Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

75

description

greek

Transcript of Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Page 1: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence
Page 2: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

D.H. LAWRENCE

Η παρθένα και ο τσιγγάνος

Μετάφραση:

Χρύσα Κούτρα

ΡΟΕΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Εισαγωγή

Ο Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς γεννήθηκε στο Ίστγουντ του Νοτινγκχαμσάιρ το 1885. Ήταντο τέταρτο από τα πέντε παιδιά ενός ανθρακωρύχον και της αστής γυναίκας, του. Φοίτησεστο Γυμνάσιο του Νότινγκχαμ και στο Nottingham University College. To πρώτο τουμυθιστόρημα, -«To Λευκό Παγώνι» («The White Peacock») κυκλοφόρησε το 1911, μόλιςλίγες εβδομάδες μετά το θάνατο της μητέρας του, με την οποία ήταν παθολογικάσυνδεδεμένος. Εκείνη την περίοδο έδωσε τέλος στη σχέση του με την Τζέσι Τσέιμπερς (τηΜίριαμ στο «Γιοί και Εραστές») και αρραβωνιάστηκε τη Λουί Μπάροους. Η καριέρα του ωςδασκάλου σε σχολείο τελείωσε το 1911, εξαιτίας της ασθένειας που τελικά αποδείχθηκε ότιήταν φυματίωση.

Το 1912 ο Λόρενς το έσκασε στη Γερμανία με τη Φρίντα Γουίκλι. Η Φρίντα ήταν ηΓερμανίδα σύζυγος ενός πρώην καθηγητή του στις ξένες γλώσσες. Παντρεύτηκαν, ότανεπέστρεψαν στην Αγγλία, το 1914. Ο Λόρενς, εκείνη την εποχή, ζούσε από το γράψιμο, ανκαι ήταν βυθισμένος στην ανασφάλεια. Τα σημαντικότερα μυθιστορήματά του, «ΤοΟυράνιο Τόξο» («The Rainbow») και «Ερωτευμένες Γυναίκες» («Women in Love»),ολοκληρώθηκαν το 1915 και το 1916. Το μεν πρώτο απαγορεύτηκε ενώ για το δεύτερο δενμπορούσε να βρει εκδότη.

Μετά τον πόλεμο ο Λόρενς άρχισε το λεγόμενο «πρωτόγονο προσκύνημά του» σεαναζήτηση ενός πιο ικανοποιητικού τρόπου ζωής από αυτόν που προσέφερε ο βιομηχανικόςδυτικός πολιτισμός. Αυτό τον οδήγησε στη Σικελία, την Κεϋλάνη, την Αυστραλία και, τέλος,στο Νέο Μεξικό. Οι Λόρενς γύρισαν στην Ευρώπη το 1925. Το τελευταίο μυθιστόρημα τουΛόρενς, «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» («Lady Chatterley’s Lover»), απαγορεύθηκε το1928 και οι πίνακές του κατασχέθηκαν το 1929. Πέθανε στη Βενετία το 1930, σε ηλικία 44ετών.

Ο Λόρενς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της σύντομης ζωής του απολαμβάνοντας τη ζωή.Ωστόσο, μας άφησε πάρα πολλά έργα μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα,δοκίμια, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μεταφράσεις και αλληλογραφία. Μετά το θάνατό του ησύζυγός του Φρίντα, έγραψε: «Ό,τι είδε και ένιωσε και γνώρισε, tq. έδωσε με τα γραπτά τουστους συνανθρώπους του, την ομορφιά της ζωής, την ελπίδα για περισσότερη ζωή... έναηρωικό, ανεκτίμητο δώρο».

Page 3: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

I

ΟΤΑΝ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΟΥ ΤΟ ΕΣΚΑΣΕ Μ’ένα νεαρό και απένταρο άνδρα, ξέσπασεμεγάλο σκάνδαλο. Τα δυο της κοριτσάκια ήταν μόλις επτά και εννέα χρονών, αντιστοίχως.Και ο εφημέριος ήταν τόσο καλός σύζυγος. Μπορεί, βέβαια, τα μαλλιά του να ήταν γκρίζα,όμως το μουστάκι του ήταν μαύρο. Ήταν ωραίος άνδρας και ακόμη γεμάτος κρυφό πάθος γιατην παρορμητική και όμορφη γυναίκα του.

Γιατί έφυγε; Γιατί ξέσπασε με τόσο απότομο τρόπο λες και την είχε αγγίξει η τρέλα;

Κανείς δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση. Μόνο οι θεοσεβούμενοι είπαν ότι ήτανπαλιογυναίκα. Ενώ μερικές από τις καλές γυναίκες δεν είπαν τίποτε. Εκείνες ήξεραν.

Τα δυο κοριτσάκια δεν έμαθαν ποτέ. Είχαν πληγωθεί και τελικά έφτασαν στο συμπέρασμαότι όλα έγιναν επειδή η μητέρα τους δε νοιαζόταν γι’ αυτές.

Ο κακός άνεμος, που δε φέρνει τίποτε καλό σε κανέναν, σάρωσε την οικογένεια τουεφημέριου με το φύσημά του. Ύστερα, όμως, για δες! Ο εφημέριος, που ήταν αρκετάδιακεκριμένος δοκιμιογράφος και αμφισβητίας και του οποίου η ιστορία είχε προκάλεσα τησυμπάθεια στους κύκλους των διανοούμενων, μετατέθηκε στην ενορία του Πάπλγουικ. ΟΚύριος είχε μετριάσα τον άνεμο της δυστυχίας προσφέροντάς του μια θέση πρεσβύτερουστα βόρεια.

Το πρεσβυτέριο ήταν ένα μάλλον άκομψο, πέτρινο κτίσμα κοντά στον ποταμό Παπλ, πρινμπεις στο χωρίο. Πιο κάτω, μετά το σημείο όπου ο δρόμος διασχίζει το ρέμα, βρίσκονταν ταμεγάλα, παλιά, πέτρινα βαμβακουργεία, που κάποτε κινούνταν με το νερό. Ο δρόμος έστριβεκαι ανέβαινε το λόφο, καταλήγοντας στα γυμνά, πλινθόστρωτα σοκάκια του χωριού.

Στην οικογένεια του εφημέριου έγιναν αποφασιστικές αλλαγές με αφορμή τη μετακόμισηστο πρεσβυτέριο. Ο εφημέριος, και τώρα πια πρεσβύτερος, έφερε την ηλικιωμένη μητέρατου, την αδελφή του καθώς κι έναν αδελφό του από την πόλη.

Τα δυο κοριτσάκια βρέθηκαν σ’ ένα περιβάλλον πολύ διαφορετικό από εκείνο του παλιούσπιτιού.

Ο πρεσβύτερος ήταν πια σαράντα επτά χρονών* είχε επιδείξει μια έντονη και όχι τόσο άξιοπρεπή στενοχώρια μετά τη φυγή της συζύγου του. Κάποιεςττυμπονετικές κυρίες τον είχαναποτρέψει από την αυτοκτονία. Τα μαλλιά του είχαν σχεδόν ασπρίσει και είχε άγρια,τραγική όψη. Αρκούσε μόνο να τον κοιτάξεις για να καταλάβεις πόσο τρομερή ήταν όληαυτή η ιστορία για κείνον και πόσο είχε εξαπατηθεί.

Ωστόσο κάπου υπήρχε μια παραφωνία. Και μερικές κυρίες, που στην αρχή είχαν συμπονέσειβαθύτατα τον εφημέριο, .αντιπαθούσαν μυστικά τον πρεσβύτερο. Οταν όλα τέλειωσαν,ένιωθες ότι έκρυβε κάποιο φαρισαϊσμό μέσα του.

Τα κοριτσάκια, φυσικά, δέχτηκαν την ετυμηγορία της οικογένειας, μ’ εκείνον τοσυγκεχυμένο τρόπο που έχουν τα παιδιά. Η Γιαγιά, που είχε περάσει τα εβδομήντα και σιγάσιγά έχανε την όρασή της, έγινε η κεντρική μορφή του σπιτιού. Η θεία Σίσσυ, που ήτανπάνω από σαράντα χρονών, ωχρή, ευσεβής, μ’ ένα σκουλήκι να της τρώει τα σωθικά,

Page 4: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

κρατούσε το σπίτι. Ο θείος Φρεντ, ένας τσιγγούνης άντρας, γύρω στα σαράντα, με γκρίζοπρόσωπο, που ζούσε ανέντιμα και νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του, πήγαινε κάθε μέραστην πόλη. Και ο πρεσβύτερος, βέβαια, ήταν το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας, μετάτη Γιαγιά.

Τη φώναζαν «η Μητέρα». Ήταν από εκείνες τις φύσει άξεστες, πονηρές γριές, που σ’ όλητης τη ζωή κατάφερνε να γίνεται το δικό της, κολακεύοντας τις αδυναμίες των ανδρών πουτην περιέβαλλαν. Πολύ γρήγορα πήρε το μήνυμα. Ο πρεσβύτερος «αγαπούσε» ακόμη τηνπαραστρατημένη γυναίκα του και θα την «αγαπούσε» μέχρι να πεθάνει. Τσιμουδιά, λοιπόν!Το αίσθημα του πρεσβύτερου ήταν ιερό. Μέσα στην καρδιά του φυλούσε ευλαβικά τηνεικόνα του αγνού κοριτσιού που είχε παντρευτεί και είχε λατρέψει.

Έξω, στον κακό κόσμο, τριγύριζε, την ίδια στιγμή, μια ανυπόλυπτη γυναίκα η οποία είχεπροδώσει τον πρεσβύτερο και είχε εγκαταλείψει τα παιδάκια του. Τώρα ζούσε μ’ ένανεαρό, ποταπό άνδρα, ο οποίος, χωρίς αμφιβολία, θα την οδηγούσε στον ξεπεσμό, όπως τηςάξιζε. Ας το καταλάβαιναν αυτό καλά όλοι και μετά τσιμουδιά! Γιατί στην άδολη, ευγενικήκαρδιά του πρεσβύτερου άνθιζε ακόμη το αγνό, πάλλευκο κρίνο της νεαρής γυναίκας του.Αυτό το λευκό κρίνο δεν είχε μαραθεί. Το άλλο πλάσμα, που το είχε σκάσει μ’ εκείνον τοναχρείο, δεν τον αφορούσε.

Η Μητέρα, η οποία προηγουμένως υπήρξε κάπως παραμελημένη και ασήμαντη ως χήρα σεένα μικρό σπιτάκι, τώρα κατέλαβε τα ηνία του πρεσβυτέριου και στύλωσε το γέρικο σώματης γερά και πάλι. Κανείς δεν μπορούσε να την εκθρονίσει. Αναστέναζε πονηρά, τιμώνταςτην αφοσίωση του πρεσβύτερου στο αγνό, λευκό κρίνο, ενώ προσποιούνταν ότι τηναποδοκίμαζε. Με προσποιητό σεβασμό για τη μεγάλη αγάπη του γιου της, δεν έλεγε τίποτεεναντίον εκείνης της τσουκνίδας που άνθιζε στον κακό κόσμο και που κάποτε λεγόταν ΚυρίαΆρθουρ Σέιγουελ. Τώρα, δόξα τω Θεώ, που είχε ξαναπαντρευτεί, δεν ήταν πια η κυρίαΆρθουρ Σέιγουελ. Καμία γυναίκα δεν έφερε το όνομα του πρεσβύτερου. Το αγνό, λευκόκρίνο άνθιζε in perpetuum1, χωρίς ονοματολογία. Η οικογένεια τη θυμόταν ως Εκείνη-που-ήταν η Σύνθια.

Όλα αυτά ήταν δουλειά της Μητέρας. Έτσι ήταν σίγουρη ότι ο Άρθουρ δε θαξαναπαντρευόταν ποτέ. Τον κρατούσε από την πιο λεπτή αδυναμία του, την κρυφήαυταρέσκειά του. Είχε παντρευτεί ένα άσπιλο, λευκό κρίνο. Ο τυχερός! Είχε πληγωθεί. Οκαημένος! Είχε πονέσει. Αχ, τι ευαίσθητη καρδιά! Και είχε... συγχωρέσει! Ναι, το λευκόκρίνο είχε συγχωρεθεί. Είχε προνοήσει γι’ αυτήν ακόμη και στη διαθήκη του, όταν ο άλλος οαχρείος Σιωπή! Μην πλησιάζετε καν τόσο κοντά στη φρικτή τσουκνίδα, στο βρόμικο έξωκόσμο! Σ* Εκείνη-που-ήταν η Σύνθια. Αφήστε το λευκό κρίνο να ανθίζει μακριά, απρόσιτο,στα ύψη του παρελθόντος. Το παρόν είναι μια άλλη ιστορία.

Τα παιδιά μεγάλωναν μέσα σε αυτό το κλίμα ύπουλου αυτο-καθαγιασμού και συγκάλυψης.Κι αυτά έβλεπαν το κρίνο σε απρόσιτα ύψη. Κι αυτά ήξεραν ότι ορθωνόταν με μοναχικήμεγαλοπρέπεια ψηλά, πάνω από τη ζωή τους και δεν επρόκειτο να το αγγίξουν ποτέ.

Την ίδια στιγμή, από το βρόμικο κόσμο έφτανε καμιά φορά μια δυσάρεστη, αποκρουστικήμυρωδιά εγωισμού και έκλυτης λαγνείας, η μυρωδιά εκείνης της απαίσιας τσουκνίδας,Εκείνης-πουήταν η Σύνθια. Αυτή η τσουκνίδα, πράγματι, κατάφερνε κάθε τόσο να αγγίζειλίγο τα κορίτσια, τα παιδιά της. Και αυτό έκανε την γκριζομάλλα Μητέρα να τρέμει μέσατης από το μίσος. Διότι αν Εκείνη-που-ήταν η Σύνθια ξαναγύριζε κάποτε, δε θα έμενε τίποτεαπό τη Μητέρα. Ένα κρυφό κύμα μίσους περνούσε από τη γριά γιαγιά στα κορίτσια, τους

Page 5: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

καρπούς εκείνης της βρομερής και ανήθικης τσουκνίδας, εκείνης της Σύνθια, η οποία τόσοεπιμελώς έτρεφε περιφρόνηση για τη Μητέρα.

Με όλα αυτά ήταν ανακατεμένη η ζωηρή ανάμνηση των παιδιών από το πραγματικό τουςσπίτι, την κατοικία του εφημέριου στο νότο, και από τη λαμπερή, αλλά όχι τόσο αξιόπιστημητέρα τους, τη Σύνθια.

Είχε γεμίσει το σπίτι με μια μεγάλη φλόγα, ένα χείμαρρο ζωής, σαν αστραπιαίος κιεπικίνδυνος ήλιος, που διαρκώς έφευγε και ξαναερχόταν. Πάντα συνέδεαν την παρουσία τηςμε τη φωτεινότητα, αλλά και με τον κίνδυνο, με τη λάμψη αλλά και με επίφοβο εγωισμό. ’

Τώρα η λάμψη είχε σβήσει και το λευκό κρίνο, σαν πορσελάνινο στεφάνι, είχε παγώσειπάνω στον τάφο του. Ο κίνδυνος της ρευστότητας, η ιδιαίτερα επίφοβη μορφή εγωισμούείχαν χαθεί, όπως τα λιοντάρια και οι τίγρεις. Τώρα επικρατούσε μια απόλυτη σταθερότητα,μέσα στην οποία μπορούσε κανείς να πεθάνει ασφαλής.

Όμως εκείνες μεγάλωναν. Και όσο μεγάλωναν, ένιωθαν όλο και πιο μπερδεμένες, όλο καιπιο σαστισμένες. Η Μητέρα, όσο γερνούσε, σιγά σιγά έχανε το φως της. Κάποιος έπρεπε νατην οδηγεί. Δε σηκωνόταν από το κρεβάτι πριν το μεσημέρι. Μα ακόμα και τυφλή ήκατάκοιτη, αυτή κρατούσε το σπίτι.

Εξάλλου δεν ήταν κατάκοιτη. Οταν ήταν εκεί οι άντρες, η Μητέρα καθόταν στο θρόνο της.Ήταν πολύ πονηρή για να προκαλέσει την αδιαφορία των άλλων. Ειδικά όταν είχεανταγωνιστές.

Ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της ήταν το μικρότερο κορίτσι, η Υβέτ. Η Υβέτ είχε κάτι απότην αφηρημένη, απρόσεκτη ανεμελιά Εκείνης-πουήταν η Σύνθια. Όμως τούτη εδώ ήταν πιουπάκουη. Ίσως η Γιαγιά την είχε πιάσει στα δίχτυα της εγκαίρως. Ίσως!

Ο πρεσβύτερος τη λάτρευε την Υβέτ, και την κακομάθαινε με την ξεμωραμένη του αγάπητόσο πολύ που έλεγε: δεν είμαι ένα ευαίσθητο, καλοσυνάτο γεροντοπαλίκαρο; Του άρεσε ναβλέπει έτσι τον εαυτό του και η Μητέρα, πάλι, ήξερε τις αδυναμίες του απ’ έξω κιανακατωτά. Τις ήξερε και τις εκμεταλλευόταν, μετατρέποντάς τις σε πλεονεκτήματα τουχαρακτήρα του. Εκείνος ήθελε να φαίνεται ότι έχει ελκυστικό χαρακτήρα, όπως οι γυναίκεςθέλουν να έχουν ελκυστικά φορέματα. Και η Μητέρα, με πανουργία, εξωράιζε ταελαττώματα και τις ελλείψεις του. Η μητρική της αγάπη ήταν το κλειδί για τις αδυναμίες του,τις οποίες έκρυβε για χάρη του με διάφορα κοσμητικά. Ενώ Εκείνη-πουήταν η Σύνθια! Μαας μη μιλάμε γι’ αυτή σ’ αυτό το σημείο. Στα μάτια της, ο πρεσβύτερος ήταν σχεδόν έναςκαμπούρης και ηλίθιος.

Το περίεργο ήταν ότι η Γιαγιά κατά βάθος μισούσε τη Λουσίλ, τη μεγαλύτερη κόρη, πιοπολύ από την πάραχαϊδεμένη Υβέτ. Η Λουσίλ, η ανήσυχη και ευέξαπτη, ένιωθε ότιβρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Γιαγιάς περισσότερο από την κακομαθημένη καιαφηρημένη Υβέτ.

Από την άλλη πλευρά, η θεία Σίσσυ μισούσε την Υβέτ. Μισούσε και μόνο το όνομά της. Ηζωή της θείας Σίσσυ είχε θυσιαστεί για τη Μητέρα, και η Θεία Σίσσυ το ήξερε αυτό, και ηΜητέρα ήξερε ότι το ήξερε. Όμως, καθώς περνούσαν τα χρόνια, κατέληξε να γίνει μιασύμβαση. H σύμβαση της θείας Σίσσυ είχε γίνει αποδεκτή από όλους, συμπεριλαμβανομένηςκαι της ίδιας της Σίσσυ. Προσευχόταν πολύ γι’ αυτό. Πράγμα που έδειχνε επίσης ότι είχε τα

Page 6: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

δικά της αισθήματα κρυμμένα κάπου βαθιά, η καημενούλα. Είχε πάψει να είναι η Σίσσυ,είχε χάσει τη ζωή της και το φύλο της. Και τώρα που πλησίαζε τα πενήντα, παράξενεςπράσινες φλόγες οργής άναβαν μέσα της και τότε έχανε τα λογικά της.

Όμως η Γιαγιά την κρατούσε υπό τον έλεγχο της. Και ο μόνος σκοπός στη ζωή της θείαςΣίσσυ ήταν να φροντίζει τη Μητέρα.

Οι πράσινες φλόγες του μίσους της θείας Σίσσυ, μερικές φορές άναβαν εναντίον όλων των νεαρών υπάρξεων. Η δύστυχη, προσευχόταν και προσπαθούσε να πάρει συγχώρεση από τονΟυρανό. Αλλά αυτό που της είχαν κάνει δεν μπορούσε να το συγχωρέσει καΓ-μερικές φορέςτο φαρμάκι ξεχυνόταν στις φλέβες της.

Όχι πως η Μητέρα ήταν καμιά ζεστή, καλοσυνάτη ψυχή. Δεν ήταν. Απλώς προσποιούνταν μευστεροβουλία. Και αυτό το κατάλαβαν σιγά σιγά τα κορίτσια. Κάτω από τον παλιομοδίτικο,δαντελένιο σκούφο της, κάτω από τα ασημένια της μαλλιά και το μαύρο μετάξι του χοντρού,κοντού, κυρτού κορμιού της, αυτή η γριά έκρυβε μια παμπόνηρη καρδιά, η οποίααποζητούσε διαρκώς τη γυναικεία της δύναμη. Και μέσα από την αδυναμία των μαραμένων,νωθρών αντρών που είχε αναθρέψει, κρατούσε τη δύναμή της, καθώς περνούσαν τα χρόνιααπό πάνω της, από τα εβδομήντα ως τα ογδόντα και από το ογδόντα, στην καινούργια φάση,προς τα ενενήντα.

Στην οικογένεια υπήρχε ολόκληρη παράδοση «αφοσίωσης»* αφοσίωση του ενός προς τονάλλον και ειδικά προς τη Μητέρα. Η Μητέρα, φυσικά, ήταν ο άξονας της οικογένειας. Ηοικογένεια αποτελούσε την προέκταση του εγώ της. Την κάλυπτε φυσικά με τη δύναμή της.Και οι γιοι και οι κόρες της, όντας αδύναμοι και διαλυμένοι, ήταν βέβαια αφοσιωμένοι. Έξωαπό τους κόλπους της οικογένειας, τι άλλο μπορούσε να τους περιμένει πέρα από κίνδυνο,προσβολή και ατίμωση; Μήπως ο πρεσβύτερος δεν το είχε ζήσει αυτό στο γάμο του; Έτσιτώρα, προσοχή! Προσοχή και αφοσίωση μπροστά στον κόσμο. Και ας υπάρχει όσο μίσος καιέχθρα θέλεις μέσα στην οικογένεια. Προς τον έξω κόσμο, ένας αδιαπέραστος φράχτηςομοφωνίας.

II

ΟΜΩΣ ΜΟΝΟΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΓΥΡΙΣΑΝ οριστικά στο σπίτι από το σχολείο,ένιωσαν πραγματικά το βάρος του άψυχου, γέρικου χεριού της Γιαγιάς πάνω στη ζωή τους.ΗΛουσίλ πλησίαζε πια τα είκοσι ένα και η Υβέτ τα δεκαεννιά. Είχαν φοιτήσει σ’ ένακολέγιο θηλέων και το τελευταίο έτος είχαν πάει στη Λωζάνη και ήταν ό,τι θα περίμενεκανείς: ψηλά, νεαρά πλάσματα, με δροσερά, ευαίσθητα προσωπάκια, κοντοκομμένα μαλλιάκαι αγορίστικους τρόπους.

«Το πιο βαρετό πράγμα στο Πάπλγουικ», είπε η Υβέτ, καθώς στεκόταν στο πλοίο πουδιέσχιζε τη Μάγχη, ατενίζοντας τους βαθύγκριζους βράχους του Ντόβερ που έρχονταν όλοκαι πιο κοντά, «είναι ότι δεν υπάρχουν άντρες. Γιατί ο Μπαμπάς να μην έχει μερικούςωραίους τύπους για φίλους; Όσο για το θείο Φρεντ, είναι ανυπόφορος!»

«Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει», είπε η Λουσίλ, πιο φιλοσοφημένα.

«Ξέρεις από πριν τι να περιμένεις», είπε η Υβέτ.

Page 7: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Χορωδία τις Κυριακές, κι εγώ τις μισώ τις μεικτές χορωδίες. Οι φωνές των αγοριών είναιυπέροχες, όταν δεν υπάρχουν γυναίκες. Και κατηχητικό και Αλληλοβοηθητική ΕταιρείαΚορασίδων και κοινωνικές συγκεντρώσεις, όλα εκείνα τα συμπαθή γερόντια που ρωτούνγια την υγεία της Γιαγιάς! Ούτε ένας νέος άνθρωπος της προκοπής σε τόσα μίλια»»

«Α, δεν ξέρω!», είπε η Λουσίλ. «Υπάρχουν πάντα οι Φράμλεϊς. Και ξέρεις ότι ο ΤζέριΣόμερκοτς σε λατρεύει».

«Ουφ, μισώ τους τύπους που με λατρεύουν!», φώναξε η Υβέτ, ανασηκώνοντας τηνευαίσθητη μυτούλα της. «Μου προκαλούν πλήξη. Ασε που γίνονται κολητσίδα».

«Καλά, τι θέλεις εσύ, αν δεν αντέχεις ούτε να σε λατρεύουν; Εγώ νομίζω ότι είναι πολύκαλό. Αφού δεν πρόκειται να τους παντρευτείς ποτέ, γιατί λοιπόν, δεν τους αφήνεις να σελατρεύουν, εφόσον αυτό τους κάνει να νιώθουν καλά;»

«Α, μα εγώ θέλω να παντρευτώ», φώναξε η Υβέτ.

«Τότε, λοιπόν, άστους να σε λατρεύουν μέχρι να βρεις κάποιον που ίσως θα μπορούσες ναπαντρευτείς».

«Δε θα το έκανα ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο.

Τίποτε δε με απωθεί περισσότερο από ένα τύπο που με λατρεύει. Με κάνουν να πλήττωτόσο! Με κάνουν να-νιώθω απαίσια».

«Κι εμένα το ίδιο, όταν γίνονται πιεστικοί. Αλλά όταν μένουν σε απόσταση, νομίζω ότι είναιεντάξει».

«Εγώ θα ήθελα να ερωτευθώ παράφορα».

«Πολύ πιθανόν! Εγώ, πάλι όχι! Θα το σιχαινόμουν. Μπορεί κι εσύ το ίδιο να ένιωθες, ανσου συνέβαινε πραγματικά. Εξάλλου, πρέπει να ηρεμήσουμε λιγάκι, πριν αποφασίσουμε τιθέλουμε τελικά στη ζωή μας».

«Μα δε νιώθεις απαίσια που γυρίζουμε στο Πάπλγουικ;» φώναξε η Υβέτ, ανασηκώνοντας τηνεανική, ευαίσθητη μυτούλα της.

«Μπα. Όχι ιδιαίτερα. Μου φαίνεται ότι θα βαρεθούμε κάπως. Μακάρι ο Μπαμπάς νααγόραζε αυτοκίνητο. Μάλλον θα πρέπει να ξεθάψουμε τα παλιά μας ποδήλατα. Δε θα’θελες να ανέβουμε στο Τάνσι Μουρ;»

«Σαν τρελή! Παρόλο που είναι κουραστικό να ανεβαίνεις μ’ ένα παλιό ποδήλατο πάνω σ’εκείνους τους λόφους».

Το πλοίο πλησίαζε τους γκρίζους βράχους. Ήταν καλοκαίρι, αλλά η μέρα ήταν μουντή. Ταδυο κορίτσια φορούσαν τα παλτά τους με τους γούνινους γιακάδες σηκωμένους, καιμικροσκοπικά, σικ καπέλα, που τα είχαν τραβήξει προς τα κάτω, για να καλύπτουν τα αυτιάτους. Ψηλές, λιγνές, με δροσερά πρόσωπα^ αφελείς, κι όμως γεμάτες αυτοπεποίθηση,μεγάλη αυτοπεποίθηση, με την έπαρση της μαθητριούλας, ήταν τόσο αντιπροσωπευτικέςΑγγλίδες. Φαίνονταν τόσο ελεύθερες μα στην πραγματικότητα ήταν μπερδεμένες καισφιγμένες μέσα τους. Φαίνονταν τόσο ορμητικές και αντικομφορμίστριες μα στηνπραγματικότητα ήταν τόσο συντηρητικές, τόσο, θα ’λεγε κανείς, κλεισμένες βαθιά στον

Page 8: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

εαυτό τους. Έμοιαζαν με εντυπωσιακά, ψηλά, ολοκαίνουργια καΐκια, που μόλις αφήνουν τολιμάνι για να ανοιχτούν στις πλατιές θάλασσες της ζωής. Και, στην ουσία, ήταν δύοδύστυχες νεαρές, ακυβέρντητες ζωές, που περιπλανιούνται από το ένα αγκυροβόλιο στο άλλο.

Το πρεσβυτέριο γέμισε τις καρδιές τους με ρίγος, μόλις μπήκαν. Φαινόταν άσχημο, καισχεδόν αποκρουστικό, μ’ εκείνη την υγρή ατμόσφαιρα της μεσοαστικής, ξεπεσμένης άνεσηςπου έχει πάψει να είναι ευχάριστη και έχει καταντήσει αποπνικτική, βρόμικη. Το γερό,πέτρινο σπίτι φάνηκε στα κορίτσια αποκρουστικό, δεν ήξεραν γιατί. Τα παλιωμένα έπιπλαέμοιαζαν, θα ’λεγε κανείς, άθλια κι ελεεινά, τίποτε δεν ήταν καινούργιο, φρέσκο. Ακόμη καιτο φαγητό στα γεύματα ανέδιδε εκείνη τη φοβερή κι απαίσια μυρωδιά που είναι τόσοαπωθητική για ένα νεαρό πλάσμα που έρχεται από το εξωτερικό. Ροσμπίφ και μουσκεμένολάχανο, κρύο αρνί και πουρές, ξινά τουρσιά, απαράδεκτες πουτίγκες.

Η Γιαγιά, που «έκανε κέφι λιγουλάκι χοιρινό», έτρωγε επίσης και ειδικά φαγητά, ζωμόκρέατος και παξιμάδια ή μια νόστιμη κρεμούλα. Η γκριζοπρόσωπη θεία Σίσσυ δεν έ,τρώγεαπολύτως τίποτε. Καθόταν στο τραπέζι και έβαζε μια και μοναδική, σκέτη βραστή πατάταστο πιάτο της. Δεν έτρωγε ποτέ κρέας. Έτσι καθόταν ακούνητη, όσο διαρκούσε το γεύμα καιόσο η Γιαγιά καταβρόχθιζε βιαστικά τη μερίδα της ήταν τυχερή αν δεν έχυνε τίποτε πάνωστο πρησμένο στομάχι της. Το φαγητό δεν σου άνοιγε την όρεξη. Πώς θα μπορούσεάλλωστε, τη στιγμή που η ίδια η θεία Σίσσυ μισούσε το φαγητό, μισούσε αυτή καθεαυτή τηνπράξη της βρώσης και δεν κατάφερνε ποτέ να κρατήσει μια υπηρέτρια πάνω από τρειςμήνες; Τα κορίτσια έτρωγαν με σιχαμάρα, η μεν Λουσίλ με αξιοθαύμαστο κουράγιο, ενώ ητρυφερή μυτούλα της Υβέτ, φανέρωνε την αηδία της. Μόνο ο ασπρομάλλης πρεσβύτερος,σκούπιζε το μακρύ γκρίζο μουστάκι του με την πετσέτα του και έλεγε αστεία. Κι εκείνονγινόταν όλο και πιο βαρύς και δυσκίνητος, αφού καθόταν στο γραφείο του όλη μέρα, χωρίςνα ασκείται ποτέ. Όμως έλεγε σαρκαστικά αστειάκια όλη την ώρα, καθισμένος εκεί, κάτωαπό τη προστασία της Μητέρας.

Η εξοχή, με τους απόκρημνους λόφους και τις βαθιές, στενές κοιλάδες της, ήταν μουντή καισκοτεινή, αλλά είχε μια δική της έντονη δύναμη. Είκοσι μίλια πιο μακριά, απλωνόταν ομαύρος βιομηχανικός βορράς. Κι όμως το χωριό του Πάπλγουικ ήταν σχετικά ερημικό,σχεδόν χαμένο, η ζωή σ’ αυτό πέτρινη και αυστηρή. Όλα ήταν πέτρινα, με μια σκληράδασχεδόν ποιητική: τόσο άκαμπτη ήταν.

Τα πράγματα έγιναν ακριβώς όπως τα είχαν φανταστεί τα κορίτσια: γύρισαν στη χορωδία,βοηθούσαν στην ενορία. Η Υβέτ, όμως, εναντιώθηκε στο Κατηχητικό, στο Σύλλογο τηςΕλπίδας, στην Αλληλοβοηθητική Εταιρεία Κορασίδων στην πραγματικότητα στράφηκεεναντίον όλων εκείνων των δραστηριοτήτων που οργανώνονταν από πεισματάρες γηραιέςκυρίες και ξεροκέφαλους, ηλίθιους, ηλικιωμένους κυρίους. Απέφευγε να πηγαίνει στηνεκκλησία όσο μπορούσε και το ’σκαγε από το πρεσβυτέριο όποτε έβρισκε ευκαιρία. ΟιΦράμλεϊς, μια μεγάλη, άστατη, χαρούμενη οικογένεια πάνω στο Γκρέιντζ, αποτελούσανσημαντικό αποκούμπι. Και αν κάποιος την προσκαλούσε για φαγητό, ακόμη και αν μιαγυναίκα της εργατικής τάξης την καλούσε για τσάι, δεχόταν χωρίς πολλή σκέψη. Στηνπραγματικότητα, κάτι τέτοιο την ενθουσίαζε. Της άρεσε να μιλάει με τους εργάτες, συχνάείχαν θαυμάσια, δυνατά μυαλά. Φυσικά, όμως, ανήκαν σ’ έναν άλλο κόσμο.

Έτσι περνούσαν οι μήνες. Ο Τζέρι Σόμερκοτς εξακολουθούσε να τη λατρεύει. Υπήρχαν κι

Page 9: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

άλλοι που τη λάτρευαν, γιοί αγροτών ή εργοστασιαρχών. Η Υβέτ έπρεπε όντως να περνάεικαλά. Συνέχεια πήγαινε σε πάρτυ και χορούς, έρχονταν φίλοι και την έπαιρναν με τοαυτοκίνητό τους και πήγαιναν στην πόλη, στον απογευματινό χορό του μεγάλου ξενοδοχείουή στο έξοχο, καινούργιο Palais de Dance, που λεγόταν «Pally».

Παρ’ όλα αυτά, πάντα έμοιαζε με πλάσμα υπνωτισμένο. Δεν ήταν ποτέ ελεύθερη να χαρεί.Βαθιά μέσα της κρυβόταν ένας αβάσταχτος καημός, που πίστευε ότι δεν έπρεπε να νιώθεικαι που δεν ήθελε να νιώθει, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη χειρότερος. Ποτέ δενκατάλαβε πού οφειλόταν.

Στο σπίτι, ήταν πολύ ευέξαπτη και αγενής προς τη θεία Σίσσυ. Πράγματι, όλοι στηνοικογένεια είχαν να λένε για τον απαίσιο χαρακτήρα της Υβέτ.

Η Λουσίλ, πάντα πιο πρακτική, έπιασε δουλειά στην πόλη ως ιδιαιτέρα γραμματεύς κάποιουκυρίου που χρειαζόταν μια κοπέλα που να ξέρει απταίστως τη Γαλλική και γραφομηχανή.Πηγαινοερχόταν κάθε μέρα με το τρένο που έπαιρνε και ο θείος Φρεντ. Ωστόσο ποτέ δενταξίδευε μαζί του και, είτε έβρεχε είτε όχι, πήγαινε με το ποδήλατό της μέχρι το σταθμό, ενώεκείνος πήγαινε με τα πόδια.

Τα δυο κορίτσια είχαν καταλήξει ότι αυτό που ήθελαν ήταν μια ευχάριστη κοινωνική ζωή.Και τις ενοχλούσε τρομερά το γεγονός ότι το πρεσβυτέριο δεν προσφερόταν για να καλούντους φίλους τους. Στο πρώτο πάτωμα υπήρχαν μόνο τέσσερα δωμάτια: η κουζίνα, όπουέμεναν οι δυο δυσαρεστημένες υπηρέτριες, η σκοτεινή τραπεζαρία, το γραφείο τουπρεσβυτέρου και το μεγάλο, «οικείο», πληκτικό καθιστικό και σαλόνι. Στην τραπεζαρίαυπήρχε μια θερμάστρα γκαζιού. Μόνο στο καθιστικό υπήρχε μια γερή, αληθινή φωτιά πουέκαιγε συνεχώς. Επειδή, φυσικά, εκεί ήταν το βασίλειο της Γιαγιάς.

Σ’ αυτό το δωμάτιο μαζευόταν η οικογένεια. Το βραδάκι, μετά το δείπνο, ο θείος Φρεντ καιο πρεσβύτερος "έλυναν πάντοτε σταυρόλεξα με τη Γιαγιά.

«Τώρα, Μητέρα, είσαι έτοιμη; Ν κενό κενό κενό ΟΥ: Σιαμέζος αξιωματούχος».

«Πώς; Πώς; Μ κενό κενό κενό κενό ΟΥ;» Η Γιαγιά δεν άκουγε καλά.

«Οχι, Μητέρα. Όχι Μ! Ν κενό κενό κενό ΟΥ: Σιαμέζος αξιωματούχος».

«Α, Ν κενό κενό κενό κενό ΟΥ: Κινέζος αξιωματούχος».

«Σιαμέζος, είπαμε».

«Ε;»

«Σιαμέζος! Από το Σιάμ»»

«Σιαμέζος αξιωματούχος! Τι να ’ναι αυτό τώρα;», έλεγε η γριά, βαθυστόχαστα, διπλώνονταςτα χέρια της πάνω στο στρογγυλό στομάχι της. Οι δυο της γιοί τότε πρότειναν διάφορεςλύσεις, στις οποίες απαντούσε, λέγοντας «Α! Α!». Ο πρεσβύτερος ήταν φοβερά εύστροφοςστα σταυρόλεξα. Όμως ο Φρεντ διέθετε ένα κάποιο τεχνικό λεξιλόγιο.

-«Αυτό, δίχως άλλο, είναι μεγάλο μανίκι», έλεγε η γριά, όταν κολλούσαν όλοι σε καμιάλέξη.

Page 10: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Εν τω μεταξύ, η Λουσίλ καθόταν σε μια γωνιά και έκανε ότι διαβάζει, βουλώνοντας τααυτιά της με τα χέρια της ενώ η Υβέτ ζωγράφιζε νευρικά ή μουρμούριζε δυνατούς κιεκνευριστικούς σκοπούς, για να συμπληρώσει την οικογενειακή συναυλία. Η θεία Σίσσυάπλωνε συνεχώς το χέρι της να πάρει σοκολατάκι και τα σαγόνια της δούλευαν ασταμάτητα.Ζούσε κυριολεκτικά με σοκολατάκια. Καθισμένη σε απόσταση, έβαζε άλλο ένα στο στόματης και μετά κοίταζε πάλι το περιοδικό της ενορίας. Κατόπιν σήκωνε το κεφάλι της καιέβλεπε ότι είχε έρθει η ώρα να πάει να φέρει στη γιαγιά ένα φλιτζάνι Horlicks.

Όταν η θεία έλειπε, η Υβέτ άνοιγε το παράθυρο με απελπισία. Το δωμάτιο δεν ήταν ποτέευάερο, είχε την εντύπωση ότι μύριζε: είχε τη μυρωδιά της Γιαγιάς. Και η Γιαγιά, πουυποτίθεται ότι βαριάκουγε, άκουγε σαν νυφίτσα, όταν δεν ήθελαν οι άλλοι να ακούει.

«Άνοιξες το παράθυρο, Υβέτ; Νόμιζα ότι θα θυμόσουν ότι υπάρχουν και μεγαλύτεροιάνθρωποι από σένα στο δωμάτιο», έλεγε.

«Είναι αποπνικτικά! Είναι ανυπόφορα! Δεν είναι παράξενο που όλοι μας κρυολογούμεσυνεχώς».

«Είμαι σίγουρη ότι το δωμάτιο είναι αρκετά ευρύχωρο και μια γερή φωτιά καίει». Ηηλικιωμέ-

νη γυναίκα ριγούσε. «Θα μπει κανένα ρεύμα και θα μας ξεκάνει όλους».

«Δεν θα μπει κανένα ρεύμα», ωρυόταν η Υβέτ. «Λίγος καθαρός αέρας».

Η ηλικιωμένη γυναίκα ριγούσε πάλι και έλεγε: «Ε, όχι δα!»

Ο πρεσβύτερος, σιωπηλός, βάδιζε προς το παράθυρο και το έκλεινε σταθερά. Στο μεταξύαπέφευγε να κοιτάζει την κόρη του. Δεν του άρεσε να της μπαίνει εμπόδιο. Αλλά έπρεπε ναξέρει τι είναι σωστό και τι όχι.

Τα σταυρόλεξα -που τα είχε επινοήσει ο διάβολος ο ίδιοςσυνεχίζονταν μέχρι που η Γιαγιάτέλειωνε το Horlicks της και έπρεπε να πάει για ύπνο. Μετά ακολουθούσε η τελετουργίατου καληνυχτίσματος! Όλοι σηκώνονταν όρθιοι. Τα κορίτσια πήγαιναν να τα φιλήσει ητυφλή γριά, ο πρεσβύτερος της πρόσφερε το μπράτσο του να ακουμπήσει και η θεία Σίσσυακολουθούσε μ’ ένα κερί.

Ομως αυτό γινόταν πια στις εννιά η ώρα, παρ’ όλο που η Γιαγιά είχε γεράσει για τα καλάκαι θα έπρεπε να πηγαίνει για ύπνο νωρίτερα. Αλλά, όταν έπεφτε στο κρεβάτι, δεν τηνέπιανε ύπνος, μέχρι να έρθει και η θεία Σίσσυ.

«Ξέρετε» έλεγε η Γιαγιά, «Δεν έχω κοιμηθεί ποτέ μοναχή μου. Σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια δεν κοιμήθηκα ούτε μια νύχτα χωρίς το μπράτσο του Πατέρα γύρω μου. Και ότανπέθανε, προσπάθησα να κοιμάμαι μόνη μου. Όμως, μόλις έκλειναν τα μάτια μου, η καρδιάμου χτυπούσε τόσο δυνατά που πήγαινε να βγει από το σώμα μου και έμενα εκείξαπλωμένη με την καρδιά μου να σπαρταράει. Αχ, μπορείτε να σκεφτείτε ό,τι θέλετε, αλλάήταν μια τρομακτική εμπειρία μετά από σαράντα τέσσερα χρόνια τέλειου έγγαμου βίου! Θαμπορούσα να είχα παρακαλέσει το Θεό να φύγω πρώτη, αλλά ο Πατέρας, όχι, δε νομίζω ότιθα είχε το κονράγιο να ζήσει».

Έτσι, η θεία Σίσσυ κοιμόταν με τη Γιαγιά. Και το απεχθανόταν αυτό. Έλεγε ότι δεν

Page 11: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

μπορούσε πια να κοιμηθεί. Και μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο γκρίζα και το φαγητόστο σπίτι όσο πήγαινε και χειροτέρευε και η θεία Σίσσυ έπρεπε να κάνει εγχείρηση.

Όμως η Μητέρα σηκωνόταν, όπως πάντα, κατά τις δώδεκα το μεσημέρι και προΐστατο τουγεύματος από την πολυθρόνα της, με το στομάχι της να φουσκώνει* το ροδαλό, κρεμασμένοτης πρόσωπο, το οποίο είχε ένα είδος απεχθούς μεγαλοπρέπειας, διαγραφόταν απαλά κάτωαπό το τείχος των ψηλών φρυδιών της και τα γαλανά της μάτια κοίταζαν ερευνητικά, χωρίςωστόσο να βλέπουν τίποτε. Τα λευκά της μαλλιά αραίωναν σιγά σιγά και το όλο θέαμα πουπαρουσίαζε ήταν κάπως αντιαισθητικό. Όμως ο πρεσβύτερος της έλεγε αστεία, όλο χαρά, καιεκείνη έκανε τάχα ότι τα αποδοκίμαζε. Ήταν απόλυτα ικανοποιημένη, έτσι καθισμένη μέσαστην αρχαία παχυσαρκία της, και μετά από κάθε γεύμα ρευόταν, πιέζοντας το στήθος της μετο χέρι της καθώς «έσκαγε» με χοντροκομμένη φυσική ευχαρίστηση.

Αυτό που πείραζε περισσότερο τα κορίτσια ήταν ότι, όταν έφερναν τους νεαρούς φίλους τουςστο σπίτι, η Γιαγιά ήταν πάντοτε παρούσα, σαν κάποιο φοβερό είδωλο με γέρικη σάρκα, πουτραβούσε την προσοχή όλων επάνω του. Υπήρχε μόνο ένα δωμάτιο για όλους. Κι εκείκαθόταν η γηραιά κυρία, με τη θεία Σίσσυ να τη φυλάει με ύφος βλοσυρό. Όλοι έπρεπε ναπαρουσιαστούν πρώτα στη Γιαγιά2 ήταν πρόθυμη να γίνει εγκάρδια, της άρεσε η παρέα.Ήθελε να μαθαίνει για τον καθένα ποιος ήταν, από πού ήταν, τα πάντα για τη ζωή του. Καιύστερα, όταν ήταν au fait*, μπορούσε να πιάσει κουβέντα.

Τίποτε δεν εκνεύριζε περισσότερο τα κορίτσια. «Μα δεν είναι υπέροχη η κυρία Σέιγουελ!Εχει ακόμη τόσο ενδιαφέρον για τη ζωή και κοντεύει τα ενενήντα!»

«Πράγματι, αν ζωή είναι να ενδιαφέρεσαι για τα ζητήματα των άλλων...», έλεγε η Υβέτ.

Αμέσως μετά ένιωθε ενοχές. Εδώ που τα λέμε, είναι όντως υπέροχο να πλησιάζεις ταενενήντα και να έχεις τέτοια διαύγεια! Και η Γιαγιά, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έβλαψεκανέναν. Ήταν περισσότερο το γεγονός ότι έμπαινε μέσα σ’ όλα. Και ίσως είναι άσχημο ναμισείς κάποιον μόνο και μόνο επειδή είναι γέρος και μέσα σ’ όλα.

Η Υβέτ αμ έσως μετάνιωνε και γινόταν καλή. Η Γιαγιά άρχιζε να αναπολεί την εποχή πουήταν κοριτσάκι, στη μικρή πόλη του Μπακιγκχαμσάιρ. Μιλούσε ασταμάτητα και ήταν τόσοδιασκεδαστική. Πράγματι, ήταν υπέροχη.

Αργότερα, το απόγευμα, έρχονταν η Λόττυ και η Έλλα με τον Μπομπ Φράμλεϊ και τον ΛίοΓουέδερελ.

«Α, περάστε!» και όλοι, ένα τσούρμο, έμπαιναν στο καθιστικό, όπου η Γιαγιά, με το άσπροτης σκουφί, καθόταν δίπλα στο τζάκι.

«Γιαγιά, να σας συστήσω τον κύριο Γουέδερελ».

«Τον κύριο, πώς τον είπες; Συγχωρήστε με, είμαι λιγάκι κουφή!»

Η Γιαγιά έδινε το χέρι της στον αμήχανο νεαρό και τον κοίταζε επίμονα, αμίλητη, χωρίς ναμπορεί να τον δει.

«Δεν είστε από τη δική μας ενορία;» τον ρωτούσε.

«Οχι, είμαι από το Ντίνινγκτον!» φώναζε εκείνος.

Page 12: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Θέλουμε να πάμε για πικ-νικ αύριο, στο Μπόνσαλ Χεντ, με το αμάξι του Λίο. Θα μαςχωρέσει όλους», έλεγε η Έλλα σιγανά.

«Στο Μπόνσαλ Χεντ, είπατε;» ρωτούσε η Γιαγιά.

«Ναι!»

Τότε έπεφτε βουβαμάρα.

«Είπες ότι θα πάτε με αυτοκίνητο;»

«Ναι! Του κυρίου Γουέδερελ».

«Ελπίζω να είναι καλός οδηγός. Ο δρόμος είναι πολύ επικίνδυνος».

«Είναι πολύ καλός οδηγός!».

«Δεν είναι και πολύ καλός οδηγός;»

«Μα όχι! Είναι πολύ καλός οδηγός!».

«Αν πάτε στο Μπόνσαλ Χεντ, νομίζω ότι θα πρέπει να στείλω κι εγώ ένα μήνυμα στηΛαίδη Λουθ».

Η Γιαγιά δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να αναφερθεί σ’ αυτήν την άθλια τη Λαίδη Λουθ, ότανήταν με παρέα.

«Α, δε θα πάμε από εκείνον το δρόμο», φώναζε η Υβέτ.

«Ποιον δρόμο;» ρωτούσε η Γιαγιά. «Πρέπει να πάτε οπωσδήποτε από το Χένορ».

Όλη η παρέα καθόταν, όπως έλεγε ο Μπομπ, σαν φουσκωμένες πάπιες που κουνιόντουσαννευρικά στις καρέκλες τους.

Έμπαινε η θεία Σίσσυ και κατόπιν η υπηρέτρια με το τσάι. Υπήρχε πάντα το κλασικό,αγοραστό κέικ. Μετά έβγαινε ένα πιάτο με μικρά, φρέσκα βουτήματα. Η θεία Σίσσυ είχεστείλει να τα αγοράσουν από το φούρνο εκείνη τη στιγμή.

«Τσάι, Μητέρα!»

Η γηραιά κυρία έπιανε σφιχτά τα μπράτσα της πολυθρόνας της. Όλοι σηκώνονταν όρθιοι,καθώς εκείνη βάδιζε αργά, υποβασταζόμενη από τη θεία Σίσσυ, για να πάρει τη θέση τηςστο τραπέζι.

Όσο έπαιρναν το τσάι τους, γύριζε και η Λουσίλ από τη δουλειά της στην πόλη. Ήτανεξαντλημένη, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Άφηνε μια φωνή ενθουσιασμού,μόλις έβλεπε όλη την παρέα μαζεμένη.

Όταν σταματούσε η φασαρία και έπεφτε πάλι σιωπή αμηχανίας, η Γιαγιά έλεγε:

«Δε μου έχεις μιλήσει ποτέ για τον κύριο Γουέδερελ, αν δεν κάνω λάθος, Λουσίλ».

«Δε θυμάμαι», έλεγε η Λουσίλ.

Page 13: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Αποκλείεται να μου έχεις μιλήσει. Το όνομα μού είναΓάγνωστο».

Η Υβέτ, αφηρημένα, έπαιρνε άλλο ένα βούτημα από το σχεδόν άδειο, πλέον, πιάτο. Η θείαΣίσσυ, που γινόταν έξω φρενών από την αδιάφορη, άπρεπη συμπεριφορά της Υβέτ, ένιωθετην πράσινη οργή να φουντώνει στην καρδιά της. Σήκωνε το πιάτο της, με το ένα καιμοναδικό βούτημα που επέτρεπε στον εαυτό της να φάει, και έλεγε με καυστική ευγένεια,προσφέροντάς το στην Υβέτ:

«Θέλεις και το δικό μου;»

«Ω, ευχαριστώ», απαντούσε η Υβέτ με εκείνο το ευέξαπτο και αφηρημένο ύφος της. Και μεμια κίνηση παρόμοιας ανεμελιάς, έπαιρνε και το βούτημα της θείας Σίσσυ, προσθέτοντας εκτων υστέρων: «Αν είστε σίγουρη ότι δεν το θέλετε».

Τώρα πια είχε δυο γλυκίσματα στο πιάτο της. Η Λουσίλ είχε χλομιάσει σαν φάντασμα,σκυμμένη πάνω από το τσάι της. Η θεία Σίσσυ καθόταν με μια πράσινη όψη δηλητηριώδουςεγκαρτέρησης. Η αμηχανία γινόταν αγωνιώδης.

. Όμως η Γιαγιά, αμέριμνη, θρονιασμένη με τον τεράστιο όγκο της έλεγε μόνο, κυριολεκτικάστο μάτι του κυκλώνα:

«Αν πάτε με αυτοκίνητο στο Μπόνσαλ Χεντ αύριο, Λουσίλ, θα ήθελα να πάτε ένα μήνυμααπό μένα στη Λαίδη Λουθ».

«Α!», έλεγε η Λουσίλ, ρίχνοντας μια αλλόκοτη ματιά στην τυφλή γριά, στην άλλη άκρη τουτραπεζιού. Η Λαίδη Λουθ ήταν αυτή που έκανε κουμάντο στην οικογένεια του ΒασιλιάΚαρόλου και η Γιαγιά την ανέφερε ανελλιπώς για χάρη των επισκεπτών. «Πολύ καλά!»

«Ήταν τόσο ευγενική την περασμένη εβδομάδα. Μου έστειλε με το σωφέρ της ένασταυρόλεξο».

«Μα την ευχαριστήσατε τότε», φώναζε η Υβέτ.

«θα ήθελα να της στείλω ένα σημείωμα».

«Μπορούμε να το ταχυδρομήσουμε», φώναζε η Υβέτ.

«Α, όχι! Θα ήθελα να το πάτε εσείς. Την τελευταία φορά που ήρθε να με δει η ΛαίδηΛουθ...»

Οι νεαροί κάθονταν σαν κοπάδι μικρών ψαριών που ανοιγοκλείνουν το στόμα τους σιωπηλάστην επιφάνεια του νερού, ενώ η Γιαγιά συνέχιζε να μιλάει για τη Λαίδη Λουθ. Η θείαΣίσσυ -το ήξεραν τα δυο κορίτσιαήταν ακόμη χαμένη, σχεδόν αναίσθητη, μέσα σ’ ένανπαροξυσμό οργής για το γλύκισμα. Ίσως να προσευχόταν κιόλας, η καημενούλα.

Ήταν πραγματική λύτρωση όταν έφευγαν οι φίλοι τους. Όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή τα δυοκορίτσια είχαν εξουθενωθεί. Και ακριβώς τότε, η Υβέτ, κοιτάζοντας γύρω της, αντίκριζεξαφνικά την πέτρινη, αδυσώπητη θέληση στη γέρικη, μητριαρχική μορφή της Γιαγιάς.Καθόταν εκεί, φουσκωμένη, γερμένη στην καρέκλα της, απαθής, με το ροδαλό, κρεμασμένογέρικο πρόσωπό της γεμάτο κηλίδες, σχεδόν αναίσθητη, κι όμως αδυσώπητη, με όψη πουθύμιζε μάσκα η οποία έκρυβε κάτι σκληρό, αμείλικτο. Ήτάν η στατική νωθρότητα της

Page 14: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

αηδιαστικής δύναμής της. Και την άλλη στιγμή άνοιγε το αρχαίο στόμα της για να ρωτήσεικάθε λεπτομέρεια για τον Λίο Γουέδερελ. Για την ώρα είχε πέσει σε χειμερία νάρκη, μέσαστα γηρατειά της, τη μακροβιότητά της. Όμως την άλλη στιγμή άνοιγε το στόμα της, τομυαλό της ξυπνούσε με μια αναλαμπή και με την ακόρεστη δίψα της για ζωή, για τη ζωήτων άλλων, άρχιζε να ρωτάει κάθε λεπτομέρεια. Έμοιαζε με το γέρικο βάτραχο που είχε δειη Υβέτ, συνεπαρμένη, να κάθεται στην προεξοχή της κυψέλης, ακριβώς μπροστά από τημικροσκοπική είσοδο απ’ όπου έβγαιναν οι μέλισσες, ο οποίος μ’ ένα δαιμονικό, αστραπιαίοάνοιγμα των σουφρωμένων χειλιών του, έπιανε μια μια τις μέλισσες, μόλις έβγαιναν έξωγια να ξεχυθούν στον αέρα, τις κατάπινε τη μία μετά την άλλη, λες και μπορούσε ναχωρέσει ολόκληρο το μελίσσι μέσα στο γερασμένο, φουσκωτό, σουφρωμένο, ρυτιδιασμένοστόμα του. Καταβρόχθιζε μέλισσες μόλις ορμούσαν στον ανοιξιάτικο αέρα, χρόνο με τοχρόνο, χρόνο με το χρόνο, για γενιές ολόκληρες.

Όμως ο κηπουρός, τον οποίο φώναξε η Υβέτ, έγινε έξω φρενών και σκότωσε το ζωντανό μεμια πέτρα.

«Τούτα είν’ καλά για τα σαλιγκάρια», είπε, όταν κατέβηκε αε την πέτρα. «Αλλά δεν πρέπεικανένα να πηγαίνει κείθε και να αδειάζει ούλη την κυψέλ’ στην κοιλιά του»

1

in perpetuum (λατινική έκφραση): αδιαλείπτως, χωρίς διακοπή.

2

au fait (γαλλ.): βρίσκομαι σε διάθεση να κάνω κάτι.

Page 15: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΗΤΑΝ ΜΟΥΝΤΟΣ ΚΑΙάσχημος και οι δρόμοι ήταν χάλια, επειδή έβρεχε ασταμάτητα για εβδομάδες* ωστόσο, ταπαιδιά ξεκίνησαν για την εκδρομή τους, και μάλιστα χωρίς να πάρουν το* μήνυμα τηςΓιαγιάς. Απλώς γλίστρησαν έξω ενώ εκείνη πραγματοποιούσε την αργή διαδρομή της από τονκάτω στον επάνω όροφο μετά το μεσημεριανό φαγητό. Για τίποτε στον κόσμο δε θαπερνούσαν από το σπίτι της Λαίδης Λουθ. Εκείνη η χήρα γιατρού -στον οποίο είχαναπονείμει τον τίτλο του ιππότηένα άκακο πλάσμα στη πραγματικότητα, είχε γίνει εφιάλτηςστη ζωή τους.

Έξι νεαροί επαναστάτες κάθονταν καμαρωτοί στο αυτοκίνητο καθώς περνούσαν με θόρυβομέσα απ’ τη λάσπη. Κι όμως η όψη τους ήταν κοφτερή. Εξάλλου κανείς τους δεν είχε στ’αλήθεια λόγο για να επαναστατήσει. Τους είχε δοθεί πολύ μεγάλη ελευθερία κινήσεων. Οιγονείς τους τούς άφηναν να κάνουν σχεδόν ό,τι ήθελαν. Δεν υπήρχαν πραγματικά δεσμά γιανα σπάσουν, ούτε κάγκελα φυλακής για να λυγίσουν και να αποδράσουν, ούτε κλειδαριάγια να παραβιάσουν. Τα κλειδιά της ζωής τους βρίσκονταν στα χέρια τους. Κι εκείκρέμονταν άχρηστα.

Είναι πολύ πιο εύκολο να σπάσει κανείς τα κάγκελα της φυλακής παρά να ανοίξεικαινούργιες πόρτες στη ζωή, όπως ανακαλύπτει η νεότερη γενιά, προς μεγάλη τηςαπογοήτευση. Βέβαια, υπήρχε η Γιαγιά. Όμως, καημένη γριούλα, δεν μπορούσες να της πεις:«Πέσε κάτω και πέθανε, παλιόγρια!». Μπ3ρεί να αποτελούσε ένα γέρικο μπελά, αλλά ποτέδεν έκανε κάτι κακό. Ήταν άδικο να τη μισείς.

Έτσι τα παιδιά ξεκινούσαν για τη βόλτα τους προσπαθώντας να είναι κεφάτα. Μπορούσαννα κάνουν ό,τι τους άρεσε. Και, φυσικά, δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να κάθονταιστοαυτοκίνητο και να κριτικάρουν τους άλλους και να ερωτοτροπούν μεταξύ τους με ηλίθιεςφιλοφρονήσεις, οι οποίες πραγματικά σου προκαλούσαν πλήξη. Μακάρι να υπήρχαν μερικοί«αυστηροί κανόνες» για να τους παραβούν! Όμως δεν υπήρχαν: μόνο η άρνησή τους ναμεταφέρουν το μήνυμα στη Λαίδη Λουθ, κάτι που θα επικροτούσε και ο ίδιος ο πρεσβύτεροςεπειδή ούτε κι αυτός συμπαθούοε ιδιαίτερα την Αρχηγό της οικογενείας του ΒασιλιάΚαρόλου.

Τραγουδούσαν, κάπως ασυνάρτητα, τα τελευταία, δήθεν εύθυμα τραγούδια, καθώςπερνούσαν από διάφορα καταθλιπτικά χωριά. Στο μεγάλο πάρκο τα ελάφια στέκονταν κατάομάδες κοντά στο δρόμο* ζαρκάδια και χέρσα γη, πρόβαλαν στην απογευματιάτικημουντάδα, κάτω από τις βελανιδιές, κατά μήκος του δρόμου, λες και τα είχε κεντρίσει ηανθρώπινη παρουσία.

Η Υβέτ επέμεινε να σταματήσουν και να βγουν να τους μιλήσουν. Τα κορίτσια, με τιςρώσικες μπότες τους, βάδισαν βαριά πάνω στο νοτισμένο γρασίδι, ενώ τα ελάφια τιςπαρακολουθούσαν με τα μεγάλα, άφοβα μάτια τους. Το αρσενικό απομακρύνθηκε τρέχονταςήρεμα, ρίχνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω από το βάρος των μεγάλων κεράτων του. Τοθηλυκό, όμως, μαζί με τα μισομεγαλωμένα μικρά του, ζυγιάζοντας τα μεγάλα αυτιά του, δεσηκώθηκε από τη σκιά του δέντρου, μέχρι που τα κορίτσια πλησίασαν σε απόστασηαναπνοής. Μετά απομακρύνθηκε μ’ ελαφρύ βήμα, σηκώνοντας την ουρά του από τα

Page 16: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

κατάστικτα λαγόνια του, ενώ τα μικρά του τριπόδισαν με σβελτάδα.

«Μα δεν είναι φοβερά κομψά και όμορφα!», αναφώνησε η Υβέτ.

«Είναι να απορείς που μπόρεσαν να ξαπλώσουν τόσο άνετα σ’ αυτό το αηδιαστικό, υγρόχορτάρι».

«Υποθέτω ότι κάποτε θα πρέπει κι αυτά να ξαπλώνουν», είπε η Λουσίλ. «Και είναι αρκετάστεγνά κάτω από το δέντρο». Έριξε μια ματιά στο τσακισμένο χορτάρι, όπου είχανξαπλώσει τα ελάφια.

Η Υβέτ πήγε και ακούμπησε το χέρι της στο έδαφος, για να δει πώς ήταν.

«Ναι!», είπε με αμφιβολία, «νομίζω ότι είναι κάπως ζεστά».

Τα ελάφια είχαν σμίξει πάλι λίγες γυάρδες πιο πέρα και στέκονταν ακίνητα μέσα στηναπογεματιάτικη μουντάδα. Πιο κάτω, μακριά, οι πλαγιές σκεπασμένες με γρασίδι και δέντρα,ενώ πέρα από το γοργό ποταμό με την περιφραγμένη γέφυρα, ορθωνόταν το πελώριο σπίτιτου Δούκα και από μια δυο καμινάδες έβγαινε γαλάζιος καπνός. Από πίσω πρόβαλλαν μαβιάδάση.

Τα κορίτσια, τραβώντας τους γούνινους γιακάδες τους μέχρι τα αυτιά τους, με τα χέρια τουςκρεμασμένα, στέκονταν και κοιτούσαν αμίλητα. Οι' μεγάλες ρώσικες μπότες τους τιςπροστάτευαν από το βρεγμένο γρασίδι. Το μεγάλο σπίτι ορθώνονταν τετράγωνο καιγκριζόλευκο από κάτω τους. Τα ελάφια, σε μικρές ομάδες, ήταν διασκορπισμένα κάτω απότα γέρικα δέντρα λίγο πιο πέρα. Όλα έμοιαζαν τόσο ήρεμα, τόσο ανεπιτήδευτα και τόσοθλιμμένα.

«Πού να ’ναι, άραγε, τώρα ο Δούκας;» είπε η Έλλα.

«Όχι εδώ πάντως», απάντησε η Λουσίλ. «Φαντάζομαι ότι θα βρίσκεται στο εξωτερικό,κάπου που ο ήλιος λάμπει».

Η κόρνα του αυτοκινήτου ήχησε από το δρόμο και ακούστηκε η φωνή του Λίο:

«Ελάτε, παιδιά! Αν είναι να πάμε στο Χεντ και κάτω στο Αμπερντέιλ για τσάι, καλύτερα ναβιαστούμε».

Στριμώχτηκαν πάλι μέσα στο αυτοκίνητο, με τα πόδια παγωμένα, και ξεκίνησαν περνώνταςμέσα από το πάρκο, μπροστά από το σιωπηλό καμπαναριό της εκκλησίας, μέσα από τιςμεγάλες πύλες και πάνω από τη γέφυρα, καταλήγοντας στο μεγάλο, υγρό, πέτρινο χωριό τουΓούντλινκιν, όπου κυλούσε ο ποταμός. Κι εκεί, για ώρα πολλή, έμειναν μέσα στη λάσπη καιτο σκοτάδι και την υγρασία της κοιλάδας, συχνά με έναν απότομο βράχο να κρέμεται απόπάνω τους* το νερό να κελαρύζει από τη μια πλευρά, τα απόκρημνα βράχια ή τα σκοτεινάδέντρα από την άλλη.

Μέχρι που, μέσα στην σκοτεινιά των δέντρων που προεξείχαν, άρχισαν να ανηφορίζουν καιο Λίο άλλαξε ταχύτητα. Το αυτοκίνητο ανέβαινε αργά, αγκομαχώντας μέσα στη γκριζόλευκηλάσπη, μέχρι το πέτρινο χωριό του Μπόουλχιλ, που κρεμόταν στην πλαγιά, γύρω από τηνπαλιά διασταύρωση και του οποίου η είσοδος βρισκόταν εκεί όπου ο δρόμος διακλαδιζόταν*πέρασε από τις αγροικίες απ’ όπου έβγαινε μια υπέροχη μυρωδιά από ζεστά γλυκίσματα και

Page 17: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

παραπέρα, ακόμη πιο ψηλά, κάτω από δέντρα που έσταζαν και δίπλα από διαλυμένες πλαγιέςπνιγμένες στις φτέρες, πάντα ανεβαίνοντας. Ώσπου η ρωγμή έγινε πιο ρηχή και δεν υπήρχανπια δέντρα και οι πλαγιές ήταν πια γυμνές και στις δυο μεριές, με σκούρο χορτάρι καιχαμηλές ξερολιθιές. Ανηφόριζαν προς το Χεντ.

Η παρέα έμεινε σιωπηλή για λίγο. Και στις δυο πλευρές του δρόμου φύτρωνε χορτάρι, μετάυπήρχε ένας χαμηλός πέτρινος φράχτης και η διογκωμένη καμπύλη της κορυφής του λόφουάρχισε να διαγράφεται από τις χαμηλές ξερολιθιές. Και πάνω από αυτήν, χαμηλά, ο ουρανός.

Το αυτοκίνητο βγήκε τρέχοντας, κάτω από τον γκρίζο ουρανό, στις γυμνές κορφές.

«Να κάνουμε στάση ένα λεπτό;» φώναξε ο Λίο.

«Ναι, ναι!» τσίριξαν τα κορίτσια.

Και έτρεξαν έξω γι’ άλλη μια φορά, για να ρίξουν μια ματιά τριγύρω. Ήξεραν πολύ καλάτο μέρος. Παρ’ όλα αυτά, όταν κάποιος ερχόταν στο Χεντ, επιβαλλόταν να βγει έξω νααγναντέψει.

Οι λόφοι έμοιαζαν με αρθρώσεις χεριού, τα λαγκάδια απλώνονταν από κάτω, ανάμεσα σταδάχτυλα, στενά, απόκρημνα και σκοτεινά. Στα βάθη τους περνούσε ένα τρένο, αφήνονταςκαπνό, τραβώντας αργά για το Βορρά' ένα μικρό αντικείμενο του κάτω κόσμου. Ο θόρυβοςτης μηχανής αντηχούσε παράξενα μέχρι επάνω. Μετά έφτασε στα αυτιά τους ο μονότονος,γνώριμος ήχος του φουρνέλου από κάποιο λατομείο.

Ο Λίο, πάντα υπ’ ατμόν, κινήθηκε γρήγορα.

«Φεύγουμε», είπε. «Θέλουμε να πάμε στο Αμπερντέιλ για τσάι, ναι ή όχι; Ή μήπως ναδοκιμάσουμε κάτι πιο κοντινό;»

Ολοι ψήφισαν υπέρ του Αμπερντέιλ, του «Μαρκήσιου του Γκρέινθαμ».

«Λοιπόν, από ποιο δρόμο θα γυρίσουμε; Να πάμε από το Κόντνορ ή πάνω από το Κρόσχιλ ήμήπως να πάμε καλύτερα από το Ασμπουρν;»

Αντιμετώπιζαν το αιώνιο δίλημμα. Τελικά αποφάσισαν να πάρουν το δρόμο του Κόντνορ.Το αυτοκίνητο ξεκίνησε δυναμικά.

Τώρα βρίσκονταν στην κορυφή του κόσμου, στη ράχη του χεριού. Ήταν γυμνή κι αυτή, όπωςη ράχη του χεριού σου, ψηλά, κάτω από τον ουρανό και μουντή, σκουροπράσινη. Μόνο πουήταν χαρακωμένη από ένα πλέγμα παλιών πέτρινων τοίχων, που χώριζαν τα χωράφια καιδιακόπτονταν εδώ κι εκεί από ερείπια παλιών ορυχείων μολύβδου και εργοστάσια.

Συνάντησαν μια πέτρινη φάρμα που είχε έξι, γυμνά, μυτερά δέντρα. Σε απόσταση, υπήρχεένα κομμάτι γης από καπνισμένη, σταχτιά πέτρα, ένα χωριουδάκι. Σε μερικά χωράφια,σκούρα γκρίζα πρόβατα βοσκούσαν ήσυχα, μελαγχολικά. Ωστόσο δεν άκουγες τονπαραμικρό ήχο και δεν έβλεπες την παραμικρή κίνηση. Ήταν η σκεπή της Αγγλίας, πέτρινηκαι ξερή, όπως κάθε άλλη σκεπή. Πιο πέρα, από κάτω, απλώνονταν οι κεντρικές κομητείεςτης Αγγλίας.

«Και να οι πολύχρωμες πολιτείες», μονολόγησε η Υβέτ. Εδώ, για κάποιο λόγο, δεν ήτανπολύχρωμες. Ένα κοπάδι κοράκια ξεπρόβαλε ξαφνικά. Προηγουμένως είχαν περπατήσει,

Page 18: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

σκάβοντας με το ράμφος τους, σ’ ένα γυμνό αγρό που είχε κοπριστεί. Το αυτοκίνητο πέρασεμέσα από το χορτάρι και τους πέτρινους τοίχους του μονοπατιου του υψώματος ενώ ταπαιδιά κάθονταν αμίλητα, ατενίζοντας πάνω από τους πέτρινους φράχτες, κάτω από τονουρανό, και ψάχνοντας κάτω για τις καμπύλες που αποκαλύπτουν τους γκρεμούς στακρυμμένα λαγκάδια.

Μπροστά τους πήγαινε ένα ελαφρύ κάρο που το οδηγούσε ένας άντρας και δίπλα βάδιζε μεκόπο μια γυναίκα γεροδεμένη και μεγάλη σε ηλικία, μ’ ένα φορτίο στην πλάτη. Ο άντραςστο κάρο την είχε προφτάσει και τώρα πήγαιναν μαζί, συγχρονισμένοι.

Ο δρόμος ήταν στενός. Ο Λίο πάτησε το κλάξον δυνατά. Ο άντρας στο κάρο κοίταξε γύρωτου αλλά η γυναίκα, που πήγαινε πεζή, απλώς συνέχισε να βαδίζει σταθερά και γρήγορα,δίχως να γυρίσει το κεφάλι της.

Η καρδιά της Υβέτ φτερούγισε. Ο άντρας στο κάρο ήταν τσιγγάνος, από εκείνους τουςμελαχρινούς ομορφάντρες με χυτό κορμί. Έμεινε καθισμένος στο κάρο του, γυρίζοντας καικοιτάζοντας τους επιβάτες του αυτοκινήτου, κάτω από το γείσο του κασκέτου του. Και ηστάση του ήταν χαλαρή, το βλέμμα του θρασύ, αν και αδιάφορο. Είχε ένα λεπτό, μαύρομουστάκι κάτω από τη λεπτή, ίσια μύτη του και ένα μεγάλο, μεταξωτό μαντίλι,κοκκινοκίτρινο, δεμένο στο λαιμό του. Είπε κάτι στη γυναίκα. Εκείνη στάθηκε για μιαστιγμή ακίνητη, για να γυρίσει νά δει τους επιβάτες του αυτοκινήτου, που τώρα είχανπλησιάσει αρκετά. Ο Λίο κόρναρε πάλι, επιτακτικά. Η γυναίκα, που φορούσε έναγκριζόλευκο φουλάρι στο λαιμό της, γύρισε σβέλτα για να προφτάσει το κάρο, του οποίου οοδηγός είχε ξαναγείρει πίσω και σήκωνε τα γκέμια, κουνώντας τα χαλαρά, ελαφριά μπράτσατου. Όμως δεν παραμέρισε.

Ο Λίο πάτησε την κόρνα πολύ δυνατά ενώ ταυτόχρονα φρέναρε και το αυτοκίνητο έκοψεταχύτητα πολύ κοντά στο πίσω μέρος του κάρου. Ο τσιγγάνος στράφηκε προς το μέρος απ’όπου ακούστηκε ο θόρυβος και το μελαψό του πρόσωπο γελούσε κάτω από τοσκουροπράσινο κασκέτο και είπε κάτι που δεν μπόρεσαν να ακούσουν, δείχνοντας τα άσπρατου δόντια, κάτω από τη μαύρη γραμμή του μουστακιού του, και κάνοντας μια κίνηση με τοσκούρο, χυτό χέρι του.

«Κάνε στην άκρη, λοιπόν!», φώναξε ο Λίο.

Αντί γι’ απάντηση ο άντρας τράβηξε ελαφριά το άλογο για να σταματήσει, καθώςλοξοδρομούσε προς την άκρη του δρόμου. Είχε ένα καλό, γκριζοκόκκινο άλογο και ένακαλό, περιποιημένο, σκουροπράσινο κάρο.

Ο Λίο, έξω φρενών, αναγκάστηκε να φρενάρει απότομα και να σταματήσει κι εκείνος.

«Μήπως οι όμορφες κοπελιές θέλουν να τους πουν τη μοίρα τους;» φώναξε ο τσιγγάνος απότο κάρο, γελώντας ολόκληρος, εκτός από τα σκούρα, ερευνητικά μάτια του τα οποία αφούπλανήθηκαν από πρόσωπο σε πρόσωπο, καρφώθηκαν στο νεανικό, τρυφερό πρόσωπο τηςΥβέτ.

Το βλέμμα της για μια στιγμή συνάντησε τα σκούρα μάτια του, την ξεκάθαρηερευνητικότητά τους, την αναίδειά τους, την πλήρη αδιαφορία τους για ανθρώπους σαν τονΜπομπ και τον Λίο και ένιωσε να καίει κάτι μέσα στο στήθος της. Σκέφτηκε: «Αυτός είναιπιο δυνατός από μένα. Δεν τον νοιάζει τίποτε!»

Page 19: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Αχ, ναι, θέλουμε!», φώναξε αμέσως η Λουσίλ.

«Ναι, ναι!» είπαν εν χορώ τα κορίτσια.

«Ε! Και τι θα γίνει με την ώρα;» φώναξε ο Λίο.

«Α, σκοτιστήκαμε και για την ώρα! Όλοι τρέχουμε συνέχεια να προλάβουμε την ώρα»,απάντησε η Λουσίλ.

«Καλά λοιπόν. Αν δε σας νοιάζει εσάς, ούτε κι εμένα με νοιάζει», είπε ο Λίο ηρωικά.

Ο τσιγγάνος καθόταν άνετα στη μια πλευρά του κάρου του, κοιτάζοντας τα πρόσωπά τους.Μετά πήδηξε κάτω από τη στάγγα του κάρου, με τα γόνατά του κάπως άκαμπτα. Ήταν λίγοπάνω από τριάντα χρονών και γόης με τον τρόπο του. Φορούσε κάτι που έμοιαζε μεκυνηγετικό σακάκι, σταυρωτό, που μόλις κάλυπτε τους γοφούς του, από σκούρα,πρασινόμαυρη μπορντούρα* ένα πολύ στενό μαύρο παντελόνι, μαύρες μπότες κι ένα σκούροπράσινο κασκέτο* κι ένα μεγάλο κιτρινοκόκκινο φουλάρι γύρω από το λαιμό του. Ηεμφάνισή του ήταν, κατά περίεργο τρόπο, κομψή και αρκετά ακριβή, στο τσιγγάνικο στυλτης, βέβαια. Ήταν κι όμορφος, καθώς έσφιγγε το πιγούνι του με την παλιά, τσιγγάνικηέπαρση και τώρα πια φανερά δεν έδινε σημασία στους ξένους, καθώς οδηγούσε το ωραίο,γκριζοκόκκινο άλογό του έξω από το δρόμο και ετοιμαζόταν να κάνει όπισθεν με το κάροτου.

Τα κορίτσια είδαν τότε για πρώτη φορά ένα βαθύ κοίλωμα στη μια πλευρά του δρόμου καιδυο κάρα από όπου έβγαινε καπνός. Η Υβέτ κατέβηκε γρήγορα από το αυτοκίνητο. Ξαφνικάείχαν βρεθεί σ’ ένα εγκαταλελειμμένο λατομείο, σκαμμένο στην πλαγιά της άκρης τουδρόμου και σ’ αυτό το απροσδόκητο κρησφύγετο, που ήταν σχεδόν σαν σπηλιά, υπήρχαντρία κάρα τα οποία είχαν κατασκηνώσει για να βγάλουν το χειμώνα. Επίσης υπήρχε, πίσωστο βάθος, ένα στέγαστρο, φτιαγμένο με κλαδιά δέντρων, το οποίο χρησίμευε σαν στάβλοςγια το άλογο. Ο σταχτής, τραχύς βράχος ορθωνόταν πάνω από τα κάρα και καμπύλωνε προςτο'δρόμο. Το έδαφος ήταν γεμάτο από σωρούς και πετραδάκια, με χορτάρι ανάμεσα. Ήτανένας κρυμμένος, ζεστός, χειμωνιάτικος καταυλισμός.

Η ηλικιωμένη γυναίκα με τον μπόγο είχε μπει σ’ ένα από τα κάρα, αφήνοντας την πόρταανοιχτή. Δυο παιδιά ξεπρόβαλαν, βγάζοντας τα μαύρα κεφαλάκια τους. Ο τσιγγάνος έβαλεμια φωνή, καθώς έβαζε το κάρο του μέσα στο λατομείο κι ένας ηλικιωμένος άντρας βγήκεέξω για να τον βοηθήσει να ξεφορτώσει.

Ο ίδιος ο τσιγγάνος ανέβηκε τα σκαλιά του πιο καινούργιου κάρου, του οποίου η πόρτα ήτανκλειστή. Από κάτω ένας σκύλος δεμένος όρμησε μπροστά. Ήταν ένα άσπρο λαγωνικό μεκαφετιές βούλες. Γρύλλισε σιγανά όταν πλησίασαν ο Λίο και ο Μπομπ.

Την ίδια στιγμή μια τσιγγάνα με μελαψό πρόσωπο κι ένα ροζ σάλι ή μαντίλι γύρω από τοκεφάλι της και μεγάλα, χρυσά σκουλαρίκια στα αυτιά, κατέβηκε τα σκαλοπάτια του πιοκαινούργιου κάρου, σείοντας τη φραμπαλαδωτή, πλούσια, πράσινη φούστα της. Ήτανόμορφη, μ’ έναν τολμηρό, σκοτεινό τρόπο που αποτυπωνόταν στο μακρύ της πρόσωπο, μόνοπου είχε και κάτι άγριο. Έμοιαζε με θαραλλέα, σκερτσόζα, Σπανιόλα τσιγγάνα.

«Καλημερίζω τις κυρίες και τους κύριους», είπε, κοιτάζοντας τα κορίτσια με τα τολμηρά,αρπακτικά μάτια της. Μιλούσε με κάποια δυσκολία λόγου.

Page 20: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Καλημέρα!» αποκριθήκαν τα κορίτσια.

«Ποια ομορφούλα θέλει να της πω τη μοίρα της; Να δω το χεράκι της;»

Ήταν μια ψηλή γυναίκα, μ’ ένα φοβερό τρόπο να τεντώνει το λαιμό της απειλητικά. Ταμάτια της πλανιόταν από πρόσωπο σε πρόσωπο, αεικίνητα, ψάχνοντας ανελέητα αυτό πουήθελε. Εν τω μεταξύ ο άντρας, προφανώς ο άντρας της, πρόβαλε στην κορυφή της σκάλαςτου κάρου καπνίζοντας πίπα, και μ’ ένα μικρό, μαυρομάλλικο παιδί στην αγκαλιά του.Στάθηκε στα ευλύγιστα πόδια του, ρίχνοντας αδιάφορες ματιές στην παρέα, σαν από πολύμακριά, με τις μακριές, μαύρες βλεφαρίδες του ανασηκωμένες πάνω από τα ορθάνοιχτα,υπεροπτικά, θρασύ, μαύρα μάτια του. Υπήρχε κάτι περίεργα μεταδοτικό στο βλέμμα του. ΗΥβέτ το ένιωθε, το αισθανόταν στα γόνατά της. Έκανε ότι πρόσεχε το ασπροκαφετίλαγωνικό.

«Πόσα θέλεις για να πεις τη μοίρα σ’ όλους μας;» ρώτησε η Λότι Φράμλεϊ, ενώ οι έξινεαροί

Χριστιανοί με τα δροσερά πρόσωπα απομακρύνθηκαν κάπως διστακτικά από εκείνη τηνειδωλολάτρισσα ίίαρία.

«Όλους σας; Και τις κυρίες και τους κυρίους; Όλους;» είπε η γυναίκα με καπατσοσύνη.

«Εγώ δε θέλω! Εσείς κάντε ό,τι νομίζετε!» φώναξε ο Λίο.

«Ούτε κι εγώ θέλω», είπε ο Μπομπ. «Μένουν τα τέσσερα κορίτσια».

«Οι τέσσερις δεσποινίδες;» ρώτησε η τσιγγάνα, κοιτάζοντάς τες πονηρά, αφού πρώτα έριξεμια ματιά στα αγόρια. Και τους όρισε την τιμή. «Η καθεμιά σας θα μου δώσει ένα σελίνικαι κάτι παραπάνω για το γούρι. Κάτι παραπάνω!». Χαμογέλασε μ’ έναν τρόπο που ήτανμάλλον άγριος παρά γαλίφικος και η δύναμη της θέλησής της έγινε αισθητή, βαριά σανσίδερο, πίσω από τη βελούδινη γλύκα των λόγων της.

«Εντάξει», είπε ο Λίο. «Ας πούμε ένα σελίνι το άτομο. Μην το παρατραβήξετε».

«Α, κι εσύ!» του φώναξε η Λουσίλ. «Θέλουμε να τα μάθουμε όλα».

Η γυναίκα πήρε δυο ξύλινα σκαμνιά, κάτω από ένα κάρο και τα τοποθέτησε δίπλα στη ρόδα.Μετά πήρε την ψηλή, μελαχρινή Λότι Φράμλεϊ, από το χέρι και την έβαλε να καθίσει.

«Σε πειράζει να ακούνε όλοι;» είπε, κοιτάζοντας τη Λότι, με περιέργεια.

Η Λότι κοκκίνησε από αμηχανία ενώ η τσιγγάνα κρατούσε το χέρι της και ψηλαφούσε τηνπαλάμη της με τα τραχιά, σκληρά της δάχτυλα.

«Α, δε με πειράζει», απάντησε.

Η τσιγγάνα περιεργάστηκε την παλάμη της χαϊδεύοντας τις γραμμές του χεριού με τοσκληρό, σκούρο της δείκτη. Όμως φαινόταν καθαρή.

Και αργά αργά της είπε τη μοίρα της, ενώ οι άλλοι, που στέκονταν και άκουγαν, φώναζανδιαρκώς: «Α, α^τός είναι ο Τζιμ Μπαγκάλι. Α, δεν το πιστεύω! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια!Μια όμορφη γυναίκα που ζει κάτω από ένα δέντρο! Μα ποια να ’ναι αυτή τώρα;», ώσπου ο

Page 21: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Λίο τους έκοψε με μια δυναμική προειδοποίηση.

«Επιτέλους, πάψτε κορίτσια! Τα προδίδετε όλα».

JH Λότι αποχώρησε κόκκινη και μπερδεμένη και μετά ήρθε η σειρά της Ελλα. Ήταν πολύπιο ήρεμη και πονηρή καθώς προσπαθούσε να διαβάσει τις γριφώδεις λέξεις. Η δε Λουσίλσυνεχώς πεταγόταν: «Αχ, μη μου πεις!». Ο τσιγγάνος στεκόταν στην κορυφή της σκάλαςατάραχος, εντελώς ανέκφραστος. Αλλά τα μάτια του ήταν διαρκώς καρφωμένα στην Υβέτ,τα ένιωθε στο μάγουλό της, στο λαιμό της και δεν είχε το κουράγιο να σηκώσει το βλέμματης να τον κοιτάξει. Ο Φράμλεϊ όμως, καμιά φορά τον κοίταζε και το όμορφο πρόσωπο τουτσιγγάνου τού ανταπέδιδε ένα σταθερό βλέμμα, με τα μαύρα, υπεροπτικά, περήφανα μάτιατου. Ήταν ένα παράξενο βλέμμα, από μάτια που ανήκαν στη φυλή των ταπεινών: ηπερηφάνεια του παρία, η μισο-χλευαστική προκλητικότητα του απόκληρου που σαρκαζόταντους ευυπόληπτους πολίτες και τραβούσε το δικό του δρόμο. Όλη την ώρα ο τσιγγάνοςστεκόταν εκεί, κρατώντας το παιδί του στην αγκαλιά του, κοιτάζοντας χωρίς ουσιαστικά νατον ενδιαφέρει αυτό που γινόταν.

Διάβαζε το χέρι της Λουσίλ: «Διέσχισες τη θάλασσα και εκεί συνάντησες έναν άντρα -ένανκαστανόαλλά ήταν πολύ μεγάλος».

«Α, τι λες!», αναφώνησε η Λουσίλ, κοιτάζοντας προς την Υβέτ.

Όμως η Υβέτ ήταν αφηρημένη, αναστατωμένη. Μόλις που έδινε σημασία* βρισκόταν σε μιααπό τις στιγμές του λήθαργού της.

«Θα παντρευτείς σε λίγα χρόνια -όχι τώρα, αλλά σε λίγα χρόνια -μπορεί και σε τέσσερακαιμπορεί να μην κάνεις πολλά λεφτά, αλλά θα μπόλικα -αρκετάκαι θα φύγεις μακριά, σ' έναμεγάλο ταξίδι».

«Με τον άντρα μου ή μόνη μου;», φώναξε η Λουσίλ.

«Μαζί του».

Όταν ήρθε η σειρά της Υβέτ jtai η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα της άφοβα, άγρια,κοιτάζοντας ερευνητικά για πολλή ώρα το πρόσωπό της, η Υβέτ είπε νευρικά:

«Δε νομίζω ότι θέλω να μου πείτε τη δική μου. Όχι, δε θέλω να μου την πείτε! Δε θέλω!Αλήθεια!»

«Φοβάσαι κάτι;» ρώτησε η τσιγγάνα άγρια.

« Οχι, δεν είναι αυτό», είπε η Υβέτ εκνευρισμένα.

«Έχεις, μήπως, κανένα μυστικό; Φοβάσαι ότι θα το πω; Έλα, θέλεις να μπούμε μέσα στηνάμαξα, που δε θα μας ακούει κανείς;»

Η γυναίκα ήταν περιέργως επιτήδεια* η Υβέτ, πάλι, ήταν όπως πάντα δύστροπη, παράλογη.Η όψη του παραλογισμού ήταν εντυπωμένη στο απαλό, εύθραυστο, νεανικό της πρόσωποτώρα, δίνοντάς της μια αλλόκοτη σκληράδα.

«Ναι!» είπε ξαφνικά. «Ναι! Μπορώ να το κάνω αυτό!»

Page 22: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Για δες!», φώναξαν οι άλλοι. «Φέρσου εντάξει!»

«Δε νομίζω ότι κάνεις καλά», φώναξε η Λουσίλ.

«Ναι!», είπε η Υβέτ, μ’ εκείνον το σκληρό, παιδιάστικο τρόπο που τη χαρακτήριζε. «Θα τοκάνω. Θα μπω στην άμαξα».

Η τσιγγάνα φώναξε κάτι στον άντρα που στεκόταν στη σκάλα. Εκείνος μπήκε στην άμαξαγια ένα δυο λεπτά, μετά ξαναβγήκε και κατέβηκε τα σκαλιά, στήνοντας το παιδάκι σταασταθή πόδια του, κρατώντας το από το χέρι. Ένας δανδής, με τις γυαλισμένες μαύρεςμπότες του, το στενό μαύρο παντελόνι του και την κολλητή βαθυπράσινη φανέλα του, βάδισεαργά με το παιδί, που στρατούλιζε, προς το μέρος της γριάς τσιγγάνας, η οποία τάιζε τογκριζοκόκκινο άλογο βρώμη, στο στέγαστρο από κλαδιά ανάμεσα στα κοιλώματα ενόςγκρίζου βράχου και με ξερή φτέρη σκορπισμένη πάνω στο λιθόστρωτο έδαφος. Κοίταξε τηνΥβέτ καθώς περνούσε, καρφώνοντας το βλέμμα του στα μάτια της* εκείνο το τολμηρό κιόμως ανέντιμο βλέμμα τού παρία. Κάτι δυνατό μέσα της συναντήθηκε με το βλέμμα του.Αλλά το κορμί της έμοιαζε να τρεμουλιάζει σαν νερό. Ωστόσο εντύπωσε μέσα της τιςπαράξενες, καθαρές γραμμές του προσώπου του, της ευθείας, καλοσχηματισμένης μύτης του,των παρειών του και των κροτάφων του. Η περίεργη, σκούρα, μειλίχια καθαρότητα όλου τουκορμιού του, που διαγραφόταν κάτω από την πράσινη φανέλα, μια καθαρότητα σαν ζωντανόςσαρκασμός.

Και καθώς πέρασε με μεγάλες δρασκελιές δίπλα της, με τους ευκίνητους γοφούς του, τηςφάνηκε πάλι ότι ήταν πιο δυνατός από αυτήν. Απ’ όλους τους άντρες που είχε δει στη ζωήτης, εκείνος ήταν ο μόνος δυνατότερος από αυτήν, με το δικό της κριτήριο δύναμης, έτσιόπως εκείνη εννοούσε τη δύναμη.

Έτσι, από περιέργεια, ακολούθησε τη γυναίκα και ανέβηκε τα σκαλιά του κάρου, με τιςάκρες του καλοραμμένου κο'φέ πανωφοριού της να κουνιούνται πέρα δώθε και νααποκαλύπτουν σχεδόν τα γόνατά της, κάτω από το ανοιχτοπράσινο, υφασμάτινο φόρεμα.Είχε μακριά, φίνα πόδια, μάλλον πολύ αδύνατα παρά χοντρά και φορούσε μπεζκίτρινεςκάλτσες από λεπτό μαλλί με παράξενο σχέδιο, που έκαναν τα πόδια της να μοιάζουν μεπόδια λεπτεπίλεπτου ζώου.

Στην κορυφή της σκάλας κοντοστάθηκε και γύρισε ανέμελα προς τους άλλους, λέγοντας μετο αφελές, υπεροπτικό της ύφος, το τόσο κοφτό: «Δε θα την αφήσω να καθυστερήσει».

Ο γκρίζος γούνινος γιακάς της ήταν ανοιχτός, αφήνοντας να φαίνεται ο απαλός λαιμός της καιτο ανοιχτοπράσινο φουστάνι της· το μικρό, πλεξου-

δωτό, καφετί καπέλο της ήταν κατεβασμένο μέχρι τα αυτιά της, γύρω από το απαλό, δροσερότης πρόσωπο. Υπήρχε κάτι το απαλό και όμως αγέρωχο, αμείλικτο πάνω της. 'Ηξερε ότι οτσιγγάνος είχε γυρίσει να την κοιτάξει. Ένιωθε το καθαρό, μελαψό σβέρκο του, τα μαύραμαλλιά του που ήταν καλοχτενισμένα. Την παρακολουθούσε καθώς έμπαινε στο σπίτι.

Τι της είπε η τσιγγάνα, δεν έμαθε ποτέ κανείς. Περίμεναν πολλή ώρα, σκέφτηκαν οι άλλοι.Το λυκόφως βάθαινε στη σκοτεινιά και γινόταν όλο και πιο υγρό και κρύο. Από τηνκαμινάδα του δεύτερου κάρου έβγαινε καπνός και μια μυρωδιά από λαδερό φαγητό. Τοάλογο είχε φάει, μια κίτρινη κουβέρτα ήταν τυλιγμένη γύρω του και δυο τσιγγάνοι μιλούσανμεταξύ τους, πιο πέρα, χαμηλόφωνα. Υπήρχε μια περίεργη αίσθηση σιωπής και

Page 23: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

μυστικότητας σ’ εκείνο το έρημο, κρυμμένο λατομείο.

Τελικά η πόρτα του κάρου άνοιξε και βγήκε η Υβέτ, γέρνοντας προς τα εμπρός καικατεβαίνοντας τις σκάλες με τα μακριά, σαν ξωτικού, λεπτά της πόδια. Την περιέβαλλε μιαμυστικοπάθεια, σαν μάγισσας, όταν πρόβαλε μέσα στο φως του δειλινού.

«Αργησα πολύ;» είπε χωρίς να κοιτάζει κανέ ναν και κρατώντας το μυστικό της σφιχτά με τοήπιο, αόριστο πείσμα της. «Ελπίζω να μη βαρεθήκατε! Ώρα για τσάι τώρα! Πάμε;»

«Μπείτε μέσα!», είπε ο Μπομπ. «Θα πληρώσω εγώ». Οι πλούσιες, μεταλλικές άκρες τηςφούστας από βαθυπράσινο αλπακά της τσιγγάνας σύρθηκαν πέρα δώθε, στις σκάλες.Σηκώθηκε όρθια· μια τεράστια, με μεγαλοπρεπή όψη, γυναίκα, με πρόσωπο που θύμιζελύκο. Το ροζ μαντίλι της από κασμίρι, στολισμένο με κόκκινα τριαντάφυλλα, είχεγλιστρήσει στη μια μεριά, πάνω στα μαύρα, κατσαρά μαλλ ά της. Κοιτούσε τα παιδιά μέσαστο λυκόφως με προκλητική αλαζονεία.

Ο Μπομπ της έβαλε δυο νομίσματα της μισής κορώνας στο χέρι.

«Κάτι παραπάνω, για το γούρι, για την καλή τύχη των δεσποινίδων», τον καλόπιανε σανγαλίφης λύκος. «Άλλο ένα ασημένιο, για να σας φέρει τύχη».

«Έχεις ένα σελίνι για το γούρι, φτάνει», είπε ο Μπομπ ήρεμα και σιγανά, καθώςκατευθυνόταν προς το αυτοκίνητο.

«Λίγο ασήμι παραπάνω! Κατιτίς, μόνο, για την τύχη στην αγάπη!»

Η Υβέτ, με τις απότομες, απλωτές, αιφνιδιαστικές κινήσεις των μακριών άκρων της,στράφηκε πίσω, καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο, και με το μακρύ της χέρι τεντωμένο έκανεμερικές δρασκελιές και έβαλε κάτι στο χέρι της τσιγγάνας* μετά, σκύβοντας, μπήκε στοαυτοκίνητο.

«Ευημερία για την όμορφη κοπέλα και να ’χει την ευχή της τσιγγάνας», έφτασε η γεμάτηυπονοούμενα, σχεδόν κοροϊδευτική φωνή της γυναίκας.

Η μηχανή μούγκρισε! Μετά ξαναμούγκρισε! Και πάλι πιο άγρια και πήρε μπροστά. Ο Λίοάναψε τα φώτα και αμέσως το λατομείο με τους τσιγγάνους βυθίστηκε στη μαυρίλα τηςνύχτας.

«Καληνύχτα!» ακούστηκε η φωνή της Υβέτ, όταν ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Αλλά η δική τηςφωνή ήταν η μοναδική που ήχησε, ζωηρά και με θράσος, μέσα στη νωχέλειά της. Ταμπροστινά φώτα έλαμπαν μέσα στο πέτρινο δρομάκι.

«Υβέτ, πρέπει να μας πεις τι σου είπε», φώναξε η Λουσίλ, σε πείσμα της ανομολόγητηςθέλησης της Υβέτ να μην τη ρωτήσουν.

«Α, τίποτε το συγκλονιστικό», απάντησε η Υβέτ με προσποιητή εγκαρδιότητα. «Απλώς τογνωστό παλιό τροπάρι: ένας μελαχρινός που σημαίνει καλή τύχη και ένας ξανθός πουσημαίνει κακή, κι ένας θάνατος στην οικογένεια, ο οποίος, αν είναι τελικά της Γιαγιάς, ε, δεθα ’ναι και τόσο τρομερός* κι ότι θα παντρευτώ, λέει, όταν θα γίνω είκοσι τριών χρονώνκαι θα έχω λεφτά με τη σέσουλα και αγάπη, επίσης, και δυο παιδιά. Όλα αυτά ακούγονταιπολύ ωραία, αλλά είναι λίγο υπερβολικά, όπως καταλαβαίνετε»"

Page 24: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Μα τότε γιατί της έδωσες κι άλλα λεφτά;» «Έτσι ήθελα! Πρέπει να είσαι λίγομεγαλόψυχος με ανθρώπους σαν κι αυτούς».

Page 25: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Εγινε φοβερη φασαρια κατω στο πρεσβυτεριο εξαιτίας της Υβέτ και του Ταμείου του Βιτρό.Μετά τον πόλεμο, η θεία Σίσσυ το είχε μεράκι να φτιάξει ένα βιτρό στην εκκλησία ωςμνημείο για τους πεσόντες της ενορίας. Όμως η πλειοψηφία των πεσόντων δεν άνηκε στηνΑγγλικανική Εκκλησία, έτσι το μνημείο κατέληξε να πάρει τη μορφή ενός κακόγουστου,μικρού γλυπτού μπροστά στο παρεκκλήσι του Γουέσλεϊαν.

Αυτό δεν πτόησε τη θεία Σίσσυ. Γύρισε από σπίτι σε σπίτι, οργάνωσε φιλανθρωπικέςαγορές, έβαλε τα κορίτσια να στήσουν ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις, για τοπολύτιμο βιτρό της. Η Υβέτ, που της άρεσε πολύ να παίζει θέατρο και να εμφανίζεται σεκοινό, ήταν υπεύθυνη για την κωμωδία με τίτλο «Η Μαρία στον καθρέφτη» καισυγκέντρωσε τα έσοδα, τα οποία θα έμπαιναν στο Ταμείο του Βιτρό, όταν θα κανονίζοντανοι λογαριασμοί. Κάθε κορίτσι έπρεπε να κρατάει κουμπαρά για το Ταμείο.

H θεία Σίσσυ, όταν θεώρησε ότι το συνολικό ποσό θα πρέπει να ήταν αρκετό, ζήτησεαπρόσμενα τον κουμπαρά της Υβέτ. Είχε μέσα δεκαπέντε σελίνια. Ακολούθησε μια στιγμήπράσινης φρίκης.

«Πού είναι τα υπόλοιπα;»

«Αχ!», είπε η Υβέτ αδιάφορα. «Απλώς τα δανείστηκα. Δεν ήταν και πολλά, εξάλλου».

«Και οι τρεις λίρες και δεκατρία σελίνια για το “Η Μαρία στον Καθρέφτη” τι έγιναν;»,ρώτησε η θεία Σίσσυ, κι ήταν λες και είχαν ανοίξει τα σαγόνια της Κόλασης καιχασμουριόνταν.

«Α, ναι! Απλώς τα δανείστηκα. Μπορώ να τα επιστρέψω».

Καημένη θεία Σίσσυ! Ο πράσινος όγκος μίσους ξέσπασε μέσα της και ακολούθησε μιατρομερή, ασυνήθιστη σκηνή, που έκανε την Υβέτ να τρέμει από φόβο και αηδία.

Ακόμη και ο πρεσβύτερος ήταν πολύ αυστηρός.

«Αν χρειαζόσουν χρήματα, γιατί δε μου ζητούσες;», είπε ψυχρά. «Σου έχω αρνηθεί ποτέτίποτε μέσα στα λογικά πλαίσια;»

«Νόμ... Νόμιζα ότι δε θα πείραζε», τραύλισε η Υβέτ.

«Και τι τα έκανες τα λεφτά;»

«Τα ξόδεψα», είπε η Υβέτ, με γουρλωμένα μάτια γεμάτα ταραχή και ξαναμμένο πρόσωπο.

«Τα ξόδεψες, πώς;»

«Δεν τα θυμάμαι όλα: κάλτσες και τέτοια και χάρισα και μερικά».

Καημένη Υβέτ! Το υπεροπτικό της ύφος πλέον γύριζε εναντίον της, σαν αντανάκλαση. Οπρεσβύτερος είχε θυμώσει: το πρόσωπό του είχε πάρει μια έκφραση σκύλου που γρυλλίζει,ένα είδος σαρκασμού. Φοβόταν ότι η κόρη του ανέπτυσσε μερικές από τις χυδαίες, βρόμικες

Page 26: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

ιδιότητες Εκείνης-πουήταν η Σύνθια.

«Κάνεις την καμπόση με τα, λεφτά των άλλων, έτσι;», είπε μ’ έναν ψυχρό, σκυλίσιοκυνισμό, που πρόδιδε πόσο άπιστος ήταν βαθιά μέσα στην καρδιά του. Την κατωτερότηταμιας καρδιάς που δεν κρύβει μέσα της τη θέρμη της πίστης, καμιά περηφάνια για τη ζωή.Δεν είχε απολύτως καμία εμπιστοσύνη σ’ αυτήν.

Η Υβέτ χλόμιασε και έγινε απόμακρη. Ο εγωισμός της, εκείνη η εύθραυστη, πολύτιμηφλόγα την οποία όλοι προσπαθούσαν να σβήσουν υποχώρησε σαν φωτιά που τη φύσηξεμακριά ένας κρύος άνεμος* έμοιαζε σαν να είχε σβήσει* και το πρόσωπό της, άσπρο τώρακαι ακίνητο σαν κρινάκι, το λευκό χιονολούλουδο της αλαζονείας του, έμοιαζε να μην έχειζωή μέσα του, παρά μόνο αυτή την αγνή, παράξενη αφηρημάδα.

«Δε μου έχει καμία εμπιστοσύνη!», σκέφτηκε από μέσα της. «Δεν είμαι τίποτε γι’ αυτόν.Τίποτε δεν είμαι, μόνο ένα αξιοκαταφρόνητο πράγμα. Όλα είναι αξιοκαταφρόνητα, όλα είναιαξιοκαταφρόνητα!»

Μια φλόγα πάθους ή οργής, ενώ μπορεί να την πλημμύριζε ή να την εξαγρίωνε, δε θαμπορούσε να την εξευτελίσει όσο η δυσπιστία του πατέρα της, η τελική του σαρκαστικήστάση απέναντί της.

Άρχισε να φοβάται λίγο, μέσα στη σιωπή των στείρων σκέψεών του. Τελικά είχε ανάγκητην αγάπη και την πίστη και τη λαμπερή ζωή της, δεν θα είχε ποτέ το κουράγιο να αντικρίσειτο παχύ σκουλήκι της δικής του δυσπιστίας, το οποίο σάλευε μέσα στην καρδιά του.

«Τι έχεις να πεις για ό,τι έκανες;» ρώτησε.

Εκείνη απλώς τον κοίταξε μ’ εκείνο το ανέκφραστο προσωπάκι σαν χιονολούλουδο που τονστοίχειωσε με φόβο και του μετέδωσε ένα αμήχανο αίσθημα ενοχής. Η άλλη, Εκείνη-που-ήταν η Σύνθια, και εκείνη είχε γυρίσει και τον είχε κοιτάξει με τον ίδιο μουδιασμένο, λευκόφόβο, το φόβο της δυσπιστίας που τον κουρέλιαζε, του σκουληκιού που κρυβόταν στο βάθοςτης καρδιάς τον. Ήξερε ότι ο πυρήνας της καρδιάς του ήταν ένα παχύ, απαίσιο σκουλήκι. Οτρόμος του ήταν μήπωςκάποιος άλλος το μάθει. Το μίσος του στρεφόταν εναντίονοποιουδήποτε ήξερε και οπισθοχωρούσε.

Είδε την Υβέτ να κάνει πίσω και αυτόματα πήρε το εγκόσμιο, παλιό, εύθυμο, κυνικό ύφοςπου του άρεσε.

«Ας είναι, λοιπόν!» είπε. «Πρέπει να τα επιστρέψεις, κορίτσι μου, αυτό είναι όλο. Θα σουδώσω προκαταβολικά τα χρήματα από το “επίδομά” σου. Αλλά θα σου χρεώσω 4% τόκο τομήνα. Κι ο διάολος ακόμη πρέπει να πληρώνει τόκο στα χρέη του. Άλλη φορά, αν δεν.μπορείς να εμπιστευτείς τον εαυτό σου, μην κρατάς χρήματα που δε σου ανήκουν. Ηανεντιμότητα δεν είναι ωραίο πράγμα».

Η Υβέτ έμεινε συντετριμμένη και ταπεινωμένη. Έφυγε αθόρυβα, σέρνοντας πίσω της τιςαχτίδες της περηφάνειάς της. Ένιωθε αηδία ακόμη και για τον ίδιο της τον εαυτό. Αχ, γιατίείχε αγγίξει εκείνα τα σιχαμένα λεφτά; Ολάκερη η σάρκα της είχε συρρικνωθεί λες και είχεμολυνθεί. Γιατί έγινε αυτό; Γιατί, γιατί να γίνει;

Παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος που είχε ξοδέψει τα χρήματα. «Σίγουρα δεν έπρεπε να τοκάνω. Έχουν δίκιο που θύμωσαν» είπε μέσα της.

Page 27: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Αλλά από πού ήρθε αυτή η απαίσια σύσπαση της σάρκας της; Γιατί ένιωθε σαν να είχεκολλήσει κάποια μεταδοτική αρρώστια;

«Η βλακεία σου, Υβέτ», της έκανε κήρυγμα η Λουσίλ -η καημένη Λουσίλ είχεστενοχωρηθεί πολύ«είναι ότι διασύρεσαι σε όλρυς τους. Έπρεπε να ξέρεις ότι θα τοανακάλυπταν. Θα μπορούσα να μαζέψω τα λεφτά για λογαριασμό σου και να γλιτώναμεόλη αυτή τη φασαρία. Είναι απαίσιο! Αλλά ποτέ δε θα μάθεις να σκέφτεσαι από πριν πού θασε οδηγήσουν οι πράξεις σου! Σκέψου τη θεία Σίσσυ να σου λέει όλα αυτά! Τι φοβερό! Τιθα έλεγε η Μαμά, αν το άκουγε;»

Όταν τα πράγματα πήγαιναν στραβά, σκέφτονταν τη μητέρα τους και μισούσαν τον πατέρατους και όλα τα «βλαστάρια» των Σέιγουελ. Η μητέρα τους, βέβαια, ανήκε σ’ έναν ανώτερο,αν και επικίνδυνο και «ανήθικο» κόσμο. Πιο εγωιστικό, αναμφισβήτητα. Μα με ένα πιοφανταχτερό ύφος. Πιο αδίστακτο και πιο επιρρεπή στην περιφρόνηση· όμως όχι τόσοταπεινωτικό.

Η Υβέτ πάντοτε σκεφτόταν ότι πήρε τη φίνα, ντελικάτη επιδερμίδα της από τη μητέρα της.Οι Σέιγουελ ήταν όλοι κάπως σκληρόπετσοι και βρόμικοι βαθιά μέσα τους. Όμως τότε οιΣέιγουελ δε σε απογοήτευαν ποτέ. Ενώ η φίνα Εκείνη-πουήταν η Σύνθια, είχε απογοητεύσειτον πρεσβύτερο μ’ ένα χτύπημα και τα παιδάκια του μαζί μ’ αυτόν.

Τα παιδάκια της; Δεν μπορούσαν να τη συγχωρήσουν.

Μόνο αμυδρά, μετά τον καβγά, η Υβέτ άρχισε να συνειδητοποιεί την άλλη αγιότητα τουεαυτού της, την αγνότητα της ευαίσθητης, καθαρής σάρκας και του αίματος, που οι Σέιγουελ,με την υποτιθέμενη ηθική τους, κατάφεραν να μολύνουν. Πάντοτε ήθελαν να τη μολύνουν.Δεν πίστευαν στη ζωή. Ενώ Εκείνη-που-ήταν η Σύνθια ίσως να υπήρξε μόνο κάποια που δενείχε ηθική πίστη.

Η Υβέτ τριγύριζε σαστισμένη, ξαναμμένη και μπερδεμένη. Ο πρεσβύτερος έδωσε ταχρήματα στη θεία Σίσσυ, προκαλώντας, έτσι, την οργή της. Ο ανικανοποίητος θυμός τηςακόμη έβραζε. Θα ήθελε πολύ να ανακοινώσει το παράπτωμα της ανιψιάς της στο περιοδικότης ενορίας. Γεννούσε άγχος στην κατεστραμμένη γυναίκα το γεγονός ότι δεν μπορούσε ναδημοσιεύσει το νέο, να το μάθει όλος ο κόσμος. Ο εγωισμός! Ο εγωισμός! Ο εγωισμός!

Μετά ο πρεσβύτερος άνοιξε ένα μικρό λογαριασμό με την κόρη του: το χρέος της σ’ αυτόν,ο τόκος, ήταν το ποσό το οποίο αφαιρείται από το μικρό της «επίδομα». Αλλά για χάρη τηςείχε βάλει μια γκινέα, που ήταν το πρόστιμο που έπρεπε να πληρώσει για τη συνενοχή του.

«Ως πατέρας του παραβάτου» είπε αστειευόμενος, «χρεώνομαι μια γκινέα. Και μ’ αυτόεξιλεώνομαι».

Ήταν πάντοτε γενναιόδωρος^ τα χρήματα. Όμως, κατά κάποιον τρόπο, νόμιζε ότι με το ναείναι ανοιχτοχέρης με τα λεφτά μπορούσε να αποκαλείται γενναιόδωρος άνθρωπος. Ενώχρησιμοποιούσε το χρήμα, ακόμη και τη γενναιοδωρία, για να την ελέγχει.

Ωστόσο άφησε το γεγονός να ξεχαστεί εντελώς. Εκείνη τη στιγμή τον διασκέδαζε όσο τίποτεάλλο να κρίνει κατά τα φαινόμενα. Νόμιζε, ακόμη, ότι ήταν ασφαλής.

Η θεία Σίσσυ, όμως, δεν μπορούσε να ξεπεράσει την ταραχή της. Μια νύχτα που η δύστυχη

Page 28: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

η Υβέτ είχε πέσει για ύπνο αρκετά νωρίς, ενώ η Λουσίλ έλειπε σ’ ένα πάρτι, και ήτανξαπλωμένη με τα απαλά, ξαναμμένα μέλη της να πονούν από το μούδιασμα και τη μόλυνση,η πόρτα άνοιξε σιγά και εμφανίστηκε η θεία Σίσσυ, χώνοντας το γκριζοπράσινο πρόσωπότης στο άνοιγμα της πόρτας. Η Υβέτ πετάχτηκε τρομαγμένη. «Ψεύτρα! Κλέφτρα! Εγωιστικότερατάκι!» σφύριξε μέσα από τα δόντια του το μανιασμένο πρόσωπο της θείας Σίσσυ.«Μικρή υποκρίτρια! Ψεύτρα! Εγωιστικό τέρας! Απληστο τερατάκι!»

Υπήρχε τέτοιο απίστευτο, απρόσωπο μίσος σ’ εκείνη την γκριζοπράσινη μάσκα κι εκείνα τατρελά λόγια, που η Υβέτ άνοιξε το στόμα της να βγάλει μια κραυγή υστερίας. Όμως η θείαΣίσσυ έκλεισε την πόρτα ξαφνικά, όπως την είχε ανοίξει, και εξαφανίστηκε. Η Υβέτγλίστρησε έξω από το κρεβάτι της και γύρισε το κλειδί. Μετά έτρεξε πίσω, μισότρελη απότο φόβο για την άθλια διαστροφή, μισομουδιασμένη από την παράλυση της κουρελιασμένηςτης περηφάνειας. Και μέσα σ’ όλα, ξέσπασε σ’ ένα τρελό γέλιο. Ήταν τόσο αφόρητα γελοίο!

Η συμπεριφορά της θείας Σίσσυ δεν πλήγωσε το κορίτσι τόσο πολύ. Εξάλλου ήταν κάπωςεξωπραγματική. Πληγωμένη, όμως, ήταν: στα μέλη της, στο κορμί της, στο φύλο της, είχεπληγωθεί. Είχε πληγωθεί, είχε μουδιάσει, είχε σχεδόν καταρρεύσει και μόνο τα νεύρα τηςπάλλονταν και χτυπούσαν. Και καθώς ήταν ακόμη τόσο νέα, δεν μπορούσε να καταλάβει τισυνέβαινε.

Μόνο έμεινε ξαπλωμένη κι ευχήθηκε να ήταν τσιγγάνα. Να ζει σ’ έναν καταυλισμό, σ’ ένακάρο, και ποτέ να μην πατήσει το πόδι της σε σπίτι, να μην ξέρει τι σημαίνει ενορία, ποτέ ναμη γυρίσει να κοιτάξει εκκλησία. Η καρδιά της είχε σκληρύνει από αποστροφή για τοπρεσβυτέριο. Σιχαινόταν αυτά τα σπίτια με την εσωτερική τους υγιεινή και τα μπάνια τουςκαι την απίστευτη απωθητικότητά τους. Μισούσε το πρεσβυτέριο και καθετί σχετικό. Όλη ηλιμνάζουσα ζωή της αποχέτευσης, όπου η λέξη «αποχέτευση» δεν αναφέρεται ποτέ, αλλάμυρίζει αισθητά από το κέντρο σε κάθε δίποδο τρόφιμο, από τη Γιαγιά μέχρι τους υπηρέτες,ήταν αηδιαστική. Κι αν οι τσιγγάνοι δεν είχαν μπάνια, τουλάχιστον δεν είχαν ούτεαποχέτευση. Υπήρχε καθαρός αέρας. Στο πρεσβυτέριο δεν είχε ποτέ καθαρό αέρα. Και στιςψυχές των ανθρώπων ο αέρας μούχλιαζε μέχρι που άρχιζε να βρομάει.

Το μίσος έκαιγε την καρδιά της, καθώς ήταν ξαπλωμένη με παραλυμένα μέλη. Καισκεφτόταν τα λόγια της τσιγγάνας: «Βλέπω ένα μελαχρινό που δεν έζησε ποτέ σε σπίτι. Σ’αγαπάει. Οι άλλοι άνθρωποι σού πατάνε την καρδιά. Θα σου πατήσουν την καρδιά μέχρι πουθα νομίζεις ότι έσβησε. Αλλά ο μελαχρινός θα ανάψει την τελευταία σπίθα και θα την κάνειπάλι φωτιά, μεγάλη φωτιά. Θα δεις τι μεγάλη φωτιά!»

Ακόμη κι όταν η γυναίκα τα έλεγε αυτά, η Υβέτ ένιωθε ότι κάπου υπήρχε υποκρισία. Όμωςδεν την πείραζε. Μισούσε, με το παγερό μίσος ενός παΐδι-* ού, το εσωτερικό τουπρεσβυτέριου, αυτή τη σήψη στη ζωή. Της άρεσε εκείνη η μεγαλόσωμη, μελαψή, με λυκίσιαόψη, τσιγγάνα, με τους μεγάλους χρυσούς κρίκους στα αυτιά, το ροζ μαντίλι στα κυματιστά,μαύρα της μαλλιά, το εφαρμοστό μπούστο από καφέ βελούδο, την πράσινη, πλισεδωτήφούστα της. Της άρεσαν τα σκούρα, δυνατά, άκαμπτα χέρια της, που είχαν πιάσει τόσοσταθερά, σαν τα σαγόνια του λύκου, την απαλή παλάμη της Υβέτ. Της άρεσε. Της άρεσε οκίνδυνος και η κρυφή τόλμη της. Της άρεσε η κρυμμένη, η σκληροτράχηλη φύση της, πουήταν μεν πρόστυχη, αλλά με μια σκληρή, απροκάλυπτη περήφάνεια. Τίποτε δεν μπορούσεποτέ να υποτάξει εκείνη τη γυναίκα. Θα μισούσε το πρεσβυτέριο και την ηθική τουθανάσιμα! Θα στραγγάλιζε τη Γιαγιά με το ένα της χέρι. Και θα έτρεφε την ίδιαπεριφρόνηση για τον Μπαμπά και το θείο Φρεντ, ως άνδρες, όπως και για το χοντρό, γερο-

Page 29: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

περιφρόνηση για τον Μπαμπά και το θείο Φρεντ, ως άνδρες, όπως και για το χοντρό, γερο-σαλιάρη Ρόβερ, το σκυλί Νιουφάουντλαντ. Μια μεγάλη, σαρδόνια, γυναικεία περιφρόνησηγια αυτού του είδους τα κατοικίδια σκυλιά που θέλουν να ονομάζονται άνδρες.

Και ο τσιγγάνος ο ίδιος! Η Υβέτ αναρρίγησε ξαφνικά σαν να είχε δει τα μεγάλα,αποφασιστικά μάτια του πάνω της, με τον απροκάλυπτο υπαινιγμό του πόθου μέσα τους. Ηαίσθηση αυτή την έκανε να ξαπλώσει μπρούμυτα, ανήμπορη, στο κρεβάτι, λες και κάποιοναρκωτικό την είχε ρίξει σ’ ένα καινούργιο, χυτό καλούπι.

Ποτέ δεν ομολόγησε σε κανέναν ότι δύο από τις άτυχες λίρες του Ταμείου για το Βιτρόείχαν πάει στην τσιγγάνα. Τι θα γινόταν, άν ο Μπαμπάς και η θεία Σίσσυ το μάθαιναν αυτό!Η Υβέτ τανύστηκε με απόλαυση στο κρεβάτι. Η σκέψη του τσιγγάνου είχε απελευθερώσειτα μέλη της και είχε αποκρυσταλλώσει στην καρδιά της το μίσος για το πρεσβυτέριο: έτσιπου τώρα ένιωθε δυνατή, παρά αδύναμη.

Όταν αργότερα η Υβέτ είπε στη Λουσίλ για το δραματικό ιντερλούδιο στην πόρτα τηςκρεβατοκάμαρας, η Λουσίλ αγανάκτησε.

«Να πάρει ο διάβολος!» φώναξε. «Μπορεί να σταματήσει επιτέλους. Νομίζω ότι ακούσαμεαρκετά γι’ αυτό μέχρι τώρα! Θεέ μου, θα έλεγε κανείς ότι η θεία Σίσσυ ήταν ένα τέλειο,παραδείσιο πουλί. Ο μπαμπάς δεν ασχολείται πια και, ύστερα, αν κάποιον αφορά το θέμα,είναι αυτός. Η θεία Σίσσυ ας το βουλώσει, λοιπόν!»

Ήταν γεγονός ότι ο πρεσβύτερος το είχε ξεχάσει και φερόταν και πάλι στην αφηρημένη καιαδιάφορη Υβέτ λες και ήταν κανένα προνομιούχο πλάσμα, κάτι που έκανε τη θεία Σίσσυ ναχύνει τη χολή της*. Το γεγονός ότι η Υβέτ τις περισσότερες φορές αγνοούσε τασυναισθήματα των άλλων ανθρώπων, και ακριβώς επειδή τα αγνοούσε, δεν μπορούσε ναενδιαφερθεί γι’ αυτά, σχεδόν τρέλαινε τη θεία Σίσσυ. Γιατί έπρεπε εκείνο το νεαρό πλάσμα,με την ανήθικη μητέρα, να ζει ως προνομιούχο ον, αγνοώντας ακόμη και την ύπαρξη τωνάλλων ανθρώπων, παρ’ όλο που ήταν κάτω από τη μύτη της;

Η Λουσίλ εκείνη την περίοδο ήταν πολύ ευέξαπτη. Έμοιαζε λες και απλώς έχανε λίγο τηνισορροπία της, όταν έμπαινε στο πρεσβυτέριο. Η καημενούλα η Λουσίλ, ήταν τόσο ευγενικήκαι υπεύθυνη. Έκανε όλες τις αγγαρείες, σκεφτόταν για γιατρούς, φάρμακα, υπηρέτες καιόλα τα σχετικά. Δούλευε σαν σκλάβα όλη μέρα στην πόλη, σ’ ένα δωμάτιο με τεχνητόφωτισμό από τις δέκα μέχρι τις πέντε. Και γύριζε σπίτι για να κουρελιάζονται τα νεύρα τηςσχεδόν μέχρι τρέλας από τη φοβερή και επίμονη περιέργαα και την παρασιτικήγεροπαραξενιά της Γιαγιάς.

Η ιστορία με το Ταμείο για το Βιτρό είχε μάλλον ξεχαστεί αλλά έμενε μια αποπνικτικήένταση στην ατμόσφαιρα. Ο καιρός συνέχιζε να είναι άσχημος. Η Λουσίλ έμεινε στο σπίτιτο απόγευμα της μισής της αργίας και μ’ αυτό καθόλου δεν ωφέλησε τον εαυτό της. Οπρεσβύτερος βρισκόταν στο γραφείο του, εκείνη και η Υβέτ έραβαν ένα φόρεμα για τηντελευταία, η Γιαγιά αναπαυόταν στον καναπέ.

To φόρεμα ήταν από μπλε, μεταξωτό, βελουτέ ύφασμα, γαλλικό και φαινόταν ότι θα τηςπήγαινε πολύ. Η Λουσίλ έβαλε την Υβέτ να το δοκιμάσει ξανά: ανησυχούσε για τηνεφαρμογή κάτω από τα χέρια.

«Α, μη σκοτίζεσαι!», φώναξε η Υβέτ, τεντώνοντας τα μακριά, τρυφερά, παιδικά της χέρια,που κόντευαν να μελανιάσουν από το κρύο. «Μη γίνεσαι πια τόσο σχολαστική, Λουσίλ!

Page 30: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Εντάξει είναι».

«Αν αυτό είναι το ευχαριστώ που θυσιάζω τη μισή μου μέρα για να σου φτιάχνω φορέματα,τότε καλύτερα να κάνω κάτι για τον εαυτό μου!»

«Εντάξει Λουσίλ! Ξέρεις ότι ποτέ δε σου ζήτησα τίποτε! Ξέρεις ότι δεν αντέχεις αν δεν έχειςεσύ την εποπτεία σε όλα», είπε η Υβέτ μ’ εκείνη την ενοχλητική της γλυκύτητα, ενώσήκωσε τους γυμνούς της αγκώνες και κοίταξε πάνω από τον ώμο της στο μακρύ καθρέφτη.

«Α, βέβαια! Δε μου ζήτησες ποτέ τίποτα!» φώναξε η Λουσίλ. «Λες και δεν κατάλαβα τιεννοούσες, όταν άρχισες να αναστενάζεις και στριφογύριζες νευρικά».

«Εγώ;» είπε η Υβέτ με αόριστη έκπληξη. «Γιατί, πότε άρχισα να αναστενάζω και να στριφογυρίζω νευρικά;»

«Μα φυσικά, ξέρεις ότι το έκανες».

«Μη μου πεις! Οχι, δεν το ήξερα! Πότε ήταν;». Η Υβέτ μπορούσε να βάζει μια ιδιαίτερηειρωνεία στις ήπιες, μετέωρες ερωτήσεις της.

«Δε θα κάνω τίποτε άλλο σ’ αυτό το φόρεμα, αν δεν καθίσεις ακίνητη και δε σταματήσεις ναμιλάς», είπε η Λουσίλ, με τη μάλλον ηχηρή, έντονη φωνή της.

«Ξέρεις ότι είσαι πάρα πολύ γκρινιάρα και νευρική, Λουσίλ;», είπε η Υβέτ, που έλεγες ότικαθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.

«Φτάνει πια, Υβέτ!» φώναξε η Λουσίλ και τα μάτια της άστραψαν ξαφνικά στο πρόσωπο τηςαδερφής της με μια άγρια λάμψη.

^ «Πάψε! Γιατί πρέπει όλοι να ανεχόμαστε τον απαίσιο και δεσποτικό χαρακτήρα σου;»

«Δεν ξέρω τι λες για το χαρακτήρα μου» είπε η Υβέτ και βγήκε αργά από το μισοφτιαγμένοφόρεμα για να γλιστρήσει πάλι μέσα στο φόρεμά της.

Μετά, μ’ ένα ανέμελο, πεισματάρικο ύφος στο πρόσωπό της, κάθισε ξανά στο τραπέζι, μέσαστο μουντό απόγευμα, και άρχισε να ράβει το μπλε ύφασμα. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο μεσκόρπια μπλε κουρελάκια, το ψαλίδι ήταν πεταμένο στο πάτωμα, το πανέρι της ραπτικήςήταν αδειασμένο ακα-. τάστατα πάνω στο τραπέζι κι ένα άλλο ψαλίδι ήταν παρατημένο,επικίνδυνα, πάνω στο πιάνο.

H Γιαγιά, που είχε πέσει σε ημικωματώδη λήθαργο που αποκαλούνταν «υπνάκος»,ανακάθισε στο μεγάλο, μαλακό καναπέ και ίσιωσε το σκουφί της.

«Δεν έχω αρκετή ησυχία για τον υπνάκο μου» είπε, περνώντας το χέρι της αργά από ταλεπτά, άσπρα της μαλλιά, για να δει αν ήταν τακτοποιημένα. Είχε ακούσει ακαθόριστεςφωνές.

Μπήκε η θεία Σίσσυ, ψαχουλεύοντας σε μια σακούλα για να βρει ένα σοκολατάκι.

«Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ακαταστασία!» είπε. «Καλύτερα να καθαρίσεις αυτά τα σκουπίδια,Υβέτ».

Page 31: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Εντάξει» είπε η Υβέτ. «Σ’ ένα λεπτό».

«Δηλαδή ποτέ!», τη σάρκασε η θεία Σίσσυ, ορμώντας ξαφνικά να μαζέψει το ψαλίδι απόκάτω.

Έπεσε σιωπή για λίγα λεπτά και η Λουσίλ πέρασε αργά τα χέρια της από τα μαλλιά τηςκαθώς διάβαζε ένα βιβλίο.

«Καλύτερα να καθαρίσεις, Υβέτ», επέμεινε η θεία Σίσσυ.

«Εντάξει, πριν από το τσάι», αποκρίθηκε η Υβέτ, που σηκώθηκε για άλλη μια φορά καιτράβηξε το μπλε φόρεμα πάνω από το κεφάλι της, χώνοντας τα μακριά, γυμνά της χέριαμέσα στις αμάνικες τρύπες του φορέματος. Μετά πήγε και στάθηκε ανάμεσα στουςκαθρέφτες, για να κοιταχτεί ακόμη μια φορά.

Καθώς το έκανε αυτό, σκούντηξε το δεύτερο καθρέφτη που είχε παρατήσει απρόσεκτα πάνωστο πιάνο, ο οποίος κατρακύλησε μ’ έναν κρότο στο πάτωμα. Ευτυχώς δεν έσπασε. Όμωςόλοι το πήραν στραβά.

«Έσπασε τον καθρέφτη!» φώναξε η θεία Σίσσυ.

«Έσπασε τον καθρέφτη! Ποιον καθρέφτη; Ποιος τον έσπασε;» ακούστηκε η διαπεραστικήφωνή της Γιαγιάς.

«Δεν έσπασα τίποτε», απάντησε η ήρεμη φωνή της Υβέτ. «Όλα είναι μια χαρά».

«Καλύτερα να μην τον παρατήσεις εκεί πάνω άλλη φορά», είπε η Λουσίλ.

Η Υβέτ, μ’ ένα ελαφρό, βιαστικό σήκωμα των ώμων μπροστά σ’ όλη αυτή τη φασαρία,προσπάθησε να στήσει τον καθρέφτη σε άλλο σημείο. Δεν τα κατάφερε.

«Αν κάποιος είχε ένα τζάκι στο δωμάτιό του» είπε θυμωμένα, «δε θα χρειαζόταν ναανέχεται την γκρίνια όλων των άλλων όταν θέλει να ράψει».

«Ποιον καθρέφτη μετακινείς;» ρώτησε η Γιαγιά.

«Ένα δικό μας, που τον φέραμε από το παλιό μας σπίτι», είπε η Υβέτ με αναίδεια.

«Μην τον σπάσεις μέσα σ’ αυτό εδώ το σπίτι, απ’ όπου και να τον φέρατε», είπε η Γιαγιά.

Υπήρχε κάτι σαν οικογενειακή απέχθεια για τα έπιπλα που κάποτε ανήκαν σ’ Εκείνη-που-ήταν η Σύνθια. Τα περισσότερα ήταν παραχωμένα στην κουζίνα και τα υπνοδωμάτια τουυπηρετικού προσωπικού.

«Α, δεν είμαι προληπτική», είπε η Υβέτ, «με καθρέφτες και άλλα τέτοια».

«Διόλου απίθανο» είπε η Γιαγιά. «Οι άνθρωποι που δεν αναλαμβάνουν ποτέ την ευθύνη τωνπράξεων τους, συνήθως δε νοιάζονται για ό,τι συμβεί».

«Επομένως», είπε η Υβέτ, «μπορώ να πω ότι δικός μου είναι ο καθρέφτης, ακόμη κι αν τονσπάσω».

«Κι εγώ λέω», είπε η Γιαγιά, «ότι δε θα σπάσει κανένας καθρέφτης σε τούτο εδώ το σπίτι,

Page 32: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

αν μπορούμε να το αποφύγουμε* σε όποιον κι αν ανήκει ή ανήκε στο παρελθόν. Σίσσυ, έχωβάλει καλά το σκουφί μου;»

Η θεία Σίσσυ πήγε κοντά της και τακτοποίησε τη γηραιά κυρία. Η Υβέτ, δυνατά καιενοχλητικά, τραγούδησε μια παράφωνη μελωδία.

«Και τώρα, Υβέτ, θα καθαρίσεις, σε παρακαλώ;» είπε η θεία Σίσσυ.

«Να πάρει η οργή!» φώναξε η Υβέτ θυμωμένα. «Είναι απαίσιο να ζεις με πολλούςανθρώπους που συνέχεια γκρινιάζουν και μουρμουράνε για το παραμικρό».

«Ποιούς ανθρώπους εννοείς, μπορείς να μας πεις;» είπε η θεία Σίσσυ απειλητικά.

Κι άλλος καβγάς προμηνυόταν. Η Λουσίλ σήκωσε το βλέμμα της και έριξε μια περίεργηματιά. Μέσα στα δυο κορίτσια το αίμα Εκείνηςπου-ήταν η Σύνθια είχε ξυπνήσει.

«Φυσικά και μπορώ! Ξέρεις πολύ καλά ότι εννοώ τους ανθρώπους αυτού του άθλιουσπιτιού», είπε προσβλητικά η Υβέτ.

«Τουλάχιστον», παρατήρησε η Γιαγιά, «εμείς δεν καταγόμαστε από μισοδιεφθαρμένο σόι».

Ακούστηκε μια ηλεκτρισμένη παύση ενός δευτερολέπτου. Μετά η Λουσίλ πετάχτηκε από τοχαμηλό της κάθισμα, βγάζοντας σπίθες.

«Πάψτε!» φώναξε, σε μια έκρηξη εξ ολοκλήρου εναντίον της υποτιθέμενης μεγαλειότηταςτης γηραιάς κυρίας.

Το στήθος της γριάς άρχισε να φουσκώνει, ένας θεός ξέρει με τι συναισθήματα. Η παύση,αυτή τη φορά, ήταν παγερή, όπως μετά από αστροπελέκι.

Τότε η θεία Σίσσυ, χλόμιασε και όρμησε στη Λουσίλ, σπρώχνοντάς τη με λύσσα.

«Πήγαινε στο δωμάτιό σου!» φώναξε βραχνά. «Πήγαινε στο δωμάτιό σου!»

Και έκανε να σπρώξει την ωχρή, αλλά με μάτια που πετούσαν φωτιές, Λουσίλ, έξω από τοδωμάτιο. Η Λουσίλ την άφησε να τη σπρώξει, ενώ η θεία Σίσσυ ωρυόταν:

«Θα μείνεις στο δωμάτιό σου μέχρι να ζητήσεις συγγνώμη γι’ αυτό! μέχρι να ζητήσειςσυγγνώμη στη Μητέρα γι’ αυτό που είπες!»

«Δεν πρόκειται να ζητήσω συγγνώμη», ακούστηκε καθαρά η φωνή της Λουσίλ από τοδιάδρομο, ενώ την έσπρωχνε η θεία Σίσσυ.

Η θεία Σίσσυ την οδήγησε πιο άγρια στον επάνω όροφο.

Η Υβέτ στάθηκε άναυδη στο καθιστικό, διατηρώντας την ψυχραιμίας της, με ύφος θιγμένηςαξιοπρέπειας και την ίδια στιγμή σαστισμάρας, κάτι πολύ περίεργο γι’ αυτήν. Είχε ακόμηγυμνά χέρια και φορούσε το μισοφτιαγμένο μπλε φόρεμα. Και είχε μείνει σχεδόνεμβρόντητη από την επίθεση της Λουσίλ στη μεγαλειότητα της ηλικιωμένης γυναίκας. Κιεπίσης, ήταν βαθιά αγανακτισμένη που η Γιαγιά είχε κακολογήσει το μητρικό αίμα πουέτρεχε στις φλέβες τους.

«Φυσικά, δεν ήθελα να σας προσβάλω», είπε η Γιαγιά.

Page 33: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Αλήθεια;» είπε ψυχρά η Υβέτ.

«Οχι, βέβαια. Είπα μόνο ότι δεν είμαστε διεφθαρμένοι,-επειδή απλώς τυχαίνει να είμαστεπροληπτικοί με το σπάσιμο του καθρέφτη».

Η Υβέτ δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Είχε ακούσει σωστά; Ήταν δυνατόν; Ή, μήπως, η Γιαγιά,στην ηλικία που ήταν, έλεγε απλώς ένα ξετσίπωτο ψέμα;

Η Υβέτ ήξερε ότι η γριά έλεγε ένα ψυχρό, αδιάντροπο ψέμα. Ομως κιόλας, τόσο γρήγορα, ηΓιαγιά είχε αρχίσει να πιστεύει τη δήλωσή της.

Εμφανίστηκε ο πρεσβύτερος, αφήνοντας λίγο χρόνο για να ηρεμήσουν τα πνεύματα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε με περιέργεια, πρόσχαρα.

«Α, τίποτε» απάντησε επιτηδευμένα η Υβέτ. «Ενώ η γιαγιά έλεγε κάτι, η Λουσίλ της είπενα πάψει. Και η θεία Σίσσυ την έστειλε στο δωμάτιό της. Tant de bruit pour une omelette1!Ομως η Λουσίλ το παρατράβηξε λίγο εκείνη τη στιγμή».

Η γηραιά κυρία δεν μπόρεσε να καταλάβει ακριβώς τι είπε η Υβέτ.

«Η Λουσίλ πρέπει να μάθει να συγκρατεί τα νεύρα της», είπε η γριά. «Έπεσε κάτω οκαθρέφτης και ανησύχησα. Το είπα στην Υβέτ και εκείνη είπε κάτι για προλήψεις καιανθρώπους στο άθλιο σπίτι. Της είπα ότι οι άνθρωποι του σπιτιού δεν είναι διεφθαρμένοι,επειδή συμβαίνει να ανησυχούν όταν σπάει ένας καθρέφτης. Κι εκεί η Λουσίλ μου επιτέθηκεκαι μου φώναξε να πάψω. Είναι πραγματικά ντροπή πώς αυτά τα παιδιά ξεσπούν τα νεύρατους. Το ξέρω ότι είναι νεύρα και τίποτε άλλο».

Η θεία Σίσσυ είχε μπει μέσα κατά τη διάρκεια του μονόλογου της Γιαγιάς. Στην αρχή δεμιλούσε. Μετά συμφώνησε ότι τα πράγματα ήταν όπως τα είχε πει η Γιαγιά.

«Της απαγόρεψα να κατέβει μέχρι να ζητήσει συγγνώμη από τη Μητέρα», είπε.

«Αμφιβάλλω αν θα ζητήσει συγγνώμη», είπε η ήρεμη, περήφανη Υβέτ, κρατώντας τα γυμνάτης μπράτσα.

«Μα κι εγώ δε θέλω καμία συγγνώμη», είπε η γηραιά κυρία. «Έχει απλώς τα νεύρα της.Δεν ξέρω πού θα φτάσουν, αν έχουν τέτοια νεύρα στην ηλικία τους! Πρέπει να πάρειVibrolal. Νομίζω ότι ο Άρθουρ θα ήθελε να πάρει το τσάι του, Σίσσυ».

Η Υβέτ μάζεψε τα ραφτικά της, για να ανέβει επάνω. Και πάλι τραγούδησε το σκοπό της,κάπως διαπεραστικό και παράφωνο. Μέσα της έτρεμε.

«Κι άλλα φορέματα!» της είπε ο πατέρας της γλυκά.

«Κι άλλα!» επανέλαβε με ύφος βαθυστόχαστο, καθώς ανέβαινε με το πάσο της επάνω, με τοκαθημερινό της φόρεμα στο ένα χέρι. Ήθελε να παρηγορήσει τη Λουσίλ και να τη ρωτήσειπώς έπεφτε τώρα το μπλε ύφασμα.

Στο κεφαλόσκαλο κοντοστάθηκε, όπως έκανε σχεδόν πάντα, για να κοιτάξει από τοπαράθυρο που έβλεπε στο δρόμο και τη γέφυρα. Σαν τη Λαίδη του Σάλοτ, φαινόταν πάντα να

Page 34: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

φαντάζεται ότι Θα ερχόταν κάποιος τραγουδώντας «τίραλίρα» ή κάτι εξίσου έξυπνο στιςόχθες του ποταμού.

Είχε φτάσει περίπου η ώρα για το τσάι. Οι γάλανθοι άνθιζαν έξω, δίπλα στο μικρό δρομάκιπου οδηγούσε στην πύλη από το πλάι του σπιτιού και ο κηπουρός ψευτοδούλευε σταστρογγυλά, υγρά παρτέρια, στο νοτισμένο γρασίδι που έφτανε μέχρι κάτω, το ποταμάκι. Απότην πύλη περνούσε ο λευκός, λασπωμένος, φιδωτός δρόμος, διασχίζοντας την πέτρινηγέφυρα σχεδόν αμέσως και ανηφορίζοντας στο απόκρημνο, πυκνοκατοικημένο, πέτρινο,καπνισμένο βορινό χωριό, το οποίο σκαρφάλωνε πάνω από τα αυστηρά, πέτρινα εργοστάσιαπου η Υβέτ έβλεπε μπροστά της, κάτω στη στενή κοιλάδα, με τις ψηλές καμινάδες του ναορθώνονται μακριές και ίσιες.

Το πρεσβυτέριο βρισκόταν στη μια πλευρά του Πάπλ, μέσα στην κάπως απότομη κοιλάδα,ενώ το χιοριό ήταν ακόμη παρακάτω, πιο ψηλά, στην άλλη όχθη του ορμητικού ποταμού.Πίσω από το πρεσβυτέριο ο λόφος υψωνόταν απότομος, με ένα σύδεντρο από σκούρους,γυμνούς κέδρους, που μέσα τους χανόταν ο δρόμος. Και ακριβώς κατά μήκος του ποταμούαπέναντι από το πρεσβυτέριο, αντίκρυ στο σπίτι, η όχθη του ποταμού πρόβαλλε απότομη καιθαμνώδης, μέχρι πάνω στα ανηφόρικά, μελαγχολικά λιβάδια, τα οποία έφταναν πάλι σεσκούρες πλαγιές πνιγμένες στα δέντρα, με γκρίζους βράχους να ξεφυτρώνουν ανάμεσα.

Όμως από την άκρη του σπιτιού η Υβέτ μπορούσε να διακρίνει μόνο το δρόμο που έστριβεαπό το φράχτη με τις δάφνες για να καταλήξει πάνω στη γέφυρα και μετά πάλι επάνω, γύρωαπό την πλαγιά, σ’ εκείνο το πρώτο απότομο σύμπλεγμα σπιτιών στο χωριό του Πάπλγουικ,πέρα από τις ξερολιθιές των απόκρημνων αγρών.

Πάντα περίμενε να δει κάτι να κατηφορίζει από το λοξό δρόμο από το Πάπλγουικ και πάντακολλούσε στο παράθυρο του κεφαλόσκαλου. Συχνά ερχόταν κανένα κάρο ή αυτοκίνητο ήκανένα φορτηγό με πέτρα, είτε κανένας εργάτης ή υπηρέτης. Αλλά ποτέ κάποιος που νατραγουδά «τίρα-λίρα» κατά μήκος του ποταμού. Οι μέρες του «τίραλίρα» μάλλον είχανπεράσει πια.

Εκείνη τη μέρα, όμως, από τη γωνιά του γκριζόλευκου δρόμου, ανάμεσα στο γρασίδι καιτους χαμηλούς πέτρινους τοίχους, ένα γκριζοκόκκινο άλογο ήρθε κατηφορίζοντας καμαρωτάκαι ζωηρά το λόφο και το οδηγούσε ένας άντρας με κασκέτο, χωμένος στο μπροστινό μέροςτου ελαφρού του κάρου. Ο άντρας λικνιζόταν ελεύθερα με το τράνταγμα του κάρου, καθώςτο άλογο κάλπαζε προς τα κάτω, μέσα στη σιωπηλή μελαγχολία του απογεύματος. Στο πίσωμέρος του κάρου προεξείχαν μακριές σκούπες από καλάμια και πούπουλα, που έγερναν πάνωστα σκουπόξυλά τους.

Η Υβέτ στάθηκε κοντά στο παράθυρο και παραμέρισε τις δίφυλλες κουρτίνες, πιάνοντας ταγυμνά της μπράτσα με τα χέρια της.

Στις αρχές της πλαγιάς το άλογο άρχισε να καλπάζει γοργά προς τη γέφυρα. Το κάροκουδούνιζε πάνω στην πέτρινη γέφυρα, οι σκούπες ανεβοκατέβαιναν και τραντάζονταν, οοδηγός καθόταν σαν μέσα σε όνειρο, καθώς τρανταζόταν κι αυτός μαζί. Ήταν σαν κάτι πουτο έβλεπες στον ύπνο σου.

Page 35: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Ομως καθώς διέσχιζε την άκρη της γέφυρας και περνούσε από τον τοίχο του πρεσβυτέριου,γύρισε και κοίταξε το επιβλητικό πέτρινο σπίτι, το οποίο φαινόταν λες και είχε ξεμακρύνειαπό την πόρτα κάτω στο λόφο. Η Υβέτ κίνησε τα χέρια της γρήγορα πάνω στα μπράτσα της.Και το ίδιο γρήγορα, κάτω από το γείσο του κασκέτου του την είχε δει* το μελαψό τουπρόσωπο άστραψε.

Σταμάτησε ξαφνικά στην άσπρη πόρτα, εξακολουθώντας να κοιτάζει πάνω, προς τοπαράθυρο, ενώ η Υβέτ, πάντα σφίγγοντας τα κρύα, μελανιασμένα μπράτσα της, κοίταζεδιαρκώς κάτω από το παράθυρο, αφηρημένα, προς το μέρος του.

Το κεφάλι του τινάχτηκε ελαφρώς σαν να έγνεφε και οδήγησε το άλογό του στο πλάι, πάνωστο γρασίδι. Μετά, ευκίνητος και γεμάτος ζωντάνια, γύρισε πίσω το μουσαμά του κάρου,έβγαλε διάφορα αντικείμενα, τράβηξε δυο τρεις από τις μακριές σκούπες από καλάμι καιφτερά γαλοπούλας, σκέπασε το κάρο και κίνησε για το σπίτι, κοιτάζοντας πάνω, προς τηνΥβέτ, καθώς άνοιγε την άσπρη πόρτα.

Του έγνεψε και έτρεξε στο μπάνιο να βάλει το φόρεμά της, με την ελπίδα ότι είχε γνέψει μετέτοιον τρόπο ώστε εκείνος να μην είναι βέβαιος ότι του είχε γνέψει. Εν τω μεταξύ, άκουσετο βραχνό, βαθύ γρύλλισμα του γέρικου χαζούλη Ρόβερ, που διακόπηκε από το γάβγισματου νεαρού ηλίθιου Τρίξι.

Εκείνη και η υπηρέτρια έφτασαν την ίδια στιγμή στην πόρτα του καθιστικού.

«Είναι ο άντρας που πουλάει σκούπες;» ρώτησε η Υβέτ την υπηρέτρια. «Ωραία!» και άνοιξετην» πόρτα. «Θεία Σίσσυ, είναι ένας άντρας που πουλάει σκούπες. Να πάω;»

«Τι άντρας;» είπε η θεία Σίσσυ, που έπαιρνε το τσάι της με τον πρεσβύτερο και τη Μητέρα*ενώ τα κορίτσια είχαν αποκλειστεί για άλλη μια φορά από το γεύμα.

« Ενας άντρας μ’ ένα κάρο», είπε η Υβέτ.

«Ένας τσιγγάνος», πρόσθεσε η υπηρέτρια.

Φυσικά η θεία Σίσσυ σηκώθηκε αμέσως. Έπρεπε να τον δει.

Ο τσιγγάνος στεκόταν στην πίσω πόρτα, κοντά στην απότομη, σκούρα όχθη όπου φύτρωνανοι κέδροι. Οι μακριές σκούπες πρόβαλαν από το ένα του χέρι και από το άλλο κρέμοντανδιάφορα αντικείμενα από αστραφτερό χαλκό και μπρούντζο: ένα κατσαρόλι, ένα κηροπήγιο,πιάτα από χτυπημένο χαλκό. Ο άντρας ήταν περιποιημένος και ζωηρός, αρρενωπός, με τοσκουροπράσινο κασκέτο του και το σταυρωτό πράσινο καρό παλτό του. Ομως ο τρόπος τουήταν πειθήνιος, πολύ ήσυχος* και την ίδια στιγμή περήφανος, με μια δόση συγκατάβασηςκαι επιφυλακτικότητας.

«Τίποτε για σήμερα, κυρία;» είπε κοιτάζοντας τη θεία Σίσσυ με τα σκούρα, πονηρά,ερευνητικά μάτια του, αλλά και βάζοντας μια πολλή ήρεμη τρυφερότητα στη φωνή του.

Η θεία Σίσσυ είδε πόσο ωραίος ήταν, είδε την καλοσχηματισμένη καμπύλη των χειλιών τουκάτω από το μαύρο του μουστάκι και κολακεύτηκε. Η παραμικρή ένδειξή αγριότητας ήεπιθετικότητας εκ μέρους του άντρα θα την είχε κάνει να του κλείσει την πόρτακατάμουτρα, περιφρονητικά. Αλλά εκείνος κατάφερε να προσθέσει μια τόσο λεπτή υπόνοιαταπεινότητας στο αρρενωπό του παρουσιαστικό, που εκείνη άρχισε να διστάζει.

Page 36: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Το κηροπήγιο είναι όμορφο!», είπε η Υβέτ. «Εσείς το φτιάξατε;»

Και κοίταξε τον άντρα με τα γεμάτα παιδιάστικη αφέλεια μάτια της, που μπορούσαν ναδίνουν διφορούμενα μΓνύματα όσο και τα δικά του.

«Μάλιστα, κυρία!». Της ανταπέδωσε το βλέμμα για ένα δευτερόλεπτο, μ’ εκείνη τηναπροκάλυπτη υπόνοια του πόθου που επέδρασε πάνω της σαν μαγεία και εξουδετέρωσε τηθέλησή της. Το τρυφερό της πρόσωπο έμοιαζε λες και είχε βυθιστεί σε ύπνο.

«Είναι τρομερά όμορφο», ψιθύρισε.

Η θεία Σίσσυ άρχισε τα παζάρια για το κηροπήγιο το οποίο ήταν ένας χαμηλός, παχύςμίσχος από χαλκό, που έβγαινε από ένα διπλό κύπελλο. Ο άντρας την παρακολουθούσε μευπομονή και επιφυλακτικότητα, χωρίς στιγμή να κοιτάξει την Υβέτ, η οποία, ακουμπισμένηστο κατώφλι, κοίταζε ονειροπόλα.

«Τι κάνει η γυναίκα σας;» τον ρώτησε ξαφνικά, όταν η θείαΣίσσυ είχε μπει μέσα για ναδείξει το κηροπήγιο στον πρεσβύτερο και να τον ρωτήσει αν πίστευε ότι άξιζε τα λεφτά του.

Ο άντρας κοίταξε επίμονα την Υβέτ και ένα χαμόγελο που μόλις διέκρινες φάνηκε στα χείλητου. Τα μάτια του δε χαμογελούσαν: ο υπαινιγμός μέσα τους μόνο σκλήρυνε σ’ ένα άγριοβλέμμα.

«Καλά είναι. Πότε θα έρθετε πάλι από εκεί;» μουρμούρισε με χαμηλή, θωπευτική, βαθιάφωνή.

«Α, δεν ξέρω», είπε η Υβέτ αόριστα.

«Ελάτε την Παρασκευή, που είμαι εκεί» είπε.

Η Υβέτ κοίταξε πάνω από τον ώμο του σαν να μην τον είχε ακούσει. Η θεία Σίσσυ γύρισεμε το κηροπήγιο και τα χρήματα για να το πληρώσει. Η Υβέτ έφυγε αδιάφορα,τραγουδώντας έναν από τους παράτονους σκοπούς της, αφήνοντας την όλη ιστορία με κάποιααγένεια.

Παρ’ όλα αυτά, κρυμμένη αυτή τη φορά στο παράθυρο του κεφαλόσκαλου, στάθηκε να δειτον άντρα να φεύγει. Αυτό που ήθελε να ξέρει ήταν αν πράγματι ασκούσε κάποια δύναμηπάνω της. Δεν ήθελε να τη δει αυτή τη φορά.

Τον είδε να κατηφορίζει προς τη πόρτα με τις σκούπες του και τα κατσαρολικά του και ναφτάνει στο κάρο. Τα τοποθέτησε προσεκτικά και στερέωσε το μουσαμά πάνω στο κάρο.Μετά, μ’ ένα αργό, άνετο τίναγμα της ευλύγιστης μέσης του, ανέβηκε πάλι πάνω στο κάροκαι άγγιξε το άλογο με τα γκέμια. Το γκριζοκόκκινο άλογο ξεκίνησε ευθύς, οι ρόδες τουκάρου έτριξαν-καθώς ανέβαιναν το λόφο και σύντομα ο άντρας χάθηκε, χωρίς να κοιτάξειγύρω του. Χάθηκε σαν όνειρο που ήταν μόνο όνειρο και τίποτε άλλο, κι όμως εκείνη δενμπορούσε να ξεφύγει.

«Όχι, δεν ασκεί καμία δύναμη επάνω μου!» είπε στον εαυτό της* κάπως απογοητευμένηπράγματι, επειδή ήθελε κάποιος, ή κάτι, να ασκεί δύναμη πάνω της.

Ανέβηκε πάνω για να συζητήσει με την ωχρή και κουρασμένη Λουσίλ και να την

Page 37: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

κατσαδιάσει που αναστατώθηκε με το τίποτε.

«Τι πειράζει», διαμαρτυρήθηκε, «αν είπες στη Γιαγιά να πάψει! Γιατί οι άνθρωποι ότανγίνονται άθλιοι, δεν πρέπει να μιλάνε. Αλλά δεν το έκανε επίτηδες, ξέρεις. Οχι, δεν τοήθελε. Και λυπάται πολύ που το είπε. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να κάνειςφασαρία. Έλα, ας ντυθούμε και ας κατέβουμε για δείπνο σαν αρχόντισσες. Ας πάρουμε τοαίμα μας πίσω έτσι. Έλα τώρα, Λουσίλ!»

Υπήρχε κάτι παράξενο και αινιγματικό στην αόριστη ανεμελιά της Υβέτ, όπως όταν έχεικάποιος ιστούς αράχνης στο πρόσωπό του2 μια αλλόκοτη, ακαθόριστη ικανότητα νααποφεύγει τις παρεξηγήσεις. Ήταν και ευχάριστη. 'Ομως ήταν σαν να περπατάς μέσα σε μιααπό εκείνες τις φθινοπωρινές ομίχλες και ένας ιστός αράχνης να πέφτει στο πρόσωπό σου.Δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι.

Ωστόσο κατάφερε να πείσει τη Λουσίλ και τα δυο κορίτσια έβαλαν τα καλύτερά τουςφορέματα. Η Λουσίλ στα πράσινα και τα ασημιά, η Υβέτ με ανοιχτό βιολετί με τύρκουάζβελούδινη κλωστή. Λίγο κοκκινάδι και πούδρα, τις καλύτερες παντόφλες τους και οι κήποιτου παραδείσου άρχισαν να ανθίζουν. Η Υβέτ σιγοτραγουδούσε και κοιτούσε τον εαυτό τηςκαι έπαιρνε το πιο degage* ύφος μιας νεαρής μαρκησίας. Είχε έναν περίεργο τρόπο να σμίγειτα φρύδια της και να σουφρώνει τα χείλια της και καθ’ όλα τα φαινόμενα νααποστασιοποιείται από κάθε γήινη σκέψη και να πετάει στα σύννεφα της δικής της λευκήςχώρας. Ήταν διασκεδαστικό και όχι ιδιαίτερα πειστικό.

«Φυσικά και είμαι όμορφη, Λουσίλ», είπε γλυκά. «Κι εσύ είσαι πολύ χαριτωμένη τώρα που(ραίνεσαι λίγο παραπονιάρα. Φυσικά εσύ είσαι η πιο αριστοκρατική από τις δυο μας, με τημυτούλα σου! Και τώρα τα μάτια σου είναι γεμάτα αδιαφορία, κάτι που σου δίνει μιαελκυστική όψη και είσαι τέλεια, απίθανα χαριτωμένη. Όμως εγώ είμαι πιο σαγηνευτική,κατά κάποιον τρό3το, συμφωνείς;» Στράφηκε με τσαχπίνικη, αλλόκοτη απλότητα στηΛουσίλ.

Ήταν αληθινά αυθόρμητη σε ό,τι έλεγε. Ήταν ακριβώς αυτό που φαινόταν. Αλλά δενπρόδιδε το πολύ διαφορετικό συναίσθημα που επίσης τη βασάνιζε: το συναίσθημα ότι τηνείχαν κοιτάξει, όχι απ’ έξω, αλλά από μέσα, το μυστικό, θηλυκό εαυτό της. Ντύθηκε καιέδειχνε εκθαμβωτική, ακριβώς για να εξουδετερώσει την επίδραση που είχε ασκήσει οτσιγγάνος πάνω της, όταν την είχε κοιτάξει και δεν είδε ούτε το όμορφο της πρόσωπο καιτους όμορφους τρόπους της, παρά μόνο το σκοτεινό, δειλό, καυτό μυστικό τηςπαρθενικότητάς της.

Τα δύο κορίτσια όρμησαν κάτω αναστατωμένες, όταν το κουδούνι του δείπνου χτύπησε*αλλά περίμεναν μέχρι που άκουσαν τις φωνές των αντρών. Μετά γλίστρησαν κάτω καιμπήκαν στο καθιστικό, η Υβέτ καμαρωτή, με τον αόριστο, ανέμελο τρόπο της, πάντοτελιγάκι αλλού* και η Λουσίλ ντροπαλή, έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα.

«θεέ και Κύριε!» αναφώνησε η θεία Σίσσυ, που ακόμη φορούσε το σκούρο, καφέ, πλεκτόσπορ πανωφόρι της. «Τι εμφάνιση είναι αυτή; Πού νομίζετε οτι πάτε;»

«Σε δείπνο με την οικογένειά μας», είπε η Υβέτ με αφέλεια «και βάλαμε τα καλά μας γιατην περίσταση».

Ο πρεσβύτερος γέλασε δυνατά και ο θείος Φρεντ είπε: «Η οικογένεια αισθάνεται ιδιαιτέρως

Page 38: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

τιμημένη».

Και οι δύο ηλικιωμένοι άντρες ήταν αρκετά γαλαντόμοι, κάτι που ήθελε η Υβέτ.

«Ελάτε κοντά να αγγίξω τα φορέματά σας, σας παρακαλώ» είπε η Γιαγιά. «Είναι τα καλάσας; Κρίμα που δεν μπορώ να τα δω».

«Απόψε, Μητέρα», είπε ο θείος Φρεντ, «θα πρέπει να συνοδεύσουμε τις δεσποινίδες στοδείπνο και να φανούμε αντάξιοι της τιμής που μας κάνουν. Θα πας με τη Σίσσυ;»

«Ευχαρίστως» απάντησε η Γιαγιά. «Τα νιάτα και η ομορφιά προηγούνται».

«Βέβαια, γι’ απόψε, Μητέρα!» είπε ο πρεσβύτερος ικανοποιημένος.

Και πρόσφερε το μπράτσο του στη Λουσίλ, ενώ ο θείος Φρεντ συνόδευσε την Υβέτ.

Ομως ήταν ένα αλλόκοτο, πληκτικό δείπνο, παρ’ όλα αυτά. Η Λουσίλ προσπαθούσε να είναιζωηρή και κοινωνική και η Υβέτ ήταν πραγματικά αξιαγάπητη με τον αφηρημένο, πολύπλοκοτρόπο της. Αμυδρά στην άκρη του μυαλού της σκεφτόταν: Γιατί όλοι μας είμαστε μόνο σανάψυχα έπιπλα; Γιατί δεν υπάρχει τίποτε σημαντικό;

Αυτό ήταν το επίμονο ρεφρέν που επαναλάμβανε στον εαυτό της: Γιατί τίποτε δεν είναισημαντικό; Είτε βρισκόταν στην εκκλησία, είτε σε πάρτι νεαρών, είτε χόρευε στο ξενοδοχείοστην πόλη, η ίδια μικρή φυσαλίδα αναδυόταν συνεχώς στη συνείδησή της: Γιατί τίποτε δενείναι σημαντικό;

Υπήρχαν ένα σωρό νεαροί που την πολιορκούσαν: ακόμη και με αφοσίωση. Αλλά μεανυπομονησία έπρεπε να τους αποφεύγει. Επειδή ήταν τόσο ασήμαντοι τόσο ενοχλητικοί!

Ούτε καν σκέφτηκε τον τσιγγάνο. Ήταν ένα εντελώς αμελητέο περιστατικό. Ωστόσο, ηπροοπτική της ερχόμενης Παρασκευής διαγραφόταν παράξενα σημαντική. «Τι θα κάνουμετην Παρασκευή;» ρώτησε τη Λουσίλ. Και η Λουσίλ απάντησε ότι δεν είχαν να κάνουντίποτε. Και η Υβέτ εκνευρίστηκε.

Η Παρασκευή ήρθε και σε πείσμα του εαυτού της σκεφτόταν όλη μέρα το λατομείο κοντάστο δρόμο, πάνω στο Μπόνσαλ Χεντ. Ήθελε να είναι εκεί. Αυτό ήταν το μόνο που ήξερε.Ήθελε να είναι εκεί. Δεν της πέρασε καν η ιδέα να πάει εκεί. Εξάλλου π#λι έβρεχε. Ομως,καθώς έραβε το μπλε φόρεμα για να το τελειώσει για το αυριανό πάρτι στο ΛάμπλεϊΚλόουζ, ένιωσε ότι η ψυχή της ήταν εκεί πάνω, στο λατομείο, ανάμεσα στα κάρα με τουςτσιγγάνους. Σαν χαμένη ή σαν κάποια που της έκλεψαν την ψυχή, δεν βρισκόταν μέσα στοσώμα της, στο κορμί της. Το αληθινό της σώμα ήταν μακριά, στο λατομείο, ανάμεσα στιςάμαξες.

Την άλλη μέρα στο πάρτι δεν καταλάβαινε ότι φερόταν γλυκά στον Λίο. Δεν ήξερε ότι τονάρπαζε από την ταλαίπωρη την Έλλα Φράμλεϊ. Ώσπου, ενώ έτρωγε το παγωτό φιστίκι της, οΛίο της είπε:

«Γιατί δεν αρραβωνιαζόμαστε, Υβέτ; Είμαι απολύτως σίγουρος ότι είναι το σωστό και γιατους δυο μας».

Ο Λίο ήταν κάπως συνηθισμένος τύπος, αλλά με καλό χαρακτήρα και πολλά λεφτά. Η Υβέττον συμπαθούσε αρκετά. Αλλά να αρραβωνιαστούν! Τι ανόητο! Ένιωθε σαν να του έδινε να

Page 39: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

αρραβωνιαστεί ένα σετ από τα μεταξωτά της εσώρουχα.

«Μα νόμιζα ότι ήταν η Έλλα στη μέση», είπε απορημένα.

«Ναι! Θα μπορούσε να είναι, αν δεν υπήρχες εσύ. Είναι τα καμώματά σου, ξέρεις! Από τότεπου εκείνοι οι τσιγγάνοι σου είπαν τη μοίρα σου, ένιωσα ότι ήμουν πλασμένος εγώ γιασένα κι εσύ για μένα».

«Αλήθεια!» είπε η Υβέτ, χαμένη στην έκπληξή της. «Αλήθεια!».

«Εσύ δεν ένιωσες το ίδιο;» τη ρώτησε.

«Αλήθεια!», η Υβέτ συνέχισε να ανασαίνει ελαφρά σαν ψάρι.

«Κι εσύ ένιωσες το ίδιο, λιγάκι., έτσι δεν είναι;» είπε.

«Ποιο; Για ποιο πράγμα;» ρώτησε, καθώς συνερχόταν.

«Για μένα, όπως νιώθω εγώ για σένα».

«Γιατί; Tic. ποιο πράγμα; Να αρραβωνιαστούμε, εννοείς; Εγώ; Όχι! Γιατί δηλαδή; Πώς θαμπορούσα; Δε θα ήταν δυνατόν ποτέ να φανταστώ ένα τόσο απίθανο πράγμα».

Μιλούσε με τη συνηθισμένη της, απρόσεκτη ειλικρίνεια, χωρίς να νοιάζεται καθόλου για τααισθήματά του.

«Τι θα σε εμπόδιζε;» είπε εκείνος, κάπως πειραγμένος. «Νόμιζα ότι το είχες σκεφτεί».

«Και πραγματικά, ακόμη το νομίζεις;» είπε με κατάπληξη, μ’ εκείνη την απαλή, παρθενική,απρόσεκτη ευθύτητα με την οποία κατακτούσε τους θαυμαστές και τους εχθρούς της.

Ήταν τόσο πολύ έκπληκτη που εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, παρά μόνο ναστριφογυρίζει τους αντίχειρες του με δυσφορία.

Η μουσική άρχισε και εκείνος την κοίταξε.

«Οχι! Δε θα χορέψω άλλο», είπε η Υβέτ, καθώς σηκωνόταν και κοίταζε πέρα κάπωςεπίμονα, πάνω από τη συγκέντρωση, λες και εκείνος δεν υπήρχε. Υπήρχε μια υποψίαέκπληξης στη ματιά της και το απαλό, προβληματισμένο, παρθενικό πρόσωπο πραγματικάθύμιζε την αξιοθρήνητη εικόνα του πατέρα της.

«Εσύ φυσικά θα χορέψεις», είπε γυρίζοντας σ’ αυτόν με νεανική συγκατάβαση. «Ζήτησε απόκάποιαν άλλη να το χορέψει μαζί σου».

Σηκώθηκε θυμωμένος και κατέβηκε στην αίθουσα.

Εκείνη έμεινε εκεί, απαλή και απόμακρη, μέσα στην έκπληξή της. Ποιος το περίμενε, ο Λίονα της κάνει πρόταση! Πιο πιθανό της φαινόταν να της κάνει πρόταση ο γερο-Ρόβερ, τοσκυλί Νιουφάουντλαντ, παρά ο Λίο. Να αρραβωνιαστεί, με οποιονδήποτε άντρα στη γη!Οχι, Θεέ μου, δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτε πιο γελοίο!

Τότε ακριβώς, με μια φευγελέα σκέψη, κατάλαβε ότι υπήρχε ο τσιγγάνος. Αμέσως ένιωσεαγανάκτηση. Αυτόν, για κοίτα εκεί τι σκέφτηκε! Αυτόν! Ποτέ!

Page 40: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Τώρα γιατί;» αναρωτήθηκε πάλι με σιωπηλή κατάπληξη. «Γιατί; Είναι εντελώς αδύνατον,εντελώς! Τότε γιατί αυτό;»

Αυτό ήταν ένα δύσκολο ερώτημα. Κοίταξε το νεαρό που χόρευε με τους αγκώνεζ προς ταέξω, τους γοφούς προτεταμένους, τη μέση κομψά προς τα μέσα. Αυτά δεν τη βοήθησαν ναλύσει το πρόβλημά της. Κι όμως απεχθανόταν ιδιαίτερα την επιτηδευμένη κομψότητα τηςμέσης και των προτεταμένων γοφών, που πάνω τους έπεφτε το καλοραμμένο παλτό με τόσομαλθακό τρόπο.

«Έχω κάτι που αυτοί δεν το βλέπουν και ποτέ τους δε θα το δουν», είπε θυμωμένα στονεαυτό της. Και την ίδια στιγμή ένιωσε ανακούφιση που δεν το έβλεπαν και ούτε επρόκειτονα το δουν. Έκανε τη ζωή της τόσο απλή.

Και πάλι, αφού ήταν από τους ανθρώπους που αισθάνονται με εικόνες της φαντασίας, είδε τησκουροπράσινη μπλούζα να κρέμεται πάνω από το μαύρο παντελόνι του τσιγγάνου, τουςφίνους και ευκίνητους γοφούς του. Ήταν κομψοί. Η κομψότητα αυτών εδώ των χορευτώνέμοιαζε τόσο υπερβολική, γοφοί απλώς παραγεμισμένοι με σάρκα. Ο Λίο το ίδιο, καιθεωρούσε τον εαυτό του εξαιρετικό χορευτή! Και εξαιρετική φιγούρα!

Τότε είδε το πρόσωπο του τσιγγάνου* την ίσια μύτη, τα λεπτά, φλογερά χείλη και τοσταθερό, γεμάτο σημασία βλέμμα των μαύρων ματιών του, που έμοιαζε να τη διαπερνά σεκάποιο ζωτικό, ανεξερεύνητο μέρος, αλάθητο.

Σηκώθηκε θυμωμένα. Πώς τολμούσε να την κοιτάζει έτσι; Τότε κοίταξε αγριωπά τουςσαχλούς δανδήδες στην αίθουσα του χορού. Και τους μίσησε. Όπως οι αλήτισσες τσιγγάνεςμισούν τους άντρες που δεν είναι τσιγγάνοι, μισούν το σκυλίσιο βάδισμά τους στο δρόμο,συνειδητοποίησε ότι η ίδια μισούσε αυτό το πλήθος που ανάμεσά τους βρισκόταν ηδιακριτική, μοναχική, γεμάτη υπαινιγμό πρόκληση που μπορούσε να την αγγίξει.

Δεν ήθελε να ζευγαρώσει μ’ έναν οικόσιτο σκύλο.

Η ευαίσθητη μύτη της ανασηκώθηκε, τα απαλά καστανά μαλλιά της έπεφταν σαν έναμαλακό κάλυμμα γύρω από το τρυφερό, λουλουδένιο πρόσωπό της, ενώ καθότανσυλλογισμένη. Φαινόταν τόσο παρθενική. Την ίδια στιγμή έδινε την εντύπωση μιας ψηλήςνεαρής παρθένας μάγισσας, η οποία έκανε τους οικόσιτους σκύλους-άντρες να δειλιάζουν.Μπορεί να μεταμορφωνόταν σε κάτι αλλόκοτο πριν καταλάβεις καλά καλά πού βρίσκε

Αυτό την έκανε να νιώθει μόνη της, παρ’ όλα τα φλερτ. Ίσως τα φλερτ να την έκαναν απλώςνα νιώθει ακόμη πιο μόνη.

Ο Λίο, που ήταν ένα είδος μαντρόσκυλου ανάμεσα στα οικόσιτα σκυλιά, γύρισε μετά τοχορό, με αναπτερωμένο, χαρωπό ηθικό.

«Το σκέφτηκες λιγάκι, έτσι δεν είναι;» είπε, ενώ κάθησε δίπλα της. Ήταν ένας άνετος,καλοαναθρεμμένος, αποφασιστικός τύπος ανθρώπου. Δεν ήξερε γιατί την ενοχλούσε τόσοαδικαιολόγητα, όταν σήκωνε το παντελόνι του στο γόνατο, πάνω από τις καλοσχηματισμένεςαλλά όχι τόσο κομψές γάμπες και βυθιζόταν με σιγουριά σε μια καρέκλα.

«Να σκέφτηκα;» είπε αόριστα. «Τι πράγμα;»

«Ξέρεις τι», αποκρίθηκε εκείνος. «Αποφάσισες;»

Page 41: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Να αποφασίσω τι;» ρώτησε αθώα. Πραγματικά είχε ξεχάσει.

«Α!», είπε ο Λίο, τακτοποιώντας πάλι το παντελόνι του. «Για μένα και για σένα, νααρραβωνιαστούμε, ξέρεις». Ήταν τόσο κοφτός όσο και εκείνη.

«Αχ, αυτό είναι εντελώς αδύνατον», είπε με ήπια ευγένεια, λες και επρόκειτο για κάποιαάσχετη ερώτηση ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες.

«Μα δεν το ξανασκέφτηκα καν. Αχ, ας μη μιλάμε για τέτοιες ανοησίες! Αυτό το πράγμαείναι εντελώς αδύνατον», επανέλαβε παιδιάστικα.

«Αυτό-το πράγμα, έτσι;» είπε μ’ ένα παράξενο χαμόγελο στον ήρεμο, υπεροπτικό ισχυρισμότης. «Τι πράγμα είναι δυνατόν τότε; Δεν θέλεις να πεθάνεις γεροντοκόρη βέβαια».

«Α, δε με πειράζει», είπε αφηρημένα.

«Εμένα με πειράζει» είπε εκείνος.

Γύρισε και τον κοίταξε με απορία.

«Γιατί;» είπε. «Γιατί σε πειράζει να μείνω γεροντοκόρη;»

«Για πάρα πολλούς λόγους», είπε κοιτάζοντάς τη μ’ ένα τολμηρό, γεμάτο σημασίαχαμόγελο, που ήθελε να κάνει το νόημα του κραυγαλέο, αν όχι ολοφάνερο.

Αλλά αντί να διεισδύσει σε κάποιο βαθύ, μυστικό μέρος και να την κεντρίσει εκεί, τοτολμηρό και κραυγαλέο χαμόγελο του Λίο την κέντρισε στο κορμί της σαν μπαλάκι τουτένις, και προκάλεσε την ίδια, ξαφνική δυσαρέσκεια.

«Νομίζω ότι αυτά τα πράγματα είναι φοβερά ανόητα», είπε εκείνη με σουσουραδίστικοπείσμα. «Αφού είσαι ουσιαστικά αρραβωνιασμένος με... με...» συγκρατήθηκε την τελευταίαστιγμή, «πιθανόν με μισή ντουζίνα κοπέλες. Δεν κολακεύομαι από αυτό που είπες. Δε θαήθελα να το μάθει κανείς! Δε θέλω! Δεν πρόκειται να πω λέξη γι’ αυτό και ελπίζω να έχειςτην εξυπνάδα να μην πεις ούτε εσύ. Να η Έλλα!»

Και αποστρέφοντας το πρόσωπό της απ’ αυτόν, ξεγλίστρησε με χάρη, σαν ψηλό, απαλόλουλούδι, για να πάει να συναντήσει την καημένη Έλλα Φράμλεϊ.

Ο Λίο ανέμισε τα λευκά του γάντια.

«Ύπουλο παλιοθήλυκο», μονολόγησε. Αλλά εκείνος ήταν από τα μαντρόσκυλα, που τουάρεσε η γατούλα να του πηγαίνει κόντρα. Είχε αρχίσει οριστικά να την ξεχωρίζει.

1

Tant de bruit pour une omelette! (γαλλ. έκφραση): Πολύ κακό για το τίποτε!

2

degage (γαλλ.): θελκτικός, χαριτόβρυτος.

Page 42: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΕΒΡΕΞΕ ΠΑΛΙ.

Και αυτό γέμισε την Υβέτ με ανεξήγητο θυμό. Περίμενε ότι θα είχε καλό καιρό. Μάλισταεπέμενε ότι ο καιρός θα ήταν καλός το Σαββατοκύριακο. Γιατί, δε ρωτούσε τον εαυτό της.

Η Πέμπτη, η ημιαργία, ήρθε με πολλή παγωνιά και ήλιο. Ο Λίο κατέφθασε με το αυτοκίνητότου, to γνωστό τσούρμο. Η Υβέτ, δυσαρεστημένα και αδικαιολόγητα, αρνήθηκε να πάει μαζίτους.

«Οχι, ευχαριστώ, δεν έχω διάθεση» είπε.

Της άρεσε να κάνει πείσματα.

Ύστερα πήγε έναν περίπατο μόνη της, πάνω στους παγωμένους λόφους, στους ΜαύρουςΒράχους.

Η άλλη μέρα ήρθε κι αυτή ηλιόλουστη και παγερή. Ήταν Φεβρουάριος, αλλά στα βόρειατης χώρας η γη δεν είχε ξεπαγώσει από τον ήλιο. Η Υβέτ δήλωσε ότι θα πήγαινε μια βόλταμε το ποδήλατό της και θα έπαιρνε μαζί της κολατσιό επειδή μπορεί να μη γύριζε τομεσημέρι.

Ξεκίνησε χωρίς να βιάζεται. Παρά την παγωνιά, ο ήλιος θύμιζε άνοιξη. Στο πάρκο, ταελάφια στέκονταν σε απόσταση κάτω από τον ήλιο για να ζεσταθούν. Μια ελαφίνα μεάσπρες βούλες βάδιζε αργά μέσα στο ήσυχο τοπίο.

Καθώς έκανε ποδήλατο, η Υβέτ δεν κατάφερε να κρατήσει τα χέρια της ζεστά, ακόμη κιόταν το σώμα της ήταν πολύ θερμό* μόνο όταν έπρεπε να ανέβει το ψηλό λόφο, μέχρι τηνκορφή, όπου δε φυσούσε αέρας, τα χέρια της ζεστάθηκαν.

Το υψίπεδο ήταν πολύ γυμνό και καθαρό, σαν ένας άλλος κόσμος. Είχε ανέβει σε άλλοεπίπεδο. Ποδηλατούσε αργά, καθώς φοβόταν λίγο μήπως πάρει λάθος μονοπάτι, μέσα στοντεράστιο λαβύρινθο των πέτρινων φραχτών. Καθώς περνούσε από το μονοπάτι που νόμιζεότι ήταν το σωστό, άκουσε έναν αδύνατο χτύπο με μια ελαφρά μεταλλική ηχώ.

Ο τσιγγάνος ήταν καθισμένος στο έδαφος με την πλάτη του στη στάγγα του κάρου καισφυρηλατούσε μια χάλκινη κούπα. Λιαζόταν ξεσκούφωτος, αλλά φορώντας την πράσινημπλούζα του. Τρία παιδάκια τριγύριζαν ήσυχα γύρω του, παίζοντας στο υπόστεγο τουαλόγου* το άλογο και το κάρο έλειπαν. Μια γριά, σκυμμένη, μ’ ένα μαντίλι στο κεφάλι της,μαγείρευε σε μια φωτιά από φρύγανα. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το γρήγορο,καμπανιστό ταπ-ταπ του μικρού σφυριού πάνω στον ξεθωριασμένο χαλκό.

'Οταν η Υβέτ κατέβηκε από το ποδήλατο της, ο άντρας γύρισε αμέσως και κοίταξε, αλλά δενκινήθηκε, αν και σταμάτησε το σφυροκόπημα. Ένα αμυδρό, μάλλον αισθητό, χαμόγελοθριάμβου φάνηκε στο πρόσωπό του. Η γριά κοίταξε γύρω της, έντονα, κάτω από τα βρόμικαγκρίζα μαλλιά της. Ο άντρας τής είπε μια λέξη που μόλις ακούστηκε και εκείνη γύρισε πάλιστη φωτιά της. Κοίταξε την Υβέτ.

Page 43: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Πώς είστε όλοι σας;» ρώτησε ευγενικά.

«Μια χαρά! Θα καθίσετε λίγο;». Οταν κάθησε, γύρισε και τράβηξε ένα σκαμνί κάτω από τοκάρο για την Υβέτ. Μετά, καθώς εκείνη οδήγησε το ποδήλατό της στην άκρη του λατομείου,άρχισε πάλι να σφυροκοπάει μ’ εκείνο το γρήγορο, ελαφρό χτύπημα, σαν φτερούγισμαπουλιού.

Η Υβέτ πλησίασε στη φωτιά για να ζεστάνει τα χέρια της.

«Αυτό που μαγειρεύετε είναι το βραδινό;» ρώτησε παιδιάστικα τη γριά τσιγγάνα, καθώςάπλωνε τα μακριά, τρυφερά της χέρια, κοκκινισμένα από το κρύο, πάνω από τη θράκα.

«Το βραδινό, ναι!», απάντησε η γριά. «Για κείvov! Και τα παιδιά».

Έδειξε με τη μακριά πιρούνα τα τρία μαυρομάτικα πιτσιρίκια, που την κοίταζαν επίμονακάτω από τις μαύρες αφέλειές τους. Αλλά ήταν καθαρά. Μόνο η γριά δεν ήταν καθαρή. Τολατομείο το είχαν διατηρήσει καθαρό.

Η Υβέτ κουλουριάστηκε σιωπηλή και ζέσταινε τα χέρια της. Ο άντρας δούλευε γρήγορα, μεμικρά διαλείμματα σιγής. Η γριά στρίγγλα ανέβηκε αργά τα σκαλοπάτια του τρίτου στησειρά και παλιότερου κάρου. Τα παιδιά άρχισαν πάλι να παίζουν σαν μικρά αγρίμια, ήσυχακαι απορροφημένα.

«Αυτά είναι τα παιδιά σου;» ρώτησε η Υβέτ, αφού σηκώθηκε από τη φωτιά και στράφηκεπρος τον άντρα.

Την κοίταξε κατάματα και έγνεψε καταφατικά.

«Μα πού είναι η γυναίκα σου;»

«Βγήκε έξω με το καλάθι. Όλοι βγήκαν έξω, πήραν το κάρο και πήγαν να πουλήσουνπράγματα. Εγώ δε βγαίνω να πουλήσω πράγματα. Τα φτιάχνω, αλλά δε βγαίνω να ταπουλήσω. Όχι συχνά. Δεν πάω συχνά!».

«Εσύ φτιάχνεις όλα τα χάλκινα και τα μπρούτζινα;» είπε.

Έγνεψε καταφατικά και της πρόσφερε ξανά το σκαμνί. Εκείνη κάθισε.

«Είπες ότι είσαι εδώ τις Παρασκευές», είπε. «Έτσι πέρασα από δω, μια και είχε τόσο καλόκαιρό».

«Πολύ ωραία μέρα!» είπε ο τσιγγάνος, κοιτάζοντας τα μάγουλά της, που ήταν ακόμη λίγοάσπρα από το κρύο, και τα απαλά μαλλιά πάνω από τα κοκκινισμένα αυτιά της και ταμακριά, ακόμη μελανιασμένα, χέρια της, ακουμπισμένα στα γόνατά της.

«Κρύωσες πάνω στο ποδήλατο;» ρώτησε.

«Τα χέρια μου» αποκρίθηκε, σφίγγοντάς τα νευρικά.

«Δε φορούσες γάντια;»

«Φορούσα, αλλά δε μου έκαναν τίποτε».

Page 44: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Το κρύο περνάει μέσα» είπε εκείνος.

«Ναι» είπε εκείνη.

Η γριά κατέβηκε αργά με αλλόκοτο τρόπο τα σκαλιά του κάρου, με κάτι πιάτα εμαγιέ.

«Έτοιμο το φαγητό», φώναξε ήρεμα.

Η γριά μουρμούρισε κάτι, καθώς άπλωνε τα πιάτα κοντά στη φωτιά. Δύο κατσαρολάκιακρέμονταν από μια μακριά, σιδερένια, οριζόντια μπάρα, πάνω από τη θράκα. Ένα μικρότηγάνι κόχλαζε πάνω σ’ ένα μικρό σιδερένιο τρίποδα. Μέσα στο φως του ήλιου, η ζέστη καιο ατμός τρεμούλιαζε μαζί.

Άφησε κάτω τα εργαλεία του και το δοχείο και σηκώθηκε από το έδαφος.

«Θα φας μαζί μας;» ρώτησε την Υβέτ, χωρίς να την κοιτάξει.

«Α, έφερα το φαγητό μου μαζί» είπε η Υβέτ.

«Θα φας λίγο βραστό;» είπε. Και φώναξε πάλι ήσυχα, μυστικά, στη γριά, η οποίαμουρμούρισε κάτι σε απάντηση, καθώς έσπρωχνε το σιδερένιο κατσαρολάκι προς την άκρητης μπάρας.

«Λίγα φασόλια με αρνί» είπε.

«Α, ευχαριστώ πολύ!» είπε η Υβέτ. Μετά, παίρνοντας ξαφνικά θάρρος, πρόσθεσε: «Εντάξει,ναι, λιγάκι μόνο, αν μπορώ».

Πήγε παράμερα για να πάρει το κολατσιό της από το ποδήλατό της κι εκείνος ανέβηκε τασκαλιά του κάρου του. Μετά από ένα λεπτό, ξαναφάνηκε, σκουπίζοντας τα χέρια του με μιαπετσέτα.

«Θέλεις να ανέβεις να πλύνεις τα χέρια σου;» ρώτησε.

«Όχι, δε νομίζω», είπε εκείνη. «Καθαρά είναι».

Τίναξε το νερό με το οποίο είχε πλυθεί και κατηφόρισε το δρόμο με μια ψηλή, μπρούντζινηκανάτα, για να φέρει καθαρό νερό από την πηγή, η οποία έτρεχε σε μια μικρή λίμνη,κρατώντας* και μια κούπα για να βουτήξει μέσα.

Όταν επέστρεψε, πήγε κι ακούμπησε το κανάτι και το φλιτζάνι κοντά στη φωτιά και έφερεένα μικρό κούτσουρο για να καθίσει. Τα παιδιά κάθισαν στο έδαφος, δίπλα στη φωτιά,μαζεμένα, κι έτρωγαν φασόλια και κομμάτια κρέας με το κουτάλι και τα χέρια. Ο άντρας,καθισμένος στο κούτσουρο, έτρωγε σιωπηλά, απορροφημένος. Η γυναίκα έφτιαξε καφέ στομαύρο κατσαρολάκι πάνω στον τρίποδα και ανέβηκε κουτσαίνοντας να πάρει τα φλιτζάνια.Στον καταυλισμό επικρατούσε ησυχία. Η Υβέτ κάθισε στο σκαμνί της, αφού πρώτα έβγαλετο καπέλο της και τίναξε τα μαλλιά της στον ήλιο.

«Πόσα παιδιά έχεις;» ρώτησε ξαφνικά η Υβέτ.

«Ας πούμε πέντε», απάντησε αργά, ενώ γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.

Και πάλι το πουλί της καρδιάς της έπεσε και ήταν σαν να πέθανε. Αόριστα, όπως σε όνειρο,

Page 45: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

πήρε από τα χέρια του το φλιτζάνι με τον καφέ. Ένιωθε μόνο τη σιωπηλή φιγούρα του νακάθεται σαν σκιά εκεί στο κούτσουρο, μ’ ένα εμαγιέ φλιτζάνι στο χέρι, πίνοντας τον καφέτου βουβά. Η θέλησή της είχε εγκαταλείψει τα μέλη της, εκείνος ασκούσε δύναμη πάνω της*η σκιά του τη σκέπαζε.

Κι εκείνος, καθώς φυσούσε τον καυτό καφέ του, ένιωθε ένα μόνο πράγμα, το μυστηριώδη καρπό της παρθενίας της, την τέλεια τρυφερότητα του κορμιού.

Τελικά, ακούμπησε το φλιτζάνι του δίπλα στη φωτιά, μετά κοίταξε γύρω, προς το μέρος της.Τα μαλλιά της έπεσαν στο πρόσωπό της, ενώ προσπαθούσε να πιει από το ζεματιστόφλιτζάνι της. Στο πρόσωπό της υπήρχε εκείνη η τρυφερή όψη του ύπνου, που έχει έναγερμένο λουλούδι όταν είναι ολάνθιστο, σαν ένας γάλανθος που απλώνει τα τρία λευκάφτερούγια του για να πετάξει στον ανήσυχο ύπνο της σύντομης άνθισής του. Ο ανήσυχοςύπνος της ολάνοιχτης παρθενίας, μαγεμένος σαν γάλανθος στο φως του ήλιου, τη σκέπαζε.

Ο τσιγγάνος, που την ένιωθε στον υπέρτατο βαθμό, την περίμενε σαν την υπόσταση τηςσκιάς, όπως η σκιά περιμένει και υπάρχει.

Τελικά ακούστηκε η φωνή του, χωρίς να λύνει τα μάγια.

«Θέλεις να μπεις στο κάρο μου τώρα και να πλύνεις τα χέρια σου;»

Τα παιδιάστικά, άγρυπνα μάτια της τη στιγμή της απόλυτης παρθενικότητάς τηςσυναντήθηκαν με τα δικά του, χωρίς ωστόσο να βλέπουν. Ένιωθε μόνο τη σκοτεινή,παράξενη γοητεία του να τυλίγει τα μέλη της, να τη λούζει τελικά και να την αφήνει

εντελώς άβουλη. Τον ένιωθε σαν σκοτεινή, απόλυτη δύναμη.

«Δέω νθτπάω», είπε.

Σηκώθηκε σιωπηλά, μετά γύρισε να μιλήσει με χαμηλότονη προσταγή στη γριά. Και μετάξανακοίταξε την Υβέτ με τέτοιον τρόπο ώστε εκείνη να μην ελέγχει τον εαυτό της ή τιςπράξεις της.

«Έλα!», είπε.

Ακολούθησε απλά, ακολούθησε τη σιωπηλή, μυστική, ακαταμάχητη κίνηση του κορμιού τουμπροστά της. Δεν της κόστιζε. Είχε χαθεί στη θέλησή του.

Εκείνος ήταν στην κορυφή της σκάλας και αυτή στην αρχή, όταν άκουσε έναν ενοχλητικόήχο. Στάθηκε ακίνητη στη βάση της σκάλας. Ερχόταν ένα αυτοκίνητο. Εκείνος στάθηκε στηνκορυφή της σκάλας, κοιτάζοντας γύρω περίεργα. Η γριά φώναξε άγρια κάτι, καθώς ένααυτοκίνητο πλησίασε, με ολοένα αυξανόμενο θόρυβο. Περνούσε.

Μετά άκουσαν τη φωνή μιας γυναίκας και το φρενάρισμα του αυτοκινήτου. Είχε σταματήσειακριβώς δίπλα στο λατομείο.

Ο τσιγγάνος κατέβηκε τα σκαλιά, αφού έκλεισε την πόρτα του κάρου.

«Θέλεις να βάλεις το καπέλο σου;» τη ρώτησε.

Υπάκουα πήγε στο σκαμνί δίπλα στη φωτιά και πήρε το καπέλο της. Εκείνος κάθισε δίπλα

Page 46: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

στον τροχό του κάρου, σκυθρωπά, και ξανάπιασε τα εργαλεία του. Το γρήγορο ταπ-ταπ τουσφυριού του, εντατικό και απότομο τώρα σαν τον ήχο ενός μικρού πολυβόλου, ξέσπασε τηνίδια στιγμή που η φωνή της γυναίκας ακούστηκε να λέει:

«Να ζεστάνουμε τα χέρια μας στη φωτιά του καταυλισμού;»

Προχώρησε, ντυμένη μ’ ένα γυαλιστερό, ογκώδες παλτό από γούνα ζιμπελίν. Ακολούθησεένας άντρας με μπλε πανωφόρι· έβγαλε τα γούνινα γάντια του και έβγαλε έξω μια πίπα.

«Φαινόταν τόσο δελεαστικό», είπε η γυναίκα με το παλτό από πολλά νεκρά μικρά ζώα,χαμογελώντας μ’ ένα πλατύ, μισο-συγκαταβατικό, μισοδιστακτικό, χαζό χαμόγελο στηνπαρέα.

Δε μίλησε κανένας.

Προχώρησε προς τη φωτιά, τρέμοντας λίγο, κάτω από το παλτό της, από το κρύο. Είχανέρθει μ’ ένα ανοιχτό αμάξι.

Ήταν μια πολύ μικρόσωμη γυναίκα, με κάπως μεγάλη μύτη· μάλλον Εβραία. Μικροσκοπικήσχεδόν σαν παιδί, μ’ εκείνο το παλτό από ζιμπελίν, έμοιαζε περισσότερο ογκώδης απ’ ό,τιθα έπρεπε και τα μεγάλα, κάπως μνησίκακα, πικραμένα, καστανά μάτια της, μάτια μιαςκακομαθημένης Εβραίας, κοίταζαν περίεργα μέσα από την ακριβή της εμφάνιση.

Κουλουριάστηκε κοντά στη χαμηλή φωτιά, απλώνοντας τα μικρά της χέρια, που πάνω τουςάστραφταν διαμάντια και σμαράγδια.

«Πουφ», ρίγησε. «Φυσικά, δεν έπρεπε να είχαμε ξεκινήσει με ανοιχτό αυτοκίνητο! Αλλά οάντρας μου δε θα μ’ αφήσει καν να πω ότι κρυώνω!». Κοίταξε γύρω, προς αυτόν, με ταμεγάλα, παιδιάστικα, παραπονιάρικα μίάτια της, που είχαν ακόμη την πονηρή καπατσοσύνημιας Εβραίας αστής' μιας πλούσιας, ίσως.

Προφανώς ήταν ερωτευμένη, μ’ έναν εβραίικο, περίεργο τρόπο, με το μεγαλόσωμο, ξανθόάντρα. Της ανταπέδωσε το κοίταγμα με τα αφηρημένα, γαλανά μάτιά του, που έμοιαζαν σαννα μην έχουν βλεφαρίδες και ένα μικρό χαμόγελο ζάρωσε τα λεία, παράξενα γυμνάμάγουλά του. Το χαμόγελο δε σήμαινε απολύτως τίποτε.

Ήταν ένας άντρας που κάποιος θα τον συνέδεε αμέσως με χειμερινά σπορ, σκι καιπαγοδρομίες. Αθλητικός, αποστασιοποιημένος από τη ζωή, γέμισε αργά την πίπα του,χώνοντας μέσα στον καπνό το μακρύ, δυνατό, κοκκινισμένο δάχτυλό του.

H Εβραία τον κοίταξε για να δει αν θα είχε ανταπόκριση από αυτόν. Τίποτε απολύτως, παράμόνο εκείνο το παράξενο, άδειο χαμόγελο. Γύρισε πάλι προς τη φωτιά, ανασηκώνοντας ταφρύδια της και κοιτάζοντας τα μικρά, άσπρα, απλωμένα χέρια της.

Έβγαλε το βαριά φοδραρισμένο παλτό και εμφανίστηκε με μια από εκείνες τις ωραίες, μεζωηρά σχέδια, πλεκτές μπλούζες, σε κίτρινο, γκρι και μαύρο, πάνω από ένα καλοραμμένοπαντελόνι, κάπως φαρδύ. Ναι, και τα δύο ήταν ακριβά! Και είχε έξοχη κορμοστασιά, ένααθλητικό, προτεταμένο στήθος. Σαν έμπειρος κατασκηνωτής, άρχισε να συνδαυλίζει τηφωτιά ήσυχα* σαν στρατιώτης σε εκστρατεία.

«Λες να τους πειράξει αν βάλουμε μερικά κουκουνάρια για να ζωηρέψει η φωτιά;» ρώτησε

Page 47: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

την Υβέτ, ρίχνοντας ένα σιωπηλό βλέμμα στον τσιγγάνο που σφυροκοπούσε.

«Θα το ήθελαν, νομίζω», είπε η Υβέτ, σαστισμένη, καθώς τα μάγια του τσιγγάνου τηνεγκατέλειπαν σιγά σιγά, νιώθοντας μόνη και άδεια.

Ο άντρας πήγε στο αυτοκίνητο και γύρισε μ’ ένα μικρό σακί με κουκουνάρια, από το οπόίοέβγαλε μια χούφτα.

«Πειράζει να ανάψουμε φωτιά με λίγα κουκου νάρια;»

«Ελεύθερα!» είπε ο τσιγγάνος.

Ο άντρας άρχισε να τοποθετεί τα κουκουνάρια ελαφρά, προσεκτικά, πάνω σταπυρακτωμένα κάρβουνα. Και σύντομα ένα ένα πήραν φωτιά και λαμπάδιασαν σαν πύρινατριαντάφυλλα, αναδίνοντας ένα γλυκό άρωμα.

«Αχ, τι όμορφα! Τι όμορφα!», αναφώνησε η μικροσκοπική Εβραία, κοιτάζοντας πάλι τονάντρα της. Εκείνος κοίταξε κάτω, προς αυτήν, αρκετά καλοσυνάτα, όπως ο ήλιος τον πάγο.«Δε σας αρέσει η φωτιά; Αχ, εγώ τη λατρεύω!» φώναξε η μικροσκοπική Εβραία στην Υβέτ,μέσα στο σφυροκόπημα.

Ο ήχος του σφυριού την ενοχλούσε. Κοίταξε γύρω, σμίγοντας ελαφρώς τα λεπτά, μικρά τηςφρύδια, λες και διέταζε τον άντρα να σταματήσει. Η Υβέτ κοίταξε κι αυτή γύρω. Οτσιγγάνος ήταν σκυμμένος πάνω από τη χάλκινη κούπα του, με τα πόδια ανοιχτά, το κεφάλιχαμηλωμένο, τα δυνατά του χέρια σηκωμένα. Ήδη έμοιαζε τόσο απομακρυσμένος απόεκείνη.

Ο άντρας που συνόδευε τη μικροσκοπική Εβραία πλησίασε αργά τον τσιγγάνο και στάθηκεσιωπηλός κοιτάζοντάς τον, με την πίπα στο στόμα. Τώρα ήταν δύο άντρες, σαν δυοπαράξενα αρσενικά σκυλιά, που έπρεπε να μυρίσουν το ένα το άλλο.

«Είμαστε στο μήνα του μέλιτος», είπε η μικροσκοπική Εβραία μ’ ένα τσαχπίνικο, χολωμένοβλέμμα στην Υβέτ. Μιλούσε με κά5τως ψιλή, προκλητική φωνή, σαν κανένα πουλί,καρακάξα ή κοράκι, που κρώζει.

«Αλήθεια;» είπε η Υβέτ.

«Ναι! Πριν παντρευτούμε! Έχεις ακουστά τον Σάιμον Φόσετ!» ανέφερε το όνομα ενόςπλούσιου, φημισμένου μηχανικού του βορρά. «Ε, λοιπόν, εγώ είμαι η κυρία Φόσετ καιεκείνος μου δίνει διαζύγιο». Κοίταξε την Υβέτ με παράξενη προκλητικότητα και πίκρα.

«Αλήθεια;» ξαναείπε η Υβέτ.

Τώρα καταλάβαινε το πικραμένο και προκλητικό βλέμμα στα μεγάλα, παιδικά, καστανάμάτια της μικροσκοπικής Εβραίας. Ήταν ένα έντιμο, μικρό πλάσμα, όμως ίσως η ειλικρίνειάτης ήταν υπερβολικά ορθολογιστική. Εν μέρει ίσως εξηγούσε την περιβόητη ασυνειδησίατου φημισμένου Σάιμον Φόσετ.

«Ναι! Μόλις βγει το διαζύγιο, πρόκειται να παντρευτώ τον ταγματάρχη Ίστγουντ».

Τώρα πια είχε ανοίξει όλα της τα χαρτιά. Δεν επρόκειτο να εξαπατήσει κανέναν.

Page 48: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Πίσω της οι δύο άντρες είχαν μια σύντομη συζήτηση. Κοίταξε γύρω και κάρφωσε τοντσιγγάνο με τα-μεγάλα καστανά μάτια της.

Εκείνος κοιτούσε, λες και ντρεπόταν, προς τη μεριά του μεγαλόσωμου άντρα με τηφανταχτερή μπλούζα, ο οποίος στεκόταν με την πίπα στο στόμα κοιτάζοντας κάτω, σανάντρας προς άντρα.

«Με τα άλογα πίσω από το Άρρας 1», είπε ο τσιγγάνος χαμηλόφωνα.

Μιλούσαν για πόλεμο. Ο τσιγγάνος είχε πολεμήσει στο πυροβολικό, στο σύνταγμα τουταγματάρχη.

«Ein schoner Mensch2!», είπε η Εβραία. «Ωραίος άντρας, ε;»

Για κείνην ο τσιγγάνος ήταν ένας από τους συνηθισμένους άντρες, τους τυχαίους.

«Πολύ ωραίος, πράγματι!» συμφώνησε η Υβέτ.

«Κάνεις ποδήλατο;» ρώτησε η Εβραία με έκπληξη.

«Ναι! Κάτω στο Πάπλγουικ. Ο πατέρας μου είναι πρεσβύτερος του Πάπλγουικ. Ο κύριοςΣέιγουελ!»

«Α!» είπε η Εβραία. «Ξέρω! Ευφυής συγγραφέας» Πολύ ευφυής! Τον έχω διαβάσει».

Τα κουκουνάρια είχαν κιόλας καεί, η φωτιά τώρα έμοιαζε με έναν ψηλό σωρό απόθρυμματισμένα, κατεστραμμένα, πύρινα τριαντάφυλλα. Ο ουρανός συννέφιαζε καθώςπλησίαζε το απόγευμα. Ίσως προς το βράδυ να χιόνιζε κιόλας.

Ο ταγματάρχης επέστρεψε και χώθηκε στο παλτό του.

«Νόμισα ότι θυμόμουν τη φυσιογνωμία του!» είπε. «Ήταν ένας από τους ιπποκόμους μας,ένας άντρας με άλογα».

«Κοίτα!» φώναξε η Εβραία στην Υβέτ. «Γιατί δεν έρχεσαι με το αυτοκίνητό μας μέχρι τοΝόρμαντον. Εμείς μένουμε στο Σκόρσμπι. Μπορούμε να δέσουμε το ποδήλατό σου πίσω».

«Μάλλον θα έρθω», απάντησε η Υβέτ.

«Ελάτε!» φώναξε η Εβραία στα παιδιά τα οποία κρυφοκοίταζαν, ενώ ο ξανθός άντραςέσερνε το ποδήλατο. «Ελάτε! Ελάτε εδώ!». Και βγάζοντας το πορτοφόλι της, έδειξε ένασελίνι.

«Ελάτε!» ξαναφώναξε. «Ελάτε να το πάρετε».

Ο τσιγγάνος είχε αφήσει τη δουλειά του και είχε μπει στο κάρο. Η γριά φώναξε βραχνά ταπαιδιά από τον περίβολό της. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά πλησίασαν κλεφτά. Η Εβραία τουςέδωσε τα δύο ασημένια-νομίσματα, ένα σελίνι και ένα φιορίνι, που είχε μέσα στοπορτοφόλι της και ακούστηκε ξανά η βραχνή φωνή της γριάς που δε φαινόταν.

Ο τσιγγάνος κατέβηκε από το κάρο του και προχώρησε προς τη φωτιά. Η Εβραία κοίταξε τοπρόσωπό του με την περίεργη, μπουρζουάδικη τόλμη που διέκρινη τη φυλή της.

Page 49: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Πολέμησες στο σύνταγμα, του ταγματάρχη Ίστγουντ;» ρώτησε.

«Μάλιστα, κυρία».

-«Για φαντάσου, να συναντηθείτε τώρα εδώ! Το πάει για χιόνι». Κοίταξε ψηλά, στονουρανό.

«Αργότερα» είπε ο άντρας, κοιτάζοντας κι αυτός τον ουρανό.

Κι εκείνος είχε γίνει απρόσιτος. Η φυλή του ήταν πολύ παλιά, με την ιδιόμορφη μάχη τηςενάντια στην επίσημη κοινωνία, και δεν είχε ιδέα τι θα πει «νίκη». Μόνο πού και πούμπορούσε να σημειώσει κάποια επιτυχία.

Όμως με τον καιρό του πολέμου ακόμη και η παλιά, καλή ευκαιρία για κάποια επιτυχία είχεσχεδόν εκλείψει. Δεν ετίθετο ζήτημα να υποχωρήσουν. Τα μάτια του τσιγγάνουδιατηρούσαν το τολμηρό βλέμμα τους όμως είχε σκληρύνει και είχε γίνει απόμακρο, τοάγγιγμα της χωρίς φραγμούς οικειότητας είχε χαθεί. Είχε ζήσει τον πόλεμο.

Κοίταξε την Υβέτ.

«Θα γυρίσεις με το αυτοκίνητο;» είπε.

«Ναι!», αποκρίθηκε εκείνη, με κάπως ναζιάρικη επιτήδευση.

«Ο καιρός είναι πολύ ύπουλος».

«Ύπουλος καιρός!» επανέλαβε, κοιτάζοντας τον ουρανό.

Δεν μπορούσε να ξέρει καθόλου ποια ήταν τα αισθήματά του. Στην πραγματικότητα, δεν τηνπολυένοιαζε. Ήταν γοητευμένη, τώρα, από τη μικροσκοπική Εβραία, μητέρα δύο παιδιών,που έπαιρνε τα πλούτη της από το φημισμένο μηχανικό και τα μετέφερε στον απένταρο,ρωμαλέο, νεαρό ταγματάρχη Ίστγουντ, που θα πρέπει να ήταν πέντε-έξι χρόνια μικρότεροςτης. Πολύ συναρπαστικό!

Ο ξανθός άντρας επέστρεψε.

«Ένα τσιγάρο, Τσαρλς!», φώναξε η μικρόσωμη Εβραία με παράπονο.

Εβγαλε την ταμπακέρα του αργά, μ’ εκείνη την νωχελική, αθλητική κίνησή του. Κάτιευαίσθητο μέσα του τον έκανε αργό, προσεκτικό, λες και είχε πληγωθεί από τουςανθρώπους. Έδωσε ένα τσιγάρο στη γυναίκα του, μετά άλλο ένα στην Υβέτ και, τέλος,προσέφερε την ταμπακέρα του, πολύ απλά, στον τσιγγάνο. Ο τσιγγάνος πήρε ένα.

«Ευχαριστώ, κύριε!»

Και πήγε ήσυχα στη φωτιά και, σκύβοντας, το άναψε στην πυρακτωμένη θράκα. Οι δύογυναίκες τον παρακολουθούσαν.

«Αντίο, λοιπόν!» είπε η Εβραία, με την παλιά, μπουρζουάδικη μασονία της. «Σαςευχαριστούμε για τη ζεστή φωτιά».

«Η φωτιά ανήκει σε όλους»„είπε ο τσιγγάνος.

Page 50: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Το μικρό παιδί την πλησίασε δειλά.

«Αντίο», είπε και η Υβέτ. «Ελπίζω να μη χιονίσει σ’ εσάς».

«Δε μας πειράζει να χιονίσει λιγάκι», είπε ο τσιγγάνος.

«Α, έτσι;» συνέχισε η Υβέτ. «Κι εγώ νόμιζα πως θα σας πείραζε».

«Καθόλου!» είπε ο τσιγγάνος.

Έριξε το μαντίλι της μεγαλόπρεπα στους ώμους της και ακολούθησε το γούνινο παλτό τηςΕβραίας, το οποίο έμοιαζε να περπατάει με μικρά ποδαράκια μόνο του.

VII

H YBET ΕΙΧΕ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΤΕΙ ME ΤΟΥΣ Ιστγουντ, όπως τους αποκαλούσε. Ημικροσκοπική Εβραία έπρεπε να περιμένει μόνο τρεις μήνες ακόμα για την τελική απόφασηδιαζυγίου. Με τόλμη, είχε νοικιάσει μια μικρή θερινή αγροικία κοντά στους βάλτους, πάνωστο Σκόρσμπι, όχι πολύ μακριά από τους λόφους. Ήταν πια καταχείμωνο και αυτή και οταγματάρχης ζούσαν σχετικά απομονωμένοι, χωρίς κανέναν υπηρέτη. Εκείνος είχε ήδηπαραιτηθεί από αξιωματικός του τακτικού στρατού και αυτοαποκαλούνταν κύριος Ίστγουντ.Στην ουσία ήταν πλέον ο κύριος και η κυρία Ίστγουντ, για τον απλό κόσμο.

Η μικρόσωμη Εβραία ήταν τριάντα έξι χρονών και τα δυο της παιδιά ήταν και τα δύο πάνωαπό δώδεκα χρονών. Ο σύζυγος είχε συμφωνήσει να της δώσει την επιμέλεια των παιδιών,μόλις παντρευόταν τον Ίστγουντ.

Νάτο, λοιπόν, αυτό το ιδιόρρυθμο ζευγάρι, η μικροσκοπική, ραφινάτη Εβραία με τα μεγάλα,πικραμένα, παραπονιάρικα μάτια και τα πυκνά, καλοκουρεμένα μαύρα, σγουρά μαλλιά, ένακομψό πλασματάκι με τον τρόπο της* και ο μεγαλόσωμος, νεαρός άντρας με ταανοιχτόχρωμα μάτια, δυνατός και ψυχρός, γόνος* σίγουρα, κάποιας παλιάς, μυστηριώδουςδανέζικης οικογένειας: Να ζουν μαζί σ’ ένα μικρό, σύγχρονο σπίτι κοντά στους βάλτους καιτους λόφους και να κάνουν μόνοι τους τις δουλειές του σπιτιού.

Ήταν ένα παράξενο νοικοκυριό. Η αγροικία ήταν επιπλωμένη όταν ενοικιάστηκε, αλλά ημικροσκοπική Εβραία είχε φέρει μαζί της και τα αγαπημένα της έπιπλα. Είχε μια περίεργημανία με τα ροκοκό, τα παράξενα καμπυλωτά ντουλάπια διακοσμημένα με φίλντισι,ταρταρούγα, έβενο και ο Θεός ξέρει τι άλλο* περίεργες ψηλές πλουμιστές καρέκλες από τηνΙταλία, με γαλαζοπράσινο μπροκάρ* εκπληκτικοί άγιοι με ανάγλυφα, χρωματιστά ενδύματαπου ανεμίζουν και ροδαλά πρόσωπα* ράφια με μυστήρια, παλιά σχήματα από τη Σαξονίακαι το Capo di Monte, και τέλος, μια αλλόκοτη συλλογή από εκπληκτικές εικόνεςζωγραφισμένες στο πίσω μέρος του γυαλιού, φτιαγμένες πιθανώς στις αρχές του δέκατουένατου αιώνα ή στο τέλος του δεκάτου ογδόου.

Σ’ αυτόν το φορτωμένο και ασυνήθιστο χώρο υποδέχτηκε την Υβέτ, όταν εκείνη έκανε μιαεπίσκέψη στα κλεφτά. Ένα ολόκληρο σύστημα από θερμάστρες είχε εγκατασταθεί στηναγροικία, κάθε γωνία ήταν ζεστή, σχεδόν καυτή. Και υπήρχε και η μικροσκοπική, ροκοκόφιγούρα της ίδιας της Εβραίας, μ’ ένα υπέροχο φουστανάκι και μια ποδιά, να βάζει φέτεςζαμπόν στο πιάτο, ενώ το μεγάλο πουλί του χιονιού, ο ταγματάρχης, μ’ ένα λευκό πουλόβερκαι γκρι παντελόνι, έκοβε ψωμί, ανακάτευε τη μουστάρδα, ετοίμαζε καφέ κι όλα τα

Page 51: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

υπόλοιπα. Είχε φτιάξει ακόμη και ένα πιάτο με λαγό σαλμί, το οποίο θα ακολουθούσε τακρύα κρέατα και το χαβιάρι.

Τα ασημικά και οι πορσελάνες ήταν πράγματι πολύτιμα, μέρος της προίκας της νύφης. Οταγματάρχης έπινε μπύρα από ένα ασημένιο κύπελλο, η μικροσκοπική Εβραία και η Υβέτέπιναν σαμπάνια σε όμορφα ποτήρια και ο ταγματάρχης έφερε μέσα τον καφέ. Φλυαρούσαν.Η μικροσκοπική Εβραία καταφερόταν με βαθιά αγανάκτηση κατά του πρώτου της συζύγου.Ήταν πολή ηθική, τόσο ηθική ώστε να χωρίσει. Ο ταγματάρχης, κι αυτός, ένα παράξενο,παγερό πουλί, τόσο δυνατός και ωραίος με τον τρόπο του, αλλά άχρωμος γύρω από τα μάτιατου, λες και δεν είχε βλεφαρίδες, σαν πουλί, είχε κι αυτός μια περίεργη αγανάκτηση για τηζωή εξαιτίας της ψεύτικης ηθικής. Εκείνο το δυνατό, αθλητικό στέρνο έκρυβε έναν παράξενο,παγερό θυμό. Και η τρυφερότητά του για τη μικροσκοπική Εβραία βασιζόταν στοπροσβεβλημένο του αίσθημα δικαίου, στην αόριστη ηθικότητα των ανθρώπων του βορρά ηοποία τον φύσαγε, σαν παράξενος άνεμος, και τον οδηγούσε στην απομόνωση.

Καθώς περνούσε το απόγευμα, πήγαν στην κουζίνα, ο ταγματάρχης σήκωσε τα μανίκια του,αφήνοντας να φανούν τα δυνατά, αθλητικά, λευκά μπράτσα του και προσεκτικά, επιδέξια,έπλυνε τα πιάτα, ενώ η γυναίκα τα σκούπιζε. Δεν τα είχε γυμνάσει άσκοπα. Μετά πήγε μιαβόλτα για να ελέγξει τις θερμάστρες του μικρού σπιτιού, που χρειάζονταν μόνο ένα δυολεπτά φροντίδας καθημερινά. Και μετά από αυτό έβγαλε το μικρό, σκεπαστό αυτοκίνητο καιπήγε την Υβέτ σπίτι της, μέσα στη βροχή, την άφησε στην πίσω πόρτα, ένα μικρό παραπόρτιανάμεσα στους κέδρους, μέσα από το οποίο τα χωμάτινα σκαλοπάτια έφταναν μέχρι τοσπίτι.

Είχε πραγματικά εντυπωσιαστεί από αυτό το ζευγάρι.

«Αλήθεια, Λουσίλ!» είπε. «Γνωρίζω τους .πιο παράξενους ανθρώπους!». Και της έδωσελεπτομερή περιγραφή.

«Θα πρέπει να ’ναι πολύ καλοί!» είπε η Λουσίλ. «Μου αρέσει που ο ταγματάρχης κάνειδουλειές του σπιτού «άι φαίνεται τόσο αρχοντικός μ’ όλα αυτά. Νομίζω ότι, ότανπαντρευτούν, θα είχε πολύ γούστο να τους γνωρίσω κι εγώ».

«Ναι!» είπε η Υβέτ, αόριστα. «Ναι! Θα είχε πράγματι γούστο!».

Εκείνη ακριβώς η ιδιορρυθμία της σχέσης ανάμεσα στη μικροσκοπική Εβραία και αυτόν τοναθλητικό, νεαρό αξιωματικό με τα ανοιχτόχρωμα μάτια της έφερε στο μυαλό πάλι τοντσιγγάνο της, ο οποίος είχε σβηστεί εντελώς από τη σκέψη της, αλλά τώρα επέστρεφε μεαπροσδόκητα οδυνηρή ένταση.

«Τι είναι αυτό, Λουσίλ», ρώτησε, «που φέρνει τους ανθρώπους κοντά; Ανθρώπους σαν τουςΊστγουντ, ας πούμε. Και τον Μπαμπά με τη Μαμά, οι οποίοι ήταν τόσο αταίριαστοι μεταξύτους· κι εκείνη την τσιγγάνα, η οποία μου είπε τη μοίρα μου και μοιάζει με μεγάλο άλογο,με τον τσιγγάνο, τον τόσο φίνο και καλοσχηματισμένο; Τι είναι αυτό;»

«Ο έρωτας, υποθέτω, ό,τι κι αν σημαίνει», είπε η Λουσίλ.

«Ναι, αλλά τι είναι αυτό; Δεν είναι κάτι κοινό, σαν το κοινό πόθο, ξέρεις, Λουσίλ. Δεν είναιέτσι».

«Όχι, μάλλον όχι», είπε η Λουσίλ. Τέλος πάντων, νομίζω ότι δεν είναι έτσι».

Page 52: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Διότι, βλέπεις, οι συνηθισμένοι άντρες, ξέρεις, εκείνοι που κάνουν μια κοπέλα να νιώθειπρόστυχη... κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Κανένας δεν αισθάνεται έλξη γι’ αυτούς.Κι όμως υποτίθεται ότι αυτοί είναι οι γοητευτικοί άντρες».

«Υποθέτω», είπε η Λουσίλ, «ότι υπάρχει ο πρόστυχος έρωτας και ο άλλος, που δεν είναιπρόστυχος. Είναι τρομερά πολύπλοκο, πραγματικά! Σιχαίνομαι τους συνηθισμένουςανθρώπους. Και πάλι δεν αισθάνομαι ποτέ τίποτε σεξουαλικό» -τόνισε με αηδία τηντελευταία λέξη«για άντρες που δεν είναι συνηθισμένοι. Ίσως να μην έχω φύλο».

«Αυτό είναι!» είπε η Υβέτ. «Ίσως να μην έχει καμιά μας. Ίσως να μην έχουμε πραγματικάφύλο που να μας συνδέει με τους άντρες».

«Τι φρικτό που ακούγεται: Να μας συνδέει με τους άντρες!», φώναξε η Λουσίλ μεαποστροφή. «Δε θα σιχαινόσουν να συνδέεσαι με τους άντρες με τέτοιον τρόπο; Αχ, νομίζωότι είναι κρίμα που υπάρχει το φύλο! Θα ήταν τόσο καλύτερα τα πράγματα, αν μπορούσαμενα είμαστε άντρες και γυναίκες χωρίς αυτό το πράγμα».

Η Υβέτ βυθίστηκε σε σκέψεις. Στο βάθος υπήρχε η μορφή του τσιγγάνου όπως την είχεκοιτάξει, όταν είπε: «Ο καιρός είναι πολύ ύπουλος». Ένιωσε κάπως σαν τον Πέτρο ότανλάλησε ο πετεινός, σαν να τον αρνιόταν. Ή, μάλλον, δεν αρνήθηκε τον τσιγγάνο* δενενδιαφερόταν για το δικό του ρόλο, εν πάση περιπτώσει. Ήταν κάποιο κρυμμένο μέρος τουεαυτού της που αρνήθηκε* εκείνο το μέρος που μυστικά και ανομολόγητα ανταποκρινότανσ’ αυτόν. Και ήταν ένας παράξενος, λαμπερός, μαύρος πετεινός που λαλούσε, περιγελώνταςτην.

«Ναι!» είπε αόριστα. «Ναι! *Το σεξ είναι σκέτη πλήξη, ξέρεις, Λουσίλ. 'Οταν δεν το έχεις,νιώθεις ότι πρέπει να το αποκτήσεις με κάποιον τρόπο. Και όταν το έχεις -ή αν το έχεις-»σήκωσε το κεφάλι της και ζάρωσε τη μύτη της περιφρονητικά, «το απεχθάνεσαι».

«Αχ, δεν ξέρω!» φώναξε η Λουσίλ. «Μου φαίνεται ότι θα μου άρεσε να ερωτευθώ τρελάέναν άντρα».

«Έτσι νομίζεις!» είπε η Υβέτ, ζαρώνοντας πάλι τη μύτη της. «Όμως, αν γινόταν κιερωτευόσουν, δε θα σου άρεσε».

«Κι εσύ πού το ξέρεις;» ρώτησε η Λουσίλ.

«Εεε, δεν το ξέρω», είπε η Υβέτ. «Αλλά έτσι το φαντάζομαι. Ναι, έτσι νομίζω!»

«Αχ, πολύ πιθανόν!» είπε η Λουσίλ με δυσφορία. «Και όπως και να ’χει, το σίγουρο είναιότι θα έπαυες κάποια Στιγμή να είσαι ερωτευμένος και θα ήταν απαίσιο».

«Ναι», συμφώνησε η Υβέτ, «είναι ένα πρόβλημα». Σιγοτραγούδησε ένα σύντομο σκοπό.

«Να πάρει ο διάβολος, δεν είναι πρόβλημα για μας τις δύο ακόμη. Καμιά μας δεν είναιερωτευμένη στ’ αλήθεια και, πιθανώς, δε θα είναι ποτέ, έτσι το θέμα τακτοποιείται».

«Δεν είμαι τόσο σίγουρη!», είπε η Υβέτ με ύφος βαθυστόχαστο. «Δεν είμαι τόσο σίγουρη.Πιστεύω ότι κάποια μέρα θσ ερωτευθώ παράφορα».

«Μάλλον αυτό δε θα γίνει ποτέ», είπε η Λουσίλ σκληρά. «Αυτό σκέφτονται συνέχεια οι

Page 53: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

περισσότερες γεροντοκόρες».

Η Υβέτ κοίταξε την αδερφή της με σκεπτικό, αλλά προφανώς αμέριμνο βλέμμα.

«Αλήθεια;» είπε. «Έτσι νομίζεις, Λουσίλ; Τι φοβερό γι’ αυτές τις καημενούλες! Γιατί, στηνοργή, κάθονται και σκοτίζονται;»

«Έλα ντε!» είπε η Λουσίλ. «Ίσως να μην τις νοιάζει, τελικά. Μάλλον για όλα φταίει οκόσμος που λέει: Η καημένη η μεγαλοκοπέλα, δεν μπόρεσε να βρει άντρα».

«Μάλλον αυτό φταίει!», είπε η Υβέτ. «Κάθονται και δίνουν σημασία στις αθλιότητες πουλέει πάντα ο κόσμος για τις γεροντοκόρες. Τι ντροπή!».

«Όπως και να ’χει, εμείς περνάμε καλά και ένα σωρό αγόρια τρέχουν από πίσω μας», είπε ηΛουσίλ.

«Ναι!» είπε η Υβέτ. «Ναι! Αλλά δε θα μπορούσα με τίποτε να παντρευτώ κανέναν απ’αυτούς!»

«Ούτε κι εγώ», είπε η Λουσίλ. «Και γιατί, άλλωστε; Γιατί να θέλουμε να παντρευτούμε,όταν περνάμε μια χαρά με τα αγόρια, που είναι πολύ καλά παιδιά και, πρέπει να το’παραδεχτείς, Υβέτ, πολύ γαλαντόμοι και καθώς πρέπει μαζί μας».

«Α, αυτό να λέγεται!» συμφώνησε η Υβέτ αφηρημένα.

«Μου φαίνεται ότι αρχίζεις να σκέφτεσαι το γάμο», είπε η Λουσίλ, «μόνον όταν νιώσεις ότιδεν περνάς πια κάλά. Τότε παντρέψου και ησύχασε».

«Ακριβώς!» είπε η Υβέτ.

Όμως τώρα, πίσω από τη γλυκιά, ήρεμη συγκατάβασή της, είχε ενοχληθεί από τη Λουσίλ.Ξαφνικά ένιωσε την επιθυμία να της γυρίσει την πλάτη.

Επιπλέον, κοίτα τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της καημένης της Λουσίλ και τημελαγχολία στο όμορφο βλέμμα της. Αχ, μακάρι ένας καλός, ευγενικός, προστατευτικόςάντρας να την παντρευόταν! Φτάνει η καλόβολη Λουσίλ να έλεγε το «ναι»!

Η Υβέτ δεν είπε στον πρεσβύτερο ούτε στη Γιαγιά για τους Ίστγουντ. Κάτι τέτοιο θαγινόταν αφορμή για ατέλειωτες συζητήσεις, τις οποίες εκείνη απεχθανόταν. Τον πρεσβύτεροδε θα τον πείραζε τον ίδιον, προσωπικά. Αλλά ήξερε κι εκείνος πόσο αναγκαίο ήταν νααποφεύγει όσο γινόταν να δίνει τροφή σ’ αυτό το δηλητηριώδες ερπετό με τα πολλάκεφάλια, τη γλώσσα του κόσμου.

«Όμως, δε θα ήθελα να έρχεσαι, αν δεν το ξέρει ο πατέρας σου», φώναξε η μικροσκοπικήΕβραία.

«Μάλλον θα πρέπει να του το πω», είπε η Υβέτ. «Είμαι σίγουρη ότι δεν τον πειράζει,αλήθεια. Αλλά αν το μάθαινε, θα έπρεπε να δείξει το αντίθετο, υποθέτω».

Ο νεαρός αξιωματικός την κοίταξε με μια παράξενη ευθυμία, σαν πουλιού, χωρίςσυναίσθημα στα διαπεραστικά του μάτια. Κι αυτός ήταν έτοιμος να ερωτευθεί την Υβέτ.Ήταν αυτή η ιδιαίτερη, παρθενική της τρυφερότητα και η φευγάτη, αφηρημένη αδιαφορία της

Page 54: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

για τα πράγματα γύρω, που τον γοήτευαν σ’ αυτήν.

Εκείνη αντιλαμβανόταν τι συνέβαινε και κορδωνόταν. Ο Ίστγουντ κέντριζε τη φαντασία της.Ένας τόσο κομψός, νεαρός αξιωματικός, φοβερά αριστοκρατικός, τόσο ήρεμος κιεκπληκτικός, με αυτοκίνητο και δεινός κολυμβητής, ήταν παράξενο να τον βλέπεις ήσυχα,ήρεμα, να πλένει τα πιάτα, καπνίζοντας την πίπα του, και να κάνει τη δουλειά του τόσοσβέλτα και επιδέξια. Ή, με την ίδια φροντίδα που έσκυβε πάνω από το μυστηριώδεςεσωτερικό ενός αυτοκινήτου, να μαγειρεύει λαγό σαλμί στην κουζίνα της αγροικίας. Μετάνα βγαίνει στην παγωνιά και να καθαρίζει το αυτοκίνητό του μέχρι να αστράψει, σαν γάταόταν έχει γλυφτεί. Κι ύστερα να έρχεται μέσα για να μιλήσει, τόσο ανεπιτήδευτα καιευαίσθητα, αν και λακωνικά, με τη μικροσκοπική Εβραία. Και προφανώς ποτέ δεν βαριόταν.Καθόταν στο παράθυρο με την πίπα του, όταν έκανε άσχημο καιρό, σιωπηλός ώρεςολόκληρες, αφηρημένος, ονειροπολώντας, κι όμως, με το αθλητικό του σώμα σε εγρήγορση,μέσα στην ακινησία του.

Η Υβέτ δεν φλέρταρε μαζί του. Αλλά της άρεσε.

«Και το μέλλον σας;» τον ρώτησε.

«Ε, τι;» είπε εκείνος, βγάζοντας από το στόμα του την πίπα του μ’ ένα ψυχρό ίχνοςχαμόγελου στα μάτια του που έμοιαζαν με μάτια πουλιού.

«Καριέρα! Κάθε άντρας δεν πρέπει να κάνει καριέρα; Σαν καμιά τεράστια χήνα, ζουμερή;».

Τον κοίταξε στα μάτια με περίεργη αφέλεια.

«Είμαι μια χαρά σήμερα και θα είμαι μια χαρά και αύριο», είπε μ’ ένα παγερό,αποφασιστικό ύφος. «Γιατί, δηλαδή, το μέλλον μου να μην αποτελείται τελικά απόδιαδοχικά σήμερα και αύριο;»

Την κοίταξε με ερευνητικό ύφος.

«Συμφωνώ!» είπε εκείνη, «Μισώ τις δουλειές και όλη αυτή τη πλευρά της ζωής». Ωστόσο,σκεφτόταν τα χρήματα της Εβραίας.

Σ’ αυτό εκείνος δεν απάντησε. Ο θυμός του ήταν ήπιος, απαλός σαν χιόνι, έτσι που άνετατύλιγε την ψυχή.

Είχαν φτάσει στο σημείο να κάνουν φιλοσοφικές συζητήσεις μαζί. Η μικροσκοπική Εβραίαφαινόταν λίγο θλιμμένη. Ήταν παραδόξως αφελής και καθόλου κτητική στη στάση τηςαπέναντι στον άντρα. Ούτε μοχθηρή ήταν απέναντι στην Υβέτ. Μόνο κάπως θλιμμένη καισιωπηλή.

Η Υβέτ, από μια ξαφνική παρόρμηση, σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα να φύγει.

«Νομίζω ότι η ζωή είναι φοβερά δύσκολη» είπε.

«Είναι!» αναφώνησε η Εβραία.

«Αυτό που είναι τόσο άθλιο είναι ότι πρέπει να ερωτευθείς και να παντρευτείς!» είπε ηΥβέτ, ζαρώνοντας τη μύτη της.

Page 55: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Δε θέλεις να ερωτευθείς και να παντρευτείς;» φώναξε η Εβραία με ορθάνοιχτα, αγριωπάμάτια, γεμάτα έκπληξη και επιτίμηση.

«Όχι, όχι ιδιαίτερα!» αποκρίθηκε η . Υβέτ. «Ειδικά αν νιώθεις ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλονα κάνεις. Είναι ένα απαίσιο κλουβί όπου πρέπει να κλειστείς».

«Μα δεν ξέρεις τι είναι αγάπη;» φώναξε η Εβραία.

«Όχι!» απάντησε η Υβέτ. «Εσείς;»

«Εγώ!» αναφώνησε η μικροσκοπική Εβραία.

«Εγώ, λέει! Θεέ μου, εγώ κι αν ξέρω!». Κοίταξε με στοχαστική μελαγχολία τον Ίστγουντ,που κάπνιζε, την πίπα του, με τα λακκάκια της ανεξήγητης ευθυμίας του να προβάλλουν στολείο, σοβαρό του πρόσωπο. Είχε πολύ φίνο, στιλπνό δέρμα, το οποίο, ωστόσο, δενεπηρεαζόταν από το κλίμα, έτσι που το πρόσωπό του φαινόταν γυμνό, σαν μωρού. Αλλά δενήταν στρογγυλό: ήταν αρκετά χαρακτηριστικό και σχημάτιζε παράξενα, ειρωνικά λακκάκιασαν μάσκα που είναι κωμική αλλά και ψυχρή συνάμα.

«Θέλεις να πεις ότι δεν ξέρεις τι είναι αγάπη;» επέμεινε η Εβραία.

«Ναι!» είπε η Υβέτ. «Νομίζω ότι δεν ξέρω! Είναι φοβερό για μένα, στην ηλικία που είμαι;»

«Υπάρχει κάποιος άντρας που σε κάνει να νιώθεις κάπως, ας πούμε, διαφορετικά;» είπε ηΕβραία ρίχνοντας άλλο ένα επίμονο βλέμμα στον Ίστγουντ. Εκείνος συνέχιζε να καπνίζει,τελείως αμέτοχος.

«Δε νομίζω ότι υπάρχει» είπε η Υβέτ. «Εκτός αν ναι! εκτός αν είναι εκείνος ο τσιγγάνος»είχε ρίξει το κεφάλι της στο πλάι στοχαστικά.

«Ποιος τσιγγάνος;» τσίριξε η μικροσκοπική Εβραία.

«Εκείνος που ήταν στρατιώτης και φρόντιζε τα άλογα στο σύνταγμα του ταγματάρχηΊστγουντ στον πόλεμο» είπε η Υβέτ ψυχρά.

Η μικροσκοπική Εβραία κοίταξε την Υβέτ με έκπληξη.

«Δεν μπορεί να είσαι ερωτευμένη μ’ εκείνον τον τσιγγάνο!» είπε.

«Ε!», είπε η* Υβέτ. «Δεν ξέρω. Είναι ο μόνος που με κάνει να νιώθω διαφορετικά!Αλήθεια!»

«Μα πώς; Με ποιον τρόπο; Σου είπε κάτι;»

«'Οχι! Όχι!»

«Τότε πώς; Τι έκανε;»

«Α, απλώς με κοίταξε!»

«Πώς;»

«Ε, να σας πω, δεν ξέρω. Αλλά διαφορετικά! Ναι, διαφορετικά! Αλλιώτικα, τελείως

Page 56: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

αλλιώτικα από τον τρόπο που οποιοσδήποτε άλλος άντρας με έχει κοιτάξει ποτέ».

«Μα πώς ρε κοίταξε;» επέμεινε η Εβραία.

«Ε, να λες και αληθινά, αληθινά όμως, με ποθούσε», είπε η Υβέτ και το σκεφτικό τηςπρόσωπο έμοιαζε με μπουμπούκι.

«Τον αχρείο! Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να σε κοιτάξει έτσι;», φώναξε, αγανακτισμένη ηΕβραία.

«Ακόμη και μια γάτα μπορεί να κοιτάξει το βασιλιά», τη διέκοψε ήρεμα ο ταγματάρχης καιτώρα στο πρόσωπό του είχε το χαμόγελο ενός γατίσιου μούτρου.

«Πιστεύετε ότι δε θα έπρεπε να το κάνει;» ρώτησε η Υβέτ, γυρίζοντας προς το μέρος του.

«Φυσικά και όχι! Ένας τσιγγάνος, με μισή ντουζίνα έκφυλες γυναίκες ξοπίσω του! Φυσικάκαι δεν έπρεπε!» φώναξε η μικροσκοπική Εβραία.

«Αναρωτιόμουν!» είπε η Υβέτ. «Επειδή ήταν υπέροχο, αλήθεια! Και ήταν κάτι εντελώςδιαφορετικό στη ζωή μου».

«Πιστεύω», είπε ο ταγματάρχης, βγάζοντας την πίπα από το στόμα του, «ότι ο πόθος είναιό,τι πιο υπέροχο στη ζωή. Αυτός που μπορεί να τον νιώσει πραγματικά είναι βασιλιάς καιτον ζηλεύω όσο κανέναν άλλο!». Ξανάβαλε την πίπα στο στόμα του.

Η Εβραία γύρισε και τον κοίταξε κατάπληκτη.

«Μα, Τσαρλς!» αναφώνησε. «Κι ο τελευταίος, κοινός άντρας στο Χάλιφαξ έτσι,νιώθει».

Εκείνος ξανάβγαλε την πίπα του από το στόμα του.

«Αυτό είναι απλώς πείνα» είπε.

Και έβαλε πάλι την πίπα στο στόμα του.

«Νομίζετε ότι ο τσιγγάνος είναι ο αληθινός έρωτας;» τον ρώτησε η Υβέτ.

Εκείνος σήκωσε τους ώμους.

«Αυτό δεν μπορώ να το πω εγώ», αποκρίθηκε. «Αν ήμουν στη θέση σου, θα ήξερα· δε θαρωτούσα τους άλλους».

«Ναι... μα...», τραύλισε η Υβέτ.

«Τσαρλς! Εχεις άδικο! Πώς θα μπορούσε αυτό να είναι ο αληθινός έρωτας! Λες και θα ήτανποτέ δυνατόν να τον παντρευτεί και να τριγυρίζει με το κάρο!»

«Δεν είπα να τον παντρευτεί!» είπε ο Τσαρλς.

«Ή μήπως εννοείς δεσμό! Μα είναι τερατώδες! Πώς θα ένιωθε για τον εαυτό της; Αυτό δενείναι έρωτας! Αυτό είναι, είναι πορνεία!»

Ο Τσαρλς κάπνισε την πίπα του για λίγα λεπτά.

Page 57: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

«Εκείνος ο τσιγγάνος ήταν ο καλύτερος άντρας που είχαμε για τα άλογα. Παραλίγο ναπεθάνει από πνευμονία. Νόμιζα ότι όντως είχε πεθάνει. Για μένα είναι ένας άνθρωπος πουαναστήθηκε. Κι εγώ ο ίδιος είμαι ένας άνθρωπος που αναστήθηκε, με ό,τι συνεπάγεταιαυτό». Κοίταξε την Υβέτ. «Έμεινα είκοσι ώρες θαμμένος κάτω από το χιόνι», είπε. «Καιδεν είχα πάθει τίποτε, όταν με ξέθαψαν».

Τη συζήτηση διαδέχτηκε μια παγωμένη παύση.

«Η ζωή είναι απαίσια!» είπε η Υβέτ.

«Με ξέθαψαν κατά τύχη» συνέχισε εκείνος.

«Ω!» αναφώνησε αργά η Υβέτ. «Μπορεί να ήταν γραφτό σας, το πεπρωμένο, ξέρετε!».

Σ’ αυτό δεν απάντησε.

VIII

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΕΜΑΘΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΒΕΤ με τουςΊστγουντ και εκείνη ξαφνιάστηκε κάπως από τις συνέπειες. Νόμιζε ότι δε θα έδινε σημασία.Στα λόγια, με τον επιτηδευμένα χιουμοριστικό τρόπο του, ήταν τόσο αντισυμβατικός, τόσοκαλόβολος τύπος. Όπως έλεγε κι ο ίδιος, ήταν συντηρητικά αναρχικός* πράγμα που σήμαινεότι ήταν, σαν πολλούς άλλους ανθρώπους, ένας σκεπτικιστής. Ο αναρχισμός τουπεριοριζόταν στη χιουμοριστική ομιλία του και τους κρυφούς στοχασμούς του. Οσυντηρητισμός του, ο οποίος βασιζόταν σ’ έναν μπερδεμένο φόβο για την αναρχία,χαρακτήριζε κάθε του πράξη. Οι σκέψεις του, κατά βάθος, τον τρόμαζαν. Επομένως, στη ζωήτου φοβόταν υπερβολικά το μη συμβατικό.

Όταν ο συντηρητισμός του και ο άθλιος φόβος του κυριαρχούσαν, πάντα σήκωνε το πάνωχείλος του και έδειχνε λίγο τα δόντια του, μ’ ένα σκυλίσιο χαμόγελο.

« Εμαθα ότι τελευταία έπιασες φιλίες με τη μισο-διαζευγμένη κυρία Φόσετ και εκείνον τονmaquereau3, τον Ίστγουντ», είπε στην Υβέτ.

Εκείνη δεν ήξερε τι σήμαινε «maquereau», αλλά ένιωσε το φαρμάκι που έσταζε από ταδόντια του πρεσβύτερου.

«Απλώς τους γνωρίζω», είπε. «Είναι πολύ καλοί, πραγματικά. Και θα παντρευτούν περίπουσ’ ένα μήνα».

Ο πρεσβύτερος κοίταξε το αμέριμνο πρόσωπό της με μίσος. Κάπου μέσα του ήταντρομοκρατημένος, είχε γεννηθεί τρομοκρατημένος. Και αυτοί που γεννιούνταιτρομοκρατημένοι είναι από τη φύση τους σκλάβοι και ένα βαθιά ριζωμένο ένστικτο τούςκάνει να φοβούνται με φαρμακερό φόβο εκείνους που μπορεί απροσδόκητα να σπάσουν τηλαιμαριά του σκλάβου, η οποία σφίγγει το λαιμό τους.

Γι’ αυτό το λόγο ο πρεσβύτερος είχε καταρρεύσει τόσο αξιοθρήνητα μπροστά σ’ Εκείνη-πουήταν η Σύνθια* εξαιτίας του δουλικού του φόβου για την περιφρόνησή της, τηνπεριφρόνηση μιας φύσει ελεύθερης ύπαρξης για μια φύσει ταπεινή ύπαρξη.

Page 58: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Και η Υβέτ είχε το χαρακτηριστικό της φύσει ελεύθερης ύπαρξης. Και αυτή, κάποια μέρα,θα τον έπαιρνε είδηση και θα έσφιγγε τη λαιμαριά της περιφρόνησής της γύρω από το λαιμότου.

Έπρεπε, όμως; Εκείνος αυτή τη φορά θα πάλευε μέχρι θανάτου. Ο σκλάβος μέσα του είχεστριμωχτεί τώρα, σαν παγιδευμένο ποντίκι, και με το κουράγιο ενός παγιδευμένου ποντικιού.

«Υποθέτω ότι είναι του γούστου σου!» κάγχασε.

«Λοιπόν, όντως είναι!» είπε αυτή, μ’ εκείνη την απόλυτη αοριστία που τη χαρακτήριζε.«Τους συμπαθώ τρομερά. Φαίνονται τόσο ακέραιοι, ξέρεις, τόσο έντιμοι».

«Έχεις πολύ περίεργη αντίληψη για την εντιμότητα», τη σαρκάστηκε. «Ένας νεαρόςχαραμοφάης που το σκάει με μια γυναίκα μεγαλύτερή του, για να ζει από τα λεφτά της! Ηγυναίκα να αφήνει το σπίτι και τα παιδιά της! Δεν ξέρω από που πήρες αυτή την αντίληψηγια την εντιμότητα. Όχι από μένα, ελπίζω. Και φαίνεται ότι τους ξέρεις πολύ καλά, ανλάβουμε υπόψη ότι λες πως απλώς τους γνωρίζεις. Πού τους γνώρισες;»

«Μια φορά που βγήκα με το ποδήλατο. Έρχονταν κι αυτοί με το αυτοκίνητό τους και έτυχενα πιάσουμε κουβέντα. Μου είπε αμέσως ποια ήταν, ώστε να μην κάνω λάθος. Είναιπράγματι έντιμη».

Η καημένη η Υβέτ αγωνιζόταν να τον αντιμετωπίσει.

«Και πόσες φορές τους είδες από τότε;»

«Α, απλώς τους επισκέφτηκα δυο φορές».

«Τους επισκέφτηκες, πού;»

«Στην αγροικία τους, στο Σκόρσμπι».

Την κοίταξε με μίσος, λες και ήθελε να την σκοτώσει. Και απομακρύνθηκε και πήγε καιστάθηκε στο παραπέτασμα του γραφείου του, σαν ποντίκι που το έχουν παγιδέψει. Σε μιανάκρη του μυαλού του σκεφτόταν ανομολόγητες αθλιότητες για την κόρη του σαν κι αυτέςπου είχε σκεφτεί για Εκείνην-που-ήταν η Σύνθια. Ήταν ανήμπορος μπροστά στους πιοπρόστυχους υπαινιγμούς του ίδιου του του μυαλού. Και αυτές οι αθλιότητες που απέδιδε στοόχι ακόμη τρομοκρατημένο, αλλά τρομαγμένο κορίτσι που είχε μπροστά του, τον έκαναν ναοπισθοχωρήσει, δείχνοντας όλα τα φαρμακερά δόντια του στο όμορφο πρόσωπό του.

«Ώστε απλώς τους γνωρίζεις, ε;» είπε. «Το ψέμα είναι στο αίμα σου, βλέπω. Δε νομίζω ότιτο έχεις πάρει από μένα αυτό».

Η Υβέτ μισοαπέστρεψε το βουβό πρόσωπό της και σκέφτηκε την ξεδιάντροπη υπεκφυγή τηςΓιαγιάς. Δεν απάντησε.

«Γιατί τριγυρνάς με τέτοια ζευγάρια;» κάγχασε. «Λες και δεν υπάρχουν ένα σωρό καθώςπρέπει άνθρωποι στον κόσμο για να κάνεις παρέα. Θα ’λεγε κανείς ότι είσαι κανένααδέσποτο, που αναγκάζεται να τρέχει πίσω από ανήθικα ζευγάρια, επειδή τα ευπρεπή δεν τοθέλουν. Έχεις τίποτε χειρότερο από την ψευτιά στο αίμα σου;»

«Τι χειρότερο από την ψευτιά έχω στο αίμα μου;» ρώτησε.

Page 59: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Ένα παγερό μούδιασμα την‘τύλιγε. Ήταν διεστραμμένη, μια από τους ημιεγκληματίεςανώμαλους; Αυτό την έκανε να νιώθει παγωμένη και μουδιασμένη.

Του φαινόταν ότι προσπαθούσε απλώς να συγκαλύψει τη διαφθορά που κρυβόταν πίσω απότο παρθενικό, τρυφερό, σαν πουλιού, πρόσωπό της. Εκείνη-που-ήταν η Σύνθια ήταν ακριβώςέτσι: ένας γάλανθος. Και είχε ξεσπάσματα σαδιστικής φρίκης, όταν σκεφτόταν ποια μπορείνα ήταν η πραγματική διαφθορά Εκείνης-που-ήταν η Σύνθια. Ακόμη και η δική του αγάπη γι’αυτήν, που ήταν ο λάγνος έρωτας τού φύσει τρομοκρατημένου, ήταν μυστικά γι’ αυτόν, μιααχρειότητα. Τότε τι πρέπει να είναι μια παράνομη αγάπη;

«Εσύ ξέρεις καλύτερα τον εαυτό σου, τι έχεις και τι δεν έχεις», κάγχασε. «Αλλά είναι κάτιπου καλά θα κάνεις να χαλιναγωγήσεις και γρήγορα, εάν δεν σκοπεύεις να καταλήξεις σεκανένα φρενοκομείο».

«Γιατί;» είπε χλομιασμένη και με σβησμένη φωνή, παραλυμένη από παγερό φόβο. «Γιατί σεφρενοκομείο; Τι έκανα;»

«Αυτό το ξέρετε εσύ και ο Δημιουργός σου» τη χλεύασε. «Εγώ δε ρωτάω. Όμως ορισμένεςτάσεις οδηγούν στην εγκληματική παράνοια, αν δε χαλιναγωγηθούν εγκαίρως».

«Εννοείς, ας πούμε, όπως το να κάνεις παρέα με τους Ίστγουντ;», ρώτησε η Υβέτ μετά απόμια παύση μουδιασμένου φόβου.

«Εννοώ όπως το να τρέχεις σαν σκυλάκι πίσω από ανθρώπους σαν την κυρία Φόσετ, μιαΕβραία, και τον πρώην ταγματάρχη Ίστγουντ, έναν άντρα που το σκάει με μια μεγαλύτερήτου για τα λεφτά της. Μα ναι, αυτό εννοώ!»

«Δεν μπορείς να το λες αυτό», φώναξε η Υβέτ. «Είναι ένας φοβερά απλός, ευθύς άντρας».

«Προφανώς είναι του ίδιου φυράματος μ’ εσένα».

«Ε, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο πίστεψα ότι ήταν. Νόμισα ότι θα τον συμπαθούσες κι εσύ»,είπε απλά, χωρίς να καταλαβαίνει τι έλεγε.

Ο πρεσβύτερος οπισθοχώρησε μέσα στις κουρτίνες, λες και το κορίτσι τον απειλούσε μεκάτι φοβερό.

«Μην πεις τίποτε άλλο», γρύλλισε περιφρονητικά. «Μην πεις τίποτε άλλο. Έχεις πει αρκετάγια να σε ενοχοποιήσουν. Δε θέλω να μάθω άλλες αχρειότητες».

«Μα τι αχρειότητες;» επέμεινε εκείνη.

Και μόνο η αφέλεια της ασυνείδητης αθωότητάς της τον απωθούσε, τον τρομοκρατούσεακόμα περισσότερο.

«Μη λες τίποτε άλλο!» είπε με χαμηλή, συρριστική φωνή. «Όμως θα σε σκοτώσω πρινπάρεις κι εσύ το δρόμο της μάνας σου».

Τον κοίταξε, καθώς στεκόταν εκεί, πιασμένος από τη βελούδινη κουρτίνα του γραφείου του,με το πρόσωπό tov κίτρινο, ένα τρελό βλέμμα σαν του ποντικού, με φόβο και οργή καιμίσος και μια μουδιασμένη παγερή μοναξιά την τύλιξε. Και για κείνην τίποτα πια δεν είχε

Page 60: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

νόημα.

Ήταν δύσκολο να σπάσει την παγωμένη, στείρα σιωπή που ακολούθησε. Στο τέλος, όμως,γύρισε και τον κοίταξε. Και άθελά της, χωρίς να το καταλαβαίνει, η περιφρόνηση γι’ αυτόνφαινόταν στα νεανικά, καθαρά, αμήχανα μάτια της. Τελικά, έπεσε σαν τη λαιμαριά τουσκλάβου στο λαιμό του.

«Θες να πεις ότι δεν πρέπει να κάνω παρέα με τους Ίστγουντ», είπε.

«Μπορείς να κάνεις παρέα, μαζί τους, αν θέλεις», κάγχασε. «Αλλά μην περιμένεις νασχετίζεσαι με τη Γιαγιά σου και τη θεία Σίσσυ και τη Λουσίλ, αν το κάνεις αυτό. Δεν μπορώνα τις αφήσω να μολυνθούν. Αν ποτέ υπήρξε μια πιστή σύζυγος και μια αφοσιωμένημητέρα, αυτή ήταν η Γιαγιά σου. Ήδη υπέστη ένα σοκ ντροπής και αηδίας. Δεν πρόκειται ναεκτεθεί ποτέ σε άλλο».

Η Υβέτ τα άκουσε όλα συγκεχυμένα, μέσες άκρες.

«Μπορώ να στείλω ένα σημείωμα και να πω ότι το αποδοκιμάζεις», είπε ξεψυχισμένα.

«Κάνε ό,τι νομίζεις. Όμως να θυμάσαι, πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα σε καθαρούςανθρώπους και το σεβασμό για τα τιμημένα γηρατειά της Γιαγιάς σου και ανθρώπους πουείναι βρόμικοι και στο μυαλό και στο σώμα».

Πάλι έπεσε σιωπή. Μετά τον κοίταξε και το πρόσωπό της ήταν απορημένο, περισσότερο απόκάθε άλλη φορά. Όμως, κάπου στο βάθος της αμηχανίας της, βρισκόταν εκείνη η αλλόκοταήρεμη, παρθενική περιφρόνηση των φύσει ελεύθερων ανθρώπων για τους φύσει ταπεινούς.Αυτός και όλοι οι Σέιγουελ ήταν από τη φύση τους ταπεινοί.

«Εντάξει» είπε. «Θα τους γράψω και θα τους πω ότι δεν τ<Γεγκρίνεις».

Εκείνος δεν απάντησε. Κατά ένα μέρος ήταν κολακευμένος, μυστικά ένιωθε θριαμβευτής,αλλά ξεδιάντροπα.

«Προσπάθησα να το κρατήσω κρυφό από τη Γιαγιά σου και τη θεία Σίσσυ», είπε. «Δενείναι ανάγκη να δημοσιοποιηθεί, από τη στιγμή που επιλέγεις να κρατήσεις τη φιλία σουμυστική».

Ακολούθησε θλιβερή σιωπή·.

«Εντάξει», είπε. «Θα πάω να τους γράψω».

Και γλίστρησε έξω από το δωμάτιο.

Απηύθυνε το μικρό της σημείωμα στην κυρία Ίστγουντ. «Αγαπητή κυρία Ίστγουντ, οΜπαμπάς δεν εγκρίνει τις επισκέψεις μου σ’ εσάς. Έτσι, θα το κατανοήσετε, αν πρέπει ναδιακόψουμε τις επαφές μας. Λυπάμαι πολύ». Αυτό μόνο.

Όμως ένιωσε ένα θλιβερό κενό, αφού είχε ταχυδρομήσει το γράμμα. Τώρα φοβόταν ακόμηκαι τις ίδιες της τις σκέψεις. Λαχταρούσε τώρα να κρυφτεί στο λεπτό, καλοσχηματισμένοστήθος του τσιγγάνου. Ήθελε να την κρατήσει στην αγκαλιά του, έστω για μια φορά μόνο,για μια φορά, και να την παρηγορήσει και να την καθησυχάσει. Ήθελε να την καθησυχάσειεκείνος, ενάντια στον πατέρα της ο οποίος ένιωθε μόνο έναν αποκρουστικό φόβο γι’ αυτήν.

Page 61: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Και την ίδια στιγμή ζάρωσε και συσπάστηκε, έτσι που δεν μπορούσε να περπατήσει, απόφόβο ότι η σκέψη της ήταν ανήθικη, μια εγκληματική παράνοια. Ήταν σαν ο φόβος ναπλήγωνε τις φτέρνες της, όταν περπατούσε. Ο φόβος, ο μεγάλος, παγερός φόβος για τουςγεννημένους ταπεινούς, για τον πατέρα της, για κάθε πράγμα ανθρώπινο και αγοραίο. Λεςκαι η ανθρωπότητα ενός μεγάλου βάλτου την έπνιγε και εκείνη βούλιαζε, με λυμένα γόνατα,γεμάτη αποτροπιασμό και φόβο για κάθε άνθρωπο που συναντούσε.

Προσαρμόστηκε, παρ’ όλα αυτά, αρκετά γρήγορα στη νέα της αντίληψη για τουςανθρώπους. Έπρεπε να ζήσει. Δεν έχει νόημα να τα βάζει κανείς με την καθημερινότητάτου. Και να περιμένεις πολλά από τη ζωή σου είναι παιδιάστικο. Έτσι, με τη γρήγορηπροσαρμοστικότητα της μεταπολεμικής γενιάς, συμβιβάστηκε με τα νέα δεδομένα. Οπατέρας της ήταν αυτός που ήταν. Πάντοτε θα έδινε σημασία στους τύπους. Εκείνη θα έκανετο ίδιο. Θα έδινε και κείνη σημασία στους τύπους.

Έτσι, κάτω από την εύθυμη, αραχνοΰφαντη ξεγνοιασιά σχηματίστηκε μια κάποιασκληρότητα, όπως ένας βράχος που αποκρυσταλλώνεται μέσα στην καρδιά της. Έχασε τιςαυταπάτες της με την κατάρρευση της ευαισθησίας της. Εξωτερικά φαινόταν η ίδια. Μέσατης ήταν σκληρή και απόμακρη και, κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτήν, εκδικητική.

Εξωτερικά έμενε ίδια και απαράλλαχτη. Ήταν μέρος του παιχνιδιού της. Όσο οι συνθήκεςπαρέμεναν οι ίδιες, έπρεπε να παραμείνει, τουλάχιστον στην εμφάνιση, πίστη σε όσαπερίμεναν απ’ αυτήν.

Αλλά η εκδικητικότητα βγήκε’στη νέα της εκδοχή για τους ανθρώπους. Πίσω από τηφαινομενικά ευγενική ομορφιά του πρεσβύτερου είδε την αδύναμη, εύθραυστημηδαμινότητα. Και τον περιφρονούσε. Ομως, παρ’ όλα αυτά, κατά κάποιον τρόπο, τονσυμπαθούσε κιόλας. Τα συναισθήματα είναι τόσο περίπλοκά.

Τη Γιαγιά ήταν που έφτασε να σιχαίνεται με όλη της την ψυχή. Η παχύσαρκη γριά,καθισμένη εκεί, τυφλή, σαν κανένα μεγάλο μανιτάρι με κόκκινες βούλες, με το λαιμό τηςχωμένο ανάμεσα στους φουσκωμένους ώμους της και τα γέρικα διπλοσάγονά της, έτσι πουφαινόταν μονοκόμματη σαν διπλή πατάτα, αυτήν, η Υβέτ, τη μισούσε πραγματικά, μ’ εκείνοτο έντονο, απόλυτο μίσος, που είναι σχεδόν χαρά. Το μίσος της ήταν τόσο έντονο, που ενώένιωθε δυνατή, το απολάμβανε.

Η γριά καθόταν με το μεγάλο, κοκκινισμένο πρόσωπό της γερμένο λίγο προς τα πίσω, τοδαντελένιο σκουφί της βαλμένο'υτα λεπτά άσπρα της μαλλιά, τη σβησμένη μύτη της ακόμηεπιβλητική και το γέρικο στόμα της κλειστό σαν παγίδα. Το στόμα της πρόδιδε αυτή τημητρική, γέρικη ψυχή. Πάντοτε ήταν ένα σφιγμένο στόμα. Αλλά στα γηρατειά της είχε γίνεισαν βατράχου, άχειλο, με το σαγόνι να προεξέχει σαν τη κάτω σιαγόνα μιας παγίδας. Ηεικόνα που μισούσε πιο πολύ η Υβέτ, ήταν το θέαμα εκείνης της κάτω σιαγόνας ναπροεξέχει άκαμπτα προς τα πάνω, με μια αρχαία τάση προγναθισμού, έτσι που η σβησμένημύτη, με τη σειρά της, αναγκαζόταν να προεξέχει προς τα πάνω και ολόκληρο το πρόσωπονα γέρνει λίγο προς τα πίσω, κάτω από το μεγάλο, σαν τείχος, μέτωπο. Η θέληση, η αρχαία,βατραχίσια, ανήθικη θέληση της γριάς ήταν τρομακτική όταν την έβλεπες: ένα βατραχίσιοπείσμα που ήταν ασεβές και κάθε άλλο παρά ανθρώπινο! Ανήκε στη μακραίωνη ανθεκτικήφυλή των βατράχων, των χελώνων. Και σε έκανε να έχεις την αίσθηση ότι η Γιαγιά δεν θαπέθαινε ποτέ. Θα συνέχιζε να ζει σαν εκείνα τα ανώτερα ερπετά, σε μια κατάστασηχειμερίας νάρκης για πάντα.

Page 62: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Η Υβέτ δεν τολμούσε καν να πει στον πατέρα της ότι η Γιαγιά δεν ήταν τέλεια. Εκείνος θαείχε απειλήσει την κόρη του με το φρενοκομείο. Αυτή ήταν η απειλή που έμοιαζε πάντα ναέχει πρόχειρη: το φρενοκομείο. Ακριβώς λες και η αντιπάθεια για τη Γιαγιά και εκείνο τοφρικτό σπίτι των συγγενών αποτελούσε από μόνη της απόδειξη παράνοιας, επικίνδυνηςπαράνοιας.

Κι όμως σε κάποια από τις κρίσεις της μανιοκατάθλιψής της πέταξε μια φορά:

«Τι άθλιο που είναι αυτό το σπίτι! Έρχεται η θεία Λούσι και η θεία Νελ και η θεία Άλις καικάνουν έναν κύκλο σαν τις κουρούνες με τη Γιαγιά και τη θεία Σίσσυ και σηκώνουν όλεςτους τις φούστες τους και ζεσταίνουν τα πόδια τους στη φωτιά και κλείνουν τη Λουσίλ καιμένα έξω. Δεν είμαστε παρά ξένες σ’ αυτό το άθλιο σπίτι».

Ο πατέρας της την κοίταξε περίεργα. Όμως εκείνη κατάφερε να βάλει νεύρο στα λόγια τηςκαι σκέτο θράσος στο βλέμμα της, ώστε αυτός να γελάσει σαν σε παιδιάστικο πείσμα.Κάπου, όμως, ήξερε ότι αυτή, παγερά, φαρμακερά, εννοούσε αυτό που έλεγε, και αυτό τονέκανε να φυλάγεται.

Η ζωή της τώρα δε φαινόταν να είναι τίποτε άλλο πέρα από μια νευρική προστριβή με τοαηδιαστικό σπιτικό των Σέιγουελ, μέσα στο οποίο ήταν βυθισμένη. Σιχαινόταν τοπρεσβυτέριο με μια αηδία που της έτρωγε τη ζωή, μια αηδία τόσο έντονη που να μην μπορείκυριολεκτικά να φύγει από εκείνο το μέρος. Όσο διαρκούσε, τη μάγευε, με αποστροφή.

Ξέχασε πάλι τους Ίστγουντ. Εξάλλου, τελικά, τι ήταν η επανάσταση της μικροσκοπικήςΕβραίας μπροστά στη Γιαγιά και το συνάφι των Σέιγουελ! Ένας σύζυγος δεν ήταν ποτέτίποτε παραπάνω από ένα ημιπεριστασιακό πράγμα! Αλλά μια οικογένεια! Μια φοβερή,βρομερή οικογένεια που ποτέ δε θα διαλυόταν, κολλημένη, μισοπεθαμένη, στη βάση μιαςμυκητοειδούς γέρικης ύπαρξης! Πώς μπορούσε κανείς να το αντιμετωπίσει αυτό;

Τον τσιγγάνο δεν τον ξέχασε εντελώς. Όμως δεν είχε καιρό γι’ αυτόν. Αυτή, που έπληττεσχεδόν μέχρι αγωνίας και που δεν είχε απολύτως τίποτε να κάνει, αυτή, λοιπόν, δεν είχε κανχρόνο να σκεφτεί σοβαρά οτιδήποτε. Αφού ο χρόνος, τελικά, είναι μόνο ρους της ψυχήςκαθώς κυλάει.

Συνάντησε τον τσιγγάνο δυο φορές. Τη μια ήρθε στο σπίτι με πραμάτεια να πουλήσει. Κιεκείνη, παρακολουθώντας τον από το παράθυρο του κεφαλόσκαλου, αρνήθηκε να κατέβεικάτω: Κι αυτός την είδε, καθώς φόρτωνε την πραμάτειά του πάλι στο κάρο. Αλλά ούτε αυτόςέδειξε τίποτε. Όντας από μια φυλή που υπάρχει μόνο για να λεηλατεί τις παρυφές τηςκοινωνίας μας, πάντα εχθρική, που ζει μόνο από τα λάφυρα, είχε υπερβολικό έλεγχο τουεαυτού του και ήταν πολύ επιφυλακτικός, ώστε να εκτεθεί ανοιχτά στην τεράστια, απαίσιαεξουσία του νόμου μας. Είχε περάσει από τον πόλεμο. Είχε υποδουλωθεί παρά τη θέλησήτου εκείνη τη φορά.

Έτσι τώρα εμφανίστηκε στο πρεσβυτέριο και αργά, ήσυχα, ασχολούνταν με το κάρο του έξωαπό την άσπρη πόρτα, μ’ εκείνοι τον αέρα της σιωπηλής και πάντα σκληρήςπεριθωριοποίησης που του έδινε τη μοναχική, αρπακτική χάρη του. Ήξερε ότι τον είχε δει.Και θα έπρεπε να τον βλέπει άκαμπτο, να πουλάει ήσυχα τα χάλκινα αγγεία του, με μιαπροαιώνια εχθρικότητα ενάντια σε κάποια σαν κι αυτήν.

Σαν κι αυτήν; Ίσως να έκανε λάθος. Η καρδιά της τώρα, όπως χτυπούσε, ηχούσε δυνατά σαν

Page 63: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

το σφυρί πάνω στο χαλκό του, πηγαίνοντας κόντρα στις περιστάσεις. Όμως εκείνος χτυπούσεκρυφά την επιφάνεια κι εκείνη, ακόμη πιο κρυφά, την καρδιά του κατεστημένου. Της άρεσε.Της άρεσε η ήσυχη, αθόρυβη, έντονη παρουσία του. Της άρεσε εκείνο το μυστηριώδεςσθένος μέσα του, που διαρκεί από αντίδραση, χωρίς καμία αίσθηση νίκης. Και της άρεσεεπίσης εκείνη η ιδιόμορφη, πρόσθετη αδιαλλαξία, η αυταπάτη μέσα στην αντιπαλότητα, πουχαρακτηρίζει τη μεταπολεμική γενιά. Ναι, αν ανήκε σε κάποια πλευρά, και σε κάποια φυλή,ήταν η δική του. Σχεδόν είχε την επιθυμία στην καρδιά της να τον ακολουθήσει και να γίνειμια περιθωριακή τσιγγάνα.

Αλλά είχε γεννηθεί μέσα στις κοινωνικές συμβάσεις. Και της άρεσε η καλοπέραση και ένακάποιο κύρος. Ακόμη και ως απλή κόρη πρεσβύτερου, μια κοπέλα τύγχανε κάποιαςεκτιμήσεως. Και αυτό της άρεσε. Επίσης της άρεσε να ξεφλουδίζει τους κίονες τηςόκκλησίας από τη μέσα πλευρά. Ήθελε να είναι ασφαλής κάτω από τη σκέπη του ναού. Κιόμως τη διασκέδαζε να κόβει κομματάκια από τους στύλους που στήριζαν τη σκεπή. Χωρίςαμφιβολία πολλά κομματάκια είχαν αφαιρεθεί από τον Φιλησταίο πριν ο Σαμψών γκρεμίσειτο ναό.

«Δεν είμαι σίγουρη για το κατά πόσο πρέπει κανείς να το ρίξει έξω μέχρι τα είκοσι έξι τουκαι μετά να ενδώσει και να παντρευτεί!»

Αυτή ήταν η φιλοσοφία της Λουσίλ, όπως την έμαθε από μεγαλύτερες γυναίκες. Η Υβέτήταν είκοσι ενός. Αυτό σήμαινε ότι της είχαν απομείνει πέντε χρόνια για να το ρίξει έξω.Και αυτό το «έξω» σήμαινε, για την ώρα, τον τσιγγάνο. Ο γάμος, σε ηλικία είκοσι έξιχρονών, σήμαινε Λίο ή Τζέρι.

Έτσι, μια γυναίκα μπορούσε να φάει το γλυκό της αλλά να έχει και το ψωμοτύρι της.

Η Υβέτ, βυθισμένη σε φρικτό, αδιέξοδο μίσος για την οικογένεια των Σέιγουελ, ήταν πολύμεγάλη και πολύ σοφή: με την πείρα και τη σοφία των νέων, η οποία πάντοτε υπερσκελίζειτην πείρα και τη σοφία των μεγάλων, ή των ηλικιωμένων.

Τη δεύτερη φορά συνάντησε τον τσιγγάνο κατά σύμπτωση. Ήταν Μάρτιος και είχεηλιόλουστο καιρό, μετά από πρωτοφανείς καταιγίδες. Τα κρινάκια κιτρίνιζαν στους φράχτες,και τα ηράνθεμα ανάμεσα στους βράχους. Όμως, ακόμη κι έτσι, ερχόταν μια οσμή απόθειάφι από το μακρινό χαλυβδουργείο, στον μπλε ουρανό, στο χρώμα του χάλυβδα.

Κι όμως ήταν άνοιξη!

Η Υβέτ οδηγούσε το ποδήλατό της αργά κατά μήκος του Κόντνορ Γκέιτ, περνώντας από ταλατομεία ασβέστου, όταν είδε τον τσιγγάνο να βγαίνει από την πόρτα μιας πέτρινηςκαλύβας. Το κάρο του ήταν αραγμένο στο δρόμο. Γύριζε με τις σκούπες και τα μπακίρια τουστο κάρο.

Κατέβηκε από το ποδήλατό της. Οταν τον είδε, θαύμασε με αλλόκοτη τρυφερότητα τιςλεπτές γραμμές του κορμιού του κάτω από την πράσινη μπλούζα, το γύρισμα του ήρεμουπροσώπου του.

Ένιωσε ότι τον ήξερε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον στη γη, ακόμη και τη Λουσίλ, καιότι ήταν δική του, με κάποιον τρόπο, για πάντα.

«Έφτιαξες τίποτε καινούργιο και όμορφο;» ρώτησε αθώα, κοιτάζοντας τα χάλκινα

Page 64: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

αντικείμενα.

«Μπα», απάντησε ανταποδίδοντάς της το κοίταγμα.

Ο πόθος υπήρχε ακόμη, πάντα αδιάκριτος και απροκάλυπτος στα μάτια του. Αλλά ήταν πιοαπόμακρος, η τόλμη είχε λιγοστέψει. Υπήρχε μια μικρή σπίθα, λες και την αντιπαθούσε.Όμως αυτό εξαφανίστηκε πάλι, καθώς την έβλεπε να κοιτάζει τα χάλκινα και μπρούντζινααντικείμενά του. Τα περιεργαζόταν προσεκτικά.

Ήταν ένα μικρό, οβάλ, μπρούντζινο πιάτο, με μια περίεργη φιγούρα, σαν φοίνικας,σφυρηλατημένη πάνω του.

«Αυτό μου αρέσει», είπε. «Πόσο κάνει;»

«Ό,τι έχετε ευχαρίστηση», είπε.

Αυτό την εκνεύρισε· φαινόταν απότομος, σχεδόν σαρκαστικός.

«Θα προτιμούσα να μου πεις εσύ» του είπε κοιτάζοντάς τον.

«Δώστε μου ό,τι νομίζετε», είπε εκείνος.

«Όχι» είπε απότομα. «Αν δε μου πεις, δε θα το πάρω».

«Εντάξει», αποκρίθηκε εκείνος. «Δύο σελίνια».

Βρήκε μισή κορόνα κι εκείνος έβγαλε από την τσέπη του μια χούφτα ασημένια νομίσματα,από τα οποία της έδωσε έξι πένες,

«Η γριά τσιγγάνα είδε ένα όνειρο για σένα», της είπε, κοιτάζοντάς την με αδιάκριτο,ερευνητικό βλέμμα.

«Αλήθεια!» αναφώνησε η Υβέτ, που αμέσως ξύπνησε το ενδιαφέρον της. «Τι είδε;»

«Είπε: Να ’σαι πιο γενναία στην καρδιά, αλλιώς θα χάσεις το παιχνίδι. Ετσι το είπε: “Να’σαι πιο γενναία στο κορμί, αλλιώς η τύχη σου θα σ’ εγκαταλείψει”. Και είπε πάλι:“Αφουγκράσου τη φωνή του νερού”».

Η Υβέτ παραξενεύτηκε πολύ.

«Και τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε.

«Τη ρώτησα» είπε εκείνος. «Λέει πως δεν ξέρει».

«Πες μου ξανά τι είδε», είπε η Υβέτ.

«“Να ’σαι πιο γενναία στο κορμί, αλλιώς θα χάσεις την τύχη σου”. Και: “Αφουγκράσου τηφωνή του νερού”».

Κοίταξε σιωπηλά το απαλό, σκεφτικό της πρόσωπο.'Κάτι σαν άρωμα έμοιαζε να αναδίδεταιαπό το νεανικό της κόρφο και να φτάνει σ’ αυτόν, σε μια ευχάριστη ένωση.

«Πρέπει να είμαι πιο γενναία στο σώμα και πρέπει να αφουγκραστώ τη φωνή του νερού!

Page 65: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Εντάξει!» είπε. «Δεν καταλαβαίνω, αλλά ίσως να το κάνω».

Τον κοίταξε στα μάτια. Και ο άντρας και η γυναίκα κρύβουν μέσα τους πολλά πρόσωπα. Μετο ένα της πρόσωπο αγαπούσε αυτόν τον τσιγγάνο. Με τα πολλά της πρόσωπα αδιαφορούσεγι’ αυτόν και τον αποστρεφόταν.

«Δε θα ’ρθείτε πάλι πάνω στο Χεντ;» τη ρώτησε.

Τον κοίταξε ^ανά αφηρημένα.

«Μπορεί να ’ρθω», απάντησε «κάποια μέρα, κάποια μέρα».

«Ανοιξιάτικος καιρός!», είπε χαμογελώντας αμυδρά και κοιτάζοντας τον ήλιο. «Σύντομα θατα μαζέψουμε και θα φύγουμε».

«Πότε;» ρώτησε εκείνη.

«Μάλλον την ερχόμενη βδομάδα».

«Για πού;»

Έκανε πάλι μια κίνηση με το κεφάλι του.

«Μάλλον προς τα πάνω, βόρεια», είπε.

Τον κοίταξε.

«Εντάξει!» είπε. «Ίσως να έρθω πριν φύγετε, να αποχαιρετήσω τη γυναίκα σου και τη γριάπου μου έστειλε το μήνυμα».

IX

Η YBET ΔΕΝ ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΗΣ. Οι λίγες μέρες του Μαρτίου ήταν όμορφες καιτις άφησε να κυλήσουν. Είχε μια περίεργη διστακτικότητα πάντοτε να κάνει μια πράξη ήκάποια ουσιαστική κίνηση μόνη της. Πάντα ήθελε κάποιος άλλος να κάνει την κίνηση γιαλογαριασμό της, σαν να μην ήθελε να παίξει μόνη της το παιχνίδι της ζωής.

Περνούσε τον καιρό της όπως συνήθως, πήγαινε στους φίλους της, σε πάρτι, και χόρευε μετον ακούραστο Λίο. Ήθελε να ανέβει, να αποχαιρετήσει τους τσιγγάνους. Το ήθελεπραγματικά. Και τίποτε δεν την εμπόδιζε.

Ήθελε να πάει ειδικά την Παρασκευή το απόγευμα. Είχε ήλιο. Οι τελευταίοι κίτρινοι κρόκοικάτω στο δρόμο ήταν ολάνθιστοι και οι πρώτες μέλισσες βυθίζονταν μέσα τους. Ο Πάπλέτρεχε ορμητικά κάτω από την πέτρινη γέφυρα, αφύσικα φουσκωμένος, σχεδόν σκεπάζονταςτις καμάρες. Πλανιόταν το άρωμα των κέδρων.

Κι εκείνη ένιωθε τόσο αδρανής, μα τόσο αδρανής. Τριγύριζε στον κήπο δίπλα στο ποτάμι,μισοονειροπολώντας, περιμένοντας κάτι. Όσο κρατούσε η λάμψη του ανοιξιάτικου^ήλιου, θαέμενε έξω. Στο σπίτι, η Γιαγιά, καθισμένη σαν φρικτός, γέρος αρχιερέας, μέσα σ’ έναν όγκοαπό μαύρο μετάξι και με το άσπρο δαντελένιο σκουφί της, ζέσταινε τα πόδια της στη φωτιάκαι άκουγε όλα όσα είχε να της πει η θεία Νελ. Η Παρασκευή ήταν η μέρα της θείας Νελ.

Page 66: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Συνήθως ερχόταν για το μεσημεριανό και έφευγε μετά το πρώτο τσάι. Έτσι, η μητέρα και ηπαχιά, μάλλον συνηθισμένη, κόρη, που ήταν ήδη χήρα στα σαράντα της, κάθονταν καικουτσομπόλευαν κοντά στο τζάκι, ενώ η θεία Σίσσυ μπαινόβγαινε. Η Παρασκευή ήταν και ημέρα που ο πρεσβύτερος πήγαινε στην πόλη* επίσης ήταν η μέρα εξόδου της υπηρέτριας.

Η Υβέτ κάθισε σ’ έναν ξύλινο πάγκο στον κήπο, λίγα μέτρα μόνο πάνω από την όχθη τουφουσκωμένου ποταμού, που έφερνε έναν παράξενο, αφύσικο όγκο νερού. Όι κρόκοι άνθιζανστα διακοσμητικά παρτέρια, το γρασίδι ήταν σκούρο πράσινο στα σημεία που το είχανκουρέψει, οι δάφνες φάνταζαν ελαφρώς πιο ανοιχτόχρωμες. Η θεία Σίσσυ βγήκε στηνκορυφή της σκάλας της βεράντας και φώναξε στην Υβέτ αν ήθελε ένα φλιτζάνι τσάινωρίτερα. Εξαιτίας του ποταμού ακριβώς από κάτω, η Υβέτ δεν μπόρεσε να ακούσει τι έλεγεη θεία Σίσσυ, αλλά το μάντεψε και έγνεψε με το κεφάλι της. Ένα φλιτζάνι τσάι νωρίτεραμέσα στο σπίτι, ενώ έξω ο ήλιος έλαμπε; Όχι, δε θα έπαιρνε!

Εκεί που καθόταν και ρέμβαζε στον ήλιο, σκεφτόταν τον τσιγγάνο της. Η ψυχή της είχε τοδικό της τρόπο, εν μέρει οδυνηρό εν μέρει ανακουφιστικό να φεύγει και να περιπλανιέται σεκάποιο άλλο μέρος, σε κάποιον που είχε αιχμαλωτίσει τη φαντασία της. Μερικές μέρες ήτανστους Φράμλεϊ, αν και δεν πήγαινε να τους επισκεφθεί. Άλλες μέρες είχε συνεχώς το νουτης στους Ίστγουντ. Και σήμερα στους τσιγγάνους. Ήταν πάνω στον καταυλισμό τους, στολατομείο. Είδε τον άντρα να σφυρηλατεί το χαλκό του, σηκώνοντας το κεφάλι του για νακοιτάξει στο δρόμο· και τα παιδιά να παίζουν μέσα στο στάβλο* και τις γυναίκες, τηγυναίκα του τσιγγάνου και τη δυνατή, ηλικιωμένη γυναίκα, να έρχονται με τους μπόγουςτους, μαζί με τον ηλικιωμένο άνδρα. Αυτό το απόγευμα ένιωθε έντονα ότι εκείνο ήταν τοσπίτι της: ο τσιγγάνικος καταυλισμός, η φωτιά, το σκαμνί, ο άνδρας με το σφυρί, η γριάστρίγγλα.

Ήταν στη φύση της να έχει αυτά τα ξεσπάσματα νοσταλγίας για κάποιο μέρος που ήξερε*να βρίσκεται σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος* με κάποιον που ένιωθε οικείο. Εκείνο τοαπόγευμα ήταν ο καταυλισμός των τσιγγάνων* και ο άνδρας με την πράσινη μπλούζα τονέκανε σπίτι γι’ αυτήν. Μόνο να είναι εκεί που ήταν και αυτός, να τι ήταν να νιώθει σαν στοσπίτι της. Τα κάρα, τα κουτσούβελα, οι άλλες γυναίκες, όλα της φαίνονταν φυσικά, οικεία,λες και είχε γεννηθεί εκεί. Αναρωτιόταν αν ο τσιγγάνος τη σκεφτόταν* αν μπορούσε να τηδει να κάθεται στο σκαμνί κοντά στη φωτιά* αν θα γύριζε το κεφάλι του να τη δει καθώςσηκωνόταν, κοιτάζοντας τον αργά και με σημασία, πηγαίνοντας προς τα σκαλιά του κάρου.Ήξερε; Ήξερε;

Αφηρημένα σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε πάνω, την ανηφοριά με τους σκουρόχρωμουςκέδρους βόρεια του σπιτιού, εκεί που σκαρφάλωνε ο δρόμος, χωρίς να φαίνεται, οδηγώνταςστο Χεντ. Δεν είδε τίποτα και το βλέμμα της ξαναγύρισε κάτω. Στη βάση της πλαγιάς οποταμός καμπύλωνε προς τα πίσω, άγρια, απειλητικά, πάνω στους χαμηλούς βράχους κατάπλάτος του ρέματος και μετά περνούσε δίπλα από τον κήπο, προς τη γέφυρα. Ήταν αφύσικαφουσκωμένος και θολός και ογκώδης. «Περίμενε να ακούσεις τη φωνή του νερού»,μονολόγησε. «Δεν υπάρχει λόγος να περί-μένω να την ακούσω, αν η φωνή σημαίνειθόρυβος!».

Και πάλι κοίταξε το φουσκωμένο ποτάμι που πάφλαζε θυμωμένα, καθώς έστριβε. Από πάνωστεκόταν ο σκουρόχρωμος κήπος της κουζίνας και τα τραχιά οπωροφόρα δέντρα. Όλαέγερναν προς το νότο και νοτιοδυτικά, αποζητώντας τον ήλιο. Πίσω, πάνω από το σπίτι καιτον κήπο της κουζίνας κρεμόταν το απόκρημνο δασάκι από κέδρους, οι οποίοι έμοιαζαν

Page 67: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

μαραμένοι. t Ο κηπουρός δούλευε στον κήπο της κουζίνας, εκεί ψηλά, στις παρυφές τουδάσους με τους κέδρους.

Ακουσε μια φωνή. Ήταν η θεία Σίσσυ και η θεία Νελ. Είχαν βγει στο δρόμο και έγνεφαν«αντίο»! Η Υβέτ τους έγνεψε κι εκείνη. Μετά η θεία Σίσσυ, τσιρίζοντας για να καλύψει τοθόρυβο του νερού, φώναξε:

«Δε θα αργήσω. Μην ξεχνάς ότι η Γιαγιά είναι μόνη της!»

«Εντάξει!» φώναξε η Υβέτ, μάλλον μάταια.

Και κάθισε στον πάγκο και παρακολουθούσε τις δύο μικροπρεπείς γυναίκες με τα μακριάπαλτό να βαδίζουν αργά πάνω στη γέφυρα και να παίρνουν τη φιδωτή ανηφοριά στηναπέναντι πλαγιά* η θεία Νελ κουβαλούσε, μάλιστα, κάτι σαν βαλίτσα, μέσα στην οποίαέφερνε μερικά καλούδια για τη

Γιαγιά και έπαιρνε πίσω λαχανικά ή ό,τι άλλο έβγαζε το περιβόλι του πρεσβύτερου ή και τοντουλάπι του. Σιγά σιγά οι δύο φιγούρες απομακρύνονταν στο λευκό, ανηφορικό δρόμο,προχωρώντας με δυσκολία, αργά, προς το χωριό Πάπλγουικ. Η θεία Σίσσυ πήγαινε κι αυτήμέχρι το χωριό, για να πάρει κάτι.

Ο ήλιος άρχιζε να παίρνει κίτρινο χρώμα, καθώς έχανε τη λάμψη του. Τι κρίμα! Αχ, τι κρίμαπου τελείωνε η ηλιόλουστη μέρα και θα έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι, σ’ εκείνα τα μισητάδωμάτια και στη Γιαγιά! Η θεία Σίσσυ θα επέστρεφε από στιγμή σε στιγμή: ήτανπερασμένες πέντε. Και όλοι οι άλλοι θα κατέφθαναν από την πόλη, μάλλον νευρικοί καικουρασμένοι, λίγο μετά της έξι.

Καθώς κοιτούσε ανήσυχα γύρω της, άκουσε, πίσω από τον ήχο των τρεχούμενων νερών, τοδιαπεραστικό θόρυβο ενός αλόγου και ενός κάρου να κροταλίζει στο δρόμο ο οποίοςπερνούσε μέσα από τους κέδρους. Ο κηπουρός κοίταξε κι αυτός προς τα εκεί. Η Υβέτέστρεψε το βλέμμα της πάλι αλλού, χαζολογώντας, και έκανε λίγα βήματα δίπλα στοφουσκωμένο ποτάμι, απρόθυμη να μπει μέσα. Κοίταξε προς τα πάνω, στο δρόμο, για να δειαν ερχόταν η θεία Σίσσυ. Αν την έβλεπε, θα πήγαινε στο σπίτι.

Ακουσε κάποιον να φωνάζει και κοίταξε γύρω της. Κάτω, στο-μονοπάτι, ανάμεσα στουςκέδρους, κατηφόριζε τρέχοντας ο τσιγγάνος. Ο κηπουρός, πέρα μακριά, έτρεχε κι αυτός. Τηνίδια στιγμή ένιωσε ένα μεγάλο βουητό, το οποίο πριν προλάβει να κουνηθεί, επισωρεύτηκεσε ένα αχανές, εκκωφαντικό πανδαιμόνιο. Ο τσιγγάνος χειρονομούσε. Κοίταξε γύρω της,πίσω της.

Και προς μεγάλη της φρίκη και έκπληξη, στην καμπή του ποταμού είδε ένα άγριο,κοκκινωπό κύμα νερού να ορμάει σαν τοίχος λεόντων. Ο ήχος της βουής σκέπαζε τα πάντα.Ήταν ανήμπορη, έκπληκτη και εμβρόντητη* ήθελε να το δει.

Πριν προλάβει να το σκεφθεί, πλησίασε ένας βρυχώμενος όγκος νερού. Παραλίγο ναλιποθυμήσει από την τρομάρα της. Ακουσε την κραυγή του τσιγγάνου και κοίταξε πάνω γιανα τον δει να έρχεται με πηδήματα προς το μέρος της, ενώ τα μαύρα μάτια του κόντευαν ναπεταχτούν από τις κόγχες τους.

«Τρέχα!» ούρλιαξε, αρπάζοντας το χέρι της.

Page 68: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Και σε μια στιγμή, το πρώτο κύμα σκέπασε τα πόδια της από κάτω σαν στρόβιλος, μ’εκείνον τον τρελό θόρυβο, ο οποίος ξαφνικά και για κάποιο λόγο, βουβάθηκε* μια αδηφάγαπλημμύρα σκέπασε το περιβόλι. Το νερό θέρισε τα πάντα!

Ο τσιγγάνος την έσυρε στο σπίτι, με δυσκολία, τρεκλίζοντας, τσαλαβουτώντας, όμως ακόμηκρατώντας όρθιους και τους δυο^τους. Σχεδόν είχε χάσει τις αισθήσεις της· λες και ηπλημμύρα ήταν στην ψυχή της.

Στον κήπο υπήρχε μια πεζούλα σκεπασμένη με γρασίδι, κοντά στο μονοπάτι γύρω από τοσπίτι. Ο τσιγγάνος πιάστηκε από αυτήν την πεζούλα για να σκαρφαλώσει επάνω, στο στεγνόεπίπεδο του μονοπατιού, σέρνοντάς την πίσω του, και πήδηξε μαζί της, πέρα από ταπαράθυρα, στα σκαλιά της βεράντας. Πριν φτάσουν εκεί, ένα καινούργιο, πελώριο κύμανερού ήρθε θερίζοντας τα πάντα, ρίχνοντας κάτω ακόμη και δέντρα, και σώριασε κι αυτούς.

Η Υβέτ ένιωσε βυθισμένη σ’ ένα ορμητικό αυλάκι παγωμένου νερού, σαν μέσα σεστρόβιλο, μόνο με το φοβισμένο σφίξιμο του χεριού του τσιγγάνου στον καρπό της. Ήτανκαι οι δύο κάτω και χαμένοι. Ένιωσε έναν οξύ και τρομακτικό πόνο.

Μετά εκείνος την τράβηξε επάνω. Ήταν όρθιος και έτρεχε μπροστά, μέσα στο νερό,γαντζωμένος από τον κορμό της μεγάλης γλυσίνας που φύτρωνε στον τοίχο, συνθλιμμένηπάνω του από το νερό. Το κεφάλι του προεξείχε από το νερό, κρατούσε το χέρι της τόσοσφιχτά που έμοιαζε παραλυμένο* αλλά δεν μπορούσε να τη στηρίξει. Μέσα σε μια φριχτήζάλη, σαν σε όνειρο, πάλευε, πάλευε μα δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Μόνο τοχέρι του έσφιγγε τον καρπό της.

Την έσυρε κοντύτερα, μέχρι που το ένα της χέρι έπιασε το πόδι του. Παραλίγο να πέσεικάτω. Όμως η γλυσίνα τον κρατούσε και την τράβηξε προς το μέρος του. Αρπάχτηκε απόπάνω του τρομαγμένα· και στάθηκε στα πόδια της, ενώ αυτός κρεμόταν, σαν άνθρωποςκομμένος στα δυο, από τον κορμό της γλυσίνας.

Το νερό ήταν τώρα πάνω από τα γόνατά της. Ο άντρας κι εκείνη κοίταζαν ο ένας το χλομό,μουσκεμένο πρόσωπο του άλλου. «Πήγαινε στα σκαλιά!» ούρλιαξε εκείνος.

Ήταν μόλις στη γωνία: τέσσερα βήματα! Τον κοίταξε* δεν μπορούσε να πάει. Τα μάτια τουτην κάρφωσαν σαν του τίγρη και την έσπρωξε μακριά του. Εκείνη πιάστηκε από τον τοίχοκαι το νερό φάνηκε να καταλαγιάζει κάπως. Όταν έφτασε στη γωνία, παραπάτησε, αλλάγύρισε και σκαρφάλωσε πάνω στο περίζωμα του κιγκλιδώματος της σκάλας της βεράντας καιο άνδρας την ακολούθησε.

Ανέβηκαν στα σκαλιά και τότε ακούστηκε άλλο ένα βουητό μέσα στη φασαρία και ο τοίχοςτου σπιτιού σείστηκε. To νερό φούσκωσε γύρω από τα πόδια της πάλι, αλλά ο τσιγγάνοςείχε ανοίξει την πόρτα του χολ. Μέσα έσταζαν νερά, καθώς τρέκλιζαν προς τις σκάλες. Καιτην ώρα που προχωρούσαν, είδαν τον κοντό, παράξενο όγκο της Γιαγιάς να προβάλει στοχολ, μακριά από την πόρτα της τραπεζαρίας. Είχε σηκώσει τα χέρια της ψηλά σαν δαγκάνες,καθώς το πρώτο νερό στροβιλιζόταν γύρω από τα πόδια της, και το στόμα της, ίδιο φέρετρο,είχε ανοίξει κι έβγαζε μια βραχνή κραυγή.

Η Υβέτ δε\ έβλεπε παρά μόνο τις σκάλες. Τυφλή, αδιάφορη για όλα εκτός από τις σκάλεςπου πρόβαλλαν πίσω από το νερό, σκαρφάλωσε με δυσκολία, σαν βρεγμένη, τρεμάμενηγάτα, σχεδόν λιπόθυμη. Όταν έφτασε στο κεφαλόσκαλο, στάζοντας και τρέμοντας, χωρίς να

Page 69: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

μπορεί να σταθεί στα πόδια της, γαντζωμένη από τα κάγκελα, ενώ το σπίτι τρανταζόταν καιτο νερό λυσσομανούσε από κάτω, τότε μόνο ένιωσε το μουσκεμένο τσιγγάνο, μεπαροξυσμούς βήχα, στην κορυφή της σκάλας, χωρίς κασκέτο, με τα μαύρα μαλλιά του ναπέφτουν στα μάτια του, να κοιτάζει ανάμεσα από τα βρεγμένα τσουλούφια του τηντρομακτική φουσκονεριά από κάτω, στο χολ. Η Υβέτ, ημιλιπόθυμη, κοίταξε κι εκείνη καιείδε τη Γιαγιά να βγαίνει στην επιφάνεια, σαν παράξενο πλεούμενο, με το πρόσωπό τηςμπλάβο, τα τυφλά γαλάζια μάτια της σφαλιστά, αφρό να βγαίνει από το στόμα της. Έναγέρικο, μελανιασμένο χέρι γαντζώθηκε από το κάγκελο και έμεινε εκεί για μια στιγμή,δείχνοντας τη λάμψη μιας βέρας.

Ο τσιγγάνος, που είχε φτύσει το νερό που είχε καταπιεί και είχε παραμερίσει τα μαλλιά του,είπε σ’ εκείνο το απαίσιο, πρόσωπο που επέπλεε από κάτω: «Πολύ κακό! Πολύ κακό!»

Μ’ έναν υπόκωφο γδούπο σαν βροντή, το σπίτι χτυπήθηκε πάλι και κλυδωνίστηκε και άρχισεένας παράξενος θόρυβος σπασίματος, κροταλίσματος και σφυρίγματος. Το νερό φούσκωσεσαν θάλασσα. Το χέρι χάθηκε, κάθε σημάδι ζωής εξαφανίστηκε, εκτός από το νερό πουολοένα φούσκωνε.

Η Υβέτ γύρισε σ’ ένα τυφλό, ασυναίσθητο παραλήρημα, τρεκλίζοντας σαν βρεγμένη γάτα,στο πάνω σκαλί, και σκαρφαλώνοντας γρήγορα. Μόνον όταν έφτασε στην πόρτα τουδωματίου της, σταμάτησε, αποσβολωμένη από τον ήχο ενός φρικτού, βίαιου πάταγου, ενώ τοσπίτι τρανταζόταν συθέμελα.

«Το σπίτι πέφτει», της φώναξε ο τσιγγάνος, με πράσινη όψη. Κοίταξε το αφηνιασμένοπρόσωπό της.

«Πού είναι η καμινάδα; H πίσω καμινάδα; Σε ποιο δωμάτιο; Η καμινάδα θα σταθεί!»

Την κοίταξε με αλλόκοτη αγριάδα, αναγκάζοντάς την να καταλάβει. Κι εκείνη έγνεψε με μιαπερίεργη, απόκοσμη νηφαλιότητα, αρκετά ήρεμα, λέγοντας:

«Εδώ μέσα! Εδώ μέσα! Είναι εντάξει»

Μπήκαν στο δωμάτιό της, που είχε ένα στενό τζάκι. Ήταν ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος τουσπιτιού, με δύο παράθυρα, ένα σε κάθε πλευρά της μεγάλης καπνοδόχου. Ο τσιγγάνοςβήχοντας δυνατά και τρέμοντας σύγκορμος, πήγε στο παράθυρο να κοιτάξει έξω.

Από κάτω, ανάμεσα στο σπίτι και το απότομο ύψωμα του λόφου ήταν ένα άγριο ρυάκι νερούπου έτρεχε ορμητικά, παρασύροντας σκουπίδια στο διάβα του και ανάμεσά τους ήταν και τοπράσινο σπιτάκι του Ρόβερ. Ο τσιγγάνος έβηχε συνεχώς και κοίταζε κάτω με άδειο βλέμμα.Τα δέντρα ένα ένα έπεφταν, θερισμένα από το νερό, το οποίο θα έπρεπε να είχε φτάσει ταδέκα πόδια.

Τρέμοντας και πιέζοντας τα μουσκεμένα χέρια του στο μουσκεμένο του στήθος, με μιαέκφραση παραίτησης στο πελιδνό πρόσωπό του, στράφηκε στην Υβέτ. Ένας τρομακτικός,εκκωφαντικός ήχος διαπέρασε το σπίτι, μετά ακούστηκε μια βαθιά, υδάτινη έκρηξη. Κάτιείχε καταρρεύσει, κάποιο μέρος του σπιτιού, το πάτωμα ανεβοκατέβαινε και σειόταν απόκάτω τους. Για λίγα λεπτά έμειναν και οι δύο μετέωροι, άναυδοι. Ύστερα εκείνος συνήλθε.

«Πολύ άσχημα τα πράγματα! Πολύ άσχημα! Αυτό θα σταθεί, όμως. Αυτό εδώ θα σταθεί.Βλέπεις; Εκείνη η καπνοδόχος! Σαν πύργος. Ναι! Εντάξει! Εντάξει! Βγάλε τα ρούχα σου και

Page 70: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

μπες στο κρεβάτι. Θα πεθάνεις από το κρύο!»

«Είμαι εντάξει! Μια χαρά!» του είπε και κάθισε σε μια καρέκλα και τον κοίταξε στα μάτιαμε το ωχρό, αφηνιασμένο προσωπάκι της, που γύρω του κολλούσαν τα μαλλιά της.

«Όχι!» φώναξε εκείνος. «Οχι! Βγάλε τα ρούχα σου και θα σε τρίψω μ’ αυτήν την πετσέτα.Θα τριφτώ κι εγώ. Αν πέσει το σπίτι, τότε τουλάχιστον ας πεθάνουμε ζεστοί. Αν δεν πέσει,τότε καλύτερα να ζήσουμε παρά να πεθάνουμε από πνευμονία».

Βήχοντας, αναρριγώντας, τράβηξε το κάτω μέρος της μπλούζας του και πάλεψε μ’ όλη τηντρεμάμενη, βασανισμένη από το κρύο δύναμή του να βγάλει τη βρεγμένη, κολλητή μπλούζατου.

«Βοήθησέ με!» φώναξε, με το πρόσωπό του κρυμμένο.

Εκείνη άρπαξε την άκρη της μπλούζας του υπάκουα και την τράβηξε με όλη της τη δύναμη.To ρούχο πέρασε από το κεφάλι του και αυτός έμεινε με τις τιράντες του.

«Βγάλε τα ρούχα σου! Τρίψου μ’ αυτή την πετσέτα!» τη διέταξε με τη σκληρότητα τουπολέμου πάνω του. Και σαν πλάσμα βασανισμένο, έβγαλε το παντελόνι του και πέταξε τομουσκεμένο, κολλημένο πουκάμισο, προβάλοντας λεπτός και πελιδνός, με κάθε ίνα του νατρέμει από το κρύο και τον τρόμο.

Αρπαξε μια πετσέτα και άρχισε να τρίβει γρήγορα το σώμα του, ενώ τα δόντια τουχτυπούσαν σαν πιάτα που κροταλίζουν όλα μαζί. Η Υβέτ κατάλαβε ότι ήταν φρόνιμο νακάνει το ίδιο. Προσπάθησε να βγάλει το φόρεμά της. Εκείνος τράβηξε το φρικτό, υγρό,θανατερό ρούχο από πάνω της, και μετά, ξαναρχίζοντας το τρίψιμο, πήγε στην πόρταπατώντας στις μύτες των ποδιών πάνω στο υγρό πάτωμα.

Στάθηκε εκεί γυμνός, με την πετσέτα στο χέρι, σαν απολιθωμένος. Κοίταξε προς τη δύση,εκεί που ήταν κάποτε το παράθυρο του πάνω κεφαλόσκαλου και έβλεπε το ηλιοβασίλεμαπάνω από μια μανιασμένη θάλασσα νερού, γεμάτη ξεριζωμένα δέντρα και σκουπίδια. Ητελευταία γωνία του σπιτιού, εκεί που κάποτε ήταν η βεράντα και οι σκάλες, δεν υπήρχεπια. Ο τοίχος είχε πέσει, αφήνοντας τα πατώματα να προεξέχουν. Οι σκάλες δεν υπήρχανπια.

Ακίνητος, παρατηρούσε το νερό. Παγωμένος αέρας φυσούσε πάνω του. Έσφιξε με μεγάληπροσπάθεια τα δόντια του που χτυπούσαν, ξαναγύρισε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα.Η Υβέτ, γυμνή, τρέμοντας τόσο που την έπιανε ναυτία, προσπαθούσε να σκουπιστεί για ναστεγνώσει.

«Εντάξει!» φώναξε εκείνος. «Εντάξει! Το νερό δεν ανεβαίνει άλλο! Εντάξει!»

Με την πετσέτα του άρχισε να την τρίβει, ενώ εκείνος έτρεμε σύγκορμος, αλλά τηνκρατούσε σφιχτά από τους ώμους και αργά, μουδιασμένα, έτριβε το τρυφερό της κορμί κιακόμη προσπαθούσε να στεγνώσει κάπως τα μπερδεμένα μαλλιά του μικρού κεφαλιού της.

Ξαφνικά σταμάτησε.

«Καλύτερα να ξαπλώσεις στο κρεβάτι», διέταξε. «Θέλω να τριφτώ».

Τα δόντια του χτυπούσαν με μεγάλο κρότο, διακόπτοντας τα λόγια του. Η Υβέτ σύρθηκε

Page 71: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

τρέμοντας και μισολιπόθυμη στο κρεβάτι της. Εκείνος, κάνοντας υπεράνθρωπες προσπάθειεςνα μείνει ακίνητος και να τριφτεί για να ζεσταθεί, πήγε πάλι στο βορινό παράθυρο, για νακοιτάξει έξω.

Το νερό είχε ανέβει λίγο. Ο ήλιος είχε δύσει και υπήρχε διάχυτο ένα κοκκινωπό φως.Σκούπισε τα μαλλιά του κάνοντάς τα ένα μαύρο, βρεγμένο κουβάρι. Ένα ρίγος τονδιαπέρασε ξαφνικά και σταμάτησε να πάρει μια ανάσα· ύστερα έριξε μια ματιά έξω πάλι,έτριψε ξανά το στήθος του και ξανάρχισε να βήχει εξαιτίας του νερού που είχε καταπιεί. Ηπετσέτα του ήταν κόκκινη: είχε πληγωθεί κάπου* αλλά δεν ένιωθε τίποτε.

Ακουγόταν ακόμη ο παράξενος, τεράστιος θόρυβος του νερού και ο φρικτός πάταγος απόαντικείμενα που έπεφταν πάνω στους τοίχους. Ο αέρας, με το ηλιοβασίλεμα, γινόταν κρύοςκαι άγριος. Το σπίτι τρανταζόταν με κρότους και αλλόκοτοι, τρομακτικοί θόρυβοι έφτανανεπάνω.

Τρόμος φώλιασε στην ψυχή του, πήγε ξανά στη πόρτα. Ο άνεμος που βρυχόταν μαζί με τονερό, φύσηξε μέσα καθώς την άνοιγε. Μέσα από το τρομερό χάσμα του σπιτιού είδε τονκόσμο, τα νερά, το χάος των αφηνιασμένων νερών, το λυκόφως, το τέλειο καινούργιοφεγγάρι ψηλά στον ουρανό, πάνω από το λιόγερμα, ένα θαμπό πράγμα, και τα σύννεφα πουστριμώχνονταν, σκοτεινά, στον ουρανό, στον κρύο, σφοδρό αέρα.

Σφίγγοντας πάλι τα δόντια του από φόβο και νιώθοντας παραίτηση και μοιρολατρία μέσαστην ψυχή του, μπήκε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα, παίρνοντας την πετσέτα της γιανα δει αν ήταν πιο στεγνή από τη δική του και λιγότερο ματωμένη, έτριψε πάλι το κεφάλι τουκαι πήγε στο παράθυρο.

Στράφηκε από την άλλη, ανίκανος να ελέγξει τους σπασμούς που προκαλούσε το ρίγος. ΗΥβέτ είχε χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα και δε φαινόταν τίποτε εκτός από ένα τρεμάμενοβουναλάκι κάτω από το λευκό πάπλωμα. Ακούμπησε το χέρι του πάνω στο βουναλάκι τοοποίο έτρεμε, σαν να ήθελε να του κρατήσει συντροφιά. Δε σταμάτησε να τρέμει.

«Εντάξει!» είπε. «Εντάξει! Το νερό κατέβαίνει!»

Εκείνη ξαφνικά έβγαλε το κεφάλι της και τον κοίταξε με το χλομό της πρόσωπο. Κοίταξε τοπρασινωπό, παράξενα ήρεμο πρόσωπό του, μισολιπόθυμη. Τα δόντια του χτυπούσαν χωρίςνα το καταλαβαίνα, καθώς την κοίταζε με τα μαύρα μάπα του ακόμα γεμάτα από τη φωτιάτης ζωής και μια κάποια πλανώμενη ηρεμία μοιρολατρικής παραίτησης.

«Ζέστανέ με!» βόγκηξε εκείνη, με δόντια που χτυπούσαν. «Ζέστανέ με! Θα πεθάνω από ταρίγη!»

Ένας φοβερός σπασμός διαπέρασε το κουλουριασμένο, λευκό κορμί της, αρκετόςπραγματικά για να την κόψει και να τη σκοτώσει.

Ο τσιγγάνος έγνεψε καταφατικά και την πήρε στην αγκαλιά του και την κράτησε σφιχτά σανμέγκενη, μήπως σταματήσει καιαο δικό του ρίγος. Ο ίδιος έτρεμε φοβερά και ήταν σχεδόναναίσθητος* από την τρομάρα.

Το σφίξιμο των χεριών του γύρω της, σαν μέγκενη, ήταν η μόνη ξεκάθαρη εικόνα στησυνείδησή της. Ήταν μια μεγάλη ανακούφιση για την καρδιά της, η οποία είχε φουσκώσειτόσο που θα έσκαγε. Και παρόλο που το σώμα του, τυλιγμένο γύρω της μ’ έναν τρόπο

Page 72: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

παράξενο και εύκαμπτο και δυνατό, σαν πλοκάμια, δονούταν από το ρίγος σαν από ηλεκτρικήκένωση, η άκαμπτη ένταση των μυών του, που την κρατούσαν σφιγμένη, σταθεροποιούσανκαι τους δύο και έτσι, σιγά σιγά, η δριμύτητα του ρίγους, που είχε προκληθεί από τον τρόμο,υποχώρησε, πρώτα στο κορμί του και μετά στο δικό της και η ζεστασιά ξαναζωντάνεψεανάμεσά τους. Και καθώς ξυπνούσε ο βασανισμένος, μισοαναίσθητος νους τους, έπεσαν σελήθαργο, βυθίστηκαν σε ύπνο.

Ο ηλιος ελαμπε στον ουρανο, οταν καταφεραν οι άνθρωποι να διασχίσουν τον Παπλ μεσκάλες. Η γέφυρα είχε πέσει. Αλλά η πλημμύρα είχε κοπάσει και το σπίτι, που έγερνε προςτα μπρος, λες και έκανε μια άκαμπτη υπόκλιση στον ποταμό, στεκόταν τώρα μέσα στηλάσπη και τα συντρίμμια, μ’ ένα: μεγάλο σωρό από πεσμένους τοίχους και μπάζα στηνοτιοδυτική γωνία. Ήταν φοβερά τα χάσματα των δωματίων που έχασκαν σαν ανοιχτάστόματα.

Μέσα δεν υπήρχε σημείο ζωής. Όμως απέναντι, στο ποτάμι, ο κηπουρός είχε έρθει να κάνειαναγνώριση και εμφανίστηκε και η μαγείρισσα, γεμάτη περιέργεια. Είχε ξεφύγει από τηνπίσω πόρτα και μέσα από τους κέδρους προς τη δημοσιά, όταν είδε τον τσιγγάνο να περνάειαπό το σπίτι: σκέφτηκε ότι ερχόταν να σκοτώσει κανέναν. Στη μικρή πόρτα, στην κορυφή,είχε βρει το κάρο του αραγμένο. Ο κηπουργός είχε οδηγήσει το άλογο πέρα στο Ρεντ Λάιον,πάνω στο Ντάρλεϊ, όταν έπεσε η νύχτα.

Αυτό, οι άνθρωποι από το Πάπλγουικ, το έμαθαν, όταν τελικά διέσχισαν το ποτάμι μεσκάλες και έφτασαν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ήταν ανήσυχοι, φοβούνταν μήπωςκαταρρεύσει το κτίσμα, του οποίου η πρόσοψη ήταν όλη σαθρή και η πίσω πλευράφραγμένη. Κοίταζαν έντρομοι τα κενά ράφια με τις σειρές των βιβλίων του πρεσβύτερου,μέσα στο ανοιγμένο γραφείο του* το μεγάλο, μπρούντζινο σκελετό του κρεβατιού στοδωμάτιο της Γιαγιάς, το κρεβάτι που ήταν φτιαγμένο τόσο βαθύ και άνετο, αλλά έναμπρούντζινο πόδι του σκαρφάλωνε ανιχνευτικά πάνω 4 από το σκισμένο κενό* τα ερείπιατης κάμαρας της υπηρέτριας επάνω. Η υπηρέτρια και η μαγείρισσα έκλαιγαν. Μετά έναςάνδρας μπήκε προσεκτικά από ένα σπασμένο παράθυρο της κουζίνας, μέσα στη ζούγκλα καιτο βάλτο του ισογείου. Βρήκε το πτώμα της Γιαγιάς* ή, μάλλον, είδε το πόδι της, με τηνπλακέ μαύρη παντόφλα της, να προεξέχει λερωμένο μέσα από ένα λασπωμένο σωρό απόμπάζα. Και το ’βάλε στα πόδια.

Ο κηπουρός είπε ότι ήταν σίγουρος πως η δεσποινίς Υβέτ δεν ήταν μέσα στο σπίτι. Την είχεδει, εκείνη και τον τσιγγάνο, να παρασύρονται. Αλλά ο αστυνόμος επέμενε να κάνουνέρευνα και όταν τα αγόρια των Φράμλεϊ έφτασαν επιτέλους, οι σκάλες δέθηκαν. Κατόπινόλη η παρέα έβγαλε μια δυνατή κρίχυγή. Αλλά μάταια. Καμία απάντηση από μέσα.

Στήθηκε μια σκάλα, ο Μπομπ Φράμλεϊ ανέβηκε, έσπασε ένα παράθυρο και σκαρφάλωσε μεδυσκολία στο δωμάτιο της θείας Σίσσυ. Η τέλεια, σπιτική οικειότητα όλων εκεί μέσα τοντρόμαξε όπως τα φαντάσματα. Το σπίτι θα μπορούσε να πέσει ανά πάσα στιγμή.

Μόλις είχαν στήσει τη σκάλα στον τελευταίο όροφο, όταν κάτι άνδρες ήρθαν τρέχοντας απότο Ντάρλεϊ και είπαν ότι ο γερο-τσιγγάνος είχε πάει στο Ρεντ Λάιον για το άλογο και τοκάρο και ειδοποίησε ότι ο γιος του είχε δει την Υβέτ στον πάνω όροφο του σπιτιού. Εκείνημόλις τη στιγμή ο αστυνόμος έσπαγε το παράθυρο του δωματίου της Υβέτ.

Page 73: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Η Υβέτ, μέσα σε βαθύ ύπνο, πετάχτηκε από τα σκεπάσματα με μια κραυγή, καθώς έσπαγετο τζάμι. Έσφιξε τα σεντόνια γύρω από το γυμνό κορμί της. Ο αστυνόμος άρθρωσε μιαστριγγλιά τρόμου, που μετατράπηκε σε φωνή: «Δεσποινίς Υβέτ! Δεσποινίς Υβέτ!»

Γύρισε πάνω στη σκάλα και φώναξε στους ανθρώπους από κάτω: «Η δεσποινίς Υβέτ είναιστο κρεβάτι! στο κρεβάτι!»

Και έμεινε εκεί στη σκάλα, αυτός, ένας ανύπαντρος άνδρας, πιάνοντας το παράθυροεπικίνδυνα, μη ξέροντας τι να κάνει. -

Η Υβέτ ανακάθισε στο κρεβάτι με τα μαλλιά της μπλεγμένα σαν κουβάρι και κοίταξε μεάγριο βλέμμα, σφίγγοντας τα σεντόνια πάνω στο γυμνό της στήθος. Ήταν τόσο βαθύς ούπνος της που ακόμη δεν είχε συνέλθει.

Ο αστυνόμος, τρομοκρατημένος στην ασταθή σκάλα, πήδηξε στο δωμάτιο λέγοντας:

«Μη φοβάστε, δεσποινίς! Μην ανησυχείτε πια. Τώρα είστε ασφαλής!»

Και η Υβέτ, σαστισμένη, νόμισε ότι εννοούσε τον τσιγγάνο. Πού ήταν ο τσιγγάνος; Αυτόςήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε. Πού ήταν ο τσιγγάνος της αυτής της κατακλυσμιαίαςνύχτας;

Είχε φύγει! Είχε φύγει! Κι ένας αστυνόμος ήταν τώρα στο δωμάτιό της! Ένας αστυνόμος!Έτριψε σαστισμένη τα μάτια της.

«Αν ντυθείτε, δεσποινίς, μπορούμε να σας κατεβάσουμε κάτω, σε ασφαλές έδαφος. Το σπίτιμπορεί να πέσει. Δεν πιστεύω να είναι κανένας άλλος στα άλλα δωμάτια;»

Προχώρησε προσεκτικά στο διάδρομο και κοίταξε με τρόμο από την γκρεμισμένη άκρη τουσπιτιού και πιο πέρα είδε τον πρεσβύτερο να κατηφο-ρίξει μ’ ένα αυτοκίνητο τονηλιόλουστο λόφο.

Η Υβέτ, ποίί το πρόσωπό της είχε μουδιάσει και απογοητευθεί, σηκώθηκε γρήγορααπλώνοντας τα σκεπάσματα, κοίταξε για μια στιγμή τον εαυτό της και μετά άνοιξε τασυρτάρια της να βρει ρούχα. Ντύθηκε, κατόπιν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αντίκρυσε μεφρίκη τα μπερδεμένα μαλλιά της. Όμως δεν την ένοιαξε. Ο τσιγγάνος είχε φύγει, όπως καινα ’χε.

Τα ρούχα της ήταν ριγμένα κάτω, σ’ ένα βρεγμένο μπόγο. Στο χαλί υπήρχε ένας μεγάλοςυγρός λεκές, στο σημείο όπου είχε αφήσει τα δικά του ο τσιγγάνος, και δύο ματωμένες,βρόμικες πετσέτες. Εκτός απ’ αυτά δεν υπήρχε κανένα σημάδι του.

Έφτιαχνε τα μαλλιά της, όταν ο αστυνόμος χτύπησε την πόρτα της. Του φώναξε να μπει.Εκείνος είδε με ανακούφιση ότι ήταν ντυμένη και ήταν στα λογικά της.

«Καλύτερα να βγούμε από το σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούμε, δεσποινίς», επανέλαβε.«Μπορεί να πέσει ανά πάσα στιγμή».

«Αλήθεια;» είπε η Υβέτ ήρεμα. «Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα;»

Ακούστηκαν δυνατές φωνές. Έπρεπε να πάει στο παράθυρο. Εκεί, από κάτω, ήταν ο

Page 74: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

πρεσβύτερος με τα χέρια του ανοιγμένα διάπλατα και δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό του.

«Είμαι μια χαρά, Μπαμπά!» είπε με την ηρεμία των αντιφατικών συναισθημάτων της. Θακρατούσε την παρουσία του τσιγγάνου μυστική απ’ αυτόν. Την ίδια στιγμή δάκρυα κύλησανστο πρόσωπό της.

«Μην κλαίτε, δεσποινίς, μην κλαίτε! Ο πρεσβύτερος έχασε τη μητέρα του, αλλά ευχαριστείτο Θεό που έχει την κόρη του. Όλοι νομίζαμε ότι είχατε χαθεί κι εσείς, έτσι πιστεύαμε!»

«Πνίγηκε η Γιαγιά;» ρώτησε η Υβέτ.

«Φοβάμαι πως ναι, η καημένη!» απάντησε ο αστυνόμος με σοβαρό ύφος.

Η Υβέτ άρχισε να κλαίει, σφουγγίζοντας τα δάκρυά της σ’ ένα μαντίλι, που χρειάστηκε ναπάει να το φέρει από ένα συρτάρι.

«Μπορείτε να κατεβείτε από εκείνη τη σκάλα, δεσποινίς;» είπε ο αστυνόμος.

Η Υβέτ κοίταξε το ύψος της, έτσι όπως κρεμόταν, και είπε αμέσως στον εαυτό της: «Οχι!Για τίποτε στον κόσμο». Αλλά μετά θυμήθηκε τα λόγια της τσιγγάνας: «Να ’σαι γενναίαστο σώμα».

«Πήγατε σε όλα τα άλλα δωμάτια;» είπε μέσα στο κλάμα της, γυρίζοντας στον αστυνόμο.

«Μάλιστα, δεσποινίς! Αλλά εσείς ήσαστε το μόνο άτομο στο σπίτι, ξέρετε, εκτός από τηγηραιά κυρία. Η μαγείρισσα έφυγε εγκαίρως και η Αίζυ ήταν στης μητέρας της. Μόνο γιασας και τη δύστυχη κυρία ανησυχούσαμε. Πιστεύετε ότι θα μπορέσετε να κατεβείτε απόεκείνη τη σκάλα;»

«Ναι», αποκρίθηκε αδιάφορα η Υβέτ. Ο τσιγγάνος είχε φύγει, όπως και να 'χε.

Και τώρα ο πρεσβύτερος, ανήσυχος, έβλεπε την ψηλόλιγνη φιγούρα της κόρης του νακατεβαίνει την κρεμασμένη σκάλα, τον αστυνόμο να κοιτάζει ηρωικά από το σπασμένοπαράθυρο, κρατώντας την κορυφή της σκάλας. '

Στη βάση της σκάλας η Υβέτ, όπως είθισται, λιποθύμησε στην αγκαλιά του πατέρα της καιμεταφέρθηκαν μαζί στο σπίτι των Φράμλεϊ, με το αυτοκίνητο του Μπομπ. Εκεί η καημένη ηΑουσίλ, σαν το φάντασμα, έκλαψε από ανακούφιση μέχρι που την έπιασε κρίση υστερίας καιακόμη και η θεία Σίσσυ φώναξε μέσα στο κλάμα της: «Ας φεύγουν οι γέροι και ας μένουν οινέοι! Αχ, δεν μπορώ να κλάψω για τη Μητέρα τώρα που σώθηκε η Υβέτ!»

Και έχυσε δάκρυα ποτάμι.

Η πλημμύρα είχε προκληθεί από την ξαφνική έκρηξη της μεγάλης δεξαμενής πάνω στο ΠαπλΧαιντέϊλ, πέντε μίλια από το πρεσβυτέριο. Αργότερα ανακάλυψαν ότι μια αρχαία, ίσως ακόμη και ρωμαϊκή, στοά ορυχείου, που κανείς δεν υποπτευόταν, κανείς δε φανταζόταν ότιυπήρχε κάτω από τον υδατοφράχτη της δεξαμενής, είχε καταρρεύσει υποσκάπτονταςολόκληρο τον υδατοφράκτη. Γι’ αυτόν το λόγο ο Παπλ ήταν, εκείνη τη μέρα, τόσο αφύσικαγεμάτος. Και μετά το φράγμα είχε τιναχτεί στον αέρα.

Ο πρεσβύτερος και οι δύο κοπέλες έμειναν στους Φράμλεϊ μέχρι να βρουν καινούργιο σπίτι.Η Υβέτ δεν πήγε στην κηδεία της Γιαγιάς. Έμεινε στο κρεβάτι.

Page 75: Η παρθένα και ο τσιγγάνος d h lawrence

Όταν διηγήθηκε την περιπέτειά της, είπε μόνο πως ο τσιγγάνος την είχε πάρει μέσα στηβεράντα και πως είχε συρθεί μέχρι τις σκάλες, έξω από το νερό. Ήταν γνωστό ότι εκείνος τοείχε σκάσει* ο γερο-τσιγγάνος το είχε πει, τότε που πήγε να φέρει το άλογο και το κάρο απότο Ρεντ Λάιον.

Η Υβέτ δεν μπορούσε να πει πολλά. Ήταν αφηρημένη, μπερδεμένη, φαινόταν ότι μετά βίαςθυμόταν οτιδήποτε. Αλλά έτσι ήταν συνήθως.

Ο Μπομπ Φράμλεϊ ήταν εκείνος που είπε: «Ξέρετε, πιστεύω ότι εκείνος ο τσιγγάνος αξίζειπαράσημο!»

Όλη η οικογένεια ξαφνικά πάγωσε. «Αχ, οφείλουμε να τον ευχαριστήσουμε!» φώναξε ηΛουσίλ.

Ο ίδιος ο πρεσβύτερος πήγε μαζί με τον Μπομπ, με το αυτοκίνητο. Αλλά το λατομείο ήτανέρημο. Οι τσιγγάνοι τα είχαν μαζέψει και είχαν φύγει, κανείς δεν ήξερε για πού.

Και η Υβέτ, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, βογκούσε μέσα της: «Αχ, τον αγαπώ! Τον αγαπώ! Τοναγαπώ!» Ο πόνος της γι’ αυτόν την τσάκιζε. Όμως, στην ουσία, κι αυτή συμφωνούσε με τηνεξαφάνισή του. Η νεανική της ψυχή αναγνώριζε τη σοφία αυτής της πράξης.

Ωστόσο, μετά την κηδεία της «Γιαγιάς, έλαβε ένα μικρό γράμμα με ημερομηνία αποστολής,από κάποιο άγνωστο μέρος.

«Αγαπητή δεσποινίς, διαβάζω στην εφημερίδα ότι είστε καλά μετά την πλημμύρα, όπως κιεγώ. Ελπίζω να σας ξαναδώ κάποια μέρα, ίσως στη ζωοπανήγυρη του Τάιντσγουελ ήμπορεί, όταν ξαναέρθουμε από τα μέρη σας. Ερχόμουν εκείνη την ημέρα να σαςαποχαιρετήσω! Και δε σας αποχαιρέτησα ποτέ* το νερό, βλέπετε, δε με άφησε, αλλά ζω μετην ελπίδα. Ο ταπεινός δούλος σας. Τζο Μπόσγουελ.

Και τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι εκείνος είχε όνομα. .

1

Πόλη της Β. Γαλλίας, η οποία υπέστη μεγάλες καταστροφές στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

2

Ein schoner Mensch (γερμ.): Ένας υπέροχος άνθρωπος.

3

maquereau (γαλλ.): κοινώς το ψάρι σκουμπρί. Εδώ ° όρος χρησιμοποιείται ειρωνικά.