Η κατεργασία των κοπράνων Καπιταλισμός Ρατσισμός- Adam...
Transcript of Η κατεργασία των κοπράνων Καπιταλισμός Ρατσισμός- Adam...
Adam Corn ford
Η ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ TON ΚΟΠΡΑΝΑΝ
Καπιταλισμός, Ρατσισμός, Εντροπία
Adam Comford
Η Κατεργασία των ΚοπράνωνΚαπιταλισμός, Ρατσισμός και Εντροπία
Ελευθεριακή Κουλτούρα
Τίτλος πρωτοτύπου: Processed Shit, Capitalism, Racism and Entropy Μετάφραση, Στοιχειοθεσία, Σελιδοποίηση, γενική επιμέλεια έκδοσης:
Παναγιώτης Καλαμαράς Φιλμς-μοντάζ: Μιχάλης Μπαξεβάνης, Πανεπιστημίου 64, τηλ. 36.18.543
Κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων την Άνοιξη του 1994 και η χρήση του είναι ελεύθερη, αρκεί να αναφέρονται οι πηγές
Η Κ αρδιά της Λευκότητας
Η Ιουδαιοχριστιανική κουλτούρα από παλιά είχε πρόβλημα με τη βρώμα και το σκοτάδι. Η λευκότης ήταν το ευρωπαϊκό σύμβολο της αγνότητας, της καλωσύνης, της ζωής, της τάξης και του Θείου (αντίθετος, ας θυμηθούμε την κλασσική κινεζική κουλτούρα, όπου η λευκότητα συμβολίζει το θάνατο και φοριέται στις κηδείες). Το μαύρο ή το σκοτάδι, από την άλλη, παραδοσιακά υποδήλωνε την ανηθικό- τητα, το κακό, το θάνατο, την αταξία και τον σατανά.
Επί αιώνες, το κυρίαρχο ευρωπαϊκό ιδεώδες της ανθρώπινης ομορφιάς τόνιζε το λευκό δέρμα. Ο προφανέστερος λόγος γι’ αυτό είναι ότι το κοκκινισμένο ή μαυρισμένο δέρμα σημαίνει έκθεση στον ήλιο, τον αέρα και τη βροχή. Μια και η φεουδαρχική κοινωνία ήταν αγροτική, μια τέτοια έκθεσή για ένα νεαρό άτομο (ή για μια γυναίκα οποιοσδήποτε ηλικίας) σήμαινε δουλειά - συνήθως στους αγρούς. Οι ρυθμιστές του γούστου ήταν αριστοκράτες, για τους οποίους η απόλυτη αποφυγή της δουλειάς ήταν κρίσιμης σημασίας για τον ταξικό τους αυτοκαθορισμό. Το αριστοκρατικό ιδεώδες της ομορφιάς, που ισχύει ακόμη και σήμερα, διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα σημεία απόστασης από τη δουλειά - το αθλητικό παρά το ογκώδες κορμί στον άνδρα, το ανάλαφρο αν και αισθησιακό σώμα στη γυναίκα, με τα λεπτά δάχτυλα κ.ο.κ. Η απόσταση από τη δουλειά σε μια κυρίως αγροτική κοινωνία, σήμαινε επίσης την απόσταση από τη βρώμα, την επαφή με το χώμα. Μέχρι σήμερα το χώμα σημαίνει βρωμιά, ακριβώς όπως το σκούρο σημαίνει κακό ή απειλή [Τα σημαίνοντα της τάξης και του πλούτου ακόμη υπογραμμίζουν τις αισθητικές και ηθικές μας αξίες. Σκεφθείτε τους όρους «ευγενής» και «ταπεινός» όταν εφαρμόζονται στην ανθρώπινη επαφή, την καταγωγή της λέξης μας «κακός» (villain) από το vileyn που σημαίνει δου-
6 Η Κατεργασία των Κοπράνων
λοπάροικος, όπως καν τη συγγένεια του vileyn με το «πρόστυχο» (vile), από τη λατινική λέξη vilis που σημαίνει φτηνό].
Αυτό το πολιτιστικό σύμπλεγμα επέτρεψε στους Ευρωπαίους να σκλαβώσουν και να σφάξουν τους Αφρικανούς και τους ιθαγενείς Ινδιάνους με καθαρή συνείδηση, που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα τους επέτρεπε κάτι τέτοιο. Βεβαίως ο επεκτατικός και αποκλείων χαρωαήρας του θεσμοποιημένου χριστιανισμού ήταν ο ιδεολογικός κεντρικός μοχλός της «Εποχής των Ανακαλύψεων», όπως επίσης και της Εποχής των Σταυροφοριών (για να είμαστε δίκαιοι αξίζει να θυμηθούμε ότι κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, η χριστιανική κουλτούρα αντιμετώπισε μια σοβαρή πρόκληση από μια άλλη επεκτατική και πιο εκλεπτυσμένη κουλτούρα, το Ισλάμ). Ο χριστιανι- σμός'διαιρεί τα ανθρώπινα όντα σε στάρι και άχυρο, Σωσμένους και Καταραμένους, μην επιτρέποντας την ύπαρξη ενδιάμεσου χώρου α- νάμεσά τους όταν τους φτάσει ο Λόγος του Μοναδικού Αληθινού Θεού. Αυτή η απόλυτη διαίρεση του κόσμου, με τον δικό της συμβολισμό του μαύρου-άσπρου, έφτασε στον υπερθετικό βαθμό από τον αριστοκρατικό δυϊσμό σε λευκή ευγένεια και σκοτεινή ταπεινότητα.
Πίσω από τις χριστιανικές και αριστοκρατικές διχοτομίες βρισκόταν μια ακόμη παλαιότερη, η ελληνορωμαϊκή διαίρεση της ανθρωπότητας σε εκπολιτισμένους λαούς που αντιτίθονταν στους «βάρβαρους» ή «άγριους» λαούς (οι δεύτεροι είναι συνήθως άνθρωποι που η ομιλία τους μας φαίνεται σαν τους θορύβους που κάνουν τα ζώα και ζουν στο δάσος αντί να καλλιεργούν τους αγρούς). Για πολλούς αιώνες πριν την Εποχή της Δουλείας, οι ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις είχαν πεισθεί ότι ήταν πολιτισμένες και ότι οι Άραβες και οι Πέρσες, παρά τη μεγαλόπρεπη αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, επιστήμη και τα μαθηματικά, ήταν οι βάρβαροι. Αντιμετωπίζοντας τους ανθρώπους των φυλών της Δυτικής Αφρικής, της Βορειοανατολικής Αμερικής και του Μεξικό, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούσαν τον τροχό και το λιωμένο σίδερο, οι Εξερευνητές αισθάνονταν σίγουροι για την ανωτερότητα τους και το θεϊκό δικαίωμά τους για εκμετάλλευση. Ακόμα καλύτερα, εκείνοι οι άνθρωποι είχαν περισσότερη μελανίνη στο δέρμα τους απ’ ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι, κι έτσι μπορούσαν να ενταχθούν στο πολιτιστικό πλαίσιο του μαύρου ή του σκοτεινού - που σήμαινε στην καλύτερη περίπτωση χάος, άγνοια, βρώμα
Καπιταλισμός-Ρατσισμός- Εντροπία 7
και ανηθικότητα, και στη χειρότερη κίνδυνο, ακολασία και κακία.Ο πλούτος που λεηλατήθηκε από τη γη, τα ντόπια προϊόντα και
τα ανθρώπινα κορμιά της Αφρικής και της Αμερικής, αποχέλεσαν τα καύσιμα για την απογείωση του εμπορίου στην Ευρώπη. Ο χρυσός και το ασήμι που έβγαζαν οι Ινδιάνοι σκλάβοι στο Μεξικό και στο Περού, το βαμβάκι, η ζάχαρη και ο καπνός που μάζευαν οι Αφρικανοί σκλάβοι στην Καραϊβική, δημιούργησαν τον πλούτο που χρησιμοποιήθηκε για την αγορά της λευκού χρώματος μισθωτής εργασίας. Ήταν τον 17ο αιώνα όταν το δουλεμπόριο ανθούσε, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά η έννοια των Ευρωπαίων σαν λευκών. Το αριστοκρατικό σημαίνον διαδόθηκε έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλους τους Ευρωπαίους, είτε ήταν ευγενείς, είτε ταπεινοί, είτε σιο ενδιάμεσο. Έτσι, μαζί με τον καπιταλισμό, σαν δίδυμος αδελφός, γεννήθηκε ο σύγχρονος ρατσισμός.
Καθώς οι Ευρωπαίοι και οι Ευρω-Αμερικανοί ζούσαν με Αφρικανούς σκλάβους - και μάχονταν με τους ιθαγενείς Ινδιάνους για τον οριστικό έλεγχο της ηπείρου - η διαδικασία του στερεότυπου και της διαφοροποίησης, επιταχύνθηκε'. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι Ευρω-Αμερικανοί φαίνονταν περίπου ανίκανοι να θεωρήσουν τους Αφρο-Αμερικανούς, σκλάβους ή ελεύθερους, ως ανθρώπινα όντα. Ακόμη και ο Mark Twain, συλλαμβάνοντας τον συμπαθητικό χαρακτήρα του Jim, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να παρουσιάσει τον δραπέτη σκλάβο σαν ένα παθητικό θύμα. Τα ίδια τα λόγια του Τζιμ παρερμηνεύονται, και μάλιστα από έναν συγγραφέα που πρώτος έθεσε το ζήτημα της ποικιλίας των ιδιωμάτων των Ευρω-Αμερι- κανών με τέτοια προσοχή. Έπειτα, όταν περιγράφει το επεισόδιο όπου ο Huck ακούει τους λευκούς άντρες της σχεδίας να μιλούν, ο Τουαίην προδίδει ένα παιχνίδι. Είναι το παιχνίδι των αντρών της σχεδίας, μια ιεροτελεστία υπερβολικών και ποιητικών κομπασμών, που έρχεται κατευθείαν από τη Δυτική Αφρική. Ο καταπιεσμένος επιστρέφει, ανακοινώνοντας ότι η τυφλότητα και η κουφότητα του Τουαίην είναι ηθελημένες- είναι αναγκαίες λόγω της ένοχης γνώσης του εκφοβιστικού και λαβυρινθώδους ρόλου της δουλείας στην ίδρυση του «ελεύθερου» έθνους - και από το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί ο Albert Murray στο βιβλίο του «The Omni-Americans», «η Αμερικανική κουλτούρα... είναι, αδιάφορα απ’ όλες τις υστερικές δια
8 Η Κατεργασία των Κοπράνων
μαρτυρίες εκείνων που θα ήθελαν αλλιώς τα πράγματα, αναμφισβήτητα μιγάδα.
Στο βιβλίο του «Λευκός Ρατσισμός: Μια Ψυχο-ιστορία», ο Joel Kotfel δείχνει πώς ο ρατσισμός των Ε.Π.Α. διακλαδώνεται ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο. Στο Νότο, όπου οι λευκοί μεγάλωναν με τον εκφοβισμό της καθημερινής επαφής με τους μαύρους δούλους και υπηρέτες, το σημαίνον της διαφοράς είναι υποτίθεται η σχετική νοημοσύνη και εξέλιξη: οι Αφρικανοί είναι αιώνια παιδιά και πρέπει να ελέγχονται από τους λευκούς για το καλό τους. Δεν τους φοβούνται ούτε τους απεχθάνονται σαν τέτοιους, εκτός εάν «παίρνουν αέρα» ή «δεν καταλαβαίνουν τη θέση τους». Η φυλετική επαφή μολύ- νεται μόνον μ’ έναν τρόπο: μέσω του σεξ. Η Ευρω-πατριαρχία δεν πρέπει να αμφισβητείται, είτε μέσω της νομιμοποποίησης των απογόνων της φυλετικής επιμειξίας ( αν και τα παιδιά που γεννήθηκαν από μια μακροχρόνια σχέση με μια γυναίκα σκλάβα, πρέπει να ανατραφούν με την καλωσύνη που αρμόζει στα κουτάβια) ή πάνω απ’ όλα με το σεξ ανάμεσα σ’ έναν μαύρο άνδρα και μια λευκή γυναίκα. Στο Βορρά, όπου παρά το καλύτερο ιστορικά νομικό καθεστώς των μαύρων ανθρώπων, στην πραγματικότητα οι φυλές είχαν λιγότερη επαφή μεταξύ τους, ένας υποσυνείδητος φόβος βρώμας και μόλυνσης χαρακτηρίζει αυτό που ο Κόβελ αποκαλεί απεχθής ρατσισμός. Μελέτες του βόρειου ρατσισμού αποκαλύπτουν αλλόκοτες φαντασιώσεις για αποτυπώματα που αφήνει η επαφή με το μαύρο δέρμα. Η ψυχοδυναμική σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο μορφές ρατσισμού μπορεί να συλληφθεί διαισθητικά όταν θυμηθούμε ότι η «βρώμα» στην αγγλο-αμερικανική κουλτούρα είναι συνώνυμη με τον ανοιχτό ερωτισμό.
Η Κοινωνική θερμοδυναμική
Μέχρι στιγμής δεν έχω πει κάτι το καινούργιο. Λιγότερο εύκολα αναγνωρίσιμη είναι η σχέση ανάμεσα στο πώς η ευρωπαϊκή ή η ευ- ρω-αμερικανική κουλτούρα κατανοεί τη «βρώμα» και τη θερμοδυναμική αρχή της εντροπίας, όταν αυτές εφαρμόζονται στην πολιτική οικονομία και την κουλτούρα.
Η θερμοδυναμική ορίζει την εντροπία ως ένα μέτρο της αταξίας
Καπιταλιομός-Ραχσιομός-Εντροπία 9
σ’ ένα κλειστό θερμοδυναμικό σύστημα. Αφότου δεν υπάρχα σύστημα 100% αποτελεσματικό, κάποια ποσότητα ενέργειας πρέπει τελικά να μένει αδιάθετη για δουλειά (εννοώντας εδώ την αυτο-αναπα- ραγωγή της τάξης του συστήματος). Η ενέργεια που δεν διατίθεται για δουλειά προκαλεί την αταξία. Συνεπώς για να διατηρήσει την τάξη ένα σύστημα, πρέπει να αποβάλλει αυτή την αταξία. Παραδείγματος χάριν, τα προϊόντα που εξάγονται (μονοξείδιο και διοξείδιο του άνθρακα και η περιττή ζέστη) είναι η εντροπία που αποβάλλει η μηχανή του αυτοκινήτου όταν δουλεύει, προκειμένου να διατηρήσει την τάξη της ως σύστημα. Το ζωντανό ανθρώπινο σώμα αποθηκεύει την εντροπία ως ζέστη, ως εκκρίσεις (διοξείδιο του άνθρακα, υδρώτα και ούρα), ως μύκητας που μεταφέρει νεκρά βακτηρίδια και άλλα άχρηστα υλικά, ως νεκρά σωματικά κύτταρα και βέβαια ως σκατό.
Οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι οργανωμένα αυτο-αναπαραγωγι- κά συστήματα. Σε γενικές γραμμές, τότε, αυτό το θερμοδυναμικό υπόδειγμα μπορεί να διευρυνθεί ώστε να καλύψει οποιαδήποτε κοινωνία. Αυτό που αλλάζει από τη μια στην άλλη είναι ο τρόπος της τάξης, και συνεπώς τι η κάθε μια ορίζει ως δουλειά και ως ενέργεια. Η καπιταλιστική, βιομηχανική κοινωνία, η οποία γέννησε σε μια πρώτη φάση τη θερμοδυναμική θεωρία, ορίζει ως «πραγματική» δουλειά μια δραστηριότητα που δίνει κέρδος και ανταλλάσσεται με χρήμα. Η αναγκαία δραστηριότητα για την κοινωνική αναπαραγωγή που αδυνατεί να ικανοποιήσει ένα ή και τα δύο αυτά κριτήρια, αντιμετωπίζεται σαν στράγγισμα του συστήματος. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται ολόκληρη η δουλειά της κυβέρνησης, η πληρωμένη δουλειά που δεν αποσκοπεί στο κέρδος όπως η δημόσια εκπαίδευση ή οι δαπάνες για την υγεία, η απλήρωτη πολιτιστική δραστηριότητα όπως το γράψιμο ποιημάτων ή το παίξιμο μουσικής για φίλους, και βεβαίως η απλήρωτη δουλειά στο σπίτι.
«Η δραστηριότητα που φέρνει κέρδος» εξελίχθηκε καθώς αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός. Για να ξεκινήσουμε από κάπου, μια τέτοια δραστηριότητα ήταν στην ουσία συνώνυμη με την παραγωγή και τη διανομή των υλικών αγαθών. Ο Μαρξ, όμως, γρήγορα κατάλαβε ότι η παραγωγή για τον καπιταλισμό σημαίνει πάνω απ’ όλα την παραγωγή του κεφαλαίου, το οποίο με τη σειρά του (και πιο
10 Η Κατεργασία των Κοπράνων
ξεκάθαρα) σημαίνει την αναπαραγωγή ,των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων: πληρωμένη εργασία και παγκόσμια αγορά. Το πιο σπουδαίο, είπε ο Μαρξ, λόγω του ύψους και της πτώσης των κερδών καθώς ωριμάζουν οι βιομηχανίες, είναι ότι αυτή η αναπαραγωγή εξαρτάται από την «ανάπτυξη». Δεν μπορεί να διατηρηθεί σε μια σταθερή κατάσταση. Η ανάπτυξη για τον καπιταλισμό σημαίνει περισσότερα κέρδη για τους καπιταλιστές, περισσότερη πραγματοποιημένη εργασία, περισσότερα πουλημένα εμπορεύματα - αλλά αυτό εξαρτάται από την αύξηση των ανθρώπων που γίνονται μισθωτοί και καταναλωτές εμπορευμάτων, περισσότερες περιοχές του κόσμου και της κοινωνικής ύπαρξης να μπαίνουν στον κύκλο δουλειά- πληρωμή-πούλημα-αγορά-κέρδος. Ο καπιταλισμός πρέπει, συνεπώς, να προσηλύτισα ολοένα και περισσότερες μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας στη δουλειά.
Ενώ σταθερά επανακαθορίζει τη δουλειά, ο καπιταλισμός πασχίζει επίσης σταθερά να μειώσει τον εργασιακό χρόνο που χρειάζεται για την παραγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος - και να μειώσει το χρόνο που χρειάζεται το κεφάλαιο για ν’ αποδόσει από τη δουλειά που ήδη έχει γίνει, μέσω του πωληθέντος προϊόντος, το κέρδος. Συνεπώς ο καπιταλισμός, όπως οι διαφημιστές του, ποτέ δεν σταματούν να μας το υπενθυμίζουν, πάντα επιφέρει τεχνολογικές επαναστάσεις. Αυτός ο τεχνολογικός δυναμισμός σημαίνει ότι ο καπιταλισμός συνεχώς επανακαθόριζα επίσης και την ενέργεια, η οποία κατά μία θερμοδυναμική έννοια σημαίνει όχι μόνο ενεργειακές πηγές αλλά και πρώτες ύλες.
Ένα παγκόσμιο σύστημα που πρέπει αιωνίως να επεκτείνεται και ν’ αλλάζει προκειμένου να επιβιώσει, δηλαδή πρέπει συνεχώς να δημιουργεί νέες τεχνολογίες, και το οποίο ορίζει τη δουλειά ταυτοχρό- νως τόσο στενά και τόσο διευρυμένα, είναι πολύ πιθανό να γεννήσει ποικίλες μορφές εντροπίας. Ακόμη προφανέστερα, αυτό σημαίνει όλες τις μορφές βιομηχανικής σπατάλης: «παραδοσιακές» εκπομπές όπως η ζέστη, το διοξείδιο του άνθρακα και η κάπνα, ένα διερυμένο παρά ποτέ ουράνιο τόξο τοξικών χημικών και ποικίλα ραδιενεργά απόβλητα. Ολοένα και περισσότερο τέτοιες πηγές μόλυνσης ανταγωνίζονται σε καταστροφικότητα την καταναλωτική σπατάλη όπως το πακετάρισμα και το πέταμα όλων των ειδών, το διοξείδιο του άνθρα
Κ(ηηχαΑιομός-Ρ(ποιομός·Ενΐροπία 11
κα και το νιτρικό οξείδιο από την κατανάλωση των αυτοκινήτων και τις τοξίνες από το καθάρισμα των σπιτιών.
Αυτός ο εντροπικός Νιαγάρας παράγει άλλες θανατηφόρες διαταραχές, κι όχι μόνο στο ανθρώπινο σώμα. Οι αρρώστειες που συνδέονται με τη δουλειά, από τη σιλικόζη στις ωοθήκες, τον καρκίνο που ανθεί γύρω απ’ τα διυλιστήρια και τα πυρηνικά εργοστάσια, ενώνονται με τις παραδοσιακές αρρώστειες που επιφέρει ο υποσιτισμός και η υπερσυσσώρευση πληθυσμού που προκάλεσαν τρεις αιώνες δράσης των δυνάμεων της αγοράς, οι οποίες έσπρωξαν τους ανθρώπους μακρυά από τη γη τους ή από τις δουλειές τους. Και όπως γνωρίζει ο καθένας, η αταξία που ξέρασε η έξαλλη παγκόσμια αναζήτηση του. κέρδους, άνοιξε τεράστιες τρύπες στο οικολογικό οικοδόμημα - τρύπες στο Οτρώμα του όζοντος, τρύπες στα τροπικά δάση, τρύπες στους ιστούς ζωικών και φυτικών ειδών, τρύπες στους ανθρώπινους πληθυσμούς σε μέρη όπως το Μποπάλ και το Τσερνο- μπίλ.
Πέρα απ’ αυτά, η καπιταλιστική οικονομία γεννά συμπεριφορικές και κοινωνικές μορφές ενέργειας, μη διαθέσιμες για «δουλειά» με την άλλη έννοια της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτές περιλαμβάνουν τα εγκλήματα ιδιοκτησίας, από την κλοπή ενός αυτοκινήτου μέχρι απάτες στις ασφαλίσεις' εγκλήματα βίας που προκαλούν η φτώχεια και η απογοήτευση' και, σ’ έναν αναδραστικό βρόγχο μ’ αυτά, εθισμό στα ναρκωτικά και στο αλκοόλ. Οι αλλαγές στις τιμές της γης και της εργασίας προκαλούν επίσης αναγκαστική μετανάστευση και απώλεια στέγης - τεράστιες ανωμαλίες στη δημογραφική ισορροπία και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η άλλη τεράστια ανωμαλία, βεβαίως, είναι ο πόλεμος, είτε διεξάγεται άμεσα για τις αγορές και τις πηγές, είτε σχετικά με κάποιον εθνικό ανταγωνισμό, με οικονομικό σοκ και άγχος ως συμβάλλουσα αιτία.
Έπειτα, κάθε θερμοδυναμικό σύστημα στην πραγματικότητα έχει δύο όψεις όσον αφορά την ενέργεια που δεν είναι διαθέσιμη για δουλειά: είτε την ξεφορτώνεται, είτε την ανακυκλώνει*. Ακριβώς σήμερα, ο καπιταλισμός δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά όσον αφορά την ανακύκλωση μεγάλου μέρους της εντροπίας του, ειδικώτερα όσον αφορά τις χημικές παραμέτρους του. Όμως στην ανακύκλωση των ανθρώπων, ο καπιταλισμός ήταν πάντα αξεπέραστος. Τον 15ο,
12 Η Κατεργασία ίων Κοπράνων
16ο, 17ο χηώνα, οι πλούσιοι Εγγλέζοι γαιοκτήμονες έχασαν πολλούς απ' τους δουλοπάροικούς τους, γιατί η αλλαγή από τις ποικίλες καλλιέργειες στην πιο κερδοφόρα μονοκαλλιέργεια των προβάτων, απαιτούσε μεγαλύτερη έκταση και λιγότερους εργάτες. Επίσης εκδίωξαν μικροιδιοκτήτες αγρότες από την παραδοσιακά κοινή γη, την οποία περίφραξαν για να τη χρησιμοποιούν οι ίδιοι. Αυτός ο πεταμένος υπερπληθυσμός τριγυρνούσε στην ύπαιθρο ως ζητιάνοι και κλέφτες, αποτελώντας ένα διαρκές πρόβλημα για την αγροτική κοινωνική τάξη. Μερικοί μαζεύτηκαν στις πόλεις, όπου συνήθως συμπε- ριφέρονταν σαν εντροπικοί. Αλλά βαθμιαία, η εν τη γενέσει της μα- νουφακτούρα άρχισε να τους ανακυκλώνει σαν μισθωτούς εργαζόμενους. Μόλις ο καπιταλισμός τόσο στη γεωργία όσο και στη βιομηχανία κέρδισε έδαφος στα τέλη του 18ου αιώνα, η ροή της εργασιακής ενέργειας από τη γη στις πόλεις μετατράπηκε σε πλημμυρίδα, κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Ο καπιταλισμός είναι τόσο αποτελεσματικός στην ανακύκλωση της εργατικής ενέργειας, διότι αντιμετωπίζει τη δουλειά ως εμπόρευμα και συνεπώς ως αφψημένη. Οι μορφές της δουλειάς είναι ανταλλάξιμες, αξίζουν μόνο σύμφωνα με την ικανότητα τους να παράγουν κέρδος (Η θερμοδυναμική, όπως έχει επισημάνει η ομάδα «Σημειώσεις του Μεσονυκτίου», ανακαλύφθηκε την ίδια εποχή με την «επιστημονική διεύθυνση» του Frederick Taylor, που στόχευε να σπάσει τη βιομηχανική δουλειά σε μικρές, αδιάφορες μονάδες για την επίτευξη μεγαλύτερης αποδοτικότητας). Στην πραγματικότητα, ο Harry Braverman, ο David Noble και άλλοι, έχουν δείξει πώς ολόκληρη η ιστορία της καπιταλιστικής τεχνολογίας και των τεχνικών διεύθυνσης είναι μια προσπάθεια να γίνει περισσότερο ανταλλάξιμη η δουλειά, και συνεπώς να γίνουν οι εργάτες περισσότερο περιττοί και λι- γότερο ισχυροί. Όμως η ανακύκλωση, από πλευράς του καπιταλισμού, της εργατικής ενέργειας διαταράσσεται από τις περιοδικές κρίσας του συστήματος. Οι απόψεις των θεωρητικών διαφέρουν όσον αφορά την εσωτερική αιτία αυτών των κρίσεων. Όλες τους, όμως, παρουσιάζουν σε μια κατάσταση όπου υπάρχουν πολλά εργοστάσια και εξοπλισμός από τη μια πλευρά και πολλοί εργάτες από την άλλη, μόνο που δεν μπορεί να βρεθεί το ρευστό κεφάλαιο που
Καπιταλισμός-Ρατοιομός-Εντροπία 13
θα συνένωσα τις δύο πλευρές. Το αποτέλεσμα είναι πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας και εταιρικών χρεοκοπιών.
Εάν η κρίση είναι μικρής διάρκειας, τα αποτελέσματα για το σύστημα είναι μάλλον ευεργετικά' και σήμερα, οι κυβερνήσεις είναι σέ θέση μέσο της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να χειριστούν την κρίση προς όφελος του κεφαλαίου, προκαλώντας ακόμη και ηθελημένες υφέσεις (όπως έκανε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΕΠΑ την περίοδο 1972-82). Ίσως το πιο σημαντικό όφελος από μια ελεγχόμενη κρίση είναι η πειθάρχηση των εργατών. Η υψηλή ανεργία κάνει δύσκολη την αντίσταση* στην εντατική εκμετάλλευση, και οι μισθοί μπορούν να μειωθούν γιατί οι εργάτες είναι απελπισμένοι. Παραπέρα, μόλις ξεκινήσει ο νέος κύκλος, υπάρχει μια μεγάλη δεξαμενή εργασίας διαθέσιμη για νέες περιπέτειες και επέκταση. Αλλά αν η κρίση γίνει τόσο βαθιά και παρατεταμένη, όπως η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του ’30, η ανθρώπινη ενέργεια που δεν διατίθεται για δουλειά γίνεται βίαια εντροπική. Οι άνεργοι και οι φτωχοί διαδηλώνουν και προβαίνουν σε ταραχές- και αν φτιάξουν συμμα- χίες με τους απασχολούμενους, όπως έγινε τότε, υπάρχει έδαφος για μαζικές απεργίες, ακόμη και για εξέγερση. Το να κρατηθεί η εντροπική ενέργεια των ανέργων και των φτωχών μακρυά απ’ τη μόλυνση της απασχολούμενης εργατικής τάξης, είναι ένα διαρκές πρόταγμα του συστήματος.
Ασχολούμενοι με τη Βρώμα και Παίρνοντας τα Σκατά
Έχοντας σκιαγραφήσει σε γενικές γραμμές το εύρος της κοινωνικά παραγόμενης εντροπίας και τους τρόπους που ο καπιταλισμός την αντιμετωπίζει, θα ήθελα να στρέψω την προσοχή λίγο παραπέρα, ώστε να καλύψω τις σφαίρες της κουλτούρας και της προσωπικότητας. Και πάλι πρέπει να ανατρέξω σε κάποια γνωστά εδάφη. Η καπιταλιστική κουλτούρα, όπως έχουν δείξει κάποιοι σαν τους Max Weber και R.H. Tawney, στηρίζεται στην Προτεσταντική επανάσταση του 16ου και 17ου αιώνα, η οποία υιοθέτησε τις βασικές δομές της Ιουδαιο-χριστιανικής πατριαρχίας, για να τις προσαρμόσει στις καινούργιες ψυχοκοινώνικές ανάγκες. Ο Προτεσταντισμός, και ιδιαίτερα ο Καλβινισμός, εξυμνεί την αποταμίευση, τη συσσώρευση
14 Η Κατεργασία των Κοπράνων
του πλούτου και τη σκληρή δουλειά. Δηλαδή ευνοεί την ανταλλαγή του χρόνου ζωής με τον παγωμένο νεκρό χρόνο υπό τη μορφή εμπορευμάτων και χρήματος, τα οποία τότε συσσωρεύονται. Σα συνέπεια ο Προτεσταντισμός κηρύττει τη σεξουαλική εγκράτεια, τη συντήρηση της ερωτικής ενέργειας. Οι πατριαρχικές κουλτούρες συχνά ανησυχούσαν για την απελευθέρωση του σπέρματος - η ινδουιστική θεωρία του prana είναι ένα παράδειγμα. Αλλά στην μπουρζουάδι- κη-προτεσταντική κουλτούρα, το σπέρμα αντιμετωπίζεται σαν μια μορφή κεφαλαίου, το οποίο πρέπει, σύμφωνα με μια φράση ίου 17ου αιώνα, να «δαπανηθεί» παραγωγικά για τη γέννηση παιδιών. Κι αν το σπέρμα είναι κεφάλαιο, η μήτρα της πατριαρχίας ήταν πάντα η γη, η αληθινότερη από τις αληθινές ιδιοκτησίες. Κάνοντας το έδαφος-μήτρα γόνιμο, η προτεστανπκή μπουρζουαζία όχι μόνο συνεχίζει τη γραμμή του αίματος της - στόχο όλων των πατριαρχών - αλλά επενδύει στο μέλλον, ιδρύοντας ή συνεχίζοντας μια οικογενειακή επιχείρηση.
Όλα αυτά απαιτούν αυστηρή πειθαρχία. Έτσι, η βασική γραμμή της προτεσταντικής κουλτούρας από τον Λούθηρο, ενσταλλάζει την ιεραρχική υπακοή στους μεγαλύτερους και τους καλύτερους, ξεκινώντας από το Κράτος - τόσο όσο το Κράτος επιτρέπει σε κάποιον να λατρέψει τον προτεσταντικό Θεό και να συσσωρεύσει μια θεϊκή περιουσία. Απαιτεί επίσης, όπως το είδε ο Φρόϋντ, αναβολή της ικανοποίησης σ’ ένα βαθμό σπάνιο στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, και συνεπώς μεγαλύτερη συναισθηματική και ψυχική καταπίεση και επανένταξη. Η προσωπικότητα που δημιουργείται σ’ αυτήν την εικόνα ελέγχεται κυρίως μέσω της ενοχής, ενώ η ντροπή είναι επίσης ένα σημαντικό ελατήριο. Για την ενστάλλαξη και ενίσχυση της αυτοπειθαρχίας η βία είναι συχνά απαραίτητη. Όπως στις περισσότερες πατριαρχίες, ο θάνατος και ο ακρωτηριασμός είναι κρατικό μονοπώλιο, αλλά λιγότερο βίαιες ενέργειες όπως το ξύλο, είναι προνόμιο οποιουδήποτε πατέρα-σύζυγου.
Γι’ αυτήν τη διαμόρφωση, την οποία θα αποκαλέσω «συσσωρευ- τική», η πολιτιστική εντροπία συνίσταται πρώτα απ’ όλα από τη «σπάταλη» ή «μη παραγωγική» συμπεριφορά: ελεύθερο ξόδεμα παρά αποταμίευση, σεξουαλική ασυδοσία και φιληδονία, ανοικτή έκφραση του παθιασμένου αισθήματος, και βεβαίως τεμπελιά. Η γυ-
' Καπιταλισμός-Ροτιοισμός-Ενιροπία 15
νανκεία σεξουαλικότητα αντιμετωπίζεται με τη γοητεία του φόβου, αφότου μπορεί να οδηγήσει σε όλες τις άλλες μορφές πολιτιστικής αταξίας, ξεκινώντας με τα παράνομα παιδιά. Το σεξ ανάμεσα στους άντρες είναι απεχθές. Αφότου η συσσώρευση της περιουσίας είναι ο βασικός στόχος της ζωής, η έλλειψη σεβασμού απέναντι στην περιουσία, όπως η καταπάτηση, είναι ισότιμο έγκλημα με τη βία απέναντι σε κάποιον καλύτερο, και η κλοπή πρέπει να τιμωρείται σκληρά. Ο εμπαιγμός της ιεραρχίας (αμέσως μόλις ηττηθηκαν ο φεουδαλισμός και η Εκκλησία της Ρώμης) είναι μια απόλυτη απειλή, όπως η άνευ αδείας χρήση βίας.
Ένας κοινός τρόπος για τις κουλτούρες - και τα άτομα - να αντιμετωπίσουν με ανησυχία τα απαγορευμένα γνωρίσματα ή συμπεριφορές, είναι να τα παρουσιάσουν εξωτερικά, λες και ορίζουν ιδιότητες κάποιου δαιμονισμένου Άλλου. Καθώς ο καπιταλισμός εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, οι ευρωπαϊκές και ευρω-αμερικανικές μπουρζουαζίες δημιούργησαν εντροπικά χαρακτηριστικά για τους φτωχούς των πόλεων τους, όπως επίσης και για τους ανθρώπους της Αφρικής και της Ινδίας που α- ποίκισαν. «Μισός διάβολος και μισός παιδί» αποκάλεσε αυτούς τους ανθρώπους ο Kipling στο βιβλίο του «Το Φορτίο του Λευκού Ανθρώπου»’ αλλά και οι βιομήχανοι του 19ου αιώνα είπαν περίπου τα ίδια για τους εργάτες τους (πολλοί από τους οποίους τη δεκαετία του 1860 ήταν πράγματι παιδιά). Οι φτωχοί άνθρωποι αντιμετωπίζονταν από τις ιδιοκτήτριες τάξεις σαν τεμπέληδες, έκλυτοι, κλέφτες, μεθύστακες και σπάταλοι.
Υπήρχε κάποιο είδος αλήθειας σ’ αυτό το σιερεότυπο. Οι πολλές ώρες επίπονης επανάληψης παράγουν πλήξη, εξάντληση και συνεπώς νωθρότητα. Οι άνθρωποι που ζουν απ’ το μεροκάματο δεν μπορούν να αποταμιεύσουν χρήματα, ακόμη κι αν είχαν τέτοια πρόθεση. Η φτώχεια και η αναγκαστική μετανάστευση προς αναζήτηση εργασίας διαλύει τους οικογενειακούς και κοινοτικούς δεσμούς, και οδηγεί τους ανθρώπους στην κλοπή και την πορνεία. Η βία που προέρχεται από το μεθύσι και την έλλειψη συνείδησης, είναι συνέπεια της στέρησης και της απελπισίας. Οι άνευ αδείας μορφές σεξουαλικής συμπεριφοράς προσφέρουν μερικές από τις λίγες απολαύσεις που μπορούν να αποκτηθούν χωρίς χρήματα.
16 Η Κατεργασία των Κοπράνων
Αυτό το ανυπότακτο προλεταριάτο, στο μεγαλύτερο μέρος του μόνο μια γενιά απομακρυσμένο από την ύπαιθρο, μετατράπηκε σε μια σταθερή και ευηπόληπτη εργατική τάξη, μέσω μιας μακράς διαδικασίας εκπολιτισμού. Χρειάστηκε επίσης και τεράστια βία από πλευράς του Κράτους. Στο τέλος, η σχετική σταθερότητα επιτεύχθηκε μόνο με την εισαγωγή των μηχανημάτων, που έκανε δυνατή τη μεγαλύτερη παραγωγή από τους εργαζόμενους, χωρίς να επιμηκυνθεί η εργασιακή μέρα.
Αμέσως μόλις καθιερώθηκε η «σεβάσμια» εργατική τάξη στις ΕΠΑ, κατά τη διάρκεια του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα, τα ίδια εντροπικά χαρακτηριστικά προβλήθηκαν πάνω σε άλλους Άλλους: στο λούμπεν προλεταριάτο ή τις εγκληματικές τάξεις' στους Ιρλανδούς’ στους μετανάστες από τη νότια και ανατολική Ευρώπη' τους Ινδιάνους και τους Μεξικανούς' και πάνω απ’ όλα και συνεχώς, στους μαύρους ανθρώπους. Και, όπως στην περίπτωση της προηγούμενης προβολής πάνω στους φτωχούς, η προβάλλουσα φαντασία ήταν σ’ ένα βαθμό αυτεκπληρούμενη, μια υλοποιημένη αρρώστεια- ευχή ή εξορκισμός.
Υπάρχει ένα κρίσιμο στοιχείο σ’ αυτόν τον εξορκισμό που δεν έχω αναφέρει: η βρώμα. Όπως έχουμε δει, ο φεουδαλισμός όρισε τη βρώμα (τουλάχιστον όσον αφορά στο πρόσωπο, στα χέρια ή στα ρούχα) ως ένα σημαίνον χαμηλής κοινωνικής θέσης. Η αναδυόμενη καπιταλιστική τάξη, από τη φύση της, έπρεπε να είναι πλησιέστερα στη δουλειά απ’ ότι η αριστοκρατία - και έπρεπε να αναστρέψει την πολικότητα της αριστοκρατικής περιφρόνησης για το ψαχούλε- μα του χρήματος. Ανέπτυξε μια ακόμη πιο παθιασμένη απέχθεια για τη βρώμα, που τη δίνει καλύτερα το περίφημο βικτωριανό απόφθεγμα « Η Καθαριότητα στέκεται δίπλα στη Θεοσέβεια». Αλλά η φεου- δαλική βρώμα διαφέρει από την καπιταλιστική βρώμα. Η φεουδαλι- κή βρώμα είναι το σημείο της εγγύτητας με τη δουλειά και τη γη. Η καπιταλιστική βρώμα, όντας κυρίως βιομηχανικό απόβλητο, ή η λέρα της ένδειας, συνδέεται και με τη δουλειά αλλά και με τη φτώχεια, τη σπατάλη, και την απουσία των προτεσταντικών μπουρ- ζουάδικων αξιών. Είναι, μπορεί να πει κάποιος, μια ορατή εντροπία. Όπως οι ίδιοι οι φτωχοί, η βρώμα είναι ένα προϊόν της καπιταλιστικής συσσώρευσης που η καπιταλιστική τάξη δεν θέλα να βλέπει ή
ΚαπιχαΑισμός-Ρατσισμός-Ενιροπία 17
να μυρίζει.Η πιο βρώμικη βρώμα, βεβαίως, είναι το σκατό. Το νόημα του
σκατού στην καπιταλιστική κουλτούρα, όμως, είναι προφανώς διφορούμενο. Στο βιβλίο η «Οντογένεση του Χρήματος», ο ψυχολόγος Sandor Ferenczi πιστεύει ότι στο πρωκτικό συγκρατητικό στάδιο της νηπιακής ηλικίας έγκειται η βάση για την συσσωρευτική, προσανατολισμένη προς την ανταλλαγή μπουρζουάδικη προσωπικότητα. Ό ταν το παιδί εκπαιδεύεται να πηγαίνει στην τουαλέττα και να κρα- τάει σκόπιμα τα σκατά του, τραβάει την προσοχή και ανταμείβεται για την αφόδευση την κανονική ώρα. Έτσι μαθαίνει στη συγκράτηση, στην καθυστερημένη ικανοποίηση και στην ανταλλαγή των απολαύσεων. Γίνεται επίσης πιο αυτοσυγκρατημένο, πιο ενήμερο για τις επιθυμίες του σαν διαφορετικές από των άλλων. Για το μπουρζουά- δικο ασυνείδητο τότε, το σκατό είναι πλούτος - αλλά μόνο αν δεν μπορείς να το δεις.
Ο μπουρζουάδικος πλούτος ξεπηδά από τα σκατά και σκατά παράγει. Ο καπιταλισμός, λέει ο Μαρξ, στον ένα πόλο της συσσώρευσης δημιουργεί πλούτο και στον άλλο φτώχεια. Κάποιος μπορεί να το παραφράσει λέγοντας ότι η καπιταλιστική συσσώρευση στον ένα πόλο παράγει τάξη και στον άλλο εντροπία - ή αλλιώς οργανωμένο σκατό (κεφάλαιο) και αποδιοργανωμένο σκατό (μιζέρια και μόλυνση) στον άλλο. Η συμβολισμός του πλούτου με τα σκατά είναι το βρώμικο μυστικό της λευκής-καπιταλιστικής-πατριαρχικής κουλτούρας. Ο Milan Kundera στο βιβλίο του «Η Θαυμαστή Ελαφρότητα του Είναι», λέει όχι το κιτς είναι η άρνηση του σκατού. Στη σταλινική Τσεχοσλοβακία, για την οποία γράφει ο Κούντερα, το «σκατό» σημαίνει τη μυστική αστυνομία, τους πολιτικούς κρατούμενους, τις ελάχιστες επιλογές, τις ελλείψεις, τις ηλίθιες δουλειές, τη μόλυνση' το «κιτς» σημαίνει ανεμίζουσες κόκκινες σημαίες, πατριωτικά τραγούδια και εικόνες του Λένιν, ύμνους στη βιομηχανία και την πρόοδο. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες της αγοράς το «σκατό» σημαίνει βία, απολιτικούς κρατούμενους, επιλογές χωρίς νόημα, φτώχεια, ηλίθιες δουλειές, μόλυνση' το «κιτς» σημαίνει άχρηστα ψώνια, ηλίθιες κωμωδίες, αποβλακωτικές ταινίες σε ύφος κόμικς, διαφημίσεις, ψευδοπολιτική μέσω της τηλεόρασης. Στην κάθε περίπτωση η φόρμουλα του κιτς, συναισθηματική και μονοδιάστατη, πάντα καθη-
18 Η Κατεργασία των Κοπράνων
συχαστική ακόμη και στην πιο σεξιστική ή κτηνώδη μορφή της - χρησιμεύει για να κρύψει τα σκατά, και γι’ αυτό είναι μονοδιάστατη.
Πέρα από το συνηθισμένο σκατό του ύστερου καπιταλισμού, το λευκό κιτς στις Ενωμένες Πολιτείες είναι επίσης, όπως είπαμε προηγουμένως, μια άρνηση του αυθεντικού εγκλήματος - γενοκτονία και δουλεία - και λόγω αυτής της κατάστασης, όπως το έθεσε ο Harold Cruse στο βιβλίο του «Η Κρίση του Νέγρου Διανοούμενου», «ο λευκός προτεστάντης Αγγλοσάξωνας στην Αμερική, δεν έχει τίποτα στη γηγενή αμερικανική παράδοση που να είναι αισθητικά και πολιτιστικά αυθεντικό, εκτός απ’ αυτό που προέρχεται από την παρουσία των νέγρων». Η λευκή (όχι ευρωπαϊκή) αμερικάνικη συσσωρευτική κουλτούρα, καθορίζεται από την απόλυτη ηπιότητα και αποφυγή της διαμάχης ή του κινδύνου, από την καθαριότητά της ως απουσία.
Αυτή η ήπια (κοινός παρονομαστής) κουλτούρα, είναι διαβόητα, ο συμπεριφορικός και στυλίστικος κανόνας του προαστείου, το οποίο ακόμη και οι μεγαλύτεροι, διασυρμένοι κατασκευαστές προα- στείων εκτιμούν. Είναι, άλλωστε, η ατμόσφαιρα του σύγχρονου επιχειρηματικού γραφείου όπου κυριαρχεί ο καθωσπρεπισμός, ή μάλλον αυτός είναι το μέσο της κυριαρχίας. Στον εργασιακό χώρο των λευκών κολλάρων όλοι πρέπει να δρουν λευκά: ήσυχα, ευγενικά, χαρούμενα, με μια συναισθηματική μάσκα, αισθησιακά παράλυτοι, αιωνίως απασχολημένοι, επιθυμώντας να ανεχτούν οποιοδήποτε ε- ξευτελισμό, όσο αυτός πραγματοποιείται μ’ ένα χαμόγελο. Αποφεύγονται ρητώς αμφιλεγόμενα θέματα συζήτησης, και το τελευταίο ταμπού που συζητείται είναι οι μισθοί. Η περιττωματική σημασία του χρήματος γίνεται προφανής από το γεγονός ότι οι καλοί επιχειρηματικοί πολίτες μάλλον θα σας πουν πόσο δουλεύουν παρά πόσο πληρώνονται.
Η αλήθεια του πλούτου, όμως, κάνει την ιστορική της εμφάνιση στο προλεταριάτο, την τάξη των σκατοεργατών. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που υποθετικά αξίζουν μόνο για ότι τα κοινωνιολογικά κείμενα αποκαλούν επιτηρούμενα επαναλαμβανόμενα καθήκοντα, πράγμα που σημαίνει πληκτικά μουντό, συχνά καταστρεπτικό για την υγεία μόχθο, όχι μόνο στο εργοστάσιο αλλά και στο πληκτρολόγιο και πίσω από χο γκισέ. Η ενέργειά τους διατίθεται για δουλαά μόνο μέσω ενός άγριου οικονομικού εξαναγκασμού στηριζόμενου σ’
Καπιταλισμός-Ραχσισμός-Ενχροπία 19
έναν χωρίς τέλος ιδεολογικό βομβαρδισμό, ο οποίος ξεκινά από σχολεία που μοναδική λειτουργία τους είναι να πείσουν τους μαθητές πως είναι ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Είσαι κουράδα λέει η αμερικανική βρισιά, εννοώντας ότι είσαι ο τελευταίος των τελευταίων. Φάε σκατά και γούσταρε. Το σκατό παράγεται ή ξεφορτώνεται από κατώτερους που έχουν μολυνθεί απ’ αυτό, οι οποίοι μεταφορικά το τρώνε και οι οποίοι μετωνυμικά (συνειρμικά) γίνονται σκατά.
Δεν μας ξαφνιάζει έτσι, που οι μαύροι άνθρωποι ήταν πάντα κοντά ή στον πάτο του προλεταριακού σωρού στις Ενωμένες Πολιτείες. Αυτοί που βρίσκονται στην καλύτερη περίπτωση στο επόμενο επίπεδο - ή σε πολλές περιπτώσεις στο ίδιο - είναι οι Ινδιάνοι, οι Μεξικανοί, οι Κεντροαμερικανοί και οι Πορτορικανοί, κι αυτοί στο ρατσιστικό μυαλό με το ίδιο σκατόχρωμα. Μόλις πάνω απ’ αυτούς είναι τα φτωχά λευκά σκουπίδια, μια ακόμη λέξη της εντροπίας. Όλοι αυτοί παρουσιάζονται επαναλαμβανόμενα σαν ανέντιμοι, φωνακλάδες, τεμπέληδες, λάγνοι, ηλίθιοι, μεθυσμένα και ναρκομανή κτήνη. Οι ψυχικές συνέπειες αυτής της προβολής στους ανθρώπους της εργατικής τάξης, και ιδιαίτερα στις γυναίκες και τους Αφροαμερικα- νούς, είναι καταστροφικές. Κι όμως αυτά τα περιφρονημένα πλάσματα είναι η βασική πηγή του καπιταλιστικού πλούτου.
Αυτός ο πλούτος δεν είναι μόνο οικονομικός, αλλά και πολιτιστικός. Για να δώσουμε μόνο το πιο γνωστό παράδειγμα: οι μαύροι άνθρωποι, επεξεργαζόμενοι τις αφρικανικές παραδόσεις, στάθηκαν ικανοί να διατηρήσουν και να δημιουργήσουν τις πιο σημαντικές - μερικοί μπορούν να πουν τις μοναδικές - αυτόχθονες μουσικές μορφές της χώρας.
Ανακυκλώνοντας τη Μαζική Κουλτούρα: Η Περίπτωση της Μαύρης Μουσικής
Δεν υπάρχει λόγος να αναμασήσουμε την τεράστια και συνεχιζόμενη απαλλοτρίωση της Αφροαμερικανικής μουσικής προς όφελος του (στο μεγαλύτερο μέρος) λευκής ιδιοκτησίας κεφαλαίου και προς διασκέδαση του λευκού κοινού. Οποιοσδήποτε με την ελάχιστη γνώ
20 Η Κατεργασία των Κοπράνων
ση της μουσικής ιστορίας των Ενωμένων Πολιτειών, μπορεί να παραθέσει παραδείγματα, από τον αποχρωματισμό της ορχηστρικής τζαζ των Ellington και Basie στη μελιστάλαχτη non των μεγάλων ορχηστρών του τύπου Glenn Miller στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, έως την ατελείωτη ανακύκλωση από τους λευκούς κιθαριστές των μπλουζ ριφς του Robert Johnson ή του Β.Β. King. Οι λευκοί μπέι- μπυ μπούμερς γιουχαΐζουν βρίζοντας, όταν οι ροκ εθνικοί ύμνοι της εφηβείας τους μετατρέπονται σε υπόκρουση για διαφημίσεις’ αλλά αυτό στην ουσία είναι ότι συμβαίνει με τους μαύρους μουσικούς και ακροατές εδώ κι έναν αιώνα περίπου (Ο Michael Jackson αντιπροσωπεύει τον παροξυσμό αυτής της διαδικασίας: ένας Αφροαμερικα- νός που προσπαθεί ξερριζώσει από το πρόσωπο και το κορμί του τα ίχνη της φυλής, ενώ ταυτόχρονα παράγει μια χωρίς χρώμα χορευτική μουσική, καταστρέφοντας έξυπνα όλες τις καυτές non τάσεις της εποχής - και έπειτα, σχεδόν αμέσως τις ανακυκλώνει σε τραγουδάκια).
Ειδωμένη από μια πολιτιστικο-θερμοδυναμική προοπτική, αυτή η απαλλοτρίωση εμφανίζεται, αν μη τι άλλο, ακόμη πιο μακάβρια. Βλέπουμε μια κυρίαρχη κουλτούρα και μια πολιτική οικονομία που εισήγαγε τους Αφρικανούς σαν σκλάβους, τους έβαλε να δουλεύουν μέχρι να πεθάνουν, τους συμπεριφερόταν όπως στα ζώα, και τους βασάνιζε με κάθε τρόπο που μπορεί να συλλάβει κανείς, για δύο αιώνες. Τότε, για άλλον ενάμισυ αιώνα, αυτή η κουλτούρα και η πολιτική οικονομία συστηματικά εκμεταλλεύτηκαν τους απογόνους των σκλάβων σαν τους χαμηλότερους σκατοεργάτες, αρνούμενες να τους δώσουν την οικονομική δυνατότητα και τα πολιτικά δικαιώματα ό- ποτε ήταν δυνατό, ενώ στο μεταξύ τους πρόβαλλαν τους δικούς τους καταπιεσμένους φόβους και μανίες, αηδίες και λαχτάρες. Ταυτο- χρόνως, αυτή η κοινωνική τάξη αποσπούσε από τους Αφροαμερικα- νούς τη λαμπρή μουσική και γλώσσα που δημιούργησαν ως ένα τρόπο διάσωσης της μιζέριας τους. Είναι σαν οι Ναζί, ενώ έβαζαν στα αέρια και έπαιρναν τα χρυσά δόντια των Εβραίων, πουλήσει τα χειροτεχνήματα που έφτιαχναν οι Εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εμπορευτεί τις ηχογραφήσεις των ορχηστρών που έφτιαξαν για να διασκεδάζουν τους φρουρούς.
Αλλά πώς η Αφροαμερικανική κουλτούρα έγινε - τουλάχιστον
Καπιταλισμός-Ραχσισμός-Εντροπία 21
στις χλιαρές της μορφές - όχι μερικά αποδεκτή στην εμπορική μαζική κουλτούρα, αλλά κεντρική σ’ αυτήν, σαν η ημιαπόκρυφη ωστική της δύναμη; Όπως έχω προσπαθήσει να δείξω, η συσσωρευτική δομή της προσωπικότητας είναι προφανώς εχθρική απέναντι στη «σκουρότητα», καθώς οι λευκοί άνθρωποι τψ παρερμηνεύουν αλλά και προβάλλονται ο’ αυτήν - ξεδιάντροπα αισθησιακή και ηδονική, κατ’ αρχήν βίαιη και ανεξέλεγκτη. Είναι επίσης εχθρική απέναντι στην κουλτούρα που οι μαύροι άνθρωποι βίωσαν και δημιούργησαν. Αυτή η κουλτούρα είναι κατά πολύ ένα σύνθετο αμάλγαμα γνωρισμάτων, που ποικίλλουν ανά τάξη, κάστα και περιοχή, και που συμπεριλαμβάνει απομακρυσμένα πρότυπα συναισθηματικής αποκάλυψης και απόκρυψης, οργής και τρυφερότητας, κοινότητας και ατομικότητας, λόγου και ενστίκτου. Ένας βασικός παράγοντας που τονίζει τις κοινές διαφορές από τις ευρωαμερικανικές κουλτούρες, μπορεί να είναι η διατήρηση των αφρικανικών πολιτιστικών γνωρισμάτων, ιδιαίτερα του κοινοτικού και εκστατικού χαρακτήρα της δυτικοαφρι- κανικής θρησκείας. Αλλά η μαύρη κουλτούρα δεν είναι απλά - ή ακόμη σ’ αυτό το σημείο κυρίως - μια μεταφυτευμένη αφρικανικό- τητα. Όπως έχει δείξει προκαλώντας συζητήσεις ο Stanley Crouch, είναι, σαν την κουλτούρα των Ενωμένων Πολιτειών στην ολότητά της, ένα φαινόμενο μιγάδων4.
Η μαύρη κουλτούρα δημιουργήθηκε κάτω από την πίεση της κατάστασης των Αφροαμερικανών μέσα στις Ενωμένες Πολιτείες - μέσα στη λευκότητα. Κάτω απ’ αυτήν την πίεση, που κατ’ αρχήν α- σκήθηκε μέσω της δουλείας και κατόπιν μέσω θεσμών όπως το σχολείο, σι Αφροαμερικανοί συνεχώς μεταμόρφωναν ότι ήταν ικανοί να διατηρήσουν από την κληρονόμία τους: παραδείγματος χάριν, μετακινήθηκαν από τις αφρικανικές γλωσσικές μορφές σε αγγλικές, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα μαύρο γλωσσικό ιδίωμα. Την ίδια στιγμή απορρόφησαν επιρροές και υλικό όχι μόνο από την Ευ- ρωαμερική αλλά και από τους ιθαγενείς και από το Μεξικό και από την Καραϊβική, παράγοντας μία από τις πιο πλούσιες και πιο σύνθετες κουλτούρες του κόσμου. Η πίεση πήρε επίσης μια εμπορευματι- κή μορφή, τόσο περισσότερο όσο ο θεσμικός ρατσισμός έγινε πιο οξυδερκής στις στρατηγικές του. Αμέτρητοι μαύροι μουσικοί, χορευτές, ηθοποιοί, ακόμη και συγγραφείς, όφειλαν να προσαρμόσουν τη
22 Η Κατεργασία των Κοπράνων
δουλειά τους στα λευκά γούστα προκειμένου να επιβιώσουν, συχνά κρύβοντας το ανατρεπτικό περιεχόμενο μέσω μιας «σημαίνουσας» διαδικασίας.
Ένα σύνθετο και αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι οι ποικίλες χρήσεις του μύθου του «Staggerlee», του χωρίς σκοτούρες, ατρόμητου, προκλητικού ατομιστή μάυρου, που ζει τη ζωή του αγαπώντας γυναίκες, ξελογιάζοντας παιδιά και φερόμενος σκληρά στους εχθρούς του - συμπεριλαμβανομένου σε κατοπινές παραλλαγές, του λευκού σερίφη. Αυτή η φιγούρα, βεβαίως, είναι ο τελικός ρατσιστικός εφιάλτης και η νομιμοποίηση αυτού του ρατσισμού, το φάσμα που πλανάται σε πάνω από χίλια λυντσαρίσματα και πίσω από την εκφοβιστική ρητορεία των σύγχρονων συντηρητικών και νεοφιλελεύθερων σοφών.
Όμως η εικόνα αυτή, είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την α- φροαμερικανική παράδοση, και υπήρξε ελκυστική για μια μειοψηφία Λευκών. Άπειρες εκδοχές του μύθου του Staggerlee εμφανίστηκαν στα μπλουζ της δεκαετίας του ’20. Το κλασσικό μπλουζ της πόλης του Muddy Waters, «Rolling Stone», αντιπροσώπευσε μια λιγό- τερο βίαιη εκδοχή αυτού του χαρακτήρα, εμπνέοντας όχι μόνο το όνομα ενός από τα πιο διάσημα συγκροτήματα στην ιστορία της ροκ (όπως και το όνομα ενός πρωτοπόρου περιοδικού της συγχώνευσης αντικουλτούρας και εμπορίου), αλλά επίσης και αμέτρητα μικρότερης εμβέλειας ροκ τραγούδια των δεχαετιών ’50 και ’60, από τα οποία το «The Wanderer» είναι πολύ καλό παράδειγμα. Ο Greil Marcus επισημαίνει στο βιβλίο του «Mystery Train» ότι το δίδυμο Staggerlee-Rolling Stone απευθύνεται θετικά εξίσου σε Μαύρους και Λευκούς, γιατί είναι η ωμά αντιθετική αλλά ισχυρή εικόνα της ελευθερίας τόσο για τους εφήβους όσο και για τους σκατοεργάτες, τους σκατοφάγους όλων των χρωμάτων. Η δημοτικότητα της εξαιρετικά βίαιης, μισογυνικής «γκαγκστερικής» ραπ ανάμεσα στα λευκά παιδιά των προαστείων, πιθανόν προέρχεται από ανάλογες αιτίες, συ- μπεριλαμβανομένης της ανυπόφορης πλήξης του κοινωνικού τους περιβάλλοντος και το ζοφερό μέλλον που οι περισσότεροι θα αντιμετωπίσουν ως ενήλικες.
Καπιταλισμός-Ρατσιομός-Εντροπία 23
Το «Σπάσιμο των Δεσμών» εναντίον «Της Σύσφιξης των Σχέσεων»
Μια τέτοια αισθαντική χρήση των αρνητικά σημαινουσών εικόνων της ζωής των Μαύρων, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Τη σκουρότητα, με τη διπλή έννοια που έχω χρησιμοποιήσει τον όρο, έχει οικειοποιηθεί ευρύτερα η βιομηχανία της κουλτούρας. Κατά την άποψη μου αυτό οφείλεται σε μια προφανή και διαρκώς βα- θαίνουσα αντίφαση στην καπιταλιστική κουλτούρα και οικονομία από τη δεκαετία του ’20. Προκειμένου να επεκταθούν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αμερικανικές επιχειρήσεις χρειαζό- ντουσαν καινούργιες μαζικές αγορές για τα καταναλωτικά αγαθά. Για να δημιουργηθούν αυτές οι αγορές μέσο στις Ενωμένες Πολιτείες, έπρεπε να κινητοποιηθούν τεράστιες μάζες ανθρώπων, αυτό που ο John Maynard Keynes, ο μεγάλος οικονομικός στρατηγός του καπιταλισμού του μεσοπολέμου, αποκαλούσε «η ροπή προς κατανάλωση». Ο πιο άμεσος στόχος ήταν να πουληθούν τα διαρκή κατα- ναλωτιά αγαθά που τώρα μπορούσαν να παραχθούν φτηνά en masse, χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της αλυσίδας παραγωγής που ανέπτυξε ο Henry Ford. Αυτή η στρατηγική, γνωστή σε πολλούς αναλυτές σαν φορντισμός, στόχευε να υπάρχει ένα αυτοκίνητο σε κάθε γκαράζ και ένα ψυγείο σε κάθε κουζίνα, αγορασμένα με τα μισθούς που έπαιρναν αυτοί που παρήγαγαν τα αυτοκίνητα και τα ψυγεία.
Κατ’ αρχήν, ο φορντικός καταναλωτισμός μπορούσε να ταιριάξει με τη συσσωρευτική κοινωνική προσωπικότητα (όπως συμβαίνει ακόμη σε κάποιο βαθμό). Κάθε εργάτης μπορεί να θεωρήσει τα στολίδια της Ιδιοκτησίας, εγγύηση της αρετής. Όπως έχουν δείξει οι Stewart και Mary Ewen, η διαφήμιση ανάμεσα στους πολέμους (και ακόμη στη δεκαετία του ’50 για κάποια προϊόντα) βασίστηκε στις ανασφάλειες της κοινωνικής προσωπικότητας: ανησυχία για τη βρώμα και τη μόλυνση, ηθική της εργασίας, επιθυμία άμιλλας με το επόμενο εισοδηματικό επίπεδο, ανάγκη προσαρμογής. Τα αυτοκίνητα Φορντ (πάντα μαύρα) αρχικά πουλιόντουσαν σαν το πιο αποτελεσματικό μέσο μεταφοράς, τα ψυγεία (πάντα λευκά) σαν προωθητι- κά της υγιεινής και της τάξης.
Αλλά ήδη προωθείτο ένα άλλο σετ κουμπιών. Στο βιβλίο του «Οι φάμπρικες του Γουιγκαν Παίαρ» που δημοσιεύτηκε το 1937, ο
24 Η Κατεργασία των Κοπράνων
George Orwell σημείωνε πώς η αγγλική νεολαιίστικη εργατική τάξη ήθελε πολύχρωμα, στυλάτα, αν και φτηνά ρούχα, παρά τις μελαγχολικές αν και καλοφτιαγμένες φόρμες που φορούσαν οι μεγαλύτεροι. Αν και φθειρόντουσαν γρήγορα, αυτά τα γιορτινά ρούχα ήταν αρκετά φτηνά, ώστε να μπορούν ν’ αγοραστούν καινούργια και περισσότερο της μόδας. Όπως οι αντίστοιχοί τους στις ΕΠΑ, αυτοί οι νεαροί άνθρωποι αρέσκονταν να χορεύουν, κυρίως τζαζ και σουίνγκ των μεγάλων ορχηστρών, και ο χορός τους έγινε βαθμιαία αγριότερος. Πήγαιναν στον κινηματογράφο και έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν για να μιμηθούν τις εικόνες αίγλης και ρομάντζου που έβλεπαν εκεί.
Τα καινούργια έθιμα κατανάλωσης και σχόλης που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους νέους ανθρώπους στα τέλη της Ύφεσης, προ- μήνυσαν την κατεύθυνση που θα έπαιρνε το εμπόριο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο εγκρατής συσσωρευτικός καταναλωτισμός της προηγούμενης γενιάς, δεν ήταν πλέον αρκετός για ν’ απορροφήσει την τεράστια εκροή μιας διαρκώς μεγαλύτερης αυτοματο- ποιημένης μαζικής παραγωγής, η οποία επέδειξε μια άνευ προηγουμένου αποτελεσματικότητα όταν έφτιαχνε όπλα. Για να επιτευχθεί η αναγκαία ταχύτητα αντικατάστασης, τα καταναλωτικά αγαθά γενικά έπρεπε να γίνουν θέμα της μόδας, όπως ήταν πάντα για την αριστοκρατία και τα ανώτερα επίπεδα της μπουρζουαζίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, αυτό σήμαινε εφαρμογή της σχεδιασμένης αχρησίας (που προηγουμένως αφορούσε αγαθά όπως το νάυλον, οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες και τα ξυραφάκια) σε διαρκή καταναλωτικά αγαθά όπως τα αυτοκίνητα και οι ηλεκτρικές σκούπες. Στο επίπεδο της διαφήμισης, αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να τονισθεί η επιθυμία όλων των ειδών. Χαλάρωσε η συσσωρευτική καταπίεση και η έκρηξη των ηδονιστικών παρορμήσεων, που ξεκίνησε επιφυλακτικά σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς πριν τον πόλεμο, επιταχύνθηκε.
Αυτή η ηδονιστική υπεροχή μπορεί να θεωρηθεί ως μια μερική επανοικειοποίηση των σκιερών χαρακτηριστικών που εξορίστηκαν από τη λευκή συσσωρευτική κοινωνική προσωπικότητα - πιο ανοικτή σεξουαλικότητα και φιληδονία, προσανατολισμό προς το άμεσο παρά προς μια αναβαλλόμενη ευχαρίστηση, η «επιδεικτικότητα» μάλλον, παρά η επιφυλακτικότητα στο προσωπικό στυλ, ροπή για
Καπχταλισμός-Ρατσισμός-Εντροπία 25
δαπάνη και κατανάλωση παρά για αποταμίευση και αποκτήματα. Αλλά τέτοιες τάσεις βρίσκονταν σε οξεία αντίθεση με τις συσσωρευ- τικές αξίες που ακόμη κυριαρχούσαν στον πολιτικό, θρησκευτικό και αστικό λόγο όπως επίσης και στο μεγαλύτερο μέρος της διαφήμισης.
Η σύγκρουση ανάμεσα στα συσσωρευτικά και ηδονιστικά μηνύματα, βοηθά στην εξήγηση της πλήρους παραξενιάς της μαζικής κουλτούρας των τελών του ’50: τα βαριά, πλουμιστά αυτοκίνητα, σαν διαστημικά οχυρά με χρώματα παστέλ' οι χαμηλοβλεπούσες, σέξυ, τηλεοπτικές μαμάδες, καθαρίζουν την κουζίνα με κολλητά παντελόνια και ψηλά τακούνια' και βεβαίως ο Έλβις στο «σώου του Ed Sullivan, με το κούνημα των γοφών του. Μια ακόμη ένδειξη της αλλαγής ήταν η φιλολογική Βιβλική κυκλοφορία που απολάμβανε το βιβλίο του Δρ Spock «Η Φροντίδα του Μωρού και του Παιδιού», στο οποίο υποστήριζε την προσαρμογή στους φυσιολογικούς και εξελικτικούς ρυθμούς του μωρού όσον αφορά την εκπαίδευσή του στην τουαλέτα, και όχι την αυστηρή τήρηση που δοκίμασαν οι προηγούμενες γενιές.
Μια μεγάλη μειοψηφία της γενιάς των Λευκών που μεγάλωσε σε καταναλωτική (σχετικά) αφθονία, απορρόφησε εν μέρει τα ηδονιστικά μηνύματα, αλλά σε μεγάλο βαθμό απέρριψε τα συσσωρευτικά. Δηλαδή, συνέθεσε από την προσανατολισμένη στην ευχαρίστηση διαφήμιση και το «εικονοποιό» ροκ εντ ρολ, μια ιδέα ελευθερίας που υπονοούσε την απουσία ιεραρχικής αναφοράς (π.χ. σ’ έναν γονέα ή αφεντικό) ή τη συνηθισμένη δέσμευση (π.χ. σ’ ένα σύζυγο). Ίσως ακόμη πιο σημαντικά, απορρόφησε εικόνες ικανοποίησης που τόνιζαν μάλλον την εγκατάλειψη στην εμπειρία, παρά την απόκτηση αγαθών, στο παρόν παρά στο μέλλον. Για να παραφράσουμε μια παλιά διαφήμιση, ήθελαν το τσιτσίρισμα χωρίς ν’ αγοράσουν τη μπριζόλα. Στο πλαίσιο της εποχής, αυτή η ηδονιστική gestalt συγχωνευόταν προσωρινά μ’ έναν κοινωνικό ιδεαλισμό και μια θέληση πειραματισμού στην καθημερινή ζωή, που βοήθησαν στη δημιουργία αυτού που ο Theodore Roszak αποκάλεσε αντικουλτούρα.
Μαζί με την ανοδική καμπύλη του ηδονισμού, αναδύθηκε μια άλλη, σε σύνθετη σχέση μ’ αυτή. Από την εποχή της τζαζ, η οικειοποίη- ση της αφρο-αμερικανικής μουσικής και του ύφους της από πλευ
26 Η Κατεργασία των Κοπράνων
ράς της μαζικής κουλτούρας των ΕΠΑ, αυξήθηκε. Αυτή η οικειο- ποίηση, στα σίγουρα, μεσολαβήθηκε από τη βιομηχανία της κουλτούρας, η οποία παραλλήλως τη λεύκαινε προκειμένου να προσαρμοστεί στα γούστα των Ευρω-Αμερικανών. Όμως, αξιόλογες μειο- ψηφίες των λευκών πάντα κατόρθωναν να αποκτήσουν πρόσβαση στην πραγματικότητα. Μ’ αυτόν τον τρόπο χρησίμευαν ασυναίσθητα σαν τροφοδότες των νέων τάσεων της βιομηχανίας, παρομοίως με τους μποέμ που άνοιξαν το δρόμο για την αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης σε περιθωριακές γειτονιές. Επίσης σταθερά πρόβαλλαν τις δικές τους ηδονιστικές αξίες στη μαύρη κουλτούρα, σε μια μερική αντιστροφή του ψυχικού σκατοσκουπιδοτενεκέ που βίωνε η πλειο- ψηφία. Οι μποέμ της δεκαετίας του ’20 οι οποίοι μαζεύτηκαν στο Χάρλεμ, θεώρησαν την τζαζ εξωτική, άγρια, πρωτόγονη, μια εικόνα της δραπέτευσης που αναζητούσαν από τα ήθη της λευκής μπουρζουαζίας. Στη δεκαετία του ’50, οι μπήτ που συναθροίστηκαν γύρω από τους μουσικούς του μπήποπ, εκτιμούσαν τον αυθορμητισμό των αυτοσχεδιασμών τους, αλλά συχνά αποτύγχαναν να αναγνωρίσουν την κυριαρχία μιας ολόκληρης μουσικής γλώσσας που αναπτύχθηκε διαμέσου των γενεών, και ήταν αυτή που έκανε δυνατό αυτόν τον αυθορμητισμό.
Περίπου την ίδια εποχή, η λευκή εργατική τάξη του νότου γού- σταρε τον Έλβις, που ήταν ένα μίγμα της λευκής κάντρυ μουσικής και των τζαμπ μπλούζ που άκουγαν στα μαύρα τζουκ-μποξ - ενώ ακόμη μιλούσαν για «αράπηδες». Όπως επισημαίνει ο Greil Marcus, «Ακόμη κι αν ο νότος του Έλβις ήταν γεμάτος πουριτανούς, ήταν επίσης γεμάτος ηδονιστές, και καμμιά φορά οι άνθρωποι ήταν και τα δύο». Το ροκ’ν’ρολ γεννήθηκε. Η μουσική που καταγόταν από τους Μαύρους (και η μουσική που στην πραγματικότητα έπαιζαν οι Μαύροι), προμήθευσε τον ήχο για τις ηδονιστικές στρατηγικές της αγοράς' και ο ήχος ο ίδιος μετατράπηκε σ’ ένα τεράστια κερδο- φόρο εμπόρευμα, με το δικό του δικαίωμα.
Η καινούργια ενέργεια της μεταπολεμικής μαύρης λαϊκής μουσικής, όμως, ήταν σ’ ένα βαθμό πολιτική, ή τουλάχιστον οπωσδήποτε φιλοπολιτική. Καθώς το R’n’B εξελισσόταν με σύνθετες αναδράσεις ανάμεσα στο Μέμφις, τη Νέα Ορλεάνη και το Σικάγο, το έδαφος προλειάνθηκε για το μπουκοτάρισμα των λεωφορείων στο Montgo
Καπιταλισμός-Ρατσισμός-Εντροπία 27
mery της Αλαμπάμα το 1955 και για την έκρηξη που ακολούθησε. Αυτή η έκρηξη, το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων, ήταν η άλλη δύναμη που δημιούργησε την αντικουλτούρα. Σε κάποιο βαθμό η μετάδοση ήταν άμεση, μέσω των βετεράνων λευκών σπουδαστών που διεξήγαγαν τις καμπάνιες εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους στο Νότο. Για πολλούς περισσότερους νεαρούς Λευκούς της μεσαίας τάξης, ήρθε μέσω των τηλεοπτικών εικόνων χιλιάδων μαύρων ανθρώπων να αντιστέκονται στα ρόπαλα, στα σκυλιά, στις πυροσβεστικές αντλίες και τις σφαίρες, αρνούμενοι να κάνουν πίσω. Αυτές οι εικόνες, αντιμάχονταν οτιδήποτε τους είχαν διδάξει, και τους γέμιζαν όχι μόνο με οργή και επιθυμία για κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά τους πρόσφεραν, αν και αόριστα, ένα υπόδειγμα εξέγερσης, έναν άλλο τρόπο να νηάρχονν. Ακόμη κι αν αυτή η εξέγερση πήρε αναχωρητικές (Μυστικισμός) ή αυτοκαταστροφικές (ναρκωτικά) κατευθύνσεις, η αρχική της ώθηση σε μεγάλο βαθμό δόθηκε από την Αφρο-Αμερικανική εξέγερση - προσλαμβανόμενη και μεταδιδόμενη με τη μιγάδικη μουσική του ροκ’ν’ρολ5.
Από την πρώιμη περίοδο του ροκ’ν’ρολλ έως το 1970 περίπου, οι δύο καμπύλες, ο ηδονισμός και η μαύρη επιρροή, κινούνταν περιοδικά μαζί, ανταλλάσοντας ενέργεια μέσω φιγούρων όπως ο Chuck Berry, ο Έλβις, και αργότερα ο Jimi Hendrix και ο Sly Stone. Όμως, παρά τη μερική απόρριψη των λευκών συσσωρευτικών αξιών και συμπεριφορών - και αρκετής υπερφίαλης εκτίμησης των Μαύρων - η αντικουλτούρα παρέμεινε συντριπτικά Ευρω-Αμερικανική. Η μουσική της, αν και ακόμη βασιζόταν στα μπλουζ, ήταν μίλ- λια μακρυά στο συναίσθημα από τη μαύρη non της περιόδου, όπως αυτή τυποποιήθηκε στη Μοτάουν, η οποία κατεύνασε τη Γκόσπελ σε γλυκερούς, χορευτικούς τόνους. Ο Sly and the Family Stone ήταν ουσιά μόνοι στη σύνθεση των δύο τάσεων της πολιτιστικής ενέργειας, σε μια σειρά χιτ που έφεραν την μπάντα το 1969 στο Wood- stock.
Τότε, στα 1971-73, τροφοδοτούμενοι από το τελευταίο κύμα των Μαύρων Πανθήρων και την πολιτικοποίηση της λευκής αντικουλ- τούρας μέσω του αντιπολεμικού κινήματος, οι μαύροι μουσικοί κατέλαβαν με συνοπτικές διαδικασίες τα αεροκύματα της non, με ενδιαφέροντα, προκλητικά, πολιτικά δυναμικά τραγούδια: «Πόλεμος»
28 Η Κατεργασία των Κοπράνων
του Edwin Starr, «Μπλουζ των Μεγαλουπόλεων» του Marvin Gaye, «Ο Κόσμος είναι ένα Γκέττο» των War, για να θυμηθούμε μερικά. Ανάμεσα σ’ αυτά τα τραγούδια ήταν το άγριο κομμάτι των Temptations, «Papa Was A Rolling Stone», το οποίο κριτίκαρε εξαίσια το μύθο του Staggerlee, ακόμη κι αν αναγνώριζε ότι η βάση του μύθου βρισκόταν στην πραγματικότητα. Στο τραγούδι, μια μαύρη μητέρα μαζεύει τα παιδιά της στον τάφο του απόντος πατέρα τους, μιας και θέλουν να μάθουν περισσότερα γι’ αυτόν. «Όταν πέθανε, το μόνο που μας άφησε ήταν η μοναξιά», απαντά η μητέρα. Σ’ ένα πολιτιστικό κόμπο όπου οι λευκές αντιλήψεις της «Σκουρότητας» και οι φαντασιώσεις δραπέτευσης των λευκών ανδρών βασίζονται στις πραγματικές εμπειρίες των Μάυρων και στις φαντασιώσεις των Μαύρων για τους ίδιους, οι Temptations κόβοντας τον έναν αγωγό ξεχύνουν την αλήθεια σ’ έναν άλλο. Μέχρι τούδε, η επιλεκτική οικειοποίηση της μαύρης κουλτούρας από την βιομηχανία της κουλτούρας, είχε περιοριστεί στο μεγαλύτερο βαθμό σ’ εκείνες τις φιγούρες που μπορούσαν να ταιριάξουν, αν και όχι τέλεια, στην ηδονιστική gestalt. Το πολιτιστικό-πολιτικό κύμα των αρχών της δεκαετίας του ’70 επέτρεψε στους μαύρους καλλιτέχνες να μιλήσουν και να παίξουν πιο ελεύθερα, ν’ ανοίξουν ένα κανάλι αρκετά ευρύ ώστε η νέα τους αμιγής μουσική, ν’ αγγίξει άμεσα περισσότερους λευκούς από ποτέ.
Αυτή η διατάραξη των πολιτιστικών ασφαλιστικών δικλείδων, προηγήθηκε και συνοδεύτηκε από μια μαζική κατάρρευση της εργασιακής πειθαρχίας. Το μεταπολεμικό μπουμ ήταν η πρώτη (και η μοναδική) περίοδος κατά την οποία το κεφάλαιο προσπάθησε να διευθύνει την εργασία υπό συνθήκες γενικευμένης αφθονίας, περίοδος όπου το αγκάθι της ένδειας υποχώρησε από μια σχεδόν πλήρη απασχόληση και από τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Το πείραμα απέτυχε. Από το 1967 και πέρα, η πολύγχρωμη εξέγερση της αντικουλτούρας, της Μάυρης Δύναμης και των μαζικών κινημάτων εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, υπέκρυπταν αλλά και βοηθούσαν στην προπαγάνδιση μιας εξέγερσης εναντίον της δουλειάς. Ξεκινώντας κυρίως από την αυτοκινητοβιομηχανία, κύματα σαμποτάζ, απουσιών και άγριων απεργιών διαχύθηκαν σ’ ολόκληρη την οικονομία των ΕΠΑ. Αυτά τα κύματα ξεκίνησαν κυρίως από τους μαύρους εργάτες, που δημιούργησαν τις δικές τους ημινόμιμες
Καπιχαλισμός-Ρατσισμός-Εντροπία 29
οργανώσεις του χώρου δουλειάς, προκειμένου να αντισταθουν τόσο στον ρατσισμό των εποπτών και των συνδικάτων τους, όσο και στην υπερεκμετάλλευση στην οποία συχνά υπόκεινταν. Ολοένα και περισσότερο ενώνονταν στην εξέγερσή τους με τους νέους αστικοποιημένους, «λευκά σκουπίδια», εργάτες, όπως επίσης και με τους φρικς της εργατικής τάξης των πόλεων, οι οποίοι είχαν «εγκατασταθεί» στα εργοστάσια. Η ηδονιστική μαζική κουλτούρα και τα παρακλάδια της τής αντικουλτούρας, συνδυάστηκαν με την Αφρο-Αμερικανι- κή εξέγερση και το αδυνάτισμα του οικονομικού εξαναγκασμού, ώστε η κοινωνική και πολιτιστική ενέργεια να γίνει ολοένα και περισσότερο λεκτικά μη διαθέσιμη προς εργασία. Ο φορντισμός θρυμματίστηκε.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στην πραγματικότητα, υπήρξε ένα σημείο πραγματικού κινδύνου για τον καπιταλισμό στις αναπτυγμένες χώρες. Αλλά οι κρίσεις είναι το άλλο πράγμα που ο καπιταλισμός κατορθώνει πολύ καλά να ανακυκλώνει. Η απειλητική εν- τροπική ενέργεια του πετρελαϊκού σοκ και της κρίσης του χρέους του Τρίτου Κόσμου το 1974-76, μετατράπηκε με τη βοήθεια των υπολογιστών και των τηλεπικοινωνιών σε μια παγκόσμια αναδιοργάνωση του συστήματος. Η ύφεση του 1974 που οφειλόταν στην τιμή του πετρελαίου, άρχισε τη διαδικασία αποκατάστασης της εργασιακής πειθαρχίας, ειδικώτερα μέσω της υστερικής ατμόσφαιρας σπανής που δημιούργησαν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης και μέτρων όπως το δελτίο στα καύσιμα. Εντωμεταξύ, οι πολυεθνικές που είχαν έδρα τις ΕΠΑ, επέτειναν την εξαγωγή των κεφαλαίων τους - και των εργασιών που απαιτούσαν υψηλούς μισθούς - στη ζώνη του ασιατικού Ειρηνικού και στη Λατινική Αμερική. Εξάλλου, ο πληθωρισμός, δηλητήριο της διαδικασίας συσσώρευσης, συνέχισε να τρώει τα καπιταλιστικά αποθέματα των ΕΠΑ, μέχρις ότου η Ομοσπονδιακή Τράπεζα ανέβασε τα επιτόκια το 1979, φτάνοντας την ανεργία στα ύψη καθώς δόσεις ύφεσης διαπέρασαν την οικονομία.
Το αποτέλεσμα ήταν εκατομμύρια εργάτες, ιδιαίτερα μαύροι, να πεταχτούν έξω από τα εργοστάσια, ενώ οι εναπομείναντες μπήκαν βίαια στη γραμμή, με τα ήδη αρτιοσκληρωτικά και διεφθαρμένα συνδικάτα να καταρρέουν. Εγκλωβισμένες από την καινούργια νομοθεσία και τα εχθρικά δικαστήρια, οι απεργίες στην ουσία απαγο-
30 Η Κατεργασία των Κοπράνων
ρεύθηκαν. Τα κέντρα της εργοστασιακής δύναμης που δημιούργησε ο φορντισμός, διαλύθηκαν το ένα μετά το άλλο, καθώς η «Ζώνη των Καπνοδόχων» έγινε «Ζώνη της Σκουριάς». Ο φεμινισμός της δεύτερης γενιάς, που είχε ξεκινήσει με ριζοσπαστικές κριτικές της κυρίαρχης τάξης, είχε ήδη μετατραπεί σε μια οππορτουνιστική ιδεολογία μιας επαγγελματικής τάξης γυναικών από τη μια, και σ’ έναν «πολι- τιστικό-φεμινιστικό» διαχωρισμό, από την άλλη. Τώρα, το σύντομο κύμα της οργάνωσης των εργατών γραφείου με κύρια βάση τις γυναίκες, ανακόπηκε. Εγκαινιάστηκε μια άγρια επίθεση εναντίον των «δικαιωμάτων» και των κοινωνικών προγραμμάτων. Οι πραγματικοί μισθοί έπεσαν, ακόμη κι αν πέταξαν στα ύψη τα νοίκια. Η στροφή του κεφαλαίου από τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις στη ξέφρενη κερδοσκοπία, άρχισε. Η διπολική σκατομηχανή του κεφαλαίου έ- φτασε στην υψηλότερη ταχύτητά της, ξερνώντας χρήμα και υπα- κοή από τη μια άκρη, και κάθε μορφή εντροπικής βρωμιάς και φρίκης από την άλλη.
Ξανάρθε επίσης ο πολιτιστικός έλεγχος. Προβλήθηκε σαν νόρμα μια εκδοχή της συσσωρευτικής κοινωνικής προσωπικότητας, κλείνοντας το χάσμα ανάμεσα σε συσσώρευση και ευχαρίστηση, κάνοντας τη διαδικασία της συσσώρευσης την ανώτατη ευχαρίστηση. Σαν τον καλωδιομένο ψυχοπαθή στο Terminal Man που φτάνει σε οργασμό από την εμφύτευση στον εγκέφαλό του οποτεδήποτε δολοφονεί, οι λεηλάτες-ήρωες του καπιταλισμού των καζίνο της δεκαετίας του ’80, ανατριχιάζουν με έκσταση καθώς κάνουν φόνους στην αγορά. Οι περισσότεροι λευκοί προλετάριοι, που οι δεσμοί αλληλεγγύης με τους συναδέλφους τους αδυνατίζουν, τρομοκρατούνται από την προοπτική του να μείνουν άστεγοι και εύκολα υποκύπτουν στην" κάθετη ταύτιση με τους πλούσιους και το έθνος-κράτος. Οι Ρέηγκαν προεδρεύουν πάνω σ’ αυτή τη σκατογιορτή, όνειρο-ελπίδα των ενήλικων λευκών που κατοικούν στα προάστεια, παλιό αλλά φαίνεται καλό, πλούσιο αλλά και αναπαυτικό, στυλάτο αλλά και ενάρετο.
Ο Παγκόσμιος Σκουπιδότοπος
Η νέα φάση της κεφαλαιουχικής συσσώρευσης που ξεκίνησε γύρω στα 1979, χαρακτηρίζεται, όπως επισήμαναν θεωρητικοί σαν τον
ΚαπιιαΑισμός-Ρατσισμός-Εηροπία 31
David Harvey, από τη μεγάλη της ελαστικότητα και την πρωτοφανή παγκόσμια επέκταση. Αυτά έγιναν δυνατά από τη νέα δύναμη και φτήνεια των υπολογιστών, από την ταχύτητα των παγκόσμια δι- κτυωμένων τηλεπικοινωνιών, όπως επίοης και από το σπάσιμο της εργατικής εξουσίας στις αναπτυγμένες χώρες. Το κεφάλαιο, με τη μορφή του χρήματος, των υλικών και των ειδικευμένων προϊόντων, μπορεί να μετακινηθεί σ’ όλον τον πλανήτη τόσο γρήγορα, έτσι ώστε να μην μπορούν να το ακολουθήσουν οποιαδήποτε εργατική στρα- τηγική ή οργάνωση. Όπως το έθεσε ο Χάρβεϋ στο βιβλίο του «Η Συνθήκη του Μεταμοντέρνου», «Το ίδιο σχέδιο πουκαμίσου μπορεί να παραχθεί σε εργοστάσια μεγάλης κλίμακας στις Ινδίες, σε συνεργατικές στην Τρίτη Ιταλία, σε εργαστήρια μαύρης δουλειάς στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, ή σε συστήματα οικογενειακής εργασίας στο Χονγκ-Κονγκ».
Η νέα ελευθερία δράσης του κεφαλαίου γεννά πρωτοφανή μεγέθη κοινωνικής και οικολογικής εντροπίας. Οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν είναι σε θέση να αντέξουν σε μεγάλο βαθμό κάτι τέτοιο, μέσω μιας περιβαλλοντικής ή εργασιακής προστασίας, γιατί οι βιομηχανίες τους δεν διαθέτουν τις οικονομίες κλίμακας και την τεχνολογικά βασισμένη παραγωγικότητα που θα τους επιτρέψει να ανταγωνιστούν με επιτυχία τις πολυεθνικές εταιρίες, ακόμη και στις δικές τους αγορές. Σήμερα, απελπισμένες για επενδύσεις, επιτρέπουν στις πολυεθνικές να αντλούν από το άνεργο φτηνό εργατικό δυναμικό τους, ενώ οι πολυεθνικές ευνοούνται επίσης από το χαμηλό εργατικό κόστος, που επιβάλλουν οι σε μεγάλο βαθμό αρύθμιστες οικονομίες τους. Το αποτέλεσμα είναι η μόλυνση και η απελπισμένη μάζωξη σε μέρη όπως το Μέξικο σίτυ ή το Σάο Πάολο από τη μια, και η αποψίλωση των δασών της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Αμαζο- νίου από την άλλη.
Τόσο η πώληση τοξικών ή επικίνδυνων εμπορευμάτων, όσο και η διάθεση των αποβλήτων, συχνά αναφέρονται σαν σκουπίδια - στις ΕΠΑ χρησιμοποιείται η λέξη και σαν σλανγκ όρος για το σκατό. Τα σκουπίδια είναι μια κεντρική διαδικασία για το μεταφορντιστικό κεφάλαιο: η σχέση των αναπτυγμένων χωρών με την περιφέρεια (συμπεριλαμβανομένων των δικών τους «υπανάπτυκτων» περιοχών και πληθυσμών) δεν είναι απλώς εκμεταλλευτική και αποσπαστική, είναι
32 Η Κατεργασία των Κοπράνων
και εκκρψαηκη. Οι περιφερειακές χώρες χρησιμοποιούνται για ιδιαιτέρως επικίνδυνες μορφές παραγωγής, όπως τα τοξικά που έφτιαχνε η Union Carbide στο Μπομπάλ. Επίσης, πουλούν εμπορεύματα «με έκπτωση» που δεν πουλιούνται πλέον στις χώρες παραγωγής τους, λόγω της τοξικότητας ή της επικινδυνότητάς τους’ και δωροδοκούνται για να μετατραπούν σε αποθεματικοί χώροι για τοξικά απόβλητα. Πιο έξυπνα, αλλά το ίδιο καταστροφικά, υπήρξαν θύματα της οικονομικής εντροπίας που αδειάζεται πάνω τους, από ένα παγκόσμιο σύστημα που συνταράσσεται από την προσπάθεια να υποστηρίξει ρυθμούς κέρδους και να βρει κεφάλαιο για επενδύσεις - όπως τεχνητά χαμηλές τιμές για πρώτες ύλες, όπως βουνά χρέους και τελικά επιβεβλημένα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σχέδια «λιτότητας». Αυτό μεταφράζεται στο σκουπίδιασμα εκατομμυρίων πρώην αγροτών σε παραγκουπόλεις που περιβάλλουν τις πόλεις του Τρίτου Κόσμου.
Κάθε μια απ’ αυτές τις εκκριματικές διαδικασίες έχει την αναλογία της στις φτωχές αφρο-αμερικανικές και ισπανόφωνες γειτονιές. Όχι μόνο είναι χώροι τοξικών αποβλήτων και μολυνουσών βιομηχανιών που συγκεντρώνονται σ’ αυτές ή κοντά σ’ αυτές, αλλά η μίζερη και φτωχική εκπαίδευση πολλών από τους κατοίκους τους, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εμπόρους ναρκωτικών, νόμιμους και παράνομους, οι οποίοι πετούν το εμπόρευμα τους - κυρίως καπνό, αλκοόλ και κοκαίνη - εκεί, καθώς γίνονται μαλθακότερες οι αγορές των προαστείων της μεσαίας τάξης. Εντωμεταξύ, με την εξαίρεση της περιόδου της «Μεγάλης Κοινωνίας» υπό τον Λύ- ντον Τζόνσον, αυτές οι γειτονιές συστηματικά στερήθηκαν των πόρων τους, καθώς οι ομοσπονδιακές πολιτικές δανειοδότησης για την απόκτηση στέγης, στην ουσία δωροδοκούσαν τους Λευκούς να εγκα- ταλείψουν τα κέντρα των πόλεων (ενώ συζητούσαν πώς θα εμπόδιζαν τους μαύρους να κάνουν κάτι ανάλογο), καθώς η βιομηχανία ακολούθησε τους Λευκούς στα προάστεια τα τελευταία είκοσι χρόνια και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί μετέτρεπαν τις γειτονιές σε φτωχομαχαλάδες, με τα κοινωνικά προγράμματα και τη δημόσια εκπαίδευση να σκίζονται σε κουρέλια όλη την περασμένη δεκαετία. Τέλος, είναι το μεγαλύτερο μέρος της μαύρης και ισπανόφωνης εργατικής τάξης που πετάχθηκε, ρίχτηκε στην αποχέτευση, και η ανα
Καπιταλισμός-Ρατσισμός-Εντροπία 33
ξιόπιστη εργατική της ενέργεια αποβλήθηκε από το σύστημα των μισθών. Τώρα αυτοί οι εργάτες ανακυκλώνονται σαν καύσιμο χαμηλό σε οκτάνια στα εργαστήρια μαύρης δουλειάς, τα οποία επιφέρουν την τελική περιττωματική προσβολή στα κέντρα των πόλεων - τις σκατοδουλειές.
Όλα αυτά, ακολουθώντας άλλες προσαρμογές που επέβαλλε η ιστορία της δουλείας και κατόπιν η συνεχής, κτηνώδης καταπίεση της φτώχειας και των διακρίσεων που ακολούθησαν, επέτρεψαν τις λευκές προβολές σε μια περιορισμένη βάση της πραγματικότητας - την υλοποιημένη αρρώστεια-επιθυμία για την οποία μίλησα προηγουμένως. Για να καταλάβουμε αυτήν την ιδέα, ας σκεφτούμε το επουλωμένο πρόσωπο μιας γυναίκας, που διαδοχικά χτυπήματα της έχουν αφήσει λυγισμένη μύτη, ουλές στο πρόσωπο και σπασμένες φλέβες. Ας σκεφτούμε επίσης ότι (κάτι που γίνεται κατανοητό) η συνηθισμένη της έκφραση είναι πικρία και οργή. Ας σκεφτούμε τότε αυτήν τη γυναίκα να αναγκάζεται απ’ αυτόν που τη χτύπησε να φορά μια ημιδιαφανή μάσκα, η οποία αλλόκοτα μεγαλοποιεί κάθε τραύμα της, ώστε να δημιουργεί μια γελοία και εκφοβιστική καρικατούρα, εξαλείφοντας την ομορφιά και τη δύναμη που παραμένουν κάτω από τα σημάδια.
Ένα παράδειγμα αυτής της γελοιογραφικής ημιπραγματικότητας είναι τα δίκτυα των μαύρων διευρυμένων οικογενειών, όπου τα παιδιά συχνότερα απ’ ότι εκείνα των λευκών μεγαλώνουν από συγγενείς και όχι από τους φυσικούς γονείς, και όπου οι πατεράδες (υποθετικά) λείπουν περισσότερο. Αυτή η διαφορά ρουτινιάρικα διογκώνεται από τις ρατσιστικές δημαγωγίες, ξεκινώντας από τον φιλελεύθερο Daniel Patrick Moynihan, και φτάνοντας στην ανεύθυνη, έκφυλη «παθολογία» της μάυρης οικογένειας, υπεύθυνη για τις περισσότερες αρρώστειες της «υπόταξης». Έπειτα, καθώς παρόμοιες μορφές πα- ρατεταμένης οικονομικής εξάρθρωσης, ανασφάλειας και απελπισίας χτυπούν τα μέλη της λευκής εργατικής τάξης, η οικογενειακή δομή τους και οι μέθοδοι ανατροφής των παιδιών τους έχουν αρχίσει να αλλάζουν με τον ίδιο τρόπο (υπάρχουν στα -σίγουρα περισσότεροι λευκοί... μπαμπάδες απ’ ότι μαύροι). Ακόμη περισσότερο, οι «παθολόγοι» σχολιαστές λίγα λένε για την προφανή οικογενειακή αφοσίω
34 Η Κατεργασία των Κοπράνων
ση και πίστη των μαύρων εναλλακτικών μορφών ανατροφής όπως οι θείες και οι γιαγιάδες6.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το υψηλότερο ποσοστό εγκληματικότητας ανάμεσα στους Μαύρους, που οι ίδιοι απολογητές βεβαιώνουν ότι αποτελεί μέρος της «παθολογίας της υπο-τάξης»' μια πιο λογική εξήγηση είναι η ετοιμόρροπη δημόσια εκπαίδευση που παρέχεται στους κατοίκους των μητροπολιτικών κέντρων και τα καταστροφικά επίπεδα της ανεργίας που αντιμετωπίζουν οι νεαροί μαύροι άνδρες (Στο αποκορύφωμα του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’60, σ’ ένα κύμα ελπίδας και κοινωνικής αλληλεγγύης, το έγκλημα έπεσε περισσότερο από το μισό σε πολλές μαύρες κοινότητες).
Τόσο η έλλειψη πατέρα και η μητριαρχική μαύρη οικογένεια, όσο και η μαύρη εγκληματικότητα, αποτελούν τις πρώτες ύλες για αναρίθμητες κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικά σώου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 25 χρόνων, αυτό που ο Ishmael Reed σωστά αποκαλεί «διασκέδαση της μαύρης παθολογίας». Αυτός είναι ο τρόπος που ανακυκλώνονται από το κεφάλαιο η εντροπία της φτώχειας και η εντροπία του εγκλήματος, με τη μορφή της κοινωνικής και ιδεολογικής τρομοκρατίας. Η αναγέννηση της εικόνας του αδίστακτου, κοινωνικο-παθολογικού μαύρου εγκληματία, αποδείχθηκε ένας σίγουρος τρόπος για την οικοδόμηση μιας συμμαχίας ανάμεσα στους λευκούς εργαζόμενους και τους εκμεταλλευτές τους, ώστε να εξαλειφθεί η πιθανότητα μιας διαφυλετικής ταξικής συμμαχίας. Τα μπάτσικα σώου της «αλήθειας» με τη συμμετοχή του κοινού, όπως π.χ. «Τα Πλέον Καταζητούμενα Άτομα της Αμερικής», όπου οι θεατές λειτουργούν ως χαφιέδες υποτιθέμενων εγκληματιών, προωθούν την κάθετη ταύτιση με το Κράτος και την αστυνομία. Η δίκη των μπάτσων του Λος Άντζελες, που βασίστηκε σε νεγροφοβι- κή και αυταρχική ανάγνωση του βίντεο του ξυλοδαρμού του Ρόντνυ Κινγκ, μπορεί να ειδωθεί ως η επέκταση αυτών των σώου στο δικαστήριο. Στην τελετουργία της αργής κίνησης που χρησιμοποίησε η κατηγορούσα αρχή, η βία συνεχώς ελαττωνόταν, μέχρι που φτάσαμε στο σημείο να εξαλειφθεί η βιαιότητα των μπάτσων και να αντικατα- σταθεί, ως δια μαγείας, από την απειλή των κινήσεων του Κινγκ.
ΚαΜίαΑκφός-Ρατ^σμός-Εηροπία 35
Συμπέρασμα: Γαμήσχε τα Σκατά
Όπου είναι ορατό ένα περιθώριο κέρδους ή κάποιο πολιτικό όφελος, ο καπιταλισμός προσπαθεί να επαναπορροφήσει ή να ανακυκλώσει την ενέργεια που δεν διατίθεται προς εργασία. Οι βιομηχανίες εκκαθάρισης των απωλειών της ανακύκλωσης και της μόλυνσης είναι τα πιο φανερά παραδείγματα, αλλά οι τρόποι με τους οποίους οι αποκλίνουσες υποκουλτούρες «ανακυκλώνονται» σε εμπορευματι- κή μόδα, είναι πιθανόν πιο σημαντικές οικονομικά. Όταν η ανακύκλωση δεν φαίνεται επιθυμητή, ο καπιταλισμός κάνει το καλύτερο δυνατό ώστε η ενέργεια να μη χρησιμεύει σε οποιοδήποτε εναλλακτικό σύστημα ή τάξη - δηλαδή, μια τάξη πέρα από τα κυκλώματα της εταιρικής εξουσίας και της αξίας του χρήματος. Αυτή η τάση είναι ορατή σε χιλιάδες μικρές και μεγάλες πράξεις σπατάλης, από το σκίσιμο εξωφύλλων απούλητων βιβλίων, έως την καταστροίφή «υ- περπροσφοράς» αγροτικών προϊόντων, τα οποία θα μπορούσαν να ταίσουν χιλιάδες πεινασμένους ανθρώπους.
Η μοναδική και πιο επικίνδυνη μορφή εντροπίας για τον καπιταλισμό, είναι η εκτεταμένη, οργανωμένη εξέγερση, που τυπικά προ- καλείται (και προκαλεί) από μια οικονομική και πολιτική κρίση. Αλλά ακόμη κι αυτή η ενέργεια μπορεί να τιθασσευτεί, αν η εσωτερική της οργάνωση και κλίμακα δεν υπερβαίνει τους όρους των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Ο μακρύς και πικρός αγώνας των μισθωτών σκλάβων του 19ου αιώνα για τη μείωση της εργάσιμης μέρας, έδωσε ένα μεγάλο κίνητρο στον μηχανισμό, ο οποίος με τη σειρά του έκανε δυνατό το άνοιγμα τεράστιων νέων αγορών, και, αναμφίβολα, βοήθησε στην επιβίωση του συστήματος για έναν ακόμη αιώνα. Παρομοίως, η ανάσχεση των βιομηχανικών εξεγέρσεων της δεκαετίας του ’30 μέσω του συνδικαλισμού της CIO, έφερε την πειθαρχία στον χώρο δουλειάς που χρειαζόταν για την παραγωγή των προϊόντων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και για τη με- τέπειτα εφαρμογή του φορντιστικού ιδεώδους, στο οποίο η ένταση της εργασίας και οι περισσότερες ώρες ανταλλάχθηκαν με αυξήσεις των μισθών.
Η περίπτωση της μαύρης εξέγερσης του ’60 και του ’70 είναι πιο σύνθετη. Σε κάποιο βαθμό, η αμερικάνικη καπιταλιστική τάξη ήταν
36 Η Κατεργασία των Κοπράνων
ικανή να καναλιζάρει την εξεγερτική ενέργεια σε ένα θέαμα «ίσων ευκαιριών» και ανεκτικότητας, οικοδομημένο πάνω στη νομοθεσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πέρασε ανάμεσα στα 1959 και 1975, με επιπρόσθετη χρήση της εικόνας του Δρ Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζ. Αλλά αυτό το θέαμα κρύβει μια φαύλη αν και πολιτικά χρήσιμη διαίρεση του αφροαμερικάνικου πληθυσμού, σε εργαζόμενους της «μεσαίας τάξης» από τη μια και φτωχούς των «γκέττο» από την άλλη, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι ακόμη μισθωτοί, αλλά με πολύ χαμηλώτερους μισθούς. Επίσης, βέβαια, χρήμα, βγαίνει από την αναβίωση της μαύρης εθνικιστικής ιδεολογίας ανάμεσα σε γκρουπ της ραπ όπως οι Public Enemy. Αλλά τελικά είναι η δεύτερη τάση που επικράτησε: για να μην προσφέρονται οι περισ- σεύουμενοι Αφροαμερικανοί προλετάριοι σε οποιαδήποτε άλλη τάξη, τους παραχωρούνται κοινωνικές συνθήκες τόσο αφόρητες, ώστε να καταστρέφονται μόνοι τους συλλογικά μέσω των ναρκωτικών, του αλκοολισμού, των ψυχώσεων, της υπέρτασης, της αλληλοεξο- ντωτικής βίας και της φυλάκισης. Τόσο η επιτυχία όσο και τα όρια αυτής της στρατηγικής, μπορούν να φανούν στην εξέγερση του Λ.Α.
Όπως από καιρό έχουν επισημάνει διάφοροι μαύροι ριζοσπάστες, η μεταχείριση εκ μέρους του συστήματος των μαύρων ανθρώπων είναι η ακραία περίπτωση - και ένα έδαφος πειραματισμού - αυτού που κάνει σ’ όλους μας, και αυτού που κάνει σ’ όλους τους εργαζόμενους για γενεές ολόκληρες. Αντιστρόφως, οι Αφροαμερικα- νοί μας δίνουν αμέτρητα λαμπρά παραδείγματα τού πώς οι άνθρωποι μπορούν να ανακυκλώσουν τα σκατά που τους πετούν, σε μια εναλλακτική τάξη προς όφελος των ίδιων, με τη μορφή του λόγου, της τέχνης και μιας στρατηγικής. Η μη απορροφήσιμη, ζωντανή, πλούσια, φτωχή, κατεστραμμένη, επιβιώνουσα παρουσία της αφρικανικής Αμερικής, μας υπενθυμίζει σταθερά ότι ο καπιταλισμός ε- ξαρτάται για την καθημερινή διαιώνισή του από την αποκτήνωση των ανθρώπων με κάθε κατανοητό τρόπο - και ότι αυτή η αποκτήνωση μπορεί να αντιμετωπισθεί. Η κεντρική κτηνωδία του καπιταλισμού συνίσταται στον εξαναγκασμό των ανθρώπων να επιλέγουν ανάμεσα στο να παραδώσουν τις ζωές τους σ’ ένα εργαλείο αποβλάκωσης και καταστροφής του σώματος, ή να ψαχουλεύουν για αποφάγια, σαν τις γάτες, στους σωρούς των σκουπιδιών. Αυτή την επι-
Καπιχαλισμός-Ρατσισμός-Εντροπία 37
λογή συνεχίζει να ενισχύει η Αστυνομική Διεύθυνση του Λος Άντζελες (κι όλα τα συγγενή της σώματα), και αυτήν την επιλογή πρέπει ν’ αρνηθούμε συλλογικά.
Πώς μπορούμε να την αρνηθούμε; Η ιστορία των μαύρων ανθρώπων των Ε.Π.Α. διδάσκει επίσης τους Ευρωαμερικανούς, ότι η λευκότητά τους δεν είναι μια «εθνότητα», αλλά μια κατηγορία κυριαρχίας κι ένας μηχανισμός άρνησης' μ’ άλλα λόγια, ότι είναι κενή πέρα από τη δύναμη και την ξεχασιά. Αυτή η ξεχασιά στην πραγματικότητα ευνοεί τους λίγους που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας, και πρέπει να αναπαράγεται από μια σταθερή χιονοθύελλα «λευκού θορύβου» στα μαζικά μέσα, όπως επίσης και από οποιον- δήποτε μηχανισμό γεωγραφικού, εκπαιδευτικού και οικονομικού διαχωρισμού, μπορεί ν’ αντέξει το σύστημα. Οποτεδήποτε αρχίζει να καταρρέει η λευκότητα, όπως συνέβη τη δεκαετία του ’60, προβάλλει ένας κίνδυνος για το σύστημα, αφού τείνουν να εμφανιστούν νέες μορφές τάξης, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης εργασίας και της άμεσης διεκδίκησης των συλλογικών αναγκών. Οι νεολαίοι «λευκοί» με τα αναποδογυρισμένα τους καπέλλα του μπέιζμπωλ και τα μακριά σορτς, που έτρεχαν μανιωδώς στους δρόμους μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας της δίκης, και σι οποίοι πανηγυρικά λεηλατούσαν σουπερμάρκετ από κοινού με τους μαύρους και ισπα- νόφωνους γείτονές τους, προς το παρόν έπαψαν να είναι Λευκοί. Για μένα είναι μια πηγή υπερηφάνειας και ελπίδας, ένα έμβλημα της γόνιμης αταξίας που έρχεται.
Σημειώσεις
1. Βλέπε χο εξαίρετο ντοκουμέντο του Marlon Riggs «Εθνικές Σημειώσεις», για μια δυναμική εισαγωγή στο ζήτημα των στερεοτύπων.
2. Η βιόσφαιρα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τεράστιος ιστός ανακυκλωμένων βρόχων, με κέντρο τα εργοστάσια που ανακυκλώνουν, μέσω της φωτοσύνθεσης, το διοξείδιο του άνθρακα που υπάρχει στην ατμόσφαιρα. Η κύρια μορφή με την οποία η εντροπία πετιέται από τη βιόσφαιρα, είναι θερμή ακτινοβολία προς το διάστημα.
3. Μόλις τριάντα χρόνια πριν, όπως επισημαίνει η Micaela DiLeonar- do, οι σοφολογιώτατοι και οι κοινωνιολόγοι περιέγραφαν τους ιταλοαμε- ρικανούς εργάτες, περίπου με τους ίδιους όρους που σήμερα περιγράφουν τους Αφρο-Αμερικανούς.
38 Η Κατεργασία των Κοπράνων
4. Αυτό μπορεί να μοιάζει αντιφατικό εν σχέσει με ότι είπα προηγουμένως για τη λευκή συσσωρευτική κουλτούρα' στην πραγματικότητα το επιβεβαιώνει. Σ’ ολόκληρη την Αμερική, οι ανοιχτόχρωμες ελίτ που μπορούν να θεωρηθούν σαν «γνήσιες» ευρωπαϊκές, επιθυμούν σε βαθμό υστερίας και με κάθε τρόπο, να διαχωρισθούν από τη σκουρότητα' ο αρνητικός αυτοπροσδιορισμός χους ως μη-μαύροι, είναι μέρος της μιγάδι- κης εμπειρίας, παρόμοιος, δυστυχώς, με την επιθυμία των Μαύρων της μεσαίας τάξης για αφομοίωση.
5. Έλεγξε παραδείγματος χάριν το τραγούδι του Chuck Berry, «Too Much Monkey Business».
6. Η υπόθεση «Murphy Brown» είναι διδακτική. Οι υστερικοί συντηρητικοί όπως ο Dan Quayle, αντιμετώπισαν την τάση για οικογένειες ενός γονέα και με την απουσία πατέρα, σαν μια μόλυνση που ξεπηδάει από τις ακαθαρσίες της μαύρης υπόταξης. Μερικοί φιλελεύθεροι, ακόμη και «φεμινιστές» σχολιαστές, από την άλλη, διαχώρισαν τους «υπεύθυνους» λευκούς γονείς της λευκής ανώτερης-μεοαίας τάξης (όπως η φανταστική Murphy Brown του σήριαλ), από χους ανεύθυνους, παθολογικά προβληματικούς της υποτάξης, που πολλαπλασιάζονται εις βάρος των φορολογουμένων. Προφανώς το να είσαι γονιός είναι ένα ακόμη δικαίωμα, που όπως τα περισσότερα στις Ε.Π.Α., μόνο το χρήμα μπορεί ν’ αγοράσει.
Το κείμενο του Adam Cornford πρωτοδημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό Processed World, τεύχος 30, Χειμώνας '92- Ανοιξη 1993. Όπως λέει ο συγγραφέας, «αυτό το δοκίμιο αφιερώνεται στην ελπίδα, πως αν υπάρχει μεταθάναχον ζωή, ο Daniel Moynihan, ο Mickey Kaus, και οι υπόλοιποι δημαγωγοί της παθολογίας της μαύρης υπο-τάξης, θα την περάσουν ζώντας με τα επιδόματα της πρόνοιας, ψάχνοντας να βρουν δουλειά και προσπαθώντας ν’ αποφύγουν το ξυλοκόπημα ή τις σφαίρες της αστυνομίας». Η βασική ιδέα του κειμένου του Cornford είναι ότι η καπιταλιστική συσσώρευση στον ένα πόλο της παράγει την τάξη, ενώ στον άλλο την εντροπία, ή για να το πούμε αλλιώς, οτον ένα πόλο έχουμε τα οργανωμένα κόπρανα (το κεφάλαιο) και στον άλλο τα μη οργανωμένα κόπρανα (τη μιζέρια και τη μόλυνση). Η συμβολική απεικόνιση του πλούτου ως κοπράνων, είναι το βρώμικο μυστικό της λευκής, πατριαρχικής, καπιταλιστικής κουλτούρας. Ο Cornford ξεκινά από την εποχή της της μαζικής μεταφοράς σκλάβων στην Αμερική, και περνώντας μέσα από τον φορντισμό, το ρατσισμό, τη μαζική κουλτούρα που οικειοποιήθηκε τη μουσική των Μαύρων, την αμφισβήτηση της δεκαετίας του ’60 και τη νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση τα χρόνια της δεκαετίας του ’80, φτάνει στη σημερινή εποχή, με την κρίση των μητροπόλεων και την εξέγερση του Λος Άντζελες. Και όλα αυτά κάτω από το πρίσμα της κοινωνικής εντροπίας, αγαπημένο θέμα των αμερικανών αναρχικών τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια.
Οι εκδότες