ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

25
Αϊ-Γιώργης Επιμέλεια: Παπαδημητρακοπούλου Ευγενία

Transcript of ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Page 1: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Αϊ-Γιώργης

Επιμέλεια: Παπαδημητρακοπούλου Ευγενία

Page 2: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Ποιήματα

Page 3: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Τρεις φίλοι ήρθανε να με δουν

Όλα έμοιαζαν σήμερα σάμπως νάρθε ο Ταΰγετοςενώ ήμουν εγώ που πήγαινα πάντοτε. Τον έβλεπα που όλο

πλησίαζε, που όλο και πιο καθαρέςοι πτυχές κ’ οι κορφές του, κινούμενες μέσα

στο φως, αερόπαιζαν-Ερχόνταν κ’ οι τρεις τους.

Δεξιά του ο Αϊ-Γιώργης στ’ ασημένιο του άλογο.Η Παναγιά στα ζερβά του, με το ανάλλαχτο εκείνο

φόρεμά της το κόκκινο. Μια τούφα χρυσόανοιξιάτικο φως τα μαλλιά της, κυμάτιζαν.Στο ένα χέρι της κράταγε κλωνάρι από δρυ,

μυρτόκλαδο στο άλλο της.Έδειχνε είκοσι

χρονών ο Ταΰγετος. Η Παναγιά δεκατέσσερω.Ο Αϊ-Γιώργης τρέχοντας έξω απ’ την πόλη

και σε λίγο, επειδή δε χωρούσαν να μπουναπ’ την πόρτα στο σπίτι μου, τους άνοιξα ένα

μεγάλο παράθυρο στην ψυχή μου και πέταξανμέσα τριαντάφυλλα.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Page 4: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Επάρκεια

Είναι κοντά μου εδώ κι ο Αϊ-Γιώργηςο μόνος μου γείτονας. Κατοικεί

στο εκκλησάκι που χτίσαν γι’ αυτόν και το άσπρο του άλογο οι πρόγονοι.

Κι από τότε δεν έπαψε να δέχεταιπότε μικρές ανεμώνες, πότε χρυσάνθεμα

και πότε μυρτιές που του φέρνουνεοι επισκέπτες του. Πηγαίνω κ’ εγώ,

τον βλέπω συχνά, αλλά μόνο σαν φίλος του. Δεν μου χρειάστηκε

τίποτα. Μου εδόθη εξαρχής ό,τιείχα ανάγκη να πορέψω

το βίο μου.Κ’ έχω μέσα μου

ακόμη ψωμί και νερό.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Page 5: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

O Τάκη-Πλούμας

Στα παιδικά μου χρόνια, ο πιο μεγάλος αξάδερφός μου μ' έπαιρνε μαζί στα πανηγύρια, που ήτανε, παρ' άλλος,πρώτος στην ομορφιά και στην ορμή.

Τι ωραίος! Τον θυμούμαι,αστρογολούσε καβάλα στο φαρί του, βυσσινιά φέρμελη χρυσοκέντητη εφορούσε, γιουρντάνια από βενέτικα φλουριά.

Του Καπετάν πασά φόραε την πάλα και το χαρμπί του Μπότσαρη, και δυο, στου σελαχιού του ανάμεσα τη σπάλα, πιστόλια από τ' Αλή το θησαυρό.

Φουστανελίτσα φόραε ζυγιασμένη και κάλτσες και τσαρούχια φουντωτά,παραγγελιά απ' τα Γιάννενα φερμένη,γαντζούδιαπρεβεζάνικα, ασημιά.

Έτσι σιαγμένος, κι έχοντας στον ώμοτο καριοφίλι, χαίτη και λουριάστο χέρι του, ελαμπάδιαζε το δρόμο,χιμώνταςαπ' την Πύλη την πλατιά.

Κ' εγώ, λίγο ξοπίσω του, όλο θάμπος,στο γλήγορο αλογάκι μου κι εγώ,δύνόμουν ναν τον φτάνω, κι ήμουν σάμπως να 'χα φτερά, κορμάκι αερινό.

Κι ως τρέχαμε, θυμάμαι, τα κλεισμέναστο τουνεζί φεσάκι του, σγουρά,σκόρπια τριγύρα, φέγγανε, σαν έναγνεφάκι απ' αναμμένη αθημωνιά.

Κι ως πύρωνεν ακόμα στη φευγάλα,τρικυμισμένος κι όλος μες στο φως,χρυσόχυτος μου εφάνταζε καβάλα,σαν τον Αϊ-Γιώργη, λίγο πιο μικρός...

Ω! το λεβέντη του Μεσολογγιού μας, τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής! Και να μετρώ, και να 'ναι, ο Τάκη-Πλούμας, τριάντα τρία χρόνια μες στη γης...

Μιλτιάδης Μαλακάσης

Page 6: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Η μορφή της Μοίρας

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια· ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;

[...]άφησε μη ρωτάς, περίμενε· το αίμα, το αίμα

ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αϊ-Γιώργη τον καβαλάρηγια να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.

Γιώργος Σεφέρης

Page 7: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Αποχαιρετισμός

«Πώς Αϊ-Δημήτρης του Αϊ-Γιωργιού τον τράχηλο αγκαλιάζεικαθείς τους ανεβαίνοντας σε ψυχερό φαρί

το δρόμο που μυρίζεται μεκρύ κι αναγαλλιάζεικαι το 'να είναι σιδέρικο και τ' άλλο είναι ψαρίόμοια κ' εγώ, ως ξεκίναγα για το μεγάλο δρόμο

και συ 'σουνα στο πλάγι μου γι' άλλο στρατί να παςακόμα πάνω στ' άλογο σού αγκάλιασα τον ώμο

κ' είπα: Ο Θεός στις στράτες σου, και συ να μ' αγαπάς!».

Άγγελος Σικελιανός

Page 8: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Δημοτικά τραγούδια

Page 9: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Θεριό έχουμε στον τόπο μας, σ’ ένα βαθύ πηγάδιν-ανθρώπους το ταΐζουμε, κάθε πρωί και βράδυ.

Mια μέρα αν δεν τον δώσουμε άνθρωπο να δειπνήσεισταλιά νερό δεν άφηνε η χώρα να δροσίσει.

Kι ας ρίξουμε τα μπουλετιά να διούμ’ σε ποιόν θα πέσεινα στείλει το παιδάκι του στου λιονταριού πεσκέσι.

Kαι έπεσε το μπουλετί σε μιά βασιλοπούλαν-οπού την είχε ο βασιλιάς μονάχ’ κι ωραιοπούλα.

O βασιλιάς σαν τ’ άκουσε, αυτό το λόγο είπε:- Όλο το βιό μου πάρετε και το παιδί μ’ αφήστε.

Πολύς λαός συνάχτηκε, πάει στο βασιλέα.- Για δώσ’ μας το παιδάκι σου ή παίρνουμε και σένα.

- Πάρτε το το παιδάκι μου και κάντε το σα νύφηκαι σύρτε το στου λιονταριού πεσκέσι να δειπνήσει.

Πάρτε το και στολίστε το μ’ ατίμητα πετράδια,μ’ ατίμητα, μ’ αμέτρητα και με μαργαριτάρια.

Δημοτικό

συνέχεια

Page 10: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Πολύς λαός ξεκίνησε και τήνε πάει στη βρύση,δεν το ’λπιζε η βαριόμοιρη πως θα ξαναγυρίσει.Φύγαν και την αφήσανε εκεί κοντά στη βρύσηδιά να έβγει το θεριό να κάτσει να δειπνήσει.

Eκεί ν-οπού καθότανε μονάχη, μοναχούλαίδρος την περεχιότανε σα σιγανή βροχούλα.

Αϊς-Γιώργης σαν τ’ άκουσε τρέχει να τη γλυτώσεικι απ’ τον κακό της θάνατο να την ελευθερώσει.Γυρίζει βλέπει πίσω της, θωρεί έναν καβαλάρηαρματωμένο με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.

Aπό μακράν τόνε θωρεί και κάθεται και κλαίει.- Φύγε ξενάκι μ’ από ’δώ να μην σε φάει και σένα

αυτό το άγριο θεριό ν-οπού θα φάει και μένα.

συνέχεια

Page 11: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

- Λιγάκι θε να κοιμηθώ εδώ κοντά στη βρύσηκι όταν θα έβγει το θεριό, θέλω να με ξυπνήσεις.

Tην ώρα που κοιμότανε ήρθε ένα περιστέρικαι βάστα τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρι

κι απάνω έγραφ’ ο σταυρός, βέβαιος αϊς-Γιώργης.Όταν έβγαινε το θεριό τα όρη σιγοτρέμαν

κι η κόρη από το φόβο της φωνάζει - άγιε μου Γιώργησήκω και σκότωσ’ το θεριό που μ’ είπες δε φοβάσαι.

Σηκώνετ’ ανατολικά και κάνει το σταυρό τουμια κονταριά του έσυρε κι έκοψεν το λαιμό του.

συνέχεια

Page 12: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

- Kόρη μ’ που το ’βρες τ’ όνομα και που το αθιβάλλεις;- Tην ώρα που κοιμόσουνα ήρθε ένα περιστέρι

και βάστα τίμιο σταυρό εις το δεξί του χέρικι απάνω έγραφ’ ο σταυρός βέβαιος αϊς-Γιώργης.Πες με το, στρατιώτη μου, πως λένε τ’ όνομά σου,να κάνει ο πατέρας μου χάρισμα τ’ς αφεντιάς σου.

- Αϊ-Γιώργη με λέγουνε απ’ την Kαππαδοκία,να πείσεις τον πατέρα σου να φκιάσει εκκλησίακι αριστερά της εκκλησιάς να στήσει καβαλάρηαρματωμένο με σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.

Xρυσή κορδέλα έβγαλε και τα μαλλιά της δένει,χαρά μεγάλη έγινε στη γη, στην οικουμένη.Tρεις μέρες εχυνότανε το αίμα με την κίνηχαρά μεγάλη έγινε μέσα στη χώρα εκείνη.

συνέχεια

Page 13: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Kαι το τραγούδι σώθηκε και πείτε νά’ βρω τ’ άλλο,για πέστε το, για θα το πω, για ’ρχίζω και το λέγω

κι αν αρχινήσω και το πω πολλές καρδιές θα κάψω,θα κάψω νιές, θα κάψω νιούς, θα κάψω παλικάρια,

θα κάψω και τους μαραγκούς που φκιάνουν τα καράβιακαι ταξιδεύουν τα παιδιά, τα ’μορφα παλικάρια.

Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου κι έμορφε καβαλάρηδώσε τσι γρυπαροί κολιοί και τα ναυτάκια κιάρι

και μας τσι καλορίζικες οκάδες το μετάξι.Άγιε μου Γιώργη πο ’βγαλες το ρόδο και τ’ αγκάθι

εσύ τήνε πρωτόβγαλες στον κόσμο την αγάπη.

Page 14: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Του Δήμου

Σήμερα, Δήμο μ', Πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι,τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι,κι εσύ, Δήμο μ', στα Γιάννινα, στην πόρτα του βιζίρη,στον άλυσο, στο κούτσουρο, στο έρημο τουμρούκι.Και όλος ο κόσμος τόλεγαν, και Τούρκοι και Ρωμαίοι.«Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, νά' χης τ' αρματολίκι.»- «Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα;Να δώκη ο Θεός κι η Παναγιά, και αφέντης Άγι-Γιώργης,να γιάνη το χεράκι μου,να ζώσω το σπαθί μου...

Δημοτικό

Page 15: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Ένα μικρό Τουρκόπουλο (Δημοτικό τραγούδι της σκλαβιάς)

Ένα μικρό Τουρκόπουλο Μικρό διαβολεμένοΜια Ρωμιοπούλα κυνηγά Γυναίκα να την πάρειΚι η κόρη από το φόβο της Κι από την αντροπή τηςΤα πλάγια-πλάγια έπαιρνε Και στον Αϊ-Γιώργη βγαίνειΒόηθα σ' με Αϊ-Γιώργη μ' βόηθα σ' με Να μη με πάρει ο ΤούρκοςΘα φέρει αμάξια το κερί Φορτώματα το λάδι.

Δημοτικό

Page 16: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Αϊ - Δημήτρης ο Φαμελιάρης(Δημοτικό τραγούδι της ξενιτειάς)

“Οι δύο αγίοι μάλωναν ο Αϊ-Γιώργης κι ο Αϊ-Δημήτρης: - Αϊ Γιώργη, Γιώργη Βούλγαρε και σκορποφαμελίτη, εγώ μαζώνω φαμιλιές κι εσύ μου τις σκορπίζεις.Μαζώνω μάνες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,μαζώνω και τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.Μαζώνω και μια μικρόνυφη, μικρή ’ρραβωνιασμένη,πόχει τα τέλια στα μαλλιά, τα νύχια τα βαμμένα.- Εγώ φέρνω την άνοιξη κι εσύ μου τη στεγνώνεις.- Εγώ φέρνω τα πρόβατα κι εσύ τα ξεδιαγ’μίζεις - Εγώ φέρνω τσοπάνηδες λαλώντας τις φλογέρες”.

Δημοτικό

Page 17: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Άγιε Γιώργη αφέντη μου κι ομορφοκαβαλάρηαρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.Άγιος είσαι στη θωριά κι άγγελος στη νεότηπαρακαλώ βοήθα με, Άγιε στρατιώτη.Στη χάρη σου, στη δόξα σου ήρθα να εμφιβάλω,στον τόπο μας εβγήκενε ένα θεριό μεγάλο.Κι αν δεν του πάνε άνθρωπο το βράδυ να δειπνήσει,σταλιά νερό δεν ήφηνε να κατεβεί στη βρύση.Ερίχνανε τα μπουλετιά κι όποιου ήθελε πέσει,πήγαινε το κοπέλι ντου τον δράκοντα πεσκέσι.Ο κλήρος τότε ήπεσε και στην αρχοντοπούλα,οπού την είχε η μάνα τζη μοναχορηγοπούλα.Ο άρχοντας σαν τ' άκουσε πολλά βαρύ του εφάνη.- Πάρετε βίος αμέτρητο και το παιδί μου αφήστε,το βίος και το χρυσάφι, μπροστά στο στόμα του θεριού σβήστηκε κι εμαράθη.- Ντύσετε το κοπέλι μου και κάμετέ το νύφηκι αμέτε τό του δράκοντα το βράδυ να δειπνήσει.Τρεις κοπελιές την πήρανε να παν να σεργιανίσουν.Στην μιαν άκρα τση πηγής δένουν την κορασίδα.

Δημοτικό Κρήτης

συνέχεια

Page 18: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Μα ο Άγιος Γεώργιος θέλησε να τη σώσεικι από το άγριο θεριό να την ελευτερώσει.Καβάλκεψε το μαύρο ντου και μια και δυο στη βρύση,εκειά που βγαίνει το νερό πηγαίνει και καθίζει.Κι η κόρη τον εξάνοιξε με πικραμένο βλέμμα.- Φύγε, φύγε, αφέντη μου, να μη σε φάει και σένακι είναι το άγριο θεριό απου θα φάει εμένα.- Άσε με, κόρη, άσε με λίγο να ξαποστάσωκι εγώ σκοτώνω το θεριό κι από 'δω σε βγάζω.Άσε με ν' αποκοιμηθώ πάνω στα γόνατά σουκαι ίσαμε να 'ρθει το θεριό δε φεύγω από κοντά σου.Κι ο δράκος εκατέβαινε κι η κόρη αναστενάζει.- Ξύπνησε, καβαλάρη μου, που μου 'πες μη σε γνοιάζει.Κι από τσι φωνές του δράκοντα ο τόπος αντιλάλει.

συνέχεια

Page 19: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Ο Αγιος σαν τ' άκουσε αρπάζει το κοντάρικαι στέκεται ανατολικά και το Σταυρό ντου κάνει.Και παίζει ντου μια κονταρέ και κόβει το λαιμό ντου.Και ξαναδευτερώνει ντου και παίρνει ντη στο σώμα,θρήνος μεγάλος γίνεται στσι πέτρες και στο χώμα.Ο άρχοντας από μακριά στέκεται και του λέει:- Πάρε και την κορόνα μου, πάρε και το παιδί μου.- Κράθειε και την κορόνα σου, κράθειε και το παιδί σου.Κι η αρχοντοπούλα ολόχαρη ερώτηση του κάνει:- Για πες μου, ένδοξε, πώς λένε τ' όνομά σουγια να σου κάμω χάρισμα, να 'ναι της αρεσκιάς σου.- Αν θες να κάμεις χάρισμα, χτίσε μιαν εκκλησίακαι βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγίακαι στη δεξάντως τη μεριά βάλε ένα καβαλάρηαρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι.

συνέχεια

Page 20: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου κι αφέντη καβαλάρη αρματωμένος με σπαθί και με αργυρό κοντάρι. Θεριό έπεσε στην χώρα μας σ’ ένα βαθύ πηγάδι, ανθρώπους το ταΐζανε κάθε πρωί και βράδυ. Μια μέρα δεν του πήγανε ανθρώπους να δειπνήσει, σταλιά νερό δεν άφησε τη χώρα να δροσίσει. Ας ρίξουμε τα μπουλεθιά κι ότινος θέλει ας πέσει, να πάει το παιδάκι του του λιονταριού πεσκέσι. Τα μπουλεθιά επέσανε σε μια βασιλοπούλα, όπου την είχε ο βασιλιάς μόνη και μοναχούλα.Ξένος αγνώριστος περνά, την κόρη χαιρετάει, κι η κόρη του αποκρίνεται, κι η κόρη του μιλάει. «Τράβηξε ξένε από δω και το νερό αφρίζει, κι ο δράκοντας τα δόντια του για μένα τα τροχίζει».Γυρίζει ανατολικά και κάνει το σταυρό τουκαι βγάζει το σπαθάκι του και κόβει το λαιμό του.Για πες μου ξένε να χαρείς ποιο είναι τ’ όνομά σου;Κι εγώ θα κάνω χάρισμα στην οικογένειά σου.Γιώργη με λένε το όνομα απ’ την Καππαδοκία,κι αν θες να κάνεις χάρισμα, χτίσε μια εκκλησία.Βάλε ζερβά την Παναγιά, δεξιά έναν καβαλάρη,αρματωμένο με σπαθί και μ αργυρό κοντάρι.

Δημοτικό / Πανελλήνιο

Page 21: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Τραγούδια

Page 22: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Του Αϊ-Γιώργη ( Ederlezi )

Απ’ τους ώμους να/ η άνοιξη περνάγύρω φτερουγίζει/ ξεχνάει εμένα.Μέρα της χαράς/ ποια ζωή φοράςδρόμο δρόμο παίρνεις / χωρίς εμένα.Τ’ ουρανού πουλιά/ πάρτε με αγκαλιάτο βουνό γεμίζει/ κεριά αναμμένα.Να κι η Πούλια, ξημερώνει,/ το Θεό παρακαλώμα το φως που δυναμώνει/ δε μου φέρνει, δε μου φέρνει‘κείνον π’ αγαπώ.Τ’ όνομά του ανθός / ευωδιάς βυθόςπείτε στα κορίτσια/ να μην το λένεΜέρα σαν κι αυτή/ στου Αϊ-Γιωργιού τ’ αφτίπου όλα τα τραγούδια / γι’ αγάπη κλαίνε.

(Το «Εντερλέζι» είναι ένα δημοφιλές παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι της μειονότητας των Ρομά στα Βαλκάνια.)

Λίνα Νικολακοπούλου

Page 23: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Αϊ-Γιώργης

Ταξίδι απ’ τα Επτάνησα/ κι η Σαλονίκη μάγισσα.σε κράτησε δικό της/ Βρήκε η αγάπη αφορμή- διάλεξε τη σωστή στιγμή -/ πήρε το μερτικό της.Δίπλα σου που μεγάλωσα/ πόσες φορές καμάρωσατο φως που ‘χε η καρδιά σου./ Την περηφάνια της ματιάςτη μυρωδιά της αγκαλιάς/ την τρυφερότητά σου.Ποιος περνάει έξω στο δρόμο/ μ’ ένα σύννεφο στον ώμο.Αϊ-Γιώργης που γυρίζει τραυματίας/ το ’40 απ’ τα βουνά της Αλβανίας.Ποιος κρατάει εκεί στα αστέρια/ την Πανσέληνο στα χέρια.Αϊ-Γιώργης να μου φέγγει κάθε νύχτα/ της ζωής του το λαμπρό εν τούτω νίκα.Πάλευες πάντα τον καιρό/ μα είχες γυναίκα θησαυρόκι άντεξες το τιμόνι./ Κι αν στη ζωή τα πάντα ρειακούω το βήμα σου βαρύ/ στης μνήμης μου τ’ αλώνι.

Φίλιππος Γράψας

Page 24: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

Ρ. Μ. Ρίλκε (μτφ. Άρης Δικταίος)

Άγιος ΓεώργιοςΚαι τη νύχτα ολάκερη, γονατισμένη,τον φώναζε η ξαγρυπνισμένη,αδύναμη παρθένα: αυτός ο Δράκος, να,δεν ξέρω κι εγώ γιατί αγρυπνά. Κι εφάνη μέσα απ’ τα χαράματα,στο άτι του πάνω, και του αστράφταν τ’ άρματα,και τον είδε θλιμμένη, στοιχειωμένη,ψηλά να θωρεί, γονατισμένη, προς τη λάμψη, που αυτός ήταν. Τώραλάμποντας ορμούσε μέσα απ’ τη χώρα,με υψωμένα τα χάμουρα, προς τονκίνδυνο τον ανοιχτό,

συνέχεια

Page 25: ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ (

τρομερός, μα παρακαλετός.Γονατισμένη, πιότερο στη γη ‘χε πέσει,σφίγγοντας τα χέρια, να τη συμπονέσει,γιατί δεν ήξερε, πως υπήρχε αυτός, που η αγνή της και πρόθυμη καρδιάαπ’ το φως της θεϊκής συνοδείας τον τραβά.Στο πλευρό της πάλης του στεκόταν,καστέλλι, η προσευχή που προσευχόταν.