ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

104
1 Ο κύριος grand faux Γιάννης Μάρκοβιτς Θεσσαλονίκη, 2014

Transcript of ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

Page 1: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

1

Ο κύριος grand faux

Γιάννης Μάρκοβιτς

Θεσσαλονίκη, 2014

Page 2: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

2

Μέρος Πρώτο

1

Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη για να δω εάν ήμουν σωστά χτενισμένος, είχα δέσει με τον κλασικό αγγλικό τρόπο τη γραβάτα και το μουστάκι με το γένι ήταν σωστά ψαλιδισμένα και σε απόλυτη συμμετρία μεταξύ τους. Μουστάκια και γένια δεν είχα πάντοτε. Τα περισσότερα χρόνια ξυριζόμουν σε καθημερινή βάση, αλλά τον τελευταίο χρόνο τα ανέπτυξα λόγω ειδικών συνθηκών. Καθώς κοιταζόμουν είδα ότι η σημερινή μου εικόνα ήταν περισσότερο brutal από ό,τι παλιότερα. Αυτό μ’ άρεσε και χαμογέλασα από ευχαρίστηση. Στη συνέχεια, έφτιαξα απαλά με τα ακροδάχτυλα της παλάμης μου τα μαλλιά, τέντωσα προς τα κάτω το σακάκι και αφού έριξα πάνω μου δύο ανεπαίσθητες σταγόνες perfume, είπα με τη σιγουριά που με διακρίνει: «Έτοιμος και προετοιμασμένος!» Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός μου που βρίσκεται στον τελευταίο όροφο του τριώροφου κτηρίου, απέναντι από τη Villa Bianca και βγήκα στο πλακόστρωτο. Η μέρα ήταν περίεργη. Η υγρασία είχε πιάσει υψηλά ποσοστά και ο ήλιος προσπαθούσε να ζεστάνει τη Θεσσαλονίκη. Δυσκολεύονταν όμως από τον αγώνα επικράτησης μεταξύ θάλασσας και βουνού. Ο Θερμαϊκός και ο Χορτιάτης πάντα παλεύουν με τρόπαιο τη Θεσσαλονίκη. Και όμως, αυτή η πόλη, χιλιάδες χρόνια τώρα, έμαθε να ζει ανάμεσα σε δυο θεριά. Το καταφέρνει, ματώνοντας που και που, ταλαιπωρώντας τους κατοίκους της και μεταβάλλοντας τη σύνθεση του πληθυσμού. Ότι όμως και να γίνει, η θάλασσα και το βουνό την ορίζουν.

Στο λεπτό κατέφθασε η κούρσα με τον οδηγό που κάλεσα από την προηγούμενη μέρα. Δεν φοβόμουν μην

Page 3: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

3

καθυστερήσω στην υποχρέωσή μου, αλλά επειδή είμαι αυτός που είμαι, ένας άνθρωπος του προγράμματος και της οργάνωσης, δεν είναι δυνατό αυτή η ασήμαντη κίνηση να αφεθεί στην τύχη της. Πάντοτε έχω κατά νου τους απρόβλεπτους παράγοντες και τα μη αναμενόμενα συμβάντα. Για παράδειγμα, τι θα γινόταν αν ο σύλλογος των αυτοκινητιστών προκήρυσσε απεργία; Ή αν, υποθετικά σκεπτόμενος, η ανοιξιάτικη μέρα που είχε ξημερώσει ήταν ένα χειμωνιάτικο χιονισμένο πρωινό; Οπότε, οποιαδήποτε πιθανότητα να μην προγραμματισθεί οτιδήποτε, όσο ανούσιο αυτό φαντάζει, ήταν μακρινή σε μένα. Ο chauffer μού άνοιξε ευγενικά την πίσω πόρτα της σκουρόχρωμης Daimler Benz και αφού έκανε μια ελαφρά υπόκλιση, κρατώντας με τα δύο δάχτυλα το γείσο του καπέλου του, με καλημέρισε και μου ευχήθηκε να έχω μιαν όμορφη και δημιουργική μέρα. Καθώς ένα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μου είναι η αβροφροσύνη και η αποτελεσματική χρήση ευγενικών και gallant χαιρετισμών, άμεσα του ανταπέδωσα τη φιλοφρόνηση. «Αγαπητέ και καλοσυνάτε οδηγέ. Και εγώ ολόψυχα σου εύχομαι να ’χεις μία ασφαλή και κερδοφόρα μέρα. Προπάντων όμως, να πλουτίσεις σε εικόνες κι εμπειρίες!» Όπως καθόμουν στο πίσω δερμάτινο κάθισμα, με την γωνία του ματιού μου διέκρινα το ελαφρώς επιτιμητικό ύφος του, την ώρα που το ανταπέδιδα την καλημέρα. «Έδωσα τόπο» στην ενόχλησή μου και δεν θέλησα να σχολιάσω, πολύ δε περισσότερο να αρχινήσω μιαν ατέρμονη λογομαχία και μια ανούσια αντιπαράθεση με έναν εκπρόσωπο της ευτελούς τάξης των καροτσέρηδων!

Η λεωφόρος ήταν σχεδόν άδεια και η ταχύτητα με την οποία τη διασχίζαμε ξεπερνούσε τα ειωθότα. Δεν έδωσα σημασία σε αυτή την ακαταλόγιστη βιασύνη του οδηγού, καθώς η εντολή μου ήταν να με πάει στον προορισμό μου με ασφάλεια και ακρίβεια. Δεν το καταλαβαίνω. Ποτέ μου

Page 4: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

4

δεν του είπα ότι βιάζομαι ή ότι έχω συνάντηση με τον Άγιο Πέτρο! Κάποιοι άνθρωποι νομίζουν ότι τρέχοντας ή κινούμενοι με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, θα πετύχουν περισσότερα στη ζωή τους ή θα φτάσουν γρηγορότερα στον προορισμό τους. Πόσο πλανεμένοι είναι! Εγώ ότι έχω κάνει και όσα έχω πετύχει δεν τα έπραξα βιαστικά, αλλά μεθοδικά και με σχέδιο. Σκέφτομαι καλά πριν δράσω. Μελετάω τα υπέρ και τα κατά των εναλλακτικών επιλογών, παρακολουθώ τις εξελίξεις, παρατηρώ τους ανταγωνιστές και κείνους που ενδέχεται να ’ναι εμπόδιο στις δουλειές μου. Τότε μόνο κινούμαι και ενεργώ κατάλληλα. Η πράξη είναι η ακροτελεύτια κίνησή μου και εκ του αποτελέσματος, μπορώ να περηφανευτώ ότι δεν έχω βγει ζημιωμένος. Τρόπος του λέγειν βέβαια, ότι πάντοτε έδρεψα δάφνες. Ως επί το πλείστον και γι’ αυτό είμαι απόλυτα σίγουρος, ένα άτομο της δικής μου συνομοταξίας με ολόψυχη ειλικρίνεια καταθέτει ότι ανά πάσα στιγμή άδραξα τις ευκαιρίες που μου παρουσιάσθηκαν. Για το τελευταίο πιστεύω ότι είμαι ένας grand monsieur. Για κάποιους όμως, θεωρούμαι ως ένας grand faux. Δυστυχώς για μένα, αλλά και για την κοινωνική καταξίωση που έχω επιτύχει, εμφανίστηκε στη ζωή μου, πριν από λίγο καιρό, εκείνος ο ελεεινός και τρισάθλιος «εισαγγελίσκος». Εμφανίστηκε απρόσκλητα και απρόβλεπτα. Κατ’ αρχήν, εγώ δεν είχα κανένα λόγο, πολύ δε περισσότερο δεν περνούσε από τη σκέψη μου να τον καλέσω στη ζωή μου. Πέραν τούτου, όσο και αν αναταράξω τις κρύπτες της μνήμης μου με εικόνες και γεγονότα, τα οποία έχω με μεγάλη ευταξία και τάξη εναποθέσω για μελλοντική χρήση, δεν ενθυμούμαι να έχω προβλέψει την «επίσκεψη» τού εν λόγω κυρίου στις καθημερινές μου ενασχολήσεις. Τέλος πάντων! Η κούρσα βρισκόταν επί της οδού Ιωάννου Τσιμισκή και σ’ ένα ή δύο λεπτά το μέγιστο, θα με άφηνε έξωθεν της κεντρικής εισόδου του δικαστικού μεγάρου. Αυτός ήταν ο αρχικός

Page 5: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

5

μου προορισμός. Δεν θα περνούσε πολύ ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι ήταν κι ένας καθοριστικός για μένα προορισμός. Το δικαστικό μέγαρο, ένας χώρος που δεν έδειχνε άγνωστος προς εμέ, χωρίς όμως να μου προσφέρει τη φιλοξενία που ενδεχομένως αποζητούσα.

2

Βγήκα από το αυτοκίνητο και κοίταξα ολόγυρά μου. Η κίνηση των πεζών ήταν σχετικά υποτονική και ως επί το πλείστον, βάδιζαν αρκετά γρήγορα· εκτός εκείνων που η ηλικία ή κάποιο πρόβλημα στα πόδια ή στη μέση, τούς έκανε να κινούνται με αργά βήματα. Για κάποιο λόγο, που κρίνω σκόπιμο να μην τον εκθέσω, οι πρώτοι μου προκαλούν απέχθεια, ενώ οι άλλοι συμπάθεια. Προφανώς γιατί όσοι τρέχουν συνήθως σκοντάφτουν και βρίσκονται, στην καλύτερη περίπτωση, με τη πλάτη στο οδόστρωμα, ενώ κάποιοι σωριάζονται με τα μούτρα και, όπως είναι αναμενόμενο, τα σπάνε. Εγώ δεν σκοπεύω να σπάσω τα δικά μου, ούτε έχω αφήσει τον εαυτό μου να ριψοκινδυνεύσει να βρεθεί κάτω, κοιτάζοντας τους άλλους από μειονεκτική θέση. Πάντοτε τα κατάφερνα και ήμουν εγώ από πάνω, βλέποντάς τους αφ’ υψηλού. Όταν είσαι σε αυτή την κατάσταση, μπορείς να κομπάζεις ότι η βραδύτητα οδηγεί γρηγορότερα στον τελικό στόχο. Το είπαν εξάλλου και οι αρχαίοι: «σπεύδε βραδέως». Οι άνθρωποι που κινούνται αργά, μου προκαλούν το ενδιαφέρον για έναν ακόμη λόγο. Οι αργές κινήσεις των κάτω άκρων ερμηνεύονται, ιατρικώς και κοινωνιολογικώς, είτε ως σωματικό πρόβλημα, είτε ως ένδειξη ενός γηράσκοντος ατόμου, είτε σε κάποιες περιπτώσεις, ως νωχελικότητα -μια ανθρώπινη στάση άκρως ενοχλητική και απεχθής. Εάν υφίσταται η πρώτη περίπτωση, τότε ο ανήμπορος άνθρωπος χρειάζεται τη

Page 6: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

6

βοήθεια ενός ικανού και υγιούς ατόμου. Κι ένα τέτοιο άτομο είμαι εγώ. Οπότε πάραυτα συντρέχω για να τον βοηθήσω ή καλύτερα να παράσχω τις υπηρεσίες μου ως σύγχρονος «Σαμαρείτης», διασφαλίζοντας ασφαλώς την ανταμοιβή μου. «Παρέχουμε τις οποιεσδήποτε υπηρεσίες και συντρέχουμε σε βοήθεια των κατατρεγμένων και αναξιοπαθούντων, μέσα σε λογικά πλαίσια και με λογικές τιμές». Αυτό το κείμενο σκεφτόμουν να χαράξω στο υπνοδωμάτιό μου, αλλά εν τέλει αμέλησα και τώρα έχω άλλες προτεραιότητες και μελήματα. Εάν είμαστε στη δεύτερη περίπτωση, τον γηραιό κύριο ή την γηραιά κυρία, τότε προστρέχω να τους εξυπηρετήσω μόνο όταν έχω ολοκληρώσει την ενδελεχή και μυστική μου έρευνα. Εξετάζω για την ύπαρξη συγγενών, έως και τρίτου βαθμού, την ύπαρξη ακίνητης περιουσίας και ασφαλώς για κινητά και τιμαλφή. Η θέση μου και η ευκολία πρόσβασης σε τέτοιας μορφής πληροφορίες, απεδείχθησαν πολύτιμες για μένα και την εξέλιξή μου. Εφόσον κρίνω ότι τα ευρήματά μου είναι επαρκή που δικαιολογούν την ενασχόλησή μου, δηλαδή τη δαπάνη ενέργειας και χρόνου, αλλά και το αδόκητο δόσιμό μου, τότε τους προσεγγίζω διακριτικά προσφέροντας εχέγγυα ασφάλειας με το να προτείνω μια συντροφιά και μια εκ του σύνεγγυς φροντίδα. Μια νεαρά κοπέλα για την γηραιά κυρία ή μια χήρα ή ανύπαντρος, για να φροντίζει τον γηραιό κύριο. Εγώ, εξυπακούεται, είμαι πάντοτε εκεί κοντά. Διατηρώ τον έλεγχο και λαμβάνω αναφορά καθ’ εκάστη από το άτομο που έχω στείλει στην οικία του ηλικιωμένου. Τέλος, στην τρίτη περίπτωση, του νωχελικού και νωθρού ατόμου, η αντιμετώπισή μου είναι ολότελα διαφορετική. Ένας άνθρωπος που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι άβουλος, άγεται και φέρεται, περιμένει οι άλλοι να σκέφτονται γι’ αυτόν και να του ορίζουν τι πρέπει να κάνει και πότε. Αυτό σημαίνει ότι εγώ οφείλω να δηλώσω την παρουσία μου και να τον καθοδηγήσω. Του λέω τι να

Page 7: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

7

κάνει και πώς να ενεργεί. Απαραίτητη προϋπόθεση, όπως και στις άλλες δύο περιπτώσεις των βραδυπορούντων ατόμων, είναι να έχουν οικονομική επιφάνεια, να απουσιάζουν οι συγγενείς και να μην έχουν ιδιαίτερη σχέση με την οικονομία της αγοράς και τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.

3

Η διπλή σιδερένια πόρτα του δικαστικού μεγάρου ήταν ανοικτή από τη μια πλευρά της, αφήνοντας επαρκή χώρο ώστε να εισέρχονται οι πολίτες και οι έχοντες κάποια σχετική ασχολία, διατηρώντας ταυτόχρονα το μυστήριο που θεωρητικά, περιβάλει ένα τέτοιο οικοδόμημα. Το δικαστικό μέγαρο: ένα κτίσμα όπου απονέμεται η δικαιοσύνη, αθωώνονται όσοι από λάθος ή κακεντρέχεια έχουν συρθεί εκεί, αλλά και κείνοι που ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενώ καταδικάζονται όσοι τους πρέπει η τιμωρία. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Η σχέση μου με τον χώρο θα έληγε εντός ολίγων λεπτών, καθώς αυτός ο «εισαγγελίσκος» χωρίς λόγο και με λίγα στοιχεία, φαντάζομαι τα περισσότερα εξ αυτών ψευδή και συκοφαντικά, με είχε καλέσει για να μιλήσουμε. Τώρα, τι ήταν το «να μιλήσουμε -λίγα βήματα πριν εισέλθω στο «ναό των δίκαιων ανθρώπων»- δεν το είχα επακριβώς καταλάβει. Να μιλήσω μ’ έναν άγνωστο σε μένα και να συζητήσουμε θέματα που με αφορούν, δεν το βρίσκω πρέπον και συνετό. Τέλος πάντων… Οφείλουμε να υπακούμε στους νόμους και να εμπιστευόμαστε τη δικαιοσύνη. Αν βέβαια με ρωτούσε αυτός ο, πως τον λένε, κύριος αν υπακούω στους νόμους και σέβομαι το νόμο και την τάξη, τότε αμελλητί θα του απαντούσα: «Κύριε… Εγώ, ως ευυπόληπτος και νομοταγής πολίτης, πάντοτε και

Page 8: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

8

χωρίς να παρεκκλίνω ή να σκεφθώ διαφορετικά, υπακούω στους νόμους, τους τηρώ και υπηρετώ την ευταξία και τη σωστή λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας. Ουδέποτε αμφισβήτησα, πολύ δε περισσότερο άσκησα δημόσια κριτική στις αποφάσεις του κράτους και της δικαιοσύνης. Κάτι τέτοιες συμπεριφορές και ενέργειες δεν συνάδουν με την κοινωνική μου ανατροφή και είναι μακράν άσχετες από τις αξίες και τα ιδεώδη με τα οποία έχω ανατραφεί και ασπάζομαι. Εσείς και εμείς, βρισκόμαστε στο ίδιο καράβι. Ακολουθούμε την αυτήν πορεία. Εκείνοι που βρίσκονται στην αντίπερα όχθη και δημιουργούν προβλήματα στην κοινωνική ευημερία και την ειρηνική συνύπαρξη, είναι οι αναρχοσοσιαλιστές και οι συνδικαλιστές που έχουν γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια.»

Πέρασα την είσοδο και μπροστά μου στεκόταν επιβλητική, μια μεγάλη κεντρική σκάλα που οδηγεί στον πάνω όροφο. Στην κορυφή της διακλαδώνονται -αριστερά και δεξιά- δύο μικρότερου πλάτους σκάλες που πηγαίνουν στο δεύτερο όροφο. Μέχρι εκεί έφτανε η ματιά μου. Παρατηρούσα ολόγυρα το χώρο και για κάποιον ανεξήγητο λόγο, δεν μου φαινόταν ξένα όσα αντίκριζα. Είμαι σαράντα πέντε ετών και δεν υπήρξε λόγος για να περάσω το κατώφλι των δικαστηρίων ως κατηγορούμενος ή έστω, ως ύποπτος. Και βέβαια ποτέ μου ως μάρτυρας. Εγώ κοίταζα τη δουλειά μου και τις δικές μου υποθέσεις και δεν με ενδιέφεραν εκείνες των άλλων. Αν με ρωτούσαν για κάποιον που έμενε κοντά σε μένα ή είχε κάποια άμεση ή έμμεση σχέση με δικά μου πεπραγμένα, φρόντιζα ευγενικά και πειστικά να τους δείξω ότι δεν γνώριζα, δεν είχα δει και δεν μου είχαν πει οτιδήποτε. Δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλάω. Αυτός είναι ένας βασικός κανόνας προσωπικής μου επιβίωσης, σε ένα αδηφάγο και εξοντωτικό σύστημα, όπου ο ένας κοιτάζει να κατασπαράξει τον άλλον, καθένας προσπαθεί να

Page 9: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

9

εκμεταλλευτεί τον διπλανό του. Με λύπη διαπιστώνω ότι ο πανάρχαιος Ιουδαϊκός νόμος εφαρμόζεται στην εποχή μας σε όλο του το μεγαλείο και με προσήκουσα μεγαλοπρέπεια.

Ο κόσμος στο δικαστικό μέγαρο κινούνταν με γοργούς ρυθμούς σε ακανόνιστα σχήματα. Οι πλείστοι κρατώντας χαρτοφύλακες κι έγγραφα, άλλοι συνομιλούντες μεγαλόφωνα και κάποιοι ψιθυριστά στις γωνίες του οικοδομήματος ή σε μικρές, κυκλικής μορφής, παρέες. Προφανώς οι τελευταίες πρέπει να απαρτίζονταν από το δικηγόρο, τον πελάτη του και τους συγγενείς αυτού. Όλοι ετούτοι μου προκάλεσαν μια δυσανεξία και επ’ ουδενί λόγω τους εκτίμησα ή εμφάνισα αισθήματα συμπάθειας και εντυπωσιασμού προς αυτούς. Για να βρίσκονταν σε αυτό τον χώρο είχαν διαπράξει κάποιο αδίκημα ή είχαν έρθει ως μάρτυρες κατηγορίας σε βάρος κάποιου εγκληματία ή προς υπεράσπιση αυτού. Αυτό εγώ ξέρω! Πιθανώς να ήταν μάρτυρες εκείνου που έχει βλαφθεί και ζημιωθεί από τις ενέργειες του κακοποιού στοιχείου. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μου δημιουργούσαν αισθήματα αηδίας, καθώς όποιος φθάνει στο σημείο να χρειάζεται την απόφαση του δικαστή είναι άξιος της μοίρας του. Οι άνθρωποι οφείλουν να επιλύουν μεταξύ τους οτιδήποτε τους βασανίζει, οποιαδήποτε διαφωνία ή αντιδικία που έχουν εμπλακεί. Ο καλύτερος δικαστής είναι και παραμένει, ένας εξωτερικός κριτής που κρίνει με βάσει δικές του εκτιμήσεις και αναλύσεις των παραταθέντων στοιχείων και τεκμηρίων, αλλά και με τις προφορικές μαρτυρίες αξιολύπητων και μικρονόων ανθρώπων. Δεν θα μπορούσα να διακινδυνεύσω τη φήμη μου εμφανιζόμενος ενώπιον δικαστικής αίθουσας με παριστάμενους στο ακροατήριο, βρωμερούς χωρικούς, αλλοπαρμένες γυναίκες και δικομανείς επαγγελματίες που επιβιώνουν χάριν αυτού του θεσμού. Δεν συνάδει με την ανατροφή μου.

Page 10: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

10

Εν τοιαύτη περιπτώσει, με είχε καλέσει αυτός ο «εισαγγελίσκος» για «να συζητήσουμε» και όφειλα να προσέλθω για να μην θεωρηθεί ότι αγνοώ τους νόμους ή ότι συμπεριφέρομαι επιτιμητικά προς τη δικαστική εξουσία. Οπότε δεν είχα παρά να αφήσω παράμερα τις αλλόκοτες σκέψεις, να αδιαφορήσω για τα βλέμματα που με κοίταζαν (δεν περίμενα ότι θα ήμουν σε κάποιους αναγνωρίσιμος!), να προσπεράσω τους κακοντυμένους και τις ασχημόφατσες που συναντούσα εγκλωβισμένες σε αυτό το κτήριο και να ανέβω με σταθερά και στιβαρά βήματα τις σκάλες για τον πρώτο όροφο. «Ανεβαίνοντας την κεντρική σκάλα, θα συνεχίσετε σε κείνη που είναι στα αριστερά σας και μετά, μόλις φτάσετε στον πρώτο όροφο, θα ακολουθήσετε το διάδρομο που βλέπετε μπροστά σας. Στο πέμπτο γραφείο δεξιά, είμαστε εμείς. Έχει το όνομα του κυρίου Εισαγγελέα έξω στην πόρτα. Χτυπάτε και μπαίνετε μέσα. Όπως είπαμε… στις δέκα και τριάντα το πρωί. Ακριβώς! Εγώ, ονομάζομαι…» Αυτά περίπου μου είπε ο γραμματέας του «εισαγγελίσκου» την περασμένη Πέμπτη όταν με κάλεσε στο τηλέφωνο. Μου ανέφερε το όνομά του, αλλά δεν το συγκράτησα. Προφανώς, θα μου ήταν αδιάφορο. Δεν συγκρατώ ονόματα εκτός κι αν υπάρχει σοβαρός λόγος για να το κάνω. Όσον αφορά όμως τα πρόσωπα, αυτά δεν διαφεύγουν της μνήμης μου.

4

Μόλις έλαβα το συγκεκριμένο τηλεφώνημα, ένιωσα μιαν απρόσμενη, θα την ερμήνευα σε ανησυχητικό βαθμό ταχυπαλμία. Ποιός είναι αυτός ο υπαλληλίσκος -ο γραμματέας- που με καλεί και μου ζητάει να πάω σε ένα αδιαπραγμάτευτο rendezvous; Και πως είπε ότι λένε τον «κύριό» του; Εισαγγελέας είναι; Ανακριτής ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων; Με όνομα που μου ήταν αδύνατο να το

Page 11: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

11

συγκρατήσω. Το μόνο που θυμόμουν ήταν ότι είχε γραφείο στον πρώτο όροφο, στο διάδρομο ευθεία, πέμπτο στη σειρά, στα δεξιά. Αυτά ασφαλώς, δεν ήταν που μου δημιούργησαν τα προβλήματα με τους ακανόνιστους καρδιακούς κτύπους, αλλά όσα μου είπε στο τηλέφωνο, με τσιριχτή και εξόχως ενοχλητική φωνή. Η χρήση της γλώσσας έδειχνε ημιμαθή υπάλληλο. Ήμουν σίγουρος ότι χάριν κάποιου γνωστού ή πολιτικού βρέθηκε σε μια θέση που του δίνει το δικαίωμα να καλεί -νωρίς το πρωί- ευυπόληπτους ανθρώπους και να τους ζητάει να πάνε σε αυτόν, για «να συζητήσουν». «Καλημέρα σας! Σας καλώ απ’ τα δικαστήρια της πόλης. Συγκεκριμένα απ’ την Εισαγγελία. Ονομάζομαι… Παρακαλώ να προσέλθετε στην Υπηρεσία μας. Την επόμενη Τρίτη, στις δέκα και μισή… το πρωί εννοώ. Να έρθετε απευθείας στο γραφείο του κυρίου Εισαγγελέα… στον πρώτο όροφο του δικαστικού μεγάρου… Θέλει να συζητήσετε κάποια θέματα… μαζί του, εννοώ με τον κύριο Εισαγγελέα…». Κάπως έτσι μου μίλησε, αν μπορώ να τα φέρω αυτολεξεί στη μνήμη μου. Με δυσκολία ολοκλήρωνε τις προτάσεις του και θα έβαζα στοίχημα ότι αυτά που ήθελε να μου ανακοινώσει τα είχε γράψει σε μια κόλλα χαρτί και τα διάβαζε.

Όταν τον ρώτησα τι εννοεί με το «να συζητήσετε», η απάντησή του ήταν «δεν μπορώ να γνωρίζω τι θέλει ο κύριος Εισαγγελέας. Εμένα μου έδωσε εντολή να σας καλέσω στο τηλέφωνο… Μου είπε αν δεν απαντούσατε… εσείς όμως απαντήσατε… Είπε ακόμα αν αρνιόσασταν… τότε…» Συνέχισε να μιλάει σε έναν τόνο και χρησιμοποιώντας λέξεις που δεν τις καταλάβαινα. Όμως θυμάμαι καλά ότι του απάντησα στο τέλος ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει να μιλάει και να μου εκθέτει διάφορα υποθετικά σενάρια. «Θα έρθω την ημέρα και την ώρα που μου είπατε. Κύριε… δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε, καθώς όπως μου είπατε, δεν γνωρίζετε ούτε τον λόγο, ούτε

Page 12: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

12

το περιεχόμενο της συζήτησης που μου ζητάτε να έχω -χωρίς περιθώριο διαφορετικής επιλογής- με τον κύριο Εισαγγελέα. Καλημέρα σας και ευχαριστώ πολύ!» Του έκλεισα το τηλέφωνο κατάμουτρα όπως του έπρεπε. Από τη φωνή και τα λεγόμενα συμπέρανα ότι ήταν ένας άχρηστος και ακαμάτης δημόσιος υπάλληλος. Από κείνους που θα προτιμούσα να τους έστελναν στον Καιάδα μετά από την ολοκλήρωση της εργασίας τους ή να τους άλλαζαν με άλλους, περισσότερο φρέσκους και λιγότερο ράθυμους. Δεν χρειάζεται να εκθέσω την άποψή μου για τα άτομα που εργάζονται στο Δημόσιο: αποτυχημένοι, τεμπέληδες, ευθυνόφοβοι, χαμηλής μόρφωσης και το σημαντικότερο, χαμηλής κοινωνικής στάθμης. Tres banal τύποι! Θα τους χαρακτήριζα κοινωνικούς αρουραίους που προσπαθούν να αναρριχηθούν μέσα από τα γραφειοκρατικά τους τερτίπια και τις γνωριμίες που έχουν με την εκάστοτε εξουσία. Την εξουσία που την προσκυνούν, την γλείφουν και όταν αυτή δεν τους ενδιαφέρει ή τους επηρεάζει, τότε τελείως ανερυθρίαστα και ξεδιάντροπα, τη βρίζουν και αποκολλούνται από δίπλα της. Μέχρι βέβαια τη στιγμή που θα βρουν μια νέα εξουσία να προσκολληθούν. Αυτοί είναι τα τσιμπούρια της εξουσίας.

Μετά από κείνο το τηλεφώνημα δεν έμεινα άπραγος. Την ίδια κιόλας μέρα φρόντισα να μάθω το ποιόν του «κυρίου εισαγγελέα». Τι είδους άνθρωπος ήταν, πως βρέθηκε σε αυτή τη θέση, πως εργαζόταν, με ποιους έκανε παρέα, ποιους συναναστρέφονταν, σε ποιους λογοδοτούσε και το σημαντικότερο, ποιοι τον επηρέαζαν. Αυτές είναι τυπικές ερωτήσεις που θέτω σε κατάλληλα πρόσωπα κι έχουν ένα και μόνο αποκλειστικό σκοπό: να αποκτήσω πληρέστερη εικόνα και όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη γνώση για τον άνθρωπο που θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω ή να έρθω σε επαφή μαζί του. Δεν αφήνω τίποτα στην τύχη -νομίζω ότι το έχω ήδη αναφέρει- και

Page 13: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

13

δεν στηρίζομαι στη διαίσθηση, στο θυμικό ή σε οτιδήποτε δεν έχει σχέση με τη λογική, τη σκέψη και τη γνώση. Σε κάποιους, πιθανά περισσότερο στις κυρίες και στις δεσποινίδες, αυτό να μην αρέσει και να με προτιμούσαν ρομαντικό, γλυκομίλητο, γαλίφη και με τρόπους τρυφερού bon viveur. Μπορεί το romance να είναι διαχρονικό και άκρως επιθυμητό από το «ωραίο φύλο», αλλά εκείνος που στο τέλος της ημέρας κερδίζει και βρίσκεται στο βάθρο του νικητή δαφνοστεφανωμένος, είναι ο «ατρόμητος Αττίλας».

Οι πληροφορίες που συνέλεξα, με εντυπωσιακή ταχύτητα και παροιμιώδη μυστικότητα, ήταν πολύ σημαντικές και με πολλή σημασία για μένα και την προετοιμασία μου. Ο «κύριος εισαγγελέας» ήταν το πολύ σαράντα ετών, ανύπαντρος, σχετικά νέος στο σώμα των Εισαγγελέων και χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία στην εξιχνίαση υποθέσεων. Ήταν μελετηρός, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης και εισήλθε στο Δικαστικό Σώμα μετά από ολιγόχρονη δικηγορία. Στη συνέχεια μεταπήδησε στην Εισαγγελία. Κάποιος θείος του είναι δικαστής παρ’ Αρείω Πάγω, ενώ ένας άλλος, δικηγόρος με ενδιαφέρουσες πολιτικές σχέσεις και μεγάλο κύκλο γνωριμιών. Οι «φίλοι» μου, μού είπαν ότι αυτά τα δύο πρόσωπα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στους επαγγελματικούς του προσανατολισμούς, τον κατεύθυναν να πάει στην Εισαγγελία και πιθανά, φρόντισαν να τοποθετηθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρετεί σήμερα. Δεν δείχνει να έχει ασχοληθεί με μεγάλες υποθέσεις. Μόνο με μηνύσεις, προσβολή δημοσίας αιδούς, ψευδές καταμηνύσεις και τέτοια ανούσια θέματα. Το γραφείο το χρησιμοποιεί για τα απαραίτητα και δεν ενδιαφέρεται να παίρνει δύσκολες υποθέσεις ή να κυνηγάει την ταχεία προαγωγή.

Μου ανέφεραν «χαρτί και καλαμάρι» ποια ήταν τα «κατορθώματα» του λεγάμενου, αλλά χρησιμοποιούσαν

Page 14: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

14

λέξεις και αδιάφορες έννοιες προς εμένα, οπότε μετά από την ενδελεχή και εμπεριστατωμένη αναφορά, τους ρώτησα: «Καλά όλα αυτά! Ο τύπος είναι σοβαρός; Ξέρει; Είναι επικίνδυνος; Και αν ξέρει, θα πρέπει να φυλάσσομαι; Ποιο είναι το πιο κατάλληλο άτομο για να τον προσεγγίσει; Να δούμε τι γνωρίζει και τι προτίθεται να κάνει…» Οι απαντήσεις που πήρα ήταν ότι δεν φαινόταν να γνωρίζει τίποτα σημαντικά πράγματα, μάλλον του έδωσαν την υπόθεση για να έχει κάτι να ασχολείται και να την κλείσει στο «άψε-σβήσε». Οι λέξεις «δεν φαίνεται», «δεν νομίζουμε», δεν μου άρεσαν. Τις θεώρησα ως ελλιπείς απαντήσεις, αλλά οι άνθρωποί μου δεν μπορούσαν να με διαφωτίσουν περισσότερο από αυτά που μου παρέθεσαν. Έδειχναν να είχαν βαλτώσει ή να υπήρχε ένα πυκνό σύννεφο που δεν μπορούσαν να το διώξουν και να δουν καθαρά. Διαπίστωσα ότι όντως υπήρχε ένα ομιχλώδες τοπίο περί του εισαγγελέα και το ιστορικό του. Αλλά δεν είχα χρόνο για έρευνα σε βάθος και αντιπαραβολή πληροφοριών.

Τους ευχαρίστησα δίνοντάς τους το απαραίτητο «μπαξίσι» (μου αρέσει αυτή η λέξη γιατί δείχνει την επίδρασή μας και την πολιτισμική μας καταγωγή) κι έκλεισα την πόρτα. Κούνησα το κεφάλι μου, κοίταξα από το παράθυρο την απέναντι βίλα και για ελάχιστα δευτερόλεπτα αναλογίστηκα: «Που είναι οι παλιοί Θεσσαλονικείς; Γεμίσαμε από τουρκόσπορους και λεχρίτες. Ρουφιάνους και λιγούρηδες.» Η βίλα μου θύμισε αυτό που λένε: «Περασμένα μεγαλεία, διηγώντας τα να κλαις.» Ευτυχώς εγώ δεν έχω αφήσει κανένα να με «ρίξει» ή να με ζημιώσει. Δεν επεδίωξα δόξα και χλιδή, καμαριέρες και αυλικούς, σαν τους άλλους με τα αριστοκρατικά σπίτια. Αλλά το «κομμάτι» μου το έκανα. Ζω καλά, από λεφτά δεν παραπονιέμαι κι έχω τα τυχερά μου: γυναίκες, ιππόδρομος, ταξίδια αναψυχής, elegant soiree και garden parties. Σκεφτόμενος αυτά αναφώνησα

Page 15: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

15

περιχαρής: «Τι κύριος εισαγγελέας και κουραφέξαλα! Εισαγγελίσκος είναι. Αυτό. Εισαγγελίσκος!» κι έσκασα στα γέλια. Ήμουν μόνος στο σπίτι και οι μόνοι που με άκουσαν ήταν οι τέσσερεις τοίχοι. Όπως πάντα!

5

Ανέβηκα την κεντρική σκάλα κι έστριψα στην αριστερή, έτσι όπως μου είπαν. Οι τοίχοι στο κτήριο ήταν «φορτωμένοι» με μεγάλα πορτραίτα. Ο κύριος τάδε, ο κύριος δείνα. Έδειχναν άγνωστα προς εμένα αυτά τα ονόματα, αν και θα στοιχημάτιζα ότι τα είχα ακούσει ή αυτούς που φαινόταν να ήταν εν ζωή, τους είχα δει. Δικαστές, εισαγγελείς. Άτομα επιφανή και με κύρος. Προφανώς πέρασαν από αυτό τον χώρο, αφήνοντας το στίγμα τους και παρέχοντας τις σχετικές υπηρεσίες τους. Τα κορνιζαρισμένα ζωγραφισμένα πορτραίτα τους, με την εγχάρακτη επιγραφή του ονοματεπωνύμου τους, την αλλοτινή ιδιότητά τους και τα χρόνια που την άσκησαν στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης, δεν άφηναν περιθώριο για αμφιβολίες. Η ανθρώπινη ματαιοδοξία «κρεμασμένη» σε όλο της το μεγαλείο. Και μετά ασχολούνται με μένα και με το ότι με τις πράξεις μου επιθυμώ και φροντίζω να γίνω γνωστός όσο ζω. Αηδίες και σχόλια ατόμων που είναι ζηλόφθονα, κακεντρεχή και μνησίκακα. Αν με κατηγορούσαν για ματαιοδοξία και υπερφίαλες επιδιώξεις, αυτό θα ήταν λάθος και άδικο. Φροντίζω να κάνω καλά τη δουλειά μου, ασχολούμαι με αυτά που με ενδιαφέρουν και δεν γίνομαι φορτικός. Δεν υποχρεώνομαι σε κανέναν. Αν όσα κάνω οδηγούν σε κάποια αναγνωρισιμότητα, αυτό δεν γίνεται από πρόθεση κι έχοντας κατά νου κάτι τέτοιο. Ενώ αυτοί στα κρεμασμένα κάδρα, τα αγέλαστα και ανέκφραστα πρόσωπα με τα γουρλωμένα μάτια και τους τραβηγμένους

Page 16: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

16

κροτάφους, κοιτούσαν καθημερινά -πολλές φορές- τον καθρέπτη τους και ρωτούσαν τον εαυτό τους: «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου;» Μου προκαλούν αναγούλα, μου «γυρίζουν τα άντερα», σκεπτόμενος πόσα άτομα έστειλαν στη φυλακή και στα κάτεργα με τις αποφάσεις τους. Κάποιοι, αφαίρεσαν ζωές· οδήγησαν ανθρώπους στο ικρίωμα. Βέβαια δεν με ενδιαφέρει αν το άξιζαν ή όχι, αν τους έπρεπε να τιμωρηθούν ή οι δικαστές έσφαλαν. Όμως ότι χρειάσθηκε να αποφασίσουν κάποιοι τρίτοι για τη ζωή τους, αυτό με εξοργίζει και μου έρχονται σίελοι στο στόμα μου. Να τους φτύσω, να το ευχαριστηθώ.

Κάνοντας αυτές τις σκέψεις δεν πρόσεξα ότι έφτασα στο κεφαλόσκαλο και παραπάτησα. Κόντεψα να σωριαστώ στο διάδρομο, φαρδύς-πλατύς. Δύο κυρίες που βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου και ετοιμάζονταν να κατέβουν την σκάλα, τρόμαξαν. Έβγαλαν μια τσιριχτή κραυγή, απόλυτα συντονισμένη κι έπιασαν με τις παλάμες τους το ορθάνοιχτο στόμα τους. Τις κοίταξα φευγαλέα. Από το μυαλό μου πέρασε μια σοκαριστική και αρκετά χυδαία εικόνα. Από την μία, τα ανοικτά στόματα των δύο κυριών και από την άλλη, εγώ ανάμεσά τους να προσπαθώ να χώσω όσο περισσότερο βαθιά τα χέρια μου στο μπούστο της καθεμιάς. Η τρομάρα τους δεν αφορούσε τη φανταστική κίνησή μου κι αυτό που υπέθεσα ή επιθυμούσα να είχαν δει ως εξόγκωμα στο παντελόνι μου, αλλά έχει να κάνει με την παρ’ ολίγον πτώση μου. Εν τοιαύτη περιπτώσει, με δυσκολία διατήρησα την ισορροπία μου, αν και κάτι τέτοιο το απέφευγα και δεν ήθελα να μου συμβαίνει. Σιάχτηκα κι έκανα σαν να μη συνέβη κάτι. Προχώρησα στο διάδρομο που έβλεπα μπροστά μου, ρίχνοντας μια τελευταία λοξή ματιά στις δύο κυρίες. Είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια, κοιτούσαν κλεφτά προς εμένα και χαμογελούσαν με πονηριά. Τις κέρδισα! Αν είχα χρόνο, θα ασχολιόμουν μαζί τους. Όμως η ώρα ήταν δέκα και εικοσιπέντε και ο

Page 17: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

17

«εισαγγελίσκος» θα ήταν στο γραφείο του και θα με περίμενε. Μόλις είχα φτάσει έξω από την πόρτα του και σε μια φτηνή και αδιάφορη ταμπέλα ήταν χαραγμένο το όνομά του. «Εδώ είμαστε», σκέφτηκα. Χτύπησα και δίχως να περιμένω απάντηση άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο γραφείο. Η κίνηση που έκανα, μου φάνηκε οικεία και συνηθισμένη.

6

«Καλημέρα. Ονομάζομαι…», είπα μόλις αντίκρισα απέναντι και στα δεξιά του γραφείου, να κάθεται ένας αδύνατος, διοπτροφόρος. Ήταν γύρω στα τριανταπέντε, μπορεί και λίγο παραπάνω, με λεπτό μουστάκι, μαυριδερός και με λιγδιασμένο μαλλί, χτενισμένο με χωρίστρα στη μέση του κεφαλιού. Αστραπιαία σκέφτηκα: «Καλά είπα εγώ! Εισαγγελίσκος! Ποντικίσια φάτσα. Με κοίταξε με το κεφάλι σκυμμένο, τα μάτια υπερυψωμένα και τα γυαλιά να στηρίζονται στα πτερύγια της γαμψής του μύτης. Να προσέχω, γιατί κάτι τέτοιοι είναι ικανοί να σου τη φέρουν και να σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί. Τους ξέρω εγώ!» Ο τύπος δεν απάντησε μεμιάς. Έδειξε να αδιαφορεί για την παρουσία μου. Λες κι έβλεπε κάποιον γνωστό του, κάποιον που περίμενε να έρθει.

Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να περιεργαστώ, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, τον χώρο που μόλις είχα εισχωρήσει. Τυπικός, σχετικά ευρύχωρος, με δύο γραφεία το ένα αντικριστά στο άλλο. Ένας χάρτης της Ελλάδας, μια φτηνή θαλασσογραφία και ο Χριστός με την κλασική εικόνα να ευλογεί και το φωτοστέφανο να τον περιβάλει, ήταν τα μόνα εκθέματα στους τέσσερεις τοίχους. Ένθεν κακείθεν, δύο καλόγεροι για να κρεμιούνται πανωφόρια, σακάκια και ομπρέλες και από την πλευρά του γραφείου του ζαρωμένου μυστακοφόρου μια τεράστια βιβλιοθήκη

Page 18: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

18

με ράφια που έφταναν ψηλά ως το ταβάνι, γέμιζε τον τοίχο. Φάκελοι, χαρτιά, κουτιά ήταν στοιβαγμένα, έχοντας μικρές ταμπέλες που ξεκινούσαν από το Α κι έφθαναν το Ω, τηρώντας μια απαρέγκλιτη χρονική σειρά. Από αριστερά προς τα δεξιά, πήγαινε το παρελθόν προς το παρόν. Ο απέναντι τοίχος είχε μιαν άλλη βιβλιοθήκη, καλύτερης ποιότητας και σαφώς μικρότερου μεγέθους. Είχε κι αυτή κάποιους φακέλους, αλλά τα δερματόδετα βιβλία κυριαρχούσαν. Μια φευγαλέα ματιά αρκούσε για να καταλάβω ποιο ήταν το περιεχόμενό τους. Ο ποινικός κώδικας, το αστικό δίκαιο, το Σύνταγμα, νομοθεσίες, διατάγματα, οδηγοί για δικαστές και εισαγγελείς. Κάτω δεξιά στην γωνία, ανακάλυψα κάποια διαφορετικά βιβλία. Λογοτεχνία. Κλασικοί. Ρώσοι, Γάλλοι, Έλληνες. Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Ουγκώ, Ζολά, Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός. «Τι τα θέλει άραγε όλα αυτά; Και είναι απέναντί του; Γιατί δεν βρίσκονται πίσω από το γραφείο του; Τα διαβάζει; Πότε όμως;» Αυτά τα φευγαλέα ερωτηματικά πέρασαν και εξαφανίσθηκαν, έτσι όπως εμφανίσθηκαν. Ερωτήματα που δεν περίμεναν την απάντησή τους και χάθηκαν στο κενό.

Αυτός που με κοιτούσε μέσα από τα μυωπικά του γυαλιά επιτέλους με ρώτησε: «Παρακαλώ, ο κύριος;»

«Μα, σας είπα… ονομάζομαι…» «Α, ναι… καλά, καλά! Μου το είπατε μπαίνοντας, αλλά

βλέπετε ο θόρυβος από έξω… ανυπόφορος κι ενοχλητικός!»

Που τον άκουσε τον θόρυβο κι ένιωσε την ενόχλησή του, δεν το καταλαβαίνω. Στο διάδρομο έχει αρκετή ησυχία και στην απόσταση που κάθεται, οι θόρυβοι απορροφώνται. Φαντάζομαι πόσο υποχόνδριος είναι και πόση μιζέρια τον περιβάλει. Ας μην του απαντήσω, γιατί δεν μπορείς να ξέρεις πως θα το εκλάβουν αυτοί οι «εισαγγελίσκοι»!

«Ναι, δίκιο έχετε… ενοχλητικός.»

Page 19: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

19

«Περάστε… καθίστε εδώ.» Με το αριστερό του χέρι, μου υπέδειξε που να καθίσω.

Μια φθαρμένη καρέκλα, ξύλινη και μισοσκονισμένη ήταν τοποθετημένη από την εξωτερική πλευρά του γραφείου, έχοντας μέτωπο απέναντι. Κάθισα νιώθοντας ήδη τη βρώμα και την αποπνέουσα φθήνια να μου δημιουργούν άκρως ενοχλητικά συναισθήματα. «Εισαγγελίσκος, όνομα και πράμα!» σκέφτηκα βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο και περνώντας με μια γεμάτη κίνηση, το δεξί χέρι από το μουστάκι και τα γένια μου. Έπρεπε να σιγουρευτώ ότι ήταν φτιαγμένα, δεν πετούσαν και μου προσέδιδαν την αρχοντιά και την αβρότητα που ήταν γνωστά τοις πάσι.

Ο τύπος με κοίταξε από πάνω ως κάτω, με περιεργάστηκε με εμφανή απορία, καθώς η ανωτερότητά μου του ήταν ξεκάθαρη και η δική του μετριότητα αναδεικνυόταν όλο και περισσότερο. Βάζοντας πιο κοντά στα μάτια τα γυαλιά και στήνοντας πιο όρθια την πλάτη του, προφανώς για να προσπαθήσει να δείχνει ισοϋψής με μένα, μου απεύθυνε το λόγο.

«Ο κύριος Εισαγγελέας θα βρίσκεται εδώ σε λίγο. Αναμένεται… εντός ολίγων λεπτών. Τον κάλεσε ο Προϊστάμενος…. έπρεπε να πάει πάραυτα. Μπορείτε να περιμένετε εδώ… θα ’ρθει, όπως σας είπα. Εγώ, εντωμεταξύ, πρέπει να ολοκληρώσω κάτι που έχω αρχινίσει από το πρωί. Εντάξει;»

Τον κοίταξα απορημένος και σε ένα βαθμό αιφνιδιασμένος από αυτό που άκουσα. «Δηλαδή, δεν είστε ο Εισαγγελέας;» Έπεσα έξω. Είχα κάνει λάθος. Παραγνώρισα. Και μένα ποσώς που με ενδιέφερε τι δουλειά έκανε, τι ήταν αυτό που έπρεπε να τελειώσει και ασφαλώς, δεν είχα κανένα λόγο να απαντήσω σε κείνη την ερώτηση: «Εντάξει;»

«Ασφαλώς και δεν είμαι! Μοιάζω για… εισαγγελέας. Καλά θα ήταν… Όχι, κύριε. Είμαι ο γραμματέας. Αυτός

Page 20: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

20

που σας κάλεσε στο τηλέφωνο… εγώ, την περασμένη Πέμπτη. Θυμάστε; Μου προκαλεί έκπληξη που δεν το καταλάβατε. Έπρεπε να ξέρατε…»

Μόλις είχα φτιάξει την εικόνα για τον «εισαγγελίσκο» και μου προέκυπτε ότι ήταν ο μικρότατος και εξ όψεως φαιδρός γραμματέας του. Λάθεψα. Ανεπίτρεπτο για μένα. Τώρα έπρεπε να ανασυνταχθώ και να επανακαθορίσω την στρατηγική μου. Αυτός που ανέμενα να «συζητήσει» μαζί μου δεν ήταν εκεί και δεν ήξερα πως μοιάζει. Θα ήμουν ικανοποιημένος να ήταν αυτή η ποντικόφατσα που είχα μπροστά μου, αλλά δυστυχώς παρέμενα στο σκοτάδι, διερωτώμενος πως ήταν αυτός που θα ερχόταν για μένα.

«Θα αργήσει; Είπατε, ότι…» «Όχι, δεν θα αργήσει. Όπου να ’ναι, έρχεται. Α, νάτος!

Ο κύριος Εισαγγελέας.»

7

Ο κύριος Εισαγγελέας. Στην πόρτα πρόβαλε ολόρθος και στητός, σίγουρος για τις κινήσεις και τη σχέση του με τον χώρο. Στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα χωρίς να κινείται και αφού την έκλεισε με ανάλαφρες και ήρεμες κινήσεις, περπάτησε προς το μέρος μου. Βάδιζε σιγά με τις πατούσες να κοιτούν προς τα έξω και τα χέρια να είναι περίπου κολλημένα στο σώμα. Φορούσε ένα μπλε κοστούμι, που περισσότερο έκλεινε προς το γκρι, παρά προς το θαλασσί. Το πουκάμισο είχε υπόλευκο χρώμα, με αχνές κάθετες ρίγες και η γραβάτα ήταν μονόχρωμη, σε καφέ με κεραμιδί χρώμα. Αδύνατος, μελαχρινός, με καθαρό και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο, λίγες ελιές και σημάδια που δεν αλλοίωναν την καθαρότητά του. Δεν φαινόταν ίχνη από τρίχες αν και μου έδινε την εντύπωση ότι προτιμούσε το γένι και τα μουστάκια. Αν του δινόταν η ευκαιρία ή το απαιτούσαν οι περιστάσεις, εκτιμώ ότι θα

Page 21: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

21

έμενε αξύριστος. Με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Έκανε μια γεμάτη κίνηση, περνώντας την παλάμη του από πάνω προς τα κάτω καλύπτοντας μύτη, μάγουλα, στόμα και πηγούνι. Μια αργή κίνηση σαν να είχε μουστάκι και γένια και ήθελε να σιγουρευτεί ότι ήταν στρωμένα και με την ίδια φορά. Ήταν αγέλαστος και ανέκφραστος. Κοιτούσε λες κι έβλεπε το δικό του πρόσωπο στον καθρέπτη. Λες και καθρεφτιζόταν πάνω μου.

Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι αν τον συναντούσα στο διάβα μου δεν θα γυρνούσα να τον κοιτάξω. Το ίδιο θα συνέβαινε εάν τον έβλεπα σε ένα καφέ ή σε ένα εστιατόριο. Μάλλον όμως ούτε αυτή τη συνάντηση θα είχα, καθώς εγώ πίνω καφέ στο «Ντορέ» ή στο σαλόνι του ξενοδοχείου Méditerranée, ενώ γευματίζω στο «Όλυμπος-Νάουσα» και όταν έχω μεγάλη παρέα ή φιλοξενούμενους από την Αθήνα, πηγαίνουμε στη «Ρέμβη». Αυτός ο τύπος δεν πιστεύω ότι έχει περάσει το κατώφλι αυτών των οίκων γευσιγνωσίας και χαλάρωσης. Μου φαινόταν αγροίκος, ένας άνθρωπος που ναι μεν μένει στην πόλη, αλλά δυσκολεύεται να συμβιώσει μαζί της. Τέλος πάντων. Η πρώτη εντύπωση ήταν απαίσια. Αρνητική. Έβλεπα έναν άνθρωπο που δεν ξέρω πως θα μπορούσα να τον δω με άλλο τρόπο. Είτε μέσα σε ένα τέτοιο χώρο ή ως είδωλο;

Περιττό να αναφερθώ στην απολύτως ευδιάκριτη δημοσιοϋπαλληλική και γραφειοκρατική εικόνα που εμφάνιζε. Αυτές οι σκέψεις με απορρόφησαν ώστε δεν άκουσα τι μου είπε, καθώς καθόταν αντίκρυ μου. Ω, ναι. Το γραφείο του ήταν εκείνο που βρισκόταν απέναντι απ’ αυτό του λιγδιασμένου γραμματέα του. Θα έπρεπε κι αυτό να το περιμένω. Η φορά που ήταν τοποθετημένη η καρέκλα μου, σηματοδοτούσε ότι όποιος και να καθόταν σε αυτήν, έπρεπε να κοιτάζει προς την μεριά του εισαγγελέα για να μπορεί να ακούει τι τον ρωτάει και να απαντάει αναλόγως. Η ελαφρά κλίση προς το γραφείο του γραμματέα ήταν προφανώς για κάποιον άλλο λόγο, που

Page 22: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

22

εκείνη τη στιγμή μου διέφευγε κι αδυνατούσα να κατανοήσω.

«Δεν ακούσατε που σας ρώτησα; Είστε ο κύριος…» Με ανεβασμένο τον τόνο στη φωνή και με ελαφρά την ενόχληση στη χροιά της, επανέλαβε την ερώτηση που δεν είχα ακούσει.

«Ναι, ναι! Είμαι ο κύριος…» «Ωραία, ωραία!» Τι ήταν αυτό το διπλό «ωραία»; Που βρήκε το ωραίο σε

όλη την ιστορία; Του άρεσε το όνομά μου; Μήπως η εμφάνισή μου; Και γιατί λέει ωραία και δεν με κοιτάζει, παρά σκαλίζει τα χαρτιά του; Και ο άλλος; Ο γραμματέας; Έχει «καρφωθεί» πάνω μου. Μοιάζει να μειδιά, αλλά χωρίς δυσκολία θα έλεγα ότι είναι έτοιμος να κοιμηθεί και τα βρωμογυαλιά του να πέσουν από την γαμψή του μύτη. «Ορίστε… είπατε κάτι;» Μόνο αυτό κατάφερα να ψελλίσω, καθώς δεν μπορούσα να συντονιστώ με τους ρυθμούς τους και να αντιληφθώ τι σήμαιναν οι λέξεις και οι κινήσεις που έκαναν. Αυτοί οι γραφειοκράτες! Συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο που σε μπερδεύουν και σε αποσυντονίζουν. Είμαι σίγουρος ότι το κάνουν εξεπίτηδες. Σίγουρα έχουν το σκοπό τους. Άραγε τους έμαθαν, τους δίδαξαν ή τους είπαν πώς να μιλάνε; Δεν μπορώ να γνωρίζω, αλλά όλοι τους λαμβάνουν ένα περισπούδαστο ύφος, συνοφρυώνονται και μιλάνε με ένα ολόδικό τους λεξιλόγιο. Ακόμα και αν οι φράσεις που λένε είναι οικείες, ο τρόπος που τις εκφέρουν και τα πιθανά τους νοήματα, είναι κατανοητά και ερμηνεύσιμα μόνο από αυτούς. Όπως λόγου χάριν κάνουν οι γιατροί και οι δικηγόροι. Οι πρώτοι δεν σου λένε τι έχεις, αλλά ότι πάσχεις από κάτι που αυτοί μπορούν να θεραπεύσουν μόνο όταν υπακούσεις και κατά γράμμα τηρήσεις αυτά που σου γράφουν και σου έχουν συνταγογραφήσει. Οι δικηγόροι δεν σου λένε αν αθωωθείς ή καταδικαστείς, αλλά ότι η υπόθεσή σου είναι δύσκολη, απαιτείται

Page 23: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

23

προσοχή και κείνοι είναι διατεθειμένοι να δώσουν τον δίκαιο και καλό αγώνα για χάριν σου. Και οι δυο τους προσβλέπουν στο πορτοφόλι του πελάτη τους. Ο ασθενής και ο κατηγορούμενος είναι η βασική πηγή του πλουτισμού τους. Εκείνοι έχουν τους δικούς τους πελάτες, εγώ τους δικούς μου. Διαφορά καμία.

«Είπα ωραία, κύριε. Μου αναφέρατε το όνομά σας και εγώ απάντησα. Για να δω λοιπόν, γιατί σας κάλεσα. Μια στιγμή να ανοίξω τους φακέλους μου. Μια στιγμή…»

Τι γίνεται εδώ; Δεν ξέρει γιατί με κάλεσε; Τώρα κοιτάζει να βρει τι είναι αυτό που με θέλει; Δεν ξέρει ποιος είμαι; Τι είναι ετούτος; Κι αυτό που είπε να δει τους φακέλους; Πληθυντικός αριθμός; Υπάρχουν φάκελοι για μένα; Τι λέει; Που βρίσκομαι; Τι συμβαίνει; «Τι κάνετε εκεί;» Η τελευταία ερώτηση έγινε φωναχτά· δεν την έθεσα στον εαυτό μου. Την είπα σε κείνον. Ευθέως.

«Ορίστε; Σε μένα μιλάτε; Τι κάνω εγώ; Κοιτάζω, κύριε… εσάς ψάχνω. Σας είπα να περιμένετε!»

«Συγγνώμη! Μου ξέφυγε… κάτι άλλο σκεφτόμουν!» Με κοίταξε φευγαλέα, σμίγοντας τα φρύδια και

ξερόβηξε. Έκλεισε τους δύο φακέλους που είχε μπροστά του, έβαλε τα χέρια σταυρωτά επάνω τους, σαν να προσπαθούσε να τους προστατεύσει. Να μην τους πάρω ή τουλάχιστον να μην δω τι περιέχουν. Μετά από μία μικρή παύση, συνέχισε:

«Λοιπόν, όλα εντάξει… Τα έριξα μια ματιά… να τα θυμηθώ ξανά. Κύριε, σας κάλεσα σήμερα στο γραφείο μου, στην Εισαγγελία Θεσσαλονίκης, για να σας απαγγείλω τις παρακάτω κατηγορίες….»

Αυτό ήταν. Θόλωσα. Όλα σκοτείνιασαν και από κείνη τη στιγμή έχασα την επαφή με το περιβάλλον. Δεν άκουγα και δεν τον παρακολουθούσα. Χύθηκα στην καρέκλα, κρέμασαν τα χέρια μου και απλώθηκαν τα πόδια μου. Δεν ένιωθα τίποτα. Δεν άκουγα. Δεν έβλεπα.

Page 24: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

24

«Κύριε με ακούτε; Ακούτε τι σας λέω;» Η φωνή του εισαγγελέα ακουγόταν σαν να έρχεται από έναν άλλο κόσμο. Λες κι άκουγα μια απόκοσμη φωνή και αντίκριζα μιαν εικόνα εξωπραγματική. Είχα μπροστά μου τον άγγελο της κολάσεως. Μόλις με είχε επισκεφθεί κι εγώ ήμουν απροετοίμαστος. Απέναντί μου είχα το πρόσωπο της δυστυχίας μου.

8

Πριν από έναν περίπου μήνα, καθώς περπατούσα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, μετά από ένα χορταστικό μεσημεριανό γεύμα στο γνωστό εστιατόριο των κοσμικών και γνωστών της πόλης, έπεσα πάνω στον κύριο Ευγένιο Παπαδόπουλο. Γνωστό επιχειρηματία και γνώστη του χρήματος. Περπατούσε στο πλακόστρωτο με κατεύθυνση αντίθετη της δικής μου. Εγώ κατευθυνόμουν προς τον Λευκό Πύργο, εκείνος στο Λιμάνι. Με είδε και με χαιρέτισε εγκάρδια. Γνωριζόμαστε πολύ καλά κι έχουμε συνεργαστεί κατά το παρελθόν με μεγάλη εμπορική και οικονομική επιτυχία. Εκείνος πούλησε αυτά που ήθελε και εγώ ανταμείφτηκα για όσα του προσέφερα. Συναλλαγές με αμοιβαίο όφελος και πεπερασμένη χρονική διάρκεια. Αυτές είναι που προτιμώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Καθαρές σχέσεις, σίγουρα αποτελέσματα. Το ρίσκο περιορίζεται στο ελάχιστο. Οπότε ο κύριος Παπαδόπουλος είναι ένας καλός φίλος κι ένας φερέγγυος συνεταίρος.

«Καλησπέρα σας!» με χαιρέτισε δίνοντας το δεξί του για να έχουμε την πρέπουσα χειραψία. Με έπιασε με το δεξί κι έβαλε το αριστερό του, πάνω από τη δική μου δεξιά παλάμη. Δυνατή και γεμάτη χειραψία. Εγκάρδια και αδελφική, με τη δική της μοναδική σημασία.

Page 25: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

25

«Τι κάνετε κύριε Παπαδόπουλε; Καιρό έχω να ακούσω τα νέα σας και… να τις προάλλες σκεφτόμουν που να βρίσκεστε, πώς να περνάτε…»

«Όλα καλά, όλα πηγαίνουν πρίμα! Δεν έχω παράπονο! Μπορεί να υπάρχει σχετική πολιτική αναταραχή και να έχουν έρθει στην πόλη νεοφερμένοι από την Ανατολή, αλλά αν έχεις σχέδια και μυαλό, τότε επωφελείσαι από όλα και εκμεταλλεύεσαι ό,τι σου προσφέρεται! Σωστά δεν λέω; Εξάλλου εσείς το γνωρίζετε αυτό καλύτερα από τον οποιονδήποτε…»

«Κύριε Παπαδόπουλε, μαζί μεγαλουργήσαμε, όποτε χρειάστηκε να συνεργαστούμε. Και οι δυο μας ξέρουμε πώς να αξιοποιούμε τις ευκαιρίες που μας δίνονται ή βρίσκονται στο δρόμο μας. Περιττό να αναφέρω ότι doing business μ’ εσάς είναι ό,τι καλύτερο για μένα!»

«Το ξέρω αυτό αγαπητέ μου και το εκτιμώ βαθύτατα. Μια και σας συνάντησα αναπάντεχα, έχετε πέντε λεπτά καιρό να σας μιλήσω για κάτι που έγινε πριν από λίγες ημέρες; Και όπως ξέρετε, δεν λανθάνω σε αυτά που αντιλαμβάνομαι, γιατί δεν λαμβάνω αμφίσημη πληροφόρηση.»

«Παρακαλώ κύριε Παπαδόπουλε! Θέλετε να τα πούμε εδώ, παρά θιν’ αλός; Ή προτιμάτε να σας κεράσω έναν καφέ πιο πάνω, στα ζαχαροπλαστεία της Πλατείας Αριστοτέλους;»

«Εδώ! Εδώ και τώρα, γιατί έχω μια συνάντηση στο λιμάνι και δεν πρέπει να αργήσω. Περιμένω ένα καράβι από την Αίγυπτο και θέλω να ετοιμάσω τις σχετικές διατυπώσεις με το τελωνείο και την λιμενική υπηρεσία. Με αυτούς πρέπει να είσαι προσεκτικός γιατί έχουν τη δυνατότητα να σου φέρουν τα πάνω-κάτω. Πηγαίνω για τα τακτοποιήσω κάποια χαρτιά που μου ζήτησαν για την εισαγωγή του φορτίου και να φροντίσω για τις λεπτομέρειες. Με πιάνετε, έτσι; Τις λεπτομέρειες…» Το τελευταίο το είπε χαμηλόφωνα, συνωμοτικά και με

Page 26: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

26

πονηρό χαμόγελο. Δεν χρειαζόταν περαιτέρω διευκρινήσεις. Κατάλαβα τι εννοούσε και τι ήταν αυτό που σκόπευε να κάνει. Χαμογέλασα και εγώ, αλλά δεν θέλησα να τον αφήσω να μου μιλάει για τα δικά του. Από τη στιγμή που δεν με ενέπλεκε και δεν είχε ζητήσει τη βοήθειά μου, τότε δεν είχα κανένα λόγο να μάθω λεπτομέρειες και να χάνω τον χρόνο μου με τα επικείμενα επιχειρηματικά κατορθώματα του Παπαδόπουλου. Οπότε τον σταμάτησα και δεν τον άφησα να συνεχίσει. Τον ρώτησα τι ήταν αυτό που είχε αντιληφθεί και ήθελε να μου πει. Με κοίταξε σαν να αναρωτιόνταν σε τι αναφερόμουν. Έδειξε να είχε ξεχάσει αυτό για το οποίο πριν από λίγα λεπτά ήθελε να με ενημερώσει.

«Α, α! Ναι… με συγχωρείτε! Να σας πω τι είναι αυτό που σας ενδιαφέρει; Λοιπόν… πριν από μια, μιάμιση εβδομάδα, -δεν ενθυμούμαι επακριβώς- εδέχθη μια επίσκεψη στο γραφείο μου. Κάποιος κύριος, περίπου σαράντα και κάτι ετών -έτσι τον υπολόγισα- αδύνατος, κουστουμαρισμένος θέλησε να με δει. Μου είπε ότι ήταν εισαγγελέας, αλλά πως είπε το όνομά του… τώρα πια μου διαφεύγει.»

«Εισαγγελέας, τι εισαγγελέας. Σε σας τι ήθελε;» Τον ρώτησα με έκδηλη απορία και μια υποκρυπτόμενη αγωνία.

«Δεν ήθελε να μάθει κάτι για μένα, αλλά για σας. Συγκεκριμένα με ρώτησε αν γνωριζόμαστε, από πού, πως και πότε είχαμε συνάψει επαγγελματικές σχέσεις. Έδειχνε ενημερωμένος… δεν ξέρω από πού, αλλά δεν φαινόταν να ρωτάει κάτι το οποίο δεν ήξερε.»

«Σοβαρά; Και σεις τι του είπατε;» «Τι να του πω αγαπητέ μου. Για τη συνεργασία μας του

είπα και τις επιχειρηματικές σχέσεις. Όλα καθαρά και ξάστερα. Δεν υπάρχει τίποτα κρυφό γι’ αυτές. Όλα νόμιμα έγιναν με τους ισχύοντες κανόνες και νόμους. Σωστά; Μήπως διαφωνείτε επ’ αυτού;» Με κοίταξε επισταμένα και

Page 27: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

27

ελαφρώς άγρια. Απόρησα για το βλέμμα. Άμεσα του απάντησα:

«Ασφαλώς και δεν διαφωνώ. Υπάρχει κάτι για να διαφωνήσω; Τα πάντα έγιναν όπως έπρεπε και καθ’ όλα νόμιμα. Και μετά; Τι έγινε;» Η αγωνία μου ήταν πια έκδηλη κι έτσι απότομα έδειξα ότι ήμουν αγχωμένος. Σταγόνες ιδρώτα κύλησαν στο μέτωπο και το δέρμα μου κοκκίνισε.

«Τι να γίνει… τίποτα! Σημείωσε κάτι σε ένα μικρό τετράδιο που είχε στα χέρια του, με ευχαρίστησε για τη φιλοξενία και την ενημέρωση που του παρείχα και αποχώρησε. Αυτά! Έκτοτε δεν άκουσα κάτι περισσότερο. Ρώτησα να μάθω αν είχε επισκεφθεί κι άλλους, ζητώντας πληροφορίες για σένα, αλλά δεν έβγαλα άκρη. Όπως σου είπα… το ένστικτό μου λέει να προσέχεις και να φυλάγεσαι. Μου φάνηκε ξύπνιος. Θα μπορούσα να τον χαρακτηρίσω και πονηρό.»

«Ναι, ναι. Σε ευχαριστώ. Αν μάθεις κάτι σε παρακαλώ τηλεφώνησέ μου. Θα ρωτήσω κι εγώ για να δω τι συμβαίνει. Ευχαριστώ για την πληροφόρηση κύριε Παπαδόπουλε.»

Αυτό ήταν. Εκείνη την ημέρα άκουσα για πρώτη φορά για τον εισαγγελέα. Μετά δέχθηκα το τηλεφώνημα από τον γραμματέα του και τώρα, να που βρίσκομαι στο γραφείο του και μου απαγγέλει κατηγορίες. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και πριν καλά-καλά προλάβω να οργανωθώ, να ετοιμασθώ και να σχεδιάσω τις κινήσεις μου. Για πρώτη φορά, πιάστηκα εξαπίνης. Για πρώτη και τελευταία φορά.

9

«Λοιπόν, κύριε… μπορούμε να προχωρήσουμε; Με παρακολουθείτε; Σας διάβασα το κατηγορητήριο και τα

Page 28: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

28

δικαιώματά σας. Τι έχετε να πείτε επ’ αυτών; Κατ’ αρχήν, θα ασκήσετε τα έννομα δικαιώματα που έχετε; Ο νόμος και το κράτος σας παρέχει τα δικαιώματα που σας διάβασα και ευθέως σας ερωτώ, για μια ακόμη φορά, εάν επιθυμείτε να χρησιμοποιήσετε τη χρονική προθεσμία, την παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης και την προετοιμασία εγγράφου απολογητικού υπομνήματος, αναφορικά με όσα σας προσάπτονται.»

Η φωνή του είχε γίνει τυπική, απρόσωπη και εκφοβιστική. Πάνω μου ένιωσα τον πέλεκυ έτοιμο να ακουμπάει απειλητικά το σβέρκο μου και να λυγίζω από το βάρος του. Το αίσθημα του φόβου που με διέτρεξε. Δεν ήξερα πώς να του απαντήσω. Να έχω μαζί μου δικηγόρο; Και τι να τον κάνω; Ποτέ μου δεν χρειάστηκε να ζητήσω τη βοήθεια από δικηγόρο και όποτε ήταν δίπλα μου, ήταν γιατί ο συμβολαιογράφος ή ο νόμος ή δεν ξέρω τι άλλο ακριβώς, μου τον επέβαλε. Οι δικηγόροι δεν είναι χρειαζούμενο επάγγελμα και αντί να βρίσκουν λύσεις τα μπερδεύουν και στο τέλος, ζητάνε χρήματα από τους κακόμοιρους για τις ψευτιές που λένε και τις υποκρισίες που κάνουν. Και το άλλο με τα δικαιώματα που έχω; Εκείνο με το απολογητικό υπόμνημα; Όλα αυτά είναι λέξεις σε μένα που δεν μου λένε απολύτως τίποτα. Ποτέ μου δεν απολογήθηκα, ούτε συνέταξα υπόμνημα. Αυτό ήταν δουλειά άλλων. Σαν «κερασάκι στην τούρτα» μου ήρθε στο τέλος εκείνο το «όλα όσα μου προσάπτονται». Από ποιους; Μόνο αυτός είναι απέναντί μου και μου απαγγέλει τις κατηγορίες. Πότε απέκτησε συνεργάτες; Όλη αυτή η ιστορία εμφάνιζε στοιχεία παραλόγου. Ένας γραμματέας με καλεί. Ένας εισαγγελέας -έτσι ισχυρίζεται ότι είναι- μου εκστομίζει κατηγορίες και στη συνέχεια, όλοι μαζί, πιθανώς και κάποιοι άλλοι που δεν έχουν εμφανισθεί ακόμα, με στήνουν στο απόσπασμα. Βγάζουν την ετυμηγορία. Ένοχος. Ανεξήγητες καταστάσεις και ανερμήνευτες συμπεριφορές.

Page 29: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

29

Σιγά μην ακολουθήσω αυτά που μου υποδείκνυε ο «εισαγγελίσκος». Ήμουν σίγουρος ότι κάτι πονηρό και καταχθόνιο έκρυβε και το μόνο που επιθυμούσε ήταν να με μπλέξει. Να με στείλει μια ώρα αρχύτερα στο δικαστήριο. Δεν θα του έκανα το χατίρι να πέσω σαν πρωτάρης στην παγίδα του. «Όχι, κύριε, δεν θα ασκήσω κάποιο από τα δικαιώματα που μου απαριθμήσατε. Μπορώ μόνος μου να υπερασπίσω τον εαυτό μου. Δεν μου χρειάζονται τρίτοι. Επίσης, επειδή ξέρω πολύ καλύτερα από εσάς και από οποιονδήποτε άλλο τι έχω κάνει στη ζωή μου, δεν θεωρώ σκόπιμο να έρθω στο γραφείο σας, μιαν άλλη φορά. Έχω πολλές δουλειές που με περιμένουν να τις τελειώσω και πολλές υποχρεώσεις που πρέπει, ως ευσυνείδητο και υπεύθυνο άτομο που είμαι, να τις ολοκληρώσω. Όλοι γνωρίζουν το ποιόν μου και ξέρουν για το βίο και την πολιτεία μου. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι μπορείτε να προχωρήσετε παρακάτω και να με ρωτήσετε ό,τι θέλετε. Εγώ θα σας απαντήσω και ελπίζω το συντομότερο δυνατό να έχουμε τελειώσει για να προλάβω να κάνω κάποιες από τις σημερινές μου δουλειές!» Τα είπα με μιαν ανάσα, κοιτάζοντάς τον κατάματα. Αναθάρρησα. Δεν θα μου έπαιρνε το πάνω χέρι, να έχει τον έλεγχο των κινήσεων. Εγώ ήμουν πάντα αυτός που ήλεγχε τις καταστάσεις. Ήμουν ο απόλυτος chief και δεν άφηνα σε κανέναν να μου λέει τι να κάνω και πώς να ενεργώ. Περιττό είναι βέβαια να σημειώσω ότι δεν υπήρξε ούτε ένας άνθρωπος που να κατευθύνει τη σκέψη μου και να έχει λόγο στις αποφάσεις μου. «Κύριε, βρίσκομαι σήμερα εδώ ενώπιον σας για να συζητήσουμε. Αυτή ακριβώς τη λέξη χρησιμοποίησε ο γραμματέας σας. Ο κύριος που κάθεται απέναντί σας και όπισθεν μου. Ήρθα για να συζητήσουμε και αντί αυτής της συνομιλίας και της ανταλλαγής απόψεων -έτσι εγώ προσωπικά ερμηνεύω τη λέξη συζήτηση- δέχομαι από εσάς έναν καταιγισμό κατηγοριών, ανυπόστατων ψεμάτων και τολμώ να πω -

Page 30: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

30

διότι γνωρίζω ότι δεν έχετε το δίκαιο με το μέρος σας- συκοφαντικών και άκρως ενοχλητικών ψευδολογιών. Ως εκ τούτου, παρακαλώ όπως ανασκευάσετε τα λεχθέντα σας και θα ήμουν ικανοποιημένος εάν μου ζητούσατε συγγνώμη για το λάθος που έχετε κάνει, καλώντας με στο γραφείο σας». Είχα λάβει ένα αυτάρεσκο ύφος, έβαλα τα χέρια στη μέση, έσφιξα τα πόδια όπως τα είχα το ένα πάνω στο άλλο και τεντώθηκα στην καρέκλα. «Όχι, θα μου τη βγεις εσύ εισαγγελίσκο! Δεν ξέρεις καθόλου καλά με ποιον έχεις να κάνεις και που έπεσες!» Αυτά σκέφτηκα με περισσή ικανοποίηση, θεωρώντας ότι με την κίνηση roi mat που έκανα, έθετα τον αντίπαλό μου στη γωνία και του έδειχνα ποιος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Δεν υπήρχε περιθώριο αντίδρασης και ήμουν έτοιμος να σηκωθώ να φύγω, καθώς όπως φαινόταν, ο «κύριος εισαγγελέας» θα μου ζητούσε συγγνώμη για την αναστάτωση και την ταλαιπωρία. Θα με ευχαριστούσε που ήμουν gentleman στη συνάντησή μας και θα με αποχαιρετούσε μια και καλή. Βρισκόμουν αρκετή ώρα απέναντί του και δεν υπήρχε κανένας λόγος να έχει συνέχεια αυτή η περίεργη «συνεύρεσή» μας.

«Μου φαίνεται ότι δεν έχετε συναίσθηση που βρίσκεστε και τι συμβαίνει. Σας παρακαλώ να είστε περισσότερο ευπρεπής και να μην μιλάτε ειρωνικά. Σας υπενθυμίζω ότι βρίσκεστε ενώπιον της Εισαγγελικής Αρχής. Είστε σε ιερό χώρο και οφείλετε να επιδεικνύετε σεβασμό και ταπεινοφροσύνη. Δεν με ενδιαφέρει αν θέλετε να ασκήσετε τα δικαιώματά σας. Αυτή είναι μια δική σας επιλογή, ένα ακόμα αναφαίρετο δικαίωμα που σας δίνει ο νόμος και η ευνομούμενη πολιτεία. Αυτή την οποία εσείς απαξιώνετε κι εκμεταλλεύεστε για ίδιον όφελος. Στην περίπτωση που θέλετε να παραμείνετε στο γραφείο μου και να απολογηθείτε, ζητώ, μάλλον απαιτώ να καθίσετε ευπρεπέστερα και να ομιλείτε μόνον όταν σας δίνω εγώ το λόγο. Κύριε, εδώ που είστε, εγώ που σας έχω καλέσει… λέω

Page 31: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

31

λοιπόν, ότι εγώ και κανείς άλλος δεν μπορεί να ορίσει τη διαδικασία. Εγώ θέτω τις ερωτήσεις και αναμένω τις δικές σας απαντήσεις. Επίσης, για να μην έχετε καμία απορία, στο τέλος της απολογίας σας και με βάσει το συλλεχθέν υλικό που έχω σε αυτούς τους δύο φακέλους και όσα εσείς θα μου πείτε, ή δεν θα πείτε, θα αποφασίσω εάν θα σας καταστήσω προσωρινά κρατούμενο -ως ύποπτο φυγής και τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων- ή θα σας αφήσω ελεύθερο να πάτε σπίτι σας μέχρι τον ορισμό της δίκης -ελεύθερο με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, με ή άνευ χρηματικής εγγύησης. Τα καταλάβατε όλα αυτά;»

Αυτό δεν το περίμενα. Τα αναποδογύρισε όλα! Εκτός του ότι μου φανήκαν απειλητικά αυτά που κατάμουτρα μού εκστόμισε· υπήρξαν λέξεις, έννοιες για να ακριβολογήσω, που δεν τις ερμήνευσα και φοβήθηκα να τον ρωτήσω τι εννοούσε με όσα έλεγε. Αυτή η αναθεματισμένη ταχυπαλμία με επισκέφτηκε ξανά, και τώρα πια ήμουν σίγουρος ότι αυτά τα φτερουγίσματα στην καρδιά δεν είναι από έρωτα, αλλά από άγχος και φόβο. Τι συνέβαινε εδωπέρα; Αυτός ο τύπος μου έδειχνε το δρόμο για τη φυλακή; Εγώ; Στη φυλακή; Έπρεπε να φύγω από αυτό το γραφείο. Τα πάντα εδώ μέσα ήταν σκοτεινά και τρομακτικά. Οι βιβλιοθήκες στεκόταν από πάνω μου σαν τους αγγέλους της κολάσεως. Να με κτυπήσουν με τα βιβλία των νόμων. Οι κουρτίνες είχαν χρώμα mauve, το χρώμα του θανάτου. Αποκρουστικό, θλιβερό. Πως ζουν αυτοί εδώ; Μήπως δεν ζουν; Και η εικόνα του Χριστού; Σαν να σε κοιτάζει από ψηλά και να σε καλεί. Να πας να τον βρεις. Αν όμως δεν σε δεχτεί; Η θαλασσογραφία που ήταν κρεμασμένη πίσω και δίπλα από αυτόν, δεν ήταν απλά κακή. Ήταν πνιγηρή. Παρουσίαζε μια τρικυμία κι ένα καράβι λίγο πριν βουλιάξει. Μόνο του, χωρίς τον καπετάνιο και τους ναύτες. Λες να ήταν μια αλληγορική παράσταση; Με το καράβι να αντιπροσωπεύει τη ζωή εκείνου που κάθεται

Page 32: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

32

απέναντι από τον εισαγγελέα και του απαγγέλει κατηγορίες; Και αυτοί οι δυο τους; Έδειχναν για κριτές; Αυτοί που κρίνουν και αποφασίζουν ποιος πηγαίνει στα δεξιά και ποιος στα αριστερά; Ποιος έχει πράξει το καλό και ποιος έχει κάνει το κακό; Με κοίταζαν και ήταν έτοιμοι να αποφασίσουν την τύχη μου. Στην αρχή με ρωτάνε και μετά αποφασίζουν. Έτσι ακριβώς μου είπε. «Εγώ ρωτάω, εσείς απαντάτε. Κι εγώ αποφασίζω.» Αν όμως το έχουν ήδη κάνει; Αν έχουν λάβει τις αποφάσεις τους και απλά με έχουν εδώ για να με ταλαιπωρούν; Μήπως θέλουν να με ξεφτιλίσουν; Οπότε είναι φρόνιμο να παραδοθώ και να αποδεχτώ ό,τι μου προσάπτουν; Τι εν τέλει, θέλουν; Ο εισαγγελέας θα εκδώσει το πόρισμά του και ο γραμματέας θα το καθαρογράψει και θα μου το ανακοινώσει. Έτσι γίνεται. Χάθηκα μέσα σε έωλα ερωτηματικά. Όλα γύρω μου γυρίζουν και το οπτικό πεδίο έχει θολώσει. Κοίταζα αποχαυνωμένος και κάτωχρος. Αδυνατούσα να συγκρατήσω τις εκφράσεις του προσώπου και τα λόγια του. Αυτά με διαπερνούσαν σαν μαχαιριές, ξέσχιζαν το είναι μου. Γέμιζα αίματα και βλέννες. Βούιζαν τα πάντα, σαν να είχα πέσει μέσα σε μια μελισσοφωλιά. Με τον εκκωφαντικό τους βόμβο με τρέλαιναν. Απάντησα ασυναίσθητα: «Ναι, σας κατάλαβα. Με συγχωρείτε…» Είχα παραδοθεί. Προσπάθησα να βρω έναν καθρέπτη να κοιταχτώ. Πουθενά δεν έβλεπα. Μόνο το πρόσωπο Εκείνου να με θωρεί με βλέμμα στοργής και συγχώρεσης. Άραγε υπάρχω ή έχω εξαφανισθεί; Μήπως χάθηκα μέσα από κείνον;

Page 33: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

33

Μέρος Δεύτερο

1

Τα πρωινά σηκωνόμουν από το κρεβάτι μετά τις οκτώ και ανεξάρτητα από την εποχή του χρόνου, αδιάφορο αν είχε κρύο ή ζέστη, άνοιγα διάπλατα τις μπαλκονόπορτες για να μπει φρέσκος, καθαρός πρωινός αέρας και να αναζωογονηθεί το υπνοδωμάτιο και οι χώροι του σπιτιού. Αφού έπαιρνα ένα γρήγορο douche, ετοίμαζα το breakfast μου. Για χρόνια, χωρίς διακοπή, εξαιρουμένων των ημερών που ήμουν αδιάθετος ή βρισκόμουν εκτός σπιτιού, το πρωινό απαρτιζόταν από δύο φέτες μαύρο ψωμί, λευκό τυρί και ζαμπόν, μαζί με φυτικό βούτυρο και τρεις κουταλιές κομπόστα. Αυτή η τελευταία ήταν η ποικιλία που υπήρχε στο πρωινό τραπέζι· άλλοτε φράουλα, άλλοτε ροδάκινο ή οτιδήποτε μου τραβούσε την προσοχή πηγαίνοντας στον μπακάλη για ψώνια.

Ο κύριος Τάκης Παπαδόπουλος, ο μπακάλης, μου είχε τεράστια υποχρέωση. Βοήθησα την κόρη του να χειρουργηθεί κατά παρέκκλιση και εκτός προτεραιότητας -ο γιατρός ήταν «φίλος» μου, του πήγαινα ασθενείς με το αζημίωτο- κι έκτοτε ψώνιζα σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές και όλο και μου έκανε κάποια «δώρα». Από όσο θυμάμαι, ο γιατρός πήρε ένα γενναιόδωρο «μπαξίσι». Κάποτε ο κύριος Τάκης έφερε χαβιάρι από την Μαύρη Θάλασσα και μια άλλη φορά, παστουρμά καμήλας από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τα πήρα χωρίς πολλά λόγια, ευχαριστώντας τον και ρωτώντας για την υγεία της θυγατέρας του.

Page 34: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

34

Αυτό είναι κάτι που το κάνω πάντοτε. Είναι ένας χρυσός κανόνας ευγενείας και μία προϋπόθεση δημιουργίας συνειδητούς υποχρέωσης. Τέλος, απαραίτητη συνοδεία στο πρωινό μου ήταν ένα ποτήρι κρύο γάλα και ο καφές. Αυτός ήταν ο πρώτος που έπινα κατά τη διάρκεια της ημέρας και τον απολάμβανα όπως εγώ τον ήθελα. Τον έκανα μόνος μου, έπινα αυτόν που ήθελα, σε όση ποσότητα ήθελα. Οι άλλοι καφέδες ήταν είτε από ανάγκη, είτε από υποχρέωση και κάποιοι, δυστυχώς σπανιότερα, για δική μου χαλάρωση και διασκέδαση. Στη συνέχεια ντυνόμουν και πριν φύγω από το σπίτι έριχνα μια τελευταία ματιά στις δουλειές της ημέρας. Τι είχα να κάνω, ποιους να συναντήσω, που να πάω, τι να αγοράσω, ποιοι θα με πληρώσουν, και άλλα τέτοια χρειαζούμενα. Άρπαζα τον γεμάτο χαρτοφύλακά μου και αναχωρούσα.

Το κέντρο της πόλης ήταν ο συνήθης προορισμός μου· τουλάχιστον για την ημερήσια έναρξη των εργασιών μου. Είχα ένα γραφείο στην οδό Τσιμισκή, λίγο πιο πάνω από τη θάλασσα, αλλά δεν τον αισθανόμουν ως τον χώρο που καθημερινά και απαρέγκλιτα όφειλα να επισκέπτομαι. Βέβαια πήγαινα εκεί γιατί υπήρχε ένα ελάσσονος σημασίας rendezvous ή επειδή έπρεπε να οργανώσω τις επόμενες κινήσεις μου. Ήταν ένα γραφείο που αναγκαζόμουν να το μοιράζομαι με κάποιον άλλον, αλλά αδιαφορούσα για την παρουσία του κι έδειχνα ότι δεν έπρεπε να με απασχολεί. Αυτή ήταν μια από τις ελάχιστες παραχωρήσεις που είχα κάνει. Γενικά, οι δουλειές μου ήταν πολλές και -δόξα τω Θεώ- δεν παραπονιόμουν. Μπορεί να μην είχαν σταθερότητα και μεγάλη διάρκεια, ήταν όμως τόσες ώστε να γέμιζε ο χρόνος και η τσέπη μου. Η δουλειά του γραφείου μου απέδιδε τα βασικά και οι εξωτερικές ασχολίες διασφάλιζαν την άνεσή μου. Περιστοιχιζόμουν από διάφορα άτομα και σπάνια ήμουν μόνος κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Page 35: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

35

Φίλοι, τρόπος του λέγειν φίλοι, την ώρα που χαλαρώναμε και πίναμε ποτό σε κάποιο μαγαζί που βρισκόταν μπροστά στο θαλάσσιο τόξο της πόλης -ποτέ σε συνοικιακά καταστήματα ή χώρους που δεν είχαν θέα τον Θερμαϊκό κόλπο και τον Όλυμπο- μου είχαν πει γιατί δεν ασχολιόμουν με την πολιτική· έστω με τα ζητήματα της πόλης. «Ρε, συ! Ξέρεις τόσους και τόσους! Σε γνωρίζουν ακόμα περισσότεροι! Μένεις στην πόλη, κυκλοφορείς στο κέντρο, ζεις εδώ. Τι πιο εύκολο, τι πιο αναμενόμενο από το να πολιτευθείς; Γιατί δεν το κάνεις;» Τους κοίταζα και χαμογελούσα αυτάρεσκα. Είναι ωραίο να σε αναγνωρίζουν ως ηγετική προσωπικότητα, ως άτομο που μπορεί να ηγηθεί και να καθοδηγήσει.

Η πολιτική είναι για κείνους που δεν έχουν τι άλλο να κάνουν, δεν έχουν προκόψει στην αγορά, είναι από μεγάλα τζάκια και θέλουν να βγάλουν χρήματα για πάρτη τους. Αυτές είναι οι κύριες κατηγορίες πολιτικών. Α, βέβαια, λησμονώ. Είναι επίσης, κάποιοι ελάχιστοι που θέλουν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, να δοθούν ψυχή τε και σώματι στον συνάνθρωπό τους ή να χειραφετήσουν τον κόσμο. Αυτοί, όταν βρίσκονται στην πολιτική, ζημιώνουν. Μερικοί φτάνουν στο σημείο να κινδυνεύσουν τη ζωή τους ή να χάσουν την ελευθερία τους. Όπως είναι αντιληπτό, εγώ δεν εμφορούμαι από τέτοιες ιδεαλιστικές ηλιθιότητες και αφελείς προθέσεις, πολύ δε περισσότερο που γνωρίζω ότι δεν πραγματώνονται ποτέ.

Ήμουν επιτυχημένος με ό,τι έκανα, είχα γνωριμίες πολλές και σημαίνουσες. Τα λεφτά έφταναν για μένα και για τα εγγόνια μου -αν είχα κατ’ αρχήν παιδιά- και η αναγνώριση που ελάμβανα ήταν μεγαλύτερη φερώνυμων πολιτικών. Στη δική μου περίπτωση, με χαιρετούσαν και μου έσφιγγαν το χέρι, χωρίς να χρειαζόταν να τους υπόσχομαι διορισμούς στο Δημόσιο, τακτοποίηση οφειλών στις τράπεζες, οικοδομικές άδειες, και άλλα

Page 36: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

36

τέτοια τινά που ταλανίζουν τους επαγγελματίες πολιτικούς. Ήμουν ένας ιδιωτεύων πολιτικός που ζούσε στην πόλη, κινούνταν στα κοινά, αλλά φρόντιζε για τα ατομικά.

Τι εννοώ με το τελευταίο; Μη βιάζεστε. Θα σας τα εξιστορήσω με κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Έτσι και αλλιώς αυτά -φαίνεται πια και όπως έχω αντιληφθεί- είναι παγκοίνως γνωστά χάριν, ή εξαιτίας καλύτερα, του γνωστού «εισαγγελίσκου». Εκείνος και οι έρευνές του· οι «αποκαλύψεις» όπως τις χαρακτήρισε, σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες «φίλων» -οι οποίοι με περισσή ευκολία και απρόσμενη ταχύτητα προσέτρεξαν να του πουν ό,τι ήξεραν και δεν ήξεραν για μένα. Κακή τους ώρα, όπου και αν βρίσκονται. Μετά, ήταν η δική μου η απολογία. Εγώ τώρα πια θα την αποκαλούσα εκβιαστική μαρτυρία. Εκείνο το πρωινό με βρήκε απροετοίμαστο και χωρίς να το καταλάβω του προσέφερα μια πέρα ως πέρα ειλικρινέστατη εξομολόγηση. Έκανα λες και μιλούσα με τον εαυτό μου. Σήμερα αναλογίζομαι ότι τελειώνοντας η ανάκριση και υπογράφοντας την απολογία μου, ένιωσα σαν να είχα επισκεφθεί τον πνευματικό μου. Λες και είχα πάει στον παπά και του είχα ζητήσει να με εξομολογήσει. Αβίαστα και με κάθε διάθεση να αυτοαποκαλυφθώ, του μίλησα για μένα, για τις δουλειές μου, του είπα πράγματα που έχουν να κάνουν με τη ζωή μου και δεν τα ήξερε κανείς. Απάντησα άμεσα και αναλυτικά σε όλες του τις ερωτήσεις.

Στο τέλος με ρώτησε: «Έχετε κάτι άλλο να προσθέσετε; Θέλετε να ρωτήσετε κάτι;» Πριν προλάβω να μιλήσω, με μια απροσδιόριστη χροιά στη φωνή του, κάτι μεταξύ σαρκασμού και συμπάθειας, συμπλήρωσε: «Αν και νομίζω ότι μετά από αυτό το δίωρο, δεν υπάρχει κάτι σε εκκρεμότητα. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει λόγος να προσθέσετε κάτι και θα συνιστούσα να μην πείτε ούτε μια λέξη παραπάνω. Αρκετά είπατε… τόσα ώστε από μόνα τους να

Page 37: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

37

σας στείλουν στη φυλακή. Προσωπικά εύχομαι να υπάρξουν ελαφρυντικά από το δικαστήριο και… τι άλλο να πω; Αλήθεια, σήμερα μετανιώνετε;» Δεν απάντησα, δεν ήξερα αν έπρεπε να μιλήσω. Μόνο –απ’ όσο θυμάμαι- ψέλλισα κάτι σαν, «Και τώρα τι; Τώρα που θα πάω;»

Αναλογιζόμενος μέσα από μια χρονική απόσταση, σήμερα πια αναρωτιέμαι αν ήθελε να με πιάσει ή όχι. Αν σκόπευε να με σταματήσει ή όχι. Εκείνο το, «σήμερα μετανιώνετε», δεν το κατάλαβα. Ούτε τότε, ούτε σήμερα. Μετανιώνω σημαίνει ότι έχω λαθέψει, ότι αναγνώρισα το λάθος μου και ζητώ να λάβω συγχώρεση. Ποιός όμως είναι εκείνος που θα μου την δώσει; Ο «εισαγγελίσκος»; Από πού και ως που; Με ποιο δικαίωμα; Δεν είχε κάποιο θεϊκό προνόμιο ή μία εξουσία χάριτος. Από την άλλη, μήπως με αυτό που είπε εκδήλωνε κάποια μορφής συμπάθεια προς το πρόσωπό μου; Αν σε αυτό αποσκοπούσε, τότε δεν ήξερε από ψυχολογία και πώς να χειρίζεται τους ανθρώπους.

Έμπλεξα με ανθρώπους που δεν είχαν τη δυνατότητα και τη διανοητική ικανότητα να κατανοήσουν ότι εγώ προσέφερα έργο, βοηθούσα τους ανθρώπους και δεν έκανα σε κανέναν κακό. Πέστε μου εσείς, που τώρα δα μαθαίνετε για τα «κατορθώματά» μου από τις εφημερίδες και τους δημοσιογράφους -ας μην αναφερθώ στους καφενόβιους και τους γνωρίζοντες τα πάντα και τους πάντες· είμαστε πλήρεις και σε απόλυτη επάρκεια από δαύτους- πως θα κρίνατε έναν άνθρωπο, κάποιον που δεν τον ξέρατε και σας έλεγαν ότι τιμωρήθηκε; Τιμωρήθηκε γιατί βοηθούσε τους ανήμπορους και τους ηλικιωμένους, τους φτωχούς να λάβουν δάνεια από τις τράπεζες και όχι από τους τοκογλύφους, τους εμπόρους να πουλήσουν την πραμάτειά τους, τους εργολάβους να χτίσουν σπίτια για τον λαουτζίκο, τους επιχειρηματίες να τα βρουν με το Δημόσιο και τους νέους να φτιάξουν το μέλλον τους. Με όλους ασχολήθηκα και σε όλους πρόστρεξα. Και τώρα πιο είναι το αντάλλαγμα; Ατιμασμένος και πένητας.

Page 38: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

38

Μου πήραν τα πάντα. Περιουσία, λεφτά, χρυσά νομίσματα, αρχαιολογικά ευρήματα, κοσμήματα, μετοχές, ακόμα και τα διακοσμητικά που είχα στο σπίτι· θεώρησαν ότι ήταν προϊόντα κλοπής και παράνομου πλουτισμού. Τώρα είμαι μόνος, όπως περίμενα και ήξερα. Οι φίλοι είναι παροδικοί και στο δικό μας το χώρο -στο περιβάλλον μας- είναι εφήμεροι, καιροσκοπικοί και από συμφέρον. Όλοι εξαφανίσθηκαν. Ακόμα και κείνοι που ωφελήθηκαν. Δεν περνούν να με δουν· να δουν τι κάνω.

Στο δικαστήριο κάποιοι καθόταν στο ακροατήριο, σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους και μόλις τελείωσε η ακροαματική διαδικασία, έφυγαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους. Φοβόντουσαν να αντικρύσουν το βλέμμα μου. Να απαντήσουν στα γιατί που τους απεύθυνα και στην απαξίωση που τους έδειχνα με την έκφραση του προσώπου μου. Αν μπορούσα θα χειρονομούσα· να τους δείξω ακόμα περισσότερο πως δεν τους έχω ανάγκη, ότι τους οικτίρομαι και νιώθω βδελυγμία για την εικόνα τους. Την κατάπτωσή τους και την μικρότητα του ανθρώπινου είδους. Εκείνοι ωφελήθηκαν από μένα και τώρα έγιναν οι συκοφάντες μου. Έτσι έγινε και με Εκείνον. Αλλά όλα με τη σειρά τους και όλοι στη σειρά τους.

2

Το σχολείο και οι σπουδές ήταν μία αναγκαστική φάση της ζωής μου. Έπρεπε να τα τελειώσω γιατί έτσι πρόσταζαν τα χρηστά ήθη της εποχής. Η οικογένεια απαιτούσε ένα μορφωμένο γιό, οι συγγενείς έναν επιστήμονα να καμαρώνουν, οι γείτονες το παιδί της διπλανής πόρτας να υπερηφανεύονται που μεγάλωσαν μαζί του ή έπαιζε στο κατώφλι τους. Για όλους τους άλλους, η μόρφωσή μου τους ήταν αδιάφορη, όπως και εγώ για κείνην. Μορφώθηκα, σπούδασα για να

Page 39: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

39

ικανοποιήσω τα θέλω των άλλων και όχι τη δική μου ανάγκη. Ικανοποίηση πραγματική, τέτοια που σε οδηγεί σε προσωπική ισορροπία και αυτοπραγμάτωση, επέρχεται μόνο όταν ικανοποιείς -με δική σου επιθυμία και προσπάθεια- ατομικές ανάγκες που τις γνωρίζεις και τις ενστερνίζεσαι. Αν είναι να ασχολείσαι με το κυνήγι εξωγενών αναγκών, που άλλοι σου τις επιβάλλουν ή σε πείθουν να τις κάνεις δικές σου, τότε ζεις για τους άλλους. Εγώ, το ξεκαθάρισα μια και καλή. Μόλις τους έκανα το χατίρι -γονείς, συγγενείς, δασκάλους και γείτονες- τους έδωσα μια σπρωξιά κι εξαφανίσθηκα. Κυνήγησα τα δικά μου όνειρα. Όπως εγώ την ονειρεύθηκα τη ζωή.

Ζω με όλους αυτούς στην ίδια πόλη, δεν μετανάστευσα για να τους αποφύγω, αλλά δεν τους συναντώ. Περνάνε από δίπλα μου -σπάνια, αλλά περνάνε- και κάνω σαν να μην υπάρχουν. Κάποτε συνάντησα ένα συμμαθητή μου. Τον Πέτρο Παπαδόπουλο. Είχα να τον ανταμώσω πολλά χρόνια. Με αναγνώρισε και με φώναξε με το όνομά μου. Μάλιστα, με κάλεσε με το χαϊδευτικό που χρησιμοποιούσα στο σχολείο και στην παλιά γειτονιά. Στην αρχή με ξένισε. Δεν ήμουν σίγουρος αν απευθυνόταν σε μένα ή σε κάποιον άλλον. Κοντοστάθηκα, αλλά δεν γύρισα προς το μέρος του. Φώναξε ξανά και μετά, μια τρίτη φορά, πιο έντονα κι επιτακτικά. Αναγκάστηκα να τον κοιτάξω και βρεθήκαμε να μιλάμε· να με κερνάει καφέ -προσπάθησα να τον αποφύγω, αλλά μάταια- σε ένα στενό καφενείο λίγο πιο πάνω από το Μπεζεστένι. Δεν ήταν μόνο εκείνη η παράξενη συνάντηση που χρειάστηκε να την υπομείνω, αλλά το να κάθομαι σε ένα καφενείο, δίπλα σε αξύριστες φάτσες, άπλυτους εργάτες και σκελετωμένους γέρους, ήταν πέραν των αντοχών μου. Μου μιλούσε κι εγώ προσπαθούσα να κρατήσω τη μύτη μου από τις ανάκατες οσμές καφέ, τσιγάρου, μπόχας, ιδρώτα και πολυήμερης ακαθαρσίας. Μου είπε ότι δούλευε ως εμπειροτέχνης μηχανικός στην Υπηρεσία που ασχολιόταν με το οικιστικό

Page 40: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

40

ζήτημα και την κατασκευή κατοικιών. Η δουλειά και η εμφάνισή του μου προκαλούσαν απέχθεια, αλλά λόγω των ευγενικών μου τρόπων, την χαρακτήρισα ως αδιαφορία. Εκτός από τη στιγμή που ανέφερε για ένα νέα σχέδιο ανάπλασης και επέκτασης της πόλης προς τα Νοτιοανατολικά. Αναφέρθηκε σε κάποια δημόσια οικόπεδα και εκτάσεις, που -μερικά εξ’ αυτών- είχαν δοθεί σε πρόσφυγες και απόρους. Αυτός προσπαθούσε να τους βρει, αλλά δυσκολευόταν. «Είναι δεκάδες οι αφιλότιμοι… αμόρφωτοι και πάμπτωχοι. Πηγαίνουν εδώ και εκεί για ένα κομμάτι ψωμί… μπορεί να λείπουν για μέρες από το σπίτι τους. Κάποιοι πηγαίνουν στη θάλασσα ως βοηθοί ψαράδων, άλλοι στα ρύζια στο Γιδά, κάποιοι φτάνουν μέχρι τα καπνοχώραφα, πέρα… μακριά από την πόλη. Μόλις βρίσκω τον έναν, χάνω τον άλλον!» Τα έλεγε με παράπονο και δυσφορία για τα λειψά αποτελέσματα που είχε. Τότε μου «άστραψε» και μου ήρθε μια ιδέα. Να κάνω εγώ γι’ αυτόν το «χαμαλίκι». Θα του έβρισκα τους κατόχους, θα τους έπειθα να υπογράψουν ό,τι ο «παλιόφιλος» μου ήθελε και θα του πήγαινα στο γραφείο έτοιμα όλα τα χαρτιά. Εκείνος δεν θα κουνιόταν «ρούπι» από τη θέση του. Δεν θα πλήρωνε τίποτα και θα γλύτωνε χρόνο, ώστε να ασχοληθεί με άλλες εργασίες. Εγώ θα έβλεπα αργότερα πως θα ανταμειβόμουν. Χάρηκε, του άρεσε η ιδέα μου, συμφωνήσαμε και αφού σφίξαμε τα χέρια, το σχέδιο μου τέθηκε σ’ εφαρμογή. Μέσα σε ένα μήνα του πήγα τα έγγραφα με τις υπογραφές -όπως τα ήθελε- με ευχαρίστησε και ρώτησε πως θα μου το ξεπληρώσει.

«Κοίτα να δεις καλέ μου φίλε Πέτρο. Εγώ, ό,τι έκανα το έκανα για τον παιδικό μου φίλο. Τον καλό και αγαπητό μου συμμαθητή. Για τις όμορφες στιγμές που περάσαμε τότε στο σχολείο! Σε βοήθησα κι έτσι εσύ είχες τον χρόνο να ασχοληθείς με άλλα· σοβαρότερα, περισσότερο σημαντικά.»

Page 41: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

41

«Ναι, δίκιο έχεις. Έκανα κάποια άλλα, αλλά δεν ήταν αυτά επείγοντα. Αυτό που έκανες εσύ ήταν σε προτεραιότητα και το τελείωσες σε ελάχιστο χρόνο. Πως τα κατάφερες;»

Σιγά μην του έλεγα τις μεθόδους που ακολούθησα. Του είπα διάφορες αοριστίες και ιστορίες που οι αφελείς ακούν με ανοικτό στόμα και μετά του ανέφερα «μαλακά» για τη δική μου ικανοποίηση. Όπως είπα και προηγούμενα, εγώ ορίζω τις ανάγκες μου, άρα ξέρω πως θα τις ικανοποιήσω. «Λοιπόν, αγαπητέ μου, ψάχνοντας όλους αυτούς τους πειναλέους, διαπίστωσα ότι μερικοί κατοικούν σε ωραία σημεία, που θα με ενδιέφερε να τα αποκτήσω. Να επενδύσω σε αυτά.» Έτσι, βρέθηκα -χωρίς να πολυλογώ- με τρία οικόπεδα και δύο σπίτια, που φρόντισε ο «φίλος» μου να τα αγοράσω από το κράτος σε χαμηλές τιμές και με προνομιακούς όρους. Όλα θα ήταν μια χαρά και τώρα θα είχα πολλαπλασιάσει την περιουσία μου πουλώντας κάποια από αυτά σε υπερδιπλάσιες τιμές, αλλά δυστυχώς, ο «εισαγγελίσκος» με πρόλαβε. Πήγε και βρήκε όλους αυτούς που υπέγραψαν τα χαρτιά και ανακάλυψε -ακόμα και τώρα δεν ξέρω πως- ότι πέντε από αυτούς δεν είχαν υπογράψει και εγώ είχα βάλει μόνος μου τις υπογραφές. Πέντε ήταν αυτοί που πήγαν σαν μάρτυρες στην Εισαγγελία. Εγώ ξέρω ότι οι περιπτώσεις ήταν περισσότερες, αλλά από ό,τι φαίνεται, οι πέντε που με κατήγγειλαν έφθαναν για να με στείλει στο δικαστήριο. Η πλάκα είναι ότι έμπλεξε και ο Πέτρος Παπαδόπουλος –θεωρήθηκε συνεργός μου– κι έτσι τον έδιωξαν από την υπηρεσία του. Απολύθηκε και στιγματίσθηκε ως απατεώνας και πλαστογράφος. Φωνάζει για την αθωότητά του, καταριέται την ώρα και τη στιγμή που με απάντησε στο δρόμο, αλλά τίποτα πια δεν αλλάζει. Εγώ δεν έχω κάτι να τους πω. Όταν ρωτήθηκα για τους συνεργούς μου, του είπα -χωρίς να αναφέρομαι σε υποθέσεις και σχέσεις- ότι: «Εγώ κύριε, δεν είχα ποτέ μου συνεργούς ή όπως εσείς

Page 42: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

42

τους λέτε. Εγώ πάντοτε μονός μου δούλευα και ό,τι κατάφερα στη ζωή μου, μόνος το κατάφερα. Συνεργάσθηκα με πολλούς και διάφορους -θα μπορούσα και μαζί σας να το έχω κάνει– αλλά στη δουλειά μου είμαι πάντα μόνος. Μόνος κάνω το ταμείο μου. Κοινό ταμείο δεν έχω. Κοιτάτε πόσο χοντρό είναι το σβέρκο μου. Ξέρετε γιατί; Γιατί είμαι λύκος και ό,τι κάνω το κάνω μονάχος μου!» Έτσι ο συμμαθητής βρέθηκε χωρίς δουλειά, κατηγορούμενος και ατιμασμένος. Αλλά, ας πρόσεχε!

Μιαν άλλη φορά, την ώρα που κοίταζα μια βιτρίνα με ανδρικά ρούχα, μια κυρία που στεκόταν δίπλα μου με κοίταξε επισταμένα. Την είδα με την άκρη του ματιού μου. Ήταν καλοντυμένη, με διακριτικό rouge, όμως με κόκκινα βαμμένα χείλη και νύχια. Όταν βλέπω γυναίκες να έχουν κόκκινα χείλη τις θεωρώ πολύ απελευθερωμένες· δεν διστάζουν να πράξουν οτιδήποτε τους αρέσει και το θελήσουν. Αυτό σκέφτηκα και για κείνην και είπα στον εαυτό μου, ότι δεν έχω να χάσω τίποτα φλερτάροντάς την, αν και φαινόταν να είναι περίπου ίση με τη δική μου ηλικία, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό με απέτρεπε να προχωρήσω στα περαιτέρω. Πριν προλάβω να της πω κάτι σχετικό με τη βιτρίνα που κοιτάζαμε, με τραγουδιστή και εύθυμη φωνή με ρώτησε: «Μήπως σας λένε…» «Ναι», της απάντησα. «Γνωριζόμαστε; Γιατί μια τόσο όμορφη κυρία, δεν μπορεί να μην ενθυμούμαι από πού έχουμε ξανασυναντηθεί!» «Είμαι η Λίλλη Παπαδοπούλου, από την Αγίου Δημητρίου. Τη γειτονιά μας!» «Ω, ναι», σκέφτηκα. Την θυμήθηκα. Η «Λίλλη» με τα μεγάλα δόντια και τα μεγάλα στήθη! Πως μεγάλωσε! Μόνο που τα δόντια δεν φαινόταν πια και τα στήθη της είχαν αποκτήσει μια ισότιμη σχέση με το υπόλοιπο σώμα. Παρέμενε όμως όμορφη.

Μετά από τις σχετικές χειραψίες και τα απαλά φιλιά στα μάγουλα -ίσα που άγγιξαν τα χείλη μου τις παρειές της, αν και το δεύτερο φιλί, φρόντισα να είναι πολύ κοντά στις

Page 43: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

43

άκρες των χειλιών της, έτσι ώστε να γευθώ την υγρασία τους- πήγαμε για ένα γρήγορο καφέ στο παραδιπλανό καφέ-ζαχαροπλαστείο. Μιλήσαμε «περί ανέμων και υδάτων», για τα παλιά και τη γειτονιά μας και μόνη της μου είπε ότι ήταν παντρεμένη με έναν υψηλόβαθμο υπάλληλο της εφορίας και είχε μαζί του δύο αγόρια. Οι γυναίκες έχουν μια αδυναμία. Νιώθουν υπερήφανες όταν ο σύζυγός τους έχει μια καλή και καλοπληρωμένη δουλειά, οπότε με μεγάλη ευκολία την αποκαλύπτουν. Αν έχουν παιδιά, και θέλουν να αποφύγουν το φλερτ και τα παρελκόμενα, ξεκινούν την αναφορά τους γι’ αυτά. Πόσα είναι, τις ηλικίες του, αν πηγαίνουν σχολείο, πόσοι καλοί μαθητές είναι. Έτσι πιστεύουν ή φαντάζονται ότι μπορούν να αρματωθούν και να αμυνθούν καλύτερα. «Είναι στην εφηβεία τους τώρα και ξέρεις… ψάχνονται, είναι ζωηρά και θέλουν να τα μάθουν όλα. Λες και δεν έχουν το χρόνο! Και εμείς έτσι κάναμε;» Χαμογέλασα, δεν της απάντησα και άπλωσα το χέρι μου, πιάνοντας με τις άκρες το δικό της. Την κοίταξα στα μάτια. Κοκκίνισε και το τράβηξε απότομα. Έκτοτε συναντηθήκαμε δύο ή τρεις φορές, πάντοτε σε δημόσιους χώρους, όχι όμως απροστάτευτοι από τα αδιάκριτα βλέμματα. Η Λίλλη είναι μια κυρία, σύζυγος ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου. Για να μην μακρηγορώ, εκτός ό,τι κοιμήθηκα μαζί της, εκείνη φρόντισε να πείσει το σύζυγό της να «κλείσει» τα βιβλία τριών επιχειρήσεων που είχαν υποπέσει σε φορολογικές απάτες, χωρίς να μου κοστίσει τίποτα. Τις προσέφερα χαρά κι έρωτα, μου τα ανταπέδωσε με τον τρόπο που εγώ επέλεξα και προτιμούσα. Ήμασταν δύο τέλειοι partners. Αφού τελείωσε η δουλειά, πήγα μια ή δύο φορές ακόμα μαζί της -δεν θυμάμαι επακριβώς πόσες– και μετά της είπα ότι είναι προς το καλύτερο όλων μας και ειδικά το δικό της, να σταματήσουμε να βλεπόμαστε. Έτσι κι έγινε.

Εγώ βέβαια, ανταμείφθηκα αδρά για τις υπηρεσίες μου από τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων. Δεν ρώτησαν πως

Page 44: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

44

τα κατάφερα, ούτε τι έκανα. Μόνο τους είπα τι θα τους κόστιζε και ότι όλα θα γινόταν όπως είχαμε συμφωνήσει. Όμως εκείνος ο «εισαγγελίσκος» εμφανίσθηκε πάλι από το πουθενά. Φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν! Έγινε ένας επανέλεγχος στην εφορία, ανακαλύφθηκε ότι η μία επιχείρηση έπρεπε να πληρώσει πρόστιμο και είδαν ότι ο σύζυγος της Λίλλης είχε υπογράψει την απαλλαγή από τα φορολογικά πρόστιμα. Τον στρίμωξαν, τους είπε για τις άλλες δύο περιπτώσεις και μέσα στην κατάθεσή του ανέφερε ότι η γυναίκα του γνώριζε κάποιον που είχε σχέση μ’ αυτές τις επιχειρήσεις. Οι δύο τους είχαν χωρίσει και δεν τον ενδιέφερε τι επιπτώσεις θα υπήρχαν για κείνη. Τα υπόλοιπα ήταν αναμενόμενα. Η Λίλλη κλήθηκε να παράσχει εξηγήσεις και με ευκολία «έδωσε» το όνομά μου που οδήγησε στα ίχνη μου. Αυτά συμβαίνουν όταν αφήνεις «στα κρύα του λουτρού» τις γυναίκες. Με την πρώτη ευκαιρία σου την φέρνουν. Εγώ όμως φταίω που έμπλεξα με γνωστούς από τα παλιά. Το παρελθόν ονομάζεται έτσι, γιατί εκεί ανήκει. Στο παρελθόν. Δεν αφορά το σήμερα και δεν πρέπει να επιστρέφει. Ό,τι έγινε τότε, δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται σήμερα. Το δικό μου παρελθόν, όταν εγώ δεν όριζα τη ζωή μου, δεν είναι αξιομνημόνευτο. Οπότε δεν έπρεπε να το επαναφέρω. Αν το έκανα αυτό, μπορεί να μην έβγαζα εύκολα χρήματα, αλλά τότε δεν θα είχε ο «εισαγγελίσκος» στοιχεία σε βάρος μου. Ό,τι έκανα ήταν οι δουλειές μου, αυτό που ήξερα καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.

3

Τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, πριν από δύο χρόνια, ήμουν σε ένα τραπέζι. Παίζαμε χαρτιά, πίναμε ουίσκι, βότκα και τζιν κι ακούγαμε ξένη μουσική. Ήμασταν κυρίως άνδρες –έξι στο σύνολο- και υπήρχαν

Page 45: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

45

δύο γυναίκες. Οι άλλες γυναίκες είχαν αποκάμει και βρισκόταν ξαπλωμένες στους καναπέδες και πρόχειρα στα κρεβάτια. Το σπίτι ήταν του τραπεζίτη Παπαδόπουλου -του Παρμενίων Παπαδόπουλου και της συμβίας του Ζηνοβίας. Αυτή τον φώναζε Πάρη (ανάθεμά με πως του το έβγαλε και κείνος το δεχόταν), ενώ ο «Πάρης» την καλούσε στο όνομα Ζιζή και «γατούλα». Η αποθέωση του grotesque και της μικροαστικής έπαρσης. Ο Παρμενίωνας κατάγεται από ένα χωριό του Κιλκίς, πρόσφυγας και η κυρά του είναι Αρβανίτισσα. Μεγάλωσαν στην Θεσσαλονίκη, οπότε θεωρούν τον εαυτό τους «πρωτευουσιάνο». «Γιατί κύριε... η Θεσσαλονίκη δεν ήταν συμβασιλεύουσα;» Πετούσε μια λέξη με ένα παχύ «σ» και «όποιον πάρει ο χάρος»! Κρατιόμουν να μην ξεσπάσω σε γέλια και θεωρήσει ότι την ειρωνευόμουν. Προτιμούσα να μην παίρνει χαμπάρι τα σχόλια μου για την προφορά της, το ντύσιμό της και τις βεγγέρες που οργάνωνε. Αλλά σας όψεται η ανάγκη που τους είχα.

Ο κύριος Παρμενίων, ο «Πάρης», δεν ήταν ένας απλός τραπεζικός υπάλληλος. Ήταν διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας, του μεγαλύτερου καταστήματος της πόλης, άνθρωπος της εμπιστοσύνης του Υπουργού Οικονομικών και επιστήθιος φίλος του Δημάρχου. Πέραν αυτών, τριγύρω του περιφερόταν στρατιωτικοί, δικαστικοί, δικηγόροι, γιατροί και βιομήχανοι. Με άλλα λόγια, τo enfant gâté της πόλης ή αλλιώς οι «μπεμπέκοι» της συμπρωτεύουσας. Καταλαβαίνετε τη «συμπάθεια» που είχα για τα πρόσωπά τους. Η δε εκτίμηση που ένιωθα, αποτιμούταν σε χρυσές λίρες και τραπεζογραμμάτια.

Εκείνη η πρωτοχρονιάτικη χαρτοπαιξία, απεδείχθη ιδιαίτερα προσοδοφόρα για μένα. Δεν κέρδισα στα χαρτιά, ούτε βέβαια έχασα. Είμαι πάντοτε εγκρατής στην τράπουλα και δεν κάνω αλόγιστες κινήσεις. Συζητώντας την ώρα του παιχνιδιού έμαθα για μια επικείμενη εξαγορά στον χώρο των επιχειρήσεων και για την εμπλοκή

Page 46: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

46

της τράπεζας σε αυτήν. Έμαθα επίσης, ότι η τράπεζα ενδιαφερόταν όχι μόνο να δανειοδοτήσει την οικονομική συναλλαγή, αλλά να κατέχει μερίδιο στο νέο κολοσσό. Δεν ήθελαν όμως να μαθευτεί –ο φίλος μου και οι συν αυτώ δεν άνοιγαν συζήτηση για το θέμα- για να μην υπάρξουν αντιδράσεις και ανταγωνιστές παρέμβουν και χαλάσουν την επικείμενη συμφωνία. Ακούγαμε όλοι τα μισόλογα του Παρμενίωνα, αλλά κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει περισσότερα. Αυτή όμως που έδειχνε να ξέρει –τα πονηρά της γελάκια και το σπινθηροβόλο της βλέμμα το μαρτυρούσαν- ήταν η Ρωξάνη ή Ρόξυ. Μια από τις δύο γυναίκες που ήταν στο τραπέζι μαζί μας.

Η Ρόξυ εργαζόταν στην τράπεζα και ήταν το απολύτως απαραίτητο άτομο για το πόστο του Παρμενίωνα. Πάντοτε πήγαινε μαζί του, γνώριζε τα πάντα, κανόνιζε τις συναντήσεις του. Ήταν ο άνθρωπός του. Πιθανά ικανοποιούσε και τις σαρκικές του ανάγκες, αν και δεν έδειχνε γυναίκα με αισθήματα κι άλλα φληναφήματα. Την ενδιέφερε η καριέρα της, το πώς αυτή θα κέρδιζε και θα ανέρχονταν όσο το δυνατόν ψηλότερα. Ήταν έτοιμη «να πατήσει επί πτωμάτων» και να εξασφαλίσει «το τομάρι» της. Ήταν ένας θηλυκός χαμαιλέων. Αν και εγώ θα την προσομοίαζα με ιππόκαμπο. Μόλις πετυχαίνει αυτό που θέλει, εξολοθρεύει το θύμα της και εξαφανίζει τα ίχνη. Παρόλα αυτά, η Ρόξυ ήταν το alter ego του Παρμενίωνα Παπαδόπουλου. Αυτό σήμαινε ότι η Ρόξυ, θα γινόταν ο δικός μου άνθρωπος. Αυτήν έπρεπε να προσεγγίσω και να δω πως και με ποιο τρόπο θα κερδίσω από την πολύφερνη επιχειρηματική εξαγορά. Από κείνο το πρωινό κατέστρωσα μεθοδικά το σχέδιο μου κι έθεσα σε δράση όλες μου τις χάρες και τις ικανότητες.

Κάναμε τρεις συναντήσεις -κατά τις απογευματινές ώρες σε ένα καφέ στην Άνω Πόλη- για να συντονίσουμε τις κινήσεις μας και να οργανώσουμε το σχέδιο που εγώ είχα σκεφτεί. Στόχος μας ήταν να διαρρεύσουμε φήμες για

Page 47: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

47

την εξαγορά, αυτή να σχολιασθεί αρνητικά, όπως και η οικονομική βιωσιμότητα της υπό πώληση εταιρείας. Στη συνέχεια, μόλις βλέπαμε ότι η τιμή της μετοχής της «κατρακυλούσε», να αγοράζαμε μετοχές -είτε εμείς, είτε μέσω τρίτων. Τα υπόλοιπα θα ερχόταν από μόνα τους. Η τράπεζα, ως ο μόνος αληθινός και υπαρκτός παίκτης στην εξαγορά -καθώς όποιοι άλλοι είχαν ακουστεί παρέμεναν στο επίπεδο της φήμης και της παραπληροφόρησης- θα προχωρούσε κανονικά στην επιχειρηματική ενέργεια και με την επιβεβαίωση της πληροφορίας, η τιμή της θα εκτινασσόταν στα ύψη. Τότε θα πουλούσαμε τις μετοχές και θα αποκομίζαμε τεράστια κέρδη. Αυτό πράξαμε. Μαζί με τη Ρόξυ φροντίσαμε να κυκλοφορήσουν τα «νέα» και η συνεργάτιδά μου -μέσω του Παρμενίωνα, χωρίς όμως αυτός να ξέρει τι κάνουμε οι δυο μας– μου μετέφερε την «εσωτερική» πληροφόρηση. Έτσι, ήξερα από πρώτο χέρι τι σχεδιάζονταν να κάνει η τράπεζα και πότε. Ο τραπεζίτης δεν κατάλαβε τίποτα και δεν του κινήθηκε καμία υποψία. Εγώ έβγαλα πολλά λεφτά, η Ρόξυ πολύ λιγότερα. Είπαμε ότι συνεργαζόμασταν, αλλά δεν θα «μου έτρωγε την μπουκιά από το στόμα»! Αγόρασε κάποιες μετοχές, αλλά όχι όσες εγώ και ασφαλώς, δεν της αποκάλυψα ότι χρησιμοποίησα τρίτα πρόσωπα -παντελώς άγνωστα προς αυτήν- για τις αγοραπωλησίες.

Η δουλειά τελείωσε όπως είχε οργανωθεί κι έκτοτε δεν συνάντησα τη Ρόξυ. Με τον Παρμενίωνα και τη συμβία του συνεχίσαμε να βλεπόμαστε σε κοινωνικά happenings και να ανταλλάσουμε φιλοφρονήσεις και άλλα επουσιώδη. Μέχρι την ημέρα που ο «εισαγγελίσκος» τον επισκέφθηκε στην τράπεζα και ζήτησε να μάθει για τις μεταξύ μας σχέσεις. Ο Παρμενίωνας δεν τον διαφώτισε ιδιαίτερα. Στη συζήτηση όμως, ο εισαγγελέας του είπε ότι διενεργούνταν ποινική ανάκριση, μετά από μια καταγγελία για χειραγώγηση της κεφαλαιακής αγοράς και διασποράς φημών, οι οποίες οδήγησαν σε απότομη και

Page 48: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

48

αναίτια πτώση της τιμής της μετοχής της εν λόγω εταιρείας. Η έρευνα έδειξε ότι η τιμή της αυξήθηκε υπερβολικά και επίσης, αναίτια, μετά από λίγες ημέρες. Την ώρα που αναφερόταν στο συμβάν, στο γραφείο μπήκε η Ρόξυ και άκουσε τι διημείφθη μεταξύ τους. Έμαθε για την ποσότητα των μετοχών που διακινήθηκαν και το πλήθος των ατόμων που φαινόταν ωφελημένοι. Επίσης άκουσε να γίνεται αναφορά στο δικό μου όνομα. Άκουσε βέβαια, όπως και ο Παρμενίων, να αναφέρει ο εισαγγελέας και το δικό της όνομα. Εκείνη τη στιγμή δεν μίλησε, ούτε ο τραπεζίτης την υπέδειξε στον δικαστικό. Έκανε όμως τους απαραίτητους συνειρμούς και συσχετίσεις, κοιτάχτηκαν στα μάτια με τον Παρμενίωνα, φροντίζοντας να μην κινήσουν υποψίες στον εισαγγελέα και η Ρόξυ αποχώρησε διακριτικά από το γραφείο. Τη συνέχεια, υποθέτω, είναι εύκολο να την αντιληφτείτε. Ο τραπεζίτης κάλεσε τη Ρόξυ, ζήτησε να ενημερωθεί, εκείνη του τα ξεφούρνισε χωρίς δυσκολία και της είπε: «Κατάλαβες τι έκανες; Πως έχεις μπλέξει; Πως με εκθέτεις; Τι περιμένεις να κάνω τώρα; Δεν μου δίνεις επιλογές… εκτός εάν…» Αυτό το τελευταίο ήταν η επιλογή σωτηρίας της κυρίας και η αρχή του τέλους για μένα. Η Ρόξυ ζήτησε να δει τον εισαγγελέα, του εξέθεσε ό,τι ήξερε και με έδωσε στο πιάτο. Από κει και πέρα, όλα ήταν ζήτημα χρόνου. Έφτασε για μια ακόμη φορά στα ίχνη μου, μάζεψε τα στοιχεία που ήθελε, έδεσε την υπόθεση και την κατάλληλη στιγμή -όταν πήγα στο γραφείο του «να συζητήσουμε»- μου απήγγειλε κατηγορίες και γι’ αυτό. Χειραγώγηση, διασπορά ψευδών ειδήσεων, επιχειρηματική κατασκοπεία! Από πομπώδες λέξεις κι έννοιες με βαριά σημασία, άλλο τίποτα!

Το ενδιαφέρον ήταν ότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχε η κατηγορία της σύστασης εγκληματικής συμμορίας. Ακούς εκεί συμμορίας; Από πού και ως που; Πότε δεν είχα σταθερές επαφές με άτομα. Ό,τι έκανα ήταν

Page 49: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

49

από μόνος μου -το ανέφερα νομίζω αυτό- και με όσους και όσες χρειάστηκε να συνεργαστώ, ήταν για να έχω καλύτερα και πιο σίγουρα αποτελέσματα. Ποτέ μου δεν χρησιμοποίησα τα ίδια άτομα και δεν διατήρησα σχέσεις και επαφές μετά την περάτωση της δουλειάς. Για παράδειγμα, με τη Ρόξυ δεν βρεθήκαμε έκτοτε, ούτε εκείνη γνώριζε που μένω και πως ζω. Τώρα που την σκέφτομαι, μου διαφεύγουν ακόμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Θυμάμαι μόνο το πρώτο της όνομα, Ρόξυ. Για μένα, αυτή η γυναίκα δεν υπάρχει. Δεν υπήρξαμε μεταξύ μας συνέταιροι και δεν οργανώσαμε τίποτα μαζί. Συνεργαστήκαμε για ένα και μόνο θέμα και ήπιαμε δύο ή τρεις καφέδες. Αυτό και τίποτα άλλο!

Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, βρέθηκα σε ένα μεσημεριανό ούζο με χταπόδι και μαρίδα σε μια ταβέρνα στο Μπαξέ Τσιφλίκι. Μπροστά στο κύμα, με την θαλασσινή αύρα να με δροσίζει και να ατενίζω στο βάθος τη Θεσσαλονίκη. Την έβλεπα από μακριά και σκεφτόμουν πόσο όμορφη είναι, πόση γοητεία εκπέμπει και πόσο μπορεί να σε σαγηνεύσει. Πήγα στο Μπαξέ Τσιφλίκι με το καραβάκι της γραμμής γιατί θα συναντούσα τον Αστέριο Παπαδόπουλο. Ποιος είναι πάλι αυτός; Ο Αστέριος ή αλλιώς ο καπετάνιος είναι ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές! Σωστότερα θα έλεγα, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Ναυτικός που είχε ξεμπαρκάρει εδώ και κάποια χρόνια, αλλά συνέχιζε να φοράει το ναυτικό καπέλο, να καπνίζει το τσιμπούκι του ή ενίοτε να μασάει καπνό και να θρέφει μακριά γενειάδα. Κλασική φυσιογνωμία, λες και είχε προκύψει από τα διηγήματα του Jules Verne. Μου έφερνε για τον πλοίαρχο Grant, μόνο που ο φίλος μου δεν είχε ναυαγήσει, ούτε είχε αποκτήσει παιδιά. Στις θαλασσινές ιστορίες που έλεγε, αναφερόταν και σε μία «ανταρσία», οπότε όταν την άκουγα, τον παρομοίαζα με την ανταρσία του Bounty. Βέβαια, ο «καπετάνιος» δεν είχε ακούσει για τον captain Bligh, ούτε σε πιο μέρος του

Page 50: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

50

πλανήτη ήταν η Tahiti, όταν δε του ανέφερα το όνομα Van Gogh, χαμογελούσε ηλίθια στο άκουσμα για τις ημίγυμνες γυναίκες που συνάντησε ο ζωγράφος και φτιάχνοντας τους υπέροχους πίνακές του, τις παρέδωσε στην αιωνιότητα.

Το να κάνεις παρέα με τον καπετάν-Αστέρη είχε γούστο. Χόρταινες από τις ιστορίες του και μεθούσες με τη λογοδιάρροιά του. Δεν αρνιόμουν να βρισκόμαστε, γιατί κατά έναν περίεργο τρόπο, με χαλάρωνε κι έδιωχνε μακριά μου τις άσχημες σκέψεις και οτιδήποτε μπορούσε να χαλάσει τη διάθεσή μου. Θα μπορούσα να τον ορίσω ως τον προσωπικό μου ψυχοθεραπευτή. Αυτός μιλούσε και εγώ γινόμουν καλά. Ήταν μια ιδιότυπη θεραπεία που δεν υπήρχε περίπτωση κανείς να τη βρει στα ιατρικά κι επιστημονικά εγχειρίδια. Οπότε, αραιά και που, ειδοποιούσα τον καπετάνιο και κείνος, χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ερχόταν στη μεσημεριανή μας συνάντηση. Πάντοτε το μεσημέρι και πάντα, στο Μπαξέ Τσιφλίκι. Αφού παραγγέλναμε τα σχετικά θαλασσινά και τα αφρόψαρα που συνόδευαν τη ρακί μας, ξεκινούσε να μου λέει τα δικά του, ανάκατα με ιστορίες από τη θάλασσα, τις οποίες άκουγα για πολλοστή φορά. Τον άφηνα να μιλάει και ξεκουραζόμουν. Μόλις τελείωνε το φαγητό και η ρακί σωνόταν, τον σταματούσα. Το ήξερε και το ανέμενε. Τότε άρχιζα λέγοντας μια δική μου ιστορία, πιο πεζή και ρηχή από τη δική του. Του μιλούσα για μια υπό οργάνωση δουλειά μου και του εξηγούσα πως μπορούσε αυτός να με βοηθήσει. Πότε του δεν μάθαινε λεπτομέρειες, ούτε όμως ρωτούσε. Γνώριζε καλά ότι ο νόμος των ανθρώπων της πιάτσας αναφέρει ότι ρωτάς μόνο όσα πρέπει και μαθαίνεις μόνο όσα σου χρειάζονται. Τα περισσότερα είναι επικίνδυνα για σένα, τα λιγότερα για τους άλλους.

Εκείνη τη φορά του είπα για μια ιστορία που είχε να κάνει με κάτι αρχαία κι έναν τάφο που βρισκόταν κοντά

Page 51: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

51

σε μια τοποθεσία που είχε παλιό λιμάνι, από τα αρχαία χρόνια. Αυτός ως «λιμανίσιος» μπορούσε να ρωτήσει -απ’ έξω, απ’ έξω και με το μαλακό- τους κατάλληλους ανθρώπους, χωρίς να υποπτευθούν κι έτσι, να μαθαίναμε αν αληθεύουν οι πληροφορίες μου. Ενημερώθηκε για όσα έπρεπε, κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας τη συμφωνία του, παραγγείλαμε ένα σκέτο τούρκικο καφέ, πριν μας φέρουν το λογαριασμό και φύγουμε από την ψαροταβέρνα. Η δουλειά μου έγινε, ο καπετάν-Αστέρης μου έδωσε τις πληροφορίες που ήθελα και ύστερα από τρεις μήνες, πλούτισα τη συλλογή μου με δύο εξάλειπτρα, τρία αργυρά τετράδραχμα με την κεφαλή του Φιλίππου Β’, τέσσερεις αργυρές δραχμές του Φιλίππου Γ’ και το σημαντικότερο όλων, ένα χρυσό στατήρα με την κεφαλή του Μέγα Αλέξανδρου. Τα απέκτησα χωρίς να καταλάβουν οι χωριάτες πόσο πολύτιμα ήταν και πρόλαβα τους αρχαιολόγους που, όπως έμαθα, πήγαν λίγες ημέρες μετά από μένα. Όλα «πήγαιναν ρολόι», μέχρι που ένας από τους αρχαιολόγους -θεωρούσε τον εαυτό του detective- υποπτεύθηκε ότι τα αρχαιολογικά ευρήματα χάθηκαν πρόσφατα και όχι κατά την Τουρκοκρατία ή τη Ρωμαϊκή Εποχή. «Ψάρεψε» τους χωριάτες, «έριξε τα δίχτυα» του και κείνοι «έπεσαν μέσα» σαν χάνοι. Αναμενόμενο. Αν, όπως πίστευα, αυτοί ήταν χαζοί για μένα, πως θα γινόταν ξύπνιοι με τον αρχαιολόγο; Σε αυτή την υπόθεση, όπως σε όλες, «ρωτώντας πας μέχρι την Πόλη». Βρίσκεις το δρόμο σου και φτάνεις στον τελικό προορισμό σου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο τελικός προορισμός ήμουν εγώ, και ο εισαγγελέας με βρήκε και με τσάκωσε. Ο καπετάν-Αστέρης τη γλύτωσε με μια αυστηρή επίπληξη και την απειλή ότι αν μπλεχτεί ξανά σε βρωμοδουλειές, το λιγότερο που θα πάθαινε, ήταν να έχανε τη σύνταξή του. Το περισσότερο, την ελευθερία του. «Όπως καταλαβαίνεις κύριε Παπαδόπουλε, ο νόμος δεν μπορεί να είναι δις επιεικής μαζί σου. Την επόμενη φορά

Page 52: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

52

θα τιμωρηθείς και σου εγγυώμαι ότι θα χάσεις τη σύνταξη που παίρνεις και όσα χρήματα έχεις μαζέψει. Τότε να δω πως και με ποιο κουράγιο θα ανοιχτείς μεσοπέλαγα για να βγάλεις το ψωμί σου!» Αυτή η απειλή τον τρόμαξε περισσότερο κι από τη φυλακή. Φαίνεται ότι η προοπτική της επιστροφής στα καράβια ήταν απορριπτέα και εξοβελιστέα για τον καπετάν-Αστέρη. Άμα βγει ο ναυτικός στη στεριά, μαραζώνει, σκουριάζει και δεν θέλει να ακούει για θάλασσες και ταξίδια. Έτσι, χωρίς να το περιμένω, ειδικά από τον καπετάνιο, η αύξηση της συλλεκτικής μου περιουσίας σταμάτησε και σε λίγο καιρό, από τα πολλά βρέθηκα στο τίποτα. Όλα κατασχέθηκαν και θεωρήθηκαν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας. Τριγύριζα στο σπίτι και θωρούσα τους άδειους τοίχους και τα αδειανά έπιπλα και τα τραπέζια.

4

«Κύριε… από εδώ παρακαλώ, από εδώ περάστε…» Με μια ευγενική χειρονομία, ο πατέρας της Ευρυδίκης, ο κύριος Κλεομένης Παπαδόπουλος, έμπορος ειδών παντοπωλείου, μπαχαρικών και εδώδιμων αποικιακών, ιδιοκτήτης καταστήματος επί της οδού Αιγύπτου και κάτοχος μίας από τις παλαιότερες φίρμες της πόλης, μου έδειξε το δρόμο για το σαλόνι της οικίας του. Ευτραφής, χαμογελαστός και υπερήφανος για το παχύ του μουστάκι, έδινε προστάγματα και όλοι όφειλαν να τον υπακούν. Στο κατάστημα οι υπάλληλοι και ο παραγιός, στο σπίτι η γυναίκα του, η κόρη, τα δύο μικρότερα αγόρια και το «δουλικό». Ήταν βέβαια και οι ηλικιωμένοι γονείς του, αλλά εκείνοι εξαιρούνταν από τους κανονισμούς πειθαρχίας. Ο πατέρας του ήταν ο ιδρυτής της επιχείρησης κι αυτός που έφερε μαζί με τη ζωή του από την Αλεξάνδρεια, τα αρώματα και τα μπαχάριά της,

Page 53: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

53

«υπεύθυνα» για τη μεγάλη τους περιουσία. Η μητέρα του ήταν αυτή που τον ανέθρεψε, του έμαθε γράμματα, ξένες γλώσσες και να πως φέρεται σωστά. Σωστά στους γονείς του, όμως όπως του ταίριαζε και τον βόλευε σε όλους τους άλλους.

Η Ευρυδίκη, η μοναχοκόρη του, το «διαμάντι» του όπως συχνά την αποκαλούσε, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα μακριά μαύρα μαλλιά της, συνήθως σε μακριά πλεξούδα, ήταν η περίτρανη απόδειξη της δύναμής του. Δεν έκανε τίποτα αν εκείνος δεν της το ενέκρινε, δεν άφηνε κανένα να την πλησιάσει σε απόσταση που εκείνος την όριζε ως επικίνδυνη και δεν έδινε σε κανέναν άλλον το δικαίωμα ή την ελευθερία να ασχοληθεί με το μέλλον της. Αυτός θα της το αποφάσιζε και ό,τι επιθυμούσε και πρόσταζε θα γινόταν.

Εγώ είχα συλλέξει -όπως έκανα πάντοτε, πριν δρομολογήσω μια δουλειά- τις πληροφορίες μου. Έμαθα τα πάντα για τον κύριο Κλεομένη, την Ευρυδίκη και τα άλλα άτομα της οικογένειας. Έμαθα επίσης ότι υπήρχε και κάποιος ονόματι «Χασάν» που δούλευε στο μαγαζί του και είχε έρθει από την Αίγυπτο. Βρέθηκε στη Σαλονίκη ψάχνοντας για δουλειά και με την ελπίδα να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον. Τα βρήκε και τα δυο στου Παπαδόπουλου. Εκτός αυτών, έγινε ο έμπιστος του εμπόρου, ο άνθρωπος που τον άκουγε περισσότερο και μπορούσε να τον επηρεάσει πιο πολύ. Για μένα όλα αυτά ήταν αρκετά.

Η ώρα για δράση είχε φτάσει! Έμαθα που σύχναζε ο Αιγύπτιος, πήγα μια-δυο φορές στο καφενείο του και του έπιασα κουβέντα. Η ευρυμάθειά μου και η επικοινωνιακή μου δεινότητα ήταν αρκετές για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του Χασάν. Τότε ήταν που διαπίστωσα ότι όλοι εκείνοι οι μετανάστες από την Ανατολή και την Αραβία είναι ευκολόπιστοι και αγαθοί. Η καλύτερη πάστα ανθρώπων για μένα! Με λίγα έξυπνα λόγια και με τις

Page 54: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

54

σωστές ματιές που υποδηλώνουν εμπιστοσύνη, τους κάνεις δικούς σου. Μέσω του Χασάν έφτασα στον κύριο Κλεομένη. Με σύστησε ο Αιγύπτιος ως έναν καλό του φίλο που τον γνώρισε όλως τυχαία. «Αφεντικό, πολύ καλός άνθρωπος. Αμέσως εκτίμησε την αγωνιστικότητα και την εργατικότητά μου! Αφεντικό, από εδώ ο κύριος… μου είπε ότι άτομα σαν και μένα χρειάζεται η Ελλάδα για να προοδεύσει. Είπε ότι εμείς που ήρθαμε από την Αίγυπτο και την Μέση Ανατολή, θα δώσουμε τα φώτα μας σε σας τους Έλληνες!»

Με αυτά τα λόγια με σύστησε· εγώ επέδειξα ταπεινοφροσύνη, του υπέδειξα να μη λέει «μεγάλα λόγια», και συμπλήρωσα: «Ποτέ δεν ξέρεις με ποιον μπλέκεις! Στην αρχή σου φαίνεται καλός και μετά σου βγαίνει σκάρτος. Είναι σαν το βαρέλι με το λάδι που είναι διπλά και τριπλά σφραγισμένο. Όμως με τα μπαχαρικά δεν γίνεται έτσι. Αυτά ευωδιάζουν τον τόπο, όσο και ερμητικά κλειστά να είναι. Με τα μπαχάρια δεν ξεγελιέσαι. Αν σου αρέσουν, τότε αυτό γίνεται από την πρώτη στιγμή, με την πρώτη μυρωδιά!» Όπως τα διατύπωσα, δημιούργησαν εντύπωση. Θετική και αφοπλιστική. Ο έμπορος ενθουσιάστηκε. Χαμογέλασε και τα μουστάκια του χοροπήδησαν στα μάγουλα, προβάλλοντας μια χαλασμένη οδοντοστοιχία. «Γι’ αυτό όλο μασουλάει μέντα και κανέλλα!» σκέφτηκα αντικρίζοντας το αηδιαστικό θέαμα. Με ρώτησε με τι ασχολούμαι, ποια ήταν η δουλειά που κάνω. Του είπα αόριστα και γενικόλογα ότι κάνω εισαγωγές και εξαγωγές, μεσιτείες και παρέχω συμβουλές νομικής και οικονομικής φύσεως. Ειδικά η τελευταία ενασχόλησή μου, του προξένησε εντύπωση. Θετική και όλο περιέργεια. Ζήτησε να μάθει περισσότερο. «Δηλαδή, τι είδους συμβουλές ελόγου σου δίνεις;»

«Κύριε Παπαδόπουλε», εκείνη την εποχή δεν τον προσφωνούσα με το όνομά του, διότι δεν είχαμε γνωριστεί όσο ήθελα και δεν είχε αποκτηθεί μια σχετική οικειότητα

Page 55: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

55

μεταξύ μας. «Κύριε Παπαδόπουλε, είμαι απόφοιτος της Νομικής, γνωρίζω κι έχω ασκήσει τη δικηγορία και οι γνώσεις μου περί των οικονομικών, με έφεση εις τα χρηματιστηριακά, είναι παγκοίνως γνωστές κι έχουν αξιοποιηθεί καταλλήλως. Έχω βοηθήσει πολλούς και στήριξα ακόμα περισσότερους.»

«Ε, τότε αγαπητέ μου να γνωριστούμε καλύτερα! Να περάσετε από την οικία μου να σας κεράσω σαλέπι και λουκούμι με αράπικο φιστίκι. Μου το στέλνουν από την πατρίδα και είναι υπέροχο. Θα σας τρέχουν τα σάλια!»

Όντως μου έτρεξαν τα σάλια. Όχι για το λουκούμι, αλλά για το «λουκούμι» που αντίκρισα. Η Ευρυδίκη ήταν όμορφη, αμυγδαλωμάτα, μελαχρινή και πλούσια. Προπάντων το τελευταίο. Πλούσια σε ελέη και σε φράγκα. Ψηλή, με στητά και μεγάλα στήθη και ενδιαφέρουσες καμπύλες. Αυτή που λέμε «νταρντάνα»! Από την άλλη, ήταν τα χάρτινα, τα χρυσά, τα ασήμια και τα μετάξια, τα λινά και τα κεχριμπάρια. Ό,τι καλύτερο. Εκείνη την εποχή τα προτιμούσα από τα ακίνητα. Μπορούσαν να ρευστοποιηθούν και να μου αποφέρουν ένα τσουβάλι χρήματα. Αρκεί να φερόμουν όπως ήξερα και το θήραμα θα πιανόταν στη δράκα μου. Τους προσέγγισα, φρόντιζα να με προσκαλούν στα μεσημεριανά Κυριακάτικα γεύματα και τους απογευματινούς καφέδες ή τα τσάγια της Τετάρτης και του Σαββάτου.

Μέσα σε δύο εβδομάδες βγαίναμε βόλτα με την Ευρυδίκη στην παραλία της πόλης και αργότερα στο άλσος του Σέιχ Σου. Εκεί της «απλώθηκα» και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία «υπέκυψε». Οι επόμενες ημέρες ήταν μέσα στο μέλι και στη γλύκα. Περνούσα σαν πασάς. Ο κύριος Κλεομένης νόμιζε ότι διαφέντευε, αλλά εγώ έκανα στην πραγματικότητα το κουμάντο. Είχα κατακτήσει την καρδιά της νεαρής, τη βαθύτατη συμπάθεια της μητέρας, τη φιλία των αδελφών και ασφαλώς, την εκτίμηση του παππού και της γιαγιάς. Ένα πρωινό ο Κλεομένης με

Page 56: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

56

κάλεσε στο μαγαζί του για «να συζητήσουμε». Αυτό το ήξερα, η λέξη μου ήταν οικεία. Όταν με καλούσαν για να τα πούμε, έλεγαν «ελάτε για να συζητήσουμε» κι αυτό κάναμε. Μιλούσαμε οι δυο μας και στο τέλος τα βρίσκαμε. Ενώ στο γραφείο του «εισαγγελίσκου», το «να συζητήσουμε» σήμαινε εξαγγελία κατηγορητηρίου.

Μετά από ένα μήνα λογοδοθήκαμε και η σχέση μας απέκτησε κοινωνικό πρόσωπο και την έξωθεν νομιμοποίηση. Παράλληλα, μπαινόβγαινα στο κατάστημα με τα εδώδιμα αποικιακά, αναγκαζόμουν να υπομένω τις μυρωδιές της Ανατολής και να χαμογελάω συγκαταβατικά με τις ηλιθιότητες του Χασάν. Έδινα διακριτικά συμβουλές στον κύριο Κλεομένη και του πρότεινα τρόπους να κάνει επενδύσεις. Με άκουγε και ως επί το πλείστον, τις ακολουθούσε. Έβγαζε εκείνος χρήματα, έβγαζα κι εγώ το κατιτίς μου. Μόνο που όλη αυτή η ιστορία δεν μου άρεσε. Η προοπτική να παντρευτώ, να εγκλωβιστώ, να βρεθώ με παιδιά, να ζω σε ένα σπίτι μαζί με όλο αυτόν τον συρφετό και να έχω τον Κλεομένη άγρυπνο φρουρό των επιχειρηματικών μου ανοιγμάτων, μου προκαλούσε δυσφορία και απίστευτη ενόχληση. Έπρεπε να βρω μια λύση και να δώσω ένα τέλος σε όλα αυτά. Ένα ρομαντικό παραμύθι που ήταν καλό για κοπέλες σαν την Ευρυδίκη, αλλά δεν μπορούσε μαζί μου να έχει πριγκιπόπουλα και άμαξες με ολόλευκα άτια. Ο ρομαντισμός είναι για τους αφελείς και τους ευκολόπιστους. Για εκείνους που ζουν μες στα σύννεφα και δεν πατούν στέρεα στη γη. Εγώ δεν είμαι τέτοιος και πιστεύω ότι αυτό, ήδη είναι ξεκάθαρο.

Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να απεγκλωβιστώ. Και τον βρήκα. Προφασίστηκα ότι είχα να πάω στο Λίβανο για να ετοιμάσω το έδαφος για μια μεγάλη εισαγωγή ρούχων και επίπλων. Θα έλειπα για δύο μήνες. Η Ευρυδίκη στεναχωρήθηκε, αλλά ο κύριος Κλεομένης την έπεισε ότι ένας καλός έμπορος δεν πρέπει να αφήνει

Page 57: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

57

ανεκμετάλλευτες τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονται. «Παιδί μου σου εύχομαι να πετύχεις τους στόχους σου και να ετοιμάσεις μια δουλειά έτσι όπως εσύ την θέλεις. Μια και πας από τα μέρη μου, θα σου δώσω αυτές τις διευθύνσεις να έχεις μαζί σου σε περίπτωση που χρειαστείς βοήθεια. Μόλις θα τους αναφέρεις το όνομά μου, αμέσως θα τρέξουν να σε εξυπηρετήσουν. Θα σου δώσω κι αυτό το πουγκί. Έχει χρυσές λίρες. Τις φυλάω για την προίκα της κόρης μου. Αν θέλεις, μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις. Έτσι κι αλλιώς, μόλις επιστρέψεις με το καλό, θα κάνουμε το γάμο. Εντάξει;» Αυτό το «εντάξει» το κατάλαβα, όπως και το πατρικό κτύπημα στην πλάτη και το φιλί στο μέτωπο. Μα πιο πολύ κατάλαβα τις λίρες. Τις πήρα και εξαφανίστηκα. Έκανα αυτό που ήθελα. Αφού και κείνος με προέτρεψε!

Δεν πήγα ποτέ μου στο Λίβανο, μόνο μέχρι την Αθήνα έφτασα. Κάθισα εκεί για ένα μήνα και μετά, αθόρυβα και διακριτικά επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή άκουσα ότι ο γέρος της Ευρυδίκης έπαθε καρδιακό επεισόδιο, ο παππούς και η γιαγιά αποδήμησαν μέσα σε ένα μήνα από τη στεναχώριά τους και η επιχείρηση «πήρε την κάτω βόλτα». Ο Χασάν πάλευε να την κρατήσει με νύχια και με δόντια, αλλά τα αδέλφια της Ευρυδίκης δεν είχαν το τσαγανό και τη διαολιά του πατέρα τους. Μέσα στο χρόνο η Ευρυδίκη έκανε ένα γρήγορο γάμο, με έναν άλλον έμπορο μπαχαρικών, λίγο μικρότερο στην ηλικία από τον πατέρα της, ο οποίος μαζί με την εξαγορά και τη σωτηρία της επιχείρησης του Κλεομένη Παπαδόπουλου, εξαγόρασε κι έσωσε την τιμή και το μέλλον της Ευρυδίκης Παπαδοπούλου. Αυτά άκουσα να λένε στην αγορά και δεν τα σχολίασα. Ανήκαν στο παρελθόν και για μένα αυτό σήμαινε ότι δεν υφίσταντο. Ό,τι είχε περάσει δεν ήταν άξιο λόγου και επαναφοράς του. Δυστυχώς, έπρεπε να εμφανισθεί ο «εισαγγελίσκος» για να προκαλέσει την

Page 58: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

58

άποψη που είχα. Μου έφερε το παρελθόν κατάμουτρα, μου το ζωντάνεψε και στο τέλος, με κυρίευσε.

Ο αφελής Χασάν και οι συνομιλίες που είχε στο καφενείο που σύχναζε ήταν το συναπάντημα της μοίρας μου. Ο εισαγγελέας βρέθηκε ένα απόγευμα, μόνος του όπως το συνήθιζε, σε κείνο το καφενείο, και πίνοντας τον καφέ του άκουσε τον Αιγύπτιο να μιλάει για την ατυχία του αφεντικού του και για την γνωριμία του μ’ ένα «παλιοτόμαρο». Έτσι με αποκάλεσε ο αράπης! Ακούς εκεί παλιοτόμαρο; Με ποιο δικαίωμα ένας ξένος, ένας βρωμιάρης από την Αραπιά, ένας που ήρθε στη χώρα μας να δουλέψει και εμείς του προσφέραμε δουλειά, φαγητό και κατάλυμα, έρχεται τώρα και χρησιμοποιεί τέτοιους υβριστικούς χαρακτηρισμούς; Τέλος πάντων! Η ευγενική μου καταγωγή και οι καλοί μου τρόποι, δεν μου επιτρέπουν να πω περισσότερα και να πέσω στο ίδιο επίπεδο με δαύτους. Για να μην σας κουράζω, ο εισαγγελέας άκουσε, μάλλον κρυφάκουσε, μετά ρώτησε να μάθει πιο πολλά και βήμα-βήμα έφτασε για μιαν ακόμη φορά σε μένα. Σιγά και μεθοδικά συνέθετε το puzzle της προσωπικότητάς μου και του βίου μου. Ο «εισαγγελίσκος» και εγώ.

5

Ένα πρωινό που κατέβαινα στο κέντρο της πόλης αντάμωσα έναν γνωστό από τα παλιά. Έναν υποχόνδριο και περίεργο που, όποτε το κατάφερνα, τον προσπερνούσα και του ξέφευγα. Η ζωή είναι παράξενη. Σου φέρνει στο διάβα σου εκείνους που δεν θέλεις ούτε στην κηδεία τους να πας και δεν ανταμώνεις με ανθρώπους που αποζητάς τη παρέα τους και εύχεσαι να συνεργαζόσουν. Έτσι συνέβη εκείνη τη φορά. Ο κακομούτσουνος που μου έλαχε να ανταμώσω, μου

Page 59: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

59

προκάλεσε δυσανεξία. «Γύρισαν τα άντερά μου». Μου μιλούσε και εγώ κοιτούσα αλλού. Με το βλέμμα μου έψαχνα εναγωνίως να βρω τη λύτρωση. «Ένας άνθρωπος, που είναι ένας να με σώσει απ’ αυτόν!» Αυτά σκεφτόμουν και δεν έδινα σημασία σε ό,τι μου έλεγε. Μιλούσε στο βρόντο και με κοιτούσε με τα αλλήθωρά του μάτια. Έτσι όπως έψαχνα για ανθρώπους που θα με σώσουν, «κόλλησα» σε ένα σκουρόχρωμο περιστέρι που προσπαθούσε να περάσει απέναντι το δρόμο. Τι χαζό που μου φάνηκε! Γιατί να θέλει να το κάνει; Και γιατί δεν πετάει; Να πάρει ο διάολος, πουλί είναι! Δεν είναι άνθρωπος. Κι όμως, δεν πετούσε, ούτε περπατούσε. Σερνόταν στο τσιμέντο. Αυτό ήταν. Ένα ανήμπορο πουλί. Ένα πουλί που δεν ήταν στα καλά του και χρειαζόταν βοήθεια. «Ε, με συγχωρείς… πρέπει να…» Δεν απόσωσα τη φράση μου κι άφησα «στήλη άλατος» τον αλλήθωρο. Έτρεξα στο περιστέρι. Το ’πιασα, πολύ εύκολα μπορώ να πω, και το πέρασα απέναντι. Αυτό ήταν. Όλοι με κοιτούσαν και με επευφημούσαν. Ήμουν ο ήρωας του πρωινού, ο ήρωας των ρομαντικών και των αφελών. Από κείνη τη στιγμή, σκαρφίστηκα μιαν ιδέα. Έτσι ήμουν εγώ. Οι ιδέες μού προέκυπταν από το τίποτα. Από το οτιδήποτε απίθανο.

Πήγα και βρήκα τον πατήρ-Σωφρόνιο. Σωφρόνιο Παπαδόπουλο. Διακονεί σε κεντρική εκκλησία κι έχει επιρροή στην Μητρόπολη. Είναι σπουδαγμένος όπως και εγώ. Τελείωσε τη Νομική Θεσσαλονίκης και μετά πήγε στη Θεολογική. Είμαστε συνομήλικοι και είχαμε περίπου κοινές φιλοδοξίες. Εκείνος για τα πνευματικά, εγώ για τα υλικά. Ήθελε να βοηθάει τους φτωχούς για να ζούνε καλύτερα και αξιοπρεπέστερα, όπως και εγώ επίσης. Το έκανε γιατί του το «πρόσταζε» Εκείνος, εγώ γιατί μου το «έλεγε» ο εαυτός μου. Του είπα την ιδέα μου, με άκουσε με ενδιαφέρον και υποσχέθηκε ότι θα οργανώσει συσσίτια για τους απόρους και τους αστέγους, συντονίζοντας και

Page 60: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

60

εμπλέκοντας ταυτόχρονα όλη τη δράση μέσα από την Μητρόπολη. Θα μιλούσε στον Μητροπολίτη και θα είχε την έγκρισή του και την ευλογία του.

Μου αρέσουν οι τύποι που πιάνονται από μιαν ιδέα και την πηγαίνουν παραπέρα. Αυτός ήταν ο παπάς μου. Χρειαζόμασταν όμως και την ευλογία του Μητροπολίτη. Εγώ ειδικά την χρειαζόμουν πολύ! Να ευλογήσει τον πολλαπλασιασμό των τροφίμων, να γίνουν όλο και περισσότερα. Όσο πιο πολλά, τόσο πιο καλά… για μένα! Είχα ήδη συμφωνήσει με κάποιους αρτοποιούς, φουρναραίους και ζαχαροπλάστες, οι οποίοι ετοίμαζαν τρόφιμα, τα οποία μοιράζονταν στους έχοντες ανάγκη. Η Εκκλησία τους μάζευε, τους κατέγραφε και φρόντιζε να μοιράζονται με σωστό τρόπο και δίκαια τα καλούδια. Εγώ είχα τη φροντίδα από την πλευρά της παραγωγής. Ο πατήρ-Σωφρόνιος από την πλευρά της διανομής. Η αλυσίδα διατροφής λειτουργούσε στην εντέλεια και μου απέφερε εύκολο χρήμα. Το κόστος παρασκευής ήταν πολύ μικρό. Ζήτησα από τους μαγείρους να χρησιμοποιήσουν παλιά και μερικώς χαλασμένα υλικά και πρώτες ύλες. «Σιγά μην καταλάβουν οι πειναλέοι ότι δεν είναι φρέσκα και υγιεινά. Λες και όταν τρώνε τα αποφάγια από τα σκουπίδια είναι καλύτερα! Εμείς τους δίνουμε τρόφιμα ειδικά φτιαγμένα γι’ αυτούς. Μεγάλη η χάρη τους!» Το είπα σε δυο μαστόρους και πεθάναμε στα γέλια. «Ναι, ναι! Μεγάλη η δική τους χάρη, μεγάλη και η δική μας. Και ασφαλώς, μεγάλη και η Δική της, που Την χρησιμοποιούμε για να μας βοηθάει!» Αυτό το είπε, φτύνοντας μέσα από το στόμα του και σαλιώνοντας τα μουστάκια του, ο Κώτσος. Ο πιο βρώμικος φούρναρης που γνώρισα στη ζωή μου. Αν έβλεπαν πως έφτιαχνε τα ψωμιά και που τα έψηνε, θα ξερνούσαν από τη σιχασιά.

Με αυτά και με άλλα, η δουλειά προχωρούσε, οι άστεγοι έτρωγαν, η Εκκλησία επιτελούσε το θεάρεστο έργο της και εγώ πλούτιζα. Ό,τι φτιαχνόταν κόστιζε ελάχιστα, το

Page 61: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

61

πωλούσα σε τριπλάσια τιμή στους παπάδες, κρατούσα «τη μερίδα του λέοντος» κι έδινα τα περισσέματα στους παραγωγούς. Έτσι κατάλαβα ότι άμα είσαι μεσάζων είναι η καλύτερη και η πιο προσοδοφόρα δουλειά. Καθαρή και με καλή κονόμα! Με μια όμως προϋπόθεση: μη στραβώσει κάτι και τότε… «τα πήρε ο διάολος και τα σήκωσε»! Δεν σε σώζουν ούτε τα σταυροκοπήματα, ούτε οι αγιαστούρες. Τι έγινε;

Μια παρτίδα από ψωμιά βγήκε σκάρτη. Αυτή του Κώτσου. Μαζί με το παλιάλευρο που έβαλε, είχε και ποντικοφάρμακο. «Ρε σεις… το βάζω για τους αρουραίους που έχω στην αποθήκη με τα στάρια! Θα μπερδεύτηκε!» Έτσι δικαιολογήθηκε όταν πέθαιναν ο ένας πίσω από τον άλλον, αλλά οι αστυνόμοι δεν πείσθηκαν για την καλή του προαίρεση, ούτε και ο δικαστής που τον έστειλε στη φυλακή με ισόβια κάθειρξη. Στο δικαστήριο ο Κώτσος κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και δεν πίστευε εκεί που με έβλεπε να κάθομαι. «Εσύ… εδώ;» Νόμισε ότι μιλούσε σε μένα. Κάτι τέτοιο έμαθα ότι ψέλλισε, αλλά ο χωροφύλακας του έδωσε μια σκουντιά και σώπασε ο βρωμιάρης. Παραγνώρισε.

Η δουλειά τελείωσε και εγώ έψαξα για κάτι άλλο. Ο πατήρ-Σωφρόνιος ήταν στεναχωρημένος, αλλά του είπα ότι έτσι γίνεται άμα μπλέκεις με ρεμάλια και απατεώνες που προσπαθούν να κερδίσουν από τον πόνο του άλλου. Συμφώνησε και πήρα την ευλογία του. Μήνες μετά, η Μητρόπολη έκανε απολογισμό των δράσεων της και μιλώντας με κάποια «τέκνα» της, έμαθε περίπου πόσο κοστίζουν κάποια φαγώσιμα και γλυκίσματα για να φτιαχτούν. Ο Μητροπολίτης γούρλωσε τα μάτια του. Κάλεσε στο γραφείο τον πατήρ-Σωφρόνιο, του τα έψαλε και ζήτησε να ενημερωθεί η Εισαγγελία. Υποπτευόταν ότι η Εκκλησία εξαπατήθηκε και πλήρωσε ακριβά τα συσσίτια στους άστεγους. «Δεν μοιράζαμε χαβιάρι και παντεσπάνι, αλλά φάβα και ψωμί του Θεού. Να ενημερωθεί πάραυτα ο

Page 62: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

62

Εισαγγελέας και να ζητήσουμε να διαταχθεί έρευνα. Οικονομική έρευνα. Σε όλους, ανεξαιρέτως.» Αυτά πρόσταξε ο ιεράρχης και η προσταγή του έγινε απνευστί εκτελεστή. Τα υπόλοιπα είναι αδιάφορα. Ανακαλύφθηκε η κομπίνα που έφτιαξα και ο «εισαγγελίσκος» απέκτησε άλλο ένα στοιχείο σε βάρος μου. Όσο πήγαινε πλούτιζε τα ευρήματά του. Όσο προχωρούσε στην έρευνά του, τα δικά μου περιθώρια για ελιγμούς, στένευαν.

6

Πριν από πέντε μήνες δέχτηκα ένα τηλεφώνημα λίγο μετά τις οκτώ το πρωί του Σαββάτου. Τα Σάββατα ξυπνούσα με την ησυχία μου και αφού ασχολιόμουν με τον εαυτό μου, πήγαινα την καθιερωμένη βόλτα στην πόλη. Ξεκινούσα από τα καφέ της Αριστοτέλους, συνέχιζα με ένα χαλαρό sollazzo στα εμπορικά καταστήματα και τελείωνα το πρωινό μου χάζι με το Καπάνι και τη Μοδιάνο. Σπάνια αγόραζα κάτι από τους πραματευτές και τους μικροπωλητές, αλλά να τριγυρίζω στα μέρη τους και να μπερδεύομαι στους πάγκους και στα καλούδια που πουλάνε, ήταν μια ευχάριστη και χαλαρωτική διεργασία.

Το Σάββατο είναι πολύ καλύτερο και περισσότερο αγαπητό από την Κυριακή. Έχεις πολλαπλάσιες επιλογές, γνωρίζεις ότι η επομένη μέρα είναι ημέρα ανάπαυσης και ότι τα πάντα είναι κλειστά. Την Κυριακή οι επιλογές είναι μετρημένες στα δάχτυλα και το σημαντικότερο όλων είναι ότι προετοιμάζεσαι ψυχολογικά και σωματικά για τη Δευτέρα και την έναρξη μιας εργάσιμης εβδομάδας.

Εκείνο το Σάββατο, εξαιτίας της χαλαρής διάθεσης που είχα, δεν έδωσα σημασία στο τηλεφώνημα που δέχτηκα. Τον άκουγα που μου μιλούσε· αλλά τα μάτια μου έκλειναν, χασμουριόμουν κι έψαχνα να βρω που ήταν οι παντόφλες και η μπλε με τα χρυσά τελειώματα robe de

Page 63: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

63

chamber μου. Όταν έκλεισε η γραμμή και άφησα το ακουστικό του τηλεφώνου στη θέση του, συνειδητοποίησα τι ήταν αυτό που άκουσα και πόσο πολύ με αφορούσε. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο κύριος Ιωάννης Παπαδόπουλος, πολιτικός παράγοντας, που βρισκόταν είτε στη τοπική βουλή, δηλαδή, ασχολείται με το Δήμο, είτε εκλεγόταν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Απ’ όσο θυμάμαι, πρέπει να είχε περάσει από τρία πολιτικά κόμματα, συμμετείχε σε μια δημοτική πολιτική παράταξη και κάποια στιγμή έφτιαξε τη δική του. Ηλικιακά ήταν μεγαλύτερος από μένα, τουλάχιστον μια δεκαετία και εκ πεποιθήσεως εργένης. Δεν ήμασταν αυτό που λένε «κολλητοί», αλλά ενίοτε βρισκόμασταν και κατά καιρούς είχαμε συνεργαστεί.

Εκείνη τη φορά, μου πρότεινε να ασχοληθώ με μια νομικής φύσης υπόθεση. «Ξέρω καλά ότι από τέτοια θέματα έχεις γνώσεις και εμπειρία. Θα σου είναι εύκολο να το διαχειριστείς και η αμοιβή σου, το όφελος από τη δουλειά, θα ’ναι καλό. Τι λες λοιπόν;» Με έπεισε και αντί να πάω στη καθιερωμένη μου βόλτα του Σαββάτου, ανηφόρισα προς το Πανόραμα, όπου στο foyer ενός γνωστού ξενοδοχείου συναντηθήκαμε για να μάθω λεπτομέρειες και να γνωρίσω τους ανθρώπους που θα συνεργαζόμουν. Έτσι έκανα πάντοτε. Έφτιαχνα συνεργασίες, έβρισκα συνεταίρους, όμως δεν έκανα σύσταση «εγκληματικών ομάδων»!

Η δουλειά είχε να κάνει με την προμήθεια ιατρικού υλικού σε νοσοκομεία, γηροκομεία, θεραπευτήρια και στον στρατό. Εγώ ήμουν ο άνθρωπος που εμφανιζόταν όταν προχωρούσαν οι επιχειρηματικές συνεργασίες. Αυτός που παρείχε τις νομικές συμβουλές και συνέτασσε τα συμβόλαια. Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος ήταν αυτός που έφερνε τις δυο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η μια πλευρά ήταν οι ιδιώτες που προμήθευαν τα υλικά στα δημοσίου συμφέροντος

Page 64: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

64

νοσηλευτικά ιδρύματα και στο ελληνικό στράτευμα και η άλλη ήταν οι εκπρόσωποι των ιδρυμάτων και οι ανώτεροι αξιωματικοί. Τους πρώτους τους γνώρισα σε κείνο το ξενοδοχείο στο Πανόραμα, τους άλλους τους μάθαινα σιγά-σιγά. Οι ιδιώτες ήταν «μιλημένοι» και φίλοι με τον πολιτικό. Πουλούσαν την πραμάτειά τους, έβγαζαν σίγουρα χρήματα -από το Δημόσιο κανείς δεν χάνει, μόνο κερδισμένος βγαίνει, εκτός και αν αυτό χρεοκοπήσει- κι έδιναν το προσυμφωνημένο ποσοστό -κάτω από το τραπέζι και πάντοτε σε μετρητά- στον Παπαδόπουλο. Από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και όσοι συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις και στις συμφωνίες, είχαν τα δικά τους -επίσης προσυμφωνημένα ποσοστά- που προέκυπταν από τις υπερτιμολογήσεις και τις λειψές παραδοθείσες ποσότητες. Και κείνοι, με τη σειρά τους, εναπόθεταν, ένα μερίδιο στον «τορβά» του πολιτικού. Ο αφιλότιμος! Τα έπαιρνε από όλες τις μεριές!

Ποιά ήταν η δική μου συμμετοχή σε αυτό το αλισβερίσι; Πώς εγώ συμμετείχα στο «πανηγύρι»; Ήμουν ένας από τους παίκτες του «στημένου παιχνιδιού». Αυτός που έδινε νόμιμη και νομική μορφή στις συνεργασίες. Συνέτασσα τα συμβόλαια, διατύπωνα τους όρους, διαμόρφωνα τους εικονικούς διαγωνισμούς -γιατί έτσι έπρεπε να γίνεται, καθώς το Δημόσιο όφειλε να αγοράζει από τον φθηνότερο προμηθευτή. Δημιουργήθηκαν εικονικές εταιρείες, φτιάχτηκαν εικονικές προσφορές, οι οποίες κατατίθεντο στις ειδικά διαμορφωμένες προκηρύξεις προμηθειών και άλλα πολλά χρειαζούμενα, έτσι ώστε να είναι όλα περιτυλιγμένα από τον μανδύα της νομιμότητας. Για τις υπηρεσίες που τους προσέφερα, ελάμβανα τα δικά μου -προσυμφωνηθέντα- ποσοστά. Αυτά, άλλαζαν ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας της επιχείρησης, του πλήθους των εγγράφων και συμβάσεων που ετοίμαζα και ασφαλώς, του ύψους της προμήθειας. Μια σύνθετη σχέση, που εν τέλει απέβλεπε στο καλύτερο αποτέλεσμα για μένα. Είχα

Page 65: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

65

φτιάξει κι ένα υπολογιστικό σχήμα, έναν δικό μου αλγόριθμο για να υπολογίζω ευκολότερα, περισσότερο αξιόπιστα και με μεγαλύτερη ακρίβεια το ποσοστό μου. Βέβαια, ο πολιτικός μού έλεγε ποια ήταν -κατά περίπτωση- η αμοιβή μου, αλλά έκανα κι εγώ τους δικούς μου υπολογισμούς. Σε τέτοιες δουλειές, δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν, εκτός από τη σιωπή και τη μυστικότητα που οφείλουν όλη να «φυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού».

Αυτή ήταν η πιο πρόσφατη επιχειρηματική μου δραστηριότητα που δεν πρόλαβα να την ολοκληρώσω. Η παρέμβαση του εισαγγελέα στη ζωή μου, με οδήγησε στην απομάκρυνση από την ομάδα. Βασικά εκείνοι που μου το ζήτησαν και αν δεν δεχόμουν κινδύνευα να βρεθώ σε κανένα χαντάκι και να με ανακαλύψουν μόνο όταν είχε βρωμίσει το πτώμα μου από τη σήψη. Δεν έχασα απλά τη δουλειά, αλλά και τα ποσοστά που μου όφειλαν. Ο πολιτικός δεν έκανε κουβέντα γι’ αυτά. Ουσιαστικά εξαφανίστηκε κι όταν τον ρώτησαν αν με γνωρίζει, εκείνος τους είπε ότι δεν με είχε δει ποτέ του. «Μόνο το όνομα έχω ακουστά! Ποτέ μου δεν τον συνάντησα! Έκανε κάτι; Είναι κάπου μπλεγμένος;»

Ακούς εκεί! Μόνο έχει ακούσει το όνομά μου! Αλλά έλα που στην κατάσταση που βρίσκομαι δεν μπορώ να πω ή να κάνω κάτι διαφορετικό. Αν τον αποκαλύψω, θα τον κάψω. Σκασίλα μου βέβαια αν καεί και πάει στη φυλακή. Θα μου κάνει και παρέα! Αλλά φοβάμαι ότι είναι τόσο αδίστακτος και εκδικητικός, που αν τον «δώσω» στην Αστυνομία, θα βρει άμεσα τρόπο να με στείλει ατάλαντα στον Άλλο Κόσμο.

Τώρα στην κατάσταση που είμαι, εύχομαι να μην προκύψει κάτι ανάποδο, καθώς από ό,τι μαθαίνω, ο Παπαδόπουλος συνεχίζει. Ό,τι εγώ έχω αποκαλυφθεί, δεν σημαίνει ότι εκείνος συμμαζεύτηκε. Συνεχίζει ακάθεκτος τις κομπίνες και αυγαταίνει την παράνομη περιουσία του.

Page 66: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

66

Με τέτοιες κινήσεις χρηματοδοτεί την πολιτική του καριέρα. Και εγώ αν είχα αυτά τα χρήματα και τα έβγαζα με αυτό τον τρόπο, θα γινόμουν πολιτικός. Αλλά τι λέω; Έχω χρήματα, πολλά και με ευκολία μαζεμένα. Πολιτικός δεν ήθελα να γίνω. Δυστυχώς ούτε αυτοί δείχνουν ενδιαφέρον να με σώσουν. Εγώ τους απαξιώνω και κείνοι εμένα. Αμοιβαία τα συναισθήματα! Αυτό που προέχει, το ζόρι που έχω, είναι πως θα ξεμπερδέψω από τούτο το μπλέξιμο. Μπήκα σε μια στενωπό και δεν με βοηθάει κανείς να βγω έξω. Κάποτε, με κυνηγούσαν να φάνε και να πιούμε μαζί μου, εκλιπαρούσαν για τη συντροφιά μου, έβαζαν γνωστούς και φίλους να βρεθούν στο τραπέζι μου· τώρα κανείς. Απόλυτα μόνος. Ανεβαίνω το Γολγοθά μου και δεν βρίσκω συμπαράσταση, ούτε ένα χέρι βοήθειας. Εκείνος τον ανέβηκε για όλους μας. Εγώ για ποιόν;

7

«Θεία Μαρίκα πως είσαι σήμερα; Ήπιες το τσάι σου; Έφαγες το παξιμάδι με το τυρί;» Αυτά ήταν τα συνήθη ερωτήματα που έθετα στη θεία μου. Πήγαινα μια φορά την εβδομάδα και την επισκεπτόμουνα στο γηροκομείο. Ήταν η μοναδική εν ζωή συγγενής μου. Η μικρότερη αδελφή της μάνας μου. Δεν παντρεύτηκε κι έτσι έμεινε μονάχη όταν οι τρεις αδελφές της πέθαναν. Η πρώτη, η μεγαλύτερη, η Ευδοξία, πέθανε απ’ την καρδιά της. Είχε αδύναμη καρδιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είχε κάνει δύο εγχειρίσεις και παρόλα αυτά, ταλαιπωρούνταν. Ήταν όμως και ευσυγκίνητη, ευαίσθητη και τα έπαιρνε όλα «τοις μετρητοίς». Παντρεύτηκε έναν αδιάφορο και άξεστο άνδρα. Έκαναν δύο παιδιά. Ο μεγάλος, ο Παύλος μπαρκάρισε για την Αμερική και η μικρή, η Τζένη, παντρεύτηκε, μάλλον «κλέφτηκε», και ζει πια στη Γερμανία. Η Ευδοξία γέννησε δυο παιδιά και δεν

Page 67: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

67

«κράτησε» κοντά της κανένα. Αυτό το μαράζι την έφαγε· έκανε κομμάτια την καρδιά της. Η μικρότερη όλων, η Θοδώρα, χάθηκε στα χρόνια του σπαραγμού. Εγώ δεν την πρόλαβα, ούτε όμως η μάνα μου και οι θείες μου την ανέφεραν στις οικογενειακές συναθροίσεις. Στο άκουσμα του ονόματος «Θοδώρα» δάκρυζαν και χανόταν. Μια θύμηση στενάχωρη, που όποτε –ασφαλώς σπάνια- έκανε την εμφάνισή της, η θλίψη κυρίευε τα πρόσωπά τους. Τέλος, η μάνα μου, η αγαπημένη μου Ελένη, έφυγε «πλήρης ημερών». Με μεγάλωσε μέσα σε όλες τις ανέσεις, με σπούδασε και μαζί με τον πατέρα μου, με στήριξαν και μου συμπαραστάθηκαν στα πρώτα μου χρόνια.

Κάποια στιγμή, εκείνος «έφυγε» ξαφνικά· κανείς μας δεν το περίμενε. Έμεινα μόνος και απομακρύνθηκα από την πατρική στέγη. Έκανα αυτό που ήθελα κι έφτιαξα τη δική μου ζωή. Επισκεπτόμουνα τη μάνα μου, αλλά κάτι συνέβη, δεν μπορώ να το εξηγήσω και ο βασικός κρίκος της αλυσίδας έσπασε. Δεν τον βρήκα ποτέ ξανά. Μια φορά που ήμουν με κάτι φίλους έξω από το Άγιον Όρος, ανοικτά στη θάλασσα και ψαρεύαμε «γύρισε» ο καιρός και αποφασίσαμε να φύγουμε γρήγορα για να μην μας εύρει κανένα κακό μεσοπέλαγα. Εκεί που ήμασταν έτοιμοι να επιστρέψουμε στη στεριά, η χοντρή αλυσίδα που κρατούσε την άγκυρα κόπηκε. Λες και στον πάτο της θάλασσας ήταν κάποιο θεριό και την έκοψε για να μας κάνει κακό. Η αλυσίδα κόπηκε, δεν βρέθηκε ποτέ και εμείς παιδευτήκαμε να επιστρέψουμε στην στεριά. Μέρες μετά, φτιάξαμε μια νέα αλυσίδα γιατί δεν θα μπορούσαμε να σαλπάρουμε.

Στην οικογένειά μου όμως, η «αλυσίδα» που κόπηκε, δεν βρέθηκε, ούτε αντικαταστάθηκε με άλλην. Δεν ήμουν μοναχογιός. Είχα κι έναν αδελφό. Αλλά τίποτα περισσότερο επ’ αυτού. Δεν είναι της στιγμής η αναφορά σε αυτόν. Όμως, ξεκίνησα με τη θεία Μαρίκα και ξεστράτισα. Οπότε συνοψίζοντας, ήταν τέσσερεις οι

Page 68: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

68

αδελφές, μια περισσότερη από κείνες του Chekhov. Ουσιαστικά και οι δικές μας έμειναν πολύ γρήγορα τρεις, αλλά δεν ήταν μόνες, ή αυτό πιστεύω ότι συνέβαινε, όπως και ότι δεν έβλεπαν τα χρόνια και τη ζωή να τις προσπερνά, όπως έκαναν οι αδελφές Prozorova -Olya, Masha και Irina. Δεν ζούσαν με το παρελθόν.

Ακόμα και η θεία μου, όταν έμεινε μόνη και δεν είχε σε ποιον να μιλήσει, μου ζήτησε να την πάω στον οίκο ευγηρίας. «Εκεί θα είμαι καλά. Θα έχω παρέα, θα φτιάξω φιλίες με άλλες γριές και γέρους. Θα μου φέρνουν έτοιμο το φαγητό και το νερό μου και όποτε παραστεί ανάγκη… ο γιατρός και η νοσοκόμα είναι εκεί. Άσε το άλλο… όταν έρθει η ώρα μου, δεν θα είμαι μόνη. Κάποιος Χριστιανός θα βρίσκεται στο πλάι και θα μου κρατάει το χέρι. Να μη φύγω χωρίς ένα χαιρετισμό, ένα φιλί! Σωστά;» Τι να της πω; Ότι έλεγε κάτι ανάποδο, κάτι αστήριχτο; Η σοφία της ηλικίας της δεν «έλεγε» μόνο λόγια ορθά, αλλά και δύσκολα να τα αντικρούσεις.

Η θεία Μαρίκα με αγαπούσε από μικρό παιδί και όλο μου έλεγε ότι θα φρόντιζε για το μέλλον μου. «Εγώ θα σε καλοπαντρέψω. Θα σου βρω μια νύφη σαν τα κρύα τα νερά! Θα δεις…» Αυτό το «θα δεις» μου ακουγόταν περισσότερο ως απειλή παρά σαν υπόσχεση. Έλεγε κάτι τέτοια, μετά την έπιανε ο ξερόβηχας από τα τσιγάρα που αρειμανίως κάπνιζε, ζητούσε να της φέρω το πτυελοδοχείο κι έτσι σταματούσαν οι νουθεσίες της, οι προτροπές και τα ταξίματα που μοίραζε. Κατά καιρούς αναφερόταν σε μια περιουσία που είχε, άγνωστη σε μένα και από τις έρευνες που είχα κάνει, ανεπιβεβαίωτη. Οπότε δεν έδινα πολλή σημασία στα λεγόμενά της. Εξάλλου «ου γαρ έρχεται μόνον το γήρας». Και η ηλικία της δεν της προσέφερε μόνο σοφία, αλλά και δείγματα άνοιας. Έτσι η θεία μου παρέμενε στο γηροκομείο και εγώ, ως καλός ανεψιός, πήγαινα και την επισκεπτόμουνα. Μια φορά την εβδομάδα όπως ανέφερα, συνήθως Κυριακή.

Page 69: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

69

Κάποια φορά –από τις τελευταίες- που την επισκέφτηκα, μου ανέφερε πάλι την ιστορία της περιουσίας. Επέμενε σε βαθμό που άρχισα να σκέφτομαι μήπως είχε δίκιο. Την ρώτησα:

«Θεία τι είναι αυτή η περιουσία που αναφέρεις συνέχεια;»

«Αυτή που έχω. Τα λεφτά που έχω μαζέψει για τις δύσκολες στιγμές.»

«Θεία, έχεις μόνο μια σύνταξη. Αυτό είναι όλη κι όλη. Με τη σύνταξη πληρώνεις και το γηροκομείο.»

«Γιατί το λες έτσι; Οίκος είναι. Σε σπίτι βρίσκομαι. Έχω όμως περιουσία. Την έχω στο άλλο σπίτι…»

«Μα, σε κείνο δεν υπάρχει πια κανένας. Αλήθεια, γιατί δεν το πουλάς;»

«Δεν το πουλάω γιατί εκεί έζησα. Ερχόσουν κι εσύ. Θυμάσαι; Όταν ήσουν μικρός…»

«Ναι, ναι… θυμάμαι. Αλλά αυτά ανήκουν στο παρελθόν.»

«Πόσα λίγα ξέρεις… Το παρελθόν είναι πάντοτε μαζί μας. Λέγεται έτσι γιατί ό,τι συνέβη ήταν στα παλιά τα χρόνια. Αλλά οι μνήμες υπάρχουν. Αυτές μας ακολουθούν στο σήμερα. Άρα το παρελθόν είναι εδώ. Ζει, σήμερα.»

«Τι είναι αυτά που λες θεία;» Την αποπήρα γιατί σκέφτηκα ότι η γριά «τα ’χασε», της «σάλεψε». Μου φάνηκαν ανοησίες και ότι παραλογιζόταν. Θεώρησα σωστό να την επαναφέρω.

«Ξέρω τι λέω. Εγώ έχω περιουσία και είναι στο σπίτι μου.» Το είπε και βρόντηξε με δύναμη το μπαστούνι της. Οι άλλοι ηλικιωμένοι τρόμαξαν. Την κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια. Κάνα δυο ακούστηκε να λένε: «Μαρίκα, είσαι καλά; Έγινε κάτι;» Δεν τους έδωσε σημασία, ούτε γύρισε να τους απαντήσει. Γενικά η θεία μου διατηρούσε, ακόμα και σε αυτή την ηλικία και στο χώρο που ζούσε τα τελευταία χρόνια, την περηφάνια και

Page 70: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

70

την κοινωνική απόσταση που ήθελε να ’χει από τον περίγυρό της.

Δεν έδωσα συνέχεια στα λεγόμενά της, την έβγαλα βόλτα στον κήπο, κάπνισε το τσιγάρο της και την αποχαιρέτησα, δίνοντας υπόσχεση ότι την άλλη Κυριακή που θα την επισκεπτόμουν θα της έφερνα ροξάκια και τουλούμπες.

Την επόμενη μέρα, αργά το απόγευμα, λίγο πριν δύσει ο ήλιος πήγα από το σπίτι της. Άνοιξα με ένα αντικλείδι που είχα φροντίσει να φτιάξω όταν η θεία πήγε να μείνει στο γηροκομείο. Το έφτιαξα για οποιαδήποτε περίπτωση. Ήμουν ο μόνος συγγενής που είχε. Μπήκα και άρχισα να ψάχνω. Από κείνη τη Δευτέρα που πήγα για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, άνοιξα την πόρτα άλλες τρεις φορές. Μέσα σε λίγες ημέρες είπα: «Εύρηκα!» Έκανα την ανακάλυψη. Δεν με έκανε σοφότερο, αλλά μπορούσε να με κάνει πλουσιότερο. Πίσω από ένα σεντούκι, σε μια καλά φυλαγμένη κρύπτη στον τοίχο της κρεβατοκάμαράς της ήταν ένα σιδερένιο κουτί. Το άνοιξα κι έλαμψα! Χρυσές λίρες. Πολλές, αμέτρητες. Τις έριξα στο κρεβάτι κι αυτές κουδούνιζαν. Ηχούσαν σαν καμπάνες στα αυτιά μου, δείχνοντάς μου ότι είχε έρθει η «ανάστασή» μου. Είχα λεφτά, αλλά αυτά που βρήκα, ήταν το κάτι άλλο. Ήταν πολλά. Όπως έλεγε η θεία, ήταν «περιουσία». Τα έβαλα πίσω στο κουτί, το τύλιξα με μια πετσέτα και το στρίμωξα μαζί με διάφορα άλλα άχρηστα που βρήκα στο σπίτι, κάνοντας μια γρήγορη βόλτα σε αυτό. Έτσι, όταν θα έβγαινα, σε περίπτωση που με έπιανε κανένα μάτι, καμία κουτσομπόλα γειτόνισσα ή κάποιος ευφάνταστος περαστικός, να θεωρούσαν ότι είχα μαζέψει σκουπίδια και βρωμιές από το σπίτι. Ήθελα να φαίνομαι ως ο «καθαριστής» του σπιτιού!

Σιγά-σιγά τις έκανα μετρητά και τοποθέτησα τα αποκτήματά μου σε δύο διαφορετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς και μια τραπεζική θυρίδα. Στη θυρίδα ήταν

Page 71: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

71

οι λίρες που είχαν περισσέψει και δεν είχε έρθει η ώρα της ρευστοποίησής τους. Την μεθεπόμενη Κυριακή που πήγα, βρήκα δίπλα της δύο κυρίους. Δύο αγνώστους σε μένα κυρίους. Μου τους σύστησε. Ο ένας ήταν συμβολαιογράφος και ο άλλος δικηγόρος. Τότε μου ξεφούρνισε το νέο.

«Αποφάσισα να τελειώσω τη διαθήκη μου και προχτές φώναξα εδώ στον οίκο το συμβολαιογράφο. Θα τα φτιάξω όλα όπως πρέπει, έτσι όταν φύγω να μην χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Μίλησα μαζί του και κείνος μαζί με το δικηγόρο και με σένα, θα πάτε στο σπίτι μου. Και οι τρεις σας. Τους είπα να έρθουν σήμερα, μέρα που εσύ είσαι εύκαιρος και κείνοι δεν έχουν άλλες δουλειές. Θα πάτε αμέσως από εδώ στο σπίτι μου. Κατευθείαν!»

«Στο σπίτι σου; Τι να κάνουμε εκεί;» «Θα σου τα πω όλα, περίμενε! Τώρα που είστε εδώ

μαζεμένοι και θα σας ενημερώσω. Με την ώρα τους! Λοιπόν, υπάρχει κάτι στο σπίτι που θα πάτε να το πάρετε. Θα σας πω που είναι και θα το βρείτε εύκολα. Θα το πάρετε, αλλά δεν θα το ανοίξετε. Σύμφωνοι; Και οι τρεις θα είστε… μαζί!»

«Τι έχει θεία να πάρουμε από το σπίτι;» Η ερώτηση που έκανα ήταν «ζωσμένη με φίδια». Είχα καταλάβει τι ήταν αυτό που υπονοούσε. Τι θα έβρισκα σπίτι της. Νόμιζε ότι ήταν καλά φυλαγμένο, αλλά εγώ ήδη το είχα βρει και το είχα κάνει μετρητά. Θα πήγαινα μαζί με δύο αγνώστους για να αναφωνήσουμε όλοι μαζί «άνθρακες ο θησαυρός»; Σάστισα. Πανικοβλήθηκα. Δεν είχα άλλη επιλογή. Κοίταξα τη θεία Μαρίκα και της είπα:

«Θεία, μπορώ να σου μιλήσω; Ιδιαιτέρως!» Με κοίταξε και ευγενικά τους ζήτησε να βγουν για λίγο

από το δωμάτιο. Βγήκαν οι δύο ξένοι και αφού ξεροκατάπια δυο φορές, έστρεψα το βλέμμα μου στο πουθενά κι άρχισα να της μιλάω. Μιλούσα με διακοπές, ασύνταχτα και περιφραστικά. Προσπαθούσα να

Page 72: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

72

δικαιολογηθώ. Σκεφτόμουν ότι αυτό που έπραξα, έπρεπε να δικαιολογηθεί. Αν έβρισκα τους λόγους, τότε η θεία Μαρίκα θα τους υιοθετούσε. Όπως έκανε και με μένα. Με θεωρούσε γιο της, με υιοθέτησε. Ήμουν το αίμα της. Άρα δεν θα με αποκάλυπτε. Μιλούσα και ταυτόχρονα σκεφτόμουν. Δεν ήμουν έτοιμος γι’ αυτή την εξέλιξη. Δεν είχα σχεδιάσει αυτά που έλεγα. Τα έφτιαχνα την ώρα που τα εκστόμιζα. Ή μάλλον, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν. Της μιλούσα και κείνη με κοιτούσε με απάθεια. Ανέκφραστη. Δεν αντιδρούσε σε τίποτα από όσα άκουγε. Όταν τελείωσα, δεν ήξερα τι θα έπραττε. Πήγα να της πιάσω το χέρι, λες και ήθελα να ζητήσω συγχώρεση, αλλά εκείνη δεν με άφησε. Έκανε μια κίνηση για να απομακρυνθεί από κοντά μου. Λίγοι πόντοι πιο μακριά της αρκούσαν. Έσιαξε με μια κίνηση το φόρεμά της και μου ζήτησε να καλέσω το συμβολαιογράφο με το δικηγόρο. Να επιστρέψουν στο δωμάτιο. Φοβήθηκα. Θα τους τα έλεγε όλα; Δεν αντέδρασα. Δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα και τους κάλεσα να έρθουν μέσα.

«Κύριοι, σας κάλεσα για να σας ανακοινώσω ότι δεν χρειάζομαι άλλο πια τις υπηρεσίες σας. Το μετάνιωσα. Μπορεί κάποια στιγμή, αργότερα. Θα δούμε… Σας ευχαριστώ πολύ και τώρα παρακαλώ, θα ήθελα να αποχωρίσετε. Νιώθω κουρασμένη.»

Χαιρέτισαν, υποκλίθηκαν κι έφυγαν. Ήμουν σίγουρος ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον λόγο της αλλαγής αυτής, αλλά συμπέραιναν ότι αυτά που ειπώθηκαν κατ’ ιδίαν, δηλαδή όσα εγώ είπα, ήταν η αιτία αυτής της αλλαγής. Εγώ παρέμενα στο δωμάτιο και προσπάθησα να ψελλίσω κάτι:

«Θεία…» «Μη μιλάς. Μην πεις άλλη κουβέντα. Άκουσα ό,τι είχες

να πεις. Τώρα εγώ δυο μόνο λόγια έχω να σου πω. Είσαι ο γιος της αδελφής μου και δικός μου. Δεν έχω άλλον. Ο αδελφός σου δεν έρχεται πια σε μένα και ξέρω καλά ότι η

Page 73: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

73

αιτία ήσουν εσύ. Αλλά είπα -εδώ και χρόνια- να το παραβλέψω… να μην ρωτήσω πως και γιατί. Αυτά είναι δικά σας. Τώρα όμως… Αυτό που έκανες… Εγώ δεν θα γίνω ο κριτής σου. Εσύ έχεις ειδικότητα σε αυτόν τον τομέα. Σπούδασες. Εγώ δεν θα σε κρίνω, αλλά το μόνο που σου λέω είναι το κρίμα στο λαιμό σου. Τίποτα άλλο. Και τώρα φύγε αμέσως από το δωμάτιό μου και μην ακούσω ποτέ για σένα. Ποτέ ξανά. Μέχρι να κλείσω τα μάτια μου!»

Αυτό ήταν. Μέσα σε τρία λεπτά όλα τελείωσαν. Με καταράστηκε και με εξοστράκισε. Έμεινα με την περιουσία της. Με τα «λερωμένα» χρήματα. Τις χρυσές λίρες που είχαν θαμπώσει από την αλητεία. Σε λίγο καιρό δεν θα υπήρχαν ούτε αυτές. Όπως και οτιδήποτε άλλο είχα αποκομίσει.

Page 74: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

74

Μέρος Τρίτο

1

Η ώρα πρέπει να είναι κοντά στις έξι, όπως μπορώ να αντιληφθώ από εδώ που βρίσκομαι. Έχει περάσει αρκετή ώρα από τότε που πήρα το μεσημεριανό μου και νομίζω ότι όπου να ’ναι θα φανεί ο μπαρμπα-Νίκος. Δεν έχω εύκαιρο ρολόι, αλλά δεν νομίζω ότι λαθεύω. Από το σημείο που κάθομαι δεν υπάρχει ορατότητα και δεν μπορώ να τον δω να φτάνει, μπορώ όμως να τον ακούσω. Το βαρύ του περπάτημα και όσο πλησιάζει, το αλλόκοτο αγκομαχητό που βγάζει, είναι οι χαρακτηριστικοί του ήχοι. Έτσι τον καταλαβαίνω ότι πλησιάζει και ετοιμάζομαι. Δεν κάνω κάτι ιδιαίτερο, απλά φτιάχνω τον χώρο, καθαρίζω το τραπέζι και βάζω την καρέκλα στη θέση που την θέλει. Θέλει να έχει πλάτη στον τοίχο και μέτωπο στην πόρτα.

Ο μπαρμπα-Νίκος είναι μεγαλύτερός μου, όχι πολλά χρόνια· το πολύ μια πενταετία. Η όψη και το παρουσιαστικό όμως του προσθέτουν χρόνια και τον κάνουν να φαίνεται τουλάχιστον εξηντάρης. Έχει τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια και δυο κορίτσια. Το μεγαλύτερο, ο Αντώνης, σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο· νομικός και το μικρότερο, η Φανούλα, πηγαίνει Δημοτικό. Έχουν πιάσει τα δυο άκρα της εκπαιδευτικής ιεραρχίας. Μιλάει γι’ αυτά με χαρά, ικανοποίηση και περηφάνια. Για το καθένα έχει έναν καλό λόγο να πει. Μια καλή πράξη που έκανε ή μία επιτυχία που είχε. Ο Αντώνης περνάει με καλούς βαθμούς τα μαθήματα και δεν χάνει χρόνο για να πάρει το πτυχίο και να γίνει δικηγόρος. Τρομάρα του! Η Δήμητρα, η δεύτερη, η οποία τελειώνει το σχολείο, είναι αριστούχα και ο πατέρας της εύχεται να περάσει κι αυτή στο

Page 75: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

75

Πανεπιστήμιο. Για τον Σωτήρη, το «διαβολάκι» που παίζει μπάλα και είναι τσαχπίνης, συνέχεια μου λέει ότι τον ζήτησαν να πάει σε μια ομάδα νέων παιδιών, να τον προωθήσουν να γίνει ποδοσφαιριστής και τέλος, η Φανούλα. Η «νεράιδά» του, το «φωτεινό αστέρι» του μπαρμπα-Νίκου, η καθημερινή του χαρά. Όταν πηγαίνει στο σπίτι κουρασμένος από τη δουλειά και είναι «φορτωμένος» με εικόνες που δεν θέλει να τις θυμάται, η μικρή τον αποζημιώνει με τα γέλια της, τα τραγούδια που του τραγουδάει και τις αγκαλιές που απλόχερα και ζεστά του προσφέρει. Η κυρα-Κούλα, η κυρά του, συνέχεια πηγαίνει να την τραβήξει από πάνω του· να μην τον κουράζει έτσι όπως επιστρέφει από τη δουλειά, αλλά δεν τα καταφέρνει. Η Φανούλα παραμένει κολλημένη σαν βεντούζα που ρουφάει το κακό αίμα και αφήνει μόνο το καλό. Μια δική της αγκαλιά είναι μια μεγάλη ανάσα για κείνον. Του δίνει κουράγιο και δύναμη.

Τέτοιος άνθρωπος είναι ο μπαρμπα-Νίκος και όσα ξέρω για κείνον, είναι από δικές του διηγήσεις. Δεν έχω δει ποτέ μου μήτε την κυρα-Κούλα, μηδέ τα παιδιά του. Μόνον εκείνον και συνήθως τις καθημερινές. Πολύ σπάνια τα Σαββατοκύριακα γιατί παίρνει τα ρεπό του. «Βλέπεις είμαι από τους παλαιότερους εδώ μέσα κι έχω πια κατακτήσει το δικαίωμα να μην εργάζομαι τις μέρες που είπε Εκείνος να καθόμαστε και να Τον ευλογούμε.» Έτσι μου δικαιολογεί τις απουσίες του τα Σάββατα και τις Κυριακές, αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι τα Κυριακάτικα πρωινά τα περνάει στην εκκλησία της ενορίας του. Δεν μπορώ να πω ότι δεν έχει πίστη. Εξάλλου αυτό μου το δείχνει συχνά-πυκνά, με την πρώτη ευκαιρία που του δίνεται και θεωρεί ότι οφείλει να Τον μνημονεύσει. Σταυροκοπιέται, αναφέρεται σ’ Αυτόν και ενίοτε Τον εξυμνεί και Τον ευχαριστεί. Κάποιες φορές βέβαια, όταν βλαστημάει, πάλι το δικό Του όνομα αναφέρει! Αλλά επειδή η πίστη και η εκδήλωσή της είναι

Page 76: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

76

μια προσωπική υπόθεση και δεν είναι θέμα συζήτησης ή δημόσιο θέαμα που αξίζει να σχολιάζεται, ποτέ μου δεν έδωσα μεγαλύτερη έκταση στην θρησκευτικότητα του μπαρμπα-Νίκου, όπως και κανενός άλλου ανθρώπου.

Με αυτές τις σκέψεις και τη δυσφορία που νιώθω -μάλλον ως αποτέλεσμα της κακής διατροφής που έχω και της συνεχούς έκθεσης στην υγρασία και στα ίχνη μούχλας που υπάρχουν στους τοίχους- δεν άκουσα τους προαναφερθέντες χαρακτηριστικούς ήχους. Έτσι ο μπαρμπα-Νίκος, με έπιασε απροετοίμαστο, αν και κτύπησε μια φορά την πόρτα για να με προειδοποιήσει, πριν την ανοίξει και εισέλθει στον χώρο μου.

«Καλησπέρα. Τι κάνεις;» Αυτό μου το ρωτάει πάντοτε, μόλις μπαίνει μέσα, κουβαλώντας μαζί του δύο κύπελλα με ζεστό καφέ. «Έφερα και καφέ.» Έτσι το λέει, αφού ξέρω ότι πάντα το ίδιο κάνει χωρίς καν να του το ζητήσω. Για να μην φανεί ότι είμαι ιδιότροπος, αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη πρωτοβουλία που παίρνει ο «γέρος μου» και δεν του την αρνούμαι.

«Καλώς τον! Σε περίμενα. Βλέπεις δεν ήπια μόνος μου καφέ! Αλλά δεν σε άκουσα που ερχόσουν και δεν πρόλαβα να ετοιμαστώ. Να φορέσω τα καλά μου!»

Με κοίταξε περίεργα. Υποθέτω ότι σκέφτηκε τι παλαβά ήταν αυτά που του έλεγα. Να έπινα μόνος τον καφέ; Πως; Να φορέσω τα καλά για να τον υποδεχτώ; Ποια; Προφανώς κατάλαβε την ειρωνική μου διάθεση και τον αυτοσαρκασμό και άρχισε να γελάει. Γέλασα και εγώ μαζί του. Το γέλιο με βοηθάει να ξεδίνω και να ξεφεύγω. Με την πρώτη ευκαιρία ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που θα πω, ώστε να με κάνει να γελάσω, ακόμα και όταν είμαι μόνος μου. Τότε βέβαια δεν μιλάω φωναχτά, τα λέω από μέσα μου. Σκέφτομαι ή σιγοψιθυρίζω κάτι που μου προκαλεί τον γέλωτα και γελάω διακριτικά και χαμηλόφωνα. Δεν με ακούει κανείς, δεν ενοχλώ κανέναν,

Page 77: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

77

αλλά εγώ «φτιάχνομαι», αλλάζω διάθεση και παίρνω δυνάμεις.

«Πως ήταν η σημερινή σου μέρα;» Τον ρώτησα για να έχουμε κάτι να λέμε μέχρι να καθίσουμε στο τραπέζι και να αρχίσουμε τα δικά μας. Ποια είναι αυτά; Μιλάμε και παίζουμε χαρτιά. Χαρτιά, τράπουλα. Την βγάζει από την τσέπη του, την απλώνει στο τραπέζι και ξεκινάμε το παιχνίδι. Μόνοι μας, οι δυο μας. Παίζουμε με τα φύλλα και συζητούμε ζωηρά. Σπάνια αναφερόμαστε στο παιχνίδι μας, ότι λέμε είναι άσχετο με την τράπουλα. Δεν είμαστε χαρτοπαίκτες, αλλά το παιχνίδι είναι η αφορμή για να με επισκέπτεται και να πιάνουμε τη συζήτηση. Αυτό γίνεται για μια τουλάχιστον ώρα και μετά, ο μπαρμπα-Νίκος μαζεύει την τράπουλα, τη βάζει στην τσέπη του, σηκώνει τα αδειανά κύπελλα από το τραπέζι και με χαιρετάει. «Αύριο πάλι.» Αυτό μόνο λέει, δεν κοιτάζει πίσω και εγώ του απαντώ: «Ναι, αύριο». Πάντα την επόμενη μέρα, εκτός και αν-όπως ανέφερα- μεσολαβεί Σαββατοκύριακο.

Δυο παιχνίδια παίζουμε. Μια μέρα το ένα, μια μέρα το άλλο. Ξεκινάμε με το «Bonjour Monsieur». Στην αρχή μοιράζουμε την τράπουλα ισάριθμα και παίρνουμε τα φύλλα χωρίς να βλέπω ποια έχει κείνος, ούτε κείνος να βλέπει τα δικά μου. Ξεκινάω εγώ πάντοτε και ρίχνω ένα φύλλο στη μέση και μετά ο μπαρμπα-Νίκος. Ανάλογα με το φύλλο που πέφτει είναι και η αντίδραση του καθένα μας. Όποιος κάνει λάθος αντίδραση, τότε ο άλλος παίρνει ότι έχει μαζευτεί στη μέση του τραπεζιού και τα βάζει κάτω από τη στοίβα που έχει φτιάξει μπροστά του. Αν και οι δυο μας έχουμε αντιδράσει σωστά, τότε όποιος αντέδρασε τελευταίος παίρνει όλα τα φύλλα. Αντιδρούμε στο «βαλέ», όπου φωνάζουμε Bonjour Monsieur, στη «ντάμα», Bonjour Madame, στον «παππά», σηκωνόμαστε και χαιρετάμε στρατιωτικά και στον «άσσο», βάζουμε το χέρι μας πάνω από τη στοίβα με τα ανοιχτά φύλλα. Αυτό το παιχνίδι είναι αρκετά διασκεδαστικό και οι φωνές που

Page 78: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

78

βγάζουμε, μαζί με τις κραυγαλέες κινήσεις, προκαλούν συνήθως ενόχληση στους διπλανούς.

Το άλλο παιχνίδι είναι η «Δηλωτή». Σε αυτό μοιράζουμε από έξι φύλλα και αφήνουμε τέσσερα να είναι ανοιχτά στο τραπέζι. Κάθε φορά που τελειώνουν μοιράζουμε άλλα έξι, μέχρι όλα να τελειώσουν. Οι κινήσεις που κάνει ο καθένας μας είναι: Να ρίξει ένα φύλλο ίδιο με αυτά που είναι κάτω και να το πάρει, ή με ένα δικό του φύλλο να πάρει συνδυασμό φύλλων που βρίσκονται κάτω. Επίσης, μπορεί να ρίξει ένα δικό του φύλλο πάνω από ένα άλλο και να δηλώσει τη νέα τιμή. Όπως μπορεί να γίνουν και τα δύο μαζί. Επίσης, αν ένας από τους δυο μας έχει δηλώσει πιο νωρίς κάποια φύλλα, τότε πρέπει να τα πάρει, εκτός αν εγώ ή εκείνος πάρουμε από κάτω κάποιο άλλο φύλλο από μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα. Αν ένας από τους δυο μας έχει κάνει δήλωση, τότε δεν μπορεί ο άλλος να του τα πάρει, μπορεί όμως να αυξήσει τη δήλωσή του βάζοντας ένα φύλλο από πάνω κι έχοντας το δηλωμένο στο χέρι του. Τότε είναι που επέρχεται ένας σχετικός πανικός και κάνουμε φασαρία. Αυτό το παιχνίδι είναι πιο περίπλοκο και απαιτεί περισσότερη σκέψη από το άλλο. Γι’ αυτό τον λόγο, συνήθως επικρατεί ησυχία και οι διπλανοί καταλαβαίνουν ποιο από τα δυο παιχνίδια της τράπουλας παίζουμε.

Πάντως, είτε είναι εκνευρισμένοι μαζί μας είτε όχι, μας ρωτάνε ποιος κέρδισε και ξεκινούν τα σχετικά σχόλια και τα πειράγματα. Εγώ γενικά παραμένω αδιάφορος και δεν τα δίνω σημασία, ο μπαρμπα-Νίκος όμως, δείχνει να τον ενοχλούν. Άμα χάνει δεν θέλει να μαθαίνεται. Τα πειράγματα μπορεί να είναι ένδειξη έλλειψης σεβασμού στο πρόσωπό του, καθώς και προσπάθεια απόκτησης ισχύος των άλλων έναντι αυτού. Δεν θέλει -με κανένα τρόπο- να τίθεται υπό αμφισβήτηση η δύναμή του, η θέση που κατέχει και η διαφορά του από όλους εμάς. Ακόμα

Page 79: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

79

και από μένα, που κάνουμε καλή παρέα και ο ένας είναι συντροφιά για τον άλλον· έστω για μια ώρα την ημέρα.

«Είσαι έτοιμος για το σημερινό μας παιχνίδι; Σειρά έχει η Δηλωτή. Σωστά;»

Ο μπαρμπα-Νίκος δεν κάνει λάθος στο να κρατάει τη σωστή σειρά. Δεν την ξεχνάει, ούτε με αφήνει να του την θυμίσω. Έχει γούστο! Κάθε μέρα μου λέει –μόλις έρχεται- τις ίδιες κουβέντες, με τον ίδιο τρόπο και χρωματισμό της φωνής. Ίδιες και απαράλλακτες. Και όμως, αυτό δεν με κουράζει, αυτή η επανάληψη δεν με ενοχλεί και απ’ ότι φαίνεται, την αποζητώ. Αυτή η ηρεμία και η ρουτίνα που υπάρχει είναι μοναδική. Όλα γίνονται με τη σειρά τους και στην ώρα τους. Όλα στον χρόνο τους, άσχετα αν αυτός για πολλούς είναι αδιάφορος. Ακόμα κι αυτά τα λόγια του μπαρμπα-Νίκου. Κάποτε δεν τα άντεχα και με ενοχλούσαν αφόρητα. Σήμερα όμως μου είναι επιθυμητά και τα αναμένω. Πόσο έχουν αλλάξει όλα! Πόσο εγώ έχω αλλάξει! Όμως γι’ αυτό το τελευταίο, δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Αλλά ό,τι με περιβάλλει και με αυτά που ζω, θεωρώ ότι έχουν επέλθει οι αναγκαίες και αναμενόμενες αλλαγές. Δεν είμαι αυτός που ήξερα κι έβλεπα στον καθρέπτη. Σίγουρα υπάρχουν αλλαγές στην εξωτερική μου εμφάνιση, αλλά αντιλαμβάνομαι να υπάρχουν και εσωτερικές αλλαγές, τέτοιες που δεν φαίνονται, αλλά εγώ τις νιώθω.

2

«Λοιπόν, ξεκινάμε; Μοιράζω τα φύλλα και αρχίζω εγώ… έτσι;» Χωρίς να χάσω χρόνο, έθεσα τους ήδη γνωστούς κανόνες κι έδωσα το σήμα για να αρχίσει το παιχνίδι. Με άλλα λόγια, εξεδήλωσα την πρόθεσή μου για τη Δηλωτή. Ο μπαρμπα-Νίκος κούνησε καταφατικά το

Page 80: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

80

κεφάλι του, σάλιωσε το μουστάκι και ήπιε μια γεμάτη γουλιά καφέ από το κύπελλό του.

«Ξέρεις, χτες η κυρά μου είπε ότι πιθύμησε να δει σινεμά. Παλιά… πηγαίναμε. Πριν παντρευτούμε. Λεφτά δεν είχαμε -όπως και τώρα- αλλά σινεμά και για ένα ουζάκι… πηγαίναμε. Μας άρεσε… και τώρα μου αρέσει, αλλά… που χρόνος και διάθεση. Λέω όμως το Σάββατο να την πάω. Τι λες; Πως σου φαίνεται;»

Έτσι κάνει ο μπαρμπα-Νίκος. Όταν θέλει να δρομολογήσει κάτι με την οικογένεια, ζητάει την γνώμη μου. Μου το λέει, ακούει τι θα του πω και μετά αποφασίζει. Πως όμως, εγώ που δεν έχω οικογένεια, δεν έχω μεγαλώσει παιδιά, μπορεί να είμαι φερέγγυα πηγή για να εκφέρω γνώμη, έτσι ώστε ένας παραδοσιακός πατέρας να τη λαμβάνει υπόψη του, μου είναι ανερμήνευτο. Οπότε και εγώ του απαντώ:

«Ωραία η ιδέα του κινηματογράφου. Βρες μια καλή ταινία, μια που θα της αρέσει και θα χαλαρώσετε οι δυο σας και να την πας. Πάρε και πασατέμπο για να έχεις κάτι να μασουλάτε… να περνάει ευχάριστα η ώρα!»

«Σωστά! Ωραία… έτσι θα κάνω!» Νιώθω όμορφα όταν συμφωνεί με αυτά που του

προτείνω και κάνει εκείνα που του λέω. Είναι η πρώτη φορά που κάποιος άνθρωπος κάνει κάτι μετά από τη δική μου προτροπή ή τον ωθώ να πάρει μιαν απόφαση και εγώ το μόνο που λαμβάνω από αυτό, είναι η δική του ικανοποίηση. Η ανταμοιβή μου είναι το χαμόγελό του. Επίσης, είναι η πρώτη φορά που ό,τι προτείνω δεν αφορά σε υλική ή οικονομική επένδυση, αλλά σε μιαν ανθρώπινη, σε μία καθημερινή δραστηριότητα, κάτι που με κάνει να αναπτύσσω μια αφιλοκερδή σχέση.

«Ξέρεις τι σκέφτομαι μπαρμπα-Νίκο;» «Όχι γιέ μου… που θες να το γνωρίζω. Είμαι μες στο

μυαλό σου ή μου το ’πες και δεν το θυμάμαι;»

Page 81: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

81

Η αφοπλιστική του ειλικρίνεια και η ετοιμότητα να απαντάει με έχει συνεπάρει. Νομίζω ότι δεν έχω συναντήσει ποτέ άλλον άνθρωπο με τέτοιες ικανότητες. Για να είμαι όμως απόλυτα σωστός, δεν είχα ποτέ μου τον χρόνο και το ενδιαφέρον να μελετήσω και να αναλύσω τις αντιδράσεις ενός ανθρώπου, του οποιουδήποτε ανθρώπου. Όλους τους έβλεπα επιδερμικά, τους μελετούσα τόσο ώστε να μπορώ να τους χειραγωγήσω και δεν ασχολιόμουν με τα ενδότερά τους. Οι άνθρωποι για μένα ήταν είτε το μέσο για την επίτευξη των στόχων μου, είτε τα όργανα για να εκμεταλλευτώ καταστάσεις. Ο μπαρμπα-Νίκος όμως είναι κάτι άλλο, κάτι εντελώς ξεχωριστό. Είναι ένας άλλος τύπος ανθρώπου. Ένας άνθρωπος που τον συνάντησα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Εδώ που «κατοικώ» κι έχω άπλετο χρόνο. Είναι ήρεμος, απλός, ξεκάθαρος, χωρίς να περιμένει κάτι από αυτό που κάνει· δίχως να ζητάει την ανταμοιβή γι’ αυτό που προσφέρει. «Πληρώνομαι γι’ αυτή τη δουλειά και Τον ευχαριστώ που με αξίωσε να την έχω και με κρατάει γερό για να μπορώ να ζω απ’ αυτήν!» Γι’ αυτόν όλα είναι ένα κι ένα κάνουν δύο. Στο δικό του κόσμο, η αλήθεια είναι μία. Συνέχεια λέει ότι ο Θεός μας παρακολουθεί και Εκείνος ήρθε για να μας δώσει τα φώτα Του. Δεν μας σχολιάζει, ούτε ρωτάει να μάθει πως, τι και γιατί. «Κάνατε ό,τι κάνατε και τώρα τιμωρείστε. Τιμωρείστε από τον άνθρωπο, όχι από Εκείνον.» Το λέει αυτό και με το δείκτη του δεξιού χεριού σημαδεύει τον ουρανό. Με παραξενεύει η σκέψη του. Μιλάει για τα Θεία και όμως είναι τόσο γήινος. Την τιμωρία και τον τιμωρό τους αναζητάει στη γη. Για δύο περίπου λεπτά σκεφτόμουν όλα αυτά, καθώς τον κοιτούσα στα μάτια. Ακίνητος· δίχως να δείχνω ότι θέλω να του πω κάτι ή ότι ετοιμάζομαι να κάνω κάποια κίνηση με τα χαρτιά.

«Εε… που ταξιδεύεις; Θα παίξεις; Ξεκίνησες να λες κάτι… το ξέχασες;»

Page 82: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

82

Αμέσως με επανέφερε στην πραγματικότητα. Στο τραπέζι, στους καφέδες, στη Δηλωτή, σε κείνον.

«Ναι, ναι… έλεγα ότι… Δεν γνώρισα ποτέ μου την οικογένειά σου, και όμως μου φαίνονται όλοι τους τόσο οικείοι…»

«Τι τόσο; Πως το είπες αυτό;» «Κοντινοί, κοντινοί, εννοώ! Μου τους περιγράφεις με

τέτοια ζωντάνια, που νομίζω ότι ζω μαζί σας. Είμαι κι εγώ, μέρος της δικής σου οικογένειας.»

«Όταν φτάσει η δική σου ώρα… αν το θέλεις… έλα. Έλα στο φτωχικό μου να γνωρίσεις την κυρά και τα παιδιά. Να σου κάνουμε το τραπέζι. Με σωστό φαγητό. Σπιτικό. Μαγειρεμένο από την κυρα-Κούλα. Όχι σαν αυτό που τρως εδώ.»

Προτιμάει να λέει τη φράση «η δική σου ώρα». Μου φαίνεται ότι τη λέει γιατί της δίνει, αθέλητα, μια μεταφυσική διάσταση. Ο μπαρμπα-Νίκος αποφεύγει να λέει λέξεις που δεν του αρέσουν ή πιστεύει ότι μας στεναχωρούν. «Έχετε και εσείς τόσους λόγους να κλαίτε, τόσα να σας σφίγγει η καρδιά, δεν χρειάζεται εγώ να σας φορτώνω με άλλα. Εγώ κάνω τη δουλειά μου και πρέπει να έχετε αυτό κατά νου. Πάντοτε.»

Δεν έδωσα συνέχεια σε αυτά που είπε. Μου φαίνονται τόσο μακρινά. Έχω άλλα στο μυαλό μου. Πως βρέθηκα εδώ! Αυτό, δεν μπορώ να το συγχωρέσω στον εαυτό μου. Θέλω να του πω για τα δικά μου. Κι έτσι έκανα:

«Είναι δύσκολο για μένα να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους. Όποτε το έκανα, έχασα. Ζημίωσα. Και εδώ που είμαι τώρα, είναι γιατί εμπιστεύτηκα αχρείους και ψεύτες. Από μένα δεν έχασαν, αλλά εκείνοι με έθαψαν. Ήμουν πολύ καλός με τους ανθρώπους, αλλά κακός με τις επιλογές που έκανα. Εγώ όμως φταίω για όλα. Αν έπραττα διαφορετικά… δεν θα ήμουν τώρα εδώ! Οι αχρείοι που συνάντησα και τους δόθηκα. Αυτοί…»

Page 83: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

83

«Σς… δεν είναι σωστό να το λες. Εκείνοι έκαναν αυτό που πίστευαν καλό. Δεν έπαθες κάτι που δεν είχες σχέση με αυτό. Τα κρίματά μας έχουν λόγο και αιτία. Προφανώς Σε δοκίμασε. Δοκιμάστηκαν οι επιλογές σου. Οι αποφάσεις ήταν ολόδικές σου. Αυτό που καταλαβαίνω, από όσα μπορώ να ξέρω… δηλαδή, ότι εσύ μου είπες… ξέρεις σε ποιο συμπέρασμα καταλήγω; Δεν φέρθηκες σωστά, δεν έκανες εκείνο που έπρεπε. Τώρα αυτό πληρώνεις. Έτσι να το βλέπεις. Σήμερα ξεχρεώνεις τα κρίματά σου.»

Δεν απάντησα. Μιλούσε περίεργα. Το φέρνει από δω, το πάει από κει, όλο σε Εκείνον καταλήγει. Δεν τον καταλαβαίνω. Εγώ ξέρω ότι τιμωρούμαι για συγκεκριμένες πράξεις και πληρώνω το τίμημα γι’ αυτές. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Με ενοχλεί που όλα τα αναγάγει σε κάτι υπερφυσικό, σε κάτι αόρατο. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, δεν άντεξα και του απάντησα κατάλληλα:

«Κοίτα να δεις. Η δική σου ζωή είναι μια εδώ και μια στο σπίτι. Συγκεκριμένο δρομολόγιο κάνεις καθημερινά. Δεν έχεις πάει αλλού, ούτε έχεις ταξιδέψει. Εδώ είμαστε εμείς, τα χαμένα τομάρια. Τα κατακάθια της κοινωνίας. Στο σπίτι είναι τα αγαπημένα σου πρόσωπα, η δική σου ζωή. Το πρωί συναναστρέφεσαι με τους διαόλους και το βράδυ κοιμάσαι με τους αγγέλους. Έτσι έχεις όμορφα και ακόλαστα όνειρα. Ενώ εμείς… Εμείς ζήσαμε μέσα στην κόλαση… τώρα ζούμε την τιμωρία μας… κοιμόμαστε με τους εφιάλτες. Όλα τα άλλα που λες, είναι αφελή… δεν έχουν βάση. Αν είχες τη δική μου ζωή, τις δικές μου εμπειρίες… τότε άλλα θα ’λεγες.»

«Μην εκνευρίζεσαι. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Το ξέρω ότι δεν έχω πολλές γνώσεις, ούτε είμαι κοσμογυρισμένος. Αλλά νομίζω ότι μπορώ να ξεχωρίσω το καλό από το κακό. Βλέπω το λάθος από το σωστό.

Page 84: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

84

Εσένα σε κοιτάζω τώρα δα και μπορώ να σου πω τι πιστεύω.»

«Τι πιστεύεις; Εσύ; Άιντε! Πες μου! Ακούω… να δω και εγώ τι είναι αυτό που βλέπεις εσύ!»

«Πιστεύω ότι έχασες πολύ καιρό στη ζωή σου με το να κάνεις πράγματα που δεν σε ωφελούσαν. Δες βαθιά μέσα σου και τότε θα καταλάβεις τι είναι αυτό που λέω. Αυτά που έκανες, είναι αυτά που σε ζημίωσαν. Μπορεί, όπως λες, να μην είμαι πολυταξιδεμένος… η μόνη διαδρομή που γνωρίζω καλά είναι από εδώ μέχρι το σπίτι μου. Ξέρω όμως περισσότερα από σένα. Όταν είμαι σπίτι και πριν πέσω να κοιμηθώ, διαβάζω. Διαβάζω βιβλία. Τα δανείζομαι από τη βιβλιοθήκη στη γειτονιά μου. Μου αρέσει το διάβασμα. Διηγήματα διαβάζω. Ειδικά αυτά… του Παπαδιαμάντη. Ξέρεις τι γράφει ο Παπαδιαμάντης;»

Τον κοιτάζω και δεν πιστεύω σε αυτά που ακούω. Δεν μπορώ να του απαντήσω. Έχω ταραχή. Να δω τι είναι αυτό που θέλει να μου πει. Το καταλαβαίνει και δεν περιμένει να ακούσει την απάντησή μου. Συνεχίζει:

«Ο κοσμοκαλόγερος στους ‘Εμπόρους των εθνών’, αναφέρει ότι η αργία γέννησε τη φτώχια και κείνη την πείνα. Η πείνα έφτιαξε την όρεξη και κείνη, με τη σειρά της, την αυθαιρεσία. Η τελευταία γέννησε τη ληστεία και στη συνέχεια έδωσε ζωή στην πολιτική. Για σκέψου… Εσύ δεν είχες μια σωστή δουλειά. Κι αυτή που λες ότι την είχες… δεν την άσκησες ποτέ όπως έπρεπε. Πήγαινες εκεί για να δίνεις άλλοθι στον εαυτό σου. Έτσι με την αργία, φτώχυνες και μετά πείνασες. Όχι πραγματικά, αλλά ψυχικά. Πείνασε η ψυχή σου κι έτσι σου άνοιξε η όρεξη. Βρήκες τον τρόπο να βγάζεις εύκολα χρήματα και νόμιζες ότι έτσι χόρταινες. Εσύ όμως αυθαιρετούσες. Τα υπόλοιπα ήρθαν από μόνα τους. Λήστεψες το κράτος, τους συνανθρώπους σου, τους συγγενείς σου. Μόνο μέχρι το τέλος δεν έφτασες. Δεν σε πήρε η πολιτική. Κι αυτό έγινε, γιατί δεν χρειάστηκε να την ασκήσεις. Οι πολιτικοί σε

Page 85: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

85

βοήθησαν, όποτε το θέλησες. Αυτό σου ήταν αρκετό. Συλλογίσου για λίγο αυτά που μόλις άκουσες και μετά συνεχίζουμε. Να, κοίτα… σου αφήνω και χρόνο να σκεφτείς ποιο θα είναι το χαρτί που θα ρίξεις!»

3

Μίλησε περίεργα κι ένιωσα τα λόγια του ως απειλή. Μια παράξενη απειλή. Όχι αυτή που σε κάνει να φοβάσαι για τη ζωή σου. Αυτή, δεν μπορώ να την αισθανθώ. Είμαι ήδη υπό προστασία, ζω εγκλωβισμένος. Κατ’ άλλους είμαστε σε έναν εγκλεισμό, αλλά εγώ τον πρώτο βιώνω. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι ελεύθερος. Μπορεί να είπε ο Γκάντι ότι ο ελεύθερος άνθρωπος, παραμένει ελεύθερος ακόμα και μέσα στη κελί του, αλλά εγώ δεν είμαι τέτοιος. Ο εγκλωβισμός μου δεν εξαρτάται από τους τέσσερεις τοίχους που με κρατούν μέσα, αλλά φταίει η αδυναμία να σκέφτομαι, να ονειρεύομαι. Αδυνατώ να φτιάχνω εικόνες για το μέλλον. Είναι σαν να βρίσκομαι σε μια μεσαιωνική πόλη, όπου ολόγυρά της υπάρχουν ψηλά τείχη· απόρθητα και τρομακτικά. Ξέρω ότι αν θελήσω να βγω έξω από αυτά θα συναντήσω εξωτερικές απειλές. Αλλά ακόμα κι αυτή η επιθυμία μου, είναι σχεδόν αδύνατο να ικανοποιηθεί καθώς η έξοδος είναι μόνο μία, τεράστια, σιδερόφρακτη και διαρκώς φυλασσόμενη. Έξω από τα τείχη έχει αγνώστους και εχθρικούς ανθρώπους. Ληστές, φονιάδες και μάγισσες. Άγρια θηρία θα κυνηγήσουν όποιον βγει. Θα βιώσει την πείνα και τη δίψα σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Και όλα γίνονται περισσότερο τρομακτικά και φρικώδη, όταν πέφτει το σκοτάδι. Όσο οι μέρες μικραίνουν, τόσο πιο επικίνδυνα είναι για μένα.

Αν πάλι, από τον φόβο μου παραμείνω μες στην πόλη, τότε έχω να αντιμετωπίσω τη βαρβαρότητα και την κτηνωδία της εξουσίας. Θα ζω με τις αρρώστιες και τη

Page 86: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

86

βρώμα, τους εκδικητικούς γείτονες και την απουσία της ατομικότητας. Τα σαπισμένα κρέατα, τα μουχλιασμένα φρούτα και το ακάθαρτο νερό. Αυτά θα είναι τα μέσα επιβίωσής μου. Όλα αυτά, με κρατάνε φοβισμένο όσο παραμένω εδώ μέσα. Όπως είπε ο Lucien Febvre: «Peur toujours, peur partout». Αυτό είναι… πάντα ο φόβος, παντού ο φόβος. Φοβάμαι γι’ αυτά που είναι να έρθουν, αλλά και εκείνα που πέρασαν και δεν με αφήνουν. Φοβάμαι το τέλος, αυτού που πέρασε και με έφερε στο τώρα. Κι αυτό με την σειρά του θα τελειώσει, όπως όλα. Δεν ήμουν έτοιμος. Δεν περίμενα ότι θα ερχόταν αυτή η στιγμή. Δεν ήξερα πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποχωρήσω. Παρέμενα στο τότε στυλωμένος, ήμουν ένα με το παρελθόν και με τις πράξεις μου δεμένος και νόμιζα ότι δεν υπάρχει τίποτα που να με τρομάξει. Ήμουν ατρόμητος ή άτρωτος; Κοιτούσα το είδωλό μου κι ένιωθα ότι έχω φτάσει στην κορυφή. Τώρα όμως. Τώρα πια φοβάμαι. Παλιά δεν φοβόμουν. Ή μήπως έτσι πίστευα; Σήμερα φοβάμαι, φοβάμαι συνέχεια, φοβάμαι το τώρα, το αύριο, τα πάντα. Φοβάμαι αν και ζω σε ένα μέρος που δεν υπάρχει τίποτα που να με τρομάζει. Ο φόβος που νιώθω είναι απρόσωπος, δεν έχει όνομα, δεν έχει χαρακτηριστικά, δεν μπορώ να τον δικαιολογήσω. Αυτή η αδυναμία μου είναι που μου προκαλεί περαιτέρω φόβο.

Μα πάνω από όλα, φοβάμαι όταν φεύγει ο μπαρμπα-Νίκος. Όταν ακούγεται ο διαπεραστικός ήχος του κουδουνιού και τα φώτα σβήνουν. Τότε, με το σκοτάδι όλα γίνονται μαύρα, παίρνουν φοβερή όψη και εγώ κουκουλώνομαι. Ανεξάρτητα αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι. Χώνω το κεφάλι μέσα από τα σκεπάσματα και κλείνω τα μάτια. Τα σφραγίζω, μέχρι να πονέσω από την πίεση. Έτσι, με πιάνει ύπνος. Πιεσμένο και καλυμμένο. Αλλά αυτό το συναίσθημα δεν με αφήνει. Δεν πηγαίνει να ξεκουραστεί, να με αφήσει ήσυχο τα βράδια. Έρχεται στον ύπνο μου. Το καταλαβαίνω καθώς περνάει μέσα από το

Page 87: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

87

κάλυμμα, πιέζει να ανοίξουν τα βλέφαρα και γλιστράει στα μάτια μου. Τότε είναι που με επισκέπτεται ο εφιάλτης. Πάντοτε ίδιος και με την ίδια ένταση.

Το δωμάτιο είναι λουσμένο στο φως και εγώ είμαι στο τραπέζι και γράφω. Έχω πολλά χαρτιά σκορπισμένα γύρω μου και είμαι σκυμμένος πάνω τους. Γράφω και δεν δίνω σημασία γύρω μου. Δεν υπάρχει κάτι που να με ενδιαφέρει. Δεν μπορεί τίποτα να αποσπάσει την προσοχή μου. Γράφω και ιδρώνω. Το μέτωπό μου είναι υγρό από τις σταγόνες ιδρώτα που κυλάνε. Με ενοχλούν γιατί εμποδίζουν την ορατότητά μου, αλλά με ανεπαίσθητες κινήσεις, σκουπίζω το μέτωπο και για κάποιες στιγμές, διακόπτω τη ροή του ιδρώτα. Μόνο που αυτές οι κινήσεις, μου προκαλούν ένα ενοχλητικό τσούξιμο στα μάτια. Ο ιδρώτας καίει το πρόσωπο και το κάψιμο φτάνει στα μάτια! Όσο περνάει η ώρα και εγώ είμαι απορροφημένος στα γραπτά μου ο ερεθισμός των ματιών γίνεται όλο και πιο σοβαρός. Κοκκινίζουν, διογκώνονται και βγάζουν φωτιές. Καίγομαι στα μάτια και η φλόγωση φτάνει στο μυαλό. Το περικλείει και το εγκλωβίζει. Αυτό φωνάζει. Ζητάει βοήθεια. Κάποιος να σβήσει τη φωτιά. Να απεγκλωβιστεί. Εγώ ακούω, αλλά δεν αντιδρώ. Μου φωνάζει και η πνιχτή του φωνή βγαίνει από μέσα. Από μέσα έρχεται και με εκλιπαρεί. Να το βοηθήσω να σωθεί. Εγώ όμως εκεί. Σε αυτό που κάνω. Στο γράψιμο. Γράφω πια χωρίς να έχω τη δυνατότητα να δω τι είναι αυτά που αποτυπώνονται στο χαρτί. Οι λέξεις χάνονται πριν φτάσουν στο χαρτί. Είναι λέξεις χωρίς νοήματα, χωρίς λογική, δίχως σκοπό. Όλα είναι κόκκινα και καυτά. Οι φωνές συνεχίζουν να βγαίνουν από μέσα. Όσο περνάει η ώρα, είναι όλο και πιο αδύναμες. Όλο και πιο απόμακρες. Ακούγονται άρρυθμες και διακεκομμένες. Τις αντιλαμβάνομαι. Γνωρίζω ότι οι διακοπές και το χάσιμο του ήχου, είναι προμήνυμα κακών. Λαμβάνω τα μηνύματα, αλλά συνεχίζω να γράφω. Το κεφάλι βαραίνει περισσότερο και δυσκολεύει τον λαιμό. Βαραίνει από την προσπάθεια του μυαλού να σωθεί. Το μυαλό πιέζει τα πάντα μέσα στο κεφάλι. Ο λαιμός αγκομαχάει από το βάρος του. Λυγίζει και πρήζεται. Το κεφάλι είναι έτοιμο να κοπεί. Κάνει την ύστατη προσπάθεια· να φύγει από τη θέση του.

Page 88: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

88

Να λυτρωθεί από τον πόνο, τη φλόγωση που νιώθει. Αγωνίζεται να αποκολληθεί. Δεν αντιδρώ, ούτε το βοηθάω. Δεν εμποδίζω την πρόθεσή του. Ό,τι κάνει, το παλεύει μονάχο του. Καθώς ο αγώνας πλησιάζει στην κορύφωσή του και το κεφάλι ετοιμάζεται να κερδίσει την ελευθερία του, εμφανίζεται από την πόρτα εκείνος. Μαύρος και τρομερός. Κοντοστέκεται, ξεφυσάει και ορμάει. Αμίλητος και ανέκφραστος. Ορμάει και το αρπάζει. Το αρπάζει με βία, το ξεριζώνει από τη βάση του. Τότε, εγώ τραντάζομαι. Τινάζομαι όρθιος κι αφήνω αυτό που κάνω. Τα χαρτιά πετιούνται παράμερα και η καρέκλα πέφτει με θόρυβο στο πάτωμα. Είμαι ολόρθος και φωνάζω. Ακέφαλος φωνάζω: Ε, εσύ, άφησε το κεφάλι μου!

Εκείνη τη στιγμή, ξυπνάω. Ο εφιάλτης τελειώνει. πετάγομαι από το κρεβάτι διώχνοντας από πάνω μου τα σκεπάσματα. Κοιτάζω γύρω μου στο σκοτεινό δωμάτιο. Εδώ είμαι, δεν έφυγα. Βρίσκομαι στον ίδιο χώρο. Είναι νύχτα και το κεφάλι μου είναι στη θέση του. Πίνω λίγο νερό και συνεχίζω τον ύπνο μου. Το υπόλοιπο της βραδιάς είναι ήρεμο. Δεν έχει όνειρα, ούτε αναπάντεχα ξυπνήματα. Αυτό γίνεται πολλές φορές, γι’ αυτό το ξέρω με κάθε λεπτομέρεια. Είναι τόσα πολλά τα βράδια, που ούτε θυμάμαι πότε πρωτοξεκίνησε. Αλλά πια, δεν με ενοχλεί. Ο εφιάλτης έγινε συνήθεια και οι αντιδράσεις μου είναι αναμενόμενες. Όταν έρχεται, ξέρω που θα σταματήσει και τι θα κάνω. Η αλληλουχία των εφιαλτικών εικόνων δεν αλλάζει. Παραμένει σταθερή και τρομερή. Έτσι όμως συμβαίνει σε μια φυλακή. Τα πάντα είναι αναμενόμενα και προβλέψιμα. Το τυχαίο δεν έχει θέση εδώ.

4

«Μπαρμπα-Νίκο πρόσεξε… είμαι έτοιμος να σου πάρω το παιχνίδι!»

Page 89: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

89

«Προσέχω γιε μου, αλλά απ’ ό,τι βλέπω σήμερα είσαι πολύ καλός!»

«Πάντα είμαι έτσι. Απλά κάποιες φορές με βρίσκεις απρόσεκτο και κάποιες άλλες, σε αφήνω να με νικήσεις!»

«Μπορεί να ’ναι κι έτσι όπως το λες… δεν το έχω αντιληφθεί! Αλλά και πάλι αυτό να συμβαίνει, με ευχαριστεί που το παιχνίδι μας σου δίνει χαρά και σε κάνει να αισθάνεσαι ικανοποίηση. Αφού το λες…»

«Έτσι είναι… στο λέω εγώ! Πρόσεχε!» Χωρίς να το καταλάβω άλλαξα τον τόνο της φωνής μου.

Έγινε πιο επιτακτικός και σίγουρος. Έδειξα στο «γέρο μου» ότι στα χέρια μου κρατώ εκτός από τα χαρτιά της τράπουλας, τα ινία του παιχνιδιού. Όπως είχα μάθει να κάνω. Όλα ελέγχονταν από μένα και δίχως εμένα δεν γινόταν τίποτε. Καιρό είχα να νοιώσω αυτό το συναίσθημα. Ο εγκλεισμός δεν με αφήνει να αισθάνομαι υπεροχή, να νιώθω ατρόμητος. Με έχει κάνει μικρό, ένα αδύναμο ποντίκι που πρέπει να βρίσκει τρόπους να επιβιώνει, να τρυπώνει εδώ κι εκεί και να ξεφεύγει από τους κινδύνους που παραμονεύουν σε οποιαδήποτε γωνία. Αυτό που νιώθω όμως τώρα είναι παράξενο. Βάζω τις φωνές σε αυτόν που είναι εδώ για να με συντροφεύει και να μου κάνει παρέα. Φωνάζω όμως και τον φύλακά μου. Εγώ ο φυλακισμένος, διατάσσω τον φύλακά του. Είμαι ψηλότερος απ’ αυτόν. Νεότερος και πιο δυνατός. Μπορώ να τον νικήσω, να τον κάνω να παραμερίσει και να βγω έξω. Να κάνω μια δρασκελιά και να πάρω ανάσες. Να γεμίσω με καθαρό αέρα και να πνιγώ στις μυρωδιές των λουλουδιών. Να δω στο πρόσωπο τον ήλιο, να με δροσίσει ο άνεμος. Αυτά είναι που σκέφτομαι. Τον κοιτώ και αλλάζω όψη. Δείχνει να με έχει καταλάβει. Βλέπει την αλλαγή στην έκφραση του προσώπου. Με διαβάζει. Με καρφώνει στα μάτια. Δεν κάνει καμία κίνηση. Να, αυτό… να πιάσει τα χέρια μου ή να με εμποδίσει. Ούτε εγώ όμως σηκώνομαι. Δεν φεύγω. Τον κοιτάζω και δεν κουνιέμαι.

Page 90: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

90

Παραμένω καθηλωμένος στην καρέκλα μου και κείνος στη δική του. Μόνο ματιές ανταλλάσουμε. Τα χαρτιά είναι στριμωγμένα στις χούφτες μας. Τα κρατάμε σφιχτά, λες και υπάρχει κάποιος που θέλει να μας τα πάρει. Το παιχνίδι είναι στάσιμο. Καμία δήλωση δεν γίνεται. Εκείνος δείχνει ότι περιμένει την κίνησή μου. Να του κάνω εγώ μια δήλωση. Τι όμως να δηλώσω; Ποιά κίνηση να κάνω; Στα χαρτιά ή στο μυαλό; Στην τράπουλα ή στο σώμα; Αυτήν που μπορώ να κάνω ή εκείνη που διακαώς επιθυμώ; Δεν είμαι σίγουρος. Αυτή είναι η αβεβαιότητα της φυλακής. Αυτή την αβεβαιότητα φοβάμαι. Την απέκτησα εδώ. Είναι τόσο εμφανής που ο μπαρμπα-Νίκος εύκολα την εντοπίζει. Όλοι οι τρόφιμοι την έχουν. Όλοι ζουν μέσα σε μια αβεβαιότητα. Η σιγουριά της φυλακής, μας φορτώνει αμφιβολίες και ερωτηματικά. Πως θα είναι η επόμενη μέρα; Η μέρα που θα αντικρίσουμε την πραγματικότητα κατάματα; Η μέρα που θα κλείσει η πόρτα της φυλακής πίσω μας και θα χρειαστεί να περάσουμε απέναντι το πεζοδρόμιο; Εκείνος ξέρει πως θα μας αντιμετωπίσει. Τι θα πει στον καθένα μας. Με κοιτάζει και αφήνοντας πάνω στο τραπέζι τα χαρτιά του, μου λέει:

«Παιδί μου. Στα ψέματα παίζουμε. Με τα χαρτιά παίζουμε. Εδώ είμαστε… μόλις το παιχνίδι τελειώσει, εγώ θα φύγω και θα τα πούμε αύριο. Για ένα νέο παιχνίδι. Μην αφαιρείσαι. Ένα παιχνίδι είναι μόνο. Μόνο αυτό, τίποτα άλλο. Για ένα πράγμα να ‘σαι σίγουρος. Μετά από καιρό, όταν θα έρθει η δική σου η ώρα, όλα αυτά θα ‘ναι σαν ένα παιχνίδι που πέρασε. Που τελείωσε και ανήκει στο παρελθόν. Μια παρτίδα που έλαβε τέλος. Τότε, θα ξεκινήσει η πραγματικότητα. Σήμερα όμως, περιμένω τη δήλωσή σου. Να τελειώσουμε αυτό που παίζουμε και να σε καληνυχτίσω. Άντε λοιπόν. Σε περιμένω!»

5

Page 91: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

91

Έξαφνα ο χώρος άλλαξε. Φωτίστηκε. Έγινε περισσότερο ευρύχωρος. Η οροφή ψήλωσε και το μοναδικό παράθυρο που υπάρχει, άνοιξε. Άνοιξε διάπλατα και τα κάγκελα έπεσαν. Οι αχτίδες του ήλιου μπήκαν μέσα και θέρμαναν το κελί. Αυτό που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή κελί, τώρα έγινε ένας οικείος χώρος. Το δωμάτιο μου. Ο μπαρμπα-Νίκος άρχισε να αλλάζει. Μεταμορφωνόταν. Η όψη του, το παρουσιαστικό του γινόταν ενός άλλου. Ποιανού όμως; Δεν έκανα καμία κίνηση. Δεν δήλωνα οτιδήποτε. Παρέμενα βουβός. Σιωπηλός και υπομονετικός. Ο φύλακάς μου έξαφνα, είχε μεταμορφωθεί. Τον κοίταξα καλά. Μου μοιάζει πολύ, αλλά δεν είμαι εγώ. Μοιάζουμε, αλλά δεν είμαστε ίδιοι. Είναι ο αδελφός μου. Τι θέλει εδώ; Γιατί με επισκέπτεται; Πως έγινε και ήρθε να με δει; Πού όμως έχει έρθει; Εκεί πού είμαι ή στο χώρο πού έχω μεταφερθεί; Στο κελί ή στο δωμάτιο; Δεν έχει λόγο να με επισκέπτεται σε ένα κελί; Στην φυλακή δεν έρχεται κανείς. Εδώ είμαι παντελώς μόνος. Δεν δέχομαι επισκέψεις. Είμαι απομονωμένος από τον έξω κόσμο και ο μέσα κόσμος αδιαφορεί για την ύπαρξη μου. Ο έξω κόσμος με έχει ξεγράψει. Από την ώρα που μπλέχτηκε στα πόδια μου ο «εισαγγελίσκος», από κείνη τη στιγμή, οι πάντες με έχουν διαγράψει. Δεν θέλουν να ξέρουν ούτε το όνομά μου. Έπαψαν να αναφέρονται σε μένα. Ούτε εγώ θυμάμαι πως με λένε. Μόνο τον αριθμό που μου έχουν δώσει γνωρίζω. Είμαι ο 12345. Δηλαδή, δώδεκα χιλιάδες τριακόσιοι σαράντα τέσσερεις πριν από μένα βρέθηκαν σε αυτή την φυλακή; Άραγε αυτό το νούμερο συμβολίζει κάτι; Ένα-δύο-τρία-τέσσερα-πέντε. Έτσι απλά. Ένα-δύο-τρία-τέσσερα-πέντε. Και αν αυτός ο αριθμός είναι ίδιος για όλους τους τροφίμους; Αν έχουν δώσει σε όλους εμάς που βρισκόμαστε σε αυτή τη φυλακή το 12345; Άραγε το 12345 υπάρχει ως νούμερο και σε άλλες φυλακές; Μήπως όλοι εμείς που είμαστε φυλακισμένοι, εγκλωβισμένοι, μας ξεχωρίζουν από τους άλλους με το 12345; Αν συμβαίνει

Page 92: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

92

αυτό, τότε δεν μπορούνε να ξεχωρίζουμε μεταξύ μας. Άρα είμαστε το ίδιο πράγμα όλοι μας. Μια φιγούρα, κομμάτι κρέας που το αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο. Ανώνυμοι και ταυτάριθμοι. Ακόμα και εάν είναι έτσι, γιατί εμένα να με πειράζει; Γιατί πρέπει να ενοχλούμαι; Να φοβάμαι που είμαι ένας αριθμός; Και αν έχω όνομα και επώνυμο, αλλάζει σε κάτι; Εδώ μέσα σίγουρα δεν αλλάζει, έξω όμως μπορεί. Έξω -όταν ήμουν- το ονοματεπώνυμό μου σήμαινε κάτι· όσο οι πράξεις μου το βοηθούσαν και η συμπεριφορά μου το ενθάρρυνε. Το ονοματεπώνυμό μου ήταν αναγνωρίσιμο από τους άλλους, όσο εκείνοι το χρειαζόταν, τους εξυπηρετούσε και το εκμεταλλεύονταν. Από την ώρα που ο δικαστής εκφώνησε την απόφασή του, το όνομά μου ακούστηκε μόνο για την ποινή που μου απαγγέλθηκε. Έκτοτε, είμαι το 12345. Κάπου-κάπου με πληροφορούν ότι κάποιες φυλλάδες και διάφοροι αργόσχολοι, ασχολούνται και μελετάνε τα «κατορθώματά» μου. Τι μικρόνοες!

Και όμως, ο μπαρμπα-Νίκος μας ξεχωρίζει. Εμένα με αποκαλεί «παιδί μου», «γιε μου». Σε μένα έρχεται και παίζουμε χαρτιά. Παίζουμε και συζητάμε. Υποθέτω ότι πηγαίνει και σε άλλους. Ότι και άλλους τους προσφωνεί με κάποια λέξη. Ακόμα και αν είμαι μόνο εγώ αυτός που επισκέπτεται, τότε μπορώ να καμαρώνω ότι δεν έχω μόνο ένα νούμερο, αλλά είμαι το «παιδί του» ή ο «γιος του». Αυτός ο ηλικιωμένος με έχει συνεπάρει. Δεν είναι μόνο η καθημερινή μου παρέα, αλλά είναι η λύτρωση από την μοναξιά της φυλακής. Είμαι απόλυτα μόνος, σε ένα απολύτως ασφαλή χώρο, με απόλυτους κανόνες και απολύτως απαραίτητους σύνοικους-φυλακισμένους. Είμαστε τόσοι πολλοί, ζούμε τόσο κοντά, έχουμε πανομοιότυπη καθημερινότητα, τρώμε τα ίδια φαγητά, φοράμε τις αυτές φόρμες και όμως, εγώ είμαι μόνος. Είμαι μόνο ένας αριθμός.

Page 93: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

93

Τελικά ποιος κάθεται απέναντί μου; Δεν μπορεί να είναι ο αδελφός μου. Αυτός δεν έχει έρθει να με δει στη φυλακή. Είναι στο σπίτι. Είμαι στο σπίτι; Εκεί; Βρεθήκαμε στο σπίτι, αλλά δεν μιλάμε. Παραμένουμε αμίλητοι. Κοιταζόμαστε. Αναγνωρίζει ο ένας τον άλλον, αλλά δεν τον ξέρει. Δυο άγνωστα αδέλφια, που έφτιαξαν διαφορετικές ζωές και με αυτές πορεύτηκαν. Τώρα πια, ότι και να ειπωθεί, είναι μόνο οι ανείπωτες φράσεις. Λέξεις που αναφέρονται στο παρελθόν και δεν μπορούν να το αλλάξουν. Ούτε να κάνουν καλύτερο το παρόν. Η σιωπή είναι διαπεραστική και εκκωφαντική. Δεν αντέχεται. Τα μάτια κλείνουν και η πραγματικότητα επιστρέφει. Τα κλειστά μάτια έχουν την ικανότητα να βλέπουν όποιες εικόνες εμείς επιλέγουμε. Ό,τι δεν το θέλουμε, παραμένει στο σκοτάδι. Σε ένα πεπερασμένο σκοτάδι. Η σιωπή έχει μια δύναμη να λέει την αλήθεια. Ποιά είναι αυτή; Είναι η άρνηση της λήθης. Η επιστροφή της ανάμνησης. Η υπενθύμιση του παρελθόντος, των αλλοτινών εποχών. Αυτή η αλήθεια είναι που ταράζει. Ταράζομαι στον ύπνο μου, ταράζομαι όμως όσο είμαι ξυπνητός. Η ταραχή αυτή είναι εντονότερη. Είναι πιο βίαιη, με πιέζει περισσότερο. Οι αναμνήσεις ενοχλούν και ενίοτε πονάνε. Και εγώ πονάω. Πονάω όταν είμαι κάπου εκεί παράμερα, σε μια γωνία αόρατος και τον κοιτάζω. Τον παρακολουθώ που στέκεται μπροστά στον καθρέπτη, χτενίζεται, δένει με τον κλασικό αγγλικό τρόπο τη γραβάτα του, ελέγχει αν το μουστάκι και το γένι είναι σωστά ψαλιδισμένα, φτιάχνει με τα ακροδάχτυλα της παλάμης τα μαλλιά του, ισιώνει το σακάκι του, ρίχνει δυο με τρεις σταγόνες perfume και ετοιμάζεται να αναχωρήσει. Μένει στον τελευταίο όροφο της του τριώροφου κτηρίου, απέναντι από τη Villa Bianca. Αυτός είναι ο αδελφός μου. Μείναμε μαζί για πολλά χρόνια, μέχρι που κάποια στιγμή, αποφάσισε να μετακομίσει και να μείνει μόνος του. «Φτάνει πια!» μου είπε. «Δεν σε αντέχω άλλο. Δεν είναι δυνατόν να μένουμε

Page 94: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

94

στο ίδιο σπίτι οι δυο μας!» Έφυγε κι ένιωσα απελευθερωμένος. Μπορούσα πια να κινούμαι άνετα, να έχω το σπίτι δικό μου και να μην χρειάζεται να με κοιτάζει και να αναρωτιέται που πηγαίνω, τι κάνω, πως ζω, ποιον συναντάω.

«Ε, γιε μου! Αφαιρέθηκες; Νομίζεις ότι έχω πολλή ώρα να σου διαθέσω; Σε λίγο πρέπει να φύγω. Να περάσω να δω αν όλοι σας είστε καλά. Αν χρειάζεστε κάτι. Όπου να ‘ναι φτάνει η ώρα που θα σχολάσω και θα επιστρέψω στο σπίτι μου. Γι’ αυτό φρόντισε να τελειώσουμε το σημερινό μας παιχνίδι. Αυτή η παρτίδα πρέπει να τελειώσει. Δεν την αφήσαμε ποτέ ανολοκλήρωτη, δεν θα το κάνουμε σήμερα.» Ο μπαρμπα-Νίκος με επανέφερε στη θέση μου. Εκεί που πραγματικά είμαι. Στο κελί, στη φυλακή που είμαι έγκλειστος, στο σήμερα και όχι στο παρελθόν που δεν αλλάζει, ούτε ξεχνιέται. Η φωνή του επενεργεί πάνω μου σαν μια εσωτερική φλόγα. Μικρή, αλλά αρκετή για να φωτίζει την σκέψη μου και να γαληνεύει την ψυχή μου. «Ε, γιε μου!» πόσο μεγαλειώδης είναι αυτή η φράση. Πόσα πολλά περικλείει και πόση μικρή διάρκεια έχει. Ούτε δύο δευτερόλεπτα κρατάει, έχει όμως αιώνια διάρκεια.

6

Με ένα απλό τρόπο, τελείως ανεπιτήδευτο, έως ωμό και πρωτόγονο θα τον χαρακτήριζα, ο μπαρμπα-Νίκος με δυο ή τρεις λέξεις, μιλάει με την καρδιά του. Λέει την αλήθεια και μου μεταδίδει μια μοναδική ηρεμία. Μέσα από αυτά που συζητάμε, με κάνει να σκέφτομαι πολλά. Συνήθως αφού φεύγει από το κελί μου. Όταν μένω μόνος και δεν έχω καμία συντροφιά εκτός από κάποια βιβλία και τις σημειώσεις που κρατώ για τη ζωή στη φυλακή -ζωή τρόπος του λέγειν. Αναλογίζομαι γι’ αυτά που μου λέει, για όσα

Page 95: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

95

έχω πράξει και για το τι έφταιξε και τι πήγε στραβά. Δεν φτάνω πάντοτε σε κάποια λύση, ούτε όμως αγωνιώ να βρω τις σωστές απαντήσεις.

Τις προάλλες ο «γέρος μου» μου είπε ότι οτιδήποτε κάνουμε έχει πίσω του μιαν αιτία. Για τα πάντα υπάρχει ένα αίτιο. Μου άρεσε αυτό που είπε. Δεν προσπάθησε να εξηγήσει τι ήταν αυτό για το οποίο μιλούσε. Το είπε έτσι, χωρίς να έχει σκοπό να δικαιολογήσει τη θέση του. Μου φάνηκε περισσότερο ως βιωματική, εμπειρική άποψη, παρά μια θέση με φιλοσοφικό περιεχόμενο. Εδώ και λίγα βράδια η αναζήτηση των αιτίων των πράξεών μου, «ταλαιπωρεί» το μυαλό μου. Το ταλαιπωρεί δημιουργικά. Σκέφτομαι, γιατί τις έχω κάνει;

Καθώς ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις και σε νοητικές αναλύσεις, θυμήθηκα ότι σε κάποιο βιβλίο -στα χρόνια της Νομικής- είχα διαβάσει για τα αίτια των ανθρωπίνων πράξεων. Ρώτησα έναν «συνάδελφο» της φυλακής -ήταν φιλόλογος καθηγητής όσο βρισκόταν «έξω»- να με βοηθήσει. Και το έκανε. Βρήκε τι ήταν αυτό που έψαχνα. Ο Αριστοτέλης το είχε πει. Συγκεκριμένα είπε ότι όλες οι ανθρώπινες πράξεις έχουν ως αίτιο κάποιο από τα παρακάτω: την τύχη, τη φύση, την παρόρμηση, τη συνήθεια, τη λογική, το πάθος και τον πόθο. Αυτό ήταν! Για τα επόμενα βράδια, βάλθηκα να κάνω ανασκόπηση στα πεπραγμένα μου και να αναζητώ το αίτιο των πράξεών μου. Ας τα πάρουμε από την αρχή: Βοήθησα τον Παπαδόπουλο, τον μπακάλη γιατί αυτό μου επίτασσε η λογική. Είναι ένας αμόρφωτος άνθρωπος που δουλεύει για να ζήσει την οικογένειά του. Ένας άνθρωπος του μόχθου και της άοκνης προσπάθειας. Θα μπορούσα να πράξω διαφορετικά; Τον βοήθησα. Δεν φταίω εγώ αν εκείνος φρόντιζε να ικανοποιεί τις γαστρονομικές μου απολαύσεις. Η σχέση μας ήταν ξεκάθαρη. Τον εξυπηρετούσα, με εξυπηρετούσε. Είναι σύνηθες σε αυτό

Page 96: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

96

τον χώρο -στους εμπόρους- να υπάρχει μιας μορφής ανταπόδοση όταν γίνεται μια εξυπηρέτηση.

Ο συμμαθητής μου ο Παπαδόπουλος που φρόντισα να μαζέψει τις δηλώσεις των κατοίκων για τις απαλλοτριώσεις, ήταν μια τυχαία υπόθεση. Δεν την κυνήγησα. Μου ήρθε από μόνη της. Αν δεν τον συναντούσα εκείνη τη μέρα και δεν μου έλεγε που εργάζεται και ποιο είναι το πρόβλημά του, δεν θα είχα καμία εμπλοκή. Από εκεί και πέρα, η συνέχεια ήταν θέμα κοινής λογικής για μένα: κάνω κάτι που μου αποφέρει όφελος και δεν ριψοκινδυνεύω. Έβαλα κάτω τα δεδομένα, μέτρησα τα υπέρ και τα κατά της «δουλειάς» κι έλαβα τις αποφάσεις μου. Από την άλλη πλευρά, η φίλη από τα παιδικά χρόνια, η θελκτική Παπαδοπούλου, μου ικανοποίησε τον πόθο μου για τη σαρκική επαφή. Την έκανα δική μου όσο ήθελα και για τον χρόνο που ήθελα και από την άλλη, εξυπηρέτησα τη φύση μου. Ως άνθρωπος της εποχής, εκμεταλλευόμουν τις ευκαιρίες, μεσολαβούσα για να επιλύονται διάφορα προβλήματα, εισπράττοντας πάντοτε και σχεδόν δίχως εξαίρεση, το κατάλληλο αντάλλαγμα. Ο ρόλος του εφοριακού συζύγου της στην εν λόγω υπόθεση, ήταν το μέσον για να κάνω κάτι το φυσικό για μένα και ταυτόχρονα, να φροντίσω την αρσενική μου φύση.

Ο τραπεζίτης Παπαδόπουλος βοήθησε στο έργο μου μέσα από μια καλά οργανωμένη και σχεδιασμένη διαδικασία, η οποία στηρίχθηκε στη σκληρή λογική μου. Το πάθος μου για όλο και περισσότερα προσωπικά οφέλη, με ώθησε στην εκμετάλλευση της γραμματέας του. Ακόμα όμως και στη δική της περίπτωση, η λογική υπερίσχυσε της παρόρμησης ή του πόθου για τη γυναικεία σάρκα. Όμως, ο καπετάν-Παπαδόπουλος ήταν μία άλλη ιστορία. Η αξιοποίησή του στηριζόταν στη συνήθεια να βρίσκω εκείνα τα στοιχεία των ανθρώπων μου, τα οποία μπορούν να μου φανούν χρήσιμα. Αυτό έκανα και με τον

Page 97: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

97

καπετάνιο. Τον χρησιμοποίησα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Ο Παπαδόπουλος, ο έμπορος εδώδιμων και αποικιακών και η ευτραφής κόρη του ήταν μια στιγμή της ζωής μου, όπου το πάθος κυριολεκτικά με κυρίευσε. Ήταν ένα έντονο και πολλαπλό πάθος: κατ’ αρχήν, να βγάλω πολλά λεφτά, εύκολα χρήματα, ανέξοδα και σίγουρα. Στη συνέχεια, να κυριεύσω μια γυναίκα, την οικογένειά της, την πατρική επιχείρηση. Και τέλος, να ελέγξω τις ζωές τους, να έχω τον πρώτο λόγο στις αποφάσεις τους, να τους οδηγώ να επιλέγουν ότι συνέφερε εμένα. Αυτά όμως δεν συνέβησαν στην περίπτωση του πατήρ Παπαδόπουλου. Στη σχέση μου με τον ιερωμένο, η ψυχρή λογική ήταν ο ουσιαστικός οδηγός των πράξεων μου. Βέβαια σε ένα βαθμό, η φύση μου να βοηθάω τους πτωχούς και τους αναξιοπαθούντες, ήταν ο παρακινητικός παράγοντας για να φτιάξω την ιστορία με τα δωρεάν γεύματα της ενορίας.

Με τη λογική λειτούργησα και στην υπόθεση του Παπαδόπουλου του πολιτικού. Τα ιατρικά είδη διακινούνταν μέσα από ένα τέλεια οργανωμένο και μεθοδευμένο σχέδιο. Η παραμικρή λεπτομέρεια είχε ληφθεί υπόψη και δεν άφησα τίποτα να το αποφασίσει η τύχη και το πάθος. Τα πάντα ήταν μεθοδικά μελετημένα. Με το χαρτί και το μολύβι επεξεργασμένα. Δυστυχώς όμως δεν συνέβη αυτό με τη θεία. Εκεί έκανα πολλά και τραγικά λάθη. Ενώ στην αρχή η λογική καθοδηγούσε τις πράξεις μου, στη συνέχεια έγινα παρορμητικός. Δεν έπρεπε να πάω σπίτι της και να «βάλω χέρι» στην περιουσία της. Το έκανα αυτό και το πλήρωσα.

Όμως αν δω μία προς μία όλες τις πράξεις μου, ανεξάρτητα από το αίτιό τους, η κατάληξη ήταν ίδια. Αποκαλύφθηκα και στη συνέχεια, δικάστηκα. Καταδικάστηκα σε πολλά χρόνια φυλάκιση. Και όλα έγιναν εξαιτίας εκείνου του «εισαγγελίσκου». Τελικά, αυτός ήταν υπαίτιος για τη σημερινή μου κατάσταση;

Page 98: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

98

Πόσο μεγάλη συμμετοχή είχε σε ό,τι έγινε από εκείνο το πρωινό που πέρασα την πόρτα του γραφείου του; Μπορούσα να του ξεφύγω; Είχα τη δυνατότητα να καλύψω τα ίχνη μου; Γιατί όλοι αυτοί που βρέθηκαν στη ζωή μου, έγιναν μάρτυρες κατηγορίας μου; Αυτά τα ερωτήματα στριφογύριζαν στο μυαλό μου.

Ο μπαρμπα-Νίκος μόλις είχε φύγει και με είχε καληνυχτίσει. Ήμουν πάλι μόνος στο κελί. Μόνος με τα ερωτηματικά μου. Εγώ και η ατελείωτη συζήτηση με τον εαυτό μου. Αυτή η συζητήσει ανέλαβε να με οδηγήσει στο τελείωμα της μέρας. Φόρεσα τη πυτζάμα μου, έπλυνα το πρόσωπο, βούρτσισα τα δόντια και κοιτάχθηκα στον καθρέπτη. Αυτός είναι κατά πολύ μικρότερος, από εκείνον που είχα στο σπίτι. Σε αυτόν εδώ κοιτάζομαι κάθε βράδυ και για κάποια λεπτά βλέπω βαθιά μέσα μου. Όσο μπορώ να δω, ότι πια είναι ορατό. Τα περισσότερα παραμένουν σκοτεινά και αρκετά ανήκουν στο παρελθόν.

Στο παρελθόν, όταν κοιταζόμουν στον καθρέπτη, στον μεγάλο του σπιτιού, κάθε πρωί έβλεπα ένα λαμπερό πρόσωπο, δύο μάτια να βγάζουν φωτιές κι έλεγα στον εαυτό μου: «Μια χαρά είσαι. Πανέτοιμος. Να τους κατακτήσεις και να κερδίσεις». Αυτά έλεγα και ελάμβανα ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Σήμερα πια, κοιτάζομαι και δεν μιλώ. Πολύ δε περισσότερο δεν χαμογελώ.

Στην αρχή, όταν ξεκίνησε ο εγκλεισμός μου, έριχνα μόνο κάποιες φευγαλέες ματιές. Δεν ήθελα να με βλέπω στον καθρέπτη. Σιγά-σιγά όμως συνήθισα. Έπρεπε να συνηθίσω, ειδάλλως θα χανόμουν. Ο καθρέπτης γινόταν το καθημερινό μου βασανιστήριο. Τον φοβόμουν. Κοιτάζοντάς τον, ήταν σαν να περίμενα το κακό. Μα το κακό ήταν εδώ, στο παρόν. Το ζούσα· ζούσα μαζί του. Μετά, ο φόβος έγινε τρόμος. Τρόμαζα με τον καθρέπτη. Μου προκαλούσε δέος. Όσο μικρός και βρώμικος ήταν, τόσο μεγαλύτερο το δέος του προς εμένα. Κοιτάζοντας τον εαυτό μου, ήταν σαν να έβλεπα τον κριτή μου. Έβλεπα τον

Page 99: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

99

τιμωρό μου. Έπρεπε να νικήσω τον φόβο μου. Να μην με τρομάζει ο καθρέπτης. Τώρα πια το έχω καταφέρει. Μπορώ και κοιτάζω το είδωλό μου κάθε βράδυ. Το κοιτάζω αμίλητος και ανέκφραστος. Αυτό είναι μια κατάκτηση της φυλακής. Έχω καταφέρει κάτι. Μπορώ να βλέπω το πρόσωπό μου στον καθρέπτη και να μην τρομάζω, όπως και να μην χαμογελάω με αυταρέσκεια. Η σιωπή είναι αυτό που έχω κερδίσει.

«Λοιπόν… αυτά για σήμερα! Πέρασε κι αυτή η μέρα! Ας σκουπίσω το πρόσωπο.» Άφησα στην καρέκλα την πετσέτα και με μια γεμάτη κίνηση, πέρασα την παλάμη μου από πάνω προς τα κάτω καλύπτοντας μύτη, μάγουλα, στόμα και πηγούνι. «Πόσο καιρό είχα να την κάνω!», σκέφτηκα. Αλλάζουν εδώ μέσα οι συνήθειες της ζωής, αποκτάς καινούργιες και νομίζω ότι τις ξεχνάς όταν φύγεις από εδώ. «Άραγε έτσι είναι; Ποιος ξέρει! Ποιός μπορεί να μου πει;» Μονολογώ ανούσια και χωρίς ειρμό. Θέτω ερωτήματα που η απάντησή τους είναι υποκειμενική και αδιάφορη για τους περισσότερους ανθρώπους. Εκείνοι έχουν να κάνουν πιο πεζά ερωτήματα. Πως θα πληρώσουμε το νοίκι, πως θα ξεχρεώσουμε την τράπεζα, τι θα κάνουν στη ζωή τους τα παιδιά μας, πως θα αντέξουμε αυτόν τον χειμώνα. Αυτά δεν είναι ζητήματα που με απασχολούν. Η φυλακή έχει φροντίσει να εξαλείψει τα ερωτήματα των ζώντων ανθρώπων. Μαζί με την ταυτότητα, εξαφάνισε τις ανάγκες, τα ανθρώπινα διλήμματα και τις αποφάσεις που καλείται ο καθένας μας να λαμβάνει στη ζωή του. Δεν χρειάζεται να αποφασίζω για οτιδήποτε, γιατί δεν υπάρχει ζήτημα που να ζητείται η δική μου απόφαση. Είμαι εγκλωβισμένος σε μια απαράλλακτη καθημερινότητα, χωρίς είμαι και θέλω. «Ουφ! Σήμερα ξέφυγα, με τα πολλά που έβαλα στο μυαλό μου! Να ξαπλώσω… να κουκουλωθώ! Σε λίγο τα φώτα σβήνουν. Σκέφτομαι τόσα πολλά και σε τέτοιο βάθος που δεν ξέρω αν χρειάζεται. Έτσι κι αλλιώς για το κράτος και τον νόμο,

Page 100: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

100

είμαι το 12345. Δεν έχω όνομα, ούτε θέλω. Αυτά τα άφησα έξω από το κελί μου. Εδώ είμαι ένας αριθμός. Το 12345.»

7

Το κρεβάτι μου είναι σκληρό, το στρώμα σκοροφαγωμένο και τα σίδερα που το στηρίζουν σκουριασμένα. Δεν υπάρχει καμία ελαστικότητα και μου πήρε χρόνο για να το συνηθίσω. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή. Στο κελί συνηθίζεις αυτά που βρίσκεις και όσα σου δίνουν. Δεν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές. Το κελί είναι χώρος ζωής και όριο κίνησης. Πέντε βήματα πάνω και άλλα τόσα κάτω. Ζεις μέσα σε ένα ασφαλές περιβάλλον, περιβάλλεσαι από μια, ως επί το πλείστον, αδιάφορη καθημερινότητα. Το κελί είναι ο περιβάλλον χώρος που εμποδίζει τις επιθυμίες να πραγματοποιηθούν. Το μυαλό ταξιδεύει, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να πραγματώσει τα θέλω του.

Το κρεβάτι είναι το σημείο ανάπαυσής μου, κατέχοντας μια περίεργη θέση στον χώρο. Ξαπλώνω και κοιτάζω το ταβάνι. Την οροφή του κελιού. Είναι το σημείο που μου υπενθυμίζει ότι δεν έχω τρόπο διαφυγής. Όταν κείτομαι ανάσκελα, το βλέμμα μου καρφώνεται εκεί. Νιώθω ρίγος να διαπερνάει το σώμα μου. Κρυώνω και κουλουριάζομαι. Μαζεύω τα πόδια σε εμβρυική στάση και σηκώνω ως να καλύψει το κεφάλι το σκέπασμα. Το καλύπτω για να μην βλέπω. Σφαλίζω τα μάτια σε σημείο που να πονάνε, σφίγγω τα δόντια και φτιάχνω τις παλάμες γροθιές. Είμαι έτοιμος να πυγμαχήσω με το άγνωστο. Το σκοτεινό, το ερεβώδες.

Δεν υπάρχει κανείς να του μιλήσω, ούτε να με απειλήσει. Είμαι παντελώς μόνος. Και όμως, το απόλυτο μαύρο είναι τρομακτικό. Αυτό είναι που αδυνατώ να συνηθίσω. Είναι τρομακτικά τα λεπτά που χρειάζονται

Page 101: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

101

μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Αυτά τα λίγα λεπτά -δεν έχω τη δυνατότητα επακριβώς να τα μετρήσω- είναι που μου προκαλούν δέος, φαντάζουν σαν ένας ατελείωτος χρόνος μαρτυρίου. Λες και η τιμωρία μου κορυφώνεται τη στιγμή λίγο πριν κοιμηθώ. Είναι ένα μαρτύριο που δεν περίμενα ότι θα το ζήσω.

Όταν ήμουν «έξω», τα βράδια πριν πέσω να κοιμηθώ, μελετούσα τα χαρτιά μου, έκανα έναν απολογισμό της μέρας που πέρασε και κρατούσα τις τελευταίες σημειώσεις ή έγραφα υπενθυμίσεις για τις δουλειές του επόμενου πρωινού. Με αυτά κατά νου, έκλεινα τα μάτια και αφηνόμουν στα χέρια του Μορφέα. Σχεδόν κάθε βράδυ, αυτό έκανα. Απαράλλακτες βραδινές κινήσεις. Μόνο τα βράδια του Σαββάτου άλλαζα το πρόγραμμά μου, καθώς η Κυριακή ήταν η μέρα της ανάπαυσης.

Όσο καιρό έμενε στο σπίτι ο αδελφός μου, τον καληνύχτιζα πριν κλείσω την πόρτα του υπνοδωματίου μου. Συνήθως αυτός ήταν σκυμμένος στα έγγραφά του. Μελετούσε ως αργά το βράδυ και το πρωί σηκωνόταν μια ώρα νωρίτερα από μένα. Εκείνη την εποχή δεν έδινα σημασία στις συνήθειες που τηρούσε. Δεν με ενδιέφεραν. Αργότερα κατάλαβα ότι πολλά από αυτά που έκανε ήταν γιατί ήθελε να αποφεύγει τις συναπαντήματα μαζί μου. Δεν ήθελε να με ανταμώνει στους κοινόχρηστους χώρους. Έτσι και αλλιώς, ελάχιστα ανταλλάσαμε μεταξύ μας. Κοιτούσε μόνο για τα τυπικά και τα απαραίτητα της συγκατοίκησης. Όταν έφυγε, είπα από μέσα μου «επιτέλους». Ένιωσα μια μεγάλη ανακούφιση. Η παρουσία του μου ήταν ενοχλητική. Θεωρούσα ότι ανά πάσα στιγμή παρακολουθούσε τις κινήσεις μου. Ακόμα και όταν δεν ήταν σπίτι, η αρνητική του ενέργεια ήταν έκδηλη. Το χρονικό διάστημα που ήμουν μόνος στο σπίτι δεν είχα νέα του. Ούτε γνώριζα με ποιες υποθέσεις ασχολιόνταν. Ήμουν χαρούμενος που δεν άκουγα να αναφέρεται το όνομά του, που δεν τον έβλεπα να με

Page 102: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

102

κοιτάζει και δεν μάθαινα τι κάνει στη ζωή του. Το σπίτι ήταν αποκλειστικά δικό μου και γι’ αυτό τον λόγο, είχα αλλάξει την κλειδαριά στην εξώπορτα. Κάποιοι γνωστοί, μου έλεγαν ότι διέπρεπε στο επάγγελμά του, αλλά αυτό παρέμενε παντελώς αδιάφορο για μένα. Οι δικές του επιτυχίες, ενδεχομένως να ήταν δικές μου δυσκολίες.

Ποτέ δεν ταυτίστηκαν τα επαγγελματικά μας ενδιαφέροντα. Ούτε επίσης συμπλεύσαμε στις επαγγελματικές μας ασχολίες. Η φοίτηση στη Νομική ήταν το μόνο κοινό σημείο που μας ένωσε. Μόνο η έναρξη της καριέρας μας, η επιλογή κατά την αρχική ενηλικίωση ήταν ίδια. Όμως αυτή η επιλογή, δεν ήταν δική μας απόφαση. Την αποφάσισε ο πατέρας. Εκείνος ήταν που ήθελε να σπουδάσουμε Νομική. Να ακολουθήσουμε, σε ένα βαθμό, τη δική του πορεία. Νομική-δικηγορία-δικαστικό σώμα-Άρειος Πάγος. Σπουδάσαμε αυτό που ήθελε. Του κάναμε το χατίρι. Σε έναν άνθρωπο που η μοναδική του «προσφορά» σε μένα ήταν οι παραφορτωμένες βιβλιοθήκες και οι καθημερινές νουθεσίες. Με αυτά που έκανε, πίστευε ότι μας στήριζε. Ότι υποστήριζε τις επιλογές μας. Θεωρούσε ότι ήταν αρωγός των προσπαθειών μας. Το έλεγε με σιγουριά και ικανοποίηση στις φιλικές του παρέες.

Στην αρχή είχα πειστεί για την ορθότητα των αποφάσεών του. Πέρασαν κάποια χρόνια για να καταλάβω ότι ξεκίνησα έναν λάθος δρόμο. Μπήκα με δική του προτροπή σε μια πορεία που δεν την ήθελα. Ο αδελφός μου είχε άλλη άποψη. Για κείνον, ο πατέρας ήταν η μέγιστη συμπαράσταση. Το ηθικό στήριγμα. Το πνευματικό οχυρό και η τράπεζα για την εκάστοτε δυσκολία. Τι να τα κάνεις όμως όλα αυτά; Ο πατέρας ζούσε μέσα στις πλάνες του. Στις ιδεοληψίες και στα πιστεύω του. Ηθική, χρέος, καθήκον, ευνομία, ευταξία και πολλοί άλλοι επιθετικοί προσδιορισμοί, πλούτιζαν το λεξιλόγιό του. Εγώ τους άκουγα από ανάγκη,

Page 103: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

103

υποχρεωτικά και με ενόχληση. Ενώ ο αδελφός μου, τους αξιοποίησε στη ζωή του. Τους αναπαρήγαγε στις συναναστροφές του.

Ευτυχώς όμως, όλα είχαν ένα τέλος. Μόλις βγήκε στη σύνταξη ο πατέρας, μας άφησε χρόνους. Ησύχασα. Ανακουφίστηκα. Η μάνα έμεινε μόνη. Προσκολλήθηκε πάνω μου. Αυτό δεν το άντεξα. Ήταν ένα βάρος που δεν το περίμενα. Το παιδί μπορεί να επιβαρύνει την μητέρα του, εκείνη όμως ποτέ της.

Μετά από λίγο καιρό έφυγα από το σπίτι. Έζησα κάμποσο μόνος. Εκείνο το διάστημα ήταν το καλύτερο. Μόνος, ανερχόμενος, εξελισσόμενος επιχειρηματίας. Ένας δραστήριος επαγγελματίας κι ένας ακριβοθώρητος εραστής. Είχα τα πάντα: παρέες, λεφτά, χρόνο, γυναίκες, ευκαιρίες. Όμως τέλειωσαν κι αυτά. Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι τα πάντα έχουν μια αρχή κι ένα τέλος. Κάποιες φορές, το τέλος φτιάχνει μια νέα αρχή, άλλες σε φέρνει σε μια πρωθύστερη κατάσταση και κάποιες, το τέλος είναι το κλείσιμο του κεφαλαίου, ακόμα και του ίδιου του βιβλίου.

Η μάνα πέθανε και επέστρεψα στο πατρικό. Ξαναγύρισα στην πατρογονική στέγη. Να βλέπω την Villa Bianca από το παράθυρό μου. Μόνο που δεν ήμουν ο μοναδικός ένοικος του σπιτιού. Ο αδελφός μου δεν είχε φύγει ποτέ του και η επιστροφή μου τον βρήκε να με περιμένει καθισμένο δίπλα από το σκρίνιο. Στην πολυθρόνα Chesterfield. Εκεί καθόταν όσο ζούσε ο πατέρας. Απέναντί του, στη βελούδινη βαθυκόκκινη μπερζέρα, η μάνα. Ο πατέρας διάβαζε την εφημερίδα του ή κάποιο νομικό βιβλίο, η μάνα ήταν απορροφημένη στους Ρώσους και τους Γάλλους κλασικούς. Καθισμένος σε κείνη την πολυθρόνα με «υποδέχτηκε». Ψυχρά και υποχρεωτικά. Εγώ, χωρίς να χρονοτριβήσω, πήγα τις βαλίτσες μου στο δωμάτιο. Μόνο μια καλησπέρα ανταλλάξαμε και τίποτα άλλο. Έτσι, αδιάφορα και

Page 104: ο κύριος Grand faux 17x24 (104)

104

παγωμένα, ξεκίνησε η νέα περίοδος στη ζωή μου. Με συγκάτοικο τον αδελφό μου και την εκνευριστική του έκφραση να μου χαλάει τη διάθεση. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Είδε και αποείδε, δεν άντεξε να μένει μαζί μου κι έφυγε. Μετά από λίγο καιρό, έφυγα και εγώ. Αναγκαστικά. Χωρίς τη θέλησή μου. Έτσι, το σπίτι άδειασε. Ερήμωσε. Έκτοτε δεν ξέρω τι γίνεται εκεί πέρα. Από εδώ που βρίσκομαι δεν έχω πληροφόρηση. Κανείς δεν πέρασε να μου πει αν το σπίτι υπάρχει ή έχει πουληθεί. Εκείνον, έχω να τον δω από την ημέρα που ο δικαστής εκφώνησε την ποινή μου. Εκεί στο δικαστήριο, ήταν που τον είδα για τελευταία φορά. Καθόταν στα δεξιά του δικαστή. Με κοίταζε με ένα παγερό βλέμμα. Ανέκφραστο. Σκληρό. Τιμωρητικό. Ενώ ήξερα ότι απέναντί μου ήταν ο αδελφός μου, καταλάβαινα ότι με κοιτούσε ένας ξένος. Ένα άγνωστο άτομο. Ο αδελφός μου είχε -εδώ και καιρό- πάψει να με θεωρεί αίμα του. Ήμουν ένας εγκληματίας. Ένας απατεώνας. Ήμουν αυτός που καταδίωκε. Που συνέλεγε στοιχεία για να τον κλείσει την φυλακή. Αυτή ήταν η δουλειά του. Να κυνηγάει τους απατεώνες. Αυτή είναι η δουλειά ενός εισαγγελέα. Ο αδελφός μου είναι ένας εισαγγελέας. Ο εισαγγελέας που με αποκάλυψε και μου απήγγειλε βαρύ κατηγορητήριο. Εγώ όμως τον αποκαλώ «εισαγγελίσκο».