εξέτασης και αν στην Ιταλία δεν εμφανίστηκε ένας δεύτερος Γαλιλαίος ή ένας Νεύτων ή ένας Μπράντ- λεϊ, δύσκολα μπορεί κανείς ν’ αποδώσει την ευθύνη στο διάταγμα ενάντια στον Κοπέρνικο». Ο Μπρούερς, όμως, σημειώνει ότι οι αυστηρές διατάξεις της Συλλάβου, ξεσήκωσαν ένα φοβερό πανικό μεταξύ όσων ασχολούνταν με την επιστήμη και ότι ο ίδιος ο Γαλιλαίος, ακόμα κι όταν είχαν περάσει είκοσι έξι χρόνια από την πρώτη δίκη ώσπου πέθανε, δεν μπορούσε να εμβα- θύνει ελεύθερα και να διδάξει στους μαθητές του την αμφισβήτηση του Κοπέρνικου. Από τον ίδιο τον Παστόρ φαίνεται ότι, ιδιαίτερα στην Ιταλία, η αντίδραση στον πολιτιστικό τομέα υπήρξε αποτελεσματική.
Οι μεγάλοι εκδότες εξαφανίζονται στην Ιταλία. Η Βενετία αντιστέκεται περισσότερο, αλλά τελικά οι ιταλοί συγγραφείς και τα ιταλικά έργα του Μπρούνο, του Καμπανέλα, του Βανίνι, του Γαλιλαίου, τυπώνονται εξ ολοκλήρου στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ολλανδία. Με την εκκλησιαστική αντίδραση, που κορυφώνεται με την καταδίκη του Γαλιλαίου, τελειώνει στην Ιταλία η Αναγέννηση, ακόμα και μεταξύ των διανοουμένων.
Α να γέννη σ η , Ρ ιζορ τζιμέντο , Ε ξέγερση , κλπ .
Στο ιταλικό λεξιλόγιο αξίζει να σημειωθεί μια ολόκληρη σειρά εκφράσεων, άμεσα συνδεμένων με τον παραδοσιακό τρόπο αντίληψης της ιστορίας του έθνους και της ιταλικής κουλτούρας, οι οποίες είναι δύσκολο και κάποτε αδύνατο να μεταφραστούν σε ξένες γλώσσες. Έ τσι έχουμε την ομάδα «Rinascimento», «Rinascita» («Rinascenza», γαλλισμός), όροι που μπήκαν τότε στον κύκλο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κουλτούρας, διότι, κι αν ακόμη το υποδηλούμενο (από τον όρο, σ.τ.μ.) φαινόμενο γνώρισε τη μέγιστη λάμψη του στην Ιταλία, δεν περιορίστηκε όμως στην Ιταλία.
Ο όρος «risorgimento» γεννήθηκε κατά το ’800, έχοντας έννοια αμεσότερα εθνική και πολιτική, συνοδευόμενος από τις άλλες εκφράσεις όπως «εθνική εξέγερση» και «εθνική απελευθέ
72

ρωση»: όλες εκφράζουν την ιδέα της επιστροφής σε μια ήδη υπάρχουσα στο παρελθόν κατάσταση πραγμάτων ή της επιθετικής «ανάκτησης» («εξέγερσης») της ενεργητικότητας του έθνους, που διαχεόταν γύρω από ένα στρατιωτικό και συγκεντρωμένο πυρήνα, ή της χειραφέτησης από ένα καθεστώς δουλείας μέσω της επιστροφής στην πρωτόγονη αυτονόμηση («απελευθέρωση»). Είναι δύσκολο να μεταφραστούν οι όροι ακριβώς, έτσι καθώς είναι άμεσα συνδεμένοι με την φιλολσγικο- εθνική παράδοση μιας ουσιαστικής συνέχειας της ιστορίας, όπως αυτή εξελίσσεται στην ιταλική χερσόνησο, από την εποχή της κυριαρχίας της Ρώμης μέχρι της ενότητας του σύγχρονου Κράτους, μέσω της οποίας γίνεται αντιληπτό ότι το ιταλικό έθνος «γεννήθηκε» ή «παρουσιάστηκε» μαζί με τη Ρώμη, θεωρείται ότι η ελληνο-ρωμαϊκή κουλτούρα θα «ξαναγεννιόταν», το έθνος θα «εξορμούσε και πάλι» κλπ. Η λέξη «εξέγερση» (riscossa) έχει την καταγωγή της από τη γαλλική στρατιωτική διάλεκτο, συνδέθηκε όμως αργότερα με την έννοια ενός ζώντος οργανισμού που πέφτει σε λήθαργο κι επανακτά τις δυνάμεις του, αν και δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχτεί ότι διατηρεί ακόμα κάτι από την αρχική στρατιωτική σημασία.
Σ’ αυτή την καθαρά ιταλική συνακολουθία, μπορούν να συνδεθούν άλλες αντίστοιχες εκφράσεις: π.χ. ο, γαλλικής καταγωγής και ενδεικτικός ενός προφανέστατα γαλλικού γεγονότος, όρος « Παλινόρθωση».
Για τη δυάδα «σχηματισμός και μετασχηματισμός» ισχύουν τα ίδια, επειδή σύμφωνα με τη σημασία που προσέλαβε ιστορικά η λέξη, ένα «σχηματισμένο» πράγμα μπορεί συνεχώς να «μετασχηματίζεται», δίχως, μεταξύ της σχηματοποίησης και του μετασχηματισμού να εξυπακούεται η έννοια μιας καταστροφικής ή ληθαργικής παρένθεσης, πράγμα που αντίθετα εξυπακού- εται για την «αναγέννηση» και την «παλινόρθωση». Απ’ αυτό (ραίνεται ότι οι καθολικοί υποστηρίζουν ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία μεταρρυθμίστηκε πολλές φορές εκ των ένδον, ενώ στην αντίληψη των διαμαρτυρομένων για τη «Μεταρρύθμιση» εξυπα- κούεται η ιδέα της αναγέννησης και της παλινόρθωσης του πρωτόγονου χριστιανισμού, που φιμώθηκε από τον ρωμαΐσμό. Στη μη κληρική κουλτούρα γίνεται λόγος λοιπόν, για Μεταρ
73

ρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση, ενώ οι καθολικοί (κι ιδιαίτερα οι ιησουίτες, οι οποίοι είναι περισσότερο ακριβείς και συνεπείς ακόμα και στην ορολογία) δεν θέλουν ν’ αποδεχτούν ότι η Σύνοδος του Τρέντο ήταν απλά και μόνο αντίδραση στο Λουθηρανισμό και σ’ όλο το πλέγμα των προτεσταντικών τάσεων, αλλά υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για μια «Καθολική Μεταρρύθμιση», αυτόνομη, θετική, που, εν πάση περιπτώσει, θα επαληθευόταν. Η έρευνα της ιστορίας, αυτών των όρων έχει μια καθόλου αμελητέα πολιτιστική σημασία.
Δ υ ν α τό τη τα ερ μηνε ία ς τω ν δ ια φ ο ρετικώ ν εθνικώ ν μ ο ρφ ώ ν κου λτούρα ς.
Παραλληλισμός ανάμεσα στον ελληνικό και λατινικό πολιτισμό και η αντίστοιχη σημασία τους στον κόσμο των ελλήνων και των λατίνων στην περίοδο του Ανθρωπισμού και της Αναγέννησης (Σύγχρονες δημοσιεύσεις για το παλιό ζήτημα της «υπεροχής» και πρωτοτυπίας, της ελληνικής τέχνης απέναντι στη λατινική τέχνη: βλέπε την μελέτη του Αουγκούστο Ροστάνι Α υ τονομία της λατινικής λογοτεχνίας στο περιοδικό «Italia Letteraria» της 21 Μαίου 1933). Σχετικά με τον Ανθρωπισμό και την Αναγέννηση ο Ροστάνι δεν ξεχωρίζει τις διάφορες όψεις της ιταλικής κουλτούρας: 1) η ανθρωπιστικο-εκπαιδευτική έρευνα του έλληνο-ρωμαϊκού κλασικισμού που γίνεται παραδειγματική, μοντέλο ζωής κλπ. 2) Το γεγονός ότι μια τέτοια αναφορά στον κλασικό κόσμο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πλαίσιο κουλτούρας μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η νέα αντίληψη για την ζωή και τον κόσμο που ανταγωνίζεται και συχνά (όλο και περισσότερο) αντιτίθεται στη θρησκευτική-μεσαιωνική αντίληψη 3) Το πρωτότυπο κίνημα που ο «νέος άνθρωπος» δημιουργεί σαν τέτοιο και που είναι νέο και πρωτότυπο παρά το ανθρωπιστικό περίβλημα όμοιο του αρχαίου κόσμου. Σχετικά με αυτό πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυθορμητισμό και κύρος της τέχνης έχουμε πριν «ταχτοποιηθεί» ο ανθρωπισμός, συνεπώς η υπόθεση που προβάλλεται αλλού ότι ο ανθρωπισμός, είναι φαινόμενο σε μεγάλο βαθμό αντιδραστικό, ότι αντιπροσωπεύει, δηλαδή, την διάσταση των διανοουμένων από τις μά
74

ζες που προοδευτικά έμπαιναν σε μια διαδικασία εθνικοποίησης και συνεπώς την διακοπή της πολιτικο-εθνικής ιταλικής διαμόρφωσης, για να επιστρέφουμε σε μια κατάσταση (άλλης μορφής) αυτοκρατορικού και μεσαιωνικού κοσμοπολιτισμού.
Η παραλληλία ανάμεσα σε Έλληνες και Ρωμαίους είναι ένα ψεύτικο και άχρηστο πρόβλημα πολιτικού χαρακτήρα και προέλευσης. Είχαν οι Ρωμαίοι μια φιλοσοφία; Είχαν ένα δικό τους «τρόπο σκέψης» και αντίληψης του ανθρώπου και της ζωής και αυτό αποτελούσε την πραγματική «φιλοσοφία» τους, ενσωματωμένη μέσα σε νομικές θεωρίες και στην πολιτική πρακτική. Για τους Ρωμαίους και τους Έλληνες μπορούμε να πούμε (κατά κάποιο τρόπο) αυτό που λέει ο Χέγκελ για την γαλλική πολιτική και την γερμανική φιλοσοφία.
Μ ετα ρρύ θμ ιση κ α ι Α να γέννη σ η .
Οι σκόρπιες παρατηρήσεις που έχουν γίνει για την διαφορετική ιστορική σημασία της Μεταρρύθμισης των διαμαρτυρομέ- νων και της ιταλικής Αναγέννησης, της γαλλικής Επανάστασης και του Ριζορτζιμέντο (η Μεταρρύθμιση είναι γ ια την Αναγέννηση ότι η γαλλική Επανάσταση για το Ριζορτζιμέντο) μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα ενιαίο δοκίμιο με τίτλο που θα μπορούσε να είναι και ο εξής: «Μεταρρύθμιση και Αναγέννηση» και το οποίο θα μπορούσε να ξεκινά με δημοσιεύσεις που έγι- ναν από το 20 μέχρι το 25 γύρω ακριβώς από αυτό το θέμα: «της αναγκαιότητας να ξεκινήσει στην Ιταλία μια ηθική και πνευματική μεταρρύθμιση» δεμένη με την κριτική του Ριζορτζι- μέντο σαν «βασιλική κατάκτηση» και όχι σαν λαϊκό κίνημα που υποκινήθηκε από τους Γκομπέτι, Μισιρόλι και Ντόρσο (ας θυμηθούμε το άρθρο του Ανσόλντο στο «Lavoro» της Γένοβας εναντίον του Ντόρσο και εμένα). Γιατί αυτήν την περίοδο τίθεται αυτό το πρόβλημα. Ανέβλυζε από τα γεγονότα... (κωμικό επεισόδιο: άρθρα του Ματσάλι στην «Conscientia» της Γκαν- γκάλης που ανέτρεχαν στον Έγκελς). Ιστορικό προηγούμενο στο δοκίμιο του Μασάρικ για τη Ρωσία (το 1925 μεταφράστηκε στα ιταλικά από τον Λα Γκάτο): ο Μασάρικ ερμήνευε την πολιτική αδυναμία του ρωσικού λαού από το γεγονός ότι στη Ρωσία δεν υπήρξε θρησκευτική Μεταρρύθμιση.
75


II. Το Ριζορτζιμέντο


Ο αιώνας τον Ριζορτζιμέντο
Ο α ιώ νας το ν Ριζορτζιμέντο·.
Του Αντόλφο Ομοντέο (εκδ. ΡηηοίρβΚ), Μεσσήνη): αυτό το βιβλίο είναι μάλλον μια αποτυχία απ’ την αρχή ως το τέλος. Είναι η ανάπλαση ενός σχολαστικού εγχειριδίου διατηρώντας πολλά χαρακτηριστικά εγχειριδίου. Τα γεγονότα (τα συμβάντα) απλώς περιγράφονται όπως ακριβώς διαβάζει κανείς ένα κατάλογο δίχως να ’χουν συνάφεια με την ιστορική αναγκαιότητα. Ο τρόπος γραφής του βιβλίου φανερώνει προχειρότητα, συχνά προκαλεί την οργή' οι κρίσεις είναι κακόβουλες, μερικές φορές φαίνεται πως ο Ομοντέο είχε προσωπικά ζητήματα με ορισμένους πρωταγωνιστές της ιστορίας (π.χ. με τους γάλλους γιακω- βίνους). Σ ’ ότι αφορά στην ιταλική χερσόνησο, φαίνεται πως η πρόθεση του Ομοντέο θα πρέπει να ’ναι το να δείξει ότι το Ριζορτζιμέντο είναι βασικά»ιταλικό γεγονός, του οποίου οι ρίζες πρέπει ν’ αναζητηθούν στην Ιταλία κι όχι μόνο ή όχι κυρίως στις ευρωπαϊκές εξελίξεις της γαλλικής Επανάστασης και της ναπολεόντειας εισβολής. Αυτή όμως η πρόθεση δεν βρίσκει ανταπόκριση στην πραγματικότητα αλλιώς, παρά με το να ξεκινά τη διήγηση από το 1740 αντί να την αρχίζει από το 1789 ή το 1796 ή το 1815.
Η περίοδος της πεφωτισμένης μοναρχίας δεν αποτελεί αυτόχθονο γεγονός στην Ιταλία και δεν είναι ιταλικής «καταγωγής» το συναφές κίνημα σκέψης (Τζιανόνε και οι ρεγκαλιστές). Η πεφωτισμένη μοναρχία μπορεί πιθανά να θεωρηθεί σαν το πιο σημαντικό πολιτικό επακόλουθο της εποχής του μερκαντιλι
79

σμού, που προαναγγέλλει τους νέους καιρούς, το σύγχρονο εθνικό πολιτισμό- υπήρξε όμως στην Ιταλία μια εποχή μερκαντιλισμού σαν εθνικό φαινόμενο; Ο μερκαντιλισμός, αν αναπτυσσόταν οργανικά, θα ’χε καταστήσει ακόμα πιο βαθύ και καθοριστικό ίσως το χωρισμό σε περιφερειακά Κράτη- η κακώς διαμορφωμένη και σε αποδιοργάνωση κατάσταση στην οποία κατέληξαν να βρεθούν, από οικονομική άποψη, τα διάφορα μέρη της Ιταλίας, η μη διαμόρφωση συγκροτημένων ισχυρών συμφερόντων γύρω από ένα ισχυρό κρατικο-μερκαντιλιστικό σύστημα, επιτρέπουν ή και καθιστούν ευκολότερη την ενοποίηση κατά τον αιώνα του Ριζορτζιμέντο.
Έπειτα κατά τη μετατροπή της εργασίας του από σχολαστικό εγχειρίδιο σε βιβλίο γενικής κουλτούρας με τίτλο Ο αιώνας τον Ριζορτζιμέντο, ο Ομοντέο θα ’πρεπε να της αλλάξει όλη την οικονομία (τη δομή), περιορίζοντας το μέρος που αφορούσε στην Ευρώπη και δίνοντας περισσότερη έκταση σ’ αυτό που αφορούσε στην Ιταλία. Από την ευρωπαϊκή σκοπιά, ο αιώνας είναι της γαλλικής Επανάστασης, κι όχι του ιταλικού Ριζορτζι- μέντο, είναι του φιλελευθερισμού σαν γενική αντίληψη ζωής και σαν νέα μορφή πολιτισμού και κουλτούρας σε κρατικό επίπεδο κι όχι του φιλελευθερισμού μόνο από την «εθνική» άποψη. Μπορούμε, φυσικά, να κάνουμε λόγο για έναν αιώνα του Ριζορτζιμέντο, αλλά τότε πρέπει να περιορίσουμε την ακτίνα δράσης και να συγκεντρώσουμε την προσοχή στην Ιταλία κι όχι στην Ευρώπη, αναπτύσσοντας από την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία μόνο εκείνα τα στοιχεία που έχουν να κάνουν με τη μεταβολή της γενικής δομής του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων, οι οποίες ήταν ενάντιες στη διαμόρφωση ενός μεγάλου ενιαίου Κράτους στη χερσόνησο, θυσιάζοντας κάθε πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση και καταπνίγοντάς την στη γένε- σή της, πραγματευόμενοι εκτενέστερα εκείνα τα ρεύματα που, αντίθετα μ’ ότι συνέβηκε σε διεθνές επίπεδο, είχαν επίδραση στην Ιταλία, ενθαρρύνοντας τις αυτόνομες και τοπικές, ίδιας φύσεως, δυνάμεις, καθιστώντας τες επίσης πιο αξιόλογες. Υπάρχει δηλαδή ένας αιώνας του Ριζορτζιμέντο στην ιστορία που εξελίχθηκε στην ιταλική χερσόνησο, δεν υπάρχει στην ιστορία της Ευρώπης σαν τέτοιος: σ’ αυτόν αντιστοιχεί ο αιώνας
80

της γαλλικής Επανάστασης και του φιλελευθερισμού (όπως τον πραγματεύτηκε ο Κρότσε, ελλιπώς, γιατί λείπουν από το πλαίσιο, στο οποίο κινείται ο Κρότσε, οι κύριοι όροι, η Επανάσταση στη Γαλλία κι οι πόλεμοι που επακολούθησαν: τα ιστορικά αποτελέσματα παρουσιάζονται σαν γεγονότα καθαυτά, αυτόνομα, που έχουν μέσα τους τις δικές τους αιτίες ύπαρξης κι όχι όντας μέρη ενός ίδιου ιστορικού πλέγματος, του οποίου η γαλλική Επανάσταση κι οι πόλεμοι δεν μπορούν παρά να είναι βασικά κι απαραίτητα στοιχεία).
Ποια σημασία έχει ή μπορεί να πάρει το γεγονός ότι ο Ομο- ντέο αρχίζει τη διήγησή του από την ειρήνη του Ά αχεν, που βάζει τέλος στον πόλεμο για τη διαδοχή στην Ισπανία; Ο Ομο- ντε’ο δεν «αιτιολογεί», δε «δικαιολογεί» αυτό το μεθοδολογικό του κριτήριο, δε δείχνει ότι αυτό είναι η έκφραση του ότι ένα καθορισμένο σύνολο αλληλένδετων ευρωπαϊκών ιστορικών γεγονότων είναι συγχρόνως τέτοιο και για τον ιταλικό χώρο, απαραίτητο να ενταχθεί στην εξελικτική πορεία της ιταλικής εθνικής ζωής. Πράγμα που, όμως, μπορεί και πρέπει να «διασαφηνιστεί». Η εθνική προσωπικότητα (όπως και η ατομική προσωπικότητα) είναι μια καθαρά αφηρημένη έννοια, αν εξεταστεί έξω από τη διεθνή (ή κοινωνική) συγκυρία. Η εθνική προσωπικότητα εκφράζει ένα «ξεχωριστό σημείο» της διεθνούς συγκυρίας, είναι ωστόσο συνδεδεμένη με τους διεθνείς συσχετισμούς. Υπάρχει μια περίοδος ξένης κυριαρχίας στην Ιταλία, για ένα ορισμένο διάστημα άμεσης κυριαρχίας, υστερότερα ηγεμονικού χαρακτήρα (ή μεικτού, άμεσης κυριαρχίας και μέσω ηγεμόνα). Το γεγονός ότι η χερσόνησος περιέπεσε σε ξένη κυριαρχία κατά το ’500 είχε ήδη προκαλέσει κάποια αντίδραση: εκείνη της ε- θνικο-δημοκρατικής κατεύθυνσης του Μακιαβέλι, που εξέφραζε ταυτόχρονα το θρήνο για τη χαμένη ανεξαρτησία μιας ορισμένης μορφής (εκείνη της εσωτερικής ισορροπίας μεταξύ των ιταλικών Κρατών κάτω από την ηγεμονία της Φλωρεντίας του Λορέντζο του Μεγαλοπρεπούς) και την αρχική θέληση γ ι’ αγώνα προκειμένου να επιτευχθεί η επανάκτησή της σε μια μορφή ιστορικά ανώτερη, σαν απολυταρχικό πριγκιπάτο τύπου Ισπανίας και Γαλλίας. Κατά το ’700, η ευρωπαϊκή ισορροπία, Αυ- στρία-Γαλλία, εισέρχεται σε μια νέα φάση όσον αφορά στην

Ιταλία: υπάρχει μια αμοιβαία εξασθένιση ίω ν δύο μεγάλων δυνάμεων κι εμφανίζεται μια τρίτη μεγάλη δύναμη, η Πρωσία. Ωστόσο, οι πηγές του κινήματος του Ριζορτζιμέντο, δηλαδή της διαδικασίας διαμόρφωσης των διεθνών συνθηκών και συσχετισμών, που θα επέτρεπαν στην Ιταλία να ενωθεί και πάλι σε έθνος και στις εθνικές εσώτερες δυνάμεις ν’ αναπτυχθούν και να επεκταθούν, δεν πρέπει ν’ αναζητηθούν σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το συγκεκριμένο συμβάν που καταγράφεται κάτω από τη μια ή άλλη χρονολογία, αλλά ακριβώς μέσα στην ίδια ιστορική διαδικασία μέσα από την οποία το σύνολο του ευρωπαϊκού συστήματος μετασχηματίζεται. Αυτή ωστόσο η διαδικασία δεν είναι ανεξάρτητη από τα εσωτερικά γεγονότα της χερσονήσου κι από τις δυνάμεις που εδράζονται σ’ αυτήν. Έ να σημαντικό και κάποτε αποφασιστικό στοιχείο των ευρωπαϊκών συστημάτων ήταν πάντα το Παπάτο. Κατά τη διάρκεια του ’700 η εξασθένιση της θέσης του Παπάτου σαν ευρωπαϊκή δύναμη είναι πράγματι καταστροφική. Με την Αντιμεταρρύθμιση, το Παπάτο είχε τροποποιήσει ουσιαστικά τη δομή της εξουσίας του: αποξενώθηκε από τις λαϊκές μάζες, υποστήριξε εξοντωτικούς πολέμους, ανακατεύτηκε με τις κυρίαρχες τάξεις αθεράπευτα. Έχασε έτσι την ικανότητα να επηρεάζει είτε άμεσα είτε έμμεσα τις κυβερνήσεις μέσω της καταπίεσης των φανατικών και φανατισμένων λαϊκών μαζών: αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ ακριβώς ο Μπελαρμίνο επεξεργαζόταν τη θεωρία του τη σχετική με την έμμεση κυριαρχία της Εκκλησίας, η Εκκλησία, με τη συγκεκριμένη της δραστηριότητα, κατέστρεφε τις συνθήκες κάθε κυριαρχίας της, έμμεσης έστω, απομακρυνόμενη από τις λαϊκές μάζες. Η ρεγκαλι- στική πολιτική των πεφωτισμένων μοναρχιών αποτελεί την εκδήλωση αυτού του μαρασμού της Εκκλησίας σαν ευρωπαϊκή δύναμη, οπότε και ιταλική κι αρχίζει κι αυτή το Ριζορτζιμέντο, αν είναι αλήθεια, όπως αλήθεια είναι ότι το Ριζορτζιμέντο έγι- νε εφικτό μόνο σε μια κατάσταση εξασθένισης του Παπάτου σαν ευρωπαϊκή έστω δύναμη παρά σαν ιταλική, δηλαδή σαν πιθανή δύναμη που θα αναδιοργάνωνε τα Κράτη της χερσονήσου κάτω από την ηγεμονία της. Μα όλ’ αυτά είναι υποθετικά στοιχεία· μια απόδειξη, έγκυρη ιστορικά, ότι ήδη κατά το ’700 συγκροτούνταν στην Ιταλία δυνάμεις που είχαν συγκεκριμένα
82

στόχο να κάνουν τη χερσόνησο έναν πολιτικό, ενιαίο και ανεξάρτητο οργανισμό, δεν έχει ακόμα παρουσιαστεί.
[Π ότε α ρχ ίζε ι το Ρ ιζορτζιμέντο;].
Πότε πρέπει να τοποθετηθεί η αρχή του ιστορικού κινήματος που έχει πάρει το όνομά του ιταλικού Ριζορτζιμέντο; Ο ι απαντήσεις είναι διαφορετικές και αντιφατικές, αλλά γενικά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: 1) σ’ εκείνες που θέλουν να υποστηρίζουν την αυτόνομη γένεση του ιταλικού εθνικού κινήματος και μάλιστα υποστηρίζουν ότι η γαλλική Επανάσταση καπηλεύτηκε την ιταλική παράδοση και της άλλαξε το δρόμο* 2) και σ’ εκείνες που υποστηρίζουν ότι το ιταλικό εθνικό κίνημα εξαρτά- ται άμεσα από τη γαλλική Επανάσταση και τους πολέμους της.
Το ιστορικό ζήτημα διαταράσσεται από συναισθηματικές και πολιτικές αλληλεπιδράσεις κι από κάθε είδους προκαταλήψεις. Είναι ήδη δύσκολο να γίνει κατανοητό από τον κοινό νου ότι μια Ιταλία, όπως εκείνη που σχηματίστηκε το ’70, δεν υπήρξε ποτέ και δεν μπορεί να υπάρξει: ο κοινός νους φέρεται να π ιστεύει ότι αυτό που υπάρχει σήμερα θα υπήρχε πάντα και ότι η Ιταλία θα υπήρχε πάντα σαν ενιαίο έθνος, αλλά δεν την άφηναν οι ξένες δυνάμεις ν’ αναπνεύσει, κλπ. Αναρίθμητες ιδεολογίες έχουν συμβάλει στο να ενισχύσουν αυτή την πίστη, τρεφόμενες από τη σφοδρή επιθυμία να παρουσιάζονται σαν κληρονόμοι του αρχαίου κόσμου, κλπ. Αυτές οι ιδεολογίες, εξάλλου, έχουν αποκτήσει έναν αξιοσημείωτο ρόλο σαν πεδίο πολιτικής και πολιτιστικής οργάνωσης, κλπ.
Νομίζω ότι θα πρέπει ν’ αναλύσουμε όλο το ιστορικό κίνημα από διάφορα αφετηριακά σημεία, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ενώνονται τα βασικά στοιχεία της εθνικής ενότητας και μετατρέπονται σε ικανοποιητική δύναμη προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός, πράγμα που κατά τη γνώμη μου συμβαίνει μόνο μετά το ’48. Αυτά τα στοιχεία είναι αρνητικά και θετικά, εθνικά και διεθνή. Έ να αρκετά παλιό στοιχείο είναι η συνείδηση της «πολιτιστικής ενότητας» που υπήρχε μεταξύ των ιταλών διανοουμένων τουλάχιστον από το 1200 και μετά, δηλαδή από
83

τότε που αναπτύσσεται μια ενιαία λόγια γλώσσα (η λαμπρή δημοτική γλώσσα του Δάντη): αυτό όμως είναι ένα στοιχείο δίχως άμεση αποτελεσματικότητα πάνω στα ιστορικά γεγονότα, ακόμα κι αν είναι αυτό που η πατριωτική δημαγωγία έχει εκμεταλλευτεί περισσότερο, ούτε συμπίπτει, άλλωστε, μήτε είναι η έκφραση ενός συγκεκριμένου και επενεργούντος εθνικού συναισθήματος. Άλλο στοιχείο είναι η συνείδηση της αναγκαιότητας της ανεξαρτησίας της ιταλικής χερσονήσου από την ξένη επιρροή, κατά πολύ λιγότερο διαδεδομένο από το πρώτο, σίγουρα, ωστόσο, πιο σημαντικό πολιτικά και πιο γόνιμο ιστορικά σε πρακτικά αποτελέσματα- δεν πρέπει, όμως, να μεγεθυνθεί η σπουδαιότητα και η σημασία κι αυτού του στοιχείου, ιδιαίτερα δε η διάδοσή του και η βαθύτητά του. Αυτά τα στοιχεία συναντιόνται σε μικρές μειοψηφίες σπουδαίων διανοουμένων και δεν εκδηλώνονται ποτέ σαν έκφραση μιας διαδεδομένης και συμπαγούς ενιαίας εθνικής συνείδησης.
Προϋποθέσεις για την εθνική ενότητα: 1) ύπαρξη μιας ορισμένης ισορροπίας των διεθνών δυνάμεων η οποία ήταν ο όρος για την ιταλική ενότητα. Αυτή πραγματοποιήθηκε μετά το 1748, δηλαδή, μετά την πτώση της γαλλικής ηγεμονίας και τον απόλυτο αποκλεισμό της ισπανικής και αυστριακής ηγεμονίας, αλλά εξαφανίστηκε και πάλι μετά το 1815: παρ’ όλ’ αυτά, η περίοδος από το 1748 μέχρι το 1815 έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην προετοιμασία της ενότητας, ή, μάλλον, στην ανάπτυξη των στοιχείων που έπρεπε να οδηγήσουν στην ενότητα. Ανάμεσα στα διεθνή στοιχεία πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας τη θέση του Παπάτου, η δύναμη του οποίου στον ιταλικό περίγυρο ήταν συνδεδεμένη με τη διεθνή δύναμη: ο ρεγκαλισμός και ο τζιουζεπισμός, η πρώτη δηλαδή φιλελεύθερη και λαϊκή επιβεβαίωση του Κράτους, είναι ουσιώδη στοιχεία για την προετοιμασία της ενότητας. Από στοιχείο αρνητικό και θετικό, η διεθνής κατάσταση γίνεται στοιχείο ενεργό μετά τη γαλλική Επανάσταση και τους ναπολεόντειους πολέμους, οι οποίοι διευρύνουν το πολιτικό και εθνικό ενδιαφέρον στους μικροαστούς και στους μικροδια- νοούμενους, που δίνουν κάποια στρατιωτική εμπειρία και δημιουργούν μερικούς ιταλούς αξιωματικούς. Η διατύπωση «μία και αδιαίρετη δημοκρατία» αποκτά μια ορισμένη δημοτικότητα
84

και, παρ’ όλ’ αυτά το Κόμμα της Δράσης έχει την καταγωγή του στη γαλλική Επανάσταση και στον αντίκτυπό της στην Ιταλία- αυτή η διατύπωση προσαρμόζεται σε «ενιαίο κι αδιαίρετο Κράτος», στην ενιαία κι αδιαίρετη ή συγκεντρωτική μοναρχία, κλπ.
Η εθνική ενότητα είχε μια ορισμένη ανάπτυξη κι όχι μιαν άλλη. Κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης ήταν το Κράτος του Πιεμόντε και η δυναστεία της Σαβοΐας. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε ποια ήταν η πορεία της ιστορικής εξέλιξης στο Πιεμόντε από εθνική άποψη. Το Πιεμόντε είχε ήδη συμφέροντα από το 1492 κι ύστερα (δηλαδή κατά την περίοδο της ξένης επικυριαρχίας) στα οποία υπήρχε μια ορισμένη εσωτερική ισορροπία μεταξύ των ιταλικών Κρατών, σαν όρος της ανεξαρτησίας (δηλαδή της μη επιρροής των ξένων μεγάλων Κρατών)· φυσικά το Κράτος του Πιεμόντε θα ’θελε να ηγεμονεύει στην Ιταλία, τουλάχιστο στη βόρεια και κεντρική Ιταλία, μα δεν το κατάφερε- πολύ ισχυρή ήταν η Βενετία, κλπ.
Το Κράτος του Πιεμόντε γίνεται πραγματική κινητήρια δύναμη της ενότητας μετά το ’48 δηλαδή μετά την ήττα της δεξιάς και του πιεμοντέζικου πολιτικού κέντρου και τον ερχομό των φιλελεύθερων με τον Καβούρ. Η Δεξιά: ο Σολάρο ντέλα Μαρ- γκαρίτα, δηλαδή οι «ασυμβίβαστοι πιεμοντέζοι εθνικιστές» ή μουνιτσιπαλιστές (η έκφραση «μουνιτσιπαλισμός» έχει την αρχή της στην αντίληψη για μια λανθάνουσα και πραγματική ιταλική ενότητα, σύμφωνα με την πατριωτική δημαγωγία)· το Κέντρο: ο Τζομπέρτι και οι νεογουέλφοι. Αλλά οι φιλελεύθεροι του Καβούρ δεν είναι από τους ιθαγενείς γιακωβίνους: αυτοί, στην πραγματικότητα, ξεπερνούν τη δεξιά του Σολάρο, όχι όμως, ποιοτικά, μια και αντιλαμβάνονται την ενότητα σαν διεύρυνση του Κράτους του Πιεμόντε και της κληρονομημένης δυναστείας, όχι σαν εθνικό κίνημα που ξεκινά από τα κάτω, αλλά σαν βασιλική κατάκτηση. Στοιχείο κατ’ εξοχήν εθνικό είναι το Κόμμα της Δράσης.
Θα ’ταν ενδιαφέρον και απαραίτητο να συγκεντρώσουμε όλες τις απόψεις σχετικά με το ζήτημα της καταγωγής του Ριζορ- τζιμέντο, με την κύρια σημασία της λέξης, δηλαδή του κινήματος που οδήγησε στην εδαφική και πολιτική ενότητα της Ιτα
85

λίας, υπενθυμίζοντας ότι πολλοί αποκαλούν Ριζορτζιμέντο και την αφύπνιση των «ντόπιων» ιταλικών δυνάμεων μετά το 1000, το κίνημα δηλαδή που οδήγησε μέχρι τις Κοινότητες και την Αναγέννηση. Ό λ ’ αυτά τα ζητήματα για τις πηγές οφείλονται στο γεγονός ότι η ιταλική οικονομία ήταν πολύ αποδυναμωμένη και ο καπιταλισμός στο πρώτο του στάδιο: δεν υπήρχε μια ισχυρή κι αναπτυγμένη τάση οικονομικής μπουρζουαζίας, αντίθετα, μάλιστα, υπήρχαν πολλοί διανοούμενοι και μικροαστοί, κλπ. Το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στο να ελευθερωθούν οι, ήδη αναπτυγμένες, οικονομικές δυνάμεις από τ’ απαρχαιωμένα νομικά και πολιτικά εμπόδια, όσο στο να δημιουργηθούν οι γενικές συνθήκες για να μπορέσουν αυτές οι οικονομικές δυνάμεις να γεννηθούν και ν’ αναπτυχθούν κατά το υπόδειγμα των άλλων χωρών. Η σύγχρονη ιστορία προσφέρει ένα υπόδειγμα για να γίνει κατανοητό το ιταλικό παρελθόν: υπάρχει σήμερα μια ευρωπαϊκή πολιτιστική συνείδηση όπως επίσης και μια σειρά εκδηλώσεις των διανοουμένων και των πολιτικών ανδρών, οι οποίες υποστηρίζουν την αναγκαιότητα μιας ευρωπαϊκής ενότητας: μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι η ιστορική εξελικτική πορεία κατευθύνεται προς αυτή την ενότητα κι ότι υπάρχουν πολλές ουσιαστικές δυνάμεις, οι οποίες μόνο μέσα σ’ αυτή την ενότητα μπορούν ν’ αναπτυχθούν: αν σε χ χρόνια πραγματοποιηθεί αυτή η ενότητα, η λέξη «εθνικισμός» θα έχει την ίδια αρχαιολογική αξία με τον τωρινό «μουνιτσιπαλισμό»1.
Άλλο ένα σύγχρονο γεγονός που εξηγεί το παρελθόν είναι η «μη αντίσταση και η μη συνεργασία» που υποστηρίζεται από τον Γκάντι: αυτές οι δύο έννοιες μπορούν να μας δώσουν να καταλάβουμε την καταγωγή του χριστιανισμού και τις αιτίες ανάπτυξής του στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο τολστοϊσμός είχε τις ίδιες ρίζες στην τσαρική Ρωσία, δεν έγινε όμως «λαϊκή π ίστη» σαν τον γκαντισμό: μέσω του Τολστόι και ο Γκάντι συνδέεται με τον πρωτόγονο χριστιανισμό, ξαναζεί σ’ όλη την Ινδία μια μορφή πρωτόγονου χριστιανισμού, που οι Καθολικοί
1. Municipalismo: Σαν όρος προσδιορίζει την υπερβολική αφοσίωση στον δήμο, τον τοπικισμό, σε βάρος των συμφερόντων του έθνους.

και οι Διαμαρτυρόμενοι δεν κατάφεραν ποτέ πια να κατανοήσουν. Η σχέση μεταξύ γκαντισμού και αγγλικής Αυτοκρατορίας μοιάζει μ’ εκείνη μεταξύ ελληνσχριστιανισμού και ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χώρες με αρχαίο πολιτισμό, αφοπλισμένες και τεχνικά (στρατιωτικά) κατώτερες, κυριαρχούμενες από χώρες τεχνικά αναπτυγμένες (οι Ρωμαίοι είχαν αναπτύξει την κυβερνητική και στρατιωτική τεχνική) έστω και με αμελητέο αριθμό κατοίκων. Το ότι πολλοί άνθρωποι που θεωρούνται πολιτισμένοι εξουσιάζονται από λίγους ανθρώπους πολύ λιγότερο πολιτισμένους αλλά ακατανίκητους από υλική άποψη καθορίζει τη σχέση πρωτόγονος χριστιανισμός-γκαντισμός. Η συνείδηση της υλικής αδυναμίας μιας μεγάλης μάζας ενάντια σε λίγους κατα- πιεστές οδηγεί στην εξύψωση των καθαρά πνευματικών αξιών, κλπ, στην παθητικότητα, στην μη αντίσταση, στη μη συνεργασία, που, στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι μια διαλυτική κι επίπονη αντίσταση, το στρώμα ενάντια στο βόλι.
Και τα λαϊκά θρησκευτικά κινήματα του Μεσαίωνα, ο Φραν- γκισκανισμός, κλπ, εισέρχονται σε μια τέτοια σχέση πολιτικής αδυναμίας των πολυπληθών μαζών ενάντια σε ολιγάριθμους, αλλά εξοπλισμένους και συγκεντρωμένους, καταπιεστές: οι «ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι» θα οχυρωθούν πίσω από τον πρωτόγονο ευαγγελικό ειρηνισμό, από τη γυμνή «έκθεση» της παραγνωρισμένης και ποδοπατημένης «ανθρώπινης φύσης» τους - παρά τις διαβεβαιώσεις για αδελφότητα, ισότητα κλπ, του θεού πατέρα. Στην ιστορία των αιρέσεων του Μεσαίωνα, ο Φραγκίσκος κατέχει μια διακεκριμένη δική του, προσωπική, θέση: αυτός δεν επιδιώκει τον αγώνα, δηλαδή δεν σκέπτεται καν μια οποιαδήποτε πάλη σ’ αντίθεση με τους άλλους νεωτεριστές (τον Βάλντο, κλπ., και τους ίδιους τους Φραγκισκανούς). Η δική του θέση περιγράφεται σ’ ένα ανέκδοτο που μνημονεύεται σε παλιά κείμενα των Φραγκισκανών. «Σ’ ένα δομινικανό θεολόγο που τον ρωτούσε πώς έπρεπε να ερμηνευτεί η ρήση του Εζεκία: «Αν δεν αποκαλύψετε στον ασεβή το αδίκημά του, θα ζητήσω εγώ από σας λογαριασμό για την ψυχή του», ο Φραγκίσκος απάντησε: «Ο δούλος του θεού πρέπει να συμπεριφέρεται στη ζωή του και στην αγάπη του για την αρετή με τέτοιο τρόπο, ώστε το φως του καλού παραδείγματος και το δάλσαμο της ομι
87

λίας τον να καταφέρνει να είναι επιτίμηση προς όλονς τους ασεβείς■ κι έτσι, πιστεύω, γίνεται ώστε η λάμψη της ζωής του και η ευωδιά της καλής του φήμης να αναγγέλλουν στους δυστυχείς το αδίκημά τους...» (Βλ. Αντόνιο Βισκάρντι, Ο Φραγκίσκος της Ασίζης κι οι νόμοι της ευαγγελικής πενίας, στην «Nuova Italia» του Γενάρη 1931).
Οι πηγές τον Ριζορτζιμέντο.
Οι έρευνες σχετικά με τις πηγές του εθνικού κινήματος του Ριζορτζιμέντο είναι σχεδόν πάντα ελλιπείς λόγω της άμεσης πολιτικής σκοπιμότητας, όχι μόνο εκ μέρους των ιταλών αλλά κι εκ μέρους των ξένων συγγραφέων, ειδικά των γάλλων (ή όσων επηρεάζονται από τη γαλλική κουλτούρα). Υπάρχει μια γαλλική «δοξασία» σχετικά με τις πηγές του Ριζορτζιμέντο, σύμφωνα με την οποία το ιταλικό έθνος οφείλει την τύχη του στη Γαλλία, ειδικά στους δυο Ναπολέοντες, κι αυτή η δοξασία έχει και την αρνητική πολεμική της πλευρά: οι μοναρχικοί εθνι- κιστές (Μπενβίγ) προσάπτουν στους δυο Ναπολέοντες (και στις δημοκρατικές τάσεις που αναπτύχθηκαν γενικά λόγω της Επανάστασης) την κατηγορία ότι εξασθένισαν τη θέση της Γαλλίας στην Ευρώπη με την «εθνικίζουσα» πολιτική τους, ότι στάθηκαν ενάντιοι στις παραδόσεις και στα συμφέροντα του γαλλικού έθνους, που εκπροσωπούνταν από τη μοναρχία και τα κόμματα της δεξιάς (του Κλήρου), τα ανέκαθεν αντιιταλικά και συνίσταντο στο να έχουν γείτονες αθροίσματα κρατιδίων, όπως ήταν κατά το ’700 η Γερμανία και η Ιταλία.
Στην Ιταλία τα «μεροληπτικά και υποκειμενικά» ζητήματα που τίθενται επί του προκειμένου είναι: 1) η γαλλόφιλη δημοκρατική θέση, σύμφωνα με την οποία το κίνημα οφείλεται στη γαλλική Επανάσταση και κατάγεται απευθείας από αυτή, που έχει προσδιορίσει την ενάντια θέση· 2) η γαλλική Επανάσταση με την επέμβασή της στη χερσόνησο διέκοψε το «αληθινά» εθνικό κίνημα, θέση που έχει διπλή όψη: α) την ιησουίτικη (για τους υποστηρικτές της οι σανφεντιστές ήταν το μόνο αξιοσέβα- στο και νόμιμο «εθνικό» στοιχείο) και 6) τη μετριοπαθή, που

αναφέρεται κυρίως στους μεταρρυθμιστές άρχοντες, στην πεφωτισμένη μοναρχία. Μπορεί να προστεθεί και: γ) το μεταρ- ρυθμιστικό κίνημα διακόπηκε λόγω του πανικού που προκλήθη- κε από τα συμβαίνοντα στη Γαλλία, επομένως η επέμβαση των γαλλικών στρατευμάτων στην Ιταλία δε διέκοψε το ντόπιο κίνημα, αλλά του έδωσε μάλιστα τη δυνατότητα να πάρει επάνω του και να συγκροτηθεί. Πολλά απ’ αυτά τα στοιχεία αναπτύχθηκαν σ’ εκείνη τη φιλολογία που υπονοείται κάτω από τον τίτλο «Ερμηνείες του ιταλικού Ριζορτζιμέντο», φιλολογία που έχει κάποια σημασία στον τομέα της πολιτικής κουλτούρας, δεν έχει παρά ελάχιστη σ’ εκείνον της ιστοριογραφίας.
Σ’ ένα αρκετά αξιοσημείωτο άρθρο του Τζοακίνο Βόλπε Μια σχολή για την ιστορία της σύγχρονης Ιταλίας, (Στην «Corriere della Sera» της 9 Γενάρη 1932), είναι γραμμένο: «Ο καθένας το ξέρει: για να καταλάβουμε το «Ριζορτζιμέντο» δεν αρκεί να πάμε μέχρι το 1815 ούτε μέχρι το 17%, χρονιά κατά την οποία ο Ναπολέοντας εισέβαλε στη χερσόνησο και ξεσήκωσε τη θύελλα. Το «Ριζορτζιμέντο», σαν ξαναζωντάνεμα της ιταλικής ζωής, σαν σχηματοποίηση μιας νέας αστικής τάξης, σαν αυξανόμενη συνειδητοποίηση όχι μόνο των προβλημάτων της κοινότητας και της περιοχής αλλά κι εκείνων που αφορούσαν στο έθνος, σαν ευαισθησία για ορισμένες ιδεώδεις απαιτήσεις, χρειάζεται να το ερευνήσουμε επίσης πριν από την Επανάσταση: είναι κι αυτό σύμπτωμα, ένα από τα συμπτώματα, μιας επανάστασης που τραβάει προς τα μπρος όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά με μια ορισμένη έννοια, στον κόσμο ολόκληρο. Ο καθένας πάλι ξέρει ότι γ ια να μελετηθεί η ιστορία του Ριζορτζιμέντο δεν αρκούν τα ιταλικά ντοκουμέντα και δεν αντιμετωπίζεται (το Ριζορτζιμέ- ντο, σ.τ.μ.) σαν γεγονός αποκλειστικά του ιταλικού χώρου, αλλά ενταγμένο στα πλαίσια της ζωής της Ευρώπης, πραγματεύεται πολιτιστικά ρεύματα, οικονομικούς μετασχηματισμούς, τις νέες διεθνείς καταστάσεις, που προτρέπουν τους Ιταλούς ν’ αποκτήσουν καινούριο τρόπο σκέψης, καινούριες δραστηριότητες, νέα πολιτική τάξη». Σ ’ αυτά τα λόγια του Βόλπε συνοψίζεται εκείνο που θα ’θελε να είναι ο στόχος του Ομοντέο στο δικό του βιβλίο, μα που στον Ομοντέο παραμένει ασυνάρτητο κι επιφανειακό. Υπάρχει η εντύπωση ότι, είτε με τον τίτλο είτε με

τη χρονολογική παράθεση, το βιβλίο του Ομοντέο θέλησε απλά να τιμήσει «με πολεμική» την ιστορική σκοπιμότητα κι όχι την ιστορία, λόγω οπορτουνιστικών «ανταγωνισμών» ελάχιστα σαφών κι εν πάση περιπτώσει ελάχιστα τιμής άξιων.
Τον 18ο αιώνα, άλλαξαν οι συνθήκες οι σχετικές με τη χερσόνησο στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συσχετισμών, είτε σ’ ό,τι αφορά στην ηγεμονική καταπίεση των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες δεν μπορούσαν να επιτρέψουν τη γέννηση ενός ενιαίου ιταλικού Κράτους είτε σ’ ό,τι αφορά στην πολιτική (στην Ιταλία) και πολιτιστική (στην Ευρώπη) εξουσία του Παπάτου (πολύ λιγότερο μάλιστα οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορούσαν να επιτρέψουν ένα ενοποιημένο ιταλικό Κράτος υπό την επικυριαρχία του Πάπα, να επιτρέψουν δηλαδή την πολιτιστική λειτουργία της Εκκλησίας και της διπλωματίας της, εμποδισμένη ήδη και περιορισμένη από την κρατική εξουσία των Καθολικών χωρών, να εξαναγκαστεί να βρει στήριγμα σ’ ένα Κράτος μεγάλης έκτασης και σ’ έναν ανάλογο στρατό), αλλάζει επίσης κι η σημασία και η σπουδαιότητα της φιλολογικο-ρητορικής παράδοσης που έφτασε στα ύψη το ρωμαϊκό παρελθόν, η δόξα των Κοινοτήτων και της Αναγέννησης, ο παγκόσμιος ρόλος του ιταλικού Παπάτου. Αυτή η ιταλική πολιτιστική ατμόσφαιρα παρέμενε ως τώρα συγκεχυμένη γενικότητα- ήταν χρήσιμη ιδιαίτερα στο Παπάτο, διαμόρφωσε το ιδεολογικό πεδίο της πα πικής εξουσίας στον κόσμο, το στοιχείο διάκρισης για την επιλογή και την εκπαίδευση του εκκλησιαστικού και λαϊκο-εκκλη- σιαστικού προσωπικού, το οποίο είχε ανάγκη το Παπάτο για την πρακτικοδιοικητική του οργάνωση, για να συγκεντροποιή- σει τον εκκλησιαστικό οργανισμό και την επιρροή του, για το σύνολο της πολιτικής, φιλοσοφικής, νομικής, εκδοτικής, πολιτιστικής δραστηριότητας που αποτελούσε το μηχανισμό για την άσκηση της έμμεσης εξουσίας, αφού, κατά την περίοδο που προηγήθηκε της Μεταρρύθμισης, εξυπηρέτησε την άσκηση της άμεσης εξουσίας ή εκείνων των λειτουργιών άμεσης εξουσίας οι οποίες μπορούσαν συγκεκριμένα να πραγματοποιηθούν στο σύστημα των εσωτερικών συσχετισμών δυνάμεων σε κάθε Καθολική χώρα ξεχωριστά.
Τον 18ο αιώνα αρχίζει μια χωριστική διαδικασία σ’ αυτό το
90

παραδοσιακό ρεύμα: ένα κομμάτι όλο και πιο συνειδητά (μέσω σαφούς προγράμματος) συνδέεται με το θεσμό του Παπάτου σαν έκφραση μιας διανοητικής λειτουργίας (ηθικο-πολιτικής, χαρακτηριστική μιας ηγεμονίας στο επίπεδο της διανόησης και του πολιτισμού) της Ιταλίας στον κόσμο και θα τελειώσει με την παρουσίαση του τζομπερτιανού Πριμάτου (και τον νεογουελφι- σμό, δια μέσου μιας σειράς κινημάτων περισσότερο ή λιγότερο διφορούμενων, όπως ο σανφεντισμός1 και η πρώτη περίοδος του λαμενεσισμού2 που εξετάζονται στη ρουμπρίκα της «Καθολικής Δράσης» καθώς και η προέλευσή τους) και στη συνέχεια με τη συγκεκριμενοποίησή του σ’ οργανική μορφή, κάτω από την άμεση διεύθυνση του ίδιου του Βατικανού, του κινήματος της «Καθολικής Δράσης», το οποίο ελαχιστοποιεί το ρόλο της Ιταλίας σαν έθνους (σε αντίθεση με εκείνη τη μερίδα του κύριου κορμού του προσωπικού του Βατικανού, το οποίο αποτελείται από ιταλούς που δεν μπορούν όμως να προτάξουν, όπως άλλοτε την ιταλικότητά τους)· και αναπτύσσεται ένα «λαϊκό» κομμάτι, σ’ αντίθεση δηλαδή με το Παπάτο, που επιζητεί να διεκδι- κήσει το ρόλο του ιταλού πριμάτου και της ιταλικής αποστολής στον κόσμο ανεξάρτητα από το Παπάτο. Αυτό το δεύτερο κομμάτι, που δεν μπορεί ποτέ ν’ αναφερθεί σε έναν οργανισμό τόσο ισχυρό ακόμα όπως η ρωμαϊκή Εκκλησία οπότε στερείται κι
1. Σανφεντισμός: Κίνημα ενάντια στη δημοκρατία που ξέσπασε στη Νώπολη το 1799. Οι σανφεντιστές ήταν οργανωμένοι στον Στρατό της Αγίας Πίστης και στο Παπικό κράτος μετά την παλινόρθωση του 1815. Το κίνημα είχε αντιπατριωτικό, αντιδραστικό και αντ(.φιλελεύθερο χαρακτήρα. Για περ. βλέπε και Α. Γκράμσι Οι Διανοούμενοι, σημ. 38, σελ. 181, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1972.
2. Λαμενεσισμός: Κίνημα ακραίων συντηρητικών, φιλομοναρχικών και αδιαλλάκτων καθολικών απόψεων που βασιζόταν στο πολιτικό και φιλοσοφικό έργο του αββά Félicité - Robert de Lamennais (1782-1854). Μετά το 1826 παρατηρείται βαθμιαία εγκατάλειψη των αδιαλλάκτων απόψεων και στροφή προς μια χριστιανοκοινωνική κατεύθυνση. Για περ. βλέπε και το λήμμα Lamennais του Αντόνιο Γκράμσι στην παρούσα έκδοση.
91

ενός μοναδικού σημείου συγκέντρωσης, δεν έχει την ίδια συνοχή, ομοιογένεια, πειθαρχία του άλλου, έχει διάφορες τεθλασμένες γραμμές ανάπτυξης και μπορεί να πει κανείς ότι κλίνει προς τον ματσινιανισμό.
Αυτό που είναι σημαντικό από ιστορική άποψη είναι ότι κατά τον 18ο αιώνα αυτή η παράδοση άρχισε να αποσυντίθεται, για να συγκεκριμενοποιηθεί καλύτερα και να κινηθεί σύμφωνα με μια εσώτερη διαλεκτική: αυτό σημαίνει ότι η τέτοιου είδους φιλολογικο-ρητορική παράδοση μετατρέπεται σε πολιτική ζύμωση, υποκινητής κι οργανωτής του ιδεολογικού πεδίου στο οποίο οι δραστήριες πολιτικές δυνάμεις κατορθώνουν να καθορίσουν την έστω και συγκεχυμένη, παράταξη των πιο πλατιών λαϊκών μαζών απαραίτητων για την επίτευξη ορισμένων στόχων, κατορθώνουν να στριμώξουν το ίδιο το Βατικανό και τις άλλες δυνάμεις της αντίδρασης που υπάρχουν στη χερσόνησο με το μέρος του Παπάτου. Το γεγονός ότι το φιλελεύθερο κίνημα κατόρθωσε να ξεσηκώσει τις καθολικο-φιλελεύθερες δυνάμεις και πέτυχε ώστε κι ο ίδιος ο Πάπας Πίος IX να ταχθεί, έστω και για λίγο διάστημα, στο πεδίο του φιλελευθερισμού (όσο ήταν αρκετό για να διαλυθεί η πολιτική ιδεολογική υποδομή του καθολικισμού και να χτίσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του τον ίδιο), υπήρξε το πολιτικό αριστούργημα του Ριζορτζι- μέντο και ένα από τα πιο σπουδαία σημεία της κατάλυσης των παλιών δεσμών που είχαν ως τώρα σταθεί εμπόδιο στο ν ’ ανα- λογιστεί κανείς συγκεκριμένα τη δυνατότητα ύπαρξης ενός ενιαίου ιταλικού Κράτους. (Αν αυτά τα στοιχεία του μετασχηματισμού της πολιτιστικής ιταλικής παράδοσης τίθενται σαν απαραίτητο στοιχείο προκειμένου να μελετήσει κανείς τις πηγές του Ριζορτζιμέντο και η απαλλαγή από μια τέτοια παράδοση θεωρείται θετικό γεγονός, αναγκαία συνθήκη για τη γέννηση και την ανάπτυξη του εθνικού δραστήριου φιλελεύθερου στοιχείου, τότε αποκτούν μια συγκεκριμένη σημασία, καθόλου αμελητέα, κινήματα όπως το «γιανσενιστικό»1, το οποίο υπό άλλες
1. Γιανσενισμός: Αιρετικό θρησκευτικό κίνημα που ξεκίνησε ο Ολλανδός θεολόγος Cornelius Jansen (1585-1638) που πίστευε στην απόλυτη αναγκαιότητα της χάρητος που δινόταν από τον θ ε ό για την σωτηρία μόνο μερικών εκλεκτών.
92

συνθήκες θα θεωριόταν καθαρή παραξενιά των πολυμαθών. Θα επρόκειτο, με λίγα λόγια, για μια μελέτη των «καταλυτικών σωμάτων» στο ιταλικό ισχορικο-πολιτικό πεδίο, στοιχεία καταλυτικά, που δεν αφήνουν ίχνη αυτά καθαυτά αλλά έχουν αποκτήσει έναν αναντικατάστατο και απαραίτητο οργανικό ρόλο όσον αφορά τη δημιουργία του καινούριου ιστορικού οργανισμού).
Ο Αλμπέρτο Πινιό, συγγραφέας ενός βιβλίου για τον Βονα- πάρτη, πρόεδρο της ιταλικής Δημοκρατίας ο οποίος ετοιμάζει επίσης ένα άλλο βιβλίο σχετικά με το Πρώτο Βασίλειο της Ιταλίας (που έχει δημοσιευτεί σχεδόν ολόκληρο σε διάφορα περιοδικά) είναι μεταξύ εκείνων που «εντοπίζουν στα 1814 την αφετηρία, και στην Λομβαρδία την εστία, του πολιτικού κινήματος που τερματίστηκε το 1870 με την κατάληψη της Ρώμης». Ο Μπάλντο Περόνι, ο οποίος στη «Nuova Antologia» της 16 Αυ- γούστου 1932 κάνει την επισκόπηση αυτών των ακόμα διάσπαρτων κειμένων του Πινιό, παρατηρεί: «Το δικό μας Ριζορ- τζιμέντο - με την έννοια της πολιτικής αφύπνισης - αρχίζει όταν η αγάπη για την πατρίδα παύει να είναι ένας ασαφής συναισθηματικός πόθος ή ένα φιλολογικό κίνητρο και γίνεται συνειδητή σκέψη, πάθος που τείνει να μεταφραστεί στην πραγματικότητα μέσω μιας δράσης που αναπτύσσεται συνεχώς και δεν σταματά ούτε μπροστά στις πιο σκληρές θυσίες. Τώρα, ένας τέτοιος μετασχηματισμός έχει ήδη επιτελεστεί κατά την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα, κι όχι μόνο στη Λομβαρδία, αλλά και στη Νάπολη, στο Πιεμόντε, σ’ όλες σχεδόν τις περιοχές της Ιταλίας. Οι «πατριώτες» που μεταξύ του ’89 και του ’96 στέλνονται στην εξορία ή ανεβαίνουν στο ικρίωμα, συνωμοτούν, με σκοπό όχι μόνο να εγκαθιδρύσουν τη δημοκρατία, αλλά και για να δώσουν στην Ιταλία ανεξαρτησία και ενότητα· και στα χρόνια που ακολούθησαν είναι η αγάπη για την ανεξαρτησία αυτή που εμπνέει και εμψυχώνει τη δραστηριότητα όλης της ιταλικής πολιτικής τάξης, έστω κι αν συνεργάζεται με τους Γάλλους, έστω κι αν δελεάζεται από τα επαναστατικά κ ινήματα, οπότε γίνεται φανερό ότι ο Ναπολέοντας δε θέλει να παραχωρήσει την ελευθερία που πανηγυρικά είχε υποσχεθεί». Ο Περόνι, οπωσδήποτε, δεν πιστεύει ότι μπορούμε ν’ αναζητή
93

σουμε το ιταλικό κίνημα πριν το 1789, διαπιστώνει δηλαδή μιαν εξάρτηση του Ριζορτζιμέντο από τη γαλλική Επανάσταση, θέση που δεν είναι αποδεκτή από την εθνικιστική ιστοριογραφία. Παρ’ όλ’ αυτά, φαίνεται αληθινή η διαπίστωση του Περόνι, αν λάβουμε υπ’ όψη το ειδικό και αποφασιστικής σπουδαιότητας γεγονός, αυτό της πρώτης ομαδοποίησης των πολιτικών στοιχείων που θ’ αναπτυχτεί μέχρι να σχηματίσει το σύνολο των κομμάτων που θα ’ναι οι πρωταγωνιστές του Ριζορτζιμέντο. Αν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα αρχίζουν να εμφανίζονται και να παγιώνονται οι αντικειμενικές συνθήκες, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, που κάνουν την εθνική ενοποίηση ένα συγκεκριμένο ιστορικά καθήκον (δηλαδή όχι μόνο εφικτό, αλλά αναγκαίο), είναι σίγουρο ότι μόνο μετά το ’89 συνειδητοποιείται αυτό το καθήκον από ομάδες πολιτών αποφασισμένων ν’ αγωνιστούν και να θυσιαστούν. Η γαλλική Επανάσταση, λοιπόν είναι ένα από τα ευρωπαϊκά γεγονότα που επιδρούν σημαντικά προκειμένου να βαθύνουν ένα κίνημα που έχει αρχίσει ήδη να είναι στα «πράγματα», ενισχύοντας τις θετικές συνθήκες (αντικειμενικές και υποκειμενικές) του ίδιου του κινήματος και λειτουργώντας σαν στοιχείο συνάθροισης και συγκέντρωσης των ανθρώπινων δυνάμεων, που είναι διάσπαρτες σ’ όλη τη χερσόνησο και που αλλιώς θα ’χαν καθυστερήσει περισσότερο να «συγκεντρωθούν» και να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Σχετικά μ’ αυτό το θέμα ας δούμε το άρθρο του Τζοακίνο Βόλπε Οι ιστορικοί τον Ριζορτζιμέντο συνεδριάζουν, στην «Ε- ducazione Fascista» του Ιουλίου 1932. Ο Βόλπε δίνει πληροφορίες σχετικές με το 20ο Συνέδριο της Εθνικής Εταιρείας για την Ιστορία του Ριζορτζιμέντο, που συγκλήθηκε στη Ρώμη τον Μάιο-Ιούνιο του 1932. Η ιστορία του Ριζορτζιμέντο αρχικά θεωρήθηκε κυρίως σαν «ιστορία του ιταλικού πατριωτισμού». Αργότερα άρχισε να εμβαθύνεται, «να αντιμετωπίζεται σαν ιταλική ζωή του XIX αιώνα και σχεδόν να διαχέεται στο πλαίσιο εκείνης της ζωής, που ήταν ολότελα συνεπαρμένη από μια διαδικασία μετασχηματισμού, συντονισμού, ενοποίησης, ιδανικών και ζωής στην πράξη, κουλτούρας και πολιτικής, ιδιωτικών και κοινών συμφερόντων». Από τον XIX αιώνα μεταπηδούν στον XVIII και βλέπουν πολύπλοκες καταστάσεις μέχρι τότε
94

κρυμμένες, κλπ. Ο XVIII αιώνας «ιδώθηκε από την οπτική γωνία του Ριζορτζιμέντο, και μάλιστα σαν Ριζορτζιμέντο και ο ίδιος· με την αστική του τάξη κιόλας εθνική: με το φιλελευθερισμό του που περιβάλλει την οικονομική, θρησκευτική και την πολιτική ζωή αργότερα, που δεν είναι τόσο μια «αρχή» όσο μια ανάγκη των παραγω γώ ν μαζί μ’ εκείνες τις πρώτες συγκεκριμένες επιθυμίες για «μια κάποια μορφή ενότητας» (Τζενοβέζι), λόγω της ήδη επιβεβαιωμένης ανικανότητας των επιμέρους Κρατών, ν’ αντιμετωπίσουν, με την περιορισμένη τους οικονομία, την επιθετική οικονομία των πολύ πιο μεγάλων και δυνατών χωρών. Στον ίδιο αιώνα, διαγραφόταν και μια καινούρια διεθνής κατάσταση. Άρχισαν να μπαίνουν για τα καλά στο παιχνίδι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις που ενδιαφέρονταν για μια πιο ανεξάρτητη και συνεκτική και λιγότερο στατικά ισορροπημένη τάξη πραγμάτων στην ιταλική χερσόνησο. Με λίγα λόγια, μια νέα ιταλική κι ευρωπαϊκή «πραγματικότητα», που δίνει νόημα κι αξία ακόμα και στον εθνικισμό των μορφωμένων, που ξεπήδησε μετά τον κοσμοπολιτισμό του προηγούμενου αιώνα».
Ο Βόλπε δεν υπαινίσσεται ειδικά τη σχέση έθνους και διεθνούς χώρου, η οποία αντιπροσωπεύεται από την Εκκλησία και που υφίσταται και η ίδια κατά τον XVIII αιώνα ένα ριζικό μετασχηματισμό: τη διάλυση του Τάγματος του Ιησού με την οποία αποκορυφώνεται η ισχυροποίηση του λαϊκού Κράτους ενάντια στην εκκλησιαστική παρέμβαση, κλπ. Μπορεί να πεί κανείς ότι σήμερα, προκειμένου για την ιστοριογραφία του Ρι- ζορτζιμέντο, δοσμένης της επίδρασης που ασκείται πάλι μετά το Κονκορδάτο το Βατικανό έγινε μια από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη δύναμη αναχαίτισης της επιστήμης και συστηματικού «μαλθουσιανισμού». Προηγούμενα, δίπλα σ’ αυτή τη δύναμη, η οποία υπήρξε πάντα εξέχουσα, έπαιζαν ένα ρόλο ανασταλτικό στον ιστορικό ορίζοντα η μοναρχία και ο φόβος της διαίρεσης. Πολλές ιστορικές εργασίες δεν εκδόθηκαν γ ι’ αυτό το λόγο (π.χ. κάποιο βιβλίο για την ιστορία της Σαρδηνίας του Βαρόνου Μάνο, το επεισόδιο Μπολέα κατά τη διάρκεια του πολέμου, κλπ). Οι ρεπουμπλικάνοι εκδότες εξειδικεύτηκαν στην «λιβελιστική» ιστορία εκμεταλλευόμενοι τα γεγονό
95

τα του Ριζορτζιμέντο: επακολούθησε ένας περιορισμός των ερευνών, μια επέκταση της απολογητικής ιστοριογραφίας, η ανικανότητα αξιοποίησης των αρχείων κλπ· με λίγα λόγια, όλη η αθλιότητα της ιστοριογραφίας του Ριζορτζιμέντο συγκρινόμενη μ’ εκείνη της γαλλικής Επανάστασης. Σήμερα οι προκαταλήψεις οι σχετικές με τη μοναρχία και τις τάσεις διαίρεσης όλο και μειώνονται, αυξάνονται όμως οι σχετικές με το Βατικανό και τον Κλήρο. Έ να μεγάλο μέρος των επιθέσεων προς την Ιστορία της Ευρώπης του Κρότσε, πηγάζουν προφανώς από εδώ- έτσι εξηγείται και η διακοπή του έργου του Φρανσέσκο Σαλάτα, Περ ί της διπλωματικής ιστορίας τον Ρωμαϊκού Ζητήματος του οποίου ο πρώτος τόμος βγήκε το 1929 και παρέμεινε χωρίς συνέχεια.
Η μελέτη του Πιέτρο Σίλβα, Το ιταλικό πρόβλημα στην ευρωπαϊκή διπλωματία τον XVIII αιώνα, που παρουσιάστηκε στο 20ο Συνέδριο της Εθνικής Εταιρείας για την Ιστορία του Ριζορ- τζιμέντο, συνοψίζεται ως εξής από τον Βόλπε (στο άρθρο που αναφέρθηκε): «Ο XVIII αιώνας σημαίνει επιρροή των μεγάλων δυνάμεων στην Ιταλία αλλά και τις αντιθέσεις τους: οπότε και προοδευτική μείωση της άμεσης ξένης κυριαρχίας και ανάπτυξη των δύο ισχυρών κρατικών οργανισμών στο βορρά και στο νότο. Με τη συνθήκη του Αρανκουέζ, μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας, το 1752 κι αμέσως μετά, με την επαναπροσέγγιση Αυστρίας-Γαλλίας, αρχίζει μια στασιμότητα σαράντα χρόνων για τα δύο βασίλεια, με πολλές ωστόσο προσπάθειες διάσπασης του Γάλλο-Αυστριακού κλοιού και προσπάθειες προσέγγισης με Πρωσία, Αγγλία, Ρωσία. Αλλά η τεσσαρακονταετία σημαδεύει και την ανάπτυξη εκείνων των αυτόνομων δυνάμεων που, με την Επανάσταση και με την καταστροφή του γαλλο-αυστρια- κού συστήματος, ξεκινούν τη μάχη για μια λύση του ιταλικού προβλήματος σ’ εθνική κι ενιαία βάση. Να, λοιπόν, οι μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμιστικές αρχές, αντικείμενο, τον τελευταίο καιρό, πολλών μελετών, για το βασίλειο της Νάπολης και της Σικελίας, για την Τοσκάνη, την Πάρμα και την Πιατσέ- ντζα και την Λομβαρδία».
Ο Κάρλο Μοράντι (Οι μεταρρνθμίσεις του 18ου αιώνα στα πορίσματα της πρόσφατης ιστοριογραφίας) μελέτησε τη θέση
%

των ιταλικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ρεφορμισμού και τη σχέση μεταξύ μεταρρυθμίσεων και Ριζορτζι- μένιο. Σχετικά με τη σχέση μεταξύ γαλλικής Επανάστασης και Ριζορτζιμέντο, ο Βόλπε γράφει: «Αναμφισβήτητα η Επανάσταση, θέλεις σαν ιδεολογία, θέλεις σαν πάθος, θέλεις σαν ένοπλη δύναμη, θέλεις σαν Ναπολέοντας, εισάγει νέα στοιχεία στο εν κινήσει ρεύμα της ιταλικής ζωής. Δεν είναι λιγότερο αναμφισβήτητο ότι η Ιταλία του Ριζορτζιμέντο, οργανισμός ζωντανός, αφομοίωσε ό,τι μπορούσε ν ’ αφομοιωθεί απ’ ό ,τι έρχονταν απ’ έξω και μια και επρόκειτο για ιδέες, ήταν, ως ένα βαθμό, επα- νεπεξεργασία άλλων, εκείνου που ήταν ήδη επεξεργασμένο στην Ιταλία, αντιδρούσέ, συνάμα, σ’ αυτό, το απέβαλε και το συμπλήρωνε, οπωσδήποτε το υπερέβαινε. (Η Ιταλία του Ριζορ- τζιμέντο, σ.τ.μ.) έχει δικές της παραδόσεις, νοοτροπία δική της, ιδιαίτερα προβλήματα, δικές της λύσεις: αυτά λοιπόν που αποτελούν την αληθινή και βαθιά ρίζα, το πραγματικό χαρακτηριστικό του Ριζορτζιμέντο, συνιστούν τη δική του ουσιαστική συνέχεια του προηγούμενου αιώνα, το καθιστούν ικανό ν ’ ασκήσει με τη σειρά του κι αυτό την επίδρασή του στις άλλες χώρες: έτσι όπως μπορούν τέτοιες επιδράσεις, όϊχι ως εκ θαύματος αλλά ιστορικά ν’ ασκηθούν στον περίγυρο των γειτονικών και συγγενών λαών».
Αυτές οι παρατηρήσεις του Βόλπε δεν είναι πάντα ακριβείς: πώς μπορούμε να κάνουμε λόγο για «παραδόσεις, νοοτροπία, προβλήματα, λύσεις» καθαρά της Ιταλίας; Ή τουλάχιστο, τι συγκεκριμένα σημαίνει αυτό; Οι παραδόσεις, η νοοτροπία, τα προβλήματα, οι λύσεις ήσαν πολύπλοκες, αντιφατικές, συχνά υποκειμενικές κι αυθαίρετες μονάχα και ποτέ δεν ιδώθηκαν με ενιαίο τρόπο. Οι δυνάμεις που αποσκοπούσαν στην ενότητα ήταν σπανιότατες, διασπαρμένες, ανεξάρτητες και δίχως να μπορούν να συνδεθούν αμοιβαία - κι αυτό όχι μόνο στον XVIII αιώνα, αλλά μπορούμε να πούμε μέχρι το 1848. Ο ι δυνάμεις που αντιπαρατίθονταν προς τις ενωτικές (ή μάλλον προς εκείνες που στόχευαν να είναι ενωτικές) ήσαν αντίθετα ισχυρότατες, συνασπισμένες και ιδιαίτερα με την Εκκλησία, απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος των ατομικών ικανοτήτων και ενεργειών που θα μπορούσαν να συγκροτήσουν ένα νέο εθνικό
, 97

διευθυντικό προσωπικό, δίνοντας τους από την άλλη μεριά μια κοσμοπολιτικο-κληρική κατεύθυνση και αγωγή. Οι διεθνείς πα ράγοντες και ιδιαίτερα η γαλλική Επανάσταση, εξαντλώντας και φθείροντας αυτές τις αντιδραστικές δυνάμεις, ενδυνάμωναν αντίθετα τις εθνικές καθαυτές δυνάμεις, τις σπάνιες κι ανεπαρκείς. Αυτή είναι η σπουδαιότερη συνεισφορά της γαλλικής Επανάστασης, η οποία είναι πολύ δύσκολο ν’ αξιολογηθεί και να προσδιοριστεί, αλλά συμβάλλει αποφασιστικά στο να ευω- δοθεί το κίνημα του Ριζορτζιμέντο.
Μεταξύ των άλλων υπομνημάτων που παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο ας σημειώσουμε εκείνο του Τζάκομο Λουμπρόζο σχετικά με την Αντίδραση τον λαού ενάντια στονς Γάλλονς στα τέλη τον 1700. Ο Λουμπρόζο υποστηρίζει ότι «οι λαϊκές μάζες, ιδιαίτερα οι αγροτικές, αντέδρασαν όχι επειδή τις παραπλάνησαν οι ευγενείς ούτε από αγάπη για την ήσυχη ζωή (άλλωστε, άδραξαν τα όπλα!) αλλά, εν μέρει τουλάχιστον, από μια ζοφερή και συγκεχυμένη αγάπη για την πατρίδα ή από προσκόλληση στη γη τους, στους θεσμούς τους, στην ανεξαρτησία τους (!;): εξ ου κι η συχνή έκκληση στο εθνικό συναίσθημα των Ιταλών που κάνουν οι «αντιδραστικοί», ήδη από το 1799», αλλά το ζήτημα δεν τίθεται σωστά έτσι και είναι γεμάτο αμφιλογίες. Ωστόσο, δε γίνεται λόγος για «παραπλάνηση» των ιερέων πολύ πιο αποτελεσματική από εκείνη των ευγενών (που δεν ήταν τόσο αντίθετοι προς τις καινούριες ιδέες όπως φαίνεται από την Παρθενώπεια1 Δημοκρατία)' κι ύστερα, τι σημαίνει η ειρωνική παρένθεση του Βόλπε σύμφωνα με την οποία μοιάζει να μην μπορεί να γίνεται λόγος γ ι’ αγάπη προς την ήσυχη ζωή τη στιγμή που άδραξαν τα όπλα; Η αντίφαση είναι μόνο λεκτική: η «ήσυχη ζωή» νοείται με την πολιτική έννοια του μισονεωτερισμού και του συντηρητισμού και καθόλου δεν αποκλείει την ένοπλη άμυνα για τις δικές τους κοινωνικές θέσεις. Εξάλλου το ζήτημα της στάσης των λαϊκών μαζών δεν είναι δυνατό να τεθεί ανεξάρτητα από το ζήτημα των κυρίαρχων τάξεων, διότι οι λαϊκές μάζες μπορούν να ξεσηκωθούν γ ι’ άμεσους και συγκυ
1. ΡβΠεηορβ: Αρχαίο όνομα της Νάπολης.

ριακούς λόγους ενάντια στους «ξένους» εισβολείς στο βαθμό που κανείς δεν τους είχε μάθει να γνωρίζουν και ν’ ακολουθούν μια πολιτική κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη την τοπικι- στική και στενόμυαλη. Οι αυθόρμητες αντιδράσεις (στο βαθμό που ήταν τέτοιες) των λαϊκών μαζών μπορούν μονάχα να χρησιμεύσουν ως προς το να υποδείξουν την «ισχύ» της καθοδήγησης των ανώτερων τάξεων στην Ιταλία οι φιλελεύθεροι - αστοί ποτέ δε λογαριάζουν τις λαϊκές μάζες. Ο Βόλπε θα ’πρεπε να ’χε πάρει θέση πάνω σ’ αυτό το σημείο αναφορικά μ’ εκείνη τη διφορούμενη και μονόπλευρη φιλολογία πάνω στο Ριζορτζιμέ- ντο, της οποίας ο Λουμπρόζο έδωσε το πιο χαρακτηριστικό spec i m e n ποιος είναι «πατριώτης» ή «υποστηρικτής του έθνους» όπως το εννοεί ο Λουμπρόζο, ο ναύαρχος Καρατσόλο που α- παγχονίστηκε από τους Άγγλους ή ο χωρικός που εξεγείρεται ενάντια στους Γάλλους; Ο Ντομένικο Τσίριλο ή ο Φρα Ντιάβο- λο; Και γιατί η φιλοαγγλική πολιτική και το αγγλικό χρήμα πρέπει να υποστηρίζουν περισσότερο το έθνος από τις γαλλικές πολιτικές ιδέες;
Ε ρμη νείες το ν Ρ ιζορ τζιμέντο .
Υπάρχει μια αξιοσημείωτη ποσότητα ερμηνειών, του Ριζορ- τζιμέντο ασύμφωνες μεταξύ τους. Αυτή ακριβώς η ποσότητά τους αποτελεί ένα χαρακτηριστικό σημάδι της ιστορικο-πολιτι- κής φιλολογίας στην Ιταλία και της κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι μελέτες για την περίοδο του Ριζορτζιμέντο. Σχετικά με το πώς ένα γεγονός ή μια εξελικτική πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι μπορεί να προκαλέσει μια τέτοιου είδους φιλολογία, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας: ότι αυτό δεν είναι αρκετά σαφές και δικαιολογημένο κατά την ανάπτυξή του λόγω της ανεπάρκειας των «εσώτερων» δυνάμεων, οι οποίες καθώς φαίνεται το παρήγαγαν, λόγω της σπανιότητας των «εθνικών» αντικειμενικών στοιχείων στα οποία αναφέρεται, λόγω της α
1. Specimen: Αγγλικός όρος που σημαίνει δείγμα.
99

στάθειας και της αδιαφάνειας του εξεταζόμενου οργανισμού (χαι πράγματι, συχνά ακουγονται υπαινιγμοί για το «θαύμα» του Ριζορτζιμέντο). Δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια παρόμοια φιλολογία η σπανιότητα των ντοκουμέντων (δυσκολία να ψάξει κανείς τα αρχεία, κλπ), μια και σ’ αυτή την περίπτωση, η ίδια η συνολική πορεία ανάπτυξης θα μπορούσε ν’ αποτελεί ντοκουμέντο: μάλιστα, είναι πραγματικά φανερό πως η οργανική αδυναμία ενός «σπονδυλωτού» συμπλέγματος σ’ αυτή την πορεία ανάπτυξης είναι η πηγή αυτής της αποχαλίνωσης του «αυθαίρετου» υποκειμενισμού, συχνά ιδιόρρυθμου και αλλόκοτου. Γενικά, μπορεί να πει κανείς πως η σημασία όλων συνολικά αυτών των ερμηνειών είναι άμεσου πολιτικού και ιδεολογικού και όχι ιστορικού χαρακτήρα. Ελάχιστη είναι επίσης και η σημασία τους για το έθνος είτε λόγω της μεγάλης μεροληπτικό- τητας τους είτε λόγω της απουσίας κάθε εποικοδομητικής συνεισφοράς είτε λόγω του εξαιρετικά αόριστου χαρακτήρα, συχνά παράξενου και μυθιστορηματοποιημένου. Ας σημειωθεί ότι τέτοιου είδους φιλολογία ανθεί κατά τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της πολιτικο-κοινωνικής κρίσης, όταν το χάσμα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων μεγαλώνει περισσότερο και φαίνεται να προαναγγέλλει καταστροφικά γεγονότα για τη ζωή του έθνους· ο πανικός σκορπίζεται μεταξύ ορισμένων περισσότερο ευαίσθητων ομάδων διανοουμένων και πολλαπλασιάζο- νται οι προσπάθειες προκειμένου να καθοριστεί μια αναδιοργάνωση των πολιτικών δυνάμεων που υπήρχαν, για να προκαλέ σουν νέα ιδεολογικά ρεύματα μέσα στους γερασμένους και κάπως ασταθείς κομματικούς οργανισμούς, όπως και για να εκτονωθούν οι απελπισμένοι και μαύρης απαισιοδοξίας στεναγμοί κ ι οδυρμοί.
Μια ορθολογική ταξινόμηση αυτής της φιλολογίας θα ’ταν απαραίτητη κι εξαιρετικά σημαντική. Προς το παρόν μπορεί να προσδιοριστεί προσωρινά κάποιο σημείο αναφοράς: 1) μια ομάδα ερμηνειών με στενή έννοια, όπως μπορεί να ’ναι εκείνη που περιέχεται στον Πολιτικό αγώνα στην Ιταλία και στ’ άλλα κείμενα πολιτικο-πολιτιστικής πολεμικής του Αλφρέντο Οριά- νι, η οποία έχει καθορίσει μια ολόκληρη συνέχεια μέσω των κειμένων του Μάριο Μισιρόλι* όπως εκείνες του Πιέρο Γκομπέ-
100

τι και του Γκουίντο Ντόρσο· 2) μια ομάδα περισσότερο ουσιαστικού και σοβαρού χαρακτήρα, με απαιτήσεις σοβαρότητας και αυστηρής ιστοριογραφίας, όπως εκείνης του Κρότσε, του Σόλμι, του Σαλβατορέλι- 3) οι ερμηνείες του Κούρτσιο Μαλα- πάρτε (για τη Βάρβαρη Ιταλία για την πάλη ενάντια στην Μεταρρύθμιση των Διαμαρτυρομένων, κλπ), του Κάρλο Κούρτσιο {Η κληρονομιά τον Ριζορτζιμέντο, Φλωρεντία, Nuova Italia, 1931, σελ. 114) κλπ.
Ας ξαναθυμηθούμε τα κείμενα του Φ.Μοντεφρεντίνι (παράβαλε το σχετικό δοκίμιο του Κρότσε στην Λογοτεχνία της νέας Ιταλίας) ανάμεσα σε «παραδοξολογίες» κι εκείνα του 'Αλντο Φεράρι (σε βιβλία και φυλλάδια και σε άρθρα της «Nuova Rivista Storica») σαν παραδοξολογίες και μυθιστόρημα ταυτόχρονα· όπως το βιβλιαράκι του Βιντσέντζο Καρνταρέλι, Α ς μιλή- σονμε για την Ιταλία (εκδ. Βαλέτσι, 1931). Μια άλλη σημαντική ομάδα παρουσιάζεται από βιβλία σαν εκείνο του Γκαετάνο Μόσκα, θεωρία των κνβερνήσεων και χοινοβονλεντιχή κυβέρνηση, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1883 και επανεκδό- θηκε το 1925 (Μιλάνο, Soc An. Istituto Editoriale Scientifico, σχ. 8o, σελ. 301, Λ. 25), σαν το βιβλίο του Πασκουάλε Τουριέλο Κνβέρνηση χαι χνβερνώμενοι- του Λεόνε Κάρπι, Η ζωντανή Ιταλία· του Λούτζι Τζινίλ, Π ερί κριτηρίων χαι μεθόδων διαχν- βέρνησης- του Τζόρτζο Αρκολέο, Το νπονργιχό Σνμβούλιο στις χοινοβονλεντιχές διακνβερνήσεις- του Μάρκο Μινιέτι, Τα πολιτικά κόμματα και η παρέμβασή τονς στον τομέα της δικαιοσύνης και της διοίκησης· βιβλία ξένων σαν εκείνο του Λέιβελάι, Γράμματα από την Ιταλία· του φον Λύχε Η νέα Ιταλία όπως επίσης και του Μπρασέ, Η Ιταλία πον φαίνεται κ ι η Ιταλία πον δε φαίνεται εκτός από τα άρθρα της «Nuova Antologia» και της «Rassegna Settimanale» (του Σονίνο), του Πασκουάλε Βίλαρι, του Ρ. Μπόνγκι, του Τζ. Πάλμα κ .α., μέχρι το περίφημο άρθρο του Σονίνο στη «Nuova Antologia», Α ς γνρίσονμε στονς Καταστατικούς θεσμούς.
Αυτή η φιλολογία είναι μια συνέπεια της πτώσης της ιστορικής Δεξιάς και της ανόδου στην εξουσία της λεγάμενης Αριστερός και των «de facto» καινοτομιών που εισήχθησαν στο συνταγματικό καθεστώς για να το στρέψουν σε μια μορφή κοινο
101

βουλευτικού καθεστώτος. Κατά μεγάλο μέρος ήταν παράπονα, κατηγορίες, απαισιόδοξες και καταστροφικές κρίσεις σχετικές με την εθνική κατάσταση· αυτό το φαινόμενο υπαινίσσεται ο Κρότσε στα πρώτα κεφάλαια του έργου του, Ιστορία της Ιταλίας από το 1870 ως το 1915· σ’ αυτή την εκδήλωση αντιτίθεται η φιλολογία των επιγόνων του Κόμματος της Δράσης (τυπικό δείγμα το έσχατο βιβλίο του αββά Λουίτζι Ανέλι, που εκδόθηκε πρόσφατα, με σημειώσεις και σχόλια του Αρκάντζελο Γκισλέ- ρι), άλλοτε σε τόμους, άλλοτε σε μικρές εργασίες και άρθρα επιθεώρησης, συμπεριλαμβανομένων και των πιο καινούριων δημοσιογράφων του ρεπουμπλικάνικου κόμματος.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτή τη σχέση μεταξύ των διαφόρων εποχών άνθησης αυτής της ψευδοϊστορικής και ψευ- δοκριτικής φιλολογίας: 1) Φιλολογία οφειλόμενη στα συντηρητικά στοιχεία, μανιασμένα λόγω της πτώσης της Δεξιάς και της Φατρίας1 (δηλαδή λόγω της μειωμένης σπουδαιότητας στη ζωή του κράτους ορισμένων ομάδων μεγάλων ιδιοκτητών γης και της αριστοκρατίας, μια και δεν μπορεί να γίνει λόγος για υποκατάσταση των τάξεων), πικρόχολη, οργισμένη, δηκτική, δίχως εποικοδομητικά στοιχεία, δίχιρς ιστορικές αναφορές σε μια ο- ποιαδήποτε παράδοση, μια και στο παρελθόν δεν υπάρχει κανένα αντιδραστικό σημείο αναφοράς που να μπορεί να προτα- θεί προς ανάπλαση με κάποια αιδώ κι αξιοπρέπεια: στο παρελθόν υπήρχαν τα παλιά περιφερειακά καθεστώτα και οι επιρροές του Πάπα και της Αυστρίας. Η «κατηγορία», που απευθύνεται στο κοινοβουλευτικό καθεστώς, ότι δεν είναι «εθνικό» αλλ’ απομίμηση ξένων προτύπων, παραμένει μια κενή ανώφελη κατηγόρια, που καλύπτει μονάχα τον πανικό λόγω μιας, μικρής μάλιστα, εισόδου των λαϊκών μαζών στη ζωή του Κράτους· η αναφορά σε μια ιταλική «παράδοση» διακυβέρνησης είναι αναγκαστικά ασαφής κι αόριστη, επειδή μια τέτοια παράδοση δεν έχει προοπτικές που να μπορούν να εκτιμηθούν ιστορικά: στο παρελθόν ολόκληρο δεν υπήρξε ποτέ μια ιταλική εδαφική-κρα-
1. Consorteria: Στην εποχή του Μεσαίωνα συσπείρωση ομάδων από συγγενικές οικογένειες ευγενών με κοινούς πολιτικούς στόχους.
102

τική ενότητα, η προοπτική της παπικής ηγεμονίας χαρακτηριστική του Μεσαίωνα μέχρι την περίοδο της ξένης κυριαρχίας) έχει ήδη ανατραπεί από τον νεογουελφισμό, κλπ. (Αυτή η προοπτική, θα βρεθεί τελικά στη ρωμαϊκή εποχή, με ταλαντεύ- σεις, ανάλογα με τα κόμματα, μεταξύ της Δημοκρατικής και της Καισαρικής Ρώμης, αλλά το γεγονός θ’ αποκτήσει μια νέα σημασία και θα ’ναι χαρακτηριστικό των νέων κατευθύνσεων που αποτυπώνονται στις λαϊκές ιδεολογίες).
Αυτή η αντιδραστική φιλολογία προηγείται εκείνης της ομάδας Οριάνι-Μισιρόλι, που έχει μια περισσότερο λαϊκο-εθνική σημασία κι αυτή η τελευταία προηγείται της ιδεολογίας της ομάδας Γκομπέτι-Ντόρσο, που έχει ακόμα μια άλλη, πιο επίκαιρη σημασία. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αυτές οι δύο νέες τάσεις συνεχίζουν να έχουν έναν αφηρημένο και λογοτεχνικό χαρακτήρα. Έ να από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία με τα οποία αυτές ασχολούνται είναι το πρόβλημά της απουσίας μιας θρησκευτικής Μεταρρύθμισης στην Ιταλία, όπως εκείνη των Δια- μαρτυρομένων, πρόβλημα που τίθεται με τρόπο μηχανιστικό κι επιφανειακό κι επαναλαμβάνει ένα από τα θέματα που καθοδηγούν τον Μασάρικ στις μελέτες του για την ιστορία της Ρωσίας.*
Συνολικά αυτή η φιλολογία είναι σημαντική από την άποψη «ντοκουμέντων» για την εποχή κατά την οποία εμφανίστηκε. Τα βιβλία των «δεξιών» απεικονίζουν την πολιτική και ηθική διαφθορά την περίοδο που ήταν η Αριστερά στην εξουσία, αλλά οι δημοσιεύσεις των επιγόνων του Κόμματος της Δράσης δεν παρουσιάζουν σαν καλύτερη την περίοδο διακυβέρνησης της Δεξιάς. Δεν προέκυψε, λοιπόν, καμιά ουσιαστική αλλαγή κατά τη μετάβαση από τη Δεξιά στην Αριστερά: ο μαρασμός στον οποίο βρίσκεται η χώρα δεν οφείλεται στο κοινοβουλευτικό καθεστώς
* Τ.Τζ.Μασάρικ, Russland und Europa, Studien über die geistigen Strömungen in Russland τόμοι 2, Ιένα, 1913. (Μεταφρ. στα ιταλικά: Ρωσία και Ευρώπη, (Μελέτες πάνω στα πνευματιχά ρεύματα στη Ρωσία) μετάφραση από τον Ε. Λο Γκάτο, Ρώμη, 1925, τόμοι 2. (Σημ. της ιταλ. εκδ.).
103

(πού, απλά, εκθέτει δημόσια και γνωστοποιεί αυτό που προηγούμενα παρέμενε κρυφό ή γινόταν αφορμή για τη δημοσίευση λαθραίων λιβελλογραφημάτων), αλλά στην οργανική αδυναμία κι ασυνέπεια της κυρίαρχης τάξης και στη μεγάλη αθλιότητα και καθυστέρηση της χώρας. Πολιτικά η κατάσταση είναι μπλεγμένη: τη δεξιά υποστηρίζουν οι κληρικοί, το κόμμα της Συλλάβου, το οποίο αρνείται συλλήβδην όλο το σύγχρονο πολιτισμό και μποϋκοτάρει το νόμιμο Κράτος, το οποίο όχι μόνο φέρνει εμπόδια στο να συγκροτηθεί ένα πλατύ συντηρητικό κόμμα αλλά και κρατά τη χώρα με την εντύπωση της αστάθειας και της αβεβαιότητας του νέου ενιαίου Κράτους· το κέντρο υποστηρίζεται από όλο το φάσμα των φιλελεύθερων, από τους μετριοπαθείς μέχρι τους ρεπουμπλικάνους στους οποίους επενεργούν όλες οι μνήμες των ωδών της εποχής των αγώνων και που αλληλοδυσφημίζονται ανελέητα* στην αριστερά, η άθλια χώρα, η καθυστερημένη, η αναλφάβητη, εκφράζει με σποραδικό ασυνεχή, υστερικό τρόπο, μια σειρά ανατρεπτικών-αναρ- χοειδών τάσεων, δίχως συνέπεια και συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση, οι οποίες ενθαρρύνουν μια πυρετώδη κατάσταση χωρίς εποικοδομητικό μέλλον. Δεν υπάρχουν «οικονομικά κόμματα» αλλά ομάδες ξεπεσμένων ιδεολόγων απ’ όλες τις τάξεις, πετεινοί που προαναγγέλλουν έναν ήλιο που δε λέει ποτέ ν ’ ανατείλει.
Τα βιβλία της ομάδας Μόσκα-Τουριέλο θ’ αρχίσουν να κυκλοφορούν ξανά στα χρόνια πριν από τον πόλεμο (μπορούμε να δούμε στη «Voce» τη συνεχή επίκληση προς τον Τουριέλο) το δε νεανικό βιβλίο του Μόσκα επανεκδόθηκε το 1925 μαζί με κάποια σημείωση του συγγραφέα για να υπενθυμίσει ότι πρόκειται για ιδέες του 1883 και πως ο συγγραφέας το 1925 δεν είναι πια σύμφωνος με τον εικοσιτετράχρονο συγγραφέα του 1883. Η επανέκδοση του βιβλίου του Μόσκα αποτελεί ένα από τα τόσα δείγματα της ασυνειδησίας και του πολιτικού ερασιτεχνισμού των Φιλελευθέρων κατά την πρώτη και τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο. Κατά τ’ άλλα, το βιβλίο είναι χοντροκομμένο, άτεχνο, γραμμένο στα γρήγορα από έναν νεαρό που θέλει να «διακριθεί» στον καιρό του, με μια εξτρεμιστική στάση και με χοντροκομμένες και πρόστυχες κουβέντες με την αντιδραστι
104

κή έννοια. Οι πολιτικές αντιλήψεις του Μόοκα είναι θολές και ταλαντευόμενες, η φιλοσοφική του προπαρασκευή είναι μηδαμινή (και τέτοια παρέμεινε καθόλη τη φιλολογική σταδιοδρομία του Μόσχα) οι αρχές του για την τεχνική της πολιτικής είναι κι αυτές θολές κι αόριστες κι έχουν νομικό χαρακτήρα περισσότερο. Η σύλληψη περί «πολιτικής τάξης», η αναφορά στην οποία θα γίνει το κέντρο όλων των κειμένων της πολιτικής επιστήμης του Μόοκα, χαρακτηρίζεται από μια εξαιρετική αδυναμία και δεν είναι ούτε αιτιολογημένη ούτε δικαιολογημένη θεωρητικά. Παρ’ όλ’ αυτά, το βιβλίο του Μόσκα είναι χρήσιμο σαν ντοκουμέντο. Ο συγγραφέας θέλει να είναι, σκόπιμα υπεράνω προκαταλήψεων, θέλ^ι να μιλά χωρίς να σκοτίζεται για τους άλλους κι έτσι τελειώνει αποκαλύπτοντας πολλές όψεις της ιταλικής ζωής εκείνης της εποχής που διαφορετικά δε θα είχαν καταγρα- φεί. Γύρω από το θέμα της πολιτικής και στρατιωτικής γραφειοκρατίας, της αστυνομίας κλπ., ο Μόσκα προσφέρει επιτηδευμένα, καμιά φορά, πλαίσια, αλλά με μια υπόσταση αλήθειας (π.χ. σχετικά με τους υπαξιωματικούς του στρατού, με τους αντιπροσώπους για τη δημόσια ασφάλεια, κλπ). Ο ι παρατηρήσεις του είναι ιδιαίτερα αξιόλογες αναφορικά με τη Σικελία, λόγω της άμεσης εμπειρίας του Μόσκα από εκείνο το περιβάλλον. Το 1925, ο Μόσκα άλλαξε άποψη και προοπτικές, το υλικό του ξεπεράστηκε, ωστόσο επανέκδοσε το βιβλίο από φιλολογική ματαιοδοξία, νομίζοντας ότι το απάλλαξε προσθέτοντας κά- ποια παλινωδική σημειωσούλα.
Σχετικά με την πολιτική κατάσταση στην Ιταλία ιδιαίτερα το 1883 και σχετικά με τη στάση των κληρικών μπορεί να βρεθεί κάποιος ενδιαφέρων υπαινιγμός στο βιβλίο του στρατάρχη Λιοτί, Νεανικά Γράμματα (Παρίσι, Γκρασέ, 1931). Κατά τον Λιοτί, πολλοί Ιταλοί, μεταξύ των πιο αφοσιωμένων στο Βατικανό, δεν πίστευαν στο μέλλον του Βασιλείου* προέβλεπαν την αποσύνθεσή του από την οποία θα γεννιόταν μια Ά νω Ιταλία με πρωτεύουσα την Φλωρεντία, μια μεσημβρινή με πρωτεύουσα τη Νάπολη κι η Ρώμη στη μέση, μ’ έξοδο στη θάλασσα. Σχετικά με τον τοτινό ιταλικό στρατό, που στη Γαλλία έχαιρε ελάχιστης εκτίμησης, ο Λιοτί αναφέρει την κρίση του κόμη Σαμπόρ: «Μην ξεγελιέστε. Ό λα όσα ξέρω, με κάνουν να τον (τον ιταλικό
105

στρατό) θεωρώ πολύ σοβαρό, πολύ αξιοπρόσεκτο. Πίσω από τους κάπως θεατρινίστικους τρόπους τους και τα φτερά τους, οι αξιωματικοί είναι εξαιρετικά καταρτισμένοι και προσεκτικοί. Αυτή είναι εξάλλου η γνώμη του ανηψιού μου από την Πάρμα, που ακόμα δεν πληρώθηκε για τις αγάπες του».
Ό λη η έντονη επεξεργασία των ερμηνειών του ιταλικού παρελθόντος και όλη η σειρά των ιδεολογικών κατασκευασμάτων και των ιστορικών μυθιστορημάτων που προήλθαν απ’ αυτές, συνδέονται κυρίως με την «αξίωση» να βρουν μια εθνική ενότητα, τουλάχιστον ντε φάκτο, σ’ όλη την περίοδο από τη Ρώμη μέχρι σήμερα (συχνά μάλιστα και πριν από τη Ρώμη, όπως η περίπτωση των «Πελασγών» του Τζομπέρτι κι άλλες πιο πρόσφατες). Πώς γεννήθηκε αυτή η αξίωση, πώς διατηρήθηκε και γιατί ισχύει ακόμα; Είναι σημάδι δύναμης ή αδυναμίας; Είναι η αντανάκλαση νέων κοινωνικών σχηματισμών, σίγουρων για τους εαυτούς τους, που αναζητούν και δημιουργούν τίτλους ευγένειας στο παρελθόν, ή μήπως είναι, αντίθετα, η αντανάκλαση μιας εναγώνιας «επιθυμίας για ένα πιστεύω», ένα στοιχείο ιδεολογικού φανατισμού (και φανατικοποίησης), που οφείλει α κριβώς να «θεραπεύσει» τις δομικές αδυναμίες και να εμποδίσει ένα φοβερό όλεθρο; Αυτή η τελευταία φαίνεται να ’ναι η σωστή ερμηνεία, συνδυαζόμενη με το γεγονός της εξέχουσας σπουδαιότητας (όσον αφορά στους οικονομικούς σχηματισμούς) των διανοουμένων, δηλαδή των μικροαστών σε σύγκριση με τις καθυστερημένες οικονομικά και πολιτικά ανίκανες τάξεις. Η εθνική ενότητα, είν’ αλήθεια, θεωρείται τυχαία, γιατί «άγριες» δυνάμεις, μη επακριβώς γνωστές, στοιχειωδώς καταστρεπτικές, δραστηριοποιούνται συνεχώς στη βάση τους. Η σιδηρά δικτατορία των διανοουμένων και μερικών ομάδων στις πόλεις μαζί με την ιδιοκτησία γης, διατηρεί την συνοχή της διε- γείροντας μονάχα υπερβολικά τα στρατευμένα στοιχεία τους μ’ αυτό το μύθο περί ιστορικού πεπρωμένου, πιο δυνατό από κάθε έλλειψη και κάθε πολιτική και στρατιωτική ανικανότητα. Ε ίναι σ’ αυτό το πεδίο που την οργανική σύνδεση των λαϊκών- εθνικών μαζών με το Κράτος αντικαθιστά μια διαλογή «εθελοντών» του «έθνους» με την αφηρημένη έννοια. Κανείς δεν έχει σκεφτεί ότι το πρόβλημα ακριβώς που τέθηκε από τον Μακια-
106

βέλι, διακηρύσσοντας την ανάγκη αντικατάστασης των τυχοδιωκτών και άπιστων μισθοφόρων από εθνοφύλακες, δεν θα λυθεί μέχρις ότου και ο «εθελοντισμός» δεν ξεπεραστεί από τη «λαϊκο-εθνική» πραγματικότητα της μάζας, μια και ο εθελοντισμός είναι ενδιάμεση λύση, αμφίβολη, άλλο τόσο επικίνδυνη όσο κι ο μισθοφορισμός.
Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν το ιστορικό γίγνεσθαι οι ιδεολογικές ερμηνείες του ιταλικού σχηματισμού θα μπορούσε να ονομαστεί «φετιχιστική ιστορία»: σύμφωνα μ’ αυτήν, α- φηρημένες και μυθολογικές «προσωπικότητες» γίνονται πρωταγωνιστές της ιστορίας. Στον Πολιτικό αγώνα του Οριάνι υπάρχει το πιο δημοφιλές απ’ αυτά τα μυθολογικά σχήματα, εκείνο που έχει γεννήσει μια ακόμα πιο μεγάλη σειρά εκφυλισμένων απογόνων. Βρίσκουμε εδώ την Ομοσπονδία, την Ενότητα την Επανάσταση, την Ιταλία, κλπ., κλπ. Στον Οριάνι είναι σαφής μία από τις αιτίες αυτού του τρόπου του να αντιλαμβάνεσαι την ιστορία μέσα από μυθολογικές μορφές. Ο κριτικός κανόνας ότι όλη η ιστορική εξέλιξη αποτελεί ντοκουμέντο από μόνη της, ότι το παρόν διασαφηνίζει και αιτιολογεί το παρελθόν, καταλήγει να νοείται μηχανικά, επιφανειακά και να υποβιβάζεται σ’ ένα νόμο που προσδιορίζει την ευθυγραμμικότητα και την «μο- νογραμμικότητα» (συν το ότι ο ιστορικός ορίζοντας όλο και στενεύει στα εθνικά γεωγραφικά όρια και το γεγονός αποσπά- ται από την πολυπλοκότητα της παγκόσμιας ιστορίας, από το σύστημα των διεθνών συσχετισμών στους οποίους αντίθετα αναγκαστικά είναι προσκολλημένο). Το πρόβλημα της αναζήτησης των ιστορικών ριζών ενός συγκεκριμένου και εμπεριστατωμένου γεγονότος, - ο σχηματισμός του σύγχρονου ιταλικού Κράτους κατά τον XIX αιώνα - μετασχηματίζεται σ’ εκείνο της θεώρησης αυτού του Κράτους σαν Ενότητα ή σαν Έθνος ή γενικά σαν Ιταλία, σ’ όλη την προηγούμενη ιστορία έτσι, όπως το πουλί πρέπει να υπάρχει μέσα στο γονιμοποιημένο αυγό.
Προκειμένου ν ’ ασχοληθούμε μ’ αυτό το θέμα ας δούμε τις κριτικές παρατηρήσεις του Αντόνιο Λαμπριόλα στα Ποικίλα Κείμενα (σελ. 487-90, σελ. 317-442 passim και στο πρώτο από τα Δοκίμια του στη σελ. 50-52). Σχετικά μ’ αυτό το σημείο ας δούμε και τι λέει ο Κρότσε στην Ιστορία της Ιστοριογραφίας,
107

II, σελ. 227-28 της πρώτης έκδοσης και σ’ όλο αυτό το έργο τη μελέτη της «συναισθηματικής και πρακτικής» καταγωγής και το «κριτικά ανέφικτο» μιας «γενικής ιστορίας της Ιταλίας. 'Αλλες συναφείς με αυτές παρατηρήσεις είναι εκείνες του Αντόνιο Λα- μπριόλα απ’ αφορμή μια γενική ιστορία του χριστιανισμού, η οποία φαινόταν στον Λαμπριόλα ασύστατη όπως όλες οι ιστορικές κατασκευές που εκλαμβάνουν σαν αντικείμενο ανύπαρκτες «οντότητες» (βλ. III Δοκίμιο, σελ. 113).
Μια συγκεκριμένη αντίδραση, με την έννοια που υποδείχτηκε από τον Λαμπριόλα, μπορεί να παρατηρηθεί στα ιστορικά (αλλά και στα πολιτικά) κείμενα του Σαλβέμινι, ο οποίος ούτε θέλει να ξέρει περί «γουέλφων» και «γκιμπελίνων», το ένα κόμμα των ευγενών και της Αυτοκρατορίας και τ’ άλλο του λαού και του Παπάτου, γιατί - όπως λέει - τ’ αναγνωρίζει μόνο σαν «τοπικά κόμματα», αγωνιζόμενα για λόγους πραγματικά τοπικούς οι οποίοι δεν συνέπιπταν μ’ εκείνους του Παπάτου και της Αυτοκρατορίας.
Στον πρόλογο του βιβλίου του σχετικά με τη Γαλλιχή Επανάσταση, μπορεί κανείς να δει θεωρητικοποιημένη αυτή τη στάση του Σαλβέμινι μαζί μ’ όλες τις αντιιστορικές υπερβολές που φέρνει από κοντά: (Το βιβλίο Η Γαλλική Επανάσταση αξίζει να κριθεί κι από μιαν άλλη άποψη: το ότι η Επανάσταση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει λήξει με τη Μάχη του Βαλμί είναι ισχυρισμός ασύστατος): «Η αναρίθμητη ποικιλία των επαναστατικών γεγονότων» συνήθως αποδίδεται συλλήβδην σε μια οντότητα «Επανάσταση» αντί να «χρεώνει κάθε γεγονός στο άτομο ή σε ομάδες πραγματικών ανθρώπων, οι οποίοι δεν υπήρξαν δημιουργοί σε ιστορικό επίπεδο». Αν, όμως, η ιστορία περιοριστεί σ’ αυτή μονάχα την έρευνα, θα ’ταν κάτι το εξαιρετικά άθλιο και θα γινόταν, μεταξύ των άλλων και ακατανόητη.
Μένει να δούμε πώς συγκεκριμένα ο Σαλβέμινι διασαφηνίζει την ανακολουθία που προκύπτει από την σε μεγάλο βαθμό μονόπλευρη τοποθέτησή του για το μεθοδολογικό πρόβλημα, παίρνοντας υπ’ όψη αυτή την κριτική εγγύηση: αν δεν ήταν γνωστή από άλλα έργα η αναφερόμενη εδώ ιστορία και είχαμε στη διάθεσή μας μόνο αυτό το βιβλίο, θα ’ταν κατανοητή η διαδοχή των γεγονότων που περιγράφτηκαν; Δηλαδή, πρόκει
108

ται για μια «ολοκληρωμένη» ιστορία ή για μια «πολεμική» ιστορία ή πολεμικά συμπληρωματική, που έχει απλά την πρόθεση (είτε υποστηρίζει χωρίς, αναγκαστικά, να έχει την πρόθεση) να προσθέσει κάποιες πινελιές σ’ έναν πίνακα ήδη σχεδιασμένον από άλλους; Αυτή η εγγύηση θα ’πρεπε πάντα να υπάρχει σε κάθε κριτική, μια και συχνά έχουμε να κάνουμε με έργα που καθαυτά δε θα ’ταν ικανοποιητικά, που θα μπορούσαν όμως να φανούν πολύ χρήσιμα στο γενικό πλαίσιο μιας ορισμένης κουλτούρας, σαν «ολοκληρώματα και συμπληρώματα» άλλων εργασιών ή ερευνών. Γράφει ο Αντόλφο Ομοντέο στην «Crítica» της 20ης Ιουλίου 1932, σελ. 280: «Στους πατριώτες (ο Πιέρο Μαρ- κόνι) πρόσφερε τη θέση που τότε είχε πέραση - υπαίτιος ο Σαλ- βέμινι - ότι η ιστορία του Ριζορτζιμέντο ήταν τάχα ιστοριούλα, δεν ήταν αρκετά ποτισμένη με αίμα· ότι η ενότητα ήταν δώρο περισσότερο μιας ευνοϊκής τύχης, παρά αντάξια να την αποκτήσουν οι Ιταλοί- ότι το Ριζορτζιμέντο ήταν έργο της μειοψηφίας ενάντια στην απάθεια της πλειοψηφίας. Αυτή η θέση, γέννημα της αδεξιότητας του ιστορικού υλισμού ως προς το να εκτιμήσει το ηθικό μεγαλείο από μόνο του, χωρίς την εμπειρική στατιστική των ποταμών αίματος που χύθηκαν και τον υπολογισμό των συμφερόντων (εύκολα τη θεωρούσαν ευλογοφανή κι ήταν αναγκασμένη να τρέχει μέσα σ’ όλα τα περιοδικά και τις εφημερίδες και να προσπαθεί να κάνει τους αμαθείς να υποτιμούν τα στριφνά έργα του Ματσίνι και του Καβούρ), αυτή η θέση, λοιπόν, χρησίμευσε σαν βάση στον Μαρκόνι για μια δήθεν ηθική συλλογιστική του ύφους της Voce». (Ο Ομοντέο γράφει αναφορικά με τον Πιέρο Μαρκόνι - που πέθανε στον πόλεμο - και τη δημοσίευσή του, Εγώ άχουγα τον διοικητή, Φλωρεντία, αχρονολόγητο).
Ο ίδιος όμως ο Ομοντέο, στο βιβλίο του Ο αιώνας του Ριζορ- τζιμέντο, δεν καταφέρνει να δώσει μια ερμηνεία κι ένα οικοδόμημα που να μην είναι επιφανειακό και πομπώδες. Το ότι το Ριζορτζιμέντο υπήρξε η ιταλική συνεισφορά στο μεγάλο ευρωπαϊκό κίνημα του XIX αιώνα, δε σημαίνει οπωσδήποτε ότι η ηγεμονία του κινήματος ανήκε στην Ιταλία κι ούτε σημαίνει ότι το ίδιο το κίνημα δεν ακολουθήθηκε απρόθυμα και με βαριά καρδιά από τη δραστήρια «πλειοψηφία της μειοψηφίας». Το
109

προσωπικό μεγαλείο του Καβούρ και του Ματσίνι εκδηλώθηκε ακόμα περισσότερο από ιστορική άποψη σαν όαση μέσα στην έρημο. Οι κριτικές παρατηρήσεις του Ομοντέο, όσον αφορά την αντίληψη ότι το Ριζορτζιμέντο είναι «ιστοριούλα», είναι κακεντρεχείς και πρόστυχες κι ούτε καν καταφέρνει να καταλάβει πώς μια τέτοια αντίληψη υπήρξε η μοναδική κάπως σοβαρή προσπάθεια, προκειμένου να επιτευχθεί η «εθνικοποίηση» των λαϊκών μαζών, να δημιουργηθεί δηλαδή ένα δημοκρατικό κίνημα που να 'χει ιταλικές ρίζες κι ιταλικά αιτήματα. (Είναι παράξενο το γεγονός ότι ο Σαλβατορέλι, αναφερόμενος σ’ ένα σημείωμα της «Cultura» στην Ιστορία της Ευρώπης του Κρότσε και στον Αιώνα τον Ριζορτζιμέντο του Ομοντέο, θεωρεί αυτή σαν έκφραση δημοκρατικής κατεύθυνσης και την κροτσιανή ιστορία καθαρά φιλελεύθερης συντηρητικής κατεύθυνσης).
Κατά τ’ άλλα μπορεί κανείς να παρατηρήσει: αν η ιστορία του παρελθόντος δεν είναι δυνατό να μη γραφτεί σύμφωνα με τα συμφέροντα και για τα συμφέροντα του παρόντος, η κριτική φόρμουλα ότι δηλαδή είναι αναγκαίο να γραφτεί η ιστορία αυτού που συγκεκριμένα υπήρξε το Ριζορτζιμέντο (αν δεν υποδηλώνει μιαν επίκληση στο σεβασμό και στην πληρότητα της τεκμηρίωσης) δεν είναι άραγε ανεπαρκής και περιορισμένη; Το να εξηγήσουμε πώς έγινε συγκεκριμένα το Ριζορτζιμέντο, ποιες είναι οι φάσεις της αναγκαίας ιστορικής εξελικτικής πορείας, οι οποίες κορυφώθηκαν σ’ εκείνο το ορισμένο γεγονός, πιθανά να ’ναι απλά ένας καινούριος τρόπος παρουσίασης της επιφανειακής και μηχανιστικής δήθεν «αντικειμενικότητας». Πρόκειται συχνά για «πολιτική» διεκδίκηση αυτού που είναι ικανοποιημένος και στην πορεία προς το παρελθόν βλέπει σωστά μια πορεία προς το παρόν, μια κριτική στο παρόν κι ένα πρόγραμμα για το μέλλον. Η ομάδα Κρότσε Ομοντέο και Τσ. καθαγιάζει υποκριτικά (η υποκρισία ανήκει ιδιαίτερα στον Ομοντέο) την φιλελεύθερη περίοδο* και το ίδιο το βιβλίο του Ομοντέο, Στιγμές πολεμικής ζωής αυτό δείχνει: δείχνει πώς η τζολιτιανή περίοδος, η τόσο «δυσφημισμένη», έκρυβε κατά βάθος έναν «ακατανίκητο» θησαυρό ιδεαλισμού και ηρωισμού. Από κει και πέρα, αυτές οι συζητήσεις, στο βαθμό που είναι καθαρά εμπειρικής μεθοδολογίας, είναι ατελέσφορες. Κι αν γράψιμο ιστορίας
110

σημαίνει να συμμετέχεις στην ιστορία του παρόντος, σπουδαίο βιβλίο ιστορίας είναι εκείνο που στο παρόν βοηθά τις εν αναπτύξει δυνάμεις να αποκτήσουν περισσότερο συνείδηση του εαυτού τους και να γίνουν έτσι περισσότερο συγκεκριμένα ενεργητικές και δραστήριες.
Το μέγιστο μειονέκτημα όλων αυτών των ιδεολογικών ερμηνειών του Ριζορτζιμέντο συνίσταται στο εξής: ότι ήταν καθαρά ιδεολογικές, δεν είχαν δηλαδή την πρόθεση να υποκινήσουν πολιτικές δυνάμεις του σήμερα. Εργασίες λογίων, ερασιτεχνών, ακροβατικές κατασκευές ανθρώπων που θα ’θελαν να κάνουν επίδειξη ταλέντου, αν όχι ευφυΐας- άλλοτε σαν εναντίωση σε μικρές κλίκες διανοουμένων χωρίς μέλλον, άλλοτε γραμμένες για να δικαιολογήσουν ενεδρεύουσες αντιδραστικές δυνάμεις, αποδίδοντάς τους προθέσεις που δεν είχαν και φανταστικούς στόχους, οπότε αποτελούσαν υπηρεσίες μικρής σημασίας από λακέδες διανοούμενους (ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος αυτών των λακέδων είναι ο Μάριο Μισιρόλι) κι από μισθοφόρους της επιστήμης.
Αυτές τις ιδεολογικές ερμηνείες της εθνικής και κρατικής συγκρότησης της Ιταλίας ας τις εξετάσουμε και από μιαν άλλη σκοπιά: οι «μη κριτική» διαδοχή τους, από ατομικές παρορμή- σεις «ευφυών», λίγο πολύ, προσωπικοτήτων, αποτελούν ντοκουμέντο του πρωτογονισμού των παλιών πολιτικών κομμάτων, του άμεσου εμπειρισμού του κάθε εποικοδομητικού έργου (συμπεριλαμβανομένου κι αυτού που αφορά στο Κράτος), της απουσίας κάθε «σπονδυλωτού» κινήματος στην ιταλική ζωή, το οποίο να μπορεί ν’ αναπτυχθεί από μόνο του σε μόνιμη και συνεχή βάση. Η έλλειψη ιστορικής προοπτικής από τα προγράμματα των κομμάτων, προοπτικής οικοδομημένης «επιστημονικά», δηλαδή με άκρα σοβαρότητα, προκειμένου να βασιστούν σ’ ολόκληρο το παρελθόν οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν στο μέλλον και να προταθούν στο λαό σαν αναγκαιότητα η οποία υπαγορεύει τη συνειδητή του συνεργασία, έχει (η έλλειψη ιστορικής προοπτικής... σ.τ.μ.) επιτρέψει ακριβώς την άνθηση τόσων ιδεολογικών μυθοπλασιών, οι οποίες, στην πραγματικότητα, είναι η πρόταση (το μανιφέστο) των πολιτικών κινημάτων τα οποία αόριστα θεωρούνται αναγκαία, μα
111

που στην πράξη δεν γίνεται τίποτα για να υποκινηθούν. Αυτή είναι μια μέθοδος δράσης πολύ χρήσιμη στο να διευκολύνει τις «επιχειρήσεις» εκείνων των δυνάμεων που αποκαλούνται «σκοτεινές» ή «ανεύθυνες» κι έχουν για φερέφωνα τα «ανεξάρτητα περιοδικά»: οι πάντες έχουν τόσο ανάγκη να δημιουργήσουν ευκαιριακά κινήματα κοινής γνώμης, να τα διατηρήσουν ζωντανά μέχρι την επίτευξη των καθορισμένων σκοπών και να τ ’ αφήσουν ύστερα να εξασθενίσουν και να πεθάνουν. Είναι εκδηλώσεις όπως εκείνες των αληθινών κυριολεκτικά ιδεολογικών «τυχοδιωκτικών ομάδων» πρόθυμες να υπηρετήσουν τις πλουτοκρατικές ή άλλης φύσης ομάδες, συχνά μάλιστα προσποιούμενες ότι αγωνίζονται ενάντια στην πλουτοκρατία κλπ. Τυπικός οργανωτής τέτοιων «ομάδων» υπήρξε ο Πίπο Νάλντι, οπαδός κι αυτός του Οριάνι και δημιουργός του Μάριο Μισιρόλι και των δημοσιογραφικών αυτοσχεδιασμών του.
Χρήσιμο θα ’ταν να συντάξουμε μια πλήρη βιβλιογραφία του Μάριο Μισιρόλι. Μερικά από τα βιβλία-του: Η σοσιαλιστική Μοναρχία (γραμμένο το 1913), Φιλελεύθερη πολεμική, Α πόψεις, Ένα πραξικόπημα (το 1925), Μια μάχη χαμένη, Η Ιταλία σήμερα (το 1932), Η δημοκρατία των επαιτών (για τον Μολινέ- λα), Έρωτας και πείνα, Απόδοτε τω Καίσαρι... (το 1929), Έ να βιβλίο για τον Πάπα, το 1917, κλπ. Τα μοτίβα που κύρια έθεσε σε κυκλοφορία ο Μισιρόλι είναι: 1) το ότι το Ριζορτζιμέντο υπήρξε μια βασιλική κατάκτηση κι όχι ένα λαϊκό κίνημα- 2) το ότι το Ριζορτζιμέντο δεν έλυσε τα προβλήματα των σχέσεων μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, μοτίβο συνδεδεμένο με το πρώτο, μια που «ένας λαός που δεν είχε νιώσει τη θρησκευτική ελευθερία, δεν μπορούσε να νιώσει την πολιτική ελευθερία. Το ιδανικό της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας έγινε κληρονομιά και πρόγραμμα μιας ηρωικής μειοψηφίας, η οποία επινόησε την ενότητα ενάντια στη συγκατάθεση των λαϊκών μαζών». Η απουσία της Μεταρρύθμισης των Διαμαρτυρομένων από την Ιταλία θα ερμήνευε, σε τελευταία ανάλυση, όλο το Ριζορτζιμέ- ντο και τη σύγχρονη εθνική ιστορία. Ο Μισιρόλι εφαρμόζει για την Ιταλία το ερμηνευτικό κριτήριο που εφαρμόστηκε από τον Μασάρικ για την ρωσική ιστορία (έστω κι αν ο Μισιρόλι έχει πει ότι συμφωνεί με την κριτική του Αντόνιο Λαμπριόλα ενά
112

ντια στον Μασάριχ σαν ιστορικό). Ό πω ς ο Μασάριχ, έτσι κι ο Μισιρόλι (παρά τις σχέσεις του με τον Ζ. Σορέλ) δεν κατανοεί ότι η πνευματική και ηθική (δηλαδή «θρησκευτική») «μεταρρύθμιση» λαϊκής κλίμακας στον σύγχρονο κόσμο έγινε σε δύο χρόνους: πρώτα με τη διάδοση των αρχών της γαλλικής Επανάστασης κι έπειτα με τη διάδοση μιας σειράς αντιλήψεων, καρπούς της φιλοσοφίας της πράξης, συχνά επηρεασμένες από τη φιλοσοφία του διαφωτισμού κι ύστερα από τον επιστημονικό εξελικτισμό. Το γεγονός ότι μια τέτοια «μεταρρύθμιση» διαδόθηκε χσνδροειδώς και υπό μορφή φυλλαδίων δεν είναι αξιόλογη επίκληση ενάντια στην ιστορική της σημασία: ας μην πιστέψουμε ότι οι λαϊκές μάζες, επηρεασμένες από τον καλβινισμό, αφομοίωναν αντιλήψεις σχετικά πιο επεξεργασμένες κι εκλεπτυσμένες από εκείνες που πρόσφερε αυτή η φιλολογία των συγγραμμάτων: αντίθετα, έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα των ιθυνόντων αυτού του είδους της μεταρρύθμισης, του ασυνεπή και μη δυναμικού κι ενεργητικού χαρακτήρα τους.
Ούτε ο Μισιρόλι αποπειράται ν’ αναλύσει το γιατί η μειοψηφία που καθοδήγησε το κίνημα του Ριζορτζιμέντο δεν «πήγε προς το λαό» μήτε «ιδεολογικά», υιοθετώντας για λογαριασμό του το δημοκρατικό πρόγραμμα, το οποίο ωστόσο έφτανε στο λαό μέσω μεταφράσεων από τα γαλλικά-, μήτε «οικονομικά» με την αγροτική μεταρρύθμιση. Κάτι που «μπορούσε» να γίνει, μια και αγροτιά ήταν σχεδόίν όλος ο τότε λαός και η αγροτική μεταρρύθμιση ήταν μια έντονα αισθητή επιταγή, ενώ η Μεταρρύθμιση των Διαμαρτυρομένων συνέπεσε ακριβώς μ’ ένα πόλεμο των αγροτών στη Γερμανία και με συγκρούσεις μεταξύ ευγε- νών και αστών στη Γαλλία κλπ. (Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι την αγροτική μεταρρύθμιση, αντίθετα, εκμεταλλεύτηκε η Αυστρία για να κεντρίσει τους χωρικούς ενάντια στους μεγαλοκτη- ματίες πατριώτες και ότι οι συντηρητικοί φιλελεύθεροι, με τις σχολές αμοιβαίας εκπαίδευσης και τα ιδρύματα αμοιβαίας βοήθειας ή μικρής πίστωσης στα ενέχειρα που έδινε ο λαός επεζή- τησαν μόνο να κερδίσουν τη συμπάθεια των χωρικών και των ελάχιστων εργατικών πυρήνων της πόλης: ο Γενικός Συνεταιρισμός των εργαζομένων του Τορίνο συμπεριλάμβανε μεταξύ των ιδρυτών (του) τον Καβούρ). «Η ενότητα δεν ήταν δυνατό να
113

επιτευχθεί με το Παπάτο, με την οικουμενικά και οργανικά εχθρική του φύση προς κάθε σύγχρονη ελευθερία' δεν κατάφερε, ωστόσο, να θριαμβεύσει επί του Παπάτου, αντιπαραθέτοντας στην Καθολική ιδέα μιαν επίσης οικουμενική ιδέα που ν’ αντιστοιχεί εξίσου στην ατομική και στην παγκόσμια συνείδηση που είχαν ανανεωθεί από τη Μεταρρύθμιση και την Επανάσταση». Αόριστες διαπιστώσεις και σε μεγάλο βαθμό χωρίς νόημα. Π οια οικουμενική ιδέα αντιπαράθεσε στον Καθολικισμό η γαλλική Επανάσταση; Γιατί λοιπόν το κίνημα στη Γαλλία υπήρξε λαϊκό και στην Ιταλία όχι; Η περίφημη ιταλική μειοψηφία, «ηρωική» εξ ορισμού (σ’ αυτούς του συγγραφείς, η έκφραση «ηρωικός» έχει μια καθαρά «αισθητική» ή δημαγωγική σημασία και ταιριάζει στον ντον Τατσόλι όπως και στους ευγενείς μιλα- νέζους οι οποίοι σέρνονταν μπροστά στον αυτοκράτορα της Αυστρίας σε τέτοιο βαθμό ώστε γράφτηκε και ένα βιβλίο σχετικά με το Ριζορτζιμέντο σαν επανάστασης «χωρίς ήρωες» με παρόμοια φιλολογική και ευτελή έννοια), η οποία καθοδηγούσε το ενωτικό κίνημα, στην πραγματικότητα ενδιαφερόταν για οικονομικά συμφέροντα περισσότερο παρά για φόρμουλες ιδεών και μαχόταν περισσότερο για να εμποδίσει το λαό να μπει στον αγώνα και να τον μετατρέψει σε κοινωνικό (με την έννοια μιας αγροτικής μεταρρύθμισης) κι όχι για να εναντιωθεί στους εχθρούς της ενότητας. Ο Μισιρόλι γράφει ότι ο καινούριος πα ράγοντας που εμφανίζεται στην ιταλική ιστορία μετά την ενότητα, ο σοσιαλισμός, υπήρξε η πιο ισχυρή μορφή που πήρε η ενάντια στην ενότητα και τον φιλελευθερισμό αντίδραση (πράγμα που είναι μια ανοησία και δεν συμπίπτει με άλλες απόψεις του ίδιου του Μισιρόλι, σύμφωνα με τις οποίες ο σοσιαλισμός εισήγαγε στο Κράτος τις προηγούμενα απούσες κι αδιάφορες λαϊκές δυνάμεις). Ό πω ς γράφει ο ίδιος ο Μισιρόλι: «Ο σοσιαλισμός όχι μόνο δεν τόνωσε το πολιτικό πάθος (!;), αλλά συνέτεινε δυναμικά στο να εξοντωθεί- ήταν το κόμμα των πτωχών και του πεινασμένου όχλου: τα οικονομικά ζητήματα όφει- λαν αμέσως να προταχθούν, οι πολιτικές αρχές να παραχωρήσουν το πεδίο (!;) στα υλικά συμφέροντα»- πήγαινε να δη- μιουργηθεί ένα «εμπόδιο, αφήνοντας τις μάζες στις οικονομικές κατακτήσεις κι αποφεύγοντας όλα τα θεσμικά ζητήματα». Ο
114

σοσιαλισμός, δηλαδή, διέπραξε το σφάλμα (απ’ την ανάποδη) της περίφημης μειοψηφίας: αυτή μιλούσε μονάχα γ ι’ αφηρημέ- νες ιδέες και πολιτικούς θεσμούς, εκείνος παρέβλεπε την πολιτική για χάρη αποκλειστικά της οικονομίας. Είναι αλήθεια πως, κάπου αλλού, ο Μισιρόλι γ ι’ αυτό ακριβώς επαινεί τους ρεφορ- μιστές ηγέτες, κλπ· αυτά τα μοτίβα είναι οριανικής και ρεπου- μπλικανικής καταγωγής υιοθετημένα επιφανειακά και χωρίς α ίσθηση υπευθυνότητας.
Ο Μισιρόλι, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά αυτό που λέμε: ένας λαμπρός συγγραφέας· υπάρχει η θεμελιωμένη εντύπωση πως λίγο νοιαζόταν για τις ιδέες του, για την Ιταλία, για τα πάντα· το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το στιγμιαίο παιχνίδι μερικών αφηρημένων επινοημάτων και να επιπλέει πάντα με μια καινούρια κονκάρδα στο πέτο. (Μϊ&ϊγοΗ ¡1 π^ύίζζί) (δηλ. Μισιρόλι ο άνθρωπος ελατήριο).
Το πολιτικό κίνημα, που οδήγησε στην εθνική ενοποίηση και στη διαμόρφωση του ιταλικού Κράτους, έπρεπε άραγε να καταλήξει αναγκαστικά στον εθνικισμό και στον στρατοκρατικό ιμπεριαλισμό; Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι αυτή η κατάληξη είναι αναχρονιστική και αντιιστορική (δηλαδή τεχνητή και μικρής διάρκειας)· είναι πραγματικά αυτή ενάντια σ’ όλες τις ιταλικές παραδόσεις, τις ρωμαϊκές αρχικά τις Καθολικές αργότερα. Οι παραδόσεις είναι κοσμοπολιτικές. Το ότι το πολιτικό κίνημα έπρεπε να αντιδράσει ενάντια στις παραδόσεις και να δώσει τόπο σ’ έναν εθνικισμό χαρακτηριστικό των διανοουμένων, μπορεί να εξηγηθεί, αλλά δεν πρόκειται για μια οργανική- λαϊκή αντίδραση. Εξάλλου, ακόμα και κατά το Ριζορτζιμέντο, ο Ματσίνι κι ο Τζομπέρτι προσπάθησαν να μπολιάσουν την κοσμοπολίτικη παράδοση με το εθνικό κίνημα, να φτιάξουν τον μύθο μιας αποστολής της αναγεννημένης Ιταλίας μέσα σε μια καινούρια Κοσμόπολη ευρωπαϊκή και παγκόσμια* πρόκειται όμως για ένα μύθο όλο λόγια και δημαγωγία, βασισμένο στο παρελθόν κι όχι στις συνθήκες του παρόντος, διαμορφωμένες κιό- λας ή όντας σε μια διαδικασία ανάπτυξης (παρόμοιοι μύθοι υπήρξαν πάντα μαγιά για την ιταλική ιστορία, ακόμα και για την πιο πρόσφατη, από τον Κ.Σέλλα μέχρι τον Ενρίκο Κορα- ντίνι κι από κει ως τον Ντ’ Ανούντσιο). Το ότι συνέβη ένα γεγο
115

νός στο παρελθόν δε σημαίνει ότι οφείλει να συμβεί στο παρόν και στο μέλλον· οι συνθήκες μιας στρατιωτικής επέκτασης στο παρόν και στο μέλλον δεν υπάρχουν και δε φαίνεται να ’ναι υπό διαμόρφωση. Η σύγχρονη επέκταση είναι χρηματιστικής- καπιταλιστικής φύσης. Στο ιταλικό παρόν το στοιχείο «άνθρωπος» είναι ή ο «άνθρωπος-κεφάλαιο» ή «ο άνθρωπος-εργασία». Η ιταλική επέκταση μπορεί ν’ ανήκει μόνο στον «άνθρωπο- εργασία» και ο διανοούμενος που αντιπροσωπεύει τον άνθρωπο-εργασία, δεν είναι σαν κι εκείνο τον παραδοσιακό διανοούμενο, παραγεμισμένο δημαγωγίες και χάρτινες αναμνήσεις από το παρελθόν. Ο παραδοσιακός ιταλικός κοσμοπολιτισμός θα ’πρεπε να γίνει ένας κοσμοπολιτισμός σύγχρονου τύπου, δηλαδή τέτοιος που να εξασφαλίζει τις ευνοϊκότερες συνθήκες ανάπτυξης του ιταλού «ανθρώπου-εργασία» σ’ οποιοδήποτε μέρος του κόσμου κι αν βρίσκεται αυτός. 'Οχι όντας πολίτης του κόσμου είτε σαν α ν « Γοτηαηυς είτε σαν Καθολικός, αλλά σαν παραγωγός πολιτισμού. Γι’ αυτό το λόγο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ιταλική παράδοση συνεχίζεται διαλεκτικά στον εργαζόμενο λαό και στους διανοούμενούς του και όχι στον παραδοσιακό πολίτη και στον παραδοσιακό διανοούμενο. Ο ιταλικός λαός είναι εκείνος ο λαός ο οποίος «με εθνική έννοια» εν- διαφέρεται περισσότερο για μια σύγχρονη μορφή κοσμοπολιτισμού. 'Οχι μόνο ο εργάτης, αλλά κι ο αγρότης και ιδιαίτερα ο αγρότης του Νότου. Η συνεργασία, προκειμένου να ανοικοδομηθεί ο κόσμος σε οικονομικό επίπεδο, ενιαία, είναι χαρακτηριστικό της παράδοσης του ιταλικού λαού και της ιταλικής ιστορίας, όχι γ ια να κυριαρχήσουμε ηγεμονικά πάνω του και να ιδιοποιηθούμε τον καρπό της εργασίας άλλου, αλλά για να υπάρξουμε και ν’ αναπτυχθούμε ακριβώς σαν ιταλικός λαός: μπορεί ν ’ αποδειχτεί ότι ο Καίσαρας είναι η πρώτη αρχή αυτής της παράδοσης. Ο γαλλικού τύπου εθνικισμός είναι ένα αναχρονιστικό περίττωμα στην ιταλική ιστορία, που ταιριάζει σ’ όσους έχουν στραμμένο το κεφάλι προς τα πίσω, όπως οι κολασμένοι του Δάντη. Η «αποστολή» του ιταλικού λαού είναι το να πάρει τ ’ απάνω του ο ρωμαϊκός και μεσαιωνικός κοσμοπολιτισμός, αλλά στην πιο σύγχρονη και προχωρημένη μορφή του. Να ’ναι και έθνος προλεταριακό, όπως ήθελε να πιστεύει ο Πά-
116

σκολι· προλεταριακό σαν έθνος επειδή υπήρξε ο εφεδρικός στρατός των ξένων καπιταλιστών, επειδή δίδαξε την τέχνη σ’ όλο τον κόσμο ακόμα και στους σκλαβωμένους λαούς. Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να καταταχθεί στο σύγχρονο μέτωπο του αγώνα για την αναδιοργάνωση του κόσμου κι όχι μόνο της Ιταλίας, που έχει συμβάλει στη δημιουργία του με την εργασία του, κλπ. κλπ.
Εισαγωγικά κριτήρια. Η ιστορία σαν εθνική «βιογραφία».
Αυτός ο τρόπος γραφής της ιστορίας αρχίζει με τη γέννηση του εθνικού συναισθήματος και είναι ένα πολιτικό εργαλείο προκειμένου να συντονιστούν και να σταθεροποιηθούν στις πολυπληθείς μάζες τα στοιχεία που συνιστούν ακριβώς το εθνικό συναίσθημα.
1) Προϋποτίθεται ότι αυτό που είναι κοινός πόθος, υπήρχε πάντα και δεν μπορούσε να πιστοποιηθεί και να εκδηλωθεί ανοιχτά λόγω της παρέμβασης εξωτερικών δυνάμεων ή επειδή οι εσώτατες αρετές βρίσκονταν «εν υπνώσει»· 2) δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για την ελαιογραφική1 λαϊκή ιστορία· η Ιταλία έρχεται πραγματικά στη σκέψη μας σαν κάτι το αφηρημένο και συγκεκριμένο (πολύ συγκεκριμένο) ταυτόχρονα, σαν την όμορφη σοβαρή γυναίκα των λαϊκών ελαιογραφιών, που επηρεάζουν περισσότερο απ’ όσο μπορεί κανείς να φανταστεί την ψ υχολογία ορισμένων λαϊκών στρωμάτων, θετικά κι αρνητικά (αλλά πάντα με παράλογο τρόπο), σαν τη μητέρα της οποίας «γιοι» είναι οι Ιταλοί. Μ’ ένα πέρασμα που φαίνεται τραχύ και παράλογο, που έχει ωστόσο αναμφίβολα αποτελεσματικότητα, η βιογραφία της «μητέρας» μετασχηματίζεται στη συλλογική βιογραφία των «αγαθών υιών», σ’ αντιπαράθεση με τους εκφυλισμένους, αποπροσανατολισμένους κλπ γιους. Είναι κατανοη-
1. Oleografica: Έ χει και την έννοια του συνηθισμένου, ίου καθόλου πρωτότυπου, του χωρίς αξία.
117

ιό ότι ένας τέτοιος τρόπος γραφής και απαγγελίας της ιστορίας γεννήθηκε για λόγους πρακτικούς, προπαγανδιστικούς: γιατί όμως εξακολουθεί να υπάρχει σ’ αυτή την παράδοση;
Σήμερα αυτή η παρουσίαση της ιστορίας της Ιταλίας είναι διπλά αντιιστορική: 1) επειδή έρχεται σ’ αντίθεση με την πραγματικότητα· 2) επειδή στέκεται εμπόδιο στο ν’ αξιολογηθεί α νάλογα η προσπάθεια που επιτελέστηκε από τους ανθρώπους του Ριζορτζιμέντο σμικρύνοντας την εντύπωση και την ιδιομορφία της, προσπάθεια που δεν στράφηκε μόνο ενάντια στους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά ιδιαίτερα ενάντια στις συντηρητικές εσωτερικές δυνάμεις που ήταν αντίθετες στην ενοποίηση.
Για να γίνουν κατανοητοί οι «διαπαιδαγωγικοί» λόγοι αυτής της μορφής ιστορίας, ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση μπορεί να φανεί χρήσιμος ο παραλληλισμός με τη γαλλική κατάσταση την ίδια εποχή κατά την οποία έλαβε χώρα το Ριζορτζιμέντο. Ο Ναπολέοντας ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας των Γάλλων κι όχι της Γαλλίας, έτσι κι ο Λουδοβίκος Φίλιππος, βασιλιάς των Γάλλων. Η ονομασία έχει ένα βαθύ εθνικό-λαϊκό χαρακτήρα και δηλώνει μια καθαρή τομή με την εποχή του πατριαρχικού κράτους, δίνει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στους ανθρώπους α π’ ό,τι στην επικράτεια. Έτσι η «Μαριάννα» μπορεί να τραγουδιέται στη Γαλλία από τους πιο ένθερμους πατριώτες, ενώ στην Ιταλία το να κάνεις γελοιογραφία τη στιλιζαρισμένη φιγούρα της Ιταλίας θα σήμαινε χωρίς άλλο ότι είσαι αντιπατριώτης, όπως αντιπατριώτες ήταν οι σανφεντιστές και οι ιησουίτες πριν και μετά από το 1870.
Μία απόρροια των διάφορων «θεωριών» σχετικών με το ιταλικό Ριζορτζιμέντο είναι αυτός ο ιδιαίτερος σεχταρισμός που χαρακτηρίζει την ιταλική νοοτροπία και που εκδηλώνεται με μια κάποια μανία καταδίωξης, του να πιστεύεις ότι ποτέ δεν σε έκριναν σωστά κι ότι σε κακομεταχειρίζονται, του να πιστεύεις ότι είσαι το θύμα διεθνών συνωμοσιών, ότι έχεις ξεχωριστά ιστορικά δικαιώματα που παραγνωρίζονται και καταπατούνται κλπ. Αυτή η νοοτροπία είναι διάχυτη είτε στα δημοκρατικά ρεύματα ματσινικής καταγωγής είτε στα συντηρητικά εκείνα τα νεογουελφικής και τζομπερτικής καταγωγής και είναι συνδεδε-
118

μένη με την ιδέα μιας εθνικής «αποστολής», νεφελώδικα ευνοούμενης και μυστηριωδώς θεωρούμενης- εν πάση περιπτώσει αποκρυσταλλώνεται σε γαλλοφοβία, μια και φαίνεται πως η Γαλλία ήταν αυτή που απέσπασε από την Ιταλία τα πολιτικά πρωτοτόκια της κληρονομιάς της Ρώμης. Στην περίοδο του Ρι- ζορτζιμέντο, η πάλη ενάντια στην Αυστρία μετρίασε αυτό το συναίσθημα, αλλά σήμερα, μετά τον αφανισμό της αυστριακής Αυτοκρατορίας, αυτό πήρε τ’ απάνω του κι είναι ακόμα έντονο λόγω των ζητημάτων της Βαλκανικής, τα οποία θεωρούνται σαν μια αντανάκλαση της γαλλικής εχθρότητας.
Κατά τη διαμόρφωση του ενιαίου ιταλικού Κράτους «κληρο- δοτήθηκαν» όλες οι πολιτικές-πολιτιστικές λειτουργίες που αναπτύχτηκαν από τα επιμέρους προηγούμενα κρατίδια ή πρόκειται, απ’ αυτή την άποψη, για μια σκέτη ήττα; Δηλαδή η διεθνής θέση που ήρθε να καταλάβει το νέο Κράτος προσέλαβε τις επιμέρους ιδιαίτερες θέσεις των προηγούμενων περιφερειακών Κρατών, ή, δίπλα σ’ αυτό που κερδήθηκε, υπήρξε και κάτι που χάθηκε; Και οι απώλειες είχαν συνέπειες στα χρόνια της ενιαίας ζωής από το ’61 ως το 1914; Το ζήτημα δεν είναι μάλλον αμελητέο.
Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι άλλη ήταν η σχέση α πέναντι στη Γαλλία του Πιεμόντε μαζί με τη Σαβοΐα και άλλη της Ιταλίας χωρίς τη Σαβοΐα και τη Νίτσα- αυτό λέγεται και για την Ελβετία και για τη θέση της Γενεύης. Το ίδιο ισχύει και για το βασίλειο της Νάπολης: η επίδραση του Ναπολιτάνου στην ανατολική Μεσόγειο, οι σχέσεις με τη Ρωσία και με την Αγγλία, δεν μπορούσαν να ’ναι εκείνες της Ιταλίας. Ό ,τ ι μπορούσε να ’ναι επιτρεπτό σ’ ένα Κράτος σαν το Βουρβωνικό, ελάχιστης στρατιωτικής δυναμικότητας και σχετικά μικρό, δεν μπορούσε να ’ναι επιτρεπτό στο νέο ιταλικό Κράτος. Ωστόσο φαίνεται να είναι μεγάλη υπερβολή, αυτά τα τελευταία χρόνια, η άποψη για την επίδραση της Νάπολης στην Ανατολή και αυτό για διάφορους λόγους (για ν ’ ανακαλυφθούν ιστορικά προηγούμενα της σημερινής πολιτικής, αλλά και για ν’ αποκατασταθούν οι Βουρ- βώνοι της Νάπολης). Για το Κράτος της Εκκλησίας το ζήτημα είναι πιο πολύπλοκο. Αλλά και η ιταλική Βενετία κληρονόμησε
119

το ρόλο που είχε η αυστριακή Βενετία ή αυτός ο ρόλος πέρασε ολοκληρωτικά στην Τεργέστη; Κατά πόσο η στάση των αγγλικών κυβερνήσεων απέναντι στο πρόβλημα της ενοποίησης της Ιταλίας ήταν καθορισμένη, πέρα από το ρόλο της Αυστρίας στην Ευρώπη (ισορροπία απέναντι στη Γαλλία και τη Ρωσία) κι από τις σχέσεις μεταξύ της Νάπολης και της Ρωσίας στη Μεσόγειο; Και κατά πόσο η αντίθεση της Ρωσίας στην αποικιακή ιταλική πολιτική (ενάντια στην Αβησσυνία) καθορίστηκε από τη διαμόρφωση του νέου ιταλικού Κράτους και από την εξάρτησή του από την Αγγλία;
Το πρόβλημα της πολιτικής καθοδήγησης κατά τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη του έθνους και τον σύγχρο
νον Κράτονς στην Ιταλία.
Ό λο το πρόβλημα της διασύνδεσης μεταξύ των διαφόρων πολιτικών ρευμάτων του Ριζορτζιμέντο, δηλαδή των αμοιβαίων σχέσεών τους και των σχέσεών τους με τις ομογενείς ή υποτελείς κοινωνικές ομάδες που υπήρχαν στα διάφορα ιστορικά διαμερίσματα (ή τομείς) της εθνικής επικράτειας ανάγεται σ’ αυτό το δεδομένο του θεμελιώδους γεγονότος· οι μετριοπαθείς αντιπροσώπευαν μια σχετικά ομοιογενή κοινωνική ομάδα, γ ι’ αυτό η καθοδήγησή τους υπέστη σχετικά περιορισμένες ταλα- ντεύσεις (κι εν πάση περιπτώσει σύμφωνα με μια οργανικά προοδευτική γραμμή ανάπτυξης) ενώ το λεγόμενο Κόμμα της Δράσης δεν στηριζόταν σε καμιά ειδικά ιστορική τάξη και οι ταλαντεύσεις που υπέστη από τα καθοδηγητικά του όργανα συ- ντίθονταν σε τελευταία ανάλυση σύμφωνα με τα συμφέροντα των μετριοπαθών· ιστορικά, δηλαδή, το Κόμμα της Δράσης καθοδηγούνταν από τους μετριοπαθείς: η διαπίστωση που αποδίδεται στον Βίκτωρα Εμμανουήλ II ότι «είχε στην τσέπη» το Κόμμα της Δράσης, ή κάτι παρόμοιο είναι στην πραγματικότητα ακριβώς κι όχι μόνο λόγω των προσωπικών επαφών του Βασιλιά με τον Γκαριμπάλντι, αλλά και για το ότι το Κόμμα της Δράσης καθοδηγούνταν «έμμεσα» από τον Καβούρ και τον Βασιλιά.
120

Το μεθοδολογικό κριτήριο πάνω στο οποίο πρέπει να βασίσουμε την αρμόζουσα έρευνα είναι το εξής: ότι η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας εκδηλώνεται με δυο τρόπους, σαν «κυριαρχία» και σαν «πνευματική και ηθική» καθοδήγηση. Μια κοινωνική ομάδα κυριαρχεί των αντιπάλων ομάδων τις οποίες προσπαθεί να «διαλύσει» ή να υποτάξει ακόμα και μ’ ένοπλη δύναμη και καθοδηγεί τις συγγενείς και συμμαχικές ομάδες. Μια κοινωνική ομάδα μπορεί και μάλιστα πρέπει να είναι καθοδη- γήτρια ήδη πριν από την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας (κι αυτή είναι μία από τις κύριες συνθήκες για την ίδια την κατάληψη της εξουσίας)· κατόπιν, κατά την άσκηση της εξουσίας ακόμα κι αν την κρατά γερά στα χέρια της, γ ίνεται κυρίαρχη αλλά πρέπει να συνεχίσει να είναι και «καθοδηγήτρια». Οι μετριοπαθείς θα συνεχίσουν να καθοδηγούν το Κόμμα της Δράσης και μετά από το 1870 και το 1876· κι ο λεγόμενος «μετασχηματισμός» δεν ήταν παρά η κοινοβουλευτική έκφραση αυτής της πνευματικής, ηθικής και πολιτικής ηγεμονικής πράξης. Μπορεί μάλιστα να ειπωθεί ότι ολόκληρη η ζωή του ιταλικού κράτους από το 1848 κι έπειτα χαρακτηρίζεται από μετασχηματισμό, δηλαδή από την επεξεργασία μιας όλο και πιο πλατιάς ηγετικής τάξης στα πλαίσια που καθόρισαν οι μετριοπαθείς μετά το 1848 και την κατάρρευση των νεογουελφικών και φεντε- ραλιστικών ουτοπιών, με τη βαθμιαία αλλά συνεχή απορρόφηση που επιτεύχθηκε με μεθόδους διαφορετικές ως προς την α- ποτελεσματικότητά τους, των δραστήριων στοιχείων που βγήκαν από τις σύμμαχες ομάδες, αλλά και από τις αντιμαχόμενες οι οποίες φαίνονταν σαν άσπονδα εχθρικές. Μ’ αυτή την έννοια η πολιτική καθοδήγηση έγινε μια όψη της λειτουργίας της κυριαρχίας, στο βαθμό που η απορρόφηση των élites από τις εχθρικές δυνάμεις οδήγησε στον αποκεφαλισμό και στον αφανι- σμό τους συχνά για μια πολύ μακριά περίοδο. Από την πολιτική των μετριοπαθών φαίνεται ξεκάθαρα τι μπορεί και τι πρέπει να είναι μια ηγεμονική δραστηριότητα πριν ακόμα από τον ερχομό στην εξουσία κι ότι δε χρειάζεται να παίρνει κανείς υπ’ όψη του μονάχα την υλική δύναμη που δίνει η εξουσία προκει- μένου ν’ ασκήσει μιαν αποτελεσματική καθοδήγηση: η έξοχη ακριβώς λύση αυτών των προβλημάτων κατέστησε εφικτό το
121

Ριζορτζιμέντο μέσα στις μορφές και στα όρια που αυτό πραγ- ματοποιήθηκε, χωρίς «τρόμο», σαν «επανάσταση χωρίς επανάσταση», ή σαν «παθητική επανάσταση» για να μεταχειριστούμε μια έκφραση του Κουόκο με μια έννοια κάπως διαφορετική από εκείνη που ο Κουόκο ήθελε να της δώσει.
Με ποιες μορφές και με ποια μέσα θα καταφέρουν σι μετριοπαθείς να σταθεροποιήσουν το apparatus (τον μηχανισμό) της πνευματικής, ηθικής και πολιτικής τους ηγεμονίας; Με μορφές και μέσα που μπορούν ν’ αποκληθούν «φιλελεύθερα», δηλαδή μέσω της ατομικής, «μοριακής», «ιδιωτικής» πρωτοβουλίας (δηλαδή όχι μέσα από ένα επεξεργασμένο και συγκροτημένο κομματικό πρόγραμμα ανάλογο του επιπέδου που προηγείται της πρακτικής και οργανωμένης δράσης). Εξάλλου, αυτό ήταν «φυσιολογικό», δοσμένης της δομής και του ρόλου των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούνταν από τους μετριοπαθείς, σι οποίοι ήσαν η καθοδήγησή τους, οι διανοούμενοι δηλαδή - οργανικά εννοούμενοι.
Για το Κόμμα της Δράσης το πρόβλημα έμπαινε με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικά οργανωτικά συστήματα έπρεπε να είχαν χρησιμοποιηθεί. Οι μετριοπαθείς ήταν διανοούμενοι ήδη «συρρικνωμένοι» φυσικά από την οργανικότητα των σχέσεών τους με τις κοινωνικές ομάδες, των οποίων ήσαν εκφραστές (στο πρόσωπο πολλών απ’ αυτούς ταυτιζόταν ο εκπρόσωπος με τον εκπροσωπούμενο, δηλαδή οι μετριοπαθείς ήσαν μια πραγματική πρωτοπορία, λειτουργώντας οργανικά στις ανώτερες τάξεις, αφού και οι ίδιοι ανήκαν στις ανώτερες τάξεις όσον αφορά στο οικονομικό επίπεδο: ήταν διανοούμενοι και πολιτικοί οργανωτές και συγχρόνως κεφαλές επιχειρήσεων, μεγάλοι αγροκαλλιεργητές ή διαχειριστές μεγάλων κτημάτων, εμπορικοί και βιομηχανικοί επιχειρηματίες, κλπ). Δοσμένης αυτής της συρρίκνωσης ή της οργανικής συγκεντροποίησης, οι μετριοπαθείς εξασκούσαν μιαν ισχυρή έλξη, «αυθόρμητα», σ’ όλους τους διανοούμενους κάθε επιπέδου που υπήρχαν στην χερσόνησο σε «διάχυτη», «μοριακή» κατάσταση, λόγω της αναγκαιότητας - στοιχειωδώς, έστω, ικανοποιούμενης - εκπαίδευσης και διοίκησης. Ας τονιστεί σ’ αυτό το σημείο η μεθοδολογική σταθερότητα ενός κριτηρίου ιστορικοπολιτικής έρευνας: δεν υπάρχει μια
122

ανεξάρτητη τάξη των διανοουμένων, αλλά, κάθε κοινωνική ομάδα έχει ένα δικό της - ή τείνει να το διαμορφώσει - στρώμα διανοουμένων· ωστόσο, οι διανοούμενοι της ιστορικά (ή στην πραγματικότητα) προοδευτικής τάξης, στις δοσμένες συνθήκες, ασκούν μια τόσο μεγάλη ελκτική δύναμη που καταλήγουν σε τελευταία ανάλυση, να υποτάξουν τους διανοούμενους των άλλων κοινωνικών ομάδων οπότε και να δημιουργήσουν ένα σύστημα αλληλεγγύης ανάμεσα σ’ όλους τους διανοούμενους με δεσμούς ψυχολογικού είδους (ματαιοδοξία, κλπ) και συχνά κά- στας (τεχνικο-νομικούς, συντεχνιακούς κλπ). Αυτό το γεγονός επαληθεύεται «αυθόρμητα» στις ιστορικές περιόδους κατά τις οποίες η δοσμένη κοινωνική ομάδα είναι πραγματικά προοδευτική συντείνει δηλαδή στην αληθινή πρόοδο ολόκληρης της κοινωνίας, ικανοποιώντας όχι μόνο τις δικές της υπαρξιακές ανάγκες, αλλά διευρύνοντας συνεχώς τα πλαίσιά της μέσα από τη συνεχή κατάκτηση νέων σφαιρών οικονομικο-παραγωγικής δραστηριότητας. Μόλις η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα εξαντλήσει τα περιθώρια λειτουργίας της, το ιδεολογικό μπλοκ τραβάει για τη συντριβή του, οπότε ο «αυθορμητισμός» μπορεί ν’ αντι- κατασταθεί από τον «καταναγκασμό» σε μορφές όλο και λιγότε- ρο καλυμμένες κι έμμεσες, μέχρι τα αληθινά και χαρακτηριστικά αστυνομικά μέτρα και μέχρι τα πραξικοπήματα.
Το Κόμμα της Δράσης όχι μόνο δεν μπορούσε να έχει - δοσμένης της φύσης του - μια παρόμοια ελκτική δύναμη, αλλά κι ελκόταν κι επηρεαζόταν αυτό το ίδιο είτε λόγω της ατμόσφαιρας απειλής (πανικός ενός ’93 όλο τρομοκρατία, ενισχυμένος από τα γαλλικά γεγονότα του ’48-’49) που το κατέστησε διατακτικό ως προς το να δεχτεί στο πρόγραμμά του ορισμένες λαϊκές διεκδικήσεις (π.χ. την αγροτική μεταρρύθμιση) είτε επειδή μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητές του (Γκαριμπάλ- ντι) ήταν - έστω και κατά διαλείμματα (με ταλαντεύσεις) - σε προσωπική σχέση υποταγής ως προς τους ηγέτες των μετριοπαθών. Επειδή το Κόμμα της Δράσης είχε μετατραπεί σε μιαν αυτόνομη δύναμη και, σε τελευταία ανάλυση, κατάφερε τουλάχιστο να προσδώσει στο κίνημα του Ριζορτζιμέντο ένα χαρακτήρα περισσότερο εμφανώς λαϊκό και δημοκρατικό (περισσότερο σ’ αυτό δεν μπορούσε ίσως να προσθέσει, δοσμένων των
123

θεμελιακών όρων του ίδιου του κινήματος), έπρεπε ν’ αντιτάξει στην «εμπειρική» δραστηριότητα των μετριοπαθών (που ήταν τρόπος του λέγειν εμπειρική, αφού αντιστοιχούσε τέλεια προς τον στόχο) ένα οργανικό κυβερνητικό πρόγραμμα που ν’ αντανακλά τις βασικές διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών και πρώτα πρώτα των αγροτών: στην «αυθόρμητη» έλξη που ασκούνταν από τους μετριοπαθείς θα ’πρεπε ν’ αντιπαραθέσει μιαν αντίσταση και μιαν αντεπίθεση «οργανωμένες» σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο.
Σαν τυπικό παράδειγμα της αυθόρμητης έλξης των μετριοπαθών ας θυμηθούμε τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη του «Καθολικού Φιλελεύθερου» κινήματος, το οποίο τόσο πολύ εντυπώσιασε το Παπάτο και εν μέρει κατόρθωσε να το παραλύσει, διαφθείροντάς το, προτρέποντας σε πρώτο στάδιο πολύ προς τ’ αριστερά - με τις φιλελευθερίζουσες εκδηλώσεις του Πίου IX - και ύστερα εξωθώντας το σε μια δεξιότερη θέση από 'κείνη που θα μπορούσε να καταλάβει και ορίζοντάς του αποφασιστικά την απομόνωση στη χερσόνησο και στην Ευρώπη. Το Παπάτο απέδειξε με τον καιρό ότι είχε μάθει το μάθημα κι ότι ήξερε τον τελευταίο καιρό να κάνει λαμπρούς χειρισμούς: ο μοντερνισμός αρχικά και ο λαϊκισμός αργότερα ήταν κινήματα παρόμοια μ’ εκείνο το Καθολικό φιλελεύθερο κίνημα του Ριζορτζιμέντο, ο- φειλόμενα ως επί το πλείστον στην αυθόρμητη ελκτική δύναμη που ασκούσε ο σύγχρονος ιστορικισμός των λαϊκών διανοουμένων των ανωτέρων τάξεων από τη μια μεριά κι από την άλλη στην εφαρμογή του κινήματος της φιλοσοφίας της πράξης. Το Παπάτο έπληξε τον μοντερνισμό σαν προσπάθεια για την μεταρρύθμιση της Εκκλησίας και της Καθολικής θρησκείας, ανέπτυξε ωστόσο τον λαϊκισμό- δηλαδή την οικονομικο-κοινωνική βάση του μοντερνισμού και σήμερα με τον Πίο XI τον κάνει μοχλό της παγκόσμιας πολιτικής του.
Αντίθετα απ’ το Κόμμα της Δράσης, έλειπε, χωρίς άλλο, ένα συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα. Αυτό, στην ουσία, υπήρξε πάντα, πάνω απ’ όλα, ένας οργανισμός αγκιτάτσιας και προπαγάνδας στην υπηρεσία των μετριοπαθών. Ο ι εσωτερικές διαφωνίες και συγκρούσεις του Κόμματος της Δράσης, οι φοβερές ύβρεις που προκάλεσε ο Ματσίνι ενάντια στο πρόσωπό
124

του και τη δραστηριότητά του εκ μέρους των πιο ρωμαλέων ανθρώπων της δράσης (Γκαριμπάλντι, Φελίτσε Ορσίνι, κλπ.), προσδιορίζονταν από την έλλειψη μιας σταθερής πολιτικής κατεύθυνσης. Οι εσωτερικές πολιτικές υπήρξαν κατά μεγάλο μέρος τόσο αφηρημένες όσο αφηρημένο ήταν το κήρυγμα του Μα- τσίνι, απ’ αυτές, όμως, θα μπορούσαν να εξαχθούν χρήσιμες ιστορικές ενδείξεις (και ισχύουν για όλα τα κείμενα του Πισα- κάνε, ο οποίος, κατά τ’ άλλα, έκανε ανεπανόρθωτα πολιτικά και στρατιωτικά λάθη, όπως η εναντίωση προς τη στρατιωτική δικτατορία του Γκαριμπάλντι στην Ρωμαϊκή Δημοκρατία). Το Κόμμα της Δράσης ήταν διαποτισμένο από τη ρητορική παράδοση της ιταλικής φιλολογίας: συνέχεε την υπάρχουσα στη χερσόνησο πολιτιστική ενότητα - περιορισμένη ωστόσο σ’ ένα ολιγάριθμο στρώμα του πληθυσμού και μολυσμένη από τον κοσμοπολιτισμό του Βατικανού - με την πολιτική κι εδαφική ενότητα των πλατιών λαϊκών μαζών που ήσαν ξένες προς εκείνη την πολιτιστική παράδοση κι αδιαφορούσαν γ ι’ αυτήν αφού δεν ήξεραν καν την ύπαρξή της. Μπορούμε να συγκρίνουμε τους Γιακωβίνους με το Κόμμα της Δράσης. Οι Γιακωβίνοι πάλεψαν σθεναρά για να εξασφαλίσουν σύνδεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου και ο αγώνας τους απέβη νικηφόρος. Η ήττα τους σαν κόμμα συγκεκριμένο οφειλόταν στο γεγονός ότι ως ένα ορισμένο σημείο συγκρούστηκαν με τις ανάγκες των εργατών του Παρισιού, αλλ’ αυτοί (οι γ ιακωβίνοι σ.τ.μ.) βρήκαν στην πραγματικότητα τη συνέχειά τους σ’ άλλη μορφή, στον Ναπολέοντα και σήμερα, εξαιρετικά αξιολύπητα, στους ριζοσπάστες σοσιαλιστές τον Εριό και Νταλαντιέ1.
Στη γαλλική πολιτική φιλολογία η αναγκαιότητα της σύνδε
1. Το κόμμα των ριζοσπαστών-σοσιαλιστών υπήρξε ο πιο σημαντικός πολιτικός σχηματισμός την περίοδο ανάμεσα στους δύο πολέμους στη Γαλλία. Ο Εριό (1872-1957) και ο Νταλαντιέ (1884-1975) ήταν στην ηγεσία του κόμματος με μεγάλο κύρος και αρκετές φορές αναδείχθηκαν πρωθυπουργοί. Ο Εριό με πολύ προχωρημένες θέσεις κατάφερε, το 1936 με τον Λέον Μπλουμ από τους σοσιαλιστές και τον Μωρίς Τορέζ από τους κομμουνιστές, να συγκροτήσει το λαϊκό μέτωπο.
125

σης της πόλης (Παρίσι) με την επαρχία υπήρξε ανέκαθεν πολύ επιθυμητή κι έντονα εκδηλούμενη, αρκεί να υπενθυμίσουμε τη σειρά των μυθιστορημάτων του Ευγένιου Συ, που είναι πολύ διαδεδομένα ακόμα και στην Ιταλία (ο Φογκατσάρο στον Μικρό Α ρχαίο Κόσμο δείχνει πώς ο Φράνκο Μαϊρόνι άρπαξε παράνομα από την Ελβετία τα τεύχη των Μυστηρίων του Λαού, τα οποία κάηκαν από χέρι δήμιου σε μερικές ευρωπαϊκές πόλεις, π.χ. στη Βιέννη) και που επιμένουν ιδιαίτερα σταθερά στην αναγκαιότητα του να κατακτηθούν οι χωρικοί και να συνδεθούν με το Παρίσι’ και ο Συ υπήρξε ο λαϊκός μυθιστοριογρά- φος της γιακωβίνικης πολιτικής παράδοσης κι ένα «παλαίτυπο» του Εριό και του Νταλαντιέ από πολλές απόψεις (ναπολεόντειος θρύλος, αντικληρισμός και αντιησουιτισμός, μικροαστικός ρεφορμισμός, σωφρονιστικές θεωρίες, κλπ).
Είναι αλήθεια ότι το Κόμμα της Δράσης υπήρξε ανέκαθεν εννοείται, αντιγαλλικό λόγω της Ματσινιακής ιδεολογίας (6λ. στην «Critica», έτος 1929, σελ. 223 κ.ε., το δοκίμιο του Ομοντέο για τον Γάλλο Πριμάτο και την ιταλική πρωτοβουλία) είχε ωστόσο την παράδοση στην ιστορία της χερσονήσου για ν’ ανατρέχει και να επανασυνδέεται μ’ αυτήν. Η ιστορία των Κοινοτήτων είναι πλούσια από σχετικές εμπειρίες: η νιόβγαλτη αστική τάξη αναζητεί συμμάχους ανάμεσα στους χωρικούς ενάντια στην Αυτοκρατορία κι ενάντια στον τοπικό φεουδαρχισμό (το ζήτημα, είναι αλήθεια, περιπλέκεται από την πάλη μεταξύ α στών κι ευγενών, μ’ αφορμή τον ανταγωνισμό τους για εργατικά χέρια σε συμφέρουσα τιμή' οι αστοί χρειάζονται πληθώρα εργατικών χεριών και αυτά μπορούσαν να δοθούν μονάχα από τις αγροτικές μάζες - οι ευγενείς όμως θέλουν τους χωρικούς δεμένους με τη γη■ φυγή, λοιπόν, των χωρικών στην πόλη όπου οι ευγενείς δεν μπορούσαν να τους πιάσουν. Εν πάση περιπτώ- σει, ακόμα και υπό διαφορετικές συνθήκες, φαίνεται, κατά την ανάπτυξη του κοινοτικού πολιτισμού, η λειτουργία της πόλης σαν διοικητικό στοιχείο, της πόλης που βαθαίνει τις εσωτερικές συγκρούσεις της επαρχίας και αυτό της χρησιμεύει σαν πολι- τικο-στρατιωτικό όργανο για να καταπολεμήσει το φεουδαρχι- σμό). Αλλά ο πιο κλασικός δάσκαλος της τέχνης της πολιτικής για τις κυρίαρχες ιταλικές ομάδες, ο Μακιαβέλι, είχε και αυτός
126

θέσει το πρόβλημα, με τους όρους φυσικά και τις προκαταλήψεις της εποχής του- στα πολιτικο-στρατιωτικά κείμενα του Μακιαβέλι διακρίνεται αρκετά καθαρά η αναγκαιότητα οργανικής υποταγής των λαϊκών μαζών στις άρχουσες τάξεις προκει- μένου να δημιουργηθεί μια εθνική αστυνομία ικανή να εξαλείψει τις τυχοδιωκτικές ομάδες. Μ’ αυτή τη γνώμη του Μακιαβέλι πρέπει ίσως να συμφωνεί ο Κάρλο Πισακάνε, για τον οποίο το πρόβλημα της ικανοποίησης των λαϊκών διεκδικήσεων (αφού θα έχουν υποκινηθεί μέσω της προπαγάνδας) αντιμετωπίζεται προφανώς από στρατιωτική άποψη. Αναφορικά με τον Πισα- κάνε, χρειάζονται ανάλυση μερικές αντινομίες της αντίληψής του: ο Πισακάνε, ευγενής από τη Νάπολη, κατάφερε να κυριευ- θεί από μια σειρά πολιτικο-στρατιωτικών αντιλήψεων που είχαν πέραση λόγω των πολεμικών εμπειριών της γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, οι οποίες μεταφυτεύτηκαν στη Νάπολη κατά τις περιόδους Βασιλείας του Τζουζέπε Μπονα- πάρτε και του Τζοακίνο Μουράτ, ιδιαίτερα, όμως, λόγω της άμεσης εμπειρίας των ναπολιτάνων αξιωματικών που είχαν πολεμήσει με τον Ναπολέοντα. (Στο μνημόνιο του Καντόρνα, που έγινε από τον Μ.Μισιρόλι στη «Nuova Antologia» (1η Μαρτίου 1929) τονίζεται η σπουδαιότητα που είχε μια τέτοια εμπειρία και η ναπολιτάνικη στρατιωτική παράδοση, μέσω του Πιανέλ, π.χ., όσον αφορά στην αναδιοργάνωση του ιταλικού στρατού μετά το 1870). Ο Πισακάνε κατανόησε ότι χωρίς μια δημοκρατική πολιτική δεν μπορούν να υπάρχουν εθνικοί στρατοί με υποχρεωτική στρατολογία, είναι όμως ανεξήγητη η αποστροφή του για τη στρατηγική του Γκαλιμπάλντι και η δυσπιστία του προς αυτόν έχει απέναντι στον Γκαριμπάλντι την ίδια υποτιμητική στάση που είχαν τα Μεγάλα Κράτη του παλιού καθεστώτος απέναντι στον Ναπολέοντα.
Η προσωπικότητα που πρέπει να ερευνηθεί περισσότερο σχετικά μ’ αυτά τα προβλήματα του Ριζορτζιμέντο είναι ο Τζουζέπε Φεράρι, όχι όμως τόσο στα μεγάλα λεγάμενα έργα του, αληθινά μπερδεμένα και ασαφή σχεδιάσματα, όσο στα πρόχειρα φυλλάδια και στην αλληλογραφία. Ο Φεράρι, λοιπόν, ήταν ως επί το πλείστον, εκτός της συγκεκριμένης ιταλικής πραγματικότητας: είχε πολύ γαλλοποιηθεί. Συχνά οι κρίσεις του δείχνουν
127

πιο οξείες απ’ όσο πραγματικά είναι, γιατί προσάρμοζε στην Ιταλία σχήματα γαλλικά, τα οποία αντιπροσώπευαν πολύ πιο εξελιγμένες καταστάσεις από ’κείνες της Ιταλίας. Μπορούμε να πούμε ότι ο Φεράρι βρισκόταν, αναφορικά με την Ιταλία, στη θέση ενός «μεταγενέστερου» κι ότι η δική του ήταν, με μια ορισμένη έννοια, «μια κρίση ξέροντας το αποτέλεσμα». Ο πολιτικός, αντίθετα, έπρεπε να είναι ένας αποτελεσματικός και πραγματικός εκτελεστής· ο Φεράρι δεν έβλεπε ότι μεταξύ της ιταλικής και γαλλικής κατάστασης έλειπε ένας ενδιάμεσος κρίκος κι ότι αυτός ακριβώς ο κρίκος έπρεπε να συνδεθεί για να περάσει κανείς στον επόμενο. Ο Φεράρι δεν ήξερε να «μεταφράζει» από γαλλικά σε ιταλικά κι έτσι η ίδια του η «οξυδέρκεια» έγινε στοιχείο σύγχυσης, προκάλεσε καινούριες αιρέσεις και μικροσχο- λές, δεν σημάδεψε όμως το πραγματικό κίνημα.
Αν εξετάσουμε το πρόβλημα σε βάθος, γίνεται φανερό ότι, από πολλές απόψεις, η διαφορά μεταξύ πολλών ανθρώπων του Κόμματος της Δράσης και των μετριοπαθών αφορούσε περισσότερο το «ταμπεραμέντο» παρά τον οργανικά πολιτικό χαρακτήρα. Ο όρος «γιακωβίνος» έφτασε να προσλάβει δύο σημασίες: μία είναι η αντίστοιχη, χαρακτηριζόμενη ιστορικά, ενός ορισμένου κόμματος της γαλλικής Επανάστασης, που συνέλαβε την εξελικτική πορεία της ζωής στη Γαλλία μ’ ένα ορισμένο τρόπο, μ’ ένα ορισμένο πρόγραμμα, πάνω σε μια βάση ορισμένων κοινωνικών δυνάμεων και που έκφρασε την κομματική και κυβερνητική του δράση με μια ορισμένη μέθοδο, η οποία χαρακτηριζόταν από μια υπερβολική ενεργητικότητα, αποφασιστικότητα και θάρρος, που εξαρτιόταν από τη φανατική πίστη στις αρετές και αυτού του προγράμματος και αυτής της μεθόδου. Στην γλώσσα της πολιτικής οι δύο όψεις του γιακωβινισμού διαχωρίστηκαν και αποκλήθηκε «γιακωβίνος» ο ενεργητικός, θαρραλέος και φανατικός πολιτικός άνδρας, γιατί είναι με φανατισμό πεπεισμένος για τις θαυματουργές αρετές των ιδεών του όποιες κι αν ήταν: σ’ αυτή την ερμηνεία κυριαρχούν τα καταστρεπτικά στοιχεία, που προκαλούνται από το μίσος ενάντια στους αντιπάλους και στους εχθρούς, περισσότερο από τα εποικοδομητικά στοιχεία, που προέρχονται από την ιδιοποίηση των διεκδικήσεων των λαϊκών μαζών· το σεχταρκττικό στοιχείο,
128

της μυστικής συνέλευσης, της μικρής ομάδας, του αχαλίνωτου ατομικισμού, περισσότερο από το εθνικό πολιτικό στοιχείο. 'Οταν λοιπόν, διαβάζει κανείς ότι ο Κρίσπι1 υπήρξε ένας για- κωβίνος, μ’ αυτή την υποδεέστερη σημασία θα πρέπει να εννοήσουμε τη διαπίστωση. Με το πρόγραμμά του ο Κρίσπι ήταν ένας γνήσιος κι απλός μετριοπαθής. Η πιο ευγενής γιακω- βίνικη «έμμονη ιδέα» του ήταν η πολιτική κι εδαφική ενότητα της χώρας. Αυτή η αρχή υπήρξε ανέκαθεν η πυξίδα προσανατολισμού του, όχι μόνο κατά την περίοδο του Ριζορτζιμέντο, με τη στενή έννοια, αλλά και στην περίοδο που επακολούθησε, σχετικά με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Ά νθρωπος εξαιρετικά παθιασμένος, μισούσε τους μετριοπαθείς σαν άτομα: έβλεπε στους μετριοπαθείς τους ανθρώπους της τελευταίας ώρας, τους ήρωες της έκτης ημέρας, ανθρώπους που θα ’χαν συνθηκολογήσει με τα παλιά καθεστώτα αν γίνονταν συνταγματικά, άνθρωποι, σαν τους μετριοπαθείς της Τοσκάνης, που θα γραπώνονταν από τον χιτώνα του Αρχιδούκα για να μην τους ξεφυγει- δεν είχε και μεγάλη εμπιστοσύνη σε μια ενότητα φτιαγμένη από μη ενωτικούς. Γι’ αυτό το λόγο προσδένε- ται στη μοναρχία, την οποία θεωρεί αποφασιστικά ενωτική για λόγους δυναστικούς κι αγκαλιάζει την αρχή της ηγεμονίας του Πιεμόντε με μια ενεργητικότητα και μια παραφορά που δεν είχαν οι ίδιοι οι πιεμοντέζοι πολιτικοί. Ο Καβούρ είχε δηλώσει ότι δε θα χρησιμοποιήσει στο Νότο καθεστώτα πολιορκίας: ο Κρίσπι, αντίθετα, σταθεροποιεί αμέσως το καθεστώς πολιορκίας και τα στρατοδικεία στη Σικελία μέσω του κινήμα
1. Φ.Κρίσπι (1818-1901): Σικελός, από οικογένεια εμπόρων, αλβανικής καταγωγής συμμετείχε στην σικελική επανάσταση του 1848-49 και εγκαταλείποντας αρκετά σύντομα τις αυτονομιστικές του θέσεις προσχώρησε στην ενωτική υπόθεση. Ή ταν από τους οργανωτές της αποστολής των Χιλίων και από τότε αποδέχθηκε με μεγάλη πίστη την λύση στην κατεύθυνση της μοναρχίας για το Ριζορτζιμέντο, όπου διέκρινε μια εγγύηση για την ένωση της Ιταλίας. Υπήρξε υπουργός εσωτερικών του Ντεπρέτις που τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία μετά τον θάνατό του, από το 1887 έως το 1891 και από το 1893 έως το 18%.
129

τος των Φάσι1, κατηγορεί τους ηγέτες των Φάσι πως συνωμοτούν με την Αγγλία προκειμένου ν’ αποσπαστεί η Σικελία (ψευτοσύμφωνο του Μπισακουίνο). Συνδέεται στενά με τους μεγα- λοκτηματίες της Σικελίας, γιατί είναι το πιο ενωτικό στρώμα από τον φόβο των αγροτικών διεκδικήσεων, την ίδια εποχή που γενικά η πολιτική τείνει προς την ενίσχυση της εκβιομηχάνισης στο Βορρά με τον πόλεμο των τιμών ενάντια στη Γαλλία και με τον τελωνειακό προστατευτισμό: ο Κρίσπι δε διστάζει να ρίξει το Νότο και τα νησιά σε μια φοβερή εμπορική κρίση για να ενισχύσει τη βιομηχανία που μπορούσε να δώσει στη χώρα μια πραγματική ανεξαρτησία και που θα διεύρυνε τα πλαίσια της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας· πρόκειται για την πολιτική της κατασκευής κατασκευαστή. Η κυβέρνηση της Δεξιάς από το ’61 μέχρι το ’76 είχε δειλά δημιουργήσει μονάχα τις γενικές εξωτερικές συνθήκες για την οικονομική ανάπτυξη: συστηματοποίη- ση του κυβερνητικού μηχανισμού, δρόμους, σιδηροδρόμους, τηλέγραφους κι έφερε σε ισορροπία το δημόσιο ταμείο, το χρεωμένο λόγω των πολέμων του Ριζορτζιμέντο. Η Αριστερά προσπάθησε να επουλώσει το μίσος που είχε εγερθεί ανάμεσα στο λαό λόγω της μονόπλευρης φορολογίας της Δεξιάς, δεν κα- τάφερε όμως παρά το να γίνει μια βαλβίδα ασφαλείας: συνέχισε την πολιτική της Δεξιάς μ’ ανθρώπους και φρασεολογία της Αριστεράς. Ο Κρίσπι αντίθετα έδωσε μια πραγματική ώθηση στη νέα ιταλική κοινωνία, υπήρξε ο αντιπροσωπευτικός άντρας της νέας αστικής τάξης. Η μορφή του χαρακτηρίζεται ωστόσο από δυσαναλογία έργων και λόγων, καταπιέσεων και αντικειμένου καταπίεσης, εργαλείου και ισχυρού χτυπήματος- διηύθυ- νε μια σκουριασμένη κολουμπρίνα σαν να ήταν ένα τμήμα σύγχρονου πυροβολικού. Η αποικιακή πολιτική του Κρίσπι είναι επίσης συνδεδεμένη με την έμμονη ιδέα του για ένωση (της Ιταλίας, σ.τ.μ.) και ως προς αυτό ήξερε να καταλαβαίνει την πολιτική αφέλεια του Νότου- ο χωρικός του Νότου ήθελε γη και ο Κρίσπι που δεν ήθελε (ή δεν μπορούσε) να τους τη δώσει μέσα
1. Fasci: Εργατικές οργανώσεις στη Σικελία στο τέλος του περασμένου αιώνα.
130

στην ίδια την Ιταλία, που δεν ήθελε να κάνει «οικονομικό για- κωβινισμό», απέβλεψε στο δέλεαρ της εκμετάλλευσης της αποικιακής γης. Ο ιμπεριαλισμός του Κρίσπι ήταν ένας παθιασμένος ιμπεριαλισμός, ρητορικός, χωρίς καμιά οικονομικο-χρημα- τιστική βάση. Η καπιταλιστική Ευρώπη, πλούσια σε μέσα και έχοντας φτάσει σε σημείο τέτοιο όπου το ποσοστό κέρδους άρχιζε να δείχνει πτωτική τάση, είχε ανάγκη να διευρύνει την ακτίνα επέκτασης των κερδοφόρων επενδύσεών της· έτσι δη- μιουργήθηκαν μετά το 1890 οι μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες. Η Ιταλία, όμως, ανώριμη ακόμα, όχι μόνο δε διέθετε κεφάλαια προς εξαγωγή, αλλά έπρεπε κιόλας να προσφύγει στο εξωτερικό κεφάλαιο γ ι’ αυτές τις στενά δικές της ανάγκες. Έ λειπε λοιπόν, μια πραγματική ώθηση στον ιταλικό ιμπεριαλισμό και αυτήν αντικατέστησε το λαϊκό πάθος των αγροτών, τυφλά δεμένοι καθώς ήταν με την ιδιοκτησία της γης: επρόκειτο για μια αναγκαιότητα εσωτερικής πολιτικής που έπρεπε να διευθετηθεί, αναβάλλοντας τη λύση της επ’ αόριστο. Γι’ αυτό το λόγο η πολιτική του Κρίσπι βρήκε ενάντιους και τους ίδιους τους καπιταλιστές (του Βορρά) οι οποίοι θα προτιμούσαν να έβλεπαν να χρησιμοποιούνται στην Ιταλία τα τεράστια ποσά που ξοδεύονταν στην Αφρική· αλλά ο Κρίσπι ήταν δημοφιλής στο Νότο, γιατί είχε επινοήσει τον «μύθο» της εύκολης γης.
Ο Κρίσπι άφησε μια έντονη σφραγίδα σε μια μεγάλη ομάδα σικελών διανοουμένων (ειδικά, γιατί είχε επηρεάσει όλους τους ιταλούς διανοούμενους, δημιουργώντας τα πρώτα κύτταρα ενός εθνικού σοσιαλισμού που έμελλε ν’ αναπτυχτεί αργότερα ραγδαία)- δημιούργησε εκείνον το φανατισμό για την ενοποίηση της Ιταλίας, ο οποίος καθόρισε μια μόνιμη ατμόσφαιρα υποψίας ενάντια σ’ ό,τι μπορούσε να μοιάζει με σεπαρατισμό. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε (φυσικώ τω λόγω), ώστε, στα 1920, οι σικελοί μεγαλοκτηματίες να ενωθούν στο Παλέρμο και ν’ απαγγείλουν ένα ultimatum με τα όλα του ενάντια στην κυβέρνηση «της Ρώμης», επισείοντος την απειλή απόσπασης, όπως δεν εμπόδισε και τους ομοίους αυτών των μεγαλοκτηματιών να συ- νεχίσουν να διατηρούν την ισπανική υπηκοότητα και να προκα- λούν την διπλωματική παρέμβαση της κυβέρνησης της Μαδρίτης (περίπτωση του δούκα της Μπινόβα στα 1919) προκειμένου
131

να υπερασπίσει τα απειλούμενα, από την αγκιτάτσια των πρώην αγωνιζόμενων χωρικών, συμφέροντά τους. Η στάση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων του Νότου από το ’19 μέχρι το ’26 εξυπηρετεί στο να φέρει στο φως και ν’ αποκαλύψει μερικές αδυναμίες της κατεχόμενης από την έμμονη ιδέα της ενοποίησης κατεύθυνση του Κρίσπι και να καταδείξει κάποιες επανορθώσεις που επέφερε ο Τζολίτι: λίγες στην πραγματικότητα, μια κι ο Τζολίτι παρέμεινε πιστός ουσιαστικά στα ίχνη του Κρίσπι· ο Τζολίτι αντικατέστησε το γιακωβίνικο ταμπεραμέντο του Κρίσπι με τη φιλοπονία και τη συνέχιση της γραφειοκρατίας· διατήρησε το «δέλεαρ της γης» στην αποικιακή πολιτική, στήριξε όμως αυτή την πολιτική με μια στρατιωτική «αμυντική» αντίληψη και υπό τον όρο ότι έπρεπε να δημιουργήσει τις συνθήκες για την ελεύθερη επέκταση στο μέλλον. Το επεισόδιο του ultimatum των σικελών μεγαλοκτηματιών του 1920 δεν είναι μεμονωμένο και θα μπορούσε να ερμηνευτεί διαφορετικά, με το προηγούμενο επεισόδιο των ανωτέρων τάξεων της Λομβαρδίας, που σε κάποια ευκαιρία απείλησαν να επανασυγκροτή- σουν «από μόνες τους» το παλιό δουκάτο του Μιλάνου (πολιτική στιγμιαίου εκβιασμού ενάντια στην κυβέρνηση), αν δε βρισκόταν μια αξιόπιστη ερμηνεία για τη σειρά άρθρων που είχε δημοσιεύσει το «Mattino» του 1919 ως και για την εκπαραθύρωση των αδελφών Σκαρφόλιο1, που θα ’ταν αφελές να κρατηθούν εντελώς αστήρικτα, δηλαδή μη συνδεδεμένα κατά κάποιο τρόπο με την επικρατούσα κοινή γνώμη και με τις ψυχικές διαθέσεις που παρέμεναν υπόγειες, λανθάνουσες, εν δυνάμει λόγω της απειλητικής ατμόσφαιρας της δημιουργημένης από την έμμονη ιδέα της ενοποίησης. Το «Mattino» δυο φορές καταπιάστηκε με την υποστήριξη αυτής της θέσης: ότι ο Νότος αποτελούσε ήδη μέρος του ιταλικού Κράτους σε μια βάση συμβολαίου, το αλ- μπερτιανό θεσμικό πλαίσιο, αλλά ότι (σιωπηρά) συνεχίζει να
1. Οι αδελφοί Σκαρφόλιο αφού διώχτηκαν από την συντακτική επιτροπή του «Μβΐϋηο» της Νάπολης το 1926, αναγκάστηκαν από το φασιστικό καθεστώς δύο χρόνια αργότερα να πουλήσουν όλες τις μετοχές της εφημερίδας.
132

διατηρεί μια πραγματική προσωπικότητα, ντε φάκτο κι έχει το δικαίωμα ν ’ αποχωρήσει από την ενωτική κρατική σύνδεση αν η βάση συμβολαίου, κατά κάποιο τρόπο, υποβαθμιζόταν, αν δηλαδή άλλαζε το σύνταγμα του ’48. Αυτή η θέση μεταστράφηκε στα Ί 9 - ’20 ενάντια σε μια τροποποίηση του συντάγματος κατά μια ορισμένη έννοια και ξαναβγήκε στην επιφάνεια στα ’24-’25 ενάντια σε μια τροποποίηση, κάτω από άλλη έννοια. Είναι αναγκαίο να καταδειχτεί η σπουδαιότητα που είχε το «Mattino» στο Νότο (ήταν άλλωστε η πιο διαδεδομένη εφημερίδα)' το «Mattino» υποστήριζε ανέκαθεν τον Κρίσπι, τον επεκτατισμό, δίνοντας τον τόνο στην ιδεολογία του Νότου, που την είχε δημιουργήσει η δίψα για γη και τα βάσανα της μετανάστευσης, συνηγορώντας υπέρ κάθε πλανερής μορφής αποικιοκρατίας του πληθυσμού. Σχετικά με το «Mattino» ας υπενθυμίσουμε εξάλλου: 1) τη βιαιότατη καμπάνια ενάντια στο Βορρά απ’ αφορμή την απόπειρα χειραγώγησης εκ μέρους των λομβαρδών υφαντουργών μερικών βιομηχανιών βάμβακος στο Νότο, φτάνο- ντας σε σημείο να πρόκειται να μεταφερθούν οι μηχανές στη Λομβαρδία, λαθραία μέσω του παλιού σιδηρόδρομου για να αποφύγουν τη νομοθεσία τη σχετική με τις βιομηχανικές ζώνες, προσπάθεια που ματαιώθηκε ακριβώς από την εφημερίδα που έφτασε στο σημείο να εξυμνήσει τους Βουρβώνους και την οικονομική τους πολιτική (αυτό συνέβη στα 1923)· 2) το «τεθλιμμένο» και «νοσταλγικό» μνημόνιο της Μαρίας Σοφίας, που έγι- νε το 1925 και που ξεσήκωσε θόρυβο και σκάνδαλο.
Είναι σαφές ότι για να εκτιμήσει κανείς αυτή τη στάση του «Mattino» πρέπει να λάβει υπ’ όψη του μερικά στοιχεία μεθοδικού ελέγχου: τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα και την ασυνειδησία των Σκαρφόλιο (Ας υπενθυμίσουμε ότι η Μαρία Σοφία συνεχώς επεδίωκε να παρέμβει στην εσωτερική πολιτική της Ιταλίας, από πνεύμα εκδίκησης αν όχι με την ελπίδα να παλινορ- θώσει το βασίλειο της Νάπολης, ξοδεύοντας και παράδες, χωρίς αμφιβολία: στην «Unita» του 1914 ή του ’15 δημοσιεύτηκε μια σειρά άρθρων ενάντια στον Ερίκο Μαλατέστα όπου γινόταν η διαπίστωση ότι τα γεγονότα του Ιουνίου του 1914 είχαν π ιθανά υποστηριχτεί κι επιχορηγηθεί από το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Αυστρίας μέσω της Τσίτα των Βουρβώνων, δοσμέ
133

νων των σχέσεων «φιλίας», που ποτέ, καθώς φαίνεται, δεν διακόπηκαν μεταξύ του Μαλατέστα και της Μαρίας Σοφίας· στο έργο Άνθρω ποι χαι πράγματα της γηραιός Ιταλίας, ο Μπ. Κρότσε επανέρχεται σ’ αυτές τις σχέσεις απ’ αφορμή μια απόπειρα απόδρασης ενός αναρχικού που είχε διαπράξει έγκλημα, την οποία ακολούθησε διπλωματικό διάβημα της ιταλικής κυβέρνησης προς τη γαλλική, προκειμένου να πάψουν αυτές οι δραστηριότητες της Μαρίας Σοφίας - ας υπενθυμίσουμε εξάλλου τ’ ανέκδοτα τα σχετικά με τη Μαρία Σοφία, τα οποία αφη- γείται η κυρία Μπ. που στα 1919 επισκεπτόταν συχνά την πρώην βασίλισσα για να της φτιάξει το πορτρέτο - τελικά ο Μαλατέστα δεν απάντησε ποτέ σ’ αυτές τις κατηγορίες, όπως όφειλε να κάνει, τουλάχιστον δεν αληθεύει το ότι απάντησε σ’ αυτές σ’ ένα γράμμα δημοσιευμένο σ’ ένα παράνομο φυλλάδιο, που εκδιδόταν στη Γαλλία από τον Σ.Σκίτσι με την επιγραφή «Ο Σκαπανεύς» («Il Picconiere»), είναι κάτι πολύ αμφίβολο), τον πολιτικό και ιδεολογικό ερασιτεχνισμό των Σκαρφόλιο. Πρέπει όμως να επιμείνει κανείς στο γεγονός ότι το «Mattino» ήταν η πιο διαδεδομένη εφημερίδα στο Νότο κι ότι οι Σκαρφόλιο ήσαν γεννημένοι δημοσιογράφοι, κατείχαν δηλαδή εκείνη την άμεση και «συμπαθητική» διορατικότητα των πιο βαθιών παθιασμένων λαϊκών ρευμάτων που καθιστούν εφικτή τη διάδοση του κίτρινου τύπου.
Έ να άλλο στοιχείο, προκειμένου να εκτιμήσουμε την πραγματική σημασία της έμμονης ιδέας περί ενωτικής πολιτικής του Κρίσπι, είναι το σύμπλεγμα των συναισθημάτων που δημιουρ- γήθηκαν στον Βορρά όσον αφορά στον Νότο. Η «άθλια κατάσταση» του Νότου ήταν ιστορικά «ανεξήγητη» για τις λαϊκές μάζες του Βορρά- δεν αντιλαμβάνονταν ότι η ενότητα δεν είχε επιτευχθεί σε μια βάση ισότητας, αλλά σαν ηγεμονία του Βορρά επί του Νότου κατά την εδαφική σχέση πόλης υπαίθρου, δηλαδή ότι ο Βορράς, ήταν συγκεκριμένα μια «ρουφήχτρα» που πλούτιζε με έξοδα του Νότου κι ότι η οικονομική και βιομηχανική του πρόοδος ήταν ευθέως ανάλογη με τη φτώχεια της οικονομίας και της γεωργίας του Νότου. Οι άνθρωποι του λαού της Ά νω Ιταλίας πίστευαν αντίθετα ότι, αν ο Νότος δεν προόδευε μετά την απελευθέρωσή του από τα δεσμά που χάλκευε το κα
ί 34

θεστώς των Βουρβώνων στη σύγχρονη ανάπτυξη, αυτό σήμαινε ότι οι αιτίες της αθλιότητας δεν ήταν εξωτερικές, δεν έπρεπε ν’ αναζητηθούν στις αντικειμενικές οικονομικο-πολιτικές συνθήκες, αλλά εσωτερικές, συμφυείς του νότιου πληθυσμού, πόσο μάλλον που είχαν πειστεί για το μεγάλο φυσικό εδαφικό πλούτο: δεν απόμενε παρά μία εξήγηση, η οργανική ανικανότητα των ανθρώπων, η βαρβαρότητά τους, η βιολογική τους κατωτερότητα. Αυτές οι ήδη διαδεδομένες απόψεις (ο ναπολιτάνικος λατζαρονισμός1 ήταν ένας αρχαίος θρύλος) παγιοποιήθηκαν και μάλιστα θεωρητικοποιήθηκαν από κοινωνιολόγους θετικι- στές (Νιτσεφόρο, Σέρτζι, Φέρι, Οράνο, κλπ), προσλαμβάνοντας ισχύ «επιστημονικής αλήθειας» σε μια περίοδο προκατάληψης της επιστήμης. Έχουμε έτσι μια πολεμική Βορρά-Νότου σχετική με τις φυλές και την ανωτερότητα και κατωτερότητα του Βορρά και του Νότου (βλ. τα βιβλία του Ν.Κολαγιάνι, που υποστηρίζουν α π’ αυτή την άποψη το Νότο, και τη συλλογή της «Rivista popolare»). Ωστόσο, παρέμεινε στο Βορρά η πίστη ότι ο Νότος ήταν μια «μολυβένια σφαίρα» για την Ιταλία, υπήρχε πάντα η πεποίθηση ότι ο σύγχρονος βιομηχανικός πολιτισμός της Ά νω Ιταλίας θα ’χε προοδεύσει πολύ περισσότερο χωρίς αυτή τη «μολυβένια σφαίρα», κλπ. Στα πρώτα χρόνια του αιώνα αρχίζει μια ισχυρή αντίδραση στο Νότο και σ’ αυτό επίσης το πεδίο. Στο Συνέδριο της Σαρδηνίας το 1911, που συγκλήθη- κε υπό την προεδρία του στρατηγού Ρουτζίν, υπολογίστηκε πόσες εκατοντάδες εκατομμυρίων υφαρπάχτηκαν από τη Σαρδηνία κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια του ενιαίου Κράτους, προς όφελος της ηπειρωτικής χώρας. Καμπάνιες του Σαλβέμινι, που κορυφώθηκαν στην ίδρυση της «Unità», που περατώθηκαν όμως στη «Voce» (βλ. μοναδικό τεύχος της «Voce» σχετικά με το «Ζήτημα του Νότου», ανατυπωμένο αργότερα σε φυλλάδιο): στη Σαρδηνία αρχίζει ένα αυτονομιστικό κίνημα, υπό την κα
1. Λάτζαρι ή λατζαρόνι φωνάζαν περιφρονητικά τους φτωχούς και γενικά τον φτωχό πληθυσμό της Νάπολης, από την εποχή της ισπανικής κατοχής, για την άθλια εμφάνιση τους που τους έκανε να μοιάζουν με toi': άρρωστους των ειδικών νοσοκομείων για τους λοιμούς.
135

θοδήγηση του Ουμπέρτο Καού που διέθετε και μια καθημερινή εφημερίδα: «Il Paese». Σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια του αιώνα δημιουργείται επίσης ένα «πανιταλικό μπλοκ διανοουμένων» μ’ επικεφαλής τους Μπ. Κρότσε και Τζσυστίνο Φορτουνάτο, που προσπαθεί να επιβάλει το ζήτημα του Νότου σαν εθνικό πρόβλημα, ικανό ν ’ ανανεώσει την πολιτική και κοινοβουλευτική ζωή. Σε κάθε επιθεώρηση (rivista) νέων, που είχαν φιλελεύθερες δημοκρατικές τάσεις και γενικά είχαν την πρόθεση να α ν α ταχτούν στην απαρχαιωμένη κι επαρχιώτικη εθνική ζωή και πολιτισμό, σ’ όλα τα πεδία, στην τέχνη, στη φιλολογία, στην πολιτική, διαφαίνεται όχι μόνο η επίδραση του Κρότσε ή του Φορτουνάτο αλλά και η συνεργασία τους· το ίδιο και στη «Voce» και στην «Unità», αλλά και στην «Patria» της Μπολόνια, στην «Azione Liberale» του Μιλάνου, στο νεανικό-φιλελεύθερο κίνημα το καθοδηγημένο από τον Τζοβάνι Μπορέλι, κλπ. Η επίδραση αυτού του μπλοκ ανοίγει δρόμο για τον καθορισμό της πολιτικής γραμμής της «Corriere della Sera» του Αλμπερτίνι και για το μεταπολεμικό διάστημα, δοσμένης της καινούριας κατάστασης, εμφανίζεται στην «Stampa» (μέσω του Κόσμο, του Σαλβα- τορέλι καθώς και του Αμπροσίνι) και στον τζολιτισμό, με την είσοδο του Κρότσε στην τελευταία κυβέρνηση του Τζολίτι.
ΓΥ αυτό το κίνημα, εξαιρετικά πολύπλοκο και πολύπλευρο, γίνεται προσπάθεια να δοθεί σήμερα μια μεροληπτική ερμηνεία απ’ αυτόν μάλιστα τον Τζ. Πρετσολίνι ο οποίος αποτελούσε μία τυπική ενσάρκωσή του· υπάρχει ωστόσο ακόμα η πρώτη έκδοση της Ιταλικής Κουλτούρας (1923) του ίδιου του Πρετσολίνι, ιδιαίτερα με τις παραλήψεις της, σαν αυθεντικό ντοκουμέντο.
Το κίνημα αναπτύσσεται μέχρι το maximum σημείο του, οπότε και διαλύεται: αυτό το σημείο χρησιμεύει στο να βρεθεί η ταυτότητα ειδικά της θέσης που πήρε ο Π.Γκομπέτι και των πολιτιστικών του πρωτοβουλιών: η πολεμική του Τζοβάνι Αν- σάλντο (και των συνεργατών του όπως ο «Καλκάντε» ή ο Φραν- σέσχο Τσιτσόλι) ενάντια στον Γκουίντο Ντόρσο είναι το πιο εκφραστικό ντοκουμέντο προσέγγισης και λύσης και για την κωμικότητα επίσης που έκτοτε είναι προφανής στις μονομαχι- κές διαθέσεις και τις προσπάθειες εκφοβισμού που προκαλούσε
136

η έμμονη ιδέα για την ένωση. (Το ότι ο Ανσάλντο, στα ’25-’26, νόμισε ότι μπορούσε να κάνει τον κόσμο να πιστέψει σε μια επιστροφή των Βουρβώνων στη Νάπολη, θα φαινόταν ακατανόητο αν δεν υπήρχε η γνώση όλων όσων προηγήθηκαν του ζητήματος και των υπόγειων οδών μέσω των οποίων εμφανίζονταν οι πολεμικές με υπαινιγμούς και μ’ αινιγματικές αναφορές για τους «αμύητους»: ωστόσο είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και σε μερικά λαϊκά στοιχεία, που είχαν διαβάσει Οριά- νι, υπήρχε τότε ο φόβος πως ήταν δυνατή μια παλινόρθωση των Βουρβώνων στη Νάπολη, οπότε και μια πιο εκτεταμένη διάλυση της ενιαίας κρατικής συγκρότησης.)
Από αυτή τη σειρά παρατηρήσεων και της ανάλυσης μερικών στοιχείων της ιταλικής ιστορίας μετά την ενότητα, μπορούν να εξαχθούν ορισμένα κριτήρια προκειμένου να εκτιμη- θούν οι αντιπαρατιθέμενες θέσεις των μετριοπαθών και του Κόμματος της Δράσης και για να ερευνηθεί η διαφορετική πολιτική «φρόνηση» αυτών των δύο κομμάτων και των διαφόρων ρευμάτων τα οποία διεκδικούν την πολιτική και ιδεολογική καθοδήγηση αυτού του τελευταίου. Είναι προφανές ότι, για ν ’ αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στους μετριοπαθείς, το Κόμμα της Δράσης έπρεπε να συνδεθεί με τις αγροτικές μάζες, του Νότου ιδιαίτερα, να είναι «γιακωβίνικο» όίχι μόνο στην εξωτερική «μορφή» λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά ιδιαίτερα όσον αφορούσε το οικονομικό-κοινωνικό περιεχόμενο: η σύνδεση των διαφόρων αγροτικών τάξεων, που γίνεται πραγματικότητα σ’ ένα αντιδραστικό μπλοκ μέσα από διάφορα στρώματα νομιμο- φρόνων-κληρικών διανοουμένων, μπορούσε να διαλυθεί προκειμένου να γίνει ένας νέος φιλελεύθερος-εθνικός σχηματισμός μόνο αν παρενέβαινε προς δύο κατευθύνσεις: προς τους φτωχούς αγρότες, αποδεχόμενο τις στοιχειώδεις διεκδικήσεις και κάνοντάς τες ολοκληρωμένο τομέα του νέου κυβερνητικού προγράμματος και προς τους διανοούμενους των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, συσπειρώνοντάς τους κι επιμένοντας σε κίνητρα που μπορούσαν να τους ενδιαφέρουν (ήδη η προοπτική σχηματισμού ενός νέου κυβερνητικού μηχανισμού, με την δυνατότητα απασχόλησης που προσφέρει, είχε φοβερή ελκτική δύναμη πάνω τους, αν η προοπτική παρουσιαζόταν συ
137

γκεκριμένη λόγω της στήριξής της στις επιθυμίες των αγροτών).Η σχέση μεταξύ αυτών των δύο ενεργειών ήταν διαλεκτική
και αμοιβαία: η εμπειρία των περισσοτέρων χωρών, και πρώτ’ απ’ όλα της Γαλλίας κατά την περίοδο της μεγάλης Επανάστασης, έχει αποδείξει ότι, αν οι αγρότες κινούνταν ορμώμενοι «αυθόρμητα» οι διανοούμενοι αρχίζουν να ταλαντεύονται και αμοιβαία, αν μια ομάδα διανοουμένων τοποθετείται σε μια νέα βάση συγκεκριμένης φιλοαγροτικής πολιτικής, καταλήγει να προσελκύσει όλο και πιο σημαντικά τμήματα μαζών. Μπορεί ωστόσο να πει κανείς, ότι, δοσμένης της διασποράς και της απομόνωσης του αγροτικού πληθυσμού οπότε και της δυσκολίας να συγκεντρωθούν σε στέρεες οργανώσεις, σκόπιμο είναι να ξεκινά το κίνημα από ομάδες διανοουμένων- γενικά, όμως,υπάρχει η διαλεκτική σχέση μεταξύ των δύο ενεργειών που δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Ας ειπωθεί ακόμα ότι κόμματα κυριολεκτικά αγροτικά είναι σχεδόν αδύνατο να δημιουργη- θούν: το αγροτικό κόμμα πραγματώνεται γενικά μόνο σαν ένα ισχυρό ρεύμα γνώμης που δεν έχει ακόμα αποκτήσει τη σχηματική μορφή σε γραφειοκρατικά πλαίσια- παρ’ όλ’ αυτά η ύπαρξη έστω κι ενός σκελετού οργάνωσης είναι τεράστιας χρησιμότητας, είτε γιατί τους ανθρώπους χαρακτηρίζει μια κάποια χα- λαρότητα είτε για να ελέγχουν οι ομάδες των διανοουμένων και να εμποδίζουν την ελάχιστη, ανεπαίσθητη μετατόπιση των συμφερόντων της κάστας σ’ άλλο πεδίο.
Είναι απαραίτητο να έχουμε στο μυαλό μας αυτά τα κριτήρια κατά τη μελέτη της προσωπικότητας του Τζουζέπε Φεράρι, ο οποίος υπήρξε ο μη εισακουσθείς «ειδικός» του Κόμματος της Δράσης επί των αγροτικών ζητημάτων. Στον Φεράρι πρέπει επίσης να μελετηθεί προσεκτικά η αντιμετώπιση του μεροκαμα- τιάρη γεωργού, δηλαδή των ακτημόνων αγροτών που ζούσαν χωρίς να ξέρουν τι τους επιφυλάσσει η αυριανή μέρα, πάνω στους οποίους στηρίζει ένα σημαντικό μέρος της ιδεολογίας του και που επειδή ασχολήθηκε με αυτούς ο Φεράρι είναι ακόμα αντικείμενο έρευνας και ανάγνωσης από ορισμένα ρεύματα (έργα του Φεράρι επανεκδομένα από τον Μονάνι με πρόλογο του Λουίτζι Φάμπρι). Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι το πρόβλημα του μεροκαματιάρη γεωργού είναι εξαιρετικά δύσκολο και δυ
138

σχερές ως προς τη λύση του ακόμα και σήμερα. Γενικά, .τρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας αυτούς τους όρους: οι μεροκαματιάρη- δες είναι - ακόμα και στις μέρες μας, ως επί το πλείστον, πόσω μάλλον κατά την περίοδο του Ριζορτζιμέντο - απλοί, ακτήμονες αγρότες κι όχι εργάτες μιας αναπτυγμένης αγροτικής βιομηχανίας με συγκεντρωμένο κεφάλαιο και με καταμερισμό εργασίας· κατά το Ριζορτζιμέντο ήταν πιο διαδεδομένος σε μεγάλη κλίμακα ο τύπος του εργάτη που ήταν υποχρεωμένος1 να δουλέψει παρά εκείνου του περιπλανώμενου. Η ψυχολογία τους, λοιπόν, είναι, με τις απαιτούμενες εξαιρέσεις η ίδια με του άποικου και του μικροϊδιοκτήτη. (Ας υπενθυμίσουμε την πολεμική μεταξύ των γερουσιαστών Τανάρι και Μπασίνι, στο «Resto del Carlino» και στην «Perseveranza», γύρω στα τέλη του 1917 και στις αρχές του ’18, απ’ αφορμή την υλοποίηση της φόρμουλας: «η γη στους αγρότες» σύνθημα της εποχής: ο Τανάρι ήταν υπέρ, ο Μπασίνι ενάντια· κι ο Μπ. στηριζόταν στην εμπειρία του σαν μεγάλος βιομηχανικός αγρότης, σαν ιδιοκτήτης αγροτικής επιχείρησης, στην οποία ο καταμερισμός εργασίας είχε ήδη τόσο προοδεύσει ώστε να καταστήσει τη γη αδιαίρετη εξαφανίζοντας τον χειρώνακτα αγρότη και φέρνοντας στη σκηνή τον σύγχρονο εργάτη).
Το ζήτημα έμπαινε μ’ οξύτητα όχι τόσο στο Νότο, όπου ο χειρωνακτικός χαρακτήρας της αγροτικής εργασίας ήταν ολοφάνερος, όσο στην κοιλάδα του Πάδου, όπου ήταν πιο συγκα- λυμμένος. Πρόσφατα, επίσης, η ύπαρξη ενός οξέως προβλήματος των μεροκαματιάρηδων της κοιλάδας του Πάδου οφειλόταν εν μέρει σ’ αιτίες εξωοικονομικές: 1) υπερπληθυσμός, που δεν έβρισκε κάποια διέξοδο στη μετανάστευση, όπως στο Νότο, κι εξακολουθούσε να υπάρχει τεχνητά με την πολιτική των δημοσίων έργων· 2) πολιτική των ιδιοκτητών, που δεν ήθελαν να παγιοποιήσουν τον εργαζόμενο πληθυσμό σε μια ενιαία τάξη
1. Obbligato: Ο μισθωτός εργάτης γης που δεσμευόταν να εργαστεί για ένα χρόνο ή για συγκεκριμένες ημέρες του χρόνου, ενώ ο περιπλα- νώμενος ήταν ο ανειδίκευτος εργάτης γης που δούλευε εποχιακά και ευκαιριακά.
139

μεροκαματιάρηδων και κολλήγων, αναθέτοντας, σ’ αντάλλαγμα, στους κολλήγους τη διεύθυνση της οικονομίας, πράγμα που τους χρησίμευε στο να ορίζουν μια καλύτερη διαλογή προνομιούχων κολλήγων που θα ’ταν οι σύμμαχοί τους: σε κάθε συνέδριο των αγροτών της περιοχής απ’ όπου περνούσε ο Πάδος, γινόταν πάντα συζήτηση για το αν συνέφερε καλύτερα η εκμί- σθωση κτημάτων ή η άμεση διεύθυνση και, σαφώς, η επιλογή εξαρτιόταν από κίνητρα πολιτικο-κοινωνικής τάξης. Κατά τη διάρκεια του Ριζορτζιμέντο το πρόβλημα των μεροκαματιάρηδων του Πάδου εμφανιζόταν με τη μορφή ενός φοβερού φαινομένου εξαθλίωσης. Έτσι αντιμετωπίστηκε από τον οικονομολόγο Τούλιο Μαρτέλο στο έργο του Ιστορία της Διεθνούς, γραμμένη στα 1871-72, έργο που θα πρέπει να το έχουμε κατά νου γιατί αντικατοπτρίζει τα πολιτικά πάθη και τις κοινωνικές προκαταλήψεις της προηγούμενης περιόδου.
Η θέση του Φεράρι αποδυναμώνεται αργότερα λόγω του «φεντεραλισμού» του, που ειδικά σ’ αυτόν - ο οποίος ζούσε στη Γαλλία - παρουσιαζόταν ακόμα περισσότερο σαν αντανάκλαση των γαλλικών εθνικών και κρατικών συμφερόντων. Ας θυμηθούμε τον Προυντόν και τους λιβέλλους του ενάντια στην ενότητα της Ιταλίας που πολεμήθηκε από την ο μολογη μένη άποψη των κρατικών γαλλικών συμφερόντων και της δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, τα κυρίαρχα ρεύματα της γαλλικής πολιτικής ή σαν κατηγορηματικά ενάντια στην ενότητα της Ιταλίας. Και σήμερα ακόμη οι μοναρχικοί (Μπενβίγ και Κ.) «κατηγόρησαν» αναδρομικά τους δύο Ναπολέοντες ότι είχαν δημιουργήσει το μύθο «της εθνικότητας» κι ότι είχαν συμβάλει στο να γίνει πραγματικότητα στη Γερμανία και στην Ιταλία, υποβιβάζοντας έτσι τη σχετική θέση της Γαλλίας που «έπρεπε» να περιβάλλεται από ένα κονιορτό κρατιδίων τύπου Ελβετίας για να ’ναι «σίγουρη».
Τώρα, ακριβώς πάνω στο σύνθημα περί «ανεξαρτησίας και ενότητας», χωρίς να παίρνουμε υπ’ όψη μας το συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο παρόμοιων γενικών διατυπώσεων, οι μετριοπαθείς μετά το ’48 σχηματίζουν το εθνικό μπλοκ κάτω από τη δική τους ηγεμονία, επηρεάζοντας τους δύο ανώτατους αρχηγούς του Κόμματος της Δράσης, τον Ματσίνι και τον Γκαρι-
140

μπάλντι, με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό. Το ότι οι μετριοπαθείς πέτυχαν το στόχο τους να εκτρέψουν την προσοχή από τον πυρήνα στην επιφάνεια, το αποδεικνύει, μεταξύ των τόσων άλλων, αυτή η έκφραση του Γκουεράτσι σε μιαν επιστολή σ’ ένα σικελό μαθητή. Δημοσιεύτηκε στο «Σικελικό Ιστορικό Αρχείο» από τον Ευγένιο Ντε Κάρλο, αλληλογραφία του Φ. Ντ. Γκουεράτσι με τον συμβολαιογράφο Φ.Π. Σαρ- ντοφοντάνα ντι Ριέλα, και παρατέθηκε συνοπτικά στο «Marzocco» της 24 Νοεμβρίου 1929: «Ό ,τ ι κι αν θέλεις - δεσποτισμό, δημοκρατία ή ο,τιδήποτε άλλο - μη προσπαθούμε να διαιρεθούμε μ’ αυτό οδηγό, ό,τι και να γίνει, θα ξαναβρούμε το δρόμο». Κατά τ’ άλλα, όλη η δραστηριότηα του Ματσίνι συνοψίστηκε συγκεκριμένα στη συνεχή και διαρκή εξαγγελία της ενότητας.
Αναφορικά με τον γιακωβινισμό του Κόμματος της Δράσης, κυρίαρχο στοιχείο είναι το εξής: ότι οι γιακωβίνοι κατέκτησαν με την ακατάπαυστη πάλη τους το ρόλο του κόμματος-οδηγού, στην πραγματικότητα, «επιβλήθηκαν» στην αστική τάξη της Γαλλίας, οδηγώντας την σε μια θέση πολύ πιο προχωρημένη από εκείνη που οι πιο ισχυροί πρωταρχικοί αστικοί πυρήνες θα ’θελαν να καταλάβει αυθόρμητα και ακόμα περισσότερο προχωρημένη από εκείνη που θα επέτρεπαν οι ιστορικοί όροι, εξ ου και οι επιστροφές και ο ρόλος του Ναπολέοντα I. Αυτή η διάσταση, χαρακτηριστική γιακωβινισμού (προηγούμενα, όμως, και του Κρόμγουελ και των «στρογγυλών κεφαλών»1) οπότε και όλης της μεγάλης Επανάστασης, του να πιέζει κανείς την κατάσταση (φαινομενικά) και του να δημιουργεί ανεπανόρθωτα τετελεσμένα γεγονότα, προωθώντας τους αστούς με κλωτσιές στα πισινά εκ μέρους μιας ομάδας εξαιρετικά δραστήριων και θαρραλέων ανθρώπων, μπορεί να αποδοθεί σχηματικά ως
1. Teste rotonde: Στρογγυλές κεφαλές λέγονταν οι πουριτανοί εγγλέζοι (που ξεσηκώθηκαν ενάντια στον μοναρχικό απολυταρχισμό) για την συνήθεια να κουρεύουν τα μαλλιά τους πολύ κοντά σε αντίθεση με τους «ιππότες» οπαδούς του Καρόλου I (1600-49).
141

εξής: η τρίτη κατηγορία1 ήταν η λιγότερο ομογενής- διέθετε μιαν élite διανοουμένων εξαιρετικά διασπαρμένη και μια ομάδα πολύ προχωρημένη οικονομικά, πολιτικά όμως, μετριοπαθή. Η εξέλιξη των γεγονότων ακολουθεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πορείες. Ο ι αντιπρόσωποι της τρίτης κατηγορίας, αρχικά, θέτουν μόνο τα ζητήματα που ενδιαφέρουν τα τωρινά φυσικά στοιχεία της κοινωνικής ομάδας, τα άμεσα «συντεχνιακά» τους συμφέροντα (συντεχνιακά με την παραδοσιακή έννοια, των άμεσων κι εγωιστικών με την ευτελή σημασία μιας ορισμένης κατηγορίας): οι πρόδρομοι της Επανάστασης ανήκουν πραγματικά στους μετριοπαθείς μεταρρυθμιστές, που υψώνουν την ένταση της φωνής τους αλλά στην πραγματικότητα απαιτούν ελάχιστα. Σιγά-σιγά πάει να ξεδιαλεχτεί μια νέα élite που δεν ενδια- φέρεται αποκλειστικά για «συντεχνιακές μεταρρυθμίσεις, αλλά τείνει να θεωρήσει την αστική τάξη σαν την ηγέτιδα ομάδα όλων των λαϊκών δυνάμεων κι αυτή η διαλογή συμβαίνει με τη
1. Για να γίνει κατανοητό, το κείμενο σ’ αυτό το σημείο είναι απαραίτητη η αναφορά των όσων ο Γκράμσι γράφει στο κεφάλαιο Ανάλυση των καταστάσεων: συσχετισμοί όυνάμεων Τετράδιο 13, παρ. 17, 3ος τόμος, Εκδ. Einaudi, σχετικά με την Πολιτική του Μακιαβέλι. Δυστυχώς αυτό το έργο του Γκράμσι δεν είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά και είναι αδύνατη η μεταφορά ολόκληρου του κεφαλαίου. Ενδεικτικά μπορούμε να πούμε ότι ο Γκράμσι αναλύοντας τον όρο «συσχετισμός δυνάμεων» εντοπίζει τρεις κατηγορίες ή βαθμούς συσχετισμών που είναι οι εξής: 1) ένας συσχετισμός κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με τη δομή, αντικειμενικός και ανεξάρτητος από την βούληση των ανθρώπων. 2) ένας συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων, η αξιολόγηση δηλαδή του βαθμού ομοιογένειας, αυτοσυνείδησης και οργάνωσης των διάφορων κοινωνικών ομάδων, και 3) ο συσχετισμός των στρατιωτικών δυνάμεων, άμεσα αποφασιστικός για την ιστορική στιγμή. Εδώ διακρίνονται δύο βαθμοί συσχετισμών: α) ο καθαρά τεχνικο- στρατιωτικός και 6) αυτός που θα μπορούσαμε να πούμε πολιτικο- στρατιωτικός. Στην εξέλιξη της ιστορίας, όπως σημειώνει ο Γκράμσι, αυτοί οι δύο βαθμοί παρουσιάστηκαν με μια μεγάλη ποικιλία συνδυασμών.
142

δράση δύο παραγόντων: την αντίσταση των παλιών κοινωνικών δυνάμεων και τη διεθνή απειλή. Οι παλιές δυνάμεις δεν θέλουν να παραχωρήσουν τίποτα κι αν παραχωρούν κάτι το κάνουν επειδή θέλουν να κερδίσουν χρόνο και να προετοιμάσουν την αντεπίθεση. Η τρίτη κατηγορία θα ’χε περιπέσει σ’ αυτές τις διαδοχικές «πλεκτάνες» χωρίς την ενεργητική δράση των για- κωβίνων, που ήσαν αντίθετοι σε κάθε «ενδιάμεση» ανάπαυλα της επαναστατικής διαδικασίας και στέλνουν στην γκιλοτίνα όχι μόνο τα στοιχεία της παλιάς κοινωνίας, ανθεκτικής στο θάνατο, αλλά και τους χτεσινούς επαναστάτες και τωρινούς αντιδραστικούς. Οι γιακωβίνοι, ωστόσο, υπήρξαν το μοναδικό κόμμα της επανάστασης στην πράξη, μια που όχι μόνο εκπροσωπούσαν τις ανάγκες και τις άμεσες επιθυμίες των τοτινών φυσικών προσώπων που συνιστούσαν τη γαλλική αστική τάξη, αλλά εκπροσωπούσαν το επαναστατικό κίνημα στο σύνολό του, σαν σφαιρική ιστορική εξέλιξη, επειδή εκπροσωπούσαν και τις μελλοντικές ανάγκες και, απ’ την αρχή, όχι μόνο εκείνων των καθορισμένων φυσικών προσώπων, αλλά όλων των εθνικών ομάδων που όφειλαν να προσομοιωθούν με την υπάρχουσα θεμελιώδη ομάδα. Πρέπει να επιμείνουμε, ενάντια σ’ ένα ρεύμα υποκειμενικό και κατά βάθος αντιιστορικό, ότι οι γιακωβίνοι υπήρξαν ρεαλιστές τύπου Μακιαβέλι κι όχι αφηρημενιστές. Ή ταν πεισμένοι για την απόλυτη αλήθεια των συνθημάτων περί ισότητας, αδελφότητας, ελευθερίας και, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο γ ι’ αυτή την αλήθεια ήταν πεισμένες οι πλατιές λαϊκές μάζες που οι γιακωβίνοι υποκίνησαν και οδήγησαν στον αγώνα. Η διάλεκτος των γιακωβίνων, η ιδεολογία τους, οι μέθοδοι δράσης τους αντανακλούσαν τέλεια τις απαιτήσεις της εποχής, έστω κι αν «σήμερα», σε μια διαφορετική κατάσταση κι ύστερ’ από περισσότερο από έναν αιώνα πολιτιστικές επεξεργασίες, μπορεί να φαίνονται «αφηρημενιστές» και «φανατικοί». Φυσικά, τις αντανακλούσαν σύμφωνα με τη γαλλική πολιτιστική παράδοση και αυτού μια απόδειξη αποτελεί η ανάλυση του γιακωβίνικου λόγου στην Αγία Οικογένεια και η παραδοχή του Χέγκελ που θέτει σε παραλληλισμό και αμοιβαία μετάφραση τον νομικοπολιτικό λόγο των γιακωβίνων με τους διαλογισμούς της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στην οποία, αντίθετα,
143

σήμερα αναγνωρίζεται το μάξιμουμ της σαφήνειας και η οποία γέννησε τον σύγχρονο ιστορικισμό. Η πρώτη απαίτηση ήταν το να εκμηδενιστούν οι εχθρικές δυνάμεις ή, τουλάχιστο, να περιοριστούν ώσπου ν ’ αποδυναμωθούν και να καταστεί αδύνατη μια αντεπανάσταση· η δεύτερη απαίτηση ήταν το να διευρυν- θούν τα πλαίσια της αστικής τάξης σαν τέτοιας και το να τεθεί αυτή επικεφαλής όλων των εθνικών δυνάμεων, ταυτίζοντας τα κοινά συμφέροντα κι απαιτήσεις όλων των εθνικών δυνάμεων, προκειμένου να θέσει σε κίνηση αυτές τις δυνάμεις και να τις οδηγήσει στη μάχη επιτυγχάνοντας δύο αποτελέσματα: α) ν’ αντιπαρατεθεί ένας πιο σημαντικός στόχος στα εχθρικά κτυπήματα, δηλαδή να δημιουργηθεί μια πολιτικοστρατιωτική σχέση ευνοϊκή προς την επανάσταση* 6) ν ’ αποσπάσει από τους εχθρούς κάθε ζώνη παθητικότητας στην οποία πιθανά να στρα- τολογούνταν βαντεανά1 στρατεύματα. Χωρίς την αγροτική πολιτική των γιακωβίνων, το Παρίσι θα ’χε τη Βαντέ ήδη προ των πυλών του. Η αντίσταση - με τα όλα της - της Βαντέ συνδέεται με το εθνικό ζήτημα που είχε οξυνθεί στο βρετανικό πληθυσμό και που γενικά ήταν ξένα προς το σύνθημα για «μία και αδιαίρετη δημοκρατία» και προς την πολιτική του γραφειοκρατικο- στρατιωτικού συγκεντρωτισμού, τον οποίον οι γιακωβίνοι δεν μπορούσαν ν ’ απαρνηθούν χωρίς ν ’ αυτοκτονήσουν. Οι γιρον- δίνοι2 προσπάθησαν να επιστρατεύσουν τον φεουδαρχισμό για να συντρίψουν το γιακωβίνικο Παρίσι, αλλά τα πλήθη των επαρχιωτών που οδηγήθηκαν στο Παρίσι πέρασαν στο πλευρό των επαναστατών. Εκτός από μερικές περιφερειακές ζώνες, όπου η εθνική (και γλωσσολογική) διάκριση ήταν τεράστια, το αγροτικό ζήτημα κυριάρχησε στους πόθους για τοπική αυτονο
1. νβικίββ: Αγροτική επαρχία της Δυτικής Γαλλίας που ξεσηκώθηκε το 1793 εναντίον της ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης.
2. Γιρονδίνοι: Έτσι ονόμαζαν τους οπαδούς του λΡ.Β ιΰβοΐ προς τιμή των βουλευτών του διαμερίσματος της Γιρόνδης. Στα 1792 συγκρότησαν την δεξιά πτέρυγα σε αντιπαράθεση με τους γΙακωβίνους και υποστήριζαν φιλελεύθερες θέσεις στηριζόμενοι κυρίως στην επαρχία με στόχο μια ομοσπονδιακή οργάνωση του κράτους.
144

μία: η αγροτική Γαλλία αποδέχτηκε την ηγεμονία του Παρισιού, αντιλήφθηκε δηλαδή ότι γ ια να χαταστραφεί οριστικά το παλιό καθεστώς έπρεπε να επιτευχθεί ένας συνασπισμός με τα πιο προχωρημένα στοιχεία της τρίτης κατηγορίας κι όχι με τους μετριοπαθείς γιρονδίνους. Αν αληθεύει το ότι οι γιακωβίνοι «έκαναν κάτι παρά τη θέλησή τους», είναι επίσης αλήθεια ότι αυτό συνέβαινε ανέκαθεν με την έννοια της πραγματικής ιστορικής εξέλιξης, γ ιατί όχι μόνο οργάνωσαν μιαν αστική κυβέρνηση, έκαναν δηλαδή κυρίαρχη τάξη την αστική, αλλά έκαναν κάτι περισσότερο, δημιούργησαν το αστικό Κράτος, έκαναν την αστική τάξη άρχουσα εθνική τάξη, ηγετική, έδωσαν δηλαδή στο νέο Κράτος μια μόνιμη βάση, δημιούργησαν το συμπαγές σύγχρονο γαλλικό έθνος.
Το ότι, παρ’ όλ’ αυτά, οι γιακωβίνοι παρέμειναν πάντα στο έδαφος της αστικής τάξης, αποδεικνύεται από τα γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος τους σαν κόμμα, εξαιρετικά καθορισμένου και άκαμπτου σχηματισμού και ο θάνατος του Ροβεσπιέρου: δεν ήθελαν ν’ αναγνωρίσουν στους εργάτες το δικαίωμα να συνεταιρίζονται, διατηρώντας το νόμο Λε Σαπελιέ1, και συνακόλουθα έπρεπε να προωθήσουν το νόμο του maximum2. Συν έτριψαν έτσι τον συνασπισμό της πόλης του Παρισιού: οι δυνάμεις κρούσης τους, που συνασπίστηκαν στην Κομμούνα, διασκορπίστηκαν απογοητευμένες και ο θερμιδώρ πήρε το προβάδισμα. Η Επανάσταση είχε βρει τα πιο εκτεταμένα ταξικά όρια· η πολιτική της συμμαχίας και της διαρκούς επανάστασης είχε τελειώσει με το να θέσει νέα ζητήματα που τότε δεν μπορούσαν να λυθούν, είχε αποδεσμεύσει βασικές δυνάμεις που μόνο μια στρατιωτική δικτατορία θα κατόρθωνε να συγκροτήσει.
Στο Κόμμα της Δράσης δε βρίσκεται τίποτα παρόμοιο μ’ αυ
1. Ο νόμος του Chapelier, που ψηφίστηκε από την συνταγματική Συνέλευση στις 14 Ιουνίου 1791 για να καταργήσει τις παλιές συντεχνίες, εφαρμόστηκε και εναντίον των εργατικών ενώσεων που υπεράσπιζαν το επίπεδο ζωής των εργαζομένων.
2. Ο νόμος του maximum (29 Σεπτεμβρίου 1793) ρύθμιζε την διατίμηση του σιταριού και καθόριζε τον μισθό των εργατών.
145

τή τη γιακωβίνικη κατεύθυνση, μ’ αυτή την αλύγιστη θέληση να γίνει το κυρίαρχο κόμμα. Βέβαια, πρέπει να παρθούν υπ’ όψη οι διαφορές: στην Ιταλία η πάλη παρουσιάζεται σαν πάλη ενάντια στις παλιές συμφωνίες και στην ισχύουσα διεθνή τάξη όπως επίσης ενάντια σε μια ξένη δύναμη, την Αυστρία, που την εκπροσωπούσε και την υποστήριζε στην Ιταλία, καταλαμβάνοντας ένα τμήμα της χερσονήσου κι ελέγχοντας το υπόλοιπο. Αυτό το πρόβλημα παρουσιάστηκε και στη Γαλλία, κατά μία έννοια τουλάχιστο, επειδή ως ένα ορισμένο βαθμό η εσωτερική πάλη έγινε εθνική πάλη που διεξαγόταν στα σύνορα, αλλ’ αυτό συνέβη αφού πρώτα όλη η επικράτεια ασπάστηκε την επανάσταση και οι γιακωβίνοι μπόρεσαν μέσω της εξωτερικής απειλής να προσελκύσουν στοιχεία προκειμένου να επιτευχθεί μια μεγαλύτερη δραστηριότητα στο εσωτερικό: κατάλαβαν καλά ότι για να νικήσουν τον εξωτερικό εχθρό έπρεπε να συντρίψουν στο εσωτερικό τους συμμάχους του και δεν εδίστασαν να συμπληρώσουν τις σφαγές το Σεπτέμβρη. Στην Ιταλία αυτός ο δεσμός αν κι υπήρχε, ρητός ή σιωπηρός, μεταξύ της Αυστρίας κι ενός τμήματος τουλάχιστον των διανοουμένων, των ευγενών και των ιδιοκτητών γης, δεν καταγγέλθηκε από το Κόμμα της Δράσης, ή, τουλάχιστον, δεν καταγγέλθηκε με την απαιτούμενη ζωτικότητα και με τρόπο πιο αποτελεσματικό σε πρακτικό επίπεδο, δεν έγινε ενεργό πολιτικό στοιχείο. Μετασχηματίστηκε «περιέργως» σ’ ένα ζήτημα μεγαλύτερης ή μικρότερης πατριωτικής αξιοπρέπειας και προκάλεσε μια σειρά μνησίκακων και στείρων πολεμικών ακόμα και μετά το 1898 (Βλ. τα άρθρα του Ρέρουμ Σκρίπτορ (Rerum Scriptor) στην «Critica Sociale» μετά τις επαναδημοσιεύσεις και το βιβλίο του Ρομουάλντο Μποφα- ντίνι. Πενήντα χρόνια πατριωτισμού*. Ας υπενθυμίσουμε, επί τη ευκαιρία, το ζήτημα των «μαρτυριών» («costituti») του Φε- ντερίκο Κονφαλονιέρι: ο Μπονφαντίνι, στο βιβλίο που προα- ναφέρθηκε διαβεβαιώνει σε μια σημείωση ότι είχε δει τη συλλογή των «μαρτυριών» στο Κρατικό Αρχείο του Μιλάνου κι ανα
* Μισός αιώνας πατριωτιομον-Ιστοριχά δοκίμια, Μιλάνο, Τρέβες. 1886. (Σημ. της ιταλ. εκδ.).
146

φέρει γύρω στα ογδόντα τεύχη. Άλλοι αρνούνται ανέκαθεν ότι υπήρχε στην Ιταλία, η συλλογή των μαρτυριών κι έτσι εξηγούν τη μη δημοσίευσή της- σ’ ένα άρθρο του γερουσιαστή Σαλάτα, επιφορτισμένου να ερευνήσει στα αρχεία της Βιέννης σχετικά με τα ντοκουμέντα που αφορούσαν στην Ιταλία, άρθρο δημοσιευμένο στα 1925(;), λέγεται ότι οι μαρτυρίες είχαν βρεθεί και θα δημοσιεύονταν. Ας θυμηθούμε το γεγονός ότι σε μιαν ορισμένη περίοδο η «Civiltà Cattolica» προκαλούσε τους φιλελεύθερους να τις δημοσιεύσουν, διαβεβαιώνοντας ότι αυτοί, επειδή γνώριζαν, ούτε λίγο ούτε πολύ θα τίναζαν στον αέρα την ενότητα του Κράτους. Στο ζήτημα Κονφαλονιέρι, το πιο αξιοσημείωτο γεγονός συνίσταται στο εξής, ότι σε αντίθεση με τους άλλους πατριώτες που αμνηστεύτηκαν από την Αυστρία, ο Κονφαλονιέρι, που ήταν μάλιστα ένας αξιόλογος πολιτικός άν- δρας, αποσύρθηκε από την ενεργό ζωή και ακολούθησε μετά την απελευθέρωσή του μια πολύ συντηρητική συμπεριφορά. Ό λο το ζήτημα Κονφαλονιέρι πρέπει να επανεξεταστεί προσεκτικά, μαζί με τη στάση που κράτησε ο ίδιος και οι σύντροφοί του, με μια σε βάθος εξέταση των απομνημονευμάτων που γράφτηκαν από μεμονωμένα άτομα, όποτε τα έγραψαν: σχετικά με την πολεμική που προκλήθηκε, ενδιαφέροντα είναι τα απομνημονεύματα του γάλλου Αλεσάντρο Αντριάν που αποτίει μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό στον Κονφαλονιέρι, ενώ επιτίθεται ενάντια στον Τζόρτζο Παλαβιτσίνο για την αδυναμία του. Σχετικά με τις συνηγορίες που έγιναν ακόμα και πρόσφατα για τη στάση που κράτησε η αριστοκρατία της Λομβαρδίας απέναντι στην Αυστρία, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα εξέγερσης του Μιλάνου τον Φλεβάρη 1853 και κατά την αντιβασιλεία του Μαξιμιλιανού, ας θυμίσουμε ότι ο Αλεσάντρο Λούτσιο, του οποίου το ιστορικό έργο ανέκαθεν ήταν υποκειμενικό και μνησίκακο απέναντι στους δημοκρατικούς, φτάνει στο σημείο να νομιμοποιήσει τις πιστές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν προς την Αυστρία από τον Σαλβότι: κάθε άλλο από γιακωβίνικο πνεύμα! Η κωμική νότα στην επιχειρηματολογία δόθηκε από τον Αλφρέ- ντο Παντσίνι, ο οποίος, στη Ζωή τον Καβονρ, παραθέτει μια εκδοχή επίσης επηρεασμένη, όσο αηδιαστική και ιησουίτικη, σχετική με μια «δορά τίγρεως» που εκτέθηκε από το παράθυρο
147

ενός αριστοκρατικού σπιτιού κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο Μιλάνο του Φραγκίσκου Ιωσήφ!
Α π’ όλες αυτές τις απόψεις πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη οι αντιλήψεις του Μισιρόλι, του Γκομπέτι, του Ντόρσο, κ.α., σχετικά με το ότι το ιταλικό Ριζορτζιμέντο υπήρξε «βασιλική κατά- κτηση».
Αν στην Ιταλία δε σχηματίστηκε ένα γιακωβίνικο κόμμα, οι αιτίες πρέπει ν’ αναζητηθούν στο οικονομικό πεδίο, δηλαδή στη σχετική αδυναμία της ιταλικής αστικής τάξης και στο ιστορικό κλίμα, το διαφορετικό απ’ αυτό της Ευρώπης μετά το 1815. Ο όρος που ανακαλύφθηκε από τους γιακωβίνους, στην πολιτική που εξασκούσαν προκειμένου να πετύχουν τη βίαιη αφύπνιση της ενεργητικότητας του γαλλικού λαού για να συμμαχήσουν με την αστική τάξη, με τον νόμο Λε Σαπελιέ και μ’ εκείνον για το maximum, παρουσιάστηκε το ’48 σαν ένα ήδη απειλητικό «στοιχείο», που χρησιμοποιήθηκε σοφά από την Αυστρία, από τις παλιές κυβερνήσεις ακόμα κι από τον Καβούρ (εκτός από τον Πάπα). Η αστική τάξη δεν μπορούσε (ίσως) πια να επεκτείνει την ηγεμονία της στα πλατιά λαϊκά στρώματα, που αντίθετα μπόρεσε ν’ αγκαλιάσει στη Γαλλία, (δεν μπορούσε για λόγους υποκειμενικούς, όχι αντικειμενικούς), αλλά ήταν βέβαια πάντα δυνατό να επιβάλει την ηγεμονία της στους χωρικούς.
Διαφορές μεταξύ της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας στη διαδικασία της κατάληψης της εξουσίας από μέρους της αστικής τάξης (και Αγγλία). Στη Γαλλία υπάρχει μια διαδικασία πιο πλούσια σ’ εξελίξεις και σ’ ενεργά και θετικά πολιτικά στοιχεία. Στη Γερμανία, η διαδικασία εξελίχτηκε με τρόπο κάπως παρόμοιο μ’ εκείνον της Ιταλίας, γ ι’ άλλους μ’ εκείνον της Αγγλίας. Στη Γερμανία το κίνημα του ’48 απέτυχε λόγω της ελλιπούς αστικής συγκεντροποίησης (το σύνθημα γιακωβίνικου τύπου ρίχτηκε από τη δημοκρατική Ά κρα Αριστερά: «διαρκής επανάσταση») κι επειδή το ζήτημα της κρατικής ανανέωσης είναι αλληλένδετο με το εθνικό ζήτημα· οι πόλεμοι του ’64, του ’66 και του ’70 έλυσαν ταυτόχρονα το εθνικό ζήτημα και το ταξικό μ’ έναν ενδιάμεσο τύπο: η αστική τάξη αποκτά την οικο- νομικοβιομηχανική διακυβέρνηση, αλλά οι παλιές φεουδαρχι
148

κές τάξεις παραμένουν σαν κυβερνητικό στρώμα του πολιτικού Κράτους με σημαντικά συντεχνιακά προνόμια στο στράτευμα, στη διοίκηση, στη γη: αλλά τουλάχιστον, αν αυτές οι παλιές τάξεις διατηρούν στη Γερμανία τόση σπουδαιότητα και απολαμβάνουν τόσα προνόμια, εξασκούν μια εθνική λειτουργία, γίνονται οι «διανοούμενοι» της αστικής τάξης, με μια ορισμένη ιδιοσυγκρασία, δοσμένο από καταγωγής της κάστας κι από παράδοση. Στην Αγγλία όπου η αστική επανάσταση αναπτύχθηκε πριν απ’ ό,τι στη Γαλλία, έχουμε ένα φαινόμενο, ίδιο με το γερμανικό, ανάμειξης του παλιού με το νέο, παρά την άκρα δραστηριότητα των εγγλέζων «γιακωβίνων», δηλαδή των «στρογγυλών κεφαλών» του Κρόμγουελ· η παλιά αριστοκρατία παραμένει σαν κυβερνητικό στρώμα, μ’ ορισμένα προνόμια, γ ίνεται κι αυτή το στρώμα των διανοουμένων της αγγλικής αστικής τάξης (κατά τ’ άλλα η αγγλική αριστοκρατία είναι μ’ ανοιχτές τις πόρτες και ανανεώνεται συνέχεια με στοιχεία προερχόμενα από τους διανοούμενους και την αστική τάξη. Αναφορικά, ας δούμε μερικές παρατηρήσεις, που περιέχονται στον πρόλογο της αγγλικής μετάφρασης της Ουτοπίας χι Επιστήμης*, τις οποίες πρέπει να έχουμε κατά νου στην έρευνα για τους διανοούμενους και για τον ιστορικοκοινωνικό τους ρόλο. Η ερμηνεία που δίνεται απ’ τον Αντόνιο Λαμπριόλα σχετικά με τη μονιμότητα στην εξουσία στη Γερμανία του Γιούνκερ και του Καϊζερισμού, παρά τη μεγάλη καπιταλιστική ανάπτυξη συσκοτίζει τη σωστή ερμηνεία: ο ταξικός συσχετισμός όπως δημιουρ- γήθηκε από τη βιομηχανική ανάπτυξη με την προσέγγιση των ορίων της αστικής ηγεμονίας και η ανατροπή των θέσεων των προοδευτικών τάξεων, οδήγησε την αστική τάξη να μην αγωνιστεί σε βάθος ενάντια στο παλιό καθεστώς, αλλά να επιτρέψει να διατηρηθεί ένα τμήμα της πρόσοψης πίσω από το οποίο να κρύβει τη δική της πραγματική κυριαρχία.
Αυτή η διαφορά διαδικασίας όσο αφορά στην εκδήλωση της
* Βλ. Φ. Έγκελς, Πρόλογος στην αγγλική έκδοση (1892) του κειμένου. Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη , ιταλ. μετφ®. Editori Riuniti, Ρώμη 1970. (Σημ. της ιταλ. έκδ.).
149

ίδιας ιστορικής εξέλιξης σε διαφορετικές χώρες πρέπει να συνδεθεί όχι μόνο με τους διαφορετικούς συνδυασμούς των εσωτερικών σχέσεων στη ζωή των διαφορετικών εθνών, αλλά και με τις διαφορετικές διεθνείς σχέσεις (οι διεθνείς σχέσεις υποτιμού- νται συνήθως σ’ αυτό το είδος έρευνας). Το γιακωβίνικο πνεύμα, αυθάδικο, θρασύ, είναι οπωσδήποτε συνδεδεμένο με την ηγεμονία που εξασκήθηκε μ’ αυτό τον τρόπο γ ι’ αρκετό καιρό από τη Γαλλία στην Ευρώπη, πέρ’ από την ύπαρξη ενός αστικού κέντρου σαν το Παρίσι κι από τον συγκεντρωτισμό που ακολούθησε στη Γαλλία μέσω της απόλυτης μοναρχίας. Αντίθετα, οι πόλεμοι του Ναπολέοντα, με τον αφανισμό ανθρώπων σε τεράστια κλίμακα, ανάμεσά τους των πιο τολμηρών και δραστήριων, αποδυνάμωσαν όχι μόνο την στρατευμένη πολιτική δραστηριότητα των Γάλλων, αλλά κι εκείνη των άλλων εθνών, έστω κι αν υπήρξαν τόσο γόνιμα σε διανοητικό επίπεδο όσο αφορά στην ανανέωση της Ευρώπης.
Οι διεθνείς σχέσεις είχαν βέβαια μεγάλη σπουδαιότητα ως προς τον καθορισμό της γραμμής ανάπτυξης του ιταλικού Ριζορ- τζιμέντο, διογκώθηκαν όμως από το μετριοπαθές κόμμα κι από τον Καβούρ για κομματικούς σκοπούς. Είναι αξιοσημείωτο, επί τη ευκαιρία, το γεγονός ότι ο Καβούρ φοβόταν σαν τη φωτιά την πρωτοβουλία του Γκαριμπάλντι πριν από την εκστρατεία του Κουάρτο και τη διάβαση του Στρέτο, λόγω των διεθνών περιπλοκών που πιθανώς να δημιουργούσε κι ύστερα παροτρύνθηκε κι αυτός ο ίδιος από τον ενθουσιασμό που προκλήθηκε από τους Χίλιους στην ευρωπαϊκή γνώμη μέχρι του σημείου να θεωρήσει εφικτό άμεσα έναν νέο πόλεμο ενάντια στην Αυστρία. Υπήρχε στον Καβούρ μια κάποια επαγγελματική παραμόρφωση του δ ιπλωμάτη, που τον οδηγούσε να βλέπει «πολλές» δυσκολίες και τον προέτρεπε σε «συνωμοτικές» υπερβολές και σε σπατάλες, ως επί το πλείστον παράξενες, διεισδυτικότητας και δολοπλοκίας. Εν πάση περιπτώσει, ο Καβούρ ενεργούσε εξαίρετα σαν άνθρωπος του κόμματος: το ότι αργότερα το κόμμα του θα εκπροσωπούσε τα πιο βαθιά και ανθεκτικά στο χρόνο εθνικά συμφέροντα, έστω και μόνο με την έννοια της πιο πλατιάς έκτασης που θα μπορούσε να δοθεί στην κοινωνία των αναγκών της αστικής τάξης με τη λαϊκή μάζα, είναι ένα άλλο ζήτημα.
150

Σχετικά με το «γιακωβίνικο» σύνθημα που διατυπώθηκε το '48-’49 (διαρκής επανάσταση) ας μελετήσουμε την περίπλοκη τύχη του. Αφού επαναλήφθηκε, συστηματοποιήθηκε, επεξεργάστηκε, θεωρητικοποιήθηκε από την ομάδα Πάρβους-Μπρον- στάιν (Έλφαντ-Τρότσκι) αποδείχτηκε αδρανές κι αναποτελεσματικό στα 1905, και στη συνέχεια: έγινε κάτι το αφηρημένο, κατασκεύασμα επιστημονικού εργαστηρίου. Το (λενινιστικό) ρεύμα που του στάθηκε ενάντιο σ’ αυτή τη φιλολογική του εκδήλωση, χωρίς αντίθετα να το χρησιμοποιήσει «ευκαιριακά», το εφάρμοσε πραγματικά σε μια μορφή σύμφωνη με την πραγματική, συγκεκριμένη, ζωντανή ιστορία, ταιριάζοντας χρονικά και τοπικά, σαν ν’ αναβλύζει απ’ όλους τους πόρους της καθορισμένης κοινωνίας που έπρεπε να μετασχηματίσει, σαν συμμα- χία δύο κοινωνικών ομάδων (προλεταριάτο και αγρότες) με την ηγεμονία της ομάδας της πόλης (urbano).
Στη μία περίπτωση υπήρχε το γιακωβίνικο ταμπεραμέντο χωρίς το ανάλογο πολιτικό περιεχόμενο- στη δεύτερη, «γιακωβίνικο» ταμπεραμέντο και περιεχόμενο σύμφωνα με τους νέους ιστορικούς συσχετισμούς κι όχι σύμφωνα με μια φιλολογική και διανοουμενίστικη ετικέτα.
Εξετάζοντας την πολιτική και στρατιωτική κατεύθυνση εντυπωμένη στο εθνικό κίνημα πριν και μετά το ’48 πρέπει να κάνουμε μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις μεθόδου και ονοματολογίας. Λέγοντας στρατιωτική κατεύθυνση δεν πρέπει να εννοούμε μόνο την στρατιωτική κατεύθυνση με στενή έννοια, τεχνική, δηλαδή μ’ αναφορά στη στρατηγική και την τακτική του πιεμοντέζικου στρατού ή των γαριβαλδινών σωμάτων ή των διαφόρων αυτοσχέδιων πολιτοφυλακών στις τοπικές ανταρσίες (Πέντε μέρες του Μιλάνου, υπεράσπιση της Βενετίας,υπεράσπιση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ανταρσία του Παλέρμο το ’48, κλπ. κλπ)· πρέπει να εννοούμε, αντίθετα, σε πολύ πιο πλατιά και πιο αρμόζουσα στην αληθινή κι ακριβή πολιτική κατεύθυνση. Το βασικό πρόβλημα που επιβαλλόταν από στρατιωτική άποψη ήταν το να εκδιωχτεί από τη χερσόνησο μια ξένη δύναμη, η Αυστρία, που διηύθυνε έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς της Ευρώπης εκείνης της εποχής και που είχε εκτός των άλλων αρκετούς κι όχι αδύναμους υποστηρικτές στην ίδια
151

τη χερσόνησο, ακόμα και στο Πιεμόντε. Επομένως, το στρατιωτικό πρόβλημα ήταν το εξής: πώς θα γινόταν κατορθωτή η κινητοποίηση μιας αντάρτικης δύναμης που να είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να εκδιώξει από τη χερσόνησο τον αυστριακό στρατό, αλλά και να τον εμποδίσει να επιστρέφει με μιαν αντεπίθεση, δεδομένου ότι η βίαιη εκδίωξη θα έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της Αυτοκρατορίας οπότε και θα της γαλβάνιζε όλες τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να ενωθούν προκειμένου να επιτευχθεί μια αντεκδίκηση.
Οι λύσεις, που από το πρόβλημα παρουσιάστηκαν με ασαφή τρόπο, ήσαν παρόμοιες, αντιφατικές όλες κι ανεπαρκείς. «Η Ιταλία θα τα καταφέρει από μόνη της», ήταν το πιεμοντέζικο σύνθημα του ’48, δηλώνει όμως την καταστροφική ήττα. Η αβέβαιη, αμφίβολη, δειλή και ταυτόχρονα αστόχαστη πολιτική των δεξιών κομμάτων του Πιεμόντε υπήρξε η κύρια αιτία της ήττας: επέδειξαν μιαν άθλια πανουργία, ήταν η αιτία που αποσύρθηκαν τα στρατεύματα των άλλων ιταλικών κρατών, της Νάπολης και της Ρώμης, προκειμένου να δείξουν σε σύντομο χρονικό διάστημα ότι επιθυμούσαν την εξάπλωση του Πιεμόντε κι όχι μια ιταλική συνομοσπονδία- δεν ευνοούσαν, αντίθετα εχθρεύονταν, το κίνημα των εθελοντών. Ήθελαν τέλος πάντων, τους πιεμοντέζους στρατηγούς μονάχα σαν ένοπλους νικητές, τους ανίκανους να κουμαντάρουν έναν τόσο δύσκολο πόλεμο. Η απουσία μιας λαϊκής πολιτικής υηήρξε καταστρεπτική: οι λομβαρδοί κι οι βενετοί χωρικοί στρατολογημένοι από την Αυστρία απετέλεσαν ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία για την κατάπνιξη της επανάστασης της Βιέννης οπότε και της Ιταλίας- για τους χωρικούς το κίνημα των Λομβαρδών και των Βενετών ήταν μια υπόθεση των κυρίων και των σπουδαστών όπως το βιεννέζικο κίνημα. Ενώ τα ιταλικά εθνικά κόμματα, όφειλαν, με την πολιτική τους, να καθορίσουν και να βοηθήσουν την αποδιοργάνωση της αυστριακής αυτοκρατορίας, με την αδράνειά τους κατάφεραν ώστε τα ιταλικά στρατεύματα να γίνουν από τα καλύτερα στηρίγματα της αυστριακής αντίδρασης. Στην πάλη μεταξύ του Πιεμόντε και της Αυστρίας, ο στρατηγικός στόχος δεν μπορούσε να είναι η καταστροφή του αυ- •στριακού στρατού και η κατάληψη των εχθρικών εδαφών, στό
152

χος που θα ’ταν ανεπίτευκτος και ουτοπιστικός, αλλά μπορούσε να ’ναι η διάσπαση της εσωτερικής αυστριακής συνοχής και η βοήθεια προς τους φιλελεύθερους ν’ ανέλθουν στην εξουσία σταθερά για ν ’ αλλάξουν την πολιτική δομή της αυτοκρατορίας και να την κάνουν ομοσπονδιακή ή, τουλάχιστο, για να δημιουργήσουν μια παρατεταμένη κατάσταση εσωτερικής πάλης, που θα ’κανε τις εθνικές ιταλικές δυνάμεις ν’ αναπνεύσουν και θα τους επέτρεπε να συγκεντρωθούν πολιτικά και στρατιωτικά. (Το ίδιο λάθος έκανε ο Σονίνο στον παγκόσμιο πόλεμο κι αυτό αντίθετα στην επιμονή του Καντόρνα: Ο Σονίνο δεν επιθυμούσε την καταστροφή της αυτοκρατορίας των Αψβούργων κι αρ- νιόταν κάθε πολιτική που καταξίωνε την εθνικότητα- ακόμα κι ύστερα από το Καπορέτο, μια τέτοια πολιτική έγινε κατανα- γκαστικά και σύμφωνα με τη θεωρία του Μάλθους και γ ι’ αυτό δεν έδωσε τα πιο γρήγορα αποτελέσματα που μπορούσε να δώσει).
Αφού άρχισε ο πόλεμος με σύνθημα «η Ιταλία θα τα καταφέρει από μόνη της», μετά την ήττα, όταν ολόκληρη η επιχείρηση είχε συμβιβαστεί, αναζητήθηκε η παροχή γαλλικής βοήθειας, τη στιγμή ακριβώς και με την ενίσχυση της Αυστρίας που στην κυβέρνηση της Γαλλίας ήταν οι αντιδραστικοί, εχθρικοί προς ένα ιταλικό ενιαίο και ισχυρό Κράτος όπως και προς μια πιεμο- ντέζικη εξάπλωση: η Γαλλία δε θέλει να δώσει στο Πιεμόντε ούτε ένα στρατηγό της προκοπής και προστρέχει στον πολωνό ΟΗΐΖ3Ι10>ν$]()'.
Η στρατιωτική διοίκηση ήταν ένα ζήτημα ευρύτερο από τη διοίκηση του στρατού και τον καθορισμό του στρατηγικού σχεδίου που όφειλε ο στρατός ν ’ ακολουθήσει* περιλάμβανε επί πλέον την πολιτικοεξεγερσιακή κινητοποίηση των λαϊκών μαζών που είχαν εξεγερθεί πίσω από τις πλάτες του εχθρού και του παρεμπόδιζαν τις κινήσεις και τις υπηρεσίες ανεφοδιασμού, τη δημιουργία βοηθητικών κι εφεδρικών δυνάμεων από τις οποίες μπορούσαν να βγουν καινούρια συστήματα διακυβέρνησης και να δοθεί στον «τεχνικό» στρατό η ατμόσφαιρα ενθουσιασμού και ζήλου.
Η λαϊκή πολιτική δεν πραγματοποιήθηκε ούτε μετά το ’49· χρησιμοποιήθηκαν μάλιστα ηλιθίως σοφιστικά επιχειρήματα
153

για τα γεγονότα του ’49 προκειμένου να εκφοβίσουν τις δημοκρατικές τάσεις: η εθνική πολιτική της δεξιάς υποχρεώθηκε κατά τη δεύτερη περίοδο του Ριζορτζιμέντο ν ’ αναζητήσει τη βοήθεια της Γαλλίας του Μποναπάρτε και με τη γαλλική συμμαχία εξισορροπήθηκε η αυστριακή ισχύς. Η πολιτική της Δεξιάς το '48 καθυστέρησε την ενοποίηση της χερσονήσου για μερικές δεκαετίες.
Οι αβεβαιότητες της πολιτικοστρατιιοτικής διοίκησης, οι συνεχείς ταλαντεύσεις μεταξύ δεσποτισμού και συνταγματισμού είχαν τις καταστροφικές τους επιπτώσεις και στον πιεμοντέζικο στρατό. Μπορεί οποιοσδήποτε να διαβεβαιώσει ότι όσο πιο πολυάριθμος είναι ένας στρατός, σ’ απόλυτη έννοια, σαν πλήθος στρατολογημένο, ή σε σχετική έννοια, σαν αναλογία των στρατολογημένων επί του συνολικού πληθυσμού, τόσο πιο πολύ αυξάνει η σπουδαιότητα της πολιτικής καθοδήγησης πάνω στην καθαρά τεχνικοστρατιωτική καθοδήγηση. Η μαχητική ικανότητα του πιεμοντέζικου στρατού υπήρξε υψηλότατη στην αρχή της εκστρατείας του ’48: οι δεξιοί πίστευαν ότι μια τέτοια μαχητική ικανότητα ήταν έκφραση ακριβώς ενός αφηρημένου δυναστικού και στρατιωτικού πνεύματος κι άρχισαν να μηχανορραφούν για να περιορίσουν τις λαϊκές ελευθερίες και να κατευνάσουν τις προσδοκίες για ένα δημοκρατικό μέλλον. Το «ηθικό» του στρατού κατέρρευσε. Η πολεμική για τη «μοιραία Νοβάρα» βρίσκεται όλη εδώ. Στη Νοβάρα ο στρατός δεν ήθελε να πολεμήσει γι’ αυτό και νικήθηκε. Οι «δεξιοί» κατηγορούσαν τους δημοκρατικούς ότι είχαν μπάσει την πολιτική στο στρατό κι ότι τον είχαν διαλύσει: ανακριβής κατηγορία, μια και ο συ- νταγματισμός ακριβώς «εθνικοποιούσε» το στρατό, τον έκανε στοιχείο της γενικής πολιτικής και μ’ αυτό τον ενίσχυσε στρατιωτικά. Η κατηγορία είναι ακόμα περισσότερο ανακριβής, αφού παρατηρήθηκε στο στρατό μια αλλαγή στην πολιτική κατεύθυνση, χωρίς να υπάρχει ανάγκη «αποδιοργανωτών», από μια πληθώρα μικρών αλλαγών, που η καθεμιά τους, μπορεί να φαίνεται ασήμαντη και αμελητέα, συνολικά όμως σχηματίζουν μια καινούρια ασφυκτική ατμόσφαιρα. Υπεύθυνοι γ ι’ αυτή τη διάλυση είναι ωστόσο εκείνοι που άλλαξαν την πολιτική κατεύθυνση, χωρίς να προβλέψουν τις συνέπειες σε στρατιωτικό επί
154

πεδο, αντικατέστησαν δηλαδή μια καλή πολιτική, όπως η προηγούμενη, με μια κακή γιατί η τελευταία συμμορφωνόταν προς τον στόχο. Ο στρατός είναι κι αυτός ένα «εργαλείο» για την επίτευξη ενός καθορισμένου σκοπού, αλλά αποτελείται από ανθρώπους σκεπτόμενους κι όχι από μηχανές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εντός των ορίων της μηχανικής και φυσικής συνοχής τους. Αν είναι δυνατό κι αν πρέπει, ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, να γίνει λόγος για την αρμοδιότητα και για τη συμμόρφωση προς τον στόχο, πρέπει να συμπεριλάβουμε και την εξής διάκριση: τη φύση του δοσμένου εργαλείου. Αν χτυπήσουμε ένα καρφί μ’ ένα ξύλινο ραβδί με την ίδια δύναμη που θα το χτυπούσαμε μ’ ένα ατσάλινο σφυρί, το καρφί εισχωρεί στο ραβδί κι όχι στον τοίχο. Η σωστή πολιτική διοίκηση είναι απαραίτητη ακόμα και σ’ ένα στρατό επαγγελματιών μισθοφόρων (και στις τυχοδιωκτικές ομάδες υπήρχε ένα μίνιμουμ πολιτικής διοίκησης, εκτός από την τεχνικο-στρατιωτική)· πολύ περισσότερο είναι απαραίτητη σ’ ένα εθνικό στρατό σ’ επιστράτευση. Το ζήτημα γίνεται ακόμα περισσότερο πολύπλοκο και δύσκολο στους πολέμους χαρακωμάτων, τους οποίους κάνουν πολυπληθείς μάζες που μόνο με μεγάλα αποθέματα ηθικών δυνάμεων μπορούν ν’ αντισταθούν στην τεράστια μυϊκή, νευρική και ψυχική κατάπτωση: μονάχα μια ικανότατη πολιτική διοίκηση, που ξέρει να παίρνει υπ’ όψη της τους πόθους και τα πιο βαθιά συναισθήματα των ανθρωπίνων μαζών εμποδίζει την αποδιοργάνωση και τον όλεθρο.
Η στρατιωτική διοίκηση πρέπει να υποτάσσεται πάντα στην πολιτική διοίκηση, πράγμα που σημαίνει ότι το στρατηγικό σχέδιο πρέπει να 'ναι η στρατιωτική έκφραση μιας ορισμένης γενικής πολιτικής. Φυσικά μπορεί να συμβεί ώστε σε μια δοσμένη κατάσταση, οι πολιτικοί άνδρες να είναι ανίκανοι, ενώ στο στρατό να υπάρχουν διοικητές που μαζί με την στρατιωτική διέθεταν και πολιτική ικανότητα: είναι η περίπτωση του Καί- σαρα και του Ναπολέοντα. Στον Ναπολέοντα όμως βλέπει κανείς το πώς η πολιτική αλλαγή, εναρμονιζόμενη με την αλαζονεία του να διαθέτεις ένα αφηρημένα στρατιωτικό εργαλείο, οδήγησε στη φθορά της: ακόμα και στις περιπτώσεις όπου η πολιτική και στρατιωτική διοίκηση συμπίπτουν στο ίδιο πρό
155

σωπο- είναι η πολιτική στιγμή που πρέπει να κυριαρχεί επί της στρατιωτικής. Τ Απομνημονεύματα του Καίσαρα είναι ένα κλασικό παράδειγμα παράθεσης ενός σοφού συνδυασμού πολιτικής και στρατιωτικής τέχνης: οι στρατιώτες έβλεπαν στο πρόσωπο του Καίσαρα όχι μόνο ένα μεγάλο στρατιωτικό αρχηγό, αλλά ιδιαίτερα τον πολιτικό τους αρχηγό της δημοκρατίας. Ας θυμηθούμε πώς ο Μπίσμαρκ, ακολουθώντας τα ίχνη του Κλαούζεβιτς, υποστήριξε την υπεροχή της πολιτικής πάνω στη στρατιωτική στιγμή, ενώ ο Γουλιέλμος II, όπως αναφέρει ο Λούντβιχ, σχολίασε με οργή μεγάλη μια εφημερίδα όπου ανα- φερόταν η γνώμη του Μπίσμαρκ: έτσι οι Γερμανοί κέρδισαν λαμπρά σχεδόν όλες τις μάχες, έχασαν όμως τον πόλεμο.
Υπάρχει μια κάποια τάση να υπερεκτιμάται η σημασία των λαϊκών τάξεων την περίοδο του Ριζορτζιμέντο, επιμένοντας ιδιαίτερα στο φαινόμενο του εθελοντισμού. Τα πιο σοβαρά και εξακριβωμένα πράγματα αναφορικά με το θέμα είναι τα κείμενα του Έτορε Ρότα στη «Nuova Rivista Storica» του 1928-29. Εν μέρει η παρατήρηση που έγινε σ’ άλλη σημείωση σχετικά με τη σημασία που πρέπει να δοθεί στους εθελοντές, θ ’ αποκαλύ- ψει ότι τα ίδια τα κείμενα του Ρότα δείχνουν πως οι εθελοντές αντιμετωπίζονταν άσχημα και σαμποτάρονταν από τις πιεμο- ντέζικες αρχές, πράγμα που επιβεβαιώνει την κακή πολιτικο- στρατιωτική διοίκηση. Η κυβέρνηση του Πιεμόντε μπορούσε να στρατολογήσει υποχρεωτικά στρατιώτες στην επικράτειά της, σε σχέση με τον πληθυσμό, όπως η Αυστρία μπορούσε να κάνει το ίδιο σε σχέση μ’ ένα πληθυσμό υπερβολικά πιο μεγάλο: ένας πόλεμος κατά βάθος, μ’ αυτούς τους όρους, θα ’ταν πάντα καταστρεπτικός για το Πιεμόντε ύστερ’ από ένα ορισμένο χρόνο. Αφού τέθηκε η αρχή ότι «η Ιταλία θα τα καταφέρει από μόνη της» έπρεπε ή να γίνει αμέσως αποδεκτή η ομοσπονδία με τ’ άλλα ιταλικά Κράτη ή να προταθεί η εδαφική πολιτική ενότητα πάνω σε μια τέτοια ριζοσπαστικά λαϊκή βάση ώστε να παρακινηθούν οι μάζες να εξεγερθούν ενάντια στις άλλες κυβερνήσεις και να συγκροτήσουν στρατεύματα εθελοντών που να είχαν την ικανότητα ν ’ αντιμετωπίσουν τα πιεμοντέζικα. Αλλά εδώ ακριβώς βρισκόταν το ζήτημα: οι πιεμοντέζικες δεξιές τάσεις είτε δεν ήθελαν βοηθητικούς, νομίζοντας ότι μπορούσαν να νική
156

σουν τους Αυστριακούς με τις τακτικές πιεμοντέζικες δυνάμεις μονάχα (και δεν καταλαβαίνει κανείς πώς μπορούσαν να ’χουν μια τέτοια πεποίθηση), είτε θα ’θελαν να βοηθηθούν με τη μορφή χάρης (κι εδώ δε γίνεται αντιληπτό πώς μπορούσαν σοβαροί πολιτικοί ν’ απαιτούν ένα πράγμα τόσο παράλογο): στην πραγματικότητα είναι αδύνατο ν ’ απαιτείται ενθουσιασμός, πνεύμα αυτοθυσίας, κλπ, χωρίς κάποια ανταμοιβή έστω κι από τους ίδιους υπηκόους ενός Κράτους- πόσο μάλλον από ξένους προς το Κράτος πολίτες πάνω σ’ ένα πρόγραμμα γενικό κι αφηρημέ- νο και με μια τυφλή πίστη σε μια μακρινή κυβέρνηση. Αυτό ήταν το δράμα του ’48-’49, αλλά δεν είναι και πολύ σωστό να επιπλήξουμε γ ι’ αυτό τον ιταλικό λαό- η ευθύνη της καταστροφής πρέπει ν’ αποδοθεί είτε στους μετριοπαθείς είτε στο Κόμμα της Δράσης, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, στην ανωριμότητα και στην ελλιπή αποτελεσματικότητα των κυρίαρχων τάξεων.
Οι παρατηρήσεις που έγιναν σχετικά με την ανεπάρκεια της πολιτικοστρατιωτικής καθοδήγησης του Ριζορτζιμέντο θα μπορούσαν ν’ αντικρουσθούν μ’ ένα επιχείρημα πολύ χυδαίο και τετριμμένο: «αυτοί οι άνθρωποι δεν υπήρξαν δημαγωγοί, δεν έκαναν δημαγωγία». Μια άλλη χυδαιότητα, πολύ διαδεδομένη, προκειμένου ν ’ αποφευχθεί η αρνητική γνώμη σχετικά με την καθοδηγητική ικανότητα των ηγετών του εθνικού κινήματος, είναι το να επαναλαμβάνεται με διάφορους τρόπους και μορφές ότι το εθνικό κίνημα μπόρεσε να επενεργήσει χάρη στις καλλιεργημένες χαι μόνο τάξεις. Δύσκολο να κατανοηθεί το πού βρίσκεται η αξιοσύνη. Η αξιοσύνη μιας καλλιεργημένης τάξης, λόγω του ιστορικού της ρόλου, έγκειται στο να καθοδηγεί τις λαϊκές μάζες και ν’ αναπτύσσει τα προοδευτικά στοιχεία τους- αν η καλλιεργημένη τάξη αποβεί ανίκανη να εκπληρώσει το ρόλο της, δεν πρέπει να γίνεται λόγος γ ι’ αξιοσύνη, μα για τ’ αντίθετο, δηλαδή για ανωριμότητα και βαθιά ανικανότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να εκλάβουμε τη λέξη και το νόημα της δημαγωγίας. Αυτοί οι άνθρωποι, πραγματικά δεν κάτεχαν να οδηγήσουν το λαό, δεν ήξεραν πώς να ξεσηκώσουν τον ενθουσιασμό και το πάθος, αν η δημαγωγία εκληφθεί με την πρωταρχική της σημασία. Πέτυχαν τουλάχιστον το σκοπό που επεδίω- καν; Έλεγαν ότι προτίθονταν να δημιουργήσουν το σύγχρονο
157

Κράτος στην Ιταλία και παρήγαγαν ένα νόθο κατασκεύασμα· προτίθονταν να προκαλέσουν τη δημιουργία μιας διάχυτης και δραστήριας άρχουσας τάξης και δεν το κατάφεραν, να εντάξουν το λαό στο κρατικό πλαίσιο και δεν το κατόρθωσαν. Η άθλια πολιτική ζωή από το ’70 μέχρι το ’900, η στοιχειώδης κι ενδημική επαναστατικότητα των λαϊκών τάξεων, η ευτελής και ταλαίπωρη ύπαρξη μιας καθοδηγητικής τάξης σκεπτικιστικής και θεσιθηρεύουσας ήταν τα επακόλουθα αυτής της ανεπάρκειας: κι επακόλουθό της είναι η διεθνής θέση του νέου Κράτους, στερημένο πραγματικής αυτονομίας μια και υπονομεύεται στο εσωτερικό από το Παπάτο και την απεχθή παθητικότητα των πολυπληθών μαζών. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ήταν οι δεξιοί του Ριζορτζιμέντο που στάθηκαν οι μεγάλοι δημαγωγοί: χρησιμοποίησαν το λαό-έθνος σαν εργαλείο, σαν αντικείμενο, υποβιβάζοντάς τον και σ’ αυτό συνίσταται η μέγιστη και πιο υποτιμητική δημαγωγία, με την έννοια ακριβώς που έχει προσλάβει ο όρος στο στόμα των κομμάτων της δεξιάς στην πολεμική τους με τα κόμματα της αριστεράς, έστω κι αν είναι τα κόμματα της δεξιάς που έχουν εξασκήσει τη χειρότερη δημαγωγία κι έχουν συχνά κάνει έκκληση στα λαϊκά αποβράσματα (όπως έκανε στη Γαλλία ο Ναπολέοντας ο III).
Ο Βιτσέντσο Κονόχο και η παθητική επανάσταση.Ο Βιτσέντσο Κουόκο ονόμασε παθητική επανάσταση εκείνη
που εκδηλώθηκε στην Ιταλία σε αντίδραση των ναπολεόντειων πολέμων. Η έννοια της παθητικής επανάστασης νομίζω ότι είναι ορθή όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά για τις άλλες χώρες που εκσυγχρόνισαν το Κράτος μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων ή εθνικών πολέμων χωρίς να περάσουν από μια πολιτική επανάσταση ριζοσπαστικού γιακωβίνικου τύπου. Να εξετασθεί πώς ο Κουόκο αναπτύσσει την έννοια για την Ιταλία.
Η σχέση πόλης-υπαίθρον στο Ριζορτζιμέντο και στην ιταλική εθνική δομή.
Οι σχέσεις μεταξύ αστικού και αγροτικού πληθυσμού δεν είναι απλά σχηματικές, ιδιαίτερα στην Ιταλία. Πρέπει ωστόσο να
158

ορίσουμε τι εννοούμε λέγοντας «αστικός» και «αγροτικός» στο σύγχρονο πολιτισμό και ποιοι συνδυασμοί μπορούν να προκύ- ψουν από τη μονιμότητα την απαρχαιωμένων και συντηρητικών μορφών στη γενική σύνθεση του πληθυσμού, ερευνημένη από τη σκοπιά της μεγαλύτερης ή μικρότερης συσσώρευσής του. Μερικές φορές παρατηρείται το παράδοξο: ένας αγροτικός τύπος να 'ναι πιο προοδευτικός από έναν αυτοαποκαλούμενο αστικό.
Μια «βιομηχανική» πόλη είναι πάντα πιο προοδευτική από την επαρχία από την οποία εξαρτάται οργανικά. Στην Ιταλία όμως, δεν είναι όλες οι πόλεις «βιομηχανικές» κι ακόμα πιο λίγες είναι οι τυπικά βιομηχανικές πόλεις. Οι «εκατό» ιταλικές πόλεις είναι βιομηχανικές, η συγκέντρωση του πληθυσμού σε μη αγροτικά κέντρα, ο οποίος είναι σχεδόν διπλάσιος από τον γαλλικό, αποδείχνει άραγε ότι στην Ιταλία υπάρχει μια εκβιο- μηχανοποίηση δυο φορές μεγαλύτερη από της Γαλλίας; Στην Ιταλία η αστυφιλία (urbanesimo) δεν είναι μόνο κι ούτε «ειδικά», ένα φαινόμενο καπιταλιστικής ανάπτυξης και μεγάλης βιομηχανίας. Αυτή που υπήρξε για πολύ καιρό η πιο μεγάλη ιταλική πόλη και εξακολουθεί να είναι από τις πιο μεγάλες, η Νάπολη, δεν είναι πόλη βιομηχανική: ούτε η Ρώμη, η μεγαλύτερη σήμερα ιταλική πόλη, είναι βιομηχανική. Παρ’ όλ’ αυτά, α κόμα και σ’ αυτές τις πόλεις, μεσαιωνικού τύπου, υπάρχουν ισχυροί πυρήνες πληθυσμού σύγχρονου αστικού τύπου· ποια, όμως, είναι η σχετική θέσι, τους; Υποτάσσονται, συνθλίβονται, εξευτελίζονται από το άλλο μέρος, που δεν είναι σύγχρονου τύπου κι είναι η συντριπτική πλειοψηφία. Παράδοξο των «σιωπηλών πόλεων».
Σ ’ αυτό τον τύπο πόλης υπάρχει, ανάμεσα σ’ όλες τις κοινωνικές ομάδες, μια αστική (urbana) ιδεολογική ενότητα ενάντια στην ύπαιθρο, ενότητα από την οποία δε γλιτώνουν ούτε οι πιο σύγχρονοι πυρήνες αστικής λειτουργίας, που επίσης υπάρχουν εδώ: είναι το μίσος και η περιφρόνηση ενάντια στο «χωριάτη», ένα ενιαίο σιωπηρό μέτωπο ενάντια στις διεκδικήσεις της υπαίθρου, οι οποίες αν πραγματοποιούνταν, θα καθιστούσαν αδύνατη την ύπαρξη πόλης αυτού του τύπου. Αμοιβαία υπάρχει μια «γενική» εχθρότητα, αλλά όχι γ ι’ αυτό το λόγο και λιγότερο επίμονη και παθιασμένη, από την ύπαιθρο προς την πόλη ενά
159

ντια σ’ ολόκληρη την πόλη, σ’ όλες τις ομάδες που την συγκροτούν. Αυτή η γενική σχέση που στην πραγματικότητα είναι τόσο πολύπλοκη κι εκδηλώνεται με μορφές που καταφανώς δ ίνουν την εντύπωση ότι είναι αντιφατικές, προσέλαβε μια πρωταρχική σημασία κατά την εξέλιξη των αγώνων για το Ριζορτζι- μέντο, όταν αυτό ήταν ακόμα πιο απόλυτο και επενεργό απ’ ό ,τι σήμερα.
Το πρώτο κραυγαλέο παράδειγμα αυτών των καταφανών α ντιφάσεων ας το μελετήσουμε στο επεισόδιο της Παρθενώπειας Δημοκρατίας του 1779: η πόλη συντρίφτηκε από την ύπαιθρο, την οργανωμένη στις ορδές του καρδινάλιου Ρούφο, γιατί η Δημοκρατία, είτε στην πρώτη αριστοκρατική φάση της είτε στην δεύτερη την αστική της, αμέλησε εντελώς την ύπαιθρο αφ’ ενός, αλλ’ αφ’ ετέρου υποσχόμενη τη δυνατότητα μιας γιακωβί- νικης εξέλιξης, μέσω της οποίας η έγγεια ιδιοκτησία, που ξόδευε τη γαιοπρόσοδο στη Νάπολη, μπορούσε ν ’ απαλλοτριω- θεί, στερώντας τις πλατιές λαϊκές μάζες από τις πηγές των εσόδων τους και της ζωής τους, άφησε σύξυλο, αν όχι εχθρικό, το φτωχό λαό της Νάπολης. Κατά το Ριζορτζιμέντο, εξάλλου, εκδηλώθηκε ακόμα, εμβρυώδικα, η ιστορική σχέση μεταξύ Βορρά και Νότου, σαν μια σχέση παρόμοια μ’ εκείνη μεταξύ μιας μεγάλης πόλης και μιας μεγάλης επαρχίας: επειδή αυτή η σχέση δεν ήταν ακόμα εκείνη η οργανική φυσιολογική της επαρχίας και της βιομηχανικής πρωτεύουσας, αλλά ήταν απόρροια δύο εκτεταμένων περιοχών πολύ διαφορετικής πολιτιστικής και κοινωνικής παράδοσης, τονίστηκαν οι όψεις και τα στοιχεία μιας σύγκρουσης της εθνικότητας. Αυτό που είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο κατά την περίοδο του Ριζορτζιμέντο είναι το γεγονός ότι στις πολιτικές κρίσεις ο Νότος είχε την πρωτοβουλία της δράσης: 1799 Νάπολη, ’20-’21 Παλέρμο, ’47 Μεσίνα και Σικελία, ’47-48 Σικελία και Νάπολη. Άλλο αξιοσημείωτο γεγονός είναι η ιδιαίτερη όψη που προσλάμβανε το κάθε κίνημα στην Κεντρική Ιταλία, σαν ενδιάμεση κατεύθυνση μεταξύ Βορρά και Νότου· η περίοδος των (σχετικών) λαϊκών πρωτοβουλιών κρα- τάει από το 1815 ως το 1849 και κορυφώνεται στην Τοσκάνη και στα Κράτη του Πάπα (η Ρομάνια και η Λουνιτζιάνα πρέπει να θεωρούνται πάντα ότι ανήκουν στο Κέντρο). Αυτές οι ιδιαιτε
160

ρότητες είχαν ανταπόκριση και στην ακόλουθη περίοδο: τα γεγονότα του Ιουνίου 1814 κορυφώθηκαν σε μερικές περιοχές του Κέντρου (Ρομάνια και Μάρκε)- η κρίση που αρχίζει το 1893 στη Σικελία, και βρίσκει αντίκτυπο στο Νότο και στη Λουνιτζιάνα, κορυφώνεται στο Μιλάνο το 1898- το 1919 έχουμε τις καταλήψεις γης στο Νότο και στη Σικελία, το 1920 την κατάληψη των εργοστασίων του Βορρά. Αυτός ο σχετικός συγχρονισμός και η σύμπτωση δηλώνει την ήδη από το 1815 και μετά ύπαρξη μιας οικονομικοπολιτικής δομής σχετικά ομογενούς, άφ’ ενός κι αφ’ ετέρου δείχνει πως κατά τις περιόδους κρίσεων ήταν το πιο αδύνατο και περιφερειακό κομμάτι που αντιδρούσε πρώτο.
Η σχέση πόλης-υπαίθρου μεταξύ Βορρά-Νότου μπορεί επίσης να μελετηθεί στις διάφορες πολιτιστικές αντιλήψεις και ηθικές συμπεριφορές. Ό πω ς έχει σημειωθεί, οι Μπ. Κρότσε και Τζ. Φορτουνάτο, στην αρχή του αιώνα, ήσαν επικεφαλής ενός πολιτιστικού κινήματος το οποίο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήρθε σ’ αντιπαράθεση με το πολιτιστικό κίνημα του Βορρά (ιδεαλισμός εναντίον θετικισμού, κλασικισμός ή κλασικότητα εναντίον φουτουρισμού). Ας τονιστεί το γεγονός ότι η Σικελία αποκόπηκε από το Νότο και λόγω σεβασμού στην κουλτούρα: αν ο Κρίσπι είναι ο άνθρωπος του βιομηχανικού Βορρά, ο Πι- ραντέλο σε γενικές γραμμές είναι πιο κοντά στον φουτουρισμό, ο Τζεντίλε και ο ατουολισμός1 βρίσκονται επίσης πιο κοντά στο φουτουριστικό κίνημα (εννοούμενο πλατιά, σαν αντίθεση στον παραδοσιακό κλασικισμό, σαν μορφή ενός σύγχρονου ρομαντισμού). Διαφορετική είναι η δομή και η καταγωγή των στρωμάτων των διανοουμένων: στο Νότο κυριαρχεί ακόμα ο τύπος του «ψάθινου καπέλου», που φέρνει σε επαφή την αγροτιά με τους ιδιοκτήτες και τον κρατικό μηχανισμό- στο Βορρά κυριαρχεί ο τύπος του «τεχνικού» εργαστηρίου, που εξυπηρετεί τη σύνδεση μεταξύ των εργατών και των επιχειρηματιών: η σύνδεση με το Κράτος αποτελούσε ρόλο των συνδικαλιστικών οργανώσεων
1. Attualismo: θεω ρία του Τζιοβάνι Τζεντίλε (1875-1944) που υποστηρίζει ότι το πνεύμα πρέπει να προσανατολίζεται στην απόλυτη αρχή της πραγματικότητας.
161

και των πολιτικών κομμάτων, που τα καθοδηγούσε ένα εντελώς καινούριο στρώμα διανοουμένων (ο σύγχρονος κρατικός συνδικαλισμός, με τα αποτελέσματα της συστηματικής διάδοσης σ’ εθνική κλίμακα αυτού του κοινωνικού τύπου, κατά τρόπο περισσότερο συναφή και συνεπή, πράγμα αδύνατο για τον παλιό συνδικαλισμό, αποτελεί ως ένα ορισμένο σημείο και με μια ορισμένη έννοια, ένα μέσο ηθικής και πολιτικής ενοποίησης).
Αυτή η πολύπλοκη σχέση πόλης-υπαίθρου μπορεί να μελετηθεί στα γενικά πολιτικά προγράμματα που ζητούσαν να πραγματοποιηθούν πριν από τον ερχομό των φασιστών στην κυβέρνηση: το πρόγραμμα του Τζολίτι και των φιλελεύθερων δημοκρατικών προσπαθούσε να δημιουργήσει στο Βορρά ένα μπλοκ «της πόλης» (urbano) (από βιομήχανους κι εργάτες) που να ’ταν η βάση ενός προστατευτικού συστήματος και που θα ενί- σχυε την οικονομία και την ηγεμονία του Βορρά. Ο Νότος ήταν υποβιβασμένος σε μια μισοαποικιακή αγορά πωλήσεων, σε μια πηγή αποταμιεύσεων και φόρων και κρατιόταν «πειθαρχημέ- νος» με δυο ειδών μέτρα: αστυνομικά μέτρα ανελέητης καταπίεσης κάθε μαζικού κινήματος με περιοδικές σφαγές χωρικών. (Στο μνημόνιο του Τζολίτι, γραμμένο από τον Spectacor (Μισι- ρόλι) στη «Nuova Antologia» (1η Αυγ. 1928), εκφράζεται η απορία γιατί ο Τζολίτι υπήρξε ανέκαθεν σθεναρά αντίθετος στην οποιαδήποτε διάδοση του σοσιαλισμού και του συνδικαλισμού στο Νότο, ενώ το πράγμα είναι φυσικό και προφανές, μια και ο εργατικός προστατευτισμός - μεταρρύθμιση, συνεργατικές, δημόσια έργα - είναι πιθανός αν είναι μερικός, δηλαδή κάθε προνόμιο προϋποθέτει θυσίες και στερήσεις). Αστυνομικο-πολιτικά μέτρα: προσωπικές εύνοιες στο στρώμα των «διανοουμένων» ή των «ψάθινων καπέλων», με τη μορφή απασχολήσεων στη δημόσια διοίκηση, δυνατοτήτων λεηλασίας ατιμωρητί των τοπικών διοικήσεων, μιας εκκλησιαστικής νομοθεσίας εφαρμοζόμενης λιγότερο αυστηρά απ’ ότι αλλού, παραχωρώντας στη διάθεση του κλήρου αξιόλογα κληροδοτήματα, κλπ, ενσωμάτωση, δηλαδή, «προσωπική» των πιο δραστήριων στοιχείων του Νότου στο διοικητικό προσωπικό του Κράτους, με ιδιαίτερα «νομικά» γραφειοκρατικά κλπ., προνόμια. Έτσι το κοινωνικό στρώμα που θα μπορούσε να οργανώσει την ενδημική δυσαρέ
162

σκεια του Νότου, μετατράπηκε αντίθετα σ’ ένα όργανο της πολιτικής του Βορρά, ένα παρακλάδι της ιδιωτικής αστυνομίας. Η δυσαρέσκεια δεν κατόρθωσε, λόγω της έλλειψης καθοδήγησης, να προσλάβει μια φυσιολογική πολιτική μορφή και οι εκδηλώσεις της, εκφραζόμενες μόνο με χαοτικό και ταραχώδη τρόπο, έρχονται να παρουσιαστούν σαν δικαστική «σφαίρα της αστυνομίας». Στην πραγματικότητα, σ’ αυτή τη μορφή διαφθοράς προσκολλήθηκαν, έστω παθητικά και άμεσα, άνθρωποι σαν τον Κρότσε και τον Φορτουνάτο λόγω της φετιχιστικής τους αντίληψης για την ενότητα. (Βλ. το επεισόδιο Φορτουνάτο-Σαλβέ- μινι αναφορικά με την «Ενότητα» όπως το αναφέρει ο Πρετσο- λίνι στην πρώτη έκδοση της Cultura Italiana).
Δεν πρέπει να μας διαφύγει ο πολιτικο-ηθικός παράγοντας της εκστρατείας εκφοβισμού που εξαπολύθηκε ενάντια σε κάθε, ακόμα και αντικειμενικότατη, διαπίστωση των κινήτρων της α ντίθεσης μεταξύ Βορρά και Νότου. Ας θυμηθούμε το συμπέρασμα της έρευνας της Pais-Serra σχετικά με τη Σαρδηνία, ύστερ’ από την εμπορική κρίση της δεκαετίας του ’90-’900, και την κατηγορία - που έχει ήδη αναφερθεί - την οποία εκτόξευσε ο Κρίσπι προς τους σικελούς Φάσι λέγοντας ότι ήταν πουλημένοι στους Άγγλους. Ιδιαίτερα μεταξύ των σικελών διανοουμένων υπήρχε αυτή η μορφή ενιαίας απελπισίας (επακόλουθο της φοβερής πίεσης των χωρικών στη γη των κυρίων και της δημοτικότητας του Κρίσπι στην περιοχή) η οποία εκδηλώθηκε και πρόσφατα κατά την επίθεση του Νάτολι1 ενάντια στον Κρότσε για έναν άκακο υπαινιγμό σχετικά με την αποχώρηση της Σικελίας από το βασίλειο της Νάπολης (βλ. απάντηση του Κρότσε στην «Critica»).
Το πρόγραμμα του Τζολίτι «διαταράχτηκε» από δύο παράγοντες: 1) την παραδοχή των ασυμβίβαστων του σοσιαλιστικού κόμματος υπό την καθοδήγηση του Μουσολίνι και την ερωτο- τροπία τους μ’ όσους υποστήριζαν τα αιτήματα του Νότου (ελεύθερη ανταλλαγή, εκλογές του Μολφέτα, κλπ), που διέλυε το
1. Βλ. περί του Νάτολι, στον παρόντα τόμο, στο λήμμα: Λονίτζι Νά- τολι: Δ ιεχόιχήσεις...
163

αστικό (urbano) μπλοκ του Βορρά' 2) η εισαγωγή της καθολικής ψηφοφορίας, η οποία διεύρυνε ανήκουστα την κοινοβουλευτική βάση του Νότου και κατέστησε δύσκολη την ατομική διαφθορά (ήταν πάρα πολλοί για να διαφθαρούν με το καλό, οπότε και εμφάνιση των ροπαλοφόρων). Ο Τζολίτι άλλαξε partenaire: αντικατέστησε το μπλοκ της πόλης (urbano) (ή μάλλον, το έφερε σε αντιπαράθεση προκειμένου να εμποδίσει τον τελειωτικό του όλεθρο) με το «σύμφωνο Τζεντιλόνι», ένα μπλοκ, τελικά, ανάμεσα στη βιομηχανία του Βορρά και στους αγρότες της «οργανικής και φυσιολογικής» υπαίθρου (οι καθολικές εκλογικές δυνάμεις συνέπεσαν με τις σοσιαλιστικές, γεωγραφικά: ήταν διασκορπισμένες δηλαδή στο Βορρά και στο Κέντρο) μ’ επέκταση των αποτελεσμάτων και στο Νότο ακόμα, τουλάχιστο στο άμεσα ικανοποιητικό μέτρο προκειμένου να «διορθωθούν» οι συνέπειες της διεύρυνσης της εκλογικής μάζας κατά τρόπο ωφέλιμο.
Το άλλο γενικό πολιτικό πρόγραμμα ή κατεύθυνση είναι εκείνο που μπορούμε να το ονομάσουμε της «Corriere délia Sera» ή του Λουίτζι Αλμπερτίνι και μπορεί να ’χει την ταυτότητα μιας συμμαχίας μεταξύ ενός τμήματος των βιομηχάνων του Βορρά (μ’ επικεφαλής εκείνους της υφαντουργίας, βαμβακουργίας, με- ταξουργίας, τους εξαγωγείς οπότε κι ελεύθερα συναλλασσόμενους) με το αγροτικό μπλοκ του Νότου: η «Corriere» υποστήριξε τον Σαλβέμινι ενάντια στον Τζολίτι στις εκλογές του Μολφέ- τα του 1913 (καμπάνια του Ούγκο Οϊέτι), υποστήριξε τον υπουργό Σαλάντρα αρχικά και τον υπουργό Νίτι στη συνέχεια, δηλαδή τις δύο πρώτες κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν από τους πολιτικούς του Νότου. (Οι Σικελοί πρέπει να ληφθούν υ π’ όψη ξεχωριστά: έπαιρναν ανέκαθεν τη μερίδα του λέοντος σ’ όλα τα υπουργεία από το ’60 κι εξής, έβγαζαν Σικελούς προέδρους στο Συμβούλιο, ενώ στο Νότο ο πρώτος leader ήταν ο Σαλάντρα- αυτή η σικελική «εισβολή» πρέπει να εξηγηθεί με την πολιτική εκβιασμού των κομμάτων του νησιού, που είχαν πάντα πρόχειρο ένα «χωριστικό» πνεύμα, προς όφελος της Αγγλίας: η κατηγορία του Κρίσπι ήταν, απερίσκεπτα, η εκδήλωση μιας προκατάληψης που διακατείχε πραγματικά την πιο υπεύθυνη κι ευαίσθητη εθνική ηγετική ομάδα).
164

Η διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος κατά το 1913 είχε ήδη προκαλέσει τα πρώτα σημάδια εκείνου του φαινομένου που θα εκφραστεί σε μεγάλη κλίμακα τα χρόνια ’19-20-21 σαν αποτέλεσμα της πολιτικο-οργανωτικής πείρας την οποία απόκτη- σαν οι αγροτικές μάζες κατά την περίοδο του πολέμου, τη σχετική δηλαδή ρήξη του αγροτικού μπλοκ του Νότου και την απόσπαση των χωρικών, που καθοδηγούνταν από ένα τμήμα των διανοουμένων (αξιωματικών στον πόλεμο,), από τους μεγαλοϊ- διοκτήτες· έχουμε, λοιπόν, τον Σαρδηνισμό, το ρεφορμιστικό σικελικό κόμμα (η αποκαλούμενη κοινοβουλευτική ομάδα Μπο- νόμι συγκροτήθηκε από τον Μπονόμι και 22 σικελούς βουλευτές) με τη χωριστική εξτρεμιστική πτέρυγα, εκπροσωπούμενη από την «Sicilia Nuova», την ομάδα της «Ανανέωσης» του νότου, η οποία συγκροτήθηκε από αγωνιστές που προσπαθούσαν να ιδρύσουν περιφερειακά κόμματα δράσης όπως αυτό της Σαρδηνίας. (Βλ. την επιθεώρηση «Volontà» του Τοράκά,η με- τάπλαση του «Popolo Romano», κλπ). Σ’ αυτό το κίνημα η σπουδαιότητα της αυτονομίας των αγροτικών μαζών είναι διαφορετικού βαθμού στη Σαρδηνία απ’ ό ,τι στο Νότο και στη Σ ικελία, σύμφωνα με την οργανωτική δύναμη, το κύρος και την ιδεολογική πίεση, την οποία ασκούσαν οι μεγαλοϊδιοκτήτες - που ήταν πολύ καλά οργανωμένοι και δεμένοι μεταξύ τους στη Σικελία, ενώ είχαν σχετικά μικρή βαρύτητα στη Σαρδηνία. Δ ιαφορετικού βαθμού επίσης είναι και η σχετική ανεξαρτησία των αντίστοιχων στρωμάτων των διανοουμένων, με διαφορετική φυσικά έννοια από εκείνη των ιδιοκτητών. (Λέγοντας «διανοούμενοι» δεν πρέπει να εννοούμε μονάχα εκείνα τα στρώματα που συνήθως ακούν σ’ αυτή την ονομασία, αλλά γενικά όλο το κοινωνικό στρώμα που ασκεί -με πλατιά έννοια - οργανωτικές λειτουργίες, στο πεδίο είτε της παραγωγής είτε της κουλτούρας είτε το πολιτικοδιοικητικό: [ο όρος «διανοούμενοι» (σ.τ.μ.)] αντιστοιχεί στους υπαξιωματικούς και στους κατώτερους αξιωματικούς του στρατού κι εν μέρει επίσης στους ανώτερους αξιωματικούς που κατάγονται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα.)
Προκειμένου ν’ αναλύσουμε τον πολιτικο-κοινωνικό ρόλο των διανοουμένων ας ξαναθυμηθούμε κι ας εξετάσουμε την ψυ
165

χολογική τους στάση απέναντι στις βασικές τάξεις τις οποίες οι ίδ ιοι φέρνουν σ’ επαφή σε διάφορα πεδία: αντιμετωπίζουν άραγε «πατερναλιστικά» τις «παραγωγικές τάξεις ή πιστεύουν ότι είναι οι ίδιοι μια οργανική τους έκφραση; Διατηρούν μια «δουλική» στάση απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις ή θεωρούν ιθύνοντες τους ίδιους τους εαυτούς τους, αναπόσπαστο μέρος των κυρίαρχων τάξεων; Στην πορεία του Ριζορτζιμέντο το λεγόμενο Κόμμα της Δράσης είχε μια «πατερναλιστική» στάση, γ ι’ αυτό δεν κατάφερε παρά σε πολύ χαμηλό βαθμό να φέρει τις πλατιές λαϊκές μάζες σ’ επαφή με το Κράτος. Ο λεγόμενος «μεταμορφισμός» (trasformismo)1 δεν είναι παρά η κοινοβουλευτική έκφραση του γεγονότος ότι το Κόμμα της Δράσης όλο κι ενσωματωνόταν μοριακά στους μετριοπαθείς κι οι λαϊκές μάζες έβαιναν αποκεφαλιζόμενες κι όχι απορροφούμενες στα πλαίσια του νέου Κράτους.
Από τη σχέση πόλης-υπαίθρου πρέπει να ξεκινήσουμε την εξέταση των θεμελιωδών κινητήριων δυνάμεων της ιταλικής ιστορίας και των προγραμματικών σημείων με βάση τα οποία πρέπει να μελετήσουμε και να κρίνουμε την κατεύθυνση του Κόμματος της Δράσης κατά την περίοδο του Ριζορτζιμέντο. Σχηματικά μπορούμε να έχουμε το εξής πλαίσιο: 1) την αστική (urbana) δύναμη του Βορρά- 2) την αγροτική δύναμη του Νότου- 3) την αγροτική δύναμη Βορρά-Κέντρου- 4) την αγροτική δύναμη της Σικελίας και 5) της Σαρδηνίας. Αν παραμείνει σταθερός ο ρόλος της πρώτης δύναμης σαν «ατμομηχανής», πρέπει να εξετάσουμε τους διάφορους, «πιο χρήσιμους», συνδυασμούς που δρουν προκειμένου να δημιουργηθεί ένα «τρένο» που προ
1. Trasformismo (Μεταμορφισμός): Πολιτική μέθοδος δημιουργίας κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών από δυνάμεις διαφόρων τάσεων και συγκλίσεων από τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα. Ο Γκράμσι με τον όρο αυτό υπονοεί το φαινόμενο της μεταλλαγής πολιτικών δυνάμεων ή και προσώπων από θέσεις προοδευτικές σε θέσεις συντηρητικές. Ξεχωρίζει δυό περιόδους μεταμορφισμού. Μία ανάμεσα στο 1860-1900 και μιά μετά το 1900. Για περ. βλέπε το λήμα II trasformismo του Αντόνιο Γκράμσι στην παρούσα έκδοση.
166

χωρεί όσο γίνεται πιο γρήγορα προς τα μπρος στην ιστορία. Εν τω μεταξύ, η πρώτη δύναμη αρχίζει ν’ αποκτά ιδιαίτερα δικά της προβλήματα, εσωτερικά, προβλήματα οργάνωσης, ομοιογενούς διάρθρωσης, πολιτικοστρατιωτικής καθοδήγησης (ηγεμονία του Πιεμόντε, σχέσεις μεταξύ Μιλάνου και Τορίνου, κλπ)· παραμένει ωστόσο καθορισμένο ότι, έστω και «μηχανικά», αν μια τέτοια δύναμη έχει φτάσει σ’ ένα ορισμένο βαθμό ενότητας και μαχητικότητας, εξασκεί μιαν «έμμεση» καθοδηγητική λειτουργία πάνω στις άλλες. Κατά τις διάφορες περιόδους του Ριζορτζιμέντο φαίνεται ότι το να πάρει αυτή η δύναμη μιαν ανυποχώρητη θέση και το να παλεύει ενάντια στην ξένη κυριαρχία καθορίζει μιαν άνοδο των προοδευτικών δυνάμεων του Νότου: εξ ου και ο σχετικός συγχρονισμός, όχι όμως και το ταυτόχρονο, των κινημάτων του ’20-21 και ’31, του ’48. Στα ’59-60 αυτός ο ιστορικοπολιτικός «μηχανισμός» κινείται μ’ όλη τη δυνατή απόδοση μια και ο Βορράς αρχίζει τον αγώνα, το Κέντρο προσχωρεί παθητικά ή σχεδόν και στο Νότο το βουρ- βωνικό Κράτος καταρρέει λόγω της πίεσης των γαριβαλδινών, πίεση σχετικά αδύνατη. Αυτό συμβαίνει γιατί το Κόμμα της Δράσης (Γκαριμπάλντι) επεμβαίνει σαν θύελλα, αφού πρώτα οι μετριοπαθείς (Καβούρ) είχαν οργανώσει το Νότο και το Κέντρο- δεν είναι δηλαδή η ίδια πολιτικο-στρατιωτική καθοδήγηση (μετριοπαθείς ή Κόμμα της Δράσης) που οργάνωσε το ταυτόχρονο του πράγματος, αλλά η (μηχανική) συνεργασία των δύο καθοδηγήσεων που, επιτυχώς, συμπλήρωσε η μία την άλλη.
Η πρώτη δύναμη έπρεπε, λοιπόν, να θέσει το πρόβλημα του να οργανωθούν γύρω απ’ αυτήν οι αστικές (urbane) δυνάμεις των άλλων εθνικών περιοχών κι ιδιαίτερα του Νότου. Αυτό το πρόβλημα ήταν το πιο δύσκολο, αυτό που έβριθε αντιφάσεων και κινήτρων τα οποία αποδέσμευαν κύματα πάθους (μια γελοία λύση αυτών των αντιφάσεων υπήρξε η λεγόμενη κοινοβουλευτική επανάσταση του 1876). Η λύση της, όμως, ακριβώς γ ι’ αυτό, ήταν ένα από τα κρίσιμα σημεία της εθνικής εξέλιξης. Οι αστικές (urbane) δυνάμεις ήταν κοινωνικά ομογενείς, οπότε έπρεπε να βρεθούν σε μια θέση τέλειας ισορροπίας. Αυτό ήταν θεωρητικά αληθινό, ιστορικά όμως το ζήτημα έμπαινε με διαφορετικό τρόπο: οι αστικές (urbane) δυνάμεις του Βορρά είχαν
167

καθαρά τεθεί επικεφαλής της εθνικής τους περιοχής, ενώ δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο για τις αντίστοιχες δυνάμεις του Νότου, τουλάχιστο στον ίδιο βαθμό. Οι αστικές (urbane) δυνάμεις του Βορρά έπρεπε, λοιπόν, να κατορθώσουν, σε βάρος εκείνων του Νότου, ώστε η καθοδηγητική τους λειτουργία να ορίζεται στο να εξασφαλίσουν την καθοδήγηση του Βορρά προς το Νότο στη γενική σχέση πόλης-υπαίθρου, η καθοδηγητική, δηλαδή λειτουργία των αστικών (urbane) δυνάμεων του Νότου δε θα μπορούσε να ’ναι τίποτ’ άλλο εκτός από ένα κίνημα υποταγμένο στην πιο ευρεία καθοδηγητική λειτουργία του Βορρά. Η πιο έντονη αντίφαση γεννήθηκε απ’ αυτή τη σειρά γεγονότων: η αστική (urbana) δύναμη του Νότου δεν μπορούσε να θεωρηθεί σαν κάτι καθ’ εαυτό, ανεξάρτητη από εκείνη του Βορρά- το να τίθεται το ζήτημα με αυτόν τον τρόπο θα σήμαινε ότι διαπιστώνεται προκαταβολικά μια αθεράπευτη «εθνική» διαίρεση μια τόσο σοβαρή διαίρεση που ούτε η ομοσπονδιακή λύση δε θα μπορούσε να αποτρέψει- θα επιβεβαιωνόταν η ύπαρξη διαφορετικών εθνών, μεταξύ των οποίων θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μονάχα μια διπλωματική-στρατιωτική συμμαχία ενάντια στον κοινό εχθρό, την Αυστρία (το μοναδικό στοιχείο ενότητας και αλληλεγγύης, δηλαδή θα συνίστατο στην ύπαρξη ενός «κοινού» εχθρού). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, υπήρχαν μερικές μόνο «πλευρές» του εθνικού ζητήματος, όχι όλες κι ούτε οι πιο βασικές. Η πιο σοβαρή πλευρά ήταν η αδύνατη θέση των αστικών (urbane) δυνάμεων του Νότου σε σχέση με τις αγροτικές, σχέση δυσμενής που εκδηλωνόταν καμιά φορά με μια αληθινή και κυριολεκτική υποταγή της πόλης στην ύπαιθρο. Ο στενός σύνδεσμος μεταξύ των αστικών (urbane) δυνάμεων του Βορρά και του Νότου, δίνοντας στις δεύτερες την αντιπροσωπευτική ισχύ του κύρους των πρώτων, έπρεπε να τις βοηθήσει ν’ αποκτήσουν την αυτονομία τους, τη συνείδηση του καθοδη- γητικού ιστορικού ρόλου τους κατά τρόπο «συγκεκριμένο» κι όχι απλά θεωρητικό κι αόριστο, υποδεικνύοντας τις λύσεις που ήταν σκόπιμο να δοθούν στα διάφορα περιφερειακά προβλήματα. Ή ταν φυσικό το ότι παρουσιάστηκαν ισχυρές αντίθετες απόψεις στο Νότο σχετικά με την ενότητα: το πιο βαρύ καθήκον προκειμένου να δοθεί μια λύση στην κατάσταση ανήκε οπωσδή
168

ποτε στις αστικές (urbane) δυνάμεις του Βορρά, οι οποίες όχι μόνο όφειλαν να πείσουν τ’ «αδέλφια» τους του Νότου, αλλ’ έπρεπε ν’ αρχίσουν (να πείθονται) και οι ίδιες γ ι’ αυτή την πολυπλοκότητα του πολιτικού συστήματος: σε πρακτικό, λοιπόν, επίπεδο το ζήτημα έμπαινε ως προς την ύπαρξη ενός ισχυρού κέντρου ποντικής καθοδήγησης, με το οποίο θα όφειλαν απαραίτητα να συμπράξουν ισχυρές και λαϊκές προσωπικότητες του Νότου και των νησιών. Το πρόβλημα της δημιουργίας μιας ενότητας Βορρά-Νότου συνδεόταν στενά και σε μεγάλο βαθμό απορροφιόταν από το πρόβλημα της δημιουργίας μιας συνοχής και αλληλεγγύης μεταξύ όλων των εθνικών αστικών (urbane) δυνάμεων. (Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε πιο πάνω ισχύει πραγματικά και για τα τρία νότια διαμερίσματα: της Νάπολης, της Σικελίας, της Σαρδηνίας).
Οι αγροτικές δυνάμεις της βορειο-κεντρικής Ιταλίας έβαζαν με τη σειρά τους μια σειρά από προβλήματα τα οποία έπρεπε να υιοθετήσουν οι αστικές (urbane) δυνάμεις του Βορρά για να καθορίσουν μία φυσιολογική σχέση πόλης-υπαίθρου, αποβάλλοντας παρεμβολές και επιρροές ξένες προς την ανάπτυξη του νέου Κράτους προέλευσης. Σ ’ αυτές τις αγροτικές δυνάμεις έπρεπε να ξεχωρίσει κανείς δύο τάσεις: την λαϊκή και την κλη- ρική-φιλοαυστριακή. Η κληρική δύναμη είχε το μέγιστο βάρος της στην επαρχία της Βενετο-Λομβαρδίας, εκτός από την Τοσκάνη και ένα μέρος του παπικού Κράτους. Η λαϊκή δύναμη στο Πιεμόντε με επιρροές λίγο ή πολύ ευρύτερες στην υπόλοιπη χώρα, εκτός από τις εξαρχίες, ειδικά στην Ρομάνια, και σε άλλα διαμερίσματα μέχρι τον Νότο και τα Νησιά. Καθορίζοντας θετικά αυτές τις άμεσες σχέσεις, οι αστικές δυνάμεις του Βορρά θα έδιναν έναν ρυθμό σ’ όλα τα παρόμοια ζητήματα και σε εθνικό επίπεδο.1
1. Αυτή η θεώρηση για την σχέση Βορρά-Νότου και για τις αστικές (urbane) δυνάμεις πρέπει να παραβληθεί με το άρθρο Ο ιστορικός ρόλος των πόλεων («Ordine Nuovo» 17 Ιανουαρίου 1920) όπου υπογραμμίζεται ο παράλληλος ρόλος που διεδραμάτισαν οι πόλεις στο Ριζορ- τζιμέντο και σ’ αυτόν που αναμένεται να διαδραματίσουν στην προλεταριακή επανάσταση.
169

Μπροστά σ’ όλη αυτή την σειρά σύνθετων προβλημάτων, το Κόμμα της Δράσης απέτυχε παταγωδώς: περιορίστηκε στο να θεωρήσει ζήτημα αρχής και πρόγραμμα ουσίας εκείνο που α πλά ήταν ζήτημα πολιτικού πεδίου πάνω στο οποίο τέτοιου είδους προβλήματα θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν και να βρουν την νόμιμη λύση τους· το ζήτημα της Συνταγματικής συνέλευσης. Δεν μπορούμε να πούμε ότι απέτυχε το συντηρητικό κόμμα, που προωθούσε την οργανική επέκταση του Πιεμόντε, που ήθελε στρατιώτες για τον πιεμοντέζικο στρατό και όχι εξεγέρσεις και ευρύτατους γαριβαλδινούς στρατούς.
Γιατί το Κόμμα της Δράσης δεν έθεσε σ’ όλη του την έκταση το αγροτικό ζήτημα; Το ότι δεν το έθεσαν οι συντηρητικοί ήταν επόμενο: Η θεώρηση των συντηρητικών του εθνικού ζητήματος προϋπέθετε ένα μπλοκ όλων των δεξιών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων των τάξεων των μεγάλων τσιφλικάδων γύρω α πό το Πιεμόντε με την έννοια του Κράτους και του στρατού. Η απειλή από μέρους της Αυστρίας να λυθεί το αγροτικό ζήτημα ευνοώντας τους αγρότες, απειλή που πραγματοποιήθηκε στην Γκαλίτσια εναντίον των ευγενών, πολωνών και υπέρ ρουθανών αγροτών1, όχι μόνο έφερε σύγχυση ανάμεσα στους ενδιαφερό- μενους στην Ιταλία, καθορίζοντας όλες τις ταλαντεύσεις της α ριστοκρατίας (γεγονότα του Μιλάνου τον Φεβρουάριο του ’53 και δήλωση πίστης των πιο αξιότιμων οικογενειών στον Φρα- ντσίσκο Τζιουζέπε ακριβώς την παραμονή των εκτελέσεων του Μπελφιόρε), αλλά παρέλυσε και το ίδιο το Κόμμα της Δράσης που σ’ αυτό το πεδίο σκεφτόταν όπως οι συντηρητικοί και θεωρούσε «εθνικούς» την αριστοκρατία και τους ιδιοκτήτες και όχι τα εκατομμύρια αγρότες. Μόνο μετά τον Φεβρουάριο του ’53 ο Ματσίνι έκανε κάποια νύξη ουσιαστικά δημοκρατική (βλέπε το Επιστολάριο εκείνης της περιόδου) αλλά δεν στάθηκε ικανός να ριζοσπαστικοποιήσει αποφασιστικά το αφηρημένο πρόγραμμά του. Πρέπει να μελετηθεί η πολιτική στάση των γαριβαλδινών
1. Τον Φεβρουάριο του 1846 η αυστριακή κυβέρνηση για να πνίξει το κίνημα στην Κρακοβία που είχε εθνικό και δημοκρατικό χαρακτήρα υποκίνησε μια εξέγερση των αγροτών.
170

στη Σικελία το 1860, πολιτική στάση που υπαγόρευσε ο Κρίσπι: τα κινήματα εξέγερσης των αγροτών εναντίον των βαρώνων συ- ντρίφθηκαν αλύπητα και δημιουργήθηκε η αντιαγροτική εθνοφυλακή. Είναι χαρακτηριστική η καταπιεστική αποστολή του Νίνο Μπίξιο στην επαρχία της Κατάνης, όπου οι εξεγέρσεις υπήρξαν πιο βίαιες. Και όμως, ακόμα και στις Σημειώσεις του Τζ.Τσ. Αμπά υπάρχουν στοιχεία ικανά ν ’ αποδείξουν ότι το αγροτικό ζήτημα ήταν το ερέθισμα που θα κινητοποιούσε τις μεγάλες μάζες. Αρκεί να θυμηθούμε τις συζητήσεις του Αμπά με τον μοναχό που πηγαίνει να συναντήσει τους γαριβαλδινούς αμέσως μετά την απόβαση στη Μαρσάλα1. Σε μερικές νουβέλες του Τζ. Βέργκα υπάρχουν γραφικά στοιχεία αυτών των αγροτικών εξεγέρσεων που έπνιξε η εθνοφυλακή με την τρομοκρατία
1. Η συνάντηση και ο διάλογος με τον πάτερ Καρμέλο που εξηγεί γιατί δεν πηγαίνει με τους γαριβαλδινούς:
- « θ α ερχόμουν αν ήξερα ότι θα κάνατε πραγματικά κάτι καλό, αλλά μίλησα με πολλούς από σας και δεν ήξεραν να μου πουν τίποτε άλλο εκτός από το ότι θέλετε να ενώσετε την Ιταλία».
- «Βεβαίως για να δημιουργήσουμε ένα μεγάλο και ενιαίο λαό».- «Μια ενιαία χώρα...! Ό σο για τον λαό ενιαίος και διαιρεμένος, αν
υποφέρει, υποφέρει και εγώ δεν βλέπω να θέλετε να τον κάνετε ευτυχισμένο».
- «Ευτυχισμένο! Ο λαός θα έχει ελευθερία και σχολεία».- «Και τίποτα άλλο! -διέκοψε ο πάτερ- γιατί η ελευθερία δεν είναι
ψωμί, ούτε και το σχολείο. Αυτά ίσως αρκούν για σας τους Πιεμοντέ- ζους, όχι για μας».
- «Τι θα θέλατε εσείς λοιπόν;»- «Πόλεμο όχι εναντίον των Βουρβώνων, αλλά των καταπιεσμένων
εναντίον των καταπιεστών που δεν βρίσκονται μόνο στην Αυλή, αλλά σε κάθε πόλη, σε κάθε αρχοντικό».
-«Και εναντίον των μοναχών, λοιπόν, που έχετε μοναστήρια και κτήματα παντού!»
- «Και εναντίον μας. Πριν από κάθε άλλον μάλιστα! Αλλά με το Ευαγγέλιο στο χέρι και με τον Σταυρό. Τότε θα ερχόμουνα. Έτσι δεν φτάνει».
171

και τις μαζικές εκτελέσεις (αυτή η πλευρά της αποστολής των Χιλίων δεν μελετήθηκε και δεν αναλύθηκε ποτέ).
Η μη αντιμετώπιση του αγροτικού ζητήματος οδηγούσε σχεδόν στην αδυναμία να βρεθεί λύση στο ζήτημα του κληρισμού και της αντιενωτικής στάσης του Πάπα. Κάτω από αυτή την οπτική οι συντηρητικοί υπήρξαν πολύ πιο τολμηροί από το Κόμμα της Δράσης: είναι αλήθεια ότι δεν μοίρασαν τα αγαθά της εκκλησίας στους αγρότες, αλλά τα χρησιμοποίησαν για να δημιουργήσουν ένα νέο στρώμα μεγάλων και μεσαίων ιδιοκτητών που συνδέθηκαν με την νέα πολιτική κατάσταση και δεν δίστασαν να βάλουν χέρι στην ιδιοκτησία γης, έστω και μόνο των θρησκευτικών συλλόγων. Το Κόμμα της Δράσης, εξάλλου, ήταν παραλυμένο, στη δράση του μέσα στους αγρότες, από τις φιλοδοξίες του Ματσίνι για μια θρησκευτική μεταρρύθμιση, που όχι μόνο δεν ενδιέφερε τις μεγάλες αγροτικές μάζες, αλλά τις καθιστούσε και ευάλωτες σε δόλιες προτροπές εναντίον των νέων αιρετικών. Το παράδειγμα της γαλλικής Επανάστασης ήταν εκεί να αποδεικνύει ότι οι γιακωβίνοι, που κατάφεραν να συντρίψουν όλα τα κόμματα της δεξιάς μέχρι και τους γιρονδί- νους στο πεδίο του αγροτικού ζητήματος και όχι μόνο να εμποδίσουν τον αγροτικό συνασπισμό εναντίον του Παρισιού αλλά να πολλαπλασιάσουν τους οπαδούς τους στην ύπαιθρο, ζημιώθηκαν από τις προσπάθειες του Ροβεσπιέρου, να παλινορθώσει μια θρησκευτική μεταρρύθμιση, που ωστόσο είχε, στην πραγματική ιστορική διαδικασία, μια άμεση σημασία και ορθότητα (θα έπρεπε να μελετηθεί προσεκτικά η πραγματική αγροτική πολιτική της Δημοκρατίας της Ρώμης και ο αληθινός χαρακτήρας της αποστολής καταπίεσης που δόθηκε από τον Ματσίνι στον Φελίτσε Ορσίνι στις Ρομάνιες και στις Μάρκες: αυτή την περίοδο και μέχρι το ’70 - και αργότερα - λέγοντας συμμορίες σήμαινε σχεδόν πάντα το χαοτικό, συγκεχυμένο, σημαδεμένο από αγριότητες κίνημα των αγροτών για την απόκτηση τηςγης)·
Οι συντηρητικοί και οι διανοούμενοι.Γιατί οι συντηρητικοί έπρεπε να κυριαρχήσουν στην μάζα
των διανοουμένων Τζιομπέρτι και Ματσίνι. Ο Τζιομπέρτι πρό-
172

σφερε στους διανοούμενους μια φιλοσοφία που φαινόταν πρωτότυπη και συγχρόνως εθνική, τέτοια που να τοποθετεί την Ιταλία τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με τα πιο προοδευμένα έθνη και να δίνει μια νέα αξιοπρέπεια στην ιταλική σκέψη. Ο Μα- τσίνι αντίθετα πρόσφερε μόνο θολές αντιλήψεις και φιλοσοφικές παρατηρήσεις που σε πολλούς διανοούμενους, ειδικά στους ναπολιτάνους, έπρεπε να φαντάζουν άδειες φλυαρίες (ο ηγούμενος Γκαλιάνι είχε διδάξει πώς να γελοιοποιείται αυτός ο τρόπος σκέψης και συλλογισμού).
Το ζήτημα του σχολείου: ενέργειες των συντηρητικών να εισάγουν την παιδαγωγική αρχή της αμοιβαίας εκπαίδευσης1 (Κονφαλονιέρι, Καπόνι, κλπ). Το κίνημα του Φεράντε Απόρτι και των παιδικών σταθμών, συνδεδεμένο με το πρόβλημα της φτώχειας. Οι συντηρητικοί αποδέχονταν το μόνο συγκεκριμένο παιδαγωγικό κίνημα που ήταν αντίθετο στην «ιησουίτικη» σχολή. Αυτό δεν μπορούσε να μην επιδράσει και στους λαϊκούς, στους οποίους το σχολείο έδινε μια δική τους προσωπικότητα και στον αντιησουιτικό, φιλελευθερίζοντα κλήρο (λυσσασμένη εχθρότητα, εναντίον του Φεράντε Απόρτι, κλπ· η περίθαλψη και η εκπαίδευση των εγκαταλειμμένων παιδιών ήταν μονοπώλιο του κλήρου και τέτοιου είδους πρωτοβουλίες έσπαζαν αυτό το μονοπώλιο). Οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες φιλελεύθερου ή παρόμοιων αποκλίσεων χαρακτήρα έχουν μεγάλη σημασία για να κατανοηθεί σε βάθος ο μηχανισμός της ηγεμονίας των συντηρητικών στους διανοούμενους. Η εκπαιδευτική δραστη
1. Τα σχολεία αμοιβαίας εκπαίδευσης (πρωτεργάτες της ιδέας ήταν ο Andrew Beli και ο Joseph Lancaster), είχαν μεγάλη ανάπτυξη στην Αγγλία της βιομηχανικής επανάστασης και αργότερα σ’ όλη την υπόλοιπη Ευρώπη ξεκινώντας από την Γαλλία γύρω στα 1814-15. Η οργάνωσή τους βασιζόμενη στην δουλειά ενός μόνο δασκάλου και στις ικανότητες των πιο προικισμένων μαθητών, έφθανε στο σημείο να μπορεί να δ ιδάσκεται γραφή και ανάγνωση σε εκατό περίπου παιδιά ταυτόχρονα. Σ ’ αυτή την οργάνωση του σχολείου εναντιώθηκε ο κλήρος, η Εκκλησία και τα πιο αντιδραστικά στρώματα που έβλεπαν στη διάδοση της λαϊκής εκπαίδευσης μια επαναστατική απειλή.
173

ριότητα στα σχολεία, σ’ όλες τις βαθμίδες, έχει τεράστια σημασία, ακόμα και οικονομική, για τους διανοούμενους κάθε επιπέδου: ήταν τότε περισσότερο από σήμερα δεδομένης της στενότητας σε κοινωνικά στελέχη και τους σπάνια ανοιχτούς διαδρόμους για τις μικροαστικές πρωτοβουλίες (σήμερα, δημοσιογραφία, κίνηση των κομμάτων, βιομηχανία, ευρύτατος κρατικός μηχανισμός κλπ έχουν διευρύνει με πρωτοφανή τρόπο τις δυνατότητες απασχόλησης).
Η ηγεμονία ενός καθοδηγητικού κέντρου επάνω στους διανοούμενους πραγματοποιείται μέσα από δύο κύριες κατευθύνσεις: 1) μιας γενικής αντίληψης της ζωής, μίας φιλοσοφίας (Τζιομπέρτι) που να προσφέρει στους ενταγμένους μια πνευματική «αξιοπρέπεια και η οποία να παρέχει ένα λόγο διάκρισης και ένα στοιχείο αγώνα εναντίον των παλιών αναγκαστικά κυρίαρχων ιδεολογιών, 2) ενός προγράμματος για το σχολείο, ενός πρωτότυπου εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού κανόνα που να ενδιαφέρει και να παρέχει μια ιδιαίτερη δραστηριότητα, στο δικό του, τεχνικό πεδίο, σ’ εκείνη την κατηγορία διανοουμένων που είναι η πιο ομοιογενής και πολυάριθμη (τους εκπαιδευτικούς, από τον δάσκαλο του δημοτικού μέχρι τον πανεπιστημιακό).
Τα Συνέδρια των επιστημόνων που οργανώθηκαν επανειλημμένα κατά την πρώτη περίοδο του Ριζορτζιμέντο έφεραν δύο αποτελέσματα: 1) να ενώσουν τους πιο αξιόλογους διανοούμενους συγκεντρώνοντάς τους και πολλαπλασιάζοντας την επιρροή τους 2) να πετύχουν μια συντομότερη συγκέντρωση και έναν αποφασιστικότερο προσανατολισμό στους κατώτερων βαθμιδών διανοούμενους, οι οποίοι συνήθως φαίνεται να ακολουθούν τους Πανεπιστημιακούς και τους μεγάλους επιστήμονες εξ αιτίας μιας αντίληψης κάοτας που τους διακατέχει.
Η μελέτη εγκυκλοπαιδικών και ειδικευμένων περιοδικών δ ίνει μια διαφορετική όψη της ηγεμονίας των συντηρητικών. Έ να κόμμα σαν εκείνο των συντηρητικών πρόσφερε στη μάζα των διανοουμένων όλες τις δυνατότητες να ικανοποιηθούν οι γενικές ανάγκες, δυνατότητες που μπορούν να προσφερθούν από μια κυβέρνηση (ένα κυβερνητικό κόμμα), μέσα από τις κρατικές υπηρεσίες. (Χάρη σ’ αυτή την λειτουργία του, σαν κυβερνητικό
174

ιταλικό κόμμα, δηλαδή, υπηρέτησε τέλεια μετά το ’48-49 το κράτος του Πιεμόντε, που αγκάλιασε τους εξόριστους διανοούμενους και έδωσε ένα δείγμα αυτού που θα έπρεπε να κάνει ένα μελλοντικό ενοποιημένο Κράτος).
[Ο ρόλος τον Πιεμόντε, I],
Ο ρόλος του Πιεμόντε στο ιταλικό Ριζορτζιμέντο είναι ο ρόλος μιας «ηγέτιδας τάξης». Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για το γεγονός ότι παντού σ’ όλη την χερσόνησο υπήρχαν πυρήνες της ομογενούς ηγέτιδας τάξης της οποίας η ακατανίκητη τάση να ενοποιηθεί καθόρισε τον σχηματισμό του νέου ιταλικού εθνικού Κράτους. Αυτοί οι πυρήνες αναμφίβολα υπήρχαν, αλλά η τάση τους να ενωθούν ήταν πολύ προβληματική και αυτό που μετράει περισσότερο, είναι ότι αυτοί οι πυρήνες, ο καθένας στον χώρο του δεν ήταν «καθοδηγητικός». Ο καθοδηγητής προϋποθέτει και τον «καθοδηγούμενο» και ποιον καθοδηγούσαν αυτοί οι πυρήνες; Αυτοί οι πυρήνες δεν ήθελαν να «καθοδηγούν» κανένα, δεν ήθελαν, δηλαδή, να ευθυγραμμίσουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους, με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις άλλων ομάδων. Ήθελαν να «κυριαρχούν» και όχι να «καθοδηγούν» κι ακόμα: ήθελαν να κυριαρχήσουν τα συμφέρο- ντά τους και όχι οι άνθρωποί τους ήθελαν δηλαδή να καταστήσουν μια δύναμη νέα, ανεξάρτητη από κάθε συμβιβασμό και συνθήκη, κυρίαρχη του Έθνους: αυτή η δύναμη ήταν το Πιεμό- ντε και επομένως ο ρόλος της μοναρχίας. Το Πιεμόντε επομένως είχε ένα ρόλο που μπορεί, κατά κάποιο τρόπο, να παραβληθεί με τον ρόλο του κόμματος, το καθοδηγητικό δυναμικό δηλαδή μιας κοινωνικής ομάδας (και πράγματι πάντα γινόταν λόγος για το «πιεμοντέζικο κόμμα»)- με τον προσδιορισμό ότι επρόκειτο για ένα Κράτος,με έναν στρατό, μια διπλωματία, κλπ.
Αυτό το γεγονός είναι μεγίστης σημασίας για την έννοια της «παθητικής επανάστασης» να μην είναι δηλαδή, μια κοινωνική ομάδα η καθοδηγήτρια άλλων ομάδων, αλλά ένα Κράτος, έστω και περιορισμένης δύναμης, να είναι «καθοδηγητής» της ομά
175

δας που θα έπρεπε να είναι η καθοδηγητική δύναμη και να μπορεί να θέσει στη διάθεσή της έναν στρατό και μια πολιτικο- διπλωματική δύναμη. Μπορούμε να αναφερθούμε σ’ αυτό που ονομάστηκε ο ρόλος του «Πιεμόντε» στην διεθνή πολιτικο-ιστο- ρική γλώσσα. Η Σερβία πριν από τον πόλεμο επιζητούσε να γίνει το «Πιεμόντε» των Βαλκανίων (Άλλωστε, η Γαλλία μετά το 1789 και για πολλά χρόνια, μέχρι το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Ναπολέοντα ήταν μ’ αυτή την έννοια, το Πιεμόντε της Ευρώπης). Το ότι η Σερβία δεν τα κατάφερε όπως τα κατάφερε το Πιεμόντε οφείλεται στην πολιτική αφύπνιση των αγροτών κατά την μεταπολεμική περίοδο, γεγονός που δεν διαπιστώνεται μετά το 1848. Αν μελετηθούν από κοντά αυτά που συμβαίνουν στο γιουγκοσλάβικο βασίλειο, θα δούμε ότι εκεί οι «φιλο- σερβικές» ή οι ευνοϊκές στη σέρβική ηγεμονία δυνάμεις, είναι οι δυνάμεις οι οποίες αντιτάχθηκαν στην αγροτική μεταρρύθμιση, θ α βρούμε ένα αντισερβικό συνασπισμό αγροτών-διανοουμέ- νων και τις συντηρητικές δυνάμεις ευνοϊκές προς την Σερβία και την Κροατία καθώς και τις άλλες μη σερβικές επαρχίες. Και σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχουν τοπικοί πυρήνες, «καθο- δηγητικοί», αλλά καθοδηγούμενοι από την σέρβική δύναμη, ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις δεν έχουν, από την άποψη του κοινωνικού ρόλου, μεγάλη σημασία. Για όποιον παρατηρεί επιφανειακά το σερβικό ζήτημα θα πρέπει να αναρωτηθεί τι θα γινόταν αν το φαινόμενο των συμμοριών που υπήρχαν στην Νάπολη και την Σικελία από το ’60 μέχρι το ’70 εμφανιζόταν μετά το 1919. Αναμφίβολα το φαινόμενο είναι το ίδιο, αλλά το κοινωνικό βάρος και η πολιτική εμπειρία των αγροτικών μαζών είναι τελείως διαφορετικές την περίοδο μετά το 1919, από ότι ήταν μετά το 1848.
Το σημαντικό είναι να εμβαθύνουμε στη σημασία που έχει ένας ρόλος σαν του «Πιεμόντε» στις παθητικές επαναστάσεις, το φαινόμενο δηλαδή, να αντικαθιστά ένα Κράτος τις τοπικές κοινωνικές ομάδες, όσον αφορά την διεύθυνση της ανανεωτικής πάλης. Είναι μία από τις περιπτώσεις όπου έχουμε τον ρόλο της «κυριαρχίας» και όχι της «καθοδήγησης» σ’ αυτές τις ομάδες: δικτατορία χωρίς ηγεμονία. Ηγεμονία ασκείται από ένα τμήμα της κοινωνικής ομάδας επάνω σ’ ολόκληρη την ομάδα
176

και από αυτήν σε άλλες δυνάμεις για την ενίσχυση, ριζοσπαστι- κοποίηση του κινήματος κλπ, επάνω στο «γιακωβίνικο» πρότυπο. II. Μελέτες που αποσκοπούν στην καταγραφή των αναλογιών ανάμεσα στην περίοδο που διαδέχτηκε την πτώση του Να- πολέοντα και εκείνης που ακολουθεί τον πόλεμο του ’14-18. Οι αναλογίες εμφανίζονται μόνο κάτω από δυο οπτικές γωνίες: την εδαφική διαίρεση και την πιο ορατή και επιφανειακή προσπάθεια να προσδοθεί μια σταθερή νομική οργάνωση στις διεθνείς σχέσεις (Ιερή Συμμαχία και Κοινωνία των Εθνών). Φ αίνεται εντούτοις ότι το πιο σημαντικό σημείο που πρέπει να μελετηθεί είναι αυτό που έχει λεχθεί για την «παθητική επανάσταση», πρόβλημα που δεν είναι άμεσα ορατό γιατί απουσιάζει ένας εξωτερικός παραλληλισμός με την Γαλλία του 1789-1815 και παρ’ όλα αυτά, όλοι αναγνωρίζουν ότι ο πόλεμος του ’14-18 αποτελεί μια ιστορική τομή, με την έννοια ότι μια σειρά ζητήματα που μοριακά συναθροίζονταν πριν το 1914, έγιναν τελικά «σωρός»,μεταβάλλοντας την γενική δομή της προηγούμενης διαδικασίας: αρκεί να σκεφτεί κανείς την σημασία που απέκτησε το συνδικαλιστικό φαινόμενο, όρος γενικός στον οποίο συγκεντρώνονται διάφορα προβλήματα και διαδικασίες ανάπτυξης διαφορετικής σημασίας και ενδιαφέροντος (κοινοβουλευτισμός, βιομηχανική οργάνωση, δημοκρατία, φιλελευθερισμός κλπ) αλλά που αντικειμενικά αντανακλά το γεγονός ότι μια νέα κοινωνική δύναμη συγκροτήθηκε και διαθέτει ένα βάρος που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει, κλπ.
[Ο ιστορικός κόμβος 1848-1849].
Νομίζω ότι τα γεγονότα του 1848-49, δοσμένου του αυθόρμητου χαρακτήρα τους, μπορεί να τα θεωρήσει κανείς τυπικά παραδείγματα για την μελέτη των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων του ιταλικού έθνους. Εκείνη ακριβώς την περίοδο βρίσκουμε μερικούς βασικούς σχηματισμούς: οι αντιδραστικοί συντηρητικοί, μουνισιπαλιστές - οι νεογουέλφοι-καθολική δημοκρατία - και το Κόμμα της Δράσης-φιλελεύθερη δημοκρατία της εθνικής αστικής αριστερός. Οι τρεις δυνάμεις ανταγωνίζο
177

νται μεταξύ τους και όλες, η μία μετά την άλλη, θα ηττηθούν διαδοχικά μέσα σε δύο χρόνια. Μετά την ήττα ακολουθεί μία αναδιοργάνωση των δυνάμεων προς τα δεξιά μετά από μια εσωτερική διαδικασία αποσαφήνισης και διάσπασης στην κάθε ομάδα. Η πιο σοβαρή ήττα είναι των νεογουέλφων οι οποίοι ως καθολική δημοκρατία πεθαίνουν και αναδιοργανώνονται ως αστικά κοινωνικά στοιχεία της υπαίθρου και της πόλης μαζί με τους αντιδραστικούς συγκροτώντας την νέα δύναμη της φιλε- λευθεροσυντηρητικής δεξιάς. Μπορεί να ορισθεί μια παράλληλος ανάμεσα στους νεογουέλφους και το Λαϊκό Κόμμα, νέα προσπάθεια δημιουργίας ενός καθολικο-δημοκρατικού κόμματος που χρεωκόπησε με τον ίδιο τρόπο και για παρόμοιους λόγους. Ό πω ς και η χρεωκοπία του Κόμματος της Δράσης μοιάζει με την χρεωκοπία της «ανατρεπτικής τάσης» του ’19-20.
Να αναλυθεί και να ανασυντεθεί, λεπτομερειακά η διαδοχή των κυβερνήσεων και των συνδυασμών των κομμάτων (συνταγματικών και απολυταρχικών) στο Πιεμόντε από την αρχή του νέου καθεστώτος μέχρι την ανακήρυξη του Μονκαλιέρι, από τον Σολάρο ντέλα Μαργκαρίτα μέχρι τον Μάσσιμο ντ’ Αντζέ- λιο. Ο ρόλος του Τζιομπέρτι και του Ρατάτσι και η πραγματική τους δύναμη στον κρατικό μηχανισμό, η οποία είχε μείνει τελείως ή σχεδόν αμετάβλητη από την εποχή του απολυταρχι- σμού.
Η έννοια της λεγάμενης σύζευξης Καβούρ-Ρατάτσι: ήταν το πρώτο βήμα της δημοκρατικής αποδιοργάνωσης; όμως μέχρι ποιο σημείο ο Ρατάτσι μπορούσε να θεωρηθεί φιλελεύθερος- δημοκράτης;
Ο φεντεραλισμός των Φεράρι-Κατάνεο. Ή ταν η ιστορικο- πολιτική καταγραφή των υπαρκτών αντιθέσεων ανάμεσα στο Πιεμόντε και την Λομβαρδία. Η Λομβαρδία αρνιόταν να προ- σαρτηθεί, σαν επαρχία, στο Πιεμόντε: υπερτερούσε του Πιεμό- ντε, πολιτικά, οικονομικά και σε επίπεδο διανόησης. Είχε πραγματοποιήσει, με δικές της δυνάμεις και μέσα, την δημοκρατική της επανάσταση των Πέντε ημερών: ίσως ήταν και πιο ιταλική από το Πιεμόντε, με την έννοια ότι αντιπροσώπευε την
178

Ιταλία,καλύτερα από το Πιεμόντε. Το ότι ο Κατάνεο παρουσιάζει τον φεντεραλισμό σαν κάτι που ενυπάρχει σ’ όλη την ιταλική ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο από μυθικό ιδεολογικό στοιχείο με στόχο να ενισχύσει το υπάρχον πολιτικό πρόγραμμα. Προς τι η κατηγορία κατά του φεντεραλισμού ότι καθυστέρησε το εθνικό ενωτικό κίνημα; Πρέπει να επιμείνουμε ακόμα στο μεθοδολογικό κριτήριο ότι άλλο πράγμα είναι η ιστορία του Ριζορτζι- μέντο και άλλο η αγιογραφία των πατριωτικών δυνάμεων και μάλιστα ενός μόνο τμήματος, εκείνων που είχαν ενωτικό χαρακτήρα. Το Ριζορτζιμέντο αποτελεί μια σύνθετη και αντιθετική ιστορική διαδικασία, που συντίθεται τελικά από όλα τα αντιθετικά της στοιχεία, τους πρωταγωνιστές και τους ανταγωνιστές της, τους αγώνες τους, τις αμοιβαίες μεταβολές που οι ίδιοι οι αγώνες καθόριζαν και ακόμα από τον ρόλο των παθητικών και λανθανουσών δυνάμεων όπως οι μεγάλες αγροτικές μάζες, εκτός,φυσικά, από τον εξέχοντα ρόλο των διεθνών σχέσεων.
Η τελωνειακή ένωση, που προτάθηκε από τον Τσέζαρε Μπάλντο και συμφωνήθηκε στο Τορίνο 3 Νοεμβρίου 1847 από τους τρεις εκπροσώπους του Πιεμόντε, της Τοσκάνης και του παπικού Κράτους, όφειλε να προάγει την συγκρότηση της πολιτικής Συνομοσπονδίας την οποία αργότερα εγκατέλειψε ο ίδιος ο Μπάλντο, οδηγώντας έτσι στην κατάργηση και της τελωνεια- κής ένωσης. Την Συνομοσπονδία την ήθελαν τα μικρότερα ιταλικά κράτη. Οι αντιδραστικοί πιεμοντέζοι (ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Μπάλντο) θεωρώντας βέβαιη πλέον την εδαφική εξάπλω- ση του Πιεμόντε, δεν ήθελαν να την ζημιώσουν με δεσμούς που θα την εμπόδιζαν (ο Μπάλντο στο βιβλίο Ελπίδες της Ιταλίας είχε υποστηρίξει ότι η Συνομοσπονδία ήταν αδύνατη την στιγμή που ένα τμήμα της Ιταλίας ήταν στα χέρια των ξένων!;) και απαρνήθηκαν την Συνομοσπονδία λέγοντας ότι οι ενώσεις συμ- φωνούνται πριν ή μετά τους πολέμους (!;): Η Συνομοσπονδία απορρίφθηκε τους πρώτους μήνες του ’48 (να ερευνηθεί).
Ο Τζιομπέρτι και άλλοι, έβλεπαν στην πολιτική και τελωνει- ακή Συνομοσπονδία, η οποία μπορούσε να συγκροτηθεί και κατά την διάρκεια του πολέμου, την αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση του συνθήματος «Η Ιταλία θα πράξει από μόνη
179

της». Αυτή η αφερέγγυα πολιτική σχετικά με την Συνομοσπονδία μαζί με άλλες παρόμοιες απατηλές κατευθύνσεις σχετικά με τους εθελοντές και την Συνταγματική Συνέλευση, αποδεικνύει ότι το κίνημα του ’48 απέτυχε εξαιτίας των άθλιων μηχανορραφιών των επιτήδειων, που θα είναι οι συντηρητικοί της επόμενης περιόδου. Δεν κατάφεραν να δώσουν μια κατεύθυνση, ούτε πολιτική, ούτε στρατιωτική, στο εθνικό κίνημα.
Νοβάρα. Τον Φεβρουάριο του 1849 ο Σίλβιο Σπαβέντα επι- σκέφθηκε στην Πίζα τον ντ’ Αντζέλιο. Την συνάντηση αυτή θα θυμηθεί σ’ ένα πολιτικό κείμενο που έγραψε το 1856, καταδικασμένος σε ισόβια: «Ένας από τους πιο διαπρεπείς άνδρες του πιεμοντέζικου κράτους μου έλεγε πριν ένα μήνα: εμείς δεν μπορούμε να νικήσουμε αλλά θα ξαναπολεμήσουμε. Η ήττα μας θα είναι ήττα εκείνου του κόμματος που σήμερα μας ξανασπρώχνει στον πόλεμο1- και ανάμεσα στην ήττα και τον εμφύλιο πόλεμο εμείς διαλέγουμε το πρώτο: η ήττα θα μας δώσει την εσωτερική ειρήνη, την ελευθερία και την ανεξαρτησία του Πιεμόντε, κάτι που δεν μπορεί να μας δώσει η δεύτερη επιλογή. Οι προβλέψεις εκείνου του σοφού(!) ανθρώπου επαληθεύτηκαν. Η μάχη της Νοβάρα χάθηκε για την υπόθεση της ανεξαρτησίας και κερδή- θηκε για την υπόθεση της ελευθερίας του Πιεμόντε. Και ο Κάρ- λο Αλμπέρτο, κατά την γνώμη μου, θυσίασε το στέμμα του περισσότερο για το δεύτερο παρά για το πρώτο», (βλ. Σίλβιο Σπαβέντα, Από το 1848 στο 1861 γραπτά, ντοκουμέντα, δημοσιευμένα από τον Μπ. Κρότσε 2η έκδ. Laterza, σελ. 58, σημείωση). Μένει να αναρωτηθούμε αν επαληθεύτηκαν οι «προβλέψεις» ή μήπως προετοιμάστηκε η ήττα από ανθρώπους τόσο σοφούς όσο ο ντ’ Αντζέλιο.
Σ’ ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην «Corriere della Sera» της 14ης Μαίου 1934 (Αμερικάνικες τιμές στον Φίλιππο Καρό- ντι), ο Αντόνιο Μόντι επαναφέρει από τα Απομνημονεύματα του Καρόντι (ανέκδοτα, βρίσκονται στο Μουσείο του Ριζορτζι- μέντο του Μιλάνου) τα εξής δύο επεισόδια: ο Καρόντι, αφού
1. Μιλά για το δημοκρατικό κόμμα.
180

νίκησε τους Αυστριακούς στο Κόμο το 1848, συγκρότησε ένα λόχο εθελοντών και πήγε στο Τορίνο να παραλάβει όπλα. Ο υπουργός Μπάλντο του έδωσε την ακόλουθη απάντηση την οποία ο Μόντι χαρακτηρίζει «εκπληκτική»: «Είναι ανώφελο πλέον να εξοπλίζεστε αφού σε λίγο ένας δυνατός και τακτικός στρατός θα νικήσει τον εχθρό. Μήπως θέλετε να χρησιμοποιήσετε τα όπλα μεταξύ σας για να αναβιώσουν οι διαμάχες ανάμεσα στους Κομάσκους και τους Μιλανέζους σε βάρος της επιτυχίας της ιταλικής υπόθεσης;» (Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι λίγο πριν τον πόλεμο του ’48 το Πιεμόντε έμεινε χωρίς όπλα προκειμένου να τα στείλει στην Ελβετία στους εξεγερμένους καθολικούς αντιδραστικούς του Σοντερμπάουντ). Για την «προετοιμασία» της ήττας της Νοβάρα ο Καρόντι διηγείται ότι ενώ γινόταν «πυρετώδης προετοιμασία της επανάληψης του ένοπλου αγώνα στο Κόμο και οργανώνονταν εθελοντές, έφθασε η είδηση για την ανακωχή που είχε συνάψει μετά την Νοβάρα ο στρατηγός Κρζανόφσκι (ο Μόντι γράφει Κζαρνόφσκι). Ο Κα- ρόντι συνάντησε τον στρατηγό ο οποίος του είπε: «Nous avons conclu un armistice honorable. - Comment, honorable? - Oui, très honorable avec une armée qui ne se bat pas». H στιχομυθία επιβεβαιώνεται από τον Γκαμπριέλε Καμότσι.
Αλλά δεν έχουν σημασία τα λόγια του πολωνού στρατηγού, που ήταν ένα κομμάτι άχυρο παρασυρμένο από την θύελλα, αλλά η κατεύθυνση που δόθηκε στην στρατιωτική πολιτική από την πιεμοντέζικη κυβέρνηση, η οποία προτιμούσε την ήττα από μια γενική ιταλική επανάσταση.
Ριζορτζιμέντο και ανατολικό ζήτημα.
Σε μια σειρά κειμένων (που μεροληπτούν υπέρ των συντηρητικών) δίνεται μια υπερβατική ερμηνεία στις φιλολογικές εκδηλώσεις της περιόδου του Ριζορτζιμέντο, όπου και το ανατολικό ζήτημα παρουσιάζεται σε συνάρτηση των ιταλικών προβλημάτων: σχέδια αποπροσανατολισμού και βαλκανοποίησης της Αυστρίας για να αντισταθμιστούν οι ζημιές της Λομβαρδο-Ενετι- κής επαρχίας που παραχωρήθηκε ειρηνικά προς όφελος της ε
181

θνικής ιταλικής αναγέννησης1 κλπ. Τέτοια σχέδια δεν φαίνεται να είναι ένδειξη μεγάλης πολιτικής ικανότητας, όπως υποστηρίζεται. Μάλλον θα πρέπει να ερμηνευτούν ως έκφραση πολιτικής παθητικότητας και δυσπιστίας μπροστά στις δυσκολίες του εθνικού εγχειρήματος, δυσπιστία η οποία συγκαλύπτεται με σχέδια τόσο μεγαλεπίβολα όσο και αφηρημένα και ασαφή καθώς δεν εξαρτιώταν από τις ιταλικές δυνάμεις να πραγματοποιηθούν. Η «βαλκανοποίηση» της Αυστρίας σήμαινε στην πραγματικότητα δημιουργία μιας πολιτικο-διπλωματικής ευρωπαϊκής κατάστασης (στην ουσία στρατιωτικής) κάτω από το βάρος της οποίας η Αυστρία θα αφηνόταν να «βαλκανοποιηθεί»· σήμαινε να είναι δεδομένη η πολιτική και διπλωματική ηγεμονία της Ευρώπης, πράγμα όχι αμελητέο βέβαια! Δεν είναι κατανοητό γιατί δεν θα μπορούσε η Αυστρία, κρατώντας την Λομβαρδο-Ενετική επαρχία, την υπεροχή δηλαδή στην Ιταλία και μία κυρίαρχη θέση στην κεντρική Μεσόγειο, να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στα Βαλκάνια και κατά συνέπεια στην α νατολική Μεσόγειο: αυτό μάλιστα θα ήταν και το συμφέρον της Αγγλίας η οποία είχε θεμελιώσει στην Αυστρία ένα σύστημα ισορροπίας εναντίον της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η ίδια απουσία συναισθήματος αυτόνομης πολιτικής πρωτοβουλίας και η δυσπιστία στις δικές τους δυνάμεις - που περιείχε και το σχέδιο του Μπάλντο - έπρεπε να καθιστούσαν αδιάφορη την Αγγλία σε τέτοιου είδους υποδείξεις. Μόνο ένα ισχυρό ιταλικό Κρά
1. Ο Τσέζαρε Μπάλντο (1789-1855) ιστορικός και πιεμοντέζος πολιτικός στο βιβλίο Για τις ελπίδες της Ιταλίας (1844) προβλέποντας την πτώση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποστήριζε ότι η Αυστρία θα έπρεπε να επεκταθεί στα Βαλκάνια, «δημιουργώντας άμεσα δικές της επαρχίες, ή έμμεσα, τουλάχιστον, δημιουργώντας προτεκτοράτα δικά της στα ευρωπαϊκά οθωμανικά εδάφη». Μ' αυτόν τον τρόπο, για να ομογενοποιήσει τα εδάφη της, και μετά τον εγκλωβισμό μεγάλου μέρους σλάβικου πληθυσμού σ' αυτά, η Αυστρία θα εγκατέλειπε την Ιταλία, εφόσον και οι Ιταλοί ενεργούσαν με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουν αισθητές τις δυσκολίες μιας πιθανής διαιώνισης της κυριαρχίας των Αυστριακών στα ιταλικά εδάφη.
182

τος, που θα ήταν σε θέση να αντικαταστήσει την Αυστρία στον αντιγαλλικό της ρόλο στην κεντρική Μεσόγειο θα μπορούσε να υποκινήσει την συμπάθεια της Αγγλίας για την Ιταλία, όπως πράγματι συνέβη μετά τις προσαρτήσεις στην κεντρική Ιταλία και την επιχείρηση των Χιλίων εναντίον των Βουρβώνων. Πριν από αυτά τα πραγματικά γεγονότα, μόνο ένα μεγάλο κόμμα αποφασιστικό, τολμηρό και με αυτοπεποίθηση για τις κινήσεις του, όντας βαθιά ριζωμένο στις μεγάλες λαϊκές μάζες, θα επε- τύγχανε ίσως το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά αυτό το κόμμα δεν υπήρχε και αντίθετα μάλιστα ο Μπάλντο και οι φίλοι του δεν ήθελαν να δημιουργηθεί. Η βαλκανοποίηση της Αυστρίας μετά την απώλεια της ηγεμονίας στην χερσόνησο και την παραμονή των Βουρβώνων στην Νάπολη (σύμφωνα με το σχέδιο των νεο- γουέλφων) θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για την αγγλική πολιτική στη Μεσόγειο. Το ναπολιτάνικο Κράτος θα γινόταν ρωσικό φέουδο, θα είχε δηλαδή την δυνατότητα η Ρωσία στρατιωτικής δράσης στο κέντρο ακριβώς της Μεσογείου. (Το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στους Βουρβώνους της Νάπολης και του τσαρισμού είναι μια ολόκληρη πλευρά της ιστορίας από το 1799 μέχρι το 1860 που πρέπει να ερευνηθεί σε βάθος: από το βιβλίο του Νίττι Ξένο κεφάλαιο στην Ιταλία, που τυπώθηκε το 1915 από την Laterza, φαίνεται ότι ακόμα υπήρχαν στην νότιο Ιταλία, γύρω στα 150 εκατομμύρια ρώσικα κρατικά χρεώγραφα, καθόλου αμελητέο κατάλοιπο των δεσμών που είχαν συναφθεί ανάμεσα στη Νάπολη και τη Ρωσία πριν το 1860, εναντίον της Αγγλίας). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ανατολικό Ζήτημα, αν και είχε τον στρατηγικό του κόμβο στα Βαλκάνια και στην τούρκικη Αυτοκρατορία, ήταν ειδικότερα η πολιτικο-διπλωμα- τική μορφή της σύγκρουσης ανάμεσα στη Ρωσία και την Αγγλία: ήταν δηλαδή ζήτημα της Μεσογείου, της κεντρικής και εγγύτερης Ασίας, της Ινδίας, της Αγγλικής Αυτοκρατορίας. Το βιβλίο στο οποίο ο Μπάλντο υποστηρίζει την θέση του. Οι Ελπίδες της Ιταλίας δημοσιεύτηκε το 1844 και η θέση αυτή δεν έφερε κανένα άλλο αποτέλεσμα από το να κάνει γνωστό το ανατολικό ζήτημα επισύροντας την προσοχή επάνω του, και να διευκολύνει έτσι (ίσως) την πολιτική του Καβούρ σχετικά με τον πόλεμο της Κριμαίας. Δεν επέδρασε καθόλου το '59 (όταν
183

το Πιεμόντε και η Γαλλία νόμιζαν ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν εχθρούς της Αυστρίας στα Βαλκάνια, με σκοπό να εξα- σθενίσουν τις στρατιωτικές δυνάμεις της) γιατί μια τέτοια ενέργεια ήταν περιορισμένη, μικρής εμβέλειας και εν πάση περι- πτώσει κατέληξε σ’ ένα επεισόδιο οργάνωσης της γαλλοπιε- μοντέζικης στρατιωτικής δράσης. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για το 1866, όταν παρόμοιο αντιπερισπασμό μηχανεύτηκαν η ιταλική κυβέρνηση και ο Βίσμαρκ για τον πόλεμο εναντίον της Αυστρίας. Το να προσπαθεί κανείς, εν καιρώ πολέμου, να εξα- σθενίζει τον εχθρό υποκινώντας εχθρούς στο εσωτερικό και σ’ όλο το μήκος των στρατιωτικο-πολιτικών συνόρων δεν αποτελεί στοιχείο ενός πολιτικού σχεδίου για την Ανατολή αλλά γεγονός συνήθους χειρισμού της διεξαγωγής του πολέμου. Εξ’ άλλου, μετά το ’60 και τη συγκρότηση ενός αξιόλογου ιταλικού Κράτους, ο αποπροσανατολισμός της Αυστρίας είχε μια τελείως διαφορετική σημασία σε διεθνές επίπεδο βρίσκοντας σύμφωνες τόσο την Αγγλία όσο και την Γαλλία.
Κάποια πρόσφατη δημοσίευση ασχολήθηκε με τα βουρβωνι- κά σχέδια, που έμειναν σχέδια επέκτασης στην Ανατολή, γ ια να βρεθεί κάποια πρόφαση αποκατάστασης της ναπολιτάνικης κυβέρνησης. Αυτά τα σχέδια θα τα δει με καλό μάτι η Ρωσία και θα αποτραπούν από την Αγγλία, η οποία στο ζήτημα της Μάλτας υπήρξε αδιάλλακτη προς τη Νάπολη. (Πρέπει να δούμε το βιβλίο του Πιέτρο Σίλβα για την Μεσόγειο).
Στιγμές έντονης συλλογικής και ενωτικής ζωής στην εθνική εξέλιξη τον ιταλικού λαού.
Να ερευνηθούν κατά την εξέλιξη της εθνικής ζωής από το 1800 και μετά όλες οι στιγμές κατά τις οποίες ο ιταλικός λαός αντιμετώπισε ένα ζήτημα εν δυνάμει τουλάχιστον κοινό, και όπου θα μπορούσε να διαπιστωθεί μια δράση ή ένα κίνημα συλλογικού (σε βάθος και έκταση) και ενωτικού χαρακτήρα. Αυτές οι στιγμές στις διάφορες ιστορικές φάσεις, μπορεί να ήταν διαφορετικού χαρακτήρα και διαφορετικής εθνικο-λαϊκής βαρύτητας. Αυτό που ενδιαφέρει στην έρευνα είναι ο εν δυνά
184

μει συλλογικός και ενωτικός χαρακτήρας (και επομένως τη στιγμή κατά την οποία αυτή η δυναμική μεταφράζεται σε πράξη), η εδαφική διάδοση (η περιφέρεια απαντά σ’ αυτή την αναγκαιότητα και μερικές φορές όλος ο νομός) και η ένταση των μαζών (το μικρό ή μεγάλο δηλαδή πλήθος εκείνων που συμμετέχουν, η μεγάλη ή μικρότερη θετική απήχηση και επίσης η ενεργά αρνητική απήχηση που το κίνημα είχε στα διάφορα στρώματα του πληθυσμού).
Αυτές οι στιγμές μπορεί να είχαν διαφορετικό χαρακτήρα και φυσιογνωμία: πόλεμοι, επαναστάσεις, δημοψηφίσματα, γενικές εκλογές ιδιαίτερης σημασίας. Πόλεμοι: 1848-49, 1859, 1860, 1866, 1870, οι πόλεμοι στην Αφρική (Ερυθραία, Λιβύη), ο παγκόσμιος πόλεμος. Επαναστάσεις: 1820-21,1831,1848-49,1860, οι εργατικές οργανώσεις (fasci) των σικελών, 1898, 1904, 1914, 1919-20, 1924-25.1 Δημοψηφίσματα για την δημιουργία του Βασιλείου: 1859-60, 1866, 1870. Γενικές εκλογές με διαφορετική
1. Πρόκειται για τα κινήματα των φιλελεύθερων και των καρμπονάρων στο βασίλειο των Δύο Ιικελιώ ν (1820) και στο Πιεμόντε (1821)’ στη Μόντενα και στις πόλεις της Εμίλια (1831). Πρόκειται για τα επαναστατικά γεγονότα όχι μόνο φιλελεύθερου και ενωτικού χαρακτήρα, αλλά και δημοκρατικού και πολλές φορές με προωθημένες λαϊκές διεκδικήσεις του 1848-49. Πρόκειται για εξεγέρσεις που προηγήθηκαν, υποστήριξαν και συνόδεψαν την αποστολή των Χιλίων το 1860' για τις εργατικές οργανώσεις των σικελών (1893-94) το πρώτο «αυθεντικό προλεταριακό κίνημα» στην ιστορία της ενωμένης Ιταλίας όπως το χαρακτήρισε ο Αντόνιο Λαμπριόλα- για τα κινήματα του ’98 που ξέσπασαν στην ύπαιθρο και τις πόλεις σ’ όλη σχεδόν την Ιταλία. Πρόκειται για την πρώτη γενική απεργία (1904), την «κόκκινη εβδομάδα» (7-14 Ιουνίου 1914), το επαναστατικό κίνημα, αυθόρμητου και αναρχικού χαρακτήρα που από τις Μάρκες και την Ρομάνια, εξαπλώθηκε σ’ όλη την χώρα, για τα μεταπολεμικά κινήματα, που κορυφώθηκαν στην κατάληψη των εργοστασίων (1-27 Σεπτεμβρίου 1920) και για τις ταραχές που ξέσπασαν κατά την διάρκεια της «κρίσης Ματεότι» το καλοκαίρι-φθι- νόπωρο 1924.
185

έκταση του δικαιώματος της ψηφοφορίας. Τυπικές εκλογές: εκείνη που φέρνει την Αριστερά στην εξουσία το 1876, εκείνη που ακολούθησε την επέκταση του δικαιώματος της ψηφοφορίας μετά το 1880, εκείνη μετά το 1898. Οι εκλογές του 1913 ήταν οι πρώτες ασυνήθιστου λαϊκού χαρακτήρα λόγω της πλατιάς συμμετοχής των αγροτών. Οι εκλογές του 1919 είναι οι πιο σημαντικές απ’ όλες τις άλλες λόγω του αναλογικού και επαρχιακού χαρακτήρα της ψήφου που υποχρεώνει τα κόμματα να συνασπισθούν και γιατί σ’ όλη τη χώρα, για πρώτη φορά, πα ρουσιάζονται τα ίδια κόμματα με τα ίδια (σε γενικές γραμμές) προγράμματα. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και πιο οργανικά από το 1913 ( όταν η μονοεδρική εκλογική περιφέρεια1 στένευε τις δυνατότητες και νόθευε τις μαζικές πολιτικές τοποθετήσεις λόγω του τεχνητού προσδιορισμού των εκλογικών περιφερειών) στα 1919 και σε όλη τη χώρα, την ίδια μέρα,2 το πιο δραστήριο κομμάτι του ιταλικού λαού αντιμετωπίζει τα ίδια ζητήματα και προσπαθεί να βρει λύσεις στην ιστορικο-πολιτική του συνείδηση. Το νόημα των εκλογών του 1919 δίνεται από το σύνολο των «ενοποιητικών» στοιχείων, αρνητικών και θετικών, που εδώ συναντιόνται: ο πόλεμος υπήρξε ένα πρώτης τάξης ενοποιητικό στοιχείο στο βαθμό που συνέβαλε να συνειδητοποιήσουν μεγάλες μάζες λαού τη βαρύτητα που έχει για την μοίρα ακόμα και του κάθε ανθρώπου χωριστά η οικοδόμηση του κυβερνητικού μηχανισμού, εκτός του ότι έθεσε και μια σειρά συγκεκριμένα ζητήματα, γενικά και ειδικά, που αντανακλούσαν την λαϊκή-
1. Είναι η εκλογική περιφέρεια όπου οι ψηφοφόροι ψηφίζουν για ένα μόνο υποψήφιο.
2. Αυτό το εκλογικό σύστημα επιβάλλοντας σχεδόν πάντα την επανάληψη της ψηφοφορίας ανάμεσα στους δύο υποψήφιους οι οποίοι δεν κατάφερναν να πάρουν την απόλυτη πλειοψηφία αλλά συγκέντρωναν τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, οδηγούσε κατά κανόνα στην ψηφοφορία των δύο Κυριακών.
186

εθνική ενότητα1. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι εκλογές του 1919 είχαν για το λαό χαρακτήρα Συντακτικής συνέλευσης (αυτόν τον χαρακτήρα είχαν και οι εκλογές του 1913, όπως μπορεί να θυμηθεί όποιος παρακολούθησε τις εκλογές στα περιφερειακά κέντρα όπου και μεγαλύτερη υπήρξε η μεταστροφή του εκλογικού σώματος και όπως αποδείχθηκε από το υψηλό ποσοστό συμμετοχής στην ψηφοφορία: ήταν διάχυτη η κρυφή πεποίθηση ότι όλα θα άλλαζαν μετά την ψηφοφορία, η πίστη σε μια πραγματική κοινωνική παλλιγγενεσία: αυτό συνέβη τουλάχιστον στη Σαρδηνία) αν και τέτοιο χαρακτήρα αυτές οι εκλογές δεν είχαν για «κανένα» κόμμα εκείνης της περιόδου. Σ ’ αυτή την αντίθεση και διάσταση ανάμεσα στο λαό και τα κόμματα συνίσταται το ιστορικό δράμα του 1919, που κατανοήθηκε άμεσα μόνο από λίγες περισσότερο οξυδερκείς και έμπειρες ηγετικές ομάδες (και που φοβόντουσαν περισσότερο για το μέλλον τους). Να παρατηρήσουμε ότι το ίδιο το παραδοσιακό κόμμα της συντακτικής συνέλευσης στην Ιταλία, οι ρεπουμπλικάνοι, επέδειξε το ελάχι-
1. Σημεία αυτών των απόψεων μπορούν να βρεθούν σε άρθρα του Γκράμσι στο «Ordine Nuovo» και στο «Avanti» τον Νοέμβριο-Δεκέμ- βριο του 1919, παραμονές και μετά τις εκλογές. Ειδικότερα επισημαίνε- ται ο επαναστατικός ρόλος των εκλογών για την δυνατότητα ώθησης των μαζών στην υποστήριξη της δράσης των σοσιαλιστών, με την πεποίθηση ότι μια δυναμική ενέργεια μιας μειοψηφίας για την κατάχτηση της εξουσίας θα ήταν στείρα και αντιπαραγωγική. Οι εκλογές θα έπρε- πε να ενισχύσουν επίσης το ενωτικό προτσές των μαζών, που προκλή- θηκε από τον πόλεμο, κατά τον οποίο «η ανθρωπότητα έγινε κοινωνία». Μετά τις εκλογές, η ενισχυμένη κοινοβουλευτική ομάδα θα έπρεπε να παλέψει για να «θεμελιωθούν οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες μέσα στις οποίες η τάξη των παραγωγών να μπορέσει να οικοδομήσει τα όργανα της κοινωνικής της εξουσίας». Στα Τετράδια η έννοια «εθνικο- λαϊκό» συνδέεται συχνά με το πρόβλημα του γιακωβινισμού, της επαναστατικής σύνδεσης δηλαδή πόλης-υπαίθρου. Ας έχουμε υπ’ όψη μας και την εξής παρατήρηση: «Κάθε μόρφωμα εθνικο-λαϊκής συλλογικής βούλησης είναι αδύνατο αν οι μεγάλες μάζες των αγροτών-καλλιεργη- τών δεν εισβάλουν ταυτόχρονα στην πολιτική ζωή».
187

οτο ιστορικής ευαισθησίας και πολιτικής ικανότητας και επέτρεψε να επιβληθεί το πρόγραμμα και η κατεύθυνση (μια αφη- ρημένη και αναχρονιστική υποστήριξη της επέμβασης στον πόλεμο) από τις ηγετικές ομάδες της Δεξιάς. Ο λαός, με τον τρόπο του, κοίταζε το μέλλον (ακόμα και στο ζήτημα της επέμβασης στον πόλεμο) και εδώ βρίσκεται ο ενδόμυχος χαρακτήρας συντακτικής συνέλευσης που ο λαός έδωσε στις εκλογές του 1919. Τα κόμματα κοίταζαν στο παρελθόν (μόνο στο παρελθόν) συγκεκριμένα και στο μέλλον «αφηρημένα», «γενικά», με το «έχετε εμπιστοσύνη στο κόμμα σας» και όχι με εποικοδομητική ιστο- ρικο-πολιτική αντίληψη. Μεταξύ των άλλων διαφορών ανάμεσα στο 1913 και το 1919 οφείλουμε να θυμηθούμε την ενεργό συμμετοχή των καθολικών, με δικούς τους ανθρώπους, δικό τους κόμμα, δικό τους πρόγραμμα1. Και το 1913 επίσης οι καθολικοί είχαν συμμετάσχει στις εκλογές μέσα από την συμφωνία Τζεντιλόνι, με υποκριτικό τρόπο που παραχάραζε το νόημα της παράταξης και την επιρροή των παραδοσιακών πολιτικών δυνάμεων. Για το 1919, πρέπει να θυμηθούμε την ομιλία του Τζιολίτι με χαρακτηριστικούς τόνους συντακτικής (αναχρονιστικής) συνέλευσης και τη στάση των οπαδών του απέναντι στους καθολικούς όπως προκύπτει από τα άρθρα του Λουίτζι Αμπροζίνι στην «Stampa». Στην πραγματικότητα οι οπαδοί του Τζιολίτι ήταν οι νικητές των εκλογών, με την έννοια ότι επιχείρησαν να δώσουν χαρακτήρα συντακτικής συνέλευσης στις ίδιες τις εκλογές χωρίς συντακτική συνέλευση και κατάφεραν να τραβήξουν την προσοχή από το μέλλον στο παρελθόν.
1. Σε άρθρο του Γκράμσι στο «Ordine Nuovo» τον Νοέμβριο του 1919 τονίζεται η μεγάλη σημασία αυτού του νέου πολιτικού σχήματος «για την πνευματική ανανέωση του ιταλικού λαού», που θα επιτρέψει την εισροή στην πολιτική ζωή μεγάλων μαζών. «Ο δημοκρατικός καθολικισμός κάνει αυτό που ο σοσιαλισμός δεν θα μπορούσε: ενώνει, ζωντανεύει, οργανώνει». Ωστόσο ο Γκράμσι πίστευε ότι ο ρόλος αυτού του κόμματος θα ήταν εφήμερος και ότι μετά την πολιτική ενεργοποίηση και συνειδητοποίηση των μαζών αυτές θα ωρίμαζαν σύντομα στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού και της επανάστασης.

Μια σειρά ερμηνειών. Σχετικά με το βιβλίο του Ροσέλι για τον Πισακάνε.
Οι ερμηνείες για το παρελθόν όταν για το ίδιο το παρελθόν αναζητιούνται ανεπάρκειες και λάθη (κάποιων κομμάτων ή ρευμάτων) δεν αποτελούν «ιοτορία» αλλά τρέχουσα πολιτική.
Να γιατί και τα «αν» συχνά δεν ενοχλούν. Πρέπει να πούμε ότι οι «ερμηνείες» για το Ριζορτζιμέντο συνδέονται με μια σειρά γεγονότα: 1) να εξηγηθεί γιατί έγινε το λεγόμενο «θαύμα» του Ριζορτζιμέντο. Αναγνωρίζουμε δηλαδή ότι οι ενεργές δυνάμεις για την ενότητα και την ανεξαρτησία ήταν λίγες και ότι το γεγονός δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με αυτές τις δυνάμεις, αλλά από την άλλη δεν θέλουμε να το αναγνωρίσουμε ανοιχτά για λόγους εθνικής πολιτικής με αποτέλεσμα να φτιάχνονται ιστορικά μυθιστορήματα 2) να μην θιχτεί το Βατικανό 3) να μην ερμηνευτεί λογικά το φαινόμενο των «συμμοριών» του νότου 4) να εξηγηθεί αργότερα η κρατική αδυναμία κατά την διάρκεια των πολέμων στην Αφρική (απ’ αυτό έλαβε την αφορμή ειδικά ο Οριάνι και επομένως οι οπαδοί του) να ερμηνευτεί το Καπορέτο και οι στοιχειώδεις ανατρεπτικές τάσεις της μεταπολεμικής περιόδου με τις άμεσες και έμμεσες συνέ- πειές τους.
Η αδυναμία μιας τέτοιας «ερμηνευτικής» τάσης συνίσταται στο ότι παρέμεινε καθαρό ιδεολογικό γεγονός και ότι δεν απο- τέλεσε το προοίμιο ενός εθνικού πολιτικού κινήματος. Μόνο με τον Πιέρο Γκομπέτι διαγραφόταν κάτι τέτοιο και σε μια βιογραφία του Γκομπέτι θα έπρεπε να το θυμήσουμε. Γι’ αυτό τον λόγο, ο Γκομπέτι διαχωρίζει την θέση του από τον οριανι- σμό και τον Μισιρόλι. Δίπλα στον Γκομπέτι πρέπει να τοποθετηθεί και ο Ντόρσο και σαν σκιά στο παιχνίδι ο Τζιοβάνι Αν'- σάλντο ο οποίος είναι πιο διανοούμενος από τον Μισιρόλι. (Ο Ανσάλντο είναι ο «άνθρωπος του Γκουιτσιαρντίνι» που έγινε γνώστης της αισθητικής και της φιλολογίας και που διάβασε τις σελίδες του Ντε Σάνκτις για τον άνθρωπο του Γκουιτσιαρ- ντίνι. θ α μπορούσε να πει κανείς για τον Ανσάλντο το εξής: «Μια μέρα ο άνθρωπος του Γκουιτσιαρντίνι διάβασε τις σελίδες του Ντε Σάνκτις που αφορούσαν τον ίδιο και μεταμφιέ

στηκε σε Τζ. Ανσάλντο πρώτα και σε μαύρο αστεράκι αργότερα: αλλά την «ιδιαιτερότητά του δεν μπόρεσε να την καλύψει...»)
Έ να ζήτημα που ο Ροσέλι δεν έθεσε καλά στο Πισαχάνε είναι το εξής: πώς μια άρχουσα τάξη μπορεί να διευθύνει τις λαϊκές μάζες, να είναι δηλαδή «άρχουσα». Ο Ροσέλι δεν μελέτησε τι ήταν ο γαλλικός «γιακωβινισμός και πώς αυτός ακριβώς ο φόβος του γιακωβινισμού παρέλυσε την εθνική ζωή. Δεν εξηγεί μετά γιατί δημιουργήθηκε ο μύθος του «Νότου σαν πυριτιδαποθήκη της Ιταλίας» στον Πισακάνε και επομένως στον Μα- τσίνι. Και όμως, αυτό το σημείο είναι βασικό για να καταλάβουμε τον Πισακάνε και την πηγή των ιδεών του οι οποίες είναι οι ίδιες του Μπακούνιν, κλπ. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορούμε να δούμε στο πρόσωπο του Πισακάνε έναν πραγματικό «πρόδρομο» του Σορέλ, αλλά απλά ένα δείγμα του ρωσικής καταγωγής «μηδενισμού» και της θεωρίας της δημιουργικής «παν- διάλυσης» (ακόμα και με τους κακοποιούς). Η «λαϊκή πρωτοβουλία» από τον Ματσίνι στον Πισακάνε χρωματίζεται από ακραίες «λαϊκίστικες» τάσεις. (Ίσως η περίπτωση Herzen που έθιξε ο Ginzburg στην «Cultura» του 1932 πρέπει να μελετηθεί σε βάθος*). Επίσης και το γράμμα στους συγγενείς μετά την φυγή με μια παντρεμένη γυναίκα θα μπορούσε να είναι του Bazärov, συγγραφέα του Πατέρες και γιοι (το γράμμα είναι δημοσιευμένο ολόκληρο στην «Nuova Antologia» του 1932): υπάρχει όλη η ηθική που προκύπτει από την φύση όπως την παρουσιάζουν οι φυσικές επιστήμες και ο φιλοσοφικός υλισμός. Πρέπει να είναι σχεδόν αδύνατη η επανασύνθεση της «κουλτούρας των αναγνωσμάτων» του Πισακάνε και ο προσδιορισμός των «πηγών» των ιδεών του. Η μοναδική διαδικασία που μπορούμε να ακολουθήσουμε είναι η επανασύνθεση του πνευματικού περιβάλλοντος μιας κάποιας πολιτικής μετανάστευσης της περιόδου μετά το ’48 στη Γαλλία και στην Αγγλία, μιας «ομιλούμενης
* Βλ. το άρθρο ίου L.Ginzburg, Garibaldi xat Herzen, «La Cultura», Οκτώβρης, Νοέμβρης 1932. (Σημ. της ιταλ. έκδ.).
190

κουλτούρας» ιδεολογικής επικοινωνίας που αναπτύχθηκε μέσα σε συζητήσεις και συνομιλίες.
Βλ. το κριτικό άρθρο του Α.Ομοντέο (στην «Critica» της 20ης Ιουλίου 1933) για το βιβλίο του Ν. Ροσέλι, Κάρλο Πισακάνε, το οποίο είναι ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Ο Ομοντέο είναι οξυδερκής ώστε να παρατηρήσει όχι μόνο τις οργανικές ανεπάρκειες του βιβλίου, αλλά και τις οργανικές ανεπάρκειες του τρόπου που ο Πισακάνε τοποθετούσε το ζήτημα του Ριζορτζι- μέντο. Αλλά αυτή η οξυδέρκεια του προέρχεται από το γεγονός ότι ο ίδιος υιοθετεί την οπτική γωνία του «συντηρητικού και οπισθοδρομικού». Δεν φαίνεται ακριβής η άποψη του Ομοντέο ότι ο Πισακάνε ήταν ένα «θραύσμα του γαλλικού ’48 που εισέβαλε στην ιστορία της Ιταλίας», όπως και δεν είναι ακριβής η προσέγγιση, που βλέπει ο Ροσέλι, του Πισακάνε με τους σύγχρονους συνδικαλιστές (Σορέλ, κλπ, στην πράξη). Μπορεί κανείς να υποστηρίζει ότι ο Πισακάνε προσεγγίζει τους ρώσους επαναστάτες, τους ναροντνίκους και γ ι’ αυτό τον λόγο είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Ginzburg για την επιρροή του Herzen στους ιταλούς μετανάστες. Το γεγονός ότι, αργότερα, ο Μπακούνιν είχε τέτοια επίδραση στο Νότο και την Ρομάνια είναι σημαντικό για να κατανοηθεί αυτό που ο Πισακάνε είχε εκφράσει στην εποχή του και φαίνεται περίεργο ότι ακριβώς ο Ροσέλι δεν είδε αυτή τη σχέση.
Τη σχέση του Πισακάνε με τις λαϊκές μάζες δεν πρέπει να την δούμε ούτε σαν σοσιαλιστική, ούτε σαν συνδικαλιστική έκφραση, αλλά σαν έκφραση γιακωβίνικου τύπου, έστω και ακραίας μορφής. Η κριτική του Ομοντέο είναι πολύ εύκολη στην τοποθέτηση του προβλήματος του Ριζορτζιμέντο πάνω σε λαϊκο- σοσιαλιστικές βάσεις, αλλά δεν θα ήταν το ίδιο εύκολη αν τοποθετηθεί το πρόβλημα επάνω στη βάση «γιακωβινισμός-αγρο- τική μεταρρύθμιση», ούτε θα ήταν εύκολο να διαψεύσει τον ευτελή, στενόμυαλο, αντιεθνικό εγωισμό της άρχουσας τάξης, την οποία στην πραγματικότητα εκπροσωπούσαν σ’ αυτή την περίπτωση οι ευγενείς μεγαλοκτηματίες και η αδιάφορη αγροτική μπουρζουαζία και όχι η αστική τάξη των πόλεων βιομηχανικού τύπου και οι «ιδεολόγοι» διανοούμενοι των οποίων τα συμφέ
191

ροντα δεν ήταν «μοιραία» συνδεδεμένα με εκείνα των μεγαλοκτηματιών, αλλά θα έπρεπε να ήταν συνδεδεμένα με τα συμφέροντα των αγροτών, ήταν δηλαδή ανεπαρκώς εθνικά.
Έ τσι «δεν είναι χρυσός» η παρατήρηση του Ομοντέο ότι το να υπάρχουν καθορισμένα προγράμματα για την περίοδο του Ριζορτζιμέντο αποτελούσε μια αδυναμία, αφού δεν ήταν επεξεργασμένη η «τεχνική» για να πραγματοποιηθούν αυτά τα ίδια προγράμματα. Εκτός από το ότι στον Πισακάνε δεν υπήρχαν καθορισμένα προγράμματα, αλλά μόνο μια πιο καθορισμένη «γενική τάση» από ότι στον Ματσίνι (και στην πραγματικότητα πιο εθνική από του Ματσίνι), η θεωρία που καταφέρεται εναντίον των καθορισμένων προγραμμάτων έχει χαρακτήρα καθαρά οπισθοδρομικό και αντιδραστικό. Το ότι τα καθορισμένα προγράμματα πρέπει να είναι τεχνικά επεξεργασμένα για να μπορούν να εφαρμόζονται, είναι βέβαιο και ότι τα καθορισμένα προγράμματα χωρίς μια επεξεργασία της τεχνικής διαδικασίας, μέσα από την οποία αυτά θα υλοποιηθούν, στερούνται περιεχομένου, είναι και αυτό βέβαιο, αλλά επίσης βέβαιο είναι ότι οι πολιτικοί σαν τον Ματσίνι, που δεν έχουν «καθορισμένα προγράμματα» δουλεύουν μόνο για λογαριασμό του βασιλιά της Πρωσίας, είναι καταλύτες εξέγερσης που αναπόφευκτα θα μονοπωληθεί από τα πιο αντιδραστικά στοιχεία τα οποία χρησιμοποιώντας την «τεχνική», θα καταλήξουν να αποκτήσουν υπεροχή σ’ όλους. Καταλήγοντας πρέπει να πούμε ότι και ο Πι- σακάνε δεν εκπροσωπούσε στο Ριζορτζιμέντο μια «ρεαλιστική» τάση επειδή ήταν απομονωμένος, χωρίς ένα κόμμα, χωρίς στελέχη έτοιμα για το μελλοντικό Κράτος, κλπ. Αλλά το ζήτημα δεν είναι τόσο γύρω από την ιστορία του Ριζορτζιμέντο, όσο γύρω από την ιστορία του παρελθόντος που αντιμετωπίζεται με πολύ άμεσα τρέχοντα συμφέροντα και από αυτή την άποψη το κριτικό άρθρο του Ομοντέο, όπως και άλλα κείμενα του ίδιου συγγραφέα είναι μεροληπτικό σε συντηρητική και οπισθοδρομι- κή κατεύθυνση. Πλην όμως, αυτό το κριτικό άρθρο είναι ενδιαφέρον για το θέμα των σύγχρονων «ιδεολογιών» που αναδύθηκαν από την επανεξέταση της ιστορίας του Ριζορτζιμέντο και που τόση σημασία έχουν για να γίνει κατανοητή η ιταλική κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών.
192

Έ να ενδιαφέρον θέμα, που έθιξε ο Τζιομπέρτι (στην Α να νέωση, για παρ.) είναι εκείνο γύρω από τις τεχνικές δυνατότητες της εθνικής Επανάστασης στην Ιταλία κατά την διάρκεια του Ριζορτζιμέντο: το ζήτημα της επαναστατικής πρωτεύουσας (όπως το Παρίσι για την Γαλλία), της περιφερειακής διάταξης των επαναστατικών δυνάμεων, κλπ. Ο Ομοντέο ασκεί κριτική στον Ροσέλι γιατί δεν διερεύνησε την οργάνωση του νότου, η οποία δεν έπρεπε να ήταν τόσο αναποτελεσματική το 1857, όταν το 1860 στάθηκε ικανή να ακινητοποιήσει τις δυνάμεις των Βουρβώνων, αλλά η κριτική δεν φαίνεται τόσο θεμελιωμένη. Το 1860 η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική και αρκούσε η πα- θητικότητά για να ακινητοποιηθούν οι Βουρβώνοι, ενώ το 1857, παθητικότητα και στελέχη μόνο στο χαρτί ήταν αναποτελεσματικά. Δεν πρόκειται λοιπόν για τη σύγκριση της οργάνωσης του ’60 με εκείνη του ’57, αλλά των διαφορετικών καταστάσεων ιδιαίτερα των «διεθνών». Πολύ πιθανόν μάλιστα σαν οργάνωση το ’60 να ήταν χειρότερα από το ’57 λόγω της επερχό- μενης αντίδρασης.
Από το κριτικό άρθρο του Ομοντέο είναι χρήσιμο να αναφέρουμε το ακόλουθο απόσπασμα: «Ο Ροσέλι ενθουσιάζεται με τον μεγαλύτερο πλούτο των προγραμμάτων. Αλλά το πρόγραμμα, που αφορά μια υποθετική μελοντική κατάσταση, είναι συνήθως ένα ογκώδες και άχρηστο φορτίο: αυτό που πάνω απ’ όλα ενδιαφέρει είναι η κατεύθυνση όχι η υλική ειδίκευση των έργων. Ό λοι είδαμε τι αξία είχαν τα προγράμματα στην μεταπολεμική περίοδο, που μελετήθηκαν όταν δεν ξέραμε ακόμα πώς θα βγαίναμε από τον κίνδυνο με ποιες διαθέσεις, με ποιες κατεπείγουσες ανάγκες! Ψεύτικη σαφήνεια, επομένως, κάτω από την αναποφασιστικότητα,που τόσο κατηγορήθηκε, του Μα- τσίνι. Εξ άλλου, αρκετά σημεία των σοσιαλιστικών διεκδικήσεων ήταν (και είναι) διατυπωμένα χωρίς να είναι καθορισμένη η τεχνική διαδικασία για την υλοποίησή τους και προκαλούσαν και προκαλούν όχι μόνο και όχι τόσο την αντίδραση των αδικημένων τάξεων, όσο την αποστροφή εκείνου που, ελεύθερος από ταξικά συμφέροντα (!), αισθάνεται ότι δεν είναι έτοιμη ούτε μια νέα ηθική τάξη ούτε μια νέα τάξη δικαίου: κατάσταση καθαρά αντίθετη από εκείνη της γαλλικής Επανάστασης την ο

ποία οι διάφοροι σοσιαλισμοί θεωρούν ως πρότυπο: γιατί η νέα ηθική και δικαίου τάξη το 1789 ήταν ζωντανή στην συνείδηση όλων και παρουσιαζόταν εύκολα πραγματοποιήσιμη» («Critica», 20 Ιουλίου 1933, σελ. 283-84). Ο Ομοντέο είναι πολύ επιφανειακός και ευκολοσυμβίβαστος: οι απόψεις του πρέπει να παραβληθούν με το δοκίμιο του Κρότσε για το Κόμμα σαν κρίση και σαν προκατάληψη, που δημοσιεύτηκε το 1911. Η αλήθεια είναι ότι το πρόγραμμα του Πισακάνε ήταν εξίσου ακαθόριστο με εκείνο του Ματσίνι και αυτό υποδήλωνε μόνο μια γενική τάση, η οποία σαν τάση ήταν λίγο πιο ακριβής από εκείνη του Ματσίνι. Κάθε «συγκεκριμένη» ειδίκευση του προγράμματος και ο όποιος καθορισμός της τεχνικής διαδικασίας για την υλοποίηση των σημείων του προϋποθέτουν ένα κόμμα, κόμμα με ομοιογένεια και αρχές: το κόμμα έλειπε και από τον Ματσίνι και από τον Πισακάνε. Η απουσία του συγκεκριμένου προγράμματος, με γενικές τάσεις, είναι μια μορφή ρευστού «μισθο- φορισμού», τα στοιχεία του οποίου καταλήγουν να συμπαραταχθούν με τον πιο δυνατό, με όποιον πληρώνει καλύτερα, κλπ. Το παράδειγμα της μεταπολεμικής περιόδου αντί να δικαιώνει, διαψεύδει τον Ομοντέο: 1) γιατί συγκεκριμένα προγράμματα στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ εκείνα τα χρόνια, αλλά ακριβώς μόνο γενικές τάσεις λίγο ή πολύ αφηρημένες και ασταθείς 2) γιατί ακριβώς εκείνη την περίοδο δεν υπήρχαν ομοιογενή κόμματα αρχικά, αλλά μόνο τσιγγάνικες συμμορίες ασταθείς και ανασφαλείς οι οποίες ήταν ακριβώς σύμβολο του ακαθόριστου των προγραμμάτων και όχι το αντίθετο. Ούτε η σύγκριση με την γαλλική Επανάσταση του 1789 είναι πρόσφορη, γιατί το Παρίσι τότε έπαιξε ένα ρόλο που στην Ιταλία της εποχής που ακολούθησε το ’48 καμιά πόλη δεν μπορούσε να παίξει με οποι- οδήποτε πρόγραμμα. Το ζήτημα πρέπει να τοποθετηθεί με όρους «πολέμου κινήσεων - πολέμου πολιορκίας», για να διω- χθούν δηλαδή οι αυστριακοί και οι ιταλοί επίκουροί τους ήταν αναγκαίο: 1) ένα δυνατό ομοιογενές και συνεπές ιταλικό κόμμα, 2) να έχει αυτό το κόμμα ένα συγκεκριμένο και ειδικευμένο πρόγραμμα, 3) να είναι αποδεκτό αυτό το πρόγραμμα από τις μεγάλες λαϊκές μάζες (οι οποίες τότε δεν μπορούσαν παρά να είναι αγροτικές) και να τις (μάζες) έχει διαπαιδαγωγήσει (το
194

κόμμα) ώστε να εξεγερθούν «ταυτόχρονα» σ’ όλη τη χώρα. Μόνο το εύρος του λαϊκού κινήματος και οι συντονισμένες προσπάθειες μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή την ήττα του αυστριακού στρατού και των επικούρων του. Απ’ αυτή την άποψη δεν ωφελεί τόσο να αντιπαραθέτουμε τον Πισακάνε στον Μα- τσίνι, όσο (να τον αντιπαραθέτουμε) στον Τζιομπέρτι, ο οποίος είχε μια στρατηγική οπτική της ιταλικής επανάστασης, στρατηγική όχι με την στενά στρατιωτική έννοια (όπως διέκρινε ο Μα- τσίνι στον Πισακάνε), αλλά πολιτικο-στρατιωτική. Αλλά και από τον Τζιομπέρτι έλειπε το κόμμα και όχι μόνο με την σύγχρονη έννοια του όρου, αλλά και με την έννοια που τότε είχε ο όρος, με την έννοια δηλαδή της γαλλικής Επανάστασης του κινήματος των «πνευμάτων». 'Αλλωστε το πρόγραμμα του Μα- τσίνι πολιτικά ήταν, για την εποχή εκείνη, πολύ «καθορισμένο» και συγκεκριμένο σε ρεπουμπλικανική και ενωτική κατεύθυνση σε αντίθεση με εκείνο του Τζιομπέρτι που πλησιάζει περισσότερο στο γιακωβίνικο πρότυπο που ήταν αναγκαίο στην τότε Ιταλία. Ακόμα και ο Ομοντέο, κατά βάθος (και εδώ βρίσκεται ο ανιστορισμός του) τοποθετείται ουσιαστικά στην οπτική μιας Ιταλίας που προϋπήρχε από την διαμόρφωσή της, η οποία υπάρχει σήμερα και στη μορφή που συγκροτήθηκε το 1870. (Παρά την αντίθεσή του στην οικονομικο-νομική τάση, ο Ομοντέο τοποθετείται στην οπτική του Σαλβέμινι όπως αυτή εκφράζεται στο βιβλίο του για τον Ματσίνι: το γενικά ενωτικό κήρυγμα του Ματσίνι είναι ο σκληρός πυρήνας του ματσινιανισμού, η πραγματική του συνεισφορά στο Ριζορτζιμέντο). Όσον αφορά τη στάση των «ελεύθερων από τα ταξικά συμφέροντα» αυτοί στην μεταπολεμική περίοδο φέρθηκαν όπως ακριβώς και κατά την διάρκεια του Ριζορτζιμέντο: δεν μπόρεσαν ποτέ να αποφασίσουν και ακολούθησαν τον νικητή, τον οποίο, με το να μην αποφασίσουν, βοήθησαν να νικήσει, γιατί επρόκειτο γ ι’ αυτόν που εκπροσωπούσε την τάξη τους με την πιο στενή κ«ι μικροπρεπή έννοια.
Κριτικό άρθρο για το βιβλίο του Νέλο Ροσέλι, Πισακάνε που δημοσιεύτηκε στη «Nuova Rivista Storica» του 1933 (σελ. 156). Ανήκει στη σειρά των «ερμηνειών» του Ριζορτζιμέντο όπως και
195

ίο ίδιο το βιβλίο του Ροσέλι. Ο συγγραφέας του άρθρου (όπως και ο Ροσέλι) δεν καταλαβαίνει πως αυτό που έλειπε από το Ριζορτζιμέντο ήταν ένα «γιακωβίνικο» μπόλιασμα με την κλασική έννοια της λέξης και πως ο Πισακάνε ήταν μια φιγούρα τόσο σημαντική γιατί ήταν από τους λίγους που κατάλαβε αυτήν ακριβώς την απουσία, αν και ο ίδιος δεν υπήρξε «γιακωβί- νος» έτσι όπως ήταν αναγκαίο στην Ιταλία. Μπορούμε ακόμα να παρατηρήσουμε ότι ο φόβος που κυριάρχησε στην Ιταλία πριν το 1859 δεν ήταν για τον κομμουνισμό, αλλά για την γαλλική Επανάσταση και την περίοδο του τρόμου1, δεν ήταν «πανικός» των αστών, αλλά πανικός των «ιδιοκτητών γης» και άλλωστε κομμουνισμός, στην προπαγάνδα του Μέτερνιχ, ήταν απλά το αγροτικό ζήτημα και η μεταρρύθμιση.
Ο Λούτσιο και η μεροληπτική και υποκειμενική ιστοριογραφία των συντηρητικών.
[1)] Πρέπει να αποσαφηνίσουμε πως ο τρόπος γραφής της ιστορίας του Ριζορτζιμέντο του Α.Λούτσιο2 συχνά επαινέθηκε από τους Ιησουίτες της «Civiltà Cattolica». 'Οχι πάντα, αλλά συχνότερα απ’ όσο πιστεύεται, υπήρξε δυνατή η συμφωνία ανάμεσα στον Λούτσιο και τους Ιησουίτες. Βλ. στην «Civiltà Cattolica» της 4ης Αυγούστου 1928 τις σελ. 216-217 του άρθρου Πολιτική δίκη και καταδίκη του Ηγούμενου Τζιομπέρτι το έτος 1833. Ο Λούτσιο πρέπει να υποστηρίξει την πολιτική του Κάρ- λο Αλμπέρτο (στο βιβλίο, Ο καρμπονάρος Ματσίνι, σελ. 498) και δεν διστάζει να κρίνει με οξύτητα την στάση του Τζιομπέρ- τι στη δίκη για τα γεγονότα του ’31, σε συμφωνία με τους Ιησουίτες. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως από τα άρθρα που δη
1. Περίοδος της γαλλικής επανάστασης (Ιούνιος 1793-Ιούλιος 1794) χατά την οποία οι Γιακωδίνοι άσκησαν μια σκληρή δικτατορία.
2. Αλεσάντρο Λούτσιο (1857-1946). Αρχειοθέτης και ιστορικός του Ριζορτζιμέντο κληρικο-σνντηρητικής τάσης, προσχώρησε στον φασισμό.
1%

μοσιεύτηκαν στην «Civiltà Cattolica» το 1928 για την δίκη του Τζιομπέρτι προκύπτει από τα στοιχεία του Βατικανού ότι ο Πάπας είχε δώσει εκ των προτέρων ξεχωρίζοντας το στάρι από την ήρα, το δικό του placet1 στην εις θάνατο καταδίκη και εκτέλεση του Τζιομπέρτι, ενώ το 1821 για παράδειγμα, η καταδίκη σε θάνατο ενός κληρικού στο Πιεμόντε είχε μετατραπεί σε ισόβια μετά την παρέμβαση του Βατικανού.
2) Στην «ιστορική» φιλολογία του Λούτσιο που αφορά στις δίκες του Ριζορτζιμέντο πρέπει να γίνουν αρκετές παρατηρήσεις πολιτικο-παραταξιακής υφής, μεθόδου και νοοτροπίας. Πάρα πολύ συχνά ο Λούτσιο (όσον αφορά στους συλληφθέντες των δημοκρατικών κομμάτων) φαίνεται να επιπλήττει τους κατηγορούμενους ότι δεν αφέθηκαν να καταδικαστούν και να ε- κτελεστούν. Και από νομοθετικο-νομική άποψη επίσης ο Λού- τσιο αντιμετωπίζει τα ζητήματα με ένα ψεύτικο και μεροληπτικό τρόπο, τοποθετώντας τον εαυτό του από την πλευρά του «δικαστή» και όχι από εκείνη των κατηγορουμένων: έτσι προκύπτουν οι προσπάθειες του (αδέξιες και ανόητες) να «αποκαταστήσει» τους αντιδραστικούς δικαστές, όπως τον Σαλβότι. Ακόμα και αν παραδεχτεί κανείς ότι ο Σαλβότι ορθά πρέπει να δικαστεί και ως άτομο και ως αυστριακός εκπρόσωπος, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο τρόπος που ο Λούτσιο σκιαγράφησε τις δίκες ήταν αντίθετος προς την νέα δικαστική συνείδηση που διαμόρφωσαν οι επαναστάτες πατριώτες και που τις αντιμετώπιζαν με απέχθεια. Η κατάσταση του κατηγορούμενου ήταν πάρα πολύ δύσκολη και λεπτή: και μια μικρή παραδοχή μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για τον κατηγορούμενο αλλά και για μια σειρά ανθρώπους, όπως φαίνεται από την υπόθεση του Παλαβιτσίνο2. Στη συνοπτική «δι
1. Φόρμουλα με την οποία δίνεται η επιδοκιμασία από την πλευρά της πολιτείας σε πράξεις της εκκλησίας.
2. Μετά την δίκη Πέλικο-Μαροντσέλι που κράτησε από τον Αύγουστο του 1820 μέχρι τον Μάρτιο του 1821, μετά από μία καταγγελία για μια συνάντηση όπου θα έκλειναν κάποιες συμφωνίες ως προς την επερχόμενη εισβολή των πιεμοντέζων στη Λομβαρδία η αστυνομία έκανε
197

χαοτική» διαδικασία, η οποία αποτελεί μια μορφή πολέμου, δεν ενδιαφέρει τίποτα για την αλήθεια και την αντικεμενική δικαιοσύνη. Ενδιαφέρει μόνο να καταστραφεί ο εχθρός, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι ο εχθρός αξίζει να καταστραφεί και ότι ο ίδιος δέχεται ότι το αξίζει. Από μια ανάλυση των «ιστορικο-νομικών» κειμένων του Λούτσιο θα μπορούσαν να προκύψουν μια σειρά παρατηρήσεις ιστορικής μεθόδου ψυχολογικά ενδιαφέρουσες και επιστημονικά ουσιαστικές (πρέπει να παραβληθεί το άρθρο του Μαριάνο ντ’ Αμέλιο, Η επιτυχία και το όίκαιο στην «Corriere della Sera» της 3ης Σεπτεμβρίου 1934).
3) Αυτός ο τρόπος γραφής της ιστορίας του Ριζορτζιμέντο κατά τον Λούτσιο απέδειξε τον μεροληπτικό του χαρακτήρα ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα (και πιο καθοριστικά μετά το 1876 μετά την ανάληψη της εξουσίας από την Αριστερά): αυτό μάλιστα υπήρξε ένα χαρακτηριστικό διάστημα της πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στους καθολικούς- συντηρητικούς (ή συντηρητικούς οι οποίοι επιθυμούσαν να συμφιλιωθούν με τους καθολικούς και να βρουν το πεδίο για τη συγκρότηση ενός μεγάλου κόμματος της δεξιάς που μέσα από τον κληρισμό θα αποκτούσε μια πλατιά βάση αγροτικών μαζών) και τους δημοκράτες, οι οποίοι για παρόμοιους λόγους, ήθελαν να καταστρέψουν τον κληρισμό. Έ να χαρακτηριστικό επεισόδιο ήταν η σκληρή επίθεση εναντίον του Λουίτζι Καστε- λάτσο για την υποτιθέμενη στάση του στη δίκη της Μάντοβα η οποία κατέληξε σε εκτελέσεις στο Μπελφιόρε του δον Τατσόλι, του Κάρλο Πόμα, του Τίτο Σπέρι, του Μοντανάρι και του Φρατίνι. Η επίθεση ήταν καθαρά μεροληπτική, γιατί οι κατηγορίες εναντίον του Καστελάτσο δεν απαγγέλθηκαν εναντίον άλλων, οι οποίοι όπως είναι γνωστό στις δίκες κρατούσαν χει
κάποιες συλλήψεις. Ο μαρκήσιος Τζιόρτζιο Παλαβιτσίνο - Τριδούλ- τσιο αντιδρώντας, σε μερικούς που τον ήθελαν υπεύθυνο για την ενέργεια της αστυνομίας μετά από απερίσκεπτες αποκαλύψεις του, παρουσιάστηκε αυθόρμητα στην αστυνομία, συνελήφθη και μετά από δηλώσεις και παραδοχές του, άλλα 49 άτομα συνελήφθησαν μεταξύ των οποίων και ο Κονφαλονιέρι.
198

ρότερη στάση από αυτή που καθόλου πειστικά υποστήριζαν ότι κρατούσε ο Καστελάτσο, γιατί άνθρωποι σαν τον Καρντούτσι στάθηκαν αλληλέγγυοι με εκείνον που δεχόταν την επίθεση. Αλλά ο Καστελάτσο ήταν ρεπουμπλικάνος, μασόνος (αρχηγός της Μασονίας;) μέχρι που είχε εκδηλώσει και συμπάθεια για την Κομμούνα. Ο Καστελάτσο φέρθηκε χειρότερα από τον Τζιόρτζιο Παλαβιτσίνο στη δίκη του Κονφαλονιέρι; (βλ. τις επιθέσεις του Λούτσιο εναντίον του Αντριάνε λόγω της εχθρότητας που έτρεφε για τον Παλαβιτσίνο). Είναι αλήθεια ότι η δίκη της Μάντοβα κατέληξε σε εκτελέσεις, ενώ αυτό δεν συνέβη για τον Κονφαλονιέρι και τους συντρόφους του, αλλά εκτός του ότι αυτό δεν πρέπει να αλλάξει την κρίση για τις πράξεις του κάθε ατόμου χωριστά, μπορούμε να πούμε ότι οι εκτελέσεις του Μπελφιόρε ήταν αποτέλεσμα της στάσης του Καστελάτσο και δεν ήταν αντίθετα η αστραπιαία απάντηση στην εξέγερση του Μιλάνου της 3ης Φεβρουάριου 1853; Και δεν συνέβαλε στην ενίσχυση της αδυσώπητης βούλησης του Φραντσέσκο Τζιουζέ- πε η άνανδρη στάση των μιλανέζων ευγενών που σύρθηκαν στα πόδια του αυτοκράτορα την παραμονή ακριβώς της εκτέλεσης; (βλ. τις ημερομηνίες). Πρέπει να δούμε την στάση του Λούτσιο μπροστά σ’ αυτό το σύνθετο σύνολο γεγονότων. Οι συντηρητικοί προσπάθησαν να μειώσουν την ευθύνη των μιλανέζων ευγενών με αισχρό τρόπο (βλ. το Μισός αιώνας πατριωτισμού του Ρ.Μπουφαντίνι). Να δούμε την στάση του Λούτσιο στις καταθέσεις του Κονφαλονιέρι και απέναντι στην συμπεριφορά του Κονφαλονιέρι μετά την απελευθέρωσή του. Για την υπόθεση του Καστελάτσο βλ. Λούτσιο, Οι Μάρτυρες του Μπελφιόρε, στις διάφορες εκδόσεις (η 4η είναι του 1924)· Οι πολιτικές δίκες του Μιλάνο και της Μάντοβα που αποδόθηκαν στην Αυστρία, Μιλάνο, Cogliati, 1919 (μ’ αυτό το βιβλίο θα έπρεπε να γίνεται λόγος για τις καταθέσεις του Κονφαλονιέρι τις οποίες ο γερουσιαστής Σαλάτα έγραφε ότι «ανακάλυψε» στα βιεννέζικα αρχεία)· Η Μασονία και το Ιταλικό Ριζορτζιμέντο, 2 τομ., Bocca (φαίνεται ότι αυτή η εργασία έφθασε την 4η έκδοση μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, γεγονός αξιοθαύμαστο)- βλ. ακόμα Π.Λ.Ραμπάλντι, Φως και σκιές στις δίκες της Μάντοβα, στο «Ιταλικό Ιστορικό Αρχείο», έτος XLIII, σελ. 257-331, και
199

Τζιουζέπε Φατίνι, Οι εκλογές τον Γκροοέτο και η Μασονία, στη «Nuova Antologia» της 16ης Δεκεμβρίου 1928 (γίνεται λόγος για την εκλογή του Καστελάτσο σαν βουλευτή τον Σεπτέμβριο του 1883 και για την επίθεση που εξαπολύθηκε: ο Καρ- ντούτσι υποστήριξε τον Καστελάτσο και αρθρογράφησε εναντίον της «συντηρητικής υποκριτικής οργής»).
4) Τι επεδίωκαν και, εν μέρει, τι επιδιώκουν ακόμα (αλλά σ’ αυτό το πεδίο, εδώ και αρκετά χρόνια, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει) οι ιστορικοί και οι συντηρητικοί δημοσιογράφοι μ’ αυτή την επίμονη, επιτήδεια καλοοργανωμένη (μερικές φορές λες και υπήρχε κάποιο διευθυντήριο γ ι’ αυτή τη δραστηριότητα) προπαγανδιστική δουλειά; Να «αποδείξουν» ότι η ενοποίηση της χερσονήσου υπήρξε κύριο έργο των συντηρητικών συμμάχων της δυναστείας και να νομιμοποιήσουν ιστορικά το μονοπώλιο της εξουσίας. Οφείλουμε να θυμήσουμε ότι στους συντηρητικούς ανήκαν οι καλύτερες προσωπικότητες της κουλτούρας, ενώ την Αριστερά δεν την διέκρινε (εκτός από μερικές εξαιρέσεις) μεγάλη σοβαρότητα όσο αφορά στους διανοούμενους ιδιαίτερα στο πεδίο των ιστορικών μελετών και της δημοσιογραφίας μέσης βαθμίδας. Η πολεμική των συντηρητικών με τη γνωστή της «απόδειξη» κατάφερνε να αποσυνθέτει ιδεολογικά την δημοκρατία, αποσπώντας έναν-έναν πολλούς οπαδούς της και επηρεάζοντας ιδιαίτερα την παιδεία της νεότερης γενιάς, διαμορφώνοντάς την με τις αντιλήψεις, τα συνθήματα και τα προγράμματά της. Εκτός αυτού: 1) οι συντηρητικοί στην προπαγάνδα τους δεν είχαν ενδοιασμούς, ενώ οι άνθρωποι του Κόμματος της Δράσης ήταν γεμάτοι πατριωτική, εθνική «μεγαλοψυχία» και σεβόντουσαν όλους εκείνους που πραγματικά είχαν υποφέρει για το Ριζορτζιμέντο, ακόμα και αν κάποια στιγμή έδειξαν αδυναμίες 2) το κατεστημένο των δημόσιων αρχείων ήταν υπέρ των συντηρητικών, στους οποίους επιτρεπόταν να διεξάγουν ατομικά έρευνες σε στοιχεία εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων και να ακρωτηριάζουν ή να αποκρύπτουν στοιχεία δυσμενή για τους ίδιους. Μόνο εδώ και λίγα χρόνια δόθηκε η δυνατότητα να δημοσιεύονται πλήρεις οι αλληλογραφίες των Τοσκανών συντηρητικών για παράδειγμα, οι οποίοι μέχρι και το ’59 κρεμόντουσαν από τα ρούχα του αρχι
200

δούκα για να μην τους φύγει, κλπ. Οι συντηρητικοί συστηματικά δεν αναγνωρίζουν μια ενεργό συλλογική δύναμη που δρούσε στο Ριζορτζιμέντο πέρα από την δυναστεία και τους συντηρητικούς: Στο Κόμμα της Δράσης αναγνωρίζουν την αξία της κάθε προσωπικότητας χωριστά που άλλοτε τις εκθειάζουν μεροληπτικά για να τις εγκλωβίσουν και άλλοτε τις διασύρουν, κατα- φέρνοντας σε κάθε περίπτωση να σπάσουν τους συλλογικούς δεσμούς. Στην πραγματικότητα το Κόμμα της Δράσης δεν κα- τάφερε να αντιτάξει τίποτα αποτελεσματικό απέναντι σ’ αυτή την προπαγάνδα η οποία μέσα από τα σχολεία, έγινε επίσημη παιδεία: παράπονα και ξεσπάσματα με τέτοιο παιδαριώδη τρόπο, σεχταριστικά και παραταξιακά, που δεν μπορούσαν να πεί- σουν τους καλλιεργημένους νέους και άφηναν αδιάφορο το λαό, καμιά δηλαδή επιρροή στις νέες γενιές. Έ τσι το Κόμμα της Δράσης αποσυντέθηκε και η αστική δημοκρατία δεν κατά- φερε ποτέ να αποκτήσει μια λαϊκή βάση. Η δική του προπαγάνδα δεν έπρεπε να βασιστεί στο παρελθόν, στην πολεμική του παρελθόντος η οποία πολύ λίγο ενδιαφέρει τις μεγάλες μάζες και που χρησιμεύει μόνο, μέσα σε κάποια όρια, στη δημιουργία και προετοιμασία των καθοδηγητικών στελεχών, αλλά στο πα ρόν και το μέλλον, σε δημιουργικά προγράμματα, σε αντίθεση (η ολοκλήρωση) των επισήμων προγραμμάτων. Η πολεμική του παρελθόντος ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και επικίνδυνη για το Κόμμα της Δράσης, γιατί αυτό το κόμμα είχε ηττηθεί και ο νικητής και μόνο για το γεγονός ότι είναι νικητής, έχει μεγάλα πλεονεκτήματα στον ιδεολογικό αγώνα. Δεν είναι άνευ σημασίας ότι κανείς ποτέ δεν σκέφθηκε να γράψει την ιστορία του Κόμματος της Δράσης, παρά την αναμφισβήτητη σημασία που είχε για την εξέλιξη των γεγονότων: αρκεί να σκεφθεί κανείς τις δημοκρατικές προσπάθειες του ’48-49 στη Τοσκάνη, στη Βενετία, στη Ρώμη και το εγχείρημα των Χιλίων.
Για κάποιο διάστημα όλες οι δυνάμεις της δημοκρατίας συμμάχησαν και η Μασονία έγινε το στήριγμα αυτής της συμμα- χίας. Αυτή η περίοδος είναι πολύ καλά καθορισμένη στην ιστορία της Μασονίας, η οποία έγινε μια από τις πιο ικανές δυνάμεις του Κράτους στην αστική κοινωνία στην αναχαίτιση των αξιώσεων και των κινδύνων του κληρισμού και αυτή η περίοδος
201

τελείωσε με την ανάπτυξη των εργατικών δυνάμεων. Η Μασονία έγινε στόχος των συντηρητικών οι οποίοι προφανώς έλπιζαν να κατακτήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον μέρος των καθολικών δυνάμεων, ιδιαίτερα την νεολαία. Αλλά στην πραγματικότητα οι συντηρητικοί ανέδειξαν τις καθολικές δυνάμεις τις οποίες έλεγχε το Βατικανό και έτσι η συγκρότηση του σύγχρονου Κράτους και μιας εθνικής λαϊκής συνείδησης (το πατριωτικό συναίσθημα σε τελευταία ανάλυση) υπέστη ένα γερό χτύπημα όπως είδαμε στη συνέχεια (Παρατηρήσεις που πρέπει να εμβαθύνουμε).
Όψεις της ιταλικής κουλτούρας.
θ α μπορούσαν να συγκεντρωθούν σ’ ένα μοναδικό δοκίμιο διάφορες σημειώσεις, που γράφτηκαν ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες πνευματικού προσανατολισμού, αλλά που στην πραγματικότητα είναι εκφράσεις του ίδιου βασικού προβλήματος. Ακριβώς όπως και οι σημειώσεις για τα ζητήματα: της γλώσσας, του ιταλικού ρομαντισμού (αν αυτός υπήρξε), του γιατί η ιταλική λογοτεχνία δεν είναι λαϊκή, της ύπαρξης ή όχι του ιταλικού θεάτρου κλπ, με τις σημειώσεις για τις διάφορες ερμηνείες που δόθηκαν για το κίνημα του Ριζορτζιμέντο μέχρι τις πιο πρόσφατες συζητήσεις για την «λογική» και την σημασία του παρόντος καθεστώτος (πολεμική ψύχωση, κλπ). Ό λα αυτά τα θέματα είναι στενά συνδεδεμένα και πρέπει να τα συναρτήσουμε σαν σύνολο με τις συζητήσεις και τις ερμηνείες που δόθηκαν όλον τον XIX αιώνα για την παρελθούσα ιστορία που διαδραματίσθηκε σ’ όλη την χερσόνησο και μέρος της οποίας τουλάχιστον είναι στοιχειοθετημένη στο βιβλίο του Κρότσε, Ιστορία της ιτα).ιχής ιστοριογραφίας τον X IX α»ώνα(του οποίου πρέπει να κοιτάξουμε την τελευταία έκδοση, ειδικά το απόσπα- σμα που αφορά τον Βόλπε και το βιβλίο του η Ιταλία οδεύει, έτσι όπως πρέπει να δούμε τον πρόλογο του Βόλπε στην τρίτη έκδοση αυτού του βιβλίου, όπου κάνει πολεμική στον Κρότσε. Από τον Βόλπε πρέπει να δούμε όλα τα κείμενα ιστορίας και θεωρίας ή ιστορίας της ιστορίας). Το γεγονός ότι τέτοιες πολε
202

μικές και τόση ποικιλία ερμηνειών στα γεγονότα ήταν και είναι ακόμα δυνατές, είναι αυτό καθ’ αυτό πολύ σημαντικό και χαρακτηριστικό μιας ορισμένης πολιτικο-πνευματικής κατάστασης. Δεν φαίνεται κάτι παρόμοιο να έχει συμβεί σε καμιά άλλη χώρα, τουλάχιστον με τέτοια ενδελέχεια, αφθονία και πείσμα, (θ α μπορούσαμε ίσως να θυμηθούμε για την Γαλλία το έργο του .ΙιιΙΙίβη για το κέλτικο στοιχείο στην γαλλική ιστορία, για τον αντιρομαντισμό του, κλπ, αλλά πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στην ίδια την Γαλλία χτύπησε σαν κάτι το παράξενο, παρά το γεγονός ότι ήταν προικισμένος γνώστης και συγγραφέας. Ί σως κάτι παρόμοιο έχουμε στην Ισπανία, με τις συζητήσεις γύρω από το εάν η Ισπανία ανήκει στην Ευρώπη ή την Αφρική, κλπ· πρέπει να δούμε αυτή την πλευρά της ισπανικής κουλτούρας).
Σ ’ αυτό το χαρακτηριστικό ιταλικό φαινόμενο πρέπει να διακρίνουμε δύο όψεις: 1) το γεγονός ότι οι διανοούμενοι είναι αποδιοργανωμένοι, χωρίς ιεραρχία, χωρίς ένα κέντρο που να συγκεντρώνει και να ενοποιεί ιδεολογία και διανοούμενους, κατάσταση που είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ομοιογένειας, συνοχής και «εθνικού» χαρακτήρα της άρχουσας τάξης 2) το γεγονός ότι αυτές οι συζητήσεις είναι, στην πραγματικότητα, η προοπτική και η ιστορική θεμελίωση, των υποτιθέμενων πολιτικών προγραμμάτων, τα οποία παρέμειναν υποτιθέμενα, ρητορικά, γιατί η ανάλυση του παρελθόντος δεν έγινε με αντικειμενικό τρόπο, αλλά κάτω από φιλολογικές προκαταλήψεις ή προκαταλήψεις φιλολογικού εθνικισμού (και φιλολογικού αντεθνι- κισμού σαν την περίπτωση του Μοντεφρεντίνι).
Σ ’ αυτή τη σειρά ζητημάτων πρέπει να προστεθούν: το ζήτημα του νότου (έτσι όπως τοποθετείται από τον Φορτουνάτο, για παράδειγμα, ή τον Σαλβέμινι, με την σχετική άποψη περί «ενότητας»), το ζήτημα της Σικελίας (να δούμε τις Πιο ωραίες σελίδες του Μικέλε Αμάρι που συγκέντρωσε ο Β.Ε.Ορλάντο με τέτοιο τρόπο ώστε να φανεί η Σικελία σαν μια «στιγμή» της παγκόσμιας ιστορίας), το ζήτημα της Σαρδηνίας (χάρτες της Αρμπόρεα, γεγονός που πρέπει να συγκριθεί με το παρόμοιο εγχείρημα στη Βοημία γύρω στο ’48, σχεδόν δηλαδή ταυτόχρονα).
203

Το να «θεωρητικοποιείται» η εθνική πολιτική από τους λιγό- λογους σε τόσο αφηρημένες μορφές, χωρίς να αντιστοιχεί σ’ αυτούς τους θεωρητικούς μια ανάλογη ομάδα τεχνικών της πολιτικής που να ξέρουν να τοποθετούν τα ζητήματα με όρους «πραγματοποιήσιμους», είναι η πιο χαρακτηριστική όψη της ιταλικής πολιτικής κατάστασης. Οι πραγματικές υποθέσεις είναι στα χέρια ειδικών λειτουργών, άνθρωποι αναμφισβήτητα αξίας και ικανοί από άποψη τεχνικο-επαγγελματική γραφειοκρατική, αλλά χωρίς άρρηκτους δεσμούς με την «κοινή γνώμη» την εθνική δηλαδή ζωή. Συνέβη στην Ιταλία κάτι παρόμοιο με εκείνο που συνέβη στην Γερμανία του Γουλιέλμου, με μια διαφορά: ότι στην Γερμανία πίσω από την γραφειοκρατία υπήρχαν οι Junker, μια έστω και ταριχευμένη, ακρωτηριασμένη κοινωνική τάξη, ενώ στην Ιταλία μια δύναμη τέτοιου είδους δεν υπήρχε: η ιταλική γραφειοκρατία μπορεί να συγκριθεί με την παπική γραφειοκρατία, ή ακόμα καλύτερα με την κινέζικη γραφειοκρατία των μανδαρίνων. Αυτή, βεβαίως ικανοποιούσε τα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων (τους κτηματίες κατ’ αρχήν, και μετά την προστατευόμενη βιομηχανία, κλπ), αλλά χωρίς σχεδιασμό και σύστημα, χωρίς συνέχεια, στη βάση, με λίγα λόγια, «του πνεύματος του συνδυασμού» που ήταν αναγκαίο για την «αρμονία» των τόσων αντιθέσεων της εθνικής ζωής, που δεν έγινε ποτέ καμιά απολύτως προσπάθεια να επιλυθούν οργανικά και σύμφωνα με μια συνεπή κατεύθυνση. Αυτή η γραφειοκρατία δεν θα μπορούσε να μην ήταν ιδιαίτερα «μοναρχική». Επομένως μπορούμε να πούμε ότι η ιταλική μοναρχία ήταν ουσιαστικά μια «γραφειοκρατική μοναρχία» και ο βασιλιάς ο πρώτος των λειτουργών, με την έννοια ότι η γραφειοκρατία ήταν η μόνη «ενωτική» δύναμη της χώρας, διαρκώς «ενωτική».
Άλλο χαρακτηριστικό ιταλικό πρόβλημα: η παποσύνη που κι αυτή έδωσε αφορμές για δυναμικές ερμηνείες του Ριζορτζιμέ- ντο που επηρέασαν και επηρεάζουν ακόμα την εθνική κουλτούρα. Αρκεί να θυμηθούμε τον τζιομπερτισμό και την ιστορία του Primato, που εμφανίζεται ακόμα και σήμερα στην ιδεολογική ποικιλία του συρμού. Οφείλουμε να θυμηθούμε την στάση των καθολικών στην πολιτική, το non expedit και το γεγονός ότι στη μεταπολεμική περίοδο το Λαϊκό Κόμμα ήταν ένα κόμμα που
204

υπάκουε σε μη εθνικά συμφέροντα, αφού η παπική εξουσία ήταν στην Ιταλία μια μορφή ακραίου μοντανισμού1 και δεν μπορούσε να εμφανιστεί πολιτικά, όπως εμφανιζόταν στη Γαλλία και τη Γερμανία, καθαρά δηλαδή έξω από το Κράτος.
Ό λ α αυτά τα αντιθετικά στοιχεία συντίθενται στην διεθνή θέση της χώρας, εξαιρετικά ανίσχυρη και εφήμερη, χωρίς δυνατότητες για μια κατεύθυνση μακροπρόθεσμης προοπτικής, κατάσταση που εκφράστηκε στον πόλεμο του ’14 και στο γεγονός ότι η Ιταλία πολέμησε στο αντίθετο στρατόπεδο από εκείνο των παραδοσιακών συμμάχων της.
Ά λλο ντοκουμέντο ερμηνείας της ιταλικής ιστορίας είναι το βιβλίο του Νέλλο Κουίλιτσι, Καταγωγή, εξέλιξη και ανεπάρκεια της ιταλικής αστικής τάξης (Έκδοση του «Nuovi Problemi», Φεράρα).
1. Μοντανιομός (Montañismo): Αίρεση και αιρετικό κίνημα των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού που κήρυττε την επ ερχόμενη επιστροφή του Χριστού και έναν σκληρό ασκητισμό. Από το όνομα του ιδρυτή της αίρεσης, Μοντάνο.
205

Σκόρπιες σημειώσεις και κριτικά άρθρα
Η επιχείρηση τον Λεπάντο.
Α. Σαλιμέι, Οί ιταλοί στο Λεπάντο (Ρώμη, προστάτης ο Ναυτικός Σύνδεσμος). Ο Σαλιμέι συγκέντρωσε με επιμέλεια όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην οργάνωση των δυνάμεων που συμμετείχαν στην επιχείρηση του Λεπάντο και απόδειξε ότι αυτές οι δυνάμεις, πλοία και άνθρωποι μαζί, ήταν στην πλειονότητά τους ιταλικές. Στα Αρχεία του Βατικανού υπάρχουν τα ντοκουμέντα με τους λογαριασμούς για το μοίρασμα των εξόδων μεταξύ του βασιλιά της Ισπανίας και της δημοκρατίας της Βενετίας για τον χριστιανικό σύνδεσμο του 1571, που εμπιστεύτηκαν στον διάδοχο του Πίου V προκειμένου να αποφασίσει πάνω στις διαμάχες που δημιουργήθηκαν στην προσπάθεια να καθοριστεί το ποσόν της σχετικής πίστωσης και χρέους. Με τέτοια ντοκουμέντα είναι δυνατόν να προσδιοριστούν πόσες και ποιες γαλέρες, πλοία, φρεγάτες, κλπ είχε ο στόλος και πόσα συντάγματα με τους αντίστοιχους λόχους, με τα ονόματα των συνταγματαρχών και των λοχαγών είχε το πεζικό που πήραν μέρος στη μάχη του Λεπάντο και εκείνες τις δυνάμεις που δεν πήραν μέρος αλλά που ωστόσο κινητοποιήθηκαν για την αποστολή τον ίδιο χρόνο, δηλαδή το 1571.
Από τα διακόσια περίπου πλοία που πήραν μέρος στη μάχη μόνο 14 ήταν ισπανικά, τα υπόλοιπα ήταν ιταλικά- από τους 34.000 ένοπλους, μόνο 5000 οπλίτες «ήρθαν από την Ισπανία» και 6000 ήταν γερμανοί (1000 από αυτούς δεν πήραν μέρος στη μάχη), όλοι οι άλλοι ήταν ιταλικής «εθνικότητας». Από τον κα
206

τάλογο των «αξιωματικών, εθελοντών και στρατιωτών» χωρισμένοι ανάλογα με την εθνικότητά τους και «για ό,τι αφορά την Ιταλία» ακόμα και κατά επαρχίες και πόλεις καταγωγής, ο Σα- λιμέι συμπεραίνει ότι δεν υπάρχει τόπος της χερσονήσου και των νησιών, από τις Ά λπεις μέχρι την Καλαβρία, συμπεριλαμ- βανομένης της Δαλματίας και των νησιών που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών, από την Σικελία μέχρι την Σαρδηνία, την Κορσική την Μάλτα, που δεν συμμετείχε. Αυτή η έρευνα είναι πολύ ενδιαφέρουσα και θα μπορούσε να αναλυθεί κατάλληλα. Ο Σαλιμέι την τοποθετεί σε ένα ρητορικό πλαίσιο, γιατί χρησιμοποιεί μοντέρνες αντιλήψεις για γεγονότα α- νομοιογενή. Υποστηρίζει τον «εθνικό» χαρακτήρα του Λεπά- ντο, που αποδίδεται συνήθως στην χριστιανοσύνη (δηλαδή στον Πάπα) και ιδιαίτερα στην Ισπανία και ακόμα ότι στο Λε- πάντο για τελευταία φορά οι Ιταλοί και μάλιστα όλοι οι ιταλοί, «αγωνίστηκαν για μια υπόθεση που δεν ήταν υπόθεση ξένων» και ότι «με το Λεπάντο τελειώνει η εποχή της στρατιωτικής και ναυτικής μας επάρκειας σαν ιταλικός λαός, μέχρι το 1848» θα έπρεπε να δούμε, με αυτή την ευκαιρία, γιατί δημιουργήθηκαν οι διαμάχες μεταξύ Βενετίας και Ισπανίας ως προς το μοίρασμα των εξόδων και κάτω από ποιες σημαίες κατατάχτηκαν οι στρατιώτες που κατάγονταν από ιταλικά χωριά.
Για τον Σύνδεσμο του Λεπάντο βλέπε: Α. Ντραγκουέτι ντε Τόρες, Ο Σύνδεσμος τον Λεπάντο μέσα από την διπλωματική αλληλογραφία τον don Luys de Torres nunzio straordinario di S.S.Pio V a Filippo II, Τορίνο, Μπόκα, 1931. Από την διπλωματική προετοιμασία του Συνδέσμου θα έπρεπε να φανεί πιο συγκεκριμένα ο χαραχτήρας της επιχείρησης.
Η Ρομάνια και ο ρόλος της στην ιταλική ιστορία.
Να παραβληθεί το άρθρο του Λουίτζι Καβίνα, Φιορεντίνοι και Βενετοί στη Ρομάνια, στην «Nuova Antologia» της 16 Ιουνίου 1929. Αντιμετωπίζει το θέμα ειδικά κατά την περίοδο που προηγείται του Συνδέσμου του Καμπραί κατά των Βενετών, με
207

τά τον θάνατο του Αλέξανδρου του VI των Βοργία χαι την ασθένεια του Βαλεντίνο. Η Ρομάνια ήταν σημαντικό στοιχείο της εσωτερικής ιταλικής ισορροπίας ανάμεσα στη Βενετία και τη Φλωρεντία και ανάμεσα στη Βενετία και τον Πάπα- τόσο η Φλωρεντία όσο και ο Πάπας δεν μπορούσαν να ανεχθούν μια βενετσιάνικη ηγεμονία στη Ρομάνια. (Ο Μακιαβέλι και ο Βαλεντίνο κατά την περίοδο της εκστρατείας τους για την κατάκτηση της Ρομάνιας. Ο Μακιαβέλι και ο Βαλεντίνο μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου VI, κατά την περίοδο του Κονκλάβιου1 και των πρώτων χρόνων μετά την εκλογή του Ιουλίου του II. Ο Βαλεντίνο άρχισε να στερείται κρατικής υποστήριξης, όλη η πολιτική του φυσιογνωμία και η πολιτικο-στρατιωτική του «ικανότητα, καταρρέει. Κατέληξε έτσι να είναι ένας κοινός «λοχαγός της περιπέτειας» και μάλιστα σε αφιλόξενα νερά).
Σ’ αυτό το άρθρο του Καβίνα υπάρχει μια «παράδοξη» αιχμή. Αναφέρει την αρχή του Μακιαβέλι: «Καμιά επαρχία δεν υπήρξε ποτέ ενωμένη και ευτυχής όταν δεν εντάχθηκε ολοκληρωτικά κάτω από την κυριαρχία μιας δημοκρατίας ή ενός πρίγκιπα, όπως συνέβη στην Γαλλία και την Ισπανία» και συνεχίζει: «Το γεγονός ότι αυτό δεν συνέβη στην Ιταλία πρέπει να καταλογισθεί, κρίνοντας εμπειρικά, ειδικά στην Εκκλησία - που δεν υπήρξε ποτέ τόσο δυνατή ώστε να μπορέσει να καταλάβει όλη τη χερσόνησο, ούτε ποτέ τόσο αδύνατη ώστε να επιτρέψει σε κάποιον άλλον να την κατακτήσει, , όπως λέει και ο Μακιαβέλι - αλλά επίσης και σε άλλα Κράτη· πάνω απ’ όλα όμως πρέπει να καταλογισθεί στο σύστημα ισορροπίας των ιταλικών δυνάμεων. Εδώ πρέπει να δούμε τους ιστορικούς και εθνικούς λόγους που η ένωση της πατρίδας δεν έγινε, μια που αυτή δεν προερχόταν από την σκέψη ενός ατόμου, αλλά από μια υπαρκτή πραγματική καθολική σκέψη που μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά στο πέρασμα των αιώνων και που ανταποκρινό- ταν συνεπώς στο εθνικό πνεύμα». Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Ό τι το «εθνικό πνεύμα τελικά δεν ήταν «εθνικό»; Και το «σύστημα» ισορροπίας» των ιταλικών δυνάμεων δεν ήταν σε μεγάλο βαθμό
1. Διάρκεια εκλογής του νέου Πάπα.
70«

καθορισμένο από την αναγκαιότητα ύπαρξης του παπικού κράτους, που και am ó με την σειρά του ήταν ταυτόχρονα και παγκόσμια και ιταλική δύναμη;
Μια μεγάλη σύγχυση επικρατεί με αυτά τα προβλήματα από το γεγονός ότι αναζητούνται οι αιτίες που ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός (εδαφικο-πολιτική ενότητα της ιταλικής χερσονήσου) δεν επαληθεύτηκε πριν το 1870. Τώρα εάν είναι δύσκολο να βρεθούν οι αιτίες και να υπάρξει συμφωνία επάνω σ’ αυτές για ένα συγκεκριμένο γεγονός, είναι σίγουρα πολύ πιο δύσκολο και σχεδόν παράλογο να θέλει κανείς να βρει τις αιτίες του γιατί η ιστορία εξελίχθηκε με τον ένα τρόπο και όχι με κάποιον άλλο. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για ένα ιστορικό πρόβλημα, αλλά για μια αναγκαιότητα συναισθηματικού και πολιτικού χαρακτήρα. Αν ξεκινήσει κανείς με την προϋπόθεση (συναισθηματικού και άμεσα πρακτικού χαρακτήρα) ότι το ιταλικό έθνος υπήρξε πάντοτε ένα έθνος μέσα στα σημερινά γεωγραφικά όρια, είναι πολύ εύκολο να αναρωτηθεί τότε γιατί δεν κατάφερε νωρίτερα την πολιτική και εδαφική του ενότητα όπως η Γαλλία ή η Ισπανία κ.α.
Ό μως το πρόβλημα δεν είναι απόλυτα παράδοξο, αρκεί να γίνει κατανοητό και να διατυπωθεί ακριβώς με τους σημερινούς του όρους, για να εξηγηθούν δηλαδή κάποιες ιστορικές εξελίξεις που είναι συνδεδεμένες με την σύγχρονη πραγματικότητα ή να εκληφθεί σαν στοιχείο για την μελέτη ορισμένων κριτηρίων μεθόδου. Η νύξη του Καβίνα για την «υπαρκτή οικουμενική σκέψη» είναι μια ενδιαφέρουσα αιχμή, εάν ορισθεί με ακρίβεια και αναπτυχθεί στην κατεύθυνση που έδωσα σε άλλες σημειώσεις. Δηλαδή, η Ιταλία εξαιτίας της «κοσμοπολίτικης λειτουργίας» της κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του Μεσαίωνα υφίσταται παθητικά τις διεθνείς σχέσεις- στην πορεία δηλαδή της ιστορίας της οι διεθνείς σχέσεις προ έχουν των εθνικών σχέσεων. Αλλά η Παποσύνη είναι η έκφραση ακριβώς αυτού του φαινομένου- δεδομένου του διττού χαρακτήρα του παπικού βασιλείου, να είναι δηλαδή αφ’ ενός έδρα μιας οικουμενικής-πνευματικής μοναρχίας και αφ’ ετέρου ενός εγκόσμιου πριγκιπάτου, είναι βέβαιο ότι η υλική του δύναμη θα έπρεπε να είχε περιορισθεί (ο Μακιαβέλι αυτό το είχε δει πολύ

καλά, όπως φαίνεται στο τρίτο κεφάλαιο του Ηγεμόνα και ο' αυτό που ο ίδιος διηγείται ότι είπε στον καρδινάλιο Ροάνο· ο Ροάνο, τον καιρό που ο Βαλεντίνο καταλάμβανε τη Ρομάνια. του είχε πει ότι οι ιταλοί δεν ήξεραν από πόλεμο και αυτός είχε απαντήσει ότι ο Γάλλοι δεν ήξεραν από Κράτος - από πολιτική - «γιατί αν ήξεραν δεν θα επέτρεπαν στην Εκκλησία να φθάσει σ’ αυτό το μεγαλείο» κλπ, κλπ). Είναι βέβαιο ότι εάν η εκκλησία είχε σαν πριγκιπάτο, έκφραση της υλικής της εξουσίας, ολόκληρη τη χερσόνησο, τότε η ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών κρατών θα είχε διατρέξει σοβαρό κίνδυνο: την πνευματική ισχύ μπορεί να την σεβαστεί κανείς έως την στιγμή που αυτή δεν αντιπροσωπεύει μια πολιτική ηγεμονία και ολόκληρος ο Μεσαίωνας είναι γεμάτος από αγο’)νες ενάντια στην πολιτική εξουσία του Πάπα.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι στην Ιταλία, η παράδοση της ρωμαϊκής και μεσαιωνικής παγκοσμιότητας εμπόδισε την ανάπτυξη των εθνικών (αστικών) δυνάμεων πέρα από το καθαρά οικο- νομικό-κοινοτικό πεδίο, οι εθνικές «δυνάμεις» δηλαδή δεν έγι- ναν η εθνική «δύναμη» όπως θα έπρεπε μετά την γαλλική Επανάσταση και τη νέα θέση που η Παποσύνη ήρθε να καταλάβει στην Ευρώπη, θέση ανεπανόρθωτα υποβαθμισμένη εφόσον την περιόριζε και την αμφισβητούσε στο πνευματικό πεδίο ένας λαϊκισμός που θριάμβευε. Ωστόσο, αυτά τα διεθνή στοιχεία που πιέζουν «παθητικά» την ιταλική ζωή συνεχίζουν να επενεργούν μέχρι το 1914 και (χάνοντας σταδιακά την ισχύ τους) μέχρι την συμφωνία του Φεβρουάριου 1929, καθώς και μέχρι σήμερα σ’ ένα ορισμένο βαθμό, καθορίζοντας τις εξωτερικές σχέσεις μεταξύ του ιταλικού κράτους και του Ποντίφηκα, επιβάλλοντας ένα συγκεκριμένο τρόπο επικοινωνίας, κλπ.
(Για να κατανοηθεί επακριβώς ο βαθμός ανάπτυξης που επιτεύχθηκε από τις εθνικές δυνάμεις στην Ιταλία κατά την περίοδο, από την δημιουργία των Κοινοτήτων μέχρι την πλήρη κυριαρχία των ξένων, θα έπρεπε να γίνει μια έρευνα όμοια με εκείνη του Groethuysen στο Origines de / ’ esprit bourgeois en France, θ α έπρεπε να αναζητηθούν αυτά τα στοιχεία στα «Χρονικά» στα «Επιστολάρια» στα πολιτικά βιβλία στην «ελαφριά» λογοτεχνία και στα βιβλία των παιδαγωγών ή των συγ
210

γραφέων περί ήθους. κλπ. Έ να βιβλίο πολύ ενδιαφέρον είναι για παράδειγμα εκείνο του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι. Για την βιβλιογραφία, θα μπορούσαμε να δούμε τις ιστορίες της πα ιδαγωγικής στην Ιταλία, κλπ. Ο Cortegiano του Μπ. Καστιλιόνε προσδιορίζει ήδη την επικράτηση ενός άλλου κοινωνικού τύπου, σαν μοντέλου, που δεν είναι ο αστός των κοινοτικών Δημοκρατιών κλπ. Ξεχωριστά οι μεγάλοι συγγραφείς της πολιτικής, σαν τον Μακιαβέλι και τον Γκουιτσιαρντίνι και ξεχωριστά τα θρησκευτικά συγγράμματα, τα κηρύγματα, οι πραγματείες, κλπ).
Η Ιταλία μέσα στο Επτακόσια.
Η γαλλική επίδραση στην πολιτική, την λογοτεχνία, την φιλοσοφία, την τέχνη, τα έθιμα.
Οι Βουρβώνοι βασιλεύουν στη Νάπολη και στο δουκάτο της Πάρμας. Για την γαλλική επιρροή στην Πάρμα χρειάζεται να δούμε τα λεπτομερή δημοσιεύματα του Henri Bédarida, Parme dans la politique française au XVIII siècle, Paris, Alcan, και άλλα δύο προηγούμενα. Επίσης πρέπει να δούμε του Τζιουζέπε Ορ- τολάνι, Italie et France au XVIII siècle στα Mélanges de littérature et d ’ histoire publiés par Γ Union intellectuelle franco-italienne, Paris, éd, Leroux.
Στη γαλλική πολιτική η Ιταλία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, προορίζεται να αναλάβει τον ρόλο του παράγοντα ισορροπίας μπροστά στην αναπτυσσόμενη δύναμη της Αυστρίας. Μ’ αυτόν τον τρόπο η Γαλλία, από τον Λουδοβίκο XIV μέχρι τον Λουδοβίκο XVI προσπαθεί να επιβάλει στην Ιταλία την κυριαρχία της προετοιμάζοντας έτσι την πολιτική των Ναπο- λεόντων γεγονός που εκδηλώνεται σε επανειλλημμένα σχέδια ή προσπάθειες να ομοσπονδοποιηθούν τα ιταλικά κράτη στην υπηρεσία της Γαλλίας. (Αυτά τα στοιχεία της γαλλικής πολιτικής πρέπει να αναλυθούν προσεχτικά, για να καθοριστεί η σχέση ανάμεσα στους διεθνείς και εθνικούς παράγοντες στην εξέλιξη του Ριζορτζιμέντο. Πρέπει να υπογραμμισθεί, ο λόγος που η θέση της γαλλικής πολιτικής βρίσκεται στον αντίποδα της θέσης
211

που υποστήριξε ο Jacques Bainville όταν άσκησε κριτική στην πολιτική που αντέταξε ο Ναπολέων απέναντι στην πολιτική της μοναρχίας).
Η γαλλική Επανάσταση και το Ριζορτζιμέντο.
Έ να θέμα που επαναλαμβάνεται συχνά στην ιταλική λογοτεχνία, ιστορική και μη, είναι εκείνο που εκφράστηκε από τον Οτέτσιο Κορτέζι σ’ ένα άρθρο του, Ρώμη εκατόν τριάντα χρόνια πριν («Nuova Antologia», 16 Ιουλίου 1928): «Είναι να λυπάται κανείς για το γεγονός ότι στην ειρηνική Ιταλία που πορευόταν προς μία βαθμιαία και χωρίς δονήσεις (!!;) βελτίωση, οι γιακωβίνικες θεωρίες, παιδιά ενός λόγιου ιδεαλισμού, που μέσα στο μυαλό μας δεν ρίζωσε ποτέ, έγιναν αφορμή για πολλές πράξεις βίας. Και είναι να λυπάται κανείς πολύ περισσότερο γιατί αν αυτή η βία, στην ακόμα καταπιεσμένη Γαλλία από τα τελευταία λείψανα του φεουδαρχισμού και του μεγαλοπρεπούς δεσποτισμού μπορούσε, μέχρις ένα βαθμό, να αιτιολογηθεί, στην Ιταλία με τα απλά και δημοκρατικά στην πράξη (!!;) έθιμα, δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης. Οι κυβερνήτες της Ιταλίας μπορεί να χαρακτηρίζονταν «τύραννοι» στα σονέτα των λογοτεχνών, μα όποιος δίχως πάθος επιχειρήσει να λάβει υπό- ψη του την ευημερία που απολάμβανε η χώρα μας μέσα στον λαμπρό XVIII αιώνα δεν θα μπορέσει να μη σκεφτεί με κάποια πίκρα όλα εκείνα τα συναισθήματα και τις παραδόσεις που η εισβολή των ξένων κτύπησε ανεπανόρθωτα».
Η παρατήρηση θα μπορούσε να ήταν αληθινή αν αυτή η ίδια η παλινόρθωση που πραγματοποιήθηκε μετά το ’15 δεν αποδεί- κνυε ότι και στην Ιταλία η κατάσταση που επικρατούσε τον XVIII αιώνα ήταν διαφορετική από εκείνη που μπορούσε να πιστεύει κανείς. Είναι λάθος να λαμβάνουμε υπόψη μας την επιφάνεια των πραγμάτων και όχι τις πραγματικές καταστάσεις των μεγάλων λαϊκών μαζών. Ό πω ς και νάχει, είναι σωστό ότι χωρίς την ξένη εισβολή οι «πατριώτες» δεν θα είχαν αποκτήσει
212

τόση βαρύτητα και δεν θα έμπαιναν σε τέτοια διαδικασία, σχετικά γρήγορης, ανάπτυξης.
Το επαναστατικό στοιχείο ήταν και σπάνιο και παθητικό.
Η Ναπολιτάνιχη Δημοκρατία1 και οι επαναστατικές τάξεις του Ριζορτζιμέντο.
Στις εκδόσεις Laterza στο «Ιστορικές αναμνήσεις του βασιλείου της Νάπολης από το 1790 στο 1815» του Φραντσέσκο Πι- νιατέλι, Πρίγκιπα του Στρόγκολη (Νίνο Κορτέζε, Απομνημονεύματα ενός στρατηγού της Δημοκρατίας και της Αυτοκρατορίας, τόμοι 2 σε 8ο, σελ. 136-CCCXXV, 312, Λ. 50), ο Κορτέζε δημοσιεύει μια σύντομη μελέτη, «Κράτος και πολιτικές ιδέες στην νότια Ιταλία του ’700 και η εμπειρία μιας επανάστασης» όπου θέτει το εξής πρόβλημα: πώς συμβαίνει να εμφανίζεται, στον ιταλικό νότο,η τάξη των ευγενών στο πλευρό των επαναστατών και να διώκεται βίαια από την αντίδραση, ενώ στη Γαλλία η τάξη των ευγενών και η μοναρχία να είναι ενωμένες μπροστά στον κίνδυνο της επανάστασης. Ο Κορτέζε φτάνει στα χρόνια του Κάρλο ντι Μπορμπόνε2 για να βρει το σημείο επαφής μεταξύ της αντίληψης των νεωτεριστών αριστοκρατών και εκείνης των αστών. Για τους πρώτους μια αριστοκρατική βουλή πρέπει πάνω απ’ όλα να εγγυάται την ελευθερία και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ενώ είναι διατεθειμένοι να δεχτούνε την συνεργασία των πιο ικανών της αστικής τάξης. Για την αστική τάξη ο έλεγχος πρέπει να ασκείται και την εγγύηση για την ελευθερία να την παρέχει η αριστοκρατία της διανόησης, της γνώσης, της ικανότητας κλπ, απ’ όπου και αν προέρχεται. Και για τους δύο το Κράτος πρέπει να κυβερνάται από τον βασιλιά που θα περιβάλλεται, θα διαφωτίζεται, θα ελέγχεται από την αριστοκρατία. Στα 1799, μετά την φυγή του βασιλιά
1. Repubblica partenopea: Αρχαίο όνομα της Νάπολης.2. Carlo di Borbone (1716-88). Υπήρξε ο πρώτος πρίγκιπας της δυνα
στείας που βασίλεψε στην Νάπολη και τη Σικελία (1734-59).
213

έχουμε καταρχήν την προσπάθεια, από την πλευρά της τάξης των ευγενών, δημιουργίας μιας αριστοκρατικής δημοκρατίας και αργότερα την προσπάθεια των νεωτεριστών αστών στην να- πολιτάνικη δημοκρατία που ακολούθησε.
Φαίνεται ότι τα γεγονότα της Νάπολης δεν συγκρίνονται με εκείνα της Γαλλίας. Και στη Γαλλία υπήρξε μια προσπάθεια συμμαχίας ανάμεσα στη μοναρχία, την τάξη των ευγενών και τη μεγαλοαστική τάξη μετά την αρχική ρήξη ανάμεσα στην τάξη των ευγενών και την μοναρχία. Ό μως στη Γαλλία η Επανάσταση βρήκε την κινητήρια δύναμή της μέσα στις λαϊκές τάξεις που την εμπόδισαν να σταματήσει στα πρώτα στάδια, αυτό ακριβώς που έλειψε στη νότιο Ιταλία και κατ’ επέκταση σ’ όλο το Ριζορ- τζιμέντο. Πρέπει ακόμα να πάρουμε υπ’ όψη ότι το ναπολιτάνι- κο κίνημα έρχεται μετά το γαλλικό, όταν η μοναρχία ζούσε τον εφιάλτη του γαλλικού Τρόμου και έβλεπε για εχθρό τον οποιον- δήποτε υποστήριζε τις μεταρρυθμιστικές ιδέες, είτε ήταν αριστοκράτης είτε αστός. Το βιβλίο του Κορτέζε είναι αξιόλογο.
Βλ. Αντόνιο Μάνες, Ένας καρδινάλιος ηγέτης, Φαμπρίταιο Ρούφο και η ναπολιτάνικη δημοκρατία, Aquila, Vecchioni, 1930. Ο Μάνες προσπαθεί να «αποκαταστήσει» τον καρδινάλιο Ρούφο ρίχνοντας την ευθύνη για την καταπίεση και τις ψευδορκίες στον Μπορμπόνε και στον Νέλσονα. (Το γεγονός αυτό καταγράφεται στη ρουμπρίκα «Παρελθόν και παρόν» όπου ανα- φέρονται και άλλες «αποκαταστάσεις» του Σολάρο ντέλα Μαρ- γκαρίτα και του Φρα Ντιάβολο για παράδειγμα καθώς και το γεγονός ότι μερικοί δάσκαλοι «κάνουν πολεμική» στα «Απομνημονεύματα» του Σετεμπρίνι γιατί βρίσκουν πολύ δημαγωγία ενάντια στους Βουρβώνους). Φαίνεται ότι ο Μάνες δεν μπορεί να προσανατολιστεί σωστά για να καθορίσει τις πολιτικές και κοινωνικές διαφορές στον ναπολιτάνικο χώρο. Αλλού μιλά για καθαρή ρήξη ανάμεσα στην τάξη των ευγενών και τον κλήρο από τη μια μεριά και του λαού από την άλλη και αλλού η ρήξη χάνεται και η τάξη των ευγενών μαζί με τον κλήρο εμφανίζονται και στις δύο πλευρές. Σε κάποιο σημείο λέει ότι ο Ρούφο «εμφανίζεται με ένα καθόλου εθνικό χαρακτήρα, αν βέβαια μπορεί να χρησιμοποιηθεί αυτός ο τόσο έντονα σύγχρονος και
214

μοντέρνος όρος» και συνεπώς θα έπρεπε να καταλήξει ότι οι πατριώτες που εξοντώθηκαν από τους αντιδραστικούς κληρικούς δεν είχαν εθνική συνείδηση. (Επάνω στις σχέσεις μεταξύ της τάξης των ευγενών, του κλήρου και του λαού 6λ. το βιβλίο του Ν.Ροντολίκο για την Νότια Ιταλία* και το άρθρο του στο «Μαρτζόκο» ν. II του 1926).
Δ η μ ο σ ιεύμ α τα κ α ι ανά λυση β ιβλίω ν κα ι α π ο μ νη μ ο νευμ ά τω ν τω ν α ντιφ ιλελεύθ ερω ν κα ι α ν τιγά λλω ν τη ν π ερ ίο δο τη ς γα λλ ικ ή ς Ε π α νά σ τα σ η ς κ α ι το υ Ν α π ο λέο ν τα κα ι οι
α ν τιδ ρ α σ τικ ο ί τη ν π ερ ίοδο το υ Ρ ιζορ τζιμέντο .
Είναι απαραίτητα, στο βαθμό που οι αντίπαλες δυνάμεις στο φιλελεύθερο ιταλικό κίνημα υπήρξαν ένα μέρος και μια καθόλου αμελητέα πλευρά της πραγματικότητας, όμως σ’ αυτή την έρευνα πρέπει να πάρουμε υπ’ όψη μερικά στοιχεία μεθόδου: 1) μερικές επανεκδόσεις, όπως το Memorandum του Σολάρο ντέλα Μ αργκαρίτα1 και ίσως ακόμα τους τόμους που επιμελήθηκε ο Λοβέρα ντι Καστιλιόνε και ο ιησουίτης Ιλάριο Ρινιέρι οι οποίες είτε έχουν στόχο να ενισχύσουν κάποιες αντιδραστικές τάσεις στην ερμηνεία του Ριζορτζιμέντο (που εκπροσωπούνται από τους ιησουίτες της «Civiltà Cattolica»), είτε παρουσιάζονται σαν κείμενα προς σημερινή δράση (ο Πάπας του ντε Μαίστρε και αυτό ακόμα το Memorandum κλπ). 2) Οι περιγραφές των γαλλικών επεμβάσεων στις διάφορες ιταλικές επαρχίες την επο
* Ν. Ροντολίκο, Ο λαός οτις αρχές του Ριζορτζιμέντο στην νότια Ιταλία, Φλωρεντία, Le Monnier. (Σημ. της ιταλ. εκδ.).
1. Ο κόντης Solare della Margarita (1792-1869) ήταν ο πιο συνεπής και αντιπροσωπευτικός πολιτικός της αντιδραστικής ηγετικής ομάδας του Πεδεμοντίου και υπουργός του Καρόλου Αλβέρτου από το 1835 μέχρι τον Οκτώβρη του 1847. Το 1851 δημοσίευσε το Memorandum για να αποδείξει την υπεροχή μιας εποχής και να υποστηρίξει την κυβερνητική του δράση.
215

χή του Διευθυντηρίου1 και αργότερα συνήθως ήταν έργο μόνο των αντιδραστικών. Οι «γιακωβίνοι» έπαιρναν μέρος στην επανάσταση και επομένως είχαν άλλα πράγματα να κάνουν από το να γράφουν απομνημονεύματα, η δε άποψη των στελεχών είναι πάντα υποκειμενική και συνεπώς θα ήταν πολύ αφελές να ανασυνθέσουμε την αλήθεια βασισμένοι επάνω σε μια τέτοια φιλολογία. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δημοσιεύματα να παραβληθεί του Ρανούτσιο Ρανιέρι, Η εισβολή των γάλλων στο Αμπρούτσο το 1798-99 και μια ανέκδοτη μαρτυρία τον Τζ. Μπατ. Σιμόνε, Πεσκάρα, Edizioni dell «Adriatico», 1931. Από την αφήγηση του Σιμόνε, αντιγιακωβίνος και οπαδός του κληρονομικού δικαιώματος του θρόνου, φαίνεται ότι στην πόλη Κιέτι η δύναμη των γιακωβίνων ήταν μιας κάποιας εμβέλειας, αλλά στην ύπαιθρο (εκτός από εξαιρέσεις που οφείλονταν στους ανταγωνισμούς των κοινοτήτων και στην επιθυμία για αφορμές εκδίκησης) υπερείχαν οι αντιδραστικές δυνάμεις στον αγώνα κατά της Κιέτι. Ε ίναι φανερό ότι από την εμφατική και φλύαρη μαρτυρία του Σιμόνε περισσότερο σημαντική είναι η κατάθεση του Ρανιέρι η οποία ανασυνθέτει την κατάσταση που επικράτησε στο Α μπρούτσο σε εκείνη την ιστορική περίοδο.
Το ισπανικό Σύνταγμα τον 1812.
Γιατί ήταν τόσο λαϊκό; θ α χρειαστεί να το συγκρίνουμε με τα συντάγματα που παραχωρήθηκαν στα 1848. Ο λόγος της φιλολαϊκότητας του ισπανικού Συντάγματος φαίνεται ότι δεν χρειάζεται να αναζητηθεί στην υπερφιλελεύθερη μορφή του ή στην πνευματική αδράνεια των φιλελεύθερων ιταλών επαναστατών ή ακόμα σε άλλες δευτερεύουσες αιτίες, αλλά στο ουσιαστικό γεγονός ότι δηλαδή η ισπανική πραγματικότητα ήταν «πρωτότυπη» για την απολυταρχική Ευρώπη και οι ισπανοί φιλελεύθεροι μπόρεσαν να βρουν την πιο οικεία και σφαιρική νομικο-
1. Διευθυντήριο (Direttorio): Επιτροπή που κυβέρνησε την Γαλλία από το 1795 μέχρι το 1799.
216

συνταγματική λύση σε προβλήματα που δεν αφορούσαν μόνο τους ισπανούς, αλλά και τους ιταλούς, ειδικότερα του νότου.
Γιατί οι πρώτοι ιταλοί φιλελεύθεροι (το ’21 και αργότερα) επέλεξαν σαν διεκδίκησή τους το ισπανικό Σύνταγμα; Πρόκειται μόνο για ένα φαινόμενο μιμητισμού και κατ’ επέκταση για πολιτικό πρωτογονισμό; Ή για ένα φαινόμενο πνευματικής α δράνειας; Χωρίς να παραβλέπουμε εντελώς την επίδραση αυτών των στοιχείων, έκφραση, πνευματικής και πολιτικής ανωριμότητας και επομένως αφηρημένης αντίληψης των ηγετικών ομάδων της ιταλικής αστικής τάξης, δεν πρέπει να σχηματίσουμε την επιπόλαιη άποψη ότι όλοι οι ιταλικοί θεσμοί εισάχθηκαν μηχανικά απ’ έξω και κάλυψαν το περιεχόμενο μιας δύσκαμπτης εθνικής πραγματικότητας. Ταυτόχρονα πρέπει να ξεχωρίσουμε τη νότια Ιταλία από την υπόλοιπη: η διεκδίκηση του ισπανικού συνταγματικού χάρτη γεννιέται στη νότιο Ιταλία και μεταφέρεται σε άλλα μέρη της Ιταλίας από τους πρόσφυγες ναπολιτάνους μετά την πτώση της ναπολιτάνικης δημοκρατίας. Ήταν, λοιπόν, οι κοινωνικοπολιτικές ανάγκες της νότιας Ιταλίας πράγματι πολύ διαφορετικές από εκείνες της Ισπανίας; Η οξυδερκής ανάλυση του ισπανικού συνταγματικού Χάρτη από τον Μαρξ (να μελετηθεί σε σύγκριση με το κείμενο για τον στρατηγό Εσπαρτέρο στα πολιτικά κείμενα) και η ακριβής απόδειξη ότι εκείνος ο συνταγματικός Χάρτης υπήρξε η σωστή έκφραση των ιστορικών αναγκαιοτήτων της ισπανικής κοινωνίας και όχι μια μηχανική εφαρμογή των αρχών της γαλλικής Επανάστασης, μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η διεκδίκηση των ναπολιτάνων υπήρξε περισσότερο «ιστορικιστική» από όσο φαίνεται. Πρέπει να ξαναδούμε λοιπόν την ανάλυση του Μαρξ και να παραβληθούν το Σύνταγμα της Σικελίας του ’12 και οι ανάγκες του νότου. Η παραβολή αυτή θα μπορούσε να συνεχιστεί με τον καταστατικό χάρτη του Κάρλο Αλμπέρτο.
Οι μυστικές εταιρείες στο Ριζορτζιμέντο.
Να μελετηθεί το βιβλίο του Πελεγκρίνο Νίκολι, Η Καρμηονε- ρία στην Ιταλία, Βιτσέντσα, Edizioni Cristofori, 1931. Ο Νίκολι
217

προσπαθεί να ξεχωρίσει στην Καρμπονερία1 τις διάφορες τάσεις που συνήθως την αποτελούσαν και να δώσει μια εικόνα των διάφορων εταιρειών που εμφανίστηκαν στην Ιταλία στις αρχές του XIX αιώνα. Από ένα κείμενο στο βιβλίο του Νίκολι που δημοσιεύτηκε στο «Marzocco» της 25 Οκτωβρίου 1931, μας ενδιαφέρει αυτό το απόσπασμα: «Είναι ένα συνονθύλευμα από ονόματα παράξενα, εμβλήματα, λειτουργίες, που αγνοούμε τις περισσότερες φορές την καταγωγή τους. Έ να δυσδιάκριτο α- νακάτωμα ανόμοιων στόχων, που διαφοροποιούνται όχι μόνο από εταιρεία σε εταιρεία, αλλά και μέσα στην ίδια εταιρεία, η οποία, ανάλογα με τους καιρούς και τις συνθήκες, αλλάζει μεθόδους και προγράμματα. Από το αφηρημένο εθνικό συναίσθημα φθάνει σε παρεκκλίσεις του κομμουνισμού και από την άλλη μεριά, υπάρχουν εταιρείες, που, εμπνεόμενες από τις ίδιες επαναστατικές πρακτικές, αναλαμβάνουν την υπεράσπιση του θρόνου και των βωμών. Φαίνεται πως επανάσταση και αντίδραση, έπρεπε να συγκρουστούν σ’ ένα κλειστό πεδίο, εκεί όπου δεν διεισδύει ανίερο μάτι, σχεδιάζοντας συνωμοσίες στο φως καπνισμένων λυχναριών με στιλέτα στα χέρια. Έ να νήμα να μας οδηγήσει σ’ αυτό το λαβύρινθο δεν υπάρχει και είναι ανώφελο να αναζητηθεί στα γραφτά του Νίκολι που ωστόσο έκανε ότι μπορούσε για να το βρει. Ας έχουμε μονάχα υπ’ όψη μας την Καρμπονερία, που είναι κατά κάποιο τρόπο το μεγάλο ποτάμι στο οποίο συμπορεύονται όλες οι άλλες μυστικές εταιρείες». Ο Νίκολι σκόπευε να «συγκεντρώσει συνθετικά όλα όσα έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα από αξιόλογους ιστορικούς» πάνω στις μυστικές εταιρείες στο Ριζορτζιμέντο.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε: 1) η πολλαπλότητα των εταιρειών, των προγραμμάτων και των μεθόδων, εκτός από το ότι οφείλονται στον παράνομο χαρακτήρα του κινήματος των εταιρειών, οφείλονται σίγουρα και στον πρωτόγονο χαρακτήρα του ίδιου του κινήματος, στην έλλειψη δηλαδή ισχυρών και βαθιά
1. Μυστική πολιτική εταιρεία που ιδρύθηκε στην Ιταλία στις αρχές του XIX αιώνα με στόχο φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις από τους κυβερνήτες.
218

ριζωμένων παραδόσεων και επομένως στην απουσία ενός μόνιμου «κεντρικού» οργανισμού με σταθερό προσανατολισμό. 2) η πολλαπλότητα μπορεί να φανεί περισσότερο «νοσηρή» απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα εξ’ αιτίας της υπερβολικής ακαδημαϊκής σχολαστικότητας του ερευνητή. Σε κάθε εποχή, υπάρχουν ιδιόρρυθμα και περίεργα κινήματα «εταιρειών» τα οποία ούτε καν προσέχουμε, περισσότερο απ’ όσο ο κοινός νους.
Ά ρθρο του Α. Λούτσιο, Η καταγωγή της Καρμπονερία στην «Corriere della Sera» της 7 Φεβρουάριου 1932. Ο Λούτσιο μιλά για δύο βιβλία του Ευγένιου Λένχοφ, ιεράρχης αδελφός της αυστριακής Μασονίας (στον Λένχοφ αναφέρεται συχνά ο συγγραφέας της Μασονίας της «Civiltà Cattolica»). Die Freimaurer και Politische Gebeimbünde (εκδοτ. οίκος Amalthea, Βιέννη). Ο Λούτσιο αρχίζει σημειώνοντας τα λάθη της ιταλικής γλώσσας που περιέχουν οι πολιτικές αναφορές του Λένχοφ καθώς και άλλα πιο σοβαρά λάθη (ο Ματσίνι συγχέεται με τον μεγάλο δάσκαλο Ματσόνι, σελ. 204 των Freimaurer, και μετατρέπεται αυτός σε μεγάλο δάσκαλο' πρόκειται όμως για ιστορικό ή τυπογραφικό λάθος;). Σαν ανάλυση για τον Λένχοφ, το άρθρο του Λούτσιο δεν αξίζει τίποτα. Για την καταγωγή της Καρμπονερία: κείμενα του Αλμπέρτι πάνω στις ιταλικές συνταγματικές συνελεύσεις και στη ναπολιτάνικη επανάσταση του 1820, που εκδόθηκαν από τους Λίντσεϊ, μελέτες του Σορίγκα, «ιταλικό Ρι- ζορτζιμέντο» Ιανουάριος-Μάρτιος 1928 και το άρθρο του Σορίγκα πάνω στην Καρμπονερία στην Εγκυκλοπαίδεια Τρεκάνι (τομ VIII), το βιβλίο του Λούτσιο επάνω στη Μασονία. Σ’ αυτό το άρθρο ο Λούτσιο μεταφέρει μέσα από τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του στρατηγού Ροσέτι (για τον οποίο μιλά ο Γκουί- ντο Μπούστικο στη «Nuova Antologia» του 1927) μια αναφορά του ίδιου του Ροσέτι στο Τζιοακίνο Μουράτ (τον Ιούνιο του 1814) στην οποία μιλά για τους πρώτους χρόνους της Καρμπονερία, κατά τους οποίους ήταν ευρύτατα γνωστή στη Γαλλία και ιδιαίτερα στη Franca Contea, όπου και είχε προσχωρήσει ο Ροσέτι στα 1802, όταν βρισκόταν στο Gray. (Αλλά αυτά είναι πράγματα αφηρημένα που χάνονται στις νύχτες των καιρών. Μεταξύ των ιδρυτών της Καρμπονερία ήταν ο Φραγκίσκος I,
219

κλπ). Κατά τον Ροσέτι η Καρμπονερία του βασιλείου της Νά- πολης θα έπρεπε να είχε διαδοθεί στην επαρχία του Αβελίνο στα 1811, ενώ εξαπλώθηκε μόνο γύρω στα μέσα του 1812.
Ο Μικέλε Αμάρι και ο σιχελισμός.
Να μελετηθεί το άρθρο του Φραντσέσκο Μπραντιλεόνε στη «Nuova Antologia» της 1ης Αυγούστου 1929, για τον Μιχέλε Αμάρι που αποτελεί άλλωστε μια μεγάλη ανάλυση με χαρακτήρα πολεμικής, με τίτλο Οι πιο ωραίες σελίδες τον Μιχέλε Αμάρι κατ’ εκλογή του Β.Ε.Ορλάντο, με μια πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή που βοηθάει να κατανοηθεί και η καταγωγή του σημερινού «σικελισμού» τον οποίο ο Ορλάντο εκπροσωπεί (με δύο πρόσωπα: ένα προς την ηπειρωτική Ιταλία, καλυμμένο με εφτά πέπλα ενωτισμού και ένα πιο ειλικρινές στραμμένο προς την Σικελία. Εδώ να θυμηθούμε την ομιλία του Ορλάντο στο Παλέρμο κατά τη διάρκεια των δημοτικών εκλογών του 1925 και τον έμμεσο έπαινο του για την μαφία· ομιλία που παρουσίαζε την μαφία με την σικελική φυσιογνωμία της αρετής και της λαϊκής γενναιοδωρίας).
Ο Αμάρι που γεννήθηκε το 1806 στο Παλέρμο και μεγάλωσε την περίοδο που μεσολάβησε ανάμεσα στο Σύνταγμα του 1812 και την Επανάσταση του 1820, όταν καταργήθηκε το Σύνταγμα, όπως τόσοι άλλοι σικελοί του καιρού του, ήταν πεισμένος ότι το καλό του νησιού θα έπρεπε ίσως να αναζητηθεί στην αποκατάσταση του Συντάγματος αλλά πάνω απ’ όλα στην αυτονομία και την τήρηση των αποστάσεων από την Νάπολη.
«Η ιδέα να εδραιωθεί ένα Κράτος ξεχωριστό, ήταν το κυρίαρχο αίσθημα των νησιωτών τουλάχιστο μέχρι το 1848», γράφει ο Μπραντιλεόνε. Ο Αμάρι, όπως αναφέρει και ο ίδιος (6λ. Αλεσάντρο ντ’ Ανκόνα, αλληλογραφία τον Μ.Αμάρι πον συλ- λέχθηκε και δημοσιεύτηκε με το εγκώμιο πον ο ίδιος διάβασε στην Ακαδημία της Κρονσκα, Τορίνο, 1896-97, σε τρεις τόμους, 6λ. τομ II σελ 371) αισθανόταν ιταλός (σε επίπεδο κουλτούρας) αλλά η εθνική ιταλική ζωή του φαινόταν ένα όμορφο όνειρο και τίποτα παραπάνω, θέλησε να αφηγηθεί τα γεγονότα του
220

1812-20 για να προετοιμάσει τα πνεύματα προς μια νέα επανάσταση, αλλά η έρευνα των ιστορικών συγκυριών τον έσπρωξε να επανεξετάσει το παρελθόν της σικελικής συνταγματικής ιστορίας και έτσι παρέμεινε προσκολλημένος στο σύνταγμα που επικράτησε μετά τους Vespri γιατί του φάνηκε η πιο χαρακτηριστική, η «πιο καθαρή μορφή» συντάγματος. Αλλά η έρευνα στο παρελθόν τον οδήγησε ακόμα πιο πέρα, μέχρι την μουσουλμανική περίοδο της ιστορίας της Σικελίας.
Ο Ορλάντο, επιλεκτικά, τοποθέτησε τα αποσπάσματα σε χρονολογική σειρά, με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει μια σύντομη αλλά συγκροτημένη περιγραφή των σικελικών γεγονότων πέντε αιώνων, από το 827 αρχή της αραβικής κατάκτησης, μέχρι το 1302 έτος της ειρήνης του Καλταμπελότα. Στον πρόλογο (σελ. 23) ο Ορλάντο αναφέρει ότι εκείνοι οι πέντε αιώνες «φαίνεται ότι συγκροτούν μια μονολιθική περίοδο, στη διάρκεια της ο- ποίας η ιστορία έχει να επιδείξει γεγονότα που λάμπουν σαν έπος» και που δεν πρέπει να θεωρηθούν σαν ιδιαίτερη ιστορία ή ιστορία τοπικής εμβέλειας αν θέλετε, αλλά σαν οικουμενική ιστορία, γιατί «εάν οικουμενική είναι η ιστορία που αναφέρε- ται στην ανθρωπότητα σαν ένα πνευματικό σύνολο ακόμα και στην περίπτωση που έχει το ζωτικό του κέντρο μόνο σ’ ένα καθορισμένο σημείο του χώρου, όπως Αθήνα, Ρώμη, Ιερουσαλήμ, κλπ., δεν μπορεί κανείς ν’ αρνηθεί ότι σ’ αυτούς τους πέντε αιώνες η Σικελία υπήρξε ο κεντρικός κόμβος, στον οποίο συνα- ντήθηκαν, συγκρούστηκαν, συντρίφθηκαν και συντέθηκαν οι κυρίαρχες δυνάμεις της εποχής». Σύμφωνα με τον Μπραντιλεό- νε, ο Ορλάντο αφήνεται «να οδηγηθεί αρκετά από την carità del natio loco» (είναι ο γνωστός τρόπος μετριασμού και ερμηνείας των κεντρόφυγων πολιτικών συναισθημάτων σύμφωνα με θρησκευτικούς κανόνες. Ο Ορλάντο διαιρεί τους πέντε αιώνες σε δύο περιόδους, από τις οποίες η πρώτη (μουσουλμανική και νορμανδο-γερμανική κατοχή) είναι η «στατική», επειδή μόνο σ’ αυτή «γίνεται η επεξεργασία ενός ιδιαίτερου πολιτισμού που αποτέλεσε μια εποχή και που βρήκε το σημείο κορύφωσης του στη δημιουργία του Κράτους και στην επικράτησή του μέσα σ ’ αυτό», και η δεύτερη «πιο δυναμική» κατά την οποία «από εκείνο το Κράτος προέρχεται η ιστορική αφοσίωση, το πάθος,
221

δηλαδή, για την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας περνώντας και από τις πιο φοβερές δοκιμασίες».
Ο Μπραντιλεόνε κάνει με λεπτότητα πολεμική στον Ορλάντο και όσα λέει είναι πολύ σημαντικά για την ιστορία της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας, αλλά απ’ αυτή τη ρουμπρίκα μας ενδιαφέρει η οπτική γωνία αυτή καθ’ αυτή του Ορλάντο σαν επιρροή του σικελισμού στο πεδίο της διανόησης. Στην πραγματικότητα ο Ορλάντο συμφωνεί με τον Αμάρι, αισθάνεται την ίδια πνευματική και ηθική παρόρμηση αξιολόγησης της σικελικής ιστορίας, να επιβεβαιώσει ότι η Σικελία υπήρξε μια στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας, ότι ο σικελικός λαός πέρασε από μια δημιουργική περίοδο ύπαρξης Κράτους, ότι δεν μπορεί να μην είναι η έκφραση μιας «σικελικής εθνικότητας» (ακόμα και αν σ’ αυτή την διαπίστωση ο Ορλάντο δεν θέλησε να καταλήξει, όπως δεν κατέληξε και ο Αμάρι, λέγοντας ότι αισθανόταν ιταλός και πριν ακόμα το ’48).
Ο Μπραντιλεόνε αντιπαραθέτει στον Ορλάντο την άποψη που εκφράστηκε από το Κρότσε στην Ιστορία τον Βασίλειον της Νάπολης, δηλαδή ότι «εκείνη η ιστορία στην ουσία της δεν είναι δική μας, η δική μας είναι μόνο όσο αφορά ένα μικρό και δευτερεύον τμήμα της», «ιστορία που παρουσιάστηκε στη γη μας αλλά που δεν γεννήθηκε από τα σπλάγχνα της». Είναι αλήθεια ότι ο Κρότσε αναφέρεται στην νορμανδο-γερμανική περίοδο για το Νότο, αλλά σύμφωνα με τον Μπραντιλεόνε πρέπει να αναφέρεται και στη Σικελία. Η σκοπιά του Κρότσε γενικά είναι σωστή αλλά τον καιρό που διαδραματιζόταν εκείνη η ιστορία την αισθανόταν ο λαός σαν δική του και σε ποιο βαθμό; Και ποια ήταν η δημιουργική συμμετοχή του λαού; Σε κάθε περίπτωση τα γεγονότα αυτά έδωσαν μια κατεύθυνση στην ιστορία της χώρας, δημιούργησαν συγκεκριμένες συνθήκες που συνέχισαν και συνεχίζουν ακόμα να λειτουργούν μέσα σε κάποια όρια.
Η Σικελία.
Λουίτζι Νάτολι: Διεκδικήσεις (μέσα από τις σικελικές επαναστάσεις τον 1848-1860), Τρεβίζο, Ιταλική έδρα δημοσιότητας,
222

1927, Λ. 14. «Ο Νάτολι θέλει ν’ αντιδράσει σ’ εκείνη την τάση έρευνας και ερευνητών που ακόμα και σήμερα είτε εξαιτίας ανεπαρκούς ελέγχου των μαρτυριών είτε εξαιτίας υπολειμμάτων παλιών πολιτικών προκαταλήψεων, στοχεύει να υποτιμήσει την συνεισφορά της Σικελίας στην ενιαία ιστορία του Ριζορτζιμέ- ντο. Ο συγγραφέας κάνει πολεμική ειδικά στον Μπ. Κρότσε, ο οποίος θεωρεί την σικελική επανάσταση του 1848 ένα «κίνημα σχισματικό» επικίνδυνο για την ιταλική υπόθεση, κλπ». Αυτό που ενδιαφέρει από αυτή την σικελική φιλολογία είτε πρόκειται για δημοσιογραφική είτε για εκδοτική, είναι ο έντονος και εριστικός τόνος πολεμικής (παράφορος ενωτισμός). Το ζήτημα από ιστορική σκοπιά, θα έπρεπε να είναι αντίθετα πολύ απλό: ο σχισματισμός ή υπήρξε ή δεν υπήρξε ή υπήρξε μόνο σαν τάση σ’ ένα βαθμό που πρέπει να καθορίσουμε με μια μέθοδο ιστορικά αντικειμενική, ανεπηρέαστοι από κάθε σημερινή εκτίμηση κομματικής πολεμικής, ρεύματος ή ιδεολογίας. Η σύνθεση της εικόνας των δυσκολιών που προέκυψαν στην Σικελία από το ενωτικό κίνημα μπορεί να μην είναι μεγαλύτερες ή πολύ διαφορετικές από εκείνες που συναντάμε σ’ άλλες επαρχίες, αρχίζοντας από το Πιεμόντε. Αν στη Σικελία υπήρξε ο σχισματισμός, αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ιστορικά ούτε αξιόμεμπτο, ούτε ανήθικο, ούτε αντιπατριωτικό, αλλά μόνο σαν ιστορική σχέση που πρέπει ιστορικά να αιτιολογηθεί και που, σε κάθε περίπτωση να χρησιμεύσει για να αναδείξει περισσότερο την πολιτική δραστηριότητα των ενωτικών εκεί που θριάμβευσαν.
Το γεγονός ότι η πολεμική συνεχίστηκε με οξύτητα και οργή σημαίνει λοιπόν ότι παίζονται «σημερινά συμφέροντα» και όχι ιστορικά συμφέροντα, στο βάθος σημαίνει ότι αυτά ακριβώς τα δημοσιεύματα τύπου Νάτολι αποδεικνύουν αυτό που θα ήθελαν ν ’ αρνηθούν, το γεγονός δηλαδή ότι το ενωτικό κοινωνικό στρώμα στην Σικελία είναι πολύ λεπτό και ότι ελέγχει με δυσκολία «δαιμονισμένες» δυνάμεις σε λανθάνουσα κατάσταση που θα μπορούσαν να είναι και σχισματικές, αν αυτή η λύση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, παρουσιαζόταν χρήσιμη για συγκεκριμένα συμφέροντα. Ο Νάτολι δεν μιλά για το κίνημα του ’67 και πολύ λιγότερο για κάποιες μεταπολεμικές εκδηλώσεις, που όμως έχουν αξία γιατί αποτελούν στοιχείο για να αποκαλυφθεί
223

η ύπαρξη υπόγειων ρευμάτων, που δείχνουν κάποια απόσταση ανάμεσα στις λαϊκές δυνάμεις και το ενωτικό Κράτος πράγμα που χρησιμοποιήθηκε από κάποιες ηγετικές ομάδες για δικές τους σκοπιμότητες.
Φαίνεται ότι ο Νάτολι υποστηρίζει πως η κατηγορία για σχι- σματισμό στηρίζεται σε κάτι διφορούμενο, επειδή βασίζεται στο περιεχόμενο του ομοσπονδιακού προγράμματος που τον πρώτο καιρό σε μερικούς επιφανείς ανθρώπους του νησιού και στους εκπροσώπους του, φάνηκε η πιο κατάλληλη λύση για τις τοπικές πολιτικές παραδόσεις κλπ. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι το ομοσπονδιακό πρόγραμμα απέκτησε πιο ισχυρούς υποστηρικτές στη Σικελία από αλλού και ότι η διάρκεια του ήταν μεγαλύτερη, έχει την σημασία του.
Για την παθητική επανάσταση.
Πρωταγωνιστές, τρόπος του λέγειν, τα «γεγονότα» και όχι οι «άνθρωποι». Πώς κάτω από ένα συγκεκριμένο πολιτικό περικάλυμμα μετασχηματίζονται αναγκαστικά οι βασικές κοινωνικές σχέσεις και νέες πραγματικές πολιτικές δυνάμεις προβάλλουν και αναπτύσσονται, οι οποίες και επιδρούν άμεσα, πιέζοντας αργά αλλά σταθερά, στις επίσημες δυνάμεις που και αυτές οι ίδιες μετασχηματίζονται χωρίς ή σχεδόν χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Δίπλα στις έννοιες της παθητικής επανάστασης, της επανά- στασης-παλινόρθωσης, κλπ να τοποθετήσουμε και την εξής άποψη του Τζιουζέπε Φεράρι (10 Νοεμβρίου 1864 στο Κοινοβούλιο): «Εμείς είμαστε η πιο ελεύθερη κυβέρνηση που είχε ποτέ η Ιταλία εδώ και πεντακόσια χρόνια- αν βγω απ’ αυτό το Κοινοβούλιο, παύω να ανήκω στη συνετή, νόμιμη επίσημη επανάσταση».
224

Σ χ ετικ ά μ ε τη ν συνεχή α πειλή τη ς α υ σ τρ ια κ ή ς κ υ β έ ρ ν η σ η ς π ρ ο ς το υ ς ευ γεν είς τη ς Λ ομ βα ρδ ία ς-Β ένετο .
'Ο τι θα προωθούσε μια αγροτική νομοθεσία ευνοϊκή στους αγρότες (καθόλου άνευ ουσίας απειλή αφού ήδη είχε εφαρμοστεί στη Γκαλίτσια εναντίον της πολωνικής αριστοκρατίας), ε ίναι ενδιαφέροντα μερικά σημεία στην ιστορία της Πολωνίας που τα βρίσκουμε σ’ ένα άρθρο της «Pologne Littéraire», κα ι που αναδημοσίευσε ο «Marzocco» την 1η Δεκεμβρίου 1929. Η πολωνική εφημερίδα αναζητώντας τις ιστορικές αιτίες της στρατιωτικής νοοτροπίας των Πολωνών, συνέπεια της οποίας ήταν η παρουσία πολωνών εθελοντών σ’ όλους τους πολέμους και τους ανταρτοπολέμους, σ’ όλες τις επαναστάσεις και τα κ ινήματα του περασμένου αιώνα, αναφέρεται στο εξής γεγονός: στις 13 Ιουλίου 1792 «ένα έθνος 9 εκατομμυρίων κατοίκων, που είχε 70.000 στρατευμένους, κατακτήθηκε, χωρίς να νικηθεί». Στις 3 Μαΐου 1791 ανακηρύχθηκε ένα Σύνταγμα του οποίου το ευρύ δημοκρατικό πνεύμα θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για τους γείτονες, τον βασιλιά της Πρωσίας, τον Αυτοκράτο<>α της Αυστρίας και τον τσάρο της Ρωσίας και το οποίο σε πολλά σημεία προσέγγιζε την Διακήρυξη των δικαιωμάτων του α ν θρώπου και του αγρότη που ψηφίστηκε από την γαλλική συντακτική συνέλευση τον Αύγουστο του 1789. Η Πολωνία κατακτήθηκε με την πλήρη σύμπραξη των πολωνών ευγενών, οι οποίοι, πιο προνοητικοί από εκείνους της Γαλλίας, δεν περίμεναν την εφαρμογή του συνταγματικού χάρτη ώστε να προκαλέσουν την ξένη επέμβαση. Προτίμησαν να πουλήσουν το έθνος στον εχθρό αντί να παραχωρήσουν, έστω και το ελάχιστο τμήμα γης στους αγρότες. Προτίμησαν να πέσουν στη σκλαβιά αυτοί ο ίδιοι, α ντί να παραχωρήσουν την ελευθερία στο λαό. Για τον αρθρο- γράφο, Τζ. Στ. Κλίνγκσλαντ, οι 70.000 στρατιώτες πήραν τον δρόμο της εξορίας και κατευθύνθηκαν προς τη Γαλλία, γεγονός που το λιγότερο είναι υπερβολή. Η ουσία των πολωνικών γεγονότων είναι ωστόσο πάρα πολύ διδακτική και εξηγεί μεγάλο μέρος των γεγονότων μέχρι το 1859 και στην Ιταλία.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ένα πολωνικό δημοσίευμα στα γαλλικά για προπαγάνδα στο εξωτερικό (τουλάχιστον έτσι

φαίνεται) ερμηνεύει την διαίρεση της Πολωνίας το 1792 ειδικά σαν αποτέλεσμα της προδοσίας των ευγενών παρά της πολωνικής στρατιωτικής αδυναμίας, παρά το γεγονός ότι η τάξη των ευγενών είχε ακόμα στην Πολωνία μια πολύ σημαντική λειτουργία και ότι ο Πιλσούντσκυ φρόντισε και αυτός να φυλαχθεί από την παραχώρηση μιας ριζοσπαστικής αγροτικής μεταρρύθμισης. Περίεργο «γεγονός εθνικής τιμής». Ο Δαρβίνος στο Ταξίδι ενός φυσιολάτρη γύρω από τον κόσμο διηγείται ένα παρόμοιο επεισόδιο για την Ισπανία: οι συνομιλητές του υποστήριζαν ότι μια ήττα του γαλλο-ισπανικού συμμαχικού στόλου ο- φειλόταν στην ατιμία των ισπανών, οι οποίοι αν πραγματικά πολεμούσαν, δεν θα είχαν ηττηθεί. Καλύτερα άτιμοι και προδότες παρά «χωρίς το ανίκητο στρατιωτικό πνεύμα».
Φεντερίκο Κονφαλονιέρι'.
Για να γίνει κατανοητή η «θλιβερή» εντύπωση που προκα- λούσε στους ιταλούς φυγάδες η στάση αδράνειας του Κονφαλονιέρι κατά την διάρκεια της διαμονής του στο εξωτερικό μετά την απελευθέρωση του από το Σπήλμπεργκ, χρειάζεται να λάβουμε υπ’ όψη μας ένα απόσπασμα από το γράμμα που έγραψε ο Ματσίνι στον Φιλίππο Ουγκόνι στις 15 Νοεμβρίου 1838, που δημοσιεύτηκε από τον Ούγκο ντα Κόμο στη «Nuova Antologia» στις 16 Ιουνίου 1928 (Ανέκδοτο γράμμα του Τζιονζέπε Ματσίνι): «Με εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Κονφαλονιέρι επιστρέφει. Ό ταν μου μιλάν για τον πόλεμο που ξεσηκώνει στην καρδιά μου την σκέψη της μητέρας μου, του πατέρα μου, της μονάκρι- βης αδελφής μου, λεν την αλήθεια. Αλλά ποιο άραγε ιταμό συναίσθημα καλεί τον Κονφαλονιέρι στην Ιταλία; μετά ίσως τον
1. Ο κόντης Φεντερίκο Κονφαλονιέρι (1785-1846) καταδικάστηκε για τις συνωμοτικές του δραστηριότητες σε θάνατο το 1821. Η καταδίκη αργότερα θα αλλάξει σε ισόβια δεσμά και έτσι θα περάσει 12 χρόνια στο Σπήλμπεργκ. Από εκεί θα αφεθεί ελεύθερος για να πάει οτην Αμερική απ’ όπου θα επιστρέφει στην Ευρώπη το 1837.
226

θάνατο της γυναίκας του Τερέζα; Δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει η ζωή αν δεν είναι αφιερωμένη στο χρέος, ή στον έρωτα που είναι και αυτός χρέος. Εννοώ, δίχως να εγκρίνω ή να επικρίνω, το άτομο που αρνείται τον αγώνα για την αλήθεια και το καλό ανάλογα με την ευτυχία ή τη δυστυχία αγαπημένων και ιερών προσώπων· δεν εννοώ εκείνον που τον αρνείται για να ζήσει, όπως λένε, ήσυχος. Οκτώ ή δέκα χρόνια ατομιστικής ζωής, αισθήσεων που περνούν και δεν δίνουν τίποτα στους άλλους, που τελειώνουν με τον θάνατο, μου φαίνονται δυσάρεστα για όποιον δεν πιστεύει στη μελλοντική ζωή και ίσως έγκλημα κάτι παραπάνω δηλαδή από δυσάρεστο για όποιον αντίθετα πιστεύει. Ο Κονφαλονιέρι, μόνος, περασμένης ήδη ηλικίας χωρίς μεγάλες υποχρεώσεις που να τον δένουν με μια οικογένεια αγαπημένη, θα έπρεπε, κατά την γνώμη μου να είχε βαρεθεί τα πάντα εκτός από την ιδέα να συνεισφέρει στην απελευθέρωση της χώρας του και στην εκστρατεία εναντίον της Αυστρίας».
Ο Ντα Κόμο, στην εισαγωγή του σ’ αυτό το γράμμα γράφει: «Γι’ αυτό και στο δικό μας γράμμα υπάρχει μια θλιβερή σκέψη για τον Φεντερίκο Κονφαλονιέρι. Είχε περάσει από το Λονδίνο, πριν ένα χρόνο, πηγαίνοντας στη Γαλλία. Ο Ματσίνι είχε μάθει πως ήταν πικραμένος και δεν μίλαγε σε κανέναν αλλά τα βάσανα, κατά την γνώμη του, δεν θα έπρεπε να αλλάζουν το βάθος της ψυχής. Τον ακολουθούσε με αγωνία γιατί πίστευε πως εξακολουθούσε πάντα να είναι μια σημαντική μορφή, ένα παράδειγμα. Σκεπτόταν αν και ο ίδιος βγαίνοντας από το Σπήλμπεργκ έβρισκε γύρω του ερημιά δεν θα του πέρναγε τίποτε άλλο από το μυαλό παρά να βρει έναν τρόπο να κάνει κάτι για την παλιά ιδέα και για την ολοκλήρωσή της. Δεν ήθελε να φθάσει στο σημείο να ικετεύει, να επιθυμεί και τελικά να κατορθώνει να επιστρέψει εκείνος ο οποίος είχε υποφέρει δεκαπέντε χρόνια χωρίς να ταπεινωθεί, χωρίς σημάδια αλλαγής. Ή θελε να είναι πάντα ένας νέος Φαρινάτα ντελι Ουμπέρτι, όπως τον περιέγραψε ο Γκαμπριέλε Ρόζα, τρυφερός και πιστός επαινέτης, μέχρι τέλους, του συντρόφου του στην περίοδο της φυλακής».
Ο Ντα Κόμο είναι τελείως εκτός πραγματικότητας και τα λόγια του Ματσίνι, κάθε άλλο από πικραμένα, είναι αυστηρά και
227

σκληρά. Η αγιογραφία εμποδίζει τον Ντα Κόμο να αναδείξει το σωστό ύφος των λόγων του Ματσίνι. Άλλες αναφορές στον Κονφαλονιέρι μέσα στην αλληλογραφία του Ματσίνι και σε γράμματα άλλων εξόριστων: πρέπει να αναζητήσουμε την πραγματική άποψη ακριβώς μέσα σ’ αυτή την ιδιωτική αλληλογραφία, γιατί είναι κατανοητό ότι οι εξόριστοι δεν ήθελαν να σκιάσουν την μορφή του Κονφαλονιέρι δημόσια. Μια απαραίτητη έρευνα πρέπει να γίνει στις αναφορές των αυστριακών πληροφοριοδοτών στην κυβέρνηση της Βιέννης από χώρες όπου ο Κονφαλονιέρι εγκαταστάθηκε μετά την απελευθέρωση του και επίσης στις οδηγίες που οι πληροφοριοδότες έπαιρναν από τον Μέτερνιχ.
Ο Σίλβιο ντ’ Αμίκο, σ’ ένα κεφάλαιο του βιβλίου του Βεβαιότητες (Τρέβες-Τρεκάνι-Τουμινέλι, προς έκδοση· το κεφάλαιο δημοσιεύεται από εφημερίδες στις 16 Μαρτίου 1932, «Resto del Carlino») γράφει ότι σε μια συλλογή του μουσείου του Σπήλ- μπεργκ φυλάσσεται η «αίτηση χάριτος του κόντε Κονφαλονιέρι από το Μιλάνο προς τον Φραγκίσκο I, ο οποίος μπήκε στη φυλακή, όπως είναι γνωστό, σφύζοντας από νιότη: γράφει στον αυτοκράτορα σαν ένας άνθρωπος καταπονημένος, ζητώντας χάρη και οίκτο. Ντοκουμέντο εντυπωσιακό, λέω, γιατί αγνοώντας ακόμα και ότι οφείλεται στους δουλοπρεπείς τύπους της εποχής (από την πλευρά του Κονφαλονιέρι;) πράγματι εδώ αυτά τα ικετευτικά λόγια, μαρτυρούν μια πνευματική παραβίαση εκατό φορές πιο αισχρή από μια καταδίκη σε θάνατο, στάζουν την ήττα ενός χαρακτήρα που είναι κομμένος στα δύο. Δεν είναι πια ο αγέρωχος ευπατρίδης που μιλά, είναι το παιδί που ένας γίγαντας το ανάγκασε να γράψει παρά την θέλησή του, συντρίβοντας το εύθραυστο χέρι του σε ατσάλινη γροθιά, είναι τέλος η αθλιότητα που έχασε κάθε μέτρο για να τον δει να παραπαίει». Ο Ντ’ Αμίκο γράφει ότι αυτό το μουσείο του Σπήλ- μπεργκ δημιουργήθηκε, με την άδεια της τσέχικης κυβέρνησης, από τον δόκτορα Ά λντο Τζανιμπόνι, έναν ιταλό γιατρό που ζούσε ή ζει ακόμα στο Μπρνό. θ α έκανε τάχα καμιά σχετική

δημοσίευση; Και αυτή η αίτηση χάριτος του Κονφαλονιέρι έχει δημοσιευτεί;
Από το σύγγραμμα: A.F.Andryane, Απομνημονεύματα ενός φυλακισμένου από το Κράτος στο Σπήλμπεργχ, κεφάλαια με επιλογή και σχόλια από τον Ροζολίνο Γκουαστάλα, Φλωρεντία, Μπαρμπέρα, 1916, παίρνω μερικές βιβλιογραφικές οδηγίες σχετικές με τον Φεντερίκο Κονφαλονιέρι: Ροζολίνο Γκουαστάλα Λογοτεχνία στο Σπήλμπεργχ στο Οι φυλακές μου με σχόλια, Λιβόρνο, Τζιούστι, 1912. Τζιόρτζιο Παλαβιτσίνο, Σπήλμπεργχ και Γκραντίσκα (1856), επανέκδοση στα Απομνημονεύματα (Λόεσερ, 1882). Φεντερίκο Κονφαλονιέρι, Αναμνήσεις και γράμματα (Μιλάνο, Χοέπλι, 1890). Αλεσάντρο Λούτσιο, Αντό- νιο Σαλβότι και οι δίκες τον εικοσιένα, Ρώμη, 1901. Ντομένικο Κιατόνε, σχόλιο στο βιβλίο οι Φυλακές μου του Πέλικο. Τα Απομνημονεύματα του Andryane μεταφράστηκαν στα ιταλικά από τον Φ.Ρεγκονάτι (τέσσερεις τόμοι, 1861, Μιλάνο) και εμπλουτίστηκαν με ντοκουμέντα.
Τοποθέτηση του Λούτσιο κατά του Andryane, ενώ δικαιολογεί τον Σαλβότι (!). Να μελετηθεί ο Τζ. Τρομπαντόρι Η άποψη του Ν τε Σάνκτις για τον Γκουιτσιαρντίνι, στο περιοδικό «Nuova Italia» της 20 Νοεμβρίου 1931. Γράφει ο Τρομπαντόρι: «Ο δ ικαιολογημένος θαυμασμός που όλοι αποτείνουμε στον Λού- τσιο, κυρίως για το έργο που επετέλεσε στις μελέτες για το Ρι- ζορτζιμέντο, δεν πρέπει να είναι ξεκομμένη από την γνώση των ορίων μέσα στα οποία είναι κλεισμένη η άποψή του για την ιστορία και που εντοπίζονται σ’ ένα μοραλισμό με στοιχεία αποκλειστικότητας και σ’ εκείνη την τόσο αυστηρά νομικού ύφους νοοτροπία (μα ακριβολογούμε όταν λέμε νομικού ύφους; ή μήπως είναι δικαστικού ύφους;) που τον έκανε απαράμιλλο ερευνητή δικαστικών φακέλων, κλπ» (βλέπε το κείμενο αν χρειαστεί). Αλλά δεν πρόκειται μονάχα για ιδιοσυγκρασία, πρόκειται ειδικά για πολιτική κατεύθυνση. Ο Λούτσιο μπορεί να χα- ρακτηρισθεί σαν ο Τσέζαρε Καντού της συντηρητικής μετριοπάθειας. (βλ. ο Κρότσε για τον Καντού στην Ιστορία της ιταλικής ιστοριογραφίας τον X IX αιώνα). Συνεχίζω την αναφορά στον Λούτσιο του Τρομπαντόρι: «Είναι δύο στάσεις που ολο
229

κληρώνονται και συμπληρώνονται αμοιβαία, γ ι’ αυτό καμιά φορά σου φαίνεται ότι η θαυμάσια ικανότητα του να υποβάλλει σε ανάλυση καταθέσεις, μαρτυρίες, και «απολογίες» έχει τον μοναδικό σκοπό να απελευθερώσει κάποιον από το στίγμα του δειλού και του προδότη, ή να τον το ενισχύσει, να καταδικάσει ή να αθωώσει. Έτσι λοιπόν σπάνια παραιτείται από την ευχαρίστηση να συνοδεύει τα ονόματα των ανθρώπων, που είχαν μεγάλη ή μικρή συμμετοχή στην ιστορία, με επίθετα όπως: δειλός, γενναιόδωρος, ευγενής, ανάξιος και πάει λέγοντας». Γι’ αυτό ο Λούτσιο συμμετείχε στην πολεμική που αναπτύχθηκε τα περασμένα χρόνια για τον Γκουιτσιαρντίνι, εναντίον της άποψης του Ντε Σάνκτις, φυσικά για να υπερασπιστεί τον Γκουι- τσιαρντίνι πιστεύοντας ότι ήταν ανάγκη να τον υπερασπιστεί, λες και είχε συντάξει ο Ντε Σάνκτις κατηγορητήριο εναντίον του σαν εισαγγελέας και λες να μην είχε παρουσιάσει αντίθετα μια περίοδο ιταλικής κουλτούρας, της λεγάμενης του «Ανθρώπου του Γκουιτσιαρντίνι». Η παρέμβαση του Λούτσιο και σ’ αυτή ακόμα την περίπτωση δεν έγινε χάριν της «ιδιοσυγκρασίας» του μελετητή αλλά ήταν αποτέλεσμα πολιτικής στάσης. Στην πραγματικότητα «ο άνθρωπος του Γκουιτσιαρντίνι» είναι ο ιδανικός εκπρόσωπος του «μετριοπαθή ιταλού», είτε είναι αυτός λομβαρδός, τοσκάνος είτε πιεμοντέζος μεταξύ του 1848 και του 1870 και του σύγχρονου οπαδού του κληρισμού - μετριοπαθή του οποίου ο Λούτσιο είναι η «ιστοριογραφική» πλευρά.
Αξιοσημείωτο το ότι ο Κρότσε δεν αναφέρει, ούτε τυχαία, το όνομα του Λούτσιο στην Ιστορία της ιταλικής ιστοριογραφίας τον X IX αιώνα, έκδοση του 1921 αν και ένα τμήμα του έργου του Λούτσιο αναφέρεται στην προ του 1900 περίοδο. Νομίζω όμως ότι μιλάει γ ι’ αυτόν στο παράρτημα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην «Critica» και ενσωματώθηκε μετά στη νέα έκδοση του βιβλίου.
Ο Κονφαλονιέρι πριν μεταφερθεί στο Σπήλμπεργκ και μετά την απελευθέρωσή του, πριν μεταφερθεί στις φυλακές της Γκραντίσκα, για να εξορισθεί αργότερα, θα πάει στη Βιέννη. Να δούμε αν σ’ αυτή την δεύτερη παραμονή του στη Βιέννη,
230

που λέγεται ότι έγινε για λόγους υγείας, είχε επαφές με αυστριακούς πολιτικούς άνδρες. Στοιχεία όχι τόσο αξιόλογα για την ζωή του Κονφαλονιέρι μπορούν να βρεθούν σε δημοσιεύσεις του Ντ’ Ανκόνα.
Από περιέργεια θα μπορούσαμε να δούμε το δραματικό έργο του Ρίνο Αλέσι ο Κόντης αετός. Αλλά γιατί ο Αλέσι θέλησε να ονομάσει τον Κονφαλονιέρι κόντη «Αετό»;
Πληροφοριοδότες και πράκτορες προβοκάτορες της Αυστρίας.
Οι πληροφοριοδότες που δρούσαν στο εξωτερικό και που υ- πάκουαν στις διαταγές της Καγγελαρίας του βιεννέζικου Κράτους δεν έπρεπε να παίζουν το ρόλο του πράκτορα προβοκάτορα: αυτό προκύπτει από τις ακριβείς οδηγίες του πρίγκιπα Μέ- τερνιχ, ο οποίος σ’ ένα μυστικό έγγραφο στις 8 Φεβρουάριου 1844 που απευθυνόταν στον κόντη Appony, πρεσβευτή της Αυστρίας στο Παρίσι, σχετικά με τις υπηρεσίες που παρείχε στη γαλλική πρωτεύουσα ο διαβόητος Αττίλιο Παρτεσότι εκφραζόταν ως εξής: «Ο μεγάλος στόχος στις προθέσεις της αυτοκρατο- ρικής Κυβέρνησης δεν είναι να βρει ενόχους ούτε να προκαλέ- σει εγκληματικές πράξεις... ο Παρτεσότι πρέπει επομένως να θεωρηθεί σαν ένας προσεκτικός και πιστός παρατηρητής και να αποφεύγει με επιμέλεια να παίζει τον ρόλο πράκτορα προβοκάτορα». (Στοιχεία της Stàatskanzlei της Βιέννης).
Το απόσπασμα αναφέρεται από τον Αουγκούστο Σαντονά στη μελέτη Προοίμιο των πέντε ημερών του Μιλάνου - Νέα στοιχεία, που δημοσιεύτηκε στην «Rivista d’ Italia» στις 15 Ια- νουαρίου 1927, σχετικά με την κατηγορία που καταλόγισε ο δό- κτωρ Κάρλο Κασάτι (Νέες αποκαλύψεις στα γεγονότα τον Μιλάνου στα 1847-48, Μιλάνο, Χοέπλι, 1885) και το «τριετές Αρχείο των ιταλικών υποθέσεων» (τομ I, Capolago, Tip. Elbetica, 1850) στον βαρώνο Κάρλο Τορεοάνι, γενικό διευθυντή της αστυνομίας του Μιλάνου από το 1822 μέχρι το 1848, γιατί οργάνωσε μια υπηρεσία από πράκτορες προβοκάτορες που οργάνωσαν τις ταραχές.
231

Πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι παρά τις εντολές του Μέτερνιχ, οι πράκτορες προβοκάτορες μπορούσαν πάλι να δρουν είτε για λογαριασμό της τοπικής αστυνομίας είτε για λογαριασμό των ίδιων των «παρατηρητών».
[Οι ναπολιτάνοι πολιτικοί κρατούμενοι].
Βλ. Αττίλιο Μόνακο, Οι ναπολιτάνοι πολιτικοί κρατούμενοι μετά το σαρανταοκτώ, Ρώμη, Διεθνής Βιβλιοθήκη Τρέβες-Τρε- χάνι-Τουμινέλι, 1933, σελ. 873, σε 2 τόμους, Λ. 50. 'Ο ιαν στα 1819 ξεκινά η αντίδραση των βουρβώνων στην περιοχή της Νά- πολης, οι εγγεγραμμένοι στις λίστες των «σεσημασμένων», εκείνων δηλαδή που τελούσαν υπό αστυνομική επιτήρηση, είναι 31.062 και θα φθάσουν αργότερα τους 100.000. Ο ι περισσότεροι υπέστησαν τιμωρίες μικρότερες από τον κατ’ οίκον περιορισμό, την εξορία, την κράτηση, την φυλάκιση ή απλά φυλακίστηκαν προληπτικά για μήνες ή και για χρόνια. Ο Μόνακο προσπάθησε να ξανασυγκροτήσει τη λίστα αυτών των αγωνιστών, αλλά αναγκάστηκε να περιοριστεί σ’ αυτούς που καταδικάστηκαν με πιο βαριές ποινές και ιδιαίτερα σ’ αυτούς που καταδικάστηκαν από τα ειδικά Μεγάλα Δικαστήρια και που παρέμειναν για χρόνια στις φυλακές. Αυτοί ήταν περίπου γύρω στους χί- λιους από κάθε κοινωνική προέλευση: εισοδηματίες, έμποροι, γιατροί και δικηγόροι, ράφτες και ξυλουργοί, αγρότες και χει- ρώνακτες... Το βιβλίο του Μόνακο πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρον για διάφορους λόγους: 1) γιατί αποδεικνύει ότι τα ενεργά πολιτικά στοιχεία ήταν στην περιοχή της Νάπολης περισσότερα απ’ ότι θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς (100.000 ύποπτοι και κάτω από αστυνομικό έλεγχο είναι ένας σεβαστός αριθμός σε εποχές που τα κόμματα ήταν σε εμβρυακή κατάσταση) 2) γιατί δίνει πληροφορίες για το καθεστώς που επικρατούσε στις φυλακές των βουρβώνων για τους πολιτικούς και τους ποινικούς κρατούμενους (που συνυπήρχαν): 157 πολιτικοί πέθαναν στη φυλακή, τουλάχιστον 10 τρελάθηκαν. 3) μπορεί να δει κανείς από το βιβλίο τι συμμετοχή είχαν στην πολιτική οι διάφορες κοινωνικές κατηγορίες. Τα κάτεργα της Πρότσιντα ήταν πε
232

ρισσότερο για πολιτικούς. Στα 1854 υπήρχαν εκεί 398 άνθρωποι.
Το επεισόδια της σύλληψης των αδελφών Λα Γχάλα το 1863.
Στο άρθρο Προσωπικές αναμνήσεις για την εσωτερική πολιτική («Nuova Antologia», 1 Απριλίου 1929), ο Τομάζο Τιτόνι δίνει μερικές άγνωστες λεπτομέρειες για την σύλληψη των Λα Γκάλα στη Γένοβα. Ο ι Λα Γκάλα, αφού όιέφυγαν στα παπικά Κράτη, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Ορίολο Ρομάνο που βρίσκεται κοντά στην Μαντσιάνα όπου γεννήθηκε ο Βιντσέντσο Τιτόνι (πατέρας του Τομάζο). Ένας φίλος του Βιντσέντσο και αντιπρόσωπος του Εθνικού Συμβουλίου της Ρώμης ειδοποίησε το ίδιο το Συμβούλιο ότι οι Γκάλα επιβιβάστηκαν στην Τσιβι- ταβέκια στο γαλλικό πλοίο «Aunis» με προορισμό την Μασσαλία περνώντας από το Λιβόρνο και τη Γένοβα. Το Συμβούλιο ειδοποίησε τον Βιντσέντσο Τιτόνι στο Λιβόρνο αλλά το μήνυμα έφτασε την στιγμή που το «Aunis», έφευγε για τη Γένοβα. Ο Τιτόνι έτρεξε στον αστυνόμο και τον έπεισε να τηλεγραφήσει στον αστυνόμο της Γένοβας, ο οποίος χωρίς να περιμένει οδηγίες από τον υπουργό, ανέλαβε την ευθύνη να συλλάβει τους Λα Γκάλα πάνω στο πλοίο. Για την υπόθεση Λα Γκάλα βλ. Ησαία Κίρον, Ιταλικά χρονικά σε συνέχεις από τον Μουρατόρι και τον Κόπι («Ιστορική επιθεώρηση του Ριζορτζιμέντο» 1927, 1 τεύχος και ειδικότερα βλ. την «Civiltà Cattolica» του 1863 (Οι Λα Γκάλα συνελήφθησαν τον Ιούλιο του 1863).
[Κάρλο Αλμπέρτο],
Νικολό Ροντόλικο, Η εφηβεία τον Κάρλο Αλμπέρτο, στο «Pègaso» του Νοεμβρίου 1930. (Από τον εκδ. οίκο Le Monnier είχε προγραμματιστεί η έκδοση ενός βιβλίου του Ροντόλικο πάνω στον Κάρλο Αλμπέρτο πρίγκιπα του Καρινιάνο, του οποίου α- πόσπασμα ίσως είναι το άρθρο του «Pègaso»). Πρέπει να μελε
233

τηθούν οι διεργασίες μέσα στην πιεμοντέζικη πολιτική τάξη κατά την διάρκεια της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα αλλά κυρίως μετά την πτώση του, για την ομάδα που αποσπάται από τους τοπικιστές συντηρητικούς με σκοπό να υποδείξει στη δυναστεία το χρέος της εθνικής ενοποίησης. Ομάδα που θα εκδηλώσει την παρουσία της περισσότερο από κάθε άλλη φορά στους νεογουέλφους του ’48. Φυσιογνωμία δυναστιακή και καθόλου εθνική της ομάδας (μέσα στην οποία ο Ντι Μαΐστρε είναι αξιόλογο στέλεχος): πολιτική πονηρή, ξεπερνά τον μακιαβελισμό, η οποία ωστόσο θα γίνει η κυριαρχούσα πολιτική της ηγεσίας μέχρι το ’70 αλλά και αργότερα: οργανική της αδυναμία η οποία θα εκδηλωθεί ιδιαίτερα στο ζήτημα του ’48-49 και η οποία είναι αποτέλεσμα αυτού του θλιβερού και άθλιου είδους πολιτικής της πονηριάς.
Βλέπε στην «Corriere della Sera» της 16ης Οκτωβρίου 1931 το άρθρο του Τζιοακίνο Βόλπε, Τέσσερα χρόνια κυβέρνησης στο αντοβιογραφικό ημερολόγιο του βασιλιά (πάνω στο βιβλίο του Φραντσέσκο Σαλάτα, ο άγνωστος Κάρλο Αλμπέρτο). Ο Βόλπε είναι ανώδυνος και επιφυλακτικός στις υπερβολές των κρίσεων και των απόψεών του. Έ να μικρό κεφάλαιο έχει τίτλο: «Κατά των ξένων επεμβάσεων» αλλά ποιες είναι αυτές οι επεμβάσεις; Ο Κάρλο Αλμπέρτο είναι υπέρμαχος της αυστριακής επέμβασης στις Εξαρχίες1. Είναι εναντίον (;) των επεμβάσεων στις εσωτερικές υποθέσεις του Πιεμόντε, του γάλλου πρέσβυ και του άγγλου υπουργού, οι οποίοι επιθυμούσαν μια διάσκεψη στο Τορίνο για να ρυθμίσουν τα ζητήματα του κράτους και της Εκκλησίας. Ο Κάρλο Αλμπέρτο προτιμούσε την ένοπλη επέμβαση της Αυστρίας στις Εξαρχίες παρά την επέμβαση των ιταλικών στρατευμάτων, όπως επεδίωκε ο Πάπας, γιατί φοβόταν μήπως ο πιεμοντέζοι στρατιώτες κολλήσουν την αρρώστια του φιλε
1. Legazioni: Οι διοικητικές περιφέρειες των πόλεων Μπολώνια, Φε- ράρα, Ραβένα, Φορλί, μέσα στο Παπ·κό Κράτος που είχαν για διοικητή έναν καρδινάλιο (έξαρχο).
234

λευθερισμού ή μήπως γεννηθεί στους Ρομανιόλους η επιθυμία να ενωθούν με το Πιεμόντε.
Στρατιωτικές παραδόσεις τον Πιεμόντε.
Δεν υπήρχαν στο Πιεμόντε εργοστάσια όπλων. Τα όπλα έ- πρεπε να αγοραστούν από το εξωτερικό. Σαν στρατιωτική «παράδοση» δεν ήταν κακή. Πάνω σ’ αυτό το θέμα καλό θα ήταν να γίνουν έρευνες. Τα όπλα που ο Κάρλο Αλμπέρτο έστειλε στο ελβετικό Sonderbund με αποτέλεσμα να αφοπλιστεί το Πιεμό- ντε, πριν το ’48 πουλήθηκαν και πόσο ή τα δώρισε; Το Πιεμόντε τα έχασε; Πότε λειτούργησε το πρώτο εργοστάσιο όπλων;
Στην ομιλία του Καβούρ στη Γερουσία στις 23 Μαίου 1851, αναφέρεται ότι δεν υπάρχουν εργοστάσια και ότι υπάρχει ελπίδα, μετά την πτώση της τιμής του σιδήρου η οποία θα καθοριστεί από την φιλελεύθερη πολιτική (σύμβαση με την Αγγλία) να γίνουν εργοστάσια.
Ο Σολάρο ντέλα Μαργκαρίτα.
Το Memorandum του Σολάρο ντέλα Μαργκαρίτα ολοκληρώνεται με το άρθρο Επίσκεψη του Σολάρο ντέλα Μαργκαρίτα στον Πάπα Πιο IX στα 1846, με ανέκδοτα στοιχεία (από τα Αρχεία του Βατικανού και από το Αρχείο του Σολάρο) στη «Civiltà Cattolica» της 15 Σεπτεμβρίου 1928. Η γνώση της πολιτικής προσωπικότητας του Σολάρο ντέλα Μαργκαρίτα είναι α παραίτητη για την επανασύνθεση του «ιστορικού ζητήματος ’48-49». Χρειάζεται καλή τοποθέτηση του ζητήματος: Ο Σολάρο ντέλα Μαργκαρίτα ήταν ένας αντιδραστικός πιεμοντέζος, με ισχυρούς δεσμούς με την δυναστεία. Η κατηγορία του «φιλοαυ- στριακού» είναι καθαρά αυθαίρετη, με την χυδαία σημασία του όρου. Ο Σολάρο επιθυμούσε την ηγεμονία του Πιεμόντε στην Ιταλία και το διώξιμο των Αυστριακών από την Ιταλία, αλλά μόνο με απλά διπλωματικά μέσα χωρίς πόλεμο και κυρίως χωρίς λαϊκή επανάσταση. Είναι ευνόητο ότι εναντίον των φιλε
235

λεύθερων επιζητούσε την συμμαχία με την Αυστρία. Το άρθρο της «Civiltà Cattolica» είναι χρήσιμο επίσης για να κρίνουμε την πολιτική του Πίου IX μέχρι το ’48. Σ ’ αυτό το άρθρο υπάρχει και κάποια βιβλιογραφική οδηγία για τον Σολάρο.
(Πρέπει να θυμηθούμε το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Πιε- μόντε έδωσε όπλα στους επαναστατημένους καθολικούς του Sonderbund αδειάζοντας τις στρατιωτικές αποθήκες παρά τό γεγονός ότι προετοιμαζόταν το ’48. Ο Σολάρο ήθελε να επεκτείνει την επιρροή του το Πιεμόντε στην Ελβετία, να μετατοπιστεί δηλαδή ο άξονας της ιταλικής πολιτικής).
θέματα κουλτούρας. Τζιομπέρτι και γιακωβινισμός.
Η στάση του Τζιομπέρτι απέναντι στον γιακωβινισμό πριν και μετά το ’48. Μετά το ’48, στην Ανανέωση, όχι μόνο δεν υπάρχει νύξη για τον πανικό που η περίοδος του ’93 είχε σπείρει στο πρώτο μισό του αιώνα, αλλά αντίθετα ο Τζιομπέρτι δείχνει καθαρά τη συμπάθεια του για τους γιακωβίνους (δικαιολογεί την εξόντωση των γιρονδίνων και την μάχη στα δύο μέτωπα των γιακωβίνων: εναντίον του ξένου εισβολέα και εναντίον των εγχώριων αντιδραστικών, παρά το γεγονός ότι ανα- φέρεται, πολύ χλιαρά, στις μεθόδους των γιακωβίνων που θα μπορούσαν να είναι πιο ήπιες, κλπ). Αυτή η στάση του Τζιο- μπέρτι προς τον γαλλικό γιακωβινισμό πρέπει να σημειωθεί σαν ένα πολύ σημαντικό πνευματικό γεγονός: Είναι αποτέλεσμα των ακραιοτήτων της αντίδρασης μετά το ’48 που οδηγούσαν στο να κατανοηθεί καλύτερα και να αιτιολογηθεί η άγρια δύναμη του γαλλικού γιακωβινισμού.
Αλλά πέρα απ’ αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ανανέωση ο Τζιομπέρτι εκδηλώνεται σαν ένας αληθινός γιακωβίνος, τουλάχιστον θεωρητικά και στην συγκεκριμένη ιταλική πραγματικότητα. Τα στοιχεία αυτού του γιακωβινισμού μπορούν να συνοψιστούν σε μεγάλες χαρακτηριστικές ομάδες ως εξής: 1) Στην επικράτηση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεμονίας του Πιε- μόντε, που θα έπρεπε, σαν επαρχία, να είναι ότι και το Παρίσι, για την Γαλλία. Αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό και αξί
236

ζει να μελετηθεί στις απόψεις του Τζιομπέρτι και πριν το ’48. Ο Τζιομπέρτι αισθανόταν την απουσία από την Ιταλία ενός λαϊκού κέντρου εθνικού επαναστατικού κινήματος όπως ήταν το Παρίσι γ ια την Γαλλία και αυτή η ανησυχία δείχνει τον πολιτικό ρεαλισμό του Τζιομπέρτι. Πριν το ’48 Πιεμόντε-Ρώμη έπρε- πε να ήταν τα προωθητικά κέντρα, για την πολιτική - ένοπλα σώματα η πρώτη, για την ιδεολογία-θρησκεία η δεύτερη. Μετά το ’48, η Ρώμη δεν έχει την ίδια σπουδαιότητα, αντίθετα,ο Τζιομπέρτι λέει ότι το κίνημα πρέπει να είναι εναντίον του Παπισμού. 2) Ο Τζιομπέρτι, αν και κάπως αόριστα, έχει την αντίληψη του «εθνικολαϊκού» γιακωβίνου, της πολιτικής ηγεμονίας, της συμμαχίας, δηλαδή, των αστών-διανοουμένων (σκέψη) και του λαού. Αυτό όσον αφορά την οικονομία (και οι ιδέες του Τζιομπέρτι γ ια την οικονομία είναι θολές αλλά ενδιαφέρουσες) και την λογοτεχνία (κουλτούρα), όπου οι ιδέες είναι πιο σαφείς και συγκεκριμένες γιατί σ’ αυτόν τον τομέα υπάρχει λιγότερος κίνδυνος να εκτεθείς. Στην Ανανέωση (μέρος II, κεφάλαιο «περί των συγγραφέων»), γράφει: «... Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι εθνική αν δεν είναι λαϊκή, γιατί ναι μεν είναι δημιούργημα λίγων, αλλά οικουμενική πρέπει να είναι η χρήση της και η απόλαυση. Εκτός αυτού, επειδή πρέπει να εκφράσει τις ιδέες, το κοινό αίσθημα και να βγάλει στο φως εκείνες τις αισθήσεις που βρίσκονται απόκρυφες και συγκεχυμένες στην καρδιά των πολλών, οι πνευματικοί άνθρωποι δεν πρέπει μόνο να στοχεύουν στο καλό του λαού αλλά να εκφράζουν το πνεύμα του, έτσι ώστε και αυτό να μην είναι μόνο ο σκοπός αλλά κατά κάποιο επίσης τρόπο αρχή της λογοτεχνίας. Και ας το δούμε από το γεγονός ότι η λογοτεχνία δεν φθάνει στο κορύφωμα της τελειότητας και της πληρότητας παρά μόνο όταν ενσωματωθεί και ταυτιστεί, όπως λέμε, με το έθνος, κλπ».
Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι η απουοια ενός «ιταλικού γιακωβινισμού» είναι αισθητή, φαίνεται από τον Τζιομπέρτι. Και τον Τζιομπέρτι πρέπει να τον μελετήσουμε απ’ αυτή τη σκοπιά. Ακόμα: αξίζει να σημειωθεί πως ο Τζιομπέρτι τόσο στο Πριμάτο όσο και στην Ανανέωση εμφανίζεται σαν στρατηγός του εθνικού κινήματος, σαν κάποιος που τον ενδιαφέρει μόνο η τακτική. Ο ρεαλισμός του τον οδηγεί σε συμβιβασμούς,
237

αλλά πάντα στα πλαίσια του γενικού στρατηγικού σχεδίου. Την αδυναμία του Τζιομπέρτι σαν δημόσιου άντρα πρέπει να την αναζητήσουμε στο γεγονός ότι ήταν πάντα εξόριστος, δεν γνώριζε επομένως αυτούς που έπρεπε να ηγηθεί και δεν είχε π ιστούς φίλους (ένα κόμμα δηλαδή). Ό σο πιο πολύ ήταν στρατηγός τόσο περισσότερο έπρεπε να στηριχθεί πάνω σε δυνάμεις πραγματικές και αυτές δεν τις ήξερε· και δεν μπορούσε να κυριαρχήσει πάνω τους και να ηγηθεί. (Για το ζήτημα της εθνικο- λαϊκής λογοτεχνίας πρέπει να μελετηθεί ο Τζιομπέρτι και ο με- τιοπαθής ρομαντισμός του). Έτσι λοιπόν πρέπει να μελετηθεί ο Τζιομπέρτι για να μπορέσουμε να αναλύσουμε εκείνο που σε άλλες σημειώσεις αναφέρεται σαν το «ιστορικό ζήτημα του ’48-49» και γενικά το Ριζορτζιμέντο, αλλά το πιο σημαντικό σημείο, που έχει σχέση με την κουλτούρα, νομίζω ότι είναι ο «για- κωβίνος Τζιομπέρτι», θεωρητικός γιακωβίνος, εννοείται, γιατί στην πραγματικότητα δεν βρήκε τρόπο να εφαρμόσει τις θεωρίες του.
Η τελευταία παράγραφος ενός μεγάλου άρθρου της «Civiltà Cattolica» (2 Μαρτίου 1929), Ο πάτερ Σεβέριο Μπετινέλι και ο κληρικός Βιντσέντσο Τζιομπέρτι, μπορεί να έχει ενδιαφέρον σαν αφετηρία. Πάντα κάνοντας πολεμική με τον Τζιομπέρτι,η «Civiltà Cattolica» ακόμα μια φορά λέει ότι θέλει να διαψεύσει την άποψη ότι οι Ιησουίτες του XII αιώνα υπήρξαν εχθρικοί απέναντι στην Ιταλία και μάλιστα ότι συνωμότησαν με την Αυστρία. Σύμφωνα με την «Civiltà Cattolica»: «Αρχίζοντας από τον Πίο IX και μέχρι τον πιο απλό επαρχιώτη, κληρικό, η ιταλική ενότητα δεν είχε κανένα εχθρό, θ α μπορούσε επίσης να α- ποδειχθεί (αναντίρρητα) ότι στο κάλεσμα του Πίου IX, το 1848, για μια ιταλική συμμαχία και για την πολιτική ένωση της Ιταλίας, η μόνη που εναντιώθηκε ήταν η κυβέρνηση του Πιεμόντε. Ο ιταλικός κλήρος και γ ι’ αυτό δεν χωρά καμιά αμφιβολία γιατί αλλιώς είναι σαν να αμφισβητείται το φως της ημέρας, δεν εναντιώθηκε στην ενότητα αλλά την ήθελε με τρόπο διαφορετικό από εκείνον που πραγματοποιήθηκε. Αυτή ήταν η άποψη του Πίου IX, της υψηλής ιεραρχίας των καρδιναλίων και του ίδιου του παλιού συντηρητικού κόμματος του Πιεμόντε, καπιτανάτο
238

του κόντη Σολάρο ντέλα Μαργκαρίτα». Υποστηρίζει ιδιαίτερα τους ιησουίτες από την κατηγορία των αντιενωτικών και φι- λοαυστριακών που υποστήριξε σ’ ένα άρθρο του ο Antonio Br- uers το οποίο δημοσιεύτηκε στην «Stirpe» τον Αύγουστο του1928. Ο Bruers κρίνει δυσμενώς το βιβλίο του καθ. Ου. Α.Πα- ντοβάνι του Πανεπιστημίου Sacro Cuore, Βιντσέντσο Τζιο- μπέρτι και ο Καθολικισμός, Μιλάνο, Εκδ. οικ. «Vita e Pensiero», 1927, όπου ακριβώς θέλει να χτυπήσει τον Τζιομπέρτι για τον αντιησουιτισμό του. Η «Civiltà Cattolica» γράφει: «Σε τελευταία ανάλυση, διαβεβαιώνουμε ότι οι ιησουίτες, όπως ο Πίος IX, όλος γενικά ο ιταλικός κλήρος και σύσσωμο το λαϊκό συντηρητικό κόμμα που δεν ήταν μικρή υπόθεση, δεν πολέμησαν ποτέ την ενότητα αυτή καθαυτή, αλλά την βίαιη ενότητα όπως εφαρμοζόταν, τον τρόπο δηλαδή που ήθελαν να υλοποιήσουν εκείνη την ενότητα και η οποία ήταν κοινή επιθυμία όλων. Μα γιατί δεν μπορεί κανείς να αγαπήσει την πατρίδα παρά μόνον έτσι όπως το θέλουν οι άλλοι;» Υπενθυμίζει μετά ότι «αυτός που τοποθέτησε τα έργα του Τζιομπέρτι στον κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων, ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς Κάρλο Αλμπέρτο» και παρατηρεί με ιησουίτικο τρόπο «ο βασιλιάς Κάρλο Αλμπέρτο λοιπόν θα καταδίκαζε την πολιτική του Τζιο- μπέρτι, δηλαδή την δική του!» Αλλά πιθανόν την στιγμή που ο Κάρλο Αλμπέρτο ζητούσε την αυστηρότητα της Εκκλησίας εναντίον του Τζιομπέρτι, η πολιτική του ήταν ίδια μ