"Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

8
EDUARDO COLOMBO, Η βούληση του λαού (δημοκρατία και αναρχία), μτφρ. Ν. Γιαννίκας, Γ. Καράμπελας, Θ. Σκορδαρά, Φ. Τσαλούχου, Ν. Χριστόπουλος, εκδόσεις στάσει εκπίπτοντες, σελ. 160 Η σχέση της αριστεράς και της αναρχίας είναι, για να το πούμε όσο πιο ανώδυνα γίνεται, πολυκύμαντη. Όταν ο Μαρξ διέγραφε τον Μπακούνιν από τη Διεθνή, ξεκινούσε μια συγκρουσιακή σχέση που ο απόηχος της φθάνει ίσαμε τις μέρες μας. Ακόμη και σήμερα εί- ναι διάχυτη μια απορριπτική προδιάθεση για τον αναρχισμό. Αυτό ο- φείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η αναρχία εμμένει στη σκο- πιά της ριζικής άρνησης - άρνηση κάθε λογής κυριαρχίας, άρνηση κά- θε λογής εξουσίας. Παραφράζοντας τον Μπένγιαμιν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκεί όπου ο διαλεκτικός βλέπει μια ιστορική πρόοδο, ο α- ναρχικός βλέπει μια σειρά καταστροφών και ερειπίων. Τα ερείπια εί- ναι οι εξεγέρσεις εκείνες που το χειραφετησιακό τους δυναμικό κατα- στέλλεται ή εξημερώνεται, για να μετατραπεί σε μια νέα μορφή ετερο- νομίας ή κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Οι πολιτικές έννοιες έχουν πολεμικό χαρακτήρα. Και η αναρχία, αποστασιοποιημένη από τις θεσπισμένες πολιτικές διαδικασίες, προσάπτεται απ’ όλο το πολιτικό φάσμα ως κατηγορία στον εκάστοτε πολιτικό αντίπαλο, υπό την έννοια της ακύρωσης οποιασδήποτε τάξης και συνοχής. Σ’ αυτήν την πολεμική τοποθέτηση εναντίον του αναρχισμού έρχεται να αντι- παρατεθεί ο Αργεντίνος αναρχικός και ψυχαναλυτής Eduardo Colombo, με μια σειρά δοκιμίων του όσον αφορά τη δημοκρατία και την αναρχία. Ο Colombo, ανατρέχοντας στις νεοτερικές μορφές κυ- ρίαρχης εξουσίας και στους τρόπους με τους οποίους νομιμοποιούνται, θέλει να αποκαλύψει ό,τι αποκλείεται ή περιθωριοποιείται από αυτές, κι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την κοινωνική χειραφέτηση. Σύμφωνα με τον ίδιο «η αναρχία είναι η μορφή ενός μη ιεραρχικού πεδίου, ορ- γανωμένου χάριν και διαμέσου του δρώντος υποκειμένου... Ακόμα και στην πιο ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία... ο αναρχικός θα είναι πα- ραβάτης του κανόνα ενάντια σ’ αυτό που είναι, αυτός θα υπάρχει για ό,τι έχει τη δυνατότητα να εμφανιστεί». Αυτό το απόσπασμα, κρίσιμο για τον συλλογισμό του, είναι μια α- ναδιατύπωση της αντίθεσης μεταξύ είναι και γίγνεσθαι. Πρόκειται για την αντίθεση μεταξύ της απολίθωσης μιας συγκεκριμένης θεσμικής τά- ξης, ή (για να θυμηθούμε τον νεαρό Λούκατς) της πραγμοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, και της εξέγερσης της ανθρώπινης ύπαρξης ε- νάντια σ’ αυτήν την τάξη. Γι’ αυτό, η αναρχία θα μπορούσε να προσ- διοριστεί ως μία εκδοχή του επαναστατικού ρομαντισμού. Στον τε- λευταίο το εξεγερμένο υποκείμενο βρίσκεται σε αδιάκοπη ροή, εφό- σον η εξαντικειμενίκευση σε θεσμούς είναι μια φυλακή για την αν- θρώπινη ψυχή από την οποία πρέπει να δραπετεύσει. Ωστόσο, ό,τι διαφορίζει την αναρχία από τον επαναστατικό ρομαντισμό είναι η στά- ση έναντι της ουτοπίας. Όλες οι ουτοπίες περιγράφουν μια θεσπισμέ- νη κοινωνία με τάξη και συνοχή, ένα κράτος. Από την άλλη πλευρά, ο αναρχισμός έχει στραμμένο το βλέμμα σ’ έναν χρονικό ορίζοντα που ποτέ δεν μπορεί κανείς να τον φθάσει, όπως γλαφυρά γράφει στην ει- σαγωγή του ο Colombo . είναι ένα χιλιαστικό ριζοσπαστικό κίνημα του εξεγερμένου υποκειμένου το οποίο αρνείται την αντικειμενική τάξη. Αυτή είναι και η ένσταση του Καστοριάδη για την αναρχία, ένσταση την οποία καταγράφει ο Colombo. Ο Colombo στην κριτική του για την αρνητική ελευθερία -την ελευ- θερίας από, σε αντίθεση με τη θετική ελευθερία, την ελευθερία για- πα- ραθέτει ένα κλασικό απόσπασμα του Ρουσσώ, ο οποίος είναι η μήτρα όλων των νεοτερικών προταγμάτων, του φιλελεύθερου, του μαρξιστι- κού-κομμουνιστικού, μα και του αναρχικού: «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος. Κι όποιος πιστεύει ό- τι είναι κύριος των άλλων δεν είναι λιγότερο δούλος». Όπως είναι γνω- στό, για τον Ρουσσώ η κοινωνία δεν δίνει απάντηση στο ανθρώπινο πρόβλημα. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια απάτη που διαπράττεται από τους πλούσιους εις βάρος των φτωχών. Αυτό βέβαια μπορεί να έ- χει για συνέπεια να ανακαλύπτουμε την ελευθερία εκτός της κοινωνίας, στον μοναχικό περιπατητή του Ρουσσώ, σε περιθωριακές φιγούρες ό- ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ www.avgi-anagnoseis.blogspot.com Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014 ΤΕΥΧΟΣ 580 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣ Δημοκρατία και αναρχία ΣΕΛ.1 ΜΑΡΙΑ ΜΟΙΡΑ Η επιλογή της αισιοδοξίας ΣΕΛ. 2 ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ Νεοελληνικότητα και Γυναίκα της Ζάκυθος ΣΕΛ. 3 ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ Καρλ Μαρξ: Χειρόγραφα1844 ΣΕΛ. 4 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣ Καθάρια και πόσιμα νερά ΣΕΛ. 5 ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΟΣ Από τις Φυσικομαθηματικές επιστήμες ΣΕΛ. 6 ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Αρχαιολογία και έθνος ΣΕΛ. 7 JODI DEAN Κομμουνισμός - Κυριαρχία του λαού ΣΕΛ. 8 ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ Τα έργα του τεύχους είναι από την 4η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, με γενικό τίτλο «Παλιές Διασταυρώσεις-Make it Νew ΙΙ», που ολοκληρώνεται στις 31 Ιανουαρίου Δημοκρατία και αναρχία

description

Το ένθετο μπορείτε να το διαβάζετε και εδώ: avgi-anagnoseis.blogspot.com

Transcript of "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

Page 1: "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

EDUARDO COLOMBO, Η βούληση του λαού (δημοκρατία καιαναρχία), μτφρ. Ν. Γιαννίκας, Γ. Καράμπελας, Θ. Σκορδαρά,Φ. Τσαλούχου, Ν. Χριστόπουλος, εκδόσεις στάσειεκπίπτοντες, σελ. 160

Η σχέση της αριστεράς και της αναρχίας είναι, για να το πούμεόσο πιο ανώδυνα γίνεται, πολυκύμαντη. Όταν ο Μαρξ διέγραφε

τον Μπακούνιν από τη Διεθνή, ξεκινούσε μια συγκρουσιακή σχέσηπου ο απόηχος της φθάνει ίσαμε τις μέρες μας. Ακόμη και σήμερα εί-ναι διάχυτη μια απορριπτική προδιάθεση για τον αναρχισμό. Αυτό ο-φείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η αναρχία εμμένει στη σκο-πιά της ριζικής άρνησης - άρνηση κάθε λογής κυριαρχίας, άρνηση κά-θε λογής εξουσίας. Παραφράζοντας τον Μπένγιαμιν, θα μπορούσαμενα πούμε ότι εκεί όπου ο διαλεκτικός βλέπει μια ιστορική πρόοδο, ο α-ναρχικός βλέπει μια σειρά καταστροφών και ερειπίων. Τα ερείπια εί-ναι οι εξεγέρσεις εκείνες που το χειραφετησιακό τους δυναμικό κατα-στέλλεται ή εξημερώνεται, για να μετατραπεί σε μια νέα μορφή ετερο-

νομίας ή κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Οι πολιτικέςέννοιες έχουν πολεμικό χαρακτήρα. Και η αναρχία, αποστασιοποιημένηαπό τις θεσπισμένες πολιτικές διαδικασίες, προσάπτεται απ’ όλο τοπολιτικό φάσμα ως κατηγορία στον εκάστοτε πολιτικό αντίπαλο, υπότην έννοια της ακύρωσης οποιασδήποτε τάξης και συνοχής. Σ’ αυτήντην πολεμική τοποθέτηση εναντίον του αναρχισμού έρχεται να αντι-παρατεθεί ο Αργεντίνος αναρχικός και ψυχαναλυτής EduardoColombo, με μια σειρά δοκιμίων του όσον αφορά τη δημοκρατία καιτην αναρχία. Ο Colombo, ανατρέχοντας στις νεοτερικές μορφές κυ-ρίαρχης εξουσίας και στους τρόπους με τους οποίους νομιμοποιούνται,θέλει να αποκαλύψει ό,τι αποκλείεται ή περιθωριοποιείται από αυτές,κι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την κοινωνική χειραφέτηση. Σύμφωναμε τον ίδιο «η αναρχία είναι η μορφή ενός μη ιεραρχικού πεδίου, ορ-γανωμένου χάριν και διαμέσου του δρώντος υποκειμένου... Ακόμα καιστην πιο ανοικτή και ελεύθερη κοινωνία... ο αναρχικός θα είναι πα-ραβάτης του κανόνα ενάντια σ’ αυτό που είναι, αυτός θα υπάρχει γιαό,τι έχει τη δυνατότητα να εμφανιστεί».

Αυτό το απόσπασμα, κρίσιμο για τον συλλογισμό του, είναι μια α-ναδιατύπωση της αντίθεσης μεταξύ είναι και γίγνεσθαι. Πρόκειται γιατην αντίθεση μεταξύ της απολίθωσης μιας συγκεκριμένης θεσμικής τά-ξης, ή (για να θυμηθούμε τον νεαρό Λούκατς) της πραγμοποίησης τωνκοινωνικών σχέσεων, και της εξέγερσης της ανθρώπινης ύπαρξης ε-νάντια σ’ αυτήν την τάξη. Γι’ αυτό, η αναρχία θα μπορούσε να προσ-διοριστεί ως μία εκδοχή του επαναστατικού ρομαντισμού. Στον τε-λευταίο το εξεγερμένο υποκείμενο βρίσκεται σε αδιάκοπη ροή, εφό-σον η εξαντικειμενίκευση σε θεσμούς είναι μια φυλακή για την αν-θρώπινη ψυχή από την οποία πρέπει να δραπετεύσει. Ωστόσο, ό,τιδιαφορίζει την αναρχία από τον επαναστατικό ρομαντισμό είναι η στά-ση έναντι της ουτοπίας. Όλες οι ουτοπίες περιγράφουν μια θεσπισμέ-νη κοινωνία με τάξη και συνοχή, ένα κράτος. Από την άλλη πλευρά, οαναρχισμός έχει στραμμένο το βλέμμα σ’ έναν χρονικό ορίζοντα πουποτέ δεν μπορεί κανείς να τον φθάσει, όπως γλαφυρά γράφει στην ει-σαγωγή του ο Colombo. είναι ένα χιλιαστικό ριζοσπαστικό κίνημα τουεξεγερμένου υποκειμένου το οποίο αρνείται την αντικειμενική τάξη.

Αυτή είναι και η ένσταση του Καστοριάδη για την αναρχία, ένστασητην οποία καταγράφει ο Colombo.

Ο Colombo στην κριτική του για την αρνητική ελευθερία -την ελευ-θερίας από, σε αντίθεση με τη θετική ελευθερία, την ελευθερία για- πα-ραθέτει ένα κλασικό απόσπασμα του Ρουσσώ, ο οποίος είναι η μήτραόλων των νεοτερικών προταγμάτων, του φιλελεύθερου, του μαρξιστι-κού-κομμουνιστικού, μα και του αναρχικού: «Ο άνθρωπος γεννήθηκεελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος. Κι όποιος πιστεύει ό-τι είναι κύριος των άλλων δεν είναι λιγότερο δούλος». Όπως είναι γνω-στό, για τον Ρουσσώ η κοινωνία δεν δίνει απάντηση στο ανθρώπινοπρόβλημα. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια απάτη που διαπράττεταιαπό τους πλούσιους εις βάρος των φτωχών. Αυτό βέβαια μπορεί να έ-χει για συνέπεια να ανακαλύπτουμε την ελευθερία εκτός της κοινωνίας,στον μοναχικό περιπατητή του Ρουσσώ, σε περιθωριακές φιγούρες ό-

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

www.avgi-anagnoseis.blogspot.com

Σύνταξη: Κώστας Βούλγαρης, Κώστας Γαβρόγλου, Γιώργος Μερτίκας, Άλκης Ρήγος, Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, Kώστας Χριστόπουλος

Η ΑΥΓΗΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣΗ ΑΥΓΗΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

12 IANOYAΡΙΟΥ 2014ΤΕΥΧΟΣ 580

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΡΤΙΚΑΣΔημοκρατία και αναρχία

ΣΕΛ. 1

ΜΑΡΙΑ ΜΟΙΡΑΗ επιλογή της αισιοδοξίας

ΣΕΛ. 2

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣΝεοελληνικότητα και Γυναίκα της Ζάκυθος

ΣΕΛ. 3

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣΚαρλ Μαρξ: Χειρόγραφα 1844

ΣΕΛ. 4

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗΣΚαθάρια και πόσιμα νερά

ΣΕΛ. 5

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΟΣΑπό τις Φυσικομαθηματικέςεπιστήμες

ΣΕΛ. 6

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣΑρχαιολογία και έθνος

ΣΕΛ. 7

JODI DEANΚομμουνισμός - Κυριαρχία του λαού

ΣΕΛ. 8

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ

Τα έργα του τεύχους είναι από την4η Μπιενάλε Σύγχρονης ΤέχνηςΘεσσαλονίκης, με γενικό τίτλο «Παλιές Διασταυρώσεις-Make itΝew ΙΙ», που ολοκληρώνεται στις 31 Ιανουαρίου

Δημοκρατία και αναρχία

Page 2: "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ24

Η ΑΥΓΗ • 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014

2

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΠΕΚΑΣ, Οι αισιόδοξοι, εκδόσειςΓαβριηλίδης, σελ. 252

Το αθηναϊκό τοπίο της κοινωνικής, πολιτικής και οικονο-μικής κρίσης και παρακμής είναι ένας πρώτης τάξης σκηνι-

κός τόπος για να εγγράψει ο Βαγγέλης Μπέκας την υπόθεση τουνέου του μυθιστορήματος, που διαθέτει δράση και μυστήριο, σα-σπένς και ανατροπές, πολιτικές ίντριγκες και συνωμοσίες, ερωτι-σμό και κοινωνική ευαισθησία.

Ο συγγραφέας κινείται με πολιτικά ορθή πυξίδα ανάμεσα στουςαφηγηματικούς σκοπέλους, αντλώντας υλικό από την παρούσα

κοινωνικοπολιτική συνθήκη που συναγωνίζεται την πιο ευφά-νταστη συγγραφική επινόηση, χωρίς να αποφεύγει πάντοτε τον πει-ρασμό του σχολιασμού της επικαιρότητας που αποδυναμώνει τοσφρίγος της εξιστόρησης και τις σειρήνες της στερεοτυπικής σκια-γράφησης των ηρώων στα δοκιμασμένα πρότυπα της αστυνομι-κής λογοτεχνίας.

Ο ήρωάς του, ένας σαραντάρης ιδιόρρυθμος δημοσιογράφος,μονήρης και ετερόνομος, με ιδιότυπο στίγμα γραφής και αντι-συμβατικές θεματικές, πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα του δημοσιο-γραφικού κατεστημένου που υπηρετεί σκοτεινά συμφέροντα καιάτυπες δομές της κρατικής εξουσίας, αναζητώντας το άλλο και τοδιαφορετικό, στις παρυφές της πόλης, στον υπόκοσμο, στο λού-μπεν προλεταριάτο και το περιθώριο. Ένας ρομαντικός μηχανόβιοςαμφισβητίας που απεχθάνεται το φυλετικό μίσος και τη βαρβα-ρότητα, συχνάζει στα στέκια των μεταναστών, ακούει τις ιστορίεςτους, αναπαράγει και επικοινωνεί με τα κείμενά του τα πάθη τουςαπό τους νεοναζί κυνηγούς κεφαλών, και γι’ αυτό μπαίνει στο στό-χαστρο των φασιστικών οργανώσεων που πολιορκούν ανενό-χλητες την πόλη. Παρά τα αδιέξοδα της προσωπικής του ζωής καιτα πρόσφατα πένθη (η εξάρτηση από το αλκοόλ και η ανάνηψη, ηδιαλυτική συνθήκη στη δουλειά και οι εξαναγκασμοί, η εγκατάλειψηαπό τη σύντροφό του και μητέρα της κόρης του, η φασιστική α-πειλή), αναδιοργανώνεται προσχωρώντας, ή συστήνοντας καλύ-τερα, ένα δίκτυο ανθρώπων που αφυπνίζονται και αντιστέκονται.Η αισιοδοξία του δεν είναι πλεονέκτημα, αλλά στρατηγική επιλο-γή που αντιμάχεται την τυφλότητα και την εθελοδουλία, τη μι-σαλλοδοξία και την ξενοφοβία. Σε μια πόλη ανοχύρωτη και μιακοινωνία παραδομένη σ’ αυτό το πρωτόγνωρο μούδιασμα πουπαραλύει συνειδήσεις και αντιστάσεις.

Οι μίζες, ο αυταρχισμός και ο χρηματισμός των κρατούντων, ταληστρικά οικονομικά συμφέροντα, τα διεθνή κυκλώματα στο ε-μπόριο των όπλων, οι πολιτικές συνωμοσίες, η οίηση της εξου-σίας, η φασιστική λαίλαπα, διαμορφώνουν τον κεντρικό καμβά

της υπόθεσης, που αφηγείται την πολιτική δολοφονία ενός φαύ-λου υπουργού που διώκεται δικαστικά και την απόφαση του δη-μοσιογράφου-ερευνητή να την εξιχνιάσει και να βρει τον δράστη.Σ’ αυτή τη ριψοκίνδυνη διαδρομή αναζήτησης απαντήσεων στουςγρίφους και τα αινίγματα που σωρεύονται γύρω από τον φόνο, θασυναντήσει αδίστακτους επαγγελματίες δολοφόνους, πληρωμέ-νους πράκτορες, πωρωμένους δημόσιους λειτουργούς, διεφθαρ-μένους αστυνομικούς, αλλά και ιδεαλιστές φίλους, και κυρίως τουςσυνήθεις χαρακτήρες που απαντώνται απαρέγκλιτα στις κυρίαρ-χες αναπαραστάσεις της αστυνομικής λογοτεχνίας: Τη μοιραίαγυναίκα-αράχνη, στο πρόσωπο της γραμματέως του υπουργού,που ερωτική και ιδιοτελής, ανυπεράσπιστη και ανενδοίαστη θαπροσπαθήσει να τον σαγηνεύσει και να τον στρατολογήσει στηνακολουθία των χρήσιμων εραστών. Και τον αδιάφθορο και ασυμ-βίβαστο αστυνομικό, που υποκινούμενος από ένα επαγγελματικόπείσμα και μια ανάγκη προσωπικής επιβεβαίωσης θα συνεργα-στεί μαζί του αποσκοπώντας στην ανταλλαγή προσδοκιών καιπρακτικών.

Ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του φέρνει στο προσκήνιο δύοκόσμους να συναντώνται και να αναμετρώνται. Εκείνον της συν-θηκολόγησης, του μίσους και της συνενοχής, με αυτόν της στρά-τευσης, της αντίστασης και της ανυπακοής. Στα σύντομα κεφά-λαια-αφηγηματικές νησίδες με δομή σεναρίου, δίνεται μια πανο-ραμική όψη της Αθήνας των μνημονίων. Μιας πόλης μετέωρης καισκοτεινής, ερμητικής και αδιέξοδης, με κατοίκους στο χείλος τηςαπόγνωσης, που κλυδωνίζεται στη δίνη της εκκωφαντικής κα-τάρρευσης όλων των δημοκρατικών κατακτήσεων. Ο κεντρικός ή-ρωας της ιστορίας δεν είναι ούτε άτρωτος ούτε ατρόμητος. Βαδί-ζει σ’ ένα ρήγμα, κινείται σε ασύμβατα πεδία, ριψοκινδυνεύονταςτο κεφάλι του και τη ζωή τού φίλου του. Στην κρίσιμη αναμέτρη-ση με τις «δυνάμεις του κακού», ο συγγραφέας τον παρουσιάζειμεν φοβισμένο και ανήμπορο να παραδίδει το πηδάλιο στον έ-μπειρο αστυνομικό, ανυποχώρητο όμως και αποφασισμένο ναμην υποταγεί χωρίς μάχη, και έτοιμο να αναζητήσει στήριξη καιαλληλεγγύη και στην απέναντι όχθη.

Το τέλος της αφήγησης κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τοντίτλο. Αθεράπευτα και εμφατικά αισιόδοξο, με μια επίμονη κατά-φαση στη ζωή και στο μέλλον. Αντίδοτο που ξορκίζει τη σκληρήπραγματικότητα και ανασκευάζει τη ζοφερή της όψη. Κι ίσως γι’αυτό αγωνιστικό, οραματικό και χρήσιμο. Κάτι σαν χαμόγελο σταλυπημένα πρόσωπα που απώλεσαν την πίστη και την ελπίδα.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

πως του μποέμ ή του καλλιτέχνη, στους ιδανι-κούς αργόσχολους ή τους τεμπέληδες (όπως θαέλεγε αργότερα ο Λαφάργκ). Είναι η λύση της ε-πικούρειας ιδιώτευσης που συνάγει ο κλασικόςφιλελευθερισμός, για να μεταποιηθεί στις μαζι-κές κοινωνίες σε υλική αυτοπραγμάτωση.

Ωστόσο ο Colombo δεν ακολουθεί αυτήν τηλογική πορεία, ούτε περιορίζεται σε μια γυμνή α-πόφαση υπέρ του γίγνεσθαι, αλλά εισάγει ένα η-θικό στοιχείο. Το κοινωνικό ζήτημα είναι η ηθι-κή βάση με την οποία κρίνει τη δημοκρατική τά-ξη, κι έτσι διαφοροποιεί τον αναρχισμό από τηφιλελεύθερη ουτοπία. Το κοινωνικό ζήτημα, λέ-ει, διαχωρίζει τη γενική βούληση από τη βούλη-ση του λαού. Ο διαχωρισμός αυτός στηρίζεταιστο αναρχικό αξίωμα «ο λαός είναι καλός η ε-ξουσία μπορεί να διαφθείρει». Το αξίωμα αυτό έρ-χεται να αντιστρέψει τη θεολογική θεμελίωσητης εξουσίας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρω-πος είναι κακός λόγω του προπατορικού αμαρ-τήματος, και άρα χρειάζεται μιαν ισχυρή εξουσίαεκ των άνω για να τον χαλιναγωγεί. Ας μην λη-σμονούμε εδώ ότι το σύνολο της κλασικής α-ναρχικής γραμματείας επιτίθεται ταυτόχροναστον Θεό και στο κράτος, θεωρώντας το ένα φυ-σιολογική απόρροια του άλλου. Σ’ αυτό το απο-φασιστικό σημείο που αφορά την ανθρώπινηφύση ο αναρχισμός διαφέρει από τον μαρξισμό,για τον οποίο ο άνθρωπος δεν είναι καλός ή κα-κός, αλλά δημιούργημα των κοινωνικών και οι-κονομικών συνθηκών.

Στην αναρχιστική σκέψη η απαλλοτρίωση τηςβούλησης του λαού μέσα στη γενική βούλησηείναι η πηγή της ανισότητας. Η γενική βούλη-ση, ως βούληση της άρχουσας τάξης, περιορίζε-ται στη νομική ισότητα των αστικών δικαιωμά-των ιδιοκτησίας. Ας θυμηθούμε εδώ τον ΑνατόλΦρανς όταν λέει ότι τόσο για τον πλούσιο μα καιγια τον φτωχό απαγορεύεται από τον νόμο νακοιμούνται κάτω από τις γέφυρες. Αυτήν τη σκέ-ψη ανέπτυξε ο Μαρξ για να καταλήξει στο αίτη-μα της απαλλοτρίωσης των απαλλοτριωτών. Γιανα επανέλθουμε όμως, στο αναρχιστικό πρό-ταγμα του Colombo η βούληση του λαού σημαί-νει αυτοθέσμιση ή αυτονομία. Αυτή είναι προ-ϋπόθεση για την μετατροπή της τυπικής ισότη-τας σε κοινωνική τέτοια.

Στον Colombo η ιδέα της αυτοθέσμισης αντι-παρατίθεται στην κυριαρχία και στη σχέση ε-ντολής-υπακοής. Εδώ όμως ενυπάρχει μία α-ντίφαση. Γιατί όταν το υποκείμενο παράγει τοννόμο δημιουργεί μία τάξη από το χάος, κι αυτόδεν μπορεί να το πράξει εάν δεν διαθέτει κυ-ρίαρχη βούληση. Η θετική έκφραση της ελευθε-ρίας είναι η κυρίαρχη βούληση του υποκειμέ-νου, η δική του εντολή την οποία κάνει θεσμό ήνόμο και στην οποία το ίδιο υπακούει. Έτσι δη-μιουργείται η ταυτότητα κυρίαρχου και κυριαρ-χούμενου που βρίσκεται στη βάση της δημο-κρατικής αρχής. Κυρίαρχος σ’ αυτά τα συμφρα-ζόμενα είναι, όπως έλεγε η Άρεντ, όποιος μπο-ρεί να κάνει μία νέα αρχή και να δώσει ύπαρξησε δυνατότητες που ίσαμε τώρα έχουν αποκλει-στεί.

«Ανάρχα και θεοί πείθονται» έγραφε ο μπαρ-μπα-Γιάννης Σκαρίμπας. Ο αναρχισμός αντι-παρατέθηκε γόνιμα στον μονοθεϊσμό της απο-λυταρχικής κρατικής αρχής κι έχει αφήσει μιαπλούσια παρακαταθήκη. Ωστόσο ο πολυθεϊσμόςτων αξιών στις μεταμοντέρνες δημοκρατικέςκοινωνίες και η μάχη για μια δεσμευτική ερμη-νεία των κανόνων τους είναι άλλης τάξεως πρό-βλημα, μια πρόκληση στην οποία τόσο ο σοσια-λισμός όσο και ο αναρχισμός πασχίζουν να α-νασυγκροτηθούν για να απαντήσουν.

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ AΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

Η στρατηγική επιλογή της αισιοδοξίαςMarina Abramovi�, Επικίνδυνα Παιχνίδια, 2008, τμήμα της ταινίας Stories on Human Rights

Page 3: "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

25ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Η ΑΥΓΗ • 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014

3

Οι παρανοήσεις είναι καμιά φορά αναμενόμενες, ότανκανείς συζητά σημαντικά κείμενα της γραμματείας μας.

Έτσι, αναγκάζομαι να επανέλθω σε ένα πρόσφατο σχόλιό μου,μπαίνοντας στην άχαρη διαδικασία να παραθέσω και να σχο-λιάσω αυτούσια αποσπάσματα απ’ αυτό. Έγραφα, λοιπόν(10/11/2013), ξεκινώντας απ’ το ερώτημα:

...Τι είναι Η γυναίκα της Ζάκυθος; Ένα πεζό ποίημα; Ένα ποι-ητικό πεζό; Να μια πρώτη, κορυφαία αμφισημία. Μήπωςπρόκειται για ένα «εθνικό» κείμενο; Μα παρουσιάζει το νεο-ελληνικό έθνος, εν τη γενέσει του, ως βαθιά διασπασμένο καιαντιφατικό. Να μια δεύτερη, επίσης κορυφαία αμφισημίατης Γυναίκας της Ζάκυθος. Όμως, μέσα από μια ακολουθία τέ-τοιων, αμφίσημων τρόπων, το κείμενο αυτό του Διονυσίου Σο-λωμού αναδεικνύεται ως κορυφαίο κείμενο της νεοελληνικήςλογοτεχνίας, ως αντιπροσωπευτικό της νεοελληνικότητας.Γιατί και αυτή, δηλαδή η νεοελληνικότητα, είναι συνθεμένη,όπως και η Γυναίκα της Ζάκυθος, σε είδος μικτό και νόμιμο,με θεμελιώδεις, ανεπίλυτες αντιφάσεις να τη διαπερνούν.

Επ’ αυτών διατυπώνεται η ένσταση, ότι η Γυναίκα της Ζά-κυθος δεν μπορεί να ειδωθεί έτσι όπως υποστηρίζω, μόνοκαι μόνο γιατί δεν εκδίδεται τη στιγμή της συγγραφής της(1826-29) αλλά πολύ αργότερα (1927). Γιατί όμως δεν μπο-ρεί να ειδωθεί έτσι; Τι από τα προηγούμενα καταργεί ο χρό-νος της έκδοσής της; Νομίζω πως τίποτα δεν καταργεί, αλλάας δούμε το θέμα κι από μια άλλη όψη του.

...Αυτό το κείμενο του Σολωμού κινείται πέρα και από τηνειδολογική αμφισημία, των λογοτεχνικών ειδών, είναι ιδιω-ματικό. Γι’ αυτό, τελικά, δεν είναι μόνο αντιπροσωπευτικότης νεοελληνικότητας αλλά και ιδρυτικό της νεοελληνικήςλογοτεχνίας, ως διακριτής εθνικής λογοτεχνίας.

Πώς ιδρύεται, και πότε θεωρούμε ότι υφίσταται μια διακριτήεθνική λογοτεχνία; Κατά την ταπεινή μου γνώμη, διακριτή ε-θνική λογοτεχνία, νοούμενη μάλιστα στον ευρωπαϊκό χώρο,δεν υφίσταται ανεξαρτήτως της ποιότητάς της, της ιδιοτυπίαςτης και της συστηματικότητάς της. Αν βέβαια εννοούμε ως λο-γοτεχνία, όχι τον εν γένει κειμενικό πολιτισμό (παλαιότερακαι τον προφορικό), αλλά την τέχνη του λόγου, που πιστο-ποιείται με ...όσα αφηγείται ο τρόπος, με τον οποίο αφηγείται.Αν π.χ. πρόκειται απλώς για κάποια άτεχνα στιχουργήματακαι πεζά, τα οποία γράφονται στην επίσημη γλώσσα ενόςκράτους, γιατί αυτά να συνιστούν διακριτή εθνική λογοτε-χνία; Μόνο και μόνο επειδή αντιστοιχούν, δηλαδή κάποιοιτα αντιστοιχούν, σε ένα κράτος και στις αξιώσεις ή φαντα-σιώσεις του(ς); Αν τα έργα δεν μπορούν να σηκώσουν το ι-στορικό και αισθητικό βάρος της νεωτερικής συνθήκης, τηςοποίας στοιχείο και αποτέλεσμα είναι το έθνος-κράτος, ανδεν μπορούν να σταθούν ισότιμα ως προς τις άλλες εθνικέςλογοτεχνίες, γιατί να τα θεωρήσουμε ως μια νεωτερική, δια-κριτή πνευματική/λογοτεχνική οντότητα; Μια ματιά στονπαγκόσμιο χάρτη μπορεί να μας διαφωτίσει. Διαθέτουν όλατα κράτη διακριτή εθνική λογοτεχνία; Γι’ αυτό η Γυναίκα τηςΖάκυθος, και λίγα ακόμα κείμενα, έχουν ιδρυτικό χαρακτήρα.Χωρίς αυτά δεν υφίσταται νεοελληνική λογοτεχνία.

Άλλωστε, η Γυναίκα της Ζάκυθος χρονολογικά προηγείται,άρα συγγραφικά προϋποτίθεται, για τα σημαντικότερα ποι-ήματα του Σολωμού, π.χ. τον Κρητικό και τον Πόρφυρα, ή α-κόμα και για τους Ελεύθερους πολιορκημένους, όπως σημειώνειο Πολυλάς. Άρα, γιατί, παρακαλώ, δεν έχει ιδρυτικό χαρα-κτήρα; Εκτός, πια, αν συνολικά το έργο του Σολωμού δεν έ-χει αυτό το ρόλο στην νεοελληνική λογοτεχνία. Ας μας το πεικάποιος, να γελάσουμε. (Ο δε λόγος που Η Γυναίκα της Ζάκυ-θος δεν περιελήφθη, ολόκληρη, στην έκδοση του Πολυλά, ή-ταν ότι αντέδρασε ο αδελφός του Σολωμού, κ.λπ. κ.λπ. Νομί-ζω πως δεν χρειάζεται να επιμείνω άλλο).

Ευκαιρίας όμως δοθείσης, ίσως ανοίξουμε κάποια στιγμήμια συζήτηση για τον ιστορικό χρόνο, ο οποίος φυσικά δεναντιστοιχεί στα σχολικά χρονολόγια, όπως και ο χαρακτή-ρας ενός λογοτεχνικού έργου και η θέση (ποτέ οριστική) πουπαίρνει στο σώμα της λογοτεχνίας δεν έχει καμία σχέση με

εύτακτα χρονικά διαγράμματα. Το κάθε έργο τέχνης παίρνειτη θέση που του αντιστοιχεί με βάση τη μορφή του. Αυτή εί-ναι και η μόνη ακολουθία που περιγράφει το πεδίο της τέ-χνης - διαφορετικά αυτό δεν υφίσταται ως αυτόνομο πεδίο.Αλλιώς, π.χ. θα έπρεπε να πετάξουμε όλες τις ανθολογίες τουσουρεαλισμού, επειδή ξεκινούν με τον Λωτρεαμόν, που ταΆσματά του (1868) τα αγνοούσαν οι πάντες μέχρι το 1924, ό-ταν όπως γνωρίζουμε εμφανίζεται ο σουρεαλισμός ως μο-ντερνιστικό ρεύμα και τα ανασύρει. Και, βέβαια, μήπως Η Γυ-ναίκα της Ζάκυθος έπεται του σουρεαλισμού;

...Με τη Γυναίκα της Ζάκυθος, και όχι με τον προβλέψιμο «Ύ-μνον εις την Ελευθερίαν», ο Σολωμός μετέχει, ως οργανικήσυνιστώσα, στην επανάσταση του ‘21, δηλαδή στην ιδρυτι-κή διαδικασία του νεοελληνικού έθνους-κράτους.

Μήπως δεν μετέχει, επειδή το κείμενο εκδόθηκε, ολόκλη-ρο, το 1927; Τι κάνει ο Σολωμός όταν το γράφει; Παίζει τις α-μάδες; Αλλά και ο Ανδρέας Κάλβος, ούτε αυτός μετέχει; Για-τί βέβαια γνωρίζουμε, ότι ναι μεν έγραψε και εξέδωσε τις Ω-δές του στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά τις έφαγε το μαύ-ρο σκοτάδι, μέχρι που (λίγα χρόνια πριν εκδοθεί η Γυναίκα τηςΖάκυθος) τις ανέσυρε ο Παλαμάς. Άρα, αν προσμετρήσουμετην αναγνωσιμότητα, ούτε η ποίηση του Κάλβου θα έπρεπενα έχει ιδρυτικό χαρακτήρα για τη νεοελληνική λογοτεχνία.Όμως, η θεωρία της πρόσληψης (που δεν ταυτίζεται με τηναναγνωστική ανταπόκριση) έχει αποδείξει πως δεν μπο-ρούμε πια να θεωρούμε ως ιστορία της λογοτεχνίας τη «θε-τικιστική χρονογραφία των συγγραφέων», ενώ «τονίζει μεέμφαση την περιπετειώδη (ereignischaste) φύση του λογο-τεχνικού έργου» (R. Holub, Θεωρία της πρόσληψης, Μεταίχμιο).

Επίσης, πότε τελειώνει η διαδικασία εθνογένεσης; Το έ-θνος είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα, λένε οι κλασικοί.Επιπλέον, η διαδικασία εθνικής ολοκλήρωσης ταλανίζει το νε-οελληνικό έθνος σχεδόν μέχρι τις μέρες μας. Τι άλλο μαρτυ-ρεί η Μεγάλη Ιδέα, η μακρά ακολουθία πολέμων, προσάρτη-σης νέων περιοχών και ένταξης νέων πληθυσμών στο νεο-ελληνικό κράτος, η μικρασιατική εκστρατεία, η «απελευθέ-ρωση της Βορείου Ηπείρου» το 1940-41, η προσάρτηση τωνΔωδεκανήσων το 1948, το αέναο Κυπριακό, η απολύτως ε-μπεδωμένη κοινωνικά ιδεολογία του αλυτρωτισμού; Την «εκ-κρεμότητα» της εθνικής ολοκλήρωσης μαρτυρούν όλα τούτα,άρα τη διάρκεια της διαδικασίας εθνογένεσης.

Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στη σολωμική φιλολογία, εν-

δεικτική είναι η θέση του Γ. Βελουδή, η οποία «ακουμπά» ό-λα τα προηγούμενα ερωτήματα (χρονολόγηση, ιδρυτικός χα-ρακτήρας, ιδιοτυπία, πρόσληψη κλπ): «Η Γυναίκα της Ζάκυθοςείναι έργο μεταβατικό: σηματοδοτεί, σε πανευρωπαϊκό επί-πεδο, τη μετάβαση από την κλασσικιστική του έμμετρου στηρομαντική -και νεωτερική- ποιητική του πεζού ποιήματος: τοέργο-ορόσημο του γαλλικού -και ευρωπαϊκού- «πεζού ποιή-ματος», το Gaspar de la nuit του Aloysius Bertrand κυκλοφό-ρησε μία τουλάχιστον δεκαετία αργότερα (1842)» (ΔιονύσιοςΣολωμός, Ποιήματα και Πεζά, Πατάκης)

...Η Γυναίκα της Ζάκυθος, διαχειρίζεται και εν ταυτώ δια-μορφώνει μεγάλο μέρος από τις νεοελληνικές πραγματικό-τητες, τη στιγμή που αυτές γεννώνται. Γιατί, παρά την ιδεο-λογία και τις ποικίλες στρατηγικές της «μετακένωσης», και πα-ρά την αναμφισβήτητη συμβολή τους, το νεοελληνικό έθνοςτελικά συγκροτήθηκε, όχι ως καταγωγική επιβίωση ή φα-ντασίωση, όχι ως ενσάρκωση του κλασικιστικού ιδεώδους,αλλά ως πολιτική διαδικασία και πραγματικότητα, όπου όλατα προηγούμενα και τα προηγηθέντα υπήχθησαν στο πολι-τικό πρόταγμα.

Ναι, ομολογώ το αυτονόητο: δεν ομνύω στην αντίληψητου έθνους ως καταγωγικής οντότητας, με τρισχιλιετή μάλι-στα συνέχεια. Έστω κι αν αυτό δεν είναι αυτονόητο για ό-λους.

Στη διαδικασία γένεσης του πολιτικού νεοελληνικού έ-θνους μετέχει λοιπόν ο Σολωμός με τη Γυναίκα της Ζάκυθος,δηλαδή, μετέχει ...στη θεσμική μορφοποίηση και τη μορφικήαποτύπωση του νεοελληνισμού.

Μήπως η γλώσσα και η λογοτεχνία δεν θεσμίζουν; Δενμορφοποιούν; Δεν αποτυπώνουν; Υπερβατική έννοια είναιη νεοελληνικότητα; Λυρική αφέλεια και πόζα είναι η λογοτε-χνία; Και τι άλλο έπρεπε να κάνει ο Σολωμός ως συγγραφέ-ας, ώστε να μετάσχει ...στη θεσμική μορφοποίηση και τη μορ-φική αποτύπωση του νεοελληνισμού, από το να γράψει τηΓυναίκα της Ζάκυθος; Το δε κείμενό του, δεν συνεχίζει, μέχρισήμερα, να επιτελεί αυτό το ρόλο; Τι άλλο κάνει; Μήπως α-πόκειται νεκρό στο ανατομικό τραπέζι;

...Η Γυναίκα της Ζάκυθος, για δύο ολόκληρους αιώνες, αρ-νείται να απωθηθεί και να ενταχθεί στην «παράδοση», στο πα-ρελθόν, μαζί με την αρχαιοελληνική και βυζαντινή κληρονο-μιά «μας». Δηλαδή, αρνείται να ενταχθεί σε αυτό το αδια-βάθμητο παρελθόν, όπου ψαρεύει άνετα ο κάθε ενδιαφερό-μενος, είτε φυλετικές συνέχειες είτε την διαχρονική «ψυχή τουέθνους». Αντίθετα, αποτελεί σημείο αναφοράς και πηγή τηςνεοελληνικότητας, την οποία δημιούργησαν ενεργοί και μα-χόμενοι πολίτες, ενεργοί, ιδιότυποι και μαχόμενοι ποιητές καιδιανοούμενοι. Και παραμένει γόνιμη, μέσα στις αντιθέσεις καιτις αντιφάσεις που διέπουν την ιστορική διαδρομή. Ανοιχτή,μορφικά και δομικά ανοιχτή, σε αυτές τις αντιφάσεις, Η γυ-ναίκα της Ζάκυθος καταφέρνει να αποτελεί ένα γοητευτικό έ-ρεισμα, είτε για διάλογο και μαθητεία λογοτεχνική, είτε γιασύγχρονες ερμηνείες, φιλολογικές, φιλοσοφικές ή και θεα-τρικές.

Δεν αποτελεί σημείο αναφοράς και πηγή της νεοελληνι-κότητας; Εξέπεσε απ’ αυτό ρόλο; Πότε, και γιατί;

...Οι ήχοι του κειμένου της Γυναίκας της Ζάκυθος απηχούνήχους και ρυθμούς πολλαπλών στρωμάτων της νεοελληνι-κής γλώσσας (για την ακρίβεια, των πολλαπλών γλωσσικώνστρωματώσεων του συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου),«παραλαμβάνουν» το δομημένο ως βαρύ και άτεχνο δεκαπε-ντασύλλαβο φαντασιακό ενός άμορφου πληθυσμού, και εντέλει διαυγάζουν ένα τρομακτικά μεγάλο, συνολικό ιστορι-κό φορτίο, ως πολυποίκιλη και σύνθετη πολιτισμική ταυτό-τητα της νεοελληνικότητας, ως ταυτότητα των πολιτών ενόςδιακριτού έθνους-κράτους.

Πότε τα κατορθώνει όλα αυτά η Γυναίκα της Ζάκυθος; Μα ό-ταν γράφεται. Το κείμενο είναι που τα πραγματώνει όλα αυ-τά, ήδη από το 1826. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό. Τι σημασίαέχει το γεγονός ότι, ολόκληρο, εκδόθηκε αργότερα; Έτσι εύκολαξεμπλέκουμε με τα κείμενα, με τη λογοτεχνία, με την ιστο-ρία;

Ας τελειώσουμε με μια φράση από τη Γυναίκα της Ζάκυθος:Ω Διονύσιε Ιερομόναχε, το μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε πα-ρόν.

Νεοελληνικότητα και Γυναίκα της Ζάκυθος

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Page 4: "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ26

Η ΑΥΓΗ • 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014

4

Από την καθαρή θεωρία στη θετική κριτική

Στον πρόλογό του στα Χειρόγραφα 1844, ο Karl Marx δη-λώνει την αφετηρία μιας καμπής των φιλοσοφικών του

ενασχολήσεων, κάτω από την έντονη επιρροή που άσκησεπάνω του το έργο του Ludwig Feuerbach. «Μόνο με την εμ-φάνιση του Feuerbach», γράφει, «μπορούμε να πούμε πωςαρχίζει η θετική, ουμανιστική και φυσιοκρατική κριτική. Ό-σο μικρότερος ο θόρυβός τους, τόσο πιο σίγουρη, βαθιά, δια-δεδομένη και διαρκής είναι η επίδραση των έργων τουFeuerbach, των μόνων έργων μετά τη Φαινομενολογία και τηΛογική του Hegel, που αποτελούν αληθινή θεωρητική επα-νάσταση».1 Πράγματι, στα Χειρόγραφα το ενδιαφέρον τουMarx μετατοπίζεται από το πεδίο της καθαρής θεωρίας στο πε-

δίο της θετικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, μετατό-πιση η οποία θα καθορίσει τη μαρξική προοπτική, και μέσωτης προβληματικής του ουμανιστικού φυσιοκρατισμού τουFeuerbach, ο Marx θα επιχειρήσει να ολοκληρώσει την Κρι-τική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου(1843), η οποία παρέμεινε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ημιτε-λής. Ήδη, ωστόσο, μέσα στο μαρξικό χειρόγραφο της Κριτικήςη επιρροή του Feuerbach είναι πλήρως εμφανής, όπως εμ-φανής άλλωστε είναι και η προετοιμασία του Marx να στρέ-ψει το ενδιαφέρον του προς την θετική κριτική του ίδιου τουεγελιανισμού με όρους της φυσιοκρατίας του Feuerbach. Δη-λωτική ασφαλώς της μαρξικής προθετικότητας είναι η από-φανση του Marx, στην αρχή κιόλας του χειρογράφου της Κρι-τικής: «...η κριτική της θρησκείας είναι η προϋπόθεση για κά-θε κριτική... Ο άνθρωπος που δεν θα έχει βρει στη φαντα-σμαγορική πραγματικότητα του ουρανού, όπου αναζητούσεέναν υπεράνθρωπο, παρά την αντανάκλαση του εαυτού του, δενθα είναι πια διατεθειμένος να βρίσκει απλώς την ομοίωσή του,τον μη-άνθρωπο, εκεί όπου αναζητά, και υποχρεωτικά πρέ-πει να αναζητά, την αυθεντική του πραγματικότητα. Η βάσητης αντιθρησκευτικής κριτικής είναι: ο άνθρωπος κάνει τηθρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο».2

Η ομολογία του Marx για την προθετικότητά του που κα-θιστά αναγκαία την μετατόπιση του ενδιαφέροντός του στηναλληλεξάρτηση της πολιτικής οικονομίας και του κράτους,της νομολογίας και της ηθικής μέσω μιας «απόλυτα εμπειρι-κής ανάλυσης» είναι ρητή: «Κατά την προετοιμασία της έκ-δοσης αυτής [της Κριτικής] αποδείχθηκε εντελώς ακατάλλη-λη η ανάμιξη της κριτικής που κατευθυνόταν μόνο εναντίοντης καθαρής θεωρίας με την κριτική των επί μέρους θεμάτων,διότι παρεμπόδιζε την ανάπτυξη των επιχειρημάτων και κα-θιστούσε δύσκολη την κατανόηση. Επιπλέον, ο πλούτος και ηποικιλία των θεμάτων με τα οποία επρόκειτο να καταπιαστεί,θα μπορούσε να συμπιεστεί μέσα στα πλαίσια ενός έργου, μό-νο με τη χρησιμοποίηση απόλυτα αφοριστικού στυλ. μια τέ-τοια όμως αφοριστική παρουσίαση θα έδινε την εντύπωσηαυθαίρετης συστηματοποίησης».3

Ο Marx αναγνωρίζει ότι στη μετατόπιση του ενδιαφέρο-ντός του από την καθαρή θεωρία (Hegel) στη θετική κριτική(Feuerbach), τον σημαντικότερο ρόλο έπαιξε το άρθρο τούEngels Σκιαγράφημα μιας Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας,που υπήρξε το πρώτο κείμενο σχετικά με την οικονομία απότο οποίο ο Marx κράτησε σημειώσεις4, και στο οποίο ο Engelsυπερασπίζεται τον ουμανισμό του Feuerbach, καθώς και τηθετική κριτική την οποία ασκεί. Ο Marx γράφει στα Χειρό-γραφα: «Εκτός από την υποχρέωση προς εκείνους τους συγ-γραφείς που συγκέντρωσαν την προσοχή τους στην πολιτική

οικονομία, η θετική κριτική ως σύνολο -επομένως και η γερ-μανική θετική κριτική της πολιτικής οικονομίας- οφείλει τηνπραγματική της θεμελίωση στις ανακαλύψεις του Feuerbach.ο μικροπρεπής φθόνος μερικών και η αληθινή οργή των άλ-λων φαίνεται πως οργάνωσαν εναντίον του έργου τουPhilosophie der Zukunst, που δημοσιεύθηκε στο Anekdota, καιτου άρθρου του «Thesen zur Reform der Philosophie» -καιπαρά τη σιωπηρή χρήση που τους έγινε- μιαν εκτεταμένη συ-νωμοσία σιωπής».5 Εντυπωσιασμένος ο Marx από τον φο-ϋερμπαχικό ουμανισμό που κατηύθυνε το κείμενο του Engelsπάνω στην προβληματική της πολιτικής οικονομίας (ο Marxαποκαλούσε το κείμενο του Engels «σκιαγράφημα μιας ιδιο-φυΐας»), αφοσιώθηκε στην έρευνα των οικονομικών και κοι-νωνικών δομών, και όταν συνάντησε τον Engels στο Παρίσιτο καλοκαίρι του 1844, έγραψε ότι «και οι δυο μας καταλάβα-με ότι οι απόψεις μας βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία σε όλα ταθεωρητικά πεδία, και απ’ αυτή την εποχή χρονολογείται η συ-νεργασία μας».6

Το θεμελιώδες πεδίο το οποίο επεξεργάζεται ο Marx σταΧειρόγραφα είναι κατεξοχήν το πεδίο της αλλοτρίωσης. Εξάλ-λου, η κριτική της θρησκείας, και άρα του δικαίου, του κράτουςκαι της νομολογίας, είχε αναδείξει την αλλοτρίωση ως κε-ντρικό αναφορικό άξονα της θετικής κριτικής του Feuerbach,όπως υποδεικνύει ο Marx στις θέσεις του για τον Feuerbach:«Ο Feuerbach ξεκινά από το δεδομένο της θρησκευτικής αλ-λοτρίωσης, του αναδιπλασιασμού του κόσμου σε έναν θρη-σκευτικό και έναν εγκόσμιο».7 Όμως, το πεδίο της αλλοτρίω-σης, κατά τον Marx, διευρύνεται καθ’ ολοκληρίαν, καθώς πέ-ραν της καταγωγικής περιοχής του, διαχέεται και συμπερι-λαμβάνει το σύνολο σχεδόν των ανθρωπίνων δραστηριοτή-των και συμπεριφορών, συγχρόνως με τις δομές και τις λει-τουργίες που συνέχουν και κατευθύνουν αυτές τις δραστη-ριότητες και συμπεριφορές. Τα επιμέρους πεδία στα οποία οMarx θα επιχειρήσει να αναδείξει την κεντρική θέση της αλ-λοτρίωσης είναι η εργασία, οι σχέσεις κεφαλαίου και εργα-σίας, οι μισθοί, η ιδιοκτησία, και τέλος ο καταμερισμός της

εργασίας και η οικονομία του χρήματος.Χωρίς να λησμονεί το αρχικό αντικείμενο της κριτικής του,

η κριτική της πολιτικής οικονομίας θα συνδέσει τον Marx μετην κριτική της εγελιανής του καταγωγής πληρέστερα, καθώςστα Χειρόγραφα επιστρέφει τελικά στην κριτική της εγελιανήςΦαινομενολογίας με κεντρικό άξονα αναφοράς τη διαδικασίατης αλλοτρίωσης. Γράφει ο Marx: «Ο φιλόσοφος (που είναι α-φηρημένη μορφή αποξενωμένου ανθρώπου) ορίζει τον εαυ-τό του ως το μέτρο του αποξενωμένου κόσμου. Όλη η ιστορίατης διαδικασίας της αλλοτρίωσης και όλη η διαδικασία της α-ναίρεσης της αλλοτρίωσης δεν είναι λοιπόν παρά η ιστορία τηςπαραγωγής αφηρημένης (δηλαδή, απόλυτης) σκέψης - λογι-κής, θεωρητικής σκέψης. Η αποξένωση, που αποτελεί λοιπόντο κεντρικό ενδιαφέρον αυτής της αλλοτρίωσης και της υ-πέρβασής της, είναι η αντίθεση του καθ’ εαυτό και του δι’ ε-αυτό, της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης, του αντικει-μένου και του υποκειμένου - δηλαδή, είναι η αντίθεση, μέσαστην ίδια τη σκέψη, ανάμεσα στην αφηρημένη σκέψη καιστην αισθητή πραγματικότητα ή την πραγματική αισθαντι-κότητα».8

Κατ’ ουσίαν, ο Marx διερευνά τον εξαντικειμενισμό του νε-ωτερικού υποκειμένου, ο οποίος επιτελείται μέσω της ιδιο-ποίησης των ουσιωδών ανθρωπίνων δυνάμεων και δυνατο-τήτων, κατά τρόπον ώστε η αλλοτρίωση του υποκειμένου νασημασιοδοτεί την απώλεια της αυτοσυνειδησίας του. «Οι διά-φορες μορφές αποξένωσης», γράφει, «που εμφανίζονται εί-ναι, λοιπόν, μόνο διάφορες μορφές συνείδησης και αυτοσυ-νείδησης».9 Ο Marx επιστρέφει στον Hegel και στη Φαινομε-νολογία του, αναγνωρίζοντάς του την αξίωση της «διαλεκτικήςτής αρνητικότητας», στην οποία ο Marx θα παραμείνει πι-στός σε όλο το έργο του. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε ναπούμε ότι στα Χειρόγραφα ο Marx, μέσω της θετικής κριτικήςκαι της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, επιχειρεί και, μετον τρόπο του, επιτυγχάνει να γεφυρώσει τις ιδέες του Hegelμε εκείνες του Feuerbach, τις ιδέες της χεγκελιανής Φαινομε-νολογίας του Πνεύματος με εκείνες της φοϋερμπαχικής θρη-

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

κλασικά βιβλίαΞαναδιαβάζοντας

Karl Marx: Χειρόγραφα 1844

Claire Fontaine, Burningof P.I.G.S., 2011, βιντεοπροβολή

Page 5: "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

39ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Η ΑΥΓΗ • 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014

5

σκευτικής αλλοτρίωσης. Τελικά, η αξίωση του Feuerbach ότιη εγκόσμια βάση «πρέπει να επαναστατικοποιηθεί εν εαυτή.τόσο μέσω της κατανόησης της αντιφατικότητάς της όσο καιστην πράξη»10, εμπνέει τα Χειρόγραφα και τους προσδίδει τονιδιαίτερο χαρακτήρα τους ως ερμηνείας των μετέπειτα μαρ-ξικών εναισθήσεων.

Θα πρέπει, ωστόσο, να διευκρινισθεί ένα πρόβλημα το οποίοθεωρώ κεντρικό για την κριτική κατανόηση του μαρξικού έρ-γου. Κατά τον R.N. Berki αίφνης, κάτω από την επίδραση τουFeuerbach, ο Marx «γυρίζει την πλάτη του στη φιλοσοφία γε-νικότερα. στα Χειρόγραφα αναγνωρίζει στον Feuerbach τηνιδέα ότι η φιλοσοφία δεν είναι τίποτε περισσότερο από τηθρησκεία με μια εκκοσμικευμένη μεταμφίεση, οπότε και οιδύο είναι ά-λογες και οφείλουν να εκτοπισθούν, ενώ στη Γερ-μανική Ιδεολογία μάλλον άκομψα θεωρεί τη φιλοσοφία ως μιαμορφή αυτοϊκανοποίησης».11 Η διατύπωση αυτή, η οποίαποικιλοτρόπως έχει εκφρασθεί και από άλλους μελετητές, πα-ραποιεί, μάλλον χονδροειδώς, τόσο την επίδραση που οFeuerbach άσκησε στον Marx, όσο και την ίδια τη μαρξικήμετατόπιση από την καθαρή θεωρία στη θετική κριτική, πουουσιωδώς εκφράζει όχι μόνο τη σύνθεση των Χειρογράφωναλλά και γενικότερα το μαρξικό σχέδιο και προοπτική. Ο Marxούτε στα Χειρόγραφα ούτε στις μεταγενέστερες εναισθήσειςτου γύρισε την πλάτη του στη φιλοσοφία. Εκείνο το οποίο α-ναζήτησε ήταν η δημιουργία ενός συστήματος φιλοσοφίας, τοοποίο με κεντρικό άξονα την ερμηνεία της εγελιανής αλλο-τρίωσης θα μπορούσε να συγκεράσει τη φιλοσοφία με τηνκριτική αντίληψη του κράτους, του νόμου, της ηθικής, ή γε-νικότερα των φιλοσοφικών αρχών του κοινωνικού, πολιτι-κού και πολιτιστικού Διαφωτισμού, καθώς και της εγελιανήςΦαινομενολογίας και Λογικής, έτσι ώστε από τον συγκερασμόαυτόν να προκύψει η ανάγκη η φιλοσοφία να υπηρετήσειπράγματι την ανθρώπινη χειραφέτηση μέσα στις συνθήκες τουκλασικού καπιταλισμού. Σε κάθε περίπτωση, η φιλοσοφία έ-μεινε για τον Marx το σταθερό πεδίο της μετατόπισης της φι-λοσοφίας μέσα στη φιλοσοφία. Της μετατόπισης, με άλλα λό-για, της διαλεκτικής στον χώρο της διαλεκτικής του πεπερα-σμένου, για να χρησιμοποιήσω καντιανή γλώσσα. Αυτό άλ-λωστε επισημαίνεται από τον ίδιο τον Marx, με όρους τουκοινωνικού, στη διάσημη 11η θέση του για τον Feuerbach:«Οι φιλόσοφοι έχουν επιχειρήσει, με διάφορους τρόπους, μό-νο την ερμηνεία του κόσμου - η πραγματική πρόκληση είναιη μεταβολή του». Η θετική κριτική, και άρα η κριτική της ίδιαςτης φιλοσοφίας, έχει λοιπόν ως κύρια προοπτική της όχι βέ-βαια την ακύρωση της φιλοσοφίας, αλλά τη μετατόπιση απότην ερμηνεία στη μεταβολή, δηλαδή στη σκοπιά τού «νέου[υλισμού] που είναι η ανθρώπινη κοινωνία ή η κοινωνικήανθρωπότητα».12

1 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, μτφρ. Νίκου Μπαλή, Διεθνής Βιβλιο-θήκη, Αθήνα 1974, σ. 9.2 Karx Marx: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δι-καίου, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978, σ.17.3 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, ό.π., σ. 7.4 David McLellan: Marx Before Marxism, Macmillan Press, Λονδίνο1980, σ. 163.5 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, ό.π., σ. 9.6 David McLellan, ό.π., σ. 164.7 Karl Marx: Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, μτφρ. Γιώργος Μπλάνας, Εκδ.Ερατώ, Αθήνα 2004, σ. 63.8 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, ό.π., σ. 194.9 Karl Marx: Χειρόγραφα 1844, ό.π., σ. 196.10 Karl Marx: Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ό.π., σ. 63.11 R.N. Berki: Insight and Vision, J.M. Dent, Λονδίνο 1983, σ. 42.12 Karl Marx: Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, ό.π., σ. 75.

Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας

Καθάρια και πόσιμα νεράΕΛΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Σκοτωμένο νερό,εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 205

Από δύο μέρη η συλλογή. Το πρώτο ατιτλοφόρητο: εί-κοσι τρία διηγήματα με τη μορφή είτε αφηγηματικής μι-

νιατούρας που εκτείνεται σε ελάχιστες μόνο αράδες, είτε σύ-ντομων αφηγήσεων που ανέρχονται σε κάποιες εκατοντάδεςλέξεις είτε εκτενέστερων εξιστορήσεων που δεν ξεπερνούντο όριο μερικών σελίδων. Το δεύτερο με τον τίτλο «Σκοτωμένονερό», απ’ όπου και ο τίτλος της συλλογής: δεκατρία διηγή-

ματα που χωρίς να χάνουν την αυτονομία τους μοιράζονταικοινό χώρο, κοινό χρόνο και κοινά πρόσωπα, για να συνο-μιλήσουν φωναχτά μεταξύ τους μέσα στην ευρύτερη αφη-γηματική σύνθεση μιας μικρής νουβέλας.

Δύο κι οι βασικοί χρονικοί άξονες. Στο πρώτο μισό του βι-βλίου το άμεσο παρόν, στο δεύτερο το πρόσφατο παρελθόν.Το πρωθύστερο της διάταξης αφενός προφυλάσσει την α-φήγηση από το απλουστευτικό σχήμα του αιτίου-αιτιατούκαι από τη γλυκερή αντίστιξη ενός εξωραϊσμένου χτες με έ-να εκφυλισμένο σήμερα και αφετέρου οργανώνει τα ίδια ε-ρωτικά πάθη, τις ίδιες υπαρξιακές αγωνίες, τα ίδια κοινωνικάπροβλήματα σε δύο διαδοχικούς αλλά διαφορετικούς άξο-νες αναφοράς, έτσι που το κολάζ της νεοελληνικής πραγμα-τικότητας να αποκτήσει τη διάσταση του βάθους.

Κάθε διήγημα της συλλογής φωτίζει μια διαφορετική πτυ-χή αυτής της πραγματικότητας, που στη συνολική της σύν-θεση απεικονίζει με μουντά και ξεθωριασμένα χρώματα έναέρημο τοπίο, ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και ένα ρημαγμέ-νο δωμάτιο εντός των οποίων περιφέρονται, χειρονομούνσυνουσιάζονται, πεινάνε, υποφέρουν, αγωνιούν, βογκάνε,πέφτουν και σηκώνονται ανθρώπινοι χαρακτήρες που είναιαπολύτως αντιπροσωπευτικοί της νεοελληνικής μας αν-θρωπογεωγραφίας.

Εδώ ακριβώς διακρίνω μία από τις πιο σημαντικές αρετέςτου βιβλίου: οι ήρωες, γήινοι, σάρκινοι, σκοτεινοί, αντιφατι-κοί και σε κάθε περίπτωση ανθρώπινοι, διατηρούν την ιδι-αιτερότητά τους και υπερασπίζονται την ιδιωτικότητά τους,χωρίς να πάψουν να πατάνε γερά πάνω στο κοινωνικό έδα-φος και να κουβαλάνε σαν λάφυρα ή σαν πληγές όλους τουςκοινωνικούς τους προσδιορισμούς. Απέναντί τους στέκεται

η συγγραφέας ενίοτε με λεπτότητα και διακριτικότητα, ε-νίοτε με χιούμορ και ειρωνεία και πάντα με διάθεση κατα-νόησης, που φέρνει στο μυαλό μου τη σκιαγράφηση των χα-ρακτήρων στο έργο του Βιζυηνού - τραγικοί κι αδιέξοδοι αλ-λά κυρίως συμπαθείς στο σιωπηλό τους δράμα, ακόμη κι ό-ταν ολοφάνερα φταίνε.

Η γλώσσα προδίδει αυτοπεποίθηση, άνεση και ωριμότη-τα και χωρίς να διεκδικεί τον πρώτο ρόλο εξασφαλίζει τουςκατάλληλους ρυθμούς για την εκφορά της αφήγησης. Το υ-λικό αντλημένο από τη μνήμη, τις ιδιωτικές γωνίες και τουςκοινωνικούς περισπασμούς προδίδει μια προτίμηση σε ό,τιφαντάζει καθημερινό, αδιάφορο και ήσσον για να φανεί μέ-σα από την αφηγηματική του επεξεργασία ότι περιέχει ένακρυμμένο νόημα, μια σιωπηλή συντριβή και μια ανοιχτή αι-μορραγία, πράγμα που αποδίδει ενιαίο αφηγηματικό απο-τέλεσμα στο δεύτερο μισό του βιβλίου αλλά κατά τι άνισο στοπρώτο, όπου θεωρώ ότι η συγγραφέας θα έπρεπε να είναιπιο αυστηρή στο στάδιο της διαλογής. Η λογοτεχνική γραφήδοκιμάζει ποικίλες αφηγηματικές φόρμες, τρόπους και τε-χνικές, για να δημιουργήσει την αίσθηση του τετριμμένου ό-ταν χαρίζεται στην ευκολία ενός φωτογραφικού ρεαλισμούκαι ενός αναπαραστατικού διαλόγου ή την εντύπωση του α-νούσιου, όταν επαναλαμβάνει το αφηγηματικό σχήμα τηςλοξής περιγραφής για να εκβιάσει το ξάφνιασμα του τέλους,και πετυχαίνει τις καλύτερες στιγμές της όταν χαλαρώνο-ντας ή σμπαραλιάζοντας τον αφηγηματικό άξονα του χώρουκαι του χρόνου επιδίδεται στον εσωτερικό μονόλογο και τησυνειρμική ανάπτυξη (Μονοσύλλαβη Περιφρόνηση, Η βα-λίτσα, Σε δρόμους σκοτεινούς, Una Fiata Musiata, Κεραμί-δι από το Βυζάντιο, Μισή Καρδιά, Μινέρβα Λευκό).

Για να κλείσω, στο «Σκοτωμένο νερό» η γραφή πηγάζει σεπείσμα του τίτλου σαν καθάριο και πόσιμο νερό που α-ντλείται δίχως βιασύνες, εκβιασμούς και θορύβους από μίακαι μόνη ανάγκη - μιλάω για την ανάγκη της έκφρασης μιαςσυσσωρευμένης εμπειρίας και ενός συγκεντρωμένου υλι-κού ύστερα από την πολύχρονη ωρίμανσή τους. Ως πρώτοβιβλίο καταφέρνει, παρά τις όποιες αδυναμίες, να θέσει αρ-κετά ψηλά τον συγγραφικό πήχη και να σημαδέψει έναν α-νοιχτό ορίζοντα αναγνωστικών προσδοκιών για ό,τι θα α-κολουθήσει. Κι αυτό με τη σειρά του, ας το σημειώσω με έμ-φαση, συνομολογεί ερήμην της συγγραφέα μία δέσμευση μετον υποψιασμένο αναγνώστη.

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ

Dan & Lia Perjovschi, Dan: All of it, Lia:Knowledge Museum, 2013, εγκατάσταση

Page 6: "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ40

Η ΑΥΓΗ • 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014

6

MICHAEL READHEAD, Από τη Φυσική στη Μεταφυσική,Μετάφραση: Γιώργος Κατσιλιέρης -Αθανάσιος Σαμαρτζής,Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 136

Δεν υπάρχει καταρχήν κανένας λόγος για ναπιστεύουμε ότι, κατεβαίνοντας κάτω από ένα ο-ρισμένο επίπεδο, τα πράγματα θα γίνονται πιο

απλά και όχι πιο περίπλοκαΜ. Ρέντχεντ

Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται σε ό-σους δεν έχουν κάποια, μικρή έστω, ε-

νασχόληση με τα φιλοσοφικά ζητήματα, ταπλέον προφανή πράγματα για τον κοινό νουείναι αυτά που είναι δυσκολότερο να απο-

δειχτούν. Έτσι, λόγου χάριν, η ιδέα πως ο κό-σμος μας υπάρχει αντικειμενικά «εκεί έξω»αποτελεί μια φιλοσοφική θέση, η οποία, όσομπορούμε να υποθέσουμε σήμερα, είναι α-δύνατο να επιδεχθεί την οποιαδήποτε επι-στημονική διερεύνηση. Που πάει να πει πωςτο εάν υφίσταται ή όχι αντικειμενικά ο κό-σμος -ή βρίσκεται όλος μέσα στο «νου» μου,όπως ισχυρίζονταν ο επίσκοπος Μπέρκλεϋ-είναι κάτι μη διερευνήσιμο επιστημονικά.Μπορούμε, προφανώς, να επικαλεστούμεβάσιμους λόγους για να το ισχυριστούμε, δενπαύει, ωστόσο, να αποτελεί τίποτε περισσό-τερο από ισχυρισμό. Γιατί να το «αποδεί-ξουμε» αποκλείεται.

Υπάρχει, λοιπόν, αντικειμενικά ο κόσμος;Ναι, απαντά ο Ρέντχεντ. Και όχι μόνο: μπο-ρούμε, επιπλέον να έχουμε γνώση αυτού τουαντικειμενικού κόσμου. Ως προς αυτό επι-καλείται ένα εξελικτικό επιχείρημα, διατεί-νεται, δηλαδή, πως «η μόνη βάσιμη εξήγη-ση για το ότι καταφέραμε να επιβιώσουμε ωςείδος συνίσταται στο ότι οι αισθήσεις μας έ-χουν ευρέως προσαρμοστεί κατά τρόπον ώ-στε να καταγράφουν τον κόσμο έτσι όπωςπράγματι είναι». Αν δεν συνέβαινε αυτό, ανείχαμε μια εσφαλμένη αντίληψη του κόσμουη επιβίωσή μας θα συνιστούσε απολύτωςπαράδοξο γεγονός.

Ο κόσμος, άρα, έχει αντικειμενική ύπαρ-ξη και, ακόμη, η Φυσική δίνει μια αληθή καιαντικειμενική εικόνα για τα αντικείμενα καιτις διαδικασίες που τον συγκροτούν. Σε ό,τιαφορά το γνωσιολογικό ζήτημα, ο ΓιώργοςΕυαγγελόπουλος, ο οποίος προλογίζει το βι-βλίο στην ελληνική του έκδοση, μας θυμίζει,παραπέμποντας στον φιλόσοφο Πήτερ Φό-ρεστ, και αυτό που, νομίζω, συνιστά τον πιοβάσιμο ισχυρισμό αναφορικά με την αντι-κειμενικότητα της επιστημονικής γνώσης.Όπως σημειώνει, «ο αντι-διαισθητικός, δη-λαδή ο αντιβαίνων στη διαίσθησή μας χα-ρακτήρας μεγάλου μέρους της σύγχρονηςΦυσικής αποτελεί ένα ισχυρό επιχείρημα γιατην αντικειμενικότητά της. Διότι, πράγματι,θα περιμέναμε πως ό,τι «κατασκευάζουμε»θα «ταίριαζε» στη διαίσθησή μας για τον κό-σμο». Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειταιγια ισχυρότατο επιχείρημα. Η σύγχρονη Φυ-

σική είναι τόσο «παράξενη» από πολλέςπλευρές που θα ήταν ακόμη πιο παράξενονα ισχυριστούμε πως «την περιμέναμε έτσι».Η διαίσθησή μας, ακόμη και στην περίπτω-ση που κατανοούμε τις προτάσεις της, αντι-στέκεται στο μέτρο που δεν είναι δυνατό ναδιαμορφώσουμε οποιαδήποτε πραγματικήεποπτεία των φαινομένων. Η αλήθεια πουπάει αντίθετα στη διαίσθηση δεν μπορεί πα-ρά να «αντιστοιχεί» σε κάτι πραγματικό.

Ο Ρέντχεντ, λοιπόν, είναι ρεαλιστής. Και ε-πειδή κατανοεί πως ο σχετικισμός, η άποψη,δηλαδή, ότι οποιαδήποτε σκέψη πως μπο-ρούμε να συλλάβουμε την «πραγματικότητακαθεαυτή» δεν είναι παρά μεταφυσική μωρίαμπορεί να γίνει εξαιρετικά θελκτική, προτρέ-πει να μην είμαστε καθόλου ενδοτικοί. Καιεξηγεί αναλυτικά αυτήν του την στάση στοπρώτο δοκίμιο του βιβλίου, που έχει τον τίτ-λο «Ισμοί και σχίσματα».

Στα επόμενα δύο δοκίμια -»Επιστήμη καιυποκειμενικότητα» και «Πειραματική μετα-φυσική»- έχουμε μια πολύ εμβριθή προσπά-θεια να αντιμετωπιστούν τα σχετικά φιλο-σοφικά ερωτήματα με βάση τις σύγχρονεςφυσικές θεωρίες. Το πρώτο, νομίζω, πως α-ποτελεί την καρδιά ολόκληρου του βιβλίουκαι αποτελεί, γενικότερα, μια εξαιρετική πα-ρουσίαση της διαχρονικής, από τον 17ο αι-ώνα κι έπειτα, συζήτησης αναφορικά με τησχέση συνείδησης και «εξωτερικού» κόσμου.«Τι» από τον κόσμο αντιλαμβάνεται η συνεί-δηση; Και «πόσο»; Πώς ξέρουμε πως δεν υ-πάρχει ο καρτεσιανός δαίμονας που μας ε-ξαπατά; Πώς μπορούμε να απορρίψουμε τηνπιθανότητα να μην είμαστε παρά ένας -κατάΧίλαρι Πάτναμ- «εγκέφαλος σε δοχείο», πουκάποιος παρανοϊκός -ή όχι- επιστήμοναςτροφοδοτεί με «εμπειρίες»; Πώς μπορούμενα απορρίψουμε την εικασία του άθεου Ρά-σελ, σύμφωνα με την οποία όλα -κι εγώ μα-ζί, με όλες μου τις «εμπειρίες»- έχουν δημι-ουργηθεί από τον Θεό πριν από δύο μόλιςδευτερόλεπτα;

Δεν ξέρουμε και δεν μπορούμε. Γι’ αυτόκαι ο Ρέντχεντ φροντίζει να υποστηρίξει το

γνωσιολογικό ρεαλισμό του όχι με μια «κα-θαρά» φιλοσοφική επιχειρηματολογία, αλλά,εκκινώντας από την επιστημονική συζήτηση,επιχειρεί να τοποθετηθεί σχετικά. Όπως ση-μειώνει, «προτίθεμαι να πραγματευθώ ορι-σμένες εξελίξεις στη θεωρητική Φυσική του20ού αιώνα, οι οποίες θεωρήθηκαν ότι επα-ναφέρουν τον νου, τον παρατηρητή, εντόςτου πεδίου της επιστήμης...».

Καταρχήν, αποδομεί τις απόψεις, σύμφω-να με τις οποίες η ειδική θεωρία της σχετι-κότητας και η στατιστική μηχανική, σχετι-κοποιώντας τις χωρικές αποστάσεις και ταχρονικά διαστήματα, κάνουν την συνείδη-ση του παρατηρητή ενεργό κατασκευαστήτης πραγματικότητας. Αξιοποιεί, μεταξύ άλ-λων, μια έξοχη αναλογία: «[Τ]ο μήκος τηςσκιάς δεν είναι λιγότερο αντικειμενικό απότο μήκος του στύλου μόνο και μόνο επειδή ε-ξαρτάται από τη γωνία υπό την οποία φωτί-ζει ο Ήλιος!».

Το μεγαλύτερο, ωστόσο, βάρος δίνει στοπερίφημο ζήτημα της μέτρησης στη κβαντι-κή μηχανική. Και δικαίως. Είναι γνωστό πωςπολλοί είναι όσοι ισχυρίζονται πως η μέ-τρηση στη κβαντική δεν συνιστά ένα βήμαπρος τη γνώση της πραγματικότητας του μι-κρόκοσμου, αλλά διαμορφώνει καθοριστικάτην ίδια τη πραγματικότητα. Η τελευταία, εντέλει, δεν υφίσταται παρά μόνο με τη μεσο-λάβηση ενός παρατηρητή. Έτσι, όπως γίνεταιαποδεκτό από κορυφαίους φυσικούς, η αν-θρώπινη ενσυνείδητη υποκειμενική εμπει-ρία γίνεται πρωταγωνίστρια της κεντρικήςσκηνής του φυσικού σύμπαντος.

Ο Ρέντχεντ παραθέτει μια σειρά από σύ-ντομες σκέψεις, οι οποίες, χωρίς να επιλύ-ουν το πρόβλημα, μπορούν να αποτελέσουνοδοδείκτες μιας πορείας για μια ρεαλιστικήπροσέγγιση του. Η επερώτηση των εννοιώντου παρατηρητή και της συνείδησης, τα ε-ρωτήματα σχετικά με το τι είναι μέτρηση, τιείναι παρατηρητής και τι συνείδηση ορθά ε-πιλέγονται, νομίζω, ως σημεία εκκίνησης.

Ολοκληρώνει με έναν σχολιασμό της αν-θρωπικής αρχής, η οποία, στην ισχυρή της εκ-

δοχή, υποστηρίζει πως η ύπαρξη του αν-θρώπου εξηγεί την ύπαρξη του σύμπαντος.Πως το σύμπαν, περίπου, φτιάχτηκε για μας.Όχι για τις πυγολαμπίδες ή τους κροκόδει-λους, αλλά για τον Άνθρωπο. Και διατυπώ-νει την άποψη πως δεν υπάρχει ίχνος επι-στημονικού τεκμηρίου υπέρ της.

222

Το τελευταίο δοκίμιο του βιβλίου αφιερώ-νεται στη διερεύνηση ενός θέματος που έχειπροκαλέσει μεγάλη συζήτηση τα τελευταίαείκοσι χρόνια εμπλέκοντας το σύνολο σχε-δόν των κορυφαίων φυσικών της εποχήςμας. Είναι αυτό που αφορά τη δυνατότηταγια την οικοδόμηση μιας Θεωρίας των Πά-ντων και, επιπλέον, την εκτίμηση του πόσοκοντά βρίσκεται η μέρα στην οποία θα μπο-ρούσε κάτι τέτοιο να γίνει πραγματικότητα.

Το ζήτημα συνίσταται στο εξής: μπορού-με να διατυπώσουμε μια απλή και περιεκτι-κή θεωρία από την οποία θα προέκυπτε η ε-ξήγηση του συνόλου της φυσικής πραγματι-κότητας; Ή, σε πιο ακραία διατύπωση: υ-πάρχει μια «εξίσωση», στην οποία να μπο-ρεί θεωρητικά να αναχθεί ο κόσμος με όλητου την ποικιλία;

Ο Ρέντχεντ διεξέρχεται αυτό το ερώτημαεκκινώντας από την απόφανση πως μια Θε-ωρία των Πάντων είναι καταρχήν θεωρητι-κά δυνατή. Διατυπώνει μια σειρά από επι-στημολογικά σχόλια, τα οποία, εν πολλοίς,βασίζονται στην απλή ιδέα πως προκειμέ-νου να υποστηριχθεί με βάσιμο τρόπο η ά-ποψη πως μπορούμε να έχουμε μια Θεωρίατων Πάντων θα πρέπει να ανασκευάσουμετην γνωστή, από την εποχή του Γοργία ήδη,κατά κάποιον τρόπο, αντίρρηση: «[Α]κόμη κιαν, κοιτάζοντας μέσα από τα μάτια του Θε-ού, πέφταμε πάνω σε μια ολόσωστη Θεωρίατων Πάντων, θα μας ήταν αδύνατο να το ξέ-ρουμε».

Αλήθεια, πώς θα ξέραμε, σε αυτήν την πε-ρίπτωση πως εκεί τελειώνουν όλα; Ακόμη κιαν είμαστε ακραίοι αναγωγιστές δεν θα μπο-ρούμε να διακρίνουμε πως το «κάτω επίπε-δο» στο οποίο στηρίζουμε την θεωρία μας εί-ναι πραγματικά το τελευταίο, στο μέτρο πουη πραγματικότητα μπορεί να μην έχει «τε-λευταίο επίπεδο». Που πάει να πει πως τοπραγματικό μπορεί να αποτελεί μια κλίμακαμε άπειρα σκαλοπάτια, μια απειρία κινεζι-κών κουτιών, λόγω της οποίας το άνοιγματου καθενός αποκαλύπτει απλώς την ύπαρ-ξη ενός καινούργιου. Αλλά ακόμη και αν κι-νούμασταν ελπίζοντας πως κάτι θα μας έ-πειθε για τη δυνατότητα να δώσουμε ένα «τέ-λος» στη Φυσική τι, εκτός από πίστη, είναιαυτό που θα μας οδηγούσε στην ιδέα πωςκατεβαίνοντας επίπεδα στην κλίμακα τουπραγματικού τείνουμε προς απλούστερες δο-μές; Η μέχρι σήμερα ιστορία της Φυσικής δενενισχύει μια τέτοια ιδέα: ο υποατομικός κό-σμος των κουάρκ ή των διανυσματικών μπο-ζονίων δεν φαίνεται απλούστερος του ατο-μικού. Για να μην επεκταθούμε στην ακόμη«χαμηλότερη» πραγματικότητα, αυτήν τουκβαντικού κενού, που μοιάζει να υπόκειταιτου υποατομικού κόσμου.

Η Φυσική, λοιπόν, ίσως ευτυχώς, δεν φαί-νεται να έχει τέλος.

ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΥΣΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Η Φυσική ως Φιλοσοφία

ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΛΑΣΚΟΥ

Άννα Λάσκαρη, Barrier, 2013, plexiglass και νέον

Page 7: "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

41ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Η ΑΥΓΗ • 12 IANOYAΡΙΟΥ 2014

7

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΜΗΛΑΚΗΣ, Το έθνοςκαι τα ερείπιά του: Αρχαιότητα,αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακόστην Ελλάδα, μτφρ. ΝεκτάριοςΚαλαϊτζής, Εκδόσεις του ΕικοστούΠρώτου, σ. 384

Ο όρος «κρίση», όπως ευρέως χρησι-μοποιείται για να περιγράψει την πα-

ρούσα οικονομική και -ως εκ τούτου- κοι-νωνική κατάσταση στην Ελλάδα, ηχεί πλέονσχεδόν ευχάριστα. Μοιάζει με φενάκη πουαποκρύπτει έναν βαθύτερο και σαρωτικό δο-

μικό μετασχηματισμό σε όλες τις εκφάνσειςτου βίου. Στην κυριολεξία της υποδηλώνειμια κατάσταση οριακή, η οποία όμως σύ-ντομα θα παρέλθει και, αργά ή γρήγορα, πολ-λά θα ξαναθυμίσουν ένα σε πολλές περιπτώ-σεις ήδη εξιδανικευμένο χθες. Μοιάζει, μεάλλα λόγια, να εξυπηρετεί την περιγραφήμιας αρνητικής συγκυρίας με ημερομηνίαλήξης, μιαν αναγκαία διόρθωση ή μια περι-στασιακή δοκιμασία, όπως επίσης μια κά-ποια προσμονή επιστροφής και επανόδουστην περασμένη ομαλότητα και την ευρυθ-μία.

Η χρήση της λέξης «κρίση» είναι, θα τολ-μούσα να πω, καταπραϋντική. Ο διαρθρωτι-κός μετασχηματισμός που λανθάνει στοπλαίσιό της είναι ριζικός. Τίποτα δεν θα ε-πανέλθει, τίποτα δεν προεικονίζει την ανά-καμψη. Το μέλλον προτάσσει εντελώς καινο-φανή επίδικα και νέα διακυβεύματα. Και κά-που εδώ σοβεί μια -εξόχως ιδεολογική- δια-μάχη για τη φύση και τον χαρακτήρα του ε-περχόμενου. «Ιδεολογική», καθότι περνάειόχι μόνο μέσα από την προβολή ενός αιτή-ματος ανανέωσης του κυρίαρχου πολιτισμι-κού αφηγήματος για την Ελλάδα, αλλά κυ-ρίως μέσα από τον τρόπο που αυτό θα κατα-στεί εφικτό, από τον τρόπο δηλαδή που θααναδομήσει και θα ανασημασιοδοτήσει τοπαρελθόν και τα σύμβολά του, το κατά πόσοθα ξαναγράψει την ιστορία επιβάλλοντας νέ-ες λέξεις, νέους δυισμούς και όρους ως τουςπλέον κατάλληλους να την διηγηθούν.

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η παρέμβασητου Γιάννη Χαμηλάκη είναι καίρια. Αν και τοαντικείμενό του εφορμά από ένα συγκεκρι-μένο πεδίο, αυτό της αρχαιολογίας και τουλόγου περί την αρχαιότητα, η συμβολή του βι-βλίου του είναι πολυεπίπεδη. Πράγματι, οιαρχαιότητες εξακολουθούν να είναι παρού-σες στις περισσότερες εκδηλώσεις του τοπι-κού συλλογικού βίου. Κατορθώνουν μάλιστανα ανανεώνουν διαρκώς τον τρόπο της εν-σωμάτωσής τους σε αυτόν, να επικαιροποι-ούν τις μορφές της εμφάνισής τους σε πλεί-στα όσα ζητήματα συντρέχουν οι εθνικοί λό-γοι μιας επιστράτευσής τους. Και τούτο διό-τι είναι επενδυμένες με μια διάσταση του ιε-ρού και λατρευτικού κειμηλίου, αποτελώνταςτα νομιμοποιητικά τεκμήρια της ύπαρξηςτου ελληνικού έθνους από τις απαρχές τουμέχρι σχεδόν σήμερα. Η αίγλη του ιερού α-ποκρύπτει την όποια ιδεολογική χροιά λαν-θάνει στην εκάστοτε επίκλησή τους, κατα-χωρώντας τες στη σφαίρα του αδιαπραγμά-τευτου. Και αυτό ίσως λόγω της έλλειψηςμιας κρίσιμης όσο και κριτικής σχετικής βι-

βλιογραφίας, που θα αναστοχάζεται πάνωστις ίδιες τις συνθήκες και τη λειτουργία τουαρχαιολογικού γίγνεσθαι.

Το κενό αυτό του αναστοχαστικού λόγουστην αρχαιολογία έρχεται να καλύψει το βι-βλίο του Γιάννη Χαμηλάκη. Η διαδρομή της«κριτικής αρχαιολογίας» που εισηγείται οσυγγραφέας, εκκινώντας από το βλέμμα πουέριξαν στην ελληνική ιστορία οι πρώτες αλ-λοεθνείς αρχαιολογικές σχολές τον 19ο αιώ-να, ακολουθεί τις τουλάχιστον άκομψες καιβασισμένες στην ελληνική αρχαιότητα με-ταξικές ιδεολογικές κατασκευές και τελε-τουργίες, την εθνική αναμόρφωση των «α-ντεθνικώς δρώντων» στον «Νέο Παρθενώ-να» της Μακρονήσου, τα ποικιλοτρόπωςδραματοποιημένα επεισόδια των ανακαλύ-

ψεων του Μανόλη Ανδρόνικου στη Βεργίνα,την έντονα συναισθηματικά φορτισμένη κά-λυψη του θανάτου του εν μέσω του «μακε-δονικού ζητήματος» στις αρχές της δεκαε-τίας του 1990 και τις διάφορες φάσεις διεκ-δίκησης των γλυπτών της αθηναϊκής Ακρό-πολης. Καταλήγει στις σύγχρονές μας ανα-δρομές, στο εξιδανικευμένο και εκλεκτικά ι-δωμένο αρχαιοελληνικό -κλασικό συνήθως-παρελθόν, όπως αυτές που συνόδεψαν τιςστιγμές της εθνικής ανάτασης του 2004.

Αγγίζοντας τα θεμέλια της κατασκευής τουβασισμένου στην φετιχοποιημένη αρχαιό-τητα εθνικού φαντασιακού, ο συγγραφέας α-νατέμνει τις μορφές που παίρνει μέσα στοχρόνο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναδεικνύειτους ίδιους τους όρους δημιουργίας του, τις

ρωγμές και τα κενά στη συγκρότησή του, α-νοίγοντας έτσι το δρόμο σε μια γενικότερηαμφισβήτηση της σταθερότητας και της α-ντοχής του εκάστοτε πολιτισμικού λόγου,που ενίοτε επιχειρείται να ενσωματωθεί σταυποκείμενα ως κυρίαρχος και ηγεμονικός.

Κάτι τέτοιο σήμερα δεν συμβαίνει βέβαιαμονόδρομα, δεν επιχειρείται αποκλειστικάάνωθεν, δεν αποτελεί απόπειρα επιβολήςμιας μικρής προνομιακής ομάδας διανοού-μενων, όπως πιθανότατα συνέβη στο πρό-σφατο ελληνικό παρελθόν. Το δεσπόζον, ευ-κταία, αποτελεί προϊόν ευρύτερων και συλ-λογικότερων ζυμώσεων, τροφοδοτείται απόκαι τροφοδοτεί την κοινωνική διάδραση. Ε-ντός ενός τέτοιου σχήματος, θέσφατα καιστερεότυπα οφείλουν να αποτελέσουν αντι-κείμενο του διαρκούς επαναπροσδιορισμού.Το βιβλίο του Χαμηλάκη διαταράσσει τις σχε-τικές με την ελληνική αρχαιότητα βεβαιότη-τες, καθώς θέτει τα αρχαιολογικά πράγματασε διάλογο, καθιστώντας τα ξανά ανοιχτά,δημόσια και -συνεπακόλουθα- πολιτικά. Καιτούτο χωρίς να υπαναχωρεί από τη διακρι-τή θέση που του παρέχει η σχετική πάντοτεαυτονομία του επιστημονικού του πεδίου.Πρόκειται ακριβώς για τη θέση εκείνη πουτου επιτρέπει να δυσπιστεί μπροστά στις α-πόπειρες μονοπώλησης της παραγωγής α-λήθειας, από άλλα, κάποιες φορές «ανταγω-νιστικά» πεδία, όπως αυτό της πολιτικής.

Η επικαιρότητα, όμως, μιας τέτοιας πα-ρέμβασης δεν περιορίζεται μοναχά στην α-ποφετιχοποίηση των αρχαιοτήτων ή την ε-πανατοποθέτησή τους ως επίδικα στη δη-μόσια σφαίρα, αλλά και σε ένα άλλο, σημα-ντικότερο νομίζω, ζήτημα που αποτελεί προ-έκτασή των παραπάνω. Ανάμεσα σε άλλα, ηαποϊεροποίηση της αρχαιότητας οδηγεί ταυ-τόχρονα στην προτροπή του συγγραφέαπρος μια ανανέωση της σχέσης μαζί τους.Μεγάλο μέρος του έργου του, αλλά και η στό-χευση άλλων εγχειρημάτων του, όπως η συμ-μετοχή στο project «Η άλλη Ακρόπολη»(www.theotheracropolis.com), προτάσσει τηδιατήρηση όλων εκείνων των στοιχείων πουπροστέθηκαν στα διάφορα αρχαιολογικάμνημεία και τόπους μέσα στον ιστορικό χρό-νο. Τούτη η κίνηση στέκεται ενάντια στην ι-δέα που επιθυμεί την αποκάθαρση και της ι-στορίας από όσα εκλαμβάνονται ως μιάσμα-τα, από όσα αποτρέπουν τη θέαση σε μίαν ε-ξαγνισμένη στιγμή του παρελθόντος -εδώσυγκεκριμένα του αρχαιοελληνικού-, απω-θώντας ό,τι μεσολάβησε. Στέκεται, έτσι, όχιμόνο απέναντι στον επιθετικό ελληνικό αρ-χαιόπληκτο εθνικισμό της φυλετικής καθα-ρότητας, αλλά και στον ιδρυτικό μύθο του ελ-ληνικού εθνικισμού εν γένει, όλες οι μορφέςτου οποίου διέρχονται από τον εκλεκτικισμό,έναν κάποιο διδακτισμό και την εξιδανίκευ-ση.

Προκρίνεται, λοιπόν, εδώ μια διαφορετι-κή σχέση με την αρχαιότητα, η οποία στηνπραγματικότητα ενεργοποιείται με την χει-ραφέτηση από την ιστορία ως δόγμα. Στηδιαδικασία αυτή, η επαναφορά των αρχαιο-τήτων από την ειδωλοποίηση στην υλικήτους διάσταση και η συνάντησή τους ξανάμε τα ανθρώπινα σώματα, μια λιγότερο ο-πτική αλλά πιο απτική επαφή μαζί τους, κρί-νεται απαραίτητη. Ως προς αυτό, σίγουρα, οΧαμηλάκης κάτι περισσότερο θα έχει να μαςπει στο μέλλον. Αναμένουμε.

Στην πλάτη του αρχαιοφύλακα

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Έργο του Γιάννη Κολιού, από την έκθεση

Παιχνίδι χωρίς σύνοραπου φιλοξενείται στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων στο Πάρκο Ελευθερίας

Διάρκεια έως Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Συμμετέχουν:Αθανασίου Αντώνης, Αλτουνιάν Γκάγκικ, Ανούση-Ηλία Ρένα, Βακάλη-Συρογιαννο-πούλου Φιλομήλα, Γιαχανατζή Νέλλη, Γριμάλδη-Κορομηλά Ράνια, Δεσεκόπουλος Νί-κος, Ζαβιτσάνου Αννή, Καμπάνης Μάρκος, Κολιός Γιάννης, Κότσαρης Γρηγόρης, Κό-τσαρης Μιχάλης, Κουμαντάκη Δήμητρα, Κτιστοπούλου Μαρία, Λιάνα Μελισσαρατου,Μενδρινού Άννα, Ξενάκη Μαριάννα, Παπαγιάννης Θεόδωρος, Παπαγιάννη Σύνη, Πε-τροπούλου-Δημητράκη Μιμή, Ράλλης Τάσος, Σταϊνχάουερ Βαρβάρα, Τσιρογιάννης Δη-μήτρης και Φωτοπούλου Πηνελόπη.

Η αποϊεροποίηση της αρχαιότητας οδηγεί στη διατήρηση όλωνεκείνων των στοιχείων που προστέθηκαν στα διάφορααρχαιολογικά μνημεία και τόπους μέσα στον ιστορικό χρόνο. Τούτηη κίνηση στέκεται ενάντια στην αποκάθαρση και της ιστορίας απ’όσα εκλαμβάνονται ως μιάσματα. Στέκεται απέναντι στον επιθετικόελληνικό αρχαιόπληκτο εθνικισμό της φυλετικής καθαρότητας,αλλά και στον ιδρυτικό μύθο του ελληνικού εθνικισμού εν γένει

Page 8: "Αναγνώσεις", τχ. 580 / Κυριακάτικη Αυγή, 12.1.2014

428ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ

Η ΑΥΓΗ12 IANOYAΡΙΟΥ 2014

Προδημοσίευση από τον τόμο που θαεκδοθεί τον Ιούνιο του 2014 από τις εκ-δόσεις Ashgate, στα αγγλικά, με την ε-πιμέλεια των Αλ. Κιουπκιολή και Γ. Κα-τσαμπέκη. Κάθε Κυριακή δημοσιεύου-με ένα μεταφρασμένο απόσπασμα απόκείμενο του τόμου.

Κομμουνισμός - Κυριαρχία του λαού

Την τελευταία δεκαετία, σημαντικοίθεωρητικοί υποστήριξαν την ανάγκη

να σκεφτούμε ξανά το θέμα του κομμουνι-σμού. Ο κομμουνισμός, ως υπόθεση, πραγ-ματικότητα ή ορίζοντας, εμφανίστηκε εκ νέ-ου επίκαιρος. Στο παρόν κείμενο, παρουσιά-ζω τον «λαό ως εμάς τους υπόλοιπους» (thepeople as the rest of us) ως μια αναδιατύ-πωση της ιδέας του προλεταριάτου και ως υ-ποκείμενο του κομμουνισμού.

Ο κομμουνισμός είναι ένας όρος που δη-λώνει τον συλλογικό προσδιορισμό της κοι-νής κατάστασης του λαού από τον λαό, τηνκυριαρχία του λαού. Ο λαός δεν είναι ένα ό-λον ή μια ενότητα. Είναι ένας διχασμένος,διχαστικός λαός, εμείς οι υπόλοιποι, εμείς πουη δουλειά μας, οι ζωές μας και το μέλλον μαςαπαλλοτριώνονται, χρηματικοποιούνται, γί-νονται αντικείμενο κερδοσκοπίας για τηχρηματική ικανοποίηση των ολίγων. ΟGeorg Lukács αναφέρεται στον λαό με αυ-τήν ακριβώς την έννοια όταν εξηγεί τον δια-λεκτικό μετασχηματισμό της έννοιας του λα-ού στην περιγραφή της Ρωσικής Επανάστα-σης από τον Λένιν: «Η θολή και αφηρημένηέννοια του “λαού” έπρεπε να απορριφθεί, αλ-λά αυτό για να μπορέσει να αναπτυχθεί μιαεπαναστατική, ιδιαίτερη έννοια του “λαού” -η επαναστατική συμμαχία των καταπιεσμένων-από μια συγκεκριμένη κατανόηση των συν-θηκών της προλεταριακής επανάστασης».

Όταν ο λαός είναι το υποκείμενο του κομ-μουνισμού, η κυριαρχία του δεν είναι η κυ-ριαρχία των διάσπαρτων ατόμων της φιλε-λεύθερης δημοκρατίας. Η κυριαρχία του λα-ού αντιστοιχεί στην πολιτική μορφή την ο-ποία η μαρξιστική θεωρία περιγράφει ως δι-κτατορία του προλεταριάτου, την άμεση καιεπίφοβη κυριαρχία του λαού συλλογικά πά-νω σε εκείνους που τον καταπιέζουν και τονεκμεταλλεύονται, πάνω σε εκείνους που ι-διοποιούνται ό,τι ανήκει σε όλους από κοινού.

Έχει νόημα για την αριστερά στις ΗΠΑ, τοΗνωμένο Βασίλειο και την Ευρωπαϊκή Έ-

νωση να συνεχίσει να σκέφτεται με βάση τονηγετικό ρόλο του προλεταριάτου; Η εξουσίατου οργανωμένου κεφαλαίου μπορεί να εξη-γεί εν πολλοίς γιατί λίγοι από εμάς στις ΗΠΑσκέφτονται με τους όρους του «προλεταριά-του» και της «αστικής τάξης». Αλλά δεν μαςεμποδίζει να αναγνωρίσουμε την κοινωνι-κή τάξη, την εργασία, τη διαίρεση, την ανι-σότητα και τα προνόμια (παρότι ασφαλώςπροσπαθεί). Όλα αυτά είναι ορατά, απτά, α-ναπόφευκτα. Η υπόθεσή μου είναι, λοιπόν,ότι μια έμφαση στον λαό ως εμάς τους υπό-λοιπους μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο πουπαλιότερα έπαιζε το «προλεταριάτο».

Η έννοια του «μέρους χωρίς μέρος» τουRanciere μας προσφέρει ένα τρόπο να σκε-φτούμε τον λαό ως εμάς τους υπόλοιπους,τον λαό ως διαιρετική δύναμη. Όταν ο λαόςνοείται ως το μέρος εκείνων που δεν έχουνμέρος/μερίδιο, δεν ανάγεται σε ένα εμπειρι-κό δεδομένο ή δεν ταυτίζεται με το σύνολοτης κοινότητας. Απεναντίας, ο λαός ορίζεικαι σημαδεύεται από ένα κενό. Προσδιορί-ζεται, πολιτικοποιείται από το έγκλημα καιτην αδικία που του έχει στερήσει ένα μέρος(πλούτου και αρετής στα αρχαία κείμενα).

Ο σύγχρονος καπιταλισμός ενδιαφέρεταιλιγότερο για την παραγωγή πραγμάτων καιπερισσότερο για τις χρηματοπιστωτικές καιεμπορικές πρακτικές που επωφελούν το 1τοις εκατό, υποστηρίζοντας τη συνέχιση καιαύξηση της κατανάλωσής του. Μερικοί απόεμάς τους υπόλοιπους εργαζόμαστε στην υ-πηρεσία αυτής της χρηματοοικονομικής καιεταιρικής ελίτ, ίσως ως λογιστές και σύμ-βουλοι, είτε ως πάροχοι υπηρεσιών πολιτι-σμού, διατροφής, υγείας και μεταφοράς, καιλίγοι από εμάς ως εκπαιδευτές της νεολαίαςτους. Ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό από ε-μάς τους υπόλοιπους είμαστε άνεργοι, υπο-απασχολούμενοι, συνταξιούχοι, ανάπηροι,

ή δεν αμειβόμαστε για μεγάλο μέρος της ερ-γασίας που κάνουμε (ιδιαίτερα σε εργασίεςπαροχής φροντίδας).

Ο «λαός ως εμείς οι υπόλοιποι» δηλώνει ε-κείνους από εμάς που προλεταριοποιούμα-στε από τον καπιταλισμό, τον λαό που δημι-ουργείται από την εκμετάλλευση, την απαλ-λοτρίωση των πρακτικών και επικοινωνια-κών μας δραστηριοτήτων προς όφελος τωνπολύ πολύ πλουσίων. Όταν ο κομμουνισμόςείναι ο ορίζοντας των πολιτικών μας δυνα-τοτήτων, η κυριαρχία του λαού υποδεικνύειμια θεώρηση του κράτους ως φορέα πουχρησιμοποιούμε εμείς για να κυβερνήσουμεγια εμάς ως συλλογικότητα. Είναι η συλλογι-κή διεύθυνση του κοινού μας μέλλοντος γιατο κοινό μας καλό.

Η κυριαρχία είναι μια καλύτερη ονομασίατης εξουσίας του λαού σε σύγκριση με τη δι-κτατορία. Ιστορικά, η δικτατορία δηλώνει μιαπροσωρινή ρύθμιση. Είτε ως πρόβλεψη τουρωμαϊκού συντάγματος είτε ως ένα βήμαπρος τον μαρασμό του κράτους, η δικτατο-ρία σημαίνει την κατ’ εξαίρεση σύγκλιση τηςνομιμότητας και της ανομίας, της ισχύος καιτου δικαίου. Η περιορισμένη χρονικότητάτης, που ενέχει έκτακτα μέτρα και καταστά-σεις εξαίρεσης, επιτρέπει πράξεις που συ-ντελούνται έξω από σχέσεις λογοδοσίας καιελέγχου, πράξεις που δικαιολογούνται μό-νον από τον επαναστατικό ζήλο. Ως εξαιρέ-σεις, συμβάλλουν σε καταχρηστική βία καιδεν περιορίζονται στην αναπόφευκτη βία. Ηκατάχρηση και η υπερβολή γίνονται ένα μετην κατάσταση. Είναι καλύτερο η βία της ε-ξουσίας να παραμένει μια εξαίρεση, κάτι κα-κό, το οποίο απαιτεί δικαιολόγηση: ήταν α-ναγκαία ή επεδίωκε την εκδίκηση, την από-λαυση, την προώθηση μερικών συμφερό-ντων; Εξυπηρετούσε το κοινό καλό; Η επα-ναστατική μανία του λαού δεν έχει όριο και

είναι ανεξέλεγκτη. Αλλά αυτή δεν μπορεί καιδεν πρέπει να ενσωματωθεί σε μια κυβερ-νητική ή συνταγματική μορφή (είτε πρόκει-ται για τη δικτατορία του προλεταριάτου εί-τε για την κυριαρχία του λαού). Κάτι τέτοιο θαπροκαλούσε και θα επέτρεπε καταχρηστικάμέτρα στο όνομα της επαναστατικής αλλα-γής, σαν ο μετασχηματισμός του λαού να ή-ταν μια διαδικασία που θα μπορούσε να λά-βει τέλος.

Η μορφή που παίρνει η εξουσία του λαούποικίλλει αναπόφευκτα - η κυριαρχία του λα-ού δεν παίρνει μόνον ή αποκλειστικά τη μορ-φή της κρατικής κυριαρχίας. Η κρατική κυ-ριαρχία είναι ομοίως περιορισμένη, προσω-ρινή και ατελής, στον βαθμό που ο λαός υ-περβαίνει τις μορφές του κράτους. Αλλά μό-νον σε έναν κόσμο χωρίς λαό δεν θα ήταν κα-θόλου απαραίτητη η εξουσία του λαού. Αυτήη εξουσία νοείται με όρους αυτοδιοίκησης,αυτοελέγχου, αυτοδιαχείρισης. Μπορεί καιπρέπει να συνδυαστεί και να συνεξεταστείμε τις διυποκειμενικές, αμοιβαία καθοριστι-κές συνθήκες του εαυτού, καθώς δεν υπάρ-χει αυτονομία χωρίς συλλογική αυτοκυβέρ-νηση. Η περιγραφή του κομμουνισμού απότον Μαρξ, ως ελεύθερη ανάπτυξη καθενόςπου συμβαδίζει με την ελεύθερη ανάπτυξηόλων, εκφράζει αυτόν τον αμοιβαίο καθορι-σμό ή διαλεκτικό βολονταρισμό. Χωρίς τονσυλλογικό καθορισμό των συνθηκών απότον λαό, καθένας παραμένει ανελεύθερος.

Αυτό είναι το νόημα που προσλαμβάνει ηκυριαρχία του λαού, ως η κυριαρχία από εμάςτους υπόλοιπους. Στον βαθμό που ο κομ-μουνισμός δηλώνει αυτή την κυριαρχία, τοκομμουνιστικό κίνημα προσπαθεί να δημι-ουργήσει αυτές τις συνθήκες, κατανοώνταςότι είναι υλικές και ότι η πολιτική κυριαρχίατου λαού είναι αδύνατη όταν οι βασικές συν-θήκες των ζωών μας ξεφεύγουν από τον συλ-λογικό καθορισμό. Αυτή η κυριαρχία είναι α-ναπόφευκτα μερική και ατελής. Καθοριστι-κοί παράγοντες της ζωής μας -πότε γεννιό-μαστε, πότε πεθαίνουμε, ποιοι είναι οι γονείςμας, ποιους αγαπάμε, η μητρική μας γλώσσα,ο καιρός- παραμένουν ανεξάρτητοι από τονέλεγχό μας. Τα όρια αυτά δεν σημαίνουν ότικαι άλλοι παράγοντες είναι παρομοίως ανε-ξάρτητοι από τις προσπάθειές μας να τουςδιαμορφώσουμε. Μπορούμε να αποφασί-σουμε, και ήδη αποφασίζουμε, για το ποιοςθα πάρει τι, ποιος κατέχει τι, τι αμείβεται, τιτιμωρείται, τι ενισχύεται, τι εμποδίζεται.Στον βαθμό αυτό, η εξασφάλιση των ανα-γκαίων όρων για την κυριαρχία μας πάνωστον εαυτό μας ως λαό, των όρων που κρα-τούν ζωντανή την κομμουνιστική επιθυμία,συνεπάγεται αναπόφευκτα επιπλέον όριαστην κυριαρχία - δεν μπορεί να εξαλείψειτους όρους που την καθιστούν δυνατή καινα παραμείνει κυρίαρχη.

Η Jodi Dean είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επι-στήμης στο Hobart-William Smith (Geneva/New York)

Ριζοσπαστική δημοκρατία και συλλογικά κινήματα σήμερα

Ο Ζωγραφος του Ιανουαριου, Ζαχαρίας Πολυχρονάκης

αφιέρωμα

ΤΗΣ JODI DEAN