Εργασία Α' τάξης

23
Εργασία: Μεγάλο ολοκαύτωμα Αγαπητό το μου ημερολόγιο, Είμαι ένας από τους επιζήσαντες από το μεγάλο ολοκαύτωμα του Άουσβιτς.Είχα χρόνια να σου γράψω.Συγκεκριμένα από τότε που τα γερμανικά στρατεύματα μας μάζεψαν.Ήθελα να ξεχάσω την μέρα αυτή μα είναι αδύνατον!!Την μέρα αυτή άρχισε το μαρτύριο των Εβραίων. Εκείνη την μέρα έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών μας οι Γερμανοί.Πίστευες ότι θα άκουγες φωνές και κλάματα μα τίποτα δεν ακουγόταν.Απόλυτη σιωπή επικρατούσε στους δρόμους.Βλέπεις,όλοι είχαν τρομοκρατηθεί και δεν έλεγαν τίποτα ,μόνο υπάκουγε. Τη στιγμή που ήρθαν στο δικό μας σπίτι τα παιδιά μου φοβηθήκαν και έτρεξαν προς τα δωμάτια τους.O άντρας μου φοβισμένος κι αυτός ήταν έτοιμος να τους κλεισει την πόρτα μα τον σταμάτησα. Εγώ παράλληλα τρομοκρατημένη έσφιγγα το πόμολο της πόρτας ώσπου το χέρι μου δεν άντεχε άλλο. Τότε τους ρώτησα τι ήθελαν από εμάς και ένας στρατιώτης μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε. Αμέσως έτρεξα και πήρα τα παιδιά μου. Μας έβαλαν σε ένα μεγάλο φορτηγό, με πολλούς άλλους Εβραίους, και μας οδήγησαν στο σινεμά της πόλης .Αφού κατέβηκα αντίκρισα ένα μαύρο τοπίο. Άντρες, γυναίκες και παιδιά έσκυβαν τα πρόσωπα τους προσπαθώντας να κρύψουν τα δάκρυα από τον φόβο. Κανείς δεν μιλούσε επειδή φοβόντουσαν .Κανείς δεν φώναζε επειδή φοβόντουσαν. Κανείς δεν έκανε κάτι γιατί φοβόντουσαν. ΦΌΒΟΣ. Φόβος επικρατούσε στο σινέμα. Μια εικόνα που φώναζε ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ. Αφού πέρασαν τρεις ώρες μας έδωσαν την εντολή να εισέρθουμε στα τρένα που βρίσκονταν εκεί κοντά. Από ότι θυμάμαι τα τρένα ήταν εικοσιτέσσερα και εγώ, με την οικογένεια μου, βρισκόμασταν στο δέκατο. Πριν μπω γύρισα το κεφάλι μου να δω τους υπόλοιπους Εβραίους. Όταν γύρισα είδα την απορία των ανθρώπων για τον προορισμό μας .Παρόλα αυτά κανείς δεν έλεγε τίποτα. Όταν το ταξίδι άρχισε εγώ και η οικογένεια μου αρχίσαμε να ψάχνουμε θέσεις, για να κάτσουμε, μα όλες οι θέσεις, του τρένου, ήταν πιασμένες από Γερμανούς στρατιώτες. Όλοι οι Εβραίοι, μικροί μεγάλοι, καθόντουσαν όρθιοι με εντολή των Γερμανών. Προσπάθησα να κοιτάξω πίσω μου τι γινόταν. Μα αυτό που διέκρινα ήταν ένα θλιβερό τοπιο. Αυτό που διέκρινα ήταν ένα νεκρό τρένο. Κανείς δεν μίλαγε, κανείς δεν έκλαιγε, κανείς δεν φώναζε. Ήμασταν

description

..

Transcript of Εργασία Α' τάξης

Page 1: Εργασία Α' τάξης

Εργασία: Μεγάλο ολοκαύτωμα

Αγαπητό το μου ημερολόγιο,

Είμαι ένας από τους επιζήσαντες από το μεγάλο ολοκαύτωμα του Άουσβιτς.Είχα χρόνια να σου γράψω.Συγκεκριμένα από τότε που τα γερμανικά στρατεύματα μας μάζεψαν.Ήθελα να ξεχάσω την μέρα αυτή μα είναι αδύνατον!!Την μέρα αυτή άρχισε το μαρτύριο των Εβραίων.

Εκείνη την μέρα έσπαζαν τις πόρτες των σπιτιών μας οι Γερμανοί.Πίστευες ότι θα άκουγες φωνές και κλάματα μα τίποτα δεν ακουγόταν.Απόλυτη σιωπή επικρατούσε στους δρόμους.Βλέπεις,όλοι είχαν τρομοκρατηθεί και δεν έλεγαν τίποτα ,μόνο υπάκουγε.

Τη στιγμή που ήρθαν στο δικό μας σπίτι τα παιδιά μου φοβηθήκαν και έτρεξαν προς τα δωμάτια τους.O άντρας μου φοβισμένος κι αυτός ήταν έτοιμος να τους κλεισει την πόρτα μα τον σταμάτησα. Εγώ παράλληλα τρομοκρατημένη έσφιγγα το πόμολο της πόρτας ώσπου το χέρι μου δεν άντεχε άλλο. Τότε τους ρώτησα τι ήθελαν από εμάς και ένας στρατιώτης μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε. Αμέσως έτρεξα και πήρα τα παιδιά μου.

Μας έβαλαν σε ένα μεγάλο φορτηγό, με πολλούς άλλους Εβραίους, και μας οδήγησαν στο σινεμά της πόλης .Αφού κατέβηκα αντίκρισα ένα μαύρο τοπίο. Άντρες, γυναίκες και παιδιά έσκυβαν τα πρόσωπα τους προσπαθώντας να κρύψουν τα δάκρυα από τον φόβο. Κανείς δεν μιλούσε επειδή φοβόντουσαν .Κανείς δεν φώναζε επειδή φοβόντουσαν. Κανείς δεν έκανε κάτι γιατί φοβόντουσαν. ΦΌΒΌΣ. Φόβος επικρατούσε στο σινέμα. Μια εικόνα που φώναζε ΣΤΕΝΌΧΩΡΙΑ.

Αφού πέρασαν τρεις ώρες μας έδωσαν την εντολή να εισέρθουμε στα τρένα που βρίσκονταν εκεί κοντά. Από ότι θυμάμαι τα τρένα ήταν εικοσιτέσσερα και εγώ, με την οικογένεια μου, βρισκόμασταν στο δέκατο. Πριν μπω γύρισα το κεφάλι μου να δω τους υπόλοιπους Εβραίους. Όταν γύρισα είδα την απορία των ανθρώπων για τον προορισμό μας .Παρόλα αυτά κανείς δεν έλεγε τίποτα.

Όταν το ταξίδι άρχισε εγώ και η οικογένεια μου αρχίσαμε να ψάχνουμε θέσεις, για να κάτσουμε, μα όλες οι θέσεις, του τρένου, ήταν πιασμένες από Γερμανούς στρατιώτες. Όλοι οι Εβραίοι, μικροί μεγάλοι, καθόντουσαν όρθιοι με εντολή των Γερμανών. Προσπάθησα να κοιτάξω πίσω μου τι γινόταν. Μα αυτό που διέκρινα ήταν ένα θλιβερό τοπιο. Αυτό που διέκρινα ήταν ένα νεκρό τρένο. Κανείς δεν μίλαγε, κανείς δεν έκλαιγε, κανείς δεν φώναζε. Ήμασταν ένα στριμωγμένο τρένο που φώναζε ΒΌΗΘΕΙΑ. Βλέπεις, πέρα ότι ήμασταν όρθιοι ήμασταν και στριμωγμένοι.

Μετά από πέντε ώρες ταξίδι τα πόδια μου δεν με βάσταζαν. Άρχισαν να με πονάνε από την ορθοστασία. Τα παιδιά μου είχαν κοιμηθεί όρθια από την κούραση. Ενώ ο άντρας μου, εξαγριωμένος, δεν ένιωθε τίποτα.

Είχε περάσει μια μέρα χωρίς φαί και ύπνο ώσπου το τρένο έκανε μια στάση. Εκεί οι Γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να μας μοιράζουν μια φέτα ψωμί. Ύστερα από μισή ώρα το ταξίδι ξανάρχισε. Όλοι έκρυβαν την απορία τους για τον προορισμό μας.

Μετά από δυο μέρες το ταξίδι μας τελείωσε. Αφού είχαμε κατεβεί όλοι ,από το τρένο, μας χώρισαν σε δυο ομάδες. Τους άντρες που μπορούσαν να δουλέψουν τους πήραν μακριά. Από τότε δεν ξαναείδα τον άντρα

Page 2: Εργασία Α' τάξης

μου. Ευτυχώς είχα για στήριγμα τα παιδιά μου, τα οποία τα έβαλαν στην ίδια ομάδα με εμένα. Εκείνη τη στιγμή όλοι ξέσπασαν σε κλάματα. Άντρες, γυναίκες και παιδιά που αποχωρίζονταν ο ένας τον άλλο. Όμως κάτι τέτοιο δεν το επέτρεπαν οι Γερμανοί για αυτό και άρχισαν να μας βαρόνε με τα μαστίγια. Τότε σώπασαν όλοι.

Αφού είχαμε χωριστεί σε ομάδες άρχισαν να μας χτυπάμε τατουάζ τα οποία φανέρωναν τον αριθμό που ήμασταν. Ακόμα και στα παιδιά. Το τατουάζ αυτό το έχω ακόμα στο αριστερό μου χέρι. Εκείνη τη στιγμή πονούσα φριχτώ! Ένιωθα την βελόνα να τρυπάει το δέρμα μου.

Αργότερα, που είχε τελειώσει η διαδικασία αυτή, μας οδήγησαν σε ένα δωμάτιο. Εκεί παλιότεροι σκλάβοι Εβραίοι μας πληροφόρησαν ότι θα μας οδηγούσαν στο μεγάλο ολοκαύτωμα. Εγώ τρομαγμένη ήθελα να μάθω περισσότερες πληροφορίες. Έτσι άρχισα να μιλώ με μια γυναίκα. Καθώς μιλούσαμε ένιωσα κάτι σαν νιφάδα στο κεφάλι μου. Τότε την ρώτησα τι ακριβώς ήταν αυτό και μου είπε ότι ήταν νιφάδα από στάχτη πεθαμένου ανθρώπου. Επιπλέον μου είπε ότι με τη βοήθεια του καπνού, της φωτιάς, οι στάχτες των καμένων ανθρώπων μεταφέρονταν στον ουρανό. Ανατρίχιασα μαθαίνοντας το. Μα ήθελα να πιστέψω ότι εγώ και τα παιδιά μου θα σωζόμασταν.

Μια μέρα άρχισαν να φωνάζουν κάποιους αριθμούς. Όι αριθμοί αυτοί πήγαιναν σε ντουζιέρες πιστεύοντας ότι θα λούζονταν. Όμως όταν άνοιξαν τις βρύσες αυτές έβγαζαν ένα αέριο το οποίο δεν τους άφηνε να αναπνέουν. Έτσι ανοίγοντας κάποιος τις ντουζιέρες θα έβλεπε μωρά και γυναίκες πεθαμένες. Όλα αυτά δεν τα ήξερα ώσπου μου το είπε η γυναίκα με την οποία μίλαγα.

Τρομαγμένη πλέον προσευχόμουν μέρα με την μέρα για την μέρα της απελευθέρωσης. Αυτό που με κρατούσε όρθια ήταν η συντρόφια των παιδιών μου ώσπου μια μέρα τα πήραν μακριά από την αγκαλιά μου και τα οδήγησαν στις ντουζιέρες. Δεν μπορούσα να κάνω κάτι γιατί οι Γερμανοί κρατούσαν μαστίγια. Από τότε έχασα τα παιδιά μου. Τώρα το μόνο που με κρατούσε γερή ήταν ο θυμός που είχα απέναντι στους Γερμανούς αλλά και η θέληση της εκδίκησης .Κάτι που δεν κατάφερα ποτέ.

Μετά από πέντε χρόνια ανακάλυψα μια έξοδο. Μα προσπαθώντας να το σκάσω οι Γερμανοί με κατάλαβαν για αυτό και με έκλεισαν σε ένα μικρό δωμάτιο. Εκεί δεν ξαναείδα το φως του ήλιου. Όμως μέρα με τη μέρα έσκαβα μια τρύπα η οποία με οδήγησε στην απελευθέρωση. ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑ!

Στην συνέχεια ταξίδευα για εφτά μέρες ώσπου έφτασα σε μια πόλη της Γαλλίας. Εκεί με φιλοξένησε μια ηλικιωμένη κυρία η οποία μου πρόσφερε ότι χρειαζόμουν.

Μετά από ένα χρόνο έφυγα από την Γαλλία και εγκαταστάθηκα στην Θεσσαλονίκη, ο τόπος από όπου έφυγα πριν από πολλά χρόνια. Η Θεσσαλονίκη με έσωσε!.Είναι ο τόπος όπου ζω και γραφώ αυτήν τη στιγμή. Με πνιγεί, όμως, η απουσία της οικογενείας μου.

Ημερολόγιο μου, εύχομαι κανένας λαός να μην ζήσει ότι έζησαν και οι Εβραίοι.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Eίμαστε όλοι μέσα στο τρένο, εγώ, οι γονείς μου και πολλοί άλλοι από την γειτονιά. Όλοι δεν ξέρουν που πηγαίνουμε. Όμως μόνο από την έκφραση των προσώπων τους καταλαβαίνεις τον φόβο για το πού θα πάνε.

Page 3: Εργασία Α' τάξης

Όι Γερμανοί είναι ύπουλοι δεν ξέρω τι σχεδιάζουν .

Είμαστε όλοι στριμωγμένοι ,πολλές μανάδες κλαίνε γιατί νομίζουν ότι θα πεθάνουν .Παρά όλα αυτά εγώ θέλω να είμαι αισιόδοξος και λέω σε όλους ότι όλα θα πάνε καλά και ότι δεν πρέπει να φοβούνται .Η ζωή μου πριν ήταν τέλεια όμως τώρα δεν ξέρω γιατί οι Γερμανοί μας μάζεψαν όλους, γιατί είναι τόσο ρατσιστές .Κάποιοι λένε ότι θα μας σκοτώσουν. Γιατί αφού όλοι είμαστε ίσοι, γιατί τόσο μίσος για τους εβραίους τι τους κάναμε. Δεν είναι αυτοί οι καλύτεροι, δεν υπάρχουν μόνο αυτοί στον κόσμο

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αγαπητή μου Ιόλη,

Μου λείπεις εσύ και η πατρίδα μου. Ταξιδεύουμε εδώ και μια μέρα και δε ξέρουμε που μας πάνε. Κάποιοι λένε ότι δε θα ξαναδούμε τους δικούς μας, εγώ δε ξέρω τι να πιστέψω. Το μόνο που ξέρω μέχρι στιγμής, είναι ότι βρισκόμαστε σ ένα βαγόνι στριμωγμένοι, μες το κρύο. Μερικοί απ τους άνδρες , κατάφεραν και πήδηξαν απ το τρένο για να διαφύγουν. Απ το βλέμμα των Γερμανών, κατάλαβα πως δε μας πάνε για καλό εκεί που πηγαίναμε.

Ό ήχος του τρένου, η αναμονή στο να φτάσουμε στο άγνωστο τέρμα, με γυρίζει πίσω σε όμορφες αναμνήσεις γεμάτες χαρά και ελπίδα. Πόσο όμορφα θα ήταν αν υπήρχε ακόμα ειρήνη και οι λαοί ενδιαφέρονταν για την αλληλεγγύη την πρόοδο την εξέλιξη των επιστήμων και των εφευρέσεων, για πράγματα που θα έκαναν την ανθρωπότητα άξια και υπερήφανη στην κορωνίδα της ζωής και όχι στην επέκταση και κατάκτηση της διαρκής κυριαρχίας και εξουσίας.

Να μη σε κουράζω όμως με αυτές τις θλιβερές μου σκέψεις.

Εύχομαι να σε ξαναδώ αλλά κάποιοι θα έλεγαν πως είμαι πολύ αισιόδοξη. Αν δε σε ξαναδώ να ξέρεις ότι για μένα ήσουν πολύ καλή φίλη.

Με αγάπη και αισιοδοξία,

Χρύσα Γεροστάθου

---------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αγαπητή Ραχήλ ,

Page 4: Εργασία Α' τάξης

Σήμερα, καθώς γυρνούσα από το σχολείο αντίκρισα πολλά κάρα που επάνω τους ήταν σχεδόν όλοι οι γείτονες και φίλοι μου. Όταν μπήκα στο σπίτι είδα τους υπηρέτες να παίρνουν τα πράγματα και να τα βάζουν στο φορτηγό .Πήγα να βρω την μαμά μου και μου εξήγησε ότι θα πάμε σε ένα άλλο μέρος κοντά στην καινούργια δουλεία του μπαμπά.

Αργότερα, το βράδυ ήρθε πολύς κόσμος ακόμα και η γιαγιά και ο παππούς. Η γιαγιά φαινόταν πολύ νευριασμένη που φεύγαμε και όλο τσακωνόταν με τον μπαμπά. Η επόμενη μέρα δεν ήταν ευχάριστη για εμένα, ήταν πολύ δύσκολο να αποχαιρετήσω τους φίλους μου και ας μην ήρθαν ο Κλάους και εσύ! Μπήκαμε στο αμάξι για να πάμε στο τρένο είχε πολύ κίνηση στο δρόμο εξαιτίας των κάρων. Όταν φτάσαμε είδα τον Κλάους και εσένα με τους γονείς σας, θα ερχόμουν να σας χαιρετήσω αλλά δεν με άφηνε η μαμά.

Κάναμε πολλές μέρες για να φτάσουμε, βαρέθηκα. Μετά από κάτι ώρες φτάσαμε, ο τόπος ήταν καταπράσινος μόνο ο δρόμος ξεχώριζε και το σπίτι. Το σπίτι ήταν στενάχωρο και ένοιωθα λες και ήμουνα στην φυλακή. Η αδελφή μου με τον μπαμπά μου τους άρεσε , ενώ σε εμένα και στην μαμά όχι αλλά δεν το δείχναμε. Παρατήρησα καθώς ήμουν στο δωμάτιο μου μία φάρμα, μετά στο δείπνο ρώτησα την μαμά μου αν μπορούσα να πάω αύριο να παίξω εκείνη σταμάτησε και είπε όχι λέγοντας μου ότι έχουν πολύ δουλειά για να παίζουν . Όταν έλειπε η μαμά ερχόταν ένας κύριος, που η μαμά δεν ήθελε να τον πλησιάζω. Μια μέρα η μαμά του ζήτησε να μου φτιάξει μια κούνια για να περνάει η ώρα μου. Ό κύριος την έφτιαξε τέλεια, καθώς έκανα κούνια έβλεπα καπνό να έρχεται από την φάρμα, σηκώθηκα και έπεσα σκίζοντας το πόδι. Ό κύριος έτρεξε να δει άμα είχα σπάσει τίποτα. Ευτυχώς είχα μόνο γδάρει το πόδι. Καθώς με ακούμπησε στο τραπέζι τον ρώταγα διάφορα πράγματα όπως << έχω σπάσει το πόδι μου ; >> και εκείνος απάντησε όχι << και εσύ πώς το ξέρεις;>> ήμουν γιατρός << τότε αφού είσαι γιατρός γιατί δουλεύεις στην φάρμα και φοράς ριγέ πιτζάμες και ξύλινα παπούτσια ;; >> Εκείνος δυσκολεύτηκε να απαντήσει και τον έσωσε η μαμά μου καθώς μπήκε στο σπίτι ταραγμένη που τον είδε να μου καθαρίζει το γόνατο.

Την επόμενη μέρα πήγα στην πίσω βεράντα για να ερευνήσω και με οδήγησε στην φάρμα που δεν ήθελε να πηγαίνω η μαμά. Εκεί συνάντησα τους δύο φίλους μου που είδα στο σταθμό του τρένου ο Κλάους και ο Ραχήλ. Όταν τους είδα έτρεξα αμέσως και τους ρώτησα τι γυρεύουν εδώ. Μου εξηγήσανε ότι φέρνουν άτομα σε αυτό το μέρος και τα περισσότερα μπαίνουν σε ένα δωμάτιο και δεν ξαναβγαίνουν όπως οι γονείς τους. Κάποια στιγμή άκουσα να τους φωνάζουν μέσα, έτσι έφυγα και εγώ. Δεν το είπα στους γονείς μου, γιατί άμα τους το έλεγα δεν θα με ξανάφηναν να βγω. Μετά από κάτι μέρες πέθανε η γιαγιά μου. Την ίδια μέρα ξαναπηγαίνω στην φάρμα, αλλά βλέπω μόνο τον ένα φίλο μου , και τον ρωτώ που είναι ο Κλάους . Εκείνος με δάκρυα στα μάτια μου λέει ότι πήγε μαζί με τους γονείς του. Κλαίω και εγώ μαζί του. Μετά έφυγα και πήγα σπίτι, η αδελφή μου είχε πάθει ψύχωση με τον Χίτλερ. Την επόμενη ημέρα εξαφανίζετε και ο κύριος. Πηγαίνω ξανά στον φίλο μου και μου λέει ότι είναι η τελευταία φορά που μιλάμε και απορώ. Όλοι την ώρα έσκαβα για να μπω μέσα, τελικά πέρασα και εκείνη την στιγμή μας φωνάζουν για να μπούμε μέσα. Μας έβαλαν σε κάτι θαλάμους, κάποια στιγμή άρχισε να κάνει πάρα πολύ ζέστη και βγάζαμε τα ρούχα μας, πολλοί πεθάναμε μέσα σε κάτι λεπτά , μαζί τους ο φίλος μου και μετά εγώ!!!

Πολυαγαπημένα μου εγγόνια,

Ήταν 15 Μαίου του ‘43 όταν έφυγε από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης το πρώτο «τρένο του θανάτου», όπως το αποκαλώ εγώ, κουβαλώντας στοιβαγμένους μέσα στα σαράντα περίπου εμπορικά βαγόνια του 2.800 Σαλονικιούς Εβραίους. Ανάμεσά τους κι εγώ, κορίτσι δεκατριών ετών τότε. Δεν ήμουν η μόνη όμως από την οικογένεια. Μαζί μου βρισκόταν ο δύστυχος και πολυαγαπημένος μου πατέρας, ο προππάπους σας.

Page 5: Εργασία Α' τάξης

Αρχικά ήμουν σχετικά ήρεμη αλλά ανυποψίαστη. Όύτε που είχα καταλάβει τον λόγο που μας μάζεψαν και ο νους μου δεν είχε πάει καν στο ότι καλπάζαμε προς τον θάνατο. Κάτι υποψιάστηκα καθώς προχωρούσα προς το τρένο κρατώντας το χέρι του πατέρα μου, όταν άκουσα τυχαία δύο συμπατριώτες μου να συζητούν πως οι Γερμανοί σκόπευαν να μας πάνε κάπου μακριά, εκεί που θα μας κάνουν δούλους τους. Τρόμαξα, δείλιασα. Το χέρι μου είχε αρχίσει να τρέμει μες τη μεγάλη, ζεστή χούφτα του πατέρα μου. Μερικές εικόνες που παραμένουν ζωντανές στη μνήμη μου, είναι το αβάστακτο κλάμα των μωρών, οι βρισιές και το μαστίγωμα από τους Γερμανούς σε αυτούς που δείλιαζαν να μπουν μες το «τρένο του θανάτου». Ξεκίνησε λοιπόν την μακριά πορεία του. Στη διάρκεια της διαδρομής, ο πατέρας μου προσπαθούσε να μου δίνει κουράγιο και με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, όπου εγώ έτρεμα ολόκληρη. Κατάλαβε πως ήμουν τρομαγμένη, με κοίταξε και μου είπε προσπαθώντας να φαίνεται ήρεμος: «Μόλις θα φτάσουμε εκεί που μας πάνε οι ναζί, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χωριστούν οι δρόμοι μας για πάντα. Θέλω να είσαι γενναία και να κάνεις το παν για να επιβιώσεις. Να συνεχίσεις τη ζωή σου, να μην κοιτάξεις πίσω, να τα αφήσεις όλα αυτά να φύγουν. Να συνεχίσεις μικρή μου, να συνεχίσεις...». Τι να΄ λεγα; Δεν ήξερα. Τον αγκάλιασα κλαίγοντας - ίσως και για τελευταία φορά. Αν θέλετε να ξέρετε παιδάκια μου, ακόμα και τώρα όταν κλείνω τα μάτια μου, με κυνηγούν οι τρομερές εκείνες εικόνες όπου μητέρες και παιδιά κλαίγαν, άλλοι αγκαλιάζονταν χύνοντας δάκρυα, ενώ οι πιο ψύχραιμοι προσπαθούσαν μάταια να τους ημεμήσουν. Κανείς δεν ήξερε που μας πήγαιναν, ούτε τι θα απογίνουμε.

Όλα ξεκαθάρισαν μόλις φτάσαμε στο Άουσβιτς της Πολωνίας. Με σκληρό και ψυχρό πάντα βλέμμα οι Γερμανοί μας έβγαλαν με φωνές και σπρωξιές και μας έβαλαν σε μια σειρά. Δεν άφησα στιγμή το χέρι του πατέρα μου. Καθώς προχωρούσαμε, οι ναζί μας τράβηξαν για να μας χωρίσουν. Εγώ όμως αρνιόμουν να τον αφήσω όπως κι εκείνος εμένα, μέχρι που ένας μου δίνει μία στο χέρι με το μαστίγιο. Όύρλιαξα και έπεσα λυπόθυμη απ΄το σοκ και τον πόνο. Ένα σκοτάδι πλημμύρισε την ψυχή μου. Από τότε δεν ξαναείδα τον πατέρα μου, ούτε ξέρω τι απέγινε. Το μόνο που ξέρω είναι πως δε ζει πια. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου συνειδητοποίησα με απόγνωση πως καθόμουν πάνω σε ένα σκληρό ξύλο και δίπλα μου βρισκόταν ένας γέροντας που μου έκανε αέρα. Ήταν σοφός άνθρωπος. Με ρώτησε από που ερχόμουν και που ήταν η οικογένειά μου. Του εξήγησα όλα όσα είχαν συμβεί κι εκείνος μου είπε: «Η ζωή παιδί μου, συχνά μας δοκιμάζει σκληρά και μας στέλνει πολλά άσχημα πράγματα. Όμως, πρέπει να στεκόμαστε όρθιοι, να προσπαθούμε να τα ξεπερνάμε και να συνεχίζουμε.» Βρισκόμουν μέσα σε ένα μεγάλο στρατόπεδο, περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Παντού υπήρχαν Γερμανοί στρατιώτες με σκυλιά μεγάλα και άγρια. Χιλιάδες αιχμάλωτοι Εβραίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε άθλια κατάσταση, ρακένδυτοι, φοβισμένοι, οδηγούνταν σαν τα ζώα σε διάφορα κτίρια.

Όι Γερμανοί χώριζαν σε δύο ομάδες τους αιχμαλώτους. Σε αυτούς που ήταν νέοι και δυνατοί, που πήγαιναν σε καταναγκαστικά έργα και σε αυτούς που ήταν γέροι και αδύναμοι, που όλοι ήξεραν ποια θα ήταν η μοίρα τους. Όι δήμιοί μας τους πήγαιναν τάχα για απολύμανση στα ντουζ, όπου ένα δηλητηριώδες αέριο τους αφάνιζε σε λίγα λεπτά. Τα πτώματα στοιβάζονταν σε βουνά, αλλά οι περισσότεροι δεν τα βλέπαμε γιατί τα έκαιγαν σε κρεματόρια. Μια φριχτή μυρωδιά υπήρχε παντού και πυκνός καπνός δε σταματούσε να βγαίνει από τις καμινάδες του Άουσβιτς.

Για καλή μου τύχη, ο γέροντας φύλακας – άγγελος μου, είχε γλιτώσει την τρομερή αυτή τύχη των συμπατριωτών μου. Μιλούσε καλά γερμανικά και τα τέρατα θεώρησαν ότι τους ήταν πιο χρήσιμος ζωντανός. Αυτός με κράτησε για βοηθό του, μιας και μιλούσα κι εγώ γερμανικά. Πέρασαν αρκετοί φριχτοί μήνες –ούτε που κατάλαβα πόσοι- όπου κάθε μέρα ξυπνούσα χωρίς να γνωρίζω αν θα ήταν η τελευταία. Θα σας φανεί περίεργο, αλλά ακόμη κι αυτό γίνεται κάποτε ρουτίνα. Το συνηθίζει κανείς και ζει σαν υπνωτισμένος.

Page 6: Εργασία Α' τάξης

Ώσπου, μια μέρα ξαφνικά που ξυπνήσαμε, το στρατόπεδο το βρήκαμε αδειανό! Ό πόλεμος είχε τάχα τελειώσει; Είχαμε σωθεί; Σαν να βγήκαμε από το λήθαργο ξαφνικά, γέμισε η ψυχή μου ελπίδα. Λίγο αργότερα, κάποιοι άλλοι στρατιώτες, που μιλούσαν μια άλλη γλώσσα έφτασαν ανάμεσά μας. Δεν πίστευαν στα μάτια τους αυτά που έβλεπαν! Θάνατος παντού! Είχαμε όμως σωθεί!

Πέρασαν κιόλας 70 χρόνια από τότε. Το συναίσθημα του τρόμου και της συντριβής παραμένει το ίδιο στη γέρικη πια ψυχή μου, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Σκέφτομαι ότι πέφτει μεγάλη ευθύνη στις πλάτες σας παιδιά μου! Πρέπει να παλαίψετε, να φροντίσετε να μην ξανασυμβεί ποτέ το Άουσβιτς ξανά. Σας θυμίζω τα λόγια ενός άλλου σοφού γέροντα: «Γίνε εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο» (Γκάντι).

Με πολλή αγάπη,

Η γιαγιά σας Ραχήλ.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Μενέλαος Σουβλιδης, Α3

6ο Γυμνάσιο Ν. Ιωνίας.

Αγαπημένε μου φίλε,

δεν ξέρω πραγματικά πού βρίσκω το κουράγιο να σου γράψω. Θα χαιρόμουν αν πήγαζε απ’ την ανάγκη μου να μοιραστώ μαζί σου καθημερινά, ευχάριστα νέα μιας ήσυχης ζωή. Δυστυχώς όμως δεν είναι έτσι! Αυτή τη στιγμή που σου γράφω βρίσκομαι μέσα σ’ ένα ασυνήθιστο τρένο. Δεν πηγαίνω βόλτα αναψυχής, αλλά μάλλον προς τον θάνατο. Είμαι μαζί με άλλους ομοεθνείς ανθρώπους, κάθε ηλικίας, στοιβαγμένος σε άθλιες συνθήκες και ψυχικά αποδυναμωμένος. Όλοι έχουμε ένα κοινό γνώρισμα. Είμαστε Εβραίοι με άγνωστη μοίρα και ζούμε ατυχώς στη χρονική περίοδο του 1943 κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, που όπως γνωρίζεις ο Χίτλερ αποφάσισε να μας αφανίσει σαν λαό, διψώντας για τον θάνατό μας!

Δεν σου κρύβω ότι τρέμω απ’ τον φόβο και η αγωνία διατρυπά την ψυχή μου. Το μυαλό μου βασανίζεται από αναπάντητα «γιατί» και ζητά απεγνωσμένα τη λύτρωση. Τι κακό έκανα, σε τι έφταιξα, γιατί τέτοιο μίσος, δεν είμαι άνθρωπος και εγώ του ίδιου πλάστη; Δεν ξέρω πού πάω μ’ αυτό το τρένο. Δεν ξέρω αν θα φτάσω στον προορισμό που κάποιοι άλλοι όρισαν για εμένα όπως και για εκατομμύρια αθώους ανθρώπους. Γιατί αυτός ο ρατσισμός και η τόση αλαζονεία μέσα στο πέρασμα της ιστορίας;

Καθώς οι σκέψεις και τα συναισθήματα κατακλύζουν τον εξαντλημένο εαυτό μου, θέλω να σου διηγηθώ σύντομα τα γεγονότα. Μας συνέλαβαν πριν από τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη. Κόπηκε τόσο βίαια η καθημερινότητά μας στα δύσκολα αυτά χρόνια. Βέβαια, κυκλοφορούσε τους τελευταίους μήνες η φήμη ότι κάτι κακό οργανώνεται εναντίον των Εβραίων, αλλά κανείς δεν περίμενε τί θα ακολουθούσε. Όσο διάστημα ακούγονταν οι κακές φήμες δεν δηλώναμε την ταυτότητά μας και λέγαμε ψέματα για την καταγωγή μας. Φοβόμασταν κάθε άγνωστο γείτονα και γενικά προσέχαμε τις συναναστροφές μας. Όμως η φρίκη της πραγματικότητας δεν άργησε να έρθει. Όταν με συνέλαβαν, μου χάραξαν στο μπράτσο ένα ανεξίτηλο, πενταψήφιο νούμερο που πλέον θα με χαρακτηρίζει και με φόρτωσαν σ’ αυτό το τρένο, σαν άψυχο εμπόρευμα. Χάθηκα με την οικογένεια μου, τους συγγενείς μου, τους φίλους μου, ενώ ο φόβος, η αγωνία και ο πόνος κατέκλυσαν την ύπαρξη μου. Γύρω μου βρίσκονται εξαθλιωμένοι συνάνθρωποί μου,

Page 7: Εργασία Α' τάξης

που διψούν, πεινούν, βήχουν, λιποθυμούν ή πεθαίνουν αβοήθητοι. Παιδιά κλαίνε και μάνες προσπαθούν να τα ηρεμήσουν απ’ το περίσσεμα της καρδιάς τους. Όι εικόνες που περνούν μπροστά μου είναι ανέκφραστες. Δεν υπάρχει οίκτος για μας!

Φίλε μου σ’ ευχαριστώ που ακούς, που μοιράζεσαι μαζί μου όσα συναισθήματα και σκέψεις προσπαθώ να βγάλω απ’ την ματωμένη ψυχή μου και να τα κάνω λέξεις Δεν ξέρω αν αύριο θα ζω για να σου διηγηθώ και άλλα γεγονότα. Ένα πράγμα όμως θέλω να ακουστεί, να μην χαθεί! Είναι κρίμα ο άνθρωπος που έχει προικιστεί με τη λογική, να αφήνεται κάποιες φορές έρμαιο σε ζωώδη ένστικτα και να σκορπά τόσο πόνο στον συνάνθρωπό του. Δεν με νοιάζει το χρώμα του διπλανού μου, ούτε η εθνικότητά του, ούτε η θρησκεία του, ούτε η σωματική του διάπλαση, ούτε η οποιαδήποτε διαφορετικότητά του. Αρνούμαι τον όποιο ρατσισμό. Ζητώ σεβασμό, αγάπη, αλληλοβοήθεια, ελευθερία και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων. Άλλωστε πιστεύω ότι αυτός είναι ο προορισμός της ανθρώπινης ζωής!

Φίλε μου κάπου εδώ θα σε αφήσω. Εύχομαι και ελπίζω να ζω έναν εφιάλτη και όταν ξυπνήσω να σε συναντήσω για να μοιραστούμε ευχάριστες στιγμές της ανθρωπότητας. Δεν σου κρύβω ότι φοβάμαι πολύ! Δεν θέλω να είμαι ένα νούμερο, αλλά ένας δημιουργικά ελεύθερος άνθρωπος!

Με αληθινή αγάπη,

ο άγνωστος φίλος σου.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Άμστερνταμ , 24 Σεπτεμβρίου 1945

Πολυαγαπημένη μου οικογένεια,

Σας γραφώ για να σας διηγηθώ τα γεγονότα που συνέβησαν αφού χωριστήκαμε. Θυμάμαι ακόμα εκείνη την ημέρα, που γύρισα από το σχολειό και δεν βρήκα κανέναν στο σπίτι παρά έναν ξένο που κρατούσε την βαλίτσα μου. Αυτός ο άγνωστος ήταν προφανώς ένας Γερμανός . Μου είπε να τον ακολουθήσω αλλά εγώ φοβισμένη δεν τον άκουσα. Τότε άρχισε να μου φωνάζει και εκεί που δεν το περίμενα με άρπαξε και με πήγε ως τον σιδηροδρομικό σταθμό. Μαζί με άλλους ανθρώπους με έχωσαν μέσα σε ένα σκοτεινό, κρύο και τρομακτικό βαγόνι. Εγώ ακόμα δεν είχα καταλάβει τι συνέβαινε αλλά από φόβο και ντροπή δεν ρώτησα κανέναν. Κάθισα και περίμενα. Με πήρε ο ύπνος.

Ξύπνησα από ένα σιγανό και επίμονο κλάμα ενός μικρού παιδιού που κρύωνε, πεινούσε και ήταν τρομοκρατημένο. Φαινόταν να είναι μόνο του και όταν με κοίταξε στα μάτια, κατάλαβα ότι ζητούσε την βοήθειά μου. Το πλησίασα, το σκέπασα με το παλτό μου και το έδωσα ένα παξιμάδι που είχα φυλαγμένο στην τσέπη μου. Το άρπαξε με λαχτάρα και άρχισε να το τρώει κοιτώντας με μ’ ένα βλέμμα ικανοποίησης. Το πήρα στην αγκαλιά μου για να το ζεστάνω, χωθήκαμε σε μία γωνιά του βαγονιού στριμωγμένοι ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους και αποκοιμηθήκαμε!!!!!!!!!!!

Με ξύπνησε κάποια στιγμή η μικρή μου φίλη που την έλεγαν Σαμάνθα και άρχισε να με ρωτάει που πάμε και τι θα μας συμβεί. Δεν είχα τι να της απαντήσω και άρχισα με την σειρά μου να ρωτώ τους μεγαλύτερους. Έτσι έμαθα ότι είμαστε αιχμάλωτοι των Γερμανών και πηγαίναμε σε στρατόπεδο

Page 8: Εργασία Α' τάξης

συγκέντρωσης. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν και ρωτούσα συνέχεια για να μάθω περισσότερα. Τότε συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά. Εκεί που θα φτάναμε θα γινόταν διαλογή μεταξύ των ανθρώπων και οι υγιείς και δυνατοί Θα πήγαιναν να δουλέψουν για την γερμανική κυβέρνηση και τον γερμανικό στρατό. Τους υπόλοιπους που δεν θα τους ήταν χρήσιμοι είχαν σκοπό να τους θανατώσουν. Είχα μείνει άφωνη και κατατρομαγμένη. Πήρα την Σαμάνθα και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Έπρεπε επειγόντως να κάνω κάτι για να σωθούμε όλοι από σίγουρο θάνατο.

Το τραίνο ήταν σε κίνηση, ανοίξαμε με πολύ κόπο την βαριά ξύλινη πόρτα και χωρίς να διστάσω, άρπαξα την μικρή μου φίλη και πήδηξα μαζί με τους υπόλοιπους από το βαγόνι πέφτοντας με δύναμη στο έδαφος που ήταν γεμάτο αγριόχορτα και πέτρες.

Κυλούσαμε πολύ ώρα δίπλα στις γραμμές του τραίνου μέχρι που καταλήξαμε καταπληγωμένοι και σκονισμένοι να κοιτάμε ο ένας τον άλλο για να διαπιστώσουμε εάν είχαμε τελικά σωθεί . Τότε ανακαλύψαμε με μεγάλη μας λύπη ότι ανάμεσά μας δεν υπήρχε ο κύριος Νίκος . Μάλλον δεν βρήκε το κουράγιο να πηδήξει……..

Η Σαμάνθα με έσφιξε στην αγκαλιά της και της υποσχέθηκα ότι θα μείνουμε για πάντα μαζί και μόνο ο θάνατος θα μας χωρίσει.

Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ένας μεγάλος αγώνας επιβίωσης και αναζήτησης των χαμένων οικογενειών μας. Είχα ζητήσει από την μικρή μου φίλη ότι αν μου συμβεί οτιδήποτε να συνεχίσει να σας αναζητεί μέχρι που θα σας βρει και θα σας δώσει αυτό το γράμμα.

Αν λοιπόν κρατάτε στα χέρια σας αυτές τις κόλλες χαρτί σημαίνει πως δεν υπάρχω πια. Θέλω όμως να ξέρετε ότι δεν πέρασε ούτε μια ημέρα της ζωής μου χωρίς να σας σκέφτομαι και να νοσταλγώ τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε μαζί.

Σας αγαπώ, σας λατρεύω και σας εύχομαι καλή τύχη στο υπόλοιπο της ζωής σας!!!!! Η Σαμάνθα θα είναι για εσάς η χαμένη σας κόρη και αδελφή. Να μου την προσέχετε!!!!!!!

Σας φιλώ

Η κόρη σας και αδελφή σας

Χριστίνα – Κατερίνα Κουνάδη

------------------------------------------------------------

Αγαπητέ φίλε μου Ιωακείμ,

Έχουν περάσει μέρες από τότε που μας μάζεψαν οι Γερμανοί. Είμαστε μαζεμένοι όλοι μαζί σε ένα τρένο. Ένα παιδί κλαίει μέρα νύχτα και η μάνα του παρακαλάει τον θεό να βγει ζωντανή εκείνη και το παιδί της μετά απ' αυτό το μαρτύριο. Είμαστε όλοι κουρασμένοι μα πιο πολύ οι ηλικιωμένοι. Είμαι σίγουρος πως θα πεθάνω αλλά και στεναχωρημένος γιατί μαζί μου θα πεθάνουν και άλλοι Εβραίοι. Έχουμε

Page 9: Εργασία Α' τάξης

μες' στο βαγόνι έναν τρελό που θέλει να το σκάσει. Μας έχει ξεσηκώσει όλους και όλοι ελπίζουνε σ' αυτόν, γυναίκες και παιδιά. Αύριο λέει θα το σκάσει. Σκέφτομαι όλη την ώρα την μάνα και τον Aaran. Τους έχουν βάλει σε άλλο βαγόνι. Α, ξέχασα να σου πως είδα και την θεία Abbie. Την προηγούμενη μέρα αφότου την είδα μου είπε πως δύο Εβραίοι σκότωσαν δυο Γερμανούς. Όι Γερμανοί τους είδαν την ώρα που έφευγαν και οι πατριώτες μας πάνω στο μίσος τους, τους μαχαίρωσαν 6 φορές. Έτσι τους σκότωσαν. Τους συνέλαβαν αμέσως και τους πυροβόλησαν. Σε δύο μέρες φτάνουμε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και δεν ξέρω αν θα με ξανακούσεις. Σκέφτομαι να το σκάσω και εγώ όμως αν με πιάσουν... Θα το σκάσω αύριο το πρωί, τελικά το αποφάσισα. Δεν φοβάμαι μόνο για τον εαυτό μου αλλά φοβάμαι πιο πολύ για τους άλλους. Εσύ τι κάνεις; Η μαμά σου, ο Abaddon καλά είναι; Ξέχασα να σου πω ότι έχουμε έναν παππού εδώ πέρα που τα έχει κάνει πάνω του και βρωμάει το βαγόνι απίστευτα. Αυτά Achishar, ελπίζω να σου ξαναγράψω σύντομα. Το πιο φρικτό είναι ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Θυμάμαι ακόμα την μέρα που μας πήραν. Εγώ και οι γονείς μου τρώγαμε το πρωινό μας στην βεράντα του σπιτιού. Ξαφνικά εισέβαλλαν στο σπίτι 4 Γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι μέχρι τα δόντια. Μας μάζεψαν σε ένα μέρος με πολλούς άλλους γνωστούς από την γειτονιά μας και μας οδήγησαν σε ένα τρένο. Από τότε έως σήμερα βρίσκομαι εδώ χωρίς τους γονείς μου καθώς τους έβαλαν σε άλλο βαγόνι.

Ό φίλος σου, Ισαάκ

----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

28 Μάρτη 42

Ήμουν και εγώ εκεί, πήραν την μητέρα μου για να την εξετάσουν αν είναι υγιής.Εμάς μας πήραν και μας επιβίβασαν στα μεγάλα αυτά αυτοκίνητα με τις τεράστιες καρότσες και μας είπαν ότι θα μας πάνε σε μια παιδική χαρά. Μερικά παιδιά κατάλαβαν ότι ήταν απάτη και προσπάθησαν να το σκάσουν. Ένα από τα παιδιά που το κατάλαβε και τα κατάφερε ήμουν εγώ ,η Άννα. Πήγαμε όλοι και κρυφτήκαμε σε διάφορα μέρη, σε πατάρια, σε μυστικές κρυψώνες στο έδαφος. Εγώ δεν πρόλαβα να πιάσω μία "καλή" θέση, κατέφυγα λοιπόν, μέσα στις λεκάνες των στρατηγών και των "φυλακισμένων" μαζί με άλλα δύο παιδιά. Ήταν πολύ βρώμικα αλλά έπρεπε να το υποστούμε...

Μετά από πολύ ώρα βγήκα από την κρυψώνα μου! Έτρεξα να βρω την μητέρα μου,που ήταν στο άλλο άκρο της "φυλακής αυτής που διαμέναμε, εγώ, η μαμά μου και όλες οι Εβραίες γυναίκες.

Όση ώρα περπατούσα, σκεφτόμουν το ταξίδι που κάναμε για να φτάσουμε ως εδώ, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Θυμόμουν στην αρχή που μας πέταξαν έξω από το σπίτι μας. Πήραμε μαζί όσα μας ήταν πολύτιμα! Όχι μόνο αντικείμενα αλλά και αναμνήσεις! Όμως δεν μας χρειάστηκαν ποτέ.

Μας καθοδήγησαν ως το τρένο και μας επιβίβασαν. Όι ανακοινώσεις, που ακουγόντουσαν από τα μεγάφωνα ήταν ξεκάθαρες. <<Μην πάρετε τις αποσκευές μαζί σας, απλώς γράψτε καθαρά (μας το τόνιζαν αυτό) το όνομά σας και εμείς θα σας τις στείλουμε!>> Φυσικά δεν μας τις έστειλαν ποτέ. Εμείς με άγνοια επιβιβαστήκαμε. Το ταξίδι κράτησε περίπου 3 ημέρες. Σε όλον αυτόν τον ελεύθερο χρόνο μας αναπολούσαμε τα σπίτια μας, που αφήσαμε πίσω, αλλά αναρωτιόμασταν και για τα σπίτια που θα αποκτήσουμε στο άγνωστο αυτό μέρος που μας μεταφέρουν. Κάποιοι μέσα στο τρένο ήταν αισιόδοξοι και άλλοι, εξιστορούσαν για τον τόπο που θα μας αποβίβαζαν, τρομακτικές ιστορίες.

Στην πρώτη στάση, μετά από 8 ώρες περίπου διαδρομής, μας μοίρασαν, συγκεκριμένες ποσότητες νερού, μέσα στα βαγόνια. Πολύ συνάνθρωποί μας μάταια προσπάθησαν να δραπετεύσουν από τα παράθυρα του τρένου, τους έβρισκαν οι Γερμανοί στρατιώτες και τους χτύπαγαν θανάσιμα ή τους

Page 10: Εργασία Α' τάξης

πυροβολούσαν επιτόπου. Κάποια στιγμή το βαγόνι μας μύριζε λίγο περίεργα. Ένας ηλικιωμένος κύριος είχε κάνει την ανάγκη του. Ένα μωρό έκλαιγε και όλοι ήμασταν όρθιοι και κουρασμένοι. Όι συνθήκες ήταν άθλιες, δεν είχαμε κάνει καμία άλλη στάση, διψάγαμε, κρυώναμε, θέλαμε να κοιμηθούμε και να βρούμε και εμείς μια τουαλέτα για να καταφέρουμε να κάνουμε, επιτέλους, και εμείς την ανάγκη μας.

Έτσι πέρασε και η δεύτερη μέρα μας ,με τις ίδιες αδιανόητες αυτές συνθήκες για εμάς! Ξημέρωσε επιτέλους και η τρίτη μέρα .Έξω από το παράθυρο είχαν σχηματιστεί σταλακτίτες, από το πολύ χιόνι που έριξε όλο το βράδυ. Ένα μικρό παιδί με τα μικρούτσικα ακροδάκτυλα, κατάφερε να πιάσει πολλούς. Έτσι τους λιώσαμε και δημιουργήσαμε νερό...λίγο...,αλλά από το τίποτα...

Έφτασε η ώρα να αποβιβαστούμε. Μας χώρισαν σε δυο διαφορετικές κατηγορίες, άντρες-γυναίκες. Φώναζαν τα ονόματά μας και μας ανακοίνωσαν αν ήμασταν χρήσιμοι ή όχι. Αν κάποιος από εμάς τους ήταν άχρηστος, τον πήγαιναν κατευθείαν για θάνατο. Ευτυχώς, εμένα με χρειαζόνταν. Δεν ήμουν πια και τόσο μικρή, ήμουν 12 χρονών πια. Τον παππού μου πάντως από εκείνη την ημέρα και μετά, δεν τον ξαναείδα.

Όι μέρες εκεί ήταν σκληρές με πολύ δουλειά. Όποιος δεν δούλευε ή σταματούσε για λίγο, τον σκότωναν μπροστά στα μάτια των άλλων κρατουμένων. Το φαί λιγοστό ,το νερό λιγοστό και ο ύπνος ...άθλιος! 'Ήμουν εξαντλημένη, τα πόδια μου δε με βαστούσαν πια, αλλά προσπαθούσα όσο αυτό ήταν εφικτό, να μη το δείχνω στη μητέρα μου, για να μη μου στενοχωριόταν περισσότερο.

Κάπως έτσι περνούσαν οι ημέρες μας στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ή αλλιώς σε αυτή την "αβέβαιη φυλακή", όπως την αποκαλούσαμε εμείς οι Εβραίοι.

Τι τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα...Επιτέλους έφτασα στην αγκαλιά της μαμάς! Πού θα με κρύψει τώρα άραγε, τί θα σκεφτεί;;;;

Άννα

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Φύγαμε πολύ νωρίς από τα σπίτια μας. Και για αυτό δεν προλάβαμε να πάρουμε πολλά πράγματα...μόνο τα πιο σημαντικά...άλλα δεν είχαμε και την δυνατότητα να πάρουμε όσα θέλουμε γιατί πολύ απλά κάποιοι άνθρωποι αν μπορώ να τους αποκαλέσω ανθρώπους...οι γερμανοί λοιπόν... μας άρπαξαν από τα σπίτια μας με την βία.. Και τώρα είμαστε εδώ στριμωγμένοι όλοι μαζί μέσα σε ένα βαγόνι... η κατάσταση μας αυτή τη στιγμή είναι άθλια...κανείς δεν ξέρει τι θα απογίνουμε μόλις φτάσουμε στα στρατόπεδα...Μπορούμε όμως να μαντέψουμε ότι δεν θα υπάρχει καλό τέλος...ούτε για εμένα ούτε για τους άλλους ούτε για εσάς! Για κανέναν μας! Θα γίνουμε σκλάβοι και θα τους υπηρετούμε μέχρι να πεθάνουμε...Όλα αυτά , τα ακούω από έναν ηλικιωμένο που κάθεται μόνος του και παραμιλάει...προφανώς έχει δίκιο..και εγώ αρχίζω να πιστεύω στα λεγόμενά του όλο και περισσότερο... Πολλοί χάσαμε τις οικογένειές μας..άλλοι απλώς κοιτάνε έξω από το τζάμι..άλλοι κάθονται σιωπηλοί...άλλοι διαμαρτύρονται... άλλοι πηδάνε από τα βαγόνια με πολύ κόπο για να ξεφύγουν...άλλοι πεθαίνουν επιτόπου, ενώ άλλοι είναι ζωντανοί! Άλλοι φωνάζουν τα ονόματα των μελών των οικογενειών τους μήπως και βρουν κάποιον που να έχουν χάσει μέσα σε αυτόν τον πανικό και εγώ κάθομαι σιωπηλά περιγράφοντας τα τραγικά αυτά γεγονότα! Όμως στο τέλος δεν υπάρχει κανένα αισιόδοξο αποτέλεσμα...κανείς δεν κερδίζει τίποτα προφανώς. Έτσι δύσκολα έρχεται το βράδυ...περισσότερος φόβος... περισσότερη αγωνία... μερικούς τους πήρε ο ύπνος ο ένας πάνω στον άλλον..το μόνο που

Page 11: Εργασία Α' τάξης

ακουγόταν πριν ένα λεπτό ήταν κλάματα...άλλα τώρα σταμάτησαν ευτυχώς..δεν άντεχα να τους ακούω άλλο...τώρα δεν ακούγεται τίποτα...εμένα δεν με παίρνει ο ύπνος...το μόνο που σκέφτομαι τώρα είναι που μπορεί να βρίσκεται η οικογένειά μου...Πέρασε και η δεύτερη μέρα...τώρα πια είναι απόγευμα...σε λίγο φτάνουμε λένε... ξαφνικά όλοι σχεδόν άρχισαν να κοιτούν προς το μέρος μου! Για μια στιγμή φοβήθηκα! Μήπως έχω κάνει κάτι κακό; Μήπως πείραξα κάποιον ; Αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν κοιτούσαν εμένα! Αλλά τον ηλικιωμένο που καθόταν δίπλα μου και χθές παραμιλούσε ... ήταν πλέον νεκρός... Ύστερα από αυτό το γεγονός... δεν αργήσαμε να καταλάβουμε πως είχαμε ήδη φτάσει και άρχισαν να μας χωρίζουν σε ομάδες... μακάρι να συμβεί κάτι καλό...μακάρι να προλάβει να διαβάσει κάποιος το γράμμα μου...

Μητσοσκούρα Εβελίνα Α2

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΜΗΛΑ ΜΑΡΙΑ-ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Θα σας πω για μια ιστορία που μου συνέβη πολύ παλιά .Λοιπόν……. θυμάμαι πως ήταν χειμώνας και η μαμά μου είπε πως θα αλλάζαμε σπίτι για μια δουλειά του πατέρα μου . Εγώ αμέσως στεναχωρήθηκα επειδή δεν θα έβλεπα τους φίλους μου ποτέ ξανά. Έτσι περάσαμε την μέρα μαζί για να προλάβουμε να πούμε αντίο . Ό δρόμος για το καινούριο μου σπίτι ήταν μακρύς , δηλαδή ταξιδεύαμε για 2 μέρες . Όταν φτάσαμε είχαμε ήδη βολευτεί αν και το σπίτι ήταν πιο μικρό από το προηγούμενο Ξέχασα να σας πω ότι έχω μια αδερφή η οποία είχε πάθη ψύχωση με τον Χίτλερ . Πάντως εμένα αυτό δεν με ενδιέφερε και τόσο ,εγώ είχα το νου μου στο να εξερευνήσω το σπίτι . Επίσης υπήρχε και ένας ηλικιωμένος που μου είπαν να μην τον πλησιάζω ,γιατί όμως , δεν ήξερα . Η μαμά μου του είπε να μου φτιάξει μια κούνια επειδή δεν είχα με τι να παίξω . Ό ηλικιωμένος μου έφτιαξε την κούνια και μια μέρα χτύπησα το γόνατό μου και εκείνος ήρθε και με βοήθησε να το τυλίξω .Στο μεταξύ εγώ φοβόμουν πως θα το είχα σπάσει και εκείνος μου είπε πως δεν ήταν τίποτα . Ύστερα ξεκίνησε ένας διάλογος μεταξύ μας δηλαδή εγώ τον ρωτούσα αν είχα σπάσει το πόδι μου και πως το ξέρει ότι δεν το είχα σπάσει .Τότε εκείνος μου απάντησε πως ήταν γιατρός και τον ρώτησα γιατί δεν το συνέχισε .Ό Γέροντας δεν μου μίλησε . Κατά το βραδάκι στο δείπνο ο γέροντας σκούπιζε όταν ξαφνικά του έπεσε η σκούπα .Ύστερα ένας εκπαιδευόμενος του μπαμπά μου τον πήρε σε ένα δωμάτιο και τον ξυλοκόπησε . Επίσης μια μέρα είδα να βγαίνει καπνός από την φάρμα και έτσι πήγα για να δω .Όταν έφτασα είδα δύο παιδάκια να κάθονται και να παίζουν με κάτι πέτρες και τα ρώτησα πως τα λένε .Αυτά μου απάντησαν : Νόβα και Κλάους . Μετά αρχίσαμε να μιλάμε και όταν τα ρώτησα για τους γονείς τους ή για το αν θέλουν να βγουν έξω από την Φάρμα, δεν μου απάντησαν .Ύστερα μόλις χτύπησε μια καμπάνα τα παιδιά έδειχναν φοβισμένα και μου είπαν ότι πρέπει να φύγουν έτσι και εγώ τα αποχαιρέτησα .

Την επόμενη μέρα ξαναπήγα τη ίδια ώρα αλλά δεν ήταν ο Κλάους εκεί .Τότε ρώτησα τον Νόβα τι έγινε και μου είπε ότι ο Κλάους πήγε μαζί με τους γονείς του . Μετά από μια εβδομάδα ρώτησα την μαμά μου και μου είπε με δάκρυα στα μάτια την αλήθεια δηλαδή ότι ο πατέρας μου ήρθε εδώ για να δει πως πάει το εργοστάσιο με τους εβραίους και ότι η φάρμα δεν ήταν στα αλήθεια μια φάρμα, αλλά ένα στρατόπεδο στο οποίο έβαζαν τους εβραίους να δουλεύουν και όποιοι ξεκουραζόταν για λίγο ή ήταν πολύ μικροί ή πολύ μεγάλοι σε ηλικία τους έκαιγαν και για αυτό έβλεπα καπνό από την φάρμα .Έτσι επειδή νευρίασα και στεναχωρήθηκα που χάθηκε , μπήκα κρυφά μέσα στην φάρμα και πήρα την θέση του Νόβα ,αλλά δεν σκοτώθηκα. Ό πατέρας μου μπήκε μέσα πριν με βάλλουν μέσα σε αυτόν τον τεράστιο φούρνο με τις φλόγες . Τέλος μετά που όλο αυτό σταμάτησε ήμουν χαρούμενος μαζί με τους καινούριους φίλους μου τους Εβραίους .

Page 12: Εργασία Α' τάξης

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------ΑΓΑΠΗΤΗ ΜΕΡΌΠΗ

Μπορεί να μη σε ξαναδώ ,μπορεί να μην επιβιώσω. Μας πήραν όλους ,ΞΑΦΝΙΚΑ!!!! Δεν ξέρουμε που πάμε και είμαστε εδώ κι 3 ήμερες μέσα σε ένα τρένο. Ήρθαν στην Αθήνα ; (ελπίζω όχι) ίσως είναι το τελευταίο γράμμα που σου στέλνω. Δεν ξέρω τι θα απογίνω. Κάποιοι λένε πως θα μας σκοτώσουν όλους ,κάποιοι πως κάποιους θα σκοτώσουν και κάποιους θα τους βάλουν να δουλεύουν ,ενώ κάποιοι πως θα μας βάλουν να δουλεύουμε όλους. Δεν ξέρω ποιον να πιστέψω.

Κοιτώ το λίγο φως που μπαίνει και φαντάζομαι εμάς να παίζουμε στον κήπο της κ. Πελαγίας με τα πολλά και αρωματικά λουλούδια-κάτι αδύνατο-

Υ.Γ Μπορεί να μην πάρεις ΠΌΤΕ αυτό το γράμμα .

Με πολύ αγάπη πολύ αισιοδοξία και λίγες ελπίδες.

Η φίλη σου Γιοχάννα

Μαθητρια :Ιωαννα Κοσυφολογου Α1

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Εμείς οι Εβραίοι ζούσαμε πάντα σε κλίμα τρομοκρατίας. Κρυβόμαστε από τους Γερμανούς γιατί αν μας ανακάλυπταν μας κατέστρεφαν τις περιουσίες και μας φυλάκιζαν. Γι ’αυτό τρέμαμε μην αποκαλυφθούμε.

Όταν πια μας αιχμαλώτισαν ομαδικά δεν είχαμε ιδέα για το τι θα μας έκαναν. Μας στριμώχνανε σε τραίνα μας χώριζαν από τις οικογένειες μας και μας ρίχνανε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης

Από κει και πέρα κάθε μέρα ζούσαμε με την αγωνία για το τι θα μας συμβεί . Αλλά και η καθημερινότητα μας ήταν σκέτη κόλαση . Ζούσαμε φυλακισμένοι , με λίγο φαγητό , σκληρή δουλεία όλη μέρα και βέβαια οι πιο αδύναμοι δεν επιζούσαν .

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αγαπητή Ρούθ ,

Είμαι στο τρένο. Το παλιόχαρτο στο οποίο σου γράφω το βρήκα στην τραβολογημένη , κουρελίδικη τσάντα του σχολείου μου , το μολύβι ήταν σπασμένο στο πάτωμα. Στο προηγούμενο βαγόνι που μπήκα βρήκα στριμωγμένα και τρομοκρατημένα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μου. Ευτυχώς , στην διαδρομή δεν χαθήκαμε.

Το μόνο που είχαμε για να φάμε ήταν το φαγητό από το σχολείο μας , γιατί μας πήραν τόσο ξαφνικά …..

Ό αδελφός και η αδελφή μου δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και φοβούνται, φωνάζουν , κλαίνε. Πού πάμε; Όύτε εγώ ξέρω τι γίνεται, κανείς δεν ξέρει! Με το ζόρι ξεχωρίζω την ημέρα και τη νύχτα. ΦΌΒΑΜΑΙ , δεν γνωρίζω πού πάμε ούτε τι θα απογίνουμε.

Page 13: Εργασία Α' τάξης

Όλοι μέσα στο τρένο είναι γνωστοί μου και είναι σοκαρισμένοι , τρομοκρατημένοι. Κάποιοι το σκάνε από το τρένο πηδώντας έξω , αλλά σύμφωνα με αυτά που ακούω δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος διαφυγής.

Ελπίζω να σε ξαναδώ, με αγάπη,

……………………......

ΤΜΗΜΑ : Α1’

25/11/15

Αγαπητή Ρούθ ,

Περνάμε πολύ δύσκολες ώρες μέσα σε αυτό το πολύ μικρό βαγόνι. Είμαστε πάνω από 100 άνθρωποι ο ένας στοιβαγμένος πάνω στον άλλο. Δεν ξέρουμε που μας πάνε! Κάποιοι λένε ότι θέλουν να μας σκοτώσουν άλλοι ότι θα ας πάρουν για δούλους! Δεν ξέρω ποιόν να πιστέψω! Δεν ξέρω τι θα απογίνω! Φοβάμαι! Φοβάμαι πολύ! Εύχομαι να μην πεθάνω! Όλοι οι υπόλοιποι φίλοι μου δεν είναι σε αυτό το βαγόνι! Δεν ξέρω που είναι , αν τους πιάσανε , αν ζουν! Μπορεί να είσαι η τελευταία φορά που σου στέλνω γράμμα! Σε προειδοποιώ κρύψου μην σε πιάσουν. Σε χαιρετώ καλή μου Ρούθ. Να ξέρεις ότι η θύμηση σου μου δίνει κουράγιο μέσα σε αυτό το τρομαχτικό βαγόνι! Κλείνω τα μάτια μου και μας βλέπω να τρέχουμε ανέμελες , ελεύθερες στο καταπράσινο λιβάδι κοντά στο σπίτι σου , όπως παλιά. Το σκοτάδι αυτού του βαγονιού έχει σβήσει για εμένα! Αντίο Ρούθ. Ίσως να τα ξαναπούμε χωρίς να φοβόμαστε για τη ζωή μας!

Με αγάπη η φίλη σου,

Μαρία.

ΌΝΌΜΑ : Μαρία

ΤΜΗΜΑ : Α1’

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Πολυαγαπημένα μου εγγόνια,

Ήταν 15 Μαίου του ‘43 όταν έφυγε από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης το πρώτο «τρένο του θανάτου», όπως το αποκαλώ εγώ, κουβαλώντας στοιβαγμένους μέσα στα σαράντα περίπου εμπορικά βαγόνια του 2.800 Σαλονικιούς Εβραίους. Ανάμεσά τους κι εγώ, κορίτσι δεκατριών ετών τότε. Δεν ήμουν η μόνη όμως από την οικογένεια. Μαζί μου βρισκόταν ο δύστυχος και πολυαγαπημένος μου πατέρας, ο προππάπους σας. Αρχικά ήμουν σχετικά ήρεμη αλλά ανυποψίαστη. Όύτε που είχα καταλάβει τον λόγο που μας μάζεψαν και ο νους μου δεν είχε πάει καν στο ότι καλπάζαμε προς τον θάνατο. Κάτι υποψιάστηκα καθώς προχωρούσα προς το τρένο κρατώντας το χέρι του πατέρα μου, όταν άκουσα τυχαία δύο συμπατριώτες μου να συζητούν πως οι Γερμανοί σκόπευαν να μας πάνε κάπου μακριά, εκεί που θα μας κάνουν δούλους τους. Τρόμαξα, δείλιασα. Το χέρι μου είχε αρχίσει να τρέμει μες τη μεγάλη, ζεστή χούφτα του πατέρα μου. Μερικές εικόνες που παραμένουν ζωντανές στη μνήμη μου, είναι το αβάστακτο κλάμα των μωρών, οι βρισιές και το μαστίγωμα από τους Γερμανούς σε αυτούς που δείλιαζαν να μπουν μες το «τρένο του θανάτου». Ξεκίνησε λοιπόν την μακριά πορεία του. Στη διάρκεια της διαδρομής, ο πατέρας μου

Page 14: Εργασία Α' τάξης

προσπαθούσε να μου δίνει κουράγιο και με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, όπου εγώ έτρεμα ολόκληρη. Κατάλαβε πως ήμουν τρομαγμένη, με κοίταξε και μου είπε προσπαθώντας να φαίνεται ήρεμος: «Μόλις θα φτάσουμε εκεί που μας πάνε οι ναζί, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χωριστούν οι δρόμοι μας για πάντα. Θέλω να είσαι γενναία και να κάνεις το παν για να επιβιώσεις. Να συνεχίσεις τη ζωή σου, να μην κοιτάξεις πίσω, να τα αφήσεις όλα αυτά να φύγουν. Να συνεχίσεις μικρή μου, να συνεχίσεις...». Τι να΄ λεγα; Δεν ήξερα. Τον αγκάλιασα κλαίγοντας - ίσως και για τελευταία φορά. Αν θέλετε να ξέρετε παιδάκια μου, ακόμα και τώρα όταν κλείνω τα μάτια μου, με κυνηγούν οι τρομερές εκείνες εικόνες όπου μητέρες και παιδιά κλαίγαν, άλλοι αγκαλιάζονταν χύνοντας δάκρυα, ενώ οι πιο ψύχραιμοι προσπαθούσαν μάταια να τους ημεμήσουν. Κανείς δεν ήξερε που μας πήγαιναν, ούτε τι θα απογίνουμε. Όλα ξεκαθάρισαν μόλις φτάσαμε στο Άουσβιτς της Πολωνίας. Με σκληρό και ψυχρό πάντα βλέμμα οι Γερμανοί μας έβγαλαν με φωνές και σπρωξιές και μας έβαλαν σε μια σειρά. Δεν άφησα στιγμή το χέρι του πατέρα μου. Καθώς προχωρούσαμε, οι ναζί μας τράβηξαν για να μας χωρίσουν. Εγώ όμως αρνιόμουν να τον αφήσω όπως κι εκείνος εμένα, μέχρι που ένας μου δίνει μία στο χέρι με το μαστίγιο. Όύρλιαξα και έπεσα λυπόθυμη απ΄το σοκ και τον πόνο. Ένα σκοτάδι πλημμύρισε την ψυχή μου. Από τότε δεν ξαναείδα τον πατέρα μου, ούτε ξέρω τι απέγινε. Το μόνο που ξέρω είναι πως δε ζει πια. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου συνειδητοποίησα με απόγνωση πως καθόμουν πάνω σε ένα σκληρό ξύλο και δίπλα μου βρισκόταν ένας γέροντας που μου έκανε αέρα. Ήταν σοφός άνθρωπος. Με ρώτησε από που ερχόμουν και που ήταν η οικογένειά μου. Του εξήγησα όλα όσα είχαν συμβεί κι εκείνος μου είπε: «Η ζωή παιδί μου, συχνά μας δοκιμάζει σκληρά και μας στέλνει πολλά άσχημα πράγματα. Όμως, πρέπει να στεκόμαστε όρθιοι, να προσπαθούμε να τα ξεπερνάμε και να συνεχίζουμε.» Βρισκόμουν μέσα σε ένα μεγάλο στρατόπεδο, περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Παντού υπήρχαν Γερμανοί στρατιώτες με σκυλιά μεγάλα και άγρια. Χιλιάδες αιχμάλωτοι Εβραίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά σε άθλια κατάσταση, ρακένδυτοι, φοβισμένοι, οδηγούνταν σαν τα ζώα σε διάφορα κτίρια.

Όι Γερμανοί χώριζαν σε δύο ομάδες τους αιχμαλώτους. Σε αυτούς που ήταν νέοι και δυνατοί, που πήγαιναν σε καταναγκαστικά έργα και σε αυτούς που ήταν γέροι και αδύναμοι, που όλοι ήξεραν ποια θα ήταν η μοίρα τους. Όι δήμιοί μας τους πήγαιναν τάχα για απολύμανση στα ντουζ, όπου ένα δηλητηριώδες αέριο τους αφάνιζε σε λίγα λεπτά. Τα πτώματα στοιβάζονταν σε βουνά, αλλά οι περισσότεροι δεν τα βλέπαμε γιατί τα έκαιγαν σε κρεματόρια. Μια φριχτή μυρωδιά υπήρχε παντού και πυκνός καπνός δε σταματούσε να βγαίνει από τις καμινάδες του Άουσβιτς.

Για καλή μου τύχη, ο γέροντας φύλακας – άγγελος μου, είχε γλιτώσει την τρομερή αυτή τύχη των συμπατριωτών μου. Μιλούσε καλά γερμανικά και τα τέρατα θεώρησαν ότι τους ήταν πιο χρήσιμος ζωντανός. Αυτός με κράτησε για βοηθό του, μιας και μιλούσα κι εγώ γερμανικά. Πέρασαν αρκετοί φριχτοί μήνες –ούτε που κατάλαβα πόσοι- όπου κάθε μέρα ξυπνούσα χωρίς να γνωρίζω αν θα ήταν η τελευταία. Θα σας φανεί περίεργο, αλλά ακόμη κι αυτό γίνεται κάποτε ρουτίνα. Το συνηθίζει κανείς και ζει σαν υπνωτισμένος.

Ώσπου, μια μέρα ξαφνικά που ξυπνήσαμε, το στρατόπεδο το βρήκαμε αδειανό! Ό πόλεμος είχε τάχα τελειώσει; Είχαμε σωθεί; Σαν να βγήκαμε από το λήθαργο ξαφνικά, γέμισε η ψυχή μου ελπίδα. Λίγο αργότερα, κάποιοι άλλοι στρατιώτες, που μιλούσαν μια άλλη γλώσσα έφτασαν ανάμεσά μας. Δεν πίστευαν στα μάτια τους αυτά που έβλεπαν! Θάνατος παντού! Είχαμε όμως σωθεί!

Πέρασαν κιόλας 70 χρόνια από τότε. Το συναίσθημα του τρόμου και της συντριβής παραμένει το ίδιο στη γέρικη πια ψυχή μου, σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Σκέφτομαι ότι πέφτει μεγάλη ευθύνη στις πλάτες σας παιδιά μου! Πρέπει να παλαίψετε, να φροντίσετε να μην ξανασυμβεί ποτέ το Άουσβιτς ξανά.

Page 15: Εργασία Α' τάξης

Σας θυμίζω τα λόγια ενός άλλου σοφού γέροντα: «Γίνε εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο» (Γκάντι).

Με πολλή αγάπη,

Η γιαγιά σας Ραχήλ.

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ρουθ,

Ήρθαν να με πάρουν μαζί με άλλα πολλά άτομα για να μας πάνε στο Άουσβιτς. Μας έβαλαν σε ένα τρένο στριμωχτά και ταξιδεύαμε για μέρες. Μετά φτάσαμε σε μια περιοχή, μας έβγαλαν έξω από αυτό και μας χώρισαν στους ικανούς για δουλειά και στους ανίκανους που στο τέλος του εκτελούσαν κατευθείαν ενώ οι ικανοί δουλεύουν μέρα νύχτα χωρίς να βλέπουν την οικογένεια τους και τους συγγενείς τους. Θα ήθελα να βρίσκομαι σε μια περιοχή με πολύ πράσινο, πολλά ζώα, παιδιά στην ηλικία μου και να χαλαρώνουμε παίζοντας, να μην υπάρχει το σχολείο, να μην πηγαίνουν στις δουλειές τους οι γονείς μας και να είμαστε πλούσιοι.

Δημήτρης Αργυρίδης

---------------------------------------------------------------------------------------------------

ΤΌ ΌΛΌΚΑΥΤΩΜΑ !!!

Μια νύχτα παγωμένη με κατασκότεινο ουρανό ήρθαν δυο άνδρες γερμανοί κα άρπαξαν εμένα και την οικογένεια μου .Μας έβαλαν μέσα σε ένα αμάξι και πριν να το καταλάβω βρεθήκαμε μέσα σε ένα τόπο περιτριγυρισμένοι από τους συμπατριώτες μου. Προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται ,άκουγα σκόρπιες κουβέντες πως θα μας σκοτώσουν όλους και σε κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε φοβόμουν ακόμα περισσότερο.

Όι γονείς μου , μου έλεγαν να μην φοβάμαι και πως όλα καλά θα πάνε ,μα εγώ ένιωθα πως κάτι πολύ κακό θα συμβεί .Ώρα με την ώρα οι συμπατριώτες μου όλο και αυξάνονταν .Όταν πια γίναμε πολλοί ,μας έβαλαν μέσα σε ένα τρένο. Γεμάτη φόβο και τρόμο μπήκαμε μέσα στο βαγόνι. Η οικογένεια μου ήταν από τις τυχερές που μπήκε στο ίδιο βαγόνι ενωμένοι όλοι μαζί . Έγω ,η μητέρα μου ,ο πατέρας μου και ο μικρός μου αδελφός.

Μέσα στο βαγόνι του τρένου το μόνο που έβλεπα ήταν πρόσωπα λυπημένα, πρόσωπα θυμωμένα και πρόσωπα γεμάτα ανασφάλεια. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να πήσω τον εαυτό μου πως όλα ήταν ένα όνειρο μα δυστυχώς όλα ήταν πραγματικότητα. Είχα γεμίσει το κεφάλι μου με ερωτήσεις ''τι κάναμε στους γερμανούς και μας μισούν τόσο; άραγε θα βγω ζωντανή από εδώ ,αν αλλάζω θρησκεία θα σωθώ''. Στο βαγόνι παρόλο που είμασταν πολύ υπήρχε μόνο σιωπή ,κανείς δεν τόλμησε να βγάλει κουβέντα.

Η μέρα ερχόταν και ο ήλιος ξεπρόβαλε. Δίχως πολλά τρόφιμα και με ελάχιστο νερό πέρασε και αυτή η μέρα. Την τρίτη μέρα του ταξιδιού όλοι νιώθαμε πως έφτανε το τέλος. Όλοι μαζί κάναμε προσευχές και

Page 16: Εργασία Α' τάξης

ζητάγαμε έλεος. Πολλοί ηλικιωμένοι δεν άντεξαν ούτε μια μέρα και πέθαναν. Άλλοι λίγο πιο δυνατοί κούτσαιναν και έκλαιγαν, αρκετοί ήτανε αυτοί που έκαναν την ανάγκη τους μέσα στο βαγόνι. Όι νέοι και οι τολμηροί αν και ήταν ελάχιστοι πήδηξαν από το τρένο για να σωθούν ,μερικοί τα κατάφεραν ,ενώ άλλοι με το που πήδαγαν πέθαιναν κατευθείαν τραυματισμένοι στο χώμα.

Μερικές ώρες αργότερα το τρένο σταμάτησε και βγήκαμε όλοι έξω τρομοκρατημένοι. Όι απάνθρωποι και ανελέητοι γερμανοί μας χώριζαν σε κατηγορίες λες και είμασταν αντικείμενα . Έλεγαν συνέχεια ποιός θα πάει δεξιά και ποιός θα πάει αριστερά. Ήρθε η σειρά του πατέρα μου του είπαν πως θα δουλεύει το ίδιο είπαν και στην μητέρα μου ,εγώ και ο αδελφός μου είχαμε αποκτήσει λίγο κουράγιο όταν ακούσαμε πως οι γονείς μας θα ζήσουν. Ήρθε λοιπόν και η σειρά μας εγώ πήγα μαζί με τους γονείς μου ,αλλά ο αδελφός μου είχε πάει από την άλλη μεριά. Μπήκε σε ένα δωμάτιο μαζί με πολλούς άλλους αλλά ποτέ δεν βγήκε!!!

Είχαμε μείνει πια τρείς και όχι τέσσερεις ,φαίνεται τον είδαν εξαντλημένο και θεώρησαν καλύτερο να τον σκοτώσουν . Η μητέρα μου φαινόταν χάλια ,δεν μίλησε για μέρες ,όταν μπόρεσε να μας μιλήσει ήταν για να μας αποχαιρετήσει και να μας πει πως πάει να βρει τον Αντμόν τον αδελφό μου εκεί που είναι .Με δάκρυα στα μάτια έπεσε με μιας στο χώμα.

Τα χρόνια περνούσαν βασανιστικά και πολλές και δύσκολες δουλειές ώσπου ήρθε η μέρα να φύγει και ο πατέρας μου, μένοντας μόνη μου στο κόσμο μεγάλη πια αλλά δυνατή και γεμάτη θάρρος σκεφτήκαμε ένα σχέδιο, εγώ και ένας νέος φίλος μου που έκανα παρέα τόσα χρόνια και είχε μείνει και αυτός μόνος του.

Έτσι ένα βράδυ σκοτώσαμε δύο γερμανούς ,πήραμε τις στολές τους και τις φορέσαμε και χωρίς να το καταλάβει κανείς το σκάσαμε.

Η καρδία μου απέχτησε χρώμα πάλι και μετά από μέρες εξαντλητικό ταξίδι ,μπορέσαμε να φτιάξουμε τις ζωές μας και να αποχτήσουμε οικογένεια . Σκεπτόμενοι πόσο τυχεροί είμασταν και πως θα ήταν οι ζωές μας άμα δεν είχαμε κάνει αυτό το μεγάλο βήμα !

Και υπόσχομαι να μην συμβεί ποτέ ξανά κάτι τόσο φρικτό