Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

15
10 Τὰ 105 εἴδη ὑποδημάτων τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων Τοῦ Γιώργου Λεκάκη www.lekakis.com Σ ήμερα, μὲ τὴν λέξη «ὑπόδημα» ἐννοοῦμε τὸ ... παπούτσι. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μὲ αὐτὴν τὴν λέξη ἐννοοῦσαν ὅ,τι δένει ἢ περικαλύπτει ἢ ντύνει, τὸ γυμνὸ ποδί, ἕως τὸ γόνατο, εἴτε αὐτὸ ἦταν ὑφασμάτινο, εἴτε δερμάτινο, εἴτε φυτικὸ ἢ ξύλινο ἢ μεταλλικὸ ἢ πήλινο... Τὸ ὑπόδημα ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ρῆμα δέω (> δῶ, δήσω, δῆμα = δεσμεύω) [1] . Ἢ «ὑπόδημα, διὰ τὸ ὑποκάτω ὅλον δῆμα δῦμα», τὸ «ὑποκάτω δεδεμένο». Ὑποδέω-ὑποδέομαι, σημαίνει δένω τὰ ὑποδήματα, τὰ σανδάλιά μου, καὶ ὑπο- λύω-ὑπολύομαι, τὰ λύνω, τὰ βγάζω. Τὸ ὑπόδημα ἦταν, λοιπόν, ἕνα μέρος τῆς ἐνδυμασίας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ κυρίως τῆς ἐξαρτύσεως τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ στρατοῦ. Ὑπάρχει καὶ ἀναφέρε- ται ἀπὸ τὰ ὁμηρικὰ κείμενα ἀκόμη... Ἀλλὰ ὑποδήματα φαίνεται νὰ φοροῦν καὶ οἱ μυθολογικοὶ ἥρωες ἀκόμη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ πολλὰ ἀγγεῖα, ὁ Ἡρακλῆς - ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰόλαος - κατὰ τοὺς ἄθλους τοῦ πρώτου, φοροῦν περικνημίδες καὶ μάλλινα προστατευτικὰ περιει- λήμματα [2] – σήμερα θὰ τὰ λέγα- με χονδρὰ «καλτσόν», ἔγχρωμα καὶ μὲ ποικίλα σχέδια - κατὰ μῆκος ὅλου τοῦ ποδιοῦ τους. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὰ ὑποδήματα τὰ ἔλεγαν καὶ ἐμβά- δια, ἐπειδὴ σὲ αὐτὰ «ἐμβαίνειν τοὺς πόδας». Ἀλλὰ καὶ βάθρα (ὅπως καὶ τὰ βήματα καὶ τὰ ὑποπόδια), γιατὶ πατοῦσε κα- νεὶς πάνω σὲ αὐτά. Κυριώτεροι τύποι ἀρχαί-

description

Τα υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων - http://www.projethomere.cm

Transcript of Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

Page 1: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

10

Τὰ 105 εἴδηὑποδημάτων

τῶν ἀρχαίων ἙλλήνωνΤοῦ Γιώργου Λεκάκη

www.lekakis.com

Σήμερα, μὲ τὴν λέξη «ὑπόδημα» ἐννοοῦμε τὸ ... παπούτσι. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μὲ αὐτὴν τὴν λέξη ἐννοοῦσαν ὅ,τι δένει ἢ περικαλύπτει ἢ ντύνει, τὸ γυμνὸ ποδί, ἕως τὸ γόνατο, εἴτε αὐτὸ ἦταν ὑφασμάτινο, εἴτε δερμάτινο, εἴτε φυτικὸ ἢ ξύλινο ἢ μεταλλικὸ ἢ πήλινο...

Τὸ ὑπόδημα ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ρῆμα δέω (> δῶ, δήσω, δῆμα = δεσμεύω)[1]. Ἢ «ὑπόδημα, διὰ τὸ ὑποκάτω ὅλον δῆμα ἢ δῦμα», τὸ «ὑποκάτω δεδεμένο». Ὑποδέω-ὑποδέομαι, σημαίνει δένω τὰ ὑποδήματα, τὰ σανδάλιά μου, καὶ ὑπο-λύω-ὑπολύομαι, τὰ λύνω, τὰ βγάζω.

Τὸ ὑπόδημα ἦταν, λοιπόν, ἕνα μέρος τῆς ἐνδυμασίας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ κυρίως τῆς ἐξαρτύσεως τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ στρατοῦ. Ὑπάρχει καὶ ἀναφέρε-ται ἀπὸ τὰ ὁμηρικὰ κείμενα ἀκόμη... Ἀλλὰ ὑποδήματα φαίνεται νὰ φοροῦν καὶ οἱ μυθολογικοὶ ἥρωες ἀκόμη. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ πολλὰ ἀγγεῖα, ὁ Ἡρακλῆς - ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰόλαος - κατὰ τοὺς ἄθλους τοῦ πρώτου, φοροῦν περικνημίδες καὶ μάλλινα προστατευτικὰ περιει-λήμματα[2] – σήμερα θὰ τὰ λέγα-με χονδρὰ «καλτσόν», ἔγχρωμα καὶ μὲ ποικίλα σχέδια - κατὰ μῆκος ὅλου τοῦ ποδιοῦ τους.

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὰ ὑπο δήματα τὰ ἔλεγαν καὶ ἐμβά-δια, ἐπειδὴ σὲ αὐτὰ «ἐμβαίνειν τοὺς πόδας». Ἀλλὰ καὶ βάθρα (ὅπως καὶ τὰ βήματα καὶ τὰ ὑπο πόδια), γιατὶ πατοῦσε κα-νεὶς πάνω σὲ αὐτά.

Κυριώτεροι τύποι ἀρχαί-

Page 2: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ

11

ων ὑποδημάτων ἦσαν τὰ (χαμηλά) σανδάλια καὶ τὰ πέδειλα, ποὺ ἀπαντῶνται σὲ μεγάλη ποικιλία. Φαίνεται οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες νὰ εἶχαν μεγάλη προτίμηση σὲ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ὑποδήματα, διότι ἀπαντᾶται μεγάλη ποικιλία αὐτῶν, ἡ μεγαλύτερη στὴν ἀρχαία Ἱστορία τῆς ὑποδηματοποιίας.

Φήμη γιὰ καλὰ ὑποδήματα εἶχαν οἱ Ἀττικοί, γι’ αὐτὸ τὸ ὑπόδημα (ἀλλὰ καὶ κάθε σκεῦος) ἀπὸ ἀττικὸ ἐργαστήριο ἐλέγετο «ἀττικουργές» (= εἰργασμένο τὸν ἀττικὸν τρόπον»). Ἀλλὰ κάθε ἑλληνικὸ φύλο εἶχε τὸ ὑπόδημα ποὺ τοῦ ταιριαζε, ἀνάλογα μὲ τὸν τόπο στὸν ὁποῖο ζοῦσε, τὶς κλιματολογικὲς ἢ γεωμορφολογικὲς συνθῆκες, τὶς ἀνάγκες του, τὸν πλοῦτο ποὺ διέθετε καὶ φυσικὰ τὴν καλαισθησία του. Κάθε τόπος εἶχε τὸ ἰδικό του εἰδικὸ ὑπόδημα. Γι’ αὐτὸ ἔμεινε ἕως τὶς ἡμέρες μας ἡ παροιμία «παπούτσι ἀπὸ τὸν τόπο σου, κι ἂς εἶν’ καὶ μπαλωμένο», διότι παπούτσι ἀπὸ ἄλλο τόπο, ἴσως νὰ μὴν ἐξυπηρετῆ τὶς ἀνάγκες βαδίσεως στὸν τόπο σου.

Ἦταν ἰδιαιτέρως ἀνεπτυγμένη ἡ ὑποδηματοποιία – ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἀττι-κοὺς καὶ τοὺς λοιποὺς Ἴωνες - στοὺς Λάκωνες (Ἀμύκλαις), τοὺς Ἀργείους, τοὺς Σικυωνίους, τοὺς Ἀρκάδες, τοὺς Βοιωτούς, τοὺς Θεσσαλούς, τοὺς Κρῆτες, τοὺς Χίους, τοὺς Ροδίους, τοὺς Θρᾷκες, τοὺς Ἕλληνες τῆς Μικρασίας, τῆς Φρυγίας, τῆς Συρίας, κ.ἄ. Στὰ σύγχρονα χρόνια, φημισμένη γιὰ τὰ τσαρούχια της ἦταν ἡ Ρούμελη καὶ γιὰ τὰ γουρνοτσάρουχα ἡ Θεσσαλία.[3] Ὑπήρχαν εἰδικὰ ὑποδήματα γιὰ τὶς διάφορες ἡλικίες (παιδικές, ἐφηβικές, γεροντικές), γιὰ τὶς διάφορες ὦρες τοῦ εἰκοσιτετραώρου (νυκτερινά, ἡμερήσια), γιὰ τελετὲς (γάμους, θυσίες, κ.λπ..), γιὰ διάφορες τάξεις καὶ ἐπαγγέλματα, κ.λπ.

Τὰ καλὰ ὑποδήματα πάντα ἦσαν δερμάτινα/σκύτινα. «Σκῦτος» ἐλέγετο κάθε δέρμα, ἀλλὰ εἰδικὰ τὸ κατεργασμένο δέρμα ζῴου, πετζὶ / πετσί, δέρμα. Καὶ «σκυτὶς» τὸ μικρὸ κόμματι δέρματος. Τὸ ἐργαστήριο τοῦ σκυτέως / σκυτοτόμου / σκυτορράφου (σανδαλορράφου, ὑποδήματα / ποδηματᾶ / ὑποδηματορράφου)[4] ἐλέγετο σκυτεῖον / σκυτοτόμιον. Ὁ σκυτοδέψης / σκυτοδεψος[5] ἐργαζόταν τὰ δέρματα, τὰ μαλάκωνε (σκυτοδεψέω-ῶ) στὸ σκυτοδεψεῖον. Μετὰ τὰ σκύτη παρελαμβάνε ὁ σκυτοτόμος καὶ τὰ σκυτοτομοῦσε (σκυτοτομέω-ῶ). Ἡ σκυτοτο-μία ἦταν τὸ ἐργόχειρο τοῦ σκυτοτόμου, τὸ κόψιμο τοῦ δέρματος, τὸ χώρισμα ὑποδημάτων, σανδαλίων. «Σκυτεύω» σημαίνει μετέρχομαι τὴν τέχνη τοῦ σκυ-τέως, ράβω σανδάλια, ὑποδήματα, ἢ ἄλλα σκύτινα μέλη. Σκύτινο (δερμάτινο) εἶναι ὁ,τιδήποτε κατασκευασμένο ἐκ σκύτους[6]. Ὅ,τι δὲν ἦταν σκύτινο, ἀλλὰ εἶχε ὄψη σκύτους, ἐλέγετο σκυτῶδες[7]. Ὁ σκυτεὺς / σκύτωρ παραφράσθηκε στὰ λατινικὰ σέ… sutor καὶ ἐξ αὐτοῦ, κάθε λάκτισμα/κλωτσιὰ μὲ ὑπόδημα, λέγεται ἀκόμη... σούτ!

Page 3: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

Ἰούλιος - Αὔγουστος 2013

12

Ὁ πιὸ ἐπώνυμος ἀρχαῖος ὑποδηματοποιὸς ἦταν ὁ Μύννακος (τοῦ 4ου-3ου αἱ. π.Χ.).[8] Ἐνῶ ἄλλοι ἐπώνυμοι σκυτοτόμοι ἀναφέρονται ὁ Τυχίος, ἐκ τῆς Ὕλης Βοιωτίας, μυθικὸς τεχνίτης, ἄριστος σκυτοτόμος καὶ κατασκευαστὴς τῆς ἀσπίδος τοῦ Αἰαντος[9], ὁ πλούσιος Σιμῶν («ὁ μετονομασθεὶς ὑπὸ κενοδοξίας Σιμωνίδης»).

Πλὴν τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, γιὰ τὴν κατασκευὴ ἑνὸς ἀρχαίου ὑποδήματος, συνεργαζόταν καὶ νευρορράφος (ὑποδηματορράφος, ὑποδηματᾶς > ποδηματᾶς), παλαιουργός, πισσυγός[10], κ.ἄ. ἐπαγγελματίες!

Τὰ ἀνδρικὰ μὲ τὰ γυναικεῖα ὑποδήματα ἦσαν σαφῶς ξεχωρισμένα. Τόσο ποὺ ὁ Βάταλος, ἕνας κακοηθέστατος αὐλητής, μαλθακὸς καὶ θηλυδρίας, ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ προσῆλθε στὸ θέατρο μὲ γυναικεῖα ὑποδήματα, καὶ ἐξεθήλυνε τὴν μουσική, ἔμεινε παροιμιώδης γιὰ τὴν ἀήθη συμπεριφορά του.[11]

Τὰ ὑποδήματα συντάσσονται καὶ μὲ τὸ ρῆμα «βάζω» καὶ μὲ τὸ ρῆμα «φορῶ». Καὶ σήμερα λέμε «βάζω παπούτσια» καὶ «φορῶ παπούτσια». Γιατὶ ἄλλοτε ἦσαν ἐμβάδες καὶ ἄλλοτε φορέματα. Λέμε καὶ «δένω τὰ παπούτσιά μου», ὅταν ἔχουν κορδόνια/λουριά/ταινίες. Ἡ γιαγιὰ ἔλεγε «ποδήσου, παιδί μου», δηλ. βάλε παπού-τσια.

Κάποτε ὁ περίφημος γλύπτης Ἀπελ-λῆς (ἀπὸ τὴν Κῶ ἢ τὴν Ἔφεσο), εἶχε φτιά-ξει ἕνα περίφημο ἄγαλμα καὶ τὸ εἶχε ἐκ-θέσει στὴν ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ νὰ τὸ θαυμάσουν οἱ διαβάτες! Ὁ ἴδιος καθόταν πίσω ἀπ’ αὐτὸ καὶ πασιχαρὴς ἄκουε τὰ σχόλιά τους! Ὥσπου ἄκουσε κάποιον νὰ κάνη κριτικὴ λέγοντας πὼς οἱ ἱμάντες τῶν σανδαλίων του δὲν εἶναι σωστὰ δε-μένοι! Ὁ Ἀπελλῆς φανερώθηκε τότε, πα-ρατήρησε τὴν λεπτομέρεια, καὶ εἶδε ὅτι ὄντως ὑπῆρχε λάθος. Ρώτησε τότε τὸν παρατηρητὴ τὶ δουλειὰ κάνει κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε πὼς ἦταν σανδαλοποιός, καὶ πὼς ἐκ τούτου τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ προσέχει εἶναι τὰ σανδάλια! Ὁ Ἀπελλῆς τὸν εὐχαρίστησε, ἀπέσυρε τὸ ἄγαλμα καὶ τὸ ἐπιδιόρθωσε. Καὶ διορθωμένο τὸ ξαναέστησε στὴν Ἀγορά. Ξαναεμφανί-σθηκε ὁ παπουτσῆς καὶ ἐξέφρασε κι ἄλλη ἄποψη: «Ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου δὲν εἶναι ἡ πρέπουσα»! Τότε ἐμφανίσθηκε ὁ Ἀπελλῆς καὶ τοῦ εἶπε: «Σανδαλοποιέ, μέ-χρις ἐμβαδῶν!»... φράσις ποὺ ἔμεινε πα-

Page 4: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ

13

ροιμιώδης, νὰ λέγεται κατὰ οἱουδήποτε κάνει τὸν παντογνώστη, ἐνῶ οἱ γνώσεις του δὲν τὸ ἐπιτρέπουν. Πέρασε μάλιστα τόσο πολὺ στὸν ἑλληνικὸ λαό, ποὺ ἐξα-κολουθεῖ νὰ λέγεται ἀκόμη καὶ σὲ ἀπόδοση στὴν δημοτική: «Παπούτσι, ὄχι πιὸ πάνω ἀπ’ τὸ κορδόνι!»...

Εἴδη ὑποδημάτων

Τὰ εἴδη τῶν ὑποδημάτων ποὺ ἀπαντῶνται στὰ ἀρχαῖα κείμενα, εἶναι μὲ ἀλφαβητικὴ σειρά:

αἰγέα (ἡ), γένος ὑποδημάτων, προφανῶς ἀπὸ αἰγή, δορὰ αἰγὸς (κατσικίσιο δέρμα).

ἀκάτια[12] ἢ μεγάλα ἄρμενα (τὰ), αὐτὰ θὰ πρέπη νὰ ἦταν βαρκόσχημα ὑπο-δήματα.[13] (βλ. καὶ πλοιάρια).

ἀκρόσφυρα (τὰ), γυναικεῖο πόδημα ποὺ ἔφθανε ἕως τὰ σφυρά, δηλ. τοὺς ἀστραγάλους.[14]

ἀμβρακίδες (οἱ), γυναικεῖα ὑποδήματα, ποὺ φοροῦσαν στὴν Ἀμβρακία, καὶ συνέχιζαν νὰ φοροῦν οἱ γυναῖκες κι ὅταν ἡ πόλις μετωνομάσθηκε σὲ Ἄρτα.

ἀμυκλαῖδες ἢ ἀμυκλάδες, ἀμύκλαι (οἱ), εἶδος πολυτελοῦς ἀνδρικοῦ ὑπο-δήματος, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὶς Ἀμύκλαις (Λακωνίας) – μεγάλο κέντρο ὑποδημα-τοποιίας τῶν ἀρχαίων χρόνων, ἴσως τὸ μεγαλύτερο - καὶ διαδόθηκε σὲ ὅλες τὶς δωρικὲς πόλεις.[15]

ἀμφίσφυρα (τὰ), γυναικεῖο πόδημα ποὺ ἐκάλυπτε καὶ τὰ δυο σφυρά, δηλ. τοὺς ἀστραγάλους κι ἀπ’ τὶς δύο μεριές.[16]

ἀναξυρίδες < ἀνασυρίδες (οἱ) βαρβαρικὰ γυαλιστερά[17] ἐνδύματα πο-διῶν[18] καὶ βαθεῖα καὶ ἄβατα ὑποδήματα, ποὺ φοροῦσαν ξένοι βασιλεῖς[19].

ἁπλαῖ (αἱ), εἶδος λακωνικοῦ ὑποδήματος. Ἦταν καλλίστρτο καὶ μονόπελμο (μὲ μονὸ πάτο)[20]. Ὠνομάζονταν ἔτσι ἐπειδὴ ἦταν... ἁπλᾶ «καὶ οὐ τετεχνιτευμένως γεγενῆσθαι», ἐπειδὴ οἱ Λάκωνες εἶναι «οὐ περίεργοι περὶ τάς κατασκευάς».

ἀραβύλες, ἀρβύλοι > ἀρβύλες (οἱ), ἀρβυλίς, ἀρβύλα, ἀρβύλη (ἡ), φορτικὰ καὶ βαρβαρικὰ ὑποδήματα.[21] Τὰ φοροῦσαν γεωργοί, κυνηγοὶ καὶ ὁδοιπόροι. Ἔμεινε νὰ λέγεται ἔτσι κάθε ὑπόδημα «περισσῶς εἰργασμένο». Οἱ Κύπριοι τὴν ἀρβύλη τὴν ἔλεγαν σωστότερα ἀρμύλη (> τὰ ἄρμυλα), ἀφοῦ ὠνομάσθηκε ἔτσι ἐπειδὴ «ἁρμόζει τῷ ποδί».

ἀργεῖαι (αἱ), πολυτελῆ γυναικεῖα ὑποδήματα[22] ἐξ Ἄργους.ἀρπίδες (οἱ), μαλακὲς κρηπῖδες καὶ πολύρραφα ὑποδήματα τῶν Λακώνων,

οἱ ὁποῖοι τὰ διέδωσαν σὲ ὅλες τὶς δωρικὲς πόλεις (Τροιζήνα, κ.ἄ.). Ὠνομάσθηκαν ἔτσι «παρὰ τὸ ράπτω, ραπτίς, ραπτίδες καὶ κατὰ μετάθεσιν ἀρπίδες».[23]

ἀρσωμίδες (οἱ) γυναικεῖα ὑποδήματα.ἀρτὴρ (ὁ), ὑπόδημα[24], εἶδος περικνημίδος, ἀλλὰ καὶ ἡ ζώστρα (ζωστήρ,

ζώνη)[25]. Ἦταν κατασκευασμένα ἐκ πίλου (τουρκ. κετζέ, σαγιάκι). Τὰ φοροῦσαν πολλοὶ καὶ μάλιστα οἱ ἱππεῖς, μέσα στὰ ὑποδήματα.

ἄσκαροι (οἱ), ἢ ἀσκέρα (ἡ), ἢ ἀσκέραι (αἱ), εἶδος ἀττικῶν σανδαλίων, εἶδος

Page 5: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

Ἰούλιος - Αὔγουστος 2013

14

περικνημίδος. Σήμερα θὰ λέγαμε εἶδος τζα-ρουχιοῦ (τσαρουχιοῦ).

αὐτοσχεδὲς (τὸ) εἶδος γυναικείου ὑπο-δήματος, μᾶλλον ἀτέχνου.[26]

ἄφρακτα (τὰ), σήμερα θὰ τὰ λέγαμε ἐξώπτερνα ἢ ἀνοικτὰ ’μπρὸς καὶ πίσω πέδι-λα.[27]

βακνίδες (οἱ), εἶδος ὑποδημάτων.βάξεαι (οἱ) ὑποδήματα ρωμαϊκῶν χρό-

νων.βασιλίδες (οἱ), ὑπόδημα γυναικεῖο καὶ

αὐλητικὸ (δηλ. ποὺ φοροῦσαν στὴν βασιλικὴ αὐλή, ἄρα πολυτελές).[28]

βασσάρη (ἡ), θρακικὸ ὑπόδημα ἀπὸ δέρμα ἀλεποῦς «παρὰ τῇ βάσει ἀρη-ρέναι» (ἀρῶ = ἁρμόζω). Τὸ φοροῦσαν κυρίως οἱ βασαρίδες, δηλ. οἱ βάκχες στὶς βάσσες/βῆσσες (σὲ ὀρεινοὺς τόπους).[29] Οἱ Θρᾷκες, «βασσάρα» ἔλεγαν τὴν ἀλε-ποῦ καὶ τοὺς χιτῶνες ποὺ φοροῦσαν οἱ Θρᾷκες βάκχες, λατρευτὲς τοῦ Βασσαρέως Διονύσου, διότι ἦσαν «ἐκ δερμάτων ἀλωπεκείων».

βαστὰ (τὰ), ὑποδήματα, κατὰ τοὺς Ἰταλιῶτες.βαυκίδες (οἱ) ἢ καυκίδες (οἱ), βαυκὸ (τὸ) εἶδος ἰωνικοῦ πολυτελοῦς καὶ τρυ-

φεροῦ ὑποδήματος, ἴσως γιὰ βαυκισμὸ (ὄρχησι, μαλακὸ χορό).βερενικίδες (οἱ), εἶδος γυναικείου ὑποδήματος. Ἴσως ἐκ καποίας πόλεως, ἐξ

αὐτῶν ποὺ καλούνταν Βερενίκη.[30]

βηρίδες (οἱ), εἶδος ὑποδήματος, ἐμβάδες.βίολα (τὰ), εἶδος πέδειλου ὑποδήματος.βλαῦδες (οἱ) ἢ βλακεὺς (ὁ) ἢ βλαῦτες[31] (οἱ) ἐμβάδες, κρηπῖδες, σανδάλια,

εἴδη ὑποδήματος, ποὺ φοροῦσαν κυρίως στοὺς ἀσκωλιασμούς.[32] Τὸ ὑποκοριστι-κό του ἐλέγετο (τὸ) βλαυτίον.

βλύδιον (τὸ) ὑπόδημα, ἴσως σχετικὸ μὲ τὸ προαναφερθέν.γαλλικαὶ (αἱ) ὑποδήματα ρωμαϊκῶν χρόνων, συνηθέστατα στὴν εὐρωπαϊκὴ

Γαλατία (> Γαλλία).γέρρα (τὰ), εἶδος δερματίνων πεπλεγμένων ὑποδημάτων.[33]

γυμνοπόδια (τὰ), σανδάλια, ποὺ ἀφήνουν τὸ πέλμα γυμνό.[34]

δεινιάδες (οἱ), δεινιὰς (ἡ), εἶδος ἀνδρικῶν ὑποδημάτων.[35]

διάβαθρα (τὰ), διάβαθρον (τὸ), εἶδος ἐλαφρῶν γυναικείων ὑποδημάτων, ποὺ φοροῦσαν καὶ οἱ παράσιτοι.[36]

διόπαι (αἱ), εἶδος ὑποδημάτων (καὶ ἐνωτίων).[37] Ἡ λέξις «δίοπος» σημαίνει ὁ ἔχω δύο ὀπὰς (τρύπες), ἄρα ἴσως νὰ ἦσαν ὑποδήματα μὲ δύο ὀπές, ἐμπρὸς καὶ πίσω (στὴν πτέρνα).

ἐμβὰς (ἡ), ἐμβάδες (οἱ), εἶδος ὑποδημάτων περιπάτου (ἔμβασις=περίπατος, ἐμβαίνω = πατῶ), ἀλλὰ καὶ κωμικῶν ἠθοποιῶν.[38] Ἀναφέρονται καὶ πήλινες ἐμβά-

Page 6: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ

15

δες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κετσέ.ἐμπίλια (τὰ), εἶδος ἀρχαίων ὑποδημάτων.ἐνδρομίδες ἢ ἐντρομίδες (οἱ), ἐνδρομίς[39]

(ἡ), ἔλεγαν οἱ Ἀττικοὶ τὰ δυνατὰ ὑποδήματα μὲ τοὺς μακρεῖς λαιμοὺς γιὰ τοὺς κυνηγοὺς καὶ γιὰ τὸν δρόμο, γιὰ νὰ διανύη κανεὶς ἄνετα καὶ ἐπιτή-δεια μεγάλες ἀποστάσεις, γιὰ νὰ τρέχη (ἐνδρομὴ < ἐντρέχω = τρέξιμο μέσα, μὲ στοίχημα).[40] Κάτι σὰν τὰ σημερινὰ «ἀθλητικὰ μποτάκια», θὰ λέγα-με.

ἐννηΰσκλοι (οἱ), ἐννηΰσκλος (ὁ,ἡ), ὑπόδημα τῶν Λακώνων ἐφήβων, μὲ ἐννέα ὕσκλους.

ἔπτυσχλοι (οἱ), ἔπτυσκλοι (οἱ), ἔπτυσκλος (ὁ), ἀνδρικὸ ὑπόδημα, μὲ ἑπτὰ ὕσκλους..[41]

εὐμαρίδες (οἱ), εὐμαρὶς (ἡ), εἶδος ἀσιατικοῦ ὑποδήματος, ἀνδρικοῦ καὶ γυ-ναικείου, μὲ τὸ ὁποῖο βαδίζει κανεὶς εὐμαρῶς (εὐχερῶς, εὐχάριστα). Κροκκοβαφὴ τέτοια φοροῦσε ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν.[42]

θετταλὶς (ἡ) ποιοτικὸ ὑπόδημα τῶν Κρητῶν, μᾶλλον προερχόμενο ἀπὸ τὰ θεσσαλικὰ φῦλα, ποὺ κατοικῆσαν τὴν μεγαλόνησο.[43]

θρηίκια (τὰ), εἶδος ὑποδημάτων τῶν Θρᾳκῶν, ποὺ ἀργότερα ἔγιναν γνωστὰ καὶ ὡς περσικά, λόγῳ τῆς ἀφομοιώσεως καὶ διαδόσεώς τους ἀπὸ τοὺς Πέρσες κατακτητές.

ἰφικλῆς (ὁ), εἶδος ὑποδήματος. (βλ. κλεῖδα)ἰφικρατίδες (οἱ) ἢ ἰφικρατὶς (ἡ), εἶδος σανδαλίων, ὑποδήματος ποὺ ὠνομα-

τίσθηκε ἀπὸ τὸν στρατηγὸ Ἰφικράτη, ὁ ὁποῖος εἶχε πατέρα σκυτοτόμο, καὶ ὁ ἴδιος ἦταν εἷς τῶν ἐνδόξων καὶ ἐμπειροτέρων στρατηγῶν τῶν Ἀθηναίων στὸν θηβαϊκὸ πόλεμο, γαμβρὸς τοῦ βασιλιᾶ τῶν Θρᾳκῶν, Κότυ, ὁ ὁποῖος κατέπληττε καὶ νίκησε πολλάκις μόνο μὲ τὴν φήμη του![44]

ἴχνια (τὰ), ὑποδήματα, μὲ χονδρὸ δέρμα προστιθέμενο στὴν πτέρνα, γιὰ νὰ ἵσταται ὑψηλότερα τὸ ὄπισθεν μέρος αὐτῶν. (Ἐκ τοῦ ἴκω, ἰκνέομαι, ἴθμα, κ.λπ.

κάλικαι (οἱ) ὑποδήματα ρωμαϊκῶν χρόνων.κάλτοι, κάλτιοι (οἱ), κάλτιος (ὁ), λατ. calceus, κοῖλα λεπτὰ ὑποδήματα τῶν

Σικελῶν, γιὰ ἱππασία, ποὺ διαδόθηκαν στοὺς Ρωμαίους.[45] Οἱ Ἕλληνες τὰ ἔλε-γαν «κοῖλα ὑποδήματα». Ἀπαντᾶται καὶ ὡς καλτίκιος (ὁ), καὶ καλίκιος[46] (ὁ). Ἐξ αὐτῶν ἡ κάλτσα (κάλιτσα, καλτσίον, καλτσόν, καλτσούνια = περικνημίδες), λεπτὸ ὑπόδημα ἐξ ἐρίων ἢ ἐκ βάμβακος.

καμπάγοι (οἱ > campagi), πολυτελέστατα ὑποδήματα τῶν Βυζαντινῶν.κανάβια (τὰ), ὑποδήματα ἀπὸ κάναβο (εἶδος ξύλου περὶ τοῦ ὁποίου ἔπλα-

θαν τὸ κερί, τὸν γύψο, τὸν πηλό, ἄρα καλούπι). Ἦταν πεπλεγμένα ὡς ἡ ψάθα (ψάθινα ὑποδήματα). Ὑποδήματα γιὰ κυνήγι.

καννάβια (τὰ), ὑποδήματα, φορέματα, ἐνδύματα, ἐκ καννάβεως[47]. Σχετικὰ

Page 7: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

Ἰούλιος - Αὔγουστος 2013

16

μὲ τὰ προηγούμενα.[48]

καρβατίνη ἢ καρπατίνη ἢ καρπάτινον (ἡ), μονόπελμο (μονόδερμο) καὶ εὐτελὲς ὑπόδημα τῶν ἀγροτῶν, ἀπὸ ὠμὸ δέρμα, νεοδάρτων βοδιῶν.[49]

Τὸ κατεσκεύαζαν ἰδιωτικῶς καὶ αὐτοσχεδίως.[50]

Ἀντίστοιχο μὲ τὸ μεταγενέστερο τσαρούχι. (Ἐξ αὐτοῦ ἡ καπαρτίνα).

καρκῖνος (ὁ), κοῖλο ὑπόδημα, ποὺ ὁμοίαζε μὲ καβούκι καρκίνου (κάβουρα).

κλεῖδα, κλεὶς (ἡ), ἢ κλείματα (τὰ), ἢ κλῆμα (τὸ), ἢ κλῖμα (τὸ), ἢ κρούπανα (τὰ), ἢ κρούπεζα (τὰ), κρύπαλα (τὰ), εἶδος ξυλίνων ὑποδημάτων τῶν Κρητῶν. Αὐτὸς ποὺ τὰ φορεῖ ἐλέγετο κρουπεζοφόρος.[51] Αὐτὸς ποὺ βαδίζει μὲ αὐτὰ ἐλέγε-το κρουπεζοβάμων, κρουπεζούμενος. Κρουπεζόω-ῶ, σημαίνει ἐνδύω, ὑποδένω τὰ κρούπεζα. Βλ. καὶ κρούπαλα. Τὸ μικρὸ κρούπεζο ἐκαλεῖτο κρουπέζιον.

κνημῖδες (οἱ) κάθε εἶδος ὑποδήματος ποὺ ἐκάλυπτε τὴν κνήμη – περικνημί-δα.

κόθορνος (ὁ), κόθουρνος (ὁ), τὸ πιὸ γνωστό, ἴσως, ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ὑπό-δημα. Ἐφάρμοζε καὶ σὲ ἄνδρες καὶ σὲ γυναῖκες. Εἶχε σχῆμα τετράγωνο. Ἔτσι δὲν ξεχώριζε τὸ δεξὶ ἀπὸ τ’ ἀριστερὸ πόδι. Ἐπίσης εἶχε χονδρὰ καττύματα. Ἦταν ὑψηλὸ στὴν μέση τοῦ σκέλους. Ἔτσι προκαλοῦσε ἕνα ἰδιαίτερα ἀσταθὲς βάδισμα.[52] Τὸ φοροῦσαν κυνηγοὶ καὶ τραγικοὶ ὑποκριτὲς (ἠθοποιοί), γιὰ νὰ φαίνωνται ὑψηλότεροι καὶ ἐπιβλητικότεροι.[53]. Ὡστόσο στὴν ἀκμὴ τῆς τραγω δίας ἴσως νὰ μὴ γινόταν χρήση κοθόρνων, τοὐλάχι στον τέτοιας χονδροειδοῦς κατασκευῆς. Ἴσως οἱ χονδροειδεῖς κόθορνοι νὰ ἐμφανίζωνται κατὰ τὸν 2ο π.Χ. αἰ.

κοκκίδες εἶδος ἀρχαίων ὑποδημάτων.κολοφώνια (τὰ), κοῖλα ὑποδήματα, προφανῶς ἐκ Κολοφῶνος Μ. Ἀσίας.[54]

Ἴσως νὰ ἦσαν καὶ μεταλλικά! Καὶ ἐπειδὴ ἡ Κολοφῶν ἔχαιρε φήμης γιὰ τὸ ρετσίνι της, ἴσως νὰ ἦσαν κολλημένα μὲ ρεσινόκολλα.

κονιόπους (ὁ), πολυσχιδὲς στενὸ σανδάλι, ὑπόδημα, ποὺ δὲν σκέπαζε ὅλην τὴν πατούνα (πατούσα, πέλμα, πόδι). Ἔτσι τὸ πόδι εἶχε πάντα κόνι (σκόνη). (κο-νιόπους, κονίπους, ὁ = κονιορτισμένος, ὁ ἔχων σκονισμένα πόδια). Τὰ φοροῦσαν οἱ μοιχοὶ γιὰ νὰ μὴ τοὺς καταλαβαίνουν! Γι’ αὐτὸ ἐλέγοντο καὶ «ὑποδήματα μοι-χικά».[55]

κονίποδες (οἱ), πρεσβυτικὰ ὑποδήματα, ἴσως γιὰ ἀγροίκους καὶ ἐργάτες. Στὴν Ἐπίδαυρο ὁ δῆμος ἐκαλεῖτο κονίπους, ἐπειδὴ ἐπὶ τὸ πλεῖστον διέτριβε στοὺς ἀγρούς.[56]

κρηπὶς (ἡ), ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ ὑποδήματα.[57] Ἀνδρικὸ ὑπόδημα, ἀπὸ σκῦτος, μὲ ὑψηλὰ καττύματα, ποὺ ἔφθανε ἕως ἐπάνω τῶν ἀστρα-γάλων. Ἐτυμολογεῖται παρὰ τὸ ἕρπω > ἑρπὶς > κρηπίς. Ὁ κατασκευαστής τους ἦταν ἰδιαίτερος σκυτοτόμος καὶ ἐλέγετο κρηπιδουργός. Ὁ πωλητὴς αὐτῶν ἐλέγετο κρηπιδοπώλης. Τὸ φορεῖν ὑποδήματα ἐλέγετο καὶ κρηπίδωμα. Κρηπιδόω –ῶ, ση-

Page 8: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ

17

μαίνει βάζω, φορῶ ὑποδήματα.κρούπαλα (τὰ) ὑψηλὰ ξύλινα ὑποδήμα-

τα – οἱ νῦν γαλένζες.[58] Ἴσως σχετικὰ μὲ τὶς κλεῖδες καὶ τὰ κρούπετα. Ἔτσι ἐλέγοντο καὶ τὰ κρόταλα. Ἀμφότερα διότι ἔκαναν κρότο.

κρούπετα (τὰ), ὑψηλὰ ἢ ξύλινα γυναι-κεῖα ὑποδήματα.

κυβήβη (τὰ), ὑποδήματα τῶν Ἀρκά-δων.

λακιναρίδια (τὰ), τὰ ραφτὰ ὑποδήμα-τα τῶν Ρωμαίων. (λακὶς = ραγάς, ἐμβολή, τραῦμα, ραφή, σχίσμα).

μάσθλη (ἡ), μάσθλης (ὁ), δερμάτινο φοινικοῦν (βαθυκόκκινο-μὼβ) ὑπόδη-μα.[59] Κατασκευάζονταν ἀπὸ μασθλήματα, ἐξαιρετικὰ δέρματα, ἄνευ τριχῶν (το-μάρια), ἀπὸ τὰ ὁποῖα μποροῦσαν νὰ κόβωνται λωρίδες («μασθλήματα ψιλά»). Αὐτὰ μεταχειρίζονταν οἱ σανδαλιορράπται.

μεσοπερσικαὶ (αἱ), δηλ. μισοπερσικά, ἰδιαίτερο συρτὸ ὑπόδημα-ἐμβὰς μὲ ὑψηλὴ πτέρνα τῶν γυναικῶν τῆς Περσίας, ποὺ ἔγινε γνωστὸ στὶς Ἑλληνίδες, κυ-ρίως στὰ ἑλληνιστικὰ χρόνια, καὶ ἀργότερα καὶ στὶς Τουρκάλες, ποὺ τὰ εἶπαν πασούμια < περσούμια καὶ γοβάκια.[60]

νοσσίδες (οἱ), νοσσὶς (ἡ), ὑποδήματα ποὺ φοροῦσε ἡ νεοσσὶς (νεαρὴ κοπέλ-λα).[61]

νυκτερινοὶ κύνες (οἱ), γυναικεῖα ὑποδήματα, ποὺ φυοῦσαν τὰ γυναικεῖα πόδια, ὅπως οἱ κύνες.

νυκτιπήδηκες (οἱ), νυκτικὰ σανδάλια, πλατειὲς ἐμβάδες-παντόφλες γιὰ τὴν νύκτα.[62]

νυμφίδες (οἱ), γυναικεῖα ὑποδήματα νυμφικὰ σανδάλια (γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου).[63]

ξυστίδες (οἱ), ξυστὶς (ἡ), ἀττ. ξυστὶς (ἡ), εἶδος γυναικείου ὑποδήματος.[64]

ὁδόνια (τὰ) ὑποδήματα γιὰ εὔκολη βάδιση σὲ ὁδούς, τὰ οὐδονάρια τῶν ρω-μαϊκῶν χρόνων.

ὀπισθοκρηπίδες (οἱ), ὀπισθοκρηπὶς (ἡ), θὰ τὰ λέγαμε ψηλοτάκουνα ὑποδή-ματα. [65]

πὰξ (ἡ) εὐυπόδητον ὑπόδημα. Ἕνα καλὸ δηλ. ὑπόδημα.παράρρυμα (τὸ) πέδειλον, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κρέμονται ὑφάσματα (ταινίες, κορ-

δέλλες) ἢ πεπλεγμένο ἐκ χονδρῶν ἢ ἁπλῶν σχοινίων.[66]

πέδειλα (τὰ), ποδόειλα (τὰ), ὑποδήματα, εἶδος σανδαλίων, ποὺ ἔφθανε ἕως τὸ γόνατο.[67] «Περὶ τοὺς πόδας εἱλούμενα», «παρὰ τὸ περιειλεῖσθαι αὐτὰ τοῖς ποσὶν» ἢ «παρὰ τὸ ἐν τῷ πέδῳ εἰλείσθαι». Ἐξαπλουστευμένα πέδιλα ἢ πέδιλλα (αἰολ.).

πελλασταὶ (αἱ), πελλαστὴ (ἡ), ὑποδήματα, τὰ ὁποῖα «περιετίθεσαν οἱ δρο-μεῖς, περὶ τὰ σφυρά» (περιτύλιγαν περὶ τοὺς ἀστραγάλους) «ἵνα μὴ ἔξω στρέφη-

Page 9: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

Ἰούλιος - Αὔγουστος 2013

18

ται» (γιὰ νὰ μὴ συμβῆ αὐτὸ ποὺ ἁπλᾶ λέμε σήμερα «νὰ μὴ γυρίση τὸ πόδι τους»).[68]

περίβαρα (τὰ) ἢ περιβαρίδες (οἱ), λεπτοσχιδῆ πεποικιλμένα λίαν βαριὰ γυναικεῖα σανδάλια.[69]

περισχιδεῖς (οἱ), εἶδος εὐτελοῦς ὑποδήματος, ὁλόγυρα σχισμένου.[70] Ἀποδίδονταν στὸν Ἄμμωνα Δία καὶ στὸν Μ. Ἀλέξανδρο.

περσίδα (ἡ), περσὶς (ἡ), εὐτελὲς περσικὸ ὑπό-δημα.[71]

πηλοπατίδες (οἱ) εἶδος ὑποδημάτων μὲ πήλινο πάτο.

πλοιάρια (τὰ), βαρκόσχημα ὑποδήματα. (βλ. καὶ ἀκάτια).

προσχίσματα (τὰ), εἶδος ὑποδήματος, σανδάλι σχισμένο ἐκ τῶν ἔμπροσθεν.

πτύοχλον (τὸ), εἶδος ἀνδρικοῦ ὑποδήματος.ρᾴδια (τὰ), ρᾴδιαι (αἱ), ραΐδια (τὰ), εἶδος ποιοτικῶν γυναικείων σανδαλί-

ων, τὸ κατ’ ἐξοχὴν σανδάλιον.ραπίδες (οἱ), ραδὶς (ἡ), εἶδος ὑποδήματος, μὲ ραφὲς καὶ περόνες. Οἱ κατα-

σκευαστὲς αὐτῶν ἐλέγοντο «ραπιδοποιοί», αὐτοὶ δηλ. ποὺ ἐφτιαχναν τὶς κρηπῖδες.ρόδια (τὰ), ἀνδρικὸ ὑπόδημα.σάμβαλα (τὰ), σάμβαλον (τὸ), εἶδος ὑποδήματος, αἰολ. τὸ σανδάλι.σάνδαλα (τὰ) ἢ σάνδαλον (τὸ), βλαυτία (τὰ), γυναικεῖα ἐνίοτε καὶ ἀνδρικὰ

ὑποδήματα, μὲ ξύλινο πέλμα (πατούνα), ποὺ δενόταν στὸ πόδι μὲ λουριά.[72] Ἐκ τοῦ σανίς, σανίδαλος. Ὁ μικρὸς σάνδαλος ἐλέγετο σανδάλιον καὶ σανδαλίσκος. Τὰ σανδάλια φυλάσσονταν σὲ εἰδικὴ θήκη-ἑρμάριο, τὴν σανδαλοθήκη. Τὰ ἔρραβε εἰδικὸς ράπτης, ὁ σανδαλορράφος. Σανδαλόω-ῶ, σημαίνει προμηθεύω ἢ ράβω σανδάλια. Ὑπῆρχαν πολλὰ εἴδη σανδάλων (σανδαλώδη ὑποδήματα).

σελευκὶς (ἡ), γυναικεῖο ὑπόδημα, ἰδιαίτερο τῶν γυναικῶν τῆς Πιερίας τοῦ ἑλληνιστικοῦ σελευκιδικοῦ κράτους τῆς Συρίας ἐπὶ τοῦ Ὀρόντου[73]

σεμπάδα (ἡ), ὑπόδημα. Ἴσως σχετικὸ νὰ εἶναι τὸ νῦν καλούμενο σαμπὼ (εἶδος τσόκαρου).

σικυώνια (τὰ), γυναικεῖα ὑποδήματα, προερχόμενα ἐκ Σικυῶνος Κορινθίας.[74]

σινδοκύθορνοι (οἱ), ποιοτικὸ ὑπόδημα, ποὺ ἔμαθαν οἱ Ἕλληνες μᾶλλον ἐκ τῶν Σινδῶν, κατοίκων τῆς Σινδικῆς, στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Ἴστρου, στὸν Εὔξεινο Πόντο.

σακχάδες (οἱ), ἢ σάκχοι (οἱ), εἶδος ὑποδήματος τῶν Φρυγῶν.σκάβελα (τὰ) ὑποδήματα ρωμαϊκῶν χρόνων.σκουλπόνεαι (οἱ) ὑποδήματα ρωμαϊκῶν χρόνων.σκυδικαὶ (αἱ), λευκά, «ἐλεύθερα» ὑποδήματα, εἰδικὰ γιὰ λακτίσματα (σκυ-

Page 10: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ

19

δίζω=λακτίζω).[75]

σκυθικὰ (τὰ), τὰ ἰδιαίτερα ὑποδήματα τῶν Σκυθῶν.

σμινδυρίδεια (τὰ), σμινδυρίδια (τὰ), ἢ σμυνδαρίδεια (τὰ), ἢ σμυνδαρίδια (τὰ), εἶδος πολυτελῶν γυκαικείων ὑποδημάτων, ποὺ πρῶτος κατεσκεύασε ὁ σκυτεὺς Σμυνδυρίδης.

τζαγγία (τὰ), πρακτικώτατα ὑποδήμα-τα τῶν Βυζαντινῶν, ποὺ εἶχαν πολὺ μεγάλη ἀπήχηση, τόση, ὥστε ἔμεινε ἐξ αὐτῶν ὁ ὑπο-δηματοποιὸς νὰ καλῆται τζαγγάριος, τζαγ-γάρης (> τσαγκάρης).

τροχάδες (οἱ) εἶδος σανδαλίων, γιὰ ἄνετο τρέξιμο στὰ χωράφια, στὴν βο-σκή. Κατασκευάζονται καὶ πωλοῦνται ἀκόμη καὶ σήμερα στὴν Σκύρο, ὅπου τὰ λὲν ἀκόμη... τροχάδια![76]

ὑπέρδεσμα (τὰ), εἶδος ὑποδήματος.φαικὰς (ἡ), εἶδος γεωργικῶν ὑποδημάτων, εἶδος λευκῶν σανδαλίων τῶν

Ἀθηναίων γυμνασιαρχῶν, καὶ τῶν Αἰγυπτίων ἱερέων.[77] Ἡ μικρὴ φαικὰς ἐλέγετο φαικάσιον (τὸ).

χῖαι (αἱ), εἶδος ἀνδρικοῦ ὑποδήματος, ἐκ Χίου («χῖαι κρηπῖδες»), ποὺ ἔξω-θεν τῆς εἰδέσεως ἦταν μολύβδινο! Αὐτὰ ἔδωσαν ἕναν ἰδιαίτερο ρυθμὸ στὴν ὑποδη-ματοποιία, τὸν χῖο ρυθμό.[78]

ψιττάκεια (τὰ), ἢ ψιττάκια (τὰ), ἢ φιττάκια (τὰ), εἶδος γυναικείου ὑποδήμα-τος, ἴσως γιὰ ποιμενικὲς ἐργασίες.[79]

Μέρη καὶ ἐργαλεῖα τῶν ὑποδημάτων

Αὐτὸ ποὺ σήμερα λέμε «σόλα» στὰ ἀρχαῖα χρόνια ἐλέγετο «κάττυμα».Τὴν γλωσσίδα, ποὺ ἀνέβαινε ἕως ἐπάνω στὸ πέλμα, τὴν ἔλεγαν «γλῶσσα»,

ὅπως ἀκριβῶς τὴν λέμε καὶ σήμερα!Ὁ σύνδεσμος τῶν κορριγίων τοῦ ὑποδήματος, ἐλέγετο «ἱμάντωσις»[80]

Οἱ ἱμάντες τῶν ὑποδημάτων, ἐλέγοντο «ὅρμοι». Οἱ «ρομφεῖς» ἦσαν ἱμάντες ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐρράπτετο τὸ ὑπόδημα.

Οἱ περόνες τῶν ὑποδημάτων, ἐλέγοντο «ραπίδες».Τὸ «λωρίον» (λουρί) τοῦ ὑποδήματος, ἐλέγετο «σφαιρωτήρ», καὶ ἐπὶ σαν-

δαλίου «ζινίχιον».Οἱ ἀγκύλες (ἢ βρόχοι) τῶν ὑποδημάτων ἐλέγοντο «ὕσκλοι».Ἕνα εἶδος κοπιδίου τῶν ὑποδηματορράφων ἐλέγετο «ἄρβηλος».[81] Ἕνα

ἄλλο ἦταν ὁ περιτομέας ἢ ἁπλῶς τομέας. Τὶς ὀπὲς τὶς διάνοιγαν μὲ τὸν ὀπέα (σημ. σουβλὶ – λατ. subulum).

Τοποθετοῦσαν, λοιπόν, τὸ ὑπὸ κατασκευὴν ὑπόδημα ἐπὶ τοῦ καλάποδα[82],

Page 11: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

Ἰούλιος - Αὔγουστος 2013

20

καὶ ἀφοῦ ἔχριζαν τὸ δέρμα μὲ εἰδικὸ ἔλαιο, τὰ ἔρραπταν μὲ νεῦρα βοῶν. Ἐφήρ-μοζαν τὰ καττύματα μὲ ραφὴ ἢ προσήλωση. Τὰ ἔβαφαν μὲ μελαντηρία ἢ ἐρυθρὰ βαφὴ (μαῦρα ἢ κόκκινα ἀντιστοίχως). Τέλος, τὰ ἔστιλβαν μὲ τὴν ὀρυκτὴ ὕλη «ἀγή-ρατος».

Τὸ ἐργαλεῖο ποὺ βοηθᾶ τὸ πόδι νὰ γλυστρᾶ μέσα στὸ ὑπόδημα, ποὺ σήμερα λέμε ἁπλῶς «κόκκαλο», ἀσχέτως ἀπὸ τὶ ὑλικὸ εἶναι καστασκευασμένο, ἐλέγετο ὑποδετήριον. Στὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν μεταλλικά, κεράτινα καὶ δερμάτινα τέ-τοια βοηθήματα, ἀλλὰ τὰ περισσότερα ἦσαν ὄντως ὀστέινα, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ λαϊκὴ γλῶσσα διατήρησε τὴν λέξη «κόκκαλο» γι’ αὐτά, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι... πλαστικά!

Ἕως τὰ χρόνια τῶν χειροποιήτων ὑποδημάτων στὰ μέτρα καὶ τὶς ἰδιομορ-φίες τοῦ πέλματος τοῦ πελάτου, τὰ κυριώτερα ἐργαλεῖα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ ἦσαν τὸ σφυρὶ (γιὰ τὸ πιστάρισμα τῆς σόλας τοῦ πάτου καὶ τὸ κάρφωμα τῶν τακουνιῶν), ἡ τανάλια (γιὰ τὸ μοντάρισμα-ξεμοντάρισμα), ἡ φαλτσέτα (γιὰ τὸ κόψιμο τῆς σόλας, τὸ ξελούρισμα), τὸ λαμπούνι (γιὰ τὸ σιδέρωμα τῆς σόλας, τῆς πιέτας), τὸ σουβλὶ (ἢ κατσαμπρόκος ἢ κατσαπρόκος[83], γιὰ τὸ ἄνοιγμα ὀπῶν), ἡ ράσπα (γιὰ τὸ ξύσιμο τῆς σόλας) καὶ τὸ ἀμόνι (γιὰ τὸ πιστάρισμα τῆς σόλας).

Ἡ γυμνοποδία καὶ ἔθιμα ὑποδημάτων

Σχετικὰ μὲ τὰ ὑποδήματα καὶ τὴν ὑπόδηση ὑπάρχουν πολλὰ ἔθιμα, σὲ δια-φόρους λαοὺς τῆς γῆς καὶ ἀνὰ ἐποχές.

Τὸ κυριώτερο ὅμως εἶναι ἡ γυμνοποδία ἐντὸς ἱερῶν χώρων, ἡ ἀποβολὴ δηλ. τῶν ὑποδημάτων, ποὺ ἐφήρμοζαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες (οἱ δὲ ἱερεῖς τῆς Δωδώ-νης ἦσαν καὶ ἀνιπτόποδες, δὲν ἔπλεναν δηλ. τὰ πόδια τους), οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἐξ αὐτῶν τὴν ἀκολούθησαν καὶ τὴν διατηροῦν οἱ μου-σουλμᾶνοι, οἱ σίνες, κ.ἄ. στὰ τεμένη τους.

Στὴν ἀρχαία Ρώμη ἐτελεῖτο εἰδικὴ ἑορτὴ γυμνοπο-δίας, τὰ Nudipedalia.

Ἡ συνήθεια νὰ ἀφήνωνται ἔξω τῶν ἱερῶν χώρων τὰ ὑποδήματα, ὡς ἀκάθαρτα, συνεχίσθηκε καὶ στοὺς βα-σιλικοὺς καὶ ἀνακτορικοὺς οἴκους. Οἱ Αἰγύπτιοι παρου-σιάζονταν στὸν βασιλιά τους ἀνυπόδητοι. Ἐνώπιον τοῦ μεγάλου σουλτάνου, στὴν Ὑψηλὴ Πύλη, ὅσοι ἔρχον ταν γιὰ νὰ ὑποβάλουν τὰ σέβη τους, ἔπρεπε νὰ σκύψουν καὶ νὰ φιλήσουν τὰ χρυσᾶ του ὑποδήματα, γιὰ νὰ ἀποδεί-ξουν πόσο καλοὶ καὶ ὑπάκουοι εἶναι...

Τὴν 2η ἡμέρα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ γάμου, τὴν «ἐπαυλία», ἦταν συνηθέστατο δῶρο τὰ ὑποδήματα στοὺς νεονύμφους. Στοὺς σημερινοὺς γάμους, ἡ νύφη γράφει στὸν πάτο τοῦ νυφικοῦ της παπουτσιοῦ τὰ ὀνό-ματα τῶν ἐλευθέρων φιλενάδων τῆς καὶ ὅποιο ὄνομα,

Page 12: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ

21

μετὰ τὸ πέρας τῆς τελετῆς, βρεθῆ σβησμένο, αὐτὴ καὶ θὰ εἶναι ἡ ἑπομένη νύφη! Τὸ ὑπόδημα ἐξακολουθεῖ ἐπίσης ὡς πρῶτο δῶρο τοῦ νονοῦ στὸ βαπτιστήρι του, γιὰ νὰ ἔχη «καλὸ δρόμο».

Εἶναι ἀπίστευτα πολλὰ τὰ ἐπίθετα ποὺ ἔχει δώσει ἡ τέχνη καὶ ἡ ἐνασχόληση μὲ τὴν ὑποδηματοποιία: Παπουτσῆς, Ὑποδηματᾶς, Ποδηματᾶς, Καλτσᾶς, Τσαγκά-ρης, Τσαρούχης, κ.λπ.

Τέλος, τὸ ὑπόδημα ἦταν πάντα ἀντικείμενο φετὶχ καὶ ἔρωτος, ξεκινῶντας ἀπὸ τὰ γοβάκια τῆς βασιλοπούλας στὰ παιδικὰ παραμύθια, τὰ ποικιλοστόλιστα πασουμάκια τῶν παλλακίδων, ἡ ὕπαρξη καὶ μόνον τῶν ὁποίων, ἔξω ἀπὸ τοὺς ὀντάδες τῶν χαρεμιῶν, ἔδειχνε τὴν διαθεσιμότητα τῆς κοπέλλας καὶ ξάναβε τὸν πόθο στὸν ἐπιβήτορα, τὴν πλέον προσφιλῆ τακτικὴ τῶν ἐρωτευμένων νὰ χρησι-μοποιοῦν γιὰ ποτήρι τοῦ ποτοῦ τους τὸ γοβάκι τῆς κοπέλλας τους καί, καταλή-γοντας, στήν... γόβα-στιλέττο, ποὺ γίνεται φονικὸ ὅπλο ἔρωτος...

Ἡ ὑποδηματοποιία σὲ ἄλλους λαοὺς

Τὸ ἀρχαιότερο ὑπόδημα ποὺ ἔχει βρεθῆ ἕως τώρα, τὸ φοροῦσε ὁ «ἄνθρω-πος τῶν πάγων», ποὺ βρέθηκε στὶς Ἄλπεις, καὶ ἔζησε περὶ τὸ 3300 π.Χ. Οἱ πάγοι βοηθῆσαν νὰ διατηρηθοῦν σὲ καλὴ σχετικὰ κατάσταση τὰ ὑποδήματά του. Ἦταν καμωμένα ἀπὸ γρασίδι, δέρμα ἐλαφιοῦ καὶ δέρμα ἀρκούδας. O πάγος διετήρη-σε ὑποδήματα, κ.ἄ. ἀντικείμενα ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τῶν Ἀλτάϊ, τοῦ 6ου-4ου αἱ. π.Χ., ὅπου κατοικοῦσαν νομάδες, συγγενεῖς τῶν Σκυθῶν. Ἐκτὸς αὐτῶν, βεβαίως, ὑπολείμματα ὑποδημάτων μπορεῖ νὰ ἴδη κανεὶς στὰ Ἀρχαιολογικὰ Μουσεῖα τῆς Ἑλλάδος, μικρογραφίες τους σὲ ἀναθήματα τάφων, παραστάσεις τους σὲ ἀρχαία ἀγγεῖα, κ.ἄ.

Στοὺς ἀρχαίους Αἰγυπτίους δὲν ἀπαντᾶται ἀνεπτυγμένη ὑποδηματοποιία. Ἀπὸ τήν Ε΄ Δυναστεία φοροῦσαν ἕνα ἁπλὸ κάττυμα (σόλα) ἀπὸ φύλλα. Ἢ ἁπλὸ σανδάλι, μὲ πλέγματα ἀπὸ λωρίδες φύλλων φοίνικος ἢ παπύρου. Ἦταν ὅμως δια-κεκοσμημένο πλουσιώτατα καὶ ἐνίοτε εἶχε καὶ ἐσωτερικὴ ἐπένδυση.

Στὴν Ἀσσυρία κομψὰ περιπόδια ἔφεραν μόνον οἱ βασιλεῖς. Οἱ Μηδο-πέρσες εἶχαν εἶδος ὑψηλῆς «μπότας», ἕως τὸ γόνατο, γιὰ στρατιωτικὴ χρήση.

Στοὺς Ἰουδαίους τὸ ὑπόδημα ἐμφανίζεται στὰ πατριαρχικὰ χρόνια. Ἦταν συνήθως ἁπλὸ σανδάλι, ἀπὸ δέρμα, ξύλο ἢ ὕφασμα. Συνήθως χονδροειδές, μὲ μικρὰ πέταλα. Ὑπῆρχαν καὶ πολυτελείας ἰάνθινα.

Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ὑποδήματα, κρᾶμα ἀρχαίας ἑλληνικῆς-βαρβαρικῆς καὶ τυρρηνικῆς ὑποδηματοποιίας.

Ἀλλά, μετὰ τοὺς Ἕλληνες, αὐτοὶ ποὺ ἀνέβασαν τὴν ὑποδηματοποιία σὲ ὑψηλὸ ἐπίπεδο ἦσαν οἱ Ἐτρούσκοι, οἱ ἀπόγονοι δηλ. τῶν Τρώων, ποὺ διεσώθησαν στὴν Β. Ἰταλία. Αὐτοὶ ἐφτιαξαν ἄφθαστης πολυτελείας ὑποδήματα καὶ μάλιστα πολὺ ὑψηλὰ (tusca calciamenta). Τὰ τυρρηνικὰ (ἢ τυρρηνουργῆ) ὑποδήματα, ἐθε-

Page 13: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

Ἰούλιος - Αὔγουστος 2013

22

ωροῦντο στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια, σὲ Ρώμη καὶ Ἀθήνα, γνώρισμα τῶν κομψευομένων (μοδάτων). Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε σπουδαιότατο τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὑποδηματοποιοῦ στὴν ρωμαϊκὴ χώρα. Ἡ ἐπαγγελματική τους ὁμάδα (συντεχνία, κολλέγιον-κολλε-γιά) – τὴν ὁποία ἵδρυσε ὁ Νουμᾶς - συνερχόταν καὶ συνεδρίαζε τακτικώτατα στὸ Atrium Sutorum γιὰ θέματα πολιτικὰ καὶ τοῦ κλάδου τους. Ἐκεῖ τελοῦσαν καὶ κάθε Μάιο τὴν ἑορτὴ Tubilustrium. Ἐπίσημη Ὑποδηματαγορὰ (Vicus Sandaliarius) τῆς Ρώμης λειτουργοῦσε στὴν συνοικία τῆς Σουβούρας. Ἀπομεινάρι αὐτῆς τῆς πα-ραδόσεως εἶναι ἡ ὑψηλὴ ὑποδηματοποιία ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν κάποιες περιοχὲς τῆς Ἰταλίας.

Οἱ Βυζαντινοὶ ἔφεραν στὴν ἀγορὰ ἀναπαυτικώτερα καὶ πρακτικότερα ὑπο-δήματα.

Οἱ σλάβοι, τέλος, ἔφεραν χονδρὰ περιτυλίγματα στὰ πόδια τους, ἀπὸ χονδρὲς ὑφασμάτινες ταινίες, ἐνῶ ἀπὸ κάτω εἶχαν ἐπίσης χονδροειδὲς κάττυμα ἀπὸ βόειο ἢ χοιρινὸ δέρμα.

Δυτικώτεροι καὶ βαρβαρώτεροι λαοὶ φοροῦσαν ἀκόμη χονδροειδέστερα ὑποδήματα. Ὑψηλὰ καὶ μὲ περισκελεῖδες, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν τὶς ἀνάγκες βα-δίσεως σὲ χιονοσκεπῆ τοπία καὶ στὶς κλιματολογικὲς συνθῆκες τῆς περιοχῆς τους. Γενικῶς πάντως, ἡ λεπτότητα τοῦ ὑποδήματος, ἀποδεικνύει καὶ τὴν λεπτότητα ἑνὸς λαοῦ – καὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὸ φορεῖ!

Ἡ βιομηχανικὴ ὑποδηματοποιία

Ἕως καὶ τὸ 1850 γιὰ νὰ κατασκευασθῆ ἕνα ζευγάρι παπούτσια ἀπαιτοῦσε 11 μῆνες δουλεῖας, ἀπὸ 8 εἰδικευμένους τεχνῖτες!

Ἡ βιομηχανικὴ ὑποδηματοποιία, στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἱ. στὴν χώρα μας παρήγαγε σὲ ὑποδηματεργοστάσια 500.000 ζεύγη ὑποδημάτων (ὅταν στὴν μικρό-τερη πληθυσμιακὰ Ἐλβετία παράγονταν 6,5 ἑκατ. ζεύγη. Ἡ Γερμανία παρήγαγε 65 ἑκατ. ζεύγη, ἡ Ἀγγλία 120 ἑκατ. ζεύγη καὶ οἱ ΗΠΑ 350 ἑκατ. ζεύγη). Ἀλλὰ τὰ ποιοτικώτερα ὑποδήματα στὸν κόσμο θεωροῦνται αὐτὰ τῆς Ἰταλίας, τῆς Ἰσπα-νίας καὶ τῆς Ἑλλάδος. Ἡ βιομηχανικὴ ὑποδηματοποιία ἐπέφερε μαρασμὸ καὶ ἐν τέλει ἔσβησε τὴν παραδοσιακὴ χειροποίητη τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ ὑποδηματοποιεῖα, ποὺ ἦσαν μικρὲς βιοτεχνίες, οἱ ὁποῖες κατεσκεύαζαν χειροποίητα ὑποδήματα, καὶ τὰ μετέπειτα ὑποδηματερ-γοστάσια, ἀνεπτύχθησαν καὶ ὑποδηματοεπιδιορθωτήρια, γιὰ τὶς ἀνάγκες ἐπιδι-ορθώσεώς τους, ἀφοῦ δὲν μποροῦσε νὰ ἀγοράση κανεὶς συχνὰ ὑποδήματα. Τέτοια ἀνεπτύχθησαν κυρίως ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ού αἱ. σὲ Ἀθήνα-Πειραιᾶ, Θεσσαλονί-κη καὶ Πάτρα, καὶ συγκεντρώθηκαν σὲ γειτονιὲς (τὰ τσαγγαράδικα). Ἀπὸ τὸ 1915 στὴν Ἀθῆνα ἱδρύθηκαν καὶ ὑποδηματοκαθαριστήρια, ἂν καὶ τὴν μεγαλύτερη σχε-τικὴ δουλειά, ἔκαμαν ἕως προσφάτως ὑπαίθριοι λούστροι μὲ κασσελάκια.

(*) Ἀφιερώνω αὐτὸ τὸ ἄρθρο στὸν Χιώτη θεῖο μου Νίκο, ποὺ τὸν ἔλεγαν

Page 14: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

ΕΛΛΗΝΟΡΑΜΑ

23

Ζωγράφο στὸ ἐπίθετο, ἀλλὰ ἦταν τσαγκάρης στὸ ἐπάγγελμα, ἀπὸ τοὺς τελευταί-ους ὑποδηματοεπιδιορθωτὲς καὶ ὑποδηματοποιοὺς χειροποιήτου παπουτσιοῦ στὸ Κερατσίνι Πειραιῶς.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Ὁμόρριζες καὶ οἱ λέξεις δειλός, δημιουργός, δῆμος, διδάσκω, δοιῶ, ἔνδεια, ἐπιτήδειος, κ.λπ.[2] Στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια ἐλέγοντο φεμινάλια καὶ φασκία (fasciae pedales) > φασκιές.[3] Ἡ ἱστορία τῆς οἰκογενείας Κόγια στὸ ὑπόδημα ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ 1910. Ἀπὸ τὰ λίγα ἐναπομείναντα ἀκόμη αὐθεντικὰ

παραδοσιακὰ ἐργαστήρια ὑποδημάτων στὴν Ἑλλάδα (Καρδίτσα).[4] νῦν παπουτζὴς / παπουτσῆς, τζαγγάριος / τζαγκάριος / τσαγκάριος / τσαγκάρης, τσαρουχᾶς / τσαρούχας > τουρκ. σα-

ράτζης / σαρατζῆς.[5] τουρκ. ταμπάκης, ταμβάκης.[6] σκυτίνη = δερμάτινο ζωνάρι, ἀλλὰ καὶ ὁ δερμάτινος φαλλὸς τῶν κωμικῶν ὑποκριτῶν.[7] βλ. σχ. Ἀθήν., Ἀριστ., Ξενοφ., Ὀμ., Πλάτ.[8] βλ. σχ. Ἀθήν.[9] βλ. σχ. Ὅμ.[10] σκυτεὺς ποὺ χρησιμοποιεῖ πίσσα στὸ ἐργαστήριό του, τὸ πισσύγιον.[11] Λουκ. π. τ. ἀπ. 23.[12] ἀκάτιον (τὸ) = μικρὴ ἄκατος, μικρὸ καὶ εὐκίνητο πλοῖο, ὅπως τῶν πειρατῶν. Ὑπῆρχε καὶ εἶδος ποτηρίου σὲ σχῆμα

πλοιαρίου, τὸ ὁποῖο ἐπίσης ἐλέγετο ἀκάτιον – βλ. σχ. Ἀθήν.[13] βλ. σχ. Ar. fr. 7396 III 726 K.[14] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[15] βλ. σχ. Ar. Thesm. 142[16] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[17] ἀναξύω, ξύω = τρίβω τὴν ἐπιφάνεια ἑνὸς πράγματος, γυαλίζω, ξύνω.[18] λέγονταν καὶ φημινάλια/φιμινάλια/φουμινάλια ἢ βρακία (βρακιά) περσικὰ – βλ. σχ. vgA, Ἠρόδ., Ξενοφ., Πολυδ. Παρα-

φρασμένα τουρκικὰ τὸ ἀναξύρι ἔγινε τσαξύρι. Πρόκειται γιὰ τὸ νῦν γνωστὸ ὡς σαλβάρι.[19] βλ. σχ. Ἠρόδ. 1,71,2.[20] βλ. σχ. Δημοσθ.[21] βλ. σχ. Εὐρ. Or. 140, Εὐρ. Hipp. 1189, Θεόκρ. id. 7, 26, f Z296, Et. gen. 1113.[22] βλ. σχ. Eupol. fr. 266.[23] βλ. σχ. Θεόκρ., Εὐριπ., Καλλ. fr. 235,2, 223,1, AB, Sym. 1411, EM 1855, Orio, Et. gen. 1224.[24] βλ. σχ. Φερεκρ. fr.38, Πολύδ.[25] βλ. σχ. 2. Esdr. 14,11.[26] βλ. σχ. Ἕρμιππ. fr. 18.[27] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[28] βλ. σχ. Ἐρατοσθ. frg. 28 Str.[29] βλ. σχ. Καλλ. fr. 743 incerti auct., l. c., AB, Sym. 47, EM 70, Et. Gud. b,41. Orio 31,7.[30] Ἀναφέρονται 4 ἑλληνιστικὲς πόλεις μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα: Ἡ Β. Ἑσπερὶς στὴν Κυρηναϊκὴ χώρα (στὴν νῦν Λιβύη), ἡ τῆς Ἄνω

Αἰγύπτου, ἡ κατὰ Σάβας, τοῦ Ἀραβίου κόλπου καὶ ἡ Πάγχρυσος, ἐπίσης τοῦ Ἀραβίου κόλπου, ἡ νῦν Σαλάκα.[31] «βλαυτοῦν ὑπόδημα» = ὑποδέειν, ἢ πλήσσειν σανδαλίῳ.[32] βλ. σχ. Πλ. Smp. 174a, 190d, Μένανδρος.[33] Ἀλλὰ καὶ τὰ σκηνώματα, οἱ καλύβες, τὰ καλάθια, τὰ κοφίνια γιὰ φόρτωμα, τὰ δερμάτινα σεβάσματα (αἰδοῖα), τὰ

δερμάτινα σκεπάσματα (γερράδια), τὰ πολεμικὰ σκεπάσματα τῶν στρατιωτῶν ἐξ ἀσπίδος (γερροχελῶνες). Συνήθως γέρρον ἐλέγετο ὅ,τι ἦταν πλεκτὸ ἀπὸ ράβδους ἢ βέργες (ὅπως ἡ τετράγωνη περσικὴ ἀσπίδα, ποὺ ἦταν καπλαντισμένη ἀπὸ ὠμὸ δέρμα βοδιῶν, ἢ κάποιο φράγμα) - βλ. Δημοσθ., Λουκ., Ξενοφ. Στράβ., Φερεκρ.

[34] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[35] βλ. σχ, Πολυδ.[36] βλ. σχ. Ἀθήν., Ἀλκίφρ.[37] βλ. σχ. Ἀρ. fr. 320,10[38] βλ. σχ. Πλουτ.[39] Ἔτσι ἐλέγετο καὶ ἕνα χοδρὸ φόρεμα τῶν δρομέων καὶ τῶν παλαιστῶν, ποὺ τὸ φοροῦσαν μετὰ τὸν ἀγῶνα, γιὰ νὰ μὴ

κρυώσουν.

Page 15: Υποδήματα των Αρχαίων Ελλήνων -

Ἰούλιος - Αὔγουστος 2013

24

[40] βλ. σχ. Ἀνάλκ.[41] βλ. σχ. Ἕρμιππ. fr. 67.[42] βλ. σχ. Αἰσχύλ., Εὐρ.[43] βλ. σχ. Λύσιππ. fr. 2 K.[44] βλ. σχ. Πλούτ.[45] βλ. σχ. Πολύδ., Πλούτ., Rhinth. fr. 5.[46] Τὰ καλίκια εἶναι παραδοσιακὰ τὰ ὑποδήματα ποὺ φοροῦν οἱ καλικάντζαροι.[47] φυτὸ παραπλήσιο τοῦ λινοῦ. Ἀπ’ αὐτὸ ἐφτιαχναν στουπιὰ καὶ κάννες (σκεπάσματα πεπλεγμένα ἀπὸ βοῦρλα ἢ καλάμια

καὶ νεροκαλάμια, ψάθες) - βλ. σχ. Ἠρόδ., ΣΟΥΔΑΣ.[48] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[49] Παρομοίως κατεσκεύαζαν καὶ δερμάτινες σκηνὲς γιὰ οἰκίες (καρβάτινες οἰκίες) – βλ. σχ. Μαθτ. παλ.[50] βλ. σχ. Ξενοφ.[51] βλ. σχ. Κρατιν. fr.310, Πολύδ.[52] Γι’ αὐτὸ καὶ μεταφορικῶς «κόθορνος» ὠνομαζό ταν ἀπὸ τὸν λαὸ ὁ ἀσταθής, ὁ εὐμετάβολος ἄνθρωπος. Ἔτσι ἔλεγαν καὶ

τὸν πολιτικὸ Θηραμένη, ἕναν τῶν Τριάκοντα Τυράννων, ἐπειδὴ «χώραγε» σ’ ὄλες τὶς καταστάσεις...[53] βλ. σχ. Ἠρόδ., Asvg., Πολυδεύ κης, ἀλλὰ καὶ Σαρ. Καργάκου «Ἡ γένεση τοῦ δράματος - Τὸ ἀποκορύφωμα τῆς θεα-

τρικῆς τέχνης». Ὄντως ἡ «σκευή» τῶν ἀρχαίων ὑποκριτῶν περιελάμβανε τὴν ἀμφίεση τῶν ὑποκριτῶν, ἰμάτιο, χλαμύδα, χιτῶνα, ὑποδή-

ματα, τοὺς κοθόρνους καὶ τὰ προσωπεῖα ποὺ ἦσαν καμωμένα ἀπὸ λινὸ ὕφασμα. Τὸ νῦν βεστιάριο.[54] βλ. σχ. Rhint. fr. 4.[55] βλ. σχ. Ἀριστοφ., Ἠσύχ.[56] βλ. σχ. Πλούτ.[57] βλ. σχ. Asvgn, Ἠρωδ.[58] βλ. σχ. Σοφ.[59] βλ. σχ. Sapph. fr.39,L–P, Ἀθήν.[60] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[61] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[62] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[63] Ἡ Ἑλληνίδα νύφη ἐνεδύετο μὲ πλούσια στολή: λευκὸ ἔνδυμα, ποικίλο ἰμάτιο, πέπλο, νυμφίδες (νυφικὰ ὑποδήματα)

κι ἐστολίζετο μὲ περιδέραια καὶ ἄλλα κοσμήματα. Τὸ γαμήλιο στεφάνι ἀπετελεῖτο ἀπὸ διάφορα ἄνθη τῆς ὑπαίθρου, ἀγαπητὰ στὴν Ἀφροδίτη.

[64] καὶ κοσμήματος καὶ ποδήρης γυναικεῖος χιτών, ἀπὸ λεπτὸ περιβόλαιο ὕφασμα, ἰδίως ἔνδυμα τῶν τραγωδιῶν – βλ. σχ. Πλάτ.

[65] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[66] βλ. σχ. Σοφ.[67] βλ. σχ. Ἡρόδ.[68] Ἡ πελλαστὴ ἦταν ἕνα λουρί, ποὺ ἐτύλιγαν οἱ δρομεῖς πέριξ τῶν σφυρῶν καὶ τῶν πτερῶν.[69] βλ. σχ. Αἰσχ., Ἀριστοφ., Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[70] βλ. σχ. Ἀθήν.[71] Καὶ ἕνα εἶδος περσικοῦ ἐπανωφορίου, ἡ χλαῖνα/χλαίνη (τουρκ. μπενίσον). Καὶ μιὰ εὐτελὴς κουρτίνα, ἀποτελουμένη ἀπὸ

ὑφασμάτινα ράκη - «περσίδες» τὰ ράκη της.[72] βλ. σχ. Ὄμ., Αἰλ., Ἠρόδ., σχολ. Εὐρ. «Σανδάλιον» ἐλέγετο καὶ ὁ ἰατρικὸς ἐπίδεσμος, ποὺ ἐτυλίγετο γύρῳ ἀπὸ τὴν κνήμη.[73] Ἀντίστοιχα καὶ εἶδος ἱματίου καὶ ποτηρίου – βλ. σχ. Ἀθήν., Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[74] βλ. σχ. Λουκ.[75] βλ. σχ. Πολέμων, Ἐρμόδ.[76] Πρόκειται γιὰ χειροποίητα ὑποδήματα, ποὺ γιὰ σόλες χρησιμοποιοῦν... λάστιχα αὐτοκινήτου, ἐνῶ ἀπὸ πάνω ἔχουν

γνήσιο δέρμα. Τὰ φοροῦν οἱ βοσκοί μας. Ἀντέχουν στὸ νερὸ καὶ τὸ χιόνι, ἐνῶ εἶναι κατάλληλα γιὰ περπάτημα πάνω σὲ κοφτεροὺς βράχους. Τὸν χειμῶνα φοριούνται μὲ μάλλινες κάλτσες (τσουράπια), κομμένες ἔτσι, ὥστε νὰ ἀφήνουν ἐκτεθειμένα τὰ δάκτυλα καὶ τὶς πτέρνες.

[77] βλ. σχ. Ἀππιαν.[78] βλ. σχ. Ἡσύχ., Ἰπποκρ.[79] βλ. σχ. Poll. «Ὀνομ.» 7.94.[80] βλ. σχ. Sir. 22,16) A.[81] βλ. σχ. Νίκανδρ.[82] Σήμερα λέμε «καλαπόδι» ἕνα ἐργαλεῖο ποὺ τοποθετοῦμε ἐντὸς τῶν ὑποδημάτων γιὰ νὰ διατηρήσουμε τὴν φόρμα τους.[83] ἦταν ἕνα μικρὸ ἐργαλεῖο καὶ ἐξ αὐτοῦ ἔμεινε κάθε μικρόσωμος ἄνθρωπος νὰ λέγεται περιπαικτικὰ ἔτσι.