ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

21
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:«ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΗΘΗ- ΕΘΙΜΑ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2012-2013 14ο Δ. ΣΧ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ Ε1΄ ΤΑΞΗ ΔΑΣΚΑΛΑ: ΓΚΟΤΑ ΕΥΘΥΜΙΑ

Transcript of ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:«ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»

ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΗΘΗ- ΕΘΙΜΑ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2012-2013 14ο Δ. ΣΧ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ Ε1΄ ΤΑΞΗ

ΔΑΣΚΑΛΑ: ΓΚΟΤΑ ΕΥΘΥΜΙΑ

Στο λαϊκό εορτολόγιο η περίοδος από

την παραμονή των Χριστουγέννων

έως τα Θεοφάνεια ονομάζεται

«Δωδεκαήμερο». Τρεις μεγάλες

γιορτές γιορτάζονται εκείνες τις

ημέρες, τα Χριστούγεννα, η

Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνεια.

.

Πολλά από τα ήθη και έθιμα του δωδεκαήμερου (Κάλαντα, στολισμός σπιτιών,

πίτες και φαγητά κλπ) είχαν ως σκοπό τους να προαναγγείλουν τον ερχομό της

Άνοιξης, να εξασφαλίσουν για όλους την ευτυχία και να τονώσουν το αίσθημα

της θρησκείας και της οικογένειας. Έχουν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα αλλά

και το Βυζάντιο, αποδεικνύοντας έτσι την συνέχεια του ελληνικού πνεύματος

μέσα στους αιώνες.

H Α. Κυριακίδου Νέστορος στο βιβλίο της «Λαογραφικά

μελετήματα» επισημαίνει:

«…Η Γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου

συμπίπτει, όπως είναι γνωστό, με το χειμερινό

ηλιοστάσιο, που είναι η πιο κρίσιμη καμπή του ετήσιου

κύκλου του ήλιου. Τούτη όμως την κρίσιμη στιγμή ο

ήλιος ξαναπαίρνει, κάθε χρόνο, τον δρόμο του προς τη

γη».

Στη ρωμαϊκή εποχή οι οπαδοί του Μίθρα γιόρταζαν στις 25 Δεκεμβρίου τη

γέννηση του θεού τους , κι όπως αναφέρει η συγγραφέας ονομαζόταν «το

γενέθλιον του αήττητου ήλιου» γιατί καθώς πίστευαν, γεννιόταν κάθε χρόνο ο

ήλιος εκείνη την ημέρα και άρχιζε να μεγαλώνει.

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, στην ημερομηνία αυτή τοποθετήθηκε η

Γέννηση του Χριστού, ο ήλιος και το φως έγιναν επίθετα προσδιοριστικά του

μεγαλείου Του: “ Ο Φωτοδότης Χριστός»

Το Ελληνικό Δωδεκαήμερο

Σε πόλεις και χωριά της Θράκης

και της Μακεδονίας (ιδιαίτερα

στα χωριά Πλατανιά και

Σιταγροί του Νομού Δράμας)

συναντάμε το έθιμο των

Μωμόγερων, το οποίο έφεραν

μαζί τους οι Πόντιοι πρόσφυγες.

Η ονομασία του εθίμου

προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή

μώμος και γέρος και συνδέεται με

τις μιμητικές κινήσεις των

πρωταγωνιστών, οι οποίοι φορώντας τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων -

ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή

γεροντικών προσώπων και γυρνούν στους δρόμους σε παρέες τραγουδώντας

κάλαντα ή ευχές.

Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία

ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή.

Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της

Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια.

Στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της «Κόλιντα

Μπάμπο» που έχει σχέση με τη σφαγή του Ηρώδη.

Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές

φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπο» δηλαδή «σφάζουν

γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο οι φωτιές ανάβουν για

να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να

προφυλαχτούν όχι μόνο από το βασιλιά αλλά κι από

το κακό που ίσως παραφυλάει για τον καινούριο χρόνο.

Οι Μωμόγεροι

Κόλιντα Μπάμπο

Άλλη ερμηνεία έχει να κάνει με τον μικρό Ιησού , όπου οι φωτιές φροντίζουν να

ζεστάνουν την ατμόσφαιρα περιμένοντας την γέννησή του.

Το Κόλιντα Μπάμπω φυσικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα κάλαντα στη

γιαγιά, μια φράση που είναι γνωστή σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας και τη

συναντούμε όχι μόνο στη Μακεδονία αλλά και στη Θράκη.

«Κόλιντα, Κόλιντα δώσ’ μου μπάμπω κλούρα.

Αν δε με δώσεις κλούρα δώσ’ μου τη θυγατέρα’ς»

Στην περιοχή της Κοζάνης τα παιδιά μαζεύουν ξερά

χόρτα καθώς και κλαδιά κέδρου που έχουν ένα

ιδιαίτερο άρωμα από τις 27 Οκτωβρίου.

Τα κλαδιά αποθηκεύονται σε μέρος ξηρό και

παραμένουν εκεί για να ξεραθούν εντελώς και να

μην έχουν υγρασία.

Στις 23 Δεκεμβρίου, τα κλαδιά στοιβάζονται στον

ανοιχτό χώρο όπου θα τελεστεί το έθιμο και δημιουργούν ένα τεράστιο σωρό.

Ο γεροντότερος κάτοικος του χωριού ανάβει τη φωτιά. Τότε, οι κάτοικοι πιάνουν

το χορό γύρω από την πυρά ενώ σε κάποια μέρη γύρω από την πυρά

περιφέρονται και οι κωδωνοφόροι.

Οι κλαδαριές

Το έθιμο απαντάται στη Θάσο.

Οι οικογένειες κάθονται γύρω από το αναμμένο

τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και

ρίχνουν γύρω στ' αναμμένα κάρβουνα, φύλλα

ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή,

χωρίς όμως να την πουν στους άλλους.

Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου

θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.

Την παραμονή των Χριστουγέννων

"παντρεύουν", σε πολλά μέρη της Ελλάδας, τη

φωτιά.

Παίρνουν ξύλο με θηλυκό όνομα π.χ. κερασιά και ένα με αρσενικό όνομα, ας

πούμε πλάτανος και ο νοικοκύρης λέει:

"Παντρεύω σε φωτιά για το καλό της νοικοκυράς"

Το σπόρδισμα των φύλλων

Το σπόρδισμα των φύλλων

Πάντρεμα της φωτιάς

ΚΕΡΑΣΙΑ ΠΛΑΤΑΝΟΣ

Κάθε χρόνο, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα μέλη του πολιτιστικού

συλλόγου 'Καβακλή' των Κουφαλίων Θεσσαλονίκης ξεχύνονται στους δρόμους

της πόλης.

Δεν λένε όμως τα κάλαντα, αλλά

μεταμφιέζονται σε καμήλες και

φωνάζουν δυνατά διάφορα συνθήματα.

Σκοπός τους είναι να «παραπλανήσουν»

τους στρατιώτες του Ηρώδη που

ψάχνουν να βρουν το νεογέννητο Ιησού,

ώστε να μην μπορέσουν να τον

σκοτώσουν.

Στην Κεντρική Ελλάδα οι κοπέλες, τα μεσάνυχτα ή

προς τα χαράματα των Χριστουγέννων, πηγαίνουν στην

πιο κοντινή βρύση και παίρνουν το αμίλητο νερό.

Σε όλη τη διαδρομή δεν βγάζουν μιλιά από το στόμα

τους, για αυτό και το νερό το λένε άκραντο (αμίλητο).

Αφού πάρουν το νερό αφήνουν στη βρυσούλα βούτυρο,

τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς και λένε:

«Όπως τρέχει το νερό σ' βρυσούλα μ', έτσ' να τρέχ' και το βιο μ»

Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, "κλέβουν νερό" και

γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούν όλοι από τ' άκραντο νερό.

Ραντίζουν τις 4 γωνιές του σπιτιού και σκορπούν στο σπίτι τα τρία χαλίκια.

Το έθιμο της Καμήλας

Το τάϊσμα της βρύσης

Στα χωριά της Β. Ελλάδας, από τις

παραμονές των εορτών, ο νοικοκύρης έψαχνε

στα χωράφια και διάλεγε το πιο όμορφο, το

πιο γερό, το πιο χοντρό ξύλο, από πεύκο ή

ελιά και το πήγαινε στο σπίτι του.

Αυτό ονομαζόταν Χριστόξυλο και ήταν το

ξύλο που θα έκαιγε για όλο το Δωδεκαήμερο

των εορτών από τα Χριστούγεννα μέχρι και

τα φώτα στο τζάκι του σπιτιού.

Πριν ο νοικοκύρης φέρει το Χριστόξυλο, κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει

καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε

ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθάριζαν ακόμη και την καπνοδόχο, για να μη

βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι.

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων,

όταν όλη η οικογένεια θα ήταν μαζεμένη γύρω

από το τζάκι, ο νοικοκύρης θα άναβε την

καινούργια φωτιά και έμπαινε στην πυροστιά το

Χριστόξυλο.

Ο λαός λέει, ότι καθώς καίγεται το Χριστόξυλο,

ζεσταίνεται ο Χριστός, εκεί στην κρύα σπηλιά της

Βηθλεέμ.

Σε κάθε σπιτικό, οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να καίει το Χριστόξυλο μέχρι τα

φώτα.

Το Χριστόξυλο

Το σύμβολο της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, αποτελεί ιδιαίτερη

φροντίδα κάθε νοικοκυράς.

Το σχήμα του συνήθως είναι στρογγυλό, υπάρχουν όμως και διαφοροποιήσεις

κατά τόπους.

Στην Ιθάκη είναι μακρόστενο και σχηματίζει τη μορφή

μικρού παιδιού που παριστάνει το Χριστό στα σπάργανα,

ενώ στην Πετρούσα της Δράμας, πάνω στο ολοστρόγγυλο

ψωμί πλάθουν και τοποθετούν στη μέση και ένα μικρότερο.

Το μεγάλο κουλούρι συμβολίζει τη σπηλιά που γεννήθηκε ο

Χριστός, το δε μικρό τον ίδιο τον Χριστό.

Ιδιαίτερα προσεγμένη και η διακόσμησή του.

Συνήθως στη μέση της επιφάνειά του

κολλούν ένα σταυρό από ζυμάρι, στο

κέντρο και στις άκρες του οποίου

βάζουν καρύδια και αμύγδαλα,

σύμβολο πλούσιας καρποφορίας.

Τα σχέδια του έχουν άμεση σχέση με

την ασχολία του νοικοκύρη:

βόδια, αλέτρι και αλώνι αν είναι

γεωργός, πρόβατα, κατσίκια και

στάνη αν είναι τσοπάνης.

Το Χριστόψωμο κατέχει ξεχωριστή θέση στο τραπέζι, το οποίο σε αρκετά μέρη

στρώνεται από την παραμονή και λέγεται και «τραπέζι της Παναγιάς».

Το Χριστόψωμο

"Έλα, έχουμε γουρουνοχαρά"

Ένα από τα σημαντικότερα Χριστουγεννιάτικα έθιμα της Θεσσαλίας είναι το

σφάξιμο του γουρουνιού.

Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα,

ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια

διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα.

Τρεις-τέσσερις συγγενικές

οικογένειες καθόριζαν με τη

σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε

το γουρούνι της.

Για κάθε σφαγή μεγάλου

γουρουνιού απαιτούνταν 5-6

άνδρες, εκτός των παιδιών,

που είχαν ηλικία πολλές φορές

20-25 ετών.

Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό

και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως "γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά".

Η Γουρνοχαρά

Όσοι ασχολούνται με τη λαογραφία, λένε ότι ο

πρόγονος του Χριστουγεννιάτικου δέντρου στα

αρχαία χρόνια ήταν Ειρεσιώνη, κλαδί ελιάς ή

δάφνης στολισμένο με καρπούς, κορδέλες, μαλλιά

και μικρές φιάλες με κρασί μέλι και λάδι που

κρατούσαν τα παιδιά και επισκέπτονταν σπίτια

στις γιορτές.

Η Ειρεσιώνη φέρνει κάθε τι καλό, σύκα και

αφράτα ψωμάκια που μας τρέφουν… Και μέλι και

λάδι απαλό Και ξέχειλες κύλικες με κρασί για να

μεθύσει και να κοιμηθεί.

Στο Βυζάντιο κατά την εποχή των Χριστουγέννων «…κατά διαταγή του επάρχου

της κάθε πόλεως , ου μόνον καθαρισμός των οδών εγένετο , αλλά και στολισμός

διαφόρων κατά διαστήματα στηνομένων στύλων με δενδρολίβανα, κλάδους

μύρτου και άνθη εποχής»

Σε χριστιανικά

Σε πολλά χριστιανικά κείμενα περιγράφουν ναούς

στους οποίους βρίσκονταν μεγάλα ορειχάλκινα

δέντρα διακοσμημένα με διάφορα χρυσά,

ασημένια και χάλκινα στολίδια που απεικόνιζαν

ζωάκια, καρπούς, πουλιά, αυγά, κουδουνάκια.

Παλαιότερα για τη διακόσμηση των σπιτιών

χρησιμοποιούσαν κλαριά από δέντρα.

Σύμφωνα με ερευνητές του αντικειμένου, το

πρώτο στολισμένο δένδρο εμφανίστηκε στη Γερμανία το 1539 και τα πρώτα

στολίδια ήταν συσκευασμένα φαγητά ή είδη ρουχισμού ή άλλα χρήσιμα είδη,

που στο πέρασμα των χρόνων και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου

εξελίχθηκαν μόνο σε διακοσμητικά αντικείμενα. Κατά την παράδοση ο πρώτος

που στόλισε δέντρο ήταν ο Μαρτίνος Λούθηρος

Στην Ελλάδα το έθιμο αυτό του έλατου ως χριστουγεννιάτικη διακόσμηση ήρθε

για πρώτη φορά με τον Βαυαρό Βασιλιά Όθωνα το 1833, που σημαίνει ότι είχε

ήδη καθιερωθεί ως έθιμο στους βασιλικούς οίκους της Βόρειας Ευρώπης.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ

Στην Ελλάδα ωστόσο, έχουμε σαν έθιμο το

χριστουγεννιάτικο «καράβι». Σύμφωνα με στοιχεία της

λαογραφίας μας, το έθιμο αυτό προέρχεται από τα

ελληνικά νησιά.

Στα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές τα παιδιά

τραγουδούσαν τα κάλαντα το βράδυ της παραμονής των

Χριστουγέννων κρατώντας ένα μικρό καράβι που το

κατασκεύαζαν μόνοι τους από χαρτόνι ή τσίγκο και το

στόλιζαν με χρωματιστά χαρτιά και φωτάκι για να

βρίσκουν το δρόμο μέσα στο σκοτάδι.

Το καράβι άλλωστε ήταν από την αρχαιότητα συνδεδεμένο με τη ζωή των

Ελλήνων.

Χριστουγεννιάτικο καράβι

Ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημήτρης Λουκάτος στο βιβλίο του

«Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών» γράφει:

Ο δικός μας άγιος Βασίλης ήταν ένας καθαρά

πρωτοχρονιάτικος άγιος, κάτι ανάμεσα στον

πραγματικό Ιεράρχη της Καισαρείας και σ' ένα

πρόσωπο συμβολικό του Ελληνισμού, που

ξεκινούσε από τα βάθη της ελληνικής Ασίας, κι

έφτανε την ίδια μέρα σ' όλα τα πλάτη, από τον

Πόντο ως την Επτάνησο κι από την Ήπειρο ως

την Κύπρο.

Ξεκινούσε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, αμέσως

ύστερα από τα Χριστούγεννα,

με το ραβδί στο χέρι, και περνούσε απ' τους

διάφορους τόπους,

καλόβολος πάντα και κουβεντιαστής με όσους

συναντούσε.

Δεν κρατούσε κοφίνι στην πλάτη του ούτε σακί

φορτωμένο με δώρα.

Εκείνο που έφερνε στους ανθρώπους ήταν

περισσότερο συμβολικό:

η καλή τύχη ιδιαίτερα κι η ιερατική ευλογία του.

Το μόνο κάπως συγκεκριμένο ήταν το μαγικό

ραβδί του, απ' όπου με θαυμαστό τρόπο

βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες, σύμβολα των αντίστοιχων

δώρων, που θα μπορούσε να μοιράσει στους ευνοουμένους του.

Η πατρίδα του ανατολικού Αι-Βασίλη είναι η Μικρά Ασία, και είναι

γραμματισμένος, κατάγεται από την Καισαρεία και «βαστάει κόλλα και χαρτί,

χαρτί και καλαμάρι» και προσφέρει ως δώρο « τη σταθερή και διαχρονική χαρά

της γνώσης» .

Αη Βασίλης

Η πίτα, που φτιάχνουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς

και που κόβεται σε πανηγυρική συγκέντρωση των μελών της

οικογένειας ή και άλλων συγγενών και φίλων, έχει τις ρίζες της

στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα.

Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κ(Χ)ρόνου, που λατρεύονταν

στην Ελλάδα) και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης,

έφτιαχναν γλυκά και πίτες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα

και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας.

Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη Βασιλόπιτα. Και η ιστορία

της έχει ως εξής.

Ο Μ. Βασίλειος, για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της

Καππαδοκίας, από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά

νομίσματα και άλλα τιμαλφή, για να

τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους

δελεάσει, για να μην λεηλατήσουν την

περιοχή του.

Ο εχθρός, όμως, τελικά, δεν

κατόρθωσε να εισβάλει στην

Καισάρεια και τα τιμαλφή έμειναν.

Τότε, ο Μ. Βασίλειος είπε να φτιάξουν

μικρές πίττες - ψωμάκια, μέσα στις

οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα,

ή κάτι άλλο από όλα τα πολύτιμα

πράγματα που είχαν μαζευτεί.

Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε

όλους και ο καθένας κράταγε ό,τι του

τύχαινε. Πάρα πολλά έτυχαν και στα

παιδιά...

(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και… άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)

Η βασιλόπιτα

Το πρωί της Πρωτοχρονιάς της Πελοποννήσου,

η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο

νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι,

για να το λειτουργήσει.

Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το

κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει

ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο

πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το

καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι.

Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει

δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού

και ταυτόχρονα λέει:

"Με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες

λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά".

Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και

κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι

ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.

Το σπάσιμο του ροδιού

Η ασκελετούρα ή αγιοβασιλίτσα ή

αγριοκρομμύδα ή ασκινοκάρα ή μπότσικας

ή σκελετούρα ή σκυλοκρεμμύδα ή κρεμμύδα

(Scilla maritima).

Φυτρώνει άγρια και μοιάζει με μεγάλο

κρεμμύδι. Ακόμα και να τη βγάλεις απ' τη

γη και την κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει

νέα φύλλα και άνθη.

Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική

της δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε

έμψυχα και άψυχα.

Τη βγάζουμε από τη γη με τις ρίζες της και

τη βλέπουμε να ξαναβγάζει καινούργιο φύλλωμα.

Λένε ότι δίνει νέα ζωή και δύναμη στον άνθρωπο κι έχει την ιδιότητα να

αποτρέπει κάθε δυσάρεστο γεγονός.

Στην αρχαία Αρκαδία τη χρησιμοποιούσαν στην

λατρεία του Πάνα, για να υποβοηθήσει στην

γονιμότητα της Γης και να κρατήσει μακριά τις

κακόβουλες δυνάμεις.

Η ασκελετούρα θεωρείται από το λαό μας ότι

φέρνει τύχη στην οικογένεια.

Μέχρι και σήμερα τη βάζει ο νοικοκύρης σε μια

γωνιά του σπιτιού του ή πίσω από την πόρτα.

Ασκελετούρα ή αγριοκρομμύδα

Τα κάλαντα είναι δημοτικά ευχητικά τραγούδια που ανήκουν στον κύκλο του

χρόνου και ψάλλονται την παραμονή των εορτών.

Οι στίχοι τους αφηγούνται τα θρησκευτικά γεγονότα των ημερών. Περιέχουν

επίσης ευχές για τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και το σπίτι.

Τα κάλαντα συνοδεύονται συνήθως από τα παραδοσιακά μουσικά όργανα κάθε

περιοχής. Πήραν το όνομα τους από τις καλένδες του Ιανουαρίου. Οι καλένδες

ήταν οι πρώτες ημέρες των Ρωμαϊκών μηνών και συγγενείς και φίλοι

αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα, που ήταν μέλι, ξερά σύκα, χουρμάδες, χυλός

και μικρά νομίσματα.

Σήμερα τα παιδιά που λένε τα κάλαντα συνοδεύουν συνήθως το τραγούδι τους με

τρίγωνα.

Νικηφόρου Λύτρα "Ο τυμπανιστής"

Κάλαντα

Στην Κεφαλλονιά, αλλά και στα άλλα νησιά των

Επτανήσων, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι

κάτοικοι γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου,

κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με

κολόνιες και ραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας:

"Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς".

Η τελευταία ευχή του χρόνου που ανταλλάσσουν είναι:

"Καλή Αποκοπή"

δηλαδή με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο. Το πρωί της

Πρωτοχρονιάς η μπάντα του δήμου περνάει από όλα τα σπίτια και τραγουδάει

καντάδες και κάλαντα.

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς αναβιώνουν κάθε χρόνο στη Λάρισα τα

Μπαμπαλιούρια, ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στις Διονυσιακές γιορτές.

Οι άντρες φορούν τη στολή του Μπαμπαλούρη, ένα μάλλινο παντελόνι δηλαδή,

ένα πουκάμισο λευκό, τσαρούχια και μια ζώνη γεμάτη κουδούνια. Το πρόσωπό

τους είναι καλυμμένο από μια μάσκα από προβιά ζώου, τη λεγόμενη φουλίνα.

Τα Μπαμπαλούρια λοιπόν ξεχύνονται στις εκκλησίες και περιμένουν να

τελειώσει η λειτουργία για να βγει ο κόσμος. Κρατούν ένα κουμπαρά και δεν

αφήνουν κανέναν να περάσει αν δεν

προσφέρει χρήματα.

Μετά την εκκλησία, τα

Μπαμπαλούρια ξεχύνονται στους

δρόμους μέχρι το βράδυ, κάνοντας

θόρυβο με τα κουδούνια τους για να

διώξουν τα κακά πνεύματα.

Οι κολόνιες

Τα μπαλαμπούρια

Τα Θεοφάνεια ή Φώτα ή Επιφάνεια γιορτάζουμε την βάπτιση του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον

Πρόδρομο ή Βαπτιστή.

Τα Θεοφάνια, κοινώς γιορτή των Φώτων, είναι και κατά την αντίληψη του λαού

«μεγάλη γιορτή, θεότρομη», γιατί τότε αγιάζονται τα νερά και φεύγουν τα

παγανά.

Ο αγιασμός των υδάτων γίνεται κατά πρώτο την

παραμονή των Θεοφανίων στην εκκλησία και

λέγεται «πρωτάγιαση ή φώτιση».

Ο παπάς κατόπιν με Σταυρό και την πρωτάγιαση

γυρίζει όλα τα σπίτια και αγιάζει ή φωτίζει, δηλαδή

ραντίζει μ’ ένα κλωνί βασιλικού όλους τους χώρους

του σπιτιού. Την πρωτάγιαση τη ρίχνουν και στα

κτήματά τους και στις βρύσες. είναι το ασφαλές

μέσον, με το οποίο διώκονται οι Καλικάντζαροι.

Σε πολλά μέρη η νοικοκυρά χύνει το βράδυ της παραμονής το νερό από λαγήνια,

για να πάρει το πρωί καινούριο, αγιασμένο νερό.

Τα Φώτα

Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα

Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Όταν γίνει ο

αγιασμός, ο ιερέας ρίχνει το Σταυρό στο νερό,

πραγματοποιώντας έτσι τον Αγιασμό των

Υδάτων.

Κάποιοι τολμηροί πηδούν στα παγωμένα νερά και

συναγωνίζονται ποιος θα τον πρωτοπιάσει. Αυτός

που θα τον ανεβάσει στην επιφάνεια θεωρείται ότι

θα έχει καλή τύχη κι υγεία για όλο το χρόνο.

Ο λαός πιστεύει πως τα Φώτα φεύγουν οι καλικάντζαροι, γιατί φοβούνται την

αγιαστούρα του παπά.

Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός

αγιασμός των παπάδων. Γι αυτό και το έθιμο του λαού λέει:

Στις πέντε του Γενάρη

Φεύγουν οι καλικαντζάροι

Αλλά ο μεγάλος τους τρόμος είναι τα Φώτα. Εκείνα τους αποδιώχνουν ολότελα.

Φεύγουν τότε λέγοντας:

Φεύγετε να φεύγουμε

κι έφτασε ο τουρλόπαπας

με την αγιαστούρα του

και με τη βρεχτούρα του

Μας άγιασε μας έβρεξε

και μας, μας εκατέκαψε!

Από την παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρισμός των

χωριών των οικιών και της υπαίθρου με υπαίθριες φωτιές.

Οι κάτοικοι παραθαλάσσιων περιοχών της Ελλάδας την ημέρα των Φώτων

κατεβάζουν τα γεωργικά τους εργαλεία στη θάλασσα και τα πλένουν εκεί με

θαλασσινό νερό.

Οι γυναίκες πλένουν τις εικόνες στα αγιασμένα νερά της θάλασσας, όπως

συνηθίζονταν και στα βυζαντινά χρόνια, δεν παραλείπουν και πράξεις στις οποίες

είναι συνηθισμένες από παλιά μαγεία.

Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που

σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το

Δωδεκαήμερο.

Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι

αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να

πειράξουν τους ανθρώπους και να τους ανακατέψουν τα σπίτια,

διότι είναι άτακτοι και τους αρέσουν τα παιχνίδια. Αυτοί ζουν

στον κάτω κόσμο και τρέφονται με φίδια, σκουλήκια, κτλ.

Οι καλικάντζαροι έρχονται την παραμονή των Χριστουγέννων και τα

συνηθισμένα μέρη παραμονής τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα

τρίστρατα (μεγάλα μονοπάτια) όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη διάρκεια της

νύκτας και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού.

Εκτός του Δωδεκαήμερου τον υπόλοιπο

χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και

πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη

(παραλλαγή του μυθικού Άτλαντα).

Βγαίνουν στην επιφάνεια κοντά στο τέλος

της εργασίας τους, από το φόβο μήπως

τελικά η ετοιμόρροπη γη τους πλακώσει.

Όταν κατεβαίνουν βρίσκουν το δένδρο ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα.

Ο λαός τους φαντάζεται μαύρους και άσχημους,

κουτσούς, ψηλούς με μάτια κόκκινα, πόδια

τραγίσια και σώμα τριχωτό.

Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και

κυριότερα με τη φωτιά, η οποία καίει συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο.

Με τη στάχτη ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων τρέποντας

σε φυγή τα δαιμόνια.

Οι Καλικάντζαροι

Βικιπαίδεια: Ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια

Εκπαιδευτικός φάκελος: Το Ελληνικό Δωδεκαήμερο του μουσείου Μπενάκη

(Αθήνα 2002).

Δημήτρης Λουκάτος: «Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών»

Τιμόθεος Κ. Κιλίφης: «Ήθη, έθιμα και… άλλα»

Α. Κυριακίδου Νέστορος : «Λαογραφικά μελετήματα»

Ιστοσελίδες

http://www.iefimerida.gr/node/29439#ixzz2EvfJu1pR

http://www.e-istoria.com

http://www.iep.edu.gr

Βιβλιογραφία