Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web...

64
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ Σημειώσεις μαθήματος Koινωνιολογία του Ελεύθερου Χρόνου Επιμέλεια: Γιάννης Ζαϊμάκης 1

Transcript of Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web...

Page 1: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ

Σημειώσεις μαθήματος

Koινωνιολογία του Ελεύθερου Χρόνου

Επιμέλεια: Γιάννης Ζαϊμάκης

ΡΕΘΥΜΝΟ 2008

1

Page 2: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Ελεύθερος χρόνος, αθλητισμός και υποκουλτούραΣημειώσεις μαθήματος: Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου

Ζαϊμάκης Γιάννης

Προσεγγίσεις του ελεύθερου χρόνου

H παραδοσιακή κοινωνιολογία είχε δείξει περιορισμένο ενδιαφέρον για τον ελεύθερο χρόνο

και τον αθλητισμό αξιολογώντας τα ως περιθωριακά ζητήματα στις μεγάλες θεωρίες των

κλασικών κοινωνιολόγων. Πράγματι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 η κοινωνιολογία

του ελεύθερου χρόνου και του αθλητισμού δεν είχε συγκροτηθεί ως γνωστικό πεδίο στην

ακαδημαϊκή κοινότητα και ελάχιστοι κοινωνιολόγοι,1 είχαν δείξει κάποιο ενδιαφέρον για

αυτό το αντικείμενο. Ο βασικός λόγος αυτής της υποβάθμισης ήταν ότι ο ελεύθερος χρόνος

εθεωρείτο ανάμεσα στις λιγότερο σημαντικές εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και δεν θα

μπορούσε να συμπεριληφθεί στα αντικείμενα μελέτης της κοινωνιολογίας. Το ζήτημα της

αυτοπραγμάτωσης, της συνειδητοποίησης, της αντίστασης και της αυτονομίας που

απασχόλησαν μετέπειτα τους κοινωνιολόγους του ελεύθερου χρόνου ήταν μέχρι τότε

συνδεδεμένα με το πεδίο της εργασίας που ήταν στο επίκεντρο των κλασσικών έργων της

κοινωνιολογίας.

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 το ενδιαφέρον για τον ελεύθερο χρόνο

αυξάνεται καθώς παρατηρείται μια μερική μετατόπιση του ενδιαφέροντος της κοινωνιολογίας

από την παραγωγική σφαίρα και τις εργασιακές σχέσεις στο χρόνο εκτός εργασίας, σε

ζητήματα της κατανάλωσης, της ψυχαγωγίας, της ευχαρίστησης και της αναψυχής, πεδία στα

οποία σε σημαντικό βαθμό επιτελείται η ταυτότητα του μεταμοντέρνου υποκειμένου. Σε

αυτήν την περίοδο σε ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειου Αμερικής μια

1 Αναφέρομαι κυρίως στην κλασσική εργασία του Veblen (Βέμπλεν 1982) για την αργόσχολη τάξη η οποία

δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και αργότερα στον Giddens (1964) και

ορισμένους θεωρητικούς της σχολής της Φρανκφούρτης, κυρίως τον Αttorno (1985). Επισημαίνουμε ότι

σημαντική επίδραση στο χώρο της κοινωνιολογίας είχαν οι απόψεις του ψυχολόγου Ηuizinga για το παιχνίδι

(1949).

2

Page 3: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

σειρά από Πανεπιστήμια ανοίγουν τις πύλες τους στις πολιτισμικές σπουδές και την

κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, νέα επιστημονικά περιοδικά και επαγγελματικές

ενώσεις που αφορούν σχετικά ζητήματα δημιουργούνται και εμφανίζεται ένας διαρκώς

αυξανόμενος αριθμός μονογραφιών και βιβλίων για τον ελεύθερο χρόνο και τον αθλητισμό

(Rojek 1992: 2).2 Η έκφραση αυτού του ενδιαφέροντος αποτυπώθηκε και σε έκθεση που

διαμορφώθηκε υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών το 1975 και στην οποία επισημάνθηκε η

σημασία της ανάπτυξης μιας πολιτισμικής ταυτότητας, η αίσθηση της κοινωνικής

εκπλήρωσης και της αναζωογόνησης του σώματος και του πνεύματος μέσα από τους

διάφορους τύπους ψυχαγωγίας και αναψυχής στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου.

Σύμφωνα με τον Rojek (1992: 2) οι λόγοι που προκάλεσαν αυτές τις αλλαγές είναι οι

παρακάτω: Πρώτον η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη μιας βιομηχανίας δραστηριοτήτων του

ελεύθερου χρόνου και η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού. Η επέκταση της

καταναλωτικής βιομηχανίας αναψυχής και ψυχαγωγίας δημιούργησε νέες επαγγελματικές

ευκαιρίες και μια κουλτούρα σχόλης αναδεικνύοντας τη σημασία του ελεύθερου χρόνου και

του αθλητισμού στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής.

Δεύτερον, η αντίληψη ότι η αυτοσυνείδηση και η αυτοπραγμάτωση βασίζονται στην

εργασιακή εμπειρία έχει αρχίσει να υποβαθμίζεται. Σε σημαντικό βαθμό η ταυτότητα του

ανθρώπου συγκροτείται από τις εμπειρίες του ελεύθερου χρόνου και ο τελευταίος αποκτά

ιδιαίτερη σημασία για το υποκείμενο. Σύμφωνα με (Wearing 1998: viii) στη σύγχρονη

μεταβιομηχανική κοινωνία μαζί με ένα προτεσταντικό ήθος βασισμένο στην ορθολογικότητα,

την επιστήμη και την πειθαρχημένη εργασία άρχισε πιο πρόσφατα να αναπτύσσεται ένα

ηδονιστικό ήθος συνδεδεμένο με τις αξίες της κατανάλωσης το οποίο ενθαρρύνει τις

επιδιώξεις του εαυτού δια μέσου της αυτοέκφρασης, της χρήσης του ελεύθερου χρόνου και

της κατανάλωσης αγαθών και υπηρεσιών.

Τρίτον, η ανάπτυξη των μεταμοντέρνων θεωριών στο χώρο της κοινωνικής θεωρίας.

Πράγματι η κουλτούρα του μοντερνισμού ήταν προσανατολισμένη στην εργασία, στον

ορθολογισμό και ορισμένες οικουμενικές αξίες και σταθερές. Ο μοντερνισμός διαχώριζε με

σαφήνεια τις σφαίρες του ιδιωτικού και του δημόσιου, της εργασίας και του ελεύθερου

χρόνου του πολιτισμού και του πρωτογονισμού αποδίδοντας στα πρώτα μέρη ιδιαίτερη

σημασία και αξία. Αντίθετα, η μεταμοντέρνα σκέψη ανέδειξε τη διαφορά, την ποικιλία, τον

ανορθολογισμό το συναίσθημα και το πάθος ως σημαντικά στοιχεία της κοινωνικής ζωής.

Σύμφωνα με τους μεταμοντερνιστές οι πρακτικές, τα νοήματα και οι συναναστροφές

περιστρέφονται γύρω από τις σχέσεις του ελεύθερου χρόνου, του εμπορεύματος και της

κατανάλωσης. Με βάση τα παραπάνω ο μεταμοντερνισμός θεώρησε τον ελεύθερο χρόνο ως

ένα αντικείμενο με ξεχωριστό ενδιαφέρον για έρευνα και μελέτη.

2 Το 1975 δημιουργήθηκε η Leisure Studies Association, τo 1978 το περιοδικό Loisir et sociėtė και το 1982 το

Leisure Studies. Βλ. Dunning-Rogers 29

3

Page 4: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Στους λόγους αυτούς μπορούμε να προσθέσουμε και το κλίμα αισιοδοξίας που είχε

δημιουργηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1960ς και στις αρχές της επόμενης που έφερε μια

υπόσχεση για αλλαγή και βελτίωση του επίπεδου ευημερίας των περισσότερων χωρών.

Πράγματι, όπως έχει επισημανθεί στη σχετική βιβλιογραφία, η πλήρης απασχόληση, η

αύξηση των εισοδημάτων, η μείωση των εργάσιμων εβδομάδων και γενικότερα του χρόνου

εργασίας, η αύξηση των διακοπών, η πρώιμη συνταξιοδότηση, η αύξηση της μακροζωίας και

της γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας συνδυάστηκαν για να δημιουργήσουν την

προοπτική περισσότερου ελεύθερου χρόνου για όλους. Η προοπτική μιας εποχής ελεύθερου

χρόνου φαινόταν ταυτόχρονα αναπόφευκτη και προκλητική (Glyptis 1989: 182).

Η έννοια του ελεύθερου χρόνου στις εργασίες που εμφανίστηκαν στα χρόνια αυτά

οριζόταν με βάση μια διχοτομική ιδεοτυπική διάκριση μεταξύ εργασίας και ελεύθερου

χρόνου στην οποία ο εργασιακός χρόνος συνδέεται με την τις δεσμεύσεις και την

αναγκαιότητα και ο ελεύθερος χρόνος με την αποδέσμευση από κάθε υποχρέωση. Αυτή η

διάκριση έχει γίνει αντικείμενο κριτικής αφού αγνοεί όχι μόνο το γεγονός ότι η εργασία δεν

ταυτίζεται πάντα με την αναγκαιότητα αλλά και γιατί ο ελεύθερος χρόνος εμπεριέχει ποικίλες

δραστηριότητες ρουτίνας και υποχρέωσης και κρύβει πολλές φορές σχέσεις κοινωνικών

ανισοτήτων.3 Το ζήτημα αυτό απασχόλησε επί μακρόν τους σχετικούς θεωρητικούς και

οδήγησε στην αναζήτηση εναλλακτικών όρων όπως αδέσμευτος χρόνος ή κοινωνικοί χρόνοι

χωρίς ωστόσο να υπάρξει μια γενικότερη συμφωνία. Σήμερα ο αγγλόφωνος όρος leisure

φαίνεται να έχει επικρατήσει ευρύτερα αλλά το εννοιολογικό του περιεχόμενο παραμένει ένα

αντικείμενο διαμάχης.

Η μελέτη του ελεύθερου χρόνου έχει απασχολήσει από τη δεκαετία του 1970 και τα

πιο γνωστά επιστημολογικά ρεύματα στο χώρο των κοινωνικών επιστημών. Στη συνέχεια θα

επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε ορισμένες βασικές κατευθύνσεις βασικών σχολών

κοινωνικών επιστημών, όπως η Σχολή της Φρανκφούρτης, οι δρασεολογικές, οι δομικές, οι

μαρξιστικές, οι ερμηνευτικές και οι λειτουργικές προσεγγίσεις.

Οι θεωρίες από την σκοπιά της δράσης και διαντίδρασης τονίζουν την σημασία της

υποκειμενικής ή της συλλογικής δράσης στη διαμόρφωση των υλικών και πολιτισμικών

συνθηκών της ζωής τους και κατά συνέπεια στη συγκρότηση της κοινωνικής

πραγματικότητας. Αυτές οι προσεγγίσεις απορρίπτουν την έννοια της δομής, ως μιας

στατικής οντότητας που υφίσταται ανεξάρτητα από τα άτομα και στην οποία τα τελευταία

αποτελούν απλών αντανακλάσεις της (Βλ. σχετικά Πετμεζίδου 1996: 13) και κατά συνέπεια

3 Για παράδειγμα υποβαθμίζεται η εργασιακή δραστηριότητα που απαιτείται για να βιώσουν τον ελεύθερο χρόνο

ορισμένα μέλη της κοινωνίας και το οποίο αναλαμβάνεται είτε από το βοηθητικό προσωπικό είτε από τις γυναίκες

του σπιτιού καθώς επίσης και η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ελεύθερο χρόνο και την εργασία ( Bella 1989:

172).

4

Page 5: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

είναι αρνητικές για κάθε προσπάθεια εκ των προτέρων προσδιορισμού των δραστηριοτήτων

του ελεύθερου χρόνους στη βάση μιας γενικευτικής ταξικής θεωρίας.

Στο χώρο της κοινωνιολογίας του ελεύθερου χρόνου υπήρξαν ορισμένες σημαντικές

εργασίες από κοινωνιολόγους της λεγόμενης ουμανιστικής παράδοσης (Parker 1983, Kill

1983, Ruskin 1985) στις οποίες υποστηρίζεται ότι ο άνθρωπος έχει ορισμένες βασικές

ανάγκες οι οποίες έχουν ένα οικουμενικό χαρακτήρα και η εκπλήρωση τους είναι αναγκαία

για την κοινωνική ευημερία και τη συλλογική τάξη. Σε αυτήν την προοπτική ο ελεύθερος

χρόνος είναι μάλλον μια διαδικασία παρά μια δομή ή ένα θεσμό κοινωνικού ελέγχου ή

κοινωνικής ελευθερίας, ένας κοινωνικός χώρος που δίνει την ευκαιρία έκφραση,

ενδυνάμωση, επιτέλεση νέων ρόλων και τη δόμηση ταυτοτήτων.

Η ανάπτυξη των σπορ και του αθλητισμού συνδέεται με την ανθρώπινη πρόοδο και

την προσδοκία της ικανοποίησης ζωής και το υποκειμενικό νόημα της εμπειρίας του

ελεύθερου χρόνου σε συνδυασμό με τη δυναμική της ελευθεριών και των περιορισμών αυτής

της εμπειρίας. Η σχολή της αλληλόδρασης δεν διαμόρφωσε ένα γενικευτικό ερμηνευτικό

σχήμα για τον ελεύθερο χρόνο αλλά παρουσίασε ορισμένες ενδιαφέρουσες εργασίες για το

ρόλο του ελεύθερου χρόνου στη διαμόρφωση της ατομικής ταυτότητας και την αναζήτηση

νοήματος στην καθημερινή κοινωνική αλληλόδραση. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν

η μελέτη των Cohen Taylor (1976) για την αναζήτηση ταυτότητας στις ανομικές συνθήκες

και στην αποξένωση του σύγχρονου τεχνολογικού κόσμου κοινωνικών πρέπει και πιέσεων

μέσα από τη σωματική και ψυχολογική απόδραση στη διάρκεια μακροχρόνιων διακοπών σε

χώρες του εξωτερικού. Ο διαρκώς μετακινούμενος μοτοσικλετιστής, ένας σύγχρονος

κοινωνικός νομάδας, γίνεται το σύμβολο απελευθέρωσης που αναζητεί μια κοινοτική

ταυτότητα και μια συλλογικότητα που πηγαίνει πέρα από τα όρια των κοινωνικών προτύπων

και δεσμών.

Ανάμεσα στα ενδογενή χαρακτηριστικά του ελεύθερου χρόνου είναι η επιλογή, η

ευελιξία, ο αυθορμητισμός και η ελευθερία. Τα υποκείμενα μέσα από τη χρήση των

ευκαιριών ψυχαγωγίας, ανάπαυσης και αναψυχής μπορούν να επιτύχουν την κάλυψη

ορισμένων οικουμενικών αναγκών. Η διαμόρφωση ενός επαρκούς κοινωνικο-πολιτισμικού

περιβάλλοντος που θα παρέχει ευκαιρίες για ψυχαγωγία εξαρτάται από το βαθμό προόδου

μιας κοινωνίας και από τις διεκδικήσεις και τον αγώνα και εν τέλει την ικανότητα των

κοινωνικών ομάδων να συγκροτήσουν μέσα από την κοινωνική δράση και αλληλόδραση τους

κατάλληλους θεσμούς.

Οι θεωρίες αυτές δίνοντας έμφαση στο ρόλο της ανθρώπινης δράσης εστιάστηκαν

στην επιτόπια παρατήρηση και στις εμπειρικές έρευνες. Παράλληλα έδωσαν ιδιαίτερη

σημασία στη δυνατότητα του υποκειμένου μέσα από τις δραστηριότητες του ελεύθερου

χρόνου να επιτελέσει κοινωνικούς ρόλους, να διαμορφώσει συλλογικά νοήματα. Η ιδέα μιας

συνεχώς επαναδιαμορφώμενης υποκειμενικότητας η οποία μπορεί δυνητικά να υπερβεί τους

πολιτισμικούς και κοινωνικούς περιορισμούς σε επίπεδο φύλου, τάξης και φυλής και να

5

Page 6: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

διαμορφώνει νέα νοήματα και εμπειρίες στον ελεύθερο χρόνο αποτέλεσε μια εναλλακτική

πρόταση στην κυριαρχία των δομικών προσεγγίσεων.

Ωστόσο το κατά πόσο αυτές οι εμπειρίες προερχόμενες από τα μεσαία κοινωνικά

στρώματα αφορούν ευρύτερες κοινωνικές πραγματικότητες αποτελεί ένα ερώτημα όπως και

οι πραγματικές δυνατότητες υπέρβασης των κοινωνικών ανισοτήτων και διαμόρφωσης μιας

χειραφετητικής ταυτότητας στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου. Οι δρασεολογικές θεωρίες

βέβαια δεν παραγνωρίζουν τα ζητήματα των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά αρνούνται να τα

συνδέσουν με αυστηρούς δομικούς επικαθορισμούς τονίζοντας τη σημασία των

υποκειμενικών επιλογών αλλά και του πλαισίου της αλληλόδρασης σε μια ορισμένη

κοινωνία. Η αθλητική δραστηριότητα σε αυτήν την κατεύθυνση δεν είναι δεδομένο ότι

ενισχύει τις σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα

μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας που μπορεί κάτω από προϋποθέσεις να προσδώσει

εξουσία στα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα (Rojek 1992: 4-5).

Η ερμηνευτική παράδοση και η οικονομία του χρήματος και η αντικειμενική κουλτούρα στον Ζίμελ

Η ερμηνευτική παράδοση της κοινωνιολογίας αξιοποίησε αναλυτικά σχήματα από δύο

κλασσικούς θεωρητικούς τον Simmel και τον Weber. Οι τελευταίοι μελέτησαν τη σχέση του

ελεύθερου χρόνου με την έλευση της νεωτερικής κοινωνίας και τις συνακόλουθες αλλαγές

που επέφερε. Σε αυτήν τη βάση επικεντρώθηκαν στον τρόπο που οι άνθρωποι βίωσαν τις

πολιτισμικές αλλαγές και τον ελεύθερο χρόνο και προσπάθησαν να ερμηνεύσουν και όχι

απλά να περιγράψουν τους νέους τύπους κοινωνωνικών συμπεριφορών και σχέσεων που

αναδύθηκαν.

Για τον Simmel η μοντέρνα εποχή συνδυάστηκε με την ανάδυση μιας αντικειμενικής

κουλτούρας συνδεδεμένης με την οικονομία του χρήματος και τη μαζική κατανάλωση η

οποία ισοπεδώνει τα πολιτισμικά επίπεδα και τις διαφορές και παράγει ευτελή προϊόντα. Σε

αυτή την κοινωνία η υποκειμενικότητα καταστρέφεται και μετατρέπεται σε ανώνυμη

αντικειμενικότητα και η ατομική αύρα του προϊόντος εξαφανίζεται στις σχέσεις της

ανταλλαγής. Παρά το ότι ο Simmel δεν αρνείται τις επιμέρους δυνατότητες που παρέχει η

μοντέρνα κοινωνία για ένα μεγαλύτερο φάσμα ικανοποιήσεων και εσωτερική αναζήτηση, η

γενική ιδέα που κυριαρχεί στον έργο του είναι απαισιόδοξη και επικεντρώνεται στο θρίαμβο

της «αντικειμενικής» κουλτούρας σε βάρος της υποκειμενικής, μιας διαδικασίας που

ονομάζει η «τραγωδία της κουλτούρας» (Simmel 1978).

Με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και την αναπτυσσόμενη κοινωνική

συνθετότητα της μοντέρνας κοινωνίας η κουλτούρα γίνεται περισσότερο ρασιοναλιστική και

λιγότερο αυθεντική. Στις μητροπόλεις του καπιταλισμού διαμορφώνονται νέοι ήχοι, γεύσεις,

μουσικές, γούστα και στυλ και λαμπεροί τόποι ψυχαγωγίας, συχνά απολίτικοι,

6

Page 7: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

απροβλημάτιστοι που προσφέρουν μια ρηχή ψυχαγωγία και μια επιφανειακή μέθη των

αισθήσεων. Η αντικειμενική κουλτούρα κυριαρχεί στην υποκειμενική κουλτούρα που

ατροφεί καθώς το άτομο γίνεται περισσότερο εξαρτημένο, απομονωμένο, ατομοκεντρικό και

υπολογιστικό, η κριτική του γνώση εξασθενεί και υποτάσσεται oλοένα και περισσότερο στις

απαιτήσεις της μαζικής κουλτούρας.

Βασικό χωρικό πεδίο αναφοράς στις εργασίες του Simmel είναι η σύγχρονη

μητροπολιτική πόλη. Η τελευταία είναι ο εκθεσιακός χώρος της νεωτερικότητας και μιας

κουλτούρας αντικειμενοποιημένων υλικών οντοτήτων σε ένα μεταβαλλόμενο και συνεχώς

αναδομούμενο κοινωνικό χώρο στον οποίο κυριαρχεί η λειτουργική διαφοροποίηση, η

ισοπεδωτική οικονομία του χρήματος, ο εξελιγμένος καταμερισμός της εργασίας και ένας

καταπιεστικός συνωστισμός ενός ανώνυμου πλήθους (Frisby 1989: 78. Στο σύγχρονο

άνθρωπο η αναζήτηση του νέου εκφράζεται στη σφαίρα κατανάλωσης στην οποία

διαμορφώνονται συνεχώς νέες ανάγκες. Ο Simmel προφητικά τόνισε τη διαδικασία

συγκρότησης μιας μάζας από καταναλωτές που είναι έτοιμοι να αγοράσουν εμπορεύματα σε

φτηνή τιμή αδιαφορώντας για την ποιότητα τους. Σε αυτό το χώρο παράγονται φτηνά

σκουπίδια που πωλούνται σε χαμηλή τιμή και χαρακτηρίζονται από την ομοιομορφία και την

απομίμηση. Τα σύγχρονα μαγαζιά του κινέζικων προϊόντων του ενός ευρώ αποτελούν ένα

παράδειγμα αυτής της εξέλιξης.

Σε αυτήν οι άνθρωποι υπόκεινται στα δεινά μιας αγχωτικής και νευρικής ζωής και

αναπτύσσουν μηχανισμούς άμυνας του εγώ για να διατηρήσουν την ψυχική τους ισορροπία.

Ο συνεχής βομβαρδισμός των αισθήσεων από φώτα, ήχους, τεχνολογία και σύντομες

συναντήσεις με πολυάριθμους ανθρώπους, σε συνδυασμό με την ποικιλομορφία της

οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής συμβάλλον στη διαμόρφωση ενός

ψυχοκοινωνικού περιβάλλοντος που κυοφορεί στάσεις blasé και νευρασθένεια. Η τελευταία

αφορά μια κατάσταση στην οποία το άτομα αποευαισθητοποιούνται από τα υπάρχοντα

ερεθίσματα, όλα τα πράγματα βιώνονται ως φτηνά σκουπίδια και γκρι αποχρώσεις που είναι

αδύνατον να συναρπάσουν και να συγκινήσουν. Η νευρασθενεια εκφράζεται σε ορισμένες

περιπτώσεις σε τύπους παθολογικής μορφής, όπως είναι η αγοραφοβία και η υπερευαισθησία

και σε μια ψυχολογική αποστασιοποίηση απέναντι στις ατελείωτες «σοκαριστικές» εμπειρίες

που υφίσταται το υποκείμενο στην αστική ζωή (Wearing 1998: 115, Frisby 1989: 79-80).

Σε αυτό το περιβάλλον όπου τα άτομα κυκλοφορούν ως εμπορεύματα και οι αξίες

της ανταλλαγής κυριαρχούν σε ένα κόσμο που δεν ικανοποιεί τις βαθύτερες ανάγκες και

επιθυμίες δημιουργώντας έντονα συναισθήματα έντασης, αναμονής και μη απελευθερωμένων

επιθυμιών και μια αναζήτηση στιγμιαίων ικανοποιήσεων και ακραίων εντυπώσεων. Η μανία

για ταξίδια η επιδίωξη του ανταγωνισμού και της ατομικής υπεροχής αποτελούν τάσεις αυτής

της νέας κατάστασης (Simmel 1978: 484). Τα άτομα παράλληλα αναζητούν στη διάρκεια του

ελεύθερου χρόνου να διαπραγματευτούν την ταυτότητα τους και να προσδεθούν στην τρόπο

ζωής ιδιαίτερων πολιτισμικών ομάδων (Wearing 1998: 115).

7

Page 8: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Στην μοντέρνα κοινωνία νέοι χώροι διασκέδασης παράγονται που αφιερώνονται στο

ξύπνημα των αισθήσεων και στη μέθη του νευρικού συστήματος. Η διασκέδαση που

παράγεται διεγείρει τα νεύρα, συμβάλει στην οπτική τέρψη και συντείνει στην πρόσκαιρη

απόλαυση και είναι συνήθως αποδεσμευμένη από οποιοδήποτε βαθύτερο πνευματικό

περιεχόμενο. Όταν η καθημερινότητα απομυζά ότι υπήρχε διαθέσιμο από πλευράς

δραστηριότητας, ενέργειας και αυτό-συγκέντρωσης το νευρικό μας σύστημα εξαντλημένο

από το θόρυβο και το άγχος της ημέρας και τη διάσπαση των καθημερινών σωματικών και

πνευματικών μας ενεργειών δεν αντιδρά πλέον σε ερεθίσματα εκτός από εκείνα που είναι

άμεσα σωματικά, δεν απαιτούν διανοητικό βάθος και συμβάλλουν στο να περνάμε

διασκεδαστικά και χαλαρά σύμφωνα με το αξίωμα της εξοικονόμησης ενέργειας (Frisby

1989: 83).

H μόδα είναι ένας χώρος στον οποίο το άτομο προσπαθεί να διαμορφώσει μια

πολιτισμική διαφορετικότητα, μια αίσθηση της ύπαρξης στο παρών που αντανακλά το

φευγαλέο και ευμετάβλητο στοιχείο της ζωής. Ένας άλλος χώρος στον οποίον εκφράζεται η

οικονομία του χρήματος και η εμπορευματοποίηση της εμπειρίας και των ανθρώπινων αξιών

είναι η πορνεία. Σε αυτήν το εμπόρευμα και η απόλαυση, ο ελεύθερος χρόνος και η εργασία

αλληλοδιαπλέκονται αφού αυτό που είναι για κάποιον ελεύθερος χρόνος για άλλον είναι

εργασία. Η αγοραία πράξη συνιστά ένα παράδειγμα μιας πρόσκαιρης αγοραίας

ανταλλακτικής σχέσης ανάμεσα στον πόρνη και τον πελάτη στην οποία μια φευγαλέα

σεξουαλική επιθυμία ικανοποιείται και εκτονώνεται με μια σύντομη ερωτική πράξη έναντι

ενός χρηματικού ανταλλάγματος (Frisby 1989: 84).

Η ικανοποίηση που προέρχεται από την κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών του

ελεύθερου χρόνου δεν είναι αυθεντική, δεν οδηγεί στην ατομική ολοκλήρωση και ωρίμανση

αλλά εξυπηρετεί τη δημιουργία μια μαζικής αγοράς στο πλαίσιο της οικονομίας του

χρήματος (Simmel 1978). Στο εύλογο ερώτημα για το αν υπάρχουν κάποιες μορφές

δραστηριότητας που υπερβαίνουν τον αλλοτριωμένο και αντικειμενοποιημένο χαρακτήρα

του ελεύθερου χρόνου ο Ζίμελ υποδεικνύει δύο τύπους κοινωνικών καταστάσεων την

κοινωνικότητα και η περιπέτεια. Η κοινωνικότητα αφορά στην καθαρή της μορφή ένα

ελεύθερο παιχνίδι αλληλεπιδραστικής αλληλεξάρτησης ατόμων που έχει μια απελευθερωτική

διάσταση έξω από τους επίσημους τύπους κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνικότητα

εμφανίζεται στους αναρίθμητους τρόπους στους οποίους τα άτομα φτιάχνουν συλλογικότητες

που ικανοποιούν τα ενδιαφέροντα και τις βαθύτερες ανάγκες των ανθρώπων (Wearing 1998:

116). Ο διάλογος σε μια συζήτηση δεν έχει κάποιο ιδιοτελή σκοπό αλλά βασίζεται στην

ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων γύρω από κοινά ενδιαφέροντα, το ερωτικό φλέρτ στα πάρτυ,

ένα είδος αλληλόδρασης απαλλαγμένο από τις συμβάσεις της καθημερινότητας αποτελούν

δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της κοινωνικότητας (Frisby 1989: 87).

Η περιπέτεια είναι το είδος της εμπειρίας που πάει πέρα από τη ροή της καθημερινής

ζωής και στην οποία παραδίνουμε τους εαυτούς με λιγότερες αντιστάσεις, επιφυλάξεις και

8

Page 9: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

κοινωνικούς φραγμούς σε σχέση με ότι γίνεται στις καθημερινές κοινωνικές σχέσεις. Στην

περιπέτεια ο μοντέρνος άνθρωπος αναζητεί την ένταση, το νέο, κάτι ξένου και άθικτο από

την καθημερινότητα και μια υπέρβαση που συγκλίνει σε μια κατάσταση ονείρου, σε μια

κοινωνική εμπειρία πέρα από την πραγμοποιημένη καθημερινότητα (Simmel 1965).

Σε κάποιο βαθμό η ανάγκη για την απόδραση από τις απαιτήσεις της

καθημερινότητας επιτυγχάνεται μέσα από την τέχνη, τη μουσική, το θέατρο και τα ταξίδια

που εμπεριέχουν δυνατότητες για κοινωνικότητα, μια αναζήτηση της αυθεντικής

υποκειμενικότητας, την ανάπτυξη της φαντασίας και των συναισθημάτων. Ωστόσο, και σε

αυτό το πλαίσιο η επέκταση της ομοιομορφοποίησης, της τυποποίησης και της

εμπορευματοποίησης περιορίζει τις δυνατότητες ατομικής έκφρασης (Jarvie, Maguire 1994:

43-4) .

Μολονότι ο Simmel δεν ανέπτυξε μια συστηματική θεωρία για τον ελεύθερο χρόνο

οι απόψεις του επηρέασαν τους ερευνητές του φαινόμενου και ενίσχυσαν το πεδίο του

προβληματισμού σε σχέση με την κριτική εξέταση του ελεύθερου χρόνου ως ενός

αντικείμενου ιδεολογικά φορτισμένου που σε σημαντικό βαθμό αντανακλά ιδεολογικά και

οικονομικά συμφέροντα. Παράλληλα, συνέβαλε στην αποδόμηση της έννοιας της

δημιουργικότητας και της ελεύθερης επιλογής του ελεύθερου χρόνου (Frisby 1992). Το έργο

του φαίνεται να είναι επηρεασμένο από την προσωπική περιπετειώδη ζωή στους

καλλιτεχνικούς και επιστημονικούς κύκλους της εποχής του, εμπεριέχει ένα μάλλον

απαισιόδοξο τόνο που συνδέεται με την επέκταση του καταναλωτισμού και της μαζικής

κοινωνίας. Η αναζήτηση της περιπέτειας και της κοινωνικότητας και μορφών έκφρασης μιας

αυθεντικής υποκειμενικότητας στην τέχνη φαινόταν για την κοινωνία του Simmel μια

υπαρκτή δυνατότητα. Ωστόσο, σήμερα η μετα-νεωτερική κοινωνία τείνει να διεισδύσει σε

όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής ζωής. Η εμπορική κμετάλλευσης των διακοπών σε εξωτικές

περιοχές και των extreme σπορ αποτελούν παραδείγματα των σημερινών τάσεων του

ελεύθερου χρόνου. Ο Ζίμελ δέχθηκε ποικίλες επικρίσεις για τον ελιτίστικο και ανδοκεντρικό

προσανατολισμό του έργου αφού στο τελευταίο είναι διάχυτη μια διάθεση για την αναζήτηση

μιας αυθεντικής εμπειρίας τέχνης μιας φωτισμένης υποκειμενικότητας που αγνοεί και

υποβιβάζει τόσο τις εμπειρίες των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων όσο και τα ζητήματα του

φύλου που εμφανίζονται στον ελεύθερο χρόνο.

Ο Weber εστίασε το ενδιαφέρον του στην ερμηνευτική κατανόηση της κοινωνικής

αλληλόδρασης δίνοντας έμφαση στο υποκειμενικό νόημα και την εννοηματοποιημένη

ανθρώπινη δράση, στις αλληλοσυνδέσεις ανάμεσα στο γενικό και τις ιδιαίτερες κοινωνικές

περιστάσεις και στις ιστορικοκοινωνικές διαδικασίες που συνέβαλαν στην εμφάνιση του

ελεύθερου χρόνου στη σύγχρονη κοινωνία. Σύμφωνα με το Weber στις παραδοσιακές

κοινωνίες οι ανθρώπινες ανάγκες αποσκοπούσαν στην άμεση ικανοποίηση καθώς υπήρχε μια

στενή σχέση ανάμεσα στις ανάγκες και την οικονομία. Με την ανάδυση της μοντέρνας

κοινωνίας και τη διάχυση του ρασιοναλισμού παρατηρείται μια διαδικασία διεύρυνσης των

9

Page 10: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

αναγκών και μια προσπάθεια ελέγχου της ενέργειας του ανθρώπου. Αντικείμενο των νέων

αντιλήψεων είναι το ανθρώπινο σώμα το οποίο εκκοσμικεύεται και αποσυνδέεται από τις

τελετουργίες και τα νοήματα των θρησκευτικών πεποιθήσεων για να γίνει αντικείμενο του

βιο-ιατρικού λόγου και ένα εξωτερικό σύμβολο αξίας και κύρους που προσδίδει αίγλη στους

φορείς ορισμένων τύπων σώματος και ενισχύει την ατομική ολοκλήρωση και το ναρκισισμό

του υποκειμένου (Jarvie, Marguire 1992: 54-5, Turner 1992: 182).

Σε αυτή την πορεία ορθολογικοποίησης και απομάγευσης της κοινωνικής ζωής

αναδύονται νέες μορφές χορού και τύποι γυμναστικής, όπως η Σουηδική, η σωματική

άσκηση εντάσσεται σε ένα πλαίσιο επιστημονικών κανόνων και αναπτύσσονται ο

επιστημονικός έλεγχος της διατροφής για τους ανθρώπους της τέχνης και των «ευγενών»

σπορ που εκτίθενται στη δημόσια θέα. Παράλληλα, ο ελεύθερος χρόνος και η διαχείριση της

σχόλης διαμορφώνεται ως ένα πεδίο κοινωνικής διαφοροποίησης και ιεράρχησης, ένα

εργαλείο συμβολικής εξουσίας που συνδέεται με τη εννοηματοποιημένη χρήση ορισμένων

τύπων ευγενών αθλημάτων και πρακτικών ψυχαγωγίας και αναψυχής από τις κυρίαρχες

κοινωνικές ομάδες και τον αποκλεισμό των κυριαρχούμενων.

Στην προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού ο Weber βλέπει στη

διαδικασία του περάσματος από τη θρησκευτική και μαγική σκέψη στη κοσμική και στο

πνεύμα του καπιταλισμού την ανάδυση μιας «ποιοτικής» κουλτούρας, ενός αισθητικού

ορθολογισμού μέσα από την τέχνη και τη μουσική. Στη μουσική και στη ζωγραφική, της

γλυπτική και την αρχιτεκτονική κάτω από τις επιδράσεις του ορθολογισμού και των

μοντέρνων αισθητικών κωδίκων αναπτύχθηκαν νέες αντιλήψεις για την αναζήτηση του

ωραίου σε ένα κανονιστικό σύστημα πολιτισμικής δημιουργίας που οριοθετούσε την

ανθρώπινη δημιουργικότητα και ενίσχυε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους διάφορους τύπους

ανθρώπινης έκφρασης. Η τέχνη αναπτύχθηκε ως μια διακριτή και αυτόνομη σφαίρα αξιών

που παρείχε πηγές για εσωτερική έκφραση και μια πιθανότητα για υπέρβαση από το

θεωρητικό και πρακτικό ορθολογισμό και την ρουτίνα της καθημερινής ζωής στη μοντέρνα

κοινωνία. Η τέχνη επαναδημιουργούσε την αισθητική ως μια γνήσια σφαίρα λύτρωσης και

έκφρασης που έδινε νόημα στην κοινωνική ζωή (Weber 1996).

Η μουσική υπήρξε ένα βασικό πεδίο έκφρασης των νέων τάσεων (Weber 1958a). Η

μουσική σημειογραφία, η ανάδυση του πολυφωνικού και του τονικού συστήματος και της

αντίστιξης, οι μουσικές κλίμακες και η τυποποίηση της χρήσης διαφόρων μουσικών οργάνων

αποτέλεσαν όψεις της διαδικασίας ορθολογισμού στο χώρο της τέχνης και διευκόλυναν τη

δομική οργάνωση της μουσικής, την εμφάνιση της κλασσικής μουσικής, της όπερας και

ορισμένων μουσικών οργάνων, όπως το πιάνο (Jarvie, Marguire 1992: 58). Αυτή η

διαδικασία περιόριζε τον αυθορμητισμό και τη δυνατότητα αυτοσχεδιασμού στη μουσική

δημιουργία προς όφελος μιας πρακτικής η οποία ήταν διαποτισμένη από ορθολογικές αρχές

και σταθερές. Η ορθολογικοποίηση οδήγησε σε ένα μετασχηματισμό της διαδικασίας

μουσικής παραγωγής σε ένα υπολογιστικό πλαίσιο που λειτουργούσε με μέσα που

10

Page 11: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

απαιτούσαν μια ορισμένη παιδεία, αποτελεσματικά μουσικά όργανα και κατανοητούς

κανόνες. Αντίθετα από ότι στην τέχνη στο χώρο του αθλητισμού ο Weber δεν έβλεπε κάποια

απελευθερωτική προοπτική. Τα σπορ συνιστούσαν ένα χαρακτηριστικό της διαδικασίας

εξορθολογισμού της κοινωνίας και των νέων αντιλήψεων για το σώμα και την έκθεση του,

μια κοσμική δραστηριότητα συνδεδεμένη με κοσμικά πάθη που παρείχε πρόσκαιρη

ικανοποίηση στα άτομα.

Oι ερμηνευτικές προσεγγίσεις έθεσαν υπό αμφισβήτηση την εκ των προτέρων

σύνδεση του ελεύθερου χρόνου με την έννοια της δημιουργικότητας και άνοιξαν το δρόμο

για πιο σύνθετες ερμηνευτικές κατανοήσεις στις οποίες ο ελεύθερος χρόνος συνυφαίνεται με

πολιτισμικές αλλαγές, αισθητικές ανακατατάξεις και ηθικά διλλήματα. Ωστόσο, οι νέες

ενοράσεις, ιδίως oι θέσεις του Βέμπερ επικρίθηκαν για τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τις

δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου, ιδιαίτερα στις εκδοχές των λαϊκών μορφών ή των

σπορ ως κοσμικά πάθη, στιγμιαίες εκστάσεις βασισμένες στον εφήμερο ηδονισμό

υιοθετώντας ένα ελιτίστικο τρόπο αξιολόγησης της κουλτούρας που απέρριπτε τις λαϊκές

εκφάνσεις της την ίδια ώρα που αποδεχόταν ορισμένες εκδοχές της υψηλής κουλτούρας για

τις δυνητικά ελευθεριακές δυνατότητες της (Jarvie, Marguire 1992: 62).

Η σχολή της Φρανκφούρτης και ο λειτουργισμός

O ελεύθερος χρόνος απασχόλησε και τους θεωρητικούς της σχολής της Φρανκφούρτης, οι

οποίοι είχαν τονίσει το ρόλο της βιομηχανίας θεάματος και τις επιδράσεις τους στη

συγκρότηση της ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου επισημαίνοντας ότι οι μορφές χρήσης

του ελεύθερου χρόνου περιορίζουν την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και τη ριζοσπαστική

δράση και οδηγούν στο φαινόμενο του μονοδιάστατου ανθρώπου. Oι σύγχρονες κοινωνίες

αποθεώνουν την τεχνολογική ανάπτυξη, την πρόοδο και την παραγωγικότητα. Η τεχνολογική

εξέλιξη επιτρέπει τον έλεγχο όχι μόνο του φυσικού περιβάλλοντος με στόχο την αύξηση της

παραγωγής αλλά και της ανθρώπινων αναγκών και επιλογών. Η τεχνοκρατική και

υπολογιστική παιδεία και η επέκταση μιας πολιτισμικής βιομηχανίας φτηνού θεάματος και

κατανάλωσης επηρεάζουν την ανθρώπινη σκέψη και το υποσυνείδητο του και συμβάλλουν

στην εξάρτηση των επιθυμιών του, στον κομφορμισμό και την ομογενοποίηση. Το υπερεγώ

και οι κοινωνικές επιταγές καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και την

προσανατολίζουν σε κωδικοποιημένες και ελεγχόμενες παραγωγικές δράσεις και στην

κατανάλωση υλικών αγαθών (Μαρκούζε 1971).

Οι θεωρίες του λειτουργισμού ήταν από τις πρώτες που επεσήμαναν την σημασία

του ελεύθερου χρόνου στην διαδικασία κοινωνικής εξέλιξης και σημείωσαν την αυξημένη

πρόσβαση των πολιτών των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών στις δραστηριότητες του

ελεύθερου χρόνου στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Οι λειτουργιστές ασχολήθηκαν με

συστηματικό τρόπο για τον ελεύθερο χρόνο παρέχοντας μια σειρά από εργασίες βασισμένες

11

Page 12: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

σε ποσοτικές αναλύσεις θετικιστικού χαρακτήρα (Roberts 1997, Parker 1983, Veal 1993). Για

την παράδοση του λειτουργισμού ο ελεύθερος χρόνος συνιστά ένα σημαντικό κοινωνικό

θεσμό με επωφελείς κοινωνικές λειτουργίες. Οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου

παρέχουν ένα αντίβαρο στη σκληρή και επίπονη εργασιακή δραστηριότητα, συμβάλει στην

ξεκούραση και την ανανέωση των εργαζομένων προσφέροντας τους μια αίσθηση

ευχαρίστησης.

Στις σχετικές αναλύσεις αξιοποιούνται αναλυτικά σχήματα από κλασσικές

λειτουργικές προσεγγίσεις για τη χρήση των τελετουργιών και των ταμπού. Τα τελευταία

επιτελούν σημαντικές κοινωνικές λειτουργίες όχι μόνο σε θρησκευτικά συστήματα αλλά και

στις πρακτικές του ελεύθερου χρόνου. Οι τελετουργίες συμβάλλουν στο να επιλύσουν μια

ριζική αντίθεση ανάμεσα στις υποκειμενικές επιθυμίες και τις συλλογικές ανάγκες

παρέχοντας μάθηση για την ηθική τάξη και τους κανόνες συμπεριφοράς και τα όρια ανάμεσα

στο ιερό και το βέβηλο, το αποδεκτό και το απαγορευμένο Στον αθλητισμό τελετουργικές

πρακτικές, όπως οι γιορτές στις Ολυμπιάδες, οι άσεμνες χειρονομίες σε βάρος των αντιπάλων

στις κερκίδες, το κάψιμο της σημαίας της αντίπαλης ομάδας, τα ρυθμικά συνθήματα και οι

ιαχές συνιστούν τελετουργικές εκδηλώσεις κοινοτήτων που συμβάλλουν στη διατήρηση μιας

ορισμένης τάξης πραγμάτων. Οι τελετουργίες και τα ταμπού που δομούν την εμπειρία του

αθλητισμού αποκαλύπτουν την κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις στο άτομο και

συμβάλλουν στην οργάνωση της ανθρώπινης γνώσης του παρελθόντος και του παρόντος και

στη διαμόρφωση των προσδοκιών του μέλλοντος. Μολονότι βασικός στόχος των

τελετουργιών είναι η διατήρηση της κοινωνικής συναίνεσης σε ορισμένες περιπτώσεις

μπορούν να δραματοποιήσουν κοινωνικές συγκρούσεις στην καθημερινή ζωή (Jarvie,

Maguire 1994: 20).

Σύμφωνα με την Παρσονική θεώρηση (Parson 1952) οι θεσμοί του ελεύθερου

χρόνου συμβάλουν στις βασικές λειτουργίες του συστήματος,4 κυρίως στη διαχείριση των

εντάσεων του συστήματος. Παράλληλα ενισχύουν διαδεδομένες πολιτισμικές αξίες και

ενσωματώνουν στο σύστημα ορισμένους τύπους κοινωνικής δράσης, όπως είναι οι αθλητικές

δραστηριότητες και οι ψυχαγωγικές λειτουργίες. Έτσι, ο ελεύθερος χρόνος συνιστά βασικό

θεσμό κοινωνικοποίησης που ενισχύει τις κοινωνικές αξίες και τους κανόνες και συμβάλει

μέσα από την εκμάθηση κοινωνικά αποδεκτών ρόλων στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης

και της ισορροπίας στο σύστημα.

Στις αναλύσεις του Πάρκερ τονίζεται η αλληλόδραση ανάμεσα στην εργασία και τον

ελεύθερο χρόνο, η συνεισφορά του καθενός στην επίτευξη της ανθρώπινης ευημερίας και η

ελευθερία των επιλογών του ατόμου και προάγεται η αντίληψη της εφαρμογής σταδιακών

αλλαγών που θα συμβάλουν στην ενσωμάτωση στις υπηρεσίες του ελεύθερου χρόνου των μη

προνομιούχων ομάδων (Parker, Paddick 1990). Σε πιο σύγχρονες εκδοχές οι θεωρίες του

λειτουργισμού βρήκαν γόνιμο έδαφος στην πολυπολιτισμική θεώρηση που υπερασπίζεται την

4 Σύμφωνα με τον Parsons (oι βασικές λειτουργίες του συστήματος είναι η προσαρμογή, η επίτευξη των στόχων, η ενσωμάτωση, και η διαχείριση των εντάσεων.

12

Page 13: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

κοινωνική κινητικότητα και διαφοροποίηση ομάδων σε ένα οριζόντιο επίπεδο και το

δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης στα πολιτισμικά αγαθά μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας

που διασφαλίζει τη δημόσιας αναγνώρισης της διακριτής ταυτότητας (Τέυλορ .

Oι θεωρίες του λειτουργισμού έγιναν αντικείμενο έντονης κριτικής εξ αιτίας της

έμφασης που έδιναν στη σημασία των λειτουργιών του αθλητισμού και του ελεύθερου

χρόνου στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της συναίνεσης και στην αποδοχή μιας

κοινωνικής κατάστασης σταδιακών αλλαγών χωρίς σημαντικές συγκρούσεις. Μολονότι οι

θεωρίες αυτές παρουσίαζαν ενδιαφέροντα στοιχεία για τις διαφοροποιήσεις στην πρόσβαση

του ελεύθερου χρόνου με βάση την τάξη, το φύλο και την ηλικία αυτές ερμηνεύονται μέσα

από μια λειτουργική θεώρηση που παραγνωρίζει ή υποβαθμίζει τα ζητήματα κοινωνικού

ελέγχου και καταπίεσης στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου. Από μια φεμινιστική προοπτική

οι θεωρίες του λειτουργισμού επικρίθηκαν επειδή αγνόησαν τη γυναικεία πραγματικότητα

δίνοντας έμφαση στις αξίες του ελεύθερου χρόνου βασισμένες στις ανδρική εμπειρία της

μεσαίας τάξης και των δυτικών κοινωνιών η οποία ωστόσο δεν μπορεί να συνιστά μια

οικουμενική κατάσταση (Wearing 1998) και από την σκοπιά του μαρξισμού για αδυναμία

κριτικής προσέγγισης των κοινωνικών φαινόμενων και ανάδειξης των ταξικών σχέσεων

κυριαρχίας που κρύβονται πίσω από τις πρακτικές του ελεύθερου χρόνου.

Ακόμη αντικείμενο κριτικής έγινε το περιορισμένο ενδιαφέρον του λειτουργισμού σε

ζητήματα και της ιστορίας και η προσέγγιση του κοινωνικού συστήματος με ένα μάλλον

στατικό τρόπο στο οποίο η κοινωνική αλλαγή έχει δευτερεύουσα σημασία. Πράγματι,

εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στις λειτουργικές και προσαρμοστικές διευθετήσεις του

ελεύθερου χρόνου και του αθλητισμού η λειτουργική θεωρία υποβάθμισε το ζήτημα της

κοινωνικής σύγκρουσης και της πολιτισμικής σύγκρουσης.

Αυτή η κριτική οδήγησε στην υιοθέτηση διαφορετικών κατευθύνσεων στο εσωτερικό

της λειτουργικής θεώρησης. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι η εργασία του Gruneau για τη

σχέση της κοινωνικής αλλαγής με τον ελεύθερο χρόνο και τον αθλητισμό. Ο Gruneau

υποστήριξε ότι η διατήρηση των ανισοτήτων είναι μια βασική λειτουργία του αθλητισμού. Η

ανισότητα διατηρείται μέσα από τρεις βασικές λειτουργίες: πρώτον, η αναγνώριση και η

επιτυχία μέσα από ανταγωνιστικές δραστηριότητες συμβάλει στην ενσωμάτωση των

υποκειμένων στην κοινωνία, δεύτερον, ο αθλητισμός συγκροτεί και ενισχύει την κοινωνική

διαστρωμάτωση και τρίτον, ο αθλητισμός συνιστά ένα χώρο για την επίτευξη επιτυχίας και

ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Ο συγγραφέας μέσα από αυτές τις υποθέσεις καταλήγει στο

συμπέρασμα πως η διατήρηση της ανισότητας δεν συμβάλει τόσο στη διατήρηση των

σκοπών του συστήματος όσο στην αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας σε μια κοινωνία

προς όφελος αυτών που κατέχουν θέσεις εξουσίας (Jarvie, Maguire 1994: 24, πρ. βλ. Gruneau

1975: 117-84).

Οι δομικές προσεγγίσεις

13

Page 14: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Οι δομικές προσεγγίσεις τονίζουν τη δύναμη των προσδιορισμών της ανθρώπινης

συμπεριφοράς από τις δομές των κοινωνικών συστημάτων και ερμηνεύουν τις

δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου ως εκφάνσεις που είναι αλληλένδετες με τους

καθορισμούς των δομών του συστήματος. και ένα πεδίο στο οποίο διαιωνίζονται και

εκφράζονται σχέσεις εξουσίας στο επίπεδο της τάξης, του σεξισμού και της φυλής. Σε αυτήν

την κατεύθυνση αμφισβητείται η ελευθερία επιλογής που διακηρύσσει η δρασεολογική

προσέγγιση και υποστηρίζεται ότι οι επιλογές των υποκειμένων σε σημαντικό βαθμό

καθορίζονται από την ταξική και την κοινωνική θέση του. Σύμφωνα με τον Rojek (1992: 6-7)

υπάρχουν 3 βασικές δομικές προσεγγίσεις η μαρξιστική, η φεμινιστική και η αντι-ρατσιστική.

Εάν η λειτουργική θεωρία τονίζει τη σημασία της ελευθερίας του ατόμου στην

επιλογή των χρήσεων των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου και τα οφέλη για το

κοινωνικό σύστημα από τις κοινωνικές τους λειτουργίες η μαρξιστική προσέγγιση

επισημαίνει το ρόλο αυτών των δραστηριοτήτων στην ενίσχυση των ταξικών αντιθέσεων και

των κοινωνικών και πολιτισμικών αποστάσεων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες

και στρώματα. Οι μαρξιστικές αναλύσεις υποστηρίζουν ότι οι θεσμοί του ελεύθερου χρόνου

δεν μπορούν να ιδωθούν ανεξάρτητα από το πλαίσιο των υλικών σχέσεων παραγωγής μιας

κοινωνίας και το καταμερισμό εργασίας που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική κοινωνία

ενσωματώνοντας στις ερμηνευτικές τους στρατηγικές ζητήματα εμπορευματοποίησης,

καταπίεσης, ταξικών συγκρούσεων, οικονομικών συμφερόντων και αλλοτρίωσης.

Η ελευθερία της επιλογής των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου και η

πρόσβαση στις υπηρεσίες του ελεύθερου χρόνου είναι περιορισμένη στα μέλη της εργατικής

τάξης και στα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Ο ελεύθερος χρόνος ενισχύει σε

πολιτισμικό επίπεδο τις κοινωνικές ανισότητες με βάση την τάξη, το φύλο και την φυλή και

συμβάλλει στην ιδεολογική αποδοχή τους. Οι ανισότητες του ελεύθερου χρόνου έχουν μια

υλική και μια πολιτισμική βάση. Τα υλικά χαρακτηριστικά αφορούν την άνιση δυνατότητα

των διαφόρων ομάδων να έχουν πρόσβαση σε δραστηριότητες που απαιτούν οικονομική

δυνατότητα και χρόνο, όπως θεατρικές παραστάσεις, κονσέρτα και κοσμικές εκδηλώσεις. Για

παράδειγμα η οικονομικά εξαρτημένη γυναίκα, ο εξαντλημένος χειρωνάκτης εργάτης, ο

εξαθλιωμένος μετανάστης έχουν περιορισμένες δυνατότητες πρόσβασης στις υπηρεσίες της

ψυχαγωγίας και της αναψυχής και κατά συνέπεια μικρότερες δυνατότητες ατομικής

έκφρασης, αυτονομίας και αυτεκπλήρωσης. Τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αφορούν τις

ποικίλες στερεοτυπικές προσλήψεις, τις προσδοκίες και τους προσδιορισμούς για τις

δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου που ενισχύουν τους διαχωρισμούς των ανδρών από τις

γυναίκες, τα μεσαία από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, τους λευκούς από τους νέγρους,

τους νέους από τους ηλικιωμένους (Clark, Critcher 1985: 146).

Ο ελεύθερος χρόνος συνιστά για τον Wilson ένα πεδίο ταξικής πάλης στο οποίο

κυρίαρχες και κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν τον έλεγχο του χώρου και του χρόνου. Οι

14

Page 15: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

κυρίαρχες επιδιώκουν μέσα από θεσμικές και διοικητικές παρεμβάσεις να ελέγξουν

οικονομικά και ιδεολογικά τον αθλητισμό και να διαμορφώσουν καταστάσεις που

ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και από την άλλη οι

κυριαρχούμενες αντιστέκονται στις κυρίαρχες λογικές μέσα από ατομική εξέγερση και τη

συλλογική δράση. Η ταξική πάλη για την πρόσβαση και τον έλεγχο των δραστηριοτήτων του

ελεύθερου χρόνου σταδιακά μεταφέρεται σε επίπεδο κρατικού μηχανισμού μέσα από τον

οποίο επιδιώκεται ο θεσμικό έλεγχο του ελεύθερου χρόνου (Wilson 1988).

Οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου συμβάλλουν στην αναπλήρωση και την

ανανέωση της ενέργειας που χάνεται στη διάρκεια της εξοντωτικής εργασίας, στην επέκταση

της αγοράς καταναλωτικών αγαθών μέσα από τη δημιουργία νέων αναγκών που είναι

κοινωνικά καθορισμένες και σε τελική ανάλυση στην ενίσχυση της καπιταλιστικής

συσσώρευσης και των ανάγκες των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής. Η απελευθέρωση μη

εργασιακού χρόνου για τους εργαζόμενους μέσα από τις ταξικές διεκδικήσεις και τη μείωση

του χρόνου εργασίας στη διάρκεια του 20ου αιώνα αποτέλεσε ένα σημαντικό επίτευγμα της

εργατικής τάξης που ωστόσο δεν μπόρεσε να οδηγήσει σε μια πραγματική απελευθέρωση

από το βασίλειο της αναγκαιότητας αφού οι καθορισμένες χρήσεις του ελεύθερου χρόνου δεν

επιτρέπουν την βαθύτερη έκφραση των ανθρώπινων αναγκών, την κοινωνική απελευθέρωση

και την υπέρβαση της ανθρώπινης αλλοτρίωσης. Ο ελεύθερος χρόνος έχει γίνει ένα

εμπόρευμα ελεγχόμενο από τη καπιταλιστική κοινωνία η οποία σε σημαντικό βαθμό

επιτυγχάνει να ελέγξει τις ατομικές επιλογές.5

Σύμφωνα με τον Vinai οι άνθρωποι βιώνοντας ματαιώσεις και εξ αιτίας της

εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της αποξένωσης στην καθημερινή ζωή απελευθερώνουν

την επιθετικότητα και την ένταση που προκαλείται από τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες μέσα

τις πρακτικές του ελεύθερου χρόνου. Για παράδειγμα η θέαση ποδοσφαιρικών παιχνιδιών και

τη διέγερση που αυτή επιφέρει λειτουργεί ως μια εσωτερική κάθαρση και μια απόδραση από

τη σκληρή και αλλοτριωμένη καθημερινότητα (Vinai 1999).

Σε μια προσπάθεια να γεφυρωθούν μαρξιστικές προσεγγίσεις με

μεταστρουκτουραλιστικές θέσεις και την θεωρία της εξέλιξης του πολιτισμού του Ελίας, ο

Rojek (1985) υποστηρίζει ότι η διαμόρφωση των θεσμών του ελεύθερου χρόνου είναι μια

ιστορική διαδικασία που απορρέει από την οργάνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο

συγγραφέας αναφέρεται σε τέσσερις βασικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα σε αυτή τη

εξελικτική πορεία, την ιδιωτικοποίηση, την εμπορευματοποίηση, την ατομικοποίηση και την

ειρηνοποίηση.

5 Η διείσδυση μεγάλων οικονομικών μονάδων που έχουν μονοπωλιακή πώληση ορισμένων αναψυκτικών, όπως

είναι η Coca Cola σε μια σειρά δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου μέσα από τις οποίες προσελκύουν νέους

πελάτες και η ανάπτυξη μιας κουλτούρας ψυχαγωγίας και αναψυχής γύρω από αυτές μαρτυρούν αυτήν την

οικονομική σημασία του ελεύθερου χρόνου.

15

Page 16: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Η ιδιωτικοποίηση αφορά την ανάδειξη του σπιτιού ως ιδιαίτερου χώρου

δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου και η ανάπτυξη ενός κτητικού ατομικισμού που

γρήγορα διαχύθηκε σε όλο το κοινωνικό σώμα συγκροτώντας στο δεύτερο μισό του εικοστού

αιώνα ένα πεδίο δραστηριοτήτων στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού: παρακολούθηση

τηλεόρασης, ακρόαση ραδιοφωνικών σταθμών, ανάγνωση εφημερίδων και περιοδικών,

συνομιλίες στο διαδίκτυο κ.λπ. Η εμπορευματοποίηση συνιστά μια διαδικασία ενίσχυσης της

εμπορικής χρήσης και εκμετάλλευσης των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου με στόχο

την επιδίωξη κέρδους. Η διακίνηση υπηρεσιών και αγαθών που προορίζονται για τον

ελεύθερο χρόνο συνιστά ένα από τους πιο δυναμικούς χώρους της καπιταλιστικής παραγωγής

που διεισδύει σε όλα τα πεδία της κοινωνικής. Η ατομικοποίηση συνδέεται με τη

φιλελεύθερη αντίληψη του δικαιώματος της ελεύθερης επιλογής και της μοναδικότητας του

κάθε ατόμου που ωστόσο υποκρύπτει μια σταθερή ομοιομορφία που χαρακτηρίζει τα αγαθά

που παρουσιάζονται στο πλαίσιο της μαζικής κουλτούρας της σύγχρονης κοινωνία και τέλος

η ειρηνοποίηση αναφέρεται στη χρήση του ελεύθερου χρόνου ως ενός πεδίου μέσα στον

οποίο η κοινωνία σταδιακά διαχειρίζονται τα έντονα συναισθήματα και τις ψυχικές

διεγέρσεις (Wearing 1998). Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η ιδεολογία του ελεύθερου

χρόνου και οι αντιλήψεις για την ελευθερία της επιλογής του ατόμου συμβάλλουν στην

επέκταση και στη νομιμοποίηση μιας σειράς εμπορευματοποιημένων πρακτικών οι οποίες

βαπτίζονται ως δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου και σε τελική ανάλυση συμβάλουν

στην ενίσχυση των υλικών ανισοτήτων.

Τα σπορ και ο ελεύθερος χρόνος προσλαμβάνονται ως εργαλεία κοινωνικού ελέγχου

και εξομάλυνσης των συγκρούσεων συμφερόντων που λαμβάνουν χώρα σε μια κοινωνία

αφού αποδυναμώνουν την κριτική συνείδηση των εργαζομένων περιορίζουν τις δυνατότητες

για αντίσταση στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης τους συμβάλλοντας σε μια στάση διανοητικής

ουδετερότητας. Ο καπιταλισμός ματαιώνει τη συνείδηση των πραγματικών αναγκών στους

ανθρώπους δια μέσου της ταξικής εκμετάλλευσης και των ιδεολογικών μηχανισμών του

συστήματος. Η μαρξιστική προσέγγιση είναι επιφυλακτική για τις δυνατότητες των

ανθρώπων να καλύψουν βασικές ανάγκες τους στη διάρκεια των δραστηριοτήτων του

ελεύθερου χρόνου και υποστηρίζουν ότι η κοινωνική πρόοδος και η ελευθερία μπορεί να

έρθει μόνο μέσα από την υπέρβαση της ταξικής εκμετάλλευσης και τη δράση της εργατικής

τάξης.

Η μαρξιστική προσέγγιση μπόρεσε να αναπτύξει ένα ενδιαφέρον θεωρητικό πλαίσιο

το οποίο έδειχνε τη σημαντική επίδραση των ταξικών δομών των σχέσεων παραγωγής, ιδίως

του βιομηχανικού καπιταλισμού, στη συγκρότηση και τελικά στον περιορισμό των επιλογών

ζωής και ελεύθερου χρόνου και τη λειτουργία του ελεύθερου χρόνου ως ενός μηχανισμού

διαιωνίζει και ενισχύει σε οικονομικό και συμβολικό επίπεδο τις οικονομικές και κοινωνικές

ανισότητες. Από την άλλη οι κοινωνικές συνθήκες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας

16

Page 17: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

καθιστούν απαραίτητη την επαναδιατύπωση ορισμένων θέσεων που αφορούν τις αυστηρές

πολιτισμικές διαφοροποιήσεις με βάση την τάξη.

Η φεμινιστική προσέγγιση αποδέχεται τη μαρξιστική θέση η οποία βλέπει τον

ελεύθερο χρόνο ως ένα πεδίο έκφρασης των σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης του

καπιταλισμού. Ωστόσο, μετατοπίζει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της από τις ταξικές

σχέσεις στις διακρίσεις με βάση το φύλο. Σύμφωνα με τις φεμινιστικές προσεγγίσεις

(Wimbush and Talbot 1988, Hargreaves 1989) στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου

και ιδιαίτερα στα σπορ οι άνδρες αξιοποιούν τη φυσική τους δύναμη και έχουν περισσότερες

ευκαιρίες για συμμετοχή, δράση και δύναμη. Οι θεσμοί του ελεύθερου χρόνου αναπαράγουν

και ενισχύουν τις ανισότητες των φύλων σε ορισμένους χώρους όπως είναι το ποδοσφαιρικό

γήπεδο και συμβάλλουν στην επιτέλεση των ανδροκεντρικών στάσεων της κοινωνίας

(σεξιστικού χαρακτήρα συνθήματα, συμπεριφορές επιδεικτικού ανδρισμού).

H διχοτόμηση μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου είναι μια ανδροκεντρική

κατασκευή που συνδέει που τον εργασιακό χρόνο με τη δημόσια σφαίρα από τον ελεύθερο με

τον ιδιωτική σφαίρα και την οικογένεια. Ωστόσο, αυτή η διχοτόμηση αγνοεί την εμπειρία και

την εργασία των γυναικών για τη διατήρηση και συντήρηση της οικογένειας και

υποβαθμίζουν της σημασίας των σχέσεων της φροντίδας, των οικογενειακών υποχρεώσεων

και τη συναισθηματικές υπηρεσίες που είναι απαραίτητες στην οικογενειακή ζωή για την

αρμονική συμβίωση της οικογένειας. 153 Πράγματι οι περισσσότερες αναλύσεις για τον

ελεύθερο χρόνο υποβαθμίζουν τη συμβολή των γυναικών στην αναπαραγωγή της εργασίας

μέσα από την ανατροφή και υποστήριξη των υπαρχόντων εργαζομένων και των τέκνων που

θα ανήκουν στο μελλοντικό εργατικό δυναμικό (Bella 1989: 153).

Οι ανισότητες με βάση το φύλο είναι εμφανείς σε ορισμένες κατηγορίες γυναικών,

όπως οι μη εργαζόμενες μητέρες οι οποίες επιφορτίζονται τις οικιακές δραστηριότητες, μια

μη αμειβόμενη εργασία δραστηριότητα η οποία περιορίζει τη γυναικεία πρόσβαση στον

ελεύθερο χρόνο αφού η νοικοκυρά είναι εξαρτημένη από τον σύζυγο και έχει λιγοστό

αδέσμευτο χρόνο. Ακόμη οι εργαζόμενες μητέρες έχουν εξασφαλίσει την οικονομική τους

αυτοτέλεια αλλά εξακολουθούν να είναι επιφορτισμένες με τη φροντίδα του σπιτιού και των

παιδιών δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και δυνατότητες για συμμετοχή στις πρακτικές

ψυχαγωγίας και αναψυχής.

Οι ανδρικές αντιλήψεις διαμορφώνουν ένα κατά το φύλα καταμερισμό των χώρων

του ελεύθερου χρόνου αποκλείοντας ή περιθωριοποιώντας τις γυναίκες από μια σειρά από

πρακτικές, σύμβολα και νοήματα που θεωρούνται ανδρικά στη βάση μιας λογικής που

προσδιορίζει τη γυναίκα ως φορέα ενός υποστηρικτικού ρόλου στην οικογενειακή ζωή και

ιδιαίτερων συμβολισμών (φύση, αρετή, γοητεία, χάρις, λεπτότητα). Δεν είναι τυχαίο ότι σε

ένα χώρο σημαντικών διακρίσεων με βάση το φύλο όπως είναι ο αθλητισμός η παρουσία της

γυναίκας είναι σημαίνουσα σε ορισμένα «γυναικεία» αθλήματα τα οποία είναι ταυτισμένα με

παρόμοια πρότυπα και αποσυνδεμένα από το πρότυπο της δύναμης (ενόργανη γυμναστική,

17

Page 18: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

συγχρονισμένη κολύμβηση). Η ολοένα και μεγαλύτερη παρουσία της γυναίκας σε

παραδοσιακούς αντρικούς χώρους έχει να κάνει τόσο με τους αγώνες και τις διεκδικήσεις του

φεμινιστικού κινήματος όσο και με την επέκταση των αξιών του κέρδους στη βάση των

οποίων η γυναικεία παρουσία στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου ενισχύει την

οικονομική κερδοφορία των οικονομικών ελίτ.

Ορισμένα ζητήματα που είναι στο επίκεντρο της φεμινιστικής προσέγγισης είναι η

ομοιομορφοποίηση των ανδρικών και γυναικείων συμπεριφορών και πολιτισμικών προτύπων

με την υιοθέτηση ανδροκεντρικών στάσεων από μέρους των γυναικών αλλά και η

δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας μέσα από τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου

και τη διαμόρφωση αξιών και προτύπων ζωής από ένα κόσμο γυναικείων αντιλήψεων

ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση του υποκειμένου. Η τελευταία θέση μπορεί να

προσλάβει και ένα ευρύτερο προβληματισμό που αφορά τη δυνατότητα ενδυνάμωσης της

γυναικείας ταυτότητας μέσα από τις χρήσεις του ελεύθερου χρόνου.

Η αντι-ρατσιστική προσέγγιση εντοπίζει τις σχέσεις κυριαρχίας στο επίπεδο της

φυλετικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Μολονότι οι ρίζες της φυλετικής εκμετάλλευσης

εντοπίζονται στη θεσμοποίηση της δουλείας στο παρελθόν και στις αποικιοκρατικές σχέσεις,

στην σύγχρονη κοινωνία εκφράζονται ως μια όψη των καπιταλιστικών σχέσεων. Η

προσέγγιση αυτή αμφισβητεί μια κυρίαρχη αντίληψη που ερμηνεύει τα υψηλά ποσοστά

επιτυχίας των νέγρων αθλητών σε αθλητικούς αγώνες στα βιολογικά χαρακτηριστικά των

νέγρων και θεωρεί ότι η αθλητική επιτυχία είναι κοινωνικά καθορισμένη. Ο αθλητισμός

παρέχει ευκαιρίες διαφυγής από τη ρουτίνα της χειρωνακτικής εργασίας ή των επαγγελμάτων

χαμηλού κοινωνικού στάτους που βρίσκονται τα μέλη ορισμένων εθνικών ή φυλετικών

ομάδων. Παράλληλα τα σπορ συνιστούν ένα πεδίο ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας σε μια

κοινωνία που περιορίζει δομικά τις ευκαιρίες εργασίας σε αυτές τις ομάδες. Οι κοινωνικές

δομές του ρατσισμού κατά συνέπεια συμβάλλουν στην στερεοτυπική σύνδεση των lifestyles

των νέγρων με οριοθετημένες συμπεριφορές (Rojek 1992: 5-6).

Οι δομικές προσεγγίσεις παρείχαν ένα αξιοσημείωτο πεδίο προβληματισμού γύρω

από το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου αναδεικνύοντας παράλληλα τους ποικίλους

περιοριστικούς παράγοντες στην υποκειμενική δράση. Ωστόσο αυτή η έμφαση στους

δομικούς περιορισμούς μοιάζει μερικές φορές να ακυρώνει τις δυνατότητες των υποκειμένων

να αντιστέκονται στις συνθήκες ύπαρξης και να καθορίζουν την όποια επιλογή. Η δομική

προσέγγιση υποβαθμίζει την αλληλεπιδραστική σχέση δομής και δράσης, υποκειμένου και

κοινωνίας. Παράλληλα, η συγκρότηση ποικίλων προτύπων κοινωνικής συμπεριφοράς στον

ελεύθερο χρόνο αντιμετωπίζεται με ένα στατικό τρόπο ως μια κατάσταση που δεν έχει

σημαντικά περιθώρια για να επηρεάσει ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές.

Το ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον για τα ζητήματα του ελεύθερου χρόνου

οδήγησε στη συγκρότηση ενός ιδιαίτερου γνωστικού πεδίου που εστιάστηκε σε αντικείμενα

που αφορούσαν τον πολιτισμό και τις χρήσεις του ελεύθερου χρόνου. Πρόκειται για το ρεύμα

18

Page 19: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

των ονομαζόμενων πολιτισμικών μελετών (cultural studies). Η έμφαση σε αυτήν τη σχολή

δόθηκε στο επίπεδο της μεθοδολογίας στην πολιτισμική ανάλυση και την ερμηνευτική και σε

επίπεδο θεματικό στην πολιτισμική αλλαγή, τα πολιτισμικά μορφώματα, τις συμπεριφορές

και τις αξίες ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων. Οι νεομαρξιστικές πολιτισμικές προσεγγίσεις

(Glark, Critcher 1985, Hargreaves 1986, Tomlinson 1990) επιχειρούν να αξιοποιήσουν ιδέες

και θεωρητικά εργαλεία από ορισμένους Μαρξιστές θεωρητικούς, όπως είναι ο Gramsi και ο

Williams, στο πεδίο του ελεύθερου χρόνου. Αυτές οι αναλύσεις αποδέχονται τη βασική θέση

της μαρξιστικής θεωρίας για το ρόλο των ταξικών σχέσεων στην οργάνωση των

δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου, ωστόσο έχουν μια κριτική θέση στο ζήτημα της

κυριαρχίας της οικονομικής δομής στα υποσυστήματα της υπερδομής και συνακόλουθα τον

ετεροκαθορισμό της κοινωνικής ζωής από τον οικονομικό παράγοντα τονίζοντας τη

διαλεκτική και αλληλεπιδραστική σχέση ανάμεσα στη δομή και την υπερδομή.

Μια βασική θέση της νεομαρξιστικής προσέγγισης είναι η εξάρτηση των σπορ και

των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου από τις ανάγκες της συσσώρευσης κεφαλαίου

και την επέκταση της βιομηχανίας το θεάματος μέσα από τη δημιουργία ευκαιριών

ψυχαγωγίας και αναψυχής. Η βιομηχανία παραγωγής υπηρεσιών ελεύθερου χρόνου έχει την

ικανότητα να μετασχηματίζει τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε φυσικές επιθυμίες των

υποκειμένων και να συμβάλλει στην ανάπτυξη του καταναλωτισμού και την αστική

συσσώρευση. Σε αυτήν την προοπτική ο ελεύθερος χρόνος συνιστά ένα πεδίο διαιώνισης και

αναπαραγωγής της ιδεολογικής κυριαρχίας της άρχουσας τάξης που παίζει ένα σημαντικό

ρόλο στη συνοχή της κυρίαρχης τάξης και στη σχετικοποίηση της ταξικής συνείδησης των

εργαζομένων.

Ωστόσο η ηγεμονία της αστικής ιδεολογίας στο πεδίο του ελεύθερου χρόνου δεν

οδηγεί αυτομάτως σε μια ντετερμινιστική θέση για τον ελεύθερο χρόνο. Η προσέγγιση αυτή

επισημαίνει τη δυνατότητα των υποκειμένων και των κοινωνικών κινημάτων να

απομυθοποιούν τα νοήματα της καπιταλιστικής αγοράς εμπορευμάτων και υπηρεσιών, να

υπονομεύουν τις κυρίαρχες αξίες και να αντιστέκονται στην ιδεολογική κυριαρχία της

άρχουσας τάξης έστω και εάν αυτό γίνεται κάτω από δυσμενείς κοινωνικές και ιδεολογικές

συνθήκες. Σε αυτήν την κατεύθυνση οι νεομαρξιστικές προσεγγίσεις βλέπουν τις νεανικές

υποκουλτούρες ως ένα πεδίο δυνητικής αντίστασης στην ιδεολογία και την

εμπορευματοποίηση του καπιταλισμού (Rojek 1992: 8).

Eλεύθερος χρόνος και αθλητισμός

Ένας ξεχωριστός χώρος στον οποίο μπορεί να διερευνηθεί η σημασία των οικονομικών

λειτουργιών της χρήσης του ελεύθερου χρόνου και της σχέσης τους με την καπιταλιστική

οικονομία είναι ο αθλητισμός. Πράγματι οι αθλητικές δραστηριότητες συνιστούν ένα βασικό

εργαλείο για την αναπαραγωγή των κυρίαρχων αξιών μέσα από τους μηχανισμούς του

19

Page 20: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

κράτους και τους θεσμούς της αθλητικής βιομηχανίας. Παράλληλα η προβολή των

αθλητικών δραστηριοτήτων στα ΜΜΕ επιτυγχάνει την προώθηση της μαζικής παραγωγής

συμβολικών προϊόντων, την αύξηση των κερδών ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και των

φορέων των ΜΜΕ.

Η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού είναι ιδιαίτερα εμφανής στον χώρο του

ποδοσφαίρου όπου οι μεγάλες αθλητικές ομάδες τείνουν να λειτουργούν ολοένα και

περισσότερο ως μεγάλες οικονομικές μονάδες οι οποίες επενδύουν στο χρηματιστήριο,

λειτουργούν με όρους οικονομικού μάνατζμεντ και προωθούν τις πωλήσεις των προϊόντων

τους σε όλο τον κόσμο. Οι αγωνιστικές επιτυχίες ενισχύουν το συμβολικό κεφάλαιο μιας

ομάδας σε αναγνωρισιμότητα και διασημότητα και αυξάνουν τις πιθανότητες για αύξηση των

πωλήσεων σε νέες μεγάλες αγορές. Με αυτόν το τρόπο το συμβολικό διαπλέκεται με το

οικονομικό κεφάλαιο. Το παράδειγμα των ταξιδιών ορισμένων μεγάλων Ευρωπαϊκών

ομάδων, όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Λίβερπουλ και η Ρεάλ Μαδρίτης στην Κίνα το

καλοκαίρι του 2004 αποτυπώνουν αυτήν την οικονομική στρατηγική της διείσδυσης σε νέες

μεγάλες αναδυόμενες αγορές.

Παράλληλα η εξαγορά ιστορικών ποδοσφαιρικών ομάδων, όπως η Μάντσεστερ

Γιουνάιτεντ και η Τσέλσυ από ξένους επιχειρηματικούς ομίλους, η αύξηση των οικονομικών

επενδύσεων σε δημοφιλή ποδοσφαιρικά σωματεία και η ελεύθερη μετακίνηση

ποδοσφαιριστών σε κοινοτικό επίπεδο μαρτυρούν μια τάση παγκοσμιοποίησης της

ποδοσφαιρικής αγοράς και αλλοίωσης των βασικών χαρακτηριστικών του. Η σχέση με μια

τοπική κοινωνία σχετικοποιείται, οι παραδοσιακές αξίες βρίσκονται υπό αμφισβήτηση και η

κοινωνική προέλευση των οπαδών αλλοιώνεται. Οι μεγάλες ποδοσφαιρικές εταιρίες

καταργούν τις κερκίδες των των ορθίων και τα φτηνά εισιτήρια ενισχύοντας ολοένα και

περισσότερο τις θέσεις για ακριβούς πελάτες και δημιουργώντας σουίτες για πρόσωπα

υψηλού κύρους (VIP). Η ατμόσφαιρα στα γήπεδα των πιο προηγμένων ποδοσφαιρικών

ομάδων τείνει να αλλοιωθεί με την ενίσχυση της παρουσίας των μεσαίων και υψηλών

κοινωνικών στρωμάτων στις κερκίδες, με περισσότερη ευπρέπεια, στυλιστική ομοιομορφία,

λιγότερα συνθήματα και ιαχές. Αυτές οι αλλαγές προς την κατεύθυνση της «ελιτοποίησης»

του ποδοσφαίρου διαμορφώνει νέες πολιτισμικές συγκρούσεις στους κόλπους των

ποδοσφαιρόφιλων. Οι αντιδράσεις και οι μαζικές διαμαρτυρία των φανατικών οπαδών της

Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ενάντια στην πώληση της ομάδας σε Αμερικανό επιχειρηματία και

οι επικρίσεις των οργανωμένων οπαδών στην Αγγλία για την κατάργηση των κερκίδων των

ορθίων αποτυπώνουν τη διάθεση διαμαρτυρίας των στρωμάτων που είχαν μια παραδοσιακή

σχέση με το ποδόσφαιρο στις νέες αλλαγές .

Η σχηματιστική θεωρία (figurational approach) είναι μια από τις πρώτες

κοινωνιολογικές θεωρίες οι οποίες προσεγγίζουν τον ελεύθερο χρόνο μέσα από μια ιστορική

σκοπιά δίνοντας έμφαση στους διάφορους τύπους δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου και

του αθλητισμού και τα κοινωνικο-ιστορικά πλαίσια στα οποία διαμορφώνονται. Η θεωρία

20

Page 21: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

αυτή βασίζεται στις θεωρητικές προσεγγίσεις του Ελίας (1998). Για το Γερμανό

κοινωνιολόγο οι κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούν να συνδέονται με μεσσιανικά οράματα

και ιδανικές καταστάσεις. Βασική αρχή της θεωρίας του είναι η έννοια της figuration που

παραπέμπει στις δυναμικές και πιθανές ποιότητες των ανθρώπινων σχέσεων που

διαμορφώνονται σε ορισμένο χώρο και χρόνο και κάτω από ορισμένες κοινωνικο-ιστορικές

συνθήκες. Για την προσέγγιση αυτή τίποτα δεν είναι τυχαίο. Κάθε συμβάν, κάθε ανάπτυξη

αλληλοσυνδέεται με άλλα συμβάντα και αναπτύξεις (Rojek 1992: 16).

Ο Ελίας εξετάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μια μακρο-πρόθεσμη ιστορική

προοπτική. Η εξέλιξη του πολιτισμού προσλαμβάνεται ως μια διαδικασία μάθησης. Από το

μεσαίωνα και μέχρι τον 20ο αιώνα διαμορφώνονται ορισμένες τάσεις στις δυτικές κοινωνίες

που προσανατολίζονται προς το θεσμικό και πιο συστηματικό αυτο-έλεγχο της

επιθετικότητας και των σεξουαλικών ορμών, των συναισθημάτων και γενικότερα των

σωματικών λειτουργιών (Ελίας,Ντάνιγκ 1998)

Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή το πεδίο της μελέτης των σπορ και του ελεύθερου

χρόνου βρίσκεται κάτω από τα δεσμά της ουσιοκρατίας και της εφαρμογής λανθασμένων

διχοτομικών σχημάτων (δομή-υποκείμενο, δομή-υπερδομή, συμβολικό-οικονομικό κ.λπ.) και

στατικού χαρακτήρα μεταφυσικών αντιλήψεων. Με βάση αυτόν τον κριτικό προβληματισμό

κρίνεται αναγκαίος ο επαναπροσανατολισμός της έρευνας προς μια κατεύθυνση που θα

λαμβάνει υπόψη τον κινητικό, συνεχή και ατελή χαρακτήρα της ποιότητας των ανθρωπίνων

σχέσεων.

Οι υπερασπιστές της σχηματιστικής προσέγγισης βλέπουν τα σπορ ως κοινωνικές

διαδικασίες στο πέρασμα του πολιτισμού προσπαθώντας μέσα από την εμπειρική έρευνα να

αναδείξουν μέσα από ένα δυναμικό πρίσμα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των

δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου. O αθλητισμός και οι δραστηριότητες του ελεύθερου

χρόνου είναι κοινωνικές πρακτικές που βασίζονται σε κανόνες που συγκροτούν πηγές για

έκφραση της ταυτότητας, της συλλογικής δράσης και της συνεργασίας.

Mια βασική λειτουργία των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου είναι η ανάδυση

απολαυστικών τύπων έξαψις και διέγερσης. Σύμφωνα με τον Ελίας οι δραστηριότητες του

ελεύθερου χρόνου είναι συνδεδεμένες με ψυχολογικές ανάγκες, που σε κάποιο βαθμό έχουν

καθοριστεί κοινωνικά και οι οποίες αποσκοπούν να εκφράσουν μια αυθόρμητη, πρωτογενή,

παρορμητική και απολαυστική διέγερση. Αυτή η διέγερση είναι περιορισμένη στις

καθημερινές κοινωνικές συμπεριφορές που διέπονται από ποικίλους καταναγκασμούς που

ασκούν οι άνθρωποι στο θυμικό και τις παρορμήσεις του, όπως είχε υποστηρίξει και ο

Φρόυντ στο κλασσικό του έργο ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας (Φρόυντ 1975). Στις σύγχρονες

ανεπτυγμένες κοινωνίες πολλές ιδιωτικές και επαγγελματικές σχέσεις και δραστηριότητες

παρέχουν ικανοποίηση μόνο εάν τα άτομα μπορούν να διατηρούν έλεγχο στα

συναισθηματικές παρορμήσεις.

21

Page 22: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Σύμφωνα με τον Ελίας στις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες πολλές ιδιωτικές και

επαγγελματικές σχέσεις και δραστηριότητες παρέχουν ικανοποίηση μόνο εάν τα άτομα

μπορούν να διατηρούν έλεγχο στα συναισθηματικές παρορμήσεις. Η κοινωνική επιβίωση και

επιτυχία εξαρτάται από αξιόπιστη θωράκιση των ατομικών αυτό-περιορισμών και υπάρχει

περιορισμένος χώρος για την έκθεση έντονων συναισθημάτων, έκφρασης επιθετικότητας και

θυμού. Ωστόσο, η προσπάθεια αναχαίτισης και ελέγχουν των συναισθημάτων, ο έλεγχος των

ορμέμφυτων και του συναισθήματος ενισχύει μια εσωτερική ένταση στο άτομο. (Εlias 1986

a: 41).

Ο βαθμός του ελέγχου αυτών των συναισθημάτων και παρορμήσεων, η ισορροπίας

των πιέσεων που δημιουργούνται και της δραστηριότητας που συμβάλει στη εξουδετέρωση

των εντάσεων και του στρες αποτελούν το κοινωνιοψυχολογικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο

αναδύονται οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου. Πάνω στην αέναη ένταση ανάμεσα

αφενός της ρουτίνας και των εντάσεων των δραστηριοτήτων της καθημερινότητας και

αφετέρου στην ανάγκη για απελευθέρωση από αυτήν βρίσκεται η δυναμική του ελεύθερου

χρόνου (Μaguire 1992:104).

Oι σύγχρονες εκπολιτισμένες κοινωνίες παρέχουν διάφορους τρόπους για την

έκφραση ελεγχόμενων συναισθημάτων. Στις εμπειρίες του ελεύθερου χρόνου και στα σπορ

διαμορφώνονται γεγονότα και δράσεις στις οποίες εσωτερικά συναισθήματα αποδεσμεύονται

σε ένα οριοθετημένο κανονιστικό πλαίσιο. Οι χώροι αυτοί παρέχουν μια μιμητική εμπειρία

όπου ο κίνδυνος, η έξαψη και μια λανθάνουσα επιθετικότητα βρίσκει χώρο για έκφραση σε

ένα ασφαλές περιβάλλον στο οποίο κανόνες και εγγυήσεις παρέχονται για να μην

δημιουργηθούν σοβαρές βλάβες στα άτομα και που εμπλέκονται. Η μιμητική εμπειρία είναι

αυτή που επιτρέπει σε κάποιο να εκφράσει συναισθήματα και συγκινήσεις τα οποία στις

περιστάσεις της καθημερινότητας δεν μπορεί να εκφράσει. Τα ιδιαίτερα συναισθηματικά

ερεθίσματα και η αναψυχή που παρέχεται από τη μιμητική εμπειρία αποκορυφώνονται σε

ευχάριστες εντάσεις και διεγέρσεις σε θεσμοποιημένους χώρους του ελεύθερου χρόνου. Η

ευχαρίστηση που αναζητούν οι άνθρωποι στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου

αναπαριστά την ίδια ώρα το συμπλήρωμα και την αντίθεση στην τάση του ελέγχου των στις

σκόπιμες ρουτίνες της ζωής (Wearing 1998:118).

Η απολαυστική διέγερση είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό των αθλητικών

δραστηριοτήτων αυτή εντείνεται σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο που παραπέμπει συμβολικά

σε ένα πεδίο μάχης ανάμεσα σε εχθρικές ομάδες. Τα αθλητικά παιχνίδια εμπλέκουν ένα

σύμπλεγμα από αλληλεξαρτόμενες πολώσεις οι οποίες διαμορφώνονται στα πρότυπα του

παιχνιδιού και καθορίζουν το δυναμικό τους χαρακτήρα (Μaguire 1992:105).

Τα συναισθήματα που γεννώνται στις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου μπορεί

να διευρύνονται ή να ελέγχονται δια μέσου διαδικασιών τελετουργίας και ταμπού και μέσα

από εντάσεις οι οποίες γεννιέται μέσα από την αθλητική συμπλοκή και μπορεί έτσι να

οδηγήσει σε μια εμπειρία του αθλητισμού ως μια ιερή και ριζικά διακριτή από τις εκροές της

22

Page 23: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

εγκόσμιας ζωής (Μaguire 1992:108). Η πρόσκληση της αθλητικής αναμέτρησης αφορά

ευκαιρίες για δράση και ανταγωνισμό μέσα σε ένα επινοημένο περιβάλλον το οποίο μπορεί

να παράγει εμπειρίες διέγερσης.

Ο αθλητισμός είναι μια ανθρώπινη ανταγωνιστική δραστηριότητα, από την οποία στο

μέτρο του δυνατού αποκλείονται οι βιαιότητες που μπορούν να τραυματίσουν σοβαρά τους

αντιπάλους. Στις σύγχρονες κοινωνίες οι πρακτικές σωματικής αναμέτρησης στην αθλητική

δραστηριότητα λειτουργούν σε διεθνές επίπεδο σε συμβολικές αναπαραστάσεις ενός μη

βίαιου, μη στρατιωτικού χαρακτήρα ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη (Ελίας 1998: 44). Το

ποδόσφαιρο, το πιο δημοφιλές ίσως αθλητικό παιχνίδι, είναι ένα άθλημα που συνδέεται με τις

προσδοκίες νίκης της ομάδας κάτι που προκαλεί ευχαρίστηση, ένταση και διέγερση. Στο

βαθμό που το αγωνιστικό παιχνίδι είναι θεαματικό και προσφέρει συγκινήσεις συμβάλει στην

ενίσχυση της απόλαυσης. Όταν αντίθετα αυτό δεν συμβαίνει τότε ακόμη και η νίκη

μετριάζεται.

Μια άλλη βασική κατεύθυνση στις μελέτες αυτής της προσέγγισης είναι το σώμα. Το

τελευταίο προσλαμβάνεται ως ένα ιδιαίτερο αντικείμενο μελέτης και ένα σημαίνον πεδίο

πάνω στο οποίο εκφράζονται οι νέες αντιλήψεις για το σώμα και την υγιεινή. Τα καλλιστεία

για παράδειγμα ένα ένας χώρος εμπορευματοποίησης του σώματος αλλά και ένας θεσμός

όπου επιβάλλονται τα κυρίαρχα πρότυπα γυναικείας ομορφιάς. Από μια μαρξιστική σκοπιά

το σώμα στον σύγχρονο αθλητισμό μετατρέπεται σε ένα εργαλείο της παραγωγής και

διανομής αθλητικών προϊόντων και θεαμάτων. Στο βαθμό που η αθλητική επιτυχία που είναι

συνυφασμένη με τα υψηλά κέρδη εξαρτάται από τη σωματική δύναμη, την ικανότητα και τη

δεξιότητα του αθλητή το σώμα προσλαμβάνεται ως ένα εμπορεύσιμο αγαθό με σημαντική

αξία για την καπιταλιστική παραγωγή. Η οικονομική υποστήριξη αναγνωρισμένων

πρωταθλητών του στίβου από μεγάλες εταιρίες αθλητικών προϊόντων μαρτυρεί αυτή την

εξέλιξη.

Η θεωρία της σχηματοποίησης έχει επικριθεί για υιοθέτηση μιας ουδέτερης στάσης

για τις κουλτούρες των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Η σιωπή για το

ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων ερμηνεύεται ως μια απολογητική στάση για τις σχέσεις

εκμετάλλευσης στην καπιταλιστική κοινωνία. Οι υπέρμαχοι της θεωρίας αυτής αντέκρουσαν

αυτήν την άποψη υποστηρίζοντας ότι η αξιολογική ουδετερότητα και η αποφυγή

μεσσιανικών οραμάτων στο έργο της προσέγγισης δεν σημαίνουν αυτομάτως και μια

απολογητική στάση. Πράγματι η προσέγγιση του Ελίας χαρακτηρίζεται από μια κριτική

διάθεση στάση για τις διαδικασίες εμπορευματοποίησης των σπορ και του ελεύθερου χρόνου

στις σύγχρονες κοινωνίες της αφθονίας ενώ δεν λείπουν τα αποσπάσματα στα οποία ο

συγγραφέας δείχνει να εκδηλώνει μια θετική διάθεση για τις μη επαγγελματικές αθλητικές

δραστηριότητες ως μια ευχάριστη και απολαυστική διασκέδαση. Σε κάθε περίπτωση η

θεωρία αυτή επηρέασε τη μελέτη του ελεύθερου χρόνου και του αθλητισμού και ορισμένες

23

Page 24: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

θέσεις της, όπως η γέννηση του αθλητισμού μέσα από τη διαδικασία της αθληματοποίησης

είναι κλασσική.

Η διαδικασία της αθληματοποίησης

Για τον Ελίας στην Αγγλία του 18ου αιώνα στους κύκλους των ανώτερων τάξεων της

αριστοκρατίας της γης και στους ευγενείς χωρίς τίτλο (gentry) ξεκινά μια διαδικασία

αθληματοποίησης των ψυχαγωγικών παιχνιδιών, δηλαδή η μετατροπή ορισμένων

ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων όπως είναι το κυνήγι της αλεπού και η πάλη σε αθλήματα σε

θεσμοποιημένες αθλητικές δραστηριότητες. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μέρος της διαδικασίας

του πολιτισμού. Ο εκπολιτισμός των ανταγωνιστικών παιχνιδιών και ο περιορισμός ης

χρήσης βίας σε αυτά έγινε μέσα από κανόνες που επιτάσσουν σχετικά έντονο ατομικό

αυτοέλεγχο. Η γέννηση του αθλητισμού είναι παράλληλη με μια πρωτόγνωρη εξέλιξη της

ευρύτερης κοινωνίας την ύφεση των κύκλων βίας και την εξομάλυνση των συγκρούσεων

ανάμεσα στους βασικούς διεκδικητές της εξουσίας που φαίνεται να επιδιώκουν την επίλυση

των διαφορών τους με μη βίαια και αμοιβαία συμφωνημένους κανόνες (Ελίας 1998: 44-5,

47, (Μaguire 1992:103).

Ο Ελίας εξετάζει το κρίκετ, το κυνήγι αλεπούδων και τις πρώιμες μορφές σπορ ως

πολιτισμικούς τύπους συμπεριφοράς και κοινωνικής δράσης που επιμηκύνουν την

ευχαρίστηση της στιγμιαίας απόλαυσης της νίκης στη μάχη ενός αγώνα και είναι σύμπτωμα

μιας μακρόχρονης αλλαγής στις δομές της προσωπικότητας των ανθρώπων. Ο στόχος είναι ο

περιορισμός και ο έλεγχος της βίας μέσα από κανόνες. Το κυνήγι της αλεπού ήταν ένα

χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας ψυχαγωγικής δραστηριότητας που είχε τα στοιχεία του

αθλητικού ανταγωνιστικού παιχνιδιού απαλλαγμένης από οποιοδήποτε χρηστικό ενδιαφέρον,

αφού όπως είναι γνωστό οι αλεπούδες δεν τρώγονται. Η όλη διαδικασία διαφέρει από τις

παλαιότερες πρακτικές κυνηγιού όπου ο στόχος ήταν η θανάτωση του ζώου για διατροφικές

ανάγκες. Αντίθετα το κυνήγι της αλεπού βιώνεται ως ένα περιπετειώδες παιχνίδι που

βιώνεται ευχάριστα και οδηγεί στην κορύφωση έπειτα από μια μακρά περίοδο κυνηγιού.

Όπως και στο ποδόσφαιρο η νίκη χάνει τη μαγεία της αν δεν συνδυαστεί με μια

παρατεταμένη διάστημα εισαγωγικής ευχαρίστησης (Ελίας 1998 :46).

Από ότι φαίνεται από τις προγενέστερες μορφές ψυχαγωγικής δραστηριότητας

επιβίωσαν όσες μπορούσαν να προσαρμοστούν στα κοινωνικό habitus που χαρακτηρίζει τα

τελευταία στάδια του πολιτισμού. Οι αγώνες μονομάχων ή μεταξύ ανθρώπων και άγριων

θηρίων, το κάψιμο της γάτας, και οι κοκορομαχίες δεν είναι εύκολο να επιβιώσουν σε μαζική

κλίμακα στις σύγχρονες κοινωνίες που έχουν μικρό βαθμό ανοχής απέναντι στη σωματική

βία.

Για να κατανοήσουμε τη διαδικασία της αθληματοποίησης πρέπει να εξετάσουμε

ορισμένα ιστορικά συμβάντα που προηγήθηκαν. Στην Αγγλία ένας κύκλος βίας ξεκίνησε το

24

Page 25: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

1641 όταν ο Κάρολος ο Α. επικεφαλής μιας ομάδας αυλικών εισέβαλε στη βουλή των

κοινοτήτων για να συλλάβει μέλη του κοινοβουλίου που αντιτίθεντο στις επιθυμίες του. Η

προσφυγή στη βία προκάλεσε τη βία των αντιπάλων και οδήγησε σε μια επαναστατική

διαδικασία που απέληξε στην εκτέλεση του Βασιλιά και την ανάληψη της διακυβέρνησης

από τον Κρόμγουελ. Ακολούθησε μια περίοδο έντονων και εξαιρετικά βίαιων συγκρούσεων

ανάμεσα σε αντιμαχόμενες ομάδες τους Ιακωβίνους, τους Πουριτανούς, τους Γαιοκτήμονες

Αριστοκράτες, τους Γουίνγκς και τους Τόρυς.

Ο κύκλος βίας συνεχίστηκε αμείωτος μέχρι περίπου το τέλη του 17ου αιώνα όταν ο

Μαρκήσιος Χάλιφαξ προσπάθησε να επουλώσει τις πληγές της δυσπιστίας και του αμοιβαίου

μίσους ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες ομάδες. Σταδιακά και καθώς οι φατρίες των άγγλων

γαιοκτημόνων άρχισαν να αλλάζουν χαρακτήρα και η λειτουργία και σύνθεση των

διαφορετικών κοινωνικών ομάδων έγινε περισσότερο πολυσυλλεκτική (για παράδειγμα στους

κόλπους των Γουίνγκς είχαν εισέλθει και μέλη από τους ευγενείς χωρίς τίτλους) είχε αρχίσει

μια προσπάθεια συνεννόησης σε κάποια βασικά ζητήματα. Σε αυτήν την κατεύθυνση

συνέβαλε και η αυξάνουσα ευημερία των υψηλών στρωμάτων. Βαθμιαία οι δύο κύριες

παραδοσιακές φατρίες έγιναν αμοιβαία αποδεκτές ως εκφραστές πολιτικών αρχών και

φιλοσοφικών θέσεων. Ο ανταγωνισμός εφεξής θα διεπόταν από συμφωνημένους κανόνες και

βάσει τις επιταγές του κώδικα ευγένειας και συμπεριφοράς. Η εμφάνιση μιας

κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης παρά με λίγο πολύ ομαλή εναλλαγή των αντιπάλων

σηματοδότησε το πέρασμα από μια περίοδο κυριαρχίας των στρατιωτικών δεξιοτήτων σε

δεξιότητες του λόγου και της ρητορικής (Ελίας 1998 :53-4).

Η κοινοβουλευτοποίηση της κοινωνικής ζωής με το μετασχηματισμό των

παραδοσιακών Αγγλικών συνελεύσεων σε κοινοβουλευτικά σώματα σηματοδοτεί μια αλλαγή

στη δομή της προσωπικότητας των μελών των ανώτερων τάξεων. Η διαδικασία αυτή είχε ως

σύστοιχο της την αθληματοποίηση των παιχνιδιών τους και την πρόσληψη της αθλητικής

δραστηριότητας ως ένα διακριτό γνώρισμα των ανωτέρων τάξεων. Από ότι φαίνεται η ίδια

τάξη ανθρώπων που συμμετείχε στην ειρήνευση και την σταδιακή εξομάλυνση της διαπάλης

των φατριών στο Κοινοβούλιο μερίμνησε για την ειρήνευση και τη κωδικοποίηση των

ψυχαγωγικών πρακτικών και την ανάδειξη ενός διακριτού κοινωνικού habitus στους κόλπους

της. Πρόκειται για δύο παράλληλες και αλληλένδετες διαδικασίες που αναδύονται στο 17ο

αιώνα και είναι και οι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα της αλλαγής στις δομές εξουσίας

της Αγγλίας και στα κοινωνικές συμπεριφορές από τις τάξεις που αναδύονται από τις

προηγούμενες συγκρούσεις ως κυρίαρχες ομάδες. (Μaguire 1992:103, Ελίας 1998 :63).

Τα σπορ έγιναν για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις όχι μόνο ένα σύμβολο κύρους και

ένα μέσο διάκρισης στον κοινωνικό κόσμο αλλά και ένα εργαλείο διοχέτευσης μιας

ελεγχόμενης μορφής επιθετικής συμπεριφοράς και της αποχής από τη χρήση βίας από

κεντρικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Παράλληλα η διαμόρφωση των αθλητικών

δραστηριοτήτων συνδέθηκε με την ανάδυση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και του

25

Page 26: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

συναθροίζεται. Πράγματι στα μέσα του 18ου αιώνα αρχίζουν να συστήνονται κλαμπ από

αθλητές και θεατές σε ορισμένα αθλήματα ενώ η θέσπιση κανόνων σε διατοπικό επίπεδο και

η ομοιομορφοποίηση των παιχνιδιών έρχεται να αντικαταστήσει τις τοπικές παραδόσεις και

ρυθμίσεις στις ψυχαγωγικές δραστηριότητες (Μaguire 1992:104).

Οι απόψεις των Ελίας και Ντάνιγκ είχαν σημαντική επίδραση στις μεταγενέστερες

μελέτες των σπορ που άρχισαν σιγά-σιγά να διερευνούν την ιστορική διαδικασία

συγκρότησης και εξέλιξης των σύγχρονων σπορ και να διαμορφώνουν εναλλακτικές θεωρίες

για τη γέννηση των σύγχρονων αθλημάτων. O Stovkis υποστήριξε ότι η διαδικασία

εκπολιτιμού και τον περιορισμό του επιπέδου της ανεχόμενης βίας έχει παίξει κάποιο ρόλο

στη γέννηση των σύγχρονων σπορ αλλά η βασική αιτία αυτής της ανάδυσης ήταν η ενίσχυση

της πολυπλοκότητας της κοινωνικής ζωής, η διαμόρφωση των σύγχρονων κρατών και των

δικτύων αλληλεξάρτησης ανθρώπων και εθνικών φορέων σε διεθνές επίπεδο (Stovkis 1992).

Η σχετικά πρώιμη ανάπτυξη της συνθετότητας της κοινωνικής ζωής με την ανάπτυξη

του εμπορίου, της πολιτικής οργάνωσης και της πολιτισμικής ζωής στην Αγγλία του 18ου

αιώνα και των αρχών του 19ου αιώνα επέφερε και μια προσπάθεια των οικονομικών ελίτ της

χώρας να οργανώσουν και να τυποποιήσουν ορισμένες αθλητικές πρακτικές στο γκολφ, το

κρίκετ, την ιπποδρομία και το ποδόσφαιρο.6 Στην περίπτωση του ποδόσφαιρου το πρόβλημα

που αναδύθηκε ήταν η συμφωνία των διαφόρων δημόσιων σχολείων για τους κανόνες

διεξαγωγής του με την έκφραση δύο διαφορετικές τάσεων, των υποστηρικτών του

“drippling” και του “handling”7 παιχνιδιού και συνέβαλε στην εμφάνιση του σημερινού

ποδόσφαιρου (soccer) και του ράγμπυ και στη δημιουργία της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας

το 1863 και της Ένωσης του Ράγμπυ το 1871. Το 19ο αιώνα καθώς οι σχέσεις των

ευρωπαϊκών κρατών γίνονται πιο πυκνές άρχισαν να υιοθετούνται και σε άλλες χώρες το

παράδειγμα της Αγγλίας με την οργάνωση αθλητικών λεσχών και οργανώσεων διαδικασία

που οδήγησε σταδιακά στη διαμόρφωση και διεθνών οργανώσεων, όπως η Διεθνής

Ολυμπιακή Επιτροπή το 1894, την τυποποίηση των αθλημάτων και τη λήψη μέτρων για τον

έλεγχο της βίας (Stovkis 1992: 126-134).

Ο Guttmann (1978), αντλώντας ιδέες από τις θεωρίες του Weber για τη γέννηση του

καπιταλισμού και τη διαδικασία του ρασιοναλισμού υποστήριξε ότι η ανάδυση των σπορ στη

μοντέρνα κοινωνία αποτέλεσε μέρος μιας ευρύτερης διαδικασία εξορθολογισμού,

κοσμικοποίησης, γραφειοκρατικής οργάνωσης και εξειδίκευσης που συνέβαλε στο πέρασμα

από ένα κόσμο που κυριαρχούσε η μαγική και η θρησκευτική σκέψη και η τελετουργία σε

έναν άλλο που βασίζεται στον επιστημονικό λόγο, την υπολογιστική λογική, τον

ανταγωνισμό και τις υψηλές επιδόσεις. Έτσι ο αθλητισμός που συνδέεται με μια αυθόρμητη

6 Σύμφωνα με τον συγγραφέα ένα πρώτο στάδιο αυτής της εξέλιξης ήταν η οργάνωση σε εθνικό επίπεδο ορισμένων χόμπυ με τοπικό χαρακτήρα ανάμεσα στο 17ο και τον 19ο αιώνα. Η οργάνωση μεγάλων ιππικών αγώνων το 1605 και η ίδρυση λέσχης ιππέων το 1751 αποτέλεσαν σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση για να ακολουθήσουν η ίδρυση λεσχών κρίκετ και γκολφ και οργάνωσης κωπηλασίας (Stovkis 1992: 128). 7 Οι υποστηρικτές του πρώτου προτιμούσαν ένα άθλημα με τη χρήση των ποδιών και της τρίπλας και οι δεύτεροι τη χρήση των χεριών.

26

Page 27: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

έκφραση της φυσικής ενέργειας και έχει την πηγή τους σε μια πρωτογενή λειτουργία του

οργανισμού τα σπορ στην μοντέρνα εποχή ενσωματώνει στοιχεία μιας ορθολογικότητας,

οργανώνεται και τυποποιείται.

Μια σημαντική διάσταση στις μελέτες για την κοινωνιογέννηση των αθλητικών

δραστηριοτήτων είναι ο ρόλος τους ως εργαλείο εξουσίας και δύναμης. Στο μεσαιωνικό και

τον αρχαίο κόσμο τα πολεμικά παιχνίδια και η σωματική άσκηση είχαν περίοπτη θέση στην

κουλτούρα των πολεμικών ομάδων, ενίσχυαν τις κυρίαρχες αξίες τονίζοντας τη σημασία της

επίθεσης και της πειθαρχίας και ασκώντας τις αναγκαίες δεξιότητες που απαιτούνταν για τη

μάχη. Η επίδειξη, η μεγαλοπρέπεια και ο ιπποτικός ηρωισμός ήταν μέρος των

αριστοκρατικών αντιλήψεων των κυρίαρχων στρωμάτων στις αρχαίες και τις φεουδαλικές

κοινωνίες και ένα εργαλείο άσκησης εξουσίας σε μια εποχή κατά την οποία η σωματική

δύναμη και η δεξιότητα της χρήσης όπλων αποτελούσαν βασικά μέσα κυριαρχίας σε βάρος

του άλλου (Weber 1968).

Αργότερα στην μοντέρνα κοινωνία η κοινωνική διαφοροποίση μέσα από τα σπορ

παραμένει αλλά λαμβάνει νέο περιεχόμενο. Η οργάνωση των αθλητικών συλλόγων και των

διαφόρων κλαμπ με βάση τις αστικές αντιλήψεις για τις κοινωνικές συμπεριφορές συνέβαλε

στην πολιτισμική διαφοροποίηση των κοινωνικών στρωμάτων και προσέδιδε αίγλη και κύρος

σε εκείνες τις ομάδες που εμπλέκονται στην οργάνωση και τη λειτουργία των νέων θεσμών

ελεύθερου χρόνου. Μέσα από το διακριτό ντύσιμο, τους τρόπους συμπεριφοράς και την

προσήλωση σε ορισμένα ευγενή αθλήματα, όπως η γυμναστική, το χόκευ και το γκολφ η

αστική τάξη επιβεβαίωνε τις αξίες της σε πολιτισμικό επίπεδο (Weber 1968: 83, Jarvie &

Maguire 1992:60).

Λειτουργίες της αθλητικής δραστηριότητας

Ο αθλητισμός αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνικής ζωής. Σύμφωνα με

τον Χουίζινκα το παιχνίδι φαίνεται να είναι ένα βασικό στοιχείο όλων των κοινωνιών και η

λειτουργία του παίζειν που προσδιορίζει τον παίζοντα άνθρωπο (homo ludens) συνιστά μια

σημαίνουσα κοινωνική μορφή και κοινωνική έκφραση του πολιτισμού (Κορωναίου 1985:

53). Ωστόσο, ο αθλητισμός με τη σύγχρονη εμπορευματοποιημένη και θεσμοποιημένη του

εκδοχή συνιστά ένα νεωτερικό φαινόμενο.

Ο αθλητισμός συνιστά ένα σημαίνον υπο-πολιτιμικό υποσύστημα της κοινωνίας

μέσα από το οποίο οι αξίες του συναγωνισμού, της συνεργασίας, της συμμετοχής και του

υγιούς ανταγωνισμού επιτελούνται και πρότυπα διαχείρισης των εντάσεων της καθημερινής

ζωής λαμβάνουν χώρα. Mέσα από τη συμμετοχής και την επιδίωξη της επιτυχίας τα

υποκείμενα μαθαίνουν να επιτελούν κοινωνικούς ρόλους. Παράλληλα ο αθλητισμός παρέχει

ένα πλαίσιο για την ανάπτυξη φυσικών δεξιοτήτων, τη σωματική άσκηση, τη συλλογική

δράση και τη συναισθηματική έκφραση στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη επιβίωση και

27

Page 28: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

την ευημερία των ανθρώπων. Έτσι ο αθλητισμός έχει χρήσιμες κοινωνικές και

συναισθηματικές λειτουργίες (Jarvie & Maguire 1994).

Oι αθλητικές δραστηριότητες στη σημερινή τους μορφή έχουν ορισμένα

χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Η αθλητική αναμέτρηση συνιστά μια αγωνιστική πρακτική

στην οποία εμπλέκονται ανταγωνιζόμενοι αθλητές ή ομάδες αθλητών. Το πλαίσιο στο οποίο

βασίζεται η αγωνιστική μάχη βασίζεται σε ορισμένους κανόνες που επιτρέπουν την ομαλή

διεξαγωγή του παιχνιδιού και περιορίζουν τις πιθανότητες της πρόκλησης φυσικής βίας σε

βάρος του αντιπάλου. Το παιχνίδι οργανώνεται γύρω από ορισμένες φάσεις που επιτρέπουν

τη διακύμανση των συναισθημάτων και την πρόκληση διέγερσης στο θεατή. Στο αθλητικό

αγώνα συμμετέχουν αθλητές αλλά και θεατές. Οι τελευταίοι οργανώνονται σε αντίπαλα

στρατόπεδα και υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη ομάδα, τον ένα ή τον άλλο αθλητή. Σε ένα

ποδοσφαιρικό παιχνίδι η αλληλεξάρτηση των αντιπάλων, η διαπλοκή των ενεργειών και οι

αντίπαλες εν δράσει ομάδες συγκροτούν ένα ιδιαίτερο σχηματισμό.

Η νίκη ή ήττα αποτελούν ορισμένες από τις εκβάσεις μιας αθλητικής συνάντησης και

συμβάλουν στην εναλλαγή των συναισθημάτων στη διάρκεια του θεάματος. Το αθλητικό

θέαμα εμπεριέχει εναλλαγές στο συναίσθημα και τις συγκινήσεις. Η νίκη όταν συνδυάζεται

με θέαμα αποτελεί μια κατάσταση διέγερσης και ευχαρίστησης. Η αθλητική αναμέτρηση έχει

και ορισμένες οριακές καταστάσεις.

Η ανία και η βία είναι δύο ακραίες περιπτώσεις της αθλητικής συνάντησης. Η ανία

προκαλείται από το μέτριο θέαμα που απογοητεύει το θεατή και τον απομακρύνει σταδιακά

από τον αθλητικό χώρο. Πράγματι σε ένα αγώνα ποδοσφαίρου σε ένα ανιαρό παιχνίδι ακόμη

και ο θρίαμβος μπορεί να απογοητεύσει το θεατή (Ελίας 1998: 46). Το ίδιο μπορεί να συμβεί

όταν μια ομάδα είναι πολύ ανώτερη από την άλλη. Για αυτό άλλωστε οι ομάδες του

ποδοσφαίρου ταξινομούνται σε διάφορες κατηγορίες (Α΄ εθνική, Β΄ εθνική κατηγορία,

ερασιτεχνική κ.λπ.) και οι αγώνες περιορίζονται ανάμεσα σε αντίπαλες της ίδιας εθνικής

κατηγορίας.

Η βία προκαλείται όταν παραβιάζονται ορισμένοι κώδικες συμπεριφοράς στα

αθλητικά δρώμενα και οι αντίπαλοι καταφεύγουν σε μη επιτρεπόμενες βίαιες συμπεριφορές.

Ο αθλητισμός σε γενικές γραμμές είναι μια ελεγχόμενη δραστηριότητα που προκαλεί ένταση

και διέγερση μέσα σε κάποια όρια. Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις η εχθρότητα και το μίσος

ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες μπορεί να οδηγήσει στη μετατροπή της συμβολικής και

μιμητικής πάλης σε πραγματική.

Τα παραπάνω δομικά χαρακτηριστικά του αθλητισμού επιτρέπουν την εκπλήρωση

μέσα στο πεδίο των ποικίλων ψυχολογικών, κοινωνικών λειτουργιών. Τα σπορ επιτρέπουν

την ταύτιση με τον αθλητικό ήρωα, τη συλλογική ένταξη σε μια φαντασιακή κοινότητα μιας

αθλητικής ομάδας, την έκφραση συναισθημάτων και συγκίνησης. Έχει υποστηριχτεί ότι ο

αθλητισμός στις εκβιομηχανισμένες κοινωνίες επιτελεί μια συμπληρωματική λειτουργία:

προσφέρει τη δυνατότητα εκγύμνασης σ΄ ένα πληθυσμό με καθιστική απασχόληση και

28

Page 29: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

περιορισμένες ευκαιρίες για σωματική άσκηση την πρόκληση και η διέγερση των

συναισθημάτων που είναι περιορισμένη στην καθημερινή ρουτίνα (Ελίας 1998: 64). Οι

θεατές ενός ποδοσφαιρικού αγώνα απολαμβάνουν τη μιμητική συγκίνηση της μάχης που

εκτυλίσσεται στο γήπεδο και βιώνουν έντονα συναισθήματα που συνδέονται με την ελπίδα

της επιτυχίας και το φόβο της ήττας.

Ο αθλητισμός στις μοντέρνες κοινωνίες με τη μορφή του πρωταθλητισμού και

συνιστά ένα πεδίο έκφρασης του ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη και ομάδες

συμφερόντων που επεκτείνουν τις κοινωνικές και οικονομικές τους δραστηριότητες στο χώρο

του αθλητισμού. Σε αυτήν την κατεύθυνση επιχειρηματικά κέντρα επιχειρούν να

αξιοποιήσουν το συμβολικό κεφάλαιο ιστορικών σωματείων για λόγους που έχουν να κάνουν

όχι μόνο με το γόητρο και την προβολή αλλά και την επιχειρηματικό συμφέρον. Μια

ποδοσφαιρική εταιρία ακόμη και εάν δεν αποφέρει άμεσα κέρδη στους ιδιοκτήτες του είναι

βέβαιο ότι τους εξασφαλίζει ευρεία δημοσιότητα και αναγνωρισιμότητα.

Η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και η ανάγκη για πρωταθλητισμό και υψηλές

επιδόσεις έχουν διαμορφώσει στις σύγχρονες συνθήκες ένα διαφορετικό πλαίσιο δράσης που

διέπεται από ποικίλους καταναγκασμούς και περιορισμούς με στόχο την ολοένα και

αυξανόμενη ανάγκη για βελτίωση των αθλητικών επιδόσεων. Πράγματι ο πρωταθλητισμός

απαιτεί επίπονη και συστηματική σωματική άσκηση, χρήση φαρμακευτικών ουσιών και

ιατρική παρακολούθηση, περιορισμό των απολαύσεων και ανάπτυξη του αυτοελέγχου,

επαγγελματική στάση και αφοσίωση. Είναι φανερό ότι το πολιτισμικό περιεχόμενο της

αθλητικής δραστηριότητας σε επαγγελματικό επίπεδο διαφέρει σημαντικά με το αθλητικό

παιχνίδι του παρελθόντος όπου οι συμμετέχοντες στόχευαν στην ικανοποίηση την απόλαυση,

την ψυχαγωγία και την επιτέλεση μιας ταυτότητας και επηρεάζεται ολοένα και περισσότερο

από τις ανάγκες μιας βιομηχανίας των σπορ. Ωστόσο, η εμπορευματοποιημένη εκδοχή του

αθλητισμού δεν είναι μια καθολική κατάσταση στη σύγχρονη κοινωνία αφού η αθλητική

δραστηριότητα εξακολουθεί να υπάρχει στο σχολείο, στη γειτονιά, στη παρέα ως ένα παιχνίδι

και μια ευκαιρία για απόδραση από τη καθημερινότητα.

Η εμπορευματοποίηση της αθλητικής δραστηριότητας υπήρξε μια διαδικασία που

έλαβε χώρα στη διάρκεια του 20ου αιώνα με σημαντική συμβολή των υψηλών κοινωνικών

στρωμάτων. Σύμφωνα με τον Gruneau (1983) η οικονομική δύναμη και η πρόσβαση της

αστικής τάξης στους επίσημους θεσμούς τις επέτρεψαν να ελέγξει τους αθλητικούς

οργανισμούς και στα κέντρα λήψης αποφάσεων, να ενισχύσει την εμπορευματοποίηση της

αθλητικής δραστηριότητας και να προάγει μια φιλελεύθερη ατομικιστική ιδεολογία που

τονίζει τη σημασία των σπορ στην ελευθερία των επιλογών του ατόμου.

Αυτή η ιδεολογική διαδικασία νομιμοποίησε τις αξίες του ανταγωνισμού και της

εμπορευματοποίησης εισάγοντας στο πεδίο των σπορ τη δέσμευση των συμμετεχόντων στην

επίτευξη υψηλών στόχων (πρωταθλητισμός, ρεκόρ) και σε ορισμένα αθλήματα, όπως το

ποδόσφαιρο πέτυχαν να μετατρέψουν μια ταξικά προσδιορισμένη συλλογική δράση σε μια

29

Page 30: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

μοιρασμένη πολιτισμική εμπειρία πετυχαίνοντας τον ταξικό έλεγχο των δομών του

ποδοσφαίρου, των νοημάτων και της έκφρασης του. Σύμφωνα με τον Hall (1985) ο

αθλητισμός είναι ένας ιδεολογικός θεσμός με συμβολική σημασία που συμβάλει στη και

διαιωνίζει τη ιδεολογική ηγεμονία.

Ο Gruneau υποστηρίζει ότι η εμπορευματοποίηση και η μαζική ανάπτυξη του

αθλητισμού δεν συνιστά μια μονοδιάστατη διαδικασία αφού η αθλητική δραστηριότητα σε

κάποιο βαθμό παρέχει ευκαιρίες για ελευθερία κάτω από όρους, για έκφραση,

δημιουργικότητα και κάποια μορφής αντίστασης στην οικονομική και πολιτισμική κυριαρχία.

Για παράδειγμα οι νίκες αφροαμερικανών αθλητών στο παρελθόν έχουν λειτουργήσει ως

σύμβολα αντίστασης ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις στις ανεπτυγμένες χώρες και η

είσοδος των γυναικών σε διάφορα μέχρι πρόσφατα ανδρικά σπορ έχει προσληφθεί ως μια

διαδικασία κοινωνικής ανέλιξης της γυναίκας. Ωστόσο, αυτές οι μορφές αντίστασης

περιορίζονται σε ένα συμβολικό χαρακτήρα και δεν μπορούν να άρουν βαθύτερες κοινωνικές

και ταξικές ανισότητες (Gruneau 1983).

Η ένταξη του οργανωμένου επαγγελματικού αθλητισμού στις οικονομικές

λειτουργίες των σύγχρονων κοινωνιών έχει μετατρέψει ορισμένα αθλήματα, όπως το

ποδόσφαιρο σε ένα βασικό χώρο συσσώρευσης κεφαλαίου και οικονομικής επέκτασης. Αυτή

η εξέλιξη έχει συμβάλλει στην πρόσληψη του ποδοσφαίρου ως ένα μηχανισμό κοινωνικής

ανόδου και πρόσκτησης μιας διακριτής κοινωνικής ταυτότητας. Το ποδόσφαιρο προσφέρει

στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις μια ευκαιρίες για ανοδική κοινωνική κινητικότητα η οποία

δεν προϋποθέτει κάποια ιδιαίτερο πολιτισμικό κεφάλαιο αλλά σκληρή δουλειά, ταλέντο και

αφοσίωση. Όπως αναφέρει ο Vinnai ένας εξαιρετικός παίκτης μπορεί να πετύχει

αξιοσημείωτο πλούτο. Παράλληλα με τα υλικά πλεονεκτήματα το ποδόσφαιρο παρέχει τη

δυνατότητα να κερδίσει κανείς την αναγνώριση των συνανθρώπων του και να ενισχύσει το

ναρκισσισμό του. Οι άνθρωποι μετατοπίζουν την ικανότητα τους για αγάπη στους άλλους σε

μονομανιακό ζήλο για τον εαυτό τους με ένα εξιδανικευμένο και απωθητικό τρόπο. Οι

αναπληρωματικοί και οι νέοι παίκτες επιζητούν την αναγνώριση του προπονητή τους και στη

συνέχεια του φιλάθλου κοινού, ενώ οι καταξιωμένοι προσβλέπουν στο να γίνουν ή να

παραμείνουν ινδάλματα και να δουν το όνομα τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και

στα παράθυρα των τηλεοπτικών καναλιών. (Vinnai 1999: 70) Ο εξωκατευθυνόμενος

άνθρωπος του Ρήσμαν βρίσκει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στο χώρο του ποδοσφαίρου.

Η ταύτιση με τους ποδοσφαιρικούς ήρωες, η συγκρότηση μιας κοινότητας

ενδιαφέροντος και η συντροφικότητα των οπαδών των ποδοσφαιρικών συναντήσεων είναι

ορισμένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των κοινωνικών συμπεριφορών και των

ψυχολογικών στάσεων των θεατών. Η διαδικασία ταύτισης εντοπίζεται και σε ένα τοπικό

επίπεδο. Οι παίκτες μιας ποδοσφαιρικής ομάδας αποτελούν τα σύμβολα αναγνώρισης και

σημεία αναφοράς σε μια τοπική κοινωνία. Η τυχόν προέλευση από άλλες γεωγραφικές

περιοχές, όπως συμβαίνει στο σημερινό ποδόσφαιρο με τη διαδικασία των μεταγραφών

30

Page 31: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

ξεπερνιέται με την αθλητική ενσωμάτωση του ξένου παίκτη στην ομάδα και τη ψυχολογική

του ταύτιση με το συλλογικό της σώμα και τη συμβολική ένταξη του σε μια ιδιαίτερη

κοινότητα. Ντυμένος με τα χρώματα και τα σύμβολα της νέας του ομάδας ο ξένος εντάσσεται

τελετουργικά στην κοινότητα της νέας ομάδας. Οι μεταγραφές αναπόσπαστο στοιχείο της

οικονομικής στρατηγικής των ποδοσφαιρικών εταιριών αλλά και των ίδιων των

ποδοσφαιριστών συχνά συμβάλει στην ενίσχυση της έχθρας ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μεταγραφής σε παραδοσιακά εχθρική ομάδα του

"αιώνιου εχθρού" ενός δημοφιλούς παίκτη μιας ομάδας που θεωρείται ένα σύμβολο για την

ομάδα.8

Υποκουλτούρα

Η ανάπτυξη των πολιτισμικών μελετών και της κοινωνιολογίας του ελεύθερου χρόνου

συνέβαλε στη ανάδειξη και ενός ιδιαίτερου αντικειμένου έρευνας που αφορούσε τις νεανικές

υποκουλτούρες. Το ενδιαφέρον αυτό προέκυψε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης στους

κόλπους της κοινωνιολογίας για τη νεολαία και τα ζητήματα της αποξένωσης. Σε αυτήν την

κατεύθυνση οι νεανικές κουλτούρες είχαν ιδωθεί ως μια μικρογραφία ευρύτερων κοινωνικών

και οικονομικών αλλαγών.

Σε κάποιο βαθμό οι σχετικές μελέτες επηρεάστηκαν αφενός από την εμφάνιση του

φαινομένου της υποκουλτούρας στη μεταπολεμική περίοδο και αφετέρου από την κοινωνική

αντίδραση στο φαινόμενο με το κλίμα ηθικού πανικού που διαμορφώθηκε στο λόγο των

Μ.Μ.Ε και τη διαδικασία ετικετοποίησης των νέων που συνδέονταν με τα διάφορα είδη της

ροκ μουσικής σκηνής (Dotter 1994). Οι στερεοτυπικές απεικονίσεις των υποπολιτισμικών

ομάδων για το στυλ, το ντύσιμο και την εκκεντρική συμπεριφορά των υποπολιτισμικών

ομάδων συνέβαλαν στη συντήρηση ενός μύθου για τις υποκουλτούρες που δυσκόλευε την

κατανόηση τους από την ακαδημαϊκή κοινότητα στο πλαίσιο της οποίας η υποκουλτούρα

συνιστούσε ένα σύμπτωμα και ένα πρόβλημα της νεωτερικότητας (Εpstein 1998: 8).

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μελέτης της υποκουλτούρας ήταν η σχολή του

Birmingham, 9 (Hall & Jefferson 1976, Hebdige 1988) η οποία μαζί με την Αμερικάνικη

σχολή της υποκουλτούρας που ακολούθησε (Epstein 1998, Giroux 1994) συνέβαλαν στην

καθιέρωση των υποπολιτισμικών μελετών στον ακαδημαϊκό χώρο και στη συστηματική

θεωρητική και ερευνητική ενασχόληση με το αντικείμενο.

8 Αναφέρομαι ενδεικτικά τα παραδείγματα της μεταγραφής του Φίγκο από τη Μπαρτσελόνα στη Ρεάλ, ή του

Κυράστα από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό και του Νικοπολίδη από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό. 9 Η σχολή του Birmingham δανείστηκε αναλυτικά σχήματα από διαφορετικά επιστημολογικά παραδείγματα, όπως

η κοινωνική αλληλόδραση και οι θέσεις των Becker και Goffman για τη συγκρότηση της παρεκκλίνουσας

ταυτότητας μέσω της υιοθέτησης κοινωνικών προσδιορισμών, το δομολειτουργισμό και τις απόψεις του Merton

για το ρόλο των τελετουργιών στην κοινωνική αναπαραγωγή του συστήματος και τη σχολή της Φρανκφούρτης,

ιδιαίτερα τις θέσεις του Αdorno για τη λαϊκή κουλτούρα (Epstein 1998: 6).

31

Page 32: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο της υποκουλτούρας οφείλουμε να

προσεγγίσουμε ερμηνευτικά την έννοια της κουλτούρας. Με βάση τις υποπολιτισμικές

θεωρήσεις που έχουν επηρεαστεί από τις θέσεις του Williams (1994) για την κουλτούρα, η

τελευταία παραπέμπει σε διακριτά πρότυπα ζωής, επιλογών και γούστου ορισμένων

κοινωνικών ομάδων, στα νοήματα, τις αξίες και τις ιδέες που ενσωματώνονται στις

κοινωνικές σχέσεις, τα συστήματα πεποιθήσεων, τα έθιμα και τα ήθη και τις χρήσεις των

αντικειμένων και της υλικής ζωής (Clark et al. 1975, σ. 10, Εpstein 1998, σ. 9).

Oι υποκουλτούρες συνιστούν νοηματικά συστήματα, τρόποι έκφρασης και lifestyles

που αναπτύσσονται από ιδιαίτερα υποπολιτισμικές ομάδες, οι οποίες βρίσκονται σε μια

υποδεέστερη δομική κατάσταση και προσπαθούν να απαντήσουν στο κυρίαρχο σύστημα

νοήματος. Αυτή η διαδικασία αντανακλά την προσπάθεια τους να επιλύσουν δομικές

αντιθέσεις που αναδύονται σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο (Brake 1985: 8).

Οι αξίες της υποκουλτούρας επιτελούνται μέσα από τη δράση ορισμένων κοινωνικών

ομάδων τα μέλη των οποίων μοιράζονται ένα αστερισμό πολιτισμικών αξιών και

χαρακτηριστικών, όπως, ένα ιδιαίτερο ντύσιμο και στυλ, αργκό, τρόπο ζωής και είναι τοπικά

εδραιωμένη, χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από τους έξω, ακόμη και από τα μέλη

της «καθώς πρέπει» εργατικής τάξης (Widdicombbbe S., Wooffitt 1995:216). Η

υποπολιτισμική ομάδα, έτσι, συνιστά ένα πεδίο κοινωνικής αλληλόδρασης για άτομα που

μοιράζονται παρεκκλίνουσες σε σχέση με τις συμβατικές αξίες και σύμβολα, εμπλέκονται σε

κοινωνικές δραστηριότητες και συγκροτούν κοινωνικές ταυτότητες.

Η μελέτη της υποκουλτούρας έγινε ιδιαίτερα γνωστή από τις κλασσικές εργασίες της

σχολής του Birmingham (Hall, Jefferson 1975). Η σχολή αυτή δανείστηκε αναλυτικά

σχήματα από διαφορετικά επιστημολογικά παραδείγματα και ετερόκλητες θεωρίες

ξεκινώντας από την επεξεργασία των θέσεων των θεωρητικών της κοινωνικής

αλληλόδρασης, κυρίως των Becker και Goffman για τη συγκρότηση της παρεκκλίνουσας

ταυτότητας μέσω της υιοθέτησης κοινωνικών προσδιορισμών και τη διαδικασία

στιγματισμού ορισμένων κοινωνικών ομάδων (Epstein 1998: 6). Παράλληλα αξιοποίησε τις

θέσεις του δομολειτουργισμού του Merton, ιδιαίτερα τις απόψεις του για τη σημασία των

τελετουργιών στην κοινωνική αναπαραγωγή του συστήματος και της σχολής της

Φρανκφούρτης, ιδιαίτερα τις θέσεις του Αdorno (1985) για τη λαϊκή κουλτούρα.

Η έννοια της αντίστασης έχει κυρίαρχη θέση στις υποπολιτισμικές θεωρήσεις οι

οποίες επαναδιατυπώνουν τις πολιτικές θέσεις του Γκράμσι για την ηγεμονία και την

αντίσταση (Gramsi 1971) σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο αναφοράς που ενσωματώνει στοιχεία

από τη θεωρία του Φουκώ για τη μικροφυσική της εξουσίας. Η τελευταία αφορά ένα πλήθος

σχέσεων δύναμης, που έρχονται από τα κάτω, ενυπάρχουν στο χώρο όπου ασκούνται και

είναι συστατικές της οργάνωσης του. Σε τοπικό επίπεδο όπου υπάρχει εξουσία υπάρχει και

αντίσταση. Η τελευταία δεν προσδιορίζεται ως ένας τόπος της μεγάλης Άρνησης αλλά ως

περιφερειακές και απρόβλεπτες εντάσεις: «δυνατές, αναγκαίες, απίθανες, αυθόρμητες, άγριες,

32

Page 33: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

μοναχικές, προσχεδιασμένες, χαμερπείς βίαιες, αδιάλλακτες, πρόθυμες για συνδιαλλαγή,

ιδιοτελείς ή γεμάτες αυταπάρνηση» (Φουκώ 1978, σ. 115-119).

Η αντίσταση εκφράζεται κυρίως σε ένα σημειολογικό επίπεδο μέσα από τη

διαφορετική χρήση και την επανερμηνεία μηνυμάτων και συμβόλων στο πλαίσιο μιας

υποπολιτισμικών ομάδων με στόχο να συγκροτηθούν ιδιαίτερα νοήματα που εκφράζαν τα

αξιακά και συμπεριφορικά πρότυπα της ομάδας.

Σύμφωνα με τη σχολή του Birmingham η κουλτούρα είναι πλουραλιστική. Η

πρόσβαση και η δυνατότητα χρήσης του πολιτισμικού κεφαλαίου είναι άνιση όπως άνιση

είναι και η πρόσβαση σε κοινωνικές θέσεις και αγαθά με όρους κοινωνικής τάξης. Για αυτό

το λόγο πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ηγεμονική κουλτούρα και στην κοινή

κουλτούρα. Ηγεμονική κουλτούρα δημιουργείται από αυτές τις ομάδες οι οποίες κατέχουν τη

μεγαλύτερη εξουσία και επίδραση στην κοινωνία και των οποίων η κυριαρχική κοινωνική

θέση επιτρέπει να δημιουργήσει μια κυρίαρχη κουλτούρα. Αντίθετα η κοινή κουλτούρα

συνιστά μια έκφραση της καθημερινής ζωής των άλλων κοινωνικών ομάδων και τάξεων. Η

κοινή κουλτούρα αναδύεται σε αυτές τις πολιτισμικές περιοχές στις οποίες η ηγεμονική

κουλτούρα είναι αδύνατη να διεισδύσει ολοκληρωτικά.

Ένας τύπος αντίστασης στην ηγεμονική κουλτούρα εκφράζεται μέσα από νεανικές

κουλτούρες κυρίως σε συμβολικό επίπεδο με την αμφισβήτηση των κυρίαρχων αξιών και

συμβόλων. Σε σημαντικό βαθμός ο πλουραλισμός των πολιτισμικών προτύπων μέσα σε μια

κυρίαρχη ηγεμονική κουλτούρα προσδιορίζεται από την κοινωνική τάξη. Κάθε τάξη μέσα σε

μια ορισμένη κοινωνία έχει τους ιδιαίτερους τύπους πολιτισμικής έκφρασης και αντίληψης.

Αυτές οι ιδιαίτερες εκφράσεις διαμορφώνουν μια γονεϊκή ταξική κουλτούρα. Για παράδειγμα

οι πολιτισμικές αξίες της εργατικής τάξης δίνουν έμφαση στην ανδρισμό, την αντοχή, την

ανθεκτικότητα, τη γενναιότητα και την κομψότητα στη δημόσια παρουσία στη γειτονιά

(Epstein 1998: 9).

Τα παιδιά των μελών της εργατικής τάξης σε σημαντικό βαθμό υιοθετούν πρότυπα

από την γονεϊκή κουλτούρα προσδίδοντας ωστόσο στις ιδιαίτερες εκφράσεις της διαφορετικά

χαρακτηριστικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι νέοι της εργατικής τάξης αλλά και μέλη άλλων

κοινωνικών τάξεων απορρίπτουν το σύστημα αξιών της μεσαίας τάξης. Όταν οι απαντήσεις

στο περιεχόμενο και στη δομή μιας κουλτούρας είναι αντιθετικές στην ηγεμονική κουλτούρα

και διαφοροποιούνται από την κουλτούρα των γονέων και όταν αυτές οι απαντήσεις

συγκροτούν διακριτά πρότυπα κοινωνικής δράσης και τρόπου ζωής τότε μια υποκουλτούρα

συγκροτείται.

Η υποκουλτούρα ως ένα πεδίο πολιτισμικής διαφοροποίησης συνιστά και ένα

δυνάμει πεδίο αντίστασης της πολιτισμικής ηγεμονίας και κυρίαρχων οργανωτικών λογικών.

Σύμφωνα με τον Giroux (1994) η υποκουλτούρα συνδέεται με τόπους και σημεία

αντίστασης. Τα σχολεία, οι δρόμοι, τα γήπεδα και η μουσική αποτελούν πεδία πολιτισμικής

σύγκρουσης στα οποία τα μέλη νεανικών ομάδων μέσα από τη χρήση graffiti, τραγουδιών,

33

Page 34: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

συμβολικής βίας, παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς αμφισβητoύν και χλευάζουν με το δικό

τους τρόπο την ηγεμονική κουλτούρα και τις κυρίαρχες αξίες και εκφράζουν τη διάθεση των

νέων να διαφοροποιηθούν από την ηγεμονική κουλτούρα των ενηλίκων και να δηλώσουν τη

διαφορά τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η αντίσταση αυτή έχει τελετουργικό χαρακτήρα και

δανείζεται στοιχεία και σύμβολα διαθέσιμα στην καταναλωτική αγορά και τα ΜΜΕ.

Τα σχολεία είναι βασικοί χώροι στους οποίους μέσα από τη μεταβίβαση γνώσεων και

ορισμένων πρακτικών μάθησης τα μέλη των κυριαρχούμενων ομάδων υιοθετούν πρότυπα της

κυρίαρχης ιδεολογίας. Από την άλλη τα σχολεία δυνητικά μπορούν να αποτελέσουν εστίες

αντίστασης. Αυτό προϋποθέτει μια κριτική των καταπιεστικών δομών μέσα από μια κριτική

γνώση που θα ενισχύσει την αναστοχαστική δραστηριότητα, θα συμβάλει στην κατανόηση

των πολιτικών και κοινωνικών δομών που συγκροτούν τις καταστάσεις κυριαρχίας και θα

εκβάλει σε μια πρακτική αντίστασης στην κατεύθυνση της προσωπικής αυτοδιάθεσης και της

κοινωνικής χειραφέτησης (Goreno 1995, σ. 196, Giroux 1983, σ. 108-9).

Παρομοίως, η μουσική συνιστά ένα πεδίο που παρέχει ευκαιρίες για την ανάπτυξη

μιας κριτικής στάσης απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία. Η μουσική συνιστά ένα φορέας

κοινωνικών νοημάτων που δεν είναι περιγραφικά αλλά εκφέρονται με ένα ποιητικό τρόπο και

είναι διαμεσολαβημένα τόσο από το αξιακό σύστημα των εκάστοτε δημιουργών όσο και από

τις παρεμβάσεις των δικτύων παραγωγής και διακίνησης της μουσικής (Ling (1984: 1).

Το ζήτημα των νοημάτων που παράγονται στη μουσική και του δυνητικά

αντιστασιακού της χαρακτήρα είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα στην πολιτισμική κοινωνιολογία.

Για να επικεντρωθούμε στη ροκ, που αποτελεί βασικό στοιχείο έκφρασης των νεανικών

υποκουλτούρων, στις περισσότερες περιπτώσεις έχει ένα χαρακτήρα διασκέδασης

αντιμετωπίζοντας τις κυρίαρχες αξίες με ένα αυθόρμητο και παιχνιδιάρικο τρόπο που

σαρκάζει την κυρίαρχη ηθική και τις απαιτήσεις του κόσμου των ενηλίκων.

Συχνά ο ανέμελος, αυθόρμητος και ανυπότακτος χαρακτήρας της ροκ μουσικής

συμβάλει στην προσωπική εξέγερση του νέου από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς και τα

πρέπει της γονεϊκής κουλτούρας αλλά ο απολίτικος προσανατολισμός της διοχετεύει την

ενέργεια των πιο ανήσυχων νέων μακριά από οργανωμένες πολιτικές δραστηριότητες προς

την κατεύθυνση τελετουργιών του ελεύθερου χρόνου (Goreno 1995, σ. 195-6) διοχετεύοντας

έτσι την κοινωνική αναταραχή και τη λανθάνουσα βία στην κατεύθυνση της πολιτικής

παθητικότητας. Όπως έχουν τονίσει οι (Schultze et. al 1991, σ. 170-1) οι ανέμελες εκδοχές

μιας απολίτικης και μερικές φορές μηδενιστικής ροκ έγινε ένα «ενεργητικό υπνωτικό» που

παρέχει μια ασφαλή αλλά σε τελική ανάλυση ανακόλουθη διέξοδο για διαμαρτυρία στους

νέους καλύπτοντας παράλληλα τις προσδοκίες των πυλωρών της δισκογραφικής βιομηχανίας

και τις ανάγκες της αγοράς.

Μπορεί η εμπορική εκμετάλλευση του ροκ να συμβάλει στην αλλοίωση των αρχικών

νοημάτων της αλλά στο εσωτερικό αυτού του φαινόμενου συναντάμε σημαντικές εξαιρέσεις

«εστιών αντίστασης» με τη μορφή των τραγουδιών πολιτικής διαμαρτυρίας ενάντια σε

34

Page 35: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

ορισμένες κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, όπως είναι η καταστροφή των δασών του

Αμαζονίου, οι πολιτικές του απαρτχάιντ, η φτώχεια και ο ρατσισμός. Η πανκ σκηνή στη

δεκαετία του 1970 στη Μεγάλη Βρετανία, τη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες (Εpstein 1998

σ. 17), η reggae και το κίνημα του Rastafarian, η Avant –Garde (Goreno 1994), τα πρώτα

τραγούδια διαμαρτυρίας της Baez και του Dylan και οι μουσικές εναλλακτικών μουσικών

σχημάτων έξω από τα κανάλια της μουσικής βιομηχανίας είναι δείγματα των δυνατοτήτων

της μουσικής για τη διαμόρφωση ενός πολιτικού λόγου αντίστασης στην καταπίεση, τις

δομές κυριαρχίας και τις κοινωνικές ανισότητες.

Η αντιστασιακή θέση αυτών των ομάδων διαμεσολαβείται από το κυρίαρχο σύστημα

ιδεολογίας και τους μηχανισμούς της αγοράς και παρά τις συχνές αντιθετικές συμπεριφορές

των μελών της ο αντίκτυπος της δράση τους περιορίζεται στον μικρόκοσμο της

υποκουλτούρας (Epstein 1998: 11). Η αντίσταση τείνει να γίνει ένας σκοπός και μέσο

έκφρασης και απάντησης της υποκουλτούρας στην κοινωνική αποξένωση, στα υπαρξιακά

αδιέξοδα των νέων (Epstein 1998: 11, Widdicombe, Wooffitt 1995:18, Giroux 1994, Hall,

Jefferson 1975) που, ωστόσο αφήνει ανέγγιχτες τις κοινωνικές δομές, τις κοινωνικές

ανισότητες και τις σχέσεις κυριαρχίας και δεν μετασχηματίζεται σε μια πολιτική αντίσταση

στην κυρίαρχη ιδεολογία και γνώση.

Για τη μελέτη της υποκουλτούρας έχουν αναπτυχθεί διάφορες στρατηγικές

Υπάρχουν δύο συμπληρωματικές όψεις της υποκουλτούρας οι οποίες έχουν γίνει αντικείμενο

έρευνας. Το πρώτο αφορά τα δομικά χαρακτηριστικά της υποκουλτούρας, την κοινωνική

συγκρότηση της υποκουλτούρας, τα δίκτυα των κοινωνικών σχέσεων και τη μελέτη του

ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Αυτή η διάσταση της υποκουλτούρας ήταν στο

επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην πρώτη γενιά εργασιών για την υποκουλτούρα στην οποία

η έμφαση δόθηκε σε μια ταξική ανάλυση του φαινομένου. Το δεύτερο έχει να κάνει με

ερμηνευτικά ζητήματα και παραπέμπει στην ανάλυση της κουλτούρας και των

σημασιοδοτήσεων των μελών των υποπολιτισμικών ομάδων. Αυτός ο προσανατολισμός

κυριάρχησε στις ώριμες πολιτισμικές αναλύσεις για τις υποκουλτούρες και εστιάστηκε στο

νόημα του στυλ ως μια συμβολική έκφραση (Brake 1985, Doubet 1987, Ηebdige 1988).

Μια αναλυτική στρατηγική στη μελέτη της υποκουλτούρας βασισμένη στην

κλασσική εργασία του De la Mater (1968) και εμπλουτισμένη από την κριτική των Taylor I ,

Taylor L.,. (1973) παρουσιάζει ο Βrake στο κλασσικό βιβλίο του Comparative youth culture.

Σύμφωνα με αυτή η ανάλυση της υποκουλτούρας πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής

χαρακτηριστικά:

Πρώτον, τη φύση της υποκουλτούρας δηλαδή αφενός τη ιστορική ανάδυση της

υποκουλτούρας και της σχέσης της με τα δομικά προβλήματα της ευρύτερης κοινωνίας

αφετέρου το στυλ, την επινοητικότητα και τα δυνητικά νοήματα που αναφύονται στο πλαίσιο

της μέσα από μια ερμηνευτική στρατηγική. Δεύτερον: την κοινωνική αντίδραση στην

υποκουλτούρα η οποία βασίζεται στην αντίδραση των ΜΜΕ στη διαμόρφωση ενός κλίματος

35

Page 36: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

ηθικού φόβου. Τρίτον, την ιστορία της ηθικής καριέρας των μελών της υποκουλτούρας,

τέταρτον, την κοινωνική οργάνωση της υποκουλτούρας και τη σχέση της με την ευρύτερη

δομή και τις επιδράσεις που έχει στο εσωτερικό της και πέμπον, η διαδικασία

μετασχηματισμού και αναδιαμόρφωσης της υποκουλτούρας (Brake 1985: 19-20).

Μια βασική έννοια που χρησιμοποιήθηκε στην ανάλυση των νοημάτων του

υποπολιτισμικού στυλ είναι η ομολογία. Η έννοια παραπέμπει στη σχέση και την

αλληλουχία των πολιτισμικών αντικείμενα μιας υποκουλτούρας και στα νοήματα που

αποδίδονται στα υλικά αντικείμενα και στις συμπεριφορές των μελών της υποκουλτούρας

(Βrake 1985: 15, 68, Hebdige 1988: 154-59, Εpstein 1998: 10). Για παράδειγμα υπάρχει μια

ομολογία ανάμεσα στον εντατικό ακτιβισμό, τη φυσιολατρία, την εξωστρέφεια, τον

περιορισμό του αυτοελέγχου, την αγάπη της ταχύτητας και στη ροκ μουσική σε ορισμένες

ομάδες, όπως οι rockers (Βrake 1985: 15).

Mέσα από τη μελέτη των ομολογιών οι ερευνητές προσπάθησαν να προσδιορίσουν

το βαθμό στον οποίο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας υποκουλτούρας αντανακλούν τις

γενικότερα συμφέροντα, τα στιλ και τις αποδεκτές συμπεριφορές ορισμένων κοινωνικών

ομάδων στις οποίες μια ιδιαίτερη υποκουλτούρα ανήκει. Ιδιαίτερα στις νεανικές

υποκουλτούρες οι ομολογίες χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τους συμβολικούς

δεσμούς ανάμεσα στις αξίες και το lifestyle μιας υποκουλτούρας. To τελευταίο βασίζεται

στην υποκειμενική εμπειρία βίωσης της υποκουλτούρας και στους τύπους μουσικής τους

οποίους μια υποπολιτισμική ομάδα χρησιμοποιεί για να εκφράσει και να ενισχύσει τα

ιδιαίτερα ενδιαφέροντα της. (Hebdige 1988).

Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα στη μελέτη της υποκουλτούρας είναι η η

υποπολιτισμική καινοτομία που εκφράζεται στο επίπεδο της γλώσσας και του στυλ με την

επανοηματοδότηση πολιτισμικών αντικειμένων που προέρχονται από ένα ευρύτερο

περιβάλλον. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται bricolage, ένας όρος δανεισμένος από τις

εργασίες του Levi Strauss και αφορά τη συμβολική επαναδιάταξη των αντικειμένων και των

νοημάτων, μια συλλογή από πολιτισμικά αντικείμενα τα οποία συναρμολογούνται με τέτοιο

τρόπο ώστε να συγκροτούν ιδιαίτερα νοήματα για την υποπολιτισμική ομάδα. Αυτά τα

αντικείμενα τοποθετούνται μαζί όχι εξ αιτίας κάποιας λογικής ή φυσικής αναγκαιότητας αλλά

εξ αιτίας της αλληλεξάρτησης, συγγένειας, αναλογίας και αισθητικής ομοιότητας (Weinstein

1991: 5). Το bricolage μέσα από τη χρήση αντικειμένων από την υπάρχουσα αγορά

αντικειμένων τέχνης και την τεχνική του κολάζ συμβάλλει στην ανάπλαση της ταυτότητας

της ομάδας και στην αμοιβαία αναγνώριση των μελών της ομάδας μέσα από ένα ξεχωριστό

υποπολιτισμικό στυλ (Brake 1985: 15).

Ο δυναμικός χαρακτήρας της υποκουλτούρας βασίζεται στις λειτουργίες που επιτελεί

και στις οποίες οι συμμετέχοντες διαμορφώνουν νοήματα. O Brake αναγνωρίζει πέντε

βασικές λειτουργίες της υποκουλτούρας (Brake 1985, Widdicombe, Wooffitt 1995: 24-5).

36

Page 37: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Πρώτον, η υποκουλτούρα παρέχει λύσεις σε προβλήματα που αναδύονται εξ αιτίας

της θέσης του υποκειμένου στην κοινωνικοοικονομική δομή και τα οποία βιώνονται

συλλογικά. Το στυλ της υποκουλτούρας συμβολίζει ένα τύπο αντίστασης στην υπάρχουσα

τάξη πραγμάτων και καλύπτει το χάσμα ανάμεσα στην χαμηλό στάτους στην αγορά εργασίας

και μια επιθυμητή κατάσταση. Η υποκουλτούρα έτσι δεν απαντά στο πρόβλημα, για

παράδειγμα της ανεργίας ή της σχολικής αποτυχίας αλλά συνιστά μια μορφής συμβολικής

αντίστασης στους θεσμούς του συστήματος την οικογένεια, το σχολείο το κράτος. Σ ε αυτήν

την κατεύθυνση το ελευθεριακό και αντιεξουσιαστικό προφίλ της υποκουλτούρας λειτουργεί

ως ένα ελκυστικό πρότυπο.

Δεύτερον, οι υποπολιτισμικές ομάδες παρέχουν τη δυνατότητα στα μέλη τους να

αξιοποιήσουν στοιχεία από την κουλτούρα τους και να έχουν πρόσβαση σε μια συλλογική

ταυτότητα που διαφέρει από αυτή της οικογένειας, του σχολείου και της τάξης. Αυτή η

κουλτούρα περιλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της υποκουλτούρας, όπως ένα ιδιαίτερο τρόπο

ζωής, μουσική έκφραση, στυλ και εικόνα και ιδεολογία και παρέχει συμβολικές πηγές, οι

οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν από το υποκείμενο με στόχο να συγκροτήσει μια ταυτότητα

που αμφισβητεί κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα.

Τρίτον, η υποπολιτισμική ταυτότητα επιτρέπει στο άτομο να βιώσει ένα εναλλακτικό

τύπο κοινωνικής πραγματικότητας. Η υποκουλτούρα καταλαμβάνει ένα πολιτισμικό χώρο

στον οποίο αξίες, συμπεριφορές και τρόποι ζωής παρέχουν τη δυνατότητα για τη βίωση

καταστάσεων που υπερβαίνουν τις απαιτήσεις του κόσμου των ενηλίκων και αποκλίνουν από

τα συμβατικές.. Η ελκυστικότητα της υποκουλτούρας συνδέεται έτσι με τα αδιέξοδα του

σημερινού ατόμου και τη δίψα για αναζήτηση μιας διαφορετικής εμπειρίας των πραγμάτων.

Η ελευθεριακότητα στην καθημερινή συμπεριφορά, ο ηδονισμός, ο ναρκισισμός είναι

ορισμένες στάσεις που χαρακτηρίζουν αυτές τις ομάδες.

Τέταρτον, η υποκουλτούρα παρέχει ένα νοηματοδοτημένο τρόπο ζωής κατά τη

διάρκεια του ελεύθερου χρόνου. Στο πλαίσιο της παρέας με άτομα που βιώνουν παρόμοιες

εμπειρίες και μοιράζονται ένα κοινό υποπολιτισμικό στυλ ο νέος σχηματίζει παρέες,

διασκεδάσει στο κλαμπ, παρακολουθεί ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι και θα αναζητά μορφές

κοινωνικής δράσης.

Πέμπτον, οι υποκουλτούρες παρέχουν στα άτομα λύσεις σε βασικά υπαρξιακά

διλήμματα και αδιέξοδα. Η υποκουλτούρα συνιστά ένα προσωρινό καταφύγιο και ένα

γεωγραφικό πλαίσιο μέσα στο οποίο το υποκείμενο επιχειρεί να προσδιορίσει τη σχέση του

με τον κοινωνικό κόσμο.

Ο τοπικός προσανατολισμός και η κοινωνική καταγωγή της υποκουλτούρας είναι δύο

άλλα κεντρικά ζητήματα στη μελέτη της υποκουλτούρας. Συνήθως οι υποπολιτισμικές

ομάδες συγκροτούνται σε τοπικό επίπεδο και ο τόπος προσλαμβάνει ιδιαίτερη σημασία και

αξία. Αυτό συχνά το βλέπουμε σε υποκουλτούρες φανατικών οπαδών που οργανώνονται

γύρω από τοπικά κλαμπ και στέκια συνάθροισης της ομάδας. Οι συμβολικές αναφορές και οι

37

Page 38: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

προσδέσεις με ιδιαίτερους τόπους ποικίλουν. Ο συμβολικός δεσμός του οπαδού με ένα τόπο

μπορεί να αφορά την περιοχή στην οποία εδρεύει το κλαμπ τους, την περιοχή ή την πόλη

στην οποία εδρεύει το αγαπημένο τους σωματείο (π.χ. ο ΠΑΟ στη Λεωφόρο και την Αθήνα)

ενώ μερικές φορές οι ταυτίσεις επεκτείνονται και στο τόπο καταγωγής της ομάδας (π.χ. η

Κωνσταντινούπολη για τον ΑΕΚ).

Η ταξική προέλευση των διαφόρων υποπολιτισμικών ομάδων έχει απασχολήσει ένα

μεγάλος μέρος των σχετικών εργασιών (Μungham, Pearson 1976, Clark, Hall, Jefferson,

Robets 1975), ιδίως στη δεκαετία του 1970. Αυτός ο προσανατολισμός αντανακλούσε το

ευρύτερο ενδιαφέρον ορισμένων κύκλων της κοινωνιολογίας για ταξικά ζητήματα και την

κουλτούρα της εργατικής τάξης. Ενώ, ιστορικά οι νεανικές υποκουλτούρες φαίνεται να

αναδύονται στο πλαίσιο της κουλτούρας της εργατικής τάξης σταδιακά εμφανίζονται νέες

μορφές υποκουλτούρας, όπως των hippies και του glamour rock, με διαφορετική κοινωνική

προέλευση.

Η βιογραφική προσέγγιση στη μελέτη της υποκουλτούρας

Η βιογραφική μελέτη είναι ιδιαίτερα σημαντική στη μελέτη ανοίκειων κοινωνικών

καταστάσεων, άγνωστων ή περιθωριακών κοινωνικών κόσμων στις οποίες η προσέγγιση

μέσα από τα εργαλεία ποσοτικών μεθόδων ή θεωρητικών αφαιρέσεων είναι εξαιρετικά

δύσκολη. Η βιογραφική προσέγγιση της υποκουλτούρας αποτελεί μια ενδιαφέρουσα

πρόκληση τόσο για την ερμηνευτική παράδοση της κοινωνιολογίας όσο και για τη μελέτη του

νεανικού φαινόμενου.

Στη βιογραφική προσέγγιση της υποκουλτούρας μονάδα ανάλυσης είναι το

υποκείμενο ως φορέας δράσης και κοινωνικών ρόλων που επιτελούνται σε οριοθετημένα

κοινωνικά περιβάλλοντα. Τα βιογραφούμενα μέλη μιας υπο-πολιτισμικής ομάδας

προσδιορίζονται ως δημιουργοί της κοινωνικής τους ιστορίας μέσα στα πλαίσια ορισμένων

κοινωνικών δομών και συνθηκών που οριοθετούν τα περιθώρια δράσης τους και οι

βιογραφίες τους κατανοούνται με βάση τα συμφραζόμενα των συνθηκών, των νοημάτων, των

εκβάσεων και των περιστάσεων των ζωών τους ανεξάρτητα από το πόσο αυτές είναι

συνειδητές ή όχι (Chamberlayne, Bornat & Wengraf 2000, σ. 8).

Στο πλαίσιο της βιογραφικής προσέγγισης μιας ιδιαίτερης υποκουλτούρας μέσα από

παραδειγματικές ιστορίες ζωής ή ένα δείγμα βιογραφιών, μπορούμε να διεισδύσουμε στα

δομικά ψυχοκοινωνικά προβλήματα που αναπτύσσονται στο σχολείο, την οικογένεια και την

εργασία και να περιγράψουμε τη διαδικασία ένταξης και μύησης ενός μέλους στην

υποκουλτούρα, τα δίκτυα των διαπροσωπικών σχέσεων και τις σχέσεις κυριαρχίας της

υποπολιτισμικής ομάδας, τη σχέση της με τον έξω κόσμο, τα νοήματα και τα αξιακά της

πρότυπα, τις ενδοομαδικές διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις, τη διαπραγμάτευση της

ταυτότητας του νέου.

38

Page 39: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Οι βιογραφικές εκφορές υποπολιτισμικών ομάδων είναι μέρος από το πολιτισμικό

τους κεφάλαιο, ρητορικές στρατηγικές και δεξιότητες τις οποίες δυνητικά κατέχουν τα μέλη

τους εξ αιτίας της κοινωνικής τους ένταξης σε μια ιδιαίτερη κοινότητα ενδιαφερόντων και

συμβόλων.

Συχνά οι βιογραφίες των μελών υποπολιτισμικών ομάδων συγκροτούν λόγους

αντίστασης αφενός στην κυρίαρχη πολιτισμική γνώση η οποία ενθυλακώνεται στην κοινωνία

μέσα από τις κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις και διανέμεται στους κοινωνικούς θεσμούς

(Widdicombe, Wooffitt 1995, σ. 208, 210, Cohen 1980) και αφετέρου στις αρνητικές και

στερεοτυπικές κοινωνικές παραστάσεις που διαμορφώνονται από τα ΜΜΕ και τους

κοινωνικούς θεσμούς για τα μέλη της υποκουλτούρας. Οι υποπολιτιμικές ομάδες μέσα από

την κοινωνική πρακτική της βιογραφίας αποδομούν και αναδομούν, διαμεσολαβούν και

ενεργητικά αναπαράγουν την κοινωνική τους πραγματικότητα. Μέσα από τις βιογραφικές

αφηγήσεις τα μέλη τους αποκαλύπτουν όψεις της κοινωνικής αποξένωσης και αλλοτρίωσης

των νέων και από την άλλη των τρόπων με τον οποίο εσωτερικεύουν τα προβλήματα και τις

αντιφάσεις του κοινωνικού κόσμου και οργανώνουν τις βιογραφικές τους στρατηγικές για να

απαντήσουν σε αυτές.

Σύμφωνα με τον Critcher (1976, σ. 167-70) μια περιεκτική ερμηνευτική προσέγγιση

ομάδων με παρεκλίνουσα συμπεριφορά οφείλει να λάβει υπόψη της τρεις τουλάχιστον

έννοιες: τις δομές, τις κουλτούρες και τις βιογραφίες. Οι δομές είναι εκείνα τα

«αντικειμενικά» χαρακτηριστικά των συνθηκών ζωής του κάθε ατόμου τα οποία είναι έξω

από τον έλεγχο του και προέρχονται από το συσχετισμό της δύναμης, της εξουσίας και των

μέσων ιδιοκτησίας σε μια κοινωνία. Η εργασία, η κατοικία, το εισόδημα και η εκπαίδευση

είναι ορισμένες βασικές δομές που επηρεάζουν την κοινωνική καθημερινότητα του ατόμου.

Οι κουλτούρες είναι τα νοηματικά συστήματα, οι ιδέες και οι αντιλήψεις για το καλό και το

κακό, για το σωστό και το λάθος σε σχέση με την οικογένεια, τη σεξουαλικότητα, τη

θρησκεία, τη φιλία, την παραβατικότητα κ.ο.κ. που αλλάζουν από κουλτούρα σε κουλτούρα.

Κρίσιμο ζήτημα για τη διαμόρφωση των επιλογών του υποκειμένου είναι η πρόσβαση του

στην κουλτούρα διαφόρων ομάδων: οικογένεια, εφηβικές παρέες, νεανικές υποκουλτούρες,

ταξικές συλλογικότητες, εθνοτικές ομάδες και τοπικές κοινότητες και ο βαθμός δέσμευσης ή

διαφοροποίησης από αυτές (Critcher 1976: 168-9).

Οι βιογραφίες μας δείχνουν τα δίκτυα των προσωπικών περιστάσεων, αποφάσεων

και των ευκαιριών του ατόμου που εμφανίζονται σε μια δομημένη κατάσταση και σε ένα

προσδιορισμένο αριθμό διαθέσιμων επιλογών. Η βιογραφία παρέχει μια συγκεκριμένη εικόνα

για το πώς οι δυνάμεις της κοινωνίας επενεργούν στις υποκειμενικές επιλογές και πως το

κοινωνικό διασταυρώνεται με το υποκειμενικό (Critcher 1976, σ. 170). Η ερμηνευτική της

αλληλόδρασης αυτών των τριών παραγόντων και η ανάδειξη της περίπλοκης σχέσης ανάμεσα

στα προσωπικά βιώματα τη δημιουργία της ιστορίας είναι ένα ερμηνευτικό μέλημα μιας

39

Page 40: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

πρακτικής που προϋποθέτει την κοινωνιολογική φαντασία (Mills 1970) και μια ικανότητα για

την «φαντασιακή αναπαράσταση» των κοινωνικών φαινομένων.

Μια περιεκτική χρήση της βιογραφικής προσέγγισης της υποκουλτούρας δεν

περιορίζεται στη χρήση της μεθόδου ως ένα εργαλείο αναζήτησης προφορικών πληροφοριών

για μια ομάδα, όπως γίνεται συχνά στη προφορική ιστορία ούτε ως ένα παράδειγμα μελέτης

που επιβεβαιώνει προϋπάρχουσες θεωρητικές κατασκευές και τυπολογίες. Η ευριστική

δυνατότητα της βιογραφίας αφορά κυρίως τη δυνατότητα συγκρότησης μιας θεωρίας από τα

κάτω για τη διαδικασία διαμόρφωσης των νοημάτων και των αξιών της υποκουλτούρας και

των δικτύων των κοινωνικών σχέσεων και των μορφών κοινωνικής δράσης των μελών της.

Η ερμηνευτική της βιογραφικής προσέγγισης συντείνει στην ανάδυση των

υποκειμενικών και των συλλογικών νοημάτων των μελών της υποκουλτούρας και των

τρόπων με τους οποίους κατανοούνται, ερμηνεύονται και επανοηματοδοτούνται τα σύμβολα

της υποκουλτούρας. Κάθε μέλος της ομάδας διαβάζει από την υποκειμενική του σκοπιά την

υποκουλτούρα και η βιογραφική πρακτική παρέχει ένα κάτοπτρο μέσα από το οποίο

μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε συναρθρώσεις του δημόσιου με το ιδιωτικό, του εγώ με

την κοινωνική δομή, του ψυχολογικού με το κοινωνικό, το οικουμενικού με το ατομικό.

Η αναζήτηση των σημείων που επανέρχονται στο βιογραφικό λόγο και

προσλαμβάνουν το χαρακτήρα μιας δομής σκέψης και οι αποκλίνουσες στάσεις και απόψεις

στο εσωτερικό της ομάδας αποτελούν ζητούμενα στη βιογραφική μελέτη. Παράλληλα, η

διερεύνηση των ομολογιών, δηλαδή των σχέσεων και των αλληλουχιών των πολιτισμικών

αντικειμένων της υποκουλτούρας και των νοημάτων που αποδίδονται στα υλικά αντικείμενα

και στις συμπεριφορές των μελών της (Βrake 1985, σ. 15, 68, Hebdige 1988, σ. 154-59,

Εpstein 1998, σ. 10), συνιστά μια διεισδυτική προσέγγιση του υποπολιτισμικού λόγου μέσα

από την οποία οι ερευνητές προσπάθησαν να προσδιορίσουν το βαθμό στον οποίο τα

ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας υποκουλτούρας αντανακλούν τα συμφέροντα και τα

ενδιαφέροντα ορισμένων κοινωνικών ομάδων.

Η σύζευξη της βιογραφικής έρευνας με άλλα μοντέλα ποιοτικής έρευνας, όπως η

συμμετοχική παρατήρηση10 μπορεί να προεκτείνει τη σχέση βιογράφου-βιογραφούμενου και

το επίπεδο κατανόησης των πρακτικών της υποκουλτούρας. Ακόμη, σε ορισμένες

περιπτώσεις η διαμεθοδική και πολυπαραγοντική ανάλυση (triangulation) που θα έχει

επίκεντρο τη βιογραφία αλλά θα υποστηρίζεται από ένα σώμα ετερόκλητων πληροφοριών και

ερμηνευτικών προσεγγίσεων μπορεί να απολήξει σε μια περιεκτική προσέγγιση της

υποκουλτούρας και μια σύνδεση ζητημάτων μικροσκοπικής και μακροσκοπικής ανάλυσης.

Η ιστορική ανέλιξη της υποκουλτούρας

10 Για ένα παράδειγμα υποπολιτισμικής μελέτης στη Δυτική Αττική βασισμένη στην συμμετοχική παρατήρηση πεδίου βλ. Ασρινάκης, Στυλιανούδη 1996.

40

Page 41: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Η πρώτη μεταπολεμική υποκουλτούρα με υψηλή ορατότητα εργατική υποκουλτούρα ήταν οι

teddy boys οι οποίοι εμφανίστηκαν γύρω στο 1953 σε περιοχές του βόρειου και δυτικού

Λονδίνου και παρήκμασε στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Η ελκυστική τους εμφάνιση

περιλάμβανε κουστούμι που παρέπεμπε στην εποχή του Εδουάρδου, χοντρά παπούτσια από

καστόρ με σόλες κρεπ, μαλί λαδωμένο και κτενισμένο με αφέλειες. Η κουλτούρα των teddy

χαρακτηριζόταν από την καλλιέργεια μιας αρρενωπής εικόνας και τον προσανατολισμό της

στις αξίες του ανδρισμού και της τοπικής ταυτότητας. Η κατοχή μαχαιριού ή άλλων όπλων

ήταν συνηθισμένη σε αυτήν την ομάδα και συνιστούσε διακριτό συμβολικό γνώρισμα.

Η κουλτούρα των teddys απασχόλησε την ακαδημαϊκή κοινότητα αφού

προηγουμένως η δράση της ομάδας προβλήθηκε στα ΜΜΕ ως μια εστία νεανικής βίας και ως

ένδειξη ενός σοβαρού κινδύνου στην καρδιά ενός τμήματος των νέας γενιάς και κατ΄

επέκταση της κοινωνίας γενικότερα. Στο κοινωνικό φαντασιακό οι και teddys συνδέθηκαν με

την αύξηση της νεανικής παραβατικότητας, με δημόσιες συγκρούσεις, με διατάραξη της

κοινής ησυχίας σε αγώνες δρόμου με μοτοσικλέτες, με συμπλοκές σε ψυχαγωγικά στέκια και

απρόκλητες επιθέσεις σε βάρος πολιτών.

Αυτό το κλίμα ηθικού πανικού τροφοδοτήθηκε και από ένα άλλο παράγοντα τη

γενικευμένη αίσθηση ότι η Βρετανία δεν ήταν πια αυτό που συνήθως ήταν στο παρελθόν η

ρίζα της οποίας στηριζόταν στην παρακμή της Βρετανικής αυτοκρατορίας και τον περιορισμό

της οικονομικής και κοινωνικής επιρροής του έθνους στο σύγχρονο κόσμο. Σε αυτό το κλίμα

αβεβαιότητας οι teddy boys πρόβαλλαν ως ένα κάτοπτρο πάνω στο οποίο οι βαθιά ριζωμένοι

φόβοι και οι αγωνίες των Βρετανών για τους κινδύνους της νέας τάξης θα εκφραστούν

(Widdicombe & Wooffitt 1995:8).

Στη δεκαετία του 1960 αναδύονται νέοι τύποι υποκουλτούρας που απειλούν τις αξίες

της ευυπόληπτης κοινωνίας: οι mods, οι rockers, οι skinheads και οι hippies. Οι mods

εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στο ανατολικό Λονδίνο και ορισμένες νέες

πόλεις στη βορειοδυτική Αγγλία και προέρχονταν από τα τμήματα της εργατικής τάξης που

απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών με ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Αντίθετα από

τους teddy, οι mods ήταν περισσότερο διακριτικοί στην εμφάνιση. Φορούσαν συντηρητικά

κοστούμια, με καλοφτιαγμένο στενό παντελόνι και κοντό μαλλί. Το lifestyle των mods

χαρακτηριζόταν από την έμφαση στην ταχύτητα, η οποία εκφραζόταν μέσα από τη χρήση

των scooters, το γρήγορο ρυθμό, το χορό στα nightclubs και την εκτεταμένη χρήση

αμφεταμινών. Οι μουσικές προτιμήσεις των Τεδδυς ξεκινούσαν από τη μουσική ska και

έφθαναν στους Μοds (μουσικό σχήμα με αρχηγό τον Rod Stewart), τους Who and τους

Faces.

Οι mods συγκεντρώνονταν σε ειδικές boutiques και clubs των μελών τους και

διακατέχονταν από ένα καταναλωτικό πνεύμα που γρήγορα προσέλκυσε τη βιομηχανία

παροχής ψυχαγωγικών υπηρεσιών η οποία προσπάθησε να κεφαλαιοποιήσει τον

ενθουσιασμό των mods. Ωστόσο η χρήση των διαφόρων υλικών αντικειμένων (δίσκοι,

41

Page 42: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

αξεσουάρ, μπλουζάκια, εξαρτήματα της μηχανής κ.λπ.) καταναλωτικών αγαθών δεν είχε

παθητικό χαρακτήρα αφού οι χρήστες προσέδιδαν νέα νοήματα στα αγαθά που κατανάλωναν.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η χρήσης του scooter. Το τελευταίο ήταν ένα

παραδοσιακό μέσο μεταφοράς το οποίο στο πλαίσιο της υποκουλτούρας προσλάμβανε

διαφορετική σημασία. Μέσα από τη συμβολική χρήση διαφόρων αξεσουάρ πάνω στη μηχανή

και δια μέσου της συλλογικής δράσης μοτοσυκλετιστών το scooter συμβόλιζε ένα διακριτό

lifestyle (Widdicombe & Wooffitt 1995:9).

Oι rockers προέρχονταν από εργατικά στρώματα που απασχολούνταν σε

χειρωνακτική εργασία και είχαν χαμηλά εισοδήματα. Το στυλ τους βασίζεται στο μαύρο

δερμάτινο τζάκετ, τις μπότες, το ξεθωριασμένο τζιν, το κολάρο και τη μοτοσικλέτα. Η

αγαπημένη τους μουσική ήταν η rock and roll. H εικόνα που πρόβαλλαν προς τους έξω ήταν

του άγριου, σεξιστικού, αντιεξουσιαστικού τύπου. Μαζί με αυτά η μοτοσικλέτα

αντιπροσώπευε ένα σύμβολο ελευθερίας και υπεροχής. Η υποτιθέμενη διαμάχη ανάμεσα

στους ρόκερς και του modς και οι φασαρίες σε βάρος ευυπόληπτων πολιτών προβλήθηκαν με

δραματικό τρόπο από τα ΜΜΕ και οι ομάδες αντιμετωπίστηκαν ως μια ανοικτή απειλή για τη

κοινωνία, ως μια μορφή λαϊκών διαβόλων (folk devils), με βάση το γνωστό όρο του S. Cohen

(1972).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 σε συνθήκες αυξανόμενης ανεργίας στο κέντρο των

μεγάλων βιομηχανικών πόλεων της Αγγλίας μια νέα υποκουλτούρα ήλθε στο προσκήνιο.

Ήταν οι Skinheads οι οποίοι αντιπροσώπευαν ένα επιθετικό πρότυπο νέων της εργατικής

τάξης. Φορούσαν μπότες βιομηχανικής εργασίας ή Doc Martens, τζιν, κολλαριστά

υποκάμισα, και μαλλί κομμένο σχεδόν σε όλο το κρανίο. Oι Skinheads σχημάτιζαν τοπικές

συμμορίες στις οποίες έδιναν το όνομα ενός τοπικού αρχηγού ή μιας συνοικίας και

χρωμάτιζαν τις περιοχές που κυριαρχούσε η συμμορία με συνθήματα και graffiti που

δήλωναν τη συμβολική κυριαρχία της περιοχής από την ομάδα. Τα μέλη της υποκουλτούρας

είχαν ανδροκεντρικές αντιλήψεις τις οποίες εξέφραζαν με τη σκληρότητα και βία. Οι

συλλογικές δραστηριότητες των Skinheads αναπαρήγαγαν αυτές τις στάσεις και

επιβεβαίωναν την συμβολική κυριαρχία τους στις κοινότητες της εργατικής τάξης με βίαιες

επιθέσεις σε βάρος Πακιστανών και άλλων μεταναστών στην Αγγλία (η πρακτική του Paki-

bashing) και άλλων ομάδων, όπως οι hippies gays (η πρακτική του queer bashing), τις οποίες

θεωρούσαν ως ένα δείγμα διάβρωσης και παρακμής των ανδροκεντρικών αξιών. Παράλληλα

ο ανδροκεντρικός και επιθετικός τους προσανατολισμός αποτυπώθηκε και σε εμπλοκές τους

σε βίαια επεισόδια στα γήπεδα (Widdicombe & Wooffitt 1995:10-1).

Οι Skinheads εξακολουθούν να υπάρχουν και στις επόμενες δεκαετίες μαζί με

κάποιες άλλους τύπους υποκουλτούρας. Ανάμεσα σε αυτές ξεχώριζε αυτή του punk. Tα μέλη

των punk φορούσαν σκισμένα ρούχα σε συνδυασμό με καρφίτσες, σχεδίαζαν δημιουργίες

από πλαστικούς ντενεκέδες των σκουπιδιών, έφτιαχναν παλιές σχολικές φόρμες και

χρησιμοποιούσαν φτηνά υλικά, όπως λούρες ή ομοιώματα δέρματος λεοπάρδαλης. Ακόμη

42

Page 43: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

κρατούσαν αλυσίδες γύρω από το λαιμό, τα μαλλιά τους ήταν ξυρισμένα γύρω από το κεφάλι

και χρησιμοποιούσαν εκκεντρικά χρώματα και καρφάκια που παρέπεμπαν σε ένα πολύχρωμη

φιγούρα Μοϊκανού. Οι punk προσπάθησαν να αντισταθούν στην πολιτισμική βιομηχανία

κατασκευάζοντας μόνοι τους τις ενδυμασίες τους και τα πολιτισμικά αντικείμενα που

χρησιμοποιούσαν αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη δημιουργία μιας ολόκληρης βιομηχανία

παραγωγής punk αντικειμένων.

Η punk μουσική αντανακλούσε τη φιλοσοφία της ομάδας και συνιστούσε μια

αντίδραση σε όψεις της εμπορευματοποιημένης δημοφιλούς μουσικής. Οι punks

αντιδρούσαν στην κολακεία των superstars της ροκ και ποπ μουσικής σκηνής, στη σύνθετη

ηλεκτρονική μουσική, στη μουσική δεξιοτεχνία και στις υψηλές τιμές των κονσέρτων.

Παρομοίως απέρριπταν το διαχωρισμό κοινού και καλλιτέχνη και οι punk μουσικοί έδιναν

έμφαση στη συμμετοχή του κοινού τους στις μουσικές πρακτικές και στην ισότιμη σχέση

κοινού και μουσικού. Η μουσική τους ήταν τραχεία και το θεματολογικό περιεχόμενο των

στίχων επικεντρωνόταν στην αναζήτηση μιας ελευθεριακής κατάστασης.

Οι punks περιέγραφαν τους εαυτούς τους ως αντικοινωνικούς και αρνιούνταν κάθε

πολιτική συμμετοχή, αμφισβητούσαν όλους τους κυρίαρχους θεσμούς (οικογένεια, σχολείο,

εργασία, θρησκεία, ηθική, μοναρχία) εκφράζοντας στα lifestyles τους φιληδονιστική στάση,

μηδενιστικά και αναρχικά πρότυπα. Η κουλτούρα των punks γρήγορα προσέλκυσε το

ενδιαφέρον των ΜΜΕ στις εικόνες των οποίων αντιπροσώπευαν τη βία, τη χυδαιότητα, τη

αθλιότητα, την ποταπότητα, την αφροδισιακή διάθεση και την πνευματική κενότητα.

Σταδιακά οι punks συμμάχησαν με τους rockers ενάντια στο ρατσιστικό κίνημα κάτι που τους

έφερε σε σύγκρουση με τη δεύτερο κύμα των Skinheads που είχε αναβιώσει στα τέλη της

δεκαετίας του 1960. Η κουλτούρα του punk συνεχίζε να διαδίδεται, έστω με χαμηλότερη

ένταση στη δεκαετία του 1980 και μέσα από ορισμένους μετασχηματισμούς και εσωτερικές

μουσικές διαφοροποιήσεις (crass, skateboard punk, thrash punk) εξακολουθεί να έχει

οπαδούς στις δυτικές κοινωνίες. H μακροχρόνια επιβίωση του punk μπορεί να εξηγηθεί από

τη διαρκή σημασία και τον τρόπο με τον οποίο συναρθρώνει γενικές και βαθιά ριζωμένες

συναισθήματα και να δίνει διέξοδο στην πικρία, την απογοήτευση και τη μανία των νέων.

Στη δεκαετία του 1970 εμφανίζονται και ορισμένες άλλες υποκουλτούρες, όπως οι

νεορομαντικοί μια σύνθεση από προγενέστερες υπο-κουλτούρες προσανατολισμό και έντονες

επιδράσεις από την κουλτούρα των hippies και το glamrock. Είχαν μποέμικο

προσανατολισμό και ατομοκεντρική φιλοσοφία η οποία αρνιόταν κάθε κοινωνική αναφορά.

Μια απάντηση στην εξεζητημένη και χαλαρή κουλτούρα των νεορομαντικών ήταν η γέννηση

μέσα στους κόλπους της ροκ της μουσικής του χέβυ μέταλ. Οι επιρροές του heavy metal

προέρχονταν από τη μουσική που ήταν βασισμένη στην ηλεκτρική κιθάρα, με πιο

χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Led Zeppelin.

Στις δεκαετίες του 1990 και 2000 το ενδιαφέρον για τις υποκουλτούρες περιορίζεται

όχι μόνο στον χώρο των ΜΜΕ αλλά και στον ακαδημαϊκό. Τα σοβαρά κοινωνικά και

43

Page 44: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

οικονομικά προβλήματα αυτών των δεκαετιών συμβάλλουν στην μετατόπιση του

ενδιαφέροντος σε ζητήματα που απασχολούν τους νέους, όπως το Aids, η ανεργία, ο

χουλιγκανισμός και η σεξουαλικότητα και λιγότερο στις υποκουλτούρες ένα μέρος των

οποίων είχε παρακμάσει ή εξαφανιστεί.

Ωστόσο, οι νέες κοινωνικές συνθήκες διαμόρφωσαν το έδαφος για την εμφάνιση

νέων υποπολιτισμικών μορφωμάτων τα οποία χωρίς να έχουν την επίδραση παλαιότερων

έχουν επιδράσεις σε ορισμένες νεανικές ομάδες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η

αναφερόμενη ως γενιά Χ (Generation X) ή Slackers11προέρχονται από μεσαία ή και υψηλά

κοινωνικά στρώματα. Τα μέλη αυτών των ομάδων χαρακτηρίζονται από ένα πεσιμιστικό

πνεύμα, χαμηλές προσδοκίες και σχετικοποίηση των αξιών στοιχεία που εκφράζονται στα

τραγούδια της alternative και της garage μουσικής σκηνής (Εpstein 1998: 18-9).

Βιβλιογραφία

Βέμπλεν Θ., 1982 (1899), Η θεωρία της αργόσχολης τάξης, Αθήνα, Κάλβος.

Eλίας Ν., Ντάνιγκ Ε., 1998 (1986), Αθλητισμός και ελεύθερος χρόνος στην εξέλιξη του

πολιτισμού, (μτφρ. Χειρδάρη Σ., Κακαρούκα Γ., επιμ. - εισαγωγή Κυπριανός Π.)

Αθήνα, Δρομέας.

Eλίας Ν., 1998 (1986), «Εισαγωγή», στο, Eλίας Ν., Ντάνιγκ Ε., Αθλητισμός και ελεύθερος

χρόνος στην εξέλιξη του πολιτισμού, (μτφρ. Χειρδάρη Σ., Κακαρούκα Γ., επιμ. -

εισαγωγή Κυπριανός Π.) Αθήνα, Δρομέας.

Hebdige D., 1981(1979), Υπο-κουλτούρα¨το νόημα του στυλ, Αθήνα, Γνώση.

Κορωναίου Α., 1996, (επιμ.), Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, (μτφρ. Κειμένων

Καψαμπέλη Κ., Σταυρακάκης Γ.,) Αθήνα, Νήσος.

Μarcuse H., 1971, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Αθήνα, Παπαζήση.

Vinnai G., 1999 (1976), Το ποδόσφαιρο ως ιδεολογία, Αθήνα, Διεθνής Βιβλιοθήκη.

Πετμεζίδου Μ., 1996, «Σύγχρονες θεωρητικές διαμάχες και νέες συνθέσεις», στο, η ίδια

(επιμ.) Σύγχρονη κοινωνιολογική θεωρία (μετφ. Καπετανγιάννης Β., Μπαρουκτσής Γ.),

Τόμος Ι, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Φρόυντ Σ., 1975, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας, Αθήνα, Επίκουρος.

Adorno T., 1985 (1962), An introduction to the sociology of music, N.Y., The Continnum

Publishing Company.

Bella L., 1989, “The androcentrism of leisure”, in, Jackson E., Burton T., Understanding

leisure and recreation: mapping the past, charting the future, State College, Venture

Publications. 11 Αυτή η υποκουλτούρα άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστή έπειτα από την αυτοκτονία του Kurt Cobain αρχηγού

του μουσικού συγκροτήματος Νirvana σε ηλικία μόλις 27 ετών.

44

Page 45: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Brake M., 1985, Comparative youth culture, Routledge & Kegan Paul Ltd.

Clark J., Hall S., Jefferson T., Robets B., 1975, "Subcultures, cultures and class: a theoretical

overview", in, Hall S., Jefferson T.(eds.), Resistance through rituals: youth subcultures

in post-war Britain, London, Hutchinson, 9-74.

Clark J., Critcher C., 1985, The devil makes work, London, Macmillan.

Cohen S. 1972, Folk devils and moral panics (the creation of mods and rockers, N.Y., St

Martin' s Press.

Cohen S., Taylor L., 1976, Escape attempts, Harmondsworth, Penguin.

De la Mater j., 1968, «On the nature of deviance», Social Forces 46, 455-65.

Doubet F., 1987, La galėre: jeunes en survie, Paris, Fayard.

Epstein J., 1998, «Introduction: Generation X, youth, culture and identity», in, Epstein J.

(ed.), Youth culture: identity in a postmodern world, Blackwell Publishers Ltd.

Frisby D., 1992, Simmel and Since: essays on George Simmel’ s social theory, London,

Routledge.

Frisby D., 1989, “Simmel and leisure”, in, Rojek C., Leisure for leisure, London, Macmillan,

75-91.

Glyptis S., 1989, “Leisure and unemployment”, in, Jackson E., Burton T., Understanding

leisure and recreation: mapping the past, charting the future, State College, Venture

Publications.

Hall S., Jefferson T.(eds.), (1975), Resistance through rituals: youth subcultures in post-war

Britain, London, Hutchinson.

Hargeaves J., 1962, “Sport and hegemony: some theoretical problems”, in, Cantelon

H.,Gruneau (eds.), Sport, culture and the modern state, Toronto, Toronto University

Press.

Giroux H., 1994, Disturbing pleasures, New York, Routledge.

Gruneau R., 1975, Sport and social differentation and social inequalities, in, Ball D., Loy J.

(eds), Sport and social order: contributions to the sociology of sport, Reading,

Addison-Wesley, 117-84

Guttmann A., 1978, From ritual to record: the nature of modern sports, New York, Columbia

University Press.

Jarvie G., Maguire J., 1994, Sport and leisure in social thoughts, London and N.Y.,

Routledge.

Hargreaves J., 1992, «Sex, gender and the body in sport and leisure: Has there been a

civilizing process?», in, Dunning E., Rojek C. (eds.), Sport and leisure in civilized

process, London, Macmillan.

Ηuizinga J., 1949, Homo Ludens, London, Routledge.

Lever J., 1983, Soccer madness, Chicago, Chicago University Press.

Ling J., 1984, “The sociology of music”, Canadian University Music Review, 5, 1-16.

45

Page 46: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

Maguire J., 1992, «Towards a sociological theory of sport and the emotions: a process-

sociological perspective», in, Dunning E., Rojek C. (eds.), Sport and leisure in civilized

process, London, Macmillan.

Μungham G., Pearson G. (eds.), 1976, Working class youth culture, London-Henley-Boston,

Routledge & Kegan Paul.

Parsons T., 1954, Essays in Sociological theory, New York, Free Press

Parker S., Paddick R., 1990, Leisure in Australia, Melbourne, Longman Cheshire.

Parker S., 1983, Leisure and work, London, Unwin Hyman.

Roberts K., 1997, “Same activities , different meanings: British youth cultures in the 1990s,

Leisure Studies 16, 1-15.

Rojek C., 1992, “The field of play in sport and leisure studies”, in, Dunning E., Rojek C.

(eds.), Sport and leisure in civilized process, London, Macmillan.

Ruskin H. (ed.), 1984, Leisure, London, Association University Press.

Simmel G., 1965, “The adventure”, in, Wolf K.H. (ed.), Essays on sociology. Philosophy and

Aesthetics by George Simmel et al, New York, Harper & Row.

Stovkis R., 1992, “Sports and civilization: is violence the central problem?”,in, Dunning E.,

Rojek C., (eds.), Sport and leisure in the civilizing process, London, Mcmillan, 121-

136.

Taylor I., Taylor L. (eds.), 1973, Politics and deviance, Penguin, Harmondsworth.

Tomlinson A., 1990, Consumption, identity and style, London, Routledge.

Turner B., 1992, Max Weber: from history to modernity, London, Routledge.

Veal A.J., 1990, Leisure participation in Australia: 1985-91 a note on data”, Australia Journal

of Leisure and Recreation, 3(2), 37-45.

Wearing B., 1998, Leisure and feminist theory, London, Sage Publication,

Weber M, 1976, Τhe protestant ethic and the spirit of capitalism, London, Allen-Unwin.

Weber M., 1968a, The rational and social foundations of music, Garbondale, Southern

Illinois University Press,

Weber M, 1968b, Economy and society: an outline of interpretive Sociology, Redminster

Press.

Weinstein D., 1991, Heavy metal: a cultural sociology, New York, Lexington.

Widdicombe S., Wooffitt R., 1995, The language of youth subculture: social identity in

action, London, T J Press.

Wimbush Ε., Talbot Μ. (eds.), 1988, Relative Freedoms, Buckingham, Open University

Press.

46

Page 47: Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin …•ΛΕΚ215... · Web viewTitle Οι δρασεολογικές θεωρίες (Parker 1983, Ruskin 1985) τονίζουν

47