Α Ρ Η Σ Α Λ Ε Ξ Α Ν ∆ Ρ Ο Υ · 3 ΑΓΟΝΟΣ ΓΡΑΜΜΗ (1952) Ολόκληρη...

of 28 /28
1 Α Ρ Η Σ Α Λ Ε Ξ Α Ν ∆ Ρ Ο Υ

Embed Size (px)

Transcript of Α Ρ Η Σ Α Λ Ε Ξ Α Ν ∆ Ρ Ο Υ · 3 ΑΓΟΝΟΣ ΓΡΑΜΜΗ (1952) Ολόκληρη...

  • 1

    Α Ρ Η Σ Α Λ Ε Ξ Α Ν ∆ Ρ Ο Υ

  • 2

    ΑΚΟΜΑ ΤΟΥΤΗ Η ΑΝΟΙΞΗ

    (1946)

    Χτες

    Η συγνεφιά των µατιών σου δε θα στενέψει τον ορίζοντα.

    Η πίκρα των άστρων δε θα µας κόψει τα γεφύρια.

    Εµείς

    οι σκληροί κι ατσαλένιοι

    εµείς που βαστάγαµε την τύχη µας στη σφιχτή γροθιά µας

    βλέπαµε µοναχά την περιπολία του ΕΛΑΣ

    κ’ είµασταν βέβαιοι

    είµασταν σίγουροι

    πως δεν µπορεί

    δε γίνεται -

    η νίκη θα ‘ναι δική µας.

    Κι αν τώρα φορές φορές βυθίζουµε το βλέµµα στην κλαµένη έρηµο

    αν οι σταγόνες της βροχής µετράνε τα κρυφά δάκρυά µας

    αν ξεσφίγγουµε τη γροθιά για να χαϊδέψουµε όσο γίνεται πιο

    απαλά ένα γνώριµο τοπείο που χάσαµε

    είναι που βάλαµε και πάλι τα οδοφράγµατα στην πορεία µας

    είναι που πήδηξε προχτές το είδωλο στο χώµα.

  • 3

    ΑΓΟΝΟΣ ΓΡΑΜΜΗ

    (1952)

    Ολόκληρη νύχτα

    Όπου να ‘ναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.

    Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.

    Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη µαρκίζα

    Γυµνό και ξεχασµένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.

    Κανείς. Ένα δηµοτικό φανάρι µουσκεύει µες στη νύστα σου.

    Πίσω απ’ τα σακιά µε το τσιµέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι

    Σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγµένα συρµατόσκοινα.

    Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.

    Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές

    Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου

    οι δρόµοι αποτραβιούνται σε άδειες κάµαρες

    και µόνο εκεί στο µαξιλάρι µένουνε

    ακόµα µένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

    Μια συνοδεία νοτισµένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνία της χαραυγής.

    Απίθωνα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.

    Ύστερα µας έπαιρνε το κύµα. Ταξιδεύαµε µαζί

    σαν µια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

    Ένα µικρό φεγγάρι σκαλωµένο µες στα σύννεφα

    ένα µικρό φεγγάρι σύννεφο.

  • 4

    Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού

    ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.

    Καληµέρα. Ένα µικρό φεγγάρι

    έσβηνε στη φωνή της.

    Έβλεπα τα χέρια µου και είταν µονάχα δυο

    µέτραγα τα µάτια µου και είταν µονάχα δυο

    µουλιάζουν τώρα µες στο καπέλο του ζητιάνου

    µονάχα δυο.

    Η στενογραφία της νεκρής ζώνης

    5

    Είπες πως δε θέλεις µήτε να νικήσεις

    Είπες πως δε σε νοιάζει

    τούτος ο ήλιος τρεις οργιές πιο πάνω απ’ το Λαύριο

    µήτε το χρώµα της σηµαίας

    κ’ η προσοχή

    κ’ η υποστολή

    κ’ οι φαντάροι που προσµένουν να αποδώσουν τις τιµές

    πυροβολώντας σε στην πλάτη.

    Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόµα

    Όποιος βρεθεί µε άλογο

    του µένει να τραβήξει για την ήττα

    καβαλάρης.

    (Άη - Στράτης, 1951)

  • 5

    Παράνοµο σηµείωµα

    Αλλ’ ύστερα α̟ό τους δυο ̟ολέµους η α̟αισιόδοξη στάση είναι ̟αντού

    στάση αντιδραστική.

    Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ

    Έχουµε στο µηνίγγι µια ραγισµατιά

    κ’ η µατιά µας προχωράει

    από πουλί σε φύλλο σαπισµένο

    σαν τεθλασµένη πυρετού:

    Κανονικώς εκτελεσθέντες τρεις πεντακόσιοι τέσσερις

    ξεσπιτωµένοι τόσοι

    χωρίς µαχαιροπίρουνα

    τόσοι µε κατασχεµένα τα κορδόνια

    τα ξουραφάκια

    µε κατασχεµένο το όνοµά τους.

    Είναι µια µικρή ραγισµατιά

    κ’ η ώρα δεν µας παίρνει

    να µας αγγίξει κάποτε σαν χάδι

    ένα φτερό αυτοκινήτου.

    Έτσι - µέσα στις πέτρες µέσα στα χαλάσµατα

    πάντα δίπλα στους καπνούς

    έτσι - µέσα στον χειµώνα στα κουρέλια του ίσκιου µας

    πάντα δίπλα στους πνιγµένους

    έτσι - µες στη νύχτα που πριονίζει όλη νύχτα

    τα ασηµένια δέντρα

    τον µολυβένιο ουρανό

    το χάρτινο φεγγάρι

    δίπλα στα ρινίσµατα µιας ψιλής βροχής

  • 6

    έχουµε µια ραγισµατιά.

    Η ώρα δεν µας παίρνει.

    Στήνουµε αυτί να ακούσουµε τα νέα

    και µας τα αρπάζουνε βαριά τραυµατισµένοι σε πρόχειρα φορεία.

    Κάνουµε να µετρήσουµε τα αστέρια

    και πέφτουν στα λιθόστρωτα σαν ανάποδες πινέζες.

    Με µια µικρή ραγισµατιά

    επιµένω και τραβάω µες στις λάσπες

    ξεριζώνοντας κάθε µου βήµα

    σαν ένα κούφιο δόντι.

    Ανασηκώνω τα πηγούνια των ανθρώπων

    για να αντιγράψω βιαστικά

    το φως που απόµεινε στις κόχες των µατιών τους

    και κρύβω το σηµείωµα

    στην καρδιά κατάσαρκα

    για να δουν στη νεκροψία

    πόσο λίγο ζήσαµε.

    Ποιητική

    1

    Αξίζει δεν αξίζει

    στέλνω τις εκθέσεις µου σε χώρες που δε γίνανε ακόµα

    προδίνω τις κινήσεις ενός ήλιου

    που πέφτει την αυγή δίπλα στις µάντρες

    επικυρώνοντας µε φως

    τις εκτελέσεις

  • 7

    2

    Η κάθε µου λέξη

    αν την αγγίξεις µε τη γλώσσα

    θυµίζει πικραµύγδαλο.

    Απ’ την κάθε µου λέξη

    λείπει ένα µεσηµέρι µε τα χέρια της µητέρας δίπλα στο ψωµί

    και το φως που έσταζε απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.

    3

    Η µόνη ξιφολόγχη µου

    είταν το κρυφοκοίταγµα του φεγγαριού απ’ τα σύννεφα.

    Ίσως γι’ αυτό δεν έγραψα ποτέ

    στίχους τελεσίδικους σαν άντερα χυµένα

    ίσως γι’ αυτό εγκαταλείπουν ένας-ένας τα χαρτιά µου

    και τους ακούω στις κουβέντες όσων δε µ’ έχουνε διαβάσει.

    (Άη-Στράτης, 1951)

    Ε̟ιστροφή

    Έτσι που γυρίσαµε

    γυαλίζουνε οι ράγιες στο σκοτάδι

    απ’ την πολλή σιωπή

    έτσι που γυρίσαµε

    βρήκαµε τους εισπράκτορες σφαγµένους

    και το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο

    θα µας περισσεύει

    και τα τέσσερα χρόνια

    γι’ αυτό που λέγαµε ζωή µας

    θα µας λείπουν

  • 8

    έτσι που γυρίσαµε κi οι δρόµοι προχωράνε

    τετραγωνίζοντας την άδεια πολιτεία

    σε πένθιµους φακέλους

    κι αυτός ο αστυφύλακας περνάει και χασµουριέται

    Θεέ µου! ας µίλαγε τουλάχιστον αυτός

    κι ας µου ζητούσε

    την ταυτότητά µου.

    Άννα

    1

    Όλο µιλάω για γραµµές επίπεδα και πέτρες

    για να µην τύχει και προσέξεις

    πόσο διστάζω να σε αγγίξω

    σαν τον κατάδικο που στέκει µες στη νύχτα

    διστάζοντας να βάλει το απολυτήριο στην τσέπη

    γιατί το ξέρει

    πως τόσο φως δε θα το αντέξει.

    2

    Είχα πάντα έτοιµο

    ένα µικρό µπουκάλι που θα ‘ριχνα στη θάλασσα.

    Βόρειο πλάτος - αλλάζει κάθε µέρα

    µεσηµβρινός - αλλάζει κάθε νύχτα

    στίγµα - οι χειροπέδες µου.

    ∆εν το ‘ριξα ποτέ.

    Φαίνεται πως πάντοτε υπήρχες.

    Όσο υπάρχεις

    ταξιδεύω.

  • 9

    3

    Θα σε βρω.

    Όπου πατάς

    πέφτουν πράσινα φύλλα.

    6

    Μαζί σου δε διστάζω να µιλήσω

    πιο σιγά κι από ένα δέντρο στο σκοτάδι.

    Μαζί σου η φωνή µου θα διακόψει τη σιωπή

    σαν την αγάπη που διακόπτει για µια νύχτα

    τη ζωή µας.

  • 10

    ΕΥΘΥΤΗΣ Ο∆ΩΝ

    (1959)

    Εισήγηση

    à la manière de Jdanov

    και κατά συνέπεια η ποίηση

    είναι µια υπόθεση αντικοινωνική.

    Πιστεύει σε λέξεις και ιδεογράµµατα

    και δεν βλέπει λόγου χάρη

    πως άλλο ένα δέντρο να ξαπλωθείς στον ίσκιο του

    κι άλλο το ίδιο δέντρο να πάρεις την ξυλεία του.

    Το πράγµα είναι σοβαρό: Κάτω από τα σχήµατα (δήθεν ποιητικά)

    κρύβεται το µαχαίρι που µας χτυπά πισώπλατα.

    Εξοµοιώνοντας τα πάντα

    παραβλέποντας συνθήκες χρόνο τόπο

    οι στιχοπλόκοι καταντούν να υποστηρίζουν

    πως τα κόκκαλα κι οι φλέβες

    βαραίνουνε το ίδιο στη ζωή του κάθε ανθρώπου

    επιµένουν να πιστεύουν πως µια πληγή κακοφορµίζει

    µε την ίδια ακριβώς αιτιοκρατία

    κι όταν την άνοιξαν οι σφαίρες

    των αγροτών του Κόκκινου Στρατού

    που χτύπησαν τους εργάτες διαδηλωτές του Βερολίνου

    κι όταν την άνοιξαν τα βόλια

    των εργατών της Deutsche Wehrmacht

    τότε που τα δέχτηκαν στους δρόµους της Αθήνας οι γεωπόνοι σπουδαστές.

    Ο ποιητής ξεκοµµένος απ’ τους πόθους του λαού

  • 11

    καταντάει τελικά να µην πασχίζει γι’ άλλο

    παρά µονάχα πως θα πει την προσωπική του αλήθεια

    καταντάει να λέει τις σφαίρες σφαίρες

    και τους πληγωµένους πληγωµένους

    κι όλο το πρόβληµα του στενεύει µες τα όρια

    µιας αναζήτησης σωστού λεξιλογίου

    έτσι που µε κάθε θυσία

    αδιάφορος για όλα

    ακόµη και την πάλη των τάξεων

    να φτάσει τελικά να καυχηθεί

    πως ναι, αυτό πάσχιζα να πω

    όπως βλέπει ένα σώµα στερεό και σκέφτεται

    «Τούτο δω ίσως να ‘ναι κείνο που γυρεύω»

    το παίρνει στο χέρι το ζυγιάζει και σκέφτεται

    «Με τούτο δω, ίσως µπορέσω να καρφώσω µια πρόκα πίσω

    απ’ την πόρτα µου»

    στεριώνει την πρόκα κρεµάει το σακάκι του και λέει

    «Ναι, αυτό ήταν που γύρευα.

    Από δω κι εµπρός

    τ’ ονοµάζω

    σφυρί».

    Η ποίηση λοιπόν είναι µια υπόθεση αντικοινωνική.

    Το κόµµα οι οργανώσεις κυρίως η αγκιτπρόπ

    έχουν καθήκον να

    Συµβουλές σε ανυ̟ότακτο

    Υπάρχουν τρόποι ν’ αποφύγεις την ποινική σου δίωξη

    κυρίως αν έχει κάτι που να µοιάζει µε µελαγχολία

  • 12

    κι αν -ένα κι ένα!- γράφεις στίχους παρανοϊκούς όπως πι χι

    «Τα µάτια τα ‘χουν οι φαντάροι για να βλέπουν»

    ή «Κυρ-λοχία πάσχω από δαλτωνισµό: Βλέπω τον κάθε στόχο

    ίδιον µε την καρδιά µου».

    Υπάρχουν τρόποι.

    Αν όµως έχεις φτάσει να πιστέψεις πως δωροδοκώντας

    πληρώνεις για να γίνει αυτό που θέλουνε οι άλλοι

    µάζεψε απ’ όλες τις γωνιές όση απελπισία σου ‘µεινε ακόµα

    και σταθερός

    νηφάλιος

    σαν υποβολέας

    πήγαινε και ψιθύρισε τα λόγια που πρέπει να προφέρουν

    εισαγγελείς και στρατοδίκες.

    Στη φυλακή να µη µετράς τις µέρες.

    Καθώς θα βλέπεις να στενεύει λίγο λίγο το προαύλιο

    το καλύτερο απ’ όλα είναι να µικρύνεις και τα δικά σου βήµατα.

    Είναι προτιµότερο να µη δίνεις και µεγάλη σηµασία στις ειδήσεις.

    Οι παρασηµοφορίες οι µεταστάσεις βουλευτών οι εκλογές

    Επιδρούνε ίσως στη ροή του χρόνου

    όσο το θαλασσόβρεχτο βραδινό αγέρι

    στις λυχνίες των ανθρακωρύχων.

    Αν πάλι δεν µπορείς να ζήσεις δίχως την ελπίδα

    στήριξε τ’ όνειρό σου στους σεισµούς.

    Αυτοί -όλα συµβαίνουν- µπορούν να σου χαρίσουν

    τ’ όµορφο ταξίδι

    µιας µεταγωγής.

  • 13

    Με τι µάτια τώρα ̟ια

    Βιάστηκες µητέρα να πεθάνεις.

    ∆εν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισµό

    κι ήταν λίγο το ψωµί έλειπα κι εγώ στην εξορία

    ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες

    µα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα

    εξηντατέσσερα

    µπορούσες να ‘σφιγγες τα δόντια

    έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια

    µπορούσες ν’ αρπαζόσουνα από ‘να φύλλο πράσινο

    απ’ τα γυµνά κλαδιά

    απ’ τον κορµό

    µα ναι το ξέρω

    γλιστράν τα χέρια κι ο κορµός του χρόνου δεν έχει φλούδα

    να πιαστείς

    όµως εσύ να τα ‘µπηγες τα νύχια

    και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια

    σαν τους µισοπνιγµένους που τους τραβάει ο χείµαρρος

    κολληµένους στο δοκάρι του γκρεµισµένου τους σπιτιού.

    Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να µε ξαναδείς

    να ξαναδείς ειρηνικότερες ηµέρες και να πας

    στο παιδικό σου σπίτι µε τον φράχτη πνιγµένον στα λουλούδια

    να ζήσεις µες στη δίκαιη γαλήνη

    ακούγοντας τον πόλεµο

    σαν τον απόµακρο αχό του καταρράχτη

    να ‘χεις µια στέγη σίγουρη σαν άστρο

    να χωράει το σπίτι µας την καρδιά των ανθρώπων

    κι από τη µέσα κάµαρα–

  • 14

    όµως εσύ µητέρα βιάστηκες πολύ

    και τώρα µε τι χέρια να ‘ρθεις και να µ’ αγγίξεις µες από τη σίτα

    µε τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που ‘χω τριγύρω µου τις πέτρες

    σιγουρεµένες σαν ντουβάρια φυλακής

    µε τι µάτια τώρα πια να δεις πως µέσα δω χωράει

    όλη η καρδιά του αυριανού µας κόσµου

    τσαλαπατηµένη

    κι από τον δίπλα θάλαµο ποτίζει η θλίψη

    σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

    Φρόντισε

    Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν

    µε τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριµένων λέξεων.

    Πάσχισε νάναι προεκτάσεις της πραγµατικότητας

    όπως κάθε δάχτυλο είναι µια προέκταση στο δεξί σου χέρι.

    Έτσι µονάχα θα µπορέσουν σαν την παλάµη του γιατρού

    να συνεφέρουν µε χαστούκια

    όσους λιποθύµησαν

    µπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.

    Μέσα στις ̟έτρες

    Κι όµως δεν αυτοκτόνησα.

    Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει µοναχός του στο πριονιστήριο;

    Η θέση µας είναι µέσα δω σ’ αυτό το δάσος

    µε τα κλαδιά κοµµένα µισοκαµένους τους κορµούς

    µε τις ρίζες σφηνωµένες µέσα στις πέτρες.

  • 15

    Τεκµήριο

    Μια µέρα τούτο το βιβλίο

    θα βρίσκεται στην έδρα του δικαστηρίου

    δίπλα σε σκουριασµένους σιδεροσωλήνες οδηγούς ρητορικής

    σε χάρτες επιτελικούς κοµµάτια ασβέστη από σπασµένα

    αγάλµατα.

    Θα βρίσκεται κι αυτό κιτρινισµένο δίπλα στα τεκµήρια

    σαν νεκροκεφαλή

    της δεκαετίας µου

    που σεις δολοφονήσατε

    εσείς

    πολεµοκάπηλοι

    εσείς

    ψευτοκοµµουνιστές.

    Το µαχαίρι

    Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιµο µαχαίρι

    έτσι αργούν κι οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο.

    Στο µεταξύ

    όσο δουλεύεις στον τροχό

    πρόσεχε µην παρασυρθείς

    µην ξιπαστείς

    απ’ τη λαµπρή αλληλουχία των σπινθήρων.

    Σκοπός σου εσένα το µαχαίρι.

  • 16

    Νεκρή ζώνη

    Με τις λέξεις σου να είσαι πολύ προσεχτικός,

    όπως είσαι ακριβώς µ’ έναν βαριά τραυµατισµένο που κουβαλάς

    στον ώµο.

    Εκεί που προχωράς µέσα στη νύχτα

    µπορεί να τύχει να γλιστρήσεις στους κρατήρες των οβίδων

    µπορεί να τύχει να µπλεχτείς στα συρµατοπλέγµατα.

    Να ψαχουλεύεις στο σκοτάδι µε τα γυµνά σου πόδια

    κι όσο µπορείς µη σκύβεις

    για να µη σούρνονται τα χέρια του στο χώµα.

    Βάδιζε πάντα σταθερά

    σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις πριν σταµατήσει η καρδιά του.

    Να εκµεταλλεύεσαι

    κάθε λάµψη απ’ τις ριπές των πολυβόλων

    για να κρατάς σωστόν τον προσανατολισµό σου

    πάντοτε παράλληλα στις γραµµές των δυο µετώπων.

    Ξεπνοϊσµένος έτσι να βαδίζεις

    σαν να πιστεύεις πως θα φτάσεις εκεί στην άκρη του νερού

    εκεί στην πρωινή την πράσινη σκιά ενός µεγάλου δέντρου.

    Προς το παρόν, νάσαι πολύ προσεχτικός

    όπως είσαι ακριβώς µ’ έναν µελλοθάνατο που κουβαλάς στον ώµο.

    Αντί στόµατος

    Ο Ααρών τους είπε κι ήρθαν ένας-ένας συνωµοτικά

    κι εκεί στο λίγο φως των αστεριών

    τους εξηγεί τους λόγους της εξόδου.

    Μαντεύει τους πρεσβύτερους να τον ακούν στοχαστικοί

  • 17

    κι ας λέει γνωστά τους πράγµατα

    κι ας διηγείται τη ζωή εδώ µέσα στη λάσπη

    οληµερίς να φτιάχνουν πλίνθους

    και τώρα να συνάγωσιν µονάχοι τους και τ’ άχυρο

    κι οι εργοδιώκτες του λαού να επιβάλουν

    το ποσόν το πρότερον των πλίνθων

    βιάζοντες αυτούς και µαστιγούντες.

    Μέσα στο λίγο φως της χαραυγής

    σωπαίνουν οι πρεσβύτεροι σκυφτοί

    και καταρρέουσιν πικρά τα δάκρυα τους

    επί τας σιαγόνας.

    Ο Ααρών βαδίζει µόνος

    και νιώθει σαν φυτό που έριξε τους σπόρους.

    Είναι λαφρύς κι αυτάρκης γιατί δεν υποπτεύεται

    πως θέλει πάντοτε λαλεί αντί του Μωυσέως

    πως θέλει είσθε εις αυτόν αντί φωνής.

    Μην τους εγκαταλείψεις

    Σαν κατεβεί ο Μωυσής µην τους εγκαταλείψεις

    µην πεις πως τάχα αυτοί σου ζήτησαν να ποιήσεις

    τους θεούς τους προπορευοµένους.

    Ο Μωυσής θα ξαπολύσει τους φανατικούς

    και κείνοι θα διέλθουν όλο το στρατόπεδο

    από τη µια στην άλλη πύλη θανατούντες

    τον αδελφό τον φίλο τον πλησίον.

    Μην αφήσεις να σφαγούν σ’ αυτήν την εκκαθάριση

  • 18

    περίπου τρεις χιλιάδες άνδρες.

    Σαράντα τόσα χρόνια µες στα συρµατοπλέγµατα

    τους µιλούσες µε τα µάτια.

    Μην τους εγκαταλείψεις τώρα που ανταποκρίθηκαν

    τώρα που ρίξαν στη φωτιά τη στανική τους αγιοσύνη

    κι αρχίζουν να προφέρουνε τις σκέψεις τους ενάρθρως.

    Τη τρίτη µέρα

    Και προ παντός µη στέρξεις να περιτµηθείς

    κι αν είναι να κερδίσεις για γυναίκα σου τη ∆είνα

    και συµµαχίες και οπαδούς και δάφνες.

    Μην στέρξεις να περικοπεί

    έστω και µια καµπύλη

    απ’ τα δακτυλικά

    αποτυπώµατα σου.

    Αν υποκύψεις

    την τρίτη µέρα θα βρεθείς δίχως στήριγµα δικό σου.

    Ματωµένος

    εν τω πόνω

    ανήµπορος την ώρα που ο Λευί κι ο Συµεών

    θα ‘ρθουν να θρυµµατίσουν

    το πρόσωπο που σκάλισες

    (µε τι υποµονή και τι θυσίες!)

    στα κόκκαλα στη σάρκα και στον λογισµό σου.

  • 19

    Χαιρέφων ̟ρος Πινδάρον

    Χαράζοντας τους στίχους σου

    πιέζεις δίχως να το θέλεις στο κερί

    το χρυσό σου δαχτυλίδι.

    Οι τηλαυγείς ωδές σου

    επιχρυσωµένες

    θα διατηρηθούν

    θ’ αντιγραφούν

    µε πλείστες όσες σηµειώσεις

    µε αποκαταστάσεις διφορούµενων λέξεων

    µε λεπτοµερή καταγραφή όλων των ταλάντων

    που ζήτησες και έλαβες ως αντιµισθία.

    Όλοι όσοι συνήθισαν ν’ αγοράζουν

    τις θέσεις τα παράσηµα τη δόξα

    θα σ’ ανακηρύξουν ταλαντούχο ποιητή.

    Αυτά που γράφω γρήγορα θα λιώσουν

    σαν τις σάρκες

    όµως αν τύχει και σωθούν λίγες αράδες

    όπως σώζεται στη σκόνη του κρανίου µια σιαγόνα

    οι παλαιοντολόγοι θα µπορέσουν ν’ αποκαταστήσουν

    την ανθρώπινη µορφή µου.

    ∆άµων ο εθνικός

    Γυρίζοντας ο ∆άµων στην πόλη της Κορίνθου

    βρήκε τους πρώην οπαδούς του Παραβάτη µουδιασµένους.

    Η Μάρθα η γυναίκα του τη νύχτα

    σηκώνοντας τα πόδια ευλαβικά

  • 20

    (µην τύχει και ο ίσκιος τους πέσει στις άγιες εικόνες)

    είπε πνιχτά, σαν να ξοµολογιόταν:

    «Πρέπει να πας στον εφηµέριό µας και να υποσχεθείς

    πως η καρδιά σου του λοιπού

    θα είναι ταπεινή –ως δρόσος επί χλόης.

    ∆έχεται µου είπε να γίνω εγώ ο κοµιστής της θεαρέστου αγγελίας».

    Όσο περνούν οι µέρες, υποπτεύεται ο ∆άµων

    πως ο θυµός κ’ η πορφυρή παραφορά του

    δεν έπεισαν τη Μάρθα.

    Όσο περνούν οι µήνες, όλο και βεβαιώνεται

    πως πήγε -στα κρυφά- σε κείνον τον τραγόπαπα.

    Σαν εθνικός θα πρέπει να ρωτήσει να εξακριβώσει να διαψεύσει.

    Θυµάται όµως, νοιώθει την υγρασία του νησιού βαθιά στα κόκκαλά του.

    Κ’ εδώ οι πρώην οπαδοί του Παραβάτη

    αναθαρρήσαν ξεµουδιάζουν εµπορεύονται.

    Ωχ αδερφέ! Για υποψίες θα χολοσκάµε τώρα;

    Κ’ εξάλλου, στο κάτω-κάτω της γραφής

    µήπως υποσχέθηκε ο ίδιος;

    Θα ε̟ιµένεις

    Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραµένεις.

    Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ µες στα χαλάσµατα

    χαράζοντας γραµµές

    εδώ θα επιµένεις δίχως βία

    χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση

    ποτέ στην περιφρόνηση

    κι ας έχουν σήµερα τη δύναµη εκείνοι που οικοδοµούνε ερηµώσεις

    κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγµένοι

  • 21

    για το ξυλουργείο

    να δέχονται περήφανοι

    την εκτόρνευσή τους

    και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα

    σαν πιόνια.

    Εσύ θα επιµένεις σαν να µετράς το χρόνο µε τις σειρές

    των πετρωµάτων

    σάµπως να ‘σουν σίγουρος πως θα ‘ρθει µια µέρα

    όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές

    τους.

    Εδώ µες στα χαλάσµατα που τα σπείραν άλας

    θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις

    υπολογίζοντας την κλίση που θα ‘χουν τα επίπεδα

    θα επιµένεις πριονίζοντας τις πέτρες µοναχός σου

    θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.

    Υ̟οσηµείωση

    Φίλε ή αντίπαλε µην τ’ αναγγείλεις πουθενά.

    ∆εσµώτης τήδε ίσταµαι τοις ένδον ρήµασι πειθόµενος.

  • 22

    Από τα ανέκδοτα ποιήµατα που δηµοσιεύτηκαν πρώτη φορά στη

    συγκεντρωτική έκδοση

    ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1941-1974

    ΠΑΡΙΣΙΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

    Ανατολή ηλίου

    στον Γιάννη Ρίτσο

    Είταν η ώρα που επρόκειτο να ανάψουνε οι φανοστάτες. ∆εν είχε καµιά

    αµφιβολία, το ‘ξερε πως όπου να ‘ναι θα ανάβανε, όπως και κάθε βράδυ

    άλλωστε. Πήγε και στάθηκε στη διασταύρωση, για την ακρίβεια στη νησίδα

    ασφαλείας, για να δει τους φανοστάτες να ανάβουν ταυτόχρονα, τόσο στον

    κάθετο, όσο και στον οριζόντιο δρόµο.

    Με το κεφάλι ασάλευτο, έστριψε το δεξί του µάτι δεξιά, το αριστερό του

    αριστερά. Περίµενε, µα οι φανοστάτες δεν ανάβανε. Τα µάτια του

    κουράστηκαν, άρχισαν να πονάνε, σ’ εκείνη την άβολη στάση. Σε λίγο δεν

    άντεξε και έφυγε.

    Ωστόσο, το επόµενο σούρουπο, πιστός στο καθήκον, πήγε και

    ξαναστάθηκε στη νησίδα του. Οι φανοστάτες και πάλι δεν ανάψανε, ούτε εκείνο

    το βράδυ, ούτε τις άλλες νύχτες, µα τα µάτια του συνήθιζαν λίγο λίγο, δεν

    κουράζονταν πια, δεν πονούσαν.

    Και κάποτε, εκεί που στεκόταν και περίµενε, χάραξε εντελώς ξαφνικά.

    Εντελώς ξαφνικά, είδε τον ήλιο να ανατέλλει, ταυτόχρονα, απ’ τον κάθετο

    δρόµο κι απ’ τον άλλο, τον οριζόντιο.

    Παρίσι 1971

  • 23

    Αυτοψία

    Το δέντρο ολόισιο και ψηλό

    µε τα κλαδιά πελεκηµένα, πριονισµένη την κορφή του

    (συνεπώς κατάλληλο για στύλος ηλεκτρικού δικτύου)

    ο ίσκιος κάθετος στις αυλακιές

    (συνεπώς περάσαν κάρα από τον χωµατόδροµο)

    παράλληλα στις αυλακιές πεσµένος ο φαντάρος

    (καθέτως συνεπώς στον ίσκιο του ολόισιου δέντρου)

    το πρόσωπό του µες στη σκόνη

    όλα τα δάχτυλα µπηγµένα στα χαλίκια

    (συνεπώς είχε σουρθεί µε την κοιλιά να φτάσει ως τον ίσκιο)

    όχι

    µπορεί να γύρισε ο ήλιος

    και να ‘ρθε κάθετα ο ίσκιος στον φαντάρο

    µπορεί σε λίγο να κρατάει στο κάθε χέρι του

    τον ίσκιο ενός άσπρου µονωτήρα

    (και συνεπώς

    πού είσουνα

    εσύ

    όταν τον σκοτώνανε;)

  • 24

    ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

    ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΥ

    Ο Άρης Αλεξάνδρου (ψευδώνυµο του Αριστείδη Βασιλειάδη) γεννήθηκε

    στο Λένινγκραντ το 1922. Ήταν γιος του Βασίλη Βασιλειάδη, Έλληνα από την

    Τραπεζούντα και της Πολίνας Άντοβνα Βίλγκεµσον, Ρωσίδας εσθονικής

    καταγωγής. Η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα το 1928 και εγκαταστάθηκε

    αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια, το 1932, µετακόµισε στην Αθήνα.

    Καθώς η µητρική και οικογενειακή του γλώσσα ήταν τα ρωσικά,

    δυσκολεύτηκε τον πρώτο καιρό να εγκλιµατισθεί στην ελληνική γλωσσική

    πραγµατικότητα, αλλά γρήγορα έµαθε τόσο τα ελληνικά όσο και τα αγγλικά

    και τα γαλλικά. Πήρε απολυτήριο από το Βαρβάκειο το 1940 και έδωσε

    εξετάσεις για το Πολυτεχνείο κατά την επιθυµία του πατέρα του, αλλά απέτυχε.

    Πέρασε στις εξετάσεις της ΑΣΟΕΕ και παρακολούθησε µαθήµατα για δύο

    περίπου χρόνια.

    Ήδη από το 1942 αποφάσισε να παρατήσει τις σπουδές του και να

    εργαστεί ως µεταφραστής. Από τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας του

    Μεταξά, µαζί µε άλλους φίλους και γνωστούς (τον συγγραφέα Ανδρέα

    Φραγκιά, τον Γεράσιµο Σταύρου, τον Χρίστο Θεοδωρόπουλο και τον

    Λεωνίδα Τζεφρώνη) δηµιούργησαν µια αντιστασιακή οµάδα, που συνέχισε τη

    δράση της µέχρι τα πρώτα χρόνια της Κατοχής (µοντάροντας, µάλιστα, ένα

    παράνοµο τυπογραφείο). Το 1941, η οµάδα προσχώρησε στη Φοιτητική

    Κοµµουνιστική Οργάνωση (ΦΚΟ) η οποία σχετίστηκε µε την Οµοσπονδία

    Κοµµουνιστικών Νεολαίων Ελλάδας (ΟΚΝΕ) και εντάχθηκε στο ΕΑΜ

    Νέων. Ο Αλεξάνδρου αποχώρησε πικραµένος από το ΕΑΜ Νέων τον Ιούλη

    του 1942, έπειτα από τη διαγραφή τριών φίλων του και ηγετικών στελεχών της

    ΟΚΝΕ λόγω των «υπερεπαναστατικών» θέσεων τους -ζητούσαν άµεση και µη

    µετωπική ένοπλη σύγκρουση µε τους κατακτητές- από το ΕΑΜ, οι οποίοι

    ταυτόχρονα καταγγέλθηκαν ως «χαφιέδες».

  • 25

    Το διάστηµα της Κατοχής µετάφρασε τον ύµνο της Κοµσοµόλ στα

    ελληνικά και συµµετείχε σε όλες τις µεγάλες εαµικές διαδηλώσεις της εποχής.

    Έλαβε µέρος µε µαύρο περιβραχιόνιο στη διαδήλωση του ΕΑΜ στις 3

    ∆εκεµβρίου 1944 (αρχή των ∆εκεµβριανών) και κατόπιν κρυβόταν µε την

    οικογένειά του σε καταφύγια για πολίτες. Στα τέλη του ∆εκέµβρη του 1944

    συνελήφθη µαζί µε τον πατέρα του και στάλθηκαν αιχµάλωτοι από τις

    βρετανικές δυνάµεις στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουµένων στην Ελ Ντάµπα

    της Λιβύης όπου δήλωσαν στους διώκτες τους ότι ήταν «ΕΑΜίτες». Αφέθηκαν

    ελεύθεροι το 1945 και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Το 1946 βγάζει την πρώτη

    του ποιητική συλλογή Ακόµα τούτη η άνοιξη.

    Παρόλο που από το 1942 δεν οργανώθηκε ξανά, δεν αποµακρύνθηκε

    ποτέ από την ιδεολογία και την πράξη της επαναστατικής Αριστεράς. Έτσι,

    από τα τέλη του 1945 που επέστρεψε στην Ελλάδα έζησε σε συνθήκες

    συνωµοσίας και πέρασε όλο το διάστηµα µέχρι το 1948 ουσιαστικά

    κρυπτόµενος. Τελικά, και παρόλο που δεν είχε αναµιχθεί στον Εµφύλιο,

    συνελήφθη τον Ιούλιο του 1948 και εκτοπίστηκε στον Μούδρο της Λήµνου

    (1948-49). Οι σχέσεις του µε την πλειοψηφία των άλλων κοµµουνιστών ήταν

    τεταµένες και µάλιστα κατηγορήθηκε επισήµως για «ηττοπάθεια», αφού

    προειδοποιούσε την οµάδα συµβίωσης: «Οφείλετε να πείτε στον κόσµο ότι θα

    µείνουµε είκοσι χρόνια σε αυτόν τον βράχο και όχι να βαράτε φανφάρες. Ο

    καθένας να αποφασίσει τί θα κάνει εν γνώσει... ∆ε νικήσαµε και µπορεί να

    ηττηθούµε.» Μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο (1948-49), όπου φοβούµενος

    ακρωτηριασµό και µόνιµη βλάβη από τα βασανιστήρια έκανε «δήλωση

    µετανοίας» την οποία αργότερα ανακάλεσε, και στον Άη Στράτη (1950-51).

    Τον Οκτώβρη του 1951 αφέθηκε ελεύθερος και έµεινε στην Αθήνα, στο

    ∆ουργούτι (Νέος Κόσµος). Το 1952, τον πρώτο χρόνο ελευθερίας του επί της

    ουσίας από το 1946, βγάζει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Άγονος γραµµή, η

    οποία πούλησε µόνο 6 αντίτυπα και τελικά πολτοποιήθηκε. Η ιδεολογική ρήξη

    µε το ΚΚΕ ήταν πλέον όχι µόνο οριστική και αµετάκλητη, αλλά και

  • 26

    οφθαλµοφανής µέσα από τα ποιήµατά του, που συγκεφαλαιώνουν την εµπειρία

    της εξορίας αλλά και τον εφιαλτικό δογµατισµό του ΚΚΕ.

    Το 1953 κλήθηκε να παρουσιαστεί στον στρατό, αρνήθηκε και

    καταδικάστηκε ως ανυπόταχτος στράτευσης, δηλώνοντας στο στρατοδικείο

    «κοµµουνιστής», µε αποτέλεσµα τη φυλάκισή του. Σε πλήρη ρήξη µε την

    επίσηµη Αριστερά οδηγήθηκε σε ανοιχτή αντιπαλότητα µε τους υπόλοιπους

    πολιτικούς κρατούµενους και πέρασε το υπόλοιπο της ποινής του σε πλήρη

    αποµόνωση. Αποφυλακίστηκε µε αναστολή ποινής το 1958.

    Μετά την αποφυλάκισή του παντρεύεται την Καίτη ∆ρόσου και

    εγκαθίσταται στο σπίτι της. Προσπαθούν να στήσουν εκδοτικό οίκο, αλλά το

    εγχείρηµα αποτυγχάνει. Το 1959 βγάζει την τρίτη και σηµαντικότερη ποιητική

    συλλογή του Ευθύτης οδών. Το 1966 αρχίζει να γράφει το µυθιστόρηµα Το

    κιβώτιο και την ιστορική µελέτη Η εξέγερση της Κροστάνδης. Το 1967, αµέσως

    µετά την εκδήλωση του πραξικοπήµατος, φεύγουν µαζί στο Παρίσι από το

    φόβο µιας νέας σύλληψης από τη δικτατορία, όπου για να επιβιώσει έκανε

    διάφορες χειρωνακτικές δουλειές (οδοκαθαριστής, χαµάλης, χαρτοκόπτης

    κ.α.). Ο άνθρωπος που είχε γνωρίσει «την αµείλικτη καταδίωξη από το κράτος

    της ∆εξιάς, το ανάθεµα και την κατασυκοφάντηση από την επίσηµη Αριστερά,

    ζει στο Παρίσι µέσα στην πιο απόλυτη µοναξιά». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες,

    σκληρού και εξοντωτικού βιοπορισµού από τη µια και απόλυτης µοναξιάς από

    την άλλη, κατορθώνει να ολοκληρώσει Το κιβώτιο το 1974, το οποίο αµέσως

    µετά την Μεταπολίτευση εκδίδεται το 1975 από τον Κέδρο.

    Ο Άρης Αλεξάνδρου πέθανε στο Παρίσι στις 2 Ιουλίου 1978 έπειτα από

    αλλεπάλληλα εµφράγµατα σε ηλικία 56 ετών και έχοντας, µόλις, προφτάσει να

    δει στην προθήκη του Gallimard την γαλλική έκδοση του Κιβωτίου.

  • 27

    ΑΠΟΣΠΑΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΑΡΗ

    ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΥ ΣΤΟΝ ∆ΗΜΗΤΡΗ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟ

    (Ηριδανός, τχ. 1, Αύγουστος-Σεπτέµβρης 1975).

    « […] ∆εν ανήκω σε κανένα κόµµα και σε καµιά πολιτική οργάνωση.

    ∆εν είµαι µέλος καµιάς εκκλησίας. ∆εν είµαι οπαδός καµιάς θρησκείας. Όπως

    το έχω ξαναπεί ∆εσµώτης τήδε ίσταµαι τοις ένδον ρήµασι ̟ειθόµενος. Έχοντας

    περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είµαι συγκρατούµενος

    όχι µόνο µε όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, µα και µε όσους

    βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Νιώθω αλληλέγγυος και

    συνυπεύθυνος µε όσους αγωνίστηκαν, αγωνίζονται και θα αγωνιστούν εναντίον

    όλων των τυράννων, εστεµµένων και τραγιασκοφόρων, εναντίον όλων των

    δεσποτών, γαλονάδων και ρασοφόρων. […] Ανήκω στο ανύπαρκτο κόµµα των

    ποιητών. Σαν ανύπαρκτο που είναι δεν χορηγεί ούτε κοµµατικές, ούτε

    λογοτεχνικές ταυτότητες (όπως γίνεται στις λεγόµενες σοσιαλιστικές χώρες,

    όπου οι απόφοιτοι των λογοτεχνικών -διάβαζε κοµµατικών- ινστιτούτων

    εφοδιάζονται µε µια ταυτότητα που φέρει την ένδειξη Ε̟άγγελµα: Λογοτέχνης

    και αποκτούνε έτσι το δικαίωµα να διοριστούν στους διάφορους

    «εκπολιτιστικούς» οργανισµούς και να δηµοσιεύουν τα «έργα» τους – όσο δεν

    παρεκκλίνουν βεβαίως από την εκάστοτε γραµµή του κόµµατος). Θεωρώ

    περιττό να προσθέσω ότι και στον δήθεν ελεύθερο κόσµο, οι δήθεν

    δηµοκρατικές κυβερνήσεις χορηγούν έµµεσα παρόµοιες «ταυτότητες» (τι άλλο

    είναι τα βραβεία, οι αγορές βιβλίων και οι άλλες ηθικές και υλικές ενισχύσεις;).

    Εγώ δεν είµαι µέλος καµιάς Εταιρίας Λογοτεχνών και δεν πρόκειται, λόγου

    χάρη, να ζητήσω σύνταξη. Αν έτυχε να γράψω κάτι, αυτό είναι µια προσωπική

    µου υπόθεση και κανείς δε µου χρωστάει απολύτως τίποτα. Τη λογοτεχνική

    µου ταυτότητα εµένα µου τη χορήγησε τον Αύγουστο του 1972 η Γενική

    Ασφάλεια απαγορεύοντας το βιβλίο µου Ποιήµατα 1941-1971.»

  • 28

    ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

    ΑΡΗ ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΥ

    Ποιητικές συλλογές:

    Ακόµα τούτη η άνοιξη (Γκοβόστης 1946).

    Άγονος γραµµή (1952).

    Ευθύτης οδών (ιδιωτική έκδοση 1959).

    Ποιήµατα 1941-1971 (Κείµενα 1972). (Συγκεντρωτική έκδοση των ποιηµάτων

    του: Ποιήµατα 1941-1974, 2η έκδοση Καστανιώτης 1981).

    Μυθιστόρηµα:

    Το κιβώτιο, µυθιστόρηµα, Κέδρος 1975.

    ∆οκίµια - Μελέτες:

    Η εξέγερση της Κροστάνδης, χρονικό, Φυτράκης 1975.

    Έξω α̟’ τα δόντια (1937-1975), δοκίµια, Βέργος 1977.

    Άλλα:

    Ta Ksilopodara, παραµύθι, Βέργος 1976.

    Ο λόφος µε το συντριβάνι, σενάριο βασισµένο στο οµώνυµο θεατρικό του Γ.

    Ρίτσου, Βέργος 1977.