Τα κουκλάκια

72
ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΡΑ ΤΑ ΚΟΥΚΛΑΚΙΑ ΑΘΗΝΑ 2016

description

 

Transcript of Τα κουκλάκια

ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΡΑ

ΤΑ ΚΟΥΚΛΑΚΙΑ

ΑΘΗΝΑ 2016

Τα Κουκλάκια

Ιστολόγιο: http://karthara.blogspot.gr/ email: [email protected]

Μαρία Καρδαρά

Τα Κουκλάκια ποιήματα

Ιδιωτική Έκδοση

ΑΘΗΝΑ 2016

ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ

Θρήνος για τη Μητέρα μου, Αθήνα 1981 Ο Αίολος, Αθήνα 2013 Ο Σετλά, Αθήνα 2015

Στη φίλη ποιήτρια

Γιώτα Αργυροπούλου

Ι

ΕΡΩΤΗΣΗ

Ποιος θα γλυτώσει τη χλωμή

την άρρωστη αγάπη

Ποιο στόμα νεκρό θα σταματήσει

την αιμορραγία

Ποιος κάνει τον αθώο και το έγκλημα!

ΙΙ

ΣΕ ΟΜΟΙΩΜΑ

Πώς άντεξες τόσα γλυκά, τόσα ωραία

να πετρώσεις

Απαίσιο ομοίωμα

πού θα σταθείς να σταματήσεις

το κύκνειο άσμα κάθε ώρας

και τη σοφία των χαμών

Ύδωρ, αήρ και πυρ σε ένα μπουκάλι

θα κλειστούμε σφραγισμένοι

Θα μας λιώσουν, θα μας θάψουν

ως θησαυροί πολύτιμοι των γενεών

θ΄ανοίξει το μπουκάλι ένα έμβρυο

που θα σφυράει και θα βρέχει και

θα καίγεται

Και δε ξέρω ποιο ζώο – τέρας θα γενεί

πώς θα αντέξει την ερημιά του

ο κυρίαρχος του κόσμου

Ένα ομοίωμα κι αυτός

αλληλουχία εκπροσώπων

ΙΙΙ

ΤΑ ΚΟΥΚΛΑΚΙΑ

Τα όμορφα παιδιά της νύχτας –

τα όμορφα απ΄το ποτό και το χορό

πιάνουν τον ήχο των χρημάτων

με τη σφαίρα –

το σεβαστό ποσό του έμπορα

Μες την κραιπάλη της ζωής τους

τα όμορφα που μαραζώνουν στα υπόγεια

πουλάνε το τρελό φιλί

και τα κρυφά της νύχτας

για μια χαρά απ΄την κραυγή

Κρυμμένα από το φως

χαμένα στις σκιές αναερόβια

Δυσβάσταχτες καρδιές!

2

Τα όμορφα παιδιά της νύχτας

παίζουν το παιχνίδι της φωτιάς με το νερό

Κρεμασμένα ανάποδα όπως οι νυχτερίδες

να γλύφουν με τη γλώσσα τους το θάνατο΄

στις σκοτεινές παλίρροιες του κόσμου

Κι από το έσχατο σημείο ο αέρας

χτυπάει βαριά τη σιδεριά

να κομματιάζεται η μεθυσμένη μουσική

η μεθυσμένη γύρη

Και το τρελό φιλί αιμορραγεί

στο σκελετό της νύχτας

3

Ακόμα επιμένουν

ότι ο άλλος είναι ψεύτικος:

ένα κουκλάκι – ένα παιχνίδι

που συμφώνησε ο κόσμος να υποχωρεί

στις απαιτήσεις τους

Ένα μπαλόνι που πετάς και επιστρέφει

στις διαστάσεις της αιώρησης –

βελόνα πύρινη θανατηφόρα!

Ένα κουκλάκι που όταν θέλεις σου γελάει

και όταν απαιτείς να θλίβεται να κλαίει

Και να σου αποσπούν την προσοχή

αυτά που θέλεις να ακούσεις

τα υποτακτικά που σε σκλαβώνουν

πως πρέπει να υπερτερείς

να μην τελειώνει το παιχνίδι

της παρέας

Αλλιώς χαλάει η προσέγγιση, το θείον

και οι πτέρυγες των ουρανίων

Ένα κουκλάκι εναλλασσόμενο

στις επεμβάσεις των καιρών

που χώρεσε στις χούφτες σου το έλεος

Κι έκανε κύκλους στο νερό

όταν το πέταξες στη θάλασσα σα φως

και τόβγαλες σα ψάρι στη στεριά

να σπαρταράει

4

Εμείς τα κουκλάκια είμαστε ελαστικά

στην επιείκεια του τόπου και του χρόνου

Πάντα υπάρχουν όρια ανοχής και αντοχής

Και είναι απεριόριστα τα ελαστικά των φόνων

αν λέμε υποταγή και την επίδραση της νύχτας

και των πεπραγμένων

Και είπε ο κουκουλοφόρος

θα τιμωρήσω το κουκλάκι

θα δέσω τα χεράκια του

με σύρμα αγκαθωτό, θα κλείσω το στόμα του

με κόκκινο βαμβάκι

θα το εσωκλείσω στην απόγνωση

Στο παγωμένο περιθώριο

5

Σωρό στα μπαρ τη νύχτα τα κουκλάκια

Και στις βιτρίνες κούκλες νάιλον

σημάδευαν την εποχή

με διαφημίσεις ένοπλες

Και ο λαός δίνει τα κουκλάκια του

Να παίξει το κεφάλι τους η εξουσία

Τα στιβαρά κουκλάκια

βάνουν τα στήθια τους σημάδι

να προφυλάνε κερδοσκόπους

που έχουν σάκους τα λεφτά

Και τους κρυφούς υπέρπλουτους

που κλαίνε ταπεινά στις αίθουσες

και βασανίζονται με όργια

Και τα κουκλάκια τους μυρίζονται

στη λιβανίλα

και δίνουν το λαιμό τους στο μαχαίρι τους

για το μεταξωτό εσώρουχο

που θα λεκιάσει από το αίμα

Τα άδολα κουκλάκια μεθυσμένα

παραδομένα στη διαφήμιση του πλούτου

κι άλλοι σκουπίζουν τα παπούτσια τους

στα νεαρά τους πρόσωπα

Τυφλοί επέταγαν ανθρώπους

να βρουν τη σκοτεινή τους γέφυρα

να πέσουν

Και πέφτουν παρασύροντας

τα γατζωμένα πάνω τους κουκλάκια

που κουβαλάνε τη ζωή για τα θηρία

Και τα θηρία θέλουν κι άλλο κέρδος

Και να μη ξεχωρίζεις τη χλιδή

από το πτώμα

6

Απηύδησε ένα κουκλάκι

Και ύψωσε βουνό με στάχτες

να ανεβεί ο πληχτικός

ο άξεστος που σπαρταράει

στο χρυσό κλουβί του

Και έχει στο πλάι του τους ορθογράφους

και τους αριθμηστές

και του χαράζουν ηλεκτρόνια

και τον ιδιωτικό του ουρανό

7

Κουκλάκι με συκόφυλλο στη μέση

χύνεται άσπρο γάλα και σε καίει

στα τρυφερά σου μέλη

να προχωρείς στο άγνωστο

και στο αόριστο

Ελεγχόμενο να οδηγείς

τα ψεύτικα όνειρα

με την ηλιακή σου ρόδα

Και τον ίσκιο της ρίχνεις

στα νοήματα

Ταχύτητες που χάνεις τους παλμούς

Και στις ακτές τις δροσερές

ξαπλώνεις την ήττα και τον έλεγχο

Άλλοι δουλεύουν δωδεκάωρο

άλλοι ψυχαγωγούν και δολοφόνους

Αστέρι γονατισμένο

πίνεις τον ιδρώτα σου

και ανεβάζεις με το κύμα σου

τη μουσική για καρχαρίες

8

Ανεύθυνο κουκλάκι . . .

με τα πεπρωμένα σου να ανθίζουν

στην πηγή σου

Να τραγουδάς την ειρωνεία σου

τη σκοτεινιά εξόδου

Να παρακολουθείσαι και να απελπίζεσαι

σαν εύνοια του ουρανού

που διαχέεται στο κενό

Και στο κενό εσύ να κλείνεσαι

και να ελευθερώνεις την απόγνωση

στο Παν

Χίμαιρα άσπρη στο σκοτάδι

με τα κεφάλια σου κομμένα

στους γύρους

γίδα λιοντάρι δράκος

χίμαιρα πολυκέφαλη

το θηρίο άνθρωπος σε σένα προσδόκησε

9

Κουκλάκι απεγνωσμένο

απ΄την ελπίδα την ατέρμονη

που σε ναρκώνει όπως το φίδι

το χειμώνα

Και κουλουριάζεσαι γύρω

από τη σιωπηλή κραυγή

Άλλοτε σέρνεσαι στην αγωνία

των αλόγων

που αχαλίνωτα και μόνα τρέχουν

τις εικόνες που ακολουθείς

Και η σκέψη να καρφώνεται στο χρήμα

σε όλες τις μορφές και τα μεγέθη

Φανατισμός του κέρδους μηχανοκίνητος

και ατέλειωτος

Όποιος αντέξει θα ζήσει

με όνειρα ομοιοπαθητικά

Πικρά στόματα!

10

Τα δίχτυα σήμερα είναι μαγνητικά

θα πιάσουν και σένα που κάνεις τον κάβουρα

Το γονίδιό σου ηλεκτροπλήττεται

τυφλό και άφωνο

στον απερίγραπτο πόνο

Με μαύρη στολή ο θλιβερός επιστήμονας

τεμαχίζει την αόρατη πλάση

Όλα βράζουν και αφρίζουν

δηλητήρια

Οι μάστιγες κυκλοφορούν ανεμπόδιστα

Αχ, Γη, αχ μάννα μάγισσα τρομακτική

και λατρεμένη

ελπιδοφόρα άλλοτε στο νου

λεπιδοφόρα και να η απεξάρτηση

ηλεκτρικά τρυπάνια ανοίγουν

τη κοιλιά σου

Κομματιάζουν τα έμβρυα

και τα εμφιαλώνουν σε οξύ αυξητικό

11

Μετά απ΄ την αποτυχία

κουκλάκι μελαγχολικό

γελοιοποιήθηκε ο αυτοσαρκασμός

ο ανελέητος διασυρμός

της ώρας και του πόνου

Όλα δέχτηκαν τη χλεύη και η φιλία το θάνατο

Στην άκρη των οδών στη πινακίδα

είναι γραμμένα τα χιλιόμετρα -

ποτέ ο αριθμός ατυχημάτων

Το πάθος είναι σώμα δυνατό

που οι εποχές του στήνουν μηχανές και

το μαδάνε σαν τη χήνα

Αχ, τι παραίσθηση και ανοχή και ενοχή

να παίζεις με το σώμα σου το γέρο

και τη γριά

τόσο αληθινά και τόσο ψεύτικα

Στη μέση των οδών απαγορεύεται

η διάβαση

και σε καρφώνει ο πανικός

για το χαμένο ψέμα

12

Κουκλάκι απροετοίμαστο

στις έμμονες ιδέες

να πιστεύεις αυτό που θέλεις να είσαι -

τη σταθερή αοριστία σου

Ο πολιτισμός έχει τις αρχές του

και τις περιπέτειές του

Ο πολιτισμός είναι εμπειροπόλεμος

Το καλύτερο όπλο σκοτώνει το φονιά

Όλα τα ξέρουν τα σπλάχνα

Τη στέρηση των πραγμάτων

τη στέρηση της καρδιάς

Ο νους στο πράμα ελπίζει και απελπίζεται

Όπως το πνεύμα μόνο με ζωή ευτυχεί

και με ζωή συνεχίζεται

Προγονικές αισθήσεις και γενέθλιες πνοές

χαρίζουν τους ρυθμούς στους χορευτές

Τις λυρικές ελπίδες

13

Κουκλάκι γιατί διασύρεσαι

μέχρι το απόλυτο;

Μέτρησε με σκόνη το ύψος σου

το παντοτινό

ο άνεμος διεγείρει τη χαρά

και τον όλεθρο

Μετρήσου με τον άνεμο και με τις αγωνίες

της φωτογραφίας σου

Και όπως παίρνει ο καιρός τα γεγονότα με τη σάρκα

ο λόγος δόθηκε σαν ισοπαλία των αριθμών

Ανακάλυψε όσους αριθμούς θέλεις

Μέτρα και μόρια των ρυθμών

Το γκρίζο του γκρεμού

Την αδηφάγο εσπερία

Το χλωμό σου βάρος κουβαλάει

μια γη σε διάλυση

Και σφίγγουν τα λουριά

ν' αντέχει ο σωματοφύλακας και τη δουλεμπορία

14

Κουκλάκι λιώνει τη νιότη σου

ο αφρισμένος κόλακας του νου

Τι θόρυβος κι' αυτή η πτώση!

Περπατείς στον καπνό

με πηδήματα αράχνης

σ' αυτή την εποχή του σκοινιού

και του παλουκιού

Αποστολή κι αυτή να ερμηνεύεις

δέκα φορές το ένα

Με την εφημερίδα σου να καίγεται

Και συ να νιώθεις την παραφορά με διαίρεση

της αρχής και του τέλους

Όλοι με τους χάρτες και την τράπουλα

να βγάλουν το απρόοπτο

Το επικίνδυνο φορτίο

Λεκάνες σιδερένιες και πάγος ηλεκτρονικός

και μέσα τρέμουν συκώτια και καρδιές

νέων φορέων

Ξερίζωσαν τα σπλάχνα τους και τα πουλάνε

Και συ κουκλάκι των εργαστηρίων

ρίξε τα μάτια σου στο χώμα που χλευάζει

τη φόρμα σου τη δόξα σου

15

Κουκλάκι πεταμένο

όπως αυτός που κλαίει

Έχει ομίχλη ο ουρανός κει που κοιμάται ένα αστέρι

για να σβήσει

Και απολιθώνεται το φως από το τέρας

Η ύπουλη προσέγγιση της τελευταίας ώρας

Με κόκκινα στήθια

έψηναν την ομοιότητα

Και η λογική προκάλεσε τον πανικό της λείας

και του κόσμου

16

Κουκλάκια τρυφερά

απόκληρα από γέννηση

μοναχοπαίδια σαν έρημα παιχνίδια

πεταμένα

και άλλα που δε θέλει κανένας

Ταινίες με πρωταγωνιστές αυτοκίνητα

τανκς αεροπλάνα

και πύραυλους -

έτσι χτυπήθηκε για πάντα ο ουρανός

στη ραγισμένη άσφαλτο

Πότε θαρθή το τρυφερό ελάφι

να ημερώσει ο μαγνητισμός

το σφάλμα και τον τρόμο

17

Κουκλάκι μηχανοποίητο

η μηχανή σου θα κραυγάζει αντί για σένα

έτσι όπως είσαι αριθμημένο

και κατά λάθος το χαμόγελο -

πρώτες βοήθειες και στη συνέχεια πτώση

Η φτέρνα γυρίζει κατά μέσα της την Απολλώνια βολή

Ισοπαλία! όλοι θα πάρουν λάθος αντίπαλο

Όμως ο καπιταλιστής πάλι μπροστά

αυτός προετοιμάζει, αυτός ενημερώνει:

Χάριν του ανθρώπου φονεύσαμε τα λιοντάρια

Χάριν του ανθρώπου κάψαμε τα δάση

και τις φυλές των δασών

Τα παραδεισένια πουλιά κάηκαν με τον παράδεισο

Στα καπελάκια σας κουκλάκια

Βάλτε νάιλον φτερά και νάιλον κεφάλια

Μας μπόλιασε ο Κύκλωπας!

στο πήλινο κλουβί του έγινε περιεχόμενο

η ασυλλόγιστη κοινωνία

Και κάτω ο Ραδάμανθυς δικάστηκε

να τους ζυγίζει - θεοκρατική περίπτωση

Και κρίση της προστασίας των Ιλισίων

18

Βάνουν βόμβες στα γκαράζ στις εταιρίες

στα κεφάλια Πυρ ανάφλεξη!

Και κρύβει τις νοθείες το ιντερνέτ

Κουφό πηγάδι εσύ κρατείς τη φρίκη

των βεγγαλικών που σβήνουν

Και όσα φώτισαν με το εκρηκτικό τους φως

τα αφήνουν πάλι στο σκοτάδι να ματώνουν

Και ο γνωστός τρελός

γυμνός πάνω στο χιόνι

γελάει ευτυχισμένος

που είδε το θάνατο άσπρο

19

Σ' αυτή την παράσταση με τα κεριά

και με τις άσπρες σκόνες τις πολύπαθες

ένα άλογο έτρεχε μόνο

Ο αναβάτης έπεσε - θα πέσουν κι' άλλοι

για την πορεία προς τον ήλιο

Όλα διατιμήθηκαν στο χρηματιστήριο

κι ας ήταν άγνωστα από πριν τα ψαλίδια

που κόβουν γλώσσες και λαιμούς

Ένα ουράνιο τόξο διέφυγε απ' τα χρώματα

κι' άφησε ένα θέλγητρο

ένα αόριστο σημείο

εκεί που κάποτε σταμάτησε ο χρόνος

20

Να σταματήσει ο κύκλος των ανέμων

τη διάφανη πανωλεθρία

Τα κινούμενα χάρτινα σε πράξεις ανθρώπων

Ντυμένα φανταχτερά τα φουσκώνει

η μηχανή των δολαρίων

Φτάνει το πραγματικό μαχαίρι -

δεν χρειάζεται το ψεύτικο

Το ξέρετε βεβαίως

αλλάζει τόπο και κατεύθυνση

η κόκκινη σιωπή τόσων αιμάτων

Και μη ζητάς απ' τα ηφαίστεια

να σου ανοίξουν τη καρδιά τους . . .

21

Κουκλάκι την αποτυχία τη λες όπως θέλεις -

ακόμα και διάνοια

Και τι να πουν τα λόγια για την πείνα

και το διασυρμό της

Τι να πουν τα λόγια όταν στερεύει το νερό

Η φύση έχει μια κραυγή μες την καρδιά της

όταν ξεραθεί το δέντρο

Κι΄ όταν σε βρήκε σκοτωμένο

με την αθέατη τρεμούλα στο σκοτάδι

22

Μένει απέραντος ο κόσμος και ο Όλυμπος

με τόσες θύελλες του ουρανού

και της καρδιάς

Με τόση τρυφερότητα και μύθους της φωτιάς

Αρχέγονα φίλτρα με λυρικές καρδιές

πνοές των υγρών ουρανών -

πνοές και αφές τα προσφιλή της ζωής

Το πνεύμα λεηλατεί το υπαρκτό

Και το ανύπαρκτο προσμένει

γλυκιές μουσικές ανθοφόρου νοτιά Και

«κάλλιστον ίχνος εξελίσσουσιν ποδός»

23

Μπλεγμένοι στα θέματα

Κάθε διάβημα διαμαρτυρίας

αυτοί το βάνουν στα γέλια τους

Και στα όπλα τους

Πού είναι η αυτουργία: χα! . . .

Εδώ η γη είναι βαριά

μια δουλοπαροικία

Μαστοράτζα – πρωτομάστορες

προνόμια – αναρχία

Και βέβαια ομιλούσι

και φωναχτομιλούσι τα Μααστραχόσκυλα

Φέρνει θύελλες ο άνεμος Σένγκεν

Το άνισον της μερίδας

Και το μάταιον είδος –

επιείκεια διάμετρος και κουκλάκια

Ονειρεύονται παγκόσμια συσσίτια

Ντενεκεδάκια

24

Κουκλάκι να χαίρεσαι

όταν δεν σε επιλέγουν

στις σκοτεινές γαλαρίες

Ότι και να γίνεται κρυφό και μυστικό

όλοι προβάλλονται. Σύμπαν

Τα χάλκινα και τα ασημένια

και το ποιόν της φύσης

οι μεταφορές και το ενταύθα

γιατί φοβούνται – γιατί γλυκαίνονται

το ίδιο παρόν

25

Κουκλάκι στον καθρέφτη σου

που θαυμάζεσαι και γνωρίζεσαι με τα ζώα

όλοι φεύγουν κάποτε

Απ΄τ΄ασημένιο πλαίσιο μια φωτογραφία

κραυγάζει και καίγεται το σπίτι

Ανοίγουν οι καταπαχτές

και μπαίνει ο έλεγχος

Έλεγχος στα σκοινιά

έλεγχος στις θηλειές

έλεγχος στα κουκλάκια

Στους κρατήρες λάμπει ο άδειος ήλιος

Και η περιγραφή του Τάρταρου

βάθη σκιές, ο κόσμος ανάποδα

Λείος και Κρόνος τρώνε την πέτρα

και σπάζουν τα δόντια τους

και την ευφυία τους

Κι΄ούτε ένα στήριγμα – μια κόχη . . .

Έχεις μακριά μαλλιά από ακτίνες μεταλλικές

και μια τροχιά επισκέψεων κρατουμένων

26

Άσχημο ζώο σφάχτηκε στον καθρέφτη –

απ΄τον Περσέα –

ο πρώτος ηλεκτρονικός προσανατολισμός

Αφροί από ρόγχους περιφέρουν τον όγκο

Ο περίεργος φωτιστής των γεγονότων

αποσύρθηκε

και το διάσημο παραδόθηκε

Στάση δείχνει ο δείχτης του δαίμονα –

το πλανημένο πνεύμα

και το αμείλιχτο πρόσκαιρο

Και η πέτρινη φωνή . . .

με ξαναφέρνουν τα διαμάντια στη μορφή της:

υπόκωφη μαρτυρική σημαδεμένη

27

Σκυθρωπός αέρας γκρίζος φύσηξε

πριν να κουρνιάσουν έξω απ΄τη ζωή

οι μεθυσμένες κάρυες

Τι να πει το νερό; ανατριχιάζει –

τρώνε και τρώγεται το άκριτο μέλλον

Αφές ιδρωμένες κρύβουν τα πρόσωπα

Αφές των πάγων στις ανοιχτές πληγές

αφές της ομίχλης άδειες από μνήμη

Η υγρή πανσέληνος οδηγεί επικίνδυνα

τα ανυπόμονα πάθη

. . . .

28

Τότε . . .

ολόκληρη η κόλαση ήταν μόνο για δύο

Μια ατέλειωτη απελπισία λουλουδιών

όταν χώριζαν τα κορμιά τους

και την κόλαση

Μια γλυκιά απορρόφηση ουρανών

όταν έσμιγαν τα κορμιά τους

και την κόλαση

Κόλαση!

29

Οδυνηρό μυαλό αν γίνει μόνο μνήμη η ζωή σου . . .

Αν γίνεις μόνο μνήμη

να βγαίνει απ΄το αίμα σου

το γκρίζο ερπετό αντί για σένα

Με κόλπα όπως εγώ

όπως θα ήμουν εγώ

αν ήμουν εγώ

σε μια πιθανότητα στα επίγεια ίσως

Και στα ουράνια ίσως με νέφη λευκά

μ΄αυτά τα σκληρά πράματα να κραυγάζεις

και να αφυδατώνεσαι στην πλημμύρα

που πνίγεσαι

Αν ήμουν εγώ μια αμνησία διάβολε!

ν΄ανταποδώσω με οργή την περιφρόνηση

στον ανίατο χρόνο

Όπως εγώ

να κόψω το τριαντάφυλλο που με τρελαίνει

να μπουν τα αγκάθια του στα δάχτυλά μου

Να τρέχει αίμα

Και να μη ξέρω αν αυτό το αίμα

είναι δικό μου

Το αίμα μου και τα χέρια μου

να είναι ξένα –

όπως θα ήμουν εγώ

30

Η άδεια αίθουσα ήταν ψυγείο

To κουκλάκι πάγωσε και θρυμματίστηκε

Τα περιβλημένα κομμάτια του

έπεσαν στη τηλεόραση

Τσακισμένοι δρόμοι απ΄ την ασωτία

Μάτια ανθρώπων στα ποντίκια

Οι κρίκοι στη μύτη, δολοφονίες,

αστυνομικό σκοτάδι

Οι αμαξάδες έπεφταν απ΄τη νύστα στη λάμπα

με το υγραέριο ή στο φανάρι του δρόμου

Όταν έβρεχε μάζευαν του άστεγους με τα σκουπίδια

Η μουσική έσκιζε το κίτρινο φόρεμα

ενώ η σκόνη πύκνωσε πολύ

στα πληχτικά τοπία τα αστικά

Τα κόκκινα κουμπάκια σου

ανάβουν και στριγγλίζουν

Στην πυρά οι μνήμονες!

31

Κουκλάκι ατέρμονο

χτυπάνε με σφυριά τ' αστέρια να κραυγάσουν -

πέτρες κι΄αυτά

Οι ασυνείδητες εικόνες

Τα δάκρυα ξαναβρέθηκαν στις τρικυμίες

στη διάσωση του παλιού κεραυνού

Όλα κινδυνεύουν Τα ζώα δεν κατάλαβαν

Και ποιος κατάλαβε!

Μετά κύλησε πνιγμένο νερό στην άμμο

Τρύπες ατέλειωτες

32

Ένα σπίτι χτίστηκε μέσα στο χάρτινο

κουτί

To μεταφέρουν με κίτρινες ρόδες

Είναι πώς τα βλέπεις, είπαν

Έκλεινες το παράθυρο με το σεντόνι

ενώ σε έβλεπαν γυμνό στο ηλεκτρονικό

κάθαρμα

Το ρομπότ περπατεί με το κεφάλι

πάνω στο πτώμα που μιλάει στην οθόνη

Και κορδέλες λέιζερ εκτοξεύονται

κατά της γενιάς των ανθρώπων

Άλλοι φωτογραφίζουν τα μέταλλα που καταπίνουν παιδιά

στο ρολόι του τοίχου

Για την οικονομία της φωτιάς και του σκότους

όλοι έξω!

33

Κουκλάκι σκυθρωπό και μόνο

οι μεγιστάνες έχουν την πλάκα τους -

πουλάνε ψαλιδάκια και κορδόνια

βόμβες και πύραυλους

και παίζουν τα κουκλάκια με το κέρδος

Πίνουν νερό μεταλλικό και θέλουν

να τους αγαπάνε οι χρυσοχόοι

Είναι μια κάστα μεταξύ τους

Υπολογιστές

Το μαύρο καρφί στη μέση του άστρου

Πλήξη και πληγές φωτεινές

ο τεχνητός χρυσός δεν μας αντικατέστησε

Θρίαμβος! Σωθήκαμε . . .

34

Κουκλάκι τι να φοβηθείς;

Τι θα χάσεις; Τα χημικά και τα ιόντα τους

σε πνίγουν

Και βέβαια οι επιστήμονες

ξέρουν τι κάνουν

Ξέρουν ποιος πρέπει να γελάει

ποιος να κλαίει

Οι ίδιοι κάνουν την ειρήνη

και τον πόλεμο

Τι να φοβηθείς;

35

Ο ηλεκτρονικός χτύπαγε τις μασέλες του έξαλλος

φορτωμένος μαύρες σχέσεις

Τίναζε τους τοίχους με τα νύχια του

και στον αέρα πέταγε κομμένες σάρκες

Α, γλίστρησες πάλι. με το κεντρί της ισημερίας

Α, προγραμμένο φως

Πληγή μου που βαθαίνεις και πονείς

η μεταλλική μνήμη αναπυρώνεται

Η αποθήκη των σπόρων σου γη

θα παραμείνει στη φτέρνα: του ανθρώπου

Ίσως να πληγωθείς ακόμα

όμως φοβάται ο φονιάς το θύμα του

Πώς είπαμε την ένωση; «θύτης και θύμα»;

Άλλωστε δεν έχει αξία η μόνιμη κατοικία

όσο οι προφυλάξεις, οι παραβιάσεις

οι αποστάσεις. 0ι κατώτερες τάξεις

μαζεύουν τα διαμάντια

σε ένα όνειρο περασμένο πια

Και πριν ένας περίπατος στην πτώση του αέρα

Στη φρίκη του κενού

36

Η αναρρίχηση των ερπετών συγκινεί

πάρα πολλούς Αλλά μεγάλος είναι ο νους που ανεβαίνει

στα όρη

Η εποχή κρίνεται απ' τα ταξίδια

και η επικοινωνία λέει κυνήγι

Τρέχουν μανίες και άγνωστες γοητείες

να βρουν την ώρα που ζεις

Κι΄αυτός ο άνεμος κι' αυτός ο κόσμος

χύνουν την πλάνη και την αίσθηση

των τρυφερών χρωμάτων

Μην το ξεχνάς

εδώ είναι Γη!

Εδώ είναι Σύμπαν το φιλί

και κανείς δεν είναι μόνος στο κόσμο

Πνίγεσαι χιλιάδες φορές να γεννηθείς

όπως το έξαλλο υποκείμενο κρύβεται

σε ακτές ανοιχτές και πετρώματα

Ριγεί το κάλλος

Τα σώματα διέρχονται με λαμπερά αστέρια

σαν όλα τα κρυμμένα από τη μνήμη

37

Λουλούδια και αλυσίδες . . .

Απώλειες ανθρώπων τιμών

και εμπορευμάτων

Και στον ελάχιστο χρ6νο χοροστατεί

η παραίσθηση του αιώνιου

Ποια απόλαυση; υγρή μου θερμότητα

θηρίο ελκυστικό μέχρι θανάτου

κρυμμένο στην ενέδρα της τροφής

και οστούν ποδός στο χώμα

Και η φωτιά με τη φλεγόμενη μορφή της

κυνηγάει ακόμα τη σκιά στα δύο

Τότε τι ευτυχίες . . .

ο τρυφερός μας μονόλογος Τι ευτυχίες . . .

38

Κουκλάκι εσύ και εγώ

Ω, δε μπορεί να είναι τόσο μικρός ο κόσμος

Μια δέσμευση και μετά όλες οι ελευθερίες

όπως η μορφή ήταν στον καθρέφτη και έσπαγε

Και έχουμε λησμονηθεί από τα άγρια πέλαγα

που μας έχουν πνίξει

Και μια απελπισμένη ζωή ακολουθεί την έξωση

Τα παλιά έπιπλα σκορπίστηκαν στο δρόμο

Και κάτω από τη ρόδα του λεωφορείου

ένα τραπεζάκι γατζώθηκε στη βίδα

που ανοίγει το χάος

Το άλογο έτρεχε μόνο

Ο αναβάτης έπεσε

θα πέσουν κι΄ άλλοι

39

Και συ κουκλάκι

πώς άντεξες η φύση σου

το κάλλος της να το μαραίνει

να τινάζεται

Να λιώνει αρχαιότητες στη δυσοσμία

να πνίγει χίλια χρώματα με νύχτα

να σκίζει την ωραία σάρκα

Να ρουφάει το αίμα της και να γλυκαίνεται

το ματωμένο δόντι

Να τρέχει η τρελή ουρλιάζοντας

να πέφτει στον ωκεανό μέχρι το βάθος

να γκαστρώνεται

Να πετάει και να διεγείρεται

και να κρεμιέται στις μορφές της

Να θρηνεί και να κατέχεται

Να παίζει με τα αγέννητα

και να σφυρίζει στο αυτί τους ηδονές

Κι όλοι οι μαγεμένοι όταν ξύπνησαν

στον παγωμένο βόγγο τους κατάπεσαν

χωρίς να ξέρουνε τι έχασαν στην επανάληψη

Κυλάει το νερό όλα τα δάκρυα

το μοναδικό και το απίστευτο

όπως η φύση

Και στη μεγάλη μέριμνα να αντέξεις

το φοβισμένο και το φόβητρο

40

Κουκλάκι κρύψου απ΄τα ψευδώνυμα

Το ενιαίο κόβεται με άλλα μέτρα συμπαγή

όπως το τόξο πετάει το βέλος

και ο αφρός ζητάει το βάρος του

Και συ άρχοντα της ερημιάς

κρύβεσαι και προχωρείς με νεφέλες σιωπηλές

Σε συνοδεύουν άνεμοι

και 3ορεινές εικόνες αντανακλούν

τις απολαύσεις που αρνήθηκες μόνος

Ο νοτιάς ειρωνεύεται σαν εξάτμιση μίσους

Και δυο τσακισμένες καρδιές

χύνουν το κόκκινο έμβρυο

εκεί που μεγαλώνει το γυάλινο δέντρο

της συνάντησης

Αχ, χυμέ διατηρημένε στο μακρινό παγόβουνο

πάλι σε ικετεύει ο σπαραχτικός

αόμματος ηδονολάτρης

41

Το χάος σε πλάνεψε πάλι . . . .

Κάλεσέ με στα σκοτάδια σου

Από χαράδρες και ερημιές περνάει η φωνή μου

Στο γκρίζο σου βοριά σφυρίζει η φωνή μου

Η Δωρική διαθήκη απαιτεί

να μη μεθάμε με πεθαμένα ποτά

Καταργεί την αναπόληση

Α, μνήμη σε συντρίβουν οι ανυπαρξίες σου

Και οι λεπτές αιμοπληξίες

αντιστρέφουν τα ημερολόγια

Απελπισμένη σε αναπολώ

χαρά γλυκιά από το αίσθημα

και μαγική και μυθική μου περιπέτεια

Μέσα από θάλασσες περνάει η φωνή μου

Από βυθούς και χρόνια περνάει η φωνή μου

Ήθελα να σ΄ αποχαιρετήσω

με ένα λευκό μαντήλι αντίθεση

στο μαύρο ένταλμα της νύχτας

Μέσα από χιόνια περνάει η φωνή μου

Παγώνει με το χιόνι η φωνή μου

και είναι ίδια η σιωπή σου

το ίδιο νέφος με το χιόνι

στα ίδια μάτια με το χιόνι

να γίνω χιόνι να σε νιώσω

Να ρίξω στη καρδιά μου χιόνι

Να φορτωθώ το χιόνι

σαν τα βουνά και σαν τα δέντρα

και συ να είσαι όλο το άσπρο

Να ερωτευθώ το χιόνι να σε νιώσω

Να διπλωθώ στο γκρίζο του ουρανού

στη γκρίζα θλίψη

αυτή την ώρα με την άσπρη πτώση

42

Τελειωμένα γλέντια όλα πια

Στιγμές ακόρεστες

ανοίγουν το κενό και πέφτουν

σαν απορία της φιλόπτωσης

Ίνες χρυσές του έρωτα

περνάνε σιωπηλά την οπτασία τους

με μια υποταγή σαν αποκήρυξη

Τελειωμένα γλέντια όλα πια

Μετράς το χρόνο με νερό

Σταγόνα - σταγόνα

στη γνωστή ταχτική του επίκαιρου

Και η επίγνωση του διωγμού

σαν . . . αλλαγή του τοπίου

Υπάρχουν αγνοούμενοι!

Τα άσπρα μάτια εντοπίζουν την απαγωγή

Κηλίδα από αίμα

απολαμβάνει τη ραδιουργία

Χλωμή ανεμώνη σπάργανο σκοτεινό

τύλιξε και αυτό το αδιάφορο σπλάχνο

44

Κόκκαλα μαύρα μέτραγε στη ζελατίνα

Κόκκαλα τσακισμένα

τα μεταφέρει για συγκόλληση

Τα άλλα καρδιές και υμένες βουλιάζουν

στα πεπρωμένα του μετώπου

Ελκύει η φωτιά τους νοσταλγούς της

Τους λατρευτές της τους ελκύει

Και αυτοί που αγνοούν της έδωσαν το χέρι

ανέμελοι να δαμαστούν οι ίδιοι

Ήπιαν φωτιά – την ήπιαν μονορούφι

έτσι δεν είδαν κάποια ρεύματα ψυχρά

υπονοούμενα

Το μεγαλείο . . . του λιγνίτη

45

Πάλι τα είδωλα αξιώνουν: ανεπάρκεια!

Και συ να κάνεις τον ανίατο

υποκρισία στην ευθεία

να βρεις μια πρόφαση να ζήσεις

Ο πανικός το πρώτο σου στερέωμα

και προχωρείς να βρεις το ύστερο

την εγκοπή του πρώτου πόνου

Σκληροί δεσμοί ανθρώπων και καιρών

σε έδιωξαν απ΄ τη σκηνή

που λάτρεψες τον εαυτό σου

Αστόχησες να είσαι ο άλλος –

ο πολιτισμένος κανίβαλος

46

Σ΄αυτό το αριστούργημα

θα παίζεις τον παθόντα

Όσο να κάνεις τον ανίδεο

η απελπισία θα αποδοθεί

Φτάνει μια νύχτα ένα καράβι ένα μπαρ

να ξεμεθύσει η μεθυσμένη

για άλλο ρόλο

Ειρωνικό! Και στην πολύπλοκη συνέχεια σαρκασμός

και διασυρμός της δόξας τους που έχασαν

Άθλιο ομοίωμα πώς θα διαλύσεις τόση θλίψη;

Άθλια ιδέα δεν μπορείς να ομοιώσεις την παραίσθηση

Ο Εμπεδοκλής έπεσε μόνος του στην Αίτνα

Και σας κουκλάκια σας ρίχνουν άλλοι

Τι σκόρπισμα! τι θαυμασμός για τους υποκριτές

Χειροκροτήματα και δάκρυα

κουκλάκια στη σειρά

και η βελόνα να περνάει στη καρδιά τους

να ράβει ένα πάvω στ΄ άλλο

Κανείς δεν το πιστεύει

όμως κάποιοι μας δένουν χέρια - πόδια

Κι ας λένε ο άνθρωπος

δε μπαίνει στο καλούπι -

υπάρχει και το . . . άνετο

Ο κόκκινος λαιμός

φωτίζει σαν ολόκληρο το πρόσχημα

του κόσμου

Την ειλωτείαν

47

Έρχονται σκιές - έρχονται γκρίζες μάζες

ανιστόρητες

Ταχύτητες που χάθηκαν και γύρισαν

σταγόνα αίμα στο μαντήλι

αντίμετρο με τα κουκλάκια

Ωραίο αθώο σκυλάκι σε βασανίζουν και

κραυγάζεις σαν άνθρωπος

Στο πρόσωπό σου και στο σώμα σου

κυλάνε οι φωτογραφίες σου από μωβ

φεγγάρι και νερό

Και συ κουκλάκι έλιωσες στο μωβ της Περσεφόνης

κάδρο κρεμασμένο στον τοίχο

κυκλοφορείς με την αφή της νύχτας

Με πράσινα μαλλιά και σκόνες

της παλιάς οδοιπορίας

Και σταματάς στην ίδια πόρτα που ήταν είσοδος

στο σπίτι

Και να σου λιώνει η καρδιά από τη σύγχυση του χρόνου

να καίγεται το ξύλο σαν Μελέαγρος

48

Ήθελες μανιακά να μπεις σ΄ ένα χαρτί

Να τυπωθείς να εκδοθείς

να μαθευτείς από την κόλαση

Να σε κρεμάσουν ατις ταμπέλλες

να σε χαράξουν στο κερί

να κάψουν τις πηγές σου

Σε ξέραναν! Κι΄ όταν ποθούσες το φιλί δεν ήσουν

Ούτε γίνεται ζωή από χαρτί

49

Κουκλάκι χάρτινο . . .

Σε πολτοποίησαν Σε πάγωσαν

με πίεση ηλεκτρονική να λειανθείς

να λευκανθείς

να βγεις γλασέ νομοθεσία

Καταστολή - τρομοκρατία

Και διάφανο αντίγραφο σε τύλιξαν

επιθυμίες και βλαστήμιες

Κρεμάλες με υπογραφές πρώτων τη τάξει

παρανόμων

Όλοι οι νόμοι τους για σένα

κουκλάκι εξαντλημένο

σκισμένο σα χαρτί

50

Γη ξερή δέρμα ξερό περγαμηνές

τρελόχαρτα

δίπλωσαν τα κουκλάκια

Τους έκλεισαν το στόμα και την όραση

Γίνε γυάλινος πήλινος πέτρινος . . .

Και συ κουκλάκι

να τρέχεις με το ένα πόδι

να γράφεις με πόδι

να στέκεσαι στο ένα πόδι

δεμένο στα ηλιοστάσια

Αν δεν ήσουν αλαφρό

να σου σηκώνουν τα μυαλά σου τα πουλιά

τα ειδεχθή γεράκια να πυροβολείς αυτό που είσαι

Με φουσκωμένα μπλάβα μάγουλα

η πρέσα και ο κύλινδρος

σε τύλιξαν για τα καλά

Και φθείρεσαι με αυτογνωσία όπως λένε

οι ερευνούσες αρτιότητες

51

Κουκλάκι σύγχρονο

δεν εμπιστεύομαι τη νοημοσύνη σου

ούτε τους εχθρούς σου

Ο μεγάλος ηλεκτρονικός

θα σε βιδώσει στο ρομπότ

Θα σταυρώσει το παιδί του ο μεγάλος

Και γενικά . . .

Το αρχέγονο δεν είναι για χαρτιά

για λόγια απ΄το τηλέφωνο

Δεν είναι μάσκα παραίσθηση ομοίωμα

εγώ ο άλλος

Ησίοδου νους

Είναι άλογο

Είναι άγραφο

Κοιλιά με κοιλιά

Χώμα αθώο

52

Κουκλάκι αφύσικο

εγκατέλειψες το αγέννητο

Την αφανή υπόσταση που χάλασαν

οι βαριές επεμβάσεις

Και μόνο η μουγκή γλωσσίτσα αφήνει

ίχνη στη κραυγή σου

Στις ανωνυμίες ψάχνει να σε βρει

ο δαίμονας της κοινωνίας

Και συ κρατείς την έπαρση

πεσμένων τίτλων

Μια άκυρη επιταγή με τη σκληρότητα

της απειρίας σου –

δεν γίνεται συναλλαγή με την αγάπη

Με έκοψαν κομμάτια στα σκληρά κρεβάτια τους

είπε η κορυφή του ωραίου δένδρου

και ξεράθηκε

Και συ κουκλάκι να βελάζεις

σαν αρνί που σφάζουν

και σφαδάζει Σύμπαν νεαρό

στο κόκκινο αυλάκι

Σπαρτάρησε η γη και κουλουριάστηκε

Άνοιξε χέρια – πόδια – τις κραυγές

να πνίξει τη καινούργια γέννα

Και πάνω στη γραμμή του φόβου και του τρόμου

ασχημονεί

το φιλάνθρωπο τίποτα

53

Τον σκότωσαν γιατί ήτανε αθώος

Τόσο αθώος! ‘ένα κουκλάκι πλαστικό στη στάση

και στη κίνηση

Το χάριν γούστου της κυρίας . . . του κυρίου

Τον έσφαξε ο στυλ δολοφόνος

Πέθανε από έκπληξη και ο θεός

σαν είδε τον πιστό του να σκοτώνει

το πλήγμα – το κουκλάκι του

Ο ένοχος δε βρέθηκε ποτέ – ποιος ένοχος;

Διαλύθηκε ένα κουκλάκι πλαστικό -

το ρες που μύριζε το πτητικό της εποχής

Φιλοσοφικός πολιτισμός . . . Μικρός ο δόκτωρ Λάντι

μπροστά στον Ηγησία

54

Νυξ ολοή!

Αχ, νύχτα! . . .

Άδεια ποτήρια και παλιόχαρτα

χάρισες στο πρωί

Κουκλάκια πεθαμένα

σαν ψεύτικα στολίδια πατημένα

Κουκλάκια που αφυπνίστηκαν στον κλίβανο

μέσα στην αποτέφρωση

Κουκλάκια που σβήνουν όπως τ΄άστρα την ημέρα

απόβλητα θλιμμένα ξεχασμένα

Και περιμένουν νάρθει πάλι η νύχτα

να τα μάσει

Φορτίο νεαρό να τα ξεβράσει

στις σκοτεινές στοές του κόσμου

εκεί που αντανακλούν πολύχρωμα λαμπάκια

στο στόμα του αλιγάτορα

Απίστευτες κληρονομιές δουλεμπορίας!

Της πιο βάναυσης δουλεμπορίας

της πιο ύπουλης του εικοστού αιώνα:

Η εθελοντική υποταγή στον θανατέμπορα

Βάρβαρη έλξη! πληρώνουν το φονιά

να τους σκοτώσει

Αναίμακτα Με νύξη Με ιόντα

Επιστημονικός πολιτισμός . . . και ακίνητες απαντήσεις

Ιάλεμος!