ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των...

152
ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ ∆ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ ΤΜΗΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Θέμα : ΕΕ και ΝΑΤΟ: η διάσταση της ΕΠΑΑ Επιβλέπων : Χαράλαμπος Τσαρδανίδης Σπουδάστρια : Αικατερίνη Κεχαγιά ΑΘΗΝΑ - 2004

Transcript of ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των...

Page 1: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ ∆ΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ

ΤΜΗΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Θέµα: ΕΕ και ΝΑΤΟ: η διάσταση της ΕΠΑΑ

Επιβλέπων: Χαράλαµπος Τσαρδανίδης

Σπουδάστρια: Αικατερίνη Κεχαγιά

ΑΘΗΝΑ - 2004

Page 2: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Περίληψη

Η παρούσα εργασία διερευνά τη σχέση ΕΕ και ΝΑΤΟ ως προς την ευρωπαϊκή

αµυντική διάσταση και τις προοπτικές διαθεσµικής συνέργειας. Εξετάζεται η

εξελικτική πορεία διαµόρφωσης της ESDI στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της

ΕΠΑΑ, κεντρικής συνιστώσας της ΚΕΠΠΑ. ∆ιερευνώνται οι δυνατότητες

ικανοποίησης του διττού στόχου από την ΕΕ βάσει των δεδοµένων

διευθετήσεων για τη συνεργασία τους και των προδιαγραφών των

στρατιωτικών σωµάτων (∆υνάµεις Ταχείας Αντίδρασης) των δύο θεσµών.

The present work explores the EU - NATO relationship in its European

defence dimension and the perspectives of institutional cooperation. It

examines the progressive development of ESDI in the frame of NATO and of

ESDP, central part of CFSP. It investigates the possibilities of EU satisfying

this double target on the basis of present cooperation arrangements and

standards of military corps (Rapid Reaction Forces) of both institutions.

i

Page 3: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Περιεχόµενα

Περίληψη .......................................................................................................... i

Περιεχόµενα ii

Εισαγωγή .........................................................................................................1

Κεφάλαιο 1.......................................................................................................4

Η ευρωπαϊκή πορεία στην πολιτική άµυνας και ασφάλειας (1991 – 1999) ......4

Από το Μάαστριχ στην Κολωνία...................................................................4

Εισαγωγή..................................................................................................4

Ιστορική Αναδροµή ...................................................................................6

Η δηµιουργία της ΚΕΠΠΑ (Συνθήκη Μάαστριχ, 1991)..............................6

Ο ρόλος της ∆ΕΕ στη διαµόρφωση ευρωπαϊκής άµυνας .......................11

Η Σχέση µε το ΝΑΤΟ (Συµφωνίες Βερολίνου – Βρυξελλών, 1996).........15

Θεσµική Ενίσχυση της ΚΕΠΠΑ (Συνθήκη του Άµστερνταµ, 1997) .........20

Ο ρόλος της Μ. Βρετανίας (∆ιακήρυξη St. Malo, 1998) 24

Κεφάλαιο 2.....................................................................................................31

To NATO και η ευρωπαϊκή του διάσταση.......................................................31

Εισαγωγή................................................................................................31

Ο µετασχηµατισµός του ΝΑΤΟ ...............................................................32

Ευρωπαϊκή Ταυτότητα Ασφάλειας κι Άµυνας (ESDI) 42

ii

Page 4: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Κεφάλαιο 3.....................................................................................................48

Η πορεία προς την ΕΠΑΑ ..............................................................................48

Κολωνία (1999). Η ΕΠΑΑ ως πολιτικός στόχος: «αυτονοµία δράσης» ...48

Ελσίνκι (1999). Η θεσµοποίηση της ΕΠΑΑ .............................................56

Μετά το Ελσίνκι – Προς την υλοποίηση των Στόχων ..............................61

Προς την υλοποίηση του Headline Goal .................................................63

Η εξέλιξη της σχέσης ΕΕ και ΝΑΤΟ έως την 11/9/2001..........................72

Κεφάλαιο 4.....................................................................................................77

Οι εξελίξεις σε ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ µετά την 11/9...............................................77

Οι επιπτώσεις της 11/9 στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ ......................................77

Η διαµόρφωση της ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ µετά την 11/9..............................86

ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ: βίοι παράλληλοι ή πορείες σε αντιδιαστολή;...............93

Σηµεία Σύγκλισης και Απόκλισης των Συνόδων Πράγας (ΝΑΤΟ) και

Κοπεγχάγης (ΕΕ) ....................................................................................96

Παρουσίαση και Σύγκριση των ERRF και NRF.....................................100

ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ: Προς την υλοποίηση των στόχων.............................102

Η σχέση ΕΠΑΑ – ΝΑΤΟ: το ζήτηµα των στρατηγείων ..........................106

Το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ασφάλειας.........................................................107

Η ΚΕΠΠΑ και η ΕΠΑΑ σήµερα: ελλείψεις και προοπτικές 110

Επίλογος ......................................................................................................118

Βιβλιογραφία 120

Παραρτήµατα 134

iii

Page 5: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

iv

Page 6: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Εισαγωγή

Μετά τη δηµιουργία της Ενιαίας Αγοράς και την εισαγωγή του κοινού

νοµίσµατος η ΕΕ προχωρά σε ένα νέο επίπεδο ενοποίησης του ευρωπαϊκού

χώρου µε στόχο την ολοκλήρωση της ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας.

Πρόκειται για τη διαµόρφωση κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και τη δηµιουργία

Ευρωπαϊκής Άµυνας, πολιτική όπου η Ένωση επιδεικνύει ταχύτατη και

αξιοθαύµαστη πρόοδο. Η βούληση της Ευρώπης να µιλά µε «ενιαία φωνή»

διατρέχει όλη την πορεία του ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος, άλλοτε σαφώς

εκπεφρασµένη κι άλλοτε σε λανθάνουσα µορφή. Σήµερα, έχει πλέον

αποκτήσει ουσιαστική υπόσταση και βρίσκεται στην κορυφή της ευρωπαϊκής

ατζέντας.

Ο στόχος των 15 ήταν η εφαρµογή µίας αποτελεσµατικής πολιτικής για τη

διαχείριση κρίσεων στο νέο µεταψυχροπολεµικό περιβάλλον ασφάλειας. Τα

καθήκοντα Petersberg ορίζουν µε ακρίβεια τις αρχικές φιλοδοξίες της

Ένωσης. Κατέστη απαραίτητη η ανάπτυξη εργαλείων και ο καθορισµός των

κατάλληλων ικανοτήτων προς επίτευξη των στόχων, ενώ συγχρόνως η

εµπειρία από την εµπλοκή σε κρίσεις διεθνώς συνέτεινε στον καθορισµό της

διαµόρφωσής της.

Ωστόσο η πορεία είναι τραχεία κι απαιτητική. Η ΕΠΑΑ χαρακτηρίζεται από

δοµικούς περιορισµούς που συναρτώνται άµεσα µε την εξέλιξή της. Η εθνική

κυριαρχία παραµένει αδιαµφισβήτητος δρων στο διεθνές σύστηµα και τα

συστατικά της ΕΠΑΑ αποτελούν το σκληρό πυρήνα της υπόστασής τους. Οι

διαφορές ισχύος, συµφερόντων και προσανατολισµού των 25 ξεχωριστών

µελών της Ένωσης επιτείνουν τις δυσχέρειες εφαρµογής της νεότευκτης

πολιτικής. Η Ατλαντική Συµµαχία συνιστά το δεύτερο σκέλος των περιορισµών

στην πορεία της Ευρωπαϊκής Άµυνας. Ο ευρωατλαντικός χώρος µετά τον Β΄

Παγκόσµιο Πόλεµο καθορίζεται από το ΝΑΤΟ που λειτουργικά διασυνδέει τις

ΗΠΑ µε την ευρωπαϊκή άµυνα κι ασφάλεια.

Συνεπώς ο ρόλος της Αµερικής στη διαµόρφωση της ΕΠΑΑ ήταν και

παραµένει αποφασιστικός. Ωστόσο χαρακτηρίζεται µάλλον από διχοστασία

απέναντι στη πορεία της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ενώ υποστήριξαν τον

1

Page 7: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

εκσυγχρονισµό των ευρωπαϊκών στρατιωτικών ικανοτήτων, συγχρόνως

προσδιόρισαν τους κινδύνους που εµπεριείχε η διαµόρφωση µίας διακριτής,

κι ανεξάρτητης ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας στην άµυνα και την

ασφάλεια. Η θετική αντιµετώπιση της δηµιουργίας αποτελεσµατικών και

κατάλληλων ικανοτήτων µετατρέπεται σε καχυποψία κι ανησυχία στην

προοπτική ανάδυσης µίας αυτόνοµης στρατηγικής Ευρώπης. Αρωγός στην

αναδιοργάνωση των δυνάµεων µέσα στο ΝΑΤΟ και της συνακόλουθης

δηµιουργία της ESDI, µετατρέπεται σε διστακτικό έως αρνητικό παρατηρητή

της οικοδόµησης µίας ανεξάρτητης πολιτικής δοµής που θα αντικατοπτρίζει

τους στρατιωτικούς διακανονισµούς.

Με την ίδρυση της ΕΠΑΑ (Κολωνία, 1999) οι αµερικανικές ανησυχίες

παγιώθηκαν στο τριµερές σχήµα – απειλή (3 D’s) για τη διατήρηση του

ευρωατλαντικού χώρου: η αποσύνδεση ΉΠΑ – Ευρώπης, η επικάλυψη

ευρωπαϊκών – νατοϊκών πόρων καθώς και η διάκριση µεταξύ των εταίρων

ανάλογα µε τη συµµετοχή τους αποκλειστικά στο ΝΑΤΟ ή και στην Ένωση

που κορυφώνεται στην αµφισβήτηση της προτεραιότητας της Συµµαχίας.

Ωστόσο η ΕΠΑΑ στην πορεία της εξαίρεσε τα καθήκοντα που απορρέουν από

το άρθρο 5 (συλλογική άµυνα της εθνικής επικράτειας) της νατοϊκής Συνθήκης

της Ουάσινγκτον προσανατολιζόµενη στην ανάληψη των καθηκόντων

Petersberg.

Η ΕΕ έχει καταστήσει σαφές ότι η δηµιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού,

διακριτού από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ δεν εµπίπτει στις φιλοδοξίες της, ενώ

εκφράζει µε σαφήνεια τη δέσµευσή της στην εθνική κυριαρχία των µελών της

και την προσήλωσή της στην Ατλαντική Συµµαχία. ΕΕ και ΝΑΤΟ µετά από

χρονοβόρες διαπραγµατεύσεις κατέληξαν στη Συµφωνία Berlin – Plus (2002),

που διαµορφώνει το πλαίσιο της συνεργασίας τους στους τοµείς της άµυνας

και της ασφάλειας.

Εξάλλου, τα νέα γεωπολιτικά δεδοµένα και η παρατηρούµενη σταδιακή

αποδέσµευση των ΗΠΑ από την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ καθορίζουν και τις

συνθήκες στις σχέσεις ΕΕ και ΝΑΤΟ. Η επίτευξη το δυνατόν αρµονικότερης

σχέσης µεταξύ ΝΑΤΟ και ευρωπαϊκής άµυνας πρέπει να αποτελεί την

επιδίωξη της ΕΕ. Οι θετικές συνέπειες είναι ποικίλες και συναρτώνται

καταρχήν µε την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών στρατιωτικών ικανοτήτων που

θα επιτρέψουν στην Ευρώπη να αναλάβει το µερίδιο ευθύνης και οικονοµικού

2

Page 8: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

βάρους που της αναλογεί στη διαχείριση διεθνών κρίσεων, ανανεώνοντας

ταυτόχρονα το ενδιαφέρον και τη δέσµευση των ΗΠΑ στην άµυνα της

Ευρώπης. Εν κατακλείδι, θα ενισχυθεί το ΝΑΤΟ και οι ευρωπαϊκές δυνάµεις

του οδηγώντας στην ενίσχυση της διεθνούς αξιοπιστίας της Ευρώπης ως

παγκόσµιου δρώντα στο περιβάλλον ασφάλεια αλλά και την ολοκλήρωση της

ταυτότητάς της µε το, ελλείπον, στρατηγικό σκέλος.

3

Page 9: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Κεφάλαιο 1

Η ευρωπαϊκή πορεία στην πολιτική άµυνας και ασφάλειας (1991 – 1999)

Από το Μάαστριχ στην Κολωνία

Εισαγωγή Οι σχέσεις που συνδέουν τους δύο χώρους της ευρωατλαντικής κοινότητας

είναι ποικίλες. Η οικονοµία και ο πολιτισµός, το εµπόριο και η παιδεία, η

πολιτική, η έρευνα και η επιστήµη, το περιβάλλον και η βιοµηχανία αποτελούν

ορισµένες από τις συνιστώσες της. Είναι ωστόσο σαφές ότι το ΝΑΤΟ

παραµένει το βασικότερο – και κρισιµότερο – σηµείο αναφοράς, η επιτοµή

των ευρωατλαντικών σχέσεων στον τοµέα της ασφάλειας. Αποτελεί µία από

τις πρώτες απόπειρες θεσµοποίησης της διατλαντικής σχέσης, η οποία

εξάλλου δοκιµάστηκε στο χρόνο κι αποδείχθηκε πετυχηµένη. Εξάλλου αφορά

στο πρωταρχικό στοιχείο της ασφάλειας και της άµυνας, το οποίο

προσδιορίζει καθοριστικά τις διακρατικές σχέσεις.

Από την ίδρυσή του έως το τέλος του Ψυχρού Πολέµου η θέση και η

λειτουργία του ΝΑΤΟ δεν ετίθετο, εν πολλοίς, υπό αµφισβήτηση αφού

ικανοποιούσε τις στρατηγικές επιδιώξεις και τα γεωπολιτικά συµφέροντα των

εταίρων του1. Παρατηρείται ωστόσο µία θεµελιώδης διάκριση στις

αµερικανικές προσεγγίσεις, όσον αφορά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (World

Affairs Council of Pittsbourgh, 2001). Ενώ την υποστήριξαν στο οικονοµικό

1 Σε µεγάλο βαθµό οι ευρωατλαντικές σχέσεις συνδέονταν άµεσα µε τις εξελίξεις στις σχέσεις

ΗΠΑ και ΕΣΣ∆ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου. Συνεπώς, σε περιόδους έντασης

ανάµεσα στα δύο «στρατόπεδα» προκρινόταν ως απαραίτητη η οµοθυµία, η στενή

συνεργασία και η διατήρηση άρρηκτης της σχέσης Ευρώπης και ΗΠΑ. Αντιθέτως σε

περιόδους ύφεσης τα στενότερα εθνικά συµφέροντα ή οι λανθάνουσες διαφορές (οικονοµικής

ή γεωπολιτικής φύσης) έρχονταν στην επιφάνεια προκαλώντας ρήγµατα στις διατλαντικές

σχέσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση η Γαλλία υπό την ηγεσία του Ντε Γκωλ, η οποία έφτασε

έως του σηµείου να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1966) (βλ.

παρακάτω).

4

Page 10: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

επίπεδο συµβάλλοντας στη δηµιουργία ενός ευρωκεντρικού µοντέλου2, στον

τοµέα της άµυνας και της ασφάλειας, αντιθέτως, εδραίωσαν το ατλαντικό

µοντέλο. Παρότρυναν ενεργά την πορεία προς την οικονοµική ενοποίηση και

ανεξαρτησία της Ευρώπης, αλλά δεν ενθάρρυναν την ανάπτυξη ανάλογων

διεργασιών στον τοµέα της ασφάλειας, θεωρώντας τις νατοϊκές ρυθµίσεις ως

έναν τρόπο διατήρησης της επιρροής τους στην Ευρώπη (Αρβανιτόπουλος –

Ηφαίστος, 2003).

Ωστόσο, αυτή είναι µία µόνον πλευρά της πρισµατικής ευρωατλαντικής

σχέσης. Είναι απαραίτητη η εξέταση των συνθηκών αλλά και των αιτιών που

ώθησαν σε συγκεκριµένες αποφάσεις και στάσεις τις δύο πλευρές του

Ατλαντικού. Σηµειώνεται ωστόσο ότι και οι δύο πλευρές – θεωρώντας πολύ

σχηµατικά ως διµερή την ευρωατλαντική σχέση, αν και εµπερικλείει πλήθος

δρώντων – στο πέρασµα των χρόνων παρουσίασαν αλλαγές, µικρότερες ή

µεγαλύτερες στη στάση τους3. Ενδεικτικές είναι οι διαφοροποιήσεις τόσο από

την πλευρά της Ευρώπης, και δη της Γαλλίας, όσο και στην αµερικανική

εξωτερική πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η αντίδραση της

Γαλλίας στην αµερικανική πρόθεση επανεξοπλισµού της Γερµανίας και,

ειδικότερα, η συνακόλουθη πρότασή της (σχέδιο Pleven)4 (ενδεικτικά 2 Οι ΗΠΑ ενίσχυσαν θεσµούς και διαδικασίες για την ταχύρυθµη ανάκαµψη και ανάπτυξη της

ευρωπαϊκής ηπείρου, έτσι ώστε να γίνει ικανοποιητική εκµετάλλευση των προγραµµάτων του

σχεδίου Μάρσαλ.

3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των Ευρωπαίων να

δώσουν ευρωπαϊκή λύση στα προβλήµατα ασφάλειας, εδράζεται σε 3 κυρίως λόγους:

• οι µεταπολεµικές αµερικανικές κυβερνήσεις θεωρούσαν µάλλον ανέφικτη την

προοπτική τέτοιας λύσης δεδοµένης της ευρωπαϊκής στρατιωτικής αδυναµίας σε

σύγκριση µε τη σοβιετική ισχύ.

• η κοινή ευρωπαϊκή άµυνα απαιτούσε υψηλότερο βαθµό πολιτικής συνοχής από

εκείνον που υπήρχε στην Ευρώπη

• ο στόχος της ταχείας οικονοµικής ανάπτυξης δε θα µπορούσε να επιτευχθεί, αν

µέρος των οικονοµικών πόρων εκτρέπονταν προς τη δηµιουργία ευρωπαϊκού

αµυντικού συστήµατος (Αρβανιτόπουλος - ΄Ηφαιστος, 2003, 108).

4 Η συνεχής εξοµάλυνση των σχέσεων µε τη Γερµανία τροφοδότησε την επιθυµία της Γαλλίας

για ενσωµάτωση της Γερµανίας στις αναδύουσες δοµές ασφάλειας (Συνθήκη Βρυξελλών και

ΝΑΤΟ, βλ. αναλυτικότερη περιγραφή παρακάτω). Έτσι τον Οκτώβριο 1950 πρότεινε τη

δηµιουργία ενός Ευρωπαϊκού Στρατού που θα επιχειρούσε στο πλαίσιο της Βορειοτλαντικής

Συµµαχίας. Η πρόταση αυτή οδήγησε (Μάιος, 1952) στην υπογραφή της ιδρυτικής Συνθήκης

5

Page 11: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

http://www.assembly-weu.it/network) για ένταξη των γερµανικών δυνάµεων σε

έναν ευρωπαϊκό στρατό υπό ευρωπαϊκή πολιτική αρχή µε απώτερο σκοπό τη

δηµιουργία µίας Ευρωπαϊκής Αµυντικής Κοινότητας. Αν και καταρχάς

αντιµετωπίστηκε µε δυσπιστία από τις ΗΠΑ, τελικώς η αµερικανική κυβέρνηση

προσυπέγραψε υπό τον όρο ότι ο ευρωπαϊκός στρατός θα υπαγόταν στη

«νατοϊκή οµπρέλα». Εξάλλου, τέτοια ήταν και η βούληση των µικρότερων

ευρωπαϊκών κρατών, δηλαδή η διατήρηση ισχυρού δεσµού ανάµεσα στην

ευρωπαϊκή και την Ατλαντική Συµµαχία προκειµένου να εξισορροπηθούν

πιθανές γαλλικές ή γερµανικές ηγεµονικές επιδιώξεις.

Ιστορική Αναδροµή Η Ευρωπαϊκή Αµυντική Κοινότητα (ΕΑΚ) (European Defence Community) (1952) συνιστά την πρώτη απόπειρα διαµόρφωσης κοινής

πολιτικής στις εξωτερικές σχέσεις και την άµυνα προβλέποντας ότι οι

αµυντικές δυνάµεις θα οργανώνονταν και θα διοικούνταν από ευρωπαϊκά

όργανα, όχι όµως µε αυτόνοµη λειτουργία αλλά ως βοηθητικά της Ατλαντικής

Συµµαχίας. Όµως, το ίδιο το γαλλικό Κοινοβούλιο καταψήφισε τη συνθήκη

(βλ. υπ. 6). Ο επανεξοπλισµός της Γερµανίας παρέµενε ζητούµενο µε

αποτέλεσµα να αναζητείται εναλλακτικός τρόπος ενσωµάτωσής της στο

σύστηµα της δυτικής ασφάλειας (http://www.weu.int/History.htm). Η αποτυχία

της ΕΑΚ έδωσε τη θέση της σε µία νέα πρόταση – βρετανική αυτή τη φορά –

για τη δηµιουργία ενός οργανισµού, όπου θα συµπεριλαµβάνονταν η µίας Ευρωπαϊκής Αµυντικής Κοινότητας (European Defence Community) µέλη της οποίας

ήταν τα 5 µέλη της Συνθήκης των Βρυξελλών (Γαλλία, Βέλγιο, Μ. Βρετανία, Λουξεµβούργο,

Ολλανδία) και η Οµοσπονδιακή ∆ηµοκρατία της Γερµανίας (http://www.weu.int/History.htm).

Η πρωτοβουλία αυτή υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ που επιθυµούσαν τη δηµιουργία ενός

πλαισίου που θα καθιστούσε εφικτό τον επανεξοπλισµό της Γερµανίας, όσο και από την

ιστορική συγκυρία του πολέµου της Κορέας και της αύξησης της έντασης στις σχέσεις

Ανατολής – ∆ύσης που ώθησαν τους Ευρωπαίους στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής

ασφάλειας. Ωστόσο, η ύφεση τόσο λόγω βελτίωσης των αµερικανοσοβιετικών σχέσεων, όσο

και λόγω της ανακωχής στην Κορέα προκάλεσαν την άρση των ανησυχιών των Ευρωπαίων.

Εξάλλου, η Γαλλία δεν είχε πάψει να διατηρεί ορισµένες επιφυλάξεις σχετικά µε τον

επανεξοπλισµό της Γερµανίας και να αντιδρά στις συναφείς αµερικανικές πιέσεις. Έτσι η

Γαλλική Εθνοσυνέλευση αρνήθηκε να επικυρώσει τη Συνθήκη (1954).

6

Page 12: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Γερµανία και η Ιταλία στην πενταµελή Συνθήκη των Βρυξελλών5. Στο Παρίσι

(1954) συνάφθηκε η αντίστοιχη συµφωνία (Paris Agreement) που οδήγησε

στην ίδρυση ενός οργανισµού, της ∆υτικοευρωπαϊκής Ένωση (∆ΕΕ) (Western

European Union, WEU) που θα έδινε τη δυνατότητα επανεξοπλισµού της

Γερµανίας6. Ωστόσο, επρόκειτο για ένα µετριοπαθέστερο σχέδιο – σε σχέση

µε την ΕΑΚ – εφόσον εξέλιπε ένα ευρωπαϊκό διοικητικό όργανο για το

χειρισµό στρατιωτικών υποθέσεων, ενώ τα αµυντικά θέµατα ετίθεντο υπό

νατοϊκή οµπρέλα. Η αποτυχία της ΕΑΚ κατέδειξε ότι για πολλούς λόγους, η

προσπάθεια προώθησης της δυτικοευρωπαϊκής ενότητας µέσω πολιτικής και

αµυντικής ενοποίησης, ήταν µάλλον πρόωρη εν αντιθέσει µε την οικονοµική

5 To 17/3/48 το Βέλγιο, η Γαλλία το Λουξεµβούργο, η Ολλανδία και η Μ. Βρετανία υπό το

πρίσµα των σοβιετικών προσπαθειών επιβολής ελέγχου των κρατών της Κεντρικής Ευρώπης

προχώρησαν στην υπογραφή της Συνθήκης των Βρυξελλών που ίδρυε τον αντίστοιχο

Οργανισµό. Η συνθήκη αντιπροσώπευε την πρώτη απόπειρα «εγγραφής» σε πρακτικές

συµφωνίες κάποιων ιδανικών της ευρωπαϊκής κίνησης. Ως κύριους στόχους της συνθήκης τα

µέλη έθεταν τη συλλογική αυτοάµυνα (στο άρθρο V της Συνθήκης) και την οικονοµική,

πολιτική και κοινωνική συνεργασία.

Συγχρόνως η Συνθήκη αναδείκνυε την αποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών κρατών να

συνεργαστούν, και µάλιστα στον τοµέα άµυνας κι ασφάλειας. Έτσι βοήθησε να υπερκεραστεί

η διστακτικότητα των ΗΠΑ ως προς τη συµµετοχή τους στις αναδυόµενες δοµές και

συµφωνίες της ευρωπαϊκής ασφάλειας. Ειδικότερα, ενεθάρρυνε το διατλαντικό διάλογο (µε τις

ΗΠΑ και τον Καναδά, ο οποίος οδήγησε στην υπογραφή της Βορειοατλαντικής Συνθήκης

Ουάσινγκτον, 1949) (http://www.weu.int/History.htm). Η ∆ανία, η Ισλανδία, η Ιταλία η

Νορβηγία και η Πορτογαλία κλήθηκαν και συµφώνησαν να προσχωρήσουν στη Συνθήκη που

επισηµοποιούσε και θεσµοποιούσε τη δέσµευση των ΗΠΑ, κατά πρώτο λόγο, και του Καναδά

στην άµυνα της Ευρώπης. Το άρθρο 5 της Συνθήκης αφορά τη συλλογική άµυνα και είναι

παρεµφερές µε το αντίστοιχο (V) της Συνθήκης των Βρυξελλών. Η ανάγκη περαιτέρω

θεσµοποίησης και υποστήριξης των δεσµεύσεων της Συνθήκης της Ουάσινγκτον µε

κατάλληλες πολιτικές και στρατιωτικές δοµές οδήγησε στην ίδρυση του Οργανισµού της

Βορειοατλαντικής Συνθήκης (ΝΑΤΟ). Το 1950 οι δυνάµεις της Συνθήκης των Βρυξελλών

αποφάσισαν να ενσωµατώσουν το στρατιωτικό οργανισµό τους στο ΝΑΤΟ.

6 Οι πιο σηµαντικές προβλέψεις της Συνθήκης αντανακλώνται στα άρθρα V και VIII3 και

αφορούν στη συλλογική άµυνα και την αντιµετώπιση κάθε ενέργειας που συνιστά απειλή της

ειρήνης ή κίνδυνο στην οικονοµική σταθερότητα οπουδήποτε στο διεθνές σύστηµα. Αξίζει να

παρατηρηθεί η πρώτη και τόσο πρώιµη αναφορά στην αντιµετώπιση κρίσεων σε παγκόσµιο

επίπεδο.

7

Page 13: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

ενοποίηση. Έτσι δηµιουργήθηκε σταδιακά µία ασυµµετρία στους τοµείς της

ευρωπαϊκής πολιτικής.

Η ενοποίηση στο πολιτικό και αµυντικό επίπεδο ήταν προβληµατική, ιδιαίτερα

δε εφόσον οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εξαιρουµένης της

Γαλλίας7, αποδέχθηκαν το ατλαντικό πλαίσιο ασφάλειας και άµυνας µη

επιδιώκοντας τη δηµιουργία ενός ανεξάρτητου αµυντικού πυλώνα. Η στάση

της Γαλλίας καταδεικνύει, µεταξύ άλλων, ότι στο πλαίσιο των ευρωατλαντικών

σχέσεων δε δρουν αποκλειστικά δύο εταίροι, ΗΠΑ και Ευρώπη, η τελευταία

µάλιστα µε ενιαία βούληση και οµοιογένεια των κρατών της. Πρόκειται για µία

σχέση δυναµική µάλλον παρά στατική, όπου τα διαφορετικά συµφέροντα

7 Η στάση της Γαλλίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ ήταν πολύ διαφορετική και φέρει την σφραγίδα

του Ντε Γκωλ. Η γαλλική στρατηγική απέναντι στο ΝΑΤΟ διαµόρφωνε µία εντελώς

διαφορετική αντίληψη για τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Ήδη από το 1958, ο Ντε Γκωλ είχε

δηλώσει ότι «το ΝΑΤΟ δεν είναι πλέον συµµαχία, είναι υποδούλωση». Θεωρούσε ότι η

Ευρώπη είχε εκχωρήσει την άµυνά της σε ένα αµερικανικό ΝΑΤΟ το οποίο ερχόταν σε

αντίθεση µε τη δηµιουργία ενός ευρωπαϊκού πυλώνα στα αµυντικά θέµατα. Έβρισκε το ΝΑΤΟ

κυριαρχούµενο από τον αγγλοαµερικανικό άξονα, γεγονός που συνέβαλε στην απόφασή του

να καταστήσει τη Γαλλία ανεξάρτητη πυρηνική δύναµη φιλοδοξώντας αυτή η τελευταία να

αποτελέσει, µακροπρόθεσµα, οµπρέλα της ευρωπαϊκής άµυνας. Ωστόσο, αναγνώριζε την

αναγκαιότητα της Ατλαντικής Συµµαχίας µέσα στο διπολικό σύστηµα και ουδέποτε

αµφισβήτησε τις αµοιβαίες υποχρεώσεις που απορρέουν από το Βορειοταλαντικό Σύµφωνο.

Πρότασή του ήταν η δηµιουργία ενός διακυβερνητικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής

Κοινότητας και η δηµιουργία ενός ευρωπαϊκού αµυντικού πυλώνα ανεξάρτητου από την

Ατλαντική Συµµαχία και βασισµένου στο γαλλογερµανικό άξονα.

Τελικά την 1η Ιουλίου 1966 η Γαλλία αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Αποχώρησε επίσηµα από τα διεθνή επιτελεία και τις κοινές δραστηριότητες του ΝΑΤΟ και

ζήτησε να εγκαταλείψουν το γαλλικό έδαφος οι δυνάµεις και τα αρχηγεία του ΝΑΤΟ. Ο Ντε

Γκωλ, µολαταύτα, δήλωσε ότι η Γαλλία θα παρέµενε µέλος του Συµφώνου, για την περίπτωση

«απρόκλητης επίθεσης». Η γαλλική αυτή ενέργεια είχε ως αποτέλεσµα τη µεγαλύτερη

συσπείρωση των άλλων 14 χωρών-µελών του ΝΑΤΟ, οι οποίες διακήρυξαν ότι οι θεσµοί της

ενοποιηµένης άµυνας εξακολουθούσαν να διατηρούν τη σπουδαιότητά τους και αποφάσισαν

τη µεταφορά από τη Γαλλία στο Βέλγιο της έδρας του ΝΑΤΟ, το οποίο συνέχισε τη λειτουργία

του, µε µόνη διαφορά τον αποκλεισµό της Γαλλίας από τη λήψη αποφάσεων σε τοµείς που

εκείνη είχε αποσυρθεί και αφορούσαν κυρίως τα ενοποιηµένα στρατιωτικά επιτελεία και άλλες

επιχειρησιακές δραστηριότητες του ΝΑΤΟ. Η αδρή παρουσίαση της στάσης της Γαλλίας

καταδεικνύει, µεταξύ άλλων, την πολυπλοκότητα και το πλήθος των συνιστωσών που

προσδιορίζουν την ευρωατλαντική σχέση.

8

Page 14: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

πλήθος δρώντων, οι συνθήκες και οι περιστάσεις έπαιξαν κι εξακολουθούν να

παίζουν καίριο ρόλο στη διαµόρφωσή της. Ωστόσο, «η αποδοχή του

ατλαντικού πλαισίου και των νατοϊκών αµυντικών δοµών, από Αµερικανούς

και Ευρωπαίους, η εδραίωση της άποψης περί του αδιαιρέτου των ατλαντικών

συµφερόντων στο διπολικό σύστηµα του Ψυχρού Πολέµου υπέσκαψε κάθε

προσπάθεια δηµιουργίας ανεξάρτητου ευρωπαϊκού αµυντικού πυλώνα»

(Αρβανιτόπουλος, 2003). Όµως και στο εσωτερικό της Συµµαχίας δεν

υπήρχαν, καθόλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου εντάσεις και τριβές,

ανησυχίες και διαφορές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού8.

Στην ιστορική αναδροµή που προηγήθηκε έγιναν αναφορές σε ευρωπαϊκές

απόπειρες για τη δηµιουργία µίας κοινής πολιτικής σε θέµατα άµυνας και

ασφάλειας. Ωστόσο χαρακτηρίζονται µάλλον ως αποσπασµατικές µε κύριο

χαρακτηριστικό την έλλειψη σταθερής και ισχυρής πολιτικής βούλησης, από

το σύνολο των εταίρων, για χάραξη κοινής πορείας. Τα µέλη της ΕΚ

αρκέστηκαν σε περιοδικές διαβουλεύσεις για θέµατα εξωτερικής πολιτικής

µέσω ενός χαλαρού διακυβερνητικού µηχανισµού, της Ευρωπαϊκής Πολιτικής

Συνεργασίας (ΕΠΣ) (European Political Cooperation, EPC) (1969) η οποία µε

τη σειρά της ανέλαβε τις πολιτικές δραστηριότητες της ∆ΕΕ, µε συνέπεια την

8 Το ΝΑΤΟ αντιπροσώπευε για τις ΗΠΑ τον τρόπο διατήρησης της επιρροής τους στην

Ευρώπη. Έτσι, στόχος τους ήταν ο περιορισµός του ρόλου των ευρωπαϊκών οργανισµών σε

θέµατα ασφάλειας και άµυνας και η «χρήση» της Ατλαντικής Συµµαχίας µε τρόπο που να

συνάδει µε τα γεωπολιτικά συµφέροντα και τις ανάγκες στον τοµέα ασφάλειας των ΗΠΑ. Για

παράδειγµα, η κυβέρνηση Κέννεντυ, γνωρίζοντας το ρίσκο της πυρηνικής κλιµάκωσης,

προώθησε ένα νέο στρατηγικό δόγµα για το ΝΑΤΟ, την «ευέλικτη ανταπόδοση» (flexible

response) (βλ. σχετικά κεφ. 2 NATO Strategic Concept). Σύµφωνα µε αυτό οι συµβατικές

δυνάµεις του ΝΑΤΟ ενισχύονταν και µόνον σε περίπτωση που δεν θα µπορούσαν να

ανταπεξέλθουν σε µία ευρεία επίθεση του Συµφώνου της Βαρσοβίας θα χρησιµοποιούνταν τα

τακτικά πυρηνικά όπλα. Το νέο δόγµα δηµιούργησε σηµαντικές διαφορές µεταξύ Ευρώπης

και ΗΠΑ αναφορικά µε το ρίσκο, το κόστος και την ανάµειξη της κάθε πλευράς στο

ενδεχόµενο ενός πολέµου σε ευρωπαϊκό έδαφος. Μία τέτοια εκδοχή θα καθιστούσε την

Ευρώπη θέατρο ενός καταστροφικού πολέµου. Συγχρόνως, οι σηµαντικές αποφάσεις της

Συµµαχίας για θέµατα άµυνας θα λαµβάνονταν στην Ουάσινγκτον. Οι ευρωπαϊκοί ενδοιασµοί

εκφράστηκαν κυρίως από τη Γαλλία και η εφαρµογή του δόγµατος καθυστέρησε έως την

αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (1966) (βλ. σχετικά

υποσηµείωση 9).

9

Page 15: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

αποδυνάµωση του ρόλου της τελευταίας αν και η ΕΠΣ περιορίστηκε στις

οικονοµικές πλευρές της ασφάλειας (http://www.weu.int/History.htm).

Ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του 1980 οι συζητήσεις για την ευρωπαϊκή

ασφάλεια αναζωπυρώθηκαν σε µεγάλο βαθµό λόγω της ύφεσης στις σχέσεις

Ανατολής – ∆ύσης και της σταδιακής άρσης των δεδοµένων που έθετε το

Ψυχροπολεµικό πλαίσιο των προηγούµενων δεκαετιών (Kovacs, 2003).

Επιπλέον η αποτυχία να ενσωµατωθούν οι διαστάσεις της άµυνας και της

ασφάλειας στην ΕΠΣ οδήγησε στην αναζήτηση ενός άλλου θεσµικού πλαισίου

που θα επέτρεπε την υλοποίηση της σχετικής διαβούλευσης. Το πλέον

πρόσφορο ήταν η µάλλον υπνώσα ∆ΕΕ.

Η αφύπνισή της σηµατοδοτείται µε τη ∆ήλωση της Ρώµης (Rome Declaration)

(1984) που υπέγραψαν οι Υπουργοί Εξωτερικών και Άµυνας των κρατών

µελών της ∆ΕΕ. Ως κύριοι στόχοι τέθηκαν ο ορισµός µίας ευρωπαϊκής

αµυντικής ταυτότητας και η βαθµιαία εναρµόνιση των αµυντικών πολιτικών

των µελών της. Οι Υπουργοί αναγνώρισαν την «ανάγκη ενίσχυσης δυτικής

ασφάλειας» µε την «καλύτερη χρήση της ∆ΕΕ» µε στόχο τη «βελτίωση της

κοινής άµυνας όλων των χωρών της Ατλαντικής Συµµαχίας». Επιπλέον

επιβεβαιώθηκε η δυνατότητα δράσης του Συµβουλίου της ∆ΕΕ βάσει του

άρθρου VIII(3)9 (Rome Declaration).

Συγχρόνως παρατηρείται παράλληλη ενίσχυση της ατζέντας της ΕΠΣ, η οποία

σταδιακά διευρύνθηκε µε την ενσωµάτωση σε αυτήν (1981) «πολιτικών

πλευρών της ασφάλειας». Το 1986, στην Κοινή Ευρωπαϊκή Πράξη (Single

European Act) γίνεται η πρώτη αναφορά στην ΕΠΣ (αρ.30), όπου εκφράζεται

η επιθυµία των ευρωπαϊκών κρατών να διαµορφώσουν και να εφαρµόσουν

από κοινού µία ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική, καθώς και να αναπτύξουν µία

«Ευρωπαϊκή ταυτότητα σε ζητήµατα εξωτερικής πολιτικής». Τα ευρωπαϊκά

9 Βάσει της ∆ήλωσης της Ρώµης (παρ. 8) το Συµβούλιο της ∆ΕΕ είχε τη δυνατότητα, βάσει

του αρ. VIII(3) να λαµβάνει υπόψη του τις επιπτώσεις για την Ευρώπη κρίσεων σε άλλες

περιοχές του κόσµου. Αν και δεν υπάρχει ευθεία αναφορά σε στρατιωτική δράση, ωστόσο η

ανανέωση της δέσµευσης και η αναφορά σε κρίσεις σε διεθνές επίπεδο προσθέτουν µία

σηµαντική διάσταση στην Ευρώπη (και τη ∆ΕΕ) κι ενισχύουν την ανάληψη ρόλου παγκόσµιου

δρώντος. Εξάλλου η πρόβλεψη τίθεται στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων και της προσπάθειας

εναρµόνισης των απόψεών τους σχετικά µε τις «συγκεκριµένες συνθήκες ασφάλειας στην

Ευρώπη» και ειδικότερα σε «ζητήµατα άµυνας».

10

Page 16: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

κράτη παρήγαγαν κοινές δηλώσεις, όχι όµως και δράσεις, δίνοντας έτσι το

πλαίσιο των αρχών και των αξιών της Ένωσης, ενώ ταυτόχρονα στόχευαν

στη διαµόρφωση µίας κοινής στρατηγικής της ΕΕ στα θέµατα αυτά. Έτσι,

καταδίκαζαν τροµοκρατικές και βίαιες πράξεις, ενώ υποστήριζαν τις δράσεις

του ΟΗΕ και άλλες ειρηνευτικές πρωτοβουλίες (EUROPA).

Με το τέλος του Ψυχρού Πολέµου ένας νέος κύκλος συζητήσεων ανοίγει στα

Ευρωπαϊκά κράτη, ενώ ταυτόχρονα καταγραφόταν αλλαγή στη στάση των

ΗΠΑ µε τη σταδιακή µετατόπιση του ενδιαφέροντός τους από το γεωγραφικό

χώρο της Ευρώπης σε άλλες περιοχές, αφού πλέον καθίσταται παγκόσµιος

δρών (Kovacs, 2003).

Η δηµιουργία της ΚΕΠΠΑ (Συνθήκη Μάαστριχ, 1991) Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ΕΕ επεδίωκε όλο και πιο ενεργά την

περαιτέρω εµβάθυνση (deepening) των δοµών της, αλλά και την επέκτασή

(widening) τους. Στο πλαίσιο της εµβάθυνσης, η πορεία προς την ευρωπαϊκή

ολοκλήρωση (πολιτική και, κυρίως, οικονοµική), που είχε ήδη προχωρήσει

ικανοποιητικά, οδηγούσε φυσιολογικά στην ανάπτυξη της διάστασης της

άµυνας και της ασφάλειας, κατεξοχήν γνωρισµάτων του έθνους κράτους. Οι

πρωτοβουλίες αυτές παίρνουν νέα ώθηση µε τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής

Ένωσης (Treaty of the European Union, TEU), αλλιώς γνωστή ως Συνθήκη

του Μάαστριχ (1991), όπου για πρώτη φορά τίθεται σε θεσµική βάση η άµυνα.

Η ΕΠΣ µετασχηµατίζεται σε Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) (Common Foreign and Security Policy, CFSP), η

οποία συνιστά πλέον ένα διακριτό πυλώνα (το 2ο) του ευρωπαϊκού

οικοδοµήµατος. Ο δεύτερος πυλώνας, πέραν της ασφάλειας και της άµυνας,

περιλαµβάνει καίριους τοµείς της κρατικής λειτουργίας, όπως τα ανθρώπινα

δικαιώµατα, ο εκδηµοκρατισµός και προσπάθειες διεθνούς συνεργασίας.

Ωστόσο η αρµοδιότητα για εξωτερικές δραστηριότητες µοιράζεται µε τον

πρώτο (1ο) πυλώνα, όσον αφορά στο εξωτερικό εµπόριο και τις συναλλαγές10.

10 Το ζήτηµα της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, των πυλώνων, και πιο συγκεκριµένα της

διαπυλωνικής συνεργασίας, αφορά στην, εκ των πραγµάτων, στενότερη συνεργασία του 1ου

και 2ου, κυρίως, πυλώνων ως προς την εξωτερική πολιτική. Πολλοί αναλυτές εντοπίζουν στο

11

Page 17: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Η ΚΕΠΠΑ θα επέτρεπε στην Ένωση να βεβαιώσει (assert) την ταυτότητά της

στη διεθνή σκηνή, ιδιαίτερα µέσω της εφαρµογής µίας κοινής εξωτερικής

πολιτικής, αλλά και κοινής πολιτικής στο ζωτικό τοµέα της ασφάλειας, µε

στόχο «τη δηµιουργία πλαισίου κοινής πολιτικής άµυνας, η οποία, σταδιακά,

θα οδηγήσει σε µία κοινή άµυνα.» (B, TEU). Στo άρθρο. Α οι γενικές

προβλέψεις πλαισιώνουν την ΚΕΠΠΑ και δηµιουργούν «ένα ενιαίο θεσµικό

πλαίσιο που θα διασφαλίσει τη συνοχή και τη συνέχεια στις δραστηριότητες

για την επίτευξη των στόχων της, ενώ ταυτόχρονα θα σέβονται και θα

βασίζονται στο κοινοτικό κεκτηµένο.

Η ΚΕΠΠΑ (Title V, J, TEU)11:

• καλύπτει όλες τις περιοχές εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής

ασφαλείας (J.11, TEU)

• εγκαθιδρύει συστηµατική συνεργασία µεταξύ κρατών µελών στην

άσκηση πολιτικής και σταδιακά εφαρµόζει κοινή δράση12 σε περιοχές

«όπου αυτά έχουν κοινά συµφέροντα» (J. 1. 3, TEU). Στο σηµείο αυτό

σηµείο αυτό εγγενείς αδυναµίες της ΕΕ που αντικατοπτρίζονται στη µειωµένη δυνατότητα

αποτελεσµατικής εφαρµογής των πολιτικών και περιορίζουν την επιτυχή υλοποίηση της

ΚΕΠΠΑ. Ενδεικτικά βλ. Bocquet (2002) για τα συναφή θέµατα της µακροπρόθεσµης

υπερπήδησης της δοµής των πυλώνων και της «Βρυξελλοποίησης» των θεσµών, Nuttall

(2001) για την οριζόντια (πολιτικές), θεσµική (γραφειοκρατικοί µηχανισµοί) και κάθετη (εθνικές

εξωτερικές πολιτικές και ΚΕΠΠΑ) συνεκτικότητα, Duke (2002) για την ασυµµετρία µεταξύ

κοινοτικοποιηµένων (1ου, αλλά και 3ου , πυλώνα) και διακυβερνητικών (2ος πυλώνας της

ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ), Hill (2002) για µία ανάλυση των χαρακτηριστικών της ΚΕΠΠΑ µέσα από

τις Συνθήκες και άλλα ευρωπαϊκά κείµενα που αναδεικνύει την προβληµατική αρχιτεκτονική

των τριών πυλώνων δέκα χρόνια µετά το Μάαστριχ και την αδυναµία προβολής µίας

«καθαρής», απλής, συνεκτικής εικόνας της ΕΕ και των σχετικών διακυβευµάτων στους

ευρωπαϊκούς λαούς αλλά και παγκοσµίως, καθώς και Allerkamp (2004) για µία κριτική της

έλλειψης συνοχής, συνεκτικότητας και συνέχειας της εξωτερικής πολιτικής και µία

παρουσίαση του διακυβερνητικού και θεσµικού παραδείγµατος σε ΚΕΠΠΑ κι ΕΠΑΑ, και της

αδυναµίας τους να καλύψουν πλήρως τη λειτουργία ΚΕΠΠΑ κι ΕΠΑΑ (που συνδέεται εντέλει

µε το φαινόµενο της Βρυξελλοποίησης). 11 Η παρουσίαση των κεντρικών στοιχείων της ΚΕΠΠΑ στηρίχθηκε τόσο στην πρωτογενή

πηγή (TEU), όσο και σε δευτερογενή βιβλιογραφία (άρθρα, αναλύσεις). Ενδεικτικά, µία

σύντοµη και εµπεριστατωµένη παρουσίαση στην Allerkamp (2004). 12 Εµφανής η πρόοδος σε σχέση µε την έως τότε πολιτική της Ένωσης στον τοµέα εξωτερικής

πολιτικής, όπου η κοινή δράση δεν είχε επιτευχθεί.

12

Page 18: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

περιγράφεται η διαδικασία για την υιοθέτηση των κοινών πράξεων µε

προεξάρχοντα ή, σωστότερα, αποκλειστικό δρώντα το Συµβούλιο.

Μόνο κατ’ εξαίρεση λαµβάνονται αποφάσεις µε ενισχυµένη πλειοψηφία

ενώ συνήθης τρόπος είναι η απόφαση µε οµοφωνία13.

• θα καθορίζει µία κοινή θέση, όποτε το θεωρεί απαραίτητο, στην οποία

τα κράτη µέλη θα πρέπει να προσαρµόζουν τις εθνικές πολιτικές τους

(J.2.2, TEU). Έτσι η ΕΠΣ µετασχηµατίζεται σε ΚΕΠΠΑ και είναι

υπεύθυνη για την εφαρµογή των κοινών µέτρων, διασφαλίζοντας έτσι

τη διακρατική φύση του 2ου πυλώνα.

‘Οσον αφορά στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Συνθήκη αρκείται στο

χαρακτηρισµό της ως «πλήρως συνδεδεµένης µε τις εργασίες που διεξάγοντα

στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ (J.9, TEU). Ωστόσο, η Επιτροπή αντλεί ισχύ εφόσον η

εξωτερική πολιτική σταδιακά συνδέεται µε τοµείς του 1ου πυλώνα: την

οικονοµική, εµπορική, αναπτυξιακή κι εσωτερική πολιτική14. Επιπλέον 13 Ο διακυβερνητικός χαρακτήρας και ο τρόπος λήψης αποφάσεων που εισάγει η Συνθήκη για

την ΚΕΠΠΑ αποτελούν βασικά συστατικά στοιχεία της καθώς παίζουν κρίσιµο ρόλο στη

διαµόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης, και συνεπώς, καθορίζουν τη συνολική

πορεία της. Με τις πρόνοιες της Συνθήκης του Μάαστριχ έρχεται στην επιφάνεια το ζήτηµα

της διακυβερνητικής (Συµβούλιο), η θεσµικής (Επιτροπή, Κοινοβούλιο) διάστασης στον τοµέα

της εξωτερικής πολιτικής (βλ. σχετικά και υπ. 14). Ειδικότερα η ειδική πλειοψηφία

προβλέπεται κατά παρέκκλιση της οµοφωνίας. Στη Συνθήκη της ΕΕ, όπως τροποποιήθηκε

εντέλει στη Νίκαια, και συνιστά τη σύγχρονη νοµική πραγµατικότητα της ΕΕ, το άρθρο 21.3

προβλέπει την οµοφωνία για τη λήψη αποφάσεων για τα θέµατα της ΚΕΠΠΑ από το

Συµβούλιο, ενώ στο 23.2 προβλέπεται, κατά παρέκκλιση, η δυνατότητα ειδικής πλειοψηφίας

«όταν υιοθετεί κοινές δράσεις, κοινές θέσεις ή λαµβάνει οποιαδήποτε άλλη απόφαση βάσει

κοινής στρατηγικής» ή «απόφαση που προβλέπει την εφαρµογή κοινής δράσης ή κοινής

θέσης» ή «διορίζει ειδικό εντεταλµένο». Ωστόσο η ισχύς της ειδικής πλειοψηφίας περιορίζεται

αφού «δεν ισχύει για αποφάσεις µε στρατιωτικές συνέπειες ή µε συνέπειες στην άµυνα», ενώ

για σηµαντικούς λόγους εθνικής πολιτικής ένα κράτος µέλος µπορεί να αποτρέψει τη

διεξαγωγή σχετικής ψηφοφορίας ή να επιτύχει την ισχύ της οµοφωνίας για την απόφαση. 14 Χαρακτηριστική η δυνατότητα της ΚΕΠΠΑ να επιβάλλει κυρώσεις ή περιοριστικά µέτρα (EU

CFSP Sanctions or Restrictive Measures). Συνοπτικά τα είδη κυρώσεων της «εργαλειοθήκης»

της ΚΕΠΠΑ συµπεριλαµβάνουν διπλωµατικές κυρώσεις, αναστολή διακρατικής συνεργασίας,

µποϊκοτάζ αθλητικών ή πολιτιστικών γεγονότων, εµπορικές κυρώσεις (αφορά και στο

εµπάργκο όπλων), οικονοµικές κυρώσεις (ενδεικτικά, πάγωµα οικονοµικών πόρων και

χρηµατοδοτήσεων, απαγόρευση οικονοµικών συναλλαγών) και περιορισµοί ή πλήρης

απαγόρευση ένταξης. Η διάσταση αυτή της ΚΕΠΠΑ αναδεικνύει το ζήτηµα της διαπυλωνικής

13

Page 19: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

βελτιώνεται η αντιπροσώπευσή της στο Συµβούλιο µε τη δηµιουργία µίας

επιπλέον Γ. ∆/νσης για τις Εξωτερικές Πολιτικές Σχέσεις15.

Η Συνθήκη του Μάαστριχ επεχείρησε να επαναδραστηριοποιήσει τη ∆ΕΕ, η

οποία αποτελούσε τον µοναδικό καθαυτό ευρωπαϊκό οργανισµό άµυνας, στην

οποία ανατίθεται η εφαρµογή του σκέλους της άµυνας της ΚΕΠΠΑ16. Πιο

συγκεκριµένα η ∆ΕΕ θα επεξεργάζεται και θα εφαρµόζει τις αποφάσεις και

δράσεις της Ένωσης που έχουν επιπτώσεις στην άµυνα (J.4.2, TEU). Ωστόσο

οι υποχρεώσεις των κρατών – µελών στο ΝΑΤΟ γίνονται σεβαστές και

τονίζεται ότι η πολιτική της ΕΕ θα είναι «συµβατή µε την κοινή πολιτική

άµυνας και ασφάλειας του πλαισίου του ΝΑΤΟ (J.4.4).

συνεργασίας (βλ. σχετικά και υπ. 14). Υλοποιείται κυρίως µέσω των «κοινών δράσεων της

ΚΕΠΠΑ. Πιο συγκεκριµένα, η διεκπεραίωση κι εφαρµογή των εκτελεστικών µέτρων (π.χ.

οικονοµικές κυρώσεις) των κοινών δράσεων συνιστούν αρµοδιότητα της ανάλογης Γ. ∆/νσης

της Επιτροπής. Έτσι επιτυγχάνεται σταδιακά η ενστάλαξη υπερεθνικών, «υπερ-κρατικών»

στοιχείων της ΚΕΠΠΑ, µε θετική συνέπεια τη βελτίωση της οριζόντιας συνοχής των θεσµών

(βλ. ενδεικτικά Allerkamp, (2004) και Nuttall (2001)). 15 Για πολλούς µελετητές αυτό είναι ενδεικτικό – κι ενισχυτικό – της τεµαχιοποίησης /

τµηµατοποίησης της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, µε πλήθος δρώντων

που συχνά αντιπροσωπεύουν διαφορετικές θεωρήσεις και συµφέροντα, λειτουργώντας µε τον

τρόπο αυτό ανασχετικά στη συνεργατική δράση που θα ενίσχυε την ολοκλήρωση της Ένωσης

στον τοµέα της άµυνας και της ασφάλειας. Έτσι χαρακτηριστικά, τη διαµόρφωση της

πολιτικής άµυνας κι ασφάλειας «µοιράζονται» η ∆ΕΕ, η ΚΕΠΠΑ (COREPER και Πολιτικοί

∆ιευθυντές), η Επιτροπή (οι Γενικοί ∆ιευθυντές και το τµήµα Ζητηµάτων Ασφάλειας) καθώς

και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Εξωτερικές Οικονοµικές Σχέσεις). Η έλλειψη θεσµικής

συνεκτικότητας µεταξύ των γραφειοκρατικών µηχανισµών που στηρίζουν τόσο τις

διακυβερνητικές δοµές όσο και της Επιτροπής ενισχύει την έλλειψη συνοχής. Ο Nuttall (2001)

υποστηρίζει ότι το φαινόµενο εντάθηκε µε τις µεταρρυθµίσεις της Συνθήκης του Μάαστριχ.

Παλαιότερα η Επιτροπή επιτελούσε έναν ρόλο συνδέσµου αφού «µετέφραζε» την πολιτική

συναίνεση στην ΕΠΣ. Έτσι υπήρχε ένα αντιπρόσωπος της Επιτροπής στο COREPER και

στην Πολιτική Επιτροπή. 16 Η συνθήκη του Μάαστριχ αποτελεί συµβιβασµό των θέσεων των µεγάλων ευρωπαϊκών

δυνάµεων, και συγκεκριµένα της Γαλλίας και της Βρετανίας. Οι Γάλλοι επεδίωξαν να

καταστήσουν τη ∆ΕΕ τον αµυντικό οργανισµό της ΕΕ και πέτυχαν να συµπεριληφθεί αυτό στη

Συνθήκη. Οι Βρετανοί από την πλευρά τους, επέµειναν ότι η ∆ΕΕ αποτελεί τον ευρωπαϊκό

πυλώνα του ΝΑΤΟ και συνεπώς οντότητα ανεξάρτητη από την ΕΕ. Με τη σειρά τους πέτυχαν

να συµπεριληφθεί στη Συνθήκη όρος ότι οποιαδήποτε ευρωπαϊκή αµυντική οντότητα πρέπει

να είναι συµβατή µε το ΝΑΤΟ.

14

Page 20: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ο ρόλος της ∆ΕΕ στη διαµόρφωση ευρωπαϊκής άµυνας Με τη Συνθήκη του Μάαστριχ η ∆ΕΕ, που είχε αρχίσει να

επαναδραστηριοποιείται από το 1984 (βλ. παραπάνω), αναδεικνύεται στο

συστατικό στοιχείο της άµυνας για την ΕΕ. Αναλαµβάνει να διαµορφώσει µία

κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άµυνας και να προχωρήσει στη λεπτοµερή

εφαρµογή της. Με τη σειρά του, το Συµβούλιο της ∆ΕΕ προσέφερε στη ∆ΑΣΕ

(CSCE) και στα Ηνωµένα Έθνη «κρίνοντας κατά περίπτωση, τη δυνατότητα

της αποτελεσµατικής εφαρµογής µέτρων για την αποτροπή συγκρούσεων και

τη διαχείριση κρίσεων, συµπεριλαµβανοµένων δραστηριοτήτων διατήρησης

της ειρήνευσης» µε τη χρήση στρατιωτικών µονάδων από τα κράτη – µέλη

(WEU Council, 19/6/92 Petersberg Meeting)17.

Ας σηµειωθεί εδώ ότι η εξέλιξη αυτή, που οδηγούσε στην ενσωµάτωση της

∆ΕΕ από την ΕΕ είχε ήδη, κατά κάποιον τρόπο, δροµολογηθεί από τα µέσα

της προηγούµενης δεκαετίας (1984), όταν η ∆ΕΕ αναζωογονήθηκε σηµαντικά

ως Ευρωπαϊκός οργανισµός18 (http://assembly-weu.itnetwork).

Με την ανάδυση νέων δυνατοτήτων για πυρηνικό και συµβατικό αφοπλισµό,

σε συνδυασµό µε τη διαφαινόµενη «αποδέσµευση» των ΗΠΑ από την

Ευρώπη, τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη βρήκαν την ευκαιρία να ενδυναµώσουν

το ρόλο της στα θέµατα της άµυνας και της ασφάλειας συνειδητοποιώντας την

ανάγκη στενότερης συνεργασίας κι ευρωπαϊκών διαβουλεύσεων στην Άµυνα.

Πιο συγκεκριµένα, το Συµβούλιο της ∆ΕΕ προχώρησε στην ανάληψη 17 Στη ∆ιακήρυξη του Petersberg (Petersberg Declaration) του Συµβουλίου της ∆ΕΕ (II.4)

καθορίζονται τα καθήκοντα των στρατιωτικών µονάδων της ∆ΕΕ (ανθρωπιστικά, διάσωσης,

διατήρηση ειρήνης, αλλά και των δυνάµεων µάχης στη διαχείριση κρίσεων και την επιβολή

ειρήνευσης).

18 Έχει ήδη γίνει αναφορά στη ∆ήλωση της Ρώµης (1984) ως ένδειξη

επαναδραστηριοποίησης της ∆ΕΕ µε απώτερο σκοπό την ενασχόληση της Ευρώπης µε

ζητήµατα άµυνας κι ασφάλειας. Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι στόχοι πού έθεσε η ∆ήλωση της

Ρώµης (ορισµός µίας ευρωπαϊκής αµυντικής ταυτότητας και βαθµιαία εναρµόνιση των

αµυντικών πολιτικών) αποτελούν κύρια αιτήµατα και καίρια σηµεία αναφοράς του συναφούς

ευρωπαϊκού διαλόγου. Ένα ακόµη ενδιαφέρον στοιχείο: η βάσει του αρ. VIII.3 δυνατότητα

ενασχόλησης της ∆ΕΕ µε κρίσεις σε παγκόσµιο επίπεδο, ίσως η πρώτη αναφορά σε ένα

διεθνή ρόλο των Ευρωπαϊκών κρατών (http://www.WEU/Int/History.htm)

15

Page 21: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

δραστηριοτήτων και το νέο πνεύµα ανάµεσα στις κυβερνήσεις βρήκε την

έκφρασή του στην Πλατφόρµα της Χάγης (1987), όπου η ∆ΕΕ καθόρισε µία

σταθερή ευρωπαϊκή θέση για τα ζητήµατα αυτά στο συνεχώς µεταλασσόµενο

διεθνές περιβάλλον19.

Η Πλατφόρµα της Χάγης (Platform of European Security Interests) µπορεί να

θεωρηθεί προάγγελος της ΕΠΑΑ, αφού τα µέλη της αποφάσισαν να δώσουν

«λόγο» στην Ευρώπη για τα θέµατα της ασφάλειας και της άµυνας.

Σηµατοδοτεί έτσι την «πρώτη ρήξη στην ευρωατλαντική πειθαρχία»,

αποτέλεσµα συνειδητοποίησης των διαφορετικών συµφερόντων της

Ευρώπης από τις ΗΠΑ20 (Gubert, 2003). Πρόκειται για µικρό, συνοπτικό

κείµενο, όπου ετίθεντο οι συνθήκες για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, οι στόχοι της

ευρωπαϊκής προσέγγισης, καθώς και οι αναγκαίες πολιτικές για την εφαρµογή

της. Τονίζεται η ανάγκη ένταξης της ασφάλειας και της άµυνας για την

ολοκλήρωση της Ένωσης (“construction of an integrated Europe will remain

incomplete as long as it does not include its defence”), ενώ συγχρόνως

εκφράζεται ευχή για νέα ισορροπία στις διατλαντικές σχέσεις µε ενεργή

ευρωπαϊκή συνεισφορά στη στρατηγική ασφάλειας και άµυνας της ∆ύσης.

Καθορίζεται έτσι η πολιτική – στρατιωτική αντίληψη και θέση της ∆ΕΕ21.

Έτσι, σε µεγάλο βαθµό προετοίµασε την εξέλιξη / αναγωγή της ∆ΕΕ στο

«αµυντικό συστατικό στοιχείο» της ΕΕ, όπως περιγράφεται στη Συνθήκη του

Μάαστριχ. Παραµένει µία σηµαντική απόπειρα πολιτικής έκφρασης της

ευρωπαϊκής αυτονοµίας ως προς την άµυνά της. ∆ηλώνεται µε σαφήνεια η

σηµασία της διατλαντικής σχέσης στην ευρωπαϊκή άµυνα και ασφάλεια,

ωστόσο η κύρια ευθύνη και η τελική λήψη απόφασης ανήκει στα ίδια τα

ευρωπαϊκά κράτη. Η δράση της ∆ΕΕ συνετέλεσε στη δηµιουργία πολιτικής

19 Το κείµενο προσδιόριζε τις προϋποθέσεις, όριζε τις κρίσεις, κατεδείκνυε συγκεκριµένες

ευθύνες στην Ευρώπη ως προς την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια. 20 Εν µέρει ήταν απόρροια των διαβουλεύσεων ΗΠΑ και ΕΣΣ∆ για την αποµάκρυνση της

άµεσης πυρηνικής απειλής µέσω ενός µερικού πυρηνικού αφοπλισµού. 21 Περιλαµβάνει ουσιαστικά όλα τα συστατικά στοιχεία της ΕΠΑΑ: αµοιβαία άµυνα, νέα

ισορροπία στην σε ευρωατλαντική σχέση, ανάπτυξη θεσµικών µηχανισµών και

επιχειρησιακών ικανοτήτων. Η ασφάλεια της Ένωσης είναι αδιαίρετη, ενώ δηλώνεται η

αποφασιστικότητα ενίσχυσης του ευρωπαϊκού πυλώνα της Συµµαχίας. Εξάλλου είναι το

πρώτο κείµενο όπου χρησιµοποιείται ο όρος «Ευρωπαϊκή αµυντική ταυτότητα.

16

Page 22: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

«ανοικτών θυρών» (Α/1841) ανάµεσα στα ευρωπαϊκά κράτη – µέλη του ΝΑΤΟ

ή/ και της ΕΕ, αλλά και της Κεντρικής Ευρώπης που κλήθηκαν να

συµµετάσχουν στη δηµιουργία της Ευρωπαϊκής άµυνας22.

Την ίδια περίοδο (1988) η Πορτογαλία και η Ισπανία, ήδη µέλη της ΕΚ και του

ΝΑΤΟ, προσεχώρησαν και στη ∆ΕΕ (ολοκληρώθηκε η διαδικασία το 1990),

άλλη µία ένδειξη της ενίσχυσης του ρόλου της ως ευρωπαϊκού θεσµού. Λίγο

αργότερα (1992) ξεκίνησε η ίδια διαδικασία για την ένταξη της Ελλάδας

(1995). Κορύφωση των παραπάνω, ήταν η ανάληψη της πρώτης

στρατιωτικής επιχείρησης από πλευράς ∆ΕΕ µε το συντονισµό ναυτικής

δύναµης µε στόχο τον καθαρισµό των Στενών του Ορµούζ από νάρκες κατά

τη διάρκεια του πολέµου Ιράκ – Ιράν (http://assembly-weu.itnetwork.fr/en

presentation/historique.html).

Η κοινή αυτή προσπάθεια της Ευρώπης αποκρυσταλλώθηκε σε ένα άλλο,

εξίσου σηµαντικό κείµενο, όπου δίδεται το πλαίσιο ενός Ευρωπαϊκού Σχεδίου

ασφάλειας. Η ανάλυση των απειλών, καθώς και των λύσεων που προτείνει

παραµένουν εξαιρετικά επίκαιρες. Το κείµενο «Σχέδιο Ευρωπαϊκής

Ασφάλειας: ένα κοινό σχέδιο δράσης των 27 χωρών της ∆ΕΕ» (European

Security Concept: a common concept of the 27 WEU Countries) υιοθετήθηκε

από το Συµβούλιο της ∆ΕΕ (Νοέµβριος 1995, Μαδρίτη). Μέσα από αυτό

αναδύονται οι κοινές θέσεις για πολλά θέµατα, καθώς και οι ευρωπαϊκές αξίες

και συµφέροντα23. Επρόκειτο για ιδιαίτερα λεπτοµερές κείµενο, όπου

καταγράφεται η σύγχρονη πραγµατικότητα και οι συνθήκες άµυνας και

ασφάλειας στην Ευρώπη και παγκοσµίως, ενώ ακολουθούν προτάσεις για το

πολιτικό, θεσµικό κι επιχειρησιακό επίπεδο. Αναδεικνύεται η ανάγκη

προστασίας των Ευρωπαίων πολιτών στις διάφορες κρίσεις που ξεσπούν

παγκοσµίως, γεγονός που προϋποθέτει ικανότητα ταχείας επέµβασης από

την πλευρά της Ένωσης. Εξίσου σύγχρονη παραµένει και η καταγραφή των

22 Με δήλωση του Γ. Γραµµατέα της ∆ΕΕ (1352th Meeting of the Council of WEU, 28/6/2001),

από 1/1/02 τα Μέλη αποφάσισαν ότι στις «παρούσες και προβλέψιµες συνθήκες» δεν ήταν

πλέον αναγκαία η επίσηµη αλλαγή της θέσης (status) των µη πλήρων µελών. Έτσι η ∆ΕΕ

αποτελείται από τα πλήρη, τα συνδεδεµένα (ευρωπαϊκά κράτη – µέλη του ΝΑΤΟ) και τα

κράτη – παρατηρητές (µέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ). 23 Αργότερα αντικατοπτρίστηκαν στο κείµενο του X. Solana, Υπατού Εκπροσώπου της

ΚΕΠΠΑ, «A secure Europe in a better world» (βλ. παρακάτω).

17

Page 23: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

απειλών, όπου εκτός της ζοφούσας κρίσης στα Βαλκάνια αναδεικνύονται η

εξάπλωση των ΟΜΚ, η διεθνής τροµοκρατία καθώς και οι περιβαλλοντικοί

κίνδυνοι24.

Ως προτεινόµενη αντίδραση από την πλευρά των 27 µελών της ∆ΕΕ

προκρίνεται η προώθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας µέσω της

αποτροπής και της διαχείρισης κρίσεων µε συντονισµένη δράση και

συνεργατική χρήση πόρων σε ένα τετραµερές πλαίσιο συνεργασίας (ΕΕ,

ΝΑΤΟ, ΟΑΣΕ, ΟΗΕ). Ωστόσο η προστασία των ευρωπαίων πολιτών

προϋποθέτει ικανότητα ταχείας επέµβασης. Το σχέδιο προτείνει τη διεξαγωγή

των καθηκόντων Petersberg και την ανάληψη στρατιωτικής δράσης µε τη

δηµιουργία συµµαχιών και τη συνεισφορά εθνικών στρατιωτικών πόρων25.

Ωστόσο, παρά τη σαφή και ακριβή καταγραφή τους η εφαρµογή των

προτάσεων26 απέτυχε, αφού εµποδίστηκε από ενδoευρωπαϊκές διαιρέσεις, τη

διαφορετική αντίληψη συµφερόντων, προβλήµατα διακυβερνητικής

συνεργασίας, χαµηλούς αµυντικούς προϋπολογισµούς και άλλους λόγους

(WEUA, Recommendation, Doc Α/1841). Η αναφορά στις προσπάθειες αυτές 24 Η γλώσσα και οι έννοιες που εστιάζουν τα κείµενα στο πέρασµα των χρόνων αναδεικνύουν

ορισµένες αξίες, προβληµατισµούς, αιτήµατα κι αντιλήψεις που αποτελούν «σταθερές» και

σηµεία αναφοράς της ευρωπαϊκής πολιτικής άµυνας κι ασφάλειας. Είναι αξιοσηµείωτο ότι

αναδεικνύεται η σηµασία προστασίας των ευρωπαϊκών οικονοµικών συµφερόντων σε

παγκόσµιο επίπεδο καθώς και της ασφάλειας της ευρωπαϊκής πολιτικής στον κόσµο,

προσδίδοντας έτσι στην Ευρώπη διάσταση παρεµφερή µε εκείνη µίας κρατικής οντότητας,

αφού προσθέτει πολιτική διάσταση σε µία γεωγραφικώς ορισµένη οντότητα. Επίσης, η

ανάδειξη των δηµοκρατικών αρχών και του κράτους δικαίου παράλληλα µε των οικονοµικών

συµφερόντων και της ασφάλειας των Ευρωπαίων πολιτών, είναι απολύτως συναφής µε τη

σύγχρονη αντίληψη περί ευρωπαϊκής άµυνας κι ασφάλειας (WEUA, Reccomendation,

Α/1841,7). 25 Η οµοιότητα µε τους στόχους και τον κατάλογο στρατιωτικών ικανοτήτων του Ελσίνκι

(Helsinki Headline Goal, Helsinki Capabilities Catalogue) είναι εµφανής. Εξίσου εύστοχη είναι

η διαπίστωση των αδυναµιών και των ελλείψεων (πόροι και ικανότητες στρατιωτικής

αντικατασκοπείας, µεταφορών, κοινά στάνταρ και διαλειτουργικότητα, ανάπτυξη και

συντονισµός της ευρωπαϊκής αµυντικής βιοµηχανίας). Είναι εµφανές ότι σε µεγάλο βαθµό

πολλές από τις αδυναµίες εξακολουθούν έως και σήµερα να υφίστανται και καταγράφονται

στο ECAP (βλ. σχετικά παρακάτω). 26 Το σχέδιο πρότεινε: προώθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας, αποτροπή και

διαχείριση κρίσεων µε συντονισµένη δράση και συνεργατική χρήση πόρων.

18

Page 24: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

της ∆ΕΕ καταδεικνύουν τη συµβολή της στην καλλιέργεια και την ανάπτυξη

µίας διακριτής ευρωπαϊκής αµυντικής ταυτότητας, πρωταρχικό στοιχείο της

λειτουργίας της ως ευρωπαϊκού αµυντικού οργανισµού καθώς και του ρόλου

της ως κανάλι «διαθεσµικής επικοινωνίας» µεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ.

Με τη Συνθήκη του Μάαστριχ και την ανάδειξη της ∆ΕΕ ως πρώτου κατεξοχήν

ευρωπαϊκού θεσµού άµυνας και ασφάλειας, η ΕΕ καθίσταται παγκόσµιος

δρων, αφού προσέθεσε στην πολιτική της ατζέντα την εξωτερική πολιτική και

την ασφάλεια. Από την πλευρά της η ∆ΕΕ απετέλεσε τη «γέφυρα» µεταξύ της

ΕΕ και του καθαυτού αµυντικού οργανισµού, του ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριµένα,

λειτούργησε ως «όχηµα» για το νέο σχέδιο µιας Ευρωπαϊκής Ταυτότητας

Ασφάλειας και Άµυνας, πάντα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (http:// assembly-

weu.itnetwork.fr/en presentation/historique.html).

Το Συµβούλιο της ∆ΕΕ έλαβε µία «ιστορική απόφαση» στο Petersberg

(19/6/1992), όπου όρισε µία σειρά επιχειρήσεων διαχείρισης κρίσεων,

συµπεριλαµβανοµένων ανθρωπιστικών, διασωστικών και ειρηνευτικών

αποστολών, γνωστές ως Καθήκοντα Petersberg (Petersberg Tasks). ∆εν

είναι τυχαίο ότι έως σήµερα τα Καθήκοντα Petersberg έχουν αποτελέσει την

κατεύθυνση της συνολικής πολιτικής της ΕΕ στον τοµέα της άµυνας και της

ασφάλειας, και πιο συγκεκριµένα της ΕΠΑΑ. Αν το Μάαστριχ έδωσε τη

δυνατότητα να αποκτήσει η ∆ΕΕ τη θέση της στο νέο στρατιωτικό περιβάλλον

καθορίζοντας τις σχέσεις µεταξύ της ΕΕ και της Ατλαντικής Συµµαχίας, η

∆ιακήρυξη Petersberg παρείχε τη δυνατότητα συγκρότησης πολυεθνικών

σχηµατισµών από τα κράτη της Ένωσης και προέβλεψε έναν Πυρήνα

Σχεδιασµού. Μετά την ανάληψη των επιχειρησιακών αρµοδιοτήτων της ∆ΕΕ

από την ΕΕ (2002) οι σχετικές προβλέψεις εντάχθηκαν στην αρµοδιότητα της

ΕΕ. Έτσι, µέσω της ∆ιακήρυξης Petersberg (Petersberg Declaration)27,

27 Η ∆ιακήρυξη αποτελείται από 3 µέρη:

Ι. ∆ΕΕ και Ευρωπαϊκή Ασφάλεια. Παρουσίαση της κατάστασης της ασφάλειας στην

Ευρώπη, ο αφοπλισµός, έλεγχος εξοπλισµών, εφαρµογή της Συνθήκης του Μάαστριχ,

Οµάδες Εργασίας και Ινστιτούτο Ερευνών Ασφάλειας της ∆ΕΕ.

ΙΙ. Ενίσχυση του Επιχειρησιακού ρόλου της ∆ΕΕ

ΙΙΙ. Σχέσεις µεταξύ ∆ΕΕ κι ευρωπαϊκών κρατών –µελών του ΝΑΤΟ ή της ΕΕ. ∆ιάκριση

σε µέλη – παρατηρητές – συνδεδεµένα µέλη (βλ. σχετικά παραπάνω) (Council of the WEU,

Petersberg Declaration, Βόννη, 19/6/1992).

19

Page 25: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

ενισχύθηκε η στρατιωτική δοµή της ΚΕΠΠΑ, ενώ ταυτόχρονα περιορίστηκε η

διαµάχη ΝΑΤΟ – ΕΕ καθώς και η εµφανής επικάλυψη ανάµεσα στις δοµές του

ΝΑΤΟ και της ∆ΕΕ (Allerkamp, 2004, 6).

Ωστόσο, η ανάδειξη των καθηκόντων Petersberg σχολιάστηκε

ποικιλοτρόπως, αφού για πολλούς αναλυτές η σχετική απόφαση δεν

αποτελούσε θέµα µεταρρύθµισης, αλλά εύσχηµο τρόπο για τους Ευρωπαίους

να µειώσουν τους αµυντικούς προϋπολογισµούς τους. Η ενέργεια αυτή

συνιστούσε συγχρόνως και απάντηση των Ευρωπαίων στην εµφανή

αδυναµία τους να διαχειριστούν τη Βαλκανική κρίση. Ήταν απόρροια της

συνειδητοποίησης ότι η ευρωπαϊκή οικονοµική και διπλωµατική πίεση δεν

αρκούσαν για την αντιµετώπιση κρίσεων στην ίδια την περιφέρεια της

Ένωσης (Mawdsley – Quille).

Η Σχέση µε το ΝΑΤΟ (Συµφωνίες Βερολίνου – Βρυξελλών, 1996) Όπως ήταν ευνόητο, οι εξελίξεις αυτές θα προκαλούσαν αντιδράσεις στον

έτερο θεσµό ασφάλειας και άµυνας, το ΝΑΤΟ, καθώς και αναταράξεις στην

πάντα ευαίσθητη ισορροπία της διατλαντικής σχέσης (βλ. σχετικά κεφ.2). Ας

αναφερθεί εδώ ότι η ανάληψη των Petersberg Tasks και γενικότερα, η

ανάπτυξη της αµυντικής πλευράς της Ένωσης, οδηγούσαν αναπόφευκτα το

ΝΑΤΟ και τη ∆ΕΕ (ως εκτελεστικού δρώντα της Ευρωπαϊκής Ταυτότητας

Άµυνας κι Ασφάλειας (ESDI) για την ΕΕ) σε διαπραγµάτευση για τον

καθορισµό του ρόλου της ESDI και της σχέσης της µε το ΝΑΤΟ.

Αναδείχτηκε έτσι η σύγκρουση επιθυµιών και συµφερόντων µεταξύ ∆ΕΕ και

ορισµένων συµµάχων στο ΝΑΤΟ, κυρίως των ΗΠΑ. Τα κράτη της ∆ΕΕ

διεκδικούσαν τη δυνατότητα ανάληψης στρατιωτικής δράσης ανεξαρτήτως

ΝΑΤΟ, κάτι που συνεπάγεται την αποχή ΗΠΑ. Από την άλλη, η αµερικάνικη

διακυβέρνηση εξέφραζε την ανησυχία ότι, αν οι Ευρωπαίοι παρέχουν τις

δυνάµεις τους στη ∆ΕΕ, θα δηµιουργούνταν δύο διακριτές στρατιωτικές

δυνάµεις στο πλαίσιο ασφάλειας της Ευρώπης µε άµεση συνέπεια την

εξασθένιση του ΝΑΤΟ (Walker, 2000).

Έτσι οι δύο θεσµοί προχώρησαν σε ένα διατλαντικό συµβιβασµό – ανταλλαγή

(grand bargain) (Hunter, 2002, 13). Πιο συγκεκριµένα, το ΝΑΤΟ θα

20

Page 26: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

διευκόλυνε την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ταυτότητας Άµυνας κι Ασφάλειας

(ESDI), αλλά όχι εντελώς ανεξάρτητης από το ΝΑΤΟ. Η ESDI θα

αναπτυσσόταν εντός ΝΑΤΟ µε δυνατότητα άντλησης πόρων «διαχωρίσιµων

αλλά όχι ξεχωριστών» (“military capabilities separable but not separate”),

αποτελώντας έτσι τον ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ και όχι διακριτή

στρατιωτική δύναµη (Warren, 1993). Η συµφωνία επετεύχθη χάρη σε

πρωτοβουλίες κι από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού28.

Έτσι η συµφωνία επετεύχθη στα Συµβούλια Υπουργών του ΝΑΤΟ στο

Βερολίνο και τις Βρυξέλλες (1996). Τα κεντρικά σηµεία στα οποία κατέληξαν

οι Υπουργοί αφορούσαν (Ministerial Meeting of the NA Council, Final

Communiqué, 1996):

• ∆υνατότητα διεξαγωγής επιχειρήσεων υπό διοίκηση ∆ΕΕ, µε στοιχεία

και δυνάµεις σχεδιασµού και άσκησης διοίκησης.

• Το ΝΑΤΟ θα προχωρούσε σε καθορισµό δυνάµεων προς

παραχώρηση στη ∆ΕΕ µε δική του σχετική απόφαση, µε δυνατότητα

ελέγχου και παρακολούθησης της χρήσης τους29.

• ∆ιατηρούσε το δικαίωµα επανάκλησής τους αν εµφανιζόταν σχετική

ανάγκη.

• Η διοίκηση των επιχειρήσεων θα διεξαγόταν µε (ευρωπαϊκό)

προσωπικό του ΝΑΤΟ από το οποίο θα αποσπόταν για να

χρησιµοποιηθεί στη ∆ΕΕ (double hatting). Πιο συγκεκριµένα, ο

Ευρωπαίος διοικητής του ΝΑΤΟ (DSACEUR) (Συµµαχικός ∆ιοικητής

Επιχειρήσεων) θα ήταν ο διοικητής των επιχειρήσεων ∆ΕΕ (Haine,

2004b).

28 Από τη µία την υποστήριξη των διακυβερνήσεων George H.W. Bush και Bill Clinton και από

την άλλη της γαλλικής κυβέρνησης του Jacques Chirac που εξέφρασε τη βούληση

επανένταξης της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ από το στρατιωτικό σκέλος του οποίου είχε αποχωρήσει

από το 1966. 29Πρόκειται για ένα από τα πλέον αµφιλεγόµενα σηµεία αιχµής του σχετικού διακανονισµού.

Αφορά στα ζητήµατα σχεδιασµού και στρατηγείων, που, ως ένα βαθµό, παραµένουν εκκρεµή,

καθώς και ο έλεγχος/ παρακολούθησή τους και η δυνατότητα ανάκλησής τους από το ΝΑΤΟ

(Ministerial Meeting of the NA Council, Final Communiqué, 1998).

21

Page 27: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

• Η ∆ΕΕ αποκτούσε πρόσβαση στη νεοσύστατη CJFT (ακόµη ήταν

σχέδιο) και στο αρχηγείο της, στοιχείο που αποµάκρυνε την περίπτωση

και την επικάλυψης των πόρων και δυνάµεων.

• ∆υνατότητα συµµετοχής στις επιχειρήσεις ∆ΕΕ θα είχαν όλοι οι

Ευρωπαίοι εταίροι του ΝΑΤΟ, κι ας µην ήταν µέλη της ΕΕ ή της ∆ΕΕ

(συµπεριλαµβάνεται έτσι η Τουρκία).

Συγχρόνως διευκρινίζεται ότι το ΝΑΤΟ παραµένει το «κεντρικό forum» για την

επίτευξη των κοινών στόχων ασφάλειας στον ευρωατλαντικό χώρο και η

σχέση ∆ΕΕ – ΝΑΤΟ στη διαχείριση κρίσεων θα χαρακτηρίζεται από «πλήρη

διαφάνεια». Επιπλέον τονίζεται η προτεραιότητά του ως αµυντικού

µηχανισµού (primacy) και επαναβεβαιώνεται ο κρίσιµος ρόλος των ΗΠΑ στη

µεταψυχροπολεµική Ευρώπη. Εξίσου σηµαντικό στοιχείο της συµφωνίας, και

µάλιστα αποτέλεσµα σκληρών διαπραγµατεύσεων αποτελεί η ύπαρξη «µίας,

ενιαίας, πολυεθνικής δοµής που θα σέβεται την αρχή της ενότητας

διοικήσεως» (Meeting of the NA Council, Final Communiqué (par.8), 1996).

Μέσω της προσεκτικής διατύπωσης διασφαλίζεται ότι η δυνατότητα της ∆ΕΕ

να αποσπά πόρους του ΝΑΤΟ δεν θα περιορίζει τις δυνατότητες της

Ατλαντικής Συµµαχίας. Κατ’ ουσίαν αποκλείεται η ύπαρξη «2 ΝΑΤΟ» (Hunter,

2002), και η συνακόλουθη διάσπαση των δοµών και των στρατιωτικών

ικανοτήτων του σε δύο µέρη, ένα που θα ανταποκρίνεται στο άρθρο 5 της

Βορειοατλαντικής Συµµαχίας (συλλογική ασφάλεια) κι ένα για τις υπόλοιπες

επιχειρήσεις30.

30 Εξάλλου το ΝΑΤΟ είχε προτεραιότητα στις Ευρωπαϊκές Πολυεθνικές ∆υνάµεις, όπως οι

Eurocorps, Eurofor, Euromarfor, που αποτελούνται από δυνάµεις της Γαλλίας, Ιταλίας,

Πορτογαλίας, Ισπανίας (βλ. σχετικά NATO Handbook, Chapter 15). H ∆ιακήρυξη Petersberg

έδινε τη δυνατότητα στα Ευρωπαϊκά κράτη να συγκροτούν πολυεθνικές δυνάµεις µε

διακρατικές συµφωνίες και να τις θέτουν στη διάθεση της ∆ΕΕ. Έτσι, είτε συγκροτήθηκαν νέες

πολυεθνικές δυνάµεις, είτε υπάρχουσες δυνάµεις και στρατηγεία εντάχθηκαν στη ∆ΕΕ.

Πρόκειται για στρατιωτικούς σχηµατισµούς που δεν υπάγονται στις διαταγές κάποιου

συλλογικού ευρωπαϊκού οργάνου και µόνον οι χώρες που τις συγκροτούν είναι αρµόδιες Βλ.

σχετικά Petersberg Declaration (1992), II, 1,2,3,4,5,6: ¨Military Units will be drawn from the

forces of WEU member-states”, 7 “… for its various possible taske. Where multinational

formations drawn from the forces of WEU nations already exist or are planned, these units

22

Page 28: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Συµπερασµατικά, οι Συµφωνίες Βερολίνου - Βρυξελλών επέτρεψαν στη ∆ΕΕ

να καταστεί για πρώτη φορά στρατιωτικά αποτελεσµατικός οργανισµός, έστω

και για τη διεξαγωγή περιορισµένων Petersberg Tasks. Από την άλλη

επαναβεβαίωσαν το διατλαντικό δεσµό, ενώ διασφαλίστηκε η

«πρωτοκαθεδρία» του ΝΑΤΟ ως κατεξοχήν αµυντικού οργανισµού για την

ευρωπαϊκή ήπειρο31. Σηµείο – κλειδί αποτελούσε η διατύπωση «διαχώρισιµες

αλλά όχι ξεχωριστές δυνάµεις» του ΝΑΤΟ για τη ∆ΕΕ, µε δεδοµένο ότι το

ΝΑΤΟ δε διαθέτει το ίδιο τόσες δυνάµεις, αλλά αντλεί από τις δυνάµεις των

κρατών µελών του. Συνεπώς οι Ευρωπαίοι εξαρτώνται από τις ΗΠΑ, αφού

στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για αµερικανικές στρατιωτικές

ικανότητες. Πράγµατι, στο πλαίσιο της συµφωνίας οι ΗΠΑ συναίνεσαν στην

παραχώρηση των δυνάµεών τους για επιχειρήσεις της ∆ΕΕ, όπου δε θα είχαν

οι ίδιες συµµετοχή.

Η συµφωνία αυτή θα µπορούσε να θέσει τέρµα στη συζήτηση που είχε ανοίξει

στη συµµαχία σχετικά µε την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού στρατιωτικού

πυλώνα, µε αµοιβαίο σεβασµό στα συµφέροντα και τις φιλοδοξίες των µερών.

Ωστόσο η επεξεργασία των πρακτικών λεπτοµερειών στη σχέση ∆ΕΕ και

ΝΑΤΟ, αλλά και οι φόβοι και οι ενδοιασµοί των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων

σχετικά µε τις προθέσεις του έτερου µέρους έθεταν προσκόµµατα στη

διαδικασία32 (Hunter, 2002, 21). Η εξέταση της ευρωπαϊκής διάστασης του

ΝΑΤΟ (βλ. σχετικό κεφάλαιο) θα επιτρέψει τον αναλυτικότερο σχολιασµό.

Ωστόσο, καθίσταται εµφανής ο σηµαντικός ρόλος της ∆ΕΕ στη διαµόρφωση

της ευρωπαϊκής πολιτικής άµυνας και ασφάλειας, ιδιαίτερα τη χρονική

περίοδο που αποτελούσε τον µοναδικό εκτελεστικό δρώντα και µέσο

πραγµάτωσης της ευρωπαϊκής αµυντικής ταυτότητας.

could be made available for use under the authority of WEU, with agreement of all

participating nations”. 31 Βλ. και Petersberg Declaration (1992), I, 3 “Atlantic Alliance is one of the indispensable

foundations of Europe’s Security”. 32 Η αµηχανία στην εφαρµογή της, και ειδικότερα το θέµα των στρατιωτικών ικανοτήτων

παραµένει έως σήµερα σηµείο τριβής στη Συµµαχία και ανασχετικό της προόδου της

ευρωπαϊκής πολιτικής άµυνας και ασφάλειας

23

Page 29: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Θεσµική Ενίσχυση της ΚΕΠΠΑ (Συνθήκη του Άµστερνταµ, 1997) Παρά τις δυσκολίες, τις αµφισβητήσεις και τις ανασχέσεις η ΕΕ συνέχισε την

πορεία της προς τη διαµόρφωση κοινής άµυνας και ασφάλειας. Η Συνθήκη

του Μάαστριχ προέβλεπε µία νέα διακυβερνητική διάσκεψη (1996) η οποία

κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης του Άµστερνταµ (Treaty of Amsterdam) (1997). Οι τροποποιήσεις που έγιναν συνετέλεσαν στην

προώθηση της ΚΕΠΠΑ.

• H Συνθήκη του Άµστερνταµ τροποποίησε το σύνολο του Τίτλου V που

αφορά στην ΚΕΠΠΑ. Προσδιορίστηκαν εκ νέου οι ευθύνες στην άµυνα

και την ασφάλεια κι ενισχύθηκε η αµυντική διάσταση της ΚΕΠΠΑ. Στα

ζητήµατα ασφάλειας της ΄Ενωσης που περιλαµβάνονται στην ΚΕΠΠΑ

εντάσσεται πλέον η «σταδιακή» πλαισίωση µίας κοινής αµυντικής

πολιτικής. Η επιλογή της λέξης «σταδιακή» (progressive), η οποία

αντικατέστησε την «πιθανή» «ενδεχόµενη» (eventual) της

προηγούµενης Συνθήκης δε συνιστά ποικιλία στη διατύπωση, αλλά

υποδηλώνει τη βούληση της Ένωσης να προχωρήσει στο χτίσιµο της

κοινής αυτής πολιτικής, προχωρώντας πέραν του απλού ευχολογίου.

Οι αποστολές Petersberg εντάχθηκαν στη Συνθήκη ως δράσεις της

ΚΕΠΠΑ.

• Θεσµικές τροποποιήσεις: Στο σηµείο αυτό έγιναν σηµαντικά βήµατα

προόδου. Αν και η ΚΕΠΠΑ παραµένει διακυβερνητική πολιτική ωστόσο

εισάγονται νέοι σηµαντικοί θεσµοί33. Ορίζεται θέση Ύπατου

Εκπροσώπου (High Representative)34 της ΚΕΠΠΑ, ο οποίος

33 Αν και το Συµβούλιο αναλαµβάνει την εκπροσώπηση της ΚΕΠΠΑ, ωστόσο η θεσµοποίηση

του Ύπατου Εκπροσώπου (ΥΕ) και η δηµιουργία των υπόλοιπων δοµών στο σύστηµα λήψης

αποφάσεων αποτελούν ένα σηµαντικό βήµα προς την ενσωµάτωση και την ολοκλήρωση. Οι

µεταρρυθµίσεις περιορίζουν τον αµιγώς διακυβερνητικό χαρακτήρα του 2ου πυλώνα. Η

ενισχυµένη πλειοψηφία και η εποικοδοµητικής αποχή διευκολύνουν τις ενοποιηµένες

αποφάσεις και µειώνουν το διακυβερνητισµό του 2ου πυλώνα. Ο ΥΕ εκτελεί αρµοδιότητες της

ΚΕΠΠΑ και όχι των κρατών, συνεπώς αυξάνει η επιρροή και η ισχύς του στη λήψη

αποφάσεων (βλ. ενδεικτικά Boquet (2002), αλλά και υπ.14). 34 Ορίζοντας στη θέση αυτή τον Ισπανό Χ. Σολάνα, πρώην Υπουργό Εξωτερικών και Γενικό

Γραµµατέα του ΝΑΤΟ, η ΕΕ καθιστά σαφές ότι η θέση δεν είναι διακοσµητική, αλλά αποτελεί

έναν δυναµικό θεσµό στη διαµόρφωση µίας ισχυρής ΚΕΠΠΑ.

24

Page 30: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

καθίσταται συγχρόνως και Γενικός Γραµµατέας του Υπουργικού

Συµβουλίου της ΕΕ διασφαλίζοντας µε αυτόν τον τρόπο την καλή

λειτουργία ΚΕΠΠΑ και την ανοικτή επικοινωνία µε το Συµβούλιο. Ρόλος

του είναι η διευκόλυνση και εφαρµογή των Κοινών Στρατηγικών που

επιτρέπουν τη λήψη αποφάσεων µε ενισχυµένη πλειοψηφία για

συγκεκριµένες δράσεις εξωτερικής πολιτικής, οι οποίες ωστόσο

στηρίζονται σε οµόφωνες κοινές στρατηγικές35. Στις θεσµικές

καινοτοµίες συµπεριλαµβάνεται η δηµιουργία µίας κεντρικής µονάδας

πολιτικού σχεδιασµού (central policy planning unit) µε αρµοδιότητα

υποστηρικτική του Συµβουλίου και των ΥΠΕΞ στη διαµόρφωση

πολιτικών αναλύσεων σχετικών µε το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής

της Ένωσης.

• ∆ιαδικασίες ψηφοφορίας: αν και η οµοφωνία εξακολουθεί να αποτελεί

γενικό κανόνα στη λήψη αποφάσεων της ΚΕΠΠΑ, ωστόσο εισάγεται

και η πιο ευέλικτη διαδικασία της ενισχυµένης πλειοψηφίας (majority

voting) προκειµένου για την υιοθέτηση «κοινών δράσεων, θέσεων ή

λήψη άλλης απόφασης βασισµένης σε κοινή στρατηγική» (αρ. 23.2

Συνθήκης)36. Εισάγεται η – σηµαντική για µελλοντικές συνεργασίες –

πρόβλεψη για τη δυνατότητα εποικοδοµητικής αποχής (constructive

abstention), έτσι ώστε κράτος µέλος που δεν επιθυµεί τη συµµετοχή

του σε σχετικές δράσεις να µη συνιστά απαραιτήτως πρόσκοµµα στη

συνεργασία όσων το επιθυµούν.

• Σχέσεις µε ∆ΕΕ: η σχέση µε τη ∆ΕΕ ισχυροποιείται και µάλιστα η

Συνθήκη προβλέπει την πιθανότητα ενσωµάτωσής της στην ΕΕ, «αν

αποφασίσει σχετικά το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο». Η ΕΕ θα µπορεί να

«κάνει χρήση» της ∆ΕΕ προκειµένου η τελευταία να επεξεργαστεί και

να εφαρµόσει αποφάσεις και δράσεις της Ένωσης που έχουν

35 Τα καθήκοντα του Ύπατου Εκπροσώπου ΚΕΠΠΑ καθορίζονται στο άρθρο 26 της

Συνθήκης του Άµστερνταµ 36 Ωστόσο το ρηξικέλευθο της διατύπωσης µειώνεται σηµαντικά από την εξαίρεση που

εισάγεται για αποφάσεις που συνδέονται ή έχουν επίπτωση στην άµυνα και την ασφάλεια.

Επιπλέον κάθε κράτος διατηρεί το δικαίωµα να µπλοκάρει µία ψηφοφορία επικαλούµενο

λόγους εθνικού συµφέροντος.

25

Page 31: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

επιπτώσεις στην άµυνα (αρ. 17.3)37. Επιπλέον στο πλαίσιο

διαµόρφωσης κοινής αµυντικής πολιτικής τα κράτη µέλη καλούνται να

εξετάσουν τις δυνατότητες συνεργασίας σε εξοπλισµούς.

Οι παραπάνω τροποποιήσεις και προσθήκες δίνουν «πνοή» στην ΚΕΠΠΑ, σε

θεσµικό, αν όχι πρακτικό επίπεδο. Ωστόσο, είναι κυρίως οι σχετικές µε τη ∆ΕΕ

προβλέψεις που ανησύχησαν περισσότερο τους συµµάχους της Ατλαντικής

Συµµαχίας, και δη τις ΗΠΑ, σε συνδυασµό µάλιστα µε τις προηγηθείσες

(1996) συµφωνίες Βερολίνου – Βρυξελλών που καθόριζαν το modus vivendi

∆ΕΕ – ΝΑΤΟ καθιστώντας ταυτοχρόνως επιχειρησιακή τη ∆ΕΕ. Οι ΗΠΑ

θεώρησαν ότι µε έµµεσο τρόπο η ΕΕ θα είχε τη δυνατότητα να κατευθύνει τη

δράση της ∆ΕΕ, γεγονός που συνεπαγόταν ότι κράτη µη µέλη του ΝΑΤΟ

αποκτούσαν δυνατότητα επιρροής στη διαµόρφωση της πολιτικής του ΝΑΤΟ,

καθώς και πρόσβαση στο σύστηµα πληροφοριών του38. Ας σηµειωθεί

ωστόσο ότι οι σχετικές ανησυχίες ήταν µάλλον αδικαιολόγητες, εφόσον από

τα 4 «ουδέτερα» κράτη µέλη της ΕΕ (Φινλανδία, Σουηδία, Αυστρία και

Ιρλανδία) αλλά όχι του ΝΑΤΟ, κανένα δεν έκανε χρήση του δικαιώµατος

ένταξης στη ∆ΕΕ, αλλά αρκέστηκαν στο ρόλο «παρατηρητή»39.

Ο ρόλος της Μ. Βρετανίας (∆ιακήρυξη St. Malo, 1998) Μετά τις αποφάσεις Βερολίνου – Βρυξελλών (1996), και τη Συνθήκη του

Άµστερνταµ παρά το ότι οι ανησυχίες, οι διαφορές και οι επιφυλάξεις και στις

δύο πλευρές του Ατλαντικού παρέµεναν καθιστώντας τη σχέση µεταξύ ΝΑΤΟ

και ∆ΕΕ ζήτηµα εκκρεµές, ωστόσο η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αµυντικής

ταυτότητας (ESDI) - σύµφωνα µε το ΝΑΤΟ - ή της ευρωπαϊκής πολιτικής

άµυνας και ασφάλειας - κατά την ΕΕ - έπαψε να αποτελεί ένα από τα – κύρια,

τουλάχιστον – θέµατα στην ατζέντα των συζητήσεων (Hunter, 2004, 29). 37 Η Συνθήκη του Άµστερνταµ προέβλεπε ότι όλα τα µέλη της ∆ΕΕ είχαν δικαίωµα ισότιµης

συµµετοχής (equal footing) στις διαδικασίες ∆ΕΕ, συµπεριλαµβανοµένης και της λήψης

αποφάσεων σχετικά µε τη δράση της ∆ΕΕ για τη διεξαγωγή των Petersberg Tasks. 38 Έτσι µάλλον επιζητούσαν τη δυνατότητα να ασκούν βέτο κάθε φορά, εκτός αν το ίδιο το

ΝΑΤΟ έκανε κάτι τέτοιο αποδεκτό (van Eekelen, W., 1999). 39 Εξάλλου η πιθανότητα να δεχτούν επίθεση – και µε τον τρόπο αυτό να εµπλακεί και το

ΝΑΤΟ σε κρίση δίχως να το αποφασίσει το ίδιο – ήταν µάλλον ανύπαρκτη.

26

Page 32: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Επανήλθε ωστόσο και συνδέεται µε µία άλλη εξέλιξη – βήµα ολοκλήρωσης

της Ένωσης: την εισαγωγή του κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος σε 11 (12 λίγο

αργότερα) χώρες της Κοινότητας (1998). Στη σηµαντική αυτή εξέλιξη δε

συµµετείχε η Μ. Βρετανία και το γεγονός αυτό µάλλον συνδέεται µε τη

σηµαντική αλλαγή της Βρετανικής πολιτικής προς την ολοκλήρωση της

Ένωσης και ειδικότερα τους τοµείς άµυνας και ασφάλειας. Έτσι ενώ κρατούσε

αποστάσεις από τα ζητήµατα της ESDI, ο βρετανός πρωθυπουργός, Tony

Blair έκανε µία θεαµατική στροφή διεκδικώντας ταυτοχρόνως ηγετικό ρόλο

στη διαµόρφωση της ευρωπαϊκής άµυνας και ασφάλειας (Howorth, 2000)40.

Έτσι, στη συνάντησή του µε τον γάλλο Πρόεδρο Jacques Chirac εξεδόθη µία

δήλωση, η ∆ιακήρυξη του St. Malo (Τhe St. Malo Declaration on Joint European Defence) (1998)41. Η πολιτική σηµασία αυτής της διακήρυξης ήταν

µεγάλη, αφού έδωσε πνοή στην υπνώσα ESDI, µε παρεπόµενο την

επαναφορά στο προσκήνιο των σχετικών ευροατλαντικών διαφωνιών και

προβληµάτων. Αν και η διατύπωση της ∆ιακήρυξης ήταν τέτοια που την

40 Πρόκειται για σύγκλιση των δύο µεγάλων δυνάµεων που ακολουθούσαν διαφορετικές

πολιτικές ως προς την ολοκλήρωση και ιδιαιτέρως ως προς την ΚΕΠΠΑ. Είχε προηγηθεί η

µεταβολή της στάσης του Ηνωµένου. Βασιλείου στην άτυπη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού

Συµβουλίου (10/98) σχετικά µε την Ευρωπαϊκή αµυντική συνεργασία. Είχε γίνει ένα βήµα

προς την απόκτηση ευρωπαϊκών δυνατοτήτων για τη διαχείριση κρίσεων. H Μ. Βρετανία ήταν

παραδοσιακά υπέρµαχος της Ατλαντικής Συµµαχίας και της προτεραιότητάς της, ωστόσο

κατανοούσε σταδιακά την ανάγκη για µεγαλύτερο συντονισµό στην εξωτερική πολιτική, πάντα

όµως αντιτιθέµενη σε όποια µεταφορά αρµοδιοτήτων στα ζητήµατα ασφάλειας στην Ένωση.

Από την άλλη, στόχος της Γαλλίας ήταν πάντα η ενίσχυση της συνεργασίας της, µε τη

Γερµανία και κυρίως στο στρατιωτικό επίπεδο (Haine, 2004a) 41 Η βαλκανική κρίση, που εξαπλώθηκε δίχως αποτελεσµατική κι έγκαιρη επέµβαση της

Ευρώπης, κατέστησε εντονότερη τη µεγάλη αντίθεση και το χάσµα µεταξύ της αµερικανικής

ισχύος και της ευρωπαϊκής ανεπάρκειας στη διαχείριση συγκρούσεων κι οδήγησε στη

Συµφωνία του St Malo. Η Γαλλία και η Βρετανία επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την κρίση στη

Βοσνία. Στρατεύµατά τους είχαν ήδη συνεργαστεί κι είχε αναπτυχθεί αίσθηµα αλληλεγγύης

στο στρατιωτικό προσωπικό. Επιπλέον, η κρίση συνετέλεσε στη σταδιακή επαναπροσέγγιση

της Γαλλίας µε το ΝΑΤΟ. Από την άλλη, η Μ. Βρετανία ανησυχούσε για τη συνεχιζόµενη

αδυναµία της Ευρώπης και τη διεύρυνση του χάσµατος µε τις ΗΠΑ, που θα µπορούσε να

θέσει σε κίνδυνο την Ατλαντική σχέση. Η Ατλαντική Συµµαχία µπορούσε να διασωθεί µέσω

της Ευρώπης (St Malo Declaration (1998), 2, “..we are contributing to the vitality of a

modernized Atlantic Alliance”).

27

Page 33: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

καθιστούσε ανοικτή σε ένα µάλλον ευρύ φάσµα ερµηνειών, µε τους Γάλλους

και τους Βρετανούς να εστιάζουν και να ερµηνεύουν διαφορετικά, ωστόσο δεν

αµφισβητείται η ύπαρξη ρηξικέλευθων προτάσεων, που µε τη σειρά τους

ενίσχυαν τις διατλαντικές τριβές42. Η ∆ιακήρυξη περιελάµβανε, σε µεγάλο

βαθµό, στοιχεία από προηγούµενες σχετικές συµφωνίες της ΕΕ. Η διαφορά

ωστόσο έγκειται στο ότι, για πρώτη φορά, βρίσκονται συγκεντρωµένες σε ένα

κείµενο και επενδύονται µε πολιτική αξία. O πυρήνας της συµφωνίας ήταν η

ενίσχυση των στρατιωτικών ικανοτήτων της Ευρώπης ώστε να

ανταποκρίνεται στα Petersberg Tasks.

∆ίδεται έµφαση στο ότι οι αποφάσεις σχετικά µε την ESDI και τη χρήση της

ανήκουν στην ίδια την ΕΕ κι όχι στη ∆ΕΕ43. Σε µία πρώτη ανάγνωση το St.

Malo αποτελεί ένα κάλεσµα για επιτάχυνση των διαδικασιών στο πλαίσιο της

ΚΕΠΠΑ, κάτι που είχε ήδη διατυπωθεί στη Συνθήκη του Άµστερνταµ44. Παρά

το ότι δε φαίνεται να παρεκκλίνει από τα δεδοµένα της ευρωατλαντικής

σχέσης αποδίδοντας την απαραίτητη αναγνώριση στο ΝΑΤΟ και τη συλλογική

άµυνα, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί µία ρηξικέλευθη πολιτική πρόταση, µε

νέες και σηµαντικές προτάσεις45.

42 Πρόκειται για τη φράση “capacity for autonomous action”, η οποία ωστόσο συνιστά

συµβιβασµό και σηµείο τοµής Λονδίνου και Παρισιού. Η Βρετανία προσέγγιζε την Ευρώπη

για να ασκήσει µεγαλύτερη επιρροή, ενώ η Γαλλία συναινούσε στην Ατλαντική νοµιµότητα

που θα αποτελούσε το πλαίσιο για την Ευρωπαϊκή αυτονοµία. Έτσι συγκεράστηκε ο

πραγµατισµός των Βρετανών για άµεση, βραχυπρόθεσµη αντιµετώπιση των ζητηµάτων µε τις

µακροπρόθεσµες γαλλικές φιλοδοξίες για ισχυρή Ευρώπη. Πιο συγκεκριµένα, έγινε αποδεκτή

η θέση της Γαλλίας για «αυτόνοµη δράση» στην άµυνα, αλλά και της Βρετανίας που εστίαζε

στον οργανικό δεσµό µεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ. 43 Ωστόσο το στοιχείο αυτό κατ’ ουσίαν ενυπάρχει στη Συνθήκη του Μάαστριχ, όπου η ∆ΕΕ

χαρακτηρίζεται ως συστατικό στοιχείο της ΕΕ (“integral part of the development of the

Union”). 44 St Malo Declaration, 1 “The EU needs to be in a position to play its full role on the

international stage. This means making a reality of the Treaty of Amsterdam” “… important to

achieve full and rapid implementation of the Amsterdam provisions on CFSP” 45 Έτσι αποσιωπά τις προηγηθείσες συµφωνίες Βερολίνου – Βρυξελλών, οι οποίες, εµµέσως

διασφαλίζουν την πρωτοκαθεδρία του ΝΑΤΟ στην ευρωπαϊκή άµυνα και ασφάλεια, καθώς και

τη συνακόλουθη έννοια της µη ύπαρξης δύο «όµοιων οργανισµών» που θα µοιράζονται

εξίσου τις δραστηριότητες στην αµυντική πολιτική. Και αν οι παραπάνω έννοιες δεν ήταν

σαφώς εκπεφρασµένες στις Συµφωνίες, αλλά µάλλον συνάγονταν από το περικείµενο, µία

28

Page 34: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ακόµη πιο σηµαντική είναι η έµφαση που δίδεται στην ανάγκη να αποκτήσει η

ΕΕ ικανότητα «αυτόνοµης δράσης» (2, “the Union must have the capacity for

autonomous action backed-up by credible military forces”), µία φράση που

από τότε περιλαµβάνεται σε όλα τα σχετικά κείµενα της ΕΕ δίδοντας την

κατεύθυνση στη διαµόρφωση της ευρωπαϊκής αµυντικής πολιτικής.

Από την «αυτόνοµη δράση» απορρέει και η, εξίσου συµπεριληφθείσα, ανάγκη

να αποκτήσει η ΕΕ δίκες της κατάλληλες δοµές και ικανότητες (“appropriate

structures and a capacity”) για ανάλυση καταστάσεων, συλλογή και διαχείριση

πληροφοριών και στρατηγικό σχεδιασµό, (παρ. 3) στοιχεία για τα οποία

εξαρτώταν από το ΝΑΤΟ, και σωστότερα από τις ΗΠΑ, οι οποίες µόνον

διέθεταν τον απαραίτητο εξοπλισµό και τους σχετικούς πόρους έως τότε.

Ωστόσο, η ∆ιακήρυξη διευκρίνιζε (παρ. 3) ότι η ανάληψη στρατιωτικής δράσης

θα γίνεται µόνον «όταν το ΝΑΤΟ, στο σύνολό του, δεν εµπλέκεται» (“when the

Alliance as a whole is not engaged”), καθώς και ότι οι ευρωπαϊκές ικανότητες

που θα αναπτύσσονταν θα απέφευγαν κάθε «περιττή επικάλυψη

(“unnecessary doublication”)46. Ένα άλλο σηµαντικό στοιχείο που εισάγει η

∆ιακήρυξη αφορά στην πρόταση για ισχυρή και ανταγωνιστική ευρωπαϊκή

αµυντική βιοµηχανία και τεχνολογία, εξίσου ενδεικτική της βούλησης για

αυτονοµία χάραξης και διεξαγωγής ευρωπαϊκής αµυντικής πολιτικής47.

Συµπερασµατικά, η ∆ιακήρυξη του St. Malo αποτελεί έναν από τους κύριους

σταθµούς στην πορεία της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΠΑ, αν και επρόκειτο για

γαλλοβρετανική πρωτοβουλία κι όχι συνολική ευρωπαϊκή πρόταση48. Αν και

άλλη ιδέα, σαφώς διατυπωµένη, είναι εξίσου απούσα στο νέο κείµενο. Πρόκειται µάλιστα για

ένα από τα πρωτεύοντα διχαστικά ζητήµατα που αφορά την ένταξη της ESDI στο ΝΑΤΟ και

της παρελκόµενης δυνατότητας της να αντλεί «διαχωρίσιµους αλλά όχι ξεχωριστούς

στρατιωτικούς πόρους» από αυτό (St Malo Declaration), ωστόσο θα µπορούσε να

προστρέξει σε προ-καθορισµένες ικανότητες από τον ευρωπαϊκό πυλώνα του ΝΑΤΟ (παρ.

3). 46 Η ∆ιακήρυξη διευκρινίζει (παρ. 2) ότι οι δεσµεύσεις για τη συλλογική άµυνα (του αρ. 5 της

Συνθήκης της Ουάσινγκτον (ΝΑΤΟ) και του αρ.V της Συνθήκης των Βρυξελλών (∆ΕΕ) πρέπει

να διατηρηθούν. 47 Παρ. 4 “…strengthened armed forces … supported by a strong and competitive European

defence industry and technology”. 48 Η πρόταση έτυχε θετικής αποδοχής και υιοθετήθηκε από το Συµβούλιο µία εβδοµάδα

αργότερα, στη Βιέννη.

29

Page 35: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

συνόψιζε µεγάλο µέρος προτάσεων και διατυπώσεων του παρελθόντος,

ωστόσο περιείχε και ρηξικέλευθες προτάσεις που έδιναν νέα ώθηση στη

διαµόρφωση της πολιτικής άµυνας και ασφάλειας της ΕΕ. ΄Εφερε σηµαντικό

πολιτικό βάρος, αφού αποτελούσε την πρώτη πρωτοβουλία µετά τον µεγάλο

διακανονισµό (grand bargain) του 1996 µεταξύ ∆ΕΕ και ΝΑΤΟ. Επιπλέον, για

πρώτη φορά εµπλεκόταν η άλλη µεγάλη δύναµη της Ένωσης, η Βρετανία49, η

οποία κρατούσε έως τότε αποστάσεις από τις σχετικές εξελίξεις και

πρωτοβουλίες και η οποία συνδέεται µε εκλεκτική συγγένεια µε την αντίπερα

πλευρά του Ατλαντικού. Παρέµενε βεβαίως ένα πολιτικό κείµενο µε

περισσότερο συµβολική παρά ουσιαστική σηµασία. Παρόλα αυτά, οι ταχείες

εξελίξεις που ακολούθησαν επιβεβαιώνουν τη λειτουργία της ∆ιακήρυξης ως

πολιτικού καταλύτη στα τεκταινόµενα στην Ένωση.

49 Από αρκετούς µελετητές (Biscop, 2002), (Haine, 2004a) η µεταστροφή της Βρετανίας και η

επιθυµία της για εναργέστερη συµµετοχή στα θέµατα της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι

αποτέλεσµα δύο συνιστωσών, µίας εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής αντίστοιχα. Εν µέρει

πολιτική επιλογή των Εργατικών, µε στόχο να τονώσουν το φιλευρωπαϊκό προφίλ τους και να

το αντιπαραθέσουν στη σκληρότερη και πιο αρνητική στάση των Συντηρητικών. Ωστόσο

βασικότερη είναι η συνιστώσα της εξωτερικής πολιτικής. Η Βρετανία ανησυχούσε για τη

βραδυπορία των Ευρωπαίων εταίρων να αυξήσουν τους αµυντικούς προϋπολογισµούς τους

µε αποτέλεσµα το χάσµα στις ικανότητες ανάµεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να

διευρύνεται καθιστώντας τους µη αξιόλογους εταίρους και προκαλώντας δυσθυµία στις ΗΠΑ.

Σε συνδυασµό µε τη σταδιακή αποµάκρυνση των ΗΠΑ από την Ευρώπη, η Ένωση θα όφειλε

πολύ σύντοµα να διαθέτει την κατάλληλη στρατιωτική δύναµη, ώστε να είναι σε θέση να

διαφυλάξει τα συµφέροντά της, αλλά και να διατηρήσει τη συνοχή της ευρωατλαντικής

κοινότητας.

30

Page 36: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Κεφάλαιο 2

To NATO και η ευρωπαϊκή του διάσταση

Εισαγωγή Η διατλαντική σχέση είναι πολυδιάστατη, δυναµική και υπό συνεχή

αναδιαµόρφωση. Ωστόσο οι ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις της τελευταίας

δεκαετίας προκάλεσαν ανακατατάξεις και στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Έτσι τα

τελευταία χρόνια έχει αναδειχτεί ως σηµαντικό ζήτηµα για τους Νατοϊκούς

εταίρους, Ευρωπαίους και µη, η σχέση του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης, πιο

συγκεκριµένα, υπό το πρίσµα ενός ευρωπαϊκού αµυντικού πυλώνα στη

Βορειοατλαντική Συµµαχία. Πρόκειται για σύνθετο ζήτηµα µε πολλές και

ποικίλες διαστάσεις, στοιχείο που καθιστά δυσχερέστερη την εύρεση τελικού

διακανονισµού, πολύ δε περισσότερο αφού τα δεδοµένα, γεωπολιτικά,

θεσµικά, κοινωνικά και οικονοµικά τόσο στον ευρωπαϊκό χώρο, όσο και στη

διεθνή σκηνή υπόκεινται σε συνεχείς ανακατατάξεις. Ορισµένες, ωστόσο, από

τις διαστάσεις της συζήτησης περί του «τι µέλλει γενέσθαι» η ευρωατλαντική

συµµαχία, αλλά και σχέση είναι οι εξής (Hunter, 2002 και Gnesotto, 2004): η

ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που αντικατοπτρίζεται στην ΕΕ, η διαχείριση

ασφάλειας του ∆υτικού κόσµου, που διαφοροποιείται µετά το τέλος του

Ψυχρού Πολέµου, οι αµυντικοί προϋπολογισµοί των εταίρων και ο

διαµοιρασµός των κοινών διατλαντικών βαρών, και – βεβαίως – η πολιτική

ισχύς, και συνεπώς επιρροής, ΕΕ και ΝΑΤΟ, και ειδικότερα, µεταξύ των ΗΠΑ

και των εταίρων τους.

Έτσι στις αρχές της προηγούµενης δεκαετίας δύο αξιοσηµείωτες εξελίξεις

καθορίζουν την πορεία των ευρωατλαντικών σχέσεων. Αναγνωρίζεται η

χρησιµότητα του ΝΑΤΟ, ακόµη και µετά – και παρά – τη λήξη του Ψυχρού

Πολέµου1, ενώ συγχρόνως η ΕΕ χαρακτηρίζεται από «θεσµική

δηµιουργικότητα», τόσο µέσω της ενδυνάµωσης της συνεργασίας των µελών

1 Πολύ χαρακτηριστικά ο Robert E. Hunter (Hunter, 2002) παραφράζοντας τη ρήση του

Βολταίρου παρατηρεί ότι «αν δεν υπήρχε το ΝΑΤΟ, θα έπρεπε να το ανακαλύψουµε».

31

Page 37: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

της, όσο και µε τη στροφή / διεύρυνσή της προς «νέα κράτη» της Κεντρικής

και Ανατολικής Ευρώπης.

Στην περίπτωση του ΝΑΤΟ κατέστη εµφανές ότι η διατήρησή του ήταν εφικτή,

και µάλλον απαραίτητη, µε την ανάδειξη νέων µεταψυχροπολεµικών στόχων.

Η επιβίωση του συντελούσε στη διατήρηση της εµπλοκής των ΗΠΑ στην

ασφάλεια της Ευρώπης, αλλά και στη συνέχιση και ολοκλήρωση της

στρατιωτικής δοµής που είχε αποκτήσει ο οργανισµός. Επιπλέον τα νέα

γεωπολιτικά δεδοµένα της Ευρώπης επέτρεπαν την προσέγγιση χωρών που

έως τότε άνηκαν στον αντίρροπο αµυντικό οργανισµό, το Σύµφωνο της

Βαρσοβίας. Η ίδια αιτία διευκόλυνε τη συµµετοχή του στη διαµόρφωση της

νέας πορείας της Ρωσίας.

Από την πλευρά της ΕΕ, η συνεχής εξέλιξή της οδηγούσε – ως ένα βαθµό,

αναπόφευκτα – στην περαιτέρω πρόοδο και θεσµική ολοκλήρωση, που

συµπυκνώνεται στη Συνθήκη του Μάαστριχ (΄92), όπου δίδεται µία νέα,

σηµαντικότατη διάσταση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η εξωτερική πολιτική

«ενισχυµένη» από την αµυντική διάσταση. Οι παράλληλες αυτές διαδικασίες

σε ΝΑΤΟ και ΕΕ άσκησαν βεβαίως έντονη αλληλεπίδραση στους δύο

θεσµούς, αφού άγγιζαν την «καρδιά» πρωταρχικών ζητηµάτων, µε κυριότερο

της ασφάλειας στην Ευρώπη του 21ου αιώνα.

Ο µετασχηµατισµός του ΝΑΤΟ Το Στρατηγικό Σχέδιο (Strategic Concept) της Συµµαχίας

Η αρχική διαµόρφωση της νατοϊκής στρατηγικής, γνωστής ως «Στρατηγικό

Σχέδιο για την Άµυνα του Βορειοατλαντικού Χώρου» διαµορφώθηκε στο

διάστηµα µεταξύ Οκτωβρίου ΄49 και Απριλίου ΄50

(http://www.nato.int/docu/handbook/2001/hb0203.htm). Εκεί ως στρατηγική

του Οργανισµού τίθενται οι µεγάλης κλίµακος επιχειρήσεις (large-scale

operations) για την άµυνα εδαφικής επικράτειας. Στα µέσα της δεκαετίας

1950, η στρατηγική παίρνει τη µορφή της µαζικής ανταπόδοσης/ αντεπίθεσης,

µε κύριο χαρακτηριστικό την «αποτροπή» (deterrence) της απειλής

(πυρηνικής) επίθεσης στις χώρες µέλη του. Από το 1967 η στρατηγική της

32

Page 38: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

«ευέλικτης ανταπάντησης» (flexible response) επικρατεί µε ζητούµενο την

απόκτηση του πλεονεκτήµατος της ευελιξίας του ΝΑΤΟ και της συνακόλουθης

δηµιουργίας ανασφάλειας στον αντίπαλο2.

Με το τέλος του Ψυχρού Πολέµου και τις συνακόλουθες γεωπολιτικές

αλλαγές3, στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ διαµορφώνεται ένα Νέο Στρατηγικό

Σχέδιο (New Strategic Concept) (1991) µε γνωρίσµατα πολύ διαφορετικά4.

Αποτελεί την επίσηµη δήλωση των στόχων της Συµµαχίας και παρέχει την

«υψηλότερου βαθµού καθοδήγηση» (highest level guidance) για τα πολιτικά

και στρατιωτικά µέσα επίτευξής τους. Το κείµενο αυτό, υπό το πρίσµα των

συνεχών εξελίξεων στον ευρωατλαντικό χώρο, αναθεωρήθηκε στη Συνάντηση

Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον (1999) – δίχως ωστόσο να υποστεί

µεγάλες αλλαγές – και µε την τελευταία αυτή µορφή ισχύει έως σήµερα. Οι

νατοϊκοί εταίροι υιοθέτησαν τη νέα στρατηγική της Συµµαχίας µε στόχο την

προετοιµασία της για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες του 21ου αιώνα και τη

συνακόλουθη καθοδήγηση της µελλοντικής πολιτικής5 και στρατιωτικής

2 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική ιστοσελίδα

(http://www.nato.int/docu/handbook/2001/hb0203.htm) όλες οι προαναφερθείσες στρατηγικές

εξειδικεύονταν µε εµπιστευτικά έγγραφα που απευθύνονταν στις κυβερνήσεις των µελών για

καθοδήγηση του στρατηγικού σχεδιασµού τους και των εθνικών στρατιωτικών προγραµµάτων

τους. Εντάσσονται στο κλίµα µυστικότητας που χαρακτήριζε τη Ψυχροπολεµική

πραγµατικότητα. Ωστόσο ήδη πριν το τέλος του Ψυχρού Πολέµου το κλίµα αυτό σταδιακά

αλλάζει µε προσπάθειες προσέγγισης και διαλόγου ανάµεσα στα δύο γεωπολιτικά

«στρατόπεδα». 3 Μετά το 1989 και την εξαφάνιση της σοβιετικής απειλής ο λόγος ύπαρξης του ΝΑΤΟ δεν

ήταν πλέον εµφανής. Η πρώτη µεγάλη αναπροσαρµογή του συνδέεται µε την ενοποίηση της

Γερµανίας και της απόφασης της πλήρους ενσωµάτωσης της ενωµένης πλέον Γερµανίας στο

ΝΑΤΟ. Σηµατοδοτεί το «άνοιγµα» της Συµµαχίας προς τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης,

τόσο σε θεσµικό επίπεδο, µέσω του Βορειοατλαντικού Συµβουλίου Συνεργασίας (North

Atlantic Council Cooperation, 1992), όσο και σε στρατιωτικό µε το πρόγραµµα Partnership for

Peace (PfP) (Haine, 2004b). 4 Με κύριο στόχο πλέον τη βελτίωση και την επέκταση της ασφάλειας της Ευρωπαϊκής

ηπείρου, είναι ένα δηµόσιο έγγραφο, ανοικτό σε κοινοβούλια, ειδικούς, Μέσα Μαζικής

Ενηµέρωσης και ευρύ κοινό. 5 Η αναφορά του πολιτικού στοιχείου είναι ιδιαίτερα σηµαντική, αφού είναι ενδεικτική της

διάθεσης να αναδειχτεί και η πολιτική πλευρά του οργανισµού. Το πολιτικό στοιχείο, η

διαµόρφωση συνακόλουθων δοµών, θεσµών και διαδικασιών αποτελεί ένα από τα κυριότερα

33

Page 39: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

εξέλιξής της. Οι Σύµµαχοι θέτουν εν ολίγοις το όραµά τους για µία συµµαχία

µε νέες αποστολές, νέα µέλη, νέες συνεργασίες, αλλά και τη δέσµευσή τους

να ενισχύσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες. Επιγραµµατικά, το κείµενο

τονίζει ότι το ΝΑΤΟ θα είναι µεγαλύτερο, στρατιωτικά ικανότερο και πιο

ευέλικτο (Kovacs, 2003, Gartner, 2002).

Το αναθεωρηµένο Στρατηγικό Σχέδιο επαναβεβαιώνει ως κύριο και διαρκή

στόχο της Συµµαχίας τη «διαφύλαξη της ελευθερίας και της ασφάλειας των

µελών της µε πολιτικά και στρατιωτικά µέσα»

(http://www.nato.int/docu/handbook/2001/hb0203.htm). Εγγυάται τις αξίες της

δηµοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και του κράτους δικαίου κι

εκφράζει τη δέσµευση των Συµµάχων όχι µόνο στη συλλογική άµυνα, αλλά και

στην ειρήνη και την ασφάλεια της ευρύτερης Ευρωατλαντικής περιοχής6. Οι

ανθρωπιστικές επεµβάσεις που στοχεύουν στην αποτροπή ή διακοπή

καταστάσεων κατάφορης καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωµάτων επιλέγονται

µόνον ως έσχατη λύση, αν δεν είναι δυνατή η επίλυση µε άλλα µέσα. Και σε

αυτήν την περίπτωση ωστόσο η επέµβαση πρέπει να τηρεί την αρχή της

αναλογικότητας (proportionality) (Gartner, 2002)7.

Περιγράφει το σύγχρονο στρατηγικό περιβάλλον και αξιολογεί τους πιθανούς

κινδύνους και προκλήσεις της ασφάλειας σηµειώνοντας ότι χαρακτηρίζεται

από συνεχείς, ως επί το πλείστον, θετικές αλλαγές στον ευρωατλαντικό χώρο,

σηµεία που αναδεικνύει η ανάλυση της σχέσης µεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ και φαίνεται να αποτελεί

την «αχίλλειο πτέρνα» της Συµµαχίας, που ιδρύθηκε ως καθαρά αµυντικός θεσµός και στην

πορεία διαµορφώνεται σε πολιτικοστρατιωτικό οργανισµό υιοθετώντας νέους ευρύτερους

ρόλους (βλ. σχετικά παρακάτω). 6 Η στρατηγική καθορίζει τα κύρια καθήκοντα ασφάλειας της Συµµαχίας τόσο ως προς τη

µόνιµη και βασική ανησυχία κι επιδίωξη των εταίρων, τη συλλογική άµυνα, αλλά και ως προς

τις νέες δραστηριότητες στους τοµείς της διαχείρισης κρίσεων και των συνεργασιών.

Καθίσταται έτσι σαφές ότι το δεύτερο αυτό σκέλος αφορά το ΝΑΤΟ και µάλιστα δεν αποτελεί

πάρεργο αλλά συστατικό στοιχείο της ύπαρξής του, αναδεικνύοντας έτσι τους νέους

προσανατολισµούς της Συµµαχίας. 7 Λίγο αργότερα (Νοέµβριος, 1999) η Κοινοβουλευτική Συνέλευση της Συµµαχίας υιοθέτησε

τη σχετική διακήρυξη, ενώ τονίστηκε η σχετική ετοιµότητα του ΝΑΤΟ σύµφωνα µε το Νέο

Στρατηγικό Σχέδιο «για συµµετοχή στην αποτροπή συγκρούσεων και τη διαχείριση κρίσεων

µέσω επιχειρήσεων που δεν εµπίπτουν στο άρθρο 5» στην Ευρωατλαντική περιοχή (Gartner,

2002 και NATO – PA 1999 Annual Session Plenary Resolution).

34

Page 40: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

όπου η Συµµαχία έχει διαδραµατίσει κύριο ρόλο. Αναλυτικότερα, οι κίνδυνοι

δε διαφέρουν από το προγενέστερο κείµενο (1991). Με την απειλή του

γενικευµένου πολέµου να έχει ελαχιστοποιηθεί η ασφάλεια απειλείται κυρίως

από νέους κινδύνους που προκαλούν γενικευµένη ανασφάλεια. Αναφέρονται

χαρακτηριστικά οι εθνοτικές συγκρούσεις, η καταπάτηση των ανθρωπίνων

δικαιωµάτων, η πολιτική αστάθεια, η οικονοµική αδυναµία, η τροµοκρατία και

η ανεξέλεγκτη εξάπλωση πυρηνικών, χηµικών και βιολογικών όπλων8.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της προηγηθείσας στρατηγικής (1991) είναι

η σκιαγράφηση ενός «πλήρους πορτρέτου» και µίας ευρείας προσέγγισης της

ασφάλειας που συµπεριλαµβάνει στρατιωτικά και πολιτικά µέσα (βλ. και

υποσηµειώσεις 6 7) που δρουν συµπληρωµατικά, ενώ έµφαση δίδεται στη

συνεργασία9 µε άλλες χώρες που µοιράζονται τις αξίες και τους στόχους της

Συµµαχίας. Κύρια σηµεία της συνολικής αυτής προσέγγισης είναι:

(http://www.nato.int/docu/handbook/2001/hb0203.htm)

• Η διαφύλαξη του διατλαντικού θεσµού. Υπογραµµίζεται το αδιαίρετο

(indivisibility) της ευρωπαϊκής και βορειοατλαντικής ασφάλειας και η

συνακόλουθη ανάγκη διατήρησης ισχυρής και δυναµικής σχέσης

ανάµεσα στους δύο χώρους.

• Η διατήρηση αποτελεσµατικής στρατιωτικής ικανότητας. Συνεπάγεται

την ανάπτυξη στρατηγικής για ανάπτυξη κάθε είδους στρατιωτικών

ικανοτήτων για όλο το εύρος των πιθανών απειλών (από την

αποτροπή και τη συλλογική άµυνα έως τη διαχείριση κρίσεων).

• Η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ταυτότητας Ασφάλειας και Άµυνας

(ESDI). Η διάσταση αυτή, σηµαντικότατη για τη διαµόρφωση της 8 Είναι ενδεικτικό, και συνδέεται µε το προηγούµενο σχόλιο, ότι οι απειλές αυτές δεν είναι

στενά – ή και καθόλου – στρατιωτικής φύσης, ώστε να αποτελούν διακύβευµα για έναν

αµυντικοστρατιωτικό µηχανισµό, ενώ συγχρόνως συνιστούν κεντρικές στοχεύσεις της ΕΕ και

της ΕΠΑΑ. 9 Ενδεικτικές είναι οι πρωτοβουλίες που αναλαµβάνει το µεταψυχροπολεµικό ΝΑΤΟ, όλες στο

πλαίσιο της συνεργασίας. Η ένταξη νέων µελών σε συνδυασµό µε την ανοικτή πολιτική και

την προσέγγιση άλλων χωρών, η διαµόρφωση της Partnership for Peace (PfP), και η

παράλληλη σύσταση του Euroatlantic Partnership Council, η σύναψη συµφωνιών µε τη

Ρωσία, την Ουκρανία, οι εσωτερικές αλλαγές στις διοικητικές δοµές, προκειµένου να

ανταποκρίνονται στις νέες κατευθύνσεις, καθώς και η διαµόρφωση νέας σχέσης µε την ΕΕ,

αναφορικά µε τη σύσταση του ευρωπαϊκού πυλώνα άµυνας και τη ∆ΕΕ.

35

Page 41: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

σχέσης µε την ΕΕ, θα στηριχτεί στις Συµφωνίες Βερολίνου –

Βρυξελλών (1996)10. Μέσω της ESDI οι Ευρωπαίοι Σύµµαχοι θα έχουν

τη δυνατότητα συνεκτικότερης κι αποτελεσµατικότερης συνεισφοράς

στους πόρους της Συµµαχίας πετυχαίνοντας ταυτόχρονα την

ενδυνάµωση του διατλαντικού δεσµού κι εντέλει θα έχουν τη

δυνατότητα να δρουν µόνοι τους (to act by themselves) µέσω της

στρατιωτικής ετοιµότητας της Συµµαχίας, και µε τη συναίνεση της που

θα δίνεται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά (on a case-by-case basis and

by consensus) να είναι δυνατή η παροχή πόρων και ικανοτήτων σε

Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στις οποίες δεν εµπλέκεται στρατιωτικά το

ΝΑΤΟ, ενώ θα υπάρχει η δυνατότητα πλήρους συµµετοχής όλων των

Ευρωπαίων Εταίρων (άρα και των µη µελών της ΕΕ) αν το

επιθυµούν11.

• Η αποτροπή συγκρούσεων και η διαχείριση κρίσεων. Η ανάδειξη ενός

νέου και σηµαντικού ρόλου για τη Συµµαχία στον τοµέα αυτό συνδέεται

µε την αποφασιστική – σε αντιδιαστολή µε την ΕΕ – στρατιωτική

εµπλοκή της Συµµαχίας στις πρόσφατες κρίσεις των Βαλκανίων12.

• Εταιρικές σχέσεις, συνεργασία και διάλογος. Η σταθερή προσήλωση

της Συµµαχίας στην ανάπτυξη συνεργιών, συνεργατικών σχέσεων κι

ανοικτού διαλόγου για τη διασφάλιση ειρήνης, την προώθηση

10 Ωστόσο ενδεικτική της διάστασης στην προσέγγιση του ζητήµατος µεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ

είναι η διατύπωση στο κείµενο του Στρατηγικού Σχεδίου «η διαδικασία αυτή θα απαιτήσει τη

στενή συνεργασία µεταξύ ΝΑΤΟ, ∆ΕΕ, και αν και όταν [κρίνεται] κατάλληλο, της ΕΕ». 11 Φαίνεται να επαναλαµβάνονται οι όροι των Συµφωνιών Βερολίνου – Βρυξελλών (1996) που

ωστόσο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν είχαν ικανοποιήσει πλήρως καµία από τις δύο

πλευρές δηµιουργώντας νέες ανησυχίες και ενδοιασµούς. 12 Αναδεικνύεται ένα ακόµη σηµείο σύµπτωσης στους στόχους κι επιδιώξεις που ΕΕ και

ΝΑΤΟ επιθυµούν να θέσουν για τον εαυτό τους. Η συγκεκριµένη διάσταση ανήκει και στα

καθήκοντα Petersberg (ίσως βέβαια στα πιο απαιτητικά) υποδεικνύοντας ένα ακόµη πιθανό

σηµείο διαθεσµικής τριβής. Αν µάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η διάθεση πόρων στην ΕΕ

προϋποθέτει τη µη εµπλοκή του ΝΑΤΟ στην επιχείρηση, ενώ συγχρόνως η διαχείριση

κρίσεων περιλαµβάνεται στη στρατηγική της Συµµαχίας, προκύπτει το εύλογο ερώτηµα ποιες

θα είναι οι κρίσεις αυτές.

36

Page 42: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

δηµοκρατικών θεσµών, οικονοµικής ανάπτυξης και προόδου δίχως

αποκλεισµούς και υπερβαίνοντας διαιρέσεις (βλ. και υπ.7)13.

• ∆ιεύρυνση. Υιοθετεί πολιτική «ανοικτών θυρών», δέχεται νέα µέλη κι

ελπίζει σε περαιτέρω εντάξεις.

• Έλεγχος στους εξοπλισµούς, αφοπλισµός, και µη εξάπλωση ΟΜΚ. Ο

στόχος αυτός βεβαίως θα πρέπει να λειτουργήσει σε αρµονία κι

ισορροπία µε την κυρίαρχη επιδίωξη του ΝΑΤΟ, την άµυνα και την

ασφάλεια. Η ασφάλεια και η σταθερότητα θα πρέπει να επιδιωχθούν µε

την ταυτόχρονη µείωση στρατιωτικών δυνάµεων.

Το τελευταίο µέρος του κειµένου είναι το καθαρά στρατιωτικό. Περιλαµβάνει

τις κατευθυντήριες για τις στρατιωτικές δυνάµεις. Οι στόχοι και τα καθήκοντα

µεταφράζονται και συγκεκριµενοποιούνται σε οδηγίες για το σχεδιασµό

ικανοτήτων. Η στρατηγική τονίζει την ανάγκη για συνεχή εξέλιξη της

στρατιωτικής ικανότητας σε όλο της το εύρος, ενώ εστιάζει στην ανάγκη της

διαλειτουργικότητας (interoperability) των δυνάµεων14.

Η πρωτοβουλία για τις αµυντικές ικανότητες (Defense Capabilities Initiative)

Το ζήτηµα των στρατιωτικών εξοπλισµών και ικανοτήτων έχει πολλές

διαστάσεις και βρίσκεται στον πυρήνα των διατλαντικών σχέσεων. Επηρεάζει

καθοριστικά τις όποιες εξελίξεις και καθορίζει εν πολλοίς την πορεία των

κύριων θεσµών, ΝΑΤΟ και ΕΕ (ΚΕΠΠΑ, ΕΠΑΑ). H ανάγκη

διαλειτουργικότητας, που τονιζόταν στο Στρατηγικό Σχέδιο, αναδεικνύει την

ανησυχία (κυρίως των ΗΠΑ) και τον προβληµατισµό για τη στρατιωτική

πλευρά του «νέου» ΝΑΤΟ, την προσαρµογή και το είδος της στρατιωτικής

δράσης του στο νέο µεταψυχροπολεµικό περιβάλλον.

13 Η οµοιότητα µε τις δραστηριότητες και τον προσανατολισµό της ΕΕ είναι εµφανής, ενώ

εξίσου εύλογη είναι η διαπίστωση ότι οι στόχοι αυτοί δεν είναι πρωτίστως στρατιωτικής υφής

µε αποτέλεσµα να προσδίδουν πολιτικο-οικονοµική διάσταση στο ΝΑΤΟ. 14 Αντανακλάται εδώ το ήδη διαπιστωµένο χάσµα ανάµεσα στις τεχνολογικά εξελιγµένες

δυνάµεις των ΗΠΑ και στις ευρωπαϊκές. Πέραν της ποιοτικής εξίσου ανησυχητική – κι

ενοχλητική για τις ΗΠΑ – είναι και η ποσοτική διαφορά των αµυντικών προϋπολογισµών στις

δύο πλευρές του Ατλαντικού.

37

Page 43: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ήδη στο Στρατηγικό Σχέδιο το ανανεωµένο ΝΑΤΟ αναδεικνύει ως κεντρικό

στόχο του τη διατήρηση της στρατιωτικής του ικανότητας σε υψηλό βαθµό, η

οποία συνεπάγεται τον εκσυγχρονισµό των εθνικών συστηµάτων ως

προϋπόθεση τη συνέχιση της Συµµαχίας15. Ένα δεύτερο στοιχείο που

αναδεικνύει το Στρατηγικό Σχέδιο είναι ο – αναθεωρηµένος – διττός στόχος

του ΝΑΤΟ: η συλλογική άµυνα παραµένει στο κέντρο της στόχευσης της

Συµµαχίας, ενώ συγχρόνως αναδεικνύεται ως κεντρικός ο ρόλος της στις νέες

κρίσεις.16. Το τρίτο, και ίσως σηµαντικότερο, στοιχείο επίσης αναδεικνύεται

στο νέο Στρατηγικό Σχεδιασµό. Οι νέες επιχειρήσεις της Συµµαχίας

προκειµένου να διαχειριστεί τις νέες κρίσεις κι απειλές φέρουν το

χαρακτηριστικό της πολυεθνικότητας (“future military operations … will involve

troops of many stations”, (http://www.nato.int/docu/facts/2000/nato-dci.htm).

Από το νέο αυτό χαρακτηριστικό απορρέει η εντονότερη ανησυχία των ΗΠΑ

σχετικά µε το διαφορετικό ρυθµό εκσυγχρονισµού των στρατιωτικών

δυνάµεων των Συµµάχων, που βεβαίως υπονοµεύει την ικανότητα

15.Το σηµείο αυτό τονίζεται ιδιαιτέρως από τις ΗΠΑ και απορρέει από τρία στοιχεία (Hunter,

2002, 46). Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ έχει µεγάλη οικονοµική διάσταση. Ποιο θα είναι το

οικονοµικό κόστος για το ΝΑΤΟ αποδεχόµενο νέα µέλη (µε αδύναµες οικονοµίες και – µάλλον

– παρωχηµένα και ασύµβατα αµυντικά συστήµατα); Το κόστος θα επιµεριστεί µε τα νέα µέλη

και τους παλαιούς εταίρους ή θα βαρύνει αποκλειστικά τις ΗΠΑ; 16 Σε αντίθεση µε το ψυχροπολεµικό αµυντικό σχεδιασµό που λόγω της φύσης των απειλών

ήταν µάλλον µονοδιάστατος, ως σύγχρονες απειλές αναδεικνύονται οι εθνοτικές συγκρούσεις,

κυρίως στην περιφέρεια της Ευρώπης, και τα ΟΜΚ. Είναι εµφανής η επιρροή από τις

πρόσφατες βαλκανικές κρίσεις στις οποίες το ΝΑΤΟ έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ωστόσο

διατυπώνεται η πιθανότητα περαιτέρω γεωγραφικής «διεύρυνσης» των απειλών. Ήδη οι

σύµµαχοι έφεραν την εµπειρία του πρώτου πολέµου στον Κόλπο (1991), ενώ συγχρόνως

διατηρούσαν ανησυχίες για εντάσεις και συγκρούσεις σε περιοχές και πέραν της Μεσογείου,

που πιθανώς θα έβλαπταν τα ∆υτικά συµφέροντα, όπως η ∆υτική Ασία και η Μέση Ανατολή.

Συνεπώς οι νέες απειλές απαιτούν ικανότητα ανάπτυξης δυνάµεων κι εκτός της

παραδοσιακής γεωγραφικής σφαίρας του ΝΑΤΟ, ενώ συγχρόνως οι δυνάµεις πρέπει να

ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις διαχείρισης κρίσεων κι όχι στη διεξαγωγή «ορθόδοξου»

πολέµου. Από τα νέα δεδοµένα απορρέει η ανάγκη διαφορετικού, και µάλλον

«πολυδιάστατου», αµυντικού σχεδιασµό.

38

Page 44: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

συνεργασίας και είναι απαγορευτική προκειµένου να επιχειρούν µαζί17. Έτσι

αναδύεται πιεστικό το αίτηµα της διαλειτουργικότητας (interoperability)18.

Με στόχο την κάλυψη των ελλείψεων µετά από πρόταση των ΗΠΑ οι

σύµµαχοι προχώρησαν στην ανάληψη «µίας νέας πρωτοβουλίας για τις

στρατιωτικές ικανότητες µε έµφαση στην τεχνολογία και τη διαλειτουργικότητα,

καθώς και σε όλα τα στοιχεία που είναι κρίσιµα για την επιτυχή διεξαγωγή

κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων» (Meeting of the North Atlantic Council in

Defence Ministers’ Session, 1998). Έτσι το ΝΑΤΟ υιοθέτησε το Defence

Capabilities Initiative (DCI)19. Το DCI (1999) ανακοινώθηκε στη Νατοϊκή

Σύνοδο της Ουάσινγκτον (1999), όπως και το αναθεωρηµένο Στρατηγικό

Σχέδιο (New Strategic Concept) µε το οποίο στενά συνδέεται. Αποτελεί την

ανάπτυξη του τελευταίου µέρους του κειµένου του Στρατηγικού Σχεδίου όπου

παρατίθενται οι στρατιωτικής φύσεως κατευθύνσεις για τους συµµάχους.

Παρέχει τις λεπτοµέρειες για την εφαρµογή των στόχων που θέτει το

Στρατηγικό Σχέδιο, τις οδηγίες για το στρατιωτικό σχεδιασµό20:

17 Ο Hunter (2002) χαρακτηριστικά αναφέρει την αρνητική εµπειρία της Βοσνίας, όπου οι

ασύµβατοι εξοπλισµοί προκάλεσαν την αδυναµία των συµµάχων να επικοινωνούν µεταξύ

τους και να εξασφαλίσουν την επιτυχή συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. 18 Η διάσταση της διαλειτουργικότητας εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της

διατλαντικής ατζέντας, αφού έχει πλήθος συνιστωσών. Βεβαίως η επιµονή των ΗΠΑ στην –

ωστόσο πραγµατική – έλλειψη των ευρωπαϊκών συστηµάτων συνδέεται και µε το στενότερο

συµφέρον και τις βλέψεις τους. Στον νέο «παγκόσµιο» ρόλο τους επιθυµούν να εξασφαλίσουν

ότι θα είναι δυνατή η εφαρµογή του δικού τους στρατιωτικού σχεδιασµού σε παγκόσµια

κλίµακα. Ο εκσυγχρονισµός των στρατιωτικών δυνάµεων συνδέεται κυρίως µε εξελιγµένα

τεχνολογικώς συστήµατα πληροφοριών (command, control, communications, intelligence,

surveillance and reconnaissance, C3ISR). 19 Συστήθηκε ειδική οµάδα υπεύθυνη για τη διεξαγωγή του (High Level Steering Group). Το

πρόγραµµα εφόσον στόχευε στη βελτίωση των στρατιωτικών ικανοτήτων, ταυτόχρονα θα

συντελούσε και στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα, και συνεπώς της ESDI,

αποφέροντας διττό όφελος στους Ευρωπαίους Συµµάχους που θα είχαν την ευκαιρία για

συνεκτική και ισχυρή συνεισφορά στο στρατιωτικό απόθεµα του ΝΑΤΟ

(http://www.nato.int/docu/facts/2000/nato-dci.htm). 20 Στα σχετικά ψηφιακά κείµενα του ΝΑΤΟ (NATO On-line library, NATO’s Defence

Capabilities Initiative) αναφέρονται αναλυτικά οι στόχοι της νέας πρωτοβουλίας για τη βελτίωση των ικανοτήτων σε συναφείς µεταξύ τους περιοχές

39

Page 45: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Με την πραγµάτωση των στόχων της Πρωτοβουλίας, το ΝΑΤΟ θα ανανέωνε

το στρατιωτικό µηχανισµό του, θα διατηρούσε την αποτελεσµατικότητά του

προσαρµοσµένη µάλιστα στο νέο περιβάλλον ασφάλειας που διέφερε από το

ψυχροπολεµικό. Επιπλέον θα ενίσχυε τη βούληση των ευρωπαίων εταίρων

να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για αµυντικό σχεδιασµό. Η

ανάδειξη της Πρωτοβουλίας, προερχόµενης από τις ΗΠΑ, δεν ήταν

αποτέλεσµα ή αντίδραση στην ανάπτυξη της ESDI21. Ωστόσο, όπως

αναφέρθηκε, τις ενδιέφερε έντονα, τόσο ως προς τη δυνατότητα «προβολής

ισχύος» του νέου ΝΑΤΟ, όσο και ως προς την ίδια τη διατήρηση της

λειτουργικότητας της Συµµαχίας (Hunter, 2002, 50). Όµως, οι διατυπώσεις και

• Γρήγορη µετακίνηση κι ανάπτυξη (mobility and deployability). Το στοιχείο αυτό

συνδέεται άµεσα µε τη νέα, διευρυµένη γεωγραφικά στόχευση του ΝΑΤΟ.

Προϋποθέτει ανεπτυγµένα µεταφορικά συστήµατα.

• ∆ιατήρηση, Τροφοδοσία (sustainability). Κι αυτός ο τοµέας συνδέεται µε τις

αποµακρυσµένες γεωγραφικώς επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ. ∆εν αρκεί να αποστέλλονται

δυνάµεις, πρέπει να εξασφαλίζεται η δυνατότητα διατήρησης τους στην περιοχή και

πιθανώς για µακρύ χρονικό διάστηµα.

• Αποτελεσµατική εµπλοκή (effective engagement). Οι «νέες» κρίσεις που πλέον

καλείται να διαχειριστεί η συµµαχία παρουσιάζουν ευρεία κλιµάκωση ως προς τη

φύση τους, τη δυσκολία, το είδος των δυνάµεων που απαιτούνται. Εποµένως ο

µονοδιάστατος στρατιωτικός εξοπλισµός βαρέων, µαζικών οπλικών συστηµάτων και

δυνάµεων δεν ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες. Ο ρόλος των νέων τεχνολογιών

είναι πρωταρχικός για εξελιγµένα οπλικά συστήµατα (π.χ. παντός καιρού).

• Προστασία δυνάµεων / υποδοµών (survivability). Είναι σαφές ότι θα πρέπει να

αναπτυχθούν αποτελεσµατικά συστήµατα προστασίας για τις νέες εξελιγµένες

στρατιωτικές ικανότητες. Συστήµατα αναγνώρισης όπλων µαζικής καταστροφής,

επιτήρησης, αεράµυνας βρίσκονται στο κέντρο του σχεδιασµού.

• ∆ιαλειτουργικές επικοινωνίες (interoperability). Ο στόχος αυτός, όπως ήδη

αναφέρθηκε, εκφράζει µία από τις εντονότερες ανησυχίες των ΗΠΑ κι αποτελεί

αµφιλεγόµενο σηµείο στο διατλαντικό διάλογο. Ας αναφερθεί εδώ απλώς ότι τα

εξελιγµένα συστήµατα επικοινωνίας και πληροφοριών, απαραίτητα σε κάθε σύγχρονη

στρατιωτική δύναµη, συνιστά ύψιστο διακύβευµα και για την ανάπτυξη, κι επιβίωση,

της ΕΠΑΑ. Θα αναλυθεί λεπτοµερέστερα παρακάτω, ωστόσο ένα από τα ερωτήµατα

που ανακύπτουν είναι αν τα νέα αυτά συστήµατα που θα αναπτύξουν οι Ευρωπαίοι

εταίροι θα είναι αυτόνοµα, ή να φέρουν τις αµερικανικές προδιαγραφές. 21 Εξάλλου στην επίσηµη ιστοσελίδα του ΝΑΤΟ προκρίνεται η θετική επιρροή στην εξέλιξη της

ESDI.

40

Page 46: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

οι κατευθύνσεις του δηµιουργούσαν γόνιµο έδαφος διαφωνιών, ανησυχιών και

κλίµατος καχυποψίας22.

∆εν ήταν λίγα τα στοιχεία του DCI που θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν ως

«διττού καθήκοντος» (double duty), παρέπεµπαν σε υποχρεωτική επικάλυψη,

αλλά και ασυµβατότητα ανάµεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού23 Λίγο

αργότερα, οι Ευρωπαίοι στο πλαίσιο της δικής τους πολιτικής άµυνας και

ασφάλειας και µε στόχο την ανάπτυξη ευρωπαϊκών στρατιωτικών ικανοτήτων

προχώρησαν στη διαµόρφωση ευρωπαϊκού σχεδίου δράσης µε στόχο την

ανάπτυξη αµυντικών ικανοτήτων (ECAP) (βλ. παρακάτω). Η σχέση των δύο

πρωτοβουλιών, οι πιθανότητες συνεργιών, αλλά και οι ανταγωνισµοί είναι

ορισµένα από τα θέµατα που προκύπτουν. Οι επιλογές των εταίρων, οι

διακανονισµοί καθορίζουν την πορεία τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ΕΕ και

συγχρόνως διαµορφώνουν το σύνολο των ευρωατλαντικών σχέσεων.

Τα ζητήµατα αυτά συνιστούν µία από τις διαστάσεις ενός πολύ ευρύτερου

ζητήµατος που πηγάζει από τις οµοιότητες και τις διαφοροποιήσεις των

συστηµάτων αξιών των δύο εταίρων, καθώς και από παγιωµένες αντιλήψεις

σχετικά µε το ρόλο και το προφίλ της κάθε πλευράς.

22 Ο Hunter (2002), πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ υπογραµµίζει τη διασύνδεση µε

τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές κινήσεις. Αναφέρει χαρακτηριστικά τις δηλώσεις της αµερικανής

ΥΠΕΞ M. Albright µετά τη διακήρυξη του St. Malo που συνέδεε την επιτυχία κάθε σχετικής

πρωτοβουλίας µε την ανάπτυξη πρακτικών στρατιωτικών ικανοτήτων. Υπολάνθανε η άποψη

ότι η επιτυχής έκβαση της νατοϊκής πρωτοβουλίας αφαιρούσε ουσιαστικά την ανάγκη για

άλλες πρωτοβουλίες (ESDP). 23 Για παράδειγµα, οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι δεν υφίστατο λόγος για τους Ευρωπαίους να

στραφούν στην ανάπτυξη δικών τους, διακριτών αεροµεταφορών. Από την άλλη βεβαίως

τέτοιες πρωτοβουλίες συνδέονται στενά µε την τόνωση των εθνικών αµυντικών

προϋπολογισµών, και κατά συνέπεια της αµυντικής βιοµηχανίας. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις

επιθυµούσαν να τονώσουν τις εγχώριες βιοµηχανίες, αλλά αυτό θα γινόταν µόνον αν

αναλάµβαναν πρωτοβουλίες για δικούς τους, διακριτούς εξοπλισµούς. Σε αντίθετη περίπτωση

δεν θα είχαν κανένα κίνητρο, λόγο, αλλά και δικαιολογία να αυξήσουν τους αµυντικούς

προϋπολογισµούς, εις βάρος µάλιστα άλλων κοινωνικών δαπανών κι επενδύσεων. Οι ΗΠΑ

όφειλαν να λάβουν κι αυτή τη διάσταση υπόψη τους, ωστόσο σταθερή επιθυµία τους

παρέµενε να είναι εφικτές και πραγµατώσιµες οι όποιες πρωτοβουλίες λαµβάνονταν στο

πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, κι επιπλέον συµβατές µε το DCI.

41

Page 47: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ευρωπαϊκή Ταυτότητα Ασφάλειας κι Άµυνας (ESDI)

Η παρουσίαση της µετεξέλιξης του ΝΑΤΟ που καθορίζεται από το Στρατηγικό

Σχέδιο (1991) και την αναθεώρησή του (1999), ενώ στρατιωτικά

κεφαλαιοποιείται µε την Πρωτοβουλία για τις Στρατιωτικές Ικανότητες (1999)

συνδέεται άρρηκτα µε την αναθεώρηση των δεδοµένων της ευρωατλαντικής

σχέσης και τη νέα κατάσταση ισορροπίας ανάµεσα στην Ευρώπη και τη Β.

Αµερική, κατά κύριο δε λόγο τις ΗΠΑ (Kovacs, 2003). Στα δύο βασικά κείµενα

που συνοψίζουν τη νέα στρατηγική κατεύθυνση της Συµµαχίας ιδιαίτερη

έµφαση δόθηκε στις δυνατότητες ανάπτυξης ενός διακριτού ευρωπαϊκού

πυλώνα µε στόχο τη διαµόρφωση ευρωπαϊκής ταυτότητας άµυνας και

ασφάλειας (European Security and Defence Identity, ESDI).

Η συζήτηση περί της ESDI διατρέχει όλη την προηγούµενη δεκαετία και

αποτελεί τον κύριο παράγοντα διαµόρφωσης των σχέσεων µεταξύ των

ευρωατλαντικών εταίρων. Η ανάπτυξη της ESDI αποτελεί βασικό σηµείο στην

προσαρµογή των δοµών του µεταψυχροπολεµικού ΝΑΤΟ, αλλά και

σηµαντικό στοιχείο της εξέλιξης της ΕΕ. Εύκολα θα συµπέραινε κανείς ότι η

ESDI συνιστά σηµείο τοµής και σύγκλισης ανάµεσα στους δύο κεντρικούς

θεσµούς. Ωστόσο η πραγµατικότητα δεν είναι ρόδινη. Εν ολίγοις, ένας

συνδυασµός διαφορετικών στοχεύσεων, θεωρήσεων, απεικονίσεων,

επιλογών, στάσεων κι επιδιώξεων καθιστούν την πορεία της τραχεία, µη

προβλέψιµη και ίσως αβέβαιη24.

24 Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση που επιλέγει ο R Hunter (2002) για να αποδώσει τον

τραχύ δρόµο που πορεύονται η ΕΕ και το ΝΑΤΟ (και τις ΗΠΑ). Φαίνεται να διαµοίβεται ένας

«διάλογος µεταξύ κωφών» σε κάθε ευρωπαϊκή επιλογή, και συνεπώς εξέλιξη της ESDP, και

στη συνακόλουθη αντίδραση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, και αντιστρόφως. Ο έµπειρος

διπλωµάτης φαίνεται ωστόσο να απορεί για την κατάσταση αυτή λαµβάνοντας υπόψη ότι η

συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών είναι µέλη και των δύο οργανισµών, δίχως

αυτό να έχει καταφέρει να µειώσει τις δυσκολίες και τις παρανοήσεις στον διατλαντικό

διάλογο. Η εξήγηση του φαινοµένου αυτού έχει µάλλον πολλές συνιστώσες. Οι συνεχείς

θεσµικές εξελιξεις και στους δύο οργανισµούς είναι σύνθετες και πολύπλοκες κι

αναπροσαρµόζουν συνεχώς τα δεδοµένα στον ευρωατλαντικό χώρο. Έπειτα σηµαντικός είναι

ο ρόλος των «εσωτερικών», «γραφειοκρατικών» πιέσεων που δέχονται οι θεσµοί (ΕΕ, ΝΑΤΟ

και ∆ΕΕ) και η συνακόλουθη αντίσταση στη συνεργασία λόγω κλίµατος καχυποψίας και

φόβου για απώλεια «θεσµικής ισχύος». Και βεβαίως το ζήτηµα της «επιρροής» και της

42

Page 48: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Εξάλλου, ενώ ο όρος ESDI χρησιµοποιείται εξίσου από Ευρωπαίους και τους

άλλους Νατοϊκούς Συµµάχους, µε προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, κι αποτελεί όρο

στο λεξιλόγιο και των δύο θεσµών (ΕΕ και ΝΑΤΟ), το 1999 (Ελσίνκι) οι

Ευρωπαίοι προβαίνουν σε µία άλλη λεκτική επιλογή. Ο όρος που τώρα

εισάγεται είναι Ευρωπαϊκή Πολιτική Άµυνας κι Ασφάλειας (European Security

and Identity Policy, ESDP). H δύναµη της γλώσσας και της δυνατότητας για

διαφορετικές νοηµατοδοτήσεις, που εκφράζουν βαθύτερες πολιτικές ανάγκες

κι επιλογές, είναι περισσότερο από εµφανείς εδώ. Οι δύο όροι εκφράζουν τις

διαφορετικές προσεγγίσεις µεταξύ ΝΑΤΟ – ΕΕ, και κατά προέκταση µεταξύ

Ευρωπαίων –Αµερικανών εταίρων. Η «Ταυτότητα» παραπέµπει σε

ευρωπαϊκό πυλώνα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και χαρακτηριστική της φράση

θα µπορούσε να είναι «δυνάµεις διαχωρίσιµες αλλά όχι ξεχωριστές», µία

διατύπωση που επαναλαµβάνεται κι αποτελεί σηµείο τριβής στις κατά καιρούς

συµφωνίες και διακανονισµούς ανάµεσα στους δύο οργανισµούς. Η

«Πολιτική» µε τη σειρά της εκφράζει εύγλωττα την επιλογή της ΕΕ. Η

ανάπτυξη της άµυνας και της ασφάλειας αποτελεί µία από τις πολιτικές της

Ένωσης, όχι απλώς µία «ταυτότητα» και µάλιστα ετεροκαθοριζόµενη στο

εσωτερικό του ΝΑΤΟ25.

Όπως έχει ήδη λεχθεί οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις των αρχών της

τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα οδήγησαν τους ευρωατλαντικούς

εταίρους να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη αναθεώρησης της ισορροπίας

στη σχέση Ευρώπης και Βόρειας Αµερικής, µε στόχο να εξυπηρετούνται

αποτελεσµατικότερα τα συµφέροντα κάθε πλευράς που εκείνη την εποχή

αναδιαµορφώνονταν. Έτσι, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ στρεφόταν πλέον εκτός

ευρωπαϊκού χώρου, ενώ παράλληλα η Ουάσινγκτον διαµόρφωνε το ρόλο της

ως παγκόσµιος δρων στη διεθνή σκηνή (Kovacs, 2003, Legault, 2003).

Χρονικώς παράλληλη είναι η ανάδυση της βούλησης των Ευρωπαίων να

συνακόλουθης προβολής δύναµης αποτελεί sine quo non στοιχείο του παγκόσµιου

συστήµατος. Η βαθύτερη πολιτική ανάλυση και η διερεύνηση των πηγών συγκρούσεων και

διαφωνιών ωστόσο υπερβαίνει τους στόχους της παρούσας εργασίας 25 Οι διαφορετικές γλωσσικές επιλογές αντικατοπτρίζουν και διαφορετικές πολιτικές επιλογές

που συχνά χαρακτηρίζονται από διαφοροποιηµένα συµφέροντα. Ωστόσο, στο κεφάλαιο αυτό

εξετάζεται το ΝΑΤΟ και κυρίως στην ευρωπαϊκή του διάσταση, οπότε θα διερευνηθεί η στάση

του ΝΑΤΟ αναφορικά µε την ευρωπαϊκή πορεία στην άµυνα και την ασφάλεια.

43

Page 49: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

προχωρήσουν µε συγκεκριµένα βήµατα στην ανάληψη µεγαλύτερης ευθύνης

ως προς τη διαµόρφωση ιδιαίτερης στρατιωτικής ικανότητας ενισχύοντας έτσι

τη διαδικασία ολοκλήρωσης της ΕΕ, αλλά και τη θέση και τη συνεισφορά τους

στους νατοϊκούς πόρους. Το ΝΑΤΟ αντιµετώπιζε καταρχήν θετικά µία τέτοια

ευρωπαϊκή κατεύθυνση και πρωτοβουλία που ικανοποιούσε τις επιδιώξεις

των Ευρωπαίων κι ανταποκρινόταν στην επιθυµία τους να διαµορφώσουν

Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας, µε δεδοµένη ωστόσο την

αποφυγή περιττών επικαλύψεων26.

Εξάλλου ο όρος «ταυτότητα» είχε αρχικώς χρησιµοποιηθεί από την ΕΕ στη

συνθήκη του Μάαστριχ (1992)27. Παράλληλα µε το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο του

Μάαστριχ, τα κράτη µέλη της ∆ΕΕ προχώρησαν σε σχετική δήλωση, όπου

γινόταν λόγος για ιδιαίτερη ευρωπαϊκή ταυτότητα ασφάλειας κι άµυνας. Η

Συνθήκη του Μάαστριχ έτυχε θετικής αποδοχής από το ΝΑΤΟ (1994) και η

διαµόρφωση της ευρωπαϊκής αµυντικής ταυτότητας θεωρήθηκε ως µέσο για

την ενδυνάµωση του ευρωπαϊκού πυλώνα, που στη συνέχεια θα ωθούσε τους

Ευρωπαίους εταίρους να προχωρήσουν σε συνεκτικότερη συνεισφορά στους

πόρους της Βορειοατλαντικής Συµµαχίας. Προϋποτίθετο βεβαίως ο σεβασµός

στις αρχές της συµπληρωµατικότητας και της διαφάνειας στη σχέση µε το

ΝΑΤΟ και η διασφάλιση ότι το ΝΑΤΟ θα εξακολουθούσε να αποτελεί το κύριο

φόρουµ διαβουλεύσεων για τα σχετικά θέµατα. Επιπλέον ήταν πρόθυµο να

26 Για το ΝΑΤΟ ήταν εξαρχής σαφές ότι η ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού πυλώνα, µίας

ταυτότητας άµυνας και ασφάλειας µπορούσε να επιτευχθεί µόνον µέσα στο πλαίσιό του.

Κρινόταν ως ζωτικής σηµασίας και για τους δύο οργανισµούς, αφού θα συνιστούσε µοχλό

στην προσαρµογή των ευρωπαϊκών δυνάµεων του ΝΑΤΟ αλλά και σηµαντικό στοιχείο της

εξέλιξης της ΕΕ (NATO handbook, chapter 4: The European Security and Defence Identity

(ESDI) Evolution of the ESDI, http://www.nato.int/docu/handbook/2001/hb0401.htm). 27 Ορισµένοι παρατηρούν ότι ο όρος Ταυτότητα (ESDI) προτάθηκε για πρώτη φορά από το

ίδιο το ΝΑΤΟ στο κείµενο του Στρατηγικού Σχεδίου (Strategic Concept) που προηγήθηκε

χρονικώς της σύναψης της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, αλλά και στη συνέχεια στο Ανακοινωθέν

της ∆ιάσκεψης Κορυφής της Ουάσινγκτον (24/4/99). Ήδη όµως η ΕΕ φαίνεται να είχε

«κατοχυρώσει» τα δικαιώµατα του όρου (!) από το 1986 και τη δηµιουργία της Ευρωπαϊκής

Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ) (βλ. σχετικά κεφ.1). Η προσπάθεια κάθε πλευράς να

οικειοποιηθεί την πατρότητα του όρου είναι µάλλον το πιο ασήµαντο από το σύνολο των

αµφιλεγόµενων ζητηµάτων που συνδέονται µε την ESDI.

44

Page 50: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

διαπραγµατευτεί τους όρους παροχής πόρων του για επιχειρήσεις της ∆ΕΕ

και των Ευρωπαίων Συµµάχων στις οποίες το ίδιο δεν συµµετείχε.

Συγχρόνως το ΝΑΤΟ εξερευνούσε τις δυνατότητες αναπροσαρµογής των

δικών του πολιτικών και στρατιωτικών δοµών, των οποίων ο

µετασχηµατισµός αποτελούσε πρωταρχικό στοιχείο στο Στρατηγικό Σχέδιο

(1991), ώστε να εξυπηρετηθεί ο στόχος να γίνει η Συµµαχία ευέλικτη και

αποτελεσµατική. Η ανάπτυξη της ESDI έθετε έναν επιπλέον λόγο για

µετασχηµατισµό28. Η διατήρηση των κεκτηµένων και του πρωταρχικού ρόλου

του Οργανισµού στην άµυνα και την ασφάλεια, αλλά και η ταυτόχρονη

τόνωση του ενδιαφέροντος και των σχετικών προσπαθειών των Ευρωπαίων

εταίρων ήταν τα δύο στοιχεία τη λεπτή ισορροπία των οποίων καλούταν το

ΝΑΤΟ να διαφυλάξει.

Ο προσανατολισµός ήταν εποµένως σαφής και έλαβε οριστικότερη µορφή στα

Συµβούλια των ΥΠΕΞ και ΥΠΕΘΑ του ΝΑΤΟ στο Βερολίνο και τις Βρυξέλλες

λίγο αργότερα29 (1996) (βλ. κεφ. 1). Όπως έχει ήδη λεχθεί οι Συµφωνίες αυτές

δεν έλυσαν οριστικά τα ζητήµατα µεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ λαµβανοµένης υπόψη

της σταδιακής ενίσχυσης της ευρωπαϊκής βούλησης για µεγαλύτερη

αυτονοµία στη δράση της και για δυνατότητα πλήρους ελέγχου των

28 Το αποτέλεσµα ήταν η ανάδυση ενός νέου σχεδίου «Συνδυασµένη ∆ύναµη Μεικτού

Καθήκοντος» (Combined Joint Task Force, CJTF). Στόχος ήταν η αποτελεσµατική

ανταπόκριση σε πλήθος διαφορετικών κρίσεων, µε δυνατότητες ευέλικτης προσαρµογής στις

ποικίλες αναδυόµενες συνθήκες κι ανάγκες. Συγχρόνως όµως το σχέδιο για CJTF θα

εξυπηρετoύσε τη λειτουργία της ESDI. Πιο συγκεκριµένα, θα παρείχε τα στρατηγεία του (και

συνεπώς τις δυνατότητες και τους πόρους σχεδιασµού και διοίκησης) στη ∆ΕΕ για τη

διεκπεραίωση των δικών της αποστολών.

(http://www.nato.int/docu/handbook/2001/hb0401.htm). ∆ιαφαίνεται βεβαίως η πρόθεση του

ΝΑΤΟ να «ενσωµατώσει» τις ευρωπαϊκές δραστηριότητες στους τοµείς άµυνας κι ασφάλειας

και να τις προσανατολίσει προς τη Συµµαχία, τις ανάγκες και τις επιδιώξεις της. 29 ∆ιευκρινίζεται η ενσωµάτωση της ESDI στο ΝΑΤΟ µε στόχο να αποτελέσει το µοχλό για

συνεκτικότερη κι αποτελεσµατικότερη συνεισφορά των ευρωπαίων εταίρων στους πόρους

του Οργανισµού. Ταυτόχρονα διασφαλίζεται η ενδυνάµωση του διατλαντικού θεσµού, αλλά

και η δυνατότητα αυτόνοµης δράσης των Ευρωπαίων. Βεβαίως απώτερος στόχος είναι η

διαλειτουργικότητα και η συµβατότητα στο πεδίο δράσης που επιτυγχάνεται µε την

εναπόθεση του σχεδιασµού των ενεργειών και της ∆ΕΕ στο ΝΑΤΟ (µέσω του µηχανισµού της

νεοσυστηθείσας CJTF)

45

Page 51: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

επιχειρήσεών της. Έτσι η συζήτηση εξελίχθηκε µε κορυφαίες στιγµές τη

Συνάντηση του St. Malo (1998) και τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην

Ουάσινγκτον (1999).

Το Νέο Στρατηγικό Σχέδιο του Οργανισµού, για άλλη µια φορά εντάσσει την

ESDI στο ΝΑΤΟ. Συγχρόνως οι νατοϊκοί εταίροι δείχνοντας την αυξηµένη

εµπιστοσύνη τους στην ESDI δηλώνουν ότι είναι έτοιµοι να παραχωρήσουν

στην ΕΕ «άµεση πρόσβαση» σε πόρους και ικανότητες της Συµµαχίας, ενώ

αναγνωρίζουν την ΕΕ ως αποκλειστικό δρώντα της ESDI30. Η πρόσβαση

στους µηχανισµούς σχεδιασµού θα ήταν εξασφαλισµένη και βέβαιη, ενώ οι

πόροι και οι ικανότητες όπου θα είχε πρόσβαση η ΕΕ (πλέον) θα ήταν

προκαθορισµένοι (pre-identified capabilities)31. Βεβαίως ενθαρρύνονται να

αναπτύξουν και να ενδυναµώσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες, αλλά

όπως σαφώς δηλώνει η DCI, κάθε σχετική ενέργεια θα έχει αναφορά στο

ΝΑΤΟ αποκλείοντας περιττές επικαλύψεις.

Η διαφάνεια και συνεχής διαβούλευση πρέπει να είναι οι αξίες που θα διέπουν

τη σχέση ΕΕ και ΝΑΤΟ. Παρεµφερές είναι το ζήτηµα της συµµετοχής

ευρωπαίων εταίρων, µη µελών της ΕΕ. Το ζήτηµα είχε ήδη ανακύψει

παλαιότερα, όταν η στρατιωτική δράση είχε το «καπέλο» της ∆ΕΕ και όχι της

ίδιας της Ένωσης. Το ΝΑΤΟ επιθυµούσε να διατηρήσουν οι σύµµαχοι το

δικαίωµα συµµετοχής σε ολόκληρο το φάσµα ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (από

το σχεδιασµό έως την εκτέλεση)32. Το σύνολο των διακανονισµών

30 Αναγνωρίζεται η βούληση της ΕΕ να αποκτήσει την ικανότητα αυτόνοµης δράσης τόσο ως

προς τη λήψη αποφάσεων, όσο και ως προς την ανάληψη δράσης. 31 Στόχος ήταν να καθησυχαστούν οι ανησυχίες των Ευρωπαίων, κυρίως δε των Γάλλων ότι η

πρόσβασή τους θα ήταν διασφαλισµένη και ότι δεν θα εξαρτώταν από την αµερικανική

βούληση, αφού οι ΗΠΑ διέθεταν ουσιαστικά τον κύριο όγκο του ΝΑΤΟϊκού εξοπλισµού

(Hunter, 2002, 54). Η πρόσβαση στους πόρους σχεδιασµού δε συνεπαγόταν ωστόσο µία

εντελώς ξεχωριστή δοµή διοίκησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (“Identification of a range

of European command options for EU-led operations”). Ο ευρωπαίος διοικητής του ΝΑΤΟ

(DSACEUR) θα αναλάµβανε και «καθαρώς ευρωπαϊκά» καθήκοντα, αφού ετίθετο επικεφαλής

των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων (“… to assume fully and effectively his European

responsibilities”) (NATO, Washington Summit Communiqué, Press Release NAC-S(99)64,

24/4/99). 32 Το ζήτηµα αφορούσε κυρίως την Τουρκία, η οποία φοβόταν για την πιθανότητα

επιχειρήσεων σε περιοχές που συνδέονταν µε ζωτικά συµφέροντά της. Ο τελικός

46

Page 52: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

αποτελούσαν µία αναθεωρηµένη µορφή των Συµφωνιών του Βερολίνου και

των Βρυξελλών (1996), που ονοµάστηκε Berlin – Plus (Arrangements) για

εµφανείς λόγους.

Συνεπώς, καλύπτοντας την πορεία των ευρωατλαντικών σχέσεων µε σηµείο

αναφοράς το ΝΑΤΟ την προηγούµενη δεκαετία (1991 – 1999) καθίσταται

µάλλον εµφανής η επιδίωξη του Οργανισµού να εντάξει τις ευρωπαϊκές

ανησυχίες, επιθυµίες, ανάγκες κι επιδιώξεις στο δικό του θεσµικό

µετασχηµατισµό. Η επιτυχής συνέχιση της πορείας της Συµµαχίας στο

µεταψυχροπολεµικό περιβάλλον ασφάλειας εξαρτώταν άµεσα από την

εναργέστερη συµµετοχή και την έµπρακτη συνεισφορά των Ευρωπαίων

Συµµάχων.

Οι ΗΠΑ εξάλλου δεν προσδιόριζαν πλέον τα ζωτικά τους συµφέροντα στη

γεωγραφική επικράτεια της Ευρώπης, αλλά διεκδικούσαν για τον εαυτό τους

έναν µάλλον ευρύτερο ρόλο. Από την πλευρά τους οι Ευρωπαίοι αναγνώριζαν

τον «κίνδυνο» αποδέσµευσης του αµερικανού συµµάχου από την περιοχή

τους, ενώ συγχρόνως επεδίωκαν την ολοκλήρωση της Ένωσής τους και την

ισόρροπη ανάπτυξή της. Ένας ενδυναµωµένος οικονοµικοεµπορικός

πυλώνας σε συνδυασµό µε έναν ατροφικό έως ανύπαρκτο πολιτικό και

αµυντικό δεν αποτελούσε την ευτυχέστερη εξέλιξη για την ΕΕ. Το ΝΑΤΟ από

την πλευρά του παρείχε τη δυνατότητα στους Ευρωπαίους να διαµορφώσουν

µία διακριτή ταυτότητα στους καίριους αυτούς τοµείς κυριαρχίας. Αρκεί

ωστόσο να διασφαλιζόταν ο θετικός αντίκτυπος από αυτές τις δραστηριότητες

και βεβαίως να συντελούσαν ευεργετικά στην περαιτέρω πορεία του. Η

σύγκλιση των συµφερόντων τόσων δρώντων, η διαθεσµική συνεργασία και η

ανάπτυξη συνεργιών απαιτούν µεγάλες προσπάθειες, πολιτική βούληση αλλά

και ουσιαστική προθυµία διαβούλευσης που µε τη σειρά της προϋποθέτει την

ύπαρξη κλίµατος εµπιστοσύνης και προθυµίας για αλληλοκατανόηση. Η

συνύπαρξη όλων αυτών των δεδοµένων και βεβαίως πολλών άλλων δεν είναι

πάντα εφικτή, µε αποτέλεσµα τη δηµιουργία τριβών που συχνά οδηγούν σε

αδιέξοδες καταστάσεις.

διακανονισµός µεταξύ ΕΕ – Άγκυρας (2002) και η συνακόλουθη άρση εµποδίων από την

Ελλάδα επέτρεψαν την περαιτέρω εξέλιξη της ευρωπαϊκής πολιτικής (σχετικά Missiroli, 2002).

47

Page 53: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Κεφάλαιο 3

Η πορεία προς την ΕΠΑΑ

Κολωνία (1999). Η ΕΠΑΑ ως πολιτικός στόχος: «αυτονοµία

δράσης»

Η ∆ιακήρυξη του St. Malo (1998) και η νέα ώθηση που φάνηκε να δίνει στην

ευρωπαϊκή πολιτική για την κοινή άµυνα1, καθώς και η νατοϊκή Σύνοδος της

Ουάσινγκτον, όπου η Συµµαχία καθόρισε τη στρατηγική και τους στόχους της

στο κατώφλι του 21ο αιώνα προκειµένου να προσαρµοστεί στο νέο

περιβάλλον ασφάλειας που διαµορφωνόταν και τις νέες απειλές που

αναδύονταν, καθώς και η αναθεώρηση των Συµφωνιών Βερολίνου –

Βρυξελλών (1996) µε τη µορφή της Berlin – Plus Arrangement (1999)

αποτέλεσαν σηµαντικές εξελίξεις µε ρόλο καθοριστικό για τη διαµόρφωση του

περιβάλλοντος ασφάλειας στην Ευρώπη. Ήταν η σειρά της ΕΕ να προβεί σε

µία αποφασιστική κίνηση, να αναλάβει πρωτοβουλία για τη διαµόρφωση της

κοινής εξωτερικής πολιτικής της.

Εξάλλου η ΕΕ είχε τη δική της ατζέντα και λόγους προώθησης της πολιτικής

άµυνας και ασφάλειας. Η «φυσική» εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

που οδηγούσε στην ουσιαστική θεσµοποίηση του τοµέα παρέµενε σηµαντικός

µοχλός για την πρόοδο. Επιπλέον οι ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες και

ανταγωνισµοί µεταξύ των µελών έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην ανάληψη

πρωτοβουλιών2. Ωστόσο τον καταλυτικότερο – ίσως – ρόλο στη διαµόρφωση

1 Λειτούργησε ως η «ιδρυτική πράξη» για την πολιτική άµυνας και ασφάλειας στην Ευρώπη

(Haine, 2004a) 2 Έτσι ο πάντα υπαρκτός γαλλογερµανικός ανταγωνισµός για την αναγνώριση πρωτεύοντα

ρόλου στην Ένωση, σε συνδυασµό µάλιστα µε τη µη πλήρη ένταξη της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ –

γεγονός που µείωνε την επιρροή και συµµετοχή της στην ασφάλεια της ευρωπαϊκής

επικράτειας – ήταν δύο ακόµη συνιστώσες του ζητήµατος προώθησης της κοινής πολιτικής. Η

άλλη µεγάλη ευρωπαϊκή δύναµη, η Βρετανία, είχε ήδη από το St. Malo υιοθετήσει µία πιο

φιλευρωπαϊκή στάση επιδεικνύοντας τη βούλησή της να εµπλακεί εντονότερα στα ζητήµατα

άµυνας και ασφάλειας (Biscop, 2002, και κεφ. 1, υπ. 54).

48

Page 54: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

του κλίµατος στο εσωτερικό της Ένωσης ήρθε να παίξει η πικρή ιστορική

πραγµατικότητα. Η κρίση του Κοσόβου και η αποτυχία της ΕΕ να δείξει το

«ειδικό βάρος» της στους βοµβαρδισµούς, ήταν για άλλη µια φορά

αποκαλυπτική της αδυναµίας της Ευρώπης (Haine, 2004b, Bildt, 2004)3.

Υπό την πίεση και την κριτική αυτή τα ευρωπαϊκά κράτη θέλησαν να προβούν

σε µία σηµαντική κίνηση, ώστε να καθησυχάσουν τους εσωτερικούς κι

εξωτερικούς συνοµιλητές τους, επιδεικνύοντας πολιτική βούληση για πρόοδο.

Έτσι πρόκριναν τη δηµοσίευση δήλωσης για σηµαντική µεταρρύθµιση, δίχως

όµως κατ’ ουσίαν να έχουν όλα συναινέσει στους στόχους ενός κοινού

σχεδίου, ή στα µέσα και στους τρόπους επίτευξής του (Marshall, 1999).

Αρκετοί αναλυτές κι από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού4 σηµειώνουν ότι η

επίδειξη «ορµής» για πρωτοβουλίες στην πολιτική άµυνας και ασφάλειας ήταν

µία κίνηση υπό πίεση, δίχως ουσιαστική προεργασία και πλήρη συγκρότηση5.

Ωστόσο, η αποκλειστική εστίαση στην αρνητική πλευρά θα επισκίαζε τη

συνολική σηµασία των αποφάσεων της Κολωνίας που αναµφίβολα

λειτούργησαν τονωτικά για τη διαµόρφωση της κοινής πολιτικής.

3 Η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο ανέδειξε τις σοβαρές ελλείψεις της Ένωσης στην άµυνα και την

ασφάλεια, αλλά και την ανυπαρξία συντονισµού στην εξωτερική πολιτική. Κατέστη εµφανής η

υστέρηση σε υψηλής τεχνολογίας στρατιωτικές ικανότητες, στοιχείο που ενέτεινε την ολοένα

εντονότερα εκδηλούµενη δυσφορία των ΗΠΑ για την (άνιση) κατανοµή του βάρους της

άµυνας. Εξίσου έντονη ήταν και η ενόχληση από το εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών.

Πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι, αλλά και η κοινή γνώµη εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους για

την αδυναµία της Ένωσης να χειριστεί µία «δική της» κρίση αφήνοντας για άλλη µια φορά τις

ΗΠΑ να έχουν τον πρώτο λόγο (Bildt (2004) και NATO, Parliamentary Assembly, Press

Statement, Amsterdam, 15-11-1999). 4 Ενδεικτικά αναφέρονται οι Hunter (πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ) και ο Marshall

(µέλος και εισηγητής της Πολιτικής Επιτροπής της Κοινοβουλευτικής Οµάδας της ∆ΕΕ). 5 Η έντονη δραστηριοποίηση στόχευε περισσότερο στο να διατηρήσουν την ισχύ τους στο

εσωτερικό του ΝΑΤΟ και να έχουν «λόγο» στις αποφάσεις της Συµµαχίας, παρά στην

ανάληψη εντονότερης στρατιωτικής δράσης. Κι αυτό ήταν µάλλον αναπόφευκτο αφού η όποια

κίνηση δεν ήταν αποτέλεσµα ουσιαστικών διαβουλεύσεων, ούτε ερχόταν να υλοποιήσει µία

οριστικά διαµορφωµένη και συγκεκριµένη πολιτική βούληση. Αποτελούσε µάλλον αντίδραση

σε εξωτερικά ερεθίσµατα κι όχι απόρροια ενδελεχούς επεξεργασίας κι ανάλυσης των

πραγµατικών δυνατοτήτων και συνθηκών. Συνεπώς δεν µπορούσε παρά να είναι ένας

µάλλον θολός και µινιµαλιστικός συµβιβασµός (Marshall, 1999), που δεν φάνηκε να

ικανοποιεί τους αποδέκτες.

49

Page 55: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ένα από τα σηµαντικότερα σηµεία των Συµπερασµάτων της Προεδρίας ήταν

η ανάληψη από την πλευρά της Ένωσης (Συµβούλιο) ορισµένων λειτουργιών

της ∆ΕΕ. Έτσι στο ζήτηµα της «κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής στην άµυνα και

την ασφάλεια» το Συµβούλιο αποφάσισε να λαµβάνει πλέον εκείνο τις

αποφάσεις για όλο το φάσµα των Petersberg Tasks και ειδικότερα των

στοιχείων της διαχείρισης κρίσεων και της αποτροπής συγκρούσεων (τα

«ανώτερης κλίµακας» καθήκοντα) (Fishpool, 2004). Η ανάληψη µέρους των

καθηκόντων και λειτουργιών της ∆ΕΕ προϋπέθετε ότι η ΕΕ θα έπρεπε «να

έχει ικανότητα για αυτόνοµη δράση µε την υποστήριξη ικανών µέσων για την

αντιµετώπιση διεθνών κρίσεων που επηρεάζουν την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια

καθώς και την ετοιµότητα να λάβει τις σχετικές αποφάσεις και να προχωρήσει

δίχως την έγκριση του ΝΑΤΟ6»7.

Στο πλαίσιο της αυτόνοµης δράσης η ΕΕ αποφάσισε τον µετασχηµατισµό του

Ευρωπαϊκού Στρατιωτικού Σώµατος (European Corps)

(www.eurocorps.org/site) σε ευρωπαϊκή δύναµη ταχείας αντίδρασης. Με

στόχο τη δραστηριοποίηση της ΚΕΠΑΑ, η ΕΕ εισήγαγε κι άλλες σηµαντικές

µεταρρυθµίσεις και προτάσεις, κάνοντας έτσι βήµατα προόδου και εισάγοντας

το στοιχείο της άµυνας στις διαδικασίες και τους θεσµούς της. Αναγνωρίζει την

ανάγκη για ικανότητα ανάλυσης καταστάσεων, συλλογής πληροφοριών και

6 Η αυτόνοµη δράση εισήχθη στο «λεξιλόγιο» της ΕΕ στη γαλλοβρετανική συνάντηση του St.

Malo και αναγνωρίστηκε από το ΝΑΤΟ στη Σύνοδο της Ουάσινγκτον (1999) µε σχετικές

αναφορές στα κείµενα που παρήγαγε η Συµµαχία. 7 Η µεταφορά των λειτουργιών της διαχείρισης κρίσεων από τη ∆ΕΕ στην ΕΕ αφήνει ανοικτό

το ζήτηµα της ουσιαστικής υπόστασης της ∆ΕΕ. Το Συµβούλιο δεν αποφάσισε την πλήρη

ενσωµάτωσή της στην ΕΕ, αρκούµενο στην µεταφορά των σχετικών µε τα καθήκοντα

Petersberg λειτουργιών. Η απόφασή όµως αυτή εγείρει τόσο θεσµικά ζητήµατα όσο και το

θέµα της συνεργασίας µε το ΝΑΤΟ και τις υπάρχουσες συµφωνίες ∆ΕΕ και ΝΑΤΟ. Εξάλλου

οι λειτουργίες της ∆ΕΕ δεν περιορίζονταν στα Petersberg Tasks. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος

της στην πραγµάτωση της ESDI στο ΝΑΤΟ, ενώ συγχρόνως έδινε δυνατότητα συµµετοχής σε

κράτη µη µέλη της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ λειτουργώντας ως κανάλι διαθεσµικής και διακρατικής

επικοινωνίας. Η πλέον σηµαντική όµως λειτουργία της συνίσταται στην ευθύνη της για τη

λειτουργία της Τροποποιηµένης Συνθήκης των Βρυξελλών και ειδικότερα των σχετικών µε τη

συλλογική άµυνα άρθρων. Η ανάληψη ευθύνης από την ΕΕ περιορίζεται στη διεκπεραίωση

των Petersberg Tasks, οπότε η ∆ΕΕ παραµένει θεµατοφύλακάς της Συνθήκης.

50

Page 56: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

σχετικού στρατηγικού σχεδιασµού προκρίνει θεσµούς, πόρους και διαδικασίες

που θα συντελέσουν στην αυτόνοµη δράση της8.

Ελλείψεις – Κριτική

Οι αποφάσεις της Κολωνίας έθεσαν τις βάσεις για την υλοποίηση της

(Κ)ΕΠΑΑ, η οποία στο επόµενο Συµβούλιο (Ελσίνκι) θα λάβει την οριστική

µορφή της και θα αρχίσει να εφαρµόζεται. Ωστόσο, η Κολωνία εισήγαγε

αµφιλεγόµενα ζητήµατα που άνοιξαν νέους κύκλους συζητήσεων και

αµφισβητήσεων τόσο στο εσωτερικό της Ένωσης, όσο και στο ευρωατλαντικό

επίπεδο. Ως πλέον αµφιλεγόµενο στοιχείο που προκάλεσε διαθεσµικές τριβές

και καλλιέργησε κλίµα αµφιβολιών και καχυποψίας ανάµεσα στους κύριους

δρώντες, ΕΕ, ΝΑΤΟ και ∆ΕΕ αποδείχτηκε η απόφαση της ΕΕ να

ενσωµατώσει λειτουργίες της ∆ΕΕ, αλλά δίχως να προχωρήσει στην πλήρη

ενσωµάτωση9.

8 Οι κυριότερες αποφάσεις για την ΚΕΠΠΑ:

• Αποφασίζεται ότι στο εξής στο Συµβούλιο Γενικών Υποθέσεων µπορούν να

συµµετέχουν και οι ΥΠΕΘΑ.

• Προτείνεται να συστηθεί ένα µόνιµο «µεικτό» σώµα στις Βρυξέλλες, η Επιτροπή

Πολιτικής και Ασφάλειας (ΕΠΑ) (Political and Security Committee, PSC),

αποτελούµενη τόσο από στρατιωτικό όσο και πολιτικό προσωπικό.

• Ταυτόχρονα η σύσταση µίας Στρατιωτικής Επιτροπής (Military Committee)

αποτελούµενης από ανώτερους στρατιωτικούς αντιπροσώπους των κρατών µελών η

οποία θα έκανε προτάσεις στην EΠΑ.

• Προκρίνεται η δηµιουργία κέντρου επιχειρήσεων (Situation Centre) καθώς και

διακριτού Στρατιωτικού Προσωπικού (Military Staff).

• Αναγνωρίζεται η ανάγκη για τη δηµιουργία πόρων συναφών µε την άµυνα, όπως

∆ορυφορικό Κέντρο, Ινστιτούτο Μελετών για την Ασφάλεια. Ουσιαστικά πρόκειται για

τα επικουρικά όργανα της ∆ΕΕ που µεταφέρονται από τη ∆ΕΕ στην ΕΕ. 9 ∆ηµιουργούνται έτσι ορισµένες ασάφειες ως προς την υπόσταση της ∆ΕΕ: υφίσταται ή όχι

ως οργανισµός σήµερα; Σύµφωνα µε τον επίσηµο δικτυακό τόπο της ∆ΕΕ

(www.weu.int/WEU_today.htm), έχουν επέλθει αλλαγές στη θεσµική λειτουργία του

οργανισµού. Συγκεκριµένα, η µεταφορά των λειτουργιών της διαχείρισης κρίσεων στην ΕΕ

δεν επιφέρει οποιαδήποτε συνέπεια στην ιδιότητα µέλους της ∆ΕΕ. Το Συµβούλιο µπορεί να

συγκαλείται όταν κι αν κρίνεται απαραίτητο, ωστόσο δεν έχει πραγµατοποιηθεί από 11/2000,

Μασσαλία. Με δήλωση του Γ. Γραµµατέα της από 1/1/2002 τα Μέλη αποφάσισαν ότι «υπό τις

παρούσες κι άµεσα προβλέψιµες συνθήκες δεν κρίνεται αναγκαία η επίσηµη αλλαγή στο

51

Page 57: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Παράλληλα η προαίρεση για την ανάπτυξη ικανότητας «αυτόνοµης δράσης»

προκαλεί µεν αµφιβολίες κι ανησυχία στους νατοϊκούς εταίρους (πρωτίστως

δε στις ΗΠΑ), αλλά και στη ∆ΕΕ – για διαφορετικούς, ωστόσο λόγους.

Ειδικότερα, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση της ∆ΕΕ, στην πρότασή της

(Marshall, 1999) προς το Συµβούλιο µετά τη δηµοσιοποίηση των

συµπερασµάτων της Κολωνίας χαιρετίζει τη δηλωµένη βούληση της Ένωσης

για «αυτόνοµη δράση» και την απόκτηση κατάλληλων µέσων για να την

εφαρµόσει. Την ίδια στιγµή όµως εκφράζει την ανησυχία της για τον εµφανή

παραµερισµό του οράµατος της «κοινής άµυνας», που έθεταν οι Συνθήκες

Μάαστριχ και Άµστερνταµ.

Αν και θεωρεί θετικό βήµα προόδου την ανάληψη των καθηκόντων

Petersberg από την Ένωση, εντοπίζει τα θεσµικά κενά που δύνανται να

προκαλέσουν δυσκολίες στις διαθεσµικές διαπραγµατεύσεις προκαλώντας

τριβές και καθυστερήσεις10. Επιπλέον διαπιστώνει την ανάγκη βελτίωσης των

στρατιωτικών ικανοτήτων κάθε κράτους προκειµένου για την αποτελεσµατική

διεκπεραίωση των Petersberg Tasks και τη συναφή ανάγκη για συνεργασία status των µη – πλήρως µελών», συνεπώς η ∆ΕΕ αποτελείται από πλήρη, συνδεδεµένα

(ευρωπαϊκά µέλη του ΝΑΤΟ) και παρατηρητές – µέλη (µέλη ΝΑΤΟ και ΕΕ). Επίσης από το

2002 δεν απαιτούνται περαιτέρω οικονοµικές συνεισφορές στους προϋπολογισµούς της ∆ΕΕ,

παρά µόνον από τα πλήρη µέλη.

Οι λειτουργίες της µετασχηµατισµένης ∆ΕΕ συνίστανται σε :

• τροποποιηµένη Συνθήκη Βρυξελλών: αρ. V, IX (αφορά στο θεσµικό διάλογο µε τη

Συνέλευση)

• αναδιοργάνωση και µελλοντική δηµοσιοποίηση των αρχείων της

• διοικητική, οικονοµική, γλωσσική υποστήριξη των σωµάτων της ∆ΕΕ WEAG και WEAO (συνεργασία στο επίπεδο εξοπλισµών)

• διαχείριση των συντάξεων των εργαζοµένων.

Συνεπώς η ∆ΕΕ εξακολουθεί να υφίσταται µε µειωµένες λειτουργίες. Η κύρια αρµοδιότητα

που της αποµένει αφορά το άρθρο V – δηλαδή η συλλογική άµυνα – η µεταφορά της οποία

σε επίπεδο ΕΕ δεν έχει αποφασιστεί. Εξάλλου στο αρ. 17.1 της Συνθήκης της ΕΕ, όπως

τροποποιήθηκε στη Νίκαια η υιοθέτηση της κοινής άµυνας αποτελεί βούληση και πιθανό

στόχο, όχι όµως υλοποιηµένη πραγµατικότητα. 10 Η Συνέλευση προτείνει να τεθούν οι θεσµικές (λήψη αποφάσεων) και επιχειρησιακές

ικανότητες της ∆ΕΕ υπό την άµεση αρµοδιότητα του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου προκειµένου

αυτό να έχει τον πολιτικό έλεγχο και τη δυνατότητα να χαράσσει τη στρατηγική κατεύθυνση

των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων για τα Petersberg Tasks

52

Page 58: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

στους εξοπλισµούς ανάµεσα στα µέλη (WEUA, Recommendation on security

and defence: the challenge for Europe after Cologne, iii, xvi, 1999).

Υποδεικνύει έτσι τις ελλείψεις στις αποφάσεις, οι οποίες, αν δεν τίθενται σε

συγκεκριµένο κι ολοκληρωµένο πλαίσιο δράσεων και διαδικασιών,

κινδυνεύουν να παραµείνουν ανεπίδοτη επιστολή και µη εφαρµόσιµες11.

Επισηµαίνει ότι των λειτουργιών της άπτεται η Αναθεωρηµένη Συνθήκη των

Βρυξελλών κι εποµένως συνιστά το θεµατοφύλακα, µεταξύ άλλων, του

καίριου άρθρου V (συλλογική άµυνα). Οι αποφάσεις του Συµβουλίου θα

επιφέρουν πιθανόν συνέπειες στην εφαρµογή της Συνθήκης, αν το Συµβούλιο

δεν καθορίσει τους τρόπους διεκπεραίωσης των προβλεπόµενων

καθηκόντων, ειδικά για καίρια άρθρα, όπως το V12 (βλ. και υπ. 9 για τη θέση

και τη λειτουργία της ∆ΕΕ σήµερα).Ταυτόχρονα υπενθυµίζει τη δέσµευση του

Συµβουλίου στη Συνθήκη, την οποία εξακολουθεί να θεωρεί πολύτιµο µέρος

της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας. Οι παραπάνω επισηµάνσεις αναδεικνύουν τις

ανησυχίες της ∆ΕΕ που προκύπτουν από τις ασάφειες, ή τις αδυναµίες των

αποφάσεων της Ένωσης και δηµιουργούν πλήθος ερωτηµάτων αναφορικά µε 11 Η «µερική», «ατελής» ενσωµάτωση της ∆ΕΕ (µόνον οι λειτουργίες για τα Petersberg Tasks)

εγείρει και άλλα ζητήµατα που αφορούν στη σχέση µε το ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριµένα, η ∆ΕΕ

διατυπώνει τη διάκριση ESDI – CFSP (δηλαδή η ασφάλεια στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ

αντίστοιχα), καθώς και το ρόλο της για την ταυτόχρονη και αρµονική ανάπτυξή τους και τη

διατήρηση διαφάνειας στη σχέση των δύο θεσµών Επιπλέον υπενθυµίζει τις υπάρχουσες

συµφωνίες µεταξύ ∆ΕΕ και ΝΑΤΟ που καθορίζουν τη συνεργασία τους. Αναλαµβάνοντας τα

καθήκοντα Petersberg από την ∆ΕΕ η ΕΕ εγκαθιδρύει άµεση σχέση µε το ΝΑΤΟ. Συνεπώς

οφείλει να θέσει σε νέα βάση τις συνθήκες που θα διέπουν τη συνεργασία τους, αφού

προφανώς η ΕΕ δεν επιθυµεί να δεσµεύεται από τους διακανονισµούς που καθόριζαν τη

σχέση ∆ΕΕ – ΝΑΤΟ. Είναι εποµένως απαραίτητο να προβεί σε νέες διαβουλεύσεις και

διαπραγµατεύσεις µε το ΝΑΤΟ προκειµένου να καθορίσει τις νέες συνιστώσες της

ευρωατλαντικής σχέσης (Recommendation on security and defence: the challenge for Europe

after Cologne, vii, 1999). 12 Το άρθρο V αποτελεί τον «πυρήνα» της Συνθήκης αφού αφορά στη συλλογική άµυνα και

δεσµεύει τα µέλη της (Modified Brussels Treaty)

ARTICLE V

If any of the High Contracting Parties should be the object of an armed attack in Europe, the

other High Contracting Parties will, in accordance with the provisions of Article 51 of the

Charter of the United Nations, afford the Party so attacked all the military and other aid and

assistance in their power.

53

Page 59: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

τη σχέση προς το ΝΑΤΟ (βλ. και υπ. 11). Στρέφει το ενδιαφέρον της και στο

ρόλο των υπολοίπων µελών της (13), που δεν ανήκουν ωστόσο στην ΕΕ, και

στη δυνατότητα συµµετοχής τους στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Ταυτόχρονα

αγγίζει άλλο ένα θέµα, ακανθώδες, όπως έχει αποδειχτεί, και για την

ευρωατλαντική σχέση. Εκφράζει την άποψη ότι τα κράτη παρατηρητές της

∆ΕΕ δε θα πρέπει να έχουν απεριόριστα δικαιώµατα στη λήψη αποφάσεων

σχετικών µε τη στρατιωτική δράση της ΕΕ (WEUA, Recommendation on

security and defence: the challenge for Europe after Cologne, xviι, 1999)13.

Για όλους αυτούς τους λόγους, προτείνει τη διατήρηση της ∆ΕΕ, εφόσον η ΕΕ

δεν προχώρησε στην πλήρη θεσµική «απορρόφησή» της, έτσι ώστε η ∆ΕΕ να

διεκπεραιώνει τα άλλα καθήκοντά της (ανάπτυξη ESDI, λειτουργία της

Συνθήκης Βρυξελλών, διασφάλιση συµµετοχής κρατών που δεν είναι µέλη και

των δύο οργανισµών), µε ιδιαίτερη έµφαση και συµβολή στην ταυτόχρονη και

εν αρµονία ανάπτυξη ΚΕΠΠΑ και ESDI, και κατά συνέπεια στην προαγωγή

θετικής σχέσης ΝΑΤΟ και ΕΕ (Marshall 1999)14.

Οι αποφάσεις της ΕΕ έθεταν ζητήµατα τόσο ευρύτερα (πιθανή ανάγκη

αναθεώρησης της Συνθήκης των Βρυξελλών), όσο και πιο «περιορισµένα»

(συνθήκες και τρόποι συνεργασίας µεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ για τη διεκπεραίωση

των Petersberg Tasks και, γενικότερα, το ρόλο κάθε θεσµού στη διαχείριση

κρίσεων, ο προβλεπόµενος ρόλος για τα συνδεδεµένα µέλη και τους

Ήταν επόµενο ότι τα Συµπεράσµατα της Κολωνίας15. θα προκαλούσαν

δυσφορία στους υπόλοιπους νατοϊκούς εταίρους, κυρίως δε στις ΗΠΑ που 13 Το ζήτηµα – του βαθµού – συµµετοχής των ευρωπαϊκών κρατών µελών του ΝΑΤΟ, αλλά

όχι της ΕΕ στη διεξαγωγή επιχειρήσεων της Ένωσης ήταν από τα σηµαντικότερα ζητήµατα

στην ατζέντα διαπραγµατεύσεων µεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ / ∆ΕΕ (Συµφωνίες Βερολίνου –

Βρυξελλών (1996) και αργότερα Berlin – Plus (1999)). Το θέµα όµως δεν έκλεισε, κυρίως

λόγω των ενστάσεων που προέβαλλε η Τουρκία σχετικά µε την πιθανή διεξαγωγή

ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε περιοχές που άπτονταν των εθνικών της συµφερόντων. Η

άρση των εµποδίων της τουρκικής πλευράς επιτεύχθηκε το 2002 (βλ. σχετικά παρακάτω). 14 Στο ευρύτερο πλαίσιο οµαλής διαθεσµικής σχέσης και αποτελεσµατικής επικοινωνίας

µεταξύ των οργανισµών προτείνει στην Ένωση την ανάληψη της θέσης του Γενικού

Γραµµατέα της ∆ΕΕ από τον Υψηλό Εκπρόσωπο ΚΕΠΠΑ. 15 Πράγµατι, η έµφαση δίδεται στα δύο «νέα» στοιχεία, θετικά µάλλον για την ΕΕ Η

«εξασφαλισµένη πρόσβαση» (assured access) της ΕΕ στις ικανότητες σχεδιασµού του ΝΑΤΟ

και «η δεδοµένη παροχή στην ΕΕ προκαθορισµένων νατοϊκών πόρων» (the presumption of

54

Page 60: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

θεώρησαν ότι οι Ευρωπαίοι δεν είχαν σεβαστεί τις ήδη ειληµµένες αποφάσεις

(Ουάσινγκτον, 1999) που καθόριζαν τις σχέσεις τους προκαλώντας ρήγµατα

στη διατλαντική σχέση εµπιστοσύνης. Κύρια ανησυχία τους: η σταδιακή

αποδέσµευση της ESDI από το ΝΑΤΟ, η πλήρης «ανεξαρτητοποίησή» της και

ο µετασχηµατισµός της σε αυτόνοµη ESDP, στοιχείο που θα επιφέρει περιττή

επικάλυψη, και εντέλει ανταγωνισµό, µε το ΝΑΤΟ16.

Ελσίνκι (1999). Η θεσµοποίηση της ΕΠΑΑ

Η παρουσίαση των «Συµπερασµάτων της Κολωνίας» που προηγήθηκε, των

αντιδράσεων και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού που προκάλεσε

κατέστησε εµφανές ότι η ΕΕ είχε µάλλον ανοίξει σηµαντικά µέτωπα. Τα

πολιτικά ζητήµατα που είχαν αναδυθεί απαιτούσαν την εκδήλωση ισχυρής

πολιτικής βούλησης, ενώ συγχρόνως η ιστορική συγκυρία, η κρίση στο

Κοσσυφοπέδιο, καθιστούσε ακόµη πιεστικότερη την ανάγκη για λήψη

εναργών αποφάσεων (Bildt, 2004).

Έτσι, αν στην Κολωνία (Ιούνιος, 1999) η ΕΕ εξέφρασε τη βούλησή της για την

απόκτηση ικανότητας για «αυτονοµία δράσης» µε «αξιόπιστες στρατιωτικές availability to the EU of pre-identified NATO capabilities). δεν υπήρχε καµία αναφορά σχετική

µε την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ταυτότητας (ή πολιτικής) άµυνας και ασφάλειας στο

εσωτερικό του ΝΑΤΟ. Την έλλειψη σχετικής αναφοράς και διάκρισης επισηµαίνει εξάλλου και

η ∆ΕΕ. 16 Ωστόσο είναι αξιοσηµείωτο ότι, ενώ ενστάσεις για τις αποφάσεις της ΕΕ υπήρχαν τόσο από

το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό του Ευρωπαϊκού χώρου, οι φόβοι που εκφράζονταν

ήταν εκ διαµέτρου αντίθετοι. Χαρακτηριστικά, η ∆ΕΕ επισηµαίνει τον κίνδυνο αποµάκρυνσης

από την (πραγµατική) «κοινή άµυνα» και τη λήψη ηµιµέτρων µε στόχο περισσότερο το

συµβιβασµό παρά την αποφασιστική εξέλιξη. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ δυσανασχετούν

για την επιδεικνυόµενη «απροθυµία» των Ευρωπαίων να µπουν κάτω από την «οµπρέλα του

ΝΑΤΟ» και την επιθυµία τους για σταδιακή αποδέσµευση από το ευρωατλαντικό άρµα.

Ίσως το στοιχείο αυτό να είναι ενδεικτικό των δυσκολιών της ευρωπαϊκής πορείας στη

διαµόρφωση της πολιτικής άµυνας και ασφάλειας. Κάθε απόφαση και επιλογή καθορίζεται

από και καθορίζει πλήθος άλλων συνιστωσών. Η εύρεση κοινής συνισταµένης σε θέµατα

τόσο ευαίσθητα που αγγίζουν την ουσία της εθνικής κυριαρχίας είναι επίτευγµα που απαιτεί

πλήθος δεξιοτήτων, υπολογισµών, πολιτική βούληση, δυνατότητα κι επιθυµία

διαπραγµατεύσεων, ενώ οι λύσεις που προκρίνονται κάθε φορά είναι εύλογο να προκαλούν

ποικίλες αντιδράσεις.

55

Page 61: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

δυνάµεις», έξι µήνες αργότερα, στο Ελσίνκι (∆εκέµβριος, 1999) το Ευρωπαϊκό

Συµβούλιο επιβεβαίωσε τη θέση του να «αναπτύξει αυτόνοµη ικανότητα

λήψης αποφάσεων και, όπου το ΝΑΤΟ στο σύνολό του δεν εµπλεκόταν, να

συστήνει και να διεξάγει – υπό την ηγεσία της ΕΕ – στρατιωτικές επιχειρήσεις

για την αντιµετώπιση διεθνών κρίσεων» (Helsinki European Council,

Presidency Conclusions, 10-11/12/1999, Annex IV) 17.

Ειδικότερα, η προεξάρχουσα πρωτοβουλία για την ΕΠΑΑ είναι η θέσπιση του

«Κατευθυντήριου Στόχου» (“Headline Goal”) για τη δηµιουργία της ικανότητας

της ΕΕ να αναπτύσσει και να διατηρεί δυνάµεις ικανές να αντεπεξέρχονται σε

όλο το φάσµα των Petersberg Tasks, συµπεριλαµβανοµένων των πλέον

απαιτητικών. Επιπλέον, η ΕΕ προκειµένου να καταστήσει επιχειρησιακά ικανή

την προβλεπόµενη δύναµη, αποφάσισε να δηµιουργήσει το σύνολο των

απαραίτητων ικανοτήτων (διοικητική δοµή, έλεγχος, συστήµατα πληροφοριών

και αντικατασκοπείας, στρατηγικές µεταφορές, κ.λπ)18.

Για την υλοποίηση του Headline Goal η EE θα συνιστούσε µία δύναµη για τη

διεξαγωγή των επιχειρήσεων, τη Headline Goal Task Force, η οποία θα ήταν

επιχειρησιακά ικανή έως το 2003. Η δύναµη προβλεπόταν να έχει δυναµικό

50.0000 – 60.000 ανθρώπων, και σχετικές προβλέψεις για υποστήριξη και

αντικατάσταση, έτσι ώστε να φτάνει συνολικά τα 200.000 άτοµα. Η δύναµη θα

έπρεπε να είναι στρατιωτικά αυθύπαρκτη και να διαθέτει όλες τις απαραίτητες

διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες. Θα είχε ικανότητα πλήρους

ανάπτυξης µέσα σε 60 ηµέρες και δυνατότητα συντήρησης και παραµονής για

ένα χρόνο τουλάχιστον.

17 Η σηµασία του Ελσίνκι είναι διττή και – στο σύνολό της – θετική και για τους δύο

«αποδέκτες» της, ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ. Συνιστά ένα – σηµαντικό – βήµα προόδου στη θεσµική

προώθηση της ΕΠΑΑ, ενώ συγχρόνως αποτελεί επίδειξη βούλησης από την πλευρά της ΕΕ

για επίλυση του ζητήµατος «θεσµικής» προτεραιότητας του ΝΑΤΟ στο ευρωπαϊκό

περιβάλλον ασφάλειας και άµυνας, που συνιστούσε ένα από τα κύρια αίτια της διατλαντικής

τριβής (Ahtisaari, 2004). 18 Τις ικανότητες αυτές, βάσει των Συµφωνιών Βερολίνου – Βρυξελλών (1996) και της

αναθεωρηµένης µορφής τους (Berlin – Plus, Ουάσινγκτον, 1999) προβλεπόταν να τις παρέχει

στην Ένωση το ΝΑΤΟ, προκειµένου αυτή να διεξάγει τις επιχειρήσεις της. Παρά την

προσπάθεια «σύγκλισης» µε το ΝΑΤΟ, εδώ γίνεται εµφανής η απόκλιση και η σταθερή

βούληση της ΕΕ να αναπτύξει δυνάµεις που να της παρέχουν ουσιαστική αυτονοµία δράσης.

56

Page 62: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Πέραν της υλοποίησης της επιχειρησιακής της ικανότητας, η ΕΕ αποφάσισε

να λάβει τα απαραίτητα µέτρα για την πλήρη αντιµετώπιση όλων των φάσεων

και πλευρών της διαχείρισης κρίσεων. Έτσι καθόρισε το θεσµικό πλαίσιο της

ΕΠΑΑ λαµβάνοντας σχετικές αποφάσεις και συστήνοντας νέα όργανα και

θεσµούς για τη λειτουργία της. Οι ΥΠΕΘΑ θα συµµετείχαν στο Συµβούλιο

Γενικών Υποθέσεων (των ΥΠΕΞ της Ένωσης), όποτε ήταν χρήσιµο ή

απαραίτητο. Επιπλέον έλαβε την απόφαση για την ίδρυση νέων µόνιµων

πολιτικών αλλά και στρατιωτικών σωµάτων19:

Σηµαντικές είναι και οι αποφάσεις του Συµβουλίου που αφορούν στον καίριο

νεοϊδρυθέντα θεσµό του Ύπατου Εκπροσώπου της ΚΕΠΠΑ. Η Συνθήκη του

Άµστερνταµ (1997) εισήγαγε το θεσµό στο Ευρωπαϊκό Οικοδόµηµα, ωστόσο

στο Ελσίνκι καθορίστηκαν λεπτοµερέστερα τα καθήκοντά του20.

19 Τα σώµατα αυτά προβλέπονταν ήδη στα Συµπεράσµατα της Κολωνίας (βλ.σχετικά

παραπάνω).

• µόνιµη Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας στις Βρυξέλλες αποτελούµενη από

εθνικούς αντιπροσώπους πρεσβευτικού βαθµού

• Στρατιωτική Επιτροπή των αρχηγών των εθνικών στρατών, αποτελούµενη από τους

αντιπροσώπους τους

• Στρατιωτικό Προσωπικό που θα παρείχε τη στρατιωτική τεχνογνωσία και υποστήριξη

στην Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Άµυνας και Ασφάλειας 20 Ο ρόλος του Ύπατου Εκπροσώπου (ΥΕ) της ΚΕΠΠΑ και ειδικότερα η εξέλιξη και σταδιακή

διαµόρφωσή του από την ίδρυσή του αποτελούν καίρια σηµεία της συνολικής ανάλυσης της

ΚΕΠΠΑ, αφού είναι ενδεικτικά της πορείας της αλλά και της αντιµετώπισής της από τα κράτη

µέλη. Αν και πρόκειται για εκτελεστικό όργανο, δίχως σηµαντικές αποφασιστικές

αρµοδιότητες, ωστόσο είναι ο θεσµός που παρέχει στην ΕΕ τη δυνατότητα µεγαλύτερης

ορατότητας στη διεθνή σκηνή, συνέχειας και συνεπώς συνοχής και συνεκτικότητας ως προς

την εξωτερική πολιτική της.

Η θέση που συστάθηκε µε τη Συνθήκη του Άµστερνταµ ήταν αρχικώς δίχως πόρους και

αρµοδιότητες. Περιοριζόταν στην «παροχή υπηρεσιών» (ο ΥΕ µόνον θα υποβοηθά το

Συµβούλιο σε θέµατα ΚΕΠΠΑ, κυρίως µέσω της διαµόρφωσης, προετοιµασίας και εφαρµογής

αποφάσεων πολιτικής, και σε ορισµένες περιπτώσεις θα δρούσε εκ µέρους του Συµβουλίου,

µετά από αίτηµα της Προεδρίας, διεξάγοντας πολιτικό διάλογο µε τρίτα µέρη) (Bocquet,

2002). Ωστόσο η περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου του δεν αποτελούσε ελκυστική επιλογή για

τα περισσότερα κράτη διότι θα είχε άµεσο – «µειωτικό» – αντίκτυπο στην εθνική κυριαρχία.

Υπό την πίεση των εξελίξεων όµως της κρίσης του Κοσσυφοπεδίου, και τη συνακόλουθη

αδυναµία τους στο συντονισµό για την αντιµετώπισή της, τα κράτη πρόκριναν την

57

Page 63: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Οι εξελίξεις αυτές διαµόρφωναν σταδιακά την ΕΠΑΑ δίνοντάς της θεσµική και

επιχειρησιακή / λειτουργική υπόσταση. Αποτελούσαν βήµα προόδου για την

υλοποίηση µίας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άµυνας και ασφάλειας, αφού για

πρώτη ίσως φορά τίθενται συγκεκριµένοι στόχοι και χρονικό περιθώριο

πραγµάτωσής τους. Ο Headline Goal, που υλοποιείται µέσω της σύστασης

ευρωπαϊκής δύναµης µε επιχειρησιακή ετοιµότητα για τη διεξαγωγή

επιχειρήσεων όλου του φάσµατος των Petersberg Tasks, έχει ορίζοντα

εφαρµογής το 2003. Εξάλλου το στρατιωτικό, αµυντικό στοιχείο

ενσωµατώνεται και για πρώτη φορά αποτελεί µέρος του ευρωπαϊκού

οικοδοµήµατος, αφού προβλέπονται αµιγώς στρατιωτικά σώµατα.

Τα νέα θεσµικά χαρακτηριστικά που εισήγαγαν τα ευρωπαϊκά κράτη

προκειµένου να διαµορφώσουν την, όπως επονοµαζόταν πλέον, κοινή

ευρωπαϊκή πολιτική τους στην άµυνα και την ασφάλεια ενίσχυαν την

πεποίθηση, ή έστω, το φόβο, των ΗΠΑ ότι στόχος των Ευρωπαίων ήταν η

δηµιουργία µίας ΕΠΑΑ ανταγωνιστικής προς το ΝΑΤΟ τόσο στο

γραφειοκρατικό/ θεσµικό επίπεδο, όσο και στους εξοπλισµούς και τις

στρατιωτικές ικανότητες (∆ύναµη Ταχείας Αντίδρασης)21. Ωστόσο, η αποτελεσµατικότητα, έστω και «εις βάρος» της εθνικής κυριαρχίας. Έτσι στο Ελσίνκι

καθορίστηκαν λεπτοµερέστερα τα καθήκοντα του κυρίως δρώντα της ΚΕΠΠΑ, του ΥΕ. Η

κύρια αρµοδιότητά του συνίσταται «στη σύλληψη συνεκτικής και αποτελεσµατικής πολιτικής

για την ΕΕ, ώστε αυτή να αντεπεξέρχεται / αντιµετωπίζει επιτυχώς τόσο τις στρατιωτικές όσο

και τις πολιτικές κρίσεις» (Bocquet, 2002). Καθίσταται βεβαίως σαφές ότι ο θεσµός είναι

αµιγώς διακυβερνητικός, αφού συνδέεται άµεσα και λογοδοτεί στο Συµβούλιο, αφού εξάλλου

αυτή ήταν και η επιθυµία των µελών. Ωστόσο, µε την απόδοση άλλης µίας αρµοδιότητας,

αυτής του Γενικού Γραµµατέα του Συµβουλίου, δόθηκε η δυνατότητα στον ΥΕ να «διεισδύσει»

ή να ενσωµατωθεί µε τη Γραφειοκρατία του Συµβουλίου, να κατανοεί – και σε κάποιο βαθµό

να διαµορφώνει – τις δοµές και τις διαδικασίες της ώστε να µπορεί να προωθεί

αποτελεσµατικότερα το έργο του (βλ. παρακάτω για το σύστηµα λήψης αποφάσεων – και τις

επιπτώσεις του – στην ΚΕΠΠΑ και την ΕΠΑΑ).

Στο Ελσίνκι εξάλλου του ανατίθεται µία επιπλέον αρµοδιότητα: του Γενικού Γραµµατέα της

∆ΕΕ, µετά και από σχετική πρόταση της ίδιας της ∆ΕΕ, βάσει των αποτελεσµάτων της

Κολωνίας, (βλ. Recommendation to the Council, WEUA, Document 1662, 1999). Η απόφαση

συνιστούσε βήµα προόδου προς την πλήρη «απορρόφηση» της ∆ΕΕ από την ΕΕ, ενώ

επέτρεπε την απρόσκοπτη διαθεσµική συνεργασία. 21Ωστόσο, µία προσεκτικότερη ανάγνωση των αποφάσεων του Συµβουλίου του Ελσίνκι

µάλλον θα καταπράυνε σε µεγάλο βαθµό τις ανησυχίες. Έτσι οι ΗΠΑ (Hunter, 2004, 67)

58

Page 64: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ευρωπαϊκή δύναµη δεν είναι «ευρωπαϊκός στρατός» µε την έννοια του

«µόνιµου στρατού» (standing army). Προσοµοιάζει περισσότερο στο σώµα

Ταχείας Αντίδρασης της Νατοϊκής Συµµαχικής Ευρωπαϊκής ∆ιοίκησης

(NATO’s Αllied Command Europe Rapid Reaction Corps (ARRC),

http://www.arrc.nato.int)22.

Εξάλλου στα κείµενα του Ελσίνκι ήταν εµφανής η βούληση των Ευρωπαίων

να καλύψουν τις διαφορές ανάµεσα στο νατοϊκό κείµενο της Ουάσινγκτον και

το ευρωπαϊκό της Κοπεγχάγης. Πράγµατι, το κείµενο των Συµπερασµάτων

της Φιλανδικής προεδρίας περιείχε πλήθος αναλυτικών αναφορών στο ΝΑΤΟ

(εν αντιθέσει µε τις µάλλον επιλεκτικές αναφορές της Κολωνίας). Προέβλεπε

το διάλογο, τη συνεργασία τη διαβούλευση ΝΑΤΟ – ΕΕ, αλλά και τον

εστίασαν περισσότερο στη ∆ύναµη Ταχείας Αντίδρασης που προέβλεπε ο Headline Goal και

την αντιµετώπισαν ως δυνάµει ανταγωνιστική του ΝΑΤΟ. Η Ευρωπαϊκή ∆ύναµη θα ήταν

αποκλειστικά δύναµη επέµβασης, κι όχι δύναµη πολέµου, µε ικανότητα παράταξης των

στρατών όλων των κρατών µελών της ΕΕ, όπως το ΝΑΤΟ. Εξάλλου, προβλεπόταν να είναι

επιχειρησιακά ικανή για το σύνολο των καθηκόντων Petersberg (βεβαίως υπήρχε αναφορά

και για την αντιµετώπιση των πιο απαιτητικών, δηλαδή την αµιγώς στρατιωτική διαχείριση

κρίσεων) και όχι για σοβαρές και πολυσύνθετες στρατιωτικές καταστάσεις. Οι προδιαγραφές

της, ακόµη κι αν ικανοποιούνταν στο σύνολό τους από τα ευρωπαϊκά κράτη, δεν την

καθιστούσαν αντίρροπη προς το ΝΑΤΟ δύναµη, αφού η Συµµαχία παρέµενε στρατιωτικά

ισχυρότερη και ικανή για κάθε είδους επιχείρηση, και, κυρίως, για την κρισιµότερη, τη

συλλογική άµυνα και την αποτροπή επιτιθέµενου εχθρικού στρατού (Haine, 2004b). 22 Η ARRC δηµιουργήθηκε το 1992 και αποτελεί ∆ύναµη Υψηλής Ετοιµότητας, µε στρατηγείο

ξηράς (στη Γερµανία), µε ετοιµότητα ανάπτυξης υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, ή µίας

άλλης συµµαχίας (µε µέλη των δύο οργανισµών). Αναλαµβάνει συνδυασµένες και µεικτές

επιχειρήσεις στην περιοχή που της υποδεικνύεται και υποστηρικτικές λειτουργίες για την

αντιµετώπιση κρίσεων ή την υποβοήθηση (τροφοδοσία, υποστήριξη) επιχειρήσεων σε

εξέλιξη. Η ARRC που αποτελεί ίσως την «πρώτη ύλη», τον προάγγελο της ESDI, αλλά και

κάθε είδους ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναµης στη συνέχεια, ανέπτυξε δραστηριότητα στις

Νατοϊκές επιχειρήσεις στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και στο Κοσσυφοπέδιο, όπου παρείχε

ικανότητες διοίκησης και ελέγχου στις νατοϊκές δυνάµεις αρχικής επέµβασης (αναγνωριστικές)

(http://www.nato.int/docu/update/2002/10-october/e1002b.htm). Η νέα ∆ύναµη Ταχείας

Αντίδρασης φέρει πολλά κοινά χαρακτηριστικά µε την νατοϊκή πρόγονό της, στοιχείο που θα

έπρεπε µε τη σειρά του να καθησυχάζει τις όποιες νατοϊκές (ή αµερικανικές) ανησυχίες.

59

Page 65: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

καθορισµό διακανονισµών που θα επέτρεπαν την εναργή συµµετοχή

ευρωπαίων νατοϊκών εταίρων, µη µελών της ΕΕ23.

Οι ξεκάθαρες διατυπώσεις σχετικά µε την προτεραιότητα του ΝΑΤΟ στους

τοµείς άµυνας και ασφάλειας, την αποφυγή περιττών επικαλύψεων στις

στρατιωτικές ικανότητες, καθώς και της έλλειψης κάθε πρόθεσης για

δηµιουργία ευρωπαϊκού στρατού, κατάφεραν να επαναφέρουν την ισορροπία

και να κατευνάσουν την ευρωατλαντική ένταση. Η άποψη που σταδιακά

διαµορφώνεται στο ΝΑΤΟ, είναι ότι η ΕΠΑΑ, σκέλος της ΚΕΠΠΑ, έχει ως

κύρια λειτουργία της την υποστήριξη των διπλωµατικών προσπαθειών της ΕΕ

µέσω της προβολής στρατιωτικής ισχύος. H συνδεόµενη µε την ΕΠΑΑ

∆ύναµη Ταχείας Αντίδρασης έχει ως αποστολή της τη διεκπεραίωση των

καθηκόντων Petersberg, που θεωρούνται στο σύνολό τους ως χαµηλής

έντασης στρατιωτικές επιχειρήσεις. Συνεπώς δε λειτουργεί ανταγωνιστικά

προς το ΝΑΤΟ. (Price (2004) και Haine (2004b)).

Μετά το Ελσίνκι – Προς την υλοποίηση των Στόχων

∆ιευθετήσεις συνεργασίας µε άλλα ευρωπαϊκά κράτη και το ΝΑΤΟ (Santa

Maria da Feira, Ιούνιος 1999)

Στο Ελσίνκι αναδείχτηκε η βούληση της ΕΕ να προχωρήσει στη δηµιουργία

αυτόνοµης ΕΠΑΑ µε την προώθηση συγκεκριµένων πρωτοβουλιών, µε

στόχους και χρονοδιαγράµµατα επίτευξής τους, ενώ συγχρόνως αναπτύχθηκε

το θεσµικό πλαίσιο κοινής ΕΠΑΑ. Έτσι στην επόµενη Σύνοδο Κορυφής (Santa

Maria da Feira, Ιούνιος, 2000) τα κράτη κινήθηκαν προς τη σταδιακή

23 Το σηµείο αυτό εκφράζει τη βούληση της ΕΕ να καθησυχάσει τις ανησυχίες που

εκφράστηκαν, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας, σχετικά µε τις συνθήκες και το βαθµό

εµπλοκής της στις µελλοντικές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Έτσι φαίνεται να επιστρέφει η ΕΕ

στις αποφάσεις της Ουάσινγκτον, και το αναθεωρηµένο κείµενο (Berlin – Plus) των

Συµφωνιών του 1996. Ωστόσο, διατυπώσεις που τόνιζαν την αυτονοµία της ΕΕ και καθόριζαν

συγκεκριµένες προϋποθέσεις για τη συµµετοχή των µη µελών της από την πλευρά του ΝΑΤΟ

µάλλον δεν ικανοποιούσαν πλήρως το έτερο σκέλος της ευρωατλαντικής δύναµης. Η

συµµετοχή τους επιτρεπόταν µόνον µετά από σχετική απόφαση του Συµβουλίου, ενώ σε

περίπτωση καθαρά ευρωπαϊκής επιχείρησης δίχως προσφυγή σε νατοϊκούς πόρους, η

συµµετοχή τους επαφιόταν σε σχετική πρόσκληση της ΕΕ (Haine, 2004b).

60

Page 66: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

υλοποίηση των στόχων, εστιάζοντας στους τρόπους, τους απαραίτητους

διακανονισµούς για την ανάπτυξη της ΕΠΑΑ, τόσο για τη λειτουργία της

καθαυτή (τη πολιτική και στρατιωτική διαχείριση κρίσεων), όσο και για τις

σχέσεις µε το «εξωτερικό περιβάλλον» της (τις σχέσεις της µε τρίτα κράτη, ή

οργανισµούς)24.

Ειδικότερα, η ΕΕ εστίασε στη νεοδιαµορφούµενη σχέση της ΕΠΑΑ µε τρίτα

ευρωπαϊκά κράτη, διαχωρίζοντας στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες και στις

(ευρωπαϊκές) χώρες µέλη του ΝΑΤΟ, που δεν ανήκουν ωστόσο στην ΕΕ.

Επίσης καθόρισε την άµεση σχέση ΕΠΑΑ – ΝΑΤΟ. Έτσι, για το πρώτο σκέλος

(σχέσεις µε τρίτα κράτη) στα κείµενα των Συµπερασµάτων (Presidency

Conclusions, June, 2000) η ΕΕ διαµόρφωσε τις τυπικές διαδικασίες για τη

διεξαγωγή διαλόγου, διαβούλευσης και συµµετοχής τόσο σε µόνιµη, όσο και

σε περιστασιακή (κυρίως) βάση. Όλες οι διαδικασίες ετίθεντο υπό το πλαίσιο

της αυτονοµίας της ΕΕ στη λήψη αποφάσεων, και µάλιστα όταν η

επιχειρησιακή δράση της ΕΕ ενείχε τη χρήση πόρων του ΝΑΤΟ25.

Παρατηρείται µία µάλλον αξιοθαύµαστη προσπάθεια τήρησης ισορροπιών µε

τα τρίτα κράτη της Ευρώπης, δίχως να µειώνεται ο απόλυτος έλεγχος της ΕΕ

επί της ΕΠΑΑ.

24 Το µεγαλύτερο βάρος έπεσε στη δεύτερη, «εξωτερική» διάσταση, κι ήταν µάλλον

φυσιολογικό κι αναµενόµενο. Μέσω της δηµιουργίας της ΕΠΑΑ, η ΕΕ αναδιαµόρφωνε – και

µάλιστα σε κρίσιµα για τις διακρατικές σχέσεις ζητήµατα – την ίδια την ταυτότητά της.

Κινούµενη σε ένα διεθνές περιβάλλον, µε πλήθος αλληλεπιδράσεων τόσο µε άλλα κράτη, όσο

και µε θεσµούς, ήταν σαφές ότι οι πρωτοβουλίες της έφερναν στην επιφάνεια νέα δεδοµένα

που έπρεπε να ληφθούν υπόψη και να ενσωµατωθούν στο ευρωπαϊκό, αλλά και στο

παγκόσµιο modus vivendi. 25 Ωστόσο ήταν σαφής η διάθεση για καλλιέργεια «ανοικτών» σχέσεων µε συναντήσεις, τόσο

µε τις χώρες – µελλοντικούς εταίρους, όσο και µε τις ευρωπαϊκές χώρες µέλη του ΝΑΤΟ κι όχι

της ΕΕ. Αναφορικά µε τις τελευταίες ελήφθησαν αποφάσεις που άπτονταν ζητηµάτων που

είχαν απασχολήσει – και δηµιουργήσει τριβές – ήδη από το 1996, και τις πρώτες σχετικές

Συµφωνίες. Έτσι τα κράτη αυτά αποκτούσαν δικαίωµα συµµετοχής στις επιχειρήσεις της ΕΕ

που θα διεξάγονταν µε πόρους και ικανότητες της Ατλαντικής Συµµαχίας. Για τις

«αποκλειστικές» ευρωπαϊκές επιχειρήσεις η συµµετοχή των κρατών αυτών θα εξαρτάται από

σχετική πρόταση της ΕΕ (στο σχετικό παράρτηµα (I) του Presidency Report της

Πορτογαλικής Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου (Ιούνιος 19-20, 2000) και Haine,

(2004b)).

61

Page 67: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Όσον αφορά τις σχέσεις της νεότευκτης ΕΠΑΑ µε το ΝΑΤΟ, προτάθηκαν

εξίσου ως αρχές η διαβούλευση και η συνεργασία µε σεβασµό πάντα στην

αυτονοµία της ΕΕ. Στο νέο Στρατηγικό Σχέδιό της για τον 21ο αιώνα

(Ουάσινγκτον, 1999), εστίασε ιδιαίτερα στις σχέσεις µε την ΕΕ, τη

διαµόρφωση της ιδιαίτερης ευρωπαϊκής αµυντικής ταυτότητας – στο

εσωτερικό πάντα της Συµµαχίας26.

Θέτοντας, λίγο αργότερα, τους δικούς της στόχους µε το Headline Goal για τη

δηµιουργία ιδιαίτερης δύναµης ταχείας αντίδρασης (Headline Goal Task

Force) και δεσµεύοντας τους εταίρους να συνεισφέρουν στη συγκρότησή της,

η ΕΕ «κλήθηκε» να προσδιορίσει τις προθέσεις της απέναντι στο DCI, και

συνεπώς απέναντι στο ΝΑΤΟ, στο οποίο εξάλλου ανήκαν τα περισσότερα

µέλη της. Πράγµατι, το Συµβούλιο της da Feira αναγνώρισε τη σηµασία του

DCI και τη δυνατότητα «αµοιβαίας ενδυνάµωσης» (mutual reinforcing) των

στρατιωτικών στόχων των δύο πλευρών (Presidency Report, 6/2000,

Αppendix 2). Προτάθηκε µάλιστα η σύσταση 4 οµάδων συνεργασίας27.

26 Η νέα στρατηγική κατεύθυνση του ΝΑΤΟ υιοθετούσε νέες, για την Ευρωατλαντική

Συµµαχία, διαστάσεις, µε προεξάρχουσα τη διαχείριση κρίσεων που πλέον

συµπεριλαµβανόταν στα καθήκοντα της Συµµαχίας, διάσταση που αποτελεί «σήµα

κατατεθέν» της ΚΕΠΠΑ και συνεπώς της ΕΠΑΑ. Λαµβάνοντας υπόψη ότι η διαχείριση

κρίσεων και η αποτροπή συγκρούσεων διαφέρουν από τη συλλογική άµυνα για την εδαφική

επικράτεια, µεταξύ πολλών άλλων, και στο είδος των στρατιωτικών κι άλλων ικανοτήτων,

δηµιουργείται η ανάγκη για προσαρµογή των στρατιωτικών δυνάµεων, αλλά και για

δηµιουργία νέων. Για την κάλυψή τους, αλλά και για την προώθηση της ESDI το ΝΑΤΟ

υιοθέτησε µία σηµαντική πρωτοβουλία για την ανάπτυξη των στρατιωτικών ικανοτήτων των

ευρωπαίων εταίρων, το DCI. 27 Οι οµάδες ήταν αρµόδιες για:

α) τα θέµατα ασφάλειας (µε έµφαση στην ανταλλαγή πληροφοριών και την πρόσβαση

ευρωπαίων αξιωµατούχων στους νατοϊκούς πόρους σχεδιασµού, µε απώτερο στόχο τη

σύναψη συµφωνίας ΕΕ – ΝΑΤΟ για την ασφάλεια), (β) τον καθορισµό των στόχων ως προς

τις ικανότητες, έτσι ώστε να διαµορφωθεί η σχέση της ΕΠΑΑ µε το DCI και να επωφεληθεί η

ΕΕ από την εξελιγµένη τεχνογνωσία του ΝΑΤΟ, (γ) τη διασφάλιση της πρόσβασης της ΕΕ σε

νατοϊκούς πόρους και ικανότητες προκειµένου να διαµορφωθεί σχετική συµφωνία όταν και η

ΕΠΑΑ θα είναι επιχειρησιακά λειτουργική, και (δ) τον καθορισµό µόνιµων διακανονισµών που

θα διέπουν τις σχέσεις των δύο οργανισµών σε περιόδους κρίσεων, αλλά και σε σταθερή

βάση

62

Page 68: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Αν και οι Ευρωπαίοι αναγνωρίζουν τη σηµασία του DCI, και δεσµεύονται, να

το υλοποιήσουν συγχρόνως προσανατολίζονται στην ικανοποίηση των

ευρωπαϊκών συµφερόντων. ∆ηλώνεται η βούληση της ΕΕ να µην

παρακαµφθεί σε καµία περίπτωση η αυτονοµία της, ούτε να υποσκελιστούν οι

ιδιαίτερες προτεραιότητές της. Επιπλέον ελλείπει η σχετική αναφορά που

διασφαλίζει την προτεραιότητα του ΝΑΤΟ στις επεµβάσεις («όπου το ΝΑΤΟ

δεν εµπλέκεται στο σύνολό του»), διατύπωση που κατατρύχει τις σχέσεις ΕΕ

και ΝΑΤΟ, και η παρουσία ή απουσία της από τα κείµενα επηρεάζει

σηµαντικά τη διαµόρφωση του ευρωατλαντικού κλίµατος.

Προς την υλοποίηση του Headline Goal

Συνέδριο ∆έσµευσης Ικανοτήτων (Capabilities Commitment Conference)

(Βρυξέλλες, 2000)

Οι αµερικανικές ανησυχίες – το ζήτηµα του σχεδιασµού και των στρατηγείων

Με τον καθορισµό του Headline Goal η ΕΕ έκανε το πρώτο βήµα προς την

εφαρµογή των πολιτικών αλλά και νοµικών δεσµεύσεων που απέρρεαν από

τις Συνθήκες Μάαστριχ (1991), Άµστερνταµ (1997), αλλά και των εξαγγελιών

της Κολωνίας (1999). Σύµφωνα µε αυτές η ΕΕ έθετε ως στόχο της την

πλαισίωση µίας ευρωπαϊκής αµυντικής πολιτικής που θα ήταν ταυτόχρονα

ανεξάρτητη, αλλά και συµπληρωµατική σε σχέση µε το ΝΑΤΟ και τις

δεσµεύσεις που απέρρεαν – για τα περισσότερα µέλη της ΕΕ – από τη

συµµετοχή σε αυτό. Για την ύπαρξη κοινή άµυνας και ασφάλειας δεν αρκούν η

πολιτική βούληση, ούτε, µόνον, η χάραξη στρατηγικών στόχων και

κατεύθυνσης. Απαιτούνται συγκεκριµένες στρατηγικές και απτοί πόροι που θα

την υλοποιήσουν. Πράγµατι, ήδη από το Ελσίνκι τα κράτη έλαβαν αποφάσεις

κι έκαναν συγκεκριµένες προτάσεις για τη βελτίωση των στρατιωτικών

ικανοτήτων της Ένωσης. Ενδιαφέρουσα – και αποκαλυπτική της βούλησης

των Ευρωπαίων ως προς τις κατευθύνσεις και τις προδιαγραφές της – είναι η

απόφασή τους να καθορίσουν τους συλλογικούς στόχους για τις ικανότητες

στους τοµείς διοίκησης κι ελέγχου, υπηρεσιών πληροφοριών και στρατηγικών

µεταφορών. Τόνισαν ότι η αξιοπιστία και η αποτελεσµατικότητα της ΕΠΑΑ

διασφαλίζονται µόνον αν η ΕΕ διαθέτει τις απαραίτητες και αξιόπιστες

63

Page 69: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

στρατιωτικές ικανότητες ώστε να έχει τη δυνατότητα επέµβασης µε ή χωρίς

πρόσβαση στους πόρους του ΝΑΤΟ28.

Με αυτές τις πολιτικές κατευθύνσεις, πραγµατοποιήθηκε στις Βρυξέλλες (20

Νοεµβρίου 2000) το Συνέδριο ∆έσµευσης σε Στρατιωτικές Ικανότητες

(Capabilities Commitment Conference, CCC). Στόχος των Ευρωπαίων ήταν

να προσδιορίσουν τους τοµείς δράσης, τα σηµεία όπου θα καταβάλλονταν

προσπάθειες αναβάθµισης των υπαρχόντων πόρων, καθώς και οι

επενδύσεις, ο τρόπος ανάπτυξης, ο συντονισµός για τη σταδιακή απόκτηση ή

βελτίωση των απαραίτητων στρατιωτικών ικανοτήτων, έτσι ώστε η ΕΕ να

αποκτήσει αυτόνοµη δράση. Προχώρησαν στη σύσταση ενός Καταλόγου

∆υνάµεων (Force Catalogue)29, όπου συµπεριλαµβάνονταν πέραν των

28 Το ζήτηµα της πρόσβασης στους Νατοϊκούς πόρους παραµένει πάντα κρίσιµο για την

εξέλιξη της ΕΠΑΑ. ∆ιαµορφώνοντας σταδιακά την ταυτότητά της και καθορίζοντας τους

στόχους της ΕΠΑΑ συγκεκριµενοποιούνται οι ανάγκες της σε υλικό και τεχνογνωσία. Για τη

διεξαγωγή απαιτητικών κι εκτεταµένων ανθρωπιστικών επιχειρήσεων ή επιβολής ειρήνευσης,

η χρήση νατοϊκών πόρων είναι απαραίτητη (Gartner, 2002, 24). Έτσι το πρόσκοµµα που

έθετε η Τουρκία λειτουργούσε ανασχετικά στα σχέδια της ΕΕ για ανάπτυξη δύναµης ταχείας

αντίδρασης. Ωστόσο, στόχος της ΕΕ είναι ένας µάλλον δύσκολος συνδυασµός. Επιδιώκει την

αποκόµιση της µέγιστης δυνατής ωφέλειας από τη διασύνδεσή της µε το ΝΑΤΟ, αλλά µε τους

ελάχιστους συµβιβασµούς στην αυτονοµία της. 29 Στον κατάλογος καταγράφονταν οι απαραίτητες δυνάµεις για τη δηµιουργία µιας ∆ύναµης

∆ράσης (Task Force) που θα είναι επιχειρησιακά λειτουργική και σε ετοιµότητα το 2003. Οι

ικανότητες που οφείλουν να συγκεντρώσουν – είτε από ήδη υπάρχουσες, είτε δηµιουργώντας

νέες – πρέπει να είναι σε θέση να καλύπτουν τη ∆ύναµη ∆ράσης (Task Force) ώστε η

τελευταία να µπορεί να ανταποκριθεί στην πλήρη κάλυψη των Καθηκόντων Petersberg. Βάσει

των συνεισφορών διαπιστώθηκε ότι ο στόχος για επιχειρησιακή ετοιµότητα της ∆ύναµης έως

το 2003 είναι εφικτός. Ωστόσο αναγνωρίζονταν οι ελλείψεις και η ανάγκη ποσοτικής αλλά και

ποιοτικής βελτίωσης για την ενίσχυση της στρατιωτικής ικανότητας της ΕΕ. Το στοιχείο της

βελτίωσης – και µεγέθυνσης – της στρατιωτικής ικανότητας της Ευρώπης ήταν εξάλλου πάντα

κυρίαρχο στις ευρωατλαντικές σχέσεις, δίχως όµως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να

επιδεικνύουν ιδιαίτερη προθυµία να αυξήσουν τους αµυντικούς προϋπολογισµούς τους,

προκαλώντας δυσφορία στις ΗΠΑ που επιβαρύνονταν, σχεδόν εξολοκλήρου, για την

αµυντική θωράκιση της Ευρώπης.

64

Page 70: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

συνεισφορών των κρατών – µελών (εκτός της ∆ανίας, η οποία δε συµµετείχε)

οι προτάσεις για συµµετοχή / δέσµευση άλλων 6 χωρών30 (Rapson, 2000).

Το Συνέδριο αναγνωρίζει τη σηµασία της αντίστοιχης νατοϊκής πρωτοβουλίας

για τη βελτίωση των ικανοτήτων (DCI) και προσθέτει ότι η προώθηση και

επιτυχής υλοποίηση του Headline Goal θα δώσει τη δυνατότητα αµοιβαίας

ενίσχυσης, τόσο των ικανοτήτων και των δυνάµεων της ΕΕ, όσο και των

στόχων του νατοϊκού DCI (Military Capabilities Commitment Declaration,

2000). Επιπλέον µέσω της διασύνδεσης των δύο θεσµών (ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ)

θα εξασφαλιστεί η συνεκτική ανάπτυξή τους, ώστε να αποφευχθούν

ανεπιθύµητες επικαλύψεις, κάτι που αποτελούσε την κύρια αιτία αντίδρασης

των ΗΠΑ στην τάση «αµυντικής αυτονόµησης» που επεδείκνυαν οι

Ευρωπαίοι. Προβλήµατα στο συντονισµό που θα ανέκυπταν θα

αντιµετωπίζονταν µε συνεργασία, διαφάνεια και διάλογο (Rapson, 2000).

Οι θέσεις αυτές ανταποκρίνονταν ίσως ικανοποιητικά στις αµερικανικές

προσδοκίες και καθησύχαζαν πιθανές ανησυχίες. Ωστόσο, το Συνέδριο

ασχολήθηκε µε το σύνολο των απαραίτητων ικανοτήτων για τη δηµιουργία

µίας ολοκληρωµένης ∆ύναµης Κρούσης. Αυτό προϋπέθετε την ύπαρξη

ικανοτήτων διοίκησης κι ελέγχου, συλλογής πληροφοριών και συστηµάτων

επικοινωνίας (Command, Control, Communications, Intelligence ή C3I). Αυτές

30 Νορβηγία, Τσεχία, Ουγγαρία, Πολωνία και Σλοβακία και η Τουρκία εξέφρασαν τη βούλησή

τους να δεσµεύσουν ικανότητες για τη ∆ύναµη Ταχείας Αντίδρασης της ΕΕ. Γίνεται εµφανής

µία ακόµη θετική επίπτωση της ΕΠΑΑ όσον αφορά στη στενότερη συνεργασία των κρατών

για ζητήµατα σηµαντικά, που άπτονται της εθνικής κυριαρχίας, έστω µε έναν έµµεσο τρόπο.

Έγκειται στην εθελούσια απόσπαση δέσµευσης από κράτη που έως τώρα έχουν µείνει έξω

από κάθε σχετική ευρωπαϊκή αµυντική συµφωνία και διακανονισµό. Ουδέτερα κράτη, που δε

δεσµεύονται ούτε από τη ∆ΕΕ ούτε από το ΝΑΤΟ, αλλά βρίσκονται στην καρδιά της Ευρώπης

όπως η Αυστρία, η Σουηδία, η Φιλανδία και η Ιρλανδία (έως πρόσφατα) θα παίζουν

καθοριστικό ρόλο στη νέα ευρωπαϊκή δύναµη. Έχουν δεσµεύσει αξιόλογες δυνάµεις τους που

έχουν εξάλλου δοκιµαστεί σε επιχειρήσεις του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ (π.χ. Βοσνία και

Κοσσυφοπέδιο). Η Ευρωπαϊκή ∆ύναµη τους παρέχει το πλέον ικανοποιητικό, για τις χώρες

αυτές, συνδυασµό: τη δυνατότητα πλήρους συµµετοχής σε όλες τις επιχειρήσεις δίχως την

υποχρέωση να αναλάβουν οποιαδήποτε δέσµευση για κοινή, συλλογική άµυνα κι έτσι να

µπορούν να διατηρούν την ουδετερότητά τους. Κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό ούτε για τους

«συνδεδεµένους» εταίρους του ΝΑΤΟ (Partnership for Peace), ούτε για τα κράτη –

παρατηρητές της ∆ΕΕ (΅WEU Observer Status) (Fishpool, 2004).

65

Page 71: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

εξάλλου είναι οι κατεξοχήν ευρωπαϊκές στρατιωτικές ελλείψεις που κυρίως

συντελούν – αλλά και οφείλονται –στο τεχνολογικό χάσµα των δύο πλευρών

του Ατλαντικού31. Για τους λόγους αυτούς στο Συνέδριο διερευνήθηκαν και οι

δυνατότητες σύστασης ευρωπαϊκού – διακριτού από το ΝΑΤΟ –

επιχειρησιακού στρατηγείου. Πιστοποιείται η ύπαρξη ορισµένων εθνικών και

πολυεθνικών στρατηγείων σε ευρωπαϊκά κράτη, ωστόσο προκρίνεται η

διερεύνηση ανάπτυξης περαιτέρω αυτόνοµων δυνατοτήτων διοίκησης και

ελέγχου, ώστε να µην εξαρτάται η ΕΠΑΑ αποκλειστικά από τους σχετικούς

νατοϊκούς πόρους32.

Το θέµα των στρατηγείων, η ύπαρξη δηλαδή εντελώς αυτόνοµου ευρωπαϊκού

στρατηγείου ή η συνεργασία και ενσωµάτωση ορισµένων ευρωπαϊκών

ικανοτήτων διοίκησης κι ελέγχου στις πολύ πιο εξελιγµένες κι ανεπτυγµένες

του ΝΑΤΟ, αποτελεί µία από τις κύριες διαστάσεις της ΕΠΑΑ και στοιχείο

καθοριστικό στη διαµόρφωση των ευρωατλαντικών σχέσεων. Ήδη, όπως έχει

αναφερθεί (κεφ.2), το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ προσπάθησαν να χειριστούν το

σχετικό ζήτηµα στο νέο Στρατηγικό Σχέδιο του ΝΑΤΟ (Ουάσινγκτον, 1999)

στο πλαίσιο της ESDI. Η πρόσβαση των Ευρωπαίων σε νατοϊκούς πόρους

διασφαλίζεται, αλλά µε την προϋπόθεση νατοϊκού ελέγχου, εφόσον

επικεφαλής της ευρωπαϊκής επιχείρησης θα τίθεται ο Ευρωπαίος ∆ιοικητής

του ΝΑΤΟ (DSACEUR).

Έτσι, ενώ οι ΗΠΑ επισήµως υποστήριξαν την πρωτοβουλία του Συνεδρίου για

τις ικανότητες των Ευρωπαίων, ωστόσο διαµορφώνουν σταδιακά µία µάλλον 31 Ήδη από το Ελσίνκι, όπως αναφέρθηκε, οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν διατυπώσει την ανάγκη

εστίασης στη βελτίωση των σχετικών πόρων, προκειµένου η νεοϊδρυθείσα ∆ύναµη Ταχείας

Αντίδρασης να ανταποκρίνεται στο σκοπό και τους στόχους της και να αποτελεί

αποτελεσµατικό εργαλείο στην «εργαλειοθήκη» της ΕΕ προκειµένου η τελευταία να προωθεί

πειστικά τις θέσεις της και να εξυπηρετεί αποτελεσµατικά τα συµφέροντά της στην παγκόσµια

σκηνή. 32 Ωστόσο, το – ευρωπαϊκό – στρατηγείο της Combined Joint Task Force του ΝΑΤΟ (βλ.

σχετικά κεφ. 2) είχε ήδη παραχωρηθεί στη ∆ΕΕ από το 1996 και θα µπορούσε, σύµφωνα µε

το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ να λειτουργήσει εξίσου για την ΕΠΑΑ και την υποστήριξη της

Ευρωπαϊκής ∆ύναµης (NATO Handbook, Chapter 15 και Haine, 2004b). Παρόλα αυτά οι

Ευρωπαίοι φαίνονταν αποφασισµένοι να προχωρήσουν στη σύσταση άλλου, εντελώς

διακριτού στρατηγείου, προς επίρρωσιν των αµερικανικών ανησυχιών για σταδιακή

αποδέσµευση των Ευρωπαίων από το ΝΑΤΟ.

66

Page 72: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

επιφυλακτική στάση απέναντι σε αυτές τις κινήσεις. Φαίνεται µάλιστα ότι

παρεννόησαν, µάλλον εκουσίως (Hunter, 2002, 99) τη λειτουργία της υπό

σύσταση Ευρωπαϊκής ∆ύναµης, αφού µε δήλωση της τότε αµερικανίδας

ΥΠΕΞ «η δύναµη θα ήταν τόσο για την ΕΕ όσο και για το ΝΑΤΟ»33. Ωστόσο

είναι σαφές ότι η ERRF συνδέεται αποκλειστικά µε την ΕΠΑΑ και σε καµία

περίπτωση δεν είναι διαθέσιµη στο ΝΑΤΟ, ούτε βεβαίως υπάγεται στη

διοίκησή του. Ο Γ. Γραµµατέας της Συµµαχίας (Lord Robertson) θεώρησε τις

προσπάθειες της ευρωπαϊκής πλευράς ως θετικές και για τους δύο θεσµούς34,

υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές ικανότητες θα

βελτιώνονταν και η συµµετοχή για τους νατοϊκούς συµµάχους θα ήταν

εξασφαλισµένη, όπως και η αδιαιρετότητα της διατλαντικής συµµαχίας.

Το άλλο κυρίαρχο θέµα της νεοδιαµορφούµενης ευρωατλαντικής ατζέντας

άπτεται της δυνατότητας (του βαθµού) συµµετοχής των νατοϊκών συµµάχων

στις επιχειρήσεις της ΕΠΑΑ. Κατά τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ οι (ευρωπαίοι µη µέλη

της ΕΕ) νατοϊκοί σύµµαχοι θα πρέπει να µετέχουν ενεργά (να έχουν δηλαδή

λόγο) στη διαµόρφωση των συζητήσεων, αποφάσεων περί ασφάλειας κι

άµυνας της ΕΕ, η οποία, ωστόσο, θα λαµβάνει αποκλειστικά την τελική

απόφαση.

Τόσο το θέµα της συµµετοχής των νατοϊκών εταίρων, όπως κι εκείνο της

πρόσβασης σε νατοϊκούς πόρους για επιχειρήσεις υπό τη «σηµαία» της

ΕΠΑΑ ήταν ήδη κορυφαία στην ατζέντα και αντικείµενο συµφωνιών ΄και

διακανονισµών από το 1996. Πάγια θέση των ΗΠΑ ήταν ότι ο σχεδιασµός

33 Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καµία περίπτωση. Οι δυνάµεις που τα κράτη

παραχωρούν και στην ΕΠΑΑ και στο ΝΑΤΟ είναι σε µεγάλο βαθµό κοινές και ανήκουν

πρωτίστως σε αυτά. “National State Control of armed forces remains too much of an

important issue for all governments” και λίγο παρακάτω “Some of the force will draw on

important European elements already in NATO structure”, στο M. Fishpooll, 2004) 34 ∆ιασάφησε ότι η ΕΠΑΑ δεν πρόκειται να συγκροτήσει ευρωπαϊκό στρατό, αλλά θα

υπάρχουν εθνικές δυνάµεις µε 4 –πλέον – επιλογές ως προς τη συµµετοχή τους σε

επιχειρήσεις: εθνικές (βεβαίως), του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, και τώρα πλέον, της ΕΕ. Με αυτά τα

δεδοµένα, δηµιουργείται µία θετική για όλες τις πλευρές κατάσταση (“a win-win situation for

Europe, for NATO and for the transatlantic relationship we all value so highly”, Gartner, 2002)

67

Page 73: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

πρέπει να είναι επικεντρωµένος στο ΝΑΤΟ και όχι στην ΕΕ35. Συνεπώς οι

στόχοι της ΕΠΑΑ και του DCI πρέπει να είναι συµβατοί και εν ολίγοις, οι ΗΠΑ

θα υπεστήριζαν κάθε σχετική ευρωπαϊκή πρωτοβουλία που θα είχε θετικές

επιπτώσεις στο ΝΑΤΟ και τις ικανότητές του, έτσι ώστε να ενισχύεται η

αµυντική θωράκιση της ευρωατλαντικής ασφάλειας (Haine, 2004b).

Νίκαια (2000) – η αντίδραση της ΕΕ

Η έως τώρα περιγραφή της ευρωπαϊκής πορείας προς τη διαµόρφωση

αµυντικής πολιτικής καθιστά εµφανές ότι κάθε κίνηση, δράση, απόφαση ή

έκφραση προθέσεων είχε αντίκτυπο, θετικό ή αρνητικό, στις διατλαντικές

σχέσεις, είτε στο διακρατικό είτε στο διαθεσµικό επίπεδο. Η ευρωπαϊκή

Σύνοδος Κορυφής της Νίκαιας, όπου αναθεωρήθηκε και η Συνθήκη της ΕΕ,

προσέθεσε έναν ακόµη κρίκο στην αλυσίδα των πεπραγµένων και των

συνεπειών. Το βραχύ χρονικό διάστηµα που την χώριζε από τη νατοϊκή των

Βρυξελλών, όπου οι ΗΠΑ επιχείρησαν µε µάλλον αποφασιστικό τρόπο να

διασφαλίσουν τη θέση του ΝΑΤΟ που φαινόταν να τίθεται υπό µερική

αµφισβήτηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ένωσης, καθιστούσε κάθε

απόφαση, αλλά και διατύπωση κρίσιµη.

Ας τονιστεί ωστόσο ότι κάθε εξέλιξη τέθηκε στο πλαίσιο «σεβασµός στη

σηµασία του ΝΑΤΟ». Ακολουθώντας τις διατυπώσεις του Ελσίνκι, η ΕΕ

επανέλαβε ότι η ΕΠΑΑ δε δηµιουργεί ευρωπαϊκό στρατό, το ΝΑΤΟ παραµένει

η βάση της συλλογικής άµυνας, ενώ η δράση της ΕΠΑΑ εξαρτάται από την

εµπλοκή ή όχι του ΝΑΤΟ (Presidency Conclusions, Annex IV II, 12/2000). Το

Συµβούλιο εξέφρασε την πρόθεση η εξέλιξη της ΕΠΑΑ να συντελέσει στην

αναζωογόνηση του ∆ιατλαντικού δεσµού. Με τη διευκρίνιση ότι το ΝΑΤΟ

35 Η θέση αυτή δε στόχευε να ικανοποιήσει την ευρωπαϊκή επιθυµία για εξασφαλισµένη

πρόσβαση σε ικανότητες και πόρους, αλλά να διασφαλίσει ότι ο επιχειρησιακός σχεδιασµός

θα ανήκει µόνον στο ΝΑΤΟ, ενώ αποκλείεται κάθε απόπειρα δηµιουργίας ανεξάρτητου

ευρωπαϊκού στρατηγείου. Αντιθέτως, ο αυτόνοµος σχεδιασµός αντιστοιχεί σε χάσιµο χρόνου

και περιττά έξοδα, ενώ θα πρέπει να προαχθεί η «ενιαία, συνεκτική, συνεργατική

προσέγγιση» που να καλύπτει τις ανάγκες και των δύο θεσµών (Hunter, 2002, 103).

68

Page 74: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

παρέµενε ο κύριος δρων ασφάλειας για την Ευρώπη, η ΕΕ προχώρησε σε

θεσµικές µεταρρυθµίσεις εν όψει µάλιστα της επερχόµενης διεύρυνσης.

Οι θεσµικές εξελίξεις στην ΚΕΠΠΑ και την ΕΠΑΑ, στόχευαν να καταστήσουν

τους νεοπαγείς θεσµούς λειτουργικότερους Με το άρθρο 17 της Συνθήκης

τροποποιήθηκε το αντίστοιχο της Συνθήκης του Άµστερνταµ, που αναφέρεται

στην ΚΕΠΠΑ (Treaty of Nice, και συνοπτικά Παρίσης, (2003) και Allerkamp,

(2004)) 36.

• Αλλαγές στο σύστηµα λήψης αποφάσεων µε ενισχυµένη πλειοψηφία,

ώστε να προσαρµόζεται στα νέα δεδοµένα της διεύρυνσης.

• Επέκταση της ενισχυµένης πλειοψηφίας (Qualified majority voting) µε

την εισαγωγή 27 νέων προβλέψεων όπου η ενισχυµένη πλειοψηφία θα

εφαρµοζόταν αντικαθιστώντας την οµοφωνία.

• Η Προωθηµένη Συνεργασία (Enhanced Cooperation) (άρθρο 27 a-e)

επεκτείνεται ως προσφερόµενη δυνατότητα στον χώρο της ΚΕΠΠΑ.

Πιο συγκεκριµένα, προκειµένου για την υιοθέτηση κοινών θέσεων ή την

εφαρµογή κοινών δράσεων και µετά από έγκριση / απόφαση του

Συµβουλίου µε ενισχυµένη πλειοψηφία. Ωστόσο η µη επέκταση της

εφαρµογής σε θέµατα «µε στρατιωτικές επιπτώσεις ή που άπτονται της

άµυνας», δηλαδή στην ΕΠΑΑ, όσο και η δυνατότητα

«µπλοκαρίσµατος» της λήψης σχετικής αποφάσεως µε πλειοψηφία και

την ανάγκη οµοφωνίας µετά από αίτηση ενός κράτους, περιορίζουν τη

λειτουργικότητα και την επιρροή της στην προώθηση της κοινής

αµυντικής πολιτικής της ΕΕ.

36 Άλλες καίριες για την ΚΕΠΠΑ και την ΕΠΑΑ αποφάσεις:

• Περαιτέρω επεξεργασία στους θεσµούς της Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας

(PSC), της Στρατιωτικής Επιτροπής της ΕΕ (EUMC) και του Στρατιωτικού

Προσωπικού (EUMS), µε διευκρινίσεις για τη σύνθεση, τη δοµή, τα καθήκοντα και τις

λειτουργίες τους.

• Αναφορά στην ανάπτυξη στρατιωτικών ικανοτήτων της ΕΕ.

• Προβλέψεις για τη δηµιουργία µόνιµων στρατιωτικών και πολιτικών δοµών

προκειµένου για την εύρυθµη λειτουργία της ΕΠΑΑ.

• Ενσωµάτωση των λειτουργιών της ∆ΕΕ σχετικά µε τη διαχείριση κρίσεων (σχετική

απόφαση είχε ληφθεί στην Κολωνία, 1999, βλ. παραπάνω).

69

Page 75: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Σηµαντική ήταν η απόφαση σχετικά µε τη διεύρυνση του ρόλου της

Επιτροπής Πολιτικής και Ασφάλειας (PSC): µε εξουσιοδότηση του

Συµβουλίου µπορεί να αναλαµβάνει τον πολιτικό έλεγχο και τη στρατιωτική

ηγεσία σε περιπτώσεις διαχείρισης κρίσεως (άρθρο 25)37. Όσον αφορά στο

προηγηθέν Συνέδριο για τη ∆έσµευση Ικανοτήτων (CCC), το Συµβούλιο

θεωρεί ότι είναι δηλωτικό της «αποφασιστικότητας» (determination) της ΕΕ να

αναπτύξει τις ικανότητές της, εστιάζοντας στον έλεγχο και τη διοίκηση, τα

συστήµατα πληροφόρησης καθώς και τις στρατηγικές αεροναυτικές

µεταφορές (Presidency Conclusions, 12/2000, “Annex VI, I (1)).

Η έµφαση στις ικανότητες και τους πόρους ελέγχου και διοίκησης,

πληροφόρησης και στρατηγικών µεταφορών, που καθιστούν τη δύναµη

αυτόνοµη κι αυτάρκη, έρχεται σε αντιπαράθεση µε τα συµφωνηθέντα το 1996,

καθώς και µε τη νεότερη Berlin – Plus (1999). Το στοιχείο αυτό, όπως ήταν

αναµενόµενο, δηµιουργούσε ανησυχία στους υπόλοιπους νατοϊκούς εταίρους,

αφού η ΕΕ παρουσιαζόταν αποφασισµένη να προσδώσει τα χαρακτηριστικά

της αυτονοµίας στη νεότευκτη πολιτική, αλλά και στη συνακόλουθη

στρατιωτική δύναµη. H ΕΕ τονίζει τη σηµασία της προσφοράς των νατοϊκών

πόρων κι εστιάζει στους όρους της «εξασφαλισµένης πρόσβασης» στο

νατοϊκό σχεδιασµό, καθώς και των «προκαθορισµένων διαθέσιµων

ικανοτήτων και πόρων». Εξάλλου, στο κείµενο της Προεδρίας για πρώτη ίσως

φορά ερχόταν στην επιφάνεια και ένα ακόµη πλεονέκτηµα της ΕΕ (σε έµµεση

αντιδιαστολή µε τη συγκεκριµένη έλλειψη που εµφάνιζε το ΝΑΤΟ στον τοµέα

37 Η πρόβλεψη αυτή είναι αρκετά σηµαντική για τη διαµόρφωση του συστήµατος λήψης

αποφάσεων στο 2ο πυλώνα, που είναι κατεξοχήν διακυβερνητικός. Αναλαµβάνοντας κατ΄

ουσίαν την ευθύνη για την πολιτική και στρατιωτική επίβλεψη των επιχειρήσεων διαχείρισης

κρίσεων η PSC αναβαθµίζεται. Παραµένει βεβαίως διακυβερνητικός θεσµός, αλλά

«βρυξελλοποιείται» (brusselising principle) (βλ. σχετικά Bocquet, (2002), και κεφ. 4). ∆ίχως

δηλαδή να αποκτά τη «θεσµική υφή» της Επιτροπής ή του Κοινοβουλίου, ωστόσο αποκτά η

σχετική ανεξαρτησία στη λειτουργία της, ως θεσµός των Βρυξελλών παρέχει στην ΕΕ ένα

διαυγέστερο προφίλ, επιτρέπει την ταχύτερη λήψη αποφάσεων, µακριά από τους

πολυδαίδαλους διακανονισµούς, συµφωνίες, «ανταλλαγές και συµβιβασµούς των εθνικών

κυβερνήσεων». Ωστόσο η απόφαση για τη χρήση των στρατιωτικών δυνάµεων και την

εµπλοκή τους σε εµπόλεµη διαµάχη δεν µπορεί παρά να είναι απόφαση των εκλεγµένων και

νοµιµοποιηµένων κυβερνήσεων.

70

Page 76: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

αυτό): την ικανότητα να απαντά σε αιτήσεις διεθνών οργανισµών και να

ανταποκρίνεται στις διεθνείς κρίσεις υπό την αιγίδα τους38.

Στα άλλα σηµαντικά ζητήµατα, της συµµετοχής των υπόλοιπων ευρωπαίων

εταίρων του ΝΑΤΟ, και της ύπαρξης (και χρήσης) διακριτού ευρωπαϊκού

στρατηγείου, τα κράτη της ΕΕ προχώρησαν σε απόφαση που άφηνε

ανικανοποίητους τους συµµάχους, αφού κατ’ ουσίαν περιόριζε τη δυνατότητα

συµµετοχής, ιδιαιτέρως στην κρίσιµη φάση της λήψης αποφάσεων39. H

απόφαση, που δεν απέκλειε την ύπαρξη ξεχωριστού στρατηγείου (αντιθέτως

την προέβλεπε για συγκεκριµένες περιπτώσεις) και συγχρόνως περιόριζε το

εύρος συµµετοχής των υπόλοιπων νατοϊκών ευρωπαίων εταίρων,

38 Το στοιχείο αυτό ήταν µάλλον ενοχλητικό για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ειδικότερα, που δεν

κατάφεραν να αποσπάσουν σχετική συναίνεση για το Κοσσυφοπέδιο, στοιχείο που θα

προσέδιδε ηθική και πολιτική διάσταση στις επιχειρήσεις τους. Όπως αναλύεται και αλλού, το

µεταψυχροπολεµικό ΝΑΤΟ παρουσιάζει σηµαντικές ελλείψεις στο θέµα της ευρύτερης

πολιτικής διαχείρισης των κρίσεων, δεδοµένου ότι δηµιουργήθηκε µε καθαρά

αµυντικοστρατιωτικό προσανατολισµό, σε αντίθεση µε την ΕΕ που έχει ιδιαίτερα

αναπτυγµένη «πολιτική» πλευρά και µηχανισµό που της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τις

σχετικές κρίσεις. Επιπλέον η πολυµερής, διεθνιστική προσέγγιση της ΕΕ κι ο σεβασµός στο

διεθνές δίκαιο και θεσµούς αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισµα της ευρωπαϊκής προσέγγισης,

στοιχείο που ενδυναµώνει περαιτέρω τις σχέσεις της µε τον ΟΗΕ ή τον ΟΑΣΕ. 39 Πιο συγκεκριµένα, το Συµβούλιο διέκρινε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, που

συνεπάγονταν διαφορετική χρήση στρατηγείων και διαφορετικό βαθµό «εµπλοκής» των

νατοϊκών εταίρων – µη µελών του. Αν η διεξαγωγή της επιχείρησης της ΕΕ γινόταν µε τη

συνδροµή Νατοϊκών πόρων, τότε ο επιχειρησιακός σχεδιασµός ήταν στη δικαιοδοσία του

ΝΑΤΟ. Στην αντίθετη περίπτωση, η ΕΕ θα διεξήγαγε το σχεδιασµό και θα κατεύθυνε την

επιχείρηση στηριζόµενη σε αποκλειστικά δικούς της πόρους, άρα από δικό της στρατηγείο. Οι

ίδιες προϋποθέσεις συναρτώνταν µε τη συµµετοχή των συµµάχων. Στην πρώτη περίπτωση,

η εµπλοκή και η συµµετοχή τους στο σχεδιασµό διασφαλιζόταν, ενώ στη δεύτερη

διατηρούσαν το δικαίωµα αποστολής αξιωµατούχων τους υπό την ιδιότητα του συνδέσµου –

παρατηρητή (Annex V). Σε κάθε περίπτωση η ΕΕ διατηρούσε τον πλήρη πολιτικό έλεγχο και

την ευθύνη της στρατιωτικής διοίκησης της επιχείρησης, µέσω της Επιτροπής Πολιτικής και

Ασφάλειας, στην οποία µόλις είχε αναθέσει τις σχετικές αρµοδιότητες (βλ. σχετικά

παραπάνω). Η εξέλιξη ήταν ιδιαίτερα αρνητική για την Τουρκία, τον κατεξοχήν νατοϊκό εταίρο

που επιθυµούσε πλήρη εµπλοκή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στο σχεδιασµό των

επιχειρήσεων της ΕΕ προβάλλοντας φόβους για επιχειρήσεις σε συνοριακές περιοχές της.

Αντιδρώντας στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ κατάφερε να σταµατήσει την εξέλιξη της συνεργατικής

διαδικασίας µε την ΕΕ και την ΕΠΑΑ.

71

Page 77: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

δυσαρεστούσε το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Το ΝΑΤΟ θεωρούσε δεδοµένο ότι σε

πρώτη φάση ο σχεδιασµός κάθε επιχείρησης θα ήταν διαθεσµικός, έτσι ώστε

να έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει την εµπλοκή του ή µη, στοιχείο που

συνδέεται στενά µε την πρόσβαση στους πόρους του. Το αποτέλεσµα των

αποφάσεων ήταν µάλλον η πρόκληση περαιτέρω ανάσχεσης στην πορεία

των σχέσεων της ΕΠΑΑ µε το ΝΑΤΟ και η δηµιουργία κλίµατος τριβών και

διαφωνιών.

Η εξέλιξη της σχέσης ΕΕ και ΝΑΤΟ έως την 11/9/2001

Ο νέος αιώνας έβρισκε τους δύο θεσµούς σε ένα κρίσιµο σταυροδρόµι. Τα

νέα γεωπολιτικά δεδοµένα και οι ταχύτατες ανακατατάξεις της τελευταίας

δεκαετίας του 20ου αιώνα λειτούργησαν ως καταλύτης στις θεσµικές και

πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό των δύο µεγάλων θεσµών επηρεάζοντας κι

αναδιαµορφώνοντας άρδην τις ευρωατλαντικές σχέσεις. Ειδικότερα, η ΕΕ

επέδειξε µοναδική θεσµική εγρήγορση, αφού σε διάστηµα βραχύτερο των 10

ετών (Μάαστριχ, 1992) εισήγαγε, ή σωστότερα ενσωµάτωσε πλήρως, την

εξωτερική πολιτική στην ατζέντα της, τη θεσµοποίησε και στη συνέχεια

προσέθεσε τις διαστάσεις της άµυνας και της ασφάλειας (ΕΠΑΑ) εστιάζοντας

στη δηµιουργία στρατιωτικής ικανότητας. Στόχος της ήταν να καταστεί σε όλα

τα επίπεδα, πέραν του οικονοµικού κι εµπορικού, σηµαντική δύναµη

παγκοσµιώς δρώσα.

Από την πλευρά του το ΝΑΤΟ, εξίσου εναργές, αντιλήφθηκε ήδη από τις

αρχές της προηγούµενης δεκαετίας την ανάγκη θεσµικής και, βαθύτερα

πολιτικής, αναπροσαρµογής του, ώστε να ανταποκρίνεται στα νέα

γεωπολιτικά δεδοµένα. Αναθεώρησε την ψυχροπολεµική ατζέντα και πολιτική

«συµπεριφορά» του και υιοθέτησε µία ανοικτή πολιτική διευρυνόµενο µε νέα

µέλη ή µε εταιρικές σχέσεις. Συγχρόνως αναπροσάρµοσε το αµυντικό δόγµα

του, προσθέτοντας νέες διαστάσεις πέραν της συλλογικής άµυνας, έτσι ώστε

να ανταποκρίνεται επιτυχώς στις νέες κρίσεις που καλούταν να αντιµετωπίσει

στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά κι ευρύτερα. Ο µετασχηµατισµός του στόχευε

στην υιοθέτηση νέων χαρακτηριστικών, µε κυριότερα, την

72

Page 78: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

αποτελεσµατικότητα, την ευελιξία και την ικανότητα αντιµετώπισης

ποικιλόµορφων κρίσεων µε δυνατότητα εφαρµογής σε παγκόσµια κλίµακα.

Έτσι, στις αρχές του 2001, το ευρωατλαντικό σύστηµα είχε προσλάβει

καινοφανή χαρακτηριστικά που ωθούσαν σε αναπροσαρµογές των θέσεων

και της συµπεριφοράς των εταίρων. Η ΕΕ κινούταν σταθερά προς τη

δηµιουργία στρατιωτικού θεσµού που ήταν ήδη ενισχυµένος µε την ικανότητα

αυτόνοµης λήψης αποφάσεων, ενώ δεν είχε ακόµη επιτευχθεί η δυνατότητα

αυτόνοµης δράσης40. Επιπλέον, η κατάσταση γινόταν δυσχερέστερη για το

ΝΑΤΟ υπό το πρίσµα των νέων κρίσεων που καλούταν να αντιµετωπίσει. Τα

χαρακτηριστικά τους διέφεραν κατά πολύ από τη σκληρή, αλλά αδρή και

µονοδιάστατη, περίπτωση της συλλογικής άµυνας και της προάσπισης της

εδαφικής επικράτειας από επιτιθέµενο στρατό (ενδεικτικά Haine, 2004b)41. Η

ΕΕ που είχε ήδη αναπτυγµένη πολιτική, διπλωµατική, οικονοµικοεµπορική κι

ανθρωπιστική δραστηριότητα διέθετε ισχυρές δοµές, αποτελεσµατικούς

µηχανισµούς κι εµπειρία. Φαινόταν εποµένως ικανότερη (µε την προϋπόθεση

ότι ανέπτυσσε περαιτέρω την αµυντική πλευρά της) να τις διαχειριστεί και να

αναχθεί στο σηµαντικότερο δρώντα στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, αλλά κι

ευρύτερα42.

40 Παρά τις ελλείψεις ωστόσο, ήταν εµφανές ότι οι ευρωπαϊκές εξελίξεις έθεταν νέα δεδοµένα

στις ευρωατλαντικές σχέσεις, και ειδικότερα στη σχέση ΕΕ και ΝΑΤΟ, αφού µε την προσθήκη

της αµυντικοστρατιωτικής διάστασης στην ΕΕ το ΝΑΤΟ δεν αποτελούσε τον µοναδικό δρώντα

στον τοµέα της ασφάλειας, αλλά µάλλον καλούταν να διαπραγµατευτεί στοιχεία που ήταν έως

τότε δεδοµένα µε κυριότερο την απόλυτη προτεραιότητά του στη διαχείριση των

προβληµάτων ασφαλείας που τυχόν ανέκυπταν. 41 Οι νέες κρίσεις ήταν ασαφέστερες και σε αυτό συντελούσε η συνθετότητα και η πολυµορφία

τους. Η εξέλιξή τους ήταν εν πολλοίς απρόβλεπτη κι εγκόλπωναν πλήθος διαστάσεων, πέραν

των καθαρά στρατιωτικών, οικονοµικές, ανθρωπιστικές, πολιτικές, διπλωµατικές,

περιβαλλοντικές. 42 Το στοιχείο αυτό συνδέεται στενά µε τις διαπιστούµενες ανάγκες / ελλείψεις που εµφάνιζε

το ΝΑΤΟ στο «θεσµικό οπλοστάσιό» του. Όντας από τη φύση του αµιγώς στρατιωτικός

θεσµός για αµιγώς στρατιωτικές κρίσεις δεν διέθετε τους απαραίτητους πολιτικούς

µηχανισµούς και τα συστήµατα λήψης αποφάσεων που θα επέτρεπαν να χειριστεί

πολυδιάστατα µία κρίση. Έτσι, η ΕΕ θα είχε πάντα το προβάδισµα στην εµπλοκή

αντιδρώντας αµεσότερα και µε µεγαλύτερη ευελιξία. Ωστόσο, ας σηµειωθεί εδώ ότι η ιστορική

πραγµατικότητα έδειξε ότι στις πρόσφατες βαλκανικές κρίσεις στην ίδια την ευρωπαϊκή

73

Page 79: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Κύριοι στόχοι της αµερικανικής πλευράς, που, σχηµατικά, αντιπροσώπευε την

πλευρά του ΝΑΤΟ ήταν η διασφάλιση της προτεραιότητας της Συµµαχίας και

η ταυτόχρονη ενδυνάµωσή της µε την αποφυγή περιττών επικαλύψεων.

Χαρακτηριστική εξάλλου είναι η, µάλλον περίεργη παρανόηση της

αµερικανικής ηγεσίας για την διασύνδεση ευρωπαϊκής δύναµης και ΝΑΤΟ43.

Θεωρούταν δεδοµένη η κοινή διοίκηση κι ο αποκλειστικά νατοϊκός σχεδιασµός

των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και, τελικά, η ευρωπαϊκή δύναµη θα ήταν

«ενσωµατωµένη» στο ΝΑΤΟ44.

Άλλο στοιχείο, µε ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον αφού αφορά την Τουρκία,

ήταν το ζήτηµα της συµµετοχής των µελών του ΝΑΤΟ, αλλά όχι και της ΕΕ,

στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις (Haine, 2004b). Στις πρόσφατες αποφάσεις του

Συµβουλίου στη Νίκαια γινόταν διάκριση των περιπτώσεων συµµετοχής κι

εµπλοκής των νατοϊκών εταίρων στις επιχειρήσεις της ΕΠΑΑ. Ωστόσο ποτέ οι

σχετικές αποφάσεις της ΕΕ δεν ικανοποιούσαν τους νατοϊκούς συµµάχους

που επεδίωκαν να εξασφαλίσουν την πλήρη συµµετοχή τους σε όλα τα

στάδια των επιχειρήσεων µε ιδιαίτερη έµφαση στη διαδικασία λήψης

αποφάσεων.

Έτσι το πρώτο µισό του 2001 η ΕΕ φαίνεται να προχωρά δυναµικά στη

δηµιουργία της ΕΠΑΑ και στη σύσταση της ∆ύναµης Ταχείας Αντίδρασης

αφού σε µικρό χρονικό διάστηµα από την ένταξή τους στην ευρωπαϊκή

ατζέντα (Ελσίνκι 1999) θωρακίζονται θεσµικά. Συγχρόνως τα κράτη µέλη

φαίνονται αποφασισµένα να την υλοποιήσουν και να δεσµεύσουν ικανότητες,

ώστε να γίνει πραγµατικότητα. Παράλληλα όµως σταθερή επιδίωξή τους

παρέµενε η εναργής διατήρηση του διατλαντικού δεσµού, µε κινήσεις καλής

θελήσεως προς τους νατοϊκούς εταίρους ή µε το σαφή διαχωρισµό αµυντικών

ρόλων και λειτουργιών µεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΠΑΑ. Την ίδια καλή θέληση

περιφέρεια η ΕΕ ολιγώρησε και αποδείχτηκε µάλλον ανέτοιµη, παραχωρώντας εκούσα –

ακούσα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο ΝΑΤΟ. 43 Χαρακτηριστική η παρανόηση και στην προηγούµενη ηγεσία των ΗΠΑ, που στο πλαίσιο

του ΝΑΤΟ και υπό το φως των εξελίξεων της Νίκαιας και της περαιτέρω µετεξέλιξης της

ΕΠΑΑ, θεώρησε ότι η νεότευκτη ευρωπαϊκή δύναµη (RRF) θα «εξυπηρετεί» και το ΝΑΤΟ (βλ.

παραπάνω). 44 “integrated” ήταν ο όρος που χρησιµοποίησε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ (βλ. σχετικά

Hunter, 2002,123)

74

Page 80: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

επέδειξε το ΝΑΤΟ45. Εξάλλου η ιστορική πραγµατικότητα (τα πιεστικά και

έκρυθµα ζητήµατα των Βαλκανίων κατά πρώτο λόγο) ωθούσε σε στενότερη

επικοινωνία. Τα κυριότερα εµπόδια στην διαθεσµική συνεργασία προέρχονταν

από την Τουρκία, η οποία δυσανασχετούσε στο ενδεχόµενο ευρωπαϊκών

επιχειρήσεων σε σφαίρες της άµεσης επιρροής της δίχως η ίδια να έχει λόγο,

έλεγχο ή πρόσβαση στη διαδικασία λήψης σχετικών αποφάσεων46.

Οι δίαυλοι της διαθεσµικής επικοινωνίας παρέµεναν ανοικτοί, αν και δεν είχε

σηµειωθεί πρόοδος στο κρισιµότερο ζήτηµα της ΕΠΑΑ, και συστατικό στοιχείο

της Berlin – Plus: πρόκειται για το ζήτηµα του επιχειρησιακού σχεδιασµού της

ΕΠΑΑ, όπου οι θέσεις ΝΑΤΟ και ΕΕ ήταν πολύ διαφορετικές. Ωστόσο και

στην προτεινόµενη στη Berlin – Plus λύση (να αναλάβει την επιχειρησιακή

ηγεσία της RRF ο ευρωπαίος υποδιοικητής του ΝΑΤΟ) δεν υπήρξε συµφωνία

στον τρόπο επιλογής και στον ακριβή του ρόλου.

Στη Σύνοδο των ΥΠΕΞ του ΝΑΤΟ (Βουδαπέστη 2001) επισήµως

υιοθετήθηκαν όλα όσα είχαν συµφωνηθεί. Το ΝΑΤΟ εστίασε στη σηµασία της

ενίσχυσης των Ευρωπαϊκών στρατιωτικών ικανοτήτων τόσο για τις

επιχειρήσεις της Συµµαχίας, όσο και για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων

Petersberg από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Συναφής είναι η αξία της

αναγνώρισης εκ µέρους των Ευρωπαίων της ανάγκης βελτίωσης των

ικανοτήτων τους σε ένα κοινό «διαθεσµικό» πλαίσιο (DCI και Headline Goal).

∆ιαφαίνεται εποµένως η βούληση συνεργασίας και ο ταυτόχρονος

«περιορισµός» της ατζέντας των θεµάτων προς διαπραγµάτευση.

∆ιαµορφωνόταν στους διατλαντικούς εταίρους σταδιακά η πεποίθηση ότι

45 Η διαθεσµική συνεργασία εγκαινιάσθηκε µε τις 4 οµάδες εργασίας που είχε προτείνει η ΕΕ,

και στις αρχές του χρόνου πραγµατοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση του Βορειοατλαντικού

Συµβουλίου (North Atlantic Council) µε την Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας της ΕΠΑΑ

(Political and Security Committee). 46 Ωστόσο έγιναν και σε αυτήν την περίπτωση προσπάθειες προσέγγισης. Η PSC πρότεινε η

ΕΠΑΑ να φροντίζει να έχει αποσπάσει τη συναίνεση και να έχει τη σύµφωνη γνώµη των

κρατών που συνεισέφεραν µε δυνάµεις δίχως να είναι µέλη της ΕΕ για τις επιχειρήσεις της

που τυχόν έθιγαν τα εθνικά τους συµφέροντα, και µάλιστα να µην προχωρά δίχως να την έχει

κατοχυρώσει. Ούτε όµως κι αυτή η πρόταση ικανοποίησε την Τουρκία, ενώ συνάντησε

σθεναρη αντίδραση κι από την Ελλάδα που τη θεώρησε ως πολύ µεγάλη παραχώρηση που

περιορίζει την ιδία την αυτονοµία της ΕΠΑΑ (ενδεικτικά, Hunter, 2002 126).

75

Page 81: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

υπήρχε ανάγκη για οριστική λήψη αποφάσεων στο εσωτερικό της ΕΕ και

τελική συναίνεση µε το ΝΑΤΟ.

Τις θέσεις της ανακεφαλαίωσε η ΕΕ στη Σύνοδο του Γκέτεµποργκ (2001) λίγο

αργότερα από τη Νατοϊκή της Βουδαπέστης. Πέραν της αναλυτικής

περιγραφής της προόδου σε σηµαντικές πλευρές της ΕΠΑΑ αναγνωριζόταν η

σηµασία καλλιέργειας µόνιµης κι αποτελεσµατικής σχέσης µε το ΝΑΤΟ, αλλά

και οι εξελίξεις στη βελτίωση των στρατιωτικών ικανοτήτων της RRF ώστε να

είναι επιχειρησιακά έτοιµη το 2003 για τη διεκπεραίωση των Petersberg

Tasks.

Φαινόταν εποµένως ότι µετά από αρκετές αναταράξεις στην ευρωατλαντική

σχέση, οι δύο θεσµικοί εταίροι είχαν, αν µη τι άλλο, αποδεχτεί αλλήλους κι

αναγνωρίσει τη σηµασία του κάθε οργανισµού, αποφασισµένοι να

προχωρήσουν σε έναν συνολικό και πλήρη διακανονισµό που θα διασφαλίσει

ένα ικανοποιητικό modus vivendi και για τους δύο.

76

Page 82: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Κεφάλαιο 4

Οι εξελίξεις σε ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ µετά την 11/9

Οι επιπτώσεις της 11/9 στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ

Η τροµοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεµβρίου στις ΗΠΑ αποτελεί σηµείο

τοµής στη διεθνή πολιτική σκηνή. Συνιστά σηµείο αναφοράς στην εξέταση των

διατλαντικών σχέσεων και µάλιστα ως προς τις διαστάσεις της άµυνας και της

ασφάλειας, αφού έθεσε νέα δεδοµένα, αναπροσδιόρισε κατευθύνσεις,

µετέστρεψε προσανατολισµούς και στάσεις, εν ολίγοις, είχε ισχυρές

επιπτώσεις στην πορεία και σε µεγάλο βαθµό καθόρισε το µέλλον τόσο του

ΝΑΤΟ όσο και της ΕΠΑΑ, όπως και της µεταξύ τους σχέσης. Οι άµεσες

εξελίξεις αφορούσαν το εσωτερικό του ΝΑΤΟ διαµορφώνοντας καταρχάς τη

δική του πορεία, ωστόσο η άµεση διασύνδεση της Συµµαχίας µε την ΚΕΠΠΑ,

και ειδικότερα, την ΕΠΑΑ δεν άφησε ανεπηρέαστες τις αντίστοιχες πολιτικές

εξελίξεις στην Ευρώπη.

Έτσι, την εποµένη της επίθεσης, για πρώτη φορά στην ιστορία του ΝΑΤΟ, το

Συµβούλιο της Βορειοατλαντικής Συµµαχίας (North Atlantic Council)

επικαλέστηκε το άρθρο 5 της Συνθήκης –την «πεµπτουσία», το «σκληρό

πυρήνα» της Συµµαχίας που παραπέµπει στη συλλογική άµυνα – και στις

14/9 έγινε δεκτό από τη Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Οργανισµού (NATO

Parliamentary Assembly). Η πολιτική σηµασία της επίκλησης του άρθρου 5

είναι πολύ µεγάλη για το ίδιο το ΝΑΤΟ, τις ευρωατλαντικές σχέσεις, τις ΗΠΑ

και τους ευρωπαίους εταίρους τους, την ΕΕ την ΚΕΠΠΑ και εντέλει, την

ΕΠΑΑ.

Ας σηµειωθεί καταρχάς ότι το άρθρο 5 δεν υποχρεώνει κανένα σύµµαχο σε

υποχρεωτική και συγκεκριµένη (και δη στρατιωτική) δράση, αλλά µάλλον

φέρει τα χαρακτηριστικά προτροπής και επιλογής ως προς τη συνεισφορά και

τη συµµετοχή (“…such action as it deems necessary, including the use of

armed force…”, Article 5, Treaty of Washington, 4/4/1949). Άρα συνυφαίνεται

καταρχήν µε την πολιτική υποστήριξη των εταίρων. Αυτό εξάλλου

77

Page 83: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

επιζητούσαν κατά κύριο λόγο οι ΗΠΑ κι όχι αµιγώς στρατιωτική συµβολή των

συµµάχων, σε συνδυασµό µε συγκεκριµένες πρακτικές δράσεις1.

Συνεπώς τα συγκεκριµένα µέτρα αποφασίστηκαν µεταξύ των νατοϊκών

εταίρων ήταν µάλλον έµµεσης στρατιωτικής βοήθειας2. Το σηµαντικότερο και

µάλιστα στενά συνδεόµενο µε την ΕΠΑΑ, ήταν το 4ο µε το οποίο οι ΗΠΑ

ουσιαστικά ζητούσαν την αντικατάσταση δυνάµεων τους που βρίσκονταν υπό

νατοϊκή διοίκηση από ευρωπαϊκές. Οι δυνάµεις αυτές βρίσκονταν στα

Βαλκάνια σε επιχειρήσεις στη Βοσνία, το Κοσυφοπέδιο και την πΓ∆Μ.

Εµµέσως λοιπόν διαφαινόταν η τάση αποδέσµευσης των ΗΠΑ από τον 1 Εξάλλου αυτά ήταν τα σηµαντικά στοιχεία που συνδέονταν στενά µε την εικόνα των ΗΠΑ

στα µουσουλµανικά κράτη, των οποίων η συνεργασία ή έστω η κατανόηση και ανοχή της

θέσης των ΗΠΑ στη συγκεκριµένη χρονική στιγµή συνιστούσαν πολύτιµα εργαλεία βοήθειας.

Εξίσου όµως καθοριστικό ρόλο είχε η πολιτική αρωγή των συµµάχων και για την εικόνα της

αµερικανικής διακυβέρνησης στο εσωτερικό της χώρας (Hunter, 2002 164). Είναι σαφές ότι η

ανάληψη δράσης για την αντιµετώπιση της επίθεσης θα ενείχε το στρατιωτικό στοιχείο, οπότε

ήταν πρωταρχικό για τις ΗΠΑ να δείξουν τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό κοινό ότι

η δράση τους δεν ήταν αυτόνοµη, αλλά υποστηριζόταν από µία πολύ µεγάλη οµάδα κρατών

µε κοινό στόχο την προστασία και την ανάδειξη των ανθρωπιστικών και δηµοκρατικών αξιών 2Στις 4/10 οι Σύµµαχοι συµφώνησαν σε 8 µέτρα / δράσεις σε ατοµικό ή συλλογικό / διακρατικό

επίπεδο προς εφαρµογή του άρθρου 5 για την καταπολέµηση της τροµοκρατίας (βλ. Gartner

(2002, 14), Hunter (2002 165, υπ. 5), και πρωτογενή πηγή τη σχετική δήλωση του Γ.

Γραµµατέα της Συµµαχίας 4/10/2001, Statement to the Press). Τα µέτρα, συνοπτικά,

αφορούσαν σε:

- ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών και της σχετικής συνεργασίας

- παροχή βοήθειας και ικανοτήτων σε ατοµικό (κρατικό) ή συλλογικό (διακρατικό

επίπεδο) στο µέτρο των δυνατοτήτων κάθε συµµάχου

- λήψη µέτρων προστασίας των βάσεων ή άλλων χώρων αµερικανικών συµφερόντων

στις χώρες τους

- αντικατάσταση των αµερικανικών πόρων σε περιοχές ευθύνης του ΝΑΤΟ από άλλους

συµµαχικούς, εφόσον οι πόροι των ΗΠΑ ήταν απαραίτητοι για τις επιχειρήσεις

εναντίον της τροµοκρατίας

- παροχή αεροπορικής κάλυψης κι ελεύθερης διάβασης στις στρατιωτικές πτήσεις των

ΗΠΑ στους εθνικούς εναέριους χώρους των συµµάχων

- ελεύθερη πρόσβαση των συµµαχικών ή αµερικανικών δυνάµεων στα λιµάνια ή τα

αεροδρόµια των συµµαχικών χωρών

- δυνατότητα ανάπτυξης της Ναυτικής ∆ύναµης του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο

- δυνατότητα χρήσης του συστήµατος έγκαιρης αεροπορικής προειδοποίησης

(AWACS) προκειµένου να συνδράµει στις αντιτροµοκρατικές επιχειρήσεις.

78

Page 84: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

ευρωπαϊκό µε µία παράλληλη υπόδειξη στους Ευρωπαίους να αναλάβουν

ευθύνες στην ευρύτερη επικράτειά τους3.

Σε κάθε περίπτωση, οι Ευρωπαίοι καλούνταν, σε ένα πολύ πιο άµεσο και

πιεστικό, λόγω των συνθηκών και της κρισιµότητας της κατάστασης, πλαίσιο,

να ενεργοποιηθούν περισσότερο στην ευρύτερη επικράτειά τους,

αναλαµβάνοντας την ευθύνη των επιχειρήσεων µε δικούς τους πόρους και

ικανότητες. Καθίσταται σαφές ότι η εξέλιξη αυτή έχει άµεσο αντίκτυπο τόσο

στο ΝΑΤΟ όσο και στην υπο διαµόρφωση ΕΠΑΑ4. Ωστόσο, η απόφαση

καθαυτή της επίκλησης του άρθρου 5 ενέχει πλήθος διαστάσεων που

συνδέονται και επηρεάζουν τις ευρωατλαντικές σχέσεις, και ειδικότερα, την

πορεία τόσο του ΝΑΤΟ όσο και της ευρωπαϊκής αµυντικής πολιτικής5.

3 Ας προστεθεί ότι η αµερικανική διακυβέρνηση δεχόταν σχετικές πιέσεις στο εσωτερικό της,

αφού δεν ήταν µάλλον σαφής η χρησιµότητα και η ανάγκη δέσµευσης αµερικανικών πόρων

στα Βαλκάνια, στα σύνορα δηλαδή των ευρωπαίων συµµάχων (Hunter, 2002 166). Εξάλλου

η τάση αποδέσµευσης και η αλλαγή εστίασης των αµερικανικών συµφερόντων και

ενδιαφέροντος από την Ευρώπη δε συµπίπτει χρονικά µε ούτε αποτελεί – αποκλειστική

τουλάχιστον – συνέπεια του τροµοκρατικού χτυπήµατος της 11ης Σεπτεµβρίου, αλλά, όπως

έχει συχνά αναφερθεί, συνδέεται µε την αλλαγή της γεωπολιτικής πραγµατικότητας του

µεταψυχροπολεµικού κόσµου. 4 Ο Hunter (2002) εξετάζει την ορθότητα της αµερικανικής απόφασης, η οποία παρά το

πρωτογενές και άµεσο, ίσως, όφελος για τις ΗΠΑ ενέχει σηµαντικές επιπτώσεις για το ΝΑΤΟ,

επί το πλείστον αρνητικές, σύµφωνα µε τον αναλυτή. Φαίνεται να προκρίνεται, αναπόφευκτα,

ένας έµµεσος ή και άµεσος καταµερισµός καθηκόντων στο εσωτερικό της συµµαχίας, ενώ

συγχρόνως αθετείται το νατοϊκό, και συνεκτικό, δόγµα της «από κοινού αντιµετώπισης των

κινδύνων». Οι επιπτώσεις αυτές λειτουργούν διασπαστικά στον νατοϊκό ιστό και συνεπώς

έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις ίδιες τις ΗΠΑ οι οποίες επιθυµούν τη διασφάλιση της

συνέχισης και της προτεραιότητας του ΝΑΤΟ. Πώς όµως διασφαλίζεται η προσκόλληση των

Ευρωπαίων στη νατοϊκή άµυνα και ασφάλεια και η µη στροφή τους σε ευρωπαϊκές αυτόνοµες

πολιτικές (ΚΕΠΠΑ και, κυρίως, ΕΠΑΑ) όταν οι ΗΠΑ πρώτες φαίνεται να επιζητούν την παύση

κάθε είδους στρατιωτικής συµµετοχής τους στα Βαλκάνια; ∆εν υπονοµεύεται έτσι τόσο η

συνοχή όσο και η «αυτοεικόνα» της Συµµαχίας; 5 Ας σηµειωθεί ότι καταρχήν η τροµοκρατία υπάγεται µάλλον στο άρθρο 4, κι όχι στο 5 – ώστε

να συνεπάγεται η συλλογική άµυνα (Hunter, 2002 167 και Gartner, 2002, 13). Λαµβάνοντας

υπόψη τις γεωπολιτικές συνθήκες της ψυχροπολεµικής περιόδου της σύναψης της Συνθήκης

της Ουάσινγκτον (1949) καθίσταται σαφές ότι το άρθρο 5 αρχικά δηµιουργήθηκε για

αντιµετώπιση διαφορετικών απειλών από το τροµοκρατικό χτύπηµα στις ΗΠΑ. Κύριος στόχος

του ήταν η δέσµευση των ΗΠΑ στην άµυνα της Ευρώπης και µάλλον στην περίπτωση που

79

Page 85: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Συναφές µε το προηγούµενο είναι και το ότι το άρθρο 5 θέτει γεωγραφικούς

«περιορισµούς» στη στρατιωτική δράση του ΝΑΤΟ, από τα πρώτα στοιχεία

που εξάλλου τέθηκαν υπό «αναθεώρηση» στο µεταψυχροπολεµικό πλαίσιο

του ΝΑΤΟ6..

Μπορεί βεβαίως η επίκληση του άρθρου 5 να µην ήταν απαραίτητη τόσο

ουσιαστικά, όσο και τύποις, ωστόσο οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι εταίροι την

επεδίωξαν για πολλούς λόγους. Υπήρχε καταρχάς η πολιτική και ηθική

υποχρέωση των συµµάχων να συνδράµουν τις ΗΠΑ, οι οποίες κατά την

τελευταία 50ετία είχαν ενεργώς συνδράµει την Ευρώπη και κατεξοχήν

υποστηρίξει την αµυντική της θωράκιση. Επιπλέον, η επίθεση στρεφόταν κατά

κοινών αξιών και αρχών, ενώ η εµφάνιση πιθανούς ολιγωρίας από πλευράς

Ευρώπης θα έθετε ίσως σε µεγαλύτερο κίνδυνο τη δική τους ασφάλεια7.

Εξάλλου ήταν ήδη εµφανής η τάση αποδέσµευσης των ΗΠΑ από τον

ευρωπαϊκό χώρο (Patten, 2001). Μία χαλαρή ή «διφορούµενη» στάση των

Ευρωπαίων µάλλον θα επέτεινε την άρση ενδιαφέροντος των ΗΠΑ από τον

ευρωπαϊκό χώρο.

κάποιο από τα ευρωπαϊκά κράτη – µέλη δεχόταν επίθεση, προφανώς από το ιδεολογικά

αντίπαλο στρατόπεδο των χωρών του Συµφώνου της Βαρσοβίας. 6 Το θέµα της «ακτίνας δράσης» της Συµµαχίας («εκτός συνόρων») είχε ήδη τεθεί από την

επέµβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο κι είχε επιφέρει τριγµούς στη συνοχή της Συµµαχίας,

καθιστώντας µάλλον δύσκολη την ανάληψη συντονισµένης δράσης πιο µακριά. Ωστόσο στο

New Strategic Concept (Ουάσινγκτον, 1999) η Συµµαχία αναγνώριζε τους κινδύνους από την

τροµοκρατία και την έθετε στο πλαίσιο του άρθρου 4. Συγχρόνως όµως προέβλεπε ότι

«οποιαδήποτε ένοπλη επίθεση στην επικράτεια των συµµαχικών χωρών, από οποιαδήποτε

κατεύθυνση, θα υπαγόταν στα άρθρα 5 και 6 της Συνθήκης της Ουάσινγκτον. Συµµαχία.

Ωστόσο η Συµµαχία πρέπει επίσης να λαµβάνει υπόψη της το παγκόσµιο περιβάλλον»

(Hunter, 2004 και Gartner, 2002). Εν ολίγοις, το τροµοκρατικό χτύπηµα της 11ης Σεπτεµβρίου

επέφερε τον εκ των πραγµάτων µετασχηµατισµό του άρθρου 5 αποδίδοντας παγκόσµιο ρόλο

στο ΝΑΤΟ αλλά και στην τροµοκρατία την ίδια θέση µε την στρατιωτική επέµβαση ή την

κήρυξη πολέµου. Εντέλει πρόκειται για την υλοποίηση ενός πολιτικού κειµένου (New

Strategic Concept) παρά της «κατά γράµµα» εφαρµογής µίας συνθήκης 7 ∆υστυχώς οι εξελίξεις (το τροµοκρατικό χτύπηµα της Μαδρίτης, οι αλλεπάλληλες απαγωγές

Ευρωπαίων πολιτών στο Ιράκ) δείχνουν ότι παρά την άµεση αντίδρασή τους – και ειδικά για

τις χώρες που συνεργάστηκαν στενότερα µε τις ΗΠΑ – οι ευρωπαϊκές χώρες δεν κατάφεραν

να αποφύγουν τις δραµατικές συνέπειες της εναντίωσής τους στην τροµοκρατική απειλή.

80

Page 86: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ωστόσο οι ΗΠΑ δεν «προτίµησαν» το ΝΑΤΟ ως την κατεξοχήν συµµαχία για

την αντιτροµοκρατική επιχείρηση που ξεκινούσαν. Οι λόγοι ήταν πολλοί και

ποικίλοι8 Το ΝΑΤΟ γίνεται «µία από τις επιλογές συµµάχων». Οι ΗΠΑ

ενδιαφέρθηκαν να προσεταιριστούν άλλα κράτη εκτός Ευρώπης που ήταν

πολυτιµότεροι, γεωπολιτικά, σύµµαχοι, καθιστώντας το ΝΑΤΟ περισσότερο

µία ευρωπαϊκή υπόθεση9.

Η εκ των πραγµάτων «κατοχύρωση» του πρωταγωνιστικού ρόλου στην

άµυνα και την ασφάλεια από το ΝΑΤΟ δε βρήκε «αντίπαλο δέος» στην

Ευρώπη10. Στη θρυαλλίδα των εξελίξεων που ακολούθησαν το ζήτηµα της

ΕΠΑΑ και η πιθανότητα συµµετοχής της µέσω της ανάληψης συγκεκριµένης

δράσης δεν ανέκυψε σε καµία περίπτωση. Σε αυτήν τη νέα δοκιµασία, και

ίσως την πρώτη που υφίστατο η ευρωατλαντική πολιτική και στρατιωτική

συνεργασία, φάνηκε να προκρίνεται το ΝΑΤΟ, παρά τις ελλείψεις και τις

8 Αν η πολιτική και ηθική στήριξη των Ευρωπαίων ήταν πολύτιµη για την «παγκόσµια» εικόνα

των ΗΠΑ και την αποδοχή της δράσης τους, τα ευρωπαϊκά κράτη, στην πλειονότητά τους δε

διέθεταν τους κατάλληλους πόρους για τη διεξαγωγή αποµακρυσµένων και «χειρουργικών»

πολεµικών επιχειρήσεων. Εξάλλου οι ΗΠΑ είχαν την πρόσφατη εµπειρία της από κοινού

δράσης στο Κόσοβο και ήθελαν µάλλον να αποφύγουν τους περιορισµούς στη δράση και τη

δυσχέρεια στη λήψη αποφάσεων που προκαλούσαν οι ευρωπαίοι σύµµαχοί τους µε την

έκφραση δισταγµών ή των διαφορετικών απόψεών τους. (Haine, 2004b) Ήταν τώρα

απαραίτητη η ελευθερία κινήσεων, ώστε να αντιµετωπίσουν ποικιλοτρόπως τη νέα

ασύµµετρη απειλή. Έτσι προτίµησαν την επιλεκτική επίκληση ορισµένων συµµάχων,

θέτοντας σε δοκιµασία τη συνοχή του ΝΑΤΟ και το µέλλον της Συµµαχίας. 9 Επιπλέον τα 27 κράτη – εταίροι του ΝΑΤΟ ένωσαν τις δυνάµεις τους µε τον «πυρήνα» του,

καθιστώντας τη Συµµαχία τόσο ευρεία που εύλογα οδηγούσε σε επιµέρους οµαδοποιήσεις,

εξειδικεύσεις, καταµερισµό καθηκόντων, και ίσως τοποθέτηση σε µία προτιµησιακή κλίµακα

ανάλογα µε την «αξία» τους και τις δυνατότητες συνεισφοράς. Προκαλείται έτσι ένας

αναπόφευκτος µετασχηµατισµός της Συµµαχίας µε την άµεση διεύρυνση να λειτουργεί

αντιστρόφως ανάλογα ως προς το στόχο της ευέλικτης κι άρρηκτης συµµαχίας. Μήπως

λοιπόν διαφαίνεται µία µετάλλαξη της ίδιας της ταυτότητας και της υφής της; 10 Με τις κινήσεις και τις επιλογές των Συµµάχων κατοχυρώνεται η στρατιωτική έµφαση και η

προτεραιότητά του ως κατεξοχήν εργαλείο άµυνας κι ασφάλειας της ευρωπαϊκής επικράτειας

και όχι µόνον. Αν υπήρχε πλέον ένας διεθνής οργανισµός ικανός να αναλάβει πολυµερή

στρατιωτική δράση αυτός ήταν «δικαιωµατικά» το ΝΑΤΟ (υπό οποιαδήποτε µορφή ή

σχηµατισµό).

81

Page 87: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

αδυναµίες του11. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ δεν είχε να αντιπροτείνει ή να

δεσµευτεί σε έναν άλλου είδους σχηµατισµό. Τα γεγονότα της 11ης

Σεπτεµβρίου δεν κατάφεραν να δώσουν ένα ρόλο στην ΕΠΑΑ12.

Ωστόσο η δριµύτητα των γεγονότων θα µπορούσε να λειτουργήσει ως µοχλός

για τη λειτουργία της ΕΠΑΑ. Μήπως θα µπορούσε να εξυπηρετήσει

αποτελεσµατικά ένα διττό στόχο; Από τη µία θα κάλυπτε ικανοποιητικά την

ευρωπαϊκή συµµετοχή στην κατεξοχήν αµερικανική εκστρατεία εναντίον της

τροµοκρατίας, δεδοµένου ότι οι ΗΠΑ διέθεταν τους πόρους και τις ικανότητες

για την αποτελεσµατική αντιµετώπιση των αντιπάλων της και δεν σκόπευαν

να στηριχθούν στους ευρωπαίους συµµάχους τους για ισχυρή αµυντική και

στρατιωτική βοήθεια13.

11 Η διευρυµένη δοµή του και η αντιστρόφως ανάλογη αύξηση και βελτίωση των ικανοτήτων

του, σε συνδυασµό µε την έλλειψη πολιτικών δοµών και µηχανισµού λήψης ευέλικτων και

άµεσων αποφάσεων συνιστούν τα πλέον τρωτά σηµεία του Οργανισµού. 12 Οι Ευρωπαίοι δεν επέλεξαν να θέσουν σε λειτουργία την ΕΠΑΑ και να χρησιµοποιήσουν τη

νεοσύστατη ∆ύναµη Ταχείας Αντίδρασης (RRF). Ας τεθεί εδώ ο προβληµατισµός γιατί µία

τέτοια δυνατότητα εντέλει απορρίφθηκε, αν βεβαίως τέθηκε ως επιλογή στο εσωτερικό της

ΕΕ. Ίσως οι ραγδαίες εξελίξεις και η ένταση των γεγονότων δεν άφηναν περιθώρια άλλων

ελιγµών ή διερεύνησης εναλλακτικών κινήσεων κι επιλογών. 13 Εξάλλου, όπως δείχνουν τα µέτρα που πρότειναν κι έγιναν αποδεκτά στο ΝΑΤΟ, η

υποστήριξη που επιζητούσαν – πέραν της πολιτικής της διάστασης – στον καθαρά αµυντικό –

στρατιωτικό τοµέα ήταν µάλλον περιορισµένη κι όχι ιδιαίτερα απαιτητική. Από την άλλη η

συγκυρία ίσως αποτελούσε µία καλή ευκαιρία για την ΕΕ να «νοµιµοποιήσει» στα µάτια της

διεθνούς κοινότητας και των ΗΠΑ την ΕΠΑΑ και τη ∆ύναµη Ταχείας Αντίδρασης, ενώ

συγχρόνως η προώθηση της ΕΠΑΑ θα ήταν σηµαντική δοκιµασία τόσο για τη θεσµική

υπόστασή της, τις πιθανές ελλείψεις και αδυναµίες της, όσο και για την ίδια την Ένωση και

την ικανότητά της να εφαρµόζει τις πολιτικές της δίχως να απειλείται η συνοχή της. Ο προβληµατισµός παρατέθηκε στο πλαίσιο της διερεύνησης των δυνατοτήτων και των

επιλογών πολιτικής της ΕΕ. Είναι όµως γνωστό ότι το αµυντικό – στρατιωτικό πλέγµα στον

ευρωπαϊκό χώρο είναι ιδιαιτέρως πυκνό και ορίζεται από πλήθος συνιστωσών σε όλα τα

επίπεδα: εθνικό, διακρατικό και υπερεθνικό. Η ύπαρξη ενός εύρωστου και λειτουργικού ΝΑΤΟ

µε εναργή ευρωπαϊκό προσανατολισµό και η διατήρηση µίας σταθερής διατλαντικής σχέσης

µε τον κατεξοχήν εταίρο της Ευρώπης, τις ΗΠΑ αποτελούν σταθερή προτεραιότητα για τα

ευρωπαϊκά κράτη. Οι επιδιώξεις αυτές στη συγκεκριµένη χρονική στιγµή ίσως καλύτερα

εξυπηρετούνταν µέσω του ΝΑΤΟ. Εξάλλου, όπως αναφέρθηκε, η επιλογή του ΝΑΤΟ ως

µοναδικής αµυντικής συµµαχίας για τις ΗΠΑ κάθε άλλο παρά δεδοµένη θα έπρεπε να

θεωρείται σε ένα διεθνές πλαίσιο, όπου νέα στρατηγικά συµφέροντα αναδύονται και

82

Page 88: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Από την άλλη, δεν µπορεί να υποστηριχθεί ότι η επιλογή της συλλογικής

έκφρασης µέσω του ΝΑΤΟ λειτούργησε ανασχετικά στην ευρωπαϊκή

εξωτερική πολιτική. Είναι ακριβώς η άµεση και συλλογική αντίδραση των

κρατών της ΕΕ και µελών του ΝΑΤΟ που ανέδειξε την ΚΕΠΠΑ. Η

αδιαµφισβήτητη υποστήριξη στις ΗΠΑ και η Κοινή ∆ήλωση των ευρωπαϊκών

κρατών ανέδειξε µία ΕΕ που εκφράζεται µε µία καθαρή κι ενιαία φωνή14.

Αναδεικνύεται ο προσανατολισµός της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική, αλλά και

ειδικότερα στη θεσµική της οργάνωση στους τοµείς της άµυνας και της

ασφάλειας που δέχθηκαν πλήγµα. Η ΕΕ βρίσκει το βήµα να εκφράσει τη

βούλησή της για την περαιτέρω εξέλιξη της ΚΕΠΠΑ και τη θεσµική της

εµβάθυνση15. Ωστόσο οι επιδιώξεις της δεν περιορίζονται στην έκφραση

πολιτικού λόγου, αλλά προχωρούν στην ουσιαστική υλοποίηση των συναφών

πολιτικών. Στόχος είναι να προωθηθεί περαιτέρω η ΕΠΑΑ και να αποκτήσει

επιχειρησιακή ετοιµότητα.

συντελούν στη δηµιουργία νέων εταιρικών σχέσεων και συµµαχιών. Η σηµασία του ΝΑΤΟ για

τον ευρωπαϊκό χώρο, την ασφάλεια και την ισορροπία του παραµένει πολύτιµη και τα

ευρωπαϊκά κράτη πρόκριναν την υποχρέωσή τους να εκφράσουν τη συλλογική τους θέση

µέσω της Συµµαχίας 14 Μέσω της ΚΕΠΠΑ η ΕΕ πραγµατώνει µία νέα στρατηγική συνεργασία µε τις ΗΠΑ. Το

πλαίσιο της ανανεωµένης σχέσης τέθηκε µε την αµέριστη συµπαράσταση που εκφράστηκε

στην πρώτη Κοινή ∆ήλωση (Joint Declaration, 14/9/2001) των αρχηγών κρατών και

κυβερνήσεων της ΕΕ, αλλά και των κύριων θεσµών της (Επιτροπή, Κοινοβούλιο και

Εκπρόσωπο της ΚΕΠΠΑ). ∆όθηκε έτσι ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα διαµόρφωσης

εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ σε ευρύτερο επίπεδο πέραν των στενών διακρατικών ορίων µε

ουσιαστική του θεσµικού και λειτουργικού ρόλου της ΚΕΠΠΑ. 15 Η ΕΕ δίνει το στίγµα της όσον αφορά στην άσκηση και τις επιλογές εξωτερική πολιτικής. Η

ασφάλεια και η σταθερότητα των κοινωνιών αποτελούν το ύψιστο διακύβευµα, αλλά

διευκρινίζεται ότι πρέπει να προστατευθούν µέσω των ∆ιεθνών Οργανισµών, µε

πρωταγωνιστή τα Ηνωµένα Έθνη. Η απερίφραστη καταδίκη της τροµοκρατίας και των

κρατών που συνεργάζονται ή δίνουν καταφύγιο σε τροµοκράτες συνάδει µε την αµερικανική

στρατηγική. Ως αποτελεσµατικό εργαλείο αντιµετώπισης υποδεικνύεται το ∆ιεθνές ∆ίκαιο, και

προκειµένου για την επιτυχή λειτουργία του στο εσωτερικό της ΕΕ τίθεται ως στόχος η στενή

συνεργασία αστυνοµικών και νοµικών θεσµικών εργαλείων των κρατών. Η ΕΕ προχωρά ένα

βήµα µπροστά τη θεσµική της ολοκλήρωση και στους τοµείς αυτούς, που συνιστούν τον τρίτο

πυλώνα του οικοδοµήµατός της και πλαισιώνουν τις άλλες διαστάσεις της κοινής εξωτερικής

πολιτικής, την άµυνα και την ασφάλεια.

83

Page 89: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Έτσι παρά την αρχική εντύπωση πλήρους παραµερισµού της ΕΕ και

αδυναµίας δήλωσης της ταυτότητας της εξαιτίας της εστίασης στο ΝΑΤΟ και

της επιλογής του ως κατεξοχήν αµυντικού ευρωατλαντικού θεσµού, είναι

δυνατόν να εντοπιστούν θετικά σηµεία για την πορεία της ΚΕΠΠΑ, αλλά και

της ΕΠΑΑ. Ειδικότερα, η ΚΕΠΠΑ φαίνεται να αναδεικνύεται σε φυσικό εταίρο

των ΗΠΑ αλλά και του ΝΑΤΟ, εφόσον διαθέτει τους πολιτικούς µηχανισµούς

και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που ελλείπουν από το ΝΑΤΟ, αλλά

καθιστούν ένα θεσµό πιο ευέλικτο και ικανό να ανταποκριθεί άµεσα κι

αποτελεσµατικά σε αναδυόµενες κι απρόβλεπτες κρίσεις. Προωθείται µία

συµπληρωµατική µάλλον παρά ανταγωνιστική σχέση ανάµεσα στους δύο

θεσµούς. Με την απερίφραστη υποστήριξη στις ΗΠΑ, τη δέσµευση για

συνεργασία, αλλά και της µέσω του ΝΑΤΟ εξασφάλιση της συµβατότητας

λειαίνονται περαιτέρω τα τραχεία και δυσεπίλυτα ζητήµατα που είχαν

ανακύψει τα τελευταία χρόνια µε την παράλληλη ανάπτυξη των θεσµών.

ΚΕΠΠΑ και ΝΑΤΟ γίνονται συνοµιλητές, δίχως να αποσιωπάται η ουσιαστική

διάσταση της ΕΠΑΑ, η οποία ωστόσο σε καµία περίπτωση δεν τίθεται µε

όρους αντιπαλότητας16.

Μία προσεκτικότερη µελέτη επιτρέπει να αναδειχτούν τα µελλοντικά πεδία

δράσης της ΕΠΑΑ. Αν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ υιοθετήσουν έναν παγκόσµιο

ρόλο και πλαίσιο δράσης, η ευρύτερη ευρωπαϊκή περιφέρεια µένει δίχως

ενεργό δρώντα στην ασφάλεια. Το κενό εκ των πραγµάτων θα κληθεί να

καλύψει ο αµιγώς ευρωπαϊκός θεσµός και οι µηχανισµοί του, δίχως µάλιστα

να εγείρονται ζητήµατα προτεραιότητας σε σχέση µε το ΝΑΤΟ. Εποµένως η

εστίαση στο ΝΑΤΟ τη συγκεκριµένη χρονική στιγµή δε συνεπάγεται ότι για την

ΕΠΑΑ «χάθηκε η ευκαιρία» να παίξει το ρόλο της. Παραµένει η δυνατότητα

για µακροπρόθεσµη χρήση της, ίσως και εκ των πραγµάτων, λόγω του

16 Ας προστεθεί η µεγάλη σηµασία της ιδεολογικής υποστήριξης και καταρχήν σύµπτωσης της

ΕΕ µε τις ΗΠΑ όσον αφορά στον κίνδυνο της τροµοκρατίας. Μεγάλης αξίας για την πορεία

του ΝΑΤΟ είναι η επιλογή να αντιµετωπιστεί η νέα απειλή κυρίως µέσω της Συµµαχίας, µε

άµεση συνέπεια να διευρυνθεί η ατζέντα αλλά και το πλαίσιο δράσης του οργανισµού. Η

Ευρώπη ενσωµατώνει κι αναδεικνύει στις στρατηγικές αµυντικές επιδιώξεις της την

αντιµετώπιση του τροµοκρατικού φαινοµένου. Με τη δέσµευσή της στο άρθρο 5 αναγνωρίζει

ως ύψιστη απειλή («ισότιµη» κήρυξης πολέµου) την τροµοκρατία και συγχρόνως εκφράζει τη

βούλησή της να αποτελεί συνοµιλητή των ΗΠΑ στην αντιτροµοκρατική πολιτική τους.

84

Page 90: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

αναπροσανατολισµού των συµφερόντων κι επιδιώξεων των ΗΠΑ αλλά και του

ΝΑΤΟ (Croci, 2003).

Ας µη λησµονείται εξάλλου ότι από το τροµοκρατικό χτύπηµα το ΝΑΤΟ

επίσης δε βγήκε αλώβητο. Μπορεί να εξασφαλίστηκε η προτεραιότητά του και

να διευθετήθηκαν ζητήµατα, όπως η «εκτός ορίων» δράση του, ωστόσο δεν

αποτελεί πλέον τη µοναδική επιλογή για την άµυνα. Σε ένα παγκόσµιο

επίπεδο έχει να ανταγωνιστεί νέους εταίρους και ad hoc (ή µονιµότερους)

συνεργάτες των ΗΠΑ, ενώ συγχρόνως πρέπει να αντιµετωπιστούν πιεστικά

ζητήµατα που αφορούν στη θεσµική αλλά και τη στρατιωτική αναδιοργάνωσή

του. Επιπλέον, η επιλεκτική επιλογή των ΗΠΑ συµµάχων – µελών του

Οργανισµού, και η µη αντιµετώπισή του ως ενιαίου συνόλου είχε µάλλον

διαβρωτικές επιπτώσεις στο ΝΑΤΟ αναδεικνύοντας έτσι ελλείµµατα στο ρόλο

και τη συνοχή17. Εξάλλου ρωγµές εµφανίστηκαν στη Συµµαχία µε την έναρξη

του πολέµου στο Αφγανιστάν (7/10). Τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν βεβαίως

ταχθεί ανεπιφύλακτα στο πλευρό των ΗΠΑ, ωστόσο οι διαφορετικές

θεωρήσεις και οι αντιλήψεις τους σχετικά µε τη στρατιωτική δράση

συνετέλεσαν στην έκφραση συναφών ανησυχιών18.

Ωστόσο µετά το πέρας του πολέµου ανέκυψε εντονότερο το ζήτηµα των

ευρωπαϊκών στρατιωτικών ικανοτήτων µε την ταυτόχρονη αναγνώριση ότι η

ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική δεν µπορεί να περιορίζεται στην παροχή

«βοηθητικού» και «κοινωνικού» έργου, αλλά δηµιουργεί αυξηµένες

απαιτήσεις. Σχετικές διαπιστώσεις είχαν βεβαίως προηγηθεί της κρίσης στο

Αφγανιστάν και του τροµοκρατικού χτυπήµατος. Τώρα η ΕΕ αντιµετώπιζε µε

τρόπο αµεσότερο και πιεστικότερο τις ελλείψεις της και καλούταν να

δραστηριοποιηθεί υπό το πρίσµα των νέων δεδοµένων.

17 Ο Gartner (2002) παραθέτει τη δεινή θέση την οποία φάνηκε να περιέρχεται το ΝΑΤΟ και

σχολιάστηκε αναλόγως σε άρθρα και αναλύσεις «Το ΝΑΤΟ είναι ένα από τα θύµατα της 11/9»

και «[το ΝΑΤΟ] θα επιβιώσει από καθαρά γραφειοκρατική αδράνεια» (Moisi New York Times). 18 Βεβαίως αναγνώριζαν ότι ο πόλεµος στο Αφγανιστάν δεν είχε «αντεκδικητικό χαρακτήρα»

(Hill, 2002, 6) αλλά εξυπηρετούσε στόχους αποδεκτούς κι από τους ίδιους: ο εντοπισµός και η

καταπολέµηση του τροµοκρατικού δικτύου της Al Qaeda καθώς και η αποµάκρυνση από την

εξουσία του ολοκληρωτικού καθεστώτος των Taliban. Η επίθεση βασιζόταν στο ψήφισµα

1368 του ΟΗΕ παρέχοντας έτσι τη νοµιµοποίηση του διεθνούς δικαίου που ήταν απαραίτητη

για τους Ευρωπαίους και σύµφωνη µε τα Συµπεράσµατα της Νικαίας (2000).

85

Page 91: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Η διαµόρφωση της ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ µετά την 11/9

Όπως ήδη αναφέρθηκε η ΕΕ αντέδρασε ακαριαία και δίχως δισταγµούς

υιοθετώντας ενιαία στάση απέναντι στο τροµοκρατικό χτύπηµα της 11/9 στις

ΗΠΑ. Οι δράσεις ήταν άµεσες, συνδέονταν δε και µε τους 3 πυλώνες19.

Σύµφωνα µε αρκετούς αναλυτές «οι τροµοκρατικές επιθέσεις οδήγησαν στο

µετασχηµατισµό της ατζέντας για την ασφάλεια της ΕΕ» µε αποτέλεσµα να

εστιάσουν σε «διαπυλωνικά» ζητήµατα (Duke, 2002, 153)20.

Οι επιθέσεις αποτέλεσαν ίσως τον καταλύτη για την υλοποίηση µίας κοινής

Πολιτικής Άµυνας κι Ασφάλειας αναδεικνύοντας την ανάγκη για επιτάχυνση

της ολοκλήρωσης. Η ΚΕΠΠΑ (και κυρίως η ΕΠΑΑ) αποτελούσαν το αδύνατο

σηµείο της ΕΕ, αλλά η αντιµετώπιση της τροµοκρατίας απαιτούσε

ολοκληρωµένες προσεγγίσεις µε λήψη µέτρων που να καλύπτουν όλες τις

πλευρές του φαινοµένου21. Η σφαιρική, ολιστική προσέγγιση µπορούσε να

επιτευχθεί µόνον µέσω ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ (Duke, 2002, 153)22. 19 Είναι σαφές στην ΕΕ, και χαρακτηριστικό της πολιτικής της, ότι η διαχείριση κρίσεων

απαιτεί στοχευµένη, ταυτόχρονη και διαθεσµική συνδροµή αστυνοµίας, δικαιοσύνης, αλλά και

διοικητικών µέτρων που µπορούν να προσφέρουν προστασία) (Biscop, 2002, 484) (βλ.

σχετικά παραπάνω, Joint Declaration). 20 Χαρακτηριστική η διατύπωση της Επιτροπής (17/10/2001) «Τα γεγονότα της 11ης

Σεπτεµβρίου αναπροσδιορίζουν το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και παρουσιάζουν νέες

προκλήσεις για την Ένωση». 21Όπως έχει ήδη αναφερθεί, εκφράστηκε στην Κοινή ∆ήλωση λίγες µόλις ηµέρες µετά την

επίθεση η βούληση για ολοκλήρωση της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ. Αναδείχθηκαν η έλλειψη και η

πιεστική ανάγκη ευρωπαϊκού δικτύου πληροφόρησης (intelligence) που συνιστούσε δοµική

αδυναµία της ΚΕΠΠΑ. Ήδη στη ∆ήλωσή τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (βλ. παραπάνω) η

συνεργασία στον τοµέα ανταλλαγής πληροφοριών και η βελτίωσή τους αποτελούσε το πρώτο

µέτρο που αποφάσισαν να λάβουν οι Σύµµαχοι στον αγώνα κατά της τροµοκρατίας. 22 Έτσι στο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συµβούλιο στις 21/9 τα κράτη µέλη καθόρισαν τις συνιστώσες

µίας Ευρωπαϊκής Πολιτικής για την καταπολέµηση της τροµοκρατίας (A European Policy to

Combat Terrorism). Αν και δόθηκε έµφαση στον 3ο (αστυνοµική και δικαστική συνεργασία) και

στον 1ο πυλώνα (οικονοµικά µέτρα, εντοπισµός των πηγών και χρηµατοδότησης και των

οικονοµικών ροών των τροµοκρατικών δικτύων), ωστόσο αναδείχτηκε εξίσου η σηµασία του

2ου πυλώνα και του ρόλου της ΚΕΠΠΑ στην αποτελεσµατική αντιµετώπιση της νέας απειλής

(Meeting Conclusions , 9/2001).

86

Page 92: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Στο Συµβούλιο στο Γκεντ (19/10) πέραν των πολιτικών διακηρύξεων23

εξετάστηκε η πρόοδος που συντελέστηκε από την 11/9 ως προς τα µέτρα και

τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί. Αναδείχθηκαν 4 περιοχές που απαιτούσαν

µεγαλύτερη καλλιέργεια και προσοχή. Αφορούν σε δράσεις όλων των

πυλώνων24. Επιπλέον το Συµβούλιο υιοθέτησε έγγραφο µε προτάσεις για

συνεκτική και συνολική ευρωπαϊκή διαχείριση κρίσεων, το Σχέδιο ∆ιαχείρισης

Κρίσεων (Crisis Management Concept, CMC)25.

23 Η ΕΕ επαναδιατύπωσε την αποφασιστικότητά της να καταπολεµήσει την τροµοκρατία σε

κάθε µορφή της σε όλον τον κόσµο. Για άλλη µια φορά παρουσιάζεται µε σαφήνεια ο

προσανατολισµός της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης, που υπό το πρίσµα των νέων

δεδοµένων, έχει αναδείξει σε προτεραιότητα την αντιµετώπιση της τροµοκρατικής απειλής

καθώς και τον παγκόσµιας, πλέον, εµβέλειας ρόλο της. 24 ∆ιερευνήθηκαν οι λεπτοµέρειες για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλµατος σύλληψης, καθώς

και η προώθηση της συνεργασίας στους θεσµούς του 3 πυλώνα (Europol, Eurojust,

Υπηρεσίες πληροφοριών, αστυνοµικές δυνάµεις και δικαστικές αρχές). Επισηµάνθηκε η

ανάγκη λήψης µέτρων για την καταπολέµηση των πηγών χρηµατοδότησης και υιοθετήθηκε

Οδηγία για το «ξέπλυµα» χρήµατος. Αλλά και αναφορικά µε τον 2ο πυλώνα, το Συµβούλιο

αποδέχθηκε τις προτάσεις της Επιτροπής σχετικά µε την ασφάλεια των αεροµεταφορών

(Duke, 2002, 156). Πολλοί αναλυτές αναδεικνύουν τη συνολική προσέγγιση της ΕΕ στην

Ασφάλεια. Όλες οι πλευρές πρέπει να αναδειχτούν και είναι αναγκαία η διαπυλωνική

συνεργασία. Ο Biscop (2002) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το Πρόγραµµα για την Πρόληψη

Βίαιων Συγκρούσεων απαιτεί µία ολοκληρωµένη, διαπυλωνική πολιτική. 25Συνιστά άλλο ένα βήµα στη διαµόρφωση της ΚΕΠΠΑ και προσδιορίζει το είδος των

επιλογών, τον τρόπο δράσης, καθώς και το χρονικό πλαίσιο που πρέπει να λάβει υπόψη της

η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας (PSC) και βάσει των οποίων να αναπτύξει το Σχέδιο

∆ράσης για την αντιµετώπιση µίας κρίσης. Στην περίπτωση που η διαχείριση περιλαµβάνει

την χρήση στρατιωτικής δύναµης και συνεπώς την ανάληψη στρατιωτικού ρόλου από την ΕΕ,

το CMC παρέχει το πλαίσιο και τους πολιτικούς – στρατιωτικούς στόχους βάσει των οποίων

θα γίνει και υλοποιηθεί ο αντίστοιχος στρατιωτικός σχεδιασµός. Ο τελευταίος πρέπει

ακολούθως στηρίζεται στην ενδελεχή ανάλυση της κατάστασης και των δεδοµένων της

κρίσης, να λαµβάνει υπόψη τις συναφείς θέσεις των γειτονικών χωρών, των διεθνών

οργανισµών (ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, ΟΑΣΕ) καθώς και των ευρωπαίων εταίρων. Επίσης προσδιορίζει

το σύνολο των µέτρων (οικονοµικής ή άλλης φύσης) που µπορεί να λάβει η Κοινότητα µε

αναφορά σε παλαιότερα, αλλά και µε νέες προτάσεις.

87

Page 93: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Σχέδιο ∆ράσης για τις Ικανότητες (ECAP)

H επόµενη δράση της ΕΕ, η οποία βέβαια δεν αποτελούσε αµιγώς συνέπεια

του ξαφνικού τροµοκρατικού χτυπήµατος, αλλά εντασσόταν στην πορεία

εξέλιξης της ΕΠΑΑ, όπως είχε διαγραφεί ήδη από το Ελσίνκι. Έτσι, στο

Συνέδριο για τη Βελτίωση των Ικανοτήτων (Capabilities Improvement

Conference) (19/11/2000), συνέχεια του πρώτου συναφούς Συνεδρίου

∆έσµευσης για τις Ικανότητες (Commitment Capabilities Conference) η ΕΕ

σηµείωσε πρόοδο στην υλοποίηση του Κατευθυντήριου Στόχου του Ελσίνκι

µε την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Σχεδίου ∆ράσης για τις Ικανότητες

(European Capabilities Action Plan, ECAP). Αντικειµενικός στόχος η

ενσωµάτωση, καταµέτρηση κι αξιολόγηση όλων των προσπαθειών για τη

βελτίωση των στρατιωτικών ικανοτήτων. Έτσι το Συµβούλιο αποφάσισε ότι η

ανάπτυξη των στρατιωτικών ικανοτήτων πρέπει να ανταποκρίνεται στην

αντιµετώπιση του συνόλου των επιχειρήσεων όλου του φάσµατος των

Petersberg Tasks. Η εξέλιξη αυτή ωστόσο πρέπει να συνάδει µε µία

«πραγµατική στρατηγική εταιρική σχέση µεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ στη διαχείριση

κρίσεων, λαµβάνοντας πάντα υπόψη την αυτονοµία και των δύο οργανισµών

στη λήψη αποφάσεων» (Statement On Improving European Military

Capabilities, 2001).

Συγχρόνως όµως οι ΥΠΕΘΑ, οι οποίοι επίσης συµµετείχαν στο Συµβούλιο,

ανανέωσαν τη δέσµευσή τους στην υλοποίηση του Κατευθυντήριου Στόχου,

και της συνακόλουθης δηµιουργίας ∆ύναµης Ταχείας Αντίδρασης. Στο πλαίσιο

αυτό συµφώνησαν στο Σχέδιο ∆ράσης για τις Ευρωπαϊκές Ικανότητες (ECAP)

µε στόχο τη συνεχή προσαρµογής δυνάµεων και ικανοτήτων. Εστίασαν στα

προβλήµατα και τις παρατηρούµενες ελλείψεις στον τοµέα της αεροπορίας

(µέσα αναζήτησης και διάσωσης, καθώς και όπλα ακριβείας). Αναδείχθηκε ο

τοµέας των στρατηγικών ικανοτήτων (C3I) ενδεικτικός της βούλησης της ΕΕ

να αναπτύξει αυτοτελώς τους αναγκαίους πόρους και να µην επαφίεται

αποκλειστικά στους αντίστοιχους του ΝΑΤΟ. Ωστόσο ελλείπει η ποιοτική

ανάλυση των σχετικών πόρων, ενώ αναγκαία κρίνεται η ενίσχυση των

88

Page 94: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

µηχανισµών και πόρων για τη στρατηγική λήψη αποφάσεων (strategic

decision – making)26.

Περαιτέρω δυσχέρειες στο ζήτηµα των πόρων προκαλούνταν από τη θέση

της Τουρκίας και την άρνησή της να συναινέσει σε σχετικό διακανονισµό

µεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ27. Το ∆εκέµβριο (2001), ΕΕ και Τουρκία

φάνηκαν να «ξεφεύγουν από το αδιέξοδο στη διαφωνία τους ως προς τα

ευρωπαϊκά σχέδια για µία δύναµη ταχείας αντίδρασης» (BBC News, Turkey

26 Οι 15 καθορίζουν τις γενικές αρχές του Σχεδίου ∆ράσης:

• Βελτίωση αποτελεσµατικότητας κι αποδοτικότητας των προσπαθειών για τις

ευρωπαϊκές στρατιωτικές ικανότητες

• “Bottom – Up“ προσέγγιση της ευρωπαϊκής αµυντικής συνεργασίας, µε τις εθελούσιες

δεσµεύσεις και συνεισφορές κάθε κράτους µέλους βάσει εθνικών ή πολυεθνικών

σχεδίων

• Συντονισµός των κρατών µελών και συνεργασία µε το ΝΑΤΟ προς αποφυγή περιττής

επικάλυψης και διασφάλισης της διαφάνειας και συνοχής µε το ΝΑΤΟ • Έµφαση στη σηµασία της υποστήριξης της κοινής γνώµης των κρατών µελών.

Στο σχέδιο γίνεται αναφορά στη βιοµηχανία όπλων, σηµειώνεται η ανάγκη αναδιάρθρωσης

των ευρωπαϊκών αµυντικών βιοµηχανιών, ένα από τα καίρια στοιχεία για την συνολική

ανάπτυξη της ΕΠΑΑ. Αναγνωρίζεται η σηµασία περαιτέρω εναρµόνισης των στρατιωτικών

ικανοτήτων και του σχεδιασµού των αµυντικών εξοπλισµών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα

ακόµη σηµείο υστέρησης των Ευρωπαίων που ενισχύει το τεχνολογικό χάσµα µε τον κύριο

Νατοϊκό εταίρο, τις ΗΠΑ. 27 Η Τουρκία εξέφραζε την ανησυχία της για τη δυνατότητα υπεράσπισης των εθνικών και

γεωπολιτικών της συµφερόντων σε περίπτωση που η ΕΕ διεξήγαγε επιχείρηση σε περιοχές

κοντά στα σύνορά της δίχως η ίδια να έχει δυνατότητα ουσιαστικής παρέµβασης. Άλλη

ανησυχία της αφορούσε στην περίπτωση έντασης ή σύγκρουσής της µε χώρα µέλος της

Ένωσης και του ΝΑΤΟ (η Ελλάδα) και στην πιθανότητα να εµπλακεί σε αυτήν η ΕΕ, εις βάρος

πάντα της Τουρκίας. Για τους λόγους αυτούς αρνούταν να συναινέσει στους κόλπους του

ΝΑΤΟ για οποιαδήποτε περαιτέρω συνεργασία της Συµµαχίας µε την ΕΕ στον αµυντικό –

στρατιωτικό τοµέα, και κυρίως, σχετικά µε την εξασφαλισµένη πρόσβαση της ΕΕ σε πόρους

του ΝΑΤΟ. Αποδεχόταν την κατά περίπτωση εξέταση και τη συνακόλουθη παροχή ή άρνηση

του ΝΑΤΟ και όχι την ύπαρξη διακανονισµού που θα εξασφάλιζε την πρόσβαση στην ΕΕ σε

µόνιµή βάση. Την αρνητική στάση της Τουρκίας ενέτεινε η θέση της ΕΕ, όπως

διαµορφωνόταν σε όλα τα σχετικά κείµενα και δεν παρείχε τη δυνατότητα πλήρους

συµµετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τις επιχειρήσεις της ΕΠΑΑ σε µη µέλη της

Ένωσης. Από την πλευρά της η Τουρκία ζητούσε τη δυνατότητα πλήρους συµµετοχής της για

επιχειρήσεις στα σύνορά της.

89

Page 95: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

“deal” on rapid reaction force). H Τουρκία επισήµως ήρε το βέτο της για τη

σχετική συµφωνία ΕΕ και ΝΑΤΟ (Missiroli, 2002). Ωστόσο, σύµφωνα µε

διπλωµατικές πηγές, στο διακανονισµό, γνωστό ως Συµφωνία της Άγκυρας

(Ankara Document), συµπεριλαµβανόταν γραπτή υπόσχεση από την ΕΕ ότι

δε θα εµπλακεί σε συγκρούσεις µεταξύ συµµάχων ΝΑΤΟ (Gartner, 2002, 24,

υπ.57)28.

Λάακεν, 2001: επιχειρησιακή ετοιµότητα της RRF

H ΕΕ προχώρησε στο Λάακεν σε επίσηµη διακήρυξη (The Laaken

Declaration, 2001) για την επιχειρησιακή ετοιµότητα της RRF, παρόλο που

δεν επετεύχθη η σχετική συµφωνία µε το ΝΑΤΟ, λόγω αντίρρησης της

Ελλάδας για τη σχέση της δύναµης µε τη Συµµαχία. Υπό το πρίσµα των νέων

δεδοµένων, στο Συµβούλιο τέθηκε προς διερεύνηση η πιθανότητα

αναθεώρησης των Petersberg Tasks και η διεύρυνσή τους, έτσι ώστε να

καλύπτουν και περιπτώσεις καταπολέµησης τροµοκρατίας29.

28 Αντίστοιχη υπόσχεση εξάλλου συµπεριλαµβανόταν και στα κείµενα προσχώρησης της

Ελλάδας στην ∆ΕΕ (1992). Η Ελλάδα µε τη σειρά της άσκησε το βέτο της και µπλόκαρε

απόφαση του ΝΑΤΟ σύµφωνα µε την οποία η Συµµαχία προσέφερε την προστασία της στην

Τουρκία. Ωστόσο, στο άρθρο του BBC αναφέρεται ότι, σύµφωνα µε διπλωµατικές πηγές του

ΝΑΤΟ, η σχετική απόπειρα συµφωνίας έγινε στους κόλπους του Οργανισµού κι έµενε η

συµφωνία της ΕΕ. Αναδεικνύεται ως µία από τις τουρκικές ανησυχίες η πιθανότητα χρήσης

της νέας δύναµης σε διένεξη µε την Ελλάδα για την Κύπρο ή το Αιγαίο. Επίσης διευκρινίζεται

ότι οι λεπτοµέρειες της συµφωνίας δεν ήταν ακόµη δηµοσίως γνωστές, αλλά ούτε και στην

ίδια την ΕΕ που σε λίγες µέρες θα την εξέταζε (η Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας, PSC).

Στο άρθρο τονίζεται ο ρόλος – κλειδί της Ελλάδας, αν θα αποδεχτεί ή όχι το διακανονισµό.

Πράγµατι, λίγες ηµέρες αργότερα, στο Συµβούλιο της ΕΕ (Λάακεν, ∆εκέµβριος, 2001) η

Ελλάδα δε συναίνεσε σε σχετική συµφωνία. 29 Αν και τέθηκε απλώς ως ερώτηµα δίχως τη λήψη οριστικής απόφασης, η σηµασία του

ζητήµατος είναι µεγάλη κι επηρεάζει την ίδια τη δοµή και την υφή της ΕΠΑΑ και ιδιαίτερα της

RRF η οποία σχεδιάζεται ώστε να καλύπτει τα καθήκοντα Petersberg. Η διεύρυνση τους µε

την απειλή της τροµοκρατίας προϋποθέτει και την ανάλογη εντατικοποίηση εφόσον

αποτελούσε πλέον συνείδηση στην ΕΕ ότι για την καταπολέµηση του φαινοµένου δεν αρκούν

προσπάθειες πολιτικής µόνον, όπως η επιδίωξη εκδηµοκρατισµού και σταθερότητας στις

χώρες που συνδέονται µε τροµοκράτες. Οι προσεγγίσεις µέσω του 1ου και 3ου πυλώνα δεν

είναι εποµένως αρκετές, ενώ αντίθετα αναδεικνύεται η σηµασία, και η προτεραιότητα, του

90

Page 96: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ωστόσο, αναλυτές παρατηρούν (Gartner, 2002, 25) ότι για άλλη µια φορά οι

15 περιόρισαν τις αµυντικές τους φιλοδοξίες όταν εξέφρασαν την υποστήριξή

τους σε πολυεθνική δύναµη ασφάλειας που θα αναπτυσσόταν στο

Αφγανιστάν. ∆εν ήταν σαφές αν θα συµµετάσχουν «ατοµικά», σε κρατικό

επίπεδο ή ως ΕΕ30. Πέραν των διαφοροποιήσεων και των δισταγµών η

συµµετοχή στην επιχείρηση λειτουργεί ενισχυτικά στην πορεία της ΕΠΑΑ.

Μέσω της εµπειρίας τους τα συµµετέχοντα κράτη συνειδητοποιούν ότι ακόµη

και η αστυνόµευση έχει αυξηµένες απαιτήσεις και εµπεριέχει πλήθος

διαστάσεων συµπεριλαµβανοµένων και κάποιων στρατιωτικής υφής31. Άρα

αυτοµάτως ανήκει στα «υψηλά» καθήκοντα Petersberg και συνεπώς συντελεί

στην περαιτέρω ενεργοποίηση της ΕΠΑΑ32. Οι ήδη διαφαινόµενες από την

ρόλου της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ, του αµιγώς δηλαδή στρατιωτικού τµήµατος. Για άλλη µια

φορά, αποδεικνύεται ότι ο διαχωρισµός 1ου, 3ου και 2ου πυλώνα είναι τεχνητός και µη

λειτουργικός. Ο Martin (2004) αναλύει τις δυνατότητες επιχειρησιακής δράσης για την ΕΠΑΑ

πέραν των «συµβατικών καθηκόντων» Petersberg, ιδίως υπό το πρίσµα των νέων

δεδοµένων και της απειλής τροµοκρατικών χτυπηµάτων και στην Ευρώπη. 30 Το Βέλγιο υπαναχώρησε σε σχετική απόφαση για συλλογική συµµετοχή της ΕΕ µε

αποτέλεσµα η διατύπωση της ΕΕ να είναι µάλλον ασαφής ως προς τον «τρόπο» συµµετοχής

των κρατών µελών (Gartner, 2002, 25). ∆έχθηκε να συµµετάσχει σε ειρηνευτική δύναµη του

ΟΗΕ. Πράγµατι, αν και στη νέα δύναµη αστυνόµευσης και ειρήνευσης στο Αφγανιστάν (ISAF,

5/12) συµµετείχαν 13 κράτη µέλη της ΕΕ, 8 µάλιστα µε στρατεύµατα, ωστόσο δεν επρόκειτο

για καθαρά επιχείρηση της ΕΕ (Hill, 2002, 8). Παρόλα αυτά η συµµετοχή της ΕΕ (σε κρατικό ή

«ενωσιακό» επίπεδο) συµβάδιζε µε τις βασικές αρχές χάραξης της εξωτερικής της πολιτικής.

Η επιχείρηση διηξήγετο υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στο ευρύτερο πλαίσιο της υποστήριξης της

επίθεσης βάσει του ψηφίσµατος του ΟΗΕ 1368 (Duke, 2002, 155). 31 Ο H. Gartner (2002) στην ανάλυσή του για την Ευρωπαϊκή ασφάλεια και τα νέα δεδοµένα

της 11/9 εξηγεί ότι για την αντιµετώπιση των περισσοτέρων σύγχρονων απειλών δεν αρκεί

πλέον η παραδοσιακή στρατιωτική απάντηση. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι ο νέος «τύπος»

στρατιώτη που θα επανδρώνει τις σύγχρονες δυνάµεις αντιµετώπισης κρίσεων είναι ο

«αστυνόµος – στρατιώτης» (police-soldier) 32Επιπλέον µε τη συµµετοχή της σε επιχείρηση «εκτός έδρας», αλλά κι εκτός της ευρύτερης

ευρωπαϊκής της περιφέρειας, η ΕΕ ήδη κατοχυρώνει παγκόσµιο ρόλο. Η παγκόσµια εµβέλεια

δράσης για την ΕΠΑΑ εκφράζεται και στα συµπεράσµατα του Συµβουλίου του Λάακεν. Η

χρήση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναµης θα εξαρτηθεί από εσωτερικούς κι εξωτερικούς

παράγοντες. Συγκεκριµένα «αντικείµενό» της θα αποτελούν πιθανές νέες ευρωπαϊκές κρίσεις

συνδεόµενες µε την αποσταθεροποίηση κρατών ή την επιβολή αντιδηµοκρατικών

καθεστώτων. Ο σχεδιασµός της περιλαµβάνει επίσης την αντιµετώπιση ανθρωπιστικών

91

Page 97: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

έναρξη του πολέµου στο Αφγανιστάν ρωγµές στη Συµµαχία33. και η ανησυχία

των ευρωπαϊκών κρατών ως προς τη διαχείριση της στρατιωτικής δράσης

εντάθηκαν µε τις νέες τοποθετήσεις και τους προσανατολισµούς της

αµερικανικής πολιτικής για έναν νέα «άξονα κακού» που συνιστούσαν το Ιράκ,

το Ιράν και η Β. Κορέα34.

ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ: βίοι παράλληλοι ή πορείες σε αντιδιαστολή;

Γίνεται σαφές ότι υπό το πρίσµα των νέων δεδοµένων τίθενται κοινά

ερωτήµατα για την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Είναι αναγκαίο να αναπροσδιορίσουν το

ρόλο τους σε περιφερειακή, αλλά και παγκόσµια κλίµακα. Συγχρόνως

υιοθετούν κοινή στάση στο θέµα της διεύρυνσής τους µε την ένταξη νέων

µελών. Απαντήσεις στα ζητήµατα αυτά δόθηκαν, έως ένα βαθµό, σε 2 καταστροφών σε παγκόσµιο επίπεδο, αλλά και την ανάληψη ειρηνευτικών επιχειρήσεων µετά

τον ΟΗΕ ή σχετική εξουσιοδότησή του. 33 Η εκστρατεία στο Αφγανιστάν κατέστησε εµφανέστερη τη συνεχώς αυξανόµενη στρατιωτική

υπεροχή των ΗΠΑ. Το χάσµα των στρατιωτικών ικανοτήτων αντικατοπτρίζεται στην ποσοτική

αλλά και ποιοτική διαφορά των δυνάµεων που χρησιµοποιήθηκαν. Χαρακτηριστικά, οι ΗΠΑ

διεξήγαγαν το 98% των µαχών ενώ το υπόλοιπο 2% κάλυψαν, αποκλειστικά οι βρετανικές

δυνάµεις (Gartner, 2002, 31). Οι ΗΠΑ έδειξαν την ικανότητά τους για προβολή ισχύος σε

µεγάλες αποστάσεις µε µικρές κι ευέλικτες στρατιωτικές µονάδες, σηµείο όπου εµφανώς

υστερούσαν οι ευρωπαίοι εταίροι. 34 Πράγµατι, λίγο αργότερα, στο Παγκόσµιο Οικονοµικό Φόρουµ (Φεβρουάριος, 2002) ο Γ.

Γραµµατέας του ΝΑΤΟ κράτησε αποστάσεις από τις ΗΠΑ δηλώνοντας ότι δε θα πρέπει να

θεωρείται αυτόµατη η υποστήριξη των νατοϊκών εταίρων στις ΗΠΑ προκειµένου για την

εξάπλωση του πολέµου εναντίον της τροµοκρατίας στις χώρες αυτές (Gartner, 2002, 19). Η

διαφορετική θέση των Ευρωπαίων ενισχύεται ίσως κι από την εµπειρία της εµπλοκής τους

στο Αφγανιστάν. Γίνεται σαφές ότι η ανάληψη της σχετικής δέσµευσης µετά το πέρας του

«καθαυτού πολέµου» δε σηµατοδοτεί µία οµαλή περίοδο δίχως επικινδυνότητα και

πιθανότητες περιπλοκών. Η συµµετοχή τους στην ISAF έχει αναδείξει τις αυξηµένες

απαιτήσεις τέτοιων «µεταπολεµικών επιχειρήσεων» σε όλους τους τοµείς: οικονοµικό,

πολιτικό και βεβαίως στην ασφάλεια και στην άµυνα. Αυτό τους καθιστά ακόµη περισσότερο

επιφυλακτικούς στην επιλογή της εµπόλεµης διαχείρισης κρίσεων, τουλάχιστον καταρχήν.

Ενδεικτικά ας αναφερθεί ότι οι διπλωµατικές προσεγγίσεις και προσπάθειες της ΕΕ απέφεραν

θετικό αποτέλεσµα στην περίπτωση ελέγχου του πυρηνικού προγράµµατος του Ιράν. Η ΕΕ

κατάφερε να πείσει το Ιράν να δεχτεί στο έδαφός του τους παρατηρητές της διεθνούς

υπηρεσίας ατοµικής ενέργειας, αποσοβώντας καταρχάς µία πιθανή νέα κρίση και σύγκρουση

µε οδυνηρές αδιαµφισβήτητα συνέπειες.

92

Page 98: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Συνόδους Κορυφής, της Πράγας (για το ΝΑΤΟ) και της Κοπεγχάγης (για την

ΕΕ) στα τέλη του 2002. Έθεσαν συγχρόνως ένα νέο πλαίσιο για τη

διατλαντική σχέση, ενώ συγχρόνως πρότειναν νέες πολιτικές πρωτοβουλίες

για την εµβάθυνση της συνεργασίας ΗΠΑ – ΕΕ (Burwell, 2003).

Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στην Πράγα (Νοέµβριος 2002) σηµατοδοτεί την

αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της αµερικανικής πλευράς για το ρόλο του

ΝΑΤΟ. Σφραγίστηκε µε την απόφαση για ένταξη επτά νέων µελών στη

Συµµαχία, τα οποία άνηκαν στο αντίπαλο δέος κατά την Ψυχροπολεµική

περίοδο και θα προσχωρούσαν τον Μάιο (2004) στο ΝΑΤΟ35.

Η ένταξη τους καθιστά πιεστικότερο το ζήτηµα των στρατιωτικών ικανοτήτων,

καθώς το χάσµα ανάµεσα στις ΗΠΑ και τους Νατοϊκούς εταίρους – που είχε

ήδη αναδειχθεί στην Ουάσινγκτον, το 1999 (βλ. παραπάνω) – βαθαίνει. Στην

Πράγα, συζητήθηκαν και ελήφθησαν αποφάσεις σχετικές µε τις στρατιωτικές

ικανότητες των Ευρωπαίων, ενώ επαναβεβαιώθηκε – και εµπλουτίστηκε – ο

ρόλος του ΝΑΤΟ απέναντι στις νέες απειλές (ΟΜΚ, διεθνής τροµοκρατία). Οι

αποφάσεις αντικατοπτρίζονται σε δύο νέες πρωτοβουλίες: τη ∆έσµευση για τις

Στρατιωτικές Ικανότητες της Πράγας (Prague Capabilities Commitment, PCC),

που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο συνέχεια της πρωτοβουλίας του 1999

(DCI) για την αναπροσαρµογή / µεταρρύθµιση των στρατιωτικών δυνάµεων

35 Στην πρώτη φάση της διεύρυνσης (1999) µε την προσχώρηση της Πολωνίας, της Τσεχίας

και της Ουγγαρίας οι εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ θεώρησαν ότι η διεύρυνση θα βοηθούσε στην

εδραίωση ενός κλίµατος σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή, ενώ από την πλευρά

τους οι χώρες αυτές επιθυµούσαν την ένταξή τους λόγω, κυρίως, ενός αισθήµατος

ανασφάλειας που συνδεόταν µε το φόβο µίας µελλοντικής ρωσικής εισβολής ή απόπειρα

επανένταξής τους στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας. Στις 2/4/2004 στην τελετή

«καλωσορίσµατος» των επτά νέων µελών (Βουλγαρία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η

Ρουµανία, η Σλοβακία και η Σλοβενία) ο Γ. Γραµµατέας της Συµµαχίας δήλωσε ότι «Πλέον 26

Σύµµαχοι δεσµεύονται να αλληλοϋπερασπίζονται την ασφάλεια και εδαφική ακεραιότητά

τους» (http://www.nato.int/docu/update/2004/04-april/e0402a.htm). Αν και η ένταξη των επτά

αυτών νέων χωρών δεν συνάντησε τις αντιθέσεις και τις συζητήσεις που είχαν προηγηθεί στο

πρώτο κύµα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, τόσο στο εσωτερικό της συµµαχίας, όσο και σε

σχέση µε τη Ρωσία, η προσχώρησή τους δεν παύει να δηµιουργεί νέα δεδοµένα στη

Συµµαχία

93

Page 99: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

ιδίως των νεόκοπων µελών36. Η δεύτερη πρωτοβουλία αφορά στην πολύ

σηµαντική απόφαση για τη σύσταση της ∆ύναµης Ταχείας Επέµβασης

(Αντίδρασης) του ΝΑΤΟ (NATO Response Force, NRF), ισχυρή δύναµη

κρούσης απέναντι στις νέες απειλές37.

Προς το παρόν, οι δύο θεσµοί ακολουθούν µάλλον παρεµφερείς πορείες,

τουλάχιστον ως προς το άνοιγµά τους σε νέα µέλη. Η Ευρωπαϊκή Σύνοδος

Κορυφής στην Κοπεγχάγη, ένα µόλις µήνα µετά τη Νατοϊκή στην Πράγα,

κατέληξε, µετά από µακρόχρονη διαπραγµάτευση (βάσει των «κριτηρίων της

Κοπεγχάγης»), επίσης σε απόφαση για διεύρυνση, τη µεγαλύτερη στην

ιστορία του ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος. ∆έκα νέα κράτη (Κύπρος, Εσθονία,

Λιθουανία, Λετονία Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία και

Σλοβενία) εκλήθησαν να ενταχθούν στην ΕΕ τον Μάιο 2004. Συγχρόνως, το

Συµβούλιο ασχολήθηκε και µε θέµατα που αφορούν τις διατλαντικές σχέσεις.

Λίγο νωρίτερα (13/12/2002) οι δύο θεσµοί µε συµφωνία τους προσέγγισαν την

εφαρµογή των συµφωνιών “Berlin Plus” που καθορίζουν τη διαδικασία

36 Η PCC δεσµεύει τους Νατοϊκούς συµµάχους να αναπτύξουν τις στρατιωτικές τους

ικανότητες, αν όχι σε όλο το εύρος, αλλά έστω σε εξειδικευµένους τοµείς. Ειδικότερα, αφορά

ένα σχετικά περιορισµένο σύνολο στρατιωτικών δυνατοτήτων που συγχρόνως επιτρέπει στα

µέλη να εστιάσουν και να εξειδικεύσουν στον τοµέα των στρατιωτικών ικανοτήτων που

µπορούν πραγµατικά να αναπτύξουν (niche capabilities). Το σύνολο των στρατιωτικών

δυνατοτήτων περιλαµβάνει χηµική, βιολογική, ραδιενεργή και πυρηνική άµυνα, έλεγχο και

επικοινωνίες, µάχιµο στράτευµα, όπλα υψηλής ακρίβειας, συστήµατα αεράµυνας,

ανεφοδιασµό αέρος, ναυτικές µεταφορές και αεροµεταφορές. Από το ευρύ αυτό πλαίσιο οι

σύµµαχοι µπορούν να κάνουν επιλογή του τοµέα που θα εστιάσουν. Είναι σαφές ότι το

µεγάλο µέρος του βαρέος οπλισµού παραµένει στις ΗΠΑ. Έστω κι έτσι όµως οι Ευρωπαίοι

αναγκάζονται να αναλάβουν συγκεκριµένες δεσµεύσεις (Burwell, 2003) 37 Από την επιτυχή εφαρµογή των δύο αυτών πρωτοβουλιών θα κριθεί σε µεγάλο βαθµό το

µέλλον του ΝΑΤΟ και κατά πόσον θα λειτουργήσει ως συγκολλητική δύναµη στην οποία οι

εταίροι θα ανανεώσουν τη δέσµευσή τους ή θα αποτελέσει πηγή απογοήτευσης και θα

οδηγήσει σε αδιέξοδο τη διατλαντική σχέση (Burwell, 2003). Σύµφωνα µε πολλούς αναλυτές

οι δύο πρωτοβουλίες όχι µόνον θέτουν το νέο προσανατολισµό του ΝΑΤΟ, αλλά πολύ

περισσότερο, αποτελούν µοναδική, ίσως και τελευταία, «ευκαιρία να µειωθεί η διάσταση στις

στρατηγικές ατζέντες και στις στρατιωτικές δυνατότητες µεταξύ της Ευρώπης και των ΗΠΑ, η

οποία κατά την τελευταία δεκαετία αυξανόταν» (Larrabee – Heibourg, 2003), Η οριστική

απάντηση εξαρτάται από πλήθος συνιστωσών µε κυριότερη τη στάση που θα υιοθετήσουν οι

ΗΠΑ, αλλά και το έτερο σκέλος της ευρωατλαντικής σχέσης, η ΕΕ

94

Page 100: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

συντονισµού ΕΕ – ΝΑΤΟ σε στρατιωτικές επιχειρήσεις38. Αν η προσέγγιση

των δύο δρώντων µε το διακανονισµό για την παροχή και πρόσβαση της ΕΕ

στους πόρους του ΝΑΤΟ αποτελούσε µία αισιόδοξη ένδειξη σύγκλισης, τότε

ως πραγµατικός καταλύτης και σηµείο τοµής στην επιτάχυνση της

συνεργασίας ΕΕ και ΝΑΤΟ συνιστά η Κοινή ∆ήλωση ΕΕ – ΝΑΤΟ για την

ΕΠΑΑ (16/12/2002) (NATO, EU-NATO Declaration on ESDP). ΕΕ και ΝΑΤΟ

καθορίζουν τις κοινές αξίες που διέπουν την ευρωατλαντική κοινότητα καθώς

και τις αρχές που διέπουν τη σχέση τους µε έµφαση στη συνεκτική και

αµοιβαίως ενισχυόµενη ανάπτυξη των κοινών στρατιωτικών δυνατοτήτων39. Η

Κοινή ∆ήλωση αποτελεί κορυφαία στιγµή (milestone σύµφωνα µε

χαρακτηρισµό του ίδιου του ΝΑΤΟ) της ευρωατλαντικής σχέσης. Έκλεισε µία

ενδιαφέρουσα και γεµάτη εξελίξεις χρονιά µε θετικό τρόπο κι αισιόδοξη

θεώρηση για το µέλλον της ευρωατλαντικής κοινότητας.

Σηµεία Σύγκλισης και Απόκλισης των Συνόδων Πράγας (ΝΑΤΟ) και Κοπεγχάγης (ΕΕ)

Οι Σύνοδοι Πράγας και Κοπεγχάγης σηµατοδοτούν τον κοινό

προσανατολισµό των δύο θεσµών για διεύρυνσή τους, προς την Ανατολική

38 Ο διακανονισµός επετεύχθη µε την άρση των διαφωνιών Τουρκίας και Ελλάδας και τη

µεταξύ τους συµφωνία, που µε τη σειρά του επέτρεψε την εξέλιξη της συνεργασίας ΕΕ και

ΝΑΤΟ) και, εντέλει οδήγησε στο «πλήρες», 14µερες Πλαίσιο της Berlin Plus Arrangement

(Price, 2004, Haine, 2004b). 39 Η συνεκτική και αλληλοϋποστηριζόµενη ανάπτυξη των κοινών πόρων αποτελεί ένα από τα

κυριότερα, και αµφιλεγόµενα, σηµεία της σχέσης ΝΑΤΟ και ΕΕ. Η απαίτηση για συνεκτική

ανάπτυξη των πόρων έτσι ώστε να αποφευχθούν οι περιττές επικαλύψεις βρίσκεται στην

κορυφή της ατλαντικής ατζέντας, αλλά η σηµασία της αναγνωρίζεται και από την ΕΕ. Ωστόσο

ζητήµατα σχετικά µε την αυτονοµία σχεδιασµού και διακριτά στρατηγεία αποτελούν τα κύρια

αίτια διαφορών και συνιστούν δυσεπίλυτα προβλήµατα. Είναι όµως κοινά παραδεκτό ότι τα

κράτη της ευρωατλαντικής κοινότητας δεν έχουν τη δυνατότητα για ανάπτυξη εντελώς

διακριτών για τους δύο θεσµούς πόρων. Οι δυνατότητες είναι πεπερασµένες κι ασφαλώς

µεγάλο µέρος των δυνάµεων θα είναι αναπόφευκτα κοινές (ενδεικτικά, Price, 2004). Από το

γεγονός αυτό ανακύπτουν ζητήµατα οικονοµική, πολιτικής, στρατιωτικής φύσης κι εντέλει,

ισχύος.

95

Page 101: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ευρώπη. Πέραν όµως των παρόµοιων γενικών στρατηγικών επιλογών, oι

ίδιες οι διευρύνσεις είναι µάλλον πολυδιάστατα φαινόµενα, µε πλήθος

πιθανών απολήξεων, ιδιαιτέρως στο στρατιωτικό – αµυντικό τοµέα. Καταρχήν

η ευρωπαϊκή διεύρυνση θα λειτουργούσε µάλλον θετικά για την ΕΠΑΑ.

Εξάλλου, ήδη ως συνδεόµενοι εταίροι και υποψήφια µέλη, ορισµένοι από τους

νεοεισελθόντες συνεισέφεραν δυνάµεις στην RRF. Οι περισσότεροι ανήκουν

και στους δύο οργανισµούς. Ωστόσο, οι γεωπολιτικές συνθήκες και η ιστορική

εµπειρία ωθεί τους περισσότερους να κλίνουν µάλλον προς τη στρατιωτική

συνεργασία µε τις ΗΠΑ, κι εποµένως µε το ΝΑΤΟ, παρά µε την ΕΕ, την οποία

αντιµετωπίζουν κυρίως στην οικονοµική – εµπορική και πολιτική της

διάσταση40. Προτιµούν να δεσµευτούν στον εκσυγχρονισµό του ΝΑΤΟ, παρά

στην «εκ του µηδενός» δηµιουργία µίας ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναµης µε

αµφίβολή ισχύ και ικανότητα προστασίας τους (Rummel, 2002, 457). Οι

εγγενείς αδυναµίες της ΕΠΑΑ, η έλλειψη δεσµεύσεων, κανονισµών, κριτηρίων

και standards συµµετοχής και συνεισφοράς, καθιστούν την αξία και το ρόλο

της δυσδιάκριτα στα νέα µέλη. Επιπλέον είναι ορατός ο κίνδυνος άµβλυνσης

της πολιτικής ικανότητας για λήψη αποφάσεων στην ΚΕΠΠΑ αναδεικνύοντας

την ανάγκη για ισόρροπη ανάπτυξη του πολιτικού, αποφασιστικού οργάνου

(ΚΕΠΠΑ) και του εκτελεστικού (ΕΠΑΑ)41.

Μία αδροµερής αναφορά στα σηµεία σύγκλισης και στις αποκλίσεις που

φαίνεται να προκύπτουν από τις τελευταίες αυτές εξελίξεις θα καθιστούσε πιο

ευκρινή τα προβλήµατα και τους σκοπέλους, αλλά και την ευκαιρία για

µελλοντική συνεργασία και αναπροσαρµογή των σχέσεων µεταξύ ΝΑΤΟ και

ΕΠΑΑ. 40 Η ιστορική εµπειρία των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και η «έµφυτη»

ανησυχία τους για τη πιθανή ρωσική απειλή τις ωθεί στην «επιλογή» των ΗΠΑ ως φυσικού

συµµάχου και συνεπώς του ΝΑΤΟ ως οµπρέλας προστασίας. Ωστόσο η σταδιακή

αποδέσµευση των ΗΠΑ από την Ευρώπη και η συνακόλουθη υιοθέτηση ενός µάλλον

παγκόσµιου ρόλου για το ΝΑΤΟ καθώς και η άµβλυνση της «τραχείας» σχέσης τους µε τη

Ρωσία θα µπορούσαν να µετατρέψουν σταδιακά τη θεώρησή τους ενθαρρύνοντας τη

συµµετοχή τους στην ΕΠΑΑ. 41 Ακροθιγώς µόνον ας αναφερθεί το µεγάλο ζήτηµα του τρόπου λήψης αποφάσεων καθώς

και των δυνατοτήτων δράσης µε ενισχυµένες συνεργασίες µικρότερων οµάδων που το

επιθυµούν. Το ζήτηµα αυτό, καίριο για την εύρυθµη λειτουργία της ΚΕΠΠΑ και την ίδια την

ύπαρξη της ΕΠΑΑ συνιστά πόλο συζητήσεων, διαφωνιών και προτάσεων στην ΕΕ.

96

Page 102: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Σηµεία Σύγκλισης

1. η προοπτική λειτουργίας της NRF και της ERRF συµπληρωµατικά,

εφόσον έχουν διαφορετική στοχοθεσία: υψηλής έντασης πολεµικές

επιχειρήσεις µακριά, κυρίως, από ευρωπαϊκό έδαφος η πρώτη,

ειρηνευτικές και σταθεροποιητικές επιχειρήσεις εντός Ευρώπης κυρίως

η δεύτερη42. 2. οι πρωτοβουλίες – δεσµεύσεις ΝΑΤΟ και ΕΕ (PCC και ECAP) µπορούν

να λειτουργήσουν ενισχυτικά στην αύξηση των στρατιωτικών

ικανοτήτων των ευρωπαϊκών εταίρων µε στόχο την επιθυµητή µείωση

της ψαλίδας ανάµεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και την άσκηση

µεγαλύτερης επιρροής της ΕΕ στις αποφάσεις των ΗΠΑ43. 3. από το προηγούµενο απορρέει η πιθανότητα µείωσης της µονοµέρειας

των ΗΠΑ και της τάσης τους για αποµονωτισµό και αποµάκρυνση από

την Ευρώπη.

42 Την άποψη αυτή για τον καταµερισµό ουσιαστικά των κινδύνων και των απειλών και των

αντίστοιχη διαχείριση κρίσης υιοθετούν πολλοί αναλυτές µε επιµέρους διαφοροποιήσεις ως

προς το επίπεδο, ή την «απολυτότητα» του καταµερισµού (ενδεικτικά, Gartner, 2002, Biscop.

2002, Rivolta, 2003, Price, 2004, Haine, 2004b). Οι απόψεις συνιστούν µάλλον ένα συνεχές

που καλύπτει τη διακριτή διαφοροποίηση, το λειτουργικό καταµερισµό, τον καταµερισµό αλλά

µε περιπτώσεις κοινών επιχειρήσεων, τη συµπληρωµατικότητα δράσεων, κ.λπ. Άλλοι ωστόσο

µελετητές (Hunter, 2004) αντιµετωπίζουν κριτικά µία τέτοια εξέλιξη η οποία θα συντελούσε σε

σταδιακή και περαιτέρω αποµάκρυνση των ευρωατλαντικών εταίρων. Επιπλέον πέραν της

διαφοροποίησης ΝΑΤΟ και ΕΕ, καίριος παράγοντας στο ζήτηµα του καταµερισµού είναι οι

ΗΠΑ και η βούλησή τους να στηριχθούν στους ευρωπαίους εταίρους, κυρίως µέσω του ΝΑΤΟ

ή και της ΕΠΑΑ, ή, αντιθέτως η προτίµησή τους για µονοµερή δράση και ad hoc συµµαχίες,

όπως και η προθυµία τους να συµµετάσχουν ενεργά σε ειρηνευτικές, σταθεροποιητικές

επιχειρήσεις που συνήθως είναι χρόνιες και ιδιαιτέρως απαιτητικές σε ικανότητες και πόρους. 43 Αυτή είναι η «αισιόδοξη» άποψη που υποστηρίζουν αρκετοί µελετητές. Σύµφωνα µε την

ίδια άποψη οι απορρέουσες από τις πρωτοβουλίες και τις κινήσεις αυτές στρατιωτικές

δυνάµεις, ERRF και NRF µπορούν συνδυαστικά να λειτουργήσουν ευεργετικά για τους

Ευρωπαίους ενισχύοντας τις ικανότητες, την αξιοπιστία, την εικόνα τους (και τη συνακόλουθη

άσκηση επιρροής) στις ΗΠΑ µε τελικό θετικό αποτέλεσµα την επίτευξη ισορροπίας στη

διατλαντική σχέση (ενδεικτικά Rivolta (2003), Gartner (2002), Patten (2001), Hunter, 2004))

97

Page 103: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

4. ειδικότερα, η ανάπτυξη της PCC και η υλοποίηση της NRF αυξάνει τη

διαλειτουργικότητα στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, στοιχείο που παραµένει

πάντα ζητούµενο στον οργανισµό. Η υπαγωγή του στρατηγικού

σχεδιασµού των νατοϊκών εταίρων και η ανάπτυξη των στρατιωτικών

δυνατοτήτων τους σε ένα κοινό πλαίσιο θα επιτρέψει την ύπαρξη

συµβατών δυνάµεων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ µε ενισχυµένη

διαλειτουργικότητα44. Ωστόσο, γίνεται σαφές ότι η σύγκλιση δεν εξαρτάται αποκλειστικά, ίσως

µάλλον ούτε κυρίως, από τους στρατιωτικούς εξοπλισµούς. Η κυριότερη

διάσταση είναι η ύπαρξη - ή έλλειψη - πολιτικής βούλησης από τις δύο

πλευρές του Ατλαντικού45

Σηµεία απόκλισης

1. για την NRF τίθεται εύλογα ερώτηµα αν είναι πράγµατι δυνατός ο

συντονισµός 26 κρατών ή αν εντέλει οδηγήσει στη δηµιουργία

«εφήµερων» συµµαχιών λίγων κρατών που ανάλογα µε την περίπτωση

θέλουν και µπορούν να αναλάβουν δράση, καταλήγοντας έτσι ξανά σε

ad hoc συµµαχίες. Είναι δυνατός ο σχεδιασµός µίας ενιαίας

στρατιωτικής αντίδρασης του συνόλου των 26 µελών; (Larrabee –

Heibourg, 2003);

44 Εφόσον οι επιθυµητές στρατιωτικές ικανότητες συµπίπτουν σε µεγάλο βαθµό, η συµβατή

τους ανάπτυξη, µε κοινά standards και προδιαγραφές θα επέτρεπε το συνδυασµό τους, ο

οποίος, σύµφωνα µε πολλούς αναλυτές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, θα είναι

ευεργετικός και για τους δύο θεσµούς 45 Το χάσµα όµως ανάµεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού φαίνεται σταδιακά (ή έστω κατά

καιρούς) να βαθαίνει και οι διαφοροποιήσεις των µέχρι πρόσφατα αρµονικώς

συνεργαζοµένων εταίρων πολλαπλασιάζονται και γίνονται ουσιαστικότερες. Αποκορύφωµα

αποτελεί η διατλαντική κρίση αναφορικά µε τον πόλεµο του Ιράκ, και πιο συγκεκριµένα την

ανάληψη µονοµερούς στρατιωτικής δράσης από τις ΗΠΑ, εκτός του πλαισίου του ΟΗΕ. Η

κρίση αυτή δεν αποτελεί απλώς µία ένδειξη ή έκφραση των διατλαντικών αποκλίσεων, αλλά

συµπεριλαµβάνει δοµικά στοιχεία διαφοροποίησης των εταίρων της ευρωατλαντικής σχέσης.

Το καίριο ερώτηµα εποµένως είναι κατά πόσον οι διαφορές ΕΕ – ΗΠΑ έχουν χαρακτήρα

µόνιµο και δοµικό ή πρόσκαιρο και περιστασιακό; (Nelson, (2002), Neuhold, (2003))

98

Page 104: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

2. οι Ευρωπαίοι δε φαίνονται να αυξάνουν τις αµυντικές τους δαπάνες

στο εύρος που απαιτείται, ούτε στο πλαίσιο της DCI του ΝΑΤΟ, ούτε µε

αφορµή τη δροµολόγηση της αµυντικής πολιτικής της ΕΕ. Μη αύξηση

των αµυντικών δαπανών µε ταυτόχρονη αναδιάρθρωση των

εξοπλιστικών συστηµάτων οδηγεί αναπόφευκτα σε µεγαλύτερη

αποδέσµευση των ΗΠΑ από την Ευρώπη. 3. οι ΗΠΑ αποδεσµεύουν σταδιακά τις δυνάµεις τους από το ΝΑΤΟ,

στοιχείο που θίγει αποφασιστικά το νόηµα της διαλειτουργικότητας του

ΝΑΤΟ και µπορεί να λειτουργήσει αποθαρρυντικά στους Ευρωπαίους

εταίρους που διαβλέπουν την αποµάκρυνση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ

και την Ευρώπη και την κατά βούληση και περίπτωση συνεργασία 4. είναι εύλογο το ερώτηµα αν η ανάπτυξη συστηµάτων τελευταίας

τεχνολογίας και από την πλευρά των Ευρωπαίων δεν θα αποτελούσε

περιττή κατασπατάληση πόρων και άχρηστη επανάληψη εφόσον

αντίστοιχα συστήµατα διαθέτουν ήδη οι ΗΠΑ (Larrabee – Heibourg,

(2003), Gartner, (2002), Price, (2004)). 5. το σηµαντικότερο ίσως σηµείο απόκλισης, το οποίο άπτεται και του

ψυχολογικού παράγοντα και εγγίζει σε µεγάλο βαθµό την κοινή γνώµη

των ευρωπαϊκών κρατών, και κατά συνέπεια καλύπτει όλα τα άλλα

σηµεία, είναι ότι, µε τη στάση του τα τελευταία χρόνια, το ισχυρότερο

και σηµαντικότερο µέλος της Συµµαχίας, οι ΗΠΑ, αποτελεί πλέον πηγή

ανασφάλειας για ένα µεγάλο µέρος ευρωπαίων πολιτών (Lamers,

2003).

Παρουσίαση και Σύγκριση των ERRF και NRF

Ο σχεδιασµός των δύο ∆υνάµεων καταδεικνύει το διαφορετικό προφίλ και τις

διαφορετικές ανάγκες που στοχεύουν να καλύψουν (βλ. και παραπάνω

«Σηµεία Σύγκλισης»). Έτσι, το δυναµικό της ERRF αποτελείται από 60000

στρατιώτες µε ανάπτυξη σε 60 ηµέρες και ικανότητα να µάχονται µε αυτάρκεια

για ένα έτος. Κύριος στόχος της είναι η ανταπόκριση στα καθήκοντα

Petersberg των οποίων το εύρος εκτείνεται από ανθρωπιστικές επεµβάσεις

έως την επιβολή ειρήνης. Σύµφωνα µε τις αποφάσεις της Ένωσης για τον

99

Page 105: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Κατευθυντήριο Στόχο (Headline Goal) η γεωγραφική ακτίνα των ευρωπαϊκών

επιχειρήσεων είναι 4000 χλµ. από τις Βρυξέλλες µε δυνατότητα επέκτασής

της έως 10000 χλµ. για ανθρωπιστικές επιχειρήσεις, αν και η επικρατούσα

άποψη θεωρεί ότι το σώµα θα δραστηριοποιείται κυρίως εντός ευρωπαϊκού

εδάφους και για πιο µακρινές αποστολές τα ίδια στρατεύµατα θα επιχειρούν

υπό τη σηµαία του ΟΗΕ (Missiroli, 2003).

Από την άλλη, ο σχεδιασµός της NRF, η οποία προγραµµατίζεται να τεθεί σε

πλήρη λειτουργία το 2006, περιλαµβάνει στράτευµα 21000 στρατιωτών µε

δυνατότητα πλήρους ανάπτυξης σε επτά ηµέρες και αυτάρκεια ενός µήνα.

Είναι εµφανές ότι ο σχεδιασµός στοχεύει σε περιπτώσεις ταχείας εισβολής για

µία σύντοµη αποστολή ή για χρήση της δύναµης ως πρώτης οµάδας

κρούσης. Γίνεται σαφές ότι η συλλογική άµυνα δεν αφορά τόσο την

ευρωπαϊκή δύναµη, αλλά αφήνεται στο ΝΑΤΟ ο πρωταρχικός ρόλος.

Από την ανωτέρω περιγραφή αναδύονται ερωτήµατα σχετικά τόσο µε τη

δυνατότητα συνεργατικής/ παράλληλης ανάπτυξής τους ή τον ενδεχόµενο

ανταγωνισµό τους. Αν η Ευρωπαϊκή ∆ύναµη φαίνεται να στοχεύει στη

διατήρηση ή και την επιβολή ειρήνης, σε περιφερειακό επίπεδο

πραγµατώνοντας έτσι τις βασικές αρχές της ΕΕ, η Νατοϊκή ∆ύναµη, βάσει του

σχεδιασµού της, θα πρέπει να ανταποκριθεί σε υψηλής έντασης πεδία µάχης

(Price, 2004). Φαίνεται να πρόκειται για ∆υνάµεις των οποίων η δράση είναι

διαφορετικού είδους και σε διαφορετικά πεδία..

Ωστόσο, ανακύπτει η απορία κατά πόσο είναι εφικτή η συνεργασία τους στο

επίπεδο του σχεδιασµού, του προγραµµατισµού, του στρατιωτικού δόγµατος

ακόµη (Rivolta, (2003), Price, (2004)). Τίθεται το ερώτηµα αν, αντί να

αναπτυχθούν ως ανταγωνιστικές δυνάµεις, υπάρχει η δυνατότητα «ειρηνικής

συνύπαρξης» µε σαφή «καταµερισµό» καθηκόντων/ πεδίων δράσης. Αν η ΕΕ

µπορεί να παίξει τον πρωτεύοντα ρόλο στα Βαλκάνια, αλλά και να

εξασφαλίσει τη διατήρηση της ειρήνης σε άλλες περιοχές έντασης και κρίσης,

το ΝΑΤΟ πρέπει να είναι έτοιµο να αντιδρά ταχέως σε απειλές – ακόµη και σε

αποµακρυσµένες περιοχές (Haine, 2004b)46.

46 Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι το ζήτηµα δεν είναι µόνον, ή κυρίως, τεχνικό και

συνυφασµένο µε το είδος των στρατιωτικών δυνάµεων και των εξοπλισµών. Το θέµα που

ανακύπτει είναι πρωτίστως, και ίσως αµιγώς, πολιτικό. Η συνεργασία και η οµαλή συνύπαρξη

100

Page 106: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ορισµένοι µελετητές αναδεικνύουν την αξία της ταυτόχρονης και ισόρροπης

ανάπτυξης των δύο δυνάµεων. Σύµφωνα µε τον Rivolta (2003) αποτελεί

στρατηγικό συµφέρον της ΕΕ η επιτυχία τόσο του Headline Goal, όσο και η

µεταρρύθµιση του ΝΑΤΟ, αφού θα λειτουργήσει θετικά στην εξισορρόπηση

των διατλαντικών σχέσεων. Ωστόσο η αρχή που πρέπει να διέπει τη σχέση

ERRF – NRF δεν είναι παρά η συµπληρωµατικότητα εµφορούµενη από

πνεύµα συνεργατικότητας και ισοτιµίας δίχως προσκόλληση σε διαφωνίες

περί «ηγεσίας». Ωστόσο η εφαρµογή στην πράξη ενέχει δυσχέρειες

πολλαπλής φύσεως47.

Ίσως το βαθύτερο αίτιο των συγκρούσεων, ή έστω των αντικρουόµενων

απόψεων έγκειται περισσότερο στην κοινότητα παρά στην ετερότητα των

δεδοµένων. Πιο συγκεκριµένα, τα νέα γεωπολιτικά δεδοµένα και οι νέες

απειλές οδηγούν τους θεσµούς στην ανάληψη νέων ρόλων και πρωτοβουλιών

µετασχηµατισµού. Και οι δύο οργανισµοί αποσκοπούν σε µία

αποτελεσµατικότερη και «ολιστική» προσέγγιση των απειλών µε αποτέλεσµα

να επιδιώκουν θεσµικές µεταρρυθµίσεις προκειµένου να αποκτήσουν διττή

ταυτότητα µε στοιχεία πολιτικά και στρατιωτικά. Αποτελεί κοινή αντίληψη ότι

το στρατιωτικό – αµυντικό σκέλος αφορά ως επί το πλείστον τη διαχείριση

ποικιλόµορφων κρίσεων48, µε αποτέλεσµα ο απώτερος στόχος και των δύο

δυνάµεων να συµπίπτει σε µεγάλο βαθµό (Neuwahl, 2003)49.

των δύο οργανισµών εξαρτάται από το βαθµό στον οποίο θα µπορούν να έχουν κοινά

συµφέροντα και τις ίδιες προσεγγίσεις για την αντιµετώπιση διεθνών κρίσεων. Κρίσιµος είναι

στο σηµείο αυτό ο ρόλος των ΗΠΑ, η θεώρησή τους για το διεθνές σύστηµα καθώς και ο

τρόπος που επιλέγουν να επιλύουν τις διεθνείς κρίσεις που ανακύπτουν (Polenz, 2004). 47 Αρκετά ζητήµατα παραµένουν εκκρεµή. Οι κανόνες που θα διέπουν τη συνεργασία των δύο

δυνάµεων, αν και διέπεται από τη Συµφωνία – πλαίσιο Berlin Plus (µάλλον δεν έχουν

παγιωθεί, αφού πρόκειται για πολιτικές εξελίξεις που υπόκεινται σε συνεχείς

αναπροσαρµογές. Από τα σηµαντικότερα συναφή ζητήµατα είναι η επικάλυψη και οι πιθανές

συνέπειές της για τον κάθε οργανισµό, αλλά και για την πορεία της ευρωατλαντικής σχέσης.

Επιπλέον, η πολιτική προτεραιότητα της µίας ή της άλλης δύναµης είναι ένα από τα

απορρέοντα προβλήµατα, όπως και η δυνατότητα αµοιβαίας χρήσης τους (της ERRF και από

το ΝΑΤΟ, της NRF και για την ΕΕ) 48 Στα κείµενα και των δύο θεσµών, ήδη από τις αρχές της προηγούµενης δεκαετίας (π.χ.

NATO Strategic Concept, Κείµενα της ΕΕ σχετικά µε την ΕΠΑΑ, το ρόλο και τη στόχευσή της)

101

Page 107: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Η µόνη εφικτή διάκριση αφορά στη ευθύνη της συλλογικής άµυνας, που

επαφίεται στο ΝΑΤΟ και δεν αποτελεί καθήκον της ΕΕ. Σηµαντικότερη

συνέπεια που απορρέει είναι η διάρθρωση των εθνικών στρατών προς µικρές,

σύνθετες, ευέλικτες και διαλειτουργικές δυνάµεις.

ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ: Προς την υλοποίηση των στόχων

Οι εξελίξεις στις διατλαντικές σχέσεις το 2002, µε αποκορύφωµα τη ∆ήλωση

συνεργασίας ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ και την επίτευξη συµφωνίας για την εφαρµογή

της Berlin Plus, µε τις αµοιβαίες υποχωρήσεις Ελλάδας και Τουρκίας

δηµιουργούσαν ένα ιδιαιτέρως θετικό κλίµα στον ευρωατλαντικό χώρο κι

έδιναν δυνατότητες για απρόσκοπτη υλοποίηση των στόχων των δύο

αµυντικών θεσµών50. Η Συµφωνία Berlin Plus (17/3/2003) (NATO, Berlin Plus

Agreement), που συνιστά «ένα ολοκληρωµένο πακέτο συµφωνιών µεταξύ του

ΝΑΤΟ και της ΕΕ δεσµεύει τα δύο µέρη κι επιτρέπει τη διεξαγωγή

ευρωπαϊκών επιχειρήσεων µε την υποστήριξη (στο σχεδιασµό ή στους είναι εµφανής η ανάδειξη της σηµασίας της διαχείρισης κρίσεων και η συνακόλουθη µείωση

της αµεσότητας της απειλής για συλλογική άµυνα. 49 Το ζήτηµα περιπλέκεται ακόµη περισσότερο από την εµπειρία που αντλείται από την

αντιµετώπιση των ποικίλων κρίσεων που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια. Η διάκριση

µεταξύ αποστολών για τα Petersberg Tasks και άλλων για κρίσεις συνδεόµενες µε OMK ή

τροµοκρατία που θα διευκόλυνε τον καταµερισµό τους σε ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ είναι µάλλον

αναχρονιστική (Rivolta, 2003). Οι κρίσεις δεν έχουν προβλέψιµες εξελίξεις, ούτε

προκαθορισµένες απαιτήσεις. Επιπλέον οι πόροι των κρατών και από τους οποίους αντλούν

οι δύο δυνάµεις είναι περιορισµένοι και δεν ταυτοποιούνται µε το ένα ή το άλλο «είδος

κρίσης». Συνεπώς, αν πρόκειται να υπάρξει κάποιος καταµερισµός καθηκόντων στην

ευρωατλαντική κοινότητα, αυτός δεν πρέπει να θεωρείται ότι είναι στρατιωτική υπόθεση, αλλά

πρωτίστως πολιτικό ζήτηµα και απόφαση. Εφόσον οι ίδιες δυνάµεις εµπλέκονται και στους

δύο οργανισµούς, ενώ η διαχείριση της κρίσης δεν προκαθορίζει το είδος ή την ποσότητα των

αναγκαίων πόρων λόγω της συνήθους απρόβλεπτης εξέλιξής τους, υπόκειται σε πολιτική

αξιολόγηση η επιλογή ποια δύναµη θα την αναλάβει 50 Πράγµατι, στη συνάντηση του Βορειοατλαντικού Συµβουλίου (North Atlantic Council) και

της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Πολιτικής κι Ασφάλειας (EU PSC) (5/2/2003) συζητήθηκε η

κατάσταση στα Βαλκάνια, το θέµα της πρόσβασης στους πόρους του ΝΑΤΟ – βάσει της

τελικής συµφωνίας που είχε επιτευχθεί – µε απώτερο στόχο την ανάληψη επιχειρήσεων από

την ΕΕ στα Βαλκάνια.

102

Page 108: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

κατεξοχήν στρατιωτικούς πόρους) του ΝΑΤΟ51. Ταυτοχρόνως η ΕΕ βάδιζε

σταθερά στην πραγµάτωση των στόχων µε κύριο προσανατολισµό τη

βελτίωση των αµυντικών πόρων52.

Ωστόσο η κρίση που ξέσπασε σε διεθνές, και κυρίως ευρωατλαντικό επίπεδο

σχετικά µε την απόφαση των ΗΠΑ να προχωρήσουν σε επέµβαση στο Ιράκ

δίχως την έγκριση του ΣΑ του ΟΗΕ53, αλλά και δίχως να αποσπάσουν την

καθολική συναίνεση των συµµάχων τους έφερε στην επιφάνεια πολλές από

τις δοµικές αδυναµίες του ευρωατλαντικού συστήµατος στο σύνολό του54. Η

51 Από τον Ιανουάριο 2003 η ΕΕ έχει αναλάβει ή έχει εµπλακεί ενεργά σε αποστολές στη

Βοσνία – Ερζεγοβίνη (European Police Mission, EUPM), τη FYROM (Concordia), και τη

∆ηµοκρατία του Κονγκό (Artemis). Στις αποστολές αυτές τα καθήκοντά της εκτείνονταν από

την επιβολή της έννοµης τάξης και την επίβλεψη κατάπαυσης του πυρός, έως την ασφάλεια

και τη διαχείριση ανθρωπιστικής κρίσης. Πιο συγκεκριµένα στη FYROM η ΕΕ ανέλαβε από

την Νατοϊκή αποστολή, ενώ στην Βοσνία οι ευρωπαϊκές δυνάµεις ανέλαβαν από τον ΟΗΕ

(βλ. σχετικά Allerkamp (2004), Missiroli (2003), Price (2004)). 52 Στη Γαλλοβρετανική συνάντηση στο Touquet (2/2003), ένα «δεύτερο St Malo»,οι δύο

χώρες ανέλαβαν πάλι πρωτοβουλία κι ανέδειξαν την ανάγκη δηµιουργίας ενός Γραφείου

Ανάπτυξης και ∆ηµιουργίας Αµυντικών Ικανοτήτων (Defence Capabilities Development and

Acquisition Agency) µε στόχο το συντονισµό, εξορθολογισµό και την ενίσχυση των

ευρωπαϊκών πόρων (βλ. Rivolta (2003), Barnier (2004) και Allerkamp (2004)). Οι οµάδες

εργασίας του ECAP (2001) ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους και κατέθεσαν αναφορά (Μάρτιος

2003), όπου εκτός των άλλων πρότεινε τη σύγκληση ενός ακόµη Συνεδρίου για τις Ικανότητες

(Capabilities Conference) (Mάιος 2003) µε στόχο να αναλάβουν τα µέλη µεγαλύτερες

δεσµεύσεις. 53 H 11/9 οδήγησε σε αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ. Η αµερικανική διακυβέρνηση

αναθεώρησε το κόστος µίας πολιτικής περιορισµού (containment), η οποία ωστόσο δεν

φάνηκε να αποδίδει, και κατέληξε έτσι στο συµπέρασµα ότι ο Αµερικανικός λαός θα δεχόταν

να πληρώσει το κόστος µίας στρατιωτικής επέµβασης (Croci, 2003). 54 Οι ΗΠΑ προχώρησαν στην απόφασή τους για επέµβαση στο Ιράκ δίχως τελικό πόρισµα

από τους επιθεωρητές της ∆ιεθνούς Υπηρεσίας Ατοµικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ). Αυτό δυσχέραινε

τη λήψη σχετικής απόφασης στον ΟΗΕ, αλλά και απωθούσε την ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι

την ίδια περίοδο η ΕΕ είχε επιτύχει την πρώτη ίσως αυθεντική Ευρωπαϊκή στρατηγική που

υλοποιούταν µέσω ενός Κοινού Σχεδίου ∆ράσης (Common Action Plan) για την

καταπολέµηση των ΟΜΚ. (ενδεικτικά βλ. Duke (2002) που αναδεικνύει τη λειτουργία του για

αποτελεσµατική και µακροπρόθεσµη αντιµετώπιση της τροµοκρατίας, και Haine (2004) που

αποδεικνύει την εναργή λειτουργία της ΕΠΑΑ, ακόµη και κατά την «ιρακινή» κρίση). Βασικές

κατευθύνσεις του Σχεδίου συνιστούν τόσο η πολυµερής δράση µε την ενίσχυση της ΙΑΕΑ και

του ΣΑ ΟΗΕ, αλλά και η βούληση της ΕΕ να επιβάλλει αυστηρότερα µέτρα στους

103

Page 109: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

κρίση ωστόσο δεν ήταν µόνον σε διατλαντικό επίπεδο, αλλά και

ενδοευρωπαϊκή µε τα νέα µέλη να ακολουθούν στην πλειονότητά τους µία

διαφορετική πολιτική, συνεπικουρούµενοι κι από ορισµένους από τους 15, τη

Βρετανία και την Ισπανία πρωτίστως55. Η ενδοευρωπαϊκή κρίση έφερε στην

επιφάνεια τις διαρθρωτικές αδυναµίες της ΚΕΠΠΑ, αφού η ΕΕ δεν κατάφερε

τον πλέον πρωταρχικό στόχο της «να µιλά µε µία φωνή», αναδεικνύοντας τις

ελλείψεις στη χάραξη ενιαίας στρατηγικής και κοινού στρατηγικού σχεδίου, το

κύριο αίτιο της ενδοευρωπαϊκής διάσπασης, καθώς και στη στρατιωτική κι

αµυντική ικανότητα που θα τους καταστούσε αξιόλογους συµµάχους56.

Εξίσου ισχυρό ήταν το «χτύπηµα» στο ΝΑΤΟ. Αν και το άρθρο 5 της

Συνθήκης, οι ΗΠΑ προτίµησαν να µην κάνουν χρήση του, εν ολίγοις δε

δέχτηκαν τη βοήθεια των συµµάχων τους (Neuhold, 2003). Προτίµησαν την

ατοµική πορεία και τη µη εµπλοκή και ανάµειξη του ΝΑΤΟ57. Η διακυβέρνηση

Μπους έκρινε ότι δε χρειαζόταν – και δεν επιθυµούσε – την ανάµειξη του

ΝΑΤΟ. Επιγραµµατικά οι λόγοι συνδέονται πρώτον, µε το γεγονός ότι η

οικονοµικούς εταίρους της, ακόµη και να καταφύγει σε χρήση βίας µε τη σύµφωνη γνώµη του

ΟΗΕ. Η ΕΕ σηµείωσε επιτυχία στον τοµέα αυτό µε την άσκηση της πολιτικής της προς το

Ιράν, το οποίο αποδέχτηκε, καταρχάς, έλεγχο από την ΙΑΕΑ. 55 Τα νέα µέλη αποφάσισαν να συνεπικουρήσουν τις ΗΠΑ και να συµµετάσχουν στις

επιχειρήσεις στο Ιράκ σε συµµαχία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Τα κράτη της ΚΑ Ευρώπης είναι

στραµµένα πρωτίστως προς τις ΗΠΑ, και το ΝΑΤΟ, για την ασφάλειά τους, κυρίως λόγω της

ιστορικής εµπειρίας τους και του ενυπάρχοντος φόβου της Ρωσικής απειλής.H Ουάσινγκτον

ενδυνάµωσε την κριτική της και αύξησε την πίεση προς τους Ευρωπαίους εταίρους για το

θέµα των στρατιωτικών δυνατοτήτων. Ωστόσο, όσον αφορά στην επίθεση στο Ιράκ, η

Ευρώπη διχάστηκε, αλλά ο γαλλογερµανικός άξονας ενέµεινε στην υιοθέτηση ενός

εναλλακτικού σχεδίου µε µεγαλύτερη εµπλοκή του ΟΗΕ και χρήση βίας µε απόφαση του

Συµβουλίου Ασφαλείας του Οργανισµού. 56 Υπάρχει ωστόσο κι ένα αισιόδοξο στοιχείο που αναδύεται. Παρά τις διενέξεις σε

ενδοευρωπαϊκό, διατλαντικό και νατοϊκό επίπεδο η Συµφωνία Berlin – Plus παρέµεινε

ανεπηρέαστη επιτρέποντας τη συνεργασία ΕΕ και ΝΑΤΟ και τελικώς την πραγµατοποίηση

της ευρωπαϊκής Concordia στη FYROM (3/2003). 57 Ωστόσο η στάση αυτή φαίνεται να αλλάζει σταδιακά µε την επιθυµία των ΗΠΑ για

περαιτέρω ανάµειξη του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν µε την προσφορά επιπλέον βοήθειας. Ο

(πρώην) Γραµµατέας του ΝΑΤΟ Λόρδος Robertson ζήτησε από τις κυβερνήσεις των

Νατοϊκών εταίρων να επιδείξουν την πολιτική βούληση για εµπλοκή και χρήση περισσοτέρων

δυνάµεων στο Αφγανιστάν (BBC NEWS)

104

Page 110: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

στρατιωτική συνεισφορά των συµµάχων θα ήταν αµελητέα µπροστά στην

ισχυρή και τελευταίας τεχνολογίας στρατιωτική µηχανή των ΗΠΑ. Επιπλέον, οι

ΗΠΑ µάλλον δεν επιθυµούσαν έναν πόλεµο «υπό επιτροπεία» (war by

committee) (Haine2004b). Είχαν ήδη την αρνητική για εκείνους εµπειρία από

τη Γιουγκοσλαβία (Κόσοβο, 1999) στην οποία συµµετείχαν εξίσου τα άλλα

µέλη του ΝΑΤΟ, γεγονός που δυσχέραινε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Το πλήγµα ήταν µεγάλο για το ΝΑΤΟ, που φαίνεται σταδιακά να εκπίπτει σε

ad hoc συµµαχίες, δίχως να επιτελεί την πρωτεύουσα λειτουργία του της

ουσιαστικής στρατιωτικής συνεργασίας. Οι δικές του δοµικές ελλείψεις

µειώνουν τη σηµασία του για τις ΗΠΑ58. Συγχρόνως όµως αναδεικνύουν ένα

νέο πεδίο δράσης για την Ευρώπη.

Η σχέση ΕΠΑΑ – ΝΑΤΟ: το ζήτηµα των στρατηγείων

Ωστόσο, οι ρόλοι της ΕΠΑΑ και του ΝΑΤΟ παραµένουν ρευστοί και τα όριά

τους µη επακριβώς καθορισµένα. ∆εν είναι εύκολη η απάντηση στο ερώτηµα

«σε ποια σχέση θα βρίσκεται το ΝΑΤΟ µε την καθαυτό ευρωπαϊκή άµυνα». Οι

Ευρωπαίοι, µε δεδοµένη την επιλεκτική και όχι επί ίσοις όροις αντιµετώπιση

τους από τους αµερικανούς συµµάχους, επιδιώκουν την αυτονοµία της

ΕΠΑΑ59. Ας προστεθεί εδώ απλώς ότι υπό το πρίσµα της διεύρυνσης της ΕΕ

58 Σύµφωνα µε ορισµένους αναλυτές, η µάλλον περιορισµένη αξία του οφείλεται στο γεγονός

ότι στερείται λόγο ύπαρξης για την καταπολέµηση της τροµοκρατίας (Kovacs, EFA, 2003). Η

απειλή αυτή, αν και κρίνεται ως µέγιστη για τις ΗΠΑ, ωστόσο δεν θεωρείται ικανή να θέσει σε

κίνδυνο την εθνική κυριαρχία ή την ίδια την ύπαρξη µίας χώρας. Όµως, σήµερα οι ΗΠΑ

φαίνεται να επιθυµούν περαιτέρω συµµετοχή κι εµπλοκή του ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα σε περιοχές

όπου υπάρχουν κοιτίδες τροµοκρατίας, ανταρτοπόλεµος (Ιράκ, Αφγανιστάν), στοιχείο που

ίσως υποδεικνύει µία µεταστροφή στη στάση των ΗΠΑ. Η µετά-Ιράκ εποχή µάλλον τείνει στην

«επούλωση των πληγών» της διατλαντικής συµµαχίας. Οι διατλαντικές ρήξεις για θέµατα

εξωτερικής πολιτικής µάλλον θα µειώνονται επιτρέποντας τη σύγκλιση των διαφορετικών

«ταυτοτήτων» (Nelson, 2002) Ευρώπης και ΗΠΑ που τόσο είχαν αποµακρυνθεί λόγω της

ιρακινής κρίσης. 59 Εδώ όµως τα ζητήµατα δεν είναι µονοδιάστατα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η ΕΕ δεν

φαίνεται να χαρακτηρίζεται από οµοθυµία στο θέµα της ευρωπαϊκής άµυνας και της

διατλαντικής σχέσης. Επιπλέον, η αυτονοµία της ΕΠΑΑ συνεπάγεται ορισµένες στρατιωτικές

105

Page 111: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

και της συνακόλουθης λήψης αποφάσεων, τα προβλήµατα της πολυµέρειας

και της πολυδιάσπαση – και συνεπώς η αναποτελεσµατικότητα – καθίστανται

εµφανέστερα στον 2ο Πυλώνα του ευρωπαϊκού Οικοδοµήµατος (ΚΕΠΠΑ).

Επιπλέον, ένας βασικός πόρος της ΚΕΠΠΑ µοιάζει να µένει ανεκµετάλλευτος,

ακριβώς λόγω της έλλειψης κοινής και ενιαίας στρατηγικής δράσης. Το

παγκοσµίως ανεπτυγµένο διπλωµατικό δίκτυο των κρατών µελών θα

µπορούσε, µε επαρκή συντονισµό να λειτουργήσει προς επίρρωσιν της

ΚΕΠΠΑ (Hannay, 2000).

Ένα σηµαντικό ζήτηµα που προέκυψε – και σε µεγάλο βαθµό «συµπυκνώνει»

την αντιπαράθεση, τις τριβές και τα προβλήµατα στην ευρωατλαντική σχέση –

αφορά στην αρµοδιότητα των στρατηγείων της ΕΠΑΑ και κατά πόσον αυτή η

τελευταία θα έχει αυτόνοµο χαρακτήρα. Τον Απρίλιο 2003, Γαλλία, Γερµανία,

Λουξεµβούργο και Βέλγιο πρότειναν τη δηµιουργία αυτόνοµου ευρωπαϊκού

στρατηγείου µε έδρα την πόλη του Τερβυρέν στα δυτικά των Βρυξελλών, σε

αντίθεση µε τα προβλεπόµενα στη Berlin Plus, σχέδιο το οποίο

παραµερίστηκε.

H έντονη αντίδραση των ΗΠΑ που θεώρησαν «απειλή» την πρόταση, τη νέα

µεγάλη ευρωατλαντική διαµάχη µετά το Ιράκ, διαµάχη οδήγησαν στην τελική

επιλογή µίας συµβιβαστικής θέσης σύµφωνα µε την οποία µονάδα

σχεδιασµού της ΕΕ θα συνεργάζεται στενά µε το ΝΑΤΟ και σίγουρα όχι σε

αντιδιαστολή µε αυτό (Haine, 2004b). Η τελική πρόταση παρουσιάστηκε στη

Σύνοδο της ΕΕ (Βρυξέλλες, 12-13/12/2003) και καθιστά φανερή τη

διπλωµατική αναδίπλωση των ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στο ΝΑΤΟ και

τις προθέσεις των ΗΠΑ60. Συνίσταται σε µία µικρότερης κλίµακας Ευρωπαϊκή προϋποθέσεις, οι οποίες, όπως έχει ήδη λεχθεί, δεν πληρούνται από τους εταίρους, ούτε

διαφαίνεται η ικανοποίηση τους στο εγγύς µέλλον. 60 Με την αρχική θέση για ξεχωριστό αρχηγείο σχεδιασµού ευρωπαϊκών στρατιωτικών

επιχειρήσεων διαφώνησε η Βρετανία που ανησυχούσε για τη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ και την

ενίσχυση της τάσης αποδέσµευσής τους. Πρότεινε µία µετριοπαθέστερη διατύπωση και τη

στενή συνεργασία ΝΑΤΟ, ΕΠΑΑ καθώς και τη σαφή δήλωση προτεραιότητας του ΝΑΤΟ. Στο

συµβιβασµό που επιτεύχθηκε έγινε σαφές ότι αναµένεται από τα ευρωπαϊκά κράτη να

στρέφονται κατ’ αρχάς στο Νατοϊκό προσωπικό σχεδιασµού ή σε ήδη υπάρχοντα Βρετανικά

και Γαλλικά αρχηγεία. Μόνον σε περίπτωση που και αυτό δεν είναι εφικτό θα χρησιµοποιείται

στρατιωτικό προσωπικό της ΕΕ, το οποίο ωστόσο θα βρίσκεται σε στενή σχέση µε το ΝΑΤΟ.

Ο συµβιβασµός επήλθε µε τη συµφωνία των 3 µεγάλων δυνάµεων, Γαλλίας, Γερµανίας και

106

Page 112: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

στρατιωτική µονάδα σχεδιασµού η οποία θα λειτουργεί παράλληλα µε έναν

ευρωπαϊκό πυρήνα στο Shape, το Νατοϊκό στρατηγείο στις Βρυξέλλες.

Πρόκειται εντέλει για στρατηγείο που κατ’ ουσίαν θα είναι ενθυλακωµένο στο

στρατηγείο του ΝΑΤΟ µε λίγες αρµοδιότητες, απόφαση βασισµένη σε πολιτικά

κι όχι αµιγώς στρατιωτικά κριτήρια (European Council, 2003). Η συνεργασία

ΕΠΑΑ και ΝΑΤΟ δεν περιορίζεται σε θεσµικές ρυθµίσεις και διακανονισµούς,

αλλά θα δοκιµαστεί στην πράξη και προϋποθέτει αµφίπλευρη εµπιστοσύνη

και καλά θέληση61.

Το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ασφάλειας

Οι διαφωνίες στο εσωτερικό της ΕΕ λόγω της κρίσης στο Ιράκ, σε συνδυασµό

µε τις εµφανείς ελλείψεις στρατιωτικών ικανοτήτων κι εντέλει στρατηγικής

σκέψης και κατεύθυνσης ήταν τα – αρνητικά – αίτια µίας – θετικής – κίνησης

προς την αµυντική ολοκλήρωση της ΕΕ. Το κείµενο του Ύπατου

Εκπροσώπου «Μία ασφαλής Ευρώπη σε έναν καλύτερο κόσµο»62 (Solana,

2003) συνιστά την πρώτη ολοκληρωµένη απόπειρα χάραξης ευρωπαϊκής

στρατηγικής. Στόχος του να προτείνει µία κοινή θεώρηση της ΕΕ στις νέες

διεθνείς απειλές ενισχύοντας το συντονισµό της ΚΕΠΠΑ. Το κείµενο

στρατηγικής καθιστά την ΕΕ παγκόσµιο δρώντα στην διεθνή ασφάλεια, αφού

παρουσιάζει µία κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στις διεθνείς απειλές ασφαλείας

(Gubert, 2003).

Βρετανίας στη συνάντησή τους στη Νάπολη, λίγο νωρίτερα από τη Σύνοδο Κορυφής.

Χαρακτηριστική η δήλωση του Γερµανού Υπουργού Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ: «Επιθυµούµε

αποκλειστικά και µόνο τη συµπληρωµατικότητα και όχι τον ανταγωνισµό» (BBC NEWS,

Defence: Atlantic or European, 1/12/2003 και European Defence “deal” reached 28/11/2003) 61 Έτσι, ενώ στη Βοσνία η ανάληψη της επιχείρησης από το ΝΑΤΟ στην ΕΠΑΑ (2003)

αποτελεί δείγµα επιτυχούς συνεργασίας, στην αυτόνοµη επιχείρηση Artemis της ΕΕ στο

Κονγκό (Μάιος 2003) το ΝΑΤΟ θεώρησε ότι µάλλον βρέθηκε «προ τετελεσµένου» (fait

accompli) δίχως να έχει προηγηθεί διαδικασία διαβούλευσης (Haine, 2004b). 62Tα µέλη της έδωσαν εντολή στον εκπρόσωπό της Javier Solana να εκπονήσει ένα

στρατηγικό Σχέδιο (Mawdsley – Quille, 2003) Το κείµενο αυτό παρουσιάστηκε στο

Ευρωπαϊκό Συµβούλιο της Θεσσαλονίκης, (20/6/2003) και υιοθετήθηκε στην επόµενη Σύνοδο

Κορυφής στη Ρώµη (∆εκέµβριος, 2003)

107

Page 113: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

∆εν αρκείται στην αναλυτική περιγραφή δεδοµένων, αλλά καταθέτει

συγκεκριµένη πρόταση ως προς τους στρατηγικούς στόχους της Ένωσης και

τις επιπτώσεις στις πολιτικές της. Αντίστοιχα στρατηγικά σχέδια έχουν

εκπονήσει το ΝΑΤΟ (Στρατηγικό Σχέδιο) και οι ΗΠΑ (National Security

Strategy). Ωστόσο, οι διαφορές είναι εµφανείς και καταδεικνύουν

διαφορετικούς προσανατολισµούς, αντιλήψεις και θεωρήσεις. Συγχρόνως

αναδεικνύουν τα σηµεία σύγκλισης των τριών δρώντων. Αν και οι απειλές στο

ευρωπαϊκό κείµενο συµπίπτουν µε τις αντίστοιχες του νατοϊκού και του

αµερικανικού, ωστόσο διαφέρουν τόσο τα αίτια και οι πηγές τους, όσο και η

προσέγγιση επίλυσής τους63.

Η Ευρώπη θέτει 3 στρατηγικούς στόχους για την προστασία της από τις

απειλές: αντιµετώπιση των απειλών – ασφάλεια στην περιφέρειά της –

διεθνής τάξη βάσει αποτελεσµατικής πολυµέρειας64. Οι ολιστικές παρεµβάσεις

και η έµφαση στην πολιτική, η εµφατική αναφορά στον ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο

και τους άλλους διεθνείς οργανισµούς65 αποτελούν τα κύρια διαφοροποιητικά

στοιχεία µε την αµερικανική, κυρίως, προσέγγιση. Η διαφοροποίηση µε τη

νατοϊκή στρατηγική αφορά κυρίως στις πολιτικές αντιµετώπισης. Η

63 Τροµοκρατία – ΟΜΚ – Περιφερειακές Συγκρούσεις – «αποτυχηµένα» κράτη – οργανωµένο

έγκληµα συνιστούν τις 5 σύγχρονες απειλές. Ωστόσο, για την ΕΕ πηγάζουν από τις αρνητικές

επιπτώσεις της παγκοσµιοποίησης (φτώχεια, ασθένειες, περιορισµένοι φυσικοί πόροι και

περιβαλλοντικοί κίνδυνοι) που καθιστούν ευάλωτα τα ευρωπαϊκά κράτη σε µία επίθεση µε τα

χαρακτηριστικά των απειλών αυτών. Η ΕΕ προτείνει µία πολύ συνολικότερη και «ολιστική»

προσέγγισή τους, σε αντιδιαστολή µε τη στενότερη εστίαση του ΝΑΤΟ. Ωστόσο οι

διαφορετικοί προσανατολισµοί εξηγούνται από τη διαφορετική «φύση» και «λόγο ύπαρξης»

των δύο θεσµών (ενδεικτικά, Polenz, 2004, Barnier, 2004). 64 Παρουσιάζονται οι σχετικές πρωτοβουλίες της ΕΕ που χαρακτηρίζονται από πολυµέρεια:

µέτρα δικαστικά και συνεργασία µε ΝΑΤΟ και ΗΠΑ, άσκηση πολιτικών, επεµβάσεις σε

περιφερειακές συγκρούσεις αποτελούν τα βέλη στη φαρέτρα ασφάλειας της ΕΕ. Η ανάδειξη

της πολιτικής, οικονοµικής συνεργασίας θα διασφαλίσει την ασφάλεια στην ευρωπαϊκή

περιφέρεια, ενώ αναδεικνύεται η σηµασία και ο σταθεροποιητικός ρόλος της ∆ιεθνούς

Κοινωνίας, των θεσµών και των Οργανισµών της 65 Ιδιαίτερης αξίας για την ΕΠΑΑ είναι η ανάδειξη της σηµασίας του διατλαντικού δεσµού. Η

ισότιµη συνεργασία µε το ΝΑΤΟ, αλλά και η δέσµευση της ΕΕ στη Συµµαχία αποτελούν

δεδοµένα για την Ευρώπη, η οποία συγχρόνως δεν αφίσταται της βούλησής της να ενισχύσει

στρατιωτικά την πολιτική – οικονοµική δοµή της. Ωστόσο η χρήση βίας αποτελεί πάντα

έσχατη λύση και συναρτάται µε τον ΟΗΕ.

108

Page 114: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

«στενότερη» προσέγγιση του ΝΑΤΟ και η στήριξή της σε στρατιωτικά κυρίως

εργαλεία και σχέδια δεν ταυτίζεται µε την ευρωπαϊκή προσέγγιση που

προκρίνει την πολιτική και οικονοµική συνεργασία, τις πολιτικές νοµικών,

δικαστικών και οικονοµικών κυρώσεων και κυρίως την καλλιέργεια του

πολιτικού διαλόγου66.

Η κρίση στο Ιράκ έφερε στην επιφάνεια τις διαφορετικές αντιλήψεις στον

ευρωατλαντικό χώρο κι ανέδειξε τη βασική διαφωνία των εταίρων ως προς

την αµεσότητα της απειλής και το καθεστώς ελέγχου των ΟΜΚ, που

ακολούθως οδηγούν σε διαφορετικές «µείξεις» κι εστιάσεις πολιτικών και

µέτρων. Ωστόσο η διαφωνία µπορεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο να

µετασχηµατιστεί σε συµφωνία και σύγκλιση. Πιο συγκεκριµένα, το ΝΑΤΟ

µάλλον δε διεκδικεί ηγετικό ρόλο στην αντιµετώπιση της τροµοκρατίας, αφού

η τελευταία, παρά τη συνεχώς διογκούµενη σηµασία της, δεν συνιστά την

πρωταρχική λειτουργία της Συµµαχίας. Εξάλλου οι ελλείψεις σε µηχανισµούς

διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων – συγγνωστές σε έναν καταρχήν, αν όχι

66 Είναι ενδιαφέρον ότι τόσο το ΝΑΤΟ όσο και η ΕΕ έχουν αποπειραθεί να αντιµετωπίσουν τις

απειλές της τροµοκρατίας και των ΟΜΚ. Ωστόσο οι προσεγγίσεις τους διαφέρουν. Η

αντίδραση του ΝΑΤΟ στην 11/9 ήταν η ανάδειξη της τροµοκρατίας σε κεντρικό ζήτηµα

συνεργασίας µε τους εταίρους καθώς και η λήψη στρατιωτικών µέτρων και η ενίσχυση των

αµυντικών εργαλείων του (βοήθεια στις ΗΠΑ αποστολή AWACS, ανάληψη ευθύνης στο

Αφγανιστάν συνιστούν µερικές νατοϊκές ενέργειες ενδεικτικές του αµυντικού

προσανατολισµού της Συµµαχίας). Από την πλευρά της η ΕΕ εστίασε στο συντονισµό και την

εναρµόνιση των πολιτικών του 3ου πυλώνα της (δικαστική και αστυνοµική συνεργασία,

ανταλλαγή πληροφοριών, θεσµοί όπως οι Europol και Eurojust, ο συντονισµός στη διαχείριση

των εξωτερικών συνόρων, οι οικονοµικές κυρώσεις και η καταπολέµηση των χρηµατοδοτικών

πηγών της τροµοκρατίας αποτελούν συνιστώσες της ευρωπαϊκής στρατηγικής). Ωστόσο, η

µειωµένη δέσµευση των ευρωπαίων εταίρων, η ατελής συνεργασία τους σε διαθεσµικό

επίπεδο δεν επιτρέπουν την, πλήρη, επίτευξη των στόχων και την επιτυχή εφαρµογή των

µέτρων.

Εξίσου διαφοροποιηµένες οι στάσεις ΕΕ και ΝΑΤΟ στα ΟΜΚ. Αν και οι δύο οργανισµοί έχουν

αναπτύξει πλαίσια, στρατηγικές και όργανα αντιµετώπισης της απειλής, ωστόσο οι

πρωτοβουλίες τους έχουν διαφορές. Η ΕΕ προκρίνει δύο στάδια αντιµετώπισης: προηγείται η

λήψη µέτρων πολιτικής και η έµφαση στο διεθνές δίκαιο και τις πολυµερείς συνθήκες κι

έπονται τα µέτρα εξαναγκασµού, που πάντα εξάλλου είναι συµβατά µε τον ΟΗΕ. Τέτοιος

διαχωρισµός δεν υφίσταται στο ΝΑΤΟ. Απόρροια των παραπάνω, η διαφορετική στάση τους

ως προς τη Συνθήκη για τα Βιολογικά Όπλα (Polenz, 2004).

109

Page 115: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

κατεξοχήν, αµυντικό οργανισµό – δεν επιτρέπουν τη διαµόρφωση συνολικής

στρατηγικής µονοµερώς από το ΝΑΤΟ. Αντιθέτως η εµπειρία της ΕΕ στους

τοµείς αυτούς καθώς και η δηλωµένη προθυµία της για καλλιέργεια πολιτικού

διαλόγου µε το ΝΑΤΟ µπορούν να συµβάλουν στην ενίσχυση του

ευρωπαϊκού πυλώνα της Συµµαχίας67.

Η ΚΕΠΠΑ και η ΕΠΑΑ σήµερα: ελλείψεις και προοπτικές

Πολιτική ή στρατιωτική δύναµη;

Η ενσωµάτωση της εξωτερικής πολιτικής, ενισχυµένης µε τις διαστάσεις της

άµυνας και της ασφάλειας αποτελεί σήµερα «δεδοµένο» της ΕΕ. Τα

προβλήµατα, οι διαφωνίες έγκεινται µάλλον σε επιµέρους ζητήµατα εξέλιξης κι

επιλογών δίχως να θίγουν τον πυρήνα της πολιτικής αυτής και να θέτουν σε

αµφισβήτηση την ίδια την ύπαρξή της. Η αποδοχή της είναι ευρεία κι η

σηµασία της αναγνωρίζεται από τους πολίτες σε όλη τη διευρυµένη πλέον ΕΕ.

Ωστόσο η συνειδητοποίηση και η αποδοχή δεν ήταν πάντα δεδοµένες. Μία

σηµαντική διάσταση που επηρεάζει το σύνολο των χαρακτηριστικών της

εξωτερικής πολιτικής συνιστά το δίπολο «πολιτική ή στρατιωτική δύναµη;»

(civilian – military power).

Η άµεση απάντηση – επιλογή κάθε ερωτώµενου για τη φύση της ΕΕ θα ήταν

– προφανώς – «πολιτική». Πράγµατι, η έµφαση που διαχρονικά έχει δοθεί

στην πολιτική πλευρά της Ένωσης είναι αποτέλεσµα πλήθους παραγόντων –

αιτιών (Lamers, 2003). Προεξάρχουσα, η ιστορική διάσταση κι εµπειρία των

Ευρωπαίων ως προς τις καταστροφικές συνέπειες των δύο µεγάλων

πολέµων που συντάραξαν την ήπειρο, αλλά και των «µικρότερων», τοπικών

67 Η ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα δε συνεπάγεται υποτίµηση της ανάγκης ανάπτυξης

στρατηγικής κουλτούρας στην ΕΕ για τη δηµιουργία µίας «πολιτικής Ευρώπης, ανεξάρτητης κι

αξιόπιστης στην παγκόσµια σκηνή» και συνεπώς απαιτείται µια ουσιαστική ευρωπαϊκή

πολιτική ασφάλειας κι άµυνας (Katseli, 2003 όπου και WEUA Recommendation 724 On

developing a security and defence culture in the ESDP). Η έγκαιρη, ταχεία, ισχυρή επέµβαση

πρέπει να προωθηθεί στην κορυφή της ατζέντας της ΕΕ υποσκελίζοντας τα εθνικά

συµφέροντα.

110

Page 116: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

συγκρούσεων, καθώς και το κλίµα ανασφάλειας αποτέλεσµα της µακράς

ψυχροπολεµικής περιόδου. Ο ρόλος των θεµελιωδών αξιών και της

κουλτούρας της Ευρώπης, η έµφαση στα ανθρώπινα δικαιώµατα και τους

δηµοκρατικούς θεσµούς συντελούν µε τη σειρά τους στην ανάδειξη της

πολιτικής πλευράς της Ένωσης.

Ωστόσο, η παρουσίαση των δύο χαρακτηριστικών, πολιτικού και στρατιωτικού

ως δίπολο µοναδικής επιλογής τίθεται υπό αµφισβήτηση68. Είναι απαραίτητη

µία αναλυτικότερη θεώρηση της πολιτικής δύναµης, η οποία δεν είναι

µονοδιάστατη, αλλά συνίσταται σε, κι εξαρτάται από, την οικονοµική κι

εµπορική ισχύ, αλλά κι από την προώθηση των δηµοκρατικών αρχών. Είναι

ακριβώς η πλευρά αυτή που δεν µπορεί να απεκδυθεί της πιθανής αρωγής

των στρατιωτικών µέσων69. Η πολιτική και ειρηνική δύναµη δεν αποκλείει τη

δυνατότητα χρήσης επιβολής ισχύος, αλλά κρίνεται από τον τρόπο χρήσης

των στρατιωτικών µέσων της (Rummel, 2002).

Συνεπώς, η εξ ορισµού απόρριψη στρατιωτικών χαρακτηριστικών δεν πρέπει

να συνιστά την επιλογή της ΕΕ, η οποία ξεκίνησε την πορεία της κι εστίασε σε

αµιγώς οικονοµικά κι εµπορικά στοιχεία, στα οποία, εξάλλου, οφείλεται σε

µεγάλο βαθµό η θετική εξέλιξή της κι η ευηµερία των πολιτών της. Σταδιακά

παγιώθηκε η ανάγκη ισόρροπης ανάπτυξης όλων των πλευρών που

συνιστούν µία δύναµη, της αµυντικοστρατιωτικής συµπεριλαµβανοµένης

(Smith, 2000). Αντιθέτως, η φύση της ΕΕ πρέπει µάλλον να ειδωθεί ως

«συνεχές» (continuum), παρά ως αντιδιαστελλόµενες πλευρές κι άρα

68 Ενδεικτικά βλ. Stavridis, 2001 όπου και παρουσίαση των διαστάσεων της civilian power και

του διττού χαρακτήρα της βάσει της ανάλυσης του Duchene F., “Europe in World Peace”, in

Mayne, R. (ed), Europe Tomorrow , Fontana/Collins, London, 1972, 32-49. 69 Οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η ενίσχυση της πολιτικής πλευράς µε τη δυνατότητα

επιβολής ισχύος στηρίζεται στη µία από τις δύο πλευρές της civilian power, θεωρώντας

προφανώς ότι η οικονοµική και πολιτική ισχύς δεν έχει ανάγκη στρατιωτικής ισχύος. Ωστόσο,

θα µπορούσε να παρατηρηθεί ότι, παρόλο που ο ρόλος της δεν είναι τόσο απαραίτητος στην

οικονοµικοεµπορική πλευρά, στο σύγχρονο διεθνές σύστηµα θα µπορούσε να λειτουργήσει

ενισχυτικά στις επιλογές και τις πολιτικές µίας δύναµης στον οικονοµικό τοµέα και

συγχρόνως, ανασχετικά σε άλλες χώρες – δυνάµεις που προτίθεται να τις παραβούν, ή να

αθετήσουν συµφωνίες, κι εντέλει να ενισχύσει τη θέση της στο σύγχρονο παγκοσµιοποιηµένο

οικονοµικό σύστηµα και τους συναφείς διεθνείς οργανισµούς, π.χ. Π.Ο.Ε., ∆ιεθνές

Νοµισµατικό Ταµείο, Παγκόσµια Τράπεζα.

111

Page 117: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

πολιτικές, που µε τη σειρά τους καθορίζουν επιλογές και στάσεις. Εξάλλου,

αρκετοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι αµιγώς πολιτική ισχύς δεν υφίσταται

σήµερα, αλλά βεβαίως η ανάδειξη της ΕΕ σε υπερδύναµη, η οποία «εγγενώς»

και κυρίως διαθέτει το στρατιωτικό – αµυντικό στοιχείο, είναι µάλλον αδύνατη

(Hill, 2002). Ενέχει πλήθος απαιτήσεων που δεν πληροί σήµερα η ΕΕ, οπότε

αποτελεί µία µάλλον µε ρεαλιστική επιλογή της ΕΕ σήµερα. Εποµένως η

Ευρώπη πρέπει µάλλον να ακολουθήσει µία «µείξη» στοιχείων και να

συγκεκριµενοποιήσει τα χαρακτηριστικά που θα καθορίσουν τη σύγχρονη

εικόνα της µεσοπρόθεσµα διαµορφώνοντας µία στρατηγική που δεν θα

απαρνείται τις στρατιωτικές πλευρές (Croci, 2003) 70.

Η λήψη αποφάσεων και η θεσµική λειτουργία ΚΕΠΠΑ και ΕΠΑΑ

Η εκπεφρασµένη βούληση της ΕΕ για διεθνή ρόλο κι «ενιαία φωνή» θέτει

αυτοµάτως το ερώτηµα κατά πόσον η Ένωση είναι εξοπλισµένη για το ρόλο

του παγκόσµιου δρώντα. Οι δοµές της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ προσφέρουν

µοναδική δυνατότητα για διττή προσέγγιση των διεθνών ζητηµάτων κι

ολιστική αντιµετώπισή τους. Εφοδιάζουν την ΕΕ µε πολιτικά και στρατιωτικά

µέσα κι εργαλεία επιτρέποντας την επιτυχή διευθέτηση προβληµάτων και την

αποτελεσµατική διαχείριση κι αποτροπή κρίσεων71.

Παρόλα αυτά η ΕΕ δεν έχει ακόµη κατορθώσει να επιδείξει πλήρως την

αποτελεσµατικότητά της στον τοµέα αυτό, κυρίως διότι στο εσωτερικό των

70 Οι επιλογές της ΕΕ δεν είναι ούτε εύκολες, ούτε δεδοµένες, αφού τόσο το εσωτερικό όσο

και το εξωτερικό περιβάλλον της Ένωσης είναι σύνθετα και φέρουν αντίρροπες δυνάµεις ως

προς την ώθηση και τη συµβολή τους στη δηµιουργία κοινής εξωτερικής πολιτικής και

άµυνας. 71 Η δυνατότητα «ολιστικής» αντιµετώπισης που διαθέτει η Ένωση αποτελεί διακριτό

χαρακτηριστικό της, που ταυτοχρόνως την καθιστά προτιµότερη επιλογή ιδίως στο επίπεδο

των κρίσεων από το ΝΑΤΟ. Η Ατλαντική Συµµαχία ως κατεξοχήν αµυντικός οργανισµός δε

διαθέτει πλήρως ανεπτυγµένες πολιτικές δοµές που θα επέτρεπαν ταχείες αποφάσεις,

ευέλικτες επιλογές και συνολικές προσεγγίσεις. Αν µάλιστα ληφθούν υπόψη τα σύγχρονα

χαρακτηριστικά των κρίσεων, οι οποίες συνήθως φέρουν πολιτικές και στρατιωτικές

διαστάσεις, ενώ η εξέλιξη τους είναι συχνά απρόβλεπτη, τότε καθίσταται σαφές ότι

απαραίτητη προϋπόθεσή για την επίλυσή τους είναι η συνολική προσέγγιση µίας

πολύπλευρης και, συνεπώς ευέλικτης δύναµης.

112

Page 118: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

δοµών της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ ο τρόπος λήψης αποφάσεων δεν ενισχύει

πάντα τη λειτουργία τους. Τα καίρια σηµεία στα οποία πρέπει να εντοπιστούν

τα θεµελιώδη ελλείµµατα είναι το ζήτηµα των πυλώνων και της τριµερούς

δοµής του ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος και ο διακυβερνητικός, ως επί το

πλείστον χαρακτήρας των ΚΕΠΠΑ κι ΕΠΑΑ72. Ωστόσο µία προσεκτική

θεώρηση των πολιτικών αυτών αναδεικνύει ότι δεν είναι αµιγώς

διακυβερνητικές, αλλά µάλλον αποτελούνται από µείξη διακυβερνητικών και

υπερ-εθνικών χαρακτηριστικών, ενώ το σύνολο σχεδόν των συναφών

µεταρρυθµίσεων στις Συνθήκες κλίνουν προς την υπερεθνική επιλογή73,

ενισχύοντας την µερική, έστω, απεθνικοποίησή τους. Σε καµία περίπτωση

βεβαίως δε συνιστούν κοινοτικές πολιτικές. Οι νέοι θεσµοί και όργανα

(Ύπατος Εκπρόσωπος, Επιτροπή Πολιτικής κι Ασφάλειας, Στρατιωτική

Επιτροπή, Στρατιωτικό Προσωπικό) δίχως να είναι κοινοτικοί, ωστόσο φέρουν

τα χαρακτηριστικά της βρυξελλοποίησης. (brusselising)74 συµβάλλοντας σε

πιο «κοινοτικοποιηµένες» αποφάσεις.

Ως προς το πρόβληµα των πυλώνων και την τεµαχιοποίηση των πολιτικών

µία πρώτη θεώρηση θα οδηγούσε στο συµπέρασµα ότι και οι 2 πολιτικές

ανήκουν κατεξοχήν στο 2ο πυλώνα75. Ωστόσο η προσεκτικότερη ανάλυση

72 Ο πρωταγωνιστικός ρόλος των κρατών καθώς και τα διαφορετικά συµφέροντα, η

διατήρηση της εθνικής κυριαρχίας που συνδέονται στενά µε το διακυβερνητισµό

αναµφισβήτητα οδηγούν σε ένα αποτελεσµατικό σύστηµα λήψης αποφάσεων. Για το σύστηµα

λήψης αποφάσεων και το διακυβερνητισµό, ενδεικτικά Bocquet (2002), Nuttall (2001), Mason

– Penksa (2003), Biscop (2002). Croci (2003). 73 Η µείωση του διακυβερνητισµού επιτυγχάνεται µε µηχανισµούς όπως η ενισχυµένη

πλειοψηφία και η εποικοδοµητική αποχή Στη Συνθήκη της Νίκαιας, ωστόσο, όπου

θεσµοθετήθηκε η ΕΠΑΑ ο διακυβερνητισµός ενισχύθηκε αφού υιοθετήθηκε ως απαραίτητος

µηχανισµός για τη νεοσύστατη πολιτική η οµοφωνία. 74 Πρόκειται για µία ενδιαφέρουσα έννοια που χρησιµοποιούν οι αναλυτές (ενδεικτικά Bocquet

(2002) για το φαινόµενο της µεταφοράς λήψης αποφάσεων από τις εθνικές πρωτεύουσες στα

κράτη και τις συνακόλουθες επιπτώσεις, τόσο ως προς τη σχετική αυτονοµία τους από τις

κυβερνήσεις, τη µείωση των εθνικών επιρροών, την ενδυνάµωση του esprit de corps ανάµεσα

στα µέλη τη δυνατότητα ευρύτερης πρόσληψης και συνολικών θεωρήσεων των προβληµάτων

δίχως τους όποιους εθνικούς περιορισµούς. 75 Η αρχιτεκτονική των 3 πυλώνων, σε συνδυασµό µε την εναλλασσόµενη προεδρία και την

έλλειψη νοµικής προσωπικότητας, συνιστούν ούτως ή άλλως την αιτία για την

αναποτελεσµατικότητα που εµφανίζει η ΕΕ στους τοµείς, κυρίως της εξωτερικής πολιτικής,

113

Page 119: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

οδηγεί στο συµπέρασµα ότι η πολυδιάσπαση θεραπεύεται, εν µέρει, µε την

ανάπτυξη της δια-πυλωνικής συνεργασίας. Πρόκειται για την εκ των

πραγµάτων στενότερη συνεργασία των πυλώνων (κυρίως 1ου και 2ου) ως

προς την παραγωγή της εξωτερικής πολιτικής. Συγχρόνως έτσι

αντιµετωπίζεται το πρόβληµα της οριζόντιας συνοχής76. Η διαπυλωνική

συνεργασία είναι κυρίως εµφανής στην περίπτωση των κοινών δράσεων που

υιοθετεί ΚΕΠΠΑ, τα µέτρα και η επιβολή κυρώσεων της οποίας εκτελούνται

από την αρµόδια Γενική ∆/νση της Επιτροπής (βλ. και σχετικά παραπάνω).

Τροποποιήσεις – βελτιώσεις – οι προτάσεις της Συνταγµατικής Συνθήκης

Ο διακυβερνητικός συντονισµός, η εναλλασσόµενη προεδρία και η

αρχιτεκτονική των 3 πυλώνων συνιστούν τις κυριότερες αιτίες για την

ελλειµµατική λειτουργία της ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ, η αποτελεσµατικότητα των

οποίων διασφαλίζεται µάλλον µε ισχυρή, αλλά συγχρόνως νοµιµοποιηµένη,

κεντρική εκτελεστική εξουσία. Βελτιωτικές προτάσεις και τροποποιήσεις έχουν

συµπεριληφθεί τόσο στις Συνθήκες, όσο και στην πρόσφατη Συνταγµατική

Συνθήκη. Καθώς η επιτυχία της ΕΠΑΑ εξαρτάται άµεσα από τον επιτυχή

σχεδιασµό της ΚΕΠΠΑ, τον οποίο καλείται να εφαρµόσει, είναι αναγκαίες οι

άµυνας κι ασφάλειας, αλλά κι εν γένει στην εφαρµογή των πολιτικών της. Ειδικότερα για την

ΚΕΠΠΑ και την ΕΠΑΑ καθίσταται σαφές ότι η τεµαχιοποίηση και η αναπόφευκτη έλλειψη

συντονισµού έχουν ως αποτέλεσµα τη διαµόρφωση ενός µάλλον ασταθούς προφίλ, και µίας

ασθενούς εικόνας ενώ συγχρόνως µειώνουν τη δυνατότητα προβολή δύναµης. Τα στοιχεία

αυτά ωστόσο αποτελούν το ζητούµενο στο σύγχρονο διεθνές σύστηµα για µία χώρα που

διεκδικεί ρόλο παγκόσµιου δρώντα. 76 Πρόκειται για την ανάγκη συνεκτικότητας σε επίπεδο πολιτικών της ΕΕ, δεδοµένου ότι το

σύνολο των πολιτικών άπτεται των εξωτερικών σχέσεων, π.χ. αγροτική, περιβαλλοντική.

Συγχρόνως συνιστά τη δυσκολότερη στην επίτευξή της συνοχή, αλλά και την πλέον

σηµαντική και ουσιώδη για την εξωτερική πολιτική. Η συνεκτική ΚΕΠΠΑ απαιτεί τόσο την

οριζόντια, όσο και τη θεσµική (µεταξύ γραφειοκρατικών µηχανισµών των θεσµών) και την

κάθετη (µεταξύ εθνικών εξωτερικών πολιτικών και ΚΕΠΠΑ). Η τελευταία αφορά στη

δυνατότητα κοινών θέσεων σε αντιδιαστολή µε τις κοινές δράσεις, για τις οποίες τα κράτη

είναι πιο επιφυλακτικά και µε τη σειρά τους συνδέονται µε τους νέους µηχανισµούς λήψης

αποφάσεων. Για µία αναλυτική παρουσίαση, Nuttall (2001).

114

Page 120: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

λειτουργικές και αποτελεσµατικές δοµές λειτουργίας που θα πείθουν τους

εταίρους να δεσµευτούν.

Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται σαφές ότι η επίτευξη συναίνεσης µε στόχο την

ενιαία δράση δεν ενισχύει τη λειτουργία της ΕΠΑΑ και την περαιτέρω

ολοκλήρωσή της. Από τις κεντρικότερες προτάσεις για την προώθησή της

συνδέεται µε µία φόρµουλα µεταβλητών δοµών77. Βεβαίως, µία τέτοια επιλογή

συνεπάγεται προσεκτική εφαρµογή, ενώ πρέπει αποκλειστικά να στοχεύει

στην ευελιξία, την ταχύτητα και τη βελτίωση του συστήµατος λήψης

αποφάσεων αλλά και της υλοποίησής τους. Προϋπόθεση για την υιοθέτηση

µεταβλητών δοµών συνιστούν η ενότητα στόχου και η συµπληρωµατικότητα

της λειτουργίας, έτσι ώστε ο τελικός στόχος να πραγµατώνεται από όλα τα

µέλη ως ενιαίο σύνολο78.

Το πλαίσιο δράσης της ΕΠΑΑ καθορίζεται στη Συνθήκη της Νίκαιας και στο

Σχέδιο της Συνταγµατικής Συνθήκης, όπου καθορίζονται τα καθήκοντα και

συγχρόνως αναδεικνύεται η απειλή της τροµοκρατίας79. Το σχέδιο µεταξύ

77 Χαρακτηριστική είναι η πρόταση εφαρµογής δοµών µεταβλητής γεωµετρία (variable

geometry) των Mason – Penksa (2004) σύµφωνα µε την οποία η προσθήκη ευελιξίας στην

ΕΠΑΑ µπορεί να επιτευχθεί µε τη συµµετοχή µελών µε διαφορετικούς τρόπους ή σε

διαφορετικό βαθµό µε διατήρηση πάντα του κεντρικού πυρήνα που εξασφαλίζει το κοινοτικό

κεκτηµένο. 78 Οι στρατηγικές που επιτρέπουν τη µεταβλητή συµµετοχή έχουν εφαρµοστεί στο ΝΑΤΟ,

που είναι κατεξοχήν αµυντικός οργανισµός και µε δοκιµασµένη λειτουργία, µπορούν να

αποτελούν παράδειγµα για την ΕΠΑΑ. Ωστόσο η ΕΕ αποτελεί διαφορετικής φύσης οργανισµό

που διέπεται από συγκεκριµένο πλαίσιο κοινών αξιών, στόχων, θεσµών το οποίο πρέπει να

γίνεται σεβαστό. Οι διαφοροποιήσεις θα αφορούν κυρίως συγκεκριµένα προγράµµατα κι

αποστολές. Εντέλει όλες οι επιλογές πρέπει να στοχεύουν στην αύξηση

αποτελεσµατικότητας, τη δυνατότητα έγκαιρης αντίδρασης και τη διασφάλιση της συνοχής. 79 Συνταγµατική Συνθήκη, κεφάλαιο II τµήµα 1, άρθρο III – 210 «οι αποστολές ... κατά τις

οποίες η Ένωση µπορεί να προσφεύγει σε στρατιωτικά και µη στρατιωτικά µέσα,

περιλαµβάνουν τις κοινές δράσεις αφοπλισµού, τις ανθρωπιστικές αποστολές και αποστολές

διάσωσης, τις αποστολές µε στόχο την παροχή συµβουλών και αρωγής επί στρατιωτικών

θεµάτων, τις αποστολές πρόληψης των συγκρούσεων και διατήρησης της ειρήνης, την

επέµβαση µάχιµων δυνάµεων στη διαχείριση των κρίσεων, µεταξύ άλλων µε αποστολές

αποκατάστασης της ειρήνης, και τις επιχειρήσεις σταθεροποίησης µετά το τέλος των

συγκρούσεων. Όλες αυτές οι αποστολές µπορούν να συµβάλλουν στην καταπολέµηση της

τροµοκρατίας, µεταξύ άλλων µε τη στήριξη τρίτων χωρών για την καταπολέµηση της

115

Page 121: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

άλλων προτείνει τις λύσεις της: εποικοδοµητικής αποχής, την ενισχυµένη

συνεργασία, καθώς και τη δοµηµένη συνεργασία80. Η εφαρµογή τους πρέπει

πάντα να διασφαλίζει τη συναίνεση, τη διαβούλευση και τον αλληλοσεβασµό

µεταξύ των µελών. Η διατήρηση του κοινοτικού κεκτηµένου και της

συνεργασίας καθώς και η διαφύλαξη της νοµιµότητας81 αποτελούν τους

θεµελιώδεις «κανόνες» για τη λειτουργία των νέων δοµών. Η προώθηση της

ΚΕΠΠΑ και της ΕΠΑΑ µε τη χρήση ποικίλων δοµών λειτουργίας τους πρέπει

να εξασφαλίζει τη συνοχή της ΕΕ, να καθορίζεται από σταθερές δοµές

συµµετοχής, που να δεσµεύουν τα µέλη για υπεύθυνη και συνεπή πολιτική.

Επιπλέον πρέπει να τηρούνται συγκεκριµένες προϋποθέσεις,

αδιαπραγµάτευτες για κάθε δηµοκρατική δύναµη: διαφάνεια, έλεγχος,

αµοιβαίος σεβασµός, εξασφάλιση κοινού συµφέροντος και διασφάλιση

ανοικτής συµµετοχής (Pereira, 2003)82. τροµοκρατίας στο έδαφός τους». Η αναλυτική περιγραφή των καθηκόντων δε συνοδεύεται

ωστόσο από εξίσου λεπτοµερή αναφορά των απαραίτητων µέσων και τρόπων υλοποίησης

τους. Είναι ακριβώς αυτές οι επιλογές που εγείρουν προβλήµατα, δηµιουργούν ανησυχίες και

διαφωνίες µεταξύ των µελών, αφού συνδέονται µε πολιτικές επιλογές, και εθνικά συµφέροντα

και προϋποθέτουν οικονοµική συνεισφορά. 80 Η ενισχυµένη συνεργασία (Jaeger 2002) τονώνει τη συµµετοχή και την ολοκλήρωση της

ΕΠΑΑ. Η Ευρωπαϊκή Συνταγµατική Συνθήκη διευρύνει τις περιπτώσεις εφαρµογής της και

προσθέτει πιθανότητες για ανάληψη δράσης. Αντιθέτως, η δοµηµένη συνεργασία (structured

cooperation) αφορά στα πιο εξελιγµένα, στενά συνδεδεµένα κράτη που έχουν προωθήσει τη

συνεργασία τους κι αφορά σε πιο απαιτητικές αποστολές. Τα πιθανά προβλήµατα που

ανακύπτουν από την εφαρµογή της τελευταία συνδέονται µε τον κίνδυνο διαίρεσης που

αποτρέπει τη συνολική βελτίωση και την προώθηση της ΕΠΑΑ. Συνεπώς πρέπει να αποτελεί

την τελευταία επιλογή και να παραµένει ανοικτή η συµµετοχή στα µέλη, ενώ οι στόχοι που θα

εξυπηρετεί δεν πρέπει να αντιτίθεται στην ουσία της ΕΕ. 81 Μία από τις βασικές ελλείψεις της ΚΕΠΠΑ εντοπίζεται το πρόβληµα της νοµιµοποίησης της

ΚΕΠΠΑ. Η µεγάλη σηµασία του «λογον διδόναι» για κάθε δηµοκρατική αρχή υποβαθµίζεται

στην ΕΕ, εφόσον δεν υφίσταται κανενός είδος κοινοβουλευτικού ελέγχου (Stavridis –

Vallianatou, 2003). Είναι ελάχιστη ως µηδενική η επιρροή των κοινοβουλευτικών

συνελεύσεων σε εθνικό ή διακρατικό επίπεδο (εθνικά κοινοβούλια, Κοινοβουλευτική

Συνέλευση ΝΑΤΟ, Συνέλευση της ∆ΕΕ). Εξίσου περιορισµένος ο ρόλος του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου, στοιχείο που ενισχύει την αδιαφορία των πολιτών που παρατηρείται στις

ευρωεκλογές. 82 “We must allow each country member committed to the provisions of the The Treaty on

European Union a say in the conduct of ESDP. To succeed the process must remain

116

Page 122: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Ας σηµειωθεί η απόφαση της Συνταγµατικής Συνέλευσης να αποδώσει νοµική

προσωπικότητα στην ΕΕ, σηµαντικό βήµα προς την ολοκλήρωση της

ΚΕΠΠΑ, αφού επιτρέπει στην ΕΕ να µιλά µε µία ενιαία φωνή. Ωστόσο το

«Ευρωπαϊκό Σύνταγµα» αποτελούσε µία µοναδική ευκαιρία για λήψη

τολµηρών αποφάσεων που θα έδιναν στην ΕΠΑΑ την απαραίτητη ώθηση

προς την ολοκλήρωση. Φαίνεται όµως να προτιµήθηκαν πιο συντηρητικές

επιλογές που αν και αποτελούν βήµατα προόδου, παρόλα αυτά δεν

αποδίδουν στην ΚΕΠΠΑ, και την ΕΠΑΑ, τον αµιγή κοινοτικό χαρακτήρα που

θα έφερνε τη σύγκλιση των κρατών µελών και θα την αναδείκνυε σε

αδιαµφισβήτητη παγκόσµια δύναµη στο διεθνές περιβάλλον ασφάλειας.

genuinely pan European. For historical, geographical and economic reasons the capabilities

of member states vary, but each nation certainly has something valuable to contribute”

(Ahtissaari , in Gnesotto, 2004)

117

Page 123: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Επίλογος

Η σχέση ΕΕ και ΝΑΤΟ µπορεί να ειδωθεί ως «κοινότητα» κι όχι

ανταγωνιστικά. Αν και υπάρχουν δοµικές διαφορές ανάµεσα στους δύο

θεσµούς και ο προσανατολισµός τους διαφέρει, ωστόσο φαίνεται µάλλον να

αποτελεί, µεσοπρόθεσµα, στρατηγικό συµφέρον για την ΕΕ η εξισορρόπηση

των διατλαντικών σχέσεων. Καταλυτικό ρόλο στο σηµείο αυτό έχει η

καλλιέργεια διαθεσµικής (σε επίπεδο ΝΑΤΟ και ΕΕ) επικοινωνίας στην

ευρωατλαντική κοινότητα, παρά η ανταγωνιστική θεώρηση των δύο θεσµών.

Το ΝΑΤΟ παραµένει σηµαντικό για την Ευρώπη και µάλιστα µε ρόλο διττό.

Συνιστά ταυτοχρόνως µέσο αύξησης της επιρροής των Ευρωπαίων στις ΗΠΑ

και σταδιακής σύγκλισης των ικανοτήτων τους.

Αναδεικνύεται η ανάγκη της διατήρησης στενής σχέσης ΕΕ και ΝΑΤΟ και η

αποφυγή, µάλλον µάταιων, συζητήσεων και διαφωνιών περί προτεραιότητας

κι ηγεσίας. Εξάλλου η υλοποίηση του ευρωπαϊκού Headline Goal σε

συνδυασµό µε την επιτυχή νατοϊκή µεταρρύθµιση θα ενισχύσουν την εικόνα,

αλλά και την πραγµατική δύναµη των Ευρωπαίων. Η δοµική σύγκρουση NRF

και ERRF δεν είναι δεδοµένη. Η επιτυχία τους, µέσω των αντίστοιχων

πρωτοβουλιών για τη βελτίωση των δυνατοτήτων θα έχει προστιθέµενη αξία

για τους Ευρωπαίους, στο επίπεδο των στρατιωτικών πόρων, της αξιοπιστίας

τους, της εικόνας τους στις ΗΠΑ αλλά και παγκοσµίως.

Η προσοχή πρέπει να εστιαστεί µάλλον στο αµφιλεγόµενο σηµείο του

καταµερισµού καθηκόντων και της συνακόλουθης επικάλυψης µεταξύ των

δυνάµεων. Η επίλυση του ζητήµατος δεν είναι εύκολη, αφού ορίζεται από

πολλές και διαφορετικές συνιστώσες. Η σαφής διάκριση ανάµεσα σε

αποστολές Petersberg και άλλες «δυσκολότερες», όπως τα ΟΜΚ, η

τροµοκρατία µάλλον φαίνεται αναχρονιστική. Η σύγχρονη εµπειρία, µε

οδυνηρό τρόπο καταδεικνύει, ότι οι κρίσεις δεν έχουν σαφή και

προκαθορισµένα όρια, στα οποία να προσαρµόζεται συγκεκριµένες δυνάµεις.

Επιπλέον οι πόροι ΝΑΤΟ κι ΕΕ είναι περιορισµένοι µε αποτέλεσµα καθίσταται

αδύνατη η πλήρης επικάλυψη κι ο διαχωρισµός τους. Αναδεικνύεται

εποµένως η ανάγκη κάποιου είδους καταµερισµού, ο οποίος όµως δε θα

λειτουργεί διχαστικά, αλλά εξισορροπητικά και θα διευκολύνει τη

118

Page 124: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

λειτουργικότητα και των δύο αµυντικών οργανισµών. Μάλλον είναι ευκταία η

επίτευξη ισορροπίας που θα µειώνει την εξάρτηση της ΕΕ από το ΝΑΤΟ και

παράλληλα θα ενισχύει την αρµονία µεταξύ ΝΑΤΟ και ευρωπαϊκής άµυνας. Οι

µεγαλύτερες ανεπάρκειες παρατηρούνται στις δυνατότητες σχεδιασµού,

διοίκησης, ελέγχου, επικοινωνιών και πληροφοριών, οι οποίες εν πολλοίς

καθιστούν δυνατή την προβολή δύναµης – ακόµη και – σε παγκόσµιο

επίπεδο. Η απόκτησή τους πρέπει να συνιστά προσανατολισµό της ΕΕ.

Τις επιλογές αυτές ενισχύει τόσο η ρευστότητα του σύγχρονού περιβάλλοντος

ασφάλειας, όσο και η συνακόλουθη αναπροσαρµογή των αµερικανικών

προτεραιοτήτων. Η 11/9 αποτελεί σηµείο τοµής και σηµατοδοτεί την

αναθεώρηση των αµερικανικών προτεραιοτήτων και την εστίαση του

γεωπολιτικού ενδιαφέροντός των ΗΠΑ πέραν της ευρωπαϊκής επικράτειας.

Συνακολούθως, ο νέος προσανατολισµός επιφέρει νέες επιλογές πολιτικής

που χαρακτηρίζονται από µονοµέρεια κι ευελιξία στην ανάληψη δράσης. το

ήδη διαγνωσµένο ευρωατλαντικό χάσµα στις αµυντικές ικανότητες µειώνει

περαιτέρω την προστιθέµενη αξία και τη βαρύνουσα σηµασία της Ατλαντικής

Συµµαχίας για το «φυσικό» ηγέτη τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η

σταδιακή αποδέσµευση τους από το ΝΑΤΟ σε συνδυασµό µε µία µάλλον

επιλεκτική κι εργαλειακή χρήση του, θέτει καίρια ζητήµατα στην ΕΕ και την

ΕΠΑΑ.

Η διατήρησή της ως η κατεξοχήν civilian power δεν αντιστρατεύεται την

περαιτέρω αµυντική και στρατιωτική θωράκισή της. Αντιθέτως, η ενίσχυση του

ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος µε ουσιαστική αµυντική διάσταση αυξάνει τη

δυνατότητά της να δράσει ως αυθεντική πολιτική δύναµη. Αν η προβολή

ισχύος αποτελεί, ως επί το πλείστον, το ζητούµενο και τη νέα στρατηγική

κατεύθυνση στο σύγχρονο γεωπολιτικό περιβάλλον κι εάν ο

προσανατολισµός της ΕΕ είναι κυρίως η «εξαγωγή» και η προώθηση της

σταθερότητας, της ευηµερίας, των δηµοκρατικών αξιών και του σεβασµού των

ανθρωπίνων δικαιωµάτων, τότε ο συγκερασµός τους αποτελεί το κύριο

ζητούµενο για την ΕΕ.

119

Page 125: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Παραρτήµατα

134

Page 126: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Updated: 23 April 1999 NATO Press ReleasePress Release NAC-S(99)63

23 Apr. 1999

The Washington Declaration Signed and issued by the Heads of State and Government

participating in the meeting of the North Atlantic Council in Washington D.C.

on 23rd and 24th April 1999

1. We, the Heads of State and Government of the member countries of the North Atlantic Alliance, declare for a new century our mutual commitment to defend our people, our territory and our liberty, founded on democracy, human rights and the rule of law. The world has changed dramatically over the last half century, but our common values and security interests remain the same.

2. At this anniversary summit, we affirm our determination to continue advancing these goals, building on the habits of trust and co-operation we have developed over fifty years. Collective defence remains the core purpose of NATO. We affirm our commitment to promote peace, stability and freedom.

3. We pay tribute to the men and women who have served our Alliance and who have advanced the cause of freedom. To honour them and to build a better future, we will contribute to building a stronger and broader Euro-Atlantic community of democracies - a community where human rights and fundamental freedoms are upheld; where borders are increasingly open to people, ideas and commerce; where war becomes unthinkable.

4. We reaffirm our faith, as stated in the North Atlantic Treaty, in the purposes and principles of the Charter of the United Nations and reiterate our desire to live in peace with all nations, and to settle any international dispute by peaceful means.

5. We must be as effective in the future in dealing with new challenges as we were in the past. We are charting NATO's course as we enter the 21st century: an Alliance committed to collective defence, capable of addressing current and future risks to our security, strengthened by and open to new members, and working together with other institutions, Partners and Mediterranean Dialogue countries in a mutually reinforcing way to enhance Euro-Atlantic security and stability.

6. NATO embodies the vital partnership between Europe and North America. We welcome the further impetus that has been given to the strengthening of European defence capabilities to enable the European Allies to act more effectively together, thus reinforcing the transatlantic partnership.

7. We remain determined to stand firm against those who violate

Page 127: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

human rights, wage war and conquer territory. We will maintain both the political solidarity and the military forces necessary to protect our nations and to meet the security challenges of the next century. We pledge to improve our defence capabilities to fulfill the full range of the Alliance's 2lst century missions. We will continue to build confidence and security through arms control, disarmament and non-proliferation measures. We reiterate our condemnation of terrorism and our determination to protect ourselves against this scourge.

8. Our Alliance remains open to all European democracies, regardless of geography, willing and able to meet the responsibilities of membership, and whose inclusion would enhance overall security and stability in Europe. NATO is an essential pillar of a wider community of shared values and shared responsibility. Working together, Allies and Partners, including Russia and Ukraine, are developing their cooperation and erasing the divisions imposed by the Cold War to help to build a Europe whole and free, where security and prosperity are shared and indivisible.

9. Fifty years after NATO's creation, the destinies of North America and Europe remain inseparable. When we act together, we safeguard our freedom and security and enhance stability more effectively than any of us could alone. Now, and for the century about to begin, we declare as the fundamental objectives of this Alliance enduring peace, security and liberty for all people of Europe and North America.

Updated: 23 April 1999 NATO Press ReleasePress Release NAC-S(99)65

24 Apr. 1999

The Alliance's Strategic Concept Approved by the Heads of State and Government

participating in the meeting of the North Atlantic Council in Washington D.C.

on 23rd and 24th April 1999

Page 128: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Introduction

1. At their Summit meeting in Washington in April 1999, NATO Heads of State and Government approved the Alliance's new Strategic Concept.

2. NATO has successfully ensured the freedom of its members and prevented war in Europe during the 40 years of the Cold War. By combining defence with dialogue, it played an indispensable role in bringing East-West confrontation to a peaceful end. The dramatic changes in the Euro-Atlantic strategic landscape brought by the end of the Cold War were reflected in the Alliance's 1991 Strategic Concept. There have, however, been further profound political and security developments since then.

3. The dangers of the Cold War have given way to more promising, but also challenging prospects, to new opportunities and risks. A new Europe of greater integration is emerging, and a Euro-Atlantic security structure is evolving in which NATO plays a central part. The Alliance has been at the heart of efforts to establish new patterns of cooperation and mutual understanding across the Euro-Atlantic region and has committed itself to essential new activities in the interest of a wider stability. It has shown the depth of that commitment in its efforts to put an end to the immense human suffering created by conflict in the Balkans. The years since the end of the Cold War have also witnessed important developments in arms control, a process to which the Alliance is fully committed. The Alliance's role in these positive developments has been underpinned by the comprehensive adaptation of its approach to security and of its procedures and structures. The last ten years have also seen, however, the appearance of complex new risks to Euro-Atlantic peace and stability, including oppression, ethnic conflict, economic distress, the collapse of political order, and the proliferation of weapons of mass destruction.

4. The Alliance has an indispensable role to play in consolidating and preserving the positive changes of the recent past, and in meeting current and future security challenges. It has, therefore, a demanding agenda. It must safeguard common security interests in an environment of further, often unpredictable change. It must maintain collective defence and reinforce the transatlantic link and ensure a balance that allows the European Allies to assume greater responsibility. It must deepen its relations with its partners and prepare for the accession of new members. It must, above all, maintain the political will and the military means required by the entire range of its missions.

5. This new Strategic Concept will guide the Alliance as it pursues this agenda. It expresses NATO's enduring purpose and nature and its fundamental security tasks, identifies the central features

Page 129: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

of the new security environment, specifies the elements of the Alliance's broad approach to security, and provides guidelines for the further adaptation of its military forces.

Part I - The Purpose and Tasks of the Alliance

6. NATO's essential and enduring purpose, set out in the Washington Treaty, is to safeguard the freedom and security of all its members by political and military means. Based on common values of democracy, human rights and the rule of law, the Alliance has striven since its inception to secure a just and lasting peaceful order in Europe. It will continue to do so. The achievement of this aim can be put at risk by crisis and conflict affecting the security of the Euro-Atlantic area. The Alliance therefore not only ensures the defence of its members but contributes to peace and stability in this region.

7. The Alliance embodies the transatlantic link by which the security of North America is permanently tied to the security of Europe. It is the practical expression of effective collective effort among its members in support of their common interests.

8. The fundamental guiding principle by which the Alliance works is that of common commitment and mutual co-operation among sovereign states in support of the indivisibility of security for all of its members. Solidarity and cohesion within the Alliance, through daily cooperation in both the political and military spheres, ensure that no single Ally is forced to rely upon its own national efforts alone in dealing with basic security challenges. Without depriving member states of their right and duty to assume their sovereign responsibilities in the field of defence, the Alliance enables them through collective effort to realise their essential national security objectives.

9. The resulting sense of equal security among the members of the Alliance, regardless of differences in their circumstances or in their national military capabilities, contributes to stability in the Euro-Atlantic area. The Alliance does not seek these benefits for its members alone, but is committed to the creation of conditions conducive to increased partnership, cooperation, and dialogue with others who share its broad political objectives.

10. To achieve its essential purpose, as an Alliance of nations committed to the Washington Treaty and the United Nations Charter, the Alliance performs the following fundamental security tasks:

Security: To provide one of the indispensable foundations for a stable Euro-Atlantic security environment, based on the growth

Page 130: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

of democratic institutions and commitment to the peaceful resolution of disputes, in which no country would be able to intimidate or coerce any other through the threat or use of force.

Consultation: To serve, as provided for in Article 4 of the Washington Treaty, as an essential transatlantic forum for Allied consultations on any issues that affect their vital interests, including possible developments posing risks for members' security, and for appropriate co-ordination of their efforts in fields of common concern.

Deterrence and Defence: To deter and defend against any threat of aggression against any NATO member state as provided for in Articles 5 and 6 of the Washington Treaty.

And in order to enhance the security and stability of the Euro-Atlantic area:

• Crisis Management: To stand ready, case-by-case and by consensus, in conformity with Article 7 of the Washington Treaty, to contribute to effective conflict prevention and to engage actively in crisis management, including crisis response operations.

• Partnership: To promote wide-ranging partnership, cooperation, and dialogue with other countries in the Euro-Atlantic area, with the aim of increasing transparency, mutual confidence and the capacity for joint action with the Alliance.

11. In fulfilling its purpose and fundamental security tasks, the Alliance will continue to respect the legitimate security interests of others, and seek the peaceful resolution of disputes as set out in the Charter of the United Nations. The Alliance will promote peaceful and friendly international relations and support democratic institutions. The Alliance does not consider itself to be any country's adversary.

Part II - Strategic Perspectives

The Evolving Strategic Environment

12. The Alliance operates in an environment of continuing change. Developments in recent years have been generally positive, but uncertainties and risks remain which can develop into acute crises. Within this evolving context, NATO has played an essential part in strengthening Euro-Atlantic security since the

Page 131: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

end of the Cold War. Its growing political role; its increased political and military partnership, cooperation and dialogue with other states, including with Russia, Ukraine and Mediterranean Dialogue countries; its continuing openness to the accession of new members; its collaboration with other international organisations; its commitment, exemplified in the Balkans, to conflict prevention and crisis management, including through peace support operations: all reflect its determination to shape its security environment and enhance the peace and stability of the Euro-Atlantic area.

13. In parallel, NATO has successfully adapted to enhance its ability to contribute to Euro-Atlantic peace and stability. Internal reform has included a new command structure, including the Combined Joint Task Force (CJTF) concept, the creation of arrangements to permit the rapid deployment of forces for the full range of the Alliance's missions, and the building of the European Security and Defence Identity (ESDI) within the Alliance.

14. The United Nations (UN), the Organisation for Security and Cooperation in Europe (OSCE), the European Union (EU), and the Western European Union (WEU) have made distinctive contributions to Euro-Atlantic security and stability. Mutually reinforcing organisations have become a central feature of the security environment.

15. The United Nations Security Council has the primary responsibility for the maintenance of international peace and security and, as such, plays a crucial role in contributing to security and stability in the Euro-Atlantic area.

16. The OSCE, as a regional arrangement, is the most inclusive security organisation in Europe, which also includes Canada and the United States, and plays an essential role in promoting peace and stability, enhancing cooperative security, and advancing democracy and human rights in Europe. The OSCE is particularly active in the fields of preventive diplomacy, conflict prevention, crisis management, and post-conflict rehabilitation. NATO and the OSCE have developed close practical cooperation, especially with regard to the international effort to bring peace to the former Yugoslavia.

17. The European Union has taken important decisions and given a further impetus to its efforts to strengthen its security and defence dimension. This process will have implications for the entire Alliance, and all European Allies should be involved in it, building on arrangements developed by NATO and the WEU. The development of a common foreign and security policy (CFSP) includes the progressive framing of a common defence policy. Such a policy, as called for in the Amsterdam Treaty, would be compatible with the common security and defence policy established within the framework of the Washington Treaty. Important steps taken in this context include the incorporation of the WEU's Petersberg tasks into the Treaty on European Union and the development of closer institutional

Page 132: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

relations with the WEU. 18. As stated in the 1994 Summit declaration and reaffirmed in

Berlin in 1996, the Alliance fully supports the development of the European Security and Defence Identity within the Alliance by making available its assets and capabilities for WEU-led operations. To this end, the Alliance and the WEU have developed a close relationship and put into place key elements of the ESDI as agreed in Berlin. In order to enhance peace and stability in Europe and more widely, the European Allies are strengthening their capacity for action, including by increasing their military capabilities. The increase of the responsibilities and capacities of the European Allies with respect to security and defence enhances the security environment of the Alliance.

19. The stability, transparency, predictability, lower levels of armaments, and verification which can be provided by arms control and non-proliferation agreements support NATO's political and military efforts to achieve its strategic objectives. The Allies have played a major part in the significant achievements in this field. These include the enhanced stability produced by the CFE Treaty, the deep reductions in nuclear weapons provided for in the START treaties; the signature of the Comprehensive Test Ban Treaty, the indefinite and unconditional extension of the Nuclear Non-Proliferation Treaty, the accession to it of Belarus, Kazakhstan, and Ukraine as non-nuclear weapons states, and the entry into force of the Chemical Weapons Convention. The Ottawa Convention to ban anti-personnel landmines and similar agreements make an important contribution to alleviating human suffering. There are welcome prospects for further advances in arms control in conventional weapons and with respect to nuclear, chemical, and biological (NBC) weapons.

Security challenges and risks

20. Notwithstanding positive developments in the strategic environment and the fact that large-scale conventional aggression against the Alliance is highly unlikely, the possibility of such a threat emerging over the longer term exists. The security of the Alliance remains subject to a wide variety of military and non-military risks which are multi-directional and often difficult to predict. These risks include uncertainty and instability in and around the Euro-Atlantic area and the possibility of regional crises at the periphery of the Alliance, which could evolve rapidly. Some countries in and around the Euro-Atlantic area face serious economic, social and political difficulties. Ethnic and religious rivalries, territorial disputes, inadequate or failed efforts at reform, the abuse of human rights, and the dissolution of states can lead to local and even regional instability. The resulting tensions could lead to crises affecting Euro-Atlantic stability, to human suffering, and to armed conflicts. Such conflicts could

Page 133: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

affect the security of the Alliance by spilling over into neighbouring countries, including NATO countries, or in other ways, and could also affect the security of other states.

21. The existence of powerful nuclear forces outside the Alliance also constitutes a significant factor which the Alliance has to take into account if security and stability in the Euro-Atlantic area are to be maintained.

22. The proliferation of NBC weapons and their means of delivery remains a matter of serious concern. In spite of welcome progress in strengthening international non-proliferation regimes, major challenges with respect to proliferation remain. The Alliance recognises that proliferation can occur despite efforts to prevent it and can pose a direct military threat to the Allies' populations, territory, and forces. Some states, including on NATO's periphery and in other regions, sell or acquire or try to acquire NBC weapons and delivery means. Commodities and technology that could be used to build these weapons of mass destruction and their delivery means are becoming more common, while detection and prevention of illicit trade in these materials and know-how continues to be difficult. Non-state actors have shown the potential to create and use some of these weapons.

23. The global spread of technology that can be of use in the production of weapons may result in the greater availability of sophisticated military capabilities, permitting adversaries to acquire highly capable offensive and defensive air, land, and sea-borne systems, cruise missiles, and other advanced weaponry. In addition, state and non-state adversaries may try to exploit the Alliance's growing reliance on information systems through information operations designed to disrupt such systems. They may attempt to use strategies of this kind to counter NATO's superiority in traditional weaponry.

24. Any armed attack on the territory of the Allies, from whatever direction, would be covered by Articles 5 and 6 of the Washington Treaty. However, Alliance security must also take account of the global context. Alliance security interests can be affected by other risks of a wider nature, including acts of terrorism, sabotage and organised crime, and by the disruption of the flow of vital resources. The uncontrolled movement of large numbers of people, particularly as a consequence of armed conflicts, can also pose problems for security and stability affecting the Alliance. Arrangements exist within the Alliance for consultation among the Allies under Article 4 of the Washington Treaty and, where appropriate, co-ordination of their efforts including their responses to risks of this kind.

Part III - The Approach to Security in the 21st Century

Page 134: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

25. The Alliance is committed to a broad approach to security, which recognises the importance of political, economic, social and environmental factors in addition to the indispensable defence dimension. This broad approach forms the basis for the Alliance to accomplish its fundamental security tasks effectively, and its increasing effort to develop effective cooperation with other European and Euro-Atlantic organisations as well as the United Nations. Our collective aim is to build a European security architecture in which the Alliance's contribution to the security and stability of the Euro-Atlantic area and the contribution of these other international organisations are complementary and mutually reinforcing, both in deepening relations among Euro-Atlantic countries and in managing crises. NATO remains the essential forum for consultation among the Allies and the forum for agreement on policies bearing on the security and defence commitments of its members under the Washington Treaty.

26. The Alliance seeks to preserve peace and to reinforce Euro-Atlantic security and stability by: the preservation of the transatlantic link; the maintenance of effective military capabilities sufficient for deterrence and defence and to fulfil the full range of its missions; the development of the European Security and Defence Identity within the Alliance; an overall capability to manage crises successfully; its continued openness to new members; and the continued pursuit of partnership, cooperation, and dialogue with other nations as part of its co-operative approach to Euro-Atlantic security, including in the field of arms control and disarmament.

The Transatlantic Link

27. NATO is committed to a strong and dynamic partnership between Europe and North America in support of the values and interests they share. The security of Europe and that of North America are indivisible. Thus the Alliance's commitment to the indispensable transatlantic link and the collective defence of its members is fundamental to its credibility and to the security and stability of the Euro-Atlantic area.

The Maintenance Of Alliance Military Capabilities

28. The maintenance of an adequate military capability and clear preparedness to act collectively in the common defence remain central to the Alliance's security objectives. Such a capability, together with political solidarity, remains at the core of the Alliance's ability to prevent any attempt at coercion or intimidation, and to guarantee that military aggression directed against the Alliance can never be perceived as an option with any

Page 135: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

prospect of success. 29. Military capabilities effective under the full range of foreseeable

circumstances are also the basis of the Alliance's ability to contribute to conflict prevention and crisis management through non-Article 5 crisis response operations. These missions can be highly demanding and can place a premium on the same political and military qualities, such as cohesion, multinational training, and extensive prior planning, that would be essential in an Article 5 situation. Accordingly, while they may pose special requirements, they will be handled through a common set of Alliance structures and procedures.

The European Security And Defence Identity

30. The Alliance, which is the foundation of the collective defence of its members and through which common security objectives will be pursued wherever possible, remains committed to a balanced and dynamic transatlantic partnership. The European Allies have taken decisions to enable them to assume greater responsibilities in the security and defence field in order to enhance the peace and stability of the Euro-Atlantic area and thus the security of all Allies. On the basis of decisions taken by the Alliance, in Berlin in 1996 and subsequently, the European Security and Defence Identity will continue to be developed within NATO. This process will require close cooperation between NATO, the WEU and, if and when appropriate, the European Union. It will enable all European Allies to make a more coherent and effective contribution to the missions and activities of the Alliance as an expression of our shared responsibilities; it will reinforce the transatlantic partnership; and it will assist the European Allies to act by themselves as required through the readiness of the Alliance, on a case-by-case basis and by consensus, to make its assets and capabilities available for operations in which the Alliance is not engaged militarily under the political control and strategic direction either of the WEU or as otherwise agreed, taking into account the full participation of all European Allies if they were so to choose.

Conflict Prevention And Crisis Management

31. In pursuit of its policy of preserving peace, preventing war, and enhancing security and stability and as set out in the fundamental security tasks, NATO will seek, in cooperation with other organisations, to prevent conflict, or, should a crisis arise, to contribute to its effective management, consistent with international law, including through the possibility of conducting non-Article 5 crisis response operations. The Alliance's preparedness to carry out such operations supports the broader objective of reinforcing and extending stability and often involves the participation of NATO's Partners. NATO recalls its offer,

Page 136: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

made in Brussels in 1994, to support on a case-by-case basis in accordance with its own procedures, peacekeeping and other operations under the authority of the UN Security Council or the responsibility of the OSCE, including by making available Alliance resources and expertise. In this context NATO recalls its subsequent decisions with respect to crisis response operations in the Balkans. Taking into account the necessity for Alliance solidarity and cohesion, participation in any such operation or mission will remain subject to decisions of member states in accordance with national constitutions.

32. NATO will make full use of partnership, cooperation and dialogue and its links to other organisations to contribute to preventing crises and, should they arise, defusing them at an early stage. A coherent approach to crisis management, as in any use of force by the Alliance, will require the Alliance's political authorities to choose and co-ordinate appropriate responses from a range of both political and military measures and to exercise close political control at all stages.

Partnership, Cooperation, And Dialogue

33. Through its active pursuit of partnership, cooperation, and dialogue, the Alliance is a positive force in promoting security and stability throughout the Euro-Atlantic area. Through outreach and openness, the Alliance seeks to preserve peace, support and promote democracy, contribute to prosperity and progress, and foster genuine partnership with and among all democratic Euro-Atlantic countries. This aims at enhancing the security of all, excludes nobody, and helps to overcome divisions and disagreements that could lead to instability and conflict.

34. The Euro-Atlantic Partnership Council (EAPC) will remain the overarching framework for all aspects of NATO's cooperation with its Partners. It offers an expanded political dimension for both consultation and cooperation. EAPC consultations build increased transparency and confidence among its members on security issues, contribute to conflict prevention and crisis management, and develop practical cooperation activities, including in civil emergency planning, and scientific and environmental affairs.

35. The Partnership for Peace is the principal mechanism for forging practical security links between the Alliance and its Partners and for enhancing interoperability between Partners and NATO. Through detailed programmes that reflect individual Partners' capacities and interests, Allies and Partners work towards transparency in national defence planning and budgeting; democratic control of defence forces; preparedness for civil disasters and other emergencies; and the development of the ability to work together, including in NATO-led PfP operations. The Alliance is committed to increasing the role the Partners play in PfP decision-making and planning, and making PfP more

Page 137: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

operational. NATO has undertaken to consult with any active participant in the Partnership if that Partner perceives a direct threat to its territorial integrity, political independence, or security.

36. Russia plays a unique role in Euro-Atlantic security. Within the framework of the NATO-Russia Founding Act on Mutual Relations, Cooperation and Security, NATO and Russia have committed themselves to developing their relations on the basis of common interest, reciprocity and transparency to achieve a lasting and inclusive peace in the Euro-Atlantic area based on the principles of democracy and co-operative security. NATO and Russia have agreed to give concrete substance to their shared commitment to build a stable, peaceful and undivided Europe. A strong, stable and enduring partnership between NATO and Russia is essential to achieve lasting stability in the Euro-Atlantic area.

37. Ukraine occupies a special place in the Euro-Atlantic security environment and is an important and valuable partner in promoting stability and common democratic values. NATO is committed to further strengthening its distinctive partnership with Ukraine on the basis of the NATO-Ukraine Charter, including political consultations on issues of common concern and a broad range of practical cooperation activities. The Alliance continues to support Ukrainian sovereignty and independence, territorial integrity, democratic development, economic prosperity and its status as a non-nuclear weapons state as key factors of stability and security in central and eastern Europe and in Europe as a whole.

38. The Mediterranean is an area of special interest to the Alliance. Security in Europe is closely linked to security and stability in the Mediterranean. NATO's Mediterranean Dialogue process is an integral part of NATO's co-operative approach to security. It provides a framework for confidence building, promotes transparency and cooperation in the region, and reinforces and is reinforced by other international efforts. The Alliance is committed to developing progressively the political, civil, and military aspects of the Dialogue with the aim of achieving closer cooperation with, and more active involvement by, countries that are partners in this Dialogue.

Enlargement

39. The Alliance remains open to new members under Article 10 of the Washington Treaty. It expects to extend further invitations in coming years to nations willing and able to assume the responsibilities and obligations of membership, and as NATO determines that the inclusion of these nations would serve the overall political and strategic interests of the Alliance, strengthen its effectiveness and cohesion, and enhance overall European security and stability. To this end, NATO has established a

Page 138: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

programme of activities to assist aspiring countries in their preparations for possible future membership in the context of its wider relationship with them. No European democratic country whose admission would fulfil the objectives of the Treaty will be excluded from consideration.

Arms Control, Disarmament, And Non-Proliferation

40. The Alliance's policy of support for arms control, disarmament, and non-proliferation will continue to play a major role in the achievement of the Alliance's security objectives. The Allies seek to enhance security and stability at the lowest possible level of forces consistent with the Alliance's ability to provide for collective defence and to fulfil the full range of its missions. The Alliance will continue to ensure that - as an important part of its broad approach to security - defence and arms control, disarmament, and non-proliferation objectives remain in harmony. The Alliance will continue to actively contribute to the development of arms control, disarmament, and non-proliferation agreements as well as to confidence and security building measures. The Allies take seriously their distinctive role in promoting a broader, more comprehensive and more verifiable international arms control and disarmament process. The Alliance will enhance its political efforts to reduce dangers arising from the proliferation of weapons of mass destruction and their means of delivery. The principal non-proliferation goal of the Alliance and its members is to prevent proliferation from occurring or, should it occur, to reverse it through diplomatic means. The Alliance attaches great importance to the continuing validity and the full implementation by all parties of the CFE Treaty as an essential element in ensuring the stability of the Euro-Atlantic area.

Part IV - Guidelines for the Alliance's Forces

Principles Of Alliance Strategy

41. The Alliance will maintain the necessary military capabilities to accomplish the full range of NATO's missions. The principles of Allied solidarity and strategic unity remain paramount for all Alliance missions. Alliance forces must safeguard NATO's military effectiveness and freedom of action. The security of all Allies is indivisible: an attack on one is an attack on all. With respect to collective defence under Article 5 of the Washington Treaty, the combined military forces of the Alliance must be

Page 139: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

capable of deterring any potential aggression against it, of stopping an aggressor's advance as far forward as possible should an attack nevertheless occur, and of ensuring the political independence and territorial integrity of its member states. They must also be prepared to contribute to conflict prevention and to conduct non-Article 5 crisis response operations. The Alliance's forces have essential roles in fostering cooperation and understanding with NATO's Partners and other states, particularly in helping Partners to prepare for potential participation in NATO-led PfP operations. Thus they contribute to the preservation of peace, to the safeguarding of common security interests of Alliance members, and to the maintenance of the security and stability of the Euro-Atlantic area. By deterring the use of NBC weapons, they contribute to Alliance efforts aimed at preventing the proliferation of these weapons and their delivery means.

42. The achievement of the Alliance's aims depends critically on the equitable sharing of the roles, risks and responsibilities, as well as the benefits, of common defence. The presence of United States conventional and nuclear forces in Europe remains vital to the security of Europe, which is inseparably linked to that of North America. The North American Allies contribute to the Alliance through military forces available for Alliance missions, through their broader contribution to international peace and security, and through the provision of unique training facilities on the North American continent. The European Allies also make wide-ranging and substantial contributions. As the process of developing the ESDI within the Alliance progresses, the European Allies will further enhance their contribution to the common defence and to international peace and stability including through multinational formations.

43. The principle of collective effort in Alliance defence is embodied in practical arrangements that enable the Allies to enjoy the crucial political, military and resource advantages of collective defence, and prevent the renationalisation of defence policies, without depriving the Allies of their sovereignty. These arrangements also enable NATO's forces to carry out non-Article 5 crisis response operations and constitute a prerequisite for a coherent Alliance response to all possible contingencies. They are based on procedures for consultation, an integrated military structure, and on co-operation agreements. Key features include collective force planning; common funding; common operational planning; multinational formations, headquarters and command arrangements; an integrated air defence system; a balance of roles and responsibilities among the Allies; the stationing and deployment of forces outside home territory when required; arrangements, including planning, for crisis management and reinforcement; common standards and procedures for equipment, training and logistics; joint and combined doctrines and exercises when appropriate; and infrastructure, armaments and logistics

Page 140: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

cooperation. The inclusion of NATO's Partners in such arrangements or the development of similar arrangements for them, in appropriate areas, is also instrumental in enhancing cooperation and common efforts in Euro-Atlantic security matters.

44. Multinational funding, including through the Military Budget and the NATO Security Investment Programme, will continue to play an important role in acquiring and maintaining necessary assets and capabilities. The management of resources should be guided by the military requirements of the Alliance as they evolve.

45. The Alliance supports the further development of the ESDI within the Alliance, including by being prepared to make available assets and capabilities for operations under the political control and strategic direction either of the WEU or as otherwise agreed.

46. To protect peace and to prevent war or any kind of coercion, the Alliance will maintain for the foreseeable future an appropriate mix of nuclear and conventional forces based in Europe and kept up to date where necessary, although at a minimum sufficient level. Taking into account the diversity of risks with which the Alliance could be faced, it must maintain the forces necessary to ensure credible deterrence and to provide a wide range of conventional response options. But the Alliance's conventional forces alone cannot ensure credible deterrence. Nuclear weapons make a unique contribution in rendering the risks of aggression against the Alliance incalculable and unacceptable. Thus, they remain essential to preserve peace.

The Alliance's Force Posture

The Missions of Alliance Military Forces

47. The primary role of Alliance military forces is to protect peace and to guarantee the territorial integrity, political independence and security of member states. The Alliance's forces must therefore be able to deter and defend effectively, to maintain or restore the territorial integrity of Allied nations and - in case of conflict - to terminate war rapidly by making an aggressor reconsider his decision, cease his attack and withdraw. NATO forces must maintain the ability to provide for collective defence while conducting effective non-Article 5 crisis response operations.

48. The maintenance of the security and stability of the Euro-Atlantic area is of key importance. An important aim of the Alliance and its forces is to keep risks at a distance by dealing with potential crises at an early stage. In the event of crises which jeopardise Euro-Atlantic stability and could affect the security of Alliance members, the Alliance's military forces may be called upon to conduct crisis response operations. They may also be called upon to contribute to the preservation of international peace and

Page 141: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

security by conducting operations in support of other international organisations, complementing and reinforcing political actions within a broad approach to security.

49. In contributing to the management of crises through military operations, the Alliance's forces will have to deal with a complex and diverse range of actors, risks, situations and demands, including humanitarian emergencies. Some non-Article 5 crisis response operations may be as demanding as some collective defence missions. Well-trained and well-equipped forces at adequate levels of readiness and in sufficient strength to meet the full range of contingencies as well as the appropriate support structures, planning tools and command and control capabilities are essential in providing efficient military contributions. The Alliance should also be prepared to support, on the basis of separable but not separate capabilities, operations under the political control and strategic direction either of the WEU or as otherwise agreed. The potential participation of Partners and other non-NATO nations in NATO-led operations as well as possible operations with Russia would be further valuable elements of NATO's contribution to managing crises that affect Euro-Atlantic security.

50. Alliance military forces also contribute to promoting stability throughout the Euro-Atlantic area by their participation in military-to-military contacts and in other cooperation activities and exercises under the Partnership for Peace as well as those organised to deepen NATO's relationships with Russia, Ukraine and the Mediterranean Dialogue countries. They contribute to stability and understanding by participating in confidence-building activities, including those which enhance transparency and improve communication; as well as in verification of arms control agreements and in humanitarian de-mining. Key areas of consultation and cooperation could include inter alia: training and exercises, interoperability, civil-military relations, concept and doctrine development, defence planning, crisis management, proliferation issues, armaments cooperation as well as participation in operational planning and operations.

Guidelines for the Alliance's Force Posture

51. To implement the Alliance's fundamental security tasks and the principles of its strategy, the forces of the Alliance must continue to be adapted to meet the requirements of the full range of Alliance missions effectively and to respond to future challenges. The posture of Allies' forces, building on the strengths of different national defence structures, will conform to the guidelines developed in the following paragraphs.

52. The size, readiness, availability and deployment of the Alliance's military forces will reflect its commitment to collective defence and to conduct crisis response operations, sometimes at short notice, distant from their home stations, including beyond the

Page 142: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Allies' territory. The characteristics of the Alliance's forces will also reflect the provisions of relevant arms control agreements. Alliance forces must be adequate in strength and capabilities to deter and counter aggression against any Ally. They must be interoperable and have appropriate doctrines and technologies. They must be held at the required readiness and deployability, and be capable of military success in a wide range of complex joint and combined operations, which may also include Partners and other non-NATO nations.

53. This means in particular: a. that the overall size of the Allies' forces will be kept at the

lowest levels consistent with the requirements of collective defence and other Alliance missions; they will be held at appropriate and graduated readiness;

b. that the peacetime geographical distribution of forces will ensure a sufficient military presence throughout the territory of the Alliance, including the stationing and deployment of forces outside home territory and waters and forward deployment of forces when and where necessary. Regional and, in particular, geostrategic considerations within the Alliance will have to be taken into account, as instabilities on NATO's periphery could lead to crises or conflicts requiring an Alliance military response, potentially with short warning times;

c. that NATO's command structure will be able to undertake command and control of the full range of the Alliance's military missions including through the use of deployable combined and joint HQs, in particular CJTF headquarters, to command and control multinational and multiservice forces. It will also be able to support operations under the political control and strategic direction either of the WEU or as otherwise agreed, thereby contributing to the development of the ESDI within the Alliance, and to conduct NATO-led non-Article 5 crisis response operations in which Partners and other countries may participate;

d. that overall, the Alliance will, in both the near and long term and for the full range of its missions, require essential operational capabilities such as an effective engagement capability; deployability and mobility; survivability of forces and infrastructure; and sustainability, incorporating logistics and force rotation. To develop these capabilities to their full potential for multinational operations, interoperability, including human factors, the use of appropriate advanced technology, the maintenance of information superiority in military operations, and highly qualified personnel with a broad spectrum of skills will be important. Sufficient capabilities in the areas of command, control and communications as well as intelligence and surveillance

Page 143: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

will serve as necessary force multipliers; e. that at any time a limited but militarily significant

proportion of ground, air and sea forces will be able to react as rapidly as necessary to a wide range of eventualities, including a short-notice attack on any Ally. Greater numbers of force elements will be available at appropriate levels of readiness to sustain prolonged operations, whether within or beyond Alliance territory, including through rotation of deployed forces. Taken together, these forces must also be of sufficient quality, quantity and readiness to contribute to deterrence and to defend against limited attacks on the Alliance;

f. that the Alliance must be able to build up larger forces, both in response to any fundamental changes in the security environment and for limited requirements, by reinforcement, by mobilising reserves, or by reconstituting forces when necessary. This ability must be in proportion to potential threats to Alliance security, including potential long-term developments. It must take into account the possibility of substantial improvements in the readiness and capabilities of military forces on the periphery of the Alliance. Capabilities for timely reinforcement and resupply both within and from Europe and North America will remain of critical importance, with a resulting need for a high degree of deployability, mobility and flexibility;

g. that appropriate force structures and procedures, including those that would provide an ability to build up, deploy and draw down forces quickly and selectively, are necessary to permit measured, flexible and timely responses in order to reduce and defuse tensions. These arrangements must be exercised regularly in peacetime;

h. that the Alliance's defence posture must have the capability to address appropriately and effectively the risks associated with the proliferation of NBC weapons and their means of delivery, which also pose a potential threat to the Allies' populations, territory, and forces. A balanced mix of forces, response capabilities and strengthened defences is needed;

i. that the Alliance's forces and infrastructure must be protected against terrorist attacks.

Characteristics of Conventional Forces

54. It is essential that the Allies' military forces have a credible ability to fulfil the full range of Alliance missions. This requirement has implications for force structures, force and equipment levels; readiness, availability, and sustainability; training and exercises; deployment and employment options; and force build-up and mobilisation capabilities. The aim should be to

Page 144: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

achieve an optimum balance between high readiness forces capable of beginning rapidly, and immediately as necessary, collective defence or non-Article 5 crisis response operations; forces at different levels of lower readiness to provide the bulk of those required for collective defence, for rotation of forces to sustain crisis response operations, or for further reinforcement of a particular region; and a longer-term build-up and augmentation capability for the worst case -- but very remote -- scenario of large scale operations for collective defence. A substantial proportion of Alliance forces will be capable of performing more than one of these roles.

55. Alliance forces will be structured to reflect the multinational and joint nature of Alliance missions. Essential tasks will include controlling, protecting, and defending territory; ensuring the unimpeded use of sea, air, and land lines of communication; sea control and protecting the deployment of the Alliance's sea-based deterrent; conducting independent and combined air operations; ensuring a secure air environment and effective extended air defence; surveillance, intelligence, reconnaissance and electronic warfare; strategic lift; and providing effective and flexible command and control facilities, including deployable combined and joint headquarters.

56. The Alliance's defence posture against the risks and potential threats of the proliferation of NBC weapons and their means of delivery must continue to be improved, including through work on missile defences. As NATO forces may be called upon to operate beyond NATO's borders, capabilities for dealing with proliferation risks must be flexible, mobile, rapidly deployable and sustainable. Doctrines, planning, and training and exercise policies must also prepare the Alliance to deter and defend against the use of NBC weapons. The aim in doing so will be to further reduce operational vulnerabilities of NATO military forces while maintaining their flexibility and effectiveness despite the presence, threat or use of NBC weapons.

57. Alliance strategy does not include a chemical or biological warfare capability. The Allies support universal adherence to the relevant disarmament regimes. But, even if further progress with respect to banning chemical and biological weapons can be achieved, defensive precautions will remain essential.

58. Given reduced overall force levels and constrained resources, the ability to work closely together will remain vital for achieving the Alliance's missions. The Alliance's collective defence arrangements in which, for those concerned, the integrated military structure plays the key role, are essential in this regard. The various strands of NATO's defence planning need to be effectively coordinated at all levels in order to ensure the preparedness of the forces and supporting structures to carry out the full spectrum of their roles. Exchanges of information among the Allies about their force plans contribute to securing the availability of the capabilities needed for the execution of these

Page 145: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

roles. Consultations in case of important changes in national defence plans also remain of key importance. Cooperation in the development of new operational concepts will be essential for responding to evolving security challenges. The detailed practical arrangements that have been developed as part of the ESDI within the Alliance contribute to close allied co-operation without unnecessary duplication of assets and capabilities.

59. To be able to respond flexibly to possible contingencies and to permit the effective conduct of Alliance missions, the Alliance requires sufficient logistics capabilities, including transport capacities, medical support and stocks to deploy and sustain all types of forces effectively. Standardisation will foster cooperation and cost-effectiveness in providing logistic support to allied forces. Mounting and sustaining operations outside the Allies' territory, where there may be little or no host-nation support, will pose special logistical challenges. The ability to build-up larger, adequately equipped and trained forces, in a timely manner and to a level able to fulfil the full range of Alliance missions, will also make an essential contribution to crisis management and defence. This will include the ability to reinforce any area at risk and to establish a multinational presence when and where this is needed. Forces of various kinds and at various levels of readiness will be capable of flexible employment in both intra-European and transatlantic reinforcement. This will require control of lines of communication, and appropriate support and exercise arrangements.

60. The interaction between Alliance forces and the civil environment (both governmental and non-governmental) in which they operate is crucial to the success of operations. Civil-military cooperation is interdependent: military means are increasingly requested to assist civil authorities; at the same time civil support to military operations is important for logistics, communications, medical support, and public affairs. Cooperation between the Alliance's military and civil bodies will accordingly remain essential.

61. The Alliance's ability to accomplish the full range of its missions will rely increasingly on multinational forces, complementing national commitments to NATO for the Allies concerned. Such forces, which are applicable to the full range of Alliance missions, demonstrate the Alliance's resolve to maintain a credible collective defence; enhance Alliance cohesion; and reinforce the transatlantic partnership and strengthen the ESDI within the Alliance. Multinational forces, particularly those capable of deploying rapidly for collective defence or for non-Article 5 crisis response operations, reinforce solidarity. They can also provide a way of deploying more capable formations than might be available purely nationally, thus helping to make more efficient use of scarce defence resources. This may include a highly integrated, multinational approach to specific tasks and functions, an approach which underlies the implementation of the

Page 146: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

CJTF concept. For peace support operations, effective multinational formations and other arrangements involving Partners will be valuable. In order to exploit fully the potential offered by multinational formations, improving interoperability, inter alia through sufficient training and exercises, is of the highest importance.

Characteristics of Nuclear Forces

62. The fundamental purpose of the nuclear forces of the Allies is political: to preserve peace and prevent coercion and any kind of war. They will continue to fulfil an essential role by ensuring uncertainty in the mind of any aggressor about the nature of the Allies' response to military aggression. They demonstrate that aggression of any kind is not a rational option. The supreme guarantee of the security of the Allies is provided by the strategic nuclear forces of the Alliance, particularly those of the United States; the independent nuclear forces of the United Kingdom and France, which have a deterrent role of their own, contribute to the overall deterrence and security of the Allies.

63. A credible Alliance nuclear posture and the demonstration of Alliance solidarity and common commitment to war prevention continue to require widespread participation by European Allies involved in collective defence planning in nuclear roles, in peacetime basing of nuclear forces on their territory and in command, control and consultation arrangements. Nuclear forces based in Europe and committed to NATO provide an essential political and military link between the European and the North American members of the Alliance. The Alliance will therefore maintain adequate nuclear forces in Europe. These forces need to have the necessary characteristics and appropriate flexibility and survivability, to be perceived as a credible and effective element of the Allies' strategy in preventing war. They will be maintained at the minimum level sufficient to preserve peace and stability.

64. The Allies concerned consider that, with the radical changes in the security situation, including reduced conventional force levels in Europe and increased reaction times, NATO's ability to defuse a crisis through diplomatic and other means or, should it be necessary, to mount a successful conventional defence has significantly improved. The circumstances in which any use of nuclear weapons might have to be contemplated by them are therefore extremely remote. Since 1991, therefore, the Allies have taken a series of steps which reflect the post-Cold War security environment. These include a dramatic reduction of the types and numbers of NATO's sub-strategic forces including the elimination of all nuclear artillery and ground-launched short-range nuclear missiles; a significant relaxation of the readiness criteria for nuclear-roled forces; and the termination of standing peacetime nuclear contingency plans. NATO's nuclear forces no longer target any country. Nonetheless, NATO will maintain, at

Page 147: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

the minimum level consistent with the prevailing security environment, adequate sub-strategic forces based in Europe which will provide an essential link with strategic nuclear forces, reinforcing the transatlantic link. These will consist of dual capable aircraft and a small number of United Kingdom Trident warheads. Sub-strategic nuclear weapons will, however, not be deployed in normal circumstances on surface vessels and attack submarines.

Part V - Conclusion

65. As the North Atlantic Alliance enters its sixth decade, it must be ready to meet the challenges and opportunities of a new century. The Strategic Concept reaffirms the enduring purpose of the Alliance and sets out its fundamental security tasks. It enables a transformed NATO to contribute to the evolving security environment, supporting security and stability with the strength of its shared commitment to democracy and the peaceful resolution of disputes. The Strategic Concept will govern the Alliance's security and defence policy, its operational concepts, its conventional and nuclear force posture and its collective defence arrangements, and will be kept under review in the light of the evolving security environment. In an uncertain world the need for effective defence remains, but in reaffirming this commitment the Alliance will also continue making full use of every opportunity to help build an undivided continent by promoting and fostering the vision of a Europe whole and free.

Updated: 25 April 1999 NATO Press ReleasePress Release NAC-S(99)69

25 Apr. 1999

Defence Capabilities Initiative

Introduction

1. At Washington, NATO Heads of State and Government launched a Defence Capabilities Initiative. The objective of this initiative is

Page 148: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

to improve defence capabilities to ensure the effectiveness of future multinational operations across the full spectrum of Alliance missions in the present and foreseeable security environment with a special focus on improving interoperability among Alliance forces, and where applicable also between Alliance and Partner forces.

The Challenge: Adapting Capabilities for a New Security Environment

2. In accordance with the Alliance's new Strategic Concept, NATO must continue to maintain capabilities to deal with large-scale aggression against one or more of the members, although the probability of this occurring in the foreseeable future is low. Warning times for the possible emergence of such a threat are likely to remain long. Potential threats to Alliance security are more likely to result from regional conflicts, ethnic strife or other crises beyond Alliance territory, as well as the proliferation of weapons of mass destruction and their means of delivery.

3. Future Alliance military operations, including non-Article 5 crisis response operations, are likely to be smaller in scale than those which were the basis for Alliance planning during the Cold War. They may also be longer in duration, extend multinational cooperation to lower levels and take place concurrently with other Alliance operations. In many cases non-Article 5 operations will include force contributions from Partners and possibly other non-Allied nations. Operations outside Alliance territory may need to be undertaken with no, or only limited, access to existing NATO infrastructure. It may not be possible to invoke existing national emergency legislation to provide civilian transport assets for deployments or to mobilise reserves. These developments will make new demands on the capabilities required of Alliance forces, in particular in the field of interoperability. It is important that all nations are able to make a fair contribution to the full spectrum of Alliance missions regardless of differences in national defence structures.

4. Significant progress has been made in recent years in adapting Alliance forces to the requirements of this new security environment. However, many Allies have only relatively limited capabilities for the rapid deployment of significant forces outside national territory, or for extended sustainment of operations and protection of forces far from home bases. Command and control and information systems need to be better matched to the requirements of future Alliance military operations which will entail the exchange of a much greater volume of information and extending to lower levels than in the past. Maintaining the effectiveness of multinational operations will require particular attention to the challenges of interoperability. In this context, increased attention must be paid to human factors (such as common approaches to doctrine, training and operational

Page 149: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

procedures) and standardisation, as well as to the challenges posed by the accelerating pace of technological change and the different speeds at which Allies introduce advanced capabilities. Improvements in interoperability and critical capabilities should also strengthen the European pillar in NATO.

The Way Ahead

5. Against this background, the Alliance has examined areas where improvements in capabilities would make a significant contribution towards meeting the challenges of the future. The aim has been to develop a common assessment of requirements for the full range of Alliance missions. In identifying the most important areas for improvement, and with a special focus on interoperability, the work has concentrated on the deployability and mobility of Alliance forces, on their sustainability and logistics, their survivability and effective engagement capability, and on command and control and information systems. In some cases it has been possible at this early stage to set out the steps to be taken to improve some capabilities. In others, further work is required to examine different options and make firm recommendations about improvements to be made. The initiative emphasises the importance of the resource dimension of this work as well as the requirement for better coordination between defence planning disciplines; takes into consideration the ability of European Allies to undertake WEU-led operations; addresses ways to improve capabilities of multinational formations; and considers issues such as training, doctrine, human factors, concept development and experimentation, and standardisation.

6. As part of this Defence Capabilities Initiative, Heads of State and Government have established a temporary High Level Steering Group (HLSG) to oversee the implementation of the DCI and to meet the requirement of coordination and harmonisation among relevant planning disciplines including for Allies concerned force planning, and with NATO standardisation, with the aim of achieving lasting effects on improvements in capabilities and interoperability.

Updated: 16-Dec-2002 NATO Press ReleasesPress Release EU-NATO Declaration on ESDP

Page 150: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

Release (2002) 142 16 Dec. 2002

THE EUROPEAN UNION AND THE NORTH ATLANTIC TREATY ORGANISATION,

• Welcome the strategic partnership established between the European Union and NATO in crisis management, founded on our shared values, the indivisibility of our security and our determination to tackle the challenges of the new Century;

• Welcome the continued important role of NATO in crisis management and conflict prevention, and reaffirm that NATO remains the foundation of the collective defence of its members;

• Welcome the European Security and Defence Policy (ESDP), whose purpose is to add to the range of instruments already at the European Union’s disposal for crisis management and conflict prevention in support of the Common Foreign and Security Policy, the capacity to conduct EU-led crisis management operations, including military operations where NATO as a whole is not engaged;

• Reaffirm that a stronger European role will help contribute to the vitality of the Alliance, specifically in the field of crisis management;

• Reaffirm their determination to strengthen their capabilities;

Declare that the relationship between the European Union and NATO will be founded on the following principles:

• Partnership: ensuring that the crisis management activities of the two organisations are mutually reinforcing, while recognising that the European Union and NATO are organisations of a different nature;

• Effective mutual consultation, dialogue, cooperation and transparency;

• Equality and due regard for the decision-making autonomy and interests of the European Union and NATO;

• Respect for the interests of the Member States of the European Union and NATO;

• Respect for the principles of the Charter of the United Nations, which underlie the Treaty on European Union and the Washington Treaty, in order to provide one of the indispensable foundations for a stable Euro-Atlantic security environment, based on the commitment to the peaceful resolution of disputes, in which no country would be able to intimidate or coerce any other through the threat or use of force, and also based on respect for treaty rights and obligations as well as refraining from unilateral actions;

• Coherent, transparent and mutually reinforcing development of the military capability requirements common to the two organisations;

To this end:

Page 151: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

• The European Union is ensuring the fullest possible involvement of non-EU European members of NATO within ESDP, implementing the relevant Nice arrangements, as set out in the letter from the EU High Representative on 13 December 2002;

• NATO is supporting ESDP in accordance with the relevant Washington Summit decisions, and is giving the European Union, inter alia and in particular, assured access to NATO’s planning capabilities, as set out in the NAC decisions on 13 December 2002;

• Both organisations have recognised the need for arrangements to ensure the coherent, transparent and mutually reinforcing development of the capability requirements common to the two organisations, with a spirit of openness.

Tel: Fax:

+32 (0)2 707 50 41 +32 (0)2 707 50 57 B-1110 Brussels/Bruxelles http://www.nato.int/

[email protected]

Updated: 22-Aug-2003 SHAPE > SHAPE-EU

Info Berlin Plus agreement

Berlin Plus agreement is a short title for a comprehensive package of agreements between NATO and EU, based on conclusions of the NATO Washington Summit. It is comprised of the following major parts: a. NATO - EU Security Agreement b. Assured Access to NATO planning capabilities for EU-led Crisis Management Operations (CMO) c. Availability of NATO assets and capabilities for EU-led CMO d. Procedures for Release, Monitoring, Return and Recall of NATO Assets and Capabilities e. Terms Of Reference for DSACEUR and European Command Options for NATO f. EU - NATO consultation arrangements in the context of an EU-led CMO making use of NATO assets and capabilities g. Arrangements for coherent and mutually reinforcing Capability Requirements

All parts are tied together through the so called "Framework Agreement", which consists essentially of an exchange of Letters between SG/HR and SG NATO, dated 17 Mar 03. Since that day, the "Berlin plus" package has been in effect and serves as

Page 152: ΙΕ΄ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ · 2011-07-19 · 3 Η στάση αυτή των ΗΠΑ, δηλαδή η έλλειψη πίεσης ή παρότρυνσης των

the foundation for practical work between EU and NATO. In that, the view of EU-led CMO makes use of NATO planning support or NATO capabilities and assets for the execution of any operations.