ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ...

21
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ Το να θεωρήσει κάποιος απαραίτητο να δεχθεί να εκθέσει μια σειρά συμπερασμάτων και προτάσεων για το παρόν και το μέλλον της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης σημαίνει πως υποθέτει ότι η ύπαρξη και η λειτουργία της σε κάτι χρησιμεύει. Σε τι ακριβώς; Και αν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, η KE στη χώρα μας έχει εξασφαλίσει ένα τέτοιο μέλλον που θα επέτρεπε την πλήρωση των όρων της ύπαρξης της και των λειτουργιών της, και αν όχι με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει? Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, σε τι πράγματι χρησιμεύει η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, δε θα επιμείνω πολύ. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αρκεί κάποιος να αντικειμενικοποιήσει με τη βοήθεια δεικτών την ενσωμάτωση της ΚΕ στις κοινωνικές πρακτικές, προκειμένου να δείξει πως η ΚΕ διεθνώς αποτελεί μέρος των τρόπων σκέψης και των πρακτικών των κοινωνικών υποκειμένων που σχετίζονται με το ΕΣ, πως ο επιστημονικός της λόγος ανέπτυξε σημαντικά τους τρόπους δράσης τους και συνέβαλε στο μετασχηματισμό του τρόπου με τον οποίο αναπαριστούν και δρουν μέσα στο ΕΣ. Eχουμε να κάνουμε με έναν συγκροτημένο, πολύ περισσότερο από όσο το θέλουν ή το ξέρουν ακόμη και ορισμένοι κοινωνιολόγοι της Εκ, επιστημονικό κλάδο ο οποίος διαθέτει ένα ισχυρό σύστημα γνώσεων και γνωρίζει ένα σημαντικό βαθμό ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες. 1
  • date post

    15-Jul-2016
  • Category

    Documents

  • view

    6
  • download

    2

description

.

Transcript of ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ...

Page 1: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Το να θεωρήσει κάποιος απαραίτητο να δεχθεί να εκθέσει μια σειρά συμπερασμάτων

και προτάσεων για το παρόν και το μέλλον της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης

σημαίνει πως υποθέτει ότι η ύπαρξη και η λειτουργία της σε κάτι χρησιμεύει. Σε τι

ακριβώς; Και αν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, η KE στη χώρα μας έχει

εξασφαλίσει ένα τέτοιο μέλλον που θα επέτρεπε την πλήρωση των όρων της ύπαρξης

της και των λειτουργιών της, και αν όχι με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει?

Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, σε τι πράγματι χρησιμεύει η

κοινωνιολογία της εκπαίδευσης, δε θα επιμείνω πολύ. Θα μπορούσε να

υποστηριχθεί ότι αρκεί κάποιος να αντικειμενικοποιήσει με τη βοήθεια δεικτών την

ενσωμάτωση της ΚΕ στις κοινωνικές πρακτικές, προκειμένου να δείξει πως η ΚΕ

διεθνώς αποτελεί μέρος των τρόπων σκέψης και των πρακτικών των κοινωνικών

υποκειμένων που σχετίζονται με το ΕΣ, πως ο επιστημονικός της λόγος ανέπτυξε

σημαντικά τους τρόπους δράσης τους και συνέβαλε στο μετασχηματισμό του τρόπου

με τον οποίο αναπαριστούν και δρουν μέσα στο ΕΣ. Eχουμε να κάνουμε με έναν

συγκροτημένο, πολύ περισσότερο από όσο το θέλουν ή το ξέρουν ακόμη και

ορισμένοι κοινωνιολόγοι της Εκ, επιστημονικό κλάδο ο οποίος διαθέτει ένα

ισχυρό σύστημα γνώσεων και γνωρίζει ένα σημαντικό βαθμό ανάπτυξης τις

τελευταίες δεκαετίες.

Η ΚΕ αξιώνοντας ότι τίποτα μέσα στον κόσμο της εκπαίδευσης δεν είναι

χωρίς κοινωνικό λόγο ύπαρξης, επιχειρώντας να αναδείξει τους κοινωνικούς του

καθορισμούς, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να συνεχίζει να εξαναγκάζει σε άτακτη

φυγή όλες τις μορφές πίστης που συνδέονται με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων

και οι οποίες εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι το παν εξαρτάται από το την τύχη,

από το συμφέρον ή το άτομο, από την τεχνική ή το οικονομικό και πιο πρόσφατα

πάλι από το βιολογικό. Η κοινωνιολογία της Εκ, αντικειμενοποιώντας το κοινωνικό

αυθαίρετο ή ακριβέστερα καταδεικνύοντας πως κάθε εκπαιδευτικό φαινόμενο είναι

κατασκευασμένη αυθαιρεσία από τις προγενέστερες λησμονημένες κοινωνικές σχέσεις

και, ταυτόχρονα, πραγματικότητα, αφού αυτή η αυθαιρεσία μετασχηματίστηκε σε

διακύβευμα συγκρουσιακών ή συμβιβαστικών αλληλοδράσεων μέσα στις εκπαιδευτικές

στρατηγικές των κοινωνικών ομάδων, η ΚΕ εξακολουθεί να ασκεί αφ’ εαυτού μια

απελευθερωτική επίδραση.

1

Page 2: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η ΚΕ όπως και η κοινωνιολογία γενικότερα, είναι μάλιστα τόσο

ανεπτυγμένη σήμερα, ώστε να μπορεί να πει στους πολιτικούς πως δεν μπορούν

να αξιώνουν να κυβερνήσουν το εκπαιδευτικό σύστημα του οποίου αγνοούν και

τους πιο στοιχειώδεις νόμους, χωρίς να συνεργάζονται με τον Κοινωνιολόγο.

Αυτό δεν σημαίνει πως ο κοινωνιολόγος μπορεί και οφείλει να αναλάβει το ρόλο του

ειδήμονα στην υπηρεσία των εξουσιών. Δεν μπορεί και δε θέλει να υποκαταστήσει

την πολιτική στον ορισμό των σκοπών. Μπορεί όμως να υπενθυμίσει τους

οικονομικούς και κοινωνικούς όρους της πραγμάτωσης αυτών των σκοπών σε αυτούς

που τους θέτουν και που τις περισσότερες φορές αγνοούν αυτούς τους όρους, με

συνέπεια την παραγωγή αντίθετων αποτελεσμάτων από αυτά που αναμένουν.

Και ας μην εκληφθεί η θεσηλιψία αυτή ως έκφραση συντεχνιακού

ιμπεριαλισμού. Εχω συνειδηση πως εγείρει μια σειρα από ερωτήματα στα οποία θα

έπρεπε και θα μπορούσα να απαντήσω αναλυτικά αλλά θα μοπυ επιτρέψετε να

προχωρήσω καθώς δεν είναι αυτό το αντικείμενο της παρέμβασης μου. Ωστόσο να

σημειώσω ότι έχω την πεποιθηση πως μπορούμε να υπερασπιστούμε την άποψη πως

η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας γενικότερα συμβαδίζει με το δημόσιο συμφέρον και

υπό μια έννοια, η λειτουργία της κοινωνιολογίας και άρα και της ΚΕ θα μπορούσε να

προσδιοριστεί ως λειτουργία δημόσιας υπηρεσία. Η υπεράσπιση της κοινωνιολογίας

μεταφράζεται σε υπεράσπιση του καθολικού και η υπεράσπιση της πλήρωσης των

όρων παραγωγής και πρόσβασης στην κοινωνιολογική γνώση μετασχηματίζεται σε

υπεράσπιση μέρους της καθολίκευσης των όρων πρόσβασης στο καθολικό. Και

επαναλάμβανω πως αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινωνιολογία θα υποτάσσεται στις

άμεσες ανάγκες αυτών που παίζουν το ρόλο του αντιπροσώπου του «λαού» και

αυτών που τον διοικούν. Οφείλει να μην μετατραπεί σε εργαλείο ορθολογικής

δημαγωγίας..

Ωστόσο σήμερα, όπως συμβαίνει και γενικότερα στη κοινωνιολογία, στο πεδίο της

ΚΕ επιχειρείται να ελεγχθούν άμεσα οι θεμελιώδεις προσανατολισμοί της, κυρίως μέσω

των καταναγκασμών που επιβάλλονται στον τρόπο παραγωγής της και στους τρόπους

αξιολόγησης της παραγωγής της, γεγονός που αποτελεί σήμερα την μεγάλη απειλή για

την αυτονομία και άρα για το μέλλον της κοινωνιολογίας της Εκ. Και όταν αναφέρομαι

στην έννοια της αυτονομίας εννοώ, για να πάμε γρηγορα, στη δυνατότητα της να

μεταφράζει στη δικής της λογική τους εξωγενείς σε αυτή καταναγκασμούς και

πιέσεις.

Θα πει κανείς πως έτσι ήταν πάντα και θα έχει εν μέρει δίκιο.

2

Page 3: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Πράγματι, σήμερα, όπως και παλαιότερα, υπάρχουν πολλά εμπόδια στην διάχυση του

κοινωνιολογικού Λόγου σχετικά με την Εκ. Όπως παλαιότερα έτσι και σήμερα, η

αποτελεσματικότητα των εμποδίων στην ανάπτυξη της κοινωνιολογίας της Εκ

επιτρέπεται από το γεγονός πως η ασθενής κωδικοποίηση που χαρακτηρίζει τον τρόπο

οργάνωσης του κοινωνιολογικού πεδίου αντί να ομογενοποιήσει τους τρόπους

προσέγγισης διευκολύνει διαφοροποιήσεις που απορρέουν από την έντονη ετερογένεια

των συστημάτων διαθέσεων των κοινωνιολόγων. Επιτρέπεται επίσης από τα

χαρακτηριστικά των αντικειμένων της κοινωνιολογίας της εκ. αφού η επιστημονική

προσέγγιση τους, καθώς αποκαλύπτει την ιστορική αυθαιρεσία που τα γέννησε και

τις κρυφές κοινωνικές σχέσεις που διαμόρφωσαν τις επιδράσεις τους, συμβάλλει

αντικειμενικά στο μετασχηματισμό τους σε πολιτικά διακυβεύματα τα οποία, με τη

σειρά τους, προκαλούν αντανακλαστικές τάσεις αντίδρασης και ελέγχου των όρων

δημόσιας διατύπωσης τους.

Όπως παλαιότερα, λοιπόν, έτσι και σήμερα, το να αγωνισθεί κάνεις σήμερα

απλώς για να κάνει τη δουλειά του κοινωνιολόγου της εκ., δηλαδή να εφαρμόσει σε

αυτό τον τομέα του κοινωνικού κόσμου μια ρασιοναλιστική φιλοσοφία της γνώσης και

ένα σχεσιακό τρόπο επιστημονικής προσέγγισης, αντικειμενικοποιώντας το άρρητο,

αναδεικνύοντας το κρυφό και το κεκαλυμμένο, διασπώντας αυτό που η κυρίαρχη

ιδεολογία, η οποία έγινε κοινός νους, συσχετίζοντας φαινομενικά ασύμβατες διαστάσεις

φαινομένων, όλα αυτά δηλαδή που ενοχλούν τον κόσμο που εξακολουθεί να κολυμπά

στα θολά νερά της κοινωνικής μαγείας και να χορεύει γύρω από το τοτέμ της

επικαιρότητας, αποτελεί μείζονα πολιτική παρέμβαση..

Ωστόσο είναι επίσης σήμερα φανερό πως οι προσπάθειες περιορισμού της

αυτονομίας του πεδίου της ΚΕ έχουν πάρει νέες μορφές και χαρακτηρίζονται από

ειδική ένταση, και τα αποτελέσματα τους μπορούν να ανιχνευθούν, μεταξύ άλλων,

στην παρατηρούμενη σχετική απαξίωση και υποβάθμιση αυτού του κλάδου.

Θεωρώ πως η απαξίωση αυτή εκφράζει τους μετασχηματισμούς των όρων της

επιστημονικής παραγωγής, συναλλαγής και καθιέρωσης στο εσωτερικό της

συγκεκριμένης πειθαρχίας, μετασχηματισμοί οι οποίοι συνδέονται, με ένα γενικό

τρόπο, με την παλινδρόμηση της αυτονομίας του συγκεκριμένου κλάδου αλλά και

γενικότερα της κοινωνιολογίας.

Καθώς δε μπορώ, λόγω χρόνου, να υπεισέλθω εδώ αναλυτικά στους λόγους

αυτής της παλινδρομικής τάσης της αυτονομίας της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης,

θα περιορισθώ να αναφέρω πολύ στενογραφικά, τους βασικούς παράγοντες που τη

3

Page 4: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

καθόρισαν. Τους παράγοντες αυτούς, για τις ανάγκες της συζήτησης μας, θα τους

ταξινομήσω πολύ σύντομα σε τέσσερεις κατηγορίες, κατηγορίες που αντιστοιχούν σε

τέσσερις συστηματικές, αλληλεξαρτούμενες κοινωνικές συλλογικές εργασίες,

εργασίες.

Πρώτη διαδικασία, είναι αυτή που παράγει τις συνομαδώσεις ειδικών

εμπειρογνωμόνων και κοινωνιολόγων της εκπαίδευσης . Οι γνωστικές διεργασίες που

επιβάλλονται στους κοινωνιολόγους ως προϊόντα αυτής της συνεργασίας έχουν

μείζονα καταστρεπτικά αποτελέσματα. Ενδεικτικά αναφέρω τη γνωστική διεργασία

ταύτισης του επιστημονικού αντικειμένου με το κοινωνικό πρόβλημα μέσω της

οποίας ο κοινωνιολόγος, με την καλή συνείδηση του κοινωνικού μηχανικού,

μετατρέπεται από υποκείμενο της γνώσης σε αντικείμενο του αντικειμένου του.

Βέβαια αυτή η διαδικασία παίρνει μια σημαίνουσα διάσταση στη περίπτωση της ΚΕ

δεδομένου πως η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης βρίσκεται στο σημείο ζεύξης δυο

χώρων, δηλαδή, από τη μια του χώρου των λόγων για το σχολείο που παράγουν και

διακινούν τα ΜΜΕ, το υπουργείο και οι πάσης φύσεως ειδικοί της εκπαίδευσης, και

από την άλλη του χώρου των ακαδημαϊκών λόγων. Ο διαζευγματικος αυτός

προσανατολισμός συμβάλει εξ ορισμού στη παραγωγή της δομικής αμφιθυμίας του

κοινωνιολογικού λόγου σχετικά με το σχολείο καθώς βρίσκεται αντικειμενικά να

αναζητά μια νομιμοποίηση ταυτόχρονα επιστημονική και πολιτική, να αιωρείται

συνεχώς μεταξύ θεωρητικών και πρακτικών κριτηρίων αξιολόγησης της

επιστημονικής της παραγωγής.

Η δεύτερη διαδικασία αντιστοιχεί στη θέληση των υπευθύνων που παράγουν

τη ζήτηση της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, των χρηματοδοτών της δηλαδή, να

ελέγξουν και να προσανατολίσουν τις αντίστοιχες κοινωνιολογικές έρευνες. Αυτός ο

τύπος επικυριαρχίας έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ιδιαιτερότητας των

δημιουργικών δραστηριοτήτων, προκαλώντας την επιχειρηματική τους μορφοποίηση.

Αυτός ο κίνδυνος συνδέεται, όπως έχουμε δείξει αλλού, με το νέο χώρο άσκησης της

κοινωνικής –με την ευρεία έννοια του όρου– πολιτικής, τα τελευταία 30 χρόνια

τουλάχιστον, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στο μετασχηματισμό μέρους της

επιστημονικής έρευνας σε business. O κίνδυνος αυτός, βέβαια, δε θα μπορούσε να

ευδοκιμήσει χωρίς την αντικειμενική συμβολή που επέφεραν τα αποτελέσματα της

περιορισμένης αυτονομίας των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα. Πράγματι, η

πολύμορφη συμμετοχή κοινωνικών επιστημόνων σε διάφορες φάσεις του

προσδιορισμού και της υλοποίησης των διαφόρων προγραμμάτων κοινωνικής

4

Page 5: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

πολιτικής και άρα και εκπαιδευτικής πολιτικής (ως εμπειρογνώμονες στις επιτροπές

έγκρισης των προγραμμάτων, ως ερευνητές στις διάφορες έρευνες και μελέτες που

απαιτούνταν σε αυτά τα προγράμματα, ως εκπαιδευτές, ως εισηγητές, ως αξιολογητές

κτλ.) χρησιμοποιήθηκε όλη αυτή την περίοδο ως δείκτης επιστημονικής εγκυρότητας

κι αυστηρότητας των ίδιων αυτών προγραμμάτων. Η συμμετοχή αυτή συνέβαλε,

αφενός, στη δημιουργία των όρων που επέτρεψαν την ανάπτυξη των στρατηγικών

(ανα)παραγωγής μιας σειράς νέων «ειδικών» στο νέο χώρο άσκησης της

εκπαιδευτικής πολιτικής –αυτής της επαγγελματικής κατηγορίας της οποίας οι

γνώσεις και οι αξίες γίνονται μέρος της επίσημης τάξης πραγμάτων κι επιβάλλονται

στον καθημερινό κόσμο του πολίτη– αφετέρου, στην εγκαθίδρυση ετερόνομων

πρακτικών στο χώρο της επιστήμης. Θα επιμείνω λίγο παραπάνω σε αυτό το σημείο.

Η διαδικασία αυτή έχει ενταθεί, τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της πλήρωσης των

κοινωνικών όρων αναγνώρισης μιας σειράς «επιστημονικών» εργασιών, οι οποίες

βρίσκουν την αρχή της γέννησής τους στο μετασχηματισμό των σχέσεων μεταξύ του

επιστημονικού και του κρατικογραφειοκρατικού πεδίου. Αρκεί, πράγματι, να δούμε

τις διάφορες ερευνητικές προτάσεις κι εκθέσεις επιστημονικού τσαρλατανισμού υπό

κρατική ή ευρω-κρατική παραγγελία. Από τη μια μεριά έχουμε τους ερευνητές που

προσπαθούν μέσα από μια πομπώδη ρητορική να εκθέσουν μια φανταιζί μεθοδολογία

που επιτρέπει όχι τόσο τη γνώση του αντικειμένου τους όσο την αναγνώριση της

δυνατότητάς τους να κατακτήσουν αυτή τη γνώση. Απο την άλλη αυτούς που

διαχέουν σχετικά αποτελεσματικά την άποψη πως τα από πολιτικής σκοπιάς

προοδευτικά έργα αποτελούν, εξ ορισμού, και προοδευτικά έργα από επιστημονικής

σκοπιάς συμβάλλοντας, έτσι, στη σύγχυση μεταξύ επιστημονικού κομφορμισμού κι

επιστημονικού ριζοσπαστισμού. Πάντως και οι δυο αυτές κατηγορίες ερευνητών

παράγουν έρευνες στο χώρο της εκπαίδευσης οι οποίες αν και εγκλείουν –

περισσότερο άρρητα– μια τελείως αναντίστοιχη των αρχών της επιστημονικής

θεωρίας του κοινωνικού επιστημολογία, απολαμβάνουν την κοινωνική επικύρωση κι

αναγνώριση των αρχών της. Ως ενδεικτικό παράδειγμα θα μπορούσε κάποιος να

αναφέρει τις πολυάριθμες «θεωρητικές εκθέσεις» και τις ποσοτικές και ποιοτικές

έρευνες τύπου φασόν από τις οποίες βρίθουν τα γραφεία των Υπουργείων και οι

οποίες –χωρίς κανείς να γνωρίζει την ύπαρξη των περισσοτέρων απ’ αυτές και τα

αποτελέσματά τους εκτός από τους αξιολογητές των προγραμμάτων– δεν έχουν άλλη

λειτουργία από τη συνδρομή τους στην συμβολική νομιμοποίηση προτάσεων

εκπαιδευτικών πογραμμάτων και των θεσμών τους και την οικονομική αναβάθμιση

5

Page 6: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

των υπευθύνων αυτών των ερευνών. Κι όσες από τις έρευνες και τις εκθέσεις αυτές1

δημοσιοποιούνται, βρίσκουν τους όρους νομιμοποίησής τους όχι στη βάση των

αυστηρών επιστημονικών κριτηρίων αποτίμησης αλλά στους ετερόνομους, πολιτικά

θεμελιωμένους, μηχανισμούς αξιολόγησης των επιστημονικών έργων. Και οι

περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονται πότε από έναν αφελή και, συχνά,

πρωτόγονο θετικιστικό εμπειρισμό πότε από μια σχολικού τύπου, συχνά

ανερμάτιστη, εγελιανής προοπτικής ‘κριτική’ επισκόπηση βιβλιογραφίας2.

Η τρίτη διαδικασία, η οποία μετασχηματίζει τις πρακτικές αλλά και τις

στοχεύσεις της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης και περιορίζει την αυτονομία της

σχετίζεται με τον πολλαπλασιασμό των ελέγχων της παραγωγής της που

πραγματοποιούν οι πολυπληθείς πολιτικο-κρατικοί μεσολαβητές οι οποίοι τείνουν να

ορίσουν τους προσανατολισμούς της κοινωνιολογίας. Πρόκειται για μια διαδικασία η

οποία βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε εθνικά επιστημονικά πεδία που, όπως το δικό

μας, έχουν παράδοση όπως το δικό μας να ασχολειται με την πολιτική και να

απασχολείται από την πολιτική.

Τέλος, πέρα από αυτές τις μορφές ετερονομίας που η επικυριαρχία του

οικονομικού επί του πολιτισμικού επιχειρεί να επιβάλει στο κοινωνιολογικό πεδίο της

ΕΚ, η ίδια αυτή επικυριαρχία παίρνει, επίσης, τη μορφή του νέου ρόλου των

μεσολαβητών μεταξύ του κοινωνιολογικού παραγωγού και του κοινού του. Πρόκειται

για το νέο, τουλάχιστον στο βαθμό έντασης των επιπτώσεων του, μηχανισμό

παραγωγής ετερόνομων πρακτικών στο εσωτερικό του πεδίου μας, που ενεργοποιούν

ορισμένες κατηγορίες δημοσιογράφων οι οποίοι, κυριαρχούμενοι από την λογική της

αγοράς και με τη συνδρομή ετερόνομων «επιστημόνων», κατορθώνουν να

επιβάλλουν στο εσωτερικό του πεδίου μας εξωγενή, εν προκειμένω, αγοραία

κριτήρια αξιολόγησης και αποτίμησης του κοινωνιολογικού έργου3.

1 Σε κάθε περίπτωση, μια αυστηρή ανάλυση αυτού του φαινομένου θα χρειαζόταν μια συσχέτιση μεταξύ των κοινωνικών καταγωγών, των σχολικών καταρτίσεων, των πολιτισμικών ιδιοτήτων, της επαγγελματικής τροχιάς και της θέσης στο επιστημονικό πεδίο των επαγγελματιών των ερευνών αυτών και του είδους της έρευνας που υλοποιούν στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων2 Και οι δύο αυτοί τύποι ερευνών επενδύονται συχνά με όλες τις παραδοσιακές διακοσμητικές μορφές επιστημονικής σοβαρότητας (τεχνικοί αγγλοσαξονικοί όροι, τεράστιες βιβλιογραφίες κτλ.) που συχνά έχουν ως αντικειμενική λειτουργία την κάλυψη του ελλείμματος των υποθέσεων και των ουσιαστικών και γόνιμων παρατηρήσεων.3 Για να μη μένουν αφηρημενες αυτές οι αναφορές ας σημειώσω πως πολλοί, που δε διαθέτουν έργο κύρους, εξαπατούν με αντίτιμο τη διαρκή παρουσία τους στο δημοσιογραφικό χώρο, εισάγοντας πρακτικές, που σε άλλους χώρους θα ονομάζονταν διαφθορά, αισχροκέρδεια, δωροδοκία, δωροληψία, αθέμιτος ανταγωνισμός, εξαπάτηση, παράνομη συμμαχία ή κατάχρηση εμπιστοσύνης. Όλες αυτές οι πρακτικές συνιστούν «στρατηγικές συμβολικής ανέλκυσης» εκείνων που τις χρησιμοποιούν.

6

Page 7: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Και βέβαια σε όλα αυτά θα έπρεπε να προσθέσουμε το ευρύτερο

πολιτικοοικονομικό πλαίσιο όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από τη γενικευμένη

κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης δόξας, επιπτώσεις του οποίου, μέσω σύνθετων

μηχανισμών και δομικών παραγόντων που λόγω χρόνου δε μπορώ να αναφέρω εδώ,

βρίσκουμε στην ακύρωση των όρων πρόσληψης και αναγνώρισης του κριτικού λόγου

που προωθεί η ΚΕ .

Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί περιορισμού της αυτονομίας γενικότερα της

κοινωνικής επιστήμης στην Ελλάδα και ειδικότερα της ΚΕ βρήκαν τους όρους

δυνατότητάς τους σε ειδικές κοινωνικές συνθήκες. Χωρίς να μπορούμε να

υπεισέλθουμε πάλι σε λεπτομέρειες περιοριζομαι να πω οτι οι κοινωνικές επιστήμες

στην Ελλάδα σε μια πρώτη φάση, την πρώτη δεκαετία περίπου της μεταπολίτευσης,

γνώρισαν μια σχετική ανάπτυξη η οποία επιτράπηκε από την σχετική αυτονομία που

απολάμβαναν σε σχέση με τις οικονομικές δυνάμεις και την οποία διευκόλυνε η

ύπαρξη μιας έντονης κρατικής ζήτησης. Η ανάπτυξη αυτή κατέστη δυνατή, επίσης,

χάρη στην αυτονομία του εκπαιδευτικού συστήματος σε σχέση με τις κυρίαρχες

οικονομικές συνθήκες και στην ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων καθώς και στην

κοινωνική κριτική των εξουσιών που αυτά τα κοινωνικά κινήματα ενθάρρυναν.

Ωστόσο, οι κοινωνικές επιστήμες δεν κατόρθωσαν, τη συγκεκριμένη περίοδο, να

επιτύχουν μια ισχυρή και σταθερή αυτονομία εξαιτίας της ισχυρής εξάρτησής τους

από το κράτος. Η εξάρτηση αυτή είχε, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα να ταυτισθεί

και ν’ αναμεταφρασθεί η αναγκαιότητα της κοινωνικής επιστήμης ως

«πολιτικοποίηση» του πεδίου της διανόησης και του επιστημονικού πεδίου. Η

εισαγωγή πολιτικών υποδειγμάτων στον επιστημονικό χώρο έγινε επιστημονική δόξα,

επιστημονικό αυτονόητο. Έτσι, επιτράπηκε συχνά η κυριαρχία των αδυνάτων –

σύμφωνα με τους ειδικούς επιστημονικούς κανόνες αποτίμησης του έργου των

κοινωνιολόγων– και η εγκαθίδρυση της ετερονομίας, δηλαδή της παρέμβασης

εξωγενών εξουσιών στο πεδίο των αγώνων που χαρακτηρίζουν το ειδικό

επιστημονικό πεδίο, ακυρώνοντας την πλήρη ανάπτυξη των ορθολογικών

συναλλαγών των κοινωνιολογικών ιδεών και των κοινωνικών επιστημών στην

Ελλάδα. Ας θυμηθούμε , λ.χ, όλους εκείνους οι οποίοι στο παρελθόν

προσπάθησαν ,σε ένα πρώτο χρόνο, να μετατρέψουν τους κάθε λογής, πραγματικούς

ή μη, τίτλους «κοινωνικής στράτευσης και μαχητικότητας» σε «επιστημονικό

κεφάλαιο» περιστέλλοντας την επιστημολογία στην ηθική. Όλους εκείνους δηλαδή

που ενώ αγνοούσαν οτιδήποτε γι' αυτήν, ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν προκειμένου να

7

Page 8: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

βεβαιώσουν ότι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τι αυτή σημαίνει και αναζητά.

Μια μετατροπή η οποία είχε ως προϋπόθεση και συνέπεια την εγκαθίδρυση μιας

σχεδόν μαφιόζικης συμπαιγνίας ικανής να εξασφαλίσει μια συγκαταβατική κοινωνική

δικαιολογία για τις οικειοποιήσεις ταυτότητας που διαπράττει, για τις καταχρήσεις

πολιτιστικών κεφαλαίων και για τις πλαστογραφίες της στη κοινωνιολογική γραφή.

Οι επιπτώσεις των μηχανισμών που μόλις ανέφερα είναι πολλές και απτές.

Μόνο ένα παράδειγμα για να γίνω κατανοητός.. Δε θα είχα δυσκολία να δείξω

αναλυτικά πως ο κυρίαρχος προσανατολισμός της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης

σήμερα βρίσκεται στην αρχή της παραγωγής μιας σειράς ερευνώνοι οποίες, στη βάση

της επιστημολογικής ψευδαίσθησης της επιστημονικής ουδετερότητας και της

νοούμενης ως επιστημονικής αποστολής υπηρέτησης της γραφειοκρατικής και

κρατικής ζήτησης μελετούν και μιλούν για τις «νέες» σχέσεις του σχολείου και του

περιβάλλοντός του, υπό το πρίσμα μιας συναινετικής αντίληψης των κοινωνικών

σχέσεων (τοπικές διευθετήσεις, διαπραγμάτευση, κινητικότητα κτλ.). Και με αυτό τον

τρόπο όχι μόνο αδυνατούν να προσδιορίσουν τις αιτίες των προβλημάτων που

αντιμετωπίζουν, καθώς αυτά υπερβαίνουν, αναγκαστικά, το «τοπικό επίπεδο», αλλά

και κυρίως δρουν, αντικειμενικά, κανονιστικά, συμβάλλοντας στην επικύρωση και τη

νομιμοποίηση της θεμελιωμένης σε έναν άκρατο σχολειοκεντρισμό νέας σχολικής

δόξας και a contrario στην υπονόμευση της καθαρής επιστημονικής κοινωνιολογίας

της εκπαίδευσης. Έρευνες που προωθούν περισσότερο ασυνείδητα μια

αποτελεσματική αποπολιτικοποίηση της κοινωνιολογίας του σχολείου και μια

νομιμοποίηση αυτής της αποπολιτικοποίησης–

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το μέλλον της αυστηρής κοινωνιολογικής γνώσης της

εκπαίδευσης που θα μπορούσε να διασφαλίσει τη λειτουργία που αναφέρθηκε,

διακυβεύεται. Και αν είναι έτσι όπως πιστεύω η υπεράσπιση της αυτονομίας της

κοινωνιολογίας της ΕΚ, αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη του κλάδου, αποτελεί

πρώτης τάξης πολιτική πράξη.

Με ποιο τρόπο είναι δυνατόν να υπερασπισθούμε την αυτονομία της

κοινωνιολογίαςτης Εκ. σ’ ένα τέτοιο συγκείμενο;

Θα επιχειρήσω να προτείνω λοιπόν ορισμένες αρχές μιας Realpolitik για την

αυτονομία του κοινωνιολογικού Λόγου, με βάσει τις ανάγκες της ελληνικής

περίπτωσης. Η πρόταση μου αυτή βασίζεται στην πεποίθηση πως υπάρχουν ιστορικοί

όροι της γέννησης και της προόδου του Λόγου μέσα στην ιστορία Η συγκεκριμένη

8

Page 9: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

πρόταση επιτελεί ρήξη με την ψευδαίσθηση της καθαρά ορθολογικής δύναμης του

λόγου καθώς και με τον ορισμό του Λόγου που αυτή η ψευδαίσθηση προϋποθέτει.

Αντίθετα η πρόταση μου θεμελιώνεται σε μια φιλοσοφία του λόγου η οποία, μεταξύ

άλλων, επιμένει πως ο Λόγος δεν εγγράφεται μέσα στις δομές του ανθρώπινου

πνεύματος ή μέσα στη γλώσσα, πως έχει μια ιστορία και εδράζεται κυρίως σε

ορισμένους τύπους ιστορικών συνθηκών, σε ορισμένες κοινωνικές δομές μη βίαιου

διαλόγου και επικοινωνίας. Πως η αναζήτηση των όρων της αλήθειας πρέπει να

συνοδεύεται από την αναζήτηση και τη διερεύνηση του προσδιορισμού της αξίας της

αλήθειας και του νοήματος, όπως αυτό εκδηλώνεται σε κάθε πραγματική κατάσταση.

Στη βάση αυτής της φιλοσοφίας οροθετείται ένας νέος χώρος δράσης, όπου θεωρία

και πρακτική συνδέονται: αν δεν υπάρχουν διιστορικές μορφές καθολικότητας της

επικοινωνίας, είναι δυνατόν να επεξεργαστούμε μορφές κοινωνικής οργάνωσης της

επικοινωνίας, ικανές να διευκολύνουν την παραγωγή του καθολικού. Σ’ αυτή την

προοπτική, η Realpolitik του (κοινωνιολογικού) Λόγου και η πραγμάτωση της

καθολικότητας συνευρίσκονται. Η καθολικότητα του (κοινωνιολογικού) Λόγου δεν

προϋποτίθεται, αλλά συγκροτείται ως στόχος προς επίτευξη, ορθολογικά και θεσμικά.

Λόγω χρόνου που εκπνέει. Θα περιορισθώ πολύ γρήγορα να προτείνω εδώ μόνο

ορισμένες γενικές αρχές μιας τέτοιας πολιτικής.

Για να είμαστε πραγματικά αυτόνομοι και σωρευτικοί και για να

ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της επιστημονικότητας οι κοινωνιολόγοι οφείλουν,

κατ’ αρχάς, να είναι κυρίως αναστοχαστικοί. Η κοινωνιολογία της ΕΚ. οφείλει να

θέσει ως αντικείμενο τον εαυτό της και να ενεργοποιήσει όλα τα εργαλεία γνώσης που

διαθέτει για να αναλύσει και να ελέγξει τις κοινωνικές επιδράσεις που ασκούνται

επάνω της και που μπορούν να διαταράξουν την καθαρά επιστημονική λογική του

τρόπου λειτουργία της. Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως πιστεύουμε, η ανάπτυξη της

κοινωνιολογίας της κοινωνιολογίας αποτελεί έναν από τους δείκτες της ανάπτυξης του

κλάδου σ’ ένα συγκεκριμένο εθνικό πεδίο. Είναι αναμφίβολα η πιο αποτελεσματική

πραγμάτωση της ψυχανάλυσης του επιστημονικού πνεύματος, για το οποίο μιλούσε ο

Μπασλάρ. Έχει τη δυνατότητα να αναδείξει το συλλογικό ασύνειδο και συλλογικά

απωθημένο, που εγγράφεται στην κοινωνική λογική του επιστημονικού χώρου, όπως

τους κοινωνικούς καθορισμούς της συγκρότησης των επιτροπών επιλογής, τους

κοινωνικούς όρους της επιστημονικής εξέλιξης και της συμπεριφοράς των

επιστημονικών γραφειοκρατών, τις κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας που ασκούνται

υπό το μανδύα των σχέσεων επιστημονικής αυθεντίας, φρενάροντας ή μπλοκάροντας,

9

Page 10: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

αντί να απελευθερώσουν, την εφευρετικότητα, κυρίως των νέων, τα εθνικά και

τοπικά δίκτυα κοοπτάτσιας που προστατεύουν από την αυστηρότητα της

επιστημονικής αποτίμησης, απαγορεύοντας την πλήρη έκφραση των δημιουργικών

τους δυνατοτήτων. Κοντολογίς, μόνο ένα είδος κριτικού κοινωνιολογικού λόγου, με

στόχο να φέρει στο φως τα συμφέροντα, λιγότερο ή περισσότερο μετουσιωμένα

κοινωνιολογικά, τα οποία επενδύονται μέσα στην άσκηση της κοινωνιολογικής

πρακτικής της εκπαίδευσης θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στο ν’

αδρανοποιήσει τις προϋποθέσεις που εγγράφονται στις θέσεις και στις διαθέσεις, στα

πόστα και στις πόζες, δηλαδή στις συλλογικές και ατομικές ιστορίες των οποίων οι

πρακτικές αυτές αποτελούν προϊόντα. Μόνο μια αυστηρή κοινωνιολογία της

κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης η οποία θα αποσκοπούσε να φανερώσει ό,τι

οφείλουν και οι αντίστοιχες κοινωνιολογικές πρακτικές οι έννοιες και τα θέματά τους,

τα συστήματα ταξινόμησής τους στους κοινωνικούς όρους παραγωγής κι

ενεργοποίησής τους, θα μπορούσε να αντικειμενικοποίησει αυτό το άσκεπτο

παρελθόν, το οποίο συνεχίζει να κατοικεί τις συγκεκριμένες κοινωνιολογικές

πρακτικές. Τέλος, μόνο μια κοινωνιολογική έρευνα πάνω στους κοινωνικούς

καθορισμούς (φύλο, ηλικία, κοινωνική καταγωγή, πανεπιστημιακό status, ειδική

τεχνική κατάρτιση, χώρα κατάρτισης κτλ.) των επιλογών των διαφόρων

κοινωνιολόγων της εκπαίδευσης, επιλογών θεωρητικών και μεθοδολογικών, οι οποίες

εισάγουν στο κοινωνιολογικό πεδίο της εκπαίδευσης καταστροφικές και πλασματικές

για την επιστήμη αντιθέσεις, θα έδειχνε πως μεγάλος αριθμός απ’ αυτές δεν έχει άλλη

θεμελίωση παρά κοινωνικές διαιρέσεις, οι οποίες εκφράζουν με διαθλασμένο τρόπο

εξωτερικές διαιρέσεις. Έτσι, η κατάδειξη της λογικής των «παθών» και των

συμφερόντων που έχουν να κάνουν με τις διάφορες πρακτικές της κοινωνιολογίας της

ΕΚ. μέσω μιας κοινωνικής ιστορίας και μιας κοινωνιολογίας της κοινωνιολογίας της

εκπαίδευσης θα έδινε μια δυνατότητα αληθινής ψυχανάλυσης του κοινωνιολογικού

πνεύματος και μια ευκαιρία στους ενδιαφερομένους να ιδιοποιηθούν την σκέψη τους,

πράγμα που πάντα συγκροτούσε μια δηλωμένη φιλοδοξία της θεωρητικής

κοινωνιολογίας και μια επαναστατική προσδοκία της εμπειρικής κοινωνιολογίας. Μια

πραγματική κοινωνική ιστορία του πεδίου της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης στη

χώρα μας –η οποία μένει να γίνει– μπορεί να εξασφαλίσει μια πραγματική ελευθερία

σε σχέση με τους αντικειμενικοποιημένους κι ενσωματωμένους κοινωνικούς

καταναγκασμούς, που όλες οι ναρκισσιστικές επιστημολογικά κι επιστημονικά

αθεμελίωτες ατομικές ασκήσεις αναστοχασμού αφήνουν συνήθως άθικτους∙ Μια

10

Page 11: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

τέτοια ιστορική και κοινωνιολογική γνώση του παρελθόντος και του παρόντος της

κοινωνιολογίας της ΕΚ που δε θα αποτελεί μια απλή επιστημονική ειδικότητα, όπως

άλλες, αλλά αναπόσπαστο μέρος κάθε προσέγγισης που θα ήθελα να ορισθεί ω

κοινωνιολογική θα είχε ως στόχο την πρόοδο της κοινωνιολογίας της ΕΚ μέσω της

προόδου του υποκειμένου της κοινωνιολογίας της ΕΚ..

Παράλληλα, οφείλουμε να εργασθούμε συλλογικά με στόχο τη επίτευξη μιας

αληθινής διεθνοποίησης του κλάδου. Οι πιέσεις για ετερονομία ασκούνται κυρίως, σε

εθνική κλίμακα, διαμέσου υλικών και συμβολικών προκλήσεων και σαγηνεύσεων

που έχουν κυρίως ισχύ στο εθνικό επίπεδο. Μια τέτοια διεθνοποίηση του

επιστημονικού πεδίου προϋποθέτει μια αναδιοργάνωση της κοινωνικής οργάνωσης

της παραγωγής και της διακίνησης της επιστημονικής παραγωγής, ώστε να

διευκολυνθεί μια πραγματική ανάπτυξη του επιστημονικού κοινωνιολογικού λόγου.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το κοινωνιολογικό ελληνικό πεδίο ήταν πάντοτε

διεθνοποιημένο. Πολύ λιγότερο όμως από ότι πιστεύεται αφού η κατ’ επίφαση

σχετική διεθνοποίηση που γνωρίζουμε θεμελιώνεται κυρίως στη βάση ειδικών

μορφών ιμπεριαλισμού ή δομικών εκλεκτικών συγγενειών και συμφερόντων μεταξύ

εθνικών φορέων, είτε ακόμη πρόκειται για κάποιες εφήμερες, συγκυριακές και συχνά

καιροσκοπικές συνεργασίες προς εξυπηρέτηση προσωπικών κυρίως συμφερόντων

που συνδέονται με ορισμένες θέσεις στο χώρο των ενδογενών συγκρούσεων του

εθνικού πεδίου. Είναι βέβαια περιττό να μιλήσουμε και για τη σημερινή κατάσταση

όπου ως κυρίαρχη παράσταση της διεθνοποίησης τείνει να επιβληθεί κυρίως η

συμμετοχή στις νέες μορφές «διακρατικής συνεργασίας» που καθορίζονται από τα

νέου τύπου «τραβεστί» επιστημονικά κοινοτικά προγράμματα, τύπου διπλωματικών

σχέσεων διεθνών οργανισμών4. Οφείλουμε να εφεύρουμε νέες οργανωτικές δομές

διεθνοποιημένων μορφών επικοινωνίας και συνεργασίας προκειμένου να στηρίξουμε

ρεαλιστικά την υλοποίηση αυτής της αρχής.

Αυτή η διεθνοποίηση οφείλει συνδυασθεί με μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση των

κοινωνιολογικών σπουδών. Αν συμφωνήσουμε με το ότι όσοι επιθυμούν να

εισέλθουν στο χώρο της κοινωνιολογίας θα πρέπει να έχουν ιδιοποιηθεί τη συλλογική

κληρονομιά της επιστήμης, η οποία θα τους ενώνει με τους άλλους κοινωνιολόγους

ακόμα και όταν συγκρούονται μαζί τους, και με στόχο την ανύψωση του επιπέδου της

4 Τα προγράμματα αυτά, στην τεχνοκρατική τους εκδοχή, ονειρεύονται συχνά, μια Ευρώπη χωρίς κινήματα και συνδικαλιστές, αφού θέλουν να τους μετατρέψουν από «συγκρουσιακούς διεκδικητές» σε «εταίρους». Στην κοινωνική τους εκδοχή ευελπιστούν, το ίδιο συχνά, σε μια Ευρώπη χωρίς διανοούμενους ή καλύτερα, σε μια Ευρώπη με διανοούμενους δίχως κριτικό στοχασμό.

11

Page 12: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

επιστημονικής λογοκρισίας, μέσω της αναβάθμισης του επιπέδου κατάρτισης, θα

πρέπει να προταθεί και να θεσμοθετηθεί ένα ελάχιστο πρόγραμμα κοινωνιολογικών

σπουδών για όλα τα κοινωνιολογικά τμήματα της χώρας καθώς και ένα σύστημα

κριτηρίων αξιολόγησης των υποψηφίων μελών ΔΕΠ για τα τμήματα αυτά.

Τέλος, το κοινωνιολογικό πεδίο πρέπει να χρησιμοποιήσει την οικονομική

ανεξαρτησία που του προσφέρει το κράτος ή που μπορεί να του προσφέρει το κράτος

για να διασφαλίσει τον έλεγχο των μέσω παραγωγής, διάχυσης και αξιολόγησης της

παραγωγής της, για να επιβεβαιώσει την αυτονομία του σε σχέση με όλες τις

εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της κρατικής, και κατ’ επέκταση να γίνει μια από τις

κριτικές αντιεξουσίες, ικανή να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στις εξουσίες οι

οποίες βασίζονται όλο και περισσότερο στην επιστήμη, πραγματική ή υποτιθέμενη,

για να ασκήσουν ή να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία τους. Θα έπρεπε και εδώ να

αναπτύξω αλλά δεν έχω άλλο χρόνο.

Φτάνω στο τέλος. Αυτές ο αρχές αλληλοεξαρτούμενες μεταξύ τους,

οργανικά συνδεδεμένες που πρόχειρα προτείνω εδώ, συνειδητά με τρόπο απολύτως

κωδικοποιημένο, μπορούν να θεμελιώσουν μια Realpolitik του κοινωνιολογικού

Λόγου για την εκπαίδευση, η οποία θα επιτρέψει και θα προωθήσει μια

αντικειμενικοποίηση των κοινωνικών όρων των κοινωνιολογικών κατασκευών και

των υποκειμένων αυτών των κατασκευών, η οποία οδηγήσει στην πλήρωση των

αποτελεσματικών όρων μετάδοσης ενός επιστημονικού κοινωνιολογικού modus

operandi, μιας επιστημονικής έξης, ικανής να δημιουργεί και να οργανώνει τις

επιστημονικές κοινωνιολογικές πρακτικές και παραστάσεις, να ελέγχει τις επιδράσεις

των καθορισμών που ασκούνται πάνω σε αυτόν τον κόσμο και, παράλληλα, πάνω

στην κοινωνική επιστήμη αυτού του κόσμου Μια πολιτική η οποία θα κατέληγε να

εξασφαλίσει στους ερευνητές της ΚΕ ένα σχετικά αυτόνομο πανεπιστημιακό πεδίο,

με τα σφιχτοδεμένα δίκτυά του στα οποία θα συμμετέχουν ειδικοί της ΚΕ διαφόρων

αντικειμένων, τις ευέλικτες και συνάμα αυστηρές μορφές επιστημονικής ανταλλαγής,

τα σεμινάρια, τα άτυπα συνέδρια κτλ. Αυτό το συμπαγές σύνολο ειδικών θεσμών που

θα προσφέρει ικανοποιήσεις ικανές να αποθαρρύνουν την επιδίωξη του νοθευμένου

κύρους και της πλαστής αναγνώρισης των εξωπανεπιστημιακών κόσμων και θα

προστατεύει από τις ανάρμοστες εισβολές της λεγεώνας των δοκιμιογράφων οι οποίοι

εισερχόμενοι λαθραία στο χώρο της ΚΕ ζουν ως παράσιτα που μισοαντιγράφουν από

τις εργασίες των άλλων.

12

Page 13: ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ

Και καθώς η υλοποίηση αυτής της πολιτικής έχει ανάγκη από πρακτικά μέσα

προτείνω να αρχίσουμε από τη δημιουργία ενός κλιμακίου συλλογικής συζήτησης, και

οι διοργανωτές του παρόντος συνεδρίου θα μπορούσαν, κατ’ αρχάς να αναλάβουν

τον συντονισμό του. Παρ’ όλο που δεν αρκεί η δημιουργία μιας ομάδας, μπορούμε

να εγκαθιδρύσουμε μια δομή συναλλαγής και στοχασμού που δεν υπάρχει σήμερα

για να δουλέψουμε στην προοπτική της αναζήτησης των πρακτικών μέσων που θα

μας επιτρέψουν να στοχασθούμε τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουμε να

εγκαθιδρύσουμε στο πεδίο μας τους απαραίτητους όρους μιας επιστημονικής

αντιπαράθεσης, η οποία θα μετατρέψει τη μετουσίωση του libido dominandi σε libido

sciendi, να ανατρέψει αυτό το καθεστώς «ειρηνικής παραίτησης», που έχει επιβάλλει

η παραλυτική με κάθε τρόπο συναίνεση της μικρής μας αγοράς. Και θα μπορούσαν

οι εργασίες αυτής της ομάδας να αποτελέσουν αντικείμενο του επόμενου

συνεδρίου.

Βέβαια, θα αποδεικνύαμε έλλειψη αναστοχαστικότητας αν πιστεύαμε πως αυτή η

πρόταση θα μπορούσε χωρίς εμπόδια να υλοποιηθεί άμεσα και αποτελεσματικά .

Παρόλα αυτά δεν έχει ακόμα απαγορευτεί, ούτε φορολογηθεί το να ελπίζουμε.

13