Ιστορίες του κάστρου

21
1

description

Το δεύτερο βιβλίο που έγραψαν τα παιδιά του Γ2 του Δημοτικού Σχολείου Σκουτάρεως Σερρών.

Transcript of Ιστορίες του κάστρου

Page 1: Ιστορίες του κάστρου

1

Page 2: Ιστορίες του κάστρου

2

OOOO ΠυκνογένηςΠυκνογένηςΠυκνογένηςΠυκνογένης,,,, oooo άγριος πειρατής.άγριος πειρατής.άγριος πειρατής.άγριος πειρατής. Αρχηγός των πειρατών ήταν ένας άγριος πειρατής που είχε µακριά µαύρα µαλ-λιά, κόκκινη και µαύρη στολή, που τη φορούσε µε ένα ασορτί καπέλο µε φτερό στο πάνω µέρος. Ήταν κοντός, χοντρός, µονόφθαλµος και είχε έναν γάντζο κι ένα ξύλινο πόδι. Είχε ένα αστείο µουστάκι που ήταν ανάποδο. Το όνοµά του ήταν Πυκνογένης. Βοηθός του ήταν ένας χρωµατιστός παπαγάλος, o Ρίκο, που είχε ένα µάτι. Ταξίδευε στις θάλασσες µε ένα µεγάλο καράβι έχοντας στο µεσαίο κα-τάρτι µια πειρατική σηµαία. Κάτω στο αµπάρι είχε µια αποθήκη γεµάτη κανόνια. Για κατοικίδιο είχε έναν λευκό αρσενικό τίγρη, τον Ντιέγκο, που ήταν πάντα απρόσεκτος. Το όνειρο του Πυκνογένη ήταν να βρίσκει θησαυρούς. Ήταν πολύ καλός στο κυνήγι του θησαυρού και στις πειρατικές µάχες, του άρεσαν το χρήµα και το φαγητό αλλά σιχαινόταν τα ποντίκια και τις αράχνες. Τα ελαττώµατα του ήταν χαζοβιόλης και φιλάργυρος. Η οικογένειά του ζούσε σε ένα πολύ µακρινό νησί, στο νησί των θαυµάτων. Ξεχώριζε από τους άνδρες του και τους υπόλοι-πους πειρατές γιατί αυτός ήταν ο µοναδικός που είχε ξύλινο πόδι και αστείο µου-στάκι. Σε κάποιο από τα ταξίδια του ο Πυκνογένης είχε πιάσει µε τα δίχτυα του µια γοργόνα. Εκείνη τον παρακάλεσε να την αφήσει ελεύθερη και ως αντάλλαγµα του έδωσε ένα κοχύλι µαγικό. Όταν το έβαζε κάποιος στο αυτί του, µια φωνή τον συµβούλευε πώς θα µπορούσε να νικήσει τον αντίπαλό του. Σε µια δύσκολη µάχη συναντήθηκε µε έναν άλλο πειρατή, τον άγριο και κακό Τζον. Στη µάχη αυτή ο κακός πειρατής Τζον έπιασε αιχµάλωτο τον Ντιέγκο, τον τίγρη και τον Ρίκο, τον παπαγάλο. Για να τους αφήσει ελεύθερους έπρεπε ο Πυ-κνογένης να δώσει για αντάλλαγµα το πλοίο του. Ο Πυκνογένης συµβουλεύτηκε το µαγικό κοχύλι κι αµέσως άρχισε να φτιάχνει ένα άλλο καράβι για να το δώσει στον πειρατή Τζον. Στον πάτο αυτού του καραβιού όµως έκανε µια µικρή τρύπα, έτσι ώστε να βυθιστεί µόλις θα έβγαινε στα ανοικτά. Μ` αυτόν τον τρόπο θα γλί-τωνε µια για πάντα απ’ τον κακό πειρατή. Σε λίγες ηµέρες το καράβι ήταν έτοι-µο. Ο Πυκνογένης το παρέδωσε στον πειρατή Τζον και πήρε πίσω τους φίλους του τα ζώα. Έτρεξαν τότε όλοι µαζί όσο πιο γρήγορα µπορούσαν µέχρι που έ-φτασαν σε ένα ψηλό σηµείο κι από εκεί είδαν να βυθίζεται µακριά µέσα στη θά-λασσα το καράβι που πήρε ο κακός. Ανακουφισµένοι και κουρασµένοι ξάπλωσαν και κοιµήθηκαν.

-Πού βρίσκοµαι; Πού είναι οι ναύτες µου; Φαίνε-ται πως είµαι σε ένα τροπικό νησί. Έχει πολλή ζέστη. Το µόνο που θυµάµαι είναι ότι γλύτωσα από τον κακό Τζον και κοιµήθηκα στο καράβι µου. Ας µε τσιµπήσει κάποιος. Μάλλον ονειρεύο-µαι αλλά δεν µου φαίνεται για όνειρο. Τι µεγάλοι

βράχοι είναι αυτοί; Οι βοηθοί µου πού είναι; Αναρωτιόταν ζαλισµένος το πρωί ο Πυκνογένης. ∆εν άργησε βέβαια να συνέλθει και να βρει τους φίλους του και το υπόλοιπο πλήρωµά του που απλά έτρωγαν το πρωινό τους σε ένα ξέφωτο, λίγα

Page 3: Ιστορίες του κάστρου

3

µέτρα πιο νότια. Μόλις τελείωσαν όλοι αποφάσισαν, µια και βρίσκονταν εκεί κο-ντά, να ξεκινήσουν για πάνε κοντά στην σπηλιά της Μάγισσας Κασσάνδρας. Η Κασσάνδρα ζούσε σε µια σπηλιά στα βράχια έξω από το κάστρο της Μονεµβα-σιάς. Ο Πυκνογένης και οι ναύτες του ήθελαν να απαλλαγούν µε κάποιον τρόπο από την Κασσάνδρα επειδή τους κυνηγούσε µε µανία για να σκοτώσει τον Πυ-κνογένη.

Η Μάγισσα αυτή είχε µυτερά νύχια και µυ-τερή µύτη. Ήταν καταπράσινη και είχε κα-τάµαυρα γοβάκια. Μέσα στην τεράστια σπη-λιά της υπήρχαν µεγάλα χόρτα κι ένας κα-ταρράκτης. Ο Πυκνογένης που ήθελε να ξεφορτωθεί την Κασσάνδρα, έβαλε το µαγικό κοχύλι στο αυτί του και µια φωνή του είπε: «Θα την καλέσεις να έρθει σε ένα δάσος. Στη συνέχεια θα δέσεις δίχτυα στα δέντρα και όταν εκείνη θα είναι

κάτω από τα δίκτυα, τότε θα τραβήξεις το σκοινί και τα δίκτυα θα την παγιδέψουν». Αµέσως ο Πυκνογένης πήγε να ετοιµάσει την παγίδα. Σε λίγες ηµέρες κάλεσε την Μάγισσα σε δείπνο, να φάνε και να κουβεντιάσουν, τάχα να συµβιβαστούν. Όλα όµως αυτά ήταν ψέµατα. Σκοπός του ήταν να παγιδευτεί η µάγισσα. Όταν η Κασσάνδρα πήγε για δείπνο κι έφτασε κάτω από την παγίδα, ο Πυκνογένης πο-λύ γρήγορα τράβηξε το σκοινί και την παγίδεψε. Η µάγισσα δεν µπορούσε να ε-λευθερωθεί γιατί τα δίχτυα ήταν µαγικά και δεν έπιαναν σ` αυτά τα δικά της µα-γικά και τα ξόρκια της. Ο Πυκνογένης την έβαλε σε ένα κλουβί και πρόσταξε ε-πίσης σε κάθε γωνιά του κλουβιού να στέκεται κι από ένας φρουρός για να µην ξεφύγει η Κασσάνδρα. Οι φρουροί όµως, νυσταγµένοι πολύ, δεν άκουσαν τον Πυκνογένη και κοιµήθηκαν. Την επόµενη ηµέρα, πρωί πρωί ο Πυκνογένης πήγε στο δάσος και είδε τους φρουρούς να κοιµούνται και τη µάγισσα να λείπει. Τότε, πολύ θυµωµένος, ξύπνησε τους φρουρούς και τους είπε να ψάξουν παντού να τη βρουν και να τη φέρουν πίσω σ’ αυτόν. Όλοι ήξεραν πως η µάγισσα θα γύριζε στην σπηλιά της. Αλλά κανείς δεν τολµούσε να µπει εκεί. Σ’ αυτή τη σπηλιά ζούσε από τότε που νικήθηκε από τον Πυκνογένη, ύστερα από ένα ναυάγιο. Της άρεσε να ζει µέσα στην σκοτεινή σπηλιά της. Είχε σκισµένα ρούχα, µια σπασµένη σκούπα και ήταν πολύ κακιά. Το µεγαλύτερο όνειρό της ήταν να κυ-βερνήσει τον κόσµο. Της άρεσε να είναι κακιά και να διεκδικεί όλον τον κόσµο. Το µεγαλύτερο ελάττωµά της ήταν η κακία. ∆εν ήταν τόσο κακιά στην αρχή, αλλά από τότε που της είπαν πως τους γονείς της τους σκότωσε ο πειρατής Πυκνογέ-νης, έγινε η πιο κακιά ύπαρξη στον κόσµο. Την απασχολούσε πολύ το πώς θα αποκτήσει δυνατό στρατό. Πώς θα κυβερνήσει τον πλανήτη και θα εκδικηθεί το θάνατο των γονιών της σκοτώνοντας τον Πυκνογένη. Μάθαινε πώς να κάνει µαγικά και είχε έναν δράκο για βοηθό που έβγαζε φωτιές από τα εννιά του κε-

Page 4: Ιστορίες του κάστρου

4

φάλια. Όσο κοιµόταν ο δράκος η µάγισσα έφτιαχνε ιππότες. Έκανε περίπου δύο χιλιάδες (2000) στρατιώτες. Όµως, καθώς ο χρόνος περνούσε δίπλα στο κάστρο, ό,τι ετοίµαζε η µάγισσα κα-ταστρεφόταν επειδή ήταν κοντά στην θάλασσα και το θαλασσινό νερό σκούριαζε τα πάντα, έσβηνε και τη φωτιά. Έπρεπε λοιπόν να φύγει από τη σπηλιά της και να πάει να µείνει σε πιο κλειστό χώρο, όπως ακριβώς ήταν το κάστρο. Το σχέδιό της ήταν να κάνει επίθεση και να καταλάβει το κάστρο. Εκείνη την εποχή το κρύο ήταν τσουχτερό και η µάγισσα είχε καιρό να κάνει µαγικά. Σε λίγο πλησία-ζε η άνοιξη και ο καιρός θα γινόταν καλύτερος. Έτσι θα µπορούσε να πάρει εκδί-κηση. ∆εν της άρεσε καθόλου η ευτυχία. Μόλις ζέστανε λίγο ο καιρός, «πάµε!», είπε η µάγισσα και ξεκίνησε µε τους δύο περίπου χιλιάδες (2000) στρατιώτες για τις πύλες του κάστρου. -Στοπ! Είπε µερικές εκατοντάδες µέτρα πριν την πύλη του κάστρου. Μείνετε ε-σείς εδώ έξω. Ήθελε να µπει πρώτα µόνη της µέσα στο κάστρο και γι’ αυτό έπρεπε να κάνει ξόρκι για να µεταµορφωθεί και να µην την αναγνωρίζουν. -Σουρουπώνει, νύχτωσε. Τέλεια!, ψιθύρισε η µάγισσα. Βροοουυυ…. άρχισε να βράζει το φίλτρο της. -Το φίλτρο θα µε κάνει να µοιάζω σαν άντρας άρχοντας. Μµµ, η µαγική µου σκό-νη νοµίζω έπιασε.. Ναι, πέτυχε τέλεια. Τώρα πρέπει να τη ρίξω πάνω µου. Ξηµέρωσε. Άρχισε το παζάρι και όλοι οι κάτοικοι της Μονεµβασιάς βγήκαν έξω. -Ο στρατός έτοιµος; Ρώτησε η µάγισσα. -Ναι! Απάντησαν µε µια φωνή και οι δύο χιλιάδες ιππότες της. Η µάγισσα προχώρησε κι έφτασε στην πύλη του κάστρου. Οι φρουροί ξεγελά-στηκαν από τη µαγική της σκόνη και νοµίζοντας πως είναι ένας άρχοντας της άνοιξαν και µπήκε µέσα. Η Κασσάνδρα προχωρούσε µέσα στην αυλή του κά-στρου και θύµωνε που τους έβλεπε όλους ευτυχισµένους. Τότε µπαµ! Έσπασαν τα νεύρα της. Έβγαλε ένα σύννεφο, πήδηξε πάνω και πήγε στον Πύργο του κά-στρου της Μονεµβασιάς. Ο πειρατής Πυκνογένης βρέθηκε ξαφνικά µπροστά της. Όταν του είχε ξεφύγει από την παγίδα µε τα δίχτυα, σκέφτηκε πως ο µόνος τρόπος να την πολεµήσει ήταν να περιµένει πότε θα εµφανιστεί µέσα στο κάστρο. Ήξερε πως δεν µπορούσε να τη νικήσει µέσα στη σπηλιά της. Ήξερε ακόµα πως η µάγισσα ήθελε να κατα-λάβει το κάστρο… έτσι λοιπόν, ο Πυκνογένης κρύφτηκε µέσα στο κάστρο και την περίµενε. -Τι θέλεις από µένα; Γιατί µε κυνηγάς και µε µισείς τόσο πολύ; Φώναξε ο Πυκνο-γένης στη µάγισσα. - Απαίσιε πειρατή, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Θέλω να πάρω εκδίκηση, τσί-ριξε εκείνη όλο κακία. -Γιατί; -Γιατί σκότωσες τους γονείς µου. -Μα δεν σκότωσα τους γονείς σου. -Ψέµατα! Τσίριζε η µάγισσα, τους σκότωσες! -Εµπρός λοιπόν, η µάχη αρχίζει, είπε δυνατά ο Πυκνογένης.

Page 5: Ιστορίες του κάστρου

5

Την ώρα της µάχης η µάγισσα δεν άντεξε άλλο. Ο πειρατής ήταν πολύ δυνατός. Τότε έκανε ένα ξόρκι και εξαφανίστηκε. -Πού, πού είναι η µάγισσα; φώναζε ο Πυκνογένης Οι πειρατές του όλοι σκόρπισαν παντού ψάχνοντας να τη βρούν. Μέσα στην αναστάτωση, όλοι βγήκαν από τα σπίτια τους. Όλοι, ακόµα και οι…. γονείς της Κασσάνδρας!!!! Μάλιστα, οι ίδιοι οι γονείς της, ολοζώντανοι, ήταν µια χαρά και ζούσαν τον τελευταίο καιρό µέσα στο κάστρο. Γυρνούσαν όλον τον κό-σµο ψάχνοντας να βρουν κάποιον που να τους αναγνωρίσει γιατί είχαν πάθει και οι δυο αµνησία και δεν ήξεραν ποιοι είναι! Όταν η µάγισσα είδε από µακριά τους γονείς της ζωντανούς ξανα- άλλαξε κι έγινε ο εαυτός της. Κατάλαβε πως δεν τους είχε σκοτώσει ο Πυκνογένης. Οι κά-τοικοι τρόµαξαν. -Μην τροµάζετε. Ήθελα µόνο να πάρω εκδίκηση επειδή πίστευα πως οι γονείς µου είναι νεκροί. -Ουυυ ! φώναξαν οι κάτοικοι . -Μαµά, µαµά, εγώ είµαι, η Κασσάνδρα. -Κόρη µου, κορίτσι µου, είπαν η µαµά της και ο πατέρας της, που βρήκαν ξανά τη µνήµη τους µόλις αντίκρισαν το χαµένο τους παιδί. Από εκείνη τη µέρα η µάγισσα άλλαξε διάθεση. Έγινε καλή, έµεινε στο κάστρο µαζί µε τους γονείς της, έδιωξε τον δράκο µε τα εννιά κεφάλια και τους στρατιώ-τες τούς έκανε στρατιώτες του κάστρου. Ο πειρατής Ο πειρατής Ο πειρατής Ο πειρατής JackJackJackJack.... Ένας άλλος πειρατής, ζούσε κάπου µακριά στη θάλασσα. Λεπτός, ψηλός, γεν-ναίος, καλός αλλά τεµπέλης. Είχε ένα µαύρο καπέλο, µαύρη κάπα, µαύρες µπό-τες κι ένα τεράστιο καράβι. Το όνοµά του ήταν Jack. Ήταν 44 χρονών και παλιός πειρατής. Σιχαινόταν να πηγαίνει σε µακρινά ταξίδια και το όνειρό του ήταν να πάει σε µακρινά και άγνωστα νησιά και να τα κατακτήσει. Ήταν καλός στο να λέει ψέµατα. Του άρεσε να κοιµάται στο καράβι. Ήταν επίσης καλός στο να βρί-σκει θησαυρούς. Είχε πολλά διαµάντια και χρυσάφι. Είχε κι έναν παπαγάλο που του αντιµιλούσε. Ο πειρατής νευρίαζε πολύ. Στην οικογένειά του ήταν ακόµη 5 άτοµα κι όλοι ήταν πειρατές. Όλοι τους ήταν πάνω στο καράβι και είχαν το ίδιο όνειρο µε τον πειρατή Jack. Οι φίλοι του όµως ήθελαν πολλές φορές άλλα πράγ-µατα και γι’ αυτό συνέχεια µάλωναν πάνω στο καράβι. Μια µέρα είχε πολλά κύµατα και το καράβι παρά λίγο να βυθιστεί. Αλλά ένα δελφίνι τους βοήθησε και από τότε έγιναν φίλοι κι έκαναν µαζί βόλτες. Κάποια στιγµή πέρασαν στην Ικα-ρία κι έφτασαν στην Σάµο. Από τότε ο πειρατής Jack άρχισε να αγαπάει τα µα-κρινά ταξίδια και σταµάτησε να είναι τεµπέλης. Έγινε πιο εργατικός από όλους τους φίλους του και από όλον τον κόσµο. Έφυγαν από την Σάµο για να πάνε στην Σαντορίνη. Όµως το δελφίνι τους πήγε σε ένα άλλο µέρος. Από µακριά φαινόταν κάτι κολόνες. Αναρωτήθηκαν σε ποιο µέρος να ήτανε. Φτάνοντας κοντά είδαν την Αγια- Σοφιά, το Μπλέ τζαµί και το Τοπ καπί. Έτσι σιγουρεύτηκαν πως ήτανε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά ο πειρατής Jack ανέβηκε µόνος του στο δελφίνι και ταξίδευε για µια εβδοµάδα. Το

Page 6: Ιστορίες του κάστρου

6

δελφίνι τελικά κουράστηκε και τον άφησε στην Σαµοθράκη. Εκεί είδε από µα-κριά τρεις κοπέλες που ήταν πολύ όµορφες αλλά ήταν γυµνές. Μόλις πήγε κο-

ντά σε αυτές, είδε πως ήταν µαγεµένες. Ήταν γοργόνες. Και οι τρεις καθόταν σε έναν πολύ µεγάλο βράχο. Φορούσαν από ένα µενταγιόν και όποιον έβλεπαν, τον µεταµόρφωναν σε πάπιες. Αυτό του το είχε πει ένας άνθρωπος που ήξερε αυτές τις τρεις κοπέλες. Ο πειρατής Jack όµως δεν τον πίστεψε. Πήγε λοιπόν κοντά τους κι αυτές τον έκαναν πάπια. Όταν

έγινε πάπια ο Τζακ έκανε τόσο αστείες κινήσεις που οι γοργόνες ξεκαρδίστηκαν να γελάνε. Όµως από το πολύ γέλιο, χωρίς να το καταλάβουν, έπεσαν µέσα στη θάλασσα και τα µενταγιόν τους χάλασαν από το αλµυρό νερό. Τότε λύθηκαν τα µάγια, ο πειρατής Jack έγινε και πάλι κανονικός άνθρωπος και χάρηκε πολύ. Μετά από λίγο καιρό έφτασε σε ένα µέρος που ήταν τόσο πληµµυρισµένο, ώστε ο µόνος τρόπος για να περάσει ήταν να βρει κάτι για να τον βοηθήσει να κολυ-µπήσει. Κάθισε και σκεφτόταν για ένα 20λεπτο ώσπου αποφάσισε να φωνάξει το φίλο του το δελφίνι. Φύσηξε την µαγική του σφυρίχτρα και το δελφίνι παρου-σιάστηκε µπροστά του. Τον πέρασε στην απέναντι πλευρά και µετά έφυγε για να συναντήσει τα άλλα δελφίνια. Τρεις µήνες αργότερα βρέθηκε σε µια πόλη. Υπήρχε ένα ωραίο κάστρο στην πε-ριοχή, το κάστρο της Μονεµβασιάς, και ο Τζακ ήθελε να το επισκεφθεί. Κάποιοι κλέφτες όµως τον έπιασαν και τον πήραν στο σπίτι τους. Ο Jack κινδύνευε απ’ αυτούς τους κλέφτες γιατί ήθελαν να τον ληστέψουν και αν αντιστεκόταν, ίσως και να τον σκότωναν. Ο γενναίος πειρατής Jack όταν κατάλαβε πώς ήταν τα πράγµατα, άνοιξε την πόρτα του δωµατίου που βρισκόταν και προσπάθησε να βρει µια έξοδο για να τους ξεφύγει. Καθώς έψαχνε για την πόρτα έπεσε σε µια τρύπα. Προσπάθησε να βγει αλλά δεν µπόρεσε. Για πολύ λίγο είδε ένα ποντίκι και χωρίς να το καταλάβει είχε ήδη βρεθεί σε µια δεύτερη πόρτα. Ευτυχώς κα-τάφερε και την άνοιξε γρήγορα. Έτσι βγήκε έξω κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα µπο-ρούσε µακριά από τους ληστές. Το βράδυ κοιµήθηκε έξω από την πόλη, στο δάσος δίπλα στο κάστρο. Τον ξύπνησε ένα ποντικάκι που του έφερε ένα µεγάλο κλειδί. -Πάρτο, του είπε, είναι το κλειδί του κάστρου. Ο φίλος σου, το δελφίνι µου ζήτησε να σου το δώσω. Ο Τζακ πήγε στην πύλη του κάστρου. Την άνοιξε εύκολα µε το κλειδί και µόλις µπήκε µέσα γνωρίστηκε µε τον κόσµο που ζούσε εκεί. Ήταν όλοι καλοί και εργα-τικοί άνθρωποι σαν τον Τζακ. Γνώρισε και το βασιλιά του κάστρου και αποφάσι-σε να ζήσει για πάντα στη Μονεµβασιά. Ο Μπαξ και η ΛόλαΟ Μπαξ και η ΛόλαΟ Μπαξ και η ΛόλαΟ Μπαξ και η Λόλα Στη στεριά έξω από το κάστρο της Μονεµβασιάς ζούσε ένας γίγαντας που το όνειρό του ήταν να γίνει αγρότης. Το όνοµά του ήταν Μπαξ. Ήθελε να έχει δικά του χωράφια και να τα σπέρνει αυτός ο ίδιος. Όµως δεν ήξερε να σπέρνει. ∆εν εί-

Page 7: Ιστορίες του κάστρου

7

χε οικογένεια και ήθελε παρέα. Μια µέρα που κατέβηκε στο χωράφι είδε έναν αγρότη. Αυτός φοβήθηκε πάρα πολύ από τον γίγαντα. -∆εν θα σου κάνω τίποτε κακό, είπε ο Μπαξ, αλλά ο χωρικός δεν µπορούσε να µιλήσει από το φόβο του. Ο Μπαξ τότε, για να του δείξει πως ήταν φιλικός, µά-ζεψε πολλά ξύλα από το δάσος και τα άφησε µπροστά στο σπίτι του χωρικού. Αφού όλοι τον φοβούνταν εκεί, αποφάσισε να τα-ξιδέψει. Ξεκίνησε να πάει στο Παρίσι. Πήγε στο Παρίσι και ήθελε να ανεβεί στον Πύρ-γο του Άϊφελ. ∆εν µπορούσε να ανεβεί όµως γιατί είχε πολλά φώτα. Ζαλιζόταν και φοβόταν µήπως πέσει στο χώµα. «∆εν µπορώ να ανεβώ», έλεγε και ξανάλεγε. Ήρθε τότε ένας άλλος γίγαντας και του είπε: -Μην στενοχωριέσαι, θα σε βοηθήσω Μπαξ». -Πώς ξέρεις το όνοµά µου»; -Το όνοµά µου είναι Συλβέστερ. Περνούσα από το κάστρο της Μονεµβασιάς και άκουσα να µιλάνε για σένα. Μου είπαν πως είσαι για διακοπές στο Παρίσι. Είναι αλήθεια πως θέλεις να µάθεις να σπέρνεις; -Και βέβαια θέλω, αυτό ήθελα πάντα, να γίνω αγρότης, είπε ο Μπαξ. -Να σου συστήσω και την κόρη µου, τη Λόλα, είπε ο Συλβλέστερ. Λόλα, έλα εδώ, τον βρήκα τον Μπαξ. -Χαίρω πολύ Μπαξ, µε λένε Λόλα. - Λόλα, ωραίο όνοµα. Ξέρεις, δεν είµαι όµορφος και είµαι λίγο υπερβολικός. Χαί-ροµαι που σε γνωρίζω, µουρµούρισε κοκκινίζοντας ο Μπαξ. Ανέβηκαν και οι τρεις στον πύργο του Άιφελ και στη συνέχεια έκαναν συνεχώς παρέα για πέντε µήνες. Επισκέφτηκαν πολλές πόλεις της Ευρώπης. Μια µέρα είπε η Λόλα: -Μπαξ, θέλω να σε παντρευτώ! Μπαµπά, θέλω να µου αγοράσεις ένα νυφικό! Αφού έγινε ο γάµος έφυγαν γαµήλιο ταξίδι για το νησί του Πάσχα. Μετά απ’ αυτό αποφάσισαν να πάνε εκεί που έµενε παλιά ο Μπαξ, στο κάστρο της Μονεµ-βασιάς. Στο δρόµο τους βρήκαν µια σπηλιά. Μπήκαν µέσα και συνάντησαν έναν γύπα που φύλαγε έναν θησαυρό. Μαζί µε τον θησαυρό είχε κι ένα φίλτρο. Έγινε άγρια µάχη ανάµεσα στο γύπα και στον γίγαντα Μπαξ. Ο γίγαντας νίκησε και πήρε το φίλτρο. Προχώρησε αρκετά µαζί µε τη γυναίκα του, τη Λόλα, ώσπου µε-τά από καιρό έφτασαν στο κάστρο. Ήπιαν τότε το φίλτρο κι έγιναν κανονικοί άνθρωποι στο ύψος αλλά είχαν πολλή δύναµη όπως όταν ήταν γίγαντες. Όλοι οι κάτοικοι του κάστρου αλλά και αυτοί που ζούσαν στη στεριά έξω από το κάστρο, τους βοήθησαν και τους έµαθαν να καλλιεργούν τα χωράφια. Ο Μπαξ και η Λό-λα τους ευχαρίστησαν και αποφάσισαν να τους δώσουν τη σοδειά τους. Οι γίγα-ντες ήταν ευχαριστηµένοι που είχαν καλή σοδειά αλλά και οι κάτοικοι του κά-στρου ήταν κι αυτοί ευχαριστηµένοι που έβλεπαν τα χωράφια έξω από το κάστρο να είναι καλλιεργηµένα και πλούσια. Έζησαν από τότε ο Μπαξ και η Λόλα µέσα στο κάστρο και καλλιεργούσαν τα χωράφια τους έξω.

Page 8: Ιστορίες του κάστρου

8

Ο βασιλιάς ΟδυσσέαςΟ βασιλιάς ΟδυσσέαςΟ βασιλιάς ΟδυσσέαςΟ βασιλιάς Οδυσσέας Στον πύργο µιας µακρινής χώρας έµενε ο βασιλιάς Οδυσσέας. Είχε τέσσερα παιδιά. Ήταν ψηλός, µελαχρινός, µε ψηλές µπότες αλλά είχε στα χέρια του και στα πόδια αντί δέκα, οκτώ δάκτυλα. Ήταν µεταλλαγµένος. Έµενε στον πύργο του που είχε µέσα πολύ χρυσό. Είχε καλό χαρακτήρα, ήταν πονόψυχος, ανυπό-µονος πολλές φορές και µερικές φορές πολύ χαζός. Του άρεσαν τα πλούτη αλλά και τα γλυκά. ∆εν του άρεσαν όµως τα ποντίκια, οι νυχτερίδες και πάνω απ` όλα σιχαινόταν τους βόθρους µε τα ποντίκια. Του άρεσε να γράφει, ήθελε να γίνει συγγραφέας. Είχε ξεχωριστές ικανότητες, στο να διαβάζει τις σκέψεις των άλ-λων. Το όνειρό του ήταν να πάει στον Τρωικό πόλεµο. Κάποια φορά πριν από πολλά χρόνια βρέθηκε στη χώρα Μελιγαλά. Ήταν ά-νοιξη του έτους 1731. Αποφάσισε να µπει στο κάστρο αυτής της χώρας. Βρήκε εκεί µια αδύνατη κοπέλα να τραγουδάει και να πλένεται µόνο µε ένα κοράλλι. Έτρωγε καραµέλες βουτύρου κι έπινε µερικές φορές ούζο. Η κοπέλα ήταν όµορ-φη και η συµπεριφορά της ήταν σαν κανονικής πριγκιποπούλας. Όταν αυτή του είπε: «ακολούθησε το δρόµο της αλήθειας» εκείνος απάντησε:

-Ξέρεις ποιος είµαι εγώ; Είµαι ο βασιλιάς Οδυσσέας. ∆εν θα σε ακούσω. Ποια είσαι εσύ που θα µου πεις τι να κάνω; Βγήκε λοι-πόν από το κάστρο ο Οδυσσέας και προχώρησε ώσπου έφτασε σε τρία µονοπάτια. Το ένα λεγόταν Κακία, το άλλο λεγόταν Άσπρο κι το τρίτο Αλήθεια. Ο Οδυσσέας πήγε από το µονοπάτι της Κακί-ας. Προχώρησε ώσπου βρέθηκε στη ρουφήχτρα του δάσους. Η

ρουφήχτρα του δάσους είχε µέσα φύλλα και κάτι παράξενο που ήταν µαύρο µε κόκκινο. Μπήκε µέσα µε ένα σπαθί και φόρεσε την πανοπλία του Τρωικού πο-λέµου. Μαζί του είχε δηλητήριο για ρουφήχτρες. Η ρουφήχτρα τον ρούφηξε αλλά τότε αυτός έβγαλε το δηλητήριο και το έριξε µέσα της και την σκότωσε. Μετά από πέντε ηµέρες έφτασε στο χωριό Βίλατζερ. Ο Οδυσσέας άκουσε σε κεί-νο το χωριό τα κουτσοµπολιά που έλεγαν πως µέσα στο κάστρο της Μονεµβασιάς υπήρχαν σµαράγδια, ρουµπίνια και χρυσάφι κι αποφάσισε να πάει να βρει αυτό το κάστρο. Στο δρόµο του για τη Μονεµβασιά συνάντησε ένα ηφαίστειο που το έλεγαν Καρακατσάνι. Προχώρησε και είδε µέσα στα πετρώµατα ένα µενταγιόν. Το πήρε και συνέχισε να σκαρφαλώνει στο ηφαίστειο αλλά παραλίγο να πέσει µέσα στη λάβα και να χάσει το µενταγιόν. Ευτυχώς το έπιασε την τελευταία στιγµή. Καθώς το έπιασε δυνατά , εκείνο άνοιξε και ο Οδυσσέας βρήκε µέσα πε-νήντα Ευρώ κι ένα διαµάντι που ήταν µαγικό. Μόλις το φόρεσε ένιωσε πιο δυνα-τός από ποτέ. Τότε ήρθε ο Ροµπέν των ∆ασών και του είπε:«Είσαι ο εκλεκτός της δύναµης». Του άφησε τα όπλα του κι έφυγε. Μόλις εξαφανίστηκε ο Ροµπέν το ηφαίστειο Καρακατσάνι ταρακουνήθηκε και πέταξε τον Οδυσσέα κάτω. Παραλί-

Page 9: Ιστορίες του κάστρου

9

γο να πέσει µέσα στη λάβα. Ευτυχώς που ήρθε ένας γύπας και τον έσωσε. Ύστε-ρα από λίγο ο γύπας τον ακούµπησε στην κορυφή ενός βουνού που το έλεγαν Μπαρµπούνο γιατί µέσα από το βουνό πεταγόταν µπαρµπούνια. Αυτά τα µπαρ-µπούνια τα έτρωγε ο γύπας που τον έλεγαν Detpool. Ο Οδυσσέας είδε το µεντα-γιόν να λάµπει και ο γύπας του είπε: -Τσαλγατάνε, πώς από τα µέρη µας; -Τι πώς απ’ τα µέρη σας; Εσύ µε έφερες εδώ. -Σε έφερα εδώ για να σε φάω, του είπε ο γύπας -Εντάξει, παραδίνοµαι. -Ωραία, όµως πριν σε φάω, θέλω να µάθει ο κόσµος ποιον έφαγα. -Με λένε Γύπα, είπε ο Οδυσσέας. -Και πώς θα σε φάω Γύπα; -Άκου το σχέδιο. Θα µετρήσεις έως το τρεις χιλιάδες (3.000) και µετά θα ανοίξεις τα µάτια σου. Τότε εγώ θα έχω ψηθεί, και θα µε φας πιο νόστιµο -Εντάξει. Αρχίζω να µετράω, ένα, δύο, τρί-α… Ο Οδυσσέας έφτιαξε τότε ένα οµοίωµα αν-θρώπου και έβαλε µέσα το δηλητήριο. Το ά-φησε µπροστά στον γύπα που µετρούσε και κρύφτηκε. -… δύο χιλιάδες εννιακόσια ενενήντα εννιά, τρεις χιλιάδες, φτου και βγαίνω. Μιαµ, µιαµ, νόστιµο ήταν. Ωχ, ωχ,…πεθαίνω! Ούρλιαζε από τον πόνο ο Γύπας. -Ουφ τη γλίτωσα, είπε ο Οδυσσέας. Ααα πέφτω! Μα, για µια στιγµή, τι µου είπε ο Ροµπέν; Έχω την υπέρτατη δύναµη. Άρα µπορώ να πάω στο κάστρο πετώντας. Άπλωσε τότε ο Οδυσσέας τα χέρια του και πέταξε µέχρι το κάστρο της Μονεµβα-σιάς. -Να το κάστρο µε το χρυσάφι. Εδώ θα µείνω για πάντα και θα είµαι πλούσιος. Και από τότε έγινε ο βασιλιάς του κάστρου της Μονεµβασιάς. Βασίλεψε πολλά χρόνια µε δικαιοσύνη και αγάπη για τον όµορφο αυτόν τόπο. Χειµώνας στο κάστρο Χειµώνας στο κάστρο Χειµώνας στο κάστρο Χειµώνας στο κάστρο Χειµώνας και µέσα στο κάστρο της Μονεµβασιάς οι κάτοικοι βλέπουν από το παράθυρο έξω που χιονίζει. -Παιδιά κοιτάξτε έξω, χιονίζει! Μόλις το στρώσει θα βγούµε έξω για να κάνουµε χιονάνθρωπο είπε το κορίτσι που το έλεγαν Μαριάννα. -Καλά. ∆εν µπορώ να περιµένω. Λέω να πάµε τώρα να τον κάνουµε, µίλησε ο Θανούλης. Τα τρία αδέλφια, η Μαριάννα, ο Θανούλης και ο Φανούλης βγήκαν από το σπίτι τους και µετά από µισή ώρα ο χιονάνθρωπος ήταν έτοιµος. -Πολύ ωραίος χιονάνθρωπος αλήθεια. Πώς θα τον ονοµάσουµε; -Να τον πούµε Βασίλη.

Page 10: Ιστορίες του κάστρου

10

-Ε όχι και Βασίλη. -Να τον πούµε Τουρτούρη. -Πολύ ωραίο όνοµα αλήθεια! συµφώνησαν και οι τρεις. -Φανούλη, Θανούλη, Μαριάννα ελάτε για φαγητό, αρκετή ώρα είστε έξω. Θα κρυώσετε, ακούστηκε η φωνή της µητέρας. Εκείνη την ώρα η Μαριάννα δεν διστάζει να δώσει ένα φιλί στον χιονάνθρωπο και του υπόσχεται πως θα τον έχει φίλο της. Λίγο παρακάτω δύο κορίτσια χαιρόταν που έβλεπαν το χιόνι να πέφτει µέσα στο κάστρο. Βασιλική: Αχ τι όµορφη µέρα! Όµως πολύ κρύα. Μαρία: Ναι Βασιλική, δίκιο έχεις. Να πούµε στη µαµά αν µπορούµε να πάµε στην πλατεί-α; Βασιλική: Ναι. Μαρία: Ωραία, πάµε λοιπόν! Η µαµά τους, δεν τις αρνήθηκε και άφησε τις δύο αδελφές να πάνε. -Φτάσαµε Μαρία. -Τι ωραία, τι καλά. Μα τι είναι αυτό; -Α αυτό είναι ένας χιονάνθρωπος, είπε η Βασιλική. -Γεια σας είµαι ο Τουρτούρης! -Ααα βοήθεια! Μιλάει. ∆εν µπορώ να το πιστέψω, µιλάει. -Μη φοβάστε είµαι ευγενικός. Εκείνη τη στιγµή εµφανίστηκε και η Μαριάννα. -Γεια σας κορίτσια. Είµαι η Μαριάννα είπε. -Κορίτσια σας αγαπώ όλες. Είστε οι καλύτερές µου φίλες, είπε ο χιονάνθρωπος. Καθώς φεύγει η Μαριάννα από την πλατεία ακού-γεται µια φωνή. -Εεε, περίµενε! -Ποιος µε φωνάζει, λέει η Μαριάννα. -Εγώ, το µαρµάρινο άγαλµα της πλατείας. Γιατί εί-σαι στεναχωρηµένη; -∆εν θέλω ν’ αφήσω µόνο του τον Τουρτούρη! Φο-βάµαι πως όταν φύγω, θα λιώσει κι αυτό δεν το θέλω, είπε η Μαριάννα. -Σίγουρα υπάρχει λύση. Μήπως εάν το έβαζες µέσα στην κατάψυξη για να µην λιώσει; -Λες; Χµ, πολύ ωραία ιδέα! Θα το κάνω και θα το βγάλω τον επόµενο χειµώνα. -Είµαι πολύ χαρούµενος που σε βοήθησα, είπε ο Ασπρούλης, το µαρµάρινο άγαλ-µα. -Σε ευχαριστώ, εάν δεν ήσουν εσύ δεν θα µπορούσα να δω ξανά τον Τουρτούρη µου. Κι έτσι η Μαριάννα έφυγε ευτυχισµένη από την πλατεία και πήγε να φωνάξει τα άλλα παιδιά.

Page 11: Ιστορίες του κάστρου

11

Κάποια στιγµή κουράστηκε ο Τουρτούρης και το ’ριξε στον ύπνο. Ύστερα από αρκετή ώρα ξύπνησε από κάποια βογγητά και φοβήθηκε. Ήταν µια καλή τίγρη που δεν έκανε κακό. Είχε φύγει από τον ζωολογικό κήπο και ήθελε να πάει στην ζούγκλα. Όλοι όσοι την έβλεπαν τη φοβόντουσαν. -Ε, εσύ ψηλέ , µελαχρινέ που φοράς µια ριγέ πιτζάµα που δεν σου πάει, φώναξε ο Τουρτούρης. -Τι είναι; -Γιατί τροµάζεις τον κόσµο; -Τι, τροµάζω εγώ τον κόσµο; Εγώ δεν έκανα τί-ποτε; Α τους φοβητσιάρηδες! -Καλά καλά, δεν µου είπες όµως, τι θες στα µέρη µας; -Να πάω στη ζούγκλα! Μήπως έχεις κάποιον γνωστό που να ζητάει κατοικίδιο ζώο; -Βεβαίως κι έχω. Τη Μαριάννα. Αυτή σίγουρα θα θέλει να έχει κατοικίδιο. -Ωραία, πάµε τότε στο σπίτι της, είπε η τίγρη. -Πώς θα πάµε, εγώ δεν έχω πόδια για να περπατήσω. -Εάν έρθει ο ήλιος σαν ρυάκι θα τρέχεις στο πεζοδρόµιο. -Μη, µη µιλάς άλλο. Πρόσεχε τι λες. Έτσι η τίγρη αποφάσισε να πάει στο σπίτι της Μαριάννας για να γίνει το κατοι-κίδιό της. --------------------------------- -Γειά σου χιονάνθρωπε. -Γεια σου κι εσένα παιδάκι. Πώς είναι το όνοµά σου; -Με λένε Στέλιο και περιµένω τον φίλο µου το ∆ηµήτρη. Εσένα πώς σε λένε; -Εµένα µε λένε Τουρτούρη. -Εάν βγει ο ήλιος πού θα πας για να γλυτώσεις; -∆εν ξέρω αλήθεια. Μήπως σε κάποιο υπόστεγο. -Σε υπόστεγο; ∆εν είναι και άσχηµη ιδέα. Εσύ έχεις φίλους; -Έχω µια φίλη κι εγώ που τη λένε Μαριάννα. -Α, να και ο ∆ηµήτρης. -Γεια σου ∆ηµήτρη. Εγώ είµαι ο Τουρτούρης. -Χαίροµαι που σε γνωρίζω, είπε ο ∆ηµήτρης. -Τουρτουρη, ξέρεις κάτι; Η Μαριάννα είναι φίλη µας. Κι έτσι είµαστε όλοι µαζί φίλοι. Θα ήθελα να είµαστε φίλοι για πάντα. -Ναι, φίλοι για πάντα, είπε ο χιονάνθρωπος. Ένα σκυλάκι περπατώντας σταµάτησε στο χιο-νάνθρωπο και σήκωσε το πόδι του για να κατου-ρήσει. -Εε, τι κάνεις εκεί; -Συγγνώµη, δεν σε είδα. Να συστηθώ. Είµαι ο Ε-ρίκο. -Τι µπορείς και µιλάς; - Ναι φυσικά. Εσύ ποιος είσαι;

Page 12: Ιστορίες του κάστρου

12

- Εγώ είµαι ο Τουρτούρης. -Τουρτούρης; Τι όνοµα είναι αυτό; ρώτησε ο Ερίκο το σκυλάκι. -Μου το έβγαλε η φίλη µου η Μαριάννα. -Αα! Γιατί είσαι στενοχωρηµένος; -Γιατί φοβάµαι πως µόλις ζεστάνει ο καιρός θα λιώσω και δεν θα ξαναδώ τη φίλη µου τη Μαριάννα. -Καηµενούλη τι κρίµα. Νοµίζω πως έχω µια ιδέα, είπε το σκυλάκι . -Τι ιδέα; -Ακολούθησέ µε και θα µάθεις. -Μα δεν µπορώ να περπατήσω. -Τότε περίµενε. Θα ξαναέρθω σε πέντε λεπτά. Η ώρα περνούσε και ούτε το σκυλάκι φαινόταν αλλά ούτε και η Μαριάννα έλεγε να φανεί. Ο Τουρτούρης θυµόταν το φιλί που του είχε δώσει η Μαριάννα και αναστέναζε. Ήταν λυπηµένος. Εκείνη την ώρα φάνηκε ένας σπουργίτης. Ένας σπουργίτης που ήταν γελαστός, καλοσυνάτος και αστείος. Είχε χρώµα σκούρο κι ανοικτό καφέ. Έβλεπε πετώντας τις αυλές των σπιτιών, τα γυµνά χει-µωνιάτικα δέντρα και τα παιδιά να παίζουν χαρούµενα χιονοπόλεµο. Το όνοµά του ήταν Μίτης. Καθόταν στην πλατεία και είχε δει και ακούσει όλα όσα είχαν γίνει. Αποφάσισε να πάει στον χιονάνθρωπο και να του µιλήσει. -Είδα ότι σε έφτιαξαν η Μαριάννα και τα αδέλφια της. Και ότι το όνοµά σου είναι Τουρτούρης. Άκου, θα ήθελα να σου ζητήσω µια χάρη. -Εεε, αναλόγως τη χάρη. -Ε, να, θα ήθελα να γίνουµε φίλοι. -Εντάξει. - Μη στενοχωριέσαι για τη Μαριάννα, θα ξανάρθει κι έχει κι ένα καλό σχέδιο για να σε σώσει από τη ζέστη. Έχεις άλλους φίλους; -Όχι µε παράτησαν κι έφυγαν. - Πω πω δραµατική ιστορία! -Κοροϊδεύεις; -Όχι βέβαια! -Α λέω κι εγώ! -Λα λα λα λα λα λα στρουµφοχαρωπά! -Τι κάνεις; -Τραγουδάω. -Τι; -Τα Στρουµφάκια. -Α καλά, µου λες από ποιον πλα-νήτη είσαι; -Καλά πριν λίγο δεν σου είπα; -∆εν άκουσα. -Από τον πλανήτη Γη -Σουςςς, µην φωνάζεις. -Ουφ.

Page 13: Ιστορίες του κάστρου

13

-Το παράκανες. -Με µαλώνεις; -Όχι, µη µου κλαις. -∆εν κλαίω. -Πάλι καλά. Όχου, βαριέµαι! Τι να κάνουµε; -Πάω να φέρω φαγητό. Πέταξε µακριά και σε δύο λεπτά γύρισε φέρνοντας τροφή. Φάγανε και ύστερα ο Μίτης έκαστε στη µύτη του Τουρτούρη µέχρι που σκοτείνιασε . Ο ΑηΟ ΑηΟ ΑηΟ Αη Βασίλης Βασίλης Βασίλης Βασίλης Ο Αη Βασίλης γυάλιζε τις µεγάλες µαύρες µπότες του. «Πρέπει να είµαι πολύ όµορφος για την παραµονή της Πρωτοχρονιάς», σκέφτη-κε. Έβαλε την κόκκινη στολή του, φόρεσε τις καλογυαλισµένες του µπότες και βγήκε έξω. Το έλκηθρο ήταν φορτωµένο µε πολλά δώρα για τα παιδάκια. Τα ε-λαφάκια ήταν έτοιµα. Ανυποµονούσαν να ξεκινήσουν. Έφτασαν γρήγορα στο πρώτο χωριό της Λακωνίας. Ο Άη Βασίλης διάβασε τον κατάλογό του. «Ο Νίκος θέλει ένα αρκουδάκι κι ένα αυτοκινητάκι», είπε και µπήκε στην καµινάδα για να τ’ αφήσει στο χριστουγεννιάτικο δέντρο του σπι-τιού. Η επόµενη στάση ήταν για ένα κοριτσάκι, την Ανθούλα, που ζητούσε µια κού-κλα. Πράγµατι, ο Άη Βασίλης µπαίνοντας από το τζάκι, της άφησε στο δέντρο το δώρο. Όλο το βράδυ τα ελαφάκια έτρεχαν για να προλάβουν να δώσουν όλα τα δώρα. Σε κάποιο σπίτι ο Άη Βασίλης διαβάζοντας τη λίστα του είδε κάτι διαφορετικό: Η Αννούλα του ζητούσε σαν δώρο να την κάνει µια βόλτα µε το έλκηθρο Ο Αη Βα-σίλης δεν της χάλασε χατήρι και βραδιάτικα την πήρε και την άφησε να οδηγήσει πάνω από το κάστρο της Μονεµβασιάς. Οδηγούσε τα ελαφάκια πάνω από τα σπίτια και αυτό την ευχαριστούσε πολύ. Κάποια στιγµή εκεί που σταµάτησε για να µοιράσει τα δώρα σκάλωσε ένα ελα-φάκι στα κεραµίδια ενός σπιτιού και τραυµάτισε το πόδι του. Ο Άη Βασίλης µόνος του δεν µπορούσε να κάνει τίποτε και στενοχωριόταν. Τότε η Αννούλα του είπε «µην στενοχωριέσαι ΄Αη Βασίλη, εγώ θα πάω να φέρω φάρµακα και θα κάνουµε καλά το ελαφάκι». Αµέσως το κοριτσάκι τρύπωσε µέσα στα στενά του κάστρου και γύρισε γρήγορα µε πολλά φάρµακα και γάζες για το ελαφάκι. Σε λίγη ώρα το ζωάκι είχε συνέλθει από το σοκ και ο Άη Βασίλης δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει την Αννούλα. «Εάν θέλεις να µε ευχαριστήσεις , θέλω του χρό-νου να µε πάρεις µαζί σου, για να σε βοηθώ να µοιράσουµε µαζί τα δώρα. Ο Άη Βασίλης της το υποσχέθηκε και την άφησε στο σπίτι της. Έτσι το κοριτσάκι απο-κοιµήθηκε περιµένοντας µε λαχτάρα τα επόµενα Χριστούγεννα. …………………………………………………………………………….. Ήταν η τελευταία ηµέρα των Χριστουγέννων. Όµως, ένα δώρο έλειπε. Μάλλον τα ξωτικά είχαν κάνει λάθος. Στενοχωρηµένος ο Άη Βασίλης. Ο Ρούντολφ, που τον είδε λυπηµένο, έτρεξε µε όλη του τη δύναµη παρά το χτυπηµένο του ποδαρά-κι, για να προλάβουν να γυρίσουν εγκαίρως πίσω στο εργαστήρι για να πάρουν

Page 14: Ιστορίες του κάστρου

14

το δώρο που έλειπε. Από τη βιασύνη του όµως, σκόνταψε και έπεσε. Τα υπόλοι-πα ελαφάκια προσπαθούσαν να κρατηθούν και να µην πέσουν. Ο Ρούντολφ χτύπησε πολύ το πόδι του, που ήταν ήδη πληγωµένο από την προηγούµενη φορά και σταµάτησε να τρέχει. Τα άλλα ελαφάκια γύρισαν στο εργοστάσιο και είπαν στα ξωτικά πως κάποιο λάθος είχε γίνει. Αµέσως τα ξωτικά ξεκίνησαν να κάνουν το δώρο ενώ ο Άη Βασίλης άρχισε να ψάχνει το ελαφάκι του, τον Ρούντολφ. Μάταια, δεν µπορούσε να το βρει. Επέστρεψε στο εργαστήρι του, πήρε το δώρο και µε τα υπόλοιπα ελαφάκια πήγε και το έδωσε στο παιδάκι. Εκείνο, όταν είδε στενοχωρηµένο τον Άη Βασίλη τον ρώτησε τι έχει. Μόλις έµαθε την ιστορία µε το πληγωµένο ελάφι, το παιδάκι σκέφτηκε να βοηθήσει τον Αη Βασίλη. Εκείνος δέ-χτηκε κι έτσι άρχισαν µαζί να ψάχνουν για να το βρουν. …………………………………………………………………………… Συνήθως εγώ και η οικογένειά µου πάµε εκδροµή τις ηµέρες των Χριστουγέν-νων. -Πού θα πάµε φέτος; ρώτησα τη µαµά. -Μάλλον θα πάµε για διακοπές µε τις φίλες σου στη Μονεµβασιά.Θα µείνουµε σε ένα ξενοδοχείο µέσα στο κάστρο. Η µέρα ήρθε. Σκούφο, γάντια κασκόλ, τσάντες µπουφάν, ζακέτες όλα έτοιµα για διακοπές. -Μπήκαµε όλοι στο αυτοκίνητο; ρώτησε ο πατέρας. -Ναι!! είπαµε όλοι. Η ώρα περνούσε και έβλεπα µόνο σπίτια και τίποτε άλλο. Μετά από ώρες οδή-γησης κάναµε µια στάση να ξεκουραστούµε. Εγώ ενθουσιασµένη βγήκα τρέχοντας από το αυτοκίνητο κι έστρωσα ένα τραπε-ζάκι για να φάµε έξω µιας και ο καιρός ήταν καλός. Η ώρα περνούσε και άρχισε να σουρουπώνει. «Φτάσαµε» , είπε η µαµά. Ήταν πολύ όµορφη πόλη η Μονεµβασιά. Περίπου σε µιάµιση ώρα ήρθε και η φίλη µου. Μόλις τη είδα χάρηκα πάρα πολύ. Το βράδυ πέρασε ήσυχα. Πρωί πρωί φώναξε η µαµά για να ξυπνήσουµε καθώς ετοίµαζε το τραπέζι για να φάµε πρωινό. Σηκώθηκα, και, τι µαγεία! Όλα τα πουλάκια κελαηδούσαν! Ήταν τόσο ωραία όλα! Φάγαµε. Η Στέλλα είπε να πάµε έξω όλες µαζί: Η αδελφή µου αυτή κι εγώ. Η ιδέα ήταν ωραία. Είδαµε κι ακούσαµε τόσα ωραία πράγµατα, µας άρεσε πολύ... Οι µέρες πέρασαν και έπρεπε να φύγουµε. -Μπήκαµε όλοι στο αυτοκίνη-το; ρώτησε ο µπαµπάς. -Ναι!!! Απαντήσαµε όλοι. Αφήσαµε πίσω µας την όµορ-φη Μονεµβασιά. Στο δρόµο για την επιστροφή, σε ένα µι-κρό δάσος, ακουγόταν κάτι σαν µουγκρητό πολύ δυνατά.

Page 15: Ιστορίες του κάστρου

15

Σταµατήσαµε το αυτοκίνητο, πήγαµε κοντά και είδαµε ένα ελαφάκι τραυµατι-σµένο στο πόδι του. Είπα στον µπαµπά να το κρατήσουµε κι αυτός µας απάντησε εντάξει. Το πήραµε προσεκτικά και το βάλαµε στο πίσω κάθισµα του αυτοκινή-του, εκεί που καθόµασταν κι εµείς. Του έβαλα τη ζακέτα µου στο πόδι του για να σταµατήσει το αίµα. Φτάσαµε σπίτι και το αίµα είχε σταµατήσει και περπατούσε κανονικά. Ήρθε η Πρωτοχρονιά και, τη νύχτα που έφερνε τα δώρα, ο Άη Βασίλης είδε τον Ρούντολφ να κοιµάται δίπλα στο κρεβάτι. Κατάλαβε πως ήταν το δικό του και το πήρε. Όταν ξύπνησα είδα πως ο Ρούντολφ έλειπε. Ένοιωσα τόσο άσχηµα. Όµως ο Άη Βασίλης µου άφησε δύο δώρα. Το ένα έγραφε: «Ευχαριστώ που βρήκες τον Ρού-ντολφ, Χο,Χο,Χο! Και το άλλο ήταν το δώρο που ζήτησα. Ο κάδος της ανακύκλωσηςΟ κάδος της ανακύκλωσηςΟ κάδος της ανακύκλωσηςΟ κάδος της ανακύκλωσης Κάποτε στην Μονεµβασιά, στην περιοχή που τη λέγανε Χωχαρούπα σε έναν κεντρικό δρόµο ήτανε ο Άνω Κάτω, ο χοντρός και πράσινος κάδος. Ο Άνω Κάτω όµως είχε βαρεθεί να γεµίζει σκουπίδια και τον ζάλιζε η φασαρία και ο θόρυβος από τα λιγοστά, παλιά αυτοκίνητα της πόλης. -∆εν αντέχω άλλο αυτή την φασαρία, λέει ο κάδος. -Τι σε έπιασε πάλι και θυµώνεις; τον ρωτά η γιαγιά η σοφή εφηµερίδα. -Τι έγινε; Έχουµε πρόβληµα; Να το λύσω; Μ’ αρέσει να λύνω προβλήµατα, είπε το γυάλινο µπουκάλι. -Ναι, σωθήκαµε µε σένα! Ούτε µύγα δεν µπορείς να πιάσεις, θα µας λύσεις τώρα και το πρόβληµα; Του είπε το χαρτοκούτι. -Άντε βρε, και συ, που µε µια ψιχάλα γίνεσαι χαρτοπολτός, του απαντά το γυά-λινο µπουκάλι. -Φτάνει πια, να γιατί θέλω να φύγω! Γιατί όλο µαλώνετε, ξέσπασε τότε ο κάδος ο Άνω Κάτω. -Να φύγεις; Πού να πας; ρώτησε το παλιό άχρηστο βιβλίο. -Θέλω να πάω στη Φρουτοπία! -Γιατί; λένε όλοι µαζί. -Γιατί εκεί είναι ο Ανανίας το πεπόνι, ο Αιµίλιος το µήλο, η Μάτα η Ντοµάτα, και τόσοι άλλοι φίλοι µου, είπε ο κάδος. -Ε! κι εµείς πώς θα µείνουµε µόνοι µας εδώ; Τον ρώτησαν όλοι. -Όποιος θέλει έρχεται µαζί µου. -Και πώς θα πάµε στην Φρουτοπία; ρώτησαν και πάλι όλοι τον κάδο. -Με το σκουπιδιάρικο που γράφει Φρουτοπία, είπε ο Άνω Κάτω. -Με το σκουπιδιάρικο που γράφει Φρουτοπία; -Ναι! ∆εν άργησε να περάσει το σκουπιδιάρικο και να πάρει τον γεµάτο κάδο. Σε λίγη ώρα φτάσανε στην Φρουτοπία. Εκεί ήταν όλα τα φρούτα και τα λαχανικά. Ο κάδος ήταν χαρούµενος και όλα τα σκουπίδια επίσης.

Page 16: Ιστορίες του κάστρου

16

-Εδώ είµαστε πιο ευτυχισµένα είπανε όλα µε µια φωνή. Και ο κάδος έκατσε να πιει γρανίτα µε τον Σωτήρη τον Καρπούζη, και µε τον Φραγκίσκο τον Φραγκό-συκο.

Ευχαρι-στούµε κάδε, που µας έ-φερες εδώ, είπανε. Ο κάδος ό-µως δεν τους άκουσε γιατί είχε παγώ-σει µε την

γρανίτα φράουλα. Το απορριµ-

µατοφόρο επέστρεψε κάποια στιγµή τον κάδο και πάλι στην Μονεµβασιά. Οι κάτοικοι της Μονεµβασιάς συνέχισαν να ανακυκλώνουν τα σκουπίδια της πό-λης τους. -Γεια σας, εγώ είµαι ένα παλιό άχρηστο βιβλίο. Κάποιος µε πέταξε σε αυτόν τον κάδο ανακύκλωσης. - Ε, εσύ, σκισµένο βιβλίο! Γιατί είσαι σκισµένο και γιατί είσαι εδώ; Ρώτησε το βι-βλίο ο κάδος. -Ένα ξωτικό µε πήρε και µου έσκισε την πολυτιµότερη σελίδα. Αλλά την πήρα ξανά πίσω. Την κόλλησα, όµως µου σκίστηκαν οι άκρες. Αυτά… - Εντάξει, είπε ο κάδος. -Βαρέθηκα, θέλω να φύγωωω, είπε το αλουµινόκουτο. -Προσοχή, έρχεται ανεµοστρόβιλος! Κλείνω, σφραγίζω! Είπε ο κάδος. -Καλά, σιγά µην φύγω, µονολόγησε η εφηµερίδα. -Κάτι µας άνοιξε, διαπίστωσε το βιβλίο. Γυάλινο µπουκάλι: Ίσως είναι ένα παιδί. Βιβλίο: Θα µε πάρει, πρέπει να ελπίζω. Όπως και όλοι εδώ. Αχρηστο κουτί: Ναι, µπορεί όµως να είναι το σκουπιδιάρικο. Βιβλίο: Τι είπα πριν; Πρέπει να ελπίζουµε! Χαρτόκουτο: ∆εν είπες όµως γιατί; Βιβλίο: Να ελπίζουµε στα όνειρά µας και να προσπαθούµε για όλα. Κάδος: Μην µαλώνετε, µου πονάει το καπάκι µου. Αναψυκτικό: Βγάζω αφρούς από το καπάκι µου. Ηρεµήστε, σας παρακαλώ! Εφηµερίδα: Μου πήρατε τα µυαλά! ∆εν βλέπετε ότι προσπαθώ να ηρεµήσω; Όλοι µαζί: Τιιιιιιιι;

Page 17: Ιστορίες του κάστρου

17

-Το θέλετε στα Αρχαία; ρώτησε η εφηµερίδα. Όλοι µαζί: Ναιιι. Εφηµερίδα: Εεε, δεν ξέρω. Λοιπόν ευχα-ριστηθήκατε; Όλοι µαζί: -Ναι,…δηλαδή… δεν ξέρου-µε. -Επειδή τελειώνει η ιστορία θα σας πω πώς είναι µια λέξη στα Αρχαία Ελληνι-κά, τους είπε η εφηµερίδα. Ποια είναι αυ-τή; Η λέξη αγαπώ στα Αρχαία είναι φι-λώ. Το φιλώ είναι αγαπώ, και όχι φιλάω. Θα σας πω τώρα και µια µικρή ιστορία. Μια φορά κι έναν καιρό έγιναν φίλοι πολλά άχρηστα πράγµατα. Έµαθαν πολ-λά, και στο τέλος η αγάπη άγγιξε την πόρτα της καρδιάς τους και µπήκε µέσα. Όλοι: Έρχονται παιδιά. Μας πήραν όλους. -Ναιιιιι!!! Όταν οι άνθρωποι του δήµου άδειασαν τον κάδο, τον τοποθέτησαν στην άκρη του δρόµου. Εκεί συνέχισαν να ρίχνουν οι κάτοικοι τα ανακυκλώσιµά τους. -Αουτς. Αχ! -Εϊ, εσύ, µην πατάς µε τόση δύναµη τους φίλους µου. Γεια σας πως σας λένε; ρώτησε ο κάδος, ο Άνω Κάτω. -Εµένα µε λένε Μένιο, λέει το κουτί αλουµινίου. -Εµένα µε λένε Λίνο, λέει το γυάλινο µπουκάλι. -Εµένα κλασσικά παραµύθια, είπε ένα παλιό άχρηστο βιβλίο. -Το όνοµά σου είναι κλασικά παραµύθια; ρώτησε ο κάδος ανακύκλωσης -Ναι, γιατί ρωτάς; -Τίποτα άστο, του είπε ο κάδος Εφηµερίδα: Εµένα µε λένε Έφη. -Εµένα µε λένε Χάρη, είπε το χαρτόκουτο. Κάδος: Χαίροµαι πάρα πολύ που σας γνωρίζω. -Κι εµείς χαιρόµαστε κάδε, του απάντησαν όλοι µαζί. -Αχ, τι ωραία! Τώρα όλοι είµαστε φίλοι. Όµως, τι θα κάνουµε αυτές τις ηµέρες που θα είµαστε εδώ; ρώτησε το αλουµινένιο κουτί. -Θα κάνουµε µια θεατρική παράσταση, είπε η Έφη η εφηµερίδα. - Πολύ καλή ιδέα, αλλά τι θέµα θα έχει, ρώτησε ο Λίνο το γυάλινο µπουκάλι. -Ένα παραµύθι για παράδειγµα, πρότεινε το βιβλίο. -Σωστά, αλλά ποιο παραµύθι απ’ όλα αυτά; Υπάρχουν πολλά παραµύθια, ξανα-ρώτησε ο Λίνο, το γυάλινο µπουκάλι. Βιβλίο: Εγώ ξέρω. Θέλω ένα παραµύθι µε πολλά άτοµα για να παίξουµε όλοι. Τι λέτε για το λαγό και τη χελώνα; Κουτί: Συµφωνώ.

Page 18: Ιστορίες του κάστρου

18

Μπουκάλι: Κι εγώ. Χαρτόκουτο: Κι εγώ συµφωνώ. Εφηµερίδα: Κι εγώ συµφωνώ. Εφηµερίδα: Όλοι συµφωνούµε. Παλιό βιβλίο: Ωραία, αφού συµφωνούµε όλοι, ας αρχίσουµε να δίνουµε τους ρό-λους. Εσύ, Μένιο, θα είσαι ο λαγός, εσύ Λίνο, θα είσαι το ποντίκι που στο τέλος του διαγωνισµού θα δώσει νερό στη χελώνα, εσύ Χάρη, θα είσαι ο βάτραχος που θα πει «πάµεπάµεπάµεπάµε»»»» για να ξεκινήσει ο αγώνας κι εγώ θα είµαι η σοφή κουκουβάγια. Έχει κανείς καµιά αντίρρηση; -Όχι, είπαν όλοι µαζί Κάδος: Εεε παιδιά, αφήστε τα τώρα αυτά. Έρχονται κι άλλοι φίλοι. Κάντε στην άκρη. -Εντάξει. Καινούριοι φίλοι: Άουτς;! Μπαµ! -Είστε καλά; ρώτησαν όλοι µαζί. - Ναι. Εσείς τι κάνετε; Όλοι µαζί; Μια θεατρική παράσταση! Εφηµερίδα: Κι εσείς είστε οι τυχεροί. Καινούριοι φίλοι: Γιατί είµαστε τυχεροί; Εφηµερίδα:∆ιότι θα δείτε το θέατρο που κάναµε. Καινούριοι φίλοι: Ωραία. Βιβλίο: Είµαστε όλοι έτοιµοι; -Ναι!!! Φώναξαν όλοι µαζί. Και τότε άρχισαν να παίζουν θέατρο. Αλουµινένιο κουτί: Μπράβο µας, ήταν πολύ ωραίο! Μπουκάλι: Ναι, ήταν υπέροχο. Καινούργιοι φίλοι: Ήταν καταπληκτικό. -Ευχαριστούµε. Κάδος: Ωχ, άργησε πάλι το σκουπιδιάρικο. Θα σκάσουµε. Μπουκάλι: Αµάν βρε κύριε Κάδε. Τι φωνάζεις; Κάδος: Τι να µην φωνάζω έτσι που µε γέµισαν. Κουτί αναψυκτικού: Ουφ µυρίζει πολύ και κάνει και πολλή ζέστη εδώ µέσα. Αχ, κύριε Χαρτοκούτι, µε έχεις στριµώξει! -Τι φταίω εγώ; ∆εν βλέπεις πως µε έχουν πετάξει; -Φυσικά! Και σε τσαλάκωσαν και σε έσκασαν. Τι να σε κάνουν τώρα; Τώρα θα πας για ανακύκλωση. Ευτυχώς οι άνθρωποι έµαθαν πόσο σηµαντική είναι η α-νακύκλωση. - ∆ίκιο έχεις. Σας φέρνουν σε εµένα, τον όµορφο µπλε κάδο, για να πάτε µετά για ανακύκλωση. Κι έτσι γίνεστε κάτι καινούριο και χρήσιµο. Όλοι µαζί: «Ζήτω η ανακύκλωση!» Η τάξη του Λάκη του Τενεκεδάκη ακόµα θυµάται το αγόρι που τον πέταξε από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Λίγο αργότερα βρέθηκε κάτω από το µπαλκόνι ενός από τα όµορφα σπίτια της Μονεµβασιάς στο οποίο έµενε ένα κοριτσάκι µε ξανθά µαλλιά. Όταν το κοριτσάκι είδε το κουτί αλουµινίου, θυµήθηκε αυτά που

Page 19: Ιστορίες του κάστρου

19

τους είπε η κυρία τους για την ανακύκλωση. Κι έτσι αποφάσισε να το πάει στον κάδο ανακύκλωσης. - Έτσι δεν θα είµαι πια µόνος αλλά µαζί µε πολλούς φίλους µέσα στον κάδο ανα-κύκλωσης. Και κάποια στιγµή θα γίνω κάτι χρήσιµο, είπε ο Λάκης. -Εε, είµαι κι εγώ εδώ. Πέντε ώρες µε βασάνιζε στο στόµα του κάποιος και µε πέ-ταξε τελικά σ’ αυτόν τον κάδο, είπε µια Τσίχλα; -Εσύ δεν είσαι για τον κάδο αυτόν, είπαν όλοι. Εσύ πρέπει να µπεις σε έναν άλλο κάδο για τα υπόλοιπα σκουπίδια. Εσύ δεν ανακυκλώνεσαι. -Είµαι εδώ γεµάτος µε πλαστικά και γυάλινα µπουκάλια. Νοµίζω ότι κάποια στιγµή θα µε αδειάσουν στο εργοστάσιο ανακύκλωσης µακριά από τη Μονεµβα-σιά, είπε ο κάδος ανακύκλωσης. -∆εν καταλαβαίνω πώς εγώ, ένα παλιό και άχρηστο βιβλίο, µπορώ να φανώ χρήσιµο; Εγώ νοµίζω πως είµαι πια ένα σκουπίδι σαν όλα τα άλλα, είπε ένα πα-λιό άχρηστο βιβλίο. - ∆εν είσαι σκουπίδι σαν όλα τα άλλα. Τα χαρτιά µπορούν µε την ανακύκλωση να ξαναγίνουν χαρτί για οτιδήποτε. Έτσι, τα σκουπίδια από τα χαρτιά δεν θα υπάρχουν. Εµένα η δουλειά µου είναι να σας µαζεύω όλους εδώ µέσα, εξήγησε ο κάδος ανακύκλωσης. Την άλλη µέρα. -Ξηµέρωσε. Αχ, τι ωραία µέρα! Είπε το Βιβλίο. -Ναι, ναι είναι φανταστική µέρα! Συµφώνησε το µπουκάλι! -Πού την είδατε την ωραία µέρα; Μόνο φασαρία έχει εδώ µέσα…Είπε το χαρτο-κούτι. -Μην είσαι γκρινιάρης. ∆ες τα πράγµατα από την καλή τους πλευρά. Σήµερα θα µας χωρίσουν για την ανακύκλωση, είπε το Βιβλίο. - Πάντα ήθελα να γίνω ένα ωραίο γυάλινο βάζο. Μου αρέσουν πολύ τα λουλού-δια, είπε χαµηλόφωνα το µπουκάλι. -Εγώ θέλω να γίνω ένα τετράδιο, είπε το Βιβλίο. Χαρτοκούτι: Καλά, εσύ, ένα τέτοιο σοφό βιβλίο, θα γίνεις τετράδιο; Βιβλίο: Ναι, δεν είναι κακό, είναι καλό. Μπουκάλι: Έχει δίκιο το βιβλίο. Ο καθένας θέλει να γίνει κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι. -Μα αυτός είναι µια σοφή εγκυκλοπαίδεια, είπε γεµάτο απορία το Χαρτοκούτι. -Αλήθεια; Τι ξέρεις; Το ρώτησαν όλοι. -Γνωρίζω πολλά πράγµατα. Ξέρω όλες τις χώρες. Τα βουνά και τα ποτάµια τους. Ξέρω καλά σχεδόν όλα τα ζώα. Γνωρίζω πού ζουν, τι τρώνε, και τι κάνουν. Τα φυτά, τα δέντρα, τα λουλούδια, όλα αυτά τα ξέρω πολύ καλά, είπε στοχαστικά το Βιβλίο. -Μπράβο! Και δεν θέλεις να γίνεις και πάλι ένα σοφό βιβλίο; ρώτησε το Μπου-κάλι. -Όχι προτιµώ να γίνω ένα µικρό τετράδιο για να γράφουν τα παιδιά τις ιστορίες τους, απάντησε το Βιβλίο.

Page 20: Ιστορίες του κάστρου

20

-Χαζοµάρες. Εγώ θέλω να γίνω και πάλι χαρτοκούτι. ∆εν θέλω να αλλάξω. Μια χαρά είµαι έτσι, βροντοφώναξε το Χαρτοκούτι. -Σσσς, έρχονται να µας πάρουν. Άντε παιδιά, στο καλό. Ελπίζω να γίνετε αυτό που θέλετε, ψιθύρισε το βιβλίο. Μια µέρα µέσα σ’ αυτόν τον κάδο έπεσε ένα χαρτάκι. Μόλις µπήκε όλοι τρόµα-ξαν. -Τι κάνεις εσύ εδώ; Αυτός είναι ο κάδος µας. Φύγε, µίλησε δυνατά το Μπουκάλι. -Καλά θα φύγω, αφού δεν µε θέλετε, είπε λυπηµένο το χαρτάκι. Εφηµερίδα: Γιατί να φύγει; Βιβλίο: Πρέπει να φύγει, εδώ είναι ο τόπος µας. Χαρτοταινία: Η εφηµερίδα έχει δίκιο γιατί να φύγει; Βιβλίο: Το ξανασκέφτηκα. Μµµ. Ας ψηφίσουµε . Μπουκάλι. Καλή ιδέα. Έτσι θα είναι δίκαιο. Και τότε ψηφίσανε για το αν θα µείνει ή θα φύγει το χαρτάκι. Χαρτάκι: Ό,τι κι αν ψηφίσετε, εγώ πήρα απόφαση να φύγω. Φεύγω λοιπόν. Έτσι πέρασαν οι ηµέρες και το χαρτάκι δεν φαινόταν πουθενά. Είχε εξαφανιστεί. Εφηµερίδα: Πού να πήγε το χαρτάκι; Εξαφανίστηκε. Χαρτοκούτι: Ανησυχώ πάρα πολύ. Πάµε να το ψάξουµε; Μπουκάλι: Σιγά να µην ψάξω αυτό το βρωµερό σκουπίδι. Εγώ θα µείνω στον κάδο µου. Βιβλίο: Εγώ θέλω να ξεκουραστώ. ∆εν πάω να το ψάξω. Είχε περάσει ένας µήνας και το χαρτάκι βρέθηκε σε έναν άλλο κάδο ανακύ-κλωσης, µέσα στο κάστρο της Μονεµβασιάς. Εκεί όµως, πρόβληµα είχε ο κάδος ενώ σκουπίδια ήταν πολύ ευγενικά µαζί του. Κάδος: Μη µιλάτε. Θέλω να συγκεντρωθώ. Θέλω να διαλέξω ποιο σκουπίδι θα φύγει. Χαρτάκι: Εγώ δεν πάω πουθενά! Χαρτόκουτο: Κι εγώ θα µείνω εδώ . Κουτί αναψυκτικού: Εγώ θα µείνω εδώ µε τους φίλους µου. Το χαρτάκι και το χαρτόκουτο Χαρτάκι: ∆εν αντέχω άλλο . Παντού µε διώχνετε. Όπου πάω εγώ παντού υπάρ-χει πρόβληµα. Πρώτη φορά κάνω φίλους. Μα αν θέλετε να φύγω, θα φύγω. Χαρτόκουτο: Αν είναι έτσι, κι εγώ θα φύγω . Χαρτάκι: Αν είναι έτσι, κι εγώ θα σε ακολουθήσω . Κουτί αναψυκτικού: Πηγαίνω πάντα µαζί µε τους φίλους µου. Θα έρθω µαζί σας . Χαρτάκι: Θα φτιάξουµε έναν δικό µας κάδο και δεν θα αφήσουµε κανένα σκουπί-δι να µπει µέσα . Χαρτόκουτο: Χαρτάκι, µπορείς να µας πεις την ιστορία που έζησες; Χαρτάκι: Φυσικά και µπορώ . Κουτί αναψυκτικού: Ωραία . Χαρτάκι: Είχα µπει σε έναν κάδο και κάποιοι µε ήθελαν και κάποιοι δεν µε ήθε-λαν. Είχαν ψηφίσει για το αν θα µείνω ή να φύγω. Κι εγώ έφυγα. Χαρτόκουτο: Πόσο καιρό έκανες για να έρθεις;

Page 21: Ιστορίες του κάστρου

21

Χαρτάκι: Έκανα έναν µήνα και κάτι ηµέρες…………. Τα λεπτά, οι ώρες, οι µέρες κι οι µήνες περνούσαν και τα σκουπίδια συνέχισαν να µιλάνε, να µαλώνουν, να έρχονται και να φεύγουν. Και οι κάτοικοι της Μονεµβασιάς συνέχισαν να ανακυκλώνουν τα σκουπίδια τους και να φροντίζουν την όµορφη πόλη τους µε το κάστρο της.

Για την έκδοση του παρόντος πονήματος συνεργάστηκαν τα παιδιά

Του Γ2 του Δημοτικού Σχολείου Σκουτάρεως.

Συγκεκριμένα:

Αθανασούδης Δημήτρης

Ασημώνη Νικολέτα

Βαλούντος Στέλιος

Καρυοφύλλης Χρήστος

Κούκου Κυριακή

Κρητικός Στέφανος

Μαλέτσκας Ιωάννης

Μαργίδου Αναστασία

Μάρκογλου Μιχαήλ

Μπαμπαλίκη Βασιλική

Μπαρτουκούδη Ευσταθία

Πότσι Αλέσιο

Σμυρίδου Χρυσή

Ταγκίρη Βασιλική

Τατούδη Δήμητρα

Τράντος Γιώργος

Τσαμαρίδης Αθανάσιος

Χρυσάφη Βασιλική

Χρυσάφης Βασίλειος

Οι ιστορίες αυτές γραφόταν σταδιακά από τον Δεκέμβριο του 2016 έως και τον

Μάιο του 2016. Σημαντική ήταν η βοήθεια που μας προσέφερε η κ. Ζήνα Μπουγιά-

λα, δασκάλα του Α2 του Σχολείου μας. Αφορμή για την ένταξη όλων αυτών των ι-

στοριών στο κάστρο της όμορφης Μονεμβασιάς, υπήρξε η συμμετοχή μου σε ένα

διήμερο σεμινάριο που διοργανώθηκε στο Κ.Π.Ε Ελευθερίου - Κορδελιού τον Ια-

νουάριο του 2016. Εκεί συναντήθηκα με εξαιρετικούς Μονεμβασιώτες εκπαιδευτι-

κούς και γνώρισα την Καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς.

Ζαφείρης Ζαπρούδης.

Ιούνιος 2016