Ο πορθμός της Σκόδρας

24
Ο ΠΟΡΘΜΟΣ ΤΗΣ ΣΚΟΔΡΑΣ ΟΤΑΝ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ… της Άννα Συμεωνίδου, Γ3

Transcript of Ο πορθμός της Σκόδρας

Page 1: Ο πορθμός της Σκόδρας

Ο ΠΟΡΘΜΟΣ ΤΗΣ ΣΚΟΔΡΑΣ

ΟΤΑΝ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ…

της Άννα Συμεωνίδου, Γ3

Page 2: Ο πορθμός της Σκόδρας

Και μείναν έτσι να πενθούν την δύσμοιρη τη νύφη

κόρη τρανή και λυγερή, κόρη ενός σερίφη

Κι ο άντρας της μετάνιωσε, έπρεπε να πληρώσει

και στη ζωή του, τη σιωπή παντοτινή να δώσει

Για αυτό πήρε στα χέρια του μαχαίρι θανάσιμο

όλους διπλά ελύπησε του θανάτου το φτάσιμο

Page 3: Ο πορθμός της Σκόδρας

Και μείναν έτσι δυο αδερφοί, δυο νύφες κι έν’ αγόρι

καμία μάνα με παιδί, καμιά γεροντοκόρη

Και μες στο χάος του χαμού, απόφαση οι δυο πήραν

μωρό να μεγαλώσουνε, ν’ απαρνηθούν την πίκραν

Και το μωρό αναθρέψανε, μέσα στο χάος, στο δόλο

πολύ το καλοπιάσανε, δώσαν’ τον κόσμο όλο

ν’ ανατραφεί, να μορφωθεί, να γίνει παλικάρι

και τον πατέρα του βοηθά, να σκάβει με το φτυάρι

γιατί πατέρα ενόμιζε τον πιο μεγάλο θείο,

το ίδιο και για μάνα του, τη θειά του, αυτούς τους δύο!

Page 4: Ο πορθμός της Σκόδρας

Αλήθεια μια δεν άκουσε, ποτέ τους δεν του είπαν

για τους γονείς τους ψεύτικους, τη μάνα που του πήραν!

Κι έτσι όσο μεγάλωνε, κυλιόταν στο χορτάρι

και τ’ άρεζε σε πλοία να χαζεύει απ’ το αμπάρι…

Μα κι άλλο που δε γνώριζε, ήταν η απαίσια αρρώστια

που είχ’ απ τη δόλια μάνα του, του έκαιγε τα εντόστια…

Ήδ’ ήταν είκοσι χρονώ, πολύ δεν θα αργούσε

ν’ εμφανιστεί, ν’ εξαπλωθεί, το θάνατο μηνούσε…

Αιώνες πριν, δεν ήξεραν, μα έτσι κι αιμορραγούσε

θα πέθαινε στα χέρια τους, στο αίμα θα ξεψυχούσε…

Page 5: Ο πορθμός της Σκόδρας

Μια μέρα ψόφιος ήρθε απ’ του πατέρα τη δουλειά

μπήκε στο σπίτι, φώναξε στους γονείς του δυνατά:

«Μάνα, πατέρα, αφήστε με να πάω ένα ταξίδι,

με κούρασε της Σκώδρας μας το χώμα, το γρασίδι.

Ερώτησα το θείο μου, μπας και θα με αφήσει

το πλοίο του να δανειστώ, στο Μπούνα ν’ αρμενίσει.

Μ’ άφησε ο αγαπητός, θείος μου ο λατρεμένος

να πάω το πλοίο του να βρω, στο δρόμο του λιμένος!»

Page 6: Ο πορθμός της Σκόδρας

«γιατί γιόκα μου βιάζεσαι, τόσο πολύ να φύγεις,

η ξενιτιά είναι βαριά, πρόβλημα μέγα ανοίγεις!»

Του είπε η «μάνα» κι ο «μπαμπάς», που κάτι μυριστήκαν

πονηριά δίχως όρια, το νου στο δόλο αφήκαν

«Γονείς μου χιλιοξακουστοί, γονείς μου πονεμένοι,

μη σκιάζεστε, φόβο ποτέ, δεν θ’ αφήσω να μπαίνει,

Στη καρδιά μου την αντρίκια, που ναι χρόνια στη σκλαβιά,

από έρωτα και πόθο για ταξίδια μακρινά.

Page 7: Ο πορθμός της Σκόδρας

Μόνο μία χάρη θέλω, το ποτάμι να διαβώ,

γιατί κάτι μου μηνάει, πως μετά δε θα μπορώ…

Γι’ αυτό τώρα, ευλογήστε, και οι δυο σας το ταξίδι,

κι ετοιμάστε μου σακούλι με φασόλια και ξίδι

Τον ορίζοντα θα σκίσω, πεπρωμένο πάω να βρω

χάρη μια θα του ζητήσω, ν’ αντικρύσω το Θεό.

Κι εάν τύχ’ να μη γυρίσω, μη φοβάστε ούτε λεπτό,

θα βαστάω την αγάπη σας, στο στήθος φυλαχτό!»

Page 8: Ο πορθμός της Σκόδρας

«Μήπως άλλη μέρα φύγεις, λίγο ακόμα να σταθείς

γιατί είναι ενδεχόμενο να μη μας ξαναδείς!»

«Άσ’ τον, γυναίκα, να διαβεί, του Μπούνα το ποτάμι

κι όταν γυρίσ’, πρώτα ο Θεός, θα στήσουμε μπαϊράμι»

Κάνει ο πατέρας τον καλό, μα ύπουλα θα παίξει

το τελευταίο του χαρτί, με δόλο θα διαλέξει!

κι έτσι την επομένη θα φύγει το παλικάρι

να αγναντέψει τα νερά, τα βουνά από τ’ αμπάρι

και τ’ όνειρο νά βγει αληθινό, μέγα και πολυπόθητο

μα ο «πατέρας» έκανε πάλι λάθος αδιόρθωτο.

Όταν τ’ αγόρι έφυγε, πήγε στον άλλο είπε

δόλο πάλι ετοιμάζοντας, ψέμα καινούριο βρήκε:

Page 9: Ο πορθμός της Σκόδρας

«έλ’ αδερφέμ, ‘γω να σου πω, τι σκέφτηκα χθες βράδυ

μεγάλη η αμαρτία μας, και θα καώ στον Άδη…

Δεν πρέπει δα να θα μαθευτεί, για τη μικρή τη νύφη

κόρη τρανή και λυγερή, κόρη ενός σερίφη,

Πως εμείς τη σκοτώσαμε, πως έφυγε απ’ το σόι,

γιατί θα μας σκοτώσει ο γιος, διπλό το μοιρολόι!!!

Page 10: Ο πορθμός της Σκόδρας

Για αυτό, μια χάρη κάνε μου, πες συ στους συγγενείς μας,

άμα τον δουν να τον εβρούν, και να τον ετρομάξουν

μύθους να του επουλήσουνε, για την υπόθεσή μας,

πως στης Ροζάφας το καστρί, τέρατα θα τον κατασπαράξουν!»

Κι έτσι τους τηλεφώνησε ο θείος ο μεσαίος,

είπε να τον τρομάξουνε, να προκαλέσουν δέος

Για το καστρί, που με μυστρί έχτισαν τρία αδέρφια

για να ξαναποφύγουνε να μπλέξουν, να χουν ντέρτια…

Page 11: Ο πορθμός της Σκόδρας

Κι ενώ πελάγη έσκιζε, τ’ όμορφο παλικάρι,

χάζευε όμορφα βουνά και δάση απ’ τα’ αμπάρι.

γιατί μεγάλο έρωτα είχε για τη πατρίδα,

την Αλβανία, μαγευτική, όμορφη σαν Νηρηίδα…

μα ύστερα απ’ ώρες πολλές, φουρτούνα είχε ξεσπάσει

και το μικρό πλοιάριο στα τρία είχε πια σπάσει

Και τότε παρατήρησε, πως στεριά είχε πατώσει

και πως από το θάνατο στο τσακ είχε γλιτώσει!

Κοίταξε τότε γύρω του και βρήκε μια ταμπέλα

τρομαχτική και θλιβερή, με κόκκινη κορδέλα

Απάνω είχ’ ένα φάντασμα, μια απαίσια γυναίκα

κι από δίπλα έλεγε «το σπίτι του διαβόλου»

μα αυτό δεν τον σταμάτησε, φόρεσε δυο γιλέκα

και πήγε παραπέρα για έρευνα του τόπου όλου

Page 12: Ο πορθμός της Σκόδρας

Πιο πέρα, δέντρο αντάμωσε, με κούφιο το κορμό του,

πλησίασε μέσα να δει, τι υπήρχε και… ω Θε μου!

μια προβατίσια κεφαλή πρόσμεν’ τον ερχομό του!

μα… «δε φοβάμαι, μια φωνή ενθαρρύνει τη καρδιά μου»

Δέκα μέτρα προχώρησε, και βρήκ’ έναν καμπούρη

να περπατάει κουτσά κουτσά, να τρώει ένα κουλούρι

«Καλέ μου θείο, προς τα πού, είναι κείνο το κάστρο;»

ρώτησε και το βλέμμα του έλαμπε, θείο άστρο...

Στραβά λίγο εκοίταξε ο γέροντας το νέο

μα σαν το αντιλήφθηκε, λόγο είπε μοιραίο:

Μεγάλο αυτό το δίλημμα μα πήγαινε, προχώρα,

από τα δεξιά σου, ακολούθα τούτη την ανηφόρα

Ότι κι αν δεις, να μη σκεφτείς ούτε στιγμή τι κάνεις

είσαι ένα δύστυχο παιδί, θύμα μιας αισχρής πλάνης»

«Εγώ πολύ σ’ ευχαριστώ, γέροντα συ σοφέ μου,

να σαι καλά, βάστα γερά, συ γέροντα καλέ μου!»

Page 13: Ο πορθμός της Σκόδρας

Στο δρόμο είδε άλλα πολλά, πτώματα ματωμένα,

με τίποτα δε τρόμαξε, μυαλά είχε πια νουθετημένα

Ανθρώπους γνώρισε πολλούς, και κατατρομαγμένους

από μια υποτίθεται θανάσιμη κατάρα,

που περπατούσε στα βουνά, σε λόφους μαγεμένους

τάχα κανείς δε γύρισε, σκοτώθηκε κει, άρα.

Μα φυσικά όλοι αυτοί του θείου ήταν μαστόροι

που πληρωθήκανε καλά για να πουν ψέματα όλοι

Πως τάχα τούτο το καστρί ήτανε μαγεμένο

με τέρατα και πνεύματα χρόνια πια στοιχειωμένο!

Μα ο μικρός δεν άκουγε, δεν μίλησε, δεν είπε

τίποτα σ’ όλους τους κακούς, το λόφο αυτό διαβήκε

Page 14: Ο πορθμός της Σκόδρας

Και έφτασε δαύτο το καστρί, το πολυποθημένο

που το ‘χε ίσως από μωρό, κρυφό απωθημένο…

Στην όψη λίγο τρόμαξε, μα πια την πόρτα σπρώχνει

νιώθει πως κάτι τον τραβά, απ’ το λαιμό, αγχόνη;;;

Και μόλις πόδι πάτησε μέσα στο κάστρο αυτό

εγύρισε και κοίταξε, σώμα μισοαδειανό

σώμα μισοδιάφανο, σαν σύννεφο χρυσό

και τότε η φωνή μέσα του, του είπε: «Αυτή είναι,

η μάνα σου η ξακουστή, το πεπρωμένο σου ήρθε!»

Page 15: Ο πορθμός της Σκόδρας

«Γιέ μου, καλέ, γιέ μου μικρέ, κομμάτι απ’ την ψυχή μου!

ποιος θα μου το ‘λεγε πως θα ‘χε νόημα πια η ζωή μου!

Είμαι η φωνή, είμαι αυτή που σ’ ήθελε κοντά της

πριν πια επλησιάσουνε αυτηνής τα γηρατειά της!!!

Γιε μου, για το κοινό καλό, με πήραν μακριά σου,

και δέχτηκα να στερηθώ την όμορφη αγκαλιά σου…!

Ό,τι κι αν πεις, είσαι σωστός, είσαι αδικημένος

κατάλαβέ με, ήθελα να είσαι ευτυχισμένος

Την επιθυμιάμ άκουσαν, μισή έξω να μ’ αφήσουν

όλη μου τη μητρότητα πήγαν να σου στερήσουν!!!

Page 16: Ο πορθμός της Σκόδρας

Συγχώρεσε με, γιόκα μου, καημένο μου θρεφτάρι,

το έλεος σου θέλω, μη μπήγεις μέσα μου κοντάρι!

Κλαίω πια και τα δάκρυα ποτίζουν το λαιμό μου

να βραχώ όμως δε μπορώ, δεν ήτανε γραφτό μου…

Το σώμα μου είναι λειψό, μισό εξαερωμένο

γιατί αυτό ήταν γραφτό, μισή εδώ να μένω…

Θυσία έκανα για σε, κατάλαβέ με πάλι,

έλα στην αγκαλιά μου τη μισή να σε βαστήξω πάλι!!!»

Κι όντως τα δάκρυα τρέχανε, μεγάλα σα ποτάμι

του Μπούνα δυο φορές το μέγεθος είχαν κάμει!

Τρέχανε απ’ τη μια πλευρά που είχε το λαιμό της,

την άλλη την εκρύβανε σύννεφα, απ το γιο της!

Page 17: Ο πορθμός της Σκόδρας

«Μάνα!!! Γιατί εγώ, θύμα χαζό να γίνω αυτού του δόλου;

Ποιος άτιμος σε έκανε αντάξια αυτού του ρόλου;

Είσαι δικιά μου, μάνα μου, και μην με ξαναφήσεις!

και όχι εγώ θα σου ζητώ, σύ να με συγχωρήσεις!

Στο ψέμα με μεγάλωσαν, στο δόλο αυτό με ‘πνίγαν

με άφησαν, με σκάλωσαν, στο θάνατο με πήγαν!

Γιατί με τούτα που ακούω, λυγάει η ψυχή μου

ξεχνάω πως είμαι άνθρωπος, διψάω για εκδίκησή μου!!!»

Κραυγάζει και της ρίχνεται το δόλιο παλικάρι,

κι ας ήτανε λειψή, μισή, περίεργη αγκάλη!

Είναι η μάνα ο βράχος, της χαράς το κλαδί

κι αυτός το απροστάτευτο μικρό, μικρό πουλί!

Page 18: Ο πορθμός της Σκόδρας

«Μαζί θα στεριώσουμε, και δεν θα μας χωρίσουν!

γιατί της μοίρας ειν’ γραφτό να δικαιοπραγήσουν!»

Στην αγκαλιά τον έσφιγγε, το μέτωπο φιλούσε,

κι εκείνος πια στο στήθος της, βογκούσε, αγκομαχούσε…

«Γιε μου, τρανέ μου, αγαπητέ, καμάρι του σπιτιού μου,

δεν ξες πως θα με διώξουνε, στου νεκροκρεβατιού μου;

Κανείς δεν θα το εγκρίνει αυτό, κανείς δε θα με θέλει,

άσε με δω, στην ερημιάμ, σαν αδειανό βαρέλι,

Στέγη έχω για να κοιμηθώ, σαν φάντασμα που είμαι

χαρούμενη έγινα ξανά που πια μαζί σου είμαι!»

«Όι, μάνα! Δεν θα ξαναπώ, πως μαζί μου σε παίρνω,

κι όλους τους άλλους πια για σε, θα τους διαολοστέλνω,

εδώ σε τούτο το σακί μέσα θα σε κλειδώσω,

να μη σε πάρει ο άνεμος, δε θα σε ξαναδώσω!!!»

Page 19: Ο πορθμός της Σκόδρας

«Ότι πεις, γιε μου μα να ξες, γέρος μου είπε ένας,

πως άνθρωπος για να φτιαχτώ, πέντε άλλοι θα πεθάνουν!

Και γω να ξες, γω δεν μπορώ να κάμω ότι μου κάνουν!

δεν είναι και το πιο σωστό, μεγάλη αμαρτία,

να κάψεις πέντε άλλες ζωές για μία σωτηρία!

Έκατσε τότε να σκεφτεί, τ’ όμορφο παλικάρι,

και σκέφτηκε τι να χτιστεί, πέντε ψυχές να πάρει…

Κι έτσι του ήρθε ξαφνικά, καλή μία ιδέα

έχ’ η Αλβανία η τρανή μια λίμνη, τέλεια θέα

μα ο μεσαίος θείος, ψαράς, κάποτε του χε πει:

δύσκολο κάποιος τη Σκόδρα με πλοίο να διαβεί,

γιατί τα πλοία ειν’ παλιά, τεράστια η διαδρομή!

κι έτσι την καταδίκη υπέγραψε με τιμή!

Page 20: Ο πορθμός της Σκόδρας

Δέκα χρόνια μετά, τη μέρα του γάμου ένα όραμα έρχεται στον ύπνο της μητέρας…«Μάνα καλήμ, μάνα χρυσήμ, έχεις την καλημέραμ!

είσαι η πιο καλή μαμά, ψυχή μου εσύ, αιθέραμ!

Πως σ’ αγαπώ το ξες καλά, και ότι σε λατρεύω,

και ξες καλά εσύ κυράμ, πως σ’ όλους σε παινεύω!

Τι λες, πάμε απέναντι , βόλτα στο Μπαλαμπάνι,

περνώντας από τον πορθμό που κάποτ’ είχα κάνει;»

Είπε ο γιος και φίλησε στα μάγουλα τη μάνα,

που τώρα ήταν πάλι δυο, κόκκινα σαν σαμπάνια!

«πάμε ψυχή μου, όπου θες, να κάμουμε κουβέντα,

μάνα και γιος και εγγονός και νύφη και εγγονούλα,

Απ’ τον πορθμό το διαλεχτό, που ‘καμες συ για μένα,

είσ’ η ζωή μου, σαν κι εσέ, δεν αγαπώ κανένα!»

Page 21: Ο πορθμός της Σκόδρας

«Το ξέρω, μάνα μου γλυκιά, και μην έχεις πια τύψεις,

έπρεπε να πληρώσουνε, έπρεπε σύ να ζήσεις…

Η προφητεία έλεγε πως πρέπει να πεθάνουν,

και πως θα είν’ αμαρτωλοί αυτοί που δε το κάνουν!

Θυσίες έγιναν πολλές, πολύ αίμα εχύθη,

μα οι ψυχές οι αμαρτωλές ανέβασαν τον πήχη,

να δες κι ο Πρωτομάστορας ζήτησε μια συγγνώμη,

απ’ το Θεό για να σωθεί απ’ τη φριχτή αγχόνη,

και να ‘ρθει εδώ για να σε βρει, σε νυφικό σεντόνι,

και δες τον που με δαίμονες ποτέ πια δε μαλώνει!

Page 22: Ο πορθμός της Σκόδρας

Είν η ζωή, απ’ την αρχή, σκληρή και πικραμένη,

άλλοι τρανοί και γελαστοί, και άλλοι πονεμένοι

Μα όταν τη μοίρα έρχεται ο γύφτος να διαβάσει

το χέρι σου θα σου ζητά, γιατί; Το έχεις πιάσει;

Γιατί τη μοίρα σου εσύ τη γράφεις και ορίζεις,

και γιατί ότι γίνεται, εσύ το καθορίζεις!

Αγκάλιασε τον, σύ, σφιχτά, έχει περάσει πάθη,

βαρέθηκε τις νύχτες να αγκαλιάζει παλιά λάθη,

Δείξ’ του πως η μετάνοια για όσους έχουν μάθει,

ένα μονάχ’ αντάλλαγμα έχει, κι αυτό είν’ Η ΑΓΑΠΗ…

Page 23: Ο πορθμός της Σκόδρας
Page 24: Ο πορθμός της Σκόδρας