Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

18
Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

description

Μια περιπέτεια με ανατροπές, απρόοπτα αλλά και χιούμορ. Με μια αθεράπευτα ρομαντική ηρωίδα.

Transcript of Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Page 1: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

Page 2: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Επισκεφθείτε το site του βιβλίου:

www.margaritabooks.gr

Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα στα κοινωνικά δίκτυα και στο blog της:

/antonioumichaela

@antonioumicha

Το βιβλίο αυτό είναι διαδραστικό με το κινητό σας!• Κατεβάστε δωρεάν το app CLIC2C® στο smartphone σας

από το App Store ή το Google Play, σκανάρετε το εξώφυλλο, τη φωτογραφία του συγγραφέα και τα QRcodes για να μάθετε περισσότερα.

• Τα QRcodes θα σας οδηγήσουν σε αποκλειστικά άρθρα του συγγραφέα και στα μυστικά του βιβλίου.

Mπείτε στο www.mamaya.gr/newsletter ή σκανάρετε και είστε ένα «κλικ» από:

• Τα βιβλία μας.• Την επικοινωνία με τους συγγραφείς μας.• Τα δώρα μας.• Τις εκδηλώσεις μας.• Τα νέα για τον χώρο του βιβλίου.

Page 3: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

Μυθιστόρημα

H

Page 4: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Μιχαέλα ΑντωνίουΗ Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Άννα ΜαράντηΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Ηλίας ΜασούρηςΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Γιώργος Κ. ΜόσχοςΕΚΤΥΠΩΣΗ: Σταμάτιος Κοτσάτος & ΣΙΑ Ο.Ε.ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: Κωνσταντίνα Παναγιώτου & ΣΙΑ Ο.Ε.ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: © Shutterstock/postolit

Copyright © Μιχαέλα Αντωνίου, 2015Copyright © Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2015

Έτος 1ης έκδοσης: 2015

ISBN: 978-618-81789-5-3

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.

Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε.Κόδρου 19, 152 32 ΧαλάνδριΤηλ.: +30 210 68 96 875Fax: +30 210 68 96 877 Facebook: www.facebook.com/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/mamayabookswww.mamaya.gr Pinterest: www.pinterest.com/mamayabookse-mail: [email protected] Instagram: instagram.com/mamaya_books

Page 5: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Στον Γιάννη…γιατί σημασία έχει «τ’ ὡραῖο ταξεῖδι».

Page 6: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα
Page 7: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

G 1 H

Η ΤΑΝ ΔΕΚΑ ΤΟ ΠΡΩΙ. Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΚΗΔΕΙΑΣ ΜΟΥ. Ήμουν επισήμως νεκρή εδώ και μία ημέρα. Αυτοκι-

νητικό. Τυφλή στροφή. Το αυτοκίνητο πήρε φωτιά σχεδόν αμέσως. Όσοι ήρθαν στον τόπο του δυστυχήματος μίλησαν για θέαμα αποκρουστικό, αποτρόπαιο. Ο θάνατός μου είχε συγκλονίσει το μικρό χωριό. Όμως εγώ δεν τα είχα υπο-λογίσει έτσι τα πράγματα. Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία, δεν είχα φανταστεί ότι θα γινόμουν μάρτυρας της ίδιας της ταφής μου. Και κοιτάξτε τώρα πού καταντήσαμε: σε κηδείες, πετραχήλια και παπάδες. Είχε σχηματιστεί μια αργή πομπή. Την οδηγούσε η μάνα μου. Απ’ τη στιγμή που έμαθε για τον θάνατό μου δεν είχε σταματήσει το κλάμα και τώρα πια έπλεε στη θάλασσα των ηρεμιστικών. Είμαι σίγουρη ότι δε θα κατάφερνε καν να περπατήσει αν δεν την υποβάσταζαν οι δύο αδελφές μου, που κι αυτές δεν ήξεραν από πού τους ήρθε. Ξοπίσω ακολουθούσε όλο το χωριό, και όλοι θρηνούσαν για τον άδικο χαμό μου εκείνο το κα-ταθλιπτικό απριλιάτικο πρωινό. Όλοι, εκτός απ’ τη γιαγιά μου. Αυτή περπατούσε στητή, μακάρια, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν όλα να συνέβαιναν σε άλλο χρόνο. Και ο Στέφανος. Ναι, βέβαια, ο Στέφανος... Ωστόσο φοβάμαι

Page 8: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

10 ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

ότι σας μπέρδεψα· κι αυτό δεν είναι καθόλου στις προθέ-σεις μου. Γι’ αυτό ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Η ιστορία μου ξεκίνησε πριν από δύο εβδομάδες και πέ-ντε μέρες στο σπίτι της μητέρας μου στην ορεινή Κορινθία, σ’ ένα μικρό χωριό που το λένε Τρίσβαθα. Πώς λέμε τα τρί-σβαθα της ψυχής μου; Αυτό. Ήταν Δευτέρα 31 Μαρτίου 2003 και το ρολόι έδειχνε πάλι δέκα το πρωί. Ο ήλιος έμπαι-νε δειλά στην κουζίνα από το μεγάλο ξύλινο παράθυρο πάνω από τον μαρμάρινο νεροχύτη. Στρωμένο στο στρογ-γυλό μαονένιο τραπέζι ήταν το γαλάζιο, δαντελωτό τραπε-ζομάντιλο της γιαγιάς μου. Στο μικρό διάφανο βαζάκι είχε αγριολούλουδα. Αυτά τα μάζευε κάθε πρωί η αδελφή μου, η Έλενα, και τα στόλιζε εκεί πριν πάει για το σχολείο, όπου ήταν δασκάλα τα τελευταία πέντε χρόνια.

Το ραδιόφωνο σιγόπαιζε ένα τραγούδι της Πρωτοψάλ-τη. «Κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη...» Κι έτσι εξίσου ξαφνικά μπήκα κι εγώ στο σπίτι της μαμάς μου εκεί-νη την άνοιξη, έπειτα από τρία χρόνια και έξι μήνες απου- σίας. Άνοιξα τη βαριά ξύλινη πόρτα της κουζίνας, που έτριξε απαλά, κι ένιωσα μια ανακούφιση. Ηρεμία. Χαμογέλασα. Άφησα στο πάτωμα κοντά στο ψυγείο τη βαλίτσα και το σακίδιό μου. Δίπλα ακούμπησα προσεκτικά την κυλινδρι-κή, μακρόστενη θήκη. Χάιδεψα με το χέρι μου το τραπε-ζομάντιλο, τα πολύχρωμα ανθάκια. Άγγιξα τον μαρμάρινο νεροχύτη. Κοίταξα από το παράθυρο το υποστατικό της οικογένειάς μου. Ένας μεγάλος κήπος με μποστάνια και δέντρα από τη μια μεριά, ένα φαρδύ χωμάτινο πλάτωμα στη μέση και ο μεγάλος μας αχυρώνας, που τώρα πια ρή-μαζε μια και δε χρησιμοποιούνταν. Η αλήθεια είναι ότι όλο το σπίτι μας ρήμαζε. Ήταν ένα παλιό αρχοντικό σ’ αυτό

Page 9: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ 11

το απόμακρο χωριό, που κανείς δεν είχε ούτε τη διάθεση ούτε τα χρήματα να συντηρήσει. Μόνο η γιαγιά μου, η Μά-ντω, ασχολούνταν με τα μποστάνια της, καλλιεργούσε τα βοτάνια και τα μαντζούνια της μαζί με τις ντομάτες και τα κουνουπίδια της. Της άρεσε ο κήπος της. Νομίζω ότι ήταν και το μόνο που της άρεσε.

Είχα βυθιστεί στη γαλήνη που μου πρόσφερε το πατρικό μου. Ένιωθα τη ζεστασιά της μάνας μου της Ποθούλας στον χώρο, με τα σεμεδάκια και τις δαντελένιες κουρτινί-τσες της, τα πολύχρωμα φλιτζανάκια και τα πορσελάνινα μπιμπελό. Είχα σχεδόν χαλαρώσει και είχα αρχίσει να ανα-κτώ τη σιγουριά που μου έλειπε, όταν μακριά, πέρα από τον κήπο, είδα ανάμεσα από τις δαντέλες του παραθύρου τη νεκροφόρα· κόσμο να την ακολουθεί. Τώρα που το σκέ-φτομαι, ήταν σαν εκείνη η κηδεία την ημέρα της άφιξής μου να μου έστελνε μια προειδοποίηση· πως ο θάνατος εί-ναι κοντά, πανταχού παρών, πως όσο κι αν τρέξω μακριά, δεν πρόκειται να ξεφύγω. Όμως το ήξερα καλά πως δεν είχα πια πού αλλού να πάω. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει. Αισθάνθηκα τον φόβο, που πρόσκαιρα είχε κουκουλωθεί, να ξεπετιέται πάλι και να με κυριεύει.

Με διαπέρασε η ησυχία του σπιτιού μου. Πάγωσα στη σκέψη πως κάποιος δικός μου αγαπημένος ήταν ξαπλωμέ-νος στο πίσω μέρος του μαύρου αυτοκινήτου. Σκέφτηκα πως είχα τουλάχιστον τρεις μέρες να επικοινωνήσω με τους δικούς μου. Πολλά μπορούσαν να έχουν συμβεί. Ένιωσα την παρόρμηση να τρέξω στον δρόμο. Και ήμουν έτοιμη να το κάνω, μα εκείνη τη στιγμή άνοιξε απότομα η πόρτα και πρόβαλε η γιαγιά μου. Ακίνητες κι οι δύο κοιταχτήκαμε για μερικές στιγμές. Ήταν μαυροντυμένη. Στο άσπρο της κεφάλι

Page 10: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

12 ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

φορούσε ένα τσεμπέρι, μαύρο κι αυτό. Με μέτρησε από πάνω μέχρι κάτω με τα σκληρά, καστανά, γερασμένα μάτια της.

«Τι θες εσύ εδώ;» με ρώτησε ξερά.«Γύρισα», της είπα, ενώ η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. «Μάλιστα», κούνησε το κεφάλι της. Με προσπέρασε. Στάθηκε μπροστά στο καντήλι της.

Έκανε την προσευχή της. Σταυροκοπήθηκε. Πήγε στον νεροχύτη και έπλυνε με αταίριαστη επιμέλεια τα χέρια της, τρίβοντας προσεκτικά τα ροζιασμένα δάχτυλά της. Την άκουσα ν’ αναστενάζει. Σήκωσε βασανιστικά αργά τα μά-τια της προς τον ουρανό.

«Ένα τίποτα είμαστε», μουρμούρισε. «Τι συμβαίνει, γιαγιά Μάντω; Είδα...» Δεν ήθελα να

προφέρω τη λέξη «νεκροφόρα». Δεν απάντησε. Έβαλε το μπρίκι στη φωτιά κι άρχισε

ν’ ανακατεύει τον καφέ της. Της άρεσε να τυραννάει της γιαγιάς μου.

«Γιαγιά;» ψέλλισα.«Η Αργυρώ», μου απάντησε θυμωμένα. «Συνάντησε

τον Δημιουργό της. Τώρα πια θα ’χει να κάνει μαζί Του», συμπλήρωσε και ακούμπησε με θόρυβο το κουταλάκι στο μάρμαρο.

«Η Αργυρώ του Αργύρη;» ρώτησα δειλά, με μια ανάρ-μοστη ανακούφιση που ο θάνατος είχε προσπεράσει το σπίτι μου.

Μου έγνεψε ναι. Η Αργυρώ. Το μαύρο πρόβατο του χωριού. Την ήξερα

καλά την ιστορία της. Στοίχειωνε χρόνια τα σοκάκια του χω-ριού μας. Είχε φύγει από τα Τρίσβαθα όταν ήταν δεκαεφτά χρόνων· έγκυος με το παιδί του γιου ενός μεγαλογαιοκτήμο-

Page 11: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ 13

να από τη Νεμέα. Πάνε σαράντα τόσα χρόνια τώρα. Ο πιτσι-ρικάς την είχε κουτουπώσει στον τρύγο, όταν κατέβαινε όλο το χωριό για να δουλέψει. Την είχε καταστήσει έγκυο και είχε αρνηθεί να την αποκαταστήσει. Η οικογένειά της είχε αφηνιάσει. Άλλοι οι καιροί τότε. Ξέσπασε μόνο επάνω της. Η μάνα της της έδωσε ένα σωρό καταπότια για να ρίξει το παιδί, τον μικρό Αργύρη, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Έτσι, όταν πια δεν κρυβόταν άλλο η κοιλιά της, μάνα και πατέρας την ξαπόστειλαν και την άφησαν στη μοίρα της.

Κι εκείνη έκανε αυτό που θεωρούσε χρέος της. Το κράτησε το παιδί. Μα το καημένο το μωρό, από τα πολλά μαντζούνια που είχε πιει η Αργυρώ για να το ρίξει και από το ξύλο που της είχε δώσει ο πατέρας της, βγήκε ζαβό. Έτσι κανείς δεν το έπαιρνε για υιοθεσία κι εκείνη αρνήθηκε να το αφήσει να το κακομεταχειρίζονται σε κάποιο ίδρυμα. Το κράτησε και το συντηρούσε με τον μόνο τρόπο που ήξερε· περνώντας τις μέ-ρες της, αλλά κυρίως τις νύχτες της, εκδιδόμενη επί χρήμασι.

Τα χρόνια πέρασαν. Οι γονείς της Αργυρώς πέθαναν. Η Αργυρώ μεγάλωσε, το ίδιο κι ο Αργύρης. Τότε μάνα και γιος γύρισαν πίσω. Τότε γνώρισε για πρώτη φορά ο Αργύ-ρης το μικρό χωριό του που το λάτρεψε σαν να είχε ζήσει εδώ όλη του τη ζωή. Τότε ήταν που η Αργυρώ πήγε και βρήκε τον γιο του μεγαλογαιοκτήμονα και του ζήτησε ένα μικρό μηνιαίο εισόδημα για τη συνεχή ιατρική περίθαλψη που χρειαζόταν ο Αργύρης. Και για έναν περίεργο λόγο αυτός είχε δεχθεί. Κι η Αργυρώ πίστευε ότι θα είχε τα βα-θιά και ήσυχα γεράματα που πάντα ονειρευόταν. Όμως πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε, κι η Αργυρώ, πριν καν κλείσει τα εξήντα της χρόνια, αποδήμησε εις Κύριον. Την ανακούφισή μου διαδέχτηκε η στενοχώρια.

Page 12: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

14 ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

«Πώς;»«Στον τόπο. Μια κι έξω. Ήσυχος θάνατος».«Έμφραγμα;»«Έμφραγμα ξέμφραγμα, τη βρήκε ο Αργύρης παγωμέ-

νη στο κρεβάτι της».«Κι αυτός πώς είναι;» ρώτησα γιατί ο Αργύρης ήταν

από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους στα Τρίσβαθα.«Δεν ξέρει τι τον χτύπησε».«Πότε έγινε;»«Καλά, κουφή είσαι, μωρέ, δεν ακούς; Μας γύρισες

κουφαμένη;» ξέσπασε η γιαγιά Μάντω, που πάντα με τον καλό λόγο ήταν στο στόμα. «Τώρα μόλις γύρισα από την κηδεία. Τώρα τη θάψανε. Θεός σχωρέσ’ τηνε. Τώρα την παραχώσανε κι έχουνε πάει όλοι στον καφενέ αυτού του απατεώνα του Σταύρακα, που μια καλή κουβέντα δεν είχε πει για δαύτηνε όσο ζούσε. Πάνε να πιούνε τον καφέ για το Θεός σχωρέσ’ την. Λες και τους είχε ανάγκη, τους υπο-κριτές. Σου ’φτιαξα καφέ. Θα τον πιεις ή να τον εχύσω;»

«Όχι, βέβαια, θα τον πιω, θα τον πιω», υπερασπίστηκα τον καφέ που μόλις μου είχε σερβίρει.

«Τζαναμπέτισσα», ξεφύσησε η γιαγιά μου, κάθισε στην καρέκλα της με θόρυβο και ρούφηξε τη γουλιά της.

Έφερα το φλιτζάνι στα χείλη μου. Κανένας δεν έκανε καλύτερο καφέ από τη γιαγιά μου. Μείναμε βουβές να πί-νουμε τον καφέ για μερικά λεπτά.

«Πώς και μας θυμήθηκες;» μου πέταξε απότομα.Δεν της αποκρίθηκα αμέσως. Την κοίταξα στα μάτια.

Βρέθηκα αντιμέτωπη με το βλέμμα της. Τράβηξα τη ματιά μου και απάντησα ήρεμα: «Ήταν καιρός να γυρίσω πίσω».

Page 13: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

G 2 H

Τ Ο ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΥΡΙΖΕ κλεισούρα. Όμως τα πράγματά μου ήταν στη θέση

τους. Η μητέρα μου είχε κρατήσει την υπόσχεσή της, όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Τα εφηβικά μου σχέδια κοσμού-σαν ακόμη τους τοίχους. Δίπλα τους κρεμόταν το βραβείο ζωγραφικής για την πρώτη θέση στον διεθνή διαγωνισμό Køster, που είχα κερδίσει στα δεκάξι μου. Θυμάμαι με πό-ση περηφάνια το είχε κορνιζάρει και το είχε κρεμάσει ο πατέρας μου. Θυμάμαι ακόμη τους χτύπους του σφυριού να αντηχούν στον κλειστό χώρο. «Τ’ ακούς αυτό; Έτσι θα βαράνε τα κανόνια όταν θα πετύχεις», και δώσ’ του έχωνε το καρφί πιο μέσα. Είχε πάντα μια τάση να ακούγεται λίγο μελό, όταν μιλούσε για μένα και τις ικανότητές μου στη ζωγραφική. «Γιατί εσύ θα τα καταφέρεις», είχε προσθέσει τότε, και η ευτυχία ξεχείλιζε από το βλέμμα του. «Έχεις μεγάλο ταλέντο και δεν πρέπει να πάει χαμένο».

Αχ, ρε πατέρα, σκέφτηκα καθισμένη στο χείλος του κρε-βατιού μου, ευτυχώς που πέθανες και δε βλέπεις τα χάλια μου. Δε βλέπεις πώς χρησιμοποίησα το «μεγάλο» ταλέντο μου. Ένιωσα απέραντη ντροπή. Οι αναμνήσεις λες και ξε-πηδούσαν από το παλιό καβαλέτο και τους μισοτελειωμέ-

Page 14: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

16 ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

νους πίνακες που αράχνιαζαν δίπλα στην ντουλάπα. Τον είδα όρθιο να μου μιλάει.

«Τα χέρια σου είναι φτιαγμένα για να ζωγραφίζεις, Μαργαρίτα. Έχεις ένα θείο δώρο και δεν πρέπει να το αφήσεις να πάει χαμένο. Όταν κάτι σου χαρίζεται τόσο απλόχερα, πρέπει να το χρησιμοποιήσεις σωστά. Πρέπει κι εσύ να το προσφέρεις με τη σειρά σου».

Και αυτό έκανες, κάγχασα από μέσα μου. Δεν ήταν όμως ώρα για σκέψη. Σηκώθηκα. Έβγαλα το

συρτάρι της εντοιχισμένης ντουλάπας μου και έχωσα στο κενό μεταξύ του πατώματος και της ντουλάπας τη θήκη με τον πολύτιμο πίνακα που είχα κουβαλήσει από την άλλη άκρη της Ευρώπης. Τοποθέτησα το συρτάρι στη θέση του. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Τώρα όλα θα πάνε καλά, είπα με πεποίθηση στον εαυτό μου.

Πλησίασα στο παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο. Είδα τη μητέρα μου να μπαίνει από την αυλόπορτα. Πρόσεξα πως είχε πάρει μερικά κιλάκια. Είχε βάψει και τα μαλλιά της κόκκινα. Τι περίεργο, σκέφτηκα. Μα, ακόμη κι έτσι αλ-λαγμένη, εξακολουθούσε να αποπνέει τη γλυκύτητα και την κατανόηση, που με είχαν παρακινήσει να κρυφτώ στο σπίτι της. Πίσω της ακολουθούσαν η τρυφερή αδελφή μου, η Έλενα, και η ανιψιά μου, η Νικολέττα. Η ζωή ξεχείλιζε από την πιτσιρίκα, που είχε γίνει ένας εννιάχρονος διαβο-λάκος με μακριά κοτσίδια και σοσόνια. Τις είδα να περ-νούν το κατώφλι· σοβαρές· φανερά επηρεασμένες από το βάρος που είχε πέσει στο χωριό εκείνο το πρωινό.

Γύρισα στον παλιό καθρέφτη που κρεμόταν δίπλα στην πόρτα. Προσπάθησα να συμμαζέψω τα σγουρά, καστανά μαλλιά μου. Χτύπησα με τα δάχτυλά μου τους κατάμαυ-

Page 15: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ 17

ρους κύκλους κάτω από τα πράσινα μάτια μου. Τσίμπησα τα μάγουλά μου να κοκκινίσουν για να καλύψω την κού-ραση και την αγωνία των τελευταίων ημερών. Κατέβηκα τη σκάλα που οδηγούσε στον κάτω όροφο. Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσω και την υπόλοιπη οικογένεια.

Ευτυχώς, τα πράγματα πήγαν καλύτερα απ’ ό,τι πε-ρίμενα. Οι τρεις γενιές της φαμίλιας μου με αγκάλιασαν με αγάπη. Η μητέρα με γέμισε γλυκόλογα. Με αποκάλεσε «Ρωρώ». Από το Μαργαρίτα, Μαργαρώ, Ρωρώ. Όπως με φώναζαν όλοι οι δικοί μου άνθρωποι. Η Νικολέττα κρεμά-στηκε στον λαιμό μου. Ήμουν πάντα η αδυναμία της. Μό-νο το ανοιχτοπράσινο βλέμμα της Έλενας και το όμορφο πρόσωπό της πρόδιδαν ανησυχία. Βλέπετε, η μεσαία μου αδελφή είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι μας στα Τρί-σβαθα απ’ όταν ο Σίμος, ο άντρας της, βγήκε για να πάρει τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Γι’ αυτό οι ανατροπές της καθημερινότητας της δημιουργούσαν νευρικότητα. Ο νους της πήγαινε πάντα στο κακό.

«Πώς βρέθηκες εδώ πέρα; Δε μου είχες πει ότι θα ’ρχό-σουν», ακούστηκε αναστατωμένη η φωνή της.

Χαμογέλασα. «Όλα καλά», της έκανα άηχα και της έδωσα ένα πεταχτό φιλί. Της έσφιξα τα χέρια. Ήταν πα-γωμένα.

Ξεροκατάπιε. «Σίγουρα;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν ήθελα να σας αναστατώ-

σω. Ήθελα να σας κάνω έκπληξη». Δεν έλεγα καλά ψέματα. Και είμαι σίγουρη ότι η Έλενα

σκεφτόταν πόσο μισώ τις εκπλήξεις, πόσο αυτή η συμπε-ριφορά δεν ταιριάζει καθόλου στον χαρακτήρα μου. Και φυσικά δεν είχε ιδέα το πόσο τρομοκρατημένη ήμουν όταν

Page 16: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

18 ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

εγκατέλειψα το μικροσκοπικό μου διαμέρισμα στο Λονδί-νο. Δεν είχε εικόνα με πόση βιασύνη γέμισα τη βαλίτσα μου για να καταφέρω να ξεφύγω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν ήξερε ότι με κυνηγούσε ο Σεργκέι. Μα τι λέω; Δε γνώ-ριζε καν για την ύπαρξη του Ρώσου μαφιόζου που απει-λούσε τη ζωή μου. Ένιωσα έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου. Ένιωσα την ατμόσφαιρα γύρω μου να βαραί-νει. Προσπάθησα ν’ ανοίξω το στόμα μου για να πλασάρω μια δικαιολογία. Ξαφνικά ακούστηκε ένας τρομερός θό-ρυβος. Τινάχτηκα, λες και με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Κάποιος κόρναρε σαν τρελός στην αυλή του σπιτιού μας. Άκουσα ένα παράθυρο ν’ ανοίγει βίαια.

«Κακό χρόνο να ’χεις!» ούρλιαζε η γιαγιά Μάντω από τον πάνω όροφο. Μετά αφύσικη σιγή. Έπειτα: «Κλέλια!»

Η Νικολέττα στρίγκλισε χαρούμενα: «Η θεία Κλέλια! Η θεία Κλέλια!» Έτρεξε προς την πόρτα της κουζίνας που έβγαζε στην αυλή.

«Μην τη λες “θεία”», ψιθύρισε η Έλενα, γιατί ήξερε πόσο το μισούσε η μεγάλη μου αδελφή, η Κλέλια, το «θεία».

Η μαμά μου στάθηκε για μια στιγμή. Χαμογέλασε. «Απί-στευτο», ψέλλισε. Μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και κα-τευθύνθηκε να προϋπαντήσει μέσα σε λιγότερο από μια ώρα ακόμη μια κόρη, που, κι αυτή όπως κι εγώ, σπάνια ερχόταν στα Τρίσβαθα.

Η γιαγιά μου κατέβηκε τη σκάλα γρήγορα και με προ-σπέρασε μουρμουρίζοντας: «Για όνομα του Θεού, μέρα που είναι!»

Κι εγώ τις ακολούθησα. Βγήκα από την πόρτα και βρέ-θηκα στη μεγάλη πεζούλα μπρος από την κουζίνα μας.

Η Κλέλια φορούσε ένα κατακόκκινο, εφαρμοστό ταγέρ

Page 17: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ 19

που τόνιζε το καμπυλωτό σώμα της και το ξανθό καλοχτενι-σμένο μαλλί της. Στεκόταν δίπλα στη λευκή κάμπριο Chrysler της. Τις είδα να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. Δίπλα η γιαγιά τις μάλωνε. Προσπαθούσε να τις βάλει σε τάξη.

Εγώ παρακολουθούσα σαν υπνωτισμένη την οικογένειά μου εκείνο το πρωινό της κηδείας της Αργυρώς, που ήμα-σταν και πάλι όλες μαζί έπειτα από πολλά χρόνια. Ήταν μια αίσθηση υπέροχη μετά τη φρίκη των τελευταίων ημε-ρών. Μου δημιουργούσε ηρεμία. Αισθανόμουν πως, τώρα, αφού έτυχε και βρεθήκαμε όλες εκεί μαζεμένες, όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν είχα καταλάβει ότι, όταν κάνεις κά-τι λάθος, τότε αργά ή γρήγορα θα το πληρώσεις. Κι ότι η σιγουριά του σπιτιού που τόσο επιζητούσα δεν ήταν παρά μόνο μια ψευδαίσθηση, που δυστυχώς πολύ γρήγορα θα καταστρεφόταν.

Page 18: Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

G 3 H

Ε ΚΕΙΝΟ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΣΤΕ-φανο. Είχα απομείνει όρθια στο πεζούλι της βεράντας

να χαζεύω την οχλοβοή μπροστά μου. Εκείνος στεκόταν ακίνητος με τα χέρια στις τσέπες και τα πόδια μισάνοιχτα. Πόσο οικεία και επικίνδυνη μου φαίνεται τώρα αυτή του η στάση. Είχε βγει από το σπιτάκι του κήπου, στην άλλη άκρη του κτήματος. Μειδιούσε με ενδιαφέρον προς τη μεριά του σούσουρου. Μελαχρινός. Ψηλός. Γεροδεμένος. Είχε κάτι εξαιρετικά γήινο και πραγματικό. Μου έκοψε την ανάσα. Είχα αφήσει το βλέμμα μου να ξεκουράζεται επάνω του. Θαύμαζα τα πυκνά του μαλλιά, τα μακριά του χέρια, τα ψηλά του πόδια. Όταν με κοίταξε, ταράχτηκα και πήρα απότομα τα μάτια μου από πάνω του. Γαμώτο! Γαμώτο! Χαζομάρα, σκέφτηκα, με την αφέλεια που χαρακτήριζε την προηγούμενη ζωή μου. Γι’ αυτό έστρεψα ξανά το βλέμ-μα μου προς το μέρος του. Εκείνος μου χαμογέλασε. Μετά έσκυψε και χάιδεψε, επιδεικτικά θα έλεγε κανείς, τη Μα-τούλα, την κεραμιδόγατα της γιαγιάς μας, που τριβόταν στα πόδια του. Θυμάμαι ότι αναρωτήθηκα για το ποιος είναι. Γιατί μου ξυπνούσε μια πρωτόγονη αίσθηση και μου έδινε διάθεση για ζωή. Με τον ίδιο τρόπο που επιζητάς τη

«Κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη…» σιγόπαιζε το ραδιόφωνο την ημέρα που η Μαργαρίτα

περνούσε το κατώφλι του πατρικού της, ύστερα από τρία χρόνια και έξι μήνες απουσίας.

Γιατί έτσι ξαφνικά, η Μαργαρίτα παράτησε τη ζωή της στην Αγγλία και κρύφτηκε στο ορεινό χωριό της

στην Κορινθία, προκειμένου να γλιτώσει από τους διώκτες της.

Κι έτσι ακόμη πιο ξαφνικά, ανάμεσα σε δολοφονίες, κρυμμένα μυστικά και ξέφρενα ανθρωποκυνηγητά,

η Μαργαρίτα έπεσε στα δίχτυα ενός παθιασμένου έρωτα.

Μια περιπέτεια με ανατροπές, απρόοπτα, αλλά και χιούμορ. Με μια αθεράπευτα

ρομαντική ηρωίδα, μπλεγμένη σε μια ιστορία που είναι σίγουρο ότι την ξεπερνά.

www.mamaya.gre-mail: [email protected]

www.margaritabooks.gr

ISBN 978-618-81789-5-3

ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ: 10004