Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

19
Ο Ψαράς Μ Ι Χ Α Η Λ Β Ο Υ Ρ Λ Α Κ Ο Σ

description

Φιγούρα λυγερή και μαγική μας καλεί κοντά της, κρυπτόμενη πίσω από πέπλο εκτυφλωτικού τοπίου. Αιωρούμαστε πάνω από στενή και απρόσιτη παραλία, που προστατεύεται από ένα άγριο πετρώδες καταρράκτη στα πρυμνά, ύψους κοντά δώδεκα ανθρώπων. Η επιφάνεια του τοίχους τούτου είναι διάστικτη από αγριωπές αυλακιές και προτεταμένες λεπίδες που χαρακώνουν ευθύς απρόσεκτους και επιπόλαιους...

Transcript of Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Page 1: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο ΨαράςΜ Ι Χ Α Η Λ Β Ο Υ Ρ Λ Α Κ Ο Σ

Page 2: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Εικόνα Εξωφύλου:http://geoffhands.co.uk/wp/wp-content/uploads/2013/05/Abstract-Sea-iii-80X160cm-acryliconcanvas-2013.jpg

Εικόνα Περιγράμματος:http://www.clipartbest.com/clipart-RcG7MKXcL

Copyright © 2014, E.L.F. Labs TM

Page 3: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

σ τ ο ν π α π π ο ύ μ ο υ . . .

Page 4: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος
Page 5: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 1

- 1 -

Η ύπαρξη είναι λουλούδι,έχει ρίζες, βλαστό, φύλλα και άνθος

Η ύπαρξη είναι πάθος,έχει λύπη, χαρά, θυμό και ελπίδα

ιγούρα λυγερή και μαγική μας καλεί κοντά της, κρυπτόμενη πίσω από

πέπλο εκτυφλωτικού τοπίου. Αιωρούμαστε πάνω από στενή και απρόσιτη

παραλία, που προστατεύεται από ένα άγριο πετρώδες καταρράκτη στα

πρυμνά, ύψους κοντά δώδεκα ανθρώπων. Η επιφάνεια του τοίχους τούτου είναι

διάστικτη από αγριωπές αυλακιές και προτεταμένες λεπίδες που χαρακώνουν ευθύς

απρόσεκτους και επιπόλαιους. Ομοιάζει με πέτρινο ποτάμι, που ορμάει οργισμένα να

προστατέψει και από στιγμή σε στιγμή θα ζωντανέψει. Μία στατική θολή αντα-

νάκλαση του πραγματικού, παρατηρεί η πολυταξιδεμένη μας ματιά. Ενός πραγματι-

κού που βρίσκεται λίγο πλάι, με μορφή έντονα κυματώδους θάλασσας που υποκλίνε-

ται και υποβάλει τα σέβη της στον μακρινό, αγέρωχο διαβάτη.

Φ

Περπατάει με ασταθές και αλλόκοτο βηματισμό πάνω στην πυρακτωμένη από

την κάψα αμμουδιά, έχοντας τον ήλιο πίσω και την λυγερή σκιά του ομπρός. Πλη-

σιάζουμε κοντά, μέχρι που στις πεδιάδες του προσώπου του εμφανίζονται ρυάκια με

κοφτές απειλητικές σκιές. Οι απέραντες θλίψεις που επέμεινε ως εδώ σημάδεψαν το

διάβα τους παρατηρούμε. Λίγο πιο πάνω όμως το βλέμμα του σταθερό, ακέραιο, ήρε-

μο, νιώθουμε να σχίζει την υφασμάτινη πραγματικότητα με άνεση ιαπωνικού κατάνα

και να ορμάει κατά πάνω μας. Κινούμαστε γρήγορα στο πλάι μήπως το αποφύγουμε

αλλά δεν έχουμε την απαιτούμενη ταχύτητα. Η υποκρισία και ο εμπαιγμός δεν

αντέχουν εδώ, το ξέρουμε, λιώνουν ακαριαία δίνοντας τη θέση τους στις ακτίνες της

ψυχρής αλλά λυτρωτικής αλήθειας.

Το μόνο του ρούχο, ένας δίμιτος ζαφειρένιος χιτώνας που φανερώνει την αρι-

στοκρατική του καταγωγή και καλύπτει το υγιέστατο και καλογυμνασμένο του κορ-

μί. Είμαστε πολλοί περίεργοι για τα μονοπάτια που έχει ακολουθήσει, για τα μονο-

πάτια που τον έχουν φέρει ως εδώ και ας έχουμε μία ενοχλητική αίσθηση κινδύνου·

ότι αυτή τη φορά παραβιάσαμε το όριο της ανοχής, το όριο της ελευθερίας. Κινδυ-

Page 6: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 2

νεύουμε, αλλά πάντα έτσι δεν ήταν, ανταπαντούμε στον εαυτό μας.

Μας κοιτάει κατευθείαν στις κόρες των ματιών και τα πορφυρά του χείλη σχί-

ζονται δημιουργώντας ένα μικρό κοφτό περιπαιχτικό χαμόγελο˙ μάλλον αισθάνθηκε

την άφιξή μας, τις εσωτερικές μας συγκρούσεις, παλιά του φιλαράκια από ότι φαίνε-

ται. Μας κάλεσε και ήρθαμε, μαγνητιστήκαμε από το μήνυμα του, άλλωστε πως θα

μπορούσαμε να αρνηθούμε απορούμε. Αισθανθήκαμε περισσότερο, παρά ακούσαμε

τις έννοιες του λόγου του,

«Ελάτε, πρέπει να το μοιραστώ...», περίεργοι όπως πάντα, εξερευνητές εκ φύ-

σεως δεν υπήρχε στην ουσία επιλογή.

Προτιμούμε να μην τον ακολουθήσουμε αντίκρυ αλλά ξοπίσω, όπως ο ήλιος.

Η μορφή του μας απειλεί με την αλήθεια της, μας φοβίζει, προτιμούμε λοιπόν την

ασφαλή θέση, λίγο πίσω. Σκεφτόμαστε να γίνουμε ο Αλέξανδρος, αισθανόμαστε

όμως κατευθείαν τον πόνο που θα προκαλούσε η απόρριψη του. Θα δημιουργούσε

δυσκολοΐατες πληγές στην ανθεκτική και όμως ευέλικτη συναισθηματικά, υπόσταση

μας. Όλοι οι ήχοι υποχωρούν εκτός από ένα, τους εκκωφαντικούς κόκκους άμμου

που τρίβονται ακατάπαυστα από τα πέλματα του καινούργιο μας φίλου. Η εικόνα

σβήνει σε λυκόφως, δεν νιώθουμε όμως απειλή, δεν είναι εδώ ο κίνδυνος· είναι μόνο

μία παύση που χρειαζόμαστε για να συνηθίσουμε τον καινούργιο μας ρόλο.

Page 7: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 3

- 2 -Τα παλιά τα χρόνια,

Γίγαντες με καρδιά περπατήσανσήμερα; ... άνθρωποι

λησμόνησαν όμως,ότι Γίγαντες με καρδιά είναι...

ο πέρασμα του χρόνου σβήνει τη διαδρομή μας και επαναφέρει τα χρώματα

ξυπνώντας μας από το λήθαργο. Έχουμε πλησιάσει το ένα άκρο της παραλί-

ας, εκεί που οδηγηθήκαμε από τα αυτοδιάθετα μας βήματα. Ο Αλέξανδρος

καρφώνει τη ματιά του σε μία μακρινή σκιά που εντοπίζει στο βάθος, πολύ κοντά στο

ευμετάβλητο όριο στεριάς - νερού. Προσεγγίζουμε με αργό αλλά σταθερό βηματισμό

ώσπου διακρίνεται το περίγραμμα της. Βλέπουμε μία παράγκα, ένα ξύλινο κατάλυμα

γεμάτο ατελή μπαλώματα από εδώ και από εκεί. Κάποιος έχει προσπαθήσει να επι-

διορθώσει τα σκασίματα και τις εγκοπές των παλαιών και αρμυροφαγωμένων σανί-

δων. Τριγύρω, σε διάφορα σημεία της κατασκευής κρέμονται σκούρα πορφυρά δί-

χτυα που ενώνουν τη διαπεραστική μυρωδιά του θαλασσινού άλας με εκείνη των

φρέσκων ψαριών και μαλακίων. Μας θυμίζουν ιστούς τεραστίων αραχνών όταν αφή-

νουμε ανεπαίσθητα τη φαντασία μας να εισχωρήσει στον παράλληλο κόσμο. Μία

διαδικασία αρκετά οικία στους ονειροπόλους και τόσο ξένη και τρελή στους υπολοί-

πους. Μόλις που προλάβαμε να θαυμάσουμε τα πολύτιμα λαμπερά περιδέραια και

βραχιόλια που κρέμονταν πάνω τους, πριν τη βίαιη και άγρια επαναφορά μας στο

τώρα. Στη θέση τους, σκουρόρωμοι γλοιώδης σχηματισμοί φυκιών και οστρακιών

αμφισβητούν αδίσταχτα και απροκάλυπτα τις άνοα ευκολοθεμελίωτες αξίες μας.

Τ

Φτωχικό το κατάλυμα αλλά μας δημιουργεί αίσθηση οικειότητας και αποδο-

χής, σχεδόν εναγκαλισμού τολμούμε να παραδεχτούμε. Ο Αλέξανδρος κατευθύνεται

στη θάλασσα μπροστά από το σπιτικό όπου έχει διακρίνει πιθανόν τον οικοδεσπότη.

Τον ακολουθούμε και πλησιάζουμε ένα ηλιοκαμένο γεράκο που κάθεται οκλα-

δόν και κοιτά διερευνητικά προς το μέρος μας. Πυκνό άσπρο μαλλί πέφτει στους

ώμους του ενώ πάνω στο μακρύ του γένι διακρίνουμε ένα μικρό καφετί δακτύλιο στο

ύψος των χειλιών˙ στο φίλο μας αρέσει το κάπνισμα σκεφτόμαστε χαρωπά. Φοράει

ένα λινό θαλασσί πουκάμισο λιωμένο από την πολυφορεσιά και ένα βαρύ μάλλινο

Page 8: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 4

παντελόνι που το συγκρατεί μία μπαρούμα1. Οι παλάμες του είναι τερατώδης σαν

μέγγενες ενώ στα μπράτσα του υπάρχουν πάμπολλες χαρακιές που θυμίζουν βετε-

ράνο πολεμιστή, όχι ψαρά. Προσπαθεί να μπαλώσει δίχτυα από τις στοίβες που τον

περιτριγυρίζουν και σχεδόν τον κρύβουν. Ένα παλιός πίνακας ξύπνησε στη θύμηση

μας, ενός βασιλέα τον Αρχαίων Χρόνων που ξαπόσταινε απλωμένος πάνω σε ολάκε-

ρη τη χώρα του, περιτριγυρισμένος ο ματαιόδοξος από τα βουνά και δάση του.

«Γεια σου ξένε, καλωσόρσες στα μέρη μας, τι σε φέρνει προς τα δω;» ακούστη-

κε μία γλυκιά καλοδιάθετη φωνή.

«Καλησπέρα και σε σένα πατριώτη, καλώς ανταμώνουν οι δρόμοι μας. Να με

συγχωράς αν σ' ενοχλώ αλλά το ταξίδι μου για μυστήρια και ξεχασμένη γνώση ξώκυλε

τυχαία προς τα δω» απάντησε μελωδικά τονίζοντας σπαστά τις τελευταίες λέξεις,

αποκαλύπτοντας έτσι, γιατί μας επέλεξε.

«Κάθισε παρέα μου κοπέλι, δεν ενοχλάς, περπάτησες αρκετά, κάτσε να φιλέψω

κατιτίς. Δύσκολος ο δρόμος σου και έχει ανάγκη απάγκια. Δεν έχω πολλά να φιλέψω,

λίγο ρετσίνα που δροσίζει το μέσα και φέτα που τονώνει, δυναμώνει˙ και τα δυο φτια-

μένα από τα χεράκια τα δικά μου και της οικονοΐας μου. Αν περιμένεις λίγο, όταν γυρί-

σει το κοπέλι μου, το Νικολί, θα φάμε και ψητό χταποδάκι που 'πιασα ψες» απάντησε

βραχνά αλλά ζεστά.

«Είσαι όμορφος και φεγγοβολάς αδερφέ. Θα κάτσω να δεχθώ τα δώρα σου.

Ποιος ξέρει; Στο τέλος μπορεί και εγώ να προσφέρω, παρόλο που κουβαλάω μόνο το

μανδύα μου και καλή διάθεση» κάθισε οκλαδόν, αφήνοντας το μπλε του ρούχο, να

προσαρμοστεί στα χρώματα του τόπου. Νιώθουμε ότι ένας Θαλασσινός και ένας Γήι-

νος συναντήθηκαν όπως άλλοτε στους ήρεμους και απαλούς χρόνους, πριν το Με-

γάλο Πόλεμο2. Δύο στοιχειά που συγκρούστηκαν για να επικρατήσουν χωρίς ποτέ να

καταλάβουν τα αφελή ότι συγκρούστηκαν με τους εαυτούς τους.

«Με λένε Αλέξανδρο και κουβαλώ το όνομα της γενέτειρας πόλης μου» είπε,

προτείνοντας την ίδια στιγμή εγκάρδια το δεξί του μπράτσο.

«Με λεν Μαθιό και κατάγομαι από δω. Το μέρος, που η φύση επέλεξε να δοκι-

μάσ' πριν δώσει» έσφιξε με το ένα του χέρι ζεστά την παλάμη του Αλέξανδρου και με

το άλλο έδειξε τη γύρω φύση, έκλεισε την κίνηση του κάπως άκομψα πάνω απ' το

μέρος της καρδιάς.

1 λεπτό καραβόσκοινο2 αναφορά στους θρύλους της Αρχέγονης Γαίας

Page 9: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 5

Νιώθουμε ότι κάτι περίεργο εξελίσσεται μπροστά μας, λες και κανένας δεν εί-

ναι αυτό που φαίνεται, λες ακόμα και το ίδιο το τοπίο δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Κάτι μας τραβάει, μας τσιγκλίζει ενοχλητικά, μας προκαλεί. Δεν μπορούμε όμως

ακόμη να απαντήσουμε στο τι και το γιατί.

Ο Μαθιός απλώνει ένα βαμβακερό καρέ πανί μπροστά τους, που πριν βρι-

σκόταν στο πλάι, και ακουμπάει πάνω του μία κανάτα λευκό κρασί με τρία ποτη-

ράκια. Παραδίπλα ξετυλίγει ένα μικρό χάρτινο δεματάκι που μέσα του υπάρχουν

κομματάκια λαδωμένης φέτας πασπαλισμένα με ρίγανη. Χωρίς να προσθέσει κάτι

ξεχειλίζει τα ποτηράκια με δροσερό κρασί και πρώτος εύχεται στην υγειά του καλε-

σμένου πίνοντας την πρώτη γουλιά. Φτωχικό γεύμα βιάζεστε να σκεφτείτε, ξανασκε-

φτείτε το σας αντιγυρίζουμε περιπαιχτικά. Ο ταξιδιώτης ακολουθώντας το τυπικό εύ-

χεται και εκείνος ανοιχτόκαρδα και ζεστά ενώ στη συνέχεια τιμώντας το οικοδε-

σπότη δοκιμάζει από τη δροσιστική ρετσίνα που κατευνάζει λίγο τα πάθη που σιγο-

καίνε μέσα του. Απλώνεται μία ανανεωτική σιωπή που αφήνει τις συστάσεις να με-

στώσουν, σύντομα όμως σπάει από μία έξυπνη περιπαιχτική παρατήρηση του νεοα-

φιχθέντα «Μαθιέ σ' ευχαριστώ πολύ για το κρασί και την τιμή που μου κάνεις, είναι

καταπληκτικά. Έχω όμως μια απορία που τριζοβολά το κεφάλι μου τόση ώρα. Αν μου

επιτρέπεις, αφού το Νικολί δεν έχει έρθει ακόμη, το τρίτο ποτήρι γιατί το γέμισες;»

«Αλέξανδρε, το τρίτο ποτήρι δεν είν' του Νικολί, και το ξέρς... Τα ποτήρια είναι

όσα κ' εμείς, έτσι μου μάθαν οι προγόνοι μου, έτσι κάμνω και γω» εκπλαγήκαμε και

ξαφνιαστήκαμε, σχεδόν ζαλιστήκαμε, εκείνος όμως συνέχισε πίνοντας ανάλαφρα από

το ποτήρι του, χωρίς ίχνος υπεροψίας, σα να ήταν κάτι φυσικό και αυτονόητο.

Νιώθουμε ότι οι συστάσεις έχουν γίνει, μπροστά μας για άλλη μία φορά βρί-

σκονται οι εκκεντρικοί, οι μοναχικοί, εκείνοι που ανοίγουν δρόμους. Έρμαια τους

λοιπόν ξανά, πόσο μπορούμε να υπεκφεύγουμε ρωτάμε τον εαυτό μας. Το υλικό μας

είναι φτιαγμένο να εξερευνά, να σχίζει μονοπάτια, όχι να ακολουθεί. Η ματιά μας

στρέφεται στην θάλασσα εκεί που το υγρό στοιχείο κυριαρχεί και ζητάει το σεβασμό

μας. Το σεβασμό μας προς εκείνο και τον εκπρόσωπο του που βρίσκεται λίγο ξωπί-

σω. Ένας Θαλλασινός, ένας Γήινος, λείπει μόνο ένας Αέρινος αναρωτιόμαστε, μέχρι

που θυμόμαστε ότι τα ποτήρια ήταν τρία. Ένας Θαλασσινός λοιπόν που ο δρόμος του

είναι μακρύτερος από τους δικούς μας, που μας καθρεφτίζει ακόμα και όταν εμείς

υποκρινόμαστε στους εαυτούς μας.

Οι κυματισμοί χαράζουν τον ορίζοντα και μας δίνουν την εντύπωση φυσικού

πενταγράμμου που πάνω του εναποθέτουν τους ήχους τους· πότε άγρια και έντονα

Page 10: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 6

ενώ άλλοτε μαλακά. Έρρυθμοι ήχοι για αυτιά που νιώθουν παρατηρούμε. Στο βάθος,

μία μικρή λάμψη τραβάει το λυπημένο μας βλέμμα· ξεκινάει κυανή από τις απολή-

ξεις της αλλά τείνει στο λευκό, είναι πτερύγιο σίγουρα, αλλά τίνος απορούμε.

Νιώθουμε τη μυσταγωγία που περιβάλει το θαλάσσιο πλάσμα αποδεχόμαστε όμως

ότι δεν έχουμε τη δύναμη να εξερευνήσουμε προς τα κει. Ακούμε το Μαθιό να μας

διακόπτει τη σκέψη, κεντρίζοντας μας την περιέργεια.

«Αλέξανδρε, το χιτώνι σου είναι όμορφο, αρχοντιάρικο. Χρυσά κεντήματα που

ράφτηκαν από πανούργα, λεπτά χέρια. Ποια, η ιστοριά του;»

«Η ιστορία του ίδια με τη δική μου γέροντα. Θα τη μοιραστώ μαζί σου γιατί με

κάνεις να νιώθω οικειότητα και αποδοχή, σα να έχουμε ανταμώσει ξανά πολλές φορές.

Δεν ξέρω γιατί, δεν μου έχει ξανασυμβεί. Αλλόκοτη αίσθηση, αλλόκοτο αντάμωμα τού-

το δω.

Πριν πολύ καιρό λοιπόν αγαπημένε άνθρωπε, ήμουν άρχοντας στον τόπο μου.

Είχα βλέπεις παλάτι, υπηρέτες, κόσμο που με αγαπούσε και φίλους αρκετούς. Με ζή-

λευαν πολλοί για τη ζωή που είχα, μπορείς να πεις ότι ένιωθα και λίγο ευτυχής. Πα-

ρόλα αυτά όμως, ιδιότροπος και στοχαστικός, φιλομαθής, συχνά αναρωτιόμουν «Είναι

αληθινό όλο αυτό; Είσαι ικανοποιημένος με τον εαυτό που έχεις φτιάξει;». Δεν μπο-

ρούσα να σταματήσω ερωτήματα σαν κ' αυτά, δεν είχα τον τρόπο. Έτσι με πολιορκού-

σαν αδιάκοπα συνθλίβοντας αμείλικτα τα όποια ψήγματα καλής μου διάθεσης. Μία

φορά από όλες όμως, μια φορά που δεν μπορώ να ξεχάσω και ακόμα με πονά στο σή-

μερα, τελέστηκε επιτέλους η γέννεση που προετοιμαζόταν από όλα αυτά. Αρχικά κάτι

έσπασε στιγμιαία μέσα μου και ο πόνος ακινητοποίησε το κορμί μου. Στη συνέχεια η

ψυχή μου δείλιασε, γονάτισε και άρχισε σιγά σιγά βασανιστικά να σκίζεται. Εκείνη τη

στιγμή μία αρχέγονη χρυσή σκέψη αναδύθηκε διαλύοντας όλα τα υπόλοιπα και προ-

κάλεσε σεισμό. Κραύγασα για να εκτονώσω το μέσα μου, να το αποφορτίσω,

Ποιος είμαι;

Λίγα όμως κατάφερα με αυτό τον τρόπο. Βλέπεις Μαθιέ, ένιωθα μέσα μου την

αντίφαση και την σύγκρουση της πραγματικότητας. Έτσι χωρίς να έχω άλλη επιλογή,

άρχισα δειλά δειλά να μην προσφέρω στους άλλους αυτό που περίμεναν αλλά αυτό που

πραγματικά μπορούσα να δώσω. Με φόβιζε αυτή η μάχη, αυτή η αντιπαλότητα, έπρεπε

Page 11: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 7

να σβηστεί να σταματήσει να μ' ενοχλεί. Μετά από λίγο καιρό όμως οι υπήκοοι μου άλ-

λαξαν τη συμπεριφορά τους και μαζί τους οι φίλοι μου που απέρριπταν συνεχώς την

καινούργια μου στάση. Στεναχωρήθηκα πολύ αλλά θέλοντας να προχωρήσω μπροστά

προσπάθησα να βρω καινούργιους φίλους και άλλους υπηκόους. Μετά από λίγο όμως

και εκείνων η στάση άλλαξε. Ε, μία δύο τρεις στο τέλος κατάλαβα· ο ίδιος ο τρόπος

που ζούσα και είχε οικοδομηθεί το μέσα μου ήταν η φυλακή μου, οι αλυσίδες μου.

Ήταν εκείνο που με εμπόδιζε να απαντήσω στο ποιος πραγματικά είμαι. Αν ρωτάς, φυ-

σικά και αναρωτήθηκα εάν θα μπορούσα να συνεχίσω υποκρινόμενος. Πόσο εύκολο

όμως είναι να παραμυθιάσει κάποιος τον εαυτό του, όταν έχει δει μία φορά με αληθινά

μάτια; Τι άλλο μου έμενε εκτός από το να τ' αφήσω όλα και να χτίσω απ' την αρχή;

Έτσι και έγινε, παράτησα το παλάτι μου, τα υπάρχοντα μου, τους γνωστούς μου,

τα πάντα για να βρω μία απάντηση που θα ηρεμεί το μέσα μου. Κράτησα μόνο το χι-

τώνα που βλέπεις για να μου υπενθυμίζει το δρόμο μου και να φανερώνει σε άλλους

επίδοξους το κόστος των επιλογών μας. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, με κούραζε συχνά

αλλά είδα και ένιωσα ομορφιές που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι μου αξίζουν ή ότι υπάρ-

χουν. Η αναζήτηση αυτή με οδήγησε συχνά σε αρχέγονη γνώση και μυστικά που ξεκλεί-

δωσαν τη σκέψη και τις επιλογές μου, ήταν ένα μακρόπνοο ταξίδι. Όμως κάπου εκεί

συνάντησα ένα τοίχο, ένα εμπόδιο που με κρατάει στάσιμο και δεν με αφήνει να προ-

χωρήσω. Μία δυνατή κραυγή εξάντλησης ακούγεται εκκωφαντικά μέσα μου και κυ-

ριαρχεί θριαμβευτικά πάνω στα υπόλοιπα. Η μελαγχολία και η αγωνία του προσώπου

μου αντικατοπτρίζουν τούτο το αδιέξοδο. Δεν μπορώ να προχωρήσω μόνος μου πάρα

κάτω γέροντα. Κάτι δεν έχω καταλάβει και κάνω συνεχώς κύκλους. Κάτι που διέφυγε

από το παρελθόν και είναι ακόμα στο τώρα, ακόμη δυστυχώς μέσα μου» έκλεισε την

ιστορία του με θλίψη και στεναχώρια που χρωματίστηκαν από έναν βαθύτατο ανα-

στεναγμό· λες και δεν χρειαζόταν αέρα για να ζήσει.

Όλη αυτή την ώρα, ο Αλέξανδρος αλάφρωνε κάποια από τα βάρη του πίνοντας

ρετσίνα και δοκιμάζοντας από το τυρί ενώ αντίθετα ο Μαθιός είχε τα μάτια του κλει-

στά και αφουγκραζόταν την ιστορία. Το θαλασσινό αεράκι κουβαλούσε μαζί του τις

λέξεις και τις αποχρώσεις της αφήγησης, στο τέλος όμως της διαδρομής του προ-

σέκρουε πάνω στο απότομο και τραχύ πρόσωπο του γέροντα. Εκείνος όμως αντίθετα

με τη δική μας φύση, ήρεμα και με κατανόηση άφηνε αυτά τα νοήματα να διαπε-

ράσουν το δέρμα του ώστε να αποκτήσουν το πραγματικό τους νόημα, την πραγματι-

κή τους υφή. Κάπως έτσι λοιπόν όταν άνοιξε το βλέμμα του ακούσαμε,

«Αλέξανδρε παιδί μου, το ταξίδι σου πονά, το βλέπω στο πρόσωπο σου, στις αυ-

Page 12: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 8

λακιές της πέτσας. Πιες λίγο κρασάκι ακόμη, άσε το αεράκι να σε χαϊδέψ' λίγο, δύσκο-

λο πράμα να φανερώνεις ποιος είσαι. Κάθε φορά μοιάζει πρώτ', πίστευε, καταλαβαί-

νω... Μ' έκανες μεγάλη τιμή, μεγάλο δώρο. Είν' όμως ώρα να παίξουμε ένα παιχνίδι,

να αλαφρύνουμε μωρές λίγο, τι λες;» όση ώρα μίλαγε το ένα του χέρι κατευθύνθηκε

με χάρη και επιδεξιότητα σε μία από τις τσέπες του παντελονιού του.

Μία υπερήλικη σφιγμένη γροθιά απλώνεται πια ανάμεσα στους δύο άντρες.

Από τις σχισμές όμως των ενωμένων δαχτύλων φανερώνονται κάπου κάπου μικρές

ακτίνες φωτός, σαν κάποιος μικρούλης ήλιος, φοβισμένος από την αγριότητα του

κόσμου τούτου να κρύβεται εκεί μέσα. Είμαστε εκστασιασμένοι και γεμάτοι αγωνία

αφού προκαλούμαστε ξανά από απόκοσμα και μυστήρια· τυχαία δικαιολογούσαμε

παλιότερα, μοιραία συνειδητοποιούμε πια.

Ο Μαθιός με αργές κινήσεις ανοίγει τα δάχτυλα του επιδεικνύοντας μας το

ακτινοβόλο περιεχόμενο. Ακινητοποιούμαστε, παγώνει σχεδόν η αιθέρια ύπαρξή μας.

Η ματιά μαγνητίζεται εντελώς από το αλλόκοτο θέαμα και αρνείται να υπακούσει σε

οποιαδήποτε κίνηση, λες και δεθήκαμε με σχοινιά όπως τα σκλαβωμένα άγρια θη-

ράματα.

Μπροστά μας, ένας μπλε αστραποβόλος πολύτιμος λίθος που είναι τελείως λεί-

ος και διαυγής. Δεν έχουμε δει ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο. Στην εσωτερική δομή του

λαμπυρίζουν εκατοντάδες μικρά χρυσά φωτογόνα σημεία. Δεν μπορούμε να τα χαρα-

κτηρίσουμε παρά σαν άστρα που αιωρούνται για να δώσουν ζωή, αρνούμενα τα αφε-

λή διακαώς τη στασιμότητα· ένα ολάκερο σύμπαν αφημένο πάνω σε μία παλάμη ή

πιο εύστοχα μία ζώσα αρχέγονη ύπαρξη, τόσο εύθραυστη όσο και σκληρή. Δεν μπο-

ρούμε να απωθήσουμε τους χειμάρρους απληστίας που πνίγουν την καρδιά μας.

Θέλουμε να το αποκτήσουμε και ζηλεύουμε τον κάτοχο του. Το παρελθόν, μας τρα-

βάει επικρατώντας στο τώρα, απορούμε για το πως γίνεται ένας φτωχός ψαράς να κα-

τέχει κάτι τόσο σημαντικό. Δεν του αξίζει, δεν του είναι απαραίτητο, θα σκοτώναμε,

ρωτάμε βλοσυρά.

Το ζοφερά μας αισθήματα όμως κάπου εκεί σβήνουν, υποχωρούν δειλά μπρο-

στά στην κατανόηση. Η δύναμη τους είναι μικρή πια αφού έχουμε αποκαλύψει εδώ

και καιρό την πηγή που τα έτρεφε. Συμπαραστάτες που βοηθάν να εξηγούν και να

λύνουν, όχι που επιβάλλονται. Πάνω που ένα γλυκό αεράκι μελαγχολίας αχνοφάνηκε

στον ορίζοντα ακούσαμε μακρυά στο βάθος τη φωνή του Μαθιού.

»Το παιχνίδι Αλέξανδρε το λέω Μάβι Τας3, όπως και την πέτρα. Σκοπός του, να

3 Από το τουρκικό (mavi taş), μπλε πέτρα

Page 13: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 9

την πάρεις από την παλάμη μου, τίποτα περσότερο τίποτα λεγότερο. Εάν το καταφέρς

είν' δική σου» πρόσθεσε ενώ το ανιχνευτικό του βλέμμα παρατηρούσε συνεχώς το

πρόσωπο του ταξιδιώτη.

«Μαθιέ αυτή η πέτρα είναι πολύ περίεργη, μοιάζει με ένα μικρό σύμπαν γεμάτο

ήλιους και μυστήρια, είναι πολύ ακριβή και σημαντική. Δεν θα ήθελα να ανταποδώσω

τη φιλοξενία σου παίρνοντας κάτι τόσο σημαντικό»

Ο Μαθιός, ικανοποιημένος από την απάντηση προέτρεψε «Φίλε μου, τούτο που

συ μπορείς να δεις, γι' άλλους είν' ένα μικρό απλό βότσαλο, γι' άλλους το ταξίδι μίας

ολάκερης ζωής. Γι' άλλους η αιτία να κλέψουν, να βλάψουν, να πληγώσουν και γι' άλ-

λους η αιτία να αγαπήσουν. Όσο σημαντικό όμως και να 'ναι τούτο που κρατώ, υπάρ-

χει για ένα μόνο σκοπό· να παίζει το ρόλο του μέσα στο παιχνίδι. Το παιχνίδι που απο-

καλύπτει το μεγαλύτερο παιχνίδι. Έλα λοιπόν, προσπάθα, μη διστάζεις, αν θέλς την

πέτρα, προσπάθα να την πάρεις, πάει καιρός απ' την τελευταία φορά, άιντε να ξεσκου-

ριάσω...»

Ο Αλέξανδρος προβληματίστηκε με αυτά τα λόγια και έδωσε στον εαυτό του

χρόνο να ανακαλύψει τις όποιες παγίδες ή εμπόδια. Ένιωθε να καιροφυλακτεί

κάποιος αλλόκοτος κίνδυνος αλλά αδυνατώντας να τον εντοπίσει στο τέλος ενέδωσε.

Δικαιολόγησε έτσι τα αρνητικά του προαισθήματα στην αδάμαστη επιφυλακτικότητα

του και προχώρησε. Φόβος και αγωνία μας μεταδόθηκαν όχι όμως στην έκταση που

τα ένιωθε ο νέος, ο ρόλος μας διευκόλυνε σαφώς πολύ τα πράγματα.

Έτσι, διστακτικά την πρώτη φορά απλώνει σιγά σιγά το χέρι του χωρίς να

βιάζεται και προσεγγίζει ήρεμα. Λίγο πριν αγγίξει όμως τον λίθο με τις άκρες των δα-

χτύλων του, εκείνες του Μαθιού πρώτες προλαβαίνουν και κλείνουν απότομα σαν

μέγγενες και τον προστατεύουν. Ο γέροντας βροντερά τότε προσθέτει,

«Κάθε τι καινούργιο το προσεγγίζεις ανιχνευτικά, προσεχτικά, σχεδόν σε φοβί-

ζει Αλέξανδρε»

Μία αστραπή σχίζει το βλέμμα του μανδυοφορεμένου, αποκαλύπτοντας και

φωτίζοντας λίγο τον απόκρυφο εαυτό του. Στην αρχή ένιωσε φόβο από τον απότομο

κίνδυνο, γρήγορα όμως αντικαταστάθηκε από ενοχές εξαιτίας της οικειότητας του με

εκείνον. Η ιστορία του αναβιώνει στο εδώ, στο τώρα, και απορεί για το πόσο έχει

προχωρήσει τελικά. Υπηρέτης της αλήθειας και του πόνου που εκείνη προσφέρει δεν

θα μπορούσε να επιλέξει διαφορετικά, ξαναπροσπαθεί.

Αυτή τη φορά κινείται αστραπιαία και απροσδόκητα. Το χέρι του κάνει μία

ακαριαία απότομη κίνηση σαν γεράκι που αρπάζει κάποιο δύσμοιρο επιθανάτιο θή-

Page 14: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 10

ραμα. Ήμαστε βέβαιοι ότι τα κατάφερε όταν όμως χαλαρώνει η ένταση της προ-

σπάθειας ατενίζουμε πάλι με απογοήτευση τη σφιγμένη γροθιά του γέροντα. Εκείνος

τότε προσθέτει για άλλη μία φορά,

«Όταν δεν αποκτάς κάτι που θες με την πρώτη, βιάζεσαι, αγχώνεσαι, φοβάσαι

μην σου ξεφύγει και ξαναπροσπαθάς. Είσαι γεμάτος με αγωνία και θλίψη»

Τα λόγια αυτά ξύπνησαν άγριες μνήμες από τότε που ήταν παιδί ακόμη στο πα-

λάτι του. Τότε όμως ήταν το παλάτι του πατέρα του και εκείνος έπρεπε να φανεί

άξιος της διαδοχής. Αποσπασματικές εικόνες κεντρίζουν ακατάπαυστα και επώδυνα

την όραση μας σαν μέλισσες που κλέψαμε λίγο από το πολύτιμο μέλι τους, παρα-

βιάζοντας οι τρισκατάρατοι τον οίκο τους. Στο κέντρο, ο Αλέξανδρος κλαίει λυγι-

σμένος μπροστά στα γόνατα του πατέρα του, λίγο πιο κει είναι πεταμένο ένα σπαθί,

το σπαθί του. Λίγο αριστερά, ένα καφετί άλογο με σηκωμένα τα μπροστινά του πέλ-

ματα πάει να μας πατήσει κρύβοντας μας τον ήλιο, νιώθουμε το θάνατο. Στο πλάι, ο

πρίγκιπας φεύγει με ντροπή από το μεσημεριανό τραπέζι γιατί ο πατέρας του θύμωσε

και οργίστηκε για πολλοστή φορά μαζί του.

Ο Αλέξανδρος διακόπτει αυτή την προβολή με μία οικειότητα και αποδοχή που

αρχικά μας φέρνει κατάπληξη. Γρήγορα όμως θυμόμαστε το δρόμο του και καταλα-

βαίνουμε. Μας έκανε να τον αγαπήσουμε λίγο περισσότερο, πάνω που νιώθαμε ότι

δεν είχε πολλά να δείξει ακόμη. Όχι πολύ, μην φανταστείτε, σκληρόπετση η φύση

μας. Απλά, λίγο περισσότερο. Στο κάτω κάτω αλήθεια πόσο μπορούμε να αγαπήσου-

με, ρωτάμε τους εαυτούς μας.

Στην τελευταία του προσπάθεια ο φίλος μας συγκεντρώνεται πάρα πολύ και

αφήνει τον εαυτό του να νιώσει το γύρω περιβάλλον και τη φύση. Έτσι πλησιάζει

σιγά σιγά το λίθο θυμίζοντας μας την πρώτη φορά και μας μεταφέρει λίγη ακόμη από

την αγωνία του. Στα μισά όμως της απόστασης κάτι σπάει και ο Αλέξανδρος εκτινάσ-

σει την παλάμη του με τέτοιο τρόπο που ίσα που την διακρίνουμε, εξαφανίστηκε σχε-

δόν μπροστά στα μάτια μας. Είμαστε σίγουροι ότι τα έχει καταφέρει, το απόκοσμο

τίναγμα πρέπει να έχει καταφέρει επιτέλους το στόχο του. Το πολυπόθητο λάφυρο

άλλαξε πια χέρια.

Μπροστά μας βρίσκονται δύο σφιγμένες παλάμες, μία του γέροντα και μία του

νέου. Με παγωμένη την αίσθηση του χρόνου αρχίζουν να ξεδιπλώνονται η πρώτη με

φυσικότητα και αποδοχή, η δεύτερη με ένταση και πάθος από την προσπάθεια. Ανοί-

γει πρώτη η γροθιά του Αλέξανδρου, μέσα της όμως ατενίζουμε κενό. Ανοίγει και η

γροθιά του γέροντα, μπροστά μας βρίσκεται για άλλη μία φορά το γαργαλιστικό

Page 15: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 11

Μάβι Τας. Ο γέροντας τότε καταλήγει,

«Όταν θες κάτι τόσο που προσπαθάς τρεις φορές να τ' αποκτήσεις, συνεχίζεις με

τα ίδια, μα σου φαίνεται άλλο», ο Μαθιός σώπασε πια και επέστρεψε την πολύτιμη

πέτρα στην τσέπη του.

Ο νεαρός άνδρας ζαλίστηκε και άρχισε να καίγεται από τους συλλογισμούς

του. Ξαφνικά όμως και χωρίς καμία ένδειξη, με έξαψη, ο αφελής συλλάβισε «Μαθιέ,

νομίζω κατάλαβα, η πέτρα αυτή δεν μπορεί να παρθεί ότι και να κάνω. Άρα μήπως

πρέπει απλά να αποδεχθώ το αδιέξοδο της προσπάθειας; Μου μοιάζει τόσο πολύ με το

αδιέξοδο του δρόμου μου. Δεν ξέρω, πολύ περίεργο όλο αυτό.»

«Ότι είπαμ', είπαμ', και είπαμ' αρκετά. Όσα πιο πολλά λές τόσα λιγότερα νιώθς.

Δοκίμασ' το τυρί μου, μη διστάζς. Πιες από το κρασάκι μου, στυφό είναι, δροσιά όμως

προσπαθεί να δώσ'. Σήμερις μιλάμε της καρδιάς, όι του χαζονού»

Σκέψεις από εδώ, σκέψεις από κει, κυριαρχεί η περισυλλογή, ενώ αγαλλίαση

και ηρεμία θα έπρεπε. Το πολύτιμο δώρο των σταφυλιών κατεβαίνει κοφτά και άγευ-

στα στο λαιμό του οδοιπόρου. Νιώθουμε για άλλη μία φορά ένα μικρό τσίγκλισμα,

όπως λίγο πριν, όταν περιέγραφε τη ζωή του ο Αλέξανδρος και όταν εξελισσόταν

μπροστά μας αυτό το ιδιαίτερο παιχνίδι. Τώρα όμως το βλέμμα του Μαθιού είναι

καρφωμένο πάνω μας, με εκείνα τα γαλανά μάτια που λίγο τραβάνε την προσοχή

μπροστά στο σαγηνευτικό άσπρο του σκληρού τους χιτώνα. Σκούροι καφέ χείμαρροι

μετακινούν ακατάπαυστα τις κοίτες τους και χαράσσουν αυτό το άσπρο εκεί που φυ-

σιολογικά αιμάτινα μικρά ρυάκια θα έπρεπε. Ο οικοδεσπότης, μας καλωσορίζει άλλη

μία φορά, όπως και πριν που μας προσέφερε ένα ποτήρι κρασί, παρόλο που ήξερε ότι

δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε. Τώρα αποκαλύπτει τις αγνές του προθέσεις, χαρίζο-

ντας μας ένα δυσκολοδιάκριτο χαμόγελο, κρυμμένο κάτω από το πληθωρικό του

γένι. Μήπως βιαστήκαμε να καταδείξουμε τον αληθινό αγγελιοφόρος του καλέσμα-

τος μας, αναρωτιόμαστε.

Η ενοχλητική και κουραστική σχολαστικότητα μας ευτυχώς περισπάται από

απαλά γρήγορα βήματα που ακούμε συνεχώς να επιταχύνουν πάνω στην άμμο και

έρχονται προς το μέρος μας. Ίσα που προλαβαίνουμε να διακρίνουμε ένα λυγερόκορ-

μο αλλά σκληροτράχηλο παιδάκι πριν πέσει στην αγκαλιά του Μαθιού χαρίζοντας

μας μελωδικά και χαρούμενα τη λέξη,

«Πατέρα...»

Αναφιλητά και χάδια γεμίζουν τη ζεστή αγκαλιά που αντιπαραβάλλεται διακα-

ώς με την ψυχρή και απόμακρη επιδερμίδα μας. Ένα όμορφο κοπέλι με δυνατά απο-

Page 16: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 12

φασιστικά καστανά μάτια και ανακατωμένα μαύρα μαλλιά που σφραγίζουν το περι-

πετειώδες του χαρακτήρα του. Σκληρό αλλά χαρούμενο, αποφασιστικό αλλά εύκαμ-

πτο, όμορφος άνθρωπος αποδεχόμαστε και έτσι υποκλινόμαστε. Μαζί μας ο Αλέξαν-

δρος αποκαλύπτει την ίδια διάθεση, χαμηλώνοντας το βλέμμα του με σεβασμό μπρο-

στά σε αυτό το όμορφο και σπάνιο θέαμα. Σφίγγοντας ακόμα περισσότερο την αγκα-

λιά του ο Μαθιός μας συστήνει,

«Φίλοι μου, το Νικολί, ο γιος μου, η περηφάνια μου. Τ' ανάλαφρο του ταξιδιού

μου. Μην το βλέπετε μικρό, θα σας αιφνιδιάσει εάν δε του δώσετε σέβας. Δάσκαλος

μεγάλος όσο περίεργο και αν το ακούετε...»

«Πατέρα, ποιοι οι νεοφερμένοι;», ρώτησε ο μικρός άρχοντας καλοδιάθετα και

διερευνητικά.

«Νικολί, μπρος σου ο Αλέξανδρος, άρχοντας του ταξιδιού, των μονοπατιών. Πα-

ριά του οι περίεργοι, οι εξερευνητές, κείνοι που σχίζουν και χτίζουν, όι π' ακολουθούν»

Ξαφνιαζόμαστε, η ανάσα κόβεται, χάνουμε τη σκέψη της μικρής μας υπόστα-

σης, καλό δεν είναι αυτό, απορούμε. Τα όρια των αντικειμένων θολώνουν, σβήνουν,

κάτι μας τραβάει να φύγουμε από δω αλλά στο τέλος επικρατεί η περιέργεια· η επι-

θυμία μας να νιώσουμε, να ακούσουμε, να δούμε.

«Πατέρα, τι όμορφοι ξένοι! τι έχεις φιλέψει; γιατί δεν έδωσες και από το χταπο-

δάκι που έπιασες ψες;»

«Σε περίμενα παιδί μου, πα να το φέρω να τσιμπήσουμε, είσαι κουρασμένο από

τις περιπέτιες σου, θες δυνάμεις»

«Πατέρα κάτω, το χταποδάκι θα το ετοιμάσω εγώ...» έφυγε σαν αερικό συγκι-

νώντας μας με ένα κοινό στοιχείο των υπάρξεων μας. Ούτε που προλάβαμε να δούμε

την σκιά του πριν χωθεί στο παράπηγμα για να κάνει τις ετοιμασίες.

«Όλ' την ώρα Αλέξανδρε το ίδιο μου κάν'. Δύσκολα το καταλαβαίνω το κοπέλι

τούτο. Τώρα το 'χει πιάσει να ασχολείται όλο με τα πρόβατα και τα ζα. Χαρά να δεις,

πάει τα ζουλά, τους μιλά, χώνει τα δάχτυλα του μέσα στο μαλλί τους και είναι τόσο

ήρεμο, σα ν' ασχολείται όλη του τη ζωή με δαύτα. Τη φέτα που τρώμε, το Νικολί την

έφτιαξε. Πριν λίγο καιρό έκαμνα το λάθος να το πιέσω το μικρό να 'ρθει μαζί μου στη

θάλασσα. Ψαράς βλέπεις, τι κάνει το κοπέλι μου με τα ζα της ξηράς, ενοχλήθηκα. Βρε

στεναχώρια το μικρό, άστα να πάν. Ευτυχώς, ευτυχώς Αλέξανδρε, το άφησα να πέσει,

παιδί λέω, άστο, ακούει την καρδούλα του, τι δουλειά έχει το κουφιοκέφαλο μου μπρο-

στά στη λάμψη τούτη. Ε, δε μπορείς να φανταστείς όταν του 'πα ότι παιδί μου έκαμνα

λάθος, σκέφτηκα με νου και ξέχασα την καρδούλα σου. Μόνο και μόνο εκείνη η αγκα-

Page 17: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 13

λιά με έλιωσε, με λύγισε αδερφέ μου, με έμαθε, με δίδαξε. Από τότε προσπαθώ να απα-

ντεί η καρδιά, όϊ το μυαλό. Δύσκολο πράμα, μα αλλάζει τόσο, μα τόσο πολύ τα πράμα-

τα. Και μετά απ' όλα τούτα; Άστα, το Νικολί έρχεται συχνά και λέει, πατέρα τα ζα με

κούρασαν σήμερα, πάϊμε για ψάρεμα; Ακούς; Με τραβάει στη θάλασσα αντί να

σπρώχνω 'γω... Περίεργο κοπέλι Αλέξανδρε... Περίεργο κοπέλι...»

Τόσα μαθήματα, τόσα ταξίδια, μέσα σε δυο αράδες. Πίνουμε, πίνουμε να ξεδι-

ψάσουμε, πίνουμε να αφουγκραστούμε. Μαζί και ο μανδυοφορεμένος φίλος μας

ρουφάει τις στιγμές, νιώθει τις αλλαγές, νιώθει το σταυροδρόμι. Σωπαίνει μπροστά

σε αυτό που πρέπει να σωπάσει και γι' αυτό τον αγαπάμε περισσότερο.

«Πατέρα, το χταποδάκι είναι καταπληκτικό, λουκούμι σκέτο. Δοκίμασα λίγο

μέσα αλλά δεν προλαβαίνω να φάω μαζί σας. Πάω στην Αυθύπαρκτη πριν πέσει τελεί-

ως ο ήλιος, να προλάβω να ρίξω μία γρήγορη βουτιά», δεν θυμόμαστε πόση ώρα χα-

θήκαμε στις σκέψεις μας. Ούτε που καταλάβαμε πότε ήρθε το Νικολί και γέμισε την

ατμόσφαιρα με το καταπληκτικό άρωμα ψημένου χταποδιού, πασπαλισμένου με ρί-

γανη και αλαφρωμένου με χρυσό παρθένο ελαιόλαδο.

Το βλέπουμε να απομακρύνεται και να σκαρφαλώνει σαν κατσίκι την απόκρη-

μνη απειλητική πλαγιά ακριβώς πίσω από το σπίτι τους. Εξαφανίστηκε πριν καν προ-

λάβουμε να αναρωτηθούμε που πάει και γιατί από τόσο επικίνδυνο δρόμο, μας προ-

λαβαίνει όμως ο Αλέξανδρος.

«Σοφέ γέροντα, επικίνδυνη αυτή η πλαγιά, δεν φοβάσαι για τον γιό σου; Είναι

τόσο σημαντική αυτή η Αυθύπαρκτη;»

«Ω φίλε μου, η Αυθύπαρκτη είν' απλά η παραλία παρά δίπλα. Με ρωτάς αν φο-

βάμαι! Αν φοβάμαι λέει, άστα, κάθε φορά π' ανεβαίν' την πλαγιά η καρδούλα μου πα

στην Κούλουρη. Αυτό όμως δεν μ' εμποδίζει ν΄ αγαπώ. Βλέπεις, δεν κατάφερα ποτέ να

φτάσω εκεί, κατάφερα όμως να καθαρίσω το χωράφι από τις πέτρες που 'χε, πριν σπεί-

ρω. Αφού το Νικολί κολυμπά εκεί μ' αρκεί, για μένα δεν υπάρχ' πάρα κάτω. Θυμάσαι

την πέτρα του Μάβι Τας; Ε, το Νικολί την έφερε δώρο κ' είπε ότι η αμμουδιά εκεί είναι

γεμάτη Μάβι Τας. Πρέπει να 'ναι το μόνο μέρος σ' ολάκερο τον κόσμο που μπορείς να

τους βρεις. Περνάν συχνά περαστικοί από δω που τους ψάχνουν αλλά οι περσότεροι

δεν κάθονται να παίξουν μαζί μου το παιχνίδι. Απ' τους υπόλοιπους, τι να πω, λίγοι

έχουν υπομονή να δοκιμάσουν το χταποδάκι μου για να τους δείξω το δρόμο, στο κατ'

κατ' μόνος σου εκεί δεν πας. Βιαστικοί, με μικρούς δρόμους και ανυπόμονοι βλέπεις

παιδί μου», μαγευτήκαμε, ζαλιστήκαμε, ξεχάσαμε να αναπνεύσουμε, το ίδιο και ο

Αλέξανδρος. Πριν προλάβει όμως να αρχίσει τις ερωτήσεις ο Μαθιός τον σταματάει.

Page 18: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 14

»Έχεις σκεφτεί ποτέ άρχοντα πως φτιάχτηκαν τα μονοπάτια που πατείς; Να, στο

πλάι του σπιτικού υπάρχει ένα π' ανεβαίνει την πλαγιά και πάει σιά σιά στην ενδοχώρα.

Μην απορείς τόσο, κάποιος ήταν ο πρώτος, ε, γ΄ αυτό ήμουν εγώ. Μη ρωτάς γιατί, έτυ-

χε, τίποτα δεν είχα στο κεφάλι μου. Μετά όμως είδαν τα πατήματα μου και σκέφτηκαν

οι κουζουλοί ότι είναι σωστό για δαύτους. Ασφάλεια σε βήματα αλλωνών νιώθουμε,

δεν είν' όμως τα σωστά. Το αληθινό μας μονοπάτι περνά μοναχικές κ' άγριες πλαγιές,

στο τέλος όμως γιόκα μου, περμένει η Αυθύπαρκτη γεμάτη Μάβι Τας», σώπασε και τσί-

μπησε μία μπουκιά από τη γλυκιά του φέτα που τη συνόδεψε με λίγη από τη ρετσίνα

του.

«Δώρα μεγάλα μου 'κανες, δώρα βασιλέων σοφέ γέροντα. Σήμερα επέτρεψε μου

να κοιμηθώ στην παραλία σου, πάνω στα δίχτυα σου, να νιώσω τη ζεστασιά του σπιτι-

κού σου. Παρέα στον έναστρο ουρανό και στ' απαλό σεληνόφως. Αύριο θα συνεχίσω

αλλά θα σ' αφήσω τον μανδύα μου να τον κρεμάσεις κουρτίνα σε κάνα παραθύρι σου.

Αν ρωτήσει ποτέ κανείς να του πεις, σοφός άρχοντας πέρασε από δω που βλάκας κα-

τάλαβε ότι ήταν» δεν μπόρεσε να κρατηθεί έπεσε με ορμή μέσα στην αγκαλιά του σο-

φού, για να νιώσει χωρίς σκέψη, να νιώσει όπως του έμαθε το Μάβι Τας, να νιώσει

όπως τότε στην απαρχή του, όπως του θύμισε ο Μαθιός.

Ο γέροντας χάρηκε πολύ και τον έσφιξε ζεστά σαν να ήταν το Νικολί. Μην

απορείτε, ούτως ή άλλως γιος του ήταν και ο Αλέξανδρος, που όμως πόνεσε και τυ-

ραννήθηκε μέχρι να βρει το δρόμο προς το σπίτι.

Ο χρόνος κυριαρχεί τριγύρω και το τοπίο υπακούει στη θέληση του, μας τρα-

βάει βίαια μαζί του. Μας παρασύρει σε μία πλημμύρα ήχων και χρωμάτων μέχρι που

χάνουμε τις αισθήσεις μας.

Όταν συνερχόμαστε ο ήλιος μόλις έχει προβάλει ξανά στο μακρινό άπιαστο

σύνορό του. Βλέπουμε το Μαθιό να εμφανίζεται στην είσοδο του σπιτικού του. Στο

πλάι, σε ένα από τα σχοινιά για τα δίχτυα, κρέμεται ο μανδύας του Αλέξανδρου. Γυ-

ρίζουμε μαζί με το γέροντα προς την απόκρημνη πλαγιά και ίσα που προλαβαίνουμε

μία φιγούρα με ένα λινό βρόμικο πανί να σκαρφαλώνει με δυσκολία. Τα αόρατα πια-

σίματα του βράχου σκεφτόμαστε πάντα δυσκολεύουν τις πρώτες φορές. Ο γέροντας

ψαχουλεύει τις τσέπες του μανδύα ώσπου δεν βρίσκει τίποτα και έτσι θριαμβευτής

αρχίζει να γελάει κραυγάζοντας με την ψυχή του. Ξέρει ότι το δώρο του δεν είναι πια

εκεί και επιτέλους βρήκε κάποιον άξιο να το σηκώσει. Στο κάτω κάτω ο Αλέξανδρος

ήταν ο μόνος που τον νίκησε στο Μάβι Τας· δακρύζουμε όταν νιώθουμε παρά κατα-

νοούμε ότι η πέτρα όντως δεν μπορεί να παρθεί, μπορεί όμως τελικά να δοθεί με κα-

Page 19: Ο Ψαράς - Μιχαήλ Βουρλάκος

Ο Ψαράς 15

θαρή αγάπη. Όταν ξεθολώνουμε αναρωτιόμαστε γιατί ο φίλος μας επέλεξε να ακο-

λουθήσει το μονοπάτι του Νικολί αφού η Αυθύπαρκτη δεν θα είναι εκεί για εκείνον.

Γνωρίζοντάς τον όμως, η απορία σβήνει. Κάποιο δώρο θα έχει σκαρφιστεί ο αθεόφο-

βος να αφήσει στον πανέμορφο μικρούλι, να τον ευχαριστήσει που απάλυνε λίγο την

αναπόσπαστη μοναξιά του πριν συνεχίσει το ταξίδι του...