Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

62
Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ Ο αιώνιος σύζυγος. Οπισθόφυλλο. Ο αιώνιος σύζυγος έχει όλα τα γνωρίσματα της μεγαλοφυίας του συγγραφέα του. Είναι μια ψυχογραφία εραστού και συζύγου, θύματος και θύτου. Οι ήρωές του, ο Αλέξης Ιβάνοβιτς Βετσάλνινοβ και ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκυ, αντιμετωπίζουν με τρόμο ή έκσταση το ζωφερό φράγμα της ύπαρξής τους, ταπεινοί, δαιμόνοι, ασήμαντοι και γελίοι. Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκυ, 1821-1881, ανήκει στους πνευματικούς γίγαντες της παλιάς Ρωσίας και μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των χωρών κι όλων των εποχών. Η σημασία του έργου του εκτείνεται πέρα από τα όρια της λογοτεχνίας και επηρεάζει βαθύτατα την πολιτική, κοινωνική και φιλοσοφική εξέλιξη του εικοστού αιώνα. Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ Ο αιώνιος σύζυγος Μετάφραση: Μάγδα Καϊναδά Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Παπαδοπούλου ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ Μετάφραση Μάγδα Καϊναδά ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2006 Ο ΒΕΛΤΣΑΝΙΝΟΒ Ήρθε το καλοκαίρι κι ο Βελτσάνινοβ, αντίθετα προς όλες τις προβλέψεις, έμεινε στην Πετρούπολη. Το ταξίδι που λογάριαζε να κάνει στη Νότιο Ρωσία ματαιώθηκε. Κι όσο για τη δίκη του δεν έλεγε να τελειώσει. Η δίκη αυτή, σχετική με κάποια έκταση γης, έπαιρνε τροπή πολύ δυσάρεστη. Φαινόταν απλή και η έκβαση της σχεδόν σίγουρη, τρεις μήνες πριν ξαφνικά όμως όλα χάλασαν. Και, γενικά, όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Συχνά τώρα ο Βελτσάνινοβ έλεγε και ξανάλεγε μέσα του τούτη τη φράση. Είχε έναν δικηγόρο ικανό, ακριβό, γνωστό, και ο ίδιος λυπόταν τα έξοδα. Μα η ανυπομονησία και κάτι σαν ανήσυχη δυσπιστία τον παρακίνησαν να πάρει μόνος του την υπόθεση στα χέρια του. έγραφε υπομνήματα που ο δικηγόρος του τα πετούσε όλα στον κάλαθο των αχρήστων. έτρεχε στις δημόσιες υπηρεσίες, μάζευε πληροφορίες με αποτέλεσμα να δημιουργεί πιθανότατα, κι άλλες καθυστερήσεις. Ο δικηγόρος πάντως γκρίνιαζε και τον παρακαλούσε επίμονα να φύγει για την εξοχή- αυτός όμως δεν μπορούσε να το αποφασίσει να φύγει από την Πετρούπολη, ούτε καν για κάποιο προάστιο. Η σκόνη, η ασφυκτική ζέστη, οι λευκές νύχτες της Πετρούπολης, οι τόσο εκνευριστικές, να τι τον κρατούσε στη μεγάλη πολιτεία. Δεν είχε σταθεί τυχερός ούτε με το σπίτι που είχε νοικιάσει εδώ και λίγον καιρό, κάπου κοντά στο Μεγάλο Θέατρο. Όλα μου έρχονται ανάποδα! Η υποχονδρία του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. η αλήθεια ήταν πως είχε μια προδιάθεση για την υποχονδρία από καιρό. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε ζήσει έντονα. Δεν ήταν πια νέος, τριάντα οχτώ ή πιο σωστά, τριάντα εννιά χρόνων, κι αυτά τα γερατειά, όπως έλεγε, είχαν έρθει σχεδόν αναπάντεχα. Καταλάβαινε όμως κι ο ίδιος πως δεν ήταν τόσο τα χρόνια, όσο ο τρόπος που τα είχε ζήσει, που τον είχαν γεράσει και πως η αιτία της ανησυχίας του ήταν μάλλον εσωτερική. Έδειχνε ακόμη γερός και νέος. Ήταν ένας άντρας ψηλός και ρωμαλέος. Δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα στα πυκνά, ανοιχτόξανθα μαλλιά του, μήτε στα μακριά γένια του που έφταναν σχεδόν ως τα μισά του στήθους του. Με την πρώτη ματιά φαινόταν λιγάκι άγαρμπος και βαρύς. αν τον πρόσεχες όμως καλύτερα, έβλεπες αμέσως πως είχες να κάνεις με έναν κύριο με κοινωνική αγωγή, που ήξερε να φέρεται. Ακόμη και τώρα είχε άνεση στους τρόπους, αξιοπρέπεια και χάρη, θα μπορούσε κανείς να πει, παρ' όλη τη βλοσυρότητα και την αδιαφορία που είχε στο ύφος του τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου, ακόμη και τώρα, είχε ένα θάρρος ακλόνητο, μιαν αυτοπεποίθηση αριστοκρατική που έφτανε τα όρια της αναίδειας και που την έκταση της ούτε ο ίδιος την υποψιαζόταν, μολονότι ήταν άνθρωπος όχι μονάχα έξυπνος, αλλά διορατικότατος πολύ συχνά, αρκετά μορφωμένος κι αναμφισβήτητα προικισμένος με πολλά χαρίσματα. Το γεμάτο ειλικρίνεια ροδαλό πρόσωπο του είχε στα παλιά χρόνια μιαν αβρότητα που τραβούσε τις γυναίκες. Και τώρα ακόμη, βλέποντας τον, πολλοί λέγανε: Τι λεβέντης! Κι όμως αυτός ο λεβέντης είχε πάθει μια βασανιστική υποχονδρία. Τα μεγάλα γαλανά μάτια του, καμμιά δεκαριά χρόνια πριν, είχαν κάτι το καταπληκτικό. Ήταν μάτια τόσο φωτεινά, τόσο εύθυμα, τόσο ξέγνοιαστα, που συναρπάζανε όποιον αντίκρυζε το βλέμμα του. Τώρα που πλησίαζε τα σαράντα, η λάμψη, η καλοσύνη, είχαν σβήσει σχεδόν ολότελα από τούτα τα μάτια, που είχαν αρχίσει κιόλας να σχηματίζουν γύρω τους ελαφρές ρυτίδες. Απεναντίας πρόδιναν κυνισμό, τον κυνισμό ενός ανθρώπου κουρασμένου και όχι πολύ ηθικού, πανουργία, σαρκασμό συχνότερα, και είχαν μια καινούργια έκφραση, που δεν υπήρχε εκεί άλλοτε. μια έκφραση μελαγχολίας και πόνου, μελαγχολίας αφηρημένης, δίχως αφορμή θα έλεγες, αλλά βαθύτατης. Τούτη η μελαγχολία παρουσιαζόταν, κυρίως, όταν έμενε μόνος. Και παράξενο, αυτός ο άνθρωπος, ο τόσο ζωηρός, τόσο εύθυμος, τόσο γλεντζές, που διηγόταν τόσο ωραία διασκεδαστικά ανέκδοτα εδώ και μόλις πριν από δυο χρόνια, τώρα δεν είχε καμμία άλλη επιθυμία παρά να κάθεται ολομόναχος. Έκοψε θεληματικά όλες τις σχέσεις με ένα σωρό γνωστούς του, σχέσεις που θα μπορούσε θαυμάσια να τις διατηρήσει, παρ' όλα τα οικονομικά του χάλια. Η αλήθεια ήταν πως η κενοδοξία είχε συντελέσει σε αυτό. Μα η καχυποψία και η κενοδοξία του δεν τον άφηναν να συναναστρέφεται τους παλιούς γνωστούς του. Έτσι, λίγο - λίγο, απομονώθηκε. Και η κενοδοξία του αντί να εξασθενίσει, πήρε απεναντίας μια μορφή καινούργια, πολύ χαρακτηριστική. άλλες αίτιες, εντελώς διαφορετικές από κείνες που τον ενοχλούσαν ως τότε, τον πλήγωναν τώρα. αιτίες απρόβλεπτες, ανώτερες από κείνες που τον επηρέαζαν

Transcript of Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Page 1: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ Ο αιώνιος σύζυγος.Οπισθόφυλλο. Ο αιώνιος σύζυγος έχει όλα τα γνωρίσματα της μεγαλοφυίας του συγγραφέα του. Είναι μια ψυχογραφία

εραστού και συζύγου, θύματος και θύτου. Οι ήρωές του, ο Αλέξης Ιβάνοβιτς Βετσάλνινοβ και ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκυ, αντιμετωπίζουν με τρόμο ή έκσταση το ζωφερό φράγμα της ύπαρξής τους, ταπεινοί, δαιμόνοι, ασήμαντοι και γελίοι.

Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκυ, 1821-1881, ανήκει στους πνευματικούς γίγαντες της παλιάς Ρωσίας και μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος όλων των χωρών κι όλων των εποχών. Η σημασία του έργου του εκτείνεται πέρα από τα όρια της λογοτεχνίας και επηρεάζει βαθύτατα την πολιτική, κοινωνική και φιλοσοφική εξέλιξη του εικοστού αιώνα.

Φιοντόρ Ντοστογέφσκυ Ο αιώνιος σύζυγοςΜετάφραση: Μάγδα Καϊναδά Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Παπαδοπούλου

ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΥ Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ

Μετάφραση Μάγδα Καϊναδά ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2006Ο ΒΕΛΤΣΑΝΙΝΟΒ

Ήρθε το καλοκαίρι κι ο Βελτσάνινοβ, αντίθετα προς όλες τις προβλέψεις, έμεινε στην Πετρούπολη. Το ταξίδι που λογάριαζε να κάνει στη Νότιο Ρωσία ματαιώθηκε. Κι όσο για τη δίκη του δεν έλεγε να τελειώσει. Η δίκη αυτή, σχετική με κάποια έκταση γης, έπαιρνε τροπή πολύ δυσάρεστη. Φαινόταν απλή και η έκβαση της σχεδόν σίγουρη, τρεις μήνες πριν ξαφνικά όμως όλα χάλασαν. Και, γενικά, όλα

πάνε από το κακό στο χειρότερο. Συχνά τώρα ο Βελτσάνινοβ έλεγε και ξανάλεγε μέσα του τούτη τη φράση. Είχε έναν δικηγόρο ικανό, ακριβό, γνωστό, και ο ίδιος λυπόταν τα έξοδα. Μα η ανυπομονησία και κάτι σαν ανήσυχη δυσπιστία τον παρακίνησαν να πάρει μόνος του την υπόθεση στα χέρια του.

έγραφε υπομνήματα που ο δικηγόρος του τα πετούσε όλα στον κάλαθο των αχρήστων. έτρεχε στις δημόσιες υπηρεσίες, μάζευε πληροφορίες με αποτέλεσμα να δημιουργεί πιθανότατα, κι άλλες καθυστερήσεις. Ο δικηγόρος πάντως γκρίνιαζε και τον παρακαλούσε επίμονα να φύγει για την εξοχή- αυτός όμως δεν μπορούσε να το αποφασίσει να φύγει από την Πετρούπολη, ούτε καν για κάποιο προάστιο. Η σκόνη, η ασφυκτική ζέστη, οι λευκές νύχτες της Πετρούπολης, οι τόσο εκνευριστικές, να τι τον κρατούσε στη μεγάλη πολιτεία. Δεν είχε σταθεί τυχερός ούτε με το σπίτι που είχε νοικιάσει εδώ και λίγον καιρό, κάπου κοντά στο Μεγάλο Θέατρο. Όλα μου έρχονται ανάποδα! Η υποχονδρία του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. η αλήθεια ήταν πως είχε μια προδιάθεση για την υποχονδρία από καιρό.

Ήταν ένας άνθρωπος που είχε ζήσει έντονα. Δεν ήταν πια νέος, τριάντα οχτώ ή πιο σωστά, τριάντα εννιά χρόνων, κι αυτά τα γερατειά, όπως έλεγε, είχαν έρθει σχεδόν αναπάντεχα. Καταλάβαινε όμως κι ο ίδιος πως δεν ήταν τόσο τα χρόνια, όσο ο

τρόπος που τα είχε ζήσει, που τον είχαν γεράσει και πως η αιτία της ανησυχίας του ήταν μάλλον εσωτερική. Έδειχνε ακόμη γερός και νέος. Ήταν ένας άντρας ψηλός και ρωμαλέος. Δεν είχε ούτε μια άσπρη τρίχα στα πυκνά, ανοιχτόξανθα μαλλιά του, μήτε στα μακριά γένια του που έφταναν σχεδόν ως τα μισά του στήθους του. Με την πρώτη ματιά φαινόταν λιγάκι άγαρμπος και βαρύς. αν τον πρόσεχες όμως καλύτερα, έβλεπες αμέσως πως είχες να κάνεις με έναν κύριο με κοινωνική αγωγή, που ήξερε να φέρεται. Ακόμη και τώρα είχε άνεση στους τρόπους, αξιοπρέπεια και χάρη, θα μπορούσε κανείς να πει, παρ' όλη τη βλοσυρότητα και την αδιαφορία που είχε στο ύφος του τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου, ακόμη και τώρα, είχε ένα θάρρος ακλόνητο, μιαν αυτοπεποίθηση αριστοκρατική που έφτανε τα όρια της αναίδειας και που την έκταση της ούτε ο ίδιος την υποψιαζόταν, μολονότι ήταν άνθρωπος όχι μονάχα έξυπνος, αλλά διορατικότατος πολύ συχνά, αρκετά μορφωμένος κι αναμφισβήτητα προικισμένος με πολλά χαρίσματα. Το γεμάτο ειλικρίνεια ροδαλό πρόσωπο του είχε στα παλιά χρόνια μιαν αβρότητα που τραβούσε τις γυναίκες. Και τώρα ακόμη, βλέποντας τον, πολλοί λέγανε: Τι λεβέντης! Κι όμως αυτός ο λεβέντης είχε πάθει μια βασανιστική υποχονδρία. Τα μεγάλα γαλανά μάτια του, καμμιά δεκαριά χρόνια πριν, είχαν κάτι το καταπληκτικό. Ήταν μάτια τόσο φωτεινά, τόσο εύθυμα, τόσο ξέγνοιαστα, που συναρπάζανε όποιον αντίκρυζε το βλέμμα του.

Τώρα που πλησίαζε τα σαράντα, η λάμψη, η καλοσύνη, είχαν σβήσει σχεδόν ολότελα από τούτα τα μάτια, που είχαν αρχίσει κιόλας να σχηματίζουν γύρω τους ελαφρές ρυτίδες. Απεναντίας πρόδιναν κυνισμό, τον κυνισμό ενός ανθρώπου κουρασμένου και όχι πολύ ηθικού, πανουργία, σαρκασμό συχνότερα, και είχαν μια καινούργια έκφραση, που δεν υπήρχε εκεί άλλοτε. μια έκφραση μελαγχολίας και πόνου, μελαγχολίας αφηρημένης, δίχως αφορμή θα έλεγες, αλλά βαθύτατης. Τούτη η μελαγχολία παρουσιαζόταν, κυρίως, όταν έμενε μόνος. Και παράξενο, αυτός ο άνθρωπος, ο τόσο ζωηρός, τόσο εύθυμος, τόσο γλεντζές, που διηγόταν τόσο ωραία διασκεδαστικά ανέκδοτα εδώ και μόλις πριν από δυο χρόνια, τώρα δεν είχε καμμία άλλη επιθυμία παρά να κάθεται ολομόναχος. Έκοψε θεληματικά όλες τις σχέσεις με ένα σωρό γνωστούς του, σχέσεις που θα μπορούσε θαυμάσια να τις διατηρήσει, παρ' όλα τα οικονομικά του χάλια. Η αλήθεια ήταν πως η κενοδοξία είχε συντελέσει σε αυτό. Μα η καχυποψία και η κενοδοξία του δεν τον άφηναν να συναναστρέφεται τους παλιούς γνωστούς του.

Έτσι, λίγο - λίγο, απομονώθηκε. Και η κενοδοξία του αντί να εξασθενίσει, πήρε απεναντίας μια μορφή καινούργια, πολύ χαρακτηριστική. άλλες αίτιες, εντελώς διαφορετικές από κείνες που τον ενοχλούσαν ως τότε, τον πλήγωναν τώρα. αιτίες απρόβλεπτες, ανώτερες από κείνες που τον επηρέαζαν άλλοτε, αν, βέβαια, μπορεί να εκφραστεί κανείς έτσι, αν υπάρχουν πραγματικές αιτίες ανώτερες ή κατώτερες.

Αυτόν τον τελευταίο συλλογισμό τον έκανε ο ίδιος.Ναι, εκεί είχε φθάσει: παράδερνε τώρα ανάμεσα σε απροσδιόριστες ανώτερες αιτίες, που δε θα τον απασχολούσαν στα παλιά

χρόνια, ούτε για μια στιγμή. Μέσα στο μυαλό του, στη συνείδηση του, χαρακτήριζε αιτίες ανώτερες όλες εκείνες που, απορούσε κι ο ίδιος με τη διαπίστωση, του ήταν αδύνατο να τις δει αδιάφορα, με περιφρόνηση, ω, μέσα στον κόσμο το πράγμα ήταν πολύ διαφορετικό!

Ήξερε καλά πως, στην πρώτη ευνοϊκή ευκαιρία, θα απαρνιόταν μεγαλόφωνα, αύριο κιόλας, όλες αυτές τις ανώτερες αιτίες, ξεχνώντας μονομιάς τις κρυφές και ευλαβικές αποφάσεις της συνείδησης του και θα ήταν ο πρώτος που θα τις κορόιδευε, χωρίς να το ομολογήσει στον εαυτό του, φυσικά. Ναι, αυτή ήταν η κατάσταση, παρ' όλο που τον τελευταίο καιρό είχε πετύχει να λυτρώσει τη σκέψη του από αυτές τις ανώτερες αιτίες που τον κατείχαν πρωτύτερα. Πόσες φορές, αλήθεια, όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι του το πρωί, δεν ντρεπόταν για τις σκέψεις και τα αισθήματα που τον είχαν τυραννήσει στις ώρες της αϋπνίας του, τώρα τελευταία υπέφερε τρομερά από αϋπνίες. Από καιρό είχε προσέξει πως άφηνε τον εαυτό του, όλο και περισσότερο, να κυριεύεται από ενδοιασμούς και δυσπιστία, τόσο στα σοβαρά ζητήματα όσο και στα μικροπράγματα και είχε αποφασίσει να φυλάγεται από τον ίδιο του τον εαυτό όσο μπορούσε. Παρουσιάζονταν ωστόσο γεγονότα που του ήταν αδύνατο να αμφισβητήσει την ύπαρξη τους. Τον τελευταίο καιρό, τις νύχτες καμμιά φορά, οι λογισμοί του, τα αισθήματα του, έπαιρναν μια άλλη μορφή, ολότελα διαφορετική και δεν έμοιαζαν πια καθόλου με τις σκέψεις και τα αισθήματα που είχε το πρωί της ίδιας μέρας. Αυτό του έκανε εντύπωση, πήγε μάλιστα να συμβουλευθεί έναν διάσημο γιατρό, που τον γνώριζε προσωπικά. Φυσικά, του μίλησε για την κατάσταση του παίρνοντας τάχα το πράγμα στα αστεία. Έμαθε τότε πως η μεταβολή, ακόμη κι ο διχασμός των σκέψεων και των συναισθημάτων, όταν έχει κανείς αϋπνίες την νύχτα, ήταν ένα φαινόμενο πολύ συνηθισμένο σε ανθρώπους που στέκονται και αισθάνονται έντονα, πως οι πεποιθήσεις μιας ολόκληρης ζωής μεταμορφώνονται έξαφνα κάτω από την καταθλιπτική επίδραση της νύχτας και της αϋπνίας, πως συνέβαινε να παίρνει κανείς, ξαφνικά, χωρίς λόγο, τις πιο μοιραίες αποφάσεις- αλλά πως υπήρχε, φυσικά, κάποιο όριο σε όλα αυτά και πως αν το υποκείμενο ένιωθε τον διχασμό τόσο έντονα ώστε να υποφέρει, αυτό ήταν αδιαφιλονίκητο σύμπτωμα μιας αρρώστιας και πως σε τούτη την περίπτωση, έπρεπε να ληφθεί

Page 2: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

αμέσως κάποιο μέτρο. Το καλύτερο ήταν να αλλάξει, ριζικά, ο άρρωστος τρόπο ζωής, να αλλάξει δίαιτα ή ακόμη να κάνει ένα ταξίδι. Και ασφαλώς, δεν θα ήταν άσκοπο να πάρει κι ένα καθαρτικό.

Ο Βελτσάνινοβ δεν θέλησε να ακούσει περισσότερα, μα ήξερε τώρα πως ήταν άρρωστος."Ώστε έτσι, όλα αυτά ήταν νοσηρά, όλες αυτές οι "ανώτερες αιτίες" δεν είναι παρά ενδείξεις μιας αρρώστιας και τίποτε άλλο!" έλεγε

μέσα του ειρωνικά. Δυσκολευόταν αλήθεια να το παραδεχθεί.Σε λίγο όμως, αυτό που δεν το αισθανόταν πρωτύτερα παρά μονάχα, παροδικά, τις νύχτες, άρχισε να εκδηλώνεται και το πρωί,

αλλά με μεγαλύτερη ένταση και πικρία, σε σημείο που οι τύψεις γίνονταν τώρα θυμός, ο οίκτος για τον εαυτό του σαρκασμός. Με λίγα λόγια, ολοένα πιο συχνά, ορισμένα γεγονότα της ζωής του -πολλές φορές πολύ μακρινά - αναπηδούσαν στη μνήμη του κατά τρόπο περίεργο, "ξαφνικά, ένας Θεός ήξερε γιατί". Λόγου χάρη, ο Βελτσάνινοβ παραπονιόταν από καιρό πως έχανε τη μνήμη του: ξεχνούσε τη φυσιογνωμία ανθρώπων γνωστών του κι αυτοί πειράζονταν όταν τους συναντούσε, καμμιά φορά του ήταν αδύνατο να θυμηθεί το παραμικρό από ένα βιβλίο που το είχε διαβάσει μόλις πριν από έξι μήνες. ε, λοιπόν, παρ' όλη την πρόδηλη και καθημερινή αυτή εξασθένιση της μνήμης, εξασθένιση που τον ανησυχούσε πολύ, ό,τι αφορούσε το μακρινό παρελθόν του, περιστατικά ολότελα λησμονημένα από δέκα και δεκαπέντε χρόνια, ζωντάνευαν κάπου -κάπου, ξαφνικά, με τέτοια ακρίβεια στις λεπτομέρειες και με τόση διαύγεια, που ήταν σαν να τα ξαναζούσε. Ορισμένα από τούτα τα περιστατικά τα είχε ξεχάσει τόσο απόλυτα που και μόνο το γεγονός ότι είχε μπορέσει να τα θυμηθεί, του φαινόταν σαν θαύμα. Μα δεν ήταν αυτό μονάχα: ποιος τάχα από τους ανθρώπους που έζησαν έντονα, δεν έχει αναμνήσεις; Εκείνο που έχει σημασία ήταν πως, καθώς ξαναγεννιόταν, το παρελθόν παρουσιαζόταν κάτω από μια σκοπιά νέα, απροσδόκητη, μια σκοπιά που ο Βελτσάνινοβ ούτε θα μπορούσε να τη διανοηθεί άλλοτε. Γιατί ορισμένες από τις αναμνήσεις αυτές του φαίνονταν τώρα σαν πραγματικά εγκλήματα; Και δεν ήταν αποκλειστικά και μόνο θέμα δικής του κρίσεως-φυσικά, δεν θα είχε εμπιστοσύνη στο σκοτεινό και αρρωστημένο μυαλό του.

Κι ωστόσο, γιατί έφθανε τότε στο σημείο να καταριέται τον εαυτό του, να κλαίει σχεδόν, κι ας μην ήταν τα δάκρυα του φανερά, αλλά λυγμοί εσωτερικοί; Δυο χρόνια πριν, ασφαλώς δε θα το πίστευε αν του λέγανε πως κάποια μέρα θα έκλαιγε. Στις αρχές, εξάλλου, οι αναμνήσεις αυτές ήταν περισσότερο πικρές παρά αισθηματικές. θυμόταν μερικές κοινωνικές αποτυχίες, κάποιες ταπεινώσεις, θυμόταν, λόγου χάρη, τις "συκοφαντίες ενός ραδιούργου" που είχαν ως συνέπεια να του κλείσει την πόρτα του κάποιο σπίτι- ή, ακόμη, πως, λίγο καιρό πριν, τον είχαν προσβάλει

απροκάλυπτα μπροστά σε κόσμο, δίχως αυτός να ζητήσει μια επανόρθωση με μονομαχία, πως, μια μέρα, τον είχαν εξευτελίσει, μπροστά σε ωραίες κυρίες, με ένα δηκτικότατο επίγραμμα κι αυτός δεν

είχε βρει τι να απαντήσει, θυμόταν μάλιστα δυο - τρία χρέη του απλήρωτα, ασήμαντα είναι αλήθεια, αλλά χρέη τιμής, απέναντι ανθρώπων που είχε πάψει να τους βλέπει και που τώρα τους κατηγορούσε. Βασανιζόταν επίσης, αλλά μονάχα στις χειρότερες στιγμές του, από τη θύμηση των δυο περιουσιών - σημαντικών και των δυο που τις είχε σπαταλήσει ανόητα. Σε λίγο όμως οι αναπολήσεις του άρχισαν να στρέφονται γύρω από θέματα ανώτερα.

Έξαφνα, λόγου χάρη, και χωρίς κανένα λόγο, θυμήθηκε ύστερα από καιρό κάποιο γέρο, δημόσιο υπάλληλο, ψαρομάλλη και λιγάκι γελοίο, που κάποτε, εδώ και χρόνια, τον είχε βάλει στόχο της ειρωνείας του, έτσι για να κάνει τον σπουδαίο, μόνο και μόνο για να πει ένα ευφυολόγημα που είχε μεγάλη επιτυχία και που διαδόθηκε αργότερα ευρύτατα. Το περιστατικό αυτό ήταν τόσο βαθιά θαμμένο στη μνήμη του, που του ήταν αδύνατο ακόμη και να θυμηθεί τόνομα του γεροντάκου, μολονότι τα καθέκαστα του επεισοδίου ξεπήδησαν ξαφνικά στο μυαλό του με καταπληκτική διαύγεια. Θυμήθηκε καθαρά πως ο γέρος κάτι είχε πει για να υπερασπίσει την κόρη του,

μια κοπέλα αρκετά μεγάλη, ανύπαντρη, που έμενε μαζί του, μια κοπέλα που γιαυτήν είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν στην πόλη διαδόσεις όχι και τόσο κολακευτικές. Ο γεροντάκος προσπάθησε να απαντήσει στα πειράγματα, έκανε να θυμώσει, ξαφνικά όμως είχε ξεσπάσει σε αναφιλητά μπροστά σε όλον τον κόσμο, πράγμα που προκάλεσε κάποια αίσθηση. Τελικά, η παρέα, έτσι για γούστο, τον είχε μεθύσει με σαμπάνια και είχε διασκεδάσει αφάνταστα. Και τώρα, όταν "στα καλά καθούμενα" ο Βελτσάνινοβ είδε ξανά με τη φαντασία του τον γεροντάκο να κλαίει με λυγμούς σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια, έμεινε με την εντύπωση πως δεν είχε πάψει στιγμή να θυμάται αυτό το περιστατικό. Παράξενο, αλήθεια. Όλα αυτά του φαίνονταν τόσο πολύ κωμικά και τώρα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, ορισμένες λεπτομέρειες προ πάντων και συγκεκριμένα, εκείνο το κρυμμένο πίσω από τα χέρια πρόσωπο.

Θυμήθηκε ακόμη πως είχε συκοφαντήσει, για να αστειευθεί, την χαριτωμένη γυναίκα ενός δασκάλου και πως οι συκοφαντίες είχαν φθάσει σταυτιά του συζύγου.

Ο Βελτσάνινοβ είχε φύγει από κείνη την κωμόπολη λίγο αργότερα κι έτσι δεν είχε μάθει ποτέ τις συνέπειες της πράξης του, τώρα όμως τις φανταζόταν κι ένας Θεός ξέρει που θα μπορούσε να τον παρασύρει η φαντασία του, αν, έξαφνα, δεν του ερχόταν στο νου η πολύ πιο πρόσφατη ανάμνηση μιας κοπέλας, μιας απλής μικροαστής, που όχι μονάχα δεν τον συγκινούσε πραγματικά, αλλά απεναντίας ντρεπόταν για τον δεσμό του μαζί της.

Ωστόσο της είχε κάνει ασυλλόγιστα ένα παιδί. Και είχε εγκαταλείψει μητέρα και παιδί, δίχως ούτε ένα αντίο, η αλήθεια ήταν πως δεν είχε βρει καιρό, φεύγοντας βιαστικά για την Πετρούπολη. Αργότερα, είχε προσπαθήσει, έναν ολόκληρο χρόνο, να ξαναβρεί αυτή την κοπέλα, αλλά δεν το κατόρθωσε.

Υπήρχαν, εξάλλου, εκατοντάδες σχεδόν αναμνήσεις αυτού του είδους και κάθε μια έσερνε πίσω της, θάλεγες, ένα πλήθος άλλες. Με τον καιρό, άρχισε να πληγώνεται και η ματαιοδοξία του.

Είπαμε παραπάνω πως η ματαιοδοξία του είχε πάρει μια ιδιαίτερη μορφή. Πραγματικά, έρχονταν στιγμές, σπάνιες άλλωστε, που η αδιαφορία του ήταν τόση που δεν ντρεπόταν καν πια για το ότι δεν είχε δικό του αμάξι και έτρεχε με τα πόδια από τη μια δημόσια υπηρεσία στην άλλη, για το ότι παραμελούσε την εμφάνιση του. Κι αν κάποιος από τους παλιούς γνωστούς του τον κοίταζε στο δρόμο ειρωνικά, ή έκανε απλούστατα πως δεν τον είχε προσέξει, αυτός είχε ακόμη αρκετή περηφάνεια για να μην αισθάνεται πικρία, όχι μονάχα επιφανειακά, αλλά και βαθιά μέσα του. Φυσικά, η περίπτωση ήταν σπάνια, οι στιγμές αυτές του εκνευρισμού και της αδιαφορίας για τον εαυτό του ήταν φευγαλέες κι ωστόσο, λίγο - λίγο η ματαιοδοξία του ξεμάκραινε από τα πράγματα που τον επηρέαζαν άλλοτε και συγκεντρωνόταν γύρω από ένα μόνο θέμα που απασχολούσε τη σκέψη του.

"Ε, λοιπόν", έλεγε μέσα του ειρωνικά, σχεδόν πάντα όταν συλλογιζόταν τον εαυτό του άρχιζε παίρνοντας τόνο ειρωνικό, "υπάρχει κάπου κάποιος που ενδιαφέρεται για την ηθική μου και μου στέλνει τις καταραμένες αυτές αναμνήσεις κι αυτά τα δάκρυα μετανοίας! Ας είναι. Αυτό όμως δεν πρόκειται να ωφελήσει σε τίποτε! Μάταιες οι προσπάθειες! Μήπως δεν είμαι βέβαιος πως παρ' όλες τις δακρύβρεκτες τύψεις και την αυστηρή αυτοκριτική, δεν έχω την παραμικρή ανεξαρτησία κι ας είμαι σαράντα χρόνων; Αν παρουσιασθεί τάχα ο ίδιος πειρασμός αύριο υπό τις ίδιες συνθήκες, αν, λόγου χάρη, είχα συμφέρον να διαδώσω πως η γυναίκα του δασκάλου δέχεται τα δώρα μου, δεν θα το έκανα αδίστακτα; Και θα ήταν ακόμη χειρότερο και πιο αξιοκατάκριτο γιατί θα γινόταν για δεύτερη φορά. Ας έκανε να με προσβάλει εκείνος ο πριγκιπάκος, ο μοναχογιός της μάνας του, που του τσάκισα το πόδι με μια σφαίρα εδώ κι έντεκα χρόνια και θα τον προκαλούσα αμέσως ξανά σε μονομαχία να του τσακίσω και το άλλο πόδι, να τάχει ξύλινα και τα δυο... Άρα, δεν είναι όλες αυτές οι προσπάθειες μάταιες; Ποια η χρησιμότητα τους; Τί ωφελούν αυτές οι αναμνήσεις, αφού δεν κατορθώνω να λυτρωθώ έστω και λιγάκι από τον εαυτό μου;"

Μολονότι εκείνη η ιστορία με τη γυναίκα του δασκάλου δεν επαναλήφθηκε, μολονότι δεν τσάκισε το πόδι κανενός, η σκέψη και μόνο πως, αν το 'φέρνε η περίσταση, αυτό θα γινόταν αναπότρεπτα, τον σκότωνε σχεδόν... κάπου - κάπου. Στο κάτω - κάτω, δεν ήταν δυνατόν να βασανίζεται ασταμάτητα από αναμνήσεις οδυνηρές, καλό είναι να ξεκουράζεται κανείς, να κάνει και καμμιά βόλτα στα διαλείμματα.

Page 3: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Του φέρανε τη σούπα, πήρε το κουτάλι του, αλλά ξαφνικά το ξανάφησε στο τραπέζι κι έκανε σαν νάθελε να πεταχτεί από την καρέκλα του. Μια σκέψη απροσδόκητη είχε φωτίσει το μυαλό του. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε - κι ο Θεός ήξερε μονάχα το γιατί - τον λόγο του άγχους του, αυτού του παράξενου άγχους του, που τον βασάνιζε εδώ και τόσες μέρες, που του είχε έρθει, ένας Θεός ήξερε

πως, και που δεν έπαυε στιγμή να τον περισφίγγει, ένας Θεός ήξερε γιατί! Τώρα, μονομιάς, όλα του φάνηκαν ξεκάθαρα και απλά σαν τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.

Φταίει το καπέλο, μουρμούρισε σαν να τον είχε φωτίσει το Άγιο Πνεύμα. Για όλα, φταίει μονάχα αυτό το καταραμένο στρογγυλό καπέλο με το απαίσιο κρέπι του!

Άρχισε να συλλογίζεται κι όσο συλλογιζόταν, γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός και το επεισόδιο έπαιρνε στα μάτια του όλο και πιοπαράξενη σημασία.Μα... έγινε αλήθεια τίποτε; προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, δυσπιστώντας στον εαυτό του. Υπάρχει σε όλα αυτά τίποτε το

συγκεκριμένο;Να τι είχε γίνει: δυο εβδομάδες περίπου πριν, δεν θυμόταν ακριβώς, αλλά νόμιζε πως θα ήταν δυο εβδομάδες, είχε συναντήσει για

πρώτη φορά στον δρόμο, όχι μακριά από τη διασταύρωση της Ποντιατσέσκαγια και της Μεστσάνσκαγια, έναν κύριο με κρέπι στο καπέλο. Αυτός ο κύριος ήταν σαν όλους τους ανθρώπους, δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο, προσπέρασε γρήγορα, αλλά το κάπως επίμονο βλέμμα του τράβηξε αμέσως την προσοχή του Βελτσάνινοβ. Πάντως η φυσιογνωμία του φάνηκε γνωστή. Σίγουρα κάπου θα τον είχε συναντήσει στα παλιά χρόνια. Εξάλλου, μη δεν έχω απαντήσει χιλιάδες πρόσωπα στη ζωή μου; Δεν μπορώ να τα θυμάμαι όλα! Είκοσι βήματα πιο πέρα έμοιαζε να είχε ξεχάσει τη συνάντηση, παρ' όλη τη μεγάλη εντύπωση που του είχε κάνει, εντύπωση που κράτησε όλη τη μέρα παίρνοντας τη μορφή ενός αδικαιολόγητου εκνευρισμού, πολύ παράξενου. Τώρα, δυο εβδομάδες αργότερα, τα θυμόταν όλα πολύ ζωηρά, θυμόταν ακόμη πως δεν καταλάβαινε τότε την αιτία του εκνευρισμού του, σε σημείο που δεν βρήκε καμμιά σχέση ανάμεσα στην κακοκεφιά του όλο εκείνο το βράδυ και στην πρωινή συνάντηση. Μα ο κύριος έσπευσε μόνος του να του θυμίσει την ύπαρξη του και την άλλη μέρα ξαναβρέθηκε μπροστά στον Βελτσάνινοβ στη Νέβσκη Προσπέκτ και πάλι τον κοίταξε περίεργα. Ο Βελτσάνινοβ έφτυσε από το θυμό του κι αμέσως απόρησε για την πράξη του. Υπάρχουν πρόσωπα, είναι αλήθεια, που από την πρώτη στιγμή προκαλούν μια βαθύτατη απέχθεια, χωρίς λόγο. Κάπου θα τον έχω δει, μουρμούρισε σκεφτικός, μισή ώρα μετά τη συνάντηση αυτή. Και πάλι το βράδυ ήταν τρομερά δύσθυμος, είδε μάλιστα κι ένα κακό όνειρο, κι όμως δεν του πέρασε από το νου πως η αιτία αυτής της καινούργιας και αλλόκοτης δυσφορίας ήταν ο ίδιος εκείνος πενθοφορεμένος κύριος, μόλο που στο διάστημα της βραδιάς τον σκέφθηκε πολλές φορές. Ένιωσε μάλιστα και κάποια φούρκα για το ότι κάτι τέτοιες ανοησίες μπορούσαν να τον απασχολούν. Δεν σκέφθηκε ούτε στιγμή ναποδώσει στον κύριο την κακή του διάθεση. Αν του περνούσε αυτή η ιδέα, θα το θεωρούσε σίγουρα πολύ ταπεινωτικό. Δυο μέρες αργότερα αντάμωσαν ξανά μέσα στο πλήθος που έβγαινε από ένα βαποράκι του Νέβα. Την τρίτη αυτή φορά, ο Βελτσάνινοβ ήταν έτοιμος να πάρει όρκο πως ο πενθοφορεμένος κύριος τον αναγνώρισε κι έκανε να τρέξει κοντά του, πασκίζοντας να ανοίξει δρόμο ανάμεσα από το πλήθος, είχε τολμήσει του φάνηκε, να του απλώσει το χέρι, ίσως - ίσως και να είχε βγάλει κανένα επιφώνημα και να τον είχε φωνάξει με τόνομα του... Γιαυτό, το τελευταίο, ο Βελτσάνινοβ δεν ήταν βέβαιος, αλλά... Μά ποιος είναι λοιπόν αυτός ο παλιάνθρωπος και γιατί δεν έρχεται κοντά μου, αν με ξέρει πραγματικά κι έχει τόση επιθυμία να με πλησιάσει; έλεγε μέσα του φουρκισμένος, καθώς ανέβαινε σένα αγοραίο αμάξι να πάει στο μοναστήρι του Σμόλνι. Μισή ώρα αργότερα, τσακωνόταν με τον δικηγόρο του, το βράδυ και τη νύχτα όμως, μια αγωνία φριχτή, αφάνταστη τον κυρίεψε ξανά. Νά είναι από τη χολή μου;

αναρωτιόταν ανήσυχα, εξετάζοντας το πρόσωπο του στον καθρέφτη.Αυτή ήταν η τρίτη συνάντηση. Για πέντε μέρες στη σειρά δεν ξαναείδε κανένα και ο παλιάνθρωπος δεν έδωσε σημεία ζωής.

Ωστόσο, κάπου - κάπου, η ανάμνηση του κυρίου με το κρέπι του ξαναρχόταν στο μυαλό κι αυτό τον έβαζε σε κάποια απορία. Μα θέλω λοιπόν τόσο πολύ να τον ξαναδώ;... Χμ! Το ίδιο κι εκείνος, πιθανότατα. Έχει πολλές δουλειές στην Πετρούπολη. Και γιατί φοράει πένθος; Με γνωρίζει σίγουρα, εγώ όμως δεν τον γνωρίζω. Και ϊιατί αυτοί οι άνθρωποι φορούν πένθος; Δεν τους πάει... Έχω την εντύπωση πως αν τον έβλεπα από πιο κοντά, θα τον αναγνώριζα...

Κάτι φαινόταν να είχε πάρει μορφή στη μνήμη του, όπως όταν προσπαθείς να θυμηθείς μια γνωστή λέξη, που την ξέχασες ξαφνικά. Την ξέρεις καλά τη λέξη και το ξέρεις πως την ξέρεις, ξέρεις τη σημασία της, σου έρχεται στα χείλη κι όμως, παρ' όλες τις προσπάθειες, εκείνη ξεφεύγει.

Ήταν... πάει καιρός από τότε... Και ήταν... Ήταν εκεί... εκεί... Α, ας πάει στο διάβολο πια! φώναξε ξαφνικά, έξαλλος. Αξίζει τον κόπο να εξευτελίζομαι έτσι γι' αυτόν τον παλιάνθρωπο!....

Ήταν τρομερά θυμωμένος. Το βράδυ, όταν θυμήθηκε εκείνον τον τόσο τρομερό θυμό, ένιωσε δυσφορία, σαν να τον είχαν τσακώσει να κάνει κακό. Ταράχτηκε και απόρησε.

Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος για να θυμώνει έτσι... στα καλά καθούμενα... μόνο στην ανάμνηση αυτού... . Δεν αποτελείωσε τη σκέψη του.

Και την άλλη μέρα τον κυρίεψε μια αγανάκτηση ακόμη πιο άγρια-τούτη όμως τη φορά είχε την εντύπωση πως η αγανάκτηση του είχε το λόγο της και πως αυτός είχε απόλυτα δίκιο. Ήταν από μέρους του μια αναίδεια ανήκουστη! Μια τέταρτη συνάντηση είχε μεσολαβήσει. Ο κύριος με το πένθος είχε προβάλει ξανά, σαν να ξεφύτρωσε μέσα από τη γη. Ο Βελτσάνινοβ είχε καταφέρει επιτέλους να πετύχει στο δρόμο τον σύμβουλο εκείνο της Επικρατείας που τον είχε τόσο ανάγκη και που έψαχνε να τον βρει από καιρό, κυνηγώντας τον ακόμη και στην έπαυλη του. Ο κυβερνητικός αυτός υπάλληλος, που μόλις και γνώριζε τον Βελτσάνινοβ και τον απέφευγε με κάθε τρόπο, του ξεγλιστρούσε ολοένα, ήταν φανερό πως κρυβόταν. Καταχαρούμενος που τον είχε πετύχει επιτέλους, ο Βελτσάνινοβ άρχισε να βαδίζει πλάϊ του, βιαστικά, κοιτάζοντας τον μέσα στα μάτια. Προσπάθησε να φέρει την κουβέντα σένα ορισμένο θέμα, ελπίζοντας ναποσπάσει από τον πονηρό αυτό γέρο τα λόγια που περίμενε από καιρό. Μα ο πονηρός γέρος φυλαγόταν χαμογελούσε και δεν μιλούσε. Και να, στην κρίσιμη εκείνη στιγμή, το μάτι του Βελτσάνινοβ πήρε στο αντικρινό πεζοδρόμιο τον κύριο με το κρέπι στο καπέλο.

Στεκόταν και τους κοίταζε επίμονα και τους δυο. Τους ακολουθούσε, ήταν ολοφάνερο, έμοιαζε μάλιστα να τους κοροϊδεύει.Α, στο διάβολο! μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ με λύσσα, είχε μόλις αφήσει τον κυβερνητικό υπάλληλο και εξηγούσε τώρα την

αποτυχία της προσπάθειας του με την αιφνίδια εμφάνιση αυτού του αναιδούς. Α, στο διάβολο! Να είναι άραγε βαλτός από κανένα; Με παρακολουθεί, δεν χωράει αμφιβολία! Να τον πληρώσανε γι' αυτό; Και... και... μα το Θεό, με περιγελούσε! Θα τον μαυρίσω στο ξύλο, τορκίζομαι!.. Τι κρίμα να μην έχω μπαστούνι! Θαγοράσω όμως. Αυτό δεν θα ταφήσω έτσι! Ποιος είναι; Θέλω να μάθω οπωσδήποτε ποιος είναι!

Τέλος, ακριβώς τρεις μέρες μετά τη συνάντηση αυτή (την τέταρτη κατά σειρά), ξαναβρίσκουμε τον Βελτσάνινοβ στο εστιατόριο του, καθώς το περιγράψαμε παραπάνω, πραγματικά σαστισμένο. Έχοντας τώρα μελετήσει προσεκτικά όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας, ήταν υποχρεωμένος να παραδεχθεί τελικά πως ο μοναδικός λόγος της βαρυθυμίας του, του τόσο παράξενου άγχους του κι όλης της ταραχής του εδώ και δυο εβδομάδες, δεν ήταν άλλος από τον κύριο με το πένθος, παρ' όλη τη μηδαμινότητά του.

Παραδέχομαι πως είμαι ένας υποχονδριακός, συλλογιζόταν ο Βελτσάνινοβ και πως, κατά συνέπεια, είμαι έτοιμος να κάνω τη μύγα ελέφαντα, ωστόσο το γεγονός ότι ξέρω πως όλα αυτά είναι ίσως φανταστικά, μήπως με ξαλαφρώνει τάχα; Αν ο πρώτος τυχών είναι σε θέση ναναστατώνει ολότελα έναν άνθρωπο, τότε... τότε... Πραγματικά, στη σημερινή την Πέμπτη συνάντηση, ο ελέφαντας του είχε φανεί μύγα. Όπως και τις προηγούμενες φορές, ο κύριος είχε προσπεράσει γρήγορα, δίχως όμως να κοιτάξει στα μάτια τον Βελτσάνινοβ, δίχως να κάνει πως τον γνώριζε, απεναντίας, είχε χαμηλώσει το βλέμμα και γενικά, έδινε την εντύπωση πως ήθελε να περάσει απαρατήρητος. Ο Βελτσάνινοβ είχε γυρίσει και είχε φωνάξει δυνατά:

Page 4: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Ε, σείς! Με το κρέπι στο καπέλο! Κρυβόσαστε τώρα! Σταθείτε, ποιος είσαστε;Τόσο η ερώτηση όσο και οι κραυγές ήταν ανόητες. Μα ο Βελτσάνινοβ το κατάλαβε αυτό πολύ αργά. Ο κύριος στράφηκε,

κοντοστάθηκε, ταράχτηκε, χαμογέλασε, έκανε κάτι να πει, δίστασε για ένα λεπτό κι έπειτα, ξαφνικά, έκανε μεταβολή και τόβαλε στα πόδια δίχως να κοιτάξει πίσω του. Ο Βελτσάνινοβ, κατάπληκτος, τον παρακολούθησε με το βλέμμα. Έχει γούστο να είμαι εγώ που τον κυνηγώ κι όχι αυτός εμένα! συλλογίστηκε.

Αφού έφαγε, πήρε ένα αμάξι και τράβηξε για τη βίλλα του συμβούλου της Επικρατείας. Αλλά δεν μπόρεσε να τον δει. του είπαν πως δεν γύρισε από το πρωί στο σπίτι και ήταν ζήτημα αν θα γύριζε πριν από τις τρεις ή τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα, γιατί θα έμενε στην πόλη, σε κάποιου φίλου του που γιόρταζε τα γενέθλια του. Ο Βελτσάνινοβ το πήρε αυτό σαν προσβολή, τόσο πειράχτηκε που, πάνω στο πρώτο ξέσπασμα της οργής του, αποφάσισε να πάει ίσια σαυτόν που γιόρταζε. Πραγματικά ξεκίνησε. Λίγο όμως παραπέρα, κάνοντας τη σκέψη πως το παραξήλωνε, πλήρωσε τον αμαξά στα μισά του δρόμου και τράβηξε με τα πόδια για το σπίτι του, κατά το Μεγάλο Θέατρο. Ένιωθε την ανάγκη να περπατήσει. Για να καλμάρει τα ταραγμένα νεύρα του, έπρεπε με κάθε θυσία να κοιμηθεί τη νύχτα και για να καταπολεμήσει την αϋπνία, έπρεπε να κουρασθεί. Έφθασε λοιπόν στο σπίτι του κατά τις δέκα και μισή, γιατί ο δρόμος ήταν αρκετός και σταλήθεια ένιωθε πολύ κουρασμένος.

Το διαμέρισμα του, που το είχε νοικιάσει τον Μάρτη και που από τη μια μεριά το κατηγορούσε με τόση κακία, βλαστημώντας το, κι από την άλλη - για να δικαιολογηθεί στον εαυτό του - έλεγε πως τούτο το σπίτι δεν ήταν παρά ένας καταυλισμός και πως για όλα έφταιγε εκείνη η καταραμένη δίκη που τον κρατούσε προσωρινά στην Πετρούπολη, τούτο το σπίτι λοιπόν δεν ήταν καθόλου άβολο, ούτε τόσο άσχημο όσο το χαρακτήριζε ο ίδιος. Η είσοδος, κάτω από τη θολωτή αυλόπορτα, ήταν αλήθεια κάπως σκοτεινή και βρωμερή, το διαμέρισμα, στο δεύτερο πάτωμα, είχε δυο μεγάλες φωτεινές και ψηλοτάβανες κάμαρες, χωρισμένες μένα προθάλαμο μισοσκότεινο, η μια κάμαρα έβλεπε στο δρόμο, η άλλη στην αυλή. Πλάϊ σαυτή τη δεύτερη ήταν ένα μικρό γραφείο, προωρισμένο να χρησιμοποιείται για κοιτώνας. Μα ο Βελτσάνινοβ την είχε γεμίσει με βιβλία και χαρτιά, άτακτα σκορπισμένα εδώ κι εκεί, κοιμόταν λοιπόν σε ένα από τα μεγάλα αυτά δωμάτια, σε εκείνο που έβλεπε στον δρόμο. Του στρώνανε σε ένα ντιβάνι. Είχε έπιπλα ευπρόσωπα, αν και κάπως παλιά, ανάμεσα σαυτά και μερικά πολύτιμα πράγματα, λείψανα περασμένων μεγαλείων: πορσελάνες και μπρούντζους, γνήσια χαλιά Μπουχάρα και δυο αρκετά καλούς πίνακες.

Όλα όμως ήταν μέσα στη σκόνη, άνω - κάτω, και δεν έβρισκες τίποτε στη θέση του από τότε που η Πελαγία, η κοπέλα που τον υπηρετούσε, είχε φύγει να πάει να δει τους γονείς της στο Νόβγκοροντ, αφήνοντας τον μόνο. Η παράξενη τούτη κατάσταση, το να μένει δηλαδή μια κοπέλα στο σπίτι ενός εργένη, ανθρώπου του κόσμου που ήθελε να τηρεί και τους τύπους, έκανε τον Βελτσάνινοβ να κοκκινίζει, μολονότι ήταν ευχαριστημένος από αυτή την Πελαγία.

Η μικρή είχε μπει στην υπηρεσία του τότε που ο Βελτσάνινοβ είχε νοικιάσει το διαμέρισμα, την άνοιξη, γιατί είχε μείνει χωρίς θέση, μια και η οικογένεια που την είχε κοντά της είχε φύγει για το εξωτερικό. Από την πρώτη στιγμή, η Πελαγία είχε βάλει κάποια τάξη στο νοικοκυριό του, μετά την αναχώρηση της όμως ο Βελτσάνινοβ δεν είχε θελήσει να πάρει άλλη γυναίκα να τον υπηρετεί. Όσο για υπηρέτη, δεν τους συμπαθούσε τους υπηρέτες και εξάλλου, δεν άξιζε τον κόπο να προσλάβει κανένα για τόσο λίγο καιρό. Του συγύριζε λοιπόν τα δωμάτια κάθε πρωί η αδελφή της θυρωρού, η Μάρβα, που της άφηνε το κλειδί όταν έβγαινε. Μα η Μάρβα δεν έκανε απολύτως τίποτε, έπαιρνε τακτικά το μισθό της και πιθανότατα, τον έκλεβε. Αλλά ο Βελτσάνινοβ αδιαφορούσε τώρα για τα πάντα και ήταν ευχαριστημένος που μπορούσε να μένει στο σπίτι του ολομόναχος. Ωστόσο, όλα έχουν τα όρια τους και τα νεύρα του, όταν ήταν στις κακές του, δεν στέργανε να υποφέρουν περισσότερο τούτη τη βρώμα και καμμιά φορά, τον έπιανε βαθύτατη αηδία όταν έμπαινε στο σπίτι του.

Τούτη τη φορά, όμως, ξεντύθηκε γρήγορα - γρήγορα, έπεσε στο κρεβάτι του και χολοσκασμένος, προσπάθησε να διώξει κάθε σκέψη από το μυαλό του και να κοιμηθεί με κάθε τρόπο αμέσως. Και το παράξενο ήταν πως αποκοιμήθηκε στη στιγμή, μόλις ακούμπησε το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Έναν ολόκληρο μήνα είχε να του συμβεί τέτοιο πράγμα.

Κοιμήθηκε κάπου τρεις ώρες, μα ο ύπνος του ήταν ταραγμένος. Είδε όνειρα παράξενα, από κείνα που βλέπει κάποιος όταν έχει πυρετό. είχε κάνει, λέει, έναν φόνο και τον είχε αποκρύψει...

Άνθρωποι που δεν καταλάβαινες από που ξεφύτρωναν, μπαινόβγαιναν ασταμάτητα στο σπίτι του και τον κατηγορούσαν. Ήταν κιόλας πάρα πολλοί, ολοένα όμως έρχονταν κι άλλοι, σε βαθμό που η πόρτα δεν έκλεινε πια και έμενε ορθάνοιχτη. Όλο, ωστόσο, το ενδιαφέρον του ήταν συγκεντρωμένο σέναν άνθρωπο παράδοξο, κάποτε πολύ στενό φίλο του, πεθαμένο από καιρό, και που είχε παρουσιασθεί κι αυτός ξαφνικά. Και το πιο βασανιστικό, ο

Βελτσάνινοβ δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. είχε ξεχάσει τόνομα του και δεν κατάφερνε να το θυμηθεί, ήξερε μονάχα πως τον αγαπούσε κάποτε πολύ! Και, όπως έδειχναν τα πράγματα, το πλήθος που είχε συνταχθεί εκεί μέσα περίμενε από αυτόν τον άνθρωπο μια λέξη που θα καταδίκαζε ή θα αθώωνε τον Βελτσάνινοβ. Η ανυπομονησία ήταν γενική. Ο άνθρωπος όμως καθόταν ακίνητος και δεν ταποφάσιζε να μιλήσει. Ο θόρυβος δεν έπαυε λεπτό, η έξαψη φούντωνε. Ξάφνου, ο Βελτσάνινοβ, τρελλός από τη φούρκα του, χτύπησε αυτόν τον άνθρωπο που επέμενε να κάθεται με το στόμα του κλειστό. Κι όταν τον χτύπησε, ένιωσε μια αλλόκοτη ηδονή. Φρίκη για την πράξη αυτή και πόνος συνάμα του έσφιξαν την καρδιά, ακριβώς όμως αυτό το συναίσθημα ήταν που του προξενούσε την αλλόκοτη εκείνη ηδονή. Έξαλλος, χτύπησε μια δεύτερη, μια τρίτη φορά και παραζαλισμένος από μανία και τρόμο, κυριευμένος απο κάτι σαν τρέλλα - γεμάτη κι αυτή από απέραντη ηδονή - έπαψε να μετράει τα χτυπήματα του και συνέχισε ασταμάτητα. Ήθελε να το εκμηδενίσει αυτό, όλα αυτά. Ξάφνου όμως έγινε κάτι καινούργιο: το πλήθος άρχισε να στριγγλίζει, όλοι στράφηκαν κατά την πόρτα, λες και κάτι περίμεναν. την ίδια στιγμή το κουδούνι αντήχησε τρεις φορές, μα τόσο δυνατά, σάμπως να ήθελε να το ξεχαρβαλώσει όποιος ήταν αυτός που το τραβούσε.

Ο Βελτσάνινοβ ξύπνησε, συνήλθε αμέσως, πετάχτηκε απο το κρεβάτι του και χύμηξε στην πόρτα. Ήταν απόλυτα βέβαιος πως το κουδούνισμα δεν ήταν μια αυταπάτη και πως κάποιος είχε πραγματικά χτυπήσει την εξώθυρα. Θα

ήταν πολύ αφύσικο, αν ένας ήχος τόσο καθαρός, τόσο αισθητός, δεν ήταν παρά μια αυταπάτη.Ωστόσο, προς μεγάλη του απορία, διαπίστωσε πως το κουδούνισμα ήταν συνέχεια του ονείρου του. Μισάνοιξε την

εξώθυρα, βγήκε στο κεφαλόσκαλο, έριξε μια ματιά στη σκάλα. Ψυχή πουθενά. Το κουδούνι κρεμόταν ακίνητο. Έκπληκτος αλλά ικανοποιημένος, ξαναμπήκε στην κάμαρα του. Καθώς άναβε το λυχνάρι, θυμήθηκε πως είχε αφήσει την πόρτα μονάχα γερμένη, δίχως να στρίψει το κλειδί και να βάλει τον σύρτη. Του συνέβαινε συχνά, όταν γύριζε στο σπίτι του, να μην κλειδώνει την πόρτα του για τη νύχτα, δίχως να δίνει σαυτό ξεχωριστή σημασία. Η Πελαγία του είχε κάνει πολλές φορές την παρατήρηση γι' αυτό. Ξαναγύρισε λοιπόν στον προθάλαμο να κλείσει την πόρτα, την άνοιξε άλλη μια φορά, κοίταξε έξω και έβαλε τον σύρτη, παραμελώντας ωστόσο να στρίψει το κλειδί. Το ρολόι χτύπησε δυόμιση, μα ο Βελτσάνινοβ είχε κοιμηθεί τρεις ώρες.

Το όνειρο του τον είχε ταράξει τόσο πολύ, που δεν του ερχόταν να ξαναπλαγιάσει αμέσως, αποφάσισε να κάνει βόλτες μισή ώρα μέσα στο δωμάτιο, ίσα - ίσα για να καπνίσει ένα πούρο. Ντύθηκε πρόχειρα, πλησίασε στο παράθυρο, ανασήκωσε τη βαριά κουρτίνα, έπειτα το άσπρο στόρι. Είχε αρχίσει κιόλας να ξημερώνει.

Οι φωτεινές, καλοκαιρινές νύχτες της Πετρούπολης του ερεθίζανε πάντα τα νεύρα και δυναμώνανε, τώρα τελευταία, τις αϋπνίες του. Γι' αυτό και είχε κρεμάσει στα παράθυρα του βαριές κουρτίνες που εμπόδιζαν το φως να γλιστρήσει μέσα όταν τις έκλεινε ολότελα. Τις άνοιξε και ξεχνώντας το αναμμένο λυχνάρι πάνω στο τραπέζι, άρχισε να κόβει βόλτες πάνω - κάτω, κυριευμένος πάντα απο ένα καταθλιπτικό και οδυνηρό συναίσθημα. Η εντύπωση του ονείρου δεν είχε ακόμη διαλυθεί. Η ιδέα πως είχε μπορέσει να σηκώσει χέρι πάνω σεκείνο τον άνθρωπο και να τον χτυπήσει τον βασάνιζε τρομερά.

Μα ο άνθρωπος αυτός δεν υπάρχει κι ούτε υπήρξε ποτέ! Ήταν ένα όνειρο. Γιατί λοιπόν να υποφέρω;

Page 5: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Σαστισμένος, σάμπως να συγκεντρώνονταν όλες του οι έγνοιες σαυτό το σημείο, άρχισε να συλλογίζεται πως δεν υπήρχε άλλη εξήγηση, πως ήταν πραγματικά άρρωστος. Ένας άνθρωπος άρρωστος!

Του ήταν πάντα οδυνηρό να ομολογεί στον εαυτό του πως έχανε τις δυνάμεις του και γερνούσε και στις κακές του στιγμές, μεγαλοποιούσε τις σκοτούρες του από μοχθηρία, έτσι για να βασανίζεται.

Με πήραν τα γεράματα! Πάει, γέρασα, μουρμούριζε καθώς πηγαινοερχόταν. Χάνω τη μνήμη μου, βλέπω φαντάσματα, όνειρα, ακούω κουδουνίσματα... Α στο καλό! Το ξέρω από πείρα πως τέτοια όνειρα είναι για μένα συμπτώματα πυρετού... Είμαι βέβαιος πως όλη αυτή η ιστορία με το κρέπι δεν είναι παρά ένα όνειρο. Ασφαλώς η χθεσινή μου σκέψη ήταν σωστή. Εγώ, εγώ τον κυνηγώ. Όχι εκείνος εμένα. Φαντάζομαι γι' αυτόν τον άνθρωπο ένα παραμύθι και έπειτα πανικόβλητος, τρέχω να κρυφτώ κάτω από το τραπέζι. Και γιατί τάχα τον χαρακτηρίζω παλιάνθρωπο. Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος πολύ καθώς πρέπει. Εδώ που τα λέμε, το πρόσωπο του

είναι αντιπαθητικό, δεν έχει όμως τίποτα το ιδιαίτερα άσχημο, είναι ντυμένος όπως όλοι μας. Το βλέμμα του όμως είχε κάτι... Να τα μας, πάλι αρχίζω! Πάλι αυτόν συλλογίζομαι! Στο δλο το βλέμμα του! Μα δεν μπορώ λοιπόν να ζήσω χωρίς να σκέπτομαι αυτόν τον κρεμανταλά!

Ανάμεσα στις διάφορες σκέψεις που ξεπηδούσαν στο μυαλό του, μια κυρίως τον ενόχλησε οδυνηρά. κάποια στιγμή του πέρασε η ιδέα, με απόλυτη βεβαιότητα, πως ο κύριος με το κρέπι ήταν κάποτε στενός φίλος του και πως τώρα,

ξέροντας τον τόσο ξεπεσμένο, τον κορόιδευε όταν τον συναντούσε. Πλησίασε μηχανικά στο παράθυρο να το ανοίξει, να πάρει λίγο αέρα και... ξάφνου ανατρίχιασε. του φάνηκε πως γινόταν κάτι το

πρωτάκουστο, το καταπληκτικό.Δεν είχε προλάβει νανοίξει το παράθυρο, χώθηκε βιαστικά στο κενό που σχημάτιζε το κούφωμα του παραθύρου και κρύφτηκε εκεί.

στο αντικρινό ερημικό πεζοδρόμιο, ακριβώς μπροστά στο σπίτι, είχε διακρίνει ξαφνικά τον κύριο με το κρέπι στο καπέλο. Ο κύριος στεκόταν στο πεζοδρόμιο, με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τα παράθυρα του, σίγουρα δεν τον είχε δει και φαινόταν να εξετάζει με περιέργεια το σπίτι, βυθισμένος σε συλλογή. Φαινόταν να διστάζει, λες και ετοιμαζόταν να πάρει μια απόφαση. Σήκωσε το χέρι κι ακούμπησε το δάχτυλο στο μέτωπο του. Τελικά, πήρε την απόφαση του, έριξε ένα κλεφτό βλέμμα ολόγυρα, έπειτα, στις μύτες των ποδιών, με το κεφάλι χωμένο ανάμεσα στους ώμους, διέσχισε γρήγορα - γρήγορα τον δρόμο... Αυτό ήταν: Έμπαινε τώρα στην αυλή από την πορτούλα, που έμενε ξεκλείδωτη το καλοκαίρι ίσαμε τις τρεις το πρωί, καμμιά φορά. Σε μένα έρχεται, σκέφθηκε ο Βελτσάνινοβ και τρέχοντας κι αυτός στις μύτες των ποδιών, όρμησε στον προθάλαμο και στάθηκε στην πόρτα, με τα νεύρα τεντωμένα από την αναμονή, το τρεμάμενο χέρι του πάνω στο σύρτη που ο ίδιος τον είχε σπρώξει λίγο πιο πριν, στήνοντας το αυτί του νακούσει τον παραμικρό θόρυβο στη σκάλα.

Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που ανησυχούσε μήπως και δεν θάκουγε τον άγνωστο νανεβαίνει. Δεν καταλάβαινε τι γινόταν, μα ένιωθε τα πάντα με δεκαπλασιασμένη ένταση. Θα έλεγες πως τόνειρο του έσμιγε με την πραγματικότητα. Ο Βελτσάνινοβ ήταν γενναίος από φυσικού του, του άρεσε καμμιά φορά να περιφρονεί τον κίνδυνο, έτσι από γούστο, ακόμη κι όταν δεν τον έβλεπε κανείς, μονάχα για δική του ικανοποίηση. Τώρα όμως υπήρχε και κάτι άλλο. ο πριν από λίγο υποχονδριακός, ο ανήσυχος και γκρινιάρης, είχε μεταμορφωθεί ολότελα, δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Ένα γέλιο νευρικό, βουβό, του τράνταζε το στήθος. Ανάμεσα από την κλειστή πόρτα, μάντευε την κάθε κίνηση του αγνώστου.

Α! Να τον, ανεβαίνει! Έφτασε, σκύβει ναφουγκραστεί, μόλις κι ανασαίνει, γλιστράει κλεφτά... Α! Έπιασε το πόμολο, κάνει να το στρίψει! Λογάριαζε πως η πόρτα δεν θα ήταν κλειδωμένη! Το ξέρει πως καμμιά φορά ξεχνώ να

κλειδώσω! Στρίβει ξανά το πόμολο! Τί νομίζει, μπορεί να τινάξει το σύρτη; Λυπάσαι που θα πρέπει να φύγεις, ε; Λυπάσαι που θα φύγεις άπρακτος ;

Και σταλήθεια, όλα έμοιαζαν να γίνονται έτσι όπως τα φανταζόταν. κάποιος στεκόταν πίσω από την πόρτα, δοκίμαζε την κλειδωνιά, σιγά, αθόρυβα, και έστριβε το πόμολο. Είχε σίγουρα τον σκοπό του.

Μα ο Βελτσάνινοβ είχε κιόλας έτοιμη τη λύση του προβλήματος, περίμενε, σαν εκστατικός, την ευνοϊκή στιγμή, ετοιμαζόταν, συγκέντρωνε την προσοχή του. ένιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία να τραβήξει απότομα το σύρτη, νανοίξει έξαφνα την πόρτα και να βρεθεί καταντικρύ σαυτό το σκιάχτρο.

Μα τι γυρεύετε εδώ, αγαπητέ μου κύριε;Αυτό και έγινε. καραδοκώντας την κατάλληλη στιγμή, τράβηξε μόλη του τη δύναμη το σύρτη, έσπρωξε την πόρτα και κόντεψε να

πέσει σχεδόν πάνω στον κύριο με το κρέπι στο καπέλο.

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΓΛΟΒΙΤΣ ΤΡΟΓΣΟΤΣΚΗΟ άλλος έμεινε σαν απολιθωμένος. Στέκονταν πρόσωπο με πρόσωπο και κοιτάζονταν στα μάτια. Μερικά λεπτά πέρασαν έτσι κι έπειτα, ξαφνικά, ο Βελτσάνινοβ αναγνώρισε τον επισκέπτη του.Και την ίδια στιγμή, ο ξένος μάντεψε πως ο Βελτσάνινοβ τον αναγνώριζε. αυτό φάνηκε στο βλέμμα του. Μέσα σένα λεπτό το

πρόσωπο του ηρέμησε, χαμογέλασε ευγενικά.Χωρίς άλλο, έχω την ευχαρίστηση να μιλώ με τον Αλέξη Ιβάνοβιτς; είπε με φωνή γλυκιά και τραγουδιστή, κωμικά αταίριαστη στην

περίσταση.Είσαστε αλήθεια ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκη; μουρμούρισε τέλος ο Βελτσάνινοβ εμβρόντητος.Γνωριστήκαμε, εδώ και εννιά χρόνια, στο Τ..., και, αν μου το επιτρέπετε να σας το θυμίσω, οι σχέσεις μας ήταν πολύ φιλικές.Ναι... μπορεί... αλλά... είναι τρεις η ώρα και προσπαθούσατε δέκα ολόκληρα λεπτά νανοίξετε την πόρτα μου...Τρεις η ώρα! αναφώνησε ο κύριος βγάζοντας το ρολόι του από την τσέπη, με ολοφάνερη απορία και στενοχώρια.Ναι, έχετε δίκιο, τρεις η ώρα! Με συγχωρείτε, Αλέξη Ιβάνοβιτς. Έπρεπε να το σκεφθώ μπαίνοντας. Λυπάμαι τρομερά. Θα έρθω καμμιά άλλη μέρα να σας εξηγήσω. Και τώρα...Α, όχι! Αν πρόκειται να εξηγηθείτε, σας παρακαλώ να λάβετε τον κόπο να το κάνετε αμέσως, είπε ο Βελτσάνινοβ. Περάστε,

παρακαλώ... Τα δωμάτια είναι από κει. Δεν χωράει αμφιβολία πως θέλατε να μπείτε στο σπίτι μου... Και μη μου πείτε πως ήρθατε εδώ την νύχτα να δοκιμάσετε τις κλειδωνιές...

Ήταν συγκινημένος και λιγάκι σαστισμένος, ένιωθε πως δεν μπορούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη του. Ντράπηκε μάλιστα γι'αυτό: κανένα μυστήριο, κανένας κίνδυνος, δεν έμενε πια από όλη τούτη την απίθανη ιστορία παρά μονάχα το κουτό πρόσωπο

κάποιου Παύλου Παύλοβιτς. Ωστόσο, δεν είχε την απόλυτη βεβαιότητα πως το πράγμα ήταν τόσο απλό. προαισθανόταν αόριστα και με ανησυχία κάτι το παράξενο.

Αφού έβαλε τον επισκέπτη να καθίσει σε μια πολυθρόνα, κάθισε κι ο ίδιος στο κρεβάτι του, ένα βήμα μακριά από την πολυθρόνα, έσκυψε μπροστά, στήριξε τις παλάμες στα γόνατα και περίμενε ανυπόμονα τον άλλον να μιλήσει. Τον εξέταζε με περιέργεια, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις αναμνήσεις του. Παράξενο όμως, ο άλλος έμενε βουβός, δίχως να καταλαβαίνει, θαρρούσες, πως έπρεπε να μιλήσει αμέσως. Απεναντίας, κοίταζε τον οικοδεσπότη με βλέμμα ερωτηματικό, σαν κάτι να περίμενε. Μπορεί να φοβόταν, απλούστατα, να ένιωθε κάποια ανησυχία τούτη την πρώτη στιγμή, σαν το ποντίκι που πιάστηκε στη φάκα. Μα ο Βελτσάνινοβ θύμωσε.

Εμπρός λοιπόν! ξεφώνισε. Αν δεν κάνω λάθος, δεν είσαστε ούτε όνειρο, ούτε φάντασμα! Ήρθατε εδώ να παραστήσετε τον πεθαμένο; Εξηγηθείτε, μπάτιουσκα!

Page 6: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Ο επισκέπτης έκανε μια κίνηση, χαμογέλασε και άρχισε πολύ επιφυλακτικά.Εκείνο που σας βάζει κυρίως σε απορία είναι το ότι ήρθα τέτοια ώρα και... οι τόσο παράξενες συνθήκες... Έχοντας στο νου μου

αυτά που έγιναν μεταξύ μας και τον τρόπο που χωριστήκαμε, ομολογώ πως το βρίσκω κάπως ανεξήγητο... Εξάλλου δεν είχα σκοπό να μπω. Κι αν ήρθαν έτσι τα πράγματα, αυτό έγινε τυχαία...

Πώς τυχαία; Μα σας είδα από το παράθυρο μου να διασχίζετε τον δρόμο στις μύτες των ποδιών!Α, με είδατε! Τότε θα ξέρετε σίγουρα περισσότερα από μένα για όλα αυτά! Αλλά βλέπω πως σας εκνευρίζω... Να τι τρέχει: ήρθα

εδώ πριν από τρεις εβδομάδες για μια υπόθεση μου... Είμαι ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκη, με αναγνωρίσατε. Κάνω διαβήματα για να μετατεθώ σάλλο υπουργείο και να πετύχω μια θέση πολύ καλύτερη... Πάντως δεν πρόκειται γι' αυτό... Το κυριότερο, αν προτιμάτε, είναι το ότι χάνω τον καιρό μου εδώ και τρεις εβδομάδες και πολύ φοβάμαι πως τραβάω σε μάκρος ο ίδιος την υπόθεση μου, τη μετάθεση μου, δηλαδή. Και μα την αλήθεια, ακόμη κι αν αυτό το ζήτημα τακτοποιηθεί, θα ξεχάσω, μου φαίνεται πως τακτοποιήθηκε και θα μου είναι αδύνατο να φύγω από την Πετρούπολη στην ψυχική κατάσταση που βρίσκομαι.

Σέρνομαι εδώ και εκεί. Σαν να μη ξέρω τι θέλω και σχεδόν ευχαριστημένος που δεν ξέρω τι θέλω. Στην ψυχική κατάσταση που βρίσκομαι...Μα σε ποια κατάσταση λοιπόν; διέκοψε ο Βελτσάνινοβ εκνευρισμένος.Ο άλλος τον κοίταξε, πήρε το καπέλο του και με ύφος γεμάτο αξιοπρέπεια του έδειξε το κρέπι.Να, αυτή είναι η ψυχική μου κατάσταση.Ο Βελτσάνινοβ κοίταξε αποβλακωμένος μια το κρέπι, μια το πρόσωπο του επισκέπτη του. Ξαφνικά το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του,

ταράχθηκε:Πώς; Η Ναταλία Βασίλιεβνα,Μάλιστα, η Ναταλία Βασίλιεβνα! Τον περασμένο Μάρτη... Φυματίωση... Και πολύ γρήγορα, μέσα σε δυο - τρεις μήνες... Και

ναμε, όπως με βλέπετε!Κι ο επισκέπτης, πολύ συγκινημένος, άνοιξε τα δυο του χέρια, κρατώντας στο αριστερό το καπέλο με το κρέπι, και έσκυψε το

φαλακρό κεφάλι του μένοντας έτσι τουλάχιστον δέκα δευτερόλεπτα. Αυτό το θέαμα και τούτη η χειρονομία έκαναν εντύπωση στον Βελτσάνινοβ, ένα χαμόγελο ειρωνικό και μάλιστα προκλητικό φάνηκε στα χείλη του. Ήταν όμως στιγμιαίο. Η είδηση του θανάτου αυτής της γυναίκας που την είχε γνωρίσει πριν από καιρό και που την είχε ξεχάσει ολότελα του προκάλεσε ξαφνικά ζωηρή συγκίνηση. Είναι δυνατόν! μουρμούρισε, αρθρώνοντας τα πρώτα λόγια που του ήρθαν στο μυαλό. Μα γιατί δεν ήρθατε, απλούστατα, να με βρείτε και να μου αναγγείλετε το νέο;

Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας. Το βλέπω, το νιώθω, αν και...Αν και...;Αν και πάνε χρόνια από τότε που συναντηθήκαμε για τελευταία φορά, δείξατε τώρα δα τόση συμπόνοια για την δυστυχία μου, τόση

συμπάθεια, που είναι φυσικό να αισθάνομαι για σας ευγνωμοσύνη. Αυτό μονάχα ήθελα να σας πω. Όχι πως αμφιβάλλω για τους άλλους φίλους μου, γιατί μπορώ να βρω εδώ φίλους πολύ ειλικρινείς, τον Στεπάν Μιχαήλοβιτς Μπαγαούτοβ, λόγου χάρη, οι δικές μας όμως σχέσεις, Αλέξη Ιβάνοβιτς, θα μπορούσα να πω η φιλία μας, που τη θυμάμαι με ευγνωμοσύνη, σταμάτησαν εδώ κι εννιά χρόνια. Δεν ξαναφανήκατε από τότε στα μέρη μας, δεν είχαμε αλληλογραφία...

Ο επισκέπτης μιλούσε σαν να έλεγε ένα μάθημα, ωστόσο, όλη την ώρα που μιλούσε είχε τα μάτια του στυλωμένα κάτω, μολονότι ασφαλώς έβλεπε τι γινόταν γύρω του. Στο μεταξύ ο Βελτσάνινοβ είχε βρει ξανά την αυτοκυριαρχία του.

Άκουγε και εξέταζε τον Παύλο Παύλοβιτς μένα συναίσθημα αλλόκοτο κι ολοένα εντονότερο. Κι όταν ο επισκέπτης του σώπασε, οι πιο απίθανες ιδέες πλημμύρισαν ξαφνικά το μυαλό του.

Μα γιατί άραγε να σας αναγνωρίσω μόλις πριν από λίγο; έκανε ζωηρά. Συναντηθήκαμε πέντε φορές στον δρόμο!Ναι, το θυμάμαι. Σας έβρισκα συνεχώς μπροστά μου, δυο φορές, μπορεί και τρεις...Απεναντίας, εσείς βρισκόσαστε συνεχώς μπροστά μου! Ο Βελτσάνινοβ σηκώθηκε και ξάφνου, έβαλε τα γέλια. Για μια στιγμή ο

Παύλος Παύλοβιτς έμεινε σαστισμένος, τον κοίταξε προσεκτικά, αμέσως όμως συνέχισε:Το ότι δεν με αναγνωρίσατε, είναι φυσικό. Δεν ήταν και τόσο περίεργο να μέχετε ξεχάσει και, εξάλλου, στο διάστημα αυτό έπαθα βλογιά που μου άφησε σημάδια στο πρόσωπο.

Βλογιά; Ναι, σωστά, είχαμε επιδημία βλογιάς! Μα πώς...; Πώς την άρπαξα; Αυτά συμβαίνουν, Αλέξη Ιβάνοβιτς! Εκεί που δεν το περιμένει κανείς, ξαφνικά αρρωσταίνει!

Πάντως, είναι περίεργο. Εξακολουθείστε, λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε!Μολονότι σας συναντούσα...Μια στιγμή! Γιατί είπατε τώρα δα: την άρπαξα; Εγώ ήθελα να εκφρασθώ πολύ πιο ευγενικά. Ας είναι, εξακολουθείστε,

εξακολουθείστε .Ένας Θεός ξέρει γιατί γινόταν όλο και πιο εύθυμος. Η συγκίνηση που τον είχε αναστατώσει λίγο πριν έδινε θέση σένα συναίσθημα

εντελώς διαφορετικό.Έκοβε βόλτες πάνω - κάτω στην κάμαρα με βήματα γοργά.Λοιπόν, μολονότι σας είδα στο δρόμο και μολονότι όταν ξεκίνησα για να έρθω εδώ, στην Πετρούπολη, το είχα στο νου μου να ψάξω

να σας δω, βρίσκομαι, σας το ξαναλέω, σε μια τέτοια ψυχική διάθεση... νιώθω τέτοια κατάθλιψη από τον περασμένο Μάρτη...Α, ναι! Νιώθετε κατάθλιψη από τον περασμένο Μάρτη! Μια στιγμή, δεν καπνίζετε;Το ξέρετε δα, τον καιρό που ζούσε η Ναταλία Βασίλιεβνα...Ναι, ναι, ξέρω, από το Μάρτη όμως κι έπειτα...Ένα τσιγαράκι, ναι, θα το καπνίσω!Ορίστε ένα τσιγάρο. Ανάψτε το κι εξακολουθείστε! Εξακολουθείστε, μέχετε τρομερά...Κι αφού άναψε ένα πούρο, ο Βελτσάνινοβ κάθησε στο κρεβάτι του. Ο Παύλος Παύλοβιτς φάνηκε να διστάζει.Σας βλέπω ταραγμένο! Είσαστε καλά στην υγεία σας;Στο διάβολο η υγεία μου! θύμωσε ο Βελτσάνινοβ. Εξακολουθείστε!Ο επισκέπτης, παρ' όλη την πρόδηλη ταραχή του οικοδεσπότη, φαινόταν όλο και πιο ικανοποιημένος και βέβαιος για τον εαυτό του.Τι άλλο να σας πω; Φαντασθείτε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, έναν άνθρωπο τσακισμένο, κυριολεκτικά τσακισμένο; έναν άνθρωπο που

παντρεμένος είκοσι ολόκληρα χρόνια αλλάζει ξαφνικά τρόπο ζωής και σέρνεται στους σκονισμένους δρόμους, σαν να τριγυρίζει στη στέππα, δίχως σκοπό, σχεδόν αδιάφορα, βρίσκοντας σαυτήν ακριβώς την αδιαφορία κάποια ηδονή. Είναι φυσικό, λοιπόν, αν τύχει και συναντήσω, σε μια από τις στιγμές αυτές, έναν παλιό γνώριμο ή έναν πραγματικό φίλο, να τον αποφεύγω επίτηδες για να μην τρέξω κοντά του. Σάλλες όμως στιγμές, οι αναμνήσεις είναι τόσο ζωηρές, λαχταρά κανείς τόσο πολύ να ξαναδεί κάποιον που έπαιξε ένα ρόλο σαυτές τις αναμνήσεις, σαυτό το πρόσφατο, αλλά αμετάκλητα χαμένο παρελθόν, νιώθει κανείς την καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά, που τρέχει να ριχτεί στην αγκαλιά του φίλου του, ακόμη κι αν πρόκειται να τον ξυπνήσει

στις τρεις το πρωί. Έκανα λάθος μονάχα στην ώρα, δεν έπεσα όμως έξω στα αισθήματα του φίλου μου, γιατί τούτη τη στιγμή πήρα μεγάλη ικανοποίηση. Όσο για την ώρα, νόμιζα αλήθεια πως ήταν μόλις μεσάνυχτα. Δεν είχα διάθεση για ύπνο. Έτσι είναι, ρουφάς την ίδια σου τη θλίψη, μεθάς μαυτή. Και τώρα δεν είναι πια ούτε καν η λύπη, είναι κάτι καινούργιο που μου τρώει τα σωθικά...

Εκφράζεσθε πολύ παράξενα! παρατήρησε ο Βελτσάνινοβ, παίρνοντας ξαφνικά ύφος πολύ σοβαρό. Ναι, εκφράζομαι παράξενα...

Page 7: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Και... δεν αστειευόσαστε;Αν αστειεύομαι; διαμαρτυρήθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς με απορία και φανερή λύπη. Τη στιγμή μάλιστα που σας αναγγέλλω τον

θάνατο...Α! πάψτε πια να μιλάτε γι' αυτό, σας παρακαλώ!Ο Βελτσάνινοβ σηκώθηκε και ξανάρχισε να κόβει βόλτες μέσα στην κάμαρα.Πέντε λεπτά πέρασαν έτσι. Ο επισκέπτης έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να σηκωθεί κι αυτός, μα ο Βελτσάνινοβ του φώναξε:Καθίστε, καθίστε!Κι ο άλλος ξανακάθισε αμέσως στην πολυθρόνα.Πως αλλάξατε! είπε ο Βελτσάνινοβ, σταματώντας ξαφνικά μπροστά στον επισκέπτη, σάμπως να του είχε έρθει αυτή η σκέψη

ξαφνικά. Αλλάξατε τρομερά! Καταπληκτικά! Έχετε γίνει άλλος άνθρωπος!Διόλου παράξενο. Εννιά χρόνια πέρασαν!Όχι, όχι, όχι! Δεν είναι από την ηλικία. Εκείνο που άλλαξε τρομακτικά δεν είναι η όψη σας, είναι κάτι άλλο.Μα ναι, δεν αποκλείεται. Εννιά χρόνια είναι αυτά.Δεν νομίζετε μάλλον πως η αλλαγή αυτή παρουσιάστηκε από τον Μάρτη;Χα, χα! γέλασε ο Παύλος Παύλοβιτς. Σας πέρασε από το νου μια σκέψη πονηρή... Αν μου επιτρέπετε όμως να ρωτήσω... Πού τη

βλέπετε αυτήν την αλλαγή;Να σας πω, ειλικρινώς... Ο Παύλος Παύλοβιτς που γνώριζα ήταν ένας άνθρωπος αξιοσέβαστος, αξιοπρεπής, ένας Παύλος

Παύλοβιτς μυαλωμένος και τώρα... είναι ένας τιποτένιος.Ο εκνευρισμός του είχε φθάσει στο σημείο που και οι πιο μετρημένοι άνθρωποι αφήνουν να τους ξεφεύγουν λόγια περιττά.Τιποτένιος! Βρίσκετε; Και όχι πια μυαλωμένος; Καθόλου πια μυαλωμένος; είπε ο Παύλος Παύλοβιτς και γέλασε σιγανά, ένα γέλιο

γεμάτο ικανοποίηση.Καθόλου μυαλωμένος! Ίσως μάλιστα να είσαστε τώρα υπερβολικά έξυπνος.Αυθαδιάζω χωρίς λόγο, συλλογιζόταν ο Βελτσάνινοβ. Αυτός όμως ο παλιάνθρωπος είναι πιο αυθάδης από μένα. Μα ποιος είναι ο

σκοπός του;Ω, αγαπητέ μου, πολύ αγαπητέ μου Αλέξη Ιβάνοβιτς! αναφώνησε ο επισκέπτης, ξαφνικά πολύ ταραγμένος και στριφογυρίζοντας

στην πολυθρόνα του. Τί μας ενδιαφέρουν όλ' αυτά; Δεν βρισκόμαστε στον κόσμο τούτη τη στιγμή, σένα κομψό αριστοκρατικό σαλόνι! Είμαστε δυο παλιοί φίλοι, πολύ ειλικρινείς. Και να, σμίξαμε με απόλυτη ειλικρίνεια ναναπολήσουμε μαζί τον ανεκτίμητο εκείνο δεσμό που τον ωραιότερο κρίκο του τον αποτελούσε η συχωρεμένη.

Και φαινόταν τόσο συνεπαρμένος από τα αισθήματα του, που έσκυψε ξανά το κεφάλι, όπως πριν από λίγο, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στο καπέλο του. Ο Βελτσάνινοβ τον κοίταξε με αποστροφή και ανησυχία.

Ποιος ξέρει; Μπορεί να είναι, απλούστατα, ένας φαιδρός τύπος, σκέφθηκε ξαφνικά. Όχι όμως, όχι! Δεν φαίνεται μεθυσμένος. Ίσως και να είναι μεθυσμένος. Το πρόσωπο του είναι κόκκινο. Αλλά τι σημασία έχει τώρα αν είναι ή δεν είναι μεθυσμένος. Τι μηχανεύεται;

Τί θέλει;Θυμάστε; Θυμάστε; έλεγε ο Παύλος Παύλοβιτς κατεβάζοντας λιγάκι το καπέλο του από το πρόσωπο του και παίρνοντας ύφος

ονειροπόλο σάμπως να παρασυρόταν από τις αναμνήσεις του. Θυμάστε τις εκδρομές μας στην εξοχή, τις βεγγέρες μας, τους χορούς και τα αθώα παιχνίδια στο σπίτι της Εξοχότητάς του, του τόσο φιλόξενου Συμεών Συμεώνοβιτς; Και τα βράδια που καθόμαστε και διαβάζαμε οι τρεις; Και την πρώτη μας συνάντηση, όταν ήρθατε στο σπίτι μου ένα πρωί να ζητήσετε πληροφορίες για κάποια υπόθεση; Είχατε μάλιστα αρχίσει να θυμώνετε. Και τότε παρουσιάστηκε η Ναταλία Βασίλιεβνα. Δέκα λεπτά αργότερα είχατε γίνει ο καλύτερος φίλος του σπιτιού. Κι αυτό κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο, ακριβώς όπως στην Επαρχιώτισσα, το θεατρικό έργο του κυρίου Τουργκένιεφ...

Ο Βελτσάνινοβ πηγαινοερχόταν αργά - αργά, με τα μάτια χαμηλωμένα, άκουγε ανυπόμονα, με αηδία, αλλά άκουγε προσεκτικά.

Δεν πήγε ποτέ ο νους μου στην Επαρχιώτισσα, διέκοψε με κάποια αμηχανία. Και άλλοτε δεν μιλούσατε ποτέ με φωνή τσιριχτή και σαυτόν τον τόνο. Πώς το εξηγείτε αυτό;

Πραγματικά, αποκρίθηκε ζωηρά ο Παύλος Παύλοβιτς, άλλοτε,τον περισσότερο καιρό, καθόμουν αμίλητος. Ήμουν πιο σιωπηλός, θέλω να πω. Τον καιρό εκείνο, ξέρετε, προτιμούσα νακούω την

συχωρεμένη να μιλάει. Θυμάστε πως μιλούσε, πόσο έξυπνα;... Όσο για την Επαρχιώτισσα και ειδικά για τον Στουπύντιεφ, έχετε και σαυτό δίκιο. Αργότερα, μετά την αναχώρηση σας, κάποτε που κουβεντιάζαμε για σας ήσυχαήσυχα η μακαρίτισσα κι εγώ, μας ήρθε να συγκρίνουμε την πρώτη μας συνάντηση με το θεατρικό έργο του κυρίου Τουργκένιεφ. Εξάλλου, σχετικά με τον Στουπύντιεφ...

Ποιον Στουπύντιεφ; έμπηξε τις φωνές ο Βελτσάνινοβ, χτύπησε μάλιστα με το πόδι του το πάτωμα, πολύ ταραγμένος από το όνομα του Στουπύντιεφ που ξυπνούσε μέσα του κάποια μακρινή ανάμνηση. Ο Στουπύντιεφ; Είναι το πρόσωπο μιας κωμωδίας. Είναι ο σύζυγος στην Επαρχιώτισσα, απάντησε ο Παύλος Παύλοβιτς πολύ γλυκά, τραγουδιστά. Αυτό όμως συνδέεται με μια άλλη σειρά από τις ωραίες, προσφιλείς αναμνήσεις μας. Συνδέεται με την εποχή που -αρκετό καιρό μετά την αναχώρηση σας ο Στεπάν Μιχαήλοβιτς Μπαγαούτοβ μας τίμησε με τη φιλία του, ακριβώς όπως εσείς, αλλά για πέντε ολόκληρα χρόνια... Ο Μπαγαούτοβ; Τί; Ποιος Μπαγαούτοβ; Ο Βελτσάνινοβ σταμάτησε απότομα.

Ο Μπαγαούτοβ, ο Στεπάν Μιχαήλοβιτς, που μας τίμησε με τη φιλία του, ακριβώς ένα χρόνο μετά από σας... και απαράλλακτα όπως εσείς... Αχ, Θεέ μου, ναι τον ξέρω! διέκοψε ο Βελτσάνινοβ. Ο Μπαγαούτοβ. Ήταν δημόσιος υπάλληλος...

Ναι, ναι! Αποσπασμένος στο γραφείο του διοικητή. Ένας νέος κομψότατος, από την καλύτερη κοινωνία της Πετρούπολης, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς, ενθουσιασμένος.

Καλά λέτε! Πού έχω λοιπόν το νου μου! Ώστε κι αυτός... Κι αυτός, ναι, κι αυτός, επανέλαβε ο Παύλος Παύλοβιτς, αρπάζοντας στα πεταχτά τα ασυλλόγιστα λόγια του Βελτσάνινοβ. Κι αυτός επίσης! Και τότε ήταν που παίξαμε την Επαρχιώτισσα, μια ομάδα ερασιτέχνες στο σπίτι της Εξοχότητάς του, του τόσο φιλόξενου Συμεών Συμεώνοβιτς. Ο Στεπάν Μιχαήλοβιτς έπαιζε τον κόμη, εγώ τον σύζυγο και η συχωρεμένη την Επαρχιώτισσα. Μου πήρανε όμως τον ρόλο του συζύγου, ύστερα από τις επίμονες παρακλήσεις της μακαρίτισσας. Έτσι, δεν έπαιξα το σύζυγο... Δεν τα κατάφερνα καλά, είπαν...

Μα είπε τάχα πως είσαστε ένας Στουπύντιεφ; Είσαστε ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκη κι όχι ο Σ, παρατήρησε αγενέστατα και χωρίς περιστροφές ο Βελτσάνινοβ τρέμοντας από θυμό. Και πρώτα από όλα: αυτός ο Μπαγαούτοβ είναι εδώ, στην Πετρούπολη. Τον είδα ο ίδιος, την άνοιξη. Γιατί δεν πάτε και σαυτόν;

Πηγαίνω κάθε μέρα, τρεις εβδομάδες συνέχεια. Δεν με δέχεται. Είναι άρρωστος, δεν μπορεί να με δεχθεί. Και να φαντασθείτε, το έμαθα από σίγουρη πηγή πως είναι αλήθεια σοβαρά άρρωστος. Ένας τόσο παλιός φίλος! Αχ, Αλέξη Ιβάνοβιτς, σας το είπα και σας το ξαναλέω: στην ψυχική κατάσταση που βρίσκομαι... να, έτσι λαχταρώ καμμιά φορά νανοίξει η γη και να με καταπιεί. Άλλες στιγμές μούρχεται να ριχτώ στην αγκαλιά ενός από τους παλιούςπώς να πω;- μάρτυρες της χαμένης για πάντα αυτής της ζωής, να ριχτώ στην αγκαλιά ενός από κείνους που έπαιξαν κάποιον ρόλο σαυτή, μόνο και μόνο για να κλάψουμε οι δυο μαζί, αλήθεια σας λέω, μόνο για να κλάψουμε!..

Πάντως πρέπει να είσαστε ευχαριστημένος από τη σημερινή μέρα, ε; έκανε ο Βελτσάνινοβ.Ναι, και με το παραπάνω μάλιστα. Και ο Παύλος Παύλοβιτς σηκώθηκε αμέσως. Τέσσερις η ώρα!

Page 8: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Ήταν πολύ εγωιστικό από μέρους μου να σας ενοχλήσω...Ακούστε: θα περάσω αύριο από το σπίτι σας δίχως άλλο. Και τότε, ελπίζω... Πέστε μου τώρα με απόλυτη ειλικρίνεια: δεν είσαστε

απόψε μεθυσμένος;Μεθυσμένος; Καθόλου!Δεν ήπιατε πριν έρθετε εδώ ;Ξέρετε κάτι, Αλέξη Ιβάνοβιτς; Έχετε σίγουρα πυρετό.Θα περάσω αύριο να σας δω, πριν από τη μια.Είναι αρκετή ώρα τώρα που δεν σας βλέπω καλά στην υγεία σας, μου φαίνεται πως παραμιλάτε από τον πυρετό, διέκοψε ο Παύλος

Παύλοβιτς ξαναγυρίζοντας σαυτό το θέμα με φανερή ικανοποίηση. Λυπάμαι τρομερά για την απρέπειά μου... Φεύγω, φεύγω. κι εσείς πλαγιάστε και προσπαθήστε να κοιμηθείτε.Μα δεν μου είπατε που μένετε! φώναξε ο Βελτσάνινοβ. είχε θυμηθεί ξαφνικά αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια.Δεν σας το είπα; Στο ξενοδοχείο Πακρόβσκη.Τι είναι πάλι αυτό το ξενοδοχείο;Δυο βήματα από την εκκλησία του Πακρόβ, σένα στενοσόκακο. Ξεχνώ τόνομα του και τον αριθμό, αλλά είναι πλάϊ στην εκκλησία...Θα το βρω!Θα είσαστε ευπρόσδεκτος, αγαπητέ μου!Κατέβαινε κιόλας τη σκάλα.Σταθείτε! ξεφώνισε ο Βελτσάνινοβ. Δεν θα μου το σκάσετε έτσι!Τι θέλετε να πείτε: θα το σκάσω;Ο Παύλος Παύλοβιτς που είχε κατέβει κιόλας μερικά σκαλιά στράφηκε γουρλώνοντας τα μάτια, αλλά πάντοτε μένα χαμόγελο στα

χείλη.Ο Βελτσάνινοβ δεν του έδωσε καμμιά απάντηση. βρόντησε την πόρτα, την κλείδωσε, έβαλε το σύρτη. Σαν γύρισε στην κάμαρα του, έφτυσε χάμω με αηδία.Έμεινε όρθιος, ακίνητος, στη μέση της κάμαρας, πέντε ολόκληρα λεπτά, έπειτα σωριάστηκε στο κρεβάτι του, δίχως καν να ξεντυθεί

και αποκοιμήθηκε μονομιάς. Το λυχνάρι, που είχε ξεχάσει να το σβήσει, αποκάηκε πάνω στο τραπέζι.

Η ΣΥΖΥΓΟΣ, Ο ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΙ Ο ΕΡΑΣΤΗΣΚοιμήθηκε βαθιά και ξύπνησε ακριβώς στις εντεκάμιση. σηκώθηκε αμέσως, κάθισε στο κρεβάτι του κι άρχισε να συλλογιέται τον

θάνατο αυτής της γυναίκας.Η αναστάτωση που του είχε προξενήσει η αναγγελία αυτού του θανάτου, του είχε αφήσει μιαν αόριστη ταραχή, ίσως και κάποια

λύπη. Το συναίσθημα αυτό είχε παραμερισθεί για λίγο από μια ιδέα παράξενη που του είχε έρθει όσο είχε μπροστά του τον Παύλο Παύλοβιτς. Σήμερα όμως το πρωί, μετά τον ύπνο, όλα όσα είχαν γίνει εννιά χρόνια πριν, τυλίγονταν στη μνήμη του με διαύγεια καταπληκτική.

Την γυναίκα αυτή, τη μακαρίτισσα Ναταλία Βασίλιεβνα, την σύζυγο αυτού του Τρουσότσκη την είχε αγαπήσει και την είχε ερωμένη του, τότε που είχε μείνει έναν ολάκερο χρόνο στο Τ... για κάποια υπόθεση του, πάλι μια δίκη γύρω από μια κληρονομιά, που, στην πραγματικότητα, δεν απαιτούσε την παράταση της παραμονής του για τόσον πολύ καιρό. η αληθινή αιτία ήταν εκείνος ο δεσμός. Εκείνος ο δεσμός κι εκείνος ο έρωτας τον είχαν κυριέψει σε τέτοιο βαθμό, που είχε καταντήσει σκλάβος της Ναταλία Βασίλιεβνα. την εποχή εκείνη θα ήταν ικανός να κάνει αδίστακτα, πράγματα τρελλά, τερατώδη, για να ικανοποιήσει τα καπρίτσια αυτής της γυναίκας. Ούτε πριν, ούτε αργότερα, δεν του είχε συμβεί κάτι παρόμοιο. Κατά το τέλος του χρόνου, όταν πια ο χωρισμός ήταν αναπόφευκτος, ο Βελτσάνινοβ έπεσε σε τέτοια απελπισία όσο έβλεπε τη μοιραία μέρα να πλησιάζει, μολονότι ο

χωρισμός δεν ήταν να κρατήσει πολύ καιρό, που πρότεινε στην Ναταλία Βασίλιεβνα να φύγει κρυφά μαζί του, να παρατήσει τον άντρα της, να εγκαταλείψει τα πάντα και να πάνε οι δυο τους να ζήσουν στο εξωτερικό. Μονάχα οι ειρωνικές

παρατηρήσεις και η επιμονή αυτής της γυναίκας, στην αρχή συμφωνούσε απόλυτα με την ιδέα του, πιθανότατα σταστεία ή ίσως για να διασκεδάζει την ανία της, τον είχε πείσει να παραιτηθεί από

τούτο το σχέδιο και να φύγει μόνος. Ε, λοιπόν, δυο μήνες μόλις μετά το χωρισμό τους, έκανε κιόλας στον εαυτό του, στην Πετρούπολη, την ακόλουθη ερώτηση, χωρίς να κατορθώνει ποτέ να βρει απάντηση. Την είχε αγαπήσει αληθινά αυτή τη γυναίκα, ή μήπως το αίσθημα του ήταν μια παροδική μέθη; Κι αυτό, όχι από επιπολαιότητα, ή επειδή βρισκόταν κάτω από την επίδραση ενός καινούργιου πάθους που άρχισε να γεννιέται μέσα του. Τους δυο αυτούς πρώτους μήνες στην Πετρούπολη, ήταν πραγματικά έξαλλος και σίγουρα, δεν έδινε καμμιά προσοχή στις γυναίκες, μόλο που είχε ξαναγυρίσει αμέσως στις παλιές του παρέες και είχε την ευκαιρία να βλέπει εκατοντάδες γυναίκες. Εξάλλου, ήξερε πολύ καλά πως, παρ' όλες τις αμφιβολίες που ξυπνούσαν μέσα του, θα ξανάπεφτε στη στιγμή κάτω από την κυρίαρχη γοητεία εκείνης της γυναίκας, αν ξαναπήγαινε στο Τ...

Ακόμη και ύστερα από πέντε χρόνια εξακολουθούσε να είναι βέβαιος γιαυτό. Τότε όμως το ομολογούσε στον εαυτό του με θυμό και του ήταν αδύνατο να φέρει στο νου του δίχως μίσος εκείνη τη γυναίκα. Ντρεπόταν για τον χρόνο που είχε περάσει στο Τ... Δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πως είχε μπορέσει, αυτός, ο Βελτσάνινοβ, να κυριευθεί από ένα πάθος τόσο κουτό. Όλες οι αναμνήσεις που

είχαν σχέση με τούτο το πάθος του φαίνονταν επονείδιστες. κοκκίνιζε σε βαθμό που του έρχονταν δάκρυα στα μάτια και κατηγορούσε τον εαυτό του αλύπητα. Η αλήθεια είναι πως, λίγα χρόνια αργότερα, αισθάνθηκε τον εαυτό του πιο ήρεμο. προσπάθησε να ξεχάσει και το κατάφερε σχεδόν. Και να τώρα, αναπάντεχα, εννιά χρόνια μετά, όλα ξαναζωντάνευαν ξαφνικά, κατά τρόπο παράξενο, με την είδηση του θανάτου της Ναταλία Βασίλιεβνα!

Καθισμένος στο κρεβάτι του, τσακισμένος από τις συγκεχυμένες σκέψεις που κλωθογύριζαν στο μυαλό του, δεν ένιωθε και δεν καταλάβαινε καλά παρά ένα μόνο. Παρ' όλη τη συγκλονιστική εντύπωση που του είχε κάνει η είδηση, το γεγονός ότι η Ναταλία Βασίλιεβνα είχε πεθάνει, τον άφηνε απόλυτα ήρεμο. Είναι δυνατόν να μην τη λυπηθώ καν αναρωτιόταν. Η αλήθεια ήταν πως τώρα που δεν αισθανόταν κανένα μίσος γι' αυτήν, μπορούσε να την κρίνειαμερόληπτα, δίκαια. Κατά τη γνώμη του, γνώμη σχηματισμένη κιόλας μέσα στα εννιά χρόνια του χωρισμού, η Ναταλία Βασίλιεβνα

ήταν από τις συνηθισμένες κυρίες της επαρχίας, κυρίως της καλής επαρχιακής κοινωνίας. Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήμουν ο μόνος που την έβλεπα διαφορετική με τη φαντασία μου. Ωστόσο, πάντοτε είχε την ιδέα πως τούτη η γνώμη του ήταν σφαλερή ως ένα σημείο. το ίδιο συναίσθημα είχε και τώρα. Εξάλλου, το έδειχναν και τα γεγονότα. Κι αυτός ο Μπαγαούτοβ είχε μαζί της ένα δεσμό που κράτησε κάμποσα χρόνια. κι αυτός είχε σκλαβωθεί από τη γοητεία της.Τούτος ο Μπαγαούτοβ ανήκε στην καλύτερη κοινωνία της Πετρούπολης. και καθώς ήταν ένας άνθρωπος εντελώς ασήμαντος, έλεγε γιαυτόν ο Βελτσάνινοβ, δεν μπορούσε να σταδιοδρομήσει παρά μονάχα στην πρωτεύουσα. Ε, λοιπόν, ο Μπαγαούτοβ είχε περιφρονήσει την Πετρούπολη που του πρόσφερε τόσες δυνατότητες και είχε χάσει πέντε χρόνια της ζωής του στο Τ..., για χάρη της Ναταλία Βασίλιεβνα. Εξάλλου, δεν ήταν απίθανο να είχε γυρίσει κι αυτός στην Πετρούπολη, επειδή του είχαν δώσει τα παπούτσια στο χέρι. Άρα, εκείνη η γυναίκα πρέπει να είχε κάτι το ξεχωριστό, το χάρισμα να ελκύει, να επηρεάζει, να κυριαρχεί!

Και όμως, θα έλεγε κανείς εντελώς το αντίθετο. πως δεν είχε επάνω της τίποτε που να τραβάει και να σκλαβώνει. Δεν ήταν δα και τόσο όμορφη. ίσως να μην ήταν καθόλου όμορφη. Ήταν κιόλας εικοσιοχτώ χρόνων τότε που την γνώρισε ο Βελτσάνινοβ. Το πρόσωπο

Page 9: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

της, όχι ωραίο, είχε κάποιο θέλγητρο όταν κάτι που ξυπνούσε το ενδιαφέρον της το ζωντάνευε. Τα μάτια της όμως ήταν δυσάρεστα, είχε μια σκληρότητα στο βλέμμα. Ήταν πολύ αδύνατη. Η πνευματική της ανάπτυξη ήταν μέτρια. το αναμφισβήτητο πνεύμα της, διορατικό, αλλά σχεδόν πάντα μονόπλευρο. οι τρόποι της, τρόποι κοσμικής επαρχιώτισσας, αλλά είχε πολύ τακτ, αυτό ήταν αλήθεια, ένα γούστο λεπτότατο, που φαινόταν στο ντύσιμο της. Ένας χαρακτήρας αποφασιστικός και αυταρχικός. δεν μπορούσες ποτέ να

έρθεις σε συμβιβασμούς μαζί της. Ή όλα ή τίποτε. Η σταθερότητα και η επιμονή της στις δύσκολες περιστάσεις ήταν καταπληκτικές. Ήταν μεγαλόψυχη, αλλά και ταυτόχρονα, πολλές Φορές, τρομερά άδικη. Ήταν αδύνατο να συζητήσεις μαυτή την κι>ρία, γιατί το δυο και δυο κάνουν τέσσερα δεν είχε κανένα νόημα γιαυτή. Ποτέ δεν παραδεχόταν ένα λάθος της ή μια αδικία της. Οι αλλεπάλληλες άπειρες απιστίες, που έκανε στον άντρα της, δεν βαραίνανε διόλου τη συνείδηση της. Ήταν πιστή στους εραστές της, ως την ημέρα που τους βαριόταν. Της άρεσε να τους βασανίζει, αλλά ήξερε και να τους ανταμείβει. Ήταν μια γυναίκα παράφορη, σκληρή, φιλήδονη. Μισούσε τη διαφθορά, την κατέκρινε με πείσμα, η ίδια όμως ήταν διεφθαρμένη. Και τίποτε δεν μπορούσε να την κάνει να παραδεχθεί τη διαφθορά της. Ασφαλώς το αγνοεί με απόλυτη ειλικρίνεια, σκεφτόταν ο Βελτσάνινοβ τότε, στο Τ... (και αξίζει να σημειωθεί, ενώ έπαιρνε κι ο ίδιος μέρος σαυτές τις διαστροφές). Είναι από τις γυναίκεςσυλλογιζότανπου γεννήθηκαν, θαρρείς, για να κάνουν απιστίες στον άντρα τους. Οι γυναίκες αυτές δεν υποκύπτουν ποτέ όσο είναι ακόμη ανύπαντρες. Σύμφωνα με τους νόμους του χαρακτήρα τους, αυτό δεν πρέπει να γίνει παρά μονάχα όταν είναι παντρεμένες. Ο σύζυγος είναι ο πρώτος εραστής τους, μετά τον γάμο όμως, ποτέ πριν. Καμμιά άλλη γυναίκα δεν παντρεύεται με τόση καπατσοσύνη και τόση ευκολία. Ο σύζυγος είναι πάντοτε υπεύθυνος για τον πρώτο εραστή.

Κι όλα γίνονται με απόλυτη ειλικρίνεια. οι γυναίκες αυτές πιστεύουν πάντα πως το δίκιο είναι με το μέρος τους καί, φυσικά, πως είναι εντελώς αθώες. Ο Βελτσάνινοβ είχε την πεποίθηση πως τούτος ο τύπος της γυναίκας υπήρχε πραγματικά, αλλά ήταν επίσης βέβαιος πως υπήρχε κι ένας τύπος συζύγου φτιαγμένου γιαυτού του είδους τις γυναίκες, που μοναδικός λόγος της υπάρξεως του ήταν να συμμορφώνεται ανάλογα. Κατά τη γνώμη του Βελτσάνινοβ, το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των ανδρών συνίσταται στο να είναι αιώνιοι σύζυγοι ή καλύτερα, να μην είναι παρά αποκλειστικά και μόνο σύζυγοι. Ένας τέτοιος άνθρωπος γεννιέται και μεγαλώνει για να παντρευτεί και να γίνει αμέσως παράρτημα της γυναίκας του, ακόμη κι όταν έχει αναμφισβήτητα δική του προσωπικότητα. Το διακριτικό σημάδι ενός τέτοιου συζύγου είναι κάποιο γνωστό στολίδι. Του είναι αδύνατο να μην έχει στο μέτωπο το γνωστό αυτό στολίδι, όπως είναι αδύνατο στον ήλιο να μη φωτίζει. κι όχι μονάχα το αγνοεί πάντα, αλλά είναι γραφτό του να το αγνοεί, σύμφωνα με τους νόμους της φύσης.

Ο Βελτσάνινοβ πίστευε βαθιά στην ύπαρξη των δυο αυτών τύπων και πως ο Παύλος Παύλοβιτς Τρουσότσκη αντιπροσώπευε στο Τ... τον ένα από τους δυο. Ο χθεσινός όμως Παύλος Παύλοβιτς ήταν πολύ διαφορετικός από κείνον που ο Βελτσάνινοβ είχε

γνωρίσει στο Τ... Ο Βελτσάνινοβ τον έβρισκε τρομερά αλλαγμένο, ήξερε όμως ταυτόχρονα πως δεν ήταν πολύ φυσικό: ο κύριος Τρουσότσκη δεν μπορούσε να είναι αυτός που ήταν όσο ζούσε η γυναίκα του, γιατί τώρα αντιπροσώπευε, θα έλεγες, μονάχα ένα τμήμα από κάποιο σύνολο, ένα τμήμα που είχε αποσπασθεί ξαφνικά από τούτο το σύνολο και είχε αφεθεί ελεύθερο, δηλαδή κάτι το

παράξενο και σπάνιο.Όσο για τον Παύλο Παύλοβιτς του Τ..., να η εικόνα του όπως την είχε διατηρήσει ο Βελτσάνινοβ στη μνήμη του και την αναπολούσε

Τώρα.Στο Τ..., ο Παύλος Παύλοβιτς ήταν ένας σύζυγος και τίποτάλλο.Αν, λόγου χάρη, ήταν επίσης και δημόσιος υπάλληλος, αυτό συνέβαινε μόνο και μόνο γιατί οι ασχολίες του αποτελούσαν

μέροςθα μπορούσε να πει κανείςτων συζυγικών του καθηκόντων. Είχε μπει στο υπουργείο έχοντας κυρίως υπόψη του τη θέση της γυναίκας του στην κοινωνία του Τ... Ήταν, ωστόσο, ένας δημόσιος υπάλληλος ευσυνείδητος. Τον καιρό εκείνο ήταν τριανταπέντε χρόνων και είχε κάποια περιουσία, αρκετά σημαντική μάλιστα. Δεν φαινόταν να έχει αξιόλογες ικανότητες, ούτε όμως έδειχνε ξεχωριστή ανικανότητα. Είχε σχέσεις στον καλό κόσμο κι έκανε μεγάλη ζωή. Στο Τ... όλοι εκτιμούσαν πολύ τη Ναταλία Βασίλιεβνα, εκείνη όμως αδιαφορούσε, γιατί θεωρούσε αυτές τις εκδηλώσεις εκτιμήσεως σαν κάτι πολύ φυσικό, ήξερε να δέχεται και είχε διαπαιδαγωγήσει τον Παύλο Παύλοβιτς τόσο καλά, που είχε αποκτήσει κι αυτός εξαίρετους τρόπους και μπορούσε να δέχεται, όταν το καλούσε η περίσταση, τους μεγάλους και τρανούς του Τ... Ίσωςίσως να ήταν και έξυπνος, είχε την εντύπωση ο Βελτσάνινοβ, της Ναταλία Βασίλιεβνα όμως δεν της άρεσε να πολυμιλάει ο άντρας της κι έτσι η εξυπνάδα του περνούσε απαρατήρητη. Μπορεί ο Παύλος Παύλοβιτς να είχε πολλά έμφυτα προτερήματα όπως κι ελαττώματα, μόνο που τα πρώτα ήταν κουκουλωμένα, όσο για τα κακά ένστικτα του, ήταν σχεδόν ολότελα πνιγμένα. Ο Βελτσάνινοβ θυμόταν, λόγου χάρη, πως ο κύριος Τρουσότσκη επιχειρούσε κάπου κάπου να ειρωνευθεί κανένα γνώριμο του, αυτό όμως του ήταν αυστηρά απαγορευμένο. Του έκανε επίσης γούστο να διηγείται ανέκδοτα, μα κι αυτό γινόταν υπό έλεγχον. είχε την άδεια να διηγείται μονάχα ασήμαντα ανέκδοτα. Του άρεσε να κάνει συντροφιά με τους

συναδέλφους τουέξω από το σπίτι του, είχε μάλιστα και κάποια τάση να κουτσοπίνει με καλή παρέα, αυτές όμως τις επιθυμίες του τις είχε κόψει από

την αρχή. Ωστόσο, κρίνοντας από τα φαινόμενα, κανείς δε θα μπορούσε να πει πως η γυναίκα του τον είχε στον ποδόγυρο της.Η Ναταλία Βασίλιεβνα φαινόταν σύζυγος υπάκουη, ίσωςίσως να το πίστευε αυτό και η ίδια. Μπορεί ο Παύλος Παύλοβιτς να

αγαπούσε τρελά τη Ναταλία Βασίλιεβνα, κανείς όμως δεν μπορούσε, να δει δείγματα της αγάπης του. Ήταν κάτι το αδύνατο. και τούτο, πιθανότατα, επειδή έτσι τα είχε κανονίσει η Ναταλία Βασίλιεβνα. Πολλές φορές, στο διάστημα της παραμονής του στο Τ... ο Βελτσάνινοβ αναρωτήθηκε αν αυτός ο σύζυγος είχε κάποια απορία για τις σχέσεις του με τη γυναίκα του. Αρκετές φορές έκανε την' ερώτηση σοβαρά στη Ναταλία Βασίλιεβνα, που του απαντούσε πάντα εκνευρισμένη πως ο άντρας της δεν ήξερε τίποτε, δεν μπορούσε να μάθει ποτέ τίποτε, και πως, άλλωστε, όλα αυτά δεν ήταν δική του δουλειά. Άλλο παράξενο χαρακτηριστικό. η Ναταλία Βασίλιεβνα δεν κορόιδευε ποτέ τον Παύλο Παύλοβιτς και δεν το έβρισκε ποτέ σε τίποτε γελοίο, ούτε δυσάρεστο. και αν τολμούσε κανείς να του κάνει καμμιά αγένεια, σίγουρα θα έπαιρνε με θέρμη το μέρος του. Μην έχοντας παιδιά, ήταν φυσικό να γίνει μια κοσμική κυρία- αλλά φρόντιζε και το σπιτικό της. Οι κοσμικές απολαύσεις δεν την απορροφούσαν ποτέ και της άρεσε να ασχολείται με το νοικοκυριό της και με εργόχειρα. Ο Παύλος Παύλοβιτς είχε θυμηθεί χθες τις βραδιές που διαβάζανε οι τρεις τους στο Τ... Κάπουκάπου διάβαζε ο Βελτσάνινοβ, άλλες φορές ο Παύλος Παύλοβιτς. Και ο Βελτσάνινοβ είχε προσέξει με απορία πως ο άντρας της ερωμένης του διάβαζε πολύ καλά μεγαλόφωνα. Όσο για τη Ναταλία Βασίλιεβνα, συνήθως κεντούσε παρακολουθώντας την ανάγνωση ήσυχα και προσεκτικά.

Διαβάζανε μυθιστορήματα του Ντίκενς, ρωσικά περιοδικά και καμμιά φορά ένα έργο σοβαρό. Η Ναταλία Βασίλιεβνα εκτιμούσε πολύ τη μόρφωση του Βελτσάνινοβ, μα δεν έκανε λόγο γιαυτό.

Η μόρφωση του ήταν κάτι καθιερωμένο, αναγνωρισμένο. Δεν υπήρχε λόγος να επανέρχονται στο θέμα. Γενικά, ήταν αδιάφορη για ό,τι είχε σχέση με βιβλία και επιστήμες, σαν να ήταν τα βιβλία και οι επιστήμες πράγματα που δεν την αφορούσαν διόλου, αλλά που είχαν ίσως τη χρησιμότητα τους.

Ο Παύλος Παύλοβιτς, απεναντίας, διάβαζε με πάθος.Ο δεσμός αυτός σταμάτησε απότομα, πάνω στην ώρα που η αγάπη του Βελτσάνινοβ είχε φθάσει στο αποκορύφωμα της, στα όρια

της τρέλας σχεδόν. Τον έδιωξαν απλούστατα και βάναυσα, μολονότι όλα έγιναν κατά τέτοιον τρόπο που αυτός έφυγε χωρίς να το πάρει είδηση πως τον είχαν πετάξει σαν ένα άχρηστο παλιοπάπουτσο. Ενάμιση μήνα πριν από την αναχώρηση του παρουσιάστηκε στο Τ... ένας νεαρός αξιωματικός του πυροβολικού, που μόλις είχε βγει από τη Στρατιωτική Σχολή. άρχισε να συχνάζει στο σπίτι των Τρουσότσκη. οι τρεις της συντροφιάς έγιναν τέσσερις. Η Ναταλία Βασίλιεβνα υποδέχθηκε τον νεαρό με καλοσύνη, αλλά του φερόταν σαν να είχε μπροστά της ένα παιδί.

Page 10: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Ο Βελτσάνινοβ δεν υποψιάστηκε το παραμικρό. Είχε αλλού το νου του γιατί ξαφνικά τον είχαν αφήσει να καταλάβει πως ήταν ώρα να του δίνει. Ανάμεσα στους χίλιους λόγους που, κατά τη γνώμη της

Ναταλία Βασίλιεβνα, επέβαλλαν την άμεση αναχώρηση του, ήταν η εγκυμοσύνη της. νόμιζε πως περίμενε παιδί. Έπρεπε λοιπόν να εξαφανισθεί ο Βελτσάνινοβ αμέσως για τρεις ή τέσσερις μήνες τουλάχιστον, έτσι ώστε, πάνω στους εννιά μήνες να μην μπορεί ο άντρας της να βάλει καμμιά υποψία στο μυαλό του, αν κάποιος επιχειρούσε να τη συκοφαντήσει. Το επιχείρημα ήταν μάλλον αδύνατο.

Πάνω στη φλόγα του πάθους του, ο Βελτσάνινοβ της πρότεινε να φύγουν κρυφά μαζί για το Παρίσι ή την Αμερική, τελικά όμως ξεκίνησε μόνος για την Πετρούπολη, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, δηλαδή για δυο τρεις μήνες το πολύ. διαφορετικά, δεν θα το αποφάσιζε να φύγει παρ' όλα τα επιχειρήματα και τις εξηγήσεις της Ναταλία Βασίλιεβνα. Ακριβώς δυο μήνες αργότερα, έλαβε στην Πετρούπολη ένα γράμμα της. τον παρακαλούσε να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια στο Τ... γιατί ήταν ερωτευμένη μέναν άλλον. όσο για την εγκυμοσύνη της, είχε κάνει λάθος, έγραφε. Τούτη η εξήγηση ήταν περιττή. Ο Βελτσάνινοβ τα έβλεπε τώρα όλα καθαρά: θυμήθηκε τον νεαρό αξιωματικό. Έτσι, η ιστορία τελείωσε για πάντα. Αργότερα, μερικά χρόνια μετά, έμαθε πως ο Μπαγαούτοβ είχε μείνει πέντε χρόνια στο Τ... Απέδωσε την αφύσικη διάρκεια αυτού του δεσμού στο γεγονός ότι η Ναταλία Βασίλιεβνα, γερασμένη πια, είχε Ύίνει λιγότερο άστατη.

Ο Βελτσάνινοβ έμεινε καθισμένος στο κρεβάτι του σχεδόν μια ώρα. τέλος, συνήλθε από τη ρέμβη του, χτύπησε το κουδούνι για να του φέρει η Μάρβα τον καφέ, τον ήπιε γρήγοραγρήγορα, ντύθηκε και στις έντεκα ακριβώς, βγήκε να ψάξει να βρει το ξενοδοχείο Πακροβσκη. Το πρωί, του είχε έρθει μια καινούργια ιδέα σχετική μαυτή την επίσκεψη. Δεν ήταν και τόσο ικανοποιημένος με τον τρόπο που είχε δεχθεί, την νύχτα, τον Παύλο Παύλοβιτς. έπρεπε να τα ξεκαθαρίσει ολα αυτά.

Έλεγε τώρα μέσα του πως τούτη την απίθανη ιστορία της κλειδωνιάς έπρεπε να την αποδώσει στην τύχη, στο μεθύσι του] Παύλου Παύλοβιτς, ίσως και σε κάτι άλλο. στο βάθος όμως δεν ήξερε καλάκαλά γιατί πήγαινε τώρα να ξαναρχίσει καινούργιες σχέσεις με τον πρώην σύζυγο, αφού όλα είχαν τελειώσει τόσο φυσικά μεταξύ τους. Κάτι τον τραβούσε, βρισκόταν υπό το κράτος μιας πολύ περίεργης εντυπώσεως, κι αυτή η εντύπωση ήταν η αιτία που τον τραβούσε.

Η ΛΙΖΑΟ Παύλος Παύλοβιτς δεν είχε στο νου του να το σκάσει. Ένας Θεός ξέρει, εξάλλου, για ποιο λόγο του είχε κάνει χθες ο Βελτσάνινοβ

αυτή την ερώτηση. σίγουρα δεν ήξερε τι έλεγε εκείνη την ώρα. Σένα μαγαζάκι κοντά στην πλατεία Πακρόβ, του δείξανε το ξενοδοχείο Πακροβσκη, δυο βήματα παραπέρα, σένα δρομάκι. Στο ξενοδοχείο, του είπαν πως ο κ. Τρουσότσκη είχε εγκατασταθεί σένα επιπλωμένο δωμάτιο, στο σπίτι κάποιας Μαρίας Σισόγιεβνα, ένα παράρτημα δηλαδή του ξενοδοχείου, στο βάθος της αυλής. Καθώς ανέβαινε στο δεύτερο πάτωμα, όπου ήταν τα επιπλωμένα δωμάτια, από μια πέτρινη σκάλα, στενή και βρωμερή, ο Βελτσάνινοβ άκουσε ένα κλάμα, σαν να έκλαιγε ένα κοριτσάκι εφτάοχτώ χρόνων. Τα κλάματα ήταν σπαρακτικά. Άκουγες πνιχτά αναφιλητά να ξεσπάνε ξαφνικά και ανάμεσα σαυτά, τις έξαλλες, βραχνές και τσιριχτές κραυγές ενός μεγάλου, καθώς και ποδοβολητά. Ο άνθρωπος αυτός προσπαθούσε, θα έλεγες, να καλμάρει το παιδί και να μην ακουσθούν τα κλάματα του, ο ίδιος όμως έκανε ακόμη πιο μεγάλη φασαρία, προσπαθώντας ωστόσο να συγκρατηθεί. Οι φωνές ήταν άγριες και το παιδί έμοιαζε να ικετεύει συγγνώμη. Προχωρώντας σένα στενό διάδρομο, με δυο πόρτες δεξιά κι αριστερά, ο Βελτσάνινοβ απάντησε μια χοντρή και ψηλή γυναίκα, αναμαλλιασμένη και την ρώτησε που θα μπορούσε να βρει τον Παύλο Παύλοβιτς. Του έδειξε με το δάχτυλο την πόρτα, από όπου ακουγόταν το κλάμα. Το χοντροκαμωμένο και κόκκινο πρόσωπο της γυναίκας, που θα ήταν καμμιά σαρανταριά χρόνων, έδειχνε αγανάκτηση.

Τα βλέπετε πως διασκεδάζει! μουρμούρισε κατεβαίνοντας τη σκάλα.Ο Βελτσάνινοβ έκανε να χτυπήσει την πόρτα, μα άλλαξε γνώμη και την άνοιξε απότομα. Στη μέση της μικρής κάμαρας, που ήτανφορτωμένη με έπιπλα κακοβαμμένα, στεκόταν ο Παύλος Παυλοβιτς] μισοντυμένος, δίχως γιλέκο και σακκάκι, χειρονομώντας,

ίσως] μάλιστα και με γροθιές, αυτή ήταν η εντύπωση του Βελτσάνινοβ, προσπαθούσε να επιβάλει σιωπή σένα κοριτσάκι ίσαμε οχτώ χρόνων, ντυμένο φτωχικά, ωστόσο σαν ένα παιδί από καλή οικογένεια μένα μαύρο κοντό φορεματάκι. Η μικρούλα φαινόταν να είχε πάθει νευρική κρίση και άπλωνε τα χέρια της, κλαίγοντας με λυγμούς, στον Παύλο Παύλοβιτς σάμπως να ήθελε να γαντζωθεί επάνω του, να τον αγκαλιάσει, να τον θερμοπαρακαλέσει. Μέσα σένα λεπτό όλα αυτά άλλαξαν. βλέποντας τον ξένο, το κοριτσάκι έμπηξε μια κραυγή κι έτρεξε σαν σάϊτα στο διπλανό καμαράκι, ενώ ο Παύλος Παύλοβιτς, αφού έμεινε για μια στιγμή σαν αποσβολωμένος, χαμογέλασε γλυκερά, ακριβώς όπως είχε χαμογελάσει την προηγούμενη νύχτα, όταν ο Βελτσάνινοβ του είχε| ανοίξει ξαφνικά την πόρτα.

Αλέξη Ιβάνοβιτς! φώναξε, έκπληκτος. Αλήθεια, δεν σας περίμενα... Καθίστε, παρακαλώ... Να, εδώ, στο ντιβάνι ή σεκείνη εκεί την πολυθρόνα... κι εγώ...

Έβαλε βιαστικά το σακάκι του, ξεχνώντας να φορέσει το γιλέκο του. Μην ενοχλείστε! Μείνετε έτσι όπως είσαστε! Ο Βελτσάνινοβ κάθισε σε μια καρέκλα.

Όχι, όχι! Δεν είναι σωστό να σας δεχθώ έτσι. Να, τώρα είμαι ευπρεπής. Μα γιατί καθίσατε σεκείνη τη γωνιά; Ελάτε σαυτή την πολυθρόνα, κοντά στο τραπέζι... Ε, λοιπόν, δεν σας περίμενα, αλήθεια...!

Κάθισε στην άκρη μιας ψάθινης καρέκλας, όχι πλάϊ στον απροσδόκητο επισκέπτη, αλλά γυρίζοντας το κάθισμα του έτσι ώστε να έχει απέναντι του τον Βελτσάνινοβ.

Γιατί δεν με περιμένατε; Σας το είχα πει χθες πως θα ερχόμουν σήμερα, ακριβώς αυτή την ώρα.Έλεγα πως δεν θα ερχόσαστε κι όταν ξύπνησα το πρωί και θυμήθηκα τι έγινε χθες, έχασα κάθε ελπίδα πως θα σας ξανάβλεπα στη

ζωή μου.Ο Βελτσάνινοβ, στο μεταξύ, είχε εξετάσει το δωμάτιο. Ήταν άνω -κάτω, το κρεβάτι άστρωτο, ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί. πάνω στο

τραπέζι φλυτζάνια και απομεινάρια του πρωινού, ψίχουλα, ένα μπουκάλι σαμπάνια σχεδόν άδειο και πλάϊ, ένα ποτήρι. Έριξε μια ματιά στη διπλανή κάμαρα. εκεί όμως βασίλευε απόλυτη ησυχία, η μικρή είχε βουβαθεί.

Πώς; Πίνετε τώρα;Ο Βελτσάνινοβ έδειξε το μπουκάλι με τη σαμπάνια.Ε, κάτι λίγο... μουρμούρισε ο Παύλος Παύλοβιτς με αμηχανία.Πώς αλλάξατε;Κακή συνήθεια. Μου ήρθε ξαφνικά. Από τότε, αλήθεια σας λέω. Αδύνατο να συγκρατηθώ! Μην ανησυχείτε Αλέξη Ιβάνοβιτς, όχι, δεν

είμαι μεθυσμένος τώρα και δε θα πω κουταμάρες, σαν χθες στο σπίτι σας. Σας λέω όμως την αλήθεια: αυτό άρχισε από τότε. Κι αν κάποιος μου έλεγε, πριν από έξι μήνες, πως θα καταντούσα έτσι, αν μου έδειχνε στον καθρέφτη το πρόσωπο μου όπως είναι τώρα, δεν θα τον πίστευα!

Ώστε ήσασταν μεθυσμένος χθες;Ναι, ομολόγησε χαμηλόφωνα ο Παύλος Παύλοβιτς, κατεβάζοντας τα μάτια, ντροπιασμένος. Βλέπετε, δεν ήμουν εντελώς

μεθυσμένος, αλλά είχα πιει λίγες ώρες πριν. Σας το εξηγώ αυτό, γιατί, στη δική μου περίπτωση, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα μετά το μεθύσι. Όταν η μέθη διαλύεται, γίνομαι κακός, σκληρός, σχεδόν τρελός και τότε η λύπη μου θεριεύει. Ισως να πίνω από τον καημό μου. Κάτι τέτοιες στιγμές είμαι ικανός να κάνω τις πιο μεγάλες κουταμάρες, είμαι έτοιμος για καβγάδες. Θα σας φάνηκα πολύ παράξενος χθες, ε;

Δεν θυμόσαστε τίποτε;Πως δεν θυμάμαι! Τα θυμάμαι όλα...

Page 11: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Βλέπετε, Παύλε Παύλοβιτς, το ίδιο σκέφθηκα κι εγώ και την ίδια εξήγηση έδωσα στον εαυτό μου, είπε ο Βελτσάνινοβ σε τόνο συμφιλιωτικό. Κι εγώ ήμουν, άλλωστε, κάπως εκνευρισμένος χθες και...

υπερβολικά απότομος. Το ομολογώ. Δεν αισθάνομαι τον εαυτό μου πολύ καλά τώρα τελευταία και η ξαφνική σας επίσκεψη την νύχτα...

Ναι, την νύχτα! Ο Παύλος Παύλοβιτς κούνησε το κεφάλι του σαν ναπορούσε κι έψεγε τον εαυτό του. Μα γιατί τάχα το έκανα αυτό; Για τίποτε στον κόσμο δεν θα έμπαινα στο σπίτι σας, αν δεν ^ου ανοίγατε εσείς την πόρτα. Θα έφευγα.

Ήρθα κι άλλη φορά στο σπίτι σας, πριν από μια εβδομάδα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, και δεν σας βρήκα. Έχω κι εγώ την υπερηφάνεια μου, Αλέξη Ιβάνοβιτς, μόλο που συναισθάνομαι... την κατάντια μου. Ανταμώσαμε στο δρόμο, αλλά συλλογιζόμουν: κι αν δεν με αναγνωρίσει, αν μου γυρίσει την πλάτη του; Εννιά χρόνια δεν είναι παίξεγέλασε! Και δεν το αποφάσιζα να σας πλησιάσω. Χθες, λοιπόν, γύριζα από την παλιά πόλη και είχα χάσει ολότελα την αίσθηση της ώρας. Φταίει τούτο εδώ. έδειξε το μπουκάλι, φταίει κι ο καημός μου. Είναι κουτό, πολύ κουτό! Κι αν επρόκειτο για σας, θα είχα χάσει κάθε ελπίδα νανανεώσω πάλι γνωριμίες. Εσείς, όμως, θυμόσαστε τα περασμένα και γιαυτό ήρθατε να με βρείτε, ακόμα και μετά τα χθεσινοβραδινά.

Ο Βελτσάνινοβ άκουγε προσεκτικά. Ο άνθρωπος αυτός φαινόταν να μιλάει με ειλικρίνεια, με κάποια αξιοπρέπεια μάλιστα. κι όμως ο Βελτσάνινοβ δεν πίστευε λέξη από όσα του έλεγε. ,

Πέστε μου, Παύλε Παύλοβιτς, δεν είσαστε λοιπόν μόνος εδώ; Ποιανού είναι το κοριτσάκι που είδα πριν από λίγο;Ο Παύλος Παύλοβιτς ανασήκωσε τα φρύδια με φανερή απορία. το καρφωμένο, ωστόσο, στον Βελτσάνινοβ βλέμμα του ήταν

πρόσχαρο και ευγενικό.Ποιανού είναι η μικρή;Μα είναι η Λίζα, είπε χαμογελώντας.Ποια Λίζα; μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ και κάτι σκίρτησε μέσα του. Η εντύπωση ήταν πολύ απροσδόκητη. Πριν από λίγο, όταν είχε|

δει την Λίζα, μπαίνοντας στο δωμάτιο, είχε ξαφνιαστεί, χωρίς όμως να νιώσει κανένα προαίσθημα, χωρίς να του περάσει από το νου καμμιά συγκεκριμένη ιδέα.

Μα, η Λίζα μας, η κόρη μας η Λίζα! ξανάπε ο Παύλος Παύλοβιτς, χαμογελώντας πάντα.Η κόρη σας; Ώστε η Ναταλία... η Ναταλία Βασίλιεβνα έκανε παιδί; ρώτησε δειλά και διστακτικά ο Βελτσάνινοβ, με σιγανή φωνή.

; Δεν το ξέρατε; Αχ! Θεέ μου, τι κάθομαι και λέω! Πώς; μπορούσατε να το ξέρετε; Ο Θεός μας τη χάρισε μετά την! αναχώρηση σας.

Ο Παύλος Παύλοβιτς κινήθηκε στην καρέκλα του, φανερά|ταραγμένος, δίνοντας, ωστόσο, την εντύπωση πως η ταραχή αυτή του ήταν ευχάριστη.Δεν είχα ιδέα, είπε ο Βελτσάνινοβ, χλωμιάζοντας.Φυσικά, φυσικά! Ποιος θα μπορούσε να σας το είχε πει! ξανάπε ο Παύλος Παύλοβιτς με φωνή συγκινημένη και γλυκερή. Θα το

θυμόσαστε βέβαια πως είχαμε χάσει κάθε ελπίδα, η μακαρίτισσα κι εγώ-Και να που ο Θεός μας ευλόγησε. Αχ, τι ένιωσα τότε! Μονάχα ο Ύψιστος το ξέρει! Ήταν ακριβώς ένα χρόνο μετά που φύγατε. Τι

λέω; Δεν είΧε περάσει χρόνος, πολύ λιγότερο. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, εσείς φύγατε τον Οκτώβριο, ίσως και τον Νοέμβριο, έτσι δεν είναι;

Εγώ έφυγα από το Τ... στις αρχές του Σεπτέμβρη, στις δώδεκα του Σεπτέμβρη, το θυμάμαι πολύ καλά...Τον Σεπτέμβρη; Αλήθεια; Κι εγώ που νόμιζα... έκανε με απορία ο Παύλος Παύλοβιτς.Αν είναι έτσι, τότε επιτρέψτε μου: εσείς φύγατε στις δώδεκα του Σεπτέμβρη και η Λίζα γεννήθηκε στις οκτώ Μάϊου. Έχουμε, λοιπόν,

Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος... δηλαδή οκτώ μήνες και μερικές ημέρες... Αυτό είναι! Αν ξέρατε μονάχα πόσο η μακαρίτισσα...

Φέρτε τη λοιπόν... μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ με κομμένη φωνή.Πολύ ευχαρίστως! αναφώνησε ο Παύλος Παύλοβιτς, αφήνοντας τη φράση του μισή, σαν να μην είχε καμμιά σημασία. Αμέσως! Θα

σας τη φέρω αμέσως!Και μπήκε ξαφνικά στο καμαράκι της Λίζας.Τρία ή τέσσερα λεπτά πέρασαν. από το καμαράκι ακούγονταν ψιθυρίσματα. η φωνή της Λίζας μόλις και ξεχώριζε κάπουκάπου. Τον

παρακαλεί να μη την φέρει εδώ, σκέφθηκε ο Βελτσάνινοβ. Τέλος, οι δυο τους παρουσιάστηκαν.Να την! είναι πάντα ντροπαλή, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς. Είναι συνεσταλμένη, είναι περήφανη... Ίδια η μακαρίτισσα!Η Λίζα δεν έκλαιγε πια. είχε τα μάτια της χαμηλωμένα. Ο πατέρας της την οδηγούσε από το χέρι. Ήταν ένα κοριτσάκι ψηλόλιγνο, πολύ νόστιμο. Σήκωσε τα μεγάλα γαλανά μάτια της στον Βελτσάνινοβ, τον κοίταξε περίεργα, με

ύφος σκυθρωπό, και τα ξαναχαμήλωσε αμέσως. Το βλέμμα της είχε τη σοβαρότητα των παιδιών που, μόλις μείνουν μόνα μέναν άγνωστο, πάνε και κάθονται σε μια γωνιά κι από κει παρατηρούν τον επισκέπτη που βλέπουν για πρώτη φορά. Ωστόσο, ίσως και κάτι άλλο μέσα σαυτό το βλέμμα, μια σκέψη που δεν ήταν παιδιάστικη. αυτή την εντύπωση είχε ο Βελτσάνινοβ, όταν ο πατέρας της του την έφερε κοντά.

Για κοίτα! Ο θείος γνώριζε τη μαμά. Ήταν φίλος μας. Μη Φοβάσαι, δώσε το χεράκι σου.Το κοριτσάκι έκανε μια μικρή υπόκλιση κι άπλωσε το χέρι. Η Ναταλία Βασίλιεβνα δεν ήθελε να της μάθει να χαιρετά

με υπόκλιση. Έλεγε πάντα πως το παιδί έπρεπε να σκύβει λίγο το κεφάλι και να απλώνει το χέρι, εξήγησε ο Παύλος Παύλοβιτς στο Βελτσάνινοβ, παρατηρώντας τον επίμονα.

Ο Βελτσάνινοβ ήξερε πως ο Παύλος Παύλοβιτς παρακολουθούσε την κάθε του κίνηση, αλλά δεν φρόντιζε πια να κρύψει τη συγκίνησι του. ακίνητος στην καρέκλα του, κρατούσε το χέρι της Λίζας και την κοίταζε προσεκτικά. Η μικρή όμως φαινόταν πολύ συλλογισμένη, σαν κάτι να την απασχολούσε. Μόλο που είχε αφήσει το χέρι της στο χέρι του ξένου, δεν ξεκολλούσε τα μάτια απ< τον πατέρα της κι άκουγε φοβισμένα την κάθε λέξη του. Ο Βελτσάνινοβ αναγνώρισε αμέσως αυτά τα μεγάλα, γαλανά μάτια. εκείνο όμως που του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το καταπληκτικά άσπρο και αβρό δέρμα του παιδιού και το χρώμα των μαλλιών του. αυτά τα γνωρίσματα έλεγαν πολλά. Απεναντίας, το μακρουλό πρόσωπο και η καμπύλη των χειλιών θυμίζανε έντονα τη

Ναταλία Βασίλιεβνα. Στο μεταξύ ο Παύλος Παύλοβιτς κάτι είχε αρχίσει να διηγείται και μάλιστα πολύ ζωηρά και με πάθος. Ο Βελτσάνινοβ όμως δεν άκουγε τίποτε. Το αυτί του άρπαξε μονάχα] την τελευταία φράση: ...Δεν μπορείτε λοιπόν να φαντασθείτε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, τι χαρά μας έδωσε αυτό το δώρο του Θεού! Από τη στιγμή που γεννήθηκε αυτή η μικρή, έγινε το παν για μένα. Αν είναι θέλημα του Θεού να χάσω την ήσυχη ευτυχία μου, συλλογιζόμουν, θα μου μείνει πάντα η Λίζα. Γι' αυτό, τουλάχιστο, ήμουν βέβαιος! Και η Ναταλία Βασίλιεβνα; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ. Η Ναταλία Βασίλιεβνα;

Ο Παύλος Παύλοβιτς έκανε έναν ανεπαίσθητο νευρικό μορφασμό. Εσείς την ξέρατε καλά... Θα θυμόσαστε ασφαλώς πως δεν της άρεσε να εκδηλώνει τα αισθήματα της... Κι όμως, με τι σπαραγμό αποχαιρέτησε το παιδί λίγο πριν πεθάνει! Φανέρωσε τότε όλα τα αισθήματα της... Είπα τώρα δα: λίγο πριν πεθάνει. Λοιπόν, μια μέρα πριν ξεψυχήσει, ξαφνικά ταράχτηκε, θύμωσε.

Είπε πως θέλαμε να την σκοτώσουμε μόλα εκείνα τα φάρμακα, πως δεν είχε παρά έναν απλό πυρετό και πως οι γιατροί μας δεν καταλάβαιναν τι τους γίνεται. Είπε πως μόλις θα γυρίσει ο Κόχ, τον θυμόσαστε; τον ανθυπίατρό μας, ένα γεροντάκι; θα σηκωνόταν από το κρεβάτι μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Κι όχι μονάχα αυτό! Πέντε ώρες πριν αρχίσει η αγωνία του θανάτου, θυμήθηκε πως σε τρεις εβδομάδες έπρεπε χωρίς άλλο να πάει επίσκεψη στη θεία της, την νονά της Λίζας, που γιόρταζε τα γενέθλια της...

Ο Βελτσάνινοβ σηκώθηκε απότομα, δίχως ναφήσει το χέρι της Λίζας, Είχε δει, έτσι του φάνηκε

Page 12: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

πάντως, κάτι σαν παράπονο, σαν μομφή στο βλέμμα του παιδιού που κοίταζε ολοένα τον πατέρα του.Μήπως είναι άρρωστη; ρώτησε με φωνή κοφτή, παράξενη.Δεν νομίζω... αλλά να, τα πράγματα τώρα τελευταία πήρανε το δρόμο που... μουρμούρισε ο Παύλος Παύλοβιτς με ύφος περίλυπο

και σκεφτικό. Είναι ένα παιδί παράξενο και πολύ νευρικό για την ηλικία του. Μετά το θάνατο της μητέρας της, ήταν άρρωστη δυο εβδομάδες... Είναι φύση υστερική. Ακόμη πριν από λίγο, τη στιγμή ακριβώς που μπαίνατε, είχαμε κάτι κλάματα!.. Ακούς, Λίζα, ακούς; Και για ποιο λόγο. Επειδή φεύγω και την αφήνω μόνη, πράγμα που σημαίνει, φαίνεται, πως δεν την αγαπώ πια;

όπως όταν ζούσε η μαμά της. Γι' αυτό μου έκανε παράπονα. Να ποιες είναι οι ιδέες ενός παιδιού, που δεν θα έπρεπε να έχει στο νου του παρά μονάχα τις κούκλες του. Εδώ όμως δεν έχει κανένα να παίξει μαζί του...

Μα πώς έτσι; Είστε οι δυο σας μόνοι εδώ;Ναι, μόνοι... Η παραδουλεύτρα έρχεται κάθε μέρα για λίγο για να συγυρίσει.Κι όταν φεύγετε την αφήνετε ολομόναχη ;Τι άλλο μπορώ να κάνω; Χθες, βγαίνοντας, την κλείδωσα σε εκείνο το καμαράκι. Γιαυτό είχαμε τα κλάματα το πρωί. Τι να κάνω

όμως; Κρίνετε και μόνος σας. Προχθές κατέβηκε μόνη της στην αυλή κι ένα παλιόπαιδο της πέταξε μια πέτρα στο κεφάλι. Μια άλλη φορά, έβαλε τα κλάματα και παρακαλούσε όλους εδώ γύρω να της πουν που είχα πάει. Καταλαβαίνετε τώρα, δεν είναι πράγματα σωστά αυτά.

Αλλά φταίω κι εγώ! Φεύγω για μια ώρα και γυρίζω την άλλη μέρα το πρωί, όπως έκανα χθες. Πάλι καλά που η σπιτονοικοκυρά την έβγαλε από το καμαράκι κατά την απουσία μου, φέρνοντας έναν κλειδαρά να ξεκλειδώσει την πόρτα. Ντρέπομαι που το λέω! Καμμιά φορά συλλογίζομαι πως είμαι τέρας. Κι όλα αυτά επειδή το μυαλό μου είναι σκοτισμένο, ναι, σκοτισμένο...

Μπαμπά! έκανε η μικρή φοβισμένη και ανήσυχη.Πάλι τα ίδια άρχισες; Τι σου είπα πρωτύτερα;Δεν θα το ξανακάνω, δεν θα το ξανακάνω! είπε η Λίζα περίτρομη, απλώνοντας τα χέρια προς τον πατέρα της.Αυτό δεν μπορεί να εξακολουθήσει έτσι, επενέβει εκνευρισμένος και με ύφος επιτακτικό ο Βελτσάνινοβ. Έχετεπεριουσία. Πώς το ανέχεσθε να μένετε σαυτό το μικρό διαμέρισμα] με τέτοιες συνθήκες;Μικρό διαμέρισμα; Μα μπορεί να φύγουμε σε μια εβδομάδα.: Ξοδέψαμε ήδη πολλά λεφτά. Εξάλλου, ακόμη κι αν έχω κάποια

περιουσία...Φθάνει, φθάνει πια! διέκοψε ο Βελτσάνινοβ, όλο και πιο εκνευρισμένος, σαν να έλεγε καθαρά: Περιττό να μιλάς. Ξέρω τι θα πεις και με ποιο σκοπό θα το πεις... Ακούστε, θα σας κάνω μια πρόταση: είπατε πως θα μείνετε εδώ άλλη μια εβδομάδα, μπορεί και δυο. Γνωρίζω εδώ μια οικογένεια που τη θεωρώ σαν δική μου, είκοσι

χρόνια τώρα, την οικογένεια του Προγορέλτσεβ. Είναι μυστικός σύμβουλος και θα μπορούσε να σας φανεί χρήσιμος στην υπόθεση σας. Είναι τώρα με τους δικούς του στην εξοχή, όπου έχουν μια θαυμάσια έπαυλη. Η Κλαυδία Πετρόβνα Προγορέλτσεβνα είναι για μένα σαν μητέρα, σαν αδελφή. Έχουν οχτώ παιδιά. Αφήστε με να τους πάω την Λίζα... χωρίς να χάνουμε καιρό. Θα την δεχθούν με χαρά, θα την φροντίζουν σαν κόρη τους όσο θα μένει εκεί, ναι, σαν κόρη τους. Ήταν πολύ ταραγμένος και δεν το έκρυβε. Αυτό που λέτε είναι αδύνατον, παρατήρησε ο Παύλος Παύλοβιτς κάνοντας τάχα τον δύσκολο, αν και, αυτή πάντως την εντύπωση είχε ο Βελτσάνινοβ, στα μάτια του σπύθιζε μια λάμψη πονηριάς. Γιατί; Γιατί είναι αδύνατον;

Μα τι λέτε τώρα; Ναφήσω το παιδί να φύγει έτσι ξαφνικά, έστω και μέναν καλό φίλο σαν και σας, το παραδέχομαι, μα να μείνει με μια οικογένεια άγνωστη και που ανήκει στην ανώτερη κοινωνία!

Αναρωτιέμαι πως θα το πάρουν οι άνθρωποι αυτό το πράγμα.Μα σας είπα πως είμαι εκεί σαν στο σπίτι μου! διαμαρτυρήθηκε ο Βελτσάνινοβ, έξαλλος σχεδόν. Θα είναι μεγάλη χαρά για την

Κλαυδία Πετρόβνα να δεχθεί την Λίζα σαν να είναι κόρη μου... Α, στο καλό! Το ξέρετε πολύ καλά πως τα λέτε όλα αυτά, έτσι για να γίνεται κουβέντα... Είναι ολοφάνερο.

Χτύπησε μάλιστα και το πόδι του.Το λέω αυτό γιατί φοβάμαι μήπως τους φανεί παράξενο. Θα έπρεπε, πάντως, να περνάω να την βλέπω κάπου- κάπου. Τι θα

λέγανε αυτοί οι άνθρωποι αν δεν βλέπανε τον πατέρα... χα... χα... Και μάλιστα μια οικογένεια τόσο μεγαλοπιασμένη.Μα είναι άνθρωποι πολύ απλοί, διόλου μεγαλοπιασμένοι!ξεφώνισε ο Βελτσάνινοβ. Σας λέω πως έχουν πολλά παιδιά. Η μικρή θα συνέλθει, γιαυτό επιμένω... Θα σας παρουσιάσω αύριο

κιόλας, αν θέλετε. Εξάλλου, θα πρέπει οπωσδήποτε να πάτε για να τους ευχαριστήσετε. Αν αυτή είναι η επιθυμία σας, θα μπορούμε να πηγαίνουμε στο σπίτι τους κάθε μέρα...

Και όμως...Ανοησίες! Το ξέρετε άλλωστε και εσείς. Ακούστε, ελάτε σπίτι μου απόψε να κοιμηθείτε, για να ξεκινήσουμε αύριο πρωί-πρωί και να

είμαστε εκεί το μεσημέρι.Τι καλός που είσαστε! Να περάσω την νύχτα στο σπίτι σας... Μεγάλη σας καλοσύνη, αλήθεια... Και πού βρίσκεται αυτή η έπαυλη;

ρώτησε ο Παύλος Παύλοβιτς ξαφνικά πολύ συγκινημένος.Στο Λιεσνόγιε. Και τα ρουχαλάκια της μικρής! Μια οικογένεια τόσο αρχοντική... και μάλιστα σε μια έπαυλη... Καταλαβαίνετε τώρα...

η καρδιά του πατέρα...Τι τα θέλει άλλα ρούχα; Έχει πένθος. Μπορεί να φοράει άλλα; Την βρίσκω ευπαρουσίαστη έτσι όπως είναι! Λίγα καθαρά

ασπρορουχα, ένα γιακαδάκι, είναι ό,τι χρειάζεται. πραγματικά το γιακαδάκι και το μεσοφόρι που κρεμόταν από το φόρεμα της μικρής ήταν πολύ βρώμικα.

Αμέσως! Θαλλάξει ρούχα αμέσως! είπε με σπουδή ο Παύλος Παύλοβιτς. Θα της ετοιμάσω έπειτα τα άλλα της ασπρορουχα. Τα είχε η Μαρία Σισόγιεβνα για να τα πλύνει.

Να στείλουμε τότε κάποιον να μας φέρει ένα αμάξι; διέκοψε ο Βελτσάνινοβ. Και γρήγορα, αν είναι δυνατόν.Ένα εμπόδιο όμως παρουσιάστηκε. Η Λίζα επαναστάτησε. είχε παρακολουθήσει με τρόμο τη συζήτηση κι αν ο Βελτσάνινοβ είχε

βρει καιρό να την προσέξει καλύτερα όση ώρα προσπαθούσε να πείσει τον Παύλο Παύλοβιτς, θα έβλεπε την απόγνωση ζωγραφισμένη στο προσωπάκι της.

Δεν φεύγω, δήλωσε η μικρή με φωνή αδύνατη, αλλά αποφασιστική.Τα βλέπετε, τα βλέπετε; Ίδια η μητέρα της!Όχι, δεν είμαι ίδια η μαμά, δεν είμαι ίδια η μαμά! τσίριζε απελπισμένη, στριφογυρίζοντας τα δάχτυλα της, διαμαρτυρόταν για την

τρομερή τούτη κατηγορία, πως έμοιαζε της μητέρας της.Μπαμπά, μπαμπά, αν μεγκαταλείψεις...Έτρεξε ξαφνικά κοντά στον τρομοκρατημένο ΒελτσάνινοβΚι εσείς, αν με πάρετε μαζί σας, θα...Δεν μπόρεσε να συνεχίσει- ο Παύλος Παύλοβιτς την άρπαξε από το χέρι και την έσυρε στο καμαράκι, δίχως να κάνει καμμιά

προσπάθεια να κρύψει το θυμό του. Ξανά ακούστηκαν ψιθυρίσματα και κλάματα πνιχτά. Ο Βελτσάνινοβ ετοιμαζόταν να μπει στη διπλανή καμαρούλα, όταν ο Παύλος Παύλοβιτς βγήκε από κει και του δήλωσε, χαμογελώντας αντιπαθητικά, πως η μικρή θα ερχόταν αμέσως. Ο Βελτσάνινοβ προσπαθούσε να μη τον κοιτάξει, γυρίζοντας αλλού το βλέμμα.

Παρουσιάστηκε η Μαρία Σισόγιεβνα, η ίδια εκείνη γυναίκα που ο Βελτσάνινοβ είχε συναντήσει μπαίνοντας στο διάδρομο. έβαλε σε μια όμορφη βαλιτσούλα τα ασπρόρουχα που είχε φέρει για την

Page 13: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Λίζα. Εσείς θα πάρετε μαζί σας το παιδί, πατερούλη; ρώτησε τον Βελτσάνινοβ. Έχετε οικογένεια; Καλά θα κάνετε. Είναι ένα ήσυχο κοριτσάκι και θα το βγάλετε από μια κόλαση.Μα τι είναι αυτά που λέτε, Μαρία Σισόγιεβνα; τραύλισε ο Παύλος Παύλοβιτς.Όχι, ψέματα; Μήπως δεν είναι κόλαση εδώ μέσα; Το βρίσκετε εσείς σωστό ένα παιδί, που τα καταλαβαίνει όλα, να βλέπει τέτοια

ρεζιλίκια; Σας φέρανε ένα αμάξι, πατερούλη. Στο Λιεσνόγιε θα πάτε; Ναι, ναι!Καλό ταξίδι, λοιπόν!Η Λίζα παρουσιάστηκε χλωμή, με χαμηλωμένα τα μάτια. πήρε το βαλιτσάκι χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στον Βελτσάνινοβ.

Συγκρατήθηκε και δεν ρίχτηκε, όπως πριν από λίγο, στην αγκαλιά του πατέρα της, μήτε όταν τον αποχαιρέτησε- δεν ήθελε να τον δει. Ο Παύλος Παύλοβιτς, πολύ αξιοπρεπής, τη φίλησε στο μέτωπο και της χάϊδεψε τα μαλλιά. Μαυτό το χάδι, τα χείλια του παιδιού στράβωσαν και το πηγούνι του άρχισε να τρέμει, πάλι ωστόσο δεν σήκωσε τα μάτια. Ο Παύλος Παύλοβιτς ήταν λιγάκι ωχρός και τα χέρια του τρέμανε. Ο Βελτσάνινοβ το πρόσεξε, μόλο που έκανε προσπάθεια να μη το βλέπει. Ένα ήθελε μονάχα: να φύγει το γρηγορότερο. Δεν είμαι ένοχος, συλλογιζόταν. Έγινε αυτό που ήταν γραφτό!

Κατέβηκαν. Η Μαρία Σισόγιεβνα και η Λίζα φιλήθηκαν μόνο όταν κάθισε πια στο αμάξι. η μικρή σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον πατέρα της και τότε, ενώνοντας ξαφνικά τα χέρια, έβγαλε μια κραυγή. Ένα δευτερόλεπτο ακόμη και θα ξεπεταγόταν από το αμάξι να τρέξει κοντά του, αλλά τα άλογα ξεκίνησαν.

Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΡΑΞΕΝΙΑ ΕΝΟΣ ΑΡΓΟΣΧΟΛΟΥΔεν αισθάνεσαι καλά; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ, ανήσυχος. Θα πω να σταματήσουν το αμάξι και να σου φέρουν νερό... Σήκωσε πάνω

του ένα βλέμμα φλογερό, γεμάτο μομφή. Πού με πάτε; ρώτησε απότομα.Σε μια πολύ συμπαθητική οικογένεια, Λίζα. Μένει σε μια ωραία έπαυλη. Θα βρεις εκεί πολλά παιδιά, θα σαγαπάνε, είναι τόσο

καλά... Μη θυμώνεις μαζί μου, Λίζα. Θέλω το καλό σου...Πόσο παράξενος θα φαινόταν εκείνη τη στιγμή στους γνωστούς του, αν μπορούσαν να τον δουν!Εσείς... εσείς... Ω, τι κακός που είσαστε! είπε η Λίζα, πνίγοντας τους λυγμούς της και καρφώνοντας επάνω του τα όμορφα μάτια της

που σπίθιζαν από θυμό. Λίζα, εγώ...Είσαστε κακός, κακός, κακός! Ο Βελτσάνινοβ τα είχε χαμένα.Λίζα, χρυσό μου, αν ήξερες μονάχα πόσο με στενοχωρείς! Είναι αλήθεια πως θα έρθει αύριο; Είναι αλήθεια; ρώτησε η μικρή

επιτακτικά.Αλήθεια, αλήθεια! Θα τον φέρω εγώ ο ίδιος. Θα πάω στο σπίτι του να τον πάρω και να τον φέρω.Θα σας γελάσει, μουρμούρισε η Λίζα, χαμηλώνοντας τα μάτια. Δεν σαγαπάει, λοιπόν, Λίζα; Όχι, δε μαγαπάει. Σε

κακομεταχειριζόταν; Σε χτυπούσε:Τον κοίταξε θλιμμένα και σώπασε. Γύρισε ξανά από την άλλη μεριά το πρόσωπο της, κρατώντας με πείσμα χαμηλά τα μάτια. Ο

Βελτσάνινοβ προσπάθησε να την πιάσει με το καλό, της μίλησε με πάθος, κυριευμένος κι ο ίδιος από κάτι σαν πυρετό. Η Λίζα τον άκουγε, δύσπιστη, εχθρική. τον άκουγε πάντως. Η προσοχή της του προξένησε μεγάλη χαρά, άρχισε να της εξηγεί τι είναι ένας άνθρωπος που πίνει. Της είπε πως την αγαπούσε και πως θα φρόντιζε τον πατέρα της. Η Λίζα σήκωσε τέλος τα μάτια και τον κοίταξε με προσοχή. Της διηγήθηκε πως είχε γνωρίσει τη μητέρα της και παρατήρησε αμέσως πως η αφήγηση του την ενδιέφερε. Λίγο -λίγο, άρχισε ναποκρίνεται στις ερωτήσεις του, αλλά με επιφύλαξη, με μονοσύλλαβα, πεισμωμένα. Στις ερωτήσεις όμως που είχαν πραγματική σημασία, δεν εννοούσε ναπαντήσει. κρατούσε επίμονη σιωπή γύρω από ό,τι αφορούσε τις σχέσεις της με τον πατέρα της. Καθώς μιλούσε, ο Βελτσάνινοβ της έπιασε το χέρι και το κράτησε μέσα

στο δικό του. εκείνη δεν το τράβηξε. Άλλωστε, δεν έμεινε σιωπηλή και πολύ. του έδωσε να καταλάβει με λόγια συγκεχυμένα πως, πρωτύτερα, αγαπούσε περισσότερο τον πατέρα της από τη μητέρα της, γιατί ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο παρά η μητέρα της. αλλά η μητέρα της, τη στιγμή που ξεψυχούσε, την είχε αγκαλιάσει σφιχτά κλαίγοντας, όταν όλοι οι άλλοι βγήκαν από την κάμαρα και μείνανε οι δυο τους μόνες... και πως τώρα αγαπούσε την μητέρα της πάνω από κάθε τι στον κόσμο, και πως κάθε νύχτα την αγαπούσε όλο και πιο πολύ. Η μικρή ωστόσο ήταν πραγματικά υπερήφανη.

Νιώθοντας ξαφνικά πως είχε φλυαρήσει περισσότερο από όσο ήθελε, σώπασε. Έριξε μάλιστα ένα βλέμμα γεμάτο μίσος στον Βελτσάνινοβ που την είχε καταφέρει να μιλήσει. Κατά το τέλος της διαδρομής, τα νεύρα της ηρέμησαν κάπως, φαινόταν ωστόσο κάτι να συλλογίζεται, σκυθρωπή και πεισμωμένη, ρίχνοντας γύρω της βλέμματα βλοσυρά. Η ιδέα πως την πήγαιναν σένα άγνωστο σπίτι, όπου δεν είχε ξαναπάει ποτέ της, δεν έμοιαζε να την απασχολεί για την ώρα. Κάτι άλλο την βασάνιζε, ο Βελτσάνινοβ το καταλάβαινε. μάντευε πως η Λίζα αυτόν ντρεπόταν, πως την ενοχλούσε η σκέψη ότι ο πατέρας της την είχε αφήσει τόσο εύκολα να φύγει, σαν να ήθελε να την ξεφορτωθεί.

Είναι άρρωστη, ίσως πολύ άρρωστη, συλλογιζόταν ο Βελτσάνινοβ. Την βασάνισαν... Α, τον μέθυσο, τον δειλό! Τώρα τον κατάλαβα! Έλεγε στον αμαξά να κάνει γρήγορα.

Στήριζε μεγάλες ελπίδες στον αέρα της εξοχής, στον κήπο, στα παιδιά, στην επίδραση που θα είχε επάνω της μια καινούργια ζωή...και έπειτα... Όσο για το τι θα γινόταν έπειτα, δεν είχε καμμιά αμφιβολία, ένα μέλλον φωτεινό, γεμάτο ελπίδες, ανοιγόταν μπροστά

του. Για ένα πράγμα ήταν απόλυτα βέβαιος. ότι ποτέ ως τώρα δεν είχε νιώσει αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή και πως αυτό θα κρατούσε για όλη του τη ζωή! Να ο σκοπός!

Αυτή είναι η ζωή! σκεφτόταν συνεπαρμένος.Οι ιδέες κλωθογύριζαν μέσα στο κεφάλι του, αυτός όμως δεν σταματούσε σε καμμιά και απέφευγε επίμονα τις λεπτομέρειες. χωρίς

τις λεπτομέρειες, όλα φαίνονταν φωτεινά και στέρεα. Το γενικό του σχέδιο καταστρωνόταν μόνο του. Θα πρέπει να επιβληθούμε σαυτόν τον παλιάνθρωπο, ενώνοντας τις δυνάμεις μας. θαφήσει την Λίζα στους Προγορέλτσεβ, για πολύ καιρό στην αρχή, ορίζοντας μια προθεσμία, και θα φύγει μόνος του. Η Λίζα θα μου μείνει. Αυτό είναι όλο. Τι άλλο χρειάζεται; Και...,

εξάλλου, αυτή είναι και η δική του επιθυμία, γιατί, διαφορετικά, για ποιο λόγο την βασάνιζε έτσι;Φθάσανε επιτέλους. Η έπαυλη των Προγορέλτσεβ βρισκόταν πραγματικά σε μια θαυμάσια τοποθεσία. Ένα τσούρμο παιδιά τρέξανε να τους καλωσορίσουν με χαρούμενες κραυγές. Ο Βελτσάνινοβ είχε καιρό να φανεί στο κτήμα και η

χαρά των παιδιών ήταν ασυγκράτητη. τον αγαπούσαν εδώ.Πριν ακόμη προλάβει να κατέβει από το αμάξι, οι μεγάλοι του φώναξαν: Και η δίκη σας;Πώς πάει η δίκη σας; Τα πιο μικρά αρπάξανε αυτή τη φράση και την ξανάπανε με γέλια και φωνές. Τον πείραζαν φιλικά εδώ γι'

αυτή τη δίκη. Μόλις όμως είδαν την Λίζα, την περικύκλωσαν κι άρχισαν να την περιεργάζονται μεκείνη τη βουβή και επίμονη περιέργεια που χαρακτηρίζει τα παιδιά. Πλησίασε και η Κλαυδία Πετρόβνα, ακολουθούμενη από τον άντρα της. κι αυτοί άρχισαν να τον ρωτούν, γελώντας,πως τα πήγαινε με τη δίκη του.

Η Κλαυδία Πετρόβνα ήταν μια κυρία ως τριανταεπτά χρόνων, μελαχρινή, εύσωμη και αρκετά όμορφη, με πρόσωπο ροδαλό και δροσερό. Ο άντρας της ήταν πενήντα πέντε χρόνων, έξυπνος άνθρωπος, πονηρός, αλλά πάνω από όλα καλός. Στο σπίτι τους, ο Βελτσάνινοβ ένιωθε πραγματικά σαν την οικογενειακή του εστία, κατά τη δική του έκφραση. Υπήρχε γι' αυτό, άλλωστε, κάποιος ειδικός λόγος.

είκοσι χρόνια πριν, η Κλαυδία Πετρόβνα παρά λίγο θα παντρευόταν τον Βελτσάνινοβ, νεαρό φοιτητή τότε. Ήταν η πρώτη αγάπη και των δυο, αγάπη φλογερή, γελοία και ωραία. Τελικά, ωστόσο, η Κλαυδία Πετρόβνα είχε παντρευτεί τον Προγορέλτσεβ.

Page 14: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Πέντε χρόνια αργότερα αντάμωσαν ξανά και καταστάλαξαν σε μια φιλία αγνή και ήρεμη. Από την αγάπη τους έμενε πάντα κάποια τρυφερότητα, ένα φως που φώτιζε τις φιλικές σχέσεις τους. Όλα ήταν αγνά και άμεμπτα στις αναμνήσεις του Βελτσάνινοβ τις σχετικές με τούτο το παρελθόν και τις φύλαγε σαν κάτι πολύτιμο, γιατί αποτελούσαν, ίσως, τη μοναδική εξαίρεση στη ζωή του. Εδώ, σε τούτη την οικογένεια, ήταν απλός, αφελής και καλός. φρόντιζε για τα παιδιά και η συμπεριφορά του ήταν πάντοτε ειλικρινής. Πολλές φορές είχε δώσει το λόγο του στους Προγορέλτσεβ πως, κάποτε, θα ερχόταν να εγκατασταθεί οριστικά στο σπίτι τους, για να μην τους αφήσει ποτέ πια, και το σκεφτόταν σοβαρά αυτό το σχέδιο.

Τους είπε με αρκετές λεπτομέρειες ό,τι έπρεπε να ξέρουν για την Λίζα. Άλλωστε, θα ήταν αρκετό να εκφράσει μονάχα την επιθυμία του, χωρίς να δώσει πολλές εξηγήσεις. Η Κλαυδία Πετρόβνα φίλησε την ορφανή και υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορούσε γιαυτήν. Τα παιδιά αρπάξανε την Λίζα και την πήγανε στον κήπο να παίξουν. Ύστερα από μισή ώρα, που πέρασε με ζωηρή συζήτηση, ο Βελτσάνινοβ σηκώθηκε να φύγει. Η ανυπομονησία του ήταν τόσο φανερή, που όλοι την πρόσεξαν. Απόρησαν, είχε να φανεί τρεις εβδομάδες και τώρα έφευγε ύστερα από μισή ώρα! Του είπαν πως φαινόταν πολύ συγκινημένος. Εκείνος έπιασε ξαφνικά από το χέρι την Κλαυδία Πετρόβνα και με το πρόσχημα πως είχε ξεχάσει να της μιλήσει για κάποιο σοβαρό ζήτημα, την πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Θυμόσαστε κάτι που σας είπα, μονάχα σεσάς, και που δεν το ξέρει ούτε ο άντρας σας, για τη χρονιά που πέρασα στο Τ...;

Το θυμάμαι, και πολύ καλά μάλιστα. Μιλούσατε συχνά γιαυτό.Δεν μιλούσα. Έκανα την εξομολόγηση μου, μονάχα σεσάς. Δεν σας είπα ποτέ το όνομα εκείνης της γυναίκας. Ήταν η σύζυγος

αυτού του Τρουσότσκη. Πέθανε, και η Λίζα είναι η κόρη της, η κόρη μου!Είσαστε βέβαιος; Μήπως κάνετε λάθος; ρώτησε η ΚλαυδίαΠετρόβνα με κάποια ταραχή.Όχι, όχι! Δεν κάνω λάθος, αποκρίθηκε ο Βελτσάνινοβ, γεμάτος ενθουσιασμό.Και τα διηγήθηκε όλα, όσο πιο σύντομα μπορούσε, με πυρετώδη βιασύνη. Η Κλαυδία Πετρόβνα τα ήξερε όλα από καιρό, μονάχα

τόνομα της κυρίας της ήταν άγνωστο. Ο Βελτσάνινοβ ένιωθε τέτοιο τρόμο στην ιδέα πως κάποιος γνωστός του θα μπορούσε να συναντήσει την Ναταλία Βασίλιεβνα και να σκεφθεί πως αυτός, ο Βελτσάνινοβ, είχε αγαπήσει έτσι αυτή τη γυναίκα, που δεν είχε τολμήσει ναποκαλύψει, ούτε στην Κλαυδία Πετρόβνα, τη μοναδική του φίλη, τόνομα εκείνης της γυναίκας.

Και ο πατέρας δεν ξέρει τίποτε; ρώτησε η Κλαυδία Πετρόβνα, όταν άκουσε όλη την ιστορία.Ξέρει... Αυτό ακριβώς είναι που με βασανίζει, το ότι δεν τα καταλαβαίνω ακόμη όλα, αποκρίθηκε ο Βελτσάνινοβ ζωηρά. Ξέρει, ξέρει,

το πρόσεξα χθες και σήμερα. Πρέπει όμως να εξακριβώσω τι ακριβώς ξέρει. Γιαυτό βιάζομαι τώρα. Απόψε τον περιμένω. Δεν καταλαβαίνω πάντως πως είναι δυνατόν να τα έμαθε, να τα έμαθε όλα. Ξέρει τα πάντα γιαυτόν τον Μπαγαούτοβ, όσο γιαυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Για μένα όμως; ξέρετε δα τώρα πως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις οι γυναίκες καταφέρνουν να ξεγελούν τους άντρες τους. Ακόμη κι αν ένας άγγελος κατέβει από τον ουρανό, ο σύζυγος δεν πιστεύει άλλον; αλλά τη γυναίκα του. Μην κουνάτε το κεφάλι σας, μη με καταδικάζετε.

Έκρινα μόνος μου τον εαυτό μου και τον καταδίκασα, πάει καιρός, πολύς καιρός!.. Βλέπετε, πριν από λίγο ήμουν τόσο βέβαιος πως τα ήξερε όλα, που προδόθηκα μονάχος μου. Πιστέψτε με, ντρέπομαι πολύ, νιώθω ένα μεγάλο βάρος που του φέρθηκα με τόση αγένεια χθες, (θα σας τα διηγηθώ όλα αυτά άλλη φορά με λεπτομέρειες). Ήρθε χθες στο σπίτι μου παρακινημένος από τη γεμάτη κακία, ακατανίκητη επιθυμία να μου δώσει να καταλάβω πως ήξερε την προσβολή που του έκαναν κάποτε και ποιος ήταν αυτός που τον ατίμασε. Να γιατί παρουσιάστηκε κατά τόσο ανόητο τρόπο, την νύχτα, μισομεθυσμένος. Αλλά ήταν τόσο φυσικό από μέρους του! Είχε έρθει ακριβώς για να με κάνει να τα χάσω. Εγώ όμως έδειξα υπερβολική εμπάθεια και χθες και σήμερα. Φέρθηκα ασυλλόγιστα, κουτά!

Προδόθηκα μόνος μου. Γιατί ξεφύτρωσε μπροστά μου σε μια στιγμή που ήμουν τόσο νευρικός. Σας το λέω: βασάνιζε την Λίζα, ένα παιδί, για να την ταπεινώσει κι αυτήν, για να ξεσπάσει τον θυμό του, έστω και πάνω σένα παιδάκι. Ναι, είναι δύστροπος τώρα, παρ' όλη τη μηδαμινότητά του, είναι γεμάτος μοχθηρία. Είναι γελοίος. φυσικά, αν και άλλοτε, σας τορκίζομαι, φαινόταν τίμιος άνθρωπος, όσο μπορούσε να είναι τίμιος. Και πάλι όμως είναι τόσο φυσικό το ότι το έριξε στο πιοτό! Αυτά τα πράγματα, καλή μου φίλη, πρέπει να τα βλέπει κανείς με πνεύμα χριστιανικό. Και ξέρετε κάτι, αγαπητή, καλή μου φίλη, θέλω ναλλάξω εντελώς τη στάση μου απέναντι του: θέλω να είμαι μαλακός μαζί του κι αυτό θα είναι νομίζω, μια καλή πράξη από μέρους μου. Γιατί, όσο ναναι, είμαι φταίχτης απέναντι του. Ακούστε, θα σας ομολογήσω και κάτι ακόμη. Μια φορά, στο Τ..., χρειάστηκα ξαφνικά τέσσερις χιλιάδες ρούβλια. ε, λοιπόν, μου τα δάνεισε αμέσως, χωρίς να με βάλει να υπογράψω κανένα χαρτί, πανευτυχής που μπορούσε να με εξυπηρετήσει. Και τα πήρα αυτά τα λεπτά, τα δέχτηκα από τα χέρια του, ακούτε! Του δανείστηκα λεπτά όπως... θα δανειζόμουν από έναν φίλο.

Να προσέχετε όμως, παρατήρησε ανήσυχα η Κλαυδία Πετρόβνα. Σας βλέπω πολύ ξαναμμένο. Φοβάμαι αλήθεια για σας. Η Λίζα, φυσικά, είναι σαν κόρη μου τώρα. Μένουν όμως τόσα πολλά που πρέπει να ξεκαθαριστούν! Προ

παντός να είσαστε προσεκτικός, να μην κάνετε τίποτε χωρίς να το καλοσκεφθείτε, όταν σας συνεπαίρνει η ευτυχία ή η έξαρση, όπως τούτη τη στιγμή. Είσαστε υπερβολικά μεγαλόψυχος, πρόσθεσε χαμογελώντας.

Όλοι βγήκαν να ξεπροβοδίσουν τον Βελτσάνινοβ. τα παιδιά έφεραν την Λίζα που έπαιζε μαζί τους στον κήπο. Δεν την κοίταζαν πια με απορία, όπως πριν από λίγο. Η Λίζα τα έχασε ολότελα όταν ο Βελτσάνινοβ τη φίλησε μπροστά σε όλους, αποχαιρετώντας την, και της επανέλαβε την υπόσχεση του πως θα ξαναρχόταν την άλλη μέρα με τον πατέρα της. Ίσαμε την τελευταία στιγμή δεν έβγαλε λέξη, τον κοίταζε μονάχα. ξάφνου όμως τον άρπαξε από το μανίκι και τον τράβηξε παράμερα,

παρακαλώντας τον με τα μάτια, ήθελε κάτι να του πει. Ο Βελτσάνινοβ την πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Τι συμβαίνει, Λίζα; ρώτησε με φωνή τρυφερή, πειστική. Εκείνη, ωστόσο, ρίχνοντας γύρω της βλέμματα ανήσυχα, τον τράβηξε σε

μια απόμερη γωνιά, σαν να 'θελε να κρυφτεί από όλον τον κόσμο.Τί συμβαίνει, Λίζα, τί συμβαίνει; ¦;>¦;Σώπαινε αναποφάσιστη, τα γαλανά μάτια της ήταν στυλωμένα πάνω του και το προσωπάκι της έδειχνε τρόμο απερίγραπτο.Θα... θα κρεμαστεί... μουρμούρισε σαν να παραμιλούσε. Ποιος θα κρεμαστεί; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ τρομαγμένος. Εκείνος!

Εκείνος! Χθες τη νύχτα ήθελε να περάσει μια θηλειά στο λαιμό του! είπε η μικρούλα με φωνή λαχανιασμένη. Τον είδα με τα μάτια μου! Ήθελε να κρεμαστεί, μου το είπε. Μου το είπε! Είναι καιρός που ήθελε να το κάνει αυτό... Τον είδα τη νύχτα... Δεν είναι δυνατόν, μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ σαστισμένος. Ξαφνικά η Λίζα άρχισε να του φιλάει τα χέρια, έκλαιγε, οι λυγμοί την έπνιγαν, παρακαλούσε, ικέτευε. Ο Βελτσάνινοβ όμως δεν κατόρθωνε να καταλάβει τα μπερδεμένα λόγια της. Αργότερα, θυμόταν πάντα το γεμάτο φρίκη βλέμμα της τυραννισμένης αυτής μικρούλας. τα μάτια της, καρφωμένα επάνω του, με μια ύστατη ελπίδα, τον κυνηγούσαν ακόμη και στα όνειρα του.

Είναι δυνατόν να τον αγαπά τόσο πολύ; συλλογιζόταν με ζήλεια, με φθόνο, καθώς γύριζε στην πόλη. Λίγο πρωτύτερα, η ίδια μου είπε πως αγαπά περισσότερο την μητέρα της... Δεν αποκλείεται, αυτό που αισθάνεται να είναι μίσος και

καθόλου αγάπη. Τι είναι πάλι τούτη η ιδέα; Θέλει να κρεμαστεί! Τι μου έλεγε! Αυτός ο ηλίθιος, να κρεμαστεί. Πρέπει να το τακτοποιήσω αυτό το ζήτημα, είναι ανάγκη.

Πρέπει να βρω μια λύση το ταχύτερο, μια λύση οριστική.

Ο ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΙ Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΦΙΛΙΟΥΝΤΑΙΈνιωθε μιαν ακαταμάχητη επιθυμία να μάθει. Το πρωί τα είχα χαμένα, δεν είχα καιρό να σκεφθώ, έλεγε μέσα του, αναπολώντας

την πρώτη του συνάντηση με την Λίζα, τώρα όμως πρέπει να τα μάθω όλα. Θέλοντας να μη χάσει στιγμή, πάνω στην ανυπομονησία

Page 15: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

του, αποφάσισε να τραβήξει με το αμάξι ίσια στο σπίτι του Τρουσότσκη, άλλαξε γνώμη ωστόσο αμέσως: Όχι, είναι προτιμότερο να έρθει εκείνος σε μένα. Στο μεταξύ, θα τελειώσω τις καταραμένες αυτές υποθέσεις μου.

Αφοσιώθηκε με ζήλο στις δουλειές του, γρήγορα όμως είδε πως είχε αλλού το νου του και πως του ήταν αδύνατο να εργασθεί εκείνη την ημέρα. Στις πέντε το απόγευμα, καθώς πήγαινε να δειπνήσει, του ήρθε για πρώτη φορά μια ιδέα που του φάνηκε κωμική. ίσως - ίσως να καθυστερούσε ο ίδιος την πορεία της δίκης του με την ανάμιξη του, με τις σπασμωδικές ενέργειες του, τρέχοντας στα δικαστήρια, κυνηγώντας τον δικηγόρο του που είχε αρχίσει να τον αποφεύγει. Η ιδέα τον έκανε να γελάσει με την καρδιά του. Αν αυτή η σκέψη μου ερχόταν χθες θα γινόμουν άνω - κάτω, είπε μέσα του ακόμη πιο ευχαριστημένος. Παρόλη την ευθυμία του, η αφηρημάδα και η ανυπομονησία του μεγάλωναν. Έπεσε σε ρέμβη. η ανήσυχη σκέψη του προσπαθούσε ναγκιστρωθεί σε διάφορα πράγματα, δίχως να κατορθώνει να σταματήσει σαυτό που είχε πραγματική σημασία.

Αυτός μου χρειάζεται, αυτός ο άνθρωπος, αποφάσισε τέλος. Πρέπει να μάθω τι κρύβει μέσα του κι έπειτα βλέπουμε. Πρόκειται για σωστή μονομαχία.

Όταν γύρισε στο σπίτι του, στις επτά, δεν βρήκε εκεί τον Παύλο Παύλοβιτς, πράγμα που, στην αρχή τον έβαλε σε απορία, έπειτα σε θυμό και τελικά του έφερε κατάθλιψη.

Φοβήθηκε. Ένας Θεός ξέρει, ένας Θεός ξέρει πως θα τελειώσει αυτή η ιστορία, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του, πότε κόβοντας βόλτες πάνω - κάτω στο δωμάτιο, πότε ξαπλώνοντας στο ντιβάνι, χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια από το ρολόι. Ήταν κιόλας εννιά η ώρα περίπου, όταν ο Παύλος Παύλοβιτς κατέφθασε επιτέλους. Αν αυτός ο άνθρωπος το έκανε επίτηδες ναργήσει, από πανουργία, δεν θα μπορούσε να βρεί καλύτερο τρόπο για να με αναγκάσει να χάσω την αυτοκυριαρχία μου. Τα έχω εντελώς χαμένα. Ωστόσο το ίδιο κιόλας λεπτό που του πέρασε από το νου τούτη η σκέψη, ένιωσε ξαφνικά τον εαυτό του πολύ ψύχραιμο και εύθυμο.

Στην ερώτηση του: Γιατί αργήσατε τόσο πολύ; (ερώτηση που την έκανε σε τόνο φιλικό και πρόσχαρο), ο Παύλος Παύλοβιτς απάντησε μένα δυσάρεστο χαμόγελο, κάθισε θαρρετά, πολύ διαφορετικά από χθες, και πέταξε το καπέλο του με το πένθος, με μια κίνηση αδιάφορη, σε μια καρέκλα. Ο Βελτσάνινοβ πρόσεξε αμέσως αυτό το ύφος και αποφάσισε να κρατήσει στάση αμυντική.

Ήρεμα, χωρίς περιττά λόγια, η συγκίνηση που τον είχε συγκλονίσει πριν από μερικές ώρες είχε πια περάσει, περιέγραψε το ταξίδι του με την Λίζα και πως οι Προγορέλτσεβ την είχαν υποδεχθεί. εξήγησε στον Παύλο Παύλοβιτς πόσο απαραίτητη ήταν αυτή η παραμονή στην εξοχή για την υγεία του παιδιού.

και σιγά - σιγά, σαν να είχε ξεχάσει την Λίζα, άρχισε να μιλάει για τους Προγορέλτσεβ. Είπε για την καλοσύνη τους, για την παλιά φιλία που είχε μαζί τους, για τη σπουδαία θέση που είχε ο Προγορέλτσεβ, για την επιρροή του, την εγκαρδιότητα του και άλλα πολλά. Ο Παύλος Παύλοβιτς τον άκουγε αφηρημένα, χαμογελώντας κάπου κάπου με ύφος περιφρονητικό, ρίχνοντας του ματιές κουτοπόνηρες.

Είσαστε τύπος ενθουσιώδης, είπε τέλος, χαμογελώντας με κακία.Κι εσείς δεν είσαστε διόλου ευχάριστος σήμερα, παρατήρησε ο Βελτσάνινοβ με δυσφορία.Γιατί να μην είμαι κακός, παίρνοντας παράδειγμα όλον τον κόσμο; ξέσπασε ξάφνου ο Παύλος Παύλοβιτς, σαν να τον είχαν κουρδίσει- θα έλεγε κανείς πως περίμενε την ευκαιρία για να ξεσπαθώσει.Δικαίωμα σας, είπε ο Βελτσάνινοβ μένα ειρωνικό χαμόγελο. Έλεγα μονάχα μήπως σας έτυχε τίποτε το δυσάρεστο. - .Μάλιστα, κάτι μου έτυχε! δήλωσε ο Παύλος Παύλοβιτς, σαν να καμάρωνε γιαυτό.Τί ;Ο Παύλος Παύλοβιτς περίμενε μια στιγμή πριν απαντήσει:Να, πάλι εκείνος ο Στεπάν Μιχαήλοβιτς... ο Μπαγαούτοβ, ξανάρχισε τα ίδια, ο κομψός αυτός πρωτευουσιάνος, ο αριστοκράτης!Πάλι δεν σας δέχθηκε;Πως όχι! Αυτή τη φορά, απεναντίας, μαφήσανε να μπω στο σπίτι για πρώτη φορά κι έτσι μπόρεσα να δω το πρόσωπο του... Μόνο

που ήταν πρόσωπο νεκρού !..Πως! Ο Μπαγαούτοβ πέθανε; έκανε ο Βελτσάνινοβ κατάπληκτος, αν και, στο κάτω - κάτω, δεν είχε κανένα λόγο ναπορήσει.Μάλιστα, ο παλιός και πιστός φίλος μας! Πέθανε χθες λίγο πριν από το μεσημέρι κι εγώ δεν είχα ιδέα! Μπορεί και να πέθανε ακριβώς τη στιγμή που πέρασα να μάθω νέα του. Η κηδεία θα γίνει αύριο. τον βάλανε κιόλας σένα φέρετρο

στολισμένο με κόκκινο βελούδο και χρυσά γαλόνια... Ναι, μαφήσανε να μπω και να δω το πρόσωπο του. Είπα πως με θεωρούσε μεγάλο φίλο του και μαφήσανε να μπω. Αλλά σας ρωτώ: ήταν σωστό αυτό το παιχνίδι που μου έπαιξε, αυτός ο αγαπητός και παλιός φίλος; Αυτό το ταξίδι στην Πετρούπολη το έκανα, ίσως, μόνο και μόνο για να τον δω!

Μα γιατί θυμώνετε; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ. Δεν το έκανε επίτηδες!Το λέω αυτό γιατί με λύπησε ο θάνατος του... Εξαίρετος φίλος... ξέρετε τι στάθηκε για μένα;Και ξάφνου ο Παύλος Παύλοβιτς, με μια κίνηση απροσδόκητη, έφερε τα δυο του δάχτυλα πάνω από το κεφάλι του, σαν κέρατα, και

γέλασε σιγανά. Έμεινε έτσι, γελώντας, με τα κέρατα στο κεφάλι, μισό λεπτό, κοιτάζοντας τον Βελτσάνινοβ κατάματα μένα βλέμμα αδιάντροπα θριαμβευτικό. Ο Βελτσάνινοβ κέρωσε, σαν να έβλεπε ένα φάντασμα. αυτό όμως δεν κράτησε παρά μια στιγμούλα. ένα περιγελαστικό και ήρεμο χαμόγελο, σχεδόν αυθάδικο, γλίστρησε αργά - αργά στα χείλη του.

Τί σημαίνει αυτό; ρώτησε αδιάφορα, τονίζοντας μια - μια τις λέξεις.Κέρατα, αποκρίθηκε απότομα ο Παύλος Παύλοβιτς κατεβάζοντας επιτέλους τα δάχτυλα του. Δικά σας; Μάλιστα, δικά μου. Κι ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε ξανά με κακία.Σώπασαν και οι δυο. Έχετε κουράγιο, είπε ο Βελτσάνινοβ.Γιατί; Επειδή σας έδειξα αυτά τα κέρατα; Ακούστε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, δεν μου προσφέρετε καλύτερα κάτι; Σας φιλοξένησα και σας

τάϊσα στο Τ... ένα χρόνο ολόκληρο, μέρα με την ημέρα... Στείλτε να φέρουν ένα μπουκάλι, στέγνωσε το λαρύγγι μου.Ευχαρίστως... Έπρεπε να μου το πείτε τόση ώρα. Τί πίνετε; Γιατί λέτε πίνετε, πέστε καλύτερα τί π ί ν ο υ μ ε. Δεν θα πιούμε μαζί;

είπε ο Παύλος Παύλοβιτς κοιτάζοντας τον Βελτσάνινοβ με ύφος προκλητικό, αλλά και με κάποια αλλόκοτη ανησυχία.Σαμπάνια ;Τί άλλο; Δεν καταντήσαμε ακόμη στη βότκα!.. Ο Βελτσάνινοβ σηκώθηκε ήσυχα - ήσυχα χωρίς βιασύνη, κτύπησε το κουδούνι να

έρθει η Μάρβα, κι έδωσε τις διαταγές του.Θα πιούμε στη χαρά της συναντήσεως μας, ύστερα από εννιά χρόνια χωρισμού! αποπειράθηκε ναστειευτεί άστοχα ο Παύλος

Παύλοβιτς. Τώρα εσείς, και μόνο εσείς, είσαστε ο καλός μου φίλος! Ο Στεπάν Μιχαήλοβιτς Μπαγαούτοβ δεν ζει πια! Κι όπως λέει ο ποιητής: Πάει ο μέγας Πάτροκλος. Μα ζει ο μισητός Θερσίτης. Και στη λέξη Θερσίτης, έδειξε τον εαυτό του με το δάχτυλο. Εμπρός, κτήνος, εξηγήσου γρήγορα! Δεν μου αρέσουν τα υπονοούμενα, σκέφθηκε ο Βελτσάνινοβ. Ο θυμός έβραζε μέσα του και από ώρα μόλις και κατάφερνε να συγκρατηθεί.

Πέστε μου, λοιπόν, άρχισε με δυσφορία. Αφού κατηγορείτε έτσι τον Στεπάν Μιχαήλοβιτς, δεν τον αποκαλούσε πια με οικειότητα Μπαγαούτοβ, θα πρέπει να είναι ευτύχημα για σας το ότι πέθανε ο άνθρωπος που πρόσβαλε την τιμή σας. Γιατί λοιπόν χολοσκάτε ; Γιατί ευτύχημα; Πού το βλέπετε το ευτύχημα; Κρίνω σύμφωνα με τα αισθήματα σας.

Χα... χα! Ε, λοιπόν, δεν καταλαβαίνετε τίποτε από τα αισθήματα μου. Κάποιος σοφός λέει: Ένας εχθρός πεθαμένος είναι κάτι ευχάριστο. ένας εχθρός ζωντανός, είναι κάτι ακόμη καλύτερο. Χα... χα... χα....

Μα τον βλέπατε ζωντανό πέντε ολόκληρα χρόνια, τον βλέπατε κάθε μέρα, νομίζω. Είχατε όλον τον καιρό να τον κοιτάζετε, παρατήρησε με κακία και κάποια αναίδεια ο Βελτσάνινοβ.

Page 16: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Ναι, αλλά τότε... ήξερα τάχα; ξέσπασε ξαφνικά ο Παύλος Παύλοβιτς, πάλι σαν να τον είχαν κουρδίσει, και μάλιστα εκδηλώνοντας κάποια χαρά, λες και του είχαν κάνει επιτέλους, την ερώτηση που περίμενε

από ώρα. Για ποιον με περνάτε, λοιπόν, Αλέξη Ιβάνοβιτς;Μια έκφραση καινούργια, αναπάντεχη, σπίθισε στο βλέμμα του, μεταμορφώνοντας ολότελα το πρόσωπο του που ως εκείνη τη στιγμή ήταν όλο κακία και μοχθηρία.Πώς; Είναι δυνατό να μην ξέρατε τίποτε; ρώτησε σαστισμένος ο Βελτσάνινοβ.Λέτε να το ήξερα; Να το ήξερα αυτό; Ω, εσείς, που ανήκετε σε μια προνομιούχο ράτσα! Για σας, ένας άνθρωπος δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα σκυλί και κρίνετε όλο τον κόσμο σύμφωνα με την άθλια ψυχούλα σας! Αυτό το λέω για σας! Για να ξέρετε!Και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι με λύσσα. η χειρονομία του ωστόσο τον τρόμαξε και τον ίδιο. έριξε γύρω του ένα βλέμμα φοβισμένο.Ο Βελτσάνινοβ όρθωσε το κορμί του.Ακούστε, Παύλε Παύλοβιτς, μου είναι εντελώς αδιάφορο, οφείλετε να το παραδεχθείτε, αν το ξέρατε ή αν δεν το ξέρατε. Αν δεν το ξέρατε, αυτό είναι προς τιμή σας, αν και... Εξάλλου, δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο διαλέξατε εμένα για να μου πείτε τα μυστικά σας...Δεν είχα εσάς υπόψη μου... Μη θυμώνετε, δεν εννοούσα εσάς, μουρμούρισε ο Παύλος Παύλοβιτς, με χαμηλωμένα τα μάτια. Μπήκε η Μάρβα με τη σαμπάνια.Περίφημα! αναφώνησε ο Παύλος Παύλοβιτς, ευχαριστημένος από την ευκαιρία αυτή που του παρουσιαζόταν ναλλάξει κουβέντα. Φέρε μας ποτήρια, μάτουσκα, ποτήρια! Έτσι μπράβο! Δεν χρειαζόμαστε τίποτ' άλλο. Τί; Τάνοιξες κιόλας το μπουκάλι; Τιμή και δόξα σε σένα, χαριτωμένο πλάσμα! Και τώρα, πήγαινε! ; Και παίρνοντας πάλι κουράγιο ξανακοίταξε τον Βελτσάνινοβπροκλητικά.Ομολογήστε το, λοιπόν, είπε ξαφνικά. Ομολογήστε το πως όλααυτά σας ενδιαφέρουν πολύ και πως δεν είσαστε διόλου αδιάφορος, όπως ευαρεστηθήκατε να πείτε. Σας ενδιαφέρουν και μάλιστα σε βαθμό που θα σας κακοφαινόταν πολύ αν σηκωνόμουν τώρα κι έφευγα χωρίς να σας εξηγήσω τίποτε.Σας βεβαιώνω πως δεν θα μου κακοφαινόταν διόλου.Ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε. Λες ψέματα! έλεγε τοχαμόγελο του.Ας αρχίσουμε, λοιπόν, είπε. Γέμισε τα ποτήρια. Ας πιούμε, πρόσθεσε υψώνοντας το ποτήρι του, στην υγεία του αποθανόντος εν ειρήνη καημένου φίλου μας, του Στεπάν Μιχαήλοβιτς!Σήκωσε το ποτήρι του και ήπιε.Δεν δέχομαι μια τέτοια πρόποση και δεν πίνω, δήλωσε ο Βελτσάνινοβ, αποθέτοντας το ποτήρι του.Μα γιατί; είναι μια χαριτωμένη, μικρή πρόποση.Ακούστε! Ήρθατε εδώ μεθυσμένος;Η αλήθεια είναι πως είχα πιει λιγουλάκι. Γιατί ρωτάτε ;Έτσι ρώτησα... Χθες όμως και κυρίως σήμερα το πρωί, είχα την εντύπωση πως λυπόσαστε ειλικρινά για το θάνατο της Ναταλία Βασίλιεβνα.Και ποιος σας είπε πως δεν λυπάμαι τώρα;Και ο Παύλος Παύλοβιτς πετάχτηκε απότομα, σαν να τον είχαντραβήξει μένα ελατήριο.Δεν θέλω να πω αυτό... Πάντως, πρέπει να το παραδεχθείτε κι εσείς πως δεν αποκλείεται να κάνατε λάθος σαυτά που λέτε για τον Στεπάν Μιχαήλοβιτς. Και το σημείο αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε πονηρά. Α, θα θέλατε να μάθετε πως κατόρθωσα να πληροφορηθώ την αλήθεια για ό,τι αφορά τον Στεπάν Μιχαήλοβιτς! Ο Βελτσάνινοβ κοκκίνισε. Σας το ξαναλέω, μου είναι αδιάφορο.Και σκέφτηκε με φούρκα, κοκκινίζοντας ακόμη πιο πολύ: Δεν τον πετάω καλύτερα έξω, μαζί με την μπουκάλα του;Η περιέργεια σας είναι πολύ φυσική, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς, σαν να ήθελε να του δώσει θάρρος και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Θα σας εξηγήσω πως τα έμαθα όλα και θα ικανοποιήσω την παράφορη επιθυμία σας... Γιατί είσαστε τύπος παράφορος, Αλέξη Ιβάνοβιτς, τρομερά παράφορος! Χα, χα... Δώστε μου όμως πρώτα ένατσιγάρο, γιατί από τον Μάρτη και έπειτα.... Ορίστε ένα τσιγάρο.Το έριξα στην κραιπάλη, Αλέξη Ιβάνοβιτς, από τον Μάρτη. Και να πως έγινε αυτό. Ακούστε τώρα. Η φυματίωση, όπως το ξέρετε αγαπητέ μου - μιλούσε ολοένα και με πιο μεγάλη οικειότητα - η φυματίωση είναι μια περίεργη αρρώστια. Τις περισσότερες φορές, ο φυματικός πεθαίνει χωρίς να έχει την παραμικρή υποψία πως την άλλη μέρα δεν θα ζει πια. Σας το είπα: πέντε ώρες πριν ξεψυχήσει, η Ναταλία Βασίλιεβνα λογάριαζε να πάει επίσκεψη, ύστερ' από δυο εβδομάδες, στη θεία της που έμενε σαράντα βέρτσια μακριά από το σπίτι μας. Εξάλλου, θα ξέρετε ασφαλώς τη συνήθεια ή μάλλον τη μανία, που έχουν πολλές κυρίες, να φυλάνε κάθε τι που έχει σχέση με την ερωτική τους αλληλογραφία. Το ασφαλέστερο θα ήταν να τα πετάνε όλ' αυτά στη φωτιά, δε συμφωνείτε; Αλλά όχι, το κάθε παλιοχαρτάκι, αυτές οι κυρίες το φυλάνε ευλαβικά στις κασετίνες τους, τα νεσσεσαίρ τους. τους βάζουν μάλιστα και αύξοντα αριθμό και χρονολογία, ταξινομώντας το. Μπορεί να βρίσκουν σαυτό παρηγοριά, δεν ξέρω. Μάλλον το κάνουν για νανανεώνουν ευχάριστες αναμνήσεις. Έτσι, λοιπόν, λογαριάζοντας πέντε μόλις μέρες πριν από το θάνατο της να ξεκινήσει σύντομα από το Τ... για να πάει στης θείας της, η Ναταλία Βασίλιεβνα δεν είχε φυσικά ιδέα πως το τέλος της πλησίαζε. Ακόμη και την τελευταία της στιγμή εξακολουθούσε να περιμένει τον γιατρό Κόχ. Έτσι πέθανε η Ναταλία Βασίλιεβνα και η μαύρη ξύλινη κασετίνα της με τα φιλντισένια κι ασημένια στολίδια έμεινε πάνω στο γραφείο. Μια όμορφη κασετίνα με κλειδάκι, κειμήλιο οικογενειακό που το είχε από τη γιαγιά της. Ναι, χάρη σαυτή την κασετίνα όλα βγήκανε στη φόρα, όλα ανεξαιρέτως, μέρα με την ημέρα, χρόνο με το χρόνο, ό,τι είχε γίνει στα τελευταία είκοσι χρόνια. Και καθώς ο Στεπάν Μιχαήλοβιτς αγαπούσε με πάθος τη λογοτεχνία, είχε στείλει μάλιστα σε κάποιο περιοδικό ένα διήγημα πολύ συγκινητικό, ήταν πολύ φυσικό να βρεθούν μέσα στην κασετίνα εκατό τουλάχιστο από τα δημιουργήματα του. Η αλήθεια είναι πως η ιστορία είχε κρατήσει πέντε ολάκερα χρόνια. Σε μερικά από αυτά υπήρχαν και σημειώσεις με το χέρι της Ναταλία Βασίλιεβνα. Το βρίσκετε εσείς αυτό ευχάριστο για έναν σύζυγο;

Page 17: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Ο Βελτσάνινοβ έφερε γρήγορα - γρήγορα στο νου του τις αναμνήσεις του και θυμήθηκε πως δεν είχε στείλει ποτέ στη Ναταλία Βασίλιεβνα ούτε γράμμα ούτε σημείωμα. Της είχε γράψειδυο φορές από την Πετρούπολη, αλλά τα γράμματα αυτά απευθύνονταν στο ανδρόγυνο, όπως είχε συμφωνηθεί. Το τελευταίο γράμμα της Ναταλία Βασίλιεβνα, εκείνο που του άφηνε να καταλάβει πως ο δεσμός τους έπρεπε να σταματήσει, το είχε αφήσειαναπάντητο.Έχοντας τελειώσει την αφήγηση του ο Παύλος Παύλοβιτς έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό, χαμογελώντας επίμονα. Το ύφος του έδειχνε πως περίμενε μια απάντηση.Γιατί δεν απαντάτε στην ερώτηση μου; είπε τέλος με φανερήαγωνία.Σε ποια ερώτηση;Μα για τα αισθήματα του συζύγου που ανακαλύπτει μια τέτοια κασετίνα.Ω, τι με νοιάζει εμένα!Ο Βελτσάνινοβ έκανε μια κίνηση δυσφορίας, σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω - κάτω στο δωμάτιο.Βάζω στοίχημα πως λέτε τώρα μέσα σας, Τι κτήνος που είσαι να επιδεικνύεις έτσι την ατιμία σου! Χα... χα... χα... Κάνετε τοναηδιασμένο εσείς!Δεν σκέφτηκα τίποτε τέτοιο. Απεναντίας, έχω την εντύπωση πως είσαστε πολύ αναστατωμένος από τον θάνατο του ανθρώπου που σας πρόσβαλε. Ήπιατε και πάρα πολύ. Δεν βλέπω σαυτό τίποτε το εξαιρετικό και καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί θέλετε να ζούσε ο Μπαγαούτοβ. Σέβομαι τη στενοχώρια σας, αλλά...Και γιατί θα ήθελα να ζει ο Μπαγαούτοβ, κατά τη γνώμη σας; Αυτό είναι δική σας δουλειά. Βάζω στοίχημα πως εννοούσατε μια μονομαχία. Να πάρει ο διάβολος! φώναξε ο Βελτσάνινοβ χάνοντας όλο και πιο πολύ την αυτοκυριαρχία του. Νόμιζα πως κάθε τίμιος άνθρωπος... σε παρόμοιες περιπτώσεις, δε χάνει την ώρα του με γελοίες φλυαρίες, με ηλίθιες γκριμάτσες και πρόστυχους υπαινιγμούς που τον εξευτελίζουν ακόμη πιο πολύ, αλλά ενεργεί φανερά, χωρίς περιστροφές, όπως ταιριάζει σέναν άνθρωπο που σέβεται τον εαυτό του!Χα... χα... χα... κι εγώ δεν σέβομαι τον εαυτό μου, ε; Και πάλι αυτό είναι δική σας δουλειά... Μα τότε... Δεν μου λέτε γιατί τάχα θέλατε τόσο πολύ να ζει ο Μπαγαούτοβ;Για να καμαρώνω αυτόν τον αγαπητό φίλο. Θανοίγαμε ένα μπουκάλι κρασί και θα το πίναμε όμορφα - όμορφα μαζί.Δεν θα καθόταν να πιεί μαζί σας.Γιατί; Noblesse oblige! Μήπως δεν ήπιατε κι εσείς μαζί μου; Σε τι τάχα ήταν καλύτερος σας;Εγώ δεν ήπια.Γιατί αυτή η ξαφνική περηφάνεια;Ο Βελτσάνινοβ άρχισε να γελάει νευρικά.Α στο καλό! Είσαστε αλήθεια ένας τύπος άγριος. Εγώ σας είχα για έναν αιώνιο σύζυγο και τίποτάλλο.Και τι είναι ένας αιώνιος σύζυγος; Τι σημαίνει αυτό; ρώτησε ο Παύλος Παύλοβιτς τεντώνοντας ταυτί.Είναι ένας ορισμένος τύπος συζύγου. Δεν μπορώ να σας το εξηγήσω με λίγα λόγια. Πηγαίνετε τώρα. Είναι προτιμότερο. Εξάλλου, ώρα είναι να μαφήσετε ήσυχο. Η συντροφιά σας μουφέρνει πλήξη.Και άγριος; Είπατε άγριος;Είπα πως είσαστε άγριος τύπος. Έτσι το είπα, γιαστείο.Και τι είναι τύπος άγριος; Εξηγήστε μου, σας παρακαλώ, ΑλέξηΙβάνοβιτς, για τόνομα του Θεού, ή για τόνομα του Χριστού, ανπροτιμάτε.Αρκεί! Φθάνει πια! ξεφώνισε ο Βελτσάνινοβ πάνω σένα ξέσπασμα θυμού. Είναι ώρα να πηγαίνετε. Αφήστε με ήσυχο!Όχι δε φθάνει! διαμαρτυρήθηκε ζωηρά ο Παύλος Παύλοβιτς αναπηδώντας. Ακόμη κι αν σας ενοχλώ, εγώ θέλω να μείνω, γιατί πρέπει πρώτα να πιούμε μαζί και να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας. Ας πιούμε κι έπειτα φεύγω. Για την ώρα δεν νομίζω πωςτελειώσαμε.Παύλε Παύλοβιτς, θα πάτε στο διάβολο; Ναι ή όχι;Πάω στο διάβολο, πρώτα όμως θα πιούμε. Είπαμε συγκεκριμέναπως δε θέλετε να πιείτε μαζί μου, κι εγώ, θέλω ίσα - ίσα να πιείτεμαζί μου.Δεν μόρφαζε πια, δεν κορόιδευε. Κάτι στο πρόσωπο του είχε μεταμορφωθεί ξαφνικά, και η όψη του,ο τόνος του είχαν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό, που ο Βελτσάνινοβ τα έχασε.Εμπρός, Αλέξη Ιβάνοβιτς, ας πιούμε! Μη μου το αρνηθείτε! εξακολούθησε ο Παύλος Παύλοβιτς αρπάζοντας τον Βελτσάνινοβαπό το χέρι και κοιτάζοντας τον μέσα στα μάτια με ύφος αλλόκοτο. Ήταν φανερό πως, κατά βάθος, εκείνο που είχε σημασία γιαυτόνδεν ήταν το κρασί.Ας είναι... ναι... θα πιω..., τραύλισε ο Βελτσάνινοβ. Αλλά., τούτοεδά) είναι απαίσιο κρασί...Μένουν ίσα - ίσα δυο ποτήρια... Ναι, το κρασί δεν είναι καλό, εμείς όμως θα πιούμε και θα τσουγκρίσουμε. Ορίστε, πάρτε το ποτήρισας!Τσουγκρίσανε και ήπιανε. Ε, λοιπόν, αφού είναι έτσι, αφού είναι έτσι... Αχ! Ο Παύλος Παύλοβιτς σκέπασε το μέτωπο του με το χέρι κι έμεινε σαυτήν τη στάση μερικά λεπτά. Ο Βελτσάνινοβ ήταν βέβαιος πως, από στιγμή σε στιγμή, θα άκουγε από το στόμα του επισκέπτη του τη μοιραία φράση. Μα ο Παύλος Παύλοβιτς δε μίλησε. τον κοίταζε και χαμογελούσε μεκείνο το πονηρό, το γεμάτο υπονοούμενα χαμόγελο.Τί θέλετε από μένα; Είσαστε μεθυσμένος! Με κοροϊδεύετε! φώναξε ο Βελτσάνινοβ έξαλλος,

Page 18: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

χτυπώντας το πόδι του στο πάτωμα.Μη φωνάζετε, μη φωνάζετε! Γιατί φωνάζετε; του είπε ο άλλος βιαστικά, καλμάροντας τον με μια κίνηση των χεριών. Δεν σας ειρωνεύομαι. Όχι! Ξέρετε τι είσαστε τώρα για μένα;Και ξάφνου του άδραξε το χέρι και του το φίλησε. Ο Βελτσάνινοβέμεινε σαν απολιθωμένος.Να τι είσαστε τώρα για μένα! Και τώρα πηγαίνω στο διάβολο... Μια στιγμή, μια στιγμή! τον σταμάτησε ο Βελτσάνινοβ,ξαναβρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του. Ξέχασα να σας πω... Ο Παύλος Παύλοβιτς, που βρισκόταν κιόλας κοντά στην πόρτα,στράφηκε.Βλέπετε, μουρμούρισε βιαστικά ο Βελτσάνινοβ κοκκινίζοντας και κοιτάζοντας αλλού, θα έπρεπε να πάτε αύριο το δίχως άλλο στους Προγορέλτσεβ... να τους γνωρίσετε και να τους ευχαριστήσετε... το δίχως άλλο...Ναι, ασφαλώς! Το καταλαβαίνω, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς με σπουδή, κάνοντας μια κίνηση σαν να ήθελε να πει πως ήταν εντελώς περιττό να του το θυμίσουν.Σας περιμένει άλλωστε και η Λίζα. Της υποσχέθηκα... Η Λίζα! (Ο Παύλος Παύλοβιτς ξαναμπήκε στο δωμάτιο).Ξέρετε τί ήταν η Λίζα για μένα, τί ήταν και τί είναι ακόμη; Ναι, τί ήταν και τί είναι; αναφώνησε ξαφνικά σαν τρελός. Αλλά... χα, χα... αυτά θα τα πούμε αργότερα, άλλη φορά... και τώρα - ξέρετε κάτι, Αλέξη Ιβάνοβιτς; δεν μου φτάνει το ότι ήπιαμε μαζί, θέλω και μιαάλλη ικανοποίηση.Ακούμπησε το καπέλο του στο τραπέζι και κοίταξε τον Βελτσάνινοβ κατάματα, όπως πριν από λίγο, κοντανασαίνοντας.Μιλήστε μου, Αλέξη Ιβάνοβιτς! πρότεινε ξαφνικά.Είσαστε μεθυσμένος! έκανε ο Βελτσάνινοβ οπισθοχωρώντας.Ναι, ωστόσο φιλήστε με, Αλέξη Ιβάνοβιτς, φιλήστε με!Εγώ δε σας φίλησα το χέρι τώρα δα;Ο Βελτσάνινοβ έμεινε σιωπηλός για λίγο σαν να είχε δεχθεί ξαφνικά μια μαγκουριά στο κεφάλι. Έπειτα, ξαφνικά, έσκυψε προς τον Παύλο Παύλοβιτς, που έφθανε μόλις ίσαμε τον ώμο του, και τον φίλησε στο στόμα, που μύριζε, αποκρουστικά, κρασίλα. Δεν ήταν πάντως βέβαιος ότι του είχε μιλήσει πραγματικά.Ε, λοιπόν, τώρα... τώρα..., φώναξε πάλι ο Παύλος Παύλοβιτς πάνω σένα ξέσπασμα μέθης, να τι έχω να σας πω τώρα. Σκεφτόμουν πριν από λίγο: πώς; Κι αυτός επίσης! Αν είναι κι αυτός, τότε ποιον να πιστέψω;... Κι έβαλε τα κλάματα.Καταλαβαίνετε τώρα τι φίλος είσαστε για μένα; Αμέσως κατόπιν έφυγε τρέχοντας, με το καπέλο στο χέρι. Ο Βελτσάνινοβ έμεινε ακίνητος για κάμποσα λεπτά στη μέση της κάμαρας, όπως και μετά την πρώτη επίσκεψη του ΠαύλουΠαύλοβιτς.Αχ! ένας μεθυσμένος παλιάτσος και τίποτε άλλο! Μουρμούρισε με μια περιφρονητική κίνηση.Ναι, ένας μεθυσμένος παλιάτσος και τίποτε άλλο! ξανάπε με πεποίθηση όταν ξεντύθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι του.

Η ΛΙΖΑ ΑΡΡΩΣΤΗΤην άλλη μέρα το πρωί, περιμένοντας τον Παύλο Παύλοβιτς που είχε υποσχεθεί πως θα ερχόταν ακριβώς στην ώρα για να πάνε μαζί στους Προγορέλτσεβ, ο Βελτσάνινοβ έκοβε βόλτες στο δωμάτιο του, πίνοντας τον καφέ του με μικρές γουλιές και καπνίζοντας. Αισθανόταν σαν τον άνθρωπο που, ξυπνώντας το πρωί, θυμάται αδιάκοπα πως έφαγε ένα χαστούκι το προηγούμενο βράδυ.Χμ... καταλαβαίνει πολύ καλά πως έχουν τα πράγματα και θα μεκδικηθεί χρησιμοποιώντας την Λίζα, συλλογιζόταν με τρόμο.Η γλυκιά και μελαγχολική μορφή του άμοιρου παιδιού πρόβαλε μπροστά στα μάτια του. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα στη σκέψη πως θα την έβλεπε σε λίγο, σε δυο ώρες, την αγαπημένη του την Λίζα. Δε χωράει αμφιβολία! σκέφτηκε μενθουσιασμό. Η Λίζα είναι η ζωή μου, ο μόνος σκοπός της ζωής μου! Τί σημασία έχουν τα χαστούκια, οι αναμνήσεις; Πώς σπατάλησα έτσι τη ζωή μου; Όλα ως τώρα ήταν αταξία και θλίψη... Στο εξής θαλλάξουν, θα είναι εντελώς διαφορετικά!Παρά τον ενθουσιασμό του ωστόσο, όλο και βυθιζόταν σε μεγαλύτερη συλλογή.Θα με βασανίσει χρησιμοποιώντας την Λίζα. είναι ολοφάνερο. Θα τυραννήσει και την Λίζα. Έτσι θα εκδικηθεί για όλα. Χμ... φυσικά δεν μπορώ να τον αφήσω να επαναλάβει τα χθεσινά του καμώματα!Και κοκκίνισε.Και... όμως... δεν έρχεται και κοντεύει μεσημέρι.Περίμενε ως τις δώδεκα και μισή, και η αγωνία του θεριεύε. Τέλος, η σκέψη που εδώ και αρκετή ώρα του είχε περάσει από το μυαλό, η σκέψη πως ο Παύλος Παύλοβιτς δεν θα ερχόταν, επίτηδες,μόνο και μόνο για να συνεχίσει τη χθεσινή του τακτική, τον έκανε έξω φρενών. Το ξέρει πως εξαρτώμαι από αυτόν. Και τι θα γίνει τώρα με την Λίζα; Πώς θα παρουσιασθώ μόνος μου μπροστά της;Στο τέλος δεν κρατήθηκε και στη μια ακριβώς, έτρεξε στο Πακρόβ. Στο ξενοδοχείο του είπαν πως ο Παύλος Παύλοβιτς δεν είχε κοιμηθεί στο δωμάτιο του τη νύχτα, πως είχε φανεί μονάχα το πρωί, στις εννιά, και είχε ξαναφύγει ένα τέταρτο αργότερα. Ο Βελτσάνινοβ, όρθιος μπροστά στην πόρτα του Παύλου Παύλοβιτς, άκουγε τις εξηγήσεις της υπηρέτριας και στριφογύριζε μηχανικά το πόμολο προσπαθώντας νανοίξει. Όταν κατάλαβε τι έκανε, απομακρύνθηκε από την πόρτα και ζήτησε να δει την Μαρία Σισόγιεβνα. Στο μεταξύ εκείνη, έχοντας μάθει ποιος είχε έρθει, παρουσιάστηκε μόνη της.Ήταν μια εξαίρετη γυναίκα, μια γυναίκα με αισθήματα ευγενικά, όπως την περιέγραψε αργότερα ο Βελτσάνινοβ, εξιστορώντας τη συνομιλία τους στην Κλαυδία Πετρόβνα. Η Μαρία Σισόγιεβνα του έκανε μερικές ερωτήσεις για να μάθει πως είχε βολευτεί η μικρή κι άρχισε έπειτα να του λέει τι ήξερε για τον Παύλο Παύλοβιτς.Κατά τα λεγόμενα της: Αν δεν ήταν στη μέση το παιδί, θα τον είχε πετάξει από καιρό έξω από την

Page 19: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

πόρτα. Τον είχαν διώξει κιόλας από το ξενοδοχείο εξ αιτίας της αχαρακτήριστης διαγωγής του. Μα δεν ήταν αμαρτία να φέρνει γυναίκες την νύχτα στο δωμάτιο του τη στιγμή που είχε μαζί του ένα παιδί που όλα τα καταλάβαινε; Της φώναζε της μικρής: Αυτή εδώ θα γίνει μητέρα σου, αν μου καπνίσει! Ε, λοιπόν, εκείνη η γυναίκα ήταν βέβαια του δρόμου κι όμως ακόμη κι αυτή τον έφτυνε στο πρόσωπο. Ο Παύλος Παύλοβιτς ξεφώνιζε στο παιδί: Δεν είσαι κόρη μου! Είσαι ένα νόθο. Τι λέτε! έφριξε ο Βελτσάνινοβ.Τον άκουσα η ίδια. Ήταν μεθυσμένος βέβαια, δεν ήξερε τι έλεγε, δεν μιλάει όμως κανείς έτσι μπροστά σένα παιδί. Είναι μικρό ακόμη, μα το μυαλουδάκι του δουλεύει και καταλαβαίνει. Η μικρή κλαίει, το βλέπω πως βασανίζεται. Τις προάλλες, λοιπόν, έγινε κάτι τρομερό στην αυλή μας: κάποιος υπάλληλος είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο το προηγούμενο βράδυ και το άλλο πρωί τον βρήκανε κρεμασμένο. Είχε κλέψει το ταμείο, κατά πως άκουσα. Όλοι μας τρέξαμε να δούμε. Ο Παύλος Παύλοβιτς δεν ήταν στο σπίτι καικανείς δεν πρόσεχε το παιδί. Και τί βλέπω; Τη μικρή στο διάδρομο, μέσα στο πλήθος, να κοιτάζει τον κρεμασμένο παράξενα. Έτρεξα και την έφερα εδώ. Και τι νομίζετε! Το έπιασε σύγκρυο το κακόμοιρο, μαύρισε ξαφνικά το προσωπάκι του. Σωριάστηκε χάμω, με σπασμούς. Είδα κι έπαθα ώσπου να το συνεφέρω. Κι από τότε είναι άρρωστο. Δεν λέει να γίνει καλά. 'Εκείνος, σαν γύρισε κι έμαθε τι έγινε, βάλθηκε να τσιμπάει το παιδί σόλο το κορμάκι του, γιατί, ξέρετε, δεν το δέρνει, το τσιμπάει συνήθως. Έπειτα μέθυσε και τότε άρχισε τις φοβέρες: θα κρεμαστώ κι εγώ, ξεφώνιζε στη μικρή. Θα κρεμαστώ και θα φταις εσύ. Να, με τούτο εδώ το κορδόνι, το κορδόνι της κουρτίνας. Και δένει μια θηλειά μπροστά στα μάτια του παιδιού. Το κακόμοιρο έκανε σαν τρελό, έμπηξε τις φωνές, τον αγκάλιασε με τα χεράκια του. Δεν το ξανακάνω, δεν το ξανακάνω, ποτέ πια, τσίριζε. Ράγιζε η καρδιά μου μόνο που το έβλεπα!Μολονότι ο Βελτσάνινοβ όλα τα περίμενε από τον Παύλο Παύλοβιτς, έμεινε τόσο εμβρόντητος ακούγοντας αυτή την αφήγηση, που δεν ήθελε καν να την πιστέψει. Η Μαρία Σισόγιεβνα του είπε κι άλλα πολλά: μια φορά, λόγου χάρη, αν δε βρισκόταν η ίδια εκεί κατά τύχη, η Λίζα θα χυμούσε να πέσει από το παράθυρο!Ο Βελτσάνινοβ βγήκε από το ξενοδοχείο, τρικλίζοντας σαν μεθυσμένος: Θα τον σκοτώσω με μια μαγκουριά στο κεφάλι, σαν σκυλί, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του.Πήρε το αμάξι και τράβηξε για το σπίτι των Προγορέλτσεβ. Δεν είχαν βγει ακόμη από την πόλη, όταν ο αμαξάς αναγκάστηκε να σταματήσει, κοντά σένα γεφύρι, πλάϊ σένα κανάλι, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσε μια νεκρική πομπή. στις δυο μεριές της γέφυρας διαβάτες κι άλλα αμάξια είχαν σταματήσει. Ήταν μια μεγάλη κηδεία και μια ατέλειωτη σειρά πλούσιες άμαξες ακολουθούσαν την νεκροφόρο. Στο παράθυρο μιας από αυτές τις άμαξες, ο Βελτσάνινοβ είδε να προβάλει ξαφνικά το πρόσωπο του Παύλου Παύλοβιτς. Δε θα πίστευε στα μάτια του, αν ο Παύλος Παύλοβιτς, σκύβοντας από το παράθυρο, δεν τον χαιρετούσε χαμογελώντας. Φαινόταν ενθουσιασμένος που είχε δει τον Βελτσάνινοβ, του έκανε μάλιστα μια φιλική κίνηση κουνώντας το χέρι. Ο Βελτσάνινοβ πήδησε από το αμάξι του και παρόλον τον συνωστισμό και τους αστυφύλακες και παρ όλο που η άμαξα του Παύλου Παύλοβιτς είχε κιόλας προχωρήσει στο γεφύρι, τα κατάφερε να ξεγλιστρήσει ως εκεί. Ο Παύλος Παύλοβιτς ήταν μόνος.Τί συμβαίνει; του φώναξε ο Βελτσάνινοβ. Γιατί δεν φανήκατε; Πώς βρεθήκατε εδώ;Κάνω το ύστατο καθήκον μου! Μη φωνάζετε! Μη φωνάζετε! Κάνω το ύστατο καθήκον μου, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς και γέλασε πονηρά, μισοκλείνοντας το ένα μάτι. Συνοδεύω στην τελευταία του κατοικία το φθαρτό λείψανο του εξαίρετου φίλου μου Στεπάν Μιχαήλοβιτς.Τι κουταμάρες είναι αυτές! Μέθυσε! Μα τρελλαθήκατε λοιπόν! ξεφώνισε ακόμη πιο δυνατά ο Βελτσάνινοβ, που για μια στιγμή είχε μείνει άναυδος. Κατεβείτε γρήγορα κι ελάτε μαζί μου! Τώρα, αμέσως!Δεν μπορώ. Το καθήκον...Θα σας κατεβάσω με τη βία! ούρλιαξε ο Βελτσάνινοβ.Κι εγώ θα καλέσω βοήθεια! Θα καλέσω βοήθεια!Ο Παύλος Παύλοβιτς ζάρωσε στη γωνιά του αμαξιού γελώντας ολοένα πιο εύθυμα, σαν να τα έβρισκε όλα αυτά πολύ αστεία.Προσοχή! Θα τσακιστείτε! φώναξε ένας αστυφύλακας.Πραγματικά, ένα αμάξι, που δεν ανήκε στη νεκρική πομπή, είχε περάσει ανάμεσα από τάλλα, προκαλώντας κάποια αναστάτωση. Ο Βελτσάνινοβ έπρεπε να παραμερίσει για να φυλαχτεί. άλλα αμάξια τον ανάγκασαν να τραβηχτεί ακόμη μακρύτερα. Έφτυσε χάμω από οργή και ξαναγύρισε στο μόνιππό του.Πάντως, στα χάλια που ήταν, δεν μπορούσα να τον πάρω μαζί μου, συλλογίστηκε ανήσυχος και με κάποια αμηχανία.Όταν διηγήθηκε στην Κλαυδία Πετρόβνα τα όσα του είχε πει η Μαρία Σισόγιεβνα όπως και την παράξενη συνάντηση του με τον Παύλο Παύλοβιτς, η καλή του φίλη έμεινε σκεφτική :Ανησυχώ, του είπε. Πρέπει να διακόψετε κάθε επαφή μαζί του κι όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο.Είναι ένας γελοίος μεθύστακας και τίποτα άλλο! της αποκρίθηκε ο Βελτσάνινοβ ζωηρά. Εγώ να τον φοβηθώ; Και πως μπορώ να κόψω κάθε επαφή μαζί του τη στιγμή που είναι η Λίζα στη μέση; Μην ξεχνάτε την Λίζα.Στο μεταξύ η Λίζα ήταν στο κρεβάτι, άρρωστη. Αποβραδίς την είχε πιάσει πυρετός και περίμεναν τώρα έναν διάσημο γιατρό που τον είχαν καλέσει από την πόλη, τα ξημερώματα. Όλα αυτά αναστάτωσαν τον Βελτσάνινοβ. Η Κλαυδία Πετρόβνα τον οδήγησε κοντά στην άρρωστη.Από χθες την παρακολουθώ με προσοχή, είπε σταματώνταςμπροστά στην πόρτα της Λίζας. Είναι ένα παιδί περήφανο και κλεισμένο στον εαυτό του. Ντρέπεται γιατί βρίσκεται στο σπίτι μας και γιατί την εγκατέλειψε ο πατέρας της. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η αρρώστια της.Την εγκατέλειψε ο πατέρας της; Τί σας κάνει να νομίζετε πως την εγκατέλειψε;Και μόνο το γεγονός ότι την άφησε να έρθει σένα άγνωστο σπίτι και μέναν άνθρωπο... σχεδόν άγνωστο επίσης, ή μάλλον μέναν άνθρωπο με τον οποίο είχε σχέσεις...Μα εγώ την έφερα εδώ δια της βίας... Δεν βλέπω γιατί...

Page 20: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Αχ, Θεέ μου! η Λίζα, ένα παιδί, το βλέπει. Εγώ νομίζω πως εκείνος δεν πρόκειται να έρθει ποτέ, απλούστατα.Η Λίζα δεν απόρησε βλέποντας τον Βελτσάνινοβ μονάχο του. χαμογέλασε θλιμμένα και γύρισε προς τον τοίχο το φλογισμένο από τον πυρετό κεφάλι της. Δεν μίλησε, δεν αποκρίθηκε ούτε με μια λέξη στα δειλά παρήγορα λόγια του, στις υποσχέσεις του πως θα της έφερνε την άλλη μέρα οπωσδήποτε τον πατέρα της. Μόνο όταν βγήκε από το δωμάτιο ο Βελτσάνινοβ, έβαλε ξαφνικά τα κλάματα.Ο γιατρός έφθασε το βραδάκι. Εξέτασε την άρρωστη και τους κατατρόμαξε όλους με την παρατήρηση του πως δεν έκαναν καλά να τον καλέσουν τόσο αργά. Όταν του είπαν πως η αρρώστια είχε εκδηλωθεί μόλις το προηγούμενο βράδυ, δεν θέλησε στην αρχή να το πιστέψει. Όλα θα εξαρτηθούν από το πως θα περάσει την νύχτα, δήλωσε στο τέλος. Έδωσε τις οδηγίες του κι έφυγε με την υπόσχεση πως θα ξαναρχόταν την επομένη όσο γινόταν νωρίτερα. Ο Βελτσάνινοβ ήθελε με κάθε θυσία να μείνει την νύχτα στο σπίτι των Προγορέλτσεβ, αλλά η ίδια η Κλαυδία Πετρόβνα τον παρακάλεσε να επιχειρήσει άλλη μια φορά να φέρει εκείνο το τέρας.Άλλη μια φορά, έκανε ο Βελτσάνινοβ, έξαλλος. Τούτη τη φορά θα τον δέσω με τα ίδια μου τα χέρια και θα τον φέρω σηκωτό!Η ιδέα να δέσει τον Παύλο Παύλοβιτς και να τον κουβαλήσει με τη βία, τον κυρίεψε σε τέτοιο σημείο, που δεν μπορούσε πια να σταθεί στιγμή από την ανυπομονησία του.Δεν αισθάνομαι πια τον εαυτό μου διόλου ένοχο απέναντι' του, είπε στην Κλαυδία Πετρόβνα καθώς την αποχαιρετούσε. Παίρνω πίσω όλα τα αισθηματικά και μικρόψυχα λόγια που σας είπα χθες, πρόσθεσε αγανακτισμένος.Η Λίζα ήταν ξαπλωμένη, με τα μάτια κλειστά και φαινόταν να κοιμάται. θα έλεγε κανείς πως ήταν καλύτερα. Όταν ο Βελτσάνινοβ έσκυψε, σιγά - σιγά, να φιλήσει έστω και την άκρη του νυχτικού της, άνοιξε τα μάτια της, σαν να τον περίμενε και του ψιθύρισε:Πάρτε με μαζί σας!Ήταν μια παράκληση ήρεμη και πονεμένη, χωρίς ίχνος του θυμού της προηγούμενης μέρας. το έβλεπες όμως πως το καταλάβαινε και η ίδια ότι η παράκληση της θα έμενε ανεκπλήρωτη. Μόλις ο Βελτσάνινοβ, βαθύτατα απελπισμένος, άρχισε να της μιλάει για να την πείσει πως αυτό ήταν αδύνατο, η μικρούλα έκλεισε τα μάτια και δεν έβγαλε πια μιλιά, σαν να μην τον άκουγε.Όταν γύρισε στην πόλη, ο Βελτσάνινοβ τράβηξε ίσια για το Πακρόβ. Ήταν η ώρα εννιά. Ο Παύλος Παύλοβιτς δεν ήταν στο δωμάτιο του. Ο Βελτσάνινοβ τον περίμενε μια ώρα ολόκληρη, κόβοντας βόλτες στον διάδρομο με ανυπομονησία αβάσταχτη. Τέλος, η Μαρία Σισόγιεβνα τον έπεισε πως ο Παύλος Παύλοβιτς δεν θα φαινόταν πριν από τα χαράματα. Ας είναι, αποφάσισε ο Βελτσάνινοβ, θα ξανάρθω τα χαράματα! Και πήγε σπίτι του, κατασυγχυσμένος.Ποια όμως ήταν η έκπληξη του, όταν, τη στιγμή που ανέβαινε τη σκάλα, έμαθε από την Μάρβα πως ο χθεσινός επισκέπτης του τον περίμενε εκεί από τις δέκα.Ήπιε μάλιστα και τσάϊ και μέστειλε ξανά ναγοράσω κρασί, από το χθεσινό. Μου έδωσε και πέντε ρούβλια.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑΟ Παύλος Παύλοβιτς είχε βολευτεί πολύ αναπαυτικά. Καθόταν σε μια πολυθρόνα, κάπνιζε και έπινε το τέταρτο και τελευταίο ποτήρι της μπουκάλας με τη σαμπάνια. Μια τσαγιέρα κι ένα ποτήρι του τσαγιού μισοαδειανό ήταν πλάϊ του, πάνω στο τραπέζι. Το ξαναμμένο πρόσωπο του ακτινοβολούσε από ικανοποίηση. Είχε βγάλει μάλιστα το σακκάκι του και είχε μείνει με το γιλέκο.Με συγχωρείτε, πιστέ μου φίλε! αναφώνησε βλέποντας τον Βελτσάνινοβ και σηκώθηκε βιαστικά να φορέσει το σακκάκι του. Το έβγαλα για ναπολαύσω καλύτερα την ευχαρίστηση αυτών των λίγων στιγμών.Ο Βελτσάνινοβ τον πλησίασε με ύφος απειλητικό.Δεν είσαστε ακόμη ολότελα μεθυσμένος; Μπορεί να συζητήσει κανείς μαζί σας;Ο Παύλος Παύλοβιτς τα έχασε λιγάκι.Όχι, όχι ολότελα... Ήπια στη μνήμη του συχωρεμένου, αλλά... όχι δεν είμαι εντελώς μεθυσμένος.Είσαστε σε θέση να με καταλάβετε;Γι' αυτό ακριβώς ήρθα, για να σας καταλάβω.Τότε αρχίζω. Και πρώτα - πρώτα σας λέω πως είσαστε ένας παλιάνθρωπος! φώναξε ο Βελτσάνινοβ βραχνά.Αν αρχίσετε έτσι, πώς θα τελειώσετε; έκανε να διαμαρτυρηθεί ο Παύλος Παύλοβιτς που φαινόταν πολύ τρομαγμένος.Μα ο Βελτσάνινοβ εξακολουθούσε να ορύεται χωρίς να τον ακούει.Η κόρη σας πεθαίνει. Είναι άρρωστη. Έχετε σκοπό να την εγκαταλείψετε, ναι ή όχι;Αλήθεια; Πεθαίνει;Είναι άρρωστη, βαριά άρρωστη. Κινδυνεύει!Μπορεί να είναι μια απλή κρίση...Μη λέτε κουταμαρες! Η ζωή της κινδυνεύει, σας λέω. Θα έπρεπε να πάτε να την δείτε, έστω και για να...Να ευχαριστήσω για την υποδοχή που της έκαναν! Το καταλαβαίνω πολύ καλά, Αλέξη Ιβάνοβιτς, ανεκτίμητε, αγαπητέ μου φίλε! Αρπαξε ξαφνικά με τα δυο του χέρια το χέρι του Βελτσάνινοβ και συνέχιζε σε τόνο αισθηματικό, κλαψιάρικο, σαν να εκλιπαρούσε τη συγγνώμη του. Αλέξη Ιβάνοβιτς, μη φωνάζετε, μη φωνάζετε! Αν πεθάνω, αν εξαφανισθώ τούτη τη στιγμή, μεθυσμένος, μέσα στον Νέβα, τί σημασία θα μπορούσε να έχει αυτό μαυτές τις συνθήκες; Όσο για τον κύριο Προγορέλτσεβ, θα έχουμε πάντοτε όλον τον καιρό να πάμε...Ο Βελτσάνινοβ συνήλθε και κάπως συγκρατήθηκε. Είσαστε μεθυσμένος και δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε, παρατήρησε αυστηρά. Είμαι πάντοτε πρόθυμος να σας δώσω εξηγήσεις. Θα ήμουν μάλιστα πολύ ευχαριστημένος, αν τελειώναμε μια ώρα αρχίτερα μαυτή την ιστορία... Πήγα... πρώτα από όλα όμως πρέπει να ξέρετε πως παίρνω τα μέτρα μου: Απόψε θα μείνετε εδώ. Αύριο το πρωί θα φύγουμε μαζί. Δεν πρόκειται να σας αφήσω να μου ξεφύγετε! βρυχήθηκε ξανά. Θα σας δέσω και θα σας πάρω μαζί μου!... Σας βολεύει αυτό το ντιβάνι;

Page 21: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Και, κοντανασαίνοντας, του έδειξε το φαρδύ κι αναπαυτικό ντιβάνι που βρισκόταν απέναντι σεκείνο όπου κοιμόταν ο ίδιος, μπροστά στον τοίχο.Ασφαλώς! Θα βολευτώ μια χαρά οπουδήποτε...Όχι οπουδήποτε, αλλά σε τούτο το ντιβάνι. Ορίστε, πάρτε σεντόνια, μια κουβέρτα, ένα μαξιλάρι. (Ο Βελτσάνινοβ τα έβγαλε όλα αυτά από ένα ντουλάπι και τα πέταξε βιαστικά στον Παύλο Παύλοβιτς που άπλωσε τα χέρια του πειθήνια). Στρώστε το κρεβάτι σας αμέσως! Εμπρός λοιπόν!Ο Παύλος Παύλοβιτς έμεινε ένα λεπτό όρθιος, με τα χέρια φορτωμένα, στη μέση του δωματίου- φαινόταν διστακτικός. ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του. Όταν όμως ο Βελτσάνινοβ του επανέλαβε τη διαταγή του με φωνή βροντερή, έσπευσε να την εκτελέσει. Έσπρωξε το τραπέζι και, λαχανιάζοντας, άρχισε να απλώνει το σεντόνι. Ο Βελτσάνινοβ πλησίασε να τονβοηθήσει, η υποταγή και ο τρόμος του Παύλου Παύλοβιτς τον ικανοποίησαν ως ένα σημείο.Αποτελειώστε το ποτήρι σας και πλαγιάστε, είπε επιτακτικά. (Το ένιωθε πως του ήταν αδύνατο να μιλήσει σάλλον τόνο). Εσείς στείλατε να σας φέρουν κρασί;Ναι, εγώ... κρασί... το ήξερα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, πως εσείς δε θα θέλατε πια να μου αγοράσετε κρασί.Πάλι καλά που το καταλάβατε. Πρέπει όμως να ξέρετε και κάτι ακόμη. Σας δηλώνω για μια ακόμη φορά πως έλαβα τα μέτρα μου. Δε θα ανεχθώ πια τα καμώματα σας! Δε θα ανεχθώ πια τα φιλιά σας, πάνω στο μεθύσι σας!Το καταλαβαίνω κι εγώ πολύ καλά, Αλέξη Ιβάνοβιτς, πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει παρά μονάχα μια φορά, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς και χαμογέλασε πονηρά.Ακούγοντας αυτή την απάντηση, ο Βελτσάνινοβ, που πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, στάθηκε απότομα και δήλωσε με ύφος σχεδόν επίσημο:Παύλε Παύλοβιτς, μιλήστε καθαρά! Είσαστε έξυπνος, το παραδέχομαι, σας βεβαιώνω όμως πως ακολουθείτε λανθασμένο δρόμο! Μιλήστε καθαρά, κάνετε ό,τι έχετε σκοπό να κάνετε χωρίς αναβολή κι εγώ σας δίνω το λόγο μου ναπαντήσω σόλες τις ερωτήσεις σας.Πάλι ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε μεκείνο το πονηρό χαμόγελο που έκανε τον Βελτσάνινοβ έξω φρενών.Ακούστε, ξεφώνισε ξανά, πάψτε να παίζετε θέατρο. Διαβάζω μέσα σας όπως σένα ανοιχτό βιβλίο. Σας το ξαναλέω: είμαι πρόθυμος ναπαντήσω σε όλες σας τις ερωτήσεις. Σας δίνω το λόγο της τιμής μου. Και είμαι πρόθυμος επίσης να σας δώσω κάθε δυνατή, ακόμη και αδύνατη ικανοποίηση. Ω, πόσο θα ήθελα να μπορούσατε να με καταλάβετε!Αφού είσαστε τόσο καλός, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς πλησιάζοντας με χίλιες προφυλάξεις, θα σας πω πως αυτά που λέγατε χθες για τον άγριο τύπο, μου κίνησαν πολύ το ενδιαφέρον.Ο Βελτσάνινοβ έκανε ένα μορφασμό δυσφορίας και ξανάρχισε τις βόλτες του στην κάμαρα.Όχι, Αλέξη Ιβάνοβιτς, μη στραβομουτσουνιάζετε, γιατί ειδικά αυτό το θέμα μενδιαφέρει τρομερά και ήρθα επίτηδες για να τοξεδιαλύνω... Μπερδεύει λιγάκι η γλώσσα μου, το ξέρω, αλλά μη μου θυμώνετε... Διάβασα κι εγώ κάτι σένα περιοδικό, για τον άγριο' και για τον πράο τύπο. Το θυμήθηκα σήμερα το πρωί... μόνο που ξέχασα τι ακριβώς έλεγε το άρθρο και, για να είμαι ειλικρινής, ούτε όταν το διάβαζα το κατάλαβα. Και τώρα θέλω να ξέρω: σε ποιον τύπο ανήκε ο μακαρίτης Στεπάν Μιχαήλοβιτς Μπαγαούτοβ, στον άγριο ή στον πράο τύπο;Ο Βελτσάνινοβ δεν μίλησε. συνέχισε τις βόλτες του πάνω - κάτω.Ο τύπος ο άγριος είναι εκείνος που θα έριχνε φαρμάκι στο ποτήρι του Μπαγαούτοβ, πίνοντας μαζί του σαμπάνια για να γιορτάσει το ευτυχές γεγονός της συναντήσεως του, όπως κάνατε χθες μεμένα, βρυχήθηκε, σταματώντας ξαφνικά. Δεν θα συνόδευε όμως ποτέ το λείψανο ως το νεκροταφείο, όπως πήγατε χθες εσείς, παρακινημένος από δεν ξέρω κι εγώ ποια κρυφά και ταπεινά ελατήρια, μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση να παραστήσετε τον φανφαρόνο!Δεν θα πήγαινε, αυτό είναι αλήθεια, συμφώνησε ο Παύλος Παύλοβιτς, μου μιλάτε όμως σένα τόνο...Μα ο Βελτσάνινοβ, έξαλλος, εξακολουθούσε να ορύεται δίχως να τον ακούει:Ο άγριος τύπος δεν είναι εκείνος που πλάθει με τη φαντασία του, ένας Θεός ξέρει ποια απίθανη ιστορία, που βγάζει συμπεράσματα για το τι του χρωστάνε, που βρίσκει ηδονή στην ατιμία του, κλαψουρίζει, παίζει θέατρο, ρίχνεται στην αγκαλιά των άλλων και, τελικά, καταλήγει στο να έχει χάσει τον καιρό του με ηλιθιότητες... είναι αλήθεια πως θέλατε να κρεμαστείτε; Είναι αλήθεια;Δεν αποκλείεται, πάνω στο μεθύσι, να μου πέρασε αυτή η ιδέα... δε θυμάμαι. Να ρίξει όμως κάποιος φαρμάκι, Αλέξη Ιβάνοβιτς, όχι δα... τέτοια πράγματα δεν αρμόζουν σε ανθρώπους σαν εμάς. Είμαι ένας δημόσιος υπάλληλος με καλή θέση, έχω και κάποια περιουσία. Στο κάτω - κάτω, μπορεί να θελήσω να ξαναπαντρευτώ.Άλλωστε, είναι και τα κάτεργα.Ναι, φυσικά, θα μπορούσε να μου συμβεί κι αυτό το δυσάρεστο, αν και, τώρα, τα δικαστήρια παραδέχονται συχνά ελαφρυντικές περιπτώσεις. Θα μου επιτρέψετε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, να σας διηγηθώ μια ιστορία πολύ διασκεδαστική. Τη θυμήθηκα πρωτύτερα, στο αμάξι.Είπατε πριν από λίγο: ρίχνεται στην αγκαλιά των άλλων... Μήπως θυμόσαστε τον Συμεών Πετρόβιτς Λιβτσόβ; Είχε έρθει στο Τ... τον καιρό που είσαστε κι εσείς εκεί. Έ, λοιπόν, ο μικρότερος αδελφός του, ένας από τους κομψότερους νέους της Πετρούπολης, ένας αριστοκράτης, ένας νέος με πολλές χάρες, υπηρετούσε κάποτε στο Β... Εκεί λοιπόν λογόφερε κάποιο βράδυ με τον Γλουμπένκο, τον συνταγματάρχη, μπροστά σε κάτι κυρίες, ανάμεσα σαυτές και μπροστά στην εκλεκτή της καρδιάς του. Θεώρησε τον εαυτό του προσβεβλημένο, αλλά κατάπιε την προσβολή και σώπασε. Λίγο καιρό μετά, ο Γλουμπένκο καταφέρνει να κερδίσει την εύνοια της αγαπημένης του Λιβτσόβ, του τη σουφρώνει μάλλα λόγια και της προτείνει γάμο. Τί νομίζετε λοιπόν; Αυτός ο Λιβτσόβ έγινε στενός φίλος του Γλουμπένκο. Όχι μονάχα συμφιλιώθηκε μαζί του, αλλά έγινε και κουμπάρος του και άλλαξε τα στέφανα στον γάμο. Μετά την τελετή λοιπόν πλησιάζει τον Γλουμπένκο να τον συγχαρεί και να τον φιλήσει. κι έτσι όπως ήταν, με το φράκο του, με τα μαλλιά καλοχτενισμένα και πασαλειμμένα με πομάδα, μπροστά στα μάτια του διοικητή κι όλης της ανώτερης κοινωνίας δίνει ξαφνικά μια μαχαιριά στην κοιλιά του Γλουμπένκο μας! Ο ίδιος του ο κουμπάρος! Αίσχος! Και να ήταν αυτό μονάχα! Το χειρότερο είναι ότι μόλις έδωσε τη μαχαιριά, ο Λιβτσόβ κάνει σαν τρελός: Αχ, τι έκανα! Τι έκανα! Κλαίει με λυγμούς, τρέμει, αγκαλιάζει όλο τον κόσμο, ακόμη και τις κυρίες... Αχ, τι έκανα! Αχ, τι ήταν

Page 22: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

αυτό που έκανα! Χα... Χα.. Χα... Ήταν να σκας από τα γέλια. Ο μόνος αξιολύπητος ήταν εκείνος ο Γλουμπένκο, αν και τη γλίτωσε τελικά.Δεν καταλαβαίνω γιατί μου τα λέτε αυτά, παρατήρησε ο Βελτσάνινοβ αυστηρά, ζαρώνοντας τα φρύδια.Μα ακριβώς για κείνη τη μαχαιριά, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς χασκογελώντας. Είναι φανερό πως αυτός ο Λιβτσόβ δεν ήταν ένας άντρας άγριος, αλλά ένας τιποτένιος, για να ξεχνάει έτσι, από την τρομάρα του, κάθε ευπρέπεια, για να ρίχνεται στην αγκαλιά των κυριών μπροστά στο διοικητή! Κι όμως πέτυχε το σκοπό του, έδωσε εκείνη τη μαχαιριά! Να γιατί σας διηγήθηκα αυτή την ιστορία.Α, στο διάβολο! ούρλιαξε ο Βελτσάνινοβ με φωνή ξαφνικά αλλαγμένη, σαν να είχε σπάσει κάτι μέσα του. Στο διάβολο, εσύ και η καταχθόνια ψυχολογία σου και οι βρωμερές, ύπουλες ιδέες σου!... Νομίζεις πως θα με τρομάξεις!... Εσύ είσαι ικανός μονάχα ένα παιδίνα τυραννάς!... Δειλέ, θρασύδειλε! ξεφώνιζε έξαλλος, λαχανιάζοντας σε κάθε λέξη.Ο Παύλος Παύλοβιτς πετάχτηκε από τη θέση του. το μεθύσι του διαλύθηκε απότομα, τα χείλια του τρέμανε.Εσείς λέτε εμένα δειλό, Αλέξη Ιβάνοβιτς; Εσείς λέτε δειλό, εμένα;Ο Βελτσάνινοβ είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία του.Είμαι πρόθυμος να σας ζητήσω συγγνώμη, είπε, σκεφτικός και βλοσυρός, υστέρα από λίγο, αλλά μέναν όρο; Ότι θα φερθείτε κι εσείς με ειλικρίνεια.Εγώ, στη θέση σας, Αλέξη Ιβάνοβιτς, θα ζητούσα συγγνώμη χωρίς να θέσω όρους.Σύμφωνοι, ας είναι! είπε ο Βελτσάνινοβ έπειτα από μια νέα σιωπή. Σας ζητώ συγγνώμη. Πρέπει ωστόσο να το παραδεχθείτε, Παύλε Παύλοβιτς, πως ύστερα από όλα αυτά που έγιναν, πιστεύω πως δεν έχω πια καμμιά υποχρέωση απέναντι σας, όχι μονάχα για όσα λέχθηκαν, αλλά για όλα.Μικροπράγματα, τι έχουμε να μοιράσουμε;Κι ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε, χαμηλώνοντας τα μάτια.Αν είναι έτσι, τόσο το καλύτερο, τόσο το καλύτερο! Αποτελειώστε το ποτήρι σας και πλαγιάστε, γιατί σας το είπα, δεν πρόκειται να σας αφήσω να μου ξεφύγετε...Ναι, το κρασί..Ο Παύλος Παύλοβιτς φαινόταν κάπως σαστισμένος. Πλησίασε το τραπέζι, ωστόσο, κι άρχισε να πίνει. Σίγουρα θα είχε πιει κιόλας πάρα πολύ, γιατί το χέρι του έτρεμε κι έχυσε λίγο κρασί στο πάτωμα, στο πουκάμισο και στο γιλέκο του. άδειασε το ποτήρι του ως τον πάτο, σαν να του ήταν αδύνατο ναφήσει έστω και μια στάλα, το ακούμπησε ευλαβικά στο τραπέζι και πήγε πειθήνια να ξεντυθεί κοντά στο κρεβάτι.Δεν θα ήταν προτιμότερο να μη μείνω την νύχτα εδώ; ρώτησε ξαφνικά, άγνωστο γιατί, κρατώντας στο χέρι το ένα παπούτσι του.Όχι, δε θα ήταν προτιμότερο, αποκρίθηκε θυμωμένα ο Βελτσάνινοβ χωρίς να τον κοιτάξει, τριγυρίζοντας ολοένα στην κάμαρα.Ο Παύλος Παύλοβιτς γδύθηκε και πλάγιασε. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, έπεσε κι ο Βελτσάνινοβ στο κρεβάτι του κι έσβησε το φως.Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Κάτι καινούργιο είχε παρουσιαστεί πουμπέρδευε ακόμη περισσότερο την υπόθεση. ήταν ανήσυχος και ντρεπόταν για την ανησυχία του. Είχε αρχίσει να μισοκοιμάται, όταν ένας ελαφρός θόρυβος τον ξύπνησε. Έριξε αμέσως μια ματιά προς το κρεβάτι του Παύλου Παύλοβιτς. ήταν σκοτεινά, (οι κουρτίνες ήταν εντελώς κατεβασμένες), κι όμως του φάνηκε πως ο Παύλος Παύλοβιτς δεν ήταν ξαπλωμένος, αλλά καθόταν στο κρεβάτι του.Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ.Μια σκιά, αποκρίθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς υστέρα από λίγο, με φωνή σβησμένη.Τί; Ποια σκιά;Εκεί κάτω, σαυτή την κάμαρα. Είδα κάτι σαν σκιά να περνάει μπροστά από την πόρτα.Η σκιά ποιανού; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ έπειτα από λίγα λεπτά.Η σκιά της Ναταλία Βασίλιεβνα.Ο Βελτσάνινοβ κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι κι έριξε μια ματιά προς το διπλανό δωμάτιο, που η πόρτα του έμενε πάντοτε ανοιχτή. Το δωμάτιο αυτό δεν είχε κουρτίνες, μονάχα άσπρα στόρια, γιαυτό ήταν και λιγότερο σκοτεινό.Δεν υπάρχει τίποτε εκεί μέσα. Είσαστε μεθυσμένος. Πλαγιάστε! είπε ο Βελτσάνινοβ.Ξάπλωσε ξανά και τυλίχτηκε με την κουβέρτα του. Ο Παύλος Παύλοβιτς δεν έβγαλε μιλιά. ξάπλωσε κι αυτός.Την είδατε κι άλλη φορά αυτή τη σκιά; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ κάπου δέκα λεπτά αργότερα.Ναι, μου φαίνεται πως την είδα μια φορά, απάντησε έπειτα από λίγα λεπτά ο Παύλος Παύλοβιτς σιγανά.Πάλι απλώθηκε σιωπή.Ο Βελτσάνινοβ δεν θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν είχε κοιμηθεί ή όχι- μια ώρα ολόκληρη ωστόσο είχε περάσει όταν τινάχτηκε ξανά. Ήταν θόρυβος αυτό που τον είχε ξυπνήσει; Δεν ήξερε, είχε όμως την εντύπωση πως κάτι ερχόταν προς το μέρος του, κάτι άσπρο που ξεχώριζε αόριστα μέσα στο σκοτάδι και είχε φθάσει κιόλας στη μέση της κάμαρας. Ανακάθισε, προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα το σκοτάδι που τον τύλιγε.Εσείς είσαστε, Παύλε Παύλοβιτς; ψιθύρισε.Και το ψιθύρισμα αυτό, αντηχώντας μέσα στη σιγαλιά και το σκότος, του φάνηκε αλλόκοτο.Καμμιά απάντηση. Δεν χωρούσε όμως αμφιβολία: κάποιος στεκόταν εκεί.Εσείς είσαστε... Παύλε Παύλοβιτς; ξανάπε πιο δυνατά, τόσο δυνατά, που αν ο Παύλος Παύλοβιτς κοιμόταν, σίγουρα θα ξυπνούσε και θαπαντούσε.Κανείς δεν αποκρίθηκε, τώρα όμως του φάνηκε του Βελτσάνινοβ πως η λευκή και μόλις διακρινόμενη μορφή ζύγωνε όλο και πιο πολύ. Και τότε έγινε μέσα του μια αιφνίδια αλλαγή. κάτι έσπασε μέσα του, όπως πριν από λίγο ξεφώνισε μόλη του τη δύναμη, έξαλλος από θυμό, με φωνή λαχανιασμένη:Αν έχετε το θράσος να φαντάζεσθε πως μπορείτε να με τρομάξετε, γυρίζω κι εγώ από το άλλο πλευρό, χώνω το κεφάλι μου κάτω από την κουβέρτα μου και μένω ακίνητος όλη την νύχτα, για να σας δείξω πόσο σας περιφρονώ... Μέθυσε! Γελοίε!... Ακόμη κι αν μείνετε εκεί ίσαμε το πρωί... σαν ένας

Page 23: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

γελοίος... Να, σας φτύνω!Και, πραγματικά, έφτυσε με λύσσα πάνω σαυτό το πράγμα που, όπως νόμιζε, ήταν ο Παύλος Παύλοβιτς. στράφηκε κατά τον τοίχο, τράβηξε την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι του κι έμεινε ακίνητος σαυτή τη στάση. Νεκρική σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο. Να τον πλησίαζε άραγε το φάντασμα ή στεκόταν στην ίδια πάντα θέση; Ο Βελτσάνινοβ δεν μπορούσε να το ξέρει, αλλά η καρδιά του χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε... Πέντε λεπτά τουλάχιστον πέρασαν έτσι και, ξάφνου, δυο βήματα κοντά του, αντήχησε η αδύνατη, παραπονιάρικη φωνή του Παύλου Παύλοβιτς.Σηκώθηκα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, να ψάξω να βρω... (και ονόμασε ένα απαραίτητο οικιακό σκεύος). Δεν το βρήκα κοντά στο κρεβάτι μου και ήθελα... χωρίς να κάνω θόρυβο... να δω κάτω από το δικό σας...Και γιατί δεν απαντήσατε... όταν φώναξα; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ με τρεμουλιαστή φωνή, ύστερα από λίγο.Φοβήθηκα... φωνάξατε τόσο δυνατά... που τρόμαξα...Εκεί είναι, αριστερά, στη γωνιά κοντά στην πόρτα, μέσα στο κομμοδίνο. Ανάψτε το κερί.Θα το βρω και χωρίς το κερί, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς ταπεινά, πηγαίνοντας προς το κομμοδίνο. Με συγχωρείτε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, για την ενόχληση... Μέκανε άνω - κάτω το κρασί...Ο Βελτσάνινοβ όμως δεν του έδωσε καμμιά απάντηση. Έμεινε ξαπλωμένος, με το πρόσωπο προς τον τοίχο και πέρασε έτσι όλη τηννύχτα, χωρίς ναλλάξει πλευρό ούτε μια φορά. Ήθελε τάχα να κρατήσει τον λόγο του και να δείξει έτσι την περιφρόνηση του; Ούτε ο ίδιος καταλάβαινε τα αισθήματα του. τα νεύρα του ήταν ερεθισμένα τόσο, που στο τέλος τον έπιασε παραλήρημα κι άργησε πολύ ναποκοιμηθεί. Όταν ξύπνησε το άλλο πρωί, κατά τις δέκα, τινάχτηκε κι ανακάθισε απότομα σαν να τον είχε σπρώξει κάποιος: ο Παύλος Παύλοβιτς δεν ήταν πια στο δωμάτιο. είχε ξεγλιστρήσει σιγά - σιγά, τα χαράματα. το κρεβάτι του ήταν άδειο, ξέστρωτο.Το ήξερα, είπε ο Βελτσάνινοβ, χτυπώντας με την παλάμη το μέτωπο του.ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΟι φόβοι του γιατρού βγήκαν αληθινοί: η κατάσταση της Λίζας χειροτέρεψε την νύχτα, πολύ περισσότερο από ότι είχαν φαντασθεί το προηγούμενο βράδυ, ο Βελτσάνινοβ και η Κλαυδία Πετρόβνα. Όταν ο Βελτσάνινοβ έφθασε το πρωί, η μικρή έκαιγε από τον πυρετό, αλλά είχε ακόμη τις αισθήσεις της. Αργότερα, ο Βελτσάνινοβ βεβαίωνε πως η Λίζα του είχε χαμογελάσει, του είχε απλώσει μάλιστα το φλογισμένο χεράκι της. Να είχε γίνει αλήθεια αυτό, ή να το φαντάστηκε άθελα του για να παρηγορηθεί; Δεν μπόρεσε ποτέ να το εξακριβώσει. Το ίδιο βράδυ η άρρωστη έπεσε σε βυθό και δεν ξαναβρήκε πια τις αισθήσεις της. Ξεψύχησε τη δέκατη μέρα. Αυτές οι δέκα μέρες, που τις πέρασε στο σπίτι των Προγορέλτσεβ, στάθηκαν πολύ οδυνηρές για τον Βελτσάνινοβ, τόσο που όλοι γύρω του ανησύχησαν, ακόμη και για τη ζωή του. Τις τελευταίες μέρες της αρρώστιας της Λίζας, καθόταν ώρες συνέχεια σε μια γωνιά, χωρίς να σκέπτεται τίποτε, θα έλεγες. Η Κλαυδία Πετρόβνα προσπαθούσε να τον διασκεδάσει, εκείνος όμως μόλις που της απαντούσε και έδειχνε πως οι κουβέντες της τον ενοχλούσαν. Ασφαλώς η Κλαυδία Πετρόβνα δε θα το περίμενε ποτέ πως όλα αυτά μπορούσαν να του κάνουν τόση εντύπωση. Τα παιδιά κατάφερναν κάπως καλύτερα να τον διασκεδάζουν. γελούσε μάλιστα κάπου - κάπου μαζί τους- κάθε τόσο όμως σηκωνόταν από τη γωνιά του και πήγαινε, στις μύτες των ποδιών, να ρίξει μια ματιά στην άρρωστη. Καμμιά φορά του φαινόταν πως τον αναγνώριζε. Όπως όλοι οι άλλοι, δεν είχε πια καμμιά ελπίδα, δεν απομακρυνόταν όμως από το δωμάτιο όπου ξεψυχούσε η Λίζα.Μια - δυο φορές, ωστόσο, έδειξε σαυτό το διάστημα εξαιρετική δραστηριότητα. έτρεξε βιαστικά στην Πετρούπολη, πήγε στουςδιασημότερους γιατρούς και τους κάλεσε σε συμβούλιο κοντά στην άρρωστη. Το τελευταίο από αυτά τα συμβούλια έγινε την παραμονή του θανάτου της μικρής. Τρεις μέρες πριν, η Κλαυδία Πετρόβνα είχε παρακαλέσει επίμονα τον Βελτσάνινοβ να ψάξει να βρει επιτέλους τον Τρουσότσκη και να τον φέρει: Αν γίνει καμμιά συμφορά, χωρίς να είναι ο Τρουσότσκη εδώ, δε θα μπορέσουμε ούτε να θάψουμε την Λίζα. Ο Βελτσάνινοβ αποκρίθηκε αόριστα και αφηρημένα, πως θα του έγραφε. Τότε ο Προγορέλτσεβ δήλωσε πως θα έβαζε αυτός την αστυνομία να βρει τον πατέρα της μικρής. Τέλος ο Βελτσάνινοβ αποφάσισε να του γράψει λίγα λόγια και πήγε ο ίδιος το σημείωμα στο ξενοδοχείο του Πακρόβ. Ο Παύλος Παύλοβιτς, κατά τη συνήθεια του, δεν ήταν εκεί, κι ο Βελτσάνινοβ άφησε το γραμματάκι του στη Μαρία Σισόγιεβνα.Η Λίζα πέθανε ένα όμορφο καλοκαιριάτικο βράδυ μαζί με το ηλιοβασίλεμα. Μονάχα τότε ο Βελτσάνινοβ φάνηκε να συνέρχεται. Όταν είδε το άψυχο κορμάκι, ντυμένο με ένα άσπρο φόρεμα μιας απ' τις κόρες της Κλαυδίας Πετρόβνα, πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, με λουλούδια στα σταυρωμένα χεράκια του, ο Βελτσάνινοβ πλησίασε την Κλαυδία Πετρόβνα και της δήλωσε, και τα μάτια του πετούσαν αστραπές εκείνη τη στιγμή, πως θα πήγαινε αμέσως να φέρει τον φονιά. Ξεκίνησε το ίδιο λεπτό, μολονότι τον συμβούλεψαν ναναβάλει το ταξίδι του για την άλλη μέρα.Ήξερε που θα έβρισκε τον Παύλο Παύλοβιτς. Δεν είχε πάει μονάχα για να καλέσει τους γιατρούς τον τελευταίο καιρό στην Πετρούπολη. Πίστευε τότε πως, αν κατόρθωνε να φέρει τον Παύλο Παύλοβιτς κοντά στη Λίζα, η μικρή θα γινόταν καλά, ακούγοντας τη φωνή του πατέρα της. και έτρεχε σαν τρελός να τον βρει. Ο Παύλος Παύλοβιτς έμενε πάντα στο ίδιο δωμάτιο, αλλά ήταν άσκοπο να απευθυνθεί κανείς στο ξενοδοχείο του. Πολλές φορές κάνει τρεις μέρες συνέχεια να κοιμηθεί εδώ κι ούτε φαίνεται καθόλου, έλεγε η Μαρία Σισόγιεβνα, κι αν τύχει και έρθει, μεθυσμένος, κάθεται λίγα λεπτά και ξαναφεύγει. Ξώκειλε πια ολότελα. Ο καμαριέρης του ξενοδοχείου, ανάμεσα σε πολλά άλλα, πληροφόρησε τον Βελτσάνινοβ πως εδώ και λίγο καιρό ο Παύλος Παύλοβιτς είχε φιλίες με κάτι ελαφρές γυναίκες, που τις είχε γνωρίσει στη λεωφόρο Βοζνεσένσκυ. Ο Βελτσάνινοβ τις βρήκε εύκολα. Ύστερα από ένα καλό φαγητό και γενναίο φιλοδώρημα, οι γυναίκες αυτές θυμήθηκαν τον πελάτη τους (το κρέπι στο καπέλο τους είχεκάνει μεγάλη εντύπωση) και άρχισαν να τον βρίζουν... σίγουρα επειδή δεν πήγαινε πια να κάνει παρέα μαζί τους. Η μια από αυτές, η Κάτια, δήλωσε πως μπορούσε να βρει τον Παύλο Παύλοβιτς οποιαδήποτε ώρα. Τώρα τελευταία, είπε, δεν ξεκολλάει από το σπίτι της Μάσκα Προστακόβα. Και φαίνεται να έχει λεφτά με ουρά. Όσο γι' αυτή τη Μάσκα, το καθαυτό της όνομα δεν είναι Προστακόβα, αλλά Προχβόστοβα. Έκανε και κάμποσο καιρό στο νοσοκομείο για κάποια βαριά αρρώστια. Μια

Page 24: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

μονάχα λέξη να πει κανείς, μια μονάχα, και τη στέλνει ίσια στη Σιβηρία.Κι όμως η Κάτια δεν κατάφερε νανακαλύψει τον Παύλο Παύλοβιτς εκείνη την ημέρα, υποσχέθηκε πάντως να τον βρει την επόμενη φορά. Σε αυτής λοιπόν της γυναίκας τη βοήθεια βασιζόταν τώρα ο Βελτσάνινοβ.Μόλις έφθασε στην πόλη, κατά τις δέκα, τράβηξε ίσια για το σπίτι όπου έμενε η Κάτια, ζήτησε να τη δει, πλήρωσε όσα έπρεπε για τον χρόνο που θα κρατούσε η απουσία της, και ξεκίνησε μαζί της. Δεν ήξερε ακόμη ούτε ο ίδιος τι είχε σκοπό να κάνει. Θα σκότωνε τον Παύλο Παύλοβιτς ή τον ήθελε μονάχα για να του αναγγείλει τον θάνατο της κόρης του και να του εξηγήσει πως δεν μπορούσαν να τη θάψουν χωρίς την παρουσία του; Οι πρώτες έρευνες τους στάθηκαν άκαρπες. πληροφορήθηκαν πως, τρεις μέρες πριν, είχε γίνει άγριος καβγάς στο σπίτι της Μάσκα Προχβόστοβα και πως κάποιος ταμειακός είχε σπάσει το κεφάλι του Παύλου Παύλοβιτς μένα σκαμνί. Συνέχισαν τις αναζητήσεις τους και, για να μην τα πολυλογούμε, μόλις κατά τις δυο το πρωί, καθώς έβγαινε από κάποιο ύποπτο σπίτι που του είχαν υποδείξει, ο Βελτσάνινοβ έπεσε ξαφνικά πάνω στον Παύλο Παύλοβιτς.Ήταν τύφλα στο μεθύσι. Δυο γυναίκες τον σέρνάνε σε αυτό το σπίτι. η μια τον βαστούσε από το μπράτσο. ένας λεβέντης ίσαμε εκεί πάνω, ένας αντίπαλος σίγουρα, ακολουθούσε χειρονομώντας ζωηρά ξεφωνίζοντας, με όλη του τη δύναμη, φοβέρες και περιλούζοντας τον Παύλο Παύλοβιτς με τις χειρότερες βρισιές. Μέσα στάλλα, φώναζε πως ο Παύλος Παύλοβιτς τον εκμεταλλευόταν και του φαρμάκωνε τη ζωή. Ο λόγος ήταν για κάτι λεφτά, από ότι κατάλαβε ο Βελτσάνινοβ. Οι γυναίκες, πολύ φοβισμένες, βιάζονταν. Μόλις είδε τον Βελτσάνινοβ, ο Παύλος Παύλοβιτς όρμησε πάνω του, απλώνοντας τα χέρια και ούρλιαξε σαν να τον σφάζανε:Αδελφέ μου! Βοήθεια!Βλέποντας το αθλητικό παράστημα του Βελτσάνινοβ, ο αντίπαλος έγινε άφαντος στη στιγμή. Ο Παύλος Παύλοβιτς στράφηκε με ύφος θριαμβευτικό, απειλώντας τον με τις γροθιές του, κι έβγαλε μια τσιριχτή κραυγή νίκης. Ο Βελτσάνινοβ, χωρίς να ξέρει κι αυτός καλά - καλά γιατί, τον άδραξε από τον ώμο και βάλθηκε να τον τραντάζει τόσο δυνατά, που του άλλου του χτυπήσανε τα δόντια. Ο Παύλος Παύλοβιτς έπαψε μονομιάς τις φωνές, στυλώνοντας στον βασανιστή του ένα βλέμμα αποβλακωμένο από το μεθύσι, φοβισμένο και θολό. Μην ξέροντας, πιθανότατα, τι άλλο να του κάνει, ο Βελτσάνινοβ τον έσπρωξε βάναυσα και τον κάθισε σε μια κοτρώνα στην άκρη του δρόμου. Η Λίζα πέθανε! του είπε.Καθισμένος στην κοτρώνα, αγκιστρωμένος σε μια από τις γυναίκες, ο Παύλος Παύλοβιτς κοίταξε τον Βελτσάνινοβ με το ίδιο πάντα αποβλακωμένο βλέμμα. Τέλος, κατάλαβε και το πρόσωπο του μονομιάς άλλαξε έκφραση.Πέθανε... μουρμούρισε με παράξενη φωνή. Να χαμογελούσε άραγε ακόμη μεκείνο το ηλίθιο χαμόγελο του μεθυσμένου, ή μήπως ήταν ένας μορφασμός πόνου αυτό που είχε μεταμορφώσει έτσι το πρόσωπο του; Ο Βελτσάνινοβ δεν μπόρεσε να διακρίνει, ένα λεπτό όμως αργότερα, ο Παύλος Παύλοβιτς ύψωσε, με μεγάλη προσπάθεια, το δεξί του χέρι, που έτρεμε, να κάνει το σταυρό του. δεν αποτελείωσε ωστόσο την κίνηση και κατέβασε το χέρι. Ύστερα από λίγο, ανασηκώθηκε αργά - αργά, έπιασε από το μπράτσο τη γυναίκα, στηρίχτηκε επάνω της και άρχισε να περπατά, σαν να μην ήξερε τι έκανε, σαν να είχε ξεχάσει τον Βελτσάνινοβ. Αυτός όμως τον άρπαξε ξανά από τον ώμο.Δεν καταλαβαίνεις, μέθυσε, τέρας, πως είναι αδύνατον να την θάψουμε χωρίς εσένα ξεφώνισε. Ο Παύλος Παύλοβιτς στράφηκε.Τον θυμόσαστε... εκείνον τον υπολοχαγό του πυροβολικού; τραύλισε μπερδεύοντας τα λόγια του.Τί; έκανε ο Βελτσάνινοβ νιώθοντας ένα σφίξιμο στην καρδιά. Αυτός είναι ο πατέρας της!... Ψάξτε να τον βρείτε... για την κηδεία... Λες ψέματα! ούρλιαξε ο Βελτσάνινοβ. Το λες από κακία... Το ήξερα πως θα μου το σέρβιρες κι αυτό!Έξαλλος, σήκωσε την τρομερή γροθιά του πάνω από το κεφάλι του Παύλου Παύλοβιτς. Άλλο ένα λεπτό και θα τον σκότωνε μένα χτύπημα. Οι γυναίκες το βάλανε στα πόδια, μπήγοντας στριγγλιές, ο Παύλος Παύλοβιτς έμεινε απαθής: μια έκφραση μίσους άγριου, ακράτητου, του παραμόρφωνε το πρόσωπο.Την ξέρεις εκείνη τη ρωσική μας έκφραση; είπε με φωνή σταθερή, σαν να μην ήταν πια μεθυσμένος και ξεστόμισε μια βλαστήμια που είναι αδύνατον να γραφτεί στο χαρτί. Έ, λοιπόν, άρπα την!...Απελευθερώθηκε με όλη του τη δύναμη από τα χέρια του Βελτσάνινοβ, που έχασε την ισορροπία του και κόντεψε να πέσει χάμω. Οι γυναίκες πιάσανε τον Παύλο Παύλοβιτς από τις μασχάλες και, σέρνοντας τον σχεδόν, απομακρύνθηκαν στριγγλίζοντας. Ο Βελτσάνινοβ δεν τους κυνήγησε.Την άλλη μέρα, στη μία μετά το μεσημέρι, ένας μεσόκοπος δημόσιος υπάλληλος, πολύ καθώς πρέπει, παρουσιάστηκε στο σπίτι των Προγορέλτσεβ κι έδωσε στην Κλαυδία Πετρόβνα ένα σφραγισμένο φάκελο εκ μέρους του Παύλου Παύλοβιτς Τρουσότσκη. Μέσα στο φάκελο, εκτός από τα έγγραφα τα απαραίτητα για την ταφή της Λίζας, ήταν ένα γράμμα και τριακόσια ρούβλια. Το γράμμα ήταν σύντομο, γραμμένο με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Ο Παύλος Παύλοβιτς εξέφραζε στην εκλαμπρότητά της, την Κλαυδία Πετρόβνα, την απεριόριστη ευγνωμοσύνη του για την καλοσύνη που είχε δείξει σε μια ορφανή, καλοσύνη που γιαυτή μονάχα ο Θεός μπορούσε να την αμείψει. Μια σοβαρή αδιαθεσία, εξηγούσε αόριστα, τον εμπόδιζε νακολουθήσει την κηδεία της άμοιρης και πολυαγαπημένης κόρης του και βασιζόταν στην αγγελική καλοσύνη της εκλαμπρότητάς της; που ασφαλώς θα δεχόταν ναναλάβει όλες τις σχετικές φροντίδες. Όσο για τα τριακόσια ρούβλια - έλεγε παρακάτω στο γράμμα του - αυτά προορίζονταν για τα έξοδα της κηδείας και της αρρώστιας. 'Αν κατά τύχη περίσσευε κάτι από αυτό το ποσό, παρακαλούσε ταπεινά και με βαθύτατο σεβασμό την εκλαμπρότητά της να το χρησιμοποιήσει για τρισάγια υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της Λίζας. Ο υπάλληλος δεν μπόρεσε να δώσει άλλες εξηγήσεις. άφησε μάλιστα στην Κλαυδία Πετρόβνα να καταλάβει πως είχε δεχθεί να της φέρει το φάκελο, μόνο και μόνο επειδή τον είχε παρακαλέσει επίμονα ο Παύλος Παύλοβιτς. ΟΠρογορέλτσεβ πειράχτηκε πολύ με τη φράση για τα έξοδα της αρρώστιας και δήλωσε πως έπρεπε να κρατήσουν μονάχα πενήντα ρούβλια για την κηδεία, δεν μπορούσαν, βέβαια, ναπαγορεύσουν σέναν πατέρα να πληρώσει την ταφή του παιδιού του, και να επιστρέψουν τα υπόλοιπα διακόσια πενήντα ρούβλια στον κύριο Τρουσότσκη. Η Κλαυδία Πετρόβνα όμως αποφάσισε ναφήσει το ποσό στην εκκλησία του νεκροταφείου, εις μνήμην της κόρης Ελισάβετ. Η απόδειξη της εκκλησίας παραδόθηκε στον Βελτσάνινοβ για να τη στείλει αμέσως στον Παύλο Παύλοβιτς. Χωρίς να χάσει στιγμή ο

Page 25: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Βελτσάνινοβ την έστειλε με ειδικό ταχυδρόμο στο ξενοδοχείο του Πακρόβ.Μετά την κηδεία, ο Βελτσάνινοβ εξαφανίσθηκε από την έπαυλη. Δυο εβδομάδες συνέχεια γύριζε άσκοπα στην πόλη, ολομόναχος, τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του, που σκόνταφτε κάθε τόσο πάνω στους διαβάτες. Άλλες φορές έμενε μέρες ολόκληρες στο δωμάτιο του, ξαπλωμένος στο ντιβάνι του, ξεχνώντας και τα πιο στοιχειώδη πράγματα. Οι Προγορέλτσεβ πολλές φορές του στείλανε μηνύματα να πάει σπίτι τους. Έδινε το λόγο του πως θα πήγαινε και το ξεχνούσε αμέσως. Μια μέρα, ήρθε η ίδια η Κλαυδία Πετρόβνα, μα δεν τον βρήκε εκεί. Το ίδιο έγινε και με τον δικηγόρο του. κι ο δικηγόρος του είχε να του αναγγείλει ένα νέο σημαντικό: είχε καταφέρει με διπλωματία μεγάλη να τακτοποιήσει το ζήτημα και ο αντίδικος δεχόταν να έρθει σε συμβιβασμό που εξασφάλιζε στον Βελτσάνινοβ ένα σεβαστό μέρος της αμφισβητούμενης κληρονομιάς. Δεν έλειπε πια παρά η δική του συγκατάθεση. Όταν, τέλος, ο δικηγόρος κατόρθωσε να συναντήσει τον Βελτσάνινοβ, έμεινε κατάπληκτος με την αδιαφορία και την απάθεια που έδειξε ο πελάτης του, ο άλλοτε τόσο ανυπόμονος, ακούγοντας το νέο.Ήρθε ο Ιούλιος με τις ζέστες του, μα ο Βελτσάνινοβ είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Σαν ένα απόστημα έτοιμο να σπάσει, ο πόνος του φαρμάκωνε την ψυχή και ακατάπαυστος, κυριαρχούσε στη σκέψη του. Βασανιζόταν κυρίως με τη σκέψη πως η Λίζα δεν είχε προλάβει να τον γνωρίσει, πως είχε πεθάνει δίχως να μάθει πόσο βαθιά την είχε αγαπήσει. Ο σκοπός της ζωής του, που είχε προβάλει μπροστά του μέσα σένα εκθαμβωτικό φως, είχε χαθεί ξαφνικά, σβήνοντας μέσα στο αιώνιο σκοτάδι.Τούτος ο σκοπός, το συλλογιζόταν τώρα ασταμάτητα, ήταν νανιώθει η Λίζα την απέραντη αγάπη του κάθε στιγμή, κάθε ώρα της ζωής της. Όχι, έλεγε μέσα του κυριευμένος από μελαγχολική έξαρση, κανείς δεν έχει και δεν μπορεί να έχει σκοπό ανώτερο από αυτόν. Αν υπήρχε άλλος κανένας σκοπός, δεν μπορεί να είναι ανώτερος... Η αγάπη της Λίζας, σκεφτόταν, θα μπορούσε να εξαγνίσει και να εξιλεώσει την προηγούμενη άχρηστη κι ανήθικη ζωή μου. Κι εγώ, ο αργόσχολος, ο άσωτος, ο κουρασμένος, θα χάριζα τη στοργή μου, θα ανέτρεφα ένα πλάσμα αγνό και ωραίο, και χάρη σαυτό το πλάσμα όλα θα μου είχαν συγχωρεθεί κι εγώ ο ίδιος θα συγχωρούσα τον εαυτό μου.Όλες αυτές οι σκέψεις, απολύτως συνειδητές, ήταν πάντα συνυφασμένες με την καθαρή, ακατάπαυστη, πάντοτε οδυνηρή ανάμνηση της πεθαμένης μικρούλας.Ξανάβλεπε το χλωμό προσωπάκι της, αναπολούσε την κάθε της έκφραση, την έβλεπε όπως ήταν μέσα στο φέρετρο της, μέσα στα λουλούδια, ή να φλέγεται από τον πυρετό, αναίσθητη, με τα μάτια ανοιχτά και απλανή. Θυμήθηκε ξαφνικά πώς, βλέποντας την νεκρή, είχε προσέξει, ένας Θεός ξέρει γιατί, - ότι ένα δαχτυλάκι της ήταν μαυρισμένο. αυτό του είχε κάνει συγκλονιστική εντύπωση, είχε νιώσει τέτοια συμπόνια για κείνο το δαχτυλάκι, που τότε, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, είχε πάρει την απόφαση να βρει αμέσως τον Παύλο Παύλοβιτς και να τον σκοτώσει. Ως τότε, ήταν σαν αναίσθητος.Να ήταν άραγε οι ταπεινώσεις που είχαν ραγίσει την περήφανη αυτή παιδική καρδιά, ή τα μαρτύρια που είχε υποστεί τους τελευταίους τρεις μήνες από τον πατέρα της, τον πατέρα αυτόν που η αγάπη του είχε ξαφνικά μεταμορφωθεί σε μίσος, που την έβριζε, την κορόιδευε για τους φόβους της και την είχε τελικά εγκαταλείψει σε ξένους; Ο Βελτσάνινοβ δεν έπαυε στιγμή να τα συλλογίζεται όλα αυτά και να στριφογυρίζει μέσα στο μυαλό του, με άπειρες παραλλαγές, τις ίδιες πάντα σκέψεις. Θυμήθηκε ξαφνικά τα λόγια του Τρουσότσκη: Ξέρετε τι ήταν για μένα η Λίζα; Και κατάλαβε πως τούτα τα λόγια δεν ήταν μια κραυγή μεθυσμένου. ήταν ένα ανυπόκριτο ξέσπασμα αγάπης. Πώς είχε μπορέσει αυτός ο τύραννος να δείξει τόση σκληρότητα στο παιδί αυτό που τόσο ταγαπούσε; Κάθε φορά όμως έδιωχνε μακριά από το νου του αυτή την ερώτηση. Υπήρχε σαυτό το σημείο κάτι το τρομακτικό, το πολύοδυνηρό και απροσδιόριστο.Μια μέρα, σχεδόν ασυναίσθητα, πήγε στο νεκροταφείο όπου είχαν θάψει την Λίζα και κατευθύνθηκε προς τον τάφο της. Από την ημέρα της κηδείας, ούτε μια φορά δεν είχε πάει εκεί. Του φαινόταν πως ο πόνος του θα ήταν αβάσταχτος και δεν τολμούσε. Παράξενο όμως, όταν έσκυψε πάνω από το μνήμα και το φίλησε, ένιωσε μονομιάς κάποια ανακούφιση. Η βραδιά ήταν γλυκιά, ο ήλιος έγερνε κοντά στους τάφους, ολόγυρα, βλάσταινε παχύ, ολόδροσο χορτάρι, μια μέλισσα βούιζε μέσα σε μια αγριοτριανταφυλλιά. τα λουλούδια, τα στέφανα που είχαν αποθέσει τα παιδιά της Κλαυδίας Πετρόβνα στο μικρό μνήμα, ήταν ακόμη εκεί, μισομαραμένα. Και για πρώτη φορά ύστερα από καιρό, κάποια ελπίδα ήρθε να του δροσίσει την καρδιά. Τι ηρεμία! σκέφθηκε; πλημμυρισμένος από τη γαλήνη του νεκροταφείου, ατενίζοντας τον φωτεινό, ολοκάθαρο ουρανό. Ένα αίσθημα εμπιστοσύνης στο μέλλον, ένα αίσθημα παράξενο, γαλήνιο και αγνό, γέμισε την ψυχή του. Είναι η Λίζα που μου το στέλνει. Εκείνη είναι που μιλάει, συλλογίστηκε.Είχε αρχίσει πια να σκοτεινιάζει, όταν ξεκίνησε για να γυρίσει σπίτι του. Όχι μακριά από το νεκροταφείο, λίγο πιο πέρα στον δρόμο, πέρασε μπροστά από ένα ξύλινο σπιτάκι, κάτι σαν ταβέρνα. Από τα μισοανοιγμένα παράθυρα, φαίνονταν άνθρωποι καθισμένοι γύρω από τραπέζια. Ο Βελτσάνινοβ είχε ξαφνικά την εντύπωση πως ένας από αυτούς, καθισμένος πλάϊ στο παράθυρο, τον κοίταζε κάπως περίεργα. Μην ήταν ο Παύλος Παύλοβιτς; Ο Βελτσάνινοβ συνέχισε το δρόμο του. σε λίγο άκουσε βιαστικά βήματα πίσω του, κάποιος έτρεχε να τον φθάσει. Ήταν πραγματικά ο Παύλος Παύλοβιτς. Θα είχε πάρει σίγουρα θάρρος από την ήρεμη έκφραση του Βελτσάνινοβ, μπορεί, ακόμη, να του είχε κινήσει την περιέργεια αυτή η έκφραση. Πλησίασε, χαμογελώντας δειλά, όχι πια μεκείνο το χαμόγελο του μέθυσου. Δεν ήταν διόλου πιωμένος. Καλησπέρα, είπε. Καλησπέρα, αποκρίθηκε ο Βελτσάνινοβ.

Ο ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΟΒΙΤΣ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙΜόλις άρθρωσε αυτήν τη λέξη, ο Βελτσάνινοβ απόρησε κι ο ίδιος με τον εαυτό του. Του φάνηκε πολύ παράξενο το ότι έβλεπε τώρα αυτόν τον άνθρωπο χωρίς να νιώσει αγανάκτηση, άλλα αισθήματα εντελώς διαφορετικά, ή, μάλλον την επιθυμία, το προμήνυμα νέων αισθημάτων.Τι ωραία βραδιά! είπε ο Παύλος Παύλοβιτς.Δεν φύγατε ακόμη; μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ εξακολουθώντας να βαδίζει και δίνοντας την εντύπωση πως μάλλον έκανε μια σκέψη μεγαλόφωνα παρά μια ερώτηση.Ναι, καθυστέρησα κάπως, αλλά πέτυχα τον διορισμό μου σε μια θέση ανώτερη. Φεύγω μεθαύριο χωρίς άλλο.Πετύχατε τον διορισμό σας; ρώτησε αυτή τη φορά ο Βελτσάνινοβ.

Page 26: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Γιατί όχι; έκανε ο Παύλος Παύλοβιτς μέναν ανεπαίσθητο μορφασμό.Ώ, έτσι το είπα... δικαιολογήθηκε ο Βελτσάνινοβ.Και, σουφρώνοντας τα φρύδια, έριξε μια κλεφτή ματιά στον Παύλο Παύλοβιτς. Απόρησε διαπιστώνοντας πως τα ρούχα, το καπέλο και το κρέπι και γενικά όλη η εμφάνιση του κυρίου Τρουσότσκη ήταν πολύ πιο ευπρεπής, παρότι τρεις εβδομάδες πιο πριν. Μα τί να γύρευε σεκείνο το καπηλειό; αναρωτήθηκε.Σκόπευα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, να σας αναγγείλω ένα άλλο ευχάριστο νέο, άρχισε πάλι ο Παύλος Παύλοβιτς.Ευχάριστο νέο;Παντρεύομαι.Πώς;Μετά τη θλίψη, η χαρά. Έτσι είναι η ζωή. Θα ήθελα πολύ, Αλέξη Ιβάνοβιτς... αλλά δεν ξέρω... μπορεί να είσαστε βιαστικός... το ύφος σας...Ναι, είμαι βιαστικός... και... δεν αισθάνομαι καλά.Ξάφνου ένιωσε την επιθυμία να ξεφορτωθεί τον συνοδό του. Η καλοπροαίρετη διάθεση, που είχε αισθανθεί λίγο πριν για τον Παύλο Παύλοβιτς, είχε εξαφανισθεί μονομιάς.Κι εγώ που ήθελα...Ο Παύλος Παύλοβιτς δεν είπε τι ήθελε κι ο Βελτσάνινοβ δε ζήτησε εξηγήσεις.Τότε ας ταφήσουμε γι' αργότερα, αν τύχει και ξανασυναντηθούμε.Ναι, ναι, αργότερα, έσπευσε να πει ο Βελτσάνινοβ, χωρίς να τον κοιτάξει, συνεχίζοντας τον δρόμο του.Έγινε σιωπή για ένα λεπτό. Ο Παύλος Παύλοβιτς βάδιζε δίπλα του.Ε, λοιπόν, τότε χαίρετε, είπε στο τέλος.Χαίρετε. Και τις ευχές μου...Ο Βελτσάνινοβ γύρισε σπίτι του, πάλι πολύ ταραγμένος. Δεν χωρούσε αμφιβολία, η επαφή μαυτό το υποκείμενο ήταν ανυπόφορη. Καθώς έπεφτε να κοιμηθεί, αναρωτήθηκε ξανά: Τι γύρευε κοντά στο νεκροταφείο;Το άλλο πρωί, αποφάσισε επιτέλους να πάει στους Προγορέλτσεβ. το αποφάσισε απρόθυμα. Κάθε εκδήλωση συμπόνιας του ήταν οδυνηρή, ακόμη και των Προγορέλτσεβ. αλλά είχαν ανησυχήσει τόσο πολύ γι' αυτόν που δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έπρεπε να πάει. Ξαφνικά του πέρασε η ιδέα πως θα ένιωθε μεγάλη ντροπή, όταν θα τους αντίκρυζε ξανά για πρώτη φορά. Να πάω ή να μην πάω; συλλογιζόταν καθώς έτρωγε βιαστικά το πρωινό του, όταν με μεγάλη έκπληξη είδε τον Παύλο Παύλοβιτς να μπαίνει στο δωμάτιο του.Παρ' όλη τη χθεσινή συνάντηση, ο Βελτσάνινοβ δεν το έβαζε καν στο νου του πως αυτός ο άνθρωπος θα ξαναπερνούσε το κατώφλι του σπιτιού του, σάστισε τόσο, που τον κοίταζε ανίκανος να του πει λέξη. Ο Παύλος Παύλοβιτς όμως, δίχως να δείξει την παραμικρή αμηχανία, τον καλημέρισε και κάθισε στην ίδια καρέκλα που είχε καθίσει τρεις εβδομάδες πριν, στην τελευταία του επίσκεψη, που ο Βελτσάνινοβ την ξαναθυμήθηκε ξαφνικά με διαύγεια εξαιρετική. Κοίταξε τον επισκέπτη του με ανησυχία και αηδία.Απορείτε, ε; είπε ο Παύλος Παύλοβιτς, μαντεύοντας το νόημα αυτού του βλέμματος.Γενικά, οι τρόποι του έδειχναν μεγαλύτερη άνεση από την προηγούμενη μέρα, ταυτοχρόνως όμως φαινόταν πιο φοβισμένος. Ηεμφάνιση του ήταν πολύ παράδοξη. Ο κύριος Τρουσότσκη ήταν ντυμένος όχι μονάχα με ευπρέπεια, αλλά και κομψά: ελαφρό καλοκαιρινό σακκάκι, ανοιχτόχρωμο κολλητό παντελόνι, ανοιχτόχρωμο γιλέκο, γάντια, φρέσκο πουκάμισο, και, ένας Θεός ήξερε γιατί χρυσό λορνιόν. Όλα αυτά, άμεμπτα. Είχε μάλιστα και παρφουμαριστεί. Η εμφάνιση του είχε κάτι το κωμικό, κάτι που σου προκαλούσε όμως μια σκέψη παράξενη, δυσάρεστη.Το βλέπω, Αλέξη Ιβάνοβιτς, συνέχισε με πρόδηλη προσπάθεια, πως η επίσκεψη μου σας κάνει να απορείτε. Το νιώθω, αλλά πιστεύω πως υπάρχει πάντοτε, πως πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους, κάτι το ανώτερο, δε συμφωνείτε; Κάτι που στέκει ψηλότερα από όλα τα τυχαία περιστατικά κι όλες τις δυσαρέσκειες που μπορούν να δημιουργηθούν... δεν είναι έτσι;Παύλε Παύλοβιτς, πέστε γρήγορα τι έχετε να πείτε, χωρίς τσιριμόνιες, είπε ο Βελτσάνινοβ ζαρώνοντας τα φρύδια.Να, λοιπόν, με δυο λόγια, τι έχω να σας πω, έσπευσε να συνεχίσει ο Παύλος Παύλοβιτς. Παντρεύομαι και τούτη τη στιγμή πηγαίνω στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς μου. Μένει κι αυτή στην εξοχή. Θα ήθελα λοιπόν να έχω τη μεγάλη τιμή να σας παρουσιάσω στην οικογένεια και τολμώ να σας παρακαλέσω, να σας παρακαλέσω ταπεινά, (κι ο Παύλος Παύλοβιτς έσκυψε το κεφάλι) να με συνοδέψετε.Ο Βελτσάνινοβ γούρλωσε τα μάτια. Να σας συνοδέψω πού ;Στο σπίτι τους, στην εξοχή. Με συγχωρείτε, είμαι κάπως ξαναμμένος και μπορεί να μιλάω κάπως μπερδεμένα, αλλά φοβάμαι τόσο την άρνηση σας.Κοίταξε τον Βελτσάνινοβ με ύφος κλαψιάρικο. Θέλετε να έρθω μαζί σας στο σπίτι της μνηστής σας; έκανε ο Βελτσάνινοβ ρίχνοντας του ένα γρήγορο βλέμμα και μη μπορώντας να πιστέψει ούτε ταυτιά ούτε τα μάτια του.Ναι, αποκρίθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς, κυριευμένος ξανά από τρόμο. Δεν μου θυμώσατε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, ε;Δεν είναι μια αναίδεια από μέρους μου, είναι μια αίτηση, μια παράκληση πολύ ταπεινή. Έλεγα πως, ίσως - ίσως, δεν θα μου αρνηθείτε αυτή τη χάρη...Πρώτα - πρώτα, είναι αδύνατον.Ο Βελτσάνινοβ άρχισε να στριφογυρίζει ανήσυχα πάνω στην καρέκλα του.Δεν είναι παρά μια μεγάλη μου επιθυμία και τίποτα άλλο, έλεγε ολοένα ο Παύλος Παύλοβιτς. Δεν σας το κρύβω πως είχα και κάποιο λόγο, αλλά σκόπευα να σας τον αποκαλύψω αργότερα. Τώρα σας παρακαλώ με όλη μου την καρδιά...Σηκώθηκε, μάλιστα, όλος σεβασμό. Μα είναι αδύνατο. Θα το παραδεχθείτε και εσείς... Σηκώθηκε κι ο Βελτσάνινοβ.Είναι δυνατόν και πολύ δυνατόν μάλιστα, Αλέξη Ιβάνοβιτς. Λογάριαζα να σας παρουσιάσω σαν φίλο

Page 27: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

μου. Εξάλλου, σας ξέρουν κιόλας, εκεί κάτω. Είναι οι Ζαχλιέμπινιν... ο σύμβουλος του Κράτους Ζαχλιέμπινιν.Πώς; αναφώνησε ο Βελτσάνινοβ.Ήταν ο ίδιος εκείνος σύμβουλος του Κράτους που ο Βελτσάνινοβ είχε προσπαθήσει μάταια να τον πετύχει στο σπίτι του και που, όπως έδειχναν τα πράγματα, είχε υποστηρίξει τους αντιπάλους του στη δίκη του για εκείνη την κληρονομιά.Μα ναι, μα ναι, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογελώντας, σαν να είχε πάρει θάρρος από την κατάπληξη του Βελτσάνινοβ. Ο ίδιος ο Ζαχλιέμπινιν. Θα το θυμόσαστε, βέβαια, περπατούσατε στον δρόμο μαζί του και εγώ, από το απέ ναντι πεζοδρόμιο, σας έβλεπα και περίμενα να τελειώσετε για να τον πλησιάσω. Υπηρετούσαμε στο ίδιο γραφείο πριν από καμμιά εικοσαριά χρόνια. Τότε όμως που ήθελα να τον πλησιάσω, δεν είχα ακόμη τίποτε στο νού μου. Η ιδέα αυτή μου ήρθε ξαφνικά, εδώ και μια εβδομάδα.Μα, δεν μου λέτε, έχω την εντύπωση πως είναι μια οικογένεια πολύ καθώς πρέπει, έτσι δεν είναι; έκανε ο Βελτσάνινοβ με απλοϊκή απορία.Πολύ καθώς πρέπει. Και τί μαυτό; Ο Παύλος Παύλοβιτς έκανε έναν μικρό μορφασμό. Ω, τίποτε! Δεν ήθελα να πω αυτό... Αλλά, από ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, όταν πήγα εκεί...Σας θυμούνται, θυμούνται πολύ καλά την επίσκεψη σας, διέκοψε ο Παύλος Παύλοβιτς χαρούμενα. Δεν είδατε όμως όλη την οικογένεια εκείνη την ημέρα. Όσο για τον πατέρα, σας θυμάται και σας έχει μεγάλη εκτίμηση. Του μίλησα για σας με λόγια πολύ κολακευτικά.Μα είναι μόλις τρεις μήνες που χηρέψατε!Ω, ο γάμος δεν θα γίνει αμέσως... σε εννιά ή δέκα μήνες, όταν θα έχει πια κλείσει ένας χρόνος από τότε που μάφησε η μακαρίτισσα. Πιστέψτε με, όλα είναι εντάξει. Ο Θεοδόσης Πετρόβιτς με ξέρει από παιδί. Γνώρισε τη γυναίκα μου... Ξέρει πως έζησα. Ξέρει την καριέρα μου. Και, εξάλλου, έχω περιουσία και τώρα δα πήρα και προαγωγή. Όλα αυτά έχουν κάποια σημασία!Και η κόρη του είναι μνηστή σας;Θα σας τα πω όλα λεπτομερώς. (Ο Παύλος Παύλοβιτς έτριψε με χαρά τα χέρια του.) Θα μου επιτρέψετε όμως νανάψω ένα τσιγάρο... Θα τα δείτε και μόνος σας σήμερα. Πρώτα - πρώτα, άνθρωποι σαν τον Θεοδόση Πετρόβιτς έχουν την εκτίμηση του κόσμου εδώ στην Πετρούπολη, στις υπηρεσίες τους... όταν κατορθώνουν να διακριθούν. Ωστόσο, εκτός από το μισθό του και κάτι άλλα, πρόσθετες αμοιβές, δώρα στις γιορτές, έξοδα παραστάσεως ο Ζαχλιέμπινιν δεν έχει τίποτε. Του λείπει η βάση, το κεφάλαιο. Ζει καλά, αλλά δεν βάζει τίποτε κατά μέρος και μάλιστα με τόσο μεγάλη οικογένεια. Για σκεφθείτε: ο Θεοδόσης Πετρόβιτς έχει οχτώ κόρες, και έναν γιο, πολύ μικρό. Αν τύχει και πεθάνει σήμερα, δεν θα έχουν παρά μια ασήμαντη σύνταξη. Οχτώ κορίτσια! Για σκεφθείτε! Μα για σκεφθείτε το! Ένα ζευγάρι παπούτσια ή κάθε μια και πάει κιόλας ένα σεβαστό ποσό. Οι πέντε από αυτές είναι κιόλας της παντρειάς. Η μεγαλύτερη είναι εικοσιτεσσάρων χρόνων, μια κοπέλα χαριτωμένη, θα δείτε. Η έκτη, δεκαπέντε χρόνων, πάει ακόμη στο γυμνάσιο. Πρέπει να βρεθούν γαμπροί για τις πέντε μεγαλύτερες και όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ο πατέρας είναι λοιπόν υποχρεωμένος να τις βγάζει στον κόσμο. Έχετε ιδέα τι κοστίζει αυτό; Και να, παρουσιάζομαι ξαφνικά εγώ, ο πρώτος υποψήφιος γαμπρός που πάτησε ποτέ το πόδι του σε αυτό το σπίτι. Και με γνωρίζουν καλά. Ξέρουν πως έχω περιουσία. Αυτή είναι λοιπόν όλη η ιστορία.Ο Παύλος Παύλοβιτς μιλούσε με χαρούμενη έξαψη.Και ζητήσατε την μεγαλύτερη;Όχι... όχι την μεγαλύτερη. Αρραβωνιάζομαι την έκτη που πάει ακόμη στο σχολείο.Τι λέτε! έκανε ο Βελτσάνινοβ και χαμογέλασε άθελα του. Μα είπατε πως είναι μόλις δεκαπέντε χρόνων!Δεκαπέντε είναι τώρα, σε εννιά μήνες όμως θα είναι δεκάξι.Δεκάξι και τριών μηνών. Γιατί όχι, λοιπόν;... Και καθώς θα είναι ανάρμοστο για την ώρα, δεν αναγγείλαμε ακόμη ταρραβωνιάσματα. Έτσι συμφωνήσαμε με τους γονείς. Πιστέψτε με, όλα είναι εντάξει.Ώστε δεν έχει αποφασισθεί ακόμη;Πως! Είναι αποφασισμένο. Όλα είναι αποφασισμένα. Όλα είναι τακτοποιημένα, πιστέψτε με.Και εκείνη; Το ξέρει;Δεν της το λένε για να τηρήσουν τους τύπους. Γίνεται όμως να μην το ξέρει; (Ο Παύλος Παύλοβιτς έκλεισε το μάτι στον Βελτσάνινοβ). Λοιπόν, θα μου δώσετε αυτήν τη χαρά, Αλέξη Ιβάνοβιτς; κατέληξε δειλά.Μα τι γυρεύω εγώ εκεί; Και - πρόσθεσε βιαστικά ο Βελτσάνινοβ - αφού δεν πρόκειται να έρθω με κανέναν τρόπο, μην προσπαθείτε να με πείσετε.Αλέξη Ιβάνοβιτς...Μα πώς θα μπορούσα να καθίσω πλάϊ σας στο αμάξι; Μιλάτε τώρα σοβαρά;Το συναίσθημα της αποστροφής, της αηδίας που είχε για λίγο διαλυθεί από τη φλυαρία του Παύλου Παύλοβιτς, ξαναγεννιόταν πιο έντονο. Ακόμη ένα λεπτό και θα τον πετούσε έξω από την πόρτα. Δίχως να ξέρει κι ο ίδιος γιατί, τα έβαζε με τον εαυτό του.Θα καθίσετε πλάϊ μου, Αλέξη Ιβάνοβιτς, θα καθίσετε και δε θα το μετανιώσετε, έλεγε ο Παύλος Παύλοβιτς με φωνή παλλόμενη από τη συγκίνηση. Όχι, όχι, όχι! έκανε μια κίνηση με το χέρι βλέποντας τον Βελτσάνινοβ να σηκώνεται απότομα, εκνευρισμένος. Αλέξη Ιβάνοβιτς, Αλέξη Ιβάνοβιτς, περιμένετε λιγάκι πριν να πάρετε την απόφαση σας! Βλέπω πως με παρεξηγήσατε, ίσως. Το καταλαβαίνω πολύ καλά πως δεν μπορούμε να είμαστε φίλοι. Δεν είμαι τόσο βλάκας για να μην το καταλαβαίνω. Και η χάρη που σας ζητώ τούτη τη στιγμή, δεν σας υποχρεώνει σε τίποτε στο μέλλον. Φεύγω άλλωστε οριστικά μεθαύριο. Θα είναι, λοιπόν, σαν να μην έγινε τίποτε. Καθώς ερχόμουν εδώ, στήριζα όλες τις ελπίδες μου στην ευγένεια των αισθημάτων σας, Αλέξη Ιβάνοβιτς, στα αισθήματα που, τον τελευταίο καιρό, μπορεί να ξύπνησαν μέσα σας... Νομίζω πως μιλώ αρκετά καθαρά ή μήπως όχι; Η ταραχή του Παύλου Παύλοβιτς μεγάλωνε ολοένα. Ο Βελτσάνινοβ τον κοίταζε με απορία.Μου ζητάτε μια χάρη, είπε σκεπτικός, και επιμένετε τόσο, πουμε κάνετε να υποψιάζομαι πως κάτι κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Θέλω να μάθω περισσότερα.Η χάρη που σας ζητώ είναι να έρθετε μαζί μου, τίποτα άλλο. Αργότερα, όταν θα γυρίσουμε, θα σας τα

Page 28: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

εξομολογηθώ όλα όπως σέναν παπά. Αλέξη Ιβάνοβιτς, σας παρακαλώ, να μου έχετε εμπιστοσύνη.Ο Βελτσάνινοβ όμως επέμενε στην άρνηση του και τόσο περισσότερο επειδή ένιωθε να γεννιέται μέσα του μια σκέψη σκοτεινή, κακή. Η σκέψη αυτή κλωθογύριζε στο μυαλό του από τη στιγμή που ο Παύλος Παύλοβιτς είχε μιλήσει για τη μνηστή του. Να ήταν απλή περιέργεια ή μια άλλη επιθυμία, ακόμη άμορφη; Κάτι τον παρακινούσε να δεχθεί, όσο πιο έντονος όμως ήταν ο πειρασμός, τόσο ο Βελτσάνινοβ αντιστεκόταν. Καθόταν, στηρίζοντας το κεφάλι στα χέρια, και συλλογιζόταν. Ο Παύλος Παύλοβιτς έκανε βόλτες γύρω του και τον ικέτευε.Καλά, θα έρθω, ανήγγειλε ξαφνικά ο Βελτσάνινοβ, ταραγμένος, σχεδόν με αγωνία.Ο Παύλος Παύλοβιτς έδειξε χαρά μεγάλη. Αλλά, σας παρακαλώ, Αλέξη Ιβάνοβιτς, έλεγε χοροπηδώντας γύρω από τον Βελτσάνινοβ, που ντυνόταν, κοιτάξτε να γίνετε κομψός, όπως μονάχα εσείς ξέρετε να είσαστε κομψός.Τι παράξενος άνθρωπος! συλλογιζόταν ο Βελτσάνινοβ. Τί να έχει στο νου του, άραγε;Περιμένω από σας και μια ακόμη εκδούλευση, Αλέξη Ιβάνοβιτς. Αφού δεχθήκατε την πρώτη, θα ήθελα τώρα να γίνετε και σύμβουλος μου. Σε τί;Να, σένα σπουδαίο ζήτημα: το κρέπι. Να το κρατήσω; Να το βγάλω; Τι είναι πιο σωστό;Να κάνετε ό,τι καταλαβαίνετε.Όχι, περιμένω τη δική σας απόφαση. Τι θα κάνατε εσείς, αν φορούσατε πένθος στο καπέλο σας; Εγώ έλεγα να το κρατήσω, γιατί αυτό δείχνει πως είμαι σταθερός στα αισθήματα μου και κατά συνέπεια είναι μια καλή σύσταση για μένα. Πρέπει να το βγάλετε, ούτε συζήτηση.Ούτε συζήτηση, αλήθεια; (Ο Παύλος Παύλοβιτς βυθίστηκε σε συλλογή.) Όχι, προτιμώ να το κρατήσω.Όπως θέλετε.Ο Βελτσάνινοβ σκέφθηκε: Στο βάθος δεν μου έχει εμπιστοσύνηκι αυτό είναι καλό.Βγήκαν στον δρόμο. Ο Παύλος Παύλοβιτς κοίταζε με κατάπληξη τον κομψότατο Βελτσάνινοβ και η έκφραση του έδειχνε, θα έλεγες, ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό. Ο Βελτσάνινοβ απορούσε με το ύφος του συνοδού του, αλλά ακόμη περισσότερο απορούσε με τον εαυτό του. Ένα ωραιότατο αμάξι τους περίμενε στην εξώπορτα.Είχατε πάρει κιόλας αμάξι; Είσαστε, λοιπόν, τόσο βέβαιος πωςθα ερχόμουν;Παράγγειλα το αμάξι για μένα. Πάντως ήμουν σχεδόν βέβαιος για τη συγκατάθεση σας, αποκρίθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς, με ύφος ολότελα ευτυχισμένου ανθρώπου.Ε, Παύλε Παύλοβιτς, έκανε ο Βελτσάνινοβ και γέλασε κάπως εκνευρισμένος όταν βολεύτηκαν στις θέσεις τους και το αμάξι ξεκίνησε, δεν νομίζετε πως είσαστε κάπως με το παραπάνω βέβαιοςγια μένα;Μα δεν σας πέφτει εσάς λόγος, Αλέξη Ιβάνοβιτς, δεν σας πέφτει λόγος να μου πείτε πως αυτό είναι κουτό από μέρους μου, αποκρίθηκε πολύ σοβαρά και με δυνατή φωνή ο Παύλος Παύλοβιτς. Ο Βελτσάνινοβ σκέφτηκε: Και η Λίζα; Μα έδιωξε αμέσως από το μυαλό του αυτή τη σκέψη, σαν να φοβήθηκε πως θα έκανε καμμιά ιεροσυλία. Και ξάφνου είδε τον εαυτό του τόσο ταπεινό, τόσο τιποτένιο εκείνη τη στιγμή, και η ιδέα που τον είχε βάλει σε πειρασμό του φάνηκε τόσο αναξιοπρεπής, τόσο μειωτική, που αισθάνθηκε ξανά τη σφοδρή επιθυμία να τα παρατήσει όλα σύξυλα και να πηδήσει έξω από το αμάξι, ακόμη κι αν έπρεπε να έρθει στα χέρια με τον Παύλο Παύλοβιτς. Εκείνος όμως ξανάρχισε να μιλάει κι ο πειρασμός κυρίεψε και πάλι την ψυχή του Βελτσάνινοβ.Αλέξη Ιβάνοβιτς, καταλαβαίνετε από πολύτιμα πετράδια;Τι πετράδια;Διαμάντια.Ναι, κάτι ξέρω.Θα ήθελα να της κάνω ένα δωράκι. Συμβουλέψτε με. Πρέπει ήδεν πρέπει;Κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει.Εγώ θα ήθελα πολύ να κάνω αυτό το δώρο, επέμεινε ο ΠαύλοςΠαύλοβιτς. Τι ναγοράσω όμως; Μονάχα ένα κόσμημα ή καρφίτσα, σκουλαρίκια και βραχιόλι, όλα ασσορτί;Πόσα θέλετε να ξοδέψετε;Γύρω στα τετρακόσια ή πεντακόσια ρούβλια.Ω! Ω!Πολλά είναι; έκανε ο Παύλος Παύλοβιτς, ανήσυχος. Αγοράστε μονάχα ένα βραχιόλι που θα κάνει τριακόσια ρούβλια. Ο Παύλος Παύλοβιτς φάνηκε ναπογοητεύθηκε. Ήθελε να πληρώσει πολλά και να αγοράσει όλη τη σειρά - βραχιόλι, σκουλαρίκια και καρφίτσα. Επέμενε. Σταμάτησαν μπροστά σένα κατάστημα. Ωστόσο, τελικά δεν αγόρασαν, παρά μονάχα ένα βραχιόλι κι όχι εκείνο που άρεσε στον Παύλο Παύλοβιτς, αλλά εκείνο που διάλεξε ο Βελτσάνινοβ. Ο Παύλος Παύλοβιτς ήθελε ναγοράσει και τα δυο κι όταν ο κοσμηματοπώλης, που είχε ζητήσει στην αρχή εκατόν εβδομήντα πέντε ρούβλια για το βραχιόλι, το άφησε τελικά για εκατόν πενήντα, ο Παύλος Παύλοβιτς δυσαρεστήθηκε, θα μπορούσε κανείς να πει- θα πλήρωνε ευχαρίστως διακόσια ρούβλια, αν του τα ζητούσαν, τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμίατου να ξοδέψει.Δεν νομίζω πως είναι κακό να κάνω δώρα από τώρα, εξήγησε ξαναμμένος από τη χαρά του, όταν ξεκίνησαν ξανά. Δεν είναι αριστοκράτες εκεί κάτω, είναι άνθρωποι πολύ απλοί. Οι αθώοι αγαπούν τα μικρά δώρα, πρόσθεσε με ένα πονηρό και εύθυμο χαμόγελο. Χαμογελάσατε πρωτύτερα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, όταν σας είπα πως είναι δεκαπέντε χρόνων. Κι όμως αυτό ακριβώς είναι εκείνο που με συγκινεί, το γεγονός ότι πηγαίνει ακόμη στο σχολείο, με μια σάκκα μαθητριούλας στο χέρι... Χα... χα... χα... Αυτή η σάκκα είναι που με γοήτευσε. Εμένα, Αλέξη Ιβάνοβιτς, μου αρέσει η αθωότητα. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι τόσο η ομορφιά του προσώπου, αλλά η αθωότητα που έχει σημασία... Εκείνα τα κρυφά γέλια με μια μικρή φίλη στις γωνιές!... Και τι γέλια. Θεέ μου! Και για ποιο λόγο; Επειδή ένας γάτος πήδησε από ένα τραπέζι στο κρεβάτι και κουλουριάστηκε σαν μπάλα. Να, κάτι που έχει το μοσχοβόλημα του φρέσκου μήλου !... Λέτε να βγάλω το κρέπι; Όπως θέλετε. Θα το πετάξω! Έβγαλε

Page 29: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

το καπέλο του, ξήλωσε το κρέπι και το πέταξε στονδρόμο. Ο Βελτσάνινοβ είδε το πρόσωπο του να λαμποκοπάει από ελπίδα, όταν ξανάβαλε το καπέλο του στο φαλακρό του κεφάλι. Συλλογίστηκε, κυριευμένος από πραγματικό θυμό: Μα, τέλος πάντων, είναι άραγε, αλήθεια, τόσο ανόητος; Η επιμονή του δεν κρύβει καμμιά παγίδα; Υπολογίζει σοβαρά στη μεγαλοψυχία μου; Η τελευταία αυτή εικασία του φάνηκε μάλιστα προσβλητική. Μα τί είναι επιτέλους; Ένας γελοίος, ένας βλάκας, ένας αιώνιος σύζυγος; Αυτό καταντάει πια ανυπόφορο!...στο σπίτι των ζαχλιεμπινινΟι Ζαχλιεμπινιν ήταν πραγματικά μια οικογένεια πολύ καθώς πρέπει, όπως την είχε χαρακτηρίσει πριν από λίγο ο Βελτσάνινοβ. Ο Ζαχλιεμπινιν είχε μια αξιόλογη θέση και όλοι τον εκτιμούσαν. Όλα όσα είχε πει ο Παύλος Παύλοβιτς για τα έσοδα τους, ήταν επίσης σωστά. Ζουν άνετα, φαίνεται, αν τύχει όμως και πεθάνει ο πατέρας, δε θα τους μείνει τίποτε.Ο Ζαχλιεμπινιν υποδέχθηκε τον Βελτσάνινοβ πολύ εγκάρδια, ο παλαιός αντίπαλος είχε γίνει τώρα φίλος.Τα συγχαρητήρια μου. είναι πολύ καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα, δήλωσε αμέσως πρόσχαρα, αλλά και με ύφος βαρυσήμαντο. Εγώ ο ίδιος από την αρχή επέμενα να τακτοποιηθεί το ζήτημα με έναν συμβιβασμό κι ο Πιότρ Κάρλοβιτς, ο δικηγόρος του Βελτσάνινοβ, είναι ένας άνθρωπος πολύτιμος από αυτή την άποψη. Θα εισπράξετε εξήντα χιλιάδες ρούβλια χωρίς συζητήσεις, χωρίς αναβολές και τρεχάματα! Διαφορετικά, η υπόθεση μπορούσε να τραβήξει άλλα τρία χρόνια.Σύστησε τον Βελτσάνινοβ στην κυρία Ζαχλιεμπινιν, γυναίκα ηλικιωμένη, πληθωρική, με πρόσωπο κουρασμένο και κοινό. Οι κοπέλες παρουσιάστηκαν έπειτα, η μια μετά την άλλη. Ήταν πολλές: δέκα ή δώδεκα. Ο Βελτσάνινοβ δεν κατόρθωνε να τις μετρήσει: άλλες έμπαιναν, άλλες έβγαιναν. Αλλά ήταν ανάμεσα σαυτές και γειτονοπούλες, φίλες της οικογένειας. Η βίλλα των Ζαχλιεμπινιν, ένα μεγάλο ξύλινο κατασκεύασμα, χτισμένο σέναν άγνωστο και αλλόκοτο ρυθμό, μένα σωρό προσθήκες που είχαν γίνει σε διάφορες εποχές, είχε έναν απέραντο κήπο. Σε αυτόν όμως τον κήπο έβλεπαν και τρεις - τέσσερις άλλες βίλλες. άρα ο κήπος ήταν κοινός, πράγμα που ευνοούσε, φυσικά, τις φιλίες των δεσποινίδων Ζαχλιεμπινιν με τις γειτόνισσες τους.και που, κατακόκκινη από ντροπή και θυμό, έκρυβε πίσω της τα χέρια της. Τελικά, στράφηκε με αυθάδεια προς τη μητέρα της που φαινόταν πολύ συγχυσμένη και είπε δυνατά: Δεν θέλω να το πάρω, μαμά!Να το πάρεις και να πεις ευχαριστώ, δήλωσε ο πατέρας της αυστηρά, αλλά ήταν κι αυτός δυσαρεστημένος. Ήταν περιττό, περιττό, ψιθύρισε στον Παύλο Παύλοβιτς με ύφος επιτιμητικό.Μη μπορώντας να κάνει διαφορετικά, η Νάντια πήρε τη θήκη και, με χαμηλωμένα τα μάτια, έκανε μια παιδιάστικη υπόκλιση, σκύβοντας απότομα και ορθώνοντας πάλι το κορμί της, σαν να την τίναξε ελατήριο. Μια από τις αδελφές πλησίασε να δει το βραχιόλι και η Νάντια της έδωσε τη θήκη κλειστή, δείχνοντας έτσι πως αυτή δεν ήθελε να δει το κόσμημα. Το βγάλανε από τη θήκη. πέρασε από χέρι σε χέρι, όλοι όμως το εξέτασαν σιωπηλοί, μερικοί μάλιστα μένα ειρωνικό χαμόγελο. Μονάχα η μητέρα είπε με άτονη φωνή πως το βραχιόλι ήταν πολύ ωραίο. Ο Παύλος Παύλοβιτς θα ήθελε να άνοιγε η γη να τον καταπιεί.Ο Βελτσάνινοβ έσπευσε να τον βοηθήσει. Άρχισε να μιλάει δυνατά, αρπάζοντας την πρώτη ιδέα που του ήρθε στο μυαλό. δεν πέρασαν πέντε λεπτά και είχε κιόλας προσελκύσει την προσοχή όλης της συντροφιάς. Ήξερε στην εντέλεια την τέχνη της κοσμικής φλυαρίας, την τέχνη αυτή που το μυστικό της είναι να φαίνεσαι απολύτως απλός και ειλικρινής, δείχνοντας ταυτοχρόνως με το ύφος σου πως θεωρείς αυτούς που σακούνε το ίδιο ειλικρινείς και απλούς. Όταν το καλούσε η περίσταση, ήξερε να παίζει πολύ καλά το ρόλο του ανοιχτόκαρδου και ευτυχισμένου ανθρώπου. Ήξερε επίσης να πετάει στην κατάλληλη στιγμή ένα ευφυολόγημα, έναν υπαινιγμό διασκεδαστικό, ένα πετυχημένο αστείο δήθεν εντελώς τυχαία και δίνοντας την εντύπωση πως ούτε το πρόσεχε, παρ' όλο που ήταν πολύ πιθανό να είχε προετοιμάσει από καιρό αυτό το ευφυολόγημα, το αστείο, ακόμη και το λογύδριο να το είχε μάθει από έξω κι ανακατωτά και να είχε κάνει την φιγούρα του μαυτό πολλές φορές. Εκείνη την ημέρα όμως η ψυχική του διάθεση υποβοηθούσε την τέχνη του. είχε κέφι, κάτι τον έσπρωχνε. είχε την απόλυτη, μεθυστική βεβαιότητα πως, σε πέντε λεπτά, όλα τα μάτια θα καρφώνονταν επάνω του, και όλοι δεν θα άκουγαν πια παρά μονάχα αυτόν, δε θα μιλούσαν παρά μαζί του, δε θα γελούσαν παρά με ό,τι θα έλεγε εκείνος. Πραγματικά, γέλια ξέσπασαν εδώ και εκεί. λίγο -λίγο η κουβέντα γενικεύτηκε.ο Βελτσάνινοβ είχε σε μεγάλο βαθμό το ταλέντο να προσελκύει τους άλλους στη συζήτηση. άκουγες κιόλας τρεις, τέσσερις φωνές να μιλούν όλες μαζί. Ικανοποίηση, σχεδόν χαρά, φώτισαν το σκυθρωπό και κουρασμένο πρόσωπο της κυρίας Ζαχλιέμπινιν το ίδιο έγινε και με την Κατερίνα Θεοδόσιεβνα, που άκουγε και κοίταζε καταγοητευμένη. Η Νάντια παρατηρούσε τον Βελτσάνινοβ με τρόπο, αλλά πολύ προσεκτικά. το έβλεπες πως ήταν προκατειλημμένη εναντίον του. Αυτό κέντρισε ακόμη περισσότερο τον Βελτσάνινοβ. Η Μαρία Νικήτισνα, η κακιά, κατάφερε ωστόσο να του πετάξει, μέσα στην κουβέντα, ένα τσουχτερό πείραγμα: είπε πως μιλώντας γι' αυτόν, την προηγούμενη μέρα, ο Παύλος Παύλοβιτς, τον είχε περιγράψει σαν ένα παιδικό φίλο του. πρόσθετε έτσι, τονίζοντας το άλλωστε, εφτά ολόκληρα χρόνια στην ηλικία του. Ο Βελτσάνινοβ όμως κατόρθωσε τελικά να κερδίσει τη συμπάθεια και της δύσκολης Μαρίας Νικήτισνα. Ο Παύλος Παύλοβιτς ήταν κατάπληκτος. Ήξερε βέβαια τα προσόντα του φίλου του και η επιτυχία του τον ευχαρίστησε στην αρχή. είχε γελάσει τυπικά με τους άλλους και είχε πάρει μέρος στην κουβέντα. σιγά, σιγά όμως έπεσε σε συλλογή, σε μελαγχολία, και το ανήσυχο πρόσωπο του πρόδωσε τα αισθήματα που τον αναστάτωναν.Βλέπω πως είσαστε ένας επισκέπτης με τον οποίο δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να ψάχνει να βρίσκει θέματα ομιλίας, δήλωσε εύθυμα ο κύριος Ζαχλιέμπινιν, καθώς σηκωνόταν να πάει στο δωμάτιο του, στο δεύτερο πάτωμα, για να υπογράψει, παρόλο που ήταν γιορτή, διάφορα έγγραφα. Και να φαντασθείτε πως σας είχα για τον πιο υποχονδριακό νέο που έτυχε να συναντήσω. Πωςγελιέται κανείς!Υπήρχε ένα πιάνο στο σαλόνι. Ο Βελτσάνινοβ ρώτησε ποιος ενδιαφερόταν για τη μουσική και στράφηκε ξαφνικά στην Νάντια.Τραγουδάτε, νομίζω.Ποιος σας το είπε; έκανε εκείνη ξερά.Ο Παύλος Παύλοβιτς το είπε πριν από λίγο.

Page 30: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Δεν είναι αλήθεια. Τραγουδώ έτσι, για γούστο. Δεν έχω κανφωνή.Και εγώ δεν έχω φωνή και όμως τραγουδώ.Θα τραγουδήσετε, λοιπόν; Τότε θα τραγουδήσω και εγώ, είπε ηΝάντια και τα μάτια της λάμψανε. Αργότερα όμως, μετά το δείπνο, πρόσθεσε. Το βαρέθηκα το πιάνο. Στο σπίτι μας όλοι τραγουδούν και παίζουν πιάνο από το πρωί ως το βράδυ. Η Κάτια δεν κάνει και τίποτάλλο.Ο Βελτσάνινοβ το σημείωσε αυτό. Έμαθε πως σε λίγο η Κατερίνα Θεοδόσιεβνα ήταν η μόνη από όλες τις αδελφές που μελετούσε σοβαρά μουσική. Την παρακάλεσε αμέσως να παίξει κάτι. Το γεγονός ότι έκανε την παράκληση του στην Κάτια τους ευχαρίστησε φανερά όλους, η μαμά κοκκίνισε μάλιστα από τη χαρά της. Η Κατερίνα Θεοδόσιεβνα σηκώθηκε χαμογελαστή και προχώρησε προς το πιάνο. ξαφνικά έγινε κατακόκκινη και ντράπηκε που κοκκίνιζε έτσι σαν κοριτσάκι, αυτή, η τόσο μεγάλη, η τόσο ψηλή, εικοσιτεσσάρων χρόνων κοπέλα πια. Και όλα τα συναισθήματα ζωγραφίστηκαν στο πρόσωπο της όταν άρχισε να παίζει. Έπαιξε ένα κομμάτι του Χάϋντν, πολύ καθαρά, χωρίς έκφραση όμως. Είχε τρακ. Όταν τέλειωσε, ο Βελτσάνινοβ επαίνεσε με ενθουσιασμό όχι το παίξιμο της Κάτια, αλλά τον Χάϋντν και ιδιαίτερα το κομμάτι που είχε παίξει. αυτό φάνηκε να την ευχαρίστησε τόσο πολύ, άκουγε με τόση ευγνωμοσύνη και χαρά τους επαίνους που απευθύνονταν όχι σαυτήν αλλά στον Χάϋντν, που ο Βελτσάνινοβ, άθελα του, της έριξε ένα βλέμμα πιο προσεκτικό, πιο θωπευτικό: Είσαι, αλήθεια σπουδαία κοπέλα, έμοιαζε να λέει, κι όλα τα κορίτσια κατάλαβαν μονομιάς τούτο το βλέμμα, κυρίως η ίδια η Κάτια Θεοδόσιεβνα.Ωραίος που είναι ο κήπος σας, είπε έξαφνα, χωρίς να απευθύνεται σε καμμιά ιδιαιτέρως και γυρίζοντας προς την τζαμένια μπαλκονόπορτα: Πάμε στον κήπο;Ναι, ναι, πάμε! φώναξαν όλες μαζί χαρούμενα λες και είχε μαντέψει ο Βελτσάνινοβ τη μεγαλύτερη τους επιθυμία.Περπάτησαν στον κήπο ως την ώρα του δείπνου. Η κυρία Ζαχλιέμπινιν, που από ώρα τώρα ήθελε να πάει να πλαγιάσει, να ξεκουραστεί λιγάκι, δεν κρατήθηκε και ακολούθησε τους άλλους. είχε τη φρόνηση ωστόσο να καθίσει στη βεράντα και εκεί την πήρε αμέσως ο ύπνος. Στον κήπο, ο Βελτσάνινοβ και τα κορίτσια έπιασαν γρήγορα μεγάλες φιλίες. Τρεις νεαροί από τις γειτονικές βίλλες προστέθηκαν στη συντροφιά. ο ένας ήταν φοιτητής, ο δεύτερος μαθητής του γυμνασίου. τρέξανε ίσια ο καθένας στο κορίτσι του. Όσο για τον τρίτο, ήταν ένας νέος καμμιά εικοσαριά χρόνων,αναμαλλιασμένος, είχε ύφος βλοσυρό και φορούσε κάτι πελώρια σκούρα γυαλιά. Άλλαξε γρήγορα και με χαμηλή φωνή λίγα λόγια με την Μαρία Νικήτισνα και την Νάντια, ρίχνοντας, συνοφρυωμένος, στον Βελτσάνινοβ βλέμματα αυστηρά, το θεωρούσε, θα έλεγες, υποχρέωση του να του δείξει βαθύτατη περιφρόνηση. Μερικά από τα κορίτσια πρότειναν ναρχίσουν αμέσως το παιχνίδι. Ο Βελτσάνινοβ ρώτησε τι έπαιζαν συνήθως. διάφορα παιχνίδια, του είπαν, αλλά το βράδυ έπαιζαν τις παροιμίες: όλοι κάθονται, εξήγησαν κι εκείνος που πρέπει να μαντέψει, απομακρύνεται για λίγο. διαλέγουν τότε μια οποιαδήποτε παροιμία, λόγου χάρη: Όποιος βιάζεται σκοντάφτει. καλούν έπειτα εκείνον που μαντεύει και ο καθένας λέει, με τη σειρά του, μια φράση προετοιμασμένη από πριν. ο πρώτος μια φράση όπου υπάρχει η λέξη όποιος, ο δεύτερος, μια άλλη με τη λέξη βιάζεται και ούτω καθ' εξής. Ο σκοπός του παιχνιδιού είναι να μαντέψει κανείς τις σωστές λέξεις και να βρει την παροιμία.Θα είναι πολύ διασκεδαστικό, είπε ο Βελτσάνινοβ. Ω, όχι, είναι τρομερά ανιαρό, αποκρίθηκαν πολλές φωνές μαζί.Παίζουμε και θέατρο καμμιά φορά, επενέβη η Νάντια, μιλώντας στον Βελτσάνινοβ. Βλέπετε εκείνο το μεγάλο δέντρο, τριγυρισμένο από ένα παγκάκι; Είναι τα παρασκήνια. Εκεί περιμένουν οι ηθοποιοί, ο βασιλιάς, η βασίλισσα, η πριγκίπισσα, ο ωραίος πρωταγωνιστής. Ο καθένας εμφανίζεται όταν του καπνίσει και λέει ό,τι του κατεβαίνει στο μυαλό. Μερικές φορές είναι πολύ διασκεδαστικό.Ναι, θα πρέπει να είναι πολύ ευχάριστο, επιδοκίμασε οΒελτσάνινοβ.Ω, όχι! Είναι ανιαρό. Στην αρχή, όλα πάνε λίγο, πολύ καλά, στο τέλος όμως γίνεται ένα μπέρδεμα τρομερό, γιατί κανένας δεν ξέρει πως να τελειώσει. Με σας μπορεί να πάει καλύτερα. Και εμείς που σας νομίζαμε φίλο του Παύλου Παύλοβιτς!... Καυχήθηκε πως είναι φίλος σας, απλούστατα! Χαίρομαι πολύ που ήρθατε... για κάποιο λόγο.Κοίταξε τον Βελτσάνινοβ με ύφος βαρυσήμαντο, πολύ σοβαρά, καιπήγε αμέσως κοντά στη Μαρία Νικήτισνα.Θα παίξουμε τις παροιμίες το βράδυ, ψιθύρισε εμπιστευτικά στον Βελτσάνινοβ ένα από τα κορίτσια που ως τη στιγμή εκείνη δεν του είχε πει λέξη. Το βράδυ θα σκαρώσουμε διάφορα παιχνίδια στον Παύλο Παύλοβιτς και θα πάρετε μέρος και εσείς.Αχ, τι καλά που ήρθατε! Πλήτταμε τόσο εδώ! του είπε μια άλλη κοπελίτσα, που ο Βελτσάνινοβ δεν την είχε προσέξει καθόλου, ξεφυτρώνοντας ξαφνικά μπροστά του,, μια κοκκινομάλλα με πρόσωπο ξαναμμένο κατά τρόπο κωμικό από το τρέξιμο και τη ζέστη.Η ανησυχία του Παύλου Παύλοβιτς μεγάλωνε ολοένα. Ο Βελτσάνινοβ και η Νάντια είχαν γίνει κιόλας δυο καλοί φίλοι. Εκείνη δεν τον κοίταζε πια βλοσυρά, ούτε τον εξέταζε ερευνητικά. Γελούσε, χοροπηδούσε, έμπηγε χαρούμενες φωνές και μια, δυο φορές του έπιασε το χέρι. Ήταν πολύ ευτυχισμένη και εξακολουθούσε ναγνοεί τον Παύλο Παύλοβιτς, σαν να μη τον ένιωθε καθόλου. Ο Βελτσάνινοβ βεβαιώθηκε γρήγορα πως εδώ προετοιμαζόταν μια πραγματική συνωμοσία εναντίον του Παύλου Παύλοβιτς. Ενώ η Νάντια και μερικές φίλες της τραβούσαν τον Βελτσάνινοβ προς το μέρος τους, οι άλλες, με διάφορες δικαιολογίες, τραβούσαν τον Παύλο Παύλοβιτς κοντά τους. Αυτός όμως τους ξέφευγε, έτρεχε όσο μπορούσε πιο γρήγορα προς τον Βελτσάνινοβ και την Νάντια και έχωνε ανάμεσα τους ανήσυχα το φαλακρό κεφάλι του, νακούσει τι λέγανε. Στο τέλος έπαψε να κρατάει και τα προσχήματα. Η αφέλεια του ήταν, στιγμές -στιγμές, καταπληκτική. Αθελα του, ο Βελτσάνινοβ άρχισε να παρατηρεί πιο προσεκτικά την Κατερίνα Θεοδόσιεβνα. Ασφαλώς θα το είχε καταλάβει τώρα και εκείνη πως το ενδιαφέρον του ήταν για την Νάντια και πως δεν είχε έρθει γιαυτήν. Το πρόσωπο της ωστόσο ήταν πάντα ήρεμο όπως και πριν. Έδειχνε την ίδια ικανοποίηση. Φαινόταν ευχαριστημένη μόνο που βρισκόταν κοντά στους άλλους και άκουγε τι έλεγε ο καινούργιος

Page 31: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

επισκέπτης. Η ίδια, η καημενούλα, ήταν ανίκανη να πάρει μέρος στην κουβέντα.Είναι πολύ χαριτωμένη η αδελφή σας, η Κατερίνα Θεοδόσιεβνα, ψιθύρισε ο Βελτσάνινοβ στην Νάντια.Ή Κάτια; Μα δεν υπάρχει καλύτερος άνθρωπος από την Κάτια! Είναι ο άγγελος μας και την λατρεύω, απάντησε η Νάντια με ενθουσιασμό.Στις πέντε, κάθισαν επιτέλους στο τραπέζι. Ήταν φανερό πως δεν ήταν ένα δείπνο συνηθισμένο, αλλά προετοιμασμένο ειδικά για τον νέο επισκέπτη. Δυο, τρία φαγητά πολύπλοκα είχαν προστεθεί στο καθημερινό μενού. Το ένα μάλιστα ήταν τόσο αλλόκοτο, που κανείς δεν ήξερε να πει τι ακριβώς ήταν. Εκτός από τα συνηθισμένα κρασιά, παρουσιάστηκε στο τραπέζι ένα μπουκάλι Τοκάϊ, αγορασμένοσίγουρα επίτηδες για την περίσταση και, κατά το τέλος του δείπνου, σερβίρανε ακόμη και σαμπάνια. Ο γερο-Ζαχλιέμπινιν, που είχε πιει κάπως παραπάνω, ήρθε στο κέφι, και γελούσε με ό,τι έλεγε ο Βελτσάνινοβ. Ο Παύλος Παύλοβιτς δεν κρατήθηκε άλλο: παρακινημένος από τη ζήλεια του, προσπάθησε να πει κι αυτός το αστειάκι του. Στην αρχή του τραπεζιού, όπου καθόταν πλάϊ στην κυρία Ζαχλιέμπινιν, ξέσπασαν ξαφνικά τα βροντερά γέλια των κοριτσιών.Μπαμπά! Μπαμπά! Είπε κι ο Παύλος Παύλοβιτς ένα αστείο! ξεφώνισαν μαζί δυο από τις δεσποινίδες Ζαχλιέμπινιν. Λέει πως είμαστε κορίτσια αξιοθαύμαστα.Α, άρχισε να λέει κι αυτός αστεία; Για νακούσουμε, είπε ο Ζαχλιέμπινιν, γυρίζοντας με ύφος λιγάκι προστατευτικό προς τον Παύλο Παύλοβιτς και χαμογελώντας από πριν με το λογοπαίγνιο που περίμενε νακούσει.Να, λέει πως είμαστε κορίτσια αξιοθαύμαστα.Ναι, αλλά;Ο γερο-Ζαχλιέμπινιν εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει καιχαμογελούσε ολοένα με καλοσύνη.Μα, μπαμπά, δεν καταλαβαίνετε, λοιπόν; Α, α! έκανε εκείνος σαστισμένος. Χμ!... Ναι... μάλιστα... Ε, άλλη φορά θα βρει κάτι καλύτερο... Και έβαλε τα γέλια.Δεν μπορεί να έχει κανείς όλες τις χάρες, Παύλε Παύλοβιτς, ε; φώναξε περιγελαστικά η Μαρία Νικήτισνα. Αχ, Θεέ μου, πνίγεται, του κάθισε ένα κόκκαλο στον λαιμό! πρόσθεσε και πετάχτηκε απότομα από την καρέκλαΑκολούθησε μεγάλη φασαρία κι αυτό ήταν ακριβώς εκείνο που ήθελε η Μαρία Νικήτισνα. Ο Παύλος Παύλοβιτς είχε απλούστατα στραβοκαταπιεί μια γουλιά κρασί στην προσπάθεια του να κρύψει τη σύγχυση του. Η Μαρία Νικήτισνα όμως ορκιζόταν πως ήταν ένα ψαροκόκκαλο. το είδε με τα μάτια της! Ήταν τρομερό, πεθαίνει κανείς καμμιά φορά από κάτι τέτοια.Χτυπήστε τον στην πλάτη! φώναξε κάποιος. Αυτό είναι το καλύτερο, δήλωσε ο Ζαχλιέμπινιν. Όλοι προθυμοποιήθηκαν να κάνουν αυτήν τη δουλειά. Η Μαρία Νικήτισνα, η κοκκινομάλλα (καλεσμένη επίσης στο τραπέζι), η ίδιαη κυρία Ζαχλιέμπινιν, κατατρομαγμένες όλες, θέλανε να χτυπήσουν στην πλάτη τον Παύλο Παύλοβιτς, που είχε σηκωθεί και αγωνιζόταν να τους ξεφύγει, βεβαιώνοντας πως είχε μονάχα στραβοκαταπιεί και θα του περνούσε ο βήχας αμέσως. Στο τέλος, όλοι κατάλαβαν πως όλα αυτά ήταν ένα άσχημο παιχνίδι της Μαρίας Νικήτισνα.Αυτό υπερβαίνει τα όρια, είσαι πολύ κατεργάρα... άρχισε να της λέει αυστηρά η κυρία Ζαχλιέμπινιν, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχίσει και ξέσπασε σένα ακράτητο γέλιο, πράγμα ασυνήθιστο γιαυτήν, που έκανε και τις άλλες να γελάσουν.Μετά το φαγητό, ήπιαν τον καφέ στη βεράντα. Ωραίες ημέρες που έχουμε φέτος! είπε με ύφος βαθυστόχαστο ο κύριος Ζαχλιέμπινιν, κοιτάζοντας με ικανοποίηση τον κήπο. Μονάχα που χρειάζεται τώρα μια καλή βροχή... Ε, λοιπόν; πάω να ξαπλώσω. Εσείς διασκεδάστε! Να διασκεδάσεις και εσύ! πρόσθεσε χτυπώντας φιλικά στον ώμο τον Παύλο Παύλοβιτς και έφυγε.Όταν ξανακατέβηκαν όλοι στον κήπο, ο Παύλος Παύλοβιτς έτρεξε κοντά στον Βελτσάνινοβ και τον τράβηξε από το μανίκι. Μια στιγμούλα, σας παρακαλώ, του ψιθύρισε ανυπόμονα. Οι δυο τους προχώρησαν σένα απόμερο δρομάκι του κήπου. Όχι... και να με συγχωρείτε... όχι, αυτή τη φορά δεν θα σας επιτρέψω..., μουρμούρισε με φωνή πνιγμένη από θυμό, σφίγγοντας το μπράτσο του Βελτσάνινοβ.Τί; τί συμβαίνει; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ, γουρλώνοντας μεαπορία τα μάτια.Ο Παύλος Παύλοβιτς τον κοίταξε χωρίς να μπορεί να μιλήσει. τα χείλη του σάλευαν και χαμογελούσε με κακία.Μα πού πάτε; Πού είσαστε; Όλα είναι έτοιμα! ακούστηκαν ανυπόμονες οι φωνές των κοριτσιών.Ο Βελτσάνινοβ ανασήκωσε τους ώμους και προχώρησε προς τη συντροφιά. Ο Παύλος Παύλοβιτς έτρεξε πίσω του.Βάζω στοίχημα πως σας ζήτησε μαντήλι, είπε η Μαρία Νικήτισνα. Την περασμένη φορά το είχε ξεχάσει.Πάντα το ξεχνάει, πρόσθεσε μια από τις δεσποινίδες Ζαχλιέμπινιν.Ξέχασε το μαντήλι του!... Ο Παύλος Παύλοβιτς ξέχασε το μαντήλι του!... Μαμά, ο Παύλος Παύλοβιτς πάλι ξέχασε το μαντήλι

του!... Μαμά, ο Παύλος Παύλοβιτς έχει πάλι συνάχι! φώναζαν απόόλες τις μεριές.Και γιατί δεν το λέει; Γιατί δεν μιλάτε ελεύθερα, Παύλε Παύλοβιτς; είπε η κυρία Ζαχλιέμπινιν. Δεν είναι σωστό να παίρνει κανείς στα αστεία το συνάχι. Θα πω να σας φέρουν αμέσως ένα μαντήλι... Μα πώς τα καταφέρνει να είναι αιωνίως συναχωμένος; μουρμούρισε φεύγοντας, πολύ ευχαριστημένη που βρήκε μια πρόφαση για να μπει στο σπίτι.Έχω δυο μαντήλια, της φώναξε ο Παύλος Παύλοβιτς. Και δενείμαι καθόλου συναχωμένος.Η κυρία Ζαχλιέμπινιν όμως δεν φάνηκε να τον άκουσε και λίγα λεπτά αργότερα, κάποια στιγμή που ο Παύλος Παύλοβιτς έτρεχε πίσω από τους άλλους προσπαθώντας να βρίσκεται όσο γινόταν πιο κοντά στην Νάντια και στον Βελτσάνινοβ, μια καμαριέρα ήρθε λαχανιασμένη να του φέρει ένα μαντήλι.

Page 32: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Ελάτε τώρα! Θα παίξουμε τις παροιμίες! Τις παροιμίες θα παίξουμε! φωνάζανε τα κορίτσια από όλες τις μεριές σαν να περίμεναν, ένας Θεός ήξερε τι τρελό γλέντι από τούτο το παιχνίδι. Διαλέξανε το μέρος και καθίσανε σε παγκάκια. Έτυχε στη Μαρία Νικήτισνα να μαντέψει πρώτη. Της είπαν να αποτραβηχτεί και να μην κρυφακούει. Διαλέξανε την παροιμία και μοιράσανε τις λέξεις. Η Μαρία Νικήτισνα γύρισε και μάντεψε μονομιάς την παροιμία. Ήταν: Μεγάλος ο κίνδυνος, αλλά μεγάλος και ο Θεός.Ήρθε έπειτα η σειρά του αναμαλλιασμένου νέου με τα σκούρα γυαλιά. Μαζί του πήρανε ακόμη πιο μεγάλες προφυλάξεις. Τον βάλανε να σταθεί μπροστά στο κιόσκι, με το πρόσωπο κατά τον τοίχο. Ο βλοσυρός νέος συμμορφώθηκε με ύφος αγέρωχο και περιφρονητικό. Θα έλεγες πως αισθανόταν τον εαυτό του ταπεινωμένο. Όταν τον κάλεσαν, δεν μπόρεσε να μαντέψει την παροιμία, τους έβαλε να επαναλάβουν κάθε φράση δυο φορές, σκέφτηκε πολύ, με ύφος σκυθρωπό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τον πήραν στην κοροϊδία. Η παροιμία ήταν. Η προσευχή που κάνεις στο Θεό, η υπηρεσία που προσφέρεις στον Τσάρο, δεν πάνε χαμένες. Ανόητη παροιμία, μουρμούρισε ο νέος, πολύ πειραγμένος, και ξανακάθισε στη θέση του.Αν πάμε έτσι, γρήγορα θα βαρεθούμε το παιχνίδι, γκρίνιαξαν μερικά από τα κορίτσια.Ήταν η σειρά του Βελτσάνινοβ. Τον υποχρέωσαν ναπομακρυνθεί ακόμη περισσότερο. Ούτε αυτός τα κατάφερε να μαντέψει.Α, βαρέθηκα πια! ακούστηκαν περισσότερες φωνές.Τώρα είναι η σειρά μου, είπε η Νάντια.Όχι, όχι, είναι η σειρά του Παύλου Παύλοβιτς, του Παύλου Παύλοβιτς! διαμαρτυρήθηκαν οι άλλες, ξαφνικά ξαναζωντανεμένες.Οδήγησαν τον Παύλο Παύλοβιτς ως τον τοίχο και τον βάλανε να σταθεί εκεί με το πρόσωπο χωμένο μέσα στη γωνιά, κάτω από την επίβλεψη της μικρής κοκκινομάλλας. Ο Παύλος Παύλοβιτς κάπως πιο ήρεμος τώρα και έχοντας ξαναβρεί το κέφι του, ετοιμαζόταν να εκτελέσει ευσυνείδητα το καθήκον του. Ακίνητος σαν κούτσουρο, μη τολμώντας να γυρίσει το κεφάλι, στεκόταν με τα μάτια καρφωμένα στον τοίχο. Η μικρή με τα καστανοκόκκινα μαλλιά, πολύ ξαναμμένη, τον επιτηρούσε από καμμιά εικοσαριά βήματα πιο μακριά, κάνοντας ολοένα νοήματα στάλλα κορίτσια. Δεν χωρούσε αμφιβολία. κάτι προετοίμαζαν, ένα γεγονός που το περίμεναν με εξαιρετική ανυπομονησία. Ξάφνου, η μικρή κοκκινομαλλούσα κούνησε τα χέρια της κι όλη η συντροφιά το έβαλε στα πόδια.Τρέξτε! Τρέξτε, λοιπόν, και εσείς! ψιθύρισαν τα κορίτσια στον Βελτσάνινοβ, βλέποντας τον, με μεγάλη ανησυχία, να στέκεται στη θέση του.Τι έγινε; Τι συμβαίνει; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ ακολουθώνταςτους άλλους.Πιο σιγά! Μη φωνάζετε! Θα τον αφήσουμε εκεί, με τη μύτη στον τοίχο, και εμείς οι άλλοι θα το σκάσουμε. Βλέπετε, φεύγει και η Νάστια.Η Νάστια, η μικρή κοκκινομάλλα, έτρεχε σαν τρελή κουνώντας τα χέρια της. θα έλεγες πως είχε γίνει κάτι φοβερό και τρομερό. Φθάσανε στην άλλη άκρη του κήπου, πίσω από μια λιμνούλα. Όταν έφθασε εκεί, ο Βελτσάνινοβ είδε την

Κατερίνα Θεοδοσίεβνα να συζητάει ζωηρά με τάλλα κορίτσια και κυρίως με την Νάντια και την Μαρία Νικήτισνα.Κάτια, χρυσή μου, μη θυμώνεις! της έλεγε η Νάντια, φιλώντας την.Καλά, δεν θα το πω της μαμάς. Εγώ όμως φεύγω, γιατί αυτό που κάνατε δεν είναι καθόλου σωστό. Τι θα σκεφθεί ο κακομοίρης,

κολλημένος στον τοίχο;Έφυγε, οι άλλες όμως έμειναν αμείλικτες. Αξίωσαν από τον Βελτσάνινοβ να μη δώσει καμμιά σημασία στον Παύλο Παύλοβιτς όταν

θα γύριζε, σαν να μην είχε γίνει τίποτε.Και τώρα, ας παίξουμε κυνηγητό! είπε, κατενθουσιασμένη, η κοντούλα με τα καστανοκόκκινα μαλλιά.Ο Παύλος Παύλοβιτς ήρθε και τους βρήκε τουλάχιστον ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας και σίγουρα θα είχε περάσει, ο

ταλαίπωρος, περισσότερα από δέκα λεπτά, ακίνητος, μπροστά στον τοίχο. Οι άλλοι παίζανε με κέφι. τα κορίτσια φώναζαν και γελούσαν. Έξαλλος, ο Παύλος Παύλοβιτς έτρεξε ίσια στον Βελτσάνινοβ και τον τράβηξε ξανά από το μανίκι. Μια στιγμούλα, σας παρακαλώ.

Θεέ μου! Θα μας τρελάνει με τις στιγμούλες του. Πάλι θέλει μαντήλι! ακούστηκαν μερικές φωνές. Αυτή τη φορά, εσείς και μονάχα εσείς είσαστε η αιτία! είπε ο Παύλος Παύλοβιτς και έτριξε τα δόντια του.Ο Βελτσάνινοβ τον διέκοψε και, πολύ ήρεμος, τον συμβούλεψε να είναι πιο εύθυμος.Γιαυτό ακριβώς σας πειράζουν. Είσαστε κατσούφης, ενώ όλοι διασκεδάζουν.Προς μεγάλη του απορία, αυτά τα λόγια είχαν άμεση και μεγάλη επίδραση στον Παύλο Παύλοβιτς. Μονομιάς σώπασε και, πολύ ταπεινά, έσμιξε με τη συντροφιά και πήρε, πειθήνια, μέρος στα παιχνίδια. Για λίγο, τα κορίτσια τον άφησαν ήσυχο, παίζοντας μαζί του όπως με τους άλλους και ύστερα από μια μόλις ώρα ο Παύλος

Παύλοβιτς είχε ξαναβρεί το κέφι του. Όταν έπρεπε να διαλέξει μια ντάμα στα παιχνίδια, σχεδόν πάντοτε διάλεγε τη μικρή με τα καστανοκόκκινα μαλλιά, την προδότρα, ή καμμιά από τις αδελφές Ζαχλιέμπινιν. Και πάλι με απορία μεγάλη, ο Βελτσάνινοβ πρόσεξε πως ούτε μια φορά δεν τόλμησε να μιλήσει με την Νάντια, μολονότι αδιάκοπα στριφογύριζε κοντά της. Έδινε πάντως την εντύπωση πως δεχόταν την περιφρόνηση που του έδειχναν σαν κάτι πολύ φυσικό. Στο τέλος ωστόσο οι κοπέλες πάλι του παίξανε ένα παιχνίδι.

Παίζανε κρυφτό και ο καθένας είχε το δικαίωμα, προσπαθώντας να κρυφτεί, να φύγει από εκεί που βρισκόταν και να πάει κάπου αλλού. Του Παύλου Παύλοβιτς, που είχε χωθεί πίσω από έναν πυκνό θάμνο, του ήρθε ξαφνικά η ιδέα να κρυφτεί στο σπίτι. Τον είδανε να τρέχει. Κραυγές αντήχησαν.

Εκείνος ανέβηκε γρήγορα-γρήγορα τη σκάλακαι όρμησε στο μεσαίο πάτωμα. ήξερε μια γωνίτσα πίσω από μια ντουλάπα και ήθελε να κρυφτεί εκεί. Η μικρή κοκκινομάλλα όμως τον κυνήγησε. τρέχοντας στις μύτες των ποδιών, έφθασε ως την πόρτα, την έκλεισε και την κλείδωσε.

Τότε όλες, όπως είχαν κάνει και πρωτύτερα, σταμάτησαν το παιχνίδι και έγιναν άφαντες. Ύστερα από δέκα λεπτά, ο Παύλος Παύλοβιτς κατάλαβε πως κανείς δεν έψαχνε να τον βρει και έσκυψε από το παράθυρο να δει τι γινόταν. Ψυχή, πουθενά. Δεν τολμούσε να φωνάξει για να μην ξυπνήσει τους γονείς. Η καμαριέρα και η μαγείρισσα είχαν λάβει αυστηρές διαταγές να κάνουν πως δεν άκουγαν τις φωνές του Παύλου Παύλοβιτς. Η μόνη που θα μπορούσε να του ανοίξει την πόρτα ήταν η Κάτια Θεοδόσιεβνα, αλλά κι αυτήν την είχε πάρει ο ύπνος εκεί που ρέμβαζε στην κάμαρα της. Ο Παύλος Παύλοβιτς έμεινε λοιπόν κλειδωμένος μια ώρα περίπου. Τελικά, τα κορίτσια παρουσιάστηκαν, το ένα μετά το άλλο.

Παύλε Παύλοβιτς, γιατί δεν ερχόσαστε κοντά μας; Να ξέρατε τι ωραία περνάμε. Παίζουμε θέατρο. Ο Αλέξης Ιβάνοβιτς κάνει τον νεαρό πρωταγωνιστή.

Παύλε Παύλοβιτς! Τί κάνατε εκεί; Αλήθεια, είναι να απορεί κανείς μαζί σας!

Page 33: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Μα τί συμβαίνει; ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της κυρίας Ζαχλιέμπινιν που, έχοντας ξυπνήσει επιτέλους, αποφάσισε να βγει στον κήπο και να παρακολουθήσει τα παιχνίδια των παιδιών, ως την ώρα του τσαγιού.

Κοιτάξτε τον Παύλο Παύλοβιτς!Της έδειξαν το παράθυρο όπου φαινόταν το χλωμό από λύσσα πρόσωπο του Παύλου Παύλοβιτς.Μα τί του ήρθε να κάθεται εκεί ολομόναχος, ενώ οι άλλοι διασκεδάζουν; έκανε η κυρία Ζαχλιέμπινιν κουνώντας το κεφάλι.Στο μεταξύ, η Νάντια είχε κάνει στον Βελτσάνινοβ την τιμή να του δείξει την εμπιστοσύνη της, εξηγώντας του για ποιο λόγο είχε

χαρεί εξαιρετικά με την επίσκεψη του. Η εξήγηση δόθηκε σε μια απομονωμένη αλλέα. Η Μαρία Νικήτισνα είχε κάνει νόημα στον Βελτσάνινοβ, που εξακολουθούσε να παίρνει μέρος στα παιχνίδια αλλά είχε αρχίσει να μελαγχολεί, να την ακολουθήσει. Τον οδήγησε κοντά στην Νάντια και τον άφησε μόνο μαζί της.

Βεβαιώθηκα τώρα, άρχισε η Νάντια θαρρετά και μιλώντας πολύ γρήγορα, πως δεν είσαστε τόσο στενός φίλος του Παύλου Παύλοβιτς,

όσο μας έλεγε εκείνος με καμάρι. Νομίζω πως είσαστε ο μόνος που θα μπορούσατε να μου κάνετε μια μεγάλη χάρη. Να το απαίσιο βραχιόλι. έβγαλε τη θήκη από την τσέπη της, σας παρακαλώ να του το επιστρέψετε αμέσως, γιατί εγώ δεν πρόκειται να του ξαναμιλήσω σόλη μου τη ζωή. Να του πείτε πως εγώ σας παρακάλεσα να του το δώσετε πίσω και να του πείτε επίσης να μην ξανατολμήσει να μου κάνει δώρα. Όσο για τάλλα, θα βάλω άλλους να του πουν τι σκέπτομαι. Θέλετε να μου δώσετε αυτή τη χαρά και να κάνετε αυτό που σας παρακαλώ;

Για τόνομα του Θεού, μη μου ζητάτε τέτοιο πράγμα! αναφώνησε ο Βελτσάνινοβ χωρίς να πάρει το κουτί από τα χέρια της. Να μη σας ζητήσω να κάνετε τέτοιο πράγμα; Η Νάντια γούρλωσε τα μάτια της με απορία. Έχασε μονομιάς την αυτοκυριαρχία της. λίγο ακόμη και θα έβαζε τα κλάματα. Ο Βελτσάνινοβ γέλασε.

Όχι πως δεν θέλω... απεναντίας θα μευχαριστούσε πολύ, αλλά ο Παύλος Παύλοβιτς και εγώ έχουμε ακόμη να τακτοποιήσουμε κάτι εκκρεμείς λογαριασμούς μεταξύ μας.

Το ήξερα πως δεν είσαστε φίλος του και πως μας είπε ψέματα, τον διέκοψε η Νάντια ζωηρά. Ποτέ δεν θα τον παντρευτώ, να το ξέρετε, ποτέ! Δεν καταλαβαίνω πως τόλμησε!... Πάντως, πρέπει να του δώσετε πίσω το βρωμερό βραχιόλι του. Είναι η μόνη λύση. Θέλω οπωσδήποτε, οπωσδήποτε να το πάρει πίσω σήμερα κιόλας και να δεχθεί αυτή την προσβολή. Κι αν κάνει και τολμήσει να παραπονεθεί στον μπαμπά, θα δει τι έχει να πάθει.

Εκείνη τη στιγμή ξεπήδησε αναπάντεχα πίσω από ένα θάμνο ο αναμαλλιασμένος νέος με τα σκούρα γυαλιά.Έχετε υποχρέωση να του δώσετε πίσω το βραχιόλι, είπε έξαλλος στον Βελτσάνινοβ. Αν όχι γι' άλλο λόγο, πάντως για να

υπερασπίσετε μια γυναίκα, αν, φυσικά, είσαστε σε θέση να καταλάβετε...Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Η Νάντια τον άδραξε από το μπράτσο και τον έσπρωξε.Θεέ μου, τι κουτός που είσαστε, Πεντποσίλοβ! φώναξε. Πηγαίνετε! Πηγαίνετε! Και μη τολμάτε να μας κρυφακούτε. Σας είχα διατάξει

να μείνετε μακριά!Χτυπούσε τα πόδια της, θυμωμένη. Ο νέος είχε ξαναγλιστρήσει μέσα στους θάμνους, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να κόβει βόλτες

πάνω-κάτω στην αλλέα, έξω φρενών, με τα χέρια ενωμένα πάνω στο στήθος της. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες.Δεν μπορείτε να φαντασθείτε τι κουτοί που είναι όλοι τους! (Σταμάτησε μπροστά στον Βελτσάνινοβ.) Εσείς γελάτε βέβαια, για σκεφθείτε όμως τι αισθάνομαι εγώ!Δεν είναι αυτός, ε; Δεν είναι αυτός; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ γελώντας.Και βέβαια δεν είναι αυτός. Πώς μπορέσατε να το διανοηθείτε; (Η Νάντια χαμογέλασε και κοκκίνισε.) Αυτός είναι φίλος του. Μα γιατί διαλέγει τέτοιους φίλους; Δεν το καταλαβαίνω. Όλοι λένε πως είναι ένας άνθρωπος με μέλλον

λαμπρό, εγώ όμως δεν καταλαβαίνω τίποτε από αυτά... Αλέξη Ιβάνοβιτς, είσαστε ο μόνος που μπορείτε να με βοηθήσετε. Για τελευταία φορά: θα του δώσετε πίσω το βραχιόλι ;Ε, καλά, ναι. Δώστε μου το βραχιόλι.

Αχ, τι ευγενικός, τι καλός που είσαστε! είπε η Νάντια καταχαρούμενη, δίνοντας του το κουτάκι. Για να σας ευχαριστήσω, θα τραγουδήσω για σας όλη τη βραδιά, γιατί τραγουδώ καλά, να το ξέρετε; Ψέματα είπα λίγο πριν πως δεν μου αρέσει η μουσική. Αχ, ας ήταν να μπορούσατε να ξανάρθετε, έστω και μια φορά! Πόσο θα χαιρόμουν! Θα σας τα έλεγα όλα, όλα, και άλλα πολλά, γιατί είσαστε τόσο καλός, τόσο καλός... να, σαν την Κάτια.

Πραγματικά, όταν μπήκανε στο σπίτι για το τσάϊ, η Νάντια του τραγούδησε δυο τραγούδια. Η φωνή της ήταν ακόμη αγύμναστη, αλλά αρκετά ευχάριστη και σωστή. Βρήκαν τον Παύλο Παύλοβιτς στρογγυλοκαθισμένο πλάϊ στους γονείς, γύρω από το τραπέζι του τσαγιού, στρωμένο κιόλας, μένα σερβίτσιο από πορσελάνη των Σεβρών και μένα μεγάλο σαμοβάρι που έβραζε. Χωρίς άλλο, ο Παύλος Παύλοβιτς συζητούσε με τους γέρους για ζητήματα πολύ σοβαρά, γιατί ύστερα από δυο μέρες θα έφευγε για εννιά μήνες. Δεν φάνηκε να πρόσεξε την νεολαία που ερχόταν από τον κήπο και, ειδικά, τον Βελτσάνινοβ. ήταν φανερό πως δεν είχε κάνει ακόμη τα παράπονα του στο ζεύγος Ζαχλιέμπινιν και, για την ώρα, όλα ήταν ήσυχα και καλά.

Όταν όμως η Νάντια άρχισε το τραγούδι, ο Παύλος Παύλοβιτς πλησίασε αμέσως. Η Νάντια αρνήθηκε επιδεικτικά ναπαντήσει σε μια ερώτηση του, αυτό όμως δεν τον ενόχλησε ούτε τον τάραξε. Στάθηκε πίσω από την καρέκλα της, δείχνοντας με το ύφος του πως εκεί ήταν η θέση του και δεν είχε σκοπό να την παραχωρήσει σε κανέναν.

Τώρα είναι η σειρά του Αλέξη Ιβάνοβιτς να τραγουδήσει. Μαμά, ο Αλέξη Ιβάνοβιτς θέλει να τραγουδήσει! φώναζαν τα κορίτσια και μαζεύτηκαν γύρω από το πιάνο, όπου ο Βελτσάνινοβ, γεμάτος αυτοπεποίθηση, ετοιμαζόταν να καθίσει για να συνοδέψει ο ίδιος το τραγούδι του.

Οι γονείς ήρθαν από την τραπεζαρία στο σαλόνι, όπως επίσης και η Κατερίνα Θεοδόσιεβνα που είχε σερβίρει το τσάϊ.Ο Βελτσάνινοβ διάλεξε ένα τραγούδι του Γκλύνκα, λησμονημένο σχεδόν σήμερα.Όταν μισανοίξεις τα χειλάκια σου σε μια Χαρούμενη στιγμή και μου κελαηδήσειςΛογια τρυφερά..Τραγούδησε κοιτάζοντας κατάματα την Νάντια, που στεκόταν δίπλα του. Από καιρό πια, είχε χάσει τη φωνή του, το μάντευες όμως

πως κάποτε θα ήταν πολύ ωραία. Στα φοιτητικά του χρόνια, καμμιά εικοσαριά χρόνια πριν, ο Βελτσάνινοβ είχε ακούσει αυτό το τραγούδι, για πρώτη φορά, από τον ίδιο τον Γκλύνκα, σε μια καλλιτεχνική βραδιά στο σπίτι ενός φίλου του συνθέτη. Εκείνη την ημέρα, ο Γκλύνκα ήταν σε πολύ καλή διάθεση και είχε παίξει και τραγουδήσει όλα ταγαπημένα του κομμάτια, κι ανάμεσα σαυτά και τούτο το ρομαντικό τραγουδάκι. Και εκείνος δεν είχε τότε πια καλή φωνή, ο Βελτσάνινοβ όμως θυμόταν ακόμη τη βαθιά εντύπωση που του είχε κάνει ακριβώς αυτό το τραγούδι.

Κανένας, ούτε γυμνασμένος καλλιτέχνης, ούτε ερασιτέχνης τραγουδιστής του σαλονιού, δεν θα μπορούσε ποτέ να το αποδόσει με τόση έκφραση. Η ένταση του στήθους μεγαλώνει όλο και περισσότερο με κάθε φράση αυτής της μελωδίας. Και αυτή η ολοένα αυξανόμενη ένταση δεν επιτρέπει καμμιά υπερβολή, κανένα λάθος στην ερμηνεία. Μικροατέλειες στην εκτέλεση, που περνούν τόσο εύκολα απαρατήρητες. σε μια όπερα θα κατέστρεφαν εδώ όλο το νόημα του έργου και θα έκαναν λιγότερο αισθητή την ομορφιά του. Για ναποδώσει κανείς τέλεια, το απλούστατο αλλά τόσο εξαιρετικό αυτό μικρό κομμάτι, έπρεπε να έχει ειλικρινή έμπνευση, να νιώθει πάθος πηγαίο, ή, τουλάχιστον να αισθάνεται την ποίηση του. Διαφορετικά, αυτή η μελωδία φαινόταν κοινότοπη. Ήταν αδύνατο να εκφράσει κανείς ένα πάθος τόσο φλογερό με τόση ένταση, χωρίς να προκαλέσει αηδία, παρά μονάχα αν το ερμήνευε με ειλικρίνεια, με απλότητα και με κάποια αφέλεια. Ο Βελτσάνινοβ θυμόταν πως κάποτε την τραγουδούσε πολύ καλά αυτήν τη μελωδία. Είχε σχεδόν κατορθώσει να μιμηθεί απόλυτα τον Γκλύνκα. Εκείνο το βράδυ λοιπόν, με την πρώτη νότα, τον πρώτο στίχο, η έμπνευση άναψε τη

Page 34: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

φλόγα της στην ψυχή του και έδωσε στη φωνή του έναν θερμό παλμό. Σε κάθε λέξη, το αίσθημα εξωτερικευόταν με μεγαλύτερη δύναμη, απογυμνόνωνταν με περισσότερη τόλμη. οι τελευταίοι στίχοι αντήχησαν σαν κραυγή πάθους κι όταν τραγούδησε, με τα μάτια του στυλωμένα στη Νάντια:

Τώρα πια θαρρετά σε κοιτώΤα χείλη μου σιμώνω στα δικά σουΠοθώ να σε φιλώ, να σε φιλώ, να σε φιλώ.Η Νάντια σκίρτησε σχεδόν από φόβο, έκανε μάλιστα και μια μικρή κίνηση προς τα πίσω. Το αίμα ανέβηκε στα μαγουλά της και, την

ίδια στιγμή, ο Βελτσάνινοβ είδε στο φοβισμένο πρόσωπο της σαν κάποια ανταπόκριση. Οι άλλοι φαίνονταν γοητευμένοι, αλλά και κάπως σαστισμένοι. όλοι έκαναν τη σκέψη πως ήταν απαράδεκτο, πως ήταν ντροπή να τραγουδά κανείς έτσι. Κι ωστόσο, τα νεανικά τούτα πρόσωπα κοκκίνιζαν, τα μάτια σπίθιζαν σαν να προσδοκούσαν να συνεχίσει το τραγούδι του. Ο Βελτσάνινοβ πρόσεξε, πάνω από όλα, το πρόσωπο της Κατερίνας Θεοδόσιεβνα που είχε γίνει σχεδόν ωραίο.

Α, α, τραγούδι μια φορά! μουρμούρισε ο γερο-Ζαχλιέμπινιν, λιγάκι ξαφνιασμένος. Μα δεν σας φαίνεται κάπως υπερβολικό;... Ευχάριστο... αλλά υπερβολικό...

Ναι, είναι υπερβολικό... άρχισε να λέει η γυναίκα του.Μα ο Παύλος Παύλοβιτς δεν την άφησε να τελειώσει.Χύμηξε σαν τρελός και, αδιαφορώντας ολότελα για τους τύπους, άρπαξε τη Νάντια από το χέρι, την τράβηξε απότομα, στράφηκε

προς τον Βελτσάνινοβ και του είπε με τρεμουλιαστή φωνή, καρφώνοντας επάνω του ένα βλέμμα έξαλλο.Έχω να σας μιλήσω. Ο Βελτσάνινοβ είδε καθαρά πως στην κατάσταση που βρισκόταν ο Παύλος Παύλοβιτς ήταν ικανός να κάνει

καμμιά τρέλα. Τον πήρε από το χέρι και, δίχως να δώσει προσοχή στη γενική κατάπληξη, τον οδήγησε στη βεράντα και κατέβηκε μαζί του στον σχεδόν σκοτεινό τώρα κήπο.

Το καταλαβαίνετε πως τώρα, αμέσως, έχετε υποχρέωση να φύγετε μαζί μου; είπε ο Παύλος Παύλοβιτς.Όχι, δεν το καταλαβαίνω.Θυμάστε, συνέχισε ο Παύλος Παύλοβιτς με φωνή παράφορη αλλά ψιθυριστή, το θυμάστε που μου ζητήσατε κάποτε να σας τα πω

όλα, όλα, με ειλικρίνεια, να σας πω την τελευταία λέξη... το θυμάστε; Ε, λοιπόν, ήρθε η στιγμή να σας την πω αυτή τη λέξη... Πάμε!Ο Βελτσάνινοβ σκέφτηκε, κοίταξε ξανά τον Παύλο Παύλοβιτς και δέχτηκε να φύγει.Η ξαφνική αναγγελία της αναχώρησης τους έβαλε σε απορία τους Ζαχλιέμπινιν και προκάλεσε την αγανάκτηση των κοριτσιών.Να πάρετε τουλάχιστον ακόμη ένα φλυτζάνι τσάϊ... επέμενε με παράπονο η κυρία Ζαχλιέμπινιν.Μα τι έχεις και είσαι τόσο ταραγμένος; ρώτησε αυστηρά και με φανερή δυσφορία ο γερο-Ζαχλιέμπινιν τον Παύλο Παύλοβιτς που

προσπαθούσε να χαμογελάσει και έμενε σιωπηλός.Παύλε Παύλοβιτς, γιατί μας παίρνετε τον Αλέξη Ιβάνοβιτς; διαμαρτυρήθηκαν αναστενάζοντας τα κορίτσια και ρίχνοντας του άγριες

ματιές.Η Νάντια μάλιστα τον κοίταξε με τόση κακία, που ο Παύλος Παύλοβιτς τα έχασε. Δεν υποχώρησε όμως.Ο Παύλος Παύλοβιτς μου θύμισε μια πολύ σοβαρή υπόθεση που μου είχε διαφύγει εντελώς και τον ευχαριστώ γι' αυτό, είπε ο

Βελτσάνινοβ σφίγγοντας το χέρι του οικοδεσπότη και αποχαιρετώντας την κυρία Ζαχλιέμπινιν και τα κορίτσια. Υποκλίθηκε πολύ πιο βαθιά μπροστά στην Κατερίνα

Θεοδόσιεβνα, πράγμα που έγινε αντιληπτό από όλους.Σας ευχαριστούμε για την επίσκεψη και θα χαρούμε πολύ να σας ξαναδούμε, είπε ο Ζαχλιέμπινιν.Ω, ναι, θα χαρούμε πολύ!... πρόσθεσε χωρίς ενθουσιασμό η γυναίκα του.Να ξανάρθετε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, να ξανάρθετε! φωνάξανε τα κορίτσια από το μπαλκόνι καθώς ο Βελτσάνινοβ καθόταν στο αμάξι

πλάϊ στον Παύλο Παύλοβιτς.Νόμισε μάλιστα πως άκουσε μια φωνούλα να λέει πιο σιγανά από τους άλλους: Να ξανάρθετε, αγαπητέ, αγαπητέ Αλέξη Ιβάνοβιτς!Και σκέφτηκε: Είναι η μικρή κοκκινομάλλα.

ΑΠΟ ΠΟΙΟ ΜΕΡΟΣ ΓΕΡΝΕΙ Η ΖΥΓΑΡΙΑ;Μπορεί να συλλογιζόταν ακόμη τη μικρή κοκκινομάλλα, αλλά ήταν δυσαρεστημένος με τον εαυτό του και τύψεις βασάνιζαν κιόλας το μυαλό του. Εξάλλου, στο διάστημα αυτής της μέρας που είχε περάσει, θα έλεγε κανείς, τόσο εύθυμα, η μελαγχολία του δεν τον είχε αφήσει στιγμή. Ήδη, πριν αρχίσει το τραγούδι, δεν ήξερε πως να την αποτινάξει αυτή την κατάθλιψη. Ίσως, ίσως γι' αυτό το λόγο να είχε βάλει τόσο πάθος στην εκτέλεση του ρομαντικού εκείνου τραγουδιού.Συλλογίστηκε με πικρία: Πώς μπόρεσα να κατέβω τόσο χαμηλά; Έσπευσε όμως να δώσει άλλη κατεύθυνση στους λογισμούς του. Το βρήκε ταπεινωτικό ναρχίσει τώρα τη γκρίνια και τους αναστεναγμούς. Θα ήταν πολύ πιο ευχάριστο να ξεσπάσει το ταχύτερο επάνω σε κάποιον άλλον.Ηλίθιε! μουρμούρισε με λύσσα λοξοκοιτάζοντας τον Παύλο Παύλοβιτς που καθόταν σιωπηλός πλάϊ του.Ο Παύλος Παύλοβιτς σώπαινε με πείσμα. Ίσως να προετοιμαζόταν, τακτοποιώντας τις σκέψεις του. Με μια κίνηση ανυπόμονη, έβγαζε κάθε τόσο το καπέλο του και σφόγγιζε με το μαντήλι το μέτωπο του.Ιδρώνει, είπε μέσα του ο Βελτσάνινοβ.Ο Παύλος Παύλοβιτς άνοιξε μονάχα μια φορά το στόμα για να ρωτήσει τον αμαξά αν θα είχαν καμμιά μπόρα.Χωρίς άλλο! Η μέρα ήταν τόσο πνιχτική! είπε ο αμαξάς.Πραγματικά, ο ουρανός μαύριζε. Μακρινές αστραπές φαίνονταν πέρα, στον ορίζοντα. Έφθασαν στην πόλη κατά τις έντεκα.Έρχομαι στο σπίτι σας, ανήγγειλε ο Παύλος Παύλοβιτς καθώς πλησίαζαν στο διαμέρισμα του Βελτσάνινοβ.Το ξέρω αλλά σας προειδοποιώ πως δεν αισθάνομαι καθόλου καλά.Ω, δεν θα μείνω πολύ.Όταν πέρασαν την αυλόπορτα, ο Παύλος Παύλοβιτς πετάχτηκε για ένα λεπτό στο καμαράκι της Μάρβας, της θυρωρού.Τί πήγατε να κάνετε εκεί; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ αυστηρά, όταν ο Παύλος Παύλοβιτς ξαναγύρισε κοντά του και μπήκανε οι δύο μαζί στο σπίτι.Τίποτε... για... το αμάξι.Δεν θα σας αφήσω να πιείτε.

Page 35: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Δεν πήρε απάντηση. Άναψε το λυχνάρι και ο Παύλος Παύλοβιτς στρογγυλοκάθισε αμέσως στην μπολυθρόνα. Ο Βελτσάνινοβ στάθηκε μπροστά του, βλοσυρός.Κι εγώ επίσης, σας υποσχέθηκα να σας πω την τελευταία μου λέξη, άρχισε συγκρατώντας με κόπο τον εκνευρισμό του. Ακούστε λοιπόν: πιστεύω με απόλυτη ειλικρίνεια πως όλα τα μεταξύ μας ζητήματα τακτοποιήθηκαν οριστικά και πως δεν έχουμε πια τίποτε να πούμε ο ένας στον άλλο. Ακούτε; Τίποτε! Δεν νομίζετε λοιπόν πως θα ήταν προτιμότερο να φύγετε αμέσως και να κλείσω την πόρτα πίσω μας;Ας τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας, Αλέξη Ιβάνοβιτς, είπε τέλος ο Παύλος Παύλοβιτς κοιτάζοντας τον κατάματα, πολύ γλυκά.Να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας; έκανε ο Βελτσάνινοβ, κατάπληκτος. Τι περίεργη έκφραση! Ποιους λογαριασμούς; Αυτή είναι λοιπόν ητελευταία λέξη που υποσχεθήκατε να μου πείτε;Ακριβώς.Δεν έχουμε πια λογαριασμούς να τακτοποιήσουμε. Η τακτοποίηση έγινε από καιρό, δήλωσε αγέρωχα ο Βελτσάνινοβ.Αλήθεια, νομίζετε; ρώτησε ο Παύλος Παύλοβιτς με ύφος πολυσήμαντο, ενώνοντας με μια παράξενη κίνηση τα χέρια πάνω στο στήθος του.Ο Βελτσάνινοβ δεν του έδωσε απάντηση κι άρχισε να πηγαινοέρχεται πάνω-κάτω στο δωμάτιο. Και η Λίζα... στέναξε η καρδιά του.Πώς θέλετε, άλλωστε, να τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας; ρώτησε ύστερα από αρκετή σιωπή.Ο άλλος δεν είχε πάψει στιγμή να τον παρακολουθεί με τα μάτια,έχοντας τα χέρια πάντοτε ενωμένα πάνω στο στήθος του.Μην ξαναπάτε πια εκεί, μουρμούρισε ο Παύλος Παύλοβιτς και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του.Πώς; Ώστε αυτό ήταν; Ο Βελτσάνινοβ γέλασε με κακία. Δεν υπάρχει αμφιβολία, μπορείτε να λέτε πως μου δημιουργείτε όλο εκπλήξεις σήμερα! Ξαφνικά, η έκφραση του άλλαξε. Ακούστε, συνέχισε μελαγχολικά και με πάθος, θαρρώ πως ποτέ, σε καμμιά περίσταση, δεν έπεσα τόσο χαμηλά όσο σήμερα: πρώτα, επειδή δέχτηκα να πάω μαζί σας, έπειτα, επειδή φέρθηκα όπως φέρθηκα... Η διαγωγή μου ήταν θλιβερή, αξιοκατάκριτη... Ατιμάστηκα, εξευτελίστηκα όταν δέχτηκα να... και ξέχασα... Αλλά, στο κάτω -κάτω, τι μαυτό; Συνήλθε ξαφνικά. Ακούστε! Με καταλάβατε εξ απρόοπτου σήμερα... Ήμουν εκνευρισμένος, άρρωστος... Και γιατί τάχα δικαιολογούμαι τώρα; Δεν θα ξαναπάω εκεί κάτω. Και σας βεβαιώνω πως τίποτε δεν με τραβάει εκεί, δήλωσε αποφασιστικά. Αλήθεια; Αλήθεια; έκανε ο Παύλος Παύλοβιτς χωρίς να κρύψειτη χαρά του.Ο Βελτσάνινοβ του έριξε μια περιφρονητική ματιά και ξανάρχισενα κόβει βόλτες στην κάμαρα.Βλέπω πως το έχετε πάρει απόφαση να γίνετε ευτυχισμένος με κάθε τρόπο, είπε τέλος, μην μπορώντας να κρατηθεί περισσότερο.Ναι, επιβεβαίωσε αφελέστατα με σιγανή φωνή ο Παύλος Παύλοβιτς.Ο Βελτσάνινοβ συλλογίστηκε. Στο κάτω-κάτω τι με νοιάζει αν είναι ένας γελοίος και αν η κακία του δεν είναι παρά βλακεία; Δεν μπορώ να μην τον μισώ, ακόμη κι αν δεν το αξίζει.Είμαι ένας αιώνιος σύζυγος, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς και ένα χαμόγελο ταπεινό και καρτερικό διαγράφτηκε στα χείλη του. Πάει καιρός που την έμαθα από σας αυτή την έκφραση, Αλέξη Ιβάνοβιτς, από τότε που μένατε μαζί μας.Εκείνη τη χρονιά, σημείωσα πολλές από τις εκφράσεις σας. Την περασμένη φορά, όταν είπατε, εδώ σε τού το το δωμάτιο: αιώνιος σύζυγος, κατάλαβα.Η Μάρβα παρουσιάστηκε κρατώντας ένα μπουκάλι σαμπάνια καιδυο ποτήρια.Με συγχωρείτε, Αλέξη Ιβάνοβιτς, το ξέρετε πως δεν μπορώ να κάνω χωρίς πιοτό. Μην το πάρετε αναίδεια εκ μέρους μου. Να με βλέπετε σαν έναν ξένο, έναν άνθρωπο ανάξιο σας.Ας είναι, του έδωσε την άδεια ο Βελτσάνινοβ. Σας το ξαναλέω όμως, δεν αισθάνομαι καθόλου καλά.Ναι, καταλαβαίνω... αμέσως, αμέσως, είπε βιαστικά ο Παύλος Παύλοβιτς. Μονάχα ένα ποτηράκι, για το λαρύγγι μου...Άδειασε το ποτήρι του άπληστα, μονορούφι και ξανακάθισε ρίχνοντας στον Βελτσάνινοβ ματιές σχεδόν τρυφερές. Η Μάρβα βγήκε από το δωμάτιο.Τι αηδιαστική κατάσταση! μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ.Για όλα φταίνε οι φίλες της! δήλωσε ο Παύλος Παύλοβιτς. Είναι τόσο νέες, όλο σκέρτσα!... Διασκεδάζουν. Μπορώ να πω πως είναι χαριτωμένες... Και εκεί κάτω, καταλαβαίνετε, θα είμαι σκλάβος της. Θα την θαυμάζουν όλοι, θα την σέβονται... θα γνωρίσει καλό κόσμο... θαλλάξει ολότελα.Ψαχουλεύοντας με δυσφορία τη θήκη μέσα στην τσέπη του, ο Βελτσάνινοβ συλλογιζόταν: Πρέπει ωστόσο να του επιστρέψω το βραχιόλι.Λέγατε λίγο πριν πως το έχω πάρει απόφαση να γίνω ευτυχισμένος. Πρέπει να παντρευτώ, συνέχιζε ο Παύλος Παύλοβιτς με ύφος εμπιστευτικό, σχεδόν συγκινημένος. Γιατί, αλλιώς, τι θαπογίνω; Τα βλέπετε και εσείς! Έδειξε το μπουκάλι. Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο μου ελάττωμα. Δεν μπορώ να ζήσω αν δεν παντρευτώ, αν δεν ξαναβρώ την παλιά μου αυτοπεποίθηση. Μονάχα με την πίστη θα μπορέσω ναναστηθώ.Τι μου τα λέτε τώρα αυτά;Λίγο ακόμη κι ο Βελτσάνινοβ θα ξεσπούσε σε γέλια. Όλα αυτά του φαίνονταν πολύ κωμικά.Εξηγήστε μου επιτέλους γιατί με κουβαλήσατε εκεί κάτω, συνέχισε. Τι με θέλατε;Ήθελα να δω, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς με φανερή αμηχανία.Να δείτε τί.Την εντύπωση... Καταλαβαίνετε τώρα. Αλέξη Ιβάνοβιτς είναι μόλις μια εβδομάδα που προσπαθώ... εκεί... (η αμηχανία) του μεγάλωνε ολοένα). Χθες που σας συνάντησα, σκέφτηκα: δεν τον είδα ακόμη ποτέ με ξένη συντροφιά, με άλλους άντρες εκτός από μένα... η σκέψη μου ήταν ανόητη, το βλέπω τώρα. Ανόητη και άσκοπη. Ο πειρασμός όμως ήταν πολύ μεγάλος. Φταίει ο κακός μου χαρακτήρας.Σήκωσε το κεφάλι του και κοκκίνισε.Εμβρόντητος, ο Βελτσάνινοβ αναρωτήθηκε. Να λέει άραγε την αλήθεια;Και λοιπόν; ρώτησε.Ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε πονηρά, με ικανοποίηση. Ήταν όλα χαριτωμένα, παιδιάστικα

Page 36: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

καμώματα. Αλλωστε, είπαμε, φταίνε οι φίλες της. Σας ζητώ συγγνώμη για την ανόητη συμπεριφορά μου απέναντι σας σήμερα, Αλέξη Ιβάνοβιτς. Δεν θα το ξανακάνω. Αυτό δεν θα ξαναγίνει ποτέ.Μα δεν πρόκειται να ξαναπάω εκεί, είπε ο Βελτσάνινοβ χαμογελώντας.Βασίζομαι στον λόγο σας. Ο Βελτσάνινοβ εκνευρίστηκε για μια στιγμή. Δεν είμαι πάντως ο μόνος άντρας στον κόσμο, παρατήρησε. Πάλι ο Παύλος Παύλοβιτς κοκκίνισε.Λυπάμαι πολύ που σας ακούω να το λέτε αυτό, Αλέξη Ιβάνοβιτς. Σέβομαι πολύ, πιστέψτε με, την Νάντια Θεοδόσιεβνα.Με συγχωρείτε, δεν είχα καμμιά κακή πρόθεση. Απορώ ωστόσο λιγάκι. Μου φαίνεται παράξενο πως γίνεται, ενώ έχετε σε τόσο μεγάλη εκτίμηση την... τακτική μου... να... να μου έχετε τόσο απόλυτηεμπιστοσύνη.Σας έχω εμπιστοσύνη ακριβώς επειδή... σας παρακάλεσα να -έρθετε μαζί μου... ύστερα... ύστερα από όλα όσα είχαν γίνει...Εξακολουθείτε, λοιπόν, ακόμη και τώρα, να με θεωρείτε άνθρωπο απολύτως έντιμο;Ο Βελτσάνινοβ σταμάτησε απότομα. Σε άλλη στιγμή, η αφέλεια που έδειχνε η ερώτηση του, θα ξάφνιαζε και τον ίδιο.Πάντα σας είχα για απολύτως έντιμο.Και ο Παύλος Παύλοβιτς χαμήλωσε τα μάτια.Ναι, ναι, φυσικά... δεν ήθελα να πω αυτό, δεν ήταν μαυτό το πνεύμα που... Ήθελα να πω: παρ' όλες... τις προκαταλήψεις σας εναντίον μου;Ναι, παρ' όλες τις προκαταλήψεις...Ακόμη και όταν ξεκινήσατε για να έρθετε στην Πετρούπολη; δεν μπόρεσε να μη ρωτήσει ο Βελτσάνινοβ, μολο που καταλάβαινε πόσο τερατώδης ήταν η περιέργεια του.Και τότε που ξεκίνησα για να έρθω στην Πετρούπολη, σας θεωρούσα άνθρωπο απολύτως έντιμο. Σας είχα πάντοτε σε μεγάλη

εκτίμηση, Αλέξη Ιβάνοβιτς.Ο Παύλος Παύλοβιτς σήκωσε τα μάτια. αντίκρυζε τον αντίπαλο του σταθερά, ήρεμα. Ξάφνου, ο Βελτσάνινοβ φοβήθηκε. δεν είχε καμμιά διάθεση να προκαλέσει ένα ξέσπασμα και δεν ήθελε να ξεπεράσουν τα πράγματα ένα ορισμένο όριο και μάλιστα από δικό του λάθος.Σας αγαπούσα πολύ, Αλέξη Ιβάνοβιτς. Άρχισε ο Παύλος Παύλοβιτς σαν να πήρε ξαφνικά μια απόφαση. Όλο εκείνον τον χρόνο στο Τ..., σας συμπαθούσα πολύ. Δεν το προσέχατε, συνέχισε με τόσο τρεμάμενη φωνή, που ο Βελτσάνινοβ κατατρόμαξε. Ήμουν ένα τίποτε μπροστά σας. Πώς ήταν δυνατόν να με προσέξετε; Άλλωστε, μπορεί να ήταν προτιμότερο. Και όλα αυτά τα εννιά ατέλειωτα χρόνια, σας θυμόμουν πάντα γιατί δεν θυμάμαι άλλη χρονιά που να μπορώ να την συγκρίνω μεκείνη. τα μάτια του Παύλου Παύλοβιτς σπίθισαν παράξενα. Και έχω πάντα στον νου μου πολλές από τις εκφράσεις σας, πολλές από τις σκέψεις σας. Σας αναπολούσα πάντα σαν έναν άνθρωπο γεμάτο ζωντάνια και με αισθήματα ευγενικά, καλλιεργημένο, εξαιρετικά καλλιεργημένο, έναν άνθρωπο με ιδέες. Οι μεγάλες ιδέες πηγάζουν περισσότερο από μια μεγάλη καρδιά παρά από μια μεγάλη ευφυία. Το είπατε κάποτε ο ίδιος, μπορεί εσείς να το ξεχάσατε, εγώ όμως το θυμάμαι. Σας έβλεπα πάντα σαν έναν άνθρωπο μεγαλόκαρδο. Βασιζόμουν σε σας και σας είχα εμπιστοσύνη.- παρ' όλα...Το σαγόνι του άρχισε να τρέμει. Ο Βελτσάνινοβ ήταν πανικόβλητος. Έπρεπε με κάθε τρόπο να δώσει τέλος στην αναπάντεχη αυτή τροπή που έπαιρνε η συζήτηση.Φθάνει, σας παρακαλώ, Παύλε Παύλοβιτς, τραύλισε κοκκινίζοντας, εκνευρισμένος και ταραγμένος. Μα γιατί;, φώναξε έξαφνα, γιατί καταδιώκετε έναν άρρωστο, έναν άνθρωπο που τα νεύρα του είναι τσακισμένα, που σχεδόν δεν ξέρει τι λέει από τον πυρετό και τον σέρνετε στα σκοτάδια... ενώ... ενώ όλα αυτά δεν είναι παρά δημιουργήματα της φαντασίας σας, μια πλάνη, ένα αναίσχυντο ψέμα...; Δείχνουν πως χάσατε την αίσθηση του μέτρου. Ναι, αυτό είναι το σπουδαιότερο, το πιο εξοργιστικό: η έλλειψη μέτρου. Όλα αυτά είναι γελοία. Είμαστε και οι δυο διεφθαρμένοι και τιποτένιοι, όντα υποχθόνια. Και θέλετε, θέλετε να σας το αποδείξω αμέσως πως όχι μονάχα δεν μαγαπάτε, αλλά με μισείτε ολόψυχα και λέτε ψέματα χωρίς να το ξέρετε; Με παρασύρατε, με πήγατε εκεί κάτω, όχι με τονγελοίο σκοπό να δοκιμάσετε την μνηστή σας ιδέα βλακώδης, αλλά, όταν με είδατε χθες, σας κυρίεψε, απλούστατα, ξανά , θυμός, και με κουβαλήσατε εκεί για να μου δείξετε την αρραβωνιαστικιά σας και να μου πείτε: Την βλέπεις; Θα είναι δική μου! Ε, λοιπόν, για δοκίμασε να την κερδίσεις! Με προκαλέσατε. Μπορεί να μην το καταλαβαίνετε, αλλά αυτά ήταν τα αισθήματα σας. Και πρέπει να μισεί κανείς έναν άνθρωπο, για να τον προκαλεί κατά τέτοιον τρόπο.Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο πετώντας τις φράσεις αυτές μεφωνή λαχανιασμένη, κυριευμένος από το τυραννικό και ταπεινωτικόσυναίσθημα πως κατέβαινε έτσι στο επίπεδο του Παύλου Παύλοβιτς.Ήθελα να συμφιλιωθώ μαζί σας, Αλέξη Ιβάνοβιτς, είπε ο άλλοςέξαφνα, σιγανά και το σαγόνι του άρχισε πάλι να τρέμει.Άγρια μανία κυρίεψε τον Βελτσάνινοβ, λες και τον είχανπροσβάλει πολύ άσχημα.Σας το ξαναλέω, ούρλιαξε, πώς καταδιώκετε έναν άνθρωπο άρρωστο, με τσακισμένα νεύρα... Τον κυνηγάτε για να του αποσπάσετε τη λέξη που μάταια περιμένετε! Εμείς οι δυο όμως... ναι, εμείς οι δυο, ανήκουμε σε κόσμους διαφορετικούς. Καταλάβετε το επιτέλους!... Και έπειτα... υπάρχει ένας τάφος ανάμεσα μας... πρόσθεσε με πνιχτή φωνή. Και έξαφνα συνήλθε.Μα πώς μπορείτε να ξέρετε... το πρόσωπο του Παύλου Παύλοβιτς χλώμιανε μονομιάς και συσπάσθηκε από τον πόνο, πώς μπορείτε εσείς να νιώσετε τι σημαίνει για μένα αυτός ο τάφος... εδώ μέσα; τσίριξε βαδίζοντας προς τον Βελτσάνινοβ και χτυπώντας το στήθος του με μια κίνηση κωμική, αλλά φοβερή. Ξέρω τι είναι αυτός ο μικρός τάφος. Βρίσκεται εκεί, ανάμεσα στους δυο μας, και εσείς και εγώ στεκόμαστε στην κάθε του πλευρά. Στη δική μου όμως πλευρά υπάρχει κάτι παραπάνω... κάτι παραπάνω... τραύλισε σαν να παραμιλούσε, χτυπώντας ολοένα το στήθος του.Ξάφνου ένα δυνατό κουδούνισμα τους ξανάφερε και τους δύο στην πραγματικότητα. Κάποιος χτυπούσε σαν να ήθελε να ξεχαρβαλώσει το κουδούνι.Κανείς δεν χτυπάει την πόρτα στο σπίτι μου, είπε οΒελτσάνινοβ, κάπως σαστισμένος.Πάντως το σπίτι αυτό δεν είναι δικό μου, ψέλλισε δειλά ο Παύλος Παύλοβιτς, ξαναβρίσκοντας την

Page 37: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

ψυχραιμία του και παίρνοντας πάλι το παλιό του ύφος.Ο Βελτσάνινοβ, δυσαρεστημένος, πήγε νανοίξει.Ο κύριος Βελτσάνινοβ, αν δεν κάνω λάθος; ακούστηκε στον προθάλαμο μια φωνή νεανική, δυνατή και γεμάτη αυτοπεποίθηση.Ξέρω θετικά, συνέχισε η σταθερή και ηχηρή φωνή, πως αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο σπίτι σας κάποιος Τρουσότσκη. Είναι ανάγκη να τον δω.Ασφαλώς ο Βελτσάνινοβ θα είχε μεγάλη επιθυμία να πετάξει με μια γερή κλωτσιά στη σκάλα αυτόν τον τόσο βέβαιο για τον εαυτό του κύριο. Σκέφτηκε όμως για ένα δευτερόλεπτο, παραμέρισε και τον άφησε να περάσει.Να, αυτός είναι ο κύριος Τρουσότσκη, περάστε μέσα.

Ο ΣΑΣΕΝΚΑ ΚΑΙ Η ΝΑΝΤΙΕΖΝΤΑΉταν ένας νεαρός δεκαεννιά χρόνων, ίσως και λιγότερο, τόσο παιδικό έδειχνε το όμορφο και γεμάτο αυτοπεποίθηση πρόσωπο του. Ήταν αρκετά καλοντυμένος ή, πάντως, τα ρούχα που φορούσε του πήγαιναν πολύ. το ανάστημα του ήταν κάπως ψηλότερο από το συνηθισμένο. μαλλιά μαύρα, πυκνά, ανυπότακτα, μάτια μεγάλα, σκούρα και τολμηρά, έδιναν μια ξεχωριστή έκφραση στη φυσιογνωμία του. Η μύτη του ήταν κάπως πλατιά και ανασηκωμένη. Αν δεν είχε αυτή τη μύτη, θα μπορούσε, αλήθεια, να περάσει για ομορφόπαιδο. Μπήκε με ύφος αγέρωχο.Υποθέτω πως έχω την ευκαιρία να μιλώ με τον κύριο Τρουσότσκη, είπε τονίζοντας τις λέξεις και υπογραμμίζοντας με ιδιαίτερη ευχαρίστηση την λέξη ευκαιρία, αφήνοντας έτσι να υπονοηθεί πως δεν το θεωρούσε ούτε τιμή ούτε ευχαρίστηση να κουβεντιάζει μαυτόν τον Τρουσότσκη.Ο Βελτσάνινοβ άρχισε να καταλαβαίνει. Ο Παύλος Παύλοβιτς έδινετην εντύπωση πως κάτι διαισθανόταν. Κάποια ανησυχία καθρεφτίστηκεστο πρόσωπο του. Έκανε ωστόσο μια προσπάθεια για να συγκρατηθεί.Δεν έχω την τιμή να σας γνωρίζω, είπε με αξιοπρέπεια ο Τρουσότσκη. Και νομίζω πως αποκλείεται να έχουμε τίποτε να πούμε οι δυο μας.Ακούστε με πρώτα και έπειτα μου λέτε τη γνώμη σας, είπε ο νέος με αυτοπεποίθηση και σε τόνο αποφθεγματικό.Φόρεσε το λορνιόν από ταρταρούγα που κρεμόταν από ένα μεταξωτό κορδόνι στο στήθος του και επιθεώρησε προσεκτικά το μπουκάλι της σαμπάνιας επάνω στο τραπέζι. Αφού τελείωσε την επιθεώρηση του, ξαναδίπλωσε ατάραχος το λορνιόν του και είπε αποτεινόμενος στον Παύλο Παύλοβιτς.Αλέξανδρος Λόμποβ. Και τι είναι αυτό, Αλέξανδρος Λόμποβ; Είμαι εγώ. Δεν με γνωρίζετε; Όχι.Φυσικά, πως θα μπορούσατε να με γνωρίζετε; Έρχομαι για μια σοβαρή υπόθεση που σας ενδιαφέρει. Να μου επιτρέψετε όμως να καθίσω, είμαι κουρασμένος... Καθίστε, είπε ο Βελτσάνινοβ.Μα ο νεαρός είχε κιόλας καθίσει, χωρίς να περιμένει να του δώσουν την άδεια.Παρ' όλο τον ολονένα και πιο δυνατό πόνο που αισθανόταν στο στήθος του, ο Βελτσάνινοβ άρχισε να ενδιαφέρεται ζωηρά γιαυτόν τον αυθάδη νεαρό. Του φάνηκε πως το συμπαθητικό, ροδαλό και παιδικό αυτό πρόσωπο είχε κάποια μακρινή ομοιότητα με το μουτράκι της Νάντια.Καθίστε και εσείς, είπε ο νέος στον Παύλο Παύλοβιτς, δείχνοντας του ένα κάθισμα απέναντι του, με μια αργή κίνηση του κεφαλιού. Θα μείνω όρθιος.Θα κουραστείτε. Όσο για σας, κύριε Βελτσάνινοβ, μπορείτε να μείνετε, υποθέτω.Δεν έχω κανένα λόγο να φύγω, είμαι στο σπίτι μου. Όπως θέλετε. Ομολογώ πως το προτιμώ να παρευρεθείτε στην εξήγηση που θα έχω μαυτόν τον κύριο. Η Νάντια Θεοδόσιεβνα μου μίλησε για σας με λόγια πολύ κολακευτικά. Αλήθεια; Μα πότε πρόλαβε;Αμέσως μετά την αναχώρηση σας. Έρχομαι και εγώ από κει. Να, λοιπόν, περί τίνος πρόκειται. Κύριε Τρουσότσκη, στράφηκε προς τον Παύλο Παύλοβιτς που εξακολουθούσε να μένει όρθιος,η Ναντιέζντα Θεοδόσιεβνα και εγώ αγαπιόμαστε από καιρό και δώσαμε λόγο ο ένας στον άλλο. Είσαστε ένα εμπόδιο ανάμεσα μας. Ήρθα λοιπόν να σας πω να μου αδειάσετε τη γωνιά. Είσαστε διατεθειμένος να συμμορφωθείτε;Ο Παύλος Παύλοβιτς κόντεψε να σωριαστεί χάμω. Έγινε άσπρος σαν πανί, αλλά ένα μοχθηρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. Όχι, καθόλου! αποκρίθηκε κοφτά.Έτσι, ε; είπε ο νέος και κάθισε πιο βολικά στην πολυθρόνα του, βάζοντας το ένα πόδι πάνω στο άλλο.Δεν ξέρω καν με ποιον μιλώ, συνέχισε ο Παύλος Παύλοβιτς, και υποθέτω πως δεν έχουμε πια τίποτε να πούμε.Έχοντας κάνει αυτή τη δήλωση, θεώρησε καλό να καθίσει κι αυτός.Σας το είπα πως θα κουραστείτε, παρατήρησε αδιάφορα ο νέος. Είχα ήδη την ευκαιρία να σας πω πως λέγομαι Λόμποβ και πως η Ναντιέζντα Θεοδόσιεβνα και εγώ είμαστε αρραβωνιασμένοι. Δεν μπορείτε, λοιπόν, να λέτε, όπως δηλώσατε τώρα δα, πως δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε. Ούτε μπορείτε να νομίζετε πως δεν έχουμε τίποτ' άλλο να πούμε. Δεν πρόκειται μονάχα για μένα, αλλά και για την Νάντια Θεοδόσιεβνα, που την ενοχλείτε αναιδέστατα. Αυτό καιμόνο είναι αρκετό για να δικαιολογήσει τη συζήτηση μας.Τα είπε όλα αυτά ανάμεσα από τα δόντια του, με ύφος καυχησιάρικο, λες και μόλις καταδεχόταν ναρθρώσει τις λέξεις.Έβγαλε μάλιστα ξανά το λορνιόν του και, καθώς μιλούσε, έκανε τάχα πως κάτι εξέταζε.Επιτρέψτε μου, νεαρέ!... αποπειράθηκε να τον διακόψει ο Παύλος Παύλοβιτς, τρομερά νευριασμένος. Μα ο νεαρός τον σταμάτησε στη στιγμή. Σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, ασφαλώς θα σας το απαγόρευα να με αποκαλείτε νεαρό. Τώρα όμως, οφείλετε να το παραδεχθείτε, τα νιάτα μου είναι το κυριότερο σημείο της υπεροχής μου απέναντι σας. Σήμερα, λόγου χάρη, όταν προσφέρατε εκείνο το βραχιόλι, θα θέλατε να είσαστε λιγάκι νεώτερος.Ω, ω! Τι φαρμακερό φίδι! μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ. Όπως και να είναι, κύριε, δεν θεωρώ τους λόγους που αναφέρατε, αποκρίθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς με αξιοπρέπεια, λόγους αμφισβητήσιμους και ανάρμοστους, άλλωστε, αρκετούς για να συνεχίσουμε τη συνομιλία μας. Βλέπω πως όλα αυτά είναι παιδιάστικα καμώματα, χωρίς σημασία. Αύριο κιόλας θα ζητήσω πληροφορίες από τον Θεοδόση Συμεώνοβιτς και, για την ώρα, σας παρακαλώ να μαφήσετε ήσυχο.

Page 38: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Τον βλέπετε; αναφώνησε, αποτεινόμενος στον Βελτσάνινοβ, ο έφηβος, μην μπορώντας πια να κρατήσει το αδιάφορο ύφος του. Δεν του φθάνει πως τον διώξανε από κει κάτω με κοροϊδίες. Θέλει να πάει να τα μαρτυρήσει όλα στον πατέρα! Μα, άνθρωπε ξεροκέφαλε, δεν το βλέπετε πως μαυτόν τον τρόπο δείχνετε πως θέλετε να πάρετε το κορίτσι με το στανιό, πως ταγοράζετε από τους ξαναμωραμένους γονείς του, που

μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν μόνο και μόνο επειδή τους το επιτρέπει η βάρβαρη κοινωνία; Δε σας έδειξε η Νάντια Θεοδόσιεβνα αρκετά την περιφρόνηση της; Δεν σας έδωσε πίσω το ανάρμοστο δώρο σας, το βραχιόλι σας; Τι άλλο θέλετε;Κανείς δεν μου επέστρεψε το βραχιόλι. Άλλωστε αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς ανασκιρτώντας.Δε γίνονται είπατε; Ο κύριος Βελτσάνινοβ δεν σας έδωσε πίσω το βραχιόλι;Που να τον πάρει ο διάβολος! σκέφτηκε ο Βελτσάνινοβ και είπε με δυσφορία.Πραγματικά, η Ναντιέζντα Θεοδόσιεβνα με παρακάλεσε να σας δώσω αυτό το κουτάκι, Παύλε Παύλοβιτς. Δεν ήθελα να το πάρω, αλλά εκείνη επέμενε. Λυπάμαι πολύ.Έβγαλε τη θήκη από την τσέπη του και, με αμηχανία μεγάλη, την απόθεσε μπροστά στον εμβρόντητο Παύλο Παύλοβιτς.Γιατί δεν του το δώσατε ως τώρα; ρώτησε ο νέος αυστηρά τον Βελτσάνινοβ.Δεν βρήκα καιρό, αποκρίθηκε εκείνος βαριεστημένα.Πολύ παράξενο!Τί;Ομολογήστε πως είναι κάπως παράξενο. Είμαι πρόθυμος πάντως να παραδεχθώ πως έγινε κάποια παρεξήγηση.Ο Βελτσάνινοβ αισθάνθηκε την επιθυμία να σηκωθεί και να τραβήξει ταυτιά αυτού του παλιόπαιδου, μα δεν μπόρεσε να κρατήσει τη σοβαρότητα του και ξέσπασε σε γέλια. Γέλασε και ο νέος. Ο Παύλος Παύλοβιτς όμως δεν γελούσε. Αν ο Βελτσάνινοβ πρόσεχε το τρομερό βλέμμα που του έριξε, θα καταλάβαινε πως ο Παύλος Παύλοβιτς είχε φθάσει σε σημείο επικίνδυνο... Αλλά μολονότι δεν είχε προσέξει τούτο το βλέμμα, διαισθάνθηκε πως έπρεπε να υποστηρίξει τον Παύλο Παύλοβιτς.Ακούστε κύριε Λόμποβ, άρχισε σε τόνο φιλικό, χωρίς να εξετάσω τους δικούς σας λόγους, που ούτε θέλω να τους θίξω, θα είχα να παρατηρήσω πως ζητώντας το χέρι της Ναντιέζντα Θεοδόσιεβνα, ο Παύλος Παύλοβιτς έχει πρώτα-πρώτα με το μέρος του το ότι η αξιοσέβαστη αυτή οικογένεια τον γνωρίζει πολύ καλά.Έπειτα, μην ξεχνάτε την εξαίρετη κοινωνική του θέση και την περιουσία του. Είναι, λοιπόν, πολύ φυσικό ναπορεί, βλέποντας πως έχει έναν αντίπαλο σαν εσάς. Μπορεί να έχετε του κόσμου τα προτερήματα, αλλά είσαστε τόσο νέος! Δεν μπορεί να σας θεωρήσει αντίπαλο σοβαρό... Έχει επομένως δίκιο να σας παρακαλεί να τελειώνετε αυτή τη συζήτηση.Τι εννοείτε τόσο νέος; Είναι ένας μήνας που έκλεισα τα δεκαεννιά. Σύμφωνα με τον νόμο μπορώ να παντρευτώ. Τι έχετε να πείτε τώρα;Και ποιος πατέρας θα δεχόταν να σας δώσει την κόρη του σήμερα, ακόμη κι αν, αργότερα, πρόκειται να γίνετε πολυεκατομμυριούχος, ή δεν ξέρω και εγώ τι μεγάλος ευεργέτης της ανθρωπότητας; Ένας νέος δεκαεννιά χρόνων δεν είναι ακόμη σε θέση να κυβερνήσει τον εαυτό του. Και εσείς έχετε την αξίωση ναναλάβετε το μέλλον ενός άλλου ανθρώπου, ενός παιδιού σαν και εσάς! Δεν νομίζετε πως δεν είναι και πολύ τίμιο αυτό; Αν πήρα το θάρρος να σας μιλήσω καθαρά, είναι γιατί εσείς ο ίδιος, λίγο πριν, επικαλεσθήκατε τη μαρτυρία μου εναντίον του Παύλου Παύλοβιτς! Α, ναι! Τόνομα του είναι Παύλος Παύλοβιτς! έκανε ο Λόμποβ. Πώς μου φάνηκε πως λέγεται Βασίλης Πετρόβιτς;... Ε, λοιπόν -συνέχισε γυρίζοντας προς τον Βελτσάνινοβ, δεν απόρησα καθόλου με τα λόγια σας: όλοι σας ίδιοι είσαστε! Κι όμως είναι περίεργο. Μου είπανε πως εσείς ειδικά έχετε ιδέες κάπως σύγχρονες. Ας είναι, αυτό δεν έχει σημασία... Ακούστε, λοιπόν, όχι μονάχα δεν κάνω τίποτε ανέντιμο, όπως πήρατε το θάρρος να πείτε, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, όπως θα επιχειρήσω να σας αποδείξω. Πρώτα-πρώτα, δώσαμε λόγο ο ένας στον άλλο και έπειτα της υποσχέθηκα επισήμως, μπροστά σε δύο μάρτυρες, πως αν ποτέ αγαπήσει κανέναν άλλον ή αν μετανιώσει, απλούστατα, επειδή με παντρεύτηκε και θέλει να χωρίσει, εγώ θα αναγνωρίσω αμέσως και εγγράφως τον εαυτό μου ένοχο μοιχείας και θα την διευκολύνω να επιτύχει το διαζύγιο. Κι όχι μονάχα αυτό. Για την περίπτωση που, αργότερα, θα επιχειρούσα ίσως να υπαναχωρήσω και δεν θα της έδινα τη γραπτή αυτή ομολογία της ενοχής μου, δίνω για εγγύηση, την ήμερα του γάμου, μια συναλλαγματική για εκατό χιλιάδες ρούβλια. Έτσι, αν πεισμώσω και δεν θελήσω να δώσω τη συγκατάθεση μου στο διαζύγιο, εκείνη δεν θα έχει παρά να παρουσιάσει τη συναλλαγματική και να με στείλει φυλακή. Συνεπώς, όλα έχουν προβλεφθεί και δεν βάζω σε

κίνδυνο το μέλλον κανενός. Αυτά, ως προς το πρώτο σημείο.Βάζω στοίχημα πως το ωραίο αυτό σχέδιο το σοφίστηκε εκείνος ο..., πώς τον λένε; ,, Πρεντποσίλοβ, έτσι δεν είναι; είπε ο Βελτσάνινοβ.Χι... χι... χι! γέλασε μοχθηρά ο Παύλος Παύλοβιτς. Τι έχει και γελάει αυτός ο κύριος; Μαντέψατε σωστά, η ιδέα είναι του Πρεντποσίλοβ. Και είναι καταπληκτική, μη μου πείτε όχι. Τους παράλογους νόμους εμείς τους βγάλαμε άχρηστους. Είμαι αποφασισμένος να την αγαπώ πάντοτε, φυσικά, και όλες αυτές οι προφυλάξεις την κάνουν να γελά με την καρδιά της. Πάντως το σχέδιο είναι πολύ έξυπνο. Θα το παραδεχθείτε και εσείς πως είναι πολύ ιπποτικό, δεν είναι κάτι που θα το έκανε ο πρώτος τυχών.Κατά τη γνώμη μου, όχι μόνον δεν είναι ιπποτικό, αλλά είναι μάλλον πρόστυχο.Ο νέος ανασήκωσε τους ώμους.Και πάλι δεν με κάνετε ναπορώ, είπε ύστερα από μια μικρή σιωπή. Είναι καιρός τώρα που δεν απορώ με κάτι τέτοια. Αν ήταν εδώ ο Πρεντποσίλοβ θα σας έλεγε ορθά, κοφτά πως είσαστε σε θέση να καταλάβετε τα φυσικότερα πράγματα του κόσμου επειδή τα αισθήματα και οι ιδέες σας έχουν διαστρεβλωθεί από την άσκοπη και παράλογη ζωή που κάνετε από καιρό... Δεν αποκλείεται όμως εμείς οι δυο να μη μπορούμε ακόμη να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο. Μου είπαν για σας πολύ καλά λόγια... Θα είσαστε καμμιά πενηνταριά χρόνων, ε; Ας ξανάρθουμε, παρακαλώ, στο θέμα μας.Με συγχωρείτε για την αδιακρισία μου και μη μου θυμώνετε. Δεν είχα καμμιά κακή πρόθεση. Εξακολουθώ, λοιπόν. Δεν είμαι ένας μέλλων εκατομμυριούχος όπως είπατε πριν από λίγο, τι αστεία ιδέα!. Δεν είμαι παρά αυτό που βλέπετε, είμαι όμως απόλυτα βέβαιος για το μέλλον μου. Δεν θα γίνω ούτε ήρωας, ούτε ευεργέτης της ανθρωπότητας, αλλά θα εξασφαλίσω τη γυναίκα μου και τον εαυτό

Page 39: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

μου. Για την ώρα, δεν έχω τίποτε, αυτό είναι αλήθεια. Ανατράφηκα μάλιστα στο σπίτι τους, από παιδί... Πώς έτσι;Είμαι ο γιος ενός μακρινού συγγενούς της γυναίκας του Ζαχλιέμπινιν. Ήμουν οχτώ μόλις χρόνων όταν πέθαναν οι γονείς μου. Ο γέρος με πήρε στο σπίτι του και, αργότερα, μέστειλε στο σχολείο. Είναι καλός άνθρωπος, ξέρετε.Το ξέρω.Ναι, μόνο που έχει ξεπερασμένες ιδέες. Κατά τα άλλα είναι πολύ καλός. Πάει καιρός που ζήτησα ναπαλλαγώ από την κηδεμονία του, γιατί θέλω να κερδίζω το ψωμί μου και να μην είμαι υποχρεωμένος σε κανένα.Από πότε; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ με περιέργεια.Θα είναι κάπου τέσσερις μήνες.Ω! Τότε όλα εξηγούνται. Παιδικοί φίλοι, λοιπόν! Και έχετεκαμμιά θέση;Ναι, στο γραφείο ενός συμβολαιογράφου... Εικοσιπέντε ρούβλια τον μήνα. Φυσικά, είναι κάτι προσωρινό. Όταν όμως ζήτησα αυτή τη θέση, δεν τα είχα ούτε αυτά. Εργαζόμουν τότε στους σιδηροδρόμους για δέκα ρούβλια. Αλλά, σας είπα, όλα αυτά είναι προσωρινά. Και την ζητήσατε από τους γονείς της; Ναι, επισήμως, πάει καιρός από τότε: τρεις εβδομάδες. Και λοιπόν;Στην αρχή ο γέρος γέλασε, έπειτα έγινε έξω φρενών και κλείδωσε την κόρη του. Η Νάντια όμως κράτησε στάση ηρωική. Αλλά, αν δεν πετύχαμε, είναι γιατί ο πατέρας με είχε στο μάτι από καιρό. Είχα παρατήσει τη θέση που μου είχε βρει κοντά του εδώ και τέσσερις μήνες, πριν ακόμη πιάσω δουλειά στους σιδηροδρόμους. Είναι πολύ καλός ο γέρος, το ξαναλέω, πολύ απλός και ανοιχτόκαρδος στο σπίτι. Αν τον βλέπατε όμως στο γραφείο!... Μεταμορφώνεται ξαφνικά. Ένας σωστός Ζευς! Φυσικά, του έδωσα να καταλάβει πως οι τρόποι του δεν μου άρεσαν καθόλου. Εκείνος όμως που τα δημιούργησε όλα αυτά είναι κυρίως ο υποτμηματάρχης. Ο κύριος αυτός είχε την ιδέα να παραπονεθεί για την αυθάδειά μου. Και τι του είχα πει; Απλούστατα πως είναι αμόρφωτος. Τους έστειλα όλους στο διάβολο και πήγα στο γραφείο του συμβολαιογράφου.Είχατε καλό μισθό σαυτό το γραφείο;Ήμουν υπεράριθμος. Ο γερο, Ζαχλιέμπινιν πλήρωνε τα έξοδα μου. Σας το είπα: είναι πολύ καλός. Δεν πρόκειται, πάντως, να υποχωρήσουμε! Εικοσιπέντε ρούβλια δεν είναι βέβαια αρκετά. Γιαυτό λογαριάζω να πιάσω δουλειά στη διαχείριση των κτημάτων του κόμη Ζαβιλέφσκι. Είναι μια διαχείριση πολύπλοκη, ο κόμης έχει μπλέξει άσχημα. Και τότε θαρχίσω με τρεις χιλιάδες ρούβλια. Διαφορετικά, θα γίνω δικηγόρος. Οι δραστήριοι άνθρωποι έχουν μεγάλη πέραση τώρα... Ω, τι βροντή!... Θα έχουμε μπόρα! Ευτυχώς που την πρόλαβα. Ήρθα από κεί κάτω με τα πόδια, τρέχοντας σχεδόν σόλο το δρόμο.Μα τότε, πώς βρήκατε καιρό να μιλήσετε με την Νάντια Θεοδόσιεβνα, αφού μάλιστα δεν σας δέχονται πια στο σπίτι;Μιλάει κανείς θαυμάσια και πάνω από τον φράχτη. Την προσέξατε την μικρή κοκκινομάλλα; ρώτησε γελώντας.Ε, λοιπόν, εκείνη και η Μαρία Νικήτισνα τα φροντίζουν όλα. Μα τι έχετε; Φοβόσαστε την μπόρα;Όχι, αισθάνομαι άσχημα, πολύ άσχημα...Ο Βελτσάνινοβ, που υπέφερε πραγματικά πολύ από έναν ξαφνικό πόνο στο στήθος, σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και προσπάθησε να κάνει μερικά βήματα στο δωμάτιο.Τότε σας ενοχλώ... Μην ανησυχείτε για μένα, φεύγω αμέσως! Ο νέος σηκώθηκε βιαστικά.Δεν μενοχλείτε καθόλου, δεν είναι τίποτε, είπε ευγενικά ο Βελτσάνινοβ.Πώς, τίποτε;... Όταν πονάει η κοιλιά του Καμπίλνικοβ... Θυμόσαστε τί λέει ο Στσέδριν; Σας αρέσει ο Στσέδριν,Ναι.Κι εμένα. Ε, λοιπόν, Βασίλη... Αχ, πάλι έκανα λάθος, με συγχωρείτε..., Ε λοιπόν, Παύλε Παύλοβιτς, ας τελειώνουμε, συνέχισε γυρίζοντας προς τον Παύλο Παύλοβιτς και γελώντας σχεδόν. Επαναλαμβάνω άλλη μια φορά την ερώτηση, για να την καταλάβετε καλά: δέχεσθε να δηλώσετε αύριο στους γονείς, επισήμως και μπροστά μου, πως παραιτείσθε από κάθε αξίωση να παντρευτείτε την Ναντιέζντα Θεοδόσιεβνα;Όχι, δεν δέχομαι! Ο Παύλος Παύλοβιτς σηκώθηκε, νευριασμένος. Και σας παρακαλώ, άλλη μια φορά, να μαφήσετε ήσυχο... γιατί όλα αυτά είναι ανοησίες και παιδιάστικα καμώματα! Προσέξτε! έκανε ο νέος μένα υπεροπτικό χαμόγελο και απειλώντας με το δάχτυλο. Θα πέσετε έξω στους υπολογισμούς σας. Καταλαβαίνετε που μπορεί να σας οδηγήσει ένα τέτοιο λάθος στους υπολογισμούς σας; Όσο για μένα, σας προειδοποιώ πως όταν θα γυρίσετε σε έξι μήνες, έχοντας κάνει ένα σωρό έξοδα και του κόσμου τα τρεχάματα, θα

υποχρεωθείτε ναφήσετε ήσυχη τη Ναντιέζντα Θεοδόσιεβνα. Κι αν δεν το κάνετε αυτό, θα την έχετε άσχημα. Να, που θα καταλήξετε! Με αναγκάζετε να σας πω, και με

συγχωρείτε για την παρομοίωση, πως είσαστε σαν το σκυλί που κάθεται πάνω σένα κόκκαλο. Δεν το τρώει, αλλά και δεν αφήνει κανέναν να πλησιάσει. Σας το ξαναλέω από καλοσύνη: σκεφθείτε, προσπαθείστε να σκεφθείτε χριστιανικά τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σας.Αφήστε με ήσυχο με τα κηρύγματα σας, σας παρακαλώ! βρυχήθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς. Όσο για τους πρόστυχους υπαινιγμούς σας... θα πάρω τα μέτρα μου, αύριο κιόλας, μέτρα σοβαρά, κύριε!Οι πρόστυχοι υπαινιγμοί μου; Τί εννοείτε; Εσείς είσαστε πρόστυχος, αν σας περνάνε παρόμοιες σκέψεις από το μυαλό. Πάντως, δέχομαι να περιμένω ως αύριο, αν όμως... Α, κι άλλη βροντή! Χαίρετε λοιπόν!... χαίρομαι πολύ που σας γνώρισα, είπε στον Βελτσάνινοβ, χαιρετώντας τον και έφυγε βιαστικός, να προλάβει την μπόρα.

ΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΤΑΚΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ.Είδατε; Είδατε; φώναξε ο Παύλος Παύλοβιτς ορμώντας πάνω στον Βελτσάνινοβ, μόλις βγήκεο νεαρός.Ναι, δεν έχετε τύχη, είπε ασυλλόγιστα ο Βελτσάνινοβ.Αν δεν τον ενοχλούσε τόσο πολύ ο πόνος που αισθανόταν στο στήθος, δεν θα άφηνε να του ξεφύγουν αυτά τα λόγια. Ο Παύλος Παύλοβιτς αναπήδησε σαν να τον έκαψε φωτιά.Ε, λοιπόν, και εσείς; Από οίκτο, ασφαλώς, δεν μου δίνατε πίσω το βραχιόλι, ε;

Page 40: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Δεν βρήκα καιρό.Με λυπηθήκατε μόλη σας την καρδιά, σαν αληθινός φίλος;Ναι, ναι, σας λυπόμουν!Ο Βελτσάνινοβ άρχισε να θυμώνει.Διηγήθηκε ωστόσο στον Παύλο Παύλοβιτς, με λίγα λόγια, πως του είχαν δώσει το βραχιόλι και πως η Νάντια Θεοδόσιεβνα τον είχε υποχρεώσει, σχεδόν δια της βίας, ναναλάβει αυτό το ζήτημα...Καταλαβαίνετε, δεν ήθελα να το πάρω. Μου φθάνουν οι σκοτούρες που έχω.Σας έπεισαν και το πήρατε! ειρωνεύτηκε ο Παύλος Παύλοβιτς.Αυτό που λέτε είναι κωμικό και πρέπει να ζητήσετε συγγνώμη. Το είδατε και μόνος σας: δεν είμαι εγώ εκείνος που παίζει τον κύριο ρόλο σαυτή την υπόθεση. Είναι άλλος.Κι όμως την αφήσατε να σας πείσει.Ο Παύλος Παύλοβιτς κάθισε και γέμισε το ποτήρι του.Φαντάζεσθε πως θα υποχωρήσω μπροστά σαυτό το παλιόπαιδο; Θα τον τσακίσω, να τι θα κάνω!Θα πάω εκεί κάτω αύριο κιόλας και θα βάλω τέλος σαυτά τα παιδιάστικα καμώματα...Άδειασε το ποτήρι του σχεδόν μονορούφι και το ξαναγέμισε.Συμπεριφερόταν με μια αδιαφορία για τους τύπους, ασυνήθιστη γιαυτόν.Ακούς εκεί! Η Ναντιένκα και ο Σάσενκα!... χαριτωμένα παιδιά!... Χα, χα, χα!Ήταν έξω φρενών.Μια εκτυφλωτική αστραπή, που την ακολούθησε αμέσως ένα τρομερό μπουμπουνητό, φώτισε φευγαλέα τα πρόσωπα τους. Η βροχή άρχισε να πέφτει σαν καταρράκτης. Ο Παύλος Παύλοβιτς σηκώθηκε και έκλεισε το παράθυρο.Εγκατασταθήκατε για καλά εδώ, βλέπω..., παρατήρησε ο Βελτσάνινοβ, μιλώντας με κόπο, τόσο δυνατός ήταν ο πόνος του. Εγώ θα πλαγιάσω, είσαστε ελεύθερος να κάνετε ό,τι σας αρέσει.Με τέτοιον παλιόκαιρο, δεν πετάει κανείς ούτε ένα σκυλί έξω, είπε ο Παύλος Παύλοβιτς πειραγμένος κι ωστόσο σχεδόν ευχαριστημένος που είχε το δικαίωμα να πειραχτεί.Πολύ καλά, καθίστε, τελειώστε το κρασί σας... περάστε τη νύχτα εδώ, μουρμούρισε ο Βελτσάνινοβ βαριεστημένα.Ξάπλωσε στο ντιβάνι του, βογγώντας.Να περάσω την νύχτα εδώ; Και... δεν θα φοβηθείτε ;Να φοβηθώ τι;Ο Βελτσάνινοβ σήκωσε απότομα το κεφάλι του.Ω, τίποτε... έτσι το είπα... Την τελευταία φορά κάνατε σαν να φοβόσαστε κάτι, αλλά μπορεί και να μου φάνηκε.Είσαστε ανόητος! δεν κρατήθηκε και του πέταξε ο Βελτσάνινοβ και γύρισε φουρκισμένος από το άλλο πλευρό, με το πρόσωπο

προς τον τοίχο.Ω, έτσι το είπα, αποκρίθηκε ο Παύλος Παύλοβιτς.Ο άρρωστος αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Η επίπλαστη υπερένταση, που του είχε δώσει δύναμη όλη την ημέρα, έπεσε μονομιάς

και, καθώς η υγεία του ήταν κλονισμένη από καιρό, αισθάνθηκε ξαφνικά τρομερή εξάντληση.Μα ο πόνος υπερίσχυσε, νικώντας την κούραση και τον ύπνο. Ύστερα από μια ώρα ξύπνησε και αναγκάστηκε να σηκωθεί από τους πόνους. Η μπόρα είχε κοπάσει. η κάμαρα ήταν γεμάτη καπνούς από τσιγάρα. το μπουκάλι άδειο. Ο Παύλος Παύλοβιτς κοιμόταν στο άλλο ντιβάνι, ξαπλωμένος ανάσκελα, το κεφάλι προς τα πίσω, με τα ρούχα και τα παπούτσια του. Το λορνιόν του είχε γλιστρήσει από την τσέπη του και κρεμόταν από ένα μεταξωτό κορδόνι, αγγίζοντας σχεδόν το δάπεδο. Το καπέλο του κυλιόταν χάμω. Ο Βελτσάνινοβ τον κοίταξε με ύφος σκυθρωπό, δεν τον ξύπνησε όμως. Μην μπορώντας να μείνει ξαπλωμένος, πηγαινοερχόταν διπλωμένος στα δύο στο δωμάτιο, βογγούσε και συλλογιζόταν με αγωνία τον πόνο του.Φοβόταν. Και όχι χωρίς λόγο. Τις είχε αυτές τις κρίσεις από καιρό, αλλά σε πολύ αραιά διαστήματα, μια φορά τον χρόνο, μια φορά στα δυο χρόνια. Ήξερε πως ήταν από το συκώτι του. Η κρίση άρχισε με μια δυσφορία στο στομάχι ή λίγο ψηλότερα, σένα ορισμένο σημείο στο στήθος μένα σφίξιμο, αδύνατο στην αρχή, αλλά εκνευριστικό. Δυναμώνοντας λίγο, λίγο, δυο ώρες συνέχεια καμμιά φορά, ο πόνος έφθανε τελικά σε τέτοια οξύτητα, το σφίξιμο γινόταν τόσο αβάσταχτο που ο άρρωστος νόμιζε πως πέθαινε. Την τελευταία φορά που του είχε έρθει αυτή η κρίση, εδώ και ένα χρόνο, οι πόνοι είχαν κρατήσει δέκα ολόκληρες ώρες και τον είχαν εξαντλήσει σε σημείο που, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, μόλις και μπορούσε να κουνήσει το χέρι του. Και ο γιατρός, εκείνη την ημέρα, δεν τον είχε αφήσει να πάρει παρά μονάχα λίγες γουλιές ελαφρότατο τσάϊ και λίγο ψωμί μουσκεμένο σε ζωμό, λες και είχε να κάνει με κανένα παιδάκι. Οι πόνοι παρουσιάζονταν χωρίς καμμιά πρόδηλη αφορμή, σχεδόν πάντοτε όμως υστέρα από υπερβολική νευρική υπερδιέγερση. εξαφανίζονταν επίσης κατά τρόπο πολύ παράξενο. Καμμιά φορά, ο γιατρός κατόρθωνε να εμποδίσει την εξέλιξη της κρίσης, από την αρχή, από την πρώτη μισή ώρα, με ζεστές κομπρέσσες. άλλες πάλι φορές, όπως στην τελευταία κρίση, τίποτε δεν οφελούσε και οι πόνοι υποχωρούσαν μονάχα με εμετικά. Αργότερα, ο γιατρός είχε ομολογήσει πως είχε νομίσει για μια στιγμή πως δεν ήταν κρίση συκωτιού αλλά δηλητηρίαση.Τώρα, αργούσε ακόμη πολύ να ξημερώσει και ο Βελτσάνινοβ δεν ήθελε να καλέσει γιατρό τη νύχτα. Δεν τους συμπαθούσε άλλωστε τους γιατρούς. Στο τέλος ωστόσο δεν κρατήθηκε κι άρχισε να βογγάει δυνατά. Τα βογγητά του ξύπνησαν τον Παύλο Παύλοβιτς. ανακάθησε στο ντιβάνι του και έμεινε έτσι κάμποσα λεπτά, ακούγοντας με τρόμο τον Βελτσάνινοβ. Τον κοίταζε σαστισμένος να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο. Ήταν φανερό πως το κρασί που είχε πιει τον είχε ζαλίσει περισσότερο από ό,τι συνήθως και αργούσε να συνέλθει, κατάλαβε όμως επιτέλους και έτρεξε κοντά στον Βελτσάνινοβ, που με κόπο μεγάλο του εξήγησε πως πονούσε.Είναι από το συκώτι, ξέρω εγώ από αυτά! δήλωσε ο Παύλος Παύλοβιτς, ξαφνικά πολύ ταραγμένος.Ο Πιότρ Κούζμιτς Πολοσούκιν, τον ξέρετε νομίζω, είχε τους ίδιους πόνους και ήταν από το συκώτι. Πρέπει να βάλετε ζεστές κομπρέσσες. Ο Πιότρ Κούζμιτς έβαζε πάντα κομπρέσσες. Είναι επικίνδυνο, μπορεί και να πεθάνει κανείς! Τρέχω να φωνάξω την Μάρβα, ε;Δεν είναι ανάγκη, δεν είναι ανάγκη... Ο Βελτσάνινοβ τον απώθησε, εκνευρισμένος. Δεν χρειάζομαι τίποτε!Ο Παύλος Παύλοβιτς όμως, ένας Θεός ξέρει γιατί ήταν έξαλλος, λες και κινδύνευε η ζωή του ίδιου του παιδιού του. Δεν ήθελε νακούσει τίποτε και παρακαλούσε επίμονα τον Βελτσάνινοβ να δεχθεί να βάλει

Page 41: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

ζεστές κομπρέσσες και να πιει μονορούφι δυο-τρία φλυτζάνια ελαφρό τσάϊ, όχι απλώς ζεστό, αλλά καυτό. Έτρεξε να ξυπνήσει την Μάρβα, δίχως να περιμένει την άδεια του Βελτσάνινοβ, την βοήθησε νανάψει φωτιά στην από καιρό αχρησιμοποίητη κουζίνα και έβαλε νερό να βράσει στο σαμοβάρι. Στο μεταξύ, υποχρέωσε τον άρρωστο να ξαπλώσει ξανά στο κρεβάτι, τον ξέντυσε και τον κουκούλωσε μένα πάπλωμα. Είκοσι λεπτά αργότερα, το τσάϊ ήταν έτοιμο. έτοιμη και η πρώτη κομπρέσσα.Είναι ζεσταμένα πιάτα, πυρωμένα, έλεγε σχεδόν με ενθουσιασμό, τοποθετώντας πάνω στο στήθος του Βελτσάνινοβ ένα πιάτο ζεσταμένο και τυλιγμένο με μια πετσέτα. Δεν έχουμε τίποτα άλλο πρόχειρο. Τα πιάτα, άλλωστε, είναι ό,τι πρέπει, σας δίνω τον λόγο μου. Τα δοκίμασα εγώ ο ίδιος στον Πιότρ Κούζμιτς. Ξέρετε, καμμιά φορά πεθαίνει κανείς από αυτούς τους πόνους. Πιέστε τώρα το τσάϊ σας γρήγορα. Δεν πειράζει αν καείτε. Εδώ πρόκειται για τη ζωή σας, τί σημασία έχει αν καείτε και λιγάκι;Έδινε διαταγές στη μισοκοιμισμένη ακόμη Μάρβα, της φώναζε να κάνει γρήγορα και άλλαζε τα πιάτα κάθε τρία-τέσσερα λεπτά. Μετά το τρίτο πιάτο και το δεύτερο φλυτζάνι καυτό τσάϊ που το ήπιε μονορούφι, ο Βελτσάνινοβ ένιωσε μονομιάς κάποια ανακούφιση.Αφού σταματήσαμε τον πόνο, καλά πάμε, δόξα να 'χει ο Θεός, φώναξε ο Παύλος Παύλοβιτς κι έτρεξε να ετοιμάσει άλλο πιάτο κι άλλο τσάϊ.Το παν είναι να πολεμήσουμε το κακό από την αρχή, να μην ταφήσουμε να προχωρήσει, έλεγε και ξανάλεγε κάθε τόσο.Σε μισή ώρα, ο πόνος είχε σχεδόν υποχωρήσει, αλλά ο άρρωστος ήταν τόσο εξουθενωμένος που, παρόλες τις ικεσίες του Παύλου Παύλοβιτς, αρνήθηκε να του βάλουν ακόμη ένα πιατάκι. Τα μάτια του έκλειναν από την εξάντληση.Να κοιμηθώ, να κοιμηθώ, έλεγε με σβησμένη φωνή.Είναι το καλύτερο που έχετε να κάνετε, συμφώνησε ο ΠαύλοςΠαύλοβιτς.Να μείνετε κι εσείς εδώ όλη την νύχτα... τί ώρα είναι;Κοντεύει δύο παρά τέταρτο.Πλαγιάστε.Ναι, θα πλαγιάσω.Μετά ένα λεπτό, ο άρρωστος φώναξε ξανά κοντά του τον Παύλο Παύλοβιτς.Εσείς, εσείς..., του είπε ψιθυριστά καθώς ο άλλος έσκυβε από πάνω του, είσαστε καλύτερος από μένα! Τα καταλαβαίνω όλα, όλα...ευχαριστώ.Κοιμηθείτε, κοιμηθείτε! έκανε σιγανά ο Παύλος Παύλοβιτς και ξαναγύρισε πατώντας στις μύτες των ποδιών στο ντιβάνι του.Ο άρρωστος, καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, τον άκουσε να στρώνει βιαστικά το κρεβάτι του, να γδύνεται, να σβήνει το λυχνάρι και να ξαπλώνει, κρατώντας την αναπνοή του για να μην τον ξυπνήσει.Ο Βελτσάνινοβ αποκοιμήθηκε αμέσως μετά το σβήσιμο του κεριού. το θυμήθηκε πολύ καθαρά αργότερα. Όλο το διάστημα του ύπνου του όμως, ως τη στιγμή που ξύπνησε, είδε στο όνειρο του πως δεν κοιμόταν και πως παρόλη την εξάντληση του δεν κατόρθωσε ναποκοιμηθεί. Ονειρεύτηκε πως παραμιλούσε ξύπνιος και πως δεν μπορούσε να διώξει τις οπτασίες που κλωθογύριζαν μέσα στο κεφάλι του, μολονότι το ένιωθε πως ήταν οπτασίες. Του ήταν όλες γνώριμες άλλωστε. το δωμάτιο του γεμάτο κόσμο. η εξώθυρα ανοιχτή; άνθρωποι έμπαιναν, πολλοί μαζί, και άλλοι συνωστίζονταν στη σκάλα. Μπροστά στο τραπέζι, στη μέση της κάμαρας, καθόταν ένας άντρας, απαράλλαχτα όπως στο όνειρο που είχε δει έναν μήνα πριν. Όπως και τότε, ο άντρας ακουμπούσε τους αγκώνες του στο τραπέζι, και δεν μιλούσε. αυτή όμως τη φορά, φορούσε ένα στρογγυλό καπέλο με κρέπι. Πώς; Ώστε κι εκείνη τη φορά ήταν ο Παύλος Παύλοβιτς; σκέφτηκε ο Βελτσάνινοβ. Σαν κοίταξε όμως πιο προσεκτικά τον σιωπηλό αυτόν άνθρωπο, διαπίστωσε πως ήταν κάποιος άλλος. ΜαΟ, Παύλοβιτς, μα θα μπορούσε θαυμάσια να μην τον αναγνωρίσεις την πρώτη στιγμή, τόσο αλλαγμένη ήταν η φυσιογνωμία του. Το πρόσωπο του ήταν πρασινοκίτρινο, παραμορφωμένο, τσακισμένο. τα δεμένα πισθάγκωνα χέρια του τον ανάγκαζαν να κάθεται αλύγιστος στην πολυθρόνα. Κάθε τόσο ανασκιρτούσε. Στύλωσε στον Βελτσάνινοβ ένα βλέμμα σταθερό, αλλά σβησμένο, σαν να μην έβλεπε ακόμη τίποτε. Ξάφνου, χαμογέλασε αποβλακωμένα και δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού την καράφα με το νερό που ήταν πάνω στο τραπέζι, μουρμούρισε.Νερό...Ο Βελτσάνινοβ γέμισε ένα ποτήρι και του έδωσε να πιει. Ο Παύλος Παύλοβιτς άνοιξε άπληστα τα χείλη. Αφού ήπιε τρεις γουλιές, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε κατάματα τον Βελτσάνινοβ που στεκόταν μπροστά του, με το ποτήρι στο χέρι. δεν είπε όμως τίποτε και ξανάρχισε να πίνει. Όταν τελείωσε, πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ο Βελτσάνινοβ πήρε το μαξιλάρι του, μάζεψε τα ρούχα του, πήγε στο διπλανό δωμάτιο και κλείδωσε τον Παύλο Παύλοβιτς εκεί που βρισκόταν.Δεν πονούσε πια καθόλου, αλλά ένιωθε πάλι τρομερή αδυναμία, μετά τη μεγάλη προσπάθεια που είχε κάνει. Προσπάθησε ναναλύσει τι είχε γίνει, αλλά δεν μπορούσε ακόμη να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, ο κλονισμός ήταν πολύ δυνατός. Έκλεινε τα μάτια του για καμμιά δεκαριά λεπτά, έπειτα ανατρίχιαζε έξαφνα, ξυπνούσε, τα θυμόταν όλα, ανασήκωνε το κομμένο και τυλιγμένο στη ματωμένη πετσέτα χέρι του και ξανάρχιζε να σκέπτεται με πυρετώδη έξαψη. Ένα σημείο μονάχα του φαινόταν αναμφισβήτητο: ο Παύλος Παύλοβιτς ήθελε να του κόψει το λαρύγγι, αλλά ίσως να μην το ήξερε και ο ίδιος πως είχε σκοπό να κάνει τέτοιο πράγμα, ένα τέταρτο της ώρας πιο πριν. Δεν ήταν απίθανο να είχε προσέξει αποβραδίς το κουτί με τα ξυράφια, χωρίς αυτό να του προκαλέσει καμμιά συγκεκριμένη σκέψη, και μόλο τούτο να έμεινε η εικόνα στη μνήμη του. (Συνήθως, τα ξυράφια ήταν κλειδωμένα στο συρτάρι του γραφείου κι ο Βελτσάνινοβ τα είχε βγάλει την προηγούμενη μέρα για να ξυρίσει κάτι περιττές τρίχες γύρω από το μουστάκι και τις φαβορίτες.Ανάμεσα στα άλλα, σκέφτηκε: Αν το είχε αποφασίσει από καιρό να με σκοτώσει θα είχε ετοιμάσει από πριν ένα μαχαίρι ή ένα πιστόλι και δεν θα υπολόγιζε στα δικά μου ξυράφια που δεν τα είδε παρά μονάχα χθες το βράδυ.Τέλος χτύπησε έξι η ώρα. Ο Βελτσάνινοβ σηκώθηκε, ντύθηκε και μπήκε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν ο Παύλος Παύλοβιτς. Καθώς άνοιγε την πόρτα, αναρωτήθηκε, χωρίς να βρει καμμιά εξήγηση, για ποιο λόγο είχε κλειδώσει εκεί τον Παύλο Παύλοβιτς αντί να τον πετάξει αμέσως έξω.Είδε με απορία μεγάλη πως ο φυλακισμένος ήταν ντυμένος. είχε κατορθώσει να λύσει τα δεσμά του

Page 42: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

και καθόταν στην πολυθρόνα. Μόλις αντίκρισε τον Βελτσάνινοβ, σηκώθηκε. κρατούσε κιόλας το καπέλο του στο χέρι. Το ανήσυχο βλέμμα που έριξε βιαστικά στον Βελτσάνινοβ έμοιαζε να λέει:Μην αρχίζεις, δεν πρέπει να μιλήσουμε...Πηγαίνετε! είπε ο Βελτσάνινοβ. Πάρτε και το βραχιόλι σας, πρόσθεσε.Ο Παύλος Παύλοβιτς πήρε το κουτάκι, το έβαλε στην τσέπη του και βγήκε από το δωμάτιο.Ο Βελτσάνινοβ τον ακολούθησε ως την εξώθυρα για να την κλείσει πίσω του. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν για τελευταία φορά. Ο Παύλος Παύλοβιτς κοντοστάθηκε, κοιτάχτηκαν κατάματα, σαν να δίσταζαν. Αυτό θα κράτησε πέντε δευτερόλεπτα. Τέλος ο Βελτσάνινοβ σήκωσε λιγάκι το χέρι κι έδειξε την πόρτα.Εμπρός, πηγαίνετε! Είπε σιγά και κλείδωσε την πόρτα.

Η ΑΝΑΛΥΣΗΧαρά απέραντη, απερίγραπτη, πλημμύρισε την ψυχή του: κάτι είχε τελειώσει, κάτι είχε φθάσει στη λύση του. η φρικτή αγωνία που τον βασάνιζε έφευγε, εξαφανιζόταν. Έτσι του φαινόταν. Είχε κρατήσει πέντε εβδομάδες. Ύψωνε το χέρι του, κοίταζε τη ματωμένη πετσέτα και μουρμούριζε: Τούτη τη φορά, όλα τελείωσαν για καλά. Κι όλο εκείνο το πρωί, για πρώτη φορά ύστερα από τρεις εβδομάδες, δε σκέφτηκε σχεδόν καθόλου την Λίζα, λες και το αίμα που είχε τρέξει από τα κομμένα του δάχτυλα είχε τακτοποιήσει κι αυτόν τον λογαριασμό.Ένιωσε πολύ καθαρά πως είχε γλυτώσει από έναν κίνδυνο τρομερό. Αυτοί οι άνθρωποι, συλλογιζόταν, που, ένα λεπτό πριν, δεν ξέρουν ακόμη αν θα σκοτώσουν ή όχι, όταν μια φορά βρεθούν με ένα μαχαίρι στο τρεμάμενο χέρι τους και αισθανθούν πάνω στα δάχτυλα τους τις πρώτες σταγόνες ζεστού αίματος, ναι, αυτοί οι άνθρωποι δεν αρκούνται στο να σκοτώσουν, θέλουν και να σου κόψουν το κεφάλι.Του ήταν αδύνατο να μείνει σπίτι του. Βγήκε με τη βεβαιότητα πως έπρεπε να κάνει κάτι αμέσως, ή πως κάτι θα του συνέβαινε. Τριγύριζε στους δρόμους και περίμενε. Ένιωθε σφοδρή επιθυμία να συναντήσει κάποιον, να κουβεντιάσει με οποιονδήποτε, ακόμη και με έναν άγνωστο, και τότε μονάχα σκέφτηκε να πάει σέναν γιατρό να του δείξει το τραυματισμένο του χέρι.Ο γιατρός, παλιός γνώριμος του, εξέτασε το τραύμα και είχε την περιέργεια να ρωτήσει πως είχε γίνει αυτό. Ο Βελτσάνινοβ το έριξε στο αστείο, γέλασε και λίγο ακόμη θα τα έλεγε όλα. αλλά συγκρατήθηκε. Ο γιατρός του έπιασε το σφυγμό και όταν έμαθε πως ο τραυματίας είχε πάθει και μια κρίση από το συκώτι του την νύχτα,τον έπεισε να πάρει ένα καταπραϋντικό φάρμακο που το είχε εκεί πρόχειρο. Τον καθησύχασε ως προς το τραύμα του: Δεν είναι τίποτε, δεν μπορεί να έχει συνέπειες δυσάρεστες, είπε. Ο Βελτσάνινοβ γέλασε και τον βεβαίωσε πως, απεναντίας, οι συνέπειες ήταν εξαίρετες. Άλλες δυο φορές στο διάστημα της ημέρας, κυριεύθηκε από την ακατανίκητη επιθυμία να τα διηγηθεί όλα, τη μια φορά μάλιστα σέναν κύριο που δεν τον γνώριζε καθόλου και που του μίλησε πρώτος αυτός, ο Βελτσάνινοβ, σένα ζαχαροπλαστείο, μόλο που δεν του άρεσε ποτέ να πιάνει κουβέντα με αγνώστους σε δημόσια κέντρα.Μπήκε σε διάφορα μαγαζιά, αγόρασε μια εφημερίδα, πήγε να δει τον ράφτη του και του παρήγγειλε μια φορεσιά. Η ιδέα να πάει στους Προγορέλτσεβ εξακολουθούσε να του είναι δυσάρεστη και προσπαθούσε να μην τους συλλογίζεται. Εξάλλου, δεν μπορούσε να πάει στην εξοχή. Πρόσμενε κάτι που θα γινόταν οπωσδήποτε εδώ, στην πόλη. Έφαγε το μεσημέρι με όρεξη μεγάλη, κουβέντιασε με το γκαρσόνι και τον κύριο που καθόταν στο διπλανό τραπεζάκι και ήπιε μισό μπουκάλι κρασί. Ούτε του περνούσε από το μυαλό πως μπορούσε να του ξανάρθει η χθεσινοβραδινή κρίση, βέβαιος πως το κακό είχε περάσει οριστικά από τη στιγμή που, ύστερα από τους πόνους, είχε πηδήσει από το κρεβάτι του και είχε συντρίψει τον φονιά του.Κατά το βράδυ, ωστόσο, του ήρθαν ζαλάδες και στιγμές-στιγμές, ιδέες όμοιες μεκείνες του χθεσινού εφιάλτη του κλωθογύριζαν επίμονα στο μυαλό του.Γύρισε στο σπίτι του όταν άρχισε πια να σκοτεινιάζει κι ένιωσε σχεδόν φόβο μόλις μπήκε στο δωμάτιο του. Το διαμέρισμα του του φάνηκε μελαγχολικό, καταθλιπτικό. Τριγύρισε στις κάμαρες αρκετές φορές, πήγε ακόμη και στην κουζίνα όπου δεν έμπαινε ποτέ. Εδώ ζέσταιναν τα πιάτα, συλλογίστηκε. Έκλεισε ξανά την πόρτα και άναψε τα λυχνάρια, νωρίτερα από ότι συνήθως. Κλειδώνοντας την πόρτα, θυμήθηκε πως, περνώντας πριν από λίγο έξω από το θυρωρείο, είχε καλέσει την Μάρβα να την ρωτήσει αν, στο διάστημα της απουσίας του, είχε έρθει ο Παύλος Παύλοβιτς, σαν να την θεωρούσε πραγματικά δυνατή αυτή την επίσκεψη.Αφού αμπαρώθηκε για καλά, άνοιξε το γραφείο του, έβγαλε το κουτί με τα ξυράφια και εξέτασε με προσοχή το χθεσινό ξυράφι.Πάνω στην φιλντισένια λαβή μόλις και διακρίνονταν λίγα ίχνη από αίμα. Ξανάβαλε το ξυράφι στη θέση του και ξανακλείδωσε το κουτί ' στο συρτάρι του γραφείου. Νύσταζε και καταλάβαινε πως έπρεπε να πλαγιάσει αμέσως, γιατί διαφορετικά αύριο δε θα ήταν ικανός για τίποτα. Και η αυριανή μέρα, άγνωστο γιατί, του φαινόταν πως έμελλε να είναι μια μέρα μοιραία, αποφασιστική. Οι ίδιες σκέψεις που στον δρόμο, όλη την ημέρα, δεν τον είχαν αφήσει ούτε στιγμή, συνωστίζονταν τώρα στο άρρωστο μυαλό του, το σφυροκοπούσαν ασταμάτητα, επίμονα, συλλογιζόταν, συλλογιζόταν κι άργησε πολύ ναποκοιμηθεί.Αν υποθέσουμε πως βάλθηκε να μου κόψει το λαρύγγι χωρίς προμελέτη, σκεφτόταν, θα ήθελα να ξέρω: του πέρασε από το κεφάλι αυτή η ιδέα και άλλοτε, έστω και μια φορά; Να την είχε άραγε τουλάχιστον σε μια από τις κακές του στιγμές;Απάντησε σε τούτη την ερώτηση κατά τρόπο αρκετά παράξενο: Ναι, ο Παύλος Παύλοβιτς ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά η ιδέα του φόνου δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Μάλλα λόγια: Ο Παύλος Παύλοβιτς ήθελε να σκοτώσει... Αυτό δεν έχει νόημα, αλλά έτσι είναι, συλλογιζόταν ο Βελτσάνινοβ. Δεν ήρθε στην Πετρούπολη για τον Μπαγαούτοβ, ούτε για να πετύχει την προαγωγή του, κι ας έτρεχε στα υπουργεία κι ας πήγε να δει τον Μπαγαούτοβ όταν έφτασε εδώ. Ο θάνατος του Μπαγαούτοβ τον έκανε έξω φρενών. Αυτόν όμως τον περιφρονούσε. Για μένα ήρθε στην Πετρούπολη, φέρνοντας μαζί του και την Λίζα... κι εγώ μήπως το περίμενα πως θα... επιχειρούσε να με σκοτώσει; Κατέληξε στο συμπέρασμα πως το περίμενε και συγκεκριμένα από τη στιγμή που είχε δει τον Παύλο Παύλοβιτς νακολουθεί με ταμάξι την κηδεία του Μπαγαούτοβ. Από τότε, κάτι περίμενα, όχι όμως

Page 43: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

ακριβώς αυτό. Ασφαλώς δεν το φανταζόμουν πως θα ήθελε να με σκοτώσει!... και είναι δυνατόν, φώναξε έξαφνα ανασηκώνοντας απότομα το κεφάλι του από το μαξιλάρι και ανοίγοντας τα μάτια. Είναι, αλήθεια, δυνατόν αυτός ο τρελός να ήταν ειλικρινής όταν με βεβαίωνε χθες το βράδυ πως μαγαπούσε, όταν το σαγόνι του έτρεμε από τη συγκίνηση και χτυπιόταν στο στήθος με τη γροθιά του;... ναι, ήταν ειλικρινής, είπε μέσα του προχωρώντας περισσότερο εξονυχιστικά στην ανάλυση του ζητήματος. Αυτός ο Κουασιμόδος από το Τ... ήταν μεγαλόψυχος και κουτός, σε σημείο που ήταν ικανός να νοιώσει συμπάθεια για τον εραστή της γυναίκας του, της γυναίκας του που η διαγωγή της, είκοσι ολόκληρα χρόνια, του είχε φανεί άψογη. Εννιά χρόνια μεκτιμούσε, φύλαγε με σεβασμό στη μνήμη του τις εκφράσεις μου. Θεέ μου, κι εγώ να μην υποψιάζομαι τίποτε! Όχι, δεν έλεγε ψέματα χθες. Με αγαπούσε όμως άραγε χθες, όταν μου μιλούσε για την αγάπη του κι έλεγε, Ας τακτοποιήσουμε τους λογαριασμούς μας; Ναι, μαγαπούσε και με μισούσε ταυτοχρόνως, κι αυτή είναι η πιο δυνατή αγάπη... Δεν αποκλείεται ,και σίγουρα έτσι είναι, να του έκανα στο Τ... εντύπωση πραγματικά καταπληκτική και να είχα επάνω του επίδραση ευεργετική. Ναι, αυτό έγινε μαυτόν τον Σίλλερ με μορφή Κουασιμόδου. Με είδε στη φαντασία του εκατό φορές ανώτερο από ότι είμαι, γιατί του έκανα βαθιά εντύπωση μέσα στη φιλοσοφική του απομόνωση... Είμαι περίεργος να ήξερα τι ακριβώς του έκανε εντύπωση. Μήπως τα πάντα καινούργια γάντια μου και ο τρόπος που τα φορούσα; Οι Κουασιμόδοι ενθουσιάζονται με την καλαισθησία! Ω, πως ενθουσιάζονται! Τα γάντια είναι με το παραπάνω αρκετά για ορισμένους ανθρώπους, και μάλιστα για τους αιωνίους συζύγους. Τα υπόλοιπα τα βλέπουν με τη φαντασία τους χίλιες φορές καλύτερα από ότι είναι στην πραγματικότητα και είναι πρόθυμοι να σκοτωθούν στην ανάγκη για σένα, αν τους το ζητήσεις. κι έχει σε μεγάλη εκτίμηση την ικανότητα μου να κατακτώ τις γυναίκες! Ποιος ξέρει; Μπορεί να είναι ακριβώς αυτή μου η γοητεία που του έκανε εντύπωση περισσότερο από κάθε άλλο. κι εκείνη η διαμαρτυρία του χθες: Κι αυτός ακόμη! Τότε σε ποιον να πιστέψει κανείς;

Υστερα από μια τέτοια κραυγή διαμαρτυρίας, γίνεται κανείς θηρίο άγριο... Χμ!... Ήρθε εδώ για να μαγκαλιάσει και να κλάψει όπως είπε τόσο ύπουλα ο ίδιος. Δηλαδή ερχόταν στην Πετρούπολη για να μου

κόψει το λαρύγγι, αλλά φανταζόταν πως ερχόταν για να μαγκαλιάσει και να κλάψει... κι έφερε και την Λίζα. Αν έκλαιγα μαζί του, ίσως να με συγχωρούσε, γιατί ήθελε μόλη του την καρδιά να συγχωρήσει!... Κι όλα αυτά, από την πρώτη συνάντηση, μεταμορφώθηκαν σε

γκριμάτσες ενός μέθυσου, σε γελοιότητες, σε κλαψουρίσματα πειραγμένης γυναικούλας, και τα κέρατα, τα κέρατα που τόσο καμάρωνε γιαυτά! Γιαυτό ήρθε μεθυσμένος, για να μπορεί να δώσει διέξοδο, έστω και με γελοίες γκριμάτσες, σαυτό που βάραινε την καρδιά του. Αν δεν ήταν

μεθυσμένος, δε θα μιλούσε... Πόσο τον ευχαριστούσαν εκείνες οι γκριμάτσες, εκείνα τα γελοία καμώματα! Α, πόσο τον ευχαριστούσαν! Και πως χάρηκε όταν με κατάφερε επιτέλους να τον φιλήσω.

Δεν ήξερε όμως ακόμη πως θα τελείωναν όλα αυτά: με φιλιά ή με μαχαιριές; Τελικά βρήκε προτιμότερο να φιλήσει και να σκοτώσει. Ήταν η φυσικότερη λύση. Ναι, η ζωή δεν αγαπά τα τέρατα και τα ξεφορτώνεται με λύσεις φυσικές. Το τερατωδέστερο τέρας είναι εκείνο που έχει ευγενικά

αισθήματα. Το ξέρω αυτό από προσωπική πείρα, Παύλε Παύλοβιτς! Η φύση δεν είναι μητέρα για τα τέρατα, αλλά μητριά. Η φύση γεννάει ένα τέρας και, αντί να το λυπηθεί, το καταδικάζει. κι έτσι πρέπει.. Ταγκαλιάσματα και τα δάκρυα συγγνώμης δεν αρμόζουν, στην εποχή μας, ούτε καν στους αξιοπρεπείς ανθρώπους. Τι να πούμε τότε για τους άλλους, Παύλε Παύλοβιτς; Ναι, έκανε ακόμη και την ανοησία να με πάει στο σπίτι της αρραβωνιαστικιάς του! Μονάχα ένας Κουασιμόδος του είδους του θα ήταν ικανός να συλλάβει την ιδέα πως θα μπορούσε ναναστηθεί και ναρχίσει μια καινούργια ζωή με την βοήθεια της αθωότητας της δεσποινίδας Ζαχλιέμπινιν. Μα δε φταίτε εσείς, Παύλε

Παύλοβιτς, δε νφταίτε καθόλου! Είσαστε ένα τέρας και, συνεπώς, κάθετι δικό σας, τα όνειρα και οι ελπίδες σας, πρέπει να είναι τερατώδη!... Κι ωστόσο, μόλο που είναι ένα τέρας, δεν πίστεψε στο όνειρο

του, ήθελε να έχει τη δική μου υψηλή έγκριση, γιατί εμένα με σέβονται όλοι και μεκτιμούν. Του χρειαζόταν η επιδοκιμασία ενός Βελτσάνινοβ, η επιβεβαίωση του Βελτσάνινοβ, για να πιστέψει πως

τούτο το όνειρο δεν ήταν όνειρο; αλλά πραγματικότητα. Με πήγε εκεί ακριβώς επειδή με σέβεται, επειδή είχε εμπιστοσύνη στην ευγένεια των αισθημάτων μου, νομίζοντας ίσως ίσως πως θα φιλιόμαστε εκεί, πίσω από ένα θάμνο, με δάκρυα στα μάτια, δυο βήματα μακριά από την προσωποποίηση της αθωότητας. Ναι! ο αιώνιος αυτός σύζυγος δεν μπορούσε παρά να τιμωρήσει αργά ή γρήγορα μια για πάντα τον εαυτό του. Και για να αυτοτιμωρηθεί, άρπαξε το ξυράφι, όχι προμελετημένα, είναι αλήθεια, αλλά πάντως το άρπαξε!... Και είχε πει κάποτε: 'Ωστόσο του έδωσε μια μαχαιριά μπροστά στον διοικητή. Αλήθεια, να είχε άραγε κάτι τέτοιο στον νου του, όταν μου διηγήθηκε εκείνη την ιστορία του κουμπάρου; κι εκείνη την νύχτα που σηκώθηκε από το κρεβάτι του και στεκόταν στη μέση της κάμαρας, τι να είχε στον νου του;...

Χμ!Όχι, το έκανε για ναστειευτεί. Σηκώθηκε για δικό του λόγο και, άμα είδε πως φοβήθηκα, δεν μου έδωσε απάντηση για δέκα λεπτά

της ώρας, γιατί του ήταν πολύ ευχάριστο να νιώθει πως τον φοβόμουν... Ποιος ξέρει; Μπορεί να του γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή που στεκόταν μέσα στο σκοτάδι, για πρώτη φορά, η ιδέα να... Κι όμως, αν δεν ξεχνούσα τα ξυράφια πάνω στο τραπέζι χθες,

πιθανότατα τίποτε δε θα γινόταν. Είναι έτσι άραγε; Είναι αλήθεια έτσι; Με απόφευγε πάντως και άφησε να περάσουν δυο εβδομάδες για να έρθει να με δει. Κρυβόταν γιατί με λυπόταν. Διάλεξε πρώτα τον Μπαγαούτοβ κι όχι

εμένα. κι εκείνα τα πιάτα που έτρεχε να ζεστάνει την νύχτα, ελπίζοντας έτσι να δώσει άλλη κατεύθυνση στις σκέψεις του: από το μαχαίρι στη συγκίνηση ! ... Ήθελε να με σώσει και να σωθεί κι ο ίδιος... με τα ζεσταμένα πιάτα.

Και για πολλή ώρα ακόμη δούλεψε έτσι, μέσα στο κενό; το αρρωστημένο μυαλό αυτού του άλλοτε κοσμικού κυρίου ώσπου στο τέλος ηρέμησε.

Το πρωί ο Βελτσάνινοβ ξύπνησε, με το κεφάλι πάντοτε άρρωστο, αλλά κυριευμένος από έναν τρόμο καινούργιο, ολότελα απροσδόκητο.Ο καινούργιος αυτός τρόμος πήγαζε από τη βαθιά ριζωμένη μέσα του βεβαιότητα πως αυτός, ο Βελτσάνινοβ, ο άνθρωπος του

κόσμου, θα πήγαινε την ίδια κιόλας μέρα, από δική του πρωτοβουλία, στο σπίτι του Παύλου Παύλοβιτς... Γιατί; Με ποιο σκοπό; Δεν είχε ιδέα και, αηδιασμένος, δεν ήθελε να σταματήσει σαυτή τη σκέψη. Ένα ήξερε μονάχα, πως θα σερνόταν ως εκεί, δίχως να καταλαβαίνει τον λόγο.

Η τρελή τούτη σκέψη, δεν μπορούσε να τη χαρακτηρίσει αλλιώς, ήταν τόσο επίμονη, που τελικά πήρε μια μορφή αρκετά λογική. Ο Βελτσάνινοβ της βρήκε μάλιστα και μια δικαιολογία: από χθες ακόμη, φανταζόταν πως άμα θα γύριζε στην κάμαρα του, ο Παύλος Παύλοβιτς θα κλειδωνόταν και θαυτοκτονούσε, περνώντας μια θηλειά στο λαιμό του, όπως είχε κάνει εκείνος ο ταμίας κατά τα λεγόμενα της Μαρίας Σισόγιεβνα. Η ιδέα αυτή εξελίχθηκε προοδευτικά σε βεβαιότητα παράλογη, αλλά ακατανίκητη. Μα γιατί τάχα αυτός ο ηλίθιος θα ήθελε να κρεμαστεί; έλεγε μέσα του, προσπαθώντας ναποδιώξει αυτή τη σκέψη. Θυμόταν τα λόγια της Λίζας... Άλλωστε, κι εγώ στη θέση του μπορεί ναυτοκτονούσα... συλλογιζόταν.

Τέλος, αντί να πάει να δειπνήσει, τράβηξε για το ξενοδοχείο του Παύλου Παύλοβιτς. Θα ρωτήσω

Page 44: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

μονάχα την Μαρία Σισόγιεβνα, αποφάσισε. Μόλις όμως κατέβηκε τη σκάλα, σταμάτησε στην αυλόπορτα.Μα τί κάνω; μουρμούρισε κατακόκκινος από ντροπή. Θα συρθώ ως εκεί για να τον φιλήσω και να κλάψω; Είναι ανάγκη να προσθέσω σαυτή την κατάντια και τον παράλογο αυτόν εξευτελισμό;Η Θεία Πρόνοια όμως, που φυλάει άγρυπνα όλους τους καθώς πρέπει ανθρώπους, τον γλύτωσε από αυτόν τον παράξενο εξευτελισμό. Μόλις βγήκε στον δρόμο είδε μπροστά του τον Αλέξανδρο Λόμποβ. Ο νεαρός ήταν λαχανιασμένος και πολύ ταραγμένος.Κι εγώ σε σας ερχόμουν! Λοιπόν, ο Παύλος Παύλοβιτς ο φίλος μας...Κρεμάστηκε; τραύλισε ο Βελτσάνινοβ σαν χαμένος.Κρεμάστηκε; Γιατί;Ο Λόμποβ γούρλωσε τα μάτια του.Τίποτε... τίποτε... εξακολουθείστε!Διάβολε! Έχετε ιδέες πολύ παράξενες! Όχι, δεν κρεμάστηκε. γιατί να κρεμαστεί; Απεναντίας, έφυγε. Τώρα δα τον έβαλα στο τραίνο και τον ξαπόστειλα. Αλλά, Θεέ μου, πως πίνει! Αδειάσαμε τρία μπουκάλια. Ήταν κι ο Πρεντποσίλοβ... Πως πίνει! Πως πίνει! Τραγουδούσε μέσα στο βαγόνι. Σας θυμήθηκε, σας στέλνει

χαιρετίσματα. Αλλά είναι παλιάνθρωπος! Τί λέτε κι εσείς, ε;Ο νεαρός ήταν μεθυσμένος. Το ξαναμμένο του πρόσωπο, τα λαμπερά μάτια του, η γλώσσα του που μπερδευόταν, το

μαρτυρούσαν. Ο Βελτσάνινοβ ξέσπασε σένα βροντερό γέλιο.Ώστε στο τέλος συμφιλιωθήκατε, γίνατε σαν δυο αδελφοί! Χα, χα, χα! Φιληθήκατε και κλάψατε μαζί! Αχ, εσείς οι ποιητές! Σίλλερ!Με βρίζετε, παρακαλώ! Ξέρετε, παραιτήθηκε από κάθε αξίωση εκεί κάτω. Ήταν χθες εκεί, πήγε και σήμερα. Μας πρόδωσε...

Κλειδώσανε την Νάντια σε μια κάμαρα. Φωνές, κλάματα!...Εμείς πάντως δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε! Αν ξέρατε όμως πως πίνει! κι έπειτα, κακούς τρόπους που έχει! Όλο για σας μιλούσε. Μπορεί όμως κανείς να τον συγκρίνει ποτέ μεσάς; Εσείς είσαστε ένας άνθρωπος

αξιοπρεπής, του καλού κόσμου. Τώρα αναγκαστήκατε ν αποτραβηχτείτε, για λόγους οικονομικούς, νομίζω... Να τον πάρει ο διάβολος! Δεν πολυκατάλαβα τι μου έλεγε...

Ώστε εκείνος σας μίλησε μαυτά τα λόγια για μένα;Ναι, μη θυμώνετε! Αξίζει περισσότερο να είναι κανείς καλός πολίτης από το νανήκει στην αριστοκρατία. Το λέω αυτό γιατί σήμερα

στην Ρωσία δεν ξέρει κανείς ποιον να εκτιμήσει και ποιον όχι.Παραδεχθείτε το κι εσείς! Είναι μεγάλη αρρώστια της εποχής μας... να μην ξέρεις ποιον να έχεις

σε εκτίμηση. Αλήθεια δεν λέω;Ναι, ναι. Εκείνος τί έλεγε;Εκείνος; Ποιος εκείνος; Α, ναι! Αλήθεια, γιατί έλεγε κάθε τόσο και λιγάκι: ο Βελτσάνινοβ είναι πενήντα χρόνων, αλλά

κατεστραμμένος; Και γιατί: αλλά κατεστραμμένος και όχι και κατεστραμμένος; Γελούσε και το ξανάλεγε αυτό χίλιες φορές. Στο βαγόνι άρχισε το τραγούδι κι έπειτα έβαλε τα κλάματα. Ήταν απλούστατα

αηδιαστικό! Αυτός ο μεθυσμένος άνθρωπος ήταν αξιολύπητος! Α, δεν τους υποφέρω τους ηλιθίους. Μετά άρχισε να μοιράζει λεπτά στους φτωχούς για την ανάπαυση της ψυχής της Ελισάβετ. Ήταν η γυναίκα του;

Η κόρη του.Τί έχει το χέρι σας;Κόπηκε. Δεν είναι τίποτε, θα περάσει.Ξέρετε, έκανε καλά που έφυγε. Ας πάει στο διάβολο. Βάζω όμως στοίχημα πως μόλις φτάσει εκεί, θα παντρευτεί. Δεν το νομίζετε ;Μα κι εσείς θέλετε να παντρευτείτε.Εγώ;... Εγώ, δεν είναι το ίδιο πράγμα... Είσαστε πολύ παράξενος. Αν εσείς είσαστε πενήντα χρόνων, εκείνος πρέπει να είναι εξήντα. Εδώ χρειάζεται λογική. κι έπειτα, ξέρετε, κάποτε ήμουν φανατικός πανσλαβιστής, αλλά τώρα πιστεύω πως από τη Δύση περιμένουμε το φως... Λοιπόν, χαίρετε. Ευτυχώς που σας αντάμωσα εδώ και δεν αναγκάστηκα νανέβω στο διαμέρισμα σας. Μην επιμένετε να έρθω μέσα, αποκλείεται, δεν έχω καιρό!...Έκανε λίγα βήματα, αλλά ξαναγύρισε σχεδόν αμέσως.Πού έχω τον νου μου; Μου έδωσε ένα γράμμα για σας. Αυτό εδώ. Γιατί δεν ήρθατε να τον ξεπροβοδίσετε στο σταθμό;Ο Βελτσάνινοβ ανέβηκε στο διαμέρισμα του και άνοιξε το φάκελο που είχε γραμμένο επάνω τόνομα του.Ο φάκελος δεν είχε μέσα ούτε μία λέξη γραμμένη από τον ΠαύλοΠαύλοβιτς. είχε όμως ένα άλλο γράμμα. Ο Βελτσάνινοβ αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα. Το χαρτί ήταν κιτρινισμένο, το μελάνι ξεθωριασμένο. Το γράμμα είχε γραφτεί εδώ και δέκα χρόνια, δύο μήνες πριν από την αναχώρηση του από το Τ... Δεν του είχε όμως σταλεί και είχε αντικατασταθεί μένα άλλο. Αυτό φαινόταν καθαρά από το περιεχόμενο του. Σε τούτο το γράμμα η Ναταλία Βασίλιεβνα τον αποχαιρετούσε για πάντα, όπως σεκείνο που είχε λάβει ο Βελτσάνινοβ, και ομολογώντας του πως αγαπούσε κάποιον άλλον, δεν του έκρυβε την ευγνωμοσύνη της. Απεναντίας, για να τον παρηγορήσει, του έγραφε πως θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να βρει ευκαιρία να του στείλει το παιδί τους και τον βεβαίωνε πως η φιλία τους θα ήταν πια παντοτινή, τώρα που, με τη γέννηση του παιδιού, θα είχαν και οι δύο, άλλες, κοινές υποχρεώσεις. Με λίγα λόγια, το γράμμα της δεν ήταν πολύ λογικό, ο σκοπός της όμως ήταν ίδιος. ναπαλλαγεί από την αγάπη του Βελτσάνινοβ. Του έδινε μάλιστα την άδεια να ξαναρθεί στο Τ..., ύστερα από ένα χρόνο, για να δει το παιδί. Άγνωστο γιατί, είχε αλλάξει γνώμη και είχε αντικαταστήσει τούτο το γράμμα μεκείνο που του είχε στείλει!Ο Βελτσάνινοβ χλώμιασε διαβάζοντας αυτές τις γραμμές,φαντάστηκε όμως τον Παύλο Παύλοβιτς να βρίσκει αυτό το γράμμα και να το διαβάζει για πρώτη φορά, μπροστά στην εβένινη κασετίνα με τα φιλντισένια στολίδια.Κι αυτός θα κιτρίνισε σαν πεθαμένος, σκέφτηκε βλέποντας το πρόσωπο του στον καθρέφτη.Θα διάβαζε, θα έκλεινε τα μάτια πιθανότατα, θα τα ξανάνοιγε με την ελπίδα πως το γράμμα θα γινόταν ένα άγραφο χαρτί... Σίγουρα θα έκανε αυτή την προσπάθεια, το λιγότερο τρεις φορές !...Δύο χρόνια πέρασαν έπειτα από τα γεγονότα που περιγράψαμε. Ξαναβρίσκουμε τον κύριο Βελτσάνινοβ, μία όμορφη καλοκαιρινή μέρα, καθισμένο σένα βαγόνι μιας από τις καινούργιες σιδηροδρομικές μας γραμμές. Πήγαινε στην Οδησσό να δει κάποιον φίλο του, αλλά και μέναν άλλο σκοπό, όχι λιγότερο ευχάριστο: με τη μεσολάβηση αυτού του φίλου, είχε την ελπίδα να συναντήσει μία χαριτωμένη γυναίκα. Από καιρό τώρα επιθυμούσε να γνωριστεί στενότερα μαυτή την ενδιαφέρουσα

Page 45: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

γυναίκα. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, σημειώνουμε μονάχα πως ο Βελτσάνινοβ είχε αλλάξει πολύ μέσα σαυτά τα τελευταία δύο χρόνια, ή, για να είμαστε ακριβέστεροι η κατάσταση του είχε καλυτερέψει. Η παλιά του υποχονδρία είχε εξαφανισθεί, δίχως ναφήσει ίχνη Από τις αναμνήσεις και τις ανησυχίες, συνέπειες της αρρώστιας του, που τον βασάνιζαν στην Πετρούπολη δύο χρόνια πριν, τότε που παιδευόταν μεκείνη την ατέλειωτη δίκη, δεν του είχε απομείνει παρά μονάχα μία κρυφή ντροπή για την παλιά του μικροψυχία. Η πεποίθηση πως η κατάσταση εκείνη δεν θα ξαναπαρουσιαζόταν ποτέ πια και πως κανείς δε θα μάθαινε τίποτε, τον παρηγορούσε ως ένα σημείο. Η αλήθεια ήταν πως είχε εγκαταλείψει τις κοσμικές σχέσεις του εκείνη την εποχή. παραμελούσε το ντύσιμο του, κρυβόταν, κι αυτό όλος ο κόσμος το είχε σίγουρα προσέξει. Σε λίγο καιρό όμως ξαναπαρουσιάστηκε στον κόσμο, δείχνοντας τόση μεταμέλεια, με τόση αυτοπεποίθηση και τόσο αλλαγμένος που όλοι συγχώρησαν αμέσως την παροδική αποστασία του.Ακόμη κι αυτοί που είχαν πάψει να τον χαιρετούν, έσπευσαν να του απλώσουν το χέρι, χωρίς καν να του κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις, σαν να πίστευαν πως όλο τούτο το διάστημα ο παλιόςτους φίλος έλειπε για ιδιωτικές του υποθέσεις που δεν ενδιέφεραν κανέναν και είχε μόλις ξαναγυρίσει. Η αιτία της τόσο ευχάριστης αυτής αλλαγής ήταν αναμφισβήτητα η ευνοϊκή έκβαση της δίκης του.Ο Βελτσάνινοβ είχε πάρει εξήντα χιλιάδες ρούβλια. Δεν ήταν βέβαια πολλά, αλλά είχαν γιαυτόν μεγάλη σημασία. Πρώτα-πρώτα, πατούσε πάλι σε στέρεο έδαφος, άρα το ηθικό του είχε τονωθεί. έπειτα, ήξερε πως δεν θα σπαταλούσε τα τελευταία του χρήματα σαν ένας βλάκας, όπως είχε σκορπίσει τις δύο πρώτες του περιουσίες, και πως το ποσό αυτό θα του έφθανε ως το τέλος της ζωής του. Δεν πάει να γκρεμιστεί το κοινωνικό μας οικοδόμημα, δεν πάνε να μας ξεφωνίζουν σταυτιά μας ό,τι θέλουν! συλλογιζόταν πολλές φορές, προσπαθώντας ναναλύσει τανήκουστα, απίθανα πράγματα που γίνονταν γύρω του στην Ρωσία. Οι άνθρωποι, οι ιδέες, μπορούν ναλλάζουν. Εγώ θα έχω πάντα εξασφαλισμένο ένα εκλεκτό φαγητό, σαν αυτό που έχω μπροστά μου και, συνεπώς, είμαι προετοιμασμένος για όλα.Τούτη η σκέψη, γλυκιά σαν την ηδονή, τον είχε κυριέψει με τον καιρό ολότελα, επιδρώντας ακόμη και στην εξωτερική του εμφάνιση, για να μην πούμε τίποτε για το ηθικό του. Τώρα, ήταν άλλος άνθρωπος, σε σύγκριση με κείνον τον χαμένο που περιγράψαμε στην αρχή και που του συνέβαιναν τόσο ανάρμοστα πράγματα. Ήταν εύθυμος, πρόσχαρος, επιβλητικός. Κι αυτές ακόμη οι ανησυχητικές ρυτίδες που είχαν φανεί γύρω από τα μάτια του, δεν υπήρχαν πια. Ως και το χρώμα του είχε αλλάξει. Το πρόσωπο του ήταν πιο άσπρο και πιο ροδαλό.Καθώς καθόταν άνετα σένα βαγόνι της πρώτης θέσεως, μια σκέψη πολύ ευχάριστη του ήλθε στο μυαλό. Στον επόμενο σταθμό, υπήρχε μία διακλάδωση. μία καινούργια σιδηροδρομική γραμμή που τραβούσε προς τα δεξιά. Αν αφήσω την απ' ευθείας γραμμή και πάρω την άλλη, προς τα δεξιά, θα μπορέσω, δύο σταθμούς πιο πέρα, να επισκεφθώ μία κυρία που μόλις γύρισε από το εξωτερικό και βρίσκεται τώρα μόνη στην επαρχία, πράγμα πολύ δυσάρεστο γιαυτήν, αλλά πολύ ευνοϊκό για μένα. Θα μπορούσα λοιπόν να σκοτώσω την ώρα μου εκεί κατά τρόπο τόσο ευχάριστο όσο και στην Οδησσό, τόσο περισσότερο που τίποτε δε μεμποδίζει να πάω στην Οδησσό αργότερα. Δίσταζε όμως ακόμη και δεν το αποφάσιζε. Περίμενε το απροσδόκητο γεγονός που θα τον έκανε να πάρει την απόφαση. Στο μεταξύ το τραίνο πλησίαζε στον σταθμό. Και το γεγονός δεν άργησε να παρουσιασθεί.Στον σταθμό αυτό, το τραίνο σταματούσε σαράντα λεπτά, οι ταξιδιώτες μπορούσαν να κατεβούν για φαγητό. Πλήθος ανυπόμονο και βιαστικό συνωστιζόταν, όπως συνήθως, στην είσοδο της αίθουσας αναμονής. και, όπως συνήθως επίσης, δημιουργήθηκε ένα επεισόδιο. Μία κυρία, που είχε κατέβει από ένα βαγόνι δευτέρας θέσεως, πολύ νόστιμη, αλλά ντυμένη κάπως φανταχτερά για μία ταξιδιώτισσα, έσερνε σχεδόν με τα δύο χέρια έναν νέο και όμορφο αξιωματικό, έναν ουλάνο, που προσπαθούσε να της ξεφύγει. Ο νεαρούλης αξιωματικός ήταν στουπί στο μεθύσι. Η κυρία, που ήταν μεγαλύτερη του και συγγενής του ασφαλώς, δεν εννοούσε να τον αφήσει, πιθανότατα από το φόβο της μήπως ο νεαρός τρέξει πάλι ίσια στον μπουφέ με τα ποτά. Ο ουλάνος, λοιπόν, μέσα στο πλήθος, έπεσε κάποια στιγμή πάνω σέναν νεαρό έμπορο που μεθοκοπούσε στο σταθμό και δεν ήξερε πια τι του γινόταν, ήταν εδώ και δύο μέρες εκεί, έπινε παρέα με φίλους, σκορπούσε τα λεφτά του κι όλο έχανε το τραίνο που έπρεπε να πάρει για να συνεχίσει το ταξίδι του. Αγριος καβγάς ξέσπασε: ο αξιωματικός στρίγγλιζε, ο έμπορος έβριζε. Η κυρία βρισκόταν σε απόγνωση και, προσπαθώντας ολοένα να τραβήξει τον ουλάνο μακριά, του φώναξε ικετευτικά: Μήτιενκα, Μήτιενκα! Η στάση της φάνηκε σκανδαλώδης στον νεαρό έμπορο όλοι γελούσαν. Αυτό ήταν αλήθεια, εκείνος όμως, ένας Θεός ξέρει γιατί, αγανάκτησε, σαν να έβρισκε όλη αυτή τη σκηνή τρομερά ανήθικη.Ακούς εκεί!... Μήτιενκα, Μήτιενκα! έκανε επιτιμητικά, κοροϊδεύοντας την ψιλή φωνούλα της κυρίας. Σαν δεν ντρέπονται! Ακόμη και μέσα στον κόσμο!Πλησίασε τρικλίζοντας την κυρία, που είχε σωριαστεί σε μία καρέκλα, βάζοντας και τον ουλάνο να καθίσει πλάϊ της, την κοίταξε από πάνω ως κάτω περιφρονητικά και της είπε σέρνοντας τη φωνή του:Είσαι ένα γύναιο, ένα γύναιο!Η κυρία έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή κι έριξε γύρω της βλέμματα απελπισμένα, περιμένοντας βοήθεια. Ντρεπόταν και φοβόταν. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο αξιωματικός πετάχτηκε από την καρέκλα του ουρλιάζοντας κι έκανε να χυμήξει πάνω στον έμπορο, γλίστρησε όμως και ξανασωριάστηκε στην καρέκλα του. Τα

γέλια γύρω δυνάμωσαν και κανείς δεν αποφάσιζε να κάνει κάτι. Ο Βελτσάνινοβ ήταν εκείνος που έτρεξε να σώσει την κατάσταση. Άδραξε τον έμπορο από το γιακά, τον τράνταξε και τον πέταξε πέντε βήματα πιο πέρα από την πανικόβλητη κυρία. Ο έμπορος,

κατατρομαγμένος από την σπρωξιά και το ανάστημα του Βελτσάνινοβ, άφησε αμέσως τους φίλους να τον πάρουν από κει. Το επιβλητικό παρουσιαστικό ενός κυρίου τόσο κομψοντυμένου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση στους αργόσχολους που είχαν μαζευτεί. Τα γέλια σταμάτησαν. Η κυρία, κατακόκκινη, με δάκρυα στα μάτια, άρχισε να του εκφράζει με λόγια θερμά την ευγνωμοσύνη της.

Ο ουλάνος ψέλλιζε: Ευχαριστώ, ευχαριστώ. κι έκανε ναπλώσει το χέρι στον Βελτσάνινοβ. Άλλαξε όμως γνώμη και ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς στις δυο καρέκλες.

; Μήτιενκα! αναστέναξε η κυρία επιτιμητικά, ενώνοντας τα χέρια. ', Ο Βελτσάνινοβ ήταν ευχαριστημένος από την περιπέτεια και την επέμβαση του. Η κυρία του κίνησε το ενδιαφέρον. σίγουρα μία

εύπορη επαρχιώτισσα, πλούσια ντυμένη, αλλά χωρίς γούστο, με τρόπους κάπως γελοίους. Συγκέντρωνε, λοιπόν, όλες τις προϋποθέσεις που μπορούσαν να εξασφαλίσουν την επιτυχία σέναν ματαιόδοξο πρωτευουσιάνο με

ορισμένες βλέψεις επάνω σε μια γυναίκα. Πιάσανε κουβέντα. Η κυρία μιλούσε ζωηρά και τα είχε με τον άντρα της που εξαφανίσθηκε ξαφνικά από το βαγόνι κι έφταιγε αυτός για όλα... γιατί γίνεται άφαντος ακριβώς τη στιγμή που τον χρειάζεται κανείς.

Page 46: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Είχε κάπου να πάει...τραύλισε ο ουλάνος.Ω! Μήτιενκα! Και ένωσε πάλι τα χέρια της μπροστά στο στήθος.Ο Βελτσάνινοβ σκέφθηκε. Τον κακομοίρη τον σύζυγο. Τι έχει νακούσει!Πώς λέγεται; Θέλετε να πάω να τον βρω; πρότεινε.Πα... Παύλος... Παύ.,.λιτς, μουρμούρισε ο ουλάνος.Ο σύζυγος σας λέγεται Παύλος Παύλοβιτς; ρώτησε με περιέργεια ο Βελτσάνινοβ.Και ξάφνου το φαλακρό κεφάλι, που το ήξερε τόσο καλά, πρόβαλε ανάμεσα σαυτόν και στην κυρία. Μέσα σένα δευτερόλεπτο, ξαναείδε τον κήπο του Ζαχλιέμπινιν, ταθώα παιχνίδια και το ανυπόφορο φαλακρό κεφάλι που χωνόταν

αδιάκοπα ανάμεσα του και στην Νάντια Θεοδόσιεβνα.Ήρθες επιτέλους! φώναξε νευριασμένη η κυρία.Ναι, ήταν ο Παύλος Παύλοβιτς. Με κατάπληξη και φόβο, κοίταξε τον Βελτσάνινοβ, απολιθωμένος, σαν να έβλεπε ένα φάντασμα.

Τόση ήταν η ταραχή του που για αρκετή ώρα έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτε από όσα του έλεγε θυμωμένα και γρήγορα-γρήγορα η γυναίκα του. Σκίρτησε τέλος και κατάλαβε τη φρικτή του θέση. το φταίξιμο του, το είχε κάνει ο Μήτιενκα και πως αυτός ο m'sieu, η κυρία έτσι αποκαλούσε τον Βελτσάνινοβ, άγνωστο για ποιο λόγο, στάθηκε για μας ένας φύλακας άγγελος, σωτήρας μας, ενώ εσύ εξαφανίζεσαι πάντα όταν πρέπει να είσαι κοντά μου!

Ο Βελτσάνινοβ έβαλε τα γέλια.Μα είμαστε παλιοί φίλοι, φίλοι παιδικοί! είπε στην κυρία που τον κοίταζε με απορία, αγκαλιάζοντας από τον ώμο με οικειότητα και με

μια κίνηση προστατευτική τον Παύλο Παύλοβιτς, που χαμογελούσε σαν χαμένος. Δε σας μίλησε ποτέ για τον Βελτσάνινοβ;Όχι, ποτέ, αποκρίθηκε η κυρία κάπως σαστισμένη.Ελάτε, παρουσιάστε με στη σύζυγο σας, άπιστε φίλε!Ναι, είναι ο κύριος Βελτσάνινοβ, Λίποτσκα. Κι από δω..., άρχισε ο Παύλος Παύλοβιτς με αμηχανία και κόμπιασε.Η γυναίκα του κοκκίνισε και του έριξε μια άγρια ματιά, σίγουρα επειδή την είπε Λίποτσκα.Και φανταστείτε, ούτε καν με ειδοποίησε πως θα παντρευόταν και δε με κάλεσε στο γάμο. Εσείς όμως, Ολυμπιάδα...Σεμιώνοβνα, συμπλήρωσε ψιθυριστά ο Παύλος Παύλοβιτς.Σεμιώνοβνα! είπε ξαφνικά και ο ουλάνος που λαγοκοιμόταν.'Εσείς, όμως, πρέπει να τον συγχωρήσετε, Ολυμπιάδα Σεμιώνοβνα για χάρη μου, για χάρη της γνωριμίας μας... Είναι ένας

εξαίρετος σύζυγος!Κι ο Βελτσάνινοβ χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Παύλο Παύλοβιτς.Αγάπη μου, είχα φύγει μονάχα για μια στιγμούλα.... Προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο Παύλος Παύλοβιτς.Κι άφησες να προσβάλουν τη γυναίκα σου, τον διέκοψε η Λίποτσκα. Ποτέ δεν είσαι εκεί που πρέπει όταν σε χρειάζονται. Κι όταν δε

σε χρειάζονται, ξεφυτρώνεις εκεί που δεν πρέπει.Εκεί που δεν πρέπει, ξεφυτρώνετε... εκεί που δεν πρέπει... εκεί που δεν πρέπει..., επικύρωνε ο ουλάνος.Η Λίποτσκα πνιγόταν σχεδόν από το θυμό της. Το καταλάβαινε και η ίδια πως δεν ήταν σωστό να γίνεται αυτή η συζήτηση μπροστά

στον Βελτσάνινοβ. Κοκκίνιζε, αλλά της ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί.Είσαι με το παραπάνω προνοητικός εκεί που δεν πρέπει... υπερβολικά προνοητικός, συνέχισε άθελα της.Ο Μήτιενκα κόρωσε κι αυτός με τη σειρά του:Κάτω από το κρεβάτι... ψάχνει να βρει εραστές... κάτω από το κρεβάτι... εκεί που δεν πρέπει...δεν πρέπει...Δεν υπήρχε τρόπος να κάνει κανείς τον Μήτιενκα να σωπάσει. Ωστόσο, όλα τελείωσαν καλά.Ο Βελτσάνινοβ κουβέντιασε με την κυρία, οι δυο τους γνωρίστηκαν καλύτερα. Έστειλαν τον Παύλο Παύλοβιτς να παραγγείλει καφέ

και ζωμό. Η Ολυμπιάδα Σεμιώνοβνα εξήγησε στον Βελτσάνινοβ πως ερχόταν από το Ο..., όπου υπηρετούσε ο άντρας της, και πήγαιναν τώρα να μείνουν δυο μήνες στο αγρόκτημα τους, που ήταν σαράντα βέρτσια μακριά από το σταθμό. είχαν εκεί ένα ωραιότατο σπίτι με κήπο. θα τους έρχονταν και πολλοί καλεσμένοι. εξάλλου, είχαν και αρκετούς γείτονες και αν και ο Αλέξης Ιβάνοβιτς είχε την καλοσύνη να τους επισκεφθεί στη μοναξιά τους, θα τον υποδέχονταν σαν φύλακα αγγελό τους, γιατί της ήταν αδύνατο να μην αναλογίζεται με τρόμο τι θα γινόταν αν... Με λίγα λόγια, τον θεωρούσε πια σαν φύλακα άγγελο της...

Και σωτήρα, και σωτήρα! επέμενε ζωηρά ο ουλάνος.Ο Βελτσάνινοβ ευχαρίστησε ευγενικά και αποκρίθηκε πως θα χαιρόταν πάρα πολύ, πως ήταν ελεύθερος, αργόσχολος και πως η

πρόσκληση της Ολυμπιάδας Σεμιώνοβνα τον κολάκευε εξαιρετικά. Αμέσως κατόπιν άρχισε να μιλάει για διάφορα πράγματα πολύ εύθυμα και κατάφερε να γλιστρήσει με τρόπο στην κουβέντα δύο-

τρία κομπλιμέντα. Η Λίποτσκα κοκκίνισε από ευχαρίστηση και μόλις γύρισε ο Παύλος Παύλοβιτς, του είπε με ενθουσιασμό πως ο Αλέξης Ιβάνοβιτς είχε την καλοσύνη να δεχθεί την πρόσκληση της να μείνει μαζί τους ένα μήνα στην εξοχή. Είχε μάλιστα υποσχεθεί να είναι εκεί σε μία εβδομάδα. Ο Παύλος Παύλοβιτς χαμογέλασε σαν χαμένος και δεν έβγαλε μιλιά. Η Ολυμπιάδα Σεμιώνοβνα ανασήκωσε τους ωραίους ώμους της και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Τέλος, χωρίστηκαν. Νέες εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης και ξανά φύλακας άγγελος, Μήτιενκα, και τα λοιπά. Ο Παύλος Παύλοβιτς συνόδευσε τη γυναίκα του και

τον ουλάνο ως το βαγόνι του. Ο Βελτσάνινοβ άναψε ένα πούρο και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω-κάτω στο κρηπίδωμα. Ήξερε πως ο Παύλος Παύλοβιτς θα έτρεχε σε λίγο κοντά του για να του μιλήσει ως τη στιγμή που ο σταθμάρχης θα έδινε το σήμα για την αναχώρηση του τραίνου. Όπως και έγινε.

Ο Παύλος Παύλοβιτς παρουσιάστηκε. Σόλη του τη φυσιογνωμία και στα μάτια του διάβαζες μια ανήσυχη ερώτηση. Ο Βελτσάνινοβ γέλασε, τον έπιασε φιλικά από το μπράτσο, τον τράβηξε σένα παγκάκι που ήταν εκεί κοντά και τον έβαλε να καθίσει πλάϊ του. Δεν μιλούσε γιατί ήθελε ναρχίσει πρώτος ο Παύλος Παύλοβιτς.

Ώστε έτσι; Θα έρθετε στο σπίτι μας; τραύλισε ο Παύλος Παύλοβιτς, χωρίς περιστροφές.Ήμουν βέβαιος! Δεν αλλάξατε καθόλου. Ο Βελτσάνινοβ ξέσπασε σένα βροντερό γέλιο. Αλλά εσείς... τον χτύπησε ξανά στον ώμο. το πιστέψατε σοβαρά, έστω κι ένα λεπτό, πως θα ερχόμουν στο σπίτι σας και μάλιστα για ένα μήνα;

Χα, χα!Ο Παύλος Παύλοβιτς σηκώθηκε περιχαρής.Ώστε δεν θα έρθετε; έκανε, χωρίς να προσπαθήσει καθόλου να κρύψει τη χαρά του.Όχι, δεν θα έρθω, δεν θα έρθω! χαμογέλασε ο Βελτσάνινοβ με αυταρέσκεια.Δεν καταλάβαινε γιατί όλα αυτά του φαίνονταν τόσο κωμικά, κι όμως, όσο το συλλογιζόταν, τόσο πιο ευχάριστο του φαινόταν αυτό

το επεισόδιο.Αλήθεια; Το λέτε σοβαρά; ρώτησε ο Παύλος Παύλοβιτς, περιμένοντας με πυρετώδη αγωνία την απάντηση.Σας το είπα: δεν θα έρθω... Τι παράξενος άνθρωπος που είσαστε!Αλλά, τότε... τι θα πω στην Ολυμπιάδα Σεμιώνοβνα όταν δε φανείτε, ύστερα από μια εβδομάδα,κι εκείνη θα σας περιμένει;Σπουδαίο πράγμα! Να της πείτε πως έσπασα το πόδι μου, ή κάτι τέτοιο.Δεν θα με πιστέψει, ψιθύρισε ο Παύλος Παύλοβιτς με παράπονο.Και θα σας τα ψάλει; Γέλασε πάλι ο Βελτσάνινοβ με την καρδιά του. Παρατηρώ, αγαπητέ μου, πως τρέμετε μπροστά στη

χαριτωμένη σύζυγο σας, ε;

Page 47: Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΣΥΖΥΓΟΣ    ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ.. 7.4.2013

Ο Παύλος Παύλοβιτς προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν το κατόρθωσε. Το ότι ο Βελτσάνινοβ είχε αρνηθεί να πάει, ήταν ευχάριστο. το να παίρνει όμως το θάρρος να μιλάει με οικειότητα για την κυρία Τρουσότσκη, δεν του ήταν διόλου ευχάριστο. Το πρόσωπο του Παύλου Παύλοβιτς σκοτείνιασε.

Ο Βελτσάνινοβ το πρόσεξε. Στο μεταξύ, το τραίνο σφύριζε για δεύτερη φορά. Από μακριά ακούστηκε μία ανήσυχη φωνίτσα: η Λίποτσκα καλούσε τον άντρα της. Ο Παύλος Παύλοβιτς κουνήθηκε ανήσυχα, αλλά δεν έτρεξε προς το βαγόνι του. Ήταν φανερό πως περίμενε να του υποσχεθεί ο Βελτσάνινοβ άλλη μια φορά πως δε θα πήγαινε στο σπίτι τους.

Ποιο είναι το οικογενειακό όνομα της γυναίκας σας; ρώτησε ο Βελτσάνινοβ, σαν να μην πρόσεξε την αγωνία του Παύλου Παύλοβιτς.Είναι η κόρη του παπά μας, αποκρίθηκε εκείνος, τεντώνοντας ταυτί και ρίχνοντας ανήσυχα βλέμματα προς το βαγόνι του.Α, καταλαβαίνω, την παντρευτήκατε για την ομορφιά της.Ο Παύλος Παύλοβιτς στραβομουτσούνιασε.Και ποιος είναι αυτός ο Μήτιενκα;Τίποτε... μακρινός συγγενής μας, δικός μου συγγενής... γιος της μακαρίτισσας εξαδέλφης μου...Τόνομα του είναι Γουλούμπτσικοβ... Τον είχαν διώξει από το στρατό για κάποιο χρηματικό ζήτημα, μετά όμως τον ξαναπήραν.

Εμείς τακτοποιήσαμε την υπόθεση... είναι ένας δυστυχισμένος νέος!...Κι ο Βελτσάνινοβ σκέφτηκε: Όπως το φαντάστηκα, όλα εντάξει, δεν λείπει τίποτε.Παύλε Παύλοβιτς! ακούστηκε ξανά, με τόνο πιο εκνευρισμένο, η φωνή που ερχόταν από το βαγόνι.Πα..λ Πά.,.λιτς, επανέλαβε μια άλλη φωνή, βραχνή από το κρασί.Ο Παύλος Παύλοβιτς έκανε να φύγει, αλλά ο Βελτσάνινοβ τον άρπαξε με δύναμη από το μπράτσο και τον σταμάτησε.Θέλετε να πάω αμέσως να διηγηθώ στη γυναίκα σας πως αποπειραθήκατε να μου κόψετε το λαρύγγι; Τι λέτε;Πώς; Όχι, όχι, για τόνομα του Θεού! φώναξε ο Παύλος Παύλοβιτς κατατρομαγμένος.Παύλε Παύλοβιτς! Παύλε Παύλοβιτς! ξανακούστηκαν οι φωνές.Εμπρός, πηγαίνετε! .. Ο Βελτσάνινοβ τον άφησε επιτέλους, γελώντας με την καρδιά του.Λοιπόν; Δεν θα έρθετε; τραύλισε για τελευταία φορά, με απόγνωση, ο Παύλος Παύλοβιτς, σταυρώνοντας μάλιστα τα χέρια πάνω

στο στήθος του, όπως άλλοτε.Σας τορκίζομαι! Τρέξτε, λοιπόν, γιατί θα βρείτε τον μπελά σας!Με μια κίνηση πλατιά, ο Βελτσάνινοβ άπλωσε το χέρι του. Το άπλωσε και ρίγησε: ο Παύλος Παύλοβιτς δεν το πήρε αυτό το χέρι.

τράβηξε το δικό του.Το τελευταίο σφύριγμα πριν από την αναχώρηση του τραίνου αντήχησε.Τότε, μέσα σε μια στιγμή, έγινε μια αλλαγή: και οι δυο μεταμορφώθηκαν, θα έλεγες. Κάτι τρεμούλιασε κι έσπασε μέσα στην καρδιά

του Βελτσάνινοβ που, μόλις ένα λεπτό πριν, γελούσε τόσο εύθυμα. Έπιασε τον Παύλο Παύλοβιτς από τον ώμο.Αν εγώ, εγώ, σας δίνω αυτό το χέρι, κι έδειξε την παλάμη του αριστερού χεριού του με το βαθύ σημάδι που είχε αφήσει το τραύμα,

έχετε υποχρέωση να το πάρετε!Τα χείλη του ήταν κάτασπρα και τρέμανε καθώς είπε αυτά τα λόγια.Χλώμιασε και ο Παύλος Παύλοβιτς. Ελαφροί σπασμοί διέτρεξαν το πρόσωπο του.Και η Λίζα; ψέλλισε.Και, ξάφνου, τα χείλη, τα μάγουλα, το πηγούνι του άρχισαν να τρέμουν και δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια του.Ο Βελτσάνινοβ στεκόταν ακίνητος, σαν απολιθωμένος.Παύλε Παύλοβιτς! Παύλε Παύλοβιτς! ούρλιαζαν από το βαγόνι, σαν να σφάζανε κανέναν.Ένα σφύριγμα αντήχησε.Ο Παύλος Παύλοβιτς συνήλθε, έκανε μια κίνηση απελπισίας κι άρχισε να τρέχει. το τραίνο ξεκινούσε κιόλας. κατάφερε ωστόσο

ναρπαχτεί από την πόρτα και να πηδήσει στο βαγόνι. Ο Βελτσάνινοβ έμεινε εκεί ως το βράδυ, ανέβηκε στο επόμενο τραίνο που ακολουθούσε την ίδια γραμμή. Δεν λοξοδρόμησε και δεν πήγε να επισκεφθεί την κυρία που έμενε μόνη της στην εξοχή: δεν είχε διάθεση. Πόσο όμως το μετάνιωσε αργότερα!