ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

54
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ Τα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 270 ΚΠολΔ. Επώνυμο: Σπανός Όνομα: Δημήτριος Α.Μ: 1340201200403 Επιβλέπων καθηγητής: Δεληκωστόπουλος Ι. 1

Transcript of ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Page 1: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ

Τα αποδεικτικά μέσα κατ’ άρθρο 270 ΚΠολΔ.

Επώνυμο: ΣπανόςΌνομα: ΔημήτριοςΑ.Μ: 1340201200403Επιβλέπων καθηγητής: Δεληκωστόπουλος Ι.

ΑΘΗΝΑ 2014

1

Page 2: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή…………………………………………………… 3Εννοιολογική προσέγγιση των αποδεικτικών μέσων του άρ-θρου 270 ΚΠολΔ…………………………………………... 4Ομολογία…………………………………………………… 6Αυτοψία…………………………………………………….. 9Πραγματογνωμοσύνη………………………………………. 12Μάρτυρες…………………………………………………… 19Εξέταση Διαδίκων………………………………………….. 27Μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα… 30Ένορκες Βεβαιώσεις……………………………………….. 33Βιβλιογραφία…………………………………………………. 35

2

Page 3: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στις δίκες που γίνονται στα πολιτικά δικαστήρια, οι διάδικοι

ή τρίτοι που συμμετέχουν στη δίκη έχουν το δικαίωμα να

αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους. Το δικαίωμα της απόδειξης

χαίρει συνταγματικής προστασίας (αρ. 20 Σ) και καταλαμβάνει

κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο που αναζητεί έννομη

προστασία από τα δικαστήρια. Η θεμελιώδης δικονομική αρχή

της απαγορεύσεως της ιδιωτικής γνώσεως του δικαστή(αρ. 106

ΚΠολΔ) καθιστά απαραίτητη την διενέργεια διαδικαστικών

πράξεων από τους διαδίκους, εκτός αν ο νόμος ορίζει

διαφορετικά( αρ. 108 ΚΠολΔ). Οι αποδείξεις που θα εισφέρουν

οι διάδικοι στο δικαστήριο είναι απαραίτητες για τον σχηματισμό

δικανικής πεποιθήσεως από το δικαστή. Επομένως, η

αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης στηρίζεται στην

αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν εισφέρει οι

διάδικοι και στην καλή διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων.

Στα ελληνικά δικαστήρια οι διάδικοι είτε πριν τη συνεδρίαση

είτε κατά τη διάρκεια της δίκης έχουν το δικαίωμα να

προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο, τα οποία

είναι γνωστά και ως αποδεικτικά μέσα.

Τα αποδεικτικά μέσα, όπως αυτά αποτυπώνονται στον

Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας1 είναι: α) η ομολογία β) η

αυτοψία γ) η πραγματογνωμοσύνη δ) οι μάρτυρες ε) η εξέταση

διαδίκων ζ) τα έγγραφα η) τα δικαστικά τεκμήρια θ) οι ένορκες

βεβαιώσεις ι) τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου. Κάποια

από τα παραπάνω αποτυπώνονται γενικά στο άρθρο 270 ΚπολΔ,

1 Όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά το νόμο 3994/2011.

3

Page 4: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

το οποίο παραπέμπει και σε επιμέρους άρθρα στα οποία

εξειδικεύεται το περιεχόμενο ορισμένων αποδεικτικών μέσων.

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 270

ΚΠολΔ

Κατ’ άρθρο 270 ΚΠολΔ. παρ.1 εισάγεται το θέμα της

προφορικής συζήτησης όπως αυτή πραγματοποιείται στο

ακροατήριο την ώρα των συνεδριάσεων των πρωτοβάθμιων

δικαστηρίων. Η διαδικασία της δίκης διεξάγεται προφορικώς

ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου. Καταρχήν η προφορική

συζήτηση είναι υποχρεωτική2. Δυνάμει του άρθρου 270 παρ. 7-8

υπάρχει δυνατότητα να γίνει εξέταση διαδίκων,

πραγματογνωμόνων και μαρτύρων, χωρίς αυτοί να παρίστανται,

με τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας(τηλεσυζήτηση,

τηλεξέταση, τηλεκατάθεση). Στις παρ. 2-8 αποτυπώνονται τα

αποδεικτικά μέσα του αρ. 270 ΚΠολΔ. Ο ν. 1478/1984

τροποποίησε το άρθρο 270 παρ. 2 και ορίσθηκε ότι στο

ειρηνοδικείο, στο μονομελές και στο πολυμελές πρωτοδικείο

επιτρεπτώς λαμβάνονταν υπόψη, εκτός από τα επώνυμα

αποδεικτικά μέσα και αποδεικτικά μέσα «που δεν πληρούν τους

όρους του νόμου»3, με ρητή την επιφύλαξη των άρθρων 393 και

2 Με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2915/2001 μπορεί να εκδοθεί κατευθείαν οριστική απόφαση με βάση τα αποδεικτικά μέσα που έχουν προσκομίσει οι διάδικοι και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο.3 Χ. Γιώργος Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, β’ έκδοση, σελ. 192.

4

Page 5: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

394 ΚΠολΔ. Οι νόμοι 2215/2001 και 3994/2011 ολοκλήρωσαν

και διεύρυναν την παρ. 2 προσθέτοντας πέρα από τα μη

πληρούντα στους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και τις

ένορκες βεβαιώσεις. Οι ένορκες βεβαιώσεις είναι καταθέσεις που

δίνουν μάρτυρες, ενώπιον Ειρηνοδίκη, συμβολαιογράφου ή

προξένου υπό τον όρο ότι έχει κλητευθεί νόμιμα, να παραστεί,

κατά την εξέταση, ο αντίδικος τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα. Η

παράγραφος 3 του αρ 270 ΚΠολΔ αναφέρεται στην εξέταση των

διαδίκων. Εξέταση διαδίκων έχουμε όταν καταθέτουν ως

μάρτυρες ο ενάγων ή ο εναγόμενος. Η διαδικασία κατά την οποία

οι δικαστές μεταβαίνουν επιτόπου π.χ. σε ένα ακίνητο

προκειμένου να σχηματίσουν ιδίαν αντίληψη για το αντικείμενο

της απόδειξης ονομάζεται αυτοψία. Αυτή μαζί με την

πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται όταν το ζητήσει ο

διάδικος ή όταν για την απόδειξη απαιτούνται εξειδικευμένες

γνώσεις ( κλασικό παράδειγμα το τεστ DNA στις υποθέσεις

πατρότητας), αποτυπώνονται στο 270 παρ. 4. Τέλος, βάσει 270

παρ. 3 και 5 το δικαστήριο εξετάζει τους μάρτυρες, αν τυχόν

αυτοί υπάρχουν. Ωστόσο, ο νόμος παρέχει αναλυτικές οδηγίες

για τον τρόπο εξέτασης των μαρτύρων στα άρθρα 393 επ.

ΚΠολΔ. Παρακάτω θα αναλυθούν εκτενέστερα τα αποδεικτικά

μέσα του αρ. 270 ΚΠολΔ(εκτός των εγγράφων), ωστόσο

κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί και η ομολογία, καθώς αποτελεί

αποδεικτικό μέσο, το οποίο οι διάδικοι μπορούν να

χρησιμοποιήσουν κατά την εξέταση τους (270 παρ. 3 ΚΠολΔ)

αλλά και σε κάθε άλλη φάση της δίκης.

Ομολογία

5

Page 6: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Κατά κρατούσα άποψη, η ομολογία είναι δήλωση ή

ανακοίνωση γνώσεως του διαδίκου για την αλήθεια του

αποδεικτέου γεγονότος. Ο διάδικος, που ομολογεί, παραδέχεται

τα επιβλαβή γι’ αυτόν γεγονότα4.Το περιεχόμενο της ομολογίας

συνίσταται σε πραγματικά περιστατικά, τα οποία διατυπώνονται

κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και αφορούν στην ιστορική βάση

της αγωγής ή ενστάσεως5. Άλλωστε είναι καθήκον του διαδίκου

να απαντά με σαφήνεια για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών

περιστατικών(αρ. 261 ΚΠολΔ).Υποστηρίζεται, πάντως, ότι όσον

αφορά στην ομολογία, αν το δικαστήριο δέχτηκε πράγματα που

έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά

χωρίς απόδειξη, συντρέχει δικονομικός λόγος αναιρέσεως της

δίκης (αρ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ) . Η ομολογία που διατυπώνεται

από τον αντίδικο έχει μεγάλη αποδεικτική ισχύ, καθώς ο

αντίδικος παραιτείται από το δικαίωμα αμφισβητήσεως των

ισχυρισμών του άλλου. Επομένως, η αποδεικτική δύναμη της

ομολογίας λαμβάνεται υπ’ όψιν από το δικαστήριο, με συνέπεια

η περαιτέρω απόδειξη για το γεγονότος να καθίσταται περιττή.

Η ομολογία κατοχυρώνεται στο άρθρο 352 ΚΠολΔ και

διατυπώνεται γραπτώς ή προφορικώς από το διάδικο ενώπιον του

δικαστηρίου που δικάζει.

Καταρχάς, ξεκάθαρο αποτελεί το γεγονός ότι ο επικαλούμενος

ομολογία έχει πλήρη ικανότητα διαδίκου ( αρ. 62 ΚΠολΔ), το

ίδιο ισχύει και για τα νομικά πρόσωπα και για τις ενώσεις

προσώπων, τα οποία παρίστανται στη δίκη μέσω των

4 Νικολόπουλος, ό.π., σελ.195. ΑΠ 814/2011, δικαστική ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, δεν είναι κάθε ομολογία, αλλά μόνο αυτή που έγινε με σκοπό την αποδοχή αμφισβητούμενου και επιβλαβούς γι’ αυτόν που ομολόγησε γεγονότος. 5 Νικόλαος Θ. Νίκας, Εγχειρίδιο ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, 2012, σελ 498.

6

Page 7: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

εκπροσώπων τους, πληρεξούσιων ως προς τη δυνατότητα

εκπροσώπησης τους στην δίκη.

Μεγάλη πρακτική σημασία παρουσιάζει η διάκριση της

ομολογίας σε δικαστική και εξώδικη, απλή και σύνθετη, ρητή και

σιωπηρή.

Η δικαστική ομολογία υποβάλλεται με μονομερή δήλωση

του διαδίκου και απευθύνεται στο δικαστήριο που δικάζει την

υπόθεση κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της ομολογίας. Η

υποβολή των πραγματικών περιστατικών της ομολογίας γίνεται

είτε προφορικώς, με επακόλουθο την καταχώρηση τους στα

πρακτικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο είτε

εγγράφως επιδίδοντας στον αντίδικο το δικόγραφο της αγωγής ή

της εφέσεως ή με τις προτάσεις ή με τα διαλαμβανόμενα

έγγραφα ή με την προσθήκη στις προτάσεις6. Η δικαστική

ομολογία αποτελεί πλήρη απόδειξη και δεσμεύει το δικαστή. Η

αυξημένη δεσμευτικότητα της δικαστικής ομολογίας που

προσδίδεται εκ του νόμου καταλαμβάνει κάθε είδους διαδικασία7

και δεν αφήνει περιθώρια για περαιτέρω ισχυρισμούς και

επίκληση αποδεικτικών μέσων. Εξαίρεση εισάγεται για τις

γαμικές διαφορές (αρ. 592 ΚΠολΔ) και για τις σχέσεις γονέων

και τέκνων ( αρ. 614 ΚΠολΔ), όπου η δικαστική ομολογία

εναπόκειται στην ελεύθερη κρίση του δικαστή.

Εξώδικη ομολογία θεωρείται κάθε μη δικαστική ομολογία8 ή

γίνεται εκτός του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή σε

6 Νικολόπουλος, ό.π., σελ. 201. ΑΠ 597/2001, η δικαστική ομολογία μπορεί να περιέχεται στο δικόγραφο της αγωγής, της εφέσεως ή με τις προτάσεις.7 Ιωάννης Στ. Δεληκωστόπουλος, Δικονομικοί λόγοι αναιρέσεως, 2009, σελ. 339.8 Ν. Κ. Κλαμαρής- Σ. Ν. Κουσούλης –Σ. Σ. Πανταζόπουλος, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ, 2012, σελ. 611.

7

Page 8: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

άλλη δίκη9. Η εξώδικη ομολογία εκτιμάται ελεύθερα από το

δικαστή .

Βάσει περιεχομένου, η ομολογία διακρίνεται σε απλή και

σύνθετη. Απλή είναι η ομολογία, όταν περιέχει μόνο επιβλαβή

για τον ομολογούντα γεγονότα. Σύνθετη είναι όταν ο διάδικος

παραδέχεται το επιζήμιο γεγονός αλλά στην ομολογία του

προσθέτει και άλλα επωφελή για τον ίδιο γεγονότα ( αρ. 353

ΚΠολΔ)10. Για παράδειγμα, ο εναγόμενος συμφωνεί στην

κατάρτιση της πώλησης αλλά ισχυρίζεται ότι κατέβαλε το

τίμημα.

Ανάλογα με τον τρόπο που δηλώνεται στο δικαστήριο η

ομολογία διακρίνεται σε ρητή και σιωπηρή. Ρητή είναι η

ομολογία που διατυπώνεται από τον διάδικο προφορικώς ή

εγγράφως, ενώ η σιωπηρή ομολογία συνάγεται από τη σιωπή

του εναγομένου σε περιπτώσεις που πρέπει να απαντήσει. Σε

περιπτώσεις όπου είναι αναγκαίο ο διάδικος να ενίσταται στους

ισχυρισμούς του αντιδίκου, ή μη απάντηση του οδηγεί τον

δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και

το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία

ή άρνηση (αρ. 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ).

Τέλος, είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί ανάκληση της

ομολογίας. Αυτός που επιθυμεί την ανάκληση της δικαστικής

ομολογίας του, θα πρέπει να αποδείξει ότι τα γεγονότα που

«ομολόγησε» ήταν αναληθή (αρ. 354 ΚΠολΔ). Το βάρος

απόδειξης στρέφεται στον επικαλούμενο την ανάκληση της

9 ΕφΑΘ 10087/2002, ΕλλΔνη 2003. 1001: οι ομολογίες που γίνονται ενώπιον άλλου δικαστηρίου, καθώς και εκείνες που περιέχονται σε έγγραφο που εκδίδεται από το διάδικο αποτελούν εξώδικες ομολογίες. Αν η εξώδικη ομολογία περιέχεται στις προτάσεις σε προτάσεις του διαδίκου που αυτός είχε υποβάλλει ενώπιον άλλου δικαστηρίου, πρέπει οι προτάσεις να προσκομίζονται στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλεται η ομολογία.10 ΑΠ 325/2007, δεν αποτελούν ομολογία πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν αιτιολογημένη άρνηση ενστάσεως.

8

Page 9: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ομολογίας, προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση του για την

αναλήθεια των γεγονότων. Η ανάκληση ή το αίτημα για

ανάκληση μπορεί να λάβει χώρα και στους δυο βαθμούς

δικαιοδοσίας και δεν απαιτείται τήρηση ορισμένου τύπου . Το

αίτημα για ανάκληση εξώδικης ομολογίας, εφόσον η εξώδικη

ομολογία δεν δεσμεύει το δικαστήριο, δεν αποκτά κάποιο νόημα

στην έκβαση της δίκης δεδομένου ότι η εξώδικη ομολογία δεν

επιφέρει δυσμενείς συνέπειες για τον διάδικο που την

επικαλέστηκε11.

ΑΥΤΟΨΙΑ

Όπως έχει κριθεί, η αυτοψία αποτελεί το καλύτερο και

ασφαλέστερο αποδεικτικό μέσο, καθώς ο δικαστής αποκτά με τις

δικές του αισθήσεις(αφή, γεύση, όραση, όσφρηση)12 άμεση

αντίληψη ως προς τα αποδεικτέα γεγονότα13.Είναι ,επίσης,

δυνατό να διοριστεί, για την διεξαγωγή της αυτοψίας, είτε

υπάλληλος της γραμματείας του δικαστηρίου που δικάζει την

υπόθεση είτε ήδη διορισμένος πραγματογνώμονας(αρ.358 εδ. α΄

ΚΠολΔ) .Το δικαστήριο διατάσσει αυτοψία, σύμφωνα με την

παρ. 4 του άρθρου 270 ΚΠολΔ με προφορική ανακοίνωση που

καταχωρίζεται στα πρακτικά, ύστερα από αίτηση διαδίκου ή και

αυτεπαγγέλτως( αρ. 107 ΚΠολΔ). Η αυτοψία διενεργείται αν το

δικαστήριο θεωρεί αναγκαία την αντίληψη του αντικειμένου της

11 Νίκας, ο.π. ,σελ. 502.12 ΑΠ 1189/2008, το αντικείμενο της αυτοψίας προϋποθέτει πράγμα που είναι αντιληπτό με τις αισθήσεις.13 Νίκας, ο.π. ,σελ. 504 , Κλαμαρής/Κουσούλης/Πανταζόπουλος, ο.π. σελ. 616.

9

Page 10: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

απόδειξης με τις δικές του αντιλήψεις ( αρ. 355 ΚΠολΔ). Ο

νόμος προβλέπει τη δυνατότητα συνδυασμού της αυτοψίας με

την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και εξέτασης μαρτύρων

(αρ. 356 ΚΠολΔ). Ο τόπος, η ημέρα και η ώρα της διεξαγωγής

της αυτοψίας ορίζονται από τον αρμόδιο δικαστή( αρ. 357

ΚΠολΔ).

Αντικείμενο της αυτοψίας μπορούν να αποτελέσουν

πρόσωπα, κινητά και ακίνητα πράγματα. Διάδικοι ή και τρίτα

πρόσωπα μπορούν να επιτρέψουν να τους διενεργηθεί αυτοψία.

Για την ομαλή και ειρηνική διεξαγωγή της διαδικασίας οι

διάδικοι οφείλουν να βοηθούν για την ενεργεία της

αυτοψίας( αρ. 361). Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν επιτρέπεται

να χρησιμοποιηθεί αυτοψία για την προσβολή της υγείας και της

αξιοπρέπειας του διάδικου ή τρίτου προσώπου(αρ. 362 ΚΠολΔ).

Ακόμα, το πρόσωπο που ανέχεται να υποβληθεί σε αυτοψία, δεν

επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται εναντίον του μέτρα

εξαναγκασμού. Βέβαια, διάδικοι ή τρίτοι που είναι υποχρεωμένοι

να υποβληθούν σε αυτοψία, εάν αρνηθούν καταδικάζονται σε

αποζημίωση(αρ. 367 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα καθώς και

σε χρηματική ποινή κατά τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΠολΔ.

Επιτρεπτή είναι μόνο η άρνηση για σπουδαίο λόγο, η οποία

επιφέρει ματαίωση της αυτοψίας(αρ. 365 παρ.1 ΚΠολΔ). Ο

διάδικος ή ο τρίτος που είναι ο ίδιος αντικείμενο αυτοψίας πρέπει

τρεις ημέρες πριν ενεργηθεί η αυτοψία να κληθεί να παραστεί σε

αυτήν(αρ.364ΚΠολΔ).

Κινητά και ακίνητά πράγματα που είναι αντικείμενα

αυτοψίας πρέπει να διατίθενται σε κάθε φάση της εκκρεμοδικίας

για την διαδικασία της αυτοψίας. Καταρχήν, ο διάδικος ή ο

τρίτος που κατέχει κινητό πράγμα το οποίο του ζητείται για

10

Page 11: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

αυτοψία, οφείλει να το διαθέσει στον ενεργούντα

αυτοψία(αρ.363 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ματαίωση της αυτοψίας

προβλέπεται, αν δεν προσκομίζεται το κινητό αντικείμενο ή αν

δεν επιτρέπεται η είσοδος σε ακίνητο για σπουδαίο λόγο σε

εκείνον που ενεργεί αυτοψία(αρ. 365 ΚΠολΔ). Όμως, αν ο

διάδικος ή ο τρίτος δεν παρίσταται την ημέρα που ορίστηκε για

την αυτοψία ή αρνήθηκε αδικαιολόγητα να διαθέσει το κινητό

πράγμα, μπορεί να διαταχθεί να του αποσπαστεί με τη

βία(αρ.365 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει και στην

περίπτωση που το πράγμα είναι ακίνητο. Αν ο κάτοχος ακινήτου

αρνείται την είσοδο και τη διενέργεια αυτοψίας σε αυτό,

προβλέπεται βίαιο άνοιγμα των θυρών για τη διεξαγωγή της

διαδικασίας(αρ. 365 παρ.3 ΚΠολΔ) και με τις διατάξεις για την

αναγκαστική εκτέλεση. Φυσικά, το πράγμα επιστρέφεται στον

κάτοχό του μετά τη διενέργεια αυτοψίας(αρ. 363 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

11

Page 12: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Όπως έχει αποτυπωθεί στον ΚΠολΔ είναι δυνατόν να

διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη μαζί με την αυτοψία ( αρ. 356

ΚΠολΔ). Ωστόσο, η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί αυτοτελές

κατ ιδίαν αποδεικτικό μέσο και ρυθμίζεται στα άρθρα 368 επ.

ΚΠολΔ.

Το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης

σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 270 παρ.4 εδ. ά. ΚΠολΔ,

Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να προσδιορίζεται ο τόπος, ο χρόνος,

τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της

πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της

γνωμοδοτήσεως, που δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από

εξήντα ημέρες(270 παρ. 4 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Πραγματογνωμοσύνη

διενεργείται στις περιπτώσεις, στις οποίες για την εξακρίβωση

της αλήθειας ενός πραγματικού γεγονότος απαιτούνται ειδικές

γνώσεις, τις οποίες, είναι πιθανό, να μην έχει ο δικαστής

προκείμενου να λάβει πλήρη γνώση επί του αντικειμένου για το

οποίο δικάζεται η υπόθεση. Επομένως, την πραγματογνωμοσύνη

αναλαμβάνουν τρίτα πρόσωπα, τα οποία διορίζονται από το

δικαστήριο ως πραγματογνώμονες, οι οποίοι όντας

πιστοποιημένα εφοδιασμένοι με ειδικές γνώσεις, γίνονται αρωγοί

στην αναζήτηση της δικαιοσύνης, όταν υπάρχουν ανεπαρκή

στοιχεία για το αντικείμενο της δίκης. Είναι δυνατό να διαταχθεί

πραγματογνωμοσύνη και μετά το πέρας της προφορικής

συζήτησης κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, εφόσον ανακύψει από τη

μελέτη της υπόθεσης ότι αυτό απαιτείται14. Κατά ακολουθία,

εκδίδεται και κοινοποιείται απόφαση που διατάζει

πραγματογνωμοσύνη και επιδίδεται με επιμέλεια της

γραμματείας του δικαστηρίου στους διαδίκους (αρ. 375

14 Νικολόπουλος, ό.π., σελ. 229.

12

Page 13: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ΚΠολΔ).Τέλος, ο νόμος επιτρέπει την διαταγή επανάληψης της

πραγματογνωμοσύνης ή διεξαγωγής νέας από τους ίδιους ή

άλλους πραγματογνώμονες, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο από το

δικαστήριο( αρ. 388 ΚΠολΔ)15.

Ο διορισμός των πραγματογνωμόνων γίνεται είτε

αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, όταν είναι αναγκαίες ειδικές

γνώσεις (αρ. 368 παρ.1 ΚΠολΔ) από κάποιο επιστημονικό κλάδο

π.χ. ιατρική, φυσική, χημεία, είτε ύστερα από αίτηση διαδίκου,

αν κριθεί16 πως απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή

τέχνης για την ανίχνευση της αλήθειας ενός πραγματικού

περιστατικού17(αρ. 368 παρ. 2 ΚΠολΔ).18. Αν είναι αναγκαίο, το

δικαστήριο διατάσσει την παρουσία των πραγματογνωμόνων

κατά την ενέργεια όλων ή ορισμένων διαδικαστικών

πράξεων( αρ. 369 εδ. ΄β ΚΠολΔ).

Κάθε δικαστήριο διατηρεί κατάλογο πραγματογνωμόνων. Ο

τρόπος κατάρτισης και τήρησης των καταλόγων ορίζεται με

διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του υπουργού

Δικαιοσύνης( αρ. 370 ΚΠολΔ). Αν δεν υπάρχει κατάλογος ή αν

κριθεί σκόπιμο από το δικαστήριο, διορίζονται πρόσωπα που

κρίνονται κατάλληλα για τον σκοπό αυτόν ( αρ. 371 ΚΠολΔ).Οι

πραγματογνώμονες, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων

15 Δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο διάταξη νέας πραγματογνωμοσύνης ή η επανάληψη της γενομένης( ΑΠ 552/2009). Διεξαχθείσα πραγματογνωμοσυνη εξακολουθεί να αποτελεί αποδεικτικό μέσο και δεν ακυρώνεται ύστερα από τη διάταξη νέας ( ΕφΑΘ 3482/1999).16 Έχει υποστηριχθεί για την παρ.1 του άρθρου 368 ότι ο διορισμός πραγματογνωμόνων είναι δυνητικός, επειδή το δικαστήριο «κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης». Ενώ η παρ. 2 αναφέρεται σε υποχρεωτικό διορισμό πραγματογνωμόνων στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει πως απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.- Χ Γιώργος Νικολόπουλος, ο.π., σελ. 225.17 ΑΠ 395/2013,Ιδιάζουσες γνώσεις απαιτούνται επί αντικειμένου τόσο εξειδικευμένου που μπορεί να εξεταστεί μόνο από ειδικούς, ενώ απλώς ειδικές επί αντικειμένου ερευνώμενου κυρίως από ειδικούς αλλά δυνάμενου να κριθεί και από μη ειδικούς. ΑΠ 827/1995,Αναιρετικώς ανέλεγκτη η διάταξη ή μη πραγματογνωμοσύνης, εκτός αν τη ζητήσει κάποιος διάδικος και απαιτούνται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ιδιάζουσες (όχι απλώς ειδικές) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.18

13

Page 14: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

τους, ορκίζονται ότι θα εκτελέσουν αυτά ευσυνείδητα19(αρ. 385

σε συνδ. 408 ΚΠολΔ).

Το άρθρο 373 ΚΠολΔ εισάγει απαγόρευση στην εγγραφή

ορισμένων προσώπων ως πραγματογνωμόνων στον κατάλογο

του δικαστηρίου και σαφώς την απαγόρευση του διορισμού τους

για τους εξής λόγους: « 1) όσοι καταδικάστηκαν για κακούργημα

ή πλημμέλημα και στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα κατά

τα άρθρα 59 έως 63 του ποινικού κώδικα, καθώς και όσοι

παραπέμφθηκαν με βούλευμα για τέτοιες πράξεις, 2) όσοι

στερήθηκαν την άδεια τους να ασκούν το επάγγελμα τους για όσο

καιρό διαρκεί αυτή η στέρηση, 3) όσοι έχουν στερηθεί το δικαίωμα

να διαθέτουν ελεύθερα την περιουσία τους, 4) οι δικαστές, οι

εισαγγελείς και οι υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων».

Οι πραγματογνώμονες δεσμεύονται από το δικαστήριο να

διεκπεραιώσουν με επιμέλεια και σε βάθος την έρευνα τους,

έχουν όμως το δικαίωμα να αποποιηθούν το διορισμό τους και να

απέχουν από τα καθήκοντα τους. Συγκεκριμένα, οι

πραγματογνώμονες μπορούν να ζητήσουν να εξαιρεθούν ή

ύστερα από αίτηση διαδίκου σε ειδικές περιπτώσεις του άρθρου

376 ΚΠολΔ: 1) Αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους του άρθρου

52 παρ. 1 εδ. α΄ έως γ΄και στ΄, 2) αν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και

η προϊστάμενη αρχή τους απαγόρευσε εγγράφως να ενεργήσουν

την πραγματογνωμοσύνη για λόγους που αφορούν την υπηρεσία

τους, 3) αν συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος. Η αντικατάσταση

τους από το δικαστήριο γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων

686 επ., σύμφωνα με το 370 παρ 3 ΚΠολΔ.

19 ΑΠ 1326/2003, Παράλειψη ορκίσεως επιφέρει ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης. Κατά την όρκιση των πραγματογνωμόνων δεν απαιτείται κλήτευση των διαδίκων, των πληρεξουσίων ή των τεχνικών συμβούλων (ΕφΑθ 6913/1998).

14

Page 15: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Η εξαίρεση των πραγματογνωμόνων υποβάλλεται με γραπτή

αίτηση στο δικαστήριο ή στον εντεταλμένο δικαστή που τους

διόρισε(αρ. 377 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Η αίτηση για εξαίρεση

πρέπει να αιτιολογεί τους λόγους της εξαίρεσης( αρ. 377 παρ.3

ΚΠολΔ). Σε περίπτωση αδικαιολόγητης άρνησης του

πραγματογνώμονα να εκτελέσει τα καθήκοντα του υφίσταται

καταδίκη( αρ. 385 ΚΠολΔ). Εκπρόθεσμη αίτηση απορρίπτεται

ως απαράδεκτη, εκτός και αν προέκυψε σοβαρός λόγος(377

παρ.1, 237 ΚΠολΔ).Όπως αναφέρθηκε, η αίτηση της εξαίρεσης

συζητείται από το δικαστήριο και δικάζεται κατά τη διαδικασία

των άρθρων 686 επ. Τελικά, αν η εξαίρεση γίνει δεκτή, το

δικαστήριο αντικαθιστά τον πραγματογνώμονα με άλλον (αρ.

378 ΚΠολΔ).

Όσον αφορά στο τρόπο που εκτελούν οι πραγματογνώμονες

τα καθήκοντα τους, αυτά ορίζονται από το δικαστήριο. Αν κριθεί

απαραίτητο, το δικαστήριο διατάσσει να παραστούν και σε

διαδικαστικές πράξεις, ακόμα και να διενεργηθεί

πραγματογνωμοσύνη και ενώπιον του(αρ. 379 και 369

ΚΠολΔ).Για αυτή τη διαδικασία απαιτείται κλήση των

πραγματογνωμόνων τρεις ημέρες πριν από τη διενέργεια των

παραπάνω διαδικαστικών πράξεων(αρ. 382 ΚΠολΔ). Οι

πραγματογνώμονες έχουν το δικαστήριο να ζητήσουν οτιδήποτε

φανεί χρήσιμο για τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης. Ο νόμος

τους επιτρέπει τη λήψη των δικογράφων της κάθε πλευράς και τη

δυνατότητα να ζητήσουν διευκρινήσεις από τους διαδίκους ή

πληροφορίες από τρίτους( αρ. 380 ΚΠολΔ). Αυτός, που

διευθύνει τη συζήτηση μπορεί να χορηγήσει δικαίωμα στους

πραγματογνώμονες να υποβάλλουν ερωτήσεις στους διαδίκους

15

Page 16: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

τους νομίμους αντιπροσώπους και τους μάρτυρες και να ζητούν

να διαβαστούν έγγραφα (αρ. 382 παρ.2 ΚΠολΔ).

Στην τακτική διαδικασία των πολιτικών δικαστηρίων η

γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων είναι έγγραφη και

ενυπόγραφη(αρ. 383 ΚΠολΔ). Αν υπάρχουν πολλοί

πραγματογνώμονες, τότε αυτοί συνέρχονται για να καταρτίσουν

τη γνωμοδότηση από κοινού( αρ. 383 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Παράλληλα με την κατάθεση της, συντάσσεται και σχετική

έκθεση. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι αν ελλείπει ο συστατικός

τύπος του εγγράφου( ανυπόγραφη, μη κατατεθείσα), αυτή είναι

ανυπόστατη και δεν μπορεί να συνεκτιμηθεί ως μη πληρούν τους

όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο.

Η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το

δικαστήριο( αρ. 340 ΚΠολΔ)20. Απεναντίας, το έγγραφο της

πραγματογνωμοσύνης έχει την αυξημένη αποδεικτική δύναμη

δημοσίου εγγράφου( αρ. 438 ΚΠολΔ), διότι συντάσσεται από

πρόσωπο που ασκεί δημόσιο λειτούργημα και δημιουργεί πλήρη

απόδειξη για το γεγονός. Επιτρέπεται, μόνο ανταπόδειξη για

πλαστότητα (αρ. 438 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Όπως αναφέρθηκε21, η

έρευνα για την πατρότητα με ιατρικές μεθόδους( τεστ DNA)22,

ενώ δημιουργεί πλήρη απόδειξη για τη γνησιότητα του,

θεωρείται ότι εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή23.

20 AΠ 87/2013, Δεν έχει αυξημένη αποδεικτική ισχύ και εκτιμάται ελεύθερα, ακόμη και αν διατάχθηκε υποχρεωτικά. Η σχετική εκτίμηση δεν ελέγχεται αναιρετικά.21 Βλ. παραπάνω σελ. 2.22 ΑΠ 551/2009, Το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του περί της πατρότητας σε επάλληλη αιτιολογία που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό και δεν προσέδωσε στην πραγματογνωμοσύνη μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη θεωρώντας ότι παράγει πλήρη απόδειξη.23 ΑΠ 179/2013, Η πραγματογνωμοσύνη δεν έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, που να είναι και αντίθετη με το πόρισμά της.

16

Page 17: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Πέρα από τους πραγματογνώμονες, έγγραφες

γνωμοδοτήσεις24 που προσκομίζονται στο δικαστήριο από

πρόσωπα με ειδικές γνώσεις ή τεχνικούς συμβούλους,

λαμβάνονται εξίσου υπόψη και εκτιμώνται ελεύθερα( αρ. 390

ΚΠολΔ).

Πιστοποιημένοι ειδήμονες με γνώσεις επιστήμης ή τέχνης,

που αφορούν εκκρεμή δίκη εισφέρουν έγγραφη γνωμοδότηση.

Παρά το γεγονός ότι αυτές θεωρούνται έγγραφα δεν αποδίδεται η

προβλεπόμενη στα άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ, αποδεικτική δύναμη

των εγγράφων. Συνεπώς, θεσμοθετήθηκε, ξεχωριστός κανόνας

δικαίου, στον οποίο υπάγονται οι εν λόγω γνωμοδοτήσεις. Κατά

τα λοιπά, οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις πρέπει

να ακολουθούν την κατά άρθρο 237 παρ. 1 και 3 διαδικασία.

Οι διάδικοι μπορούν να διορίσουν25 τεχνικούς συμβούλους,

εφόσον έχει προηγηθεί διορισμός πραγματογνωμόνων από το

δικαστήριο( αρ. 391 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο τεχνικός σύμβουλος,

όντας και αυτός επιστημονικά καταρτισμένος, παρακολουθεί τις

ενέργειες των πραγματογνωμόνων και υποβάλλει τις δικές του

παρατηρήσεις στο δικαστήριο σχετικά με το επίδικο αντικείμενο.

Γενικότερα ο τεχνικός σύμβουλος θα μπορούσε να διοριστεί και

ως πραγματογνώμονας(αρ. 391 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο τεχνικός

σύμβουλος δεν είναι υποχρεωμένος να δεχτεί τον διορισμό τους

από τους διαδίκους. Οι τεχνικοί σύμβουλοι διορίζονται με

έγγραφη ή προφορική δήλωση προς το δικαστήριο, ή οποία

24 ΑΠ 483/2013, γνωμοδοτήσεις είναι και οι γνωμοδοτήσεις και τα σχεδιαγράμματα των ιδιωτών μηχανικών (ΑΠ 406/06), οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων (αρθ. 391, 392) και τα τοπ/κά διαγράμματα που συντάσσονται μετά από αίτηση του διαδίκου, ενώ δεν εντάσσονται εδώ οι εξώδικες γνωμοδοτήσεις, που δεν αφορούν στην ένδικη υπόθεση.25 ΕφΛαρ 51/2010, Ο μη διορισμός τεχνικού συμβούλου δεν θεμελιώνει βλάβη, αφού μπορεί να γίνει και μετά την έναρξη των αποδείξεων. ΜΠΡοδ 148/2009, Στέρηση του δικαιώματος διορισμού τεχνικού συμβούλου. Άκυρη η διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη, διότι ο διάδικος, εξαιτίας της μη επίδοσης και σε αυτόν της απόφασης που διέταξε τη διεξαγωγή ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, στερήθηκε του δικαιώματος διορισμού τεχνικού συμβούλου.

17

Page 18: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στη έκθεση( αρ. 392 παρ. 1

ΚΠολΔ). Τα δικαιώματα τους αγγίζουν αυτά των

πραγματογνωμόνων. Για παράδειγμα, μπορούν να παρίστανται

σε όλες τις διαδικαστικές να λαμβάνουν τα στοιχεία της

δικογραφίας, να υποβάλλουν ερωτήσεις στους διαδίκους κ.λπ.

( αρ. 380 παρ. 1 και 382 παρ. 2 σε συνδ. με 392 παρ. 2 και 3

ΚΠολΔ). Τους δίνεται επιπλέον το δικαίωμα να υποβάλλουν

ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες(αρ. 392 παρ. 3 ΚΠολΔ)26.

Αυτό τους καθιστά επιβλέποντες την ερεύνα και επιτηρούντες

την εργασία των πραγματογνωμόνων, έτσι ώστε αυτοί να δρούν

κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο την

πραγματογνωμοσύνη( δική μου γνώμη). Σαφώς, οι

γνωμοδοτήσεις τους συνιστούν έγγραφο που εκτιμάται ελεύθερα

από το δικαστήριο27.

26 ΑΠ 87/2013, Διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να διατάξει νέα ιατρική πραγματογνωμοσύνη, αν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ πραγματογνώμονα και τεχνικού συμβούλου.27 ΑΠ 87/2013, Η έκθεση του τεχνικού συμβούλου αποτελεί έγγραφο που εκτιμάται ελεύθερα ως δικαστικό τεκμήριο και δεν χρειάζεται να αντιδιαστέλλεται προς τα άλλα έγγραφα ή να μνημονεύεται ειδικώς στην απόφαση. Η εκτίμηση της εκθέσεως του τεχνικού συμβούλου αφορά σε τήρηση δικονομικής διάταξης και η μη αιτιολόγησή της δεν θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο υπ αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.

18

Page 19: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ΜΑΡΤΥΡΕΣ

Όπως έχει χαρακτηριστεί ανά καιρούς, η χρήση εμμάρτυρων

αποδείξεων αποτελεί ένα αναξιόπιστο και επισφαλές αποδεικτικό

μέσο στην πολιτική δίκη28. Η μαρτυρική κατάθεση υφίσταται για

να παρουσιάζει στο δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά, τα

οποία περιστρέφονται γύρω από την ιστορική βάση της αγωγής

από τη σκοπιά ενός τρίτου προσώπου, του μάρτυρα. Ως

μάρτυρες χρησιμοποιούνται εκείνα τα φυσικά πρόσωπα, τα

οποία ήταν παρόντα κατά τη διάρκεια της τέλεσης ενός

γεγονότος, το οποίο στη συνέχεια αποτέλεσε αντικείμενο

διαφοράς για τους διαδίκους, π.χ. αδικοπραξία. Το δικαστήριο θα

εκτιμούσε με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη την παράθεση των

γεγονότων από έναν τρίτο, ουδέτερο προς τη δίκη, που θα

ανέφερε αντικειμενικά τι ακριβώς είχε συμβεί. Ωστόσο, το

φαινόμενο να δασκαλεύεται και να εξαγοράζεται ο μάρτυρας

είναι καθημερινό με αποτέλεσμα να μην προτιμάται τόσο όσο η

απόδειξη με έγγραφα.

Ικανότητα να παρίσταται στο δικαστήριο ως μάρτυρας έχει

κάθε φυσικό πρόσωπο ανεξάρτητα από την ηλικία, την ιθαγένεια

και το φύλο του. Ακόμα και ανήλικα παιδιά μπορούν να

καταθέσουν ως μάρτυρες. Εξαίρεση εισάγεται στις γαμικές

διαφορές και στις σχέσεις γονέων και τέκνων, όπου δεν

επιτρέπεται να τοποθετούνται ως μάρτυρες τα γνήσια τέκνα(αρ.

601 ΚΠολΔ).

Επιπρόσθετες εξαιρέσεις εξέτασης προσώπων ως μαρτύρων

αναφέρουν τα άρθρα 399, 400, 401 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, δεν

εξετάζονται ως μάρτυρες: 1) οι κληρικοί για όσα έμαθαν για την

28 Νίκας, ό.π., σελ. 515. Νικολόπουλος, ό.π., σελ. 243.

19

Page 20: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

εξομολόγηση, 2) πρόσωπα που δεν είχαν πλήρη συνείδηση κατά τη

διάρκεια της τέλεσης του γεγονότος 3) πρόσωπα που, όταν έγινε το

πραγματικό γεγονός που πρέπει να αποδειχθεί, βρίσκονταν σε

κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιόριζε

αποφασιστικά τη λειτουργία της κρίσης και της βούλησης τους(αρ.

399 ΚΠολΔ). Αυτοί χαρακτηρίζονται και ως ανίκανοι προς

μαρτυρία, διότι είτε λόγω των καθηκόντων τους είτε λόγω της

ψυχικής και διανοητικής κατάστασης που βρίσκονταν

αποκλείονται από την εξέταση τους για τα πραγματικά γεγονότα.

Το δικαστήριο είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση

διαδίκου λαμβάνει υπόψη την ανικανότητα μαρτυρίας(αρ. 403

παρ. 3 ΚΠολΔ). Σε περίπτωση, όμως, που αυτοί εξετασθούν, η

κατάθεση πάσχει ακυρότητα(αρ. 159 αριθ. 1)29 και δημιουργείται

δικονομικός λόγος αναιρέσεως(αρ. 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ). Από

αυτό συνεπάγεται ότι η κατάθεση ανίκανου προς μαρτυρία

προσώπου δε χρησιμοποιείται ως μη πληρούν τους όρους του

νόμου αποδεικτικό μέσο30.

Ακόμα, δεν εξετάζονται ή μπορούν να αρνηθούν να

καταθέσουν ως μάρτυρες: 1) οι κληρικοί, δικηγόροι,

συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες, οι

βοηθοί τους, καθώς και οι σύμβουλοι των διαδίκων, για τα

πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύθηκαν ή που διαπίστωσαν

κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους για τα οποία έχουν

καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τους τα

εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το απόρρητο, 2)

δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί εν ενεργεία ή όχι, για

πραγματικά γεγονότα για τα οποία υπάρχει καθήκον εχεμυθείας,

εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός επιτρέψει να εξεταστούν, 3) 29 Κ.Φ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, 2012,σελ. 389.30 Νικολόπουλος, ό.π., σελ 260.

20

Page 21: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη(αρ. 400

ΚΠολΔ). Εδώ αξίζει να προσθέσουμε, ότι η φιλία η έχθρα ενός

μάρτυρα προς έναν από τους διαδίκους δεν καθιερώνει λόγο

εξαιρέσεως του31. Το καθήκον εχεμύθειας που πρέπει να τηρείται

από τους δημόσιους υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς βαίνει

προς εξασφάλιση του απορρήτου των δημόσιων υπηρεσιών και

των ενόπλων δυνάμεων. Δεδομένο, πρέπει να θεωρήσουμε, ότι

σε αυτή τη διάταξη ανήκουν και οι κρατικοί

λειτουργοί( δικαστές, εισαγγελείς, γραμματείς κ.λπ.). Ο διάδικος,

πάντως, οφείλει να προτείνει το λόγο μη εξέτασης του μάρτυρα

κατά το άρθρο 400 πριν ορκιστεί ( αρ. 403 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Δικαίωμα να αρνηθούν τη μαρτυρική κατάθεση έχουν επίσης:

οι συγγενείς κάποιου από τους διαδίκους εξ αίματος ή εξ

αγχιστείας ή υιοθεσίας έως και τον τρίτο βαθμό σε ευθεία ή σε

πλάγια γραμμή, εκτός αν έχουν τον ίδιο βαθμό συγγένειας με όλους

τους διαδίκους, οι σύζυγοι και μετά τη λύση του γάμου, καθώς και

μνηστευμένοι( αρ. 401 ΚΠολΔ)32.Σε κάθε περίπτωση, το

δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ελεύθερα για την τήρηση των

παραγράφων 1, 2 και 3 του αρ. 403 και αρκεί γι’ αυτό η

πιθανολόγηση(αρ. 403 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Εκτός από τις παραπάνω εξαιρέσεις, περιορισμούς στη χρήση

εμμάρτυρων αποδείξεων εισάγει το άρθρο 393 ΚΠολΔ. Οι

έγγραφες συμφωνίες μεταξύ προσώπων, εκτιμάται, ότι

αποτυπώνουν με πληρότητα και σαφήνεια το περιεχόμενο τους33.

Επομένως, δόθηκε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στα καταρτισθέντα

έγγραφα ως αποδεικτικά μέσα, περιορίζοντας την απόδειξη

συμφωνιών, συμβάσεων με μάρτυρες. Όπως τροποποιήθηκε με

31 Νικολόπουλος, ό.π., σελ 262.32 Βλ. παραπάνω σελ 15.33 Νίκας, ό.π, σελ. 516.

21

Page 22: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

το ν. 3994/2011, το άρθρο 393 ΚΠολΔ θέτει σημαντικό κριτήριο,

την αξία του αντικειμένου της διαφοράς( 20.000 ευρώ).

Απαγορεύεται χρήση μαρτύρων για την απόδειξη συμβάσεων και

συλλογικών πράξεων, που το ποσό τους υπερβαίνει τις είκοσι

χιλιάδες ευρώ( 393 παρ. 1 ΚΠολΔ), αλλά και η μαρτυρική

κατάθεση για κάθε έγγραφο που το αντικείμενο του έχει

μικρότερη αξία από είκοσι χιλιάδες ευρώ( 393 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Με αυτή τη διάταξη καταλαμβάνονται σχεδόν όλες οι

δικαιοπραξίες του ουσιαστικού δικαίου( ενοχικές, εμπράγματες,

αμφοτεροβαρείς, ετεροβαρείς κ.λπ.).Για παράδειγμα, μπορούν να

αναφερθούν η καταβολή ( ΑΚ 416), η άφεση χρέους (ΑΚ 454), η

ανανέωση ( ΑΚ 436). Ο περιορισμός αυτός αφορά μόνο στους

συναλλασσόμενους και τα ταυτιζόμενα με αυτούς

πρόσωπα( αντιπρόσωποι, διάδοχοι)34. Οι έγγραφες

δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων είναι

αυτές που δεν επιδέχονται απόδειξη του περιεχομένου τους με

μάρτυρες35. Το άρθρο 393 παρ. 2 αναφέρεται στα δημόσια ή τα

ιδιωτικά έγγραφα, τα οποία αποδεικνύουν αμέσως τη σύναψη της

δικαιοπραξίας και όχι στα έγγραφα από τα οποία συνάγεται

έμμεση ή δια δικαστικών τεκμηρίων απόδειξη36. Όσον αφορά

στα δημόσια έγγραφα, αυτά, όπως δέχεται και ο ΚΠολΔ,

αποτελούν πλήρη απόδειξη και ανταπόδειξη χωρεί μόνο για την

πλαστότητα τους(αρ. 438 ΚΠολΔ). Ανακύπτει, βέβαια, ζήτημα

σχετικά και με την εικονικότητα της δικαιοπραξίας. Όπως

34 Νίκας, ό.π., σελ 518.35 Βλ. Επίσης, ΑΠ 1800/2011, Μη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο στην τακτική διαδικασία είναι εκείνο, το οποίο ελήφθη υπ' όψιν, αν και δεν επιτρέπονταν, όπως, όταν, αν και το εμμάρτυρο μέσο αποκλείονταν, παρά ταύτα, εξετάστηκαν μάρτυρες και λήφθηκε υπόψη η κατάθεσή τους. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης της ΚΠολΔ 559 αρ. 11 γ, ο αναιρεσείων έχει υποχρέωση να αναφέρει στην αναίρεσή του το αποδεικτικό μέσο που λήφθηκε παράνομα, τον ισχυρισμό προς απόδειξη του οποίου λήφθηκε υπόψη και την επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης.36 Νικολόπουλος, ό.π., 251.

22

Page 23: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

δέχεται και η νομολογία, είναι δυνατό να διενεργηθεί απόδειξη

με μάρτυρες για την διαπίστωση της εικονικότητας εγγράφου,

επειδή γίνεται για την εξακρίβωση του κύρους της δικαιοπραξίας

και όχι για το περιεχομένου της37. Πρόσθετες περιπτώσεις κατά

τις οποίες δεν επιτρέπεται απόδειξη με μάρτυρες ανεξάρτητα από

τη συνολική αξία του αντικειμένου του εγγράφου ρυθμίζονται

στην παρ. 3 του άρθρου 393 ΚΠολΔ. Πρόσθετα σύμφωνα,

προγενέστερα, σύγχρονα, ή μεταγενέστερα της δικαιοπραξίας

συντασσόμενα εγγράφως δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με

μάρτυρες. Εδώ, το ύψος της αξίας του αντικειμένου της

διαφοράς δεν παίζει ρόλο, αλλά δηλώνεται ρητά η απαγόρευση

εμμάρτυρης απόδειξης σε συμφωνίες που πιστοποιούν ή

μεταβάλλουν το περιεχόμενο έγγραφης δικαιοπραξίας(π.χ.

απόδειξη με μάρτυρες υπάρξεως αίρεσης στην έγγραφη

συμφωνία)38.

Κατά άρθρο 394 παρ. 1 σπάζουν κάπως οι περιορισμοί του

άρθρου 393 και το ανεπίτρεπτο της εμμάρτυρης αποδείξεως

υποχωρεί στις εξής περιπτώσεις: α) αν υπάρχει αρχή έγγραφης

απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη,

β) αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο γ)

αν αποδειχθεί ότι το έγγραφο που είχε συνταχθεί χάθηκε τυχαία δ)

αν από τη φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω

από τις οποίες έγινε και ιδίως αν πρόκειται για εμπορικές

συναλλαγές, δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες.

37 ΑΠ 270/2012, Η απόδειξη της εικονικότητας επιτρέπεται με όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα και με μάρτυρες ανεξάρτητα, από την αξία του αντικειμένου της εικονικής δικαιοπραξίας ή από το γεγονός της έγγραφης κατάρτισής της, αφού με την απόδειξη δεν αμφισβητείται το περιεχόμενο του σχετικού εγγράφου, όπως εξωτερικά έχει, ώστε να πρόκειται για ανεπίτρεπτη απόδειξη κατά του περιεχομένου του, αλλά πλήττεται η ίδια η σπουδαιότητα των δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών (πρβλ. ΑΠ 586/04, 713/06).38 Νίκας, ό.π., σελ. 519.

23

Page 24: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Αρχή έγγραφης αποδείξεως υφίσταται, όταν από ένα

προσκομιζόμενο έγγραφο δεν εξάγεται ένα πλήρες και σαφές

συμπέρασμα, ή να πιθανολογείται το αποδεικτέο γεγονός(394

περ. α΄). Έτσι, χρησιμοποιείται, επιπρόσθετα η χρήση μάρτυρα

για να διαπιστωθεί ακριβέστερα ή σε ένα καλύτερο βαθμό η

αλήθεια των πραγματικών περιστατικών. Για παράδειγμα, ως

έγγραφα από τα οποία μπορεί να συναχθεί αρχή έγγραφης

αποδείξεως είναι οι προτάσεις των διαδίκων που περιέχουν

ασαφείς και υπεκφεύγουσες απαντήσεις39.

Όταν στάθηκε αδύνατο για φυσικούς ή ηθικούς λόγους να

αποκτηθεί το έγγραφο, καλείται μάρτυρας να «διαφωτίσει» το

δικαστήριο περί των πραγματικών περιστατικών(394 περ. β΄).

Φυσικοί λόγοι αποτελούν π.χ. όταν υπάρχει αδυναμία συντάξεως

ιδιωτικού εγγράφου λόγω αγραμματοσύνης ή τυφλότητας.

Ηθική αδυναμία κτήσεως εγγράφου υφίσταται στις περιπτώσεις,

όταν οι συμβαλλόμενοι συνδέονταν με στενό δεσμό και

συναλλάχθηκαν εγκύρως, αλλά μη τηρώντας κάποιο τύπο, τον

οποίο θεώρησαν ανούσιο.

Η απώλεια ή η αλλοίωση εγγράφου( δημόσιο ή ιδιωτικό), το

οποίο θα ήταν απαραίτητο στην αποδεικτική διαδικασία, αίρει

τον περιορισμό χρήσης εμμάρτυρου αποδεικτικού μέσου(394

περ. γ΄). Η αλλοίωση θα πρέπει να είναι σε τέτοιο βαθμό, ώστε

να καθίσταται αδύνατη η ανάγνωση του.

Τέλος, άρση του περιορισμού της χρήσης μάρτυρα

εισάγεται, όταν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές και για

ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέσθηκε μια

δικαιοπραξία(394 περ. δ΄). Σημαντικό ρόλο, εδώ, παίζουν οι

εξαιρετικές συνθήκες. Και αυτό γιατί δεν πρέπει να συναχθεί ότι

39 Νίκας, ό.π., σελ. 520.

24

Page 25: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

γενικά για τις εμπορικές συναλλαγές απαιτείται η χρήση

μάρτυρα, επειδή, όπως αναφέρθηκε, αν υπάρχει συστατικός

τύπος40, λογικά θα προτιμηθεί περισσότερο το έγγραφο από το

μάρτυρα. Τέλος, όταν το δικαστήριο ή νόμος αποκλείει τους

μάρτυρες αποκλείονται και οι αποδείξεις με δικαστικά τεκμήρια(

αρ. 395 ΚΠολΔ).

Το δικαστήριο αν καλέσει κάποιον να καταθέσει ως

μάρτυρας, αυτός οφείλει να προσέλθει όποτε του ζητηθεί( αρ.

398 ΚΠολΔ). Μάρτυρας που έχει κλητευθεί αλλά δεν

παρουσιάζεται να καταθέσει ή αρνείται αδικαιολόγητα,

καταδικάζεται σε χρηματική ποινή κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ ( αρ.

398 παρ. 3 σε συνδ. με αρ. 404 ΚΠολΔ).

Το άρθρο 270 παρ. 3 και 5 «μαρτυρεί» ότι η εξέταση

μαρτύρων διεξάγεται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Βέβαια,

πρόσωπα όπως υπουργοί, αρχιερείς, πρεσβευτές και άλλοι

διπλωματικοί υπάλληλοι ξένου κράτους επιφορτισμένοι με

διπλωματική αποστολή μπορούν να εξεταστούν και στην

κατοικία τους(αρ. 406 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει και για

όσους τους έχει καταβάλει το γήρας ή κάποια ασθένεια

καθιστώντας αδύνατη τη μετακίνηση τους (αρ. 406 εδ. β΄

ΚΠολΔ). Το άρθρο 270 παρ. 3 δίνει το δικαίωμα, σε περίπτωση

πλειόνων διαδίκων, να εξεταστεί ένας μάρτυρας για κάθε

ομόδικο. Η παράγραφος 5 του ίδιου άρθρου καθορίζει τον τρόπο,

τον τόπο και το χρόνο της εξέτασης των μαρτύρων. Σύμφωνα με

το άρθρο 407 ΚΠολΔ, ζητούνται οι προσωπικές πληροφορίες του

μάρτυρα ( π.χ. όνομα, επώνυμο, ηλικία, επάγγελμα κ.λπ.)

προκειμένου να λάβει γνώση το δικαστήριο σχετικά με τον

40 ΑΠ 17/2014, Αν ο έγγραφος τύπος για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία δεν έχει οριστεί από το νόμο ως συστατικός ή αποδεικτικός, τότε η απόδειξη της σύναψης και του περιεχομένου της δικαιοπραξίας μπορεί να γίνει και με μάρτυρες, σύμφωνα με τις διατάξεις του KΠολΔ.

25

Page 26: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ενδεχόμενο δεσμό που μπορεί να έχει αυτός με κάποιον από τους

διαδίκους. Πριν την κατάθεση του, ο μάρτυρας οφείλει να δώσει

όρκο θρησκευτικό ή πολιτικό ( αρ. 408 παρ.1 ΚΠολΔ). Ο όρκος

δίνεται για τη διαβεβαίωση της αλήθειας του γεγονότος, που θα

αποκαλύψει ο μάρτυρας. Θεωρώ, ότι ο όρκος αποτελεί μια

σφραγίδα στη προφορική δήλωση του μάρτυρα, που δεσμεύει

περισσότερο τον ίδιο όσον αφορά στα γεγονότα που θα

αναφέρει. Αυξάνεται τόσο η αποδεικτική τους ισχύ και όσο και ο

αντίκτυπος για τον ίδιο το μάρτυρα. Για ιδιαίτερες κατηγορίες

ατόμων προβλέπεται όρκος βάσει των παραγράφων 4, 5 και 6

του άρθρου 408 ΚΠολΔ. Κατά κανόνα, η εξέταση των μαρτύρων

γίνεται χωριστά41 και μόνο αν κριθεί απαραίτητο συμπαρίστανται

μαζί με άλλους μάρτυρες ή με τους διαδίκους(αρ. 409 παρ. 1 εδ.

α΄ ΚΠολΔ). Οι μάρτυρες οφείλουν να αποκαλύπτουν και τον

τρόπο και τις πηγές που του έδωσαν πληροφορίες σχετικά με την

επίδικη διαφορά(αρ. 409 παρ. 2 ΚΠολΔ). Το δικαστήριο μπορεί

να κρίνει αν είναι αναγκαίο να υποβληθούν οι μάρτυρες σε

ερωτήσεις από τους διαδίκου ή τους πληρεξούσιους δικηγόρους

τους( αρ. 409 παρ.3 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Η διαδικασία περατώνεται

με την κατάθεση όλων των πληροφοριών που γνωρίζει ο

μάρτυρας για τα αποδεικτέα(αρ. 409 παρ. 3 εδ. β΄ ΚΠολΔ)42. Αν

41 ΑΠ 767/2013, Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι περί απόλυτης ακυρότητας της κύριας διαδικασίας και έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι η καταδικαστική κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν θεμελιώθηκε μόνο στη μαρτυρική κατάθεση, της οποίας μοναδική πηγή γνώσης ήταν η συ-γκατηγορουμένη του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου, καθώς και στις εκθέσεις εξέτασης της τελευταίας, ως προς την οποία είχε διαταχθεί ο χωρισμός της συζήτησης στο ακροατήριο, αλλά και στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και στους υπόλοιπους μάρτυρες.42 ΑΠ 1159/2013, Το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, όπως είναι η κατάθεση μάρτυρα, πρέπει να υποβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή πρέπει να αναφέρονται τα ζητήματα για τα οποία θα κατέθετε ο μάρτυρας, ώστε να κριθεί αν αυτά είναι κρίσιμα για να σχηματίσει το δικαστήριο ασφαλέστερη κρίση και για ποίους λόγους κρίνεται αναγκαία η εξέτασή τους ενώπιον του δικαστηρίου για την ανακάλυψη της αλήθειας.

26

Page 27: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

η εξέταση ενός μάρτυρα κρίθηκε ελλιπής μπορεί να επαναληφθεί

σύμφωνα με το άρθρο 410 ΚΠολΔ.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΔΙΑΔΙΚΩΝ

Το αποδεικτικό μέσο της εξετάσεως των διαδίκων αποτελεί

πλέον κατ’ ιδίαν αποδεικτικό μέσο, ύστερα από τη ψήφιση του

νόμου 3994/2011. Η εξέταση διαδίκων λειτουργούσε κυρίως

επικουρικώς στην αποδεικτική διαδικασία πριν από τη θέση σε

ισχύ του ν. 2915/2001 και χρησιμοποιούταν από το δικαστήριο

στις περιπτώσεις που δεν ήταν επαρκή τα στοιχεία που

προέκυπταν από τα προσκομισθέντα επώνυμα αποδεικτικά

μέσα43. Η επικουρική φύση της εξετάσεως των διαδίκων έπαυσε

να υπάρχει μετά την τροποποίηση του αρ. 270 παρ. 3 ΚΠολΔ με

τους νόμους 2915/2001 και 3994/2011 και το δικαστήριο μπορεί

να εξετάσει τους διαδίκους κατά τη συζήτηση χωρίς να έχει

προηγηθεί η εκτίμηση άλλων αποδείξεων44.

Η διαδικασία εξετάσεως διαδίκων αποτυπώνεται γενικά στο

άρθρο 270 παρ.3 ΚΠολΔ και παραπέμπει στα ειδικότερα άρθρα

415 επόμενα. Το αποδεικτικό μέσο της εξέτασης των διαδίκων

διαφέρει από την διαδικασία που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο

245 ΚΠολΔ, η οποία περιέχει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση και

ακρόαση των διαδίκων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους και

43 ΑΠ 882/2009, δεν μπορεί να είναι μάρτυρας ο διάδικος, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοικήσεως αυτού. Η εξέταση των διαδίκων ή των νόμιμων εκπροσώπων του δεν αποτελεί μαρτυρία αλλά ίδιο επώνυμο αποδεικτικό μέσο που επιτρέπεται όταν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν καθόλου ή αποδείχθηκαν ατελώς από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα.44Νικολοπουλος, ό.π., σελ 278.

27

Page 28: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο. Η διάκριση των δυο διαδικασιών

στηρίζεται στο γεγονός ότι με τη αυτοπρόσωπη εμφάνιση( αρ.

245 ΚΠολΔ), οι διάδικοι παρίστανται στο δικαστήριο για την

διευκρίνιση πραγματικών ισχυρισμών και την παροχή

διασαφήσεων, ενώ με τη διαδικασία της εξέτασης των διαδίκων (

αρ. 415 ΚΠολΔ), υπηρετείται σκοπός αποδείξεως των

ισχυρισμών που θεμελιώνουν τα πραγματικά γεγονότα που

συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής45.

Η εξέταση ενός διάδικου μπορεί να διαταχθεί είτε ύστερα από

αίτηση κάποιου από τους διαδίκους είτε αυτεπαγγέλτως από το

δικαστήριο και διεξάγεται κατά τις διατάξεις για την εξέταση

μαρτύρων ( αρ. 416 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με το άρθρο 415 ΚΠολΔ πρόσωπα ικανά να

εξεταστούν ως διάδικοι είναι αυτοί που έχουν ικανότητα

διαδίκου (αρ. 62 επ. ΚΠολΔ), η οποία πηγάζει από την πλήρη

ικανότητα προς δικαιοπραξία ( αρ. 127 ΑΚ). Άτομα που δεν

έχουν την ικανότητα δικαστικής παραστάσεως, λόγω

ανηλικότητας ή έλλειψης συνείδησης των πραττομένων,

αντιπροσωπεύονται από το νόμιμο αντιπρόσωπο(αρ. 415 παρ. 2

ΚΠολΔ).Το δικαστήριο, όμως, κατά την κρίση του μπορεί να

εξετάσει, αυτούς που τελούν υπό επιμέλεια αλλά και όσους δεν

έχουν συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας τους. Τα

νομικά πρόσωπα «εξετάζονται» μέσω των εκπροσώπων τους ή

από κάποιο άλλο μέλος της διοίκησης τους (αρ. 415 παρ. 3

ΚΠολΔ). Αν η δίκη διεξάγεται από σύνδικο πτώχευσης, μπορούν

να εξεταστούν είτε ο σύνδικος είτε αυτός που πτώχευσε είτε και

οι δυο(αρ. 415 παρ. 4 ΚΠολΔ).

45Νικολοπουλος, ό.π., σελ 276.

28

Page 29: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Η εξέταση των διαδίκων γίνεται «ανωμοτί». Όρκιση των

διαδίκων δεν προβλέπεται παρά μόνο αν κριθεί σκόπιμο από το

δικαστήριο λ.χ. να κληθεί ο διάδικος να βεβαιώσει εκ των

υστέρων ενόρκως ολόκληρη ή προς μερικά σημεία την κατάθεση

του46(αρ. 417 ΚΠολΔ). Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν

επιτρέπεται ο διάδικος να εξεταστεί ενόρκως για γεγονότα που

αποτελούν για εκείνον αξιόποινη ή ανήθικη πράξη ( αρ. 417 εδ. δ

ΚΠολΔ). Το ίδιο ισχύει και γι’ αυτούς που αντιδικούν για το ίδιο

γεγονός(αρ. 417 παρ. 2 ΚΠολΔ) και για εκείνους που έχουν

καταδικαστεί τελεσίδικα για ψευδορκία ή για

ψευδομαρτυρία( αρ. 418 ΚΠολΔ). Η διαδικασία της εξέτασης

δεν παρακωλύεται από την απουσία ενός εκ των διαδίκων και

είναι επιτρεπτή η εξέταση των παρόντων( αρ. 419 παρ. 1

ΚΠολΔ). Συν τοις άλλοις, απαγορεύεται ρητά η λήψη

εξαναγκαστικών μέτρων προκειμένου να παραστεί ο απών

διάδικος στη διαδικασία της εξέτασης( αρ. 419 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Όπως τα περισσότερα αποδεικτικά μέσα η εξέταση των

διαδίκων εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο ( αρ. 420 σε

συνδ. με 340 ΚΠολΔ). Στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου

εμπίπτει ακόμα ή αδικαιολόγητη μη εμφάνιση του διαδίκου,

ανεξάρτητα αν αυτός κλητεύθηκε να εξεταστεί ενόρκως ή

«ανωμοτί», η άρνηση του να απαντήσει στις ερωτήσεις που του

υπέβαλλαν, καθώς και τη διαφορά ανάμεσα στην ένορκη και τη

χωρίς όρκο προηγούμενη κατάθεση του ( αρ. 420 ΚΠολΔ).

46 Κλαμαρης/Kουσούλης/Παναταζόπουλος.ό.π, σελ. 634.

29

Page 30: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ΜΗ ΠΛΗΡΟΥΝΤΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Όπως συνάγεται από τα προηγούμενα, τα αποδεικτικά μέσα

που εισφέρουν οι διάδικοι στο δικαστήριο εμπίπτουν σε

κατηγορίες που κατονομάζονται από τον ΚΠολΔ, σύμφωνα με το

άρθρο 339. Πολλές φορές, όμως, υπάρχουν στοιχεία που

μπορούν να προσκομιστούν ως αποδείξεις στη δίκη, τα οποία για

λόγους τυπολογικών ελλείψεων και «ατασθαλιών47» δεν

εμπίπτουν σε καμία κατηγορία επώνυμων αποδεικτικών μέσων

του άρθρου 339. Όπως έχουν ονομαστεί, τα μη πληρούντα τους

όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα αποτελούν ιδιαίτερη

κατηγορία αποδεικτικών μέσων. Η έννοια των μη πληρούντων

τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων εμφανίστηκε για

πρώτη φορά συνδεδεμένη με την πιθανολόγηση στο άρθρο 363

του α.ν. 44/1967 το οποίο όριζε ότι «Όπου ο νόμος αρκείται εις

πιθανολόγησιν, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να τηρήση τας

περί αποδεικτικής διαδικασίας, δύναται δε να λάβη υπ’ όψιν και

μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα».

Ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα

μπορούν να είναι έγγραφα με τυπολογικές ελλείψεις,

ανυπόγραφα, αχρονολόγητα, διατυπωμένα σε ξένη γλώσσα,

έγγραφα που δεν έχουν θεωρηθεί ή είναι ατελώς συντεταγμένα

κατ’ αποδεικτικό τύπο, τα οποία, ενώ μπορούν να εισαχθούν ως

αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη, δεν εμπίπτουν στην κατηγορία

των εγγράφων που ρυθμίζονται στα άρθρα 432-465 ΚΠολΔ48.

47 Νικας, ό.π., σελ. 562.48 ΑΠ 1155/2011, απαράδεκτος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που αφορά σε παραμόρφωση των περιεχομένων γνωμοδοτήσεων δικαστικού γραφολόγου( τεχνικού συμβούλου της αναιρεσείουσας).

30

Page 31: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Επιπλέον, συγκαταλέγονται σε αυτά και ανολοκλήρωτες

μαρτυρικές καταθέσεις

Το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ συγκαταλέγει στη

τακτική διαδικασία των πολιτικών δικαστηρίων τα μη πληρούντα

τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα «Το δικαστήριο

λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους

του νόμου. Συμπληρωματικά, μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να

εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους

όρους του νόμου». Άξια λόγου είναι η λέξη «συμπληρωματικά»,

για την οποία έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις ως προς τη

σημασία της και το χαρακτήρα που προσδίδει στα μη πληρούντα

τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Υποστηρίζεται49, κατά

μια άποψη, ότι τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου

αποδεικτικά μέσα θα μπορούσαν να λαμβάνονται επικουρικώς

και μόνο με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά

μέσα. Επομένως, οι διάδικοι δεν θα μπορούσαν να προσκομίσουν

αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου στο

δικαστήριο, αν δεν επικαλούνταν έστω ένα αποδεικτικό μέσο, το

οποίο έχει παραχθεί και προσκομισθεί κατά τους κανόνες της

αυστηρής απόδειξης. Κατά μια άλλη άποψη, που ίσως είναι η

ορθότερη και συμβαδίζει με τη νομολογία, η έννοια του όρου

«συμπληρωματικά», σημαίνει την ελεύθερη προσκόμιση και

εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους

του νόμου παράλληλα με τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα50.

Καθιερώνονται, λοιπόν, και αυτά ως επώνυμα αποδεικτικά μέσα

που εκτιμώνται ελεύθερα (αρ. 340 ΚΠολΔ) όπως και τα κατ’

49 Καλαβρός, ό.π., σελ. 356.50 ΑΠ 1/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1707/2009. ΑΠ 227/2010, τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου ‘’συμπληρωματικά’’.

31

Page 32: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ιδίαν αποδεικτικά μέσα των άρθρων 352-465 ΚΠολΔ, με ρητή

την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ. Ωστόσο,

εξακολουθεί να υπάρχει αμφισβήτηση για τις εγγυήσεις

ορθότητας, αμεσότητας και δικανικής γνώσης που μπορούν να

προσφέρουν τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά

μέσα51, με αποτέλεσμα να υπάρχει πιθανότητα καταστρατήγησης

της αποδεικτικής διαδικασίας, η οποία θα επηρεάζει σημαντικά

τη δικαστική απόφαση52.

ΕΝΟΡΚΕΣ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙΣ

Όπως και τα μη πληρούντα τους όρους αποδεικτικά μέσα έτσι

και οι ένορκες βεβαιώσεις πριν το ν. 2915/2001 κατατάσσονταν

στα δικαστικά τεκμήρια. Πιο συγκεκριμένα, οι ένορκες

βεβαιώσεις συμπεριελήφθησαν στα επώνυμα αποδεικτικά μέσα

μετά το ν. 3994/2011 στο άρθρο 339 ΚΠολΔ53. Όπως ισχύει

σήμερα, στο άρθρο 270 παρ. 2 εδ.γ΄ ΚΠολΔ ορίζεται: «ένορκες

βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου

λαμβάνονται το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν

δοθεί ύστερα από κλήτευση αντιδίκου δυο τουλάχιστο εργάσιμες

μέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην

αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν». Πλέον, οι

51 Καλαβρός,ό.π, σελ 362.52 ΑΠ 1850/2009, λαμβάνονται και συνεκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια και αποδεικτικά μέσα μη πληρούντα τους όρους του νόμου, ακόμα και άκυρα ή ανυπόγραφα για οποιαδήποτε λόγο έγγραφα, όχι όμως πλαστά ή μη γνήσια, διότι δε συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών μέσων( βλ. ΟλΑΠ 15/03).53 ΑΠ 767/2011, οι ένορκες βεβαιώσεις δεν εμπίπτουν στη κατηγορία των αποδεικτικών εγγράφων, ούτε των μαρτύρων, αλλά αποτελούν αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και η παράλειψη ειδικής αναφοράς της δικαστικής απόφασης σε αυτές καταφάσκει την ανώτερη αναιρετική πλημμέλεια (ΑΠ 1253/2010).

32

Page 33: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν αυτοτελές επώνυμο αποδεικτικό

μέσο54.

Οι ένορκες βεβαιώσεις περιβαλλόμενες τύπο δημοσίου

εγγράφου, αποτελούν μαρτυρίες τρίτων προσώπων, διαφόρων

των διαδίκων, που δίδονται εκτός ακροατηρίου και χωρίς τη

δυνατότητα υποβολής ερωτήσεων από τους διαδίκους ή τους

πληρεξούσιους δικηγόρους τους55. Η συνεκτίμηση τριών

ενόρκων βεβαιώσεων για κάθε πλευρά αποτελεί αυστηρό

περιορισμό, ο οποίος, σε περίπτωση υπέρβασης του, μπορεί να

οδηγήσει σε αναίρεση της δίκης ( αρ. 559 αρ. 11 ΚΠολΔ).

Ένορκες βεβαιώσεις πέρα των τριών κηρύσσονται και

αυτεπαγγέλτως απαράδεκτες56. Ωστόσο έχει υποστηριχθεί από τη

νομολογία ότι στις ειδικές διαδικασίες που προβλέπονται στα

άρθρα 650 και 671 ΚΠολΔ δεν προβλέπεται κάποιο όριο στην

προσκόμιση ενόρκων βεβαιώσεων57. Υπάρχει, όμως, και η

διάταξη του άρθρου 591 ΚΠολΔ που ορίζει ρητά ότι τα άρθρα 1

έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν

αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις αυτών. Επομένως, από τη

σιωπή των άρθρων 650 και 671 μπορεί να συναχθεί η εφαρμογή

του 270 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ. Απαιτείται, επίσης, κλήτευση του

ή των αντιδίκων δυο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη

βεβαίωση58. Επομένως, καθίσταται αναγκαίο, η παρουσία του

αντιδίκου κατά την κατάθεση ένορκης βεβαίωσης. Ακόμα, αν 54 ΑΠ 509/2011. ΑΠ 796/2008, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση.55 Νικολόπουλος, ό.π., σελ. 378.56 ΑΠ 747/2008, Αν δόθηκαν περισσότερες των τριών το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν μόνο τις τρεις πρώτες.57 ΑΠ 875/2007, Στις ειδικές διαδικασίες λαμβάνονται υπ’ όψιν ένορκες βεβαιώσεις και πέραν των τριών.58 ΑΠ 1093/2008, σε περίπτωση πλειόνων αντιδίκων με σχέση απλής ομοδικίας, η κλήση πρέπει να απευθύνεται σε όλους. ΑΠ 229/2002, νόμιμα κλητεύεται και ο δικαστικός πληρεξούσιος, λόγω της ιδιότητας του ως αντικλήτου. . ΑΠ 68/2014, μη λήψη υπόψη από το Εφετείο ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες ήταν νομικώς ανυπόστατες ως αποδεικτικά μέσα, δεδομένου ότι δεν έλαβε χώρα εμπρόθεσμη κλήτευση διαδίκων.

33

Page 34: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

πρόκειται να δοθούν σε αλλοδαπή χώρα, απαιτείται κλήτευση

του αντιδίκου οκτώ μέρες πριν από αυτή. Οι ένορκες βεβαιώσεις,

ως αποδεικτικά μέσα, εισέρχονται στο δικαστήριο κατά την

προδικασία υποβαλλόμενες στις προθεσμίες των άρθρων 237

παρ. 3 και 238 εδ. γ΄ ΚΠολΔ.

Οι προϋποθέσεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ για

την λήψη από το δικαστήριο ενόρκων βεβαιώσεων είναι

απαραίτητο να τηρούνται, άλλως αυτές είναι ανυπόστατες και

δεν τίθεται θέμα λήψης των ενόρκων βεβαιώσεων ως μη

πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα59.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δεληκωστόπουλος, Ι. Δικονομικοί λόγοι αναιρέσεως,

2009.

59 ΑΠ 184/2011, αν λείπει μια από τις προϋποθέσεις δόσης της ένορκης βεβαίωσης είναι ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη.

34

Page 35: ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Ι

Καλαβρός Κ.Φ, Πολιτική Δικονομία, 3η έκδοση ( 2012).

Κλαμαρής/Κουσούλης/Πανταζόπουλος,Πολιτική

Δικονομία, 2012.

Νίκας, Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2012.

Νικολόπουλος, Γ., Δίκαιο Αποδείξεως, β΄ έκδοση (2011).

35