ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

122

description

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ ΙΟΥΛΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ

Transcript of ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Page 1: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 2: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 3: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ε Π Τ Α Ν Η Σ Ι Α Κ ΗΣ Χ Ο Λ Η

Page 4: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Εκδόσεις Διάνυσμα, 2015

[email protected]/ekdoseisdianisma

Page 5: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗΣΧΟΛΗ

εκδόσεις Δ Ι Ά Ν Υ Σ Μ Ά

Page 6: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 7: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Μὲ τὸν ὄρο Επτανησιακη Σχολή εννοούμε τη λογοτεχνική παραγωγή των Ιονίων νήσων απο τὶς τελευταῖες δεκαετίας τοῦ 18ου αἱ. ἕως τὸ τέλος τοῦ 19ου αἱ. Ὁ ὅρος ἑπτανησιακὴ σχολὴ εἰσήχθη ἀπὸ τον Ροΐδη καὶ τονΑσώπιο στο 2ο μισό του 19ου αἰῶνα καὶ τὸν υἱοθέτησε ἀργότερα ὀ Κωστὴς Παλαμάς στα κριτικὰ του δοκίμια για τοὺς ἑπτανήσιους ποιητες. Ἐπίκεντρο αὐτῆς τῆς ἀξιόλογης παραγωγῆς εἶναι ὀ Διονύσιος Σολωμός. Σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο -ἀντίθετα ἂπ΄ ὅ,τι συμβαίνει μὲ την ποίηση έχουμε μικρὴ παραγωγὴ πεζογραφικῶν κειμένων. Σὲ τούτη τὴ μικρὴ παραγωγὴ ξεχωρίζει ἠ Αυ-τοβιογραφία, της Ελισάβετ Μουτζᾶν-Μαρτινέγκου 1831, τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ γυναικεῖο πεζογράφημα, μαρτυρία γιὰ τὴν περιθωριοποιημένη θέση τῆς γυναίκας σὲ σχέση μὲ τὴν πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς ἑπτανησιακής πολιτισμικης επικρατειας. Στὸν ἀντίποδα τῆς πεζογραφικῆς παραγωγῆς βρί-σκεται ἡ παραγωγὴ κριτικῶν δοκιμίων, φιλολογικῶν καὶ αἰσθητικῶν μελετῶν, ὅπως ὁ Διάλογος τοῦ Δ. Σολωμού, τὰ «Προλεγόμενα» τοῦ Ἰακ. Πολυλὰ στὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Σολωμοῦ καὶ ἡ μελέτη τοῦ Καλοσγούρου γιὰ τὴ με-τάφραση τοῦ σαιξπηρικού Αμλετ απο τὸν Ἰακ. Πολυλά. Δυναμικὸ ἐπίσης ἐμφανίζεται καὶ τὸ μεταφραστικὸ ἔργο σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία καὶ τὶς νεότερες δυτικὲς λογοτεχνίες. Ἐκπρόσωποι τέλος τῆς θεα-τρικῆς παραγωγῆς γιὰ τὴν ἴδια περίοδο στὴν ἑπτανησιακὴ σχολὴ εἶναι οἱ θεατρικοὶ συγγραφείς Σαβογιας Ρούσμελης , ὁ Δ. Γουζέλης καὶ ὀ Ιωάννης Ζαμπέλιος.

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Page 8: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 9: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ

Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ἰουλίου 1901) ἦταν ἀξιολογος σατιρικός ποιητης καὶ πεζογράφος ἀπὸ την Κεφαλ-λονιά. Ἀφορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας τῶν σατιρικῶν βελῶν τοῦ κατὰ τοῦ ἐπίσημου κλήρου.

Page 10: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 11: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΟ ΛΗΞΟΎΡΙ

Ὅντις ῾μπορῇ ἕνας σ᾿ ὅλους νὰ χαρίζῃΚαὶ στὸν ἴδιο καιρὸ νὰ μὴν τοὺς δίνῃ,ἤθελ᾿ εἶναι κακία νὰ ξεχωρίζῃἝνανε, καὶ τοὺς ἄλλους νὰν τσ᾿ ἀφίνῃ.

Ἔτσι καὶ τὴ Λαμπρὴ ὁ παπᾶς μας στήνειΤὴ λαμπάδα του σ᾿ ὅποιον τὴν ὁρίζειΓιατὶ, ὅσο κι ἂν ἀνάβουνε ἀπὸ ᾿κείνη,Τίποτα τοῦ παπᾶ δὲν τοῦ στοιχίζει.

Ποὺ ἂν ἤτανε νὰ χάνῃ ὂχ τὴ λαμπάδαΤρεῖς τέσσαρες σταξοῦλες, δύο, μία,Τότε ναίσκε ἤθελ᾿ εἶναι φρονημάδαΝὰ βαλθῇ κι ὁ παπὰς σὲ οἰκονομία.

Καὶ πλέον ὂχ τὴ λαμπάδα τοῦ παπᾶΝὰ μὴν ἀνάβῃ πάρι ἡ παπαδιά.Ἔτσι κι ἐγὼ μ᾿ αὐτὸ τὸ ποιηματάκιὉποὺ τώρα τυπώνω,Μικρό, χαροποιὸ κι ἀλαφρουλάκι,Σ᾿ ὅλους σας τ᾿ ἀφιερώνω.

Καὶ δίνω τὸ δικαίωμα στὸν καθένα,Εἰς σὲ λιγολογία,Νὰ ῾πῇ: «Τοῦτο ἀφιερώθηκε σ᾿ ἐμένα.»Κι ἂς τὸ χαρ« μὲ ὑγεία.

Ξεκαθαρίζω ἀκόμη,Καὶ τοῦτο μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Δεσπότη,

11

Page 12: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

12

Καὶ μὲ στέρεά μου γνώμη,Πῶς ἀκούω, διορίζω καὶ θέλω, ὅτι,

Καλόγηροι, παπᾶδες,᾿Παντρεμένες, ἀνύπαντρες κοπέλες,Καλόγρηες, ἀσκητᾶδες,Νηὲς ὤμορφες, καὶ γρηὲς μὲ σοτανέλες,Ὅλοι, γιὰ ῾πινομή μου,Νἄχουνε μέρος στὴν ἀφιέρωσή μου.

Page 13: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

13

Η ΆΝΟΙΞΗ

Ἐδῶναι, ἐδῶναι, ἐπλάκωσε.Γυναῖκες μαζωχτεῖτε.Ὀμπρός, συναπαντῆστε τηὈμπρὸς νὰν τὴ δεχτεῖτε.

Νά, νἄρχεται ἡ γλυκιὰ ἌνοιξηΛουλουδοστολισμένη,Ἀπάνου σ᾿ ἕνα γαΐδαροἈντρίκια καθισμένη.

Κι ὀπίσωθέ της τρέχουνεΚοπάδια γκαριστάδες,Ὅλοι ζουρλοὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα,Ὅλοι ζεστοὶ ἐραστάδες.

Κλοτσοῦν᾿ τετραποδίζοντεςΚαὶ κλαῖν᾿ ὂχ τὴ χαρά τους,Καὶ ζωντανὴ στὰ μάτια τουςΘωρεῖς τὴ βουρλισιά τους.

Καὶ ὁλόθερμα γκαρίζοντεςΤσὴ χάρες της πολλὴ-ὥρα,Τὴ φέρνουνε ἀλοτρίγυραΝὰν τήνε ἰδῇ ὅλ᾿ ἡ χώρα.

Καὶ αὐτὴ στὸ δρόμο ἐρχόμενη,Φυσώντας ἀέρα χλιόνεΓιομίζει ζέστα ἀπάντεχα

Page 14: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

14

Τσὴ πόρτες τῶν σπητιῶνε.

Ὥστε καψιόνει ἡ νηόνυφηΣτὸ χλιούτσικο ἀγεράκι,Κι ενδύνεται ἀλαφρότεροΛινὸ φορεματάκι.

Καὶ ᾿βγαίνει καὶ δροσίζεται,Καὶ βλέπεις τὸ αἴσθημά της,Ποῦ ἀκούει νὰν τῆς ἐδρόσισεὉ ἀγέρας τὴν καρδιά της.

Ἄχ! ᾿Ἀνοίξη, γλυκιὰ ᾿Ἄνοιξη!Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώρισταΣερνικοθύλικωνε!

Ἂν ἐσὺ τώρα ἐγύριζεςΚι ἀλλοῦ τὰ βήματά σου,Πόσους στὸν κάμπο ἀκόλουθουςἬθελε εἰδεῖς κοντά σου!

Ναί, κι ἦθε᾿ εἰδεῖς ποὺ οἱ γέροντες᾿Σὰ δὲ ᾿μποροῦν᾿ νὰ ἐλθοῦνε,Μένουν᾿ ξοπίσω, κι ἄδικαΤοὺς νηοὺς κατηγοροῦνε.

Καὶ δὲ ᾿θυμόντ᾿ ὅσα ἔκανανΚι ἐκεῖνοι στὸν καιρό τους,Ὄντις ἀκούανε δύναμεςΖεστὲς εἰς τὸν ἐαυτό τους.

Page 15: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Μὰ ἔτσ᾿ εἶν... τώρ᾿ ἂς τ᾿ ἀφήσωμε.Νά, ἰδέτε τί κακὸΧωριατοποῦλες ὤμορφεςΠοὺ κάνουνε χορό.

Ἂχ Ἄνοιξη, ἂς γυρίσωμεΣ᾿ ἐκεῖνες τὸ ποδάρι,Μὰ βάστα τοῦ γαϊδάρου σουΣφιχτὰ τὸ χαλινάρι.

Νά, ἰδέτες ποὺ ἀγκαλιάζουνταιἡ πουλιὸ νηότερεςτους,Κι ἀμπόνουνται, καὶ πέφτουνεΚαὶ φαίνουντ᾿ οἱ ὠμορφιές τους.

Ἂχ Ἄνοιξη, βαστηόσουνεἈπάνου στὸ σαμάρι,Καὶ τράβαε τοῦ γαϊδάρου σουΣφιχτὰ τὸ χαλινάρι.

Ἄνοιξη, γλυκιά μου Ἄνοιξη,Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώρισταΣερνικοθηλυκῶνε!...

15

Page 16: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΣΎΧΆΡΙΆΣΜΆΤΆ ΕΙΣ ΓΕΝΕΘΛΙΆ ΓΆΪΔΆΡΟΎ

Καλορίζικος. Νὰ ζήσῃὉ νηὸς γαΐδαρος, ν᾿ ἀξίνῃ.Νὰ σοῦ ζήση, νὰ σοῦ γίνῃὩς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

Νὰ σοῦ ἀξένουνε τ᾿ αὐτιά του,Καὶ νὰν᾿ τὰ συχνοτσουλόνῃ.Νὰ χοντρένῃ, νὰ ῾ψηλώνῃ,Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

Νὰ σοῦ ζήσῃ. Ὁ Θειὸς νὰ κάμῃΝὰ σοῦ ζήσῃ ὁ γάϊδαρός σου.Νὰν τὸν ἔχης πάντα ὀμπρός σουὩς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

Νὰ σοῦ ζήσῃ ὁ γάϊδαρός σουΚαὶ νὰ ζήσῃς κι ἡ ἀφεντιά σου,Νὰν τὸν ἔχῃς στὴ δουλειά σουὩς καθὼς ἐπιθυμᾶς.

16

Page 17: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

17

ΣΟΒΆΡΆ ΚΆΠΟΙΆ

1851 Λονδίνο

Εἰκώνα ἀγαπητὴ τῆς γυναικός μου,Τώρα ἔλα καν᾿ ἐσὺ στὴ συντροφιά μου.Κατοίκα πάντα μέσα στὴν καρδιά μου,Καὶ φύλαμε ὂχ τσὴ πλάνεσες τοῦ κόσμου.

Ἐσὺ γιὰ ῾μὲ Προστάτης Ἄγγελός μου,Ἄμεμπτα φύλαε τὰ πατήματά μουΚαὶ προτοῦ σκοτισθοῦν᾿ τὰ λογικά μου,Πρόλαβε, τρέξε σὺ καὶ λάμψε ἐμπρός μου.

Ναί, τὸ φῶς σου ᾿ξυπνάει τὴν ἀρετή μου,Καὶ πιστόνε σ᾿ ἐσένα μὲ βαστένει.Γιατὶ τόσο σ᾿ αἰσθάνομαι ᾿δική μου,

Τόσο μὲ τὴ ψυχή μου ζυμωμένη,Ποῦ δὲν ἠξέρω πλέον στὴ διαλογή μουΠῶς νὰ σὲ ῾πῶ: γυναίκα μου ἢ ψυχή μου.

Page 18: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΟ ΛΗΞΟΎΡΙ

Ά´

Ὅντις ἔπλασε ὁ Θειὸς τὴν Οἰκουμένη,τὸ Ληξούρι, καὶ τόσους ἄλλους τόπους,εἶπε στὸ νοῦ του: Ἄ! τώρα δὲ μοῦ μένειπάρι νὰ πλάσω, γέ μου, καὶ τσ᾽ ἀθρώπους».Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ κράταε τὸν Ἀδὰμ στερνόνε,τοὖπε: «Σὺ νἆσαι, Ἀδάμ, τὸ ζῶ᾽ τῶ ζῶνε!

«Ἤγουν, νἆσαι καλύτερος ἀπ᾽ ὅλα,νἄχῃς τὸ γάϊδαρο ἀπὸ κάτουθέ σου,νὰ θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,νἆνε ἡ λαγκάδες ὅλες ἐδικές σου·Οἱ σκύλοι ταπεινοὶ νὰ σὲ ὑπακοῦνε,καὶ γιὰ σένανε ἡ κόττες νὰ γεννοῦνε».

«Βάνω στὴν ἐξουσία σου τὰ σπανάκια,ἄν θέλῃς νὰ τὰ κάνῃς τσιγαρίδι·γιὰ σένανε φυτεύω ῥαπανάκια,ἐσὺ νὰ τρῶς τὸ μῆλο καὶ τὸ ἀπίδι.Ὅλα νὰν τἄχῃς χωρὶς νὰ κοπιάζῃς,καὶ σ᾽ ἀγαπάω πολύ, γιατὶ μοῦ μοιάζεις».

«Σοῦ χτιῶ στὸ περιβόλι μου παλάτιμ᾽ ὅσα καλὰ ἡ θεία μου Πρόνοια δίνει·καὶ νὰ τρῶς τὸ καλύτερο κομμάτιχώρις νὰ σοῦ στοιχίζῃ ἕνα φαρδίνι.Μὰ ἔτσι κηόλα ζητῶ σου, κὺρ Ἀδάμ μου,νὰ μὴ ᾽γγίξῃς ποτὲ τὰ τάλαρά μου!».

18

Page 19: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

19

«Εἶν᾽ τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τὰ χρήματα,κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμένος,ὤμορφος, ἔχει χίλια προτερήματα,εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τὸν κόσμο ῾παινεμένος,παντοῦ ἐπιθυμητός... μὰ εἶν᾽ καὶ φαρμάκιποὺ κάνουν τὴν ψυχὴ πηλὸ ὀχ τ᾽ αὐλάκι».

«Μὴν τὰ ῾γγίξτε, γιατὶ θὲ νὰ γνωρίσετετὸ βουλιασμὸ τῆς ἀθωότητός σας,καὶ πλέον δὲ θὰ μπορέσετε νὰ ζήσετεεὐτυχισμένοι στὸν παράδεισό σας.Τἄφτειασ᾽ ὁ Διάολος, κ᾽ εἶνε διαολεμένα.Ἄστε τα ἐκεῖ. Τοῦ τἄχω ἀμαχεμένα».

Page 20: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Β´

Ἕνα ὤμορφο καὶ πλούσιο περιβόλιεἶχε τότες ὁ Θειὸς εἰς τὴν Ἀσία,καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπαίνουνε οἱ διαόλοινὰ κάνουνε στὰ λάχανα ζημία,μέσ᾽ ᾽ς τσὴ φράχτες ἐκεῖ τσὴ καλαμένιεςεἶχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μά, καθὼς ὡς καὶ τώρα συνεβαίνει,ἐκεῖ ποὺ στηοῦμε τσάκες γιὰ ποντίκια,ποὺ πιάνεται ἕνα, κι᾽ ἄλλο πάλε ῾μπαίνει,γιατὶ ῾μποδιέται ἡ τσάκα στὰ χαλίκια -ἔτσι καὶ τότε, ἐμπαίνανε οἱ διαόλοικι᾽ ἀφανίζανε τὸ μαῦρο περιβόλι.

Μιὰ ῾μέρα ποὺ ὁ Ἀδὰμ κ᾽ ἡ ἀρχόντισσά τουἐμετρηόντανε ποιὸς εἶνε ψηλότερος,στὰ πόδια ὀρθοί, σὲ μιὰ μηλιὰ ἀποκάτου,καὶ καθένας τους ἤτανε εὐθυμότεροςεἰς τὴν εὐτυχισμένη μοναξιά τους —νά! κ᾽ ἕνας Διαολάκης ὀμπροστά τους!

—«Ἀδέλφια, λέει, καλῶς τὰ κουβεντιάζετε!ὤ, εὐτυχισμένοι ποὺ εἴστεν᾽ ἐδῶ - πέρασὲ τόσες ἡδονές! Μὰ δὲ δουλιάζετε . . . . . . . . » . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ἐκάκιωσε τ᾽ ἀντρόϋνο κ᾽ ἐσκληρήθηκεγιὰ τοῦ Διαόλου τὴν ἄταχτη πράξη·

20

Page 21: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

κι᾽ ὅλη κόκκινη ἡ Εὔα τοῦ ἀπεκρίθηκε:—«Γαϊδαράτσε, ποιός σὤδειξε τὴ τάξηνὰ μπαίνεις δίχως ἄδεια κοῦτρα-κοῦτρα;Μ᾽ ἕνα παπούτσι σὤπρεπε στὰ μοῦτρα!»

—«Συμπάθειο, λέει ὁ Διάολος, Κυρά μου,γιατὶ δὲν ἦλθα μὲ κακὸ σκοπό . . .Διαβάτης εἶμαι· πηαίνω στὴ δουλειά μουκαὶ βαστάω πραμματεῖες καὶ πουλῶ».Μόνε σὰν ἄκουσ᾽ ἡ Εὔα πραμματεῖες,τὤκαμε μιὰ χιλιάδα εὐχαριστίες.

Εἶνε ἁλαφρά, λιγόμυαλη ἡ γυναῖκα,καὶ πολὺ τῆς ἀρέσουν τὰ στολίδια,καὶ μόλις ἀπὸ χίλιες ῾βρίσκεις δέκανὰ μὴν ἔχουν τοῦ ἀντρός τους ἀντικλείδια,νὰ παίρνουν ὤμορφάμορφα παρᾶδες,νὰ τσὴ ᾽ξοδεύουνε ᾽ς τσὴ πραμματευτᾶδες.

Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ παίρνω στὴν ψυχή μουπὼς ἡ Εὔα εἶχε ἀντικλείδι κ᾽ ἐτρυπούλευε.Τὸ λέν᾽ οἱ ἱστορικοί μας, ἀκροατή μου,καὶ λένε πὼς ὁ Διάολος τὴ συβούλευε,καὶ πὼς μετατρεμμένος εἰς σὲ φείδιτῆς ἐπῆγε μιὰ ῾μέρα τὸ ἀντικλείδι.

Βέβαια ποὺ ἔπειτ᾽ ἀπὸ τόσους αἰῶνεςὁποὺ ἐφτειάστηκε ὁ Κόσμος, δὲ μπορεῖνὰ γνωρίζουμε ἂν εἶνε ἀπατεῶνεςἢ ἂν λένε τὴν ἀλήθεια οἱ Ἱστορικοί.Μ᾽ ἀπὸ τὴς τωρινὲς γυναῖκες κρίνεικανείς, ὀμπρὸς - ὀπίσω καὶ γιὰ κείνη.

21

Page 22: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ὡς τόσο ὁ Διάολος ἄνοιξε τσὴ κόφφεςκ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολίζουν τσὴ Κυράδες —μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,βελέτες, μπλόντες, ὀμπρελέτες, μποάδες . . .Κ᾽ ἡ Εὔα ποὺ τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιά της,καὶ ῾σα Χριστέ της νἆνε ὅλα ῾δικά της!

Σὲ μι᾽ ἄλλη κόφφα εἶχε ὤμορφα διαμάντια,πουλιὸ ὤμορφα, δεμένα στο Παρίσι,καὶ χωριστὰ σ᾽ ἄλλο κουτί μπριλλάντιακυματερὰ σὰν τὸ νερὸ στὴ βρύση.Κ᾽ ἡ Εὔα, ὅντις τἄειδε, σκούζει: «Ὤ, γε! τὰ θέλω!τὰ θέλω, μόνε πλήρωνε, Ἀδαμιέλο!»

Ὁ Διάολος, ὡς κ᾽ ἐκειὸς τὸν ῾παρακίνα·κι᾽ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε, κ᾽ ἔσφιγγε τσὴ πλάτες.Μὰ ἡ Εὔα κλαίοντας τὤλεγε: «Μ᾽ εὐκεῖναμὲ περνᾷς πάντα! Πρόφασες μονάτες.Πάρε τα, Ἀδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιού . . .Τὸν Ἄγουστο πλερώνεις . . . μιού . . . μιού . . . μιού . . .

Τὰ δάκρυα ἐκειὰ τῆς Εὔας ἐσουρώνανεμέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἀνοίγανε·πού, ζαχαροφτιασμένος, τὸν ἐλυώνανε,τὸν ἐστενοχωρούσανε, τὸν ῾πνίγανε.Καὶ λέει: «Κακὸ ποὺ μοὖρτε τοῦ φτωχοῦ!Ἂς γένῃ, γέ μου, ἐτοῦτο τὸ ᾽μπιστιού».

Τὸ ῾μπιστιοὺ ἔγινε κῃόλες, κ᾽ ἐμετρήθηκεκαὶ τοῦτο μεταξὺ στὰ ἑφτὰ μυστήρια,γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ ἐντύθηκε,ἄκουε ῾πίσω θ᾽ ὁ Ἀδὰμ κλαμπανιστήρια,

22

Page 23: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

σὰν τοῦ σκύλου, ὅντις τὤχουν τὰ παιδιὰλάτινο ἀγγειὸ δεμένο στὴν ὀρά.

23

Page 24: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Γ´

Μὰ ἦλθε κι᾽ ὁ Ἄγουστος, ποὔταν᾽ ἡ διορία,κ᾽ ἦλθε κι᾽ ὁ Διάολος στὸν Ἀδὰμ μαζί του.Μὰ ὁ Ἄγουστος σὲ μεγάλη δυστυχία,κι᾽ ὁ Διάολος ζητάει τὴν πληρωμή του.Γιὰ πρώτη φορὰ τότε ἐκειὸς ὁ Διάολοςἐφάνηκε τοῦ Ἀδὰμ αἰσθητὸς Διάολος.

Κράζει τὴν Εὔα κι᾽ ἀρχινάει τὴ γκρίνα·κ᾽ ἐγκρίνιαζε τ᾽ ἀντρόϋνο ἀνάμεσό τουκ᾽ ἐτρωγότουν᾽ πουλιὸ πάρι ἕνα μῆνα —ὅντις διαλέει καιρὸ γιὰ τὸ σκοπό τουὁ Διάολος, κι᾽ ἀλλάζοντας μορφή,ἦλθε κ᾽ ηὗρε τὴν Εὔα μοναχή.

— «Εὔα μου, λέει, σὲ βλέπω πικραμένη,καὶ μὲ λυπάει πολύ, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει,γιατὶ ὡς κ᾽ ἐσύ ᾽σαι καλομαθημένηκ᾽ ἤθελες πάντα τάλαρα στὸ χέρι.Μὰ ὑπομονή, Κυρά μου, καὶ ῾θυμήσουπὼς εἰς τὴ χρεία δὲν εἶσαι μοναχή σου».

«Εἶν᾽ τόσοι ποὺ περσσότερο ἀπὸ σὲἔχουνε χρεία στὸν κόσμο γιά ᾽να – γι᾽ ἄλλο,καὶ ποὺ οὔτε σ᾽ ὄνειρο εἴδανε ποτὲτὸ πλούτι τὸ δικό σας τὸ μεγάλο.Μὰ ὁ ἄντρας σου δὲ θέλει νὰ ῾ξοδέῃ . . .Κάνει καλά . . . εἶνε φρόνιμος . . . σωρεύει . . .

—«Πλούτι! λέ᾽ ἡ Εὔα· ὄξω κι᾽ ἂ μοῦ λὲςγιὰ ῾κειὰ ποὺ ὁ Θειὸς βασταίνει κλειδωμένα,

24

Page 25: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Μὰ ἐκεῖνα εἶνε ῾δικά του». — «Μπά! ᾽ντροπές!ὁ Διάολος λέει, «ἐκεῖνα εἶνε γιὰ σένα·οὔτε ὁ Θειὸς εἶπε διαφορετικά,μόνε τὸν καταλάβετε κακά».

«Ὁ Θειὸς δὲν ἔχει χρειὰ γιὰ παρᾶδες,κ᾽ εἴστενε σ᾽ ἕνα σφάλμα μεγαλώτατο,μόνε ἂ θέλῃς νὰ ἐβγῇς ὀχ τσοὺ μπελλιᾶδες,εἶνε τὸ μέσος, Εὔα μου, εὐκολώτατο.Νά! τὸ κλειδί! Τρέχα, ἔπαρε ὅλα ῾κεῖναποὺ σοῦ χρειάζουνται, νὰ πάψῃ ἡ γκρίνα».

25

Page 26: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Δ´

Κ᾽ έτσι ἐκλεφτήκαν᾽ τοῦ Θεοῦ οἱ παρᾶδες,κ᾽ ἡ Εὔα κάνει τὴν πρώτη ἁμαρτία,δὲ θυμῶμαι σὲ πόσες ῾κατοστάδες.Καὶ τὸ δέχτηκι᾽ ὁ Ἀδάμ, γιατ᾽ εἶχε χρεία.Μὰ ἕνα ἔργο τόσο ἀχρεῖο καὶ κακόποιοὁ Θειὸς τὸ ἐκύττα μὲ τὸ τελεσκόπιο.

Σημαίνει μὲ θυμὸ τὸ καμπανέλι,κ᾽ ἔρχουνται εὐθὺς ἐμπρὸς ξεσκουφωμένοιΜικέλης καὶ Γαβρίλης, δυὸ Ἀγγέλοι,ποὖνε στὸν Οὐρανὸ συνειθισμένοινὰ κάνουνε μὲ τέσσερα πηδήματατὰ πουλιὸ μακρυνώτερα θελήματα.

—«Φέρτε, λέει, τὸ Διάολο, Ἄγγελοί μου . . .Μὰ ὄχι, ὄχι· ἀφήσετε καὶ πααίνω ἐγὼἔπειτα, νὰ τοῦ δείξω τὴν ὀργή μου!Κι᾽ ὡς τόσο, μιὰ φορὰ κ᾽ εἴστεν᾽ ἐδῶ,προβατεῖτε νὰ ἰδῆτε μιὰ δουλειά,γιὰ νὰ σᾶς βάλω καταμαρτυριά».

Τοὺς φέρνει καὶ τοὺς δυὸ στὸ περιβόλι,καὶ φθάνοντας ὀμπρὸς στοῦ Ἀδὰμ τὸ σπίτι,φωνάζει δυνατὰ καὶ βγαίνουν ὅλοι.Καὶ πιάνει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ μύτη:—«Ἐδῶθε, λέει, σὲ σέρνει τὸ βελέσι·Γάϊδαρε! Μασκαρᾶ! Ἔτσι σ᾽ ἀρέσει!»

«Καὶ σύ, Εὔα, εἶν᾽ τοῦτες ὤμορφες δουλειές;Ἔτσι ἡ γυναῖκες κάνουνε Ἅη Γιάννη;

26

Page 27: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Μά, μὰ τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,θὲ νὰ σᾶς διώξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε . . . — φτάνει».Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβύστηκε, ἐσκοτίστηκε,κι᾽ ὂχ τὴ πολλὴ τρομάρα ἐκατουρήστηκε.

Ὡς τόσο, ὁ Διάολος ἤτανε φευγᾶτος,κ᾽ ἐπήαινε τραγουδῶντας τά - λα - ρα.κι᾽ ὁ Ἅδης ἀνάβλυαζε, χαρὰ γιομᾶτος,κ᾽ ἐτραγούδα ὅλη μέρα: τά- λα- ρα!Κι᾽ ἀπὸ ᾽κειὸ τὸ τραγοῦδι τά, λα, ρα,εἶπαν τοῦ ἐγκλήματος τὸ σῶμα: Τάλαρα!

27

Page 28: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 29: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

Ο Λορέντζος Μαβίλης (6 Σεπτεμβρίου 1860 - 28 Νοεμβρίου 1912) ἤταν Επτανησιος λυρικος ποιητης, καὶ συνθέτης σκακιστι-κων προβλημάτων. Ὁ Μαβίλης θυσιάστηκε γιὰ τὴν Ἑλλάδα κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους. Θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος σονε-τογραφος της Ἑλλάδας.

Page 30: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 31: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ἀμίλητα

Ποτάμι τρέχει ἡ Ἀγάπη καὶ ὅσο τρέχειπληθαίνει καὶ στ΄ ὁλογλυκὸ τῆς αἷμαδείχνει τῆς εὐτυχιᾶς τὸ οὐράνιο ψέμακαὶ ὁ δρόμος της, θαρρεῖς, σωμὸ δὲν ἔχει.

Μὰ μπροστά της χωρὶς νὰ τὸ παντέχειτοῦ πόνου ἡ πικροθάλασσα στὸ βλέμμαἁπλώνεται γεμάτη δάκρυα κ΄ αἷμα,καὶ τὰ πάντα ρουφάει, τὰ πάντα βρέχει.

Χρυσομάννα, ἐμαράθηκαν τὰ φύλλακαὶ χειμῶνας πλακώνει• σὲ θωράωκατάματα μὲ τρόμου ἀνατριχίλα.

Καὶ σέναν΄ ἀλαφιάζεται τὸ πρᾶοἄρρωστο ἀνάβλεμμά σου, σᾶ νὰ ἐρῶτα•θὰ χαροῦμε ἄλλην ἄνοιξη σὰν πρῶτα;.-

Περιοδικὸ Γράμματα, Τόμος 2, ἄρ. 13 (1913)

31

Page 32: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Λήθη

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνετὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὄντας βυθίσειὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,μὴν τοὺς κλαίς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νὰ ΄ναί.

Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνεστῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση•μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,σὰ στάξει γὶ΄αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.

Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται,διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδίλι•πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.

Ἃ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαὶς τὸ δεῖλι,τοὺς ζωντανούς τα μάτια σου ἃς θρηνήσουν:θέλουν—μα δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἃ΄ Λυκείου(σέλ.272)

32

Page 33: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ἔρως καὶ θάνατος

Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μῆνα,καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μου ἐπρομήναεὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει.

Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι ἃ φάει,μὲς τὴν καρδιά μου μπήγεται σᾶ σφῆνα•σὰ διψασμένη λυώνεται ἀλαφίναἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι ἃ ρουφάει.

Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορίαπραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.

Μὲς ἂπ΄ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρίαὅ,τι κι ἂν τάζεις δίνεις κιόλας, ἀφανίζειςτὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.

33

Page 34: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ἀνεμόμυλος

Ὁ κόσμος εἶναι πλανερὸ μαγνάδι Κεντισμένο μὲ ρόδα καὶ μὲ βάγια, Μ’ ἥλιους καὶ μ’ ἄστρα, ποὺ τὸ ἀπλὸν’ ἡ MayaἈπάνου ‘ς τῆς Ἀλήθειας τὸ σκοτάδι.

Σ’ ἀγαπούσαμε τόσο, ἔρμο ρημάδι, Γιατί ‘ς τὴ μέση ἀπ’ τῆς ζωῆς τὰ μάγια ‘Σ τὴν ψυχὴ μᾶς φανέρονες τὴν ἅγιαΤοῦ Θανάτου θωριά, τὸν κρύον Ἅδη,

Τὸ Τίποτε, κι’ ἀνήξερα ‘ς τὰ βάθια Του εἶναι μᾶς ἐξύπναες μιὰ λαχτάραΝὰ γλυτώσουμε ἀπ’ ὅλα μας τὰ πάθια,

Την πικρὴ νὰ ξορκίσουμε κατάραΤῆς ζωῆς, καὶ νὰ μποῦμε μονομίας‘Σ τ’ ἄδυτα τῆς θεϊκῆς ἀνυπαρξίας.

Page 35: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Κρήτη

Σειρῆνα πρασινόχρυση, μὲ μάτισὰν τῆς ἀγάπης, μὲ λαχτάρας χείλια,ἀχτιδομάλλα, ὀρθοβύζα, μὲ χίλιαμύρια καμάρια καὶ λέπια γεμάτη,

τραγοῦδι τραγουδᾷς μὲς τὴ ροδάτηκατάχνια τοῦ πελάου, καὶ στὴν προσήλιατοῦ ἀγέρος πλατωσιὰ καὶ στὰ βασίλειατῆς γῆς πνοὴ τὸ σέρνει μυρωδάτη :

«Σὰν τὸ γάλα τῆς Άἶγας Ἀμαλθείαςθρέφει θεοὺς καὶ τὸ φιλί μου ἐμένα.Ἐλᾶτε νὰ χαρεῖτε μές της θείας

ἀγκαλιᾶς μου τὸ σφίξιμο ἑνωμένα,πρόσφυγες τῆς Ζωῆς, δῶρα ἅγια τρία•θάνατο, ἀθανασία κ΄ ἐλευτερία».

Page 36: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Κέρκυρα

Ἡ θάλασσα ἐσπαρτάρησε ὡς τὸν πάτοκι’ ἄφρισε σὰν ἐδέχτηκε στὸν κρύοκόρφο ἀκόμα ὁλοζώντανό το θεῖοσπόρο, ἀπ’ τὸν οὐρανὸ σταγμένον κάτω.Τότες βγῆκε ἀπ’ τὸ πέλαγο τ’ ἀφράτο,τέρας τῆς ὀμορφάδας καὶ σημεῖο,τ’ ἅγιό της Ἀφροδίτης μεγαλεῖο,γλύκες ἐρωτικὲς ὅλο γιομάτο.Μὰ τὸ δρεπάνι, ποῦχε αὐτοῦ σκορπίσητοῦ θεοῦ τ’ ἀμελέτητα, καὶ κεῖνομές το γιαλὸ μελλότουν νὰ καρπίση.Κ’ ἔτσι, Ἀφροδίτη τῶν νησιῶν, μὲ κρίνοκαὶ ρόδο πλουμιστῆ, γιομάτη γλύκες,Κέρκυρα, ἀπ’ τοῦ Οὐρανοῦ τὸ αἷμα ἐβγῆκες.

36

Page 37: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ὄνειρο

Νύχτα, μὲ δίχως ἄστρα οὐδὲ φεγγάρι,σὲ μιὰν ἄγρια παράδερνα λαγκάδα•ξάφνου μὲ σκιαχτερὴ ξένη ἀσκημάδατρεῖς Ἄχαρες θωρῶ σ’ ἕνα λογγάρι.Ἡ μεσινὴ ψηλὰ κρατεῖ λυχνάρι,ποῦ τῶν τριονῶν φωτίζει τὴν ἀχνάδα•οὐρλιάζοντας μ’ ἀταίριαστη βραχνάδαἀργὰ ξαλλάζουν τὸ ἑξάδιπλο ἀχνάρικι’ ὀμπρός μου σταματοῦν. Τότε στυλόνειἡ κάθε μιά τα μάτια κατὰ μένα•ἡ μεσινὴ τὸ λύχνο χαμηλόνεικαὶ φού! τὸν σβυοῦν οἱ τρεῖς μὲ φύσημ’ ἕνα.Φρενιασμένος ἐξύπνησα. Ἄχ! τὸ φῶς μου, -τὴν ἴδια ὥρα ἔσβυστηκε ὁ ἀδρεφός μου!

37

Page 38: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Αργυρόκουπα

Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτοαπ΄ άδολο κρασί που πορφυρίζει,με κούνημα θερμό μ΄ αίστημα ακράτοένα φτωχό ποτήρι σ΄ αντικρύζει,

σε λαχταράει, σε γγίζει και τ΄ αφράτοκρασί σαν αίμα χύνεται, σκορπίζει,και το ποτήρι μένει άδειο ως τον πάτογιατί το γγίξιμό σου το τσακίζει.

Μα συ στέκεις ατάραχτη και κρύααργυρόκουπα, πλούσια ιστορισμένη,με την περήφανή σου θεωρία.

Είσαι να σ΄ αγαπούν συνηθισμένη•στης ζωής την πικρή χαροκοπίαδε δείχνεις με τι σ΄ έχουν γεμισμένη.

38

Page 39: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ψυχοφίλημα

Χρυσάρμενα ονείρατ΄ αργοπλένεστο πέλαγο του πόθου οι φαντασίεςκαι κατακεί αρμενίζουν όπου επήες,όπου τα δυο σου μάτια γελοκλαίνε,

όπου απάρθενος φέγγεις, λατρεμένεκρίνε της ομορφιάς, κ΄ οι μελωδίεςτων τραγουδιών σου σμίγουν τες μαγείες,που μες τ΄ αγνά σου χείλια σιγοπνένε.

Χάρου, καρδιά μου θλίβερη, κι αγάλλου!Πέρασε η μαύρη νύχτα κ΄ η άγρια μπόρα.Άνθι και συ μικρό μες του μεγάλο

Κόσμου το περιβόλι άνοιξε τώρα.Δεν ήξερε η ψυχή μου να φιλήσει•τώρα ξέρει. Ω πανάχραντο μεθύσι.

39

Page 40: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Νίκη

Ἐβρέθηκ΄ ἕνα ἀτίμητο βλησίδι!Τώρα ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ξανάζησαν ἀγῶνες,ποῦ τῆς Πατρίδας δίνουν ζωογόνεςφλόγες ἀντριᾶς, πολεμικῆς μισίδι.

Τοῦ Γένους μᾶς παμπάλαιο στολίδι,πώλαμψε στοῦ Ἡρακλῆ τοὺς ἐλαιῶνεςἔπειτ΄ ἀπὸ εἰκοσιτρεῖς καὶ πὰλ΄ αἰῶνεςξαναστράφτουν οἱ Ὠδὲς τοῦ Βακχυλίδη.

Σ΄ ἐμᾶς τὸν στέρνει τώρα ἡ Ἑλλάδα Μάνναθρίαμβου ἀρραβῶνα στὴ μεγάλη Πάλη,καὶ τὸ Γένος μ΄ ἐλπίδας θρέφει μάνα

ποῦ σ΄ ἅγιο Ἀγῶνα θὰ νικήσει πάλι.Μάννα! Τοὺς νέους σου ἥρωες νὰ ἐγκωμιάσειγεννηθήτω ποιητὴς ποὺ νὰ τοῦ μοιάσει!.

40

Page 41: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Πλήρωμα χρόνου

Οἱ Τοῦρκοι εἶναι θεριά, δὲν εἶναι ἀνθρῶποι.Γιὰ χιλιοστὴ φορὰ πάλι σηκώσου!Τὸ τρισένδοξο θέλει ριζικό σουθεριὰ νὰ σφάξης ποῦ τὰ θρέφῃ ἡ Εὐρώπη.Πολὺ ψηλά, κεῖ ποῦ δὲ φτάνει τόπιἀφωρεσμένου Τούρκου, Φράγκου, ἢ Ρώσσου,εἶναι στημένο τ’ ἅγιο φλάμπουρό σουστοῦ Ἰδανικοῦ το οὐράνιο κατατόπι.Κι’ ἃ σὲ κρατοῦν πιστάγκωνα δεμένη,κι’ ἃ χίλια μύρια βάσανα παθαίνεις,μὰ στὸ τέλος θὲ νάβγης κερδεμένη, -εἲσ’ αἷμα Ἑλληνικὸ καὶ δὲν πεθαίνεις.Ἂν εἶναι ἕνας Θεὸς δικαιοκρίτης,σὺ θὰ τὸ δείξης, Λευτεριὰ τῆς Κρήτης.

41

Page 42: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Τάμα

Κόρη ἀφράτη μὲ στήθια σὰν τὸ γάλα,μ’ ὁλόξανθα μαλλιὰ σὰν τὸ χρυσάφι,μὲ μάγουλα π’ ὁ Ἔρωτας τὰ βάφειρόδισμα οὐράνιο ραίνοντας μία στάλα,σὰν καὶ σένα δὲν εἶναι πλάσματα ἄλλα,σὲ λαχταρῶ σὰ διψασμένο ἀλάφι,νὰ τ’ ἀγαπήσω ἡ Μοῖρα μου τὸ γράφειτὰ δυό σου μάτια μαῦρα τα μεγάλα.Ἐσὺ εἶσαι ἡ εὐτυχιά μου, ἐσὺ τὸ φῶς μου,πῶς θὰ ἰδῶ στὴ ζωή μου τέτοιο θάμαποτὲ δὲν τὸ ἐφαντάστη ὁ λογισμός μου•νὰ μὴ σ’ ἀπαρνηθῶ σου κάνω τάμα,ἔλα, χαρὲς καὶ βάσανα τοῦ κόσμουχεροπιασμένοι θὰ περνᾶμε ἀντάμα.

42

Page 43: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Εἴδωλα

Ἀχαρή μου χαρά, φτωχοί μου στίχοι,Τῆς ζωῆς μου ἀκριβό, κρυφὸ καμάρι,Ἀπὸ καθάριο βγαίνετε ζυμάριΚ’ εἴσαστε γεννημένοι ὄχι ὅπως τύχει.

Δὲν κελαηδᾶτε ἀνούσιοι κι ἄσκοποι ἦχοι,Σὰν τραγούδια ἐλαφρόμυαλου ἐρωτιάρη,Μὰ κι οὔτε παραιρᾶτε τὸ συρτάριΝὰ βρεῖτε ἀγοραστὴ τόσο τὸν πῆχυ.

Γιατ’ εἴσαστε ψυχοῦλες καὶ κορμάκιαΤῶν πόθων καὶ τῶν πόνων μου, ποὺ πλήθιαΠικρὰ μ’ ἐσυχνοπότισαν φαρμάκια.

Εἴδωλα ‘ναι οἱ χαρές, καημὸς ἡ ἀλήθεια,Καὶ ἀλήθεια εἲν’ ἡ ζωή! Μὰ τί μὲ μέλλει:Θωρῶ ἐσὰς κι ὁ καημὸς γένεται μέλι.

43

Page 44: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Μούχρωμα

Φυσάει τ΄ ἀεράκι μ΄ ἀνάλαφρη φόρακαὶ τὲς τριανταφυλλιὲς ἀργὰ σαλέβει•στὲς καρδιὲς καὶ στὴν πλάση βασιλέβειΡόδινο σούρουπο, ὥρα μυροφόρα,

Χρυσὴ θυμητικῶν ὀνείρων ὥραποῦ ἡ ψυχὴ τὴ γαλήνη προμαντέβει,τὴν αἰώνια γαλήνη, καὶ ἀγναντέβεισὰ γιὰ στερνὴ φορὰ κάθε τῆς γνώρα

ἀξέχαστη• ξανθὲς κρινοτραχῆλεςἀγάπες, γαλανὰ βασιλεμέναμάτια ὀγρὰ καὶ φιλιὰ καὶ ἀνατριχίλες

καὶ δάκρυα• πλάνα δῶρα ζηλεμένατῆς ζήσης ποὺ ἀχνοσβυέται καὶ τελειώνεισὰν τὸ θαμπὸ γιουλὶ ποὺ ὁλοένα λυώνει.-

Περιοδικὸ Γράμματα, Τόμος 2, ἄρ. 13 (1913)

44

Page 45: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Χαραυγὴ

Ἀχνά, σὰν τὸ ροδοβάμμα μιᾶς πρώτηςἀνήξερης ἀγάπης, ξημερόνει•τὴν ἀπάρθενη θάλασσα φουσκώνεισὰ γλυκοανασμὸς παναγνῆς νιότης,καὶ σὰν ἄνθια κυλάει τὸν κάτασπρό τηςἀνάλαφρον ἀφρό, καὶ ἡ γῆς ἀσκόνειτὴ λευκὴ καταχνιὰ καὶ φανερόνειτὴν ὀμορφάδα τῆς αἰωνιότηςἄγγιχτη, ἀφίλητη, ἀθώρητη. Μένεισαστισμένη ἡ ψυχὴ στὴ δροσεράδατοῦ ἀγέρος ποῦ ὅσο πάει καὶ ἀσπρογαλιάζει•τὸ πάθος ξεστοχάει καὶ ἀναγαλλιάζει,σὰν ὁ ἄγριος κρίνος ποῦ ξανοίγει ἀράδα,στὴν ἄπειρη ὡραιότη ἐρωτεμένη.

45

Page 46: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ἐλιὰ

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νάθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνῆγι,στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποῦ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν ‘ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.

46

Page 47: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Παλαιοκαστρίτσα

Σὰν πεθάνω ἐδῶ θάρθω μὲ τὰ μύριαφαντάσματα ἄυπνα μέσα σὲ ἄυλα γνέφια,ἢ σὲ ἀσημοβολὴς μαϊκά σεντεφιατ΄ ἅγια της νύχτας νὰ χαρῶ μυστήρια•

νὰ ἰδῶ τῶν ξωτικῶν τὰ πανηγύρια,τῶν τελωνιῶν τὰ θεοτρελλα κέφια.Τοῦ Νεραϊδοχοροῦ νὰ ἀκούσω ντέφιακαὶ Σέρηνων τραγούδια ἢ καὶ μαρτύρια.

Καὶ ἅμα στὰ ἀστέρινά τους χρυσαμάξιαοἱ ἀγγέλοι φύγουν καὶ ὁ Ἥλιος φέξει πίσω,ὕμνο στὴν τετραγάλανη μονάξια

πουλὶ τ΄ ἄγριου γιαλοῦ θὰ κελαηδίσω•τεχνίτρα ἡ πικροθάλασσα παράξιατῆς λαλησιᾶς μου θὰ βαστάει τὸ ἴσο.

47

Page 48: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Στὸ θάνατο τοῦ Σπυρίδωνος Μαρκορᾶ

Θανάτου στοχασμός, ἀνήμερο γεράκι,ἐσκόρπισε μὲ μιᾶς τὰ ὁλόχαρα ἐρωτούδια,ποὺ στολισμένα μὲ χιλιόχρωμα λουλούδιαμοῦ λέγαν τὸ καθέν’ ἀπ’ ἕνα τραγουδάκι.Καὶ μυρολόγια τοῦ καϋμοῦ, μαῦρο φαρμάκι,ἀκούονται ἀντὶς ἀπὸ χαρᾶς γλυκὰ τραγούδια·στίχοι ποὺ σὰ χρυσᾶ πετοῦσαν ψυχαρούδιαμελανοὶ τώρα, μελανοὶ ‘ναι σὰν κοράκοι.Μὰ ξάφνου ἄσπρο κατάσπρο τάφο βλέπ’ ὀμπρός μου,κ’ ἕνα στεφάνι ἡ λευκοφόρα Καλωσύνηἀπάνου του κρατεῖ θαμπόνοντας τὸ φῶς μου·καὶ γύρω της μοσκοβολοῦν ἄχραντοι κρίνοιμὲ ἀτάραχη ὀμορφιά, μὲ μάγεμα ἄλλου κόσμου,σὰν πράξες ἀγαθὲς ποὺ ἡ λάμψη τους δὲ σβύνει.

48

Page 49: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 50: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 51: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ

Ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826 – 28 Αυγού-στου 1911) ήταν Έλληνας ποιητής, μαθητής του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Ανήκει στους «σολωμικούς ποιητές» της λεγόμενης «Επτανησιακής σχολής». Γιος του Kερκυραίου δικαστικού και λόγιου Γε-ωργίου Μαρκορά και της Μαρίνας Βλασ-σοπούλου.

Page 52: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 53: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Τ Α Λ Υ Ρ Ι Κ Α

Page 54: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 55: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ἡ τέσσεραις ὥραις τοῦ χρόνου

Page 56: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Η ΆΝΟΙΞΗ

Ποιὰ εἶμαι ‘γὼ δὲν ἔχω χρείανὰ σᾶς πῶ, καλαὶς Κυράδες·μὲ τὴ μόνη μου εὐωδίαφανερόνομαι ἀρκετά.

Ναί· τὴν Ἄνοιξη, ποῦ τώραφεύγει ράχαις καὶ πεδιάδαις,ὁλοστόλιστη, ἀνθοφόραξαναβλέπεται ὀμπροστά.

Μὴ θαυμάσετε· εἶναι χρόνοιποῦ, ἂν θερμαὶς ἀκούω ταὶς αὔραις,τὴ φωλιά μου, ὡς χελιδόνι,τρέχω εὐθὺς νὰ στήσω ἐδῶ.

Μέρα νύχτα φυλαμέναἀπὸ πάγους, ἀπὸ λάβραις,ρόδα νέα, χαριτωμέναἐδῶ μέσα κουναρῶ.

56

Page 57: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΟ ΚΆΛΟΚΆΙΡΙ

Πῶς τολμᾷς καὶ τέτοια μέραξάφνου σὺ πετιέσαι ὀμπρός μου;Εἰς τὴ γῆ καὶ στὸν αἰθέραβασιλεύω τώρα ἐγώ.

Εμαι, ναί, τὸ Καλοκαῖριὁποῦ, στόλισμα τοῦ κόσμου,μ’ ἕνα βλέμμα ὅλα τὰ μέρηἀπὸ λάμψη πλημμυρῶ.

Ἐδῶ ἀκοίμηταις ἀχτίναιςβρίσκω ἀλήθεια, καὶ θωράωποῦ φωτίζονται μ’ ἐκεῖναιςἀθῷα πνεύματα πολλά.

Ἀλλ’, ἀφοῦ κ’ ἐγὼ τὸ μαῦροκρύο σκοτάδι πολεμάω,πλέον φιλόξενη ποῦ θαὔρωἀπὸ τέτοια κατοικιά;

57

Page 58: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Τόπο! - τόπο! Μ’ ἄλλα δῶρατὸ Φθινόπωρο προβαίνει.Ρῖχτε σεῖς τὰ φύλλα τώρα,καθὼς πάντα στοὺς ἀγρούς.

Γιὰ τιμή μου σᾶς προστάζωτέτοιο σκόρπισμα νὰ γένῃ,τί ἐγὼ τ’ ἄνθια σας ἀλλάζωεἰς ὁλόχρυσους καρπούς.

Ἐδῶ μέσα τόσους εἶδανὰ ξανθίσουνε μὲ χάρη,ποῦ γοργά, σὰ μίαν ἀχτίδα,πρώιμα χύθηκα κ’ ἐγώ.

Μήτε ἀλλοῦ θὲ νὰ περάσω,ἂν σὲ κάθε ὡραι βλαστάριδὲ γλυκάνω, δὲν ὡρμάσωτὸν ἀτίμητο καρπό.

Page 59: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ο ΧΕΙΜΩΝΆΣ

Μήν, ἀδέλφια, φοβηθῆτε,ἂν στ’ ὡραῖο σας περιβόλιτὸ χειμῶνα τώρα ἰδῆτεμὲ ὁλοφάνερη μορφή.

Ἐδῶ ἐρχόμουν κάθε τόσο,μέρα ἐργάσιμη καὶ σχόλη,στ’ ἄνθια, βρέχοντας, νὰ δώσωμόσχους, χρώματα, ζωή.

Μὲ χαρούμενα σημεῖα,σεῖς γονέοι, δικοὶ καὶ ξένοι,νὰ μοῦ δείξετε εἶναι χρείατὴν εὐγνωμονη καρδιά.

Μὴ σᾶς μάργωσαν τὰ χέριαγιατὶ ὁ πάγος μὲ λευκαίνει;Ἂμ χτυπῆστε τα καὶ πλέρια,νὰ σᾶς γένουνε φωτιά.

Page 60: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 61: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Τὸ ἄγαλμα τοῦ Καποδίστρια

Page 62: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Γιατὶ χαρούμενηστὸν ἥλιο βγαίνειτοῦ ἐνδόξου Γέρου μαςἡ ἁγνὴ θωριά,ἐνῷ, ἀπὸ σύγνεφαπεριζωμένη,ἡ Ἑλλάδα βρίσκεταισὲ κρύα νυχτιά;

Ἂν λίθος ἔφτανελαλιὰ νὰ βγάλῃ,θ’ ἀκούαμε σήμερατοῦτος νὰ πῇ:Τὸ σκότος, πὤκρυψετὰ θεῖα σου κάλλη,θὰ πέσῃ ἀνέλπιστα,θλιμμένη γῆ!

Ὡς τώρα εφάνηκα,ποῦ ὁ τόπος θέλεινὰ μ’ ἔχῃ, ὡς ἤμουνα,στὰ μάτια ὀμπρός,μὲ βάση ἀκλόνητη,μὲ ἀκέρῃα μέλη,θὰ βγῇς, ὦ Ἑλλάδα μου,στοῦ ἡλίου τὸ φῶς. –

Ναί, Μεγαλόψυχε,δὲ θὰ πεθάνῃμ’ ἐλπίδαις ἄκαρπαιςἡ ἀθλία ποτέ,πὤχει στὸ μέτωπο

62

Page 63: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

λαμπρὸ στεφάνι,πὤχει στὴ μνήμη τηςτέκνα ὡς ἐσέ,

Ἂν ὁλοφάνερακάτου σὲ φέρῃἐδὼ στὴ μέση μαςτέτοια γιορτή,βάλε στὸ στῆθος σουγοργὰ ἕνα χέρι,νὰ μὴν ξανοίξωμεκἀμμία πληγή.

Μεγάλη δέιχνονταςἀγάπης φλόγα,ποῦ ἐπῆρε δύναμηστὸν οὐρανό,μὲ τ’ ἄλλο χέρι σουτὸν κόσμο εὐλόγα,ἐνῷ χαρούμενοςδακρύζει ἐδῶ.

Θὰ ἰδῇς νὰ πέσουνεστ’ ἀνήλια βάθη,μόλις τὴν ἅγια σουπάρουν πνοή,ζήλειαις φιλόδοξαις,διχόνιαις, πάθη,ποῦ τόσο ἐμάρανανκάθε ψυχή.

Γυρνῶντας πρόθυμα

63

Page 64: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

τὰ μάτια πέρα,θὰ ἰδῇς καὶ γέρονταις,καὶ ἀθῷα παιδιά,ποῦ, γιὰ τὸ μνῆμα σου,στὴν Πλατυτέραστεφάνια πράσιναφέρνουν πολλά.

Ἐλπίδα μέσα μαςθὰ ἰδῇς νὰ γύρῃ,σὰν τ’ ἀλαφρόνεροδροσιστικιά,ὁποῦ συχνόταταστὸ μοναστῆριμᾶς γλυκοπότισετὰ σωθικά.

Πόθοι ἀνεξάκουστοι!Μᾶς ἀγναντεύεις,καὶ μένεις ἥσυχαστοὺς οὐρανούς·ἐδῶ σὲ κράζομε,καὶ δὲ σαλεύεις,μ’ ὅλο ποῦ χαίρεσαινὰ μᾶς ἀκοῦς.

Τῆς γῆς τὸ κάλεσμαψηλὰ σὲ βρίσκει,ὅπου ἀναρίθμητοιμεγάλοι ζοῦν·ὅπου οἱ Κανάρηδεςκ’ οἱ Καραΐσκοι,

64

Page 65: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

μὲ σέβας ἄφωνο,σὲ τριγυρνοῦν.

Δεήσου, ἀθάνατε,θερμὰ δεήσουγιὰ τὴν Ἑλλάδα μαςτὴν ἀκριβή·ἀς κάμῃ ἡ δύναμητῆς προσευχῆς σουμέραις καλήτεραιςἡ ἀθλία νὰ ἰδῇ!

Μεῖνε στὸν κόσμο σου!Δὲ στέργει ὁ Χάροςν’ ἀφήσῃ ἐλεύθερηκἀμμία ψυχή·μεῖνε! –στὰ στήθια μαςνὰ δώσῃ θάρρος.Φτάνει τὸ μάρμαροποῦ ἐστήθη ἐκεῖ!

65

Page 66: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 67: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Τὸ κανάρι μου

Page 68: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Μικρὸ κανάρι,πόσο θὰ εὐφραίνεσαιμὲ τέτοια χάρηνὰ κιλαϊδῇς,ἐνῷ γιὰ σέναμάγια δὲν ἔχουνετὰ ζηλεμέναβραβεῖα τῆς γῆς!

Μήπως ἡ μόνηκρυφὴ ἀγάλλιασητ’ ἀνθρώπου σώνῃγι’ ἀνταμοιβή;Ζητῶντας ἄλλη,χαρὰ δὲ χαίρεταιτόσο μεγάλη,τόσο ἁγνή.

Τάχα στὸ θόλοποῦ φυλακίστηκεςτὸν κόσμον ὅλοσὺ λησμονᾷς,μηδὲ παντέχειςὁποῦ γοργόταταιςφτερούγαις ἔχειςγιὰ νὰ πετᾷς;

Μὲ δίχως πόνοτάχα ἡ φωνοῦλα σουγιὰ τοῦτο μόνογλυκολαλεῖ;Παρόμοια χάρη

68

Page 69: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ψυχὴ ποῦ αἰσθάνεται,ἀθῷο κανάρι,δὲ σοῦ φθονεῖ.

Παιδιά, γονέους,γλυκειὰ συντρόφισσα,τόπους ὡραίους,ἄνθια, νερὰἴσως δὲν κράζειςποτὲ στὴ μνήμη σου,καὶ ἀναγαλλιάζειςμὲς τὴν ἐρμιά.

Γι’ ἄλλους τὸ χῶμαμὲ κλάψαις βρέχομε,στ’ ἄχαρο σῶμακλεισμένοι ἐμεῖς,ὅσο ποῦ ἡ Μοῖρατραβάαει τὸ πνεῦμα μαςἀπὸ τὴ θύρατῆς φυλακῆς.

Ἐκεῖνο ξέρειπῶς ἐγεννήθηκεγιὰ κἄποιο ἀστέρι,ποῦ τὸ καλεῖ·καὶ θρέφει ἐλπίδαμὲ τ’ ἄλλα πνεύματαστὴ νέα πατρίδαν’ ἀνταμωθῇ.

69

Page 70: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Μ’ αὐτὰ ἑνωμένο,πικραὶς ἐνθύμησαιςτὸ εὐτυχισμένοδὲ θάχῇ πλειό,καὶ θ’ ἀρχινήσῃ-κανάρι ἀθάνατο -νὰ κιλαϊδήσῃστὸν οὐρανό.

Page 71: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Τ Α Λ Ι Α Ν Ο Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Α

Page 72: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΠΡΩΤΆ ΚΆΙ ΚΆΤΟΠΙ

Πῶς δυνήθηκα νὰ ζήσωπρίν, ὦ κόρη, νὰ σὲ ἰδῶ;Τρέμει ὁ νοῦς νὰ γύρῃ ὀπίσωεἰς τὸν ἄτυχο καιρό.

Τὸ θυμοῦμαι· ὁ κόσμος ὅλοςἦταν ἄκαρπη ἐρημιά·τ’ οὐρανοῦ δὲν εἶχε ὁ θόλοςτέτοια ὡραίαν ἀστροφεγγιά.

Δίχως ἄλλο, ἀπὸ τὴν ἄδειακαὶ ἀσυντρόφιαστη ψυχή,τῆς νυχτὸς τὰ κρύα σκοτάδιατότε ἀνέβαιναν ἐκεῖ.

Ξάφνου ἐπρόβαλες ὀμπρός μου,καί, μὲ χείλη φλογερά:Ἄστρο, ἐφώναξα, τοῦ κόσμουεἶν’ ἡ ἀγάπη μοναχά.

72

Page 73: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

73

ΒΡΆΔΎΝῸ ΤΡΆΓΟΎΔΙ

Εἶναι κρῖμα ν’ ἀντηχήσῃτ’ ὄνομά σου στὸν ἀέρα,μ’ ὅσα ὁ κόσμος ὅλη μέρατοὺς ἀντίλαλους ξυπνᾷ.

Τώρα ἐβράδυασε, κ’ ἡ φύση,ἀπὸ ἀγάπη μαγεμένη,τοῦτο τ’ ὄνομα προσμένειμὲ μίαν ἄκρα σιγαλιά.

Ἀπ’ τὰ χείλη μου τὸ κλέφτεικάθε ζέφυρος μὲ βία,καὶ, Μαρία, παντοῦ, Μαρίαν’ ἀντηχάῃ τριγύρω ἀκοῦς.

Νά! - τ’ ἀγροίκησε καὶ πέφτειὁλογλήγορα ἕν’ ἀστέρι·δίχως ἄλλο νὰ τὸ φέρῃπάει σὲ κόσμους μακρυνούς.

Page 74: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΠΕΡΙΔΙΆΒΆΣΗ

Πίστεψέ το· ἀλήθεια, φῶς μου,καθὼς ἔγραψαν πολλοί,γιὰ ταὶς ὄμορφαις τοῦ κόσμουἦρθαν ἄγγελοι στὴ γῆ.

Δὲ μαντεύεις τὴν αἰτίαποῦ ξαστόχησαν γοργὰτὴ χρυσή τους κατοικία,τὰ χαμένα τους φτερά;

Κάθε βράδυ, ποῦ τ’ ἀέριστὸ γιαλὸ μᾶς προσκαλεῖ,ἐγὼ τρέμω, ἂν ἕν’ ἀστέρικάτου ἀστράφτοντας χυθῇ.

Τρέμω, ναί, μὴν εἶν’ κἀνέναπνεῦμα ὁλόλαμπρο καὶ αὐτό,ὁποῦ σ’ εἶδε, καὶ γιὰ σέναπαραιτάει τὸν οὐρανό.

74

Page 75: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΣΤῊ ΒΆΡΚΆ

Κύτα ἡ θάλασσα πῶς μένειδίχως κίνημα, βουβή,ἐνῶ ἡ βάρκα μου διαβαίνειμὲ τὴν ὄμορφη ξανθή!

Πλῆθος λούλουδα γελοῦνεστὰ προπόδια τοῦ νησιοῦ,κ’ ἕνα κῦμα δὲν τραβοῦνεμὲ τὰ μάγια τους αὐτοῦ.

Χωρισμένο τ’ ἀκρογιάλιἀπ’ τ’ ἀκίνητα νερά,ὅλη ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη,κράζοντάς τα ἐρωτικά.

Ἀλλ’ ἀπόψε μὴν ἐλπίσῃἕνα μόνο τους φιλί,πρὶν ἡ Θεία ξαναπατήσῃτ’ ἀνθοστόλιστο νησί.

75

Page 76: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΞΎΠΝΆ

Ξύπνα, κόρη· μὴν ἀργήσῃςτὸ προσκέφαλο ν’ ἀφήσῃς·μὴ στὴν κλίνη σ’ εὕρῃ ἀκόματῆς αὐγῆς τὸ πρῶτο χρῶμα!Χθὲς τὸ χάραμα δὲ σ’ εἶδανὰ προβῇς, χρυσή μου ἐλπίδα,καὶ μὲ ζάλη, καὶ μὲ τρόμοἐπαράδερνα στὸ δρόμο.Ὤ! μιὰ μέρα ἡ γῆ μονάχητὴν τρομάρα μου θὲ νἄχῃ,καὶ θ’ ἀκούῃ τὴν ἴδια ζάλη,ἂν ὁ ἥλιος δὲν προβάλῃ.

76

Page 77: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΡΆΓΟΎΔΙ ΤΗΣ ΆΎΓΗΣ

Μὴ σὲ πλανοῦν τὰ ὀνείρατα·ἡ Άὐγὴ σ’ τὰ προβοδάει,ποῦ μὲ σκοπὸ βαστάειτὰ μάτια σου κλειστά·

τί τ’ ἄστρο, ποῦ περήφαναστὸ μέτωπό της βάνει,ὅλη τὴ λάμψη χάνεισὰν τἄχεις ἀνοιχτά.

Στὸ κύμα ἡ ροδοπρόσωπηβρέχει τὸ θεῖο ποδάρι,θωρῶντας μὲ καμάριτὴν ὄψη της ἐκεῖ·

ἀλλ’ ἂν τὰ ὡραῖα σου βλέφαρατώρα ἡ φωνή μου ἀνοίγῃ,ἀχνίζοντας θὰ φύγῃμὲ μίας ἡ φθονερή.

77

Page 78: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΟἹ ΔΎΟ ΠΟΘΟΙ

Λένε ὅτι τ’ ἄστρα, ποῦ ψηλὰ φεγγοβολῶντας πλένε,δὲν εἶναι αὐτόφωτα κορμιά·πῶς ἔχουν κάμπους καὶ βουνά,πὤχουν ἀνθρώπους λένε.

Μ’ ἀρέσει, κόρη μου, ποῦ σὺ μὲ ἀγάπη τὰ κυτάζεις,δίχως, ἂν ἦναι ἀληθινοίσὲ αὐτὰ ποῦ γράφουν οἱ σοφοί,καθόλου νὰ ξετάζῃς.

Ἤθελα – μοὖπες μία βραδειά – νἆμαι κ’ ἐγὼ μ’ ἐκεῖνα,καὶ νὰ σοῦ ρίχνω ἀπὸ ψηλὰστὸ μέτωπο καὶ στὰ μαλλιὰκάθε ἀργυρή μου ἀχτῖνα.

Τῆς γῆς ἀστέρι μοναχό, μὴ φύγῃς ἀπ’ ὀμπρός μου!Ἄφησε κάλλιο νὰ γενῶμέρος ἀχώριστο κ’ ἐγὼτοῦ ὡραίου μικροῦ σου κόσμου.

78

Page 79: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΘΎΜΗΤΙΚΟ

Τέχνη κἀμμία δὲ θέλει παραστήσειτῆς μάνας του τὰ κάλλη. Ἐδῶ μία μέρα,σκόρπια νὰ ταὔρῃ ὁλόγυρα στὴ φύση,ἄς τρέξῃ τ’ ἀγγελοῦδι ἐκεῖθε πέρα.

Τὴν ἄσπρη αὐγή, τὴ χρυσωμένη δύση,τ’ ἄνθια, τὴ χλόη, τὸ πέλαο, τὸν αἰθέραἔχοντας τότε ὡς πρότυπα, θὰ ζήσῃστὸ νοῦ του ὀμπρὸς ἡ ἀγνώριστη μητέρα.

Ἀλλ’ ἂν στὴ θεία μορφὴ τ’ ὡραῖο θὰ σμίξῃποῦ πέρναε τοῦ κορμιοῦ κάθε στολίδι,καὶ τὴν κλεισμένη ἐπιθυμιά του ἀνοίξῃ.

Θὰ τοῦ ζαρώσουν ἀπορίαις τὸ φρύδι,σά, μ’ ἄφωνη λαχτάρα, ὁ Πάππος δείξῃἕνα μικρὸ γυναίκειο δαχτυλίδι.

79

Page 80: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ἘΠΙΘΎΜΙΆ

Ἂν ἐδυνότουν ἄνθρωποςξένη μορφὴ νὰ πάρῃ,τοῦ Πλάστη τέτοια χάρηθὰ ἐγύρευα θερμά.

Καὶ μὴ θαρρῇς, ἀγάπη μου,πῶς ἤθελα ζητήσῃμὲ θεία νὰ μὲ στολίσῃἀθάνατη ὀμορφιά.

Νὰ μὲ ζηλέψουν ἔπρεπεστὸν οὐρανὸ κ’ οἱ ἀγγέλοι,ἂν ὅ,τι ὁ νοῦς μου θέλῃσυνέβαινε ποτέ·

ἀνίσως καὶ τὰ μέλη μουἠμπόρειαν νὰ γενοῦνετ’ ἄσπρο σκυλλάκι, ποὖναιμερόνυχτα μ’ ἐσέ.

80

Page 81: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΜΆΓΝΗΤΙΣΜΟΣ

Δὲ θαυμάζει ὁ λογισμός μουἂν μιὰ τράπεζα ἠμπορεῖδραγομάνος τ’ ἄλλου κόσμουἐξαιτίας σου νὰ γενῇ·

ἂν ὁλόκληρη κινιέται,καί, μὲ χτύπους μετρητούς,τὴν ἀκούω ν’ ἀπολογιέταιγιὰ τοὺς ἄφωνους νεκρούς.

Νὰ σκιρτάῃ καὶ νὰ σοῦ κρένῃμὴ δὲν εἶναι φυσικό,ὅταν τέτοιο τὴ θερμαίνῃτέτοιο χέρι ἀγγελικό;

Ὦ, ξανθή μου, ἂν ὀμπροστά σουζοῦν καὶ τ’ ἄψυχα κορμιά,τὸ τί αἰσθάνομαι στοχάσου,ὅταν μὤρχεσαι κοντά!

81

Page 82: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΛΆΜΠΡΗ

Χριστὸς ἀνέστη σήμερα κάνουν ἐχθροὶ καὶ φίλοι·στὴν ἀναγάλλιαση τῆς γῆς,ἔλα νὰ σμίξωμε κ’ ἐμεῖς,παρθένα ὡραία, τὰ χείλη!

Εἶν’ ἅγιο τέτοιο φίλημα· θὰ τὸ ζητάω μὲ θάρρος,ὅσαις φοραίς, ἀγαπητή,καὶ δίχως νἆναι ἡ σημερνή,ξαναπατιέται ὁ Χάρος.

Σὰ δὲ σὲ βλέπω εἶμ’ ἄψυχος· ἀλλὰ ποτὲ δὲ βγαίνειεἰς τὸν ὀρίζοντα τὸ φῶς,δίχως νὰ σ’ ἔχω πάλε ὀμπρὸςκαὶ ἀνάσταση νὰ γένῃ.

Νὰ τὴ γιορτάσῃς θέλοντας, ἁγνή μου περιστέρα,πρέπει, ὡς ὀρθόδοξη καλή,‘ς ἐμὲ τοῦ Πάσχα τὸ φιλὶνὰ δίνῃς κάθε μέρα.

82

Page 83: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ἈΝΘΟΝΕΡΟ

Τοῦ Ἀπριλιοῦ ποῦ μᾶς ἐπέρασεδέξου, κόρη ἀγαπημένη,ἐδῶ μέσα σφαλισμένητὴν ὡραία μοσχοβολιά.

Γιὰ σὲ τ’ ἄνθια ἐπῆαν χαρούμεναμὲς ταὶς φλόγαις, ποὖχαν βίακαὶ τὴν ὕστερη εὐωδίανὰ χωρίσουν ἀπ’ αὐτά.

Σοῦ τὸ λέω φθονῶντας, κ’ ἤθελαμ’ ἀναμμένο ἀγάπης βλέμμανὰ μοῦ ἐστράγγιζες τὸ αἷμαἀπ’ τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.

Τότε ‘γώ, κλεισμένον ἄρωμαστ’ Ἅγιο Βῆμα τῆς ψυχῆς σου,ἂν ἐφθόναα συλλογίσουὅλα τοῦτα ποὺ σκορπᾷς!

83

Page 84: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΛΟΎΛΟΎΔΙΆ

Σ’ ἀρέσουν τ’ ἄνθια; Γλήγοραστὸ περιβόλι ἂς πᾶμε·ὡραῖο δεμάτι κάμεμὲ χρώματα πολλά.

Ὀμπρός σου ἰδὲς τὰ λούλουδαπῶς νέα λαβαίνουν ὄψη!Τί χέρι θὰ τὰ κόψῃαἰσθάνονται καὶ αὐτά.

Ὢ κύτα δύο τραντάφυλλα,τὰ δύο ‘ς ἕνα κλωνάρι!Στὸν κόρφο σου γιὰ χάρηζητοῦν νὰ τὰ δεχτῇς.

Μὴ τὰ χωρίσῃς· ἄφησταζευγαρωμένα ὡς εἶναι·μία τύχη σὰν αὐτήνεθὰ λάβωμε κ’ ἐμεῖς.

84

Page 85: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤῸ ΣΚΟΎΛΗΚΆΚΙ

Στάσου, Μαρία! - χαμήλωσε τὰ γαλανά σου μάτια,σκουλῆκι ἀψήφιστο νὰ ἰδῇς,ποῦ τὄχουν κάμῃ καταγῆςτρία, τέσσερα κομμάτια.

Βλέπεις; - καθένα στρίφεται, πάει χώρια, καὶ λαβαίνειδύναμη πάντα καὶ ζωή,ὅσο, μὲ ὁλάκερο κορμί,σκουλῆκι νέο νὰ γένῃ.

Πότε ζωαὶς ἀνθρώπιναις ἀνθρώπου ἀπομεινάριστοῦ κόσμου ἐγέννησε τὸ φῶς;Ὄχι· ὁ περήφανος θνητὸςδὲν ἔχει τέτοια χάρη.

Νἆταν αὐτό, θὰ σὤλεγα: μὲ μίαν ἀξίνα χύσουκαὶ κόψε με λιανὰ λιανά·κάθε κομμάτι καὶ καρδιά,κάθε καρδιά δική σου.

85

Page 86: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΦΩΤΟΓΡΆΦΙΆ

Ὄχι· ἀνθρώπινο κοντύλιδὲ σὲ ἱστόρησε, Θεά!Πνέουν, ταράζονται τὰ χείλη,κυματίζουν τὰ μαλλιά.

Λέει καθένας ὁποῦ βλέπειτέτοιο πλάσμα τοῦ φωτός:γιὰ ζωγράφος δὲν τῆς πρέπειπαρ’ ὁ Ἥλιος μοναχός.

Τὸν ἐμάγεψες, καὶ τόσηφλόγα αἰσθάνθη ἐρωτική,ὁποῦ ἐδῶ νὰ σὲ τυπώσῃμία δὲν ἔκαμε στιγμή.

Τὰ ματάκια σου, Θεά μου,σὰν τὸν ἥλιο θαυμαστά!Ὅμοια εἰκόνα στὴν καρδιά μουξάφνου ἐχάραξαν καὶ αὐτά.

86

Page 87: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΔΕΗΣΗ

Ὅσαις φοραίς, ἀγάπη μου,στὴν ἐκκλησιὰ σὲ σμίγω,τὸ στόμα δὲν ἀνοίγωμία προσευχὴ νὰ πῶ.

Ἐσὲ τηράω κ’ αἰσθάνομαι,ἐνῷ κοντά σου μένω,τὸ πνεῦμα μου κλεισμένοσὲ κύκλο μαγικό.

Θαρρῶντας πῶς ἁμάρτησα,τὸ μέρος ποὖσαι ἀφίνω·φτερὰ στὸ νοῦ μου δίνω,καὶ φεύγω ἀπὸ τὴ γῆ.

Μὲ φλογισμένη δέησηστὸν οὐρανὸ προστρέχω,καὶ πλέον σιμά μου σ’ ἔχω,ὅσο ἀνεβαίνω ἐκεῖ.

87

Page 88: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ἌΔΙΚΗ ΖΗΛΕΙΆ

Τοῦ προσώπου σου τὰ κάλληνὰ μοῦ σβύσῃ ἀπὸ τὸ νοῦὀμορφιὰ δὲ βρίσκετ’ ἄλληεἰς τὴν πλάση τοῦ Θεοῦ.

Τρέμει, ἀλήθεια, τὸν Ἀπρίληἡ καρδιά μου ἀπὸ χαρά,ὅταν βλέπω ἕνα γιοφύλλι,ἕνα ρόδο, μιὰ μοσκιά.

Βρίσκω, ναί, θλιμμένη χάρηκ’ ἕνα μάγεμα κρυφὸεἰς τὸ κάτασπρο φεγγάρι,στὸν ὡραῖον αὐγερινό.

Μόν, ἀγάπη μου, στοχάσουποῦ μοῦ δείχνει ὁ λογισμὸςἕναν ἴσκιο τσ’ ὀμορφιᾶς σουστὰ λουλούδια καὶ στὸ φῶς.

88

Page 89: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤᾺ ΤΡΆΓΟΎΔΆΚΙΆ

Χαρὰ σὲ σᾶς! - ἡ ἀγάπη μου,τραγούδια εὐτυχισμένα,σᾶς ἔχει φυλαμέναστὴν κλίνη της κοντά.

Ὅταν ἐκεῖ, σὰν ἄγγελος,μονάχη ἀργοπλαγιάζει,σᾶς παίρνει, σᾶς διαβάζειμὲ ἁγνότατη χαρά.

Προπερσινὸ τραντάφυλλο,ποῦ ἐγὼ τῆς εἶχα φέρῃ,μὲ τὸ δεξί της χέρι,διαβάζοντας κρατεῖ·

καὶ ‘ς ἕνα ἢ ‘ς ἄλλο φύλλο σαςτὸ ἀγαπητὸ ξεράδισᾶς βάνει γιὰ σημάδι,προτοῦ νὰ κοιμηθῇ.

89

Page 90: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΘΎΜΗΣΗ

Τοῦ κάκου μᾶς χωρίζουνεράχαις, βουνὰ καὶ κάμποι·τὸ πρόσωπό σου λάμπειστὸ νοῦ μου, στὴν καρδιά.

Τῆς λύπης μαῦρο σύγνεφοδὲν ἠμπορεῖ νὰ φτάσῃτὸ φῶς του νὰ σκεπάσῃμίαν ὥρα μοναχά.

Καὶ πρὶν σωθοῦνε ἡ μέραις μου,στοῦ χάρου τὸν ἀγῶνατὴ θεία, γλυκειά σου εἰκόναθὰ βλέπῃ ὁ λογισμός.

Ἀνίσως ἔχει ὀνείραταὁ ὕπνος τοῦ θανάτου,στὸν ἅδη κ’ ἐκεῖ κάτουθὰ μ’ ἀπομείνῃ ὀμπρός.

90

Page 91: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ἈΠΟΜΆΚΡΎΣΜΟΣ

Στὴν ἐξοριὰ ποῦ βρίσκομαι,στὴ θλίψω ὁποὖμαι τώρατ’ ἁρμονικά μου δῶραθὰ δέχεσαι συχνά.

Ἐδῶ, ποῦ ξάφνου ἐρρίχτηκαἀπὸ τὴν ἄγρια τύχη,μοῦ ἀπόμειναν οἱ στίχοιἀθλία παρηγοριά.

Καὶ πῶς μίαν ἄλλη δύναταιτώρα ἡ ψυχή μου ναὔρη;Δὲ σὲ θωράω καὶ μαύρημοῦ φαίνεται ἡ ζωή.

Στὴ νύχτα ποῦ μ’ ἐπλάκωσετραγούδια νέα μαθαίνω·ἀηδόνι τυφλωμένοτερπνότερα λαλεῖ.

91

Page 92: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΧΕΛΙΔΟΝΙΆ

Ἄχ! τὸ θεόρατο βουνὸγιατὶ δὲ χαμηλόνει;Χριστέ μου, ἂν ἦταν βολετὸνὰ δώσω μία νὰ τὸ διαβῶσὰν ἕνα χελιδόνι!

Ὡραία τῆς Ἄνοιξης πουλιὰγιὰ πέρα μισεμένα,δανείσετέ μου τὰ φτερά,καὶ νέα λαλήματα γλυκὰθὰ μάθετε απὸ μένα.

Τί λέω! Τερπνότατη φωνήσᾶς ἔδωκεν ἡ φύση,καὶ μὲ τὰ μάγια της αὐτὴθἄχῃ τὴ χάρη κάθε αὐγὴτὸ φῶς μου νὰ ξυπνήσῃ.

Ἐγὼ - καὶ ἂς πλέκω τεχνικὰτοῦ τραγουδιοῦ τὸ στίχο -πέρα, σὲ τούτη τὴν ἐρμιὰξυπνάω τριγύρω μοναχὰτῆς λαγκαδιᾶς τὸν ἦχο.

92

Page 93: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 94: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 95: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ

Ο Γεώργιος Τερτσέτης (1800 - 1874) ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του 1821, ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος και νομικός. Είχε διοριστεί αρχειοφύλακας στη βιβλιοθήκη της Βουλής στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.

Page 96: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 97: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΆΠΟΣΠΕΡΙΤΗ

Ὢ ἀποσπερίτη, τῆς ἀγάπης ἄστρο,χαῖρε, θεέ, μὲ τὸ χρυσό σου κάλλος!Χαῖρε αἰώνιό της νυχτὸς μήνυμα ὡραῖο!Τὴν ἀχτίνα σου, θεέ, νὰ μοῦ χαρίζεις•σήμερα/ νιὸ φεγγοβολάει φεγγάρικαὶ βασιλεύει γλήγορά το φῶς του,

πάω σὲ κόρη ξανθὴ νὰ εἰπῶ τραγοῦδι•δὲν λῃστεύω στὸν δρόμο τοὺς διαβάτες•ἀλλ’ ἀγαπῶ• θεέ μου, ἀποσπερίτη,κ’ ἐσὺ ἀγάπα ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦνεκαὶ νὰ ἔχω τὴν χάριν σου βοήθεια/!

97

Page 98: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

98

ΕΠΙΓΡΆΦΗ ΚΗΠΟΎ

Περιβόλι τερπνὸ εἶμαιεἰς τὴν γῆν τῶν Σεπολιῶνκαὶ τοῦ Πλάτωνος τὸν κῆπονἔχω σύνορο ἱερόν.Παλαιὸν δεσπότην εἶχανέον ἄνδρα Ὀθωμανόν,τὸ μολύβι τῶν Ἑλλήνωνπρώτον ξάπλωσε νεκρόν,ὅταν τῆς Εὐαγγελίστριαςεἰς τὴν θείαν ἑορτὴἈρχαγγέλου νέου ἠκούσθηπολεμόκρακτη φωνή.Τώρα ὁ κύριος ὁπού μ’ ἔχει,μὲ δροσίζει μὲ νερά,καὶ μὲ στύλους μαρμαρένιουςμοῦ χαρίζει εὐμορφιά.

Πυκνὰ φύτευσε τὰ δένδρα,ἄνθη φέρε ξενικά,κύριέ μου, νὰ μὲ τιμήσειςκαὶ μ’ ἀγάλματα λευκά.Στὸ θερμό το μεσημέριμὲ τὲς νύμφες καὶ ὁ Πάν,στὲς δροσιές μου νὰ χορεύουνκαὶ γλυκὰ νὰ τραγουδᾶν.Εἰς ἐσὲ οἱ θεοὶ νὰ δώσουνδιὰ τὴν τόσην καλλονήν,τοῦ πατρός σου καὶ τοῦ πάππου

Page 99: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

99

νὰ ἐκδικήσεις τὴν σφαγήν,ὅπου της τερπνῆς Εὐρώπηςτὸ ἀηδόνι κιλαϊδεῖ,τῆς Ἀσίας στὸ περιγιάλιἄλλο ἀηδόνι ἀντιφωνεῖ.

Page 100: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

100

Η ΔΙΚΆΙΆ ΕΚΔΙΚΗΣΙΣ

Τραγουδιστῆς πολλὰ εὔμορφος νέον εὔμορφο ἐρωτεύθη,περίσσιο πάθος ἔβαλε στὰ μαραμένα στήθη,καὶ μὲ τὰ χείλη τὰ χλωμὰ τραγούδαε τὸν καημόν του.“Ἀγνάτια του νὰ κάθομαι, νὰ κρένει καὶ ν’ ἀκούω,νὰ βλέπω τὰ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ τὰ δροσάτα χείλη,πόχουν τοῦ ρόιδου τὴ βαφή, τοῦ μήλου τὴν γλυκάδα”.Καὶ τὸ τραγοῦδι τοῦ ἤκουσαν οἱ νιὲς καὶ οἱ πανδρευμένες•φωνάξανε τὰ εὔμορφα κοράσια κι οἱ νυφάδες:ἄνδρας τὸν ἄνδρα ν’ ἀγαπᾷ, σέρνει μὲ τὸ τραγοῦδι,καὶ γάμος κι ἀρραβώνιασμα θὰ πᾶν λησμονημένακαὶ θὰ διαβαίνει ἡ νύκτα μᾶς δίχως ἀνδρὸς τὸ πλάγι,καὶ τὰ βυζιὰ τοῦ κόρφου μᾶς παιδὶ δὲν θ’ ἀναστήσουν.Πανήγυρη ξημέρωνε πέρα στὰ βιλαέτιακαὶ τὰ χωριὰ μαζώχθηκαν, ἄνδρες, γυναῖκες πᾶνε,πῆγε καὶ ὁ τραγουδιστῆς κι ἐκράταε τὸ λαγοῦτο,κι ἀρχίνησε τὸ ἔρημο τραγοῦδι νὰ λαλάει•καὶ τοῦ λαγούτου ἡ μελῳδιὰ γλυκιά του ἀπηλογότουν.Οἱ εὔμορφες κιτρίνισαν σὰν τὰ χλωμὰ λουλούδια,τόσο στὰ φυλλοκάρδια τοὺς πολὺς θυμὸς ἐμβῆκε.Πέτρες λιθάρια ἐπήρανε οἱ νιὲς κι οἱ πανδρευμένες,κτύπησαν τὸν τραγουδιστὴν ἐκεῖ ὁπού τραγουδοῦσε.Σίγησε τὸ παιγνίδι τοῦ τ’ ὁλόχρυσο λαγοῦτο,κείτεται κι ὁ τραγουδιστῆς ἄγνωστος μὲς στὸ αἷμα,καὶ μοιρολόι δὲν τοῦ λαλεῖ καμμιὰ μοιρολογίστρα•τοῦ κόψαν τὸ κεφάλι τοῦ τὰ ξώφρενα κοράσια,καὶ σὲ ποτάμι τὸ ‘ριξαν μαζὶ καὶ τὸ λαγοῦτο,καὶ τὸ ποτάμι τόβγαλε εἰς τὸ γιαλό, στὸ κῦμα•συντροφιαστὰ πηγαίνανε κεφάλι καὶ λαγοῦτο•στὸ φονικὸ ποὺ κάμανε νὰ μὴν πολυχαροῦνε.

Page 101: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

τὸ κῦμα ὁπού διαβαίνανε γλυκὰ ἠχολογοῦσε•καὶ μέσα σὲ νησιὰ πολλά το πέλαγο τὰ πάγει•ἀκούαν τριγύρω τα νησιὰ στὸ δειλινό, στὸ βράδυ,ἀκούανε τὴν μελῳδιά, δὲν ἔνιωθαν ποῦ βγαίνει.Φωνάξαν τὰ μικρὰ παιδιά: τὸ πέλαγο τὴν βγάζει.Ἡ μελῳδιὰ σταμάτησε εἰς τὸ βαθὺ λιμάνι,σὰν ἄστρο στὰ μεσάνυχτα, ποὺ σ’ ἕναν τόπον φέγγει.Καὶ χίλια ἀηδόνια νὰ λαλοῦν ἐφαίνετο πὼς νὰ ‘ναι.Πῆγαν μὲ τὰ μονόξυλα οἱ ναῦτες οἱ πιδέξιοικαὶ τὸ κεφάλι πήρανε, πῆραν καὶ τὸ λαγοῦτο,σὲ μνῆμα τὰ ἐνταφιάσανε κεφάλι καὶ λαγοῦτο.Ἀπὸ τ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν μὲς στῶν νησιῶν τὲς χῶρεςπανώρια βαροῦν ὄργανα οἱ νιές, τὰ παλληκάρια,καὶ μὲς στ’ ἀσημοχρύσαφα στολίζουν τὰ λαγοῦτα,γεννᾷ τὲς θυγατέρες τῆς γλυκόφωνες ἡ μάνναἀγγέλου πὸ ‘χουν πρόσωπο κι ἀγγέλοι στὸ τραγοῦδι.Πλὴν μέσα στὴ βαθειὰ στεριά, στὲς φόνισσες γυναῖκεςοἱ ἄνδρες πῆραν σίδερο καὶ στὴν ἑστιὰ τὸ κᾶψαν,τὲς κορασιὲς ἐσφράγισαν στὸ μέτωπο, στὴν πλάτη

101

Page 102: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Η ΛΙΜΝΗ

Ἦταν προχθὲς κορίτσια στὸ χορὸὅλα λουλούδια, ὅλα μυρωδιά,ἄχ! τ’ ἀγαποῦσα ὅλα, καὶ θαρρῶκαὶ γι’ ἄλλα τόσα μου’μένε καρδιά.

Τὸ κρῖμα μου τὸ λέγω, δὲν μπορῶἀτάραχος νὰ δῶ τὴν ὀμορφιά.Ἄχ! μὲ τῆς λίμνης μοιάζω τὸ νερὸποῦ ὅ,τι περνᾷ ἀφήνει ζωγραφιά.

Μ’ ἂν ζωγραφίζ’ ἡ λίμνη καθετί,περνάει αὐτὸ κι’ ἡ ζωγραφιὰ περνᾷ.Καὶ μοναχά του οὐρανοῦ κρατεῖτὴ ζωγραφιὰ πιστά, παντοτινά.

Ἄφησε ὅλοι νὰ μὲ λὲν τρελὸκαὶ μὴ σὲ μέλλει, ἀγάπη μου χρυσή.Ἂν εἶμαι λίμνη, μ’ ὅλες ἂν γελῶ,ὁ οὐρανὸς τῆς λίμνης εἲσ’ ἐσύ.

102

Page 103: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

103

Η ΠΛΆΝΗ ΤΟΎ ΧΟΡΟΎ (Ο ΧΟΡῸΣ ΗΤΆΝ ΤΟ ΒΆΛΣ)

Ψὲς ποὺ χόρευαν οἱ νέες,ἀπ’ αὐτές μου ἐφάνη μιά,μοῦ ἐφάνηκε πὼς εἶναιἡ Ἐλίζα ἡ μορφονιά.Ἄλλη δεύτερη προβαίνεικι ἄλλη τριτη/ γαλανὴκαὶ στὲς τρεῖς ὡραῖες χορεύτριεςτὴν Ἐλίζα μου ἔχω ἰδεῖ.Πλὴν δὲν ἦτον ἡ Ἐλίζαμὲ τὲς νιὲς εἰς τὸν χορό,εἰς παιγνίδια καὶ εἰς τραγούδιανὰ φανεῖ ἔχει καιρό.Οἱ στερνοὶ χοροὶ τῆς ἦτοντότε εἰς τὴ βραδυνῇποῦ τοῦ γάμου τὸ στεφάνιφόρειε εἰς τὴν κεφαλή.Ἀλλὰ τώρα ποῦ ‘ναι ἡ νέα,ποῦ ‘ναι ἡ νιόνυμφη ἡ ξανθή;Μὲ τὲς ἄλλες καὶ αὐτὴ νέεςπῶς δὲν βγαίνει νὰ χαρεῖ;Μῆνες πέρασαν καὶ πᾶνε,κι ᾖλθαν τ’ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ,τὸ λημέρι τῆς αἰώνιαδέρνει ἡ ἄφρα τοῦ γιαλοῦ.Βόσκουν πρόβατα καὶ γίδιαστῆς Ἐλίζας τὸ νησί,καὶ κοιμᾶται ἡ ξανθὴ κόρησ’ ἕνα σπήλιο μοναχή.

Page 104: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΙΧΝΟΣ

Ὡς φυτεύουν εἰς τὲς γάστρεςρόδα ἢ τριανταφυλλιά,αὐγὴ βράδι τὴν ποτίζουντοῦ νεροῦ μὲ τὴν δροσιά.Τὰ τριαντάφυλλα ποὺ ἀνοίγουνκαὶ τὰ ρόδα τὰ τερπνὰσυνεπαίρνουν τὸν ἀέραἀπὸ τὴ μοσκοβολιά.Σὰν τῆς γῆς σπάνιο λουλοῦδικι ἡ δική σου ἡ εὐμορφιὰἄνοιξε, καὶ ἡ γῆ εὐφράνθη,θαῦμα ἤσουν καὶ χαρά!Ἀλλὰ γάστρα καὶ λουλούδιαἐμαράθηκαν σκληρά,καὶ τὰ φύλλα σου ἐσκορπίσανσ’ ἔρημη ἀκροθαλασσιά.

Τῆς νυκτὸς τὴν μαύρη σκέπηνδιῶξε τὴν ἀπ’ τὰ μαλλιά,καὶ τοῦ κρίνου τὴν λευκάδακόψε νέα φορεσιά.Καὶ ἡ πρώτη ἃς ἀναδώσειτοῦ προσώπου σου εὐμορφιά,καὶ τὰ μαῦρα σου τὰ μάτιαπάλε ἃς λάμψουν ζωηρά.Δὲν ρωτᾷς τί σημαδεύειεἰς τὸ μάγουλο τὸ ἁγνό,τὸ γλυκύ, βαθὺ σκοτάδι

104

Page 105: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

105

σὰν τριαντάφυλλο αὐγινό,ποῦ εἰς τὸ πράσινο κλαδί τουκείτεται μισανοιχτό,δὲν τὸ πῆρε ἥλιος ἀκόμηκι ἔχει νύχτας τὸ δροσιό;Σὰν γελᾷς... τῆς Ἀφροδίτηςτὸ εὐαίσθητο παιδὶεἰς τὸ μάγουλο φιλεῖ σεκι ἴχνος μένει ἀπ’ τὸ φιλί.

Page 106: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ο ΙΜΠΡΆΪΜΗΣ ΚΙ Ο ΚΙΟΎΤΆΧΗΣ

O Ἰμπραΐμης κίνησε νὰ πάει στὸ Μισολόγγι,ἔστησε τὰ τσαντήρια τοῦ ἀγνάντια ἀπὸ τὸ κάστρο,τὸν Κιουταχὴ ἐκάλεσε διὰ νὰ συνομιλήσουν•«Κακὰ σὲ λένε, Κιουταχή, πὼς εἶσαι πολεμάρχης,τόσος καιρὸς ἐδιάβηκε ποὺ ‘σαι στὸ Μισολόγγι,καὶ ἀκόμη δὲν ἐπάτησες τὰ κάστρα τῶν ραγιάδων.Σκόνη καὶ στάχτη ἔπρεπε νὰ ‘ναι τὸ Μισολόγγικαὶ λύκοι νὰ φωλιάζουνε στὸν ἔρημο τὸν τόπον,ἂν ἤμουν μὲ τσ’ Ἀράπηδες τόσον καιρὸ φερμένος.Ξεζώσου αὐτήνα τ’ ἅρματα ποὺ ζώνουν τὸ κορμί σου,στ’ ἀρέμια σου νὰ πολεμᾷς μὲ εὔμορφα κοράσια,γιὰ αὐτό σε κρίνω δυνατόν, περίσσια παλληκάρι».O Κιουταχὴς ἐθύμωσε στὰ λόγια τοῦ Ἰμπραΐμη.«Δὲν λόγιαζα τὴν Ἀραπιὰ ἕνας ντελὴς νὰ ὁρίζει,ἔλα μ’ ἐμὲ καὶ ἀκλούθα μὲ στὴν διάβα ποὺ πηγαίνω».Καὶ ἐπῆγαν ξέμακρα ἀπὸ ἐκεῖ σε ἐξορία μεγάλη•ἤτονε ράχες καὶ βουνά, καὶ βράχοι καὶ λαγκάδια,Καὶ ἦταν μνήματ’ ἄπειρα στὲς ράχες, στὸ λαγκάδι.«Ἐδῶ τα παλληκάρια μου τὰ θάψαν οἱ συντρόφοι,τὰ ‘λυωσε τῶν Ἑλλήνωνε τὸ βροντερὸ τουφέκι,καὶ τώρα ἂν ξεσκέπαζαν τοῦ τάφου τοὺς τὴν πλάκα,καὶ ἐζώνουνταν τὰ ἔρημα σπαθιὰ τὰ ξακουσμένα,ἐσένα καὶ τὴν Ἀραπιὰ διὰ μιὰ στιγμὴ ἀφανίζαν.Οὔτε αὐτὰ τὰ φράγκικα τύμπανα καὶ οἱ φλογέρεςμποροῦν νὰ προξενήσουνε φόβο στοὺς πολεμάρχους.M’ αἷμα, ἂκουσ’ μέ, δὲν παίρνεται ποτὲ τὸ Μισολόγγι,ἂν τοῦτοι ὁπού κείτουνται στὸ μνῆμα πλαγιασμένοιἐφέτος δὲν τὸ πήρανε στὴ φοβερὴ ἐκστρατεία.Σ’ αὐτὰ τὰ τείχη ποὺ θωρεῖς τὰ πολυρημασμένα,

106

Page 107: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

εὑρίσκεται τῆς Ρούμελης ὁ διαλεκτὸς ἀθέρας.Μακρής, Τζαβέλας, Βέικος, Μπότσαρης καὶ Στουρνάρης,ἐδῶ ‘ταν ὁ Νικηταρᾶς τὸ φοβερὸ λεοντάρι,ποῦ τόση ἐθέρισε Τουρκιὰ στῆς Κλένιας τὴν πεδιάδα.Μερόνυχτο νὰ πολεμοῦν, χαίρονται, πεθυμοῦνε,βόλια καὶ τόπια καὶ σπαθιὰ παιγνίδι τὰ λογιάζουν,γύρνα γοργὰ στὸν τόπο σου, μὴν εὕρεις τὸ χαμόν σου,Φράγκοι καὶ Ἀράπηδες ἐδῶ ποσῶς δὲν ὠφελοῦνε».Στὸ λειδινὸ Ἀρβανιτιὰ ἐσίμωσε στὰ κάστρα,μπέσα γιὰ μπέσα ἐφώναξαν καὶ ἐπλήσιασαν τὰ τείχη•«Δέτε, μὴν ἀτιμήσετε τὸ Ἀλβανὸ τουφέκι».Ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν ψηλὰ ἀπὸ τὰ τείχη.«Ἐμεῖς δὲν ἐδειλιάσαμεν μὲ σᾶς νὰ πολεμοῦμεκαὶ θέλτε οἱ Φραγκαράπηδες τώρα νὰ μᾶς φοβίσουν;Τάχια τὸ Ἀρβανίτικο τουφέκι θὰ βροντήσεικαὶ θέλει μαυροφορεθοῦν στὴν Ἀραπιὰ οἱ μαννάδες,κι οἱ πουτάνες τῆς Φραγκιᾶς, θὰ κλάψουν τὲς πορνιές τους».

107

Page 108: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΠΕΡΠΆΤΗΜΆ

Γιὰ περπάτησε, ἀκριβῆ μου,νὰ γελάσει ἡ ψυχή μουκαὶ νὰ ἔβγει ἡ θεραπείαὅθεν ἢλθ’ ἡ ἀρρωστία.Νὰ ποὺ μοιάζει σὰν λαγοῦτοτὸ περπάτημά σου τοῦτο,μοιάζει ὡς εὔμορφη φωνὴποῦ εἰς κῆπο ἠχολογεῖ.Γιὰ σταμάτησε, ἀκριβῆ μου,φθάνει, φθάνει, ποθητή μου,τὸν καημόν μου περισσεύεις,ὄχι νὰ τὸν λιγοστεύεις.

Ἄφησε, καλὴ θεά μου,ἄφησε τὰ δάκρυά μουσὰν πυκνὴ βροχὴ νὰ τρέξουνκαὶ τὸν κόρφον σου νὰ βρέξουν,καὶ μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά σουτὰ μακρυὰ καὶ ἁπλωτά σουνὰ σφογγίζω τὰ δάκρυά μουεἰς τὰ δόλια μάγουλά μου.Τούτη δὰ τὴν δοκιμὴχάρισέ μου, ὢ ποθητή,μὲ τὴν φλόγα ξεθυμάνωεἰς τὸ δάκρυ μου ἐπάνω.

108

Page 109: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 110: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 111: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΙΟΥΛΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ

Ο Ιούλιος Τυπάλδος Πρετεντέρης ήταν επτα-νήσιος ποιητής (1814-1883). Ανήκει στους λε-γόμενους σολωμικούς ποιητές της Επτανη-σιακής Σχολής.

Page 112: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 113: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Τὸ πλάσμα τῆς φαντασίας

Page 114: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Page 115: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

Ἐσὺ ποὺ πρώτη ἐπρόβαλεςσὰν ὄνειρο μπροστά μου, κι ἄναψες πάθη ἀκοίμηταστὴν ἄδολη καρδιά μου, ἅ! ποῦ ’σαι, πές μου, ἀγάπη μου, ποῦ ’σαι, γλυκειά μου ἐλπίδα; Τὴ γῆν ἔχεις πατρίδα ἢ τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ;

Ἐσὲ ζητῶ στὸ χάραμα, σὰν γλυκοφέγγει ἡ μέρα,εἰς τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας, στὸν ἥσυχον αἰθέρα. Ἐσὲ στὴν ἀνθοστόλιστη τοῦ κάμπου πρασινάδα, στὴν μυστικὴν ἀχνάδα τοῦ ἔρμου φεγγαριοῦ.

Πόσες φορές μου φαίνεται νὰ σὲ θωρῶ μπροστὰ μοὺ καὶ ἀπὸ τὰ στήθια στέκεται νὰ πεταχθεῖ ἡ καρδιά μου• θωρῶ τὰ οὐράνια βλέμματα, τ’ ἀγγελικό σου στόμα, τ’ ἀέρινό το σῶμα, τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά.

Πόσες φορές, ἀγάπη μου, ζητώντας σε στὰ ξένα,

115

Page 116: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

116

μὲ πόθο γύρω ἀσήκωσα τὰ μάτια ἐρωτευμένα, ὅπου τα κάλλη ἐλάμπανε μὲς στ’ ἄνθη, τὰ λουλούδια, ὁπού χοροί, τραγούδια μαγεύουν τὴν καρδιά.

Κι ἐλόγιασα νὰ σ’ εὕρηκα, ὢ ποθητή μου, ἐσένα• κι ηὔρα γλυκὰ χαμόγελα καὶ στήθια παγωμένα• μία μόνη εἶδαν τὰ μάτια μου, καὶ τ’ ἀνθηρά της κάλλη σὲ παγωμένη ἀγκάλη μαραίνονται κρυφά.

Ὅπου νὰ ἰδῶ μου φαίνεται, σὲ τρυφερὴ εὐμορφία, ἢ σὲ θλιμμένα βλέμματα νὰ λάμπει ἀχτίνα θεία, ἐκεῖ ἡ ψυχή μου ρίχνεται ὁλοθερμή, ἀναμμένη, καὶ στρέφει παγωμένη στὸ στῆθος τὸ θερμό.

Ἀγάπησα κι ἀγάπησακαὶ σὲ ποτὲ δὲν εἶδα•ἅ! ποῦ ’σαι, πές μου, ἀγάπη μου, ποῦ ’σαι, γλυκειά μου ἐλπίδα;Πάθη βαθειὰ μ’ ἐπλάκωσαν μὲ δύναμη μεγάλη,ἀλλ’ ἔμεινε στὴν πάλη

Page 117: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

117

ἀμόλυντη ἡ καρδιά.Εἶδα θολή, κατάμαυρηἡ αὐγὴ γιὰ μὲ νὰ βγαίνει•κι ἔρμη ἡ ψυχή μου ἀπόμεινε,σ’ ὅλο τὸν κόσμο ξένη•ἀλλὰ μὲ μιᾶς ἡ θάλασσα,τ’ ἀστέρια, ἡ γῆ ἀναζήσαν,καὶ λόγια μου ἐμιλήσανἐγκάρδια, μυστικά.

Συχνὰ ἡ ψυχή μου ὑψώνεταιστὸν ἄπλαστον αἰθέρα,κόσμους ξανοίγει ἀγνώριστους,ὁπού ἀναβρύζει ἡ μέρα.Γύρω ἀντηχάει ἀνέκφραστηοὐράνια μελῳδία,χύνουν κρυφὴ εὐωδία τὰ ρόδα τ’ οὐρανοῦ.

Κι ὅταν τῆς μοίρας τ’ ἄσπλαχνο,τὸ παγωμένο χέρι,σκορπάει τὰ οὐράνια ὀνείρατασὰ σύγνεφο τ’ ἀέρι,μόλις στῆς γῆς τὴν ἄχαρημαύρη ζωὴ ξυπνάω, Ἐσένα ἀποζητάω,θεῖο πλάσμα τ’ οὐρανοῦ.

Εἲν’ ἐδῶ κάτου ἀκόπιασταφθόνος, δειλία καὶ πλάνη• στολίζει ἀνείδια πρόσωπα

Page 118: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

118

στολίζει ἀνείδια πρόσωπατῆς δόξης τὸ στεφάνι• σὰν τὴν ὀχιά, τὸ φίληματὰ χείλη φαρμακώνει,ἡ προδοσία πλακώνειτοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς.

Ἂν νιὸς ἀετὸς ἀποτομα τινάξει τὰ φτερά του, ἄγριο γεράκι ρίχνεται σὰν ἀστραπὴ ἐμπροστά του. Ἂν ἴσως ἄστρο ἀγνώριστο στὸν οὐρανὸ προβάλει, ἡ μαύρη ἀνεμοζάλη σηκώνεται μὲ μιᾶς.

Ἀγάπη μου, σπλαγχνίσου μὲ καὶ πρόβαλε μπροστά μου• μὲ σένα κι ἡ Παραδεισο θὰ κατεβεῖ σιμά μου. Στὸ ἀγγελικό το στῆθος σουνὰ γείρω τὸ κεφάλι, εἰς τὴ γλυκειά σου ἀγκάλη νὰ βρῶ παρηγοριά.

Τοῦ κόσμου τὰ πλανέματακαὶ τὲς χαρὲς ν’ ἀφήσωκαὶ μὲ σὲ μόνη, ἀγάπη μου,σὲ μίαν ἐρμιὰ νὰ ζήσω•νὰ μᾶς λέει λόγια ἀνέκφραστατὸ τρυφερὸ λουλοῦδι,

Page 119: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

καὶ μυστικὸ τραγοῦδιτὴ νύκτα ἡ ἀστροφεγγιά.

Δάση, βουνὰ ἀνθοστόλιστα καὶ κρυσταλλένια βρύση! Ἡ ἐρμιά σας, ναί, τὴν ἄχαρη ψυχή μου θ’ ἀναζήσει• ὁ ὕμνος, ἄνθι οὐράνιο, ὁπού ποτὲ δὲν σβυέται, θερμὸς θέλει πετιέται ἀπ’ τὴ θερμὴ καρδιά.

Πλέρια ν’ ἀκούσω ἀτάραχη τὴν ὕπαρξη σιμά σου, καὶ κόσμο καὶ παραδεισο νὰ βρῶ στὴν ἀγκαλιά σου• νὰ ’ναι γιὰ μᾶς οἱ μέρες μας, δική μας ἡ χαρά μας, τὰ δάκρυα μᾶς δικά μας, δύο στήθια μία καρδιά.

Κι ὅταν ψηλάθε ἡ ὕστερηαὐγὴ γιὰ μὲ προβάλει,νὰ μὲ πλακώσει ὁ θάνατοςστὴ σπλαχνική του ἀγκάλη• τὰ μάτια μου, θωρώντας σε,νὰ μείνουνε σβυμένακι ἡ πλάση ὅλη γιὰ μέναθὰ ’ναι ἑνωμένη ἐκεῖ.

Ἐσὺ τὸ ἔρμο μνῆμα μου

119

Page 120: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

μὲ ρόδα θὰ στολίσεις,κι αὐγὴ καὶ βράδι θὰ ’ρχεσαιδάκρυα σ’ αὐτὸ νὰ χύσεις•καὶ μέσα ἀπὸ τὸν τάφο μου,σὰν αὔρα δροσισμένη,νύχτα βαθειὰ θὰ βγαίνειμιὰ μελῳδία κρυφή.

Page 121: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

το βιβλίοΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ

στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκετον Άπριλιου του 2015

απο τις εκδοσεις δυανυσμακαι κυκλοφορει δωρεαν σε

ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο χωρις καμια αξιωση οσον αφορα στα

πνευματικα δικαιωματα

εκδόσεις Δ Ι Ά Ν Υ Σ Μ Ά

Page 122: ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ