Οι εγκλωβισμένοι

20

description

Με φόντο τη ρημαγμένη Αθήνα, δυο μοναχικοί άνθρωποι, εγκλωβισμένοι στη σιωπή και στις απώλειες μιας ζωής που δεν έζησαν, γνωρίζονται τυχαία. Την ίδια ώρα, ένας έφηβος μετανάστης παλεύει για τα όνειρά του, ένας ανθοπώλης θάβει λουλούδια, ένα φωτοτυπικό μηχάνημα συνομιλεί με το αφεντικό του, και ένας σκύλος προκαλεί με τα νυχτοπερπατήματά του. Η ματαίωση και ένας κατά παραγγελία θάνατος μεταλλάσσονται σε πρόκληση για μια αργοπορημένη ενηλικίωση και για μια δεύτερη ευκαιρία. Μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία, ένας ύμνος στη ζωή.

Transcript of Οι εγκλωβισμένοι

Οι ε γκ λ ω βισ μ ε νΟι

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του

ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του

ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου τέχνης,

σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς σύμβασης βέρνης-

Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή

της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα όλης της

αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους

σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν.2121/1993.

© Δημήτρης Οικονόμου & εκδόσεις Ίκαρος 2015ISBN 978-960-572-086-5

Δημητρησ ΟικΟνΟμΟυ

Οι ε γκ λ ω βισμε νΟι

μυθιστόρημα

ικΑρΟσ

Στον μικρό μου Έκτορα

Στο τέλος της αφύπνισης βρίσκεται το αποτέλεσμα που φτάνει με τον καιρό:

αυτοκτονία ή αναθεώρηση.

Αλμπέρ καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου

11

η σιωπή πίσω τους

Άκουσε το πρώτο λεωφορείο να περνά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του να βεβαιωθεί πως ήταν ξύπνιος και μέσα

στο σκοτάδι κοίταξε το ρολόι του, που φωσφόριζε αχνά. Πέντε και τέταρτο. Δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. στριφογύρισε, τράβηξε κι άλλο την κουβέρτα προς τα πάνω και βολεύτηκε σε μια θέση μπρούμυτα, με το μισό κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι. σε λίγο οι υπόλοιποι ήχοι της ημέρας θα τρύπωναν μέσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας και θα τον ανάγκαζαν να σηκωθεί: αυτοκίνητα, μηχανάκια, κόρνες, πλανόδιοι, μικροπωλητές, ζητιάνοι, άστεγοι. Όλοι έπρεπε να κάνουν κάποια φασαρία, να παραγάγουν κάποια δόνηση, να αποδείξουν ότι επιβίωσαν και μετά τη νύχτα αυτή, ότι παρέμειναν ζωντανοί την καινούργια μέρα, σαν να προσπαθούσαν να απαντήσουν όσο πιο δυνατά μπορούσαν στο αιώνιο ερώτημα τι μας ξημερώνει αύριο, ορίστε τι μας ξημερώνει, να ένα αύριο που μόλις ήρθε. και πουθενά καμία μουσική. καμία μελωδία. η τηλεόραση του τέταρτου, το καζανάκι του τρίτου, το πηγαινέλα του ασανσέρ, πόρτες

12

Δημητρης ΟικΟνΟμΟΥ

που τρίζουν, φωνές ακατάληπτες, δυνατές, αγχωμένες, θό-ρυβοι απότομοι, άστατοι, σαν αναποφάσιστες κυματοσειρές, μικροί, μεγάλοι, απειλητικοί, ανήμποροι. Από το διπλανό διαμέρισμα το ξυπνητήρι θα διεκδικούσε το δικό του μερίδιο. Ο πατέρας του καμάλ μέσα στον ύπνο του θα τέντωνε το χέρι και θα του έδινε μια με την ανάστροφη της παλάμης, όμως εκείνο, πεισματάρικο, πιστό στο κουρδισμένο του καθήκον, θα επανερχόταν τρία λεπτά αργότερα. Θα σηκωνόταν τότε, θα το απενεργοποιούσε οριστικά, θα πήγαινε στο μέσα δω-μάτιο και θα έριχνε μια ματιά στον γιο του, που θα κοιμόταν ακόμα, θα τον σκέπαζε αν χρειαζόταν και θα κατευθυνόταν στο λουτρό για την τουαλέτα της ημέρας και, απαραιτήτως, για ένα μικρό ψαλίδισμα της γενειάδας. η ώρα πλησίαζε έξι και, αν επικέντρωνε την ακοή του και την κατεύθυνε στο διπλανό λουτρό, αν αυτοσυγκεντρωνόταν πολύ και βαθιά, θα μπορούσε μέχρι και να ακούσει το ανάλαφρο χραπ χραπ του ψαλιδιού.

μη μιλάς δυνατά, να είσαι πάντα μετρημένος. με αυτήν τη φράση μεγάλωσε αυτός και ο αδερφός του. μη φωνάζεις, δεν είναι σωστό, τους έλεγε η μάνα τους κάθε που τους έντυνε και τους ετοίμαζε τα σάββατα για την παιδική χαρά, στο οικόπεδο της γωνίας, πολύ προτού το παραχωρήσει ο δήμος στην επιχείρηση πάρκινγκ. Παιδιά που γέλαγαν κι έπαιζαν, τσίριζαν και φώναζαν. Όλων των φυλών και όλων των χρωμάτων. Ανέβαιναν στην τσουλήθρα ανάποδα, σκαρφάλωναν στα ξύλινα σπιτάκια, έπαιζαν μπάλα, έκαναν κούνια. Ανακατεύονταν και αυτοί, αλλά με φόβο. μην τους παρασύρουν τα άλλα παιδιά και φωνάξουν δυνατά – μην τυχόν και στενοχωρήσουν τη μάνα τους. μη δίνεις αφορμές!

Οι εγκλωβισμενΟι

13

μπαμπά δεν είχαν, και οι αφορμές θα έμεναν ανυπεράσπι-στες, αναπάντητες, μπορεί και ασυγχώρητες.

σηκώθηκε και άναψε το φως. η ώρα είχε πάει πια εφτά, και ο ήλιος είχε αρχίσει να υψώνεται με τη γνωστή αλα-ζονεία του. Φώτιζε επί δικαίων και αδίκων, επί ζωντανών και νεκρών, επί πλασμάτων αληθινών και της φαντασίας, έστελνε τις αχτίδες του αδιακρίτως σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σε κάθε γωνιά και πετραδάκι, χωρίς να τον ενδιαφέρει το πού ή το σε ποιον, τι ήσουν, πού πήγαινες, ποιον είχες μαζί σου, τι κουβαλούσες μέσα σου. Αρκεί να έκανε τη δουλειά του. μόνο στα βάθη της θάλασσας και στις υγρές σπηλιές δεν πλησίαζε, εκεί ζούσαν άλλα πλά-σματα, μυστήρια, ανεξερεύνητα, χωρίς ήλιο και οξυγόνο, με δικούς τους κανόνες και δική τους ζωή. Ζέσταινε τη μέρα γιατί έτσι έπρεπε να κάνει, γιατί αυτό έκανε χρόνια τώρα, και δεν θα άλλαζε χούγια επειδή τυχαίνει εμείς να έχουμε μια κάποια ένσταση.

Ανέβασε λίγο την ξύλινη γρίλια να μπει το πρώτο φως, προτού ξεκινήσει πάλι η βροχή, ίσα ίσα να καθαρίσει το κεφάλι, να σκοτωθούν τα μικρόβια και οι οργανισμοί της νύχτας, να πιστέψουν τα μάτια αυτό που άκουγαν τα αυτιά, ότι και πάλι είχε ξημερώσει, και πήγε με τη σειρά του να πλυθεί, όπως ο μπαμπάς του καμάλ, όπως όλοι οι κάτοικοι αυτής της πολυκατοικίας, ίσως και της διπλανής, μπορεί και της κάθε πολυκατοικίας, σίγουρα όμως των πλούσιων μονοκατοικιών που εκτείνονταν πέρα μακριά, στις δύο άκρες της πόλης, προς τη θάλασσα και το βουνό. κοίταξε τον εαυτό του στον κίτρινο καθρέφτη του λουτρού να σιγουρευτεί ότι δεν είχε αλλάξει, ότι παρέμενε ο ίδιος

14

Δημητρης ΟικΟνΟμΟΥ

και οι ρυτίδες του δεν είχαν επεκταθεί σε όλο το πρόσωπο και ίσως στο κορμί του, όπως είχαν τρυπώσει χρόνια τώρα στην ψυχή. μυστήριο πράγμα οι ρυτίδες. εμφανίζονται ξαφνικά, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς διάκριση, έτσι που δεν ξέρεις αν υπήρχαν εκεί από την προηγουμένη ή αν σχηματίστηκαν τη νύχτα, ανάμεσα στα όνειρα για μακρινές θάλασσες και στους εφιάλτες για νεκρά παιδιά και λυσσασμένους σκύλους. η αιώνια μάχη ανάμεσα στο ζεστό και στο κρύο της ψυχής, στη μέρα και στη νύχτα του μυαλού αποτυπώνεται πάντα στο πρόσωπο. μάχη όπως όλες οι μάχες, πάλη κανονική, με τους κύκλους και τις φάσεις της, άλλες φορές λυσσασμένη, άλλες ήπια, άλλες ύπουλη, άλλες με ανακωχή, αλλά πάντα διαρκής και αμείωτη, σαράντα χρόνια τώρα, από τότε που πέθανε ο πατέρας του, εφτά χρονών παιδί.

Έμαθε κι αυτός να μην εκφράζει τις σκέψεις του, να μη γελάει ή, αν χρειαστεί, να γελάει συγκρατημένα, να μη μιλάει δυνατά, τόσο που πολλές φορές χρειαζόταν να επαναλάβει τη φράση του δυο και τρεις φορές μέχρι να ακου-στεί, να τον καταλάβει ο απέναντι ή, σπανίως, ο δίπλα, να παραγγείλει στο εστιατόριο ή να πληρώσει το ηλεκτρικό. Όταν ερχόταν η σειρά του στο ταμείο και η υπάλληλος φώναζε τι θέλετε; κοκκίνιζε, ίδρωνε και ξεΐδρωνε, ξεφυ-σούσε δυνατά, κοιτούσε κλεφτά πίσω του να δει σε ποια απόσταση ήταν ο επόμενος, και έβγαζε το απόκομμα μαζί με τα χρήματα να πληρώσει, παρακαλώντας να μην τον αρχίσει στις διευκρινιστικές ερωτήσεις.

Πλύθηκε, σαπούνισε το πρόσωπό του με επιμέλεια, να καθαρίσουν οι τσίμπλες, να μουλιάσει η αϋπνία, και ξυρί-στηκε. Αργά και με προσοχή, όπως κάθε πρωί. τα γένια

Οι εγκλωβισμενΟι

15

του είχαν πάρει να γκριζάρουν, ασορτί με τους κροτάφους και τα μαλλιά. Άλλο χρώμα, άλλος χρόνος. καθάρισε το ξυράφι με οινόπνευμα, το ακούμπησε στην αριστερή φα-βορίτα και ξεκίνησε, με ελαφρές κινήσεις προς τα κάτω, μια ιεροτελεστία που επαναλάμβανε ευλαβικά κάθε πρωί, που μόνο ο θάνατος θα τον έκανε να την αποχωριστεί, ανε-κτίμητη κιβωτός διπλής ανάμνησης, η μόνη τόσο έντονη από τον πατέρα του, που τον παρακολουθούσε κάθε πρωί και ύστερα έτρεχε στα κρυφά στον καθρέφτη ψάχνοντας απεγνωσμένα να εντοπίσει τις πρώτες τρίχες στα άγουρα μάγουλά του, κι όταν επιτέλους τις έβγαλε, να ξυρίζεται τον έμαθε ο αδερφός του, πέντε χρόνια μεγαλύτερος εκείνος, η δεύτερη ανάμνηση, η τελευταία του εικόνα, έλα εδώ, μικρέ, να σου δείξω πώς να κρατάς το ξυράφι, προτού χαθεί κι αυτός για κάπου αλλού, για ένα άλλο μέρος, σε μια άγνωστη λήθη.

γύρισε στο δωμάτιό του, άνοιξε την ντουλάπα, πάντα καθαρή και τακτοποιημένη. είμαι μόνη μου, δουλεύω και μεγαλώνω δύο παιδιά, δεν μπορώ να είμαι συνέχεια από πίσω σας, πρέπει να με βοηθάτε, να με ξεκουράζετε. κι έτρεχαν αυτός και ο αδερφός του να συγυρίσουν το δωμά-τιό τους, το σαλόνι, να σκουπίσουν και να σφουγγαρίσουν την κουζίνα, συναγωνίζονταν ποιανού το κρεβάτι ήταν καλύτερα στρωμένο, τίνος τα ρούχα πιο καθαρά, ποιος θα έπλενε τα πιάτα και ποιανού η ντουλάπα ήταν πιο πε-ριποιημένη. Φόρεσε ένα καθαρό μπλε κοτλέ παντελόνι κι ένα μοβ πλεκτό πουλόβερ, το παλτό του, τυλίχτηκε με το καφέ μάλλινο κασκόλ, ένας σκούφος απαραιτήτως, γιατί ήταν Φλεβάρης μήνας και το κρύο τσουχτερό, ομπρέλα

16

Δημητρης ΟικΟνΟμΟΥ

παραμάσχαλα, και βγήκε στο διάδρομο την ίδια ώρα που άνοιγε τη δική του πόρτα ο καμάλ. σήμερα είναι η μεγάλη μέρα; τον ρώτησε αντί για καλημέρα, ξέροντας όμως την απάντηση. ναι! είπε εκείνος, και τα μάτια του φωτίστηκαν. Δεν πιστεύω να χάσεις το σχολείο; Δεν γίνεται αλλιώς, αφού πάνε και κάνουν τα εγκαίνια πρωί. καιρό έχεις να φανείς, συνέχισε χωρίς να σχολιάσει την επικείμενη ατασθαλία του μικρού, ένα σχόλιο που άλλωστε δεν χρειαζόταν, δεν είναι ο πατέρας του, ούτε η μάνα του, αν και τη μάνα του δεν τη μάθαμε ποτέ, δεν ξέρουμε πού βρίσκεται και τι κάνει, κανείς δεν μιλάει γι’ αυτήν και κανείς δεν ρωτάει, ένας γείτονας είναι, που τον ξέρει από μωρό, τον αγαπά και του διδάσκει ιστορία. Θα περάσω το απόγευμα. ωραία, θα σε περιμένω να μου τα πεις όλα.

Έξω στο δρόμο όλα τα ίδια όπως και την προηγούμενη και την προπροηγούμενη και κάθε μέρα πριν από αυτήν, άλλαζαν μόνο τα σώματα και οι μορφές, το χρώμα των ματιών και το σχήμα τους, το βλέμμα ίδιο, η διάθεση απα-ράλλαχτη, η ατμόσφαιρα μουντή και σκοτεινή σαν τη σκόνη, τα βρομόνερα και τα ίχνη από λάστιχα, τους αληθινούς κυ-ρίους αυτής της πόλης. Προχώρησε από το πεζοδρόμιο της οδού σατωβριάνδου χωρίς να βιάζεται, παρότι ήξερε πως η μπόρα καραδοκούσε. τα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, ο ήλιος κρύφτηκε, πήγε να ζεστάνει κάπου αλλού, μια άλλη πόλη, άλλους κατοίκους, λες και δεν ήταν εδώ που τόσο τον είχανε ανάγκη, να μια άλλη ένδειξη αλαζονείας, κι έπιασε να βρέχει τόσο δυνατά, σαν να ήθελε ο καιρός να ξεθυμάνει από μια μύχια αναστάτωση, σαν να μην υπήρχε το αύριο για να ρίξει όλο το νερό του σύμπαντος επάνω στα

Οι εγκλωβισμενΟι

17

κεφάλια τους. Άνοιξε τη μεγάλη μαύρη ομπρέλα του και προστατεύτηκε όπως μπορούσε, ενώ γύρω του τα αυτο-κίνητα ακινητοποιούνταν και οι περαστικοί έτρεχαν να βρουν κάποιο υπόστεγο.

Έφτασε στο μαγαζί στην ώρα του, όπως πάντα, πριν από τον Άκη, ακριβώς στις οχτώ και τέταρτο. Ξεκλείδωσε τα ρολά, τα κούνησε λίγο δεξιά κι αριστερά να ξελασκάρουν, να αποτινάξουν τη σκουριά που είχε συσσωρευτεί χρόνια, και τα ανέβασε με μια απότομη κίνηση. Αφουγκράστηκε τη σιωπή, όλα καλά, έκλεισε την ομπρέλα, την ακούμπησε πίσω από την πόρτα, εκεί όπου την έβαζε πάντα, έβγαλε το παλτό του, το τίναξε να φύγουν τα νερά και ανέβασε τους διακόπτες του ρεύματος. τα μηχανήματα ανταποκρίθηκαν αμέσως, αναβόσβησαν πράσινα και κόκκινα λαμπάκια για λίγα δευτερόλεπτα, σαν να του έκλειναν το μάτι, και τα πιο παλιά, αυτά που τον ήξεραν πολλά χρόνια και είχαν περάσει μαζί ατέλειωτες μέρες δουλειάς, έβγαλαν ένα θόρυβο μέσα απ’ την κοιλιά τους, σαν γουργουρητό, σαν καλωσόρισμα πιστού σκύλου, μια που ο αληθινός, ο κάλος, κάπου θα είχε ξενυχτήσει ψάχνοντας για φαΐ και ζεστασιά και δεν είχε ακόμα εμφανιστεί για τα πρώτα χάδια. κα-λημέρα, του είπε η Θάλεια, η γηραιότερη από τις ρίκοχ, η μοναδική που είχε αποκτήσει ως τώρα το προνόμιο να συνομιλεί με το αφεντικό και που όφειλε το όνομά της όχι σε κάποια έφεση προς τη βουκολική ποίηση, τα εύθυμα τραγούδια και την κωμωδία, όπως η συνονόματη μούσα, αλλά στο ότι έφερε μια μπλε κυματιστή ρίγα στην άκρη, θυμίζοντάς του θάλασσα, που είχε να τη δει από μικρό παιδί, σε μια οικογενειακή εκδρομή στο σούνιο, με γονείς

18

Δημητρης ΟικΟνΟμΟΥ

και αδερφό, τότε που ήταν όλα υπέροχα, όλοι αγαπημένοι και ευτυχισμένοι, και αυτή η παρήχηση ή, πιο σωστά, η επανάληψη του «θαλ» ήταν αρκετή για να την ονοματο-δοτήσει κατάλληλα. καλημέρα, της απάντησε κι αυτός, ξεκουράστηκες; Ξεκουράστηκα, άλλωστε δεν είναι πως είχα και πολλή δουλειά για να κουραστώ· εσύ; κι εγώ το ίδιο· άντε να δούμε τι μας περιμένει σήμερα. Αυτόν το διά-λογο ένας αντικειμενικός παρατηρητής φανατικός του ορθού λόγου και του ρασιοναλισμού, πολέμιος της μεταφυσικής και του διαφορετικού, θα τον κατέτασσε στα εν πολλοίς αχαρτογράφητα πεδία της ψυχιατρικής ή του φανταστικού κόσμου. Θα ήταν όμως άδικο να μη λάβει υπόψη του το γεγονός ότι ήδη από πολύ μικρός ο κύριος βασίλης ένιωθε πως επικοινωνούσε με όλα τα αντικείμενα που αγαπούσε, όπως ένα αγοράκι λέει καληνύχτα στο αρκουδάκι του προτού το πάρει αγκαλιά και κοιμηθεί μαζί του, πόσο μάλλον με ένα μηχάνημα που τον είχε βγάλει ασπροπρόσωπο όλα τα χρόνια της επαγγελματικής του ζωής, χωρίς το οποίο δεν θα είχε καταφέρει τίποτα. στο κάτω κάτω της γραφής, η Θάλεια μια καλημέρα τού είπε, όπως κάνουν οι συνεργάτες μεταξύ τους, δεν του ανέλυσε το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο της χώρας, ας επικεντρωθούμε λοιπόν στα θετικά και ας μη σκοτιζόμαστε με τεχνικές λεπτομέρειες.

Ξεσκόνισε τον πάγκο που χώριζε το μέσα από το έξω. Από έξω περίμεναν οι πελάτες, από μέσα η δουλειά και τα μηχανήματα. Όχι πολλά, τέσσερα. τα τρία σε λειτουργία, δύο της ρίκοχ, αυτά με τις οθόνες αφής, για φωτοτυπίες, ένα για σχέδια, το TDS 100, και το τέταρτο, απόμαχο πια, αλλά πάντα έτοιμο να βοηθήσει σε ειδικές αποστολές, η

Οι εγκλωβισμενΟι

19

Θάλεια, που ξεκουράζεται εδώ και χρόνια σε μια γωνιά δίπλα στην παλιά φωτογραφική μηχανή. σκούπισε το μι-κρό χολ, σφουγγάρισε τα νερά που ο ίδιος είχε φέρει μέσα, κοίταξε τη βιτρίνα, όχι, δεν χρειαζόταν να την περάσει με το πανάκι, άλλωστε με τέτοια βροχή ποιος σοβαρός άνθρωπος θα χάζευε τα εκθέματα, κάτι παλιούς χάρτες και φωτογραφίες, πρωτότυπα και έγχρωμα αντίγραφα, δείγματα από επαγγελματικές κάρτες, ταμπέλες και προ-σφορές. Πήγε στο αυτοσχέδιο κουζινάκι, δίπλα στο WC. Ένα μικρό ψυγείο που πάνω του ισορροπούσαν ένα ηλεκτρικό μάτι, ένα τετράγωνο μεταλλικό κουτί με καφέ, ένα βάζο με ζάχαρη, ένα άλλο, μικρό μεταλλικό κουτί, ορθογώνιο αυτό, με κουταλάκια και δυο τρία μαχαιροπίρουνα. Έψησε καφέ διπλό, σκέτο και βαρύ, μύρισε το χαρμάνι, έφτιαξε με τη μυρωδιά η διάθεση, τον σερβίρισε, ρούφηξε την πρώτη γουλιά και ετοιμάστηκε για τις εκκρεμότητες που είχε αφήσει από το σάββατο, ένα μεγάλο πορτοκαλί ντοσιέ και ένα πακέτο σχέδια, όλα από μία φορά, ασπρόμαυρα. Άφησε κατά μέρος τα σχέδια, τα βαριότανε, άλλωστε τα είχανε μοιράσει, ήταν δουλειά του Άκη, που, σαν νεότερος, είχε καλύτερη σχέση με την τεχνολογία και χειριζόταν με μεγάλη ευχέρεια τα πολύπλοκα, με οθόνες αφής και κρυφές μνήμες, μηχανήματα για τα σχέδια, και, μια που είχε ακόμα χρόνο και πελάτης δεν είχε φανεί, ξεφύλλισε το ντοσιέ με τους τέσσερις μεγάλους κρίκους, σημειώσεις από κάποιο μάθημα μαθηματικών του πανεπιστημίου. Δευτέρα σήμερα, τσαγκαροδευτέρα, δεν είχε πολλή δου-λειά, κάποτε, πριν από όλα αυτά, πριν από την ερήμωση της πόλης, τέτοια μέρα τον περίμενε πολύ τρέξιμο, όμως

20

Δημητρης ΟικΟνΟμΟΥ

σήμερα ήταν χαλαρά, έτσι θα πήγαινε κι αυτή η εβδομάδα, δεν είχε επομένως λόγους να αγχώνεται, πέρα από τους βαθιά εσωτερικούς, που δεν μπορούσε ούτως ή άλλως να ελέγξει, και αποφάσισε να απολαύσει τον υπόλοιπο καφέ του χαζεύοντας έξω από τη βιτρίνα τη βροχή και τους πε-ραστικούς μέχρι που να μπει κάποιος πελάτης.

Ούτε που μπορούσε να φανταστεί πριν από τριάντα πε-ρίπου χρόνια ότι θα κατέληγε να βγάζει τα προς το ζην από ένα φωτοτυπάδικο της γειτονιάς. Ξεκίνησε από ανάγκη, όχι απαραιτήτως βιοποριστική, πιο πολύ ψυχολογική, να ξεφύγει από αυτά που βίωνε, να βρει μια δουλειά να απασχο-λεί το μυαλό του, να μη σκέφτεται, παλικαράκι δεκαοχτώ χρονών, ότι είχαν ξεκινήσει τέσσερις και είχαν μείνει δύο – και εδώ και δέκα χρόνια, ένας. να μη μένει στο σπίτι, αυτό ήταν το ζητούμενο. Δεν άντεχε τη στενοχώρια, η πληγή από τον πατέρα του ακόμα δεν είχε κλείσει, ούτε φυσικά θα έκλεινε ποτέ, ενώ ήδη, με το που τελείωνε το σχολείο, η πληγή του αδερφού του έχασκε σχεδόν πέντε χρόνια, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να γυρνάει αργά το βράδυ στο σπίτι, να μην ακούει τη σιωπή στα δωμάτια, δεν αντεχό-ταν αυτή η σιωπή, κι έτσι έπιασε δουλειά, στην αρχή σαν παιδί για παραδόσεις εκτός καταστήματος, στη συνέχεια στις βιβλιοδεσίες με θερμοκόλληση και σπιράλ, μετά στις απλές φωτοτυπίες Α4, Α3 και τέλος στα σχέδια. κόλλησε. Οι αμέτρητες ώρες δουλειάς, η τάση του για ευταξία και οργάνωση, το πιο απαραίτητο ίσως προσόν όταν πρόκειται για φωτοτυπίες –που συνήθως του φέρνουν σελίδες και σημειώσεις ανάκατες, φύρδην μίγδην, να βγάλει μόνος του άκρη–, εκτιμήθηκαν από το αφεντικό του, έναν ηλικιωμένο