Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

download Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

of 15

Transcript of Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    1/34

     

    Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μετάφραση του κεφαλαίου 9 του βιβλίου 

    Paul Knox και Steven Pinch, Urban Social Geography an Introduction, Pearson Ltd

    Η  μετάφραση  είναι   υπό  έκδοση  στις  εκδόσεις  Σαβάλλας. Διατίθεται  μόνο  για  τις 

    ανάγκες  των φοιτητών  του σεμιναρίου  «όψεις του αστικού φαινομένου στην Ελλάδα».

    Απαγορεύεται η κάθε άλλη χρήση ή διανομή του.

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    2/34

    ΚΕΦΑΛΑΙΟ ENATO

    Γειτονιά, κοινότητα και η κοινωνική κατασκευή του τόπου 

    Βασικά ζητήματα που συζητούνται στο κεφάλαιο αυτό 

    •  Τι επίπτωση είχε η αστικοποίηση στην ζωή της κοινότητας;

    •  Με ποιο τρόπο οι άνθρωποι κατασκευάζουν εικόνες για το αστικό περιβάλλον και 

    πως οι εικόνες αυτές επηρεάζουν τον τρόπο ζωής τους.

    •  Ποια είναι τα κοινωνικά  νοήματα που ενσωματώνονται στο δομημένο 

    περιβάλλον;

    Κεντρικό  θέμα  που  διατρέχει  ολόκληρο  το  βιβλίο  είναι  το  γεγονός  ότι  στις  πόλεις, η εναλλαγή πολλών διαφορετικών κουλτούρων, μέσα σε σχετικά περιορισμένους χώρους,

    συχνά  οδηγεί  στη  δημιουργία   νέων  πολιτισμικών  μορφών  αλλά  και  σε  κοινωνικό διαχωρισμό (βλ . Κεφάλαια 3 και 7). Τέτοιου τύπου πολιτισμικές ανταλλαγές εμπλέκουν 

    ανθρώπους  με  ποικίλα  και  σύνθετα  κοινωνικά  δίκτυα  – κάποια  επικαλυπτόμενα  και 

    κάποια  διαχωρισμένα. Για  τους αστικούς  κοινωνικούς  γεωγράφους βασικά  ερωτήματα 

    αποτελούν: το  αν  μερικά  από  αυτά  τα  δίκτυα  συγκροτούν  μια  «κοινότητα», το  αν  η 

    έννοια αυτή είναι συνώνυμη της «γειτονιάς» ή της «τοπικότητας» (Locality) και αν  ναι 

    κάτω από ποιες συνθήκες.

    Σύμφωνα  με  την  κλασική  κοινωνιολογική  θεωρία, οι  κοινότητες  δε  θα  έπρεπε   να 

     υπάρχουν  στις  πόλεις  ή  στην  καλύτερη  περίπτωση  [θα  έπρεπε]  να  εμφανίζονται  με 

    ασθενέστερη  μορφή. Αυτή  η  ιδέα  πρωτοεμφανίστηκε  στην  κοινωνιολογία  τον  δέκατο 

    ένατο  αιώνα  με  τα  γραπτά  του  Ferdinand Tonnies που  ισχυρίστηκε  ότι  δυο  βασικές 

    μορφές ανθρώπινης σχέσης μπορούν  να αναγνωριστούν σε κάθε πολιτισμικό σύστημα 

    (Tonnies 1963). Το πρώτο από αυτά, την κοινότητα (“Gemeinschaft”), την απέδωσε στην 

    προγενέστερη  εκείνη  περίοδο, κατά  την  οποία  η  βασική  μονάδα  οργάνωσης  ήταν  η 

    οικογένεια  ή  η  συγγενική  ομάδα, με  τις  κοινωνικές  σχέσεις  να  χαρακτηρίζονται  από 

    βάθος, συνέχεια, συνοχή και  ικανοποίηση. Το δεύτερο, η Gesselschaft, θεωρήθηκε ότι είναι προϊόν της αστικοποίησης και της εκβιομηχάνισης που οδήγησε σε οικονομικές και 

    κοινωνικές  σχέσεις  βασισμένες  στην  ορθολογικότητα, την  αποδοτικότητα  και  τις συμβολαιακές  σχέσεις  μεταξύ  ατόμων  των  οποίων  οι  ρόλοι  εξειδικεύτηκαν. Η  άποψη 

    αυτή  ενισχύθηκε  στη  συνέχειa από  τα  γραπτά  κοινωνιολόγων  όπως  οι  Durkheim,

    Simmel, Sumner, και  Wirth, και  έγινε  τμήμα  της  συμβατικής  γνώσης  ότι  η  ζωή  της 

    όλ δ ί λή ό ό ί Α ή ά

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    3/34

     

    9.1 

    Γειτονιά και κοινότητα Υπάρχουν όμως πληθώρα τεκμηρίων για  να  υποστηριχθεί η ιδέα ότι  υπάρχουν κοινωνικά 

    συνεκτικές  κοινότητες  στις  πόλεις. Από  πολύ   νωρίς  η  πόλη  απεικονίστηκε  από διάφορους  συγγραφείς  ως  εγγενώς  ανθρώπινος  τόπος, όπου  η  κοινωνικότητα  και  η 

    φιλικότητα είναι φυσικές συνέπειες της κοινωνικής οργάνωσης στο επίπεδο της γειτονιάς 

    (βλ . πχ   Jacobs, 1961). Επιπλέον, η  άποψη  αυτή   υποστηρίζεται  από  εμπειρικές κοινωνιολογικές  και  ανθρωπολογικές  έρευνες, οι  οποίες  κατέδειξαν  την   ύπαρξη 

    διακριτών  κοινωνικών  κόσμων, οι  οποίοι  είναι  εδαφικά  περιορισμένοι  (territorially bounded) και οι οποίοι διαθέτουν μια ζωτικότητα που εκδηλώνεται σε τοπικούς θεσμούς 

    όπως  ταβέρνες, μπιλιάρδα και πλυντήρια  (π.χ . Liebow, 1967, Suttles 1968). «Το  τοπίο 

    της   νεωτερικότητας, λοιπόν, είναι  πολύ  περισσότερο  από  ένα  απλό  προϊόν  της 

    βιομηχανικής  μετεγκατάστασης, των  αγορών  ακινήτων, του  αρχιτεκτονικού  γραφείου,

    των  ονείρων  του  σχεδιαστή, των  κυβερνητικών  ρυθμίσεων, και  του  συστήματος  των 

    μηχανικών. Είναι επιπρόσθετα προϊόν των διαφορετικών ανθρώπων που διαμορφώνουν 

    τις γειτονιές (Ward and Zung, 1992).

    Αστικά χωριά: η διάσωση της κοινότητας;

    Ο Herbert Gans, σε συνέχεια της κλασσικής του έρευνας για το West End στη Βοστόνη 

    πρότεινε  ότι  δεν  είναι  απαραίτητο   να  θρηνήσουμε  την  εξαφάνιση  των  συνεκτικών 

    κοινωνικών δικτύων και την έννοια της προσωπικής ταυτότητας που σχετίζονται με την 

    ζωή  των  χωριών  γιατί,  υποστήριξε, τέτοιες  ιδιότητες   υπήρχαν  εντός  των  κεντρικών αστικών  περιοχών σε μια σειρά από  «αστικά  χωριά» (Gans 1962). Η  προοπτική αυτή 

    έγινε  γνωστή  ως  η  «διάσωση  της  κοινότητας» (community saved). Αντικείμενο  της μελέτης του Gans αποτέλεσε ένα «εθνοτικό χωριό» (η  Ιταλική συνοικία) όμως μελέτες σε  άλλες  πόλεις  περιέγραψαν  αστικά  χωριά  βασισμένα  περισσότερο  σε  ταξικές  και 

    λιγότερο  σε  εθνοτικές  σχέσεις. Το  στερεοτυπικό  παράδειγμα  αστικού  χωριού  είναι  το Bethnal Green στο  Λονδίνο  οι  κάτοικοι  του  οποίου  έγιναν  κάτι  σαν  το  κλασικό 

    κοινωνιολογικό  στερεότυπο. Επέδειξαν  ‘μια  αίσθηση  κοινότητας… ένα  αίσθημα 

    αλληλεγγύης  μεταξύ  ανθρώπων  που  καταλαμβάνουν  μια  κοινή  εδαφική  περιοχή’ που θεμελιώνονταν σε ισχυρά τοπικά δίκτυα που ενδυναμώνονταν από εντοπισμένα πρότυπα 

    απασχόλησης, αγοράς και δραστηριοτήτων αναψυχής  (Young and Wilmott, 1957, σελ .

    89, έμφαση επιπρόσθετη, δες και πλαίσιο 9.1.).

    Παρόμοιες συνθήκες  έχουν  περιγραφεί  σε μια  σειρά  διαδοχικών  ερευνών  της αστικής 

    ζωής στο κέντρο και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού, πρόσφατα από τον Thomas

    Jablosnky στην έρευνα του για τις γειτονιές στις «Πίσω αυλές» του Σικάγο όπου το

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    4/34

    εργατικής  τάξης, που  ως  επί  το  πλείστον  παρουσιάζουν  σταθερό  πληθυσμό  και 

    περιορισμένο εύρος επαγγελμάτων.

    Η  σημασία  της  μονιμότητας  και  της  μη-κινητικότητας  για  την   υποβοήθηση  της 

    ανάπτυξης  τοπικών κοινωνικών συστημάτων έχει  τονιστεί από πολλούς συγγραφείς. Η 

    σχετικά  χαμηλή  κινητικότητα  των  εργατικών  τάξεων  ( νοούμενη  από  κάθε  άποψη:

    προσωπική, επαγγελματική, και  οικιστική  κινητικότητα) είναι  ένας  εξαιρετικά 

    σημαντικός παράγοντας. Η χαμηλή κινητικότητα έχει αποτέλεσμα την ενδυνάμωση των 

    κάθετων  δεσμών  της  συγγένειας  και  των  οριζόντιων  δεσμών  της  φιλίας. Ο   υψηλός βαθμός οικιστικής γειτνίασης μεταξύ των μελών της οικογένειας σε εργατικές περιοχές 

    όχι  μόνο  ενισχύει  την  ένταση  των  διαδράσεων  μεταξύ  συγγενών  αλλά  επιπλέον διευκολύνει  το σημαντικό ρόλο  της μητριαρχίας στην ενίσχυση  των δεσμών αυτών. Η μητριάρχης είχε παραδοσιακά παίξει σημαντικό ρόλο στην παροχή πρακτικής βοήθειας 

    (πχ  μεγαλώνοντας τα εγγόνια, και έτσι διευκολύνοντας τη  νύφη  να πιάσει δουλειά) και 

    στη  μετάδοση  των  στάσεων, πληροφοριών, πιστεύω  και  κανόνων  συμπεριφοράς. Η 

    πρωτογενής κοινωνική διάδραση μεταξύ φίλων επίσης ενισχύει την οικιστική γειτνίαση 

    που προκύπτει από τη χαμηλή κινητικότητα. Σχέσεις ομηλίκων που διαμορφώνονται στο 

    σχολείο μεταφέρονται στη ζωή  του δρόμου και στις ερωτικές γνωριμίες, και αργότερα 

    στην επιδίωξη κοινωνικών δραστηριοτήτων σε λέσχες, pubs, και αίθουσες για bingo.

     Ένας ακόμη παράγοντας για  την ανάπτυξη πυκνών και  επικαλυπτόμενων δικτύων στις 

    εργατικές περιοχές είναι η οικονομική διαίρεση της κοινωνίας η οποία εκθέτει αρκετούς ανθρώπους  στην  περιοδικότητα  και  τους  κινδύνους  της  φτώχειας. Η  κοινή  και 

    επαναλαμβανόμενη  εμπειρία  των  «δύσκολων  καιρών» μαζί  με  τη  συνοχή  και  τη 

    λειτουργική αλληλεπίδραση που προκύπτουν από τη σύσφιξη των δεσμών στα συγγενικά 

    και φιλικά δίκτυα, δημιουργούν στις εργατικές περιοχές  την αμοιβαιότητα αισθημάτων και  στόχων: αμοιβαιότητα  που  είναι  η  βασική  πηγή  διαμόρφωσης  των  κοινωνικών θεσμών, των τρόπων ζωής και του «κοινοτικού πνεύματος» που αποδίδεται στα αστικά 

    χωριά.

    Πλαίσιο 9.1

    Κεντρικά θέματα συζήτησης στην αστική κοινωνική γεωγραφία- Πως έμοιαζαν 

    πραγματικά οι εργατικές κοινότητες;: Η περίπτωση του East-End στο Λονδίνο Για πολλά χρόνια, η βασική πηγή αντιπαράθεσης στις αστικές σπουδές σχετίζονταν με 

    την  αληθινή  φύση  των  παλαιότερων  εργατικών  κοινοτήτων  στις  βιομηχανικές  πόλεις.

    Βασικό  έργο  αποτελεί  το  κλασικό  βιβλίο  των  Young και  Wilmott «Οικογένεια  και Συγγένεια  στο  Δυτικό  Λονδίνο» το  οποίο  εξέτασε  τη  ζωή  της  εργατικής  τάξης  στη 

    δεκαετία του 1950 και έγινε ένα από τα πλέον δημοφιλή και μεγάλης επιρροής έργα της

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    5/34

    χαρακτηριστικών  σε  αυτή  την  κοινότητα  όπως  ήταν  οι  ζεστές  οικογενειακές  σχέσεις 

    (χαρακτηριστικά που ο  ίδιος θεωρούσε ότι έλειψαν στη δική  του αυστηρή μεσοαστική 

    ανατροφή).Οι κριτικές στο συγκεκριμένο έργο επισημαίνουν ότι, εκτός από την  υπερβολή, οι Young

    και  Wilmott παρέλειψαν   να  δείξουν  το  διττό  χαρακτήρα  των  στενών  δεσμών  στις 

    κοινότητες: η  έντονη  ενασχόληση  με  τη  συμπεριφορά  των  φίλων  και  των  συγγενών 

    μπορούσε   να  είναι  όχι  μόνο   υποστηρικτική  αλλά  και  καταπιεστική. Επιπρόσθετα  οι 

    γυναίκες σήκωναν το μεγαλύτερο βάρος των κοινωνικών ευθυνών στις κοινότητες αυτές.

    Υποστηρίχτηκε ακόμη ότι μεγαλοποιήθηκαν τα κοινωνικά προβλήματα που σχετίζονταν 

    με την

     μετεγκατάσταση

     των

     οικογενειών

     του

     Bethnal Greenσε

     δημοτικές

     κατοικίες

     στα

     

    προάστια  του  Greenwich. Με  την  πάροδο  του  χρόνου  οι  κοινοτικοί  δεσμοί 

    συγκροτήθηκαν ξανά στις  νέες περιοχές κατοικίας.

    Μια ακόμη κριτική είναι ότι οι Young και Wilmott αγνόησαν τη μακρά και πολύπλοκη 

    ιστορία του East End στο Λονδίνο και άρα  υποβάθμισαν την κοινωνική ποικιλότητα που 

    προέκυπτε  από  προγενέστερα  κύματα  μεταναστών. Κάτι  τέτοιο  επίσης  σήμαινε  ότι 

    αγνόησαν  τις  συγκρούσεις  μεταξύ  αυτών  των  ομάδων. Για  παράδειγμα, σε 

    προηγούμενους  αιώνες  είχαν  σημειωθεί  βίαιες  συγκρούσεις  μεταξύ  των  Ιρλανδών 

    μεταναστών  και  του  Ουγενότων   υφαντών  μεταξιού, ενώ  αργότερα  σημειώθηκαν συγκρούσεις  ανάμεσα  σε  διάφορες  Εβραϊκές  σέχτες  (ειδικά  εντάσεις  μεταξύ  των 

    Εβραίων  μεταναστών  με  καταγωγή  από  τις  πόλεις  έναντι  εκείνων  από  τις  αγροτικές κοινότητες). Στη  δεκαετία  του  1930 οι  λευκοί  εργάτες  του  East End εξεγέρθηκαν 

    εναντίον των Εβραίων μεταναστών και πιο πρόσφατα δημιουργήθηκαν εντάσεις μεταξύ 

    των λευκών εργατών και εποίκων από το Μπαγκλαντές (Bangladesh). Κατά ένα ειρωνικό 

    τρόπο  πολλοί  από  τους  μετανάστες  από  το  Μπαγκλαντές  φαίνεται  πως  έχουν  τα 

    χαρακτηριστικά  που  οι  Young και  Wilmott διαπίστωσαν στις  παραδοσιακές  εργατικές 

    κοινότητες  του  Bethnal Green- εκτεταμένες  οικογένειες  και  συστήματα  αμοιβαίας  υποστήριξης.

    Συνεπώς  οι  Young και  Wilmott παρέλειψαν  τον  τοπικισμό, την  ξενοφοβία  και  το 

    ρατσισμό που συχνά εμφανίζονταν στο Δυτικό Λονδίνο.  Ίσως όμως  το πιο διαχρονικό 

    χαρακτηριστικό της περιοχής  να είναι η δυνατότητα της, παρά τις εντάσεις,  να απορροφά 

    με σχετικά επιτυχή τρόπο στην πάροδο των ετών διαφορετικούς μετανάστες από πολλές 

    περιοχές του κόσμου (η πιο πρόσφατη ομάδα αποτελείται από Σομαλούς πρόσφυγες).

    Βασικές έννοιες που σχετίζονται με το Δυτικό Λονδίνο (βλέπε γλωσσάρι)

    Κοινότητα, Εθνοτικό χωριό, Γειτονιά, Ετερότητα (κατασκευή της- othering),πρωτογενείς σχέσεις 

    Επιπλέον βιβλιογραφία 

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    6/34

     

    Η ευθραυστότητα της κοινοτικότητας 

    Η  συνοχή  και  η  κοινοτικότητα  που  προκύπτει  από  την  χαμηλή  κινητικότητα  και  την οικονομική  στέρηση  αποτελούν  ωστόσο  εύθραυστα  φαινόμενα. Κάτω  από  τη 

    αμοιβαιότητα  του αστικού  χωριού  υπάρχουν  πιέσεις  και  εντάσεις  που  δημιουργούνται 

    από  την  κοινωνική  εγγύτητα  και  την  οικονομικά ανασφάλεια, και αρκετές  μελέτες σε 

    εργατικές συνοικίες έχουν καταγράψει όχι μόνο τη συνοχή και την κοινοτικότητα αλλά 

    και  τη σύγκρουση και  την αταξία. Η παράμετρος που  έχει  τραβήξει  την  περισσότερη 

    προσοχή, από  αυτή  τη  σκοπιά, είναι  η  πίεση  που  δημιουργείται  από  την  ανεπάρκεια 

    χώρων  στις  εργατικές  περιοχές. Οι   υψηλές  πυκνότητες  έχουν  ως  αποτέλεσμα  την ενόχληση από το θόρυβο, την ανεπάρκεια χώρων για παιχνίδι ή λειτουργικών ανέσεων 

    και  συνδέονται  με  τη  συναισθηματική  πίεση  και  την  προσωπική  κόπωση. Τα  παιδιά 

    κυρίως  υφίστανται τις ψυχολογικές συνέπειες από την έλλειψη ιδιωτικότητας.

    Το εύθραυστο της εργατικής κοινοτικότητας διαμορφώνεται από αρκετούς παράγοντες,

    ένας  από  τους  οποίους  είναι  η  σύγκρουση  αξιών  που  μπορεί   να  προκύψει  από  την 

    αντιπαράθεση ανθρώπων που, παρά τα κοινά οικονομικά τους βιώματα, προέρχονται από 

    ποικίλα εθνοπολιτισμικά περιβάλλοντα. Μια ακόμη απειλή στην κοινοτικότητα είναι η 

    διάρρηξη  των  σχέσεων  που  προκύπτει  όταν  μια  γενιά  κατοίκων  γερνάει, πεθαίνει  και 

    αντικαθίσταται  από  νεότερες  οικογένειες, οι  οποίες, παρότι  ουσιαστικά  ανήκουν  στην 

    ίδια  τάξη  και  έχουν  τον  ίδιο  τρόπο  ζωής, αντιπροσωπεύουν μια  ενοχλητική  διείσδυση 

    στην ήσυχη ζωή των παλαιότερων κατοίκων.  Ένας τρίτος παράγοντας για τη διάρρηξη 

    της  κοινοτικότητας  συνδέεται  με  την  παρουσία  ανεπιθύμητων  στοιχείων  –«προβληματικές  οικογένειες», διερχόμενοι, και  πόρνες- στο  κέντρο  περιοχών  που 

    κατοικούνται από κατά  τ’ άλλα  «αξιοπρεπείς οικογένειες». Η σχετική  ισχύς που ασκεί καθένας  από  αυτούς  τους  παράγοντες  πίεσης  μπορεί   να  είναι  καθοριστική  για   να μεταβληθεί η ισορροπία σε μια κεντρική γειτονιά της πόλης και από «αστικό χωριό»  να 

    μετατραπεί  σε  ένα  τύπο  που  χαρακτηρίζεται  από  την  ανομία  και  την  κοινωνική 

    αποδιοργάνωση της θεωρίας του Wirth.

    Προαστιακές γειτονιές: ο μετασχηματισμός της κοινότητας;

    Σε  αντίθεση  με  τα  πυκνότητα  των  κοινωνικών  δικτύων  των  αστικών  χωριών, η προαστιακή ζωή θεωρείται από αρκετούς παρατηρητές ως η αντίθεση της «κοινότητας».O Lewis Mumford για  παράδειγμα  έγραψε  ότι  τα  προάστια  αντιπροσωπεύουν  «μια 

    συλλογική προσπάθεια  για  τη  δημιουργία  ιδιωτικής  ζωής» (Mumford, 1940, σελ .215).

    Την άποψη αυτή  υιοθέτησαν οι πρώτες μελέτες  της προαστιακής  ζωής όπως η μελέτη του  Lynds (1956) για  το  Muncie στην  Indiana, και  του  Lunt (1941) για  την  «Yankee

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    7/34

    Παρότι  υπάρχουν ελάχιστα τεκμήρια για την  ύπαρξη προαστιακών χωριών, τέτοιων που 

    θα  ήταν  συγκρίσιμα  με  τα  αστικά  χωριά  στα  κέντρα  των  πόλεων, είναι  δεδομένο  ότι 

    πολλές προαστιακές γειτονιές περιέχουν τοπικά κοινωνικά δίκτυα με σημαντικό βαθμό συνοχής όπως για παράδειγμα έδειξε ο Gans (1967) στην κλασική μελέτη του Levittown.

    Οι  προαστιακές  γειτονιές  μπορούν   να  εννοηθούν  ως  «κοινότητες  περιορισμένης 

    ευθύνης» - ως μια από τις κοινωνικές εκείνες επικράτειες, στις οποίες οι κάτοικοι  των 

    πόλεων  μπορούν  να  επιλέξουν  να  συμμετάσχουν. Η  άποψη  αυτή  αποδόθηκε  ως  «ο 

    μετασχηματισμός της κοινότητας» ή η «απελευθέρωση της κοινότητας». Αντί λοιπόν  να 

    διαλύονται, οι  αστικές  κοινότητες  διαιρούνται  σε  έναν  αυξανόμενο  αριθμό  από ανεξάρτητες  υποομάδες, κάποιες από τις οποίες έχουν τοπικό  υπόβαθρο.

    Προτάθηκε από αρκετούς ότι  τα κοινωνικά δίκτυα  των κατοίκων  των προαστίων είναι 

    στην πραγματικότητα περισσότερο εντοπισμένα και συνεκτικά από τα αντίστοιχα δίκτυα 

    των  κατοίκων  του  κέντρου, ακόμη  κι  αν  τους  λείπει  κάτι  από  την  «αίσθηση» της αμοιβαιότητας. Αυτή  η  οπτική  δίνει  έμφαση  στα   υψηλά  επίπεδα  «γειτονίας» στα 

    προάστια τα οποία μπορεί  να οφείλονται σε έναν ή περισσότερους παράγοντες:

      Η μονοκατοικία ευνοεί την τοπική κοινωνική ζωή 

     

    Τα προάστια τείνουν  να είναι πιο ομοιογενή κοινωνικά και δημογραφικά από άλλες περιοχές.

      Συχνά όσοι έρχονται  να εγκατασταθούν στα  νέα προαστιακά συγκροτήματα 

    επιδεικνύουν μια «προθυμία αναζήτησης» φίλων 

      Οι κάτοικοι των προαστίων αποτελούν μια ομάδα αυτό-επιλογής που 

    συγκροτείται στην βάση όμοιων προτιμήσεων για κοινωνικές και ψυχαγωγικές 

    δραστηριότητες.

     

    Οι φυσικές αποστάσεις από άλλου τύπου δραστηριότητες αναγκάζει τους ανθρώπους  να επιδιώκουν κοινωνικές επαφές 

    Η  συνεκτικότητα  των  προαστιακών  κοινοτήτων  ενισχύεται  περισσότερο  από  τα κοινωνικά  δίκτυα  που  αφορούν  στις  εθελοντικές  οργανώσεις  κάθε  είδους: σύλλογοι 

    γονέων  και  δασκάλων, λέσχες  κηπουρικής, αθλητικά  σωματεία, επαγγελματικοί 

    σύλλογοι  κοκ . Επιπλέον, από  τα   υπάρχοντα  δεδομένα  φαίνεται  ότι  οι  προαστιακές σχέσεις  δεν  είναι  λιγότερο  ή  περισσότερο  επιφανειακές  από  τις  αντίστοιχες  στις 

    κεντρικές περιοχές της πόλης.Ωστόσο,  υπάρχουν κάποιες ομάδες για τις οποίες η ζωή στα προάστια έχει αποτέλεσμα 

    την εξασθένιση της κοινωνικής επαφής. Τα μέλη κάθε είδους μειονοτήτων ή ανθρώπων με λιγότερο  τυπικές αξίες ή  τρόπους ζωής δεν μπορούν εύκολα  να βρουν φίλους ή  να 

    ικανοποιήσουν  τα ενδιαφέροντα  τους στα προάστια. Αυτό για  τους  ίδιους συνεπάγεται 

    ότι πρέπει να ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις για να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    8/34

    Κατακερματισμένη αστικότητα και η ποικιλότητα της προαστιακής ζωής 

    Πρέπει   να  αναγνωριστεί  ότι  η  φύση  και  η  ένταση  της  κοινωνικής  διάδρασης  στις 

    προαστιακές γειτονιές τείνει  να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του προαστίου που κάθε 

    φορά  εξετάζεται.  Ένα από  τα αποτελέσματα  της  κατακερματισμένης  αστικότητας  που 

    περιγράφηκε  στο  Κεφάλαιο  1 είναι  ότι  η  προαστιακή  ζωή  διαφοροποιείται  όλο  και 

    περισσότερο. Η  διαφοροποίηση  αυτή  συνοδεύεται  από  την  αναδιοργάνωση  του 

    πολιτισμικού χώρου στη βάση διαφορετικών τρόπων ζωής που ποικίλλουν ανάλογα με 

    τους  επαγγελματικούς, οικογενειακούς, «περιβαλλοντικούς» ή  άλλους 

    προσανατολισμούς, τους περιορισμούς εισοδήματος και τα χαρακτηριστικά του κύκλου ζωής των ατόμων και των  νοικοκυριών. Συνοδεύεται επίσης από την αυξανόμενη τάση 

    των ανθρώπων  να προτιμούν την απόσυρση σε «θύλακες εδαφικής άμυνας» (territoriallydefended enclaves) που  κατοικούνται  από  ανθρώπους  με  κοινή   νοοτροπία, στην 

    προσπάθεια  να βρουν καταφύγιο μακριά από ανταγωνιστικές ομάδες.

    Το  αποτέλεσμα  είναι  η  ανάδυση  διακριτών  «οικειοθελών  περιφερειών» (voluntary

    regions) στα  προάστια, μέσα  από  μια  διαδικασία  που  τροφοδοτείται  από  τον 

    πολλαπλασιασμό  των  τύπων  προαστιακής  κατοικίας  οι  οποίοι  πια  περιλαμβάνουν κοινότητες  ιδιωτικής  πολεοδόμησης, ιδιόκτητα  διαμερίσματα  σε  συγκροτήματα κατοικιών  (condominiums), εξοχικές  κατοικίες, και  κοινότητες  συνταξιούχων. Ως 

    αποτέλεσμα  ένα  «αρχιπέλαγος» από  όμοιες  προαστιακές  κοινότητες  εκτείνεται από  τη 

    δυτική  ως  την  ανατολική  ακτή  των  ΗΠΑ, με  εξαιρετικές  περιπτώσεις  σε  κάθε μητροπολιτικό δακτύλιο.

    Στη  λεπτομερή  σύνθεση  της  η  προαστιακή  ζωή  (suburbia) είναι  ένα  μωσαϊκό  από 

    κοινωνιο-δημογραφικά  σύνολα  καθένα  από  τα  οποία  διαθέτει  ένα  ιδιαίτερο  πρότυπο 

    κοινωνικής  διάδρασης. Μπορούμε ωστόσο  να  διακρίνουμε  τέσσερεις βασικούς  τύπους (κατά Muller, 1981).

    Προάστια  αποκλειστικά  για  τα  ανώτερα  εισοδήματα  (Exclusive upper income

    suburbs). Οι γειτονιές αυτές βρίσκονται κυρίως στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της 

    πόλης και αποτελούνται από ένα αριθμό μεγάλων οικοπέδων περιφραγμένων με δέντρα 

    και θάμνους στο εσωτερικό των οποίων βρίσκονται ευρύχωρες μονοκατοικίες. Η δόμηση αυτή  δυσχεραίνει  την  συχνή  επικοινωνία  με  τους  γείτονες  και  έτσι  τα  τοπικά  δίκτυα 

    συγκροτούνται κυρίως  μέσω της συμμετοχής σε εθελοντικές οργανώσεις, τοπικές λέσχες και εκκλησίες.

    Προάστια  μεσοαστικών  οικογενειών  (middle class family suburbs).  Η  κυρίαρχη 

    μορφή του μεσοαστικού προαστίου είναι η οικογενειακή μονοκατοικία, και το κυρίαρχο 

    πρότυπο κοινωνικής διάδρασης βασίζεται στην πυρηνική οικογένεια Όπως και στα πιο

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    9/34

    τάση των  νέων ανθρώπων  να αναβάλουν το γάμο, και των  νέων ζευγαριών  να αναβάλουν 

    την τεκνοποιία, καθώς και η αύξηση των αξιών γης και του κατασκευαστικού κόστους,

    συνέβαλαν στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου τύπου προαστίου που βασίζεται στη ζωή του διαμερίσματος. Η  κοινωνική  διάδραση  σε  τέτοιες  γειτονιές  τείνει   να  επηρεάζεται 

    λιγότερο  από  τους  τοπικούς  δεσμούς  προσεγγίζοντας  περισσότερο  στην  ιδέα  μιας 

    αχωρικής κοινότητας συμφερόντων.

    Προαστιακά κοσμοπολίτικα κέντρα (suburban cosmopolitan centres). Η φαινομενικά 

    αντιφατική αυτή ονομασία δίνεται στο μικρό, αλλά  ταχύτατα αυξανόμενο, αριθμό  των προαστιακών  γειτονιών  που  συγκροτούνται  οικιοθελώς  ως  θύλακες  κατοικίας 

    επαγγελματιών, διανοουμένων, φοιτητών, καλλιτεχνών, συγγραφέων  και  των δημιουργικών  τάξεων  (Florida 2002), ανθρώπων  με  ευρείς  κι  όχι  στενούς  τοπικούς ορίζοντες, των οποίων όμως  τα  ιδιαίτερα συμφέροντα  και ο  τρόπος  ζωής μπορούν  να 

    παράγουν  μια  συνεκτική  κοινότητα, μέσω  μιας  σειράς  επικαλυπτόμενων  κοινωνικών 

    δικτύων  που  συγκροτούνται  στη  βάση  πολιτιστικών  δραστηριοτήτων, επαγγελματικών 

    συμφερόντων, και εθελοντικών οργανώσεων. Τέτοιες γειτονιές είναι ένα πολύ σύγχρονο 

    φαινόμενο που συνδέεται κυρίως με τα προάστια κοντά σε πανεπιστήμια και κολέγια.

    Εργατικά προάστια: Μετά  τον  δεύτερο  παγκόσμιο  πόλεμο  ο αριθμός  των  εργατικών προαστίων αυξήθηκε τόσο γρήγορα ώστε σήμερα σε πολλές πόλεις  να αποτελούν εξίσου 

    συνηθισμένο  τύπο  με  τα  μεσοαστικά  προάστια. Παρότι  στις  γειτονιές  αυτές  η 

    οικογενειακή μονοκατοικία είναι κυρίαρχη, τα πρότυπα της κοινωνικής συναναστροφής είναι αρκετά  διαφορετικά από αυτά στα μεσοαστικά  προάστια. Η  εντατική  χρήση  του 

    κοινοτικού   υπαίθριου  χώρου  διαμορφώνει  ένα   υψηλό  επίπεδο  τοπικών  πρωτογενών 

    κοινωνικών  επαφών  και  η  κοινοτική  συνοχή  ενδυναμώνεται  από  ένα  περισσότερο 

    προσωποκεντρικό και λιγότερο  υλιστικό  τρόπο ζωής. Επιπλέον, η χαμηλή γεωγραφική 

    κινητικότητα των βιομηχανικών εργατών σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν τις  κατοικίες  ως  τόπους  μόνιμης  εγκατάστασης  και  συνεπώς  είναι  πιο  πρόθυμοι  να 

    δημιουργήσουν τοπικούς δεσμούς.

    Πανικός κύρους και κοινοτικότητα κρίσης 

    Κοινό γνώρισμα στις προαστιακές γειτονιές φαίνεται πως είναι η έλλειψη αμοιβαιότητας,του μόνιμου και μη-μετρίσιμου «κοινοτικού πνεύματος» που ήταν χαρακτηριστικό των 

    αστικών  χωριών. Μια  προφανής  εξήγηση  για  την  έλλειψη  αυτή  είναι  το  ότι  οι προαστιακές  κοινότητες  δημιουργήθηκαν  προσφάτως  και  δεν  είχαν  το  χρόνο   να 

    αναπτύξουν  πλήρως  ένα  τοπικό  κοινωνικό  σύστημα. Ωστόσο, είναι  εξίσου  εύλογη  η 

    εξήγηση  ότι  οι  κάτοικοι  των  προαστιακών  γειτονιών  μάλλον  δεν  πρόκειται   να 

    αναπτύξουν την αίσθηση αμοιβαιότητας που είχαν οι κάτοικοι των αστικών χωριών γιατί 

    δεν εκτίθενται στα ίδια επίπεδα στέρησης και πίεσης

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    10/34

    το  δημοτικό  συμβούλιο  της Οξφόρδης  έχτισε  ένα  συγκρότημα  κοινωνικών  κατοικιών 

    δίπλα  σε  ένα  ιδιωτικό  συγκρότημα  μεσοαστικών  κατοικιών  που  βρίσκονταν  σε  μια 

    προαστιακή περιοχή στα Βόρεια της πόλης. Οι ιδιοκτήτες των κατοικιών ενώθηκαν από το φόβο πως θα μειωθεί το κύρος της γειτονιάς και η αξία των ακινήτων και, έχοντας την 

    κοινή επιθυμία  να διατηρήσουν την  κοινωνική απόσταση από τους  νέους προλετάριους 

    γείτονες τους, συνεργάστηκαν για  να χτίσουν ένα τείχος, ψηλό και μακρύ όσο περίπου 

    ένα  κτίριο, που αποτέλεσε φράχτη ανάμεσα στα  δυο  συγκροτήματα  (Collinson 1963).

    Τεκμήρια  υπάρχουν και για άλλα παραδείγματα που κυρίως σχετίζονται με το φαινόμενο 

    «NIMBY» (Not Ιn Μy Backyard, «μακριά  απ’ την  πόρτα  μας») και  φόβους  για  τη χωροθέτηση  αστικών  αυτοκινητοδρόμων, αεροδρομίων  ή  επιχειρηματικών 

    δραστηριοτήτων.

    Κοινότητες και γειτονιές: ορισμοί και ταξινομήσεις 

     Όπως είδαμε η φύση και η συνεκτικότητα των κοινωνικών δικτύων διαφέρουν ανάλογα με  τις  κοινωνικές  και  οικονομικές  περιστάσεις  και  επομένως  δεν  είναι  εύκολο  να 

    διαπιστωθεί  αν   υπάρχουν  κάποιες  συνθήκες  οι  οποίες  αντανακλούν  την   ύπαρξη  της 

    «κοινότητας», πολύ  περισσότερο  μάλιστα  αν  κάποιες  από  αυτές  χαρακτηρίζουν  μια 

    ιδιαίτερη  γεωγραφική  περιοχή. Ωστόσο  είναι  δυνατό   να  σκεφτούμε  με  όρους  μια 

    χαλαρής ιεραρχικής σχέσης μεταξύ της γειτονιάς, της κοινότητας και της κοινοτικότητας. Έτσι οι γειτονιές είναι επικράτειες που περιλαμβάνουν ανθρώπους με παρόμοια εν γένει 

    δημογραφικά, οικονομικά, και κοινωνικά χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο  να αποτελούν 

    απαραίτητα  και  βάση  κοινωνικής  διάδρασης. Οι  κοινότητες  εμφανίζονται  όπου  ένα 

    βαθμός κοινωνικής συνοχής αναπτύσσεται στη βάση αλληλεπίδρασης, που με τη σειρά 

    της  παράγει  μια  ομοιομορφία  εθίμων, προτιμήσεων, τρόπων  σκέψης  και  ομιλίας. Οι κοινότητες είναι κόσμοι που θεωρούνται αυτονόητοι και ορίζονται από ομάδες αναφοράς 

    που μπορεί  να προσδιορίζονται με βάση τον τόπο, το σχολείο, την εργασία, ή τα μέσα 

    επικοινωνίας. Η  κοινοτικότητα  ή  η  «κοινωνική  μέθεξη» (communion)  υπάρχει  ως εκείνη η μορφή ανθρώπινης συνύπαρξης που εδράζεται σε συναισθηματικούς δεσμούς.

    Αποτελεί  εμπειρία  κοινότητας  στο  επίπεδο  της  συνείδησης, αλλά  απαιτεί  και  έντονη 

    αμοιβαία  συμμετοχή  η  οποία  είναι  δύσκολο  να  διατηρηθεί  και  έτσι  εμφανίζεται  μόνο 

    κάτω από συνθήκες πίεσης.

    Σε τελική ανάλυση κάθε γειτονιά είναι αυτό που  νομίζουν οι κάτοικοι της ότι είναι. Αυτό 

    σημαίνει ότι οι ορισμοί και οι ταξινομήσεις των γειτονιών και των κοινοτήτων πρέπει  να 

    λαμβάνουν  υπόψη τις γεωγραφικές κλίμακες αναφοράς που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι.Σ’ αυτό  το  πλαίσιο  μπορεί   να  είναι  χρήσιμο   να  διακρίνουμε  ανάμεσα  στις  άμεσες  

    γειτονιές , (που  μπορεί   να  είναι  μικρές, επικαλυπτόμενες  μεταξύ  τους, και   να 

    χαρακτηρίζονται  μάλλον  από  προσωπικές  σχέσεις  παρά  από  διαδράσεις  ανάμεσα  σε 

    επίσημες  ομάδες, θεσμούς  ή  οργανώσεις), στις  παραδοσιακές   γειτονιές   (που χαρακτηρίζονται από κοινωνικές σχέσεις οι οποίες ενισχύονται από την κοινή χρήση

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    11/34

    στην  κατανάλωση), διοικητικών   λειτουργιών  (που  αναφέρονται  στην  παροχή  και 

    οργάνωση των δημόσιων  υπηρεσιών) ,  χωροταξικών  λειτουργιών (που αφορούν στα  υλικά 

    και  κοινωνικά  οφέλη  μιας  τοποθεσίας),  δομικών   λειτουργιών  (που  αφορούν  στα κοινωνικά  αποτελέσματα  του  αστικού  σχεδιασμού),  πολιτικών   λειτουργιών  (που 

    σχετίζονται  με  την  έκφραση  τοπικών  ζητημάτων) ,  λειτουργιών  κοινωνικής  

    αναπαραγωγής  (που σχετίζονται με τη ευρύτερη πολιτική οικονομία της αστικοποίησης).

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    12/34

     

    9.2 

    Η κοινωνική κατασκευή των αστικών τόπων 

    Ο ‘Τόπος’, παρατηρεί ο David Harvey «πρέπει  να είναι μια από τα πλέον πολυεπίπεδες 

    και πολυσήμαντες λέξεις στη γλώσσα μας» (Harvey, 1993, σελ . 4). Αυτή η διαβάθμιση των σημασιών αντανακλά τον τρόπο με το οποίο οι τόποι κατασκευάζονται κοινωνικά –

    με  την  απόδοση  διαφορετικών  νοημάτων  από  διαφορετικές  ομάδες  με  διαφορετικούς 

    στόχους. Αντανακλά  επίσης  την δυσκολία  της ανάπτυξης θεωρητικών  εννοιών για  τον τόπο:

    «Υπάρχει  πλειάδα  λέξεων  όπως  περιβάλλον  (milieu), τοπικότητα  (locality),τοποθεσία  (location), τόπος  δρώμενων  (locale), γειτονιά  (neighbourhood),περιφέρεια  (region), επικράτεια  (territory), και  οι  συναφείς  οι  οποίες 

    αναφέρονται στις γενικές ιδιότητες του τόπου. Υπάρχουν άλλοι όροι όπως πόλη,

    χωριό, μεγαλούπολη και κράτος που αναφέρονται σε συγκεκριμένα είδη τόπων.Υπάρχουν επίσης άλλες λέξεις όπως σπίτι, εστία, «χωράφι» («turf»), κοινότητα,

    έθνος  και  τοπίο  που  έχουν  ισχυρές  συνδηλώσεις  στον  τόπο  ώστε  θα  ήταν 

    δύσκολο  να τις χρησιμοποιήσει κανείς χωρίς  να αναφερθεί σε αυτόν»

    (Harvey, 1993, σελ . 4)

    Σ’ αυτό  το  πλαίσιο  είναι  χρήσιμο  να  αναγνωρίσουμε  την  «διαμεσότητα  του  τόπου»

    («betweenness of place»), δηλαδή την εξάρτηση του τόπου από την προοπτική. Οι τόποι 

     υπάρχουν  και  κατασκευάζονται  από   υποκειμενικές  οπτικές, αλλά  ταυτόχρονα 

    κατασκευάζονται  και  θεωρούνται  εξωτερικά  ως  «άλλοι» από  όσους  είναι  εκτός (outsiders).  Όπως το έθεσε ο Nicholas Entrikin «Η γειτονιά μας είναι τόσο μια περιοχή 

    με επίκεντρο τον εαυτό μας και το σπίτι μας, όσο και μια περιοχή που περιέχει σπίτια,

    δρόμους  και  ανθρώπους  που  μπορεί  να  τα  δούμε  από  μια  απόκεντρη  και  εξωτερική προοπτική».  Έτσι τόπος είναι και το επίκεντρο του  νοήματος και το εξωτερικό πλαίσιο 

    των πράξεων μας» (Entirkin 1991, σελ . 7). Επιπλέον οι θεωρήσεις «από τα έξω» μπορεί 

     να διαβαθμίζονται ως προς την αφαιρετικότητά τους, ξεκινώντας από  τη θεώρηση από 

    ένα συγκεκριμένο σημείο και καταλήγοντας στη θεώρηση από το πουθενά (μια τελείως 

    αφηρημένη μη-προοπτική θεώρηση) (Sack 1992) (δες Πλαίσιο 9.2).

    Πλαίσιο 9.2

    Κεντρικές τάσεις στην αστική κοινωνική γεωγραφία: Η ανάπτυξη  νέων «ιερών χώρων»

    Μέχρι πρόσφατα οι γεωγράφοι είχαν δείξει μικρό ενδιαφέρον σε θρησκευτικά ζητήματα.

    Έ θ ό λό ή έλ ί ί (λ θ έ ) όθ ό

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    13/34

    τους οποίους η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε για τη διατήρηση της  υπάρχουσας κοινωνικής 

    τάξης, δικαιολογώντας τις ανισότητες και παρηγορώντας τους πένητες με την ελπίδα για 

    μια καλύτερη ζωή μετά.

    Πρόσφατα ωστόσο αυξήθηκαν οι γεωγραφικές εργασίας για τη θρησκεία. Οι λόγοι για 

    αυτό  πρέπει   να  είναι  τώρα  σαφείς  μετά  τα  όσα  αναπτύχθηκαν  στα  προηγούμενα 

    κεφάλαια για την κουλτούρα, την ταυτότητα, τον χώρο και την εθνοτικότητα (ethnicity).

    Για πολλούς ανθρώπους στις Δυτικές κοινωνίες  οι θρησκευτικές αξίες εξακολουθούν  να 

    παίζουν  σημαντικό  ρόλο  στο  σχηματισμό  της  αίσθησης  της  ταυτότητας  τους.Πραγματικά, η  ίδια  η  ιδέα  ότι  η  «θρησκεία» μπορεί   να  οριστεί  ως  μια  ιδιαίτερη 

    ξεχωριστή  σφαίρα  ζωής  αποτελεί  ιδιαίτερη  Δυτική  αντίληψη. Σε  πολλές  θρησκείες περιλαμβανομένων του Σιχισμού (Sikhism) και του Ισλάμ (οι οποίες είναι τώρα αρκετά διαδεδομένες στις Δυτικές πόλεις) η ίδια η ιδέα της διάκρισης των θρησκευτικών από τις 

    μη-θρησκευτικές  σφαίρες  αποτελεί  ανάθεμα. Παρότι  σημειώθηκε  μείωση  στους 

    αριθμούς όσων παρακολουθούν τις καθιερωμένες μορφές χριστιανικής λατρείας,  υπήρξε 

    μια σημαντική αύξηση σε εναλλακτικών μορφών λατρείας όπως οι ευαγγελιστές.

    Επιπρόσθετα, τόποι  θρησκευτικής  λατρείας  όπως  εκκλησίες, παρεκκλήσια, καθεδρικοί 

     ναοί και τζαμιά μπορούν  να έχουν ισχυρή συμβολική ισχύ. Πρόκειται για τόπους στους οποίους  προσέρχονται  τα  μέλη  μιας  θρησκευτικής  κοινότητας  για  να  ενισχύσουν  την 

    πίστη  τους  μέσω  διάφορων  τελετουργιών. Μερικές  θρησκείες  όπως  του  Σιχισμού 

    (Sikhism) θεωρούν ότι όλος ο κόσμος  είναι  ιερός χώρος πλήρης με  την παρουσία  του Θεού, όπως  όμως  και  οι  περισσότερες  άλλες  θρησκείες  και  ο  …διαθέτει  κτίρια  και 

    χώρους ιδιαίτερης πνευματικής σημασίας.

    Οι περισσότερες θρησκείες διακηρύσσουν καθολικές ηθικές αξίες οι οποίες μεταδόθηκαν 

    στην ανθρωπότητα από  κάποιο  παντοδύναμο  όν(τα) δια μέσω  των  προφητών  και  των γκουρού. Αυτή  η  θέση  βρίσκεται  σε  πλήρη  αντίθεση  με  τις  κοσμικές  ανθρωπιστικές 

    προσεγγίσεις  που  τονίζουν  ότι  οι  αξίες  αντιστοιχούν  σε  συγκεκριμένους  τόπους  και 

    ιστορικές περιόδους. Στην πράξη, πολλά θρησκευτικά συστήματα αξιών μετατράπηκαν 

    με  την  πάροδο  των  χρόνων  προκειμένου   να  προσαρμοστούν  στις  μεταβαλλόμενες 

    στάσεις της κοινωνίας έναντι ζητημάτων όπως ο ρόλος των γυναικών και της επιστήμης.

    Ωστόσο, είδαμε  πρόσφατα  διάφορες  μορφές  φονταμενταλισμού  και  θρησκευτικά 

    κινήματα ευαγγελιστών, τα οποία, αντιδρώντας στον μεταμοντέρνο ηθικό σχετικισμό και στην κρατική εκκοσμίκευση, προβάλλουν το απόλυτο των  ηθικών αρχών σε μια σειρά 

    ζητήματα από την ομοφυλοφιλία μέχρι τις αμβλώσεις, την ένδυση  και τη δίαιτα.

    Βασικές έννοιες σχετικές με τους ιερούς χώρους (δες Γλωσσάρι).

    Ουσιοκρατία (Essentialism), Ταυτότητες (identities), Σήμανση (signification)

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    14/34

     

    Οι διακρίσεις αυτές αναδεικνύουν τη σημασία της κατανόησης των αστικών χώρων και 

    τόπων  από  την  πλευρά  του  «εντός» (insider), του  προσώπου  που  διαμένει  και χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο τόπο ή σκηνικό. Ωστόσο, το «από τα μέσα» (insideness)

    και  το  «από  τα  έξω» (outsideness) πρέπει  να  νοούνται ως άκρα ενός συνεχούς μεταξύ 

    των οποίων μπορεί  να ταυτοποιηθούν διαφορετικοί τρόποι της τοπικής εμπειρίας (modesof place experience). Το βασικό επιχείρημα εδώ είναι ότι οι τόποι  νοηματοδοτούνται σε 

    άμεση εξάρτηση με το βαθμό που οι άνθρωποι αισθάνονται ότι είναι «μέσα» σ’ αυτούς:

    «εδώ  αντί  εκεί, περιεχόμενοι  αντί  εκτεθειμένοι, ασφαλείς  αντί  απειλούμενοι» (Relph,1976). Σημαντικό  στοιχείο  στην  κατασκευή  του  τόπου  είναι  ο  ορισμός  του  άλλου  με 

    τρόπο  στερεοτυπικό  και  αποκλειστικό. Κάτι  τέτοιο  αποτελεί  μέρος  της  ανθρώπινης 

    στρατηγικής για εδαφοκυριαρχία (territoriality): «μια χωρική στρατηγική με την οποία οι 

    τόποι γίνονται εργαλεία εξουσίας» (Sack, 1992). Ο αυτοπροσδιορισμός (self-definition)

    γίνεται  σε  σχέση  με  τον  άλλο, τους  ανθρώπους  και  τους  τόπους  εκτός  των  ορίων 

    (πραγματικών και αντιληπτών) που εγκαθιστούμε.

     Ένα ακόμη βασικό συστατικό της κατασκευή του τόπου αποτελεί το  υπαρξιακό κίνητρο 

    των ανθρώπων  να ορίσουν τον εαυτό τους σε σχέση με τον  υλικό κόσμο. Οι ρίζες της 

    ιδέας αυτής βρίσκονται στη φιλοσοφία του Martin Heidegger, ο οποίος  υποστήριζε ότι 

    άνδρες και  γυναίκες  εκκινούν από μια συνθήκη αλλοτρίωσης  για  να  καθορίσουν  τους 

    εαυτούς  τους, μεταξύ άλλων  και, με  χωρικό  τρόπο. Η  δημιουργία  του  χώρου  παρέχει στους  ανθρώπους  τις  ρίζες  τους  και  ταυτόχρονα  οι  εστίες  και  οι  τοπικότητες  τους 

    γίνονται  οι  βιογραφίες  αυτής  της  διαδικασίας  της  δημιουργίας  (Heidegger 1971)

    Κεντρική  στη  φιλοσοφία  του  Heidegger είναι  η  έννοια  του  «κατοικείν»: η  βασική 

    ικανότητα  να επιτευχθεί η πνευματική ενότητα ανάμεσα στους ανθρώπους και τον  υλικό κόσμο. Μέσα από επαναλαμβανόμενες εμπειρίες και πολύπλοκες συνδέσεις η ικανότητα του «κατοικείν» μας επιτρέπει  να κατασκευάζουμε τόπους,  να τους δίνουμε  νοήματα που 

    αποκτούν βάθος και πολλαπλές ποιότητες με την πάροδο του χρόνου.

    Εδώ ωστόσο  ο  Heidegger εισήγαγε  ένα  πρόσθετο  επιχείρημα: ότι η  εμβάθυνση  και  ο 

    πολλαπλασιασμός των επιπέδων  του  νοήματος στο σύγχρονο κόσμο  υπονομεύεται από την  διάδοση  της  τεχνολογίας  των  τηλεπικοινωνιών, τον  ορθολογισμό, τη  μαζική 

    παραγωγή  και  τις  μαζικές  αξίες. Το  αποτέλεσμα, όπως  υπέδειξε, είναι η  απώλεια  της 

    αυθεντικότητας των τόπων. Οι χώροι των πόλεων γίνονται «μη-αυθεντικοί», «άτοποι»μέσα  από  μια  διαδικασία  που, με  ειρωνικό  τρόπο, ενισχύεται  καθώς  οι  άνθρωποι 

    αναζητούν  την  αυθεντικότητα  μέσα  σε  επαγγελματικά  σχεδιασμένους  και  εμπορικά 

    κατασκευασμένους  χώρους  και  τόπους  όπου  οι  επινοημένες  παραδόσεις, οι 

    αποστειρωμένοι  και  απλουστευμένοι  συμβολισμοί, και  η  εμπορευματοποίηση  της 

    λ ή λ ά βάλλ ό ύ λ λ ό

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    15/34

    ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις για τις κοινωνικές αποστάσεις, τρόπους συμπεριφοράς,

    μορφές κοινωνικής οργάνωσης, κοινωνικές αξιολογήσεις, κοκ . Διαπιστώνουμε λοιπόν 

    εδώ μια ακόμη σημαντική διαλεκτική σχέση: αυτήν ανάμεσα στις κοινωνικές δομές και στις  κοινωνικές  πρακτικές  των  «εκ   των  έσω» δρώντων, που  με   υποκειμενικά 

    κατασκευάζουν  τους  χώρους  και  τους  τόπους. Ζούμε  μέσα  στους  τόπους  αλλά  και 

    διαμέσω των τόπων, όπως σε προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου επισημάναμε. Ο τόπος 

    λοιπόν  είναι  κάτι  περισσότερο  από  ένα  δοχείο  ή  μια   νοητική  κατασκευή. Είναι 

    ταυτόχρονα κείμενο (text) και συγκείμενο (context), το σκηνικό (setting) της κοινωνικής 

    διάδρασης το οποίο μεταξύ άλλων (Thrift 1985):

      Δομεί τις καθημερινές ρουτίνες (routines) τις οικονομικής και κοινωνικής ζωής 

      Δομεί  τις  διαδρομές  ζωής  (life paths) των  ανθρώπων  προσφέροντας  τους 

    ευκαιρίες και περιορισμούς 

      Προσφέρει  μια  αρένα  στην  οποία  συγκεντρώνεται  η  καθημερινή  γνώση  της 

    «κοινής λογικής» και εμπειρίας 

      Προσφέρει  ένα  πεδίο  για  τις  διαδικασίες  της  κοινωνικοποίησης  και  της κοινωνικής αναπαραγωγής 

     

    Προσφέρει  μια  αρένα  για  την  εφαρμογή  και  αμφισβήτηση  των  κοινωνικών  νορμών και κανόνων 

    Αστικοί βιόκοσμοι, τυποποίηση του χωρο-χρόνου, και διυποκειμενικότητα 

    Η  δυναμική  αυτή  σχέση  διαμορφώνει  το  δυναμισμό  και  τη  δομή  της  κοινωνικής 

    γεωγραφίας της πόλης:

    «Η  κοινωνική  πραγματικότητα  της  πόλης  δεν  απλά  δεδομένη. Είναι  επίσης 

    κατασκευασμένη  και  διυποκειμενικά  διατηρούμενη  σε  έναν  ημίκλειστο  κόσμο 

    επικοινωνίας  και  κοινών  συμβολισμών. Οι  ρουτίνες  της  καθημερινής  ζωής 

    δημιουργούν  μια  ειδική  οπτική  του  κόσμου  και  εξουσιοδότηση  για  δράση. Ο 

    αυτό-α-συνείδητος  (unself-consious) και  αδιαμφισβήτητος  χαρακτήρας  του 

    κάνουν  το  βιόκοσμο  τόσο  δεσμευτικό  στα  μέλη  του  και  διασφαλίζουν  ότι  οι πραγματικότητές του δεν θα απειληθούν».

    (Ley 1983, σελ  203)

    Κρίσιμη  ιδέα  αποτελεί  εδώ  ο  βιόκοσμος, το  αδιαμφισβήτητο  σχήμα  και  πλαίσιο  της 

    καθημερινής ζωής μέσω του οποίου οι άνθρωποι οργανώνουν την καθημερινότητά τους χωρίς αυτή να αποτελεί αντικείμενο συνειδητής προσοχής (Madsen and Plunz 2001).

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    16/34

    της  θεμελίωσης  της  διυποκειμενικότητας  αποτελεί  η  τυποποίηση  (routinisation) της 

    ατομικής  και  κοινωνικής  πρακτικής  στο  χρόνο  και  στο  χώρο.  Όπως  προτείνεται  στο 

    Σχήμα 9.1. η χρονικότητα της κοινωνικής ζωής τέμνεται  σε τρία  επίπεδα, κάθε ένα από τα  οποία  αλληλεπιδρά  με  τα   υπόλοιπα  (Simonsen, 1991). Η  μακρά  διάρκεια  της 

    κοινωνικής ζωής είναι συνδεδεμένη με την  ιστορική εξέλιξη των θεσμών  (του δικαίου,

    της  οικογένειας, κλπ). Εντός  του  Dasein,  ή  της  διάρκειας  του  βίου,  η  κοινωνική  ζωή 

    επηρεάζεται  από  τον  κύκλο  ζωής  των  ατόμων  και  των  οικογενειών  και  από  τις 

    κοινωνικές  συνθήκες, που  αλληλεπιδρώντας  με  τη  μακρά  διάρκεια, είναι 

    χαρακτηριστικές  κάθε  γενιάς. Τέλος  εντός  της  διάρκειας  της  καθημερινής  ζωής  οι ατομικές  ρουτίνες  αλληλεπιδρούν  με  τη  δομή  των  θεσμικών  πλαισίων  και  με  τους 

    ρυθμούς του δικού τους κύκλου ζωής.Η χωρικότητα της κοινωνικής ζωής μπορεί επίσης  να αναλυθεί σε τρεις διαστάσεις. Στην 

    ευρύτερη κλίμακα  υπάρουν οι θεσμικές χωρικές πρακτικές, οι οποίες αναφέρονται στην κατασκευή  του χώρου σε συλλογικό  επίπεδο. Ο  «τόπος» μπορεί  τότε  να θεωρηθεί ότι 

    σχετίζεται με την ανθρώπινη συνείδηση και τις κοινωνικές σημασίες που προσδίδονται 

    στους αστικούς χώρους. Τέλος οι ατομικές χωρικές πρακτικές αναφέρονται στη φυσική παρουσία και στη χωρική διάδραση των ατόμων και των ομάδων. Αυτά τα τρία επίπεδα 

    της  χωρικότητας  με  τη  σειρά  τους  μπορούν   να  συσχετιστούν  τα  τρία  επίπεδα  της 

    χρονικότητας της κοινωνικής ζωής όπως απεικονίζεται στο Σχήμα 9.2.. Στο σχήμα αυτό 

    παρουσιάζεται  ένα  πολυδιάστατο  πλαίσιο  εντός  του  οποίου  η  τυποποίηση  του  χωρο-

    χρόνου  μπορεί   να   υποστηρίξει  τη  διυποκειμενικότητα  από  την  οποία  εξαρτώνται  οι 

    βιόκοσμοι των ανθρώπων.

    μακρά  διάρκεια 

    (long duree) 

    Dasein

    (διάρκεια του βίου)

    διάρκεια  της 

    καθημερινής ζωής 

    Μακρά  διάρκεια 

    (long duree) 

    Θεσμικός χρόνος 

    Ιστορία 

    Σύνδεση  ιστορίας και ιστορίας ζωής 

    Γενιά 

    Διαλεκτική  μεταξύ των θεσμών και  της 

    καθημερινής ζωής 

    Dasein

    (διάρκεια του βίου) 

    Ιστορία Ζωής 

    το «Εγώ»

    Σχέση  μεταξύ  των στρατηγικών  ζωής 

    και της καθημερινής ζωής 

    Διάρκεια  της 

    καθημερινής ζωής 

    Καθημερινές 

    ρουτίνες 

    (χρήση του χρόνου)

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    17/34

      μακρά  διάρκεια 

    (long duree) Dasein  διάρκεια  της 

    καθημερινής ζωής 

    Θεσμικές  χωρικές πρακτικές 

    Κοινωνικοχωρική ανάπτυξη 

    (ιστορική 

    γεωγραφία)

    Στρατηγικές  ζωής σε  χωρικό 

    συγκείμενο 

    Γεωγραφικοί περιορισμοί  των 

    καθημερινών 

    ρουτίνων 

    Τόπος  Τοπική  ιστορία,

    κουλτούρα  και παράδοση 

    Βιογραφίες  στο 

    χρόνο και στο χώρο 

    Ταυτότητα 

    Χωρικά 

    εδραιωμένες «φυσικές στάσεις»

    Ατομική  χωρική πρακτική 

    Ιστορικοί περιορισμοί  των 

    χωρικών πρακτικών 

    Σχέση  μεταξύ  των στρατηγικών  ζωής 

    και  των  χωρικών 

    πρακτικών 

    Καθημερινές  χωρο-χρονικές ρουτίνες 

    (χρονο-γεωγραφία)

    Σχήμα 9.2. : Χρονικότητα, χωρικότητα και κοινωνική ζωή.

    Πηγή: Simonsen (1991), Σχ . 3

    Στους γεωγράφους το γνωστότερο στοιχείο αυτού του πλαισίου είναι η χρονο-γεωγραφία 

    της καθημερινής ζωής που επεξεργάστηκε ο Torsten Ηagerstrand (Carlstein et al, 1978).Το βασικό μοντέλο του (Σχήμα 9.3) συλλαμβάνει τους περιορισμούς του χώρου και του 

    χρόνου στις καθημερινές ατομικές χωρικές πρακτικές. Φανερώνει τον τρόπο με το οποίο 

    οι άνθρωποι χαράζουν  «μονοπάτια» στο χώρο και στο χρόνο, μετακινούμενοι από  ένα 

    τόπο (ή «σταθμό») σε έναν άλλο καθώς επιδιώκουν την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων 

    (ή σχεδίων- «πρότζεκτς»). Η κίνηση αυτή, όπως θεωρητικοποιήθηκε, ανακόπτεται από 

    τρία  είδη  περιορισμών: (1) «περιορισμούς  δυνατοτήτων» (capability constraints) -

    κυρίως το χρόνο που είναι διαθέσιμος για ταξίδι και την ταχύτητα των διαθέσιμων μέσων 

    μεταφοράς, (2) «περιορισμούς εξουσίας» (authority constraints),  νόμους και  έθιμα που 

    επηρεάζουν  το  ταξίδι  και  την  προσβασιμότητα, και  (3) «περιορισμούς  συνδέσεων»

    (coupling constraints) που προκύπτουν από  τις συγκεκριμένες  περιόδους στη  διάρκεια 

    των  οποίων  είναι  διαθέσιμα  και  προσπελάσιμα  συγκεκριμένα  σχέδια. Η  ιδιαίτερη σημασία  των χρονο-γεωγραφιών είναι στο παρόν συγκείμενο ότι ομάδες ανθρώπων με 

    παρόμοιους  περιορισμούς  συγκεντρώνονται  μέσα  σε  «ανύσματα  («bundles») χρονο-χωρικών δραστηριοτήτων: καθιερωμένα πρότυπα που αποτελούν σημαντικές συνθήκες 

    για την ανάπτυξη της διυποκειμενικότητας.

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    18/34

    Δομοποίηση και το γίγνεσθαι του τόπου 

    Τα ζητήματα αυτά είναι κεντρικά στη θεωρία της δομοποίησης, η οποία πραγματεύεται 

    με  ποιο  τρόπο  δομούνται  οι  κοινωνικές  πρακτικές  στο  χώρο  και  στο  χρόνο.  Όπως αναπτύχθηκε από τον Anthony Giddens (1979, 1981, 1984, 1985, βλ . και Bryant & Jarry

    1991) η θεωρία της δομοποίησης αποδέχεται και επεξεργάζεται την περίφημη φράση του Karl Marx ότι οι άνθρωποι «δημιουργούν την ιστορία, όχι όμως μέσα στις συνθήκες που 

    έχουν  επιλέξει». Από  γεωγραφική  σκοπιά  και  σύμφωνα  με  τα  βασικά  στοιχεία  της 

    θεωρίας της δομοποίησης τα ανθρώπινα τοπία…

    «δημιουργούνται από δρώντες  (ή φορείς δράσης) με την  ικανότητα γνώσης που 

    λειτουργούν  μέσα  σε  ένα  συγκεκριμένο  κοινωνικό  πλαίσιο  (ή  δομή). Η  σχέση δομής- φορέα  δράσης  μεσολαβείται  από  μια  σειρά  θεσμικών  διευθετήσεων  οι 

    οποίες αφενός διευκολύνουν και αφετέρου περιορίζουν τη δράση. Άρα μπορούν 

     να εντοπιστούν τρία επίπεδα ανάλυσης: οι δομές, οι θεσμοί και οι φορείς δράσης.Οι δομές περιλαμβάνουν τις μακρόχρονες, γερά ριζωμένες, κοινωνικές πρακτικές 

    που κυβερνούν την καθημερινή ζωή όπως ο  νόμος και η οικογένεια. Οι θεσμοί 

    αντιπροσωπεύουν  τις  φαινόμενες  μορφές  των  δομών  που  περιλαμβάνουν  για 

    παράδειγμα  το  μηχανισμό  του  κράτους. Οι  φορείς  δράσης  είναι  εκείνοι  οι 

    ανθρώπινοι  δρώντες  με  επιρροή  που  καθορίζουν  τα  ακριβή  και  παρατηρήσιμα αποτελέσματα κάθε κοινωνικής διάδρασης».

    (Dear and Wolch, 1989, p.6)

    Είμαστε  λοιπόν  όλοι  δρώντες  (απλοί  πολίτες, ισχυροί  επιχειρηματίες, μέλη  ομάδων 

    συμφερόντων, γραφειοκράτες  ή  εκλεγμένοι  πολιτικοί) και  αποτελούμε  μέρος  του 

    δυισμού  στον  οποίο  οι  δομές  (οι  επικοινωνιακές  δομές  της  γλώσσας  και  της  νοηματοδότησης όπως επίσης και οι τυπικές ή άτυπες οικονομικές, πολιτικές ή  νομικές δομές) διευκολύνουν τη συμπεριφορά μας, που με τη σειρά της αναπαράγει, και ενίοτε 

    αλλάζει, τις  δομές  αυτές. Οι  δομές  μπορεί  να  ενεργούν ως  περιορισμοί  της  ατομικής 

    δράσης αλλά είναι επίσης ταυτόχρονα το μέσο και το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς που 

    επαναλαμβανόμενα οργανώνουν. Επιπρόσθετα, η θεωρία της δομοποίησης αναγνωρίζει 

    ότι  είμαστε  όλοι  μέλη  συστημάτων  κοινωνικών  δρώντων: δικτύων, οργανώσεων,

    κοινωνικών τάξεων, κοκ .

    Η ανθρώπινη δράση θεωρείται ότι βασίζεται στην «πρακτική συνείδηση», εννοώντας ότι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε τις δικές μας πράξεις και τις πράξεις των άλλων και ο 

    τρόπος  με  τον  οποίο  παράγουμε  νόημα  στον  κόσμο  είναι  ριζωμένος  σε  ρουτίνες  της 

    καθημερινότητας που στο μυαλό μας βρίσκονται κάπου ανάμεσα στο συνειδητό και στο 

    ασυνείδητο. Η  επαναληπτικότητα, η  συνεχόμενη  αναπαραγωγή  των  ατομικών  και 

    ώ ώ έ ί ( ί ό ) βάλλ

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    19/34

    ιδέες, στάσεις, και   νόρμες  διαχέονται, για  παράδειγμα, μέσω  των  έντυπων  και 

    ηλεκτρονικών μέσων. Ωστόσο η επαναληπτικότητα και η ολοκλήρωση δεν οδηγούν σε 

    στασιμότητα  εφόσον  η  δομοποιητική  προσέγγιση  θεωρεί  ότι  κάθε  ανθρώπινη  δράση περιλαμβάνει  απρόβλεπτες  ή  αγνοημένες  συνθήκες  και  μη-ηθελημένες  συνέπειες  που 

    τροποποιούν ή αλλάζουν τη φύση των επαναλαμβανόμενων πρακτικών (Σχήμα 9.4).

    Εδώ το Σχήμα 9.4.: Μοντέλο της δομοποίησης του αστικού χώρου 

    Πηγή: Moos and Dear (1986) σελ . 245

    Η  προσέγγιση  αυτή  μας  επιτρέπει  να  θεωρούμε  τους  αστικούς  χώρους  και  τόπους  σε διαρκή  μεταβολή, «εν  τω  γίγνεσθαι». Ο  τόπος  με  άλλα  λόγια  είναι  μια  ιστορικά 

    εξαρτημένη/ απρόβλεπτη  διαδικασία  κατά  την  οποία  δομή  και  πρακτική  συμπίπτουν 

    μέσω  της  διαπλοκής  επαναλαμβανόμενων  ατομικών  και  κοινωνικών  πρακτικών  και δομημένων  εξουσιαστικών  σχέσεων. Ταυτόχρονα  ο  τόπος  περιλαμβάνει  διαδικασίες 

    (κοινωνικοποίηση, γλωσσική  εκμάθηση, ανάπτυξη  προσωπικότητας, κοινωνικό  και 

    χωρικό καταμερισμό εργασίας, κλπ.) μέσω  των οποίων  επίσης συγκλίνουν οι ατομικές βιογραφίες  και  οι  συλλογικοί  τρόποι  ζωής. Η  δομοποιητική  προσέγγιση  άσκησε 

    σημαντική  επιρροή  στη  σύγχρονη  ανθρωπογεωγραφία, και  ιδιαίτερα  στην  αστική κοινωνική γεωγραφία, επειδή έθεσε την χωρο-κοινωνική διαλεκτική στο επίκεντρο του 

    ενδιαφέροντος. Αποδείχτηκε όμως δύσκολο  να ενταχθεί σε συγκεκριμένες ερμηνείες για 

    το  σχηματισμό  των  γειτονιών  και  των  πόλεων. Κριτική  επίσης  της  ασκήθηκε  για  την 

    έμφασή  της στην  επαναληπτικότητα  (και συνεπώς στη παραμέληση  της σημασίας  του 

    απρόβλεπτου και μη ηθελημένου παράγοντα), και για το ότι δεν έδωσε επαρκή προσοχή 

    στο  ρόλο  του  ασυνείδητου, και  σε  ζητήματα  κουλτούρας, κοινωνικού  φύλου, και 

    εθνοτικότητας.

    Η κατασκευή του τόπου μέσω των χωρικών πρακτικών 

    Το πλέγμα των χωρικών πρακτικών (Πίνακας 9.1) του David Harvey παρέχει ένα τρόπο 

    οργάνωσης  μιας  ποικιλίας  ευρύτερων  θεμάτων  που  αναφέρονται  στο  πως 

    κατασκευάζονται και βιώνονται οι τόποι, πως αναπαριστώνται και πως χρησιμοποιούνται 

    ως συμβολικοί χώροι. Ο συγκεκριμένος πίνακας βοηθάει  να εστιάσουμε  την προσοχή 

    μας στη διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ εμπειρίας, αντίληψης, και φαντασίας και  να διευκρινήσουμε  τις  σχέσεις  μεταξύ  αποστασιοποίησης, οικειοποίησης, κυριαρχίας  και 

    παραγωγής  των  τόπων.  Όμως, δεν  είναι  η  περίληψη  μιας  θεωρίας: είναι  απλώς  ένα πλαίσιο μέσω του οποίου μπορούμε  να ερμηνεύσουμε τις κοινωνικές σχέσεις της τάξης,

    του φύλου, της κοινότητας, και της φυλής.

  • 8/19/2019 Κνοχ Κεφαλαιο Enato 5η Έκδ

    20/34

      Οι  αναπαραστάσεις  του  χώρου  περιλαμβάνουν  όλα  τα  σημεία, σύμβολα,

    κωδικοποιήσεις και  γνώσεις που  επιτρέπουν