Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών · 2012-01-11 · 4 αδράνεια...

94
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Εισαγωγή……………………………………………………………………...… σελ. 3 ΜΕΡΟΣ Ι: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Απόσχιση και Αποσχιστικά Κινήματα………………………………………… σελ.7 Ι. Εθνογένεση…………………………………………………………..… σελ. 8 ΙΙ. Η Αρχή της Αυτοδιάθεσης των Λαών ΙΙα. Η Αρχή της Αυτοδιάθεσης στο Διεθνές Δίκαιο……………. σελ.11 ΙΙβ. Η Αρχή της Αυτοδιάθεσης στην Πολιτική Θεωρία……….. σελ.18 ΙΙΙ. Απόσχιση και Αυτοδιάθεση…………………………………………. σελ.22 ΜΕΡΟΣ ΙΙ: ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΣΧΙΣΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ Εισαγωγικές Παρατηρήσεις………………………………………………..…… σελ.30 Τσετσενία Ι. Εξέλιξη της Σύγκρουσης………………………………………………. σελ.33 ΙΙ. Παράμετροι της Σύγκρουσης………………………………………… σελ.50 Κόσοβο Ι. Εξέλιξη της Σύγκρουσης………………………………………………..σελ.57 ΙΙ. Παράμετροι της Σύγκρουσης……………………………………….…σελ.70 Συμπεράσματα……………………………………………………………………..σελ.77 Βιβλιογραφία………………………………………………………………………σελ.85

Transcript of Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών · 2012-01-11 · 4 αδράνεια...

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:

Εισαγωγή……………………………………………………………………...… σελ. 3

ΜΕΡΟΣ Ι: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Απόσχιση και Αποσχιστικά Κινήματα………………………………………… σελ.7

Ι. Εθνογένεση…………………………………………………………..… σελ. 8

ΙΙ. Η Αρχή της Αυτοδιάθεσης των Λαών

ΙΙα. Η Αρχή της Αυτοδιάθεσης στο Διεθνές Δίκαιο……………. σελ.11

ΙΙβ. Η Αρχή της Αυτοδιάθεσης στην Πολιτική Θεωρία……….. σελ.18

ΙΙΙ. Απόσχιση και Αυτοδιάθεση…………………………………………. σελ.22

ΜΕΡΟΣ ΙΙ: ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

ΑΠΟΣΧΙΣΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις………………………………………………..…… σελ.30

Τσετσενία

Ι. Εξέλιξη της Σύγκρουσης………………………………………………. σελ.33

ΙΙ. Παράμετροι της Σύγκρουσης………………………………………… σελ.50

Κόσοβο

Ι. Εξέλιξη της Σύγκρουσης………………………………………………..σελ.57

ΙΙ. Παράμετροι της Σύγκρουσης……………………………………….…σελ.70

Συμπεράσματα……………………………………………………………………..σελ.77

Βιβλιογραφία………………………………………………………………………σελ.85

2

ΜΕΡΟΣ Ι:

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

3

Εισαγωγή:

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990,

συνέβησαν ριζικές αλλαγές στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό που είχε διαμορφωθεί μετά

το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και την περίοδο του ψυχρού πολέμου που

ακολούθησε. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 σηματοδότησε το τέλος της

ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης και την κατάρρευση του συστήματος του υπαρκτού

σοσιαλισμού. Κοσμογονικές αλλαγές έγιναν και στον παγκόσμιο χάρτη, καθώς η

διάλυση δύο ομοσπονδιακών κομμουνιστικών κρατών, αυτών της Σοβιετικής Ένωσης

και της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησαν μία πλειάδα νέων κρατών, τα οποία

αναγνωρίστηκαν από τον ΟΗΕ και εντάχθηκαν στο διεθνές σύστημα.

Η νέα διεθνής πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στην συνέχεια ονομάζεται από

πολλούς αναλυτές μεταψυχροπολεμική εποχή και χαρακτηρίζεται από την μετάβαση

από το διπολισμό της ψυχροπολεμικής εποχής, στην ηγεμονία της μίας και μόνης

υπερδύναμης, των ΗΠΑ. Παράλληλα δύο τάσεις εμφανίζονται στο διεθνές πολιτικό και

οικονομικό σκηνικό. Έτσι, από τη μία πλευρά παρατηρείται η τάση προς

παγκοσμιοποίηση των αγορών, ενώ από την άλλη εντείνεται ο πολιτικός

κατακερματισμός και οι πολιτικές συγκρούσεις. Η αναζωπύρωση των εθνικισμών είναι

μία πραγματικότητα που ευνοείται εν πολλοίς από τις αλλαγές που σηματοδότησαν την

μετάβαση στην μεταψυχροπολεμική εποχή.

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να προσεγγίσει γενικά την έννοια της

απόσχισης και ειδικότερα την δράση των αποσχιστικών κινημάτων σε αυτή ακριβώς την

μεταβατική περίοδο. Επίσης να διερευνήσει την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας

απέναντι στις αποσχιστικές διεκδικήσεις και στις ανθρωπιστικές κρίσεις που ενδέχεται

να προκύψουν από την δράση των αποσχιστικών κινημάτων και τη συνήθως βίαιη

αντίδραση των κεντρικών κυβερνήσεων, η οποία αποσκοπεί στην αποτροπή της

απώλειας εδάφους για τα κυρίαρχα κράτη. Προκειμένου να το επιτύχουμε αυτό

αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε μία συγκριτική μελέτη δύο χαρακτηριστικών

αποσχιστικών κινημάτων της εποχής αυτής, αυτών της Τσετσενίας και του Κοσόβου. Τα

κινήματα αυτά εμφανίζονται σε πρώην κομμουνιστικές χώρες, εξελίσσονται καθ’ όλη τη

δεκαετία του 1990 και προκαλούν μία εντελώς διαφορετική αντίδραση της διεθνούς

κοινότητας, η οποία στην μεν περίπτωση της Τσετσενίας έχει επιδείξει αδιαφορία και

4

αδράνεια σε σχέση με τα τεκταινόμενα στην περιοχή, γεγονός το οποίο έχει αναμφίβολα

συμβάλλει στην συνέχιση της σύγκρουσης, ενώ στην περίπτωση του Κοσόβου επέδειξε

ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το οποίο έφτασε μέχρι του σημείου ανάληψης στρατιωτικής

δράσης από μέρους του ΝΑΤΟ, προκειμένου να προστατευθούν τα ανθρώπινα

δικαιώματα του αλβανικού πληθυσμού και να τεθεί ένα τέλος στην κρίση στην περιοχή.

Η ασυνέπεια αυτή της διεθνούς κοινότητας θα μας απασχολήσει και κατά τη σύγκριση

των δύο περιπτώσεων, όπου και θα προσπαθήσουμε να διακριβώσουμε τους λόγους, οι

οποίοι συνέβαλαν στην διαφορετική αντιμετώπιση των δύο αποσχιστικών κινημάτων και

της σύγκρουσης που προκλήθηκε στη συνέχεια.

Πριν ξεκινήσουμε, όμως, την ανάλυση μας είναι σκόπιμο να παρακολουθήσουμε

λίγο τα γεγονότα που οδήγησαν στην διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της

Γιουγκοσλαβίας, και τα οποία ενίσχυσαν αντίστοιχα τον Τσετσενικό και τον Αλβανικό

εθνικισμό.1

Η Σοβιετική Ένωση υπήρξε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κράτος και ένας από

τους δύο πόλους του ψυχροπολεμικού συστήματος. Από το Μάρτιο του 1985, η ΕΣΣΔ

υπό την αρχηγία του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, μπαίνει σε μία περίοδο μεταρρυθμίσεων,

στόχος των οποίων ήταν ο εκσυγχρονισμός της μέσα από οικονομικές και πολιτικές

αλλαγές. Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα επόμενα πέντε χρόνια και οι δυσκολίες

προσαρμογής που εμφάνισε η Σοβιετική Ένωση σε αυτές, εξαιτίας και της διεθνούς

οικονομικής συγκυρίας που χαρακτηριζόταν από την οικονομική ύφεση της δύσης,

οδήγησαν την ΕΣΣΔ σε διάλυση στις 31 Δεκεμβρίου του 1991, και αντικατάσταση της

από την Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ) με συνεργασία σε στρατιωτικά και

πολιτικά ζητήματα.

Εντωμεταξύ, η περίοδος αβεβαιότητας που είχε προηγηθεί της διάλυσης της ΕΣΣΔ

είχε αυξήσει τις αποσχιστικές τάσεις πολλών μη ρωσικών Δημοκρατιών, οι οποίες είχαν

ήδη κηρύξει την ανεξαρτησία τους. Η ανεξαρτητοποίηση αυτών των Δημοκρατιών και το

περίπλοκο εθνοτικό μείγμα που είχε δημιουργήσει σε πολλές περιοχές της Σοβιετικής

Ένωσης η Σταλινική κυρίως περίοδος, έδωσαν το έναυσμα για την αναζωπύρωση

διάφορων τοπικών εθνικισμών, και τη διεκδίκηση ανεξαρτησίας από περιοχές, που

1 Για την μικρή αυτή ιστορική αναδρομή βλ. Ιστορικός Άτλας 20ου Αιώνα-Προς τη Νέα

Παγκόσμια Τάξη, Μέρος Α, ειδικό ένθετο στην εφημερίδα “Καθημερινή”, Απρίλιος 2002.

5

«εγκλωβίστηκαν» στο έδαφος των νέων κρατών που δημιουργήθηκαν. Μία τέτοια

περίπτωση είναι και η Τσετσενία, η οποία ήταν μία αυτόνομη περιοχή εντός της Ρωσικής

Ομοσπονδίας ήδη από την σοβιετική περίοδο. Η διάλυση της ΕΣΣΔ ώθησε τους

Τσετσένους να αναπτύξουν αποσχιστικές διεκδικήσεις, να κηρύξουν την ανεξαρτησία

της Τσετσενίας και να αρνηθούν την υπογραφή του Ρωσικού Ομοσπονδιακού

Συντάγματος, το οποίο αναγνώριζε την περιοχή ως αυτόνομη.

Η Γιουγκοσλαβία υπήρξε επίσης ένα από τα θύματα της κατάρρευσης του

κομμουνισμού. Ομοσπονδιακό κράτος και αυτή αποτελείτο από έξι Δημοκρατίες

(Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μακεδονία και Μαυροβούνιο), ενώ η

συνοχή της εξασφαλιζόταν από έναν κεντρικό μηχανισμό. Η Γιουγκοσλαβία υπήρξε

προσωπικό δημιούργημα του ιδρυτή της Τίτο, ο θάνατος του οποίου στις αρχές της

δεκαετίας του 1980, έφερε στην επιφάνεια τις αντιπαλότητες που υπήρχαν και μέχρι τότε

δεν έβρισκαν το κατάλληλο πεδίο για να εκφραστούν. Η κακή οικονομική κατάσταση

της χώρας καθ’ όλη τη δεκαετία του 1980, και η άνοδος εθνικιστικών κυβερνήσεων σε

κάποιες από τις δημοκρατίες θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην διάλυση της

Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η διάλυση αυτή συνοδεύτηκε με μία

σειρά αναταραχών, οι οποίες οδήγησαν στο ξέσπασμα εμφυλίων συγκρούσεων αρχικά

στην Κροατία και στη Σλοβενία και στη συνέχεια στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Οι

συγκρούσεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο διεθνούς ενδιαφέροντος και έληξαν μετά

από διπλωματικές ενέργειες της δύσης, ενώ συγκεκριμένα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη

υπήρξε και στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ προκειμένου να δοθεί τέλος στην εμφύλια

διαμάχη και να επέλθει η ειρήνευση στην περιοχή.

Εντωμεταξύ, τον Απρίλιο του 1992, η Σερβία και το Μαυροβούνιο συγκροτούν την

νέα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Ηγέτης της Σερβίας ήδη από το

1987 είναι ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, η πολιτική του οποίου προσανατολίζεται προς τη

δημιουργία μίας εθνικά ομοιογενούς Σερβίας, η οποία, όπως χαρακτηριστικά τόνιζε και ο

ίδιος, θα άνηκε στους Σέρβους. Η εθνικιστική αυτή πολιτική του Μιλόσεβιτς βρίσκει την

έκφραση της στις αρχές του 1990 στην κατάργηση του καθεστώτος αυτονομίας που

απολάμβαναν, βάσει του Ομοσπονδιακού Συντάγματος του 1974 οι περιοχές του

Κοσόβου και της Βοϊβοδίνας. Από το σημείο αυτό ξεκινά η σύγκρουση των Αλβανών

του Κοσόβου με τις Σερβικές δυνάμεις, μία σύγκρουση που θα κλιμακωθεί τα επόμενα

6

χρόνια και θα οδηγήσει στην αεροπορική εκστρατεία του ΝΑΤΟ κατά της

Γιουγκοσλαβίας και στην θέση της περιοχής υπό διεθνή διοίκηση.

7

Απόσχιση και αποσχιστικά κινήματα.

Η απόσχιση είναι μία ειδική μορφή αυτοδιάθεσης μέσω διαμελισμού ενός κράτους.

Είναι ένα μονομερές και ενίοτε βίαιο κίνημα για ανεξαρτησία μίας περιοχής που

βρίσκεται εντός των συνόρων ενός, συνήθως πολυεθνικού, κυρίαρχου και ανεξάρτητου

κράτους. Η προσπάθεια απόσχισης κατά κύριο λόγο επιφέρει την αντίδραση της

κεντρικής κυβέρνησης του κράτους, η οποία δεν επιθυμεί την απώλεια τμήματος του

εδάφους της. Υπάρχουν δε δύο είδη απόσχισης, η απόσχιση με την στενή έννοια, κύριο

χαρακτηριστικό της οποίας είναι η επίσημη δήλωση της ανεξαρτησίας της περιοχής που

προτίθεται να αποσχιστεί, και η απόσχιση με την ευρεία έννοια ή αλλιώς σταδιακή

απόσχιση, η οποία είναι μία πολιτική δραστηριότητα με βίαιο ή μη χαρακτήρα, και η

οποία στοχεύει στην επίτευξη είτε ανεξαρτησίας, είτε οποιασδήποτε μορφής

αυτοκυβέρνησης της περιοχής που επιδιώκει την απόσχιση, ξεκινώντας από απλή

αυτονομία και φτάνοντας μέχρι του σημείου διεκδίκησης καθεστώτος ομοσπονδίας ή

χαλαρής δι-εθνικής συνομοσπονδίας.2

Τα περισσότερα από τα αποσχιστικά κινήματα που εμφανίστηκαν μετά τον δεύτερο

παγκόσμιο πόλεμο αφορούν σε απόσχιση με την ευρεία έννοια. Ανεξάρτητα όμως, από

τον χαρακτηρισμό κάθε απόσχισης ως απόσχισης με στενή ή ευρεία έννοια, η απόσχιση

θεωρείται σήμερα ως μία από τις μεγαλύτερες απειλές της διεθνούς ειρήνης και

ασφάλειας, απειλώντας τα ίδια τα θεμέλια του διεθνούς συστήματος το οποίο είναι

οργανωμένο σε έθνη-κράτη με παγιωμένα σύνορα, και ως εκ τούτου αντιμετωπίζεται με

ιδιαίτερη επιφύλαξη από τους περισσότερους αναλυτές και την διεθνή κοινότητα.3

Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που συντάραξαν την Ευρώπη τον εικοστό αιώνα και η

περίοδος του ψυχρού πολέμου, η οποία ακολούθησε, δημιούργησαν μία επίφαση

σταθερότητας στο διεθνές σύστημα. Η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της δύσης και των

2 Alexis Heraclides: The Self-Determination of Minorities in International Politics, Frank Cass,

USA. 1991 σελ. 1. και Gevork Ter-Gabrelian: Strategies in “Ethnic Conflict” στο internet: www.cwis.org/fwj/41/ethnic.html

Επίσης: Hundson Meadwell: Secession, States and International Society, στο Review of

International Studies (1999), 25, σελ. 371-387. 3 Alexis Heraclides, op. cit.,σελ. 1-2.

8

κομμουνιστικών κρατών δεν άφησαν μεγάλο περιθώριο σε αποσχιστικές διεκδικήσεις,

χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι τις εξάλειψαν εντελώς. Εντούτοις, το τέλος του

Ψυχρού Πολέμου και η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, σηματοδότησαν την

έναρξη μίας νέας εποχής εθνικισμών και εξέθρεψαν πολλά αποσχιστικά κινήματα,

ιδιαίτερα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, αλλά και σε άλλα σημεία της γης. Η

ιστορική αυτή συγκυρία συνδυασμένη με την έλλειψη εθνικά ομοιογενών κρατών,

ευνόησε τις διεκδικήσεις για ανεξαρτησία διαφόρων εθνοτικών ομάδων που κατοικούν

εντός των συνόρων είτε παλαιών, είτε προσφάτως ιδρυθέντων κυρίαρχων κρατών.4

Οι αποσχιστικές διεκδικήσεις της σύγχρονης εποχής σχετίζονται (Ι) με την

διαδικασία εθνογένεσης (nation-building) και (ΙΙ) την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.

Ι. Εθνογένεση:

Η διαδικασία εθνογένεσης αφορά στην λειτουργία των κοινών εθνικών,

θρησκευτικών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών μίας ομάδας, ως έκφραση της εθνικής

συνείδησης της, προκειμένου η ομάδα αυτή να προσδιοριστεί ως ένα διακριτό έθνος.

Στην πολιτική και κοινωνική θεωρία υπάρχει μία σειρά θεωριών που σχετίζεται με τη

διαδικασία εθνογένεσης, και οι οποίες καλούνται να εξηγήσουν την ανάδυση των

διεκδικήσεων απόσχισης των διαφόρων εθνοτικών ομάδων.

Η πρώτη από αυτές είναι η παραδοσιακή θεωρία, η οποία προσεγγίζει μία εθνοτική

ομάδα, ως μία σειρά φυσικών κοινωνικών δεσμών, οι οποίοι προϋπάρχουν των

ιστορικών εξελίξεων που οδήγησαν στην διαμόρφωση των εθνικών κρατών τους δύο

τελευταίους αιώνες. Βάσει αυτής της θεωρίας, παράγοντες όπως η καταγωγή, η γλώσσα,

η θρησκεία, η παράδοση και η αίσθηση του δεσμού με συγκεκριμένο τόπο, καθορίζουν

τα άτομα από τη γέννηση τους. Όσοι μοιράζονται τα ως άνω χαρακτηριστικά είναι

συνδεδεμένοι μεταξύ τους και δεν μπορούν να αποφύγουν την αίσθηση του συνανήκειν.

Η ένταξη τους στην κοινωνική ομάδα είναι αντικειμενικό γεγονός, και ως εκ τούτου οι

εθνοτικές ομάδες είναι συμπαγείς μονάδες. Άρα, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία η κοινή

4 William R. Ayres: A World Flying Apart? Violent Nationalist Conflict and the End of the Cold

War στο Journal of Peace Research, vol.37, no.1, 2000, σελ.105-117 και Strobe Talbott: Self-

Determination in an Interdependent World, στο Foreign Policy,

9

ταυτότητα της εθνοτικής ομάδας προϋπάρχει και απλώς αφυπνίζεται εκ των υστέρων

προκειμένου να διεκδικήσει την αυτοδιάθεση της από την κεντρική κυβέρνηση.5

Η δεύτερη θεωρία, η οποία ονομάζεται λειτουργική και η οποία έχει τις ρίζες της

στην θεωρία της ορθολογικής επιλογής, πρεσβεύει ότι μία εθνοτική ομάδα,

αναγνωρίζεται ως τέτοια επειδή η ίδια προβαίνει σε αυτήν την επιλογή ή επειδή δέχεται

τον χαρακτηρισμό της ως εθνοτική ομάδα από άλλους. Βάσει αυτής της θεωρίας, η

προβολή των κοινών χαρακτηριστικών μίας ομάδας σχετίζεται με την εκάστοτε

κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση στην οποία αυτή βρίσκεται. Ανάλογα με

την συγκεκριμένη χρονική περίοδο και τις ανάγκες της ομάδας τονίζονται συγκεκριμένα

χαρακτηριστικά, προκειμένου η ομάδα να διαφοροποιηθεί από άλλες εθνοτικές ομάδες.

Η λειτουργική θεωρία θεωρεί ότι οι elites της εθνοτικής ομάδας, διαδραματίζουν

καθοριστικό ρόλο στην διαδικασία προβολής των κοινών χαρακτηριστικών της ομάδας,

καθώς επιλέγουν συγκεκριμένες εκφάνσεις της κουλτούρας της ομάδας, τις διανθίζουν

με νέες αξίες και νοήματα και εν τέλει τις χρησιμοποιούν ως σύμβολα κινητοποίησης της

ομάδας, προς επίτευξη των ιδιαιτέρων συμφερόντων της.6

Η τρίτη θεωρία, που ονομάζεται δομική θεωρία, πρεσβεύει ότι κάθε εθνοτική

ομάδα διέπεται από κοινούς δεσμούς και φέρει κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν

υπήρχαν πάντοτε, αλλά χρειάστηκε κάποια στιγμή να ανακαλυφθούν και να

διαμορφωθούν. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, υφίσταται ένας αυξημένος

ρόλος των elites, οι οποίες όμως καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα ήδη δομημένο

αίσθημα συνανήκειν, το οποίο χαρακτηρίζει την εθνοτική ομάδα. Η διαδικασία αυτή

είναι ιδιαίτερα εμφανής, όταν οι elites της εθνοτικής ομάδας ερμηνεύουν αποσπασματικά

και επιλεκτικά διάφορα ιστορικά γεγονότα, τα οποία στην συνέχεια παρουσιάζουν ως

«κοινή» ιστορία της εθνοτικής ομάδας. Άρα, λοιπόν, η δομική θεωρία είναι στην ουσία

μία μίξη των δύο άλλων θεωριών, καθώς καλείται να συγκεράσει το ρόλο που

5 Walker Connor: Ethnonationalism: The Quest for Understanding, Princeton: Princeton

University Press, 1994 και Carsten Wieland: “Ethnic Conflict” Undressed: Patterns of Contrast,

Interests of Elites and Clientelism of Foreign Powers in Comparative Perspective- Bosnia, India,

Pakistan στο Nationalities Papers, vol.29, no.2, June 2001, σελ. 207-241 και Walter Schnee:

Nationalism: A Review of the Literature, στο Journal of Political and Military Sociology 2001,

vol.29 (Summer), σελ. 1-18. 6 Anthony P. Cohen: The Symbolic Construction of Community, London, Tavistock, 1985, σελ.

118 και Paul R. Brass: Ethnicity and Nationalism: Theory and Comparison, Newbury Park, CA:

Sage, 1995, σελ. 75.

10

διαδραματίζουν οι elites στην εθνική αφύπνιση, με την κοινή κουλτούρα που σε κάποιο

προγενέστερο χρονικό σημείο απέκτησε η ομάδα.7

Όπως παρατηρούμε, λοιπόν, ανεξάρτητα από το ποια διαδικασία θα επιλεγεί

προκειμένου να εξηγηθεί το φαινόμενο της εθνογένεσης και της λειτουργίας της εθνικής

συνείδησης της εθνοτικής ομάδας, η εν λόγω διαδικασία είναι απαραίτητη προκειμένου

να εκδηλωθεί οποιαδήποτε διεκδίκηση απόσχισης και να αναπτυχθεί το αποσχιστικό

κίνημα. Βέβαια, προκειμένου να υπάρξει διεκδίκηση απόσχισης πρέπει να πληρούνται

τρεις θεμελιώδεις προϋποθέσεις άνευ των οποίων η διεκδίκηση απόσχιση γίνεται πολύ

δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι το έδαφος, και συγκεκριμένα μία

συμπαγής εδαφική βάση, στην οποία να κυριαρχεί η εθνοτική ομάδα, η ύπαρξη μίας

ευμεγέθους ομάδας, η οποία να θεωρεί ότι έχει κοινά εθνοτικά χαρακτηριστικά και τέλος

το είδος των σχέσεων της εν λόγω ομάδας με την κεντρική εξουσία. Οι προϋποθέσεις

αυτές αλληλεπιδρούν, η δε παρουσία και των τριών θεωρείται απαραίτητη, προκειμένου

η διεκδίκηση απόσχισης να αποκτήσει νόημα για την εθνοτική ομάδα και παράλληλα να

αποτελέσει αξιόλογη απειλή για την κεντρική κυβέρνηση.8

Η εξέλιξη της απόσχισης και το μέλλον του αποσχιστικού κινήματος θα

εξαρτηθούν εν πολλοίς από την αντίδραση της ίδιας της κεντρικής κυβέρνησης. Εάν η

κεντρική κυβέρνηση αντιδράσει στην απόσχιση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει

με την σειρά της την αντίδραση της εθνοτικής ομάδας, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε

εθνοτική διαμάχη. Εάν πάλι όμως δεν υπάρξει αντίδραση από μέρους της κεντρικής

κυβέρνησης ή η αντίδραση της δεν είναι ιδιαίτερα δυναμική, η εθνοτική ομάδα θα προβεί

σε απόσχιση εφαρμόζοντας το δικαίωμα της για αυτοδιάθεση. Το δίλημμα στην

προκειμένη περίπτωση είναι προφανές. Βέβαια στο σημείο αυτό, δεν πρέπει κανείς να

παραβλέπει το γεγονός ότι η απόσχιση σημαίνει απώλεια εδάφους για το κυρίαρχο

κράτος, και ως εκ τούτου είναι δύσκολο η κεντρική κυβέρνηση του κράτους να ανεχθεί

την απόσχιση ή να περιορίσει την αντίδραση της και να προβεί σε συμβιβασμούς με το

αποσχιστικό κίνημα. Αντίθετα, πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν, και στο σημείο αυτό θα

συμφωνήσουμε μαζί τους, ότι το κυρίαρχο κράτος θα προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια

7 Antony Smith: Culture, Community and Territory: The Politics of Ethnicity and Nationalism,

στο International Affairs, vol.72, no.2, 1996, σελ.445-458 και

Vojin Rakic: Theories of Nation Formation and Case Selection: The Meaning of an Alternative

Model, στο Nationalities Papers, vol.26, no.4, December 1998, σελ. 599-613. 8 Alexis Heraclides, op. cit, σελ. 13-18.

11

θεωρεί απαραίτητη, προκειμένου να εξασφαλίσει την εδαφική του ακεραιότητα,

συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης βίας.9

Με δεδομένη, λοιπόν, την αντίδραση του κυρίαρχου κράτους και την εμμονή του

αποσχιστικού κινήματος στις διεκδικήσεις του, για τις οποίες το αποσχιστικό κίνημα

χρησιμοποιεί ως δικαιολογητική βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης, η λογική της

σύγκρουσης είναι δύσκολο να αποφευχθεί. Στο σημείο αυτό, είναι σκόπιμο να ορίσουμε

την έννοια της αυτοδιάθεσης και να αναφερθούμε στις επιμέρους πτυχές της κατά το

διεθνές δίκαιο και την πολιτική θεωρία, καθώς και να διερευνήσουμε την σχέση της

απόσχισης με την αρχή της αυτοδιάθεσης, και την αντιμετώπιση του φαινομένου από την

διεθνή κοινότητα, προκειμένου να δούμε αφενός εάν η απόσχιση μπορεί να θεωρηθεί μία

μορφή δικαιώματος, και αφετέρου ποια είναι η στάση της διεθνούς κοινότητας στην

επίλυση των εθνοτικών διαφορών που προκύπτουν από τις διεκδικήσεις απόσχισης.

ΙΙ. Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών:

ΙΙ.α. Η αρχή της αυτοδιάθεσης κατά το διεθνές δίκαιο.

Η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών είναι μία από τις πλέον αμφισβητούμενες

έννοιες του διεθνούς δικαίου, τόσο ως προς τη σημασία της, όσο και ως προς τα όρια της.

Η εν λόγω έννοια έχει τις ρίζες της στην δημιουργία των εθνών-κρατών στον ευρωπαϊκό

χώρο μετά την κατάρρευση των μεγάλων αυτοκρατοριών, όπως το Βυζάντιο ή η

Οθωμανική αυτοκρατορία. Τα νέα έθνη-κράτη ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους

πολυεθνικά, και ως εκ τούτου η Ειρήνη της Βεστφαλίας που υπεγράφη στη συνέχεια

καθιέρωσε όχι μόνο την έννοια της εθνικής κυριαρχίας, με την έννοια της μη επέμβασης

στα εσωτερικά κάθε κράτους, αλλά επίσης περιέλαβε συμφωνίες που εγγυούνταν τα

δικαιώματα των μειονοτήτων.10

9 J.McGarry and B. O’ Leary (eds), op. cit. και

David Carment - Patrick James: Escalation of Ethnic Conflict: A Survey and Assessment, στο

internet: www.carleton.ca/-dcarment/papers/esclati.html

Επίσης: Gevork Ter-Gabrelian, op. cit: www.cwis.org/fwj/41/ethnic.html

και Sonia Shah: The Roots of Ethnic Conflict, στο Nuclear Times, Spring 1992, σελ. 9-15. 10

Benyamin Neuberger: National Self-Determination: A Theoretical Discussion, στο

Nationalities Papers. vol.29, no.3, September 2001, σελ.391-418 και

Hannum Hurst: Autonomy, Sovereignty and Self-Determination, Philadelphia: University of

Pennsylvania Press, 1992, σελ. 27.

12

Εντούτοις, η έννοια της αυτοδιάθεσης των λαών αποκτά πιο συγκεκριμένο

περιεχόμενο προς το τέλος του δεκάτου ενάτου και τις αρχές του εικοστού αιώνα, οπότε

ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Woodrow Wilson αποφασίζει την συμμετοχή της χώρας του στον

πρώτο παγκόσμιο πόλεμο με σκοπό την δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για

την ανάπτυξη της δημοκρατίας και της αρχής της αυτοδιάθεσης. Μετά το τέλος του

πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Πρόεδρος Wilson στις Βερσαλλίες, κατά την εκφώνηση

του περίφημου λόγου του, γνωστού ως τα δεκατέσσερα σημεία, διακήρυξε στο πέμπτο

από αυτά ότι κατά την εφαρμογή της αρχής της εδαφικής κυριαρχίας πρέπει να

λαμβάνονται πλήρως υπ' όψιν τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων πληθυσμών, θέτοντας

έτσι τις βάσεις της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών.11

Η διακήρυξη της εν λόγω αρχής από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ δημιούργησε

σκεπτικισμό και αμηχανία ακόμα και στους στενούς του συνεργάτες. Ο ίδιος ο Υπουργός

Εξωτερικών του, ο Robert Lansing, είχε αμφιβολίες σχετικά με την αρχή της

αυτοδιάθεσης των λαών, θεωρώντας την “δυναμιτιστική” και ικανή να “δημιουργήσει

δυσαρέσκεια, αναταραχή και εξέγερση”, καθώς θα “εξέθρεφε ελπίδες, οι οποίες δεν θα

πραγματώνονταν ποτέ”.12

Έτσι, αν και ο Πρόεδρος Wilson είχε την πρόθεση να ενσωματώσει την αρχή της

αυτοδιάθεσης των λαών στην Σύμβαση της ΚτΕ, και έφτασε μάλιστα μέχρι του σημείου

να συντάξει ένα υπόδειγμα της πρότασης του, η οποία προέβλεπε για την εφαρμογή της

αρχής την λήψη υπ' όψιν των συμφερόντων των εμπλεκομένων πληθυσμών, ψηφοφορία

στην ΚτΕ με απαιτούμενη πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών της και την

πιθανότητα καταβολής χρηματικής αποζημίωσης σε αντάλλαγμα για την απώλεια

εδάφους, η Σύμβαση της ΚτΕ αναγνώρισε μεν γενικά την αρχή της αυτοδιάθεσης, χωρίς

όμως να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη πρόταση, η οποία περιείχε σαφείς προϋποθέσεις για

την ουσιαστική εφαρμογή της αρχής.13

11

Henry Kissinger: Διπλωματία, εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα, Αθήνα 1995, σελ.245-275,

όπου και παρουσιάζεται όλο το παρασκήνιο της υπογραφής της Συνθήκης των Βερσαλλιών,

καθώς και ο αντίκτυπος των Δεκατεσσάρων Σημείων του Προέδρου Wilson στην σύναψη της

συνθήκης και την δημιουργία της ΚτΕ. 12

Benyamin Neuberger, op. cit. σελ.391-418 και Strobe Talbott: Self-Determination in an

Interdependent World, στο Foreign Policy, Summer 1998 13

Lucian Branea: Self-Determination-Myth and Reality, στο

www.europe.org.ro/euroatlantic_club/branea.pdf

13

Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και τη σύνταξη του Χάρτη των

Ηνωμένων Εθνών, η αρχή της αυτοδιάθεσης αναφέρεται στα άρθρα 1παρ.2 και 55 του

Χάρτη, ενώ επαναλαμβάνεται στη Δήλωση για την Χορήγηση Ανεξαρτησίας στις

Αποικίες του 1960, στα δύο Διεθνή Σύμφωνα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που

υπεγράφησαν το 1966 και στην Δήλωση Φιλικών Σχέσεων του 1970. Η συγκεκριμένη

όμως δήλωση του ΟΗΕ απέρριπτε κάθε δικαίωμα απόσχισης από κυρίαρχο κράτος και

καταδίκαζε κάθε ενέργεια που αποσκοπούσε σε μερική ή ολική διάσπαση της εθνικής

ενότητας και εδαφικής ακεραιότητας οποιουδήποτε κράτους.14

Η ένταξη της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών στον Χάρτη των Ηνωμένων

Εθνών και σε άλλες Διεθνείς Συμβάσεις, περιέβαλε την εν λόγω αρχή με θεσμική ισχύ

μετατρέποντας την έτσι από απλή ηθική αρχή σε δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το

διεθνές δίκαιο. Αντί, όμως, η εξέλιξη αυτή να ξεκαθαρίσει το τοπίο το περιέπλεξε ακόμα

περισσότερο, με αποτέλεσμα να συνεχιστούν οι αμφισημίες σε σχέση με το περιεχόμενο

και τα όρια ισχύος του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών.15

Πιο συγκεκριμένα λοιπόν οι αμφισημίες που παρουσιάζει το δικαίωμα

αυτοδιάθεσης κινούνται προς τρεις κυρίως κατευθύνσεις: Η πρώτη αφορά στο κατά πόσο

η ίδια η έννοια της αυτοδιάθεσης αναφέρεται στις κυβερνήσεις ή στον πληθυσμό ενός

λαού ή μίας ομάδας, δηλαδή στο κατά πόσο η αυτοδιάθεση προκειμένου να ολοκληρωθεί

απαιτεί την δημιουργία μίας ανεξάρτητης κυβέρνησης για τη μέχρι πρότινος εξαρτημένη

ομάδα ή εάν επιπλέον απαιτείται αυτή η κυβέρνηση να είναι θεσμικά και λειτουργικά

ανεξάρτητη και υπόλογη στο λαό της.16

Μία δεύτερη αμφισημία αφορά την ταυτότητα των ομάδων που δικαιούνται να

διεκδικήσουν αυτοδιάθεση. Και ναι μεν είναι γενικά αποδεκτό ότι βάσει των σχετικών

Αποφάσεων του ΟΗΕ την δεκαετία του 1960, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης έχουν πρώην

αποικίες, προκειμένου να απαλλαγούν από τον αποικιακό ζυγό, τί γίνεται όμως σε άλλες

περιπτώσεις που ακόμα και σήμερα μεγάλες εθνοτικές ομάδες επικαλούνται το δικαίωμα

14

Alexis Heraclides: The Self-Determination of Minorities in International Politics, Frank Cass,

USA. 1991 σελ.21-23. 15

Ibid, σελ. 21-23 και Benyamin Neuberger, op.cit, σελ.391-418. 16

Charles Beitz: Political Theory and Political Relations, Princeton, NJ: Princeton University

Press, 1979, σελ. 92-105 και Benyamin Neuberger, op. cit, σελ.391-418.

14

αυτοδιάθεσης, αν και δεν ανήκουν σε καμία περίπτωση στις χώρες που υπήρξαν

παλαιότερα αποικίες;17

Τέλος, σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης είναι πολύ

σημαντικό να αναλογιστούμε το είδος και το εύρος της ανεξαρτησίας, το οποίο θα

πραγματώσει το δικαίωμα. Αρκεί δηλαδή η δημιουργία ενός νέου κράτους με

επαναχάραξη των υπαρχόντων συνόρων ή απαιτείται επιπλέον η διάλυση των

οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που μπορεί να επιτρέψουν σε ξένες δυνάμεις να

συνεχίσουν να ασκούν επιρροή στα εσωτερικά του νεοϊδρυθέντος κράτους;18

Υπό το πρίσμα αυτό, υπάρχουν πολλές ερμηνείες σχετικά με την αυτοδιάθεση των

λαών, οι οποίες εν πολλοίς συνδέονται με την ιδιαίτερη οπτική που προσεγγίζουν το

θέμα διάφοροι θεωρητικοί αναλυτές ή οι εμπλεκόμενες πλευρές στην διαδικασία

αυτοδιάθεσης.

Η πρώτη ερμηνεία αναφέρεται στην διαδικασία αποαποικιοποίησης, και συνδέει

την αυτοδιάθεση με το δικαίωμα των πρώην αποικιών για ανεξαρτησία από τις

μητροπολιτικές δυνάμεις. Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στην Δήλωση περί Χορήγησης

Ανεξαρτησίας στις Αποικίες, την οποία υιοθέτησε ο ΟΗΕ το 1960. Οι δεκαετίες του

1950-1960 σημαδεύτηκαν από τον αγώνα των αποικιών να αποτινάξουν τον αποικιακό

ζυγό. Σύμφωνα λοιπόν με πολλούς αναλυτές η Δήλωση περί Χορήγησης Ανεξαρτησίας

στις Αποικίες αναγνώρισε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μόνο στα κράτη τα οποία

βρίσκονταν υπό αποικιακό ζυγό.19

Έτσι, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης δεν είναι ένα γενικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται

σε όλα τα έθνη ή τις εθνοτικές ομάδες που ζητούν την ανεξαρτησία τους, αλλά ένα ειδικό

δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Είναι δηλαδή το

δικαίωμα μίας αποικίας να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της από το μητροπολιτικό

κέντρο ή την ένωση της με άλλο κράτος, και ως εκ τούτου είναι δικαίωμα που αφορά την

πλειοψηφία μίας αποικίας ή ενός κράτους. Η νομιμοποιητική λοιπόν βάση του

δικαιώματος είναι εδαφική και όχι εθνοτική ή πολιτιστική, αφού αφορά στην

ανεξαρτητοποίηση ενός συγκεκριμένου εδάφους, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του

17

Ibid, σελ.92-105 και Gidon Gottlieb: Nations Without States, Foreign Affairs May/June 1994,

σελ.100-114. 18

Ibid, σελ.92-105 και Benyamin Neuberger, op. cit, σελ.391-418. 19

Lucian Branea: Self-Determination-Myth and Reality,

www.europe.org.ro/euroatlantic_club/branea.pdf

15

πληθυσμού του, ενώ παράλληλα τα νέα κράτη που θα προκύψουν δεσμεύονται από την

αρχή του utis possidetis juris, αρχή που επιβάλλει τον σεβασμό των αποικιακών συνόρων

και ως εκ τούτου δεν επιτρέπει την μεταβολή τους από τα νεοϊδρυθέντα κράτη.20

Το δικαίωμα άλλωστε της αυτοδιάθεσης εκείνη την εποχή αναγνωρίστηκε μόνο σε

«μη αυτοκυβερνούμενα εδάφη» και όχι σε μητροπολιτικές περιοχές. Σκοπός του ήταν η

ολοκλήρωση της διαδικασίας αποαποικιοποίησης, και για το λόγο αυτό αφορούσε μόνο

στις υπεράκτιες αποικίες των δυτικών δυνάμεων. Με δεδομένο λοιπόν ότι η διαδικασία

αποαποικιοποίησης έχει ήδη ολοκληρωθεί ( με την περίπτωση της Ναμίμπια να αποτελεί

τον τελευταίο σταθμό της διαδικασίας αυτής), θεωρείται ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης

έχει εκπληρωθεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε άλλη

περίπτωση.21

Μία δεύτερη ερμηνεία σχετίζεται με την αρχή της εδαφικής κυριαρχίας και το

δικαίωμα ενός κράτους στην ανεξαρτησία του. Έτσι, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στην

συγκεκριμένη περίπτωση, νοείται ως το δικαίωμα ενός κράτους να αντιστέκεται σε ξένη

επέμβαση, είτε στρατιωτική, είτε άλλης φύσεως. Στο σημείο αυτό βέβαια πρέπει να

τονιστεί ότι η εδαφική κυριαρχία και ακεραιότητα ενός κράτους προστατεύονται σήμερα

αυτόνομα από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και δη από το άρθρο 2 παρ. 4 του

Χάρτη, ως δικαιώματα σύμφυτα στην οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας σε ανεξάρτητα

και κυρίαρχα κράτη, ενώ η κατάληψη εδάφους με χρήση βίας θεωρείται παράνομη

ενέργεια, η οποία απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο. Άρα, οι αρχές αυτές δεν μπορεί να

θεωρηθεί ότι ισχύουν συνεπεία του δικαιώματος αυτοδιάθεσης.22

Η τρίτη ερμηνεία υιοθετείται από ομάδες που διεκδικούν ανεξαρτησία ή

μεγαλύτερη αυτονομία εντός των συνόρων του κυρίαρχου κράτους. Ονομάζεται

εθνικιστική ερμηνεία και εξισώνει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης με το δικαίωμα μίας

εθνοτικής ομάδας σε ανεξαρτησία από το πολυεθνικό κράτος, στο οποίο υπάγεται, ή σε

πλήρη και αποτελεσματικό έλεγχο της περιοχής, στην οποία αποτελεί την πλειοψηφία. Η

20

Alexis Heraclides, op. cit, σελ.21-23 και Freeman Michael: The Right of Self-Determination in

International Politics: Six Theories in Search of a Policy, στο Review of International Studies

(1999), 25, σελ. 355-370. 21

Ibid. σελ.21-23 και Competing Claims: Self-Determination, Security and the United Nations, a

project by the Graduate School of International Studies, University of Denver and the

International Peace Academy στο internet: www.ipacademy/publications.htm 22

Ibid, καθώς και Εμμανουήλ Ρούκουνας: Διεθνές Δίκαιο ΙΙ, Εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα

1982, σελ.16-24.

16

ερμηνεία αυτή είναι ιδιαιτέρως αμφισβητούμενη, διότι βάσει αυτής όλες οι εθνοτικές

ομάδες που κυριαρχούν σε κάποια περιοχή εντός ενός κυρίαρχου κράτους, θα μπορούσαν

να διεκδικήσουν και να επιτύχουν την ανεξαρτησία τους από αυτό. Μέχρι σήμερα όμως

τόσο ο ΟΗΕ, όσο και οι περισσότεροι αναλυτές δεν δέχονται το δικαίωμα μονομερούς

απόσχισης μίας εθνοτικής ομάδας από ένα κυρίαρχο κράτος ως εφαρμογή του

δικαιώματος αυτοδιάθεσης.23

Μία πιο ήπια παραλλαγή της ακριβώς παραπάνω ερμηνείας είναι αυτή που αφορά

στα δικαιώματα των μειονοτήτων και η οποία θεωρεί ότι οι διάφορες ομάδες με κοινά

εθνοτικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά πρέπει να απολαμβάνουν

αυξημένη πολιτιστική και πολιτική αυτονομία στα πλαίσια του πολυεθνικού κράτους. Η

ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα των Διεθνών Συνθηκών που προστατεύουν

τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα των μειονοτήτων, και δη με τις επιταγές

των εν λόγω συνθηκών περί του δικαιώματος συμμετοχής στην διακυβέρνηση του

κράτους και της ανεξιθρησκείας. Βέβαια εδώ πρέπει να τονιστεί ότι γύρω από τα

ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία των μειονοτήτων έχει αναπτυχθεί ένας

ολόκληρος θεσμικός μηχανισμός από το διεθνές δίκαιο, και ως εκ τούτου δεν θεωρείται

αναγκαία η επίκληση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης προς πραγμάτωση ή ενίσχυση

της προστασίας.24

Η τελευταία ερμηνεία είναι αυτή που σχετίζεται με την έννοια της δημοκρατικής

διακυβέρνησης εντός του κράτους και η οποία συνδέει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης με

το δικαίωμα των πολιτών ενός κράτους να επιλέγουν την κυβέρνηση που επιθυμούν μέσα

από δημοκρατικούς θεσμούς, όπως οι τακτές, δίκαιες και ελεύθερες εκλογές. Η ερμηνεία

αυτή σχετίζεται με την αντίληψη ότι δεν υπάρχει ένα είδος αυτοδιάθεσης, αντιθέτως η

έννοια της αυτοδιάθεσης χωρίζεται σε εξωτερική και εσωτερική, όπου ως εξωτερική

αυτοδιάθεση νοείται το δικαίωμα κάθε λαού στην ανεξαρτησία του και ως εσωτερική το

δικαίωμα κάθε λαού να επιλέγει την μορφή διακυβέρνησης που επιθυμεί. Αν και η

εσωτερική αυτοδιάθεση πολλές φορές συνδέεται με την δημοκρατική διακυβέρνηση,

εξαιτίας του γεγονότος ότι η ανάπτυξη της εν λόγω έννοιας στηρίζεται στη δυτική

23

Benyamin Neuberger: National Self-Determination: A Theoretical Discussion, στο

Nationalities Papers. vol.29, no.3, September 2001, σελ.391-418 και Freeman Michael, op. cit. 24

Competing Claims: Self-Determination, Security and the United Nations, a project by the

Graduate School of International Studies, University of Denver and the International Peace

Academy στο internet: www.ipacademy/publications.htm

17

φιλελεύθερη παράδοση, υπάρχουν κάποιοι θεωρητικοί οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η

εσωτερική αυτοδιάθεση μπορεί να οδηγήσει και σε άλλες μορφές διακυβέρνησης.

Επίσης, είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι πολλές φορές η

εσωτερική με την εξωτερική αυτοδιάθεση συγχέονται σε τέτοιο βαθμό, που είναι

ιδιαίτερα δύσκολο να διαχωριστούν.25

Η ποικιλία των ερμηνειών σχετικά με την έννοια της αυτοδιάθεσης δεν σχετίζεται

αποκλειστικά με την ασάφεια που περιβάλλει την ίδια την έννοια και η οποία

προκλήθηκε εν πολλοίς από την αδυναμία του ΟΗΕ να ερμηνεύσει αυθεντικά το

περιεχόμενο της, αλλά και με την αλλαγή του παγκόσμιου συστήματος, την οποία

επέφερε το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ο ΟΗΕ λειτούργησε παραδοσιακά ως ένας

διεθνής οργανισμός, σκοπός του οποίου είναι η συμφιλίωση των αρχών της εδαφικής

κυριαρχίας και ακεραιότητας με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Προς τον σκοπό

αυτό αναγνώρισε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης στις πρώην αποικίες των δυτικών

δυνάμεων, διότι η δυναμική της εποχής επέβαλλε την ανεξαρτησία των πρώην αποικιών,

στη συνέχεια όμως, αν και ενσωμάτωσε την αρχή της αυτοδιάθεσης σε πολλά κείμενά

του και συνεχίζει να επιβεβαιώνει την ισχύ της με κάθε ευκαιρία, δεν όπλισε την εν λόγω

αρχή με συγκεκριμένο περιεχόμενο, το οποίο θα καθόριζε τα όρια εφαρμογής της. Το

γεγονός αυτό οφειλόταν στην ανάγκη διατήρησης της σταθερότητας του διεθνούς

συστήματος, η οποία θα επιτυγχάνετο μέσω του σεβασμού της αρχής της εδαφικής

ακεραιότητας των κρατών και των διεθνών συνόρων.26

Η πολιτική αυτή που ακολούθησε ο ΟΗΕ υποβοηθήθηκε από την διεθνή συγκυρία

των δεκαετιών που ακολούθησαν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η περίοδος του

Ψυχρού Πολέμου υποβάθμισε σε μεγάλο βαθμό τον εθνικιστικό χαρακτήρα των

διάφορων εθνοτικών συγκρούσεων, αποδίδοντας τους ένα χαρακτήρα πολιτικής

αντιπαράθεσης, ο οποίος πολλές φορές υιοθετήθηκε αναντίρρητα και από τους ίδιους

25

Benyamin Neuberger, op. cit, σελ.391-418, όπου και παρουσιάζονται με περισσότερες

λεπτομέρειες οι απόψεις για την εξωτερική και εσωτερική αυτοδιάθεση, ενώ παράλληλα

παρατίθενται και διάφορα παραδείγματα που αφορούν τη σύγχυση μεταξύ των δύο μορφών

αυτοδιάθεσης. 26

Michael Freeman: National Self-Determination, Peace and Human Right, στο Peace Review,

vol.10, no.2, June 1998 και Kumar Rupesinghe: Governance and Conflict Resolution in Multi-

Ethnic Societies στο συλλογικό έργο Ethnicity and Power in the Contemporary World, edited by:

Kumar Rupesinghe και Valery A. Tishkov, United Nations University Press, Tokyo 1996.

18

τους πρωταγωνιστές της διαμάχης ( Κλασσικό παράδειγμα εθνοτικής διαμάχης που

έλαβε πολιτικό χαρακτήρα εκείνη την εποχή είναι ο πόλεμος του Βιετνάμ).27

Η κατάρρευση του συστήματος του υπαρκτού σοσιαλισμού και το πέρασμα στην

μεταψυχροπολεμική εποχή αποκάλυψαν την αδυναμία του διεθνούς συστήματος να

περιορίσει τις αποσχιστικές διεκδικήσεις και να προστατέψει την εδαφική ακεραιότητα

των κρατών. Η μεταψυχροπολεμική εποχή είναι μία πολυτάραχη περίοδος, η οποία

χαρακτηρίζεται από τις άλυτες εθνοτικές διαμάχες του Τρίτου Κόσμου και την έκρηξη

των εθνικισμών στις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Η κατάσταση αυτή προκαλεί

τριγμούς στο διεθνές σύστημα, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση τα υπάρχοντα σύνορα.28

ΙΙ.β. Η αρχή της αυτοδιάθεσης στην πολιτική θεωρία.

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθούμε στις θεωρίες αυτοδιάθεσης που

έχουν διατυπωθεί από την πολιτική θεωρία, προκειμένου να διερευνήσουμε τις

προϋποθέσεις, υπό τις οποίες μπορεί να αυτοδιάθεση να πραγματωθεί. Οι πιο σημαντικές

θεωρίες είναι αυτές που στηρίζονται στην φιλελεύθερη δημοκρατική παράδοση της

δυτικής Ευρώπης, και δη στις αρχές της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και

διατήρησης της διεθνούς ειρήνης.

Η πρώτη ομάδα θεωριών είναι οι φιλελεύθερες θεωρίες, η κλασσική μορφή των

οποίων ασχολείται με την προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων. Η κλασσική

φιλελεύθερη θεωρία υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις έχουν την υποχρέωση να παρέχουν

αυτήν την προστασία. Σε περίπτωση δε παραβίασης αυτής της αρχής τα άτομα έχουν το

δικαίωμα αντίδρασης. Η εν λόγω θεωρία, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι βασίζεται στα

δικαιώματα των ατόμων, είναι δύσκολο να παράγει μία θεωρία για την αυτοδιάθεση

εθνοτικών ή άλλων ομάδων. Μία εξέλιξη της κλασσικής φιλελεύθερης θεωρίας, η οποία

προσανατολίζεται προς τον συλλογικό χαρακτήρα της αυτοδιάθεσης, είναι η λεγόμενη

διορθωτική θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι μία κυβέρνηση, προκειμένου να

27

Ibid, σελ. 355-370 και του ιδίου National Self-Determination, Peace and Human Right, στο

Peace Review, vol.10, no.2, June 1998. Επίσης: Gidon Gottlieb: Nations Without States, Foreign

Affairs May/June 1994, σελ.100-114 και Tom Barry: Self-Determination: Evolution of Concept

στο internet: www.self-determine.org/about.body.htm 28

William R. Ayres: A World Flying Apart? Violent Nationalist Conflict and the End of the Cold

War, στο Journal of Peace Research, vol. 37, no. 1, 2000, σελ. 105-117 και

John Kouvertaris: Ethnonationalism and Subnationalism: The Case of Former Yugoslavia, στο

Journal of Political and Military Sociology, 1996, vol. 24, no. 2, (Winter), σελ. 163-187.

19

νομιμοποιηθεί στο εσωτερικό ενός κράτους οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα του

πληθυσμού της. Εάν η προϋπόθεση αυτή πληρούται, τότε δεν θεμελιώνεται δικαίωμα

αυτοδιάθεσης. Εάν όμως η κυβέρνηση παραβιάζει την υποχρέωση της να σέβεται τα

δικαιώματα του πληθυσμού της, τότε εδραιώνεται δικαίωμα αυτοδιάθεσης, ιδιαίτερα εάν

δεν υφίσταται άλλος τρόπος άρσης της εν λόγω παραβίασης.29

Μία άλλη φιλελεύθερη θεωρία είναι η λεγόμενη εθελοντική θεωρία, η οποία

υποστηρίζει ότι μία πολιτική κοινότητα είναι νομιμοποιημένη μόνο όταν η συμμετοχή σε

αυτήν είναι εθελοντική. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή των ατόμων στην πολιτική

κοινότητα δεν μπορεί να είναι υποχρεωτική, και άρα εάν ένα άτομο ή μία ομάδα ατόμων

επιθυμεί να αποχωρήσει από την πολιτική κοινότητα μπορεί να το πράξει ελεύθερα. Η

εθελοντική θεωρία διαφέρει από την διορθωτική στο σημείο που δεν θεωρεί την

παραβίαση των δικαιωμάτων των πολιτών ικανή και αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου

μία ομάδα να ασκήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Ταυτόχρονα, όμως, η εν λόγω

θεωρία πρεσβεύει ότι το νέο κράτος, το οποίο θα προκύψει μετά την άσκηση του

δικαιώματος αυτοδιάθεσης από μία εθνοτική ή άλλη ομάδα, πρέπει να σέβεται τα

δικαιώματα του πληθυσμού του και να αναγνωρίζει και το ίδιο δικαίωμα απόσχισης σε

εθνοτικές και άλλες ομάδες που βρίσκονται εντός των συνόρων του.30

Μία άλλη ομάδα θεωριών είναι οι δημοκρατικές θεωρίες αυτοδιάθεσης, οι οποίες

όμως σπανίζουν στην καθαρή τους μορφή, καθώς συνήθως παρουσιάζονται ως επιμέρους

παραλλαγές των φιλελεύθερων θεωριών. Κάποιοι αναλυτές που υποστηρίζουν τις

δημοκρατικές θεωρίες ταυτίζουν την έννοια της δημοκρατίας με το ίδιο το δικαίωμα

αυτοδιάθεσης. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης ερμηνεύεται

ως το δικαίωμα των πολιτών σε δημοκρατική διακυβέρνηση. Άρα, η μη δημοκρατική

διακυβέρνηση μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα αυτοδιάθεσης μέσω απόσχισης.31

29

A. H. Birch: Another Liberal Theory of Secession, στο Political Studies, XXXII (1984), σελ.

596-602 και Charles Beitz: Political Theory and Political Relations, Princeton, NJ: Princeton

University Press, 1979, σελ. 92-105 30

H. Beran: A Liberal Theory of Secession, στο Political Studies, XXXII (1984), σελ. 21-31 και

του ιδίου More Theory of Secession: A Response to Birch, στο Political Studies XXXVI (1988),

σελ.. 316-323. 31

David Held: Democracy and the Global Order: From the Modern State to Cosmopolitan

Governance ( Cambridge: Polity Press, 1995) και D. Philpott: In Defence of Self-Determination,

στο Ethics 105 (1995), σελ. 352-385.

20

Μία τρίτη ομάδα θεωριών αυτοδιάθεσης είναι οι κοινοτικές θεωρίες, οι οποίες

αντίθετα με την εθελοντική θεωρία πρεσβεύουν ότι η συμμετοχή των ατόμων στην

πολιτική κοινότητα δεν είναι μία εθελοντική πράξη. Αντίθετα, τα άτομα αποτελούν

αναπόσπαστο κομμάτι του έθνους, εντός του οποίου γεννιούνται, και για το λόγο αυτό η

αίσθηση του ανήκειν σε ένα έθνος αποτελεί μέρος της ταυτότητας τους. Οι περισσότεροι

αναλυτές που υποστηρίζουν τις εν λόγω θεωρίες συμφωνούν στο ότι τα έθνη είναι

κοινότητες. Οι οπαδοί των κοινοτικών θεωριών, λοιπόν, πιστεύουν ότι το δικαίωμα

αυτοδιάθεσης πρέπει να είναι ένα κοινοτικό δικαίωμα, και να επιδιώκεται από μία

κοινότητα συνολικά, προς τον σκοπό της διασφάλισης των ιδιαιτεροτήτων της κάθε

κοινότητας. Έτσι, οι εν λόγω θεωρίες δεν θεωρούν ως απαραίτητο στοιχείο για την

άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης την καταδίωξη ή την καταπίεση της κοινότητας

από την κεντρική εξουσία.32

Άλλη κατηγορία θεωριών είναι οι ρεαλιστικές θεωρίες, οι οποίες προσπαθούν να

συνδυάσουν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης με τις επιταγές του διεθνούς συστήματος, το

οποίο είναι οργανωμένο σε έθνη-κράτη, και το οποίο ως εκ τούτου απαιτεί την

διατήρηση της διεθνούς σταθερότητας, μέσω της αρχής του σεβασμού των διεθνών

συνόρων. Έτσι, πολλοί αναλυτές, οι οποίοι πρεσβεύουν αυτήν την κατηγορία θεωριών

πιστεύουν ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης μέσω απόσχισης πρέπει να μην τυγχάνει

αναγνώρισης προκειμένου να εξασφαλιστεί η σταθερότητα του διεθνούς συστήματος και

ότι σε περίπτωση διεκδικήσεων αυτοδιάθεσης, τα κράτη πρέπει να αναγνωρίζουν μορφές

διευρυμένης αυτονομίας προκειμένου να αποφύγουν την απόσχιση. Η παραπάνω βέβαια

λύση είναι προβληματική, διότι οι περισσότερες κυβερνήσεις φοβούνται ότι οποιαδήποτε

παραχώρηση σε σχέση με διεκδικήσεις αυτοδιάθεσης, μπορεί εν τέλει να οδηγήσει σε

απόσχιση. Αν και αυτοί οι φόβοι μερικές φορές φαίνεται να είναι αδικαιολόγητοι, πολλές

από τις περιπτώσεις εθνοτικών συγκρούσεων που έχουν ξεσπάσει μέχρι σήμερα δείχνουν

ότι οι φόβοι αυτοί έχουν κάποια βάση.33

32

A. D. Smith: The Ethnic Origins of Nations, Oxford. Blackwell, 1986. Επίσης: J. O’ Neil.:

Should Communitarians Be Nationalists? στο Journal of Applied Philosophy, 11 (1994), σελ.

135-143 και D. Archard: Should Nationalists Be Communitarians? στο Journal of Applied

Philosophy, 13 (1996), σελ. 215-220. 33

Hannum Hurst: Autonomy, Sovereignty and Self-Determination, Philadelphia: University of

Pennsylvania Press, 1992 και J. McGarry and B. O’ Leary (eds): The Politics of Ethnic Conflict

Regulation: Case Studies of Protracted Ethnic Conflicts (London: Routledge,1993).

21

Τελευταία δε κατηγορία θεωριών αυτοδιάθεσης είναι οι παγκόσμιες θεωρίες

(cosmopolitan theories)34

, οι οποίες πρεσβεύουν ότι οι εθνικές ταυτότητες και τα εθνικά

σύνορα είναι κατά βάσιν άσχετα με το δικαίωμα κάθε ατόμου σε καλές συνθήκες

διαβίωσης. Οι οπαδοί των παγκόσμιων θεωριών δεν αντιτίθενται στην αρχή της

αυτοδιάθεσης, απλώς δεν αναγνωρίζουν στα κράτη και στους κρατικούς θεσμούς

πρωταρχική ηθική αξία, αξία την οποία επιφυλάσσουν στην πραγμάτωση του καλού των

ατόμων. Έτσι, οι οπαδοί των εν λόγω θεωριών λαμβάνουν υπ' όψιν όχι μόνο τα

συμφέροντα αυτών που διεκδικούν αυτοδιάθεση και αυτών από τους οποίους την

διεκδικούν, αλλά και τα συμφέροντα όλων όσων ενδέχεται να επηρεαστούν από την

διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης, και αυτό το πράττουν γιατί θεωρούν ότι κάθε διεκδίκηση

αυτοδιάθεσης μπορεί να προκαλέσει κάποια μορφή αδικίας σε τρίτους δρώντες. Επίσης,

υποστηρίζουν ότι καμία διεκδίκηση αυτοδιάθεσης δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτή αν και

εφόσον προκαλεί προφανή αδικία σε εξωτερικούς δρώντες.35

Μία επιμέρους θεωρία της γενικότερης κατηγορίας των παγκόσμιων θεωριών της

αυτοδιάθεσης είναι ο παγκόσμιος ρεαλισμός. Η θεωρία αυτή ονομάζεται έτσι γιατί

δανείζεται στοιχεία και από τις ρεαλιστικές και από τις παγκόσμιες θεωρίες, στο σημείο

που αναγνωρίζει μεν σε περιορισμένο βαθμό το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, την ίδια στιγμή,

όμως, προωθεί και αυτή εναλλακτικές θεσμικές λύσεις στις διεκδικήσεις αυτοδιάθεσης

μέσω απόσχισης, οι οποίες ξεπερνούν τα στενά όρια του έθνους-κράτους, όπως η

δημιουργία αυτόνομων περιοχών εντός των εθνικών κρατών ή η συμμετοχή σε

υπερεθνικούς οργανισμούς (π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση) ή η δημιουργία διαφόρων άτυπων

διεθνικών συνεργασιών μεταξύ περιοχών δύο ή περισσοτέρων κρατών.36

Μέχρι του σημείου αυτού προσπαθήσαμε να ορίσουμε την έννοια της

αυτοδιάθεσης των λαών και να την ερμηνεύσουμε μέσα από την ιστορική της πορεία.

Αναφερθήκαμε στην ιστορική εξέλιξη της εν λόγω έννοιας και στην θεσμική της

34

ΣτΜ: Ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε να μεταφράσουμε τον αγγλικό όρο cosmopolitan

theories ως “παγκόσμιες θεωρίες” σχετίζεται με την άποψη μας ότι ο όρος κοσμοπολιτικές

θεωρίες είναι αδόκιμος στην Ελληνική γλώσσα. 35

Michael Freeman: The Priority of Function to Structure: A New Approach to Secession, στο

Theories of Secession, ed. Lehning σελ. 12-31 και O. O’ Neill: Justice and Boundaries, στο

Political Restructuring in Europe: Ethical Perspectives, London: Routledge, 1994. 36

Michael Freeman: The Right of Self-Determination in International Politics: Six Theories in

Search of a Policy, στο Review of International Studies (1999), 25, σελ. 355-370 και T. Pogge:

Cosmopolitanism and Sovereignty στο Political Restructuring in Europe: Ethical Perspectives,

London: Routledge, 1994.

22

κατοχύρωση μέσω του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και προσπαθήσαμε να

προσεγγίσουμε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης υπό το πρίσμα των ερμηνειών που δίνονται σε

αυτό από διάφορους αναλυτές και τα εμπλεκόμενα στην διαδικασία αυτοδιάθεσης μέρη.

Παραθέσαμε λοιπόν πέντε διαφορετικές ερμηνείες. Η πρώτη σχετίζεται με τη

διαδικασία αποαποικιοποίησης, η δεύτερη με την εδαφική κυριαρχία και την εθνική

ανεξαρτησία, η τρίτη με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, ακόμα και μέσω απόσχισης κάθε

εθνοτικής ομάδας, η οποία για το λόγο αυτό ονομάζεται και εθνικιστική, η τέταρτη με τα

δικαιώματα των μειονοτήτων και την προστασία τους από το πολυεθνικό κράτος και η

πέμπτη με την έννοια της δημοκρατικής διακυβέρνησης, η οποία αφορά κυρίως σε αυτό

που ονομάζεται εσωτερική αυτοδιάθεση. Τέλος, αναφερθήκαμε με συντομία στις

σύγχρονες θεωρίες αυτοδιάθεσης, τις οποίες χωρίσαμε σε πέντε κατηγορίες, την

φιλελεύθερη, την δημοκρατική, την κοινοτική, την ρεαλιστική και την παγκόσμια, και

αναπτύξαμε εν συντομία τα επιχειρήματα τους. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να

διερευνήσουμε την σχέση της αυτοδιάθεσης με την απόσχιση, προκειμένου να

διαπιστώσουμε κατά πόσο υφίσταται ή όχι δικαίωμα απόσχισης το οποίο να σχετίζεται

με την αυτοδιάθεση.

ΙΙΙ. Απόσχιση και Αυτοδιάθεση:

Κατά την διάρκεια του εικοστού αιώνα πολλά κράτη κέρδισαν την ανεξαρτησία

τους μέσω αποσχιστικής αυτοδιάθεσης (π.χ. Πολωνία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Σλοβενία,

Κροατία, Εριθρέα, Πακιστάν), ενώ κάποιες άλλες διεκδικήσεις αυτοδιάθεσης μέσω

απόσχισης δεν ευοδώθηκαν λόγω της αντίδρασης του κράτους και την ήττα του

αποσχιστικού κινήματος από αυτό (π.χ. Κούρδοι, Τατάροι, Θιβετιανοί). Μέχρι σήμερα

επικρατεί έντονη αμφισβήτηση για το κατά πόσο το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών

περιέχει το δικαίωμα απόσχισης. Καταρχήν, όπως έχουμε ήδη προαναφέρει, το δικαίωμα

της αυτοδιάθεσης των λαών αίρει την ισχύ του από την ενσωμάτωση του αρχικά στον

Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και στη συνέχεια σε λοιπά διεθνή κείμενα του ΟΗΕ και

άλλων Διεθνών Οργανισμών. Εντούτοις, αν και ο Χάρτης του ΟΗΕ αναγνωρίζει την

αυτοδιάθεση ως αρχή του διεθνούς δικαίου αποκλείει την αυτοδιάθεση μέσω απόσχισης,

όπως προκύπτει και από τα πρακτικά τα οποία τηρήθηκαν κατά την διαδικασία σύνταξης

23

του.37

Επικράτησε λοιπόν τότε η άποψη ότι το δικαίωμα αυτοδιάθεσης αναγνωρίζεται

από το Χάρτη μέχρι του σημείου που αυτό σχετίζεται με το δικαίωμα αυτοκυβέρνησης

των λαών και όχι με το δικαίωμα της απόσχισης από κυρίαρχο κράτος.38

Η Δήλωση περί Χορήγησης Ανεξαρτησίας στις Αποικίες που υιοθετήθηκε από τον

ΟΗΕ το 1960, αναφέρεται στο δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, το οποίο όμως θεωρεί

εντελώς ασύμβατο με κάθε απόπειρα μερικής ή ολικής διάλυσης της εθνικής ενότητας

και της εδαφικής ακεραιότητας μίας χώρας. Η εν λόγω πολιτική αποτυπώθηκε και στην

Δήλωση Φιλικών Σχέσεων και Συνεργασίας μεταξύ των Κρατών του 1970, όπου

δηλώθηκε ότι η εδαφική ακεραιότητα και η πολιτική ανεξαρτησία κάθε κράτους είναι

αδιαίρετη, και ότι δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία να απειλεί καθ’

οιονδήποτε τρόπο τις παραπάνω αρχές. Ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του 1990,

οπότε ο ΟΗΕ, η ΕΕ, ο ΟΑΣΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης κλήθηκαν να λάβουν θέση

επί των περιπτώσεων της Κροατίας, της Βοσνίας και της Τσετσενίας, αρνήθηκαν να

συνδέσουν το ζήτημα της αυτοδιάθεσης με την απόσχιση. Έτσι, λοιπόν, αρνήθηκαν να

δεχτούν την απόσχιση αυτών των χωρών από τα πολυεθνικά κράτη στα οποία ανήκαν,

υποστηρίζοντας αντίθετα κάποιες μορφές εσωτερικής αυτοδιάθεσης. Η ίδια πολιτική

ακολουθήθηκε στη συνέχεια και με το ζήτημα του Κοσόβου.39

Είναι λοιπόν προφανές ότι η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίζει την απόσχιση ως

μορφή εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, αντίθετα εννοεί την αυτοδιάθεση ως

μία μορφή αυτοκυβέρνησης και αρνείται να προβεί σε οποιαδήποτε υποχώρηση, η οποία

θα έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της εδαφικής ακεραιότητας και του σεβασμού

των διεθνών συνόρων, οι οποίες θεωρούνται θεμελιώδεις για την λειτουργία του διεθνούς

συστήματος. Δεν πρέπει άλλωστε κανείς να λησμονεί, ότι όπου η διεθνής κοινότητα

αναγνώρισε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, μέσω της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους,

37

Benyamin Neuberger: National Self-Determination: A Theoretical Discussion, στο

Nationalities Papers. vol.29, no.3, September 2001, σελ.391-418, καθώς και Mitchel Hill: What

the Principle of Self-Determination Means Today, στο internet:

www.nsulaw.nova.edu/student/organizations/ILSAjournal.htm 38

Rupert Emerson: The Problem of Identity, Selfhood and Image in New Nations, στο

Comparative Politics, vol. I, no.3, 1969, σελ. 300 39

Benyamin Neuberger, op. cit, σελ.391-418, καθώς και Mitchel Hill, op. cit: www.nsulaw.nova.edu/student/organizations/ILSAjournal.htm

Επίσης: European Commission for Democracy Through Law, Self-Determination and Secession

in Constitutional Law, Report adopted by the Commission at its 41th meeting (Venice 10-11

December 1999), στο internet: www.venice.col.int/docs/2000/CDL-INF(2000)002-e.html

24

όπως στην περίπτωση των πρώην Αποικιών, της Κροατίας, της Σλοβενίας ή των πρώην

Σοβιετικών Δημοκρατιών εφάρμοσε την αρχή του utis possidetis juris, σκοπός της οποίας

ήταν η διασφάλιση των διεθνών συνόρων.40

Σε θεωρητικό τώρα επίπεδο υπάρχει επίσης διαμάχη μεταξύ των αναλυτών,

σχετικά με το κατά πόσο υφίσταται δικαίωμα απόσχισης μίας εθνοτικής ομάδας από ένα

πολυεθνικό κράτος. Το δικαίωμα απόσχισης, ως έκφραση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης

υποστηρίζεται από θεωρητικούς, οι οποίοι υποστηρίζουν τις φιλελεύθερες και τις

δημοκρατικές θεωρίες αυτοδιάθεσης.

Οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί πρεσβεύουν ότι το δικαίωμα απόσχισης μπορεί να

ασκηθεί, είτε λόγω καταπίεσης των δικαιωμάτων της εθνοτικής ομάδας από την κεντρική

εξουσία (διορθωτική θεωρία), είτε λόγω της απόφασης της εθνοτικής ομάδας να

αποχωρήσει από την πολιτική κοινότητα του κράτους, στην οποία ούτως ή άλλως

συμμετέχει εθελοντικά (εθελοντική θεωρία). Οι δημοκρατικοί θεωρητικοί στηρίζουν το

δικαίωμα απόσχισης στην μορφή διακυβέρνησης εντός του κράτους. Αν το κράτος δεν

κυβερνάται δημοκρατικά, τότε υφίσταται δικαίωμα απόσχισης της εθνοτικής ομάδας.

Εκτός όμως από την ακραία αυτή περίπτωση, οι δημοκρατικοί θεωρητικοί υποστηρίζουν

ότι το δικαίωμα απόσχισης μπορεί να ασκηθεί και επί τη βάσει πραγμάτωσης του ίδιου

του ρόλου της δημοκρατίας σε μία κοινωνία. Η παραπάνω άποψη έχει την έννοια ότι η

δημοκρατία είναι ένα καθεστώς, στο οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται βάσει της αρχής

της πλειοψηφίας, τις επιταγές της οποίας οφείλει να ακολουθεί η μειοψηφία, ακόμα και

αν δεν συμφωνεί. Ως εκ τούτου, μία πολιτική κοινότητα πρέπει να αποτελείται από

άτομα, τα οποία να συμφωνούν τουλάχιστον στην συμμετοχή τους στην πολιτική αυτή

κοινότητα και στην αυτοδέσμευσή τους από τις αποφάσεις που λαμβάνονται. Αν μία

ομάδα δεν συμφωνεί με την συμμετοχή της στην πολιτική κοινότητα έχει δικαίωμα

αποχώρησης από αυτήν.41

40

Michael Freeman: The Right of Self-Determination in International Politics: Six Theories in

Search of a Policy, στο Review of International Studies (1999), 25, σελ. 355-370 και Alexis

Heraclides, op. cit, σελ.21-23. 41

A. H. Birch: Another Liberal Theory of Secession, στο Political Studies, XXXII (1984), σελ.

596-602 και H. Beran: A Liberal Theory of Secession, στο Political Studies, XXXII (1984), σελ.

21-31.Επίσης: D. Philpott: In Defence of Self-Determination, στο Ethics 105 (1995), σελ. 352-

385 και Aleksandar Pavkovic: Liberalism and Secession: A few questions, Working Paper Nr.

2001/1 στο internet: www.philosophy.unimelb.edu.au/cappe/papers/pavkovic.pdf

25

Πολλές όμως είναι και οι αντίθετες απόψεις, οι απόψεις δηλαδή που αντιτίθενται

στην απόσχιση. Οι αναλυτές που υποστηρίζουν αυτές τις απόψεις θεωρούν ότι η αρχή

της αυτοδιάθεσης δεν νομιμοποιεί την απόσχιση. Αντίθετα, παρουσιάζουν την

αυτοδιάθεση ως μία αρχή με θετικό περιεχόμενο, ενώ η απόσχιση θεωρείται αρχή με

αρνητικό περιεχόμενο, σκοπός της οποίας είναι η διάλυση του κράτους. Και αυτό διότι

κάθε τι που μπορεί να θεωρηθεί θετική αυτοδιάθεση για την εθνοτική ομάδα,

μετατρέπεται σε αρνητική απόσχιση για τον υπόλοιπο πληθυσμό. Υπό αυτή την έννοια,

λοιπόν αρνούνται να δεχτούν τη λογική σύνδεση της αρχής της αυτοδιάθεσης με την

απόσχιση. Επιπλέον, όσοι απορρίπτουν το δικαίωμα απόσχισης υποστηρίζουν ότι οι εν

λόγω διεκδικήσεις στην ουσία αντιτίθενται στην αρχή της αυτοδιάθεσης, η οποία αφορά

τους λαούς, και η οποία ως εκ τούτου οφείλει να εφαρμόζεται στο όνομα της

πλειοψηφίας, ενώ αντίθετα οι αποσχιστικές διεκδικήσεις εγείρονται στο όνομα της

μειοψηφίας.42

Επίσης, υποστηρίζουν ότι η αποδοχή των διεκδικήσεων απόσχισης θα οδηγήσει σε

αστάθεια και αναρχία του διεθνούς συστήματος, θέτοντας σε εφαρμογή την «θεωρία του

ντόμινο», η οποία στην προκειμένη περίπτωση νοείται ως μία εξάπλωση των

διεκδικήσεων απόσχισης σε κάθε πιθανό σημείο του πλανήτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα

τεθεί αφ’ ενός σε κίνδυνο η σταθερότητα των διεθνών συνόρων, τα οποία πλέον θα

υπόκεινται συνεχώς σε αναθεώρηση, αφ’ ετέρου θα ευνοηθεί η δημιουργία μικρών και

μη βιώσιμων κρατών, τα οποία θα απειλούνται συνεχώς από αστάθεια, εξάρτηση και

φτώχεια.43

Όπως είδαμε μέχρι στιγμής δεν υπάρχει μία ενιαία άποψη στη θεωρία για το κατά

πόσο η απόσχιση αποτελεί ή όχι δικαίωμα. Εάν δε η διαφωνία αυτή συνδυαστεί με την

ασυνέπεια της διεθνούς κοινότητας στην αντιμετώπιση των διεκδικήσεων αυτοδιάθεσης

μέσω απόσχισης, το τοπίο περιπλέκεται ακόμα περισσότερο. Ο ΟΗΕ έχει

42

Neuberger Benyamin: National Self-Determination: A Theoretical Discussion, στο

Nationalities Papers. vol.29, no.3, September 2001, σελ.391-418. 43

Ibid, σελ. 391-418 και Juan Enriquez: Too Many Flags?, στο Foreign Policy, Fall 1999, σελ.

30-48, όπου παρουσιάζεται η αντίθετη άποψη σχετικά με την βιωσιμότητα των μικρών κρατών.

Στο εν λόγω άρθρο ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης μειώνει

την σπουδαιότητα των διεθνών συνόρων, αυξάνοντας τον ρόλο των διεθνικών ή πολυεθνικών

συνεργασιών. Επίσης θεωρεί ότι στις νέες συνθήκες οικονομίας, το μέγεθος ενός κράτους δεν

συναρτάται με την βιωσιμότητα του, την οποία όμως αντιμετωπίζει με περισσότερο

οικονομικούς, παρά πολιτικούς όρους.

26

επανειλημμένως τοποθετηθεί θετικά για την αρχή της αυτοδιάθεσης, αποκλείοντας όμως

την άσκηση αυτού του δικαιώματος μέσω απόσχισης. Στην πράξη, όμως δεν έχει

επιδείξει συνέπεια στον τρόπο που αντιμετωπίζει τις αποσχιστικές διεκδικήσεις και τα

αποσχιστικά κινήματα, καθώς και τις βίαιες εθνοτικές συγκρούσεις που ξεσπούν

συνεπεία αυτών των διεκδικήσεων.

Έτσι, άλλες φορές δεν αναλαμβάνει καμία πρωτοβουλία προς επίλυση της

εθνοτικής διαμάχης, θεωρώντας την ως εσωτερική υπόθεση του κυρίαρχου κράτους, και

καλυπτόμενος πίσω από την αρχή της μη επέμβασης, η οποία προβλέπεται από τον

Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (π.χ. Τσετσενία), ενώ άλλες φορές επεμβαίνει, με σκοπό

την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία ο ΟΗΕ θεωρεί ότι καταπατώνται

από την κεντρική εξουσία ( η λεγόμενη ανθρωπιστική επέμβαση, όπως στις περιπτώσεις

της Βοσνίας και του Κοσόβου). Κατ’ αυτόν τον τρόπο «νομιμοποιεί» κάποια

αποσχιστικά κινήματα, τα οποία καθιστά μάλιστα και προνομιακούς συνομιλητές, ενώ

αγνοεί άλλα, χωρίς να υπάρχει επαρκής δικαιολογία για αυτήν την επιλεκτικότητα του. 44

Η ασυνέπεια αυτή της διεθνούς κοινότητας, όπως εκφράζεται μέσα από τις

αποφάσεις του ΟΗΕ, ευνοεί τις αποσχιστικές διεκδικήσεις και την εμφάνιση διαφόρων

αποσχιστικών κινημάτων, τα οποία θεωρούν ότι η βίαια αντιπαράθεση τους με την

κεντρική κυβέρνηση, μπορεί να βρει ευνοϊκό σύμμαχο στην διεθνή κοινότητα, αρκεί

αυτή να πειστεί για την ιδιαιτερότητα της διεκδίκησης τους και για την καταπίεση τους

και την καταδίωξη τους από την κεντρική κυβέρνηση, όπως έγινε στην περίπτωση του

Κοσόβου.45

Για το λόγο αυτό άλλωστε, τα αποσχιστικά κινήματα προσπαθούν να αναζητήσουν

υποστήριξη στο εξωτερικό, να διεθνοποιήσουν δηλαδή την εθνοτική διαμάχη,

αναζητώντας συμμάχους σε γειτονικές χώρες, σε χώρες με κοινή ιδεολογία, καταγωγή ή

θρησκεία, και προσπαθώντας να πείσουν τους διεθνείς oργανισμούς για το δίκαιο των

αιτημάτων τους. Η διαδικασία δε διεθνοποίησης της εθνοτικής διαφοράς από το

αποσχιστικό κίνημα είναι πολύ σημαντική, καθώς η επιτυχία της ενδέχεται να οδηγήσει

44

Competing Claims: Self-Determination, Security and the United Nations, a project by the

Graduate School of International Studies, University of Denver and the International Peace

Academy στο internet: www.ipacademy/publications.htm

Επίσης: Michael Freeman: National Self-Determination, Peace and Human Right, στο Peace

Review, vol.10, no.2, June 1998. 45

Benyamin Neuberger, op. cit, σελ. 391-418.

27

την διεθνή κοινότητα σε ανάληψη πρωτοβουλιών για την εκτόνωση της κατάστασης και

την εξεύρεση λύσεως στην εθνοτική διαμάχη. Αντιλαμβάνεται δε κανείς ότι η επιτυχής

διεθνοποίηση της εθνοτικής σύγκρουσης από το αποσχιστικό κίνημα αποτελεί ούτως ή

άλλως επιτυχία του ίδιου του κινήματος, διότι ενισχύει την εσωτερική και εξωτερική

νομιμοποίηση του κινήματος. Εάν μάλιστα επιτευχθεί λύση, ή αναληφθεί πρωτοβουλία

της διεθνούς κοινωνίας προς αυτήν την κατεύθυνση, τότε όχι μόνο αυξάνεται η

νομιμοποίηση του αποσχιστικού κινήματος, αλλά αυτό καθίσταται και παράγοντας των

ειρηνευτικών συνομιλιών και διαβουλεύσεων.46

Η μέχρι τώρα ανάλυση μας αφορούσε την έννοια της απόσχισης και τα

αποσχιστικά κινήματα. Αρχικά προσπαθήσαμε να δώσουμε μία ερμηνεία της έννοιας της

απόσχισης, την οποία ορίσαμε ως ένα μονομερές και ενίοτε βίαιο κίνημα για

ανεξαρτησία μίας περιοχής που βρίσκεται εντός των συνόρων ενός, συνήθως

πολυεθνικού, κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους. Στη συνέχεια συσχετίσαμε τις

διεκδικήσεις απόσχισης με την διαδικασία εθνογένεσης, για την οποία υπάρχουν τρεις

θεωρίες: η παραδοσιακή, που αντιμετωπίζει την εθνοτική ομάδα ως μία προϋπάρχουσα

κοινωνική συσσωμάτωση που διακρίνεται από αρχέγονους δεσμούς· η λειτουργική, η

οποία δίνει μεγάλο βάρος στον ρόλο που διαδραματίζουν οι elites στην διαδικασία

εθνογένεσης· και η δομική, η οποία αποτελεί έναν συνδυασμό των δύο προηγουμένων,

θεωρώντας ότι κάθε εθνοτική ομάδα έχει μία σειρά κοινών χαρακτηριστικών, μερικά από

τα οποία επιλέγονται και προβάλλονται από τις elites της ομάδας, προκειμένου να

επιτευχθούν οι στόχοι της.

Επίσης, εξετάσαμε την αρχή της αυτοδιάθεσης κατά το διεθνές δίκαιο καθώς και

τις απόψεις της πολιτικής θεωρίας επί του θέματος. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να

ερευνήσουμε τη σχέση της αρχής της αυτοδιάθεσης με την απόσχιση, προκειμένου να

διερευνήσουμε κατά πόσο υφίσταται ή όχι δικαίωμα απόσχισης. Αναπτύξαμε τα

επιχειρήματα υπέρ και κατά αυτής της άποψης, και αναφερθήκαμε στα κείμενα του ΟΗΕ

και εν γένει στην άποψη της διεθνούς κοινότητας, η οποία αρνείται την ύπαρξη ενός

δικαιώματος απόσχισης, το οποίο να σχετίζεται με την αρχή της αυτοδιάθεσης.

46

Stephen Saideman and Beth Dougherty: Secessionist Foreign Policy and the Strategic Use of

Identity, στο internet: www.ciaonet.org και Alexis Heraclides, op. cit, σελ. 37-45.

28

Τέλος, αναφερθήκαμε στην ασυνέπεια της διεθνούς κοινότητας στην αντιμετώπιση

των διεκδικήσεων απόσχισης, η οποία όπως τονίσαμε ευνοεί την εμφάνιση και εξέλιξη

των αποσχιστικών κινημάτων, καθώς και την διεθνοποίηση των εθνοτικών

συγκρούσεων, κάτι που αποτελεί και τον στόχο των αποσχιστικών κινημάτων.

Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με δύο αποσχιστικά κινήματα της

μεταψυχροπολεμικής εποχής, αυτά της Τσετσενίας και του Κοσόβου. Σκοπός μας είναι

να συγκρίνουμε τα δύο αποσχιστικά κινήματα, προκειμένου να εξάγουμε κάποια

χρήσιμα συμπεράσματα για την αντιμετώπιση των αποσχιστικών κινημάτων από τη

διεθνή κοινότητα, για το μέλλον της ανθρωπιστικής επέμβασης και την σταθερότητα

των διεθνών συνόρων. Προς εκπλήρωση λοιπόν του σκοπού αυτού, θα αναφερθούμε

στην ιστορική πορεία των εν λόγω κινημάτων και στις σύγχρονες εξελίξεις στις

προαναφερόμενες περιοχές, προκειμένου να αναλύσουμε τα χαρακτηριστικά του κάθε

ενός από αυτά τα δύο αποσχιστικά κινήματα και να εντοπίσουμε τις ιδιαιτερότητες

εκείνες που θα καθορίσουν την μελλοντική τους εξέλιξη.

29

ΜΕΡΟΣ ΙΙ:

ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟΣΧΙΣΤΙΚΩΝ

ΚΙΝΗΜΑΤΩΝ

(ΤΣΕΤΣΕΝΙΑ-ΚΟΣΟΒΟ)

30

Εισαγωγικές Παρατηρήσεις:

Πριν προχωρήσουμε στην περιπτωσιολογική ανάλυση των δύο αποσχιστικών

κινημάτων που έχουν επιλεγεί, αυτών της Τσετσενίας και του Κοσόβου, αισθανόμαστε

την ανάγκη να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκαν οι δύο αυτές

περιπτώσεις. Βασικός λόγος λοιπόν είναι οι ομοιότητες που παρουσιάζουν τα δύο υπό

ανάλυση αποσχιστικά κινήματα.

Καταρχήν τα δύο αυτά κινήματα εμφανίζονται στη μεταψυχροπολεμική εποχή, και

δη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, στον χώρο πρώην κομμουνιστικών κρατών. Η

Τσετσενία είναι μία από τις αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η οποία

και κατά τη Σοβιετική περίοδο είναι μία ομοσπονδία, εντός μίας άλλης ομοσπονδίας, της

ΕΣΣΔ. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990,

σηματοδοτεί την έναρξη μίας νέας περιόδου για την περιοχή. Οι Δημοκρατίες της πρώην

ΕΣΔΔ αποκτούν την ανεξαρτησία τους και στη συνέχεια κάποιες από αυτές, με

πρωταγωνίστρια την ίδια τη Ρωσία, δημιουργούν την Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων

Κρατών. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αλλαγής εμφανίζονται πλέον οι πρώτες

εθνικιστικές απαιτήσεις για ανεξαρτησία διαφόρων περιοχών εντός του χώρου της πρώην

ΕΣΣΔ. Οι νεοϊδρυθείσες Δημοκρατίες είναι ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν την αναβίωση

των εθνικισμών, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα βίαιων συγκρούσεων στην περιοχή του

Καυκάσου (π.χ. Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Τσετσενία).47

Η ίδια διαδικασία ακολουθείται περίπου και στην περίπτωση του Κοσόβου. Η

διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και η ανάδειξη των

πρώην Δημοκρατιών της Ομοσπονδίας σε ανεξάρτητα κράτη, σηματοδοτεί την αναβίωση

των εθνικισμών εντός του χώρου της πρώην Γιουγκοσλαβίας καθώς περιοχές όπως το

Κόσοβο, το οποίο κατοικείται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό από Αλβανούς, και το οποίο

κατά την περίοδο πριν το 1990, αναγνωρίζεται ως αυτόνομη περιοχή, εγκλωβίζεται εντός

του χώρου της νέας Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, ως αναπόσπαστο κομμάτι του

47

Galina Starovoitova: Sovereignty after Empire: Self-Determination Movements in the Former

Soviet Union στο internet: www.usip.org/pubs/pworks/pwks19/pwks19.html

31

εδάφους της, ενώ ταυτόχρονα χάνει το ειδικό καθεστώς αυτονομίας που απολάμβανε

μέχρι τότε.48

Παρατηρούμε λοιπόν ότι και οι δύο υπό ανάλυση περιοχές υπήρξαν αυτόνομες

περιοχές εντός ομοσπονδιακών κρατών, η διάλυση των οποίων συμπίπτει χρονικά. Και

ενώ από τη διάλυση αυτή προέκυψαν νέα κράτη, οι περιοχές αυτές παρέμειναν

αναπόσπαστο κομμάτι κάποιων από τα διάδοχα κυρίαρχα κράτη, χωρίς οι ίδιες να το

επιθυμούν ή να συναινέσουν στην παραμονή τους με οποιονδήποτε τρόπο. Στο σημείο

αυτό λοιπόν ξεκινά η αναβίωση της εθνικής ταυτότητας των Τσετσένων και των

Κοσοβάρων και η αντιπαράθεση τους με την κεντρική κυβέρνηση προς τον σκοπό της

αναγνώρισης της ανεξαρτησίας τους. Βέβαια, στην περίπτωση της Τσετσενίας είχαμε

επίσημη δήλωση ανεξαρτησίας της περιοχής, από τους ηγέτες του αποσχιστικού

κινήματος, άρα απόσχιση υπό στενή έννοια, ενώ στην περίπτωση του Κοσόβου, υπήρξε

μία σειρά ενεργειών που στόχευαν μεν σε ανεξαρτησία της περιοχής, χωρίς όμως

επίσημη δήλωση ανεξαρτησίας, άρα απόσχιση υπό ευρεία έννοια.49

Από τη μεριά τους οι κυβερνήσεις των δύο κρατών προσπάθησαν να ελέγξουν τις

φυγόκεντρες τάσεις των εν λόγω περιοχών, τροφοδοτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο παλαιές

εχθρότητες και πικρίες και προβαίνοντας σε μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων

δικαιωμάτων της εθνοτικής ομάδας. Η ενέργεια τους αυτή είχε ως αποτέλεσμα την

κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις των δύο εθνοτικών ομάδων με τις αντίστοιχες

κεντρικές κυβερνήσεις, και το ξέσπασμα των δύο βίαιων συγκρούσεων, τις οποίες θα

παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.

Στο σημείο αυτό, εντοπίζεται και η βασική διαφορά των υπό ανάλυση

αποσχιστικών κινημάτων, διαφορά η οποία είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και θα μας

απασχολήσει στην συνέχεια της ανάλυσης μας. Έτσι, ενώ στην περίπτωση του Κοσόβου

η βίαιη αντιπαράθεση των δύο πλευρών και οι καταγγελίες των Κοσοβάρων για

παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους οδηγεί σε κινητοποίηση και επέμβαση

της διεθνούς κοινότητας, προκειμένου να προστατευθεί ο αλβανικός πληθυσμός του

48

Kosovo: From Crisis to a Permanent Solution, prepared by European Action Council for Peace

in the Balkans στο internet: www.ceip.org 49

Alexis Heraclides: The Self-Determination of Minorities in International Politics, Frank Cass,

USA 1991 σελ. 1

32

Κοσόβου, να αποκλιμακωθεί η ένταση και να αποκατασταθεί η ειρήνη στην περιοχή,

στην περίπτωση της Τσετσενίας, η σύγκρουση των δύο πλευρών εξελίσσεται εν τη

απουσία της διεθνούς κοινότητας, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει αναλάβει κανένα

ουσιαστικό μέτρο για εκτόνωση της κρίσης στην περιοχή, και επιμένει να αντιμετωπίζει

την σύγκρουση Ρωσίας-Τσετσενίας ως εσωτερική υπόθεση του κυρίαρχου ρωσικού

κράτους. Έτσι στη μία περίπτωση έχουμε επιτυχή διεθνοποίηση της εσωτερικής

διαμάχης από το αποσχιστικό κίνημα, ενώ στην άλλη περίπτωση το αποσχιστικό κίνημα

δεν φαίνεται να κατόρθωσε να διεθνοποιήσει την εσωτερική διαμάχη με επιτυχή για αυτό

κατάληξη.50

Ένα άλλο στοιχείο, το οποίο είναι αρκετά σημαντικό για τα δύο αποσχιστικά

κινήματα και κατά κάποιο τρόπο συνδέει το ένα με το άλλο, είναι η στάση της Ρωσίας

κατά την κρίση του Κοσόβου, και η σύνδεση που αυτή φαίνεται να έχει με την δεύτερη

ρωσοτσετσενική σύγκρουση. Η αεροπορική καμπάνια του ΝΑΤΟ κατά της

Γιουγκοσλαβίας, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την απόφαση της Ρωσίας να

επέμβει για δεύτερη φορά στην Τσετσενία, διότι παρείχε στη Ρωσία τη νομιμοποιητική

βάση για χρήση βίας εντός του εδάφους της, όπως το ΝΑΤΟ προέβη σε χρήση βίας, και

μάλιστα κατά κυρίαρχου κράτους, προκειμένου να βρεθεί λύση στην κρίση του

Κοσόβου. Η αναλογία που δημιουργήθηκε εν προκειμένω από τις δύο πολεμικές

επιχειρήσεις, αυτή του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας και αυτή της Ρωσίας κατά της

Τσετσενίας, βοήθησαν την Ρωσία να αντιμετωπίσει την κριτική για την δυσανάλογη

χρήση βίας στο έδαφος της Τσετσενίας, ενώ η τελική συναίνεση της για τη δράση του

ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και η άρση της υποστήριξης της στο καθεστώς Μιλόσεβιτς,

της εξασφάλισε ενδεχομένως την μη επέμβαση της διεθνούς κοινότητας στην σύγκρουση

της με τη Τσετσενία.51

50

Ibid, σελ. 46-57. 51

Aleksei Malashenko: Moscow Between Yugoslavia and Chechnya: The Kosovo Factor in

Russia’s Policy on the Caucasus, στο internet: www.ceip.org/files/projects/enb/enb_house.ASP

και Vladimir Baranovsky: The Kosovo Factor in Russia’s Foreign Policy, στο The International

Spectator, vol.15, no.2, April-June 2000, σελ. 113-130.

33

ΤΣΕΤΣΕΝΙΑ:

Ι. Εξέλιξη της σύγκρουσης

Η ιδέα της διεκδίκησης της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας, η οποία είναι μία από τις

αυτόνομες δημοκρατίες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, προβλήθηκε κατά την εποχή της

περεστρόικα. Οι ρίζες της όμως είναι πολύ παλαιότερες. Η Τσετσενία είναι μία περιοχή

του Καυκάσου, η οποία αποτέλεσε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ήδη από τα τέλη

του δεκάτου ογδόου αιώνα. Η κατάκτηση της περιοχής από τους Ρώσους υπήρξε μία

αιματηρή διαδικασία, καθώς στην περιοχή αναπτύχθηκε ένα κίνημα αντίστασης υπό την

ηγεσία ενός τσετσένου πολεμιστή του Shamil, το οποίο στις αρχές του 19ου αιώνα

κατόρθωσε να απελευθερώσει την Τσετσενία από την τσαρική Ρωσία. Εντούτοις, η

Τσετσενία δεν παρέμεινε ελεύθερη για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς η Ρωσική

Αυτοκρατορία συνέχισε τις προσπάθειες της να ενσωματώσει την περιοχή στα εδάφη

της, γεγονός το οποίο μετά από σκληρές μάχες επιτεύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι

Τσετσένοι δεν υπήρξαν ποτέ πιστοί στο τσαρικό καθεστώς και ως εκ τούτου

αντιμετώπισαν θετικά και στήριξαν την Οκτωβριανή Επανάσταση και την δημιουργία

της ΕΣΣΔ.52

Στη συνέχεια όμως οι Τσετσένοι υπήρξαν ένα από τα μεγαλύτερα θύματα του

Στάλιν, ο οποίος το 1944, με την δικαιολογία ότι οι Τσετσένοι είχαν συνεργαστεί με τους

Γερμανούς, προχώρησε σε μαζικές διώξεις και εκτοπίσεις του τσετσενικού λαού στο

Καζακστάν. Οι Τσετσένοι επέστρεψαν στα πάτρια εδάφη τους στα τέλη της δεκαετίας

του 1950, η τραυματική όμως εμπειρία της εκτόπισης δεν ξεχάστηκε ποτέ. Στην πορεία η

Τσετσενία αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη από το Σοβιετικό καθεστώς, ενώ οι Τσετσένοι

παρέμειναν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Οικονομικά η περιοχή δεν ενισχύθηκε

ιδιαίτερα από το Σοβιετικό καθεστώς και ως εκ τούτου τα προβλήματα στις σχέσεις των

Τσετσένων με την κεντρική εξουσία δεν λύθηκαν ποτέ. Στις αρχές της δεκαετίας του

1990, εν όψει και της διάλυσης της ΕΣΣΔ, ο τσετσενικός εθνικισμός, ο οποίος καθ’ όλη

τη διάρκεια της Σοβιετικής εποχής είναι παρών συντηρούμενος από την ιστορία της

52

Valery Tishkov: Ethnicity, Nationalism and Conflict in and after the Soviet Union: The Mind

Aflame, Sage Publications, London 1997, σελ. 198-206.

34

περιοχής και την τραυματική εμπειρία των εκτοπίσεων, προβάλλεται έντονα και

διεκδικεί πλέον την ανεξαρτησία του από την κεντρική εξουσία, την οποία κατηγορεί για

όλες τις κακουχίες του. 53

Στις 27 Νοεμβρίου του 1990, το Ανώτατο Σοβιέτ της Τσετσενίας-Ινγκουσετίας,

υιοθέτησε μία δήλωση ανεξαρτησίας, και έθεσε τις βάσεις υπό τις οποίες η εν λόγω

Δημοκρατία θα υπέγραφε μία νέα Σύμβαση Ένωσης. Στην συνέχεια, το φθινόπωρο του

1991, το τότε καθεστώς της Τσετσενίας ανετράπη με δραματικό τρόπο και την εξουσία

κατέλαβε ο Ντζόκαρ Ντουντάγιεφ, ο οποίος από το Νοέμβριο του 1990 ήταν ο αρχηγός

του αντι-Κομμουνιστικού Εθνικιστικού Κογκρέσου της Τσετσενίας. Ο Ντουντάγιεφ ήταν

Τσετσένος και πριν το 1990 υπήρξε υποπτέραρχος της Σοβιετικής Αεροπορίας, διοικητής

της πυρηνικής αεροπορικής βάσεως του Ταρτού. Η θέση του στην Σοβιετική Αεροπορία

σήμαινε ότι ήταν πιστός κομμουνιστής και ότι απολάμβανε την εμπιστοσύνη της KGB.

Είχε υπηρετήσει στο Αφγανιστάν και ήταν παντρεμένος με Ρωσίδα. Αν και ο ίδιος δεν

είχε ζήσει σχεδόν ποτέ στην Τσετσενία, είχε διατηρήσει την επαφή του με την

τσετσενική γλώσσα και είχε αναπτύξει ιδιαίτερα την τσετσενική του ταυτότητα. Τα

χαρακτηριστικά του αυτά συνδυασμένα με την επιτυχή στρατιωτική του καριέρα τον

βοήθησαν να προβληθεί ως αρχηγός του τσετσενικού εθνικισμού της εποχής.54

Στις 27 Οκτωβρίου 1991, το αντι-Κομμουνιστικό Εθνικιστικό Κογκρέσο της

Τσετσενίας διεξήγαγε Προεδρικές εκλογές, μετά τις οποίες ο Ντουντάγιεφ εξελέγη

Πρόεδρος της Τσετσενίας, με ποσοστό ψήφων 90%, πλειοψηφία που διαμορφώθηκε από

την προσέλευση σε ψηφοφορία του 72% του εκλογικού σώματος.55

Η Ρωσία

αμφισβήτησε τη νομιμότητα και το αποτέλεσμα των εκλογών στην Τσετσενία. Η

αμφισβήτηση αυτή οφείλεται στην ασυνεπή στάση, της Ρωσίας στην περιοχή καθ’ όλη

την περίοδο του 1990 και του 1991. Έτσι, ενώ αρχικά είχε υποστηρίξει τον Ντουντάγιεφ

και το αντι-Κομμουνιστικό Εθνικιστικό Κογκρέσο της Τσετσενίας, προκειμένου να

ανατραπεί ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ της Τσετσενίας Ντόκου Ζαβγκάγιεφ, στον

53

Carlotta Gall & Thomas De Waal: Chechnya: A Small Victorius War, Pan Original,

London,1997, σελ. 76-102 και Valery Tishkov, op. cit, 188-198 54

Valery Tishkov, op. cit, σελ. 198-206 και Sebastian Smith: Allah’s Mountains: The Battle for

Chechnya, I. B. Tauris Publications, London 1998, σελ. 122-128. 55

Η Ινγκουσετία αρνήθηκε τότε τη συμμετοχή της στις εκλογές επιλέγοντας να παραμείνει

κομμάτι της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Οι δύο κοινότητες συμφώνησαν σε αυτήν την εξέλιξη και

έτσι χώρισαν τα εδάφη τους χωρίς να εμπλακούν σε αψιμαχίες. Για το θέμα βλ. Valery Tishkov:

op. cit, σελ. 198-206.

35

οποίο ο Πρόεδρος Γιέλτσιν χρέωνε την αδυναμία του να αντιδράσει στο πραξικόπημα

του Αυγούστου του 1990, στη συνέχεια, βλέποντας τις διεκδικήσεις των Τσετσένων να

αυξάνονται, αντέδρασε στην διενέργεια των εκλογών από το Κογκρέσο της Τσετσενίας

και ως εκ τούτου δεν αναγνώρισε τα αποτελέσματα τους. Η ενέργεια αυτή της Ρωσίας

δεν πτόησε τους Τσετσένους και ιδιαίτερα το Ντουντάγιεφ, ο οποίος κήρυξε την

ανεξαρτησία της Τσετσενίας την 1 Νοεμβρίου 1991.56

Η αντίδραση της Ρωσίας ήταν άμεση. Στις 7 Νοεμβρίου υπεγράφη διάταγμα

σύμφωνα με το οποίο η Τσετσενία ετίθετο σε κατάσταση ανάγκης, ενώ την επόμενη

μέρα υπήρξε και επίσημη επιβεβαίωση του γεγονότος από την Ρωσική τηλεόραση. Το

νεοεκλεγέν Τσετσενικό Κοινοβούλιο σε έκτακτη συνεδρίαση του εκχώρησε στον

Ντουντάγιεφ όλες τις απαραίτητες αρμοδιότητες, προς τον σκοπό της υπεράσπισης της

ανεξαρτησίας της Τσετσενίας. Την ίδια νύχτα η Ρωσία απέστειλε στρατεύματα στην

βάση Κανκάλα, έξω από το Γκρόζνι. Η αδυναμία της Ρωσίας να οργανώσει σωστά την

επιχείρηση από άποψη υποστήριξης και η άρνηση κάποιων κυβερνητικών παραγόντων

στην Ρωσία να λάβουν βίαια μέτρα κατά της Τσετσενίας, επειδή το διάταγμα είχε

εκδοθεί από τον Μπόρις Γιέλτσιν και όχι από τον Πρόεδρο Γκορμπατσόφ (την εποχή

εκείνη δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί η επίσημη διάλυση της ΕΣΣΔ), οδήγησαν σε

αποτυχία της επιχείρησης. Έτσι, το πρωί της 9ης Νοεμβρίου η βάση είχε περικυκλωθεί

από Τσετσένους, ενώ την ίδια στιγμή μία μεγάλη διαδήλωση διαμαρτυρίας είχε

οργανωθεί στο Γκρόζνι. Το ίδιο απόγευμα, ο Ρώσος Αναπληρωτής Υπουργός

Εσωτερικών Κομισάροβ έφτασε στο Γκρόζνι, προκειμένου να συζητήσει με το

Ντουντάγιεφ και συμφώνησε στην αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων.

Παράλληλα, στη Μόσχα, συνεδρίασε το Ανώτατο Σοβιέτ, το οποίο αποφάσισε την

ανάκληση της κατάστασης ανάγκης. Η εξέλιξη αυτή αύξησε τη δημοτικότητα του

Ντουντάγιεφ, νομιμοποίησε την πολιτική του και μείωσε την επιρροή των αντιπάλων

του, καθιστώντας τον απόλυτο κυρίαρχο στην πολιτική ζωή της Τσετσενίας. Παράλληλα

η αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων από την Τσετσενία που ολοκληρώθηκε τον

56

Carlotta Gall & Thomas De Waal, op. cit, σελ. 76-102 και

Marta-Lisa Magnusson: The Negotiation Process Between Russia and Chechnya: Strategies,

Achievements and Future Problems, στο internet: www.caucasus.dk/publications.htm

36

Μάρτιο του 1992, σήμανε τον εξοπλισμό των Τσετσένων με όπλα, καθώς τα ρωσικά

στρατεύματα άφησαν πίσω όλο τον πολεμικό εξοπλισμό τους.57

Στις 12 Μαρτίου 1992, η Τσετσενία ψήφισε ένα νέο Σύνταγμα, σύμφωνα με το

οποίο η Τσετσενία ανακηρύσσετο ένα ανεξάρτητο κράτος και ισότιμο μέλος της διεθνούς

κοινωνίας. Η ψήφιση του εν λόγω Συντάγματος θεωρήθηκε ως πρόκληση από την

Ρωσική πλευρά, ιδιαίτερα στο σημείο που όριζε ότι η Τσετσενία αποτελεί υποκείμενο

του διεθνούς δικαίου. Ακόμα, όμως και ο χρόνος ψήφισης του Συντάγματος αποτέλεσε

πρόκληση, αφού αυτό ψηφίστηκε δύο μόλις εβδομάδες πριν την υπογραφή της

Ομοσπονδιακής Συνθήκης (η οποία είχε προγραμματιστεί για τις 2 Μαρτίου) και την

οποία ο Ντουντάγιεφ αρνήθηκε να υπογράψει.58

Αν και η Ρωσική πλευρά εξέλαβε τις παραπάνω ενέργειες ως προκλήσεις από την

Τσετσενική πλευρά δεν αντέδρασε στις εξελίξεις με βίαιο τρόπο, υιοθετώντας μία

πολιτική οικονομικών κυρώσεων και συκοφάντησης του καθεστώτος στην Τσετσενία και

αγνοώντας τις αιτήσεις και τα παράπονα των Τσετσένων. Από τη μεριά τους οι

Τσετσένοι απολάμβαναν την de facto ανεξαρτησία τους από την Ρωσική κυβέρνηση.59

Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1992, έγινε μία σειρά επαφών μεταξύ Ρώσων

και Τσετσένων αξιωματούχων, σκοπός της οποίας ήταν η εξεύρεση μίας κοινά

αποδεκτής λύσεως για το status quo της Τσετσενίας. Εντούτοις, η Ρωσική πλευρά

αντιμετώπιζε τις εν λόγω επαφές ως ανεπίσημες συνομιλίες, ενώ η Τσετσενική θεωρούσε

ότι οι εν λόγω επαφές θα οδηγούσαν στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας.

Το φθινόπωρο 1992 παρουσιάστηκε κίνδυνος για την πορεία των συνομιλιών, οπότε

έγινε και η πρώτη απόπειρα ανάληψης πολεμικών επιχειρήσεων από την πλευρά της

Ρωσίας, στα πλαίσια της σύγκρουσης μεταξύ της Ινγκουσετίας και της Οσσετίας, όταν

Ρωσικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στα σύνορα με την Τσετσενία. Η κατάσταση

βέβαια εκτονώθηκε γρήγορα και στις 13 Νοεμβρίου υπεγράφη ένα πρωτόκολλο μεταξύ

57

Carlotta Gall & Thomas De Waal, op. cit, σελ. 76-102 και

Valery Tishkov, op. cit, σελ. 198-206.

Επίσης: Marta-Lisa Magnusson: The Failure of Conflict Prevention and Management: The Case

of Chechnya Part I: Conflict Assessment and Pre-War Escalation, στο internet:

www.caucasus.dk/publications.htm 58

Marta-Lisa Magnusson, op. cit: www.caucasus.dk/publications.htm 59

Krag Helen: Ethno-Radicalism and Centralist Rule: Western and Eastern Europe at the End of

the Twentieth Century. Case Study: Chechnya and the Caucasus, στο internet:

www.caucasus.dk/publications.htm

37

των Ρώσων και των Τσετσένων, σύμφωνα με το οποίο αποσύρθηκαν τα ρωσικά

στρατεύματα από τα σύνορα της Τσετσενίας. Στη συνέχεια, τον Ιανουάριο του 1993, η

Ρωσική και η Τσετσενική πλευρά βρέθηκαν εκ νέου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων,

προκειμένου να επιτευχθεί η υπογραφή μίας συμφωνίας αναδιανομής των εξουσιών

μεταξύ του εθνικού κέντρου και της Τσετσενίας. Οι διαπραγματεύσεις αυτές δεν

οδήγησαν εν τέλει στην σύναψη συμφωνίας. Ο ίδιος ο Ντουντάγιεφ δήλωσε ότι «δεν

είναι εφικτή καμία πολιτική συμφωνία μεταξύ Ρωσίας και Τσετσενίας».60

Διάφορες είναι οι ερμηνείες που έχουν δοθεί για την διακοπή αυτή των

διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ρωσικής και της Τσετσενικής πλευράς. Η Ρωσία

υποστήριξε ότι η διακοπή των διαπραγματεύσεων οφειλόταν στην αδιαλλαξία της

Τσετσενίας, και ιδιαίτερα του ίδιου του Ντουντάγιεφ. Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν

ότι το αδιέξοδο δημιουργήθηκε εξαιτίας της προσωπικής φιλοδοξίας του Ντουντάγιεφ, ο

οποίος απαιτούσε απευθείας συνομιλίες του ιδίου με τον Ρώσο Πρόεδρο Μπόρις

Γιέλτσιν, συνομιλίες οι οποίες όμως ήταν αδύνατον να επιτευχθούν λόγω της

προσωπικής αποστροφής του Προέδρου Γιέλτσιν στο πρόσωπο του Ντουντάγιεφ. Οι

αναλυτές αυτοί, μάλιστα, δίνουν μεγάλη σημασία στα συναισθήματα αντιπάθειας που

εξέτρεφε ο Πρόεδρος Γιέλτσιν για τον Ντουντάγιεφ, και υποστηρίζουν ότι η κλιμάκωση

της αντιπαράθεσης μεταξύ της Ρωσίας και της Τσετσενίας και η αδυναμία εξεύρεσης

πολιτικής λύσης στην προσπάθεια απόσχισης της Τσετσενίας οφείλεται ακριβώς στο

λόγο αυτό, συνδυασμένο με την άκαμπτη στάση του Ντουντάγιεφ. Κάποιοι άλλοι

αναλυτές πάλι υποστηρίζουν ότι η διακοπή των διαπραγματεύσεων οφείλεται στην

αδιαλλαξία της ρωσικής πολιτικής και στο φόβο της ότι οποιαδήποτε πολιτική

παραχώρηση στην Τσετσενία θα σηματοδοτούσε την έκρηξη και άλλων αποσχιστικών

διεκδικήσεων στην περιοχή του Καυκάσου, φόβος ο οποίος δεν ήταν ιδιαίτερα

αδικαιολόγητος εάν κανείς αναλογιστεί την ήδη ταραχώδη κατάσταση στην περιοχή και

την στάση των δώδεκα από τις είκοσι μία δημοκρατιών της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά

την υπογραφή του Ρωσικού Ομοσπονδιακού Συντάγματος, όπου κάποιες από αυτές

60

Carlotta Gall & Thomas De Waal, op. cit, σελ. 103-123 και

Valery Tishkov, op. cit,7, σελ. 212-216.

Επίσης: Marta-Lisa Magnusson, op. cit: www.caucasus.dk/publications.htm

38

καταψήφισαν το Σύνταγμα, ενώ άλλες δεν κατάφεραν να επικυρώσουν τα σχετικά

δημοψηφίσματα λόγω αποχής των ψηφοφόρων.61

Τον Ιούνιο του 1993, ο Ντουντάγιεφ προχώρησε στην διάλυση του Κοινοβουλίου

συγκεντρώνοντας όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στη

μείωση της δημοτικότητάς του και στην ανάπτυξη ενός κινήματος εσωτερικής

αντιπολίτευσης με φιλορωσικό χαρακτήρα η οποία βρήκε την έκφρασή της στο πρόσωπο

του Ομάρ Αβτουκάνοβ, δημάρχου της επαρχίας Νανττερέτνι (Nadteretnyj). Στα τέλη του

1993 ο Αβτουκάνοβ έγινε αρχηγός του Αντιπολιτευτικού Προσωρινού Συμβουλίου, το

οποίο στην συνέχεια αυτοανακηρύχθηκε ως η μόνη νόμιμη αρχή της Τσετσενίας.62

Το μεγαλύτερο λάθος της Μόσχας εκείνη την εποχή ήταν η παροχή υποστήριξης

στην αντιπολίτευση και η διακοπή των διαπραγματεύσεων με τον Ντουντάγιεφ, ο οποίος

είχε την ουσιαστική εξουσία στα χέρια του και ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να

επηρεάσει την κοινή γνώμη στην Τσετσενία. Η επιλογή αυτή της Ρωσίας οδήγησε στην

κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ της Ρωσικής και Τσετσενικής πλευράς. Η Ρωσία

ξεκίνησε αρχικά να υποστηρίζει οικονομικά και πολιτικά την αντιπολίτευση, η οποία

στις 26 Αυγούστου του 1994 προέβη σε πολιορκία του Γκρόζνι. Η εν λόγω επιχείρηση, η

οποία απέτυχε, είχε χρηματοδοτηθεί από την Μόσχα. Στις αρχές του Νοεμβρίου του

ίδιου έτους η Ρωσική μυστική υπηρεσία απέστειλε ένοπλες δυνάμεις προς υποστήριξη

μιας νέας προσπάθειας των αντιπολιτευομένων δυνάμεων να καταλάβουν το Γκρόζνι. Η

απόπειρα αυτή επίσης απέτυχε και εβδομήντα ομοσπονδιακοί αξιωματικοί

αιχμαλωτίστηκαν από τους μαχητές του Ντουντάγιεφ. Το Ρωσικό Συμβούλιο Ασφαλείας

αποφάσισε στις 29 Νοεμβρίου την επίλυση του Τσετσενικού προβλήματος ακόμα και με

την χρήση βίας. Στις 6 Δεκεμβρίου ο Ρώσος Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Πάβελ

Γκράσεβ, ταξίδεψε στο Νασράν προκειμένου να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση των

αιχμαλώτων με το καθεστώς Ντουντάγιεφ. Η συνάντηση αυτή αποτέλεσε την τελευταία

πολιτική επαφή μεταξύ της Ρωσίας και της Τσετσενίας. Στις 11 Δεκεμβρίου του 1994

Ρωσικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν στα σύνορα με την Τσετσενία με σκοπό την

«αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης στην Δημοκρατία της Τσετσενίας με κάθε

61

Valery Tishkov, op. cit, σελ. 212-216 και Galina Starovoitova: Sovereignty after Empire: Self-

Determination Movements in the Former Soviet Union στο internet:

www.usip.org/pubs/pworks/pwks19/pwks19.html 62

Sebastian Smith, op. cit, σελ. 135-143.

39

διαθέσιμο τρόπο», κατ’ εφαρμογήν των διαταγμάτων που είχε εκδώσει ο Πρόεδρος

Γιέλτσιν στις 30 Νοεμβρίου και στις 9 Δεκεμβρίου αντίστοιχα.63

Οι λόγοι που οδήγησαν του Ρώσους να ξεκινήσουν πολεμικές επιχειρήσεις κατά

της Τσετσενίας ήταν πολλοί. Κατ΄ αρχήν ο Πρόεδρος Γιέλτσιν όφειλε να λύσει το

πρόβλημα του πετρελαιαγωγού του Καυκάσου. Η Ρωσία είχε ήδη υπογράψει το

Σεπτέμβριο μία μεγάλη συμφωνία για τα πετρέλαια της Κασπίας και η πετρελαϊκή

βιομηχανία ήθελε να εξασφαλίσει την σταθερότητα των περιοχών από τις οποίες θα

περνούσε το πετρέλαιο. Η αποκατάσταση λοιπόν της τάξης στην Τσετσενία καθίστατο

επιτακτική για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Πολλοί βέβαια υποστήριζαν ότι ο

πετρελαιαγωγός θα μπορούσε να παρακάμπτει το έδαφος της Τσετσενίας, αλλά το σχέδιο

αυτό είχε το μειονέκτημα ότι για την εφαρμογή του θα απαιτούνταν αρκετά χρόνια,

μεγαλύτερη δαπάνη και οπωσδήποτε μακροχρόνιες πολιτικές. Παραταύτα, ο βασικός

λόγος που επέβαλε το ξέσπασμα του πολέμου ήταν πολιτικός. Εκείνη την εποχή ο

Γιέλτσιν βρισκόταν μόνο δύο χρόνια πριν από το τέλος της θητείας του το 1996, θητεία

την οποία διακαώς επιθυμούσε να ανανεώσει. Η δημοτικότητά του έπεφτε συνεχώς, ενώ

ταυτόχρονα είχε να αντιμετωπίσει την οργή των εθνικιστών για την διάλυση της

Σοβιετικής Ένωσης και την κριτική των δημοκρατικών για το χάος που είχε

δημιουργηθεί από την είσοδο του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας και των

δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Οι λόγοι αυτοί σε συνδυασμό με την μεγάλη

συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπό του, σύμφωνα με όσα προβλέπει το Ρωσικό

ομοσπονδιακό Σύνταγμα, και την επιρροή που του ασκούσε το περιβάλλον του, υπήρξαν

καταλυτικοί παράγοντες για την απόφαση του Προέδρου Γιέλτσιν να ξεκινήσει

πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τσετσένων, η έκβαση των οποίων θα μπορούσε να

είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της θητείας του και το εισιτήριο για την επανεκλογή

του.64

63

Marta-Lisa Magnusson: The Negotiation Process Between Russia and Chechnya: Strategies,

Achievements and Future Problems, στο internet: www.caucasus.dk/publications.htm και

The Search for Peace in Chechnya: A Sourcebook 1994-1996 - Chronology of the Peace Process,

στο internet: www.ciaonet.org 64

Carlotta Gall & Thomas De Waal, op. cit, σελ. 102-123.

Valery Tishkov, op. cit, σελ. 124-136 και

Sebastian Smith, op. cit, σελ. 135-143.

Επίσης: Helen Krag: Ethno-Radicalism and Centralist Rule: Western and Eastern Europe at the

End of the Twentieth Century. Case Study: Chechnya and the Caucasus, στο internet:

40

Η έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων στο έδαφος της Τσετσενίας σηματοδότησε

και την προσπάθεια της Ρωσικής πλευράς να δώσει μια δική της ερμηνεία για τα

γενεσιουργά αίτια της διαμάχης και την απόφασή της να επέμβει δυναμικά. Έτσι

απαγορεύθηκε η είσοδος στο έδαφος της Τσετσενίας σε δημοσιογράφους,

δημοσιογραφικά πρακτορεία, διεθνείς κυβερνητικούς και μη κυβερνητικούς

οργανισμούς. Η Ρωσική πλευρά έκανε λόγο για προσπάθεια αποκατάστασης της

συνταγματικής τάξης, η οποία είχε διαταραχθεί από μια σειρά τρομοκρατικών ενεργειών

μιας ομάδας ατόμων, τα οποία είχαν παρανόμως καταλάβει την εξουσία. Η ρωσική

τηλεόραση αναφερόταν συνεχώς σε τρομοκράτες και εγκληματίες. Έφτασε μάλιστα

μέχρι του σημείου να μεταδώσει λίγες ώρες μετά την ρωσική εισβολή στην Τσετσενία

εικόνες που έδειχναν την ρωσική σημαία αναρτημένη στο Προεδρικό Μέγαρο του

Γκρόζνι, σε μία προσπάθεια να πείσει για την γρήγορη και εύκολη νίκη της. Οι εικόνες

αυτές κυκλοφόρησαν ανά τον κόσμο μέχρι που έγινε γνωστό ότι ήταν κατασκευασμένες.

Η Ρωσία προσπάθησε να μπλοκάρει την παροχή πληροφοριών από την Τσετσενία προς

το εξωτερικό, προκειμένου να πείσει την διεθνή κοινή γνώμη ότι η εν λόγω σύγκρουση

αφορούσε μια περιορισμένης κλίμακος επιχείρηση που στόχευε στην αποκατάσταση της

τάξης στο εσωτερικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας.65

Στις 11 Δεκεμβρίου του 1994 οι Ρωσικές δυνάμεις ξεκίνησαν την επίθεσή τους.

Αυτό το οποίο ο Γραμματέας του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Ολέγκ Λομπόβ

(Oleg Lobov) χαρακτήρισε «ένα σύντομο νικηφόρο πόλεμο» απεδείχθη μία σύγκρουση η

οποία κράτησε 21 ολόκληρους μήνες και κατέληξε σε συντριβή των Ρωσικών

στρατευμάτων. Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ του Ρωσικού στρατού και των

Τσετσένων αυτονομιστών δεν είναι ξεκάθαρος, καθώς τα στοιχεία που παραθέτουν και οι

δύο πλευρές δεν συμφωνούν. Είναι πάντως σίγουρο ότι ο Ρωσικός στρατός δεν ήταν ούτε

τόσο καλά οργανωμένος, όσο το Κρεμλίνο ήθελε να πιστεύει, ούτε τόσο καλά

προετοιμασμένος για να φέρει εις πέρας μία πολεμική επιχείρηση ευρείας κλίμακος. Οι

επιχειρήσεις ξεκίνησαν από τα σύνορα της Τσετσενίας με την Ινγκουσετία και το

Νταγκεστάν και οι Ρωσικές δυνάμεις προχώρησαν προς το Γκρόζνι. Ο κακός καιρός

όμως, που δεν επέτρεπε την αεροπορική υποστήριξη των χερσαίων επιχειρήσεων και η

www.caucasus.dk/publications.htm και Emma Fulton: Soviet Legacies, Russian Accommodative

Strategies: Tartarstan and Chechnya, στο internet: www.marginalcow.com/sympfiles/fulton.pdf 65

Krag Helen, op. cit: www.caucasus.dk/publications.htm

41

σποραδική αντίσταση που συνάντησαν τα Ρωσικά στρατεύματα καθυστέρησαν την άφιξη

των Ρωσικών στρατευμάτων στα περίχωρα του Γκρόζνι. Η άφιξη των Ρωσικών

στρατευμάτων στο Γκρόζνι δεν σηματοδότησε την αποχώρηση των Τσετσένων μαχητών

προς τα βουνά, όπως περίμεναν οι Ρώσοι. Αντιθέτως οι Τσετσένοι χρησιμοποίησαν το

νότιο μέρος της πόλης, το οποίο ήταν αφύλακτο, προκειμένου να ενισχύσουν την πόλη.

Η υπεράσπιση του Γκρόζνι είχε ανατεθεί στον Ασλάν Μασκάντοβ, αρχηγό του

Τσετσενικού Επιτελείου. Σοβαρό ρόλο διαδραμάτισε εκείνη την εποχή και ο τοπικός

διοικητής Σαμίλ Μπασάγιεφ με τους άντρες του.66

Η επίθεση κατά του Γκρόζνι ξεκίνησε στις 31 Νοεμβρίου και ολοκληρώθηκε στις

3 Ιανουαρίου. Οι Τσετσένοι αντιστάθηκαν εντυπωσιακά, αλλά στην πορεία

αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν αφήνοντας το Γκρόζνι στον έλεγχο των Ρώσων. Ο

Πρόεδρος Γιέλτσιν δήλωσε ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Τσετσενία είχαν σχεδόν

ολοκληρωθεί και το μόνο που απέμενε ήταν η αποκατάσταση του νόμου και της τάξης

στην χώρα. Η επίθεση κατά του Γκρόζνι ήταν μία από τις πλέον θανατηφόρες

επιχειρήσεις της Ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης. Αν και η Ρωσία αναφέρει έναν μικρό

αριθμό στρατιωτών, οι οποίοι σκοτώθηκαν ή αγνοούνται, οι απώλειες αμάχων είναι πάρα

πολύ υψηλές. Ο αριθμός των νεκρών από τον άμαχο πληθυσμό έφτασε στις 27.000, ενώ

268.000 άτομα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη και να αναζητήσουν

καταφύγιο είτε στην επαρχία είτε σε γειτονικές περιοχές. Επίσης κανένα στοιχείο δεν

υπάρχει για τις απώλειες στις τάξεις των Τσετσένων μαχητών.67

Η Τσετσενική πλευρά, έχοντας χάσει την πρωτεύουσα αναδιπλώθηκε στην επαρχία

και τις ορεινές περιοχές, απ΄ όπου εξαπέλυε μικρής κλίμακος επιθέσεις. Στο μεταξύ στο

Γκρόζνι είχε εγκατασταθεί φιλορωσική κυβέρνηση αρχικά με αρχηγό τον Σαλαμπέκ

Καντίεβ (Salambek Khadiev) και αργότερα τον Ντοκού Ζαβγκάγιεφ (Doku Zavgaev), η

οποία ζούσε σχεδόν σε συνθήκες ομηρίας, εξαιτίας των συνεχιζόμενων σποραδικών

επιθέσεων Τσετσενικών δυνάμεων στο Γκρόζνι. Εντωμεταξύ, τον Ιούνιο του

1995Τσετσένοι αυτονομιστές εισέβαλαν σε ρωσικό έδαφος και συνέλαβαν 227 ομήρους

εντός ενός νοσοκομείου, το οποίο βρισκόταν στην επαρχία της Σταυρούπολης. Η

ενέργεια αυτή έφερε σε δύσκολη θέση το Κρεμλίνο, το οποίο δια μέσω του

66

Ib Faurby: The Battle(s) of Grozny, στο Baltic Defense Review/No.2, 1999, σελ. 75-87 και

Sebastian Smith, op. cit, σελ. 135-143. 67

Ibid, σελ. 135-143.

42

πρωθυπουργού Βίκτωρ Τσερνομίρντιν (Victor Chernomyrdin), υποστήριζε ότι η Ρωσική

κυβέρνηση είχε λάβει όλα τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσει

τρομοκρατικές επιθέσεις εντός ρωσικού εδάφους.68

Τον Αύγουστο του 1995 υπεγράφη μεταξύ των δύο πλευρών μία εύθραυστη

συμφωνία για παύση πυρός. Η υπογραφή αυτής της συμφωνίας οφειλόταν εν μέρει στην

αυξανόμενη κούραση και των δύο πλευρών από τις συνεχιζόμενες αντιπαραθέσεις, και

προέβλεπε άμεση παύση των εχθροπραξιών, ανταλλαγή αιχμαλώτων και σταδιακή

αποχώρηση των Ρωσικών δυνάμεων, με αντάλλαγμα την παράδοση του οπλισμού των

Τσετσένων αυτονομιστών. Η συμφωνία για παύση πυρός ήταν μία λογική κίνηση προς

την σταδιακή ειρήνευση της περιοχής, η οποία όμως υπονομεύθηκε από επίθεση που

δέχθηκε στο Γκρόζνι ο τότε Πρόεδρος της Τσετσενίας Ντοκού Ζαβγκάγιεφ (Doku

Zavgaev). Η επίθεση αυτή σηματοδότησε το τέλος της τετράμηνης ανακωχής, καθώς το

Κρεμλίνο θεώρησε την επίθεση αυτή ως τρομοκρατική ενέργεια η οποία οφειλόταν στην

έλλειψη πειθαρχίας και διάθεσης προς συνδιαλλαγή από μέρους των Τσετσένων, ενώ οι

Τσετσένοι αυτονομιστές κατηγόρησαν το Κρεμλίνο ότι δεν επιθυμούσε στην ουσία την

σύναψη ειρηνευτικής συμφωνίας.69

Στις αρχές του 1996 οι Ρωσικές δυνάμεις εξαπέλυσαν νέες επιθέσεις κατά πόλεων

και χωριών της Τσετσενίας, σε μία προσπάθεια να καταπνίξουν την τσετσενική

αντίσταση. Τον Μάρτιο του 1996 οι Τσετσένοι αυτονομιστές προχώρησαν σε μία

προσπάθεια ανακατάληψης του Γκρόζνι, η οποία κατέληξε σε οπισθοχώρηση των

Τσετσένων μετά από μια μικρή περίοδο αντιπαραθέσεων. Η επίθεση αυτή ταπείνωσε τις

Ρωσικές δυνάμεις και το καθεστώς Ζαβγκάγιεφ και σε συνδυασμό με την ολοένα και

αυξανόμενη αντιδημοτικότητα του Προέδρου Γιέλτσιν στην Ρωσία, λόγω αποτυχίας των

ρωσικών δυνάμεων να συντρίψουν τους τσετσένους αυτονομιστές τρεις μήνες πριν από

τις Προεδρικές εκλογές, επηρέασαν την απόφαση του Προέδρου Γιέλτσιν να αναλάβει

μία πρωτοβουλία για ειρήνευση της περιοχής στις 31 Μαρτίου 1996. Η εν λόγω

68

Ibid, σελ. 75-87 και Monica Dalton: Special Political, and Decolonization (SPD), Berkeley

Model United Nations. The Fifthieth Annual Session, στο internet: www.ocf.berkeley.edu/-

ucbmun/ 69

Carlotta Gall & Thomas De Waal: Chechnya: A Small Victorius War, Pan Original, London,

1997, σελ. 256-288.

43

πρωτοβουλία βέβαια εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά την επανεκλογή του Μπορίς Γιέλτσιν

ως Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας.70

Τον Απρίλιο του 1996 ο Ντουντάγιεφ σκοτώθηκε από έκρηξη κατευθυνόμενου

πυραύλου στο μυστικό αρχηγείο του στα βουνά του Καυκάσου. Αυτός ο θάνατος ήταν

ένα μεγάλο πλήγμα για τους Τσετσένους, το οποίο όμως αύξησε τον πόθο τους για

ανεξαρτησία, ενώ ταυτόχρονα μέχρι και τον Απρίλιο του 1996 οι Ρώσοι είχαν υποστεί

μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και πολεμικό υλικό. Τον Αύγουστο του 1996

οι Τσετσένοι προσπάθησαν εκ νέου να καταλάβουν το Γκρόζνι σε μία συντονισμένη

επιχείρηση υπό την ηγεσία του Σαμίλ Μπασάγιεφ. Η επιχείρηση αυτή σε αντίθεση με τις

προηγούμενες στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, ενώ ταυτόχρονα τα Ρωσικά στρατεύματα

στις πόλεις Argun και Gudermes παραδόθηκαν στους Τσετσένους αυτονομιστές. Οι

Ρώσοι προσπάθησαν να αντιδράσουν, αλλά όλα έδειχναν ότι αυτή η αντιπαράθεση όδευε

προς το τέλος της και αναδείκνυε απόλυτο νικητή τις τσετσενικές δυνάμεις. Στις 31

Αυγούστου ο Γραμματέας του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας Αλεξάντερ Λέμπεντ

έφτασε μέσω Νταγκεστάν στην Τσετσενία όπου και συνάντησε τον Ασλάν Μασκάντοβ.

Ο Λέμπεντ, ο οποίος ήταν από καιρό επικριτής της ρωσικής εκστρατείας στην Τσετσενία

κατάφερε να συνάψει μία συμφωνία με τον Μασκάντοβ για παύση πυρός, η οποία

οδήγησε και στην υπογραφή της ειρηνευτικής συμφωνίας του Khasavjurt.71

Η εν λόγω συμφωνία υπήρξε ένα αμάγαλμα πολλών προγενέστερων προτάσεων με

ένα βασικό σημείο διαφοροποίησης, αυτό που αφορούσε την αναβολή οποιασδήποτε

απόφασης σχετιζόμενης με το οριστικό status της Τσετσενίας για μία περίοδο πέντε

ετών. Εξίσου σημαντικό στοιχείο της συμφωνίας αυτής ήταν ο ίδιος ο τίτλος της, ο

οποίος αναφερόταν στις «σχέσεις μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της

Δημοκρατίας της Τσετσενίας». Ο τίτλος αυτός έγινε αποδεκτός και από τις δύο πλευρές

για διαφορετικούς όμως λόγους. Για την μεν Ρωσική πλευρά, η φράση «Δημοκρατία της

Τσετσενίας» δεν αφορούσε στην Τσετσενία ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά ως μία

αυτόνομη δημοκρατία εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ενώ για τους Τσετσένους η ίδια

φράση εξέφραζε τον πόθο τους για αναγνώριση της ανεξαρτησίας του κράτους τους.

70

Ib Faurby, op. cit, σελ. 75-87. 71

Carlotta Gall & Thomas De Waal, op. cit, σελ. 318-330.

Magnusson Marta-Lisa: The Negotiation Process Between Russia and Chechnya: Strategies,

Achievements and Future Problems, στο internet: www.caucasus.dk/publications.htm

Monica Dalton, op. cit: www.ocf.berkeley.edu/-ucbmun/

44

Σημεία αιχμής βέβαια στην εν λόγω συμφωνία ήταν όλες οι αναφορές στην προστασία

των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και τα δικαιώματα των

εθνικών μειονοτήτων. Οι δύο πλευρές θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τα πέντε αυτά

χρόνια προκειμένου να λύσουν τις διαφορές τους και να οριστικοποιήσουν θέματα, όπως

το καθεστώς της Τσετσενίας, με τη σύναψη μιας συμφωνίας η οποία θα έπρεπε να

υπογραφεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001. Η αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων θα

συνεχιζόταν και επίσης θα δημιουργούνταν μία κοινή ρωσοτσετσενική επιτροπή, η οποία

θα ήλεγχε την αναδιάρθρωση της οικονομίας στην περιοχή. Η επιτροπή αυτή

προβλέφθηκε καθαρά για λόγους γοήτρου της Ρωσικής πλευράς κι αυτό αποδείχθηκε στη

συνέχεια, οπότε και την διακυβέρνηση της περιοχής ανέλαβαν εξ ολοκλήρου οι

Τσετσένοι. Στις 27 Ιανουαρίου 1997 οι Τσετσένοι προσήλθαν σε εκλογές, η εγκυρότητα

των οποίων ελέγχθηκε και από παρατηρητές του ΟΑΣΕ. Ο μετριοπαθής Ασλάν

Μασκάντοβ εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας και επίσης ψηφίστηκε Κοινοβούλιο.72

Τα προαναφερθέντα γεγονότα σηματοδότησαν το τέλος της διετούς σύγκρουσης

μεταξύ της Ρωσίας και της Τσετσενίας, η οποία στοίχισε την ζωή περίπου 80.000

ανθρώπων, ενώ ανάγκασε ακόμα περισσότερους να εγκαταλείψουν την περιοχή,

δημιουργώντας έτσι ένα μεγάλο κύμα προσφύγων. Η νεοεκλεγείσα ηγεσία υπό τον

Ασλάν Μασκάντοβ, παρά τη νομιμοποίηση της μέσα από ελεύθερες και δημοκρατικές

εκλογές, δεν μπόρεσε να ελέγξει την κατάσταση στην Τσετσενία και να αναδιοργανώσει

την οικονομία της. Η διετής σύγκρουση είχε αφήσει πίσω της κατεστραμμένη την

τσετσενική οικονομία, η οποία ούτως ή άλλως δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ανθηρή. Η

έλλειψη οικονομικής βοήθειας από το εξωτερικό ή και την ίδια τη Ρωσία, κατέστησαν το

έργο της αναδιάρθρωσης της οικονομίας σχεδόν αδύνατο. Η κυβέρνηση Μασκάντοβ δεν

κατόρθωσε επίσης να αποκαταστήσει το νόμο και την τάξη στο εσωτερικό της

Τσετσενίας.73

Οι εγκληματικές ενέργειες αυξάνονταν καθημερινά, με ιδιαίτερη έμφαση

72

Carlotta Gall & Thomas De Waal, op. cit, σελ. 362-371 και

Christopher Hare: External Assistance to Secession Struggles: Could Afghan Regognition Of

Chechnya Legally Have Gone Further?, στο internet: www.ca-c.org/dataeng/hare.shtml 73

Η αδυναμία της κυβέρνησης Μασκάντοβ να ελέγξει την εγκληματικότητα και να επιβάλλει τον

νόμο και την τάξη οφείλονταν εν πολλοίς στην επιρροή που ασκούσαν εντός της Τσετσενίας

πρόσωπα, όπως ο Σαμίλ Μπασάγιεφ, τα οποία αρνούνταν να βοηθήσουν την κυβέρνηση

Μασκάντοβ στο έργο της. Σχετικά με το θέμα βλ. Svante Ε. Cornell: Peace or War? The

Prospects for Conflicts in the Caucasus, στο The Iranian Journal of International Affairs, vol. IX,

no.2, Summer 1997.

45

στην απαγωγή διαφόρων προσώπων για λύτρα. Η Ρωσία, απέφευγε κάθε συζήτηση με

την Τσετσενία, προκειμένου να εξευρεθεί πολιτική λύση για το status της Τσετσενίας,

σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην συμφωνία του Khasavyurt, γεγονός το οποίο

εξέθρεφε τις ελπίδες των Τσετσένων για σταδιακή de jure αναγνώριση της ανεξαρτησίας

τους. Για το λόγο αυτό η Τσετσενική κυβέρνηση προέβη σε μία σειρά κινήσεων, οι

οποίες υποδείκνυαν την ανεξαρτησία της Τσετσενίας από την Ρωσική Ομοσπονδία, όπως

η μη συμμετοχή Τσετσένων αντιπροσώπων στο Συμβούλιο της Ομοσπονδίας και στην

Δούμα, η έκδοση τσετσενικών διαβατηρίων και η άρνηση των Τσετσένων αξιωματούχων

να συμμετάσχουν με οποιονδήποτε τρόπο στην Ρωσική Κυβέρνηση.74

Από τη μεριά της η Ρωσική πλευρά δεν αντέδρασε βίαια σε αυτές τις εξελίξεις. Η

προηγούμενη σύγκρουση είχε προκαλέσει σημαντικά οικονομικά προβλήματα στη Ρωσία

και είχε φέρει σε δύσκολη θέση τον Πρόεδρο Γιέλτσιν. Εκτός του ότι είχε στοιχίσει τη

ζωή πολλών ρώσων στρατιωτών, είχε επιφέρει τεράστιες καταστροφές και πόνο τόσο

στην ίδια τη Ρωσία, όσο και σε γειτονικές περιοχές. Σε πολιτικό επίπεδο, η σύγκρουση

ενίσχυσε την εχθρότητα των Τσετσένων απέναντι στη Ρωσία και διεύρυνε το ήδη

υπάρχον χάσμα στις μεταξύ τους σχέσεις, με αποτέλεσμα να θεωρείται σχεδόν αδιανόητη

η επιστροφή της Τσετσενίας στους κόλπους της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Επίσης,

δημιούργησε ένα επιπρόσθετο βάρος στον ήδη ελλειμματικό ομοσπονδιακό

προϋπολογισμό και αύξησε ακόμα περισσότερο την δυσαρέσκεια των Ρώσων στο

πρόσωπο του Προέδρου Γιέλτσιν. Τέλος, επέφερε μεγάλο πλήγμα στο γόητρο του

ρωσικού στρατού, ο οποίος απεδείχθη ανέτοιμος να αντιμετωπίσει πολεμικές

επιχειρήσεις ευρείας κλίμακος, και της ίδιας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, η οποία

έδειξε ότι δεν διαθέτει την ικανότητα να επιβάλλει την τάξη εντός της Ομοσπονδίας. Στο

σημείο αυτό, αξίζει να τονιστεί ότι η Ρωσοτσετσενική σύγκρουση είχε επικριθεί έντονα

από τον ρωσικό λαό, ο οποίος μετά και την ταπεινωτική για την Ρωσία έκβαση των

πολεμικών επιχειρήσεων, είχε αρχίσει να διάκειται θετικότερα υπέρ της ανεξαρτησίας

74

The Crisis in Chechnya: Causes, Prospects, Solutions, Πρακτικά Συνεδρίου που οργανώθηκε

από το Princeton University-Liechtenstein Research Program on Self-Determination-LRPSD

Colloquium, March 2-4, 2000 στο internet: www.wws.princeton.edu/-lrpsd/chechnya.html

Krag Helen, op. cit: www.caucasus.dk/publications.htm

Επίσης: Carlotta Gall & Thomas De Waal, op. cit, σελ. 362-371

46

της Τσετσενίας, θεωρώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αυξανόταν η σταθερότητα και η

ευημερία της Ομοσπονδίας.75

Τον Αύγουστο του 1999, ξέσπασε μία νέα σύγκρουση μεταξύ των Ρώσων και των

Τσετσένων, όταν ακραίοι ισλαμιστές, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την

Τσετσενία, εισέβαλαν στο γειτονικό Νταγκεστάν, προκειμένου να αποσπάσουν την χώρα

από τη Ρωσική Ομοσπονδία και να εγκαθιδρύσουν ένα ανεξάρτητο ισλαμικό κράτος. Η

Ρωσία αντέδρασε άμεσα αποστέλλοντας στρατεύματα, προκειμένου να αντιμετωπίσει

τους εισβολείς. Την ίδια περίοδο, μία έκρηξη βόμβας στο Νταγκεστάν, και τέσσερις

ακόμα στην Μόσχα και την πόλη του Volgodonsk, οι οποίες στοίχισαν την ζωή 300

ατόμων, αποδόθηκαν από την ρωσική κυβέρνηση σε Τσετσένους «τρομοκράτες». Στο

σημείο αυτό βέβαια πρέπει να τονιστεί ότι η ρωσική κυβέρνηση έσπευσε να καταδικάσει

τις επιθέσεις ως έργο Τσετσένων «τρομοκρατών», χωρίς να προβεί σε ενδελεχή έλεγχο

της κατάστασης και ως εκ τούτου να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, που να

στήριζαν την κατηγορία της.76

Η κίνηση αυτή έσπρωξε κάποια από τα μέλη της Ρωσικής αντιπολίτευσης και τον

στρατηγό Αλεξάντερ Λέμπεντ να υποστηρίξουν ότι οι εν λόγω εκρήξεις ήταν έργο των

ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, του Πρωθυπουργού Βλαντιμίρ Πούτιν και άλλων

πολιτικών συμμάχων του Προέδρου Γιέλτσιν, προκειμένου να κατηγορήσουν τους

Τσετσένους και έτσι να εξασφαλίσουν την συναίνεση του ρωσικού λαού σε μία νέα

πολεμική επιχείρηση. Ένα άλλο πιο μετριοπαθές σενάριο έκανε λόγο για εκρήξεις που

οφείλονταν σε κακοσυντηρημένους αγωγούς γκαζιού, τις οποίες όμως εκμεταλλεύτηκε η

ρωσική κυβέρνηση για τους λόγους που προαναφέραμε.77

Παρά τις διαβεβαιώσεις της ρωσικής κυβέρνησης ότι η επιχείρηση θα είχε

περιορισμένη εμβέλεια, μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1999 είχαμε μία κλιμάκωση των

75

Edward Walker: No Peace, No War in the Caucasus: Secessionist Conflicts in Chechnya,

Abhasia and Nagorno-Karabakh, στο internet: www.ciaonet.org και

Marta-Lisa Magnusson: The Negotiation Process Between Russia and Chechnya: Strategies,

Achievements and Future Problems, στο internet: www.caucasus.dk/publications.htm 76

Second Chechnya War: 1999-???, ανάλυση από το Military Analysis Network, στο internet:

www.fas.org/man/dod-101/ops/war/chechnya2.htm 77

The Crisis in Chechnya: Causes, Prospects, Solutions, Πρακτικά Συνεδρίου που οργανώθηκε

από το Princeton University-Liechtenstein Research Program on Self-Determination-LRPSD

Colloquium, March 2-4, 2000 στο internet: www.wws.princeton.edu/-lrpsd/chechnya.html

και Ariel Cohen: The War in Chechnya: What is at Stake? στο internet:

www.heritage.org/library/backgrounder/bg1339.html

47

πολεμικών επιχειρήσεων, οι οποίες πλέον μεταφέρθηκαν εντός του εδάφους της

Τσετσενίας, και οδήγησαν στον δεύτερο ρωσοτσετσενικό πόλεμο μέσα σε μία περίοδο

πέντε ετών. Αυτή τη φορά η ρωσική πολεμική μηχανή υπήρξε πιο προετοιμασμένη τόσο

από άποψη εξοπλισμού, όσο και από στρατηγικής απόψεως. Η διείσδυση των χερσαίων

δυνάμεων στην Τσετσενία συνοδεύτηκε από βομβαρδισμούς της ρωσικής αεροπορίας,

βομβαρδισμούς, όμως, οι οποίοι στόχευαν αδιακρίτως τόσο στρατιωτικούς στόχους όσο

και τον άμαχο πληθυσμό. Ο τρόμος της πρώτης ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης είχε

επιστρέψει.78

Η Ρωσία ανέφερε ότι οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Τσετσενία είχαν στόχο την

αποδυνάμωση των «τρομοκρατών», οι οποίοι διέσπειραν τον τρόμο στην Ρωσία με τις

βομβιστικές εκρήξεις και τις απαγωγές Ρώσων και ξένων υπηκόων για λύτρα. Εντούτοις,

η νέα αυτή βίαια αντιπαράθεση σχετιζόταν αναμφίβολα και με την εσωτερική πολιτική

κατάσταση της Ρωσίας. Η έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων το 1999 δεν ήταν ένα

τυχαίο γεγονός, ιδιαίτερα εάν αναλογιστεί κανείς ότι η Ρωσία είχε μπει τότε σε

προεκλογική περίοδο για τις Προεδρικές εκλογές του 2000. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, τότε

Πρωθυπουργός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ήταν ένας εκ των υποψηφίων. Η στενή του

σχέση με το περιβάλλον του Μπόρις Γιέλτσιν και οι κατηγορίες που εκτοξεύονταν

εναντίον του τότε Προέδρου από την αντιπολίτευση για διαφθορά, καθιστούσαν την

εκλογή του «διαδόχου» του στο Προεδρικό αξίωμα μία μάλλον δύσκολη υπόθεση. Η

σύγκρουση με την Τσετσενία ήταν μία καλή ευκαιρία για να αποπροσανατολιστεί τόσο η

διεθνής όσο και η εσωτερική η κοινή γνώμη, και να στρέψει την προσοχή της από τα

σκάνδαλα διαφθοράς σε μία σύγκρουση που εμφανιζόταν επιβεβλημένη, προκειμένου να

προστατέψει τους ίδιους τους Ρώσους από την τρομοκρατία. Ο Πούτιν βάσιζε την

εκλογή του στην επιτυχή έκβαση της νέας ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης. Ο δε Ρωσικός

λαός, υπό το βάρος των προσφάτων πολύνεκρων βομβιστικών εκρήξεων, υποστήριζε

αυτή τη φορά σε πολύ μεγάλο βαθμό τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ακόμα και οι

διανοούμενοι ή τα κόμματα της αντιπολίτευσης, δεν άσκησαν την πρέπουσα κριτική και

παρέμειναν αδρανή στην νέα επίθεση της Ρωσίας κατά της Τσετσενίας.79

78

Rajan Menon & Graham E. Fuller: Russia’s Ruinous Chechen War, στο foreign Affairs,

March/April 2002, vol.79, no.2. 79

Ignacio Ramonet: Tsetsenie, στη Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2000 και

Vicken Cheterian: La Russie s’enlise en Tsetsenie-Destructions et Exactions, στη Monde

Diplomatique, Μάρτιος 2002.

48

Υπό την καθοδήγηση του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ρωσικός στρατός εισέβαλε στην

Τσετσενία, καταστρέφοντας ό,τι έβρισκε μπροστά του. Εκατοντάδες χιλιάδες άμαχου

πληθυσμού έχασαν την ζωή τους από τους βομβαρδισμούς, ενώ αναφορές υπάρχουν και

για εσκεμμένες επιθέσεις των ρωσικών στρατευμάτων εναντίον αμάχων. Η δεύτερη αυτή

βίαια σύγκρουση δημιούργησε ένα νέο κύμα προσφύγων, οι οποίοι εγκατέλειψαν εκ νέου

τις εστίες τους και κατέφυγαν σε γειτονικές περιοχές.80

Βασικός στόχος των Ρωσικών πολεμικών επιχειρήσεων ήταν και αυτή τη φορά

αρχικά η κατάληψη του Γκρόζνι και των άλλων αστικών κέντρων και στη συνέχεια η

εξόντωση των τσετσένων αυτονομιστών στην επαρχία και στις ορεινές περιοχές.

Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός χωρίς μεγάλες απώλειες για τον ρωσικό

στρατό επιλέχθηκε ο χωρισμός των επιχειρήσεων σε δύο φάσεις, όπου αρχικά διάφορες

περιοχές θα βομβαρδίζονταν από τη ρωσική αεροπορία, και στη συνέχεια θα

ακολουθούσε η ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων σε αυτά τα εδάφη. Το Γκρόζνι,

πρωτεύουσα της Τσετσενίας, ισοπεδώθηκε σχεδόν από τους βομβαρδισμούς, ενώ ρώσοι

στρατιωτικοί δήλωναν ότι δεν υφίσταται λόγος η πόλη αυτή να ξαναχτιστεί μετά τον

πόλεμο, δήλωση η οποία υπονοούσε ότι η καταστροφή της πόλης υπήρξε μία εσκεμμένη

ενέργεια, και όχι απαραίτητο μέρος των πολεμικών επιχειρήσεων.81

Κατά το έτος 2000, έτος των Προεδρικών εκλογών, οπότε και ο Βλαντιμίρ Πούτιν

κατόρθωσε να εκλεγεί στο αξίωμα του Προέδρου, οι πολεμικές επιχειρήσεις

συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, παρά τη διαβεβαίωση της ρωσικής κυβέρνησης ότι οι

πολεμικές επιχειρήσεις όδευαν προς το τέλος τους. Τον Ιούνιο του 2000, ο νέος

Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν έθεσε την Τσετσενία υπό «ευθεία Προεδρική

διοίκηση», υπονοώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την συνέχιση των πολεμικών

επιχειρήσεων. Μέχρι τότε η Ρωσία είχε καταφέρει να ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος των

αστικών περιοχών της Τσετσενίας, με αποτέλεσμα οι τσετσένοι αυτονομιστές να έχουν

Επίσης: The Crisis in Chechnya: Causes, Prospects, Solutions, Πρακτικά Συνεδρίου που

οργανώθηκε από το Princeton University-Liechtenstein Research Program on Self-

Determination-LRPSD Colloquium, March 2-4, 2000 στο internet: www.wws.princeton.edu/-

lrpsd/chechnya.html 80

Neil MacFarlane: Chechnya: What the International Community Can Do To Settle The

Problem? στο internet: www.ca-c.org/dataeng/McFarlane.shtml 81

Second Chechnya War: 1999-???, ανάλυση από το Military Analysis Network, στο internet:

www.fas.org/man/dod-101/ops/war/chechnya2.htm και

Ib Faurby,op. cit, σελ. 75-87.

49

οπισθοχωρήσει στις ορεινές περιοχές απ’ όπου συνέχιζαν τον πόλεμο χρησιμοποιώντας

τακτικές ανταρτοπολέμου, οι οποίες δυσκόλευαν τον ρωσικό στρατό. Ταυτόχρονα, στην

Τσετσενία είχε εγκατασταθεί φιλορωσική κυβέρνηση.82

Το Νοέμβριο του 2001, υπήρξε μία συνάντηση του Αχμάντ Ζακάγιεφ (Ahmad

Zakaiev), εκπροσώπου του Τσετσένου Προέδρου Ασλάν Μασκάντοβ με τον Βίκτορ

Καζάντσεβ (Victor Kazantsev), εκπροσώπου του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν,

στο αεροδρόμιο της Μόσχας, προκειμένου να συζητηθεί το θέμα της Τσετσενίας και να

εξευρεθεί μία πολιτική λύση που θα σηματοδοτούσε την λήξη της σύγκρουσης. Η εν

λόγω συνάντηση δεν είχε συνέχεια, και οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν

αμείωτες. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η ρωσική πλευρά, ιδιαίτερα μετά την

εκλογή Πούτιν στο αξίωμα του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, παρότι προέβη σε

αυτήν την συζήτηση, δεν αναγνώριζε την κυβέρνηση Μασκάντοβ ως τη νόμιμη

κυβέρνηση της Τσετσενίας, καθώς επίσης είχε από καιρό σταματήσει να αναγνωρίζει την

ισχύ της Συμφωνίας του Khasavyurt, ζητώντας πλέον την επιστροφή και την πλήρη

ενσωμάτωση της Τσετσενίας στην Ρωσική Ομοσπονδία. Για το λόγο αυτό άλλωστε η

ρωσική πλευρά έκανε λόγο για μάχη κατά της «τρομοκρατίας», και όχι για προσπάθεια

αντιμετώπισης ενός αποσχιστικού κινήματος.83

Μέχρι σήμερα, και παρά τις διαβεβαιώσεις του Προέδρου Πούτιν τον περασμένο

Απρίλιο ότι «οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Τσετσενία μπορούν να θεωρούνται

ολοκληρωμένες» και ότι η Ρωσία θα αποσύρει σταδιακά τα στρατεύματα της από την

περιοχή, δεν έχει επέλθει η πολυπόθητη ομαλοποίηση στην περιοχή. Οι Τσετσένοι

αυτονομιστές συνεχίζουν την μάχη τους για ανεξαρτησία με όσα μέσα διαθέτουν, ενώ ο

ρωσικός στρατός ανταποδίδει τα πυρά. Προοπτική συνδιαλλαγής δεν υφίσταται, καθώς η

Ρωσία εθελοτυφλεί θεωρώντας τον αγώνα των Τσετσένων για ανεξαρτησία μία σειρά

τρομοκρατικών πράξεων και αρνείται να προβεί σε διαπραγματεύσεις με τα πρόσωπα

εκείνα, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν τους τσετσένους μαχητές και να οδηγήσουν σε

πολιτική λύση του προβλήματος. Η στάση της αυτή και η παροχή υποστήριξης στη

82

Vicken Cheterian: La Russie s’enlise en Tsetsenie-Destructions et Exactions, στη Monde

Diplomatique, Μάρτιος 2002 και

Monica Dalton, op. cit: www.ocf.berkeley.edu/-ucbmun/

Επίσης: Points de vue de l’ interieur sur le conflit tchetchene, σειρά συνεντεύξεων στο Le

Courrier des Pays de l’ Est, no.1004, σελ. 56-63. 83

Ibid, σελ. 56-63 και Vicken Cheterian, op. cit, Le Monde Diplomatique, Μάρτιος 2002.

50

φιλορωσική κυβέρνηση της Τσετσενίας, η νομιμότητα της οποίας δεν αναγνωρίζεται από

τον Τσετσενικό λαό, δείχνουν ότι οι συγκρούσεις στην περιοχή δεν θα σταματήσουν, και

ότι η βίαια αντιπαράθεση στην περιοχή θα συνεχιστεί αμείωτη για τα επόμενα χρόνια,

συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής.84

ΙΙ. Παράμετροι της Σύγκρουσης

Η ένταση στις σχέσεις της Ρωσίας και της Τσετσενίας έχει διαρκέσει μία δεκαετία,

διερχόμενη διαδοχικά φάσεις κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης. Οι Τσετσένοι διεκδικούν

το δικαίωμα τους σε αυτοδιάθεση και επιμένουν σε πλήρη άσκηση αυτού, μέσω της de

jure αναγνώρισης της ανεξαρτησίας τους. Την διεκδίκηση τους αυτή τη βασίζουν

ιστορικά στον αγώνα της ανεξαρτησίας τους κατά των Ρώσων, την περίοδο της

κατάκτησης του Καυκάσου από την Ρωσική αυτοκρατορία, στις διακρίσεις και τις

κακουχίες που υπέστησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Σοβιετικής περιόδου, και δη την

περίοδο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε ο Στάλιν με τη δικαιολογία της

συνεργασίας του τσετσενικού πληθυσμού με τους Γερμανούς προχώρησε σε μαζικές

εκτοπίσεις των Τσετσένων στο Καζακστάν, και στις συνέπειες των δύο

ρωσοτσετσενικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 1990.85

Ταυτόχρονα η Ρωσία θεωρεί ότι η Τσετσενία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της

Ρωσικής Ομοσπονδίας, το Σύνταγμα της οποίας, σε αντίθεση με το Σοβιετικό Σύνταγμα,

δεν αναγνωρίζει δικαίωμα απόσχισης στις Δημοκρατίες που αποτελούν την Ρωσική

Ομοσπονδία. Υπενθυμίζει δε συνεχώς ότι η Τσετσενία είναι αυτόνομη και όχι

ανεξάρτητη δημοκρατία εντός της Ομοσπονδίας, και ότι οποιαδήποτε ενέργεια που

στοχεύει στην απόσχιση της Τσετσενίας απειλεί την εδαφική ακεραιότητα της Ρωσικής

Ομοσπονδίας και την αρχή του σεβασμού των διεθνών συνόρων, δίνοντας έτσι το

δικαίωμα στη Ρωσία να υπερασπιστεί με κάθε πρόσφορο μέσο την εδαφική της

84

Michael Wines: Blast Kills 23 as Putin Declares War at End , στη New York Times, 19

Απριλίου 2002 και Points de vue de l’ interieur sur le conflit tchetchene, σειρά συνεντεύξεων στο

Le Courrier des Pays de l’ Est, no.1004, σελ. 56-63. 85

Tabib Huseynov: The Question of Self-Determination, Self-Secession, Irredentism and

Territorial Integrity in the Examples of the Conflict Over the Territory of the Mountainous

Karabakh and the Conflict in Chechnya in Comparative Perspectives, στο internet:

www.geocities.com/fantom_2000/Legal_aspects-Karabakh-Chechnya.htm

51

ακεραιότητα και να αποκαταστήσει την τάξη στο εσωτερικό της. Η Ρωσία άλλωστε

θεωρεί ότι οι αποσχιστικές διεκδικήσεις της Τσετσενίας είναι εσωτερικό ζήτημα της.86

Η Ρωσία βασίζει τα επιχειρήματα της στο διεθνές δίκαιο, και δη στις αρχές περί

εδαφικής κυριαρχίας και ακεραιότητας των κρατών, περί σεβασμού των διεθνών

συνόρων και μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών. Πρέπει άλλωστε

κανείς να μην λησμονεί ότι το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει μεν το δικαίωμα

αυτοδιάθεσης, απορρίπτει όμως την απόσχιση ως μορφή άσκησης αυτού του

δικαιώματος. Επίσης θεωρεί ότι το Σύνταγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αν και δεν έχει

υπογραφεί από την Τσετσενία, εντούτοις τη δεσμεύει, αφ’ ης στιγμής έχει τεθεί σε

εφαρμογή από τον Δεκέμβριο του 1993. Ταυτόχρονα, όμως, η τσετσενική πλευρά θεωρεί

ότι έχει ήδη ασκήσει το δικαίωμα της σε αυτοδιάθεση βασιζόμενη στην συνεχή

καταπίεση του τσετσενικού λαού και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

του, καθώς επίσης και στην άρνηση της να υπογράψει το Σύνταγμα της Ρωσικής

Ομοσπονδίας. Επίσης, υποστηρίζει ότι το δικαίωμα σε αυτοδιάθεση αναγνωρίζεται και

από την Συμφωνία του Khasavyurt, την εγκυρότητα βέβαια της οποίας αμφισβητεί η

σημερινή Ρωσική κυβέρνηση.87

Μία άλλη πολλή σημαντική παράμετρος της ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης αφορά

την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας από τις αρχές της πρώτης σύγκρουσης το 1994,

έως και σήμερα. Η ταραγμένη αυτή περίοδος χαρακτηρίστηκε από συνεχόμενες και

συστηματικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον χώρο της Τσετσενίας.

Κάποιες από αυτές τις παραβιάσεις σχετίζονται και με την δράση των τσετσένων

αυτονομιστών, και αφορούν ιδιαίτερα την λήψη ομήρων, είτε για λύτρα, είτε ως

αντίποινα στις ρωσικές επιθέσεις. Εντούτοις, οι περισσότερες παραβιάσεις ανθρωπίνων

δικαιωμάτων έγιναν από τα ρωσικά στρατεύματα και τους Ρώσους αξιωματούχους, ως

86

Irina Umnova: The Contemporary Russia’ s Model of Federalism: In the Search of Way to

Peace, Democracy and Stabilization, στο internet: www.federalism.ch/FTP-

Mirror/ircc/InHouseSeminar/Umnova_Russian_Federalism_And_Peace.pdf 87

Tabib Huseynov: The Question of Self-Determination, Self-Secession, Irredentism and

Territorial Integrity in the Examples of the Conflict Over the Territory of the Mountainous

Karabakh and the Conflict in Chechnya in Comparative Perspectives, στο internet:

www.geocities.com/fantom_2000/Legal_aspects-Karabakh-Chechnya.htm και Christopher Hare:

External Assistance to Secession Struggles: Could Afghan Regognition Of Chechnya Legally

Have Gone Further?, στο internet: www.ca-c.org/dataeng/hare.shtml

Επίσης: Galina Starovoitova: Sovereignty after Empire: Self-Determination Movements in the

Former Soviet Union στο internet: www.usip.org/pubs/pworks/pwks19/pwks19.html

52

εσκεμμένη πολιτική, η οποία στόχευε στην κάμψη της αντίστασης των Τσετσένων. Έτσι

λοιπόν είχαμε παραβιάσεις διαφόρων διεθνών κειμένων, όπως η Σύμβαση της Γενεύης,

και ειδικά το Πρόσθετο Πρωτόκολλο ΙΙ αυτής, και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των

ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η παραβίαση της οποίας ξεκίνησε από την ένταξη της Ρωσίας

στο Συμβούλιο της Ευρώπης.88

Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στην σύγκρουση αυτή και στις παραβιάσεις

των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τσετσενία, υπήρξε κάτι περισσότερο από χλιαρή.

Αρχικά τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη αντιμετώπισαν την σύγκρουση ως μία εσωτερική

υπόθεση της Ρωσίας, στην οποία δεν επιθυμούσαν να λάβουν θέση, ενώ αργότερα όταν

πλέον οι πρώτες εικόνες των συγκρούσεων εμφανίστηκαν στην τηλεόραση,

αποκαλύπτοντας το μέγεθος της θηριωδίας στην περιοχή, οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες και

οι ΗΠΑ αρκέστηκαν στο να εκφράσουν την ανησυχία τους για τα τεκταινόμενα στην

περιοχή, και να καλέσουν τα εμπλεκόμενα μέρη να βρουν μία πολιτική λύση που θα

έθετε τέλος στη σύγκρουση. Με την πάροδο των χρόνων, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης

σταμάτησαν να δίνουν έμφαση στην ρωσοτσετσενική σύγκρουση και έστρεψαν την

προσοχή τους στις συγκρούσεις που ξέσπασαν στα Βαλκάνια, όπως αυτές της Βοσνίας

και του Κοσόβου, με αποτέλεσμα το πρόβλημα της Τσετσενίας να σταματήσει να

αναφέρεται και από τα διεθνή ΜΜΕ και από τις δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Μόνο

μετά το ξέσπασμα της δεύτερης ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης, τα δυτικοευρωπαϊκά

κράτη και οι ΗΠΑ αναφέρθηκαν ξανά στο εν λόγω θέμα, αποφεύγοντας, όμως, να

καταδικάσουν ανοιχτά τις βιαιοπραγίες της ρωσικής πλευράς.89

Την στάση αυτή ακολούθησαν και όλοι οι Διεθνείς Κυβερνητικοί Οργανισμοί. Ο

ΟΗΕ, απέφυγε να καταδικάσει ανοιχτά τη σύγκρουση και να αναλάβει οποιαδήποτε

πρωτοβουλία μεσολάβησης, προς τον σκοπό εξεύρεσης μίας πολιτικής λύσης στην

σύγκρουση. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η στάση αυτή του ΟΗΕ οφείλεται

στο ότι η Ρωσία είναι ένα από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, και ως εκ

τούτου οποιαδήποτε αντίδραση του ΟΗΕ, που θα υποχρέωνε τον οργανισμό να προβεί σε

καταδίκη των ρωσικών ενεργειών και ανάληψη πρωτοβουλιών για εκτόνωση της κρίσης,

88 Ib Faubry: The Failure of Conflict Prevention and Management: The Case of Chechnya. Part

II: International Reactions to the War(I), στο internet: www.caucasus.dk/publications.htm 89

Sebastian Smith: Allah’s Mountains: The Battle for Chechnya, I. B. Tauris Publications,

London 1998, σελ. 5-34, και Neil MacFarlane: Chechnya: What the International Community

Can Do To Settle The Problem? στο internet: www.ca-c.org/dataeng/McFarlane.shtml

53

ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία εξαιτίας του βέτο που θα προέβαλε στην περίπτωση

αυτή η Ρωσία. Ο ΟΗΕ, βέβαια, μέσω της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για

τους πρόσφυγες και τα διάφορα επισιτιστικά του προγράμματα έχει προσφέρει μεγάλη

βοήθεια στον τσετσενικό πληθυσμό, και ιδιαίτερα στους πρόσφυγες που έχουν

αναζητήσει καταφύγιο στις γειτονικές δημοκρατίες του Νταγκεστάν και της

Ινγκουσετίας. Επίσης ο Γ.Γ. του ΟΗΕ σε επίσκεψη του στην Μόσχα το 2000,

ασχολήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου με το πρόβλημα της Τσετσενίας, χωρίς βέβαια να

μπορέσει να επιβάλλει στην ρωσική πλευρά την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας

για εκτόνωση της κρίσης. Ο ΟΗΕ θα μπορούσε να έχει ασχοληθεί πιο συστηματικά σε

πολιτικό επίπεδο με την ρωσοτσετσενική σύγκρουση, όπως έχει επανειλημμένως πράξει

και με άλλες εθνοτικές συγκρούσεις (π.χ. Σομαλία, Βοσνία, Κόσοβο). Η θέση όμως της

Ρωσίας, ως μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας, και η άρνηση των κρατών-

μελών του να καταδικάσουν την Ρωσία για τους χειρισμούς της στο θέμα της

Τσετσενίας, έχουν οδηγήσει τον ΟΗΕ να απέχει από οποιαδήποτε ουσιαστική ενέργεια.90

Το Συμβούλιο της Ευρώπης όχι μόνο δεν αντέδρασε ποτέ με αποφασιστικό τρόπο

στην ρωσοτσετσενική σύγκρουση, αλλά επίσης δέχτηκε να εντάξει στους κόλπους του

την Ρωσία ενόσω συνεχιζόταν η σύγκρουση με την Τσετσενία, και παρά την

προηγούμενη απόφαση του να αναστείλει την διαδικασία ένταξης της Ρωσίας μέχρι να

περατωθούν οι ρωσικές πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση

εξέφρασε μεν κατά καιρούς την ανησυχία της για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί

στην περιοχή, και μάλιστα κατά την διάρκεια των εργασιών του Ευρωπαϊκού

Συμβουλίου του Ελσίνκι το 1999, εξέδωσε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία η νέα

εκστρατεία της Ρωσίας κατά της Τσετσενίας χαρακτηρίστηκε «εντελώς απαράδεκτη»,

και ως εκ τούτου η Ρωσία κλήθηκε να ξεκινήσει «πολιτικό διάλογο με τις εκλεγμένες

τσετσενικές αρχές», ποτέ όμως δεν ανέλαβε οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία προς

εκτόνωση της κρίσης. Ο μόνος ΔΚΟ, ο οποίος έχει μία συνεπή παρουσία στην περιοχή

είναι ο ΟΑΣΕ που έχει αποστείλει στην περιοχή μία Επιτροπή Βοήθειας, το έργο της

οποίας βέβαια είναι δυσχερές, καθώς δεν έχει πρόσβαση στο έδαφος της Τσετσενίας. Η

90

Monica Dalton: Special Political, and Decolonization (SPD), Berkeley Model United Nations.

The Fifthieth Annual Session, στο internet: www.ocf.berkeley.edu/-ucbmun/

και The Crisis in Chechnya: Causes, Prospects, Solutions, Πρακτικά Συνεδρίου που οργανώθηκε

από το Princeton University-Liechtenstein Research Program on Self-Determination-LRPSD

Colloquium, March 2-4, 2000 στο internet: www.wws.princeton.edu/-lrpsd/chechnya.html

54

παρουσία, βέβαια, της Επιτροπής αυτής και το έργο της δεν μπορούν να επηρεάσουν την

εξέλιξη της σύγκρουσης και την αποκλιμάκωση της έντασης, ούτε να οδηγήσουν σε

πολιτική λύση της σύγκρουσης.91

Εξίσου σημαντική παράμετρος της ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης καθ’όλη τη

διάρκεια της δεκαετίας του 1990 υπήρξε η αναφορά στον ισλαμικό παράγοντα ως

στοιχείο της κρίσης στις σχέσεις Ρωσίας-Τσετσενίας. Διάφοροι αναλυτές προσπάθησαν

να παρουσιάσουν τη σύγκρουση ως μία σύγκρουση δύο πολιτισμών, του ισλαμικού και

του ορθοδόξου χριστιανικού, επηρεασμένοι ίσως και από την σχετική θεωρία της

σύγκρουσης των πολιτισμών που ανέπτυξε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο

Σάμιουελ Χάντινγκτον. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την άνοδο του πολιτικού Ισλάμ

στην περιοχή του Καυκάσου και την αυξανόμενη επιρροή του στον τσετσενικό λαό. Ήδη

από την πρώτη σύγκρουση της περιόδου 1994-1996 οι ισλαμικές παραδόσεις κερδίζουν

έδαφος και υφίσταται μία διαδικασία εξισλαμισμού της τσετσενικής κοινωνίας, η οποία

όμως εν πολλοίς επιβάλλεται από τις πολιτικές elites της εποχής που χρησιμοποιούν τον

ισλαμικό παράγοντα προκειμένου να συνενώσουν τον ισλαμικό λαό, να του

δημιουργήσουν μία διακριτή ταυτότητα και να αφυπνίσουν κοινές ιστορικές μνήμες του

παρελθόντος. Το Ισλάμ δεν υπήρξε δομική αιτία της σύγκρουσης η οποία αντιθέτως είχε

τις ρίζες της στην πολιτική κατάσταση της εποχής, με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης

να έχει αναζωπυρώσει τον πόθο του τσετσενικού λαού για ανεξαρτησία από ένα εθνικό

κέντρο, το οποίο έχει προβεί σε συστηματική καταπίεση και παραμέληση του.

Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι ο εθνικισμός των Τσετσένων έχει έναν καθαρά εθνικό

χαρακτήρα και ο αγώνας τους για ανεξαρτησία είναι ο αγώνας ενός χρόνια

καταπιεσμένου πληθυσμού να απαλλαγεί από τον «δυνάστη» του, γιατί έτσι ακριβώς

αντιμετωπίζουν οι Τσετσένοι τη Ρωσία.92

91

Helen Krag, op. cit: www.caucasus.dk/publications.htm

Ib Faubry, op. cit: www.caucasus.dk/publications.htm

Επίσης: Tabib Huseynov, op. cit: www.geocities.com/fantom_2000/Legal_aspects-Karabakh-

Chechnya.htm και

Jackson Diehl: Putin can rampage but Sharon can’t? Chechens and Palestinians, The

Washington Post, Tuesday April 30 2002. 92

Uwe Halbach: Islam In The North Caucasus, στο Archives De Sciences Sociales Des Religion

115, Juillet-Septembre 2001, σελ. 93-110 και Frederique Marx-Longuet: Les Societes Du Nord-

Caucase: Ethnie, Conflits Et Traditions, στο Le Courrier Des Pays De L’est, no. 109, Octobre

2000 σελ. 36-42.

55

Στη δεύτερη σύγκρουση ο ισλαμικός παράγοντας αρχίζει να διαδραματίζει έναν πιο

σημαντικό ρόλο. Οι Τσετσένοι αυτονομιστές έχουν επηρεαστεί από το πολιτικό Ισλάμ,

το οποίο όπως προαναφέραμε γνωρίζει μία περίοδο άνθησης στη περιοχή του Καυκάσου.

Η άνθηση αυτή οφείλεται στο ότι οι υπάρχουσες πολιτικές δομές στη περιοχή του

Καυκάσου αδυνατούν να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά

προβλήματα, όπως η φτώχεια, η ανισότητα και η διαφθορά. Το εθνικό κέντρο

αντιμετωπίζοντας και το ίδιο δικά του οικονομικά και άλλα προβλήματα αδυνατεί να

δώσει λύσεις στα ολοένα και αυξανόμενα αυτά προβλήματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι

πληθυσμοί του Καυκάσου στρέφονται προς το πολιτικό Ισλάμ, το οποίο παρουσιάζεται

ως μία εναλλακτική λύση στα αδιέξοδα της περιοχής. Για δε τους τσετσένους

αυτονομιστές η ανάγκη να βρουν υποστήριξη σε εναλλακτικές πολιτικές δομές και να

στηρίξουν την αντιπαράθεση τους με την κεντρική εξουσία σε οποιοδήποτε στοιχείο το

οποίο θα τονίζει την διαφορετικότητά τους, καθιστά αρκετά ελκυστικό το πολιτικό

Ισλάμ. Δεν πρέπει όμως κανείς να υπεραπλουστεύει και να θεωρεί ότι ο αγώνας των

Τσετσένων για ανεξαρτησία βασίζεται στην επιθυμία τους να εγκαθιδρύσουν ένα

ισλαμικό κράτος. Η αντιπαράθεση Ρωσίας-Τσετσενίας είναι μία καθαρά πολιτική

αντιπαράθεση και ο θρησκευτικός παράγοντας, χωρίς να μπορεί να υποτιμηθεί, δεν

υπήρξε ποτέ καθοριστικός για την εξέλιξη της σύγκρουσης, γεγονός το οποίο

αποδεικνύεται από το ότι οι Τσετσένοι δεν ζήτησαν ποτέ τη θρησκευτική αλλά την

πολιτική τους αυτοδιάθεση.93

Μέχρι του σημείου αυτού, αναφερθήκαμε στην εξέλιξη της ρωσοτσετσενικής

σύγκρουσης, παραθέτοντας τα πιο σημαντικά γεγονότα που οδήγησαν στην πρώτη

σύγκρουση του 1994-1996 και τα σημεία-σταθμούς στην ίδια τη σύγκρουση αυτή, η

οποία τελείωσε με την υπογραφή της Συμφωνίας του Khasavyurt. Στη συνέχεια,

Επίσης: Yossef Bodansky: Chechnya, the Mujahedin Factor, στο internet:

www.freeman.org/m_online/bodansky/chechnya.htm, όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η

σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Τσετσενίας έχει έναν ξεκάθαρα θρησκευτικό χαρακτήρα

σε σημείο μάλιστα που να αναφέρεται σε θρησκευτικό πόλεμο των Τσετσένων (Jihad) κατά των

Ρώσων. Ο συγγραφέας διατυπώνει μία άποψη με την οποία δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε,

καθώς απομονώνει ένα από τα στοιχεία της σύγκρουσης και το μεταβάλει σε γενεσιουργό της

αίτιο. 93

Rajan Menon & Graham E. Fuller: Russia’s Ruinous Chechen War, στο foreign Affairs,

March/April 2002, vol.79, no.2 και Ariel Cohen: The War in Chechnya: What is at Stake? στο

internetwww.heritage.org/library/backgrounder/bg1339.html

56

αναφερθήκαμε εν συντομία στην τριετία 1996-1999, όπου η Τσετσενία ζει μία περίοδο

de facto ανεξαρτησίας και αναπτύξαμε τους λόγους που επέβαλαν την δεύτερη

ρωσοτσετσενική σύγκρουση, η οποία συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Τέλος, μιλήσαμε

για τις τρεις σημαντικές παραμέτρους της ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης, δηλαδή για τα

επιχειρήματα της κάθε πλευράς, την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας και το ρόλο που

διαδραμάτισε ο ισλαμικός παράγοντας στην σύγκρουση και στη διαμόρφωση της

σημερινής κατάστασης.

57

Κόσοβο:

Ι. Εξέλιξη της σύγκρουσης

Το αποσχιστικό κίνημα του Κοσόβου έχει τις ρίζες του στη δεκαετία του 1980,

λίγο πριν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Τα πρώτα σημάδια έντασης μεταξύ των

Σέρβων και των Αλβανών στην περιοχή εμφανίζονται το 1981, ένα έτος μετά το θάνατο

του Τίτο, όπου μία σειρά διαδηλώσεων που οργανώθηκαν από φοιτητές της περιοχής με

αιτήματα που αφορούσαν την ποιότητα σίτισης στα Πανεπιστήμια, έγινε η αφορμή για

την βίαια επέμβαση των σερβικών δυνάμεων, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 200 περίπου

άτομα. Τον Σεπτέμβριο του 1986, μία ομάδα Σέρβων ακαδημαϊκών της Σερβικής

Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών δημοσιεύει σε ημερήσια σερβική εφημερίδα μεγάλης

κυκλοφορίας ένα μνημόνιο, σύμφωνα με το οποίο οι Σέρβοι που ζούσαν στην περιοχή

του Κοσόβου είχαν υποστεί ακραίες πολιτικές και οικονομικές διακρίσεις στα χέρια της

Αλβανικής πλειοψηφίας. Την ίδια περίπου περίοδο αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες

διεκδικήσεις του αλβανικού πληθυσμού για μετατροπή του Κοσόβου από αυτόνομη

περιοχή σε μία ακόμα ομοσπονδιακή δημοκρατία του Γιουγκοσλαβικού κράτους.94

Η περιοχή του Κοσόβου υπήρξε αυτόνομη από το 1974, οπότε ο Τίτο αποφάσισε

να απονείμει καθεστώς αυτό στην περιοχή με την ψήφιση του Ομοσπονδιακού

Συντάγματος του ιδίου έτους. Από το 1974 έως το 1989 το Κόσοβο ήταν η λιγότερο

ανεπτυγμένη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με ποσοστό ανεργίας της τάξεως του

25%. Η κακή οικονομική κατάσταση της περιοχής είχε οδηγήσει πολλούς από τους

Σέρβους κατοίκους να εγκαταλείψουν το Κόσοβο, το οποίο πλέον κατοικείτο από

Αλβανικό πληθυσμό σε ποσοστό 90%. Οι σχέσεις του Σερβικού και του Αλβανικού

πληθυσμού περιορίζονταν σε επαγγελματικές σχέσεις και συνεργασία εντός του

κόμματος ενώ λίγες ενδείξεις υπάρχουν για κοινούς πολιτιστικούς, κοινωνικούς ή άλλους

δεσμούς μεταξύ των δύο κοινοτήτων.95

94

Brian Katulis: Us Diplomacy toward Kosovo: 1989-1999, WWS Case Study 2/00 στο

www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html 95

Ibid, και Andrew March and Rudra Sil: The “Republic of Kosova” (1989-1998) and The

Resolution Of Ethno-Separatist Conflict: “Rethinking Sovereignty” In The Post –Cold War Era

στο internet: www.ciaonet.org

58

Το 1989 η αυτονομία του Κοσόβου καταργήθηκε επίσημα και το κοινοβούλιο του

διαλύθηκε, μετά από σχετική τροποποίηση του ομοσπονδιακού συντάγματος του 1974. Η

απόφαση για κατάργηση του καθεστώτος αυτονομίας της περιοχής ελήφθη από το ίδιο το

κοινοβούλιο του Κοσόβου, το οποίο όμως έλαβε την εν λόγω απόφαση υπό καθεστώς

πίεσης, καθώς το κτίριο που γινόταν η συνεδρίαση είχε περικυκλωθεί από σερβικά τανκς

και δυνάμεις της Σερβικής αστυνομίας. Η βίαιη κατάλυση της αυτονομίας της περιοχής

υπήρξε έργο του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. ο οποίος ήδη από το 1987, οπότε και ανέλαβε

την εξουσία στη Σερβία, είχε υποσχεθεί να καταργήσει το καθεστώς αυτονομίας που

απολάμβαναν οι περιοχές του Κοσόβου και της Βοϊβοδίνας, προκειμένου να

δημιουργήσει ένα ενιαίο σερβικό κράτος.96

Μετά την κατάργηση της αυτονομίας του Κοσόβου οι σερβικές αρχές εξέδωσαν

νέους νόμους και διατάγματα, τα οποία στόχευαν στην ενδυνάμωση της θέσεως των

Σέρβων της περιοχής και στον περιορισμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των

Αλβανών. Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, οι Αλβανοί δεν επιτρεπόταν να αγοράζουν ή

να πωλούν περιουσιακά στοιχεία χωρίς ειδική άδεια από τις σερβικές αρχές. Επίσης

διάφοροι νόμοι που αφορούσαν τις εργασιακές σχέσεις επέτρεπαν πλέον την

απομάκρυνση των Αλβανών από τις δημόσιες υπηρεσίες, και εν γένει από την εργασία

τους. Ταυτόχρονα, εφαρμόστηκε συγκεκριμένη πολιτική από την πλευρά της Σερβίας, η

οποία αποσκοπούσε στη σταδιακή εξαφάνιση της αλβανικής γλώσσας και προέβλεπε την

απαγόρευση της διδασκαλίας της αλβανικής γλώσσας στα σχολεία, καθώς και το

κλείσιμο της Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών του Κοσόβου. Την ίδια εποχή ο

Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς προσπάθησε να προωθήσει μέτρα προκειμένου Σέρβοι από

άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας να μετεγκατασταθούν στο Κόσοβο και να αυξηθεί

έτσι το ποσοστό του σερβικού πληθυσμού στην περιοχή.97

Η αντίδραση των Αλβανών στην κατάλυση της αυτονομίας του Κοσόβου και στις

μεθοδευμένες από σερβικής πλευράς κινήσεις, προκειμένου ο αλβανικός πληθυσμός να

οδηγηθεί σε μαρασμό ήταν σχεδόν άμεση και συνίστατο στη δημιουργία ενός ειρηνικού

96

Frank Muenzel: “What Does Public Inernational Law Have to Say About Kosovar

Independence?” στο: www.jurist.law.pitt.edu 97 Brian Katulis, op. cit, www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html

και Andrew March and Rudra Sil: The “Republic of Kosova” (1989-1998) and The Resolution Of

Ethno-Separatist Conflict: “Rethinking Sovereignty” In The Post –Cold War Era στο internet:

www.ciaonet.org

59

κινήματος αντίστασης. Το κίνημα αυτό αναφέρεται στη δημιουργία ενός «παράλληλου»

κρατικού μηχανισμού από τους πολιτικούς ηγέτες του Κοσόβου μετά την κατάργηση της

αυτονομίας της περιοχής από τον Μιλόσεβιτς. Έτσι το κίνημα ανέπτυξε αυτόνομους

πολιτικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς θεσμούς με σκοπό να υποστηρίζει τον

αλβανικό πληθυσμό, χωρίς να αμφισβητεί ευθέως τους επίσημους πολιτικούς,

οικονομικούς και πολιτιστικούς θεσμούς που είχαν δημιουργηθεί από τους Σέρβους.

Αναμφισβήτητος ηγέτης του ειρηνικού κινήματος αντίστασης στη σερβική καταπίεση

υπήρξε ο Ιμπραήμ Ρουγκόβα, ακαδημαϊκός από την Πρίστινα, ο οποίος δημιούργησε το

πολιτικό κόμμα της Δημοκρατικής Λίγκας του Κοσόβου (LDK), μέσω του οποίου

αναπτύχθηκε μία στρατηγική, σκοπός της οποίας ήταν η δημιουργία μιας «παράλληλης

κυβέρνησης» από τον αλβανικό πληθυσμό στο Κόσοβο. Η σκιώδης αυτή κυβέρνηση

συγκέντρωνε χρήματα, προκειμένου να χτιστούν αλβανόφωνα σχολεία και κλινικές που

θα εξυπηρετούσαν τον αλβανικό πληθυσμό. Το Μάιο του 1992 το LDK κέρδισε τις

εκλογές που οργανώθηκαν από τους Αλβανούς προς το σκοπό της ανάδειξης ενός δικού

τους κοινοβουλίου, το οποίο θα λειτουργούσε ως νομοθετικό και ελεγκτικό όργανο της

«παράλληλης κυβέρνησης» που είχε δημιουργηθεί από τους ιδίους.98

Εκείνη την περίοδο, η πρώην ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας έχει

ήδη διαλυθεί, καθώς τέσσερις από τις έξι ομοσπονδιακές δημοκρατίες (Σλοβενία,

Κροατία, FYROM και Βοσνία-Ερζεγοβίνη) της πρώην ΟΔΓ έχουν ήδη κηρύξει την

ανεξαρτησία τους. Τη νέα ΟΔΓ αποτελούν από το σημείο αυτό δύο δημοκρατίες, η

Σερβία, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η περιοχή του Κοσόβου, και το

Μαυροβούνιο. Εν όψει των εξελίξεων αυτών, ο Ρουγκόβα αλλάζει τη στρατηγική του,

και αντί να ζητά την αναβάθμιση του Κοσόβου σε Δημοκρατία εντός της

Γιουγκοσλαβίας, επιδιώκει πλέον την αναγνώριση του Κοσόβου ως ενός κυρίαρχου και

ανεξάρτητου κράτους.99

Την ίδια εποχή το LDK προσπαθεί να αναπτύξει σχέσεις με διάφορους διεθνείς

δρώντες, προκειμένου να κερδίσει διεθνή αναγνώριση και πολιτική υποστήριξη. Οι

ενέργειες αυτές του LDK και του Ρουγκόβα προσωπικά είχαν ως αποτέλεσμα την

ευαισθητοποίηση διάφορων διεθνών δρώντων όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και οι

98

Ibid, στο: www.ciaonet.org 99

Brian Katulis, op. cit: www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html

Andrew March and Rudra Sil, op. cit: www.ciaonet.org

60

κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ιταλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών σε σχέση με τα

θέματα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αλβανικού πληθυσμού, τα

οποία παραβιάζονταν από τη κεντρική κυβέρνηση του Βελιγραδίου, σε καμία όμως

περίπτωση δεν οδήγησαν σε αναγνώριση του Κοσόβου ως ενός ανεξάρτητου και

κυρίαρχου κράτους, το οποίο ευρίσκετο υπό Σερβική κατοχή.100

Η περίοδος 1990-1997 ήταν μία περίοδος βίας για την περιοχή του Κοσόβου. Οι

σερβικές αρχές προχωρούσαν συνεχώς σε συλλήψεις Αλβανών, ενώ αναφορές υπάρχουν

για έρευνες σε οικίες, συλλήψεις, δολοφονίες και άλλα συναφή εγκλήματα που

διαπράττονταν από την σερβική αστυνομία. Το ειρηνικό κίνημα του Ιμπραήμ Ρουγκόβα,

παρά τις προσπάθειες του να υποστηρίξει τον αλβανικό πληθυσμό και να κινητοποιήσει

τη διεθνή κοινότητα, δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να προστατέψει τους Αλβανούς της

περιοχής από την σερβική αστυνομία. Η ένοπλη αντίδραση στη σερβική καταπίεση ήρθε

από τον απελευθερωτικό στρατό του Κοσόβου (KLA στα αγγλικά, UCK στα αλβανικά).

Ο UCK δημιουργήθηκε το 1991 και η πρώτη του ένοπλη επίθεση, που στοίχισε τη ζωή

δύο Σέρβων αστυνομικών και προκάλεσε τον τραυματισμό πολλών άλλων, έλαβε χώρα

το Μάιο του 1993 στο Glogovac. Πολλοί από τους υποστηρικτές του UCK υπήρξαν

αρχικά μέλη του πολιτικού κόμματος του Ρουγκόβα LDK. Καθώς, όμως, η απόγνωση

των Αλβανών από τη σερβική καταπίεση αυξανόταν, πολλοί από αυτούς δημιούργησαν

ένα νέο κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα του Κοσόβου, (LPK) το οποίο αργότερα αποτέλεσε την

πολιτική πτέρυγα του UCK.101

Ο UCK δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή του Κοσόβου καθ’όλη την περίοδο από

το 1991 μέχρι και το 1999. Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η βάση του ευρίσκετο σε

αλβανικό έδαφος και ότι οι επιθέσεις οργανώνονταν εκεί και εκτελούνταν από μαχητές

που περνούσαν από την Αλβανία στο έδαφος του Κοσόβου και αφότου ολοκλήρωναν την

αποστολή τους επέστρεφαν σε αλβανικό έδαφος. Η άποψη αυτή είναι αμφιλεγόμενη

καθώς μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν καθαρά και πειστικά αποδεικτικά στοιχεία τα οποία

να στηρίζουν το εν λόγω επιχείρημα. Η δράση του UCK γίνεται πιο έντονη από το 1995,

100

Andrew March and Rudra Sil, op. cit: www.ciaonet.org

Brian Katulis, op. cit: www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html 101

Ibid, www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html

61

οπότε η οργάνωση εξαπολύει μία σειρά επιθέσεων κατά της σερβικής αστυνομίας και

Αλβανών, οι οποίοι θεωρούνται ότι συνεργάζονται με το σερβικό καθεστώς.102

Το 1996 ο UCK άρχισε να αναλαμβάνει ανοιχτά την ευθύνη για τις ένοπλες

επιθέσεις που ελάμβαναν χώρα στην περιοχή του Κοσόβου και χαρακτηρίστηκε

τρομοκρατική οργάνωση από τις σερβικές αρχές. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1997,

περισσότεροι από 30 Σέρβοι και Αλβανοί είχαν πέσει θύματα επιθέσεων από τον UCK

και για πρώτη φορά τα διεθνή ΜΜΕ κάνουν λόγο για την δημιουργία μίας οργάνωσης,

σκοπός της οποίας είναι η διεξαγωγή ενός αποσχιστικού αγώνα, ο οποίος θα μπορούσε

να οδηγήσει την ΟΔΓ σε μία κρίση ανάλογη με αυτή της Βοσνίας. Η αλήθεια είναι ότι

πολλές επιθέσεις που αποδόθηκαν από τις σερβικές αρχές στον UCK ήταν επιθέσεις

ενόπλων Αλβανών που δεν άνηκαν στις τάξεις της οργάνωσης, τουλάχιστον μέχρι το

1996. Από το 1997 και μετά όμως, η οργάνωση αρχίζει να αντικατοπτρίζει την

πραγματικότητα που επικρατεί στο Κόσοβο, αυξάνοντας συνεχώς τον αριθμό των

μαχητών της και απολαμβάνοντας ολοένα και μεγαλύτερης αποδοχής από τον αλβανικό

πληθυσμό. Η οικονομική κρίση του 1997 στη γειτονική Αλβανία συνέβαλε στον

εξοπλισμό του UCK με φθηνά όπλα, και ως εκ τούτου έδωσε μία νέα ώθηση στην

οργάνωση.103

Στις αρχές του 1998, η δύναμη του UCK υπολογίζεται σε 500 άνδρες, οι οποίοι

δρουν σε μικρές και ευκίνητες ομάδες των τριών έως πέντε μαχητών. Οι επιθέσεις της

οργάνωσης, αν και καλά οργανωμένες και συνήθως επιτυχείς, δεν αποτελούν σημαντική

απειλή για την γενικότερη σταθερότητα της περιοχής. Εντούτοις, μία μαζική εκστρατεία

των σερβικών αρχών στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1998 που σκοπό είχε τη σύλληψη

μελών της οργάνωσης στην περιοχή της Drenica και στοίχισε τη ζωή 80 περίπου ατόμων,

οδήγησε στην περαιτέρω ενδυνάμωση της οργάνωσης. Έτσι από το 1998 και μετά ο

UCK στρατολογεί συνεχώς μαχητές και εφαρμόζοντας τακτικές ανταρτοπολέμου

καταφέρει συνεχόμενα πλήγματα στις σερβικές αρχές, οι οποίες από τη μεριά τους

102

Ibid, και Lawrence Freedman: Victims and Victors: Reflections on the Kosovo War, στο

Review of International Studies (2000), 26, σελ. 335-358. 103

R Craig Nation: US Policy and the Kosovo Crisis στο The International Spectator, vol. 13, no.

4, October-December 1998.

62

εξαπολύουν μαζικές επιθέσεις κατά του αλβανικού πληθυσμού, σε μία προσπάθεια να

εξαρθρώσουν τα μέλη της οργάνωσης.104

Η χρηματοδότηση του UCK εικάζεται ότι προήλθε σε μεγάλο βαθμό από σχέσεις

που ανάπτυξε η οργάνωση με το οργανωμένο έγκλημα και άλλες παράνομες

δραστηριότητες. Το 1997 η Interpol υποστήριζε ότι οι τα μέλη του UCK διακινούσαν

μεγάλες ποσότητες ηρωίνης στην Ελβετία, Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Ουγγαρία,

Τσεχοσλοβακία, Νορβηγία και Σουηδία. Παραταύτα ποτέ δεν μπόρεσε να αποδειχθεί η

σχέση του UCK με παράνομη διακίνηση ναρκωτικών. Βασική πηγή χρηματοδότησης για

τη δράση του UCK ήταν οι έρανοι που οργανώνονταν σε διάφορες χώρες του εξωτερικού

από την αλβανική διασπορά και είχαν ως στόχο να βοηθήσουν τους Αλβανούς ομοεθνείς

τους που κατοικούσαν στο Κόσοβο.105

Μέχρι το 1997 οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι διεθνείς δρώντες ανησυχούσαν για

τη δράση του UCK και τις σχέσεις του με το οργανωμένο έγκλημα. Η εξάπλωση της

οργάνωσης στη περιοχή του Κοσόβου, η οποία μέχρι το τέλος του 1997 είχε φτάσει να

ελέγχει το 1/3 της περιοχής, και οι εξαγγελίες της για την επιθυμία απελευθέρωσης όλων

των αλβανικών εδαφών, συμπεριλαμβανομένων και περιοχών της Ελλάδας και της

FYROM, οδήγησαν ενδεχομένως τις Ηνωμένες Πολιτείες να ανεχθούν την αντεπίθεση

των σερβικών αρχών, προκειμένου αυτές να περιορίσουν τη δράση της οργάνωσης. Η εν

λόγω ενέργεια έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 1998 και αφορούσε επιθέσεις κατά του UCK

και καταστροφές σε χωριά τα οποία ενδεχομένως παρείχαν κρησφύγετο σε μέλη της

οργάνωσης. Το ανθρώπινο κόστος αυτής της επίθεσης ήταν μεγάλο και υπολογίζεται ότι

στοίχισε τη ζωή σε 800 ανθρώπους και οδήγησε άλλους 200.000 στο δρόμο της

προσφυγιάς.106

Η άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν την αντεπίθεση των σερβικών

αρχών κατά του UCK δεν έχει μέχρι σήμερα επιβεβαιωθεί. Το μεγάλο λάθος, όμως, των

Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, εκείνη την εποχή, ήταν η στάση που τήρησαν σε

σχέση με το Κόσοβο κατά την υπογραφή των συμφωνιών του Dayton που αφορούσαν

την ειρήνευση στη Βοσνία. Οι ΗΠΑ είχαν τότε μία χρυσή ευκαιρία να λύσουν και το

104

Remzi Lani: Rugova and the UCK: Chronicle of a Shifting Balance, στο The International

Spectator, vol. 24, no. 4, October-December 1999. 105

Brian Katulis, op.cit: www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html 106

Robert M. Hayden: The State as Legal Fiction, στο East European Constitutional Review, Fall

1998, σελ. 45-50.

63

θέμα της περιοχής του Κοσόβου, εντούτοις δεν το έκριναν απαραίτητο. Ο UCK

κατηγόρησε το ειρηνικό κίνημα του Ιμπραήμ Ρουγκόβα για την αποτυχία του να

μπορέσει να επηρεάσει τους Αμερικάνους προς την κατεύθυνση της διευθέτησης του

ζητήματος του Κοσόβου κατά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στο Dayton. Έτσι

έκτοτε ανέλαβε τη λύση του εν λόγω προβλήματος ο ίδιος με βίαιο όμως τρόπο.107

Το Μάιο του 1998 έγινε μία προσπάθεια από τους απεσταλμένους των Ηνωμένων

Πολιτειών να πείσουν τον Μιλόσεβιτς να συναντηθεί με τον Ρουγκόβα προκειμένου να

εξευρεθεί μία πολιτική λύση στο πρόβλημα του Κοσόβου. Μέχρι το Σεπτέμβριο της ίδιας

χρονιάς και παρά τις αντιπαραθέσεις του UCK με τις σερβικές αρχές, τα δύο μέρη είχαν

συμφωνήσει να συζητήσουν για την σύναψη μίας ενδιάμεσης συμφωνίας για περίοδο

τριών ετών, η οποία θα περιελάμβανε την αναγνώριση της αυτονομίας της περιοχής. Οι

διαπραγματεύσεις αυτές δεν οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα και ως εκ τούτου η διεθνής

ανησυχία σχετικά με το Κόσοβο είχε αυξηθεί, εξαιτίας της συνεχιζόμενης σερβικής

καταπίεσης και του κύματος των προσφύγων που είχε δημιουργήσει η αντεπίθεση των

σερβικών αρχών τον Ιούλιο. Τα Ηνωμένα Έθνη εξέφρασαν αυτή την ανησυχία με την

έκδοση της αποφάσεως 1199 και οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να πείσουν τον

Μιλόσεβιτς να συμφωνήσει σε εκεχειρία. Υπό την απειλή ότι το ΝΑΤΟ θα προχωρούσε

σε βομβαρδισμούς κατά της Σερβίας, ο Μιλόσεβιτς όντως συμφώνησε σε εκεχειρία μέχρι

το τέλος του Οκτωβρίου, η οποία προέβλεπε την απόσυρση του βαρέως οπλισμού από το

Κόσοβο και την παρουσία διεθνών παρατηρητών που θα παρακολουθούσαν και θα

συντόνιζαν την εφαρμογή της εκεχειρίας, ενώ επίσης αποδέχτηκε ότι η σύγκρουση

αποτελούσε αντικείμενο διεθνούς ενδιαφέροντος.108

Η αποχώρηση των σερβικών δυνάμεων συνοδεύτηκε με τη προώθηση των

δυνάμεων του UCK, οι οποίες κατέλαβαν τις θέσεις που κατείχαν οι σερβικές δυνάμεις

πριν την αποχώρησή τους. Ταυτόχρονα οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν συνομιλίες με

τον UCK τον Νοέμβριο του 1998, με δύο συναντήσεις που έλαβαν χώρα στο Κόσοβο και

μία στην Ελβετία, ενώ τον Δεκέμβριο προχώρησαν σε μία τέταρτη συνάντηση στην

107

Michael Mccgwire: Why did the bomb Belgrade, στο International Affairs 76, I (2000), σελ. 1-

23. 108

James Gow: Kosovo after the Holbrook-Milosevic Agreement. What now? στο The

International Spectator, Vol. 13, No.4, October-December 1998 και

Christopher Layne and Benjamin Schwarz: Dubious Anniversary Kosovo one Year Later, στο

Policy Analysis, No. 373, June 10, 2000.

64

Ουάσινγκτον. Εν τω μεταξύ, η εφαρμογή της εκεχειρίας αποδείχτηκε ένα πολύ δύσκολο

έργο, καθώς βίαιες αντιπαραθέσεις ξεσπούσαν καθημερινά μεταξύ των Αλβανών

μαχητών του UCK και των σερβικών δυνάμεων στην περιοχή. Οι παρατηρητές που είχαν

σταλεί στην περιοχή για να εποπτεύουν την εφαρμογή της εκεχειρίας ήταν ανίκανοι να

αντιδράσουν στη νέα κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο κοινοτήτων και απλώς

παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα.109

Στις 15 Ιανουαρίου 1999 βίαιες αντιπαραθέσεις μεταξύ του UCK και των σερβικών

δυνάμεων οδήγησαν στην θανάτωση 45 ανθρώπων στο χωριό Racak και ανάγκασαν

άλλους 5.000 να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αναζητώντας καταφύγιο στα βουνά.

Μετά και από αυτήν την αντιπαράθεση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοι τους

αποφάσισαν να πιέσουν τις δύο πλευρές να βρεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων

σε μία συνάντηση που είχε κανονιστεί στο Rambouillet της Γαλλίας από τις 6 έως τις 14

Φεβρουαρίου, προκειμένου να υπογραφεί μία συνθήκη ειρήνευσης της περιοχής. Η

άρνηση των σερβικών αρχών να παρευρεθούν στις διαπραγματεύσεις του Rambouillet ή

να αρνηθούν την υπογραφή της συμφωνίας, θα οδηγούσε το Νάτο σε ανάληψη

στρατιωτικής δράσης, σύμφωνα με τις δηλώσεις εκπροσώπων της συμμαχίας.110

Οι διαπραγματεύσεις στο Rambouillet ξεκίνησαν επί τη βάση 10 προτάσεων που

θα οδηγούσαν στη σύναψη της τελικής συμφωνίας, η οποία θα ίσχυε για μία περίοδο

τριών ετών. Οι προτάσεις αυτές αφορούσαν την αναβολή της απόφασης σχετικά με το

status της περιοχής του Κοσόβου για τρία χρόνια, τον σεβασμό της εδαφικής

ακεραιότητας της Γιουγκοσλαβίας, την προστασία των δικαιωμάτων των δύο κοινοτήτων

και την στρατιωτική παρουσία του ΝΑΤΟ στην περιοχή, προκειμένου να ελεγχθεί ή ορθή

εφαρμογή της συμφωνίας που θα υπογραφόταν. Τόσο η σερβική πλευρά, όσο και η

αλβανική δεν ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένες από τις προτάσεις αυτές και υπό το πρίσμα

αυτό δεν επιθυμούσαν την υπογραφή μιας συμφωνίας ειρήνευσης. Για την αλβανική

πλευρά το πρόβλημα έγκειτο στη μη αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, ενώ

για τη σερβική πλευρά δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή η στρατιωτική παρουσία του

ΝΑΤΟ εντός του εδάφους ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας.111

109

Michael Mccgwire, op. cit: σελ. 1-23. 110

Lawrence Freedman: Victims and Victors: Reflections on the Kosovo War, στο Review of

International Studies (2000), 26, σελ. 335-358. 111

Marc Weller: The Rambouillet conference, στο International Affairs, 75, 2 (April 1999) σελ.

211-251.

65

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοι τους βλέποντας ότι η ειρηνευτική

πρωτοβουλία θα κατέληγε σε αποτυχία δέχθηκαν την αναβολή και την επανέναρξη των

συνομιλιών λίγες μέρες μετά, με σκοπό στο ενδιάμεσο να πείσουν τις δυο πλευρές να

αποδεχτούν τη συμφωνία. Προκειμένου να το επιτύχουν αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες

υποσχέθηκαν στους εκπροσώπους της αλβανικής πλευράς τη διεξαγωγή

δημοψηφίσματος στη περιοχή μετά την πάροδο τριών ετών, το οποίο και θα καθόριζε το

status της περιοχής. Επίσης, οι Αμερικανοί προσπάθησαν να πείσουν την αλβανική

πλευρά ότι η άρνησή της να υπογράψει τη συμφωνία θα αφαιρούσε από το ΝΑΤΟ κάθε

νομιμοποιητική βάση για λήψη στρατιωτικής δράσης κατά της Σερβίας. Στις 18 Μαρτίου

η αλβανική πλευρά υπέγραψε εντέλει τη συμφωνία, ενώ η σερβική αρνήθηκε διότι δεν

είχε επιτευχθεί κανένας συμβιβασμός σχετικά με την στρατιωτική παρουσία του ΝΑΤΟ

στη Γιουγκοσλαβία, την οποία η σερβική πλευρά απέρριπτε.112

Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων του Rambouillet σηματοδότησε την αρχή της

αεροπορικής επίθεσης του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας. Στις 20 Μαρτίου, οι

παρατηρητές του ΟΑΣΕ που βρίσκονταν στην περιοχή από τον προηγούμενο Οκτώβρη

διετάχθησαν να αποχωρήσουν. Στις 22 Μαρτίου οι Σέρβοι εισέβαλαν στο Κόσοβο, ενώ

δύο ημέρες μετά, αφότου είχε μεσολαβήσει και η τελευταία προσπάθεια του Richard

Holbrook να πείσει τον Μιλόσεβιτς να υπογράψει τη συμφωνία του Rambouillet,

ξεκίνησε ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας από τις αεροπορικές δυνάμεις του

ΝΑΤΟ.113

Η αεροπορική επίθεση του ΝΑΤΟ είναι μία περίπτωση επέμβασης στο εσωτερικό

ενός κυρίαρχου κράτους, όπου στην προκειμένη περίπτωση ως κυρίαρχο κράτος νοείται

η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών στο

άρθρο του 2 παρ. 4 απαγορεύει την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής

ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους. Υπό το πρίσμα

αυτό η ενέργεια του ΝΑΤΟ θεωρήθηκε από κάποιους αναλυτές ως παράνομη πράξη για

το λόγο ότι δεν είχε εκδοθεί πριν την έναρξη της επιχείρησης μία απόφαση του

Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με την οποία να εξουσιοδοτείτο το ΝΑΤΟ να επέμβει

112

Lawrence Freedman, op. cit, σελ. 335-358 και

Brian Katulis, op. cit: www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html 113

Ibid, σελ. 335-358.

66

προς αποκατάσταση της ειρήνης, σε αναλογία με τις ειρηνευτικές αποστολές που

αναλαμβάνει ο ίδιος ο ΟΗΕ.114

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί η αρνητική αντίδραση της Ρωσίας στην

αεροπορική εκστρατεία του ΝΑΤΟ καθώς η εν λόγω χώρα, η οποία είναι και ένα από τα

μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, θεωρούσε ότι το ΝΑΤΟ προέβαινε

σε μία παράνομη ενέργεια. Λίγες ημέρες μετά την έναρξη των επιθέσεων, η Ρωσία

προσπάθησε να περάσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας μία απόφαση, με την οποία οι

ενέργειες του ΝΑΤΟ να αναγνωρίζονταν ως παράνομες. Στην ουσία, όμως, σχεδόν όλα

τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας είναι και μέλη της Ευρωατλαντικής

Συμμαχίας και είχαν ήδη συναινέσει στις ενέργειες του ΝΑΤΟ. Για το λόγο αυτό,

άλλωστε, η εν λόγω προσπάθεια της Ρωσίας απέτυχε παταγωδώς και το σχέδιο

απόφασης, το οποίο προώθησε, απορρίφθηκε με ψήφους δώδεκα κατά και τρεις υπέρ.

Την ίδια εποχή πολλοί αναλυτές υποστήριζαν ότι ένας από τους λόγους που το ΝΑΤΟ

δεν ζήτησε να καλύψει τις ενέργειές του με την έκδοση μιας αποφάσεως από το

Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ήταν ότι η Ρωσία ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου

Ασφαλείας θα μπλόκαρε την έκδοση της σχετικής απόφασης.115

Τις πρώτες ημέρες της αεροπορικής επίθεσης και συγκεκριμένα στις 25 Μαρτίου

1999 ο Πρόεδρος Κλίντον δήλωσε ότι σκοπός της επίθεσης ήταν η αποτροπή μιας

ανθρωπιστικής καταστροφής στην περιοχή ή ενός ευρύτερου πολέμου. Εντούτοις, πολλοί

αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι αεροπορικές επιδρομές του ΝΑΤΟ επέφεραν το ακριβώς

αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό, το οποίο προσδοκούσαν. Η επιλογή των αεροπορικών

επιδρομών σχετίζεται εν πολλοίς με την απροθυμία της συμμαχίας να εμπλακεί σε

χερσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες ενδεχομένως θα προκαλούσαν θύματα μεταξύ των

συμμαχικών στρατευμάτων, με αποτέλεσμα την αντίδραση της διεθνούς κοινής γνώμης

στην εκστρατεία. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, όμως, είναι ότι οι αεροπορικές

επιδρομές άφησαν ελεύθερο το πεδίο στα σερβικά στρατεύματα, τα οποία εισέβαλαν

στην περιοχή του Κοσόβου και εξαπέλυσαν μία ευρείας κλίμακος επίθεση όχι μόνο

114

American Journal of International Law, vol.93, no.4, October 1999: Editorial Comments-

NATO’s Kosovo Intervention. 115

Ibid και Christopher Layne and Benjamin Schwarz: Dubious Anniversary Kosovo one Year

Later, στο Policy Analysis, No. 373, June 10, 2000.

67

πλέον κατά του UCK, αλλά και κατά του αμάχου πληθυσμού οδηγώντας το μεγαλύτερο

μέρος του σε διαφυγή σε γειτονικές χώρες.116

Το ΝΑΤΟ πίστευε ότι οι αεροπορικές επιδρομές θα έκαμπταν γρήγορα και εύκολα

τη Γιουγκοσλαβία, η οποία θα προχωρούσε άμεσα σε σύναψη συμφωνίας ειρήνευσης.

Δεν είχε υπολογίσει, όμως, πόσο είχαν διευκολύνει τη σερβική πλευρά οι αεροπορικές

επιδρομές, πρώτον διότι στόχευαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις που δεν χρησίμευαν στην

παράλληλη χερσαία επιχείρηση που πραγματοποιούσαν οι Σερβικές δυνάμεις εντός της

περιοχής του Κοσόβου, και δεύτερο διότι οι αεροπορικές επιδρομές από τη φύση τους

δημιουργούν θύματα ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό, στοιχείο το οποίο προέβαλε

συνεχώς η Σερβική κυβέρνηση για να κερδίσει περαιτέρω νομιμοποίηση για τις επιλογές

της στο εσωτερικό της χώρας. Οι αεροπορικές επιδρομές στοίχισαν όντως τη ζωή σε

αμάχους. Στις 7 Μαΐου 1999 το ΝΑΤΟ βομβάρδισε ένα νοσοκομείο και μία υπαίθρια

αγορά στην πόλη Nis προκαλώντας το θάνατο δεκαπέντε ανθρώπων, ενώ αργότερα

χτυπήθηκε και η Κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι όπου έχασαν τη ζωή τους τρεις

Κινέζοι πολίτες και τραυματίστηκαν περισσότερα από είκοσι άτομα. Αν και μέχρι

σήμερα δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τους θανάτους στρατιωτών και αμάχων κατά

τη διάρκεια των αεροπορικών επιδρομών εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, υπολογίζεται ότι

ο αριθμός αυτός φθάνει τα χίλια άτομα. Από τη μεριά τους οι Σερβικές Αρχές

προκειμένου να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς Σερβικών στρατιωτικών πομπών

χρησιμοποίησαν Αλβανούς αμάχους ως ανθρώπινη ασπίδα, οδηγώντας τους πολλές

φορές στο θάνατο.117

Καθ΄ όλη τη διάρκεια της δίμηνης αεροπορικής εκστρατείας του ΝΑΤΟ κατά της

Γιουγκοσλαβίας η συμμαχία έμεινε ενωμένη και η διεθνής κοινή γνώμη συνέχιζε να

υποστηρίζει το έργο της, θεωρώντας ότι οι βομβαρδισμοί εναντίον της Γιουγκοσλαβίας

ήταν το απαραίτητο μέτρο για να προστατευτεί ο Αλβανικός πληθυσμός της περιοχής.

Εντούτοις, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία έκαναν λόγο για την ανάγκη τερματισμού

116

Michael Mccgwire: Why did the bomb Belgrade,στο International Affairs 76,I (2000), σελ. 1-

23 και Lawrence Freedman: Victims and Victors: Reflections on the Kosovo War, στο Review of

International Studies (2000), 26, σελ. 335-358. 117

Dana Priest: The Battle Inside Headquarters: France Balked at NATO Targets, Washington

Post, 20 September 1999 και σχετική έκθεση του Οργανισμού Human Rights Watch στο internet:

www.hrw.org/hrw/reports/2000/NATO και

Barry R. Posen: The War for Kosovo στο International Security vol.24, no.4, Spring 2000, σελ.

39-84.

68

των βομβαρδισμών και επανέναρξης των συνομιλιών, προκειμένου να βρεθεί μια

πολιτική λύση για το Κόσοβο. Υπό το πρίσμα αυτό είχαν ήδη αναληφθεί πρωτοβουλίες

από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Ρωσία για διαπραγμάτευση με τον Μιλόσεβιτς,

προκειμένου να τεθεί ένα τέλος στην κατάσταση αυτή και να επέλθει η πολυπόθητη

ειρήνευση στην περιοχή.118

Πράγματι στις 3 Ιουνίου 1999 ο Μιλόσεβιτς αποδέχθηκε τους όρους ειρήνευσης

που τέθηκαν σε αυτόν από τον απεσταλμένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Martti Ahtisaari

και τον Ρώσο απεσταλμένο Victor Chernomyrdin. Η ειρηνευτική πρόταση περιελάμβανε

πέντε σημεία, ήτοι την άμεση παύση των πολεμικών επιχειρήσεων και της καταπίεσης

στην περιοχή του Κοσόβου, την άμεση απόσυρση των σερβικών δυνάμεων από το

Κόσοβο, την συναίνεση των σερβικών δυνάμεων σε παραμονή διεθνούς στρατιωτικής

παρουσίας στο Κόσοβο, την διασφάλιση της επιστροφής όλων των προσφύγων στα

σπίτια τους, την παροχή σε αυτούς βοήθειας από τις ανθρωπιστικές οργανώσεις και την

παροχή αξιόπιστων διαβεβαιώσεων από τη σερβική πλευρά προκειμένου να συναφθεί

μία πολιτική συμφωνία για το Κόσοβο επί τη βάση των προτάσεων που είχαν γίνει στο

Rambouillet και σε συμφωνία με το διεθνές δίκαιο και τα προβλεπόμενα στο Χάρτη των

Ηνωμένων Εθνών. Η εν λόγω συμφωνία πράγματι υπεγράφη στις 9 Ιουνίου 1999.119

Οι λόγοι που οδήγησαν τον Μιλόσεβιτς να αποδεχθεί τη σύναψη μιας συμφωνίας

ειρήνευσης ήταν πολλοί. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς ήταν η οικονομική καταστροφή

που είχαν επιφέρει κυρίως οι οικονομικές κυρώσεις που είχαν επιβληθεί από τη διεθνή

κοινότητα αλλά και οι βομβαρδισμοί εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, το ενδεχόμενο το

ΝΑΤΟ να προχωρήσει σε χερσαίες επιχειρήσεις και η αδυναμία της Ρωσίας παρά την

αντίδρασή της σε πολιτικό επίπεδο να υποστηρίξει ουσιαστικά και δη στρατιωτικά τον

ίδιο τον Μιλόσεβιτς.120

Στη συνέχεια τον Ιούνιο του 1999 εκδόθηκε η απόφαση 1244/1999 του

Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίζεται η εδαφική

118

Peter W. Rodman: The Fallout from Kosovo, στο Foreign Affairs, vol. 78, no. 4, July-August

1999. 119

Lawrence Freedman, op. cit, σελ. 335-358. 120

Jean-Yves Potel: La guerre au Kosovo: Couts economiques et humains 1998-2000 στο Le

courrier des pays de l’ Est no 1004, Avril 2000 σελ. 84-95 και Sophia Clement: The Regional

Impications of the Kosovo Crisis στο The International Spectator, vol.34, no.3, July-September

1999.

69

ακεραιότητα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και το Κόσοβο

τίθεται υπό διεθνή διοίκηση για μία μεταβατική περίοδο τριών ετών, στο τέλος των

οποίων θα ληφθεί απόφαση σχετικά με το μελλοντικό status της περιοχής. Η έκδοση της

απόφασης αυτής συνοδεύτηκε με την άφιξη στο Κόσοβο της Προσωρινής Διοίκησης του

Κοσόβου (UNMIK) και στρατιωτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ (KFOR), οι οποίες θα

αναλάμβαναν την φύλαξη της περιοχής. Οι δυνάμεις αυτές έφθασαν στο Κόσοβο τον

Ιούνιο του 1999 και βρέθηκαν αντιμέτωπες με μία χαώδη κατάσταση. Μέχρι τον

Οκτώβριο του 2000, όταν οι πρώτες ελεύθερες δημοτικές εκλογές οργανώθηκαν στην

περιοχή, η Προσωρινή Διοίκηση των Ηνωμένων Εθνών είχε κατορθώσει να

εγκαθιδρύσει ένα minimum σταθερότητας. Εντούτοις, άλυτα παραμένουν μέχρι σήμερα

ουσιαστικά προβλήματα όπως η αντιπαλότητα των Σέρβων και των Αλβανών, η οποία

ενίοτε οδηγεί σε πράξεις αντεκδίκησης των Αλβανών προς τους Σέρβους, καθώς και η

καχυποψία που υφίσταται έναντι των μελών της UNMIK και της KFOR. Οι μέχρι

σήμερα εξελίξεις, και η διεθνής παρουσία στην περιοχή έχουν αυξήσει την επιθυμία των

Αλβανών του Κοσόβου για ανεξαρτησία. Οι μνήμες από τις βίαιες αντιπαραθέσεις και

την καταπίεση του Αλβανικού στοιχείου την προηγούμενη δεκαετία είναι ακόμη νωπές,

και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι Αλβανοί του Κοσόβου θα

δεχθούν να αποτελέσουν στο μέλλον μία αυτόνομη περιοχή εντός της Σερβίας.121

Στο σημείο αυτό βέβαια πρέπει να τονιστεί ότι μετά από δημοψήφισμα το οποίο

οργανώθηκε στο Μαυροβούνιο πριν από μερικούς μήνες και συνεπεία του οποίου το

Μαυροβούνιο κήρυξε την ανεξαρτησία του, η ΟΔΓ σταμάτησε να είναι το κράτος που

γνωρίζαμε την περίοδο της κρίσης του Κοσόβου, και πλέον είναι μία συνομοσπονδία δύο

ανεξαρτήτων κρατών, αυτών της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Η εξέλιξη αυτή

ενδέχεται να αυξήσει τις διεκδικήσεις των Κοσοβάρων Αλβανών για ανεξαρτησία και να

φέρει σε δύσκολη θέση τη Σερβία, η οποία μέχρι σήμερα αρνείται να δεχθεί την

ανεξαρτητοποίηση της περιοχής.

121

UNSC Resolution no. 1244/1999 και

Alexandros Yannis: Kosovo under International Administration στο Survival, vol. 43, no.2,

summer 2001, σελ. 31-48.

Επίσης: Gordon N. Bardos: After Kosovo: Prospects for Balkan Stability στο Cambridge Review

of International Affairs, vol.13, no.1, Autumn-Winter 1999 σελ. 187-204.

70

ΙI. Παράμετροι της σύγκρουσης

Η σύγκρουση στο Κόσοβο μεταξύ της Σερβικής και της Αλβανικής πλευράς

ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έφτασε στο τέλος της μετά την

αεροπορική εκστρατεία του ΝΑΤΟ και τη θέση του Κοσόβου υπό διεθνή διοίκηση.

Δικαιολογητική βάση για τα αποσχιστικά αιτήματα της αλβανικής πλευράς αποτελεί η

άρση της αυτονομίας της περιοχής από το καθεστώς Μιλόσεβιτς στις αρχές της

δεκαετίας του 1990, η οποία συνοδεύτηκε με μία σειρά ενεργειών που στόχευαν στην

εξαφάνιση του αλβανικού στοιχείου από την περιοχή. Προς τον σκοπό αυτό, η Σερβία

χρησιμοποίησε μεθόδους, οι οποίες, σύμφωνα με την αλβανική πλευρά, συνιστούσαν

κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της και ως εκ τούτου η δεκαετία

του 1990 αποτέλεσε μία περίοδο καταδίωξης και καταπίεσης του αλβανικού στοιχείου

της περιοχής. Οι ενέργειες αυτές, συνδυασμένες με την διάλυση της πρώην

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, διάλυση η οποία ολοκληρώθηκε

πρόσφατα με την ανεξαρτητοποίηση της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου, ενίσχυσαν

τον αλβανικό εθνικισμό ο οποίος πλέον δεν ζητά την επιστροφή στο status quo ante, ήτοι

την εκ νέου αυτονόμηση της περιοχής, αλλά την αναγνώριση του Κοσόβου ως ενός

ανεξάρτητου κράτους.122

Επιθυμία του αλβανικού εθνικισμού είναι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου

αλβανικού κράτους στην περιοχή του Κοσόβου, ενώ οι επιδιώξεις του δεν αφορούν μόνο

στην αναγνώριση της ανεξαρτησίας του, αλλά ενδεχομένως και στην συνένωση με την

Αλβανία, προκειμένου να πραγματωθεί η ιδέα της δημιουργίας της Μεγάλης Αλβανίας.

Η σοβαρότερη ένδειξη που υπάρχει προς αυτή την κατεύθυνση είναι οι θέσεις του UCK,

όπως αυτές διατυπώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και αφορούσαν την

απελευθέρωση όλων των θεωρούμενων ως αλβανικών εδαφών στην ευρύτερη περιοχή

των Βαλκανίων (FYROM, Ελλάδα). Στο σημείο αυτό, πρέπει βέβαια να επισημάνουμε

ότι ο UCK παρά την αποδοχή του από τον αλβανικό πληθυσμό του Κοσόβου κατά τη

διάρκεια της σύγκρουσης του με τις σερβικές δυνάμεις, σήμερα δεν αποτελεί ένα

122

Frank Muenzel: What Does Public Inernational Law Have to Say About Kosovar

Independence?, στο internet: www.jurist.law.pitt.edu και Zlatko Isakovic: Diplomacy and the

Conflict in Kosovo – Notes on Threats and Fears, στο internet: www.ciaonet.org

71

σημαντικό παράγοντα λήψης απόφασης και ότι στο Κόσοβο έχουν επικρατήσει πιο

μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις με προεξάρχουσα φυσιογνωμία τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα,

στις θέσεις του οποίου δεν συμπεριλαμβάνεται η ένωση του Κοσόβου με την Αλβανία.123

Η σερβική πλευρά καθ' όλη την διάρκεια της σύγκρουσης ανέπτυξε μία πολιτική, η

οποία στόχευε στην ενίσχυση του σερβικού στοιχείου στην περιοχή του Κοσόβου. Το

καθεστώς Μιλόσεβιτς μέσα από τη νομοθεσία που θέσπισε και τις μετακινήσεις

σερβικού πληθυσμού στο Κόσοβο προσπάθησε να μεταβάλλει προς όφελος της σερβικής

πλευράς τη δημογραφία της περιοχής, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να δημιουργήσει

μία πιο ομοιογενή Σερβία. Η άρση της αυτονομίας στις περιοχές του Κοσόβου και της

Βοϊβοδίνας υπήρξε μία στρατηγική του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, η πολιτική του οποίου

ήταν ότι η Σερβία όφειλε να είναι ένας εθνικά συμπαγής χώρος, στον οποίο να ευημερεί

το σερβικό στοιχείο. Ακόμα και μετά την αεροπορική εκστρατεία του ΝΑΤΟ, η οποία

ολοκληρώθηκε με τη θέση της περιοχής υπό διεθνή διοίκηση και οδήγησε στην πτώση

του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, η Σερβία δεν αποδέχεται την ανεξαρτητοποίηση του

Κοσόβου, θεωρώντας την περιοχή αναπόσπαστο κομμάτι της Σερβίας και επικαλούμενη

προς το σκοπό αυτό την αρχή του σεβασμού των διεθνών συνόρων.124

Η κατάσταση βέβαια που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή μετά τη δεκαετή

σύγκρουση και την παρουσία του διοικητικού μηχανισμού του ΟΗΕ και στρατιωτικών

δυνάμεων του ΝΑΤΟ έχει δημιουργήσει ένα minimum σταθερότητας. Ταυτόχρονα,

όμως, μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί μία χρυσή τομή μεταξύ των διεκδικήσεων του

αλβανικού στοιχείου και της άρνησης της Σερβίας να δεχθεί την ανεξαρτησία της

περιοχής. Οι δύο εθνοτικές ομάδες που κατοικούν στην περιοχή δεν έχουν κατορθώσει

να ξεπεράσουν τις παλαιές αντιπαλότητες, γεγονός το οποίο καθιστά ακόμα πιο δύσκολη

την εξεύρεση μίας λύσεως, η οποία θα ικανοποιήσει και τις δύο. Άλλωστε δεν πρέπει να

λησμονούμε ότι οι δύο εθνοτικές ομάδες είναι διεσπαρμένες σε όλη την περιοχή του

Κοσόβου και ότι και των δύο οι συλλογικές μνήμες συνδέονται με την περιοχή.125

123

Brian Katulis: Us Diplomacy toward Kosovo: 1989-1999, WWS Case Study 2/00, στο

internet: www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html 124

Wolfgang Danspeckgruber: Kosovo: Conceptual Challenges, Practical Problems, Possible

Future Lessons, στο internet: www.unausa.org 125

Woodward L.Susan: Kosovo and the Region: Consequences of the Waiting Game στο The

International Spectator, vol.35, no.1, January-March 2000, σελ. 35-48 και Alexandros Yannis:

Kosovo under International Administration στο Survival, vol. 43, no.2, summer 2001, σελ. 31-48.

72

Μία δεύτερη βασική παράμετρος, η οποία καθόρισε την εξέλιξη και την λήξη της

σύγκρουσης στο Κόσοβο, υπήρξε το ενδιαφέρον που επέδειξε σε σχέση με τα

τεκταινόμενα στην περιοχή η διεθνής κοινότητα και οι πρωτοβουλίες που αυτή ανέλαβε

σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1990, η

ηγεσία των Αλβανών του Κοσόβου και δη το κόμμα LDK και ο αρχηγός του Ιμπραήμ

Ρουγκόβα, κατόρθωσαν να διεθνοποιήσουν με θετικό για αυτούς τρόπο τις διεκδικήσεις

της αλβανικής πλευράς, και ναι μεν δεν έφθασαν μέχρι του σημείου να πείσουν την

διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει το Κόσοβο ως ένα ανεξάρτητο κράτος, γεγονός το

οποίο προκύπτει και από την μέχρι τώρα στάση της διεθνούς κοινότητας επί του θέματος

η οποία εμμένει στην αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της Σερβίας, εντούτοις

επέτυχαν να καταστήσουν γνωστά τα προβλήματα που δημιουργούσε ο σερβικός

εθνικισμός στην περιοχή και τα οποία αφορούσαν την συνεχιζόμενη καταπάτηση των

ανθρωπίνων δικαιωμάτων της αλβανικής πλευράς και να προκαλέσουν έτσι την

ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινότητας. Σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή

διαδραμάτισε η αλβανική διασπορά, η οποία κινητοποιήθηκε ήδη από τις αρχές της

σύγκρουσης συγκεντρώνοντας χρήματα προς υποστήριξη των Αλβανών στο Κόσοβο και

ενημερώνοντας συνεχώς τη διεθνή κοινή γνώμη για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων

δικαιωμάτων στην περιοχή.126

Ήδη από το 1992, η διεθνής κοινότητα δείχνει την ανησυχία της για την

ανθρωπιστική κατάσταση στο Κόσοβο με δηλώσεις των κυβερνήσεων διαφόρων

δυτικοευρωπαϊκών χωρών και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς επίσης και με

τοποθετήσεις διεθνών οργανισμών (π.χ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) επί του θέματος. Η

κρίση που ξεσπά στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη εκείνη την εποχή αναγκαστικά θέτει σε

δεύτερη μοίρα τα τεκταινόμενα στην περιοχή του Κοσόβου μέχρι τουλάχιστον το 1995,

οπότε υπογράφονται οι συμφωνίες του Dayton με τις οποίες λήγει ο εμφύλιος πόλεμος

στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Είναι αλήθεια ότι τότε η διεθνής κοινότητα έχασε μία μεγάλη

ευκαιρία, καθώς δεν προσπάθησε μέσω της συμφωνία του Dayton να λύσει και το θέμα

του Κοσόβου. Τα χρόνια που ακολουθούν το ενδιαφέρον των δυτικοευρωπαϊκών κρατών

των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΟΗΕ αυξάνεται συνεχώς, ενώ η κλιμάκωση της

Επίσης Gordon N. Bardos: After Kosovo: Prospects for Balkan Stability στο Cambridge Review

of International Affairs, vol.13, no.1, Autumn-Winter 1999 σελ. 187-204. 126

Brian Katulis, op. cit: www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html και

73

σύγκρουσης στο χώρο του Κοσόβου κατά τα έτη 1997–1998 σηματοδοτεί και την

ανάληψη των πρώτων πρωτοβουλιών από πλευράς της διεθνούς κοινότητας. Έτσι το

1998 εκδίδεται η απόφαση 1199/1998 του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών με την οποία

εκφράζεται η ανησυχία του για την εξέλιξη της ανθρωπιστικής κατάστασης στο Κόσοβο

και γίνεται αναφορά στην ανάγκη εξεύρεσης μία πολιτικής λύσης στο πρόβλημα της

περιοχής. Ταυτόχρονα, έχουν ήδη αναληφθεί πρωτοβουλίες μεσολάβησης από τις

Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μέσω του απεσταλμένου τους στην περιοχή προσπαθούν

να φέρουν σε επαφή την αλβανική με τη σερβική πλευρά. Οι προσπάθειες άλλωστε του

Αμερικανού απεσταλμένου στην περιοχή Richard Holbrook θα οδηγήσουν το

Μιλόσεβιτς να αποδεχθεί τη συμφωνία εκεχειρίας το 1998. Την επόμενη χρονιά η Ομάδα

Επαφής των 6 κρατών (Contact Group) την οποία αποτελούν εκπρόσωποι των

κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας και τεσσάρων δυτικοευρωπαϊκών

κρατών, οργανώνει τη διαπραγματευτική διαδικασία στο Rambouillet της Γαλλίας,

σκοπός της οποίας ήταν η υπογραφή μίας ειρηνευτικής συμφωνίας από τις δύο πλευρές.

Η αποτυχία σύναψης της συμφωνίας, την οποία προκάλεσε η άρνηση της σερβικής

πλευράς να αποδεχθεί κάποιους από τους όρους της και ως εκ τούτου να την υπογράψει,

οδήγησε στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης από πλευράς του ΝΑΤΟ.127

Η αεροπορική εκστρατεία του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας δίχασε σε μεγάλο

βαθμό τους πολιτικούς αναλυτές, τους θεωρητικούς του διεθνούς δικαίου καθώς και την

διεθνή κοινή γνώμη, τόσο ως προς την νομιμότητα όσο και ως προς τη σκοπιμότητα της

πράξης. Η νομιμότητα της εκστρατείας αμφισβητήθηκε εξ αιτίας του γεγονότος ότι ο

ίδιος ο χάρτης των Ηνωμένων Εθνών στο άρθρο 2 παρ. 4, απαγορεύει οποιαδήποτε

πράξη η οποία μπορεί να αποτελέσει απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής

ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους, και επίσης λόγω

του ότι πριν από την έναρξη της εκστρατείας δεν είχε εκδοθεί σχετική απόφαση του

Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, με την οποία το ΝΑΤΟ να εξουσιοδοτείτο να επέμβει

προς το σκοπό της αποκατάστασης της ειρήνης. Το ίδιο το ΝΑΤΟ βέβαια υποστήριξε ότι

Zlatko Isakovic, op. cit: www.ciaonet.org 127

Richard Caplan: International diplomacy and the crisis in Kosovo, International Affairs,

vol.74, no.4, October 1998 και Lawrence Freedman, op. cit, 335-358.

Επίσης: Michael Mccgwire, op. cit, σελ. 1-23.

74

σκοπός της εκστρατείας του ήταν να αποφευχθεί μία σοβαρή ανθρωπιστική καταστροφή

καθώς και να προληφθεί το ξέσπασμα ενός γενικευμένου πολέμου στην περιοχή.128

Πολλοί αναλυτές υποστήριξαν ότι η εκστρατεία του ΝΑΤΟ ήταν νόμιμη, γεγονός

το οποίο προκύπτει από η άρνηση του Συμβουλίου Ασφαλείας να καταδικάσει την

εκστρατεία του ΝΑΤΟ ως παράνομη.129

Ταυτόχρονα υπάρχει και η αντίθετη άποψη, η

οποία υποστηρίζει ότι η συμμαχία θα έπρεπε να είχε επιδιώξει την έκδοση ρητής

αποφάσεως που να επέτρεπε την στρατιωτική της επέμβαση στην περιοχή του Κοσόβου,

πριν την έναρξη των επιχειρήσεων προκειμένου η εν λόγω δράση της να είναι νόμιμη.

Θεωρούμε ότι η άποψη αυτή είναι de lege ferenda ορθότερη καθώς σύμφωνα με τον

χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ο οργανισμός είναι το μόνο όργανο που νομιμοποιείται σε

στρατιωτική επέμβαση προς το σκοπό αποκατάστασης της διεθνούς ειρήνης. Αν λοιπόν

το ΝΑΤΟ επιθυμούσε η δράση του στο Κόσοβο να είναι νόμιμη, όφειλε να επιδιώξει την

έκδοση σχετικής αποφάσεως από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ,130

ενώ οι

ανθρωπιστικοί λόγοι που επικαλείται το ίδιο το ΝΑΤΟ ως νομιμοποιητική βάση για την

εκστρατεία του δεν ευσταθούν, καθώς το διεθνές δίκαιο μέχρι σήμερα δεν αναγνωρίζει

τη νομιμότητα της μονομερούς επέμβασης στο εσωτερικό ενός κυρίαρχου κράτους,

ακόμα και για ανθρωπιστικούς λόγους.131

Μία τρίτη τέλος, αλλά αρκετά σημαντική παράμετρος στην εξέλιξη της

σύγκρουσης καθώς και στην επέμβαση της διεθνούς κοινότητας σε αυτήν, υπήρξε η

δράση του UCK καθ΄ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Όπως έχουμε ήδη

προαναφέρει ο UCK δημιουργήθηκε μεταξύ του 1991 και του 1992 ως μία μυστική

οργάνωση, σκοπός της οποίας ήταν ο ένοπλος αγώνας για την απελευθέρωση της

περιοχής του Κοσόβου από τη Σερβία. Αρχικά, η διεθνής κοινότητα αντιμετώπισε τον

128

Αντώνης Μπρεδήμας: Μετά την Κρίση του Κοσσυφοπεδίου, τί; Μια de lege ferenda προσέγγιση

της ανθρωπιστικής επέμβασης, στο νομικό περιοδικό Το Σύνταγμα, τεύχος 4/2001 και

Adam Roberts: NATO’s Humanitarian War over Kosovo, στο Survival, vol.41, no.3, Autumn

1999, σελ. 102-123. 129

Ibid, σελ. 102-123. 130

Ibid, και Φωτεινή Παζαρτζή: Η Μονομερής Ανθρωπιστική Επέμβαση και το Διεθνές Δίκαιο,

στο νομικό περιοδικό Το Σύνταγμα, τεύχος 4/2001 και

Natalino Ronzitti: Lessons on International Law from NATO’s Armed Intervention Against the

Federal Republic of Yugoslavia, στο The International Spectator, vol.34, no.3, July-September

1999 131

Φωτεινή Παζαρτζή, op. cit. και American Journal of International Law, vol.93, no.4, October

1999: Editorial Comments-NATO’s Kosovo Intervention. Επίσης: Adam Roberts: NATO’s

Humanitarian War over Kosovo, στο Survival, vol.41, no.3, Autumn 1999, σελ. 102-123.

75

UCK ως μία τρομοκρατική οργάνωση εξαιτίας των σχέσεων που η οργάνωση εφέρετο να

έχει με το οργανωμένο έγκλημα και την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών σε διάφορες

δυτικοευρωπαϊκές χώρες, καθώς και των ακραίων εθνικιστικών της απόψεων. Στην

πορεία όμως τουλάχιστον οι Ηνωμένες Πολιτείες προέβησαν σε μία σειρά συναντήσεων

με εκπροσώπους του UCK κατά το έτος 1998, καθώς επίσης δέχθηκαν και εκπροσώπους

του στις διαπραγματεύσεις του Rambouillet. Το ίδιο το ΝΑΤΟ κατά την έναρξη των

επιχειρήσεων συνεργάστηκε με μέλη της οργάνωσης προκειμένου να έχει πληροφόρηση

σχετικά με τα τεκταινόμενα εντός του Κοσόβου. Σύμφωνα με αμερικανικές και νατοϊκές

πηγές, οι επαφές με τον UCK δεν στόχευαν να αναβαθμίσουν το ρόλο του στην περιοχή,

ούτε συνιστούσαν μεταβολή στον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και

το ΝΑΤΟ την οργάνωση.132

Στο σημείο αυτό όμως, πρέπει κανείς να αναλογιστεί ότι οι εν λόγω ενέργειες των

Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ αναβάθμισαν εν τοις πράγμασι τον πολιτικό ρόλο

που διαδραμάτισε η οργάνωση, γεγονός πολύ επικίνδυνο για την σταθερότητα της

περιοχής των Βαλκανίων, αν κανείς αναλογιστεί τις ακραίες εθνικιστικές της απόψεις,

που αφορούν στην συνένωση όλων των θεωρούμενων αλβανικών εδαφών, προς το

σκοπό δημιουργίας της Μεγάλης Αλβανίας. Και ναι μεν κανείς δεν υποστηρίζει ότι ήταν

σκόπιμο η διεθνής κοινότητα να αγνοήσει τον UCK, απλώς οι χειρισμοί της όσον

αφορούσε στις επαφές της με την οργάνωση έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί. Βέβαια, η

θέση της περιοχής του Κοσόβου υπό διεθνή διοίκηση συνοδεύτηκε με προσπάθεια

αφοπλισμού του UCK, ενώ ταυτόχρονα η διεθνής κοινότητα προσπάθησε να

αναβαθμίσει τον πολιτικό ρόλο μετριοπαθέστερων δυνάμεων όπως του Ιμπραήμ

Ρουγκόβα και του πολιτικού του κόμματος LDK. Εντούτοις, η μη συνεπής αντιμετώπιση

της οργάνωσης κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και της αεροπορικής εκστρατείας του

ΝΑΤΟ, ευνόησε τη δράση της οργάνωσης τόσο εντός της περιοχής του Κοσόβου, όσο

και σε γειτονικές περιοχές όπως η FYROM.133

132

Michael E. Smith: NATO, the Kosovo Liberation Army, and the War for an Independent

Kosovo: Unlawful Aggression or Legitimate Exercise of Self-Determination?, στο internet:

www.ciaonet.org και

Brian Katulis: Us Diplomacy toward Kosovo: 1989-1999, WWS Case Study 2/00 στο

www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html 133

Ibid, και Remzi Lani: Rugova and the UCK: Chronicle of a Shifting Balance, στο The

International Spectator, vol.34, no.4, October-December 1999.

76

Μέχρι του σημείου αυτού, παρακολουθήσαμε την εξέλιξη της σύγκρουσης στο

Κόσοβο από τις αρχές του 1990 και την άρση της αυτονομίας της περιοχής από το

καθεστώς Μιλόσεβιτς, μέχρι την αεροπορική εκστρατεία του ΝΑΤΟ κατά της

Γιουγκοσλαβίας, η οποία κατέληξε σε εκτόνωση της κρίσης και θέση του Κοσόβου υπό

διεθνή διοίκηση. Αναφερθήκαμε στα πιο σημαντικά γεγονότα της δεκαετίας, ήτοι την

ανάπτυξη του ειρηνικού κινήματος αντίδρασης στη σερβική καταπίεση, το οποίο

εκφράστηκε μέσα από το πολιτικό κόμμα LDK και τον αρχηγό του Ιμπραήμ Ρουγκόβα,

την εμφάνιση και τη δράση του UCK, τις αντιπαραθέσεις της οργάνωσης με τις σερβικές

δυνάμεις, τις διεθνείς πρωτοβουλίες στην περιοχή και την αποτυχία της

διαπραγματευτικής διαδικασίας του Rambouillet η οποία οδήγησε στην αεροπορική

εκστρατεία του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας. Στη συνέχεια τοποθετηθήκαμε επί της

ίδιας της εκστρατείας και των εξελίξεων που οδήγησαν στη θέση της περιοχής υπό

διεθνή διοίκηση καθώς και στην πραγματικότητα που επικρατεί σήμερα στο Κόσοβο.

Αναφερθήκαμε επίσης, στις παραμέτρους της σύγκρουσης, και αναπτύξαμε τα

επιχειρήματα του αλβανικού εθνικισμού και τις θέσεις της σερβικής κυβέρνησης,

ασχοληθήκαμε με την εμπλοκή της διεθνούς κοινότητας στην περιοχή του Κοσόβου καθ’

όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης, σχολιάσαμε τις απόψεις που έχουν αναπτυχθεί για τη

νατοϊκή εκστρατεία κατά της Γιουγκοσλαβίας και τον ρόλο που διαδραμάτισε στην

εξέλιξη της σύγκρουσης ο UCK και οι επαφές του με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.

77

Συμπεράσματα:

Τα δύο αποσχιστικά κινήματα, στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, έχουν αρκετά

κοινά χαρακτηριστικά αλλά και διαφορές. Καταρχήν εμφανίζονται και τα δύο σε πρώην

κομμουνιστικές χώρες μετά το τέλος της ψυχροπολεμικής εποχής και την κατάρρευση

του συστήματος του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αφορούν και τα δύο αυτόνομες περιοχές

εντός πρώην ομοσπονδιακών κρατών, η διάλυση των οποίων δημιούργησε αρκετά νέα

κράτη και εγκλώβισε τις ίδιες σε κάποιο από αυτά. Και τα δύο αποσχιστικά κινήματα

έχουν ως κοινή βάση την καταπίεση και καταδίωξη την οποία έχουν υποστεί οι εθνοτικές

ομάδες που αποτελούν την πλειοψηφία και στις δύο περιοχές, δηλαδή οι Τσετσένοι στην

μία περίπτωση και οι Αλβανοί στην άλλη, από την κεντρική κυβέρνηση, είτε ιστορικά

είτε κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1990. Και τα δύο αποσχιστικά κινήματα

διεκδικούν την πλήρη ανεξαρτησία των υπό συζήτηση περιοχών και είναι δύσκολο να

συμβιβαστούν με την παροχή οποιασδήποτε μορφής αυτονομίας, αφ’ ης στιγμής κάτι

τέτοιο θα σημάνει την παραμονή τους εντός του πολυεθνικού κράτους και την εξάρτηση

τους από την κεντρική κυβέρνηση. Και τα δύο μέχρι σήμερα δεν έχουν καταφέρει να

εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους, καθώς καμία από τις δύο περιοχές δεν έχει αποκτήσει

την ανεξαρτησία της και δεν έχει αναγνωριστεί επίσημα ως υποκείμενο του διεθνούς

δικαίου.

Πέρα από τις ομοιότητες τους τα δύο αποσχιστικά κινήματα έχουν και διαφορές, η

πιο σημαντική από τις οποίες αφορά στην αντιμετώπιση των ίδιων των κινημάτων και

της σύγκρουσης τους με την κεντρική κυβέρνηση από την διεθνή κοινότητα. Γιατί, όμως

η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στις δύο αυτές περιπτώσεις υπήρξε τόσο

διαφορετική; Γιατί η διεθνής κοινότητα έκρινε απαραίτητη την ανάληψη πρωτοβουλιών

και την επέμβαση της προς τον σκοπό της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

του Αλβανικού πληθυσμού και εκτόνωσης της κρίσης στην περίπτωση του Κοσόβου,

ενώ μέχρι σήμερα δεν έχει αναληφθεί καμία πρωτοβουλία της ιδίας στην Τσετσενία,

όπου η σύγκρουση συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και αυξάνονται καθημερινώς οι

καταγγελίες για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Τσετσένων από τα

ρωσικά στρατεύματα και την κεντρική κυβέρνηση; Οι λόγοι εξαιτίας των οποίων η

78

διεθνής αντίδραση στις δύο αυτές περιπτώσεις υπήρξε τόσο διαφορετική είναι πολλοί και

σχετίζονται με διάφορους παράγοντες.

Πρώτον, σημαντικό ρόλο στην διαφορά της αντίδρασης της διεθνούς κοινότητας

στις δύο περιπτώσεις διαδραμάτισε η θέση των δύο χωρών στην διεθνή πολιτική σκηνή.

Από τη μία πλευρά υπάρχει η Ρωσία, η οποία αν και έχει απολέσει την αίγλη της πρώην

ΕΣΣΔ, παραμένει ένα αρκετά ισχυρό κράτος. Παρά τα εσωτερικά της προβλήματα, τα

οποία εν πολλοίς σχετίζονται με την προβληματική οικονομία της και τις δυσκολίες

προσαρμογής στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, η Ρωσία είναι ένας ισχυρός διεθνής

δρων, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και κάτοχος ενός

σημαντικού πυρηνικού οπλοστασίου. Η ισχύς της στη διεθνή πολιτική σκηνή συνδέεται

επίσης με την γεωστρατηγική της θέση, η οποία είναι πολύ σημαντική καθώς η Ρωσία

αποτελεί μεν το φυσικό σύνορο της Ευρώπης, ταυτόχρονα όμως τα εδάφη της

εκτείνονται και στην Κέντρο-Ανατολική Ασία, η οποία είναι μία περιοχή με αυξανόμενο

ενδιαφέρον για την παγκόσμια οικονομία, εξαιτίας των κοιτασμάτων πετρελαίου και

φυσικού αερίου της Κασπίας. Παράλληλα η Ρωσία διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην

Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών (ΚΑΚ), η οποία δημιουργήθηκε μετά την

κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Τέλος, η εκρηκτική κατάσταση που επικρατεί στον Καύκασο

έχει ενισχύσει τη θέση της Ρωσίας ως σταθεροποιητικού παράγοντα στην περιοχή και

την έχει καταστήσει προνομιακό συνομιλητή της Δύσης.134

Υπό το πρίσμα αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς ότι μία ενδεχόμενη επέμβαση της

διεθνούς κοινότητας στην περίπτωση της Τσετσενίας θα προκαλούσε τη δυσαρέσκεια της

Ρωσίας και θα δημιουργούσε επιπλοκές στις σχέσεις διεθνούς κοινότητας-Ρωσίας. Το

γεγονός αυτό συνέβαλε στην αδράνεια της διεθνούς κοινότητας και στην εμμονή της να

χαρακτηρίζει την ρωσοτσετσενική σύγκρουση εσωτερική υπόθεση της Ρωσίας.

Από την άλλη πλευρά πάλι υπάρχει η πρώην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της

Γιουγκοσλαβίας, η οποία έχει απολέσει τον στρατηγικό χαρακτήρα τον οποίο κατείχε επί

εποχής Τίτο, οπότε η Γιουγκοσλαβία, αν και κομμουνιστική χώρα, θεωρούνταν ένας

134

Krag Helen: Ethno-Radicalism and Centralist Rule: Western and Eastern Europe at the End of

the Twentieth Century. Case Study: Chechnya and the Caucasus, στο internet:

www.caucasus.dk/publications.htm και

Faubry Ib: The Failure of Conflict Prevention and Management: The Case of Chechnya. Part II:

International Reactions to the War(I), στο internet: www.caucasus.dk/publications.htm

79

σταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή των Βαλκανίων, εξαιτίας των ανοιγμάτων

που είχε πραγματοποιήσει προς τη δύση. Αντίθετα η Γιουγκοσλαβία, μετά και τη

διάλυση της, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν θεωρείται ένα ισχυρό κράτος με

ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία για τη Δύση. Η εμφύλια διαμάχη στη Βοσνία-

Ερζεγοβίνη και η κρίση που δημιουργήθηκε στην περιοχή του Κοσόβου, κατέστησαν την

Γιουγκοσλαβία παράγοντα αποσταθεροποίησης στην περιοχή, ενώ το καθεστώς

Μιλόσεβιτς και ο Σερβικός εθνικισμός της εποχής, προκάλεσαν την αντίδραση της

διεθνούς κοινότητας, η οποία δεν αντιμετώπισε θετικά την προσπάθεια του καθεστώτος

Μιλόσεβιτς να δημιουργήσει μία ομοιογενή Σερβία, οδηγώντας σε μαρασμό άλλες

εθνοτικές ομάδες. Την ίδια εποχή, η ΟΔΓ αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά

προβλήματα, ενώ η εικόνα του κράτους στο εξωτερικό αμαυρώνεται σταδιακά εξαιτίας

των πολιτικών επιλογών του καθεστώτος Μιλόσεβιτς. Η έλλειψη ισχύος της ΟΔΓ εκείνη

την εποχή συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην απόφαση της διεθνούς κοινότητας να

επέμβει στη σύγκρουση του Κοσόβου, ενώ η απόφαση της αυτή επηρεάζεται και από την

απαξίωση της στο πρόσωπο του Μιλόσεβιτς, και στην επιθυμία της να προκαλέσει την

πτώση του καθεστώτος του.135

Μία άλλη παράμετρος που διαδραμάτισε ρόλο στην στάση που τήρησε η διεθνής

κοινότητα στις δύο περιπτώσεις του Κοσόβου και της Τσετσενίας, υπήρξε η γεωγραφική

θέση των δύο περιοχών. Το μεν Κόσοβο είναι μία περιοχή, η οποία βρίσκεται κοντά στην

καρδιά της Δυτικής Ευρώπης, και ως εκ τούτου πολύ κοντά στις δυτικοευρωπαϊκές

χώρες και το ΝΑΤΟ. Η Δυτική Ευρώπη επίσης είναι μία περιοχή, η οποία παραδοσιακά

προσελκύει το πολιτικό και οικονομικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ. Ως εκ τούτου είναι λογικό

το ότι η κρίση στην περιοχή του Κοσόβου επηρέασε σε μεγαλύτερο βαθμό την διεθνή

κοινότητα, και συνέβαλε στην απόφαση του ΝΑΤΟ να προχωρήσει σε έναρξη των

αεροπορικών του επιθέσεων κατά της Σερβίας, καθώς και στην πολιτική υποστήριξη που

η Ευρωπαϊκή Ένωση παρείχε στην Συμμαχία. 136

καθώς και Dominique Vidal: Kosovo-Tsetsenie, deux poids deux megures, στη Le Monde

Diplomadique, Novembre 1999. 135

Richard Caplan: International diplomacy and the crisis in Kosovo, International

Affairs,vol.74, no. 4, October 1998 136

Peter W. Rodman: The Fallout from Kosovo, στο Foreign Affairs, vol. 78, no. 4, July-August

1999.

80

Η κρίση που είχε ξεσπάσει στην περιοχή του Κοσόβου είχε δημιουργήσει ένα

μεγάλο κύμα προσφύγων, οι οποίοι συνωστίζονταν στα σύνορα με τις γειτονικές χώρες,

και το οποίο ενδέχετο να προκαλέσει με τη σειρά του ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα

προς τις χώρες της ΕΕ. Η ΕΕ για οικονομικούς κυρίως λόγους δεν επιθυμούσε να δεχτεί

τους πρόσφυγες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτε βεβαίως να κατακλυστεί από

μετανάστες. Την ίδια στιγμή το ΝΑΤΟ αντιλαμβανόταν ότι μία ακόμα εστία αναταραχής

είχε δημιουργηθεί πολύ κοντά στο χώρο της Συμμαχίας, ιδιαίτερα αν κανείς αναλογιστεί

τη γειτνίαση της περιοχής με δύο από τις χώρες-μέλη του, την Ελλάδα και την

Τουρκία.137

Την ίδια εποχή το ΝΑΤΟ συμπλήρωνε την πεντηκοστή επέτειο του, την οποία

επρόκειτο να γιορτάσει με μία σειρά εκδηλώσεων που θα λάμβαναν χώρα στην

Ουάσινγκτον από τις 23 έως τις 25 Απριλίου του 1999, ενώ ταυτόχρονα η Συμμαχία

προετοιμαζόταν να υποδεχτεί τρία νέα μέλη, την Πολωνία, την Ουγγαρία και την Τσεχία.

Η λήξη της ψυχροπολεμικής εποχής και η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στην Ευρώπη

μετά την πτώση του συστήματος του υπαρκτού σοσιαλισμού, είχαν ανατρέψει τον

χαρακτήρα του ΝΑΤΟ, ως αμυντικής συμμαχίας σκοπός της οποίας ήταν η προστασία

του δυτικοευρωπαϊκού χώρου από την κομμουνιστική απειλή. Η Συμμαχία, λοιπόν,

επιθυμούσε να αποδείξει ότι εξακολουθεί να διαδραματίζει έναν ουσιαστικό

σταθεροποιητικό ρόλο στον Ευρωπαϊκό χώρο, και ως εκ τούτου επιθυμούσε να

επεκτείνει την δραστηριότητα της και σε περιοχές της Ευρώπης, που βρίσκονταν εκτός

του παραδοσιακού χώρου δράσης της. Η κρίση στην περιοχή του Κοσόβου υπήρξε η

κατάλληλη ευκαιρία για να επιβεβαιώσει το ΝΑΤΟ το νέο αυτό ρόλο του.138

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που επηρέασε την διεθνή κοινότητα στην

απόφαση της να επέμβει στην κρίση του Κοσόβου ήταν ο φόβος διάχυσης της κρίσης σε

γειτονικές χώρες, φόβος που δεν ήταν ιδιαίτερα αδικαιολόγητος εάν κανείς αναλογιστεί

ότι η περιοχή των Βαλκανίων ήταν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990 μία εστία

αναταραχών. Η εύθραυστη ειρήνη που είχε επιτευχθεί στην περιοχή της Βοσνίας λίγα

χρόνια πριν, οι εθνικιστικές διεκδικήσεις του UCK, ο οποίος έκανε λόγο για έναν αγώνα

που στόχευε στην απελευθέρωση και συνένωση των θεωρούμενων αλβανικών εδαφών

137

Zlatko Isakovic, op. cit: www.ciaonet.org 138

Michael Mccgwire: Why did the bomb Belgrade, στο International Affairs 76, I (2000), σελ. 1-

23.

81

στην περιοχή των Βαλκανίων και η δράση της Σερβίας, η οποία είχε δημιουργήσει μία

ανθρωπιστική κρίση στην περιοχή και εξέθρεφε έτσι τον Αλβανικό εθνικισμό, ήταν

στοιχεία τα οποία μπορούσαν να προκαλέσουν μία γενικότερη ανάφλεξη στα Βαλκάνια.

Η διεθνής κοινότητα δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο, και ως εκ τούτου θεώρησε ότι η

επέμβαση της ήταν επιβεβλημένη προκειμένου η κρίση να μην επεκταθεί στις γειτονικές

περιοχές.139

Βεβαίως, στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί και ο ρόλος της διεθνούς κοινής

γνώμης και των ΜΜΕ στην διαφορετική αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στις δύο

περιπτώσεις του Κοσόβου και της Τσετσενίας, ο οποίος εν πολλοίς σχετίζεται και με τον

γεωγραφικό παράγοντα που προαναφέραμε. Έτσι, στην περίπτωση της κρίσης στο

Κόσοβο, η κάλυψη από τα διεθνή ΜΜΕ ήταν διαρκής και οδήγησε σε κινητοποίηση της

κοινής γνώμης, η οποία άσκησε με τη σειρά της πιέσεις στις κυβερνήσεις των χωρών-

μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, προκειμένου να αναληφθούν πρωτοβουλίες για να

προστατευθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του αλβανικού πληθυσμού και να βρεθεί μία

λύση που θα οδηγούσε σε εκτόνωση της κρίσης. Αντίθετα, στην περίπτωση της

Τσετσενίας, τόσο κατά την πρώτη, όσο και κατά την δεύτερη ρωσοτσετσενική

σύγκρουση, η κάλυψη των γεγονότων από τα διεθνή ΜΜΕ είναι αποσπασματική,

γεγονός το οποίο εάν συνδυαστεί με την γεωγραφική απόσταση που χωρίζει την Ευρώπη

από τον Καύκασο, οδηγεί είτε σε αδιαφορία της κοινής γνώμης στα ευρωπαϊκά κράτη

και τις ΗΠΑ, είτε σε εκδήλωση ενός περιστασιακού ενδιαφέροντος, το οποίο δεν είναι

αρκετό για να κινητοποιηθεί η κοινή γνώμη και να ασκηθούν πιέσεις προς ανάληψη

πρωτοβουλιών για εκτόνωση της κρίσης στην Τσετσενία.140

Επίσης, σημαντικός παράγοντας στην απόφαση του ΝΑΤΟ να επέμβει στο Κόσοβο

υπήρξαν οι πρόσφατες μνήμες από τη σφαγή στην Σρεμπρένιτσα, την οποία η διεθνής

κοινότητα απέτυχε να αποτρέψει, μετά την τότε άρνηση της Συμμαχίας να διαθέσει

στρατεύματα, όπως της είχε ζητηθεί από τον ΟΗΕ, προκειμένου να ελεγχθούν επιθέσεις

που ενδέχετο να εξαπολυθούν κατά των περιοχών εκείνων της Βοσνίας που είχαν

χαρακτηριστεί ως ασφαλείς θύλακες και στις οποίες είχαν βρει καταφύγιο χιλιάδες

μουσουλμάνοι. Το γεγονός αυτό είχε δημιουργήσει ένα αίσθημα ενοχής σε κάποιες από

139

Sophia Clement: The Regional Impications of the Kosovo Crisis στο The International

Spectator, vol.34, no.3, July-September 1999. 140

Philip Hammond: The Media and the Kosovo Crisis, στο internet:

82

τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία, Δανία), το οποίο συνέβαλε στην κινητοποίηση

της κοινής γνώμης σε αυτές και στην απόφαση των κυβερνήσεων τους να στηρίξουν την

επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο141

.

Σημαντικός παράγοντας, τέλος, για την αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στις

δύο συγκρούσεις υπήρξε η ίδια η δυναμική των αποσχιστικών κινημάτων και η

ικανότητα τους να διεθνοποιήσουν την κρίση στις περιοχές τους προς όφελος τους.142

Έτσι, ενώ στην περίπτωση του Κοσόβου η διεθνοποίηση της κρίσης από αλβανικής

πλευράς υπήρξε επιτυχής, οι Τσετσένοι δεν κατόρθωσαν να τραβήξουν πάνω τους τα

βλέμματα της διεθνούς κοινότητας και να αναπτύξουν επιτυχείς σχέσεις με διάφορους

διεθνείς δρώντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αναλάβουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία προς

εκτόνωση της κρίσης.

Πιο συγκεκριμένα, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η Αλβανική

πλευρά, μέσω του πολιτικού κόμματος LDK, και του αρχηγού του Ιμπραήμ Ρουγκόβα,

προσπάθησε και εν τέλει επέτυχε να αποκτήσει σχέσεις με τη διεθνή κοινότητα και να

βρει βήμα στα διεθνή fora. Η επιτυχής αυτή πορεία συνέβαλε στην απόφαση της

διεθνούς κοινότητας να αναλάβει πρωτοβουλίες για εξεύρεση λύσης στην κρίση που είχε

δημιουργηθεί στην περιοχή, ενώ σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία αναλήφθηκε, η αλβανική

πλευρά ήταν παρούσα ως συνομιλητής. Οι Κοσοβάροι Αλβανοί κατόρθωσαν επίσης να

υποβαθμίσουν την αρνητική εικόνα του UCK ως τρομοκρατικής οργάνωσης, και να

τονίσουν τα στοιχεία εκείνα της Σερβο-αλβανικής σύγκρουσης που αφορούσαν στην

καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αλβανικού πληθυσμού στην περιοχή, και

ως εκ τούτου να εξασφαλίσουν την προσοχή της διεθνούς κοινότητας, παρά τις

οποιεσδήποτε διαφωνίες υπήρχαν για την δράση και τις μεθόδους του UCK.143

Αντίθετα, στην περίπτωση της Τσετσενίας οι προσπάθειες διεθνοποίησης της

κρίσης από πλευράς του αποσχιστικού κινήματος δεν υπήρξαν επιτυχής. Αυτό δεν

σημαίνει ότι δεν έγιναν προσπάθειες από την τσετσενική πλευρά, η οποία ιδιαίτερα την

περίοδο 1991-1994, μέσω του αρχηγού της Ντζόκαρ Ντουντάγιεφ, πραγματοποίησε

http://emperors-clothes.com/articles/hammond/mediaandkosovo.htm 141

Michael Mccgwire: op. cit σελ. 1-23. 142

Heraclides Alexis: The Self-Determination of Minorities in International Politics, Frank Cass,

USA. 1991 σελ.21-23.

83

σειρά επαφών με διεθνείς δρώντες, προκειμένου να επιτύχει την αναγνώριση της

ανεξαρτησίας της Τσετσενίας και την παροχή υποστήριξης σε αυτήν από τη διεθνή

κοινότητα. Οι προσπάθειες αυτές, όμως, ήταν αποσπασματικές και δεν συνεχίστηκαν

μετά την πρώτη ρωσοτσετσενική σύγκρουση του 1994-1996. Στη συνέχεια, από το 1997

και μετά η τσετσενική πλευρά δεν μπόρεσε να προστατέψει την εικόνα της, η οποία

αμαυρώθηκε από μία σειρά απαγωγών ξένων και ρώσων υπηκόων από Τσετσένους

αυτονομιστές για λύτρα. Το γεγονός αυτό, συνδυασμένο βέβαια και με τους παράγοντες

που προαναφέρθηκαν, είχε ως αποτέλεσμα την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας σε

σχέση με τη συνεχιζόμενη κρίση στην περιοχή.144

Στο σημείο αυτό βέβαια πρέπει να τονιστεί ότι ένας σημαντικός παράγοντας για

την ρωσική αντίδραση στις αποσχιστικές διεκδικήσεις της Τσετσενίας υπήρξε ο φόβος

του «παραδείγματος», ήτοι οι επιπτώσεις που θα είχε η πιθανή ανεξαρτησία της

Τσετσενίας σε άλλες εθνοτικές ομάδες της Ρωσίας. Ο φόβος αυτός της ρωσικής πλευράς

δεν είναι αδικαιολόγητος, αν αναλογιστούμε ότι η Ρωσική Ομοσπονδία είναι ένα

πολυεθνικό κράτος και ότι σε πολλές από τις ομοσπονδιακές δημοκρατίες που την

αποτελούν έχουν ήδη εμφανιστεί τοπικοί εθνικισμοί, οι οποίοι ενδέχεται να οδηγήσουν

στον σχηματισμό φυγόκεντρων τάσεων σε αυτές τις περιοχές, εάν η Ρωσία αναγνωρίσει

την ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Με δεδομένο λοιπόν ότι η Ρωσία επιθυμεί να

αποτρέψει την εξάπλωση των αποσχιστικών διεκδικήσεων σε περιοχές, όπου μέχρι

σήμερα η κατάσταση είναι ελεγχόμενη, θα συνεχίσει να εμμένει στην άρνηση της στην

ανεξαρτησία της Τσετσενίας.145

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση μας θα θέλαμε να αναφερθούμε σε δύο ακόμα

θέματα. Το πρώτο αφορά στις σχέσεις της Ρωσίας με την Δύση εν όψει των εξελίξεων

της δεύτερης ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης, και το δεύτερο την διατύπωση κάποιων

εκτιμήσεων για το μέλλον των δύο περιοχών του Κοσόβου και της Τσετσενίας.

143

Andrew March and Rudra Sil: The “Republic of Kosova” (1989-1998) and The Resolution Of

Ethno-Separatist Conflict: “Rethinking Sovereignty” In The Post –Cold War Era στο internet:

www.ciaonet.org 144

Gall Carlotta & De Waal Thomas: Chechnya: A Small Victorius War, Pan Original,

London,1997, σελ. 76-102 και Smith Sebastian: Allah’s Mountains: The Battle for Chechnya

(Introduction), I. B. Tauris Publications, London 1998, σελ. 17-34. 145

Sergei A. Arutiunov: Possible Consequences of the Chechnya War for the General Situation in

the Caucasus, στο internet: www.amina.com/article/chapter1.html

84

Το ξέσπασμα της δεύτερης ρωσοτσετσενικής σύγκρουσης και οι μέχρι σήμερα

εξελίξεις δεν έχουν επισύρει, όπως ήδη προαναφέραμε, κάποια δυναμική αντίδραση από

πλευράς της διεθνούς κοινότητας. Οι οικονομικές σχέσεις Δύσης-Ρωσίας συνεχίζονται

κανονικά, όπως επίσης δεν έχει διακοπεί και η χρηματοδότηση της Ρωσίας από το ΔΝΤ.

Η Δύση θεωρεί ότι η Ρωσία είναι ένας σταθεροποιητικός παράγοντας για την ευρύτερη

περιοχή της Κεντρο-Ανατολικής Ασίας, και παρά τις διάφορες δηλώσεις που έχουν γίνει

από εκπροσώπους Διεθνών Οργανισμών για δυσανάλογη χρήση βίας από τη ρωσική

πλευρά στη περιοχή της Τσετσενίας, δεν έχει μέχρι σήμερα ασκηθεί καμία ουσιαστική

πίεση στη Ρωσία προκειμένου να τεθεί ένα τέλος στην σύγκρουση αυτή. Η διεθνής

συγκυρία που διαμορφώθηκε μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του

2001 κατά των ΗΠΑ, καθώς και η νέα Ισραηλινο-Παλαιστινιακή κρίση που αυτή τη

στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη έχουν στρέψει αλλού την προσοχή της διεθνούς κοινότητας,

ενώ έχουν οπλίσει την ίδια τη Ρωσία με επιχειρήματα για τη συνέχιση των στρατιωτικών

της επιχειρήσεων στην Τσετσενία, με την δικαιολογία της αντιμετώπισης τρομοκρατικών

ενεργειών που οργανώνονται στην περιοχή, και οι οποίες απειλούν την Ρωσία. Υπό το

πρίσμα αυτό αντιλαμβάνεται κανείς ότι η δεύτερη ρωσοτσετσενική σύγκρουση θα

διαρκέσει καιρό, καθώς η ρωσική πλευρά μέχρι σήμερα δεν έχει αναλάβει καμία

πρωτοβουλία για την εξεύρεση μίας πολιτικής λύσης στην περιοχή, ενώ οι δυτικές

δυνάμεις δεν επιθυμούν να ασκήσουν πιέσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.

Στην περίπτωση του Κοσόβου πάλι θεωρούμε ότι η επικείμενη συμπλήρωση της

τριετούς μεταβατικής περιόδου κατά την οποία η περιοχή έχει τεθεί υπό διεθνή διοίκηση,

δεν θα προκαλέσει σοβαρές ανατροπές, λόγω της επιφυλακτικότητας της διεθνούς

κοινότητας ως προς την αναγνώριση ενός ανεξάρτητου Κοσόβου. Αν και η διεθνής

παρουσία στην περιοχή ενδέχεται σταδιακά να μειωθεί, οι αποφάσεις που θα ληφθούν

μάλλον θα προκρίνουν υπέρ μίας διευρυμένης αυτονομίας της περιοχής, η οποία θα

συνδυάζεται με ουσιαστική αυτοκυβέρνηση και προώθηση διαφόρων μορφών

συνεργασίας με τις υπόλοιπες περιοχές των Βαλκανίων, στο οικονομικό κόστος των

οποίων θα συμβάλλει η ΕΕ, μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τα

Βαλκάνια.

85

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μέρος Ι: Θεωρητικό υπόβαθρο

Α. Βιβλία:

Στην Αγγλική γλώσσα:

Beitz Charles: Political Theory and Political Relations, Princeton, NJ: Princeton

University Press, 1979.

Brass R. Paul: Ethnicity and Nationalism: Theory and Comparison, Newbury Park,

CA: Sage, 1995.

Cohen P. Anthony: The Symbolic Construction of Community, London, Tavistock,

1985.

Connor Walker: Ethnonationalism: The Quest for Understanding, Princeton:

Princeton University Press, 1994.

Freeman Michael: The Priority of Function to Structure: A New Approach to

Secession, στο Theories of Secession, ed. Lehning.

Held David: Democracy and the Global Order: From the Modern State to

Cosmopolitan Governance (Cambridge: Polity Press, 1995).

Heraclides Alexis: The Self-Determination of Minorities in International Politics,

Frank Cass, USA. 1991.

Hurst Hannum: Autonomy, Sovereignty and Self-Determination, Philadelphia:

University of Pennsylvania Press, 1992.

McGarry J. and O’ Leary B (eds): The Politics of Ethnic Conflict Regulation: Case

Studies of Protracted Ethnic Conflicts (London: Routledge, 1993).

O’ Neill O: Justice and Boundaries, στο Political Restructuring in Europe: Ethical

Perspectives, London: Routledge, 1994.

Pogge T.: Cosmopolitanism and Sovereignty στο Political Restructuring in Europe:

Ethical Perspectives, London: Routledge, 1994.

Rupesinghe Kumar: Governance and Conflict Resolution in Multi-Ethnic Societies

στο συλλογικό έργο Ethnicity and Power in the Contemporary World, edited by:

86

Rupesinghe Kumar και Valery A. Tishkov, United Nations University Press, Tokyo

1996.

Smith A. D: The Ethnic Origins of Nations, Oxford. Blackwell, 1986.

Στην Ελληνική γλώσσα:

Kissinger Henry: Διπλωματία, εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα, Αθήνα 1995.

Ρούκουνας Εμμανουήλ: Διεθνές Δίκαιο ΙΙ, Εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1982.

B. Άρθρα:

Στην Αγγλική γλώσσα:

Archard D: Should Nationalists Be Communitarians? στο Journal of Applied

Philosophy, 13 (1996).

Ayres R. Williams: A World Flying Apart? Violent Nationalist Conflict and the End

of the End of the Cold War στο Journal of Peace Research, vol.37, no.1, 2000.

Beran H: A Liberal Theory of Secession, στο Political Studies, XXXII (1984).

Beran H: More Theory of Secession: A Response to Birch, στο Political Studies

XXXVI (1988).

Birch H. A: Another Liberal Theory of Secession, στο Political Studies, XXXII

(1984).

Emerson Rupert: The Problem of Identity, Selfhood and Image in New Nations, στο

Comparative Politics, vol.I, no.3, 1969.

Enriquez Juan: Too Many Flags?, στο Foreign Policy, Fall 1999.

Freeman Michael: National Self-Determination, Peace and Human Right, στο Peace

Review, vol.10, no.2, June 1998.

Freeman Michael: The Right of Self-Determination in International Politics: Six

Theories in Search of a Policy, στο Review of International Studies (1999), 25.

Gottlieb Gidon: Nations Without States, Foreign Affairs May/June 1994.

Kourvetaris A. George: Ethnonationalism and Subnationalism: The Case of Former

Yugoslavia στο Journal of Political and Military Sociology 1996, vol.24, no.2

(Winter).

87

Meadwell Hundson: Secession, States and International Society, στο Review of

International Studies (1999), 25.

Neuberger Benyamin: National Self-Determination: A Theoretical Discussion, στο

Nationalities Papers. vol.29, no.3, September 2001.

O’ Neil J.: Should Communitarians Be Nationalists? στο Journal of Applied

Philosophy, 11 (1994).

Philpott D: In Defence of Self-Determination, στο Ethics 105 (1995).

Rakic Vojin: Theories of Nation Formation and Case Selection: The Meaning of an

Alternative Model, στο Nationalities Papers, vol.26, no.4, December 1998.

Sadowski Yahya: Ethnic Conflict, στο Foreign Policy, Summer, 1998.

Schnee Walter: Nationalism: A Review of the Literature, στο Journal of Political and

Military Sociology 2001, vol.29 (Summer).

Seul R. Jeffrey: “Ours is the Way of God”- Religion, Identity and Intergroup Conflict,

στο Journal of Peace Research, vol. 36, no. 5, 1999, σελ. 553-569.

Shah Sonia: The Roots of Ethnic Conflict, στο Nuclear Times, Spring 1992.

Smith Antony: Culture, Community and Territory: The Politics of Ethnicity and

Nationalism, στο International Affairs, vol.72, no.2, 1996.

Talbott Strobe: Self-Determination in an Interdependent World, στο Foreign Policy,

Summer 1998.

Wieland Carsten: “Ethnic Conflict” Undressed: Patterns of Contrast, Interests of

Elites and Clientelism of Foreign Powers in Comparative Perspective- Bosnia, India,

Pakistan στο Nationalities Papers, vol.29, no.2, June 2001.

Στo internet:

Barry Tom: Self-Determination: Evolution of Concept στο www.self-

determine.org/about.body.htm

Branea Lucian: Self-Determination-Myth and Reality,

www.europe.org.ro/euroatlantic_club/branea.pdf

Carment David - James Patrick: Escalation of Ethnic Conflict: A Survey and

Assessment, στο internet: www.carleton.ca/-dcarment/papers/esclati.html

88

Competing Claims: Self-Determination, Security and the United Nations, a project by

the Graduate School of International Studies, University of Denver and the

International Peace Academy στο internet: www.ipacademy/publications.htm

European Commission for Democracy Through Law, Self-Determination and

Secession in Constitutional Law, Report adopted by the Commission at its 41th

meeting (Venice 10-11 December 1999), στο internet:

www.venice.col.int/docs/2000/CDL-INF(2000)002-e.html

Hill Mitchel: What the Principle of Self-Determination Means Today, στο internet:

www.nsulaw.nova.edu/student/organizations/ILSAjournal.htm

Pavkovic Aleksandar: Liberalism and Secession: A few questions, Working Paper Nr.

2001/1 στο internet: www.philosophy.unimelb.edu.au/cappe/papers/pavkovic.pdf

Saideman Stephen and Dougherty Beth: Secessionist Foreign Policy and the Strategic

Use of Identity, στο internet: www.ciaonet.org

Ter-Gabrelian Gevork: Strategies in “Ethnic Conflict” στο

www.cwis.org/fwj/41/ethnic.html

ΜΕΡΟΣ ΙΙ: Περιπτωσιολογική Ανάλυση.

Τσετσενία:

Α. Βιβλία:

Brzezinski Zbigniew: Η Μεγάλη Σκακιέρα, Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη-Νέα Σύνορα,

Αθήνα 1998.

Gall Carlotta & De Waal Thomas: Chechnya: A Small Victorius War, Pan Original,

London, 1997, σελ. 103-123

Smith Sebastian: Allah’s Mountains: The Battle for Chechnya, I. B. Tauris

Publications, London 1998, σελ. 122-128.

Tishkov Valery: Ethnicity, Nationalism and Conflict in and after the Soviet Union:

The Mind Aflame, Sage Publications, London 1997, σελ. 198-206.

89

Β. Άρθρα:

Στην Αγγλική Γλώσσα:

Baranovsky Vladimir: The Kosovo Factor in Russia’s Foreign Policy, στο The

International Spectator, vol.15, no.2, April-June 2000, σελ. 113-130.

Cornell E. Svante: Peace or War? The Prospects for Conflicts in the Caucasus, στο

The Iranian Journal of International Affairs, vol. IX, no.2, Summer 1997.

Diehl Jackson: Putin can rampage but Sharon can’t? Chechens and Palestinians, The

Washington Post, Tuesday April 30 2002.

Faurby Ib: The Battle(s) of Grozny, στο Baltic Defense Review/No.2, 1999.

Halbach Uwe: Islam In The North Caucasus, στο Archives De Sciences Sociales Des

Religion 115, Juillet-Septembre 2001, σελ. 93-110

Menon Rajan & Fuller E. Graham: Russia’s Ruinous Chechen War, στο Foreign

Affairs, March/April 2002, vol.79, no.2.

Wines Michael: Blast Kills 23 as Putin Declares War at End , στη New York Times,

19 Απριλίου 2002

Στην Γαλλική Γλώσσα:

Cheterian Vicken: La Russie s’enlise en Tsetsenie-Destructions et Exactions, στη

Monde Diplomatique, Μάρτιος 2002.

Fourman Dmitri: Les Tchetchenes: Un Peuple Rebelle et Mal Connu, στο Le Courrier

des Pays de l’ Est, no.1001, σελ. 72-75.

Marx-Longuet Frederique: Les Societes Du Nord-Caucase: Ethnie, Conflits Et

Traditions, στο Le Courrier Des Pays De L’est, no. 109, Octobre 2000 σελ. 36-42.

Points de vue de l’ interieur sur le conflit tchetchene, σειρά συνεντεύξεων στο Le

Courrier des Pays de l’ Est, no.1004, σελ. 56-63.

Ramonet Ignacio: Tsetsenie, στη Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 2000.

Serrano Silvia: La Classe Politique Tchetchene: Photo de Groupe, στο Le Courrier

des Pays de l’ Est, no.1009, σελ. 64-66.

90

Στο internet:

Arutiunov A. Sergei: Possible Consequences of the Chechnya War for the General

Situation in the Caucasus, στο internet: www.amina.com/article/chapter1.html

Bodansky Yossef: Chechnya, the Mujahedin Factor, στο internet:

www.freeman.org/m_online/bodansky/chechnya.htm,

Cohen Ariel: The War in Chechnya: What is at Stake? στο internet:

www.heritage.org/library/backgrounder/bg1339.html

Dalton Monica: Special Political, and Decolonization (SPD), Berkeley Model United

Nations. The Fifthieth Annual Session, στο internet: www.ocf.berceley.edu/-ucbmun/

Faubry Ib: The Failure of Conflict Prevention and Management: The Case of

Chechnya. Part II: International Reactions to the War(I), στο internet:

www.caucasus.dk/publications.htm

Fulton Emma: Soviet Legacies, Russian Accommodative Strategies: Tartarstan and

Chechnya, στο internet: www.marginalcow.com/sympfiles/fulton.pdf

Hare Christopher: External Assistance to Secession Struggles: Could Afghan

Regognition Of Chechnya Legally Have Gone Further?, στο internet: www.ca-

c.org/dataeng/hare.shtml

Huseynov Tabib: The Question of Self-Determination, Self-Secession, Irredentism

and Territorial Integrity in the Examples of the Conflict Over the Territory of the

Mountainous Karabakh and the Conflict in Chechnya in Comparative Perspectives,

στο internet:

www.geocities.com/fantom_2000/Legal_aspects-Karabakh-Chechnya.htm

Krag Helen: Ethno-Radicalism and Centralist Rule: Western and Eastern Europe at

the End of the Twentieth Century. Case Study: Chechnya and the Caucasus, στο

internet: www.caucasus.dk/publications.htm

MacFarlane Neil: Chechnya: What the International Community Can Do To Settle

The Problem? στο internet: www.ca-c.org/dataeng/McFarlane.shtml

Magnusson Marta-Lisa The Failure of Conflict Prevention and Management: The

Case of Chechnya Part I: Conflict Assessment and Pre-War Escalation, στο internet:

www.caucasus.dk/publications.htm

91

Magnusson Marta-Lisa: The Negotiation Process Between Russia and Chechnya:

Strategies, Achievements and Future Problems, στο internet:

www.caucasus.dk/publications.htm

Malashenko Aleksei: Moscow Between Yugoslavia and Chechnya: The Kosovo

Factor in Russia’s Policy on the Caucasus, στο internet:

www.ceip.org/files/projects/enb/enb_house.ASP

Second Chechnya War: 1999-???, ανάλυση από το Military Analysis Network, στο

internet: www.fas.org/man/dod-101/ops/war/chechnya2.htm

Starovoitova Galina: Sovereignty after Empire: Self-Determination Movements in the

Former Soviet Union στο internet: www.usip.org/pubs/pworks/pwks19/pwks19.html

The Crisis in Chechnya: Causes, Prospects, Solutions, Πρακτικά Συνεδρίου που

οργανώθηκε από το Princeton University-Liechtenstein Research Program on Self-

Determination-LRPSD Colloquium, March 2-4, 2000 στο internet:

www.wws.princeton.edu/-lrpsd/chechnya.html

The Search for Peace in Chechnya: A Sourcebook 1994-1996 - Chronology of the

Peace Process, στο internet: www.ciaonet.org

Umnova Irina: The Contemporary Russia’ s Model of Federalism: In the Search of

Way to Peace, Democracy and Stabilization, στο internet: www.federalism.ch/FTP-

Mirror/ircc/InHouseSeminar/Umnova_Russian_Federalism_And_Peace.pdf

Walker Edward: No Peace, No War in the Caucasus: Secessionist Conflicts in

Chechnya, Abhasia and Nagorno-Karabakh, στο internet: www.ciaonet.org

Κόσοβο:

Α. Πρωτογενείς Πηγές:

UNSC Resolution no. 1199/1999

UNSC Resolution no. 1244/1999

Human Rights Watch στο internet: www.hrw.org/hrw/reports/2000/NATO

92

Β. Άρθρα:

Στην Ελληνική Γλώσσα:

Μπρεδήμας Αντώνης: Μετά την Κρίση του Κοσσυφοπεδίου, τί; Μια de lege ferenda

προσέγγιση της ανθρωπιστικής επέμβασης, στο νομικό περιοδικό Το Σύνταγμα, τεύχος

4/2001

Παζαρτζή Φωτεινή: Η Μονομερής Ανθρωπιστική Επέμβαση και το Διεθνές Δίκαιο,

στο νομικό περιοδικό Το Σύνταγμα, τεύχος 4/2001

Στην Αγγλική Γλώσσα:

American Journal of International Law, vol.93, no.4, October 1999: Editorial

Comments- NATO’s Kosovo Intervention.

Avineri Shlomo: The Future of Kosovo, στο East European Constitutional Review,

vol. 8, no. 3, Summer 1999.

Bardos N. Gordon: After Kosovo: Prospects for Balkan Stability στο Cambridge

Review of International Affairs, vol.13, no.1, Autumn-Winter 1999 σελ. 187-204.

Caplan Richard: International diplomacy and the crisis in Kosovo, International

Affairs, vol.74, no.4, October 1998 και Lawrence Freedman, op. cit, 335-358.

Cerone John: Minding the Gap: Outlining KFOR Accountability in Post-Conflict

Kosovo, στο European Journal of International Law, (2001), vol. 12, no. 3.

Clement Sophia: The Regional Impications of the Kosovo Crisis στο The International

Spectator, vol.34, no.3, July-September 1999.

Freedman Lawrence: Victims and Victors: Reflections on the Kosovo War, στο

Review of International Studies (2000), 26, σελ. 335-358.

Gow James: Kosovo after the Holbrook-Milosevic Agreement. What now? στο The

International Spectator, Vol. 13, No.4, October-December 1998 και

Hayden M. Robert: The State as Legal Fiction, στο East European Constitutional

Review, Fall 1998, σελ. 45-50.

Kandel Pavel: Eastern Europe after Kosovo- The Impact of the Crisis on Russian

Politics, στο East European Constitutional Review, vol. 8, no. 3, Summer 1999.

Lani Remzi: Rugova and the UCK: Chronicle of a Shifting Balance, στο The

International Spectator, vol. 24, no. 4, October-December 1999.

93

Layne Christopher and Schwarz Benjamin: Dubious Anniversary Kosovo one Year

Later, στο Policy Analysis, No. 373, June 10, 2000.

Mccgwire Michael: Why did the bomb Belgrade, στο International Affairs 76, I

(2000), σελ. 1-23.

Nation R. Craig: US Policy and the Kosovo Crisis στο The International Spectator,

vol. 13, no. 4, October-December 1998.

Posen R. Barry: The War for Kosovo στο International Security vol.24, no.4, Spring

2000, σελ. 39-84.

Priest Dana: The Battle Inside Headquarters: France Balked at NATO Targets,

Washington Post, 20 September 1999

Roberts Adam: NATO’s Humanitarian War over Kosovo, στο Survival, vol.41, no.3,

Autumn 1999, σελ. 102-123

Rodman W. Peter: The Fallout from Kosovo, στο Foreign Affairs, vol. 78, no. 4, July-

August 1999.

Ronzitti Natalino: Lessons on International Law from NATO’s Armed Intervention

Against the Federal Republic of Yugoslavia, στο The International Spectator, vol.34,

no.3, July-September 1999

Surroi Veton: Kosovo Political Life: Past as Prologue?, στο The International

Spectator, vol. 35, no. 1, January-March 2000.

Weller Marc: The Rambouillet conference, στο International Affairs, 75, 2 (April

1999) σελ. 211-251.

Woodward L.Susan: Kosovo and the Region: Consequences of the Waiting Game στο

The International Spectator, vol.35, no.1, January-March 2000, σελ. 35-48

Yannis Alexandros: Kosovo under International Administration στο Survival, vol. 43,

no.2, summer 2001, σελ. 31-48.

Στη Γαλλική Γλώσσα:

Ramonet Ignacio: Kosovo-Editorial, Le Monde Diplomatique, Fevrier 1999.

Ramonet Ignacio: Kosovo-Editorial, Le Monde Diplomatique, Avril 1999.

Potel Jean-Yves: La guerre au Kosovo: Couts economiques et humains 1998-2000

στο Le courrier des pays de l’ Est no 1004, Avril 2000 σελ. 84-95.

94

Στο Internet:

Danspeckgruber Wolfgang: Kosovo: Conceptual Challenges, Practical Problems,

Possible Future Lessons, στο internet: www.unausa.org

Ettore Greco: The Regional Context of the Kosovo Crisis, στο internet:

www.ciaonet.org

Fetahu Agim: Kosova: Self-government Begins at Home, στο internet: www.iwpr.org

Giersch Carsten: Multilateral Conflict Regulation (MCR)- The Case of Kosovo, στο

internet: www.ciaonet.org

Gottlieb Stuart: Kosovo and the Politics of Self-Determination στο internet:

www.brown.edu

Hammond Philip: The Media and the Kosovo Crisis, στο internet: http://emperors-

clothes.com/articles/hammond/mediaandkosovo.htm

Hedges Chris: Kosovo’ s Next Masters, στο internet: www.ciaonet.org

Isakovic Zlatko: Diplomacy and the Conflict in Kosovo – Notes on Threats and

Fears, στο internet: www.ciaonet.org

Katulis Brian: Us Diplomacy toward Kosovo: 1989-1999, WWS Case Study 2/00 στο

internet: www.wws.princeton.edu/-cases/papers/diplomacy.html

Kofos Evangelos-Veremis Thanos: Kosovo: Efforts to Solve the Impasse, στο

internet: www.ciaonet.org

Lutovac Zoran: All kosovo Options, στο internet: www.cdsp.neu.edu

March Andrew and Sil Rudra: The “Republic of Kosova” (1989-1998) and The

Resolution Of Ethno-Separatist Conflict: “Rethinking Sovereignty” In The Post –

Cold War Era στο internet: www.ciaonet.org

Muenzel Frank: “What Does Public Inernational Law Have to Say About Kosovar

Independence?” στο: www.jurist.law.pitt.edu

Roberts Adam: Intervention: Suggestions for Moving the Debate Forward, στο

internet: www.iir.ubc.ca/pwiasconferences/internationalethics/program.htm

Smith Michael: NATO, the Kosovo Liberation Army, and the War for an Independent

Kosovo: Unlawful Aggression or Legitimate Exercise of Self-Determination?, στο

internet: www.ciaonet.org