Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την...

77
Σειρά εκλαϊκευτικών άρθρων Ριζοσπάστη για την Πολιτική Οικονομία

description

Πολιτική οικονομία, άρθρα του Ριζοσπάστη συγκεντρωμένα και βιβλιοδετημένα.

Transcript of Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την...

Page 1: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

Σειρά εκλαϊκευτικών άρθρων Ριζοσπάστη για την Πολιτική

Οικονομία

Page 2: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 2 -

Πίνακας περιεχομένων

1) Η παραγωγή των υλικών αγαθών κύριος όρος ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας ........................ - 3 -

2) Παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής ................................................................................ - 6 -

3) Οι οικονομικοί νόμοι ανάπτυξης της κοινωνίας και ο αντικειμενικός τους χαρακτήρας .................. - 9 -

4) Το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας ........................................................................................ - 13 -

5) Η εμφάνιση και ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής........................................................... - 17 -

6) Το χρήμα: Σύντομη ιστορική αναδρομή ........................................................................................... - 22 -

7) Οι λειτουργίες του χρήματος - ο νόμος της αξίας ............................................................................ - 24 -

8) Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο - Η εργατική δύναμη ...................................................... - 27 -

9) Οι ιδιότητες της εργατικής δύναμης ................................................................................................ - 30 -

10) Το κεφάλαιο ..................................................................................................................................... - 32 -

11) Η υπεραξία ....................................................................................................................................... - 34 -

12) Ο μισθός της εργασίας στον καπιταλισμό........................................................................................ - 37 -

13) Οι βασικές μορφές του μισθού εργασίας ........................................................................................ - 40 -

14) Η καπιταλιστική αναπαραγωγή ........................................................................................................ - 43 -

15) Η σύνθεση του κεφαλαίου - Ο σχετικός υπερπληθυσμός ............................................................... - 45 -

16) Ο γενικός νόμος και η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης............................................ - 47 -

17) Η κυκλική κίνηση του κεφαλαίου ........................................................................................................ - 50 -

18) Η περιστροφή του κεφαλαίου ............................................................................................................ - 53 -

19) Μέθοδες επιτάχυνσης της περιστροφής του κεφαλαίου .................................................................... - 56 -

20) Το καπιταλιστικό κέρδος ...................................................................................................................... - 58 -

21) Ο νόμος για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ....................................................................... - 61 -

22) Η αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου ...................................................................................... - 63 -

23) Η απλή και διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου ...................................................................... - 65 -

24) Οι οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής ............................................................................................. - 67 -

25) Η δυνατότητα και η πραγματικότητα των οικονομικών κρίσεων «υπερπαραγωγής» ........................ - 70 -

26) Oι μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης στο μηχανισμό των οικονομικών κρίσεων ................. - 73 -

27) Οι επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων και η διέξοδος .................................................................... - 76 -

Page 3: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 3 -

1) Η παραγωγή των υλικών αγαθών κύριος όρος ύπαρξης της

ανθρώπινης κοινωνίας

Από σήμερα αρχίζουμε τη δημοσίευση μιας σειράς άρθρων πάνω σε ζητήματα Πολιτικής

Οικονομίας.

Η ανθρώπινη κοινωνία είναι ένα ειδικό κομμάτι του υλικού κόσμου, που υποτάσσεται

στους δικούς της νόμους ύπαρξης και ανάπτυξης. Ο άνθρωπος δε δημιουργήθηκε από

κάποια μυστηριώδη, υπερφυσική δύναμη, αλλά προήλθε από το ζωικό βασίλειο και γι'

αυτό είναι μέρος της φύσης, ανώτερο γέννημά της. Είναι πολύ μακρινός ο δρόμος που

πέρασε η ανθρωπότητα από τα πρωτόγονα πέτρινα εργαλεία έως τις πολύπλοκες γιγάντιες

σύγχρονες μηχανές, από τους αρχαίους οικισμούς και τα χωριά με τις καλύβες έως τις

σημερινές μεγάλες πόλεις, από τις νομαδικές μικρές κοινότητες των αγρίων έως τα μεγάλα

έθνη, από τις φτωχές γνώσεις της ανθρωπότητας έως τη σημερινή βαθιά διείσδυση στα

μυστικά της φύσης. Βασική και καθοριστική δύναμη της ανοδικής ανάπτυξης της

κοινωνίας από την πρωτόγονη εποχή έως τις μέρες μας είναι η εργασία, η υλική

παραγωγή.

Η παραγωγή υλικών αγαθών είναι ο κύριος, ο αποφασιστικός όρος της ανθρώπινης

ζωής. Για να ζήσουν οι άνθρωποι πρέπει να έχουν τροφή, ενδυμασία, κατοικία, θέρμανση

κλπ. Και για να έχουν μέσα ύπαρξης, πρέπει να τα παράγουν. Οποιαδήποτε κοινωνία θα

εξαφανιζόταν, αν σταματούσε την εργασία έστω και για λίγες βδομάδες.

Οι άνθρωποι ξεχώρισαν από το ζωικό κόσμο και εξασφάλισαν επιτυχίες στην

κυριαρχία πάνω στις δυνάμεις της φύσης και στην ανάπτυξη του πολιτισμού ακριβώς

χάρη στην παραγωγή υλικών αγαθών.Τα ζώα, τρώγοντας φυτά ή άλλα ζώα,

χρησιμοποιούν ως μέσα ύπαρξης αυτά που βρίσκουν έτοιμα στη φύση. Γι' αυτό τα ζώα

βρίσκονται σε πλήρη εξάρτηση από τη γύρω φύση. Οι αλλαγές στο ζωικό κόσμο, αν δεν

εκδηλωνόταν η μεταμορφωτική επίδραση των ανθρώπων, θα γίνονταν μόνον από τις

αυθόρμητες βιολογικές λειτουργίες, κάτω από την επίδραση των αλλαγών των φυσικών όρων

ύπαρξης των ζώων. Ο άνθρωπος δεν προσαρμόζεται παθητικά στη φύση, αλλά επιδρά

ενεργά σ' αυτή, με την εργασία υποτάσσει τις δυνάμεις της φύσης και τις χρησιμοποιεί

για τους σκοπούς του. Οι άνθρωποι μεταμορφώνουν τα υλικά της φύσης, φτιάχνουν

από αυτά εργαλεία εργασίας και μέσα για την ύπαρξή τους. Γι' αυτό ο άνθρωπος

διαφέρει ριζικά από τα ζώα.

Η Πολιτική Οικονομία είναι ένα από τα τρία συστατικά του μαρξισμού-λενινισμού. Η

ονομασία «Πολιτική Οικονομία» μπήκε στην επιστημονική χρήση από τον Γάλλο επιστήμονα

Α. Μονγκρετιέν το 1615 στο βιβλίο του «Πραγματεία Πολιτικής Οικονομίας».

Ο όρος αυτός δημιουργήθηκε από τις ελληνικές λέξεις «πόλις», «οίκος» και «νόμος» και

σημαίνουν «Νόμοι Κρατικής Διαχείρισης».

Η Πολιτική Οικονομία ανήκει στις κοινωνικές επιστήμες και μελετάει τη σπουδαιότερη πλευρά

της ανθρώπινης κοινωνίας, την οικονομική της ζωή.

Βάση της ζωής της κοινωνίας είναι η υλική παραγωγή. Για να ζήσουν οι άνθρωποι

πρέπει να έχουν τροφή, ρούχα, στέγαση και άλλα υλικά αγαθά. Για να τα έχουν όλα

αυτά οι άνθρωποι πρέπει να τα παράγουν. Γιατί, όπως δεν μπορούν να παύσουν να

καταναλώνουν υλικά αγαθά, έτσι δεν μπορούν και να σταματήσουν να τα παράγουν.

Page 4: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 4 -

Ομως, είναι γνωστό πως η φύση δε δίνει έτοιμα όλα όσα είναι απαραίτητα για την

ικανοποίηση των αναγκών των ανθρώπων. Γι' αυτό οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να

επενεργούν αδιάκοπα πάνω στα υλικά της φύσης και να τα μετατρέπουν σε προϊόντα,

που τους είναι απαραίτητα. Ετσι, οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να έρχονται σε μια

συνεχή σχέση με τη φύση. Η παραγωγή είναι πάντα η σχέση των ανθρώπων με τη

φύση.

Σ' αυτή τη σχέση με τη φύση οι άνθρωποι δεν παράγουν τα υλικά αγαθά ένας ένας,

δηλαδή παλεύουν με τη φύση από κοινού, κατά ομάδες, κατά κοινωνίες.

Συνεπώς, πάντα και σε όλες τις συνθήκες η παραγωγή είναι κοινωνική παραγωγή και

η εργασία είναι δραστηριότητα του κοινωνικού ανθρώπου.

Το προτσές της παραγωγής των υλικών αγαθών προϋποθέτει τους παρακάτω παράγοντες:

1. Την εργασία

2. Το αντικείμενο της εργασίας

3. Τα μέσα παραγωγής.

Η εργασία

Η εργασία είναι η σκόπιμη δραστηριότητα, με την οποία ο άνθρωπος προσαρμόζει τα

αντικείμενα της φύσης και τα κάνει κατάλληλα για την ικανοποίηση των αναγκών του.

«Η εργασία - γράφει ο Κ. Μαρξ - είναι πρώτα ένα προτσές ανάμεσα στον άνθρωπο και στη

φύση, όπου ο άνθρωπος, με τη δική του πράξη, μεσολαβεί, ρυθμίζει και ελέγχει την

ανταλλαγή της ύλης ανάμεσα στον εαυτό του και στη φύση»1.

Η εργασία είναι ουσιαστικά απόκτημα του ανθρώπου και έχει δυο διακριτικά:

Πρώτο: Η εργασία του ανθρώπου αποτελεί δράση, η οποία αποβλέπει στην

εκπλήρωση ενός εκ των προτέρων καθορισμένου σκοπού.

Η εργατική δραστηριότητα των ανθρώπων, όταν συγκρίνεται επιφανειακά με την «εργασία»

μερικών ζώων, π.χ., των μυρμηγκιών, μελισσών, πουλιών, φαίνεται σαν να μοιάζει με αυτήν.

Στην ουσία, όμως, η εργασία του ανθρώπου και η «εργασία» των ζώων διαφέρουν ριζικά

μεταξύ τους. Η «εργασία» των ζώων κατευθύνεται από το ένστικτο, ενώ η εργασία του

ανθρώπου αποτελεί πάντα μια λογική, συνειδητή και σκόπιμη δραστηριότητα.

Ο εργάτης προτού αρχίσει την εργασία του, βάζει μέσα του ένα συγκεκριμένο σκοπό,

καταστρώνει με το μυαλό του το σχέδιο των ενεργειών του, ελέγχει με τη βοήθεια του μυαλού

τις κινήσεις των οργάνων του, των χεριών και των ποδιών του, συγκρίνει τα αποτελέσματα

της εργασίας με το ιδεατό πρότυπο, που είχε πλάσει προηγούμενα στο κεφάλι του.

«Η αράχνη κάνει δουλιές που μοιάζουν με αυτές που κάνει ο υφαντής και η μέλισσα με το

κτίσιμο των κυττάρων της κερήθρας της ντροπιάζει καμπόσους ανθρώπους-αρχιτέκτονες.

Αυτό όμως που ξεχωρίζει από τα πριν το χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα

είναι ότι έχει κιόλας φτιάξει το κύτταρο στο κεφάλι του, προτού το φτιάξει στο κερί»2.

Στο τέλος του προτσές της εργασίας προκύπτει ένα αποτέλεσμα, που υπήρχε κιόλας

από την αρχή στην παράσταση του εργάτη, δηλαδή υπήρχε κιόλας ιδεατά. Ο εργάτης

Page 5: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 5 -

δεν πετυχαίνει μονάχα μια αλλαγή της μορφής του φυσικού, πραγματοποιεί ταυτόχρονα στο

φυσικό στοιχείο το σκοπό του, έναν σκοπό που καθορίζει ως νόμος τον τρόπο και το είδος

της ενέργειάς του και που σε αυτόν πρέπει να υποτάξει τη θέλησή του.

Δεύτερο, η εργασία του ανθρώπου συνδέεται απαραίτητα με την παραγωγή εργαλείων.

Αυτό είναι μια άλλη καθοριστικής σημασίας ιδιομορφία της ανθρώπινης εργασίας και έγκειται

στο γεγονός, ότι οι άνθρωποι δημιουργούν και χρησιμοποιούν για την παραγωγή προϊόντων

τα εργαλεία εργασίας.

Είναι αλήθεια, πως ορισμένα είδη ζώων χρησιμοποιούν στις ενέργειές τους φυσικά

αντικείμενα, π.χ., ο ελέφαντας ξεριζώνει ένα κλαδί και το κουνάει πέρα-δώθε. Ο πίθηκος

αρπάζει ένα ξύλο ή μια πέτρα και αμύνεται με αυτή στους εχθρούς του. Κανένα, όμως, από τα

ζώα δε δημιουργεί εργαλεία εργασίας. Και το κυριότερο είναι ότι οι πρωτόγονες μορφές της

τυχαίας χρησιμοποίησης από τα ζώα ορισμένων φυσικών αντικειμένων ως εργαλείων δεν

έχουν καμιά σημασία για την ανάπτυξή τους.

Αλλά η ανάπτυξη των εργαλείων είναι αποφασιστική δύναμη για την κοινωνική

πρόοδο.

«Οι οικονομικές εποχές - γράφει ο Κ. Μαρξ - ξεχωρίζουν η μια από την άλλη όχι από το

τι φτιάχνεται, αλλά από το πώς και με τι μέσα εργασίας φτιάχνεται»3.

Σχετικά με τη σημασία και το ρόλο της εργασίας για την ανάπτυξη του ανθρώπου, ο Φρ.

Ενγκελς γράφει:

«Ο ρόλος της εργασίας στη μεταμόρφωση του πιθήκου σε άνθρωπο είναι η βασική, η

πρώτη προϋπόθεση κάθε ανθρώπινης ζωής και σε τέτοιο βαθμό, που από μια άποψη

μάς κάνει να πούμε: Η εργασία δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο»4.

1. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 190.

2. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 191.

3. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 193.

4. Φρ. Ενγκελς, Αρθρα και μελέτες, τ. Α΄, Απαντα, τόμ. 9, σελ. 9, εκδόσεις «Μπάϋρον».

Page 6: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 6 -

2) Παραγωγικές δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στο γεγονός ότι η «παραγωγή των υλικών

αγαθών είναι ο κύριος όρος ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας» και στην «εργασία»,

ως τον πρώτο παράγοντα της διαδικασίας της παραγωγής. Σήμερα θα συνεχίσουμε με τον

άλλο παράγοντα αυτής της διαδικασίας, τα μέσα παραγωγής. Στο προηγούμενο επίσης

άρθρο αναφέραμε εκ παραδρομής ως παράγοντα τα αντικείμενα εργασίας. Αυτά, μαζί με

τα μέσα εργασίας συμπεριλαμβάνονται στα «μέσα παραγωγής».

Αντικείμενα εργασίας Αντικείμενο εργασίας είναι κάθε τι προς το οποίο κατευθύνεται η εργασία του

ανθρώπου.

«Ολα τα πράγματα, που η εργασία απλώς τα αποσπάει από την άμεση σχέση τους με το

γήινο σύνολο, είναι αντικείμενα εργασίας, που υπάρχουν από τη φύση»1. Π.χ. το δέντρο, που

κόβουν στο δάσος ή το μετάλλευμα που βγάζουν από τα σπλάχνα της γης.

Ενα άλλο μέρος των αντικειμένων εργασίας υποβάλλονται σε μια προκαταρκτική κατεργασία

και ονομάζονται πρώτες ύλες ή ακατέργαστα υλικά.

«Οταν το αντικείμενο εργασίας έχει (...) περάσει και φιλτραριστεί από προηγούμενη

εργασία το ονομάζουμε πρώτη ύλη».2 Π.χ. το μετάλλευμα στο μεταλλουργικό εργοστάσιο ή

το βαμβάκι στο κλωστήριο κλπ.

Μέσα εργασίας Τα μέσα εργασίας είναι όλα τα πράγματα με τη βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος

επιδρά στη φύση και προσαρμόζει τα αντικείμενά της για να τα καταναλώσει.

«Το μέσο εργασίας - γράφει ο Κ. Μαρξ - είναι ένα πράγμα ή σύνολο από πράγματα, που

ο εργάτης τα παρεμβάλλει ανάμεσα στον εαυτό του και στο αντικείμενο της εργασίας

και που χρησιμεύουν σαν αγωγοί της δραστηριότητάς του πάνω σ' αυτό το

αντικείμενο»3.

Στα μέσα εργασίας ανήκουν πριν απ' όλα τα εργαλεία παραγωγής, καθώς και η γη, τα

κτίρια παραγωγής, οι δρόμοι, οι διώρυγες, οι αποθήκες κλπ.

Η γη: α) Σαν μέσο εργασίας - όταν χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια των αγροτικών

προϊόντων, β) Σαν αντικείμενο εργασίας - όταν φτιάχνουμε τούβλα, κεραμίδια κλπ.

Ανάμεσα στα μέσα εργασίας ο καθοριστικός ρόλος ανήκει στα εργαλεία παραγωγής (ο

Μαρξ τα αποκάλεσε παραστατικά σύστημα οστών και μυώνων της παραγωγής).

Στα εργαλεία παραγωγής συμπεριλαμβάνονται τα πολυποίκιλα εργαλεία, που

χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασία του, από τα χοντροκομμένα πέτρινα εργαλεία

των πρωτόγονων ανθρώπων ως τις σύγχρονες μηχανές.

Το επίπεδο ανάπτυξης των εργαλείων παραγωγής αποτελεί το μέτρο της εξουσίας της

κοινωνίας πάνω στη φύση, το μέτρο της ανάπτυξης της παραγωγής.

Page 7: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 7 -

Μέσα παραγωγής Τα μέσα παραγωγής είναι:

α) τα αντικείμενα εργασίας και

β) τα μέσα εργασίας, με τη βοήθεια των οποίων οι άνθρωποι παράγουν τα πράγματα που

τους είναι αναγκαία.

Τα μέσα παραγωγής, όμως, αυτά καθαυτά, έξω από την ένωσή τους με την εργατική

δύναμη, αποτελούν μόνο ένα σωρό από νεκρά πράγματα. Για να μπορεί να αρχίσει το

προτσές της εργασίας πρέπει η εργατική δύναμη να ενωθεί με τα εργαλεία. Εργατική δύναμη Η εργατική δύναμη (ΕΔ) είναι η ικανότητα του ανθρώπου για εργασία. Είναι το σύνολο

των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου, που χάρη σε αυτές είναι

σε θέση να παράγει υλικά αγαθά.

Η ΕΔ είναι το ενεργητικό στοιχείο της παραγωγής, βάζει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής.

Γι' αυτό αποφασιστική δύναμη της παραγωγής είναι ο άνθρωπος. Οι άνθρωποι όχι μόνο

χρησιμοποιούν τα μέσα παραγωγής, αλλά και τα δημιουργούν.

Οι άνθρωποι, που είναι ικανοί για εργασία και βάζουν σε κίνηση τα μέσα παραγωγής

αποτελούν το κύριο στοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων.

«Η πρώτη παραγωγική δύναμη όλης της ανθρωπότητας - γράφει ο Λένιν - είναι ο

εργάτης, ο εργαζόμενος»4.

Παραγωγικές δυνάμεις Τα μέσα παραγωγής, που με τη βοήθειά τους παράγονται τα υλικά αγαθά, οι

άνθρωποι (η εργατική τους δύναμη), που τα βάζουν σε κίνηση αυτά τα μέσα παραγωγής

και πραγματοποιούν την παραγωγή των υλικών αγαθών, χάρη σε μια ορισμένη παραγωγική

πείρα και τριβή στη δουλειά, αποτελούν τις παραγωγικές δυνάμεις.

Οι παραγωγικές δυνάμεις εκφράζουν τη σχέση των ανθρώπων προς τα αντικείμενα και τις

δυνάμεις της φύσης, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των υλικών αγαθών.

Σχέσεις παραγωγής Ωστόσο, «μέσα στην παραγωγή οι άνθρωποι δεν επενεργούν μονάχα πάνω στη φύση,

μα και ο ένας πάνω στον άλλο. Παράγουν μονάχα ενεργώντας κατά ένα ορισμένο τρόπο

από κοινού και ανταλλάσσοντας αμοιβαία τις δραστηριότητες τους. Για να παράγουν

έρχονται σε ορισμένες σχέσεις και συνάφειες μεταξύ τους και μονάχα μέσα σ' αυτές τις

κοινωνικές σχέσεις και συνάφειες συντελείται η επενέργειά τους πάνω στη φύση,

συντελείται η παραγωγή...»5.

Στο προτσές της παραγωγής οι άνθρωποι έρχονται αναπόφευκτα και ανεξάρτητα από τη

θέλησή τους σε καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους, οι οποίες ονομάζονται

σχέσεις παραγωγής ή οικονομικές σχέσεις.

Page 8: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 8 -

«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες,

αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις, σε σχέσεις παραγωγής που

αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους

δυνάμεων»6.

Ο χαρακτήρας των σχέσεων παραγωγής εξαρτιέται από τούτο: ποιανού ιδιοκτησία

είναι τα μέσα παραγωγής (η γη, τα δάση, τα νερά, το υπέδαφος, οι πρώτες ύλες, τα

εργαλεία παραγωγής, τα μέσα συγκοινωνίας και διαβιβάσεων κλπ.) - είναι ιδιοκτησία

μεμονωμένων ατόμων, κοινωνικών ομάδων ή τάξεων, που χρησιμοποιούν αυτά τα

μέσα για να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους ή είναι ιδιοκτησία της κοινωνίας, που

σκοπός της είναι να ικανοποιεί τις υλικές και πολιτιστικές ανάγκες των λαϊκών μαζών,

όλης της κοινωνίας.

Η κατάσταση των σχέσεων παραγωγής δείχνει πού διανέμονται ανάμεσα στα μέλη της

κοινωνίας τα μέσα παραγωγής, συνεπώς και τα υλικά αγαθά, που παράγουν οι

άνθρωποι.

Η παραγωγή, η διανομή, η ανταλλαγή και η κατανάλωση αποτελούν μια ενότητα, όπου

ο καθοριστικός ρόλος ανήκει στην παραγωγή.

Ετσι, τη βάση των σχέσεων παραγωγής την αποτελεί μια καθορισμένη μορφή

ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Οι σχέσεις παραγωγής καθορίζουν και τις

αντίστοιχες σχέσεις διανομής. Η διανομή είναι συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην παραγωγή

και στην κατανάλωση.

Η κατανομή των παραγμένων αντικειμένων ατομικής κατανάλωσης εξαρτιέται από την

κατανομή των μέσων παραγωγής.

Στην καπιταλιστική κοινωνία τα μέσα παραγωγής είναι ατομική ιδιοκτησία και γι' αυτό και τα προϊόντα της εργασίας ανήκουν στους καπιταλιστές.

Οι εργάτες δεν έχουν μέσα παραγωγής και για να μην πεθάνουν από την πείνα είναι

υποχρεωμένοι να δουλεύουν για τους κεφαλαιοκράτες, που ιδιοποιούνται τα προϊόντα

της εργασίας των εργατών.

Στη σοσιαλιστική κοινωνία τα μέσα παραγωγής είναι κοινωνική ιδιοκτησία. Γι' αυτό και

τα προϊόντα της εργασίας ανήκουν στους ίδιους τους εργαζόμενους.

1.Κ.Μαρξ,«Το Κεφάλαιο», τομ. 1, σελ. 191.

2.Κ.Μαρξ,«Το Κεφάλαιο», τομ. 1, σελ. 192.

3.Κ.Μαρξ,«Το Κεφάλαιο», τομ. 1, σελ. 192.

4.Β.Ι.Λένιν, «Απαντα», τ. 38, σελ. 359.

5.Κ.Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τομ. 1, σελ. 88.

6. Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, «Διαλεχτά Εργα», τομ. 1, σελ. 424.

Page 9: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 9 -

3) Οι οικονομικοί νόμοι ανάπτυξης της κοινωνίας και ο

αντικειμενικός τους χαρακτήρας

Είναι αναμφισβήτητο πως η προλεταριακή πολιτική οικονομία μελετάει την ουσία των νόμων,

τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτοί εμφανίζονται, το μηχανισμό λειτουργίας και τους

τρόπους χρησιμοποίησής τους στην πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων.

Η θεωρία μας εξετάζει τους νόμους της φύσης και της κοινωνίας σαν αντανάκλαση των

αντικειμενικών εξελίξεων, που συντελούνται έξω και ανεξάρτητα από τη θέληση των

ανθρώπων. Οι άνθρωποι μπορούν να ανακαλύψουν αυτούς τους νόμους, να τους

γνωρίσουν, να τους μελετήσουν, να τους υπολογίσουν στη δράση τους και να τους

χρησιμοποιήσουν για το συμφέρον της κοινωνίας. Δεν μπορούν, όμως, να τους αλλάξουν ή

να τους καταργήσουν. Ακόμα περισσότερο δεν μπορούν να τους διαμορφώσουν ή να

δημιουργήσουν καινούριους νόμους της επιστήμης.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι τα αποτελέσματα της δράσης των νόμων της φύσης, τα

αποτελέσματα της δράσης των δυνάμεων της φύσης είναι γενικά αναπόφευκτα, ότι οι

καταστροφικές ενέργειες των δυνάμεων της φύσης συμβαίνουν παντού και πάντοτε με μια

δύναμη αυτόματη και αδυσώπητη, που δεν υποτάσσεται στην αντίδραση των ανθρώπων;

Οχι, δε σημαίνει. Αν εξαιρέσουμε τα αστρονομικά, τα γεωλογικά και μερικά άλλα ανάλογα

φαινόμενα, όπου οι άνθρωποι, αν και γνώρισαν τους νόμους της ανάπτυξής τους, όμως, είναι

πραγματικά ανίσχυροι να επενεργήσουν σε αυτά, σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι δεν

είναι καθόλου ανίσχυροι, με την έννοια ότι έχουν τη δυνατότητα να επενεργήσουν πάνω στα

φαινόμενα της φύσης.

Σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις οι άνθρωποι γνωρίζοντας τους νόμους της φύσης,

υπολογίζοντάς τους και βασιζόμενοι πάνω σε αυτούς, εφαρμόζοντάς τους και

χρησιμοποιώντας τους επιδέξια, μπορούν να περιορίσουν τη σφαίρα της ενέργειάς τους, να

δώσουν στις καταστροφικές δυνάμεις της φύσης άλλη κατεύθυνση, να τις χρησιμοποιήσουν

προς όφελος της κοινωνίας. Τέτοια είναι η περίπτωση της αντιμετώπισης του ξεχειλίσματος

των μεγάλων ποταμών από τις πλημμύρες και η αξιοποίηση των ωφέλιμων δυνάμεων του

νερού για το καλό της κοινωνίας.

Παρόμοιες είναι και οι περιπτώσεις με τον ηλεκτρισμό του κεραυνού και της πυρκαγιάς.

«Μια ανάλογη εικόνα θα έχουμε αν δούμε τη διαφορά ανάμεσα στην καταστροφική δύναμη

του ηλεκτρισμού που έχει φορέα του τον κεραυνό της καταιγίδας και του δαμασμένου, του

διευθυνόμενου ηλεκτρισμού, του τηλέγραφου ή του ηλεκτρικού λαμπτήρα ή αν δούμε τη

διαφορά ανάμεσα στην πυρκαγιά και στη φωτιά που δρα στην υπηρεσία του ανθρώπου».1

Μήπως αυτό σημαίνει ότι έτσι οι άνθρωποι καταργούν τους νόμους της φύσης, τους νόμους

της επιστήμης, ότι έφτιαξαν καινούριους νόμους της φύσης και της επιστήμης; Οχι, βέβαια.

Η πραγματικότητα είναι πως όλη αυτή η διαδικασία της αποτροπής της καταστροφικής

δράσης των δυνάμεων της φύσης, του νερού και της χρησιμοποίησής τους για το συμφέρον

της κοινωνίας, γίνεται δίχως την οποιαδήποτε παραβίαση, αλλαγή είτε εκμηδένιση των νόμων

της επιστήμης, χωρίς τη δημιουργία καινούριων νόμων της επιστήμης. Αντίθετα, όλη αυτή η

διαδικασία πραγματοποιείται σε πλήρη συμφωνία με τους νόμους της φύσης, τους νόμους

της επιστήμης, γιατί μια οποιαδήποτε παραβίαση των νόμων της φύσης, ακόμα και η

Page 10: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 10 -

παραμικρότερη καταστροφή τους θα οδηγούσε μονάχα στην ανατροπή των πραγμάτων, στην

αποτυχία της διαδικασίας αυτής.2

Το ίδιο ισχύει και για τους οικονομικούς νόμους.

Οικονομικός νόμος είναι η υπάρχουσα σταθερή και συνεχώς επαναλαμβανόμενη

ουσιαστική σχέση και αλληλεξάρτηση των φαινομένων, γεγονότων και προτσές της

οικονομικής ζωής, που εκφράζουν διάφορες μορφές και πλευρές των δοσμένων

σχέσεων παραγωγής.

Οπως οι νόμοι της φύσης έτσι και οι οικονομικοί νόμοι έχουν αντικειμενικό

χαρακτήρα, γιατί αντικειμενικές είναι και οι σχέσεις παραγωγής, που πάνω στη βάση

τους εμφανίστηκαν και δρουν οι νόμοι αυτοί.

Είναι αντανάκλαση των αντικειμενικών εξελίξεων που πραγματοποιούνται έξω και

ανεξάρτητα από τη βούληση -ακόμα και όταν αυτό γίνεται συνειδητά- των ανθρώπων,

αν και εκδηλώνονται διαμέσου της δραστηριότητας των τελευταίων.

Στις συνθήκες του καπιταλισμού τέτοιοι νόμοι είναι: Ο βασικός οικονομικός νόμος του

καπιταλισμού, δηλαδή ο νόμος της υπεραξίας, ο γενικός νόμος της καπιταλιστικής

συσσώρευσης, ο νόμος της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, του συναγωνισμού

και της αναρχίας της παραγωγής, ο νόμος της αξίας κ.ά.

Οι άνθρωποι μπορούν να ανακαλύψουν αυτούς τους νόμους, να τους γνωρίσουν, να τους

μελετήσουν, να τους υπολογίσουν στη δράση τους και να τους χρησιμοποιήσουν κάτω από

ορισμένες συνθήκες για το συμφέρον της κοινωνικής προόδου. Δεν μπορούν, όμως, να τους

αλλάξουν ή να τους καταργήσουν. Ακόμα περισσότερο δεν μπορούν να τους διαμορφώσουν

ή να δημιουργήσουν καινούριους νόμους της επιστήμης.

Ο αντικειμενικός αυτός χαρακτήρας των οικονομικών νόμων δε σημαίνει καθόλου πως

οι άνθρωποι είναι τάχα ανίσχυροι απέναντί τους.

Μια τέτοια φετιχοποίηση των οικονομικών νόμων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα

και οδηγεί αναπόφευκτα στις θέσεις της θεωρίας του αυτόματου και αυθόρμητου χαρακτήρα

της αλλαγής της κοινωνίας και το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

«Οι κοινωνικές δυνάμεις - γράφει ο Φρ. Ενγκελς - δρουν ακριβώς όπως και οι δυνάμεις της

φύσης: τυφλά, βίαια, καταστροφικά, εφ' όσον δεν τις γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να τις

προβλέψουμε... Οταν όμως κατανοήσουμε τη φύση τους, τότε μπορούν στα χέρια των

συνενωμένων παραγωγών, από τυραννικοί δεσπότες να μεταβληθούν σε πρόθυμους

υπηρέτες».3

Η τυφλή λατρεία τους σαν κάτι το μοιραίο, το αναπόφευκτο, αποθαρρύνει τους

ανθρώπους, δεσμεύει την πρωτοβουλία τους, τη δημιουργικότητά τους, καταδικάζει

τους ανθρώπους στην αδράνεια, υποβιβάζει τη σημασία της επαναστατικής θεωρίας

και δράσης.

Το ζήτημα για τον αντικειμενικό χαρακτήρα των οικονομικών νόμων έχει αποφασιστική

σημασία για την οικονομική επιστήμη. Η άρνηση του αντικειμενικού χαρακτήρα των

οικονομικών νόμων ανοίγει κατ' ευθείαν το δρόμο προς τον υποκειμενισμό και τον

Page 11: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 11 -

ιδεαλισμό. Οδηγεί στην άρνηση της επιστημονικής γνώσης των οικονομικών φαινομένων και

προτσές, κάνει εξ αντικειμένου αδύνατη την επεξεργασία και την εφαρμογή μιας επιστημονικά

θεμελιωμένης οικονομικής πολιτικής, γεννά το βολονταρισμό και τον τυχοδιωκτισμό στην

πολιτική γενικά και στην οικονομική πολιτική ιδιαίτερα.

Σε διάκριση από τους νόμους της φύσης, οι οικονομικοί νόμοι, τουλάχιστον στην

πλειοψηφία τους, ενεργούν στη διάρκεια μόνο ενός κοινωνικοοικονομικού

συστήματος και μετά παραχωρούν τη θέση τους σε νέους νόμους. Ομως, οι νόμοι

αυτοί δεν καταστρέφονται, αλλά χάνουν την ισχύ τους χάρη στις νέες οικονομικές

συνθήκες και αποχωρούν από το προσκήνιο, για να αφήσουν τόπο στους νέους νόμους που

δε δημιουργούνται από τη θέληση των ανθρώπων, αλλά ξεπροβάλλουν πάνω στη βάση των

νέων οικονομικών συνθηκών.

Στις ταξικές κοινωνίες, η χρησιμοποίηση των οικονομικών νόμων αποκτά ταξικό

χαρακτήρα.

Στις συνθήκες του καπιταλισμού, η εργατική τάξη χρησιμοποιεί τους οικονομικούς νόμους για

το συμφέρον της σοσιαλιστικής επανάστασης, για το πέρασμα στον κομμουνισμό, όταν η

αστική τάξη αντιστέκεται σε αυτό και τους χρησιμοποιεί για να εδραιώσει τον καπιταλισμό.

Η κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας καθορίζει τον αυθόρμητο χαρακτήρα της δράσης

των οικονομικών νόμων του καπιταλισμού. Η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής,

χωρίζει τους ανθρώπους. Οι οικονομικοί νόμοι ανοίγουν το δρόμο τους μέσα από μια σειρά

τυχαίων γεγονότων.

Στις συνθήκες του σοσιαλισμού η κοινωνική ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής

συνενώνει τους ανθρώπους, τους δίνει τη δυνατότητα, κατά την έκφραση του Ενγκελς, να

γίνουν αφεντικά των ίδιων των σχέσεών τους, των ίδιων των κοινωνικών τους ενεργειών. Γι'

αυτό στο σοσιαλισμό οι οικονομικοί νόμοι εκδηλώνονται στη συνειδητή και

στοχοπροσηλωμένη δράση των ανθρώπων.

Μερικοί αναφέρονται στο «Αντι-Ντύρινγκ» του Ενγκελς, στη διατύπωσή του για το ότι με την

κατάργηση του καπιταλισμού και με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής οι

άνθρωποι θα αποκτήσουν εξουσία πάνω στα μέσα παραγωγής τους, θα ελευθερωθούν από

το ζυγό των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων, θα γίνουν «κυρίαρχοι» της κοινωνικής τους

ζωής. Ο Ενγκελς ονομάζει αυτή την ελευθερία «γνώση της αναγκαιότητας».4 Αλλά τι

μπορεί να σημαίνει «γνώση της αναγκαιότητας»;

Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι γνωρίζοντας τους αντικειμενικούς νόμους («με την

αναγκαιότητα») θα τους εφαρμόσουν εντελώς συνειδητά για το συμφέρον της

κοινωνίας.

Η συνειδητή μεθοδική χρησιμοποίηση των οικονομικών νόμων προς το συμφέρον

ολόκληρης της κοινωνίας είναι δυνατή μόνο στο σοσιαλισμό.

Page 12: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 12 -

Γι' αυτό ακριβώς ο Ενγκελς γράφει:

«Οι νόμοι, που διέπουν τη δική τους δραστηριότητα και που ως τώρα ορθώνονταν απέναντί

τους σαν ξένοι, σαν φυσικοί νόμοι και που τους καταδυνάστευαν, τώρα οι ίδιοι αυτοί νόμοι θα

εφαρμόζονται από τους ίδιους τους ανθρώπους, που θα τους γνωρίζουν ως το βάθος και έτσι

θα κυριαρχούν πάνω σε αυτούς. Οι ως τώρα ξένες αντικειμενικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν

πάνω στην ιστορία, μπαίνουν κάτω από τον έλεγχο των ανθρώπων. Μόνο από δω και πέρα

οι άνθρωποι θα δημιουργούν συνειδητά την ιστορία τους, μόνο από δω και πέρα τα κοινωνικά

ελατήρια, που οι ίδιοι θα βάζουν σε κίνηση, θα φέρνουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, τα

προσδοκώμενα αποτελέσματα, θα πρόκειται για ένα άλμα της ανθρωπότητας από το

βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας».5

1. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», εκδ. «Αναγνωστίδης», σελ. 415.

2. Β. Ι. Στάλιν: «Οικονομικά Προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ». Εκδ. 1953, σελ. 4-5.

3. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 415.

4. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 171, εκδ. «Αναγνωστίδης».

5. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 420-421, εκδ. «Αναγνωστίδης».

Page 13: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 13 -

4) Το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στους οικονομικούς νόμους ανάπτυξης της

κοινωνίας και στον αντικειμενικό τους χαρακτήρα. Σχετικά με το ίδιο θέμα θέλουμε να

συμπληρώσουμε τα εξής:

Σύμφωνα με την άποψη της αστικής πολιτικής οικονομίας, οι οικονομικοί νόμοι δρουν

περίπου με τον ίδιο τρόπο, όπως και οι νόμοι της φύσης.

Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Παρά το γεγονός ότι και οι νόμοι της φύσης

και της κοινωνίας έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, ωστόσο οι οικονομικοί νόμοι

διαφέρουν από τους νόμους της φύσης:

1. Γιατί έχουν ιστορικά μεταβατικό χαρακτήρα. Δεν είναι μακροχρόνιοι.

2. Γιατί έχουν ταξικό χαρακτήρα. Η δράση τους θίγει άμεσα και καίρια τα συμφέροντα των

κοινωνικών τάξεων και ομάδων.

3. Γιατί, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, όπου η ανακάλυψη και η εφαρμογή ενός

καινούριου νόμου γίνεται περισσότερο ή λιγότερο ομαλά, στον οικονομικό τομέα η

ανακάλυψη και εφαρμογή ενός καινούριου νόμου που προσβάλλει τα συμφέροντα των

παλιών τάξεων της κοινωνίας συναντά την πιο ισχυρή και λυσσαλέα αντίδραση από

μέρους αυτών των δυνάμεων.

«Στην περιοχή της πολιτικής οικονομίας -υπογραμμίζει ο Κ. Μαρξ - η ελεύθερη

επιστημονική έρευνα δεν αντιμετωπίζει μονάχα τον ίδιο εχθρό που αντιμετωπίζει και σε όλες

τις άλλες περιοχές. Η ιδιόμορφη φύση της ύλης που πραγματεύεται, προκαλεί ενάντιά

της στο πεδίο της μάχης τα πιο βίαια, μικροπρεπή και μισητά πάθη της ανθρώπινης

ψυχής, τις μαινάδες του ατομικού συμφέροντος»1.

4. Γιατί οι οικονομικοί νόμοι, σε αντίθεση με τους νόμους της φύσης, δρουν μέσω της

δραστηριότητας των ανθρώπων που, στους ταξικούς και ανταγωνιστικούς

κοινωνικούς σχηματισμούς, εκδηλώνονται με τις διάφορες μορφές της ταξικής πάλης.

Να γιατί ο Μαρξ και ο Ενγκελς σημείωναν:

«Για τους κομμουνιστές το ζήτημα είναι να επαναστατικοποιήσουν τον κόσμο που υπάρχει,

να εξεγερθούν ενάντια στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και να τον αλλάξουν»2.

Μετά απ' αυτά συνεχίζουμε με το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας, το τι μελετά σαν

επιστήμη.

Η παραγωγή έχει την τεχνική και την κοινωνική της πλευρά.

Την τεχνική πλευρά της παραγωγής τη μελετούν οι φυσικές επιστήμες: φυσική, χημεία,

μεταλλουργία, μηχανουργία, γεωπονία, κ.λπ.

Η πολιτική οικονομία μελετάει την κοινωνική πλευρά της παραγωγής - τις κοινωνικο-

οικονομικές σχέσεις, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων.

Page 14: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 14 -

Αυτές οι σχέσεις παραγωγής αποτελούνται από το σύνολο των σχέσεων που

υπάρχουν στην παραγωγή, κατανομή, ανταλλαγή και κατανάλωση.

Η προλεταριακή πολιτική οικονομία δεν πραγματεύεται πράγματα αλλά σχέσεις

μεταξύ των ανθρώπων και -σε τελευταία ανάλυση- τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών

τάξεων και στρωμάτων. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι πάντα στενά δεμένες

με πράγματα και εμφανίζονται σαν πράγματα.

«Η πολιτική οικονομία δεν ασχολείται καθόλου με την "παραγωγή", αλλά με τις κοινωνικές

σχέσεις των ανθρώπων στην παραγωγή, με το κοινωνικό καθεστώς της παραγωγής»3.

Η πολιτική οικονομία ερευνά το πώς συντελείται η εξέλιξη από τις κατώτερες βαθμίδες

ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής προς τις ανώτερες βαθμίδες της, πώς

εμφανίζονται, αναπτύσσονται και εξαφανίζονται τα κοινωνικά συστήματα, τα οποία

στηρίζονται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο: Αποκαλύπτει, δείχνει και

αποδείχνει πως όλη η πορεία της ιστορικής εξέλιξης δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη νίκη

του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, καθώς επίσης και τους οικονομικούς νόμους που

διέπουν τις διάφορες φάσεις της αναπαραγωγικής διαδικασίας.

Η πολιτική οικονομία είναι επιστήμη που μελετάει τις οικονομικές σχέσεις, τις σχέσεις

παραγωγής και τους νόμους που διέπουν την παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή και την

κατανάλωση των υλικών αγαθών στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης της ανθρώπινης

κοινωνίας, καθώς επίσης και τους τρόπους της χρησιμοποίησης αυτών των νόμων στην

πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων.

«Πολιτική οικονομία στην ευρύτερή της έννοια, είναι η επιστήμη των νόμων που διέπουν την

παραγωγή και την ανταλλαγή των υλικών μέσων ύπαρξης, μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία»4.

Η αστική πολιτική οικονομία δίνει διάφορους ορισμούς του αντικειμένου της πολιτικής

οικονομίας, που ουσιαστικά συγκαλύπτουν το κύριο τις σχέσεις παραγωγής, τις

ταξικές σχέσεις.

Η «ιστορική Σχολή» π.χ. έκανε απόπειρες να αλλάξει και το ίδιο το αντικείμενο της πολιτικής

οικονομίας. Ο Ρόσερ θεωρούσε την πολιτική οικονομία σαν επιστήμη που απασχολείται με

την «ΕΘΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», που περιγράφει διάφορες ιστορικές μορφές εθνικής οικονομίας

και που συμπεριλαμβάνει στο αντικείμενό της τους διάφορους κλάδους της οικονομίας.

Σήμερα, υπάρχει η τάση άρνησης του όρου «πολιτική οικονομία» και προσπάθεια να

αντικατασταθεί με την άμορφη ονομασία «οικονομική».

Ο Αμερικανός καθηγητής Π. Σάμουελσον απαριθμεί 5 από τους πιο διαδομένους ορισμούς

του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας και φτάνει στο συμπέρασμα ότι «κανένας από τους

ορισμούς του αντικειμένου της οικονομικής θεωρίας δεν μπορεί να είναι ακριβής, αλλά στην

ουσία δεν είναι καν αναγκαίος».

Page 15: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 15 -

Παραθέτουμε μερικούς από τους ορισμούς αυτούς:

1. Η οικονομική θεωρία είναι η επιστήμη σχετικά με τις μορφές δραστηριότητας που

συνδέονται με την ανταλλαγή και τις χρηματικές συναλλαγές ανάμεσα στους ανθρώπους...

3. Οικονομική θεωρία είναι η επιστήμη σχετικά με την καθημερινή επιχειρησιακή

δραστηριότητα των ανθρώπων, σχετικά με την από μέρους τους εξοικονόμηση των μέσων για

την ύπαρξή τους και την αξιοποίηση αυτών των μέσων.

4. Οικονομική θεωρία είναι η επιστήμη σχετικά με το πώς η ανθρωπότητα εκπληρώνει τις

υποχρεώσεις της παραγωγής.

5. Οικονομική θεωρία είναι η επιστήμη σχετικά με τον πλούτο.

Ο ίδιος ορίζει το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας ως εξής: «Οικονομική θεωρία είναι η

επιστήμη για τους σπανίζοντες πόρους που διαλέγουν οι άνθρωποι και η κοινωνία με την

πάροδο του χρόνου, με τη βοήθεια του χρήματος ή και χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος,

για την παραγωγή διαφόρων εμπορευμάτων και την κατανομή των εμπορευμάτων αυτών, με

σκοπό την κατανάλωση στο παρόν και στο μέλλον από τους ανθρώπους ή από ομάδες της

κοινωνίας».5

Η άποψη των Ελλήνων Οικονομολόγων είναι: «Το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας είναι

η επιστημονική μελέτη της ιστορικής εξέλιξης και λειτουργίας των θεσμών και μηχανισμών

που αποτελούν την οργάνωση της οικονομικής ζωής μιας κοινωνίας»6.

Η πολιτική οικονομία μελετάει τις σχέσεις παραγωγής στην αλληλοεπίδρασή τους με

τις παραγωγικές δυνάμεις. Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής στη

διαλεκτική ενότητά τους απαρτίζουν τον τρόπο παραγωγής.

Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι το πιο κινητό και το πιο επαναστατικό στοιχείο της

παραγωγής. Η ανάπτυξη της παραγωγής αρχίζει από τις αλλαγές στις παραγωγικές

δυνάμεις - πριν απ' όλα από την αλλαγή και την ανάπτυξη των εργαλείων παραγωγής και

έπειτα συντελούνται οι αντίστοιχες αλλαγές και στον τομέα των σχέσεων παραγωγής.

Οι σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων που αναπτύσσονται σε εξάρτηση από την

ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, επιδρούν με τη σειρά τους κι οι ίδιες με

ενεργό τρόπο στις παραγωγικές δυνάμεις.

Οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας μπορούν να αναπτύσσονται ανεμπόδιστα

μόνο στην περίπτωση που οι σχέσεις παραγωγής ανταποκρίνονται στην κατάσταση

των παραγωγικών δυνάμεων.

Σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής τους, οι παραγωγικές δυνάμεις ξεπερνούν τα

πλαίσια των δοσμένων σχέσεων παραγωγής και έρχονται σε αναντιστοιχία με αυτές.

Το αποτέλεσμα είναι οι παλιές σχέσεις παραγωγής να αντικαθίστανται αργά ή

γρήγορα από νέες σχέσεις παραγωγής, που ανταποκρίνονται στο φτασμένο επίπεδο

ανάπτυξης και στο χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας.

Οι υλικές προϋποθέσεις για την αντικατάσταση των παλιών σχέσεων παραγωγής από νέες

γεννιούνται και αναπτύσσονται μέσα στα σπλάχνα του παλιού σχηματισμού.

Page 16: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 16 -

Σε μια κοινωνία, που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και στην εκμετάλλευση

ανθρώπου από άνθρωπο, οι συγκρούσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και

στις σχέσεις παραγωγής εκδηλώνονται με την ταξική πάλη.

Η αντικατάσταση του παλιού τρόπου παραγωγής από το νέο τρόπο παραγωγής

πραγματοποιείται με κοινωνική επανάσταση.

Η πολιτική οικονομία είναι ιστορική επιστήμη. Ασχολείται με την υλική παραγωγή

στην ιστορικά καθορισμένη κοινωνική της μορφή, με τους οικονομικούς νόμους που

προσιδιάζουν στους αντίστοιχους τρόπους παραγωγής.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, σελ. 16.

2. Κ. Μαρξ & Φ. Ενγκελς: «Η Γερμανική Ιδεολογία», μέρος 1, σελ. 70.

3. Ε. Ι. Λένιν: «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», Απαντα, τ. 3, σελ. 52.

4. Φ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 219.

5. Π. Σάμουελσον: «Οικονομική», ρωσική μετάφραση από τα Αγγλικά 1964, σελ. 25. Πεντάτομο

Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου «Λομονόσοφ» της Μόσχας, τ. 1, σελ. 78.

6. «Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία», Αθήνα, 1977, σελ. 9.

Page 17: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 17 -

5) Η εμφάνιση και ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής

Η εμπορευματική παραγωγή δεν υπήρχε και δε θα υπάρχει πάντα. Θα πάψει να υπάρχει

μόνο στις συνθήκες της δεύτερης φάσης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.

Τα πρώτα έμβρυα της εμπορευματικής παραγωγής εμφανίζονται ακόμα κατά την περίοδο της

αποσύνθεσης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, δηλαδή πριν 7.000 χρόνια.

Η εμπορευματική παραγωγή υπήρχε και στη δουλοκτητική κοινωνία και στη φεουδαρχία. Σε

αυτά τα κοινωνικά συστήματα, όμως, η εμπορευματική παραγωγή δεν ήταν κυρίαρχη γιατί:

Πρώτο, η παραγωγή των εμπορευμάτων ήταν περιορισμένη, επειδή κυριαρχούσαν οι φυσικές

μορφές παραγωγής.

Δεύτερο, οι προκαπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής από την ίδια τους την εσωτερική

δομή, δεν απαιτούσαν τη μετατροπή των προϊόντων της εργασίας σε εμπορεύματα

και μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το αν υπήρχε ή όχι εμπορευματική

παραγωγή.

Τρίτο, στους προκαπιταλιστικούς κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς η εμπορευματική

μορφή των προϊόντων ήταν ένα ιδιόμορφο «ξένο σώμα», που δε βοηθούσε στο δυνάμωμά

τους.

Μόνο στον καπιταλισμό η εμπορευματική παραγωγή αποχτάει καθολικό χαρακτήρα.

Εδώ τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται. Αντικείμενο αγοραπωλησίας γίνεται και η

ίδια η εργατική δύναμη (ΕΔ) του ανθρώπου.

Το εμπόρευμα γίνεται «οικονομικό κύτταρο», ένα στοιχείο που είναι εσωτερικά

αναγκαίο για το καπιταλιστικό σύστημα και που χωρίς αυτό η εμφάνιση και η ύπαρξη του

καπιταλισμού είναι κατ' αρχήν αδύνατη.

Στο οικονομικό αυτό κύτταρο που λέγεται εμπόρευμα εμπεριέχονται τα κύρια χαρακτηριστικά

και οι αντιθέσεις του καπιταλισμού.

Αυτός είναι ο λόγος που ο Κ. Μαρξ γράφει: «Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο

κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας "τεράστιος σωρός

εμπορευμάτων" και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι' αυτό η

έρευνά μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος».1

Τι είναι εμπορευματική παραγωγή Η εμπορευματική παραγωγή είναι τέτοια μορφή οργάνωσης της παραγωγής, στην

οποία τα προϊόντα παράγονται όχι για την κατανάλωση από τον παραγωγό τους,

αλλά προορίζονται για την αγορά, για την πώληση.

Εδώ οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων εκδηλώνονται μέσω της ανταλλαγής των

εμπορευμάτων, διαμέσου της αγοράς.

Η μορφή της παραγωγής δεν μπορεί να διαλέγεται από τους ανθρώπους αυθαίρετα,

γιατί εξαρτάται από τις συνθήκες που διαμορφώνονται αντικειμενικά.

Page 18: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 18 -

Για την εμφάνιση και την ύπαρξη της εμπορευματικής παραγωγής απαιτείται ο

συνδυασμός δύο προϋποθέσεων:

Πρώτο, είναι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, σύμφωνα με τον οποίο οι διάφοροι παραγωγοί ειδικεύονται στην παραγωγή καθορισμένων ειδών.

Δεύτερο, είναι το οικονομικό ξεχώρισμα. Δηλαδή η εμφάνιση και η ύπαρξη της

ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της εργασίας.

Οι δύο τύποι της εμπορευματικής παραγωγής Υπάρχουν δύο τύποι εμπορευματικής παραγωγής: Α) Η ΜΙΚΡΗ εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται:

α) Στη μικρή ιδιοκτησία των ίδιων παραγωγών (αγροτών και βιοτεχνών).

β) Στην προσωπική εργασία των ίδιων των παραγωγών και των μελών των οικογενειών τους.

(Δηλαδή, δεν υπάρχει χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση ξένης εργασίας).

γ) Γίνεται για τη συντήρηση και την εξασφάλιση των ίδιων των παραγωγών και των

οικογενειών τους.

δ) Σε αυτή χρησιμοποιούνται χειρωνακτικά ή πολύ απλά μηχανικά μέσα παραγωγής.

ε) Αυτή είναι μικρή κομματιασμένη παραγωγή. Β. Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ εμπορευματική παραγωγή στηρίζεται: α) Στην ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία. β) Στη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση ξένης μισθωτής εργασίας των εργατών. γ) Γίνεται με σκοπό το κέρδος και τον πλουτισμό των καπιταλιστών. δ) Χρησιμοποιεί σύγχρονα μέσα παραγωγής. ε) Είναι μεγάλη μαζική παραγωγή.

ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ και των δύο τύπων εμπορευματικής παραγωγής είναι:

α) Στηρίζονται στην ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής.

β) Οι οικονομικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις γίνονται διά μέσου

της ανταλλαγής, έχουν στοιχειακό και άναρχο χαρακτήρα.

Το εμπόρευμα και οι ιδιότητές του Το κάθε πράγμα, το κάθε προϊόν από μόνο του δεν είναι εμπόρευμα.

Ενα πράγμα μπορεί να είναι αξία χρήσης, χωρίς να είναι αξία.

Αυτό γίνεται στην περίπτωση που ωφελεί τον άνθρωπο χωρίς τη μεσολάβηση της εργασίας.

Π.χ. τέτοια είναι ο αέρας, το παρθένο δάσος, τα φυσικά λιβάδια, οι φράουλες κλπ.

Page 19: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 19 -

Ενα πράγμα μπορεί να είναι ωφέλιμο και προϊόν της ανθρώπινης εργασίας χωρίς να είναι

εμπόρευμα. Π.χ. όταν ένας άνθρωπος ικανοποιεί τη δική του ανάγκη με το δικό του προϊόν

δημιουργεί αξία χρήσης, αλλά δε δημιουργεί εμπόρευμα.

Για να παράγει κανείς εμπόρευμα, δεν πρέπει να παράγει απλώς αξία χρήσης, αλλά

αξία χρήσης για άλλους, κοινωνική αξία χρήσης.

Και όχι απλώς για άλλους. Ο αγρότης του μεσαίωνα παρήγαγε το στάρι που έδινε στο

φεουδάρχη αφέντη και το στάρι της δεκάτης για τον παπά. Και όμως, ούτε το στάρι για το

φεουδάρχη του, ούτε το στάρι για τον παπά γινόταν εμπόρευμα επειδή παράγονταν για

άλλους.

Για να γίνει το προϊόν εμπόρευμα, πρέπει να μεταβιβαστεί μέσω της ανταλλαγής στον

άλλο, σε αυτόν που του χρησιμεύει σαν αξία χρήσης.

Τέλος, κανένα πράγμα δεν μπορεί να είναι αξία, χωρίς να είναι αντικείμενο χρήσης. Αν

είναι ανώφελο, τότε ανώφελη είναι και η εργασία που περιέχεται σε αυτό, δεν

υπολογίζεται σαν εργασία και γι' αυτό δεν αποτελεί αξία.

Σύμφωνα με το Φρ. Ενγκελς: «Αν κάποιος κατασκευάζει ένα πράγμα που δεν έχει καμιά

χρησιμότητα, δηλαδή αξία χρήσης για τους άλλους, τότε ολόκληρη η δύναμη που

κατανάλωσε δε δημιουργεί ούτε κόκκο αξία».2

Γι' αυτό: «Προτού τα εμπορεύματα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν σαν αξίες, πρέπει

να αποδείξουν ότι είναι αξίες χρήσης».3

Τι είναι το εμπόρευμα

«Το εμπόρευμα είναι πριν απ' όλα ένα εξωτερικό αντικείμενο, ένα πράγμα που με τις

ιδιότητές του ικανοποιεί οποιουδήποτε είδους ανθρώπινες ανάγκες».4

Ενα πράγμα για να είναι εμπόρευμα πρέπει να πληροί τους εξής όρους:

1. Να μπορεί να ικανοποιεί μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ανάγκη. 2. Να είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης εργασίας.

3. Το πράγμα αυτό να μην ικανοποιεί τις ανάγκες του ίδιου του παραγωγού του, αλλά

να προορίζεται για την αγορά, δηλαδή να ανταλλάσσεται με άλλα πράγματα, μέσω της

αγοραπωλησίας.

Κάθε εμπόρευμα έχει δύο ιδιότητες: Είναι αξία χρήσης και αξία.

Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ωφελιμότητα όμως αυτή δεν

κρέμεται στον αέρα. Καθορίζεται από τις ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος και δεν

υπάρχει χωρίς αυτό. Χάρη στις φυσικές, χημικές κλπ. ιδιότητές του το εμπόρευμα μπορεί να

ικανοποιεί τη μια ή την άλλη ανάγκη των ανθρώπων.

Στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής η αξία χρήσης αποτελεί το υλικό

περιεχόμενο του πλούτου, όποια κι αν είναι η κοινωνική μορφή του. Και δεύτερο, είναι

ο υλικός φορέας της αξίας του εμπορεύματος.

Page 20: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 20 -

Στην αγορά, στη διαδικασία της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, γίνεται φανερό ότι όλα τα

εμπορεύματα που διαφέρουν μεταξύ τους σαν αξίες χρήσης, έχουν κάποια κοινή

ιδιότητα που επιτρέπει στους ανθρώπους να εξισώσουν το ένα με το άλλο και να τα

ανταλλάσσουν σε καθορισμένες αναλογίες.

Σύμφωνα με τις αστικές θεωρίες οι αναλογίες αυτές καθορίζονται:

1. Από την προσφορά και ζήτηση. Μερικοί αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να

αποδείξουν ότι οι αναλογίες της ανταλλαγής των εμπορευμάτων εξηγούνται με την προσφορά

και τη ζήτηση.

Οι διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης ασκούν πραγματικά ουσιαστική επίδραση

στις αναλογίες της ανταλλαγής.

Οσο μεγαλύτερη είναι η ζήτηση ενός εμπορεύματος τόσο πιο ακριβά μπορεί ο κάτοχός του να

το πουλήσει στην αγορά.

Οι διακυμάνσεις μπορούν να εξηγήσουν μόνο την απόκλιση αυτών των αναλογιών,

από κάποιο μέσο-κανονικό επίπεδο, δεν είναι σε θέση να εξηγήσουν αυτό το ίδιο το

επίπεδο.

Η θεωρία αυτή δε δίνει απάντηση στο ερώτημα: πού στηρίζεται η ανταλλαγή στην

περίπτωση που η προσφορά και η ζήτηση εξισορροπούνται.

2. Από το βαθμό ωφελιμότητας. Σύμφωνα με μια άλλη αστική θεωρία οι αναλογίες της

ανταλλαγής των εμπορευμάτων εξηγούνται με το βαθμό ωφελιμότητας των

τελευταίων.

Αλλά η σύγκριση της ωφελιμότητας είναι δυνατή, μόνο όταν πρόκειται για ομοειδή ή

για αλληλοαναπληρωνόμενα προϊόντα. Στις άλλες περιπτώσεις δεν έχει κανένα νόημα.

Π.χ. Πώς μπορεί να συγκρίνει κανείς την ωφελιμότητα της υδραυλικής τουρμπίνας και του

ψυγείου.

Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει, γιατί τα δύο πράγματα έχουν εντελώς διαφορετικό προορισμό.

Από τα παραπάνω είναι ολοφάνερο ότι τα εμπορεύματα έχουν μόνο μια κοινή ιδιότητα ότι όλα

τους είναι προϊόντα της εργασίας των ανθρώπων.

Αυτό που δημιουργεί την αξία ενός εμπορεύματος είναι ακριβώς η εργασία που

ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους.

Επομένως, η αξία του εμπορεύματος είναι η ενσωματωμένη σε αυτό κοινωνική εργασία

των εμπορευματοπαραγωγών.

Η αξία δημιουργείται από την εργασία που ξοδεύεται σε όλα τα στάδια της παραγωγής

του εμπορεύματος.

Σαν αξίες χρήσης όλα τα εμπορεύματα είναι διαφορετικά, ενώ σαν αξίες είναι εντελώς

ομοιογενή, πράγμα που επιτρέπει στα εμπορεύματα να εξισώνονται το ένα με το άλλο

στην πορεία της ανταλλαγής.

Page 21: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 21 -

Κάθε εμπόρευμα είναι ένα αγαθό, ένα προϊόν, αλλά κάθε προϊόν και κάθε αγαθό δεν

είναι εμπόρευμα. Σε διάκριση από την αξία χρήσης, η αξία του εμπορεύματος δεν

περιέχει καθόλου φυσική ύλη, αλλά είναι μια καθαρά κοινωνική, οικονομική ιδιότητα

του εμπορεύματος.

Η αξία του εμπορεύματος εκδηλώνεται με την ανταλλακτική αξία, η οποία εκφράζει τις

αναλογίες στις οποίες ανταλλάσσονται τα προϊόντα.

Η αξία και η ανταλλακτική αξία συνδέονται στενά, αλλά δεν είναι ταυτόσημες. Η αξία

είναι η εσωτερική ιδιότητα, η ουσία του εμπορεύματος, ενώ η ανταλλακτική αξία είναι η

εξωτερική έκφραση της αξίας του. Η αξία είναι το περιεχόμενο και η ανταλλακτική αξία

η μορφή του εμπορεύματος.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», πρώτος τόμος, σελ. 49.

2. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 277, εκδ. Αναγνωστίδης.

3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 100.

4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο»,, τ. 1. σελ. 49.

Page 22: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 22 -

6) Το χρήμα: Σύντομη ιστορική αναδρομή

Οπως η εμπορευματική παραγωγή δεν υπήρχε πάντα ούτε θα υπάρχει πάντα, έτσι και το

χρήμα δεν υπήρχε και δε θα υπάρχει πάντα.

Για να εμφανιστεί το χρήμα έπρεπε η εμπορευματική παραγωγή και η ανταλλαγή να περάσει

μέσα από μια μακρόχρονη ιστορική διαδικασία.

Ετσι, στη μεγάλη αλυσίδα των εμπορευμάτων που έπαιζαν το ρόλο του εμπορεύματος -

ισοδύναμου, ο χρυσός είναι ο τελευταίος κρίκος.

Βαθμιαία ο χρυσός πήρε μια ιδιαίτερη θέση στον κόσμο των εμπορευμάτων. Αρχισε να παίζει

το ρόλο του εμπορεύματος - ισοδύναμου.

Τι είναι το εμπόρευμα - ισοδύναμο

Το εμπόρευμα που χρησιμοποιείται ως πρότυπο για την έκφραση της αξίας των

άλλων εμπορευμάτων, λέγεται εμπόρευμα - ισοδύναμο. Το εμπόρευμα - ισοδύναμο

στην αναπτυγμένη του μορφή είναι ακριβώς το χρήμα. Αλλά πριν εμφανιστεί το χρήμα,

το εμπόρευμα - ισοδύναμο πέρασε ένα μακρόχρονο ιστορικό προτσές.

Σε διάφορες εποχές οι διάφοροι λαοί χρησιμοποιούσαν σαν γενικό ισοδύναμο, τα ζώα, τα

δημητριακά, τα γουναρικά, τα μέταλλα, τα κοσμήματα κλπ.

Ορισμένες φορές χρησιμοποιούσαν σαν γενικό ισοδύναμο και ζωντανό εμπόρευμα, το δούλο,

όπου 1 δούλος ισοδυναμούσε με 5 ταύρους.

Τα ευγενή μέταλλα

Ο χρυσός δεν είναι από τη φύση του χρήμα. Εγινε τέτοιο στη διάρκεια ενός μακρόχρονου

ιστορικού προτσές ανάπτυξης της εμπορευματικής παραγωγής, της ανταλλαγής και των

μορφών της αξίας.

Η μακρόχρονη πείρα έδειξε ότι τα ευγενή μέταλλα είναι τα πιο κατάλληλα για τις ανάγκες της εμπορευματικής κυκλοφορίας, γιατί έχουν τις παρακάτω ιδιότητες:

Ομοιογένεια. Οποιο μέγεθος και να έχουν ποιοτικά δε διαφέρουν μεταξύ τους.

Φορητότητα. Μεγάλη συμπυκνωμένη αξία στο χρυσό που επιτρέπει τη διατήρηση και τη

μεταφορά από τόπο σε τόπο.

Διαιρετότητα. Μπορεί να διαιρεθεί σε πολλά κομμάτια χωρίς να χάνει μέρος του περιεχομένου

του.

Διατηρησιμότητα. Δεν οξειδώνεται και δε χάνει την αξία του.

Οι βασικές μορφές της αξίας του εμπορεύματος α) Απλή ή τυχαία μορφή. Αυτή συμβολίζεται ως εξής: Ε - Ε, (εμπόρευμα - εμπόρευμα).

Για παράδειγμα, 1 τσεκούρι είναι ίσο με 20 κιλά σιτάρι. Αυτή είναι η σχετική μορφή, ή η

ισοδύναμη μορφή.

Page 23: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 23 -

β) Ολική ή αναπτυγμένη μορφή. Η ανάπτυξη του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας

και ύστερα από τον πρώτο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, το ξεχώρισμα της

κτηνοτροφίας από τη γεωργία, οδήγησε στην εμφάνιση της ολικής μορφής του εμπορεύματος.

Για παράδειγμα, 1 πρόβατο είναι ίσο με 40 κιλά σιτάρι, ή με 2 τσεκούρια, ή με 3 γραμμάρια

χρυσού, κλπ. και μ' αυτή την αναλογία ανταλλάσσονται μεταξύ τους. Δηλαδή 40 κιλά σιτάρι

είναι ίσα με 2 τσεκούρια, κλπ. Εδώ δημιουργούνται δυσκολίες στην ανταλλαγή, αφού δεν

υπάρχει ακόμη ένα γενικό ισοδύναμο.

γ) Γενική μορφή. Με τον δεύτερο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, το ξεχώρισμα της

βιοτεχνίας από τη γεωργία γίνεται το πέρασμα στη γενική μορφή του εμπορεύματος, όπου

π.χ. 40 κιλά σιτάρι είναι ίσα με 1 πρόβατο, ή 20 μέτρα πανί είναι ίσα με 1 πρόβατο, ή 2

τσεκούρια είναι ίσα με 1 πρόβατο, ή 3 γραμμάρια χρυσού είναι ίσα με 1 πρόβατο, κλπ.

«Τα εμπορεύματα εκφράζουν τώρα τις αξίες τους: 1. Απλά, γιατί τις εκφράζουν με ένα μοναδικό εμπόρευμα. 2. Ενιαία, γιατί τις εκφράζουν με το ίδιο εμπόρευμα. 3. Η μορφή της αξίας τους είναι απλή και κοινή, και γι' αυτό γενική».

1

δ) Η πληθώρα των εμπορευμάτων ως γενικό ισοδύναμο ήρθε σε αντίθεση με τις

ανάγκες της αγοράς, που απαιτούσε το πέρασμα στη χρηματική μορφή τής αξίας: Ετσι

40 κιλά σιτάρι είναι ίσα με 3 γραμμάρια χρυσού, ή 20 μέτρα πανί είναι ίσα με 3 γραμμάρια

χρυσού ή 4 πρόβατα είναι ίσα με 3 γραμμάρια χρυσού ή 2 τσεκούρια είναι ίσα με 3 γραμμάρια

χρυσού κλπ.

Τώρα η αξία όλων των εμπορευμάτων εκφράζεται με την αξία χρήσης του χρυσού που έγινε

γενικό ισοδύναμο. Το χρήμα, επομένως, είναι το γενικό ισοδύναμο ανταλλαγής των

εμπορευμάτων στην αγορά.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 79.

Page 24: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 24 -

7) Οι λειτουργίες του χρήματος - ο νόμος της αξίας

Στην αναπτυγμένη εμπορευματική παραγωγή το χρήμα εκπληρώνει τις παρακάτω λειτουργίες:

Πρώτο, το χρήμα αποτελεί το μέτρο της αξίας όλων των εμπορευμάτων.

Αυτό σημαίνει ότι με το χρήμα μετριέται η αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων.

Το χρήμα παίζει αυτό το ρόλο, γιατί και το ίδιο είναι εμπόρευμα και έχει αξία.

Η αξία, εκφρασμένη σε χρήμα είναι η τιμή του εμπορεύματος. Π.χ. αν ένα κομμάτι ύφασμα ισούται με 10 γραμμάρια χρυσού, αυτά τα 10 γραμμάρια είναι η τιμή του εμπορεύματος.

Η αξία και η τιμή του εμπορεύματος δεν ταυτίζονται πάντα σε τόπο και χρόνο. Η τιμή πάντα κυμαίνεται γύρω από την αξία του εμπορεύματος, πάνω ή κάτω, ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση.

Η μονάδα του χρήματος και οι υποδιαιρέσεις της χρησιμεύουν σαν κλίμακα των τιμών.

Σαν μέτρο της αξίας το χρήμα μετρά την αξία των άλλων εμπορευμάτων.

Σαν κλίμακα των τιμών μετρά την ποσότητα του ίδιου του χρηματικού μετάλλου, δηλαδή του χρυσού.

Δεύτερο, το χρήμα χρησιμεύει σαν μέσο κυκλοφορίας. Με την εμφάνιση του χρήματος η

άμεση ανταλλαγή παραχώρησε τη θέση της στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων που συμβολίζεται ως Ε-Χ, (εμπόρευμα - χρήμα). Το χρήμα, μετά την πώληση του εμπορεύματος, ο εμπορευματοπαραγωγός το χρειάζεται για να αγοράσει άλλα εμπορεύματα. Ετσι έχουμε το συμβολισμό Χ-Ε. Και ολόκληρη αυτή η διαδικασία συμβολίζεται ως εξής: Ε-Χ-Ε.

Το χρήμα εδώ είναι μεσολαβητής στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων.

Η κυκλοφορία του χρήματος υποτάσσεται σε καθορισμένο νόμο - στο νόμο της κυκλοφορίας του χρήματος.

Ο νόμος αυτός εκφράζει την εξάρτηση της κυκλοφορίας του χρήματος από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ετσι έχουμε ΠΧ=AT. Οπου: Το ΠΧ είναι η ποσότητα του χρήματος, αναγκαία για την κυκλοφορία. To AT είναι το άθροισμα των τιμών των εμπορευμάτων που πουλιούνται στη δοσμένη περίοδο.

Οσο μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτων πουλιέται και όσο υψηλότερη είναι η τιμή τους, τόσο περισσότερο χρήμα απαιτείται για την κυκλοφορία.

Οσο γρηγορότερα κυκλοφορεί το χρήμα, όσο περισσότερα εμπορεύματα πραγματοποιεί η κάθε χρηματική μονάδα, τόσο λιγότερο χρήμα απαιτείται για την κυκλοφορία της ίδιας ποσότητας εμπορευμάτων.

Τρίτο, το χρήμα παίζει το ρόλο του μέσω της συσσώρευσης.

Οταν ένας εμπορευματοπαραγωγός πουλήσει το εμπόρευμά του και δεν αγοράσει άλλο εμπόρευμα, τότε το χρήμα αποσύρεται από την κυκλοφορία και συσσωρεύεται.

Η συσσώρευση υπαγορεύεται:

α) Από το συναγωνισμό.

β) Από την οικονομική αστάθεια και αβεβαιότητα.

Ο χρυσός είναι το πραγματικό μέσο συσσώρευσης. Στην πράξη γίνεται: και με τα μεταλλικά, και με τα χάρτινα σύμβολα.

Ο πλασματικός τους χαρακτήρας εκδηλώνεται τη στιγμή της υποτίμησης αυτών των συμβόλων.

Τέταρτο. Το χρήμα είναι μέσο πληρωμής.

Η λειτουργία αυτή του χρήματος συνδέεται με την πούληση των εμπορευμάτων με πίστωση.

Τον ίδιο ρόλο παίζει και στις πληρωμές που δε συνδέονται άμεσα με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, όπως είναι: πληρωμή μισθών πληρωμή φόρων, πληρωμή ενοικίων κλπ.

Πέμπτο, στις οικονομικές σχέσεις των χωρών το χρήμα παίζει το ρόλο του παγκόσμιου χρήματος.

Στο διεθνή στίβο το χρήμα παρουσιάζεται με την πρωταρχική, τη χρυσή του μορφή.

Με τη λειτουργία του παγκόσμιου χρήματος, ο χρυσός:

Page 25: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 25 -

α) Παίζει το ρόλο του γενικού μέσου πληρωμής, περνώντας από τη μια μεριά στην άλλη.

β) Χρησιμεύει σαν γενικό μέσο αγοράς, όταν πληρώνονται εισαγόμενα εμπορεύματα.

γ) Εμφανίζεται σαν γενική ενσάρκωση του κοινωνικού πλούτου, όταν παρέχονται δάνεια

στις άλλες χώρες, όταν πληρώνονται πολεμικές επανορθώσεις κλπ.

Τι είναι το χρήμα

Ακολουθώντας την ιστορική ανάπτυξη της ανταλλαγής και της μορφής της αξίας, ο Μαρξ για πρώτη φορά στην ιστορία της Πολιτικής Οικονομίας αποκαλύπτει το μυστικό του χρήματος και λύνει το πρόβλημα της ουσίας του.

Το χρήμα είναι εμπόρευμα, που εκφράζει την κοινωνική αφηρημένη εργασία, συνεπώς εκφράζει και τις σχέσεις παραγωγής των εμπορευματοπαραγωγών.

Ο χρυσός σαν εμπόρευμα, σαν μέταλλο έχει τη δική του αξία χρήσης, με την οποία ικανοποιεί ορισμένες τεχνικές ανάγκες (ιατρική κλπ.).

Σαν γενικό ισοδύναμο, σαν χρήμα, ο χρυσός ικανοποιεί την κοινωνική ανάγκη της εμπορευματικής παραγωγής - να εκφράζει την αξία όλων των εμπορευμάτων.

Αυτή η ιδιότητα του χρυσού σαν χρήματος είναι η δεύτερη, κοινωνική αξία χρήσης του.

Η αξία του χρυσού σαν χρήματος εκφράζεται στην αξία χρήσης των άλλων εμπορευμάτων.

Το χρήμα είναι: «εμπόρευμα όλων των εμπορευμάτων» (Κ. Μαρξ).

«Το χρήμα δεν έχει τιμή. Για να συμμετέχει σε αυτήν την ενιαία σχετική μορφή της αξίας των άλλων εμπορευμάτων, θα πρεπε ν' αναφερθεί στον ίδιο τον εαυτό του σαν προς το δικό του ισοδύναμο».

1

Η ουσία του χρήματος συνίσταται:

α) στο ότι είναι μέσο εμφάνισης της αξίας του κάθε εμπορεύματος,

β) στο ότι είναι αυθόρμητος υπολογιστής της κοινωνικής εργασίας των ατομικών παραγωγών,

γ) στο ότι κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες γίνεται μέσο εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Να γιατί στο χρήμα (στο χρυσό) εστιάζονται όλα τα νήματα των κοινωνικών σχέσεων. (Οπως γράφει ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη», το χρήμα είναι: «το μεγαλύτερο από όλα τα κακά του κόσμου, που έχει εξουσία»).

Ο νόμος της αξίας

Η εμπορευματική παραγωγή σαν μορφή οικονομίας υποτάσσεται στους δικούς της νόμους και πρώτα απ' όλα στο νόμο της αξίας.

Ο νόμος της αξίας απαιτεί ορισμένη ποσότητα εργασίας μιας μορφής να ανταλλάσσεται με την ίδια ποσότητα εργασίας άλλης μορφής.

Ο νόμος της αξίας συνίσταται στο ότι η ανταλλαγή των εμπορευμάτων συντελείται με βάση τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας.

Στην αναπτυγμένη εμπορευματική παραγωγή η ανταλλαγή των εμπορευμάτων γίνεται ανάλογα με τις τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά.

Ο νόμος της αξίας είναι ακριβώς ο νόμος του σχηματισμού των τιμών.

Στη βάση των τιμών βρίσκεται η αξία και σε τελευταία ανάλυση ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας.

Στον καπιταλισμό ο νόμος της αξίας είναι αυθόρμητος ρυθμιστής της οικονομίας.

Αυτό σημαίνει ότι:

Πρώτο, ο νόμος της αξίας παρακινεί (ενθαρρύνει) τους εμπορευματοπαραγωγούς να

τελειοποιούν τις μεθόδους παραγωγής και να αναπτύσσουν τις παραγωγικές δυνάμεις.

Page 26: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 26 -

Παράδειγμα:

Ας υποθέσουμε ότι σε έναν κλάδο που παράγει κάποιο ομοειδές προϊόν (Α) υπάρχουν 3 επιχειρήσεις με διαφορετικό τεχνικό επίπεδο και με διαφορετικό βαθμό οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας.

Η πρώτη επιχείρηση είναι η πιο τέλεια από τεχνική άποψη και ξοδεύει 6 ώρες για ένα προϊόν (Α).

Η δεύτερη επιχείρηση είναι εκείνη η επιχείρηση που έχει μέσες συνθήκες παραγωγής και ξοδεύει 8 ώρες.

Η τρίτη επιχείρηση είναι με τις χειρότερες συνθήκες παραγωγής, η οποία ξοδεύει 10 ώρες.

Ας υποθέσουμε ακόμα ότι η μεγαλύτερη ποσότητα του εμπορεύματος (Α) παράγεται στη δεύτερη επιχείρηση με μέσες συνθήκες παραγωγής.

Σε αυτή την περίπτωση ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που καθορίζει το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος, θα είναι 8 ώρες.

Οταν θα πουληθεί το εμπόρευμα (Α) με την ίδια τιμή, η πρώτη επιχείρηση όχι μόνο θα καλύψει τα έξοδά της, αλλά θα πάρει και ένα επιπρόσθετο εισόδημα, που θα ισοδυναμεί με 2 ώρες.

Αντίθετα, η τρίτη επιχείρηση από τις 10 ώρες εργασίας που ξόδεψε θα μπορέσει να καλύψει μόνο 8 ώρες.

Πάνω σε αυτή τη βάση, ανάμεσα στους παραγωγούς εμφανίζεται ένας οξύς ανταγωνισμός, ο οποίος τους αναγκάζει να μειώσουν τα ατομικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος.

Γι' αυτό ανεβάζουν την παραγωγικότητα της εργασίας μέσω της τελειοποίησης των τεχνικών μέσων, βελτίωση της οργάνωσης της παραγωγής και της έντασης της εκμετάλλευσης των εργατών.

Δεύτερο, με βάση το νόμο της αξίας συντελείται η αυθόρμητη, η διαμέσου της αγοράς ρύθμιση των αναλογιών μεταξύ των κλάδων της οικονομίας, δηλαδή των αναλογιών

στην παραγωγή των διαφόρων εμπορευμάτων.

Η απόκλιση των τιμών από την αξία είναι σαν ένα είδος βαρομέτρου που δείχνει την ύπαρξη δυσαναλογιών στον καταμερισμό της συνολικής κοινωνικής εργασίας.

Παράδειγμα:

Ας υποθέσουμε ότι σε μια δοσμένη στιγμή σημειώνεται αύξηση της ζήτησης για το εμπόρευμα (Α) και μείωση της ζήτησης για το εμπόρευμα (Β).

Η τιμή του εμπορεύματος (Α) θα είναι πάνω από την αξία, ενώ του (Β) θα είναι κάτω από την αξία.

Σε αυτές τις περιπτώσεις αρχίζει αναπόφευκτα μια μετατόπιση κεφαλαίου από τους ασύμφορους στους συμφέροντες κλάδους.

Στις συνθήκες της αναρχίας και του ανταγωνισμού οι μικροί εμπορευματοπαραγωγοί στο μεγάλο τους μέρος δεν αντέχουν, χάνουν τα μέσα παραγωγής και μετατρέπονται σε μισθωτούς εργάτες.

Ταυτόχρονα, μόνο μια μικρή ομάδα εύπορων εμπορευματοπαραγωγών έχει τη δυνατότητα να αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας, να συσσωρεύει κέρδη και να πλουτίζει.

Οι εμπορευματοπαραγωγοί αυτοί μετατρέπονται σε καπιταλιστές.

Συνεπώς, μέσα στις συνθήκες αυτές η δράση του νόμου της αξίας προκαλεί την ταξική διαφοροποίηση των εμπορευματοπαραγωγών.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 108.

Page 27: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 27 -

8) Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο - Η εργατική δύναμη

Το θέμα αυτό κατέχει κεντρική θέση στη μαρξιστική - λενινιστική οικονομική διδασκαλία, είναι ο πυρήνας της. Και τούτο γιατί δίνει το κλειδί για την κατανόηση της ουσίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του εκμεταλλευτικού του χαρακτήρα.

Το κεφάλαιο

Εδώ η μαρξιστική οικονομία αποκαλύπτει το κίνητρο, το σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής, το βασικό οικονομικό νόμο του καπιταλισμού, τη βασική παραγωγική του σχέση - την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο - που αποτελεί και τη βασική ταξική κοινωνική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Καπιταλισμός θα πει αναπτυγμένη εμπορευματική παραγωγή.

Η εμπορευματική κυκλοφορία είναι η αφετηρία του κεφαλαίου.

Κάθε κεφάλαιο αρχίζει το δρόμο του με τη μορφή ορισμένου ποσού χρημάτων.

Το χρήμα ως το τελευταίο προϊόν της εμπορευματικής κυκλοφορίας «είναι η πρώτη μορφή εμφάνισης» του κεφαλαίου

1.

Γι' αυτό ο Κ. Μαρξ γράφει: «Κάθε νέο κεφάλαιο εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σκηνή, δηλαδή στην αγορά εμπορευμάτων, στην αγορά εργασίας ή στη χρηματαγορά, πάντα σαν χρήμα, σαν χρήμα που πρόκειται με ορισμένα προτσές να μετατραπεί σε κεφάλαιο»

2.

Αυτό σημαίνει ότι: Κάθε κεφάλαιο εμφανίζεται στην αρχή σαν χρήμα, με το οποίο θα αγοραστούν και θα πληρωθούν τα μέσα παραγωγής και η εργατική δύναμη.

Το χρήμα αυτό καθ' εαυτό δεν είναι ακόμα κεφάλαιο.

Οταν οι απλοί εμπορευματοπαραγωγοί ανταλλάσσουν εμπορεύματα τότε το χρήμα δε φιγουράρει σαν κεφάλαιο, αλλά σαν μέσο κυκλοφορίας.

Γι' αυτό πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο χρήμα σαν χρήμα και το χρήμα σαν

κεφάλαιο.

«Το χρήμα σαν χρήμα και το χρήμα σαν κεφάλαιο διακρίνονται πριν απ' όλα μόνο από τη διαφορετική μορφή κυκλοφορίας του»

3.

Για την απλή εμπορευματική παραγωγή ισχύει ο τύπος:

Εμπόρευμα - χρήμα - εμπόρευμα (Ε-Χ-Ε).

Αυτό σημαίνει πως ένα εμπόρευμα πουλιέται για να γίνει δυνατή η αγορά ενός άλλου εμπορεύματος.

Η αρχή και το τέλος της κάθε φορά κίνησης είναι ένα εμπόρευμα. Στην προκειμένη περίπτωση το χρήμα μόνο μεσολαβεί σ' αυτή την εμπορευματική κυκλοφορία.

Ο σκοπός της κίνησης του παραπάνω τύπου είναι: με την παραγωγή και την πούληση μιας αξίας χρήσης να πάρουμε άλλη αξία χρήσης, δηλαδή να ικανοποιηθούν ορισμένες ανάγκες.

Στην καπιταλιστική εμπορευματική οικονομία ισχύει ο τύπος:

Χρήμα - εμπόρευμα - χρήμα (Χ-Ε-Χ).

Εδώ το χαρακτηριστικό είναι: Το χρήμα είναι η αρχή και το τέλος της κίνησης. Το εμπόρευμα μόνο μεσολαβεί στο προτσές της ανταλλαγής. Ο σκοπός και το κίνητρο είναι το χρήμα και όχι το εμπόρευμα. Βέβαια, μια ανταλλαγή χρήματος με χρήμα στην ίδια ποσότητα είναι πλήρης ανοησία.

Το πραγματικό νόημα της πράξης Χ-Ε-Χ είναι:

Να αποσυρθεί περισσότερο χρήμα από την κυκλοφορία απ' ό,τι ρίχτηκε σε αυτήν στην αρχή.

Γι' αυτό, ο ολοκληρωμένος τύπος της κυκλοφορίας είναι: Χρήμα - εμπόρευμα - χρήμα αυξημένο (Χ-Ε-Χ'),όπου το Χ' σημαίνει μια μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος.

Στην προκειμένη περίπτωση το χρήμα:

«Γεννοβολάει ζωντανά νεογνά ή τουλάχιστον γεννάει χρυσά αυγά»4.

Page 28: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 28 -

Δηλαδή, η αξία γίνεται αυτοαυξανόμενη αξία, αυτοαυξανόμενο χρήμα και σαν τέτοιο γίνεται κεφάλαιο.

«Το χρήμα που στην κίνησή του διαγράφει αυτόν τον τελευταίο κύκλο, μετατρέπεται σε κεφάλαιο, γίνεται κεφάλαιο και είναι από τον προορισμό του κι όλας κεφάλαιο»

5.

Ο τύπος Χ-Ε-Χ' είναι στην πραγματικότητα ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, γιατί η κίνηση του

κεφαλαίου σε όλους τους οικονομικούς τομείς του καπιταλισμού ολοκληρώνεται σε αυτόν το τύπο.

Εξετάζοντας το γενικό τύπο της κίνησης του κεφαλαίου Χ-Ε-Χ' δικαιολογημένα γεννάται το

ερώτημα:

Πώς γίνεται η προσαύξηση μιας δοσμένης αξίας;

Και από ΠΟΥ προέρχεται η προσαύξηση του κεφαλαίου;

Σύμφωνα με τους αστικούς ισχυρισμούς, η προσαύξηση της αξίας προέρχεται από την

κυκλοφορία.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι αστήριχτος γιατί:

α) Οταν υπάρχει ισοδύναμη ανταλλαγή εμπορευμάτων κανένας από τους κατόχους των

εμπορευμάτων δεν μπορεί να τραβήξει από την κυκλοφορία περισσότερη αξία από εκείνη που είναι ενσωματωμένη στο εμπόρευμά του. Εδώ ισχύει η αρχή: «Οπου υπάρχει ισότητα δεν υπάρχει κέρδος».

β) Αν υποθέσουμε ότι οι πωλητές κατορθώνουν να πουλάνε τα εμπορεύματά τους πάνω από

την αξία τους, π.χ. κατά 10% τότε όταν θα γίνονταν οι ίδιοι αγοραστές θα πρέπει να πληρώνουν επιπλέον αυτό το 10% στους πωλητές.

γ) Ετσι, ό,τι κερδίζουν σαν πωλητές των εμπορευμάτων το χάνουν σαν αγοραστές.

Συνεπώς, η αύξηση της αξίας και του κεφαλαίου δεν μπορεί να γίνει στη σφαίρα της κυκλοφορίας.

Αυτό δεν είναι καθόλου υποτίμηση του ρόλου της κυκλοφορίας.

Η κυκλοφορία είναι ένας αναγκαίος όρος για την αύξηση του κεφαλαίου.

«Το κεφάλαιο λοιπόν δεν μπορεί να πηγάζει από την κυκλοφορία και εξίσου δεν μπορεί να μην πηγάζει από την κυκλοφορία. Πρέπει να πηγάζει ταυτόχρονα και μέσα σε αυτήν και όχι μέσα σε αυτήν»

6.

Αυτές είναι οι αντιθέσεις του γενικού τύπου κίνησης του κεφαλαίου. Από τη σκοπιά της κυκλοφορίας ο τύπος Χ-Ε-Χ' αποτελείται από δύο μερικά προτσές δηλαδή:

α) Από την αγορά (Χ-Ε)

β) Από την πώληση (Ε'-Χ')

Οπως βλέπουμε, το εμπόρευμα εμφανίζεται δύο φορές και μάλιστα σαν «Ε» και σαν «Ε'».

Ανάμεσα στο «Ε» και «Ε'», πρέπει να έχει συμβεί κάτι το αποφασιστικό: ανάμεσα στην αγορά και στην πώληση πρέπει να κρύβεται η αύξηση της αξίας. Το χαρακτηριστικό είναι ότι:

Ενώ στη σφαίρα της κυκλοφορίας κυριαρχεί η τυπική ισότητα ανάμεσα στους καπιταλιστές και στους μισθωτούς εργάτες, οι δυο τους στέκονται αντιμέτωποι σαν ιδιοκτήτες εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμα.

Αντίθετα, στη σφαίρα της παραγωγής φαίνεται η πραγματική ανισότητα ανάμεσα στους καπιταλιστές και στους εργάτες. Εδώ φανερώνεται η ανταγωνιστική ταξική σχέση.

Η αύξηση της αξίας και του κεφαλαίου δημιουργείται κατά τη χρήση των εμπορευμάτων που

αγοράστηκαν από τους καπιταλιστές.

Αυτό είναι δυνατό μόνο αν βρίσκεται σε αυτά ένα τέτοιο εμπόρευμα, το οποίο δημιουργεί με τη χρήση του αξία. Αυτό το εμπόρευμα είναι η ανθρώπινη εργατική δύναμη.

Page 29: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 29 -

Το εμπόρευμα εργατική δύναμη

Οταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία εννοούμε: Το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης.

Εμπόρευμα όμως η εργατική δύναμη γίνεται μόνο στον καπιταλισμό. Ο δούλος δεν μπορούσε να πουλήσει την εργατική του δύναμη, γιατί ο ίδιος μαζί με την εργατική του δύναμη ανήκε στο δουλοκτήτη.

Δεν μπορούσε να πουλήσει την εργατική του δύναμη και ο δουλοπάροικος, γιατί και εκείνος βρισκόταν σε προσωπική εξάρτηση από το φεουδάρχη.

Μόνο ο προσωπικά ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει την εργατική του δύναμη.

Αλλά και αυτό δε φτάνει.

Πρέπει να είναι διπλά ελεύθερος έστω και τυπικά.

α) Μόνο όποιος δε διαθέτει κανενός είδους μέσα παραγωγής.

β) Συνεπώς ούτε και τα αναγκαία μέσα για τη ζωή. Μπορεί να πουλήσει την εργατική του

δύναμη.

Οι προσωπικά ελεύθεροι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, πρέπει να είναι:

«Ελεύθεροι εργάτες, πωλητές της δικής τους εργατικής δύναμης και επομένως πωλητές της εργασίας.

Ελεύθεροι εργάτες με τη διπλή έννοια, με την έννοια πως ούτε αυτοί οι ίδιοι ανήκουν άμεσα στα μέσα παραγωγής, όπως οι δούλοι, οι δουλοπάροικοι κλπ., και με την έννοια πως ούτε σε

αυτούς ανήκουν τα μέσα παραγωγής, όπως γίνεται λ.χ. στους αγρότες που διαχειρίζονται μόνοι το νοικοκυριό τους κλπ., απεναντίας είναι ελεύθεροι απαλλαγμένοι από αυτά, τα στερούνται»

7.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 159.

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 159.

3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 159.

4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 167.

5. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 160.

6. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 178.

7. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 739.

Page 30: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 30 -

9) Οι ιδιότητες της εργατικής δύναμης

Οπως κάθε εμπόρευμα έτσι και η εργατική δύναμη (ΕΔ) σαν εμπόρευμα, έχει δύο βασικές ιδιότητες, αξία και αξία χρήσης.

Η αξία της ΕΔ σαν εμπόρευμα καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που είναι απαραίτητος, για την παραγωγή και την αναπαραγωγή της.

Η αναπαραγωγή της ΕΔ συνίσταται στην αποκατάσταση των δυνάμεων και της ενέργειας

που ξοδεύει ο εργάτης.

Για να γίνει αυτό πρέπει ο εργάτης να φάει, να πιει, να ντυθεί, να ξεκουραστεί, να έχει κατοικία κλπ.

Οι φορείς της ΕΔ είναι θνητοί και τη θέση τους, των εργατών που έγιναν ανίκανοι για

εργασία, πρέπει να την καταλάβουν άλλοι, κυρίως η νέα γενιά του προλεταριάτου.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αξία του εμπορεύματος ΕΔ είναι ίση με την αξία των αντικειμένων κατανάλωσης που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του εργάτη και της οικογένειάς του.

Το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος ΕΔ καθορίζεται από πολλούς παράγοντες: Στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας αλλάζουν το επίπεδο και τα μέσα ικανοποίησης των συνηθισμένων αναγκών του εργάτη.

Στις διάφορες χώρες το επίπεδο των συνηθισμένων αναγκών του εργάτη δεν είναι το ίδιο. Οι ιδιομορφίες του ιστορικού δρόμου που πέρασε η κάθε χώρα και των συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε η τάξη των μισθωτών εργατών, καθορίζουν κατά πολύ το χαρακτήρα των αναγκών της.

Οι κλιματολογικές και άλλες φυσικές συνθήκες ασκούν μια ορισμένη επίδραση στις ανάγκες του εργάτη (τροφή, ρούχα, κατοικία κλπ.). Επίσης σημαντικός παράγοντας που περιλαμβάνεται στην αξία της ΕΔ είναι οι δαπάνες για την ικανοποίηση των πολιτιστικών αναγκών του εργάτη και της οικογένειάς του (μόρφωση παιδιών, αγορά εφημερίδων, βιβλίων, κλπ.).

Η τιμή της ΕΔ όπως και κάθε άλλου εμπορεύματος, διακυμαίνεται ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση.

Ακόμα το επίπεδο της αξίας και της τιμής της ΕΔ εξαρτάται και από τη δύναμη και συσπείρωση της εργατικής τάξης της δοσμένης χώρας, από την ικανότητά της να αντιμετωπίσει την πίεση της αστικής τάξης, η οποία επιδιώκει να μειώσει το επίπεδο αυτό.

Η αξία χρήσης της ΕΔ σαν εμπόρευμα συνίσταται στην ικανότητά της να δημιουργεί αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη από αυτήν που έχει η ίδια η εργατική δύναμη.

Σε ό,τι αφορά την ποσότητα και τη δομή των αξιών χρήσης, καθώς και το μέγεθος της αξίας τους που είναι απαραίτητες για την κανονική αναπαραγωγή της ΕΔ, παρατηρούνται δύο τάσεις σήμερα: Από τη μια μεριά σημειώνεται αύξηση, όχι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική - περισσότερα εμπορεύματα και υπηρεσίες με διαφορετική δομή όπως είναι τα ψυγεία, τα πλυντήρια, οι τηλεοράσεις, τα τηλέφωνα και άλλα μακράς χρήσης προϊόντα. Και από την άλλη μεριά η εμφάνιση νέων αναγκών, λόγω της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης, η οποία ολοένα και αυξάνει το μερίδιο της σύνθετης, υψηλά ειδικευμένης εργασίας και μειώνει αντίστοιχα εκείνο της απλής (ανειδίκευτης) εργασίας. Οι αλλαγές στο χαρακτήρα και την ένταση της εργασίας όπως και στο φυσικό περιβάλλον, έχουν ως συνέπεια την αύξηση όχι μόνο της ποσότητας αλλά και της ποιότητας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις στεγαστικές και συγκοινωνιακές ανάγκες, αλλά και των δαπανών για τη γενική και την ειδική μόρφωση των εργαζομένων. Ολα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας της εργατικής δύναμης.

Η κίνηση όμως της αξίας της ΕΔ επιδέχεται την επίδραση και παραγόντων που αντιστρατεύονται την τάση αυτή. Και αυτοί οι παράγοντες προέρχονται από την πιο γοργή, σε σχέση με τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η ανάπτυξη αυτή αυξάνει την παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας, η οποία οδηγεί στη μείωση της αξίας της ΕΔ, της αξίας των μέσων συντήρησής της.

Page 31: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 31 -

Η παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, μακροπρόθεσμα αυξάνει πιο γρήγορα απ' ό,τι οι εκφραζόμενες, στην αγοραστική δύναμη του μισθού εργασίας, δαπάνες για αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Γι' αυτό οι τάσεις στην κίνηση της αξίας της ΕΔ πρέπει πάντα να εξετάζονται συγκριτικά σε σχέση με την υπεραξία.

Στις σημερινές συνθήκες μόνο το ένα τρίτο, αν όχι το ένα τέταρτο από τη νεοδημιουργημένη

από το μισθωτό εργάτη αξία, πηγαίνει για την αναπαραγωγή του εμπορεύματος εργατική δύναμη. Αυτή η αντιφατική εξάρτηση εξηγείται με το διπλό χαρακτήρα της εργασίας, που παράγει το εμπόρευμα.

Στο ερώτημα: ποια από τις δύο αυτές τάσεις της αξίας της ΕΔ, στη συγκεκριμένη χώρα και περίοδο επικρατεί, αυτό είναι ένα ζήτημα που κατά πρώτο και κύριο λόγο εξαρτάται από την πορεία της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας και των αναγκών της εργατικής τάξης.

Αυτό βέβαια καθόλου δε σημαίνει ότι καλύπτονται όλες οι ανάγκες της εργατικής δύναμης. Απεναντίας. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού είναι η συνεχής τάση να πληρώνεται η ΕΔ κάτω από την αξία της.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η αξία της ΕΔ, ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την αγορά των μέσων συντήρησης του εργάτη και της οικογένειάς του, αποτελεί τη χρηματική έκφραση της αξίας ή την τιμή της εργατικής δύναμης.

Η ΕΔ σαν εμπόρευμα έχει ορισμένες ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ.

α) Ενώ όλα τα άλλα εμπορεύματα πωλούνται για πάντα, η εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα πουλιέται μόνο για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα -μέρα, βδομάδα, μήνα κλπ.

β) Η πώληση της ΕΔ μόνο για ένα χρονικό διάστημα διαφυλάσσει την προσωπική ελευθερία του προλεταριάτου.

γ) Επειδή η ΕΔ είναι αδιαχώριστη από τον κάτοχό της, η κατανάλωση της ΕΔ στην καπιταλιστική επιχείρηση είναι ταυτόχρονα και εκμετάλλευση του ίδιου του μισθωτού εργάτη.

Page 32: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 32 -

10) Το κεφάλαιο

Τι είναι το κεφάλαιο; Είναι η βασική σχέση παραγωγής στον καπιταλισμό. Το κεφάλαιο δεν

είναι καθόλου ένα αιώνιο φαινόμενο. Αντίθετα, αποτελεί μια ιστορική κατηγορία που γεννήθηκε νομοτελειακά σε μια ορισμένη ιστορική φάση ανάπτυξης της κοινωνίας.

Σύμφωνα με τον ορισμό του Κ. Μαρξ, το κεφάλαιο είναι:

α) «Αυτοαξιοποιούμενη αξία, αυτοαυξανόμενη αξία»1,

β) «Αξία που δημιουργεί αξία»2,

γ) «Το κεφάλαιο είναι πεθαμένη εργασία που ζωντανεύει μονάχα, σαν το βρικόλακα, ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά»

3.

Αυτός ο μαρξιστικός ορισμός δείχνει: Πως το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική σχέση των καπιταλιστών προς τους μισθωτούς εργάτες. Πως το κεφάλαιο αποτελεί την κύρια σχέση παραγωγής με την οποία είναι συνδεμένοι όλοι οι οικονομικοί νόμοι και οι αντιθέσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Σε αντίθεση με το μαρξισμό, οι αστοί οικονομολόγοι ανακηρύχνουν για κεφάλαιο κάθε μέσο παραγωγής: Αρχίζοντας από την πέτρα και το ραβδί του πρωτόγονου ανθρώπου και φτάνουν μέχρι τις σημερινές υπερσύγχρονες μηχανές και εργαλεία.

Ενας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της αστικής κλασικής πολιτικής οικονομίας ο Νταβίντ Ρικάρντο θεωρούσε ότι «κεφάλαιο είναι το μέρος εκείνο του πλούτου μιας χώρας που χρησιμοποιείται στην παραγωγή και που αποτελείται από μέσα διατροφής, είδη ενδυμασίας, εργαλεία, πρώτες ύλες, μηχανές κλπ., από πράγματα που είναι απαραίτητα για να επιτευχθούν αποτελέσματα με την εργασία»

4.

Τα ίδια πράγματα περίπου λένε και οι Ελληνες αστοί οικονομολόγοι, όταν γράφουν ότι «κεφάλαιο είναι το σύνολο των διαρκών αγαθών που έχουν παραχθεί και που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία για την παραγωγή άλλων αγαθών»

5.

Είναι εμφανές ότι ο αστικός ορισμός του κεφαλαίου αποσκοπεί να κρύψει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, να παρουσιάσει το κεφάλαιο σαν αιώνιο και αμετάβλητο όρο ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας και τον καπιταλισμό σαν αιώνιο κοινωνικο - οικονομικό σύστημα.

Ποια είναι η αλήθεια;

Η αλήθεια είναι ότι τα μέσα παραγωγής, το χρήμα και τα εμπορεύματα μετατρέπονται σε κεφάλαιο μόνο στον καπιταλισμό, όπου είναι ατομική ιδιοκτησία της αστικής τάξης και χρησιμεύουν σαν μέσο εκμετάλλευσης της ξένης μισθωτής εργασίας.

Η διάρθρωση του κεφαλαίου

Τα διάφορα μέρη του κεφαλαίου παίζουν διαφορετικό ρόλο στο προτσές της παραγωγής της υπεραξίας.

Ο καπιταλιστής ένα μέρος από το επενδυμένο κεφάλαιό του το ξοδεύει, για να χτίσει το κτίριο του εργοστασίου, για να αποκτήσει εγκαταστάσεις και μηχανές, για να αγοράσει πρώτες ύλες, καύσιμα, βοηθητικά υλικά. Η αξία αυτού του μέρους του κεφαλαίου μεταφέρεται τμηματικά στο νέο παραγόμενο εμπόρευμα, στο βαθμό που τα μέσα παραγωγής καταναλώνονται ή φθείρονται στο προτσές της εργασίας. Το μέρος αυτό του κεφαλαίου που δεν αλλάζει το μέγεθός του στο προτσές της παραγωγής και συμμετέχει πολλές φορές στο προτσές της παραγωγής, ονομάζεται σταθερό κεφάλαιο.

Το άλλο μέρος του επενδυμένου κεφαλαίου, ο καπιταλιστής το δαπανά για την αγορά της εργατικής δύναμης - για τη μίσθωση εργατών. Σε αντάλλαγμα αυτού του μέρους του δαπανημένου κεφαλαίου ο καπιταλιστής παίρνει στο τέλος του προτσές της παραγωγής την καινούρια αξία, που παρήγαγαν οι εργάτες στην επιχείρησή του. Οπως ήδη γνωρίζουμε, η καινούρια αυτή αξία είναι μεγαλύτερη από την αξία της εργατικής δύναμης που αγόρασε ο καπιταλιστής.

Page 33: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 33 -

Ετσι, το μέρος εκείνο του κεφαλαίου που ξοδεύεται για το μισθό των εργατών στο προτσές της παραγωγής, μεταβάλλει το μέγεθός του: Αυξάνεται με τη δημιουργία από τους εργάτες της υπεραξίας, που την ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής. Το μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται για την αγορά εργατικής δύναμης (δηλαδή για το μισθό εργασίας των εργατών και αυξάνεται στο προτσές της παραγωγής) ονομάζεται μεταβλητό κεφάλαιο.

Η διαίρεση αυτή του κεφαλαίου σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο έγινε για πρώτη φορά από τον Κ. Μαρξ. Με τη διαίρεση αυτή αποκαλύφθηκε ο ειδικός ρόλος του μεταβλητού κεφαλαίου που ξοδεύεται για την αγορά της εργατικής δύναμης. Η εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών από τους καπιταλιστές αποτελεί την πραγματική πηγή της υπεραξίας. Αυτός είναι και ο λόγος που η αστική πολιτική οικονομία δεν αναγνωρίζει τη διαίρεση του κεφαλαίου σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 207

2. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία, Μέρος πρώτο», σελ. 438.

3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 244.

4. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία, Μέρος δεύτερο», σελ. 466.

5. Καθηγητές: Θ. Γεωργακόπουλος (ΑΣΟΕΕ), Θ. Λιανός (ΑΣΟΕΕ), Θ. Μπένος (ΑΒΣΘ), Γ. Τσεκούρας (ΑΒΣΘ), Μ. Χατζηπροκοπίου (ΑΒΣΘ), Γ. Χρήστου (ΑΒΣΘ). Στην «Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία», Αθήνα 1977, σελ. 21.

Page 34: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 34 -

11) Η υπεραξία

Αφού αγοράσει την εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής ο καπιταλιστής οργανώνει την παραγωγή εμπορευμάτων.

Το προτσές της εργασίας στην καπιταλιστική επιχείρηση έχει διπλό χαρακτήρα.

Από τη μια μεριά είναι προτσές δημιουργίας αξιών χρήσης (υφάσματα, παπούτσια, ρούχα, ψωμί, μηχανές κλπ., αντικείμενα που μπορούν να χρησιμοποιούν οι άνθρωποι).

Από την άλλη, είναι προτσές δημιουργίας αξίας. Αυτό ενδιαφέρει τον καπιταλιστή, γιατί στην αξία των νέων εμπορευμάτων που δημιουργήθηκε από την εργασία των μισθωτών εργατών, υπάρχει εκτός από την αξία της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής και ένα πρόσθετο μέρος της αξίας, το οποίο ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής.

Εκείνο ακριβώς το μέρος της αξίας που δημιουργείται από την εργασία των μισθωτών εργατών, αλλά δεν πληρώνεται από τον καπιταλιστή, είναι η υπεραξία.

Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής προϋποθέτει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας, όπου ο εργάτης χρειάζεται μονάχα ένα μέρος της

εργάσιμης μέρας, για να δημιουργήσει μια αξία ίση με την αξία της εργατικής δύναμης.

Η υπεραξία δημιουργείται μόνο στην παραγωγή, στο προτσές της εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο.

Ας πάρουμε ένα παράδειγμα με το εμπόρευμα (Α) και υποθέσουμε ότι:

Η εργάσιμη μέρα είναι ένα 8ωρο.

Το 8ωρο διαιρείται σε δύο ίσα μέρη:

α) Σε αναγκαίο χρόνο εργασίας - 4 ώρες, όπου ο εργάτης παράγει αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης.

β) και σε πρόσθετο χρόνο εργασίας, - 4 ώρες, όπου ο εργάτης δουλεύει δωρεάν στον καπιταλιστή.

Βεβαίως, η αναλογία ανάμεσα στον αναγκαίο χρόνο εργασίας και στον πρόσθετο αλλάζουν, αλλά αυτός ο διαχωρισμός υπάρχει πάντα στον καπιταλισμό.

Στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας των 8 ωρών ο εργάτης παράγει εμπορεύματα. Σ' αυτά εμπεριέχεται μέρος της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάζεται με την εργασία στα νέα εμπορεύματα και η αξία της εργατικής δύναμης. Η αξία των εμπορευμάτων που παράγονται στο 8ωρο είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα της αξίας του σταθερού κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε σ' αυτά και της αξίας της εργατικής δύναμης. Γιατί αν ήταν ίση, τότε ο καπιταλιστής θα πουλούσε τα εμπορεύματα αλλά δε θα αποκόμιζε κέρδος. Θα έπαιρνε πίσω μόνο το σύνολο του κεφαλαίου που είχε δαπανήσει για την παραγωγή τους.

Ετσι στο παράδειγμά μας, μέσα σε 8 ώρες εργασίας ας υποθέσουμε ότι παράγονται εμπορεύματα αξίας 60 ευρώ. Η αξία του σταθερού κεφαλαίου, (πρώτες ύλες, απόσβεση μηχανών, κτιρίων κλπ.), είναι 44 ευρώ και η αξία της εργατικής δύναμης είναι 8 ευρώ. Ο καπιταλιστής δαπάνησε κεφάλαιο 44+8=52 ευρώ, αλλά η αξία των νέων εμπορευμάτων είναι 60 ευρώ. Επομένως, στη διάρκεια των 8 ωρών έχουμε παραγωγή παραπάνω αξίας 8 ευρώ. Αυτή η νέα αξία είναι η υπεραξία. Ετσι στις πρώτες 4 ώρες, (αναγκαίος χρόνος εργασίας), ο εργάτης παρήγαγε αξία ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης, (η αξία του σταθερού κεφαλαίου προϋπάρχει στα χτίρια, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες και απλά μεταβιβάζεται στα παραγόμενα εμπορεύματα), ενώ τις επόμενες 4 ώρες, (πρόσθετος χρόνος εργασίας) παρήγαγε νέα αξία 8 ευρώ, την υπεραξία, που καρπώνεται ο καπιταλιστής.

Η υπεραξία των 8 ευρώ δημιουργείται από την απλήρωτη πρόσθετη εργασία του εργάτη που παράγει το προϊόν (Α).

Ακριβώς σε αυτήν τη δωρεάν ιδιοποίηση από τους καπιταλιστές του προϊόντος της απλήρωτης εργασίας των εργατών, δηλαδή στην ιδιοποίηση της υπεραξίας, συνίσταται η ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Η υπεραξία γεννιέται στην παραγωγή και εκδηλώνεται στην κυκλοφορία.

Page 35: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 35 -

Η παραγωγή και η ιδιοποίηση της υπεραξίας από τους καπιταλιστές είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού.

Οι δύο τρόποι αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης

Βαθμός εκμετάλλευσης είναι η σχέση πρόσθετου προς τον αναγκαίο χρόνο εργασίας ή αλλιώς η σχέση υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης.

Κάθε καπιταλιστής προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυξήσει το μερίδιο της υπεραξίας που απομυζά από τον εργάτη.

Η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης μέρας, επομένως και με την αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, ονομάζεται απόλυτη υπεραξία.

Αυτό γινόταν στις αρχές του καπιταλισμού.

Σύγχρονη μορφή του είναι οι υπερωρίες.

Η υπεραξία που προέρχεται από την ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας, με σταθερό τον ημερήσιο εργάσιμο χρόνο, ονομάζεται σχετική υπεραξία.

Η βασική μέθοδος αύξησης της σχετικής υπεραξίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Γιατί η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει

παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων στη διάρκεια του ημερήσιου χρόνου εργασίας, επομένως και περισσότερη νέα αξία.

Εκτός από την απόλυτη και τη σχετική υπεραξία, υπάρχει και η πρόσθετη υπεραξία. Αυτή

είναι παραλλαγή της σχετικής υπεραξίας.

Η πηγή της πρόσθετης υπεραξίας είναι η υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας σε ορισμένες επιχειρήσεις σε σύγκριση με το μέσο επίπεδο για το δοσμένο κλάδο παραγωγικότητας.

H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο. Αλλά στις συνθήκες του καπιταλισμού η ανάπτυξη αυτή συνδέεται πάντοτε με το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης των εργατών.

Οι δύο αυτοί τρόποι αύξησης της υπεραξίας παίζουν διαφορετικό ρόλο στις διάφορες βαθμίδες της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού: Στην περίοδο της μανιφακτούρας, όπου η τεχνική βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο και προχωρούσε σχετικά αργά, την κυριότερη σημασία είχε η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας. Με την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του καπιταλισμού στη μηχανική και κυρίως στη σύγχρονη περίοδο, όταν η αναπτυγμένη σε πολύ υψηλό επίπεδο τεχνική επιτρέπει ν' αυξάνεται γρήγορα η παραγωγικότητα της εργασίας, οι καπιταλιστές πετυχαίνουν μια τεράστια ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, προπαντός με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας. Ταυτόχρονα, οι καπιταλιστές επιδιώκουν, όπως και πριν, με κάθε τρόπο την παράταση της εργάσιμης μέρας (όπως γίνεται και σήμερα με την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων) και ιδιαίτερα την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας.

Η σημασία της θεωρίας για την υπεραξία

Ο Κ. Μαρξ στο «Κεφάλαιο» ερεύνησε την οικονομική διάρθρωση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αποκάλυψε τις σχέσεις που διέπουν τις δύο βασικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι σχέσεις μεταξύ της αστικής τάξης και της εργατικής τάξης είναι σχέσεις εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και καταπίεσης του προλεταριάτου από την τάξη των καπιταλιστών. Από τις σχέσεις αυτές απορρέουν οι ανταγωνιστικές ταξικές αντιθέσεις και η ταξική πάλη.

Την κοινωνικο-οικονομική βάση αυτών των ανταγωνιστικών σχέσεων την αποτελεί η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Με τη θεωρία της υπεραξίας ο Μαρξ ανέλυσε επιστημονικά, για πρώτη φορά, την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη των καπιταλιστών.

Page 36: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 36 -

Ατράνταχτη απόδειξη γι' αυτό είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη και η αύξηση του κεφαλαίου είναι δυνατές μόνο στη βάση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, και η υπεραξία που προέρχεται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης είναι μεταξύ τους αχώριστα συνδεδεμένα.

Ο Κ. Μαρξ στο νόμο της υπεραξίας, που είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού, ανακάλυψε τον οικονομικό νόμο κίνησης του σύγχρονου καπιταλισμού.

Η θεωρία της υπεραξίας δίνει το κλειδί ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να καταργήσει την εκμετάλλευση μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού.

Η θεωρία της υπεραξίας αναδείχνει, θεμελιώνει και αποδεικνύει την αντικειμενική αναγκαιότητα της ενιαίας οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής πάλης.

Η θεωρία της υπεραξίας τεκμηριώνει επιστημονικά την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, σαν νεκροθάφτη του καπιταλισμού και δημιουργού της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας.

Ολα αυτά έκαναν το Β.Ι. Λένιν να χαρακτηρίσει τη διδασκαλία της υπεραξίας σαν «τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ»*.

* Β. Ι. Λένιν: «Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού». Απαντα, τόμ. 23, σελ. 46.

Page 37: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 37 -

12) Ο μισθός της εργασίας στον καπιταλισμό

Στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ εξετάζει το καπιταλιστικό προτσές παραγωγής αυτό καθεαυτό, ως άμεσο προτσές παραγωγής.

Στην πραγματικότητα αυτό το προτσές συμπληρώνεται με το προτσές της κυκλοφορίας, που είναι αντικείμενο μελέτης στο 2ο τόμο του «Κεφαλαίου».

Εξετάζοντας και τα δύο προτσές στην ενότητά τους, ο Μαρξ γράφει: «Χρειάζεται να βρεθούν και να περιγραφούν οι συγκεκριμένες μορφές που προκύπτουν από το προτσές κίνησης του κεφαλαίου, όταν το εξετάζουμε σαν σύνολο».

1

Η ουσία του μισθού εργασίας στον καπιταλισμό

Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας, οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, και πριν απ' όλα του εργάτη και του καπιταλιστή, προβάλλουν με διάφορες μορφές που συγκαλύπτουν και κρύβουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη. Μια από αυτές τις μορφές είναι και ο μισθός εργασίας.

Γύρω από το πρόβλημα αυτό, όπως στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, ολόκληρη η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα, η σοσιαλδημοκρατία, οι ρεφορμιστές και άλλοι υμνητές του καπιταλιστικού συστήματος ξεσήκωσαν ολόκληρο σάλο και κατηγορούν την εργατική τάξη ότι με τους ταξικούς διεκδικητικούς της αγώνες απαιτεί μεγάλες αυξήσεις των μισθών και ημερομισθίων και ότι με τον τρόπο αυτό προκαλεί δήθεν την αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, την ακρίβεια και τον πληθωρισμό.

Ποια είναι η πραγματικότητα

Η θεωρία του μισθού εργασίας στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι οργανικό συστατικό στοιχείο της δημιουργημένης από τον Κ. Μαρξ διδασκαλίας για την υπεραξία, που έχει θεμελιωθεί επιστημονικά στο «Κεφάλαιο» και όπου αποκαλύπτεται όχι μόνο το μυστικό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά και η μετατροπή της αξίας και της τιμής, αντίστοιχα της εργατικής δύναμης σε μισθό εργασίας.

Στις συνθήκες του καπιταλισμού η εργατική δύναμη (ΕΔ) του εργάτη είναι εμπόρευμα και όπως κάθε εμπόρευμα έχει αξία και αξία χρήσης. Η αξία της ΕΔ εκφρασμένη σε χρήμα, είναι η τιμή της ΕΔ.

Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας ο μισθός εργασίας του εργάτη εμφανίζεται σαν τιμή της εργασίας, σαν ένα ορισμένο ποσό χρήματος, που πληρώνεται για μια ορισμένη ποσότητα εργασίας.

Πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην τιμή της ΕΔ και στην τιμή των άλλων εμπορευμάτων, π.χ. όταν ένας εμπορευματοπαραγωγός πουλάει το εμπόρευμά του (λόγου χάρη το ύφασμα), το χρηματικό ποσό που παίρνει σε αντάλλαγμα, δεν είναι παρά η τιμή του πουλημένου εμπορεύματος. Οταν, όμως, ο εργάτης παίρνει ένα ορισμένο χρηματικό ποσό σαν μισθό εργασίας, το χρηματικό αυτό ποσό δεν παρουσιάζεται σαν τιμή της ΕΔ, αλλά σαν τιμή της εργασίας.

Γιατί συμβαίνει αυτό και «τα πράγματα συχνά παρουσιάζονται ανάποδα»;

Αυτό γίνεται για τους εξής λόγους:

Πρώτον. Ο καπιταλιστής πληρώνει στον εργάτη το μισθό εργασίας του, όταν πια ο εργάτης

έχει ξοδέψει την εργασία του.

Δεύτερον: Ο μισθός εργασίας καθορίζεται ανάλογα με τη διάρκεια του δουλεμένου χρόνου

εργασίας (ώρες, μέρες, βδομάδες) είτε ανάλογα με την ποσότητα του παραχθέντος προϊόντος.

Ομως, όπως απέδειξε ο Κ. Μαρξ η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, γι' αυτό και ο μισθός εργασίας δεν είναι η αξία ή η τιμή της εργασίας. Η ανθρώπινη εργασία δημιουργεί αξία, η ίδια όμως δεν είναι αξία. Αρα, η εργασία δεν είναι εμπόρευμα.

Η εργασία του ανθρώπου γίνεται αξία σε πηγμένη κατάσταση, όταν αυτή ενσωματωθεί στο προϊόν που παράχθηκε και έχει αποκτήσει αντικειμενική μορφή.

Στην πραγματικότητα, η εργασία από την ίδια της τη φύση δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα:

Page 38: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 38 -

Πρώτο: Δεν μπορεί να είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας. Για να μπορεί να πουληθεί στην

αγορά σαν εμπόρευμα η εργασία πρέπει να υπάρχει μέχρι τη στιγμή της πούλησής της, να έχει αυτοτέλεια.

Ταυτόχρονα, αν ο εργάτης μπορούσε να προσδώσει στην εργασία του αυτοτελή ύπαρξη, τότε θα πουλούσε το δημιουργημένο από την εργασία του εμπόρευμα και όχι την εργασία.

Στην περίπτωση αυτή, όμως, ο εργάτης δε θα ήταν πια μισθωτός, αλλά ένας ατομικός εμπορευματοπαραγωγός.

Δεύτερο: Αν η εργασία ήταν εμπόρευμα τότε αυτή, όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα, θα

πρέπει να έχει αξία. Τότε στην περίπτωση αυτή πώς θα μετριόταν η αξία της εργασίας, όταν η εργασία είναι η πηγή και το μέτρο της αξίας; Θα καταλήγαμε σε ένα φαύλο κύκλο: Η εργασία να μετριέται με την εργασία.

Τρίτο: Στην περίπτωση αυτή, αν ο καπιταλιστής δεν αγοράζει την ΕΔ, αλλά την εργασία και

την πληρώνει στο ακέραιο, τότε δε θα πάρει υπεραξία. Με άλλα λόγια, δε θα μπορεί να υπάρξει και ο καπιταλισμός. Συνεπώς, στην αγορά εργασίας ο καπιταλιστής δεν αγοράζει εργασία. Η αγορά και η κατανάλωση ενός εμπορεύματος είναι διαφορετικά πράγματα. Η κατανάλωση της εργασίας δεν ανήκει στον εργάτη, αλλά στον καπιταλιστή από τη στιγμή που αγοράστηκε η ΕΔ. Γι' αυτό δεν μπορεί να την πουλήσει ο εργάτης.

Τι πουλάνε οι εργάτες

Οι εργάτες εκείνο που μπορούν να πουλήσουν στους καπιταλιστές είναι μόνο η εργατική τους δύναμη. Συνεπώς, στην αγορά εργασίας ο καπιταλιστής δεν αγοράζει εργασία, αλλά ένα ειδικό εμπόρευμα που λέγεται εργατική δύναμη και είναι το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα του ανθρώπου.

Η χρήση της εργατικής δύναμης, δηλαδή το ξόδεμα της μυικής νευρικής και της εγκεφαλικής ενέργειας του εργάτη, είναι το προτσές εργασίας.

Στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ τεκμηρίωσε επιστημονικά τη θέση του ότι η αξία της εργατικής δύναμης στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι πάντα μικρότερη από τη νέα αξία που δημιουργεί ο εργάτης με την εργασία του.

Ο κάτοχος της εργατικής δύναμης και ο κάτοχος του χρήματος συναντιούνται στην αγορά εργασίας τουλάχιστον τυπικά, σαν ισότιμοι κάτοχοι εμπορευμάτων, που διακρίνονται ο ένας από τον άλλο, μόνο κατά το ότι ο ένας είναι αγοραστής και ο άλλος πωλητής. Ο καπιταλιστής γνωρίζει από τα πριν την ιδιότητα της εργατικής δύναμης να παράγει αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη από αυτή που έχει η ίδια. Γι' αυτό και η συμφωνία που κάνει με τον εργάτη στην αγορά εργασίας, είναι ότι για το μεροκάματο που θα πάρει, υποχρεώνεται να εργαστεί σε όλη τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας (π.χ. το 8ωρο). Η εργατική δύναμη, όμως, σαν αξία χρήσης έχει την ικανότητα και παράγει το ισοδύναμο της αξίας της (το μεροκάματο), στα πλαίσια μόνο ενός μέρους της εργάσιμης μέρας (π.χ. για 4 ώρες, που είναι ο αναγκαίος χρόνος εργασίας) και στον υπόλοιπο χρόνο (4 ώρες είναι ο πρόσθετος χρόνος εργασίας) συνεχίζει να εργάζεται και να παράγει υπεραξία, την οποία και ιδιοποιείται εντελώς δωρεάν ο καπιταλιστής.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εργάτης παράγει μια αξία που ισούται με τις ώρες της εργάσιμης ημέρας του, και η αξία (το μεροκάματο) της εργατικής του δύναμης δεν είναι μεγαλύτερη από τις 4 ώρες του αναγκαίου χρόνου εργασίας. Είναι φανερό ότι η αξία της εργατικής δύναμης και η αξία που δημιουργεί η ίδια (νεοδημιουργημένη αξία), είναι δύο τελείως διαφορετικά μεγέθη.

Η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας στη χώρα μας είναι περίπου 3:5. Αυτό απλά σημαίνει ότι το μέσο ποσοστό υπεραξίας την περίοδο 1958-1981 ήταν 152,4%, δηλαδή κάθε χρόνο για 24 χρόνια, κάθε οκτάωρο για τα 300 οκτάωρα το χρόνο και κάθε εργάτης από τους 270.000 εργάτες περίπου της βιομηχανίας (μεταποίησης) δούλευε 3,2 ώρες για τον εαυτό του (αναγκαίος χρόνος) και 4,8 ώρες χωρίς πληρωμή (πρόσθετος χρόνος) για τον εργοδότη του.

2 Και επειδή ο μισθός εργασίας παρουσιάζεται με τη μορφή της

πληρωμής της εργασίας, δημιουργείται η απατηλή εντύπωση πως τάχα όλη η εργάσιμη μέρα πληρώνεται στο ακέραιο. Να γιατί ο Κ. Μαρξ ονομάζει το μισθό εργασίας στον καπιταλισμό παραλλαγμένη μορφή της αξίας και της τιμής της εργατικής δύναμης. «Ο

μισθός εργασίας δεν είναι αυτό που φαίνεται ότι είναι, δηλαδή η αξία, με άλλα λόγια η τιμή της εργασίας, μα μονάχα μια μασκαρεμένη μορφή για την αξία ή την τιμή της εργατικής δύναμης».

3

Page 39: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 39 -

Οπως βλέπουμε ο μισθός εργασίας κρύβει κάθε ίχνος διαίρεσης της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική τάξη.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 3, σελ. 39.

2. «Η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην Ελλάδα». Μελέτες ΚΜΕ. Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1984, σελ. 245.

3. Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1979, σελ. 245.

Page 40: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 40 -

13) Οι βασικές μορφές του μισθού εργασίας

Υπάρχουν δύο βασικές μορφές του μισθού εργασίας, το χρονομίσθιο και η πληρωμή με το κομμάτι.

Το χρονομίσθιο

Είναι η μορφή εκείνη του μισθού εργασίας, όπου το μέγεθος της πληρωμής του εργάτη εξαρτάται από το χρόνο που εργάστηκε - ώρες, μέρες, βδομάδες, μήνες.

Μέτρο της πληρωμής του εργάτη για την εργασία του είναι η τιμή μιας ώρας εργασίας.

Αν και η ίδια η εργασία δεν έχει αξία και τιμή, ωστόσο για τον ορισμό του μεγέθους της

πληρωμής του εργάτη χρησιμοποιείται η συμβατική ονομασία «τιμή της εργασίας».

Σαν μονάδα του μέτρου της «τιμής της εργασίας» χρησιμεύει η πληρωμή της εργασίας για μια ώρα εργασίας ή η τιμή της μιας ώρας εργασίας.

Η τιμή της μιας ώρας εργασίας υπολογίζεται με βάση τη διαίρεση της ημερήσιας αξίας της εργατικής δύναμης με τον αριθμό των ωρών της εργάσιμης μέρας.

Πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο συνολικό ποσό του μισθού εργασίας (μιας μέρας, βδομάδας, ενός μήνα) και την πληρωμή (ή την τιμή) μιας ώρας εργασίας.

α) Παραδείγματος χάριν, αν η ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης είναι 8.000 δρχ. και αν η διάρκεια της εργάσιμης μέρας είναι 8 ώρες, τότε η τιμή της ημερήσιας εργασίας θα είναι 8.000 δρχ. και η τιμή της 1 ώρας εργασίας θα είναι 1.000 δρχ. (8.000:8). Ας υποθέσουμε ακόμα ότι ο αναγκαίος χρόνος είναι 4 ώρες και ο πρόσθετος χρόνος εργασίας επίσης 4 ώρες. Στο βαθμό, λοιπόν, που στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας αναπαράγεται η ημερήσια αξία της εργατικής

δύναμης, η οποία στην περίπτωση μας είναι 8.000 δρχ., η αξία που δημιουργείται από τον εργάτη στην κάθε ώρα εργασίας στα πλαίσια του αναγκαίου χρόνου εργασίας, θα είναι2.000 δρχ. Ο εργάτης όμως εργάζεται με την ίδια ένταση και παραγωγικότητα στη διάρκεια ολόκληρης της εργάσιμης ημέρας. Δηλαδή, ο εργάτης για κάθε εργάσιμη ώρα δημιουργεί αξία που είναι ίση με 2.000 δρχ. Ο καπιταλιστής πληρώνει την κάθε ώρα εργασίας με 1.000 δρχ. Τη διαφορά των 1.000 δρχ. που δημιουργεί ο εργάτης στη διάρκεια της κάθε ώρας της εργάσιμης μέρας στα πλαίσια του πρόσθετου χρόνου εργασίας τηνιδιοποιείται εντελώς δωρεάν ο καπιταλιστής με την ιδιότητα της υπεραξίας. Συνεπώς, η συνολική αξία που δημιουργεί ο μισθωτός εργάτης στη διάρκεια των 8 ωρών της εργάσιμης μέρας ανέρχεται στις 16.000 δρχ. από τις οποίες οι 8.000 δρχ. επιστρέφονται στον εργάτη με τη μορφή του μισθού εργασίας για την αναπλήρωση της εργατικής του δύναμης και τις υπόλοιπες 8.000 δρχ. τις ιδιοποιείται ο καπιταλιστής με τη μορφή

της υπεραξίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η τιμή της 1 ώρας εργασίας είναι τόσες φορές μικρότερη από την αξία, όσες φορές είναι μικρότερος ο αναγκαίος χρόνος εργασίας από το συνολικό χρόνο εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι στη διάρκεια της κάθε μιας ώρας εργασίας της εργάσιμης μέρας ο εργάτης προσφέρει στον καπιταλιστή μια ορισμένη ποσότητα υπεραξίας. Και, μάλιστα, όσο πιο χαμηλή είναι η τιμή της εργασίας με αμετάβλητους όλους τους άλλους όρους, τόσο πιο μεγάλη είναι η μάζα και το ποσοστό της υπεραξίας. Με άλλα λόγια τόσο πιο υψηλός είναι ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την αστική τάξη.

Το χρονομίσθιο δίνει στον καπιταλιστή τη δυνατότητα να εντείνει την εκμετάλλευση του εργάτη με τηνπαράταση της εργάσιμης μέρας. Ετσι κατεβάζει την τιμή της μιας ώρας

εργασίας, αφήνοντας αμετάβλητο το μισθό εργασίας για τη μέρα, τη βδομάδα, το μήνα.

Αν υποθέσουμε ότι το ημερομίσθιο μένει αμετάβλητο (δηλαδή το παλιό) και η εργάσιμη μέρα μεγαλώσει, τότε η τιμή μιας ώρας εργασίας θα μειωθεί.

Π.χ. ας υποθέσουμε ότι το ημερομίσθιο μένει το παλιό - 8.000 δρχ, ενώ η εργάσιμη μέρα μεγαλώνει από 8 σε 9 ώρες. Στην περίπτωση αυτή η τιμή της μιας ώρας εργασίας θα κατέβει από τις 1.000 δρχ. σε 888 δρχ.

β) Με το ανέβασμα του ημερομίσθιου η τιμή της μιας ώρας εργασίας μπορεί να παραμένει αμετάβλητηή και να πέσει, αν στο μεταξύ μεγαλώσει η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας.

Π.χ. αν το ημερομίσθιο ανέβει από 8.000 δρχ. σε 8.400 δρχ. και η εργάσιμη μέρα μεγαλώσει από 8 σε 10 ώρες, η τιμή της μιας ώρας εργασίας στην περίπτωση αυτή θα κατέβει στις 840 δρχ. (8.400:10).

γ) Η αύξηση της εντατικότητας της εργασίας σημαίνει στην ουσία πτώση της τιμής της μιας ώρας εργασίας, γιατί, ενώ γίνεται μεγαλύτερη δαπάνη εργασίας, που στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με παράταση της εργάσιμης μέρας, η πληρωμή μένει η παλιά.

Οταν οι όροι για την πώληση των εμπορευμάτων είναι ευνοϊκοί, ο καπιταλιστής παρατείνει την εργάσιμη μέρα, και καθιερώνει τις υπερωρίες.

δ) Αν πάλι οι όροι της αγοράς είναι δυσμενείς και ο καπιταλιστής είναι υποχρεωμένος να ελαττώσει τον όγκο της παραγωγής, τότε περιορίζει την εργάσιμη μέρα και εφαρμόζει το ωρομίσθιο.

Page 41: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 41 -

Αν η εργάσιμη μέρα περιοριστεί και διατηρηθεί η προηγούμενη πληρωμή της εργασίας ανά ώρα, το ημερομίσθιο του εργάτη θα μειωθεί. Δηλαδή, το ωρομίσθιο με όχι πλήρη εργάσιμη μέρα ή με όχι πλήρη εργάσιμηβδομάδα κατεβάζει πάρα πολύ το μισθό εργασίας.

Π.χ. αν η εργάσιμη μέρα περιοριστεί από 8 σε 6 ώρες και διατηρηθεί η προηγούμενη πληρωμή της εργασίας προς 1.000 δρχ. την ώρα, το ημερομίσθιο του εργάτη θα είναι όλο και όλο 6.000 δρχ. (1.000X6).

Συμπέρασμα

Ο εργάτης χάνει στην πληρωμή όχι μόνο όταν παρατείνεται υπέρμετρα η εργάσιμη μέρα, αλλά και όταν αναγκάζεται να μη δουλεύει ολόκληρο το χρόνο εργασίας.

Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί κανείς να νομίσει ότι τα συμφέροντα του εργάτη δε ζημιώθηκαν. Ο εργάτης παίρνει λιγότερα, γιατί εργάζεται λιγότερο και ότι η «τιμή εργασίας» δεν έπεσε. Φαίνεται ότι ο καπιταλιστής πληρώνει την ίδια τιμή για την εργασία του.

Στην πραγματικότητα, όμως, γίνεται μείωση του μισθού εργασίας κάτω από την αξία της Εργατικής Δύναμης, (ΕΔ).

Στο παράδειγμά μας, αν η αξία της εργατικής δύναμης είναι 8.000 και όχι 6.000 δρχ.= (1.000X6), αν δουλεύει 6 ώρες, τότε:

Με τις 6.000 ο εργάτης δεν μπορεί να αναπαραγάγει την εργατική του δύναμη, γιατί ο καπιταλιστής την πληρώνει κάτω από την αξία της.

Το γεγονός αυτό κρύβεται από την «τιμή εργασίας», αφού το ωρομίσθιο δεν άλλαξε, άρα συμπεραίνουν ότι ο εργάτης δεν έχει καμιά αξίωση από τον καπιταλιστή.

Η πραγματικότητα είναι άλλη. Με την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων: «Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μια ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία».1

Στις συνθήκες της σύγχρονης μαζικής παραγωγής, με το σύστημα της αλυσίδας, η απόδοση των εργατών καθορίζεται:

α) Από την ταχύτητα της κίνησης της μεταφορικής ταινίας.

β) Από το ρυθμό της αλυσίδας.

Γι' αυτό ο μισθός εργασίας με το κομμάτι είναι οικονομικά ασύμφορος για τον καπιταλιστή.

Η πληρωμή με το κομμάτι

Είναι εκείνη η μορφή του μισθού εργασίας, όπου το μέγεθος του μισθού εργασίας εξαρτάται από την ποσότητα των προϊόντων που παράγονται στη μονάδα του χρόνου.

Το κάθε κομμάτι πληρώνεται σύμφωνα με καθορισμένες τιμές.

Οταν ο καπιταλιστής καθορίζει τα τιμολόγια υπολογίζει:

α) Το ημερήσιο χρονομίσθιο του εργάτη, και

β) την ποσότητα των προϊόντων που παράγει μέσα σε μια μέρα, και εδώ συνήθως παίρνεται σαν μέτρο η ανώτατη παραγωγή του εργάτη.

Π.χ.: Αν το μέσο μεροκάματο στο δοσμένο κλάδο παραγωγής είναι 8.000 δρχ. και η ποσότητα

ενός ορισμένου είδους προϊόντων που παράγει ο εργάτης είναι 50 κομμάτια, τότε η διατίμηση για κάθε κομμάτι αυτού του προϊόντος θα είναι: 160 δρχ. (8.000:50).

Την πληρωμή με το κομμάτι ο καπιταλιστής την καθορίζει έτσι, ώστε ο ωριαίος μισθός του εργάτη να μην είναι μεγαλύτερος απ' ό,τι στην πληρωμή με το χρονομίσθιο.

Μόλις, όμως, μια σημαντική μερίδα των εργατών πετύχει ένα νέο, πιο ψηλό επίπεδο εντατικότητας της εργασίας, ο καπιταλιστής κατεβάζει τις τιμές που πληρώνει στους εργάτες για

τα κομμάτια.

Π.χ.: Αν στο παράδειγμά μας η πληρωμή για το κάθε κομμάτι ελαττωθεί στο μισό (50%), ο εργάτης για να διατηρήσει τον προηγούμενο μισθό εργασίας, είναι υποχρεωμένος να εργάζεται διπλά, δηλαδή είναι αναγκασμένος:

α) ή να αυξήσει το χρόνο εργασίας

β) ή να ανεβάσει ακόμα περισσότερο την εντατικότητα της εργασίας, ώστε να παράγει στη διάρκεια της μέρας όχι 50, αλλά 100 κομμάτια (πριν 50 κομμάτια=8.000 δρχ., τώρα 100 κομμάτια πάλι 8.000 δρχ., αντί των 16.000 (100X160 δρχ.).

Page 42: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 42 -

Οι επιπτώσεις για τον εργάτη

Στις σύγχρονες συνθήκες του καπιταλισμού παρατηρείται η τάση για την επέκταση της εφαρμογής του χρονομίσθιου.

Η παράταση της εργάσιμης μέρας, ακόμη και όταν πληρώνεται ακριβότερα (υπερωρίες, βάρδιες) αποτελεί παράγοντα επιδείνωσης της κατάστασης του εργάτη, τόσο από οικονομική, όσο και από κοινωνική άποψη.

Από οικονομική, γιατί η αυξημένη πληρωμή κατά κανόνα δεν αντισταθμίζει μακροπρόθεσμα την αυξημένη φθορά του ανθρώπινου οργανισμού.

Και από κοινωνική, γιατί στερεί από τον εργάτη τον ελεύθερο χρόνο, του αποκλείει ή του αποδιοργανώνει την κοινωνική ζωή.

«Ο χρόνος είναι ο χώρος της ανθρώπινης ανάπτυξης».2

Ο άνθρωπος χωρίς ελεύθερο χρόνο - για κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική δράση είναι σε κατάσταση άκρας κατάπτωσης.

Στην προκειμένη περίπτωση:

«Ο εργάτης προσπαθεί να διατηρήσει τη μάζα του μισθού εργασίας του, δουλεύοντας περισσότερες ώρες είτε προσφέροντας περισσότερα μέσα στην ίδια ώρα...

Το αποτέλεσμα είναι ότι: όσο περισσότερο δουλεύει τόσο μικρότερο μισθό παίρνει...».3

Το χρονομίσθιο και ο μισθός με το κομμάτι συχνά χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα μέσα στις επιχειρήσεις.

Και οι δύο μορφές είναι απλώς δύο διαφορετικοί τρόποι αύξησης της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου.

Σε ό,τι αφορά το χρονομίσθιο και το μισθό με το κομμάτι ο Κ. Μαρξ γράφει: «Και οι δύο μορφές του μισθού υπάρχουν ταυτόχρονα η μια δίπλα στην άλλη στους ίδιους κλάδους παραγωγής».4

1Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 563.

2. Κ. Μαρξ: «Διαλεκτά Εργα», τ. 1, σελ. 520.

3. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο», Διαλεκτά Εργα», τ. 1, σελ. 105.

4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 569.

Page 43: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 43 -

14) Η καπιταλιστική αναπαραγωγή

Η θεωρία του Κ. Μαρξ για τη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι η άμεση συνέχιση της διδασκαλίας του για την υπεραξία, που συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα της κατάστασης της

εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, καθώς επίσης και με την ιστορική τύχη του καπιταλιστικού συστήματος.

Συνεπώς, συνδέεται άμεσα και με την ίδια την ανάπτυξη και το μέλλον της ανθρωπότητας. Η βάση για την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η υλική παραγωγή. Η κοινωνία, για να ζει και για να αναπτύσσεται, πρέπει να παράγει αδιάκοπα υλικά αγαθά. Δηλαδή, πρέπει να συντελείται συνεχώς το προτσές της παραγωγής.

Η διαδικασία της δημιουργίας των απαραίτητων υλικών αγαθών για την ύπαρξη και την ανάπτυξη της κοινωνίας ονομάζεται παραγωγή.

Το κοινωνικό προτσές παραγωγής εξεταζόμενο στη διαρκή του συνάφεια και στην αδιάκοπη επανάληψή του ονομάζεται αναπαραγωγή. «Οποιαδήποτε και αν είναι η κοινωνική μορφή του προτσές παραγωγής - γράφει ο Μαρξ - το προτσές αυτό πρέπει να είναι συνεχές ή να διατρέχει περιοδικά, πάντα από την αρχή, τα ίδια στάδια. Επίσης όσο λίγο μια κοινωνία μπορεί να παύσει να καταναλώνει, άλλο τόσο μπορεί να παύσει να παράγει. Γι' αυτό κάθε κοινωνικό προτσές παραγωγής εξεταζόμενο στη διαρκή του συνάφεια και στην αέναη ροή της ανανέωσής του είναι ταυτόχρονα και προτσές αναπαραγωγής»1. Ο,τι λογής είναι οι όροι της παραγωγής, τέτοιοι είναι

και οι όροι της αναπαραγωγής. Αν η παραγωγή έχει καπιταλιστική μορφή, τότε και η αναπαραγωγή έχει την ίδια μορφή.

Το προτσές της αναπαραγωγής δε συνίσταται μόνο στο ότι οι άνθρωποι παράγουν όλο και καινούριες ποσότητες προϊόντων, σε αντικατάσταση των όσων καταναλώθηκαν και πάνω από αυτά, αλλά και στο ότι στην κοινωνία διαρκώς ανανεώνονται και οι αντίστοιχες σχέσεις παραγωγής.

Υπάρχουν δύο τύποι αναπαραγωγής:

α) Η απλή αναπαραγωγή.

β) Η διευρυμένη αναπαραγωγή.

Απλή αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές της παραγωγής στις προηγούμενες διαστάσεις, όταν τα νεοπαραγόμενα προϊόντα απλώς αναπληρώνουν τα ξοδεμένα μέσα παραγωγής και τα είδη ατομικής κατανάλωσης.

Διευρυμένη αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές της παραγωγής σε μεγαλύτερες διαστάσεις, οπότε η κοινωνία δεν αναπληρώνει απλώς τα υλικά αγαθά που καταναλώθηκαν, αλλά και παράγει επιπλέον συμπληρωματικά μέσα παραγωγής και είδη ατομικής κατανάλωσης.

Η καπιταλιστική απλή αναπαραγωγή

Στις συνθήκες του καπιταλισμού η απλή αναπαραγωγή σημαίνει ότι το προτσές της παραγωγής απλώς ανανεώνεται, ενώ η υπεραξία ξοδεύεται ολόκληρη για την ατομική κατανάλωση του καπιταλιστή.

Στο προτσές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής ανανεώνονται όχι μόνο τα προϊόντα της εργασίας, αλλά και οι σχέσεις της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Από τη μια μεριά, στην πορεία της αναπαραγωγής διαρκώς δημιουργείται πλούτος που ανήκει στον καπιταλιστή, ο οποίος τον χρησιμοποιεί για να ιδιοποιείται υπεραξία. Με το τέλος κάθε παραγωγικού προτσές ο επιχειρηματίας βρίσκεται και πάλι κάτοχος κεφαλαίου που του δίνει τη δυνατότητα να πλουτίζει με την εκμετάλλευση των εργατών. Από την άλλη, ο εργάτης βγαίνει

από το προτσές της παραγωγής διαρκώς άπορος προλετάριος και γι' αυτό το λόγο είναι αναγκασμένος, για να μην πεθάνει από την πείνα, να πουλάει και πάλι την εργατική του δύναμη στον καπιταλιστή.

Η αναπαραγωγή της μισθωτής εργατικής δύναμης παραμένει πάντα αναγκαίος όρος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. «Το κεφαλαιοκρατικό προτσές παραγωγής, λοιπόν, με την ίδια του τη λειτουργία αναπαράγει το χωρισμό της εργατικής δύναμης από τους όρους της εργασίας. Ετσι αναπαράγει και διαιωνίζει τους όρους εκμετάλλευσης του εργάτη. Υποχρεώνει διαρκώς τον εργάτη να πουλάει την εργατική του δύναμη για να ζει και να δίνει διαρκώς τη δυνατότητα στον κεφαλαιοκράτη να την αγοράζει για να πλουτίζει»2.

Page 44: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 44 -

Δηλαδή, το κεφαλαιοκρατικό προτσές αναπαραγωγής δεν παράγει μονάχα εμπόρευμα, συνεπώς, υπεραξία, αλλά παράγει και αναπαράγει και την ίδια τη σχέση του κεφαλαίου, από τη μια μεριά τον κεφαλαιοκράτη και από την άλλη το μισθωτό εργάτη. Αν εξετάσουμε την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης όχι μεμονωμένα, αλλά σαν μια διαρκώς επαναλαμβανόμενη σχέση, τότε θα διαπιστώσουμε ότι:

Πρώτο, τον καιρό που με την εργασία του εργάτη σε μια δοσμένη περίοδο δημιουργείται νέα αξία που περικλείνει υπεραξία, ρευστοποιείται στην αγορά, μετατρέπεται σε χρήμα, το προϊόν που έχει παράγει ο εργάτης στην προηγούμενη περίοδο. Από εδώ φαίνεται καθαρά πως ο κεφαλαιοκράτης πληρώνει το μισθό εργασίας του προλετάριου όχι από το δικό του κεφάλαιο, αλλά από την αξία που έχει δημιουργήσει η εργασία των εργατών στην προηγούμενη περίοδο παραγωγής (π.χ. στη διάρκεια του προηγούμενου μήνα).

«Η σημερινή του εργασία ή η εργασία του επόμενου εξαμήνου πληρώνεται με την εργασία του

της προηγούμενης εβδομάδας ή του τελευταίου εξαμήνου»3.

Δεύτερο, σε διάκριση από τα άλλα εμπορεύματα, η εργατική δύναμη πληρώνεται από τον καπιταλιστή μόνο αφού ο εργάτης έχει πια τελειώσει την καθορισμένη εργασία. Συνεπώς, δε δανείζει ο καπιταλιστής τους εργάτες, αλλά αντίθετα οι εργάτες δανείζουν τον καπιταλιστή. Η απλή αναπαραγωγή είναι συστατικό μέρος της διευρυμένης αναπαραγωγής.

Διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή

Στη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή ένα μέρος της υπεραξίας ο καπιταλιστής το διαθέτει για να μεγαλώσει τις διαστάσεις της παραγωγής: για να αγοράζει πρόσθετα μέσα παραγωγής και για να μισθώνει πρόσθετους εργάτες. Επομένως, ένα μέρος της υπεραξίας προστίθεται στο προηγούμενο κεφάλαιο, δηλαδή συσσωρεύεται.

Συσσώρευση κεφαλαίου ονομάζεται η πρόσθεση μέρους της υπεραξίας στο κεφάλαιο ή η μετατροπή μέρους της υπεραξίας σε κεφάλαιο.

Κίνητρο για τη συσσώρευση του κεφαλαίου είναι:

α) Πρώτα απ' όλα το κυνήγι για την αύξηση της υπεραξίας. Στον καπιταλισμό η δίψα για τον πλουτισμό δε γνωρίζει όριο. Με τη διεύρυνση της παραγωγής αυξάνει η μάζα της παραγωγής, αυξάνει η μάζα της υπεραξίας που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής και συνεπώς αυξάνει και εκείνο το μέρος της που πηγαίνει για την ικανοποίηση των προσωπικών αναγκών και ιδιοτροπιών των καπιταλιστών. Από την άλλη οι καπιταλιστές αποκτούν τη δυνατότητα με την αυξημένη υπεραξία να διευρύνουν όλο και περισσότερο την παραγωγή, να εκμεταλλεύονται όλο και μεγαλύτερο αριθμό εργατών και να ιδιοποιούνται μια ολοένα αυξανόμενη μάζα υπεραξίας.

β) Αλλο κίνητρο συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι ο λυσσαλέος συναγωνισμός, που στην πορεία του οι μεγάλοι καπιταλιστές βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση και εξοντώνουν τους μικρούς. Ο συναγωνισμός υποχρεώνει τον κάθε καπιταλιστή, κάτω από την απειλή της καταστροφής του, να βελτιώνει την τεχνική, να διευρύνει την παραγωγή.

Διακοπή της ανάπτυξης της τεχνικής σημαίνει καθυστέρηση και τους καθυστερημένους τους νικούν οι ανταγωνιστές τους.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 586.

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 598.

3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 588.

Page 45: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 45 -

15) Η σύνθεση του κεφαλαίου - Ο σχετικός υπερπληθυσμός

Στην πορεία της καπιταλιστικής συσσώρευσης αυξάνει η συνολική μάζα του κεφαλαίου. Τα διάφορα μέρη του, όμως, δεν αλλάζουν με τον ίδιο τρόπο, πράγμα που οδηγεί στην αλλαγή της

σύνθεσης του κεφαλαίου.

Οταν λέμε σύνθεση του κεφαλαίου εννοούμε τη σχέση του σταθερού κεφαλαίου (σ) προς το μεταβλητό κεφάλαιο (μ) (σ/μ). Και αλλαγή της σύνθεσης του κεφαλαίου σημαίνει ότι αυξάνεται το σταθερό κεφάλαιο και μειώνεται σχετικά το μεταβλητό κεφάλαιο.

Η σύνθεση του κεφαλαίου έχει τρεις εκφράσεις: Ο καπιταλιστής συσσωρεύοντας υπεραξία και διευρύνοντας την επιχείρησή του, εισάγει συνήθως καινούριες μηχανές και τεχνικές

τελειοποιήσεις γιατί αυτό του υπόσχεται αύξηση των κερδών. Ανάπτυξη της τεχνικής σημαίνει πιο γρήγορη αύξηση εκείνου του μέρους του κεφαλαίου που υπάρχει με τη μορφή των μέσων παραγωγής, δηλαδή του σταθερού κεφαλαίου. Απεναντίας πολύ αργά αυξάνει εκείνο το μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται για την αγορά της εργατικής δύναμης, δηλαδή το μεταβλητό κεφάλαιο.

Η σχέση της μάζας των χρησιμοποιούμενων μέσων παραγωγής προς την απαιτούμενη για τη χρησιμοποίησή τους ποσότητας εργασίας, ονομάζεται τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου.

Η σχέση της αξίας των μέσων παραγωγής (σταθερό κεφάλαιο) προς την αξία της εργατικής δύναμης (μεταβλητό κεφάλαιο) ονομάζεται αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου.

Ανάμεσα στην τεχνική και αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου, στο βαθμό που καθορίζεται από την τεχνική του σύνθεση και αντανακλά τις αλλαγές της ονομάζεται οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.

Η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου δεν είναι η ίδια στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας και στις διάφορες επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου. Εκεί, όπου στον κάθε εργάτη αναλογούν περισσότερες σύνθετες και ακριβές μηχανές, περισσότερες επεξεργασμένες πρώτες ύλες είναι υψηλότερη.

Εκεί, όπου υπερτερεί η ζωντανή εργασία, ενώ οι μηχανές και οι πρώτες ύλες που αναλογούν στον κάθε εργάτη είναι λιγότερες και στοιχίζουν σχετικά όχι ακριβά είναι χαμηλότερη.

Ας πάρουμε σαν παράδειγμα ένα κεφάλαιο από 100.000. Ακόμα, ας υποθέσουμε ότι από αυτό το κεφάλαιο το ποσό των 80.000 ξοδεύτηκε για σταθερό κεφάλαιο και των 20.000 για μεταβλητό κεφάλαιο.

Στην περίπτωση αυτή, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (σ+μ) θα είναι: 80σ + 20μ ή σε αναλογία 4:1.

Με τη συσσώρευση του κεφαλαίου αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου: μικραίνει το μερίδιο του μεταβλητού κεφαλαίου, μεγαλώνει το μερίδιο του σταθερού κεφαλαίου.

Στην πορεία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής με τη συγκέντρωση και τη συγκεντροποίηση μεγαλώνουν οι διαστάσεις ορισμένων κεφαλαίων.

Συγκεντροποίηση του κεφαλαίου ονομάζεται η αύξηση των διαστάσεων του κεφαλαίου σαν αποτέλεσμα της συνένωσης κάμποσων κεφαλαίων σε ένα πιο μεγάλο κεφάλαιο.

«Το κεφάλαιο αυξάνει, εδώ - γράφει ο Μαρξ - κατά μεγάλες μάζες σε ένα χέρι, επειδή εκεί χάνεται από πολλά χεριά. Αυτή είναι η καθαυτό συγκεντροποίηση σε διάκριση από τη συσσώρευση και τη συγκέντρωση»1. Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου πραγματοποιείται βασικά:

α) Με την πάλη του συναγωνισμού που διεξάγεται με το φτήνεμα των εμπορευμάτων. Η φτήνια των εμπορευμάτων εξαρτάται από την παραγωγικότητα της εργασίας και η παραγωγικότητα της

εργασίας εξαρτάται από την κλίμακα της παραγωγής. Γι' αυτό τα μεγάλα κεφάλαια νικούν τα μικρά κεφάλαια. Με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αυξάνει το ελάχιστο μέγεθος του ατομικού κεφαλαίου που απαιτείται για να λειτουργήσει, κάτω από κανονικούς-όρους, μια επιχείρηση.

β) Με το πιστωτικό σύστημα που προσελκύει, με αόρατα νήματα στα χέρια ατομικών ή συνεταιρισμένων κεφαλαιοκρατών, τα μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά που είναι σκόρπια πάνω στην επιφάνεια της κοινωνίας, γίνεται ένα καινούριο και τρομερό όπλο στην πάλη του συναγωνισμού για τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Να γιατί ο Κ. Μαρξ γράφει: «Στο

βαθμό που αναπτύσσεται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή και συσσώρευση, στον ίδιο βαθμό αναπτύσσεται και ο συναγωνισμός και η πίστη, αυτοί οι δύο ισχυρότεροι μοχλοί της συγκεντροποίησης»2.

Page 46: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 46 -

Ο κεφαλαιοκρατικός πληθυσμιακός νόμος και οι μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού

Στις συνθήκες του καπιταλισμού η αύξηση της παραγωγής συνοδεύεται από την αύξηση της

οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Η ζήτηση της εργατικής δύναμης καθορίζεται από τις διαστάσεις όχι ολόκληρου του κεφαλαίου, αλλά μόνο του μεταβλητού μέρους του.

Στον καπιταλισμό, με τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η ζήτηση των εργατικών χεριών περιορίζεται σχετικά, αν και η αριθμητική δύναμη του προλεταριάτου γενικά αυξάνεται με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. «Επομένως, ο εργατικός πληθυσμός, παράγοντας ο ίδιος της συσσώρευσης του κεφαλαίου, παράγει ταυτόχρονα σε αυξανόμενη έκταση τα μέσα που τον κάνουν σχετικά υπεράριθμο» 3.

Αυτός είναι ένας ιδιαίτερος νόμος κίνησης του πληθυσμού, χαρακτηριστικός για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, όπου τα μέσα παραγωγής χρησιμοποιούνται σαν κεφάλαιο.

Ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός σαν αναγκαίο προϊόν της καπιταλιστικής συσσώρευσης γίνεται ισχυρός μοχλός της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ο εργατικός υπερπληθυσμός: «Αποτελεί ένα διαθέσιμο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό που ανήκει στο κεφάλαιο τόσο απόλυτα, σαν να τον είχε φτιάξει με δικά του έξοδα»4.

Είναι απαραίτητο να ξεχωρίζουμε τις παρακάτω βασικές μορφές του σχετικού υπερπληθυσμού:

Ο ρευστός υπερπληθυσμός (ρευστή μορφή ανεργίας) αποτελείται από τους εργάτες που χάνουν τη δουλιά τους, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, επειδή περιορίζεται η παραγωγή, εισάγονται νέες μηχανές, κλείνουν επιχειρήσεις.

Ο ρευστός υπερπληθυσμός συνδέεται με το ότι στον καπιταλισμό οι διάφοροι κλάδοι και επιχειρήσεις αναπτύσσονται ανισόμετρα και χωρίς κανένα σχέδιο, η συσσώρευση του κεφαλαίου και οι αλλαγές στην τεχνική και οργανική σύνθεση του κεφαλαίου γίνονται ανισόμετρα. Συνδέεται επίσης και με τις οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής, όπου ο ρευστός υπερπληθυσμός αυξάνει απότομα με τις απολύσεις των εργατών.

Ο λανθάνων υπερπληθυσμός (υποαπασχόληση) αποτελείται από κατεστραμμένους μικροπαραγωγούς, προπαντός από φτωχούς αγρότες και εργάτες γης, που μόνο ένα μικρό μέρος του χρόνου απασχολούνται στην αγροτική οικονομία, δε βρίσκουν δουλιά στη βιομηχανία και

φυτοζωούν στο χωριό.

Στο βαθμό που η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αγκαλιάζει τον ένα κλάδο της αγροτικής οικονομίας μετά τον άλλο και διαδίδεται σημαντικά η χρησιμοποίηση των μηχανών, η βασική μάζα της αγροτιάς καταστρέφεται ολοένα και περισσότερο, ενώ η ζήτηση της εργατικής δύναμης στην αγροτική οικονομία ελαττώνεται απόλυτα. Ενα μέρος του καταστρεφόμενου αγροτικού πληθυσμού μετατρέπεται διαρκώς σε βιομηχανικό προλεταριάτο ή πυκνώνει το στρατό των ανέργων στις πόλεις, ενώ μια σημαντική μάζα του αγροτικού πληθυσμού παραμένει στο χωριό όπου μόνο μερικά απασχολείται στην αγροτική οικονομία.

Ο στάσιμος υπερπληθυσμός (σταθερή ανεργία) αποτελείται από τις πολυάριθμες ομάδες ανθρώπων, που έχασαν τη μόνιμη δουλιά τους, βρίσκουν απασχόληση εξαιρετικά δύσκολα και πληρώνονται σημαντικά χαμηλότερα από το συνηθισμένο επίπεδο του μισθού εργασίας. Είναι το πλατύ στρώμα των εργαζομένων που απασχολούνται στη σφαίρα της καπιταλιστικής δουλιάς, στο σπίτι, καθώς και εκείνων που αποζούν από ευκαιριακά μεροκάματα.

Το κατώτερο στρώμα του σχετικού υπερπληθυσμού το αποτελούν οι πάουπερ, δηλαδή φτωχοί που από καιρό έχουν διωχτεί από την παραγωγή χωρίς καμιά ελπίδα να ξαναβρούν μόνιμη

εργασία και που ζουν από ευκαιριακές δουλιές. Σε αυτούς ανήκουν οι σακάτηδες, οι ανάπηροι της δουλιάς, οι γέροι και άλλοι. Ενα μέρος από αυτούς τους ανθρώπους ζητιανεύει.

Οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της ανεργίας στον καπιταλισμό, επικαλούμενοι τους αιώνιους νόμους της φύσης.

Σύμφωνα με τον «πληθυσμιακό νόμο» που σοφίστηκε ο Μάλθους από τον καιρό της εμφάνισης της ανθρώπινης κοινωνίας, ο πληθυσμός πολλαπλασιάζεται τάχα με γεωμετρική πρόοδο (δηλαδή

1, 2, 4, 8, κλπ.), ενώ τα μέσα συντήρησης λόγω του περιορισμένου χαρακτήρα του φυσικού πλούτου, αυξάνουν κατά αριθμητική πρόοδο (δηλαδή 1, 2, 3, 4, κλπ.). Η θεωρία αυτή του Μάλθους δεν είναι μόνο αντιδραστική, αλλά και δεν έχει τίποτα το κοινό με την πραγματικότητα. Η ισχυρή τεχνική που έχει στη διάθεσή της η ανθρωπότητα είναι σε θέση να αυξάνει την ποσότητα των μέσων συντήρησης με ρυθμούς που δεν μπορεί να τους φτάσει και η πιο γρήγορη αύξηση του πληθυσμού. Εμπόδιο σε αυτό στέκει ο καπιταλισμός.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 649.

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 649.

3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 654.

4. Στο ίδιο, σελ. 655.

Page 47: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 47 -

16) Ο γενικός νόμος και η ιστορική τάση της καπιταλιστικής

συσσώρευσης

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση του κεφαλαίου στον ένα πόλο της καπιταλιστικής κοινωνίας, στον οποίο συγκεντρώνονται τεράστια πλούτη, μεγαλώνει η πολυτέλεια και ο παρασιτισμός, η σπατάλη και η αργία των εκμεταλλευτριών τάξεων, ενώ στον άλλο πόλο της κοινωνίας δυναμώνει ολοένα και περισσότερο ο ζυγός της εκμετάλλευσης, αυξάνει η ανεργία και πέφτει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Η ανακάλυψη και η έρευνα των παραγόντων που προκαλούν την ανεργία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, επέτρεψαν στον Κ. Μαρξ να κάνει τη σπουδαία συνόψιση ότι: «Οσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, η έκταση και η ένταση της αύξησής του, επομένως και το απόλυτο μέγεθος του προλεταριάτου και η παραγωγική δύναμη

της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Η αύξηση της διαθέσιμης εργατικής δύναμης προκαλείται από τις ίδιες αιτίες που προκαλούν την αύξηση της επεκτατικής δύναμης του κεφαλαίου. Επομένως, το σχετικό μέγεθος του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού αυξάνει μαζί με τις δυνάμεις του πλούτου. Οσο μεγαλύτερος όμως είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε σχέση με τον εν ενεργεία εργατικό στρατό, τόσο μαζικότερος είναι ο σταθεροποιημένος υπερπληθυσμός, που η φτώχεια του είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τα βάσανα της δουλιάς του.

Τέλος, όσο πιο μεγάλο είναι το εξαθλιωμένο στρώμα της εργατικής τάξης και ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, τόσο πιο μεγάλος είναι ο επίσημος παουπερισμός. Αυτός είναι ο απόλυτος

γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης»1.

Ο γενικός νόμος της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι συγκεκριμένη έκφραση της δράσης του βασικού οικονομικού νόμου του καπιταλισμού - του νόμου της υπεραξίας.

Η σχετική και απόλυτη εξαθλίωση

Η αύξηση του πλούτου των καπιταλιστών και η χειροτέρευση της κατάστασης του προλεταριάτου καθορίζονται νομοτελειακά πρώτα απ' όλα από το ότι στη βάση της συσσώρευσης του κεφαλαίου βρίσκεται η ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ότι η ίδια η διαδικασία της συσσώρευσης προκαλεί αναπόφευκτα τη δημιουργία και την αύξηση του σχετικού υπερπληθυσμού.

Η αστική οικονομική σκέψη και οι αναθεωρητές ισχυρίζονται, ότι στο βαθμό που αναπτύσσεται η καπιταλιστική παραγωγή, βελτιώνεται τάχα και η κατάσταση των εργατών, σβήνουν οι διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις.

Ο Κ. Μαρξ ανακαλύπτοντας τη δράση του γενικού νόμου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, έβγαλε τα σπουδαιότερο συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο: «...στο μέτρο που συσσωρεύεται το κεφάλαιο, να χειροτερεύει υποχρεωτικά η κατάσταση του εργάτη, αδιάφορο αν είναι καλή ή κακή η πληρωμή του».2 Δηλαδή, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού συντελείται ένα προτσές της σχετικής και της απόλυτης εξαθλίωσης του προλεταριάτου.

Η σχετική εξαθλίωση του προλεταριάτου συνίσταται στο ότι, όσο αυξάνει ο κοινωνικός πλούτος μειώνεται το μερίδιο της εργατικής τάξης στο εθνικό εισόδημα, ενώ το μερίδιο των καπιταλιστών αυξάνεται.

Στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις ανεβαίνει και το επίπεδο των αναγκών όλης της κοινωνίας, μαζί και της εργατικής τάξης. Αλλά η αύξηση των αναγκών των εργατών δε συνοδεύεται πάντα με άνοδο του πραγματικού μισθού εργασίας.

Η εργατική τάξη, όμως, δεν είναι διατεθειμένη να συμφιλιωθεί με μια τέτοια κατανομή του εθνικού εισοδήματος. Αγωνίζεται για την αύξηση του μεριδίου που παίρνει από το εθνικό εισόδημα. Η επίδραση του πρώην παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος και των επιτευγμάτων του συνέβαλλαν στις επιτυχίες που σημείωσε η εργατική τάξη των καπιταλιστικών χωρών στη μεταπολεμική περίοδο. Η αστική τάξη αναγκάστηκε να ικανοποιήσει μια σειρά αιτήματα των εργαζομένων.

Ωστόσο, αυτές τις υποχωρήσεις που κάνει στους εργαζόμενους η αστική τάξη επιδιώκει να τις εκμηδενίσει, όταν της το επιτρέπουν οι συνθήκες.

Η κατάσταση της εργατικής τάξης ορισμένες φορές χειροτερεύει και απόλυτα. Η απόλυτη εξαθλίωση του προλεταριάτου συνίσταται στην πτώση του βιοτικού επιπέδου. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι η ζωή των εργαζομένων χειροτερεύει από μήνα σε μήνα, και από χρόνο σε χρόνο, αλλά ότι με την ανάπτυξη του καπιταλισμού δυναμώνει την εντατικότητα της εργασίας, επιταχύνονται οι ρυθμοί της παραγωγής, φθείρεται πρόωρα ο οργανισμός του εργάτη, αυξάνει

Page 48: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 48 -

κατά καιρούς η μαζική και μόνιμη ανεργία, όπως και η αβεβαιότητα των εργαζομένων για το αύριο.

Την απόλυτη εξαθλίωση - κατά τον Λένιν - πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε διττά: Εξαθλίωση με

τη «φυσική έννοια» και με την «κοινωνική έννοια».

Σε κατάσταση «φυσικής» εξαθλίωσης βρίσκεται εκείνο το μέρος της εργατικής τάξης που υποβάλλεται σε φυλετικές και εθνικές διακρίσεις, ως προς το μισθό εργασίας, καθώς και λόγω φύλου και ηλικίας, αυτοί που απασχολούνται σε βαριές, ανθυγιεινές δουλιές και μόλις καλύπτουν τις στοιχειώδεις ανάγκες τους σε μέσα διαβίωσης.

Η εξαθλίωση με τη φυσική έννοια εμφανίζεται στις χώρες του καπιταλιστικού κόσμου, όπου η

εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι ζουν σε πολύ άσχημες συνθήκες, το βιοτικό επίπεδο, μάλιστα, ενός τμήματός της αντί να βελτιώνεται, χειροτερεύει.

Στον κόσμο υπάρχουν σήμερα δύο (2) δισεκατομμύρια άνθρωποι που ζουν κάτω από όριο της φτώχειας - ένα (1) δισεκατομμύριο είναι οι άνεργοι και οι ημιαπασχολούμενοι. Ομως και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες υπάρχουν τμήματα και περιοχές όπου το προλεταριάτο ζει σε άθλιες συνθήκες. Σύμφωνα με την Εκθεση του ΟΗΕ για την ανθρώπινη ανάπτυξη το 1998, στις πλουσιότερες χώρες του κόσμου 100 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, τουλάχιστον 37 εκατομμύρια είναι οι άστεγοι και περίπου 200 εκατομμύρια με αναμενόμενο μέσο όρο ζωής κάτω των 60 ετών. Χαρακτηριστικό, στις ΗΠΑ το 1/5 του

πληθυσμού είναι, ουσιαστικά, αναλφάβητο και 13% δεν αναμένεται να περάσει τα 60. Το πλουσιότερο 1/5 των ανθρώπων στον κόσμο: καταναλώνει το 45% όλου με κρέατος και του ψωμιού, ενώ το φτωχότερο 1/5 λιγότερο από 5%. Αντίστοιχα το πλουσιότερο 1/5 καταναλώνει το 58% της ολικής ενέργειας, ενώ το φτωχότερο, λιγότερο από 4%. Το πρώτο 1/5 κατέχει το 74% όλων των τηλεφωνικών γραμμών, ενώ το φτωχότερο κατέχει το 1,5%.3

Στην Ελλάδα το 20% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και η ανεργία αγγίζει τις 500.000. Το φτωχότερο 10% του πληθυσμού της χώρας κατέχει μόλις το 2,2% του συνολικού εισοδήματος (στην ΕΕ το αντίστοιχο ποσοστό είναι 2,6%), ενώ το πλουσιότερο 10% κατέχει το 26,3% (ΕΕ 25%).4 Το χάσμα αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο αν πάρουμε υπόψη μας ότι το 20%

των πλουσιότερων Ελλήνων κατέχει το 41% του ΑΕΠ, ενώ το 20% των φτωχότερων Ελλήνων κατέχει μόλις το 7% του ΑΕΠ.5

Η απόλυτη εξαθλίωση με την «κοινωνική έννοια» βρίσκει έκφραση στη διεύρυνση της αναντιστοιχίας μεταξύ του επιπέδου των αναγκών του εργάτη σε μέσα διαβίωσης που ολοένα και μεγαλώνουν και τον πραγματικό βαθμό ικανοποίησής τους. Ο μισθός του εργάτη παρόλο που αυξάνει, γενικά δεν ανταποκρίνεται στο μέγεθος της αξίας της εργατικής δύναμης. Συχνά η κατανάλωση από τον εργάτη καινούριων εμπορευμάτων αυξάνει για λογαριασμό του περιορισμού άλλων, αναγκαίων καταναλωτικών αγαθών ή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Η κατάσταση

χειροτερεύει περισσότερο στη διάρκεια των οικονομικών κρίσεων, τις συνέπειες των οποίων υφίστανται κατά πρώτο και κύριο λόγο οι εργαζόμενοι. Η εξαθλίωση, η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της εργατικής τάξης αποτελεί τάση, ο βαθμός πραγματοποίησής της όμως, εξαρτάται από τη δύναμη και το βαθμό της αντίδρασης των εργαζομένων.

Η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης

Οσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός συντελείται όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό η καπιταλιστική κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής. Αναπτύσσεται ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Δυναμώνει η αλληλοσύνδεση και η αλληλεξάρτηση των διάφορων κλάδων της οικονομίας. Αυξάνουν σε τεράστιο βαθμό οι οικονομικοί δεσμοί ανάμεσα στις διάφορες επιχειρήσεις, περιοχές και σε ολόκληρες χώρες.

Δημιουργείται η μεγάλη παραγωγή στη βιομηχανία και την αγροτική οικονομία. Αυξάνεται η

κοινωνικοποίηση της παραγωγής, τα αποτελέσματα της οποίας γίνονται ατομική ιδιοκτησία των καπιταλιστών. Ετσι, βαθαίνει και δυναμώνει η βασική αντίθεση του καπιταλισμού ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. «Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας - τονίζει ο Κ. Μαρξ - φτάνουν σε ένα σημείο όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται».6

Page 49: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 49 -

Με λίγα λόγια αυτή είναι η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ο καπιταλισμός αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις και κοινωνικοποιώντας την εργασία, σκάβει ο ίδιος τον τάφο του και ο ίδιος δημιουργεί και το νεκροθάφτη του - το επαναστατικό προλεταριάτο, που θα τον αντικαταστήσει με ένα νέο - απαλλαγμένο από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο κοινωνικό σύστημα, το σοσιαλισμό, σαν πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 667.

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 668.

3. UNDP, «Η ανθρώπινη ανάπτυξη το 1998», «Εξπρές» 10.9.1998.

4. Η «Καθημερινή», 4.9.1999.

5. Η «Καθημερινή», 26.9.1999.

6. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 787.

Page 50: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 50 -

17) Η κυκλική κίνηση του κεφαλαίου

Ορος ύπαρξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η αναπτυγμένη εμπορευματική κυκλοφορία, δηλαδή η ανταλλαγή εμπορευμάτων με τη μεσολάβηση του χρήματος.

Η καπιταλιστική παραγωγή συνδέεται αδιάρρηκτα με την κυκλοφορία. Κάθε χωριστό κεφάλαιο

που αρχίζει το δρόμο της ζωής του με τη μορφή ορισμένου χρηματικού ποσού, παρουσιάζεται σαν χρηματικό κεφάλαιο.

Με το χρήμα ο καπιταλιστής αγοράζει εμπορεύματα καθορισμένου είδους:

1) Μέσα παραγωγής.

2) Εργατική δύναμη.

Αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής της μορφής του κεφαλαίου είναι ο κάτοχός του να έχει στη διάθεσή του ό,τι χρειάζεται για την παραγωγή. Προηγούμενα κατείχε κεφάλαιο με χρηματική μορφή, τώρα κατέχει κεφάλαιο του ίδιου μεγέθους, μα με τη μορφή πια παραγωγικού κεφαλαίου.

Συνεπώς, το πρώτο στάδιο της κύκλησης* του κεφαλαίου συνίσταται στη μετατροπή του χρηματικού κεφαλαίου σε παραγωγικό.

Υστερα από αυτό αρχίζει το προτσές της παραγωγής, όπου συντελείται η παραγωγική κατανάλωση των εμπορευμάτων που αγόρασε ο καπιταλιστής. Η παραγωγική κατανάλωση εκφράζεται με το ότι οι εργάτες, ξοδεύουν την εργασία τους, οι πρώτες ύλες υποβάλλονται σε επεξεργασία, τα καύσιμα καίγονται, οι μηχανές φθείρονται.

Το κεφάλαιο αλλάζει ξανά τη μορφή του: Υστερα από το προτσές της παραγωγής το προκαταβλημένο κεφάλαιο βρίσκεται ενσωματωμένο σε μια ορισμένη μάζα εμπορευμάτων, παίρνει τη μορφή του εμπορευματικού κεφαλαίου.

Ωστόσο:

Πρώτον, τα εμπορεύματα αυτά δεν είναι πια τα ίδια εμπορεύματα που είχε αγοράσει ο

καπιταλιστής αρχίζοντας τη δουλιά.

Δεύτερον, η αξία αυτής της μάζας των εμπορευμάτων είναι μεγαλύτερη από την αρχική αξία του κεφαλαίου, γιατί περιέχει και την υπεραξία που έχουν παράγει οι εργάτες.

Ετσι με το προτσές της παραγωγής, το κεφάλαιο παίρνει την εμπορευματική του μορφή και η αξία του έχει μεγαλώσει λόγω της ιδιοποίησης της υπεραξίας από τον καπιταλιστή.

Συνεπώς, το δεύτερο στάδιοτης κύκλησης του κεφαλαίου συνίσταται στη μετατροπή του παραγωγικού κεφαλαίου σε εμπορευματικό.

Η κύκληση του κεφαλαίου δε σταματάει εδώ. Τα παραγμένα εμπορεύματα πρέπει να πραγματοποιηθούν, να πουληθούν. Ο καπιταλιστής σε αντάλλαγμα των εμπορευμάτων που πουλάει, παίρνει ένα ορισμένο ποσό χρημάτων.

Το κεφάλαιο αλλάζει για τρίτη φορά τη μορφή του: ξαναπαίρνει τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου. Υστερα από αυτό ο κάτοχος του έχει μεγαλύτερο ποσό χρημάτων απ' ό,τι είχε στην αρχή. Ο σκοπός που είναι η αποκόμιση υπεραξίας, έχει επιτευχθεί.

Συνεπώς, το τρίτο στάδιοτης κύκλησης του κεφαλαίου συνίσταται στη μετατροπή του εμπορευματικού κεφαλαίου σε χρηματικό.

Τα χρήματα που εισπράττει ο καπιταλιστής για το εμπόρευμα που πούλησε, τα χρησιμοποιεί ξανά για την αγορά των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης, που χρειάζονται για την παραπέρα παραγωγή, και όλο το προτσές ανανεώνεται από την αρχή.

Στο καθένα από αυτά τα τρία στάδια της κύκλησης, το κεφάλαιο εκπληρώνει και μια αντίστοιχη λειτουργία.

Οι λειτουργίες

Η μετατροπή του χρηματικού κεφαλαίου σε στοιχεία του παραγωγικού κεφαλαίου εξασφαλίζει την ένωση των μέσων παραγωγής με την εργατική δύναμη, χωρίς αυτήν την ένωση δεν μπορεί να συντελεστεί το προτσές της παραγωγής.

«Ο ειδικός τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η ένωση κάνει να διακρίνονται οι διάφορες οικονομικές εποχές της κοινωνικής διάρθρωσης».1

Η λειτουργία του παραγωγικού κεφαλαίου συνίσταται στη δημιουργία με την εργασία των μισθωτών εργατών μάζας εμπορευμάτων, νέας αξίας, συνεπώς, και υπεραξίας.

Η λειτουργία του εμπορευματικού κεφαλαίου είναι, πουλώντας την παραγμένη μάζα εμπορευμάτων:

Page 51: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 51 -

Πρώτον, να επιστρέψει στον καπιταλιστή με χρηματική μορφή το κεφάλαιο που προκαταβάλλει για την παραγωγή και,

δεύτερον, να πραγματοποιήσει σε χρηματική μορφή την υπεραξία που δημιουργήθηκε στο

προτσές της παραγωγής.

Αυτά τα τρία στάδια περνάει στην κύκληση του το βιομηχανικό κεφάλαιο, με το οποίο εννοούμε κάθε κεφάλαιο που χρησιμοποιείται για την παραγωγή εμπορευμάτων, άσχετα αν πρόκειται για τη βιομηχανία ή για την αγροτική οικονομία.

«Το βιομηχανικό κεφάλαιο είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, όπου λειτουργία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο η ιδιοποίηση υπεραξίας ή υπερπροϊόντος,

αλλά ταυτόχρονα και η δημιουργία τους. Γι' αυτό το λόγο το βιομηχανικό κεφάλαιο καθορίζει τον κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα της παραγωγής: η ύπαρξή του περιλαμβάνει την ύπαρξη της ταξικής αντίθεσης κεφαλαιοκρατών και μισθωτών εργατών»2.

Συνεπώς κάθε βιομηχανικό κεφάλαιο κινείται με τη μορφή της κύκλησης.

Τα στάδια της κύκλησης

Κύκληση του κεφαλαίου ονομάζεται η διαδοχική μετατροπή του κεφαλαίου από τη μια μορφή στην άλλη. Ηκύκλησή του περιλαμβάνει τρία στάδια.

Από τα στάδια αυτά το πρώτο και το τρίτο συντελούνται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, ενώ

το δεύτεροσυντελείται στη σφαίρα της παραγωγής.

Χωρίς κυκλοφορία, δηλαδή χωρίς τη μετατροπή των εμπορευμάτων σε χρήμα, και την αντίστροφη μετατροπή του χρήματος σε εμπορεύματα, δε νοείται καπιταλιστική αναπαραγωγή, δηλαδή ανανέωση του προτσές της παραγωγής

Και τα τρία στάδια της κύκλησης του κεφαλαίου συνδέονται στενότατα μεταξύ τους και εξαρτώνται το ένα από το άλλο. Η κύκληση του κεφαλαίου συντελείται κανονικά με τον όρο ότι

οι διάφορες φάσεις της θα διαδέχονται η μια την άλλη χωρίς καθυστερήσεις.

Αν το κεφάλαιο καθυστερεί στο πρώτο στάδιο αυτό σημαίνει άσκοπη ύπαρξη του χρηματικού κεφαλαίου. Αν η καθυστέρηση γίνεται στο δεύτερο στάδιο, αυτό σημαίνει πως τα μέσα παραγωγής στέκουν στα χαμένα και πως μένει αχρησιμοποίητη η εργατική δύναμη. Αν το κεφάλαιο συναντά καθυστέρηση στο τρίτο στάδιο, τότε τα απούλητα εμπορεύματα συσσωρεύονται στις αποθήκες και μπουκώνουν τους αγωγούς της κυκλοφορίας.

Αποφασιστική σημασία για την κύκληση του βιομηχανικού κεφαλαίου έχει το δεύτερο στάδιο, όπου βρίσκεται με τη μορφή του παραγωγικού κεφαλαίου. Στο στάδιο αυτό συντελείται η παραγωγή των εμπορευμάτων, της αξίας και της υπεραξίας, ενώ στα άλλα στάδια δε δημιουργείται αξία και υπεραξία, σε αυτά συντελείται απλώς η αλλαγή των μορφών του κεφαλαίου.

Page 52: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 52 -

Οι τρεις μορφές του βιομηχανικού κεφαλαίου

Στα τρία στάδια της κύκλησης του κεφαλαίου αντιστοιχούν οι τρεις μορφές του βιομηχανικού κεφαλαίου:

1. Το χρηματικό κεφάλαιο

2. Το παραγωγικό κεφάλαιο

3. Το εμπορευματικό κεφάλαιο

Κάθε κεφάλαιο υπάρχει ταυτόχρονα και με τις τρεις μορφές:

Τη στιγμή που ένα μέρος του αποτελεί χρηματικό κεφάλαιο που μετατρέπεται σε παραγωγικό, ένα άλλο μέρος του αποτελεί παραγωγικό κεφάλαιο που μετατρέπεται σε εμπορευματικό και το τρίτο μέρος του αποτελεί εμπορευματικό κεφάλαιο που μετατρέπεται σε χρηματικό.

Το καθένα από αυτά τα μέρη παίρνει και αποβάλλει διαδοχικά τη μια ύστερα από την άλλη, και τις τρεις αυτές μορφές. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο με το κάθε κεφάλαιο χωριστά παρμένο, αλλά και με όλα τα κεφάλαια μαζί παρμένα ή, με άλλα λόγια, με το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο.

Γι' αυτό σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, το κεφάλαιο μπορεί να νοηθεί μόνο σαν κίνηση και όχι σαν πράγμα που βρίσκεται σε ηρεμία. Η κίνηση είναι μορφή ύπαρξης της ύλης. Η κίνηση του κεφαλαίου είναι όρος ύπαρξης και αυτοαύξησής του.

Εκεί βρίσκεται κιόλας η δυνατότητα της χωριστής ύπαρξης των τριών μορφών του κεφαλαίου.

Στο χωρισμό αυτό βασίζεται η ύπαρξη των διαφόρων ομάδων της αστικής τάξης - των βιομηχάνων, των εμπόρων, των τραπεζών, που ανάμεσά τους γίνεται η διανομή της υπεραξίας.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 2, σελ. 34

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 2, σελ.54

* Ο Γ.Πολυμερίσης χρησιμοποιεί το μονολεκτικό όρο «κύκληση» όπως χρησιμοποιήται απο τη μετάφραση στο 2ο τόμο του «Κεφαλαίου» για την απόδοση του γερμανικού όρου «Kreislauf», αντί του όρου «κυκλική κίνηση» που είχε χρησιμοποιηθεί στον 1ο

τόμο.(Σημείωση στο «Κεφάλαιο», τ.2ος σελ 23).

Page 53: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 53 -

18) Η περιστροφή του κεφαλαίου

Κάθε κεφάλαιο διαγράφει την κύκλησή του αέναα (αδιάκοπα) επαναλαμβάνοντάς τη διαρκώς. Ετσι, το κεφάλαιο πραγματοποιεί την περιστροφή του.

Περιστροφή του κεφαλαίου1 ονομάζεται η κύκλησή του, παρμένη όχι σαν πράξη που γίνεται μια φορά, αλλά σαν περιοδικά ανανεωνόμενο και επαναλαμβανόμενο προτσές.

Ο χρόνος περιστροφής του κεφαλαίου αποτελεί το άθροισμα του χρόνου παραγωγής και του χρόνου που βρίσκεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας.2Με άλλα λόγια, ο χρόνος περιστροφής του κεφαλαίου είναι το χρονικό διάστημα από τη στιγμή της προκαταβολής του κεφαλαίου με καθορισμένη μορφή έως τη στιγμή που το κεφάλαιο επιστρέφει στον καπιταλιστή με την ίδια μορφή, αλλά αυξημένο κατά το μέγεθος της υπεραξίας.

Οπως η εργάσιμη μέρα είναι η φυσική μονάδα μέτρησης για τη λειτουργία της εργατικής δύναμης, έτσι και το έτος αποτελεί τη φυσική μονάδα μέτρησης για τις περιστροφές του κεφαλαίου που βρίσκεται στο προτσές της κίνησής του.

Φυσική βάση αυτής της μονάδας μέτρησης είναι το γεγονός ότι οι σπουδαιότεροι καρποί της γης στην εύκρατη ζώνη, που αποτελεί τη γενέτειρα της κεφαλαιοκρατικής

παραγωγής, είναι χρονιάτικα προϊόντα.

Αν το έτος, σαν μονάδα μέτρησης του χρόνου περιστροφής το δηλώνουμε με Χπ, το χρόνο περιστροφής ενός δοσμένου κεφαλαίου με χπ και τον αριθμό των περιστροφών του με το V, τότε ο αριθμός των περιστροφών είναι το κλάσμα, ένα έτος προς το χρόνο περιστροφής: V = Χπ/χπ.

Αν ο χρόνος περιστροφής είναι 3 μήνες, τότε ο αριθμός περιστροφών είναι: V= 12:3 = 4 περιστροφές το χρόνο.

Αν ο χρόνος περιστροφής είναι 18 μήνες, τότε το V = 12:18 = 2/3 ή το κεφάλαιο διανύει μέσα σε ένα χρόνο μόνο τα 2/3 του χρόνου περιστροφής του.

Χρόνος παραγωγής είναι ο χρόνος που στη διάρκειά του το κεφάλαιο βρίσκεται στη

σφαίρα της παραγωγής.

Το σπουδαιότερο μέρος του χρόνου παραγωγής το αποτελεί η περίοδος εργασίας που στη διάρκειά της το επεξεργαζόμενο προϊόν υποβάλλεται στην άμεση επενέργεια της εργασίας.

Η περίοδος εργασίας εξαρτάται από το χαρακτήρα του δοσμένου κλάδου παραγωγής, από το επίπεδο της τεχνικής στη μια είτε στην άλλη επιχείρηση και από άλλους όρους. Για παράδειγμα, στα κλωστήρια απαιτούνται μόνο μερικές μέρες, για να μετατραπεί ορισμένη ποσότητα βαμβακιού σε νήμα, έτοιμο για πώληση, ενώ στο εργοστάσιο ατμομηχανών απαιτείται να δαπανηθούν πολλά δεκαήμερα εργασίας μεγάλου

αριθμού εργατών.

Ο χρόνος παραγωγής είναι συνήθως μεγαλύτερης διάρκειας από το χρόνο εργασίας. Ο πρώτος περιλαμβάνει και τις διακοπές της επεξεργασίας, που στη διάρκειά τους το αντικείμενο της εργασίας υποβάλλεται στην επενέργεια ορισμένων φυσικών προτσές, όπως είναι η ζύμωση του κρασιού, η δέψη του δέρματος, το μέστωμα του σταριού, κλπ. Με την ανάπτυξη της τεχνικής τα χρονικά όρια πολλών τέτοιων προτσές συντομεύονται.

Αυτό έγινε λ.χ. με την εφαρμογή της χημικής λεύκανσης αντί της λεύκανσης στα λιβάδια, με τη χρησιμοποίηση των πιο αποτελεσματικών μηχανικών στεγνωτηρίων για το στέγνωμα.

Αυτό έγινε και στη βυρσοδεψία, όπου για να διεισδύσει το δεψικό οξύ στα δέρματα χρειάζονταν με την παλιά μέθοδο 6-18 μήνες, ενώ σύμφωνα με τη νέα μέθοδο, που χρησιμοποιεί την αεραντλία, χρειάζονται μόνο 1,5-2 μήνες.

Στη διάρκεια του χρόνου παραγωγής, όπου τα αντικείμενα εργασίας υποβάλλονται στην επενέργεια των φυσικών προτσές (αποξήρανση ξύλου, το βράσιμο του κρασιού, οι χημικές αντιδράσεις κλπ.), δεν παράγεται καμιά αξία και υπεραξία.

Η εισαγωγή των νέων τεχνολογικών βελτιώσεων, των επιστημονικά θεμελιωμένων τρόπων και μεθόδων επενέργειας στο αντικείμενο της εργασίας, μειώνουν το χρόνο επενέργειας των φυσικών προτσές,επάνω τους και έτσι επιταχύνουν την περιστροφή του κεφαλαίου.

Χρόνος κυκλοφορίας είναι ο χρόνος που στη διάρκειά του το κεφάλαιο μετατρέπεται από τη χρηματική του μορφή στην παραγωγική και από την εμπορευματική στη χρηματική.

Η διάρκεια του χρόνου κυκλοφορίας εξαρτάται από τους όρους αγοράς των μέσων παραγωγής και πώλησης των έτοιμων εμπορευμάτων, από την εγγύτητα της αγοράς, από το βαθμό ανάπτυξης των μέσων μεταφοράς και διαβιβάσεων, από την αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων, από το συναγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών. Τα διάφορα μέρη του παραγωγικού

Page 54: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 54 -

κεφαλαίου δεν κυκλοφορούν με τον ίδιο τρόπο. Η διαφορά της κυκλοφορίας των διαφόρων μερών του παραγωγικού κεφαλαίου απορρέει από τις διαφορές του τρόπου, με τον οποίο το καθένα τους μεταφέρει την αξία του στο προϊόν. Με βάση αυτό το γεγονός, το κεφάλαιο διαιρείται σε:

α) Πάγιο και

β) Κυκλοφοριακό

Πάγιο κεφάλαιο, ονομάζεται το μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου που, συμμετέχοντας ολόκληρο στην παραγωγή, μεταφέρει την αξία του στο προϊόν όχι μονομιάς, αλλά τμηματικά, στη διάρκεια μιας σειράς περιόδων παραγωγής.

Πρόκειται για το μέρος του κεφαλαίου που έχει ξοδευτεί για την οικοδόμηση των κτιρίων και των εγκαταστάσεων, για την αγορά των μηχανών και του τεχνικού εξοπλισμού.

Το πάγιο κεφάλαιο προκαταβάλλεται από τον καπιταλιστή μονομιάς για όλη την περίοδο της δράσης του, η αξία του όμως επιστρέφεται στον καπιταλιστή με χρηματική μορφή. Τα στοιχεία του πάγιου κεφαλαίου εξυπηρετούν τους σκοπούς της παραγωγής για πολλά συνήθως χρόνια. Κάθε χρόνο φθείρονται ως έναν ορισμένο βαθμό και τελικά καταντούν ακατάλληλα για παραπέρα χρησιμοποίηση.

Σε αυτό συνίσταται η φυσική φθορά των μηχανών, του τεχνικού εξοπλισμού.

Παράλληλα με τη φυσική, φθορά τα εργαλεία της παραγωγής υπόκεινται επίσης και σε ηθική φθορά. Μια μηχανή που δούλευε 5-10 χρόνια μπορεί να 'ναι ακόμα αρκετά στέρεη, αν όμως στο μεταξύ έχει δημιουργηθεί μια άλλη, τελειότερη, παραγωγικότερη ή φτηνότερη μηχανή του ίδιου είδους, η συνέπεια είναι η παλιά μηχανή να χάσει την αξία της.

Γι' αυτό, ο καπιταλιστής έχει συμφέρον να εκμεταλλεύεται στο ακέραιο τον τεχνικό εξοπλισμό σε όσο το δυνατόν συντομότερα χρονικά διαστήματα.

Από εδώ προέρχεται η τάση των καπιταλιστών να παρατείνουν την εργάσιμη μέρα, να εντατικοποιούν την εργασία, να λειτουργούν τις επιχειρήσεις με πολλές βάρδιες, χωρίς διακοπές.

Κυκλοφοριακό κεφάλαιο ονομάζεται το μέρος του παραγωγικού κεφαλαίου που η αξία του

μεταβιβάζεται ολόκληρη στο εμπόρευμα, στη διάρκεια μιας περιόδου παραγωγής και που με την πραγματοποίηση του εμπορεύματος επιστρέφεται στο ακέραιο στον καπιταλιστή με τη μορφή χρήματος (αφού προστεθεί σε αυτό και η υπεραξία).

Πρόκειται για το μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται για την αγορά της εργατικής δύναμης, των πρώτων υλών, των καυσίμων, και των βοηθητικών υλικών, δηλαδή εκείνων των μέσων παραγωγής που δεν περιλαμβάνονται στη σύνθεση του πάγιου κεφαλαίου.

Στο χρονικό διάστημα που το πάγιο κεφάλαιο κάνει μόνο μια περιστροφή, το κυκλοφοριακό

κεφάλαιο προλαβαίνει να διαγράψει κάμποσες περιστροφές. Οταν ο καπιταλιστής πουλήσει το εμπόρευμα, εισπράττει ένα ορισμένο χρηματικό ποσό, που περιέχει:

α) Την αξία εκείνου του μέρους του πάγιου κεφαλαίου που στο προτσές της παραγωγής έχει μεταβιβαστεί στο εμπόρευμα.

β) Την αξία του κυκλοφοριακού κεφαλαίου.

γ) Την υπεραξία.

Για να συνεχίσει ο καπιταλιστής την παραγωγή, χρησιμοποιεί και πάλι από το ποσό που έχει εισπράξει ένα μέρος αντίστοιχο προς το κυκλοφοριακό κεφάλαιο, για να μισθώσει εργάτες και να αγοράσει πρώτες ύλες, καύσιμα και βοηθητικά υλικά.

Ο καπιταλιστής χρησιμοποιεί ένα ποσό, αντίστοιχο προς το μέρος της αξίας του πάγιου κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε στο εμπόρευμα, για ν' αναπληρώσει τη φθορά των μηχανών, των κτιρίων, δηλαδή για την απόσβεση.

Απόσβεση είναι η βαθμιαία αναπλήρωση σε χρηματική μορφή της αξίας του πάγιου κεφαλαίου με περιοδικές αποταμιεύσεις στο ύψος της φθοράς του.

Ενα μέρος των αποσβέσεων ξοδεύεται για γενικές επισκευές, δηλαδή, για τμηματική αναπλήρωση

των φθαρμένων μηχανημάτων, εργαλείων, παραγωγικών κτιρίων κλπ. Το βασικό όμως μέρος των αποσβέσεων οι καπιταλιστές το φυλάνε με χρηματική μορφή (συνήθως στις τράπεζες) για να αγοράσουν, όταν χρειαστεί, καινούριες μηχανές στη θέση των παλιών ή για να χτίσουν καινούρια κτίρια στη θέση εκείνων που έγιναν ακατάλληλα.

Η μαρξιστική πολιτική οικονομία ξεχωρίζει τη διαίρεση του κεφαλαίου σε πάγιο και κυκλοφοριακό από τη διαίρεση του κεφαλαίου σε σταθερό και μεταβλητό.

Το σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο διαφέρουν μεταξύ τους σύμφωνα με το ρόλο που παίζουν στο προτσές της εκμετάλλευσης των εργατών από τους καπιταλιστές, ενώ το πάγιο και το κυκλοφοριακόκεφάλαιο διαφέρουν σύμφωνα με το χαρακτήρα της

κυκλοφορίας.

Page 55: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 55 -

Η αστική πολιτική οικονομία παραδέχεται μόνο τη διαίρεση του κεφαλαίου σε πάγιο και κυκλοφοριακό, επειδή αυτή καθεαυτή η διαίρεση τούτη του κεφαλαίου δε δείχνει το ρόλο της εργατικής δύναμης στη δημιουργία της υπεραξίας. Απεναντίας, συσκοτίζει τη ριζική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα έξοδα του καπιταλιστή για τη μίσθωση της εργατικής δύναμης και στα έξοδα για τις πρώτες ύλες, τα καύσιμα κλπ.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 2, σελ.152-153: «Η κύκληση του κεφαλαίου οριζόμενη όχι σαν μεμονωμένη πράξη, αλλά σαν περιοδικό προτσές, ονομάζεται περιστροφή του κεφαλαίου»

2. Στο ίδιο, σελ. 245.

Page 56: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 56 -

19) Μέθοδες επιτάχυνσης της περιστροφής του κεφαλαίου

Οπως ειπώθηκε ήδη στο προηγούμενο άρθρο, ο χρόνος περιστροφής του κεφαλαίου αποτελεί το άθροισμα του χρόνου παραγωγής και του χρόνου που βρίσκεται στη

σφαίρα της κυκλοφορίας.Δηλαδή, με άλλα λόγια, ο χρόνος περιστροφής του κεφαλαίου είναι το χρονικό διάστημα από τη στιγμή της προκαταβολής του κεφαλαίου με καθορισμένη μορφή έως τη στιγμή που το κεφάλαιο επιστρέφει στον καπιταλιστή με την ίδια μορφή, αλλά αυξημένο κατά το μέγεθος της υπεραξίας.

Επειδή ο χρόνος περιστροφής του κεφαλαίου εξαρτάται από το χρόνο παραγωγής και το χρόνο κυκλοφορίας, γι' αυτό κάθε καπιταλιστής επιδιώκει να περιορίσει τη διάρκεια και του ενός και του άλλου για να επιταχύνει την περιστροφή του. Αυτό, δε, γιατί επιδιώκει σε όσο το δυνατό μικρότερο χρόνο να αναπαράγει διευρυμένα το κεφάλαιό του, να επιστρέφει δηλαδή σ' αυτόν προσαυξημένο με την υπεραξία.

Πώς επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της περιστροφής του;

1. Με τη μείωση του χρόνου παραγωγής

Ο χρόνος παραγωγής είναι ο χρόνος όπου το κεφάλαιο βρίσκεται στη σφαίρα της παραγωγής. Το σημαντικότερο συστατικό μέρος του χρόνου παραγωγής είναι η περίοδος εργασίας.

Η περίοδος εργασίας είναι η «τέτοια εργάσιμη ημέρα, που αποτελείται από τη διαδοχή λίγο-πολύ πολυάριθμων συνεχόμενων εργάσιμων ημερών.

Οταν μιλούμε για την εργάσιμη ημέρα εννοούμε το μέγεθος του χρόνου εργασίας, που στη διάρκειά του ο εργάτης είναι υποχρεωμένος να ξοδεύει καθημερινά την εργατική του δύναμη, να εργάζεται καθημερινά.

Οταν αντίθετα μιλάμε για την περίοδο εργασίας, εννοούμε τον αριθμό των συνεχόμενων ημερών εργασίας που απαιτούνται σε έναν συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής για να

παραχθεί ένα έτοιμο προϊόν»1.

Στη διάρκεια της περιόδου εργασίας δημιουργείται η αξία και η υπεραξία.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο χρόνος της περιστροφής είναι ίσος με το άθροισμα του χρόνου παραγωγής και του χρόνου κυκλοφορίας. Με την έννοια αυτή «η παράταση του χρόνου παραγωγής μειώνει την ταχύτητα της περιστροφής, ακριβώς όπως τη μειώνει και η παράταση του χρόνου κυκλοφορίας»2.

Η μείωση του χρόνου παραγωγής γίνεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Η περίοδος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή των εμπορευμάτων περιορίζεται με την τεχνική πρόοδο.

Π.χ., με τις σημερινές μέθοδες τήξης του χυτοσιδήρου και του ατσαλιού, αυτή επιταχύνεται πολλές φορές σε σύγκριση με τις μέθοδες του 19ου αιώνα.

Σημαντικά αποτελέσματα δίνει επίσης η πρόοδος που επιτελείται στην οργάνωση της παραγωγής, π.χ., το πέρασμα στην τυποποιημένη ή μαζική παραγωγή.

«Αυτά που μεγαλώνουν το προϊόν της μιας εργάσιμης ημέρας, όπως η συνεργασία, ο καταμερισμός της εργασίας, η χρησιμοποίηση μηχανών, συντομεύουν επίσης την

περίοδο εργασίας στις συνεχόμενες πράξεις παραγωγής»3.

Σε όλες τις περιπτώσεις ο χρόνος παραγωγής του προκαταβλημένου κεφαλαίου αποτελείται από δύο περιόδους: Από μια πρώτη περίοδο όπου το κεφάλαιο βρίσκεται στο προτσές της εργασίας, και από μια δεύτερη περίοδο, όπου η μορφή ύπαρξης του κεφαλαίου - η μορφή του μισοτελειωμένου προϊόντος - αφήνεται στην επίδραση φυσικών προτσές, χωρίς να βρίσκεται στο προτσές εργασίας. «Αφού ο χρόνος παραγωγής που ξεπερνάει το χρόνο εργασίας δεν καθορίζεται από μια για πάντα δοσμένους νόμους της φύσης, όπως γίνεται με το ωρίμασμα του σταριού, την ανάπτυξη της βαλανιδιάς, κλπ., μπορεί συχνά η περίοδος της περιστροφής να περιορίζεται λίγο-

πολύ με τεχνητή συντόμευση του χρόνου παραγωγής. Αυτό έγινε, λ.χ., με την εφαρμογή της χημικής λεύκανσης αντί της λεύκανσης στα λιβάδια, με τη χρησιμοποίηση των πιο αποτελεσματικών μηχανικών στεγνωτηρίων για το στέγνωμα. Αυτό έγινε και στη βυρσοδεψία όπου για να διεισδύσει το δεψικό οξύ στα δέρματα χρειάζονταν με την παλιά μέθοδο 6-18 μήνες, ενώ σύμφωνα με τη νέα μέθοδο, που χρησιμοποιεί την αεραντλία, χρειάζονται μόνο ενάμιση ως δύο (1,5-2) μήνες»4.

2. Ο καπιταλιστής για να επιταχύνει την περιστροφή του κεφαλαίου καταφεύγει επίσης

στην παράταση της εργάσιμης μέρας και στην αύξηση της εντατικότητας της εργασίας.

Page 57: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 57 -

Για παράδειγμα, αν με 10ωρη εργάσιμη μέρα η περίοδος εργασίας είναι 24 μέρες (24X10=240), η παράτασητης εργάσιμης μέρας σε 12 ώρες περιορίζει την περίοδο εργασίας σε 20 μέρες (240:12=20) και επιταχύνειανάλογα την κυκλοφορία του κεφαλαίου.

Το ίδιο αποτέλεσμα δίνει και η αύξηση της εντατικότητας της εργασίας, όπου ο εργάτης ξοδεύει, π.χ., σε διάστημα 60 ωρών (μέρες 5X12=60 ώρες) την ίδια ενέργεια που ξόδευε προηγούμενα, ας πούμε σε διάστημα 72 ωρών (6X12=72), όταν στη διάρκεια των 60 ωρών παράγει όσο παρήγε προηγούμενα στη διάρκεια των 72 ωρών.

3. Ακόμα οι καπιταλιστές επιδιώκουν την επιτάχυνση της περιστροφής του

κεφαλαίου, περιορίζοντας το χρόνο που βρίσκεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας.

Η δυνατότητα ενός τέτοιου περιορισμού δημιουργείται με την ανάπτυξη των μεταφορών, της ταχυδρομικής υπηρεσίας, του τηλέγραφου, με την καλύτερη οργάνωση του εμπορίου. Οι σύγχρονες τεχνολογίες επιταχύνουν σημαντικά την κύκληση και την περιστροφή του κεφαλαίου

συνολικά5.

Σε ό,τι αφορά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα του σύγχρονου καπιταλισμού είναι χαρακτηριστικό ότι: «Καθημερινά ρέουν μέσα από τους αιθέρες κάπου ενάμιση τρισεκατομμύριο δολάρια, μέσα από δορυφόρους και καλώδια και οπτικές ίνες, από μια οθόνη υπολογιστή σε μια άλλη οθόνη στην άλλη άκρη του κόσμου»6.

Στην ελάττωση όμως του χρόνου κυκλοφορίας αντιδρούν:

Πρώτο: Η εξαιρετικά ανορθόλογη διάταξη των κλάδων παραγωγής στον καπιταλισμό, που έχει αποτέλεσμα τη μεταφορά εμπορευμάτων σε τεράστιες αποστάσεις, και,

δεύτερο, η όξυνση του καπιταλιστικού συναγωνισμού και η αύξηση των δυσκολιών πώλησης.

Οπως σημειώνει ο Κ. Μαρξ, «αν από τη μια μεριά με την πρόοδο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής η ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας συντομεύει το χρόνο

κυκλοφορίας για μια δοσμένη ποσότητα εμπορευμάτων, αντίστροφα, η ίδια πρόοδος και η δυνατότητα που διαμορφώνεται με την ανάπτυξη των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας δημιουργούν την ανάγκη να εργάζονται για όλο και πιο απομακρυσμένες αγορές, κοντολογίς για την παγκόσμια αγορά...»7.

Από την άλλη μεριά: «Και μόνο η σχετική διάρκεια του ταξιδιού των εμπορευμάτων από τον τόπο της παραγωγής στον τόπο της πώλησης δημιουργεί μια διαφορά όχι μόνο στο πρώτο μέρος του χρόνου κυκλοφορίας, στο χρόνο πώλησης, αλλά και στο δεύτερο, στο μέρος της ξαναμετατροπής του χρήματος στα στοιχεία του παραγωγικού κεφαλαίου, στο χρόνο αγοράς»8.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι και στις σύγχρονες συνθήκες του καπιταλισμού, όπου διεθνοποιείται όλο και περισσότερο η οικονομική ζωή όλης της ανθρωπότητας, επιβεβαιώνεται και πάλι η ορθότητα των θέσεων της μαρξιστικο-λενινιστικής οικονομικής θεωρίας.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 2, σελ. 227

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 2, σελ. 229

3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 2, σελ. 231

4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 2, σελ. 238

5. ΚΜΕ: «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», κεφ. 2

6. Κώστας Μασμανίδης: «Παγκοσμιοποίηση, αποϋλοποίηση και νέα οικονομία», εκδόσεις «Εξάντας», σελ. 27

7. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 2, σελ. 248

8. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 2, σελ. 248

Page 58: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 58 -

20) Το καπιταλιστικό κέρδος

Ως τώρα έχουμε αναφερθεί στο πώς έγινε η εμφάνιση του χρήματος, πώς γίνεται η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο που «γεννάει» «χρυσά αυγά», πώς το κεφάλαιο δημιουργεί την αξία

και την υπεραξία.

Τώρα πρέπει να απαντήσουμε στα ερωτήματα:

Πώς η υπεραξία μετατρέπεται σε κέρδος;

Πώς το ποσοστό της υπεραξίας μετατρέπεται σε ποσοστό του κέρδους;

Πώς ο νόμος της αξίας εκδηλώνεται μέσω του μέσου ποσοστού του κέρδους;

Ως προς το κέρδος, στην προκειμένη περίπτωση έχουμε ακόμη μια άλλη συγκεκριμένη μορφή, που συγκαλύπτει τη διαφορά μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, συνεπώς και την εκμεταλλευτική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Τι είναι το κέρδος

Η αξία του εμπορεύματος που παράγεται στην καπιταλιστική επιχείρηση αποτελείται από τρία μέρη:

1) Από την αξία του σταθερού κεφαλαίου

2) Από την αξία του μεταβλητού κεφαλαίου

3) Από την υπεραξία.

Το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του

Ο καπιταλιστής όμως δεν ξοδεύει δική του εργασία για την παραγωγή του εμπορεύματος, αλλά, για το σκοπό αυτό, ξοδεύει το κεφάλαιό του

Τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος αποτελούνται από τις

δαπάνες σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή από τα έξοδα για τα μέσα παραγωγής και το μισθό εργασίας των εργατών

Το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στον καπιταλιστή μετριέται με τη δαπάνη κεφαλαίου, το πόσο κοστίζει το εμπόρευμα στην κοινωνία μετριέται με τη δαπάνη εργασίας που περιλαμβάνει την αξία του σταθερού κεφαλαίου, του μεταβλητού κεφαλαίου και την υπεραξία

Γι' αυτό τα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος είναι μικρότερα από την αξία του.Αντιπροσωπεύουν μόνον ένα μέρος της αξίας του εμπορεύματος. Το άλλο μέρος της αξίας είναι υπεραξία την οποία παίρνει ο καπιταλιστής δωρεάν.

Οπως γνωρίζουμε ήδη, πηγή της αξίας και της υπεραξίας είναι μόνον το μεταβλητό κεφάλαιο. Επειδή, όμως, στα καπιταλιστικά έξοδα παραγωγής δε φαίνεται η διαφορά ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, η υπεραξία φαίνεται με αλλοιωμένη μορφή, σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου.

Στην επιφάνεια της καπιταλιστικής κοινωνίας με τον τρόπο αυτό συντελείται η μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος.

Επομένως, το κέρδος είναι η υπεραξία, που παρουσιάζεται σαν δημιούργημα όλου του επενδυμένου κεφαλαίου.

Ποσοστό του κέρδους

Οσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος που δίνει ένα κεφάλαιο καθορισμένου μεγέθους, τόσο περισσότερο συμφέρει στον καπιταλιστή.

Δείκτης της αποδοτικότητας του κεφαλαίου είναι το ποσοστό του κέρδους.

Η σχέση της υπεραξίας προς το συνολικό κεφάλαιο ονομάζεται ποσοστό του κέρδους1.

Το ποσοστό του κέρδους εκφράζεται με τον τύπο:

Κ΄ = υ/σ+μ . 100%, όπου: το Κ΄ είναι το ποσοστό του κέρδους, το σ είναι το σταθερό κεφάλαιο, το μ είναι το μεταβλητό κεφάλαιο.

Παράδειγμα:

Αν η αξία του εμπορεύματος είναι: 80σ + 20μ + 20υ = 120, τότε το ποσοστό της υπεραξίας θα είναι: υ΄ = 20/20 . 100% και το ποσοστό του κέρδους θα είναι: Κ΄ = 20υ / 80σ + 20μ . 100% = 20%.

Page 59: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 59 -

Το καπιταλιστικό κέρδος είναι το κίνητρο και «το ζωογόνο πυρ της παραγωγής»2, γιατί «το ποσοστό του κέρδους είναι η κινητήρια δύναμη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και παράγεται σε αυτήν μόνο εκείνο που μπορεί να παραχθεί με κέρδος και εφόσον μπορεί να παράγεται με κέρδος»3.

Το ποσοστό του κέρδους εξαρτιέται πρώτα απ' όλα από το ποσοστό της υπεραξίας. Οσο υψηλότερο είναι το ποσοστό της υπεραξίας, τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό του κέρδους, όταν οι άλλοι όροι μένουν ίδιοι. Ολοι οι παράγοντες που αυξάνουν το ποσοστό της υπεραξίας, δηλαδή που ανεβάζουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο (παράταση της εργάσιμης μέρας, η αύξηση της εντατικότητας και της παραγωγικότητας της εργασίας κλπ.), ανεβάζουν και το ποσοστό του κέρδους.

Το ποσοστό του κέρδους εξαρτιέται και από την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Οσο πιο χαμηλή είναι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό του

κέρδους, όταν το ποσοστό της υπεραξίας είναι το ίδιο. Και αντίστροφα.

Στο ποσοστό του κέρδους επιδρά επίσης και η ταχύτητα κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Οσο ταχύτερη είναι η κυκλοφορία του κεφαλαίου, τόσο υψηλότερο είναι το ετήσιο ποσοστό του κέρδους, που εκφράζει τη σχέση της παραγμένης μέσα σε ένα χρόνο υπεραξίας προς όλο το προκαταβλημένο κεφάλαιο. Και αντίστροφα, η επιβράδυνση της κυκλοφορίας του κεφαλαίου επιφέρει πτώση του ετήσιου ποσοστού του κέρδους.

Μέσο ποσοστό κέρδους

Στην προσπάθειά τους να πάρουν μεγαλύτερο κέρδος, τα συμφέροντα των διάφορων καπιταλιστών του ίδιου κλάδου, που παράγουν ομοειδή εμπορεύματα, έρχονται σε σύγκρουση και ανάμεσά τους ξεσπάει ένας άγριος συναγωνισμός όπου οι ισχυροί νικούν τους αδύνατους (εσωκλαδικός συναγωνισμός).

Κάθε κλάδος της βιομηχανίας αποτελείται από επιχειρήσεις με διαφορετικό μέγεθος κεφαλαίου και τεχνικό εξοπλισμό.

Το γεγονός αυτό εκφράζεται στο μέγεθος της ατομικής αξίας των εμπορευμάτων που παράγουν.

Ο εσωκλαδικός συναγωνισμός που ξεσπάει ανάμεσα στις επιχειρήσεις ενός βιομηχανικού κλάδου εξισώνει τις διάφορες ατομικές αξίες με την κοινωνική αξία, με την αξία της αγοράς. Δηλαδή, έρχεται στιγμή που η αξία των παραγόμενων εμπορευμάτων σε κάθε επιχείρηση εξισώνεται.

Τη βάση αυτής της αξίας την αποτελεί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, που καθορίζεται από τις συνθήκες παραγωγής στις επιχειρήσεις, οι οποίες παράγουν τη μεγαλύτερη ποσότητα των δοσμένων εμπορευμάτων.

Με τον εσωκλαδικό συναγωνισμό συνυπάρχει και ο διακλαδικός συναγωνισμός. Τι είναι ο διακλαδικός συναγωνισμός;

Κάθε καπιταλιστής επιδιώκει να αξιοποιήσει το κεφάλαιό του με τον καλύτερο τρόπο. Αναζητεί τον πιο επικερδέστερο κλάδο επένδυσης του κεφαλαίου του. Τα κεφάλαια που τοποθετούνται στους διάφορους κλάδους της οικονομίας διαφέρουν μεταξύ τους όχι μόνον ως προς το προϊόν που παράγουν, αλλά και ως προς την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, που εκφράζει τη σχέση σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, δηλαδή πόση μάζα ζωντανής εργασίας (μεταβλητό κεφάλαιο) κινεί μια ορισμένη μάζα σε μέσα παραγωγής σε κάθε επιχείρηση (σταθερό κεφάλαιο).

Και επειδή η μοναδική πηγή της υπεραξίας είναι η εργασία των μισθωτών εργατών, κεφάλαια ίσου μεγέθους στους διάφορους κλάδους της παραγωγής χρησιμοποιούν διαφορετική ποσότητα ζωντανής εργασίας.

Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις με χαμηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου παράγουν μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας, ενώ οι επιχειρήσεις με υψηλή οργανική σύνθεση του κεφαλαίου παράγουν μικρότερη μάζα υπεραξίας.

Αν τα εμπορεύματα πουληθούν σύμφωνα με την αξία τους, τότε στους κλάδους με χαμηλή οργανική σύνθεση το ποσοστό του κέρδους θα είναι υψηλότερο.

Μια τέτοια όμως διανομή του κέρδους θα προκαλέσει μια συνεχή μεταφορά των κεφαλαίων από κλάδο σε κλάδο. Αυτή η μεταφορά κεφαλαίων από τους λιγότερο στους περισσότερο επικερδείς κλάδους συνεχίζεται,ώσπου το ποσοστό του κέρδους να γίνει περίπου το ίδιο σε όλους τους κλάδους της οικονομίας.

Ετσι, λοιπόν, ο διακλαδικός συναγωνισμός καταλήγει στην εξίσωση των διαφορετικών ποσοστών κέρδους στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, σε ένα γενικό (ή μέσο) ποσοστό κέρδους.

Page 60: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 60 -

Το μέσο ποσοστό κέρδους καθορίζεται με τον τύπο:

Κ΄μ = ΓΟΥ / ΓΟΚ . 100% όπου: ΓΟΥ = γενικός όγκος της υπεραξίας, ΓΟΚ = γενικός όγκος του κεφαλαίου, Κ΄μ = μέσο ποσοστό κέρδους.

Αυτό που η αστική πολιτική οικονομία δεν μπορεί να καταλάβει (ή δε θέλει να καταλάβει) είναι ο ιδιόμορφος τρόπος κατανομής της υπεραξίας στον καπιταλισμό.

Η παραγωγή της υπεραξίας είναι ευθέως ανάλογη με το μεταβλητό κεφάλαιο, ενώ η κατανομή της γίνεται σύμφωνα με το επενδυμένο κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει, ότι στο ίδιο μέγεθος κεφαλαίου αντιστοιχεί το ίδιο μέγεθος κέρδους.

Αυτός είναι ο ιδιόμορφος μηχανισμός της καπιταλιστικής ισότητας.

Το κέρδος γενικά είναι το κίνητρο και ο νόμος κίνησης του καπιταλισμού. Γι' αυτό παντού και σε όλες τις περιπτώσεις εκείνο που επιδιώκουν με όλα τα μέσα είναι το κέρδος.

Να γιατί ο Κ. Μαρξ γράφει ότι: «Το κεφάλαιο το τρομάζει η έλλειψη κέρδους ή το πολύ μικρό

κέρδος (...). Οταν το κεφάλαιο έχει το ανάλογο κέρδος, γίνεται τολμηρό. Με δέκα τα εκατό (10%) κέρδος αισθάνεται τον εαυτό του σίγουρο και μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς παντού, με 20% γίνεται ζωηρό, με 50% γίνεται θετικά παράτολμο, με 100% τσαλαπατάει όλους τους ανθρώπινους νόμους, με 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνεύσει να το πράξει, ακόμα και με κίνδυνο να πάει στην κρεμάλα»4.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 62.

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 327.

3. Στο ίδιο.

4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 785.

Page 61: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 61 -

21) Ο νόμος για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους

Στο προηγούμενο άρθρο, αναφερθήκαμε στο θέμα «τι είναι το κέρδος» γενικά, τι είναι το «μέσο ποσοστό κέρδους» και πώς δημιουργείται. Στο παρόν άρθρο, θα αναφερθούμε στο νόμο «για την

πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους».

Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι με την ανάπτυξη της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και των παραγωγικών δυνάμεων στην καπιταλιστική κοινωνία το μερίδιο του σταθερού κεφαλαίου αυξάνεται.

Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί στην αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, δηλαδή της σχέσης του σταθερού προς το μεταβλητό κεφάλαιο. Αυτή η αύξηση συνεπώς οδηγεί και στην τάση για πτώση του ποσοστού κέρδους.

Το γεγονός αυτό έχει επισημανθεί από τους αστούς οικονομολόγους, πράγμα που ανησύχησε πάρα πολύ τους εκπροσώπους της αστικής Πολιτικής Οικονομίας.

Η κλασική Πολιτική Οικονομία δεν μπόρεσε να εξηγήσει την πτώση του ποσοστού κέρδους, γιατί οι εκπρόσωποί της δεν τηρούσαν την απαραίτητη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο σταθερό και το μεταβλητό κεφάλαιο, δεν καταλάβαιναν τη σημασία των αλλαγών στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και δεν έβλεπαν τις διαφορές ανάμεσα στο κέρδος και στην υπεραξία.

Κάθε χωριστός επιχειρηματίας, αντικαθιστώντας ολοένα και περισσότερο τους εργάτες με μηχανές, κάνει φτηνότερη την παραγωγή, πλαταίνει την πώληση των εμπορευμάτων του και πετυχαίνει υπερκέρδη για τον εαυτό του.

Οταν, όμως, οι τεχνικές επιτεύξεις των χωριστών επιχειρήσεων διαδίδονται πλατιά, ανεβαίνει η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (σταθερό /μεταβλητό) στις περισσότερες επιχειρήσεις, πράγμα που οδηγεί στη μείωση του γενικού ποσοστού του κέρδους.

Προς την ίδια κατεύθυνση, δρα και η πιο γρήγορη αύξηση του παγίου κεφαλαίου, σε σύγκριση με

το κυκλοφοριακό, γεγονός που οδηγεί στην επιβράδυνση της κυκλοφορίας όλου του κεφαλαίου.

Οι καπιταλιστές, ανεβάζοντας την τεχνική, επιδιώκουν να βγάλουν όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη, το αποτέλεσμα, όμως, αυτών των προσπαθειών τους είναι κάτι που κανένας δεν το θέλει - η μείωση του ποσοστού του κέρδους.

«Το μέσο - απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας - γράφει ο Κ. Μαρξ - έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης

του υπάρχοντος κεφαλαίου»1.

Ας δούμε ένα παράδειγμα:

Αν θεωρήσουμε ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης είναι 100%, δηλαδή ο καπιταλιστής καρπώνεται υπεραξία όση και το μεταβλητό κεφάλαιο, με αυξανόμενη την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, το ποσοστό του κέρδους θα εκφράζεται με τα ακόλουθα μεγέθη:

Αν το σταθερό κεφάλαιο, σ = 50 και το μεταβλητό κεφάλαιο, μ = 100, τότε το ποσοστό κέρδους, Κ`= υ/σ+ μ.100%, δηλαδή η υπεραξία προς το σύνολο του κεφαλαίου, σταθερού και μεταβλητού επί το βαθμό εκμετάλλευσης, είναι:

Κ` = 100/150.100% = 66,6%, όπου 100 είναι η υπεραξία.

Αν τώρα το σταθερό κεφάλαιο, σ =100 και το μεταβλητό κεφάλαιο, μ =100, τότε το ποσοστό κέρδους είναι: Κ` = 100/200.100% = 50%

Αν δε το σταθερό κεφάλαιο, σ =200 και το μεταβλητό κεφάλαιο, μ =100, τότε το ποσοστό κέρδους, Κ`= 100/300.100% = 33,3%

Αν αυξηθεί ακόμη περισσότερο το σταθερό κεφάλαιο, δηλαδή σ =400 και το μεταβλητό κεφάλαιο μ =100, τότε το ποσοστό κέρδους, Κ` = 100/500.100% = 20%

Βλέπουμε, δηλαδή, ότι όσο αυξάνεται το σταθερό κεφάλαιο σε σχέση με το μεταβλητό, δηλαδή αυξάνεται η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, το ποσοστό κέρδους πέφτει.

Ενώ η άνοδος της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου οδηγεί στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, ταυτόχρονα μια σειρά παράγοντες αντιδρούν στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Ας δούμε αυτούς τους παράγοντες:

1) Παράγοντες, που αυξάνουν την εκμετάλλευση, αντιδρούν στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Ετσι, η παράταση της εργάσιμης ημέρας συνεπάγεται την αύξηση της εκμετάλλευσης της Εργατικής Δύναμης. Επίσης, η ανάπτυξη της εκμηχανισμένης παραγωγής συνδέεται και με την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας, που όχι μόνον αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης, αλλά και φρενάρει άμεσα την πτώση του ποσοστού κέρδους.

2) Η τεχνική πρόοδος, ανεβάζοντας την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, γεννάει την ανεργία, που ασκεί πίεση στην αγορά εργασίας. Αυτό επιτρέπει στους καπιταλιστές να μειώνουν το μισθό εργασίας, να τον καθορίζουν σημαντικά πιο κάτω από την αξία της Εργατικής Δύναμης.

Page 62: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 62 -

3) Στο βαθμό που αυξάνει η παραγωγικότητα της εργασίας, πέφτει η αξία των μέσων παραγωγής /μηχανές, πρώτες ύλες κλπ. Η πτώση της αξίας του σταθερού κεφαλαίου επιβραδύνει την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και, συνεπώς, αντιδρά στην πτώση του ποσοστού κέρδους.

4) Στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους αντιδρά η οικονομία που κάνουν οι καπιταλιστές σε σταθερό κεφάλαιο σε βάρος της υγείας και της ζωής των εργατών. Αναγκάζουν τους εργάτες να δουλεύουν σε στενούς χώρους, δίχως επαρκή αερισμό, κάνουν οικονομίες στα εξαρτήματα που απαιτούνται για την προστασία των εργατών στη δουλιά.

5) Στην πτώση του ποσοστού κέρδους, επιδρούν ανασταλτικά οι άνισες ανταλλαγές στο εξωτερικό εμπόριο, όταν οι καπιταλιστές των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, εξάγοντας τα εμπορεύματά τους στις αποικίες, βγάζουν υπερκέρδη.

Ολοι αυτοί οι παράγοντες που αντιδρούν, δεν αίρουν, αλλά απλώς εξασθενούν την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, της προσδίδουν το χαρακτήρα τάσης.

«Ετσι φάνηκε γενικά ότι οι ίδιες αιτίες που επιφέρουν την πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, προκαλούν αντιδράσεις, που αναχαιτίζουν, επιβραδύνουν και εν μέρει παραλύουν αυτήν την πτώση... Δεν αναιρούν το νόμο, αδυνατίζουν, όμως, την αποτελεσματικότητά του...

Ετσι, ο νόμος επενεργεί μονάχα σαν τάση, η δε επενέργειά του προβάλλει χτυπητά μόνο κάτω από καθορισμένες συνθήκες και στην πορεία μακρόχρονων περιόδων»2.

Η πτώση του ποσοστού του κέρδους δε σημαίνει μείωση της μάζας του κέρδους, δηλαδή όλου του όγκου της υπεραξίας που παράγει η εργατική τάξη.

Αντίθετα, η μάζα του κέρδους μεγαλώνει τόσο, επειδή ανεβαίνει το ποσοστό της υπεραξίας, όσο και για το λόγο ότι αυξάνει ο συνολικός αριθμός των εργατών.

Ο νόμος της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει αποτελεί έναν από τους χτυπητούς δείκτες του ιστορικά περιορισμένου χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οξύνει τις αντιθέσεις και δείχνει παραστατικά, πώς, σε μιαν ορισμένη βαθμίδα, το αστικό καθεστώς γίνεται εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 316.

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 301-302.

Page 63: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 63 -

22) Η αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου

Οι άνθρωποι, για να μπορούν να ζήσουν, πρέπει να παράγουν διάφορα υλικά αγαθά για την ικανοποίηση των αναγκών τους.

Οπως δεν μπορούν να πάψουν να καταναλώνουν υλικά αγαθά, έτσι δεν μπορούν να σταματήσουν και να παράγουν διάφορα υλικά αγαθά.

Γι' αυτό, το προτσές της παραγωγής επαναλαμβάνεται συνεχώς. Η διαρκής αυτή ανανέωση και επανάληψη του προτσές της παραγωγής είναι n αναπαραγωγή.

Υπάρχουν δύο τύποι αναπαραγωγής: Η απλή αναπαραγωγή και η διευρυμένη αναπαραγωγή.

α) Απλή αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές παραγωγής στις προηγούμενες διαστάσεις του.

Η απλή αναπαραγωγή είναι χαρακτηριστική για τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, όπου οι αγρότες και οι χειροτέχνες παρήγαγαν κάθε χρόνο την ίδια περίπου ποσότητα προϊόντων.

β) Διευρυμένη αναπαραγωγή είναι η επανάληψη του προτσές παραγωγής σε αυξημένες διαστάσεις, όπου η κοινωνία δεν αναπληρώνει απλώς τα υλικά αγαθά που καταναλώθηκαν, αλλά και παράγει επιπλέον Μέσα Παραγωγής και είδη ατομικής κατανάλωσης.

Χαρακτηριστική για τον καπιταλισμό δεν είναι η απλή, αλλά η διευρυμένη αναπαραγωγή.

Το κοινωνικό κεφάλαιο και το συνολικό προϊόν

Η κεφαλαιοκρατική αναπαραγωγή περιλαμβάνει τόσο το άμεσο προτσές της παραγωγής, όσο και το προτσές της κυκλοφορίας.

Για να πραγματοποιείται η αναπαραγωγή, το κεφάλαιο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαγράφει ανεμπόδιστα την κύκλησή του, δηλαδή να περνά από τη χρηματική στην παραγωγική, από τηνπαραγωγική στην εμπορευματική και από την εμπορευματική στη χρηματική μορφή.

Αυτό αφορά όχι μόνο το κάθε κεφάλαιο, αλλά και όλα τα κεφάλαια που υπάρχουν στην κοινωνία.

Κοινωνικό κεφάλαιο είναι η μάζα όλων των ατομικών κεφαλαίων στο σύνολό τους και στην αλληλοσύνδεσή τους.

Ανάμεσα στις διάφορες καπιταλιστικές επιχειρήσεις υπάρχει πολύπλευρη σχέση: Μερικές προμηθεύουν τις άλλες με μέσα παραγωγής, ενώ άλλες παράγουν μέσα συντήρησης που τα αγοράζουν οι εργάτες και οι καπιταλιστές.

Το καθένα από τα ατομικά κεφάλαια είναι αυτοτελές σε σχέση με τα άλλα, και ταυτόχρονα όλα συνδέονται μεταξύ τους.

Η εξέταση αυτών των σχέσεων και συνδέσεων είναι ακριβώς η μελέτη της κύκλησης του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου.

Ολα τα υλικά αγαθά που έχουν δημιουργηθεί με την εργασία πολλών ανθρώπινων γενεών,

αποτελούν τονεθνικό πλούτο μιας χώρας.

Αυτός δημιουργείται στη διάρκεια πολλών αιώνων.

Το μέρος του εθνικού πλούτου μιας χώρας που δημιουργείται σε μια καθορισμένη περίοδο, π.χ. μέσα σε ένα χρόνο ονομάζεται συνολικό κοινωνικό προϊόν. Το συνολικό κοινωνικό προϊόν δεν είναι τίποτα άλλο, παρά το κοινωνικό κεφάλαιο (επαυξημένο με την υπεραξία) που βγήκε από το προτσές της παραγωγής με εμπορευματική μορφή.

Για να μπορεί να συνεχίζεται η παραγωγή, το κοινωνικό προϊόν πρέπει να πραγματοποιηθεί, δηλαδή να πουληθεί. Και πραγματοποίηση του κοινωνικού προϊόντος σημαίνει μετατροπή της εμπορευματικής μορφής του, σε χρηματική.

Στην καπιταλιστική κοινωνία, όπως κάθε εμπόρευμα, έτσι και το συνολικό κοινωνικό προϊόν, σύμφωνα με την αξία του, διαιρείται σε τρία μέρη:

Το πρώτο αναπληρώνει το σταθερό κεφάλαιο (σ).

Το δεύτερο αναπληρώνει το μεταβλητό κεφάλαιο (μ).

Και το τρίτο αποτελεί την υπεραξία (υ).

Ετσι, η αξία του συνολικού κοινωνικού προϊόντος είναι ίση με το σταθερό κεφάλαιο συν το μεταβλητό κεφάλαιο συν την υπεραξία, (σ+μ+υ).

Με την πραγματοποίηση των εμπορευμάτων, οι καπιταλιστές πρέπει να εισπράξουν την αξία τους, γιατί μόνο με αυτόν τον όρο μπορούν να ξαναρχίσουν την παραγωγή.

Page 64: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 64 -

Η διαίρεση του συνολικού κοινωνικού προϊόντος σύμφωνα με την αξία του σημαίνει πως τα διάφορα μέρη του παίζουν διαφορετικό ρόλο στη διαδικασία της αναπαραγωγής.

Το σταθερό κεφάλαιο πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί στο προτσές της παραγωγής.

Το μεταβλητό κεφάλαιο μετατρέπεται σε μισθό εργασίας, που οι εργάτες τον ξοδεύουν για την κάλυψη των αναγκών τους, δηλαδή πηγαίνει για κατανάλωση.

Η υπεραξία στην απλή αναπαραγωγή, ολόκληρη καταναλώνεται από τους καπιταλιστές, ενώ στη διευρυμένη, εν μέρει καταναλώνεται από τους καπιταλιστές και εν μέρει πηγαίνει για την αγορά πρόσθετων μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης.

Σύμφωνα με τη φυσική του μορφή όλο το κοινωνικό προϊόν αποτελείται από τα μέσα παραγωγής και τα είδη κατανάλωσης.

Κατά την εξέταση της κύκλησης και της κυκλοφορίας του ατομικού κεφαλαίου δεν είχε σημασία τι ακριβώς εμπορεύματα στη φυσική τους μορφή παράγονται στη δοσμένη επιχείρηση.

«... Το ζήτημα πού και πώς θα πουληθεί το προϊόν, πού και πώς θα αγοραστούν τα είδη κατανάλωσης από τους εργάτες... δεν προσφέρει τίποτα σε αυτή την ανάλυση...»1.

Κατά την εξέταση της αναπαραγωγής και της κυκλοφορίας όλου του κοινωνικού κεφαλαίου η φυσική μορφή των εμπορευμάτων αποκτά ουσιαστική σημασία: Για την αδιάκοπη ανανέωση του προτσές της παραγωγής είναι ανάγκη να υπάρχουν, τόσο τα ανάλογα μέσα παραγωγής όσο και τα ανάλογα είδη κατανάλωσης.

Σχετικά με την αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου ο Λένιν γράφει:

«Τώρα όμως το ζήτημα είναι ακριβώς τούτο: από πού θα πάρουν οι εργάτες και οι κεφαλαιοκράτες τα είδη κατανάλωσης που χρειάζονται; από πού θα πάρουν οι δεύτεροι τα μέσα παραγωγής; με ποιον τρόπο το προϊόν που έχει παραχθεί θα καλύψει όλη αυτή τη ζήτηση και θα δώσει τη δυνατότητα να διευρυνθεί η παραγωγή; Εδώ, συνεπώς, δεν έχουμε μονάχα την "αναπλήρωση της αξίας, μα και την αναπλήρωση της υλικής μορφής του προϊόντος", και γι' αυτό είναι απαραίτητη η διάκριση των προϊόντων που παίζουν τελείως διαφορετικό ρόλο στο προτσές της κοινωνικής οικονομίας»2.

Γι' αυτό, όλη η κοινωνική παραγωγή διαιρείται σε δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις:

Πρώτη υποδιαίρεση (Ι) - η παραγωγή μέσων παραγωγής (ΜΠ).

Δεύτερη υποδιαίρεση (II) - η παραγωγή ειδών κατανάλωσης = (είδη κατανάλωσης).

Ο χωρισμός αυτός δεν είναι καθόλου τυχαίος. Τα ΜΠ και τα είδη κατανάλωσης παίζουν διαφορετικό ρόλοστο προτσές της αναπαραγωγής.

Τα Μέσα Παραγωγής:

Προορίζονται για παραγωγική κατανάλωση και όχι για ατομική.

Ξαναμπαίνουν στο προτσές της αναπαραγωγής.

Στην πραγματοποίησή τους παίρνουν μέρος μόνο οι καπιταλιστές (οι εργάτες δεν αγοράζουν μηχανές).

Η αξία των ΜΠ κατά την κατανάλωσή τους δεν εξαφανίζεται, αλλά μεταβιβάζεται στα νέα προϊόντα.

Τα είδη κατανάλωσης:

Διανέμονται ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές και των δύο υποδιαιρέσεων.

Δεν επιστρέφουν στο προτσές της παραγωγής, αλλά καταναλώνονται τελείως από τους ανθρώπους.

Τα ΜΠ λειτουργούν στην παραγωγή σαν κεφάλαιο, τα είδη κατανάλωσης μετατρέπονται σε εισόδημα των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας.

1. Β. Ι. Λένιν: «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία». Απαντα, τ. 3, σελ. 39.

2. Β. Ι. Λένιν: «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία». Απαντα, τ. 3, σελ. 39.

Page 65: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 65 -

23) Η απλή και διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου

Κατά τη λύση του προβλήματος της πραγματοποίησης του συνολικού κοινωνικού προϊόντος ο Κ. Μαρξ εφάρμοσε τη μέθοδο της επιστημονικής αφαίρεσης, δηλαδή δεν πήρε υπόψη του εκείνα τα

φαινόμενα που δεν ασκούν ουσιαστική επίδραση στο περιεχόμενο των προτσές, αλλά δυσκολεύουν την κατανόησή της. Ο Μαρξ ξεχώρισε μόνο τους παράγοντες στους οποίους και στηρίχτηκε στην ανάλυση της πραγματοποίησης του συνολικού κοινωνικού προϊόντος.

Συγκεκριμένα ο Κ. Μαρξ έκανε την υπόθεση:

Οτι όλη η παραγωγή πραγματοποιείται πάνω σε καπιταλιστική βάση και ότι

υπάρχουν μόνο οι εργάτες και οι καπιταλιστές.

Οτι ο παραγωγικός κύκλος κρατάει ένα χρόνο και ότι το πάγιο κεφάλαιο καταναλώνεται ολοκληρωτικά.

Οτι δεν υπάρχει εξωτερικό εμπόριο.

Οτι όλα τα εμπορεύματα πουλιούνται στην αξία τους και όχι στις τιμές παραγωγής.

Οτι η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου μένει αμετάβλητη.

Για να μπορεί να συνεχίζεται η παραγωγή, το συνολικό προϊόν πρέπει να πουληθεί, να μετατραπεί από την εμπορευματική του μορφή στη χρηματική.

Γι' αυτό πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία -αναλογία- στην ανάπτυξη των ξεχωριστών τμημάτων της οικονομίας. Η κοινωνία πρέπει να τηρεί αυτήν την αναλογία. Σε αντίθετη περίπτωση ένα μέρος του συνολικού κοινωνικού προϊόντος θα μείνει απραγματοποίητο (απούλητο).

Υπάρχουν άραγε κάποιες νομοτέλειες που καθορίζουν τους όρους, τις αναλογίες αυτές στην καπιταλιστική κοινωνία; Τέτοιες νομοτέλειες υπάρχουν και αυτές ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά από τον Κ. Μαρξ.

Ο καπιταλιστής κατανάλωσε για την παραγωγή των προϊόντων ένα ορισμένο ποσό κεφαλαίου. Ο καπιταλιστής για να πάρει πίσω το κεφάλαιό του πρέπει να πραγματοποιήσει στην αγορά τα προϊόντα του. Μόνο αυτό, όμως, δε φτάνει. Για να συνεχίσει την παραγωγή, ο καπιταλιστής πρέπει να βρει στην αγορά - σε αντικατάσταση των καταναλωθέντων, με καινούρια μέσα παραγωγής - μηχανές, βιομηχανικό εξοπλισμό, πρώτες ύλες, καύσιμα. Χρειάζεται ακόμα και εμπορεύματα για την ατομική του κατανάλωση. Οι εργάτες για να ζήσουν, πρέπει να βρουν στην αγορά όλα τα απαραίτητα είδη κατανάλωσης. Και τα είδη αυτά παράγονται στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Είναι σαφές, ότι καμιά καπιταλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αγορά, χωρίς την πώληση των προϊόντων της και την αγορά εμπορευμάτων από άλλους καπιταλιστές.

Στο προτσές της αγοραπωλησίας των εμπορευμάτων έρχονται σε συναλλαγή πολλοί καπιταλιστές. Ο καθένας τους πουλάει και αγοράζει. Από πρώτη ματιά νομίζει κανείς πως στις σχέσεις τους επικρατεί χάος. Και πραγματικά, στις σχέσεις αυτές υπάρχει μεγάλο χάος. Υπάρχουν όμως και σαφώς καθορισμένες νομοτέλειες. Οπως αναφέραμε ήδη, για να τις δείξει ο Κ. Μαρξ, χώρισε όλη την κοινωνική παραγωγή σε δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις. Πρώτη υποδιαίρεση είναι η παραγωγή μέσων παραγωγής. Δεύτερη είναι παραγωγή ειδών κατανάλωσης.

Οροι πραγματοποίησης στην καπιταλιστική απλή αναπαραγωγή

Για την απλοποίηση, ας υποθέσουμε, ότι στην κάθε υποδιαίρεση υπάρχει μόνο μια επιχείρηση. Η μια παράγει όλα τα απαραίτητα μέσα παραγωγής. Η άλλη παράγει όλα τα απαραίτητα αντικείμενα κατανάλωσης.

Οπως γνωρίζουμε ήδη, η αξία των εμπορευμάτων αποτελείται από το σταθερό κεφάλαιο που καταναλώθηκε, από το μεταβλητό κεφάλαιο και την υπεραξία: σ+μ+υ.

Ας υποθέσουμε στην αρχή ότι οι καπιταλιστές καταναλώνουν όλη την υπεραξία για την αγορά

των αντικειμένων κατανάλωσης. Στην περίπτωση αυτή οι καπιταλιστές και των δύο υποδιαιρέσεων πρέπει να αναπαράγουν το σταθερό κεφάλαιο «σ», να εξασφαλίσουν με εμπορεύματα την κατανάλωση των εργατών που ισούται με το μεταβλητό κεφάλαιο «μ», και να χρησιμοποιήσουν για την ατομική τους κατανάλωση την υπεραξία «υ». Και το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι καπιταλιστές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πώληση των προϊόντων τους και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Ασφαλώς, και αντιμετωπίζουν.

Αρχίζουμε από τον καπιταλιστή της πρώτης υποδιαίρεσης, αυτόν που παράγει μέσα παραγωγής. Η αναπαραγωγή του σταθερού κεφαλαίου «σ» δεν του δημιουργεί ιδιαίτερες δυσκολίες. Γιατί

απλούστατα, κρατάει για τον εαυτό του ένα μέρος από τα μέσα παραγωγής, που έχει παράγει ο ίδιος, ίσο σε αξία με το σταθερό κεφάλαιο που κατανάλωσε. Και το σταθερό του κεφάλαιο αναπληρώθηκε. Ομως, παρουσιάζεται το ζήτημα της ικανοποίησης των προσωπικών αναγκών του ίδιου του καπιταλιστή και των εργατών. Και εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες. Ολη την υπεραξία, όπως

Page 66: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 66 -

και ένα μέρος της αξίας των εμπορευμάτων, ίσο με το μεροκάματο των εργατών, αποτελείται από μέσα παραγωγής - εργαλειομηχανές κλπ. Βέβαια, είναι πασίγνωστο, πως τα μέσα παραγωγής δεν είναι κατάλληλα για την ατομική κατανάλωση. Τι μπορεί να γίνει;

Δυσκολίες όμως, αντιμετωπίζει και ο καπιταλιστής της δεύτερης υποδιαίρεσης, που παράγει είδη κατανάλωσης. Πάντως είναι γεγονός ότι οι δυσκολίες αυτές είναι κάπως διαφορετικές. Γι' αυτόν δεν είναι δύσκολο να πουλήσει τα εμπορεύματά του που ενσαρκώνουν την υπεραξία και το μεταβλητό κεφάλαιο (μεροκάματα των εργατών). Γιατί τα εμπορεύματα του δεύτερου καπιταλιστή είναι είδη κατανάλωσης. Ο καπιταλιστής και οι εργάτες της δεύτερης υποδιαίρεσης εύκολα μπορούν να τα πάρουν. Το δύσκολο είναι πώς θα αναπληρωθεί το σταθερό κεφάλαιο, το οποίο καταναλώθηκε για την παραγωγή ειδών κατανάλωσης, που από τη φύση τους δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μέσα παραγωγής. Και στην προκειμένη περίπτωση πού βρίσκεται η διέξοδος; Λύση, βέβαια, υπάρχει.

Για να γίνει κατανοητό, ας πάρουμε το παρακάτω παράδειγμα.

Ας υποθέσουμε πως στην πρώτη υποδιαίρεση, δηλαδή στην παραγωγή μέσων παραγωγής, η αξία του σταθερού κεφαλαίου είναι 4.000 δολάρια, του μεταβλητού κεφαλαίου 1.000 και η υπεραξία 1.000. Ας υποθέσουμε πως στη δεύτερη υποδιαίρεση, δηλαδή στην παραγωγή ειδών κατανάλωσης, η αξία του σταθερού κεφαλαίου είναι 2.000, του μεταβλητού 500 και η υπεραξία 500. Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις το ετήσιο κοινωνικό προϊόν, που είναι το άθροισμα της παραγωγής μέσων παραγωγής και ειδών κατανάλωσης θα είναι:

Ι) 4.000σ + 1.000μ + 1.000υ = 6.000

II) 2.000σ + 500μ + 500υ = 3.000

Δηλαδή 9.000

Στην περίπτωση αυτή, για να γίνει δυνατή η πώληση του ετήσιου κοινωνικού προϊόντος, πρέπει να πραγματοποιηθούν εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των καπιταλιστών της πρώτης και της δεύτερης υποδιαίρεσης.

Μπορεί να βρεθεί λύση του προβλήματος αν ο καπιταλιστής της πρώτης υποδιαίρεσης ανταλλάξει ένα μέρος από τα προϊόντα του, ίσο σε αξία, που ισούται με το μεταβλητό του κεφάλαιο συν την υπεραξία, (μ+υ), με τα προϊόντα του καπιταλιστή της δεύτερης υποδιαίρεσης, ίσο σε αξία με το σταθερό του κεφάλαιο (σ). Τότε η πρώτη υποδιαίρεση θα πάρει τα απαραίτητα είδη κατανάλωσης και η δεύτερη υποδιαίρεση τα μέσα παραγωγής για την αναπλήρωση του σταθερού κεφαλαίου.

Δηλαδή η ισότητα (μ+υ) της πρώτης υποδιαίρεσης και του (σ) της δεύτερης υποδιαίρεσης είναι ο βασικότερος όρος της απλής αναπαραγωγής όπου μεταβλητό κεφάλαιο συν υπεραξία,(μ+υ) της πρώτης υποδιαίρεσης ισούται με το σταθερό κεφάλαιο (σ), της δεύτερης υποδιαίρεσης. Η τέτοια αναλογία ανάμεσα στην παραγωγή των μέσων παραγωγής και των αντικειμένων κατανάλωσης είναι απαραίτητη για την ανεμπόδιστη πραγματοποίηση της απλής αναπαραγωγής.

Οροι πραγματοποίησης στην καπιταλιστική διευρυμένη αναπαραγωγή

Στη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή οι όροι, η αναλογία μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης υποδιαίρεσης, είναι κάπως διαφορετική. Η διευρυμένη αναπαραγωγή προϋποθέτει τη

συσσώρευση κεφαλαίου. Μια και το κεφάλαιο της κάθε υποδιαίρεσης αποτελείται από δύο μέρη, από το σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, το συσσωρευμένο μέρος της υπεραξίας χωρίζεται και αυτό στα δύο αυτά μέρη: το ένα μέρος πηγαίνει για την αγορά πρόσθετων μέσων παραγωγής, το άλλο για τη μίσθωση πρόσθετης εργατικής δύναμης. Από εδώ έπεται πως το ετήσιο προϊόν της πρώτης υποδιαίρεσης πρέπει να περιέχει ένα ορισμένο πλεόνασμα πάνω από την ποσότητα των μέσων παραγωγής, που είναι απαραίτητη για την απλή αναπαραγωγή. Δηλαδή, το άθροισμα του μεταβλητού κεφαλαίου και της υπεραξίας της πρώτης υποδιαίρεσης πρέπει να είναι μεγαλύτερο από το σταθερό κεφάλαιο της δεύτερης υποδιαίρεσης. Αυτός είναι ο βασικός όρος της πραγματοποίησης στην καπιταλιστική διευρυμένη αναπαραγωγή.

Ταυτόχρονα όπως και στην απλή αναπαραγωγή, η δεύτερη υποδιαίρεση πρέπει να ανταλλάξει με την πρώτη το σταθερό της κεφάλαιο. Από την πλευρά της η πρώτη υποδιαίρεση πρέπει ν' ανταλλάξει με τη δεύτερη υποδιαίρεση το μεταβλητό της κεφάλαιο και το καταναλωμένο μέρος της υπεραξίας.

Η ανταλλαγή ανάμεσα στη Ι και στη II υποδιαίρεση μπορεί να γίνεται μόνο στην περίπτωση που τα μεγέθη αυτά είναι ίσα.

Αυτοί είναι οι όροι της πραγματοποίησης στην καπιταλιστική διευρυμένη αναπαραγωγή.

Page 67: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 67 -

24) Οι οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής

Ο Κ. Μαρξ δεν αφιέρωσε στο «Κεφάλαιο» ειδικό χώρο για τη μελέτη των οικονομικών κρίσεων. Η θεωρία των κρίσεων εκτίθεται σε όλους τους τόμους του «Κεφαλαίου».

Στον πρώτο τόμο (κεφ. III), όπου εξετάζονται οι λειτουργίες του χρήματος σαν μέσο κυκλοφορίας και σαν μέσο πληρωμής, ο Μαρξ υπογραμμίζει την εμφάνιση της τυπικής δυνατότητας των κρίσεωνακόμα και στις συνθήκες της απλής εμπορευματικής παραγωγής.

Στο δεύτερο τόμο (κεφ. VIII) αξίζει να διαβαστεί εκείνο το σημείο που αφορά στην υλική βάση της περιοδικότητας των οικονομικών κρίσεων.

Στον τρίτο τόμο (κεφ. XV) εξετάζεται η θέση, σύμφωνα με την οποία: «Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και οι όροι της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι»1.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η όξυνση των αντιθέσεών του νομοτελειακά οδήγησαν στο ξέσπασμα των οικονομικών κρίσεων.

Οι οικονομικές κρίσεις είναι ένα ειδικό και μόνιμο φαινόμενο του καπιταλισμού.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα όταν εμφανίστηκε η μεγάλη μηχανική βιομηχανία, η πορεία της καπιταλιστικής διευρυμένης αναπαραγωγής διακόπτεται περιοδικά από τις οικονομικές κρίσεις.

Χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η κυκλικότητά της, n περιοδική πτώση της παραγωγής, όταν τα συσσωρευμένα εμπορεύματα δε βρίσκουν αγοραστές. Και αυτό τη στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι πεινούν.

Στις συγκεκριμένες συνθήκες του καπιταλισμού, οι όροι πραγματοποίησης του κοινωνικού προϊόντος συνεχώς παραβιάζονται, δεν τηρούνται οι αντίστοιχες αναλογίες μεταξύ των διαφόρων κλάδων της οικονομίας.

Αλλά δεν μπορεί να γίνει και διαφορετικά, γιατί στο κοινωνικό αυτό σύστημα η επιβολή των αναλογιών καθίσταται εφικτή μόνο διαμέσου των δυσαναλογιών.

Κλασικό χαρακτηρισμό της παραγωγής στον καπιταλισμό του ελεύθερου συναγωνισμού δίνει ο Ενγκελς: «Κανείς δεν ξέρει πόσο από το προϊόν που αυτός παράγει θα εμφανιστεί στην αγορά, και γενικά σε ποια ποσότητα μπορεί ο καταναλωτής να το βρει στην αγορά. Κανείς δεν ξέρει, αν υπάρχει πραγματική ανάγκη για την παραγωγή του προϊόντος αυτού, αν θα βγάλει τα έξοδα παραγωγής του, και αν γενικά θα πωληθεί το προϊόν του. Στην κοινωνική παραγωγή κυριαρχεί η αναρχία»2.

Οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν ένα ειδικό φαινόμενο του καπιταλισμού. Κανένα άλλο κοινωνικό σύστημα δεν έχει γνωρίσει τέτοιους κλυδωνισμούς όπως αυτούς που προκαλούν οι οικονομικές κρίσεις υπερπαραγωγής στην οικονομική ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Βέβαια, κλυδωνισμοί της οικονομικής ζωής υπήρχαν και πριν, αλλά προκαλούνταν από διάφορες έκτακτες φυσικές ή κοινωνικές καταστροφές - πλημμύρες, ξηρασίες, επιδημίες, πολέμους κλπ. που καταδικάζουν τον πληθυσμό σε πείνα και αφανισμό.

Παρ' όλα αυτά, η δυνατότητα αυτή δεν έχει γίνει πραγματικότητα στη διάρκεια πολλών χιλιετηρίδων.

Οι οικονομικές κρίσεις γίνονται πραγματικότητα, όταν εμφανίστηκε η μεγάλη μηχανική βιομηχανία:

α) Οπου οι διακλαδικές και ενδοκλαδικές σχέσεις γίνονται εξαιρετικά σύνθετες.

β) Οπου η παραγωγή αποχτάει όλο και περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα, ενώ συνεχίζει να υπάρχει ηατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία στα Μέσα Παραγωγής (ΜΠ).

Οι οικονομικές κρίσεις άρχισαν να συγκλονίζουν περιοδικά τον καπιταλισμό από το 1825, όταν ξέσπασε η πρώτη οικονομική κρίση υπερπαραγωγής στην Αγγλία, που ήταν τότε η χώρα όπου ο καπιταλισμός είχε αναπτυχθεί νωρίτερα από τις άλλες χώρες.

Παράλληλα με τη διαμόρφωση της διεθνούς αγοράς και της παγκόσμιας οικονομίας, δημιουργούνται οι συνθήκες εμφάνισης και παγκόσμιων οικονομικών κρίσεων. Η πρώτη κρίση αυτού του είδους, που είναι και πολύ καταστροφική, είναι εκείνη του 1857, την οποία ακολουθούν οι κρίσεις του 1866 και του 1873. Η τελευταία σήμανε και το πέρασμα του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, αλλά ήταν και η πιο μεγάλη κρίση του 19ου αιώνα - διήρκεσε πάνω από πέντε χρόνια. Ακολούθησαν οι κρίσεις των 1882, 1890 και 1900.

Με το πέρασμα του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, οι οικονομικές κρίσεις συνεχίζουν

να ασκούν αυξανόμενη αρνητική επίδραση στην καπιταλιστική οικονομία, η οποία περιοδικά πλήττεται από τις κρίσεις υπερπαραγωγής το 1907, 1914, 1920, 1929, 1937, 1949.

Από αυτές, ιδιαίτερη θέση στην ιστορία των οικονομικών κρίσεων, κατέχει εκείνη του 1929, η οποία θεωρείται και η πιο μεγάλη μέχρι σήμερα οικονομική κρίση.

Page 68: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 68 -

Ο οικονομικός κύκλος και οι φάσεις του

Η οικονομική κρίση είναι βίαιη εξωτερίκευση και προσωρινή λύση της βασικής οικονομικής αντίθεσης του καπιταλισμού.

Η οικονομική κρίση είναι μια τέτοια κατάσταση, όπου ο μηχανισμός της αγοράς δε λειτουργεί κανονικά.

Σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ: «Η κρίση ...είναι ακριβώς η στιγμή της διατάραξης και της διακοπής του προτσές αναπαραγωγής»3.

Ο Φρ. Ενγκελς σχετικά με την κρίση λέει ότι είναι εκείνη η στιγμή όπου: «Ο τρόπος παραγωγής επαναστατεί ενάντια στον τρόπο ανταλλαγής, οι παραγωγικές δυνάμεις επαναστατούν ενάντια στον τρόπο παραγωγής, τον οποίο ξεπέρασαν»4.

Για τον Β. Ι. Λένιν οι οικονομικές κρίσεις είναι: «Υπερπαραγωγή, παραγωγή εμπορευμάτων που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, δεν μπορούν να βρουν ζήτηση»5.

Κάθε οικονομική κρίση έχει το δικό της οικονομικό κύκλο.

Κάθε κρίση διαρκεί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.

Η περίοδος που μεσολαβεί από τη μια κρίση μέχρι την άλλη, ονομάζεται οικονομικός κύκλος.

Κάθε οικονομικός κύκλος έχει 4 φάσεις:

1) Η κρίση: Είναι η κύρια φάση του κύκλου όπου εκδηλώνονται βίαια οι παραβιασμένες αναλογίες της αναπαραγωγής.

Τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης παρουσιάζονται στη σφαίρα της ανταλλαγής.

- Η πώληση των εμπορευμάτων γίνεται δύσκολη.

- Ο καπιταλιστής, που δεν πούλησε τα εμπορεύματά του, δεν μπορεί να αγοράσει τα μέσα παραγωγής.

- Οι καπιταλιστές τρέχουν στις τράπεζες για να πάρουν δάνεια.

- Η ζήτηση χρημάτων μεγαλώνει και τα επιτόκια αυξάνονται.

- Οι τράπεζες που δεν έχουν αρκετή ποσότητα δικών τους κεφαλαίων, χρεοκοπούν.

- Οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη.

- Η ανεργία μεγαλώνει.

- Η παραγωγή σε άλλες επιχειρήσεις σταματάει και σε άλλες μειώνεται.

- Η πτώση της παραγωγής συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που αποκαθίσταται η αντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση.

2. Η ύφεση (στασιμότητα):

- Η παραγωγή παύει να μειώνεται, αλλά και δεν αυξάνεται.

- Ο αριθμός των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων και τραπεζών ελαττώνεται.

- Τα αποθέματα εμπορευμάτων βαθμιαία απορροφώνται.

- Ενα μέρος των εμπορευμάτων οι καπιταλιστές το καταστρέφουν, για να συγκρατήσουν την πτώση των τιμών.

- Το άλλο μέρος των εμπορευμάτων πουλιέται βαθμιαία, γιατί το προτσές της κατανάλωσης δεν μπορεί να σταματήσει τελείως.

- Οι καπιταλιστές που έχουν χρηματικά κεφάλαια, όταν πειστούν ότι η κρίση τελείωσε, αρχίζουν

να αναζητούν τρόπους τοποθέτησης των κεφαλαίων τους.

- Τώρα η προσφορά χρήματος μεγαλώνει.

- Οι βιομήχανοι για να πάρουν το μέσο κέρδος δυναμώνουν την εκμετάλλευση και αρχίζουν να εισάγουν τεχνικές τελειώσεις (εφευρέσεις), να ανανεώνουν το πάγιο κεφάλαιό τους.

Ετσι, συντελείται το πέρασμα από τη στασιμότητα στην αναζωογόνηση.

3. Η αναζωογόνηση:

- Χάρη στον τεχνικό επανεξοπλισμό της παραγωγής μεγαλώνει η ζήτηση μηχανών.

- Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους καπιταλιστές της Ιης υποδιαίρεσης να διευρύνουν την παραγωγή τους..., αρχίζουν την πρόσληψη συμπληρωματικής - εργατικής δύναμης.

- Η ανεργία μειώνεται.

- Αυξάνεται η ζήτηση των ειδών κατανάλωσης, που σπρώχνει στη διεύρυνση της ΙΙης υποδιαίρεσης, δηλαδή την παραγωγή των ειδών κατανάλωσης.

Page 69: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 69 -

Υστερα από όλα αυτά, η οικονομία φτάνει στο επίπεδο που βρισκόταν πριν από την κρίση και η αναζωογόνηση περνάει σε άνοδο.

4. Η άνοδος

- Η παραγωγή αυξάνεται με υψηλούς ρυθμούς.

- Χτίζονται νέα εργοστάσια.

- Μεγαλώνει η εισροή εμπορευμάτων στην αγορά.

- Αρχίζουν και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις της υπερπαραγωγής σε λανθάνουσα μορφή.

- Αυτή η πορεία συνεχίζεται μέχρι τη στιγμή που οι διαστάσεις της παραγωγής ξεπεράσουν σημαντικά την απορροφητική ικανότητα της αγοράς, οπότε και ξεσπάει νέα κρίση.

Ο Φρ. Ενγκελς δίνει μια παραστατική εικόνα της ανάπτυξης της παραγωγής στη φάση της ανόδου:

«Πάλι αρχίζει να επιτυγχάνεται λίγο - λίγο η πορεία, να γίνεται τριποδισμός, ο τριποδισμός να γίνεται καλπασμός και αυτός πάλι να δυναμώνει με τη σειρά του, ώσπου να καταντήσει ένας φρενήρης και αχαλίνωτος καλπασμός της βιομηχανίας, του εμπορίου, των πιστώσεων και της κερδοσκοπίας, για να καταλήξει ύστερα από τα πιο παράτολμα πηδήματα ...στο λάκκο της κρίσης. Και έτσι πάλι από την αρχή επαναλαμβάνεται συνεχώς το ίδιο παιχνίδι»6.

Ετσι, οι κρίσεις αποτελούν απαραίτητο στοιχείο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αποκαθιστούν περιοδικά με βίαιο τρόπο τις αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής, οδηγούν στην ανανέωση του πάγιου κεφαλαίου. Ο Κ. Μαρξ γράφει σχετικά:

«Αν από τη μια μεριά η ανάπτυξη του πάγιου κεφαλαίου παρατείνει αυτή τη ζωή, από την άλλη την περιορίζει η διαρκής ανατροπή στα μέσα παραγωγής, που επίσης εντείνεται διαρκώς...

Γι' αυτό εντείνεται μαζί της και η αλλαγή των μέσων παραγωγής και η ανάγκη της διαρκούς αντικατάστασής τους, λόγω της ηθικής, πολύ πριν από την ολοκληρωτική τους φθορά. Μπορούμε να παραδεχτούμε πως για τους πιο αποφασιστικούς κλάδους της μεγάλης βιομηχανίας αυτός ο κύκλος ζωής είναι σήμερα, κατά μέσον όρο δεκάχρονος: Χάρη σε αυτόν τον κύκλο των αλληλοσυναρτημένων περιστροφών, ο οποίος περιλαβαίνει κάμποσα χρόνια και στον οποίο είναι καρφωμένο το κεφάλαιο εξαιτίας του πάγιου συστατικού του, προκύπτει μια υλική βάση των περιοδικών κρίσεων».7

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 309.

2. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από ουτοπία σε επιστήμη». «Εργα», τ. 19, σελ. 215.

3. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία», τ. IV, μέρος δεύτερο, σελ. 586.

4. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 2001, σελ. 428.

5. Β. Ι. Λένιν: «Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού». Απαντα, τ. 2, σελ. 170.

6. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύριγνκ», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 408.

7. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 2, σελ. 181.

Page 70: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 70 -

25) Η δυνατότητα και η πραγματικότητα των οικονομικών κρίσεων

«υπερπαραγωγής»

Ο Κ. Μαρξ, στο έργο του «Το Κεφάλαιο», απέδειξε επιστημονικά ότι το προτσές ανταλλαγής των εμπορευμάτων κλείνει μέσα του αντιφατικές και αλληλοαποκλειόμενες σχέσεις. Η εξέλιξη του εμπορεύματος δεν αναιρεί αυτές τις αντιφάσεις. Δημιουργεί, όμως, τη μορφή, μέσα στην οποία μπορούν να κινούνται.

Η αφηρημένη δυνατότητα των κρίσεων βρίσκεται, ήδη, μέσα στα σπλάχνα της απλής εμπορευματικής οικονομίας και συνδέεται άμεσα με τις λειτουργίες του χρήματος σαν μέσου κυκλοφορίας και σαν μέσου πληρωμής.

Στην άμεση ανταλλαγή των εμπορευμάτων (Ε-Ε), η αγορά και η πώληση ταυτίζονται, συμπίπτουν σε τόπο και χρόνο. Κανένας δεν μπορεί να πουλήσει χωρίς να αγοράσει κάποιος άλλος. Δηλαδή, πουλάω για να αγοράσω. Με την ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής και με την εμφάνιση του χρήματος, τα πράγματα αλλάζουν. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να αγοράσει αμέσως, γιατί πούλησε ο ίδιος. «Η κυκλοφορία εμπορευμάτων - τονίζει ο Μαρξ - σπάει τους φραγμούς της άμεσης ανταλλαγής προϊόντων, ακριβώς, επειδή διασπά σε δύο αντίθετες πράξεις, σε πούληση και αγορά, την άμεση ταυτότητα που υπάρχει εδώ ανάμεσα στο δόσιμο του δικού του προϊόντος και στο πάρσιμο σε αντάλλαγμα του ξένου»1. Παρά το γεγονός ότι τα δύο αυτά προτσές, της πώλησης και της αγοράς (που έρχονται αντιμέτωπα σαν αυτοτελείς πράξεις), αποτελούν μια εσωτερική ενότητα, ωστόσο κινούνται μέσα σε εξωτερικές αντιθέσεις. Το όλο ζήτημα συνίσταται στο ότι το προτσές της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, που εκφράζεται στον τύπο: ε-χ-

ε, δηλαδή ε (εμπόρευμα) - χ (χρήμα) - ε (εμπόρευμα), μπορεί να χωριστεί σε χρόνο και τόπο, έτσι που η πράξη της πώλησης (ε-χ) να μην ταυτιστεί, να μη συμπέσει με την πράξη αγοράς (χ-ε). Ομως, «αν συνεχιστεί πέρα από ένα ορισμένο σημείο η εξωτερική αυτοτελοποίηση των προτσές, που εσωτερικά δεν είναι αυτοτελή, επειδή συμπληρώνουν το ένα το άλλο, τότε η ενότητα επιβάλλεται βίαια - με μια κρίση»2.

Γι' αυτό και «η κρίση στην πρώτη της μορφή είναι η μεταμόρφωση του ίδιου του εμπορεύματος, ο χωρισμός της αγοράς από την πώληση»3.

Η δυνατότητα των οικονομικών κρίσεων συνδέεται και με τη λειτουργία του χρήματος σαν μέσου πληρωμής.

Ο κάθε κάτοχος εμπορεύματος δεν έχει καμιά εγγύηση ότι τη στιγμή που θα εκπνεύσει η προθεσμία για το χρέος του θα είναι σε θέση να πληρώσει. Στην περίπτωση μη πληρωμής σε ένα σημείο της αλυσίδας των ανταλλαγών, μια ολόκληρη ομάδα από κατόχους εμπορευμάτων, που συνδέονται μεταξύ τους με πιστωτικές σχέσεις, μπορεί να βρεθεί σε κατάσταση αδυναμίας να πληρώσει τα χρέη της. «Επειδή, όμως, το ίδιο το χρηματικό ποσό λειτουργεί εδώ για πολλές αμοιβαίες συναλλαγές και υποχρεώσεις, παρουσιάζεται εδώαδυναμία πληρωμής, όχι μόνο σε ένα, αλλά σε πολλά σημεία και απ' όλα αυτά προκαλείται η κρίση». Με τη διακοπή των πληρωμών, μπορεί να επέλθει βαθιά διατάραξη στο προτσές της κυκλοφορίας και της παραγωγής.

Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η κρίση στην πρώτη της μορφή είναι η μεταμόρφωση του ίδιου του εμπορεύματος, δηλαδή ο χωρισμός της αγοράς από την πώληση. Αυτή η δυνάμει κρίση παραπέρα εμφανίζεται σε δύο διαφορετικές και χρονικά χωρισμένες στιγμές, σε δύο διαφορετικές λειτουργίες - σαν μέτρο των αξιών και σαν πραγματοποίηση της αξίας.

«Δεν μπορεί να υπάρξει κρίση, χωρίς να έχουν χωριστεί η μία από την άλλη και να έχουν έρθει σε αντίθεση η αγορά και η πώληση ή χωρίς να εκδηλωθούν οι αντιφάσεις που περιέχονται στο

χρήμα σαν μέσο πληρωμής, χωρίς λοιπόν να προβάλλει, ταυτόχρονα, η κρίση στην απλή μορφή - στην αντίφαση αγοράς και πώλησης, στην αντίφαση του χρήματος σαν μέσου πληρωμής. Αυτές, όμως, είναι επίσης απλές μορφές - γενικές δυνατότητες των κρίσεων και γι' αυτό είναι μορφές αφηρημένες της πραγματικής κρίσης»4.

Επομένως, στις συνθήκες της απλής εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας, η οικονομική κρίση υπάρχει μόνο σαν δυνατότητα, είναι μόνο μια τυπική μορφή.

Η απλή εμπορευματική παραγωγή δεν είναι και δεν ταυτίζεται με την αναπτυγμένη καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, γι' αυτό και δεν υπήρχε η αντίθεση μεταξύ του τρόπου παραγωγής και του τρόπου ιδιοποίησης, η οποία δημιουργεί τους όρους για τη μετατροπή της δυνατότητας της κρίσης σε πραγματικότητα. Η πραγματική κρίση μπορεί να προκύψει μόνον από την κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής, του ανταγωνισμού και της πίστης. Προκύπτει, όπως τονίζει ο Μαρξ, «από τους καθορισμούς μορφής του κεφαλαίου, που το χαρακτηρίζουν σαν κεφάλαιο και δεν περιλαμβάνονται στην απλή του ύπαρξη σαν εμπορεύματος και χρήματος»5.

Οπως γράφει ο Φρ. Ενγκελς, στις συνθήκες της απλής εμπορευματικής παραγωγής, «δεν μπορούσε να μπει καν το ερώτημα σε ποιον ανήκει το προϊόν της εργασίας. Τότε ο ατομικός παραγωγός κατασκεύαζε, κατά κανόνα, το προϊόν του από πρώτες ύλες που του ανήκαν ή που τις είχε παράγει ο ίδιος, το κατασκεύαζε με τα δικά του μέσα εργασίας και με τη δική του, την

Page 71: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 71 -

προσωπική εργασία ή με την εργασία της οικογένειάς του. Δεν υπήρχε, λοιπόν, καμιά ανάγκη να ιδιοποιηθεί κάτι που του ανήκε δικαιωματικά»6.

Τα πράγματα, όμως, είναι πολύ διαφορετικά στις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Εδώ ο

κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας βρίσκει την έκφρασή του στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, μέσα στα πλαίσια της κάθε μιας καπιταλιστικής επιχείρησης, όπου απασχολούνται πολλές χιλιάδες εργάτες, ο καθένας από τους οποίους εκπληρώνει μόνο μια μερική παραγωγική πράξη. Τα μέσα εργασίας αποτελούνται από σύγχρονες και υπερσύγχρονες μηχανές και άλλα μέσα παραγωγής. Οπως είναι λογικό, αυτά τα σύγχρονα και ισχυρά μέσα παραγωγής μπορούν να μπουν σε κίνηση μόνο με τη συνολική εργασία πολλών εργατών.

«Η αστική τάξη - τονίζει ο Ενγκελς - δε θα μπορούσε ποτέ να μεταβάλει εκείνα τα περιορισμένα, τα ατομικά μέσα παραγωγής, στις τεράστιες σημερινές παραγωγικές δυνάμεις, αν δεν τα μετέβαλε από ατομικά σε κοινωνικά μέσα παραγωγής, αν δεν τα αποσπούσε από την ατομική τους χρήση, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ένα σύνολο ανθρώπων. Και όπως τα μέσα παραγωγής, έτσι και η ίδια η παραγωγή, από μια σειρά ατομικές εργασίες που ήταν πριν, μετατράπηκε σε μια σειρά συλλογικών εργασιών και τα προϊόντα, από προϊόντα ατόμων, σε

κοινωνικά προϊόντα... Κανένα άτομο δεν μπορεί τώρα να πει γι' αυτά τα προϊόντα: Αυτό το έφτιαξα εγώ, αυτό είναι δικό μου προϊόν»7.

Στον καπιταλισμό, τα μέσα παραγωγής έχουν κοινωνικό χαρακτήρα και, παρ' όλα αυτά, είναι ατομική ιδιοκτησία των κεφαλαιοκρατών. Γι' αυτό και τα προϊόντα της κοινωνικής παραγωγής δεν ανήκουν στους παραγωγούς τους, στους εργάτες, αλλά στους καπιταλιστές.

Η βασική αντίθεση της απλής εμπορευματικής παραγωγής μεταξύ της κοινωνικής εργασίας και

της ατομικής εργασίας, στις συνθήκες της αναπτυγμένης καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής, αναπτύσσεται και μετεξελίσσεται σε βασική αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής καπιταλιστικής μορφής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Στη βάση αυτή, η δυνατότητα των κρίσεων «υπερπαραγωγής», η οποία προϋπάρχει στη μορφή του εμπορεύματος και στην απλή εμπορευματική παραγωγή, γίνεται πραγματικότητα.

Η αιτία των κρίσεων

Ηδη, πάνω από 170 χρόνια, το καπιταλιστικό σύστημα συγκλονίζεται κατά καιρούς από τις οικονομικές κρίσεις.

Ο Κ. Μαρξ τόνιζε γι' αυτές και για την αστική αντίληψη σχετικά με αυτές ότι: «Δεν επρόκειτο πια για μεμονωμένα οικονομικά φαινόμενα... αλλά για τις μεγάλες θύελλες της παγκόσμιας αγοράς, στις οποίες ξεσπάει η αντίφαση όλων των στοιχείων του αστικού προτσές παραγωγής, η προέλευση και η απόκρουση των οποίων αναζητούνται μέσα στην πιο επιφανειακή και πιο αφηρημένη σφαίρα αυτού του προτσές, στη σφαίρα της χρηματικής κυκλοφορίας»8.

Η αιτία των οικονομικών κρίσεων είναι η βασική αντίθεση του καπιταλισμού ανάμεσα στον

κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Η βασική αυτή αντίθεση εκδηλώνεται στις συγκεκριμένες αντιθέσεις του καπιταλιστικού προτσές αναπαραγωγής, η όξυνση των οποίων περιοδικά οδηγεί στις κρίσεις. Η λειτουργία των κρίσεων είναι η βίαιη λύση των εμφανιζόμενων αντιθέσεων στο προτσές αναπαραγωγής και η αποκατάσταση των παραβιασμένων αναλογιών. Η λύση, όμως, αυτή των αντιθέσεων έχει πάντα προσωρινό και μερικό χαρακτήρα. Γι' αυτό κάθε κυκλική κρίση, ταυτόχρονα, δημιουργεί τις συνθήκες για μια νέα όξυνση των αντιθέσεων και το ξέσπασμα μιας νέας κρίσης.

Σχετικά με το τι είναι οι οικονομικές κρίσεις, ο Κ. Μαρξ γράφει ότι: «Στις κρίσεις - ξεσπά μια

κοινωνική επιδημία, που σε κάθε άλλη προηγούμενη εποχή θα φαινόταν σαν παραλογισμός, η επιδημία της υπερπαραγωγής»9. Ακόμη ότι: «Η κρίση (...) είναι ακριβώς η στιγμή της διατάραξης και της διακοπής του προτσές αναπαραγωγής»10 και «για να είναι μια κρίση (επομένως και η υπερπαραγωγή) γενική, φτάνει να αγκαλιάσει τα κύρια είδη του εμπορίου»11. Σύμφωνα με τον Β. Ι. Λένιν, οι κρίσεις είναι: «Υπερπαραγωγή, παραγωγή εμπορευμάτων, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, δεν μπορούν να βρουν ζήτηση»12.

Οι οικονομικές κρίσεις από δυνατότητα γίνονται πραγματικότητα μόνο στις συνθήκες της αναπτυγμένης καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής. Η καθιέρωση της μεγάλης μηχανικής

παραγωγής αποτέλεσε και την απαρχή των οικονομικών κρίσεων, που περιοδικά παραβιάζουν την ομαλή πορεία της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγικής διαδικασίας. Αρχίζοντας από το 1825, η οικονομία των καπιταλιστικών χωρών περιοδικά διακόπτεται από την καταστρεπτική επίδραση των οικονομικών κρίσεων, που επαναλαμβάνονται κάθε τόσο μέσα σε ορισμένα χρονικά διαστήματα.

Page 72: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 72 -

Οι καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις εκδηλώνονται πρώτα απ' όλα με την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων και την απότομη όξυνση των δυσκολιών ρευστοποίησής τους. Μέσα στις συνθήκες αυτές, οι επιχειρήσεις είτε κλείνουν, είτε περιορίζουν σημαντικά την παραγωγή τους, αυξάνεται η στρατιά των ανέργων, επιδεινώνεται απότομα το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, αποδιοργανώνεται το εμπόριο, παραβιάζονται οι χρηματικές και οι πιστωτικές σχέσεις, χρεοκοπούν οι βιομηχανικές - εμπορικές και τραπεζικές επιχειρήσεις.

Η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί και δεν είναι απόλυτη, γιατί αυτό σημαίνει απλά περίσσευμα εμπορευμάτων, σε σύγκριση με την αγοραστική ικανότητα των λαϊκών μαζών.

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 1, σελ. 126.

2. Στο ίδιο.

3. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία», τ. IV, μέρος δεύτερο, σελ. 599.

4. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία», τ. IV, μέρος δεύτερο, σελ. 599.

5. Στο ίδιο, σελ. 596-597.

6. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», εκδόσεις «Αναγνωστίδης», σελ. 398.

7. Στο ίδιο, σελ. 396-397.

8. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 687.

9. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 32.

10. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία», μέρος 2ο, σελ. 586.

11. Στο ίδιο, σελ. 589.

12. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», «Χαρακτηρισμός του οικονομικού ρομαντισμού», τόμος 2, σελ. 170.

Page 73: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 73 -

26) Oι μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης στο μηχανισμό των

οικονομικών κρίσεων

Μια από τις σπουδαιότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής οικονομικής αντίθεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι η αντίθεση ανάμεσα στη σχετική οργάνωση της παραγωγής στα χωριστά εργοστάσια και στην αναρχία της παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα. Είναι συγκεκριμένη έκφραση της δράσης του νόμου του συναγωνισμού και της αναρχίας της παραγωγής στις συνθήκες του καπιταλισμού.

«Η αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση παρουσιάζεται εδώ σαν αντίθεση ανάμεσα στην τάξη και την οργάνωση της παραγωγής, που επικρατεί στο μεμονωμένο εργοστάσιο και την αναρχία της παραγωγής, που επικρατεί στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγής»1.

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη διεύρυνση της εμπορευματικής παραγωγής, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της και να παίρνει τις αντίστοιχες διαστάσεις η αναρχία της παραγωγής. Οπως γράφει ο Φρ. Ενγκελς, «το κύριο μέσον, το βασικό όργανο με το οποίο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μεγάλωνε την αναρχία αυτή μέσα στην κοινωνική παραγωγή, ήταν κάτι το αντίθετο ακριβώς από την αναρχία: Ηταν η τάξη, η ολοένα αυξανόμενη οργάνωση της παραγωγής, η οργάνωση σε γενική κλίμακα σε κάθε ξεχωριστό τομέα της παραγωγής»2.

Η ανάπτυξη του διεθνούς και εσωτερικού (εθνικού) καταμερισμού εργασίας, η πλατιά ειδίκευση και η συνεταιριστικοποίηση της παραγωγής συνδέουν τις ξεχωριστές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ολόκληρους κλάδους και την οικονομία, στο σύνολό της, σε μια ενιαία οικονομική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να λειτουργεί και να αναπτύσσεται μόνο πάνω στη βάση των καθορισμένων ορίων και της τήρησης των αντικειμενικών αναλογιών, μεταξύ των διαφόρων κλάδων, μεταξύ της παραγωγής μέσων παραγωγής και της παραγωγής ειδών κατανάλωσης, μεταξύ της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της λειτουργίας του, ως κεφάλαιο, σε επόμενο κύκλο παραγωγής.

Στις συγκεκριμένες συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτές οι αναλογίες

συνεχώς παραβιάζονται, δεν τηρούνται κατά κανόνα οι αναγκαίες αναλογίες ανάμεσα στις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις της κοινωνικής παραγωγής: Ι. Παραγωγή μέσων παραγωγής, II. Παραγωγή ειδών κατανάλωσης, ανάμεσα στους κλάδους της οικονομίας και της παραγωγής των διαφόρων προϊόντων.

Εξετάζοντας διαχρονικά την ανάπτυξη του καπιταλιστικού προτσές διευρυμένης αναπαραγωγής, ο Κ. Μαρξ διαπίστωσε ότι ο καπιταλισμός, σαν ανταγωνιστικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, περνά κατά καιρούς περιόδους ανόδου και πτώσης. Γι' αυτό την καπιταλιστική οικονομία τη χαρακτηρίζει ο κυκλικός χαρακτήρας της ανάπτυξης και το αναπόφευκτο των περιοδικών οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής.

Η κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και ο συναγωνισμός αποκλείουν εξ αντικειμένου τον προγραμματισμό της εργασίας όλων των επιχειρήσεων σε εθνική κλίμακα. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο στις συνθήκες του καπιταλισμού κανείς δε γνωρίζει προκαταβολικά ποιες είναι οι ανάγκες της κοινωνίας και σε τι ποσότητα. Οι συνέπειες από αυτήν την κατάσταση είναι η συνεχής παραβίαση των αναγκαίων αναλογιών του καπιταλιστικού προτσές αναπαραγωγής. Να γιατί, σύμφωνα με τον Β. Ι. Λένιν, «η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν μπορεί ν' αναπτύσσεται διαφορετικά, παρά με άλματα, δύο βήματα μπρος και ένα βήμα (και κάποτε και ολόκληρα δύο) πίσω»3.

Μια άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού είναι η αντίθεση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης.

Ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού είναι ο νόμος της υπεραξίας. Το κίνητρο και η κινητήρια δύναμη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι το μονοπωλιακά υψηλό κέρδος.

Οι κεφαλαιοκράτες, κυνηγώντας το κέρδος, επιδιώκουν (ο καθένας για τον εαυτό του) να

αυξήσουν την παραγωγή και να ρίξουν μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτων στην αγορά. Ταυτόχρονα, στην προσπάθειά τους αυτή να αυξήσουν τα κέρδη τους, συμπιέζουν τους μισθούς και τα ημερομίσθια όσο γίνεται πιο πολύ και περιορίζουν έτσι τελικά την αγοραστική ικανότητα των πλατιών λαϊκών μαζών. Η κατάσταση των εργαζομένων επιδεινώνεται. Δεν μπορούν, τελικά, ν' αγοράσουν τα εμπορεύματα που οι ίδιοι έχουν παράγει. Η αγοραστική τους δύναμη μειώνεται τόσο, που δεν μπορεί να απορροφήσει τη διευρυνόμενη παραγωγή.

Για τον καπιταλισμό είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η τεράστια αύξηση της παραγωγής δε συνοδεύεται κατά κανόνα καθόλου με την αντίστοιχη αύξηση της λαϊκής κατανάλωσης.

Ο Κ. Μαρξ, ερευνώντας τους νόμους εξέλιξης των εσωτερικών αντιθέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπογραμμίζει: «Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και οι όροι της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι. Οχι μόνο δε συμπίπτουν χρονικά και τοπικά, αλλά

Page 74: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 74 -

διαφέρουν και εννοιακά. Οι πρώτοι περιορίζονται μόνο από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, οι δεύτεροι από την αναλογία των διαφόρων κλάδων παραγωγής μεταξύ τους και από την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας. Αυτή η τελευταία, όμως, δεν καθορίζεται ούτε από την απόλυτη παραγωγική δύναμη, ούτε από την απόλυτη καταναλωτική δύναμη, αλλά από την καταναλωτική δύναμη πάνω στη βάση ανταγωνιστικών σχέσεων διανομής, που περιορίζουν την κατανάλωση των μεγάλων μαζών της κοινωνίας σε ένα μίνιμουμ, που μπορεί να μεταβάλλεται

μόνο μέσα σε λίγο - πολύ στενά όρια. Περιορίζεται ακόμα από το κίνητρο συσσώρευσης, από το κίνητρο αύξησης του κεφαλαίου και της παραγωγής υπεραξίας σε διευρυμένη κλίμακα. Αυτό είναι νόμος για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, υπαγορευμένος από τις διαρκείς επαναστάσεις στις ίδιες τις μεθόδους παραγωγής, από τη συνδεδεμένη μ' αυτές υποτίμηση του υπάρχοντος κεφαλαίου, από τη γενική πάλη του συναγωνισμού και από την ανάγκη βελτίωσης της παραγωγής και επέκτασης της κλίμακάς της, απλώς σαν μέσο συντήρησης και επί ποινή αφανισμού. Γι' αυτό πρέπει διαρκώς να επεκτείνεται η αγορά, έτσι που οι εσωτερικές της συνάφειες και οι όροι που τις ρυθμίζουν αποκτούν όλο και περισσότερο τη μορφή φυσικού νόμου, ανεξάρτητου από τους παραγωγούς, γίνονται όλο και πιο ανεξέλεγκτοι. Η εσωτερική αντίφαση προσπαθεί να λυθεί με την επέκταση του εξωτερικού πεδίου της παραγωγής.

Οσο περισσότερο, όμως, αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο περισσότερο έρχεται σε σύγκρουση με τη στενή βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχέσεις κατανάλωσης»4.

Επομένως, η αγοραστική ικανότητα της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων στις συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας καθορίζεται από τις ιδιάζουσες σ' αυτήν ταξικές ανταγωνιστικές σχέσεις διανομής.

«Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων - υπογραμμίζει ο Κ. Μαρξ - παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών»5.

Μια τρίτη μορφή εμφάνισης είναι η αντίθεση ανάμεσα στο σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Το κυνήγι της μεγαλύτερης υπεραξίας υποχρεώνει τους καπιταλιστές να τελειοποιούν την τεχνική και την τεχνολογία για την αύξηση της παραγωγής και τη μείωση του κόστους της, για την αποκόμιση υψηλότερου ποσοστού και μεγαλύτερης μάζας του κέρδους. Η αύξηση, όμως, της τεχνικής και της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, σε τελευταία ανάλυση, οδηγεί στην πτώση του ποσοστού κέρδους.

Ομως, όπως υπογραμμίζει ο Κ. Μαρξ, «ένα ορισμένο ύψος του ποσοστού του κέρδους είναι που αποφασίζει σχετικά με την επέκταση ή τον περιορισμό της παραγωγής, αντί να αποφασίζει η σχέση της παραγωγής προς τις κοινωνικές ανάγκες, προς τις ανάγκες κοινωνικά αναπτυγμένων ανθρώπων. Γι' αυτό μπαίνουν όρια στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, ήδη, σε έναν τέτοιο βαθμό επέκτασης της παραγωγής, που αντίθετα, κάτω από την άλλη προϋπόθεση, θα φαινόταν πάρα πολύ ανεπαρκής. Η παραγωγή σταματάει, όχι επειδή έχουν ικανοποιηθεί οι ανάγκες, αλλά όταν το σταμάτημα αυτό το απαιτούν η παραγωγή του κέρδους και η πραγματοποίηση του»6.

Η πτώση, επομένως, του ποσοστού κέρδους έχει σαν συνέπεια τη συγκράτηση της παραγωγής και τον περιορισμό της ζήτησης συμπληρωματικών μέσων παραγωγής. Ετσι, στο τέλος, φαίνεται ότι στην κοινωνία έχουν παραχθεί περισσότερα μέσα παραγωγής, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτή η υπερπαραγωγή, όμως, των μέσων παραγωγής δεν είναι απόλυτη. Είναι υπερπαραγωγή μόνο εφόσον και στο βαθμό που τα μέσα παραγωγής είναι και λειτουργούν σαν κεφάλαιο και σαν τέτοιο πρέπει να αυτοαυξάνεται, δηλαδή να φέρνει υπεραξία.

«Το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο, είναι το γεγονός

ότι το κεφάλαιο και η αυτοαύξησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής, ότι η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι αντίστροφα, ότι δηλαδή τα μέσα παραγωγής δεν είναι απλά μέσα για μια διαρκώς διευρυνόμενη διαμόρφωση του προτσές της ζωής για την κοινωνία των παραγωγών. Τα όρια μέσα στα οποία μόνο μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και η αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, οι οποίες βασίζονται στην απαλλοτρίωση και στην πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, τα όρια αυτά βρίσκονται γι' αυτό διαρκώς σε αντίφαση με τις μεθόδους παραγωγής, που είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο για το σκοπό του και που τείνουν προς απεριόριστη αύξηση της παραγωγής, προς την παραγωγή σαν αυτοσκοπό, προς την απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας»7.

Συνεπώς, ο σκοπός του κεφαλαίου βρίσκεται σε μόνιμη αντίθεση με τα μέσα και τους τρόπους για την επίτευξή του.

«Το μέσο - απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας - έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου. Αν, λοιπόν, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι ένα μέσο ιστορικής σημασίας για την ανάπτυξη της υλικής παραγωγικής δύναμης και για τη δημιουργία της αντίστοιχης σ' αυτήν παγκόσμιας αγοράς, αποτελεί ταυτόχρονα τη μόνιμη αντίφαση ανάμεσα σ' αυτό το ιστορικό του καθήκον και στις αντίστοιχές του κοινωνικές σχέσεις παραγωγής»8.

Page 75: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 75 -

Τέλος, η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της εκδηλώνεται στον ταξικό ανταγωνισμό μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Οξύνεται η αντίθεση μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης. Το προλεταριάτο είναι η τάξη που παράγει τα υλικά αγαθά της κοινωνίας, ενώ η αστική τάξη είναι η τάξη που τα ιδιοποιείται. Η ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δείχνει ότι σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης, κατά κανόνα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ξεπερνάει κατά

πολύ την αύξηση του μισθού εργασίας.

1. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 404.

2. Στο ίδιο, σελ. 403.

3. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τόμος 5, σελ. 83.

4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 309-310.

5. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 610.

6. Στο ίδιο, σελ. 327.

7. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 316.

8. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος 3, σελ. 316.

Page 76: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 76 -

27) Οι επιπτώσεις των οικονομικών κρίσεων και η διέξοδος

Οι συνέπειες των οικονομικών κρίσεων για τους εργαζόμενους είναι πολύ οδυνηρές. Το κεφάλαιο προσπαθεί να βρει μια διέξοδο, έστω και προσωρινά, από τη μέγκενη της οικονομικής κρίσης,

ρίχνοντας όλα τα βάρη της στις πλάτες της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων.

Οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν την πιο χτυπητή εκδήλωση των αντιθέσεων του καπιταλισμού. Στη διάρκεια της κρίσης γίνεται ολοφάνερη η ασυμφιλίωτη αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της. Οι καπιταλιστές μετατρέπουν την κοινωνική παραγωγή, που είναι προορισμένη να ικανοποιεί τις ανάγκες των παραγωγών, σε εμπόδιο για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών. Η εργατική τάξη είναι υποχρεωμένη να ζει μέσα σε συνθήκες αθλιότητας, όχι γιατί δεν παρήγαγε αρκετά σε ποσότητα και ποιότητα είδη κατανάλωσης, αλλά γιατί παρήγαγε πάρα πολλά.

«Οι εργαζόμενες μάζες δεν έχουν τα μέσα για τη συντήρησή τους - γιατί ακριβώς παρήγαγαν πολλά από αυτά»1.

Αν οι εργάτες δεν έχουν δουλιά αυτό συμβαίνει όχι γιατί δεν υπάρχουν μέσα παραγωγής, αλλά γιατί υπάρχουν πάρα πολλά. Ανάμεσα στους εργάτες και στα μέσα παραγωγής υψώνεται το κεφάλαιο που εμποδίζει τη συνένωσή τους.

Στη διάρκεια της κρίσης συντελείται η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση της παραγωγής και του κεφαλαίου, μέσω της εθελοντικής συνένωσης των εξαγορών και των συγχωνεύσεων. Μια σειρά μικροί και μεσαίοι εμπορευματοπαραγωγοί χρεοκοπούν και προλεταριοποιούνται. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας περιορίζει τις ανάγκες του κεφαλαίου από εργατική δύναμη και προκαλεί την αύξηση της στρατιάς των ανέργων.

Στη σχετική Εκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) που αφορά τη μαζική ανεργία σε παγκόσμια κλίμακα για το 1998-1999, διαγράφονται «εξαιρετικά ζοφερές και απογοητευτικές...»

οι προοπτικές στην παγκόσμια αγορά εργασίας.

Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, στη συγκεκριμένη περίοδο υπήρχαν στον κόσμο 210 εκατομμύρια άνεργοι και 900 εκατομμύρια υποαπασχολούμενοι. Μόνο μέσα στο 1998 περισσότερο από 10 εκατομμύρια άτομα έχασαν τις θέσεις εργασίας τους.

Τα 60 από τα 210 εκατομμύρια των ανέργων της συγκεκριμένης περιόδου ήταν νέοι ηλικίας 15-24 χρόνων. Ενας σοβαρός αριθμός από αυτούς δεν είναι μόνο άνεργοι, αλλά και συχνά

καταφεύγουν στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά.

Στις χώρες μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) η ανεργία ανάμεσα στη νεολαία ξεπερνάει το 20%.2 Από τα 5 δισεκατομμύρια των κατοίκων του πλανήτη το 1 δισεκατομμύριο έχει εισόδημα κάτω από ένα δολάριο την ημέρα.

Στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπάρχουν πάνω από 20 εκατομμύρια άνεργοι και 60 εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας3.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο αριθμός των ανέργων το 1996 έφτασε τα 446.379 άτομα ή το 10,3%. Το 37% του συνόλου των ανέργων είναι νέοι, ηλικίας 15-24 ετών. Η ανεργία πλήττει ιδιαίτερα τις γυναίκες οι οποίες το 1996 αποτελούσαν το 63% των ανέργων. Την ίδια χρονιά το ποσοστό ανεργίας των γυναικών 15-19 ετών ανερχόταν σε 54%. Με γοργούς ρυθμούς αυξάνεται η μακροχρόνια ανεργία. Οι μακροχρόνια άνεργοι είναι 230.000 και το 60% από αυτούς αναζητούν εργασία για πρώτη φορά. Το 1996 οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούσαν το 58,3% του συνόλου των ανέργων και η σύνθεσή τους κατά φύλο ήταν κατά 68% γυναίκες και κατά 32% άνδρες4.

Πρόσφατη είναι άλλωστε η διαπίστωση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας ότι η ανεργία στην Ελλάδα έφτασε συνολικά το 13,2%.5 Το 20% των Ελλήνων ζει κάτω από το όριο της φτώχειας6.

Σήμερα, (στοιχεία β' τριμήνου 2003) σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΣΥΕ, η ανεργία ανέρχεται σε 392.200 και ποσοστό 8,9%. Αλλά τα στοιχεία είναι πλασματικά, γιατί: Πρώτον, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία θεωρεί εργαζόμενο ακόμα και αυτόν που δουλεύει έστω και μία ώρα τη βδομάδα και επομένως και όλους όσοι απασχολούνται σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης οι

οποίες οδηγούν σε εξαθλίωση των εργαζομένων. Δεύτερον, για την κυβέρνηση όσοι συμμετέχουν σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης που διαρκούν δύο έως τρεις μήνες δεν είναι άνεργοι αλλά εργαζόμενοι!!! Τρίτον, μεγάλο τμήμα των ανέργων για διάφορους λόγους - όπως η μη εύρεση εργασίας ύστερα από μακρόχρονη αναζήτηση - αποσύρεται από την αγορά εργασίας και δεν καταγράφεται στα επίσημα στοιχεία.7

Τη στιγμή ακριβώς που η ανεργία, η αθλιότητα και η πείνα φτάνουν στο ανώτατο σημείο τους, τα μέσα παραγωγής και τα είδη κατανάλωσης που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ωφέλιμα για να καταπολεμηθεί η ανεργία, η αθλιότητα και η πείνα, καταστρέφονται από τους καπιταλιστές.

Τα φαινόμενα του παρασιτισμού έχουν πάρει μεγάλες διαστάσεις. Καθημερινά ανακαλύπτονται όλο και περισσότερο σκάνδαλα. Η διαφθορά απλώνεται. Η εξαγορά συνειδήσεων και τα

Page 77: Σειρά Εκλαϊκευτικών Άρθρων Ριζοσπάστη Για Την Πολιτική Οικονομία

- 77 -

ρουσφέτια οργιάζουν. Πολλοί προσπαθούν να βρουν διέξοδο και λύσεις, προσφεύγοντας στον ατομικισμό. Αυξάνεται ο αριθμός των νευρο-ψυχολογικών παθήσεων. Χάνονται όνειρα και ελπίδες για το μέλλον. Πληθαίνουν οι αυτοκτονίες και πολλαπλασιάζονται οι εγκληματικές πράξεις. Μεγαλώνει η τρομοκρατία και η ανασφάλεια του πολίτη. Το πρόβλημα των ναρκωτικών έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις και ανησυχεί σοβαρά την κοινή γνώμη. Οι έμποροι του «λευκού θανάτου» οργιάζουν. Ο εφιάλτης των ναρκωτικών κρέμεται πάνω από το κεφάλι της νέας γενιάς.

Αυξάνονται τα θύματά του.

Η φτώχεια και η εξαθλίωση συμβάλλουν στην αναβίωση του νεοφασισμού και του ρατσισμού. Μια μερίδα των νέων γίνεται έρμαιο της καπιταλιστικής υποκουλτούρας. Η αστική τάξη προκειμένου να κρατήσει μακριά από την ταξική πάλη μερικά πιο καθυστερημένα κοινωνικά στρώματα, τα ωθεί στην αδράνεια και στις ατομικές λύσεις.

Για την αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων

ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης, ο αυταρχισμός, η τρομοκρατία, η δικαστική και κρατική καταστολή παίρνουν ανησυχητικές διαστάσεις.

Ολοι αυτοί και πολλοί άλλοι παράγοντες μέσα στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης προκαλούν τη μείωση της αγοραστικής ικανότητας των πλατιών λαϊκών στρωμάτων και την πτώση του βιοτικού τους επιπέδου.

Και όλα αυτά γίνονται με σκοπό τη «διέξοδο» από την παρούσα οικονομική κρίση και στο όνομα

της πιστής εφαρμογής των επιλογών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την ΟΝΕ και των προγραμμάτων «σύγκλισης» των οικονομιών, που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και όλα τα κόμματα του Μααστριχτικού τόξου θεωρούν εθνικούς στόχους.

Η διέξοδος από τις κρίσεις

Το αναπόφευκτο των οικονομικών κρίσεων στις συνθήκες του καπιταλισμού οφείλεται στην ίδια τη φύση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Και αυτό είναι έκφραση και εκδήλωση της αναντιστοιχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο βαθμό και στο χαρακτήρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Οι «οικονομικές κρίσεις...», γράφει ο Φ. Ενγκελς «... έχουν την προέλευσή τους στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και αποτελούν ταυτόχρονα και κρίσεις αυτού του ίδιου τρόπου παραγωγής και μια απόδειξη για την επιτακτική ανάγκη της ανατροπής του από την κοινωνία»8.

Δηλαδή, οφείλεται στην ίδια την ύπαρξη και δράση της βασικής αντίθεσης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Με την ίδια σιδερένια λογική με την οποία ο καπιταλισμός δεν μπορεί να καταργήσει αυτή τη βασική αντίθεση, που κρύβει μέσα στα σπλάχνα του όσο θα υπάρχει σαν κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, με την ίδια σιδερένια λογική, δεν μπορεί να καταργήσει και να ξεπεράσει και τις οικονομικές του κρίσεις ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής.

Υπάρχει διέξοδος από τις οικονομικές κρίσεις. Και αυτή είναι μια και μοναδική. Αυτή βρίσκεται στα

χέρια της εργατικής τάξης και των συμμάχων της: η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και η εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί ν' απαλλάξει μια για πάντα την ανθρωπότητα από τον εφιάλτη των οικονομικών κρίσεων.

1. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», εκδόσεις «Αναγνωστίδης», σελ. 408.

2. Κυριακάτικος «Ριζοσπάστης», 4.10.1998.

3. «Ελευθεροτυπία», 1.9.1998.

4. «Οικονομικός Ταχυδρόμος», 11.6.1998, σελ. 39.

5. «Ριζοσπάστης», 26.9.1998.

6. «Εξουσία», 6.7.1998.

7. «Ριζοσπάστης» 3.9.2003

8. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», εκδόσεις «Αναγνωστίδης», σελ. 428-429.