Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

39
ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΓΕΛ.ΑΞΙΟΥΠΟΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2015-2016

Transcript of Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

Page 1: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

ΓΕΛ.ΑΞΙΟΥΠΟΛΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2015-2016

Page 2: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΕΛΙΔΕΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 2Βυζάντιο 2Ρωμαϊκή περίοδος 3 Πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 4Λατινοκρατία και βυζαντινή επανάκτηση 5Οθωμανική Αυτοκρατορία 6

Νεότερη ιστορία 7

ΜΝΗΜΕΙΑ 7Θεοδοσιανά Τείχη 7 Ιππόδρομος 10 Βασιλική Κινστέρνα του Ιουστινιανού (Βασιλικό Υδραγωγείο) 12 Αγία Σοφία 13 Μονή της Χώρας 15 Παναγία των Βλαχερνών 16 Βαλουκλή ή Μπαλουκλή, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή 17 Ναός της Αγίας Ειρήνης 18 Μονή Παμμακάριστου 19 Μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου 20 Οικουμενικό Πατριαρχείο 21 Μεγάλη του Γένους Σχολή 23 Ζάππειο Σχολείο 23 Πύργος και Γέφυρα του Γαλατά 24 Μπλε Τζαμί 26 Τοπ Καπί 27 Ντολμά Μπαχτσέ 28 Τέμενος του Σουλεϊμάν (Σουλεϊμανιγιέ) 29 Γενί Τζαμί 30 Πύργος του Λέανδρου 30

ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ 26

Page 3: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

2

Κωνσταντινούπολη

Εισαγωγή

Η Κωνσταντινούπολη (παλιότερα «Πόλις» και στην αρχαιότητα «Βυζάντιον»), (τουρκ.: İstanbul, ως το 1923 επίσημα με το όνομα «Konstantiniyye»), είναι η μεγαλύτερη πόλη και λιμάνι της Τουρκίας. Συνιστά ταυτόχρονα κύριο πολιτισμικό, οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Με πληθυσμό περίπου 12 εκατομμύρια κατοίκους, αποτελεί μια από τις πολυπληθέστερες πόλεις του κόσμου. Η Κωνσταντινούπολη είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από το Βύζαντα των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667 π.Χ.. Από το 330, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, διατήρησε την ονομασία της και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βόσπορου, που με μήκος περίπου 35 χλμ. συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα στο βορρά με τη θάλασσα του Μαρμαρά στο νότο. Αποτελεί έτσι τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη (Ανατολική Θράκη) και την Ασία. Η σύγχρονη πόλη χωρίζεται σε τρεις κύριες ζώνες που περιλαμβάνουν την παλιά Κωνσταντινούπολη, την περιοχή του Μπέηογλου με τη συνοικία του Γαλατά και τον ομώνυμο πύργο, καθώς και το Σκούταρι μαζί με άλλα προάστια που βρίσκονται στην απέναντι ασιατική πλευρά του Βόσπορου.

Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τριών διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), της βραχύβιας Λατινικής (1204-1261) και της Οθωμανικής (1453-1922) με συνέπεια την ανάδειξη πολιτισμών σε μια σύμμεικτη σήμερα παρουσία. Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε κέντρο του ελληνικού στοιχείου για περισσότερο από χίλια χρόνια. Οι ιστορικές περιοχές της πόλης, με σημαντικά μνημεία, ανήκουν από το 1985 στα Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. Στα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης ανήκουν η Αγία Σοφία, το Επταπύργιο και τα βυζαντινά τείχη, ο ναός και η πηγή της Ζωοδόχου Πηγής, το κτίριο του Πατριαρχείου, το Φανάρι καθώς και το ανάκτορο Τοπ Καπί, το τζαμί του Σουλεϊμάν και το τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ («Μπλε τζαμί»).

Ιστορική αναδρομή

Βυζάντιο (658 π.Χ.- 46 π.Χ.)Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας πόλης Βυζάντιο (επίσης

Βυζαντίς), η ονομασία της οποίας παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία. Στα «Γεωγραφικά», ο Στράβων εξιστορεί πως η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής το Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας, κόρης της Ιώς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει το Βύζαντα ως γιο της νύμφης Σεμέστρας. Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες στο χρονογράφημα «Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί» (8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο «Βυζάντιον».

Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο του Βυζαντίου, όπως παραδίδεται από το Στράβωνα, οι άποικοι ακολούθησαν χρησμό -πιθανώς του μαντείου των Δελφών- ο οποίος τους προέτρεπε να χτίσουν την πόλη τους έναντι της πόλης των «τυφλών». Ως τυφλοί υπονοούνταν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την πόλη τους νωρίτερα στην απέναντι ασιατική ακτή του Βόσπορου, δίχως να αντιληφθούν τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα της απέναντι τοποθεσίας. Το Βυζάντιο αναπτύχτηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια. Κατά τον Παυσανία, υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας. Ιστορικές πληροφορίες για το Βυζάντιο αντλούμε επίσης από τον Ηρόδοτο. O τύραννος της πόλης, Αρίστων υποστήριξε μαζί με άλλους Έλληνες στρατηγούς τον Πέρση βασιλιά Δαρείο στην

Page 4: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

3

εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών. Στη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης καταλήφτηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και μετά το τέλος της οι κάτοικοί της μετοίκησαν, ιδρύοντας τη Μεσηβρία στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου.

Κατά τους κλασικούς χρόνους, μετά τη νικηφόρα για τους Έλληνες έκβαση των Μηδικών πολέμων, το Βυζάντιο καταλήφτηκε από το νικητή των Πλαταιών Παυσανία, o οποίος μετά από συμφωνία με τον Ξέρξη παρέμεινε διοικητής της πόλης, πριν εκδιωχτεί από τους Αθηναίους. Το Βυζάντιο υπήρξε μέλος της Δηλιακής συμμαχίας, ενώ κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-405 π.Χ.) τάχτηκε αρχικά στο πλευρό των Αθηναίων. Το 411 π.Χ. αποστάτησε από τον αθηναϊκό συνασπισμό και τον επόμενο χρόνο καταλήφτηκε από το Σπαρτιάτη στρατηγό Κλέαρχο, ο οποίος προφασίστηκε την ανάγκη να εμποδιστεί η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο Πόντο. Πολιορκήθηκε ξανά το 409 π.Χ. από τους Αθηναίους με επικεφαλής τον Αλκιβιάδη και, όταν ο Κλέαρχος εγκατέλειψε την πόλη, ορισμένοι Βυζάντιοι άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους, οι οποίοι τελικά μετά από μάχη εντός των τειχών κατέλαβαν την πόλη. Μετά την ήττα του Αλκιβιάδη στους Αιγός Ποταμούς, οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που τους υποχρέωνε, μεταξύ άλλων, να εγκαταλείψουν το Βυζάντιο. Παράλληλα, οι πολίτες του Βυζαντίου που είχαν προδώσει την πόλη, παραδίδοντάς τη στα χέρια του Αλκιβιάδη, εξορίστηκαν, αποκτώντας όμως αργότερα τιμητικά την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. Η σπαρτιατική παρουσία στην πόλη έληξε περίπου το 390 π.Χ., όταν ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος επανέφερε το Βυζάντιο στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής, ωστόσο δεν έλειψαν κρίσεις στις σχέσεις των δύο πόλεων, όπως το 357 π.Χ,. όταν το Βυζάντιο συντάχτηκε με τις δυνάμεις του Μαύσωλου.

Κατά την περίοδο της εξάπλωσης του Φίλιππου Β΄, το Βυζάντιο υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Μακεδόνα βασιλιά, ωστόσο εκείνος πολιόρκησε την πόλη το 341 π.Χ., μετά από άρνηση των Βυζαντίων να στραφούν εναντίον της Αθήνας. Οι κάτοικοι της πόλης απέδωσαν τη σωτηρία της σε θαύμα της θεάς Εκάτης, όπως μαρτυρείται από άγαλμα που έστησαν προς τιμή της αλλά και σε παραστάσεις της σε νομίσματα της εποχής. Η ημισέληνος που απεικονίστηκε σε βυζαντινά νομίσματα έγινε σύμβολο της πόλης, γεγονός που θεωρείται πως επιζεί ως σήμερα με την υιοθέτησή της στη σημαία της τουρκικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο υποστηρίχτηκε από τους Αθηναίους και αρκετές ακόμα ελληνικές πόλεις που συντάχτηκαν μαζί τους. Στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη διατήρησε προνομιακό καθεστώς αυτονομίας. Κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου προς το Δούναβη, τον υποστήριξε στέλνοντας πλοία. Μετά το θάνατό του οι Βυζάντιοι, αν και αρχικά υποστήριζαν τον Αντίγονο Α΄, τελικά διατήρησαν ουδέτερη στάση στη μάχη του με τον Κάσσανδρο και το Λυσίμαχο. Tο 279 π.Χ. η πόλη αναγκάστηκε να πληρώνει βαρύ φόρο στους Γαλάτες. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Βυζαντινοί επιδίωξαν την επέκταση της κυριαρχίας τους, κυρίως μέσω του ελέγχου του εμπορίου.

Ρωμαϊκή περίοδος

Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το Βυζάντιο απολάμβανε αρχικά προνόμια ελεύθερης πόλης, καθώς διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αγώνες εναντίον των Θρακών. Ενδεικτικά, ο Κλαύδιος εκχώρησε πενταετή ατέλεια, ενώ, όπως παραδίδεται από τις επιστολές του Πλίνιου του νεότερου, ο Τραϊανός κατάργησε στην περίπτωση του Βυζαντίου εισφορές για την αυτοκρατορική λατρεία. Ωστόσο, τα προνόμια αυτά καταργήθηκαν επί αυτοκρατορίας του Βεσπασιανού, ο οποίος υποβίβασε το Βυζάντιο στο επίπεδο μιας κοινής ρωμαϊκής επαρχίας. Στα τέλη του 2ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου μεταξύ του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (β. 193-211) και του διεκδικητή του θρόνου Πεσκένιου Νίγηρα, το Βυζάντιο τάχτηκε στο πλευρό του τελευταίου. Ο Σεβήρος προχώρησε σε συστηματική πολιορκία της πόλης, την οποία τελικά κατέλαβε το 196. Χρειάστηκε τριετής μάχη που συνοδεύτηκε από ολοσχερή καταστροφή, σκληρή τιμωρία των κατοίκων αλλά και διοικητική υποβάθμιση του Βυζαντίου, αφού παραχωρήθηκε στην Πέρινθο. Καθώς η θέση του Βυζαντίου ήταν εμφανώς στρατηγικής σημασίας, ο Σεβήρος προχώρησε αργότερα σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης, η οποία ολοκληρώθηκε από το γιο του Αντωνίνο, υψώνοντας νέα τείχη που διπλασίασαν την έκτασή της, ενώ εκχώρησε επίσης προνόμια που ο ίδιος είχε παλιότερα αφαιρέσει. Μεταξύ των σημαντικότερων

Page 5: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

4

κτισμάτων συγκαταλέγονται τα λουτρά στο ιερό του ναού του Δία, που ονομάστηκαν «Ζεύξιππον», θέατρο και ιπποδρόμιο, ενώ ανακαινίστηκε και το λεγόμενο «Στρατήγιον». Την ίδια περίοδο, η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία «Augusta Antonina» [Αυγούστα Αντονίνα], προς τιμή του γιου τού Σεβήρου.

Το Βυζάντιο έζησε μια νέα καταστροφή, όταν ο Γαλλιηνός (β. 254-268) κατέστρεψε τις οχυρώσεις της, οι οποίες αργότερα χτίστηκαν ξανά από το Διοκλητιανό. Την εποχή αυτή οι συχνές επιδρομές φυλών, κυρίων των Γότθων, έφεραν το Βυζάντιο αρκετές φορές σε θέση άμυνας, χωρίς ωστόσο να υποστεί σημαντικό πλήγμα. Εκεί κατέφυγε ο Λικίνιος μετά την ήττα του από τον Κωνσταντίνο Α΄ στη Χρυσούπολη. Ο τελευταίος τον καταδίωξε αναγκάζοντάς τον τελικά να παραδοθεί. Προχώρησε σε πολιορκία της πόλης, την οποία κατέλαβε το Σεπτέμβριο του 324. Φαίνεται πως ο Κωνσταντίνος αντιλήφτηκε τα σημαντικά πλεονεκτήματα της θέσης του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσά του.

Πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (330-1204)

Το σύστημα διακυβέρνησης της Τετραρχίας (π. 293-324) χαρακτηρίστηκε, μεταξύ άλλων, από την πρακτική της δημιουργίας τόπων διαμονής του αυτοκράτορα. Οι πόλεις που ιδρύονταν ή επανιδρύονταν ως αυτοκρατορικοί τόποι διαμονής συνήθως εξωραΐζονταν και οικοδομούνταν σε αυτές σημαντικά κτίρια, όπως ανάκτορα, μαυσωλεία ή ιπποδρόμια. Για παράδειγμα, ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός (β. 285-310) κυβέρνησε από το Μεδιόλανο (σημ. Μιλάνο), ενώ παράλληλα ο Διοκλητιανός είχε ως έδρα τη Νικομήδεια. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο ως πρωτεύουσα, προφανώς αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική θέση του. Η θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης ταυτίστηκε με την έναρξη ενός πολύ μεγάλου πολεοδομικού εγχειρήματος, μεγάλης εμβέλειας. Η πόλη επεκτάθηκε, εντάσσοντας στο Βυζάντιο έκταση περίπου 5000 στρεμμάτων, σε μεγάλο βαθμό μη οικοδομημένη. Παράλληλα, τα νέα τείχη, που ξεκίνησαν να χτίζονται επί Κωνσταντίνου και αποπερατώθηκαν επί Κωνστάντιου Α΄ (337-361), προεκτείνονταν κατά δεκαπέντε στάδια σε σύγκριση με τα παλιότερα τείχη του Σεβήρου. Τα εγκαίνια της πόλης τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. και ονομάστηκαν «γενέθλια». Επιθυμώντας να πυκνώσουν οι οικισμοί της πόλης, μέχρι το 361 ήταν εξασφαλισμένη η δωρεάν παροχή άρτου στους πολίτες που έχτιζαν την κατοικία τους εκεί, ενώ επιπλέον μέτρα πειθαναγκαστικού χαρακτήρα εφαρμόζονταν, προκειμένου να υποχρεώνονται οι ανάδοχοι εδαφών αυτοκρατορικής ιδιοκτησίας στη Μικρά Ασία να οικοδομήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, αρκετοί οίκοι παραχωρήθηκαν σε ανώτερους αξιωματούχους της αυλής και χρηματοδοτήθηκαν απευθείας από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Σύντομα η πληθυσμιακή ανάπτυξη της πόλης έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να καταργηθούν τα μέτρα που την ευνοούσαν, οδηγώντας παράλληλα σε μεγάλο συνωστισμό ανθρώπων.

Περιτριγυρισμένη από επτά λόφους, η Κωνσταντινούπολη, όπως και η Ρώμη, διαιρέθηκε σε 14 περιοχές. Το κέντρο του παλιού Βυζαντίου, το «Τετράστωον», μαζί με τον κοντινό Ιππόδρομο, επαναπροσδιορίστηκε αρχιτεκτονικά και μετονομάστηκε σε «Αυγουσταίον», προς τιμή της μητέρας του Κωνσταντίνου. Συνδυάστηκε με το νέο φόρο (αγορά) του Κωνσταντίνου, κοντά στον οποίο διακλαδωνόταν η Μέση οδός, ο κύριος οδικός άξονας της πόλης που οδηγούσε μέχρι την πρώτη Χρυσή Πύλη. Στη δυτική πλευρά του Αυγουσταίου βρισκόταν ο ναός της Θείας Σοφίας, αφιερωμένος στην Αγία Σοφία, και στα ανατολικά αναγέρθηκε το πρώτο μέγαρο της Συγκλήτου. Ανατολικά του ιπποδρόμου βρισκόταν το αυτοκρατορικό παλάτι, το οποίο μέχρι τον 6ο αιώνα δεν υπέστη σημαντικές αλλαγές και παρέμενε περιορισμένων σχετικά διαστάσεων. Η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου, μόλις από την ημέρα των εγκαινίων της, ήταν φαινομενικά και επισήμως μια χριστιανική πόλη, αν και τα ολιγάριθμα χριστιανικά κτίρια που αναγέρθηκαν με την ίδρυσή της μειοψηφούσαν σαφώς σε σχέση με τους ιερούς τόπους της ελληνορωμαϊκής θρησκείας. Στολισμένη με μεγαλοπρέπεια, η Κωνσταντινούπολη διέθετε όλα τα στοιχεία της αστικής ευημερίας, ευνοώντας σε πολιτισμικό επίπεδο τη συγχώνευση των εθίμων, της αρχιτεκτονικής και της τέχνης Δύσης και Ανατολής. Αποτέλεσε επίσης εκκλησιαστικό κέντρο, καθώς από το 381 αποτελούσε έδρα του πατριάρχη.Σημαντική επέκταση της πόλης δρομολογήθηκε επί της αυτοκρατορίας του Θεοδόσιου Β' (408-450) και υπό την επίβλεψη του έπαρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου. Το δυτικό τμήμα της πρωτεύουσας προωθήθηκε σε απόσταση ενός ρωμαϊκού

Page 6: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

5

μιλίου, ενώ συνολικά η εντός των τειχών έκτασή της διπλασιάστηκε. Η ασφάλειά της ενισχύθηκε με μεσοπύργια που χτίστηκαν κατά μήκος των θαλάσσιων μετώπων, ενώ παράλληλα υιοθετήθηκε ένα καινοτόμο σχέδιο για τα χερσαία τείχη, γνωστά σήμερα ως «Θεοδοσιανά». Κατά την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού Α΄(527-565), η μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της, με πληθυσμό που έφτανε περίπου τους 500.000 κατοίκους και συνιστούσε ένα μωσαϊκό κοινοτήτων με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε αυτή την περίοδο επιχειρήθηκε μια νέα αναδιοργάνωση του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας, όπως άλλωστε απαιτούσαν οι συνθήκες, με δεδομένες τις εκτεταμένες καταστροφές που επέφεραν η πυρκαγιά του 532 και τα γεγονότα της «στάσης του Νίκα». Στο νέο πολεοδομικό πρόγραμμα περιλαμβάνονταν ο επαναπροσδιορισμός των θέσεων και των έργων που παρουσίαζαν το πρόσωπο της εξουσίας και η αποτύπωση αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που αναδείκνυαν την πόλη ως χριστιανική πρωτεύουσα της οικουμένης. Ξεχωριστή συνεισφορά του Ιουστινιανού A' υπήρξε η ανέγερση αρκετών μοναστηριών και εκκλησιών, με πιο επιβλητική εκείνη της Αγίας Σοφίας. Το 542 στην πόλη εξαπλώθηκε η νόσος της πανώλης που προκάλεσε το θάνατο των 3/5 του πληθυσμού και σηματοδότησε μια περίοδο παρακμής της Κωνσταντινούπολης. Η περίοδος από τον 7ο αιώνα μέχρι τον 9ο υπήρξε μια κρίσιμη φάση στην ιστορία της πόλης, κατά την οποία πολιορκήθηκε από Πέρσες και Αβάρους (626), Άραβες (674-78 και 717-18), Βούλγαρους (813, 913), Ρώσους (860, 941, 1043) και Πετσενέγους (1090-91), αντιμετωπίζοντας επίσης επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις.

Λατινοκρατία (1204-61) και βυζαντινή επανάκτηση

Το 1203, στο πλαίσιο της Δ΄ Σταυροφορίας, έγινε η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β΄ στο θρόνο. Στις 13 Απριλίου 1204 εισέβαλαν στην πόλη, η λεηλασία της οποίας διήρκεσε για αρκετά χρόνια. Νέος αυτοκράτορας εκλέχτηκε ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Η περίοδος της εφήμερης εγκατάστασης της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-61) χαρακτηρίζεται ως η πλέον καταστροφική στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης και ειδικότερα η λεηλασία της πόλης ως άνευ προηγουμένου. Ενδεικτικές πληροφορίες για τις εκτεταμένες καταστροφές, πυρπολήσεις και λεηλασίες ναών, ανακτόρων, μνημείων και κεντρικών συνοικιών αντλούμε από το χρονικό του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου (π. 1160-1213), καθώς και από το έργο του ιστορικού και αυτόπτη μάρτυρα Νικήτα Χωνιάτη. Πληθώρα τόπων λατρείας παραχωρήθηκαν στο λατινικό δόγμα και στο φραγκικό και ενετικό κλήρο, καθώς σε ευρεία κλίμακα επιχειρήθηκε η εγκαθίδρυση του λατινικού δόγματος στην άλλοτε μητρόπολη της Ορθοδοξίας. Λατίνοι ιερείς από τη Γαλλία, τη Φλάνδρα και την Ιταλία ανέλαβαν τη λειτουργία των εκκλησιών της πόλης. Την ίδια περίοδο, η ενετική συνοικία επεκτάθηκε, οχυρώθηκε και έλαβε το χαρακτήρα ξεχωριστής υπερπόντιας αποικίας, ενώ ταυτόχρονα σημειώθηκε μαζική έξοδος του ελληνικού στοιχείου. Η γενική αραίωση του πληθυσμού δεν εξισορροπήθηκε από τη λατινική μετανάστευση που ξεκίνησε το 1204. Το 1261, η Κωνσταντινούπολη επανακτήθηκε από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-82) και τις επόμενες δεκαετίες επιχειρήθηκε ένα νέο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, σηματοδοτώντας μια στροφή στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Προωθήθηκαν ειδικά μέτρα για την επιστροφή του πληθυσμού από τα προάστια και υποστηρικτικές δράσεις για την αποκατάσταση της εικόνας της πόλης. Προωθήθηκαν επίσης αμυντικά έργα, τα οποία κρίνονταν απαραίτητα, με δεδομένη την πολύ κακή κατάσταση στην οποία περιήλθαν τα τείχη της πόλης, ως αποτέλεσμα της έλλειψης φροντίδας κατά τα προηγούμενα έτη. Κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, το πολιτικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης μετακινήθηκε στην περιοχή των Βλαχερνών. Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, η ήδη συρρικνωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε επισφαλή θέση, γνωρίζοντας απειλές τόσο από τη Δύση όσο και από τη Μικρά Ασία, με τη σταδιακή ανάδειξη των Οθωμανών ως της κυρίαρχης δύναμης στην περιοχή. Παρά την οικοδόμηση που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα και στις αρχές του 14ου, η Κωνσταντινούπολη παρέμενε παρηκμασμένη, γεμάτη ερείπια και μεγάλες ερημωμένες εκτάσεις. Ο περιηγητής στην πόλη, την περίοδο 1432-33, Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ, αναφέρεται στους άδειους χώρους της πόλης οι οποίοι, όπως περιγράφει, εκτείνονταν σε μεγαλύτερη επιφάνεια από εκείνους που είχαν χτιστεί. Ανάλογη περιγραφή παραδίδεται από το Ρουί Γκονζάλες ντε Κλαβίχο, στις αρχές του 15ου αιώνα, ο οποίος διακρίνει

Page 7: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

6

επιπλέον το τμήμα της θαλάσσιας ακτής ως πιο πυκνοκατοικημένο, ενώ συγχρόνως σημειώνει τα ερείπια των άλλοτε επιβλητικών εκκλησιών και μοναστηριών της πόλης.

Οθωμανική Αυτοκρατορία

Τον Απρίλιο του 1453 ξεκίνησε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, με επικεφαλής το σουλτάνο Μωάμεθ Β΄. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης της πόλης το 1422 από το σουλτάνο Μουράτ Β΄. Παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στις μεσαιωνικές πηγές, ο οθωμανικός στρατός φαίνεται πως υπερτερούσε κατά πολύ αριθμητικά. Η τελική επίθεση, κατά την οποία σκοτώθηκε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου, όταν, παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην πόλη και την κατέλαβαν. Είχαν προηγηθεί συνολικά 54 ημέρες πολιορκίας. Μετά από τριήμερη λεηλασία της πόλης, ο σουλτάνος, επιθυμώντας να περιορίσει την περαιτέρω καταστροφή της μελλοντικής πρωτεύουσάς του, διέταξε την παύση της και πραγματοποίησε την εθιμοτυπική και μεγαλοπρεπή είσοδό του στην πόλη. Ο Μωάμεθ Β΄ επιχείρησε να ενισχύσει τον πληθυσμό της πόλης, μετακινώντας αναγκαστικά κατοίκους από άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει, όπως την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλονίκη και ελληνικά νησιά. Πριν την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη, εξέδωσε φιρμάνια για τη μετακίνηση στην πόλη μουσουλμανικών, χριστιανικών και εβραϊκών οικογενειών από την περιοχή της Ρούμελης και της Ανατολίας. Η αναγκαστική μετοίκηση εξυπηρετούσε πληθώρα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αναγκών, όπως την αποκατάσταση της ευημερίας σε μια προηγουμένως παρηκμασμένη πόλη, τη δημιουργία πλούτου και την αποτροπή εξεγέρσεων απομονωμένων κοινοτήτων. Σύμφωνα με απογραφή του 1477, η Κωνσταντινούπολη αριθμούσε εκείνη την εποχή 16.324 νοικοκυριά, με το μουσουλμανικό και χριστιανικό στοιχείο να αντιστοιχούν περίπου στο 60% και 22% του συνολικού αριθμού. Αν και οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της πόλης διαφέρουν σημαντικά, θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως κατά το 16ο αιώνα είχε αυξηθεί σημαντικά.

Μέλημα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ ήταν επίσης η οικοδόμηση της πόλης, με χαρακτηριστικά έργα την αποκατάσταση των τειχών, τη δημιουργία μιας οχυρωμένης θέσης (Yedikule), καθώς και την ανέγερση παλατιού στο κέντρο της πόλης. Για το έργο αυτό χρησιμοποίησε Έλληνες δούλους έναντι σημαντικής αμοιβής, με την οποία αργότερα ήταν σε θέση να κερδίσουν την ελευθερία τους και να εγκατασταθούν στην πόλη. Εκτός από το παλάτι, το σημαντικότερο ίσως κτίριο που αναγέρθηκε από τους Οθωμανούς κατακτητές ήταν το τζαμί του σουλτάνου, που χτίστηκε την περίοδο 1462-70, αλλά καταστράφηκε από σεισμό το 1766. Πληθώρα μεγαλοπρεπών τζαμιών συνέβαλαν σταδιακά στη διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού ύφους της Κωνσταντινούπολης. Διοικητικά, η οθωμανική πόλη χωρίστηκε σε τέσσερις ενότητες: το κέντρο της Κωνσταντινούπολης (Σταμπούλ) και τις τρεις περιοχές του Γαλατά, του Εγιούπ (Χάσια) και του Ουσκουντάρ (Σκούταρι). Η αναδιάρθρωση της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης βασίστηκε στην πεποίθηση πως έπρεπε να διαπνέεται από το πνεύμα του Ισλάμ, αποκτώντας το χαρακτήρα μιας ιερής ισλαμικής πόλης. Συνολικά, τα επόμενα χρόνια η πόλη γνώρισε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης, με μοναδικές εξαιρέσεις τις φυσικές καταστροφές -κατά κύριο λόγο πυρκαγιές και σεισμοί- και τις επιδημίες που την έπληξαν στο πέρασμα του χρόνου. Το εκτεταμένο πρόγραμμα επανεποικισμού και οικοδόμησης έθεσε τα θεμέλια για τη μεταμόρφωση της άλλοτε ερημωμένης πόλης σε μια οικουμενική αυτοκρατορική πρωτεύουσα, η οποία διέφερε σε χαρακτήρα και εμφάνιση από την αντίστοιχη βυζαντινή. Κατά την περίοδο του Σουλεϊμάν Α΄ έφτασε στο απόγειο της αίγλης της.

Στις αρχές του 19ου αιώνα χρονολογείται μία ακόμα σημαντική εξέλιξη στην ιστορία της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης, συνυφασμένη με την εποχή του «τανζιμάτ», δηλαδή της αναδιοργάνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία συνοδεύτηκε από σοβαρές αναταραχές, όπως τη σφαγή των Γενίτσαρων στον Ιππόδρομο το 1826. Με αφορμή την Ελληνική Επανάσταση του 1821 για πρώτη φορά η οθωμανική εξουσία διέταξε την άμεση εκτέλεση προσώπων που διαδραμάτιζαν ισχυρό ρόλο, όπως του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Μεγάλου Διερμηνέα, με τους συνεπαγόμενους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται γενικά ως η περίοδος κατά την οποία επιχειρήθηκε ο μετασχηματισμός της πόλης σε μία δυτικού τύπου πρωτεύουσα. Το 1870 επεκτάθηκε ως την Κωνσταντινούπολη ο ευρωπαϊκός σιδηρόδρομος, ενώ και άλλες σημαντικές

Page 8: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

7

δημόσιες υποδομές ολοκληρώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, όπως η υπόγεια σήραγγα μεταξύ Γαλατά και Πέραν (1873), σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεφωνικό δίκτυο. Την ίδια περίπου περίοδο, και μέχρι το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης σημείωσε σημαντική αύξηση από 385.000 το 1885 σε 560.000 το 1914.

Νεότερη ιστορία

To 1908 η πόλη καταλήφτηκε από το στρατό του κινήματος των Νεότουρκων και ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ εκθρονίστηκε. H Επανάσταση των Νεότουρκων επιτάχυνε τη διαδικασία προσαρμογής της πόλης στα δυτικά πρότυπα, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1839 και το σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-13), αποτράπηκε η κατάληψή της από το βουλγαρικό στρατό, η πορεία του οποίου ανακόπηκε στα προάστια της πόλης. Στο διάστημα του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου βρισκόταν σε αποκλεισμό και με το πέρας του πολέμου τέθηκε υπό βρετανική, γαλλική και ιταλική κατοχή μέχρι το 1923. Με την άνοδο του Κεμάλ Ατατούρκ, ο τελευταίος Οθωμανός σουλτάνος, Μεχμέτ Στ΄ εγκατέλειψε την πόλη το 1922. Παράλληλα, η Κωνσταντινούπολη έχασε την ηγεμονία που διατηρούσε για περισσότερο από μία χιλιετία, καθώς πρωτεύουσα της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ανακηρύχτηκε η Άγκυρα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε μειωθεί δραστικά, φτάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων εκατό ετών. Παρέμεινε αλώβητη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, χωρίς να υποστεί ζημιές, χάρη στην ουδέτερη στάση της Τουρκίας. Την περίοδο που ακολούθησε, ο πληθυσμός της σημείωσε πολύ μεγάλη αύξηση, λόγω της μετακίνησης μεγάλου τμήματος αγροτικού πληθυσμού στην πόλη προς εύρεση εργασίας. Από την άλλη πλευρά η ελληνική κοινότητα της πόλης συρρικνώθηκε δραματικά ύστερα από διαδοχικούς διωγμούς, με πιο αξιοσημείωτο από αυτούς τα Σεπτεμβριανά του 1955. H Κωνσταντινούπολη μεταμορφώθηκε με την κατασκευή της πρώτης κρεμαστής γέφυρας του Βόσπορου (1973), η οποία ένωσε τις ευρωπαϊκές με τις ασιατικές συνοικίες της πόλης μέσα από ένα νέο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων, επιτρέποντας παράλληλα μεγάλες μετακινήσεις μεταναστών από την Ανατολία. Η πληθυσμιακή έκρηξη που παρατηρήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα συνοδεύτηκε από προβλήματα μόλυνσης, υπερπληθυσμού ανά περιοχές, πολεοδομικής αναρχίας και ανεπάρκειας υπηρεσιών.

Σημαντικά Μνημεία

Θεοδοσιανά Τείχη

Από την εποχή που ο επώνυμος Μεγαρέας, ιδρυτής της πόλης του Βυζαντίου, ο Βύζας έφτασε στη περιοχή το 667 π.Χ., διέκρινε τη στρατηγική σημασία της τοποθεσίας, καθώς και την ευκολία που παρείχε στην άμυνα, καθώς περικυκλωνόταν από τη θάλασσα σε τρεις πλευρές. Συγκεκριμένα βρεχόταν από τον Κεράτιο κόλπο από το βορρά, από το Βόσπορο στα ανατολικά και από τη Θάλασσα του Μαρμαρά στο νότο, ενώ επικοινωνούσε με την ξηρά από τα δυτικά προς τη θρακική πεδιάδα. Προς την πλευρά της Θράκης λοιπόν χτίστηκε το πρώτο τείχος της πόλης. Τα αρχαία πρώτα τείχη βέβαια ήταν αρκετά μικρά. Η πρώτη επέκταση του τείχους έγινε από το Σεπτίμιο Σεβήρο, η δεύτερη από τον Κωνσταντίνο το Μεγάλο, όταν μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η τρίτη και σημαντικότερη επέκταση έγινε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, επειδή η πόλη είχε επεκταθεί αρκετά και χρειαζόταν επιπλέον οχύρωση. Τα σημερινά τείχη είναι της εποχής του Θεοδόσιου και χτίστηκαν σε διάφορες φάσεις από το 413 μ.Χ. ως το 448 μ.Χ. Απέκτησαν έτσι την ονομασία «Θεοδοσιανά Τείχη» ή απλά τείχη της Κωνσταντινούπολης και ήταν ίσως το σημαντικότερο επίτευγμά του. Από το 19ο αιώνα και μετά τα τείχη σταμάτησαν να επισκευάζονται και κομμάτια αυτών μετατράπηκαν σε ερείπια. Ωστόσο, σώζεται ένα αρκετά μεγάλο μέρος από το διπλό τείχος του Θεοδόσιου και κάποιες από τις πύλες των τειχών.

Τα αρχικά τείχη είχαν μέγεθος 6 χιλιομέτρων. Η οχυρωματική γραμμή που έχτισε ο Θεοδόσιος Β΄, 1.500 μέτρα δυτικά του Κωνσταντίνειου τείχους, ένωσε την

Page 9: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

8

τειχισμένη περίμετρο της περιοχής των Βλαχερνών, από το βορρά, κάθετα προς το νότο με το άκρο των θαλάσσιων τειχών που βρισκόταν στη πλευρά της Προποντίδας.

Τα χερσαία τείχη είχαν μήκος 5.570 μέτρων και είχαν χτιστεί με σύνθετο τρόπο ως μια διπλή οχυρωματική γραμμή. Οι εισβολείς δηλαδή συναντούσαν πρώτα μια αμυντική τάφρο και ύστερα το «έξω τείχος», γνωστό και ως «μικρόν τείχος», ενώ, αν περνούσαν το πρώτο, συναντούσαν το μεγαλύτερο «έσω τείχος», γνωστό και ως «μέγα τείχος» ή «κυρίως τείχος». Η τάφρος είχε βάθος 10 μέτρα και πλάτος 21 μέτρα και απείχε από το «έξω τείχος» 15 με 17 μέτρα. Το «έξω τείχος» προστέθηκε στις επισκευές του 447 και είχε πάχος 2,5 μέτρα και ύψος 7 μέτρα χωρίς επάλξεις και 8 με 8,5 μέτρα με τις επάλξεις. Κάθε 50 μέτρα υψωνόντουσαν τετράγωνοι πύργοι ύψους περίπου 10 μέτρων ο καθένας. Κατασκευάστηκαν συνολικά 96 πύργοι. Ανάμεσα στο «έξω τείχος» και το «έσω τείχος» υπήρχε περίβολος πλάτους 15 με 20 μέτρων. Το «έσω τείχος» είχε πάχος 5 μέτρα και ύψος 10 μέτρα χωρίς τις επάλξεις, ενώ με τις επάλξεις έφτανε τα 13 μέτρα. Ανά 60 με 70 μέτρα ορθώνονταν τετράγωνοι ή οκτάγωνοι πύργοι που έφταναν τα 19 μέτρα ύψους, συνολικά είχε 96 πύργους όπως το «έξω τείχος», ενώ ανάμεσα σε δυο πύργους του «έσω τείχους» παρεμβάλλονταν ένας του «έξω τείχους».

Κατά μήκος του χερσαίου τείχους υπήρχαν 10 πύλες, εναλλάξ μια πολιτική και μια στρατιωτική, ενώ υπήρχε και μια επίσημη για την είσοδο του αυτοκράτορα. Αυτή η πύλη ήταν η λεγόμενη «Χρυσή Πύλη», η πιο περίλαμπρη από όλες, στο σημείο όπου αργότερα χτίστηκε το οχυρό «Επταπύργιο» (τουρκ. Γιεντί Κουλέ). Οι υπόλοιπες πολιτικές πύλες ήταν οι πύλες του Αγίου Ρωμανού, του Ρηγίου ή Ρουσίου, της Σηλυβρίας (ή Ζωοδόχου Πηγής ή Μελαντιάδος), του Χαρισίου ή Πολυανδρίου, που έμεναν ανοικτές όλο το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Οι στρατιωτικές πύλες οδηγούσαν μόνο στον περίβολο μεταξύ των τειχών και ήταν αριθμημένες, από νότο προς βορρά: η Πύλη του Πρώτου ή αλλιώς Πύλη του Χριστού, η Πύλη του Δεύτερου, η Πύλη του Τρίτου, η Πύλη του Τέταρτου και η Πύλη του Πέμπτου. Επίσης, υπήρχαν κάποιες μικρότερες πύλες γνωστές ως «πυλίδες» που χρησίμευαν στους στρατιώτες, για να ανεβοκατεβαίνουν στα τείχη, στους αγγελιαφόρους ή τους μυστικούς καλεσμένους ή επισκέπτες του αυτοκράτορα και στους μοναχούς που τις χρησιμοποιούσαν, για να πηγαινοέρχονται στα μοναστήρια. Μια από αυτές τις «πυλίδες» ήταν και η γνωστή, για το τραγικό της ρόλο στην άλωση της Πόλης το 1453, «Κερκόπορτα» ή, όπως λεγόταν αλλιώς, «Ξυλόκερκος πόρτα». Τότε ήταν η μόνη φορά που παραβιάστηκαν τα τείχη από εχθρό, όταν οι Οθωμανοί, με τη χρήση ισχυρού πυροβολικού, τα διέσπασαν και κατέλαβαν την πόλη, καταλύοντας έτσι και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Τα τείχη στη θάλασσα (παράκτια τείχη) ήταν μικρότερα, αλλά ήταν χτισμένα ακριβώς δίπλα στη θάλασσα, ώστε να μην μπορεί να αποβιβαστεί ο εχθρός, αν δοκίμαζε επίθεση από τη θάλασσα. Τα τείχη ήταν μονά σε όλο τους το μήκος, με εξαίρεση τη συνοικία του Πετρίου στον Κεράτιο. Τα τείχη είχαν πάχος 3 με 4 μέτρα, ενώ το ύψος τους είχαν 10 μέτρα στον Κεράτιο κόλπο και 13 με 15 μέτρα στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Και στα παράκτια τείχη υπήρχαν πύργοι, ύψους περίπου 13 με 15 μέτρων, αλλά ορθωνόντουσαν σε ακαθόριστα διαστήματα πάνω στα τείχη. Οι πύλες του παράκτιου τείχους ήταν μικρότερες από αυτές του χερσαίου τείχους και

Page 10: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

9

λειτουργούσαν κυρίως ως εμπορικές για τους εμπόρους και για εφοδιασμό για τα στρατεύματα μέσω της θαλάσσιας οδού. Για την ασφάλεια του Κεράτιου κόλπου οι Βυζαντινοί έκλειναν το στόμιο του κόλπου με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα που εκτεινόταν μέχρι τη συνοικία του Γαλατά.

Ιππόδρομος

Βρίσκεται ακριβώς μπροστά από το Μπλε Τζαμί και ξεχωρίζει από το χαρακτηριστικό σχήμα U που έχει, καθώς χτίστηκε σύμφωνα με τα πρότυπα του Circus Maximus της Ρώμης. Εκεί διεξάγονταν κατά το παρελθόν οι αρματοδρομίες, ενώ αποτελούσε το κέντρο της ζωής της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης για 1.000 χρόνια και της οθωμανικής για άλλα 400. Σήμερα διασώζονται μόνο θραύσματα του αρχικού συγκροτήματος.

Ο Ιππόδρομος χτίστηκε το 203 από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο, είχε συνολικό μήκος περίπου 450 μέτρα και η χωρητικότητά του εκτιμάται ότι

Page 11: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

10

έφτανε τους 100.000 θεατές, ενώ ο Κωνσταντίνος ήταν εκείνος που τον αναβάθμισε σταδιακά, προσδίδοντας την αίγλη που του άρμοζε. Μετατρέποντας την Κωνσταντινούπολη σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, ο Κωνσταντίνος διαμόρφωσε ένα μνημειακό σύνολο ανεξάρτητων αλλά αλληλοσυνδεόμενων δημόσιων χώρων, μέρος του οποίου ήταν και ο Ιππόδρομος. Την ίδια εποχή ξεκίνησε και η συστηματική διακόσμηση του χώρου, η οποία συνεχίστηκε από τους επόμενους αυτοκράτορες, Κωνστάντιο, Θεοδόσιο Α΄, Αρκάδιο και Θεοδόσιο Β΄ με μεταφορά πολύτιμων γλυπτών.

Το εξωτερικό πλάτος του, στη βάση της σφενδόνης, ήταν 117,5 μέτρα και το εσωτερικό περίπου 79,5 μέτρα. Στο βορειοανατολικό άκρο του υπήρχαν δώδεκα πύλες ή θύρες εξοπλισμένες με μηχανισμό που επέτρεπε το ταυτόχρονο άνοιγμά τους. Αυτές ήταν και το σημείο εκκίνησης των αρματοδρόμων. Στο κέντρο της αρένας βρισκόταν ένα χαμηλό φράγμα, γύρω από το οποίο γίνονταν οι αρματοδρομίες, καθώς σε κάθε άκρο του ένας πάσσαλος οριοθετούσε το σημείο στροφής. Στο μέσο της ανατολικής πλευράς του Ιππόδρομου βρισκόταν το αυτοκρατορικό θεωρείο, το οποίο συνδεόταν με το Μεγάλο Παλάτι μέσω σπειροειδούς σκάλας. Κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο πραγματοποιούνταν συχνά αγώνες, ο αριθμός τους ωστόσο μειώθηκε από τον 9ο αιώνα σε περίπου τρεις ετησίως. Στους αγώνες έπαιρναν μέρος ηνίοχοι, συνήθως με χρήση δίτροχων αμαξών που σύρονταν από τέσσερα άλογα.

Παρά τη μακροχρόνια αντίθεση που προέβαλλε η Εκκλησία, τα αγωνίσματα του Ιππόδρομου παρέμειναν προσφιλές θέαμα, γεγονός που αποτυπώνεται και στη θεματολογία της βυζαντινής τέχνης, μέχρι τη διακοπή τους από την Τέταρτη Σταυροφορία (1202-04). Την ίδια περίοδο, ο διάκοσμος του Ιππόδρομου καταστράφηκε ή λαφυραγωγήθηκε και τους επόμενους αιώνες ο ερειπωμένος πλέον χώρος χρησιμοποιήθηκε μόνο περιστασιακά για έφιππες κονταρομαχίες. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της πόλης, ο χώρος του Ιππόδρομου αξιοποιήθηκε ως χώρος ασκήσεων, και έγινε γνωστός ως «πεδίο των αλόγων».

Σε ιδεολογικό επίπεδο ο Ιππόδρομος, όπως και άλλοι χώροι της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, ενίσχυαν το αίσθημα του δεσμού με την πόλη της Ρώμης, λειτουργώντας παράλληλα ως πολιτικός θεσμός. Έτσι αποτελούσε τον τόπο όπου παρουσιάζονταν οι νέοι αυτοκράτορες ή έρχονταν σε επαφή με το λαό στο πλαίσιο διάφορων εορταστικών εκδηλώσεων, ενώ εκεί πραγματοποιούνταν και σημαντικές εκτελέσεις. Επιπλέον, στο εσωτερικό του παίχτηκαν άπειρα πολιτικά και στρατιωτικά δράματα, με κορυφαίο τη γνωστή «Στάση του Νίκα» που ξεκίνησε από εδώ. Πριν από κάθε αρματοδρομία χρειάζονταν δύο μέρες προετοιμασίας. Πρώτα έπρεπε να πάρει άδεια ο διοργανωτής των αγώνων από των αυτοκράτορα. Έτσι οι διοργανωτές ξόδευαν μία ολόκληρη μέρα για αυτό. Την επόμενη μέρα έκαναν ανακοινώσεις, για να λάβουν γνώση οι θεατές και να μαζευτούν στον Ιππόδρομο. Ύστερα έλεγχαν τους στάβλους, τα άλογα και τα άρματα. Τέλος, χαιρετούσαν τους αντιπάλους τους και τους εύχονταν καλή τύχη. Την τρίτη ημέρα τελούνταν οι αγώνες. Ο αυτοκράτορας πήγαινε στον Ιππόδρομο και, αφού γινόταν η τελετή έναρξης, έδινε το σύνθημα, για να ξεκινήσουν οι αγώνες. Άνοιγαν οι θύρες και έμπαιναν στην αρένα τα τέσσερα πρώτα άρματα, τα οποία είχαν επιλεχτεί από κλήρωση. Έπρεπε να κάνουν εφτά φορές το γύρο του Ιππόδρομου (περίπου 28.800 μέτρα). Σε ένα μεγάλο βάθρο, ορατό από τους θεατές, τοποθετούνταν εφτά αυγά στρουθοκάμηλου. Όταν ένας αρματοδρόμος εκπλήρωνε ένα γύρο, αφαιρούσαν ένα αυγό από το όνομά του.

Εκτός από νέους οι οποίοι ήθελαν να κερδίσουν φήμη, ο Κωνσταντίνος Η΄ έπαιρνε μέρος στους αγώνες και αναδεικνυόταν νικητής πολλές φορές. Ήταν πολύ σημαντικό που ο αυτοκράτορας συμμετείχε σε γεγονός των απλών ανθρώπων.

Σήμερα στη θέση του Ιππόδρομου βρίσκεται η πλατεία Σουλτάν Αχμέτ. Αυτά που ξεχωρίζουν στο χώρο είναι:

α) η περίφημη Στήλη των Όφεων, την οποία μετέφερε ο Κωνσταντίνος από το Ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και την τοποθέτησε στη μέση του Ιππόδρομου και λέγεται ότι κατασκευάστηκε από τις λιωμένες ασπίδες και τα σπαθιά των αρχαίων

Page 12: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

11

Ελλήνων που πολέμησαν κατά των Περσών.

β) ο τεράστιος οβελίσκος που μετέφερε ο Θεοδόσιος Α΄ το 390 μ.Χ. από την Αίγυπτο, ηλικίας 3.500 ετών.

γ) ένας ακόμα οβελίσκος από συναρμοσμένους λίθους που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο.

Page 13: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

12

Γνωστά είναι επίσης τέσσερα χάλκινα άλογα που είχαν αρχικά τοποθετηθεί σε πύργο πάνω από τις πύλες του Ιππόδρομου και το 1204 τοποθετήθηκαν από τους Ενετούς στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Τον Ιππόδρομο κοσμούσαν επίσης αρκετά αγάλματα αφιερωμένα σε φημισμένους αρματοδρόμους. Η βάση ενός μνημείου προς τιμή του ηνίοχου Πορφύριου (ή Καλλιόπας) διασώζεται και εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, άλλοτε μέρος του αίθριου της Αγίας Ειρήνης.

Βασιλική Κινστέρνα του Ιουστινιανού (Βασιλικό Υδραγωγείο)

Η Βασιλική Κινστέρνα ή Κινστέρνα του Ιουστινιανού ή Γερεμπατάν Σαράι (Yerebatan Saray=υπόγειο παλάτι) ήταν η μεγαλύτερη υπόγεια δεξαμενή της Κωνσταντινούπολης. Βρίσκεται απέναντι από την Αγία Σοφία και πρόκειται για ένα αριστούργημα της βυζαντινής μηχανικής με χωρητικότητα μεγαλύτερη από 80.000 κυβικά μέτρα νερού. Κατασκευάστηκε από τον Κωνσταντίνο και επεκτάθηκε επί Ιουστινιανού, με σκοπό να υδροδοτείται η πόλη σε περίπτωση πολιορκίας. Έχει μήκος 140 μέτρα και πλάτος 70, ενώ η στέγη της στηρίζεται σε 336 κίονες, όπου ο καθένας έχει στην κορυφή του ένα περίτεχνο κιονόκρανο και δύο στηρίζονται σε βάσεις που φέρουν την κεφαλή της Μέδουσας. Ένα μέρος της κατασκευής σκεπάστηκε με τούβλα κατά το 19ο αι. και δεν ανακατασκευάστηκε.

Είναι ένα από τα πιο αναπάντεχα και ρομαντικά μνημεία της Κωνσταντινούπολης. Ο υποβλητικός φωτισμός, οι υπέροχοι κίονες, οι σταγόνες που πέφτουν απαλά στο νερό δημιουργούν μια μαγευτική ατμόσφαιρα. Στο χώρο με την εξαιρετική ακουστική

Page 14: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

13

δίνονται σήμερα συναυλίες κλασικής μουσικής.

Page 15: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

13

Αγία Σοφία

Ο ναός της Αγίας Σοφίας είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της σύγχρονης ιστορίας, αλλά και ένα από τα κορυφαία σύμβολα της Ορθοδοξίας, το οποίο έχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά των Ελλήνων. Ο πρώτος ναός της Αγία Σοφίας θεμελιώθηκε από το Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ., όταν μετέφερε στην Πόλη την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτός ο ναός, που ολοκληρώθηκε μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, καταστράφηκε δύο φορές στα χρόνια που ακολούθησαν.

Ο επιβλητικός ναός χτίστηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού μεταξύ 532 και 537 μ.Χ. Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος σύμφωνα με το θρύλο αναφώνησε: «Νενίκηκά σε Σολομών», εννοώντας ότι η Αγία Σοφία ξεπερνούσε σε κάλλος και μεγαλοπρέπεια το Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ.

Ο ναός είναι χτισμένος σε ρυθμό βασιλικής με τρούλο και υπεύθυνοι για το σχεδιασμό υπήρξαν οι αρχιτέκτονες Ισίδωρος από τη Μίλητο και Ανθέμιος από τις Τράλλεις. Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα κύβου, ενώ τέσσερις τεράστιοι πεσσοί (τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν μεταξύ τους 30 μέτρα, στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο επιβλητικός τρούλος, διαμέτρου

Page 16: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

14

31 μέτρων, ο οποίος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται στο κενό, εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω από τη βάση του.

Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη στην οποία γραφόταν η φράση «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν», δηλαδή «ξέπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου». Η φράση αυτή, αν αναγνωστεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το ίδιο νόημα. Δυστυχώς 20 χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια ύστερα από φοβερό σεισμό ο τολμηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος (τρούλος) κατέπεσε και σύντριψε την αψίδα δίπλα τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. Τότε ανέλαβε ο ανιψιός του Ισίδωρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, και έχτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν τα δεύτερα εγκαίνια παρουσία του Αυτοκράτορα και του λαού της Κωνσταντινούπολης.

Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης και σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας. Ήταν η μεγαλύτερη εκκλησία του χριστιανικού κόσμου μέχρι την Άλωση το 1453, ενώ ως το 1520, που κατασκευάστηκε ο καθεδρικός ναός της Σεβίλλης, ήταν και ο μεγαλύτερος ναός στον κόσμο. Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός και μετά το 1453 λειτούργησε ως τζαμί, με την προσθήκη τεσσάρων μιναρέδων για το σκοπό αυτόν. Ειδικότερα και κατά τη διάρκεια της άλωσης από τους Φράγκους, η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές. Επίσης κατά την περίοδο την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγιναν στο ναό σημαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού (ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος θεωρείται βλασφημία για το Ισλάμ.

To 1930 o Μουσταφά Κεμάλ, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο. Σήμερα ο ναός εξακολουθεί να είναι μουσείο, ενώ πραγματοποιούνται σε αυτόν πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Αρχιτεκτονικές επιρροές της Αγίας Σοφίας εντοπίζονται σε αρκετούς μεταγενέστερους ορθόδοξους ναούς αλλά και σε οθωμανικά τζαμιά, ενώ -εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της- η εκκλησία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο και τα καταπληκτικά ψηφιδωτά, που όμως καταστράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στην πορεία του χρόνου και σήμερα γίνεται μεγάλη προσπάθεια για τη διάσωσή τους.

Page 17: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

15

Μονή της Χώρας

Η Μονή της Χώρας, γνωστή σήμερα ως Καριγιέ Τζαμί, υπήρξε ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι μέχρι το 16ο αιώνα, όταν οι Οθωμανοί το μετέτρεψαν σε τζαμί, ενώ από το 1958 λειτουργεί ως μουσείο. Ο ναός της Χώρας είναι αφιερωμένος στο Χριστό Σωτήρα και θεωρείται ως ένα από τα λαμπρότερα σωζόμενα δείγματα βυζαντινών εκκλησιών. Τους τοίχους της κοσμούν ψηφιδωτά και τοιχογραφίες εξαιρετικού κάλλους, αν και πολλά από αυτά καλύφθηκαν με ασβέστη από τους Οθωμανούς.

«Χωρίον» ή «Χώρα» έλεγαν οι Βυζαντινοί την έξω των χερσαίων τειχών πεδινή γη και η ονομασία της μονής οφείλεται μάλλον στην ύπαρξη παλιότερου ναού έξω από τα τείχη του Κωνσταντίνου Α΄. Όταν ο Θεοδόσιος Β΄ έχτισε τα νέα τείχη της Κωνσταντινούπολης, η μονή διατήρησε τον παραδοσιακό προσδιορισμό «εν τη Χώρα», παρά το γεγονός πως ανήκε στον περίβολο των οχυρώσεων. Ο ναός χτίστηκε σε διάφορα στάδια και επισκευάστηκε/ανακαινίστηκε αρκετές φορές. Οι σημαντικότερες προσθήκες όμως μαζί με την πλειονότητα των ψηφιδωτών και τοιχογραφιών έγιναν με εντολή του Θεόδωρου του Μετοχίτη το 14ο αιώνα.

Πάνω από την μεγάλη θύρα από την οποία εισέρχονταν εκ του εσωτερικού νάρθηκα στο ναό, βρίσκεται η εικόνα του Θεοδώρου του Μετοχίτη, δια μωσαϊκού, που δείχνει τον Μετοχίτη να προσφέρει στον εν θρόνο καθισμένο Σωτήρα Χριστό το σχέδιο του ναού. Ο ναός είχε δύο νάρθηκες τους οποίους κοσμούσαν μωσαϊκά και τοιχογραφίες του Θεόδωρου Μετοχίτη. Τα μωσαϊκά του δεύτερου νάρθηκα είναι έξι ημικύκλια που απεικονίζουν τον Χριστό να θεραπεύει ποικίλες ασθένειες. Επίσης, πάμπολλες εικόνες διακοσμούν τους τρούλους και τους τοίχους. Οι εικόνες είναι από τις ωραιότερες Βυζαντινές. Τα χρώματα είναι έντονα, οι αναλογίες των μελών αρμονικές και η έκφραση των προσώπων φυσική. Ο μεσαίος τρούλος έχει μία ρωγμή που τον διασχίζει. Στο εσωτερικό του ναού διασώζονται διάφορα μάρμαρα αρμονικής συναρμογής. Οι Οθωμανοί έχουν καλύψει μερικές επιφάνειες με ασβέστη.

Page 18: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

16

Σήμερα έχει αποδειχθεί πως ο ναός χτίστηκε το διάστημα 1077-81 από την πεθερά του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού Μαρία Δούκαινα, στη θέση παλαιότερων κτισμάτων που χρονολογούνται τον 6ο και 9ο αιώνα. Η μονή μετατράπηκε σε οθωμανικό τέμενος με εντολή του μεγάλου βεζίρη του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512) και έγινε γνωστό ως Καριγιέ Τζαμί. Σημαντικό μέρος της διακόσμησης του ναού καταστράφηκε. Το 1948 τέθηκε σε εφαρμογή πρόγραμμα αναστήλωσης του μνημείου και από το 1958 λειτουργεί ως μουσειακός χώρος.

Παναγία Βλαχερνών

Είναι ένας ναός πολύ μεγάλης σημασίας για χιλιάδες πιστούς ανά τους αιώνες και ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Παναγίας. Βρίσκεται στις Βλαχέρνες, όπου εκτός από το ναό υπήρχε εκεί και ένα βασιλικό παλάτι. Χτίστηκε μεταξύ 450-453 από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό. Απέκτησε όμως ιδιαίτερη λάμψη επί αυτοκράτορα Λέοντος Α΄ (457-474) με την επέκτασή του, όπου προστέθηκε ο χώρος του «αγίου λούσματος» και του αγιάσματος και με την εναπόθεση κειμηλίων της Παναγίας, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη. Πολλοί αυτοκράτορες έδειξαν προσωπικό ενδιαφέρον για το ναό, κάνοντας διάφορες δωρεές. Ωστόσο, λόγω ιστορικών συγκυριών, πολλές φορές υπέστη διάφορες ζημιές, ιδιαίτερα στο εσωτερικό της. Το κορυφαίο όμως ιστορικό γεγονός που έκανε την Παναγία των Βλαχερνών διάσημη για τις θαυματουργές της ιδιότητες ήταν κατά την πολιορκία της Πόλης από τους Αβάρους και τους Πέρσες το 626. Ενώ η πόλη ήταν έτοιμη να πέσει και οι πολιορκητές ετοιμαζόταν για την τελική τους επίθεση, ο πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της πόλης με την εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών και ενθάρρυνε το λαό. Τη νύχτα εκείνη σηκώθηκε ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος και κατέστρεψε τα στρατεύματα των πολιορκητών. Οι πιστοί, αποδίδοντας τη λύση της πολιορκίας στη θαυματουργή εικόνα και στη βοήθεια της Παναγίας, έψαλλαν στο ναό για πρώτη φορά τον «Ακάθιστο Ύμνο», θέλοντας έτσι να την ευχαριστήσουν για τη βοήθειά της. Έπειτα από την άλωση την Κωνσταντινούπολης ο ναός καταστράφηκε ολοσχερώς, αναστηλώθηκε μερικώς από το Πατριαρχείο και σήμερα είναι επισκέψιμος, παρόλο που δεν είναι στην αρχική του μορφή.

Page 19: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

17

Βαλουκλή ή Μπαλουκλή, Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή

Το ξακουστό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες αγίασμα της Ζωοδόχου Πηγής Της «Μπαλουκλιώτισσας» ελκύεται από μια πηγή, γύρω από την οποία υπήρχε στην αρχαιότητα ναός της Αρτέμης. Αργότερα χτίστηκε ναός προς τιμή της «Ζωοδόχου Πηγής», η οποία υπήρξε πολύ δημοφιλής κατά τη βυζαντινή εποχή. Πήρε την ονομασία του από το τουρκικό όνομα Balık (=ψάρι) και περιλαμβάνει το μοναστήρι, την εκκλησία και το αγίασμα. Το πρώτο κτίσμα τοποθετείται κατά τα πρωτοβυζαντινά χρόνια. Ο Ιουστινιανός, ο οποίος είχε θεραπευτεί από λιθίαση χάρη στο νερό της πηγής, έχτισε μεγαλοπρεπή ναό, ο οποίος έκτοτε αποτέλεσε ένα από τα ιερά προσκυνήματα της Κωνσταντινούπολης.

Σύμφωνα με την παράδοση, τα ψάρια που κολυμπάνε στο αγίασμα πήδηξαν από το τηγάνι ενός μοναχού, όταν αλώθηκε η Πόλη. Η εκκλησία καταστράφηκε και ξαναχτίστηκε πολλές φορές. Το 1821 λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε κατά τη διάρκεια

Page 20: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

18

ταραχών που ξέσπασαν με αφορμή την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Το σημερινό κτίσμα χρονολογείται από το 1833, όταν εκδόθηκε ειδικό φιρμάνι ανοικοδόμησης της εκκλησίας. Το 1955 κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών ο ναός πυρπολήθηκε και η βυζαντινή εικόνα της «Μπαλουκλιώτισσας» χάθηκε. Οι επισκευές στο ναό έγιναν αργότερα από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Δυτικά της εκκλησίας βρίσκεται το νεκροταφείο με τους τάφους των Πατριαρχών και των λαϊκών, οι οποίοι συλήθηκαν στα Σεπτεμβριανά.

Ναός της Αγίας Ειρήνης

Ο ναός της Αγίας Ειρήνης ήταν ελληνική χριστιανική εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα το μνημείο είναι γνωστό με το ομώνυμο όνομα ως μουσείο στο παλάτι Τοπ Καπί. Η εκκλησία βρίσκεται κοντά στον ναό της Αγίας Σοφίας. Ανάμεσα στις δύο αυτές εκκλησίες είναι πλατιά λεωφόρος, στην οποία ο Ιουστινιανός είχε κτίσει τον ξενώνα του Σαμψών, τον οποίο συχνά αναφέρουν τα βυζαντινά χρονικά. Κοντά στην εκκλησία ήταν δύο ασκητήρια, τα οποία πυρπολήθηκαν μαζί με το νάρθηκα και τον ξενώνα του Σαμψών 32 χρόνια μετά την ανίδρυση της εκκλησίας. Από τις αφηγήσεις των ιστορικών του Βυζαντίου συμπεραίνουμε ότι τότε δε χωρίζονταν με τείχος από την Αγία Σοφία.

Η εκκλησία χτίστηκε από το Μέγα Κωνσταντίνο και ονομαζόταν και «Πατριαρχείο». Μέχρι το έτος 360 και πριν την κατασκευή της Αγίας Σοφίας, ήταν η μητρόπολη της Κωνσταντινούπολης. Καταστράφηκε για πρώτη φορά από τον όχλο στη «Στάση του Νίκα» επί Ιουστινιανού, για να ξαναοικοδομηθεί στην ίδια θέση από τον αυτοκράτορα αυτόν. Ο νάρθηκας ξανακάηκε μαζί με τα δύο κοντινά ασκητήρια και τον ξενώνα του Σαμψών λίγα χρόνια μετά την ανοικοδόμηση της εκκλησίας. Η εκκλησία δεν είχε δικούς της ιερείς, αλλά και εκεί ιερουργούσαν οι ιερείς της Αγίας Σοφίας. Συνήθως παρευρίσκονταν και ο Πατριάρχης, ο οποίος στην Αγία Σοφία λειτουργούσε μόνο στις μεγάλες δεσποτικές εορτές, με παρόντες και τους αυτοκράτορες. Στην εκκλησία αυτή συγκροτήθηκε επί Θεοδοσίου του μεγάλου η δεύτερη οικουμενική σύνοδος και για αυτό και έχει μείνει αξιοσέβαστη τόσο στο Βυζάντιο όσο και στους ξένους. Αργότερα ο ναός έπαψε να λειτουργεί και μετατράπηκε σε αποθήκη όπλων. Στον περίβολο του ναού βρίσκεται αρχαιολογικό μουσείο.

Page 21: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

19

Μονή Παμμακάριστου

Η Μονή Παμμακάριστου, γνωστή σήμερα ως το Τέμενος-μουσείο Φετιγιέ, είναι σημαντικό μνημείο στη Κωνσταντινούπολη. Χτίστηκε το 1294 στον πέμπτο λόφο της πόλης πάνω από το Φανάρι από τον Μιχαήλ Γλαβά Δούκα Ταρχανιώτη, πρωτοστράτορα του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Κατ' άλλη άποψη ιστορικών και αρχαιολόγων, το 1294 ανακαινίστηκε παλιότερη κατασκευή, ίσως του 8ου αιώνα, ενώ άλλοι συνδέουν το ναό με το Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα ή τον Ιωάννη Κομνηνό (11ος αιώνας).

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε στα χέρια των Ελλήνων. Λέγεται μάλιστα ότι εκεί συναντήθηκε ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος με το Μωάμεθ τον Πορθητή, προκειμένου να παραχωρηθούν προνόμια στο Πατριαρχείο. Από το 1456 χρησίμευσε ως έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εκτίθονταν εκεί πολύτιμα σκεύη και ιερά λείψανα. Το 1587, ο Σουλτάνος Μουράτ Γ΄ μετέτρεψε τη Παμμακάριστο σε μουσουλμανικό τέμενος και το ονόμασε «Φετιγιέ Τζαμί» (Fethiye Camii=τέμενος της Κατάκτησης, ως ανάμνηση της κατάκτησης της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν). Τότε, τα ιερά σκεύη και λείψανα μεταφέρθηκαν στο Ναό της Θεοτόκου Παραμυθίας στο Βλαχ Σεράι, όπου εγκαταστάθηκε το Πατριαρχείο.

Page 22: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

20

Στην Ιερή αυτή Μονή έχουν ταφεί ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, η κόρη του Άννα Κομνηνή και πολλά από τα μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων. Σώζονται πολλά και θαυμάσια μωσαϊκά. Από το 1951 που ξεκίνησαν οι προσπάθειες των Αμερικανών βυζαντινολόγων συντηρητών ήλθαν στο φως άριστης τέχνης ενδιαφέροντα μωσαϊκά, μεταξύ των οποίων και το λεγόμενο «Δέηση». Επίσης, στο τέμενος αυτό έγιναν και πολλές εργασίες και παρεμβάσεις αρχιτεκτονικής υποστήριξης και συντήρησης. Σήμερα ο κυρίως Ναός λειτουργεί ως τέμενος, ενώ το παρεκκλήσι με τα εξαιρετικά μωσαϊκά έχει μετατραπεί σε Μουσείο.

Το μοναστικό σύμπλεγμα αποτελούνταν από δύο ναούς, οι οποίοι είχαν οικοδομηθεί στη βόρεια πλευρά ενός τειχισμένου προαυλίου, καθώς επίσης και από κελιά, χώρους υποδοχής, γραφεία, κτ.λ. Το σωζόμενο ως σήμερα καθολικό της Μονής και το παρεκκλήσι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς πρόκειται για αντιπροσωπευτικά δείγματα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής του 13ου αιώνα. Η εκκλησία ανήκει στον τύπο του μονόχωρου τρουλαίου ναού με περιμετρικό διάδρομο. Ο κεντρικός τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς, ενώ η κόγχη του ιερού καταστράφηκε κατά τη μετατροπή του ναού σε τέμενος. Κατά τα έτη 1314-1315, η Μαρία (μοναχή Μάρθα), χήρα του κτήτορα Μιχαήλ Γλαβά Δούκα Ταρχανιώτη, πρόσθεσε το ταφικό παρεκκλήσι στα νότια, το οποίο είναι αφιερωμένο στο Χριστό και ανήκει στο σύνθετο σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο με τρούλο και νάρθηκα. Στο εσωτερικό του παρεκκλησιού υπήρχαν τοιχογραφίες αγίων και πατέρων της Εκκλησίας.

Τα ψηφιδωτά που διασώζονται συντηρήθηκαν από το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο. Στην κόγχη του ιερού εικονίζεται ο «Χριστός Υπεράγαθος», ένθρονος, κρατώντας με το αριστερό χέρι Ευαγγέλιο και ευλογώντας με το δεξί. Δεξιά και αριστερά του, η Θεοτόκος και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος σχηματίζουν τη «Δέηση», ενώ εκατέρωθεν αυτής εικονίζονται οι Αρχάγγελοι Γαβριήλ και Μιχαήλ. Στον τρούλο απεικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτορας, που περιβάλλεται από δώδεκα προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Στο δεξιό χορό, από τις σκηνές του Δωδεκάορτου που υπήρχαν εκεί, διασώζεται μόνο η Βάπτιση. Τέλος, σε μια εσοχή του νάρθηκα απεικονίζονται οι Τρεις Μάγοι να προσφέρουν τα δώρα τους στο νεογέννητο Χριστό.

Μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου

Page 23: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

21

Η μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου ήταν ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη και σήμερα αποτελεί τέμενος με το όνομα Κιουτσούκ Αγιασοφιά Τζαμί (Küçuk Ayasofya Camii=Τέμενος Μικρή Αγία Σοφία). Η μονή είναι κτίσμα του Ιουστινιανού. Στη μονή αυτή ήταν ηγούμενος ο εικονομάχος πατριάρχης Ιγνάτιος επί της βασιλείας του Μιχαήλ, γιου του Θεόφιλου. Ηγούμενος της μονής αυτής ήταν και ο Μεθόδιος, ο πατριαρχεύσας επί της αναστηλώσεως των εικόνων. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δουκάγγιου, φαίνεται ότι στην εκκλησία αυτή λειτούργησαν οι πρεσβευτές του Πάπα. Ο Πάπας Βιγίλιος, όταν ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και καθώς φοβόταν την οργή του Ιουστινιανού, γιατί είχε αφορίσει τον πατριάρχη Μηνά, κατέφυγε για άσυλο στη μονή αυτή. Η μονή όμως δεν είχε παραχωρηθεί ποτέ στους Λατίνους, απλά τους επέτρεπαν τη λειτουργία. Ο ναός μετατράπηκε σε τέμενος, λίγα έτη μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Οικουμενικό Πατριαρχείο

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης είναι ως η πρώτη στην τάξη μεταξύ των Ορθόδοξων Εκκλησιών και εδρεύει στην περιοχή Φανάρι. Ιδρύθηκε το 331 μ.Χ., όταν δηλαδή μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη. Μετά την Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνωρίστηκε ως ο πολιτικός εκπρόσωπος των χριστιανικών υπόδουλων εθνών της Οθωμανικής

Page 24: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

22

Αυτοκρατορίας, γεγονός που επέτρεπε στον Πατριάρχη να υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους στην Υψηλή Πύλη αλλά και εκείνη να ελέγχει τους λαούς αυτούς μέσω πιέσεων στον Πατριάρχη.

Από την Άλωση και μετά το Πατριαρχείο άλλαζε πολύ συχνά στέγη και μόλις το 17ο αιώνα μεταστεγάστηκε στο σημερινό οίκημα. Το 1738 πυρπολήθηκε μερικώς και ακολούθησε μία από τις μεγαλύτερες διαρπαγές κειμηλίων που γνώρισε το κέντρο της Ορθοδοξίας. Τη χαρακτηριστική του όψη το Πατριαρχείο την απέκτησε το 1797, επί ημερών του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄.

Η αριστερή πύλη οδηγεί στο ναό, ενώ η δεξιά δυτική είσοδος φέρει προς τον πατριαρχικό οίκο. Από το 1879 ο Ιωακείμ Γ΄ άρχισε νέες εργασίες ανακαίνισης, οπότε χτίστηκε πέτρινο διώροφο κτίριο, για να στεγαστεί το «Εθνικό Ταμείο» και τα γραφεία του Πατριαρχικού οίκου. Επιπλέον, στην ανατολική πλευρά κατασκευάστηκαν ξύλινα κελιά και άλλα οικήματα.

Το 1941 μεγάλη πυρκαγιά αποτέφρωσε όλα τα ξύλινα κτίρια, με αποτέλεσμα ο πατριαρχικός οίκος να περιοριστεί κατά πολύ. Από το 1941 μέχρι το 1985 η τουρκική κυβέρνηση δεν έδινε άδεια ανοικοδόμησης και ο πατριαρχικός οίκος και οι διάφορες υπηρεσίες του αναγκαστικά είχαν ασφυκτικά συμπτυχτεί στο λιθόκτιστο Ευγενίδειο. Το 1985, επί Πατριάρχη Δημήτριου και με τη χορηγία του Παναγιώτη Αγγελόπουλου, ο πατριαρχικός οίκος ξαναχτίστηκε, αποκτώντας το παλιό του αρχιτεκτονικό περίγραμμα και τη μοναστική του φυσιογνωμία.

Στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου απαγχονίστηκε στις 10 Απριλίου 1821 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ . Από τότε η πύλη παραμένει κλειστή.

Η δημιουργία ανεξάρτητων εθνικών κρατών στο χώρο της Βαλκανικής είχε ως συνέπεια τη δημιουργία αυτοκέφαλων τοπικών Εκκλησιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παραχώρησε το αυτοκέφαλο στις Εκκλησίες των νέων κρατών της Βαλκανικής. Η ευρύτατη δικαιοδοσία της Κωνσταντινούπολης άρχισε σταδιακά να μειώνεται με την παραχώρηση της αυτοκέφαλου αξίας στις τοπικές Εκκλησίες: στην Εκκλησία της Ελλάδας (1850), στην Εκκλησία της Σερβίας (1879), στην Εκκλησία της Ρουμανίας (1885), στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας (1937) και στην Εκκλησία της Βουλγαρίας (1945). Σοβαρότερη ήταν η συρρίκνωση της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου που προέκυψε από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη ανταλλαγή των πληθυσμών.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένα από τα πιο ενεργά κέντρα της σύγχρονης οικουμενικής κίνησης. Από το 1902, πήρε την πρωτοβουλία πρόσκλησης όλων των Ορθόδοξων Εκκλησιών, προκειμένου να υιοθετήσουν

Page 25: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

23

ενιαία στάση στην πιθανότητα επανέναρξης του διαλόγου με τους άλλους χριστιανικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας της Ρώμης, της Αγγλικανικής Εκκλησίας και άλλων προτεσταντικών ομολογιών. Αυτή η τοποθέτηση κατέληξε στην ιστορική Εγκύκλιο του 1920 που στάλθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες και καλούσε τους ηγέτες τους να καθιερώσουν στενότερη συνεργασία. Σκοπός αυτής της εγκυκλίου ήταν να προωθηθεί ο στόχος της ενότητας των Εκκλησιών με τη δημιουργία ενός οργανισμού, αποκαλούμενου Κοινωνία των Εκκλησιών του Χριστού, στα πρότυπα της Κοινωνίας των Εθνών. Γενικά αναγνωρίζεται ότι ο Εγκύκλιος του 1920 αποτέλεσε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών το 1948.

Ο άγιος Απόστολος Ανδρέας θεωρείται ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης (τότε Βυζαντίου), ενώ ο σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι ο 270ός στη σειρά διαδοχής. Έδρα του Πατριαρχείου είναι ο Πατριαρχικός Οίκος του Φαναρίου, όπου βρίσκεται και ο Πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου (1599). Το Πατριαρχείο διοικείται από τη δωδεκαμελή Ενδημούσα Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο υπό την προεδρία του Πατριάρχη.Στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινούπολης σήμερα ανήκουν 37 Κοινότητες, 46 Ενοριακοί ναοί (4 από τους οποίους κατέχονται από το λεγόμενο «τουρκορθόδοξο πατριαρχείο»), 5 Κοιμητηριακοί ναοί, 10 Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές, 6 Προσκυνήματα, 8 Φιλόπτωχες Αδελφότητες, 6 Ιδρύματα (το Νοσοκομείο, το Γηροκομείο και το Ψυχιατρείο στο Βαλουκλή, το Ορφανοτροφείο Πριγκήπου, η Θερινή Στέγη Εργαζομένων νεανίδων και η Παιδόπολις της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως Χριστού Πρώτης) και 14 Σύνδεσμοι, μεταξύ των οποίων 3 μορφωτικοί, 2 αθλητικοί και 1 θεατρικός. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτός από την Αρχιεπισκοπή της Κωνσταντινούπολης έχει επαρχίες στην Τουρκία, στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αμερική και στην Ωκεανία.

Η Μεγάλη του Γένους Σχολή

Στο λόφο πάνω από το Πατριαρχείο δεσπόζει ένα υπέροχο επιβλητικό κτίριο χτισμένο με κόκκινο τούβλο. Η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή «παρήγαγε» σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεολογικά καταρτισμένους νέους, οι οποίοι θα στελέχωναν είτε τις δικές της υπηρεσίες είτε την κρατική γραφειοκρατία.

Το 1804 -για λόγους ανωτέρας βίας- η σχολή φεύγει από το Φανάρι και μεταφέρεται στην Ξηροκρήνη, στο Μέγαρο των Μαυροκορδάτων. Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 η Σχολή κλείνει μέχρι το 1850 που μεταφέρεται και πάλι στο Φανάρι, σε ένα οίκημα απέναντι από το Πατριαρχείο. Είναι η εποχή που η σχολή αποκτά την εύνοια του σουλτάνου Σελίμ Γ΄. Πρέπει, όμως, να περάσουν ακόμη τρεις δεκαετίες, μέχρι να αναγερθεί το επιβλητικό νέο κτίριο που σήμερα δεσπόζει στο λόφο. Το μέγαρο της Σχολής είναι έργο του Κωνσταντίνου Δημάδη και περιλαμβάνει μεγάλη αίθουσα τελετών διακοσμημένη με τοιχογραφίες και εκπληκτικούς πίνακες, βιβλιοθήκη, αμφιθέατρα φυσικής και χημείας, αλλά και Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.

Η σχολή λειτούργησε στην αρχή ως οκτατάξια, με την τελευταία τάξη να αναγνωρίζεται έστω και ανεπίσημα ως πανεπιστημιακή. Το 1902 ιδρύεται παιδαγωγική σχολή τετραετούς φοίτησης, για να προετοιμάζει εκπαιδευτικούς

Page 26: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

24

που θα διορίζονταν στα ελληνικά σχολεία της οθωμανικής επικράτειας καθώς και Σχολή Βυζαντινής Μουσικής. Μετά το 1922 απαγορεύεται η ανάμειξη του Πατριαρχείου στα θέματα της Σχολής, αυξάνονται οι ώρες των μαθημάτων στην τουρκική γλώσσα και περιορίζονται οι ώρες διδασκαλίας στα Ελληνικά. Μετά τις ταραχές του 1955 και τις απελάσεις του 1964 ο αριθμός των Ελλήνων μαθητών συρρικνώνεται και τα περισσότερα από τα ελληνικά σχολεία της Πόλης κλείνουν.

Ζάππειο Σχολείο

Ο μεγάλος ευεργέτης Ευάγγελος Ζάππας, που γεννήθηκε στην Ήπειρο το 1800, αγωνίστηκε για τη μόρφωση των Ελλήνων, δαπανώντας ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Όταν πέθανε το 1865 άφησε εκτελεστή της διαθήκης του τον ξάδελφό του Κωνσταντίνο Ζάππα, ο οποίος το 1875 ίδρυσε το Ζάππειο Παρθεναγωγείο στην Κωνσταντινούπολη. Το χτίσιμο του Ζαππείου στοίχισε 32.000 χρυσές λίρες, τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη και τουλάχιστον τριπλάσιο από το κόστος κατασκευής των άλλων μεγάλων ελληνικών σχολείων της Πόλης. Λίγο πριν πεθάνει ο Κωνσταντίνος Ζάππας, το 1893, κατοχύρωσε οικονομικά το δημιούργημά του με ειδική διαθήκη, για να εξασφαλιστεί η μελλοντική λειτουργία του. Από τότε μέχρι σήμερα, λειτουργεί στο Πέραν

της Κωνσταντινούπολης αυτή η κοιτίδα ελληνικής παιδείας, σε ένα μεγαλοπρεπές και επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο. Στους 4 ορόφους του υπάρχουν 5 κλειστοί χώροι γυμναστικής, 3 χώροι αθλητισμού, αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία για τους καθηγητές και για τους σχολάρχες των δύο βαθμίδων, αίθουσα δεξιώσεων, θεατρική αίθουσα, αίθουσα για σκάκι και πνευματικά παιχνίδια και βοηθητικοί χώροι. Στο Ζάππειο φοιτούσαν μόνο κορίτσια ως το έτος 2000, όταν λόγω έλλειψης μαθητριών αναγκάστηκε να γίνει μικτό σχολείο. Το σχολείο διαιρείται σε δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες: α) στην Πρωτοβάθμια (νηπιαγωγείο, δημοτικό) και β) στη Δευτεροβάθμια (γυμνάσιο, λύκειο). Οι μαθητές, εκτός των κανονικών μαθημάτων τους, μαθαίνουν αγγλικά, γαλλικά και τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Οι μαθητές παρακολουθούν στην ελληνική γλώσσα κανονικά όλα τα μαθήματα του εκπαιδευτικού προγράμματος του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας και στην τουρκική γλώσσα τα μαθήματα: ιστορία, γεωγραφία και τουρκική γραμματική και γλώσσα. Μετά το πέρας της αποφοίτησής τους έχουν το δικαίωμα να εισαχθούν στα τουρκικά πανεπιστήμια.

Πύργος και Γέφυρα του Γαλατά

Page 27: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

25

Ο Γαλατάς είναι κεντρική παράλια περιοχή με λιμενικές εγκαταστάσεις της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και άκρη του Κεράτιου κόλπου. Είναι από τις πιο ιστορικές περιοχές της πόλης και μια περιοχή που άκμασε ιδιαίτερα το ελληνικό στοιχείο.

Ψηλά στην περιοχή δεσπόζει ο Πύργος του Γαλατά, ένας μεσαιωνικός, κυκλικός, πέτρινος πύργος που βρίσκεται στην περιοχή Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, στη βόρεια πλευρά του Κεράτιου κόλπου. Το ύψος του φτάνει τα 67 μέτρα, μέχρι το διακοσμητικό οβελό της κωνικής κορυφής του, ενώ η βάση του βρίσκεται 35 μέτρα από το επίπεδο του Κεράτιου κόλπου. Η εξωτερική διάμετρος του είναι 16,45 μέτρα στο επίπεδο της βάσης και η εσωτερική 8,95 μέτρα. O πύργος χτίστηκε από τη γενουατική παροικία της Κωνσταντινούπολης το 1348/9, γνωστός τότε ως Πύργος του Χριστού και χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως προπύργιο. Οι Γενουάτες είχαν αποκτήσει το δικαίωμα ανέγερσης οχυρωματικών τειχών με αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του 1302. Μέρος των τειχών που υψώνονταν γύρω από τον πύργο είναι και σήμερα ορατά. Mετά την οθωμανική κατάκτηση και κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε επίσης ως φυλακή. Αργότερα και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1960 αξιοποιήθηκε ως πυροσβεστικός σταθμός παρατήρησης, ενώ σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά αξιοθέατα της περιοχής. Η Γέφυρα του Γαλατά διασχίζει τον Κεράτιο κόλπο και αποτελεί την κεντρική «φιγούρα» στο χώρο. Ένα ιδιαίτερο στοιχείο χαρακτηρίζει τη γέφυρα, καθώς συνδέει από τη μία τις δύο ευρωπαϊκές ακτές της Πόλης, ενώ ταυτόχρονα τις διαχωρίζει κιόλας, αφού δρα ως φυσικό σύνορο δύο διαφορετικών κόσμων: από τη μία πλευρά o κοσμοπολιτισμός που συναντάται αποσπασματικά στο Πέραν και στις όχθες του Βόσπορου -με τον πλήρη ενστερνισμό του δυτικού τρόπου ζωής- και από την άλλη το φολκλορικό, ιστορικό κέντρο που είναι στραμμένο προς τις ιερές πόλεις της Ανατολής. Η Γέφυρα του Γαλατά είναι από τις λίγες γέφυρες παγκοσμίως που διαθέτει τροχιοδρομικές γραμμές (γραμμές τραμ) και είναι ταυτόχρονα αναδιπλούμενη, καθώς το αριστερό της μέρος έχει τη δυνατότητα να υψώνεται, με σκοπό να διέρχονται τα μεγάλα πλοία που διασχίζουν τον Κεράτιο. Αυτοκίνητα και πεζοί διασχίζουν καθημερινά το οδόστρωμα, ψαράδες ρίχνουν τις πετονιές από ψηλά, μικρά παιδιά χαζεύουν τους γλάρους που πετάνε στον ουρανό, υπαίθριοι μικροπωλητές πουλάνε την πραμάτεια τους.

Page 28: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

26

Μπλε Τζαμί

Το Μπλε Τζαμί, γνωστό και με την κοινή ονομασία «Σουλταναχμέτ» ή αλλιώς το Τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ Α΄, χτίστηκε μεταξύ 1609 και 1616, προκειμένου να ξεπεράσει τη λαμπρότητα της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα. Είναι το ωραιότερο και μεγαλύτερο τζαμί στην Κωνσταντινούπολη, ξακουστό και για την αρμονία του. Θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής παγκοσμίως.

Το τζαμί αυτό χτίστηκε στο κέντρο της νοτιοδυτικής πλευράς του Ιππόδρομου επίτηδες απέναντι από την Αγία Σοφία, έτσι ώστε να δεσπόζει κατά την προσέγγιση των πλοίων. Η κατασκευή αυτού του οικοδομήματος είχε τόσο ενθουσιάσει το νεαρό Σουλτάνο που λέγεται ότι και ο ίδιος εργάστηκε για την ανέγερσή του. Δυστυχώς όμως για τον ίδιο το Σουλτάνο δεν πρόλαβε να χαρεί πολύ το περίλαμπρο αυτό οικοδόμημα λόγω του θανάτου του ένα μόλις χρόνο μετά το άνοιγμα των θυρών του. Μάλιστα, έχει ταφεί μέσα στο τζαμί.

Page 29: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

27

Σήμερα, και τα δυο κτίρια συναποτελούν ένα μοναδικό ιστορικό και αρχιτεκτονικό σύνολο.

Οφείλει την ονομασία του στα μπλε πλακίδια Ιζνίκ (=Νίκαια στην αρχαιότητα, εκεί φτιαγμένα) που κοσμούν τους εσωτερικούς τοίχους (πάνω από 20.000 τεμάχια), ενώ εντύπωση προκαλούν τα πανάκριβα χαλιά που καλύπτουν κάθε σημείο του δαπέδου, τα οποία ανανεώνονται συχνά και αποτελούν δώρα των πιστών. Περισσότερα από διακόσια παράθυρα με περίτεχνα σχέδια από βιτρό αφήνουν να περάσει φυσικό φως, που στις μέρες μας ενισχύεται από πολυελαίους. Οι διακοσμήσεις συμπεριλαμβάνουν στίχους από το Κοράνι, πολλοί από τους οποίους αποτυπώθηκαν από τον Σεντ Κασίμ Γκουμπάρι, που θεωρούνταν ο κορυφαίος καλλιγράφος της εποχής. Το πιο σημαντικό στοιχείο της εσωτερικής αρχιτεκτονικής είναι το «μιχράμπ», δηλαδή η κόγχη προσευχής, φτιαγμένο από λεπτοδουλεμένο μάρμαρο και με τους πλαϊνούς τοίχους σκεπασμένους από κεραμικά πλακίδια. Στα δεξιά του «μιχράμπ» βρίσκεται το «μινμπέρ», δηλαδή ο άμβωνας, όπου στέκεται ο ιμάμης κατά τη διάρκεια της μεσημεριανής προσευχής της Παρασκευής ή των ιερών ημερών. Το τζαμί έχει σχεδιαστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε, ακόμα κι όταν είναι γεμάτο κόσμο, όλοι να μπορούν να βλέπουν και να ακούν τον ιμάμη. Η βασική δομή του τζαμιού είναι περίπου κυβική, 53 επί 51 μέτρα. Όπως συμβαίνει με όλα τα τζαμιά, είναι έτσι προσανατολισμένο, ώστε, όταν οι πιστοί κάνουν την προσευχή τους, να είναι στραμμένοι προς τη Μέκκα. Διακρίνεται σε τρία μέρη: την εξωτερική αυλή, την εσωτερική αυλή (προαύλιο) και το κυρίως οικοδόμημα. Ο κεντρικός κύβος σκεπάζεται από ένα βαθμιδωτό σύστημα θόλων και ημίθολων, που κορυφώνεται στον κεντρικό θόλο, οι διαστάσεις του οποίου είναι 33 μέτρα διάμετρος και 43 μέτρα ύψος στο κεντρικό του σημείο. Το συνολικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από τέλεια οπτική αρμονία και οδηγεί το μάτι στην κορυφή του θόλου.

Καθένας από τους μιναρέδες έχει τρία μπαλκόνια, και μέχρι πρόσφατα ο μουεζίνης ανέβαινε μια στενή σκάλα στο εσωτερικό του μιναρέ πέντε φορές τη μέρα, για να καλέσει σε προσευχή. Σήμερα χρησιμοποιούνται μεγάφωνα και το κάλεσμα αντηχεί σε όλη την παλιά πόλη, συνδυασμένο με το κάλεσμα από τα άλλα τζαμιά της περιοχής.

Ο αρχιτέκτονας Μεχμέτ Αγά, μαθητής του διάσημου Μιμάρ Σινάν, πέτυχε ένα σπουδαίο θρίαμβο της αρμονίας, της συμμετρίας και της κομψότητας, προσφέροντας στους επισκέπτες μια μοναδική οπτική εμπειρία. Την εποχή του, μάλιστα, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις λόγω των 6 μιναρέδων του τζαμιού, κάτι που υπήρχε μόνο στο τζαμί του Μωάμεθ στη Μέκκα. Το Μπλε Τζαμί είναι το μοναδικό στην Τουρκία που έχει έξι μιναρέδες. Όταν αποκαλύφθηκε ο αριθμός των μιναρέδων, ο Σουλτάνος κατηγορήθηκε για αλαζονεία, καθώς εκείνη την εποχή τον ίδιο αριθμό μιναρέδων είχε και η Κάαμπα στη Μέκκα. Ο Αχμέτ ξεπέρασε το πρόβλημα πληρώνοντας για να χτιστεί ένας έβδομος μιναρές στο τζαμί της Μέκκας. Σήμερα το Μπλε Τζαμί είναι ενεργό, αποτελώντας σημαντικό θρησκευτικό χώρο των μουσουλμάνων αλλά και ένα εντυπωσιακό αξιοθέατο της Κωνσταντινούπολης.

Τοπ Καπί

Page 30: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

28

Είναι ένα από τα πλέον εντυπωσιακά συμπλέγματα οθωμανικών παλατιών, το οποίο βρίσκεται πίσω από την Αγία Σοφία και είναι ορατό σχεδόν από κάθε σημείο του Βόσπορου και του Κεράτιου κόλπου. Αρχικά ονομαζόταν Γενί Σαράι, δηλαδή «νέο παλάτι». Θεμελιώθηκε από το Μωάμεθ τον Πορθητή, ενώ το πρώτο του τμήμα χτίστηκε μεταξύ του 1472 και του 1478 και εκεί έζησε ο Μωάμεθ μέχρι το θάνατό του το 1481. Το Τοπ Καπί δέσποζε πάνω στον πρώτο λόφο της Κωνσταντινούπολης εξασφαλίζοντας την εποπτεία της κίνησης του Βόσπορου, της Χρυσούπολης και της Προποντίδας και υπήρξε για πάνω από τέσσερις αιώνες η κατοικία των Σουλτάνων αλλά και το «σπίτι» 4.000 και πλέον ανθρώπων.

Το παλάτι είναι χτισμένο σύμφωνα με την ανατολική αρχιτεκτονική και αποτελείται από τέσσερα κύρια προαύλια, στο εσωτερικό των οποίων περιλαμβάνονται πολλά μικρά κτίρια, κομψά περίπτερα, μουσουλμανικά τεμένη, περίκλειστες αυλές με σιντριβάνια, λιμνούλες και κρήνες, ακόμη νοσοκομείο και αρτοποιείο. Ο ιερότερος θησαυρός του παλατιού είναι ο περίφημος Μανδύας του Προφήτη Μωάμεθ, που φυλάσσεται μέσα σε χρυσή θήκη, ενώ το πιο εντυπωσιακό τμήμα του Τοπ Καπί είναι το Θησαυροφυλάκιο. Εδώ βρίσκονται συγκεντρωμένοι όλοι οι θησαυροί των σουλτάνων: θρόνοι χρυσοί, στιλέτα αδαμαντοκόλλητα, πανοπλίες με πολύτιμους λίθους. Από το τέλος του 17ου αιώνα το παλάτι άρχισε να χάνει την αίγλη του, καθώς οι σουλτάνοι στράφηκαν στα νέα παλάτια που κατασκευάστηκαν κατά μήκος του Βόσπορου και ειδικότερα στο Ντολμά Μπαχτσέ, που ήταν και το πρώτο παλάτι ευρωπαϊκού στιλ στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1921, το Τοπ Καπί μετατράπηκε σε μουσείο. Εκτός από τα ιστορικά κτίσματα, στις συλλογές του περιλαμβάνονται έργα κεραμικής, ισλαμικής καλλιγραφίας, χειρόγραφα, υφάσματα,

Page 31: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

29

τεχνουργήματα, θησαυροί των σουλτάνων, καθώς και ισλαμικά κειμήλια μεγάλης αξίας.

Ντολμά Μπαχτσέ

Η ονομασία Ντολμά Μπαχτσέ (γεμισμένος κήπος) αναφέρεται σε παραλιακή περιοχή της Κωνσταντινούπολης που δημιουργήθηκε από επιχωμάτωση. Το ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και κατασκευάστηκε από το 1843 έως το 1856 ως κατοικία κάποιων από τους τελευταίους Οθωμανούς σουλτάνους, καταλαμβάνοντας μια έκταση 110.000 τετραγωνικών μέτρων. Το κτίριο είναι επιβλητικό και ογκώδες, ακολουθώντας δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα και όχι τη σχεδιαστική φιλοσοφία του Τοπ Καπί. Αρχιτέκτονας του Ντολμά Μπαχτσέ ήταν ο Αρμένιος Καραμπέτ Μπαλιάν μαζί με το γιο του Νικογιόζ, γνωστοί και οι δύο για τα όμορφα κτίρια με τα οποία κόσμησαν την Πόλη, ενώ την εσωτερική διακόσμηση ανέλαβαν ο Γάλλος διακοσμητής Σεσάν και αρκετοί Ευρωπαίοι καλλιτέχνες. Η κατασκευή του στοίχισε (εκείνη την εποχή) 5.000.000 λίρες Τουρκίας, ενώ 14 τόνοι χρυσού σε φύλλα χρησιμοποιήθηκαν για να στολιστούν οι οροφές του.

Η πρόσοψη του παλατιού έχει μήκος 248 μέτρα. Μια μεγάλη αίθουσα αποτελεί τον πυρήνα του, με δύο πτέρυγες εκατέρωθεν όπου συναντώνται τα πολυτελή δωμάτια και τα βασιλικά διαμερίσματα. Οι χώροι διαμονής και εργασίας των ανδρών (σελαμλίκ) και το χαρέμι βρίσκονται στη νότια και βόρεια πλευρά αντίστοιχα. Το κτιριακό συγκρότημα περιλάμβανε ακόμα διαμερίσματα για το προσωπικό που διέμενε εντός του ανακτόρου, κουζίνα, ιμαρέτ για τη διατροφή του προσωπικού, νοσηλευτήριο, στάβλους, καθώς και θαλάμους για τους λογχοφόρους φύλακες της κατοικίας. Συνολικά υπάρχουν 285 δωμάτια, καλύπτοντας έκταση 45.000 τετραγωνικών μέτρων.

Εντύπωση προκαλεί η ιδιαίτερη τεχνοτροπία που έχει εφαρμοστεί στα ξύλινα δάπεδα, τα οποία μοιάζουν με ψηφιδωτά. Επιπλέον, ξεχωρίζουν η «κρυστάλλινη σκάλα», φτιαγμένη εξολοκλήρου από μπρούντζο και κρύσταλλο μπακαρά, καθώς και ο βαρύτιμος πολυέλαιος στην αίθουσα του θρόνου, ο μεγαλύτερος του κόσμου, ο οποίος ζυγίζει 4,5 τόνους και ήταν δώρο της βασίλισσας Βικτωρίας. Όλη η επίπλωση, τα χαλιά και τα υφάσματα της εποχής έχουν διατηρηθεί, ενώ το παλάτι λειτουργεί ως μουσείο από το 1960, με χιλιάδες επισκέπτες καθημερινά. Στο Ντολμά Μπαχτσέ πέθανε ο Κεμάλ Ατατούρκ στις 10 Νοεμβρίου του 1938 στις 9.05 π.μ. και όλα τα ρολόγια του παλατιού έχουν σταματήσει στην ώρα του θανάτου του!

Τέμενος του Σουλεϊμάν (Σουλεϊμανιγιέ)

Το Σουλεϊμανιγιέ Τζαμί είναι σπουδαίο οθωμανικό τέμενος της Κωνσταντινούπολης, το δεύτερο σε μέγεθος του είδους του και χαμηλότερο σε ύψος της Αγίας Σοφίας. Βρίσκεται στο δεύτερο λόφο της παλιάς πόλης σε περίοπτη θέση που δεσπόζει του Κεράτιου κόλπου. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα

Page 32: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

30

μνημεία της οθωμανικής αρχιτεκτονικής του 16ου αιώνα.Το τζαμί και το ευρύτερο κτιριακό σύμπλεγμα που το περιβάλλει χτίστηκε κατά παραγγελία του Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ (β. 1520-66) ως μνημείο νίκης μετά την κατάκτηση της Ρόδου και της Βαγδάτης. Είναι έργο του μεγάλου Οθωμανού αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν. Οι εργασίες για την κατασκευή του ξεκίνησαν το 1550 και διήρκεσαν μέχρι το 1557. Είναι η έκφραση του μεγαλοϊδεατισμού του Σουλεϊμάν και του χαρακτηρισμού που απέδιδε στον εαυτό του ως "δεύτερος Σολομώντας". Ο σχεδιασμός έχει αναφορές στο Θόλο του Βράχου της Ιερουσαλήμ και στην Αγία Σοφία. Οι τέσσερις μιναρέδες στα άκρα του συμβολίζουν τη θέση του Σουλεϊμάν ως τέταρτου Οθωμανού κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι δέκα εξώστες αναφέρονται στη σειρά του ως δέκατου Σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο μεγάλος κεντρικός θόλος έχει διάμετρο 25 περίπου μέτρα, ενώ άλλοι 28 μικρότεροι θόλοι και ημιθόλια στηρίζονται σε 24 κίονες. Το υλικό της κατασκευής του και ιδιαίτερα οι κίονες συνάχτηκαν από διάφορα μνημεία της αρχαίας Ελλάδας στη Μικρά Ασία, της Αλεξάνδρειας και άλλων πόλεων, καθώς και από παλιούς χριστιανικούς ναούς. Οι πόρτες και τα παράθυρα είναι περίτεχνα διακοσμημένα με φίλντισι και σιντέφι και το φως φιλτράρεται μέσα από τα έξοχα υαλογραφήματά τους.

Μέσα στο νοτιοανατολικό περίβολο του τεμένους, όπου είναι και το σουλτανικό κοιμητήριο, βρίσκονται επίσης δύο μαυσωλεία, με τους τάφους του Σουλεϊμάν Α΄, της μητέρας του, της αδελφής του και της συζύγου του, καθώς και οι τάφοι του Σουλεϊμάν Β΄, του Αχμέτ Β΄ και της κόρης του σουλτάνου Μουσταφά Β΄, Σαφιγιέ Σουλτάν.

Όπως και όλα τα αυτοκρατορικά τεμένη της πόλης, το τζαμί Suleimaniye δεν ήταν απλός τόπος λατρείας αλλά και ένα ολόκληρο φιλανθρωπικό ίδρυμα, καθώς περιβάλλεται από νοσοκομείο, κουζίνα, διάφορες σχολές και λουτρά, γεγονός που δείχνει ότι ολόκληρο το συγκρότημα φρόντιζε για τη σίτιση πολλών άπορων της πόλης, Μουσουλμάνων, Χριστιανών και Εβραίων. Το τζαμί διακρίνεται για τις διαστάσεις του και τις γεωμετρικές αναλογίες του, συνιστώντας κατά πολλούς την κορυφαία δημιουργία του Σινάν, μαζί με το Τέμενος Σελιμιγιέ στην Αδριανούπολη.

Γενί Τζαμί

Το Γενί Τζαμί ή Νέο Τζαμί ή Βαλιντέ Σουλτάν Τζαμί δεσπόζει στο νότιο άκρο της Γέφυρας του Γαλατά. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1597 με

Page 33: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

31

αρχιτέκτονα τον Davut Aga, μαθητή του Μιμάρ Σινάν, ο οποίος όμως πέθανε το 1599 και τη θέση του πήρε ο Dalgıç Ahmed Cavus. Η κατασκευή του διήρκεσε πάνω από μισό αιώνα και ολοκληρώθηκε το 1663, ενώ εγκαινιάστηκε το 1665.

Στο εξωτερικό του υπάρχουν 66 τρούλοι σε διάφορα μεγέθη, τοποθετημένοι σε μια πυραμιδική διάταξη, καθώς και δύο μιναρέδες, ενώ ο κεντρικός τρούλος έχει 36 μέτρα ύψος και υποστηρίζεται από τέσσερα συνοδευτικά ημιθόλια. Όπως σε όλα τα αυτοκρατορικά τζαμιά στην Κωνσταντινούπολη έτσι και στο Γενί Τζαμί υπάρχει στην είσοδο μία μνημειώδης αυλή, στο κέντρο της οποίας δεσπόζει ένα επιβλητικό σιντριβάνι, ενώ ολόκληρη η πρόσοψη είναι διακοσμημένη με πλακίδια Ιζνίκ. Το εσωτερικό του τζαμιού έχει τετράγωνο σχήμα και ο κεντρικός χώρος οριοθετείται από τέσσερις μεγάλους πεσσούς που αποτελούν τη βασική υποστήριξη του τρούλου. Τα πλακίδια Ιζνίκ κυριαρχούν και στην εσωτερική διακόσμηση, με έμφαση στο μπλε, πράσινο και λευκό χρώμα.

Το αρχικό συγκρότημα αποτελούνταν από το ίδιο το τζαμί, ένα νοσοκομείο, ένα δημοτικό σχολείο, δημόσια λουτρά, δύο δημόσιες κρήνες και μία αγορά, ενώ επί της βασιλείας του Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄ προστέθηκε μία βιβλιοθήκη. Το πιο σημαντικό μέρος του συγκροτήματος είναι βέβαια η παρακείμενη αγορά μπαχαρικών, το περίφημο Μισίρ Τσαρσί, που δημιουργήθηκε, για να αποφέρει στο τζαμί τα απαραίτητα για το έργο του χρήματα.

Πύργος του Λέανδρου

Είναι γνωστός με την τουρκική ονομασία «Kız Kulesi» ή ο «Πύργος της Κόρης», ενώ στα αρχαία και βυζαντινά χρόνια αναφερόταν ως ο «Πύργος του Λέανδρου».

Το όνομα του «πύργος» συνδέεται με δύο θρύλους. Σύμφωνα με την τουρκική εκδοχή ένας σουλτάνος έκλεισε εκεί τη νεαρή κόρη του μετά από χρησμό που έλαβε «ότι θα πεθάνει από τσίμπημα φιδιού ως τα 18 της χρόνια», προκειμένου να την προστατέψει. Ο μόνος που την επισκεπτόταν ήταν ο πατέρας της, ο οποίος στα 18 γενέθλιά της της πήγε ένα καλάθι φρέσκα φρούτα, μέσα στο οποίο όμως κρυβόταν ένα δηλητηριώδες φίδι που δάγκωσε την πριγκίπισσα και επιβεβαίωσε την προφητεία. Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική εκδοχή ο πύργος οφείλει την ονομασία του στο μύθο της Ηρώς και του Λέανδρου. Η Ηρώ ήταν ιέρεια της Αφροδίτης, η οποία κατοικούσε σε ένα πύργο στην πόλη της Σηστού, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλήσποντου. Ο Λέανδρος, ένας νεαρός από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού, την ερωτεύτηκε και κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, για να είναι μαζί της. Η Ηρώ άναβε μία λάμπα κάθε νύχτα στην κορυφή του πύργου της, για να τον οδηγεί, και, όταν έφτανε ασθμαίνων, η ίδια τον υποδεχόταν στην ακτή. Μια χειμωνιάτικη νύχτα όμως η λάμπα έσβησε, ο Λέανδρος

Page 34: Σημαντικά Μνημεία Κωνσταντινούπολης

32

έχασε το προσανατολισμό του και πνίγηκε. Η Ηρώ, όταν κατάλαβε τι συνέβη, αυτοκτόνησε πηδώντας από τον πύργο. Στο ίδιο σημείο ο Αθηναίος στρατηγός Αλκιβιάδης το 408 π.Χ. είχε χτίσει παρατηρητήριο, για να ελέγχει τις μετακινήσεις των περσικών σκαφών στα στενά. Ο πύργος χτίστηκε αργότερα και επανοικοδομήθηκε ως φρούριο από το βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο τον Κομνηνό το 1110. Στον πύργο στηριζόταν η μια άκρη της αλυσίδας, με την οποία οι Βυζαντινοί έφραζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα οι Οθωμανοί τον τροποποίησαν ελαφρώς αρκετές φορές. Χρησιμοποιήθηκε ως φάρος, ως απομόνωση, ενώ μετά τους σεισμούς του 1999 ο σκελετός του ενισχύθηκε με μέταλλο και μπετόν. Ο πύργος είναι προσβάσιμος με πλοιάριο ή βάρκα και στην κορυφή του στεγάζεται πολυχώρος με εστιατόριο και καφετέρια.