Παράδοση Και Χοροί Του Τόπου Μας

25
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2015-16 3 Ο ΓΕΛ ΛΑΡΙΣΑΣ Β2 ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ως μαθητές του 3ου Λυκείου Λάρισας , επιλέξαμε το θέμα “Παράδοση και χοροί του τόπου μας” και ειδικά των νησιών του Αιγαίου με έμφαση το νότιο Αιγαίο. Η επιλογή μας αυτή έγινε με βάση το ενδιαφέρον να μελετήσουμε τον πολιτισμό και την ιδιαίτερη μουσική παράδοση των νησιών του Αιγαίου που είναι ξακουστή σε όλο τον κόσμο. Αρχικά χωριστήκαμε σε ομάδες που αποτελούνται από πέντε ως επτά άτομα η καθεμία και ερευνήσαμε : 1. Την ιστορία 2. Τις φορεσιές 3. Τα όργανα 4. Τους χορούς

description

project 2015-2016

Transcript of Παράδοση Και Χοροί Του Τόπου Μας

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2015-16 3Ο ΓΕΛ ΛΑΡΙΣΑΣ

Β2 ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ως μαθητές του 3ου Λυκείου Λάρισας , επιλέξαμε το θέμα “Παράδοση και χοροί του τόπου μας” και ειδικά των νησιών του Αιγαίου με έμφαση το νότιο Αιγαίο. Η επιλογή μας αυτή έγινε με βάση το ενδιαφέρον να μελετήσουμε τον πολιτισμό και την ιδιαίτερη μουσική παράδοση των νησιών του Αιγαίου που είναι ξακουστή σε όλο τον κόσμο. Αρχικά χωριστήκαμε σε ομάδες που αποτελούνται από πέντε ως επτά άτομα η καθεμία και ερευνήσαμε :

1. Την ιστορία 2. Τις φορεσιές 3. Τα όργανα 4. Τους χορούς

Α) ΙΣΤΟΡΙΑ

Σε γενικές γραμμές στο νησιωτικό Αιγαίο διακρίνονται ουσιαστικά δύο πολιτισμικές ζώνες: Η μία περιλαμβάνει τα νησιά του Θρακικού πελάγους και του Ανατολικού Αιγαίου, όπου παρατηρείται έκδηλη η επίδραση της Ανατολής. Η άλλη περιλαμβάνει τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες, που σε πολλές περιπτώσεις φέρνουν έκδηλα τα ίχνη της Δύσης. Επίσης υπάρχουν άλλες δύο νησιωτικές ενότητες που διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες. Η πρώτη είναι η περιοχή των Β. Σποράδων, που παρέμειναν αμιγείς λόγω της απομόνωσής τους και η δεύτερη είναι τα νησιά του Αργοσαρωνικού που έχουν δεχθεί επιδράσεις από την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι χοροί του Αιγαίου είναι γενικά χοροί ομαδικοί, με επικρατέστερο χορευτικό σχήμα αυτό του ανοικτού ή κλειστού κύκλου. Παράλληλα συναντάται η έννοια του χορευτικού ζευγαριού (αντρών μεταξύ τους ή γυναικών μεταξύ τους ή άντρα και γυναίκας) που χορεύει αντικριστά (καρσιλαμάδες ή ζεμπέκικο) ή ζευγαρωτά (μπάλοι), Επικρατέστεροι ρυθμοί αυτών των δίσημων μέτρων που αποδίδονται ζωηρά, γρήγορα, εύθυμα και σταθερά και αυτοί των εννεάσημων μέτρων που αποδίδονται βαριά και αργά.

Το Αιγαίο αποτέλεσε Ελληνικό χώρο αφ’ ότου οι Έλληνες υπερπηδώντας από νωρίς το εμπόδιο της θάλασσας μετακινήθηκαν κατά κύματα προς την ανατολή για να εγκατασταθούν ως άποικοι στις Μικρασιατικές ακτές, αφήνοντας στα νησιά τα σημάδια της διάβασης ή της εγκατάστασής τους. Η απαρχή της μουσικοχορευτικής ιστορίας του Αιγαίου χάνεται σε μυθικές θεωρήσεις, συνδεδεμένη με την γέννηση του Απόλλωνα, του Δια, του Ορφέα και της Σαπφώς. Η πλούσια μουσική και χορευτική ζωή στο Αιγαίο της αρχαιότητας μαρτυριέται εκτός από τις γραπτές πηγές και από πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων. Η σύγκλιση της Ανατολής και Δύσης στα νησιά του Αιγαίου, η πολιτιστική αντιπαράθεση αυτών των δύο κόσμων, η ιστορία, οι δυσκολίες και οι διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες διαμόρφωσαν μια μουσικοχορευτική κατηγορία εντελώς διαφορετική από αυτήν της υπόλοιπης Ελλάδας.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Αιγαιοπελαγίτικου νησιώτικου χώρου, είναι η «ελαφράδα» που παρατηρείται στην εκτέλεση των κινήσεων, η χρησιμοποίηση του «σουσταρίσματος» που γίνεται στα γόνατα, τα πηδήματα των πρωτοχορευτών που γίνονται χαμηλά και παράλληλα προς το έδαφος και η γενικότερα παρατηρούμενη ποικιλία στην έκφραση. Αυτά όλα αντιπαρατίθενται προς το χορευτικό ύφος της στεριανής Ελλάδας, το οποίο χαρακτηρίζεται από βαρύτητα, δυναμικές στηρίξεις σε όλο το πέλμα, βήματα σκληρά και έντονα με μεγάλο άνοιγμα, αργές και βαριές ρυθμικές αγωγές, απότομες στάσεις, βαθιά καθίσματα, απότομα άλματα κάθετα προς το έδαφος.. Όπως είναι φυσικό όμως κι εδώ έχουμε διαφοροποιήσεις από νησί σε νησί, ακόμα και από χωριό σε χωριό του ίδιου νησιού. Έτσι για παράδειγμα μπορούμε να αναφερθούμε στη «βαριά και αυστηρή» σούστα της Καρπάθου, στην «ανάλαφρη και πηδηχτή» σούστα της Ρόδου, στην αντικριστή «ήρεμη» σούστα της Σύμης και ούτω καθεξής. Χορός στην αρχαία Ελλάδα Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού χορού. Αρχικά, ένας συνδυασμός προφορικών και μη όψεων, κατόπιν η μιμητική του διάσταση και τέλος η ιδιαίτερα παιχνιδιάρικη φύση τούτης της πιο σοβαρής μορφής τελετουργικής επικοινωνίας. Η χορεία, ο όρος που χρησιμοποιείται διαρκώς από τον Πλάτωνα για τη χορική δραστηριότητα στην πόλη, αντιπροσωπεύει τις συνδυασμένες δραστηριότητες του τραγουδιού και του χορού. Οι ουσιαστικοί δεσμοί ανάμεσα στο τραγούδι και το χορό είναι ο ρυθμός και η κίνηση. Όπως υπάρχει φωνητική κίνηση, όταν η φωνή υψώνεται ή πέφτει ανάλογα με τον τόνο, (μέλος), έτσι και το σώμα ανταποκρίνεται με κινήσεις και χειρονομίες στο ρυθμό. Στη χορική εκτέλεση το σώμα και η φωνή βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία, στο δε συνδυασμό του προφορικού και μη προφορικού βρίσκεται η ουσία της λέξης μουσική.

Ο Χορός του Πολέμου και η Τελετή της Ενηλικίωσης Ο χορός είναι τόσο παλιός όσο και ο πόλεμος. Από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρξε μια αμοιβαία επιρροή ανάμεσα σε αυτές τις δύο σφαίρες δραστηριότητας. Υπάρχουν πολλοί τύποι πολεμικών χορών σε όλο τον κόσμο για όλων των ειδών τις δραστηριότητες. Ο χορός στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να είναι μια φυσική και ψυχολογική προετοιμασία για τον πόλεμο. Μπορεί να είναι ευχαριστία για τη νίκη, μυητική τελετή ενηλικίωσης των εφήβων, αποτροπαϊκός ή μαγικός. Πολλές από αυτές τις ιδέες ενυπάρχουν στους ελληνικούς πολεμικούς χορούς. Οι Κουρήτες με το χορό τους έκρυβαν τα κλάματα του νήπιου Δία, αποτρέποντας το θάνατό του. Ο πυρρίχειος με τη σειρά του ήταν μια έκφραση της πολεμικής δραστηριότητας και έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολεμική εκπαίδευση ή τη λατρεία πολεμικών θεοτήτων. Διόνυσος, Παν, Απόλλων Ο Διόνυσος, ο Παν και ο Απόλλων είναι τρεις θεότητες με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο Πάνας είναι φιλόκροτος, του αρέσουν δηλαδή οι κρότοι. Ο Απόλλωνας είναι προσωποποίηση της ηρεμίας και της θεϊκής υπεροχής. Ο Διόνυσος με τη σειρά του διαθέτει μια οργιαστική φύση. Ωστόσο και οι τρεις έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Λειτουργούν ως χορηγοί για τις οντότητες που τους περιβάλλουν. Με βάση τα παραπάνω αρχέτυπα μπορούμε να διακρίνουμε και διαφορετικά μονοπάτια της κοσμικής εξέλιξης, αντανάκλαση των οποίων ήταν οι γήινοι χοροί που τελούνταν χάριν των μυστηρίων, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας της κοινωνικής τάξης μέσα στα όρια μιας πόλης. Ο Πάνας είναι συμμέτοχος. Αρνείται να μείνει έξω από το χορό, αντιπροσωπεύοντας έτσι την καθολική ουσία της ζωής που βρίσκεται σε κάθε μορφή του εκδηλωμένου κόσμου. Ο Διόνυσος φέρνει σε επαφή την ύπαρξή μας με τα δυσθεώρητα βάθη της, μυώντας τον άνθρωπο στα μυστηριακά παιχνίδια των θεών. Ο Απόλλωνας στέκει απόμακρος στον Όλυμπο, δείχνοντας το δρόμο στους θνητούς. Το δρόμο που οδηγεί στην αθανασία και την ολοκλήρωση.

Γέρανος Ο Γέρανος είναι αρχαίος χορός που εφηύρε, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Θησέας. Ο χορός λεγόταν έτσι γιατί απομιμούνταν το πέταγμα των γερανών σε σειρά. Ο Θησέας τον χόρεψε για πρώτη φορά στη Δήλο μαζί με τους επτά νέους και τις επτά νέες που έσωσε από τον Μινώταυρο στην Κρήτη. Ο αρχηγός του γέρανου λεγόταν γερανουλκός· Τα είδη χορών Όσον αφορά στα είδη των χορών κατά τους μέσους χρόνους φαίνεται πως αποτελούν μετουσίωση των χορών που παραδόθηκαν από την αρχαιότητα. Ανάμεσά τους διακρίνεται ο κύκλιος χορός, στους οποίους υπάγεται ο συρτός, τον οποίο χόρευαν μόνον άνδρες ή μόνο γυναίκες, αν και στο Βυζάντιο από τον κανόνα έως την πραγματικότητα του δημόσιου βίου πολλά απαγορεύονταν και πολλά φαίνεται πως συνηθίζονταν, όπως ο χορός από άνδρες και γυναίκες. Στους χορούς των μέσων χρόνων ανήκει ο σπειροειδής γέρανος και ένας άλλος σύνθετος χορός που διασπούσε την κυκλική όρχηση και έφερνε τους χορευτές αντιμέτωπους. Η ενόπλια όρχηση καταγράφεται στην ίδια περίοδο με το όνομα πυρρίχη, όπως και ιερός αντικριστός χορός και ο ατομικός χορός κόρδακας. Ο χορός φαίνεται να αποκτά κοσμικότερο χαρακτήρα κατά την περίοδο των μέσων χρόνων στο Βυζάντιο και αντιπροσωπεύει σε κοινωνικό επίπεδο τη συλλογική χαρά, διαβατήριες τελετές, επινίκιους γιορτασμούς, ακόμη και την τιμωρία. Ωστόσο, η γραπτή μαρτυρία και οι αγιογραφικές αναπαραστάσεις υποδηλώνουν ότι κατά τη φάση της μετάβασης από την προχριστιανική στη χριστιανική κοινωνία των Βυζαντινών τεκμηριώνεται η παρουσία χορού σε εορτασμούς αγίων και πανηγύρεις, ενώ είναι συχνές οι απεικονίσεις γυναικών που χορεύουν στα πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας].

Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης αναφέρει έναν βυζαντινό χορό που άρχιζε κυκλικά και τέλειωνε με τους χορευτές να είναι μεταξύ τους αντιμέτωποι, κοιτώντας ο ένας τον άλλο. Όταν δεν χόρευαν κυκλικά, οι χορευτές σήκωναν ψηλά τα χέρια και χορεύοντας σε αυτή την στάση τραγουδούσαν. Στην Κωνσταντινούπολη πολλές βυζαντινές εκδηλώσεις γινόντουσαν δημόσια με τους στρατιώτες να ζητωκραυγάζουν σε περιόδους όπως τα Χριστούγεννα και το Πάσχα με την άδεια του Πατριάρχη Θεοφύλακτου. Άλλες φορές τραγουδούσαν με αυτοσχεδιασμό διασκεδάζοντας τον Αυτοκράτορα. Μερικοί από τους Βυζαντινούς Χορούς εκείνη την περίοδο θεωρούνται οι εξής: Γέρανος, Συρτός, Μαντήλια, Σάξιμος, χασάπικο κ.α. Σε γενικές γραμμές στο νησιώτικο Αιγαίο διακρίνονται δύο πολιτιστικές ζώνες. Η μία περιλαμβάνει τα νησιά του Θρακικού Πελάγους και Ανατολικού Αιγαίου, όπου και τις Κυκλάδες με εμφανή την επίδραση της Δύσης. Υπάρχουν επίσης δύο νησιώτικες υποενότητες, αυτές των Σποράδων και των νησιών του Αργοσαρωνικού. Η απαρχή της μουσικοχορευτικής ιστορίας παρατηρείται έκδηλη η επίδραση της Ανατολής και η άλλη τα Δωδεκάνησα του Αιγαίου χάνεται στην Αρχαιότητα (ελληνική μυθολογία πλούσια σε μουσική ζωή, η γέννηση του Απόλλωνα κ.λ.π.). Οι χοροί φέρουν χαρακτηριστικά το «πάντρεμα» Ανατολής-Δύσης και τοπικού ιδιώματος. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Αιγαιοπελαγίτικου χαρακτήρα είναι η «ελαφράδα» των κινήσεων, το «σουστάρισμα» στα γόνατα και τα χαμηλά πηδήματα των χορευτών. Υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλία χορών όπου κυριαρχούν δύο σχήματα 1) του Συρτού και Μπάλλου και 2) στα Τρία σε αργό και γρήγορο ρυθμό. Στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έχουμε Καρσιλαμάδες και Ζεϊμπέκικα, τοπικούς χορούς (Πυργούσικος, τρίπατος κ.λ.π.) στο Θρακικό πέλαγος τοπικούς χορούς (Γιαρ γιαρ, Τσομπάνικος, Πλατανίσιος, Κεχαγιάδικος, Πάτμα κ.λ.π.) στα Δωδεκάνησα ο σιγανός, ο ίσιος, η σούστα και ο ζερβός, στις Κυκλάδες οι συρτοί και οι μπάλοι, Βλάχα Νάξου κ.λ.π., και στις Σποράδες οι συρτοί, οι μπάλοι, τοπικοί χοροί (Καμάρα κ.λ.π.)όπως και στα νησιά του Αργοσαρωνικού.

Β) ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ ΧΙΟΥ Ανδρική επίσημη: Οι άνδρες σ΄όλα τα χωριά φορούσαν τη γνωστή νησιώτικη παραδοσιακή ενδυμασία, με μικρές παραλλαγές. Εσωτερικά φορούσαν άσπρη πουκαμίσα, καμποτένια ή διμιτένια, κεντημένη στη λεμωσιά. Εξωτερικά φορούσαν: α)Το φαντό πουκάμισο β)Το γιλέκο γ) Η βράκα ή σέλλα ή σαλβάρι Έδενε με βρακοζώνα στη μέση. δ) Το ζωνάρι. Είχε πλάτος γύρω στα 15 εκατοστά και μήκος 2 έως 2,5 μέτρα. ε) Ο σουρτούκος. Ήταν ένα είδος παλτού, που τον φορούσαν τον χειμώνα. στ) Στο κεφάλι φορούσαν σκούφο βελούδινο ή φέσι ή και μαντίλα. Οι Καλαμωτούσοι φορούσαν μαντίλα, που σταύρωνε μπροστά κι άφηνε ακάλυπτο όλο το πρόσωπο. ζ) Στα πόδια φορούσαν τα λεγόμενα τουρλούκια. Ήταν κάλτσες χοντρές υφασμάτινες ή πλεκτές. η) Τέλος οι κουντούρες ήταν χοντρά παπούτσια παντοφλέ, συνήθως μαύρα. Τις καθημερινές φορούσαν τα γεμενιά (χοντροπάπουτσα), ενώ πολλοί κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι. Ανδρική καθημερινή: Τις καθημερινές οι ενδυμασίες ήταν απλές και από φτηνά και γερά υφάσματα. Στο κεφάλι, σχεδόν όλοι, φορούσαν μαντήλες άσπρες ή πολύχρωμες, που έδεναν διαφορετικά, ανάλογα με τις τοπικές συνήθειες. Όλοι επίσης φορούσαν τη μπροστέλλα ή προστέλλα (ποδιά), μονόχρωμη ή ριγωτή, που΄δενε με κορδόνια κι είχε στη μέση ή στην άκρη δεξιά μια μεγάλη τσέπη. Οι Πυργούσοι φορούσαν διαφορετική ενδυμασία, την «ποδιά». Αυτή αποτελούνταν από το βρατσί (άσπρο στενό παντελόνι), την πουκαμίσα, το ζωνάρι, το γιλέκο, τον τσερβέ (κεντητό μαντήλι που΄πεφτε στην πλάτη), τον σκούφο ή η μαντήλα, η μπροστέλλα, τα τουρλούκια κι οι κουντούρες. Γυναικεία επίσημη: Επειδή στη γυναικεία στολή υπήρχαν πολλές παραλλαγές, έγινε μια προσπάθεια να περιγραφούν οι ενδυμασίς, που είχαν κοινά στοιχεία στα περισσότερα χωριά. Πάντως η μεγαλύτερη διαφορά που τις ξεχώριζε ήταν στο δέσιμο του κεφαλομάντηλου. Οι γυναίκες εσωτερικά φορούσαν: α)Την ποκαμίσα β) Την

καμιζόρα ή μισοφόρι γ) Το βρατσί ή βρακί, φαρδί, συνήθως καμποτένιο, κεντημένο στις κάτω άκρες. Στη μέση έδενε με βρακοζώνα. Εξωτερικά φορούσαν: α) Το μπούστο β) Τα μπρουτζούκια γ) Τη φούστα ή ποδιά δ) Το ζακετάκι ή σαμάρι ή καμουχάς ε) Τον τσερβέ στ) Τη στόφα ή στηθόπανο ή γεμενί ζ) Στο κεφάλι φορούσαν τη σκούφα ή ντουβέτα, από πάνω το πεσέτο και το στρούντζο ή στρουγγί, για να σφίγγει τα μαλλιά. Από πάνω φορούσαν το σαρίκι ή κεφαλομάντηλο. Οι νυφικές στολές έμοιαζαν με τις γιορτινές ήταν όμως φτιαγμένες με μεγαλύτερη επιμέλεια και πολλά – πολλά κεντήματα. Οι γυναικείες καθημερινές ως επί το πλείστον φορούσαν ζακετάκι και μακρύ ως τους αστραγάλους εξωτερικό μισοφόρι. Μπροστά φορούσαν κοντή μπροστέλλα (ποδιά). Στο κεφάλι φορούσαν το μαντήλι, που εξείχε πάνω από το μέτωπο ή και σκούφια μεγάλη, που άφηνε ελεύθερο μόνο το πρόσωπο για να μην τις μαυρίσει ο ήλιος. (Το κείμενο είναι από το βιβλίο "Μιάν βολάν τσ΄έναν τσαιρόν ήτον..." του Γιάννη Κολλιάρου)

ΛΕΣΒΟΥ Η ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ Χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο της αντρικής φορεσιάς στη Λέσβο είναι η βράκα. Είναι κατασκευασμένη από χοντρό ή λεπτό υφαντό ύφασμα ανάλογα με τη χρήση (καθημερινή ή εορταστική) και με την εποχή (χειμώνας, καλοκαίρι). Η βράκα – πάντα μαύρου χρώματος – έχει άνοιγμα περίπου 2 μέτρα και στερεώνεται στη μέση με τη βρακοζώνη, που είναι ένα κορδόνι πλεγμένο στο χέρι. Ένα μαύρο υφαντό ζωνάρι μήκους από 3-5 μέτρα και πλάτους περίπου μισού μέτρου συγκρατεί τη βράκα. Η ανδρική ενδυμασία συμπληρώνεται με λευκό πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, σταυρωτό με λοξό κούμπωμα, σκούρες κάλτσες, μάλλινες ή λινές, μαύρη κατσούλα στο κεφάλι και μαύρα υποδήματα. Τα παπούτσια χαρακτηρίζονται ως παντόφλες με σηκωμένη τη μύτη και είναι ιδιαίτερα βαριά. Αγαπημένο αξεσουάρ των ανδρών από τη Λέσβο είναι μέχρι και σήμερα το κομπολόι. Χορεύουν συχνά κρατώντας το, ενώ όταν δεν το κρατούν, είτε το περνούν στον καρπό, είτε το κρεμούν στο ζωνάρι. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ Από ιστορικές μαρτυρίες και προικοσύμφωνα, τη βάση της γυναικείας φορεσιάς, πριν τον 18ο αιώνα, αποτελούσε το «φουστάνι». Το φουστάνι είναι μακριά ίσια φούστα που εφαρμόζει στη μέση ή ανεβαίνει υψηλότερα και πιθανόν στηρίζεται στους ώμους με τιράντες ή φέρει προσραμμένο μικρό χωρίς μανίκια μπούστο, με μεγάλο άνοιγμα στο στήθος, το οποίο καλύπτεται από το «στηθόπανο». Το είδος της ενδυμασίας αυτής συμπληρωνόταν από το πουκάμισο λευκό κεντημένο ή διακοσμημένο με δαντέλλα στο άνοιγμα του λαιμού και κάτω στο μανίκι. Έμπαινε μέσα στη φούστα και συχνά συνοδευόταν από ζωνάρι, που τύλιγε τη μέση και άφηνε μπροστά να κρέμονται οι δύο κεντημένες άκρες. Σαν συμπλήρωμα έφερε το γιλέκι που φοριόταν όπως το «καμιτζόρι». Το «αντερί» ήταν εξωτερικό είδος φορέματος, το καλοκαίρι φοριόταν με φουστάνι ανοιχτό προς τα εμπρός ενώ το χειμώνα ήταν ο επενδύτης που ποίκιλε σε μάκρος. Το μαντήλι «ποσί» ήταν σαν είδος καλύπτρας, σαν μεταξωτή εσάρπα ή είδος μπόλιας. Τα «προμάνικα» ήταν πρόσθετα μανίκια ή τμήμα μανικιών, κατάλοιπο πιθανώς της Βυζαντινής παράδοσης.

ΝΑΞΟΣ Τα μαλλιά τα σκέπαζε πολύχρωμη μαντίλα με σταμπωτά λουλούδια. Εμπρός, λινή ποδιά, με στενή δαντέλα κατά μήκος και φαρδιά κάτω. ΠΑΡΟΣ Την παριανή γυναικεία φορεσιά αποτελούσαν πολλά εσώρουχα και φούστες. Μαντίλα στο κεφάλι, πολύ μακριά, που τυλιγόταν στο λαιμό. Το ένα σκέλος της έπεφτε εμπρός αριστερά και το άλλο πίσω. Υποκάμισο, που καταλήγει σε μικρές μανσέτες με λίγο κεντηματάκι. Μεσάτο φόρεμα, κοντά μανίκια που καταλήγουν στους ώμους με μεταξωτούς φιόγκους. ΣΚΙΑΘΟΣ Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά της Σκιάθου απαρτίζεται από φαρδομάνικο υποκάμισο. Ζακέτο, κοντομάνικο, ανοιχτό στον όρμο. Στην κεφαλή πέπλο, λευκό, ψιλό, βαμβακερό.

ΣΚΥΡΟΣ ΑΝΔΡΙΚΗ Η ανδρική φορεσιά των Σκυριανών αποτελείται από την κλασική μακριά, ναυτική, λινή βράκα. Βαμβακερό υποκάμισο. Από πάνω το γιλέκο, με κέντημα στο στέρνο. Στο κεφάλι ψιλό μαντίλι, στην απόχρωση της βράκας. Στη μέση φόραγαν ζωνάρι. ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ Η φορεσιά αποτελείται από μακριά, φαρδιά, πτυχωτή φούστα, σε έντονα χρώματα, φαρδομάνικο υποκάμισο, στολισμένο με κεντημένα λουλούδια και άνθη. Ζακετάκι με γουνάκι στο στέρνο, ανοιχτό, να φαίνεται το υποκάμισο. Τα φορέματα ήταν αρχικά ριχτά ή σχεδόν ριχτά. Μακρύς γαλάζιος πέπλος στο κεφάλι. Έφτανε έως την περιφέρεια. Ο πέπλος δένεται με δερμάτινο λουράκι, κάτω από το λαιμό της κοπέλας. ΘΑΣΟΣ Οι Θάσιες στο κεφάλι φορούν το σπαλέτο. Αυτό είναι μια λουλουδάτη λευκή μαντίλα μεγάλων διαστάσεων, που κατέληγε σε καρκάλια (κρόσσια). Κάτω από αυτό, φορούν ένα φεσάκι, όπου τυλίγουν τις πλεξίδες τους. Συνεχίζει με το ποικιλόχρωμο μεταξωτό αμάνικο και μακρύ φστάνι. Ήταν ιδιαίτερα φαρδύ στο κάτω μέρος του. Οι ποδιές κατά βάση μονόχρωμες, μαύρες ή σίβες (γκρίζες), αλλά με λουλουδένιο διάκοσμο. Κατέληγαν στρογγυλές. Οι Θάσιες στολίζονταν και με κοσμήματα: στη λαιμουδιά φορούσαν χρυσές καρφίτσες και καδένες. * Παρουσιάσαμε ενδεικτικές φορεσιές από μερικά νησιά μιας και η ποικιλία αυτών είναι τεράστια και θα απαιτούσε πολύ χώρο χρόνο και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε ένα διδακτικό έτος. .

Γ) ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ Βιολί Το βιολί είναι σήμερα το πιο δημοφιλές όργανο στο νησί. ‘Οπως προαναφέρθηκε είναι ένα από τα «δάνεια» της Δύσης, το οποίο σιγά - σιγά με το πέρασμα των χρόνων προσαρμόστηκε, άλλαξε η τεχνική του και αφομοιώθηκε από τις παραδόσεις των νησιών του Αιγαίου. ‘Εχει τέσσερις χορδές, που κουρδίζονται κατά διαστήματα 5ης καθαρής, σολ-ρε-λα-μι, και η μελωδία παίζεται κυρίως στην ψηλότερη (μι). Πολλές φορές σι λαϊκοί βιολιτζήδες και στην Ικαρία χαμήλωναν την ψηλότερη χορδή το μι «όπως οι Τούρκοι» και με αυτόν τον τρόπο μάλλον πετύχαιναν πιο εύκολα τα διαστήματα των ελληνικών μουσικών «δρόμων», (των ασυνκέραστων παραδοσιακών κλιμάκων). Σήμερα πάντως η τεχνική παιξίματος του παραδοσιακού βιολιού πλησιάζει όλο και περισσότερο την κλασική τεχνική, αφού οι νέοι που μαθαίνουν φοιτούν συνήθως σε κάποιο ωδείο. Στην Ικαρία υπάρχουν τώρα αρκετοί αξιόλογοι «λαϊκοί βιολιτζήδες», νεότεροι ή γεροντότεροι, που εμφανίζονται στα πανηγύρια και σε κάθε είδους εκδηλώσεις και παίζουν ακούραστα τον ικαριώτικο και άλλους χορούς και τραγούδια. Το βιολί κυρίως συνοδεύεται από το λαούτο, που μαζί αποτελούν την παραδοσιακή νησιώτικη ζυγιά. Λύρα Η λύρα ανήκει στην οικογένεια των εγχόρδων με τόξο (δοξάρι) και στον Ελλαδικό χώρο υπάρχει από πολύ παλιά. Τη συναντάμε κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα στο χώρο του Αιγαίου. Η πιο παλιά και απλή της μορφή είναι το «λυράκι». Η ικαριώτικη λύρα ανήκει σ' αυτόν τον τύπο, όπως και η λύρα της Καρπάθου. Είναι μικρή σε μέγεθος, φτιαγμένη σε μονοκόμματο ξύλο με σκαφτό ηχείο, που στο επάνω μερος του σχηματίζεται το χέρι. Το

ξύλο που συνήθως χρησιμοποιείται για την κατασκευή της, είναι η μουριά. ‘Εχει τρία μέρη: Το ηχείο, το χέρι (λαιμό) και την κεφαλή. Δεν έχει ταστιέρα και οι τρεις χορδές της ακουμπούν σ ένα μόνο καβαλάρη χαμηλά στο ηχείο, ενώ στο επάνω μέρος του λαιμού δένουν στα κλειδιά, που είναι σφηνωμένα στην κεφαλή και με τα οποία κουρδίζεται. Το καπάκι, το επάνω μέρος του ηχείου, είναι συνήθως διαφορετικό ξύλο χωρίς ρόζους. Έχει πάχος λίγα χιλιοστά και είναι επίπεδο ή λίγο κυρτό. Δίπλα στον καβαλάρη βρίσκονται τα «μάτια», δυο τρύπες που βοηθούν ν' ακούγεται καλύτερα ο ήχος. Μέσα στο ηχείο υπάρχει η «ψυχή», ένα μικρό κομμάτι ξύλο, που στηρίζεται στη μια άκρη στο σημείο κάτω από τον καβαλάρη και στην άλλη άκρη στον πυθμένα του ηχείου. Η ψυχή βοηθάει στο να μεταφέρονται ομοιόμορφα οι δονήσεις του ήχου σε ολόκληρο το ηχείο. Η λύρα χορδίζεται κατά διαστήματα 5ης καθαρής, ρε-λα-μι ή κατά 5η και 4η καθαρή, ρε-λα-ρε, χωρίς να ενδιαφέρει τον λυράρη το απόλυτο τονικό ύψος. Η μελωδία παίζεται στην πρώτη χορδή, την ψηλότερη, ενώ η δεύτερη και η τρίτη χρησιμοποιούνται συνοδευτικά κρατώντας ένα ίσο που δίνει στη λύρα το χαρακτηριστικό της χρώμα. Οι χορδές ήταν παλιά εντέρινες, αλλά τώρα πια χρησιμοποιούνται μεταλλικές. Η διακόσμηση στο λυράκι δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια, περιορίζεται σε κάποια σχέδια, συνήθως ανάγλυφα στο πίσω μέρος του ηχείου και στην κεφαλή. Το δοξάρι είναι μικρό (μικρότερο από αυτό του βιολιού), λίγο κυρτό, φτιαγμένο από διάφορα ξύλα και τρίχες από ουρά φοράδας. Πολλές φορές έχει και μικρά κουδουνάκια, που κρέμονται από το ξύλο και με την κίνηση του χεριού του επιδέξιου λυράρη συνοδεύουν ρυθμικά το τραγούδι. Η λύρα παιζόταν σ' ολόκληρη την Ικαρία και είχε ρόλο ανάλογο του βιολιού. Κύριο μελωδικό όργανο που μ αυτό παίζονται και χοροί πηδηχτοί ή συρτοί. Μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο περίπου υπήρχαν αρκετοί λυράρηδες στο νησί, αλλά από τότε και ύστερα σιγά -σιγά το λυράκι όλο και περισσότερο το εγκατέλειπαν για το βιολί, που στο τέλος επικράτησε. Πολλοί από τους σημερινούς βιολιτζήδες της Ικαρίας, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν ξεκινήσει από τη λύρα.

Με το πέρασμα των χρόνων, στη λύρα έγιναν κάποιες μορφολογικές αλλαγές με πρότυπο το βιολί, προκειμένου να «επιβιώσει» και να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις των καιρών. Οι αλλαγές αυτές έγιναν με κέντρο την Κρήτη, όπου η λύρα εξακολουθεί να είναι το επικρατέστερο όργανο. Μεγάλωσε το ηχείο της, απέκτησε ταστιέρα, το χέρι της μάκρυνε και ο ήχος της έγινε βαθύτερος και γλυκύτερος. Επίσης η κεφαλή της έγινε όμοια με αυτή του βιολιού και όλη η διακόσμησή της πιο πλούσια. Έτσι προέκυψε ο νεότερος τύπος που είναι η Κρητική λύρα. Στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου η λύρα πριν εξελιχθεί αντικαταστάθηκε σταδιακά από το βιολί (με εξαίρεση την Κάρπαθο), όπως συνέβη και στην Ικαρία. Το καταλληλότερο όργανο για τη συνοδεία της λύρας είναι το λαούτο, που μαζί αποτελούν την παλιά ζυγιά, παίζεται ωστόσο και με συνοδεία άλλων oοργάνων. Τσαμπούνα Η τσαμπούνα είναι ο νησιώτικος τύπος του ελληνικού άσκαυλου. Ο αντίστοιχος της στεριανής Ελλάδας είναι η γκάιντα. Από νησί σε νησί συναντάμε διάφορες παραλλαγές της ονομασίας του οργάνου, όπως σαμπούνα (‘Ανδρος), ασκομαντούρα (Κρήτη) κ.ά. Στην Ικαρία ονομάζεται τσαμπουνοφυλάκα. Για να κατασκευαστεί και να συντηρηθεί η τσαμπούνα χρειάζεται πολύς κόπος και χρόνος και συνήθως κατασκευαστής είναι ο ίδιος ο τσαμπουνιέρης. Αποτελείται από τρία μέρη: Το ασκί (φυλάκι), το επιστόμιο, το μέρος που φυσάει ο τσαμπουνιέρης και τη συσκευή για την παραγωγή του ήχου, την τσαμπούνα. Το ασκί ή τουλούμι είναι από δέρμα κατσίκας ή καλύτερα από μικρό κατσικάκι. Το γδάρσιμο του ζώου γίνεται με μεγάλη προσοχή για να μη σκιστεί το δέρμα και καταστραφεί. Αμέσως μετά αλατίζουν το δέρμα από το μέσα μέρος (όχι από το τριχωτό) για να σφίξει, και το αφήνουν τυλιγμένο με το αλάτι αρκετές μέρες. Μετά το αλάτισμα κουρεύουν την τρίχα με ψαλίδι και την αφήνουν 1-1,5 εκ. περίπου μακριά, (δεν πρέπει να την ξυρίσουν τελείως). Ύστερα πλένουν το δέρμα και το δένουν στο λαιμό και στο πίσω μέρος (τα πίσω πόδια και την ουρά). Αφού το αναποδογυρίζουν, (να είναι το τριχωτό από μέσα), στα δύο

πόδια που μένουν ανοιχτά, (το μπροστινά), στο ένα προσαρμόζεται η τσαμπούνα και στο άλλο το επιστόμιο. Η τσαμπούνα φτιάχνεται από ξύλο πικροδάφνης 7-8 εκ. με αυλάκι στο εσωτερικό (κουφωμένο), που καταλήγει σε χωνί. Στο αυλάκι εφαρμόζονται δύο λεπτά και σκληρά καλάμια χωρίς κόμπο και τα κενά μεταξύ τους γεμίζονται με κερί. Αυτά είναι τα «μπιμπίκια», που βγάζουν τη «φωνή». Τα καλάμια πρέπει να έχουν ίσο μήκος και πάχος για να δώσουν ίδιο τονικό ύψος. Είναι δηλαδή στην πραγματικότητα δύο καλαμένιες φλογέρες, μέσα σε ένα κομμάτι ξύλο, που στο τέλος του σχηματίζεται χωνί. Το ένα είναι για τη μελωδία και έχει 5-6 τρύπες και το άλλο για το ίσο με 1 τρύπα. Στο πάνω μέρος τους εφαρμόζεται από ένα μικρότερο καλάμι, που στο πάνω άκρο του έχει μονό γλωσσίδι, (παρόμοιο στόμιο με του κλαρίνου). Το μέρος αυτό που βρίσκονται τα καλαμάκια με το γλωσσίδι είναι μέσα από το δέρμα στο ένα από τα πόδια του ζώου, που είναι ελεύθερα. Στο άλλο εφαρμόζεται το επιστόμιο, το μέρος δηλαδή που φυσάει ο οργανοπαίκτης. Το επιστόμιο είναι ένας μικρός, σωλήνας από καλάμι, (μερικές φορές από πικροδάφνη), που προσαρμόζεται στο δέρμα ή το περνάνε στην τρύπα ενός καρουλιού και στερεώνουν το καρούλι στο δέρμα. Στην άκρη που βρίσκεται μέσα από το δέρμα στερεώνουν ένα άλλο κομμάτι δέρμα, που λειτουργεί σαν βαλβίδα για να μη Φεύγει ο αέρας όταν ο τσαμπουνιέρης σταματά το φύσημα για να πάρει ανάσα. Το χωνί στο οποίο καταλήγει η τσαμπούνα δεν είναι πάντα συνέχεια του ίδιου ξύλου. Μπορεί να είναι και από κέρατο βοδιού. Επίσης στη Θέση του ξύλου μπορεί να μπει ένα χοντρό καλάμι κομμένο στο πάνω μέρος. Το ασκί επειδή μπορεί με τον καιρό να φυράνει και να ξεραθεί, πολλές φορές το αλλάζουν. Μπορεί, ωστόσο να γίνει και ένα είδος συντήρησης για να μείνει μαλακό και να μη χάνει αέρα. Ο πιο, συνηθισμένος τρόπος είναι το πλύσιμο στη Θάλασσα. Η τσαμπουνοφυλόκα παίζεται με το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη. Συγκεκριμένη τεχνική παιξίματος δεν υπάρχει. Ο κάθε οργανοπαίχτης διαλέγει τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο. Το βασικό τονικό ύψος του οργάνου καθορίζεται τυχαία από την κατασκευή Τα διαστήματα που δίνει επίσης καθορίζονται από την κατασκευή ανάλογα πόσο απέχουν οι τρύπες των καλαμιών μεταξύ τους, (είναι φυσικά και όχι συνκερασμένα). Οι μελωδίες που παίζονται με την τσαμπούνα έχουν μικρή ένταση, (συνήθως μία 6η) και οι τσαμπουνιέρηδες τις στολίζουν με πολλά ποικίλματα και ξένες νότες.

Ο ήχος της τσαμπούνας είναι οξύς και πολύ δυνατός σε ένταση, κατάλληλος για ανοιχτούς χώρους. Πολλές φορές παίζεται και μαζί με άλλα όργανα. Στην Ικαρία η τσαμπούνα παίζονταν περισσότερο στις Ράχες, στις περιοχές του Πάππα, καθώς και στους Φούρνους. Ενώ είναι αρκετές δεκαετίες που έχει πάψει να παίζεται, δεν έχει αντικατασταθεί από άλλο όργανο όπως συνέβη με τη λύρα. Και τη τσαμπούνα και τη λύρα σήμερα δύσκολα τα βρίσκουμε στην Ικαρία και σιγά - σιγά σπανίζουν όλο και περισσότερο. Σήμερα όμως αρκετοί έχουν αρχίσει να στρέφονται προς τα παλιά αυτά όργανα και πάλι, είτε για να τα μάθουν, είτε για να τα μελετήσουν σαν μέρος της παράδοσης του νησιού. Λαούτο Το λαούτο κατάγεται από το ούτι, απ' όπου παίρνει και τ' όνομα του (αραβικά αλ ούντ = το ξύλο). Το λαούτο που βρίσκεται στον ελλαδικό χώρο έχει τέσσερις διπλές σειρές χορδών, που κουρδίζονται στους φθόγγους λα-ρε-σολ-ντο. Το Κρητικό λαούτο επειδή συνήθως συνοδεύει τη λύρα και όχι το βιολί, κουρδίζεται μια καθαρή Τετάρτη πιο χαμηλά, δηλ. μι-λα-ρε-σολ. Εξαιτίας του χαμηλότερου κουρδίσματος έχει μεγαλώσει και όλο το όργανο. Το λαούτο της Μικράς Ασίας φαίνεται ότι υπήρχε πριν από το λαούτο του ελλαδικού χώρου, το οποίο εμφανίζεται στα τέλη του περασμένου αιώνα (το λαούτο που αναφέρεται στον "Ερωτόκριτο" ήταν μάλλον το ευρωπαϊκό αναγεννησιακό λαούτο, που ελάχιστες ομοιότητες είχε με το σημερινό ελληνικό λαούτο). Στην Κρήτη ειδικότερα αρχίζει να εμφανίζεται κατά το 18ο αιώνα σε σχήματα με λύρα και βιολί, κυρίως ως συνοδευτικό όργανο.

Μπουζούκι Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο ηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες και μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς την κατεύθυνση του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου. Διαθέτει τρεις ή τέσσερεις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος). Παλιότερα, στην ανατολή, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή του μπουζουκιού σε 8χορδο.

Δ) ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ Νησιωτικα Νησιώτικα ή αλλιώς Νησιώτικος Χορός, είναι το είδος της μουσικής και όνομα της κατηγορίας των τραγουδιών και των χορών των Ελληνικών Νησιών, που παίζονται από ομογενείς και είναι διαδεδομένα σήμερα, μέσω της Ελληνικής Μουσικής, σε όλη την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αυστραλία, την Αμερική και αλλού. Το Αιγαίο έχει μια γνωστή παράδοση λαϊκών χορών, η οποία προέρχεται από τους χορούς της Αρχαίας Ελλάδας, όπως: ο συρτός, ο καλαματιανός, η σούστα, ο μπάλος, ο ικαριώτικος, ο πεντοζάλης και άλλοι. Τη νησιώτικη μουσική τη συναντούμε στα σημερινά τραγούδια. Η λύρα είναι το πιο γνωστό όργανο λαϊκής τέχνης στα νησιώτικα καθώς και άλλα, όπως το λαούτο, το βιολί, το μπουζούκι, η ασκομαντούρα με ελληνικά χαρακτηριστικά που ποικίλλουν. Τα νησιώτικα συναντιούνται στην παραδοσιακή μουσική σε πολλά μουσικά είδη χορών, κυρίως στα Νησιά του Αιγαίου, όπως στους Νησιώτικους Συρτούς, τη Λαϊκή Μουσική, τις Μαντινάδες, ενώ υπάρχουν και εξέχοντα στοιχεία του χορού. Μπάλος Ο Μπάλος είναι ένας χορός ελληνικής καταγωγής με πανάρχαια ελληνικά στοιχεία κι ένας από τους πιο γνωστούς ελληνικούς λαϊκούς νησιώτικους χορούς στην Ελλάδα. Η λέξη μπάλος στα λατινικά είναι δανεισμένη από την ελληνική γλώσσα, προερχόμενη από το ελληνικό ρήμα βαλλίζω. Η μελωδία του μπάλου είναι γενικά χαρούμενη και λυρική το οποίο είναι χαρακτηριστικό της μουσικής των νησιών του Αιγαίου. Αυτός ο χορός χορεύεται συνήθως από ζευγάρια κι ενσωματώνει όλα τα στοιχεία του φλερτ.

Οι άνδρες παλιότερα δεν μπορούσαν να πλησιάσουν εύκολα τις γυναίκες και με τον μπάλο μπορούσαν να «φλερτάρουν» μαζί τους. Υπάρχουν διάφορες μορφές του μπάλου γύρω από τα νησιά. Η απλούστερη είναι εκείνη κατά την οποία ένα ζευγάρι περνά μέσα από μια σειρά από αυθόρμητες μορφές. Σε μιαν άλλη εκδοχή πολλά ζευγάρια χορεύουν ταυτόχρονα μόνα τους επάνω στην πίστα. Μιαν άλλη εκδοχή είναι όταν εισάγεται κι ο συρτός. Τέλος, στην πιο περίπλοκη μορφή του, όταν ένας αριθμός ζευγαριών κάνουν συγχρονισμένα διάφορες έντονες χορευτικές φιγούρες. Ικαριώτικος Είναι ένας ιδιαίτερα γνωστός σε όλη την Ελλάδα. Υπάρχουν δύο Ικαριώτικοι : 1) ο αυθεντικός Ικαριώτικος (στη πραγματικότητα τέσσερα διαφορετικά τραγούδια-σκοποί, που συνολικά ή ξεχωριστά αποτελούν τον Ικαριώτικο χορό), που χορεύουν οι Ικαριώτες στα παραδοσιακά πανηγύρια τους. Συγκεκριμένα οι οργανικοί σκοποί είναι ο τσαμούρικος, ο ραχιώτικος και ο περαμαρίτικος και τα τραγούδια "Πέρα στο χωριού τη βρύση" και "Η συμπεθέρα". 2)Το τραγούδι "Ικαριώτικος" (Η αγάπη μου στην Ικαριά) Κονιτόπουλος, Πάριος . Σύγχυση δημιουργείται συχνά μεταξύ των δύο εκδοχών. Πολύς κόσμος πιστεύει ότι το τραγούδι "Η αγάπη μου στην Ικαριά" είναι ο παραδοσιακός Ικαριώτικος χορός, το οποίο είναι ανακριβές. Αν και οι χοροί είναι εξαιρετικά όμοιοι (στη πραγματικότητα ίδια βήματα με διαφορετικό ρυθμό και τρόπο) Στον Ικαριώτικο χορό οι χορευτές πιάνονται ψηλά από τους ώμους. Τα όργανα που παίζουν τον Ικαριώτικο, παραδοσιακά είναι η Τσαμπούνα ή τσαμπουνοφυλάκα, το βιολί και σε πιο σύγχρονες εκδοχές και η κιθάρα.

Στα Ικαριώτικα πανηγύρια που γίνονται όλο το καλοκαίρι (και όχι μόνο) στο νησί του Ικάρου, η εκδοχή 2 (η αγάπη μου στην Ικαρία) δεν ακούγεται καθόλου από τις παραδοσιακές ορχήστρες του νησιού. Αυτό ερμηνεύεται από αρκετούς ως αποφυγή σύγχυσης του πραγματικού Ικαριώτικου με το τραγούδι. Αντ' αυτού, σε όλα τα Ικαριώτικα πανηγύρια την τιμητική του φυσικά έχει ο Ικαριώτικος (εκδοχή 1) όπου παίζεται και χορεύεται με πάθος αρκετές φόρες κατά τη διάρκεια του πανηγυριού από πλήθος κόσμου. Τα τελευταία χρόνια τα πανηγύρια έχουν "ξαναγεννηθεί" με την έντονη συμμετοχή της νεολαίας, αλλά και των επισκεπτών του νησιού, έχοντας γίνει ο πόλος έλξης του νησιού! Ροδίτικος πηδηχτός ή Ροδιτικος χορός. Χορεύεται σε ρυθµό 7/8, έχει µέτρο δίσηµο και 12 βήµατα που ολοκληρώνονται σε 4 µουσικά µέτρα. Χορός που πήραμε από τους Κρήτες. Επί Τουρκοκρατίας οι Κρήτες που ήρθαν στο νησί της Ρόδου ( και εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι στο χωριό Έμπωνα ) διαμόρφωσαν έναν χορό πάνω στον ρυθμό και στα βήματα του Χανιώτικου συρτού. Έχει τα ίδια βήματα και πιο πηδηχτά ( με μικρές παραλλαγές ) γι’ αυτό και ονομάστηκε από πολλά συγκροτήματα Ροδίτικος πηδηχτός. Στη Ρόδο ακόμη και σήμερα ονομάζεται Κρητικός. Το πιάσιμο των χεριών είναι περίπου στο ύψος του ώμου. Συρτός Ο συρτός είναι ένας παραδοσιακός ελληνικός χορός που η προέλευσή του τον αναγάγει στην αρχαία Ελλάδα. Το όνομα του χορού προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη "σύρω" (τον χορό). Ο χορός μνημονεύεται στην Επιγραφή του Επαμεινώνδα (στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ.), που βρέθηκε στη Βοιωτία και αναφέρει: "με θεοσέβεια τέλεσε τις μεγάλες εθνικές πομπές και την εθνική όρχηση του συρτού". Ο Συρτός χορεύεται σήμερα σε όλη την Ελλάδα και είναι διαδεδομένος σε πολλές χώρες. Είναι σε δίσηµο ρυθµό 2/4 και χορεύεται µε τα ίδια βήµατα του Συρτού των άλλων νησιών της Δωδεκανήσου

Καλαματιανός Δημοφιλέστατος δημοτικός χορός, που λέγεται και ίσος ή συρτός, με πανάρχαιες ελληνικές ρίζες. Άγνωστος είναι ο δημιουργός του. Το όνομα του προέρχεται από την Πελοπόννησο, όπου και δημιουργήθηκε. Πολλές όμως είναι οι θεωρίες που διατυπώθηκαν για την αρχαία του προέλευση. Αυτή φαίνεται από απεικονίσεις σε αγγεία, καθώς επίσης και από τοιχογραφίες που παρουσιάζουν μερικά χαρακτηριστικά του βήματα ή φιγούρες. Το ότι οι χορευτές κρατούν ο ένας τον καρπό του άλλου, μας βοηθάει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι ο καλαματιανός έχει κάποια σχέση με κάποιον από τους χορούς των αρχαίων προγόνων μας. Καλυμνιώτικος (Χορός του μηχανικού) Ο Καλυμνιώτικος ή Χορός του Μηχανικού είναι ο δημοφιλέστερος χορός της Καλύμνου. Ο χορός χορεύεται σε διάφορες εκδηλώσεις όπως γάμοι, γλέντια και πανηγύρια και είναι πολύ αγαπητός. Είναι καθαρά αντρικός χορός. Αποτελεί αναπαράσταση του «πιασμένου» μηχανικού, δηλαδή του δύτη που βουτούσε με σκάφανδρο κι έχει πιαστεί, έχοντας πάθει τη νόσο των δυτών που ήταν η ημιπαράλυση. Αυτός ο χορός ξεκίνησε σχεδόν πριν από 50 χρόνια, αλλά οι ρίζες του πραγματικού χορού με έναν ήρωα αληθινά πιασμένο μηχανικό, ανάγονται στα τέλη του περασμένου αιώνα. Τότε είχαμε τους πρώτους μηχανικούς και τους πρώτους «πιασμένους». Η παντελής άγνοια των κανόνων κατάδυσης, ήταν η αιτία που υπήρχαν πολλά άτυχα θύματα αυτού του τύπου, δηλαδή «σκασμένοι» και «πιασμένοι». Σύμφωνα με την ιστορία, ο μηχανικός τρεμουλιάζει, πέφτει κάτω και ξανά σηκώνεται για να χορέψει με συνοδεία την ειδική μελωδία του μηχανικού, εμπνευσμένη από τη σφουγγαράδικη αντρειοσύνη και γενναιότητα

Καρπάθικη σούστα Είναι ένας σχεδόν συρτός χορός με ήσυχα βήματα και χωρίς ιδιαίτερα σουσταρίσματα. Είναι ο μόνος χορός του νησιού, στον οποίο επιτρέπεται γυναίκες να χορεύουν στο μπροστινό μέρος και κατάγεται από τα κάτω χωριά της Καρπάθου όπου και χορεύεται, σε αντίθεση με τα βόρεια χωριά. Έχει παρομοιασθεί πολλές φορές με τα κύματα της θάλασσας, χάρη στον τρόπο που χορεύεται. Παλαιότερα θεωρούνταν ως ο χορός των γυναικών και των γερόντων ως ξεκούραστος χορός. Σήμερα στα βόρεια χωριά του νησιού δεν χορεύεται σχεδόν καθόλου, ενώ στα νότια είναι από τους κυριότερους χορούς και χορεύεται μεμονωμένα ή μόνο από τον πρωτοχορευτή με τις χορεύτριές του κατά τον επίσης κύριο Πάνω Χορό. Η μουσική της Σούστας, σε αντίθεση με αυτήν του Πάνω Χορού, αποτελείται από δοξαριές που παίζονται κυρίως στη χαμηλοκουρδισμένη μεσαία χορδή της καρπάθικης λύρας. Τσιριγώτικος Ο χορός είναι γνωστός και με το όνομα Μπουρδάρικος το οποίο πήρε από τη «Μπούρδα», τη βράκα δηλαδή που φορούν οι άνδρες. Είναι ο χορός των Κυθήρων και χορεύεται σε ρυθμό 2/4. Η λαβή είναι από τους ώμους ή του Καλαματιανού. Αποτελείται από τα εξής έξι βασικά βήματα: 1: Το δεξί πόδι δεξιά. 2: Το αριστερό δεξιά. 4: Το αριστερό λυγισμένο ελαφρά έρχεται δεξιά και ψηλά από το έδαφος με ταυτόχρονη ελαφριά αναπήδηση του δεξιού επί τόπου. 5: Το αριστερό πόδι αριστερά. 6: Το δεξί πόδι λυγισμένο ελαφρώς έρχεται αριστερά και ψηλά από το έδαφος με ταυτόχρονη ελαφριά αναπήδηση του αριστερού επί τόπου.

ΑΛΛΟΙ ΧΟΡΟΙ Οι χοροί που χορεύονται σήµερα είναι: 1. Ο Σι(γ)ανός (χορός του γάµου) Είναι ο αντιπροσωπευτικός χορός της Πάτµου. Ο χρόνος του χορού είναι σε µέτρο ½, χορεύεται αργά και ήρεµα µε ένα βήµα µπρος κι ένα πίσω, θυµίζει πολύ τον ροδίτικο Κάτω Χορό, όπως και την µεγαρίτικη Τράτα. 2. Ο Λέρικος Ο χορός αρχίζει αργά και σταδιακά επιταχύνεται. Χορεύεται σε ανοικτό κύκλο µε τα χέρια κρατηµένα σταυρωτά. Στον κάβο µπορούσε να πιαστεί είτε άντρας είτε γυναίκα. Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει η λαβή του πρώτου µε τον δεύτερο. 3. Ο Παληός Ικαριώτικος Η φόρµα του "παληού" Ικαριώτικου χορού αποτελείται δοµικά από τρεις βασικές χορευτικές φράσεις. Οι δύο πρώτες χαρακτηρίζονται από λαβή σταυρωτή, σουστάρισµα και ήρεµη σχετική κίνηση, ενώ η Τρίτη αποτελεί µετασχηµατισµένη µορφή της δεύτερης µε λαβή από τους ώµους, εντονότερη και πιο πηδηχτή κίνηση και είναι αυτούσια η µορφή του Ικαριώτικου χορού. Η ανάλυση κατέδειξε πως και τα δύο χορογραφικά µοτίβα δοµούνται στη βάση του χορού στα τρία και προσιδιάζουν µε το χορογραφικό µοτίβο της δωδεκανησιακής Σούστας. 4. Το Λυροτσάµπουνο Είναι ένα είδος Σούστας αργής, µε αργά βήµατα όπου ο πρωτοχορευτής µε αυτοσχεδιασµούς επιδεικνύει την τέχνη του και τη χορευτική του ικανότητα.

5. Χιώτικος. Χορός της Χίου απ’ όπου πήρε και το όνομά του. Λαβή από τους ώμους ή Καλαματιανού. 6. Γαϊτανάκι Ρόδου. Χορός των Δωδεκανήσων που συναντάτε και με το όνομα Ροδίτικος και χορεύεται κυρίως από γυναίκες. Η λαβή του χορού είναι της Τράτας (Σταυρωτά). 7. Βιτζηλαιαδίστικος: είναι αντρικός χορός από το χωριό Κορωνίδα της Νάξου και οφείλει το όνοµά του στην οικογένεια των Βιτζηλαίων, οι οποίοι ήταν και οι µοναδικοί που το χόρευαν. Σήµερα είναι γνωστός και ως «Χορέψετε-χορέψετε» που στην υπόλοιπη Νάξο χορεύεται ως µπάλος. 8. Σιγανός ή τρεχάτος : Είναι χορός από τον Αη-Γιώργη Σηκούση της Χίου. Χορεύεται πάντοτε με την συνοδεία τσαμπούνας, από 4-5 άντρες και γυναίκες οι οποίοι είναι πιασμένοι μεταξύ τους με σταυρωτή λαβή. Ο χορός χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι αργό και αποτελεί ουσιαστικά τον σιγανό χορό, με βασικό μοτίβο αυτό του χορού στα τρία. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο, και αποτελεί τον τρεχάτο, γιατί οι χορευτές κινούνται με τον χορό τους με γρήγορες κινήσεις προς τα δεξιά σαν να τρέχουν.

Εκπαιδευτική επίσκεψη στο Λύκειο Ελληνίδων Λάρισας

Υπεύθυνος καθηγητής : Κυρίτσης Δημήτριος (ΠΕ11) 3Ο ΓΕΛ ΛΑΡΙΣΑΣ

2015-16