Ο ηλίθιος -...

510
Digitized by 10uk1s Fyodor Dostoyevsky ο ηλίθιος ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΕΡΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Transcript of Ο ηλίθιος -...

  • Digitized by 10uk1s 

    F y o d o r  Do s t o y e v s k y  

    ο   η λ ί θ ι ο ς  

    ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΕΡΗ 

    ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ 

  • Digitized by 10uk1s 

    ΜΜΕΕΡΡΟΟΣΣ ΠΠΡΡΩΩΤΤΟΟ

  • Digitized by 10uk1s 

    II  

    ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ, μια μέρα που φύσαγε νοτιάς, κατά τις εννιά το πρωί, η αμαξοστοιχία της Βαρσοβίας πλησίαζε στην Πετρούπολη,  τρέχοντας μ' όλη της την ταχύτητα. Είχε τόση υγρασία και τόση ομίχλη που μόλις και μετά βίας πρόβαλε η μέρα∙ δέκα βήματα πιο κει, δεξιά κι αριστερά απ' τη γραμμή, δεν ξεχώριζες τίποτα σχεδόν πίσω απ'  τα τζάμια του βαγονιού. Ανάμεσα στους επιβάτες, ήταν και μερικοί που επέστρεφαν απ' το Εξωτερικό. Μα ο πιο πολύς κόσμος ήταν στριμωγμένος στα βαγόνια της τρίτης θέσης, όλο λαουτζίκος και κάτι μικροεπιχειρηματίες που δεν έρχονταν από πολύ μακριά. Όλοι φυσικά ήταν κουρασμένοι, ολονών τα μάτια ήταν βαριά απ' την άγρυπνη νύχτα, όλοι ήταν ξεπαγιασμένοι, όλα τα πρόσωπα ήταν ωχροκίτρινα, στο χρώμα της ομίχλης. 

    Σ'  ένα  απ'  τα  βαγόνια  της  τρίτης  θέσης,  απ'  το  χάραμα  κιόλας,  βρεθήκανε  να  κάθονται  ο  ένας αντίκρυ στον άλλον, δίπλα στο παράθυρο, δυο επιβάτες, κι οι δυο τους νέοι, κι οι δυο τους χωρίς σχεδόν αποσκευές κι οι δυο τους ντυμένοι μάλλον φτωχικά, κι οι δυο τους με αρκετά αξιοπρόσεχτη, φυσιογνωμία, και που κι οι δυο τους τέλος δείξανε τη διάθεση να πιάσουν κουβέντα. Αν ξέρανε κι οι δυο  τους  τι  ήταν  το  ιδιαίτερο  κείνη  τη  στιγμή  που  τους  έκανε  αξιοπρόσεχτους,  τότε,  φυσικά,  θα μέναν έκπληκτοι, που η σύμπτωση τους είχε  τόσο παράξενα καθίσει  τον ένα αντίκρυ στον άλλον, στην  τρίτη  θέση  της  αμαξοστοιχίας  Βαρσοβία  —  Πετρούπολη.  Ο  ένας  απ'  αυτούς  είχε  μέτριο ανάστημα,  ήταν  κάπου  είκοσι  εφτά  χρονών,  κατσαρομάλλης  και  σχεδόν  μελαχρινός,  με  σταχτιά, μικρά, μα φλογερά μάτια. Η μύτη του ήταν πλατιά και πλακουτσωτή, το πρόσωπο με πεταχτά μήλα. Τα  λεπτά  του  χείλη  στραβώνανε  συνεχώς  σ'  ένα  αδιάντροπο,  κοροϊδευτικό  και  μάλιστα  μοχθηρό χαμόγελο,  το  μέτωπό  του  όμως  ήταν  ψηλό  και  καλοφτιαγμένο  κι  ομόρφαινε  το  κάτω  μέρος  του προσώπου  με  τα  κάπως  αγροίκα  χαρακτηριστικά.  Ιδιαίτερη  εντύπωση  σου  'κανε  στο  πρόσωπο εκείνο η θανατερή του χλομάδα που 'δινε σ' όλη τη φυσιογνωμία του νέου ένα ύφος εξαντλημένο, παρ' όλο που ήταν αρκετά γεροδεμένος, και ταυτόχρονα του πρόσδινε κάτι τόσο παθιάρικο, που θα 'λεγες  πως  υποφέρει,  πράγμα  που  δεν  εναρμονιζόταν  καθόλου  με  το  αυθάδικο  και  βάναυσο χαμόγελό  του και  το σκληρό,  γεμάτο αυταρέσκεια βλέμμα του. Ήταν  ζεστά ντυμένος∙ φόραγε μια μαύρη,  κλειστή  γούνα  από  προβιά  και  τη  νύχτα  δεν  κρύωνε,  ενώ  ο  γείτονάς  του  βρέθηκε αναγκασμένος να υποφέρει όλη τη γλύκα της υγρής νοεμβριανής ρούσικης νύχτας —κι είχε ρίγη στη ράχη— γιατί φαίνεται πως δεν ήταν προετοιμασμένος για τέτοιο κρύο. Φόραγε έναν αρκετά φαρδύ και χοντρό μανδύα, χωρίς μανίκια και με τεράστια κουκούλα, ίδιον κι απαράλλαχτο με τους μανδύες που φοράνε συχνά οι  ταξιδιώτες το χειμώνα,  κάπου μακριά στο Εξωτερικό, στην Ελβετία ή λόγου χάρη  στη  Βόρεια  Ιταλία,  χωρίς  φυσικά  να  υπολογίζουν  σε  τόσο  μεγάλες  διαδρομές,  σαν  απ'  το Εϊντκούνεν ως την Πετρούπολη. Όμως εκείνο που έφτανε και παράφτανε στην Ιταλία, αποδείχτηκε πως δεν ήταν και τόσο αρκετό στη Ρωσία. Ο κάτοχος του μανδύα με την κουκούλα κι αυτός ήταν ένας  νέος  είκοσι  έξι  με  είκοσι  εφτά  χρονών,  με  ανάστημα  λίγο  ψηλότερο  απ'  το  μέτριο,  πολύ ξανθός, με πυκνά μαλλιά, με αδύνατο πρόσωπο και μ' ένα μικρό, μυτερό σχεδόν άσπρο γενάκι. Τα μάτια του ήταν μεγάλα, γαλανά κι ασάλευτα∙ στο βλέμμα τους υπήρχε κάτι το ήρεμο, βαρύ ωστόσο, κάτι  γεμάτο  από  κείνη  την  παράξενη  έκφραση  που  κάνει  μερικούς  να  μαντεύουν  απ'  την  πρώτη κιόλας ματιά πως ο άνθρωπος αυτός  πάσχει από  επιληψία.  Το πρόσωπο  του  νέου ήταν άλλωστε ευχάριστο, λεπτό και στεγνό, άχρωμο όμως, και τώρα μάλιστα είχε μελανιάσει απ' το κρύο. Απ' τα χέρια  του  κρεμόταν  ένα μικρό μπογαλάκι από παλιό  ξεθωριασμένο φουλάρι που φαίνεται  να  'χε μέσα όλα  τα  ταξιδιωτικά  του υπάρχοντα. Φορούσε παπούτσια με διπλές σόλες  και  γκέτες —  όλα αυτά κάθε άλλο παρά ρούσικα. Ο μαυρομάλλης γείτονας με την προβιά τα περιεργάστηκε όλ' αυτά, όχι τόσο από περιέργεια μα γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει, και τέλος ρώτησε με εκείνο το αδιάκριτο χαμόγελό  του  που  μ'  αυτό  εκφράζεται  καμιά φορά απροσχημάτιστα  κι  ακατάδεχτα  η  ανθρώπινη ευχαρίστηση μπροστά στις ατυχίες του πλησίον: 

    — Κρύο, ε; 

    Κι ανασήκωσε τους ώμους. 

  • Digitized by 10uk1s 

    —  Πολύ —απάντησε ο  γείτονας μ'  εξαιρετική προθυμία—  και  σκεφτείτε,  έχουμε  και  νοτιά.  Τι  θα γινόταν  αν  είχαμε  παγωνιά;  Ούτε  το  σκέφτηκα  καν  πως  κάνει  τόσο  κρύο  στην  πατρίδα  μας. Ξεσυνήθισα. 

    — Απ' το Εξωτερικό ερχόσαστε; 

    — Ναι, απ' την Ελβετία. 

    — Μπρε! Για φαντάσου! 

    Ο μαυριδερός έκανε φσς... κι έβαλε τα γέλια. 

    Πιάσανε  κουβέντα. Η προθυμία  του  ξανθού νέου με  τον  ελβετικό μανδύα ν'  απαντάει  σ'  όλες  τις ερωτήσεις του μελαχρινού του γείτονα ήταν καταπληκτική, λες και δεν υποπτευόταν καθόλου πόσο αδιάκριτες, αδιάφορες και ράθυμες ήταν μερικές ερωτήσεις. Απαντώντας, του ανέφερε ανάμεσα στ' άλλα πως έλειπε πραγματικά καιρό απ' τη Ρωσία, πάνω από τέσσερα χρόνια, πως τον είχαν στείλει στο  Εξωτερικό  γιατί  ήταν  άρρωστος —  είχε  κάποια  παράξενη  αρρώστια  των  νεύρων,  κάτι  σαν επιληψία  ή  σαν  χορεία,  κάποια  τρεμουλιάσματα  και  ρίγη.  Ακούγοντάς  τον,  ο  μαυριδερός χασκογέλασε αρκετές φορές∙ ιδιαίτερα έβαλε τα γέλια όταν τον ρώτησε: «λοιπόν, γιατρευτήκατε;» — κι ο ξανθός απάντησε πως «όχι, δε με γιατρέψανε». 

    —  Χε!  Σίγουρα  θα  τους  πληρώσατε  ένα  σωρό  λεφτά  τζάμπα  και  βερεσέ  και  μεις  εδώ  τους πιστεύουμε για σοφούς — παρατήρησε δηκτικά ο μαυριδερός. 

    —  Αληθέστατο! —  ανακατεύτηκε  στην  κουβέντα  ένας  κακοντυμένος  κύριος  που  καθόταν  δίπλα∙ ήταν κάτι σαν απολιθωμένος δημόσιος γραφιάς, κάπου σαράντα χρονών, γεροδεμένος, με κόκκινη μύτη και σπυριάρικο πρόσωπο: — αληθέστατο, απομυζούν αδίκως όλο το ρωσικό συνάλλαγμα. 

    — Ω, πόσο πέφτετε έξω στην περίπτωσή μου — βιάστηκε να πει ο άρρωστος της Ελβετίας με ήρεμη και συμφιλιωτική φωνή. — Φυσικά, δεν μπορώ να σας φέρω αντιρρήσεις γιατί δεν τα ξέρω όλα, όσο όμως για το δικό μου γιατρό, αυτός μου  'δωσε απ' τα τελευταία του χρήματα για να πληρώσω το εισιτήριο ως εδώ και με συντηρούσε σχεδόν δυο χρόνια. 

    — Πώς αυτό; Δεν υπήρχε κανένας να πληρώσει; ρώτησε ο μαυριδερός. 

    — Ναι, ο κύριος Παυλίστσεβ που με συντηρούσε εκεί, πέθανε πριν δύο χρόνια∙ έγραφα αργότερα εδώ  στη  στρατηγίνα  Επάντσινα,  μια  μακρινή  συγγένισσά  μου,  δεν  πήρα  όμως  απάντηση.  Κι  έτσι λοιπόν γύρισα κι εγώ. 

    — Πού γυρίσατε; 

    — Δηλαδή, θέλετε να πείτε που θα μείνω; Μα την αλήθεια, δεν ξέρω ακόμα... 

    — Δεν το αποφασίσατε ακόμα; 

    Και ξανάβαλαν τα γέλια οι δυο που τον ακούγανε. 

    — Σα να λέμε, όλο σας το βιός βρίσκεται μέσα σ' αυτό το μπογαλάκι; — ρώτησε ο μαυριδερός. 

    —  Βάζω  στοίχημα  το  κεφάλι  μου  πως  έτσι  είναι —βιάστηκε  να  πει  μ'  εξαιρετικά  ευχαριστημένο ύφος ο υπάλληλος με την κόκκινη μύτη— και πως άλλες αποσκευές δεν υπάρχουν στη σκευοφόρο, 

  • Digitized by 10uk1s 

    μόλο που η φτώχεια δεν είναι αμαρτία, αυτό πρέπει να το τονίσουμε. 

    Αποδείχτηκε  πως  κι  αυτό  έτσι  ήταν:  ο  ξανθός  νέος  το  παραδέχτηκε  αμέσως  και  με  ασυνήθιστη βιασύνη μάλιστα. 

    — Το μπογαλάκι σας έχει μολαταύτα κάποια σημασία — συνέχισε ο υπάλληλος όταν χορτάσανε τα γέλια (είναι αξιοσημείωτο πως κι ο ίδιος ο ξανθός νέος άρχισε στο τέλος να γελά κοιτάζοντάς τους, πράμα που διπλασίασε την ευθυμία τους) —  και μόλο που μπορεί κανείς να βάλει στοίχημα πως δεν  έχει  μέσα  μήτε  μασούρια  με  χρυσά  νομίσματα  του  Εξωτερικού  —  μήτε  ναπολεόνια  μήτε φρειδερίκους μήτε ολλανδέζικα αραπάκια, πράμα που μπορεί κανείς να το συμπεράνει αν όχι από τίποτα άλλο, τουλάχιστο απ' τις γκέτες που  'χετε στα ξενικά σας παπούτσια, όμως... αν προσθέσει κανείς  στο  μπογαλάκι  σας  μια  σχεδόν  συγγένισσα  σαν  τη  στρατηγίνα  Επάντσινα,  τότε  και  το μπογαλάκι  θ'  αποχτήσει  αμέσως  μια  διαφορετική  σημασία,  εννοείται,  φυσικά,  στην  περίπτωση μονάχα  που  η  στρατηγίνα  Επάντσινα  είναι  πράγματι  συγγενής  σας  και  δεν  κάνετε  λάθος  από αφηρημάδα...  Πράμα  που  'ναι  πολύ,  παρά  πολύ  φυσικό  για  ένα  άνθρωπο  που...  ε,  έστω,  έχει περίσσια φαντασία. 

    —  Ω,  και  πάλι  σωστά  το  μαντέψατε —βιάστηκε  να  πει  ο  ξανθός  νέος—  γιατί,  πραγματικά  κάνω σχεδόν  λάθος,  δηλαδή  θέλω  να  πω,  δεν  μου  είναι  σχεδόν  καθόλου  συγγενής,  σε  τέτοιο  σημείο μάλιστα που είναι αλήθεια πως δεν απόρησα καθόλου τότε που δε μου απάντησαν. Ακριβώς αυτό περίμενα πως θα γινόταν. 

    — Πήγανε χαμένα τα γραμματόσημα δηλαδή. Χμ... αν όχι τίποτ' άλλο, είστε απλοϊκός και ειλικρινής, κι  αυτό  αξίζει  κάθε  έπαινο!  Χμ...  όσο  για  τον  στρατηγό  Επάντσιν,  τον  ξέρω,  δηλαδή  γιατί  είναι πασίγνωστος, μα και τον κύριο Παυλίστσεβ, που σας συντηρούσε στην Ελβετία τον ήξερα και κείνον, αν ήταν βέβαια ο Νικολάι Αντρέγιεβιτς Παυλίστσεβ, γιατί είναι δυο ξαδέρφια. Ο άλλος είναι ακόμα στην Κριμαία, κι ο Νικολάι Αντρέγιεβιτς, ο μακαρίτης, ήταν άνθρωπος ευυπόληπτος κι είχε μεγάλες γνωριμίες και κάτεχε τέσσερις χιλιάδες ψυχές στον καιρό του... 

    — Ακριβώς όπως το είπατε,  τον λέγανε Νικολάι Αντρέγιεβιτς Παυλίστσεβ — απάντησε ο  νέος και κοίταξε επίμονα κι εξεταστικά τον κύριο παντογνώστη. 

    Κάτι τέτοιους παντογνώστες τους συναντάει κανείς αρκετά συχνά μάλιστα, σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα.  Όλα  τα  ξέρουν,  όλη  η  ανήσυχη  περιέργεια  του  μυαλού  τους  κι  οι  ικανότητές  τους κατευθύνονται  ασυγκράτητα  προς  ένα  σημείο  —επειδή  τους  λείπουν  φυσικά  πιο  σπουδαία ενδιαφέροντα  και  ζωτικές  ιδέες,  όπως  θα  'λεγε  ένας  σύγχρονος  στοχαστής.  Όταν  λέμε  «όλα  τα ξέρουν»,  πρέπει,  εδώ  που  τα  λέμε,  να  το  εντοπίσουμε  σ'  ένα  αρκετά  περιορισμένο  πεδίο:  που εργάζεται ο τάδε, με ποιους γνωρίζεται, τι περιουσία έχει, που χρημάτισε νομάρχης, με ποιαν είναι παντρεμένος, πόση προίκα πήρε, ποιος είναι  ξάδερφός  του, ποιος δεύτερος  ξάδερφος κ.τ.λ.  κ.τ.λ. όλα  τέτοιας  λογής.  Οι  περισσότεροι  απ'  αυτούς  τους  παντογνώστες  περιφέρονται  με  τριμμένους αγκώνες και παίρνουν δεκαεφτά ρούβλια μισθό το μήνα. Οι άνθρωποι που γι' αυτούς ξέρουν και τα παραμικρότερα  μυστικά  της  ζωής  τους,  δε  θα  μπορούσαν  φυσικά  να  φανταστούν  ποτέ  ποιο συμφέρον  τους  κινεί  προς αυτή  την  κατεύθυνση,  κι  όμως,  πολλοί απ'  αυτούς με  τις  γνώσεις που λέμε —και που είναι αντάξιες μιας ολάκερης επιστήμης— ικανοποιούνται ολότελα, καταφέρνουν κι αποχτούν  αυτοεκτίμηση,  φτάνουν  μάλιστα ως  την  ανώτερη ψυχική  απόλαυση.  Εξάλλου  είναι  και ελκυστική αυτή η  επιστήμη.  Έχω δει σοφούς,  λογοτέχνες,  που σ'  αυτή  την  επιστήμη βρήκανε  την πλήρωσή τους και καταχτήσανε τους ανώτερους σκοπούς τους, ξέρω μάλιστα μερικούς που κάνανε την καριέρα τους μονάχα χάρη σ' αυτό. 

    Όσο  κράταγε  όλη  αυτή  η  συζήτηση,  ο  μαυρομάλλης  νέος  χασμουριόταν,  κοίταζε  άσκοπα  απ'  το παράθυρο  και  περίμενε  με  ανυπομονησία  να  τελειώσει  πια  το  ταξίδι.  Ήταν  κάπως  αφηρημένος, 

  • Digitized by 10uk1s 

    υπερβολικά  αφηρημένος  μάλιστα,  σχεδόν  ταραγμένος,  καταντούσε,  μπορώ  να  πω,  κάπως παράξενος: ήταν στιγμές που άκουγε και δεν άκουγε, κοίταζε και δεν κοίταζε, γέλαγε και δε γέλαγε και, ώρες‐ώρες, δεν ήξερε μήτε ο ίδιος γιατί γελάει. 

    — Επιτρέψτε μου όμως, με ποιον έχω την τιμή... — γύρισε ξάφνου ο σπυριάρης κύριος στον ξανθό νέο με το μπογαλάκι. 

    — Πρίγκηψ Λέων Νικολάγιεβιτς Μίσκιν — απάντησε εκείνος με άμεση κι απόλυτη προθυμία. 

    — Πρίγκηψ Μίσκιν; Λέων Νικολάγιεβιτς; Δεν ξέρω. Μήτε κι έχω ακουστά τέτοιο όνομα — απάντησε σκεφτικός ο υπάλληλος —δηλαδή— δεν το λέω αυτό για το επίθετο, το επίθετο είναι ιστορικό, στην ιστορία του Καραμζίν μπορεί και πρέπει να το βρει κανείς∙ το λέω για σας προσωπικά, κι ύστερα, γενικά τώρα πια δε συναντάς πουθενά πρίγκιπες Μίσκιν μήτε ακούγονται καθόλου. 

    —  Ω,  και  βέβαια —  απάντησε αμέσως  ο  πρίγκιπας. —  Πρίγκιπες Μίσκιν  τώρα πια  δεν  υπάρχουν καθόλου, εκτός από μένα∙ μου φαίνεται πως είμαι ο τελευταίος. Όσο για τους πατεράδες και τους παππούδες,  αυτοί  είχαν  ξεπέσει  στην  αγροτιά.  Εδώ  που  τα  λέμε,  ο  πατέρας  μου  ήταν ανθυπολοχαγός του ιππικού. Κι ακόμα δεν ξέρω πώς έγινε και βρέθηκε κι η στρατηγίνα Επάντσινα να κρατά απ' το σόι των πριγκίπων Μίσκιν και να 'ναι κι αυτή κατά κάποιον τρόπο η τελευταία στο είδος της. 

    — Χε! χε! χε! Η τελευταία στο είδος της! Χε! χε! Πολύ πετυχημένο αυτό που είπατε —βάλθηκε να χαχανίζει ο υπάλληλος. 

    Ψευτογέλασε κι ο μαυριδερός. Ο ξανθός απόρησε αρκετά που τα  'χε καταφέρει να πει ένα αρκετά κακό εδώ που τα λέμε καλαμπούρι. 

    — Ε, λοιπόν φανταστείτε, το είπα χωρίς να το θέλω — εξήγησε τέλος κατάπληκτος. 

    — Μα εννοείται, εννοείται — βεβαίωσε εύθυμα ο υπάλληλος. 

    — Και δε μου λέτε, πρίγκηψ, σπουδάσατε κι επιστήμες εκεί κάτω στου καθηγητή; ρώτησε ξάφνου ο μελαχρινός. 

    — Ναι... σπούδασα... 

    — Εγώ, ξέρετε, δε σπούδασα ποτέ μου τίποτα. 

    — Μα κι εγώ ελάχιστα πράματα μονάχα — πρόστεσε ο πρίγκιπας, σχεδόν σα να ζήταγε συγνώμη. — Εξαιτίας της αρρώστιας μου δεν ήταν δυνατό να μου κάνουν συστηματικά μαθήματα. 

    — Τους Ραγκόζιν τους ξέρετε; ρώτησε απότομα ο μελαχρινός. 

    — Όχι, δεν τους ξέρω καθόλου. Ξέρω ελάχιστους ανθρώπους εδώ στη Ρωσία. Εσείς είστε Ραγκόζιν; 

    — Ναι, εγώ λέγομαι Παρφιόν Ραγκόζιν. 

    —  Παρφιόν;  Μα...  συμβαίνει  να  είστε  από  κείνους  τους  Ραγκόζιν  που...  —  άρχισε  με  πολλή επισημότητα ο υπάλληλος. 

    —  Ναι,  από  κείνους,  από  κείνους  ακριβώς  —  γρήγορα  και  με  αγενέστατη  ανυπομονησία  τον 

  • Digitized by 10uk1s 

    διέκοψε  ο  μελαχρινός,  που,  εδώ  που  τα  λέμε,  δεν  είχε  αποτείνει  μήτε  μια  φορά  το  λόγο  στο σπυριάρη υπάλληλο, μα από μιας αρχής μίλαγε μονάχα στον πρίγκιπα. 

    — Μα... πώς είναι δυνατόν; — απόρησε σα να τον βρήκε κεραμίδα ο υπάλληλος και γούρλωσε τα μάτια του. Το πρόσωπό του άρχισε αμέσως να παίρνει μιαν έκφραση ευλάβειας και δουλικότητας, σχεδόν τρόμου: — Είστε γιος του Σεμιόν Παρφιόνοβιτς Ραγκόζιν, του κληρονομικού επίτιμου πολίτη που πέθανε εδώ κι ένα μήνα κι άφησε δυόμισι εκατομμύρια ρούβλια κεφάλαιο; 

    — Και πού το 'μαθες εσύ πως άφησε δυόμισι εκατομμύρια καθαρή περιουσία; ρώτησε ο μελαχρινός χωρίς να καταδεχτεί ούτε και τούτη τη φορά να ρίξει μια ματιά στον υπάλληλο. — Κάτι άνθρωποι, μα το ναι! (έκλεισε το μάτι του δείχνοντας τον υπάλληλο στον πρίγκιπα) και τι καταλαβαίνουν που βιάζονται αμέσως να 'ρθουν να σου κολλήσουν; Είναι αλήθεια πάντως πως ο πατέρας μου πέθανε κι εγώ έρχομαι απ' το Πσκοβ ύστερα από ένα μήνα, σχεδόν ξυπόλητος. Μήτε ο άτιμος ο αδερφός μου, μήτε  η  μάνα  μου  δε  μου  'στειλαν  τίποτα,  μήτε  λεφτά  μήτε  ειδοποίηση!  Λες  κι  ήμουν  κάνα παλιόσκυλο! Ένα μήνα ήμουνα στο στρώμα με πυρετό εκεί στο Πσκοβ! 

    — Και τώρα σας πέφτει ένα εκατομμυριάκι μονοκοπανιάς, να το βάλετε στο χέρι, κι αυτό με τους μετριότερους υπολογισμούς. Ω Θεέ μου! — χτύπησε τα χέρια του ο υπάλληλος. 

    — Όχι,  πέστε μου σας παρακαλώ,  τι  τον  νοιάζει αυτόν; —  τον  έδειξε  και  πάλι με μια  κίνηση  του κεφαλιού ο Ραγκόζιν, νευριασμένα και με πολλή κακία: — Μήτε καπίκι δεν πρόκειται να δεις από μένα, έστω κι αν αρχίσεις να περπατάς με τα χέρια. 

    — Και θα το κάνω, θα περπατήσω. 

    — Άκου πράματα! Μα δε θα σου δώσω πεντάρα, δε θα σου δώσω, ολάκερη εβδομάδα να χορεύεις! 

    — Μ η μου δίνεις! Αυτό θέλω και γω∙ μη μου δίνεις! Εγώ θα χορεύω. Θα παρατήσω τη γυναίκα μου, τα μικρά μου και θα χορεύω μπροστά σου. Για να σε καλοπιάσω, να σε καλοπιάσω! 

    —  Άντε  να  μου  χαθείς! —  έκανε  ο  μελαχρινός. —  Εδώ  και  πέντε  βδομάδες,  το  'σκασα  απ'  τον πατέρα μου μ' ένα μπογαλάκι, ακριβώς όπως και σεις — γύρισε κι είπε στον πρίγκιπα. — Το 'σκασα και  πήγα  στο  Πσκοβ,  στη  θεια  μου∙  εκεί  πέρα  όμως  μ'  έπιασε  πυρετός  κι  έπεσα  στο  στρώμα,  κι αυτός  πέθανε  όσο  έλειπα.  Του  'ρθε  κόλπος.  Αιωνία  του  η  μνήμη  του  μακαρίτη,  εμένα  όμως παραλίγο  να  με  σκότωνε  τότε!  Το  πιστεύετε  τάχα,  πρίγκηψ;  Να,  μα  το  Θεό  σας  λέω!  Αν  δεν  το 'σκαγα τότε θα μ' είχε σκοτώσει. 

    —  Του  κάνατε  τίποτα  και  θύμωσε;  —  ρώτησε  ο  πρίγκιπας,  κοιτάζοντας  με  κάποιαν  ιδιαίτερη περιέργεια τον εκατομμυριούχο με την προβιά. Όμως, μόλο που μπορεί να  'χε κάποιο ενδιαφέρον το εκατομμύριο κι η κληρονομιά, του πρίγκιπα του 'χε κάνει εντύπωση και τον έκανε να ενδιαφερθεί και κάτι άλλο ακόμα. Μα κι ο ίδιος ο Ραγκόζιν πήρε από μόνος του —και μάλιστα, άγνωστο γιατί, με ιδιαίτερη προθυμία—  τον πρίγκιπα για συνομιλητή του, μόλο που  'χε κανείς την εντύπωση πως η ανάγκη  που  'νιωθε  να  κουβεντιάσει  ήταν  μάλλον  μηχανική  παρά  ηθική∙  από  αφηρημάδα περισσότερο παρά από εγκαρδιότητα∙ από  ταραχή,  από ανησυχία,  μόνο  και μόνο  για  να  κοιτάζει κάποιον και να 'χει ένα θέμα, για να βρίσκει δουλειά η γλώσσα του. Είχε κανείς την εντύπωση πως και τώρα ακόμα δεν του  'χε περάσει ο πυρετός, ή, αν δεν είχε πυρετό, θα  'χε το δίχως άλλο ρίγη. Όσο  για  τον  υπάλληλο,  αυτός  κρεμάστηκε  απ'  τα  χείλη  του  Ραγκόζιν,  μήτε  ν'  ανασάνει  δεν τολμούσε, άρπαζε και ζύγιζε την κάθε του λέξη, λες κι έψαχνε κάνα διαμάντι. 

    — Θύμωσε, ναι, μπορεί όμως να  'χε και δίκιο —απάντησε ο Ραγκόζιν— εμένα όμως, περισσότερο απ' όλα, ο αδερφός μου ήταν που μ' έκανε κι έφτασα ως εκεί. Για τη μαμάκα μου δεν έχω να πω 

  • Digitized by 10uk1s 

    τίποτα,  είναι  γριά,  διαβάζει  το  συναξάρι,  όλη  μέρα  κάνει  παρέα  με  γριές  κι  ότι  αποφασίσει  ο αδελφός μου ο Σένκα, είναι νόμος. Γιατί ωστόσο δε με ειδοποίησε έγκαιρα; Αμ τα ξέρουμε αυτά! Η αλήθεια είναι πως βρισκόμουν τότε στο κρεβάτι αναίσθητος. Λένε ακόμα πως είχαν στείλει κι ένα τηλεγράφημα. Το τηλεγράφημα όμως το πήρε η θεια μου. Κι αυτή, είναι τριάντα χρόνια τώρα χήρα και  ξημεροβραδιάζεται  με  θρησκόληπτες.  Καλόγρια  δεν  είναι,  κάνει  όμως  χειρότερα  κι  από καλόγρια. Τρόμαξε σαν πήρε το τηλεγράφημα και χωρίς να τ' ανοίξει το πήγε και το παράδωσε στο Τμήμα κι έμεινε κει πέρα ως τα σήμερα. Μονάχα ο Κόνιεβ, ο Βασίλης Βασίλιτς μ' έσωσε, όλα μου τα 'γραψε  καταλεπτώς.  Απ'  το  χρυσοΰφαντο  μεταξωτό  που  σκέπαζε  το  φέρετρο  του  πατέρα  μου,  ο αδελφός  μου  έκοψε  τη  νύχτα  τις  μαλαματένιες  φούντες:  «αυτά  εδώ  μαθές  κοστίζουν  ένα  σωρό λεφτά».  Μα  γι'  αυτό  και  μόνο  μπορεί  να  πάει  στη  Σιβηρία,  αν  το  θελήσω,  γιατί  αυτό  είναι ιεροσυλία. 

    — Ε, συ σκιάχτρο! — γύρισε κι είπε στον υπάλληλο. — Τι λέει ο Νόμος: Είναι ή δεν είναι ιεροσυλία; 

    — Ιεροσυλία! Ιεροσυλία! — βιάστηκε να βεβαιώσει αμέσως ο υπάλληλος. 

    — Στέλνουνε γι' αυτό στη Σιβηρία; 

    — Στη Σιβηρία, στη Σιβηρία! Παρευθύς στη Σιβηρία! 

    — Αυτοί νομίζουν πως είμαι ακόμα άρρωστος — συνέχισε ο Ραγκόζιν μιλώντας στον πρίγκιπα. — Εγώ όμως, χωρίς να πω λέξη, κρυφά, άρρωστος ακόμα, μπαίνω στο βαγόνι και να, τραβάω∙ άνοιξε την  ξώπορτα,  αδερφούλη  μου,  Σεμιόν  Σεμιόνιτς!  Έβαζε  λόγια  στο  μακαρίτη  τον  πατέρα  μου  για μένα, το ξέρω. Πάντως, η αλήθεια είναι πως εξόργισα τότε τον πατέρα μου, εξαιτίας της Ναστάσιας Φιλίπποβνας. Εδώ πια φταίω εγώ και κανένας άλλος. Μπλέχτηκα κι αμάρτησα. 

    —  Εξαιτίας  της  Ναστάσιας  Φιλίπποβνας;  πρόφερε  με  δουλοπρέπεια  ο  υπάλληλος  σα  να συλλογιόταν κάτι. 

    — Μα αφού δεν την ξέρεις! του φώναξε χάνοντας την υπομονή του ο Ραγκόζιν. 

    — Εμ, την ξέρω για! απάντησε θριαμβεύοντας ο υπάλληλος. 

    — Άιντε! Μια Ναστάσια Φιλίπποβνα υπάρχει; Α, μα για να σου πω, είσαι, μα την πίστη μου, πολύ αναιδέστατο υποκείμενο! Το  'ξερα γω πως όλο και θα βρεθεί κάνας παλιάνθρωπος σαν τα μούτρα του να μου κολλήσει! συνέχισε να λέει στον πρίγκιπα. 

    —  Εμ,  μπορεί  και  να  την  ξέρω!  τιναζόταν  σύγκορμος  ο  υπάλληλος.  —  Ο  Λέμπεντεβ  ξέρει!  Η εκλαμπρότητά σας βάλθηκε να με σκυλοβρίζει, τι θα λέγατε όμως αν σας τ' αποδείξω; Ναι, ντε είναι κείνη η ίδια η Ναστάσια Φιλίπποβνα, κείνη ντε που εξαιτίας της ο πατέρας σας θέλησε να σας βάλει μυαλό μ' ένα αραμπαδόξυλο κι η Ναστάσια Φιλίπποβνα είναι το γένος Μπαράσκοβα, κι είναι ούτως ειπείν  μεγίστη  δεσποσύνη,  κι  αυτή  επίσης  πριγκίπισσα  στο  είδος  της  και  γνωρίζεται  με  κάποιον Τότσκη,  τον  Αθανάσιο  Ιβάνοβιτς,  μ'  αυτόν  τον  ένα  και  μόνον  αποκλειστικώς,  τον  κτηματία  και ζάμπλουτο,  μέτοχο  ανωνύμων  και  άλλων  εταιριών  κι  έχει  λόγω  όλων αυτών  πολλές φιλίες  με  το στρατηγό Επάντσιν... 

    — Μπρε, μπρε, ώστε έτσι λοιπόν! έμεινε πραγματικά κατάπληκτος επιτέλους ο Ραγκόζιν. — Φτου να πάρει ο διάολος, στ' αλήθεια την ξέρει. 

    —  Όλα  τα  ξέρει!  Ο  Λέμπεντεβ  όλα  τα  ξέρει!  Εγώ,  εκλαμπρότατε,  έκανα  και  με  τον  Αλεξάσκα  το Λιχατσόβ δύο μήνες — και μαζί του επίσης μετά το θάνατο του πατέρα του και τα ξέρω όλα, όλες τις 

  • Digitized by 10uk1s 

    γωνιές και τα σοκάκια, και το πράμα έφτασε σε σημείο που χωρίς το Λέμπεντεβ δεν μπορούσε να κάνει  βήμα.  Τώρα  τον  έχουν  μέσα  για  χρέη,  τότε  όμως  μου  'τυχε  ευκαιρία  να  γνωρίσω  και  την Αρμάνς  και  την  Κοραλία  και  την  πριγκίπισσα Πάτσκαγια  και  τη Ναστάσια Φιλίπποβνα  και  πολλά, πάρα πολλά μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω. 

    —  Τη Ναστάσια Φιλίπποβνα;  Και  μήπως  αυτή  με  το  Λιχατσόβ... —  τον  κοίταξε  άγρια  ο  Ραγκόζιν ακόμα και τα χείλη του χλόμιασαν και τρεμούλιασαν. 

    — Τίποτα! Τίποτα! Απολύτως τίποτα! βιάστηκε να τα μπαλώσει ο υπάλληλος. — Όσα χρήματα κι αν ξόδεψε,  ο  Λιχατσόβ  θέλω  να  πω,  δεν  μπόρεσε  να  φτάσει  στο  σκοπό  του!  Όχι,  η  Ναστάσια Φιλίπποβνα δεν  είναι  σαν  την Αρμάνς. Μονάχα με  τον  Τότσκη  τα  'χει.  Και  το βράδυ  κάθεται  στο ιδιωτικό της θεωρείο ή στο Μπολσόι ή στο Γαλλικό Θέατρο. Οι αξιωματικοί λένε ό,τι τους κατέβει, όμως κι αυτοί δεν μπορούν ν' αποδείξουν τίποτα: «αυτή που βλέπεις, αδερφέ μου, είναι η ξακουστή Ναστάσια Φιλίπποβνα»∙ αυτό μονάχα μπορούν να πουν, πέραν τούτου όμως ουδέν!  Γιατί και δεν υπάρχει τίποτα. 

    — Έτσι ακριβώς είναι, βεβαίωσε σκυθρωπός και συννεφιασμένος ο Ραγκόζιν. — Τα ίδια μου  'λεγε τότε κι ο Ζαλιόζνιεβ. Που λέτε, πρίγκηψ, φόραγα τότε έναν επενδύτη του πατέρα μου με σιρίτια —ήταν  παλιός,  τον  είχε  φορέσει  τρία  χρόνια—  και  πέρναγα  τη  λεωφόρο  Νέβσκη,  όπου,  κείνη  τη στιγμή,  βγαίνει  και  κείνη  από  ένα  κατάστημα  κι  ανεβαίνει  στην  άμαξα.  Κι  αμέσως  σα  να  με διαπέρασε  μια  φλόγα  πέρα  ως  πέρα.  Συναντάω  το  Ζαλιόζνιεβ  —  άλλος  άνθρωπος  αυτός, περιφέρεται σαν εμποροϋπάλληλος που μόλις βγήκε απ' το κουρείο κι έχει κι ένα μονόκλ στο μάτι, ενώ  εμείς  στου  πατέρα  μου  την  περνάγαμε  με  γρασαρισμένα  ποδήματα  και  τρώγαμε  νηστίσιμη χορτόσουπα.  Αυτή,  μου  λέει,  δεν  είναι  για  τα  μούτρα  σου,  είναι,  λέει,  πριγκίπισσα  και  τη  λένε Ναστάσια Φιλίπποβνα το γένος Μπαράσκοβα και ζει με τον Τότσκη κι ο Τότσκη τώρα δεν ξέρει πώς να  την  ξεφορτωθεί  γιατί  έφτασε  πια  σε  ωριμότατη  ηλικία,  θέλω  να  πω  είναι  κιόλας  καμιά πενηνταπενταριά  χρονών και θέλει  να παντρευτεί  την πρώτη υπερκαλονή όλης  της Πετρούπολης. Τότε  ήταν  που  μου  'δωσε  την  πληροφορία  πως  σήμερα  κιόλας  μπορείς  να  τη  δεις  τη  Ναστάσια Φιλίπποβνα στο Μπολσόι, στο μπαλέτο, στο θεωρείο της μέσα, να κάθεται κει στην πρώτη σειρά. Σε μας, στο σπίτι του πατέρα μου, άντε δοκίμασε να πας στο μπαλέτο — δεν έχει δεύτερη κουβέντα, θα σε σκοτώσει! Ωστόσο, εγώ το 'σκασα κρυφά για καμιάν ώρα και πετάχτηκα ως εκεί και ξανάδα τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Όλη κείνη  τη νύχτα δεν  έκλεισα μάτι.  Το πρωί ο μακαρίτης μου δίνει δυο ομολογίες  των  πέντε  τοις  εκατό —πέντε  χιλιάδες  η  καθεμιά  τους—  να  πας,  μου  λέει,  και  να  τις πουλήσεις και με τις εφτάμιση χιλιάδες να πας και να πληρώσεις τους Αντρέγιεβ στο γραφείο και τα ρέστα απ' τις δέκα χιλιάδες να μου τα φέρεις εμένα χωρίς να σκαλώσεις πουθενά∙ θα σε περιμένω. Τις  ομολογίες  τις  πούλησα,  τα  χρήματα  τα  πήρα,  δεν  πάτησα  όμως  στο  γραφείο  των  Αντρέγιεβ, μονάχα τράβηξα ίσα κατευθείαν στο Αγγλικό Κατάστημα και διάλεξα ένα ζευγάρι σκουλαρίκια που κάνανε όλα τα λεφτά μου κι είχε το κάθε σκουλαρίκι ένα διαμάντι μεγάλο σχεδόν σα φουντούκι, και τους έμεινα χρεώστης τετρακόσια ρούβλια, είπα τ' όνομά μου και με πίστεψαν. Με τα σκουλαρίκια τράβηξα  αμέσως  στου  Ζαλιόζνιεβ:  το  και  το,  πάμε  αδερφέ  μου,  στη  Ναστάσια  Φιλίπποβνα. Ξεκινήσαμε. Τι ήταν τότε κάτω απ' τα πόδια μου, τι ήταν μπροστά μου, τι στα πλάγια — δεν ξέρω τίποτα  απ'  όλα  αυτά  κι  ούτε  θυμάμαι.  Μπήκαμε  ίσα  στο  σαλόνι  της,  βγήκε  η  ίδια  να  μας  δει. Δηλαδή,  τότε δεν είπα πως είμαι εγώ ο  ίδιος∙ μονάχα, «εκ μέρους του Παρφιόν Ραγκόζιν —λέει ο Ζαλιόζνιεβ—  σας  τα  προσφέρει  εις  ανάμνησιν  της  χθεσινής  συνάντησης∙  καταδεχτείτε  να  τα πάρετε». Τ' άνοιξε, έριξε μια ματιά, χαμογέλασε αχνά: «ευχαριστείστε, λέει, το φίλο σας τον κύριο Ραγκόζιν  για  την  ευγενική  του  χειρονομία»,  χαιρέτησε  κι  έφυγε.  Όχι,  πέστε  μου,  γιατί  να  μην πεθάνω τότε κει επιτόπου! Μα κι αν πήγα, έγινε μόνο και μόνο γιατί σκεφτόμουν: «έτσι κι αλλιώς δε θα  γυρίσω  ζωντανός!»  Και  κείνο  που  με  πείραξε  περισσότερο  απ'  όλα  ήταν  που  το  κτήνος  ο Ζαλιόζνιεβ  έκανε  το  κομμάτι  του.  Εγώ  και  στο  μπόι  είμαι  κοντός  και  ντυμένος  σα  λέτσος  και στέκομαι,  σωπαίνω,  την  κοιτάω  με  γουρλωμένα  μάτια  (επειδή  ντρεπόμουν)  ενώ  αυτός  ήταν  του κουτιού και της μόδας, με πομάδες και μαλλιά κατσαρωμένα, ροδομάγουλος, η γραβάτα καρό, ήταν 

  • Digitized by 10uk1s 

    όλο  γλύκες  και  καμώματα  και,  φυσικά,  είναι  σίγουρο  πως  η Ναστάσια Φιλίπποβνα  τον  πήρε  για μένα! «Ε, του λέω μόλις βγήκαμε, κοίτα μη μου τολμήσεις τώρα — μήτε να βάλεις τίποτα με το νου σου, μην τολμήσεις, κατάλαβες;» Γελάει: «και δε μου λες, τι λογαριασμό θα πας να δώσεις τώρα στο Σεμιόν Παρφιόνιτς;» Αλήθεια είναι πως ήθελα να πάω αμέσως τότε και να πέσω στο ποτάμι, χωρίς να  περάσω  απ'  το  σπίτι  μου,  σκέφτηκα  όμως:  «Δε  βαριέσαι,  τώρα  πια  το  ίδιο  κάνει»  και  σαν καταραμένος γύρισα σπίτι. 

    — Εχ! Ουχ! καμωνόταν ο υπάλληλος τον τρομαγμένο. — Και πρέπει να ξέρετε πως ο μακαρίτης όχι για  δέκα  χιλιάδες,  μα  για  δέκα  ασημένια  ρούβλια  είχε  στείλει  ανθρώπους  στον  άλλον  κόσμο — γύρισε κι είπε στον πρίγκιπα. 

    Ο πρίγκιπας περιεργαζόταν με περιέργεια το Ραγκόζιν, έτσι φαινόταν τουλάχιστο∙ ο Ραγκόζιν ήταν ακόμα πιο χλομός εκείνη τη στιγμή. 

    — Τους είχε στείλει στον άλλον κόσμο! ξανάπε ο Ραγκόζιν. — Τι ξέρεις εσύ; Τα 'μαθε αμέσως όλα —συνέχισε  να  λέει  στον  πρίγκιπα—  μα  κι  ο  Ζαλιόζνιεβ  καθόταν  και  τα  'λεγε  χαρτί  και  καλαμάρι  σ' όποιον  συναντούσε  στο  δρόμο. Με  παίρνει  λοιπόν  ο  πατέρας  μου  και  με  κλείνει  επάνω  και  μια ολάκερη ώρα μου  'βαζε μυαλό. «Αυτό, λέει, ήταν απλώς τα προκαταρκτικά, θα ξαναπεράσω όμως αργότερα να σου πω καληνύχτα». Και... θα το  'βαζε ποτέ ο νους σου; Πήγε ο γέρος στη Ναστάσια Φιλίπποβνα,  της  έκανε εδαφιαίες υποκλίσεις,  την  ικέτευε κι  έκλαιγε∙  του  'φερε  τελικά  το κουτάκι και του το πέταξε στα μούτρα. «Παρ' τα, του λέει, γεροτράγο, τα σκουλαρίκια σου, για μένα όμως τώρα αξίζουν δέκα φορές παραπάνω μια  και  τ'  αγόρασε ο Παρφιόν,  αψηφώντας  έναν στριμμένο σαν κι εσένα. Τα χαιρετίσματά μου, λέει, στον Παρφιόν Σεμιόνιτς και πες του πως τον ευχαριστώ». Εγώ στο μεταξύ, με τη μεσολάβηση της μαμάκας μου, οικονόμησα είκοσι ρούβλια απ' τον Σεριόζκα Προτούσιν  και  πήρα  το  τρένο  για  το  Πσκοβ  κι  έφτασα  με  ρίγη∙  εκεί  αρχίσανε  οι  γριές  να  μου διαβάζουν ξόρκια και γω καθόμουν μεθυσμένος∙ και πήγα ύστερα στις ταβέρνες και τα κοπάνησα με τα τελευταία μου χρήματα κι όλη νύχτα έμεινα πεσμένος αναίσθητος στο δρόμο και το πρωί είχα πυρετό με  παραλήρημα  κι ώσπου  να με  βρούνε με δάγκωσαν  και  κάτι  σκυλιά.  Είδα  κι  έπαθα  να συνέλθω. 

    — Ε, ρε τι έχει να γίνει τώρα! Τώρα είναι που θα πει κι ένα τραγούδι η Ναστάσια Φιλίπποβνα! — ψευτογέλαγε ο υπάλληλος τρίβοντας τα χέρια του. — Τώρα, εξοχότατε, τα σκουλαρίκια δεν πιάνουν μπάζα πια! Τώρα εμείς θα την ανταμείψουμε με κάτι σκουλαρίκια ώστε... 

    — Ώστε αν ξαναπείς έστω και μια λέξη για τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, μα το Θεό, θα σε σπάσω στο ξύλο κι ας έκανες τότε παρέα με τον Λιχατσόβ — ξεφώνισε ο Ραγκόζιν, αρπάζοντάς τον γερά απ' το χέρι. 

    — Άμα με σπάσεις στο ξύλο, θα πει πως δε θα με διώξεις από κοντά σου! Δείρε με! Με το ξύλο θα με κάνεις δικό σου! Μόλις με σπάσεις στο ξύλο δε θα μπορείς να κάνεις πια δίχως εμένα... Μα να που φτάσαμε! 

    Πραγματικά, μπαίνανε στο σταθμό. Μ' όλο που ο Ραγκόζιν είχε πει πως έφυγε κρυφά απ' το Πσκοβ, τον περίμεναν κιόλας αρκετοί. Φωνάζανε και του κουνάγαν τα σκουφιά τους. 

    —  Για  κοίτα,  κουβαλήθηκε  κι  ο  Ζαλιόζνιεβ! —  μουρμούρισε  ο  Ραγκόζιν,  κοιτάζοντάς  τους  μ'  ένα θριαμβευτικό  και  σάμπως  μοχθηρό  χαμόγελο  μάλιστα,  και  ξαφνικά  γύρισε  στον  πρίγκιπα:  — Πρίγκηψ, δεν ξέρω γιατί σ' αγάπησα. Μπορεί να 'γινε επειδή σε συνάντησα σε μια τέτοια στιγμή, μα όχι κι αυτόν εδώ τον συνάντησα (έδειξε τον Λέμπεντεβ) δεν τον αγάπησα όμως καθόλου. Έλα να με δεις στο σπίτι μου, πρίγκηψ, θα σου βγάλουμε αυτές τις ψωρογκέτες και θα σε ντύσω με γούνινο παλτό  από  σαμούρι  πρώτης∙  θα  σου  ράψω  ένα  φράκο,  το  ακριβότερο  φράκο  που  γίνεται,  ένα 

  • Digitized by 10uk1s 

    γιλεκάκι άσπρο ή ότι άλλο χρώμα θες, θα σου γεμίσω τις τσέπες φίσκα με λεφτά και... θα πάμε στη Ναστάσια Φιλίπποβνα! Θα 'ρθείς ή όχι; 

    —  Δώστε  βάση,  πρίγκηψ Λέων Νικολάγιεβιτς!  βιάστηκε  να  πει  βαρυσήμαντα  και  θριαμβευτικά  ο Λέμπεντεβ. — Κοιτάχτε μην τη χάσετε την ευκαιρία! Μην τη χάσετε για τίποτα στον κόσμο! 

    Ο πρίγκιπας Μίσκιν ανασηκώθηκε, έδωσε ευγενικά το χέρι του στον Ραγκόζιν και του είπε με πολύ φιλοφροσύνη. 

    — Θα 'ρθω πολύ ευχαρίστως και σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως που με αγαπήσατε. Μάλιστα μπορεί να 'ρθω  και  σήμερα,  αν  προφτάσω.  Γιατί,  θα  σας  μιλήσω  με  ειλικρίνεια,  και  σεις  επίσης  πολύ  μου αρέσατε και ιδιαίτερα όταν μας λέγατε για τα σκουλαρίκια με τα διαμάντια. Ακόμα και πριν απ' τα σκουλαρίκια μού είχατε αρέσει, μόλο που το πρόσωπό σας είναι σκυθρωπό. Σας ευχαριστώ επίσης για  το  κοστούμι  και  τη  γούνα  που  μου  υποσχεθήκατε  γιατί  πραγματικά,  όπου  να  'ναι,  θα  μου χρειαστεί  ένα  κοστούμι  και  μια  γούνα. Όσο  για  τα  χρήματα,  δεν  έχω αυτή  τη στιγμή μήτε  καπίκι σχεδόν. 

    — Λεφτά θα 'χουμε, το βράδυ θα 'χουμε, έλα! 

    — Θα 'χουμε! Θα 'χουμε! έκανε ο υπάλληλος. — Το βράδυ, πριν απ' τα χαράματα θα 'χουμε! 

    — Όσο για το γυναικείο φύλο, τι λέτε, πρίγκηψ; Το 'χουμε κέφι; Ομολογείστε το απ' τα τώρα! 

    —  Εγώ,  ο‐ο‐όχι!  Εγώ  καταλαβαίνετε...  Ίσως  να  μην  το  ξέρετε,  όμως  εγώ,  εξαιτίας  εκείνης  της αρρώστιας που 'χα εκ γενετής, δε γνώρισα καθόλου γυναίκα. 

    — Ε, αν είν'  έτσι —ξεφώνισε ο Ραγκόζιν— σημαίνει, πρίγκηψ, πως είσαι ολότελα αγαθός και κάτι τέτοιους σαν και σένα τους αγαπάει πολύ ο Θεός! 

    — Κάτι τέτοιους τους αγαπάει ο Κύριος ημών, ο Θεός — βιάστηκε να βεβαιώσει ο υπάλληλος. 

    — Και συ, γραφιά, ακολούθα με — είπε ο Ραγκόζιν στον Λέμπεντεβ κι όλοι βγήκαν απ' το βαγόνι. 

    Ο Λέμπεντεβ είχε καταφέρει τελικά το σκοπό του. Σε λίγο η φωνακλάδικη παρέα ξεμάκρυνε κατά τη λεωφόρο Βοζνεσένσκη. Ο πρίγκιπας έπρεπε να στρίψει για την οδό Λιτέιναγια. Όλα ήταν υγρά και βρεγμένα.  Ο  πρίγκιπας  ζήτησε  πληροφορίες  από  περαστικούς:  ως  εκεί  που  ήθελε  να  πάει  ήταν κάπου τρία βέρστια και αποφάσισε να πάρει αμάξι. 

  • Digitized by 10uk1s 

    IIII  

    Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΕΠΑΝΤΣΙΝ  ζούσε στο  ιδιόκτητο σπίτι  του,  κάπως παράμερα απ'  την οδό Λιτέιναγια, κατά τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Εκτός από κείνο το (υπέροχο) σπίτι, που τα πέντε του έκτα τα νοίκιαζε, ο στρατηγός Επάντσιν είχε ακόμα ένα τεράστιο σπίτι στην οδό Σαντόβαγια που του  'δινε και  κείνο  ένα  εξαιρετικά  μεγάλο  εισόδημα.  Εκτός  απ'  αυτά  τα  δυο  σπίτια,  είχε  ακόμα,  λίγα χιλιόμετρα έξω απ' την Πετρούπολη, ένα πολύ προσοδοφόρο και σημαντικό κτήμα∙ ήταν ακόμα και κάποιο  εργοστάσιο  στα  περίχωρα  της  Πετρούπολης.  Στα  παλιά  τα  χρόνια,  όπως  ήταν  γνωστό  σε όλους,  είχε  πάρει  μέρος  σε  εκμισθώσεις  φόρων  οινοπνευματωδών.  Τώρα  ήταν  μέτοχος  κι  είχε εξαιρετικά σημαντικό μερίδιο σε μερικές μεγάλες ανώνυμες εταιρίες. Είχε τη φήμη πάμπλουτου, με μεγάλες επιχειρήσεις και μεγάλες γνωριμίες.  Σε ορισμένα μέρη  τα κατάφερε κι  είχε γίνει  εντελώς απαραίτητος, ανάμεσα στ' άλλα και στην υπηρεσία του. Παράλληλα όμως, ήταν επίσης γνωστό πως ο  Ιβάν  Φιοντόροβιτς  Επάντσιν  ήταν  αμόρφωτος  κι  είχε  ξεκινήσει  από  γιος  απλού  στρατιώτη∙  το τελευταίο αυτό, δε χωράει αμφιβολία πως μονάχα προς τιμήν του θα μπορούσε κανείς να του το καταλογίσει, απ'  το στρατηγό όμως, παρ' όλο που ήταν έξυπνος άνθρωπος, δε λείπανε ωστόσο οι μικρές,  εντελώς  ανθρώπινες  αδυναμίες  και  δεν  του  αρέσανε  ορισμένοι  υπαινιγμοί.  Είναι αναντίρρητο ωστόσο πως ήταν έξυπνος και καπάτσος άνθρωπος. Το 'χε λόγου χάρη σύστημα να μην επιδεικνύεται όταν έπρεπε να μένει στο περιθώριο και πολλοί τον εκτιμούσανε γι' αυτήν ακριβώς την απλότητά του, για το ότι ακριβώς ήξερε πάντα τη θέση του. Παρ' όλα αυτά, αν ξέρανε μονάχα αυτοί οι κριτές του τι γινόταν καμιά φορά στην ψυχή του Ιβάν Φιοντόροβιτς που ήξερε τόσο καλά τη θέση του! Μόλο που είχε πράγματι πείρα και γνώση στις οικονομικές υποθέσεις και μερικές πολύ αξιοσημείωτες  ικανότητες,  του  άρεσε  να  παρουσιάζεται  μάλλον  σαν  εκτελεστής  μιας  ξένης  ιδέας παρά κύριος  των πράξεών  του,  να παρουσιάζεται σαν άνθρωπος «αφοσιωμένος  χωρίς  κολακεία» και  —γιατί  όχι;—  ακόμα  και  σαν  άνθρωπος  με  ρούσικη  και  καλή  καρδιά.  Σχετικά  μ'  αυτό  το τελευταίο  του  τύχανε  μάλιστα  μερικές  διασκεδαστικές  περιπέτειες,  ο  στρατηγός  όμως  δεν κακοκάρδιζε  ποτέ  του,  ακόμα  και  σαν  γινότανε  θύμα  των  πιο  διασκεδαστικών  περιστατικών∙ επιπλέον,  ήταν  τυχερός,  ακόμα και στα  χαρτιά∙  κι  αυτός  έπαιζε  χοντρό παιχνίδι  και μάλιστα,  από σκοπού,  όχι  μονάχα  δεν  έκρυβε  αυτή  τη  μικρή  του  δήθεν  αδυναμία  για  το  χαρτί  (που  τόσο ουσιαστικά και τόσο συχνά του φάνηκε χρήσιμη) μα απεναντίας μάλιστα δεν άφηνε ευκαιρία που να μην την επιδείξει. Οι κοινωνικές  του γνωριμίες ήταν λογιών‐λογιών, όλες  τους όμως άνθρωποι που «βαστιόνταν».  Το μέλλον όμως βρισκόταν μπροστά,  είχε  καιρό ακόμα,  είχε  καιρό για όλα∙  κι όλα έπρεπε να  'ρθουν με τον καιρό και με τη σειρά τους. Γιατί ο στρατηγός Επάντσιν ήταν ακόμα όπως  λένε  κοτσονάτος,  δηλαδή  πενηνταέξι  χρονών  κι  ούτε  μέρα  παραπάνω,  που  εν  πάση περιπτώσει  είναι  μια  ηλικία  ανθηρή,  μια  ηλικία  που  στ'  αλήθεια  από  κει  κι  ύστερα  αρχίζει  η πραγματική ζωή. Η υγεία,  το χρώμα του προσώπου,  τα γερά αν και μαύρα δόντια,  το γεροδεμένο κορμί, η πολυάσχολη έκφραση του προσώπου του τα πρωινά στην υπηρεσία, το εύθυμο ύφος του το βράδυ όταν έπαιζε χαρτιά ή στο σπίτι της Αυτού Εκλαμπρότητος — όλα συντείνανε στις τωρινές και στις μελλούμενες επιτυχίες κι έστρωναν τη ζωή της αυτού εξοχότητος με ρόδα. 

    Ο στρατηγός είχε μία ανθούσα οικογένεια. Η αλήθεια είναι πως εδώ πέρα δεν ήταν πια τα πάντα ρόδινα, υπήρχαν όμως και μερικά που από καιρό άρχισαν και συγκεντρώνονταν σ' αυτά — σοβαρά κι εγκάρδια— οι κυριότερες ελπίδες κι οι σκοποί της Αυτού Εξοχότητος. Αλλά και ποιος σκοπός στη ζωή είναι σπουδαιότερος και ιερότερος από τους πατρικούς σκοπούς; Σε τι άλλο να στηριχτεί κανείς αν όχι  στην  οικογένεια;  Την οικογένεια  του στρατηγού  την αποτελούσε η  σύζυγος  κι  οι  τρεις  του κόρες  της  παντρειάς.  Ο  στρατηγός  είχε  παντρευτεί  εδώ  και  πολλά  χρόνια,  όταν  ήταν  ακόμα υπολοχαγός, με μια κοπέλα της  ίδιας πάνω‐κάτω ηλικίας με κείνον —που δεν είχε μήτε ομορφιά, μήτε μόρφωση, που του  'δωσε προίκα μονάχα πενήντα ψυχές— μόλο που η αλήθεια είναι πως οι πενήντα  εκείνες ψυχές στάθηκαν η μαγιά για  τη μελλοντική  του περιουσία. Ο στρατηγός ωστόσο δεν παραπονιόταν ποτέ για τον πρώιμο γάμο του, ποτέ δεν τον θεώρησε σαν μια στραβοτιμονιά της παράφορης κι απερίσκεπτης νεότητας, και τη σύζυγό του τόσο πολύ την εκτιμούσε και τόσο πολύ τη φοβόταν καμιά φορά, που έφτανε και να την αγαπά. Η στρατηγίνα κράταγε απ' την πριγκιπική γενιά 

  • Digitized by 10uk1s 

    των Μίσκιν —μια γενιά που μπορεί να μην ήταν και πολύ δοξασμένη, ήταν όμως πανάρχαια— κι η στρατηγίνα είχε τρομερή εκτίμηση στον εαυτό της λόγω τη καταγωγής της. Κάποιο απ' τα σημαντικά πρόσωπα  εκείνης  της  εποχής,  ένας  από  κείνους  τους  προστάτες  που  —εδώ  που  τα  λέμε—  η προστασία  τους  δεν  τους  στοιχίζει  τίποτα,  δέχτηκε  να  ενδιαφερθεί  για  το  γάμο  της  νεαρής πριγκίπισσας.  Αυτός  ήταν  που  άνοιξε  την  πίσω  πόρτα  στον  νεαρό  αξιωματικό  και  τον  έσπρωξε μπροστά, αν κι αυτός ήταν από εκείνους που δεν του χρειαζόταν καθόλου σπρωξιά∙ κι ένα βλέμμα θα του ήταν αρκετό — ήξερε να το εκμεταλλευτεί! Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, οι δυο σύζυγοι ζήσανε  όλον  τον  καιρό  του  πολύχρονου  βίου  τους  ταιριαστά.  Από  τα  πολύ  νεανικά  της  ακόμα χρόνια, η στρατηγίνα είχε καταφέρει, σαν πριγκίπισσα το γένος και σαν τελευταία της γενιάς, ίσως όμως  και  σαν άνθρωπος με προσωπικά  χαρίσματα,  είχε  καταφέρει  να  βρει  μερικές  πολύ υψηλές προστάτριες.  Αργότερα,  σαν  πλούτισε,  κι  ο  σύζυγός  της  ανέβηκε  στην  κλίμακα  της  στρατιωτικής ιεραρχίας, άρχισε ν' αποχτά σχέσεις σε κείνον τον ανώτερο κύκλο και να κυκλοφορεί εκεί με άνεση. 

    Τα  τελευταία  χρόνια  μεγάλωσαν  κι  ήταν  πια  της  παντρειάς  κι  οι  τρεις  κόρες  του  στρατηγού —  η Αλεξάνδρα,  η  Αδελαΐδα  κι  η  Αγλαΐα.  Είναι  αλήθεια  πως  ήταν  όλες  τους  απλά  και  σκέτα  μονάχα Επάντσιν, όμως απ' τη μεριά της μητέρας τους κρατάγανε από πριγκιπική γενιά κι είχανε σημαντική προίκα  κι  έναν  πατέρα  που  μπορεί  να  ανέβαινε  τελικά  σε  υψηλότατα  αξιώματα  και —πράγμα επίσης  αρκετά  σπουδαίο—  όλες  τους,  κι  οι  τρεις,  ήταν  αξιοπρόσεχτα  χαριτωμένες,  χωρίς  να εξαιρέσουμε  ούτε  και  τη  μεγαλύτερη,  την  Αλεξάνδρα,  που  'χε  κλείσει  κιόλας  τα  είκοσι  πέντε.  Η μεσαία  ήταν  είκοσι  τριών  χρονών  κι  η  μικρότερη,  η  Αγλαΐα,  μόλις  είχε  κλείσει  τα  είκοσι.  Αυτή  η μικρότερη ήταν μάλιστα σωστή καλλονή κι είχε αρχίσει να κάνει μεγάλη εντύπωση στους κοσμικούς κύκλους. Όμως κι αυτά ακόμα δεν ήταν όλα: και οι τρεις τους διακρίνονταν για τη μόρφωσή τους, την εξυπνάδα τους και τα ταλέντα τους. Ήταν γνωστό πως αγαπούσαν απεριόριστα η μία την άλλη και υποστηρίζονταν πάντα μεταξύ τους. Γινόταν μάλιστα λόγος για κάποιες τάχα θυσίες που κάνανε οι δύο μεγαλύτερες για ν' αποκτήσει σχέσεις στους κοσμικούς κύκλους το  ίνδαλμα του σπιτιού, η μικρότερη. Στους κοσμικούς κύκλους όχι μονάχα δεν τους άρεσε να επιδεικνύονται, μα απεναντίας έδειχναν υπερβολική μετριοφροσύνη. Κανένας δεν μπορούσε να τις κατηγορήσει για υπεροψία κι ακαταδεξιά,  ήταν  γνωστό ωστόσο  πως  ήταν  περήφανες  και  ήξεραν  την  αξία  τους.  Η  μεγαλύτερη ήταν μουσικός, κι η μεσαία αξιοπρόσεχτη ζωγράφος∙ αυτό όμως δεν το 'ξερε σχεδόν κανένας χρόνια ολάκερα, κι αποκαλύφθηκε μόλις τώρα τελευταία και πάλι τυχαία. Με δύο λόγια λέγονταν γι' αυτές πολλά και κολακευτικά. Υπήρχαν όμως και καλοθελητές. Με φρίκη αναφέρανε το πόσα βιβλία είχαν διαβάσει.  Δε  βιάζονταν  να  παντρευτούν  μόλο  που  εκτιμούσαν  ορισμένους  κοινωνικούς  κύκλους, ωστόσο δεν έδιναν και υπερβολική σημασία. Αυτό ήταν ακόμα πιο αξιοπρόσεχτο,  γιατί όλες  τους ξέρανε τις επιδιώξεις, το χαρακτήρα, τους σκοπούς και τις επιθυμίες του πατέρα τους. 

    Θα ήταν  κοντά  έντεκα η ώρα όταν ο πρίγκιπας  κτύπησε  το  κουδούνι  στο σπίτι  του στρατηγού. Ο στρατηγός  έμενε  στο  δεύτερο  πάτωμα  κι  είχε  ένα  διαμέρισμα  όσο  γινόταν  λιγότερο  επιδεικτικό, μόλο  που  ήταν  ανάλογο  με  την  κοινωνική  του  θέση.  Του  άνοιξε  ένας  υπηρέτης  με  λιβρέα  κι  ο πρίγκιπας  χρειάστηκε  να δώσει πολλές  εξηγήσεις  σ'  αυτόν  τον άνθρωπο που από μιας αρχής  τον κοίταξε κι αυτόν και το μπογαλάκι του με πολλή υποψία. Τελικά, όταν του δήλωσε αρκετές φορές και μ' όση σαφήνεια γινόταν πως είναι πράγματι ο πρίγκιπας Μίσκιν και πως πρέπει το δίχως άλλο να δει το στρατηγό για μια σοβαρότατη υπόθεση, ο υπηρέτης αμήχανος τον οδήγησε δίπλα σ' ένα μικρό  χολ,  μπροστά  απ'  τον  προθάλαμο  του  γραφείου  και  τον  παρέδωσε  χέρι  με  χέρι  σ'  άλλον υπηρέτη  που  η  υπηρεσία  του  τα  πρωινά  ήταν  να  μένει  σε  κείνο  το  χολ  και  ν'  αναγγέλλει  στο στρατηγό  τους  επισκέπτες.  Αυτός  ο  άλλος  υπηρέτης  φόραγε  φράκο,  ήταν  πάνω  από  σαράντα χρονών κι είχε μια πολυάσχολη φυσιογνωμία κι ήταν ο ειδικός κλητήρας του γραφείου κι ο μόνος εντεταλμένος ν' αναγγέλει τους ξένους στην Αυτού Εξοχότητα και γι' αυτό είχε πλήρη συνείδηση της αξίας του. 

    —  Περιμένετε  στον  προθάλαμο  και  το  μπογαλάκι  αφήστε  το  εδώ  —πρόφερε  αυτός  και στρογγυλοκάθισε  χωρίς  να  βιάζεται,  με  πολλή  σοβαρότητα  στην  πολυθρόνα  του∙  κοίταζε  με 

  • Digitized by 10uk1s 

    αυστηρή απορία τον πρίγκιπα, που βολεύτηκε κι αυτός δίπλα του σε μια καρέκλα με το μπογαλάκι του στα χέρια. 

    — Αν μου επιτρέπετε —είπε ο πρίγκιπας— θα προτιμούσα να περιμένω εδώ μαζί σας, γιατί... τι να κάνω κει μέσα μονάχος μου; 

    — Δεν αρμόζει να μείνετε στο χολ, γιατί είστε επισκέπτης, μ' άλλους λόγους ξένος. Θέλετε να δείτε τον ίδιο το στρατηγό; 

    Ο υπηρέτης φαίνεται πως δεν το 'χε πάρει ακόμα απόφαση να εισαγάγει έναν τέτοιο επισκέπτη και πήρε το θάρρος να τον ξαναρωτήσει. 

    — Ναι έχω να του μιλήσω για μια υπόθεση... —άρχισε να λέει ο πρίγκιπας. 

    — Δε σας ρωτάω ποια ακριβώς είναι η υπόθεση σας. Η δουλειά μου είναι να σας αναγγείλω. Χωρίς το γραμματέα όμως, σας το είπα, δεν μπορώ να σας αναγγείλω. 

    Η δυσπιστία αυτού του ανθρώπου φαινόταν να μεγαλώνει όλο και περισσότερο: ο πρίγκιπας ήταν υπερβολικά διαφορετικός απ' τους καθημερινούς επισκέπτες και μόλο που ο στρατηγός βρισκόταν στην  ανάγκη,  αρκετά  συχνά,  σχεδόν  κάθε  μέρα  μια  ορισμένη  ώρα,  να  δέχεται,  ιδιαίτερα  για υποθέσεις,  λογιώ‐λογιώ  επισκέπτες,  όμως,  ο  θαλαμηπόλος  παρ'  όλο  που  τα  'χε  συνηθίσει  κάτι τέτοια κι είχε πάρει αρκετά λεπτομερείς οδηγίες, βρισκόταν σε μεγάλη αμφιβολία∙ η μεσολάβηση του γραμματέα για την αναγγελία ήταν απαραίτητη. 

    — Ώστε πράγματι είστε... απ' το Εξωτερικό; —ρώτησε επιτέλους σχεδόν άθελά του και δεν ήξερε τι να προσθέσει∙ ίσως να 'θελε να ρωτήσει: «ώστε πράγματι είστε ο πρίγκιπας Μίσκιν;» 

    — Ναι, τώρα μόλις έφτασα με το τρένο. Μου φαίνεται πως θέλατε να ρωτήσετε: Είμαι πράγματι ο πρίγκιπας Μίσκιν; Δε με ρωτήσατε όμως από ευγένεια. 

    — Χμ —ξεροκατάπιε ο κατάπληκτος υπηρέτης. 

    — Σας βεβαιώ πως δε σας είπα ψέματα, και δε θα βρείτε καθόλου τον μπελά σας εξαιτίας μου. Όσο για το ότι είμαι σ' αυτά τα χάλια και με το μπογαλάκι—δεν είναι καθόλου απορίας άξιον∙ προς το παρόν η κατάστασή μου δεν είναι και τόσο ανθηρή. 

    — Χμ... Δεν είναι αυτό που φοβάμαι, βλέπετε. Υποχρέωσή μου να σας αναγγείλω και θα  'ρθει να σας  δει  ο  γραμματεύς,  εκτός  αν  εσείς...  Περί  αυτού  τούτου  πρόκειται  ακριβώς,  που  υπάρχει  το εκτός. Μην τυχόν ήρθατε να ζητήσετε οικονομική ενίσχυση απ' το στρατηγό; Με συγχωρείτε για την ερώτηση που τολμώ να σας απευθύνω. 

    — Ω, όχι, όχι, όσο γι' αυτό να μείνετε απολύτως ήσυχος. Έχω άλλη δουλειά. 

    —  Να  με  συγχωρείτε,  σας  ρώτησα  μονάχα...  έτσι  που  σας  είδα...  καταλαβαίνετε.  Περιμένετε  το γραμματέα∙  ο  στρατηγός  είναι  τώρα  απασχολημένος  με  το  συνταγματάρχη  κι  εξάλλου  πρέπει  να 'ρθει κι ο γραμματέας... της κομπανίας. 

    — Πράγμα που σημαίνει...  αν πρόκειται  να περιμένω πολλήν ώρα θα σας παρακαλούσα  το  εξής: μήπως είναι δυνατό να καπνίσω πουθενά εδώ πέρα; Έχω μαζί μου τσιμπούκι και καπνό. 

    — Να καπνίσετε;—του  'ριξε μια περιφρονητική ματιά ο θαλαμηπόλος σα να μην πίστευε στ' αυτιά 

  • Digitized by 10uk1s 

    του: —να καπνίσετε; Όχι, εδώ δεν μπορείτε να καπνίσετε κι επιπλέον είναι και ντροπή σας απλώς και μόνο που το σκεφτήκατε. Χε... περίεργο! 

    — Ω δεν εννοούσα φυσικά σ' αυτό το δωμάτιο∙ ξέρω, μη νομίσετε πως δεν ξέρω∙ θα 'βγαινα κάπου, κει που θα μου δείχνατε εσείς,  επειδή καπνίζω πολύ κι  είναι κάπου τρεις ώρες που δεν κάπνισα. Όμως, όπως αγαπάτε και, ξέρετε, υπάρχει μια παροιμία που λέει: κάθε μαχαλάς και... 

    —  Μα  πώς  να  τον  αναγγείλω  τούτον  εδώ; —μουρμούρισε  σχεδόν  άθελά  του  ο  θαλαμηπόλος— Πρώτα‐πρώτα δε  θα  'πρεπε  καν  να βρίσκεσθε  εδώ,  μα  να  κάθεστε  στον προθάλαμο,  διότι  είσθε, ούτως ειπείν, επισκέπτης, μ' άλλους λόγους ξένος και θα μου ζητηθούν ευθύνες... Μα δε μου λέτε, μήπως  έχετε σκοπό  να  εγκατασταθείτε  εδώ πέρα; —πρόσθεσε  στραβοκοιτάζοντας  για μια ακόμα φορά το μπογαλάκι του πρίγκιπα που όπως φαίνεται, δεν τον άφηνε να ησυχάσει. 

    — Όχι, δεν το νομίζω. Ακόμα κι αν με καλέσουν, δε θα μείνω. Ήρθα απλώς να γνωριστώ και τίποτε άλλο. 

    —  Πώς;  Να  γνωριστείτε; —ρώτησε  ο  θαλαμηπόλος  με  απορία  και  τριπλασιασμένη  καχυποψία;—Πώς μου είπατε λοιπόν στην αρχή πως ήρθατε για μια σπουδαία υπόθεση; 

    — Ω, σχεδόν δεν έχω καμιά υπόθεση! Δηλαδή, αν επιμένετε, έχω βέβαια μια υπόθεση, έτσι απλώς, θέλω  να  ζητήσω μια  συμβουλή,  κυρίως  όμως  έχω  έρθει  για  να  συστηθώ,  επειδή  είμαι  πρίγκιπας Μίσκιν κι η στρατηγίνα Επάντσινα είναι επίσης  τελευταία απ'  τους πρίγκιπες Μίσκιν  κι  εκτός από μένα και κείνην άλλοι Μίσκιν δεν υπάρχουν. 

    — Σα να λέμε είστε και συγγενής επιπλέον; αναταράχτηκε ο υπηρέτης που 'χε σχεδόν τρομάξει. 

    —  Και  σ'  αυτό  θα  σας  απαντήσω  πως  σχεδόν  όχι.  Εδώ  που  τα  λέμε,  αν  το  παρατεντώσουμε  το πράμα  είμαι  φυσικά  συγγενής,  τόσο  μακρινός  όμως,  που  είναι  σχεδόν  αδύνατο  να  με  θεωρήσει κανείς  σαν συγγενή.  Έτυχε μια φορά  να στείλω στη στρατηγίνα  ένα  γράμμα απ'  το  Εξωτερικό μα εκείνη  δε  μου  απάντησε.  Παρ'  όλα  αυτά,  εγώ  το  θεώρησα  αναγκαίο  να  συνάψω  σχέσεις  με  την ευκαιρία της επιστροφής μου. Κι αν κάθομαι τώρα και σας τα εξηγώ όλα αυτά, το κάνω για να μην έχετε  αμφιβολίες,  γιατί  βλέπω  πως  εξακολουθείτε  ακόμα  να  είστε  ανήσυχος:  αναγγείλατε  τον πρίγκιπα Μίσκιν κι αυτό φτάνει∙ όταν πείτε το όνομά μου θα γίνει αμέσως φανερή και η αιτία της επίσκεψής  μου.  Αν  με  δεχτούν,  πάει  καλά,  αν  δε  με  δεχτούν —  ίσως  να  'ναι  ακόμα  καλύτερα. Μονάχα  που  σα  να  μου φαίνεται  πως  δεν  μπορούν  να  μη  με  δεχτούν:  η  στρατηγίνα  δεν  μπορεί παρά  να  θελήσει  να  δει  τον  πρεσβύτερο  και  μοναδικό  εκπρόσωπο  της  γενιάς  της,  και  ξέρω  πως τρέφει πολύ μεγάλη εκτίμηση σ' αυτήν, όπως έχω ακουστά σύμφωνα με ακριβείς πληροφορίες. 

    Θα 'λεγε κανείς πως οι κουβέντες του πρίγκιπα ήταν οι πιο απλές, μα όσο απλούστερες ήταν, τόσο γίνονταν σ' αυτήν την περίπτωση πιο ακαταλόγιστες, κι ο έμπειρος θαλαμηπόλος δεν μπόρεσε να μη νιώσει πως εκείνο που είναι απόλυτα ευπρεπές όταν λέγεται από κύριο σε κύριο, είναι απόλυτα απρεπές  όταν  λέγεται  από  έναν  επισκέπτη  σ'  έναν  υπηρέτη.  Κι  επειδή  οι  υπηρέτες  είναι  πολύ εξυπνότεροι  απ'  όσο  νομίζουν  συνήθως  γι'  αυτούς  οι  κύριοί  τους,  ο  θαλαμηπόλος  σκέφτηκε πως εδώ ένα από τα δύο θα πρέπει να συμβαίνει: ή ο πρίγκιπας είναι κανένας αλήτης κι ήρθε το δίχως άλλο  να  ζητήσει  ελεημοσύνη  ή  ο  πρίγκιπας  είναι  απλώς  ένας  χαζούλης  χωρίς  καθόλου  εγωισμό, γιατί ένας έξυπνος πρίγκιπας με εγωισμό δε θα καθότανε στο χολ κι ούτε θ' άνοιγε κουβέντα για τις υποθέσεις  του  μ'  ένα  λακέ  και  το  συμπέρασμα  είναι—μήπως  και  στις  δύο  περιπτώσεις  βρει  ο υπηρέτη�