ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ...

47
Πανεπιστήμιο Αθηνών Φιλοσοφική Σχολή Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Προϊστορικής Αρχαιολογίας Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ. Το παράδειγμα του Οψιανού κατά την Eπιπαλαιολιθική και Ακεραμική Νεολιθική. Εργασία για το μεταπτυχιακό σεμινάριο: Συστήματα οικονομικής διαχείρισης στην Εγγύς Ανατολή από την Ύστερη Νεολιθική έως και την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Διδάσκων: Κωνσταντίνος Κοπανιάς Φοιτητής: Θωμάς Παππάς Αθήνα 2015

description

ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Transcript of ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ...

Page 1: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Πανεπιστήμιο Αθηνών

Φιλοσοφική Σχολή

Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας

Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Προϊστορικής Αρχαιολογίας

Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ.

Το παράδειγμα του Οψιανού κατά την Eπιπαλαιολιθική και Ακεραμική Νεολιθική.

Εργασία για το μεταπτυχιακό σεμινάριο:

Συστήματα οικονομικής διαχείρισης στην Εγγύς Ανατολή από την Ύστερη Νεολιθική έως και την

Ύστερη εποχή του Χαλκού.

Διδάσκων: Κωνσταντίνος Κοπανιάς

Φοιτητής: Θωμάς Παππάς

Αθήνα 2015

KK
Cross-Out
Καλύτερα: Συροπαλαιστίνη
Page 2: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Περιεχόμενα

Εισαγωγή.....................................................................................................................................3

Εμπόριο vs Ανταλλαγή................................................................................................................4

Ο οψιανός....................................................................................................................................7

Αναζητώντας το αποτύπωμά του.................................................................................................9

Το πολιτισμικό και γεωγραφικό πλαίσιο...................................................................................15

Χρήση και διακίνηση του οψιανού κατά την Επιπαλαιολιθική εποχή.....................................18

Χρήση και διακίνηση του οψιανού κατά την Ακεραμική Νεολιθική Α (PPNA)......................20

Χρήση και διακίνηση του οψιανού κατά την Ακεραμική Νεολιθική B (PPNB)......................22

Η περίπτωση του Çatal Höyük..................................................................................................26

Συμπεράσματα..........................................................................................................................27

Εικόνες......................................................................................................................................29

Βιβλιογραφία.............................................................................................................................44

2

Page 3: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εισαγωγή.

Η σχέση του ανθρώπου με το γεωλογικό υπόβαθρο της περιοχής που ζούσε, ήταν μέχρι

πρόσφατα βαθιά συνυφασμένη με την επιβίωσή του. Από την στιγμή που ο άνθρωπος

συστηματοποίησε την λάξευση του λίθου, παράγοντας συγκεκριμένους τύπους εργαλείων,

μέχρι και την αντικατάσταση του λίθου από άλλα υλικά, η επιλογή του χώρου μετακίνησης

και διαβίωσής του εξαρτιόταν απόλυτα από τη διαθεσιμότητα των πρώτων υλών (Inizan et al.

1999: 19). Παρόλα αυτά, σήμερα, εκτός από τους γεωλόγους και τους προϊστορικούς

αρχαιολόγους, δεν διαθέτουμε τη γνώση αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που

μπορούν να μεταμορφώσουν συγκεκριμένα πετρώματα σε πολύτιμα και χρήσιμα αντικείμενα

(Andrefsky 2005: 41).

Η μελέτη των πρώτων υλών, αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στην προσπάθεια των

αρχαιολόγων να σκιαγραφήσουν τις πολιτισμικές ποικιλομορφίες μιας περιοχής, τον τρόπο

που είναι διαρθρωμένες οι κοινωνίες, την έκφραση της κινητικότητας τους, και την

οικονομοτεχνική τους οργάνωση, με κυριότερο παράδειγμα την ανασύσταση της λίθινης

εγχειρηματικής αλυσίδας. (Binford 1979: 259, 260, 266; Falkenström 2006: 359). Η έννοια

της λίθινης εγχειρηματικής αλυσίδας, επινοήθηκε από τους M. Mauss και A. Leroi-Gourhan,

και χρησιμοποιήθηκε από τους προϊστορικούς αρχαιολόγους για την μελέτη των λίθινων

εργαλειακών συνόλων, με στόχο την αναπαράσταση του τεχνικού συστήματος που

περιλαμβάνει τις διαδικασίες απόκτησης, παραγωγής, χρήσης και απόρριψης των λίθινων

τεχνέργων (Κουρτέση-Φιλιππάκη 1996: 6-11). Μέσα σε αυτή την αλληλουχία επιλογών και

συμπεριφορών, η μελέτη των πρώτων υλών είναι το πρώτο βήμα, και ακολουθεί η

τεχνολογική ανάλυση η οποία εξαρτάται ποικιλοτρόπως από χαρακτηριστικά της πρώτης

ύλης όπως η διαθεσιμότητα, το μέγεθος και η ποιότητα (Andrefsky 2009: 77). Τέλος η

ταυτοποίηση του ακριβούς χώρου προμήθειας των πρώτων υλών, είναι μια σύνθετη εργασία

που προϋποθέτει έρευνα πεδίου, δειγματοληψία και ανάλυση, το οποίο σημαίνει την

απαραίτητη συνεργασία των αρχαιολόγων με εργαστηριακά κέντρα.

Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι να παρουσιαστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά

ενός συγκεκριμένου πετρώματος, του οψιανού Ανατολίας, και μέσω των αποτελεσμάτων των

σύγχρονων χημικών αναλύσεων, να σκιαγραφήσουμε τη διάχυσή του, στην ευρύτερη

περιοχή, σε χρονικό ορίζοντα που κυμαίνεται μεταξύ Επιπαλαιολιθικής και Ακεραμικής

Νεολιθικής περιόδου, δηλαδή μεταξύ 12ης και 7ης χιλιετίας π.Χ.

3

Page 4: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εμπόριο vs Ανταλλαγή.

Η διάσταση των επαφών και των ανταλλαγών που ανέπτυξαν οι προϊστορικοί πληθυσμοί,

είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει επανειλημμένα την αρχαιολογική σκέψη. Πολύ μελάνι

έχει χυθεί στην προσπάθεια ανασύστασης των κοινωνικών μηχανισμών που διέπουν τις

ανταλλαγές. Κάποιοι ερευνητές παρακινούμενοι από την παρουσία “εξωτικών” αντικειμένων

σε μια προϊστορική θέση, σπεύδουν να αναπτύξουν την έννοια του εμπορίου. Παρόλα αυτά,

αδιαμφισβήτητες εμπορικές συναλλαγές δεν έχουν ακόμα καταγραφεί πριν την εποχή του

Χαλκού. Αντιθέτως αρχαιολογικές ενδείξεις και εθνογραφικά δεδομένα, προσφέρουν μια

μεγάλη γκάμα εναλλακτικών μοντέλων διακίνησης, τα οποία πρέπει να έχουμε υπόψη όταν

μελετάμε την κατανομή ενός υλικού στην προϊστορία (Dogan and Michailidoy 2008: 17;

Hodder 2005: 108, 109).

Για την αρχαιολογία η ανταλλαγή είναι η χωρική κατανομή υλικών από χέρι σε χέρι και

από κοινωνική ομάδα σε κοινωνική ομάδα. Τα άτομα είναι τα χέρια αυτών των ανταλλαγών

και διέπονται από τους περιορισμούς της κοινωνίας, της ιδεολογίας και του περιβάλλοντος

που ανήκουν, έτσι ώστε να επιβιώσουν και να ευημερήσουν. Οι ανταλλαγές μεταξύ ατόμων

και κοινωνιών παρουσιάζονται από δύο διακριτές θεωρητικές σχολές, τη φορμαλιστική

“formalism” και την πραγματιστική “substantivism”.

Οι Φορμαλιστές στρέφουν την προσοχή τους στην έκβαση των λογικών αποφάσεων που

λαμβάνονται, με σεβασμό στις διαθέσιμες επιλογές του πληθυσμού. Η φορμαλιστική οπτική

έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα, ώστε να γίνει κατανοητή η οργάνωση των προϊστορικών

ανταλλαγών. Όπως περιέγραψε ο Hodder, τα μοντέλα “fall-off”, με τα οποία μπορεί να γίνει η

διάκριση μεταξύ πιθανών συστημάτων ανταλλαγής, βασίζονται στη θεωρία της μείωσης του

κόστους, και μεγιστοποίησης των πλεονεκτημάτων, μέσα σε θεσμικούς περιορισμούς.

Ουσιαστικά, οι κοινωνικοπολιτικοί θεσμοί εγκαθιδρύουν περιορισμούς, με όρους

διαμοιρασμού και αξίας των αντικειμένων. Στη συνέχεια, τα άτομα συμπεριφέρονται, μέσα

σε αυτούς τους θεσμικούς περιορισμούς, προμηθεύοντας και διαμοιράζοντας τα υλικά με

έναν λογικό και συνετό τρόπο (Earle 1982: 2).

Για τους πραγματιστές, η οικονομία αναπτύσσεται εντός των κοινωνικών σχέσεων και

μπορεί να μελετηθεί μόνο ως μέρος ενός τοπικού ή περιφερειακού πολιτισμικού συστήματος.

Με άλλα λόγια, οι ανταλλαγές υλικών θα πρέπει να αντανακλούν ευρύτερα πολιτισμικά

μοντέλα. Η επικέντρωση συντελείται στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και σε

διαφορετικούς τύπους ανταλλακτικών μηχανισμών όπως η αμοιβαιότητα, η αναδιανομή, και

οι κανόνες της αγοράς (Hodder 1982: 200). Για την κατανόηση των διαδικασιών της

προϊστορικής ανταλλαγής συχνά χρησιμοποιούνται εθνογραφικά μοντέλα, ενώ

4

KK
Cross-Out
- Ανταλλαγές
KK
Cross-Out
και (αλλαγή και στα υπόλοιπα)
Page 5: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

ευθυγραμμισμένο με την ανάλυση των πραγματιστών είναι και το ενδιαφέρον για τον

συμβολισμό και τη λειτουργία του στις πολιτισμικές διαδικασίες (Earle 1982: 2, 3). Έννοιες,

όπως εμπόριο και χρήμα, έχουν χρησιμοποιηθεί με την πραγματιστική οπτική για την

ερμηνεία αρχαιολογικού υλικού, ενώ συχνά η έννοια ανταλλαγή γίνεται κατανοητή ως μέρος

των κοινωνικών διαδικασιών που εφοδιάζουν με τις αναγκαίες προμήθειες, συντηρούν

συμμαχίες, ή εγκαθιδρύουν εξουσία (Hodder 1982: 200).

Από ανθρωπολογική σκοπιά, σπάνια οι σχέσεις υλικότητας αναφέρονται ως εμπόριο. Πολύ

πιο συχνά οι ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο ανταλλαγή που πηγάζει από την ιδέα της

ανταλλαγής δώρων. Η έννοια της ανταλλαγής δώρων επιβεβαιώνεται εθνογραφικά, όμως

παρόλο που ωθούμαστε να μιλήσουμε για εθελοντική διαδικασία, στην πραγματικότητα η

προσφορά και η ανταπόδοση λειτουργεί ως υποχρέωση. Αυτή η παραδοχή μας οδηγεί στην

ιδέα της αμοιβαιότητας, η οποία είναι θεμελιώδης για τη μελέτη των ανταλλαγών και του

εμπορίου (Dogan and Michailidoy 2008: 18). Εάν αποδεχτούμε ότι πρωταρχικός νόμος των

ανταλλαγών είναι η αμοιβαιότητα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ως ανταλλάξιμο των

αγαθών θα μπορούσαν να προσφέρονται τεχνικές ή ιατρικές γνώσεις, δεξιότητες ή

οποιαδήποτε άλλη μορφή υπηρεσίας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Bosanquet, μελετώντας τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά και

τη διακίνηση του οψιανού από την Φυλακωπή, υποστήριξε ότι ο έλεγχος του οψιανού δεν

είχε στόχο μόνο τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά αλλά και τις εξειδικευμένες ικανότητες που

ενυπάρχουν στη λάξευση του υλικού (Carter 1998: 21, 29).

Αργότερα ο Binford εισήγαγε την άποψη ότι η παρουσία εξωτικών λίθινων πρώτων υλών,

μπορεί να δικαιολογηθεί μέσω της μετακίνησης κυνηγών τροφοσυλλεκτών, οι οποίοι

έρχονται σε άμεση επαφή με τις πηγές και διακινούν οι ίδιοι τις πρώτες ύλες είτε μέσω των

ανταλλαγών είτε μέσω της ιδίας χρήσης για την κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών

(Delage 2007: 8, 9; Binford 1979: 259, 260).

Το σημείο όμως εκκίνησης για πολλούς προϊστορικούς αρχαιολόγους που

διαπραγματεύονταν το θέμα των ανταλλαγών, υπήρξε το έργο του Colin Renfrew. Το 1969 ο

Renfrew, εξέφρασε τις αντιρρήσεις του στις κραταιές αντιλήψεις που ήθελαν τις ανταλλαγές

ως προϊόν εισβολής βαρβάρων, ή άμεσης επιρροής ενός μεγάλου κέντρου προς την

περιφέρεια, ή παρουσίας εξειδικευμένου εμπορίου. Στην δικιά του οπτική το προϊστορικό

εμπόριο πρέπει να γίνει αντιληπτό ως μια ευρεία έννοια που περιέχει την ανταποδοτική

συναλλαγή, την ανταλλαγή, και τις μετακινήσεις υλικών και αγαθών, διαμέσου ειρηνικών

μεσολαβητικών ομάδων (Renfrew 1969: 152). Η βασική έννοια είναι ότι τα αγαθά αλλάζουν

χέρια για μεγάλες αποστάσεις, ενώ και οι δύο όροι "εμπόριο" και "ανταλλαγή"

5

Page 6: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

χρησιμοποιούνται εναλλακτικά.

Ο Renfrew μελετώντας το παράδειγμα διακίνησης του Μηλιακού οψιανού, χωρίζει τις

γεωγραφικές περιοχές σε ζώνη εφοδιασμού “supply zone” και σε ζώνη επικοινωνίας “contact

zone”. Με τον όρο ζώνη εφοδιασμού προσδιορίζει τις περιοχές που η ποσότητα του οψιανού

αγγίζει και υπερβαίνει το 80% της πρώτης ύλης στο σύνολο των λίθινων τεχνέργων, ενώ με

τον όρο ζώνη επικοινωνίας περικλείει τις υπόλοιπες θέσεις στις οποίες ο οψιανός μειώνεται

ανάλογα από την απόσταση των πηγών. Με τον ίδιο τρόπο εφάρμοσε μοντέλα διακίνησης

όπως η αλυσιδωτή ανταλλαγή “down-the-line”, μέσω της οποίας η κάθε κοινότητα κρατά την

ποσότητα οψιανού που χρειάζεται, και μεταφέρει την υπόλοιπη στην επόμενη κοινότητα

(εικόνα 1), (Renfrew 1969: 157, Renfrew and Bahn 1991: 371, 372).

6

KK
Sticky Note
Πάρα πολύ καλή η εισαγωγή σου. Μπράβο!
Page 7: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Ο οψιανός.

Ο οψιανός είναι ένα φυσικό γυαλί, το οποίο προέρχεται από την ηφαιστειακή

δραστηριότητα. Τον γνωρίζουμε ήδη από το έργο “φυσική ιστορία” του Ρωμαίου Γάιου

Πλίνιου, ο οποίος αναφέρει τον Obsius ως εξερευνητή των ορυχείων του πετρώματος στην

Αιθιοπία. Η διαμόρφωση του νεολογισμού οψιανός, παραπέμπει ηχητικά στη λέξη όψη, και

συνάδει με την συχνή διακοσμητική του χρήση στα μάτια των αγαλμάτων, και στην

κατασκευή καθρεφτών (Καριμάλλη και Καραμπατσώλη 2010: 350). Στη σύγχρονη εποχή ο

οψιανός ταυτοποιήθηκε από τον Colin Renfrew και τους μαθητές του J.E. Dixon και J.R.

Cann τη δεκαετία του 1960.

Ο οψιανός δημιουργείται όταν η ηφαιστειακή λάβα, η οποία περιέχει μεγάλες ποσότητες

πυριτίου και αλουμινίου, ψύχεται γρήγορα στην επιφάνεια της γης αποφεύγοντας τη

διαδικασία της κρυστάλλωσης. Αν η λάβα ψυχθεί με αργότερο ρυθμό μπορεί να δημιουργήσει

το Βασάλτη (Williams-Τhorpe 1995: 218). Η σύσταση του οψιανού είναι 70-75% πυρίτιο

(SIO2), 10-15% αργίλιο (AL2O3), 3-5% νάτριο (NA2O), 2-5% κάλιο (K2O), και 1-5% οξείδια

σιδήρου (FE2O3 + FEO). Τα εναπομείναντα στοιχεία σε ποσοστά μικρότερα του 1%

αναφέρονται ως ιχνοστοιχεία (Glascock 2010: 295). Λόγω της ατομικής του δράσης, η οποία

έχει μεγάλη αταξία, ο οψιανός είναι άμορφος και ισοτροπικός. Αυτός είναι ο κύριος λόγος

που είναι τόσο διαχειρίσιμος στη λάξευση του, καθώς τα τέχνεργα μπορούν να αποκολληθούν

από τον πυρήνα προς κάθε κατεύθυνση (Glascock 2010: 294).

Οι τεχνικές και μορφολογικές ιδιότητες του οψιανού προσέλκυσαν τους προϊστορικούς

ανθρώπους, καθώς μπορούσαν να κατασκευάσουν κοφτερά και τυπικά εργαλεία, με ένα υλικό

που ξεχώριζε για τη γυαλάδα του και τις μαγικές του ιδιότητες, όπως γνωρίζουμε από την

όψιμη προϊστορία. Το χρώμα του είναι συνήθως μαύρο, γκρι ή πράσινο, το οποίο οφείλεται

στο επίπεδο οξείδωσης και στις εσωτερικές του προσμίξεις (εικόνα 2). Έτσι αν το υλικό είναι

πολύ οξειδωμένο, το χρώμα που θα παραχθεί θα είναι κόκκινο όπως ο οψιανός της

Σαρδηνίας. Παρομοίως το μαύρο χρώμα οφείλεται στην παρουσία μαγνητίτη, ενώ το πράσινο

στην παρουσία σιδήρου. Υπάρχουν και άλλα “εξωτικά χρώματα” όπως οι κίτρινοι ή ακόμα

και οι μπλε (Williams-Τhorpe 1995: 221).

Στη φύση ο οψιανός συναντάται σε μεγάλες φλέβες, ιδίως σε κονδύλους ή στρώματα. Η

εξαγωγή του υλικού από τις πρωτογενείς πηγές είναι εξαιρετικά δύσκολη, γι’ αυτό και ο

προϊστορικός άνθρωπος προτιμούσε τη συλλογή κροκάλων από δευτερογενείς πηγές σε

πλαγιές και ρέματα (Güngördü 2010: 14).

Ο οψιανός έχει την ιδιότητα να ενυδατώνεται κατά τη διάρκεια του χρόνου, με έναν ρυθμό

ο οποίος είναι ανάλογος με τη σύσταση και την ατμοσφαιρική θερμοκρασία, ενώ δημιουργεί

7

KK
Comment on Text
Καλύτερα εδώ να είναι Heading 1 και τα παρακάτω υποκεφάλαια Heading 2, έτσι ώστε να είναι σαφέστερη η δομή της εργασίας.
Page 8: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

μια ενυδατωμένη στρώση την οποία μπορούμε να αναλύσουμε και να χρονολογήσουμε τη

στιγμή που το υλικό εκτέθηκε σε συνθήκες εξωτερικού περιβάλλοντος (εικόνα 3), (Λυριτζής

2010: 133). Η ενσωμάτωση υγρασίας πάνω από 5% μεταμορφώνει τον οψιανό σε περλίτη, ο

οποίος αποσπάται από την επιφάνεια σε στρώσεις παρόμοιες με αυτές του κρεμμυδιού. Ως

αποτέλεσμα ο χρόνος ζωής του οψιανού είναι σχετικά μικρός. Λίγες είναι οι πηγές με

διάρκεια μεγαλύτερη από 10.000 χρόνια, ενώ οι περισσότερες είναι λίγων χιλιάδων χρόνων

(Glascock 2010: 296).

8

Page 9: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Αναζητώντας το αποτύπωμά του.

Ο βασικός σκοπός της μελέτης των πρώτων υλών είναι να υποδείξει την προέλευση των

πετρωμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των τεχνέργων. Σε αυτή τη διαδικασία

τα πετρώματα μελετώνται μακροσκοπικά και γεωχημικά. Ο προσδιορισμός των φυσικών

χαρακτηριστικών του οψιανού μπορεί να γίνει αρχικά με μακροσκοπικές μεθόδους

χαρακτηρίζοντας το χρώμα, την υφή, τον λόγο διάθλασης, και το ειδικό βάρος, αλλά ο πιο

αποτελεσματικός τρόπος είναι η γεωχημική ανάλυση των ιχνοστοιχείων (Andrefsky 2005:

42).

Η ταυτοποίηση του οψιανού απέδειξε τη μεταφορά του ακόμα και σε αποστάσεις που

φτάνανε τα 900 χλμ. Η έρευνα και οι δημοσιεύσεις σχετικά με το ζήτημα διακίνησης του

οψιανού ξεκίνησαν το 1964 με το έργο των Cann και Renfrew (εικόνα 4), ενώ σημειώθηκε

μια ιδιαίτερη άνθηση τις δεκαετίες του '70 και του '80 (William-Τhorpe 1995: 217). Οι Cann

και Renfrew χρησιμοποίησαν μια ποικιλία επιστημονικών τεχνικών ώστε να διακρίνουν τις

πηγές οψιανού της Μεσογείου με βάση τα διαφορετικά χημικά τους στοιχεία (Cann and

Renfrew 1964).

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές τεχνικές γεωχημικής ανάλυσης, και η κάθε μία από αυτές

προσφέρει διαφορετικές πληροφορίες, ενώ απαιτούνται και διαφορετικά είδη δείγματος.

Μερικές τεχνικές εξετάζουν μόνο την εξωτερική επιφάνεια των τεχνέργων, ενώ άλλες

χρειάζονται ολόκληρο το υλικό. Εξίσου, κάποιες τεχνικές είναι καταστροφικές όσον αφορά

στο δείγμα που εξετάζουν και κάποιες άλλες όχι (Andrefsky 2005: 43).

Η καλύτερη μέθοδος να ορίσεις τη δομή, τα μεταλλικά στοιχεία, και τα απολιθώματα των

πετρωμάτων είναι η πετρογραφική ανάλυση, η οποία χρησιμοποιείται περισσότερο από 130

χρόνια. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιεί μία λεπτή τομή από το υλικό προς εξέταση, το οποίο

αφού τοποθετηθεί σε μία γυάλινη επιφάνεια θρυμματίζεται σε πάχος ενός χιλιοστού. Το

δείγμα τότε εξετάζεται μέσω ενός πολωτικού μικροσκοπίου, ώστε να καθοριστούν τα

μεταλλικά στοιχεία και η υφή του (Andrefsky 2005: 43). Το βασικό πρόβλημα αυτής της

μεθόδου είναι ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει την αναλογία συγκεκριμένων ιχνοστοιχείων

όπως το ουράνιο και το βάριο. Επίσης είναι απαραίτητη η καταστροφή του δείγματος,

γεγονός που δεν είναι πάντα εφικτό (Kooyman 2000: 40).

Όλες οι γεωχημικές τεχνικές μετράνε την ακτινοβολία που εκπέμπεται ή απορροφάται από

τα άτομα όταν τα πρωτόνια και τα νετρόνια μετακινούνται σε διαφορετικά ενεργειακά

επίπεδα. Μελετώντας τα επίπεδα ακτινοβολίας μπορούμε να καθορίσουμε τον τύπο και τον

αριθμό των ατόμων που συμμετέχουν και ως εκ τούτου να προσδιορίσουμε τα στοιχεία που

παρουσιάζονται στο δείγμα (Andrefsky 2005: 43).

9

Page 10: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Μερικές από τις πιο διαδεδομένες γεωχημικές τεχνικές είναι συνοπτικά οι εξής:

X-ray diffraction (XRD): Σε αυτή την τεχνική χρησιμοποιείται ένα μικρό δείγμα, το οποίο

βομβαρδίζεται με ακτίνες Χ. Οι κρύσταλλοι του δείγματος αντανακλούν τις ακτίνες, οι οποίες

καταγράφονται σε φωτογραφικό χαρτί. Οι γραμμές στη φωτογραφία ή οι κορυφές στο

διάγραμμα μπορούν να δώσουν πληροφορίες σχετικά με την δομή των ορυκτών κρυστάλλων

που προκάλεσαν τη διάθλαση. Με τη τεχνική αυτή επιτυγχάνεται κυρίως ο προσδιορισμός

των μεταλλικών στοιχείων.

Differential thermal analysis (DTA): Σε αυτή την τεχνική κονιορτοποιείται ένα πολύ μικρό

δείγμα, το οποίο και θερμαίνεται κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες. Οι διακυμάνσεις των

θερμοκρασιών προκαλούν αντιδράσεις στα μεταλλικά στοιχεία, οι οποίες καταγράφονται. Η

τεχνική είναι καταστροφική για το δείγμα και δεν αναλύει τα στοιχεία (Kooyman 2000: 40).

Atomic absorption spectroscopy (AAS): Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται ευρέως και είναι

πολύ χρήσιμη και ακριβής. Το δείγμα συνθλίβεται, τοποθετείται σε διάλυμα και στη συνέχεια

εκτίθεται σε φλόγες. Με αυτό τον τρόπο διαχωρίζονται τα άτομα του δείγματος. Στα αρνητικά

της τεχνικής είναι η καταστροφή του υλικού, αλλά αρκούν πολύ μικρά δείγματα (πχ. 0,2 γρμ.)

για αξιόπιστα αποτελέσματα.

Inductively coupled plasma emission spectrometry (ICPES): Αυτή η μέθοδος είναι πολύ

πιο γρήγορη προσφέροντας λιγότερο θόρυβο στα αποτελέσματα από ότι κάνει η AAS. Αέριο

αργού διεγείρεται μέσω ραδιοκυμάτων, ώστε να παραχθεί πλάσμα και το κονιορτοποιημένο

δείγμα ψεκάζεται μέσα στο πλάσμα. Τα άτομα του δείγματος τότε διεγείρονται και εκπέμπουν

φως. Αυτό το εκπεμπόμενο φως μετριέται και αποκαλύπτει τον τύπο των στοιχείων και τη

συγκέντρωσή τους (εικόνα 5).

X-ray fluorescence spectrometry (XRF): Η ίδια μέθοδος λέγεται επίσης και X-ray emission

spectrography. Μπορεί να εφαρμοστεί είτε στην επιφάνεια του δείγματος είτε

κονιορτοποιώντας ένα μικρό δείγμα. Η επιφάνεια ή το δείγμα ακτινοβολείται με ακτίνες X ή

Γ διεγείροντας τα ηλεκτρόνια τα οποία και παράγουν μετρήσιμες κυματομορφές (fluorescent

X-rays). Αυτές οι fluorescent ακτίνες X είναι διαφορετικές για κάθε στοιχείο και μπορεί να

μετρηθεί η ενέργεια και η συγκέντρωσή τους (εικόνα 6). Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτής

της τεχνικής είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί με μη καταστροφικό τρόπο για το δείγμα, αν

και μερικές φορές η κονιορτοποίησή του προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα (Kooyman

2000: 41).

Proton-excited XRF ή Proton-induced X-ray emission (PIXE): Αυτή η τεχνική

χρησιμοποιεί πρωτόνια αντί για ακτίνες Χ ώστε να διεγείρει τα ηλεκτρόνια, και χρειάζεται

πολύ μικρότερη επιφάνεια από το XRF. Η τεχνική αυτή είναι πιο ευαίσθητη από το XRF και

10

KK
Highlight
Νομίζω ότι δεν χρειάζεται η περιγραφή των γεωχημικών τεχνικών, αφού δεν στηρίζεσαι σε αυτήν για την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων ή και δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό στην αρχαιολογική συζήτηση που ακολουθεί.
Page 11: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς να καταστρέψει το δείγμα (Andrefsky 2005: 44). Το βασικό

μειονέκτημα είναι ο εξειδικευμένος εξοπλισμός που χρειάζεται για την παραγωγή πρωτονίων,

ο οποίος υπάρχει σε πολύ λίγα ερευνητικά κέντρα.

Instrumental neutron activation analysis (INAA): η ίδια μέθοδος λέγεται και neutron

activation analysis (ΝΑΑ). Χρειάζεται μόνο ένα πολύ μικρό δείγμα (<0,1 γρμ.) ή ένα μικρό

τέχνεργο, ώστε να τοποθετηθεί σε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα και να βομβαρδιστεί με

νετρόνια, παράγοντας ραδιενεργά ισότοπα και μια ποσότητα φωτονίων γάμμα. Οι ακτίνες Γ

που εκπέμπονται είναι χαρακτηριστικές για κάθε ξεχωριστό στοιχείο, ενώ η έντασή τους είναι

ενδεικτική της συγκέντρωσής των στοιχείων (εικόνα 7). Η μέθοδος INAA έχει αποδειχθεί ως

η αποτελεσματικότερη, δεδομένου ότι συνδυάζει υψηλή ευαισθησία, καλή πρόβλεψη,

ακρίβεια, αποτελεσματικό διαχωρισμό των στοιχείων, και αποτελεί μια μη-καταστρεπτική

τεχνική με μια καλά οργανωμένη βάση δεδομένων διεθνώς (Gratuze 1999: 869).

Electron microprobe analysis (EMPA): είναι από τις πιο συμβατές μεθόδους εφόσον δεν

καταστρέφει καθόλου τα δείγματα. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης το δείγμα σκανάρεται με

μία δέσμη ηλεκτρονίων, οι οποίες προκαλούν το μετάλλευμα να παράγει ακτίνες Χ που

μετριούνται με τον ίδιο τρόπο όπως και με το X-Ray Fluourescence. Μία λεπτή τομή είναι

συνήθως αρκετή αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ένα ολόκληρο τέχνεργο (Kooyman

2000: 41).

Άλλες τεχνικές, χωρίς όμως να χρησιμοποιούνται ευρέως, συμπεριλαμβάνουν μαγνητικές

αναλύσεις, την τεχνική Proton Induced Gamma-ray Emission (PIGE), και τη Mossbauer

spectroscopy. Ο πιο αποτελεσματικός και αξιόπιστος τρόπος εξαγωγής συμπερασμάτων, είναι

η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών τεχνικών αναλύσεων.

11

Page 12: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Πηγές οψιανού στην Ανατολία.

Σύμφωνα με γεωγραφικούς όρους, η Ανατολία χωρίζεται σε τέσσερις ευρύτερες περιοχές,

οι οποίες φέρουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό κοιτάσματα οψιανού. Τη Δυτική

Ανατολία που ο οψιανός είναι σπάνιος, την Καππαδοκία, η οποία αποτελείται από μεγάλες

ποσότητες οψιανού, τη Βορειοανατολική Ανατολία, στην οποία περιέχονται πολλές μικρές

αποθεματικά πηγές και τη Νοτιοανατολική Ανατολία, στην οποία βρίσκονται μεγάλες

ποσότητες οψιανού πολύ καλής ποιότητας και εύκολα αποκτήσιμες (εικόνα 8), (Chataigner et

al. 1998: 520).

Πιο αναλυτικά, στη Δυτική Ανατολία έχουν βρεθεί οι πηγές Yağlar, Sakaeli-Orta, και

Galatia-X, στα βουνά της Γαλατίας βορειοδυτικά της Άγκυρας. Λίγα μόνο αρχαιολογικά

τέχνεργα έχουν εξακριβωθεί από αυτές τις θέσεις, κυρίως σε οικισμούς κοντά στη θάλασσα

του Μαρμαρά, οι οποίοι αποτελούν μέρος ενός τοπικού νεολιθικού πολιτισμού της 5ης

χιλιετίας π.Χ.

Η περιοχή της Καππαδοκίας περιλαμβάνει τα ηφαιστειακά σύνολα Acigöl, Nenezi Dağ,

Göllü Dağ και Hasan Dağ.

Το ηφαίστειο του Acigöl βρίσκεται ανάμεσα από τις πόλεις Acigöl, Niğde και Nevsehir.

Εκτός από ένα σημείο ανατολικά του Αcigöl, ο οψιανός που προσφέρει δεν είναι κατάλληλος

για λάξευση. Οψιανός από το Acigöl έχει ταυτοποιηθεί την 8η χιλιετία, μόνο σε δύο τέχνεργα

από το Aşıklı της Καππαδοκίας και την El Kowm στην Παλμύρα της Συρίας (Chataigner et al.

1998: 523).

Το ηφαίστειο του Göllü Dağ χωρίζεται σε ανατολικό και δυτικό. Το υλικό από το

ανατολικό είναι άφθονο, ομοιογενές και πολύ καλής ποιότητας, ενώ από πολύ νωρίς

διαχύθηκε στην Εγγύς Ανατολή, όπως στη θέση Mureybet του Μέσου Ευφράτη της 11ης

χιλιετίας π.Χ., σχεδόν 400 χλμ μακριά από τις πηγές. Ενδεικτικό στοιχείο είναι ότι αυτή την

πρώιμη περίοδο δεν έχει ακόμα εντοπιστεί κάποια μόνιμη θέση κοντά στις πηγές της

Καππαδοκίας (Chataigner et al. 1998: 525). Την περίοδο πριν το 7500 π.Χ., η οποία

αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από την κυνηγετική - τροφοσυλλεκτική περίοδο στην

παραγωγική, οψιανός από το Göllü Dağ βρίσκεται τόσο βόρεια της κοιλάδας του Ευφράτη

όσο και νοτιοδυτικά στην περιοχή της Δαμασκού και στην κοιλάδα του Ιορδάνη (εικόνα 9).

Μετά το 7500 π.Χ. ιδρύονται στην περιοχή της Καππαδοκίας χωριά όπως το Aşıklı Höyük

που χρησιμοποιούν αποκλειστικά τοπικό οψιανό για τα εργαλεία τους (Gratuze et al. 1993:

16, 20). Με την εμφάνιση της κεραμικής την έβδομη και έκτη χιλιετία, οψιανός από το Göllü

Dağ διαχέεται στην Κεντρική Ανατολία και στις ακτές της Κιλικίας. Επίσης την ίδια περίοδο

οψιανός από το ανατολικό Göllü Dağ εντοπίζεται στην Κύπρο και από το 7000 διαχέεται

12

Page 13: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

τόσο στην Δυτική Ανατολία και τις ακτές του Αιγαίου όσο και ανατολικά στην άνω

Μεσοποταμία και στην περιοχή του Νότιου Ζάγρου (Chataigner et al. 1998: 525).

Στο δυτικό Göllü Dağ ο οψιανός είναι κατώτερης ποιότητας και για αυτό απουσιάζει από

το αρχαιολογικό πεδίο, εκτός από ένα τέχνεργο που βρέθηκε στον ακεραμικό οικισμό της

Καππαδοκίας Aşıklı Höyük.

Το ηφαίστειο Nenezi Dağ βρίσκεται βορειότερα από το Göllü Dağ. Από την πηγή αυτή

προέρχονται τέχνεργα που συλλέχθηκαν σε θέσεις της Τουρκίας, της Κύπρου, της Συρίας και

της Συροπαλαιστίνης. Την εκμετάλλευση των συγκεκριμένων πηγών επιβεβαιώνει και η

αποκάλυψη στρωμάτων κατεργασίας οψιανού στη δυτική παρειά του ηφαιστείου. Ο οψιανός

του Nenezi Dağ χρησιμοποιήθηκε συμπληρωματικά στις προτιμήσεις των προϊστορικών

ανθρώπων, μιας και βρέθηκε σε μικρότερες ποσότητες (Chataigner et al. 1998: 525).

Το ηφαίστειο Hasan Dağ χύνεται στην πεδιάδα της Konya. Κανένα τέχνεργο δεν έχει

επιβεβαιωθεί από αυτή την πηγή (Chataigner et al. 1998: 528).

Η Βορειοανατολική Ανατολία περιέχει τις πηγές Erzincan, Erzurum, Pasinler, Sarikamiş,

Kars και Ikizdere. Φαίνεται ότι ήταν λιγότερο γνωστές, ενώ πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι

χρησιμοποιήθηκαν από τοπικούς πληθυσμούς στην Χαλκολιθική καθώς και στην Ύστερη

εποχή Χαλκού.

Η Νοτιοανατολική Ανατολία περιλαμβάνει κυρίως τις πηγές από τα ηφαίστεια Bingöl και

Nemrut Dağ κοντά στην λίμνη Van.

Οι οψιανοί από την περιοχή του Bingöl διακρίνονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους

σε calc-alkaline και per-alkaline πηγές. Υλικό από την πηγή Bingöl calc-alkaline διαχύθηκε

πολύ περισσότερο. Χρησιμοποιήθηκε ήδη το 8600 π.Χ. από πληθυσμούς που κατοικούσαν

στην περιοχή του Άνω Τίγρη. Από το 8300 π.Χ. αναπτύχθηκε στις περιοχές του μέσου

Ευφράτη και της Δαμασκού και στις αρχές του 7600 π.Χ., διαχύθηκε στην περιοχή του

Ζάγρου (εικόνα 10). Θα κυριαρχήσει στην περιοχή του μέσου Ευφράτη και της Άνω

Μεσοποταμίας μέχρι την περίοδο Halaf. Αντίθετα το υλικό από την πηγή per-alkaline Bingöl

χρησιμοποιείται κυρίως τοπικά, αλλά από το 7600 π.Χ. το συναντάμε στην περιοχή της Άνω

Μεσοποταμίας (Chataigner et al. 1998: 530).

Μια άλλη πηγή οψιανού με εξέχουσα σημασία είναι αυτή του Nemrut Dağ. Ακόμα και

σήμερα νομαδικοί πληθυσμοί εγκαθίστανται το καλοκαίρι με τα ζώα τους μέσα στην καλδέρα

του ηφαιστείου και το φθινόπωρο αναχωρούν περνώντας από το Bitlis, στα πεδινά της

κοιλάδας του Τίγρη και από εκεί άλλοι κατευθύνονται Βορειοδυτικά προς την περιοχή

Diyarbekir (Çayönü), άλλοι προς την κοιλάδα του Τίγρη και άλλοι προς την περιοχή Jezirah,

στη Βορειοανατολική Συρία. Αυτά τα δρομολόγια πιθανώς πραγματοποιούνταν και στην

13

Page 14: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

προϊστορική εποχή, εφόσον προϊστορικές θέσεις με οψιανό από το Nemrut Dağ έχουν βρεθεί

στις ίδιες περιοχές. Οψιανός από το Nemrut Dağ χρησιμοποιείται ήδη από την Ανώτερη

Παλαιολιθική (πχ. Shanidar) και την Επιπαλαιολιθική εποχή (πχ. Zarzi). Η θέση του Shanidar

είναι περίπου 300 χλμ μακριά από την λίμνη Βαν, αλλά υπάρχει πρόσβαση μέσω του

περάσματος Hakkari. Αυτός ο δρόμος που ενώνει την λίμνη Van με τα βουνά του Ζάγρου

χρησιμοποιήθηκε από πολύ νωρίς, διαχέοντας τον οψιανό στα νοτιοανατολικά κατά την

Νεολιθική εποχή. Οψιανός από το Nemrut Dağ βρίσκεται σε πολύ μεγάλες ποσότητες στις

βόρειες περιοχές της ευφόρου ημισελήνου, αντιπροσωπεύοντας το 60% των λίθινων

εργαλείων από τη θέση Hallan Çemi στον άνω Τίγρη το 8600-8000 π.Χ. και πάνω από το

90% στην θέση Cafer Höyük του Άνω Ευφράτη το 7600-6600 π.Χ. (εικόνα 10). Στην Συρία οι

πρώτες ενδείξεις οψιανού από το Nemrut Dağ έρχονται από το Tell Aswad το 8300 π.Χ.

Τέχνεργα από τις πηγές Süphan Dağ και Ziyaret Dağ/Meydan Dağ εμφανίζονται πολύ

αργότερα, το 5000 π.Χ., ενώ χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά σε τοπικό επίπεδο

(Chataigner et al. 1998: 533).

14

Page 15: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Το πολιτισμικό και γεωγραφικό πλαίσιο.

Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα ήταν κοινώς αποδεκτό ότι η περιοχή της Ανατολίας δεν

είχε κατοικηθεί πριν από την εποχή του Χαλκού. Το τοπίο όμως άλλαξε από την δεκαετία του

1970 και ύστερα, κυρίως με τις ανασκαφές των Βρετανών James Mellaart και David French

στις θέσεις Hacilar και Çatal Höyük (Güngördü 2010: 1). Άλλη σημαντική θέση της

Κεντρικής Ανατολίας είναι το Köşk Höyük, η οποία ανασκάφτηκε μεταξύ 1983 και 1991 από

τον Uğur Silistireli. Βορειοανατολικότερα βρίσκεται το Aşıklı Höyük, θέση Ακεραμικής και

Νεότερης Νεολιθικής, στο οποίο ξεκίνησε την ανασκαφή ο Ufuk Esin το 1989 και πρόσφερε

εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα και ταφές με πλούσια κτερίσματα. Παράλληλα και ενώ στην

Καππαδοκία η έρευνα συνεχιζόταν με σημαντικά αποτελέσματα, ο Ian Hodder το 1993

επαναλαμβάνει τις ανασκαφές του Mellaart στην κοιλάδα Konya οπού βρίσκεται το Çatal

Höyük. Ανάμεσα από το 1996 και το 2003, οι αρχαιολόγοι Balkan-Atlı, Binder και Cauvin,

εντόπισαν τη θέση Kömürcü-Kaletepe στην ηφαιστειακή λεκάνη του Aksaray, η οποία

χαρακτηρίστηκε ως εργαστήριο κατεργασίας οψιανού (Güngördü 2010: 2).

Όσον αφορά στη μεταβατική περίοδο που στην Ευρώπη ονομάζουμε Μεσολιθική, στην

Ανατολία και το Λεβάντ χρησιμοποιούμε τον όρο Eπιπαλαιολιθική (εικόνα 11). Το

συγκεκριμένο χρονολογικό και γεωγραφικό πλαίσιο έγινε αντικείμενο διαρκών και

εκτεταμένων ερευνών, λόγω των κοινωνικών μεταβολών που συντελούνται έως την

υιοθέτηση του τροφοπαραγωγικού τρόπου ζωής από πολλούς πληθυσμούς της περιοχής. Η

Eπιπαλαιολιθική της Ανατολίας συμπίπτει με την αντίστοιχη εποχή του Λεβάντ (εικόνα 12),

αλλά όχι και με την Μεσολιθική στην Ευρώπη, η οποία αντιπροσωπεύει μεταγενέστερη

περίοδο. Οι σημαντικότερες επιπαλαιολιθικές θέσεις της Ανατολίας είναι οι: Güzeloba,

Kızılin, Çarkini, Beldibi, Belbaşı, Belpınar, Üçağızlı στην περιοχή του Μαρμαρά, η θέση

Baradiz στα παράλια της Μικράς Ασίας, το σπήλαιο Tekeköy-A στα παράλια της Μαύρης

θάλασσας, οι θέσεις Macunçay και Pınarbaşı στην Κεντρική Ανατολία, τα σπήλαια Öküzini

και Karain στην νότια ακτή κοντά στην Αττάλεια και τέλος τα σπήλαια Şarklı και Malaliki,

μαζί με τις ανοιχτές θέσεις Biris Mezarlığı, Uluk Mevki, Söğüt Tarlası, Mucid Deresi και

Camuz Tepe στην Νοτιοανατολική Ανατολία (εικόνα 13), (Kartal 2003: 45). Η ανθρώπινη

παρουσία στο σπήλαιο Karain χρονολογείται από την Παλαιολιθική εποχή, ενώ Mousterian

και Levallois λιθοτεχνίες παρήχθησαν μέχρι και την Νεολιθική εποχή. Τα επιπαλαιολιθικά

στρώματα χρονολογήθηκαν στο 16250 πριν το παρών, και μέσα σε αυτά κυριαρχούν οι μη-

γεωμετρικοί μικρόλιθοι καθώς και οι στομωμένες λεπίδες με κορυφή (Kartal 2003: 49; Gates

1996: 277-280). Παρόμοια και εξίσου σημαντικά είναι τα αποτελέσματα από τις έρευνες στο

σπήλαιο Öküzini, το οποίο βρίσκεται βορειοδυτικά της Αττάλειας και έδωσε την πρώτη

15

KK
Highlight
KK
Cross-Out
KK
Comment on Text
Με άνω τελεία χωρίζουμε τις παραπομπές σε ελληνικά κείμενα.
Page 16: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

χρονολογημένη Επιπαλαιολιθική στρωματογραφία της Ανατολίας. Τα στρώματα I έως IV στο

Öküzini έχουν ομοιότητες με τους σύγχρονους πολιτισμούς Kebaran και Natufian στο Λεβάντ

(Kartal 2003: 50; Çilingiroglu and Çakırlar 2013: 22).

Το 1932 η Dorothy Garrod χρησιμοποίησε τον όρο Natufian, για να χαρακτηρίσει την

ύστερη επιπαλαιολιθική λίθινη τεχνολογία της περιοχής του Λεβάντ. Από τότε πάνω από 150

θέσεις τις συγκεκριμένης περιόδου έχουν ταυτοποιηθεί στον χώρο ανάμεσα από την Τουρκία,

τις ακτές της Μεσογείου, την Ερυθρά θάλασσα και την κοιλάδα του Ευφράτη. Η περίοδος

Natufian ανιχνεύεται μεταξύ 12800-10300 χρόνια πριν από σήμερα (Delage 2004: 95). Ο

πολιτισμός αυτός χαρακτηρίζεται από μικρολιθικά εργαλεία, με χαρακτηριστικότερα τα

“lunates”. Ο Ofer Bar-Yosef το 1970, είδε τον πολιτισμό Natuf ως ένα πιο στενό γεωγραφικό

πλαίσιο που αναπτύχθηκε στο τέλος του Πλειστόκαινου, ενώ σύμφωνα με τον ίδιο οι

υπόλοιπες περιφερειακές θέσεις θα έπρεπε να ενταχθούν σε άλλους πολιτισμικούς ορίζοντες.

Η αντίθετη άποψη εκφράστηκε από τον Francis Hours την ίδια δεκαετία, ο οποίος επέκτεινε

τα όρια του πολιτισμού Natuf και ερμήνευσε τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις ως εκφάνσεις

του ίδιου πολιτισμού. Οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες προκειμένου

να περιγράψουν τον πολιτισμό σε αυτόν τον ευρύτερο γεω-χρονολογικό ορίζοντα, δεν

χαίρουν ενιαίας αποδοχής (Delage 2004: 96, 97).

Η τροφοπαραγωγική διαδικασία εμφανίστηκε ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη στη γη,

ίσως για διάφορους λόγους που είχαν να κάνουν με τις κλιματικές αλλαγές και την αύξηση

του πληθυσμού (Güngördü 2010: 8). Η πρώτη ένδειξη όσον αφορά στην καλλιέργεια φυτών

εμφανίζεται κατά την πρώιμη Ακεραμική Νεολιθική, σε γνωστές θέσεις όπως η Jericho στην

Παλαιστίνη, το Netiv Hagdud στο Ισραήλ, το Mureybet και το Jerf el-Ahmar στη Συρία και

το Qermez Dere και M’lefaat στο Ιράκ (εικόνα 14), (Benco et.al. 2000: 223). Στις ίδιες θέσεις

παρατηρούμε μια αύξηση όσον αφορά στην προμήθεια οψιανού από τις πηγές της

Καππαδοκίας και του Bingöl (Sherratt 2005). Αυτές οι πρώτες ενδείξεις καλλιέργειας θα

εδραιωθούν κατά την διάρκεια της Ύστερης Ακεραμικής, ενώ την ίδια περίοδο κάνει την

εμφάνισή της η εξημέρωση και εκτροφή ζώων, πρώτα στο Βόρειο και στη συνέχεια στο

Νότιο Λεβάντ (Benco et.al. 2000: 223). Υπάρχει επίσης μια σημαντική αλλαγή όσον αφορά

στο μέγεθος των οικισμών, όπως στο Abu-Hureira στη Συρία, στο Çayönü στην

Νοτιοανατολική Τουρκία, στο Ain Ghazal, στο Beisamun και στο Basta στην Ιορδανία, που

εκτείνονται σε 100 με 120 στρέμματα. Η οικονομία της περιόδου βασίζεται στα

καλλιεργούμενα είδη, όπως τα δημητριακά και τα όσπρια, καθώς και στη συλλογή άγριων

φρούτων και σπόρων. Το κυνήγι των άγριων ζώων δεν σταμάτησε, συμπληρώθηκε όμως με

την αύξηση των ήμερων αιγοπροβάτων. Τα εργαλεία υπόκεινται επίσης σε αλλαγές. Ένα

16

Page 17: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

μεγάλο μέρος των αμφιπρόσωπων εργαλείων, όπως οι αξίνες και οι σμίλες, στρογγυλεύονται,

ρετουσάρονται και γυαλίζονται, ενώ βρίσκουμε σημαντικές ποσότητες οψιανού από τη

Ανατολία (Yakar 1998: 59). Οι προϊστορικοί γεωργοί της Νοτιοδυτικής Ασίας φαίνεται να

ανταλλάζουν οψιανό, θαλάσσια όστρακα, ιαδεϊτη, σερπεντίνη, τιρκουάζ και αλλά, από χωριό

σε χωριό, σε δίκτυα, τα οποία δεν είναι απαραίτητα σταθερά (Benco et.al. 2000: 219-221).

17

Page 18: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Χρήση και διακίνηση του οψιανού κατά την Επιπαλαιολιθική εποχή.

Τα λίθινα εργαλεία που προέρχονται από γεωλογικά στρώματα των προϊστορικών κυνηγών

και τροφοσυλλεκτών στην Ανατολία είναι κυρίως από πυριτόλιθο. Παρόλα αυτά μπορούμε να

εντοπίσουμε και τέχνεργα κατασκευασμένα από οψιανό, τα οποία αυξάνονται ιδιαίτερα κατά

τη διάρκεια των επόμενων τροφοπαραγωγικών περιόδων (Esin and Benedict 1963: 399). Η

πρωιμότερη ένδειξη για διάδοση οψιανού σε περιοχές απομακρυσμένες από τις πήγες

βρίσκεται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου, όταν επιπαλαιολιθικοί

κυνηγοί και τροφοσυλλεκτικές ομάδες κυκλοφορούσαν γύρω από την Εύφορη Ημισέληνο.

Την ίδια εποχή οψιανός από την περιοχή Bingöl της Νοτιοανατολικής Τουρκίας έφτασε στο

Ιρακινό Κουρδιστάν και οψιανός από την Καππαδοκία πέρασε τον Ταύρο, τον Μέσο Ευφράτη

και το Βόρειο Λεβάντ (εικόνα 15), (Sherratt 2005).

To Pinarbaşi (εικόνα 16) φαίνεται να πρωτοκατοικήθηκε το 13000 π.Χ. από μια

μετακινούμενη ομάδα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε από τα πολλά εργαλεία που φτάνουν

έτοιμα στη θέση από απομακρυσμένες πηγές και εργαστήρια. Μετά από τις έρευνες των

Trevor Watkins και Douglas Baird το 1993 και 1994 στην περιοχή, εντοπίστηκαν αρκετές

υπαίθριες θέσεις και καταφύγια από την Επιπαλαιολιθική έως την Νεολιθική. Τα λίθινα

εργαλεία στην Eπιπαλαιολιθική είναι κατά 80% κατασκευασμένα από οψιανό, ενώ η

προμήθεια της πρώτης ύλης ίσως γινόταν κατευθείαν από την πηγή κατά τη διάρκεια των

εποχιακών μετακινήσεών τους. Παράλληλα, μεγάλες ποσότητες θαλάσσιων οστράκων

φανερώνουν τη μετακίνηση πρώτων υλών από την δυτική ακτή σε αποστάσεις τουλάχιστον

220 χιλιομέτρων (εικόνα 17). Καλοδουλεμένα αντικείμενα τέχνης, συμβολικές πρακτικές,

καθώς και η κυριαρχία των μικρολιθικών εργαλείων ημισεληνοειδούς τύπου “lunate”,

προτείνουν ότι οι κάτοικοι στο Pinarbaşi διατηρούσαν περισσότερο επαφές με τις Νατουφικές

κοινότητες στο Λεβάντ, παρά με τις αντίστοιχες επιπαλαιολιθικές κοινότητες στην περιοχή

της Antalya, στις οποίες παρατηρούνται διαφοροποιήσεις, όπως η μικρότερη χρήση του

οψιανού και τα διαφορετικά μικρολιθικά σύνολα. Την 9η Χιλιετία στο Pinarbaşi οι ποσότητες

των θαλάσσιων οστράκων και του οψιανού αυξάνονται ακόμα περισσότερο, όπως και οι

ομοιότητες με τις σύγχρονές τους θέσεις στο Βόρειο Λεβάντ (Potts 2012: 437, 438, 463, 464;

Gates 1996: 284).

Κατά τη διάρκεια της Ύστερης Νατουφικής περιόδου, οψιανός από την Κεντρική

Ανατολία έφτασε στο Abu Hureyra του Βορείου Λεβάντ και στο Ain Mallaha του Νοτίου

Λεβάντ, φανερώνοντας ότι αυτή η περιοχή συμμετείχε ήδη σε αλληλεπιδράσεις με

απομακρυσμένες περιοχές (εικόνα 18), (Potts 2012: 434, 435). Την ίδια περίοδο απουσιάζουν

οι ενδείξεις οικισμών από την περιοχή της Κεντρικής Ανατολίας, γεγονός που προωθεί την

18

KK
Highlight
Page 19: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

θεωρία πως τα δίκτυα ανταλλαγών βασίζονταν σε νομαδικούς πληθυσμούς, οι οποίοι

πραγματοποιούσαν το δρομολόγιο Καππαδοκία-Λεβάντ. Παρόλα αυτά δεν αποκλείεται να

αλλάξει σύντομα το τοπίο της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή της Κεντρικής Ανατολίας,

αποκαλύπτοντας μόνιμες κοινότητες (Renfrew 2006: 400-402). Επαφές μεγάλων αποστάσεων

στο Λεβάντ κατά τη διάρκεια της περιόδου Natuf μπορούν να γίνουν αντιληπτές και μέσα από

την διασπορά αντικειμένων από Βασάλτη της ανατολικής Γαλιλαίας καθώς και από όστρακα

dentalium από την Μεσόγειο και την Ερυθρά θάλασσα (Yakar 1998: 56, 57).

Κατά τη διάρκεια της ταχείας κλιματικής αλλαγής, με την οποία τελείωσε η τελευταία

παγετώδης περίοδος και ακολούθησαν η ζεστή Bølling-Allerød περίοδος και στη συνέχεια η

κρύα Younger Dryas, οι πολυπληθείς κοινότητες συνέχισαν να ανταλλάσουν οψιανό σε

ολόκληρη την περιοχή του Levant. Παράλληλα προς το τέλος της Younger Dryas

εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις καλλιέργειας στο Mureybet και στο Abu Hureyra (Sherratt

2005).

19

Page 20: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Χρήση και διακίνηση του οψιανού κατά την Ακεραμική Νεολιθική Α

(PPNA)

Στο τέλος της περιόδου Natuf εμφανίζεται η Ακεραμική Νεολιθική Α (10200- 8800 π.Χ.),

η οποία αντιπροσωπεύει την εμφάνιση μικρών χωριών από πληθυσμούς κυνηγών - αγροτών.

Αυτά τα χωριά εντοπίζονται σε έναν γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνει την κοιλάδα της

Δαμασκού, την κοιλάδα του Ιορδάνη καθώς και νοτιότερες περιοχές (εικόνα 19). Παρόλο που

οι κάτοικοι υιοθετούν τροφοπαραγωγικές μεθόδους, η συλλογή της τροφής και το κυνήγι

παραμένουν σημαντικές πηγές επιβίωσης. Η τεχνολογία του λίθου εμφανίζει διαφοροποιήσεις

από την προηγούμενη περίοδο, με βασικότερες την ποσοτική μείωση των μικρόλιθων και την

αύξηση των γλυφίδων (Yakar 1998: 56, 57).

Μία από τις πρώτες θέσεις που ανασκάπτονται είναι η Ιεριχώ. Ο οψιανός από την

Καππαδοκία και συγκεκριμένα από το Ανατολικό Göllü Dağ βρίσκεται πιο συχνά στην PPNA

Ιεριχώ, σε σύγκριση με άλλες θέσεις της περιοχής, και αυξάνεται ακόμη περισσότερο κατά τη

διάρκεια της PPNB περιόδου (Renfrew 2006: 400-402). Σε πολλές θέσεις του Λεβάντ

παρατηρούμε μια στρατηγική διαχείριση της πρώτης ύλης, η οποία επιβάλει τα μεγαλύτερα

εργαλεία να κατασκευάζονται πάνω σε χονδρόκοκκα υλικά, ενώ οι μικρόλιθοι σε

λεπτόκοκκα. Παράλληλα παρατηρείται μια διαφορετική μεταχείριση σε τοπικά και μη τοπικά

υλικά. Γενικά η τεχνολογία του λίθου δίνει την εντύπωση αυξημένης εξειδίκευσης (Delage

2007: 10).

Η θέση Körtik Tepe βρίσκεται στην Νοτιοανατολική Τουρκία ανάμεσα από τις όχθες του

Τίγρη και του Ευφράτη, 30 χλμ δυτικά του Batman (εικόνα 20). Πρωτοανακαλύφθηκε το

1989 και το 2000 έγιναν σωστικές ανασκαφές στα πλαίσια υδροηλεκτρικού έργου. Οι

ανασκαφές συνέχισαν μέχρι το 2010. Οι ραδιοχρονολογήσεις προσδιόρισαν την κατοίκηση

στην PPNA περίοδο μεταξύ 9660 π.Χ. και 9320 π.Χ. Είναι από τις παλαιότερες θέσεις στην

περιοχή και αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από απλές σε σύνθετες κοινωνικές δομές. Η

αρχιτεκτονική της θέσης καθώς και άλλα τέχνεργα, όπως τα λίθινα αγγεία και εργαλεία,

ομοιάζουν με τα αντίστοιχα των σύγχρονων θέσεων της Νοτιοανατολικής Ανατολίας, όπως το

Hallan Çemi, το Göbekli tepe και το Çayönü, αλλά και με θέσεις του Λεβάντ, όπως το Ain

Mahal και η Ιεριχώ. Η πλειοψηφία των τεχνέργων είναι από πυριτόλιθο και ακολουθεί ο

οψιανός, ενώ ελάχιστα είναι από χαλαζία. Ο οψιανός δεν υπάρχει ως πρώτη ύλη στην περιοχή

και προέρχεται πιθανώς από πηγές στα ανατολικά. Ο πυριτόλιθος και ο χαλαζίας φαίνεται να

είναι τοπικής προέλευσης από το βουνό Raman massif. Από τον οψιανό φτιαχνόταν

περισσότερο τυπικά εργαλεία μεταξύ των οποίων ημισεληνοειδείς και γεωμετρικοί

20

Page 21: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

μικρόλιθοι. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι ο οψιανός, χρησιμοποιήθηκε για τη διαμόρφωση

και διακόσμηση λίθινων αγγείων. Το γεγονός ότι το λίθινο σύνολο του Körtik Tepe περιέχει

σχεδόν όλες τις κύριες τυπολογίες των εργαλείων της περιόδου είναι ένα ακόμη στοιχείο για

τη διακίνηση γνώσεων σε μια μεγάλη γεωγραφική περιοχή (Ozkaya 2009: 3-7). Κατά τη

διάρκεια της PPNA περιόδου, οι περισσότερες θέσεις όπως η Jericho, Beisamoun, Netiv

Hagedud, Yiftahel, Munhatta, Beidha, και El Khiam λαμβάνουν την πλειοψηφία του οψιανού

από το Göllü Dağ (Yellin et al. 1996: 366).

Η θέση της El Kowm βρίσκεται πάνω σε έναν προϊστορικό δρόμο που διέσχιζε την

Συριακή έρημο. Ο Dilleman's το 1962 μελέτησε την ιστορική τοπογραφία της Βόρειας

Μεσοποταμίας και κατέληξε στην σκιαγράφηση ενός δικτύου μεταφοράς οψιανού από την

Βόρεια Μεσοποταμία στο Νότιο Λεβάντ. Ο δρόμος αυτός διέσχιζε το οροπέδιο του

Diyarbakir, διαμέσου του Tur Abdin. Από εκεί κατευθυνόταν προς την όαση του El Kowm

και δυτικά προς την κοιλάδα του Orontes και στο πέρασμα του Λεβάντ (Yellin et al. 1996:

366). Ανάλογο παράδειγμα επικοινωνίας μεταξύ των δύο περιοχών στην Πρώιμη Ακεραμική

Νεολιθική είναι η υπαίθρια θέση του Gilat (εικόνα 21) στο Ισραήλ, στην οποία βρέθηκαν 356

τέχνεργα οψιανού χωρίς καθόλου αρχιτεκτονικά ευρήματα. Η προέλευση του οψιανού είναι

από το Göllü Dağ της Κεντρικής Ανατολίας και το Nemrut Dağ της Ανατολικής (Yellin et al.

1996: 366).

21

Page 22: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Χρήση και διακίνηση του οψιανού κατά την Ακεραμική Νεολιθική B

(PPNB).

Κατά τη διάρκεια της Ακεραμικής Νεολιθικής Β΄, ο γεωργικός τρόπος ζωής εξαπλώθηκε

στην Κύπρο και στην Καππαδοκία. Ο οψιανός έπαιξε έναν πολύ σημαντικό ρόλο στις

τεχνολογίες λίθου των περιοχών αυτών, αποτελώντας μια πολύ καλής ποιότητας πρώτη ύλη.

Παράλληλα το εμπόριο οψιανού αυξήθηκε σημαντικά στις περιοχές του μέσου Ευφράτη και

του Λεβάντ, ενώ οψιανός από το Bingöl ταξίδεψε ανατολικότερα μέχρι την περιοχή του

μέσου Ζάγρου (εικόνα 22), (Sherratt 2005).

Από την μέση PPNB, διαδόθηκε μια νέα τεχνική, η οποία εφάρμοζε πίεση για την

απόσπαση λεπίδων οψιανού, ώστε να παραχθούν πολύ λεπτά και κοφτερά υπόβαθρα (εικόνα

23). Τα εξελιγμένα αυτά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά και η κόψη τους

ανανεωνόταν συνεχώς (Ibáñez et. al. 2007: 162). Οι αρχές αυτής της τεχνικής έφτασαν

πιθανώς από την Ανώτερη Παλαιολιθική Κεντρική Ασία ή από τον Καύκασο. Κατά το

δεύτερο μισό της 9ης χιλιετίας αυτές οι λεπίδες εμφανίζονται στην περιοχή της Άνω

Μεσοποταμίας στο Çayönü, καθώς και στο εργαστήριο κατεργασίας οψιανού στη θέση

Kömürcü-Kaletepe στην Καππαδοκία. Στο Çayönü η τεχνική πίεσης υπερτερεί σε σχέση με

την τεχνική κρούσης, ενώ τα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι κυρίως ο εισηγμένος οψιανός

και δευτερευόντως ο πυριτόλιθος τοπικής προέλευσης (Binder 2007: 237).

Το Çayönü κατοικήθηκε για πάνω από 1500 χρόνια προσφέροντας 25 στρώματα

κατοίκησης. Η μελέτη της αρχιτεκτονικής της περιοχής προσφέρει σημαντικές ερμηνείες για

χώρους που θα μπορούσαν να στεγάζουν ευρύτερες κοινωνικές λειτουργίες. Στο εσωτερικό

αυτών των κτηρίων βρέθηκαν μεταξύ άλλων μακριές λεπίδες οψιανού, ένας τεράστιος

κόνδυλος οψιανού και μεγάλοι πυρήνες. Τέλος, σε τρεις ταφές περιέχονται μεγάλα εργαλεία

από οψιανό (Kuijt 2002: 209, 210).

Στις παρειές του ηφαιστείου Göllü Dağ, το οποίο έχει προμηθεύσει με πρώτη ύλη πολλές

θέσεις της Νεολιθικής Ανατολίας και Εγγύς Ανατολής, έχουν βρεθεί δύο εργαστήρια

κατεργασίας οψιανού, το Kayırlı-Bitlikeler και το Kömürcü-Kaletepe (Binder 2007: 239).

Μετά την εντατική επιφανειακή έρευνα πολλών χρόνων με στόχο την αποκάλυψη πηγών

οψιανού στην Καππαδοκία, ο N. Balkan-Atli και η M.-C. Cauvin το 1996 προχώρησαν σε μια

συστηματική έρευνα ανασκάπτοντας το εργαστήριο στο Kömürcü-Kaletepe (εικόνα 24),

(Greaves and Helwing 2001: 473, 474). Παρόλο που δεν έχει βρεθεί τριγύρω κάποιος

οικισμός, η θέση χρονολογείται μεταξύ πρώιμης και μέσης PPNB (8600-7500 π.Χ.), ενώ στα

κατώτερα στρώματα βρέθηκαν παλαιολιθικά ευρήματα. Η έρευνα υπόδειξε ότι η εξόρυξη του

22

Page 23: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

οψιανού οργανωνόταν από εξειδικευμένους τεχνίτες, ενώ το υλικό διακινήθηκε σε

αποστάσεις που ξεπεράσανε τα 900χλμ (Dogan and Michailidou 2008: 21, 22).

Χαρακτηριστικά ευρήματα ήταν οι αμφίπλευροι πυρήνες σε σχήμα καραβιού, οι οποίοι είναι

ιδιαίτερης τεχνικής, ενώ απαιτούν υψηλή εξειδίκευση. Οι πυρήνες αυτοί προορίζονταν για

την παραγωγή μακριών λεπίδων, που με την σειρά τους προορίζονταν για την παρασκευή

αιχμών. Παρόλα αυτά δεν βρέθηκαν πολλές λεπίδες επί τόπου, στοιχείο που φανερώνει την

εξαγωγική δραστηριότητα της θέσης (Güngördü 2010: 38-40). Σύμφωνα με τον Balkan-Atli,

το Kömürcü-Kaletepe φανερώνει σχέσεις κυρίως με τεχνολογικές παραδόσεις

ανατολικότερων λαών όπως των Mureybet, Halula, και Dja'de, σε αντίθεση με το γειτονικό

Aşikli Höyük πού υπάρχουν μεγάλες διαφορές (Greaves and Helwing 2001: 463-511).

Απόρροια αυτής της παρατήρησης είναι η ερμηνεία που θέλει τους εξειδικευμένους τεχνίτες

του Kaletepe να μετακινούνται εποχιακά από το Λεβάντ (Potts 2012: 462). Ήδη από το 8600

π.Χ. συναντάμε στην Κύπρο πρισματικές λεπίδες με ράχη προερχόμενες από τα εργαστήρια

του Göllü Dağ. Στον Σχιλουρόκαμπο της Νότιας Κύπρου ο Gratuze ανέλυσε 217 εισαγμένα

τέχνεργα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι προέρχονται από τις πηγές του Ανατολικού Göllü

Dağ, εκτός από τρία τέχνεργα που προέρχονται από το Nenezi Dağ (Gratuze 1999: 877).

Αντίστοιχα στην περιοχή του Λεβάντ οι πρωιμότερες παρουσίες τεχνέργων από τα

εργαστήρια του Göllü Dağ είναι η θέση Mureybet IV και η θέση Dja’de II. (Binder 2007:

239).

Παρακάτω θα παρουσιάσουμε συνοπτικά κάποιες από τις σημαντικότερες θέσεις που

εμπλέκονται στη διακίνηση του οψιανού από την Ανατολία κατά την PPNB περίοδο.

Κατά τη διάρκεια της κατασκευής δυο φραγμάτων στην Tabqa και στο Tichrine, στην

περιοχή του μέσου Ευφράτη στη Συρία, εντοπίστηκαν μια σειρά αρχαιολογικών θέσεων οι

οποίες και ανασκάφτηκαν. Πέντε εξ αυτών βρίσκονται σε κοντινή απόσταση και είναι οι

Mureybet, Cheikh Hassan, Jerf el Ahmar, Dja'de και Halula (εικόνα 25). Οι επιχώσεις τους

εκτείνονται χρονικά μεταξύ 8500 και 5000 π.Χ., ενώ τα λίθινα αντικείμενα που συλλέχθηκαν

αποτελούνται από τοπικό πυριτόλιθο και οψιανό Ανατολίας (Cauvin, et al. 1997: 113).

Η ακεραμική θέση του Mureybet ανασκάφτηκε το 1965 από τον Van Loon και στη

συνέχεια το 1971 και το 1974 από τον Cauvin. Ο οψιανός παρουσιάζεται ήδη από τα πρώτα

στάδια κατοίκησης (φάση Ι και ΙΙ) των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, πάντα όμως σε μικρές

ποσότητες (Cauvin, et al. 1997: 113). Στην επόμενη φάση (III ή Mureybetian) παρατηρείται

μια τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη, η οποία αντικατοπτρίζεται από αλλαγές στην

αρχιτεκτονική και στην λιθοτεχνία. Η παρουσία του οψιανού είναι πλέον εμφανής και

χρησιμοποιείται για την κατασκευή λεπίδων και την παραγωγή αιχμών. Σύμφωνα με

23

Page 24: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

αναλύσεις που έγιναν από τους Warren και Gratuze, ο οψιανός προέρχεται αποκλειστικά από

την Καππαδοκία. Κατά τη διάρκεια της υποπεριόδου IIIB, έχουμε τη μετάβαση σε αγροτική

οικονομία, ενώ στην προέλευση των πρώτων υλών προστίθεται οψιανός από την περιοχή του

Ανατολικού Ταύρου. Τέλος στις φάσεις IVA και IVB, που αντιστοιχούν στην πρώιμη και μέση

PPNB, έχουμε τόσο οψιανό από την Καππαδοκία όσο και από τον Ανατολικό Ταύρο, ο οποίος

κατεργάζεται στον οικισμό, όπως προκύπτει από το πλήθος των απορριμμάτων. Για πρώτη

φορά κάνουν την εμφάνισή τους πυρήνες και λεπίδες από το εργαστήριο του Kömürcü-

Kaletepe (Cauvin, et al. 1997: 113).

Παράλληλα χαρακτηριστικά παρατηρούμε και στις υπόλοιπες θέσεις γύρω από το

Mureybet. Η τούμπα του Cheikh Hassan βρίσκεται μόλις 15χλμ βόρεια του Mureybet και

ανασκάφτηκε από τον Cauvin το 1976. Η προέλευση του οψιανού είναι και εδώ η

Καππαδοκία και ο Ανατολικός Ταύρος. Λίγο βορειότερα στη θέση Dja'de, παρατηρούνται

περισσότερες ομοιότητες με την Ανατολική Ανατολία, ενώ και εδώ βρίσκουμε οψιανό από το

εργαστήριο κατεργασίας στο Kömürcü-Kaletepe. Παρόμοια και στη θέση Halula έχουμε την

παρουσία πλήθους τεχνέργων και αποκρουσμάτων οψιανού από την Καππαδοκία και την

Ανατολική Ανατολία (Cauvin, et al. 1997: 117).

Το Aşikli Höyük (εικόνα 27) είναι μια ακεραμική νεολιθική θέση (8200-7500) στην

επαρχία Aksaray της Ανατολίας. Η πλειοψηφία του οστεολογικού υλικού, καθώς και των

σπόρων που έχουν συλλεχθεί στη θέση, φανερώνουν μια τροφοσυλλεκτική, κυνηγητική

κοινωνία, με ελάχιστα ίχνη καλλιεργημένων φυτών. Τα εργαλεία είναι κυρίως από οψιανό

μιας και η θέση είναι μόλις 20 χλμ από τα κοιτάσματα του Nenezi Dağ. Η πρώτη ύλη ερχόταν

αυτούσια και η κατεργασία γινόταν εκεί, όπως φανερώνουν οι πολλές φολίδες με φλοιό

(Güngördü 2010: 25-30; Dogan and Michailidou 2008: 24). Μόλις πέντε εργαλεία έχουν

βρεθεί από πυριτόλιθο, ο οποίος είναι πιθανώς εισηγμένος (Dogan and Michailidou 2008:

24). Ανάμεσα στα εργαλεία που κατασκευάζονται κυριαρχούν οι μικρόλιθοι και τα ξέστρα,

φανερώνοντας τη συνέχιση επιπαλαιολιθικών παραδόσεων. Πιο σπάνια συναντάμε αιχμές

βελών, οπείς και λεπίδες (Güngördü 2010: 25-30; Dogan and Michailidou 2008: 24).

Η θέση Musular βρίσκεται πολύ κοντά στο Aşikli Höyük και είναι σύγχρονη με την

ύστερη φάση του Aşikli Höyük. Η λίθινη τεχνολογία του οψιανού της θέσης χαρακτηρίζεται

από διπολικές λεπίδες και έχει επιρροές από δύο διαφορετικές παραδόσεις, αυτή του

Kömürcü-Kaletepe και αυτή του Aşikli Höyük. Κυρίαρχοι τύποι είναι τα ξέστρα και οι

φυλλόσχημες αιχμές κατασκευασμένες με την τεχνική πίεσης. Μετά από ανάλυση της πρώτης

ύλης προέκυψε ότι ο οψιανός προέρχεται από το Kayırlı του Göllü Dağ (30χλμ ΝΑ), αλλά και

από το Nenezi Dağ (20χλμ Α). Τα προϊόντα από το Nenezi Dağ είναι καλύτερης ποιότητας γι’

24

Page 25: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

αυτό και προτιμάται για την παραγωγή μεγάλων και λεπτών λεπίδων. Οι φολίδες με παρουσία

φλοιού είναι λίγες, στοιχείο που μας φανερώνει ότι η αρχική κατεργασία τους γινόταν στην

πηγή, ενώ οι πυρήνες είναι ελάχιστοι και εξαντλημένοι. Η παρουσία εργαλείων από

πυριτόλιθο (κιτρινοπράσινος καλής ποιότητας) είναι μόλις 30 κομμάτια στα συνολικά 10.000

τέχνεργα (Güngördü 2010: 32-37; Greaves and Helwing 2001: 474, 475). Η θέση αυτή

γεφυρώνει το χρονολογικό χάσμα μεταξύ Aşikli Höyük και Çatal Höyük (Greaves and

Helwing 2001: 475).

Στη θέση Akarçay Tepe (εικόνα 26) της Νοτιοανατολικής Ανατολίας έχουμε ενδείξεις

μεγάλης έκτασης διακίνησης οψιανού. Δεδομένης της απόστασης από τις πηγές (300χλμ), η

ποσότητα του υλικού που βρέθηκε είναι σημαντική. Ένα επίσης σημαντικό στοιχείο είναι η

παρουσία του οψιανού σε όλες τις φάσεις του οικισμού. Παρόλα αυτά, ενώ η ποσόστωση στις

φάσεις VI και V είναι περίπου 76%, μια σταδιακή μείωση παρατηρείται από την φάση IV και

εξής, οδηγώντας τον ανασκαφέα να δηλώσει ότι έχουμε αλλαγή στο καθεστώς ελέγχου

διακίνησης του οψιανού (Dogan and Michailidou 2008: 24).

Κατά τη διάρκεια της Μέσης προς 'Ύστερης PPNB περιόδου, παρατηρούμε μια

κατάρρευση του εμπορικού συστήματος που είχε αναπτυχθεί με κέντρο τα εξειδικευμένα

εργαστήρια της Καππαδοκίας. Η δραστική μείωση του οψιανού στο Λεβάντ, οφείλεται

πιθανώς στο ότι οι πηγές ήρθαν κάτω από τον έλεγχο του πολιτισμού Aşikli Höyük, ο οποίος

δεν είχε ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των λίθινων τεχνολογικών διαδικασιών, εφόσον

απουσιάζουν εργαλεία κατασκευασμένα με τεχνικές πίεσης, ενώ δεν ασχολήθηκε ούτε με τη

διακίνηση των πρώτων υλών. Αντιθέτως την ίδια περίοδο παρατηρούμε μια ισχυρή

μετατόπιση της διακίνησης οψιανού στην Ανατολική Ανατολία (Binder 2007 :235-240).

Αυτή η εμπλοκή δεν θα κρατήσει πολύ, εφόσον στην τελική PPNB περίοδο (που σταδιακά

κάνει την εμφάνισή της η χρήση κεραμικής) οι περιοχές κοντά στις ακτές του βόρειου Λεβάντ

φέρουν εντυπωσιακές ποσότητες οψιανού από την Καππαδοκία. Η διακίνησή τους φαίνεται

να συντελείται διαμέσου σημαντικών θέσεων, όπως οι Çatal Höyük, Tell Abu Hureyra,

Beisamoun, Ain Ghazal και Tell Basta. Εδώ ίσως να έχουμε να κάνουμε με έναν καινούριο

εμπορικό δρόμο προς το Λεβάντ, διαμέσου της Κιλικίας και της ακτής (Sherratt 2005). Το

δυτικότερο σημείο οπου έχει βρεθει οψιανός απο την Καππαδοκία είναι η θέση των Σιταγρών

στην Μακεδονία (Williams-Thorpe 1995: 234). Αντίθετα στις δυτικές ακτές της Ανατολίας,

πρόσφατες αναλύσεις έδειξαν ότι η κύρια προέλευση του οψιανού ήταν το Αιγαίο (Dogan and

Michailidou 2008: 29).

25

KK
Highlight
Παραπάνω έχεις αναφέρει αναλυτικά τις κύριες θέσεις και τα σημαντικότερα ευρήματα. Δεν έκανες όμως μία σύνθεση στο τέλος, από την οποία να προκύπτει αυτό το συμπέρασμα. Συμφωνώ με αυτό που γράφεις, θα ήθελε όμως περισσότερη ανάπτυξη.
Page 26: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Η περίπτωση του Çatal Höyük.

Το Çatal Höyük βρίσκεται στην Κεντρική Ανατολία στην κοιλάδα Konya (εικόνα 27). Η

θέση αποτελείται από δύο τεχνικά υψώματα εκ των οποίων το ένα αντιπροσωπεύει την

Νεολιθική και το άλλο τη Χαλκολιθική περίοδο. Η συνεχής κατοίκηση στο Çatal Höyük

ξεκίνησε την Ακεραμική Νεολιθική, αν και υπάρχουν και πρωιμότερα στρώματα. Τα κτήρια

κατασκευάζονταν από πηλό, ήταν ενωμένα μεταξύ τους, ενώ η είσοδος γινόταν από τις

οροφές (εικόνα 28). Ο πληθυσμός εκτιμάται μεταξύ 4.000 και 8.000. Ο James Mellaart

χαρακτήρισε το Çatal Höyük ως ιερό κέντρο, βασιζόμενος στις τοιχογραφίες, τα ειδώλια και

τα τοποθετημένα κρανία ζώων, αν και πλέον αυτή η άποψη έχει αμφισβητηθεί. Το κύριο

υλικό που χρησιμοποιήθηκε στις λιθοτεχνίες ήταν ο οψιανός, ενώ τα τέχνεργα αποτελούνται

κυρίως από φολίδες, λεπίδες, μικρολεπίδες, αμφιπρόσωπα εργαλεία, αιχμές, ξέστρα, πυρήνες,

καθρέφτες, και απορρίμματα (Güngördü 2010: 41-58).

Το Çatal Höyük είναι μια πολύ σημαντική θέση, τοποθετημένη όμως σε ένα γεωφυσικό

περιβάλλον πολύ φτωχό σε πρώτες ύλες. Εκτός από την άφθονη λάσπη, από την οποία είναι

κτισμένος ολόκληρος ο οικισμός, οποιαδήποτε άλλη αναγκαία πρώτη ύλη θα έπρεπε να

εισαχθεί από μακριά (εικόνα 29). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του οψιανού που

αποτελεί το 95% της παραγωγής εργαλείων και που η προμήθειά του γινόταν από το

ανατολικό Göllü Dağ και το Nenezi Dağ, τα οποία βρίσκονταν τουλάχιστον 190 χλμ μακριά.

Οι μεγάλες ποσότητες οψιανού οδήγησαν τον ανασκαφέα να σχηματίσει την άποψη ότι ο

οψιανός ήταν βασική οικονομική παράμετρος για την ευμάρεια της κοινωνίας,

αναπτύσσοντας εμπόριο με ευρύτερες περιοχές της Ανατολίας, της Κύπρου και της Εγγύς

Ανατολής (Carter and Shackley 2007: 437). Μετά από σύγχρονες αναλύσεις επιβεβαιώθηκε

και η παρουσία οψιανού από τις peralkaline πηγές της Ανατολικής Ανατολίας, οι οποίες

απέχουν 620-825 χλμ. Ένας κάτοικος του Çatal Höyük που συνήθιζε να δουλεύει τον οψιανό

σε καθημερινή βάση θα εκτιμούσε αμέσως τον οψιανό από την Ανατολική Ανατολία χάρις

στο πρασινωπό του χρώμα και την υφή του (Carter et.al. 2008: 900-904).

Μια τοιχογραφία, σε έναν χώρο που ερμηνεύτηκε από τον Mellaart ως ιερό, αποδίδει το

κοντινό βουνό Hasan Dağ. Ο καλλιτέχνης ήθελε να αποδώσει συμβολικά τον σημαντικό ρόλο

αυτού του βουνού για τον οικισμό, πιθανώς για τις πηγές οψιανού που φέρει (εικόνα 30),

(Potts 2012: 300). Μελετώντας τη θέση του Çatal Höyük προκύπτει μια νέα σχέση μεταξύ

ανθρώπου και υλικού κόσμου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την εξέλιξη των κοινωνικών

σχέσεων. Ταφές με κτερίσματα, μαχαίρια και καθρέφτες οψιανού αντικατοπτρίζουν μια

συμβολική κατεύθυνση προς την αυτογνωσία και τον αναστοχασμό (Renfrew 2006: 398).

26

Page 27: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Συμπεράσματα.

Μετά τη δεκαετία του 1960 τα ρεύματα που κυριάρχησαν στην αρχαιολογική σκέψη

μετατόπισαν το κέντρο των ερωτημάτων, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στις κοινωνικές

διαδικασίες. Ο Renfrew, κυριότερος εκπρόσωπος της διαδικαστικής αρχαιολογίας στο Αιγαίο,

άνοιξε το πεδίο έρευνας των πρώτων υλών, ταυτοποιώντας τον οψιανό της Μήλου. Μέσα από

τις γεωχημικές αναλύσεις που διεξήχθησαν από το 1960 έως σήμερα, έχουν καταγραφεί οι

περισσότερες πηγές οψιανού στον κόσμο, κάνοντας εφικτή την άμεση συσχέτιση ενός

τεχνέργου με την αντίστοιχη περιοχή, από την οποία προέρχεται η πρώτη ύλη. Παράλληλα

την δεκαετία του 1960 άρχισε να αναπτύσσεται η προϊστορική αρχαιολογία στην Ανατολία,

παραμένοντας όμως ακόμη και σήμερα μια περιοχή με πολλά άλυτα αρχαιολογικά

ερωτήματα.

Ο οψιανός της Ανατολίας χρησιμοποιήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, αλλά μόνο

σε τοπικό επίπεδο, εφόσον η διάχυσή του δεν ξεπερνά τα μερικά δεκάδες χιλιόμετρα. Οι

πρώτες ενδείξεις διακίνησης οψιανού σε μεγάλες αποστάσεις απαντώνται κατά την Επι-

Παλαιολιθική, αν και το αρχαιολογικό υλικό είναι λίγο. Με την έναρξη του Ολοκαίνου

συναντάμε μια σειρά από μικρές πληθυσμιακές ομάδες στην περιοχή του Βορείου Λεβάντ, με

ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που προμηνύουν την αλλαγή προς τις

τροφοπαραγωγικές διαδικασίες και τον μόνιμο τρόπο ζωής. Η παρουσία οψιανού από την

Καππαδοκία σταδιακά αυξάνεται σε μια περιοχή που η ποσότητα πυριτόλιθου είναι μεγάλη.

Η τεχνολογική ανάπτυξη στην τυπολογία των εργαλείων δεν είναι άσχετη με την διαχείριση

των πρώτων υλών. Ο οψιανός, ιδιαίτερα στην περιοχή του Λεβάντ, χρησιμοποιείται κατά

κανόνα για τυπικά εργαλεία που απαιτούν περισσότερο εξειδικευμένη εργασία. Κατά την 10η

με 9η χιλιετία εδραιώνεται σε πολλές θέσεις η τεχνική της πίεσης για την παραγωγή

εργαλείων, η οποία φέρει τα πλεονεκτήματα της ελεγχόμενης παραγωγής μακριών και

ομοιόμορφων λεπίδων και της οικονομικής διαχείρισης της πρώτης ύλης. Σε αυτή την

περίοδο εμφανίζεται η δράση του εργαστηρίου του Kömürcü-Kaletepe στο ηφαίστειο του

Göllü Dağ, το οποίο προμήθευε τις περιοχές της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με πυρήνες

οψιανού συγκεκριμένης τεχνολογικής επεξεργασίας. Η απουσία των συγκεκριμένων πυρήνων

από θέσεις της Ανατολίας ωθεί πολλούς ερευνητές να μιλήσουν για περιπλανώμενους και

εξειδικευμένους διακινητές του οψιανού.

Στην 8η χιλιετία η διακίνηση του οψιανού αυξάνεται ακόμα περισσότερο. Οψιανός από

την Κεντρική Ανατολία βρέθηκε στο Βόρειο και Νότιο Λεβάντ, στην Κύπρο, αλλά και στην

Ανατολία. Μαζί με τον οψιανό πιθανώς διακινούνταν και άλλα υλικά, όπως και ιδέες. Η

περίμετρος της ζώνης προμήθειας οψιανού, ξεπερνούσε τα 200-300 χλμ και το σύνολο των

27

KK
Highlight
Έχεις αφιερώσει πολύ χώρο στο εισαγωγικό τμήμα της εργασίας σου, καθώς και στην παράθεση των θέσεων εύρεσης οψιανού και πολύ λίγο στα συμπεράσματα. Θα ήταν χρήσιμη μία πιο εκτενής και αναλυτική συζήτηση, στην οποία θα μπορούσες να σχολιάσεις και τα παλαιότερα/νέα μεθοδολογικά εργαλεία που ανέφερες στην εισαγωγή σου.
Page 28: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών ξεπερνούσε το 80%. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο

οικισμός του Çatal Höyük, ο οποίος απείχε από τις πηγές 200 χλμ, αλλά χρησιμοποιούσε

τεράστιες ποσότητες οψιανού. Η παρουσία του βέβαια μπορεί να φτάσει και τα 1.000 χλμ, σε

μικρότερες αναλογίες, αλλά σταθερές στον χρόνο. Το 70% των θέσεων της Εγγύς Ανατολής

την 8η χιλιετία περιέχει τέχνεργα από οψιανό.

Τα φυσικά περάσματα χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν, όπως και πρόσφατα από

κτηνοτρόφους και περιπλανώμενους. Στα βόρεια του Λεβάντ, στην περιοχή της Κιλικίας,

υπάρχει φυσικός δρόμος που ενώνει την Ανατολία με το Λεβάντ, όπως και αντίστοιχα στην

περιοχή του ηφαιστείου Nemrut Dağ της Νοτιοανατολικής Ανατολίας έχουν ταυτοποιηθεί οι

διαδρομές προς τα δυτικά αλλά και νότια.

Τα δίκτυα μεταφοράς του οψιανού πολλές φορές επικαλύπτονται. Έτσι παρατηρούμε ότι

περιοχές της Δυτικής Ανατολίας χρησιμοποιούν οψιανό από τη Μήλο αλλά και την

Καππαδοκία. Το ίδιο συμβαίνει και στην περιοχή του Βορειοανατολικού Λεβάντ που από την

9η χιλιετία συναντάμε ταυτόχρονα οψιανό από την Καππαδοκία αλλά και από την λίμνη Βαν.

Η παρουσία οψιανού Καππαδοκίας στην Κύπρο και στην Κρήτη μας προσφέρει ένα ακόμα

στοιχείο για την πρώιμη ανάπτυξη των θαλάσσιων δικτύων.

Τέλος το σύστημα διακίνησης του οψιανού δεν φαίνεται να είναι ένα και μοναδικό, ούτε

σταθερό κατά την διάρκεια των χιλιετιών. Ίσως ένα σύνολο από κινητικές και πολιτισμικές

διαδικασίες συντελούν στην διάχυση του υλικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η

παρακμή των δικτύων της Καππαδοκίας που παρατηρούμε στο τέλος της PPNB περιόδου, το

οποίο εξηγείται από την κυριαρχία του πολιτισμού Aşikli Höyük στην περιοχή που

χρησιμοποιούσε παλαιότερες τεχνολογικές παραδόσεις και δεν τον ενδιέφερε η διακίνηση του

υλικού. Αυτόματα τότε το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στην Νοτιοανατολική Ανατολία, η

οποία γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη διαχέοντας τον οψιανό της λίμνης Van μέχρι τις ακτές της

Μεσογείου.

28

Page 29: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνες.

Εικόνα 1, (Renfrew and Bahn 1991: 372).

Εικόνα 2, (Carter et. al. 2008: 904).

29

Page 30: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 3, (Λυριτζής 2010: 134).

Εικόνα 4, (Renfrew et al. 1965: 234).

30

Page 31: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 5, (chemiasoft.com).

Εικόνα 6, (acceleratingscience.com/).

31

Page 32: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 7, (archaeometry.missouri.edu/naa_overview.html).

Εικόνα 8, (Chataigner et al. 1998: 519).

32

Page 33: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 9, (Chataigner et al. 1998: 522).

Εικόνα 10, (Chataigner et al. 1998: 531).

33

Page 34: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 11, (Potts 2012: 146).

Εικόνα 12, (Potts 2012: 168).

34

Page 35: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 13, (Kartal 2003: 57).

35

Page 36: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 14, (Renfrew 2006: 401).

Εικόνα 15, (Sherratt 2005).

36

Page 37: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 16, (Potts 2012: 436).

Εικόνα 17, (Baysal 2013: 275).

37

Page 38: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 18, (Sherratt 2005).

Εικόνα 19, (Potts 2012: 168).

38

Abu Hureyra

Ain Mallaha

Page 39: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 20, (Özkaya 2009: 3).

Εικόνα 21, (Yellin et al. 1996: 362).

39

Page 40: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 22, (Renfrew 2006: 402).

Εικόνα 23, (Binder 2007: 240).

40

Page 41: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 24, (Potts 2012: 442).

Εικόνα 25, (Cauvin et al. 1997: 114).

41

Page 42: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 26, (Carter et al. 2008: 901).

Εικόνα 27, (Cessford and Carter 2005: 306).

Εικόνα 28, (Mellaart 1967: 62).

42

Page 43: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Εικόνα 29, (Farid 2008: 6/51).

Εικόνα 30, (Mellaart 1967: 133).

43

Page 44: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Βιβλιογραφία

Andrefsky, W.J. (2005), Lithics : Macroscopic approaches to analysis, Cambridge

University Press.

Baysal, E. (2013), “Epipalaeolithic marine shell beads at Pinarbaşi: Central Anatolia from an

Eastern Mediterranean perspective”, ANATOLICA XXXIX: 261-276.

Benco, N., Brooks, A.S, Delson, E., Kramer, C. and Shea, J.J. (2000), “Asia Western”, in

Delson, E., Tattersall, I., Van Couvering, J. A. and Brooks, S. A., eds., Encyclopedia of

Human Evolution and prehistory, Garland, New York, 91-101.

Binder, D. (2007), “PPN pressure technology: Views from Anatolia”, in Binder, D. and Briois

F., eds, Éditions Technical systems and Near Eastern PPN communities, Antibes, 2007, 235-

243.

Binford. L.R. (1979), “Organization and Formation Processes: Looking at Curated

Technologies”, Journal of Anthropological Research, 35, 3: 255-273.

Cann, J.R. and Renfrew, C. (1964), “The characterization of obsidian and its application to

the Mediterranean Region”, Proceedings of Prehistoric Society, 30: 111-133.

Carter, Τ. (1998), Through a glass darkly: Obsidian and society in the Southern Aegean

Early Bronze age, Ph.D Thesis, University College London.

Carter, Τ., Dubernet, S., King, R., Bourdonnec, F-X., Milic M., Poupeau, G. and

Shackley, M.S. (2008), “Eastern Anatolian obsidians at Çatalhöyük and the reconfiguration of

regional interaction in the Early Ceramic Neolithic”, Antiquity 82: 900–909.

Carter, Τ., and Shackley, M.S. (2007), “Sourcing obsidian from neolithic Çatalhöyük

(Turkey) using energy dispersive x-ray fluorescence”, Archaeometry 49, 3: 437– 454.

Cauvin, M-C., Keller, J. and Pernicka E. (1997), “Obsidian from Anatolian sources in the

Neolithic of the Middle Euphrates region (Syria)”, Paléorient, 1997, 23, 1: 113-122.

Cessford, C., and Carter, T. (2005), “Quantifying the Consumption of Obsidian at Neolithic

Çatalhöyük, Turkey”, Journal of Field Archaeology, 30, 3: 305-315.

Chataigner, C., Poidevin, J.L. and Arnaud, N.O. (1998), “Turkish occurrences of obsidian

and use by prehistoric peoples in the Near East from 14,000 to 6000 BP”, Journal of

Volcanology and Geothermal Research 85: 517–537.

Çilingiroğlu Ç. and Çakırlar, Ç. (2013), “Towards configuring the neolithisation of Aegean

Turkey”, Documenta Praehistorica XL: 21-29.

Delage, C. (2004), “Beyond past cultural geography: Example of the Levantine Late

Epipalaeolithic”, in Delage, C., ed., The last hunter-gatherer societies in the Near East, BAR

International Series, 1320, Oxford, 95-118.

44

Page 45: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Delage, C. (2007), “Chert availability and prehistoric exploitation in the Near East: an

introduction”, in Delage C., ed, Chert availability and prehistoric exploitation in the Near

East, BAR International Series, 1615, Oxford: John and Erica Hedges, 1-17.

Dogan, I.B. and Michailidou, A. (2008), “Trading in prehistory and protohistory:

Perspectives from the eastern Aegean and beyond”, in Papageorgiadou-Banis, C. and

Giannikouri, A., eds., Sailing in the Aegean: Readings on the economy and trade roots,

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.), Ινστιτούτο Ελληνικής και Ρωμαϊκής αρχαιότητας, Αθήνα,

17-53.

Earle, T.K. (1982), “Prehistoric economics and the archaeology of exchange”, in Ericson,

J.E. and Earle, T.K., eds, Contexts for Prehistoric Exchange, Academic Press, London: 1-12.

Esin, U. and Benedict, P. (1963), “Recent Developments in the Prehistory of Anatolia”,

Current Anthropology, 4, 4: 339-346.

Falkenström, P. (2006), “A matter of choice: social implications of raw material

availability”, in Apel, J. and Knutsson K., ed., Skilled Production and Social Reproduction:

Aspects of Traditional Stone-Tool Technologies, Proceedings of a Symposium in Uppsala,

August 20-24, 2003, SAU Stone Studies 2, Uppsala, 347-359.

Farid, S., ed. (2008), Çatal Höyük 2008 archive report : Research Project.

Gates, M.H. (1996), “Archaeology in Turkey”, American Journal of Archaeology, 100, 2:

277-335.

Glascock, M. (2010), “Γεωχημικός χαρακτηρισμός οψιανού: Μια συστηματική προσέγγιση

στης μελέτες των πηγών και των αντικειμένων του”, στο Λυριτζής, Ι., και Ζαχαριάς, Ν., επιμ.,

Αρχαιο-υλικά: αρχαιολογικές-αρχαιομετρικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις, Εκδόσεις

Παπαζήση, Αθήνα, 293-318.

Gratuze, Β. (1999), “Obsidian characterization by laser ablation ICP-MS and its application

to prehistoric trade in the Mediterranean and the Near East: Sources and distribution of

obsidian within the Aegean and Anatolia”, Journal of Archaeological Science, 26: 869–881.

Gratuze, Β., Barrandon, J.N., Al Isa, K. and Cauvin, M-C. (1993), “Non-destructive

analysis of obsidian artefacts using nuclear techniques: investigation of provenance of near

eastern artefacts”, Archaeometry 35, I: 11-21.

Greaves, Α.Μ. and Helwing, Β. (2001), “Archaeology in Turkey: The Stone, Bronze, and

Iron Ages, 1997-1999”, American Journal of Archaeology, 105, 3: 463-511.

Güngördü, F.V. (2010), Obsidian, trade and society in the Central Anatolian Neolithic, The

department of archaeology, a master's thesis, Bilkent University , Ankara.

Hodder, I. (1982), “Toward a Contextual Approach to Prehistoric Exchange”, in Ericson, J.E.

45

Page 46: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

and Earle, T.K., eds, Contexts for Prehistoric Exchange, Academic Press, London: 199-211.

Hodder, I. (2005), Theory and practice in Archaeology, Routledge, First published in 1992,

London.

Ibáñez, J.J, Urquijo, J.G. and Rodríguez, A.R (2007), “The evolution of technology during

the PPN in the Middle Euphrates: A view from use-wear analysis of lithic tools”, in Binder, D.

and Briois, F., eds, Systèmes techniques et communautés du Néolithique précéramique au

Proche-Orient Technical Systems and Near Eastern PPN Communities, Antibes, 153-165.

Inizan, M.L., Reduron-Ballinger, M., Roche, H. and Tixier, J. (1999), Technology and

Terminology of Knapped Stone, Crep, Nanterre.

Καριμάλλη, Λ., και Καραμπατσώλη, Α. (2010), “Λιθοτεχνίες λαξευμένου λίθου από οψιανό

και πυριτόλιθο στο Αιγαίο και στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου: Σύγχρονες

αρχαιολογικές προσεγγίσεις”, στο Λυριτζής, Ι., και Ζαχαριάς, Ν., επιμ., Αρχαιο-υλικά:

αρχαιολογικές-αρχαιομετρικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα,

319-364.

Kartal, M. (2003), “Anatolian Epi-Paleolithic period assemblages: Problems, suggestions,

evaluations and various approaches”, Anadolu / Anatolia 24: 45-62.

Kooyman, B.P. (2000), Understanding stone tools and archaeological sites, University of

New Mexico Press, Albuquerque.

Kuijt, I., ed. (2002), Life in neolithic farming communities social organization, identity, and

differentiation, Kluwer Academic Publishers, New York, Boston, Dordrecht, London,

Moscow.

Κουρτέση-Φιλιππάκη, Γ. (1996), “Η μελέτη των λίθινων εργαλειακών συνόλων”,

Αρχαιολογία και Τέχνες, 61: 6-11.

Λυριτζής, Ι. (2010), “Ενυδάτωση κόψης οψιανού”, στο Αρχαιομετρία: Μέθοδοι

χρονολόγησης στην Αρχαιολογία, Καρδαμίτσα, Αθήνα, 133-144.

Mellaart, J. (1967), Çatal Höyük: A neolithic town in Anatolia, McGraw-Hill, New York.

Özkaya, V. (2009), “Excavations at Körtik Tepe: A New Pre-Pottery Neolithic A Site in

Southeastern Anatolia”, Neo-Lithics 2/09: 3-8.

Potts, D.T., ed. (2012), A companion to the archaeology of the ancient Near East : Volume I,

Blackwell Publishing Ltd.

Renfrew, C. (1969), “Trade and culture process in European prehistory”, Current

Anthropology, 10, 2/3: 151-169.

Renfrew, C. (2006), “Inception of agriculture and rearing in the Middle East”, C. R. Palevol

5: 395–404.

46

Page 47: ΘΩΜΑΣ ΠΑΠΠΑΣ - Η ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΒΑΝΤ

Renfrew, C. and Bahn, P. (1991), Archaeology: Theories methods and practice, Thames and

Hudson, (third edition 2000), London.

Renfrew, C., Cann, C.R., and Dixon, J.R. (1965), “Obsidian in the Aegean”, B.S.A. 60: 225-

247.

Sherratt, A. (2005), “Obsidian trade in the Near East, 14000 to 6500 BC”, ArchAtlas, Version

4.1, http://www.archatlas.org/ObsidianRoutes/ObsidianRoutes.php, όπως αυτή ανακτήθηκε

στις 21/08/2015.

Yakar, J. (1998), “The socio-economic structure of prehistoric communities in the Southern

Levant, ca. 13000-8000 BP”, Documenta Praehistorica XXV: 53-63.

Yellin, J., Levy, T.E. and Rowan, Y.M (1996), “New evidence on prehistoric trade routes:

The obsidian evidence from Gilat, Israel”, Journal of Field Archaeology, 23, 3: 361-368.

Williams-Thorpe, Ο. (1995), “Obsidian in the Mediterranean and the Near East:

a provenancing success story”, Archaeometry 37, 2: 217-248.

www.chemiasoft.com/chemd/node/52, όπως αυτή ανακτήθηκε στις 21/08/2015.

www.acceleratingscience.com/mining/technology-focus-x-ray-fluorescence-xrf-in-mining/,

όπως αυτή ανακτήθηκε στις 21/08/2015.

www.archaeometry.missouri.edu/naa_overview.html, όπως αυτή ανακτήθηκε στις

21/08/2015.

47