Άλκηστις - Στέργια Κάββαλου

10

description

 

Transcript of Άλκηστις - Στέργια Κάββαλου

ISBN: 978-618-5144-51-7

Εκδόσεις Vakxikon.grΒιβλιοπωλείο του ΒακχικόνΑσκληπιού 17, 106 80 Αθήνατηλ. 210 [email protected]

© 2015 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Στέργια Κάββαλου

Σειρά: Βακχικόν Πεζά - 36

Πρώτη Έκδοση: Νοέμβριος 2015

Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Vakxikon.gr

Εξώφυλλο: Artwork του Γιώργου Μυλωνά

ΣΤΕΡΓΙΑ ΚΑΒΒΑΛΟΥ 3

(Νύχτα. Μια γυναίκα γύρω στα 45, περπατά γρήγορα μα προσεκτικά. Φοράει ρούχα γραφείου, έχει τσάντα στον ώμο και με το δεξί της χέρι κρατά, όσο μπορεί πιο ψηλά, μια κρεμάστρα. Μέσα από το προστατευ-τικό νάιλον φαίνεται ότι πρόκειται για επίσημο γυ-ναικείο ένδυμα, ίσως τουαλέτα. Φτάνει μπροστά από την εξώπορτα του σπιτιού της και για να κερδίσει χρόνο, πατάει με τον αγκώνα της το κουδούνι. Περι-μένει)

Γυναίκα: Έλα, γαμώτο. Έλα και δεν αντέχω.

(Ξαναπατάει το κουδούνι, πάντα με τον αγκώνα της)

Γυναίκα: Σοβαρά τώρα; Κανείς;

(Αγανακτισμένη ψάχνει στην τσάντα της για τα κλει-διά της προσέχοντας πάντα μην τσαλακώσει την τουαλέτα. Ψάχνει όλο και πιο έντονα, αδειάζει το περιεχόμενο της τσάντας κάτω, συνεχίζει να ψάχνει με την άκρη της γόβας της ανάμεσα στα υπόλοιπα πράγματα κρατώντας πάντα ψηλά την κρεμάστρα. Δεν τα βρίσκει, σκύβει και πιάνει το κινητό της ανή-συχη, πάντα προσέχοντας μην τσαλακώσει το φόρε-μα. Πληκτρολογεί έναν αριθμό)

ΑΛΚΗΣΤΙΣ4

Κωστάκη; Πού είσαι, παιδί μου και δεν ανοίγεις; Ραντεβού με την Ελένη ε; Κλείσατε μήνα; Μπρά-βο, αγόρι μου να κλείσετε και τρίμηνο αλλά πρέ-πει να έρθεις γιατί κλειδιά δεν βρίσκω και… Σε κάνα μισάωρο; Καλά, αφού τώρα παραγγείλατε, ας φάτε, να μη μαγειρεύω κιόλας… Σε μισή ώρα, ναι; Φιλιά κι από μένα πες της, ναι; (είναι βιαστι-κή γιατί δείχνει ότι έχει αρχίσει να την πονάει το υψωμένο χέρι της)

(Κλείνει το τηλέφωνο, δεν ξέρει πού να το βάλει, κοιτάζει γύρω της, πετάει όπως-όπως το φόρεμα με την κρεμάστρα)

Με σακάτεψες!

(Κάθεται στο πεζούλι της εξώπορτας, κοιτάζει την ώρα στο κινητό και το παίζει ανάμεσα στα χέρια της)

Γάμο η μικρή, επέτειο ο σπόρος. Πολύ παθιάρικα βγήκαν τα παιδάκια μου. Της πήρε τουλάχιστον κάνα δωράκι ο γύφτος; Να δεις που θα χρεοκοπή-σουμε όλοι και θα μας δανείζει ο Κωστάκης μετά. Πού τα φυλάει, τι τα κάνει, δεν ξέρω. Ρούχα δεν παίρνει, παπούτσια ένα στα δυο χρόνια κι αυτά

ΣΤΕΡΓΙΑ ΚΑΒΒΑΛΟΥ 5

δανεικά, γκατζετάκιας δεν είναι να πεις ζητά iPod, iPhone και δεν συμμαζεύεται. Εδώ τον παρακαλάω να αφήσει το κινητό με τα κουμπάκια τσούκου- τσούκου, που ποια κουμπιά, μιλάμε έχουν σβηστεί όλα τα νούμερα, να του πάρω ένα Samsung Galaxy, κάτι, κι αυτός «Δεν θέλω, ρε μάνα. Δεν το χρειάζο-μαι!» Το χρειάζομαι εγώ ρε Κωστάκη, να μην με κά-νεις ρεζίλι! Μη λένε κι ότι δεν έχουμε…

(Ηρεμεί κάπως, ξανακοιτάζει το κινητό της για την ώρα, το αφήνει προσεκτικά δίπλα της στο πεζούλι, σκύβει στα απλωμένα πράγματα και ψάχνει την ταμπακέρα της. Ανάβει τσιγάρο και αμέσως η στά-ση της γίνεται πιο χαλαρή, αναστενάζει και κάθε-ται με τα πόδια πιο ανοιχτά)

Να σου πω την αλήθεια, κάπου μέσα μου χαίρομαι. Δεν είναι τσογλανάκι σαν κάτι άλλα. Ενώ η μανού-λα; Είδες. Ταμπακέρα και ασημένια παρακαλώ, λες και τα τσιγάρα πνίγονται στο πακέτο τους και ζήτησαν αλλαγή περιβάλλοντος. Πολυτέλειες η μανούλα, πολυτέλειες, αχ… (ύφος μεταξύ απογοή-τευσης και αναπόλησης)

Ο Κωστάκης λες να καπνίζει; (ξαφνιασμένη) Αχ,

ΑΛΚΗΣΤΙΣ6

δεν θα ’θελα… Θα με πονέσει η καρδιά μου, αλή-θεια σου το λέω. Αλλά να μου πεις η καρδιά μου με πονάει κάθε μέρα, μην κοιτάς που το δεν το δείχνω. Είναι θέμα εξάσκησης. Μου έμεινε από τον κύριο, «Μην κλαις μπροστά στο παιδί, μην φω-νάζεις μπροστά στο παιδί!» Γι’ αυτό έφυγε. Επει-δή έκλαιγα, μπροστά στο παιδί. Επειδή φώναζα, μπροστά στο παιδί. Επειδή δεν ήμουν ευτυχισμέ-νη, μπροστά στο παιδί; Σταμάτα τώρα αμέσως! (με αντρική φωνή) Αν δεν σ’ αρέσει, να φύγεις! Κι έφυ-γε. Έκλεισε αυτήν εδώ να, (χτυπάει την εξώπορτα με το χέρι) την πόρτα και τέλος.

(Σηκώνεται, ακουμπά με το πρόσωπο στον τοίχο)

Αυτός έφυγε κι εγώ χτύπαγα το κεφάλι μου στους τοίχους. Και δεν πονούσα.

(Γυρίζει προς το μέρος των θεατών με την πλάτη στο τοίχο αυτή τη φορά)

Πώς τις λένε κάποιες κινήσεις να δεις… Μμμ, αντα-νακλαστικές. Αυτό. Αντανακλαστικά κι εγώ με το μικρό μου μυαλό και τον μεγάλο μου πόνο, κοπά-ναγα το κεφάλι μου στον τοίχο μέχρι λιποθυμίας

ΣΤΕΡΓΙΑ ΚΑΒΒΑΛΟΥ 7

και μετά κοιμόμουν για ώρες. Τότε βλέπεις δεν είχα ανακαλύψει τα χάπια.

(Κοιτάζει πάλι την ώρα, κάνει να σκύψει, βγάζει όμως το σακάκι της για να είναι πιο άνετη, το πετάει όπως όπως, και ψάχνει στο απλωμένο περιεχόμενο της τσάντας για τα χάπια της, καταπίνει άνετα μερι-κά χωρίς νερό)

Σιχαίνομαι το νερό, γαμώτο. Αλλά δεν είσαι εδώ να μου γεμίζεις μπουκάλια το ψυγείο. Έτσι, δεν πίνω πια. Τόσο απλό.

(Σηκώνεται όρθια, βγάζει τις γόβες της, τις πετάει κι αυτές και αρχίζει να πηγαίνει πάνω κάτω, κάνο-ντας κύκλους με τα δυο της χέρια σαν γυμναστική)

Σου είπαμε ότι τα χάπια αυτά είναι της χαράς. Για να σβήσουμε τη θλίψη από το προσωπάκι σου, έλεγε ο γιατρός. Για να σβήσουν τη θλίψη από το προσωπάκι μου, σου έλεγα εγώ. Της χαράς. Της χ α ρ ά ς! (με φωνή αλλοιωμένη, σχεδόν ρομποτική)

(Σταματάει τις κυκλικές κινήσεις των χεριών και αρ-χίζει να κάνει επιτόπου, μιλάει όσο γρήγορα τρέχει)

ΑΛΚΗΣΤΙΣ8

Τη μάνα του την έλεγε «πρώην μαμά». Ήταν διπο-λική, παντρεύτηκε στα 14, να φύγει από το χωριό. Τι πρωτότυπο, τον έβριζε κάθε μέρα «μου χάλασες τη ζωή, ρε! Εσύ φταις!», φαγητό δεν είχε το σπίτι, ούτε και καθαρά ρούχα. Η πρώην μάνα κοιμόταν, κοιτούσε τα ταβάνια, έβαζε φωτιά στα ρούχα της, εκείνος την έσβηνε με το γάλα, γάλα είχε το ψυγείο, το έφερνε ο μπαμπάς, καμιά φορά, τον αγαπούσε ο μπαμπάς, καμιά φορά, τους πήγαινε στη Θάσο διακοπές, κάθε καλοκαίρι, και ήταν χάλια, γιατί η πρώην μαμά δεν ήξερε τι να την κάνει τη θάλασσα, τον ήλιο, μόνο να πνιγεί μπορούσε, από το καλο-καίρι, και δοκίμαζε τη μία αγωγή, την άλλη, τη μία και την άλλη, και χούφτες τα χάπια και άρρωστο το μυαλό, μια φορά τον πήγε στο ζωολογικό κήπο και ήταν κάπως χαμογελαστή, είδαν ένα πιθηκάκι, το τάισαν μπανάνα, ήταν μια καλή μέρα, και μετά πήγε σχολείο, να το τελειώσει, αυτός στο δημοτι-κό, εκείνη στο γυμνάσιο, και βρήκε άλλον και τους παράτησε, και αυτόν τον έστειλαν στη γιαγιά, που τον έδενε στο κρεβάτι να κοιμάται το μεσημέρι, μα την αγαπούσε γιατί κάποιος νοιαζόταν αν κοι-μάται το μεσημέρι, και ήταν άσχημη και γριά και πέθανε και του λείπει. Η μαμά δεν του λείπει, έτσι λέει, είναι πρώην μαμά, μένει κάπου κοντά, ήρθε

ΣΤΕΡΓΙΑ ΚΑΒΒΑΛΟΥ 9

στο γάμο, βγάλαμε και φωτογραφία, δεν ξέρω πού είναι, θα την έκαψε, έτσι κάνει όταν θυμώνει, θυ-μώνει συχνά, του λέω να πάει να τη βρει, θυμώνει κι άλλο, μελανιάζουν τα χέρια μου, είναι δυνατός, δεν σταματάει «δεν με νοιάζει, δεν την θυμάμαι, δεν υπάρχει, κατάλαβες!» και τα χέρια μου πονά-νε, και οι καρδιές μου πονάνε, που πονάει, που με πονάει. Γιατί αν δεν σ’ αγαπάει η ίδια σου η μάνα τότε πώς. Τότε ποιος… (προς το τέλος επιβραδύνει, λέει τις δυο τελευταίες φράσεις λαχανιασμένη και σταματάει)

(Σκουπίζει το πρόσωπό της με το λευκό της που-κάμισο)

Δεν προσπάθησα να τη βρω. Δεν μπερδεύομαι στις δουλειές των άλλων. Αν και τώρα, εγώ η πρώην σύζυγος, κι εκείνη η από πάντα πρώην μαμά, ίσως να έχουμε και κάτι να πούμε…

Τι να τρώει ο Κωστάκης; Σε κάνα Goody’s να δεις θα τη βγάλανε. Κωστάκης, Κωστάκης. Πόσο απαί-σιο… Αν δε θέλω να καταλήξω κι εγώ πρώην μαμά, θα πρέπει να μάθω να τον λέω Κώστα. Τι να τρώει ο Κώστας; Πότε θα έρθει ο Κώστας; Πού άφησα

ΑΛΚΗΣΤΙΣ10

τα κλειδιά μου; (ξανασκύβει και ψάχνει με το που-κάμισο έξω από το παντελόνι) Γιατί δεν είσαι πια εδώ; Γιατί να μην με περιμένεις μέσα όπως πριν; Με έτοιμο φαγητό, έτοιμη αγκαλιά, έτοιμη αγάπη. (παύση, μένει ακίνητη σκυμμένη κάτω, φτύνει) Λέω αγάπη και πικρίζει το στόμα μου. (βρίσκει μια κα-ραμέλα, την ξετυλίγει, κάθεται κουρασμένη με την πλάτη στον τοίχο) Κι όμως, αν είχα δίπλα μου καμιά μαργαρίτα, θα τη μαδούσα μέχρι να φτάσει στο «μ’ αγαπά». Η φύση είναι σοφή. Η τύχη; (γέλιο απογο-ήτευσης)

Τέλος τoυ δείγματος της έκδοσης Vakxikon.gr.

Απολαύσατε το preview;

Αγοράστε την έκδοση τώρα