ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

16
ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ F O R U M Μακροχρόνιες Ενεργειακές Προοπτικές Οι Προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα το 2050

description

Μακροχρόνιες Ενεργειακές Προοπτικές Οι Προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα το 2050

Transcript of ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

Page 1: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝF

OR

UM

Μακροχρόνιες Ενεργειακές ΠροοπτικέςΟι Προκλήσεις για τον Ενεργειακό Τομέα στην Ελλάδα το 2050

Page 2: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

Πόσο εύκολο είναι να διατυπώνονται μακροπρόθεσμες στρατη-γικές σε μία χώρα που έχει συνηθίσει να εστιάζει στο βραχυπρό-θεσμο κέρδος; Η προφανής απάντηση είναι «καθόλου εύκολο», ωστόσο υπάρχουν ορισμένες πρωτοβουλίες που αφήνουν περι-θώριο αισιοδοξίας. Μία από αυτές αποτελεί και η έρευνα «Μα-κροχρόνιες Ενεργειακές Προοπτικές: Οι Προκλήσεις για τον Ε-νεργειακό Τομέα στην Ελλάδα με Ορίζοντα το 2050», η οποία πα-ρουσιάστηκε στις 14 Ιουλίου, αποτέλεσμα της συνεργασίας μετα-ξύ του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟ-ΒΕ) και του Εργαστηρίου Ενέργειας-Οικονομίας-Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου υπό τον καθηγητή Πα-ντελή Κάπρο.

Παρουσιάζοντας τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης ο κ. Κάπρος τόνισε ότι «ο ενεργειακός τομέας της Ελλάδας, όπως και της ΕΕ, βρίσκεται μπροστά σε μία μεγάλη πρόκληση για να μετα-σχηματιστεί σε ένα σύστημα πολύ πιο αποδοτικό ενεργειακά και με δραστικά μειωμένες εκπομπές CO2». Επεσήμανε, επίσης, ότι «βασικές ενεργειακές επιλογές του παρελθόντος, όπως η διατή-ρηση του λιγνίτη ως στρατηγικού καυσίμου, τα επίπεδα τιμών ε-νέργειας που δεν αντανακλούν το κόστος, οι μικρές δαπάνες ε-πένδυσης σε ενεργειακό εξοπλισμό και κτίρια, η κυριαρχία του πετρελαίου στον τομέα των μεταφορών και το απόλυτα συγκε-ντρωτικό σύστημα ηλεκτροπαραγωγής θα πρέπει να αλλάξουν».

Στη συνέχεια, ο καθηγητής σκιαγράφησε τις νέες επιλογές και πρακτικές που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν την ενεργειακή στρατηγική. Αυτές περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε μεγάλη κλίμακα, την ανάπτυξη υποδομών και την αξιοποίηση του φυσικού αερίου για την εξισορρόπηση φορτίου, όπως επί-σης και την επιβολή τιμών που ανακτούν το πλήρες κόστος, κα-θώς και το κόστος αποφυγής των εκπομπών. Σε αυτές τις επιλο-γές θα πρέπει να ανήκουν, επιπλέον, οι υψηλές δαπάνες επένδυ-σης σε εξοικονόμηση ενέργειας και σε πιο αποδοτικό ενεργειακό εξοπλισμό (και μικρότερες λειτουργικές δαπάνες), ο εξηλεκτρι-σμός των μεταφορών, η επέκταση της χρήσης βιοκαυσίμων και η ανάπτυξη της αποκεντρωμένης ηλεκτροπαραγωγής με έξυπνα δίκτυα και μετρητές.

Σύμφωνα με τον κ. Κάπρο, η πρόκληση συνίσταται τελικά στο πώς θα αυξηθούν σημαντικά οι επενδύσεις σε όλους τους τομείς, καθώς εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν 200 δισ. ευρώ επενδύσεων μέχρι το 2050 επιπλέον αυτών που προβλέπονται από το σενά-ριο αναφοράς. Στο πλαίσιο αυτό, περιέγραψε τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν, προκειμένου να προσελκυστούν νέες επενδύ-σεις, αλλά και τους τομείς στους οποίους θα πρέπει να κατευθυν-θούν οι επενδύσεις αυτές.

Forum ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

Σχεδιάζοντας το αύριο

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝF

OR

UM

Η έκδοση ετοιμάστηκε από τη ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΣ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΕ για λογαριασμό του Forum ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝPROJECT MANAGER: Βίκτωρας ΔήμαςΟΜΑΔΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Χρήστος Τσαπακίδης, Θάνος Τριανταφύλλου ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Εμμανουέλα Χειρακάκη

Page 3: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

σως φαίνεται οξύμωρο το γεγονός ότι σε μία περίοδο έντονης αβεβαιότητας, παρουσιάζουμε μία μελέτη για τις μακροχρόνιες ενεργειακές προοπτικές της χώρας μας, αλλά και τις προκλήσεις σε επίπεδο στρατηγικής και σχεδιασμού που οφείλει να αντιμετωπίσει ο ενερ-

γειακός τομέας και, εμμέσως, η ελληνική οικονομία, σε μία προοπτική που φτάνει το 2050.

Πέρα, όμως, από τα προβλήματα και τις αβεβαιότητες που συνδέονται με την τρέχουσα δυσμενή συγκυρία, η ι-στορία μάς δείχνει ότι κάθε προσπάθεια σχεδιασμού στη χώρα μας, και δη μακροχρόνιου, έχει να αντιμετωπίσει ση-μαντικά εμπόδια, τα οποία αποτρέπουν την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών και καθιστούν εκ προοιμίου δυσε-πίτευκτους τους στόχους που έχουν τεθεί.

Πιστεύω ότι τα όποια προβλήματα στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων πολιτικής μπορεί να μετριαστούν με τεκμηριωμένη ανάλυση, κατάλληλη οργάνωση και μεσο-μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Για το λόγο αυτό, η εξέταση των μακροχρόνιων ενεργειακών προοπτικών που επιχει-ρείται στην παρούσα μελέτη, θεωρώ ότι μπορεί να συμβά-λει στο δημόσιο διάλογο, ενημερώνοντας τους σχεδιαστές πολιτικής αλλά και κάθε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος για τις δυνατές επιλογές και τις συνέπειες αυτών των επιλογών που, εκ της φύσης του ενεργειακού σχεδιασμού, διαχέονται αρκετά μακριά στο μέλλον.

Στο πλαίσιο αυτό, η συνεργασία μας με το Εργαστήριο Υποδειγμάτων Ενέργειας-Οικονομίας-Περιβάλλοντος του ΕΜΠ, για την εκπόνηση σεναρίων που μπορούν να υπο-στηρίξουν το μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό της χώ-ρας μας, αποτέλεσε μία επιλογή με κύριο γνώμονα την α-ξιόπιστη τεκμηρίωση και την αξιοποίηση της πολύπλευρης γνώσης του αντικειμένου που διαθέτει.

Πέρα από τη μακρόχρονη εμπειρία στα ενεργειακά θέ-ματα και τα αναγνωρισμένα, διεθνούς κύρους, υπολογιστι-κά εργαλεία που έχει αναπτύξει το εργαστήριο υπό την κα-θοδήγηση του καθηγητή Παντελή Κάπρου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επι-τροπή, στο πλαίσιο του σχεδιασμού της Ευρωπαϊκής Στρα-τηγικής στον ενεργειακό τομέα και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καταστρώνει πολιτικές και υιοθετεί μέτρα που σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται στα αποτελέσμα-τα των συγκεκριμένων αναλυτικών υποδειγμάτων.

Η διάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς σε συνδυασμό με την εγκυρότητα της μεθοδολογίας που α-

κολουθήθηκε στη μελέτη, επιτυγχάνεται, ταυτόχρονα, συ-νέπεια με τις υποθέσεις και τα αποτελέσματα που καθοδη-γούν τη στρατηγική στον ενεργειακό τομέα σε ευρωπαϊ-κό επίπεδο.

Μία βασική διαπίστωση της μελέτης είναι ότι το πλαί-σιο ενεργειακής πολιτικής, που έχει ήδη συμφωνηθεί μέχρι το 2020, εφόσον εφαρμοστεί με συνέπεια, οδηγεί στο επι-θυμητό μεσοπρόθεσμο αποτέλεσμα, δηλαδή στην επίτευξη των στόχων της ενεργειακής δέσμης μέτρων που είναι γνω-στή ως στόχοι «20-20-20». Ωστόσο, δεν επαρκεί για την ε-πίτευξη του «κυοφορούμενου» μακροχρόνιου στόχου μεί-ωσης των εκπομπών.

Η επίτευξη αυτού του στόχου, δηλαδή η μετάβαση προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμο-κηπίου, θα απαιτήσει το δραστικό μετασχηματισμό του ε-νεργειακού συστήματος και την προετοιμασία ενός ακό-μη πιο φιλόδοξου σχεδίου για τη μετά το 2020 περίοδο, με άξονες που σταθερά περιλαμβάνουν την εξοικονόμηση ε-νέργειας, τις ΑΠΕ, το φυσικό αέριο, τα «έξυπνα» δίκτυα και τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών.

Οι ενεργειακές επιλογές που απαρτί-ζουν τα σενάρια που εξετάστηκαν έχουν σημαντικές επιδράσεις στην οικονομία. Κάθε επιλογή στην κατεύθυνση της δρα-στικής μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου συνοδεύεται από ση-μαντικό επιπρόσθετο κόστος, το οποίο κινείται κατά μέσο όρο στην περιοχή του +3% του ΑΕΠ για τα επόμενα 40 χρόνια (συγκριτικά με την πορεία χωρίς πο-λιτικές μείωσης των εκπομπών).

Σε κάθε περίπτωση, η ανάληψη αυτού του κόστους εί-ναι αναγκαία, λαμβάνοντας υπόψη τις καταστροφικές συ-νέπειες της κλιματικής αλλαγής, τις οποίες αυτά τα μέτρα επιχειρούν να μετριάσουν. Αυτό το επιπλέον κόστος, ό-πως αντανακλάται στην αύξηση των τιμών των ενεργεια-κών προϊόντων, θα επηρεάσει αρνητικά την ελληνική οικο-νομία, ιδιαίτερα τους ενεργοβόρους κλάδους, και θα αυξή-σει τον κίνδυνο ενεργειακής φτώχειας στα νοικοκυριά, κά-νοντας ιδιαίτερα επιτακτική την ανάγκη μετριασμού αυ-τών των δυσμενών επιδράσεων. Ωστόσο, κατά βάση αφο-ρά σε νέες επενδύσεις, οι οποίες θα αντισταθμίσουν, του-λάχιστον μερικώς, την αρνητική επίδραση στην οικονομι-κή δραστηριότητα και την απασχόληση από το αυξημένο κόστος ενέργειας.

Με ορίζοντα το 2050του. Γιάννη Στουρνάρα*

*Ο κ. Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.

Page 4: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

αρά τις ευχάριστες ή δυσάρεστες εκπλή-ξεις που επιφυλάσσουν τα συμπεράσματα της μελέτης αυτής, οφείλουμε να συγχαρού-με το ΙΟΒΕ και το Εργαστήριο Ενέργειας-Οικονομίας και Περιβάλλοντος του Εθνικού

Μετσόβιου Πολυτεχνείου για την εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη μελέτη που παρουσίασαν σχετικά με τις μακροχρόνιες ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας.

Είναι γνωστό ότι έχουν γίνει κατά καιρούς προσπά-θειες διαμόρφωσης ενεργειακού σχεδιασμού. Εντούτοις, είναι η πρώτη φορά που κατατίθεται μία ενεργειακή με-λέτη βασισμένη στις υποχρεώσεις, αλλά και τους στό-χους της κλιματικής αλλαγής, η οποία ευθυγραμμίζεται με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και με προδιαγραφές που α-ναγνωρίζονται από τους άλλους εταίρους μας. Με αυτή την έννοια, αποτελεί μία σύγχρονη προσέγγιση διερεύ-νησης, έστω και σεναριακά, του ενεργειακού μας μέλλο-ντος. Η δική μας εταιρική κουλτούρα μάς υποδεικνύει ό-τι η βουτιά στο μέλλον δεν βλάπτει, δίνει ορίζοντα και χρόνο προετοιμασίας των πολιτικών και επιχειρηματι-κών επιλογών.

Αυτό, εξάλλου, αποτέλεσε και ένα κύριο λόγο που η ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΕ αποφάσισε τη χορηγία της μελέ-της αυτής. Οι άλλοι λόγοι έχουν να κάνουν με αυτό κα-θεαυτό το μέλλον της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα. Η ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΕ αποτελεί το σημαντικότερο μη κρατικό επενδυτή στην ηλεκτροπαραγωγή και το φυσικό αέριο, αντιμετωπίζει το χώρο της ενέργειας μακροπρόθε-σμα, και επομένως είναι εκ της θέσης άμεσα ενδιαφερό-μενος να αποκτήσει η Ελλάδα ένα εργαλείο μακροχρόνι-

ου ενεργειακού σχεδιασμού. Αυτή η σεναριακή ανάλυση, είμαστε βέβαιοι ότι θα συμβάλει ουσιαστικά στην τεκμη-ρίωση των όποιων πολιτικών επιλογών.

Ζούμε μεγάλες αλλαγές στο θεσμικό και οικονομικό μας γίγνεσθαι, τα δε τελευταία χρόνια υποχρεωνόμαστε σε ταχύτερους ρυθμούς ενσωμάτωσης των θεσμών και της οικονομίας στις ευρωπαϊκές αγορές, όπως αυτές έ-χουν εκφραστεί σε νομοθεσίες και οδηγίες. Η μελέτη αυ-τή θεωρεί ότι η ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία εφαρ-μόζεται στην Ελλάδα καθ’ ολοκληρίαν, και σωστά, διό-τι ευρωπαϊκή χώρα είμαστε, και πρέπει να υπάρχουν στα-θερές αναφορές. Θεωρώ ενδιαφέρουσα την αποτίμηση της τρέχουσας ενεργειακής πολιτικής την οποία η μελέτη κρίνει ως επαρκή, τουλάχιστον για την επίτευξη των με-σοπρόθεσμων στόχων. Ομως, είναι βέβαιο ότι η προσπά-θεια εγκατάλειψης βασικών ενεργειακών πολιτικών του παρελθόντος δεν έχει τελεσφορήσει, όπως δεν είναι βέ-βαιο ότι βλέπουμε τα πρώτα αποτελέσματα της τρέχου-σας πολιτικής για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στό-χων. Η μελέτη τεκμηριώνει και επιστημονικά αδυναμί-ες, όπως:• Αργή ανάπτυξη των ΑΠΕ και μεγάλη έλλειψη δια-

συνδετικών δικτύων.• Στρεβλώσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έλ-

λειψη κοστοστρέφειας των τιμών, έλλειψη διμερών συμβάσεων, συνεχής λειτουργία παλαιών ρυπογόνων μονάδων, επιμονή σταυροειδών επιδοτήσεων, χρόνι-ες αγκυλώσεις.

• Καθυστερήσεις στην ενσωμάτωση καινοτόμων τε-χνολογιών έξυπνων δικτύων, βιομάζας και βιοκαυσί-

Μία ελπιδοφόρα

Page 5: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

πρωτοβουλίατου Ιωάννη Δεσύπρη*

μων, μεγάλης κλίμακας μονάδων συμπαραγωγής υ-ψηλής απόδοσης και αιολικών.Οι αδυναμίες αυτές έχουν πραγματικό κόστος στον

καθένα από εμάς ως καταναλωτές, στην παραγωγική βι-ομηχανία -και ιδιαίτερα την εξαγωγική που καλείται να ανταγωνιστεί ίδια προϊόντα που παράγονται αλλού στην Ευρωζώνη-, στους επενδυτές παραγωγούς ενέργειας εί-τε θερμικών είτε ανανεώσιμων. Οι αδυναμίες κοστίζουν εντέλει στην εθνική οικονομία. Και επιπλέον, κοστίζουν σε έλλειψη νέων επενδύσεων συνολικά, διότι το κόστος των επενδύσεων σε ένα αδύναμο θεσμικό και ρυθμιστι-κό πλαίσιο καταλήγει να είναι πέραν του κανονικού, δη-μιουργεί δε και κινδύνους πέραν του αποδεκτού επιχει-ρηματικού κινδύνου.

Είναι δε αυτό ακριβώς που υποχρέωσε την Ευρωπαϊ-κή Ενωση στην έκδοση του τρίτου ενεργειακού πακέτου, που αυτές τις ημέρες συζητείται στη Βουλή, με την ενί-σχυση των ρυθμιστικών Αρχών και την ίδρυση του Ευ-ρωπαίου ρυθμιστή, ώστε να υπάρχει ενιαίος έλεγχος και πιστοποιήσεις των ρυθμιζομένων, και μάλιστα εν όψει της σύγκλισης των περιφερειακών αγορών το 2015. Με αυτή την έννοια, όλοι οι εμπλεκόμενοι στην ενεργειακή αγορά ευελπιστούμε στην οικονομική και διοικητική αυ-τονομία του ρυθμιστή. Αυτό θα συμβάλει σημαντικά στη σταθεροποίηση του πλαισίου των αναγκαίων επενδύσε-ων. Το μήνυμα που καλείται να δώσει η πολιτική ηγεσία μέσα από την οικονομική και διοικητική αυτονομία του ρυθμιστή αποτελεί ένα ισχυρότατο μήνυμα προς τους ξένους επενδυτές ότι δεν υπάρχουν ρυθμιστικοί κίνδυ-νοι στην Ελλάδα.

Είναι αυτό ακριβώς που έχει γίνει σε όλη την Ευρω-ζώνη. Πιστεύετε ότι δεν έχουν καλύτερες κυβερνήσεις ή καλύτερη διοικητική μηχανή από την Ελλάδα; Και όμως, σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα ο ρυθμιστής ισχυροποιήθη-κε, προκειμένου να μειωθούν οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι και να γίνονται επενδύσεις.

Βρισκόμαστε στην αρχή της μετάβασης προς μία οι-κονομία χαμηλών εκπομπών, η οποία απαιτεί σημαντι-κές αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο της ενεργειακής α-γοράς, στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και στη νοοτροπία μας ως καταναλωτές και πολίτες. Είναι αλή-θεια ότι έχει θεσπιστεί μία πληθώρα μέ-τρων με κυμαινόμενο βαθμό δυσκολί-ας υλοποίησης και σημαντικό κόστος, προκειμένου να επιτευχθούν οι στό-χοι του «20-20-20». Εντούτοις η μελέ-τη αυτή υποδεικνύει μεγαλύτερη προ-σήλωση σε αυτά τα μέτρα, ταχύτητα στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και γενναιότητα στην απόρριψη των αγκυλώσεων.

Εμείς, στον όμιλο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ΑΕ είμαστε ευ-τυχείς, διότι μας δόθηκε η ευκαιρία να συμβάλουμε μέσω αυτής της χορηγίας στη διαμόρφωση ενός Road Map, του αναγκαίου ενεργειακού οδικού χάρτη προς τη μείω-ση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, ο οποίος προσφέρει τεκμηριωμένα κοστολογικά σενάρια και προ-τάσεις πολιτικής εφαρμογής, τα δε συμπεράσματα θα εί-ναι χρήσιμα στην πολιτική ηγεσία, στο ρυθμιστή, αλλά και σε όλη την ενεργειακή βιομηχανία.

*Ο κ. Ιωάννης Δεσύπρης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) και διευθυντής Ρυθμιστικών Θεμάτων του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίος ΑΕ.

Page 6: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

χάραξη εθνικής ενεργειακής πολιτικής αποτε-λεί πολυπαραμετρικό πρόβλημα. Βασικά στοι-χεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι η ζήτηση ενέργειας, οι εθνικές δεσμεύσεις προς την ΕΕ, οι συγκεκριμένες χρηματοοικονομικές

συνθήκες της χώρας, οι συνθήκες της αγοράς ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή, η στρατηγική των γειτόνων, οι δι-εθνείς αγορές των καυσίμων, οι τεχνολογικές εξελίξεις (ό-πως η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρα-κα) αλλά και τεχνικά θέματα όπως οι υπάρχουσες διασυν-δέσεις και οι αναγκαίες καινούργιες ή αναβαθμίσεις υ-παρχουσών.

Η Ελλάδα εκπέμπει μόλις το 0,3% των παγκόσμιων εκπομπών CO2, με συνέπεια να αναρωτιέται κανείς ποια θα ήταν τα οφέλη από την επίτευξη των περιβαλλοντι-κών στόχων που προτείνονται από τη μελέτη στην περί-πτωση που δεν υπάρχει παγκόσμια συντονισμένη δρά-ση. Βεβαίως και πρέπει να ληφθούν μέτρα σε τοπικό επί-πεδο για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματι-

κής αλλαγής, αλλά αυτά θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στη σημερινή πραγματικότητα και να έχουν ρεαλι-στικούς στόχους. Από την άλλη πλευ-ρά, πρέπει να σημειωθεί ότι και σε ευ-ρωπαϊκό επίπεδο παρατηρούνται δια-φορετικές προσεγγίσεις, όχι μόνο με-

ταξύ κρατών-μελών, αλλά και μεταξύ διαφορετικών Γενι-κών Διευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε διεθνές επίπεδο η τάση αυτή, όπως είναι αναμενόμενο, εντείνεται.

Με αυτά τα δεδομένα κρίνεται σκόπιμο να εστιάσου-με στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για το 2020 και να τοποθετήσουμε σε νέα βάση τους μετά το 2020 στόχους.

Η μελέτη του ΙΟΒΕ αναδεικνύει την επίδραση της ε-νεργειακής πολιτικής στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Ομως, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν αναλύονται οι αλληλε-πιδράσεις της με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με την εξέλιξη του χρέους, καθώς και με τη δυνατότητα

ή την αδυναμία άντλησης κεφαλαίων για τις απαιτούμε-νες επενδύσεις. Επίσης, στα εξεταζόμενα σενάρια αποτυ-πώνεται μία μάλλον αισιόδοξη εικόνα για τις δυνατότη-τες εξοικονόμησης ενέργειας, ενώ, παράλληλα, εκτιμάται ότι η ελληνική Πολιτεία θα κινηθεί αποτελεσματικά. Δυ-στυχώς, το παρελθόν σε καμία περίπτωση δεν συνηγορεί προς αυτή την κατεύθυνση.

Το τελευταίο διάστημα παρουσιάζονται διάφορα ε-ναλλακτικά σενάρια για την ηλεκτροπαραγωγή, για το μείγμα καυσίμου και τις επιλογές που μπορούν να γίνουν, ώστε να επιτευχθούν οι περιβαλλοντικές δεσμεύσεις της χώρας από διάφορους φορείς (μεταξύ των οποίων και το ΥΠΕΚΑ). Επειδή, όμως, παρουσιάζουν σημαντικές απο-κλίσεις -ιδιαίτερα στα απαιτούμενα κεφάλαια προς επέν-δυση-, είναι αναγκαίο αυτές οι μελέτες να αξιολογηθούν συγκριτικά, ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε α-σφαλή συμπεράσματα και σε στρατηγικές επιλογές.

Μέχρι να καταλήξουμε στον κατάλληλο για τις ανά-γκες της χώρας συνολικό ενεργειακό προγραμματισμό, θα πρέπει να προωθηθεί η μείωση της χρήσης λιγνίτη (ε-κτός εάν η πρόοδος της τεχνολογίας CCS μας εκπλή-ξει) και η ενίσχυση των ΑΠΕ και της χρήσης φυσικού α-ερίου. Η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ θα πρέπει να συνο-δευτεί από πρόσθετες μονάδες φυσικού αερίου, εκτός αυ-τών που ήδη κατασκευάζονται ή έχουν δρομολογηθεί, και οι οποίες, είτε θα πρέπει να έχουν διασφαλισμένο βιώσιμο όριο ωρών λειτουργίας, είτε θα πρέπει να λειτουργούν υ-πό καθεστώς διοικητικών ρυθμίσεων.

Συνεπώς, ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας θα πρέ-πει να έχει σαν κύρια προτεραιότητα τη στήριξη της προ-σπάθειας για έξοδο της χώρας από την κρίση, δηλαδή θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα λαμβάνοντας υπόψη το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το κόστος του χρήματος και τη βέλτιστη αξιοποίηση των υπαρχουσών ε-πενδύσεων. Παράλληλα, θα πρέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκτιμήσει το κόστος μηδενισμού των εκπομπών CO2 το 2050, ώστε να υπάρξει γενική αποδοχή τόσο από την επι-χειρηματική κοινότητα, όσο και από την κοινωνία.

Η σημασία του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού

του. Αναστάσιου Καλλιτσάντση*

*Ο κ. Αναστάσιος Καλλιτσάντσης είναι πρόεδρος

του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών

Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ).

Page 7: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

προσπάθεια καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται ότι θα απαιτήσει τη μείωση των εκπομπών αε-ρίων θερμοκηπίου στην Ελλάδα κατά 70%-75% το 2050 έναντι του 1990. Εφόσον εφαρμοστούν κατά γράμμα οι ήδη θεσμοθετημένες πολιτικές (σενάριο αναφοράς), οι στόχοι διείσδυσης ΑΠΕ για το 2020 επιτυγχάνονται, ενώ μετά το 2020 το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή σταθεροποιείται στο 50%. Επιπρόσθετα, οι ε-νεργειακές υπηρεσίες στο σενάριο αναφοράς κοστίζουν, σωρευτικά για την περίοδο 2010-2050, 236 δισ. ευρώ,

0,8% περισσότερα από ό,τι στο σενάριο καμίας πολιτικής (1,8% του σωρευτικού ΑΕΠ).Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου σταθεροποιούνται μετά το 2020 σε επίπεδα κατά

25%-30% χαμηλότερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα του 2005, απέχοντας, ωστόσο, σημαντικά από τη μείωση που απαι-τείται. Η επίτευξη του στόχου για το 2050 απαιτεί κατ' αρχάς, εξοικονόμηση ενέργειας, σε ποσοστό 20% μέχρι το 2030 και 50% το 2050, καθώς και διείσδυση των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας τουλάχιστον 35% το 2050. Επίσης, για την εκπλήρωση του συγκεκριμένου στόχου απαιτείται το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή να ανέλθει το 2050 σε επίπεδα μεταξύ 48% και 83%, ανάλογα με την υιοθέτηση ή μη των τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 (CCS) και πυρηνικών. Τέλος, χρειάζεται το 85% των οδικών μεταφορών το 2050 να εκτελείται από ηλεκτρικά μέσα.Σε καθένα από τα σενάρια που εξετάστηκαν, υφίστανται σημαντικά τεχνοοικονομικά, θεσμικά και κοινωνικά εμπόδια και αβεβαιότητες, όπως το ζήτημα των «ΑΠΕ» (στοχαστικότητα ηλεκτροπαραγωγής, χωροταξικά ζητήματα, ανεπάρκεια των υποδομών), των «ΑΠΕ και των CCS» (επιλογή κατάλληλων γεωλογικών μορφωμάτων, έλλειψη κοινωνικής αποδοχής, α-νάπτυξη κατάλληλων υποδομών, τεχνολογική αβεβαιότητα) και των «ΑΠΕ σε συνδυασμό με τα πυρηνικά» (κίνδυνος δυ-στυχήματος, έλλειψη κοινωνικής αποδοχής, τήρηση πολύ υψηλών προδιαγραφών ασφάλειας, υψηλό και αβέβαιο κόστος κατασκευής, έλλειψη τεχνογνωσίας, διαχείριση ραδιενεργών αποβλήτων).

Αναφορικά με τα σενάρια χαμηλών εκπομπών, αυτά επιφέρουν ένα επιπρόσθετο κόστος της τάξης των 120 με 145 δισ. ευρώ (σε τιμές 2008) για την περίοδο 2010-2050, συγκριτικά με το κόστος του σεναρίου αναφοράς (περίπου 1% του σω-ρευτικού ΑΕΠ). Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τον καταναλωτή στα σενάρια χαμηλών εκπομπών είναι υψηλότερες κα-τά 15%-25% του σεναρίου αναφοράς, το οποίο ήδη παρουσιάζει τιμές κατά 20% υψηλότερες συγκριτικά με το σενάριο κα-μίας πολιτικής.

Εκτός από τη συμβολή στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η προσπάθεια μείωσης εκπομπών επιφέρει οφέ-λη, όπως νέες επενδύσεις (1% του ΑΕΠ ετησίως), μείωση της εξάρτησης της χώρας από εισαγωγές ενέργειας και μεγαλύτε-ρη ενεργειακή ασφάλεια. Σε κάθε περίπτωση, το μετρήσιμο κόστος της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος μείωσης των εκπομπών.

Οπως και να έχει, η επίτευξη της μετάβασης σε οικονομία χαμηλών εκπομπών απαιτεί σημαντικές αλλαγές στο ρυθ-μιστικό πλαίσιο της ενεργειακής αγοράς, στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και στη νοοτροπία μας ως κατανα-λωτές και πολίτες.

ΜΑΚΡΟΧΡOΝΙΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚEΣ: ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΤΟΜΕΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΜΕ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΤΟ 2050

ΚΥΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ

Η μελέτη εκπονήθηκε από το ΙΟΒΕ σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ενέργειας - Οικονομίας - Περιβάλλοντος του Εθνικού Μετσόβιου Πανεπιστημίου (ΕΜΠ), με την ευγενική χορηγία του Ομίλου Επιχειρήσεων Μυτιληναίος ΑΕ.

Page 8: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

απειλή από τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματι-κής αλλαγής έχει ανατρέψει τις παραδοσιακές προτε-ραιότητες της ενεργειακής πολιτικής παγκοσμίως. Η α-σφάλεια εφοδιασμού και η ελαχιστοποίηση του (μετρή-σιμου) κόστους παροχής ενεργειακών υπηρεσιών πα-

ραμένουν σημαντικοί στόχοι, αλλά πλέον πρωτεύοντα στόχο α-ποτελεί η μετάβαση προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών αερί-ων θερμοκηπίου.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ηγούνται στην παγκόσμια προσπάθεια μετάβασης, έχοντας θεσμοθετήσει φι-λόδοξους στόχους για το 2020. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι αυ-τοί οι στόχοι καλύπτουν μόνο την αρχική φάση της μετάβασης. Ο μετριασμός των κινδύνων της υπερθέρμανσης απαιτεί τον περιορι-σμό της αύξησης της θερμοκρασίας της Γης το πολύ κατά δύο βαθ-μούς Κελσίου μέχρι το 2100, σε σύγκριση με το πριν από τη βιομη-χανική επανάσταση επίπεδο. Με το υφιστάμενο επίπεδο γνώσης για τα κλιματικά φαινόμενα, αυτός ο στόχος μεταφράζεται σε μείωση εκπομπών παγκοσμίως κατά 50% το 2050, συγκριτικά με τα επίπε-δα εκπομπών του 1990. Αυτός ο στόχος κατανέμεται με βάση το ε-

πίπεδο οικονομικής ανάπτυξης κάθε χώρας. Για την Ελλάδα προ-κύπτει στόχος μείωσης των εκπομπών κατά 70%-75% το 2050 ένα-ντι του 1990.

Πρόκειται για εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο μείωσης εκπομπών, η επίτευξη του οποίου επιβάλλει ριζική ανατροπή τόσο στη διαδικα-σία παραγωγής και μετατροπής ενέργειας, όσο και στην κατανάλω-σή της. Βρισκόμαστε στην αρχή της μετάβασης προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών, η οποία απαιτεί σημαντικές αλλαγές στο ρυθ-μιστικό πλαίσιο της ενεργειακής αγοράς, στη λειτουργία του κρατι-κού μηχανισμού και στη νοοτροπία μας ως καταναλωτές και πολίτες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα μελέτη επιχειρεί να αναλύσει την πορεία του ενεργειακού τομέα και τις διαθέσιμες επιλογές κατά την προσπάθεια ελαχιστοποίησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπί-ου στη χώρα μας. Η μελέτη παρουσιάζει την προσομοίωση της πο-ρείας του ενεργειακού συστήματος στην Ελλάδα μέχρι το 2050 με τη χρήση του μαθηματικού υποδείγματος PRIMES του εργαστηρί-ου Ε3MLab του ΕΜΠ υπό εναλλακτικά σενάρια ενεργειακής πολιτι-κής. Η μελέτη περιλαμβάνει σύντομη αποτίμηση της τρέχουσας κα-τάστασης στην ενεργειακή πολιτική και προτείνει μέτρα πολιτικής.

ενεργειακός τομέας στην Ελλάδα είναι λιγότερο αποδο-τικός σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ. Ιδιαίτερα προ-

βληματικός είναι ο τομέας μεταφορών, όπου παρατηρείται

ανεπάρκεια μέσων σταθερής τροχιάς, επέκταση των οδι-

κών μεταφορών εμπορευμάτων χωρίς σχεδιασμό, εκτεταμέ-

νη χρήση αεροπορικών μεταφορών, ενώ η χρήση δημόσιων μετα-φορών στα αστικά κέντρα είναι περιορισμένη σε σύγκριση με άλ-λες ευρωπαϊκές χώρες.

Σημαντικές εκκρεμότητες συνεχίζουν να υφίστανται και στον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας. Η ανάπτυξη των ΑΠΕ, που μαζί με την ενεργειακή εξοικονόμηση αποτελούν τους βασικότερους μοχλούς της μετάβασης σε ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλών εκπομπών CO2, μέχρι στιγμής επιτελείται με αργούς ρυθμούς, παρά το αξιο-σημείωτο επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Πολλά από τα έργα ΑΠΕ κω-λυσιεργούν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε γραφειοκρατικές δια-δικασίες αδειοδότησης και δικαστικές εμπλοκές, λόγω ανεπάρκειας του χωροταξικού σχεδιασμού και άλλων παραγόντων. Η διαδικασία αδειοδότησης απλοποιήθηκε με το Ν3851/2010, αλλά υπάρχει σο-βαρό ενδεχόμενο μεσοπρόθεσμα να προκύψει ανάγκη επιπλέον με-ταρρυθμίσεων σε περίπτωση απόκλισης από τους στόχους. Η ανά-πτυξη των ΑΠΕ παρεμποδίζεται και από την ανεπάρκεια του συστή-ματος μεταφοράς και τη δυσκολία ολοκλήρωσης των αναγκαίων έρ-γων στο σύστημα, όπου επίσης υφίστανται σοβαρά ζητήματα χωρο-ταξικής φύσης και αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες.

Ο υφιστάμενος τρόπος λειτουργίας του τομέα ηλεκτρικής ενέρ-γειας δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη μετάβαση προς μία ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων θερ-μοκηπίου. Οι σταυροειδείς επιδοτήσεις στις ρυθμιζόμενες τιμές η-λεκτρικής ενέργειας στρεβλώνουν την προσπάθεια επίτευξης ενερ-γειακής αποτελεσματικότητας, ενώ μέχρι να αρθούν πλήρως, περι-ορίζουν τη δυνατότητα εισόδου νέων προμηθευτών. Η έλλειψη σύν-

δεσης των ρυθμιζόμενων τιμών ηλεκτρικής ενέργειας με τις συνθή-κες κόστους δημιουργούν υπέρμετρο ρίσκο για τη δραστηριοποίη-ση στην αγορά λιανικής. Ο χαμηλός βαθμός ανταγωνισμού στην α-γορά και η περιορισμένη συνεργασία σε περιφερειακό επίπεδο περι-ορίζουν τις ανταγωνιστικές πιέσεις που οδηγούν σε ελαχιστοποίηση του κόστους και σε καινοτομικές δράσεις. Παραμένουν σε λειτουρ-γία πολύ παλαιές, ρυπογόνες και μη αποδοτικές μονάδες ηλεκτρο-παραγωγής. Η υποχρεωτική συμμετοχή στη χονδρεμπορική αγορά περιορίζει τη δυνατότητα σύναψης μακροπρόθεσμων συμβολαίων παροχής ενέργειας σε μεγάλους καταναλωτές. Η ένταξη των τεχνο-λογιών ηλεκτροπαραγωγής με μηδενικές εκπομπές, όπως οι ΑΠΕ, σε ανταγωνιστικές αγορές αποτελεί πρόκληση παγκοσμίως και πρέ-πει να επιτευχθεί με τρόπο που θα περιορίζει τις επιπτώσεις του εγ-χειρήματος στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την ενεργειακή φτώχεια.

Στην απελευθέρωση της χονδρικής αγοράς φυσικού αερίου ση-μειώθηκε πρόοδος τον τελευταίο χρόνο με τις πρώτες παραλαβές φορτίων υγροποιημένου αερίου από μεγάλους καταναλωτές, χωρίς τη μεσολάβηση της κρατικής επιχείρησης (ΔΕΠΑ). Ωστόσο, η εισα-γωγή του φυσικού αερίου στις άμεσες χρήσεις εκτός της ηλεκτροπα-ραγωγής γίνεται με αργούς ρυθμούς και ως εκ τούτου εξακολουθεί να είναι περιορισμένης έκτασης.

Εάν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις, οι αποκλίσεις από τους στόχους και τις υποχρεώσεις της χώρας θα διευρύνονται συνεχώς σε όλους τους τομείς. Οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι μεγάλες, όπως σημαντική αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμέ-νου να καλυφθεί το κόστος εκπομπών που προβλέπεται από το μη-χανισμό ETS. Η απόκλιση από τους στόχους λόγω ανικανότητας υ-πέρβασης των υφιστάμενων αγκυλώσεων και νοοτροπιών απειλεί να «τορπιλίσει» τις θυσίες που αναπόφευκτα θα απαιτηθούν κατά τη με-τάβαση προς μία οικονομία με χαμηλή ένταση εκπομπών.

Εισαγωγή

Τρέχουσα κατάσταση και προκλήσεις για την ενεργειακή πολιτική

Page 9: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

μελλοντική πορεία του ενεργειακού συστήμα-τος, της οικονομίας και των διεθνών αγορών προσομοιώθηκε με τη χρήση μαθηματικών υ-ποδειγμάτων του εργαστηρίου E3MLab του ΕΜΠ (PRIMES, GEM-E3 και Prometheus) υ-

πό διαφορετικά σενάρια. Τα σενάρια δεν συνιστούν πρό-βλεψη του μέλλοντος, αλλά προσομοιώσεις των μετασχη-ματισμών του ενεργειακού συστήματος και των οικονομι-κών αποφάσεων καταναλωτών και παραγωγών ως αποτέ-λεσμα υποθέσεων στο πλαίσιο κάθε σεναρίου.

Το σενάριο αναφοράς υποθέτει την εφαρμογή των πο-λιτικών που έχουν ήδη δρομολογηθεί για την επίτευξη του στόχου μείωσης εκπομπών κατά 20% το 2020 στην ΕΕ. Αυ-τές οι πολιτικές περιλαμβάνουν τα προγράμματα υποστή-ριξης των ΑΠΕ, το σύστημα αγοράς των δικαιωμάτων εκ-πομπής διοξειδίου του άνθρακα από δημοπρασίες (με μεί-ωση του συνολικού ύψους των δικαιωμάτων και μετά το 2020), τις οδηγίες για την ενεργειακή αποδοτικότητα και την ποιότητα αέρα, τον κανονισμό για τις εκπομπές CO2 από τα οχήματα κά. Επιπλέον, γίνεται η υπόθεση ότι μέχρι το 2020 υλοποιείται η πρώτη και η δεύτερη φάση του προ-γράμματος διασύνδεσης των Κυκλάδων, ενώ μετά το 2020 ολοκληρώνεται η διασύνδεση των περισσότερων νησιών, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης και της Ρόδου.

Υπό αυτές τις υποθέσεις, το σενάριο αναφοράς προβάλ-λει στο μέλλον σημαντικά χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης της ζήτησης ενέργειας από τους τελικούς καταναλωτές συ-γκριτικά με το σενάριο καμίας πολιτικής (διάγραμμα 1). Η τελική κατανάλωση ενέργειας ανέρχεται το 2020 σε 21,9 ε-κατ. τιπ, μειωμένη κατά 10% συγκριτικά με το σενάριο κα-μίας πολιτικής. Το 2050 η τελική κατανάλωση ενέργειας εί-ναι χαμηλότερη σε σχέση με το σενάριο καμίας πολιτικής κα-τά 22%. Η πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας που περιλαμ-βάνεται εδώ είναι επομένως φιλόδοξη και απαιτεί σημαντική προσπάθεια και πόρους για την υλοποίησή της.

Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας στο πλαίσιο του σεναρίου αναφοράς είναι ιδιαίτερα ικανοποιη-τική συγκριτικά με το παρελθόν. Αυτό ισχύει κυρίως για τις οικίες και τα κτίρια υπηρεσιών, όπου η μέση κατανάλωση ενέργειας ανά τετ.μ. βελτιώνεται κατά 1,5% ετησίως μεσο-πρόθεσμα και κατά 1% μακροχρόνια. Ικανοποιητική βελ-τίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας παρατηρείται και στη βιομηχανία, αλλά στον τομέα των μεταφορών η βελτί-ωση είναι περιορισμένη.

Ετσι, το πετρέλαιο διατηρείται ως η κύρια μορφή ενέρ-γειας με μερίδιο μεγαλύτερο του 50% σε όλη την περίοδο, καταδεικνύοντας ότι τα μέτρα που περιλαμβάνει το σενά-ριο αναφοράς δεν επαρκούν, για να οδηγήσουν σε απεξάρ-τηση από το πετρέλαιο.

Αναφορικά με τις υπόλοιπες μορφές ενέργειας, η δι-είσδυση του φυσικού αερίου στις τελικές ενεργειακές χρήσεις (περίπου 10%) διατηρείται σε επίπεδα χαμηλότε-ρα σε σύγκριση με άλλες ώριμες αγορές. Αντίθετα, το με-ρίδιο των ΑΠΕ τόσο στις τελικές χρήσεις, όσο και στην ηλεκτροπαραγωγή, επεκτείνεται σε σύγκριση με το σενά-ριο καμίας πολιτικής.

Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας περιορίζεται σε 76 TWh το 2020 και 114 TWh το 2050, έναντι 93 TWh το 2020 και 157 TWh το 2050 στο σενάριο καμίας πολιτικής. Συγκριτικά μικρότερη είναι και η αιχμή φορτίου (κατά 3,1 GW το 2020 και 7,8 GW το 2050), φτάνοντας τα 14,1 GW το 2020 και τα 22,2 GW το 2050. Αυτή η διαφορά στηρίζε-ται σε εκτεταμένα μέτρα ενεργειακής αποδοτικότητας.

Το μερίδιο του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή συνε-χώς περιορίζεται, υποχωρώντας στο 1/3 της συνολικής πα-ραγωγής το 2020 και κάτω από το 10% μετά το 2040, ένα-ντι 60% το 2005. Ο περιορισμός οφείλεται τόσο στην ανά-γκη παύσης της λειτουργίας των περισσότερων μονάδων μέχρι το 2026, όσο και στο γεγονός ότι με τις υψηλές τι-μές δικαιωμάτων CO2 του σεναρίου μετά το 2020 (37 ευ-ρώ/τόνο CO2 το 2030 και 50-55 ευρώ/τόνο CO2 μετά) ε-πηρεάζεται η σειρά φόρτισης των μονάδων στην ημερήσια αγορά, γεγονός που αποθαρρύνει νέες επενδύσεις σε συμ-βατικής τεχνολογίας λιγνιτικές μονάδες. Ωστόσο, ακόμα και υπό αυτές τις υποθέσεις, η βέλτιστη ανάπτυξη του συ-στήματος υποδεικνύει την ένταξη 2.400 MW νέας ισχύος από συμβατικές μονάδες υπερκρίσιμης τεχνολογίας (χω-ρίς CCS) με πλήρεις εγκαταστάσεις αποφυγής αερίων ρύ-πων μέχρι το 2030.

Η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ στο σενάριο αναφοράς ευνοεί την ένταξη στο σύστημα δύο GW επιπλέον υδροη-λεκτρικών συστημάτων με άντληση, καθώς και ευέλικτων μονάδων συνδυασμένου κύκλου και αεροστροβίλων με καύση φυσικού αερίου. Σε αυτό το σενάριο αναπτύσσονται 15,6 GW νέας ισχύος μονάδων φυσικού αερίου μέχρι το 2050 (συμπεριλαμβανόμενων και των μονάδων που εντά-χθηκαν το τελευταίο 12μηνο). Το μεγαλύτερο μέρος αυ-τών των μονάδων θα πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα πα-ρακολούθησης κυμαινόμενου φορτίου με χαρακτηριστικά ταχείας ανόδου και καθόδου.

Σενάριο αναφοράς

Page 10: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

Οι στόχοι διείσδυσης των ΑΠΕ για το 2020 επιτυγ-χάνονται στο σενάριο αναφοράς, με το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή να ανέρχεται σε 40% το 2020 και στη συνέχεια να σταθεροποιείται σε 50%, έναντι 11,6% το 2005. Το μεγαλύτερο μέρος της νέας ισχύος ΑΠΕ αφορά σε αιολικά πάρκα (6,5 GW το 2020 και 10 GW μετά το 2030), ενώ πολύ μεγάλη αύξηση σημειώνουν και τα φωτοβολταϊ-κά συστήματα (2,2 GW το 2020 και 6,3 GW το 2050). Μι-κρότερη, αλλά σημαντική, είναι η συνεισφορά των μικρών υδροηλεκτρικών (μέχρι περίπου 1,1 GW), αλλά και της βι-ομάζας-αποβλήτων (750 MW το 2050).

Σημαντική αύξηση προβλέπεται στην αξιοποίηση βιο-καυσίμων στις μεταφορές. Το σενάριο αναφοράς προβλέ-πει ότι σημαντικό μέρος των νέων αναπτυσσόμενων χρή-σεων της βιομάζας θα εισάγεται μέχρι το 2020 (περίπου το 40%), όμως για τη συνέχεια το σενάριο θεωρεί την ανάπτυ-ξη εγχώριας παραγωγής, ώστε σταδιακά το μερίδιο των ει-σαγωγών να μειωθεί στο 24% το 2030 και περαιτέρω στο 12% το 2050. Επομένως, το σενάριο αναφοράς περιλαμ-βάνει την ανάπτυξη σημαντικής εγχώριας παραγωγής και βιομηχανίας επεξεργασίας βιομάζας και αποβλήτων για ε-νεργειακούς σκοπούς με ετήσιο κύκλο εργασιών της τάξης των δύο δισ. ευρώ (σε τιμές 2008) το 2050.

Ο μετασχηματισμός του συστήματος ηλεκτρικής ενέρ-γειας στο σενάριο αναφοράς οδηγεί σε αύξηση του μέσου κόστους που κυμαίνεται μεταξύ 17% και 24% συγκριτικά με το σενάριο καμίας πολιτικής. Η αύξηση των τιμών ηλεκτρι-κής ενέργειας προβλέπεται να είναι μικρότερη στα τιμολό-για για την ενεργοβόρο βιομηχανία (μεταξύ 10% και 16% συγκριτικά με το σενάριο καμίας πολιτικής) και μεγαλύτε-ρη στα λοιπά τιμολόγια.

Η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα περιλαμβάνει, κα-τά το μεγαλύτερο τμήμα της, παραγωγή και ισχύ που θα α-

μείβεται σε προκαθορισμένες τιμές. Ο ανταγωνισμός θα πρέπει κυρίως να αναπτυχθεί στη λιανική πώληση, όπου θα πρέπει να εφαρμόζονται μεγάλης έκτασης περιορισμοί στους προμηθευτές σχετικά με τις ΑΠΕ και τη χρηματοδό-τηση εφεδρικών και επικουρικών υπηρεσιών. Θα απαιτηθεί μεγάλης έκτασης μεταρρύθμιση της σημερινής οργάνωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας πριν από το 2020, ώστε να υποστηριχθεί αποτελεσματικά η αναδιοργάνωση του συστήματος και να περιοριστεί όσο γίνεται περισσότερο το κόστος παροχής ενεργειακών υπηρεσιών.

Συνολικά, οι ενεργειακές υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο του σεναρίου αναφοράς κοστίζουν, σωρευτικά για την περίοδο 2010-2050, 236 δισ. ευρώ (σε τιμές 2008) περισσότερο από ό,τι στο σενάριο καμίας πολιτικής, που α-ντιστοιχεί σε 1,8% του σωρευτικού ΑΕΠ σε σταθερές τιμές (πίνακας 1).

Διαφορετικές εκτιμήσεις για την έκταση και διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα έχουν περιορισμέ-νη επίδραση στις εκτιμήσεις για το κόστος της μετάβασης. Σε περίπτωση χαμηλότερης ανάπτυξης του ΑΠΕ κατά 0,8% κατά μέσο όρο την περίοδο 2010-2020, η ετήσια επιβάρυν-ση των καταναλωτών ενέργειας είναι αυξημένη κατά 1%-2% το 2020.

Παρά τις σημαντικές αλλαγές στον ενεργειακό τομέα που περιγράφονται στο σενάριο αναφοράς και το αξιοση-μείωτο κόστος που τις συνοδεύει, τα μέτρα που περιλαμβά-νει το σενάριο δεν επαρκούν για τη μετάβαση προς μία οι-κονομία χαμηλών εκπομπών. Οι εκπομπές αερίων θερμοκη-πίου σταθεροποιούνται σε επίπεδα κατά 25%-30% χαμηλό-τερα από το 2005 μετά το 2020, απέχοντας σημαντικά από τη μείωση που απαιτείται στα πλάνα περιορισμού της αύ-ξησης της θερμοκρασίας της Γης σε δύο βαθμούς Κελσίου (65%-75% μείωση εκπομπών το 2050 σε σχέση με το 2005).

Page 11: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

α μέτρα που έχουν δρομολογηθεί έως τώρα στο πλαίσιο της ενεργειακής στρατηγικής για το 2020 («20-20-20»), παρότι απαιτούν σημαντική προ-σπάθεια και συναντούν μεγάλο βαθμό δυσκολίας στην εφαρμογή τους, δεν επαρκούν για την επί-

τευξη του μακροχρόνιου στόχου καταπολέμησης της κλι-ματικής αλλαγής.

Στη μελέτη εκτιμήθηκαν τρία σενάρια, στα οποία η μεί-ωση των εκπομπών είναι συμβατή με τους στόχους σε ευ-ρωπαϊκό επίπεδο (40% το 2030 και 80% το 2050, συγκριτι-κά με το 1990). Κεντρική υπόθεση στα σενάρια αποτελεί η εφαρμογή τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άν-θρακα με ενιαίο ύψος για όλη την οικονομία που προσδι-ορίζεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με ενιαίο τρόπο, έτσι ώ-στε να επιτύχει τις επιθυμητές μειώσεις των εκπομπών. Επι-πλέον, γίνεται η υπόθεση ότι στον τομέα των οδικών μετα-φορών διεισδύουν δυναμικά οι εναλλακτικές τεχνολογίες, όπως η ηλεκτροκίνηση και τα βιοκαύσιμα. Παράλληλα, α-ναπτύσσονται ευφυή δίκτυα ηλεκτρισμού που επιτρέπουν την επαναφόρτιση των μπαταριών των οχημάτων σε ώρες χαμηλού φορτίου συστήματος και διευκολύνουν την ανά-πτυξη συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής ΑΠΕ σε πολύ μι-κρή κλίμακα. Τέλος, οι μηχανισμοί υποστήριξης των ΑΠΕ σταδιακά μειώνονται σε ένταση τη δεκαετία 2020-2030, με τις ΑΠΕ να αναπτύσσονται δυναμικά χωρίς επιπλέον στή-ριξη μετά το 2030, ως αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης του κόστους μείωσης των εκπομπών στην τιμολόγηση των ο-ρυκτών καυσίμων.

Τα τρία αυτά σενάρια χαμηλών εκπομπών διαφοροποι-ούνται ανάλογα με τις διαθέσιμες επιλογές τεχνολογίας.

Στο σενάριο «ΑΠΕ και CCS» η εφαρμογή της τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα (carbon capture and storage - CCS) είναι εφικτή, στο σενά-ριο «ΑΠΕ και πυρηνικά» αναπτύσσεται εγχώρια πυρηνική ηλεκτροπαραγωγή, ενώ στο σενάριο «ΑΠΕ» αυτές οι δύο επιλογές δεν είναι διαθέσιμες.

Σε όλα τα σενάρια, κεντρικό ρόλο στη μείωση των εκ-πομπών έχει η εξοικονόμηση ενέργειας. Τα κτίρια πλησι-άζουν σταδιακά την ενεργειακή απόδοση των παθητικών ενεργειακά κτιρίων μέσω των κατάλληλων δράσεων και ρυθμίσεων του κράτους, ενώ εφαρμόζονται αυστηρές προ-διαγραφές για την ενεργειακή απόδοση συσκευών, βιομη-χανικού εξοπλισμού και μεταφορικών μέσων. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και οι αντλίες θερμότητας για θέρ-μανση, ψύξη και κάλυψη θερμικών αναγκών χαμηλής εν-θαλπίας στα κτίρια, τις κατοικίες και τη βιομηχανία, οι ο-ποίες αντικαθιστούν συσκευές που καταναλώνουν πολύ περισσότερο ηλεκτρική ενέργεια, αλλά και εξοπλισμό που χρησιμοποιεί ορυκτά καύσιμα.

Με αυτά τα μέτρα επιτυγχάνεται εξοικονόμηση ενέρ-γειας σε ποσοστό 20% μέχρι το 2030 και 50% μέχρι το 2050, συγκριτικά με το σενάριο καμίας πολιτικής. Ετσι, η ε-ξοικονόμηση ενέργειας συνεισφέρει στην απαιτούμενη μεί-ωση εκπομπών κατά περισσότερο από 40% σε όλα τα σε-νάρια. Η κρισιμότητα της εξοικονόμησης ενέργειας ανα-δεικνύεται επίσης και από το γεγονός ότι χωρίς μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρισμού για τις παραδοσιακές χρήσεις, η ένταξη των οδικών μεταφορών και η εντατικοποίηση της χρήσης ηλεκτρισμού για θέρμανση στο φορτίο του συστή-ματος θα δημιουργούσε υπέρμετρες απαιτήσεις από το σύ-

Σενάρια προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών

Page 12: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

στημα ηλεκτροπαραγωγής, οι οποίες δύσκολα θα ικανο-ποιούνταν αποκλειστικά με τεχνολογίες χαμηλών/μηδενι-κών εκπομπών χωρίς δυσανάλογη εκτίναξη του κόστους.

Η εξοικονόμηση ηλεκτρισμού στους λοιπούς τομείς ε-πιτρέπει τη ραγδαία διείσδυση του ηλεκτρισμού στον το-μέα των μεταφορών (5,4 TWh το 2030 και 17 TWh το 2050), χωρίς το σύνολο της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέρ-γειας να είναι αυξημένο συγκριτικά με το σενάριο αναφο-ράς (διάγραμμα 2). Το 85% των οδικών μεταφορών το 2050 (25% το 2030) εκτελείται από ηλεκτρικά μέσα.

Σε όλα τα σενάρια η διείσδυση των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση ενέργειας είναι υψηλή, ξεπερνώντας το 35% το 2050 (από 13% το 2010). Το μερίδιο των ΑΠΕ είναι υψη-λό όχι μόνο στην ηλεκτροπαραγωγή, αλλά και στις υπόλοι-πες χρήσεις (33%-35% στη θέρμανση-ψύξη και 52%-64% στις μεταφορές το 2050 ανάλογα με το σενάριο, συγκριτικά με 13% και 2,2% αντίστοιχα το 2010).

Τα σενάρια χαμηλών εκπομπών διαφέρουν κυρίως ως προς τη δομή της ηλεκτροπαραγωγής. Στο σενάριο «Α-ΠΕ», όπου η ανάπτυξη πυρηνικών και CCS αποκλείεται ε-ξαρχής, το βέλτιστο μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαρα-γωγή ανέρχεται σε 83% το 2050. Η επικρατέστερη τεχνο-λογία ΑΠΕ παραμένει η αιολική με μερίδιο 45% της συ-νολικής ηλεκτροπαραγωγής και εγκατεστημένη ισχύ 17,5 GW το 2050 (4,6 GW εκ των οποίων σε θαλάσσια αιολικά). Ακολουθούν τα φωτοβολταϊκά με 18,4% της παραγωγής και ισχύ 11 GW, ενώ τα θερμικά ηλιακά συστήματα συμμε-τέχουν με 628 MW. Η βιομάζα και τα απόβλητα φτάνουν το 9,7% της ηλεκτροπαραγωγής, με ισχύ 2,4 GW το 2050.

Το υπόλοιπο της ηλεκτροπαραγωγής το 2050 (17%) προέρχεται από σταθμούς φυσικού αερίου, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για τη διασφάλιση της αξιόπιστης λειτουργίας του συστήματος και για λόγους εφεδρείας. Οπως και στα υπόλοιπα σενάρια χαμηλών εκπομπών, οι μονάδες φυσι-κού αερίου έχουν μικρό βαθμό χρησιμοποίησης (διάγραμ-μα 3). Αυτό συνεπάγεται ότι απαιτούνται ευέλικτες μονά-δες (αεροστρόβιλοι ή/και συνδυασμένου κύκλου με χαμη-λά τεχνικά ελάχιστα) και κατάλληλη ανταγωνιστική αγορά

υπηρεσιών εφεδρείας, η οποία θα εξασφαλίζει ικανοποιητι-κές αποδόσεις, για να γίνουν οι απαιτούμενες μονάδες χω-ρίς υπερβολική επιβάρυνση για τον καταναλωτή. Μετά το 2035, στην παροχή φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή διοχετεύεται και υδρογόνο από η-λεκτρόλυση (μέχρι 35%), εξασφαλίζοντας εμμέσως αποθή-κευση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ με απορρόφηση που φτάνει στα 16 GWh το 2050. Μαζί με τα υπόλοιπα συστήματα αποθήκευσης, τις διασυνοριακές δια-συνδέσεις, τα υδροηλεκτρικά και τις θερμικές μονάδες, το σύστημα ηλεκτροπαραγωγής βρίσκεται σε θέση να εξυπη-ρετήσει μέγιστη αιχμή φορτίου της τάξης των περίπου 21 GW το 2050, παρά την υψηλή διείσδυση στοχαστικών πη-γών πρωτογενούς ενέργειας.

Το σενάριο «ΑΠΕ και CCS» υποθέτει διαθεσιμότητα α-ποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα σε γεωλογικούς σχη-ματισμούς (στη Βόρεια Ελλάδα, στην περιοχή Δυτικής Μα-κεδονίας και στην περιοχή της Καβάλας), εμπορική ωρίμα-ση των τεχνολογιών δέσμευσης CO2 σε μεγάλους σταθ-μούς καύσης ορυκτών καυσίμων, καθώς και κοινωνική α-ποδοχή της χρήσης των συγκεκριμένων τεχνολογιών στην Ελλάδα. Η διαθεσιμότητα των τεχνολογιών CCS επιτρέ-πει τη συνέχιση ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη. Το συ-γκεκριμένο σενάριο προβλέπει λειτουργία λιγνιτικής ισχύ-ος 5.450 MW (αποδιδόμενη ισχύς), εκ των οποίων 4.500 MW με CCS, προσφέροντας το 33% της ηλεκτροπαραγω-γής το 2050. Η συνεισφορά της δέσμευσης και αποθήκευ-σης CO2 στη συνολική μείωση εκπομπών στο συγκεκριμέ-νο σενάριο ανέρχεται στο 19%. Οι ΑΠΕ εξακολουθούν να έχουν πολύ σημαντικό ρόλο στο σενάριο αυτό με τη συμ-μετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή να ανέρχεται στο 48% το 2050. Οι μονάδες φυσικού αερίου επίσης διαδραμα-τίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά καθώς στο συγκεκριμένο σε-νάριο και οι λιγνιτικοί σταθμοί στηρίζουν την εφεδρεία του συστήματος, η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων φυσι-κού αερίου είναι μικρότερη κατά 8,5 GW σε σύγκριση με το σενάριο αναφοράς και κατά 1 GW σε σύγκριση με το σενά-ριο «ΑΠΕ».

Η μελέτη περιλαμβάνει σενάριο, στο οποίο αξιοποιεί-ται η πυρηνική τεχνολογία στην ηλεκτροπαραγωγή, παρό-τι η αποδοχή της στην ελληνική κοινή γνώμη, ειδικά μετά το πρόσφατο σοβαρό δυστύχημα στη Φουκουσίμα, είναι ε-ξαιρετικά χαμηλή. Οσο απόμακρο και να φάνταζε το ενδε-χόμενο ανάπτυξης πυρηνικών σταθμών στην Ελλάδα, θεω-ρήσαμε ότι ως ερευνητές οφείλουμε να εξετάσουμε τα πλε-ονεκτήματα και τα μειονεκτήματα και της συγκεκριμένης -κατά τα άλλα διαδεδομένης- τεχνολογίας, αντί να την α-ποκλείσουμε εξαρχής.

Το κόστος και η δυσκολία ανάπτυξης νέων θέσεων για πυρηνικούς σταθμούς προσομοιώνεται στο υπόδειγμα μέ-σω μίας μη γραμμικής καμπύλης κόστους. Το κόστος επέν-δυσης είναι υψηλότερο στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες που έχουν ήδη αναπτύξει πυρηνικούς σταθμούς λό-γω έλλειψης τεχνογνωσίας και απουσίας οικονομιών κλί-μακας. Επιπλέον, το κόστος είναι προσαυξημένο λόγω της απαιτούμενης ενισχυμένης αντισεισμικής προστασίας και της ανάγκης μεταφοράς των αποβλήτων σε άλλες χώρες που διαθέτουν κατάλληλη υποδομή επεξεργασίας.

Page 13: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

Το υψηλό κόστος περιορίζει σημαντικά τις δυνατότη-τες ανάπτυξης της πυρηνικής τεχνολογίας στην Ελλάδα. Η συνολική ισχύς υπολογίζεται να φτάσει σε περίπου 2,5 GW, παράγοντας το 19% της ενέργειας το 2050. Η συνεισφορά των πυρηνικών στη μείωση των εκπομπών περιορίζεται σε μόλις 4%. Σε συνδυασμό με τις αυξημένες αβεβαιότητες υ-λοποίησης και το χαμηλό βαθμό αποδεκτικότητας της πυ-ρηνικής τεχνολογίας, τα αποτελέσματα της μελέτης συν-δράμουν στην εκτίμηση ότι η ένταξη της πυρηνικής ενέρ-γειας στον ελληνικό ενεργειακό τομέα πρέπει να αποκλει-στεί με βάση τα σημερινά δεδομένα.

Τα σενάρια χαμηλών εκπομπών περιλαμβάνουν ριζική αναδιάρθρωση του ενεργειακού συστήματος, η οποία συ-νεπάγεται σημαντικό πρόσθετο κόστος και επιφέρει ανα-διαμόρφωση της κατανομής αυτού τόσο μεταξύ τομέων ε-νέργειας, όσο και σχετικά με τη διάρθρωση σε κεφαλαιου-χικές και λειτουργικές δαπάνες. Παρά το γεγονός ότι η κα-τανάλωση και η παραγωγή ενέργειας διενεργούνται στο σενάριο χαμηλών εκπομπών με σαφώς μικρότερες λειτουρ-γικές δαπάνες, λόγω εξοικονόμησης ενέργειας και μείωσης των καταναλώσεων ορυκτών καυσίμων, οι δαπάνες της ε-τήσιας αποπληρωμής του επιπλέον κόστους κεφαλαίου με βάση αγοραία επιτόκια αναγωγής υπερβαίνουν τη μείωση των λειτουργικών δαπανών.

Ετσι, τα σενάρια χαμηλών εκπομπών επιφέρουν κόστος ενεργειακών υπηρεσιών για τους καταναλωτές της τάξης των 120 με 145 δισ. ευρώ (σε τιμές 2008) για την περίοδο 2010-2050 επιπλέον από το κόστος του σεναρίου αναφο-ράς (περίπου 1% του σωρευτικού ΑΕΠ). Οι τιμές ηλεκτρι-κής ενέργειας για τους καταναλωτές είναι υψηλότερες κατά 15%-25% του σεναρίου αναφοράς, στο οποίο οι τιμές είναι ήδη υψηλότερες κατά 20% συγκριτικά με το σενάριο καμί-ας πολιτικής. Το μεγαλύτερο μέρος του επιπλέον κόστους εμφανίζεται στη χρονική περίοδο μετά το 2030. Αφαιρώ-ντας τις πληρωμές για αγορά δικαιωμάτων εκπομπής, που αποτελούν δημόσια έσοδα, το ετήσιο κόστος του ενεργει-ακού συστήματος το 2050 στα σενάρια χαμηλών εκπομπών είναι υψηλότερο κατά περίπου 2,3% με 2,7% του ΑΕΠ συ-γκριτικά με το σενάριο αναφοράς (διάγραμμα 4).

Το σενάριο «ΑΠΕ» έχει ελαφρά υψηλότερο κόστος (1,2% ή 27 δισ. ευρώ σε τιμές 2008 για την περίοδο 2010-2050) σε σύγκριση με τα υπόλοιπα σενάρια χαμηλών εκπο-μπών. Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας είναι υψηλότερες κατά 5% το 2030 και κατά 10% το 2050 σε αυτό το σενάριο συ-γκριτικά με τα άλλα δύο σενάρια χαμηλών εκπομπών. Ω-στόσο, το σενάριο «ΑΠΕ» αντιμετωπίζει σαφώς χαμηλότε-ρο βαθμό αβεβαιότητας υλοποίησης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλα τα σενάρια χαμηλών εκπομπών υφίστανται σημαντικά τεχνοοικονομικά, θε-σμικά και κοινωνικά εμπόδια. Στο σενάριο «ΑΠΕ» η υ-ψηλότερη διείσδυση στοχαστικών τεχνολογιών και η α-νάγκη αυξημένης αξιοποίησης των διαθέσιμων τοποθε-σιών οξύνει τα προβλήματα που απορρέουν από τη στο-χαστική διαθεσιμότητα της πρωτογενούς ενέργειας, τα ζητήματα χωροθέτησης και την ανεπάρκεια των υποδο-μών μεταφοράς της ενέργειας. Η διαθεσιμότητα κατάλ-ληλων γεωλογικών μορφωμάτων, η τεχνολογική αβεβαι-ότητα, η καχυποψία της κοινής γνώμης και οι επικείμε-

νες δυσκολίες ανάπτυξης των κατάλληλων υποδομών ε-ντείνουν τις αβεβαιότητες στο σενάριο «ΑΠΕ και CCS». Ακόμα σοβαρότερα είναι τα προβλήματα στο σενάριο «ΑΠΕ και πυρηνικά», μεταξύ των οποίων και η αδυναμία εκμηδενισμού της πιθανότητας δυστυχήματος, όπως α-ποδείχθηκε πρόσφατα στη Φουκουσίμα.

Η προσπάθεια μείωσης εκπομπών επιφέρει και επιπλέ-ον οφέλη, όπως νέες επενδύσεις, μείωση της εξάρτησης της χώρας από εισαγωγές ενέργειας και μεγαλύτερη ασφάλεια για την παροχή ενέργειας. Σημαντικό μέρος του επιπλέον κόστους αφορά σε επενδύσεις σε εξοπλισμό και υποδομές. Η μετάβαση προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άν-θρακα προϋποθέτει την πραγματοποίηση επενδύσεων κα-τά 1% του ΑΕΠ επιπλέον των δαπανών που προβλέπονται, σύμφωνα με τις τρέχουσες πολιτικές. Σημαντικό μέρος των επενδυτικών δαπανών θα δαπανηθούν για αγαθά και υπη-ρεσίες που θα παράγονται εντός της Ελλάδας. Αυτό θα δη-μιουργήσει επιπλέον οικονομική δραστηριότητα και θέ-σεις εργασίας, αντισταθμίζοντας εν μέρει την αρνητική επί-δραση στην οικονομία από το αυξημένο κόστος ενέργειας.

Το σημαντικότερο όφελος είναι σε κάθε περίπτωση η α-ποφυγή ή ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής, εφόσον βεβαίως η μείωση των εκπομπών συντελεστεί σε παγκό-σμια κλίμακα. Το κόστος της κλιματικής αλλαγής σε χρο-νικό ορίζοντα μέχρι το 2100 υπολογίζεται πολύ μεγαλύτε-ρο από το κόστος μείωσης των εκπομπών. Η Ελλάδα, όπως και άλλες μεσογειακές χώρες, είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις που θα έχουν η αύξη-ση της μέσης θερμοκρασίας, η ανύψωση του επιπέδου της θάλασσας, η μείωση των βροχοπτώσεων και τα ακραία και-ρικά φαινόμενα. Το κόστος για την Ελλάδα από τις ενδεχό-μενες αυτές επιπτώσεις είναι σημαντικά υψηλότερο του ε-πιπλέον κόστους που απαιτείται για τη δραστική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Page 14: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011

ΑΓΟΡΑΙΔΕΩΝ

ο ελληνικό ενεργειακό σύστημα βρίσκεται στην αρχή μιας πορείας ραγδαίας και ριζικής αναμόρφω-σης. Εχει θεσπιστεί πληθώρα μέ-τρων με αρκετό βαθμό δυσκολίας

υλοποίησης και αξιοσημείωτο κόστος, έτσι ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί με ορίζοντα το 2020.

Ωστόσο, η μετεξέλιξη του ενεργειακού συστήματος της Ελλάδας μετά το 2020 θα είναι ακόμα πιο φιλόδοξη και θα περιλαμ-βάνει οπωσδήποτε:• Μεγάλης έκτασης εξοικονόμηση ενέρ-

γειας και βελτίωση της ενεργειακής α-ποδοτικότητας σε όλους τους τομείς. Ο κτιριακός τομέας θα πρέπει να τεί-νει προς ενεργειακές καταναλώσεις που αντιστοιχούν σε παθητικά ενεργειακά κτίρια. Η εφαρμογή των ΑΠΕ σε απο-κεντρωμένη κλίμακα σε κτίρια και οικίες θα πρέπει να αποτελέσει κοινή πρακτι-κή. Μηχανισμοί βασισμένοι στην αγο-ρά, όπως οι εταιρείες ενεργειακών υπη-ρεσιών και η εφαρμογή υποχρεώσεων ε-ξοικονόμησης ενέργειας και ΑΠΕ στους προμηθευτές ενέργειας, πρέπει να απο-τελέσουν το όχημα για τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας.

• Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να απεξαρτηθεί από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ώστε η ηλεκτρι-κή ενέργεια, με σχεδόν μηδενικές εκπο-μπές στην παραγωγή της, να αποτελέ-σει το φορέα υποκατάστασης ορυκτών καυσίμων στις μεταφορές (επαναφορτι-ζόμενα οχήματα) και σε πολλές θερμικές χρήσεις μέσω αντλιών θερμότητας.

• Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτρο-παραγωγή πρέπει να αυξηθεί σε επίπε-δα μεγαλύτερα από αυτά που προβλέ-πονται για το 2020, σε συνδυασμό με α-ποθηκευτικά συστήματα.

• Θα πρέπει να διασυνδεθούν τα περισ-σότερα νησιά με το ηπειρωτικό σύστη-μα, ώστε να αξιοποιηθούν οι δυνατότη-τες ανάπτυξης ΑΠΕ και να συντελεστεί πλήρης απεξάρτηση της ηλεκτροπαρα-γωγής από το πετρέλαιο.

• Εξυπνα συστήματα δικτύων θα πρέπει να αναπτυχθούν, ώστε να συμμετέχουν οι ΑΠΕ σε μεγάλη έκταση στη χαμηλή και μέση τάση.

• Το ηλεκτρικό σύστημα και η αγορά πρέ-πει να διευκολύνουν την ανάπτυξη ευ-έλικτων μονάδων φυσικού αερίου (και μακροχρόνια μείγματος φυσικού αερίου

με υδρογόνο από ΑΠΕ και με βιοαέριο).• Το σύστημα πληρωμών της ενέργειας α-

πό ΑΠΕ πρέπει σταδιακά να προσανα-τολιστεί προς την κατεύθυνση θέσπι-σης υποχρέωσης ΑΠΕ που επιβάλλεται στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέρ-γειας, ταυτόχρονα με υποχρέωση δια-σφάλισης αξιόπιστης τροφοδοσίας και επάρκειας ισχύος για την ενέργεια των πελατών τους.

• Η εξισορρόπηση φορτίου, τόσο για τον ηλεκτρισμό, όσο και για το φυσικό α-έριο, πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία, μηχανισμούς αγοράς και διε-θνοποίηση στην περιφερειακή αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

• Οι οδικές μεταφορές πρέπει σταδιακά να εξηλεκτριστούν πλήρως παράλλη-λα με το μηδενισμό των εκπομπών από την ηλεκτροπαραγωγή. Θα πρέπει να α-ναπτυχθεί το κατάλληλο δίκτυο επανα-φόρτισης με έξυπνους μετρητές και κί-νητρα, ώστε η επαναφόρτιση να γίνεται σε ώρες χαμηλού φορτίου συστήματος.

• Τα βιοκαύσιμα θα πρέπει να αυξήσουν σημαντικά το μερίδιό τους σε όλους τους τομείς των μεταφορών, όπου δεν θα μπο-ρεί να εφαρμοστεί ο εξηλεκτρισμός.

• Τα μέσα μαζικής μεταφοράς θα πρέπει να αναλαμβάνουν το μεταφορικό έρ-γο σε μεγάλες αποστάσεις, αντί των ο-δικών μεταφορών, και με διαφορετική μορφή να ενισχυθεί ο ρόλος τους στις πόλεις.

Η μελέτη περιλαμβάνει κατάλογο με μέτρα που πρέπει να θεσπιστούν ανά τομέα, για να γίνει εφικτή η μετάβαση σε οικονομία χαμη-λών εκπομπών. Επιπλέον, επισημαίνονται οι παρακάτω τομείς στους οποίους εκτιμάται ότι η τρέχουσα πολιτική υστερεί:• Προσέλκυση επενδύσεων και από ιδιω-

τικά κεφάλαια για τα νέα δίκτυα και τις διασυνδέσεις.

• Θέσπιση κινήτρων και εφαρμογή διαδι-κασιών για έργα ΑΠΕ μεγάλης κλίμα-κας, ιδίως για τα επίγεια και θαλάσσια αιολικά.

• Εφαρμογή ολοκληρωμένης πολιτικής για την αξιοποίηση της βιομάζας και των αποβλήτων για ενεργειακούς σκο-πούς, όπως επίσης και για τα βιοκαύσι-μα δεύτερης γενιάς, με δράσεις και στον τομέα των ενεργειακών γεωργικών καλ-λιεργειών.

• Θέσπιση κινήτρων και υιοθέτηση κανο-νισμών για συστήματα άντλησης και α-

ποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.• Ενταξη των υδροηλεκτρικών στα μέτρα

για τις ΑΠΕ.• Μεγαλύτερα κίνητρα για συμπαραγω-

γή και διανομή θερμότητας από καθα-ρές μορφές ενέργειας.

• Προτεραιότητα σε φωτοβολταϊκά σε κτί-ρια και οικίες, παρά σε μεγάλα έργα φω-τοβολταϊκών κατά την παρούσα φάση.

• Επεξεργασία νέας μορφής οργάνωσης της ημερήσιας αγοράς ηλεκτρικής ενέρ-γειας, η οποία θα δίνει κίνητρα για ευέλι-κτες θερμικές μονάδες και μονάδες εφε-δρείας και θα διασφαλίζει κοστοστρεφή τιμολόγηση της προμήθειας ενέργειας.

• Θέσπιση πιο εκτεταμένης πολιτικής κι-νήτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας και την αποδοτική χρήση της ενέργειας.

• Υιοθέτηση δέσμης μέτρων για τον το-μέα των μεταφορών, στα οποία θα περι-λαμβάνονται τα βιοκαύσιμα, τα δίκτυα επαναφόρτισης συσσωρευτών οχημά-των, η θέσπιση κινήτρων για ηλεκτρο-κίνηση στις πόλεις, η θέσπιση κινήτρων και προδιαγραφών για τα οχήματα με-ταφοράς εμπορευμάτων στις πόλεις και η ενίσχυση των μαζικών μέσων μεταφο-ράς.

Η μετάβαση προς μία οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα ανατρέπει τα υφιστάμε-να πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία δεν α-πέτρεψαν τη ραγδαία εξάντληση ενεργεια-κών πόρων και την ανισόρροπη χρήση του περιβάλλοντος ως μέσου διάθεσης κάθε εί-δους απορριμμάτων. Η ενσωμάτωση του κόστους μείωσης των εκπομπών CO2 στις οικονομικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα διορθώσει την ε-κτεταμένη ανισότητα στην πρόσβαση σε πόρους μεταξύ των διαφορετικών γενιών (intergenerational inequality). Ομως, θα πρέ-πει να σημειωθεί ότι το ζήτημα ανισότητας ε-ντός γενεών (intragenerational inequality) παραμένει, ενώ ενδέχεται και να οξυνθεί.

Δεν θα έχουν όλες οι κοινωνικές ομάδες τη δυνατότητα πληρωμών για αυξημένες κεφαλαιουχικές δαπάνες και για ακριβότε-ρη ενέργεια. Ο κίνδυνος «ενεργειακής φτώ-χειας» θα είναι αυξημένος στο πλαίσιο της πορείας προς την οικονομία χαμηλών εκπο-μπών. Είναι, επομένως, αναγκαίο να εφαρ-μοστούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μηχανι-σμοί καθολικής υπηρεσίας, παροχής κοινω-νικών υπηρεσιών και θέσπισης διαφοροποι-ημένων κινήτρων κατά εισοδηματική ή κοι-νωνική κατηγορία.

Συμπεράσματα

Page 15: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011
Page 16: ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ - FORUM ΑΓΟΡΑ ΙΔΕΩΝ - Σεπτέμβριος 2011