Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

96
8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf http://slidepdf.com/reader/full/-augoust-kortwpdf 1/96
  • Upload

    -
  • Category

    Documents

  • view

    385
  • download

    23

Transcript of Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    1/96

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    2/96

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    3/96

    TA BIBΛIA ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΚΟΡΤΩ

    ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

     Αυτοκτονώντας ασύστολα , Μυθιστόρημα, 2005

    Το ερωτικό των τεσσάρων , Μυθιστόρημα, 2006

    Ο δαιμονιστής , Μυθιστόρημα, 2007

    Ο αφανισμός του Νίκου , Μυθιστόρημα, 2008

     Δεκαέξι, Μυθιστόρημα, 2010

    Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά , 2012

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    4/96

     ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ

    Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕΠΟΛΛΑ

    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    5/96

    Copyright Αύγουστος Κορτώ – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2012

    ος 1ης έκδοσης: 2012

    ρεύεται η αναδημοσίευση ή αναπα ραγωγή του παρ όντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποι ονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή δι ασκευή του ή εκμετάλλε υσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναλόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τι ς δι ατάξε ι ς του ν. 2121/1993 και της Δι εθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρι σι ού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απ αγορεύεται η αναπα ραγωγή της στοιχει οθεσί ας, σελλλου και γε νικότερα της όλης αι σθητικής εμφάνι σης του βιβ λί ου, με φωτοτυπι κές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

    ΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.

    λόγγου 11, 106 78 Αθήνα

    210-330.12.08 – 210-330.13.27 F: 210-384.24.31

    mail: [email protected]

    w.kastaniotis.com

    N 978-960-03-5462-1

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    6/96

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    7/96

    Στο μονάκριβο Κουτάβ

     χαρά της ζωής μο

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    8/96

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    από τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΖΟΥΜΑ

    Ο ΚΟΣΜΟΣ ο στενόχωρος και ο Κορτώ απλόχερος.Αύγουστος Κορτώ! Κόρτε, κορτεζία του Αυγούστου, κορτιζόνη παντός καιρού

    σιογνωμία! Τον έχω πετύχει ξυπόλυτο και διονυσιακό να κατηφορίζει απ’ το λόφο σα

    ι επιβιώσει κάποιου γκρεμοτσακίσματος. Με την αύρα του παιδιού που αφήνει πίσω

    μαδιό και με το πρόσωπο να φεγγοβολάει ευτυχία, τρέχει να στροβιλιστεί στον επό

    κλώνα. Καλοτάξιδο να ’ναι το Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά .

     Δεν ξέρω αν το έγραψε από απελπισία 

    ή από μίσος γκρίνιαζε για την ιντερνετία 

     Απέφυγε ιατρική, music δεν ευοδώθηκε 

    η πρόζα τονε μάγεψε κι ολόψυχα της δόθηκε 

     Δεν είναι για να ντρέπεται που έχει ευκολία 

    ύφος που στην αφήγηση χαρίζει ευφορία 

    γκροτέσκο επιθεώρηση, στυφή πρωτοπορία 

    ξένοιαστη χαιρεκάκια, αλέγκρα αλλεργία Έκλεστον στα ποντιακά, αόριστος του κλάνω

    γεμάτο αυτοσαρκασμό και χιούμορ από πάνω

     μαύρο, λοξό, ανάποδο, στριμμένο σαν μαστίγιο

    που δίνεται στο χάρισμα ως άδωρον επίγειο

    Παράδεισος και Κόλαση σφιχτά με ridicule

    συχνά προκύπτει Βατερλό, απτόητο, με στυλ

    τι tour de force, τι γυριστές, τι πρόζα βιρτουόζου 

    σπαρταριστός κλαυσίγελως, ντελίριο βιτσιόζου...Κάτι από σταρ του ροκ-εν-ρολ μ’ ακραίες αντιδράσεις 

    παράκρουση θεότητας κάργα σε αντιφάσεις...

    Γι’ αυτή μου την ανάγνωση του ημερολογίου 

    που ήταν απολαυστική πέραν του ευχολογίου 

    το δώρο που μου δόθηκε ποιητική αδεία 

    ευχαριστώ ειλικρινά Κορτώ και κορτεζία 

    Και τι να πει κανείς για χτες που το φεγγάρι

     με Αφροδίτη έδυε σ’ ευθεία και με Άρη...

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    9/96

    Η μικρή Τερέζα εί ναι μεγάλη ρουφιάνα

    ΩΡΑ που καλοκαιριάζει, και βγαίνουν στη φόρα τα ειδεχθή ποικιλόθερμα, θα ’θελ

    ιραστώ μαζί σας ένα φόβο που με ταλανίζει παιδιόθεν, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό

    ξεις όπως «υστερία» και «γελοιότητα» αδυνατούν να περιγράψουν την όλη κατάστ

    αφέρομαι φυσικά στις κατσαρίδες, και δη στις Αθηναίες, Εξαρχιώτισσες

    λωνακιώτισσες κατσαρίδες, οι οποίες –και δεν πά’ να λένε οι οικολόγοι για

    ορροπία του οικοσυστήματος, και το πώς κάθε είδος ζώου, ως και το πιο σιχα

    ράσιτο, επιτελεί μια λειτουργία και είναι αναγκαίο– κατά την ταπεινή μου γνώμη είν

    γόμενο λάθος της φύσης. Και το δηλώνω ευθαρσώς: Προτιμώ να μπει στο σπίτι

    έφτης, τίγρη της Βεγγάλης, η Άννα Φόνσου ντυμένη Όσκαρ ή βουλευτής του ΚΚΕ γυ

    αρά κατσαρίδα.Σκοπός του σύντομου χρονικού αλλοφροσύνης που ακολουθεί είναι η αλληλεγγύη

    νει όλους εμάς τους δυστυχείς φοβικούς. Έτσι, κάθε φορά που ένα απ’ τα ρυπαρά

    τομα σας κάνει τη ζωή κόλαση και τα νεύρα ράστα, να ξέρετε πως κάπου κοντά

    ας ομοιοπαθής υποφέρει εξίσου κι επιδίδεται σε ρεσιτάλ αυτογελοιοποίησης

    ταβαράθρωσης της αξιοπρέπειάς του.

    Μια δεκαετία πριν, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Τρεις το βράδυ, μόνο στο σπίτι, το ν

    τροφαντό Κορτόπουλο κάθεται και βλέπει τις τσόντες του ήσυχα ήσυχα, όταν ξαφ

    π’ το παράθυρο, με βόμβο μαγνητικού τομογράφου, μπουκάρει κατσαρίδα ιπτάμταλλαγμένη απ’ το κοκτέιλ τοξικής μάκας του Θερμαϊκού, κι αρχίζει να βολοδέρν

    λόνι σαν λίαρ τζετ που ψάχνει διάδρομο για προσγείωση. Πρώτη κίνηση: Με π

    ρλιαχτά, ο γράφων τρέχει στο υπνοδωμάτιο κι επιστρέφει σαβανωμένος με σεντόν

    ντασμα, διότι κι αν τη σκοτώσω και μου πέσει στο κεφάλι; Θάνατος. Και φυσικά, επ

    ν τολμώ να τη ζυγώσω, αρπάζω τηλεπεριοδικά απ’ το καλαθάκι του χολ κι αρχίζω ν

    ουρίζω στο ιπτάμενο τέρας. Και κάποια στιγμή –με λυπήθηκε ο Θεός; είδε η κατσα

    Ρούλα Κορομηλά up close και λιγοθύμησε;– το θεριό πέφτει χάμω, οπότε κι εγώ τρ

    πάζω απ’ τη βιβλιοθήκη τα  Άπαντα  του Σουρή (πέντε τόμοι βάρους νταμαρόπετραςθάβω όπως έθαψε ο Ζευς την Έχιδνα κάτω απ’ την Αίτνα. Ναι, αλλά ακόμα κι α

    κάρωσε, τολμώ να σηκώσω τους τόμους, να μαζέψω το πτώμα, να το ρίξω

    πόπατο και να τραβήξω το καζανάκι; Δεν τολμώ. Οπότε, καίτοι η ώρα ήταν τέσσερ

    ράματα, παίρνω την κολλητή μου που έμενε δίπλα, την ξυπνάω και με ικεσί

    αφιλητά της ζητώ να ’ρθει για την αποκομιδή της σορού.

    Τρία χρόνια μετά, επιστρέφοντας από ολονύχτιο ξεπαρτάλιασμα, βρίσκω στην εί

    ς πολυκατοικίας, ξαπλωμένη σαν οδαλίσκη του Ενγκρ, μια κατσαριδούκλα ίσαμε

    ρβέλι – μέχρι τι χρώμα μάτια είχε έβλεπες, μιλάμε για θηρίο ανήμερο, που τι να

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    10/96

    άσουν ο Λεβιάθαν και η Πόρνη της Βαβυλώνας με τα εφτά κεφάλια και τα δέκα κέ

    τα δύο εξοχικά στο Θεολόγο. Πρώτη αντίδραση: Πάρε τα λεφτά και πέτα. Τουτέ

    άζω απ’ τις τσέπες μου ό,τι κέρματα είχα, κι αρχίζω να τα πετάω στην κατσαριδομ

    πας και ξεκουμπιστεί. Πού τέτοια τύχη. Χρειάστηκε να περιμένω δύο ώρες με το ρ

    χρι που ξημέρωσε κι ένας ευλογημένος γείτονας γύρισε, οπότε προσποιήθηκα πως

    λις γυρίσει κι εγώ και προχωρώντας διακριτικά και κάπως πλαγιαστά στο κατόπ

    τάφερα να φτάσω στην είσοδο – και τότε ο άνθρωπος λέει: «Τι είν’ αυτά τα κέρμα

    ι σκύβει να δει, οπότε κι εγώ του χώνω μια κωλιά, πατάω τον κωδικό, χιμάω μέσεβαίνω τις σκάλες δέκα δέκα. Μόνο ύστερα από δύο σπιτικά τζιν-τόνικ (id est , σ

    ν) κι ένα Ζάναξ κατάφερα να ηρεμήσω.

    Κι έκτοτε, άλλες τόσες και περισσότερες ιστορίες ταπείνωσης με ουρλιαχτά, ταχυκα

    θεατρικά δρώμενα: να φωνάζω μες στη μαύρη νύχτα κολλητούς και γείτονες να ’ρ

    μου σκοτώσουν το αποφώλιον τέρας, πετώντας τους τα κλειδιά απ’ το μπαλκόνι,

    ω σκαρφαλώσει στον καναπέ και απαιτώ να δω (από απόσταση πέντε μέτρων μίνιμ

    πτώμα και ν’ ακούσω το καζανάκι να το μεταφέρει στο επέκεινα των υπονό

    στυχώς, αντί ν’ ατονεί με τα χρόνια, η φοβία μου αντιθέτως γιγαντώνεται, σε σημείο

    υνατώ πλέον ακόμα και να ξαναδιαβάσω τη Μεταμόρφωση, διότι, και μόνο

    έφτομαι τα σημεία όπου ο Κάφκα περιγράφει τα ποδαράκια του Γκρέγκορ Σάμσα

    ώς το μήλο σκαλώνει κάτω απ’ τις φολίδες της ράχης του, μου ’ρχεται να πάρω

    ώτη πτήση για Πράγα, να πάω στο μνημούρι του μεγίστου συγγραφέως και να

    ειάσω δυο κουτιά Raid στα ασάλευτα, στωικά, πεθαμένα του μούτρα.greekleech.info

    Έτσι λοιπόν, φίλες και φίλοι που τυραννιέστε κάθε καλοκαίρι από τον ίδιο τρόμο,

    νετε ανάποδο τροχό κάθε φορά που βλέπετε μια φευγαλέα κίνηση στον πάγκο

    υζίνας και ψεκάζετε φονικά φυτοφάρμακα ακόμα και στις μασχάλες σας, να θυμά

    ν είστε μόνοι. Είμαστε πλήθος, λεγεών. Θα μπορούσαμε μέχρι και στις βουλευτικέ

    τέβουμε, καθότι η φοβία που μας ενώνει είναι υπερκομματική.

    (Μα απ’ την άλλη, να γλυτώσεις απ’ τα εξάποδα παράσιτα και να βρ

    ριτριγυρισμένος απ’ τα δίποδα; Ούτε ο κύριος Σάμσα δε θα το άντεχε.)

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    11/96

    Το πετάς, και πετάς!

    Θ Α ξεκινήσω με μιαν ομολογία: όταν πετάω σαβούρα, μεταμορφώνομαι σε γουροα κάθε σακούλα που εκσφενδονίζω στο σκουπιδοντενεκέ, έχω τριάντα λεπτά οργασμ

    Τη σχέση μου αυτή με το άψυχο μίνι σύμπαν που μας περιβάλλει (και ενίοτε μας γί

    λιά στο λαιμό) τη χρωστώ στην αείμνηστη μητέρα μου Κατερίνα. Ήμουν γύρω στα δ

    μάμαι, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε ότι το παλιό, καφέ μας Citroën έπρεπε να π

    ν άγουσα, καθώς η συντήρησή του ήταν πιο ασύμφορη κι από συνταξιούχου βουλ

    ώ, φυσικά, ζωσμένος αίφνης από αναμνήσεις εκδρομών, διακοπών κι ευτυχισμ

    γμών στο απλόχωρο πίσω κάθισμα του Citroën, άρχισα να χύνω τo δάκρυ κορόμ

    πότε με πιάνει η μαμάκα μου και μου λέει: «Θυμάσαι, Πετράκη, όταν πέθανε η για

    Θυμάμαι», λέω. «Θυμάσαι που στενοχωρηθήκαμε, αλλά έπειτα από λίγο καιρό ρασε;» Το θυμόμουν, όντως, όπως θυμόμουν και την αντίστοιχη γλυκιά λησμονιά

    ολούθησε, έστω και βραδέως, τον παιδικό μου πόνο για το χαμό του αγαπημένου

    ππού. «Ε, λοιπόν, να δεις για πότε θα σου περάσει ο καημός για το αμάξι», κατέλη

    μά Κορτώ – και πράγματι, τη μέρα που ο πατέρας μου επέστρεψε απ’

    τιπροσωπεία με το τσίλικο, απαστράπτον Renault 19, το πένθος για το παλιό

    τοκίνητο εξανεμίστηκε εν ριπή οφθαλμού.

    Πιστή στο παράδειγμα ζωής που μου μετέδωσε, η μητέρα μου, όταν πέθανε (κα

    υγε –  το Κατερινάκι ανήκει στους ανθρώπους που πεθαίνουν μεν, αλλά δεν κριά), άφησε πίσω της προσωπικά υπάρχοντα που χωρούσαν όλα μαζί σ’ ένα με

    κβουαγιάζ.

    Έκτοτε, έχω ανακαλύψει την ίδια ακριβώς λυτρωτική αίσθηση ελευθερίας απ’ τα δ

    ν αντικειμένων στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή μου, όπου το κλισέ των ψυχ

    πορριμμάτων που ανασύρονται στην επιφάνεια για να καταχωνιαστούν με υγειονο

    φή όχι μόνο αληθεύει πέρα ως πέρα, αλλά θυμίζει επακριβώς την πράξη

    καθάρισης: το άνοιγμα μιας παλιάς ντουλάπας τίγκα στη σκοροφαγωμένη, δυσβάστ

    ήμη και την ευφορία του να την παραχώνεις σε μια πλαστική σακούλα (κατά προτίύρη, ως bodybag) και να την ξεφορτώνεσαι μια για πάντα.

    Επιπλέον, με τα χρόνια έχω αναπτύξει ένα βαθιά υπαρξιακό μίσος για συγκεκρι

    τικείμενα, που πηγάζει από τη σκέψη ότι μπορεί να υπάρχουν ακόμα, στιβαρά

    αταιά, όταν εγώ θα ’χω γίνει στάχτη και μπούλμπερη.

    Και για να ξαλεγράρουμε λιγάκι, θα χρησιμοποιήσω άλλον ένα οικογενειακό θρύλο

    ικού διδάγματος:

    Το σωτήριον έτος 1969, η γιαγιά μου η Ελένη (γυναίκα με ασίγαστο πάθος

    ερτιμημένα ροκοκό εκτρώματα) αγοράζει ένα σετ που απαρτίζεται από τρία τραπ

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    12/96

    α χαμηλό οβάλ και δύο ψηλά, τρίποδα και στρόγγυλα, όλα τους με σκαλ

    υσοποίκιλτα πόδια και διακοσμητικά μοτίβα πορσελάνης, και καλυμμένα με μάρ

    υ σε ποσότητα και βάρος ισοδυναμεί περίπου με μισό νταμάρι. Μόλις τα αντίκρι

    ππούς μου ξέσπασε σε γέλια. «Α, ωρέ Ελενίτσα!» αναφώνησε. «Σε πιάσανε κό

    απέζια με τρία πόδια σού πουλήσανε!»

    Τα τραπεζάκια αυτά εγώ τα πρωτογνώρισα το 1985, όταν μετά το θάνατο της για

    εθήκανε στο σπίτι μας, σαν τρεις παχιές μαύρες μύγες μες στο γάλα. Η μητέρα μο

    ποκαλούσε τα καταραμένα , διότι, αφενός, ήταν πιο ασήκωτα κι απ’ του Μάρκοβούρι, κι αφετέρου, η αξιοποιήσιμη επιφάνειά τους ήταν τόσο μικροσκοπική, ώστε,

    ρά που ακουμπούσες κάτι πάνω τους, κάτι άλλο έπεφτε.

    Και ιδού η ρίζα του θυμού, του μίσους μου για τα άψυχα αντικείμενα: οι παππούδες

    το στερνοπαίδι τους δε ζούνε πια, αλλά τα καταραμένα τα τραπεζάκια στέ

    ρήφανα κι άτρωτα στο πέρασμα του χρόνου.

    Βεβαίως, καταλαβαίνω το φετιχιστικό κομμάτι της μνήμης και συμπάσχω με τον κα

    υ δυσκολεύεται ν’ αποχωριστεί τα ενθύμια του έρωτα, της νεότητας, της ευτυ

    ποια σύμβολα είναι αναγκαία, είναι η οδοσήμανση του παρελθόντος στο οποίο κ

    ρά, άλλοτε νωχελικά κι άλλοτε φευγαλέα, καταφεύγουμε για να γλυτώσουμε απ

    αχθές παρόν.

    Κι ωστόσο, μέσα σε κάθε τζίτζιλο-μίτζιλο ελλοχεύει ένας πυρήνας άψυχης

    ισματικής αλαζονείας. Μια φωνή φοβισμένη, που λέει ότι είμαστε πλασμένοι

    ωτογραφίες και μικροπράγματα, κι ότι, αν τα χάσουμε, θα χάσουμε αυτό που

    νθέτει. Όμως –κι απολογούμαι για τη ροπή μου στο μελό– δεν είμαστε ούτε χάρ

    τε λούτρινοι, ούτε πλαστικοί, χρυσοί ή μεταξένιοι. Ναι, η ύλη μας είναι φθαρτή (υπάρ

    πούτσια με μακράν ανθεκτικότερο δέρμα απ’ το δικό μας), μα το εντός μας σύμπα

    σθήματα, οι μνήμες, και η παρουσία των ανθρώπων που εμπλέκονται σ’ αυτά, είνα

    θαρτα κι από το λαμπρότερο διαμάντι.

    (Και τώρα, επειδή συγκινήθηκα, θα μου επιτρέψετε να σας αφήσω – μόλις β

    κούλα με κιτρινισμένα σεμεδάκια, κι επείγει, προτού τα σουτάρω, να τα θωπε

    ριγελώντας το μουχλιασμένο παρελθόν και τις αξιοθρήνητες μνήμες που περικλείουν

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    13/96

     Δόξα και τι μή στο ι εραποστολ ικό!ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΗ ΕΡΩΤΙΚΩΝ ΜΥΘΩΝ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΕ ΤΡΑΓΕΛΑΦΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ

    ΓΡΑΦΟΝΤΟΣ

    α όρθια : Κατ’ αρχάς, πρέπει να ’χεις κουράγιο κι αντοχή, ειδάλλως, στις 4 το πρωρλα, λόγου χάρη, δεν κρατιέται τίποτα όρθιο. Επίσης, απαιτεί αρμονία μεταξύ κλ

    λλού και οπής εισόδου, τουτέστιν οι παρτενέρ είναι καλό να μην έχουν μεγάλη διαφ

    ους και σοβαρές ανατομικές αποκλίσεις, διότι το αποτέλεσμα είναι σαν να βλέπεις

    υασιμόδο ν’ ανεβαίνει στο καμπαναριό της Νοτρ Νταμ αγκομαχώντας και κλάνοντας

     

    καθιστό ή καβάλα παν στην εκκλησιά : Χρειάζεται προσοχή, σύνεση και ουχί πρεμ

    γού, διότι παραμονεύουν και ατυχήματα όπως το κάταγμα πέους, που, ναι, είναι

    ικαλέο όσο ακούγεται. Επιπλέον, θέλει στιβαρό κάθισμα, για να μη βρεθείς με τα μυ σφηνωμένα σε σκισμένη ψάθινη καρέκλα, η οποία κατόπιν μπορεί να καταρρεύσε

    το όλο σύμπλεγμα, προκαλώντας φονικής εντάσεως κουτουλιά μεταξύ

    νευρισκομένων.

     

    άρε με στα πατώματα, βάρα με στα μωσαϊκά : Πρώτον, τα παλιά ξύλινα πατώματα

    μάτα φονικές σκλήθρες. Δεύτερον, στο δεκάλεπτο οι γάμπες πιάνονται, μουδιάζο

    χίζουν να παθαίνουν κράμπες. Τρίτον, τόσες χιλιάδες χρόνια πολιτισμού, που οδήγ

    ανατομικά στρώματα, υποστρώματα, ανθυποστρώματα κι ευρύχωρους καναπέδεείς ακόμα κυλιέστε καταγής σαν τη γουρούνα στον οίστρο; Κι επιπλέον, πότε ήτ

    λευταία φορά που βάλατε σκούπα;

     

    ην μπανιέρα δυο δυο: Αφενός, χρειάζεσαι κλειστή ντουζιέρα ή μπανιέρα εξό

    ρύχωρη, διότι σούρνονται κι ατυχήματα – όπως το να σου χωθεί η καυτή βρύση

    στού στη χωρίστρα, να γλιστρήσεις, να πιαστείς απ’ την κουρτίνα και να σαβουρντι

    α πλακάκια σαν τη Μάριον Κρέιν άπαξ και την έφαγε ο Ψυχώς ή να σου φύγ

    λέφωνο του ντους σαν μαινόμενος όφις και να σου κάνει καρούμπαλο, να σου κάψλαμπαλίκια και να σου κάνει το μπάνιο κώλο.

     

    πασαλείμματα με εδώδιμα-αποικιακά : Ας όψονται οι εννιάμισι ρουφιανοβδομάδες κ

    λοιότητες που έχουν εμπνεύσει. Κατ’ αρχάς, έχουμε το θέμα της θερμοκρασίας – άμ

    άλεις απ’ το ψυγείο, σου παγώνουνε τα ούμπαλα, κι άμα τα ζεστάνεις στα μικροκύμ

    υ τσουρουφλίζουν τα απαυτά. Χώρια που, για να κάτσει φάση αισθησιακή και

    ετική με σιρόπι σοκολάτας, ζελεδάκι, τιραμισού, λειωμένο μπλε τυρί ή γλυκό μελιτζα

    σύνευνοι δεν πρέπει να ’χουν ούτε μισή τρίχα πάνω τους, ειδάλλως το σεξ καταδία, έρχεται και κολλάει η ευαίσθητη περιοχή στα πλακάκια της κουζίνας, το εφή

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    14/96

    ουσταλλιάζει απ’ το μέλι, κι εκεί που θες να νιώσεις γυναίκα, ξαφνικά σου ’ρχετα

    ωνάξεις  γυναίκα για λάτρα.

     

    άνω στην άμμο την ξανθή: Η άμμος έχει τις εξής τέσσερις ιδιότητες: καίει, παγώνει,

    ληρή κι ανένδοτη σαν τη μοίρα, κι έχει την τάση να χώνεται παντού . Οπότε εκεί

    κινάς το μπαλαμούτιασμα στο λυκόφως, ξαφνικά αρχίζουν να ψύχονται τα εργαλε

    χοκοκκαλιά διαμαρτύρεται διότι είναι σαν να την κοπανάς σε μνήμα, κι επιπλέον, λ

    ρώτας, λίγο τα λοιπά σωματικά υγρά και λίγο η νοτισμένη αμμούδα, στο δεκάλεπτπόκρυφα της χανούμ και το γιαταγάνι του αγά έχουν μπουκώσει και κάνουν «

    ατς» και γδέρνονται και πονούν, και βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή κα

    αθεματισμένο το σούρουπο, γιατί στο μεταξύ έχει σκοτεινιάσει κι άντε βρες τη μ

    ντελωτή κιλότα διά της αφής, ενόσω οι μύκητες εντός πανηγυρίζουν την ίδρυση

    λπικής αποικίας.

     

    ν το ξανακάνω σε Autobianchi : Λοιπόν, όλα αυτά τα σεξουαλικά που βλέπουμε

    ερικάνικες ταινίες, όπου το ένα στα δύο παιδιά έχει συλληφθεί μεταξύ τιμονιούρμπρίζ, οφείλονται στο γεγονός ότι τα αμερικάνικα αμάξια του πάλαι ποτέ είχαν

    γάλο, απλόχωρο, ενιαίο μπροστινό κάθισμα, κι άλλο ένα πίσω, και κατά συνέ

    οσφέρονταν για γονιμοποίηση, παρτούζα ή ακόμα και για γκρουπάκι ταντρικής γιό

    μως, στο σημερινό αυτοκίνητο, ένα σωρό κίνδυνοι ελλοχεύουν, με πρώτο και κυριότερ

    νατηφόρο δίδυμο λεβιέ ταχυτήτων-χειρόφρενου, το οποίο εγγυημένα θα σου θε

    πούτια, κωλομάγουλα, γόνατα, αγκώνες και κότσια, χώρια που μπορεί να σφηνωθ

    μιά φιλόξενη οπή και ν’ ακουστούν οι τσιρίδες σου μέχρι το Νοβοσιμπίρσκ. Επιπ

    εις το ρίσκο της ερημικής καβάτζας, όπου, εκτός απ’ τα ζευγαράκια που θολώνουν

    άμια, συχνά περιφέρονται και διάφοροι στραβοχυμένοι ματάκηδες, κι εκεί που κάνε

    υλειά σου ήσυχα ήσυχα, ξάφνου γυρνάς και βλέπεις μια μούρη κολλημένη στο τζάμι μ

    τι γουρλωτό και το χέρι στον καβάλο, και κλάνεις υαλότουβλα απ’ το φόβο.

     

    άλασσα στενή: Εδώ έχουμε τα αυτονόητα: το θαλασσινό νερό κάνει τους βλεννογόνου

    ούζουν και να ξεραίνονται. Επίσης, αν δε μιλάμε για πριβέ ορμίσκο στο πουθενά

    ωτικό νησί, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο, την ώρα που τάχα μου αγκαλιάζεσαι αθώ

    έτερον ήμισυ κι από κάτω πας να τον κεντράρεις, να σου ’ρθει φάτσα φό

    αροντουφεκάς με τα χταπόδια, ο πιτσιρικάς με τη μάσκα ή έτερος λουόμενος, κα

    σπράξεις από χειροκροτήματα, κραυγές («Μαμά, μαμά, έλα να δεις τον κύριο κα

    ρία που παλεύουν!» ή «Με παίζετε κι εμένα;») μέχρι μήνυση. Κι όσο για τα από

    αχάκια, ένα πράγμα να θυμάστε: Γλιστράνε!   Κι εκεί που νομίζεις ότι επιτέ

    λεύτηκες ο χριστιανός, ξαφνικά φεύγεις πακέτο με το έτερον ήμισυ σαν έλκηθρο στο

    μπαρασύροντας με τα τρυφερά, εκτεθειμένα σου οπίσθια, φύκια, κοχύλια, πεταλίδ

    χμηρά οστρακόδερμα. Χώρια η υπόληψή σου – εγώ προσωπικά είμαι σεσημασμένο

    υλάχιστον δύο παραλίες της Χαλκιδικής.

     

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    15/96

    ύνια-μπέλα στην αιώρα : Χωρίς σχόλια. (Μα στην αιώρα; Η λύσσα σας!)

     

    αλέ, μας βλέπουν! (Ήτοι, συνουσία σε αεροπλάνα και βαπόρια, σε πάρκα και σύδεντ

    ουρητήρια, τσοντοσινεμάδες και λοιπά ξεπαρταλιαστήρια) : Κι άντε σου λέω προσπε

    ότι είναι παράνομο και ποινικώς κολάσιμο. Κι ότι δε σε νοιάζουν τα αιχμηρά κλαδ

    ενότης, η μπόχα, η τσιγαρίλα και η τραγική παρακμή. Το μείζον πρόβλημα με

    μόσιους χώρους; Η κόλαση είναι οι άλλοι – αυτοί που σε μπανίζουν και σου τρίβοντα

    φθονούν και πολλάκις οργάζουν εις βάρος σου. Και λίγη διακριτικότης δε βλάπτός αν είσαι στο Βερολίνο, οπότε βλάπτει.

     

    ου λες, παρενοχλούσα δυο παλτά : Έχετε φίλο με σπιταρόνα, που σας καλεί σε π

    τάμεστο από κόσμο, με ανεξάντλητα αποθέματα οινοπνεύματος. Το να εκμεταλλευ

    φιλοξενία του μαγαρίζοντας τη συζυγική του κλίνη επειδή δεν κρατιέστε, π’ ανάθεμά

    αι γαϊδουριά εφάμιλλη με το ν’ αποπατήσετε πάνω στο Roche Bobois καναπέ τ

    υτέστιν, ασυγχώρητη, βδελυρή κτηνωδία. (Χώρια που μπορεί να κάτσεις σε καμιά μυ

    κράφα ή καρφίτσα και ν’ αλαλάξεις και να σε πάρουν όλοι χαμπάρι και να μνακαλέσουν μήτε σε μνημόσυνο.)

     

    ναι το στρώμα μου μονό: Σοβαρά; Σεξ σε στρώμα θαλάσσης; Χωρίς να τρως δυο βο

    ά δέκα δευτερόλεπτα; Ε τότε, καλά μου παιδιά, χαραμίζεστε – θα μπορούσατε να κά

    ριέρα στο «Cirque du Soleil» ή, έστω, στη λαϊκή πανήγυρη της Αγίας Κομποθέκλας,

    το δικέφαλο βρέφος και τη γυναίκα με το όσχεο.

     

    ηθικό δίδαγμα; Αν για τον οιονδήποτε λόγο είστε μαλωμένοι με το κρεβάτι σας, κ

    υ δώρο ένα σετ ακριβά κλινοσκεπάσματα και απολαύστε την ασύγκριτη απλοχωριά

    ερωτικές αναπηδήσεις επί του στρώματός του.

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    16/96

    Κουλτούρα στο γυμνό κορμί τηςή

    Οδηγός θερινής ανάγνωσης από παθόντα βιβλ ιοφάγο

    ΟΛΟΙ προσμένουμε το καλοκαίρι (ή σχεδόν  όλοι – υπάρχουν κι ανάποδοι άνθρωποένα που προτιμούν το χειμώνα) για τα πολύωρα ταξίδια και τις απολαύσεις το

    πάνια και την ηλιοθεραπεία (βλ. εγκαύματα δευτέρου βαθμού), τα αισχροκ

    βερνάκια, τα ξενύχτια (μετά ή άνευ αλκοολικής δηλητηριάσεως), τα εφήμερα γκομεν

    υ, και πάνω απ’ όλα, για τη δίκαια κερδισμένη –με κόπο, ιδρώτα, αίμα και φεσωμ

    στωτικές– ραστώνη του.

    Ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτές τις συγκινήσεις, πολλοί αδημονούν για την καλοκαιρινή

    εια διότι τους προσφέρει μια πολυτέλεια που δεν έχουν τον υπόλοιπο χρόνο,

    νηγούν το μεροκάματο όπως ο σκύλος την ουρά του: τη νωχελική ανάγνωση ή

    ιονισμένη καταβρόχθιση βιβλίων που μαζεύονταν στο κομοδίνο ή το ράφι, περιμένο

    ξεραμένα απ’ την αρμύρα δάχτυλα που θα τσακίσουν τις ράχες τους υπό τον ήλιο

    ληνικό, όστις εφώτισε τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Βαΐτση Αποστολάτο.

    Έτσι, τόσο ως άνθρωπος του (οινο)πνεύματος, όσο και ως κατά συρροήν και καθ

    λοκαιρινός αναγνώστης, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές ταπεινές συμβουλέ

    οτάσεις, βασισμένες σε προσωπικά μου χουνέρια.

    Ο πρώτος πειρασμός –που πρέπει πάση θυσία ν’ αποφεύγεται– είναι το υπερφιλό

    έδιο «ας εκμεταλλευτώ τις διακοπές για να διαβάσω τους κλασικούς, και να μη

    παλαμούτια σε συζητήσεις ότι έχω διαβάσει Προυστ και Τζόις, ενώ με πιάνει νύστα

    νο με το λήμμα της Wikipedia». Όχι. Τζιζ κακά. Οι «κλασικοί» είναι σαν την Ακρόπ

    έροχοι να τους βλέπεις, αλλά βαρείς κι ασήκωτοι. Όσο εύκολο και πιθανό είνα

    άρεις παραμάσχαλα μια Καρυάτιδα και μισό αέτωμα και να τα πας βόλτα στις Κυκλά

    λο τόσο είναι, την ώρα που ο φλοίσβος σε καλεί ηδυπαθώς και οι υπεριώδεις

    δίζουν το πετσί, να κάτσεις και να διαβάσεις στα σοβαρά τη Θεία Κωμωδία , τον

    χώτη, τον Μόμπι Ντικ   ή το Κόκκινο και το Μαύρο. Πάρτε το από μένα, που καίτοιει τα νιάτα μου με τα βιβλία ο φλώρος, η σχέση μου με τον Ντοστογιέφσκι κα

    αμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα απ’ αυτό ακριβώς το σφά

    ην πρώτη περίπτωση, επί τρία χρόνια πήγαινα διακοπές αποφασισμένος να διαβ

    υς Αδελφούς Καραμάζοφ και να ξεστραβωθώ. Αμ δε! Διότι λίγο η ντάλα του ήλιου, λί

    θαλμόλουτρο, λίγο η ψιλοκουβέντα και οι επαλείψεις αντηλιακού με δείκτη προστα

    κη Γαβαλά, στη σελίδα 100 είχα ξεχάσει ποιος αδελφός είναι ποιος –καθόσον, δε φ

    υ ’ναι πολλά τα αφιλότιμα, έχουν και χαϊδευτικά!– και πάνω που πήγαινα να βγ

    ρη, έμπαινε στην αφήγηση κι ο μπάσταρδος, οπότε ο λαϊκός, ημιμαθής εαυτός

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    17/96

    αφωνούσε: «Στη στεριά δε ζει το ψάρι!» και παρατούσα το τούβλο paperback πρ

    νω κομφετί απ’ τα νεύρα. Το αυτό και με τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς , που, κι ε

    όνια να μ’ άφηνες ολομόναχο στην παραλία, αυτό το γενεαλογικό δέντρο των κερατά

    ν Μπουενδία δε θα το μάθαινα ποτές.

    Σε πλαίσιο ανάλογου –και καθ’ όλα θεμιτού– εντυπωσιασμού (τουτέστιν, δεν είμαι

    ρμάρα λιμπιστερή σαν νουγκατίνα, αλλά διαθέτω και πνεύμα που γεμίζει

    παουλοντίβανα), μπορεί ν’ αποφασίσετε ότι, ακόμα κι αν ο Ουμπέρτο Έκο σας προ

    ρκοληψία και ο Μισέλ Ουελμπέκ τη διάθεση να χαστουκίσετε τον πλαϊνό σας λουόχρι να μπλαβιάσει η μούρη του, θα την πάρετε βόλτα την γκουμούτσα, έτσι για μόσ

    ανάσιμο σφάλμα. Θυμάμαι, πριν από κάμποσα χρόνια, Ιούλιο μήνα στη Χαλκιδική

    άω στο Γλαρόκαβο με τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας   του Καστορ

    μειωτέον, εγώ non-fiction δε διαβάζω ούτε στο χειρότερο εφιάλτη μου. Θέλω το βιβλ

    ει πλοκή και αρχή-μέση-τέλος. Ωστόσο, αράζω το κορμί μου το παράξενο σε

    πλώστρα, τσακίζω και τον Καστοριάδη στη μέση, να μοιάζει διαβασμένος, και

    κάλεπτο πάνω, την ώρα που γύρευα με μάτι γλαρό το λουκουματζή γιατί η κουλτ

    στω και στη θεωρία) μου ’χε ανοίξει την όρεξη, σκάει από δίπλα φοιτητής του Α-Που

    αι μήτε καν ευειδής– κι αρχίζει να μου λέει για τον Καντ και τον Χέγκελ και τον Μαρξ

    α καπάκια μού ξεφουρνίζει ότι είναι και μέλος φοιτητικής κομματικής οργάνωσης

    θυπο-Αριστεράς, απ’ αυτές που, όταν σταυρώσουν διψήφιο αριθμό μελών, αγορά

    μπάνια βουλγάρικη «Μαυροξίδοβα» και πλαστικά ποτηράκια, και το καίνε ακούγοντα

    Comandante Che Guevara» λούπα. Στο τέλος, δίχως καν ν’ απολογηθώ, σηκώθ

    χτίρισα σιωπηλά τον Καστοριάδη και τη γυαλιστερή του καράφλα, κι όρμησα στα γα

    ρά όπως οι Μύριοι όταν αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο.greekleech.info

    Μια ασφαλής επιλογή που εγγυάται τόσο την προσωπική σας τέρψη, όσο κα

    νωνικοποίηση μεταξύ ηλιοψημένων αναγνωστών, είναι τα εκάστοτε μπεστ σέλερ,

    ν Φίλιπ Ροθ, με τους παππούδες που κατουριούνται πάνω τους και φοράνε πά

    στόσο έχουν μονίμως το νου τους στο σαψαλοπήδημα, και τον Ίρβιν Γιάλομ, που είνα

    ο σαν τζάμπα ντιβάνι, ρομάντζα με βουρδούλακες (τα γαμάτα της Σαρλίν Χάρις

    ue Blood  – και τ’ άλλα τα ξενέρωτα όπου τα βαμπίρια δεν πηδιώνται διότι η συγγρα

    αι Μορμόνα φανατικιά, κι άμα της πεις «ψωλή» λιγοθυμάει) μέχρι τις πρωθιέρειες

    γοτεχνικού γυναικουλισμού (Ντανιέλ Στιλ, Μάριαν Κιζ) και τις ημεδαπές μπ

    λερούδες, που, όταν οι ψωμόλυσσες της κουλτούρας σαν και του λόγου μου βλέπου

    ωλήσεις τους, αυξάνουμε απευθείας δόση στο αντικαταθλιπτικό. Και φυσικά, υπντα η πανάκεια της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπου, έτσι και συννεφιάσει και π

    μιά βροχή κι εγκλωβιστείτε με το έτερον ήμισυ σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο μεγέ

    μπινέ, αντί ν’ αλληλοστραγγαλιστείτε με τ’ άντερά σας, την πέφτετε στο κρεβάτι, πιά

    α Ρουθ Ρέντελ ή μια Π. Ντ. Τζέιμς και χορταίνετε σασπένς, αρρώστια, φονικό

    ριπέτεια.

    Κλείνοντας, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σε δύο ζητήματα αμιγώς πρακτικ

    οία, ωστόσο, αν παραβλεφθούν, μπορεί να οδηγήσουν σε μίνι τραγωδίες. Πρώτον

    χρώμα των σελίδων του βιβλίου είναι άσπρο ξέξασπρο, φροντίστε να μην το βαρ

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    18/96

    τηλιά ακόμα κι αν φοράτε γυαλιά ηλίου – θυμάμαι να βάζω σελιδοδείκτη στον Υπ

    σμο  του θεού ΝτεΛίλο έπειτα από δίωρο λαίμαργης ανάγνωσης, και ξαφνικά

    απιστώνω ότι έχω τυφλωθεί, ενώ η αυξημένη μου ακοή βομβαρδίζεται αλύπητα απ

    έρια Ψηλά» του Χατζηγιάννη (τραγούδι που θεωρώ ως μία εκ των επτά σφραγίδων

    ποκάλυψης).

    Τέλος, η βολική αλλά όχι πάντοτε ακίνδυνη συνήθεια της βιβλιοφιλικής βυζοκαλύπτ

    α τις φίλες αναγνώστριες που βρίσκονται σε παραλία γυμνιστών, κι όπως τις πιά

    άγκλα απ’ το διάβασμα και το κυματάκι και το αγέρι, την πέφτουν ανάσκελα στον ήλιεπάζουν τα πλούσια ελέη τους με το βιβλίο (που λειτουργεί, συνειδητά ή ασυναίσθ

    ως δόλωμα – λόγου χάρη, Θες να μάθεις τι κρύβει η τελευταία συλλογή της Κ

    μουλά εκτός από τα γνωστά ποιητικά λογοπαίγνια ;  ή Θες να δεις δύο απ’ τα χα

    μβολα του Νταν Μπράουν ;) Το ζητούμενο είναι να μη σας πιάσει ύπνος βαθύς, ό

    ε συμβεί με μια κολλητή μου, που ’χε στήθια άσπρα σαν τα γάλατα –έστω κι αν

    ρότρυνε κανέναν να της τα χαρχαλέψει–, κι όπως διάβαζε το τελευταίο ογκώδες πόν

    ς κυρίας Μαντά, αποκοιμήθηκε, με το βιβλίο επί των μαστών. Και καθώς ήταν α

    σημεράκι, και δεν είχε κι ομπρέλα η καψερή, ήρθε ο ήλιος ο ηλιάτορας και την έκκινη σαν ορνιθόκωλο, με μια και μόνο τραγική εξαίρεση, την οποία διαπίστ

    πνώντας κι αλαλάζοντας: ένα παραλληλόγραμμο απόλυτης λευκότητας που πλαισίω

    μεδάκια της, λες και ετοιμάζονταν να δώσουν παράσταση με το Άσπρο Βυζοθέατρο

    ράγας.

    Αυτά τα ολίγα προς ώρας, φίλοι μου βιβλιοφάγοι. Α, κι αν τύχει στα φετινά σας τα

    πέσετε πάνω σε συγγραφέα της αρεσκείας σας, πιάστε του την κουβέντα

    χταρίστε το Εγώ του, όσο κι αν κάνει τον δύσκολο. Διότι είμαστε οι πλέον άσ

    άσημοι και ζούμε για τέτοιες στιγμές όπως οι φυσιολογικοί άνθρωποι (που απολαμβά

    λογοτεχνία χωρίς να θέλουν ψυχαναγκαστικά ν’ αφήσουν την κουτσουλιά τους στο σ

    ς σώμα) ζούνε για το τρυφερό χάδι της αυγουστιάτικης θάλασσας...

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    19/96

    Κρουαζιέρα δε θα σε πάωΜΙΚΡΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

    ΚΑΤ’ αρχάς, ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή ότι η αφραγκία δεν είναι ντροπή – ις μέρες μας. Όταν χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του κοτζάμου κράτος, εμείς με τις

    ψωροκαρτούλες σε πέντ’ έξι τράπεζες (και ύστερα από πέντ’ έξι μεταφορές υπολοί

    ντραπούμε;

    Ωστόσο, ως κάτοικοι μιας χώρας που ’χει πιο πολύ γαλάζιο κι απ’ την ντουλάπα

    τώνη Σαμαρά, η σκέψη να περάσουμε το καλοκαίρι χωρίς διακοπές είναι λ

    ταθλιπτική και γεννά έντονα αισθήματα μειονεξίας – ακόμα κι όταν τα οικονομικά

    αι τόσο τραγικά, ώστε ο μόνος τρόπος να παραθερίσουμε είναι ν’ αρχίσουμε τις β

    αι, αλλά πού πας για βίζιτα άμα δεν είσαι μαυρισμένη/ος; και για να μαυρίσεις, θες λε για ηλιοθεραπεία είτε για σολάριουμ – φαύλος κύκλος δηλαδή) ή να πάμε στην Παν

    ς Τήνου και να ξαφρίσουμε τη χάρη Της απ’ τους Καρτιέδες και τσι Λαλαούνηδες, ο

    απόφασή μας να ξεκαλοκαιριάσουμε στο κλεινόν άστυ δείχνει σύνεση, σωφροσύν

    ριμότητα (και απελπισία – αλλά αυτή ξορκίζεται, όπως θα δούμε παρακάτω).

    Σε πρώτη φάση, ιδού μερικές καθ’ όλα πιστευτές δικαιολογίες, με τις οποίες μπορε

    ποκρούσετε την ερώτηση –αρθρωμένη με μια δόση φιλικού οίκτου– «Μα δε θα

    υθενά  φέτος;» Στην οποία περίπτωση, διαλέγετε και παίρνετε:

     ο εξοχικό μας πλημμύρισε». (Κι αν ερωτηθείτε: «Πόθεν έσχες το εξοχικό, μωρή ξεφτ

    υ βρομάει ο στόμας σου απ’ την πείνα;» επινοείτε μια βίλα ίσαμε τον κώλο της Τζέν

    πεζ σε κυριλάτο νησί –Κέρκυρα, Σύρο κ.ά.–, την οποία ωστόσο, μαζί με τα ε

    ρέμματα που την περιβάλλουν, έχετε εξ αδιαιρέτου με τα ξαδέρφια σας, που τυγχά

    ουτοκράτες και όχι free spirits όπως εσείς, κι ότι απλώς δε γουστάρετε τραβήγματ

    αχώνευτο πλουσιόσογό σας.)

     

    γάτα/ο σκύλος μου πρέπει να υποστεί σοβαρή επέμβαση, και δε μου πάει η καρδαφήσω μόνο του, το μανάρι μου». (Και προς ενίσχυση του μπαλαμουτιού, μπαίνετε σ

    λοζωικό site, αντιγράφετε μια φωτογραφία κακοπαθημένου ζωντανού με νοτισμ

    τάρες σαν της Σοφίας Λόρεν στο Γάμο αλά ιταλικά , και ραγίζετε καρδιές με

    ταπάρνηση και την ευαισθησία σας.)

     

    Έχει πλακώσει απίστευτη δουλειά στο γραφείο, και με το καλοκαιρινό μπόνους στη μ

    έφτομαι να το αφήσω για φθινόπωρο στο Παρίσι». (Κι όποιος σάς παίρνει τηλέφωνο

    τε απότομα: «Να σε πάρω σε πέντε;» και τον παίρνετε μετά μια ώρα, ξέπνοο

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    20/96

    τάκοποι απ’ την προσπάθεια να βολευτείτε στον καναπέ με το κουτί της πίτσας,

    ίει π’ ανάθεμά το!)

     

    Έχω πάρει όλη μου την άδεια Σεπτέμβρη». (Κι όταν έρθει ο Σεπτέμβρης ο τρυγ

    είνετε τηλέφωνα, μπλακμπέρια και λοιπά γκάτζετ, και βγαίνετε απ’ το σπίτι μόν

    ντήλα και μαύρο γυαλί, σαν την Γκρέτα Γκάρμπο στη σαββατιάτικη λαϊκή του Χεζόλα

    αθίας.)

     όταν με το καλό ξωμείνετε στην πρωτεύουσα σαν τον κούκο, ιδού μερικές διασκεδά

    απολαύσεις, που κάνουν τις Κυκλάδες να ωχριούν:

     

    ατράμι το αστικόν : Τραβάει η ψυχή σας μαύρισμα; Ξεχάστε παραλίες και ξαπλώστρε

    μεταλλευτείτε το φονικό αττικό ήλιο. Μόλις πάει δώδεκα, βάζετε τα λάδια και τα

    ς, και είτε ανεβαίνετε στην ταράτσα είτε βγαίνετε σουλάτσο σε οδική αρτηρία μες

    σημεριανή ντάλα – και σε μια δυο μέρες το πολύ, τα παλικάρια με τα ξυλόγλυπτα

    μού θα σας χαιρετάνε στη μητρική τους γλώσσα. Όσο για τα πόδια, εκεί να

    ύρισμα: Βγες ένα διωράκι βόλτα με πέδιλο, σανδάλι, παντόφλα ή γόβα ξώφτερνη, κ

    μάκα που ίπταται στον αέρα του κέντρου, μέχρι να γυρίσεις σπίτι, το πόδι έχει γίνε

    ύρο κι από κιλότα Σιτσιλιάνας χήρας.

     

    ρχαίο πνεύμα αθάνατο: Σε αντιδιαστολή με το οποίο, εμείς είμεθα θνητοί, οπότε καλό

    το προλάβουμε όσο ακόμα περπατάμε χωρίς πι. Αναρωτηθείτε: Πότε ήταν η τελευ

    ρά που ανεβήκατε στην Ακρόπολη; Έχετε πατήσει το πόδι σας στο Μουσείο

    ρόπολης; Χώρια η Πύλη τ’ Αδριανού και τα αριστουργήματα μεταξύ Πλάκας και Θησ

    ώ, για να καταλάβετε, οχτώ χρόνια ζω στα Εξάρχεια, κι ακόμα μια φορά δεν έχω

    ο Αρχαιολογικό Μουσείο ο απολίτιστος, λες και το ’χω τάμα. Επομένως, σπεύσ

    εταξύ άλλων, η πνευματική αυτή απόλαυση συνδυάζεται εξαιρετικά με την επόμενη.)

     

    ου γιου λάικ, μαμαζέλ, δι Γκρις ; Ανάμεσα στα μυριάδες ξανθωπά, τραγανά

    ξουαλικά διεκδικήσιμα ξενάκια του Βορρά, που κάθε καλοκαίρι εισρέουν στην Ελ

    ταμηδόν με σκοπό να λιαστούν μέχρι ν’ αλλάξουνε πετσί σαν τα φίδια, ορισμένα περ

    ρικές μέρες στην Αθήνα των τουριστικών οδηγών: τη μυθική πόλη του Κέκροπος

    ρικλέους, του Νικήτα Κακλαμάνη. Θα τα καταλάβετε απ’ το χαμένο, σαστισμένο βλέθώς πασχίζουν εις μάτην να συμβιβάσουν το χάρτη τους με τη ρυμοτομία γερμαν

    πρεσιονισμού (βλ. Το εργαστήριο του Δρος Καλιγκάρι ) του αθηναϊκού κέντρου. Τα

    ν ξέρουν ούτε σε ποιο ταβερνάκι να πάνε για «dolmadakia» και «koutsomoura», μήτ

    ύ να βγουν το βράδυ για να πιούνε την μπόμπα τους. Οπότε, ως γνήσιοι απόγονο

    νίου Διός, προσφερθείτε να τα γυρίσετε στα must της πόλης, μεταξύ των οποίων (α

    πείσετε ότι ο γαμηστρώνας στον οποίο έχουν κλείσει δωμάτιο είναι τίγκα στη μουνόψ

    στις κρυμμένες βιντεοκάμερες) και το φιλόξενο σπιτικό σας. Κι αν τυχόν μένετ

    ιυπόγειο με μαγευτική θέα σε ακάλυπτο, πείτε τους ότι είστε εικαστικός, κι ότι αυτό

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    21/96

    έπουν στην απλώστρα απέναντι δεν είναι οι σουτιέδες της γειτόνισσας, αλλά το τελε

    ς installation, με τίτλο: «Αστικό Τοπίο 17: “Τέρμα στο γάριασμα!”»

     

    από μπάνιο τι κάνουμε ; Αν είστε λοιπόν σαν το δελφινοκόριτσο και χωρίς τσαλαβ

    ραζώνει το «είναι» σας, υπάρχουν λύσεις – ακόμα κι αν δεν παίζει όχημα για ημερή

    ποδράσεις σε κοντινές παραλίες. Μία είναι να γραφτείτε στον Πανελλήνιο, στην πισι

    υ οποίου έχω πολλάκις αράξει την κορμάρα μου τη βιοδιασπώμενη. Αν πάλι θέλετ

    νετε στον εαυτό σας ένα πολυτελές δώρο, πάτε όπως είστε στο Χίλτον, με ρολόι μαlgari (που το ’φτιαξαν οι Βούλγαροι) και τους Financial Times  (αυτή την εφημερίδ

    μόν που ένα διαβάζεις και δέκα δεν καταλαβαίνεις;), σκάτε το εισιτήριο κι αράζετε

    ους τρισκατάρατους προνομιούχους αυτού του άτιμου ντουνιά, πλάθοντας φαντασιώ

    α άρτι χωρισμένους γιάπηδες που ψάχνουν να βρουν το μελαμψό κορμί των ονε

    υς. Μόνο να θυμάστε ότι στο Galaxy δεν μπαίνεις με βερμούδα (το μωρό μου πέρσ

    αγκαστεί να φορέσει λετσοσαλβάρι δικό μου, που του ’πεφτε και κοντό, και ήτα

    αβρί μου σαν κομπάρσος σε παράσταση των Αθλίων ).

     

    άμε μια βόλτα στο σουπερμάρκετ : Picture this: Καθημερινή. Άδειοι δρόμοι. Τα με

    υπερμάρκετ σχεδόν έρημα – οι πάγκοι με τα τυριά και τ’ αλλαντικά στη διάθεσή

    γκάρετε το καρότσι με άνεση, πληρώνετε τσακ μπαμ στο άδειο ταμείο, γυρνάτε

    ωρίς μποτιλιάρισμα και με δεκάδες θέσεις πάρκινγκ, μαγειρεύετε οργιαστικό ντινέ κ

    ταναλώνετε στο πρωτοφανώς ήσυχο μπαλκόνι σας – κι αφήστε τους άλλους

    ηρώνουν δώδεκα ευρώ τη φάβα επειδή στο συγκεκριμένο νησιωτικό κωλοπιασάδικο

    πό τρία χρόνια η Μαντόνα έπαθε κόψιμο απ’ το πολύ σφίξε-σφίξε το μούσκουλο.

     

    α βρω να κάτσω, θα σου κάτσω: Υπάρχουν, το λοιπόν, πλείστα μπαράκια με εξαιρ

    εκόρ, φτηνά ποτά κι ωραία μουσική, όπου ωστόσο, ένεκα του ότι έχω πατήσει τα τρ

    ο, όταν το μαγαζί είναι φίσκα και δεν έχεις χώρο μήτε να κλάσεις, έπειτα από ένα

    ένα τέταρτο ορθοστασίας αρχίζω να νιώθω σαν τον Συμεών το Στυλίτη, αισθάνομα

    ρσό και την αιμορροΐδα να ετοιμάζουν κάθοδο, και μου ’ρχεται να στρέψω το πρόσ

    α ουράνια (ή, έστω, στο ταβάνι του μπαρ) και ν’ αναφωνήσω: «Κύριε, Κύριε, στο

    υ Παραδείσου / θα ’χει καμιά μπερζέρα να καθίσου;» Αλλά το καλοκαιράκι, πο

    ούραστα εικοσάχρονα φεύγουν προς πάσαν κατεύθυνση και τα μπαρ

    σοαδειάζουν, πηγαίνεις, κάθεσαι σαν κύριος κι απολαμβάνεις τα ποτά σου με τα μερ

    ρατεύουν στο σκαμπό.

     

    ού ’ναι, πού ’ναι η ποδηλάτισσα;  Όσοι και όσες από εσάς βολτάρετε με ποδήλατ

    α είστε βιονικοί (διότι έτσι ανέβα-να-φιλήσεις/κατέβα-να-γαμήσεις που ’ναι η Αθήνα μ

    ηφοριές-κατηφοριές, μια υπερδύναμη την έχετε οπωσδήποτε), τους ήσυχους θερι

    νες μπορείτε ν’ απολαύσετε το χούι σας δίχως τον τρόμο του κάφρου οδηγού ο οπ

    ωρώντας ότι ο δρόμος –μεταξύ πολλών άλλων– του ανήκει αποκλειστικά, είναι ικανό

    ς βάλει στο σημάδι σαν να παίζει βελάκια.

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    22/96

     

    γγήξτε ελεύθερα : Διότι το καλοκαίρι η κωλόγρια γειτόνισσα που ’χει θάψει άν

    ιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και θανατικό δε χόρτασε, κι όλο γκρινιάζει και κλαίγετα

    ποτα δεν παθαίνει, μπορεί να φύγει με γκρουπάκι για λουτρά σε παραθαλά

    κροταφείο ελεφάντων, οπότε κι εσείς μπορείτε με την ησυχία σας να κανονίζεστε

    ρα και όσο μεγαλόφωνα γουστάρετε, ενώ οι πιο μοναχικοί έχουν τη δυνατότη

    πολαύσουν το απαγορευμένο «Μήτρος ο γιδοβάτης, Part 2: Χαμός στο χειμαδιό» χ

    οχές και με τσίτα τα ντεσιμπέλ.  

    ρώμενα δρόμου : Το καλοκαίρι, με το που σφίγγουν οι ζέστες, οι τρελοί (όπως ο γράφ

    ποτρελαίνονται. Για παράδειγμα, προ διετίας, την ώρα που αράζουμε με την κουμπ

    ην πλατεία και πίνουμε ήσυχα ήσυχα τον απογευματινό μας φρέντο, μια ακρίδα κ

    ν αυτές που περιγράφει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη, έρχεται και κάθεται στο μπα

    υ – οπότε κι εγώ σηκώνομαι κι αρχίζω, αλαλάζοντας, να χορεύω κάτι ανάμεσα

    eakdance και πυρρίχιο, με τους πέριξ θαμώνες να κατουριούνται και να τους βγαί

    φές απ’ τη μύτη. Και πάνω που κάθομαι και προσπαθώ να κατεβάσω τις σφίξειςν πάω αδιάβαστος απ’ το ταράκουλο, η πουτάνα η ακρίδα, που προφανώς το

    ταφχαριστηθεί το όλο χορευτικό, έρχεται και μου ξανακάθεται στο πόδι – και φτου κ

    ν αρχή, μέχρι που οι μαύροι με τα σιντιά άρχισαν να με κοιτάζουν με επαγγελμ

    διαφέρον, για τυχόν συνεργασία του τύπου «βάζω τη μουσική και την ακρίδα, βάζε

    ρό;»

     

    αράλληλα με όλα τα παραπάνω, επειδή δεν υπάρχει άνθρωπος άτρωτος στη φθο

    ιρεκακία, μπορείτε να φαντασιώνεστε ότι όλοι εκείνοι που σας έτριψαν τα γα

    λοκαιρινά τους σχέδια στα μούτρα βρίσκονται εγκλωβισμένοι λόγω κακοκαιρίας

    κροσκοπικά τους ενοικιαζόμενα δωμάτια και τρώνε τα σπλάχνα τους στον καβγά – χ

    υ, όταν θα γυρίσουν και θα σκάσουν οι λογαριασμοί των πιστωτικών και θα κλαίνε

    χειμώνα με δάκρυ κορόμηλο, εσείς, εγκρατείς κι ενάρετοι σαν τον μέρμηγκα του μύ

    τους χτυπάτε στοργικά στην πλάτη...

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    23/96

    Το σινεμαδάκι το ξεσκέπαστο

    ΩΣ φταίει ότι γεννήθηκα μια χιονισμένη νύχτα του Γενάρη, αιγοκεράκι τεσσεράμισι κ

    επιστημονική ονομασία είναι δαμάλι  (όταν η μάνα μου μ’ έβγαζε εξίμισι μηνών μ

    ρότσι, οι κυρίες με βλέπανε και λέγανε: «Καλέ, τριώ χρονώ παιδί κι ακόμα

    ρπατήσει;»). Ίσως φταίει ότι, εξαιτίας κάποιου τρισκατάρατου γονιδίου, με το

    άνουν οι πρώτες ζέστες αρχίζω να ιδροκοπάω σαν τη γαϊδούρα στη γέννα. Ίσως πά

    αι το πάντοτε ακανθώδες θέμα της αναίτιας κι εξοργιστικής επίδειξης κοιλια

    ουτιαίων, δικεφάλων και ενδομητρίων, που κυριεύει τους καλλίγραμμους ανθρώπου

    θέρος, κάνοντας εμάς τους κάπως αγύμναστους να νιώθουμε σαν ξεβρασμένες ό

    αι δεν είναι να πεις ότι δεν το προσπάθησα. Τρεις φορές έχω γραφτεί σε γυμναστ

    τις τρεις το παράτησα στον πρώτο μήνα, αφού κάθε πρωί πάσχιζα να βρω δικαιολ

    α να κάνω κοπάνα – λόγου χάρη, πρέπει να πάω στον «Βασιλόπουλο» στο Φάρο γ

    ρω στίλτον, το ωροσκόπιό μου συνιστά ξεκούραση, με πονάνε οι ωοθήκες μου

    λος, μπορεί να φταίει απλώς ότι τρώγομαι με τα ρούχα μου (κι ας είναι χαχόλικα

    πως το θέτει ο σοφός λαός, «ο κόσμος είναι απλόχωρος και ο Κορτώ στενόχωρος».

    Ωστόσο, στο παρόν παραλήρημα σκοπεύω να μιλήσω με λόγια γλυκά σαν κουρκουμ

    αυτό το υπέροχο πράγμα που λέγεται θερινό σινεμά, που η αναφορά του και

    πνά στους ανθρώπους αισθήματα νοσταλγίας (και στα κουνούπια αισθή

    κωμάρας).Διότι ποιος (εξόν από τους βόρειους λαούς, που, άμα φκιάνανε θερινά σινεμά, εκ

    υς βρίσκανε οι παλαιοντολόγοι του μέλλοντος, κάγκελο μες στον πάγο και με τη μη

    παίζει λούπα τη «Σιωπή» του Μπέργκμαν – εκεί να δεις απορία οι παλαιοντολόγοι

    ει τρυφερές, ευφορικές αναμνήσεις καλοκαιριών σε χωριά, νησιά, κάμπους

    ρφοβούνια, όπου, μόλις έπεφτε το βραδάκι και τα τριζόνια πιάνανε το μονότονο τραγ

    υς, ο κόσμος μαζευόταν για ν’ απολαύσει, με σπόρια, στραγάλια, σταφίδες, χαρο

    κόλλυβο, τη μαγεία της έβδομης τέχνης;

    Θυμάμαι, παιδάκι στο «Πολύχρονο», να βλέπω τον Ιντιάνα Τζόουνς, τον Σβαρτζενέτον ΝτεΒίτο στους «Δίδυμους», τη θεά Μπέτυ Μίντλερ στο «Big Business», την απε

    υλιάρα Καθλίν Τέρνερ στον «Πόλεμο των Ρόουζ» (ιδανική ταινία για παιδάκια πο

    νείς τους ανταλλάσσουν πυρά –όχι πάντα μεταφορικά– κάθε μέρα), τον «Ρό

    μπιτ», τον «Εξολοθρευτή» και τα άπαντα του Στάθη Ψάλτη, υπό τον έναστρο ουρανό

    σσάνδρας.

    Μολαταύτα, ως άνθρωπος εκ φύσεως γκρινιάρης και παράξενος, θα ήθελα να μοιρα

    ζί σας μερικές όχι και τόσο ειδυλλιακές εμπειρίες θερινής σινεφιλίας, οι οποίες

    νδυασμό με το μίσος μου για το καλοκαίρι και το θαύμα που λέγεται γρήγορο Ίντε

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    24/96

    ουν συντελέσει στην πολυετή αποχή μου απ’ αυτές τις τόσο θελκτικές νησίδες πολιτισ

    ανοχής (και αναφέρομαι στο τσιγάρο, που μόνο σε υπαίθριο σινεμά μπορε

    πολαύσεις). Για λόγους ευπρέπειας και αποφυγή μηνύσεων, δε θα χρησιμοποιήσ

    αγματικά ονόματα των κινηματογράφων. Ιδού εγώ, λοιπόν.

     

    νέ «Ελονοσία»: Ιούλιος στη Σαλονίκη. Θερινό σινεμά στην παραλία της Νέας Κρ

    οτιάς, και το σκατό του Θερμαϊκού να εξαερούται, και κάθε τόσο ν’ αναρωτιέσαι: Π

    ύστης την αμόλησε πάλι; Η ταινία, το «Crash» του Κρόνενμπεργκ – ομολογουμένωςι πιο αλαφρύ για καλοκαιρινή έξοδο, μα τότε ακόμα ήμουν σινεφίλ της βα

    υλτούρας και πίστευα ότι, αν δεν υπέφερα σαν τον Κύριο στο σταυρό (βλ. πρ

    ασμπίντερ, Αντονιόνι, Ρομέρ κ.ά.), ήμουν ένα ακαλλιέργητο μηδενικό. Βρήκα το «Cr

    αιρετικό – αλλά για πρώτη φορά το είδα ύστερα από χρόνια, σε DVD, διότι το μο

    είνο βράδυ, με το που χαμηλώσανε τα φώτα κι άρχισε η ταινία, ένα σμήνος κουνου

    ν πληγή του Φαραώ (από καθαρή κωλοφαρδία δεν πέθαναν κι όλοι οι πρωτότοκο

    ην Καλαμαριά) κατέπεσε πάνω μας με λύσσα, και ιδίως σ’ εμένα που, με τις τροφα

    υ γάμπες και το αίμα μου γλυκό σαν σιρόπι τριαντάφυλλο απ’ τα μαλεμπιά του «Χα

    υ κατέβαζα δέκα δέκα, πρέπει να φάνταζα στα λαίμαργα μάτια τους σαν το σπίτ

    γισσας στο Χάνσελ και Γκρέτελ. Η μόνη μου ευχή είναι πολλά από δαύτα να πέθ

    ιτόπου από υπεργλυκαιμικό κώμα, διότι με ξεσκίσανε τα πούστικα. Όταν γύρισα σπ

    να με ρώτησε: «Πώς ήταν η ταινία;», έπειτα μου είπε: «Σαν πιο παχύ σε βλ

    πόψε», και τέλος, διακρίνοντας ότι η κορμάρα μου η πολύτιμη είχε σπυριά ίσαμε

    ογιοκομμένων, έβαλε κραυγή κι έτρεξε να φέρει αμμωνία, αντιισταμινικά, κορτιζονο

    οιφές και τις ευχές του αγίου Κυπριανού. Μέχρι και σήμερα, όποτε βλέπω τη Ρ

    κέτ ή τον Ελίας Κοτέας, με πιάνει αυτομάτως φαγούρα.

     

    νέ «Γιατί, καλέ γειτόνισσα;»: Επειδή τότενες δεν είχαμε Ίντερνετ και Γουϊκιπίντιες, μες

    τακαλόκαιρο με την κολλητή, αντί να πάμε για κάνα κοκτέιλ (ή δέκα) να ξαλεγράρο

    ποφασίζουμε να δούμε το «Τζουντ ο αφανής» – που, αν ξέραμε το στόρι, ακόμ

    έχαμε. Ο δε σινεμάς ήταν εξίσου ψυχοπλακωτικός με το «έργο» (όπως λέγοντ

    βαρές ταινίες): ένας μακρόστενος ακάλυπτος ανάμεσα σε τρεις εξαώρ

    λυκατοικίες, με οθόνη μεγέθους μονού κατωσέντονου –σαν να βρίσκεσαι σε μπετονι

    με καθίσματα αντιστοίχως εχθρικά προς τα εύσαρκα μεριά. Καθόμαστε λοιπόν ν

    ύμε το στενόχωρο, όταν ξαφνικά κάτι αρχίζει να μας αποσπά την προσοχή απ’

    ουντ και την αφάνειά του: ένα σμάρι γάτες, οι οποίες, έχοντας στη διάθεσή τους δέν

    παλκόνια, καρέκλες, τοίχους, και δε συμμαζεύεται, το ’χαν κάνει παιδική χαρά το θε

    νεμά, έτσι που πάνω που ’βλεπες τη λυπημένη μούρη του Κρίστοφερ Έκλεστον (που

    ντιακά είναι ο αόριστος του «κλάνω»), ξάφνου την εξήντα τρία νούμερο μυτόγκα το

    έπαζε η σκιά γατιού που ’χε κάνει σάλτο μορτάλε απ’ την ταράτσα, καθόσον φαί

    ε πάρει χαμπάρι τη μαυροψυχιά της ταινίας, και λέγοντας από μέσα του: Γλυκιά η

    ο θάνατος μαυρίλα , έπεφτε στο κενό. Το δε φιλοθεάμον κοινό, ένεκα που η ταινία

    ο μαύρη και βαρετή κι απ’ την ντουλάπα του Ζορό, είχε αρχίσει να κάνει χάζ

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    25/96

    λουροειδή. Και ξάφνου, πάνω που αναρωτιόμουν πώς δεν παραφρονούν οι πέριξ έν

    τον καθημερινό σαματά του σινεμά, εξέρχεται στο μπαλκόνι του πέμπτου κυρ

    μπάκι και μπικουτιά, και σκύβοντας ουρλιάζει: «Μωρή πουτάνα; Πόσες φορές σου

    ι να μην τα ταΐζεις τα κωλόγατα; Μέχρι στο κρεβάτι μου τα βρίσκω!» Οπότε βγαίνει

    τόνισσα του τέταρτου, στιβαρή και με δυο γατιά στην αγκαλιά, κι αντιγκαρίζει: «Δε λ

    χαριστώ που βρίσκεις κάτι στο κρεβάτι σου; Λάμια, ε λάμια!» «Μωρή θα σ’ τα φολ

    βρομόγατα, κι εσένα μαζί!» «Οι γάτες σε πείραξαν! Δεν κοιτάς τα χαΐρια του άντρα

    υ ξέρει όλο το Πολεμικό Ναυτικό με τα μικρά τους;» Η μαγευτική αυτή στιχομνεχίστηκε σχεδόν μέχρι το τέλος της ταινίας, επιβεβαιώνοντας την άποψή μου ότ

    λλές περιπτώσεις, η ζωή υπερτερεί σαφώς της τέχνης.

     

    νέ «Εγώ τον Νίο τον έχω χεσμένο»: Επειδής, όπως και σε πολύ κόσμο, το π

    Matrix» με είχε υπεραρέσει, όταν βγήκε το σίκουελ το καλοκαίρι του δε-θυμάμαι-

    είξτε επιείκεια – εδώ κάθε πρωί μού παίρνει δυο τρία λεπτά να συνειδητοποιήσω

    ρα, τη μέρα και το μήνα), έσπευσα σε θερινό σινεμά της πρωτεύουσας να το

    στόσο, από το πρώτο κιόλας μισάωρο, ήταν προφανές πως η ταινία ήταν αρπαχτή

    ρατά και φέσι επικών διαστάσεων, κι ότι η Μόνικα Μπελούτσι έπαιζε ως γκεστ σταρ

    ζοπύραυλών της. Τότε ήταν που την ήδη διασπασμένη μου προσοχή τράβηξε

    λκτική μυρωδιά κρεατίλας φτιαγμένης με έξι οκάδες μπαχάρια και αλεσμένες οπ

    ρές, κέρατα και φρονιμίτες: τουτέστιν, χοτ ντογκ. Και παρότι οι υπόλοιποι θαμ

    οιαζαν να σνομπάρουν την κάπως λερή καντίνα του σινεμά, εγώ σηκώθηκα, άφησα

    ο να πηδάει από νταλίκα σε νταλίκα και καταβρόχθισα στο όρθιο δύο χοτ ντό

    άσητα. Κανονικά, κρίνοντας απ’ το πένθος στα νύχια του καντινιέρη κι απ’ το γεγονό

    λουκάνικα ήταν χρώματος πεθαμενί, θα ’πρεπε να το ’χα σκεφτεί πιο σοβαρά πρ

    σω στο σαβούρωμα, αλλά έτσι είναι ο αδηφάγος ο άνθρωπος, του λες «σαλμονέλ

    λω;» κι αυτός σου απαντά «ναι, αλλά όχι τσιγκουνιές». Και καθόσον η ταινία, κρίνο

    πό φευγαλέες ματιές, πήγαινε απ’ το τραγικό στο τραγικότερο, λέω δε γαμιέται, ας

    λα δυο χοτ ντογκ να στυλωθώ. Τώρα τι διάολο είχαν μέσα αυτά τα ακατονόμα

    υκάνικα, ιδέα δεν έχω. Πτωμαΐνες, αμίαντο, τσίνορα από δράκο του Κομόντο; Το θ

    αι πως πριν περάσει τέταρτο, και πάνω που απολάμβανα το τσιγαράκι μου κα

    πιρίτσα μου, αίφνης νιώθω τα σωθικά μου ν’ αναδεύονται σαν να ’χα καταπιεί το Άλιε

    επέκειτο καισαρική χωρίς αναισθησία. Ευτυχώς, είχα παρκάρει κοντά στο σινεμ

    τυχώς, οι δρόμοι μέχρι το Μετς, όπου τσαντίριαζα τότες, ήταν έρημοι, κι ευτυχώειδί μπήκε με τη μία στην κλειδαριά. Μου πήρε δύο χρόνια να ξαναεμπιστευτώ λουκ

    αι πλέον τα τρώω μόνο στο σπίτι, για να ’χω τον απόπατο εύκαιρο), κι όταν είδα το

    Matrix», το ’δα σε DVD, επί του καναπέ, έχοντας ανά χείρας τσάι, στυφά μήλα κ

    όντιουμ για παν ενδεχόμενο.greekleech.info

     

    νέ «Τα γραΐδια» : Θερινό στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, προ ετών. Προβολή στο πλ

    ιερώματος τύπου «Από την πλήξη στην αυτοκτονία μέσα σε μόλις δύο ώρες», κι έχ

    ει με την κολλητή να ξαναδούμε το «Θάνατο στη Βενετία», για να διαπιστώσουμε αν

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    26/96

    έσει ακόμα ή αν πρέπει να πάψουμε να λέμε φριχτά ψέματα ότι λατρεύουμε τον Βισ

    να πορευθούμε στην οδόν της αληθείας, ομολογώντας ότι προτιμάμε τη μεξικά

    πουνόπερα «Η Μαρία της γειτονιάς». Ωστόσο, η δεύτερη αυτή θέαση απέβη εμπ

    ήστου μνήμης, καθώς μπροστά μας ακριβώς ήταν καθισμένες δύο γραίες με λο

    λλί κάσκα, οι οποίες ένας Θεός ξέρει πώς είχαν ξεστρατίσει ως εκεί (εκτός

    ρισκόμενες κοντά στο μοιραίο, έκαναν ένα είδος τουριστικής έρευνας, λόγου χάρ

    θάνω καλύτερα στο δυάρι μου και να με βρουν απ’ την μπόχα ή να τα κακαρώσω

    αμένα Βούρλα εν ώρα ηλιοθεραπείας και ν’ αφήσω κουφάρι χρώματος μπρταλλικού;) Το θέμα είναι πως, με το που σκάει μύτη ο Τάτζιο κι ο Άσενμπαχ αρχίζ

    ν λιγουρεύεται, το «Ντούο Ακράτεια» σκανδαλίστηκε ως εκεί που δεν παίρνει, κι έπ

    καρισμένη κουβέντα, μεγαλόφωνη λόγω βαρηκοΐας: «Καλέ, αγόρι είν’ τούτο;» «

    ριε, τέτοιος ωραίος άντρας και είναι από εκείνους ;» «Μαρή, μην είναι κορίτσι;

    λλί». «Καλέ, δε βλέπεις που δεν έχει στήθια; Πα πα πα, κολάστηκα η χριστιανή!»

    βιολί (μακράν πιο γαργαλιστικό απ’ την ταινία) κράτησε μέχρι το τέλος, οπότε και η

    των δύο γιαγιάδων μάς χάρισε ατάκα-παρακαταθήκη για την αιωνιότητα. Ήταν η σ

    ου ο Άσενμπαχ αρχίζει ν’ αγγελοκρούεται απ’ τη χολέρα και του τρέχουν οι μάσκ

    τα στουπέτσια που ’ναι πασαλειμμένος, και πονά και σφαδάζει, οπότε η θεά γριέ

    ει μεγαλόφωνα: «Αμ, τι τις ήθελες τις φράουλες, καψερέ; Δεν έτρωγες κ

    πανακόπιτα καλύτερα;» Τα λόγια είναι περιττά.

     

    χω κι άλλες τέτοιες ιστορίες, ακόμα πιο σκαμπρόζικες – απλώς δε θέλω να εκθ

    σμο (ή μάλλον τον εαυτό μου, περισσότερο απ’ όσο τον έχω ήδη εκθέσει) αφηγούμ

    ποτυχημένο χαμούρεμα ενώ βλέπω (και καλά!) τη «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή», με τρ

    ηβαίου να σκαλώνουν στο φερμουάρ και τις κραυγές μου να ξυπνούν όλους τους β

    μισμένους θεατές, ή το νεανικό μου τραύμα στο «Μπλε» του Κισλόφσκι, όταν η άγν

    πλανή μου, εμπνευσμένη απ’ την ερωτική νεκρανάσταση της Ζιλιέτ Μπινός, αποφά

    είχε έρθει η ώρα να με κάνει άντρα και μου τον έπιασε πάνω που ’πεφτε ο «Ύμνο

    ν ενωμένη Ευρώπη», κι έκτοτε κάθε φορά που ακούω Πράισνερ κάθομαι αυτομ

    αυροπόδι.

    Διότι αυτό που θέλω να σας μεταδώσω ιστορώντας τα πάθη μου είναι το μονα

    σθημα και η μοναδική εμπειρία του θερινού σινεμά – μοναδικά κι ανεπανάληπτα σα

    ωτα, το ελληνικό καλοκαίρι, και τον παππού στην άκρη της σειράς που, στη μέση

    άνιμπαλ», αποφάσισε να κολάσει την Κλαρίς και πέταξε όξω το μαραμένο του κλαρ

  • 8/20/2019 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΡΩΓΕ ΠΟΛΛΑ - AUGOUST KORTW.pdf

    27/96

    Ο μικρός γοργόνος

    ΘΥΜΑΜΑΙ, όταν ήμουν μικρό παιδί αμούστακο κι αθώο στις παραλίες της Χαλκιδικήθε τόσο έτρεχα στην καντίνα για Κόκα-Κόλα και Street Fighter, τους μεσόκοπ

    λληνες λάτρεις του ωραίου φύλου –με την καδένα να στραφταλίζει στη λυκότριχα

    πρη κάλ