ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ...

69
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ Φιλόσοφοι Στην Αθήνα του 5ου αιώνα, όπου έχει αναπτυχθεί η οικονοµία, και η χρήση του νοµίσµατος και οι κοινωνικοί θεσµοί εξελίσσονται, όπου ο πολίτης, προκειµένου να συµµετέχει ενεργά στην άσκηση της πολιτικής ως εκλεγµένος άρχοντας ή ως µέλος συνελεύσεων και δικαστηρίων συχνά µάλιστα µε κλήρο, και για να φέρει σε πέρας τις προσωπικές του υποθέσεις, οφείλει να κατέχει πλήθος γνώσεων, συντελείται µια αλλαγή στην εκπαίδευση που διευρύνεται και περιλαµβάνει στα αντικείµενα µάθησης, εκτός από τα παραδοσιακά γραµµατική, µουσική και ποίηση, τα νοµικά, τη ρητορική, την πολιτική θεωρία και τη φιλοσοφία. Υπό αυτές τις συνθήκες η Αθήνα καθίσταται κέντρο της παιδείας, της φιλοσοφίας και των πολιτικών εξελίξεων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται το κίνηµα των σοφιστών, οι οποίοι απέναντι στις αναζητήσεις των φυσικών φιλοσόφων, δηλαδή τη φύση και τους νόµους της, θέτουν τον ανθρώπινο νόµο, ένα ανθρώπινο κατασκεύασµα, που εξαρτάται από τις ιστορικές και κοινωνικές Τον 5ο αιώνα π.Χ. συντελείται µία τοµή στη διανόηση γενικά, και στη φιλοσοφία ειδικό- τερα. Το ενδιαφέρον των πρώτων φιλοσόφων, των λεγόµενων προσωκρατικών, στρεφό- ταν γύρω από τον εξωτερικό κόσµο που περιβάλλει τον άνθρωπο και βρίσκεται απέναντί του, τη δηµιουργία του και την πρώτη αρχή (φυσική φιλοσοφία). Από τους σοφιστές και τον Σωκράτη και µετά η προσοχή στρέφεται στη σπουδή του ίδιου του ανθρώπου, του µικρόκοσµου, της φύσης και της θέσης του στον κόσµο, των σχέσεών του µε τους συνανθρώπους του. Φυσικά, δεν µιλούµε για τοµή που συντελέστηκε µεµιάς, ούτε ότι η ηθική σκέψη, ως αποτέλεσµα των βιοτικών απαιτήσεων µιας κοινωνίας, δεν απασχό- λησε τη σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων ή ότι δεν υπήρξαν φυσικοί φιλόσοφοι που έζησαν τον 5ο αιώνα π.Χ. (Δηµόκριτος). Η δήλωση του Αριστοτέλη ότι η έρευνα της φύσης έληξε την εποχή του Σωκράτη είναι υπερβολή. Ωστόσο, µιλούµε για µια δια- κριτή γραµµή που διαγράφεται την εποχή αυτή ανάµεσα στη θεωρητική ή επιστηµονική πλευρά της φιλοσοφίας (η προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τον κόσµο µέσα στον οποίο ζει) και την πρακτική που περιλαµβάνει την ηθική και την πολιτική (Αριστοτέλης, «Περί ζώων µορίων» 642a28). Η ίδια αλλαγή παρατηρείται και στην τέχνη. Η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελεί το πολιτιστικό και

Transcript of ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ...

  • ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

    Φιλόσοφοι

    Στην Αθήνα του 5ου αιώνα, όπου έχει αναπτυχθεί η οικονοµία, και η χρήση του νοµίσµατος και οι κοινωνικοί θεσµοί εξελίσσονται, όπου ο πολίτης, προκειµένου να συµµετέχει ενεργά στην άσκηση της πολιτικής ως εκλεγµένος άρχοντας ή ως µέλος συνελεύσεων και δικαστηρίων συχνά µάλιστα µε κλήρο, και για να φέρει σε πέρας τις προσωπικές του υποθέσεις, οφείλει να κατέχει πλήθος γνώσεων, συντελείται µια αλλαγή στην εκπαίδευση που διευρύνεται και περιλαµβάνει στα αντικείµενα µάθησης, εκτός από τα παραδοσιακά γραµµατική, µουσική και ποίηση, τα νοµικά, τη ρητορική, την πολιτική θεωρία και τη φιλοσοφία. Υπό αυτές τις συνθήκες η Αθήνα καθίσταται κέντρο της παιδείας, της φιλοσοφίας και των πολιτικών εξελίξεων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια αναπτύσσεται το κίνηµα των σοφιστών, οι οποίοι απέναντι στις αναζητήσεις των φυσικών φιλοσόφων, δηλαδή τη φύση και τους νόµους της, θέτουν τον ανθρώπινο νόµο, ένα ανθρώπινο κατασκεύασµα, που εξαρτάται από τις ιστορικές και κοινωνικές

    Τον 5ο αιώνα π.Χ. συντελείται µία τοµή στη διανόηση γενικά, και στη φιλοσοφία ειδικό-τερα. Το ενδιαφέρον των πρώτων φιλοσόφων, των λεγόµενων προσωκρατικών, στρεφό-ταν γύρω από τον εξωτερικό κόσµο που περιβάλλει τον άνθρωπο και βρίσκεται απέναντί του, τη δηµιουργία του και την πρώτη αρχή (φυσική φιλοσοφία). Από τους σοφιστές και τον Σωκράτη και µετά η προσοχή στρέφεται στη σπουδή του ίδιου του ανθρώπου, του µικρόκοσµου, της φύσης και της θέσης του στον κόσµο, των σχέσεών του µε τους συνανθρώπους του. Φυσικά, δεν µιλούµε για τοµή που συντελέστηκε µεµιάς, ούτε ότι η ηθική σκέψη, ως αποτέλεσµα των βιοτικών απαιτήσεων µιας κοινωνίας, δεν απασχό-λησε τη σκέψη των προσωκρατικών φιλοσόφων ή ότι δεν υπήρξαν φυσικοί φιλόσοφοι που έζησαν τον 5ο αιώνα π.Χ. (Δηµόκριτος). Η δήλωση του Αριστοτέλη ότι η έρευνα της φύσης έληξε την εποχή του Σωκράτη είναι υπερβολή. Ωστόσο, µιλούµε για µια δια-κριτή γραµµή που διαγράφεται την εποχή αυτή ανάµεσα στη θεωρητική ή επιστηµονική πλευρά της φιλοσοφίας (η προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τον κόσµο µέσα στον οποίο ζει) και την πρακτική που περιλαµβάνει την ηθική και την πολιτική (Αριστοτέλης, «Περί ζώων µορίων» 642a28). Η ίδια αλλαγή παρατηρείται και στην τέχνη.

    Η Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. αποτελεί το πολιτιστικό και

    http://img.t03_k12_p001_1

  • συνθήκες και δεν είναι απόλυτο και αιώνιο. Στη θέση αυτή των σοφιστών ο Σωκράτης αντιτάσσει τη δική του θεωρία που τον διαφοροποιεί από τους σοφιστές.

    Σωκράτης

    «Ζωή χωρίς έλεγχο είναι ανάξια για τον άνθρωπο»(Πλ., Απολ. 38a)

    Βίος και πολιτείαΟ Σωκράτης, γιος του λιθοξόου ή γλύπτη Σωφρονίσκου και της µαίας Φαιναρέτης, γεν-νήθηκε στον δήµο της Αλωπεκής το 470/469 π.Χ. Μάλλον ακολούθησε το επάγγελµα του πατέρα του, αλλά γρήγορα το εγκατέλειψε «για χάρη της παιδείας» (Λουκιανός), κάτι που τον οδήγησε στη φτώχεια. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέµου συµ-µετείχε ενεργά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις (πολιορκία της Ποτίδαιας στην αρχή

    Η µεταστροφή αυτή, µε παράλληλη µετατόπιση της διανόησης από την Ιωνία στην Αθήνα, δεν ήταν αποτέλεσµα κάποιας «επανάστασης του κοινού νου κατά του απόµα-κρου και ακατανόητου κόσµου που παρουσίαζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι». Ήταν άµεση συνέπεια των κοινωνικών, οικονοµικών και πολιτικών αλλαγών και της δηµιουργίας του ιστορικού φαινοµένου της πόλης µέσα από µια εξελικτική διαδικασία ήδη από την εποχή του Χαλκού. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισµα του κοινωνικού αυτού συστήµατος, και µάλιστα ανεξάρτητα από το ιδιαίτερο πολίτευµα της κάθε πόλης, είναι ο λόγος, που ανάγεται στο κατεξοχήν εργαλείο της πολιτικής, για την απόκτηση και την άσκησή της. Λόγος σηµαίνει δηµόσια αντιπαράθεση διαφορετικών απόψεων µε βάση λογικά επι-χειρήµατα και αποδείξεις, προκειµένου οι αγορητές να πείσουν και να υπερισχύσουν, ανεξάρτητα από καταγωγή ή «θεϊκές» παρεµβάσεις. Από τη στιγµή που η πολιτική ανά-γεται σε ικανότητα χειρισµού του λόγου, η εξουσία είναι θέµα επιλογής και ελεύθερης βούλησης των πολιτών. Αυτό όµως προϋποθέτει ικανότητα επιλογής του πραγµατικά ορθού και επίγνωση του τι σηµαίνει ελευθερία, κάτι που προϋποθέτει αλλαγή και στην κατεύθυνση της εκπαίδευσης.

    Ανδριάντας του Σωκράτη, ρωµα-ϊκό αντίγραφο πρωτοτύπου που

    http://img.t03_k12_p002_1

  • του πολέµου· ήττα και συνακόλουθη υποχώρηση των Αθηναίων στο Δήλιο της Βοιω-τίας, 424 π.Χ.· µάχη Αµφίπολης, 422 π.Χ.). Το θάρρος και την ψυχραιµία που επέδειξε σε αυτές διατήρησε και σε πολιτικά ζητήµατα, τόσο στη διάρκεια της δηµοκρατίας όσο και κατά την ολιγαρχική διακυβέρνηση από τους Τριάκοντα, διαχωρίζοντας τη θέση του και µην υποκύπτοντας σε εκφοβιστικές ενέργειες. Αδέσµευτος κοµµατικά, αλλά ον πολιτικό, διακρινόταν για τον σεβασµό του στον νόµο και την απόλυτη προ-σήλωση στη νοµιµότητα. Ο Σωκράτης ήταν εξαιρετικά άσχηµος. Η µύτη του ήταν πλατιά, πλακουτσωτή, γυρι-στή, τα µάτια του ήταν γουρλωτά, τα χείλη του χοντρά και σαρκώδη, η κοιλιά του «ανοικονόµητη». «Έριχνε γρήγορες µατιές µε χαµηλωµένο κεφάλι σαν ταύρος», «κοι-τούσε λοξά». Τον παροµοίαζαν µε σαλάχι και σάτυρο, συγκεκριµένα τον σάτυρο Μαρ-σύα, ανταγωνιστή του Απόλλωνα στον αυλό (Πλάτων, Συµπόσιο 215b). Αδιαφορούσε για την εξωτερική του εµφάνιση. Τριγυρνούσε ξυπόλητος και µάλλον άπλυτος µε τον

    Το «σωκρατικό πρόβληµα»

    Θα υπάρχει πάντα ένα «σωκρατικό πρόβληµα», σηµειώνουν οι µελετητές, αναπόφευκτη συνέπεια του γεγονότος ότι ο Σωκράτης δεν έγραψε ποτέ τίποτε. Ό,τι γνωρίζουµε γι’ αυτόν, τη ζωή και τις ιδέες του, προέρχονται από έργα φιλοσόφων (Πλάτων, Αρι-στοτέλης), ιστορικών (Ξενοφών), κωµικών ποιητών (Αριστοφάνης), άλλοι από αυτούς αφοσιωµένοι στον άσχηµο αλλά γοητευτικό φιλόσοφο, άλλοι πάλι επικριτικοί απέναντί του για την «καταστρεπτική» επιρροή που ασκούσε. Πρόκληση για τους συγχρόνους του η αναµέτρηση µαζί του, αλλά πρόβληµα για τους µεταγενέστερους αν µπορούν να εξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα για τον φιλόσοφο και τις θέσεις του. Εµείς δεν θα υπεισέλθουµε καθόλου σε αυτό το πρόβληµα. Θα αποδεχτούµε την άποψη του W.K.C. Guthrie ότι «τέσσερα άλογα είναι καλύτερα από ένα», εννοώντας τους τέσσερις βασι-κούς στοχαστές που έγραψαν για το έργο του Σωκράτη, θα αποδεχθούµε ως δεδοµένες τις θέσεις που έχουν αναγνωριστεί από τους ειδικούς ως σωκρατικές και αυτές θα προσεγγίσουµε.

    Ο Σωκράτης παροµοιαζόταν µε τον σάτυρο Μαρσύα εξαιτίας

    http://img.t03_k12_p003_1

  • έναν και µοναδικό του µανδύα. Ήταν εξαιρετικά ανθεκτικός στις κακουχίες και στο κρασί αλλά και εγκρατής και µε απόλυτη αυτοκυριαρχία και εξαιρετικά γοητευτικός οµιλητής. Ο Αλκιβιάδης το τόνισε αυτό σε παρέα συµποσιαστών: «γυναίκες, άνδρες έφηβοι µένουµε εκστατικοί και γοητευµένοι. […] Κάθε φορά που τον ακούω, η καρ-διά µου σκιρτά ζωηρότερα απ’ ό,τι αν βρισκόµουν σε θρησκευτικό παραλήρηµα, κλαίω από συγκίνηση, και παρατηρώ ότι το ίδιο αισθάνονται και πάρα πολλοί από τους ακροατές του» (Πλάτων, Συµπόσιο 215b). Ο Σωκράτης κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο το 399 π.Χ., επειδή αρνού-ταν να αναγνωρίσει τους θεούς που αναγνώριζε η πόλη, επειδή εισήγαγε «καινά δαι-µόνια» και επειδή διέφθειρε τους νέους. Η δίκη του Σωκράτη ήταν η κορύφωση µιας σειράς δικών ασέβειας στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ., η οποία εννοού-νταν ως εισαγωγή ξένων θεοτήτων (Αναξαγόρας, Πρωταγόρας, Ευριπίδης, Ανδοκίδης) ή διακωµώδηση µυστηρίων και άρρητων τελετών (Διαγόρας Μήλιος). Οι δίκες αυτές τις περισσότερες φορές είχαν πολιτικό περιεχόµενο, καθώς πολλοί από τους κατη-γορουµένους ανήκαν στον κύκλο του Περικλή· αντίθετα, ο Αριστοφάνης ουδέποτε διώχθηκε παρά τους σατυρικούς υπαινιγµούς τους σε θεούς και µυστικές τελετές (π.χ. στην Ειρήνη) προφανώς λόγω των αριστοκρατικών πολιτικών επιλογών και της καταγωγής του. Η δίκη του Σωκράτη έρχεται σε µια εποχή κρίσης και σύγχυσης για την πόλη των Αθηνών µετά την ανατροπή των Τριάκοντα και δεδοµένου του γεγονό-τος ότι ο Σωκράτης είχε χρηµατίσει δάσκαλος του ακόλαστου και πιθανόν ιερόσυλου Αλκιβιάδη και του άθεου και ολιγαρχικού Κριτία, µέλους της οµάδας των Τριάκοντα, και µάλιστα από τους πιο στυγνούς. 501 Αθηναίοι δίκασαν και καταδίκασαν τον Σωκράτη µε την ισχνή πλειοψηφία των 281 ψήφων. Η συµπεριφορά του όµως και η πρότασή του στο ερώτηµα ποια ποινή να του

    Κατηγορία και ποινή

    Τάδε ἐγράψατο καί ἀντωµόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκήθεν· ἀδικεῖ Σωκράτης, οὕς µέν ἡ πόλις νοµίζει θεούς οὐ νοµίζων, ἕτερα δέ καινά δαιµόνια εἰσηγούµενος· ἀδικεῖ δέ καί τούς νέους διαφθείρων· τίµηµα θάνατος (Διογ. Λαέρτ. 2,40).

  • επιβληθεί, να συντηρείται δηλαδή στο Πρυτανείο δηµοσία δαπάνη για την προσφορά του στην πόλη, οδήγησε 80 επιπλέον να τον καταδικάσουν σε θάνατο.

    Η φιλοσοφία του Σωκράτη1. Στόχος. Ο Σωκράτης θεωρούσε ότι η γνώση µας για τα ανθρώπινα ζητήµατα που µας αφορούν άµεσα είναι ατελής. Γι’ αυτό και πρώτος αυτός «κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό, την εγκατέστησε στις πόλεις, την έβαλε ακόµη και µέσα στα σπίτια και την υποχρέωσε να εξετάζει τη ζωή και τα ήθη, το καλό και το κακό» (Κικ., Tusc. 5.4.10). Ο Σωκράτης, άνθρωπος πρακτικός, είχε κατανοήσει την ανάγκη να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του, «τι είναι όσιο (ευσεβές), τι ανόσιο (ασεβές), τι ωραίο (καλόν), τι άσχηµο (αισχρόν), τι δίκαιο (δίκαιον), τι άδικο (άδικον)· τι είναι σωφροσύνη (σωφρο-σύνη), τι αφροσύνη (µανία), τι ανδρεία (ανδρεία), τι δειλία (δειλία)· τι είναι µια πόλη (πόλις) και τι είναι ένας πολιτικός (πολιτικός), τι θα πει να άρχεις (αρχή ανθρώπων) και τι είναι ένας άρχων (αρχικός ανθρώπων)» (Ξενοφών, Αποµνηµονεύµατα 1.1.16), ζητή-µατα δηλαδή ηθικής και πολιτικής, µε άλλα λόγια καθηµερινής ζωής. Τους γνώστες αυτών των εννοιών τους θεωρούσε «καλούς κἀγαθούς», ταύτιζε δηλαδή το αγαθό µε το χρήσιµο και το ωφέλιµο. Το ζήτηµα ήταν πώς µπορούσε κανείς να αποκτήσει αυτή τη γνώση. Ή µήπως ήταν θέµα αποδοχής και αποµνηµόνευσης µιας ήδη ορισµένης (από ποιους;) γνώσης; 2. Μέθοδος. Για τον Σωκράτη η γνώση δεν είναι κάτι δεδοµένο και αποδεκτό άνευ όρων. Απέδειξε µάλιστα ότι η απόκτησή της είναι µια εξαιρετικά επίπονη διαδικα-σία που προϋποθέτει την απέκδυση από προ-ειληµµένες (προ-καταλαµβάνοµαι) και «χρωµατισµένες» (ιδεολογικά, θρησκευτικά, οικονοµικά…) γνώσεις (πρώτο στάδιο), την εκ νέου προσέγγιση ζητηµάτων µε την «αθωότητα», θα λέγαµε, του αδαούς αλλά περίεργου παιδιού, µέσα από τη διεξοδική διερεύνηση του ζητήµατος (δεύτερο στά-διο) και την κατάληξη στη διατύπωση του ορισµού της υπό εξέτασης έννοιας (τρίτο στάδιο). Το µέσο που χρησιµοποιούσε ο Σωκράτης ήταν η συζήτηση, συν-ζήτηση, η από κοινού δηλαδή αναζήτηση ορθών απαντήσεων µέσα από τη διατύπωση κατάλλη-λων ερωτήσεων. Και αυτή είναι η µεγάλη συµβολή του Σωκράτη: επεσήµανε ότι το πιο κρίσιµο σηµείο είναι το ερώτηµα, ότι πολλές φορές δεν ξέρουµε πώς να σκεφτούµε ένα πρόβληµα και πώς να ξεφύγουµε από την αµηχανία. Ας σκεφτούµε έναν αστυνόµο

    Ο Σωκράτης, λεπτοµέρεια από τη διακόσµηση της ζωφόρου

    http://img.t03_k12_p005_1

  • που όλα τα δεδοµένα µιας σειράς εγκληµάτων υποδεικνύουν έναν συγκεκριµένο τύπο δράστη· αυτό εγκλωβίζει την έρευνα σε µια συγκεκριµένη κατεύθυνση οδηγώντας σε αδιέξοδο. Τι θα συµβεί όµως αν διατυπώσει στον εαυτό του το ερώτηµα: «Κι αν ο δράστης µε παραπλανά; Αν είναι ακριβώς ο αντίθετος τύπος από αυτόν που θέλει να µας κάνει να πιστέψουµε;» Σε αυτή την περίπτωση η έρευνα αποκτά νέο αέρα και νέες κατευθύνσεις. Αν υπάρξει αποτυχία και σε αυτή την περίπτωση, το ερώτηµα θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί. Όµως πόσο εύκολο είναι να διατυπώνει κανείς ένα ερώτηµα; Ας σκεφτούµε την αµηχα-νία µας, όταν µετά από µια διάλεξη, ο οµιλητής θέτει το ερώτηµα: «Μήπως έχετε κάτι να ρωτήσετε;» Όµως πόσο εύκολο είναι και για κάποιον να υποβάλλεται σε ερωτήσεις, ειδικά όταν απαιτείται αυτενέργεια του νου και απόλυτα λογική επιχειρηµατολογία;

    Συνοµιλία Σωκράτη-Κριτόβουλου

    Σ. Νοµίζεις λοιπόν ότι µόνο στον άνθρωπο υπάρχει η οµορφιά ή και σε άλλα πράγ-µατα;Κ. Πιστεύω ότι υπάρχει και στο άλογο και στο βόδι και σε πολλά άψυχα πράγµατα. Ξέρω, για παράδειγµα, ότι υπάρχει και ασπίδα ωραία και ξίφος ωραίο και δόρυ.Σ. Και πώς είναι δυνατό όλα αυτά, που είναι εντελώς ανόµοια µεταξύ τους, να είναι ωραία; Κ. Αν είναι καλά φτιαγµένα για τον σκοπό που χρησιµοποιούµε το καθένα από αυτά, ή αν από τη φύση τους είναι πλασµένα µε τρόπο που να εξυπηρετούν τις ανάγκες µας,

    Φιλοσοφικά προβλήµατα

    «Υπάρχει ένας λόγος που λέει ότι ένας τρελός µπορεί να θέτει πιο πολλά ερωτήµατα απ’ αυτά που µπορεί να απαντά ένας σοφός. Στην επιστήµη όµως συµβαίνει πιο συχνά να χρειάζεται να είναι κανένας πιο έξυπνος στο να θέτει τα σωστά ερωτήµατα παρά στο να τα απαντά» (H. Bondi).

  • Κάποια στιγµή µπορεί να αντιδράσουµε όπως ο Μένων και να πούµε: «Μη µε ρωτάς, µόνο πες εσύ, Σωκράτη» (Μένων 75b). Διασκεδαστικό παράδειγµα της µεθόδου του Σωκράτη αποτελεί ο διαγωνισµός οµορ-φιάς ανάµεσα στον Σωκράτη και τον όµορφο νέο Κριτόβουλο, ο οποίος προκάλεσε τον φιλόσοφο να του αποδείξει ότι είναι οµορφότερος από αυτόν. Αλλά αν και ο Σωκράτης οδήγησε τον νέο στον ορισµό του ωραίου ως χρήσιµου, αν και απέδειξε ότι τα δικά του χαρακτηριστικά είναι έτσι διαµορφωµένα, ώστε να του χρησιµεύουν καλύτερα στην καθηµερινή του ζωή, ωστόσο όλοι οι ψηφοφόροι, µηδενός εξαιρουµένου, ψήφι-σαν τον Κριτόβουλο ως τον ωραιότερο. Με έναν µόνο τρόπο µπορούσε ο Σωκράτης να εξηγήσει την κατάφωρη παραβίαση της λογικής: ο Κριτόβουλος είχε δωροδοκήσει τους δικαστές. Πέρα από τον κωµικό χαρακτήρα του αποσπάσµατος και από το γεγονός ότι τίθενται ειδικότερα ζητήµατα αισθητικής που θα απασχολήσουν συστηµατικά την Αισθητική κυρίως από τον 17ο αιώνα και µετά, το κείµενο αποτελεί ένα παράδειγµα: α) της επαγωγικής µεθόδου του Σωκράτη που καταλήγει στη διατύπωση ενός ορισµού, β) της άποψής του ότι τα πράγµατα µπορούν να εξηγηθούν µόνο σε σχέση µε τη λειτουργία τους, µε τον σκοπό που έχει να επιτελέσει το οριζόµενο αντικείµενο, γ) του γεγονότος ότι αποτελούσε, όπως ο ίδιος έλεγε, µια αλογόµυγα στα καπούλια (εννοώντας τους

    τότε είναι ωραία.Σ. Γιατί λοιπόν χρειαζόµαστε τα µάτια; Κ. Είναι φανερό: για να βλέπουµε.Σ. Σε αυτή την περίπτωση όµως τα µάτια µου πρέπει να είναι οµορφότερα από τα δικά σου, γιατί τα δικά σου βλέπουν µόνο µπροστά, ενώ τα δικά µου, επειδή είναι τόσο πεταγµένα προς τα έξω, βλέπουν και προς τα πλάγια.Κ. Θέλεις να πεις ότι ο κάβουρας έχει τα ωραιότερα µάτια από όλα τα ζώα;Σ. Ασφαλώς, γιατί από τη φύση τους τα µάτια του είναι και πολύ δυνατά.Κ. Εντάξει, αλλά τίνος η µύτη είναι πιο ωραία, η δικιά σου ή η δικιά µου; Σ. Εγώ νοµίζω η δικιά µου, αν βέβαια οι θεοί µας έδωσαν τις µύτες για να µυρίζουµε. Γιατί τα

    Ο «θάνατος του Σωκράτη», έργο του Jacques-Louis David,

    http://img.t03_k12_p007_1

  • Αθηναίους πολίτες) που κεντρίζει ενοχλητικά. Αξιοπρόσεκτη είναι η τελική πρόταση ηττοπάθειας απέναντι στον Σωκράτη του νεαρού Κριτόβουλου αλλά και το παράπονο του νεαρού Μένωνα, στον οµώνυµο διάλογο, ο οποίος καταγγέλλει τον Σωκράτη σαν τον µάγο που του παραλύει τον νου και τη γλώσσα. Τι είναι όµως η επαγωγή; Είναι η πρόοδος από το µερικό στο γενικό (Αριστοτέλης, Τοπικά 105a13), το «σύρσιµο» του νου (ο νους επάγεται, παρασύρεται) από την παρατήρηση ειδικών, επιµέρους περιπτώσεων στη σύλληψη ενός γενικού χαρακτηριστικού, που είναι κοινό σε όλα τα µέλη της οµάδας. Είναι ο τρόπος µε τον οποίο µαθαίνουν, λ.χ., τα παι-διά. Ο ενήλικος δείχνει, για παράδειγµα, µια γάτα ονοµάζοντάς την: «γάτα». Ύστερα από έναν αριθµό επαναλήψεων, το παιδί θα µπορεί να αναγνωρίζει ένα ζώο ως γάτα, ακόµη και αν δεν έχει ξαναδεί ποτέ στη ζωή του µια όµοια. Βέβαια, ένα επαγωγικό συµπέρα-σµα µπορεί να αποδειχτεί ανά πάσα στιγµή εσφαλµένο από ένα καινούργιο δεδοµένο.

    δικά σου ρουθούνια βλέπουν προς τη γη, ενώ τα δικά µου γυρίζουν προς τα πάνω, ώστε να δέχονται από παντού τις οσµές. Κ. Μα πώς µπορεί µια σιµή µύτη να είναι ωραιότερη από µια ίσια;Σ. Μπορεί, γιατί δεν εµποδίζει τα µάτια, αλλά τα αφήνει ελεύθερα να βλέπουν ό,τι θέλουν, ενώ η µύτη µε το κανονικό ύψος τα χωρίζει σαν τείχος, σαν να ήθελε να τα εµποδίσει να βλέπουν.Κ. Για το στόµα πάντως δεν αντιλέγω· γιατί αν το στόµα έχει γίνει για να δαγκώνει, εσύ θα µπορούσες να δαγκώσεις ένα πολύ µεγαλύτερο κοµµάτι απ’ ό,τι εγώ. Σ. Και επειδή έχω παχιά χείλη, δεν νοµίζεις ότι και το φιλί µου είναι τρυφερότερο από το δικό σου; Κ. Σύµφωνα µε τα λόγια σου φαίνεται ότι το στόµα µου είναι ασχηµότερο και από το στόµα του γαϊδάρου.Σ. Κι αυτό δεν είναι τρανή απόδειξη ότι εγώ είµαι πιο όµορφος από σένα; Ότι δηλαδή και οι Ναϊάδες, που είναι θεές, γενούν τους Σιληνούς, οι οποίοι µοιάζουν περισσότερο µε µένα παρά µε σένα.Κ. Παραιτούµαι. Ας γίνει όµως η ψηφοφορία για να δω το ταχύτερο τι πρόστιµο πρέπει να πληρώσω.

  • Λέµε λ.χ. ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί, γιατί το φαινόµενο έχει παρατηρηθεί εδώ και αιώνες και εξακολουθεί να επαναλαµβάνεται. Δεν αποκλείεται όµως κάποια στιγµή τα πράγµατα να αλλάξουν, οπότε και το συµπέρασµα θα µετατραπεί ή θα ανατραπεί εξ ολοκλήρου. Παρά την εµφανή αδυναµία της µεθόδου –συναγωγή συµπερασµάτων από µια περιορισµένη εµπειρία–, είµαστε υποχρεωµένοι να δεχτούµε ότι η απουσία της θα καθιστούσε αδύνατη τόσο την καθηµερινή ζωή όσο και την έρευνα (θα έπρεπε να συµφωνούµε κάθε φορά από την αρχή ότι αυτό είναι γάτα και το άλλο σκύλος).

    3. Ηθική διάσταση των ορισµών. Ελέγχοντας την παραδεδοµένη γνώση ο Σωκρά-της δεν αποσκοπούσε στην αµφισβήτηση της γνώσης γενικά και στη σχετικοποίησή της, όπως το έκαναν οι σοφιστές. Αντιθέτως, στόχος του ήταν η διατύπωση ενός ορισµού της υπό εξέταση έννοιας µέσα από τη συγκέντρωση των γενικών χαρακτηριστικών που εκµαίευε µε την παράθεση παραδειγµάτων µε σκοπό να αποσαφηνιστούν έννοιες του καθηµερινού βίου, η σηµασία των οποίων χανόταν µέσα στη άχλη της διατύπωσης πρό-χειρων σκέψεων, αυτό που λέµε σήµερα «οι λέξεις έχουν χάσει το νόηµά τους». Για να καταλάβουµε καλύτερα τη σηµασία του εγχειρήµατος του Σωκράτη, ας προσπαθήσουµε

    Ο Σωκράτης «µαµή»

    «Μοιάζω τόσο πολύ µε τη µαµή, ώστε δεν µπορώ να γεννήσω σοφία· και σωστά µε κατηγόρησαν κιόλας πολλοί ότι, ενώ ερωτώ τους άλλους, ο ίδιος δεν εκφράζω τη γνώµη µου για κανένα πράγµα, επειδή δεν έχω να πω τίποτε σοφό. Αιτία γι’ αυτό είναι η εξής: ο θεός µε αναγκάζει να ξεγεννώ αλλά µε εµποδίζει να γεννώ. Δεν είµαι λοιπόν καθόλου σοφός ο ίδιος, ούτε έχω κάνει καµιά σοφή ανακάλυψη που να είναι γέννηµα της δικής µου ψυχής. Όµως απ’ όσους µε συναναστρέφονται, στην αρχή µερικοί από αυτούς φαίνονται εντελώς ανεπίδεκτοι, αλλά όλοι όσους ευνοήσει ο θεός, καθώς προχωράει η συναναστροφή, κάνουν αξιοθαύµαστη […] πρόοδο. Και είναι φανερό ότι από µένα δεν έµαθαν ποτέ τίποτε, ενώ από µόνοι τους, µέσα από τον ίδιο τους τον εαυτό, ανακάλυ-ψαν και έφεραν στο φως πολλά και καλά». (Πλάτων, «Θεαίτητος» 150c-d).

  • να απαντήσουµε στα ερωτήµατα: «Ήταν δίκαιη η επίθεση στους δίδυµους πύργους της Νέας Υόρκης στις 11 Σεπτεµβρίου 2001;», «Ήταν δίκαιη η εισβολή στο Ιράκ έναν χρόνο αργότερα;», «Ήταν δίκαιη η τροµοκρατική ενέργεια στην Ισπανία τον Μάρτιο του 2004;», «Ήταν δίκαιες οι δολοφονίες κατά µουσουλµάνων στην Αγγλία που πολλαπλα-σιάστηκαν µετά τις τροµοκρατικές επιθέσεις στο Λονδίνο το 2005;» Με τα ερωτήµατα αυτά παρέµεινα στην έννοια του δικαίου. Φανταστείτε τι θα συµβεί αν επεκταθούµε και σε άλλες έννοιες, όπως ηθική, αρετή, ανδρεία, θηλυκό, αρσενικό κλπ. Με µια πρώτη µατιά θα µπορούσαµε να πούµε ότι αλλιώς εννοούµε τις έννοιες αυτές θεωρητικά και αλλιώς στην πράξη, άλλες ηθικές αξίες διδάσκουµε στα παιδιά και στους νέους και άλλες εφαρµόζουµε στην καθηµερινή ζωή. Θα µπορούσε επίσης να πει κανείς ότι η διατύπωση µιας άποψης για το τι είναι συνάρτηση του τόπου και του χρόνου, της ιδεολογίας, της θρησκείας, της οικονοµίας, των συµφερόντων, της µόδας… Αυτή όµως η στάση οδηγεί σε σύγχυση για τις σηµασίες των ηθικών όρων. Ο Σωκράτης τη διαπίστωσε στην εποχή του και την αποδοκίµασε. Διαπίστωσε ακόµη ότι στη λήψη µιας απόφασης έπρεπε όλα τα µέλη να συµφωνούν σε ορισµένα ζητήµατα. Πράγµατι, ας φανταστούµε ένα δικαστήριο στο οποίο ο καθένας από τους εµπλεκόµενους εκλαµβάνει µε τρόπο διαφορετικό το τι είναι δίκαιο. Στόχος του Σωκράτη ήταν η διατύπωση κοινά αποδεκτών ορισµών, προκειµένου να αποκατασταθεί κάποια τάξη στον προβληµατισµό µας για το σωστό και το λάθος και µε απώτερο στόχο την ανακάλυψη του σωστού τρό-που ζωής και της εφαρµογής ενός κοινού σε όλους ηθικού τρόπου διαβίωσης. Ο Σωκράτης δεν προσέφερε έτοιµες γνώσεις. Εκνεύριζε µάλιστα τους συνοµιλητές του, λ.χ. τον Θρασύµαχο στην πλατωνική Πολιτεία (337a), όταν του ζητούσαν να δια-τυπώσει εκείνος επιτέλους έναν ορισµό για το εξεταζόµενο ζήτηµα, αφού νωρίτερα τους είχε οδηγήσει να καταρρίψουν όσους οι ίδιοι είχαν διατυπώσει. Τους εκνεύριζε λέγοντας ότι δεν ήταν ειδικός. Ωστόσο, η µέθοδος του Σωκράτη καταπολεµούσε την πνευµατική νωθρότητα. Η αξία της έγκειται περισσότερο στο ότι ξερίζωνε συγκεχυ-µένες και σφαλερές αντιλήψεις µέσω της διαδοχικής αναίρεσης απαντήσεων που µόνο φαίνονται ότι είναι σωστές, στην πραγµατικότητα όµως είναι εσφαλµένες. Στην πραγ-µατικότητα απαιτείται πολύ κουράγιο να παραµείνει κανείς συνοµιλητής του Σωκράτη, τη στιγµή που γνώριζε πολύ καλά ότι κάποια στιγµή θα αποδείκνυε ο ίδιος, οδηγού-µενος από τον δάσκαλο, την ανοησία των παραδοχών του. Επρόκειτο για διαδικασία

  • επώδυνη, για διανοητικό ξεγέννηµα, για εκµαίευση απόψεων λογικών που µέχρι εκείνη τη στιγµή λάνθαναν στον νου. Ούτως ή άλλως, ο ίδιος ο Σωκράτης παροµοίαζε τον εαυτό του µε µαµή (η µητέρα του ασκούσε το επάγγελµα). Από αυτή τη διαδικασία µπορούµε µε σιγουριά να πούµε (γνωρίζοντας πολύ καλά στην εποχή µας τη µηχανιστικά κατακτηµένη γνώση) ότι προκύπτει µια γνώση κατακτηµένη, συνειδητή και αφοµοιωµένη, εποµένως εφαρµόσιµη στην καθηµερινή ζωή. Συµφω-νούµε λοιπόν µε τον Guthrie που διατύπωσε την άποψη ότι ο σωκρατικός ορισµός είναι «φάρµακο για τη σύγχυση».

    4. Η αρετή είναι γνώση. Ο Αριστοτέλης παραδίδει ότι τελικός σκοπός του Σωκράτη ήταν η γνώση της αρετής, γιατί πίστευε ότι η γνώση του τι είναι δικαιοσύνη, ανδρεία, ευσέβεια…, καθιστούσε τον ειδήµονα αυτόµατα δίκαιο, ανδρείο, ευσεβή… (Ηθικά Ευδήµια 1216b2). Εποµένως, η γνώση της αρετής υποτασσόταν στη γνώση του καλού και του κακού. Αν γνωρίζω τι είναι καλό, θέλω και να το πράττω· αν δεν το γνωρίζω, κάνω κακό. Ας θυµηθούµε πόσες φορές µιλούµε για ένα κακό που κάναµε άθελά µας και ότι διαφορετικά κρίνουµε µια πράξη που έγινε µε πρόθεση από µια άλλη που έγινε χωρίς (ο Σωκράτης, όπως και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, που θα δούµε παρακάτω, είναι ανεπίγνωστα παρόντες στον τρόπο σκέψης και του πιο «κακού» µαθητή). Πόσοι όµως έχουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν την αλήθεια; Ο Σωκράτης είχε ήδη λύσει το πρόβληµα αυτό µε τη µέθοδό του, µε την οποία αποδείκνυε ότι όλοι έχουν τη δυνα-τότητα αυτή, αρκεί να βρεθεί η κατάλληλη «µαµή». Αναλογιζόµενοι τις φορές που πράξαµε το κακό, έχοντας επίγνωση ότι το πράττουµε, ίσως όχι από κακία αλλά από µια ακαθόριστη διάθεση της στιγµής, δεν µπορούµε να µη συλλογιστούµε µε δέος ότι η θεωρία του Σωκράτη απαιτεί ηθική πειθαρχία χωρίς περιθώρια για αδυναµία θέλησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, «ακράτεια» ως αποτέλεσµα ορµών ή πάθους (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικοµάχεια 1145b25), ότι ο Αθηναίος φιλόσο-φος, καθιστώντας την αρετή κλάδο της γνώσης, εξοβέλισε το άλογο µέρος της ψυχής (Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα 1182a20). Μπορούµε να παρηγορηθούµε λαµβάνοντας υπόψη ότι ο συνεπής στη θεωρία του Σωκράτης –το απέδειξε µε τον θάνατό του, ενώ θα µπορούσε να τον αποφύγει µε τουλάχιστον δύο τρόπους– παραλλήλιζε συνεχώς την αρετή όχι µε τη θεωρητική επιστήµη αλλά µε την τεχνική ή την τέχνη, η κατοχή της

  • οποίας απαιτεί όχι µόνο γνώση αλλά και άσκηση. Αν λοιπόν ασπαζόµαστε τον σωκρατικό τρόπο του σκέπτεσθαι, πώς θα απαντούσαµε στα εξής ερωτήµατα; 1. Το αληθινό µπορεί α) να ιδωθεί, β) να αναζητηθεί, γ) να αποκαλυφθεί, δ) να πλα-στεί;2. Ανακαλύπτουµε αν κάτι είναι αληθινό ή λάθος α) βλέποντας απλά, β) υπολογίζο-ντας, γ) ερευνώντας;

    Πλάτων

    «Αν η πολιτική δύναµη και η φιλοσοφία δεν συµπέσουν, δεν θα υπάρξει τέλος των κακών».(Πολιτεία E, 473d)Δική µας επιδίωξη είναι να κατανοηθεί η πλατωνική φιλοσοφία µέσα στα πλαίσια της πόλης-κράτους των τελών του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ., στα χρόνια δηλαδή που έπονται του Πελοποννησιακού πολέµου.

    Βίος και πολιτείαΟ Πλάτων γεννήθηκε το 429/8 π.Χ. στην Αθήνα. Ήταν γόνος αριστοκρατικής καταγω-γής, µε συγγενείς διανοούµενους, συνδεδεµένους µε το σοφιστικό κείµενο (Κριτίας, θείος της µητέρας του) ή τον Σωκράτη (Χαρµίδης, αδελφός της µητέρας του), αλλά και πολιτικούς συνδεδεµένους ως µέλη (Κριτίας) ή συνεργάτες (Χαρµίδης) µε το ολιγαρ-χικό πραξικόπηµα των Τριάκοντα τυράννων. Έλαβε µια εξαιρετικά επιµεληµένη µουσική και γυµναστική παιδεία, ανάλογη της καταγωγής και του περίγυρού του και πολύ νωρίς, στο κρίσιµο ερώτηµα ποίηση ή φιλοσοφία, ή πώς προσεγγίζεται καλύτερα η αλήθεια, αποφάνθηκε υπέρ της φιλοσοφίας χωρίς όµως ποτέ να απαλλαγεί από τις λογοτεχνικές του ροπές. Και πάλι ως εκ της καταγωγής και του περίγυρού του ενδιαφέρθηκε για την πολιτική, απογοητεύτηκε όµως νωρίς τόσο από την ολιγαρχία, µε τη θλιβερή ανάµειξη µελών της οικογένειάς του, όσο και από τη δηµοκρατία που, παραπαίουσα, αναζήτησε, και στο πρόσωπο του Σωκράτη, αποδιοποµπαίους τράγους. Σε ηλικία είκοσι ετών συναντά τον 63χρονο Σωκράτη και επί οκτώ έτη παρακολουθεί τη

    Κεφαλή του Πλάτωνα. Ρωµαϊκό αντίγραφο του έργου του Σιλα-

    http://img.t03_k12_p012_1

  • διδασκαλία του. Αµέσως µετά τον θάνατο του δασκάλου, και για να αποφύγει πιθανές οχλήσεις ως µαθητής του ανθρώπου που «εισήγαγε καινά δαιµόνια» και «διέφθειρε τους νέους», κατέφυγε για περίπου τρία χρόνια στα Μέγαρα, στη Σχολή του Ευκλείδη. Στη συνέχεια ταξίδεψε στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία (398-390 π.Χ.), όπου ήρθε σε επαφή µε τον Πυθαγορισµό. Σηµαντική επίσης για την πνευµατική του εξέλιξη και για τις επιδιώξεις του ήταν η γνωριµία του µε τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο Α’ και τον γαµπρό του, Δίωνα, και αργότερα µε τον Διονύσιο Β’ που διαδέχθηκε τον πατέρα του. Πρώτα ο πατέρας και µετά ο γιος, µε σηµαντικό ενδιάµεσο τον Δίωνα, έπεισαν τον Πλάτωνα ότι ήθελαν να στραφούν στη µελέτη της πολιτικής αρετής και της σοφίας µε σκοπό την ορθή διακυβέρνηση. Το σχέδιο αυτό µε τον Διονύσιο Α’ έληξε άδοξα για τον Πλάτωνα, είτε γιατί ο Πλάτων στηλίτευσε τα έκλυτα ήθη της αυλής είτε γιατί δηµιουργήθηκαν υπόνοιες στον τύραννο για πιθανή συνωµοσία του Δίωνα σε συνεργασία µε τον Πλάτωνα. Ο φιλόσοφος κινδύνεψε να πουληθεί ως δούλος στην Αίγινα, όπου τον έστειλε ο τύραννος, αν και γνώριζε την εµπόλεµη κατάσταση του νησιού µε την Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά ο Πλάτωνας επανέλαβε το εγχείρηµα µε τον Διονύσιο Β’, προφανώς γιατί απογοητεύτηκε βαθιά από την πολιτική κατάσταση στην Αθήνα και επειδή, καθώς εξακολουθούσε να µελετά το θέµα της πολιτικής θεωρίας, πίστεψε ότι το σύστηµα που είχε συλλάβει στην Πολιτεία του θα µπορούσε να εφαρ-µοστεί στην πράξη καθιστώντας τον Διονύσιο Β’ τον ιδανικό φιλόσοφο-κυβερνήτη, όχι από προσωπική φιλοδοξία να δει το σύστηµά του να εφαρµόζεται αλλά γιατί πίστευε ότι «οι ελπίδες του κόσµου εναπόκεινται αποκλειστικά στη σύζευξη πολιτικής επιστή-µης και γνήσιας επιστήµης»· το ζήτηµα δηλαδή ήταν πολιτικό. Το 366 λοιπόν τον ξαναβρίσκουµε στις Συρακούσες, όπου όµως και πάλι εγκλωβίζεται στις πολιτικές συγκρούσεις ανάµεσα στον Δίωνα και τον Διονύσιο. Καταφέρνει να φύγει αλλά επιστρέφει και πάλι το 361 και για έναν χρόνο, για να υποστεί τη µεγαλύ-τερη και τελική απογοήτευση, καθώς µέλη της σχολής του ενεπλάκησαν στην εµφύλια διαµάχη Δίωνα-Διονυσίου και στα συνεχή πραξικοπήµατα που ακολούθησαν. Στο ενδιάµεσο ανάµεσα στο πρώτο και το δεύτερο ταξίδι του στη Σικελία ίδρυσε στην Αθήνα τη σχολή του, η πρώτη οργανωµένη σχολή προαγωγής επιστηµονικής µελέτης, πρόγονος του µεσαιωνικού και του σύγχρονου πανεπιστηµίου, που ονοµάστηκε Ακα-δηµία από την περιοχή στην οποία στεγάστηκε και τον προστάτη ήρωά της, Ακάδηµο

    Ακαδηµία Πλάτωνος, άποψη του αρχαιολογικού χώρου σήµερα.

    http://img.t03_k12_p013_1

  • ή Εκάδηµο. Η ίδρυση της σχολής από τον Πλάτωνα, και η µάλλον λίγο παλαιότερη του Ισοκράτη, άλλαξε τις σπουδές των νεαρών Αθηναίων, οι οποίες µέχρι τότε εξαρτιό-νταν από κάποιον περιπατητικό σοφιστή. Τώρα υπήρχαν σχολές µε µόνιµη έδρα και εσωτερικό κανονισµό. Αριστοτέλης, Σπεύσιππος, Ξενοκράτης, Φίλιππος Οπούντιος και άλλοι φιλόσοφοι της Ελληνιστικής εποχής, καινοτόµοι µαθηµατικοί, νοµοθέτες, διοι-κητικά στελέχη µε άρτια κατάρτιση, υπήρξαν µαθητές, αν όχι του ίδιου του Πλάτωνα, της σχολής.Η σχολή έκλεισε το 529 π.Χ. ύστερα από εννέα αιώνες λειτουργίας. Αν και η εντολή του Ιουστινιανού σηµατοδοτεί και επίσηµα το τέλος της αρχαιότητας, θα πρέπει να πούµε ότι εκείνη την εποχή η Σχολή βρισκόταν σε πλήρη παρακµή. Ο Πλάτων πέθανε στην Αθήνα το 347 π.Χ.

    ΕργογραφίαΔεν θα υπεισέλθουµε στη συζήτηση για το ποια από τα έργα που παραδίδονται µε το όνοµα του Πλάτωνα είναι αυθεντικά – αυτό, όπως και η χρονολόγησή τους, είναι υπό-θεση της σύγχρονης φιλολογίας. Εµείς θα αποδεχθούµε ως έχει τον γενικά παραδεκτό κατάλογο µε τα γνήσια πλατωνικά έργα και την κοινά αποδεκτή αλλά κατά προσέγγιση χρονολόγησή τους. Σε παρένθεση τίθεται το θέµα του κάθε έργου, ώστε να φανεί το εύρος των αναζητήσεων του Πλάτωνα, κατεξοχήν µεταφυσικού, πολιτικού και ηθικού περιεχοµένου.

    Νεανικά έργα: Απολογία Σωκράτους (απολογία Σωκράτη)Κρίτων (υπακοή στους νόµους)Ίων (η συγκίνηση που προκαλείται από την ποίηση)Λάχης (ανδρεία)Χαρµίδης (σωφροσύνη)Λύσις (φιλία)Πρωταγόρας (διδάσκεται η αρετή;)Ευθύφρων (ευσέβεια)

    Λατινική µετάφραση του έργου του Πλάτωνα «Τίµαιος» εικονο-

    http://img.t03_k12_p014_1

  • Έργα της ωριµότητας:Γοργίας (κριτική της ρητορικής και περί πολιτικής)Ευθύδηµος (κατά της σοφιστικής σκέψης)Ιππίας ελάσσων (η κακία ως άγνοια του καλού)Ιππίας µείζων (το ωραίο)Κρατύλος (φιλοσοφία της γλώσσας)Μένων (αρετή, θεωρία της ανάµνησης)Μενέξενος (πολιτεία)Συµπόσιο (ο έρωτας ως κίνηση της ψυχής προς τις ιδέες)Φαίδων (αθανασία ψυχής)Πολιτεία (δικαιοσύνη και ιδεώδης πολιτεία)

    Έργα της τελευταίας φάσης:Θεαίτητος (ορισµός της γνώσης)Παρµενίδης (κριτική στη θεωρία του Παρµενίδη για το ον)Σοφιστής (κριτική των σοφιστικών θεωριών για το ον)Φαίδρος (το ωραίο και ο έρωτας)Πολιτικός (ορισµός του πολιτικού)Φίληβος (σχέση ηδονής και γνώσης ως σκοπών της ζωής)Τίµαιος (κοσµολογία και φυσική φιλοσοφία)Κριτίας (ηµιτελές· περιλαµβάνει τον

  • µύθο της χαµένης Ατλαντίδας)Νόµοι (νοµοθεσία της ιδανικής πολιτείας)Από τις 13 επιστολές που σώζονται µόνο η 7η θεωρείται γνήσια. Πάντως, θα πρέπει να λάβουµε υπόψη µας ότι, παρά τον µεγάλο αριθµό έργων που σώζονται, σε καµία περίπτωση τα γραπτά αυτά κείµενα δεν δίνουν µια πλήρη εικόνα του συνόλου της διδασκαλίας του Πλάτωνα, η οποία στηριζόταν στον προφορικό λόγο. Εξάλλου, θα πρέπει να λάβουµε υπόψη ότι, αν και ο Πλάτων υπήρξε άριστος χειριστής του λόγου, που αναδεικνύει τις φιλοσοφικές και λογοτεχνικές του αρετές, ακόµη και τις θεατρικές (τα κείµενα είναι σε διαλογική µορφή), εντούτοις ο ίδιος θεωρούσε ότι ο προφορικός λόγος είναι το µέσο για να φτάσει κανείς στην αλήθεια και να γίνει σοφός, γιατί οι διαλεγόµενοι συµµετέχουν και σε µια διαδικασία παραγωγής της γνώσης, εποµένως κατανόησης και αφοµοίωσής της µέσα σε µια ατµόσφαιρα ζωντανής σχέσης και φιλίας ανάµεσά τους. Η άποψη του Πλάτωνα για τη σηµασία του προφορικού λόγου καταφαίνεται και από το

    Υπεροχή του προφορικού λόγου

    [Ο θεός Θευθ της Αιγύπτου, σύµφωνα µε τον πλατωνικό µύθο, ανακάλυψε ανάµεσα στα άλλα και τα γράµµατα. Παρουσιάζοντας το επίτευγµά του στον βασιλιά της χώρας Θαµού, υποστήριξε ότι τα γράµµατα θα βοηθήσουν τη µνήµη των ανθρώπων και θα τους κάνουν σοφότερους. Ο Θαµούς όµως ισχυρίστηκε ακριβώς το αντίθετο.]«Αυτά [τα γράµµατα] θα προκαλέσουν λήθη στις ψυχές αυτών που θα τα µάθουν από έλλειψη άσκησης της µνήµης, γιατί πράγµατι από εµπιστοσύνη στη γραφή οι άνθρωποι θυµούνται µε εξωτερικά και ξένα σηµάδια, όχι από µέσα τους από τον ίδιο τους τον εαυτό· δεν βρήκες λοιπόν φάρµακο για τη µνήµη αλλά για την υπόµνηση. Και στους µαθητές σου προσφέρεις φαινοµενική σοφία, όχι την αλήθεια· γιατί, καθώς θα έχουν διαβάσει πολλά µε τη βοήθειά σου, χωρίς διδασκαλία, θα νοµίζουν πως είναι παντογνώ-στες, ενώ οι περισσότεροι δεν θα ξέρουν τίποτε και θα είναι ανυπόφοροι στις συνανα-στροφές, γιατί θα έχουν γίνει δοκησίσοφοι αντί για σοφοί». (Φαίδρος 275b).

  • γεγονός ότι όλα του τα έργα είναι γραµµένα σε διαλογική µορφή, εκτός από την Απο-λογία και τις Επιστολές. Το κάθε έργο ονοµάζεται από τον βασικό φιλοσοφικό αντίπαλο του Σωκράτη που είναι και ο βασικός συζητητής. Ο Σωκράτης δεν εµφανίζεται καθόλου στους Νόµους, ενώ στον Παρµενίδη, στον Σοφιστή και στον Πολιτικό δεν παίζει τον κύριο ρόλο.

    Πλατωνική φιλοσοφία

    1. Προϋποθέσεις προσέγγισης της πλατωνικής φιλοσοφίας. Προϋπόθεση για να κατανοηθεί η φιλοσοφία του Πλάτωνα είναι να ενταχθεί στο χωροχρονικό της πλαίσιο µε όλες τις πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές παραµέτρους. Θα πρέπει να λάβουµε υπόψη µας ότι ο Πλάτων γεννήθηκε λίγα µόνο χρόνια µετά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέµου που καθόρισε όχι µόνο τη µοίρα της Αθήνας αλλά και τον θεσµό της πόλης-κράτους µε αποκορύφωµα την κυριαρχία των Μακεδόνων βασιλέων και την ενοποίηση των πόλεων-κρατών σε ένα βασίλειο. Στη διάρκεια του Πελοπον-νησιακού πολέµου έντονη ήταν και η ηθική κρίση στην Αθήνα, που καταφαίνεται στην κατάληψη της Μήλου λ.χ. και στη σφαγή των κατοίκων της (416 π.Χ.), στον τρόπο µε τον οποίο αντιµετώπισαν οι Αθηναίοι τον ακρωτηριασµό των Ερµών (415 π.Χ.), ή τους νικητές στρατηγούς της ναυµαχίας των Αργινουσών, οι οποίοι δεν συνέλεξαν τους ναυαγούς και τους νεκρούς (406 π.Χ.), τη συµπεριφορά των Τριάκοντα τυράννων απέναντι στους πολιτικούς τους αντιπάλους (404 π.Χ.), τη δίκη και καταδίκη του Σωκράτη από µια δηµοκρατία που δεν ήξερε πώς να αντιµετωπίσει τα συσσωρευµένα προβλήµατα, τις συνέπειες από τους πολέµους που ακολούθησαν στην προσπάθεια διαφόρων ελληνικών πόλεων-κρατών να κυριαρχήσουν έναντι των άλλων. Ποια στάση λοιπόν µπορούσε να κρατήσει ένας στοχαστής πολιτικών ιδεών; Ή να συµβάλει στην υπονόµευση των παραδεδοµένων συµβάσεων της πόλης-κράτους ή να τη στηρίξει ενδυναµώνοντας τον σκελετό της, και όχι τα επιµέρους στοιχεία, και ανασκευάζοντας τα επιχειρήµατα των αντιπάλων της. Ο Πλάτων επέλεξε τον δεύτερο δρόµο, της ενί-σχυσης της πόλης-κράτους µέσα από την κάθαρσή της, και αυτό φαίνεται από το γεγο-νός ότι δύο καίρια έργα της πολιτικής του σκέψης, η Πολιτεία και οι Νόµοι, γράφονται το πρώτο στην ωριµότητα της ζωής του και το δεύτερο στο τέλος της. Το σαθρό έδα-

    Πλάτωνα «Αλκιβιάδης»· χει-ρόγραφο του 895 (Bodleian

    http://img.t03_k12_p017_1

  • φος όπου κείτονταν οι πόλεις-κράτη και η αγωνία του Πλάτωνα για την επιβίωσή τους τον οδήγησαν στη συγκρότηση ενός αυστηρά συγκροτηµένου συστήµατος, σχεδόν ή απόλυτα αµείλικτου, όπου ο καθένας υποτασσόταν στην κοινή ευηµερία, ασκώντας ένα λειτούργηµα σύµφωνο µε τον χαρακτήρα και τις ικανότητές του. Απώτερος σκοπός ήταν να επαναποκτηθεί η χαµένη «αρµονία», η οµοιογένεια θα λέγαµε εµείς. Πιστός ο Πλάτων στο πολιτικό σύστηµα της πόλης-κράτους γνώριζε ότι καµία µεταρ-ρύθµιση δεν θα µπορούσε να πετύχει αν δεν συνοδευόταν από αλλαγές στις ιδέες για την όλη φύση της πραγµατικότητας, από αλλαγές δηλαδή θρησκευτικές ή µετα-φυσικές και ηθικές. Διότι οι θρησκευτικές εκδηλώσεις, στις οποίες συµµετείχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ο καθένας µε ρόλο διακριτό όπως ακριβώς και στην κοινωνία (χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η ποµπή των Παναθηναίων στη ζωφόρο του Παρθενώνα), ήταν υπόθεση κρατική και µε τελετουργικά που αποσκοπούσαν στο να τονιστεί η κοινωνικότητα του ατόµου. Υπό αυτό το πρίσµα θα πρέπει να εννοήσουµε και τις νοµικές απαγορεύσεις ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. για τις ιδιωτικές λατρείες ή για τη δυσπιστία απέναντι στον µυστικισµό και την εισαγωγή «καινών δαιµονίων», που δίδασκαν περισσότερο τρόπους για τη σωτηρία της ψυχής παρά τρόπους θρησκευτικής εκδήλωσης υποταγµένους στις υποχρεώσεις του πολίτη στο κράτος. Ο Πλάτων δηλαδή δεν συνέλαβε τίποτε εν κενώ και το φιλοσοφικό του σύστηµα δεν είναι µια αφηρηµένη σύλληψη αλλά µια πολιτική πρόταση. Ρεαλιστική ή όχι αυτό είναι ένα άλλο ζήτηµα.

    2. Η θεωρία των ιδεών. Το πρόβληµα που απασχόλησε τον Πλάτωνα είναι αν υπάρχει, εκτός από τις επιµέρους δίκαιες πράξεις, η απόλυτη δικαιοσύνη, την οποία αν γνώριζε ο άνθρωπος, θα µπορούσε να επαληθεύει ανά πάσα στιγµή αν µια πράξη, δική του ή των άλλων, είναι δίκαιη. Όπως ακριβώς πίσω από τις γενικές ονοµασίες διαφόρων ασθενειών ή σωµατικών προβληµάτων, λ.χ., «πονοκέφαλος», «γαστρίτιδα», λανθάνουν οι ατοµικές περιπτώσεις εκδήλωσης του προβλήµατος, που η καθεµία µπο-ρεί να χρήζει διαφορετικής εξατοµικευµένης αντιµετώπισης. Η γενική έννοια όµως είναι αυτή που επιτρέπει την αναγνώριση του προβλήµατος. Το ζήτηµα αν µπορούµε να αναγνωρίσουµε µια δίκαιη, ευσεβή, ενάρετη πράξη ως τέτοια είναι και γνωσιολο-γικό και ηθικό. Εποµένως, ο Πλάτων διερεύνησε τόσο αν είναι δυνατή η επιστηµονική

    Προτοµή του ελεάτη φιλοσόφου Παρµενίδη (Μουσείο του Πανε-

    http://img.t03_k12_p018_1

  • γνώση όσο και αν υπάρχουν απόλυτα ηθικά πρότυπα, ανεξάρτητα από χωροχρονικούς προσδιορισµούς, ιδεολογικές προτιµήσεις και συµφέροντα. Η επιστηµονική τεκµηρί-ωση των ηθικών προτύπων θα τα καθιστούσε έγκυρα, και εποµένως τα δύο ερωτήµατα αποτελούσαν τις δύο όψεις του ίδιου νοµίσµατος.Ποια θεωρία όµως µπορούσε να εξασφαλίσει την επιστηµονική γνώση; Η ηρακλείτεια ή η παρµενίδεια; Σύµφωνα µε την πρώτη η γνώση µοιάζει αδύνατη, αφού ό,τι γνωρί-ζει κανείς αυτή τη στιγµή είναι διαφορετικό την άλλη – τά πάντα ῥεῖ. Από την άλλη ο Παρµενίδης υποστήριξε ότι η γνώση είναι δυνατή, γιατί τα αντικείµενά της είναι αµετάβλητα και αιώνια, αρκεί να προσεγγιστούν µέσω του νου, γιατί οι αισθήσεις φέρνουν σε επαφή µε το φθαρτό και το µεταβλητό. Ο Πλάτων, υπό την επίδραση και του ορφισµού, συµβίβασε, ή µάλλον χρησιµοποίησε και τις δύο θεωρίες: χώρισε τον κόσµο στα δύο, στον κόσµο των φαινοµένων (< φαίνεσθαι), που προσλαµβάνεται µε τις αισθήσεις και διαρκώς µεταβάλλεται, και στον κόσµο των ιδεών (< ὁρῶ, αόρι-στος εἶδον, απαρέµφατο ἰδεῖν), που είναι αναλλοίωτες, αιώνια σταθερές υπάρξεις, αµετάβλητες από χωροχρονικές συνθήκες, που γνωρίζονται χωρίς την παρέµβαση των αισθήσεων, µόνο µε τον νου. Αυτό σηµαίνει ότι ο Πλάτων δεν ταυτίζει το φαι-νοµενικό µε το πραγµατικό, ότι το γλυπτό που βλέπουµε και αγγίζουµε, το γλυκό που γευόµαστε και µυρίζουµε, δεν είναι το ίδιο µε το πραγµατικό γλυπτό ή γλυκό… Μαζί µε τον χωρισµό του κόσµου εισάγονται και δύο γλώσσες, του φαινοµενικού και του πραγµατικού. Συνηθίζουµε λ.χ. να λέµε: «φαίνεται καλός άνθρωπος· είναι όµως;» Ο Θ. Βέικος παρατηρεί: «Λειτουργώντας έτσι η γλώσσα του φαινοµενικού είναι φυσικό να συνδέεται µε ασάφεια…».Ότι οι αισθήσεις µας ξεγελούν και τα φαινόµενα απατούν, ότι στην πραγµατικότητα συµβαίνει κάτι άλλο από αυτό που υποδεικνύουν οι αισθήσεις, καθαρά πλατωνική φρα-σεολογία στην καθηµερινή µας οµιλία, είναι γνωστό. Πολλές φορές µάλιστα χρειάζεται να επιστρατεύσουµε όλη τη λογική µας, για να µην ξεγελαστούµε από εικόνες που παρέχουν οι αισθήσεις. Σε ταινίες θρίλερ, αστυνοµικές, ερωτικές κλπ. ο σκηνοθέτης οξύνει τις αισθήσεις του ήρωά του, και µαζί του θεατή, συσκοτίζοντας τη λογική του που θα µπορούσε να του δώσει ψύχραιµες, έλλογες, πραγµατικές εξηγήσεις σε εικόνες αλλοιωµένες από την οµίχλη, σε κρότους και ήχους που ακούγονται περίεργα στον κενό χώρο… Σήµερα εξάλλου µιλούµε για την εικονική πραγµατικότητα, γνωρίζοντας

    Πλάτωνας και Αριστοτέλης· λεπτοµέρεια από τη «Σχολή των

    http://img.t03_k12_p019_1

  • ότι απέχει κατά πολύ από την ίδια την πραγµατικότητα, και ωστόσο αφήνουµε τον εαυτό µας να ξεγελαστεί (για παράδειγµα, οι φωτογραφίες καλλιτεχνών, πολιτικών ή άλλων δηµοσίων προσώπων είναι πολλές φορές επεξεργασµένες ηλεκτρονικά) µεγα-λώνοντας µε αυτήν την απάτη και κυνηγώντας την γι’ αλήθεια. Ποια είναι όµως η σχέση ανάµεσα στο φαινοµενικό/αισθητό, και το πραγµατικό/ιδε-ατό/νοητό; Ο Πλάτων αναγνωρίζει σχέσεις αντιστοιχίας ανάµεσά τους. Τα αισθητά πράγµατα είναι απεικάσµατα, αντίγραφα δηλαδή των ιδεών –εποµένως τα αισθητά δεν είναι αυθύπαρκτα–, όπως το σπίτι είναι αντίγραφο, µίµηση του αρχιτεκτονι-κού σχεδίου. Ο ιδανικός κόσµος, που περιέχει τα αιώνια και τέλεια πρωτότυπα του

    Δεσµώτες των αισθήσεων (συνοµιλούν Σωκράτης-Γλαύκων)

    «- Φαντάσου σαν µέσα σ’ ένα σπήλαιο κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό του ανοιγµένη προς το φως σε όλο το µάκρος της· ανθρώπους που από παιδιά βρίσκονται εκεί µέσα αλυσοδεµένοι από τα πόδια και τον τράχηλο, σε τρόπο που να µένουν πάντα στην ίδια θέση και µόνο µπροστά τους να βλέπουν, χωρίς να µπορούν να στρέψουν τριγύρω το κεφάλι τους εξαιτίας των δεσµών τους· και από πίσω, σε αρκετή απόσταση και ψηλότερά τους να υπάρχει αναµµένη µια φωτιά, που το φως της να έρχεται ως αυτούς, και ανάµεσα στο φως και τους δεσµώτες ένας δρόµος προς τα πάνω· και πλάι στον δρόµο φαντάσου ακόµη παράλληλά του χτισµένο ένα µακρύ τοιχάκι σαν εκείνα τα παραπετάσµατα που έχουν βαλµένα οι θαυµατοποιοί µπροστά τους και δείχνουν πάνω από κει τις ταχυδακτυλουργίες τους.- Τα φαντάζοµαι όλα αυτά.- Φαντάσου τώρα ανθρώπους να περνούν κατά µήκος αυτού του τοίχου φορτωµένοι κάθε λογής αντικείµενα, καθώς και αγάλµατα ανθρώπων και ζώων κατασκευασµένα από ξύλο ή πέτρα ή όποιο άλλο υλικό, που να ξεπερνούν όλα αυτά το τοιχάκι, και αυτοί που τα σηκώνουν, όπως είναι φυσικό, άλλοι να µιλούν καθώς περνούν µεταξύ τους και άλλοι να σιωπούν.- Πολύ παράξενη η εικόνα σου και αλλόκοτοι οι δεσµώτες σου.- Και όµως, όµοιοι µε µας». (Πλάτων, Πολιτεία 514a-515a).

  • φυσικού κόσµου, λειτουργεί ως πρότυπο, ως µοντέλο του πραγµατικού, το οποίο µιµείται ή µετέχει στην ιδέα –γι’ αυτό ο Πλάτων µιλά για µέθεξιν (< µετέχω, µετά + ἔχω, µέλλοντας ἔξω, σύνθετο: µεθέξω > µέθεξις). Παράδειγµα: Ας θεωρήσουµε ότι ένας συγγραφέας παρακολουθεί τις πρόβες που κάνει ένας θίασος σε έργο που εκεί-νος έγραψε. Στο τέλος, όταν συζητούν µαζί του την προσέγγιση που επιχειρούν και ζητούν τη γνώµη του, εκείνος µπορεί να διατυπώσει την εξής άποψη: «καλό είναι, ενδιαφέρον, αλλά διαφορετικό από αυτό που είχα κατά νου»· ή να πει: «µα µέσα στο µυαλό µου ήσασταν;» Η ύπαρξη του κόσµου των ιδεών δεν µπορεί να αποδειχθεί µε λογική επιχειρηµατο-λογία, και αυτήν την αδυναµία επεσήµανε ο Αριστοτέλης. Η άποψη του Πλάτωνα για τους δύο κόσµους περιέχει κάτι που µοιάζει µε µυστική ή καθηµερινή εµπειρία: η αίσθηση του ελλιπούς ή ατελούς ή το ανικανοποίητο συναίσθηµα οδηγεί στην αναζή-τηση του τέλειου, του ιδανικού, του ιδεατού. Ωστόσο, ο Πλάτων επέκτεινε τον κόσµο των ιδεών, ώστε να περιλαµβάνει τα πάντα: συναισθήµατα, έννοιες, φυσικά όντα ή ανθρώπινα κατασκευάσµατα. Παράδειγµα: Στον µη υλικό κόσµο των ιδεών υπάρχει το απόλυτο ιδανικό του ωραίου έργου τέχνης, στο οποίο ιδανικό µετέχουν τα επιµέρους έργα τέχνης, «µέσω του ωραίου γίνονται ωραία τα ωραία πράγµατα», λέει ο Σωκράτης (Φαίδων 100d). Αυτό σηµαίνει ότι αδυνατούµε να εξηγήσουµε αισθητικά ένα έργο τέχνης, αν δεν το κατατάξουµε στα έργα τέχνης· αλλά αυτό προϋποθέτει ότι γνωρί-ζουµε τι είναι ένα έργο τέχνης. Καµία αντίρρηση και θα συµφωνούσαµε µε τον Πλά-

    Το χρέος του διανοουµένου

    «- Δουλειά µας είναι τώρα, εµείς οι ιδρυτές της πολιτείας να αναγκάσουµε τις ξεχω-ριστές εκείνες φύσεις να επιδοθούν στο µάθηµα που το αναγνωρίσαµε προηγουµένως ως ανώτερο, να δουν το αγαθό και να επιχειρήσουν εκείνο το ανέβασµα, και αφού εκεί επάνω το δουν αρκετά, να µην τους επιτρέψουµε να κάνουν αυτό που επιτρέπεται τώρα.- Ποιο; - Να µείνουν εκεί πάνω και να µην εννοούν να κατέβουν πίσω, κοντά σ’ εκείνους τους

  • τωνα. Εξάλλου, η σκέψη µας στην καθηµερινότητά της λειτουργεί σαν να υπάρχουν πραγµατικές και αµετάβλητες οντότητες, όπως λ.χ. οι νόµοι της Φυσικής, που δεν είναι παρά, κατά προσέγγιση της αλήθειας, πρακτικές διευκολύνσεις για να µπορούµε να συνεννοούµαστε µεταξύ µας και να εξελίσσουµε τη σκέψη µας· ή ακόµη τα γενικά ονόµατα κάτω από τα οποία υποτάσσονται µυριάδες διαφορετικών περιπτώσεων, σε σηµείο που ο γενικός όρος να µην αντιπροσωπεύει τίποτα το πραγµατικό. Φαντα-στείτε ότι θα µπορούσαµε να δώσουµε τον πιο αντικειµενικό ορισµό του ωραίου, θα βρίσκαµε ένα ωραίο αντικείµενο που να ανταποκρίνεται σε αυτόν τον ορισµό; Εκείνο που δεν κατανοούµε στην πλατωνική φιλοσοφία είναι γιατί θα πρέπει η γενική έννοια, λ.χ., του έργου τέχνης ή του σκύλου ή του τραπεζιού, να έχει µια δική της ύπαρξη, γιατί χρειάζεται ο κόσµος να διπλασιαστεί. Είναι βέβαια ένας τρόπος να εξασφαλιστεί µια ακίνητη αντικειµενικότητα, ένας τρόπος να συµφωνήσουµε όλοι πάνω και πέρα από ποικίλλουσες ατοµικές περιπτώσεις, πάνω και πέρα από υποκειµενικές προσεγ-γίσεις και ατοµικούς ισχυρισµούς. Και φαίνεται ότι αυτό ο Πλάτων το αισθανόταν ως κάτι απολύτως αναγκαίο για την Αθήνα της εποχής του. Εξ ου και η µεταφυσική

    δεσµώτες, ούτε να συµµερίζονται τους ίδιους µόχθους και τιµές, είτε αυτές είναι ταπει-νότερες είτε σπουδαιότερες.- Μα πώς; Τόσο θα τους αδικήσουµε και θα τους κάνουµε να ζουν χειρότερα, ενώ µπο-ρούν να ζουν καλύτερα; - Ξέχασες πάλι, φίλε µου, ότι ο νόµος δεν ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει χωριστά µία µόνο τάξη µέσα στην πόλη, αλλά ζητά να βρει µε τι µέσα θα το κατορθώσει αυτό για ολόκληρη την πόλη· και γι’ αυτό τον σκοπό συνδυάζει αρµονικά τα διάφορα στοιχεία και αναγκάζει τους πολίτες µε την πειθώ και µε τη βία να ανταλλάσσουν µεταξύ τους την ωφέλεια που είναι ο καθένας ικανός να προσφέρει στο κοινό και µορφώνει ο ίδιος τέτοιους άνδρες στην πόλη, όχι για να αφήνει τον καθένα να τραβά τον δρόµο που του αρέσει, αλλά για να τους χρησιµοποιεί αυτός ως σύνδεσµο της πολιτείας». (Πλάτων, Πολιτεία 519c-520b).

  • πραγµατικότητα, ώστε οι άνθρωποι να βρουν ακριβώς τη σηµασία των γενικών όρων και να µην ισχυρίζονται απλώς «µα αυτό δεν είναι δίκαιο». Όµως πώς και πότε γνωρίσαµε τα αιώνια είδη (= ιδέες), πότε τα είδαµε (ἰδέα < ὁρῶ), ώστε να αναφερόµαστε σε αυτά, ώστε να αναγνωρίζουµε τα όντα γύρω µας ως καλά, αγαθά, δίκαια, ευσεβή κλπ.; Και εδώ ερχόµαστε σε ένα άλλο ζήτηµα της πλατωνικής φιλοσοφίας που αποτελεί τοµή σε σχέση µε τα παραδεδοµένα. Χωρίζοντας τον κόσµο στα δύο ο Πλάτων προσέδωσε και στον άνθρωπο διφυή υπόσταση, υπό την επίδραση των ορφικών και των πυθαγόρειων δοξασιών για τη φύση της ψυχής. Μέχρι τον Πλά-τωνα η ψυχή ήταν κάτι το ασαφές, πνοή ή ατµός που λειτουργούσε µόνο χάρη στο σώµα. Από τη στιγµή που το σώµα πέθαινε, και η ψυχή γινόταν αδύναµη, άνους, σκιερή ύπαρξη. Ο Πλάτων όµως κατέστησε την ψυχή έδρα των ηθικών και διανοητικών δυνάµεων και το σώµα τάφο –σήµα– της ψυχής. Διότι η ψυχή, πριν εγκλωβιστεί σε ένα σώµα, κατά την περιαγωγή της στους ουράνιους τόπους, ήταν κοινωνός του κόσµου των ιδεών. Τις ιδέες αυτές λησµόνησε, όταν εισήλθε στο σώµα. Γνώση λοιπόν είναι η διαδικασία ανάµνησης (< ἀναµιµνῄσκω) των λησµονηµένων ιδεών και αλήθεια είναι η άρση της λήθης µέσα από τη διαλεκτική. Διαλεκτική είναι η γνωστή µέθοδος ερωτα-ποκρίσεων του Σωκράτη, µέσα από την οποία ο ερωτώµενος συνειδητοποιεί την πλάνη του, ότι δηλαδή είναι µπλεγµένος στα δίχτυα των αισθήσεων, στις οποίες στηρίζει τις αδύνατες και ατελείς γνώσεις του, ότι εκείνα που εκλαµβάνει ως αληθινά όντα είναι απλώς τα είδωλα των αληθινών, αντανακλάσεις και σκιές τους, όπως ακριβώς οι σκιές στον µπερντέ του Καραγκιοζοπαίχτη. Πώς όµως φτάνει ο άνθρωπος να συνειδητοποιεί την πλάνη του; Τι καθιστά δυνατή τη γνώση; Η ψυχή, απαντά ο Πλάτων, την οποία είδε ως γέφυρα µεταξύ του ανθρώπινου νου, που είναι δεµένος µε τη γη µέσω των αισθήσεων, και των υπερβατικών ιδεών. Ο καθένας δηλαδή κουβαλά την αλήθεια, τις ακριβείς εικόνες των πραγµάτων µέσα του, τις οποίες γνώρισε πριν γεννηθεί, όταν η ψυχή ήταν ανεξάρτητη από το σώµα, και τις οποίες ανακαλεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Εποµένως, η γέννηση είναι κάτι κακό, ενώ ο σωµατικός θάνατος είναι ανανέωση της αληθινής ζωής. Η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα προϋποθέτει την πεποίθηση ότι το ατελές δεν µπο-ρεί από µόνο του να µας οδηγήσει στη γνώση του τέλειου, την ιδέα του οποίου όµως έχουµε. Προϋποθέτει ακόµη την προΰπαρξη της ψυχής, ενώ απώτερος σκοπός του

    Ψηφιδωτό δάπεδο από την Ποµπηία µε σκηνή από την

    http://img.t03_k12_p023_1

  • φιλοσόφου είναι η απαλλαγή του από τις γεννήσεις, από άλλες µετενσαρκώσεις (πρβλ. τον µύθο του Ηρός στην Πολιτεία 615a-621d), που αποτελούν απόδειξη του ατελούς επιπέδου γνώσης στο οποίο είχε φτάσει µε την προηγούµενη γέννηση –απ’ όπου και ο ορισµός της φιλοσοφίας ως «µελέτη θανάτου» (Πλάτων, Φαίδ. 81a)–, όχι όµως χωρίς να προσπαθήσει να δείξει αυτή την αλήθεια στους συµπολίτες του, τεκµήριο για µια ακόµη φορά της πολιτικής διάστασης της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, της µεταφυσικής και της ηθικής του. Μπορεί να αποδειχθεί µε λογική επιχειρηµατολογία η θεωρία των ιδεών; Ο Πλάτων το επιχείρησε στον Μένωνα. Ανεξάρτητα από το αν πείθει ή δεν πείθει –ο Αριστοτέλης δεν πείστηκε– και ανεξάρτητα από την πολιτική αναγκαιότητα και κατεύθυνση της φιλοσοφίας του µέσα στα πλαίσια της πόλης-κράτους του 4ου αιώνα π.Χ., µπορούµε να τον συναισθανθούµε, όχι µόνο γιατί ο άνθρωπος βιώνει το αίσθηµα του ατελούς και ενός πρωταρχικού χωρισµού –οι ποιητές µέσα στους αιώνες έχουν ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα µε αυτό το θέµα και µε την αναζήτηση του χαµένου παραδείσου–, αλλά και γιατί ένα από τα κλειδιά της ψυχανάλυσης είναι η διαδικασία της ανάµνησης, του απωθηµένου αλλά καθοριστικού για τη ζωή και καθορίζοντος τη ζωή τραύµατος. Και πάλι τίθεται το ερώτηµα: µπορεί να αποδειχθεί κάτι τέτοιο; Άγνωστο. Αποτελεί όµως ένα από τα κλειδιά προσέγγισης της ζωής, µπορεί εσφαλµένο, αλλά οικείο. Και εν πάση περιπτώσει µοιάζει σαν τα πράγµατα να µπαίνουν ή να ξαναµπαίνουν στη θέση τους,

    Αριστοκρατία του πνεύµατος

    «Και ονοµάζεται το πολίτευµά µας δηµοκρατία, γιατί η εξουσία δεν βρίσκεται στα χέρια των λίγων, αλλά των περισσοτέρων· και οι νόµοι εξασφαλίζουν σε όλους τους πολί-τες τα ίδια δικαιώµατα ως προς τις ιδιωτικές τους διαφορές, σε ό,τι όµως αφορά την κοινωνική ανάδειξη, ανάλογα µε το πόσο διακρίνεται κάποιος σε κάποιον τοµέα, τον προτιµούν στα δηµόσια αξιώµατα περισσότερο για την προσωπική του αξία παρά γιατί ανήκει σε ορισµένη κοινωνική τάξη, ούτε πάλι εκείνος που είναι φτωχός, µπορεί όµως να κάνει κάτι καλό στην πόλη, εµποδίζεται από την ασηµότητα της κοινωνικής του θέσης» (Θουκυδίδης, Περικλέους Επιτάφιος Β, 37).

  • όταν καταφέρνο