Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

50
[1] Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται Επιμέλεια: Βασιλική Χριστοπούλου – Μερτζάνη ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΟΛΥΔΡΟΣΙΩΤΩΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ Αθήνα 2002

description

 

Transcript of Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

Page 1: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[1]

Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

Επιμέλεια: Βασιλική Χριστοπούλου – Μερτζάνη

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΟΛΥΔΡΟΣΙΩΤΩΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ

Αθήνα 2002

Page 2: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[2]

Ο Σύνδεσμος Πολυδροσιωτών Παρνασσού ευχαριστεί θερμά τους χορηγούς, οι οποίοι με την οικονομική τους προσφορά συνέβαλαν στην έκδοση αυτού του βιβλίου:

Λένα Ε. Χριστοπούλου

Ιωάννη Χρ. Κορτσέλη

Ντίνα Λ. Παναγιώτου

Ντίνα Ε. Χριστοπύλου

Θάλεια Ε. Σκουρογιάννη

Στυλιανή Ζόμπολα

Page 3: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[3]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η στήλη «Μια Σουβαλιώτισσα θυμάται» άρχισε το Μάρτιο – Απρίλιο 1995 να καταγράφει στον «Παρνασσό» ήθη, έθιμα και προσωπικές αναμνήσεις, μέχρι τον Ιούλιο – Αύγουστο 2000.

Συνομίλησα με 20 γυναίκες. Οι ώρες που πέρασα ακούγοντας τις Σουβαλιώτισσες να περιγράφουν τη ζωή τους ζωντανά, παραστατικά, με χειρονομίες, και εκφράσεις που δεν ακούμε πια συχνά, ήταν σα νάμουνα κοντά σε μια πηγή και άκουγα το γάργαρο νερό να τρέχει ασταμάτητα. Το μικρό κασετόφωνο δε φόβισε καμιά. Ρωτάγανε: τούτο τι κάνει; και συνεχίζανε.

Επιτέλους κάποιος της ρώταγε και τις άκουγε να μιλάνε για τα περασμένα χρόνια, τον αγώνα για επιβίωση, τη σκληρή δουλειά στο χωράφι και στο σπίτι, αλλά και για τις χαρές τους. Κουνώντας το κεφάλι μακάριζαν τις νεότερες που γυρίζουν τα κουμπιά για να μαγειρέψουν και να πλύνουν και κουράζονται κιόλας!

Χαιρόμουνα να τις ακούω να μιλάνε, ξαναχαιρόμουνα όταν άκουγα για πρώτη φορά την κασέτα και μετά… άρχιζε η προσπάθεια και η αγωνία πόσα και ποιά να καταγράψω από ένα χείμαρρο περιγραφών και αισθημάτων.

Τις ευχαριστώ όλες θερμά για την προθυμία, την καλή διάθεση, τις όμορφες ώρες που πέρασα μαζί τους.

Να ματαρθείς, μου λέγανε, θα θυμηθούμε κι άλλα!

Βασιλική Μερτζάνη

Page 4: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[4]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

σελ

Πρωτομαγιά 5 Να μην έρθει ο θεριστής, ο έρμος ο μήνας 8 Θέρος, τρύγος, πόλεμος 10 Απ΄ τον κούρο στο σκουτί 12 Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου 14 Αποκριάτικα 15 Λαμπρή 17 Μαντρί – χωράφι – σπίτι 19 Για λίγο λάδι κι΄ελιές 21 Γύρισε ζωντανός 23 Στα μετόπισθεν 24 Αργάτισσα στον κάμπο 26 Από μικρή στη δουλειά 28 Προξενιά 31 Παραθέρ’ στην πάνω Σουβάλα 33 Τ’ Αϊ – Λιός και της Παναγιάς άλλοτε 36 Δύσκολα χρόνια 38 Χρονιάρες μέρες και καθημερινές 40 Αποκριάτικος γάμος 42 Πρακτικές γιατρειές και γιατροσόφια 43 Μια ζωή παναχωρίσια 45 Η Κατσιαμπέρω θυμάται 47 Απ’ τη Σουβάλα στον Καναδά 49

Page 5: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[5]

Πρωτομαγιά

Την πρωτομαγιά μικρές ομάδες από πέντε νέες κοπέλες

«παίζανε» το Μάη. Φορούσαν κλαρωτές ρόμπες και μαντήλες και κρατούσαν με τα δυό τους χέρια ένα κουδουνάκι σκεπασμένο με φύλλα καρυδιάς και λουλούδια. Μια από τις κοπέλες ήταν ο «Μάης». Φορούσε επίσης ρόμπα κλαρωτή, μια μαντήλα έκρυβε το πρόσωπο της και πάνω από την μαντήλα είχε ένα στεφάνι με λουλούδια. Σχημάτιζαν κύκλο οι τέσσερις κοπέλες, χτυπούσαν τα κουδουνάκια, τραγουδούσαν, και ο «Μάης» στη μέση χόρευε: «Χόρεψε Μάη μ΄ χόρεψε κι Απρίλη λουλουδάτε, σ΄ αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει, να ζήσει σαν τη Λιάκουρα, ν΄ ασπρίσει σαν το χιόνι να κάμει γιούς αρματολούς και γιούς καπεταναίους», τραγουδούσαν οι κοπέλες και συνεχίζανε με άλλα στιχάκια, ανάλογα με το σπίτι, αν είχε παιδί ξενιτεμένο ή ανύπαντρο ή γιό και θυγατέρα κλπ. Με πολλή χαρά τις δεχόντουσαν οι νοικοκυραίοι και τις φίλευαν όχι μόνο με λεφτά αλλά και με προϊόντα, όπως αυγά, καρύδια, καλαμπόκι κλπ. Τα κουδουνάκια και οι δροσερές φωνές των κοριτσιών αντηχούσαν χαρούμενα στις γειτονιές. Τα πόδια του ο «Μάης», που χόρευε συνέχεια, δεν τα «όριζε» προς το τέλος της διαδρομής. Ένας παλιός «Μάης», θυμήθηκε ότι μια φορά την κατάβρεξαν σ΄ένα αυλάκι με νερό. Δεν είχε βρέξει αρκετά εκείνη την άνοιξη και οι παλιοί πίστευαν ότι το κατάβρεγμα του «Μάη» θα ΄φερνε βροχή. Ως εκ θαύματος, την άλλη μέρα άνοιξαν οι ουρανοί. Μερικά χαρακτηριστικά στιχάκια:

Page 6: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[6]

Σε σπίτι με θυγατέρα: – Κυρά μ΄ τη θυγατέρα σου, κυρά μ΄ τη μοναχή σου στα χάδια χάδια τη βαστάς και στα ψηλά παλάτια και στα χρυσά παπλώματα τη βάζεις και κοιμάται. – Εδώ έχουμε μια λυγερή που την παντρολογάμε, τη δίνουμε στο βασιλιά, τη δίνουμε στο ρήγα. Δε θέλω γω το βασιλιά, δε θέλω γω το ρήγα, θέλω το παπαδόπουλο που ΄ναι το ριζικό μου. – Μαρή το παπαδόπουλο πολλά προικιά γυρεύει, γυρεύει σπίτια δίπατα κι αυλές μαρμαρωμένες, γυρεύει στάρια αθέριστα μ΄ όλους τους θεριστάδες, γυρεύει αμπέλια ατρύγητα μ΄ όλους τους τρυγητάδες, γυρεύει κι άλογο καλό, καλό κι αρματωμένο, να περπατάει να χαίρεται στους κάμπους καβαλάρης. Κι αν τα γυρεύει δώστε τα καλός είν΄ κι ας τα πάρει. Σε σπίτι με κοπάδι: Εδώ σε τούτα τα μαντριά τα καγκελοπλεγμένα, εδώ βελάζουν πρόβατα, εδώ βελάζουν γίδια, βελάζουν κι αρνοκάτσικα στου κάμπου τα χορτάρια. Σε σπίτι με γιό και θυγατέρα: Καλότυχη κυρά, με γιό και θυγατέρα ο γιός πάει στα γράμματα κι η κόρη στα στολίδια, γυρίζει ο γιός απ΄ το σχολειό κι η κόρη απ΄ τα στολίδια και σμίξανε τα διούτσικα στη μέση της αυλής τους. Ενα μικρό μικρούτσικο, του βασιλιά τ΄ αγγόνι, καβαλικεύει τ΄ άλογο, πεζεύει, καμαρώνει τριγύρω στην αυλούλα του βασιλικό μαζώνει βασιλικό και βάλσαμο, δύο κλωνάρια μόσχο, το ΄να το δίν΄ στη μάνα του τ΄ άλλο στην αδερφή του. Στην κυρά: Πολλά είπαμε τ΄ αφέντη μα, ας πούμε και τ΄ ς κυρ’ας μας. Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια, κυρά μου σαν στολίζεσαι και πας στον αγιασμό σου βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι. Σε κόρη αρραβωνιασμένη: Κόρη χρυσή, κόρη αργυρή, κόρη μαλαματένια, κόρη μ΄ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι και την οχιά την πλουμιστή γιορντάνι στο λαιμό σου.

Page 7: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[7]

Στη μάνα που έχει ένα μικρό: Κυρά μου τα παιδάκια σου, κυρά μ΄ το μοναχό σου στα πούπλα – πούπλα το κρατάς και στα χρυσά το ντύνεις και στα απαλά προσκέφαλα το βάζεις και κοιμάται. Όταν φεύγαν απ΄ το σπίτι: – Άπλωσε αφέντη μ΄ άπλωσε στην αργυρή την τσέπη κι αν έβρεις άσπρα δός μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι. – Αφέντη μ΄ Αϊ – Θανάση μου βοήθα το νοικοκύρη να ζήσει χρόνους εκατό και να τους διαπεράσει.

Μάρτιος – Απρίλιος 1995

Page 8: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[8]

Να μην έρθει ο θεριστής, ο έρημος μήνας

Ξεκινάγαμε χαράματα βάζαμε δε βάζαμε μια χαψιά

στο στόμα μας, φορτώναμε τα δρεπάνια στα ζα, οι άντρες καβάλα και εμείς οι γυναίκες από κοντά. Φοράγαμε μάλλινες φανέλες για τον ιδρώτα, τα μανίκια μέχρι κάτω, βαμπακέλες πάνω από τα χοντρά μαντήλια στο κεφάλι.

Τις βαμπακέλες τις βγάζαμε στο χωράφι για να μη λερωθούν και τις ξαναβάζαμε όταν γυρίζαμε στο χωριό. Φοράγαμε διπλές κάλτσες και χοντρά παπούτσια.

Αρχινάγαμε τον όργο και έβουζε το δρεπάνι . Περισσότερο εμείς οι γυναίκες θερίζαμε, οι άντρες δένανε τα δεμάτια και φτιάχνανε τις θημωνιές ή τα κουβαλάγανε στ΄αλώνια.

Όσο πιάνει το χέρι ήταν ένα χερόβολο. Έξι χερόβολα κάνανε ένα λιμάρι. Και τρία λιμάρια ένα δεμάτι. Αν δεν τα βάζαμε καλά απ΄την αρχή τα στάχυα κατά μέσα, τα λιμάρια και τα δεμάτια δεν γίνονταν καλά. Από κει βγαίνει «κι εσύ κακό χερόβολο κι εγώ κακό λιμάρι». Τα δεμάτια τα δέναμε με σίκαλη ή κίπιρη ή χορτάρι.

Τηράγαμε τ΄ απόσκια στο βράχο της Αγόριανης για να κολατσίσουμε, τυρί, ελιές, κρεμμύδια, σκορδοστούμπι, που ΄χαμε μες στο κλειδοπίνακο.

Απ΄το μεσημέρι κι ύστερα πιάναμε το τραγούδι:

Ήλιε για βασίλεψε, δε μπας να βασιλέψεις σε καταριώνται οι αργατιές και οι ξενοδουλευτάδες , σε καταριέται μια μικρή, μια μικροπαντρεμένη πόχει τον άντρα τ΄ς άρρωστο βαριά για να πεθάνει.

Τώρα το βράδυ – βράδυ κοντά το δειλινό, πέρασε ένας ασίκης σαν τον Αυγερινό. Φόντας τον είδα μάνα ΄μ , τον ελιμπίστηκα, στην κάμαρή μου πήγα και μέσα κλείστηκα. Όσα αστεράκια έχει ο ουρανός θέλω να τα μετρήσω για να βρω το γιατρικό για να σ΄αλησμονήσω.

Όταν σουρούπωνε γυρίζαμε στο σπίτι κι εκεί δουλειά μας περίμενε. Εμείς να μαζέψουμε τα παιδιά, εμείς να μαγειρέψουμε, να πλύνουμε, να ζυμώσουμε, κι οι άντρες στο καφενείο και στην ταβέρνα.

Page 9: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[9]

Όταν ερχόταν η σειρά μας να αλωνίσουμε στα πέτρινα τ΄αλώνια , ο βαλμάς έφερνε τα άλογα, τα ΄δενε στο στύλιαρο και ύστερα από κάμποση ώρα άλλαζε η βάρδια (η θέση των αλόγων).

Οι άντρες γυρίζανε με δικούλια τα στάχυα, κι όταν γινόντανε «λιώμα» τα μαζεύαμε εμείς οι γυναίκες με άγρια σαρώματα.

Ύστερα περιμέναμε τα΄απόγιομα και τα ξανεμάγαμε με το καρπολόι. Για τ΄ αλώνι ζυμώναμε ξαργού βιταλιές που τις αλείβαμε ζεστές με πετιμέζι και σουσάμι.

Όταν έφευγε το περισσότερο άχυρο, λέγαμε «το λιώμα έβγαλε πρόσωπο» και το περνάγαμε σε μεγάλα ρεμόνια. Μια βδομάδα κράταγε το αλώνισμα με το «μχο» και την αγάνα στο κορμί.

Ήταν φορές που μέναμε όλη νύχτα στ΄αλώνι περιμένοντας τ΄απόγειο. Όσο δε φύσαγε γέρναμε στο λιώμα και τραγουδάγαμε:

Τώρα τη νύχτα ποια να δω και ποια να χαιρετήσω, να χαιρετήσω γαλανές χολιάνε οι μαυρομάτες.

Οσ΄ αστεράκια έχει ο ουρανός, κανένα δε μ΄αρέσει κι ένα αστεράκι λαμπερό που πάει κοντά στην Πούλια κείνο μου φέγγει κι έρχομαι κόρη μου στην αυλή σου.

Μάιος – Ιούνιος 1995

Βαλμάδες: όσοι είχαν άλογα ήταν: Βαλάσκας Νικόλαος, Αδαμάκος Νικόλαος, Μαρρές Αθανάσιος, Σβίγκος Αθανάσιος, Κορτσέλης Ιωάννης. Αλώνια: Αργυρίου, Βελλή, Αντωνίου, Αδαμάκου, Θανασιά, Παφίλη, Παπαθόδωρου, Καρμίρη, Νηστικούλη, Κότσια, Γεωργουσέικα, Βελέντζα, Μέλτου, Γλυμιτζή, Διαμαντώνη, Κουστούλα, Λαγού, Γκόλφη, Καραχάλιου και Κουσιαρίνα, Λάκες στην Άνω Σουβάλα.

Ευχαριστούμε τον Γιάννη Α. Βαλάσκα για τα ονόματα των Βαλμάδων και των Αλωνιών που μας έδωσε.

Page 10: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[10]

Θέρος, τρύγος, πόλεμος

Όταν έμπαινε ο τρυγητής (Σεπτέμβριος) αρχινάγαμε να

΄τοιμαζόμαστε για τον τρύγο. Βγάζαμε τα βαένια στις αυλές και τα γεμίζαμε με νερό, να ρουπώσ΄νε. Όταν φουσκώνανε τα τρίβαμε με σκληρό θυμάρι, ζεστό νερό, ακατάσβεστο ασβέστη και τα καπνίζαμε με θειάφι και λιβάνι. Ασβεστώναμε και το κατώι. Η Γεροτσπούγαινα και η Κοκαλέντραινα ήταν οι πιο πιδέξιες για το καλό πλύσιμο των βαρελιών στα σπίτια που χρειάζονταν βοήθεια. Χοχλάζανε νερό στα κακάβια και ζεματάγανε την τραπεζονιά (κάδη μεγάλη ξύλινη από έλατο) από δόγα σε δόγα, τουλάχιστον τρεις φορές. Το ίδιο κάναμε και στη σταφλόκαδη (μικρότερη κάδη).Τον τρυητή δεν έκανε τόσο ζέστη όσο τον θεριστή, αλλά εμείς οι γυναίκες τις βαμπακέλες τις φοράγαμε. Με τον τρυγολόγο (γυριστός σουγιάς) τρυγάγαμε, γεμίζαμε τα χειροκόφνα και τ΄ αδειάζαμε στο πατητήρι ή σε μια βελέντζα δίπλα. Δουλεύαμε παρέες, κουμπάροι, συγγενείς, σήμερα το δικό σ΄, αύριο το δικό μ΄, σε μια βδομάδα, δέκα μέρες ο τρύγος τελείωνε. Στο κολατσιό λέγαμε καλαμπούρια και πότε – πότε τραγδάγαμε: Μπαίνω μεσ΄ τ΄ αμπέλι σα νοικοκυρά να κι ο νοικοκύρης πούρχεταικοντά. Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε και γλυκά σταφύλια να πατήσουμε. Σα βαράγαμε και παλαμάκια, «τρυήστε, τρυήστε γλήγορα», φωνάζανε απ΄ το πατητήρι. Στα πιο παλιά χρόνια στουμπάγαμε τα σταφύλια με το στουμπστήρ΄ (ξύλο μακρύ με διχάλες στην άκρη). Ύστερα φκιάσαμε τα πατητήρια και τα πατάγαμε με τα πόδια. Το πατητήρι ήταν από ξύλο σα μεγάλο χωνί και ακούμπαγε με μεγάλα ξύλα στη σταφλόκαδη. Ο πάτος είχε θούρες να πέφτει ο μούστος κι όταν γιόμιζε τσίπουρο, τραβάγαμε με σχοινί το μεσαίο ξύλο απ΄ τον πάτο κι έπεφτε το τσίπουρο στην κάδη. Τα σταφύλια τα πατάγανε άντρες και πότε – πότε και γυναίκες, που πιάνανε με παραμάνα τη φούστα από κάτω (που παντελόνια τότε!) Παλιά το πάτημα γινότανε στ΄αμπέλι και κουβαλάγαμε το τσίπουρο με τις γιδιές. Τις φορτώναμε σε δυνατά μπλάρια και τις αδειάζαμε στην τραπεζονιά, πατώντας σε μια κρεβατωσιά. Αργότερα αρχίζαμε να τα πατάμε στο σπίτι και κουβαλάγαμε τα

Page 11: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[11]

σταφύλια σε μεγάλα γαλίκια (κοφίνια). Το σπίτι, οι αυλές, το χωριό, όλα μύριζαν μούστο για μέρες. Οι γιδιές ήταν τομάρια από γίδα. Πολλές φορές η γίδα γινόταν βραστή με μπόλικο πιπέρι και μαζί με κοκορέτσι ήταν καλός μεζές για κείνους που δουλεύανε. Ισιάζαμε τα τσίπουρα μέσα στην τραπεζονιά, τα πλακώναμε με λατσούδια, ύστερα ξύλινο σταυρό και από πάνω λιθάρια. Τ΄ αφήναμε τρεις – τέσσερις μέρες να βράσνε κι ύστερα αρμέγαμε απ΄ την καρνέλια (κάνουλα) και γεμίζαμε τα βαένια. Εμείς οι γυναίκες κόβαμε μούστο, ρίχναμε δηλαδή ψιλή άμμο ή στάχτη το βράδυ στο κακάβι με το μούστο και το πρωί το στραγγίζαμε και το βράζαμε για πετιμέζι ή μουσταλευριά. Το κρασί το γραδέρναμε μοναχοί μας κι άμα ήταν αδύνατο, ρίχναμε πετιμέζι. Απ΄ τα ρεβένια αμπέλια στο Μπουρνιά, το Μσόκαμπο, τη Μαλακάσα, το κρασί ήταν δυνατότερο, απ΄ το Νησί πιο αδύνατο. Όλος ο Μπουρνιάς ήταν αμπέλια με μυγδαλιές και συκιές μέσα. Όλοι βάζαμε κρασί, άλλος λίγο, άλλος πολύ. Τα βαρέλια τα σκεπάζαμε πρόχειρα μέχρι να βράσουν και περνώντας τ΄ Αϊ – Δημητριού τα κλείναμε με ρετσίνι ζυμωμένο με λάδι και στάχτη. Τα αφήναμε να ψηθούνε, να σαραντίσνε, και τα φχολόγαγε ο παπάς προτού τ΄ ανοίξουμε. Στον πάτο της τραπεζονιάς μένανε τα τσίπουρα. Τα στίβαμε με το στίφτη κι απ΄ τα αποστίψια ρίχναμε λίγο στα βαρέλια και τ΄ άλλο το ρίχναμε σε μικρότερο βαρέλι που το πίναμε πρώτο. Τα τσίπουρα τα πηγαίναμε στο «αρακαριό» του Θανάση Παναγιώτου. Τάβραζε σε μεγάλα καζάνια κι έβγαζε ούζο. Από κει βγήκε τ΄ όνομα «Ούζος». Το πετιμέζι το βάζαμε σε στάμνες χωματένιες με χερούλια και στενό λαιμό, «βίκες» τις λέγαμε. «Μαρί βίκα είσαι;» λέγαμε για κάποια που δεν έπαιρνε εύκολα στροφές το μυαλό της. Το πετιμέζι πούχαμε χρονικίς στο σπίτι, φκιάχναμε μουσταλευριά, δίπλες, τηγανίτες, σιαμόπιτες, παστέλια. Τα καλά – καλά σταφύλια, ροδάρια γριπέικα, μαύρα, τα κρεμάγαμε στα ταβάνια για το χειμώνα και όταν βγάζαμε τις καντήλες, κατεβάζαμε σταφύλια και φτιάχναμε μουσταλευριά για φίλεμα.

Ιούλιος – Αύγουστος 199

Page 12: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[12]

Απ΄τον κούρο στο σκουτί

Βγαίνοντας ο Μάης κουρεύαμε τα πρόβαταμε μεγάλα

ψαλίδια που τα λέγαμε «κουροψάλιδα». Κάναμε δανεικαριές, μαζευόμαστε πότε στον ένα πότε στον άλλο τσοπάνο. Ψέναμε και κανά σφάγιο και όταν τελειώναμε, τρώγαμε , πίναμε και χορεύαμε. Το κρασί το βάζαμε στις «τσίτσες», ξύλινα στρογγυλά δοχεία από χοντρή φλούδα πεύκου. Είχαν κεντήδια απέξω, στρογγυλό στενό λαιμό και μια τρύπα στην άκρη, τη «βιγλίτσα» για να παίρνει αέρα και να τρέχει καλύτερα το κρασί από στόμα σε στόμα. Το βούλωμα της βιγλίτσας και της τσίτσας ήταν από ξύλο. Τρώγαμε «κοσμάρ» τρυφερό τυρί λιωμένο και ανακατεμένο με αλεύρι μπομπότα, μέσα από «κουτλάδια» (χαλκοματένια δοχεία με χερούλι που τα γανώναμε δυο φορές το χρόνο) και καμιά πίτα. Μόλις κουρεύανε το κάθε πρόβατο , τα μαλλιά τα στρίβανε, τα κομποθιάζανε και τα πετάγανε σε μια βελέντζα. Σε μερικούς χτούραγε πολύ ο κούρος. Ο Γιώργος ο Κολοκύθας ήταν γρήγορο ψαλίδι, δύο πρόβατα εκείνος ένα οι άλλοι. Τα μαλλιά τα βάζαμε σε τσουβάλια , τα φορτώναμε στα ζα και τα κατεβάζαμε στο χωριό. Ανάβαμε φωτιά στο καζάνι και τα βάζαμε ένα – ένα κομμάτι σε καυτό νερό, τα γυρίζαμε μ' ένα μακρύ ξύλο και τα κοπανάγαμε στην κουρίτα. Δυο φορές ζεμάτισμα και κοπάνισμα το καθένα. Ύστερα τα βάζαμε σε κόφες (κοφίνια) , στραγγίζανε , φορτώναμε τις κόφες στα ζα και πηγαίναμε στο ποτάμι, στον Πόρο, στο Πατερό, όπου είχε άπλα. Φτιάχναμε γούρνα με λιθάρια και τα ξεβγαίναμε μέχρι να ξαστερώσει το νερό. Μέσα στις κόφες πάλι, τα γυρίζαμε στο χωριό και τ' απλώναμε στο χαγιάτι , στην αυλή, να στεγνώσουν καλά. Πιάναμε ύστερα το ξάσιμο. Ανοίγαμε με τα χέρια τα μαλλιά και ύστερα τα περνάγαμε από λανάρια, το χοντρό και ψιλό λανάρι. Το λανάρι ήταν τετράγωνο ξύλο σαν καρέκλα με όρθια σύρματα, ύστερα φτιάχναμε τη τζούπα. Γυρίζαμε δηλαδή το μαλλί σα στρογγυλή μπάλα, όχι σφιχτή και τη δέναμε στην πλάκα της ρόκας. Με το αριστερό κρατάγαμε τη ρόκα, με το δεξί στρίβαμε τη κλωστή και τη γυρίζαμε στο αδράχτι, ψιλό γνέμα (κλωστή) για στιμόνι, χοντρό για υφάδι. Ιδιάζαμε τα γνέματα στη διάστρα, μετράγαμε τις οργιές πάνω – κάτω στις πρόκες που ήταν καρφωμένες στο χώμα και τα τυλίγαμε στο αντί (εξάρτημα του αργαλειού). Από το αντί παίρναμε κλωστές και τις περνάγαμε στα μιτάρια και το χτένι, ήταν έτοιμο για τον αργαλειό. Το υφάδι το βάζαμε σε μασούρια στο μαγγάνι και το μασούρι στη σαίτα. Περνάγαμε τη σαΐτα στο υφάδι μια με ένα χέρι και μια με το άλλο, πατάγαμε τις πατήθρες του αργαλειού σε κάθε πέρασμα της σαΐτας και κοπανάγαμε με το ξυλόχτενο το υφάδι.

Page 13: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[13]

Το σκουτί για τις πατατούκες το πηγαίναμε στο μαντάμι και τις γινομένες στη νεροτριβή. Τα χρωματιστά σκουτιά τα βάφαμε με φύλλα και ρίζες. Μαζεύαμε λάπαθα, τα στουμπάγαμε, τα βράζαμε στο καζάνι, ρίχναμε μέσα το σκουτί το λαπαθιάζαμε και γινότανε ανοιχτό μπέζ. Τη σαριά,το σκούρο νερό που έμενε από το πλύσιμο των μαλλιών και μύριζε άσχημα, το βάζαμε σε χαμηλή φωτιά, βάζαμε λουλάκι σε σακουλάκια, τα λιώναμε στη σαριά και αφήναμε μέσα το σκουτί οκτώ μέρες. Ύστερα τα περνάγαμε στην αλισίβα και γινότανε ένα βαθύ μπλε. Με φύλλα καναπίτσας βάφαμε τα πράσινα. Στουμπάγαμε και βράζαμε τη ρίζα από το ριζάρι που φύτρωνε στην απάνω Σουβάλα και βάφαμε τα κόκκινα. Τα χρώματα αυτά δεν ξεθώριαζαν ποτέ. Θυμάμαι και λίγα στιχάκια από τα τραγούδια που έλεγε η μάνα μου όταν έγνεθε ή ύφαινε:

Με γέλασε μία χαραυγή τ’ αστρί και το φεγγάρι και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια ακού’ τα πεύκα να βογκούν και τις οξυές να τρίζουν και τα γιατάκια των κλεφτών βαριά ν’ αναστενάζουν. Σε στρώμα δεν κοιμήθηκα, ζεστό ψωμί δεν έφαγα το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα. Τι έχουν της Γούρας τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα; Καν΄η βροχή τα πλάκωσε καν΄το βαρύ χαλάζι. Ουδ’ η βροχή τα πλάκωσε ουδέ βαρύ χαλάζι. Κουτσουκανής επέρασε καβάλα τα’ αλογό του. Δεληβοριάς διαλάλησε σ’ ούλα τα κατιλίκια όσα καράβια τ' άκουσαν λιμάνι παν να πιάσουν.

Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1995

Page 14: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[14]

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου

Λίγες μέρες πριν τις γιορτές καθαρίζαμε και συγυρίζαμε

τα σπίτια, τις αυλές, για νάμαστε εύκαιρες τις παραμονές να ζυμώσουμε τα χριστόψωμα, τις κουλούρες και να φκιάσουμε τα γλυκά. Στα βαφτιστήρια και στα εγγόνια δίναμε κουλούρες που τις στολίζαμε μ΄ ένα αυγό και καρύδια. Το χριστόψωμα το κόβαμε ανήμερα. Στα σπίτια τρέφαμε για τα Χριστούγεννα γαλοπούλα, μανάρι και κανένα γουρουνόπουλο, τα σφάζαμε παραμονή και τα κρεμάγαμε στα υπόγεια (που ψυγεία τότε!) Τη νύχτα όταν χτυπούσαν οι καμπάνες βάζαμε τα κατακαλά μας και πηγαίναμε στη εκκλησία ν΄ακούσουμε το «Χριστός γεννάται σήμερον…». Πολλοί μεταλαβαίναμε και προπαντός οι τσοπάνηδες. Μόλις τελείωνε η Λειτουργία πίσω στο σπίτι, έμπαινε το κοκορέτσι στη θράκα και στρώναμε το τραπέζι πρωί-πρωί. Ο παππάς γύριζε στα σπίτια που γιορτάζανε και σήκωνε το ύψωμα. Για την Πρωτοχρονιά ετοιμάζαμε τα γλυκά: μπακλαβά με φύλλο πλαστό, μύγδαλο και καρύδι, τη σαμόπιτα με σουσάμι, λίγο μύγδαλο και πετιμέζι. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς στέλναμε τα παιδιά στους παππούδες, τους θείους τους νονούς, μ΄ ένα πιάτο γλυκά σε πεντακάθαρη πετσέτα, να κάνουν ποδαρικό. Τα καλοδέχονταν, τα έβαζαν να καθίσουν λίγο για την καλή χρονιά και τα φίλευαν με ότι καλούδια είχαν. Εμείς οι γυναίκες πηγαίναμε πρωί – πρωί στη βρύση της γειτονιάς, και ρίχναμε σιτάρι, καλαμπόκι, γλυκά και λεφτά με την ευχή να τα τρέχουν κι οι σοδειές όλο το χρόνο όπως έτρεχε το νερό στη βρύση. Την Πρωτάγιαση, την παραμονή των Φώτων, ο παππάς άγιαζε όλα τα σπίτια, όπου έπρεπε να έχουν πλυθεί και να λουστεί όλοι στην οικογένεια, για να φύγουν οι καλικάνταροι. Ανήμερα τα Φώτα οι γεωργοί, αφού έπιναν τον αγιασμό, πήγαιναν και ράντιζαν τα χωράφια τους για να έχουν καλή σοδειά. Παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα με τράστα στον ώμο για να βάζουν τον καρπό που τα φίλευαν.

Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1995

Page 15: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[15]

Αποκριάτικα

Σήμερα αλλάζει ο καιρός, σήμερα αλλάζει ο χρόνος

σήμερα τρία αρχοντόπουλα αντάμα τρών και πίνουν. Πήραν του Κώστα τα παιδιά, τ’ Αλέξη τη γυναίκα και του μικρού βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του. Ο Κώστας κάνει άλλα παιδιά κι ο Αλέξης άλλη γυναίκα μον’ το μικρό βλαχόπουλο άλλη αδελφή δεν κάνει.

Τραγδάγαμε, χορεύαμε, γλεντάγαμε με το τίποτα τότε. Είχαμε μια κάδη με πιπέρια τουρσί στο κατώι, κουβάλαγε η μάνα μου πιπέρια και κρασί με το μπακράτσι, κι ο χορός κράταγε ίσαμε το πρωί, πότε στο σπίτι του Μπαρδαμπούλια, πότε στον Κουγιότα, πότε στον Μπαλάσκα. Μασκαρευόμασταν κιόλας. Εγώ η Κακοσοθυμιά, η Κουγιόταινα, φοράγαμε παλιοπαντέλονα τρούπια τ’ αντρώνε, μουτζουρωνόμασταν και καβάλα τσιτσέλα ή ανάποδα στα γμάρια πααίναμε σιαπάν στο χωριό να βρούμε τους τσοπάνηδες. Κρεμάγαμε τράστα με παλαιϊκά λεφτά ή χαρτιά στα ζα για να πληρώσουμε τάχαμ’ τα γάλατα. Ρωτάγαμε πούναι του Μάγου το σπίτι να δώσουμε τα χρωστιμιά! Κι από πίσω τα χαϊβάνια δρέμοντας, πω – πω τι γινότανε! Ο Γιώργος ο Κούσουλας γινότανε γαμπρός με αλεύρια στα μούτρα, η Βασίλω του Παπαθανάση νύφη με γιορτάνια από αρμαθιασμένα σαλιγκάρια. Κουμπάροι ο Λούκας ο Στύλιας με τη Θυμιά. Τα μαντηλώματα ήταν τσουράπια τρούπια, παλιοπετσέτες και απάνω σε παλιοδίσκια τα δώρα: παλιοπάπτσα, σκισμένα χειρομάντηλα, παλιοπράματα απ’ το ρέμα. Ο γέρο – Κοντογιαννιός με το τούμπανο κι ο γέρο – Μπαρδαμπούλιας με την καραμούζα φέρνανε τον κουμπάρο και τη νύφη στην πλατεία για τα στέφανα, ο ψευτοπαπάς διάβαζε τα γράμματα πούλεγε για τους πεθαμένους, τους σταύρωνε, τους έλεγε αιωνία η μνήμη! Η Γιργού τ’ Μπλαρογιώργου γενέτανε γύφτσα, ξέπλεκε τα μαλλιά της, έπαιρνε μια αγκούτσα και πάαινε τον ανήφορο. Δεν πάν’ να γέλαγε ο κόσμος, αυτή δε γέλαγε ντιπ, η συχωρεμένη. Ο Γιάννης ο Κυρίτσης μια βολά έβαλε ένα τομάρι, γίνηκε αρκούδα με αλυσίδα και πάαινε με τα τέσσερα. Άλλος έκανε το διακονιάρη, τον βάραγε με την αγκούτσα να σηκωθεί ορθός να χορέψει.

Page 16: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[16]

Εμείς οι γυναίκες αρχινάγαμε το χορό και ύστερα μπαίνανε κι οι άντρες.

Ρίξε φαρμάκι στο γυαλί, φαρμάκωστον το γέρο και πάρε με το νιούτσικο, μένα το παλικάρι να σε χορτάσω φίλημα να σε χορτάσω μόσχο. Ψηλό μου κυπαρίσι γέρνει η κορφάδα σου και ποιος θα την γλεντήσει την ομορφάδα σου. Κατακαμπίς στον κάμπο είδα ένα κομμάτι σύννεφο κι ένα κομμάτι αντάρα κι ενώ δεν είναι σύννεφο κι ενώ δεν είναι αντάρα μον’ είναι η τσούπρα του παπά πούρχεται απ΄τ’ αμπέλι τα μήλα φορτωμένη.

Μέχρι το κρεατοσάββατο τρώγαμε τραχανόπιτες με λίγο λαδάκι που έκανε η γιαγιά μ’ η Γιαννού μια το πρωί και μια το βράδυ. Την τελευταία Κυριακή το βράδυ τρώγαμε κρέας και αποκρεύαμε. Την Καθαρά Δευτέρα πλέναμε πιάτα, ποτήρια, χλιάρια, με θολόσταχτη για να καθαρίσνε καλά. Τρώγαμε φασούλια γρίτσες αλάδιαγα και ταραμά. Νηστεία μέχρι τη Λαμπρή ύστερα. Δε ματατρώγαμε κρέας. Έκοβε κρεμμυδάκια και τα τηγάνιζε η γιαγιά μ’ και τάριχνε μέσα στα λάχανα, έριχνε κι αλεύρια μπομποτένια και τα ζύμωνε αντάμα, και τι γλυκιά γινότανε η λαχανόπιτα, ροδοκόκκινη και μοσχοβόλαγε. Τώρα τι κρατάει απ΄αυτά ο κόσμος δε ξέρω.

Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1996

Page 17: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[17]

Λαμπρή

Όλο το Μάρτη σκάβαμε τ' αμπέλια με τα πλατιά

κασμάδια. Μόλις τα τελειώναμε, αρχίζαμε να 'τοιμάζουμε τα χωράφια για να σπείρουμε βαμπάκι. Μέσασ΄αυτή την κούραση και τη πλαντασμάρα περιμέναμε τη Λαμπρή.

Αρχινάγαμε να γαλαχτίζουμε το σπίτι, να πλένουμε με αλισίβα και θολοστάχτη και να κοπανάμε όλα τα στρωσίδια και τα σκεπάσματα.

Βρύση στο σπίτι δεν είχαμε και τα πααίναμε στο ποτάμι. Τα κοπανάγαμε με τον κόπανο, στραγγίζανε και τα φορτώναμε στα ζά.

Σφουγγαρίζαμε με αλισίβα το πάτωμα και βράζαμε άχυρα για να κιτρινίσουμε τα σανίδια. Πλιέναμε τους σοφράδες, τα πλαστήρια, γανώναμε τα χαλκώματα, να είναι όλα καθαρά για τη Λαμπρή, ΄τοιμάζαμε το άλεσμα, ξεθεωνόμαστε.

Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε τ΄ αυγά και ζυμώναμε το ψωμί να είναι Μεγαλοπεφτίσιο. Τρέχαμε και δεν φτάναμε.Την Μεγάλη Παρασκευή, λέγανε οι παλιοί, το πουλί δεν πάει στη φωλιά και εμείς δεν κάναμε καμιά δουλειά εκτός το απαραίτητο. Το Μεγάλο Σάββατο θελά σφάξουμε τ' αρνιά, να φκιάσουμε τις γαρδούμπες για την Ανάσταση που γινόταν τότε στις 3 τα ξημερώματα. Ψωνίζαμε τα χρειαζούμενα. Τότε δεν υπήρχανε και πολλά λεφτά, λογαριάζαμε καλά τι θα πάρουμε. Την Κυριακή οι άνδρες ανάβανε το λάκκο κατά τις 6 το πρωί με κλήματα, κάθε γειτονιά το λάκκο της. Οι γυναίκες φκιάχνανε πίτα και μεζέδες με τα εντόσθια για το λάκκο. Τα φέρνανε στο τραπέζι που στρώναμε κοντά στο λάκκο και αρχίζαμε να τσιμπάμε και να πίνουμε με ευχές και τραγούδια χαρούμενα. Τώρα ειν' Μάης κι άνοιξη , τώρα το καλοκαίρι τώρα τα λάφια βόσκουνε και δροσολογιούνται και μια λαφούλα ταπεινή δεν παέι κοντά με τ' άλλα, δεν βόσκει δεν δροσίζεται. Τα αρνιά ήταν παχιά, τρώγαμε πολύ μετά τη Σαρακοστή και καμπόσοι αρρωσταίνανε απ' το πολύ φαΐ. Το απόγευμα στην Αγάπη οι νιόπαντρες και οι κοπέλες βάζανε τα καλά τους, τα Λαμπριάτικα. Έβγαινε ο παπάς με το αναστάσιμο ευαγγέλιο και οι ψαλτάδες και ένας– ένας πόβγαινε χαιρέταγε, φιλιόντουσαν και πιανόντουσαν απ' το χέρι κι ύστερα χορεύαμε.

Page 18: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[18]

Τη Δευτέρα αν έπεφτε τ' Αϊ – Γιωργιού, πααίναμε στον Αϊ – Γιώργη, και το απόγευμα πάλι χορός στην πλατεία με τα γιορτινά όπου γινότανε το νιφοδιάλεγμα, βλεπόντουσαν τα παλικάρια με τις κοπέλες. Απ' τ' Αϊ – Δημητριού ίσαμε τ' Αϊ – Γιωργιού ροϊαζόντανε οι τσοπάνηδες, γυρίζανε τ' Αϊ –Γιωργιού και ματαφεύγανε. Δώσ' μου κυραμ' τη ρόγα μου, δώσμου τη δούλεψή μου παράγγειλε η μάνα μου να πάω να με παντρέψει.

Στις 2 Μαΐου τ' Αϊ – Θανασιού λειτουργάγαμε στην πάνω Σουβάλα.

Στις 3 Μαΐου τ' Αϊ – Λουκά γινότανε μεγάλο πανηγύρι. Μαζευόμαστε και λημεριάζαμε κάτω απ' τις αμυγδαλιές, φέρναμε τα ταγάρια γιομάτα με καλούδια κι ύστερα χορός και πααίναμε γλεντώντας τον ανήφορο για το χωριό.

Γινόντανε αγωνίσματα. Βάζανε αρνιά στην κορυφή της πλαϊάς κι όποιος έφτανε πρώτος κι έπιανε το αρνί το τρώγανε το βράδυ. Τρέχανε κι απ΄ τ' Νερούτσ' το μύλο μέχρι τ' Αϊ – Λουκά. Μια φορά θυμάμαι τρέχανε και με άλογα.

Μάρτιος – Απρίλιος 1996

Page 19: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[19]

Μαντρί – χωράφι – σπίτι

Στον Παρνασσό σ΄ένα δεντρί έγειρα να αποκοιμηθώ

κι ακού μιας πέρδικας λαλιά, θρηνεί και κλαίει μες΄ τα βουνά. Τ΄ έχεις πέρδικα μ΄ και κλαις και μένανε δε μου το λες.

Ας αρχινίσω μ΄ ένα τραγούδι κι ύστερα να ειπού πόσο αποσταμένες ήμασταν εμείς οι παλιότερες. Τώρα οι γυναίκες κάθονται κι αποσταμένες είναι.

Το Σεπτέμβριο κατεβαίναμε τα πρόβατα απ΄ τα Καρκαβέλια στις Πλαές, στο μαντρί, στου Ζαχαράκη το μύλο.

Καθαρίζαμε καλά το μαντρί, όλη η κοπριά έξω, κι αρχινάγαμε με τα ζα να κουβαλάμε ταές: τριφύλλι, καρπό για το χειμώνα. Ξεκινάγαμε πρωί – πρωί απ΄ το χωριό με τα ζα φορτωμένα.

Άμα γεννάγανε τα πρόβατα, αρμέγαμε, έπαιρνα το γάλα και τόφερνα στο γαλατά στο χωριό, όποιος μάζευε το γάλα τον λέγανε γαλατά. Στο σπίτι περιμένανε οι δουλειές: να μαζέψω τα παιδιά, πλύσιμο, μαγείρεμα, ύφαμα.

Κατά τις τρεις πίσω στο μαντρί να ταΐσω τα αρνιά, να σκουπίσω, ναρθούν τα πρόβατα να τ΄ αρμέξουμε. Κλείναμε τα πρόβατα στο μαντρί, ό,τι καιρό και νάκανε, βροχή, χιόνι, κρύο, πίσω το βράδυ στο χωριό. Άμα πουλάγαμε τα αρνιά, τα φεύγαμε στην Ασφακόλακκα, Καρκαβέλια, Αρτοτέντα. Πήζαμε εκεί το τυρί και το βαίναμε στον Κάρκα μέχρι το Σεπτέμβριο.

Αρμέγαμε στο καρδάρι, το στραγγίζαμε στο κακκάβι, το πήζαμε, το μαζεύαμε στην τσαντήλα για να γίνει τυρί, την άλλη μέρα το κόβαμε, το αλατίζαμε σε δοχείο. Στο βιδούρι πήζαμε γιαούρτι και μυζήθρα απ΄ το τυρόγαλο.

Απάν΄ – κάτ΄ με τα παπούτσια στο χέρ΄ για να μην τα χαλάσω. Φόρτωνα πατάτες, βλήτα, λουβιά, για πάν΄ και ξύλα για κάτ΄. Όποτε πρόφταινα πήγαινα και κανένα μεροκάματο. Ερχόμουν από σιαπάν΄, ξεφόρτωνα τα ξύλα, έπαιρνα λίγο τραχανά, που καφές και ζάχαρη, ματσάλαγα και δρόμο για το χωράφι. Κι εκεί κρεμμύδι και λιές για φαΐ. Τώρα πόχω όση ζάχαρη θέλω, τώρα έχω ζάχαρο!!!

Μια βολά ερχόμανε απ΄ την Αρτοτέντα με τα παπούτσια στο χέρι, τα ζα φορτωμένα ξύλα. Εκεί παραπάν΄ απ΄ την Κυριά, να ο γερο – Θόδωρος ο Κονταξής με το ραβδάκι του και τη γυναίκα του. Τι ωραία που περπατάτε στο δάσος ξυπόλητη! λέει η γυναίκα.

Page 20: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[20]

Ο γερο – Θόδωρος την αγριοκοίταξε και τη σταμάτησε: Τη ρωτάς αυτή τη γυναίκα από πού έρχεται, τι έφαγε, γιατί έχει τα παπούτσια στο χέρι; Εμείς καλά κοιμηθήκαμε, ήπιαμε τον καφέ μας. Θεός σχωρέστονε.

Όλοι ήμασταν φτωχοί τότε, χωρίς καλοπέραση, χωρίς ντυμασιά.

Το τυρί το πουλάγαμε, βαστάγαμε λίγο για μας, πουλάγαμε τ΄ αρνιά και καμιά προβατίνα, αυτό ήταν το εισόδημα μας. Δε σφάζαμε να φάμε, περνάγαμε με πατάτες, λουβιά, για να τα πουλήσουμε να πάρουμε καμιά πεντάρα.

Όταν ήταν άρρωστος ο Κώστας, έκανα και τον τσοπάνη. Θυμάμαι ένα βράδυ δε ΄ρχότανε κάτω όλα τα πρόβατα, ήμουνα στην Ασφακόλακκα. Τα μισά δε κατεβαίνανε, έριχνε νερόχιονο, άρχισε να σουρουπώνει, πάω δραμούλα στο Γιώργο τον Τσιόγκα να με βοηθήσει.

Απελπίστηκα, έβαλα τα κλάματα. Σκληρή ζωή, ταλαιπωρία, αλλά τώρα που καθόμαστε, δε μας αρέσει.

Τώρα πάνε με τ΄ αυτοκίνητο στην Αρτοτέντα!

Μια φορά θυμάμαι έπεσε ένα αυτοκίνητο με πορτοκάλια σε μια σούδα στο δρόμο για την Αγόριανη, γιόμωσε ο τόπος πορτοκάλια. Πήρα λίγα και πήγα στο μαντρί, μεγάλο πράμα να φάμε πορτοκάλια, κάνα μήλο τρώγαμε απ΄τις μηλιές μας. Όσο να γυρίσω να πάρω κανένα ακόμα, φλούδα δεν είχε μείνει! Τώρα δεν κάνει να φάμε!

Ήμασταν κλαρίτες άνθρωποι, όλο τον καιρό μέσα στα κλαριά.

Μη μ΄ λες τώρα να πάω σιαπάν΄, δε θέλω να δω έλατο και πεύκο με τις ταλαιπωρίες που πέρασα.

Βουνά μ΄ μη καμαρώνετε μη σέρνετε καμάρι γιατί βουνό ήμουνα και γω ψηλότερο από τ΄ άλλα. Είχα σαράντα δυό κορφές κι εξήντα δυό βρυσούλες κάθε βρυσούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης.

Μάιος – Ιούνιος 1996

Page 21: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[21]

Για λίγο λάδι κι΄ ελιές

Σαν τώρα το χινόπωρο, πααίναμε να μαζέψουμε λάδι κι

ελιές, πριν μας πιάσει ο χειμώνας. Δεν είχαμε, λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν. Τοπόλια, Χρυσό, Άμφισσα, Δελφοί, Σερνικάκι, Κουκουβίστα, άλλοτε πααίναμε στα πάνω χωριά, άλλοτε κάτω στην Άμφισσα. Μαζευόμασταν παρέα έξι – οκτώ – δέκα νοματαίοι, άνδρες και γυναίκες , την ίδια δουλειά κάναμε όλοι. Κοιτάγαμε να ταιριάζουμε. Θέλαμε και κείνον πούλεγε τραγούδια, τον άλλο πούλεγε αστεία. Στον δρόμο κουβεντιάζαμε, γελάγαμε, τραγουδάγαμε, άμα όμως δεν είχαμε πουλήσει καλά, γυρίζαμε πικραμένοι. Καλή παρέα ήταν ο Λάμπρος και η Παναγιού Νηστικούλη, τραγούδαγε καλά η Παναγιού και ο Λάμπρος ήξερε πολλά τραγούδια κι έλεγε αστεία, η Τσαρούχαινα, η Ασήμω τ΄ Παπαθόδωρου, ο Γιάννης ο Παπαθανάσης είχε μαντάμι και κουβάλαγε βελέντζες, κι άλλοι. Άσωτος ο δρόμος να πας και νάρθεις, ατελείωτος! Πόσα τέτοια ταξίδια έχω κάμει! Ο Γιάννης δε ‘ρχότανε, είχε πάθει από κρύο. Ξεκινάγαμε νύχτα, φορτώναμε τα ζα με ότι είχαμε περισσευούμενα, αν είχαμε καμιά ψίχα φακή, κανά κουκί, φκιάναμε και ντομάτα πελτέ, 5 – 6 κιλά, καλαμπόκι, φασόλια, ότι είχαμε. Στην Κουκουβίστα πααίναμε παλιά ρούχα για να φέρουμε 5 –10 οκάδες πατάτες, δε βάζαμε εδώ γιατί ήμασταν έξυπνοι! Ξέρεις που είναι η Κουκουβίστα; Τώρα έγινε πολιτεία πήγα προχθές, πρώτα ήτανε χάλια, τι να ιδείς τώρα, σπίτια ωραία, πλατείες! Άμα πααίναμε χαμηλά από το 51, εκεί στο χάνι του Ζαγκανά, κολατσίζαμε, ότι είχε ο καθένας, ένα αυγό, λίγο τυρί, ψωμί, καμιά λιά. Φεύγαμε νύχτα για να προλάβουμε να φτάσουμε νωρίς, να πουλήσουμε μέχρι το βράδυ και τ΄ άλλο πρωί, και να ματαφύβγουμε, νύχτα φτάναμε πίσω. Δε θέλαμε να επιβαρύνουμε τα ξένα σπίτια, να καθόμαστε παραπάν΄ κι εμείς και τα ζα μας. Είχαμε φίλους και κουμπάρους σε όλα τα χωριά, τους γνωρίζαμε, μας γνωρίζανε, πααίναμε και ματαπααίναμε, τώρα χαθήκανε όλοι, χαθήκανε κι εμείς. Ξεπεζεύαμε στα σπίτια τους, μας βοηθάγανε να πουλήσουμε, μας φιλεύανε ελιές, τους φιλεύαμε κι εμείς, καλός κόσμος! Όσα δε δίναμε τα κρατάγανε, τα πουλάγανε, και άμα μας σωνότανε το λάδι ματαπααίναμε και μας τα δίνανε. Ερχόντουσαν κι αυτοί όταν γενότανε το παζάρι του Δαδιού, τους περιποιόμασταν, κοιμόντουσαν στο χαγιάτι.

Page 22: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[22]

Άμα γυρίζαμε δε μπορούσαμε δυό – τρεις μέρες να κατεβούμε τις σκάλες , πιανόμαστε, τρίβαμε, πλέναμε τα ποδάρια μας, χάλια. Πααίναμε και στην Αράχωβα, μια φορά θυμάμαι φορτωμένη 5 – 6 οκάδες αραβοσίτι απ΄την κορυφή στον πάτο της Αράχωβας και πίσω απάν για ένα κιλό λάδι! Λεφτά δε θέλαμε. Κείνες οι κδέλες στη Δεσφίνα, το χωριό του γαμπρού μου Κώστα της Αθανασίας, ατελείωτες, και για την Ιτιά το ίδιο, έχεις περάσει, τις είδες; Από βροχή και χιόνια τίποτα άλλο. Μια βολά ερχόμαστε απ΄το Χρυσό, φτάσαμε στην Τοπόλια, άρχισε το χιόνι, ξεπεζέψαμε και περπατάγαμε γιατί μας έκοβε το κρύο, μοναχά η Τσαρούχαινα δε ξεπέζεψε ντιπ. Μουσκέψανε τα φουστάνια, παγώσανε, χτυπάγανε στα ποδάρια μας, ματώσανε. Αμάν είπαμε. Φτάσαμε στη Γραβιά, είπαμε να μείνουμε, που να μείνουμε; Άντε και σιγά – σιγά και μπροστά και τορό, φτάσαμε. Την άλλη μέρα είχαμε δυο μέτρα χιόνι, αν καθόμασταν θα κλεινόμαστε δυο – τρεις μέρες στη Γραβιά. Στο Ριγίνι και στο Μόδι είχανε πέραση τα χοντρά φασόλια, αλλάζαμε με σιτάρι για σπόρο. Τότε που ΄ρθανε οι Γερμανοί, ήμασταν με την Κρουστάλω στο Ριγίνι οι δυο μας. Μας λένε μπήκανε οι Γερμανοί στο Δαδί. Φτάνουμε στο Μόδι, εκεί ήταν παντρεμένη η συμπατριώτισσά μας Τασούλα τ΄ Ταλατούνη, μας λέει τώρα – για φόρτωσε και πάει ο Θύμιος ο Καρούζος, σαλαγάτε θα τον φτάσετε. Κινάμε, φτάσαμε στο τρένο, τίποτα, πάμε στο Δαδί, σκιαζόμασταν, δυο γυναίκες ήμασταν, προχωράμε στα Δαδιώτικα Καλύβια. Νύχτωσε, βλέπει η Κρουστάλω ένα φως, πάει εκεί, φωνάζει, βγαίνει ένας φύλακας, καθήστε αυτού, λέει. Πάει μας ανοίγει μια αχυρώνα, ξεφορτώσαμε. Είχαμε φορτωμένα τα ζα με σιτάρι. Μας λέει, βάλτε πίσω από την πόρτα τα σακιά κι όποιος βροντήξει να μην ανοίξετε, εγώ θα είμαι τ΄ απάν μέρος, θα σας ακούσω. Καλός κόσμος. Έφεξε κι ήρθαμε εδώ και δεν ξέραμε τι γινότανε. Φοράγαμε τσαγκάρικα παπούτσια με πρόκες από κάτω για να μη χαλάνε, τάφτιαχνε ο Παναής, και καμιά φορά ποδέστρες από τομάρι γουρουνιού, ήταν αλαφρότερα, ότι είχε ο καθένας. Ντυμασιά είχαμε το φουστάνι, το μπουλκάκι με γνεστά γνέματα, την τσούκνα, φάδι – στιμόνι μάλλινα και γενομένη στο μαντάμι, που τη βάφαμε με λουλάκι. Ρόμπα σπάνια να δεις. Φκιάναμε και παντελόνια και σακάκια από τσούκνα. Άμα φέρναμε 10 οκάδες λάδι ήτανε μεγάλη επιτυχία, το βάζαμε σε μικρά τενεκεδάκια, που να βρεις μεγάλο πετρελαίι τότε! Το γυάλινο μπουκάλι ήτανε σπάνιο είδος. Είχε ο πεθερός μου και το καμάρωνε. Θες να σ’ πω κανά τραγούδι απ’ αυτά που λέγαμε, αλλά δεν τα θυμάμαι παδάκι μ’, λέγαμε πολλά τόσες ώρες που πααίναμε.

Ιούλιος – Αύγουστος 1996

Page 23: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[23]

Γύρισε ζωντανός

Ο Στάθης ήταν στον πόλεμο και τραυματίστηκε.

Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό δεν επιτρεπότανε να έχει κανένας όπλο. Όμως ο Στάθης είχε ένα και το κράταγε απάνω στα πρόβατα για τους λύκους. Τον μαρτυρήσανε και τον πιάσανε. Τον κράτησαν οκτώ μήνες στο Μεσολόγγι οι Ιταλοί, με τα ίδια ρούχα που φόραγε όταν τον πιάσανε.

Ύστερα τον πήγαν στην Ιταλία, τέσσερα χρόνια φυλακή, ζωντανός - πεθαμένος. Εφτά βολές τους βγάλανε να τους σκοτώσουνε. Άμα φτάσαν οι Εγγλέζοι τους είπανε, σε δέκα μέρες θαρθούμε να σας πάρουμε. Τέσσερα χρόνια περάσανε, οι δέκα μέρες δεν περνάγανε, έλεγε. Δεν μπορούσανε να κολλήσουνε στο αυτοκίνητο, τους βαστάγανε δύο. Τούς δώσανε ρούχα, φαΐ, παπούτσια, κάνανε μπάνιο. Ένας από τη Δαύλεια έφυγε πρώτος και έφερε το χαμπέρι ότι ο Στάθης είναι ζωντανός. Ήταν 20 Ιουνίου, θερίζαμε. Ακούω την πόρτα, ήταν ο Δήμος ο Πλατιάς, φωνάζει, φέρνω καλό χαμπέρι, έρχεται ο Στάθης! Η Γεωργίτσα με το γμάρι έφκε να ειδοποιήσει τον πατέρα στα πρόβατα, κι εμείς να τελειώσουμε τον όργο, λέει η Γιαννίτσα και να φορτώσουμε. Ο Πιταούλης, ο Μήτσος ο Μαυράκης, ο Δήμος Σουραβλής και ο Στάθης μαζί φτάσανε. Τη Λελούδα τη ρωτήσανε, ποιός είναι ο πατέρας σου και τον γνώρισε, ο Χρήστος κολλημένος στην πουκαμίσα του παππού του φώναζε, αυτός είναι Ιταλός, δεν είναι ο πατέρας μου. Ο πεθερός μου και η πεθερά μου του είπαν τα βάσανα που περάσαμε. Μεγάλη φαμελιά ήμασταν, όλοι δουλεύαμε. Εγώ όταν με ρώτησε πως πέρασα τούπα, αυτά δεν είναι καλά πράματα να τα λέμε τώρα που είσαι εδώ.

Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1996

Page 24: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[24]

Στα μετόπισθεν

Όταν απόκτησα το γιό μου Χρήστο κηρύχτηκε ο πόλεμος κι

ο Μήτσος έφυγε φαντάρος με το Στάθη Ανάγνο. Ήταν λοχίας, είχε διμοιρία 12 άτομα. Άφησε υποχρεώσεις πίσω, ήταν ο μεγαλύτερος, κορίτσια ανύπαντρα, ο Θόδωρος μικρός, ο Γιάννης είχε φύγει μπροστύτερα για το στρατό.

Μείναμε πίσω στο σπίτι πέντε γυναίκες, ο Θόδωρος μικρός και ο γιός μου ενός χρονού. Ούτε γράμμα λαβαίναμε, ούτε γραφή, κανένα χαμπέρι. Δουλεύαμε στο χωράφι όλες, μεροκάματο πήγαινα στα ρύζια, μέσα στο νερό δούλευα.

Πήγαινα ποδαράτο στο Κόμμα, ένα χωριό κοντά στη Λαμία. Πεινάγαμε, υποφέραμε, πίτουρα τρώγαμε, χωρίς άνδρες. Οι γυναίκες τώρα δεν μπορούν να καταλάβουν τι περνάγαμε. Βάσανα και κούραση. Μαζεύαμε λάχανα και βολβούς, αλάδιαγα τα τρώγαμε. Στα μικρά δίναμε τραχανά και μπουλουγούρι.

Στο Μεγαλοκύρι όταν φύγανε οι Εγγλέζοι αφήσανε ρούχα και τρόφιμα. Τρέξαμε όλοι, πήραμε ό,τι πρόλαβε ο καθένας. Εγώ φορτώθηκα δυο πετρελαίγια βενζίνη, τα πούλησα και αγόρασα λάδι.

Μια μέρα μούδωσε ο πατέρας μου λίγο τυρί και ένα καρβέλι ψωμί. Πήγαμε με το Θόδωρο και τη Γεωργίτσα κάτ΄ στον κάμπο. Όποιος βγάλει είπα πλιότερους βολβούς θα φάει το πλιότερο τυρί και ψωμί.

Πλάκωσε ο Θόδωρος κι έβγαζε, τα λυπόμουνα κι αυτά, μικρά παιδιά. Πάμε σε μια αγκορτσιά αφ΄κάτ΄ και μοιράσαμε το ψωμοτύρι και φάγαμε.

Φορτωθήκαμε στη πλάτη τα σακιά και γυρίσαμε.

Την άλλη μέρα η πεθερά μου έφκιασε βολβούς με λάχανα στο ταψί, στη γάστρα, μόσχος ήτανε.

Μια βολά πήγα στο Δαδί φορτωμένη στην πλάτη ένα βαρέλι τυρί, τόχα φκιάσει απ΄τα προβατάκια που μούχε δώσει προίκα ο πατέρας μου. Φορτωμένη σεργιάναγα το Δαδί, ό,τι μου δίνανε έπαιρνα, 1 οκά τυρί, 1 οκά στάρι ή αραβοσίτι. Δε μούκοβε να χύσω το τυρόγαλο, έπεφτε απάνω μ΄ άμα έβγαζα τυρί, γιόμισα μύγες, με φάγανε όσου να γυρίσω.

Τότε που ήτανε στο χωριό οι Εγγλέζοι, χάλευα λίγο ζάχαρη και παπούτσια να ποδέσω το Θόδωρο. Μου δώκανε θυμάμαι ένα ζευγάρι καφέ πάνινα, ήταν μεγάλα, το ποδαράκι του μικρό, έβαλα κορδόνια από δω και από κει και τάβαλε. Ρώτα τον αν θυμάται που τον πόδεσε η Παναγιού.

Page 25: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[25]

Ο Γιάννης γύρισε, ο Μήτσος τίποτε. Ύστερα από ένα μήνα, περπατώντας από χωριό σε χωριό, μέσα στα βουνά, έφτασε κουτσός, γεμάτος ψείρες, με γένια, σβάρνα μια παλιομαντύα, ανεγνώργος. Το παιδί δεν τον ζύγωνε. Έκανε καιρό να περπατήσει. Βάζαμε αλοιφές στις πατούσες, γεμάτες πληγές και κάλους ήτανε. Να μην ματαπεράσουμε τέτοια χρόνια ποτέ.

Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1996

Page 26: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[26]

Αργάτισσα στον κάμπο

Φεύγαμε στο παζάρ’ τ’ Δαδιού, ξυπολυτούτσικα και

νηστικούτσικα. Γυρίζαμε τα Χριστούγεννα και ματαφεύγαμε το Μάη για σκάλο μέχρι της Παναγιάς. Η Τασούλα Θάνου, η Θυμιά Μπγατσούλα, η Λουκία Χλιάρα, η Κατσαμπέρου, η Θανασία Κιριμέζη, η Παναγιωτίτσα Κιριμέζη, η Παναγιού Μαυράκη, παρέα ξεκινάγαμε.

Παίρναμε ένα καρβελάκι μπομπότα, καμμιά βελέντζα και πααίναμε στην Πετρομαγούλα, στο Ρέτζο, στον Καράλα και σε άλλους νοικοκυραίους.

Ξεκοπή δουλεύαμε, τη νύχτα νυχτερεύαμε, ξαίναμε μαλλιά, βγάζαμε καντήλες για να μας δώκνε καμιά φλέγκα ψωμί.

Την Κυριακή δουλεύαμε για να πάρουμε καμιά παντόφλα να μην ξεκέψουμε το βδομαδιάτικο. Μεγάλη Παρασκευή βγαίναμε βαμπακιές. Κοιμόμασταν στο υπόγειο του σπιτιού. Το βράδυ μας φκιάνανε λίγα φασόλια, όλο ζ΄μί. Άμα μαζεύαμε βαμπάκι, ξεκινάγαμε νύχτα με τα ποδάρια, άμα ήτανε να σκαλίσουμε, μας πααίνανε για να φτάσουμε νωρίς.

Μαργώναμε, μας κοπάναγε η κρυάδα απ’ τ΄ απόγειο απ΄ τα ποτάμια. Μάζωνα 100 – 110, 120 οκάδες, τώρα το ζυγιάζουνε, τότε με το μάτι το υπολογίζανε. Για να μάσω γλήγορα βαμπάκι, να μη χασομερήσω, δεν καθόμανε καταγής να φάω μια χαψιά ψωμί και κανένα κερλεντίτσι. Δάγκωνα το ψωμί και το πέταγα μπροστά στον όργο, τόβρισκα, ματαδάγκωνα και πίσω τα ίδια.

Μας δίνανε μοίρα καλότχη μ’ 4 – 5 δεκάρες την οκά. Τώρα έχει οχτάωρα, που κείνα τα μαρτύρια που περάσαμε εμείς. Ορφάνεψα 9 χρονών, ο πατέρας μ΄ πέθανε 48 χρονών, πείνα και δυστυχία εδώ, τι να κάνουμε. Η θειά μ’ η Ασήμω Κιριμέζη με πήρε να μαζώξω βαμπάκι, με είχε στο πλευρό της, με πρόσεχε και με υποστήριζε, μικρό παιδί ήμανε. Τηράγαμε η μια την άλλη, μοιράζαμε τη χαψιά μας, τηράγαμε τη φτώχεια μας.

Ο κόσμος μας αγάπαγε, δε μας ενοχλούσε. Το βράδυ τραγουδούσαμε και χορεύαμε και ξαχνάγαμε την φτώχεια και την ορφάνια μας.

Στου Παρνασσού τα έλατα να παώ να ξαποστάσω

και την καλή μ’ να καρτερώ τον πόνο μου να πω

να πιού κρασί απ’την Αράχωβα, να πιού για να μεθύσω

και την αγάπη μου να την αστοχήσω.

Page 27: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[27]

Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο

Η ξενιτιά σε χαιρεται και εγώ τραβώ τον πόνο. Φεγγάρι μου ολόλαμπρο και λαμπροφορεμένο

αυτού ψηλά που περπατάς, εκεί ψηλά που λάμπεις, μην είδες την αγάπη μου που στρώνει που κοιμάται.

Δεν μπορώ Χάιδω μ’ δεν μπορώ και συ μου θες παιχνίδια

μέσα στην κούνια βάνεμε, εκεί στην αρμενίτσα

και με το χέρι κούνα με και με το χέρι γνέσε

και με το στόμα σ’ το γλυκό πες μου τραγούδια θλιβερά.

Κορίτσια μαυρομάτικα έχω δυο λόγια να σας πω

και δυο να μολογήσω

ταχιά σα παντρευτείτε φλωριά μη λιμπιστείτε

στον άντρα τον καλό μπροστά στο παλικάρι. Έτσι λιμπίστηκα και γω και χάθηκα η καημένη

φωτιά να πέσει στ’ άσπρα του, λαμπάδα στα φλωριά του.

Μέχρι τα Χριστούγεννα μαζεύαμε βαμπάκι και καντήλες. Αγοράζαμε γνέμα για να φκιάσουμε κανά προικιό. Εγώ αγόρασα και αρνάκια και φκιάσαμε πρόβατα με τον αδερφό μου το Θανάση. Τα φκιάσαμε 40, άμα παντρεύτηκα τα μοιράσαμε, και πήγαμε και 10 στη Δαμάστα, τάχαμε ταμένα. Παντρεύτηκα το Λουκά Κότσια, τον καλό τον άνθρωπο, αποχτήσαμε δυο καλά και όμορφα παιδιά. Περάσαμε μαζί πολλά βάσανα. Ας είμαστε καλά.

Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1996

Page 28: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[28]

Από μικρή στη δουλειά

Έμεινα ορφανή από εννιάμιση χρονών. Ο πατέρας μου

ξαναπαντρεύτηκε και η μητριά μου απόχτησε άλλα τρία παιδιά. Ήμασταν και είμαστε πολύ αγαπημένοι. Ήμουν η μεγαλύτερη, τα μεγάλωσα, τα περιποιόμουνα, βοηθούσα τη μητέρα μου. Η κάθε μεγαλύτερη της οικογένειας έπαιρνε τη μπόρα. Στο σπίτι άμα καθόμουνα έκανα όλες τις δουλειές, στο χωράφι πάλι δουλειά.

Στο σχολείο πήγα μόνο 2 – 3 τάξεις, από οκτώ χρονών όπου μπορούσα βοηθούσα την οικογένεια. Να παίξω δεν περίσσευε η ώρα. Έπαιζα λίγο στο σχολείο όταν πήγαινα. Μ΄ άρεσε κι ο ύπνος. Το πρωί έλεγα αχ! Να μη με φωνάξουνε! Φεύγαμε πολύ πρωί, νύχτα ήταν και νύχτα γυρίζαμε.

Μαγείρευα και ζύμωνα κιόλας από μικρή. Δεν έφτανα να φουρνίσω, ήταν μεγάλος ο φούρνος, παλαιϊκός , έπαιρνε πολλά ψωμιά, έβαζα ένα σκαμνί για να πατήσω να φουρνίσω. Ήταν μια μέρα που η μητέρα μου είχε φύγει, το ψωμί έγινε, τι να κάμω, έπρεπε να φουρνιστεί. Μια γειτόνισσα με βοήθησε, ύστερα τάφκιανα μοναχή μ΄. Ύστερα ξεκίνησα και στα χωράφια, βοηθούσα τον πατέρα μου, κάναμε χωράφι, φορτώναμε τ΄ αλέτρι, το ξεφορτώναμε, μα έπιανε βροχή, λασπουριά. Τόλεγα: «Πατέρα, δε θέλω να μου δώσεις ούτε σε γλάστρα χώμα, αγανάχτησα τόσο πολύ, ούτε σε γλάστρα, ούτε σε βασιλικό». Είχα κουραστεί πολύ. Θερίζαμε, στρίβαμε τα δεματικά, τα φκιάναμε από σίκαλη που σπέρναμε, δέναμε τα δεμάτια. Έδενα και εγώ με τα γόνατα, χτύπαγε ο ένας από δω, άλλος από κει, τα φορτώναμε στα ζα, τάπαιρνα εγώ και πήγαινα στα Καλύβια. Προλάβαινα 2 – 3 στράτες, ανάλογα που ήταν το κτήμα.

Καταγής να φάω δεν καθόμουνα, το ψωμάκι τόπαιρνα στο χέρι και καμιά ντομάτα κι έτρωγα στο δρόμο. Στον τελευταίο δρόμο έβγαινε ο πατέρας μου με το γαϊδουράκι, πιο κάτω, με τα ταγάρια κρεμασμένα, μούδωσε το γάιδαρο να πάω σπίτι και εκείνος πήγαινε στο χωράφι, κοιμότανε εκεί που θερίζαμε. Εγώ πήγαινα στο σπίτι, μάζευα κανένα ξυλάκι για να βράσω λίγο ρύζι, πατάτες, ό,τι είχα, πατζάρια, βλήτα, δεν υπήρχανε τότε πετρογκάζια.

Τρώγαμε και ότι περίσσευε τόβγαζα στο παράθυρο ή στο φανάρι για να πάω να πάρω το πρωί να ξεκινήσω στο χωράφι. Τοίμαζα τα παιδιά το πρωί, έπαιρνα το γαϊδουράκι και πήγαινα. Μόλις έφτανα ο πατέρας μου φόρτωνε τα ζα και δρόμο για τα Καλύβια. Έβαζα το πρώτο δεμάτι κάτω να πατήσω να ξεφορτώσω τα άλλα. Δεν σφίγγανε πολύ την τριχιά, ήμουν μικρή, δεν έφτανα. Ήθελα να τα φκιάνω και μερακλήδικα. Μόλεγε ο πατέρας μου, άφστα, όποτε πάω εγώ θα τα φκιάσω. Αλωνίζαμε, ερχόταν μια μηχανή, είχαμε μια βελέντζα, τη δέναμε σε δυο ξύλα, τη λέγαμε «κακιακάφτη» και πιάναμε μια γυναίκα μπροστά μία πίσω και πηγαίναμε το άχυρο στον αχυρώνα.

Page 29: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[29]

Γινόμασταν χάλια από ιδρώτα και σκόνη. Αυτό γενότανε σε όλα τα Καλύβια, βοηθάγαμε και μας βοηθάγανε.

Βάζαμε καλαμπόκια, τα πααίναμε στα Καλύβια. Είχαμε μεγάλο αλώνι, τα ξεφλουδάγαμε, τα απλώναμε και καθόμασταν με μια ξαδέρφη μου και φυλάγαμε μα μην τα κλέψουν. Ερχότανε η ώρα να τα στουμπίσουμε. Στουμπάγαμε όλη νύχτα. Πολλά τα καλαμπόκια 2 – 3 χιλιάδες οκάδες, βγαίναμε πολύ. Τα κάναμε ούλα με τα χέρια, τα στουμπάγαμε, τα τρίβαμε, ύστερα βγήκε μια μηχανή με το χέρι. Τιμωρία, αγώνας. Τελειώναμε τ΄ αλώνια . Είχαμε ποτιστικά, καθόμουν και πότιζα και ο πατέρας μου και η μητέρα μου πηγαίνανε όπου είχε άλλη δουλειά. Μια μέρα πετάχτηκε το λάστιχο της μηχανής και περπάτησα ξυπόλητη μέσα στις τσιτσιμίδες κάμποσο δρόμο σ΄ ένα βαφτιστικό του πατέρα μου να πάρω το κλειδί να σφίξω το λουρί. Μικρό παιδί, αλλά ήμουν δραστήρια, τάβγαζα πέρα. Το χειμώνα βγάζαμε καντήλες, τραγδάγαμε, φκιάναμε λουκουμάδες, κάναμε νυχτέρια πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο:

Φέξε μου φεγγαράκι μου να πάω στην αγάπη μου φέξε ψηλά και χαμηλά γιατ΄ είναι λάσπες και νερά φέξε και χαμηλότερα να πάω γρηγορότερα. Εγώ θα φέγγω ως το πρωί, ποιος έχει αγάπη ας διαβεί. Μη βγαίνεις και γελάς, γελάς τα παλικάρια, τα παλικάρια τα καλά παίρνουν καλές κοπέλες να ξέρουν ρόκα κι αργαλειό να ξέρουν να κεντούνε και να ψιλοτραγουδούνε. Μασούρια έβγαινα να υφάνει η μάνα μου, μαλλιά έξαινα, ρόκα πάνινη και μάλλινη. Γνέθαμε και πλέκαμε χοντρές κάλτσες και από κάτω έβαζα καουτσούκ και τα φόραγα για να μη χαλάσω τα παπούτσια. Μικρό παιδί ήμανε, ήθελα και να παίζω. Από 8 χρονών δούλευα στο σπίτι, στα χωράφια. Άμα ανάβαμε φωτιές, «χέι» το λέγαμε στο Δαδί, στις πρώτες Απόκριες το διασκεδάζαμε πολύ. Ήμαστε καμιά τριανταριά παιδιά στη γειτονιά. Πρώτη έσερνα το χορό, μασκαράδες γενόμασταν, τραγδάγαμε. Σαν τώρα το Φλεβάρη, περνώντας τ΄ Αϊ – Χαραλάμπους και τ΄ Αϊ – Βλασιού, έλεγε ο πατέρας μου, ξεκινάμε τώρα. Σηκώναμε τα κόπρια απ΄ τα ζα, πααίναμε για πουρνάρια, κλαδεύαμε τις ελιές, τ΄ αμπέλια, τα σκάβαμε, σπέρναμε ρεβίθια, άνυδρα καλαμπόκια. Όταν ήρθα στη Σουβάλα ανέλαβα εγώ τη γεωργική. Με τη Γιργού την περιπτερού κάναμε δανεικαριές, πααίναμε ούθε είχε δουλειά. Είχα δουλέψει σκληρά και στον πατέρα μου και εδώ στο χωριό που ήρθα. Και στα πράματα τότε που πήρα το Θανάση είχε τα γίδια. Και στα βουνά και στη στρούγκα. Ένα βράδυ πάνω στο βουνό, ο Θανάσης έκανε κάτ΄ με τα πράματα και μου λέει κοιμήσου, θα ματάρθω.

Page 30: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[30]

Εγώ φοβόμουνα στο βουνό, κοιμήσου μ΄ λέει δεν είναι τίποτα. Κάποια ώρα ξύπνησα, κοιτάω δεν είχε ρθει. Πω –πω λέω, να μη το ματακάνω αυτό, φοβήθηκα, στην Πετροφωλιά ήτανε. Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1997

Page 31: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[31]

Προξενιά

Το χειμώνα μαζευόμαστε τα βράδια στα σπίτια και

κάναμε νυχτέρια. Άλλες γνέθανε ρόκες με μάλλινο, άλλες με πάνινο, οι πιο νέες κεντάγανε την προίκα τους και συζητάγανε πολλά, όχι κουτσομπολιά. Λέγανε εκείνος είναι άρρωστος, ο άλλος έχει ανάγκη να τον βοηθήσουμε.

Προπαντός οι ηλικιωμένες και οι μεσόκοπες συζητάγανε τα συμπεθεριά. Λέγανε αυτός ταιριάζει να πάρει την τάδε, πως θα γίνει; Θα πάω να του το πω εγώ έλεγε η μία. Ναι αλλά πρέπει να κουβεντιάσουμε και για την προίκα. Ήταν το πρώτο που ξεκίναγε. Αν θέλανε οι γονείς την κοπέλα ποιος τη ρώταγε; Κάμποσες φορές ούτε τ΄άγόρι δε ρωτάγανε.

Έπρεπε να πάνε στον πατέρα της, αυτός ήτανε ο κηδεμόνας και ο προστάτης μέσα στο σπίτι. Λέγανε το τάδε το κορίτσι σ΄αρέσει να το κάνεις νύφη; Μ΄ αρέσει αλλά να δούμε τι προκοπή έκαμε η μάνα της, αν είναι καλή μάνα θα είναι καλό και το κορίτσι κι αν είναι από σόι, από νοικοκυρόσπιτο. Το κυριότερο θέμα ήταν η προίκα. Τι χωράφια δίνει; Ήταν καμιά δεκαριά που ήταν νοικοκυροπούλες και είχανε χωράφια στην Λιαγκουρίτσακαι στο Πριότικο, ήταν τα καλύτερα χωράφια και σηκώνανε λεφτά. Έχει χωράφια – μανάδες λέγανε αυτή, πόσα όμως δίνει;

Συζητάγανε θα δώσει εκείνο το χωράφι, το άλλο και κανένα μετρητό για τα έξοδα του γάμου, γιατί τότε είχανε ακόμα αξία τα λεφτά. Ύστερα χαλάσανε με τον πόλεμο. Κάποιος είχε τάξει καμιά τριανταριά χιλιάδες και του είπε ο συμπέθερος, τι να κάμω τώρα, είναι άχρηστα, κι αυτός ο φουκαράς τα μάζευε.

Που θα σμίξουμε για την κουβέντα; Σ΄ άλλο σπίτι βέβαια. Αν είχανε ελπίδα να τα τελειώσουν κάνανε στο σπίτι του κοριτσιού ετοιμασία, πλένανε τα ποτήρια ανάβανε τις λάμπες με πετρέλαιο στη σάλα, το καλό δωμάτιο. Η γειτονιά έλεγε, έχουνε φώς απόψε στη σάλα, θα έχουν κανένα προξενιό.

Αλλά ερχότανε σε μερικά συνοικέσια και τα χαλάγανε για κανένα στρέμμα χωράφι. Ας συμφωνάγανε σε όλα και το κορίτσι καλό, φέρε απάν΄φέρε κάτ΄, τα χαλάγανε. Για την κουβέντα πααίνανε ο πατέρας της νύφης, του γαμπρού και άλλοι συγγενείς κοντινοί.

Άλλος σήκωνε το ποτήρι και έλεγε άντε να τελειώσουμε, άλλος τσακωνότανε, απάν΄στο έτοιμο! Γενέτανε παζάρι. Όποια είχε προίκα προτιμάγανε, εκτός αν βάραγε το ποδάρι ο γαμπρός και έλεγε, εγώ θα την πάρω! Αλλά σπάνια χωρίς προίκα.

Page 32: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[32]

Μια φορά συζητάγανε κάνα χρόνο και δεν τα βρίσκανε. Είπανε ν΄αλλάξουνε σπίτι μπας και τα βρούνε, τους συμπίβασαν οι συγγενείς. Όχι θα μας αλλάξετε τούτο το χωράφι, όχι το άλλο, για ένα στρέμμα διαφορά πάλι τα χαλάγανε και στ΄άλλο σπίτι. Πείσμωσε ο πατέρας της νύφης και όπως τότε φοράγανε την πατατούκα με ένα μανίκι, τον τράβηξε η προξενήτρα να μη φύγει, κι αυτός άφησε την πατατούκα κι έφυγε και χάλασε οριστικά το συνοικέσιο.

Μείνανε τα ποτήρια πλυμένα, οι λάμπες σβήσανε, η γειτονιά που παρακολουθούσε κατάλαβε. Άμα τα τελειώνανε πααίνανε στο σπίτι της νύφης. Η νύφη ανέβγαλτη όπως ήτανε τότε, δεν ήξερε σχεδόν ποιος ήταν ο γαμπρός για να τον χαιρετήσει. Και της λέγανε αυτός είναι. Χωρίς να ματάχουνε ανταμώσει. Αν ήταν καμιά κοινωνικιά, τάξερε τα παιδιά, άμα ήταν καμιά μονάχα στον αργαλειό, στη δουλειά, στο σπίτι, δεν ήξερε ποιον έπαιρνε.

Τελείωνε το συνοικέσιο και την άλλη βραδιά πάαινε ο γαμπρός και κρέμαγε την πατατούκα του. Η νύφη ντρεπόταν δεν τον ήξερε, την πααίνανε σκουντώντας στο δωμάτιο, ήταν στρωμένο κάτω, δεν είχανε κρεβάτια, κλείνανε την πόρτα και φεύγανε οι γονείς. Αυτός είναι ο άνδρας σου, θες δε θες, μ΄αυτόν θα ζήσεις.

Τουφεκάγανε κιόλας στα τελειώματα, ρωτάγανε οι χωριανοί άμα ακούγανε ντουφεκιές, που τελείωσε απόψε; Άλλοι λέγανε να ζήσουν, άλλοι τι προίκα πήρε. Το πρώτο ήταν αυτό.

Πηγαίνανε ύστερα στο Δαδί να ψωνίσουμε τα δαχτυλίδια, κάμποσες τα σιγκούνια, κρεμαστές καρφίτσες, μενταγιόν. Από ψηλά στο Δαδί με τα ποδάρια, ο γαμπρός, η νύφη, οι γονείς, τα συμπεθέρια. «Τ΄ άρματα» της νύφης τα λέγανε. Εκεί γενότανε και το προικοσύμφωνο, γενόταν και καμιά φασαρία, αλλά σπάνια τα χαλάγανε. Τοιμαζόντουσαν για το γάμο ύστερα. Θελά πάει η πεθερά να μετρήσει τα προικιά, οι πεθερές είχανε απαιτήσεις τότε, τον πρώτο λόγο στην προίκα είχε ο πεθερός, στα προικιά η πεθερά. Ένας σπούδαζε, αλλά ο πατέρας του τούκανε προξενιά και ήθελε να καθίσει να συζητήσει, κράταγε από τους παλιούς, το πήρε βαριά ο πατέρας, άμα ο γιός του θύμισε ότι άλλαξαν οι καιροί. Τι να κάμει, συμμορφώθηκε. Άμα τελειώνανε τραγδάγανε: Ένα τραγούδι θενά πω απάνω στο κεράσι τ΄ αντρόγυνο που γίνηκε να ζήσει να γεράσει να γίνει χρόνους εκατό και να τους διαπεράσει να κάμει γιούς αρματολούς και γιούς καπεταναίους.

Page 33: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[33]

Μάνα μ' στο περιβόλι μας και στη κληματαριά μας εκεί καθόμουν κι έπλεκα κι έραβα τα προικιά μου. πέρασε ένας αιτός , ένας καλός λεβέντης. Η ετοιμασία για το γάμο άρχιζε τη Δευτέρα. Μαζευόντουσαν και πλένανε, σιδερώνανε τα προικιά. Την Τετάρτη γεμίζανε τα στρώματα και τα προσκέφαλα με χορτάρ΄ απ΄ την Αλεγούσα και φλούδια, το βαμπάκι το πουλάγανε να πάρνε κάνα φράγκο για την προίκα.

Την Παρασκευή πιάνανε τα προικιά, περιμένανε την πεθερά και αρχίζανε το οίκιασμα. Μαζευόντουσαν όλα τα κορίτσια του χωριού, χορεύανε, τραγδάγανε.

Τότε τα παίρνανε την Κυριακή μαζί με το γάμο.

Μπροστά τα παιδαρέλια με τα δώρα, τα ταψιά, τα κανάτια, τα μαξιλάρια στο κεφάλι τους. Οι πιο άξιες θέλα έχουν 6 στρώματα, 5 γινομένες, καραμελωτές, στρούμπες, σακιά, τράστα. Εκεί που τα φορτώνανε πηγαίνανε οι γυναίκες και μετράγανε, τόσα σεντόνια, τόσα τόνε , τόσα τ΄ άλλο, για να ξέρουν! Την Κυριακή γενότανε ο γάμος στο σπίτι της νύφης, ξεκινάγανε τα συμπεθέρια με τα τραγούδια του γάμου:

Μια Παρασκευή πρωί κι ένα Σαββάτο βράδυ η μανα' μ΄ έδιωχνε κι ο πατέρας μου μου λέει φεύγα, φεύγω κλαίγοντας, φεύγω μοιρολογώντας. Και όταν έφτανε στο σπίτι του γαμπρού:

Εδώ φωλιά να φκιάσεις και πουλιά να ξεπετάξεις

και άλλα.

Γλέντι γινότανε και στης νύφης και στου γαμπρού το σπίτι, ύστερα πααίνανε στην πλατεία να χορέψουνε όλοι αντάμα. Καμιά φορά τσακωνόντουσαν ποιός θα χορέψει μπροστά, ποιός έχει σειρά.

Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Μάρτιος – Απρίλιος 1997

Page 34: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[34]

Παραθέρ’ στην πάνω Σουβάλα

Είχαμε κι άλλο σπίτι απάνω, κοντά στη χορευταριά. Το

θυμάσαι; Το Μάρτιο μήνα πααίναμε στην απάν΄ Σουβάλα να σκαλίσουμε τα περιβόλια. Βγαίναμε πατάτες που ήταν απ΄ το χινόπωρο, τις μαζεύαμε και τις μαγειρεύαμε, δεν είχανε πάθει τίποτα. Τις τρίβαμε μ΄ ένα ταγάρι στ΄ αυλάκι να φύγει η φλούδα, για να μην τις καθαρίζουμε με το μαχαίρι και πετάμε πολλή φλούδα. Η μάνα μ΄ άμα γενότανε τα κεράσια τάπαιρνε, μαζί κι ο πατέρας μ΄ που ήτανε χαλκιάς με μαχαίρια και ψαλίδια, και πααίνανε στο Δαδί να τα πουλήσουν. Από κει φέρνανε ψώνια, πότε λίγο ρύζι, πότε ζάχαρη, ψωμί. Ήταν ένας φούρνος στην κορφή στο Δαδί κι έβγαινε άσπρο ψωμί, κι εμείς περιμέναμε πέρα στη ράχη πότε θαρθούνε να μας φέρνε το άσπρο ψωμί. Εμείς τα παιδιά πααίναμε απάν΄ μετά τις εξετάσεις και κατεβαίναμε το χινόπωρο για το σχολείο. Ο πατέρας μ΄ και η μάνα μ΄ καθότανε απ΄ το Μάρτη μέχρι κοντά τα Χριστούγεννα. Στα κεράσια, το μαζώναμε με τα ποδάρια εμείς τα παιδιά και πααίναμε για να φάμε κανένα κεράσι. Είχε μια γίδα η μάνα μ΄, πεντ – έξι κοτούλες. Ε, τότε τι ζωή κάναμε, δε λες τίποτα! Άμα έπιανε βροχή σηκωνόμαστε να πάμε στα καμίνια να μάσουμε σαλιγκάρια, και την άλλη μέρα η μάνα μ΄ με τον πατέρα μ΄ τα πααίναμε στην Αράχωβα για λάδι. Είχαμε στάρια στο βουνό, στην Κιθρόλακα, την Πλατιά Αμπουριά. Φκιάναμε τ΄ αλώνι στον Αϊ – Θανάση, τα καθαρίζαμε, βάναμε νερό, το πατάγαμε, όλο χούμα ήτανε. Ερχότανε τ΄ άλογα τ΄ Μπαλάσκα, τ΄ Τσαρούχα και αλωνίζαμε, το Δεκαπενταύγουστο ήτανε. Το πλέναμε ύστερα το στάρι, το στεγνώναμε για να τ΄ αλέσουμε. Κάναμε για μπουλουγούρι για τραχανά. Η μάνα μ΄ ήτανε κατ΄ απάν΄ στα περιβόλια. Τα ποτίζαμε απ΄ την Αγία Βαρβάρα που είχε τότε τρία αυλάκια νερό. Άμα πιανόντουσαν ο γέρο Λούκας και η Ουρανία με τους Γουλαίους, έκοβε η μάνα μ΄ τις αμπολές. Όσο να τελειώσνε τον καυγά η μάνα μ΄ είχε ποτίσει. Ανασκουμπονώτανε, με ένα άσπρο φουστάνι από κάτω, κι αν δεν τελείωνε το πότισμα το νερό δεν πάαινε σακάτ΄. Με τη Σταθού του Τριανταφυλλοκώστα όλο γκρίνια είχανε για το νερό. Αρπαζόντανε πάνω στις αμπουλές, τη φοβέριζε η Σταθού, ματάλα για κοπριά της έλεγε. Είχανε πράματα στη στάνη. Ύστερα τα ξεχνάγανε. Φυτεύαμε φασόλια, πατάτες, κανιά ντομάτα, γουργούλια τα λέγαμε, ίσαμε να έχουμε να τρώμε. Ερχόντουσαν και ξένοι, νοικιάζανε τα σπίτια, παίρνανε κολοκυθάκια, βλήτα, στίφνα, κορφαδούλες, μας δίνανε πότε δυο, πότε τρεις δραχμές. Άϊ ψευτοζωή!

Page 35: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[35]

Στα περιβόλια είχαμε και λουλούδια, κάτι ματζουράνες ψηλές, χάθηκε ο σπόρος. Ρωτάγανε οι ξένοι τη μάνα μ΄ πότε τις φυτεύετε; Τότε που σκάβουμε τ΄ αμπέλια απάνταγε. Που ξέρανε αυτοί από αμπέλια! Μαζεύαμε ψηλά από τον Παρνασσό Λέγανε να τις βάλουμε κοντά σε πέτρα αλλά τίποτα. Η μάνα μ΄ έκοβε το νερό όποτε ήθελε. Θέλω να ραντίσω, έλεγε, είναι η γιατρίνα εδώ, θέλω να έχει δροσιά η γυναίκα. Άρπαζε ένα σάρωμα απ΄ τα αγριοσαρώματα, ντάγκα – ντάγκα να σαρώσει την αυλή. Άξια γυναίκα η μάνα μ΄, απ΄ το Αδαμοπουλέικο το σόι κράταγε. Ήταν έξυπνη, ο πατέρας μ΄ την έλεγε Δημητρακόπουλο. Άρχισε ο Δημητρακόπουλος, έλεγε, εμείς δεν μπορούμε να πούμε τίποτα. Ο πατέρας μ΄ είχε ένα τσαρδάκι κάτω απ΄ την κληματαριά, κοιμότανε έξω να παίρνει αέρα. Σήκω, τούλεγε η μάνα μ΄, εγώ ποτίζω σακάτ΄ και εσύ δε φαίνεσαι πουθενά. Ντάγκα – ντάγκα, όλο μ΄ αυτό το καμίνι παλεύεις, άλλη δουλειά ντιπ. Σε ησυχία δεν τον άφηνε. Αυτή την τέχνη ήξερε ο πατέρας μου. Ήσυχος, υπομονετικός άνθρωπος. Πάαινε με τον Σταματίου στις Λιβανάτες να χαράξει δρεπάνια και φέρνανε ένα κάρο στάρι. Βοηθάγαμε και εμείς τα κορίτσια, κοτάγαμε να καθήσουμε! Πααίναμε με το γμάρι για πουρνάρια, ξυπόλητες, τα παπούτσια στο χέρι για να μη χαλάσνε, και τι παπούτσια, με καουτσούκ. Ο πατέρας μ΄ πήγαινε στου Πλατάν΄ να τροχίσει τα μαχαίρια, είχε φκιαγμένους τροχούς, κι ένα κορίτσι κοντά τα σκούπιζε για να μη σκουριάσουν. Στο σπίτι τα γυάλιζε, έβαινε κερί, σπίρτο, κι έγραφε τ΄ όνομα του «Αθανάσιος Σταματίου». Γράμματα δεν ήξερε, πως τόμαθε και έγραφε; Τ΄ Αϊ – Λιός και της Παναγιάς είχαμε τα πανηγύρια. Ο Δήμος ο Πλατιάς έφερνε βανίλια, λουκούμια, ψένανε και κανένα σφάγιο, το λιανίζανε, τρώγαμε και χορεύαμε κάτω από τα πλατάνια. Άμα μεγαλώσαμε και δουλεύαμε στον κάμπο, φέρναμε κανένα τσιτάκι και μας τόραβε η γερο – Φούνταινα, αλλιώς ρόμπες υφαντές φοράγαμε. Ο δάσκαλος ο Τράκας και ο δάσκαλος ο Στύλιας, που ήτανε γείτονες, λέγανε στον πατέρα μου να με πάει να γίνω δασκάλα. Ο πατέρας μου έλεγε: « Εγώ τη Χρυσούλα μου που είναι η αξιότερη, θα της φκιάσω ένα τρανό κασμά να σκαλίζει». Τόσο τούκοβε. Δεν είχε όμως τα λεφτά. Ήμασταν σε μια τάξη με τον Γιάννη τον Τσαρούχα και το Γιώργο το Νηστικούλη. Το χινόπωρο σπέρναμε τα χωράφια στάρι, φακές, φασούλια λιανά κάτασπρα. Ύστερα βάλαμε και μηλιές. Ανοίξανε το δρόμο, ήταν πρόεδρος ο Κουγιότας, κόψανε το δικό μου το χωράφι και του Πρασσά, αλλά χρειαζότανε. Φκιάνανε ένα μεγάλο γουρούνι και κατεβαίνανε τα Χριστούγεννα. Γιόμιζε ο τόπος γουρούνι, βάζαμε λίπα απάν΄ στο ψωμί, φκιάναμε τσιγαρίθρες. Άλλη ζωή ήτανε. Ο πατέρας μου πήγε δυό φορές στην Αμερική. Τι έκαμες; Τούλεγε η μάνα μ΄, αγόρασες χωράφια απάν΄, χάθηκε ένα στρέμμα τόπος στο κάτ΄ χωριό; Είχε γεννηθεί στην πάνω Σουβάλα ο πατέρας μου σ΄ ένα καλύβι κοντά στ΄ Παπαναστάση, με μια μεγάλη μουριά, σκαμνιά τη λέγαμε, έκανε κόκκινες μούρες, κι αυτό ήξερε για χωριό του.

Μάιος – Ιούνιος 1997

Page 36: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[36]

Τ’ Αϊ - Λιός και της Παναγιάς άλλοτε Αλλάξαν τώρα οι καιροί κι ήρθαν καινούργιοι χρόνοι και παίζει ο λύκος με τ΄αρνί κι ο μπούφος με τ΄αηδόνι.

Παππούς μου ήταν ο γερο – Λούκας ο Καλλιμάνης.

Είχε πολλά παιδιά κι εγγόνια. Μας μάζευε το καλοκαίρι στη Φροξλιά, στην καλύβα που είχε εκεί. Τ΄ Αϊ – Λιός η μάνα μ΄ κι ο πατέρα μ΄ τοιμαζόντανε το πρωί, γεμίζανε τα τράστα με ψωμί, κρασί, πίτα, το ψητό το τοίμαζε ο παππούς, στρώνανε καραμελωτές στα ζα και ξεκινάγανε για παν΄.

Περνάγανε πρώτα απ΄τον Αϊ – Λιά, δένανε τα ζα και πααίνανε στη Λειτουργία. Σχόλαγε η εκκλησιά, πέρνανε τα ζα ο κοσμάκος και πααίνανε σιαπάν΄.

Ήτανε πολλές καλύβες απ΄τον Αϊ – Λιά μέχρι τον Πευκιά, είχανε τα παιδιά τους εκεί με τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Οι καλύβες ήτανε από λατσούδια κι από παν΄ δυο –τρία τσιγκόφυλλα, δεν είχανε φόβο από τίποτα τότε.

Όσοι είχανε καλύβες κοντά στην Κυριά, παίρνανε τα παιδιά, στρώνανε τάβλες στην πλατεία, βελέντζες και τρώγανε κοντά στο νεράκι. Ήτανε και κάτι ψευτόργανα, όχι σαν τούτα τώρα, ένας φωτογράφος μ΄αυτές τις μηχανές που είχανε μανίκι, αυτές τις παλιές, τρώγανε ο κόσμος, μερακλώνανε, χορεύανε, τραγδάγανε.

Εμείς που ήμασταν στην Φροξλιά με τον παππού, στενοχωριόμαστε, θέλαμε να κατεβούμε στη Κυριά. Περιμέναμε τα πανηγύρια πως και τι. Μας έβλεπε ο πατέρας μ΄ που στενοχωριόμασταν και μια φορά μας απολάει, τραβάτε να πάτε να δείτε. Από κοντά ήρθανε κι αυτοί και το βράδυ πίσω απάν΄.

Διαλυότανε το βράδυ ο κόσμος, καθένας με τη φαμελιά του πήγαινε στην καλύβα του. Δεν ήταν όπως τώρα που φέγγει για να γυρίσνε στα σπίτια τους.

Άλλος γονιός έφευγε, άλλος έμενε. Τα παιδιά μένανε με τις γιαγιάδες και τους παππούδες. Ήτανε παραθέρ΄ απάν εκεί στα πεύκα. Μαζευόντανε στις Αϊλιόλακες να βρούνε ισιάδα να παίξουνε. Φκιάνανε μπάλα με τσόλια.

Ερχότανε ύστερα ο Δεκαπενταύγουστος. Αποκρεύαμε και δεν αρταινότανε κανένας, ούτε ψάρι, ούτε κρέας, ούτε τίποτα. Κρατάγανε όλες οι οικογένειες για να πάνε με χαρά να μεταλάβουνε.

Ο παππούς είχε βραγιούλες με φασολάκια και τα μικρά τα καλαμπόκια τα παναχωρίσια. Τρώγαμε τα λοβάκια με ελιές, κρεμμύδι, ψωμί.

Page 37: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[37]

Μ΄αυτά περνάγαμε. Παίρναμε νερό απ΄ την πηγή και βάζαμε τη βαρέλα στ΄ αυλάκι. Μαζεύαμε ξύλα για νάχουμε της Παναγιάς, να ψήσει ο παππούς. Εκεί απάν΄ περνάγαμε ούτε καλύτερα.

Της Παναγιάς το πρωί ερχότανε η μάνα μ΄ κι ο πατέρας μ΄, τα τράστα γεμάτα, καρβέλια ψωμί, πίτα, κρασί, ρουχαλάκια καθαρά. Μας τοίμαζε η μάνα μ΄και πααίναμε στην Κυριά. Παιδάκια απ΄ όλες τις καλύβες σ’ έπαιρνε η χαρά. Οι οικογένειες τότε είχανε τρία, τέσσερα και παραπάν΄ παιδιά.

Γεμάτη η πλατεία της Κυριάς, μεταλαβαίναμε απ΄τον γέρο – Παπαναστάση, παίρναμε το αντίδωρο και σκορπάγαμε. Όσοι είχανε καλύβες κοντά στρώνανε και τρώγανε εκεί. Είχε δυο βρύσες με ωραίο νερό.

Εμείς πααίναμε πίσω για τον παππού, τρώγαμε και γυρίζαμε στην Κυριά. Χορεύανε στην Κυριά μέχρι που νύχτωνε, άλλος μεθυσμένος, άλλος κεφομένος, πααίνανε τραγουδώντας κάτ΄στο χωριό.

Και εγώ έχω καθίσει με τα παιδιά μου πριν 50 χρόνια σε μια καλυβούλα από πάν΄απ΄ τον Κοντοδήμο. Ύστερα είχαμε καλύβα στα Καρκαβέλια κι άφηνα κι εγώ τα παιδιά με τη γιαγιά.

Ο παππούς όποτε κατέβαινε από σιαπάν΄, έφκιανε στρούγκα στον Αϊ – Λουκά. Αν βρισκότανε εκεί στη γιορτή τ΄ Αϊ – Λουκά, το Μάη, έκανε τραπέζι σ΄όλα παιδιά του και εγγόνια του. Μας σήκωνε όλους κι άλλες παρέες, έμπαινε μπροστά στο χορό γυροβολιά στην εκκλησιά. Έλεγε ένα τραγούδι, ένα πολύ καλό τραγούδι παλαιϊκό, στα τρία το χορεύανε, δεν μπορώ να το θυμηθώ, ήμανε μικρή.

Ιούλιος – Αύγουστος 1997

Page 38: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[38]

Δύσκολα χρόνια

Λέω τα παλιά και δεν με πιστεύουν ούτε οι αγγόνες

μου. Έμεινα 11 χρονών ορφανή από μάνα. Πάαινα στα πρόβατα κι ο πατέρας μου στα χωράφια. Εγώ, η Λουκία τ' Βοριά, η Μαρία τ' Ραχάτ, η Μάρθα του Τυροβόλη παίναμε ούλες αντάμα σιαπέρα στα πρόβατα. Αυτές ήταν της παντρειάς και άμα πέθαινε κανένας με στέλνανε εμένα που ήμανε μικρότερη στο νεκροταφείο να πάρω κανένα ψυχούδι και στάρι να φάμε. Οι άλλες ντρεπόντανε, ήφερνα 5-6 ψυχούδια, ήφερνα στάρι. Έκανα μοναχή μ' χωράφι με τα ζα. Νύχτα ποτίζαμε, νύχτα ξεκινάγαμε στα πράματα, ολούθε ήμασταν μπροστά οι γυναίκες. Δεν είχαμε στασιό. Οι άντρες τις είχανε τις γυναίκες, με συγχωράς για την κουβέντα, ως είδος γμάρες. Καβαλίκευαν οι περισσότεροι άντρες το μουλάρι και πααίνανε μπροστά καβάλα, η γυναίκα από κοντά με τα ποδάρια και φορτωμένη το παιδί. Δεν τις υπολογίζανε τις γυναίκες. Γεννάγανε και πααίνανε στο χωράφι. Η αδερφή μου γέννησε την Παγωνίτσα την Τετάρτη και το Σάββατο σκάλιζε βαμπάκι στη Σπηλιά. Μ' έστειλε η μάνα μ' να της πάω ψωμοτύρι. Σεργιάνισα στον Καψορώνη, στο Κούτσουρο όσο να τη βρώ. Η συχωρεμένη κάθησε καταγής κι το παάινε κάτ' αματσάλιστο, τριών μερών λεχώνα. Η Φσυκομαρίγια γέννησε στις Ασβεσταριές, πριν από τα Γουναρέικα, η Ασήμω του Γιάννη τ' Αντώνη στου Μουτσάρα . Πόσες λεχώνες πεθάνανε! Κάνανε παιδιά και δε λέγανε πώς θα μεγαλώσουνε νηστικά και ξυπόλυτα. Τον καιρό που έγινε το κατάστημα ήμασταν στο Καρκαβέλι, είχαμε στρούγκες, όλα τα Αναγνόπουλα του Χρήστου Ανάγνου και του Βέλλιου τα παιδιά. Είχαμε μια τραμπάλα μέσα στη λάκκα ,τόσα τα γμαράγκαθα κι εμείς τραμπαλιζόμαστε ξυπόλητα. Λέει ο Νικολάκης ο Ανάγνος, ωραίο το κατάστημα, βάλανε φώτα, μαζώχτηκε ούλη η γούρνα. Εμείς τα παιδιά ξεσκώθκαμε . «Να πάμε κι εμείς;» «Αϊ σύρτε και ταχιά να ρθείτε πίσω». Ξυπόλητα, άπλυτα, κανιά δεκαπενταριά παιδιά φύβγαμε π' δώντας σα ζαρκάδια και κατευθείαν στο κατάστημα. Πώς πήγαμε; Κάθομαι κάμποσες βολές και σκέφτομαι, τόσο δα να είχα απ' αυτά πόχω τώρα! Τα χωράφια πάνω στο βουνό δεν ήταν μονοκόμματα να μπεί το ζευγάρι μέσα, ήταν βραϊούλες – βραϊούλες και κάναμε δανεικαριά, σήμερα στο δικό μ', αύριο στο δικό σ' και σκαλίζαμε με τα κασμάδια, να βάλουμε φασούλια, πατάτες, αραβοσίτι.

Page 39: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[39]

Περπατώντας πααίναμε στον Ορχομενό, φορτωμένες καρβέλια με μπομπότα , το ψωμί το τρέμαμε τότε. Μιά βολά ο Λιάς ο Κοπανάκης ήρθε με τα ποδάρια απ' το Μώλο φορτωμένος 50 οκάδες στάρι! Ο Σταύρος ο Κυρίτσης είχε ένα παλιοαυτοκίνητο και μπαίναμε μέσα κανιά εικοσαριά άτομα να πάμε να μαζέψουμε βαμπάκι στον Ορχομενό και στη Μάνεση. Κάθε λίγο σταμάταγε και κατεβαίναμε και σκουντάγαμε. Φτώχεια μεγάλη. Ήμανε 32 χρονών όταν έχασα τον άντρα μου, δώδεκα χρόνια παντρεμένοι και έμεινα με δυό μικρά παιδιά 11 και 8 χρονών. Τα κλάματα πόκανα εκεί που σεργιάναγα να δουλέψω ! Δεν είχε 20 μέρες ο Φώτης και πάαινα στο Κεφαλόβρυσο φορτωμένη τον κασμά κι ένα κομμάτι ψωμί. Άνοιγα γούρνες κι έβαζα κλαριά. Τί γούρνες ν' ανοίξω, τις γιόμοζα δάκρυα. Δούλευα όλη τη μέρα. Σηκωνόμουνα νύχτα να πάω στο Κεφαλόβρυσο να φορτώσω ξύλα κι ερχόμανε κι ο ήλιος δεν είχε βαρέσει ακόμα στην Αγόριανη. Δεν είχα τι να βάλω στο στόμα μου για να ματαξεκινήσω. Τη νύχτα λίγος ύπνος. Κούραση και τι να φάμε; Αλογάριαζα. Πέρασα πολλά κι εγώ κι ο άλλος κόσμος. Ζωή ήταν αυτή; Πές μου στο θεό σου. Ζωή δεν ήτανε, αλλά και τι να κάμουμε. Είχαμε παρέα με τη Θυμιά τ' Κασσαβέτη και την Ασήμω τ' Βέλλιου. Δεν ξεχωρίζαμε. Κόβαμε με τη κόφτρα και τη βαριά ξύλα και τα φέρναμε στη πλάτη μέχρι τα ζα. Τρέμανε τα ποδάρια μας δω – κει μεσ' τα βράχια. Κουβαλάγαμε άμμο απ' τη Φροξλιά με χιόνι και βροχή για τα τσιμενταύλακα. Στασιό δεν είχα. Ένα φουστάνι ερχότανε γυροβολιά, έπεφτε. Το κορίτσι μου τόπαιρνα μαζί από 11 χρονών, πλάτη με πλάτη στη δουλειά, θερίζαμε στους Δαδιώτες απ' το πρωί ως το βράδυ. Τη νύχτα με τη λάμπα το κορίτσι κένταγε κι εγώ έπλεκα μιτάρια. Άλλο φως δεν φαινότανε στο χωριό. Χαϊβάνι ο Θανάσης δούλευε στο δρόμο για την πάνω Σουβάλα. Τιμωρία. Τα παιδιά τα πααίνανε στου Δραγάν' για παραθέρ'. Θέριζα μια βολά στου Δραγάν' με το φεγγάρι. Δεν σκιαζόμαστε. Την άλλη μέρα το πρωί έφκιασα δώδεκα δεμάτια , τα πάταγα στο γόνατο και τά 'δενα. Φόρτωνα δυό ζα και το παιδί τα πάαινε στ' αλώνι του γέρο – Μέλτου. Εκεί αλωνίζαμε τα πανωχωρίσια. Άμα πέσνε, τόλεγα, να μην κλαίς, άστα. Μικρό παιδί, τι να σου κάνει. Μόλις γύριζε ξαναφόρτωνα, πίσω κάτω να ξεφορτώσει. Μια βολά είχα ξερά κουκιά. Τάβαλα να φουσκώσνε να τα βράσω. Το κορίτσι πείναγε κι άρχισε να τρώει, τόπιασε η κοιλιά του. Τι τάθελες μάνα τα κουκιά, φώναζε ο Θανάσης. Έκανε μετό, την τσόλιασα, τη φόρτωσα στα καπούλια και κατ' στο χωριό. Ζωή χαριτωμένη. Τα σκέφτομαι άμα ξυπνάω τη νύχτα αυτά και άλλα πολλά. Πως βγήκαμε πέρα; Ήμουνα νιός και φόραγα σκλαρίκια κι αν πέσανε τα σκλαρίκια οι τρούπες μείνανε. Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1997

Page 40: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[40]

Χρονιάρες μέρες και καθημερινές

Τα Χριστούγεννα οι παλιοί, όπως τόχα ακούσει απ΄ τη

μάνα μου, ρίχνανε μια σχίζα στη φωτιά και λέγανε ότι αρραβωνιάζανε τη φωτιά. Την Πρωτοχρονιά το βράδυ τ΄ Αϊ – Βασιλειού, ματαβαίνανε ένα ξύλο στη φωτιά και λέγανε ότι την παντρεύανε. Τα Χριστούγεννα χτύπαγε η καμπάνα στις τρεις η ώρα τη νύχτα και πααίναμε στην εκκλησιά. Άμα γυρίζαμε στο σπίτι, θελά να φάμε, το φαΐ ήταν έτοιμο. Για τ΄ Αϊ – Βασιλειού φκιάναμε το βράδυ τις δίπλες με πλαστό φύλλο και πετιμέζι, σιαμόπιτα, στη γάστρα, άλλα καημένα, άλλα άκαγα, άλλα φουσκώναμε με το πετιμέζι, άλλα γενόντανε λάσπη, άλλα ήτανε ξερά, άλλα χλωρά!

Το πρωί οι νοικοκυράδες παίρναμε γλυκά, λεφτά, καλαμπόκι, σιτάρι, βαμπακόσπορο, ότι ήθελες έβλεπες και τα πααίναμε στη βρύση. Έτρεχε το νερό στις κουρίτες, τα ρίχναμε μέσα, να τρέξνε τα εισοδήματα, όπως τρέχει το νερό της βρύσης. Δραμάγαμε ύστερα τα τρελάδια να βρούμε κανένα πενηνταράκι.

Την παραμονή τ΄ Αϊασών (Θεοφανείων) παίρναμε στάχτη και γυρίζαμε γυροβολιά από τα σταλάματα τ΄ σπιτιού και ρίχναμε για να φύβγνε τα σκαλικατζούρια. Μαζεύαμε στο σπίτι όλους τους αγιασμούς της χρονιάς, απ΄ της Παναγίας και τις άλλες γιορτάδες που ψέλναμε αγιασμό. Βάζαμε και τον αγιασμό απ΄ των Αϊασών και αγιάζαμε το σπίτι, τα πράματα, τα λουλούδια. Ο παπάς πέρναγε την παραμονή και άγιαζε τα σπίτια.

Ανήμερα τ΄ Αϊασών (Θεοφανείων) έλεγε η γιαγιά να χύσουμε όλα τα νερά πούχαμε στο σπίτι, στη βαρέλα και όπου αλλού, να μη μείνει νερό, γιατί γινότανε ο μεγάλος Αγιασμός.

Άμα τ΄ Αϊ – Βασιλειού έκανε ήλιο, λέγαμε θα πάει καλά η χρονιά, τα σπαρτά θάναι καλά. Οι τσοπαναραίοι σπάζανε ρόιδο για τα πράματα. Ανήμερα τ΄ Αϊ – Βασιλειού σφάζαμε μια κότα να ματώσει ο χρόνος για να πάει καλά και φκιάναμε σούπα. Το ξετάζανε ποιόν θαλά δεις πρώτον το πρωί. Αν ήτανε γερός θα ήσουν και συ γερός, και ποιός θαλάμπαινε πρώτος στο σπίτι, το ξετάζανε. Μαζευόμασταν με την οικογένεια και τρώγαμε.

Τις Απόκριες γλεντάγαμε και με αλλουνούς. Άμα γινότανε χορός στην πλατεία, εμείς οι γυναίκες στεκόμασταν ορθές, που να καθίσουμε στο καφενείο, και κοιτάγαμε μαζωμένες κοντά στην εκκλησιά. Τότε καταλαβαίναμε τις Απόκριες, γενόντανε μασκαράδες, γλεντάγαμε στα σπίτια, ξεσκάζανε λίγο ο κόσμος. Που τραγδάγανε απόψε; ρωτάγαμε. Απ΄τις Τυραπόκριες ως τις Κρεαταπόκριες δεν τρώγαμε όσπρια, φκιάναμε πίτες, κουρκούτι.

Page 41: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[41]

Την Καθαρή Δευτέρα ό,τι περίσσευε (αν περίσσευε) το ρίχναμε στα ζα, και πλέναμε με θολόσταχτη τα πιάτα, τα τετζέρια, τα ταψιά, να μην είναι αρτυμένα.

Θες να σ΄ πω και για τις άλλες μέρες; Είχα τόσες δουλειές που δεν άδειαζα να βγω έξω. Ερχόμουνα από το χωράφι το βράδυ, τι να πρωτοκάμω; Νερό να φέρω απ΄τη βρύση, αλεύρι να περάσω από τη κσάρα για ζύμωμα, προζύμι να πιάσω, παιδιά, άνδρας…

Βάζαμε στο τράστο λίγο βαμπάκι και πααίναμε στην σκαλίτσα πούχε ο Τσαρμακλής, χτυπάγαμε το παραθυράκι, άνοιγε ο μπαρμπα – Γιώργης ο συχωρεμένος, παίρναμε 1-2 ρέγγες, σπίρτα, οινόπνευμα. Όποτε πλάγαμε το βαμπάκι ξεχρεώναμε τα βερεσέδια στα μαγαζιά. Με 2-3 αυγά παίρναμε 5 δράμια μάλλινη μπογιά στη Βασίλω τ΄ Γεωργούση. Πέρναγε ο ψαράς, δίναμε άλλοτε καλαμπόκι, άλλοτε βαμπάκι και παίρναμε παλαμίδα. Είχε ένα σακί για το βαμπάκι, άλλο για το καλαμπόκι. Άμα ήτανε μικρά τα ψάρια, τα μετράγαμε και τα μοιράζαμε, εγώ έτρωγα τα κεφάλια για να φάνε περισσότερο τα παιδιά.

Τρώγαμε κρέας πότε –πότε την Κυριακή, το κόβαμε κομματάκια και το βράζαμε μαζί με ρύζι, μακαρόνια, τραχανά. Το λάδι με οικονομία, μια κουταλιά ο ένας και μια κουταλιά του Χριστού. Την άλλη μέρα φασόλια, την άλλη κουκιά, ύστερα ρεβίθια, φακή, όλη τη βδομάδα.

Τώρα έχω απ΄ ούλα να φάω, αλλά δεν κάνει! Να μη σου ειπώ άλλα απ΄τα παλιά, μονάχα τα καλά πούχομε τώρα δεν τα εχτιμάμαι. Και μια παλιά ιστορία να γελάσει απ΄ τον Τουφεκαλέξη. Είχε πολλές ο συγχωρεμένος. Φόραγε φουστανέλες πάντοτε. Μια φορά πήγε να ιδεί τον γιό του στην Αθήνα. Η νύφη του ήταν απ΄ αλλού, δε ματάχε δει φουστανέλα.

Λέει στον άντρα της, που θα κοιμηθεί το βράδυ ο γέρος με τα πανιά; Τ΄ άκουσε ο Τουφεκαλέξης. Λέει στο γιό του, θα βγου ίσαμε το καφενείο. Φεύγει και ένα κι αυτού στο χωριό.

Έχει γίνει μόλογος στο χωριό: Καλέ Γιάννη, ο γέρος με τα πανιά που θα κοιμηθεί;

Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1997

Page 42: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[42]

Αποκριάτικος γάμος

«Φέρτα τα χρόνια εκείνα και καίω τούτα»

Μπήκαμε στην ηλικία τώρα, δεν μπορούμε, τότε

διασκεδάζαμε μια χαρά, ανάγκαζε η καρδιάμ’ ! Σκιαζόμουνα μην αρρωστήσω τις Απόκριες κι έπινα ασπιρίνες από πριν! Ο άντρας μου μόλεγε, μην πας, θ’ αρρωστήσεις κι άμα αρρωστήσεις θα φύγεις από δω. Εμένα δε με πιάνει ο νόμος έλεγα, δε με κράταγες με τίποτα άμα ΄ρχότανε η Καθαρή Δευτέρα.

Μαζευόμασταν όλος ο μαχαλάς απ΄ τον Αϊ – Ταξιάρχη. Μαζεύαμε τα ρούχα, ένα νυφικό μ΄ τόδωκε η Αργυρή τ’ Αυγέρη μια φορά, και ντυνόμασταν. Εγώ νύφη, γαμπρός ο Δήμος ο Βλάχος, παπάς ο ανηψιός μου ο Θόδωρος ο Βαλάσκας. Είχαμε και συμπεθεριό, μαντηλώματα, προικιά, κασόνια με λουλούδια. Πέταγα άσπρα φασόλια για κουφέτα. Έστελνε ο Πρόεδρος τα όργανα και κατεβαίναμε στην πλατεία τραγουδώντας. Έφκιανα και συνταγές με χαζά και τα μοίραζα στα τραπέζια και με φιλεύανε. Λέγαμε πολλά και γελάγαμε, χαιρότανε ο κόσμος: Τις μεγάλες αποκριές σηκώνονται όλες ορθές και το σαρανταήμερο κρέμονται σαν άντερο Ο γάμος γινότανε μπροστά στην εκκλησία. Μια βολά ήμανε νύφη γκαστρωμένη και γέννησα στην πλατεία, να μας ζήσει φωνάζανε, είχαμε μια κούκλα, εγώ φώναζα «μαζέφτε το παιδί μ΄» κι ύστερα χορεύαμε, τρώγαμε, διασκεδάζαμε μέχρι βασίλεμα ηλιού.

Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1998

Page 43: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[43]

Πρακτικές γιατρειές και γιατροσόφια

Είμαι η Γιργού του Δήμου Γούλα, η γερο – Γούλαινα που

λένε. Η πεθερά μου ήταν πρακτική μαμή. Αδερφός της πεθεράς μου ήταν ο Παπαναστάσης, ο παπάς που ήξερε πολλά, ήταν σα γιατρός. Και ο αδερφός του ο γερο – Κώστας ήξερε. Ο παπάς ήταν καλόγερος σε μοναστήρι κι ύστερα γίνηκε παπάς. Τον διέταξε ο ηγούμενος και τούπε, παιδάκι μ΄ δε θέλω να γένεις σαν κι εμένα, είμαστε σιαπέρα παλιοκηφήνες, εσύ θα φύγεις απ΄ το μοναστήρι, θε νάχεις την ευχή μου, να παντρευτείς. Είχε μάθει όμως πολλά στο μοναστήρι για τα κόκκαλα και τα χορτάρια. Έβλεπε ο παπάς τότε πούμανε μικρή πως ήμουνα έξυπνη, και με φώναζε να βοηθάω άμα «έφκιανε» τίποτα σπασμένα ή βγαλμένα χέρια – πόδια. Και για το μάτι ξέρανε, άμα είχε «ρήμα». Το κόβανε με ένα χορταράκι τόσο δα, σαν πριονάκι. Τόβρισκε ο παπάς στο βουνό. Κίναγε μια κλάρα και πάαινε ίσαμε το «νινί». Τόκοβε ο παπάς, κίναγε το αίμα, μέσα όμως δεν προχώραγε, ξύλωνε εκεί.

Μια μέρα με φώναξε ο παπάς. Είχε πέσει ένα κορίτσι στην πάνω Σουβάλα. Ήτανε από τη Θήβα και παραθέριζε και είχε γυρίσει το γόνατό του. Είχε ένα καζάνι με ζεστό νερό και σαπούνι και τόβαλε μέσα το κορίτσι. Έδωσε – έδωσε στο ποδάρι και ύστερα μούπε, θα σε διατάξω τι θα κάνεις τώρα. Φέρτο έτσι – φέρτο αλλιώς, από δω από κει ήρθε το γόνα του κοριτσιού στη θέση του. Τώρα, λέει, θα ρίξουμε αυγοσάπουνο για να σταθεί, μη ρίξουμε ρετσίνι, είναι μικρό παιδί.

Χτύπαγε τ΄ ασπράδια από δυο αυγά, σαπούνι καθαρό, μέχρι που στεκότανε σαν κρέμα, κόκαλο. Τόβαινε πάνω σε βαμπάκι. Θα το πατήσει σε 3 μέρες, είπε, και θα ΄ρθει να τ΄ αλλάξουμε. Το κορίτσι γίνηκε καλά και τον πλέρωσε καλά η μάνα του. Από κει και ύστερα ό,τι ναάφκιανε με φώναζε ο παπάς: «Έλα δω Γιργού, μόλεγε, εγώ θα πεθάνω, θ΄ αφήσω εσένα». Ύστερα λέγανε, θα πάτε στη Γούλαινα, ξεπλατισμένοι, γυρισμένα βγαλμένα χέρια – πόδια.

Περισσότερο πόνο έχει εδώ στη θλύκωση (καρπός χεριού), άμα πεταχτούν τα κόκκαλα, παραλύεται το χέρι. Το κόκκαλο άμα σπάσει και το πας με προσοχή, άντε – άντε ψάχνοντας με το χέρι να μην πάει αίμα μέσα, «τακ» θα θλυκώσει όπως ματαήτανε.

Έτσι έχω φκιάσει πολλούς, όχι μοναχά Σουβαλιώτες, ερχότανε κι απ΄ άλλα χωριά. Γλυκότερο πόνο έχει το σπάσιμο απ΄ το βγάλσιμο, γιατί βλέπεις ξεθηλυκώνονται τα κόκαλα. Άμα ο άνθρωπος πέφτει ή σηκώνει βάρος, μ΄ είχε διατάξει και γι΄ αυτό, Θεός σχωρέστονε, πέφτουνε τα πάκια στη μέση και τραβάνε το κρέας. Άντε – άντε, κραπ τρίζανε κι ερχόντανε στη θέση τους. Κόλλαγα και δυο ποτήρια κατοστάρια από πάνω.

Page 44: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[44]

Σε όλα τα σπασίματα – βγαλσίματα αυγοσάπουνο. Ένα – δυο όσα χρειαζόντανε. Σε τρεις μέρες τάλλαζα. Με λίγο οινόπνευμα το ξεκόλαγα στην άκρη και «πραπ» το τράβαγα. Πονάγανε, καμπόσοι είχανε σβημάρα, τσόδινα από κανένα κατακέφαλο και «οπ» συνερχότανε.

Μούπε ο αγγονάς μου ο γιατρός, έπρεπε να είχες κάνει καμιά ένεση, να μην έδινες μπούφλες και κατακέφαλα!

Ο Κατράπας λιποθύμησε μια φορά πάνω στο κρεβάτι απ΄τον πόνο, μπα είπα, θα πάθω καμιά ζημιά, τον πλακώνω στις μπούφλες και συνήλθε. Ρίχνεις και γερό ξύλο, λέει, γερο – Γιργού. Τι να κάμω, λέω, τέτοιες είναι οι ενέσεις μου εμένα. Με βρίζανε κιόλας, παραβέλαζαν απ΄ τον πόνο, θα σας κόψει η Παναΐα κι ο Χριστός τσόλεγα. Άσε με ρε θειά, φωνάζανε, δε νε λυπάσαι; Τι να σε λυπηθώ θα σε κάμω καλά. Μούπε ένας μια φορά, δεν έχω να σε πληρώσω, θα σ΄ φέρω μια γίδα με δυο κατσίκια. Κι αυτοί φωνάζανε και μένα μουρχότανε σβημάρα να φκιάνω να συνταιριάζω κόκκαλα, θέλει κόπο. Δεν είχα ψυχή εγώ; Τούρκος ήμανε; Και τις αγκυλώσεις που παθαίνανε στα νοσοκομεία τις έφκιανα. Δε φοβόμουνα, είχα τέτοια τόλμη! Τάβαινα μέσα στο νερό και άντε – άντε και «κρακ» ματάσπαζα την αγκύλωση.

Δόξα το Θεώ, δεν μόπαθε κανένας τίποτα. Ούτε παράπονο είχανε. Άλλοι με πληρώνανε, άλλοι όχι, έκανα ψυχικά, έλεγα «άϊ σχωράτε με άμα πεθάνω». Και πρέπει το φκιάσιμο να γίνει μέσα σε μια – δυο βδομάδες, αλλιώς στραβοπιάνει, κρεατώνει και έχει πολύ πόνο. Ας ερχόσασταν νωρίτερα, τους έλεγα.

Είμαι 89 χρονών, πριν από το 1940 άρχισα, δε θυμάμαι πόσα έφκιασα.

Ο συχωρεμένος ο παπάς ήξερε πολλά χορτάρια, δεν πρόλαβε να μου τα πει. Μ΄ έστελνε στον κάμπο στα αυλάκια και μάζευα νεροχελώνες. Τις έψηνε στο φούρνο και το κρέας το στούμπαγε στο χαβάνι, το πέρναγε στη σήτα και τόβαζε στο μπουκάλι. Για κοψιές, πληγές ήτανε ένα κι ένα, καθάριζε η πληγή και γενότανε καλά. Έβραζε καμπρολάχανο κι έβαζε στα κεφάλια των παιδιών που είχαν μπυοφίτη. «Παπ» στο κεφάλι τα πανιασμένα λάχανα, σαν κομπρέσα.

Σε δυο –τρεις βδομάδες καθάριζε ο μπυοφίτης και φυτρώνανε μαλλιά.

Έβρισκε πάνω στο βουνό το τουρκολέλουδο, έχει αγκλιές από κάτω και βγάζει ένα κατακόκκινο λουλούδι σα χωνί, βάφει και δεν ξεβάφει όπως το ριζάρι. Ψήνεις τις αγκλιές, τις στουμπάς να γένει σκόνη και ρίχνεις 2 – 3 κουταλιές σε 100 δράμια μέλι. Κάθε πρωί μια κουταλιά θεραπεύει την κήλη. Το μελισσοχόρτι είναι καλό για τη χολή και την καρδιά. Μοσκοβολάει κιόλας το ζουμί.

Την άλλη φορά θα σου πω κι άλλα.

Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1997

Page 45: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[45]

Μια ζωή παναχωρίσια

Από δεκάξι χρονών που παντρεύτηκα, μέναμε στην

απάν΄ Σουβάλα. Εκεί ήτανε το δάσος, εκεί δούλευε ο άντρα μ΄. Έφκιανε βαρέλες από έλατα, δε γυρίζει άλλο ξύλο, γι΄αυτό λέγανε ποιός έλατος βαστάει νερό.

Εγώ φόρτωνα τις βαρέλες στα ζα και τα ποδάρια μ΄ δουλεύανε.

Πάαινα μέχρι τις Λειβανάτες, Παλιοπαναγιά, Μαυρομάτι απ΄έξω απ΄τη Θήβα. Ούλα τα αρβανιτοχώρια τάχω σεργιανήσει. Τις πούλαγα με λεφτά και λάδι. Έτσι μάζευα και το λαδάκι μας.

Μαζευόντανε οι Αρβανίτισσες, κουβεντιάζαμε, εγώ δεν ήξερα αρβανίτικα και τις ρώταγα τι λένε. Συμπεθεριό κάνουμε, λάγανε, και παίρναμε από δυό, τρεις βαρέλες η καθεμιά για το νερό, αυτές που βάνανε στον ώμο.

Ξεκινάγαμε παρέα, εγώ, η Ουρανία τ΄ Κολώνη, ο Μήτσος ο Φωτάκος με μαχαίρια, η Γαρέφω του Θανάση του Νταούτη η γυναίκα. Τηράγαμε πότε θα βαρέσει η Πούλια, αλλά πολλές βολές κινάγαμε τ΄ αποβραδίς και φέγγαμε στην Αταλάντη. Δε σωνότανε ο δρόμος, παιδάκι μ΄. Γιατί δεν πααίνανε οι άντρες; Αυτοί πααίνανε στο λόγγο και βγάζανε δόγιες για βαρέλες, για να ματαπάμε.

Το βράδυ μέναμε σε σπίτια, είχαμε φίλους. Εμείς ξαποσταίναμε, τα ζα τρώγανε. Ήταν αλλιώς ο κόσμος, άμα ζήταγες να μείνεις δε σου λέγανε όχι. Τώρα μπάζεις κανένα μέσα; Χάλασε ο κόσμος, πάει ο παλιός ο κόσμος.

Υστερότερα μπήκανε βρύσες στα σπίτια και δεν παίρνανε βαρέλες. Ο γέρος μου άρχισε να φτιάχνει αδράχτια, σφραγίδες για πρόσφορα, αντιά που υφαίνουν οι γυναίκες, σαΐτες.

Ζούγαμε μ΄αυτά που βγάζαμε. Βάζαμε και στα χωράφια βαμπάκια και φασόλια. Δόξα το θεό καλά περνάγαμε. Χρεωθήκαμε μαναχά άμα μου πεθάνανε δυο κορίτσια, τα πρώτα. Εξήντα δυο μερόνυχτα ήμαν με το κορίτσι μ΄ στον Ευαγγελισμό. Πείνασα, δίψασα, κρύωσα, ήτανε και χειμώνας. Είχα ένα βιβλιαράκι με παροιμίες και ποιήματα πούχα γράψει για το κορίτσι μ΄ και τόχασα. Αλλά θα τα σκεφτώ και θα τα ματαγράψω με τρανά γράμματα στο τεφτέρι.

Κι άμα σταμάτησε ο γέρος να φκιάνει βαρέλες και τ΄ άλλα, εμείς καθόμασταν απάν΄. Εκεί ήταν το χωριό μου.

Page 46: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[46]

Εγώ γεννήθηκα στο δρόμο. Η μάνα μ΄ ήτανε τσοπάνισσα, ΄ρχέτανε απ΄το μαντρί και μ΄ έκανε στο δρόμο. Τώρα γεννάνε ο κόσμος στο δρόμο; Δε γεννάνε παιδάκι μ΄.

Άμα περάσει το Πάσχα θα πάω απάν΄. Ησυχία, κάθομαι στο σπιτάκι μ΄ πλέω καμιά νατντελούλα να χαζεύω, να περνάει η μέρα, σκαλίζω και λιγάκι περιβόλι, για μια ντομάτα, ένα φασολάκι, να φιλεύω τ΄ αγγόνια μου.

Έρχονται κι εκεί άπαν΄ για γιατρειά. Τις προάλλες έφκιασα μια κοπέλα πούρθε απ΄το Κηφισοχώρι. Είχανε πανωκαβαλικέψει και στρίψει τα νεύρα. Άντε – άντε της τόφκιασα. Θειά, δεν έχω λεφτά, μούπε, θα σ΄ φέρω λαδάκι. Μούφερε λάδι κι ελιές. Πείσμωσε με τους γιατρούς, αλλά της είπα, τους χρειαζόμαστε κι αυτούς, μην κρένεις.

Το χινόπωρο κατεβαίνω. Φέτος τ΄ Αϊ – Βασιλιού πόκανε καλές μέρες και του Χριστού πήγα απάν΄ μαναχή μ΄, στην ησυχία μου. Κόλλησα τη φωτιούλα μ΄, κάθισα στο κρεβατάκι μ΄. Τώρα, όπως λένε, πάνε κι ανοιούνε τις πόρτες, αλλά εγώ έχω το τουφεκάκι του γέροντά μ΄, το δίκανο. Μούκρινε κανένας; Θα του τα κόψω τα ποδάρια. Δε σκιάζομαι. Φέτος Πάσχα είναι αυτό με αίμα; Δεν είναι προκοπή αυτή, σκοτώνεται ο κόσμος. Ο Θεός τα δίνει, ο Σαϊτανάς τα δίνει, δεν ξέρω.

Μάρτιος – Απρίλιος 1999

Page 47: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[47]

Η Κατσαμπέρω θυμάται

Χορεύαμε όξω απ’ το σχολείο και μπαίνω μπροστά.

Ήμανε 10 – 12 χρονών, αυτού μέσα. Εκεί που χορεύαμε, εγώ μπροστά, γεια σου τσακπίνω, μου φώναξε η δασκάλα μου, δεν θυμάμαι τ’ όνομά της. Τα παιδιά όμως δεν ακούσανε καλά τι είπε η δασκάλα και είπανε κατσαμπέρω κι έτσι μούμεινε το όνομα. Δεν πείσμωνα, ας λέγανε η Κατσαμπέρω.

Μια βολά φτάνει και ο Θύμιος ο Διαμαντώνης, 'ρχότανε από κει τ’ Κότσια κι ακούω «θειά Κατσαμπέρω, θειά Κατσαμπέρω». Τ’ λέω, τι θα πει θειά Κατσαμπέρω, να πεις θειά Θανασία. Να με συγχωρείς θειά Κατσαμπέρω, μ’ απαντάει. Πάει μόμεινε αυτό, αλλά δεν πεισμώνω. Τώρα άμα περνάω και βλέπω το Θύμιο μ’ λέει: Να με συγχωρείς θειά Κατσαμπέρω!

Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ τα παλιά. Πααίναμε με τον άντρα μου για στάχυα σαπέρα στα Δαδιώτικα, τα φορτώναμε στο γμαράκι. Η γριγιά τα στούμπαγε το βράδυ και έβγαινε 10 οκάδες στάρι. Αυτού ήταν η δυστυχία και η φτώχεια. Ύστερα πιαστήκαμε. Έφκιανε ο άντρας μου μαχαίρια, κλαδευτήρια, δρεπάνια, ψαλίδες, απ’ ούλα και πααίναμε στα παζάρια.

Έκανα δυο παιδιά και δυο κορίτσια, 27 χρονών τα είχα κάμει. Δόξα ο Θεός δεν έχω κανένα παράπονο, ούλοι μ’ αγαπάνε. Η γειτονιά έκλαιγε άμα μας πήρε το παιδί μ’ εδώ κάτω.

Φεύγαμε παρέα να μαζέψουμε βαμπάκι, η Θανασία τ’ Κολοκύθα, η Λουκία τ’ Βοριά, τη λέγαμε Μις Ελλάς, ωραία κοπέλα, η Παναγιού τ’ Τυροβόλη, ήμασταν ούλες μία και μία.

Φκιάναμε και καμιά ρομπούλα και κάναμε κι εμείς επιδείξεις της Παναγιάς, του Χριστού. Χορεύαμε τότε μαρί, που είναι αυτοί οι χοροί! Άλλος στην εκκλησιά άλλος στου Διαμαντώνη, άλλος παραπάνω.

Όλος ο κόσμος τις Αποκριές, παιδιά και κορίτσια με φουστανέλες και σεγκούνια, ποια θάτανε η καλύτερη να μας διαλέξει ο γαμπρός, και τραγουδάγαμε ούλοι. Όποτε θέλαμε χορεύαμε και σιακάτ. Τα κορίτσια τότε δεν ξέρανε φουστάνια Ευρώπης, όπως τα λένε. Φοράγανε φουστάνια υφαντικά με μπουλκάκι απ’ όξω, να κρένε απάνω τους, και κοσίδα από πίσω. Τι να δεις, τι να δεις!

Η Φούνταινα μας έλεγε, θα σας φκιάσω με γιακαδάκι το μπουλκάκι. Ήτανε καλή, παλλαϊκή μοδίστρα, από το Μπράλο ήτανε.

Page 48: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[48]

Χορό και τραγούδι δε μ’ έφτανε κανένας, πρώτη! Ο πατέρας μου ο γερο – Μπαρδαμπούλιας, βάραγε καραμούζα, τούμπανο, ο γερο-Κοντοϊάνης και ο γερο – Μανέτας, χορεύανε και γενότανε πάταγος.

Όταν ήτανε οι Γερμανοί και οι Ιταλοί εδώ, ήμανε έγκυος. Χτυπάνε οι αντάρτες δυο Γερμανούς. Τι να κάμω, είχα και τα δυό κορίτσια.

Με πιάσανε οι πόνοι, παίρνω το ένα απ’ το χέρι, το άλλο ο Νίκος, ένα καρβελάκι ψωμί, μια βελεντζούλα και παέναμε σαπάν’. Με βάλανε καβάλα σ’ ένα ζο. Εκεί στις κδέλες δεν μπόρεγα άλλο να σταθώ. Πετιόμαι, γονατάω καταγής, πέφτει το παιδί, σερνικό παιδί. Ουδέ ψαλίδι, ουδέ σουγιάς να κόψουμε τον αφαλό τα’ πιδιού.

Το μαθαίνει ο Παναγιώτης ο Κουγιότας κι ο Στοφόρος ο Βέλιος που είχανε τα πρόβατά τους εκεί στου Κόκκαλη. Φτάνε εκεί. Πέρναγε και ο Λουκάς της Φανής, τ’ Τσατήρα το παιδί, πάγαινε με λιγάκι νεράκι. Φέρε Λουκά το νεράκι, τούπανε, να το δώσουμε στη θειά. Σουγιά μπας κι έχεις Λουκά μ’; Έχω ένα μικρό.

Ο Παναγιώτης ο Κουγιότας βγάζει το τσουπαρόσκοινο, όλο σαριά, δένω τον αφαλό, ούτε μικρόβια, ούτε τίποτα. Τυλίξαμε το παιδί σε μια βελεντζούλα και καβάλα, εγώ πήγαμε στις πλαγιές, στους Αναγναίους τους συμπεθέρους. Με ξαπλώσανε κι η γερο- Λελούδα μόδινε ούζο. Πιες, μόλεγε. Έπεσα ξερή. Το παιδί το βαφτίσαμε Γιάννη, αλλά το φωνάζουν Κόκκαλη, απ’ την τοποθεσία που γεννήθηκε.

Περνάει μια βολά ένας φωτογράφος Αθηναίος. Είχαμε από μια μικρή φωτογραφία ο Νίκος κι εγώ και μας έβαλε μαζί σε μια μεγάλη κι’ όθε μας κυνηγάνε, την έπαιρνα κοντά για να μη χαθούμε! Να γελάς.

Άλλη βολά θερίζαμε στου Βελή, στον Καψορώνη. Ήρθε η ώρα κι αποστάσαμε. Ακούω το ρολόι ντάγκα – ντάγκα. Κορίτσια, λέω, πετάτε τα δρεπάνια. Γειά σου Αδαμόπουλε, πόφερες το ρολόϊ. Φωνάζω στο γερο- Βελή, είναι 12 μπάρμπα, κουράσκαμε, πότε θα φάμε και πααίναμε στον ίσκιο.

Τόπανε στο δάσκαλο τον Σουφλή και τόγραψε στον Αδαμόπουλο στην Αμερική και μόστειλε 20 δολάρια. Πήρα μ’ αυτά ένα πακέτο γνέμα κι έφκιασα σεντόνια τ’ κοριτσιών, να θυμάστε, είπα, το γερο – Αδαμόπουλο.

Κάποτε στο παζάρι της Πετρομαγούλας ήταν σ’ ένα μαγαζί 2 – 3 Σουβαλιώτες. Πιάνονται στο χορό, πετάω κι εγώ τα παπούτσια μ’ και μπαίνω στο χορό. Άμα άκουγα όργανα δε βαστιόμουνα. Και τώρα άμα παίζει η τηλεόραση δημοτικά τραγούδια, έλα γιαγιά, μ’ λέει ο άγγονας, είσαι νέα γιαγιά, δεν είσαι μεγάλη γιαγιά, και σηκώνομαι και φέρνω μια βόλτα.

Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1999

Page 49: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[49]

Από τη Σουβάλα στον Καναδά

Είμαι η Ασήμω Αδάμ (Μάκη) Σβίγκου. Τον είπανε Μάκη

για να ξεχωρίσει από τον Αδάμ τον Παναή. Χαράλαμπος και Λουκία Χρήστου λεγόντουσαν οι γονείς μου και είχα αδερφό τον Μήτσο που ήταν φιλόλογος καθηγητής. Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο του ’12 κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Είχε πάει στην Αμερική, αλλά γύρισε για να πάει στον πόλεμο. Ήταν τραυματιοφορέας και όπως μας είπανε, όταν πήγε να σηκώσει τον τραυματισμένο διοικητή του, ένας όλμος τους σκότωσε και τους δύο. Ήταν η ώρα που χτύπαγε η σάλπιγγα για ανακωχή. Λίγο νωρίτερα είχε σκοτωθεί και ο άντρας της γειτόνισσας, της Θωμίνας, ο Θωμάς Σβίγκος. Η μάνα μου, όταν έμεινε χήρα, ήταν 25 χρονών. Ο αδερφός μου ήταν 5 χρονών και εγώ 8 μηνών. Δούλεψε σκληρά για να μας μεγαλώσει. Άμα μεγάλωσα βοήθαγα και εγώ. Όλη μέρα δουλειά στα χωράφια και το βράδυ στον αργαλειό, παρέα με τη μάνα μου. Σπουδάζαμε και τον αδερφό μου καθηγητή. Παντρεύτηκα τον Μάκη το Σβίγκο. Δουλεύαμε στα χωράφια: Καλαμπόκια, σιτάρια, βαμπάκι, αμπέλια. Απόκτησα τρία κορίτσια και ένα αγόρι: Την Αθανασία, τη Λουκία, την Ιωάννα και το Θανάση. Ο κουνιάδος μου έκανε πρόσκληση στην Αθανασία και πήγε στον Καναδά. Παντρεύτηκε εκεί έναν καλό έλληνα από τη Σπάρτη. Ένας κοντά στον άλλο φύγανε τα παιδιά μου για τον Καναδά. Εμείς οι δυο με το Μάκη πήγαμε εκεί το 1975. Ντιπ δε φοβήθηκα στο αεροπλάνο, ούτε μ΄ ένοιαζε τίποτα, έπλεκα με το βελονάκι όσο να φτάσουμε. Μέναμε όλοι στο Κέμβιλ, λίγο έξω από την Οτάβα. Κάθε μέρα φεύγανε όλοι για τη δουλειά τους και εγώ στο σπίτι φύλαγα τα εγγόνια, μαγείρευα, ψώνιζα. Είχα μάθει τα λεφτά και κάμποσες λέξεις. Δε σε γελάγανε στα ρέστα, καλός κόσμος. Είχε εκκλησία ορθόδοξη. Κάθε Κυριακή όλοι οι Έλληνες μαζευόμασταν, μιλάγαμε Ελληνικά. Και μέσα στην οικογένεια μιλάγαμε Ελληνικά. Γιορτάζαμε τις ελληνικές γιορτές όλοι οι Έλληνες και κλαίγαμε κιόλας.

Page 50: Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται

[50]

Είχα πάρει από δω σεγκούνια και για τα τρία τα κορίτσια και τα φοράγανε στις 25 Μαρτίου. Εμείς μαζευόμασταν όλη η οικογένεια στο σπίτι του γιού μου, είχε μεγάλο σπίτι. Είδα και το Νιαγάρα. Παράξενα πράματα. Αγόρασα και δισκάκια και μαντήλια με το Νιαγάρα. Ανέβηκα στον Πύργο, 650 μ. ύψος, στο Τορόντο. Είχε και ένα ποτάμι που χωρίζει την Αμερική από τον Καναδά, όσο έβλεπε το μάτι σου πλάτος, δεν έχω ματαδεί. Χόρτασε το μάτι μου χιόνι από τον Οκτώβριο ίσαμε το Μάιο Ντυνόμαστε καλά και πήγαινα με τα πόδια στα κορίτσια. Μόλεγε κανένας γνωστός στο δρόμο να με πάει με τ΄ αυτοκίνητο, πλίζ έλεγε, θένκγιού όχι, έλεγα. Μια μέρα είχα τέσσερις τσάντες ψώνια, έρχεται μια γυναίκα, μου τις παίρνει, τάχασα εγώ και έτρεχα από πίσω της. Ζοάνα μούλεγε εκείνη, ήξερε την κόρη μου, με γνώρισε και με πήγε. Φύτεψα στον κήπο κολοκυθιές το καλοκαίρι και όταν άνθισαν ρωτάγανε τι λουλούδι είναι αυτό. Δεν είναι για ομορφιά, τους έλεγα, είναι για φαί. Γυρίσαμε το 1985. Στενοχωρέθηκα που φύγαμε. Όμως ξαναπήγαμε με το Μάκη να δούμε τα παιδιά. Έχω τώρα 10 εγγόνια, 7 κορίτσια, 3 αγόρια και 2 δισέγγονα κορίτσια. Να είναι όλοι καλά εύχομαι. Και να σου πω και κάτι, θέλω να ματαπάω να τους δω όλους.

Ιούλιος – Αύγουστος 2000