Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

12
ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡΕΫ ΌΣΚΑΡ ΓΟΥΑϊΛΝΤ Μυθιστόρημα Εργασία στη Λογοτεχνία Ελένη Νάσιου Ιανουάριος 2017 3 ο Γυμνάσιο Ιλίου

Transcript of Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

Page 1: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΡΙΑΝ ΓΚΡΕΫ

ΌΣΚΑΡ ΓΟΥΑϊΛΝΤ

Μυθιστόρημα

Εργασία στη ΛογοτεχνίαΕλένη Νάσιου

Ιανουάριος 20173ο Γυμνάσιο Ιλίου

Page 2: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Ο Όσκαρ Ουάιλντ γεννήθηκε στο Δουβλίνο στις 16

Οκτωβρίου1854 και πέθανε στο Παρίσι στις 30 Νοεμβρίου 1900. Ήταν Ιρλανδός μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός και κριτικός.

Σπούδασε στο Δουβλίνο και στην Οξφόρδη κλασικισμό και όταν τελείωσε τις σπουδές του εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο.

Στο απόγειο της φήμης του ο Ουάιλντ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι, Τζον Ντάγκλας για συκοφαντία. Όμως στην διάρκεια της δίκης παρουσιάστηκαν αποδείξεις οι οποίες ανάγκασαν τον Ουάιλντ να αποσύρει τις κατηγορίες και οδήγησαν στην σύλληψή του με την κατηγορία του σοδομισμού.Ύστερα από δύο ακόμα δίκες, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε κατευθείαν για την Γαλλία, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί έγραψε και το τελευταίο του έργο, Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ,ένα μακροσκελές ποίημα όπου παρουσιάζει τις κακουχίες της ζωής στην φυλακή. Πέθανε άπορος στο Παρίσι , τον Νοέμβριο του 1900, σε ηλικία 46 ετών.

Είναι γνωστός για το μοναδικό του μυθηστόρημα, το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ, και για τα θεατρικά του έργα.

Page 3: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Λονδίνο. Δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνία για

το πότε αναφέρεται αλλά ξέρουμε ότι η ιστορία άρχισε μια καλοκαιρινή μέρα.

Οι βασικοί ήρωες του έργου είναι: ο Ντόριαν Γκρέυ, ο λόρδος Χένρυ

Αφηγητής αυτού του μυθιστορήματος είναι ο συγγραφέας.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 20 κεφάλαια.

Page 4: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: Ο Ντόριαν Γκρέυ μαγεμένος από την

ομορφιά του πορτρέτου του πουλάει την ψυχή του με αντάλλαγμα την αιώνια νεότητα και το αιώνιο κάλλος.

Page 5: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΠΛΟΚΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ:

Ο Ντόριαν Γκρέυ, ένας γοητευτικός νεαρός, κάνει μια ευχή, αφού είχε ακούσει τα λόγια του λόρδου Χένρυ Γουώτον περί της ομορφιάς της νιότης και αφού είχε δει και θαυμάσει την ομορφιά του πορτρέτου του από τον ζωγράφο Μπάζιλ Χόλγουορντ, να μείνει ο ίδιος νέος και με την ομορφιά της νιότης του και αντί για αυτόν να μεγάλωνε το πορτρέτο του. Αυτό κάνει τον Ντόριαν σιγά σιγά ψυχρό, τόσο πολύ ώστε να μην τον ενδιαφέρει ο θάνατος της αγάπης του και αργότερα να διαπράττει ένα μεγάλο έγκλημα.

Page 6: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

Το βιβλίο μου άρεσε πολύ γιατί σου διδάσκει αξίες και ήθος και σου δίνει να καταλάβεις την αξία της ομορφιάς της ψυχής και όχι της εξωτερικής εμφάνισης.

Page 7: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ: Ο ήρωας του κειμένου συναναστρέφεται με πολλά πρόσωπα.

Με κάποιους έχει θετικές σχέσεις, όπως για παράδειγμα με τον λόρδο Χένρυ, τον Μπάζιλ ή την Σίμπυλ Βέιν (την πρώτη του αγάπη). Με άλλους έχει αρνητικές σχέσεις, όπως με τον Τζέιμς Βέιν (τον αδερφο της Σίμπυλ Βέιν), τον Άλαν Κάμπελ (τον παλιό του φίλο) ή κάποια άλλα βουβά πρόσωπα που δεν τον συμπαθούσαν.

Κατά τη διάρκεια της ιστορίας όμως με κάποια άτομα που είχε θετικές σχέσεις άρχισε να έχει αρνητικές. Μερικοί είναι: η Σίμπυλ Βέιν όταν της είπε ότι δεν την αγαπούσε πια και αυτό ήταν που άρχισε να χαλάει την αρχική προσωπικότητα του Ντόριαν, ο Μπάζιλ, ο ζωγράφος του πορτρέτου του που τον σκότωσε λόγω της ψυχρής προσωπικότητας που είχε πλέόν αποκτήσει. Με τον Άλαν Κάμπελ που ήταν παλιός του φίλος αλλά δεν είχαν πολύ καλή σχέση αργότερα έγινε ουδέτερη αφού ο Άλαν του έκανε μια πολύ μεγάλη χάρη.

Page 8: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

Όταν ο ήρωας αγαπούσε την Σίμπυλ ήταν ευτυχισμένος αλλά μετα από μια βραδια που δεν έπαιξε καλά τον ρόλο της ως Ιουλιέτα σταμάτησε να έχει αισθήματα για αυτήν και γι’αυτό άλλαξε η προσωπικότητα του. Κάποιοι άρχισαν να λένε άσχημα πράγματα γι’αυτόν που δεν ήταν αλήθεια ενώ άλλοι τον συμπαθούσαν υπερβολικά λόγω της γοητείας του. Ο ίδιος κάποια στιγμή βλέποντας τι γινόταν στο πορτρέτο του και καταλαβαίνοντας την αλλαγή της προσωπικότητάς του δεν ήξερε τι ένιωθε για τον εαυτό του.

Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν σκότωσε τον Μπάζιλ επειδή του έκανε κήρυγμα για την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερε τι να κάνει και ζήτησε βοήθεια από τον Άλαν για να εξαφανίσει το πτώμα.

Page 9: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

1ο ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ: «Ο Ντόριαν Γκρέυ έριξε μια ματιά στον πίνακα, και

ξαφνικά ένιωσε ένα ανεξέλεγκτο μίσος για τον Μπάζιλ Χόλγουορντ, ένα μίσος που λες και του το υπέβαλε το είδωλο του πίνακα, σαν να του το ψιθύρισε στ’αυτί μ’εκείνα τα χείλη που χαμογελούσαν σατανικά. Μέσα του ζωντάνεψαν τα τρελά πάθη του κυνηγημένου ζώου, κι ένιωσε για τον άντρα που καθόταν στο τραπέζι μια απέχθεια που για τίποτα δεν είχε ξανανιώσει στη ζωή του. Κοίταξε γύρω του με βλέμμα άγριο. Κάτι γυάλιζε πάνω στη ζωγραφιστή κασέλα που είχε απέναντί του. Ήξερε τι ήταν. Ήταν ένα μαχαίρι που είχε φέρει πάνω πριν από μερικές μέρες για να κόψει ένα κομμάτι σπάγκο και το είχε ξεχάσει εκεί. Το πλησίασε αργά, προσπερνώντας το Χόλγουορντ. Μόλις βρέθηκε πίσω του, άρπαξε το μαχαίρι και γύρισε απότομα. Ο Χόλγουορντ κινήθηκε στην καρέκλα του σαν να ετοιμαζόταν να σηκωθεί. Όρμησε πάνω του και βύθισε το μαχαίρι στη μεγάλη φλέβα πίσω από το αυτί, πιέζοντας το κεφάλι του άντρα πάνω στο τραπέζι και χτυπώντας τον πολλές φορές.

Page 10: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

Ακούστηκε ένα υπόκωφο βογκητό και ένας φριχτος ρόγχος καθώς πνιγόταν απ’το αίμα του. Τρεις φορές σήκωσε σπασμωδικά τα απλωμένα του μπράτσα, κουνώντας τρελά στον αέρα τα χέρια με τα κοκαλωμένα δάχτυλα. Τον μαχαίρωσε άλλες δύο φορές, αλλά ο άντρας δε σάλεψε. Κάτι άρχισε να στάζει στο πάτωμα. Περίμενε για λίγο, εξακολουθώντας να πιέζει το κεφάλι προς τα κάτω. Ύστερα πέταξε το μαχαίρι στο τραπέζι και στάθηκε να αφουγκραστεί.

Δεν άκουγε τίποτε άλλο εκτός από τις σταγόνες του αίματος που έπεφταν στο φθαρμένο χαλί. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Κανείς δεν ακουγόταν. Στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα σκυμμένος πάνω από τα κάγκελα, με το βλέμμα καρφωμένο στο μαύρο πηγάδι του σκοταδιού που έβραζε. ‘Επειτα πήρε το κλειδί από την πόρτα, γύρισε στο δωμάτιο και κλειδώθηκε μέσα.

Το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Μπάζιλ Χολγουορντ καθόταν ακόμα στην καρέκλα, πεσμένο πάνω στο τραπέζι, με σκυμμένο το κεφάλι, κυρτωμένη ράχη και μακριά παράξενα χέρια. Αν δεν υπήρχε η κόκκινη, οδοντωτή πληγή στο λαιμό και η μαύρη πηχτη λίμνη που όλο και μεγάλωνε πάνω στο τραπέζι, θα έλεγε κανείς πως ο άντρας απλώς κοιμόταν.

Page 11: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

2ο ΑΠΟΣΠΑΣMA: Κοίταξε γύρω του και είδε το μαχαίρι που είχε χρησιμοποιήσει

για να σκοτώσει τον ζωγράφο. Το είχε καθαρίσει πολλές φορές, ώσπου δεν έμεινε ο παραμικρός λεκές πάνω του.

Ήταν λαμπερό και γυάλιζε. Όπως είχε σκοτώσει τον ζωγράφο, θα σκότωνε και το έργο του και όλα όσα συμβόλιζε. Θα σκότωνε το παρελθόν, και όταν το παρελθον θα ήταν νεκρό, εκείνος θα ήταν ελεύθερος. Θα σκότωνε αυτήν την τερατώδη ψυχή-ζωή, κι απαλλαγμένος απ’τις φριχτές προειδοποιήσεις της, θα ζούσε ήρεμος πια. Άρπαξε το μαχαίρι και το κάρφωσε στο πορτρέτο.

Ακούστηκε μια κραυγή κι ένας γδούπος. Η κραυγή ήταν τόσο τρομαχτική κι εναγώνια, που οι υπηρέτες ξύπνησαν τρομαγμένοι και βγήκαν απ΄τα δωμάτιά τους. Δύο κύριοι που περνούσαν απ’την πλατεία σταμάτησαν και κοίταξαν το μεγάλο σπίτι. Προχώρησαν ώσπου βρήκαν έναν αστυφύλακα και τον έφεραν μαζί τους πίσω. Ο αστυνομικός χτύπησε το κουδούνι αρκετές φορές, αλλά κανείς δεν ήρθε να ανοίξει. Εκτός από ένα φως σ’ένα από τα πάνω παράθυρα, το σπίτι είναι θεοσκότεινο. Σε λίγο, απομακρύνθηκε, στάθηκε σε μια γειτονική είσοδο κι έμεινε να παρακολουθεί το σπίτι.

Page 12: Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ

‘Τίνος είναι αυτό το σπίτι αστυφύλαξ ;’ ρώτησε ο πιο ηλικιωμένος από τους δύο κυρίους.

‘Του κύριου Ντόριαν Γκρέυ’ αποκρύθηκε ο αστυνομικός. Οι άντρες κοιτάχτηκαν και συνέχισαν το δρόμο τους μ’ένα

περιφρονητικό γέλιο. Μέσα, στα διαμερίσματα του προσωπικού, οι μισοντυμένοι

υπηρέτες μιλούσαν ψιθυριστά μεταξύ τους. Η γριά κυρία Λήφ έκλαιγε και έσφιγγε τα χέρια της σπασμωδικά. Ο Φράνσις ήταν ωχρός σαν τον θάνατο.

Σε ένα τέταρτο περίπου, πήρε τον αμαξά και έναν υπηρέτη και ανέβηκαν πάνω. Χτύπησαν την πόρτα, αλλά δεν πήραν απάντηση. Φώναξαν πολλές φορές. Όλα ήταν σιωπηλά. Στο τέλος, αφού προσπάθησαν μάταια να παραβιάσουν την πόρτα, σκαρφάλωσαν στην στέγη και πήδηξαν στο μπαλκόνι του δωματίου. ΟΙ μπαλκονόπορτες υποχώρησαν εύκολα.

Όταν μπήκαν στο δωμάτιο, βρήκαν κρεμασμένο στον τοίχο ένα λαμπρό πορτρέτο του κυρίου τους όπως ήταν την τελευταία φορά που το είχαν δει, σ’ όλο το θαύμα της εξαίσιας νιότης και ομορφιάς του. Στο πάτωμα κειτόταν ένας άντρας νεκρός, ντυμένος με βραδινό κοστούμι και με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά του. ‘Ηταν μαραμένος, ρυτιδιασμένος και αποκρουστικός στην όψη. Μόνο όταν κοίταξαν προσεκτικά τα δακτυλίδια του, τον αναγνώρισαν».