Κώστας Καρυωτάκης, η ζωή και το έργο του (

71
Κώστας Καρυωτάκης Η ζωή και το έργο του Επιμέλεια: Παπαδημητρακοπούλου Ευγενία

Transcript of Κώστας Καρυωτάκης, η ζωή και το έργο του (

Κώστας Καρυωτάκης

Η ζωή και το έργο του Επιμέλεια Παπαδημητρακοπούλου Ευγενία

Λίγα λόγια για τον ποιητή

[Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα]

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτό

Kάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιά

Kαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνη

Ποιητής και πεζογράφος ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή που ανέδειξε η γενιά του 20 και από τους πρώτους που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές ( Σεφέρης Ρίτσος Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα τον Καρυωτακισμό που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1916 ή 1917

Γεννήθηκε στη Τρίπολη στις 30 Οκτώβρη 1896 Ο πατέρας του ήταν πολιτικός μηχανικός από τη Συκιά Κορινθίας Μητέρα του η Αικατερίνη Σκάγιαννη από την Τρίπολη Είχε μία αδελφή έναν χρόνο μεγαλύτερή του τη Νίτσα και έναν αδελφό μικρότερο το Θάνο που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος

Το πατρικό σπίτι του ποιητή στην Τρίπολη

Το σπίτι της οικογένειας Καρυωτάκη στη Συκιά Κορινθίας

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής Έζησαν στη Λευκάδα την Πάτρα τη Λάρισα την Καλαμάτα το Αργοστόλι την Αθήνα και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 Έτσι τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια πέρασαν χωρίς πνευματικό ενδιαφέρον Η ασθενική του κράση και μια έμφυτη δειλία στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους τον έκλειναν διαρκώς και περισσότερο στον εαυτό του

Ο ποιητής και η οικογένειά του πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού laquoΔιάπλαση των Παίδωνraquo Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη μια σχέση που θα τον σημαδέψει

Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τέλειωσε τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει αναβολή από το στρατό Η στράτευσή του αργότερα του έφερε μια ανακοπή στα όνειρά του Το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Φαβιέρου δεν απόχτησε ούτε έναν πελάτη

Νεοσύλλεκτος στη μέση

Ο Καρυωτάκης στρατιώτης (1919-20)

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Λίγα λόγια για τον ποιητή

[Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα]

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτό

Kάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιά

Kαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνη

Ποιητής και πεζογράφος ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή που ανέδειξε η γενιά του 20 και από τους πρώτους που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές ( Σεφέρης Ρίτσος Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα τον Καρυωτακισμό που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1916 ή 1917

Γεννήθηκε στη Τρίπολη στις 30 Οκτώβρη 1896 Ο πατέρας του ήταν πολιτικός μηχανικός από τη Συκιά Κορινθίας Μητέρα του η Αικατερίνη Σκάγιαννη από την Τρίπολη Είχε μία αδελφή έναν χρόνο μεγαλύτερή του τη Νίτσα και έναν αδελφό μικρότερο το Θάνο που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος

Το πατρικό σπίτι του ποιητή στην Τρίπολη

Το σπίτι της οικογένειας Καρυωτάκη στη Συκιά Κορινθίας

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής Έζησαν στη Λευκάδα την Πάτρα τη Λάρισα την Καλαμάτα το Αργοστόλι την Αθήνα και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 Έτσι τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια πέρασαν χωρίς πνευματικό ενδιαφέρον Η ασθενική του κράση και μια έμφυτη δειλία στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους τον έκλειναν διαρκώς και περισσότερο στον εαυτό του

Ο ποιητής και η οικογένειά του πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού laquoΔιάπλαση των Παίδωνraquo Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη μια σχέση που θα τον σημαδέψει

Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τέλειωσε τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει αναβολή από το στρατό Η στράτευσή του αργότερα του έφερε μια ανακοπή στα όνειρά του Το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Φαβιέρου δεν απόχτησε ούτε έναν πελάτη

Νεοσύλλεκτος στη μέση

Ο Καρυωτάκης στρατιώτης (1919-20)

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ποιητής και πεζογράφος ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή που ανέδειξε η γενιά του 20 και από τους πρώτους που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές ( Σεφέρης Ρίτσος Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα τον Καρυωτακισμό που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1916 ή 1917

Γεννήθηκε στη Τρίπολη στις 30 Οκτώβρη 1896 Ο πατέρας του ήταν πολιτικός μηχανικός από τη Συκιά Κορινθίας Μητέρα του η Αικατερίνη Σκάγιαννη από την Τρίπολη Είχε μία αδελφή έναν χρόνο μεγαλύτερή του τη Νίτσα και έναν αδελφό μικρότερο το Θάνο που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος

Το πατρικό σπίτι του ποιητή στην Τρίπολη

Το σπίτι της οικογένειας Καρυωτάκη στη Συκιά Κορινθίας

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής Έζησαν στη Λευκάδα την Πάτρα τη Λάρισα την Καλαμάτα το Αργοστόλι την Αθήνα και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 Έτσι τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια πέρασαν χωρίς πνευματικό ενδιαφέρον Η ασθενική του κράση και μια έμφυτη δειλία στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους τον έκλειναν διαρκώς και περισσότερο στον εαυτό του

Ο ποιητής και η οικογένειά του πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού laquoΔιάπλαση των Παίδωνraquo Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη μια σχέση που θα τον σημαδέψει

Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τέλειωσε τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει αναβολή από το στρατό Η στράτευσή του αργότερα του έφερε μια ανακοπή στα όνειρά του Το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Φαβιέρου δεν απόχτησε ούτε έναν πελάτη

Νεοσύλλεκτος στη μέση

Ο Καρυωτάκης στρατιώτης (1919-20)

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Γεννήθηκε στη Τρίπολη στις 30 Οκτώβρη 1896 Ο πατέρας του ήταν πολιτικός μηχανικός από τη Συκιά Κορινθίας Μητέρα του η Αικατερίνη Σκάγιαννη από την Τρίπολη Είχε μία αδελφή έναν χρόνο μεγαλύτερή του τη Νίτσα και έναν αδελφό μικρότερο το Θάνο που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος

Το πατρικό σπίτι του ποιητή στην Τρίπολη

Το σπίτι της οικογένειας Καρυωτάκη στη Συκιά Κορινθίας

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής Έζησαν στη Λευκάδα την Πάτρα τη Λάρισα την Καλαμάτα το Αργοστόλι την Αθήνα και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 Έτσι τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια πέρασαν χωρίς πνευματικό ενδιαφέρον Η ασθενική του κράση και μια έμφυτη δειλία στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους τον έκλειναν διαρκώς και περισσότερο στον εαυτό του

Ο ποιητής και η οικογένειά του πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού laquoΔιάπλαση των Παίδωνraquo Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη μια σχέση που θα τον σημαδέψει

Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τέλειωσε τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει αναβολή από το στρατό Η στράτευσή του αργότερα του έφερε μια ανακοπή στα όνειρά του Το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Φαβιέρου δεν απόχτησε ούτε έναν πελάτη

Νεοσύλλεκτος στη μέση

Ο Καρυωτάκης στρατιώτης (1919-20)

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Το σπίτι της οικογένειας Καρυωτάκη στη Συκιά Κορινθίας

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής Έζησαν στη Λευκάδα την Πάτρα τη Λάρισα την Καλαμάτα το Αργοστόλι την Αθήνα και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 Έτσι τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια πέρασαν χωρίς πνευματικό ενδιαφέρον Η ασθενική του κράση και μια έμφυτη δειλία στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους τον έκλειναν διαρκώς και περισσότερο στον εαυτό του

Ο ποιητής και η οικογένειά του πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού laquoΔιάπλαση των Παίδωνraquo Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη μια σχέση που θα τον σημαδέψει

Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τέλειωσε τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει αναβολή από το στρατό Η στράτευσή του αργότερα του έφερε μια ανακοπή στα όνειρά του Το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Φαβιέρου δεν απόχτησε ούτε έναν πελάτη

Νεοσύλλεκτος στη μέση

Ο Καρυωτάκης στρατιώτης (1919-20)

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής Έζησαν στη Λευκάδα την Πάτρα τη Λάρισα την Καλαμάτα το Αργοστόλι την Αθήνα και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913 Έτσι τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια πέρασαν χωρίς πνευματικό ενδιαφέρον Η ασθενική του κράση και μια έμφυτη δειλία στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους τον έκλειναν διαρκώς και περισσότερο στον εαυτό του

Ο ποιητής και η οικογένειά του πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού laquoΔιάπλαση των Παίδωνraquo Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη μια σχέση που θα τον σημαδέψει

Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τέλειωσε τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει αναβολή από το στρατό Η στράτευσή του αργότερα του έφερε μια ανακοπή στα όνειρά του Το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Φαβιέρου δεν απόχτησε ούτε έναν πελάτη

Νεοσύλλεκτος στη μέση

Ο Καρυωτάκης στρατιώτης (1919-20)

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού laquoΔιάπλαση των Παίδωνraquo Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την Χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη μια σχέση που θα τον σημαδέψει

Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τέλειωσε τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει αναβολή από το στρατό Η στράτευσή του αργότερα του έφερε μια ανακοπή στα όνειρά του Το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Φαβιέρου δεν απόχτησε ούτε έναν πελάτη

Νεοσύλλεκτος στη μέση

Ο Καρυωτάκης στρατιώτης (1919-20)

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τέλειωσε τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει αναβολή από το στρατό Η στράτευσή του αργότερα του έφερε μια ανακοπή στα όνειρά του Το δικηγορικό του γραφείο στην οδό Φαβιέρου δεν απόχτησε ούτε έναν πελάτη

Νεοσύλλεκτος στη μέση

Ο Καρυωτάκης στρατιώτης (1919-20)

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου Άρτας και Αθήνας Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία γιrsquo αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του

Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919)

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη Κλασικούς συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον συγκινούσε Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης λάτρευε όμως τους γάλλους Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire ο γάλλος ποιητής που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα laquoΛουλούδια του κακούraquo Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα laquoΜικρά και πεζά ποιήματαraquo

Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος ο Καρυωτάκης ήταν ο ανικανοποίητος της ζωής Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική του φύση laquohellipΕγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα ndash έγραφε σrsquo ένα του γράμμα ndash να σου γράψω τίποτα Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο ελεεινή και μονότονη απrsquo όσο πίστευα κι απrsquo όσο φαντάζεσαι Κλαίγε με Χαρίλαε κλαίγε με παιδί μου Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που αποφάσισα να φύγω απrsquo αυτούhellipraquo Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά τον Καρυωτάκη Ένιωθε πάντα βαρύς αρρωστημένος γερασμένος

Όμως ο ίδιος πάντα μένω τα χρόνια που περάσανε μrsquo αφήσανΠαράξενο παιδάκι γερασμένο(laquoΝηπενθήraquo)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Η πρώτη ποιητική συλλογή του laquoΟ Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτωνraquo δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού με τίτλο η laquoΓάμπαraquo που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν θέλοντας να τον αποτραβήξει από την ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό φολολογικοσατιρικό περιοδικό Ώστόσο η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας

Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της laquoΓάμπαςraquo (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για

σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής)

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός farceur Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή

Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Η δεύτερη συλλογή του υπό τον τίτλο laquoΝηπενθήraquo εκδόθηκε το 1921 Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη την Άννα Σκοδρύλη η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο laquoΕλεγεία και Σάτιρεςraquo

Η Μαρία Πολυδούρη

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας ένιωθε ασφυξία όλα του φαίνονταν πληκτικά και αγέλαστα Δεν μπορούσε να αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία την τυποποίηση τα ίδια και τα ίδια της επαρχιακής ζωής το αδιέξοδο τη φθορά της ψυχής από το συναίσθημα του κόρου και της αηδίας Λυπάται τους νέους που διψάνε για ελευθερία για ήλιο για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου Στην αρχή επαναστατούν ndash ο κάθε άνθρωπος λαχταράει laquoτον έπαινο του δήμου και τον σοφιστώνraquo ndash σχολιάζουν αρνούνται κατακρίνουν τους προηγούμενους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν με του μοίρα τους Κι όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί και θα σβήνουν από πλήξη κάθε μέρα

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι τα σαρκαστικά ποιήματα Δεν υπάρχει μέσα του μια αγωνιστική διάθεση θα μπορούσε να πει κανείς Και το είπε βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του ποήματός του laquoΠοιητέςraquo

Ο Γιάννης Ρίτσος

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούνκι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία ndash ω τέτοια θέματα πεζά νrsquo ανησυχούντους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί

Με την αδελφή του τον ανεψιό του και μια φίλη στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας πήγε σε μια παρακείμενη παραλία τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του

Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός στο Βαθύ Πρέβεζας

Φωτογραφία της ΧωροφυλακήςΠρέβεζα 21 Ιουλίου 1928

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της την έσχατη πικρία Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι αυτό Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες Σ αυτούς απευθύνομαι Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου λυπούμαι τα αδέλφια μου Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά Ήμουν άρρωστος Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε για να προδιαθέση την οικογένειά μου στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη οδός Μονής Προδρόμου πάροδος Αριστοτέλους Αθήνας

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

[ΥΓ] Και για ν αλλάξουμε τόνο Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες εδερνόμουν με τα κύματα Ήπια άφθονο νερό αλλά κάθε τόσο χωρίς να καταλάβω πώς το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια Ορισμένως κάποτε όταν μου δοθεί η ευκαιρία θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου

Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Εκτός από το ποιητικό του έργο ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης τα laquoΥπόγεια Ρεύματαraquo η Λένα Πλάτωνος ο Μίμης Πλέσσας ο Γιάννης Σπανός ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες Πότε πότε δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα Μα τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν ήταν ένας δικός τους εκφραστικός τρόπος όχι μίμηση laquoΗ ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του γράφει ο Τ Μαλάνος Εξάλλου η ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη συχνά το ίδιο του δράμα Η ειρωνεία του ενός είναι παιχνίδι ndash το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή ndash ενώ του άλλου είναι μορφασμός ndash ο μορφασμός της χολής και της πίκρας Ο ένας παίζει ο άλλος πονεί Γιrsquo αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί ο άλλος μας κυριεύειraquo ndash γράφει ο Μ Χατζηφώτης

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν Το ύφος του τον σαρκασμό την ανία το άγχος το ανικανοποίητο το τραγικό αδιέξοδο το φραστικό του αμάλγαμα Είναι ο γνωστός laquoκαρυωτακισμόςraquo Τάση που επηρέασε πολλούς απrsquo τους ποιητές μας τον Σεφέρη τον Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του laquoΤρακτέρraquo και laquoΠυραμίδεςraquo όπως δείχνει με το ποίημα laquoΠοιητέςraquo που είναι αφιερωμένο στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους

Χειρόγραφο της 27ης Απριλίου

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη laquoΘα ξέρετε ίσως ότι η ποίηση των νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου πολέμου δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 ήταν μια λογοτεχνία που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει η μεγάλη πολιτεία Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσαhellip Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία που μολονότι πέθανε τρομερά νέος είχε την τύχη νrsquo αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη λογοτεχνία μας Δυστυχώς όπως τυχαίνει τόσο συχνά από την ποίηση γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λχ ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς γύψους της κάμαράς του αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα συγκατάβαση Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Το έργο του

[Είμαστε Κάτιhellip]Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςhelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphelliphellip

Mας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ποιήματα Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)Νηπενθή (1921)Ελεγεία και Σάτιρες (1927)Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία Όταν κατέβουμε τη σκάλα Πρέβεζα]Ανέκδοτα ποιήματα

Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο με μολύβι του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή Γιάννη Δ Στεφανάκι

Κ Καρυωτάκης Σχέδιο του χαράκτη ζωγράφου και ποιητή

Γιάννη Δ Στεφανάκι

ΠεζάΟ κήπος της αχαριστίαςΗ ζωή τουΤο εγκώμιο της θαλάσσηςΚάθαρσιςΤο καύκαλοΟνειροπόλοςΤελευταίαΤρεις μεγάλες χαρέςΦυγή

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Μεταφράσεις

Ν ΕST - IL UNE CHOSE (Francis Viele - Griffin)ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)SAG WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN (Heinrich Heine)SIE LIEBTEN SICH BEIDE (Heinrich Heine)ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)laquoMAMANJE VOUDRAISraquo (Paul - jean Toulet)ΙΝFINI FAIS QUE JE T OUBLIE (Paul - jean Toulet)ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ (Andre - Spire)ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)LES MORTS M ECOUTENT (Jean Moreas)Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS (Jean Moreas)TU SOUFFRES TOUS LES MAUX (Jean Moreas)AINSI J AI DANS MA BELLE PIPE (Francis Carco)ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)SPLEEN (Charles Baudelaire)ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral από γαλλική μετάφραση)ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης

-χνκουβελης cncouvelis

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχταΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοιΤrsquo αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώςτο μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσειΟ κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθόςΚλαίει παρακάτου η βρύσηΑπό τα σπίτια που είναι σα βουβάκι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτουμε φρίκη το φεγγάρι αποτραβάτrsquo ασημοδάχτυλά τουΕίναι το βράδυ απόψε θλιβερόκι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυόσοι έχουμε το μάτι μας ογρόκαι μέσα μας τον άδη

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Οι μπάγκοι μας προσμένουν Κι όταν βγειτο πρώτο ρόδο στrsquo ουρανού την άκρηόταν θα σκύψει απάνου μας η αυγήστο μαύρο μας το δάκρυθα καθρεφτίσει τrsquo απαλό της φωςΓιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμετον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφόςκι όλοι σκυφτοί θrsquo ακούμεΚι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρόπου σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοιτη λέξη τη λυπητερή θα βρωπου ακόμα δεν ειπώθηΜαυροντυμένοι απόψε φίλοι ωχροίελάτε στο δικό μου περιβόλιμrsquo έναν παλμό το βράδυ το βαρύγια ναν το ζήσουμrsquo όλοι

Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

[Είμαστε Κάτιhellip]

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένεςκιθάρες O άνεμος όταν περνάειστίχους ήχους παράφωνους ξυπνάειστις χορδές που κρέμονται σαν καδένεςΕίμαστε κάτι απίστευτες αντένεςYψώνονται σα δάχτυλα στα χάηστην κορυφή τους τ άπειρο αντηχάειμα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένεςΕίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσειςχωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμεΣτα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσιςΣτο σώμα στην ενθύμηση πονούμεMας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησιςείναι το καταφύγιο που φθονούμε

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Γ Τσαρούχη)

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Τάφοι

Ελένη Σ Λάμαρη 1878-1912Ποιήτρια και μουσικόςΕπέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμακαι με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχήΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύειΟι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνεενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνεοι νεκροί γράμματα βαθιά στα ερέβηΑπό κει στην καρδιά μας που ειρηνεύειμε απλά θέλουνε λόγια ν ανεβούνεΜα το παράπονο ή ότι κι αν πούνε-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύειΕίναι όλος να διασταυρωμένα δύοξύλα ο Μαρτζώκης Να ο Βασιλειάδηςένα μεγάλο πέτρινο βιβλίοΚαι μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --να η Λάμαρη ποιήτρια ξεχασμένη

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπουςΣτον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολίαΒυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό τηςστου βάλτου το θολό νερό Και η θύμηση της νιότηςπαλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακίαΕξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέραόπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστραΤο κυπαρίσσι ατελείωτο σα βάσανοπρος τ᾿ άστρασηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέραΚαι πάνε πένθιμη πομπή λες της δεντροστοιχίαςοι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τουςΟι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τουςτα χέρια Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουνσαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία(Ηλεκτρολόγοι θα rsquoναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν)Κάθονται στις καρέκλες μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτίαlaquoΣυν τη παρούση αλληλογραφίαέχομεν την τιμήνraquo διαβεβαιώνουν Και μοναχά η τιμή τους απομένει όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους το βράδυ στις οχτώ σαν κουρντισμένοι Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμουςσκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμουςσηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι

Κώστας Καρυωτάκης (σκίτσο Α Φασιανού)

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Δον Κιχώτες

Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρητου κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την IδέαKοντόφθαλμοι οραματιστές ένα δεν έχουν δάκρυγια να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαίαΣκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλωναστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμουο Σάντσος λέει laquoδε σ το λεγαraquo μα εκείνοι των μεγάλωνσχεδίων αντάξιοι μένουνε και laquoΣάντσο τ άλογό μουraquoΈτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα μέσαστην μίαν ανάλγητη Zωή του Oνείρου τους ιππότεςάναντρα να πεζέψουνε και με πικρήν ανέσαμε μάτια ογρά τις χίμαιρες ν απαρνηθούν τις πρώτεςTους είδα πίσω να ρθουνε ―παράφρονες ωραίοιρηγάδες που επολέμησαν γι ανύπαρχτο βασίλειο―και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέειτην ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψουςΜαίανδροι στο χορό τους με τραβάνεΗ ευτυχία μου σκέπτομαι θα `ναιζήτημα ύψουςΣύμβολα ζωής υπερτέραςρόδα αναλλοίωτα μετουσιωμέναλευκές άκανθες ολόγυρα σrsquo έναΑμάλθειο κέρας(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφοςπόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου)Ονειρο ανάγλυφο θα `ρθω κοντά σουκατακορύφωςΟι ορίζοντες θα μrsquo έχουν πνίξειΣrsquo όλα τα κλίματα σrsquo όλα τα πλάτηαγώνες για το ψωμί και το αλάτιέρωτες πλήξηΑ πρέπει τώρα να φορέσωτrsquo ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνιέτσι με πλαίσιο γύρω το ταβάνιπολύ θrsquo αρέσω

Καθιστός ο πρώτος του εξάδελφος ΚΕΚαρυωτάκης

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον

(Πίναξ ημιτελής)Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνακαι γρήγορα σα θέατρο σκοτεινιάζειή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόναΆλλο δε βρίσκει ο άνεμος ταράζειμόνο τ αγκάθια στην πεδιάδα όλημόνο κάποιο χαρτί σ όλη τη φύσηMα το χαριτωμένο περιβόλιαίμα και δάκρυα το χουνε ποτίσειAδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνεκι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέριατον ουρανό που σύννεφα περνούνετον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια(Ωραίο φριχτό και απέριττο τοπίονEλαιογραφία μεγάλου διδασκάλουAλλά του λείπει μια σειρά ερειπίωνκι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)

Προσωπογραφία του ποιητή σχεδιασμένη από τον Ν Καστανάκη

και δημοσιευμένη στη Μούσα τον Αύγουστο του 1923

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Θάνατοι

Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τουςΧεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλακι απrsquo τη χαρά ζεστά των φιλημάτωνχεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλαχτυπήσατε τις πόρτες των θανάτωνματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκαι διψασμένα εμείνατε ποτήριαματάκια μου που κάτι το εδιψάσατεκι εμείνατε κλεισμένα παραθύριαω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφοω που rsquoχατε πολλά να ειπείτε στόματακαι τον καημό δεν είπατε που γράφωμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον πόνο κάποιας ώρας κάποιου τόπουμάτια χεράκια στόματα ιστορήστε μουτον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου

Σε εκδρομή στα Κιούρκα (16 Μαΐου 1926)

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα παίρνουντα παλιά φυλαγμένα γράμματά τουςδιαβάζουν ήσυχα κι έπειτα σέρνουνγια τελευταία φορά τα βήματά τουςΉταν η ζωή τους λένε τραγωδίαΘεέ μου το φρικτό γέλιο των ανθρώπωντα δάκρυα ο ιδρώς η νοσταλγίατων ουρανών η ερημιά των τόπωνΣτέκονται στο παράθυρο κοιτάνετα δέντρα τα παιδιά πέρα τη φύσητους μαρμαράδες που σφυροκοπάνετον ήλιο που για πάντα θέλει δύσειΌλα τελείωσαν Το σημείωμα νά τοσύντομο απλό βαθύ καθώς ταιριάζειαδιαφορία συγχώρηση γεμάτογια κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζειΒλέπουν τον καθρέφτη βλέπουν την ώραρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθοςlaquoόλα τελείωσανraquo ψιθυρίζουν laquoτώραraquoπως θrsquo αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος

Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο (κέντρο) και ίσως τον Χαρ Σακελλαριάδη

πιθανώς την άνοιξη του 1923

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Κυριακή

O ήλιος ψηλότερα θrsquo ανέβεισήμερα που ναι KυριακήΦυσάει το αγέρι και σαλεύειμια θημωνιά στο λόφο εκείTα γιορτινά θα βάλουν κι όλοιθα χουν ανάλαφρη καρδιάκοίτα στο δρόμο τα παιδιάκοίταξε τ άνθη στο περβόλιTώρα καμπάνες που χτυπάνεείναι ο Θεός αληθινόςΠέρα τα σύννεφα σκορπάνεκαι μεγαλώνει ο ουρανόςΆσε τον κόσμο στη χαρά τουκι έλα ψυχή μου να σου πωσαν τραγουδάκι χαρωπόένα τραγούδι του θανάτου

Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Υστεροφημία

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύσηκαι τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθώνΑν έρθει πάλιν η άνοιξη πάλι θα μας αφήσεικι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιουΤέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική Noκι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίουστα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κειΜόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοιδέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε καθώςτα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχηκι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Προσχέδιο του ποιήματος σε αυτόγραφο του ποιητή

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον

Α κύριε κύριε Μαλακάσηποιός θα βρεθεί να μας δικάσειμικρόν εμέ κι εσάς μεγάλοίδια τον ένα και τον άλλοΤους τρόπους το παράστημά σαςτο θελκτικό μειδίαμά σαςτο monocle που σας βοηθάεινα βλέπετε μόνο στο πλάικαι μόνο αυτούς να χαιρετάτεόσοι μοιάζουν αριστοκράταιτην περιποιημένη φάτσατην υπεροπτική γκριμάτσααπό τη μια μεριά να βάλειτης ζυγαριάς κι από την άλληπλάστιγγα να βροντήσω κάτουμισητό σκήνωμα θανάτουάθυρμα συντριμμένο βάζονεγώ κύμβαλον αλαλάζονΑ κύριε κύριε Μαλακάσηποιός τελευταίος θα γελάσει

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Μόνο

Αχ όλα έπρεπε να rsquoρθουν καθώς ήρθανΟι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουνΒαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνιανα φύγουνε να σβήσουνΈτσι όπως εχωρίζαμε τα βράδιαγια πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοιΤον τόπο που μεγάλωνα παιδάκινrsquo αφήσω κάποιο δείλιΤα ωραία κι απλά κορίτσιαmdashω αγαπούλεςmdashη ζωή να μου τα πάρει χορού γύροςΑκόμη ο πόνος άλλοτε που ευώδανα με βαραίνει στείροςΌλα έπρεπε να γίνουν Μόνο η νύχταδεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να rsquoναινα παίζουνε τrsquo αστέρια εκεί σαν μάτιακαι σαν να μου γελάνε

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των Αιώνων

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί μαραίνονται οι Βερλαίν τους απομένει πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρήΟι Ουγκό με laquoΤιμωρίεςraquo την τρομερή των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνεΜα εγώ θα γράψω μια λυπητερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναι Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί η Αθανασία τους είναι χαρισμένη Κανένας όμως δεν ανιστορεί Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε

Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το 1914 ή 1915

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί στην τραγικήν απάτη τους δομένοι πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι πουrsquo ναι Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί laquoΠοιος άδοξος ποιητήςraquo θέλω να πούνε laquoτην έγραψε μιαν έτσι πενιχρή μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που rsquoναιraquo

Χρίστος Καρράς Ο ποιητής Κ Καρυωτάκης

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ο Μιχαλιός

Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτηKαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραίαμε το Mαρή και με τον ΠαναγιώτηΔεν μπόρεσε να μάθει καν το laquoεπrsquo ώμουraquoΌλο εμουρμούριζε laquoKυρ Δεκανέαάσε με να γυρίσω στο χωριό μουraquoTον άλλο χρόνο στο νοσοκομείοαμίλητος τον ουρανό κοιτούσεEκάρφωνε πέρα σrsquo ένα σημείοτο βλέμμα του νοσταλγικό και πράοσα να rsquoλεγε σαν να παρακαλούσεlaquoAφήστε με στο σπίτι μου να πάωraquoKι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτηςTον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροιμαζί τους ο Mαρής κι ο ΠαναγιώτηςAπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκοςμα του άφησαν απέξω το ποδάριΉταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος

Στη Σινάια της Ρουμανίας (20 ή 21 Οκτωβρίου 1926)

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνταιστους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδιαθάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνταικαθώς να καθαρίζανε κρεμμύδιαΘάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοιμε τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τουςο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμηο ήλιος θάνατος μες στους θανάτουςΘάνατος ο αστυνόμος που διπλώνειγια να ζυγίσει μια laquoελλιπήraquo μερίδαθάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνικι ο δάσκαλος με την εφημερίδαΒάσις Φρουρά Εξηκονταρχία Πρεβέζης

Ντίνος Πετράτος Προσωπογραφία του Καρυωτάκη

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Την Κυριακή θrsquo ακούσουμε την μπάνταΕπήρα ένα βιβλιάριο τραπέζηςπρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάνταΠερπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoυπάρχωraquo λες κι ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquoΦτάνει το πλοίο Yψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο κύριος ΝομάρχηςΑν τουλάχιστον μέσα στούς ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδίαΣιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Φωτογραφία δημοσιευμένη στο περιοδικό Νέα Εστία την 1η

Οκτωβρίου του 1928

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλαείδα το βράδυ αυτόΚάποια χρυσή λεπτότατηστους δρόμους ευωδιάΚαι στην καρδιάαιφνίδια καλοσύνηΣτα χέρια το παλτόστ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνηΗλεκτρισμένη από φιλήματαθα λεγες την ατμόσφαιραΗ σκέψις τα ποιήματαβάρος περιττόΈχω κάτι σπασμένα φτεράΔεν ξέρω καν γιατί μας ήρθετο καλοκαίρι αυτόΓια ποιον ανέλπιστη χαράγια ποιες αγάπεςγια ποιο ταξίδι ονειρευτό

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Σε παλαιό συμφοιτητή

Φίλε η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασεΤελείωσεν η ζωή μου της Αθήναςπου όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασεκαι με την πίκρα κάποτε της πείναςΔε θα ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μουτον έδωκε το γιόρτασμα της νιότηςπαρά περαστικός με την ελπίδα μουμε τ όνειρο που εσβήστη ταξιδιώτηςΠροσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σουκαι θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνηςΜ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σουκι άλλοι το σπίτι θα χουν της ΕιρήνηςΘα πάω προς την ταβέρνα το σαμιώτικοπου επίναμε για να ξαναζητήσωΘα λείπεις το κρασί τους θα ναι αλλιώτικοόμως εγώ θα πιω και θα μεθύσωΘ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζονταςστο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμαΤριγύρω θα ναι ωραία πλατύς ο ορίζονταςκαι θα ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα

Ελένη Μωραῒτου Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ύπνος

Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρανα πάμε να πεθάνουμε μια νύχταστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαγλυκά Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουνστον ουρανό τrsquo αστέρια και τα εγκόσμιαΘα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμαKαι γαλανό σαν κύμα τrsquo όνειρό μαςθα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναιAγάπες θα rsquoναι στα μαλλιά μας οι αύρεςη ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνεικαι κάτου απrsquo τα μεγάλα βλέφαρά μαςχωρίς ναν το γρικούμε θα γελάμεTα ρόδα θα κινήσουν απrsquo τους φράχτεςκαι θά rsquoρθουν να μας γίνουν προσκεφάλιΓια να μας κάνουν αρμονία τον ύπνοθrsquo αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια

Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π Φάληρο (17 Απριλίου 1925)

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκιαγλυκά Kαι τα κορίτσια του χωριού μαςαγριαπιδιές θα στέκουνε τριγύρωκαι σκύβοντας κρυφά θα μας μιλούνεγια τα χρυσά καλύβια για τον ήλιοτης Kυριακής για τις ολάσπρες γάστρεςγια τα καλά τα χρόνια μας που πάνεTο χέρι μας κρατώντας η κυρούλακι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτιαθα μας διηγιέται ndashωχρήndash σαν παραμύθιτην πίκρα της ζωής Kαι το φεγγάριθα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδατην ώρα που στερνά θα κοιμηθούμεστο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδαςΓλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκιαπου όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν

Πιανίστας ζωγραφισμένος σε μοβ και μαύρα χρώματα από

τον Καρυωτάκη

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ωχρά Σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικάβιβλία οι αιματόχρωμες εικόνες τους η φίληπου αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικάωραίο κι ότι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείληTο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά με τόσηεπιμονή που ανοίξαμε για νά μπει σαν κυρίαη Tρέλα στο κεφάλι μας έπειτα να κλειδώσειTώρα η ζωή μας γίνεται ξένη παλιά ιστορίαTο λογικό τα αισθήματα μας είναι πολυτέλειαβάρος και τα χαρίζουμε του κάθε συνετούKρατούμε την παρόρμηση τα παιδικά μας γέλιατο ένστικτο ν αφηνόμεθα στο χέρι του ΘεούMια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέαEκείνος που έχει πάντοτε την πρόθεση καλήευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία―ω κωμωδία― το θάμπωμα τ όνειρο την αχλύKι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίληστο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος ότανγελώντας αινιγματικά μας έδινε τα χείληκι έβλεπε το ενδεχόμενο την άβυσσο που ερχόταν

Γιώργης Βαρλάμος Αφιέρωμα στον Κώστα Καρυωτάκη

(χαλκογραφία)

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειστο μαύρο αδιέξοδο στην άβυσσο του νουΑς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάσημ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινούθριάμβου με πουλιά με το φως τ ουρανούκαι με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσειΑς υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρασε χώρες άγνωστες της δύσης του βορράενώ πετούμε το παλτό μας στον αέραοι ξένοι βλέπουνε περίεργα σοβαράΓια να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφεράέδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα

Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του

1923

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύροςάξαφνα εφάρδυνε μα εστένεψαν κολλούντα παντελόνια μας και με του πτερνιστήροςτο πρόσταγμα χιλιάδες άλογα κινούνΠηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --ήρωες σταυροφόροι σωτήρες του ΣωτήροςΑς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσειαπό εκατό δρόμους στα όρια της σιγήςκι ας τραγουδήσουμε -- το τραγούδι να μοιάσεινικητήριο σάλπισμα ξέσπασμα κραυγής --τους πυρρούς δαίμονες στα έγκατα της γηςκαι ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάσει

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Αυτόγραφα του Καρυωτάκη

[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ]

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμεστους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε

αυστηροί γνώριμοι αόριστοι φίλοιμ ένα χαμόγελο στ ανύπαρκτα τους χείλη

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Αισιοδοξία

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Πρέβεζα

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Η τελευταία Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Ζουγραφιές

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Αυτόγραφο του laquoΚάθαρσιςraquo Πεζό Δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Αυτόγραφο σχέδιο επιστολής στη Μαρία Πολυδούρη (Πρέβεζα Ιούνιος 1928)

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Αναμνήσεις από την ΠρέβεζαΠρέβεζα

Περπατώντας αργά στην προκυμαίαlaquoΥπάρχωraquo λες κ ύστερα laquoδεν υπάρχειςraquo

Φτάνει το πλοίο Υψωμένη σημαίαΊσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπουςαυτούς ένας επέθαινε από αηδία

Σιωπηλοί θλιμμένοι με σεμνούς τρόπουςθα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

laquoΓυρτός που βρέθηκα ξανά στο αχάριστο τραπέζιraquo

Κ Γ Καρυωτάκης

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Το γραφείο του ποιητή στο δωμάτιο του σπιτιού του στην Πρέβεζα

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Το κρεβάτι του ποιητή στο σπίτι του στην Πρέβεζα

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Έπιπλα από το σπίτι του ποιητή στην Πρέβεζα

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Το πιστόλι Pieper Bayard οι σφαίρες η αποχαιρετηστήρια επιστολή όπως εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Το σπίτι που έμενε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71

Προτομή Καρυωτάκη στην Πρέβεζα

  • Slide 1
  • Slide 2
  • Slide 3
  • Slide 4
  • Slide 5
  • Slide 6
  • Slide 7
  • Slide 8
  • Slide 9
  • Slide 10
  • Slide 11
  • Slide 12
  • Slide 13
  • Slide 14
  • Slide 15
  • Slide 16
  • Slide 17
  • Slide 18
  • Slide 19
  • Slide 20
  • Slide 21
  • Slide 22
  • Slide 23
  • Slide 24
  • Slide 25
  • Slide 26
  • Slide 27
  • Slide 28
  • Slide 29
  • Slide 30
  • Slide 31
  • Slide 32
  • Slide 33
  • Slide 34
  • Slide 35
  • Slide 36
  • Slide 37
  • Slide 38
  • Slide 39
  • Slide 40
  • Slide 41
  • Slide 42
  • Slide 43
  • Slide 44
  • Slide 45
  • Slide 46
  • Slide 47
  • Slide 48
  • Slide 49
  • Slide 50
  • Slide 51
  • Slide 52
  • Slide 53
  • Slide 54
  • Slide 55
  • Slide 56
  • Slide 57
  • Slide 58
  • Slide 59
  • Slide 60
  • Slide 61
  • Slide 62
  • Slide 63
  • Slide 64
  • Slide 65
  • Slide 66
  • Slide 67
  • Slide 68
  • Slide 69
  • Slide 70
  • Slide 71