ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

114
Μάριος Συλαϊδόπουλος [1] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________ Μάριος Συλαϊδόπουλος βασίλισσες του καπνού Οι

description

"Ναι. Εσένα. Μια βασίλισσα του καπνού. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Θα συστηθείς ως Ελένη. Κερασία και Θεανώ. Και η ιστορία θα αρχίσει ξανά."

Transcript of ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Page 1: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [1] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μάριος Συλαϊδόπουλος

βασίλισσες του καπνού

Οι

Page 2: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[2] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Μάριος Συλαϊδόπουλος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από γεωπονική σχολή, σύντομα όμως το σενάριο και η λογοτεχνία τον οδήγησαν να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη σκηνοθεσία και στο σενάριο, όπου και δούλεψε σε διάφορες τηλεοπτικές παραγωγές σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι. Ασχολείται με συγγραφή βιβλίων, ενώ παράλληλα διατηρεί το blog revengeoftv.blogspot.gr «Οι βασίλισσες του καπνού» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και εκδόθηκε το 2003. Στη νέα τους μορφή από τις Εκδόσεις Σαΐτα, το κείμενο επιστρέφει στην αρχική ιδέα του συγγραφέα, με πιο φρέσκια ματιά και με το τέλος που είχε αρχικά γράψει. E-mail: [email protected] FB: www.facebook.com/marios.silaidopoulos

Page 3: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [3] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΜΑΡΙΟΣ ΣΥΛΑΪΔΟΠΟΥΛΟΣ

Οι βασίλισσες του καπνού

Μυθιστόρημα

Page 4: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[4] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μάριος Συλαϊδόπουλος, Οι βασίλισσες του καπνού ISBN: 978-618-5147-28-0 Μάρτιος 2015 Εξώφυλλο: Παντελής Τρομπούκης www.facebook.com/pantelis.trompoukis.7 Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu Ο συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου. Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: [email protected] website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση

Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

Page 5: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [5] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 6: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[6] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 7: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [7] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στα καπνισμένα βλέμματα. Στα ερωτευμένα μάτια.

Page 8: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[8] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 9: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [9] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τα μάτια μου έχουν κοκκινίσει, χρώμα ποτισμένο με το κρασί του διαόλου.

Τα μαλλιά μου μουσαμάς κεντημένος από στάχτες, απομεινάρια του λεπτεπίλεπτου τσιγάρου της βασίλισσας του καπνού. Κάθεται εκεί, με το γνωστό της ύφος να με κοιτάζει ειρωνικά, να με υποτιμά μέσα από τα μεγάλα σταχτιά μάτια της. Τυλιγμένη στην συννεφιασμένη της γούνα, να με κοιτά και να γελά στην μαυροφορεμένη μου εμφάνιση. Το αισθάνομαι στο βλέμμα της, στην κίνηση των ισχνών χεριών της, στο πένθιμο γυάλισμα του μαύρου κραγιόν της.

Με υπεροψία αγγίζει το ύφασμα της φτωχικής μου μπλούζας, το μάκρος της ξηλωμένης μου φούστας.

Θεέ μου, αισθάνομαι τόσο άσχημα, σκέφτομαι καθώς την βλέπω να χαϊδεύει το καλοσχηματισμένο της κορμί, να αγγίζει επιδεικτικά το στητό της στήθος. Ξέρω γιατί το κάνει. Τόσα χρόνια πια έχω συνηθίσει στην βασανιστική της παρουσία, να με ξεφτιλίζει και να γελάει με μένα και την ζωή μου. Να σαρκάζει την ίδια μου την παρουσία με το στυλ της ντίβας, της γυναίκας του καπνού που με την ψυχρή ψυχή μειώνει το κάθε λάθος που έκανες, την κάθε πράξη που είχες τα κότσια να ανεβάσεις στο παλκοσένικο της ζωής. Ναι, αυτό είναι. Δειλή, που φοβάται τους θαρραλέους που ξέρουν να παλεύουν.

«Είσαι δειλή! Ακούς; Μια παλιοδειλή του κερατά!», της φωνάζω καθώς φρεσκάρεται με τα χλομά της χρώματα. Με καρφώνει με το πρόστυχο βλέμμα της, ρίχνοντας μου ένα χαμόγελο λύπησης. Το αίμα το αισθάνομαι να βράζει, να κοχλάζει στο μυαλό μου. Αυτό το χαμόγελο. Το σιχαίνομαι, Θεέ μου, αχ ας ήξερες πόσο. Αυτή η αίσθηση της αυτολύπησης που μου πετάει η άσπλαχνη, το ξεχείλισμα των αναμνήσεων.

«Παράτα με επιτέλους ήσυχη! Θα μπω σε κανένα τρελάδικο καμία ώρα έτσι όπως πάω. Θα το ήθελες όμως αυτό, έτσι δεν είναι, σκύλα;» της ουρλιάζω. Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Νωχελικά, ανάβει τσιγάρο.

«Ρούφα το άπληστη. Ρούφα το, όπως κάνεις και σε μένα» Φυσάει τον καπνό από τα ρουθούνια της, σαν μαινόμενος ταύρος που βλέπει

το κόκκινο πανί. Με τα μεγάλα της χέρια, αγγίζει το γυμνό της κορμί. Αισθησιακά, ερεθίζοντας τις καλοσχηματισμένες της θηλές, κάνοντας κύκλους γύρω από τον αφαλό της, χαϊδεύοντας το ξυρισμένο της πράμα. Βγάζει τη γλώσσα της έξω και την απλώνει στα μαυρισμένα της χείλη. Με κοιτάζει. Το σώμα της τυλιγμένο σε κόκκινο σεντόνι, πίνοντας κόκκινο κρασί από τα καλά κρύσταλλα που μου είχε κάνει δώρο στον γάμο ο άντρας μου. Καταλαβαίνω. Θέλω να κλάψω μπροστά στη φτηνή απομίμηση που μου αποδίδει η άπληστη.

«Είσαι πόρνη, με ακούς; Έτσι είναι οι πραγματικές πουτάνες. Σαν κι εσένα, πουτάνα στην ψυχή. Βρομερή σταμάτα να γελάς τόσο απαίσια.»

Κλείνω τα μάτια μου. Ένας καπνός εμφανίζεται στα κόκκινα σεντόνια μου. Ένα τσιγάρο να φωτίζει τα ταφικά μου μάτια. Η Ελένη, ένας λεβέντης με γαλάζια

Page 10: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[10] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μάτια, η Θεανώ, η επώδυνη μυρωδιά σου βασίλισσα του καπνού. Η ισχνή μορφή σου, πειρασμός στα μάτια του παπα - Γιώργη. Τα θυμάμαι τόσο δυνατά, τόσο έντονα.

Λες και δεν έχει περάσει ούτε λεπτό από τις μέρες μου ως καντηλανάφτισσα στο μικρό ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου.

Λες και η ζωή μου σταμάτησε κάπου ανάμεσα στην αγέρωχη μορφή του παπά, στα φωτεινά κεριά που χρωμάτιζαν το διαβρωμένο τάφο, στο ντροπαλό χαμόγελο της Θεανώς. Επιφανειακά ήρεμες ημέρες, κυλώντας χωρίς ενδιαφέρον. Μάρτυρας όμως στο φρικτό ιστορικό της ζωής μας ήσουν μόνο εσύ, λάβα έτοιμη να μας ανατινάξεις όλους, τις προσπάθειες σου να μας τυλίξεις στον ιστό σου. Ναι. Σε θυμάμαι. Λιβάνι η παρουσία σου, αμαρτία στο φαύλο κύκλο των κρυμμένων παθών. Αυτό είσαι. Ένα πάθος. Ένα ανομολόγητο πάθος τόσο καταστροφικό, τόσο δηλητηριώδες αφήνοντας πίσω του μόνο συντρίμμια. Στην δικά μου περίπτωση, όλη μου τη ζωή.

Έκανε κρύο. Το αισθανόμουν βαριοπούλα να μου τσακίζει τα αδύναμα

κόκαλά μου. Πάγωνα. Πέταξα από πάνω μου το μουσαμά που είχα κουλουριαστεί νευριασμένη για την ανημποριά του να μου προσφέρει ζεστασιά. Τα πόδια μου ξυλιασμένα αφήνοντας ελπίδα μέσα μου τις καυτές παντόφλες της φωτιάς που αναδύονταν από το τζάκι. Έτριψα τα χέρια μου μήπως και ξεμουδιάσουν, έβαλα ένα χοντρό κούτσουρο μήπως και φουντώσει η ζέστη καίγοντας τα ρίγη που με χτυπούσαν όλα το βράδυ. Με τρεμάμενα χέρια πήρα το σκαμνάκι και κάθισα δίπλα στο τζάκι.

Η θαλπωρή έλιωνε το υδάτινο στρώμα του πάγου που πότιζε το πρόσωπο μου, κόκκινες ζεστές σκιές με σκέπαζαν δίνοντας μου ασφάλεια στην ορμή του χιονιού.

Οι σκιές, αυτές οι μελαγχολικές σκιές πεταχτήκανε μπροστά μου, συνεπαρμένες από την πρωινή μου μοναξιά, φτερουγισμένες σαν παγωμένα χελιδόνια έτοιμα να λιώσουν στον καυτό ήλιο. Τα δόντια μου χτυπούσαν ρυθμικά, ήχοι βγαλμένοι από την καρδιά της παγωνιάς, ήχοι ερεθιστικοί για τις σκιές που σαν ανατολίτισσες ξεχύθηκαν στο χορό. Με τις πελώριες παλάμες τους μου βγάζουν το πέπλο της ζάλης, με ξυπνάνε από το λήθαργο του χιονιού, με σκεπάζουν με τα αιθέρια αρώματά τους φέρνοντας μου στο νου ένα όνομα

…. Θεανώ. Τη βρίσκω όπως πάντα εκεί, στο σημείο που τη γνώρισα. Χλομή, αδύνατη,

μελανιασμένη από το κρύο, σφιχταγκαλιασμένη με το τριμμένο της παλτό. Τη βλέπω από μακριά, προσπαθώντας να μην ψάχνω τις αιτίες που με οδήγησαν να βγω έξω στο χιονιά. Η αναπνοή της βαριά, κουρασμένη από την ανηφόρα της πλαγιάς.

«Έφερα κεριά. Χθες το βράδυ μου το ζήτησε.» Μου έριξε μια κουρασμένη ματιά.

Page 11: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [11] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

« Δεν θα έπρεπε να βγεις έξω. Το κρύο θα σε τσακίσει, ιδίως με την αδυναμία

που σε κυριεύει. Έφαγες τίποτα;» της είπα με κομμένη την ανάσα από τον ανήφορο. Δεν μου απάντησε. Η ισχνή της μορφή, το γαλήνιο της ύφος καθώς ακουμπούσε με ευλάβεια τα

ροδοκόκκινα κεριά στη χιονισμένη καλύπτρα, η αδυναμία να κρυφτεί από τα παγερά δόντια του κρύου. Δεν την ενδιέφερε. Το ήξερα, το αισθανόμουν από την ίδια της την παρουσία. Ήταν δίπλα του. Όπως πάντα, άγρυπνος φρουρός στο διαβρωμένο ξύλινο σταυρό του. Ανατριχιαστικό στο άκουσμα για τους περισσότερους. Όχι για μένα, πολύ περισσότερο για τη Θεανώ.

Όχι όταν από μικρό κοριτσάκι σεργιανίζω μέσα στους στενούς διαδρόμους ακολουθώντας τη σκιά του πατέρα μου, αναπνέω και αισθάνομαι ενοχή για τη ζωή.

Όχι για τη Θεανώ που σκεπάζοντας τη σιωπή του πόνου καταραμένο φάντασμα έγινε περιδιαβαίνοντας νεκρή τους σιωπηλούς δρόμους των λιβανιών.

Έτσι, όταν τη βλέπω τυλιγμένη στην αγκαλιά του πάθους της, σαν φλόγα που αντιστέκεται ακόμα στο σφύριγμα του αέρα, δεν τη λέω τρελή. Δεν την κυνηγάω. Δεν την περιφρονώ. Συμπάσχω, χάνομαι μέσα στην τεράστια ύπαρξη της αγάπης της. Μήλο γίνομαι, σύμβολο πίστης και αγάπης πέρα από κάθε όριο. Σύμβολο αγνότητας, ανέγγιχτο από τα σαπισμένα χέρια της βασίλισσας του καπνού.

Το θέαμα που αντίκρισε, έκανε τη Βεατρίκη να τσιρίξει. Μπήκαμε μέσα

βιαστικά, την ξάπλωσα στο κρεβάτι. Η Βεατρίκη, με σπασμωδικές κινήσεις άρχισε να την τρίβει στα χέρια κάνοντας μου νόημα να της φέρω τις χοντρές κουβέρτες, απόκτημα από τα μακρινά ταξίδια του συγχωρεμένου του άντρα της.

«Που τη βρήκες Κερασία; Παναγία μου βάλε το άγιο χεράκι σου. Σαν ξύλο είναι.»

Έβαλε ένα χοντρό κούτσουρο στη φωτιά τυλίγοντας την σαν σφιχτοδεμένο πανέρι με τα πολύχρωμα σκεπάσματα.

- «Αναίσθητη τη βρήκα, πεσμένη δίπλα στον τάφο του Αντώνη. Είχα να τη δω δύο μερόνυχτα και σήμερα το πρωί τη βρήκα έτσι. Την είχε σκεπάσει το χιόνι, νόμιζα ότι είχε…..»

- «Μη λες τέτοια. Καλά που τη βρήκες εσύ. Που ξέρεις, μπορεί όντως να βρισκόταν στην αγκαλιά του παλικαριού της αν την έβρισκαν αυτοί οι χωριάτες…»

Έσκυψα το κεφάλι. Δεν μπορούσα να τη βλέπω έτσι. Μπλαβιασμένη. Χτυπημένη από τη βίτσα του χιονιά, εξαντλημένη από την πείνα. Αναίσθητη.

«Θα γίνει καλά, μη στεναχωριέσαι και εσύ,θαλπωρή χρειάζεται, ζεστασιά. Θα φωνάξω και το γιατρό αν και αυτός ο αχρείος σαν τους άλλους είναι, άξεστος. Έλα τώρα, πήγαινε σπίτι. Ο πατέρας σου ήρθε από εδώ, δεν σε έβρισκε και υπέθεσε ότι είχες έρθει για μάθημα. Του είπα ότι σε είχα στείλει να μου ψωνίσεις κάτι.»

Page 12: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[12] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ευχαριστώ», ψιθύρισα βλέποντας το γλυκό της χαμόγελο να μου απαλύνει το φόβο.

«Άντε, πήγαινε και έλα αύριο. Ντύσου καλά, ο αγέρας τσακίζει.» Έφυγα με τον νου μου στον πατέρα μου και την καρδιά μου τσακισμένη στην

εικόνα της φτωχής κοπέλας. Το μπαστούνι του χτυπούσε αργά, ρυθμικά, επιταχύνοντας τους χτύπους της

καρδιάς μου. Τα μάτια του με ερευνούσαν, έψαχναν για το ψέμα που έκρυβα μέσα μου. Η βασίλισσα του καπνού με έκλεινε περισσότερο στη θηλιά της, καθώς ρουφούσε όλο και περισσότερο το τσιγάρο του. Η αναπνοή μου σταματούσε στην αγέρωχη ματιά του κάνοντας με να κοκκινίζω.

«Βάλε μου να φάω και στρώσε μου» Ανακουφισμένη, έτρεξα να στρώσω το τραπέζι και γέμισα με σούπα το πήλινο

τσουκάλι. Παρατηρούσα τα χείλη του που τα πότιζε με κρασί, καθώς έβαζα τη διπλή κουβέρτα. Κάθισα στην γωνιά, στο σκαμνάκι, και με τρεμάμενα χέρια ζέστανα την άκρη των χειλιών μου.

«Μάτια σε είδανε να κουβαλάς τη Θεανώ φωνάζοντας για βοήθεια» Η σούπα πάγωσε στο στόμα μου κάνοντας αδύνατη την κάθοδο. Τα χέρια μου

τρέμουν, το γέλιο της βασίλισσας ηχεί στα αυτιά μου. «Οι πόρτες εδώ στο χωριό είναι κλειστές για αυτήν. Η κόρη μου, η δικιά μου

κόρη να γυρνάει μαζί της, με τον ίδιο το σατανά!». Η φωνή του αγριεμένη, ο ήχος του σπασμένου πιάτου στα πόδια μου.

Σηκώθηκα έντρομη, τρέμοντας σαν το ποντίκι που πιάστηκε στα νύχια της γάτας. Έκλεισα τα μάτια μου να ακούω μόνο τον ήχο του μπαστουνιού στην πλάτη μου. Ο πόνος με κατάπινε, τα λόγια του ανακατεμένες προσευχές προσπαθώντας να ξορκίσει το κακό που με είχε κυριέψει … και εσύ, εσύ ….

Γελούσες με την ψυχή σου όταν το χοντρό ξύλινο ραβδί έπεφτε με ορμή

πάνω μου σακατεύοντας τα κόκαλά μου, διαλύοντας την ψυχή μου, μέρα με την μέρα. Ευχαριστιόσουν ν’ ακούς το κλάμα μου στη μοναξιά της νύχτας, να μαυρίζει το δέρμα μου περισσότερο και από το χρώμα της στάχτης. Πιο πολύ όμως, να βλέπεις το μίσος να με κατακτά, η οργή να συσσωρεύεται περιμένοντας να ξεσπάσει, να απελευθερωθεί από μέσα μου μην αντέχοντας άλλο τη λάβα να καίει τα σωθικά μου. Περίμενες…..

Της έπιασα το χέρι. Ζεστό. Μέσα μου γλυκιά ανακούφιση απάλυνε τους

πόνους από το πατρικό χάδι του πατέρα μου. Κοιμόταν τόσο γαλήνια, ήρεμα, σχεδόν νεκρικά.

Page 13: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [13] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Από τα λεγόμενα της Βεατρίκης δύο μέρες τώρα πυρετός την έκανε να παραμιλάει, λέγοντας πράγματα μαγευτικά και υπέροχα αλλά για μένα τόσο άγνωστα.

Παραμιλούσε για τον Αντώνη εκφράζοντας τον έρωτα της με λόγια τόσο ρομαντικά που θα ζήλευαν και οι μεγαλύτεροι εραστές. Αισθανόταν το αντρικό κορμί του να ανιχνεύει την παρουσία της, την ανάσα του βαριά να της ζεσταίνει το παγωμένο της κορμί, το γαλανό του βλέμμα ασφάλεια στα δρεπάνια των χωρικών, έτοιμα να γδάρουν την αγάπη από κάθε νεύρο του κορμιού της.

Το τόσο γαλήνιο βλέμμα της με έκανε να ανατριχιάσω, να θυμηθώ. Να φέρω στη μνήμη μου ότι πάνε σχεδόν τρία χρόνια που βρέθηκε

σκοτωμένος στα κόκκινα σεντόνια της Ελένης, μάνα της Θεανώς, της διασκεδάστριας του αντρικού πληθυσμού του χωριού. Λέγανε τότε οι συγχωριανοί ότι το αίμα ήταν τόσο κόκκινο, που δεν είχε καμία διαφορά από τα πορφυρά σεντόνια που βρέθηκε.

Τρία χρόνια κλεισμένη στη φυλακή η Ελένη, προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα του καπνού δαμάζοντας το στυγερό της πάθος.

Τρία χρόνια μίσος στο φτωχό κορίτσι κατηγορούμενο ηθικά για το φόνο του λεβέντη με τα καταγάλανα μάτια που διέπραξε η μάνα της.

Τρία ακόμα χρόνια κλεισμένη στον κόσμο του λιβανιού και των κεριών, αιχμαλωτισμένη στα χέρια του πατέρα μου, αναγκασμένη να υπομένω τις δυνατές εκρήξεις του.

Τρία χρόνια… Ο ήχος του ξύλου στο παμπάλαιο μάρμαρο με έκανε να πετάγομαι, να

ξυπνάω από τις βαθιές βουτιές στα ζεστά νερά των σκέψεών μου. Προχωρώντας κοφτά, φιλούσα το χέρι του παπα-Γιώργη, χωρίς διακρίσεις

από τους υπόλοιπους πιστούς. Αγέρωχος όπως πάντα, έμπαινε στο ιερό χαιρετώντας με νεύμα όσους βρίσκονταν μέσα.

Το είχα πια συνηθίσει. Χαμένος μέσα στα λιβάνια, πνιγμένος στο τρεμάμενο χορό των κεριών, επιβλητικά ράσα ποτισμένα με το χρώμα της καμπάνας.

Όλοι τον σέβονταν τον παπά- Γιώργη. Ίσως ο φόβος που προξενούσε η παρουσία του να τους επέβαλλε αυτόν το σεβασμό, αυτή την ενοχή στα μάτια του. Πολλές θα ήθελαν να έχουν για γονιό τον παπά- Γιώργη παρά την φτώχεια του. Ήταν σεβάσμιο πρόσωπο, ιερό.

Κάθε Κυριακή στριμώχνονταν στο μικρό εκκλησάκι για να απολαύσουν τη μορφή του, τη βαθιά του φωνή, το επίφοβο κήρυγμα του.

Χαμηλωμένα βλέμματα μπροστά στην άγρια ματιά του, κόκκινα πρόσωπα όταν «ξεμπρόστιαζε» το άλαλο πλήθος για την έλλειψη ηθικής και αξιοπρέπειας, για την αδυναμία τους να πολεμήσουν τους πειρασμούς.

Page 14: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[14] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βαριά σιωπή έπεφτε, όταν το αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο ήταν έτοιμο να εκραγεί άμα ακουγόταν και ο παραμικρός θόρυβος κατά την ώρα της Λειτουργίας.

Οι ανάσες τους κομμένες, φοβούμενοι μήπως το βαρύ κατηγορώ έπεφτε πάνω τους κάνοντας τους ρεζίλι στα υποτιθέμενα αθώα μάτια των συγχωριανών τους.

Παρά το κρύο που κοκάλωνε τα κουρασμένα σώματα, ο κόσμος κονσερβοποιημένος άκουγε την ψαλμωδία σωπαίνοντας στις ματιές των Αγίων, στη ματιά του παπα- Γιώργη.

Βουβή, έδινα κεριά στους πιστούς υποφέροντας το πατσουλί των γυναικών που αγόραζαν χύμα από τον Χρύσανθο, τον πωλητή.

Μέσα στη σιωπή, κάτι άρχισε να σπάει. Κεφάλια γύρισαν προς τα πίσω, ματιές καρφώθηκαν, βουητό σωστό μελίσσι σηκώθηκε.

Άρωμα μεθυστικό χτύπησε τα ρουθούνια μου, φάρμακο θαυματουργό για την άρρωστη από την κακοσμία μύτη μου.

Με μικρά βήματα η Βεατρίκη προχώρησε μέσα. Έσκυψε, φίλησε το εικόνισμα κάνοντας συνάμα το σταυρό της. Μου χαμογέλασε ισχνά καθώς άναβε το κερί της. Οι πιστοί την παρακολουθούσαν προσπαθώντας να κρύψουν τη φωτιά που έβγαινε από τα μάτια τους.

Κοίταξα τον πατέρα μου. Την έβλεπε και αυτός, την κοιτούσε μυστικά, αθόρυβα, σαν το θεριό που διάλεξε το θύμα του, τη λεία που θα κατευνάσει την πείνα του. Έτρεμα μέσα μου, φοβόμουν για τη Βεατρίκη.

Η ώρα περνούσε, οι ιδρώτες σαν ξεχειλισμένο ποτάμι με έπνιγαν. Αυτή η σταθερότητα, η ψυχραιμία της, το θάρρος της…. Προχώρησε μπροστά, έτοιμη να κοινωνήσει από τον «κυνηγό» της. Η καρδιά μου χτυπούσε βλέποντας ότι είναι η επόμενη. Αντάμωσαν τα βλέμματα τους. Άνοιξε το στόμα. Έκλεισα τα μάτια.

«Την έχεις περιμαζέψει και νομίζεις ότι το ίδια θα γίνει και με την κόρη μου; Πρόσεχε, η Κερασία έρχεται για να μάθει γράμματα και όχι για να γυρνάει με την κόρη της φόνισσας.»

«Μη μιλάς έτσι, δε σου ταιριάζει. Όλοι παιδιά του Θεού είμαστε. Εξάλλου, έχεις φροντίσει εσύ για την απομόνωση της.»

Καθώς έφευγε, το κεφάλι του είχε βαφτεί κόκκινο. Έσφιξα τα δόντια βλέποντας τη βασίλισσα του καπνού να με κοιτάζει περίλυπη, ξέροντας για την συνέχεια. Άφησα να με τυλίξει στα δεσμά της, ανήμπορη να κάνω οτιδήποτε άλλο.

Η ξύλινη πόρτα, σαπισμένη και εξαντλημένη από το πέρασμα των χρόνων,

έκλεισε σιωπηλά πίσω της. Η μυρωδιά της κλεισούρας την πνίγει μέσα στο μικρό σκοτεινό χώρο.

Η Κερασία ανάβει δειλά λάμπα αφήνοντας το φυτίλι στα δόντια της φλόγας. Ανασκαλεύει λίγο τη στάχτη ελπίζοντας να έχουν μείνει απομεινάρια καμένου κάρβουνου. Τίποτα. Πρέπει να περιμένει να έρθει ο πατέρας της από το ευχέλαιο του

Page 15: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [15] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μπαρμπα- Κώστα. Τελώντας τις προσευχές για την ψυχή του γέρου, θα του δώσουν κούτσουρα, ψωμί και κρασί που «πίνουν και ευφραίνονται οι νεκροί και γελάνε με τους μπελάδες μας εδώ κάτω.»

Το παγωμένο κορμί της δίνει προσταγή να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα. Η ματιά της ζωηρά ανιχνεύει το χώρο σιγουρεύοντας την ότι το σπίτι είναι καθαρό και ταχτοποιημένο. Κλείνει την πόρτα με το σύρτη έχοντας την ελπίδα ότι η νύχτα με ότι την ακολουθεί δεν θα την αγγίξει. Τα μαύρα ρούχα της πέφτουν στο κρύο πάτωμα.

Η αυστηρή νυχτικιά τη σκεπάζει, χαρίζοντας της την απαλλαγή του μαύρου χρώματος από πάνω της. Ξαπλώνει. Το κορμί πέτρα, η ψυχή πεινασμένη για ξεκούραση, η ματιά άπληστη για γαλήνη. Κλείνει τα βλέφαρα. Σκεπάζεται ως πάνω προσπαθώντας να σταματήσει αυτό το απαίσιο κρύο να τη νανουρίζει. Χτύπος ξύλου την κάνει να πεταχτεί φοβισμένη.

«Ποιος; Πατέρα, εσύ είσαι;» Η σιωπή την κάνει να ανησυχεί, να την τρομάζει. «Ποιος είναι; Σας παρακαλώ μιλήστε μου.» Όρθια πια, αφουγκράζεται πίσω από την πόρτα προσπαθώντας να καταλάβει

ποιος είναι. «Εγώ είμαι, Κερασία. Εγώ η Θεανώ….» Το σκοτάδι μας τύλιγε έχοντας ως φανάρι το φως του χειμωνιάτικου

φεγγαριού. Η μαύρη κάπα μου σιωπηλή ακολούθησε τα σχεδόν υπνωτισμένα βήματα της Θεανώς. Η νύστα μου είχε παραμεριστεί μαζί με την ιδέα μήπως και ο πατέρας τελικά δεν ερχόταν αύριο και δεν μ’έβρισκε στο σπίτι. Προχωρώντας με σίγουρα, σταθερά βήματα φτάσαμε στην πέτρινη είσοδο του νεκροταφείου.

«Θεανώ τι συμβαίνει; Γιατί έφυγες από το σπίτι της Βεατρίκης; Έπρεπε να ξεκουράζεσαι τώρα.»

Το δάχτυλό της με έκανε να σωπάσω. «Άκου. Άκου το τραγούδι του, το παράπονο του που δεν είμαι κοντά του.

Έρχομαι, είμαι κοντά σου ζωή μου.» Ο αέρας απαλά φλέρταρε με τα τζάμια κάνοντας τις φλόγες των καντηλιών

να λικνίζονται. Έσφιξα την κάπα στον λαιμό μου και την ακολούθησα «νεκρικά» στο μνήμα

του Αντώνη. Κράτησα απόσταση. Τα αδύνατα της χέρια σφίξανε ανυπόμονα, ερωτευμένα το σταυρό.

«Αγάπη μου, μην κλαις. Ήρθα, έγινα καλά και είμαι πάλι κοντά σου.» Τα χείλια της ακούμπησαν τα βαθουλώματα του ξύλου. Τα δάκρυά της

σταγόνες ζωής να καθαρίζουν τον τάφο από τη λάσπη της χθεσινής βροχής. «Αύριο, περίμενε μέχρι αύριο. θα σου φέρω μήλο τόσο κόκκινο και λαμπερό

όση είναι και η ερωτευμένη μου καρδιά.»

Page 16: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[16] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου. Για μια στιγμή, για δευτερόλεπτα, τους βλέπω και τους δύο εραστές μπροστά μου, τη Θεανώ υγιέστατη από έρωτα, με τα μακριά κατακόκκινα μαλλιά της να τυλίγουν το δασύτριχο, γεροδεμένο στήθος του Αντώνη, καμάρι και σύμβολο της βαθιάς αγάπης και του έρωτα. Τα γέλια τους δημιουργούσαν αντίλαλο στο καμπαναριό, στις παρυφές των δέντρων, στο ποτάμι που κυλάει τόσο ήρεμα. …Δάκρυσα. Ήξερα το θέαμα που θα αντικρίσω όταν θα τ’άνοιγα, όταν η βασίλισσα του καπνού μου έδινε το μαντήλι της για να σκουπίσω τα υγρά μου μάτια.

Ξημερώνει. Τα χέρια της κοκαλωμένα, γαντζωμένα πάνω του. Τόση ώρα

προσπαθούσα να καταλάβω γιατί με ήθελε μαζί της. Τώρα γνωρίζω πια. Αισθάνεται, λαμβάνει ίσως τα μηνύματα της συμπάθειας που της δείχνω. Θέλει να είμαι εδώ, παρούσα σε ότι πια θεωρεί σημαντικό στη ζωή της. Ίσως, ίσως έχω αποκτήσει και εγώ έναν άνθρωπο να με νοιάζεται, να με σκέφτεται, να μοιράζεται αυτά τα ιδιαίτερα πράγματα που ενώνουν δύο ανθρώπους, δύο ψυχές.

Ο καφές είχε γίνει καθημερινή διασκέδαση στο μικρό, ζεστό σαλονάκι της

Βεατρίκης. «Μέσα από το φλιτζάνι περνάει όλη σου η ζωή» συνήθιζε να μου λέει όταν διέκρινε δυσπιστία στη ματιά μου.

Μου έβαζε τον ελληνικό σε ένα μικρό φλιτζανάκι διακοσμημένο με γαλάζιες οριζόντιες γραμμές ξέροντας την αδυναμία μου στα φανταχτερά χρώματα.

«Σ΄ αρέσουν Κερασία τα ζωηρά χρώματα, γιατί πια έχεις μπουχτίσει στο μαύρο. Ούτε σε μοναστήρι να σε είχε τάξει.»

Ήταν γυναίκα σκληρή, με κότσια. Μέσα από τις διηγήσεις της, πίνοντας τον καφέ μας, ανακάλυπτα όλο και περισσότερο ότι η μοίρα δεν έπρεπε να την κάνει δασκαλίτσα στο χωριό που η δίψα των λιγοστών μαθητών περιορίζεται στην ανάγνωση και στην γραφή.

Να τη φέρει αντιμέτωπη με τις περιορισμένες αντιλήψεις των χωρικών, με τα στενοκέφαλα μυαλά τους.

Όχι, τη φαντάζομαι πλούσια κυρά να περιδιαβαίνει τους δρόμους της Αθήνας, ελεύθερη και άνετη, σαν δροσερή πνοή στο λιοπύρι. Μακριά από καπνοχώρια βαρετά, χωρίς τριβή καθημερινή μέσα σε πρώην στάβλο νυν σχολείο.

Τη φαντάζομαι με την αρχοντική αυτή εμφάνιση που έχει να απολαμβάνει την μπίρα της σε ένα από τα αριστοκρατικά μαγαζιά της πρωτεύουσας ρίχνοντας τα βαριά βελούδινα μαλλιά της στα χάδια του αέρα.

Το σπίτι της θα ήταν παλιό αριστοκρατικό των προαστίων, μάρτυρας της οικογενειακής φινέτσας. Διακοσμημένο με το δικό της γούστο – «το σπίτι σου είναι όλο το είναι σου» – ανοιχτό σε όλους της τους φίλους.

Page 17: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [17] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Που αρμενίζει το μυαλουδάκι σου Κερασία;» Την κοίταξα. Κοκκίνισα από τις ενοχές του ονείρου μου. «Το μυαλό αρμενίζει, με πάει πολλές φορές σε άλλες εποχές τόσο υπέροχες

σχεδόν ψεύτικες.» Χαμογέλασε. «Άραγε που ταξιδεύει το δικό της όνειρο;» Κοιτάξαμε και οι δύο τη Θεανώ. Το κεφάλι της γερμένο στο τζάμι, προσπαθώντας να αγγίξει τις στάλες

με τα δάχτυλα της, ρόγες της πρωινής βροχής. Ήρεμη, απολαμβάνοντας το πρωινό ξύπνημα της βροχής.

«Όμορφη είναι, σαν τη μάνα της. Έτσι έγερνε και αυτή το κεφάλι της στο τζάμι, ήρεμη και γαλήνια.»

«Πες μου Βεατρίκη, εσύ ήσουν φίλη της, ίσως η μοναδική. Τι έγινε στα αλήθεια;»

Με κοίταξε ανήσυχα. Κατάπια γρήγορα το σάλιο μου σοκαρισμένη από το θράσος μου. Τόσο καιρό δεν την είχα ρωτήσει, και σήμερα, τόσο αυθόρμητα…

«Σ’ έχω σαν κόρη μου Κερασία. Σας αγαπάω και τις δύο εξίσου. Θα στην πω την ιστορία, όσα γνωρίζω. Τα όσα είδα από κοντά που αφορούσαν στο ριζικό της Ελένης, της Θεανώς, και αυτού του πανέμορφου νέου, του Αντώνη. Κακόμοιρα πλάσματα, ψυχές χαμένες, παγιδευμένες σε έναν άπονο κόσμο. Θέλω να στα πω κόρη μου, να βγάλω από μέσα μου αυτή την ταφόπλακα που με πλακώνει τόσο βαριά. Η ιστορία αρχίζει κάπως έτσι….Αν και το τέλος της το γνωρίζει μόνο η Θεανώ.» Πήρε μια βαριά ανάσα και άρχισε ήρεμα τη διήγηση. «Ήταν πανέμορφη η Ελένη, η προσωποποίηση της ομορφιάς και της κατάρας μαζί.

Μέσα στη φτώχεια της, χρησιμοποιώντας το κορμί της για να μεγαλώσει την κόρη της, αντιμετωπίζοντας καθημερινά τη γλωσσοφαγιά και την απόρριψη του χωριού. Πρόσωπα που το πρωί την τσάκιζαν με τις βαριές τους βρισιές και το βράδυ ξορκίζανε τους διαόλους τους επάνω στο αγαλμάτινο κορμί της.

Παιδιά που μάθανε ίσως με τον καλύτερο τρόπο την τέχνη του έρωτα στα χάδια της Ελένης. Μεγάλο πράγμα να έχεις τα σημάδια της Ελένης.

Έκανε καλά τη δουλειά της, ξεπληρώνοντας πολύ παραπάνω τις πενταροδεκάρες των πελατών της.

Ίσως, ίσως αυτό με έκανε να πάω κόντρα στο ρατσισμό της μάζας, να κάνω τη δική μου επανάσταση με το να γίνω ο μοναδικός της σύμμαχος σ’αυτόν το διαρκή πόλεμο που περνούσε, και μαζί με αυτήν και η Θεανώ.

Λάτρευα αυτή τη δύναμη, τη φωτιά στην ψυχή που της έδινε δύναμη να συνεχίσει τη ζωή στο μικρό δωματιάκι, να αψηφήσει τα πάντα ρουφώντας φως στη σκοτεινή ψυχή της. Έπρεπε να τη γνωρίσεις Κερασία, η σπιρτάδα στο χαρακτήρα, το νεύρο στην ψυχή, η λάμψη στα μάτια..»

Page 18: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[18] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έπλυνε τα χέρια της στη λεκάνη. Ο πελάτης μόλις είχε φύγει και εκείνη

άναψε τσιγάρο. Έσφιξε το ζωνάρι της λουλουδιασμένης ρόμπας της ξαπλώνοντας τεμπέλικα στα κόκκινα σεντόνια της. Ρουφούσε άπληστα το τσιγάρο της αφήνοντας σε δόσεις τον καπνό να φεύγει. Μόνη της, πιάνοντας τον εαυτό της να απολαμβάνει τις στιγμές που δεν μοιράζεται το κρεβάτι με κανένα σώμα, που η αναπνοή της ηρεμεί και κοιμάται, όπου τρίξιμο δεν ακούγεται από πουθενά παρά μόνο από τον τσαχπίνη αέρα που κρυφοκοιτάζει από τις χαραμάδες.

«Ελένη… Ενοχλώ;» Εδώ και χρόνια είχε απαγορέψει λέξεις όπως μαμά, μανούλα, μητέρα να

ακούει. Την φώναζε Ελένη αν κάποιες φορές που της ξέφευγε η λέξη μαμά μέσα της ήθελε να την σφίξει σαν πεινασμένος βόας από χαρά. Κάρφωσε την κόκκινη φιγούρα της. Το αγαπημένο της χρώμα ήταν. Ποθούσε τα κατακόκκινα σαν κεράσι μαλλιά της Θεανώς, την πορφύρα που παίρνανε στις άκρες, σαν σάλι να σκεπάζει τους καλοσχηματισμένους ώμους της.

«Έλα να σε χτενίσω. Δεν ενοχλείς.» Το χτένι ονειρικό ταξίδι στις κόκκινες θάλασσες των μαλλιών της.

Προσεχτικά, όργωνε τα ολόισια μαλλιά της, τα τάιζε με τα μητρικά ένστικτα, με τους δικούς της ανορθόδοξους τρόπους.

« Θα έρθει και η σειρά μου, έτσι δεν είναι;» Το χτένι πάγωσε στιγμιαία. Τα μάτια της είχαν χαμηλώσει από την ντροπή,

από το θάρρος που είχε να πει αυτό που τι βασάνιζε έντονα τον τελευταίο καιρό. «Είσαι πια σχεδόν γυναίκα. Έχουμε χρέη Θεανώ.» «Πότε;» Σιωπή πλάκωσε το παγωμένο δωμάτιο. « Θα μάθεις, θα εκτιμήσεις τα λεφτά των άλλων.» Η λάμψη από το δάκρυ άστραψε στο σκοτεινό όσο ποτέ άλλοτε δωμάτιο. «Είσαι ελεύθερη να φύγεις από μένα. Φύγε και τώρα. Σου δίνω την ευκαιρία

που δεν δόθηκε ποτέ σε μένα. Αποφάσισε. Βρες αλλού την μοίρα σου ή μείνε ακολουθώντας τη δικιά μου.»

Έμεινε μόνη. Αγκαλιασμένη από τους καπνούς, ζαλισμένη από το κρασί, σαν

σκιά στις παρυφές των σκοταδιών. Σχεδόν ξημερώνει. Χτύπος πόρτας. «Θα μείνω.» Η κλαμένη φωνή της Θεανώς ακούγεται σαν αντίλαλος στα μεθυσμένα μάτια

της. «Καλά. Φύγε τώρα.» Το σκοτάδι την τυλίγει ξανά, η ανάσα της μοναξιάς απλώνεται στο χώρο σαν

άρωμα από φτηνό πατσουλί. Τα μάτια της γυαλίζουν, άλλο ένα τσιγάρο ανάβει.

Page 19: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [19] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δυο μαύρες φιγούρες κατηφόριζαν το χιονισμένο δρομάκι. Δύο μαύρες σκιές

στο απόλυτο άσπρο που κυριαρχούσε εκείνο το χειμώνα. Η ανάσα της Κερασίας παγωμένη. Η ματιά του πατέρα αγέρωχη. Δυο μαύρες σιλουέτες να αφήνουν τα σημάδια τους στο άσπρο χαλί της ημέρας. Το βάρος των ξύλων την τσάκιζαν, τα χέρια της παγωμένα να έχουν γίνει ένα με το χοντρό σκοινί που ήταν δεμένα τα κούτσουρα. Βαριανάσαινε. Προσπαθούσε να μη μένει πίσω, να βάζει όλη της τη δύναμη ώστε να βρίσκεται μόνο δύο βήματα πίσω από το μπαστούνι του παπά.

Σφιγμένη στο μαύρο πανωφόρι της, εστίασε τη ματιά της στην ξύλινη μπαστούνα. Η αίσθηση του κούτσουρου επάνω στην τριμμένη από χιόνι πέτρα την έκανε να ξεχνάει το πρήξιμο των ποδιών της, τη διαμαρτυρία τους να τα ξεκουράσει από την πολύωρη χρησιμοποίηση τους.

Της άρεσε να απομονώνει τον ήχο του χοντρού ξύλου στα αυτιά της, όταν ο γέροντας χτύπαγε με δύναμη την μπαστούνα του στον πλακόστρωτο δρόμο δημιουργώντας πανδαιμόνιο στις μικρές νιφάδες χιονιού που άνοιγαν πρόθυμες το δρόμο στη θέα του παπά.

Ώρες είχαν περάσει με μοναδική παρέα τη σιωπή τους. Όταν σταματάγανε για λίγο να ξαποστάσουν, η σιωπή επεκτεινόταν σαν ζεστός αέρας στα μάτια τους.

Τα κούτσουρα που έσερνα με ανακούφιζαν προς στιγμή όταν άφηνα το σώμα

μου επάνω τους. Ο πατέρας καθότανε παράμερα ξαποσταίνοντας επάνω στην μπαστούνα του,

ρίχνοντας μου φευγαλέες ματιές. Στιγμές κόρης – πατέρα με μόνη επικοινωνία τη σιωπή. Μια σιωπή, μια έκφραση πατρικής στοργής που είχα συνηθίσει και αποδεχτεί. Μια σιωπή που χάρη σε εσένα βασίλισσα του καπνού, εκείνη την ημέρα έδωσε τη θέση της στο πεπρωμένο. Άρχιζαν όλα να αλλάζουν στη μοίρα μου με καθοδήγηση εσένα, πλανεύτρα. Εκείνη η πατρική σιωπή που διακόπηκε από τον ήχο της άμαξας που ερχόταν προς το μέρος μας.

Ο βρυχηθμός των αλόγων, το τίναγμα της λευκής ομορφιάς προς τα πίσω, το

τρίξιμο της ρόδας, έδωσαν την ευκαιρία στην Κερασία να αφήσει για λίγο το σκοινί που της έγλειφε σιγά – σιγά τον ώμο και να αναδιπλωθεί στο σάλι της. Κοίταξε με σάστισμα την καρότσα που σταμάτησε μπροστά της.

«Έρχομαι εκ μέρους του κυρίου Eίτα. Μου είπε να σας βοηθήσω να μεταφέρεται τα κούτσουρα. Μη τυραννιέται και η κόρη σας.»

Τα χνώτα του οδηγού σύννεφα καπνού να συγχωνεύονται με τα χνότα των αλόγων. Ο παπα- Γιώργης τον κοίταξε ήρεμα, κατευναστικά.

«Να έχει την ευχή του Θεού. Πολύ ευγενικό εκ μέρους του.»

Page 20: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[20] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τα κούτσουρα στοιβάχτηκαν στην καρότσα. Εγώ μαζί με τον πατέρα καθίσαμε δίπλα στον οδηγό. Η καμτσικιά έδωσε το σύνθημα στα δύο άλογα να ξεκινήσουν με ρυθμό αργό, νανουριστικό.

Ο κρύος αέρας μ’ έκοβε. Μ’ άρεσε όμως. Αυτή η ένταση του αέρα στο πρόσωπο μου. Ο πατέρας χώθηκε στο παλτό του αρχίζοντας να μιλάει με τον οδηγό. Το δρομάκι χανόταν πίσω μου αφήνοντας τα ίχνη μας στην παχιά λωρίδα χιονιού να μαρκάρουν την παρουσία μας.

Έκλεισα τα μάτια μου επιτρέποντας στον εαυτό μου να ακούσει μόνο την φωνή του οδηγού όταν τα άλογα μείωναν το βάδισμα τους. Τη φωνή του οδηγού, το χλιμίντρισμα και την ανακούφιση από τους πόνους του σκοινιού.

Η μοναδική σκέψη που τριβόλιζε από το πρωί το μυαλό της Θεανώς, η

μοναδική της ανάγκη ήταν να μη σκεπαστεί ο αγαπημένος της με το πυκνό χιόνι που κάλυπτε τα πάντα από το πρωί.

Όλο το βράδυ δεν είχε κλείσει μάτι. Δεν έπρεπε ο αγαπημένος της να κρυώνει, να υποστεί τα πέπλα του πάγου. Εξάλλου είχε αυτήν. Αυτή θα τον προστάτευε από το κρύο όπως και τις προηγούμενες φορές. Διπλωμένη στο ντιβάνι της, περιμένοντας καρτερικά να φύγει από το σπίτι η Βεατρίκη για να μπορεί να φύγει χωρίς έγνοιες και ανησυχίες. Τα νύχια της φαγωμένα από την ανυπομονησία, την καρτερικότητα να βρεθεί όσο πιο γρήγορα στον Αντώνη.

«Γιατί αργεί να φύγει; Δεν καταλαβαίνει; Ο άντρας μου κρυώνει…» Άνοιξε πόρτα και κλείσε, άνοιξε και κλείσε, άνοιξε και …ίσως, ίσως με το να

παρακαλέσει την πόρτα να μαγέψει την Βεατρίκη να φύγει για το σχολείο, θα τελείωνε ο εφιάλτης της μια ώρα αρχύτερα. Η ματιά της έπεσε στο θολωμένο τζάμι.

«Το χιόνι ακόμα πέφτει. Καταραμένο χιόνι». Και όμως το ανοιγοκλείσιμο της πόρτας την έκανε να σκιρτήσει από τη χαρά.

Σηκώθηκε βιαστικά, πήρε το παλτουδάκι της – κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της για να μην ξανασυμβούν τα ίδια – και έφυγε γρήγορα προς το δρόμο.

Η γνώριμη φιγούρα του σπιτικού της την έκανε να ξυπνήσει από το να

αναλογίζεται τον εαυτό της πως θα είναι γριά, μετρώντας τις νιφάδες χιονιού που κάνανε κάτασπρες τις τούφες των μαλλιών της από τις ακάλυπτες επιφάνειες του μαντηλιού της.

«Θυγατέρα, πήγαινε μέσα και άναψε φωτιά.» Η Κερασία έσκυψε σεβάσμια το κεφάλι της σαν νεύμα ευχαρίστησης και

εξαφανίστηκε πίσω από την πολυκαιρισμένη πόρτα. Δεν κατάλαβα. Δεν είδα το πικρό σου χαμόγελο, το χαμόγελο του βιασμού

που έσκασες πίσω από την πλάτη μου. Δεν πονηρεύτηκα. Δε σκέφτηκα. Τότε όμως δεν μπορούσα γιατί δεν ήμουν ικανή. Δεν ήμουν έτοιμη. Δεν ήξερα ότι για τα πάντα

Page 21: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [21] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

υπάρχει τίμημα που όλοι πληρώνουν. Άλλοι ασήμαντα ποσά, άλλοι τα πάντα. Πράξεις καλοσύνης και ανθρωπιάς που πλανιόνταν στο μυαλό μου δεν ήταν παρά ψεύτικες χάντρες που στολίζουν το λαιμό σου, βασίλισσα. Χάντρες που όταν σπάνε από το σύνολο, μένουν μόνες να αιωρούνται στο κενό ψάχνοντας για τα γλυκά σου δηλητήρια.

Δε γνώριζε και ο χρόνος πόση ώρα την πήρε να καθαρίσει το χιόνι γύρω από

τον ξύλινο σταυρό. Οι νιφάδες συνέχιζαν να πέφτουν πολύ πιο ισχνές και αδύναμες, όμως η Θεανώ τα είχε καταφέρει. Είχε ζεστάνει το χώρο του αγαπημένου της με το να αποτινάξει το χιόνι από γύρω του.

«Εδώ είμαι εγώ, μην ανησυχείς. Δε θα μου ξανακρυώσεις.» Κεριά έβγαλε από την τσέπη της όπου με την βοήθεια των σπίρτων άναψε

γύρω από τον ξύλινο σταυρό. «Η φωτιά θα σε ζεστάνει. Θα δεις.» Οι φλόγες των κεριών τρεμόπαιζαν από τα πειράγματα του νεαρού αέρα.

Φλόγες αγάπης και πάθους να τυλίγουν τον έρωτα της Θεανώς. «Μην ανησυχείς για μένα. Καλά είμαι. Ξέρεις, απόκτησα μια φίλη. Τη

γνωρίζεις, έρχεται συχνά εδώ, φοράει πάντα μαύρα ρούχα και έχει κατάμαυρα μακριά μαλλιά. Που το κατάλαβες; Έξυπνό μου παιδί. Ναι, η κόρη του παπά είναι, θυμάσαι; Θυμάσαι που την είχαμε δει στο πανηγύρι του Αϊ – Νικόλα. Δε βγαίνει έξω. Δε γνωρίζει τίποτα. Ντυμένη πάντα στα μαύρα γιατί το χρώμα δεν το ξέρει. Δεν το έχει γευτεί. Δεν ξέρει τίποτα…»

Η ματιά της σκοτείνιασε, όταν επανέλαβε για δεύτερη φορά. Ο αέρας φούσκωσε, τα λιγοστά κεριά έσβησαν, το κόκκινο κεφάλι της χώθηκε στα κοκαλιάρικα πόδια.

«Δεν … Δεν ξέρει τίποτα για την αγάπη μας Αντώνη μου. Για το φτερούγισμα της καρδιάς μας.»

Άναψε πάλι τα κεριά που έσβησαν. Η καμπάνα χτύπησε τέσσερις φορές. Ήξερε πως έπρεπε να φύγει. Η παραμικρή αμφιβολία πως ο Αντώνης θα κρύωνε ξανά, της έφερναν δάκρυα πόνου. Έβγαλε το παλτό της και το τύλιξε στις άκρες του σταυρού.

«Δεν θα μου κρυώνεις τώρα. Σ’ αγαπάω.» Έφυγε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, αφήνοντας πίσω τον αέρα να δίνει

ζωή στο παλιό παλτό που κρεμόταν από τα ξύλινα χέρια του Αντώνη της, αφήνοντας για άλλη μια φορά την παγωμένη ατμόσφαιρα εκείνου του χειμώνα.

Από νωρίς είχε έρθει για να καθαρίσει την εκκλησία. Να τακτοποιήσει τα

κεριά, να γυαλίσει τις εικόνες, να απλώσει το αρωματισμένο πανί στα ιερά αυτά μάρμαρα. Όπως κάθε νοικοκυρά που τακτοποιεί και αγαπάει το σπίτι της, το

Page 22: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[22] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φροντίζει σαν παιδί που έχει ανάγκη, έτσι και η Κερασία. Την αγαπούσε την εκκλησία του Αϊ – Νικόλα. Εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε, εδώ ένιωσε.

Στο νεκροταφείο, στο τόπο λατρείας της Θεανώς, έπαιζε και αυτή σαν παιδάκι όταν ο πατέρας της πήγαινε για τα ευχέλαια, έτρεχε στους διαδρόμους της σιωπής, γελώντας με τα άσπρα και ξύλινα σπιτάκια που έβλεπε τότε με την παιδική της φαντασία. Κοιτούσε τη μεγάλη βελανιδιά που τώρα σκιάζει τον φτωχό τάφο του Αντώνη. Τι παιχνίδι που έριχνε με τα μεγάλα γέρικα κλαδιά της!

«Τι παράξενο ! Τόπος δυστυχίας για όλους, και για εμένα να είναι συνδεμένος με τις ανέμελες στιγμές των παιδικών μου χρόνων. Φόβος για τους περισσότερους το βράδυ, γαλήνη για μένα όταν περιδιαβαίνω τα σοκάκια της σιωπής. Συναισθήματα τόσο έντονα, τόσο ζωηρά, για ένα τόσο νεκρό μέρος.»

Με τα χέρια της άγγιξε τις λευκές κορδέλες που στόλιζαν την είσοδο του ναού. Έχει γάμο απόψε. Μέρα χαράς για τη Γιάννα του κυρ – Σωτήρη. Παντρεύεται τον εκλεκτό της καρδιά της.

«Κι εγώ; Εγώ εδώ». Ένας πόνος κυρίευσε το στομάχι της. Πόνος παράξενος που πήγαζε

όμως από αλλού. Κοίταξε επάνω και είδε τη φιγούρα μιας μαυροφορεμένης κοπέλας πνιγμένης στο φως των κεριών, σκονισμένης σαν παλιό σεντούκι ξεχασμένο σε κάποια γωνία του σπιτιού. Μια φιγούρα τυλιγμένη στη θέληση των άλλων, υποταγμένη στη γνώση του τίποτα. Η δική της φιγούρα.

Έπρεπε να φύγει από τον ιερό αυτό χώρο για να μην τον μολύνει από σκέψεις και αισθήματα που θα έπρεπε να ήταν απαλλαγμένο το ανθρώπινο είδος, αν δεν υπήρχε το σκοτεινό εγώ, όπως θα έλεγε και ο πατέρας της.

Στο δρόμο έτρεχε για να πάει σπίτι της, αφήνοντας ελαφρούς αναστεναγμούς να απελευθερώνονται στα χιονισμένα σπίτια.

Έπρεπε να βγάλει από το μυαλό της τα συναισθήματα που της φέρνει ο κόσμος της Θεανώς και κατά βάθος ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατον. Δύο δυνατά χέρια τη σταμάτησαν βίαια.

«Τι έπαθες κορίτσι μου; Τι έγινε;» Κοίταξε τη Βεατρίκη. Αισθάνθηκε την ανάγκη να χωθεί στην αγκαλιά της, να

παρηγορηθεί σαν μωρό που χτύπησε και αναζητεί τη μαμά του να το γιάνει. «Δεν ξέρω… αισθάνομαι περίεργα.» Ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα που συνέβαιναν στην ήρεμη ζωή του

χωριού, ήταν η αγορά του Σαββάτου. Απλή και συνηθισμένη που όμως κάποια στιγμή της ημέρας μετατρεπόταν σε σωστό κατακλυσμό ψιθύρων και αναταραχής.

Οι πωλητές με τους πάγκους αισθάνονταν πλούσιοι, έστω και αν αυτή η θεσπέσια φιγούρα κοντοστεκόταν μπροστά τους για να δει την πραμάτεια τους.

Ήταν σωστή τελετουργία.

Page 23: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [23] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όταν το θεσπέσιο άρωμα έφτανε στα ρουθούνια του κόσμου τα κεφάλια όλων γυρνούσαν προς το μέρος της. Όταν η μυρωδιά των μαλλιών της απελευθερωνόταν ελεύθερα στην αγορά, οι γυναίκες του χωριού γυρνούσαν αλλού το βλέμμα, σταυροκοπιούνταν και έφτυναν στον κόρφο τους.

Την Ελένη όμως δεν την ενδιέφερε. Αντίθετα. Της άρεσε που έσπαγε αυτή την αφόρητη μονοτονία μόνο και με το πέρασμά της.

Απλή και καθημερινή, με τα μαλλιά της πιασμένα κότσο κρατώντας ένα μικρό τσαντάκι, πολύπλοκη όμως στις φαντασιώσεις όλου του ανδρικού πληθυσμού. Μια ολόκληρη εβδομάδα οι πόθοι των αντρών κατευνάζονταν στα ακριβά σεντόνια της, ενώ τώρα είχαν όλοι την ευκαιρία να την απολαύσουν και το πρωί.

Η Θεανώ διασκέδαζε με τα βλέμματα του κόσμου. Αισθανόταν σαν πριγκίπισσα που πήγαινε σε δεξίωση με τη βασίλισσα μητέρα της και οι αυλικοί στοιχίζονταν αριστερά και δεξιά χειροκροτώντας και θαυμάζοντας τη φινέτσα και την ομορφιά τους.

«Μη παίρνεις αυτό το ύφος Θεανώ. Τι σκέφτεσαι και χαμογελάς, μακάρι να ήξερα.»

Η Θεανώ δεν της απάντησε. Κοιτούσε τα δύο γαλανά μάτια που είχαν καρφωθεί επάνω της. Τόσο ζεστά, τόσο όμορφα.

Η Ελένη στάθηκε στον πάγκο του Χρύσανθου για να πάρει καλλυντικά κάνοντας όλους τους υπόλοιπους να τον φθονούν. Η Θεανώ έμεινε παράμερα να χαζεύει.Η θάλασσα της γοητείας του την είχε τραβήξει. Καθόταν στον καφενέ με τα μεγάλα του μάτια να την επεξεργάζονται εδώ και τόση ώρα. Η ματιά του είχε γίνει ένα με την ματιά της. Από αμηχανία τίναξε τα πλούσια κόκκινα μαλλιά της προς τα πίσω ,δαγκώνοντας ελαφρά το κάτω χείλος της.

«Πάμε, την επόμενη φορά να μου φέρεις το μαύρο ύφασμα που μου υποσχέθηκες, έτσι Χρύσανθε;»

«Πάμε Θεανώ!» Ξανάπε η Ελένη με νευρικό τόνο. Οι ματιές τους δε χώρισαν παρά μόνο όταν πια ο καφενές άρχισε να μικραίνει

αισθητά. Τα μικρά φωτάκια λάμπανε δειλά στη νύχτα που τρεμόπαιζε στα μάτια της

Θεανώς. Το απαλό αεράκι ανασήκωνε ελαφρά την κόκκινη τούφα από το μέτωπό της, ανατριχιάζοντας τη με την καλοκαιρινή εσάρπα της. Ακουμπισμένη στο πηγάδι αφήνοντας τα μάτια να σαλπάρουν στα κύματα των αστεριών.

«Έχει υπέροχη νύχτα…Τόσο φωτεινή» Η Ελένη είχε πάει από νωρίς για ύπνο προφασιζόμενη ισχυρό πονοκέφαλο. Αυτή όμως ήξερε. Κάποιο σημαντικό πρόσωπο την είχε επισκεφτεί θέλοντας

να κρατήσει την ανωνυμία του. Η μάνα της κρατούσε τα μυστικά της δουλειάς της ακόμα και από αυτήν.

Page 24: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[24] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Δεν την ενδιέφερε όμως. Όχι τώρα. Σήμερα. Όχι αυτή τη νύχτα. Έκλεισε νωχελικά τα μάτια της αφήνοντας την καλοκαιρινή μυρωδιά να ποτίσει τα ρουθούνια της. Ξάπλωσε στη τσιμεντένια βάση του πηγαδιού αφήνοντας το σώμα της να εναρμονιστεί με τις αισθήσεις της νύχτας.

«Έχει θαυμάσια νύχτα. Ξέρεις, λένε ότι σε κάτι τέτοιες νύχτες ο Θεός στέλνει τον έρωτα στους μοναχικούς ανθρώπους.»

Η φωνή την έκανε να πεταχτεί πάνω, να την ξυπνήσει από το γλυκό λήθαργο των τριζονιών. Μπροστά της η μορφή του χτεσινού μεσημεριού.

«Πως μπήκες εδώ; Τι θέλεις;» ρώτησε με φωνή πλημμυρισμένη από αγωνία. Την κοίταξε τόσο έντονα που και απάντηση να μην έπαιρνε δεν θα την

ένοιαζε, προτιμούσε να κοιτάει αυτά τα γλυκά μάτια. «Ξύπνησα με σένα στο μυαλό μου. Από τότε που σε είδα, χθες, δεν μπόρεσα να

σε βγάλω από μέσα μου.» Τα δάκτυλά του άγγιξαν τα σφριγηλά της μάγουλα. Η ενέργεια του έκανε να

αντισταθεί το δέρμα σε πρωτόγνωρες, ανεξερεύνητες επαφές. «Πως με βρήκες; Ρώτησες;» Η απάντηση που ίσως να έπαιρνε θα την έκανε να νιώσει άσχημα. Η κόρη της

πουτάνας θα απαντούσαν οι περισσότεροι δίχως περιστροφές. Έτσι θα του έλεγαν. Έτσι λένε σε όλους τους ξένους. Κοίταξε τα χείλη του διψώντας να μάθει.

«Δε χρειαζόταν. Ρώτησα τον ουρανό για το ωραιότερο πλάσμα με τα φλογερά μαλλιά και το αθώο βλέμμα. Με οδήγησε σε σένα.»

«Μιλάς όμορφα. Έτσι μιλάς σε όλες;» Άφησε την ματιά της επάνω στο πέπλο της νύχτας. Η καρδιά της χτυπούσε

ανεξέλεγκτα. Το κορμί της τσιτωμένο, στην αίσθηση της δικής του παρουσίας. Κάθησε δίπλα της. «Ομορφαίνεις τη νύχτα.» Με την άκρη του ματιού της τον κοίταξε. Το μελαχρινό του δέρμα, τα

γεροδεμένα χέρια του, το γλυκό του χαμόγελο. Όπως τον θυμόταν από τότε που τον πρωτοείδε στον καφενέ. Η αίσθηση της ασφάλειας την έκανε να τρομάζει.

«Είναι τρελό. Ούτε καν που σε ξέρω. Τυχαία ενώθηκαν οι ματιές μας. Είσαι ξένος. Δε με γνωρίζεις. Εγώ…».

Οι άκρες των δακτύλων στα χείλη της την κάνανε να σωπάσει, κατάφεραν να ηρεμήσουν την ανασφάλεια και την άμυνα που ξεπρόβαλλαν σαν ασπίδα μπροστά της.

«Μη λες τίποτα. Δεν πρέπει να χαλάσουμε αυτή τη βραδιά.» Το σφριγηλό της κορμί απλώθηκε στο υγρό χορτάρι. «Έλα, ξάπλωσε δίπλα μου.» Σαν αίλουρος το κορμί της αφέθηκε στην αγκαλιά του. Στην αγκαλιά ενός ξένου αλλά συνάμα τόσο οικείου.

Page 25: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [25] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έκλεισαν τα μάτια τους αφήνοντας τα κόκκινα πέπλα της Θεανώς να τον σκεπάσουν. Δε μιλούσαν. Άφησαν μόνο τις αναπνοές τους να ξεχυθούν στο σκοτάδι περιμένοντας μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να γίνουν μία.

Η αύρα φιλούσε γλυκά τα πρόσωπα τους δίνοντας τους την ευκαιρία να ξεφύγουν από τις παγίδες της ανθρώπινης ψυχής, αφήνοντας την ξεγυμνωμένη και εκτεθειμένη. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, ελεύθερα. Της έπιασε το χέρι.

«Δεν θέλω να ξημερώσει.» Τα πράσινα κλωνάρια χρώμα νύχτας έδιναν στο γλυκό του πρόσωπο. Της

έσφιξε πιο δυνατά το χέρι. Αυτή η αίσθηση γαλήνης και ομορφιάς που ξεχυνότανε διάχυτη στην ατμόσφαιρα, οι ματιές τους ανάμεσα στις πρασινάδες, η ζέστη των κορμιών τους.

«Νύχτα, αν με ακούς ,και εσείς αστέρια των προσευχών μου, μην αφήσετε γρήγορα τον ήλιο να εμφανιστεί. Σας δίνω ως αντάλλαγμα τα μαλλιά μου ώστε να φτιάξεις σάλι που θα ζηλεύουν η Πούλια και Αυγερινός.»

Τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά της. Ο αέρας του μέσα της, οι γλώσσες τους απεγνωσμένοι εραστές που ψάχνουν τρόπους να δώσουν πνοή στο πάθος τους.

«Το πρώτο μου φιλί» σκέφτηκε φευγαλέα η Θεανώ ανήμπορη να κάνει οτιδήποτε. Ένας πόθος τριβέλιζε μόνο το μυαλό της. Απέκτησε τον δικό της ωκεανό.

Το ξημέρωμα τους βρήκε αγκαλιασμένους με τα χείλη τους ακόμα ενωμένα. «Πως σε λένε;» ψέλλισε η Θεανώ «Αντώνη» «Θεανώ.» Όχι, Θεέ μου σ’ ευχαριστώ δεν ήταν όνειρο. Αποτινάζοντας το σεντόνι της

έτρεξε κατευθείαν στον καθρέφτη. Κοίταξε τα χείλη της. Ήταν σκασμένα, διψασμένα για περισσότερο πότισμα από τη βρύση του αγαπημένου της. Δεν ήταν όνειρο.

Με την λευκή της ρόμπα πετάχτηκε στον κήπο. Τα χέρια της άγγιξαν τα σπασμένα κλαδάκια μάρτυρες στην χθεσινοβραδινή μεθυστική νύχτα. Δεν ήταν όνειρο. Ήρθε και την βρήκε. Κοιμήθηκαν αγκαλιά στην κούνια της νύχτας αφήνοντας μόνο τα χείλη τους ξύπνια. Δεν ήταν όνειρο. Δε μπορεί να είναι. Η μυρωδιά του καπνού την έκανε να γυρίσει προς το περβάζι από όπου ερχόταν.

«Ξενύχτησες πάλι εδώ έξω; Νυκτόβιο μου πλάσμα.» Η Ελένη απολάμβανε τον ήλιο παρέα με τα τσιγάρα της. Οι ριπές του ήλιου

κατακεραύνωναν και τις δύο. Είχε πολύ ζέστη. «Έλα να σε χτενίσω.» Μείνανε εκεί και οι δύο εκτεθειμένες στο άγγιγμα του καλοκαιριού, η μια να

ταξιδεύει στη γαλανή της αγκαλιά ενώ η άλλη να χορεύει στο πρόσταγμα σου βασίλισσα του καπνού και τον αλλόκοτο ήχο του χτενιού.

Page 26: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[26] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ματιά της καρφωμένη στον κάμπο που σιγά – σιγά βυθιζόταν στο κόσμο της νύχτας. Πρώτη φορά ένιωθε ικανοποιημένη που η Ελένη είχε δουλειά.

«Να είναι καλά οι φαντάροι που βρέθηκαν εδώ επάνω» Εδώ και ώρα η ματιά της ερευνά, ψάχνει, ξεσπλαχνίζει ότι βλέπει. «Όταν σουρουπώσει θα έρθω να σε βρω πάλι». Τα λόγια του αντηχούν ξανά

και ξανά σαν ρολόι που χτυπάει βασανιστικά κάθε μια ώρα. Ρίχνει φευγαλέες ματιές προς το πίσω δωματιάκι όπου κάθεται η Ελένη. Δεν πρέπει να μάθει τίποτα. Σήμερα δεν ήταν προσεκτική. Η χαρά της και η λάμψη την πρόδιδαν, το αναψοκοκκίνισμα της την έκδιδε. Την παρατηρούσε αρκετά έντονα σήμερα, την επεξεργαζόταν την ώρα που την χτένιζε. Όχι, δεν πρέπει να μάθει. Ο ανείπωτος φόβος της και οι ενοχές που πλημμύριζαν τις σκέψεις της φύλλα γίνανε στην τρικυμία του ανέμου, όταν από μακριά αντίκρισε τη φιγούρα του.

Η καλοφτιαγμένη του μορφή να ξεπροβάλλει μέσα από τα πολυπληθή στάχυα, έκανε τα πόδια της φτερά να βγάλουν για να χωθεί στην αγκαλιά του. Οι μορφές τους λιώσανε στο καλούπι της αγκαλιάς αφήνοντας μόνο τα στάχυα του ανέμου να τους χαϊδεύουν, και έναν ήλιο έτοιμο να παραδοθεί στη γοητεία της νύχτας.

«Μέτραγα τα λεπτά για να έρθω να σε βρω. Στριφογύριζα στο δωμάτιο σαν τρελός.»

«Και εγώ. Ξύπνησα πιστεύοντας ότι έζησα ένα όνειρο.» «Ένα όνειρο που το ζούμε και οι δυο μας.» Αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι των ψηλών σταχυών, σκεπασμένοι με τους ήχους

της παράλογης καρδιάς, πλούσια μάτια στα τρεμάμενα καντήλια της νύχτας. «Που μένεις; Από πού είσαι;» Το γαλάζιο έσμιξε στα μαύρα μάτια της. «Πάω παραπάνω. Ο θείος μου πρότεινε δουλειά στους στάβλους του. Στα

μέρη σου σταμάτησα για να ξεκουραστώ από το πολύωρο ταξίδι.» Η ματιά της συννέφιασε. «Σ’ αρέσει η δουλειά; Εννοώ οι δικοί σου δεν μπόρεσαν να σου βρουν κάτι

στην πόλη σου;» Έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι. «Δεν έχω κανέναν πίσω. Βαρέθηκα να δουλεύω σε ξένα χέρια, να κοιμάμαι σε

άγνωστα και μίζερα στρώματα φτηνών πανδοχείων. Ο θείος μου τουλάχιστον είναι αίμα μου. Ξέρεις, οι γονείς μου δε ζουν. Είμαι μόνος.»

Το ροδαλό της μάγουλο ακούμπησε στο στήθος του. «Και με μένα; Πως με έψαξες; Γιατί;» Την κοίταξε. «Όταν είδα τον κόσμο να ανοίγει στα δύο και όλες οι ματιές να πέφτουν σε

δύο γυναικείες μορφές, κινήθηκε η περιέργεια μου. Τότε σε είδα. Αυτά τα υπέροχα μαλλιά, το γλυκό βλέμμα, τα πάντα πάνω σου με έκαναν να σε ψάξω.»

Page 27: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [27] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι παλάμες του έπιασαν απαλά το πρόσωπο της. «Αντώνη πιστεύεις στον έρωτα;» «Δεν ξέρω. Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ. Μέχρι χθες τουλάχιστον.» Το χρώμα της ντροπής τη φώτισε κάνοντας τον να τη φιλήσει στοργικά,

τρυφερά. «Αν με έδιωχνες εχτές, εγώ θα συνέχιζα να σε πολιορκώ. Όταν σε είδα

ξαπλωμένη στο πηγάδι συνειδητοποίησα ότι με σένα θα ζήσω κάτι σημαντικό, κάτι ανεξήγητο.»

Όσα ήθελε να εκφράσει η Θεανώ και δεν μπορούσε τα άκουγε από το στόμα του. Άφησε το σώμα της χαλαρωμένο στα μπράτσα του ξεχνώντας εκείνη τη στιγμή το ότι τις επόμενες ημέρες θα έκανε την παρθενική εμφάνιση στο μισθολόγιο της οικογένειας.

Δε θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση της Βεατρίκης όταν πια η Θεανώ έπαψε να

μιλάει και κρύφτηκε πάλι στον χαοτικό της κόσμο. Η νευρικότητα της προδιδόταν από το τρέμουλο του μικρού της δακτύλου δίνοντας μικρούς σπασμούς στο φλιτζάνι του καφέ.

Τα δακρυσμένα μάτια, το τρέμουλο στα χείλη της, επιβεβαίωναν κάτι τόσο συνταρακτικό όσο και ανατριχιαστικό.

Μετά από τρία χρόνια σιωπής η Θεανώ περιέγραψε με ένα τόσο ήρεμο τρόπο την πρώτη γνωριμία τους, τα συναισθήματα της.

Η Θεανώ να κοιτάζει τόσο ήρεμα έξω από το παράθυρο, η Βεατρίκη να κοιτάζει ακόμα σαστισμένη, και εγώ… Εγώ να αισθάνομαι ακόμα πιο πολύ αόρατη με το να ακούσω τέτοια λόγια, να βλέπω τέτοιες εκφράσεις και να μη μπορώ να αντιδράσω. Να ζω στον ίδιο τόπο και να μη γνωρίζω τίποτα. Πως; Πως κατάφερα να μη μυρίζω και μην ακούω τίποτα παρά μόνο το άρωμα του σβησμένου κεριού και τον ήχο του ξύλου; Τελικά είμαι αόρατη, ανύπαρκτη.

«Της κάνεις καλό. Μετά από τόσα χρόνια μίλησε. Ρώτησες για τον έρωτα και σου απάντησε με τον δικό της τρόπο.»

Σφιγμένη στο σάλι μου, δεν της απάντησα. Οι ενοχές μ’ έπνιξαν απ’ την απραξία μου. Πήρα το δρόμο για το σπίτι αφήνοντας τη Βεατρίκη ακόμα σαστισμένη με την πρωτόγνωρη απάντηση που ξεχύθηκε σε ένα δωμάτιο απόγευμα χειμώνα.

Τα ζουμιά της σούπας χύνονταν στα σταχτιά γένια. Η Κερασία καθόταν όπως

πάντα στο σκαμνάκι της, στη γωνία. Ο κόμπος που την είχε διπλώσει στα δύο ενισχύθηκε όταν άκουσε:

«Την Κυριακή θα πάμε για φαγητό στον κύριο Είτα. Δεν θα πας για μάθημα στη δασκάλα, που αμφιβάλλω και αν σου κάνει κιόλας. Έχε χάρη που πρέπει να μορφωθείς και δεν υπάρχει άλλος γραμματιζούμενος εδώ πέρα. Δίνω τόπο στην

Page 28: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[28] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οργή. Θα αλλάξουν όμως τα πράγματα. Μεγάλωσες πια, πήρες γνώσεις. Θα αλλάξουν τα πράγματα μετά την Κυριακή.»

Η σιωπή της υποχώρησε με το νεύμα της υποταγής. Μια ανατριχίλα μόνο ξεχύθηκε στο κορμί της πιστεύοντας τότε ότι ήταν από το κρύο που μπαινόβγαινε από τις χαραμάδες.

Τώρα ξέρω ότι ήταν το φριχτό σου αγκάλιασμα βασίλισσα του καπνού … Το χαμόγελό της πλατύ, τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της πιο φωτεινά από

ποτέ, τα μάτια της να λάμπουν στο άσπρο υφαντό τοπίο. «Αντώνη, από δώ η Κερασία, η φίλη μου.» Ίσιωσε νευρικά την τσιτωμένη της φούστα, έβαλε στη θέση τις δύο άτακτες

τούφες που είχαν ξεφύγει από το στενό τσεμπέρι, ηρέμησε με το σάλιο τα άτακτα φρύδια.

Δεν το πιστεύω αυτό που κάνω. Νιώθω νευρικότητα που θα γνωρίσω ένα μνήμα, η εσωτερική φωνή την τράνταξε.

Χαμογέλασε νευρικά μπροστά στον τάφο καθισμένη δίπλα στη Θεανώ. Η πρώτη επίσημη συνάντηση. Το περίμενε. Το ήξερε ότι θα ερχόταν εκείνη η στιγμή που η Θεανώ θα ήθελε να γνωριστούν μεταξύ τους. Δάγκωσε νευρικά τα χείλη της.

Τι θα πω σε έναν τάφο; Τι θα κάνω; Πως μπορώ να μιλήσω, να προσποιηθώ σε ένα μνήμα ότι δεν υπάρχει αλλά στην θέση του βρίσκεται ένα παλικάρι; Πως θα… Σκέψεις περίεργες τη χτυπούσαν.

Το ισχνό χέρι της Θεανώς μάνα έγινε και τύλιξε το δικό της. Όλη η αδιαθεσία που αισθανόταν, μεμιάς πέταξε παίρνοντας μαζί και τους τυμπανισμούς της καρδιάς. Οι ματιές τους ένα έγιναν κάνοντας την Κερασία σιγά – σιγά να εισέρθει στο «σπίτι» της Θεανώς.

«Γεια Αντώνη. Χάρηκα …» Καθίσανε και οι δύο κατάχαμα στο χιόνι, απέναντι στον ξύλινο σταυρό. «Έχει ξανάρθει μαζί μου αγάπη μου. Ντρεπόταν όμως και καθόταν

παράμερα». Ο καιρός που ήταν έτοιμος να μας βομβαρδίσει πάλι δεν με απασχολούσε. Έβλεπα τη Θεανώ να μιλάει με τόση ζωηράδα, να κάνει κινήσεις, σκέψεις,

ουσίες βλέμματος. Να παίρνει απαντήσεις, χαμόγελα, φιλιά και να τα ανταποδίδει. Το χιόνι που πάγωνε τα πόδια μας δεν με ένοιαζε. Η ματιά της κυρά – Κούλας από την άλλη άκρη του κοιμητηρίου δεν με ένοιαζε. Οι απαντήσεις που δεν έδινα όταν περιμένανε τοποθέτηση μου σε κάποιο θέμα πάλι δεν με ένοιαζε. Το μοναδικό πράγμα που με ενδιέφερε ήταν να ακούσω. Έστω και κάτι, οτιδήποτε. Να ακούσω την φωνή του να την χαϊδεύει, να της κάνει νάζια. Να δω την παρουσία του μπροστά

Page 29: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [29] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μας, να φανταστώ την γαλάζια του ματιά να μας συντροφεύει. Έστω και έναν ψίθυρο.

Ήταν τόσο έντονη η ματιά της, τόσο σφιχτή η αγκαλιά της όταν γαντζωνόταν πάνω στον σταυρό.

Δεν μπορεί,πρέπει να μιλάει. Δε γίνεται, δεν μπορεί να το πιστεύει και μην υπάρχει. Σκέφτηκε.

Τα μάτια της Κερασίας βουρκώσανε. Δεν μπορούσε να τη βλέπει τόσο ερωτευμένη, τόσο πλημμυρισμένη από τη ζωή με έναν τάφο. Δεν ήταν σωστό και λογικό στην εικόνα.

«Κοίταξε τι μου λέει Κερασία. Δεν είναι πολύ γλυκός;» Έγνεψα καταφατικά. Προσπάθησα να χαμογελάσω, να κρατήσω τα δάκρυα

μου. Το αντίθετο όμως έγινε όταν αισθάνθηκα υγρότητα στο μάγουλο μου. «Γιατί δακρύζεις Κερασία; Τι έγινε; Τι μου έπαθες;» Την αγκάλιασε σφιχτά και την φίλαγε ασταμάτητα στο σημείο που κυλούσε

το δάκρυ. «Αντωνάκη μου κάτι έχει το κορίτσι μας. Τι λες να της πούμε πως

γνωριστήκαμε, πως ενωθήκαμε;» Κάθισε δίπλα στο μνήμα παίρνοντας το επίσημο ύφος της. Έγνεψα

καταφατικά και προσπάθησα να χαμογελάσω .Τι άλλο μπορούσα να πω; Το ήξερα ότι θα μας έβλεπαν έτσι. Δυο φιγούρες σκυμμένες σε ένα μνήμα ισοπεδώνοντας τα όρια της λογικής και της πραγματικότητας, της ευαισθησίας και της σκληρότητας, της ζωής και του θανάτου. Αυτό που έβλεπα ξεπερνούσε ότι είχα πλάσει με το μυαλό μου. Άλλο να το πλάθεις με την σκέψη σου και άλλο να το βλέπεις από κοντά. Μάρτυρας στην αγκαλιά που έσταζε έρωτα, στην λάμψη του βλέμματος της όταν τον κοίταζε.

Φούσκωσε το κοκαλιάρικο σώμα της και ύστερα ξεκίνησε: «Αντώνη μου θα αρχίσω εγώ, και αν ξεχάσω κάτι, με διορθώνεις. Που λες

φίλη μου, ήρθε και με βρήκε μια βραδιά στον κήπο του σπιτιού μου. Ήμουν ξαπλωμένη στον κήπο και χάζευα τα άστρα. Ναι, έχεις δίκιο αγάπη μου, είχαν ανταμώσει οι ματιές μας την προηγούμενη μέρα στο παζάρι. Ήταν κάτι το κεραυνοβόλο. Ξάπλωσε δίπλα μου και μου είπε…»

Η λύπη που είχε βυθίσει τα μάτια της Κερασίας είχε φύγει αφήνοντας θαυμασμό στη θέση της. Ήταν αξιοθαύμαστο να ακούει μια ζωντανή διήγηση από το στόμα δύο ερωτευμένων ανθρώπων. Σιγά – σιγά άρχισε να ξεθωριάζει το μνήμα και στη θέση του να παίρνει θέση μια αντρική επιβλητική μορφή φιλική και άνετη. Του έδινε ζωή και το αντίθετο.

Δύο πρόσωπα τόσο αλληλεξαρτημένα και τόσο συνδεδεμένα. Το ένα δίνει

ζωή στον θάνατο και ο θάνατος στη ζωή. Δύο κόσμοι ενωμένοι κάτω από το άγρυπνο

Page 30: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[30] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

βλέμμα τους. Μέχρι και εσύ βασίλισσα του καπνού ήσουν ανήμπορη μπροστά τους, φλόγα δίχως προσάναμμα…

Άνοιξε νωχελικά τα μάτια της. Οι παλάμες της άγγιζαν τρυφερά το στήθος

του. Αυτός τη φίλησε τρυφερά στο κεφάλι. «Πρέπει να αποκοιμήθηκα…» Η νύχτα άρχισε να σκεπάζει τα ξαπλωμένα τους σώματα, γλυκό νανούρισμα

υπό τον ήχο των τζιτζικιών. «Μ’ αγαπάς;» Προτίμησε να της το δείξει με ένα φιλί. «Αν δεν σε αγαπούσα δεν θα είχα καθίσει εδώ τόσο καιρό. Κοντεύει μήνας και

εγώ είμαι ακόμα εδώ να περιμένω την ώρα που θα είμαστε μαζί.» Σώπασε. Πόσο της άρεσε να βάζει το πρόσωπο της στο δέρμα του. Να

αισθάνεται τη μυρωδιά, να εξαφανίζεται στην οντότητα του, στα βάθη της ανυπαρξίας. Η καρδιά της να χτυπάει ασταμάτητα, ενώ ο κόμπος να σφίγγεται περισσότερο όταν την έπαιρνε στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντας σκοπούς ερωτικούς και ανυποψίαστους.

Ποτέ της δεν είχε νιώσει έτσι. Κανένας δεν είχε ενδιαφερθεί για αυτήν ποτέ. Μόνο η μάνα της και αυτή μόνο όταν θυμόταν το ρόλο της μητρότητας και της αφιέρωνε χρόνο. Τα πάντα σβήνανε όταν ξαπλώνανε κάτω από τον κορμό του δέντρου αφήνοντας τα φύλλα του να δροσίσουν τα ιδρωμένα κορμιά τους από την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Ένα μήνα τώρα ζει, αναπνέει, αισθάνεται μόνο για αυτόν.

Αγκαλιασμένοι να ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας πίστης και αγάπης μάρτυρες τα άστρα και τα ξέφρενα στάχυα που έγνεφαν καταφατικά κάτω από το ευαγγέλιο του αέρα. Το χέρι του κινήθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Η φλόγα στα μάτια….

Σηκώθηκε στους αγκώνες και τον κοίταξε με την άκρη των ματιών της. Το χρώμα της ντροπής την είχε λούσει, το κεφάλι σκυμμένο προς τα κάτω.

«Αγάπη μου δεν ήθελα να σε προσβάλω.» «Δεν με πρόσβαλες» τον διέκοψε απότομα η Θεανώ. Σηκώθηκε όρθια

κοιτώντας τις λαμπίτσες που τρεμόπαιζαν από τα φαναράκια των σπιτιών. «Δεν έχω ξανακάνει έρωτα. Όσο περίεργο και αν σου φαίνεται. Δεν έχω

ξανακάνει. Φοβάμαι.» Την έπιασε στοργικά από τους ώμους. Τη φίλησε γλυκά στον λαιμό ενώ την

έπνιξε στην αγκαλιά του. «Είναι φυσιολογικό να φοβάσαι. Εμπιστέψου με.» Της έσφιξε τόσο δυνατά το χέρι λες και ήθελε να γίνουν ένα. Η ματιά της τρεμόπαιξε στη μορφή του, στη θέα του φωτεινού χωριού που

κειτόταν κάτω από τα πόδια τους, στην ξάστερη νύχτα που τους έγλυφε διακριτικά

Page 31: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [31] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κάθε βράδυ. Ήταν τόσο ευτυχισμένη εκείνο το λεπτό που παρακάλαγε ο χρόνος να σταματήσει, η ανάμνηση να μείνει εκεί φωτογραφίζοντας τα γαλήνια κορμιά τους να διψάνε για επικοινωνία και ενότητα, για έρωτα και αγάπη.

Βρήκε την Ελένη στο δωμάτιο της να πίνει και να καπνίζει τσιγαριλίκι,

δώρο του καπνέμπορου που την επισκεπτόταν αρκετά συχνά. Αγκαλιασμένη στη μεταξένια της ρόμπα, με τα πόδια να αγκαλιάζουν τα μπράτσα της πολυθρόνας γεμίζοντας ασφυκτικά την ατμόσφαιρα μια ανάμεικτη μυρωδιά κονιάκ και χασισιού.

«Εσύ λες ότι θα πας μια βόλτα και έρχεσαι μετά από ώρες με μάτια λαμπερά και ζωηρά όσο ποτέ άλλοτε. Πάντα ήσουν μοναχική και παράξενη. Πως μπορείς όμως να μιλάς με τα δέντρα, τον ουρανό, τις πέτρες παρά με την ίδια σου τη μάνα;»

Ξάπλωσε στο πάτωμα αφήνοντας τα εβένινα μαλλιά της να εξαπλωθούν παντού.

«Ντρέπεσαι για μένα γι’αυτό φεύγεις. Ντρέπεσαι για την πουτάνα τη μάνα σου, για αυτό προτιμάς να κάνεις παρέα με τα ηλίθια αστέρια σου παρά με μένα.»

Είχε περάσει καιρός που είχε να δει έτσι την Ελένη. Μεθυσμένη, μαστουρωμένη, πληγωμένη. Μάζεψε τα μακριά κόκκινα μαλλιά της σε ένα απλό κότσο και ξάπλωσε δίπλα της.

«Γιατί Ελένη πάλι; Γιατί πίνεις;» Το τρανταχτό γέλιο της Ελένης απλώθηκε παντού. «Αλλάξαμε θέσεις; Εσύ μάνα, εγώ παιδί; Έχω τον έλεγχο ακόμα μικρή μου,

εδώ τον κρατώ.»Η μπουνιά της έσφιξε σαν πέτρα.«Πάει και αυτό» Πέταξε τη γόπα της στην άκρη του δωματίου. Οι βαμμένες βλεφαρίδες τύλιξαν τα μεθυσμένα μάτια. «Ήρθε πάλι. Ήταν εδώ. Κακιά και στριμμένη όπως πάντα. Ήρθε ξανά…»

Η Θεανώ ήταν σίγουρη ότι θα της το έλεγε. Θα έπαιρνε βαριά ανάσα και θα της περιέγραφε την εμφάνιση και το ταμπεραμέντο, τη φινέτσα και τον αέρα της. Θα της έλεγε με μάτια κλαμένα ότι της βάζει ιδέες να φύγουν από δω, να πάνε στην Αθήνα όπου η μοναδική ψυχή που θα τους γνώριζε θα ήταν αυτή.

«Μου το είπε Θεανώ. Πρέπει να φύγουμε να πάμε κάπου μακριά. Να ζήσουμε σαν αυτή, μέσα στα λούσα και τον πλούτο. Αυτή θα μας βοηθήσει. Πρέπει να φύγουμε»

Το περίμενε. Πάντα η Ελένη όταν έπινε πολύ ερχόταν αντιμέτωπη με αυτή τη γυναίκα. Της χτύπαγε την πόρτα ευγενικά. Η Ελένη έκλεινε τ’αυτιά της και ούρλιαζε. Δεν μπορούσε να ακούσει άλλο για τη μοναδικότητα της πόλης, για το ότι όταν θα έφευγε από δω δεν θα χρειαζόταν να δίνει το κορμί της στους αγρότες και τους περαστικούς οδηγούς. Θα ήταν και αυτή μια γυναίκα με υπόληψη και τιμή, αναγνωρισμένη στους κοσμικούς κύκλους της μεγαλούπολης. Την ονόμαζε βασίλισσα του καπνού. Άφηνε πάντα το σύννεφο του καπνού να τη στιγματίζει, να συνοδεύει την παρουσία της. Το προσωπικό άρωμά της να τυλίγει την Ελένη και να την τρελαίνει. Πόσο τη λυπόταν η Θεανώ αυτές τις στιγμές. Ήθελε να την

Page 32: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[32] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αγκαλιάσει, να την κρύψει στο στήθος της και να την πάρει ο ύπνος σαν μικρό παιδί. Λες και το ποτό και η φούντα άνοιγαν τις πόρτες στους εφιάλτες της που έπαιρναν σάρκα και οστά τιμωρώντας την Ελένη, φέρνοντας την αντιμέτωπη με τους πόθους και τις φοβίες της. Δεν μπορούσε να τη βλέπει έτσι την μάνα της, τόσο αδύναμη. Εύθραυστη.

«Μην κλαις. Δεν υπάρχει αυτή η γυναίκα, το ποτό φταίει.» Τα πρησμένα της μάτια την κάρφωσαν με ένα ύφος λυπημένο. «Δε γίνεται να κάνουμε τίποτα πια. Μου είπε ότι ευκαιρίες μας έδωσε να

φύγουμε από εδώ. Το κακό έρχεται, έτσι μου είπε η ρουφιάνα. Έρχεται και εμείς ανήμπορες ….»

«Ηρέμησε Ελένη μου. Έλα στο κρεβάτι και θα δεις. Όλα θα πάνε καλά.» Την πήρε στην αγκαλιά και την έβαλε στο κρεβάτι. Οι μπογιές από τα υγρά

μάτια βάψανε τις λευκές μαξιλαροθήκες, τις ποτίσανε με την βαριά ανάσα της Ελένης.

- «Ήρθε πάλι. Ήρθε να με τιμωρήσει που δεν την υπάκουσα. Ήρθε πάλι…»

Οι λυγμοί της καθαρτικό για τη συννεφιασμένη ψυχή, μετάνοια και πίστη στη γυναίκα της φαντασίας της που την κομματιάζει και την απορροφάει στην γοητεία του καπνού. Η Θεανώ ξάπλωσε δίπλα. Της έπιασε το χέρι.

«Μη με αφήσεις Θεανώ. Μη φύγεις…» Αγκαλιάστηκαν.

- «Που να πάω μάνα; Που να πάω μακριά σου; Τι να κάνω χωρίς;» Η Ελένη είχε αποκοιμηθεί για τα καλά. «Χωρίς τον Αντώνη μου;» ψιθύρισε στην ηρεμία του σκοταδιού. Τα γέλια αντηχούσαν στο μικρό πέτρινο σπίτι στην άκρη του λόφου. Γέλιο

τόσο γάργαρο, τόσο αθώο σαν το φούσκωμα των ποταμιών, που πλημμύριζε το σιωπηλό τοπίο με την αφρώδη ομιλία του. Σήκωσε το κορμί της από το κρεβάτι της Ελένης. Το γέλιο της μάνας αντηχούσε στο δώμα της Θεανώς σαν μέλισσες που φλερτάρουν σ’ απάνεμο λιβάδι. Τέντωσε τα χέρια, αποτίναξε τη γλυκιά νύστα στα μάτια και ακολούθησε το μονοπάτι του εύθυμου τόνου. Τη βρήκε εκεί στη μέση του καθιστικού, να χορεύει τόσο ελεύθερα, τόσο ξένοιαστα. Το τουμπερλέκι τη μάγευε, το ούτι την ξεγύμνωνε, αφήνοντας μόνο τη μεθυσμένη ψυχή να σέρνεται στην ρότα της ανατολής.

Όπως ο ήλιος συνοδεύει τον καταγάλανο ουρανό, έτσι και η βασίλισσα του καπνού τη συνόδευε πάντα με το ξημέρωμα σε ένα χορό τελετουργικό, μαγικό, ύμνος κάθαρσης στην ομορφιά της Ελένης. Χόρευε τόσο όμορφα, λικνιζόταν τόσο ανεξέλεγκτα στον ανατολίτικο σκοπό, που η Θεανώ τα έχανε αφήνοντας το βλέμμα να διασχίζει τις κινήσεις του κορμιού, να ταλαντεύεται στο λυσσαλέο χτύπημα του ποδιού της Ελένης. Από μικρό παιδί θυμάται τον εαυτό της κρυμμένο στο δοκάρι να

Page 33: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [33] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

την παρακολουθεί, να αφομοιώνει αυτόν τον καταιγισμό κινήσεων και εκφράσεων, ένα χορό ποίημα που θα ζήλευε και ο μεγαλύτερος ταξιδευτής στην αναζήτηση της μέθης και της παραίσθησης. Μόνο τότε δεν καταλάβαινε. Τη θαύμαζε και άφηνε την φαντασία της να ονειρεύεται τον εαυτό της κάποτε σε αυτή τη θέση. Σιγά σιγά όμως, με την πάροδο των χρόνων, άρχιζε να συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν χορός ευτυχίας και ευφορίας, λίκνισμα χαράς, αλλά ένα καλά καμουφλαρισμένο μοιρολόι στα μέτρα της Ελένης. Ένας πόνος που έπρεπε να βγει μέσω του χορού, κάτι που ήξερε να κάνει πολύ καλά. Ένας τέτοιος χορός που εκδηλωνόταν μόνο μετά από επισκέψεις της βασίλισσας του καπνού. Χορός που έχει βγει από καλούπι δακρύων και βογκητών, καπνού και αέρα, πραγματικότητας και φαντασίας.

Έμεινε ακίνητη για κάποια δευτερόλεπτα, αφήνοντας τα μαύρα βελούδα να τη σκεπάσουν. Σκούπισε διακριτικά το δάκρυ και κοίταξε τη Θεανώ.

Μείνανε εκεί, αγκαλιασμένες στο πάτωμα όπως χθες βράδυ. Εύθραυστες και συνάμα κοφτερές.

Η Βεατρίκη τις βρήκε στην αυλή να πίνουν τον κυριακάτικο καφέ τους και να

απολαμβάνουν την πρωινή δροσιά του Αυγούστου. «Τι κάνουν οι δεσποινίδες μου;» Το πρόσωπο της Θεανώς έλαμψε μπροστά στην γλυκιά παρουσία της

Βεατρίκης. «Πάω να φτιάξω καφέ και έρχομαι να τα πούμε.» «Πότε γύρισες;» «Χθες βράδυ. Κούραση Ελένη μου, χάθηκα στο βουητό της πρωτεύουσας.» Άθελά της τσίμπημα ζήλιας ένιωσε. «Πόσο θέλω να πάω να χαθώ και εγώ στο βουητό. Όμορφα θα είναι.» Το βλέμμα της Ελένης έκανε τη Βεατρίκη να καταλάβει. Της έπιασε στοργικά

το χέρι. «Έλα τώρα. Ποτέ δεν ξέρεις. Καλά είμαστε και εδώ, τουλάχιστον έχουμε τον

καθαρό μας αέρα.» «Ίσως έχεις δίκιο.» Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει παρά να συμφωνήσει στην εγκάρδια

παρηγοριά της φίλης της. Άλλωστε την αγαπούσε τόσο πολύ για να πει το αντίθετο. Η βεντάλια της Βεατρίκης χτυπούσε ρυθμικά αφήνοντας κραυγές ζέστης και αποπνιξίας. Με το μαντήλι σκούπισε διακριτικά τον ιδρώτα που έλουζε το λιπαρό της πρόσωπο.

«Για λίγο έφυγα και από ότι είδα πολλά μπορούν να συμβούν.» « Όπως;» «Όπως ότι απόκτησα νέα μαθήτρια. Και που να’ξερες ποια!» Τα καφεδάκια είχαν σερβιριστεί όπως και η Θεανώ στο σκαμνί της. «Την κόρη του παπά. Την Κερασία.»

Page 34: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[34] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μάνα και κόρη την κοίταξαν ξαφνιασμένες. «Κόρη; Έχει κόρη ο παπάς;» αναφώνησε η Θεανώ. «Ναι παιδί μου. Νόμιζα ότι θα το ξέρατε. Εγώ είμαι μόνο δύο χρόνια εδώ,

εσείς θα έπρεπε να την ξέρετε.» «Το φτωχό το κορίτσι. Με τέτοιον πατέρα είναι λογικό να είναι ξεχασμένη

και άφαντη. Αυτός το μοναδικό πράγμα που έχει στο μυαλό είναι να ξεσηκώνει τις χωρικές να μας πετάνε πέτρες στην πόρτα.»

Το γέλιο της Βεατρίκης αντήχησε στη χορταριασμένη αυλή. «Εγώ να δεις τι τραβάω! Μου είπε ότι δεν είμαι πια ευπρόσδεκτη στον οίκο

του Θεού, ότι παραστράτησα με το να σου μιλάω. Μέχρι και υπογραφές προσπαθούσε να μαζέψει για να με διώξουν. Λες και θα τολμήσει να έρθει κανείς εδώ…»

Η Ελένη την αγαπούσε πολύ την Βεατρίκη. Από τότε που ήρθε, νεοδιόριστη και ανταμώσανε τυχαία στην αγορά, αμοιβαία συμπάθεια τύλιξε και τις δύο. Γίνανε φίλες,κάτι που δεν ήξερε τι ήταν, πως είναι να έχεις έναν άνθρωπο να σε συμμερίζεται, να σε σέβεται, να δίνει τον ώμο να κλάψεις. Της έσφιξε δυνατά το χέρι.

«Λοιπόν; Πως είναι η κόρη του;» «Μια μέρα πριν φύγω για Αθήνα ήρθε σπίτι να με βρει. Φοβισμένη, Ελένη

μου. Φοβισμένο πλάσμα. Δεν με κοίταγε στα μάτια ποτέ, τυλιγμένη στα μαύρα και κλεισμένη μέχρι επάνω. Μου έκανε εντύπωση ότι περίμενε να της πω να καθίσει για να πάει σε ένα σκαμνάκι και να κουλουριαστεί αμίλητη. Σκέψου τα μούτρα του παπά όταν το μοναδικό άτομο που μπορεί να μορφώσει την κόρη του είμαι εγώ.»

Κοιτάχτηκαν και οι τρεις ξεσπώντας σε γέλια. «Το κακόμοιρο. Άσχημο να περνάς όλη σου την ζωή στην σκιά του γέροντα

κάνοντας συντροφιά με τα κεριά και τις εικόνες.» Η Θεανώ αναστέναξε. «Δεν θα μπορούσα να πάω στο νεκροταφείο ούτε απ’ έξω.» Η Ελένη κοίταξε την κόρη της. Της φάνηκε ότι στην άκρη του δρόμου η

μαυροφορεμένη φιγούρα της βασίλισσας του καπνού της έγνεφε. Το γέλιο αντήχησε στα αυτιά της, λες και ριπές καπνού έστειλε να τυλίξουν την κόκκινη αύρα.

«Τι έπαθες Ελένη; Χλόμιασες.» «Τίποτα … τίποτα καλά είμαι. Μια ξαφνική αδιαθεσία μάλλον». Ο Αντώνης την είχε αγκαλιά κάνοντας να ξεχάσει τον χρόνο και τον τόπο.

Της έδειχνε τα φωτεινά άστρα που στόλιζαν την καθαρή νύχτα, τις μάθαινε για τα αστέρια εκείνα που αντανακλούν πάνω σε ευαίσθητες καρδιές.

«Και αυτά τα δύο ; Αυτά τα δύο που είναι τόσο φωτεινά και κολλημένα;» «Μικρή μου αυτά τα δύο είναι εσύ και εγώ. Φωτεινά και αγαπημένα.» «Για πόσο;»

Page 35: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [35] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μέχρι να σταματήσουν να λάμπουν αγάπη μου. Μέχρι να σβήσουν και να πέσουν μαζί στο κενό.»

Χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε στην αγκαλιά του. Ένιωθε ότι τον λάτρευε. Αισθήματα που δεν ήξερε ότι υπήρχαν, ότι είχαν πνοή , φούντωσαν μέσα της ανατρέποντας από τους παλμούς της καρδιάς έως του παλμούς της μοναξιάς. Η ματιά του την προσκαλούσε να του δώσει το χέρι, το κορμί του να τον εμπιστευτεί και να γίνει ένα μαζί του. Δεν ένιωθε φόβο. Ήξερε ότι θα ήταν δίπλα της. Εκεί, στην άκρη του λόφου να ενώνουν τις ζωές τους κάθε βράδυ. Τον ήθελε. Ξάπλωσε στο υγρό χορτάρι. Ήθελε να του το πει, να του το δείξει, αλλά δεν ήξερε πως. Στηριζόμενος στο ένα χέρι την φίλησε απαλά στο λαιμό.

- «Αντώνη θέλω… θέλω… Να είσαι εσύ αυτός …»του ψιθύρισε. Της χάιδεψε το στόμα με τα δάκτυλα. Την έκανε να σωπάσει. Άφησε το

βλέμμα να ατενίζει τα δύο αυτά αστέρια, τα δικά τους άστρα, να της λούζουν το γυμνό της κορμί. Τα κορμιά τους. Δάγκωσε γλυκά τα χείλη της καθώς ο Αντώνης της φιλούσε το απαλό σώμα.

Αποχαιρέτησε γλυκά την φορεσιά του κοριτσιού σε γυναίκα με τον καλύτερο τρόπο. Με τον άντρα που λατρεύει. Με το φως των άστρων. Με την λάμψη της νύχτας να τους σκεπάζει και να σιγοψιθυρίζει γλυκά στα γυμνά κορμιά σκοπούς αγάπης και έρωτα, ύμνους προς το κορίτσι που συναντάει στο δρόμο τη γυναίκα, με τον τρόπο των πρωτόπλαστων. Με την αγάπη του πειρασμού.

Τόσο εύθραυστη, τόσο ευάλωτη. Έτσι όπως τη χάζευα τυλιγμένη στο σάλι να

μιλάει με τον Αντώνη της, η αδυναμία αυτή ήταν που σε έκανε να παίξεις μαζί της, έτσι δεν είναι, βασίλισσα; Το λεπτοκαμωμένο κορμί της αγκάλιαζε τον ξύλινο σταυρό δίνοντας νόημα στην ταλαιπωρημένη ψυχή να συνεχίσει έστω και αν είναι τυλιγμένη στο ψέμα και στο όνειρο. Η σάρκα έπαιρνε δύναμη μπροστά στα ερωτευμένα μάτια της Θεανώς, κουράγιο να αγγίξει και να αισθανθεί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου την πρώτη ημέρα που την γνώρισα. Η Βεατρίκη ανυπομονούσε να την σφίξει στη αγκαλιά της. Μου είχε πει πως περίμενε την μικρή της Θεανώ ύστερα από διάστημα αρκετών μηνών. Ο νευρικός κλονισμός την έβαλε σε ψυχιατρείο διάστημα αρκετό για να κάνει την Βεατρίκη να πνίγει τους λυγμούς στην ηδονή του ποτού. Τη θυμάμαι που συγύριζε νευρικά το δωμάτιο που θα έμενε η Θεανώ, βγάζοντας που και που αναστεναγμούς. Η περιέργεια μου να την δω με είχε καθηλώσει στο καρό καναπεδάκι. Ένα θετικό στοιχείο ήταν ότι η Βεατρίκη είχε ενημερωθεί για την κατάσταση. Ο ψυχίατρος που τη φρόντιζε με λύπη της ανακοίνωσε ότι είχε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Η λογική την είχε εγκαταλείψει αφήνοντας μόνη την τρομαγμένη ψυχή. Δεν θυμόταν τίποτα, δεν ήξερε κανέναν. Τη ζωή της στο χωριό, την Ελένη, το όνομα της. Ένα όνομα μόνο ψιθύριζε από την αρχή του εγκλεισμού της: Αντώνης. Το θέαμα που αντίκρισε, γόμα

Page 36: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[36] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έγινε και έσβησε τα πάντα μέσα της αφήνοντας μόνο τον έρωτα και την αγάπη για τον Αντώνη. Τίποτε άλλο δεν θυμόταν. Μόνο τον έρωτα που την απογείωσε στους τελευταίους μήνες της φυσιολογικής ζωής. Όταν ακούσαμε το αυτοκίνητο κοιταχτήκαμε τρομαγμένα με τη Βεατρίκη. Έβαλε τα χέρια στο στόμα και άφησε ένα βογκητό πόνου και ανακούφισης όταν την αντίκρισε. Την έσφιξε τόσο δυνατά στην αγκαλιά της που νόμιζες ότι θα διαλυόταν σε χιλιάδες κομμάτια. Σοκαρίστηκα. Στη φωτογραφία που μου είχε δείξει έβλεπα μια πανέμορφη κοπέλα, λαμπερή, γεμάτη φως. Τα μακριά κόκκινα μαλλιά πινελιά δημιουργίας στη δροσιά της Θεανώς. Αυτό που είδα ήταν εντελώς διαφορετικό. Ένα κοκαλιάρικο κορίτσι τυλιγμένο στο φόβο, ανέκφραστο. Τα μάτια της δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Τόσο θαμπά, ζαλισμένα, σχεδόν νεκρά. Στην θέση των πλούσιων μαλλιών δεν είχαν μείνει παρά κοντές τούφες μαλλιών κακοκουρεμένες και ατίθασες. Τα χέρια τα είχε κάτω. Δεν αγκάλιασε τη Βεατρίκη. Δεν τη γνώριζε. Τρομαγμένη έφυγε γρήγορα από την αγκαλιά ψάχνοντας τα δωμάτια. Ο νοσοκόμος έγνεψε στην Βεατρίκη προσπαθώντας να τη συγκρατήσει.

«Θεανώ. Εδώ είναι το καινούργιο σου σπίτι. Με ακούς παιδί μου;» Της έριξαν μια τελευταία ματιά προτού φύγουν. «Που είναι το κορίτσι μου;» αναφώνησε η Βεατρίκη. Τη βρήκαμε πίσω από το κρεβάτι, ξαπλωμένη να κοιτάζει σαστισμένη. «Κορίτσι μου …» Έσκυψε και την αγκάλιασε. «Γλυκό μου παιδί.. Θα μείνεις

τώρα εδώ, μαζί μου. Όλα θα περάσουν.» Το λίκνισμα της Βεατρίκης ξεπερνούσε ακόμα και μάνα που νανουρίζει το

μωρό της. - «Ο Αντώνης; Που είναι ο Αντώνης;» σιγοψιθύρισε με τρεμάμενα

χείλη. Είχε περάσει αρκετή ώρα. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ στην παράσταση της

Θεανώς που δεν συνειδητοποίησε ότι η νύχτα έβγαζε τα φτερά της. Η Θεανώ είχε καθίσει δίπλα στον τάφο πετώντας χιόνι στην Κερασία.

«Μια από αυτές τις ημέρες θα πάμε σε ένα πολύ αγαπημένο μέρος μας. Βλέπεις όλο το χωριό από ψηλά. Την νύχτα είναι μαγεία Κερασία μου θα δεις..!»

«Όπως θέλετε»της απάντησε. Οι παλάμες τους θεριό έγιναν καθώς κατέβαιναν το σκοτεινό λόφο, ένα θεριό

έτοιμο να κατασπαράξει οτιδήποτε θα ξεπρόβαλλε στον δρόμο τους εκείνη την χειμωνιάτική λευκή νύχτα. Δύο φιγούρες δυνατές να διασχίζουν το χιόνι κρυμμένες στα χρώματα τους. Μαύρο για την Κερασία, κόκκινο για τη Θεανώ. Ο πατέρας θα είχε γυρίσει από ώρα στο σπίτι. Θα την περίμενε, σίγουρα αγριεμένος που δεν την βρήκε εκεί. Τα άμφια θα εξαφανιζόντουσαν μπροστά στην οργή δίνοντας τη θέση στη χοντροκομμένη μπαστούνα. Θα την έπιανε από τα μακριά μαλλιά, θα την έσπρωχνε στο παλιό κρεβάτι, θα της έδειχνε την μπαστούνα. Όπως πάντα, όταν δεν τον υπάκουγε. Το δέρμα θα μπλάβιαζε, τα μάτια θα δάκρυζαν, η ψυχή θα

Page 37: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [37] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αιμορραγούσε. Εκείνη την στιγμή όμως, πιασμένη τόσο δυνατά από το χέρι με τη Θεανώ, δεν την ενδιέφερε. Το γαλήνιο βλέμμα επισκίαζε τα πάντα, η δύναμη στην καρδιά ολοένα και αποκτούσε μεγαλύτερα όρια αντοχής. Ο άνεμος ζωής την έσφιγγε όλο και περισσότερο δίνοντας της ορμή. Και όλα αυτά με ένα χέρι. Ένα χέρι που τρέμει από φιλία και αγνότητα. Ένα χέρι που την τραβάει κοντά της χαρίζοντας της πνοή. Το χέρι της Θεανώς. Ποτέ κανείς δεν την είχε αγγίξει με τέτοιον τρόπο. Όλα αυτά κάνουνε την μπαστούνα ασήμαντη και ανύπαρκτη, σκέφτηκε η Κερασία και έσφιξε περισσότερο το χέρι της φίλης της.

Η δεσποτική μορφή του παπα-Γώργη την τύλιξε και την έκανε να

χαμηλώσει τα μάτια. Δεν την κοιτούσε. Η πλάτη στο παράθυρο, τα χνότα τοπία θαμπάδας στο τζάμι.

«Σου έχω συγχωρέσει πολλά κόρη …» Τα μάτια να κοιτάνε το ξηλωμένο πάτωμα. «Τις ώρες που περνάς στη δασκάλα ξέροντας ότι εκεί βρίσκεται αυτό το

καταραμένο πλάσμα, τι κάνεις εκεί δεν ξέρω…» Το βλέμμα εστιασμένο μόνο στα μαδέρια. «Εγώ σ’ έστειλα για να μορφωθείς, δεν ήθελα η κόρη μου να είναι

αναλφάβητη και αγράμματη, η δικιά μου κόρη. Σ’ έστειλα στο στόμα του λύκου, το γνωρίζω…»

Ένα με το ξύλο. «Είναι η μοναδική γραμματιζούμενη που υπάρχει. Είσαι κόρη μου όμως, κόρη

του παπά – Γιώργη. Είναι λες και ο Θεός μου είπε να σε στείλω εκεί σαν αρνί για σφαγή, να δω εάν αξίζεις να είσαι αίμα μου.»

Το ξύλο ένα με τη ματιά της. «Αν υπερνικάς τους πειρασμούς και με την πίστη σου γυρνάς την πλάτη

στους δαίμονες.Αν βρίσκεσαι στο δρόμο του Θεού…» Προσάναμμα στην φλόγα. «Απέτυχες… Έγινες έρμαιο της φόνισσας, ιερόδουλης, προσαρμόστηκες στην

κόλαση και μάλιστα με ευκολία. Γύρισες την πλάτη στον μοναδικό πατέρα μας, τον Θεό…»

Αργά αργά το βλέμμα άρχισε να ανασηκώνεται. «Αυτό θα σταματήσει. Είσαι ανίκανη να θεωρείσαι πιστή θυγατέρα και να

πορεύεσαι εν ειρήνη. Από αύριο δεν πρόκειται να ξαναπατήσεις εκεί, θα ξεχάσεις μέχρι και τον δρόμο που οδηγεί στο καταραμένο σπίτι.»

Γιατί; Γιατί Θεέ μου; «Αν ξανακούσω ψιθύρους στο χωριό ότι συναντιέσαι με την κόρη της πόρνης

στο νεκροταφείο, ότι έστω τα βλέμματα σας ανταμώσανε τυχαία…» Η πνοή μου κόβεται.

Page 38: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[38] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«…Θα μάθεις ότι η μπαστούνα μου δεν ήταν παρά μόνο άγγιγμα σε αυτά που θα έρθουν. Έτσι και αλλιώς, η δασκάλα φεύγει. Το κανόνισα να εξαφανιστεί από τον τόπο αυτό…»

Και η Θεανώ; «...Και η διαβόλισσα θα κλειστεί εκεί που έπρεπε να ήταν από την αρχή, στο

τρελάδικο. Ο Θεός ελπίζω να σε συγχωρέσει για τον δρόμο που έχεις διαλέξει. Πήγαινε κοιμήσου τώρα.»

Τα λόγια του πατέρα με σφυρηλατούσαν όλο τα βράδυ. Δεν τα είπε απλώς να

με φοβίσει. Θα το κάνει. Δε με χτύπησε. Δε μου φώναξε. Δεν με έβαλε να πω προσευχές εξαγνισμού όλο το βράδυ στα εικονίσματα. Η Βεατρίκη θα φύγει και η Θεανώ σε ίδρυμα. Θεέ μου, βοήθησε μας. Είναι άδικο. Ο πόνος δεν περνάει ούτε από τις μεγάλες δαγκωνιές στο μαξιλάρι. Το ουρλιαχτό μπορεί να μην ακούγεται στους δρόμους του χωριού, αλλά σε χτυπάει μέσα πολύ πιο δυνατά, πολύ πιο έντονα. Δε θα ξαναπάω στη φίλη μου, δε θα ξαναπιώ καφέ στο όμορφο μπλε φλιτζάνι, δε θα ξαναγελάσουμε από τις ιστορίες της στην Αθήνα. Θα φύγει. Δε θα ξανακούσω τη Θεανώ να μιλάει για τον έρωτα και την ευτυχία, δε θα ξανααισθανθώ τη ζεστασιά των κεριών στον τάφο του Αντώνη, δε θα ξανανιώσω το χέρι της… Δάγκωσα πιο δυνατά το μαξιλάρι, μέχρι τα δόντια να αισθανθούν τον πόνο της απομάκρυνσης, την εικόνα του άχρωμου που πότιζε τη φιγούρα μου. Χωρίς τις μικρολεπτομέρειες που μου χάρισαν το χρώμα. Τέρμα.

Η σιωπή την είχε τυλίξει. Ανησυχία. Το καταλάβαινε. Το αισθανόταν. Της

χαϊδεύει τα μαλλιά, την φιλάει απαλά στο λαιμό, της σιγοψιθυρίζει χαρούμενους σκοπούς για να δει το όμορφο χαμόγελο που τόσο τον γοήτευε. Αυτή όμως τίποτα. Δεν τον αγκαλιάζει τρυφερά, δεν τον αγγίζει. Εδώ και ώρα η Θεανώ κάθεται στον δικό τους λόφο σιωπηλή, απόμακρη. Το βλέμμα έχει καρφωθεί στο κενό, το μυαλό να τρεμοπαίζει στα δικά της απόκρυφα μονοπάτια.

Το χέρι του την έσφιξε δυνατά. «Τι συμβαίνει αγάπη μου; Γιατί δε μου μιλάς;» Τον κοίταξε λοξά. «Εκτός... Εκτός εάν θέλεις να μου πεις κάτι για μας τους δύο και δεν ξέρεις

πώς να…» «Σσσς. Ξέρεις ότι σε λατρεύω. Δεν είναι αυτό.» «Τότε τι; Πες μου.» Το χέρι του την έσφιξε ακόμα πιο δυνατά. «Σ’αγαπάω.» Τον κοίταξε με λύπη και αγανάκτηση. Πως; Με ποιον τρόπο θα του το έλεγε;

Δεν μπορούσε. Δε γινόταν. Θα το μάθαινε και θα έφευγε νιώθοντας προδομένος. Και

Page 39: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [39] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτή τι θα γινόταν; Τον λάτρευε στην κυριολεξία. Θα τη σκότωνε η φυγή του, αυτό ήταν σίγουρο. Το μυαλό παίζει άσχημα παιχνίδια, σκέφτηκε καθώς τα λόγια του αγαπημένου της επαναλαμβάνονται συνέχεια:

«Ποτέ μυστικά ανάμεσα μας. Εμείς οι δύο είμαστε ένα.» Πρέπει να την αγαπούσε πολύ. Δύο μήνες τώρα μένει σε ένα φτηνό

ξενοδοχείο, υπομένει τη βαριά δουλειά στα καπνά, ανέχεται τους χλευασμούς των άλλων, και όλα αυτά για λίγο διάστημα έρωτα στο μικρά τους λόγο.

Και εγώ; Εγώ αρχίζω να κρύβω πράγματα, να λέω ψέματα; Τι σόι άνθρωπος είμαι; Από την άλλη όμως η κουβέντα που είχα με την Ελένη πρέπει να μείνει μέσα μου, να ξεριζωθεί η επιθυμία να τα πω όταν τον βλέπω.

«Θεανώ εγώ είμαι δίπλα σου. Τι συμβαίνει;» Της κλείδωσε το πρόσωπο στις γερές παλάμες του. Άφησε την οσμή του να την τυλίξει και έκλεισε τα μάτια στην ασφάλεια της

αγκαλιάς του. Τη βρήκε στο δωμάτιο της. Ξαπλωμένη, με ποτό στο χέρι, αμήχανη. Από το

πρωί ο δίσκος είχε σταματήσει να παίζει. Δεν άκουσε τα γέλια της Ελένης να την ξυπνούν, δεν μύρισε το άρωμα της που τύλιγε ασφυκτικά τους πέτρινους τοίχους.

Οι ματιές τους καρφώθηκαν. «Είσαι άρρωστη;» Έγνεψε αρνητικά. «Ούτε μουσική, ούτε φτιασίδια. Όλη μέρα είσαι στο κρεβάτι και πίνεις.» Τέντωσε το ψηλόλιγνο κορμί της και σηκώθηκε. Έδεσε πιο σφιχτά τη μαύρη

ρόμπα της και κίνησε αμίλητη για το καθιστικό. «Τι αποφάσισες; Πρέπει να ξέρω.» Το σκληρό ύφος της μάνας της τσάκιζε. Την κοιτούσε αγριεμένη κάτι που την

φόβιζε αρκετά. Από όλες τις μορφές που έπαιρνε, το συγκεκριμένο ύφος την ανατρίχιαζε. Το ήξερε η Ελένη. Γι’ αυτό την κοιτούσε έτσι. Έπρεπε να δείχνει σκληρή, σχεδόν ξένη, για μια τόσο μεγάλη απόφαση. Δεν έπρεπε να σπάσει.

«Θα μείνω. Στο ξαναείπα…» Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι. «Αύριο τότε. Πάω μέσα.» Κλείδωσε την πόρτα. Έκλεισε τα φώτα. Τα πόδια της δεν την βαστάγανε

άλλο. Σωριάστηκε στο πάτωμα. Αιώνες φάνηκαν τα δευτερόλεπτα από το καθιστικό έως το δωμάτιο. Δεν μπορούσε να την αντικρίσει, απλώς έσκυψε το κεφάλι και αποσύρθηκε. Κοίταξε το μπουκάλι με το ποτό. Να πιει. Το ήξερε όμως, όσο και αν έπινε δεν θα έφευγε, δεν θα έσβηνε.

Το κεφάλι της χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε ανάμεσα στα μπούτια. «Πουτάνα βασίλισσα του καπνού με προειδοποίησες…»

Page 40: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[40] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Για ένα άτομο σαν την Ελένη ήταν πολύ δύσκολο να μην κλάψει, να μην ουρλιάξει, να μην σπάσει ότι γυάλιζε στο μικρό δωμάτιο. Ο παραμικρός υπαινιγμός όμως ότι υποφέρει, στ’ αυτιά της Θεανώς θα σήμαινε ότι η μάνα ποτέ δεν είχε την πρόθεση να την εκμεταλλευτεί, ότι η ζωή της είναι φτερό στον ωκεανό για το χατίρι της Θεανώς, ότι τη λατρεύει. Τι μπορούσε να κάνει; Το σπίτι βουτηγμένο στα χρέη έτοιμο να γίνει θυσία στα σκερπάνια του ιδιοκτήτη, ένα χρέος που μπορεί να ξεπληρωθεί μόνο με τη Θεανώ. Την είχε επισκεφτεί πολλές φορές. Την κοίταγε με αυτό το πεινασμένο βλέμμα του γερόλυκου, την άγγιζε με τα ροζιασμένα του χέρια, την τύλιγε η βρωμερή του ανάσα. Τον μισούσε. Τον σιχαινόταν. Και εκεί πάντα το ίδιο τροπάριο. Για να σωθεί το σπίτι από γκρέμισμα, χρειάζεται το παρθενικό κορμί της Θεανώς. Τόσες φορές γλυκά τον είχε απομακρύνει ελπίζοντας για κάποιο θαύμα. Ξαφνικά θα έβρισκε λεφτά, όχι πολλά τόσα όσα χρειάζονται. Θα του τα πέταγε στα μούτρα και θα τον πετούσε έξω από το σπίτι. Ποτέ την κόρη της. Και ας της το έλεγε. Ποτέ δεν θα την έδινε. Και ας την προειδοποιούσε. Τα μάτια φως έγιναν στο σκοτεινό δωμάτιο. Κανένας θόρυβος από πουθενά. Τίποτα. Η Ελένη ξάπλωσε στο ξύλο κοιτώντας στο κενό του ταβανιού. Αύριο θα έρθει. Αύριο.

Η βασίλισσα του καπνού στάθηκε από πάνω της. Αγέρωχη μορφή, τρομακτική. Ο ήχος των χρημάτων κουδούνιζε εκνευριστικά χτυπώντας ανεξέλεγκτα την καρδιά της Ελένης. Τυλιγμένη στην μαύρη κάπα με το σαρκαστικό ύφος να την κοιτάζει επιτιμητικά. Τίποτα .Όλα τελείωσαν. Ο γέρος αύριο δεν θα έρθει στο δωμάτιο των κόκκινων σεντονιών. Όχι. Αύριο θα στρίψει δεξιά από την μικρή σάλα για να δώσει τα «χαιρετίσματα» του στο δωμάτιο των παρθενικών σεντονιών. Η Θεανώ θα έχει κλειστά ερμητικά τα μάτια δίνοντας κατάρες στην κακή ψυχή της μάνας. Ο ήχος του μικρού της ντιβανιού, το τρίξιμο ανάθεμα θα γίνει τόσο για μένα όσο και για σένα στρίγκλα. Όλα τα σκέφτηκε. Παντού έτρεξε. Όλοι κλειστές τις πόρτες ζητώντας μόνο να έχει ανοικτά τα πόδια για να ζήσουν. Για να μην πεθάνουν από την πείνα. Από την Βεατρίκη ντρεπόταν. Δεν θα έχει άλλωστε αρκετά για να συμπληρωθεί το ποσό. ΟΙ μεγάλες βλεφαρίδες σκέπασαν τα κουρασμένα μάτια. Πόσο θα ήθελε να της έλεγε απόψε η Θεανώ ότι θα έφευγε. Μακριά της. Αυτή φταίει για όλα. Δεν έπρεπε να της πει ότι το σπίτι δεν παίρνει άλλο αναβολή και θα μείνουν στο δρόμο εκτός αν… Δεν έπρεπε. Η ψυχή της κόρης είναι τόσο αγνή και καλή που το μοναδικό πράγμα που θα είναι να σώσει την μάνα της. Όλα θα τα έκανε για αυτήν. Ναι. Για μια πουτάνα.

«Έχεις δίκιο βασίλισσα… Για μια πουτάνα» «Άφησα την ύπαρξη μου να τυλιχτεί στο μαύρο νυφικά της, την ακοή μου

στους ψιθύρους της, την καρδιά μου στα χέρια της, την ψυχή μου στο βλέμμα της». Σε όλη τη διαδρομή ήμουν αμίλητη. Ίσως, ίσως είχα γίνει ένα με τα

αισθήματα της ημέρας. Σιωπηλή ημέρα, δε χιόνιζε, δε φυσούσε. Λες και ήθελε η μέρα

Page 41: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [41] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να θαυμάσει τα δημιουργήματα της ημέρας. Υπό άλλες συνθήκες θα θαύμαζα τα κατάλευκα δέντρα, το ποταμάκι που πια καθρέπτης έγινε για να κοιτάξει την ομορφιά της φύσης. Το λίκνισμα της άμαξας θα με νανούριζε γλυκά, κάνοντάς με να πετάξω μακριά, να ενσωματωθώ στη λευκή ομορφιά του χειμώνα, να γίνω στοιχείο της φύσης. Ένα με τις νιφάδες, ένα με το παγωμένο νερό που κάνει τσαχπινιές στα κομμάτια του πάγου, ένα με το γλυκό αεράκι που με τυλίγει επάνω στο κάρο. Τίποτε απ’ αυτά όμως δεν ένιωθα. Ούτε καν ότι πρώτη φορά στη ζωή μου ο πατέρας με πηγαίνει για φαγητό στο σπίτι ενός από τους πιο πλούσιους κατοίκους του χωριού. Πρώτη φορά που έβαλε τον Χρύσανθο να έρθει να διαλέξω φόρεμα. Κάτι πιο ανοιχτόχρωμο. Πρώτη φορά που έβγαλα τη μαντίλα από πάνω αφήνοντας τα μαλλιά μου ελεύθερα να αναπνεύσουν αέρα και στοργή. Πρώτη φορά που κάθεται δίπλα μου χωρίς να με στοιβάξει σε καμιά γωνία απόμακρη και σιωπηλή. Εγώ όμως απλά τα αντιλαμβανόμουν. Δε χαίρομαι, δεν αισθάνομαι. Μόνο λύπη. Τι ειρωνεία. Όταν αισθανόμουν ευτυχισμένη ήμουν σφιχταγκαλιασμένη με τα μαύρα, τυλιγμένη στην πολυκαιρισμένη μου μαντίλα. Τώρα που εξωτερικά φοράω ένα απαλό γκρι φόρεμα και τα μαλλιά να παίζουν με τα ρεύματα του αέρα αισθάνομαι τόσο άχρωμη, τόσο μαύρη. Πιάνω τον εαυτό μου να αποζητώ τα μαύρα μου ρούχα. Αν και ξέρω ότι η «ελευθερία» μου είναι μόνο για απόψε, μόνο για το μεσημέρι. Όταν φύγουμε από τον κύριο Είτα, ο πατέρας θα με τυλίξει στο χρώμα των ράσων του. Ίσως, ίσως τότε να αισθανθώ λίγο καλύτερα, έχοντας ένα χρώμα να με τυλίγει: το μαύρο της ψυχής μου.

«Κοίτα το σπίτι. Σωστό αρχοντικό!» σιγοψιθύρισε ο πατέρας. Πως μπορεί; Πως μπορεί να κοιτάζει το σπίτι ενώ εγώ πονώ; Ούτε δύο μέρες

δεν πέρασαν που μου μίλησε. Η Βεατρίκη θα φύγει, η φίλη μου σε ίδρυμα. Καταστροφή δυο ζωών και το χαμόγελο στα χείλη του. Δεν καταλαβαίνει. Εγώ τι θα κάνω; Διόρθωση. Οι ζωές δεν είναι δύο. Είναι τρεις.

«Φτιάξε το βλέμμα σου» Η αυστηρή του ματιά σκέπασε τα τρεμάμενα χείλη

μου.«Χαμογέλασε!» Η φινέτσα και η αρχοντιά που χρωμάτιζε το σπίτι του Απόστολου Είτα, δεν

έλειπε και στο εσωτερικό του. Καθίσαμε στο σαλόνι περιμένοντας καρτερικά την άφιξή του. Ο παπα – Γιώργης βούλιαξε στον άνετο καναπέ κοιτώντας με θαυμασμό αλλά και νευρικά το χώρο.

«Κοίτα πλούτη…» Για μένα ήταν αδιάφορα. Ο νους μου έτρεχε στη Θεανώ, στην ανάγκη που

είχε για αγάπη, στη φιλία μας. «Τιμή μας μεγάλη που μας κάλεσε για επίσκεψη» Προσπάθησα να χαμογελάσω. Με κοίταγε τόσο επίμονα που έπρεπε να

υπακούσω. Ήθελα να σωριαστώ και να αφήσω τη μελαγχολία μου να με πνίξει.

Page 42: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[42] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στεκόμουν όρθια, προσπαθώντας να ξεφύγω από το βλέμμα του πατέρα μου και χάζευα έξω τη θέα του χιονιού που απαλά σκέπαζε τα λιβάδια.

Μια μεσόκοπη γυναίκα μας ζήτησε εάν θέλαμε να πάρουμε κάτι μέχρι να έρθει ο κύριος Είτα. Ο πατέρας δεν έχασε την ευκαιρία να ζητήσει από το περίφημο κονιάκ που το έφερνε μόνο αυτός και γινόταν συχνά θέμα στον καφενέ.

«Υπέροχο! Πράγματι εκπληκτικό. Θα το λέω στους άξεστους που μόνο τσίπουρο δοκιμάζουν και ευφραίνονται.»

Πότισα τα χείλη μου με λίγο νερό. Άφησα τον πατέρα να παραληρεί για την γευστικότητα του ποτού αφήνοντας τον ήχο του καμένου ξύλου να με αποσπά, τη θαλπωρή της φωτιάς στη παγωμένη μου ψυχή.

«Μέσα δεξιά….» «Τον ξέρω το δρόμο.» Της άγγιξε το παγωμένο χέρι. «Μην ανησυχείς. Ξέρω πώς να φέρομαι. Αυτό είναι για σένα.»Ακούμπησε τον

φάκελο στο κομοδίνο. «Εκτός από την απόδειξή πληρωμής ότι πια δεν οφείλεις τίποτα μέχρι τώρα

σε μένα, σου έχω και μερικά χρήματα.» Τα τρεμάμενα χέρια βγάζουν βιαστικά τα χρήματα από το φάκελο. «Πάρ’τα. Η εξόφληση είναι αρκετή.» Τα πεινασμένα μάτια την κοιτάξανε έντονα. «Πάντα η ίδια. Φτωχή, αλλά με εγωισμό πάμπλουτης. Κράτα τα, Ελένη.» Ήθελε να τον σκοτώσει. Η βασίλισσα του καπνού της έσφιγγε το μαχαίρι της

στο χέρι. «Μην ανησυχείς.» Το τρέμουλο πια είχε κυριαρχήσει σε όλο της το κορμί. «Πάψε να γελάς.» Η βασίλισσα του καπνού είχε ξαπλώσει νωχελικά στο κρεβάτι και έπινε τα

σκοτεινά φαρμάκια της. Τη μισούσε. Τον μισούσε. Για να μην τους πετάξει έξω η Θεανώ θα γινόταν γυναίκα μέσω αυτού του παλιόγερου. Ενός άθλιου γέρου που κυριαρχεί και αποφασίζει με βάση το χρήμα.

«Σκάσε, βούλωστο, σκύλα!» Οι ψίθυροι και τα γέλια της βασίλισσας έπαψαν ξαφνικά όταν η πόρτα του

δωματίου της μικρής έκλεισε με δύναμη. Πάγωσε, περισσότερο και από πριν. Δεν μπορούσε να δακρύσει. Να κλάψει. Να ουρλιάξει. Να το σταματήσει. Τίποτα. Ανήμπορη να σηκώσει ανάστημα και να τον σταματήσει. Για ένα σωρό πέτρες η παρθενιά της κόρης της. Πήρε το κραγιόν. Δάκρυα από αίμα ζωγράφισε στο πρόσωπο της, μαύρη σκιά στα μάτια. Με το ψαλίδι έκοψε μια τούφα μαλλιά. Έβαλε τη μαύρη ρόμπα. Άσπρη μπογιά στα μάγουλα που πήραν το χρώμα της.

«Δε σου μοιάζω τώρα; Πες μου. Έγινα σαν και εσένα; Που είσαι;»

Page 43: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [43] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Καμία απάντηση. «Αυτό δεν ήθελες; Να γίνω και εγώ σαν και εσένα; Σκληρή, άψυχη, σκύλα;» Πήρε την μπουκάλα και άφησε το αλκοόλ να τη συνεφέρει. Κάθισε μπροστά

στον καθρέπτη. «Σαν και εσένα έγινα. Μια βασίλισσα του καπνού. Μια πρόστυχη.» Σιωπή. «Δε μιλάς ε;! Έλα να πιεις και εσύ. Ένα να γλεντήσεις όπως πάντα. Έλα και

χόρεψε στα αποκαΐδια μου. Τι περιμένεις;» Έκοψε μια δεύτερη τούφα μαλλιά. «Μια για σένα, και μια για μένα. Τώρα είμαστε πια ένα.» Τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν μόνη.Η βασίλισσα του καπνού την είχε τυλίξει

με την σταχτιά της γούνα, με τα έντονα κατάμαυρα μάτια. Τη διέκρινε πλέον καθαρά μέσα από το είδωλο του καθρέπτη.

«Δεν είμαι μόνη μου τελικά.» Η σπασμένη φωνή της Ελένης έδωσε θέση σε ένα γλυκό χαμόγελο, ένα

χαμόγελο που την συντρόφευε ακόμα και μετά από ώρες, αφού ξύπνησε από τον λήθαργο που της χάρισε η σύντροφος της.

Η διαπεραστική ματιά του κυρίου Απόστολου Είτα με έκανε να σκύβω πιο

πολύ το κεφάλι. Από ντροπή. Ποτέ δεν είχα νιώσει με τέτοιο τρόπο τη ματιά ενός άντρα. Είχα προσηλωθεί στο πιάτο μου προσπαθώντας να μη σηκώνω το βλέμμα μου παρά μόνο όταν ο πατέρας το ζητούσε. Δεν το έκανα από σεβασμό. Τα μάτια του φωτιά γίνονταν όσες φορές ανταμώναμε κάνοντας με κατακόκκινη. Το είχε καταλάβει ότι ένιωθα άβολα και το διασκέδαζε. Όπως τώρα.

«Πολύ ντροπαλή είναι η κόρη σου παπα-Γιώργη. Εκτός κι αν πλήττει μαζί μας.»

«Μα τις λες τώρα Αποστόλη μου; Μπορώ να σε λέω έτσι, έτσι δεν είναι; Το κάνει από σεβασμό προς εσένα.»

Διακριτικά ένιωσα το χέρι του πατέρα να μου πιέζει το πόδι. Σήκωσα τη ματιά μου. Τον κοίταξα.

«Έτσι μπράβο κοπέλα μου. Να κρύβεις το πρόσωπο σου και τόσο όμορφο που είναι δεν δικαιολογείται.»

Ένιωθα τα μάγουλα μου έτοιμα να εκραγούν από τη φωτιά. Θεέ μου πόσο ντρέπομαι!

Παρά την ηλικία του ο Απόστολος Είτα ήταν γοητευτικός άντρας. Χήρος από

χρόνια ασχολιόταν με το εμπόριο. Όλη του την ενέργεια την διοχέτευε εκεί, με αποτέλεσμα να θεωρείται από τους πιο πετυχημένους μεγαλέμπορους της περιφέρειας με αρκετό πλούτο και σέβας. Μεγαλόσωμος άντρας. Μεγάλα χέρια, Μεγάλα πόδια, μεγάλα μάτια. Ο πατέρας τον θαύμαζε και ίσως ήταν ο μοναδικός

Page 44: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[44] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άνθρωπος που δεν θα τον πρόσβαλε ποτέ, δεν θα τον κακοκάρδιζε. Ενέπνεε σεβασμό όχι μόνο στους χωρικούς αλλά και σε υψηλά πρόσωπα, φίλους από τα αστικά κέντρα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη χαρά στο πρόσωπο του γέρου, όταν μας είχε καλέσει για φαγητό. Πρώτη φορά στην ως τότε ζωή μου που μου μίλησε γλυκά, μέχρι θυμάμαι, και φόρεμα μου είχε πάρει.

Ο πατέρας είχε ζαλιστεί από το κρασί. Ο κύριος Είτα συνέχιζε να με κοιτάζει,

διαπεραστικά και έντονα. Είχα συνηθίσει όμως. Τον κοιτούσα και εγώ… «Λοιπόν Κερασία, την επόμενη φορά θα σου δείξω υφάσματα που έχω εδώ.

Τα έχω φέρει από εξωτερικό. Πιστεύω ότι ένα κόκκινο θα βρει το ταίρι του επάνω σου.»

Η λέξη «επόμενη φορά» έκανε τον πατέρα να γεμίσει πάλι το ποτήρι. Η ευτυχία είχε φωλιάσει στα μάτια του.

- «Μαύρο …» Η ματιά του κυρίου Είτα σάστισε ακούγοντας τη φωνή μου. «Μαύρο ύφασμα προτιμώ …» Το φαγητό συνεχίστηκε αφήνοντας άφωνο τον κύριο Είτα, τη ματιά του

πατέρα έτοιμη να με τσακίσει, και εμένα στη σκέψη της Θεανώς και του Αντώνη, στον έρωτα που χτίστηκε σε ένα άψυχο χωριό πριν καιρό αφήνοντας στίγματα πνοής σε κουρελιασμένα σώματα, στίγματα ζωής σε μαύρα χρώματα.

Δεν τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα. Στεκόταν απέξω πολλή ώρα. Η δύναμη

δεν υπάρχει να ανοίξει το μπρούτζινο πόμολο, να χτυπήσει την πόρτα. Καμία αντίδραση από μέσα. Κανένας θόρυβος.

«Αποκλείεται να κοιμάται. Την ξέρω καλά τη Θεανώ μου. Αποκλείεται». Δύο μερόνυχτα πέρασαν. Στο δωμάτιο της Θεανώς επικρατούσε ταφική σιγή,

στο δωμάτιο της Ελένης νεκρική σιγή. Τα λόγια του αντηχούσαν μέσα της σαν σφυρί: «Απ’ ότι είδα δεν ήμουν ο πρώτος της. Και πίστεψέ με, ξέρω καλά από παρθένες… Δεν πειράζει, τον λόγο μου τον κρατώ. Αν την παντρέψεις ποτέ, φρόντισε για γεροδεμένο κοκόρι».

Ποιος; Πότε; Ο χτύπος στην πόρτα φανέρωσε και την βασίλισσα του καπνού να της κλείνει

πρόστυχα το μάτι. «Ποιος είναι πάλι τέτοια ώρα; Ελπίζω να είναι η Βεατρίκη, να μιλήσω σε έναν

άνθρωπο, θα τρελαθώ.» Στην πόρτα στεκόταν ένας νεαρός. Το βλέμμα του λες και τη γνώριζε. «Τι θέλεις;» Έδεσε με νεύρο σφιχτά τη ρόμπα της. «Καλημέρα. Εδώ δε μένει η Θεανώ;» «Ναι. Ποιος είσαι;»

Page 45: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [45] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τα μαύρα μάτια τον κάρφωσαν έντονα. «Αντώνης. Αντώνης λέγομαι.» «Τι τη θέλεις;» «Φίλος της είμαι. Δύο μέρες έχω να τη δω και ανησύχησα.» Η βασίλισσα του καπνού της έγνεψε από μακριά, λες και έφευγε … λες και

εκπλήρωσε το σκοπό της. «Είναι αδιάθετη. Φύγε τώρα.» Ο Αντώνης δεν μίλαγε. Τα μάτια καρφώθηκαν στο χλωμό πρόσωπο που

βγήκε από την πόρτα. «Καλά είμαι. Τώρα είμαι καλά.» Έπεσε στην αγκαλιά του. Το ξάφνιασμα για την Ελένη ήταν τόσο μεγάλο

που προτίμησε να μείνει αμίλητη. Η Θεανώ αγκαλιά με ένα παιδί. Από πού; Από πότε; Έγειρε στο πέτρινο πηγάδι αφήνοντας τη Θεανώ να πάρει το ροδαλό χρώμα στην αγκαλιά του Αντώνη, η αδυναμία να γίνει δύναμη για να αγγίξει τα χείλη του, η σιωπή να αντικατασταθεί με το γλυκό γέλιο της. Άφησε τον εαυτό της να τους χαζεύει με δόση χαράς για την κατάσταση της κόρης. Ήταν αρκετά απορροφημένη όμως για να δει τη βασίλισσα του καπνού να κρύβεται πίσω από τις συστάδες των γέρικων δέντρων, να αισθανθεί το μαρτυρικό άρωμα, να νιώσει τα σύννεφα που έρχονται, το κύμα της καταιγίδας που σύντομα θα τους στροβίλιζε. Δεν ένιωθε οργή πλέον που δεν της το είπε. Ούτε πίκρα. Φτάνει που την έβλεπε ευτυχισμένη να νιώθει τον έρωτα με το μελαχρινό της νέο. Εξάλλου ποια είναι αυτή που θα νευριάσει; Το σπίτι σώθηκε από τη Θεανώ. Μια Θεανώ τόσο ευτυχισμένη και ερωτευμένη που καμία άλλη στη θέση της δεν θα το έκανε. Τουλάχιστον όχι μ’αυτόν τον τρόπο. Έδεσε τα μαλλιά της αφήνοντας λίγες μπούκλες να συντροφεύουν του ώμους, και αποχώρησε με διακριτικότητα στο δωμάτιό της.

Έκλεισε τα μάτια να κοιμηθεί, τώρα που ηρέμησε. Να μη σκεφτεί για λίγο τίποτα. Τίποτα απολύτως παρά μόνο τη λάμψη που έλουζε τη Θεανώ στην αγκαλιά του Αντώνη.

Έρωτας.. Ο νους πηγαίνει πίσω, σε ανύποπτα παιδικά χρόνια αθωότητας. Τότε που το

παιδάκι που παίζανε μαζί, Παύλος λεγόταν, της χάρισε ένα τριαντάφυλλο, ένα μπουμπουκάκι και τη φίλησε στο μάγουλο. Έτρεμαν τα πόδια της και δεν το πίστευε ότι κάποιος της χάρισε κάτι τόσο απλό αλλά συνάμα τόσο πολύτιμο όπως αυτό το μπουμπουκάκι. Το είχε βάλει σε ένα βιβλίο μέσα ώστε να μην το χάσει ποτέ. Τι παράξενο. Όσο υπήρχε φρέσκο και ακμαίο ήταν ερωτευμένη με τη ζωή. Σιγά σιγά όμως, που άρχισε η αποσύνθεση του όμορφου λουλουδιού συνέβησαν γεγονότα που κατέληξαν στην αποσύνθεση της ζωής της. Λες και ο προορισμός αυτού του μικρού τριαντάφυλλου ήταν ο έρωτας και καθώς μαραινόταν χανόταν και η δύναμη του, η ενέργεια που χάριζε στο άτομο που το είχε. Όταν πλέον δεν υπήρχε, δεν υπήρχε και αυτό το μικρό κοριτσάκι που έπαιζε αμέριμνο και ήρεμο πετροπόλεμο με τα παιδιά

Page 46: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[46] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της γειτονιάς. Υπήρχε μόνο ένα κοριτσάκι που έπρεπε να επιβιώσει σε έναν κόσμο σκληρό, ένα παιδί που δεν θα δίσταζε να σπάσει τον γυάλινο κόσμο του λουλουδιού για να μπορέσει να ζήσει και σήμερα. Ίσως, ίσως αυτή η δύναμη του μικρού μπουμπουκιού ανθρώπινη μορφή απέκτησε με κόκκινα μαλλιά- πέταλα για να σκεπάζουν την ομορφιά. Την ομορφιά της Θεανώς της. Ένα παιδί. Το δικό της παιδί. Μόνο που την κοιτούσε, όλη η πικρία και η στενοχώρια που ρίζωσε σε ένα χωριό με έναν άντρα που ποτέ δεν την αγάπησε, αέρας γίνονταν, κόκκοι σκόνης στον αιθέρα. Όλες τις προσβολές και ήττες που γνώρισε ο εγωισμός νίκες στο πεδίο μάχης με οπλαρχηγό αυτά τα γλυκά μάτια. Το χέρι παραμέρισε τα διάφορα πολυκαιρισμένα ρούχα μέχρι να βρει τη φωτογραφία του.

«Ο Νίκος» .. ψιθύρισε βλέποντας την όψη του. Ποτέ δε νοιάστηκε για αυτήν. Μόνο στην αρχή. Την πήρε μαζί του, δέχτηκε

την μικρούλα Θεανώ, προσπάθησε να φτιάξει σπιτικό. Σαν ιδέα καλά ήταν. Μόνο σαν ιδέα. Ο Θεός την λυπήθηκε και τον πήρε μαζί του μην αντέχοντας να ακούει άλλο τον ήχο της ζώνης που χτυπούσε το φρέσκο δέρμα, την ποτισμένη πνοή από αλκοόλ όταν τη φιλούσε βίαια, ο φόβος που κυρίευε την Ελένη όταν άκουγε την φωνή του από μακριά μεθυσμένη και βίαιη. Τη Θεανώ πάντα την κοίταγε σαν παιχνιδάκι, σαν ένα αντικείμενο.

«Ο αλήτης. Καλά που ήταν βρέφος και δεν τον θυμάται καθόλου.» Ένα χρόνο έμεινε μαζί του. Τίποτα δεν έμεινε απ’αυτόν εκτός από το

νοικιασμένο σπίτι και αυτή την παλιά φωτογραφία. Ένα σπίτι που και αυτό το έσωσε το «παιχνιδάκι» του . Ένα σπίτι που έχει δεχτεί ριπές όχλου από το χαζό πληθυσμό της, το σπίτι σου, βασίλισσα του καπνού.

Ήταν υπέροχο βράδυ. Τόσα αστέρια! Τόση μαγεία. Η Θεανώ βρήκε την Ελένη

στον κήπο, τυλιγμένη στην εσάρπα της, πίνοντας το αγαπημένο της βερμούτ. «Δεν είναι υπέροχη η βραδιά;» «Καλή είναι. Που είναι ο φίλος σου;» Στάθηκε δίπλα της. «Συγχώρα με. Συγχώρα με που στο έκρυψα. Φοβήθηκα, δεν ήξερα την

αντίδρασή σου.» Το βλέμμα ήταν καρφωμένο στ’ άστρα. «Είναι καλό παιδί;» «Ο καλύτερος!» Την κοίταξε με το βλέμμα της έμπειρης που κρυφογελάει με την αθωότητα

και την αφέλεια του έρωτα. «Πως αισθάνεσαι;» Ήθελε να της πει. Όλα. Μάτια τόσο ερμητικά κλειστά, ψυχή διαλυμένη.

Όταν γδύθηκε και έπεσε δίπλα της αυτή τον έσβησε. Δεν ήταν αυτός. Ήταν η αγάπη της. Δεν αγκομαχούσε από πείνα, έσβηνε τον έρωτα του πάνω της. Δεν την άγγιζε

Page 47: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [47] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ένας ξένος, αλλά ο Αντώνης της. Δεν ήταν τα γένια του που την έκοβαν. Το ροδαλό του πρόσωπο, τρυφερό και συνάμα κοφτερό, σαν το τριαντάφυλλο. Αυτά ήθελε να πει. Και άλλα. Δύο μερόνυχτα δεν ήθελε τίποτα στη ζωή της παρά μόνο την αγκαλιά του . Θεέ μου πόσο σκληρό είναι να πλαγιάζεις με κάποιον που απεχθάνεσαι και μετά να μην έχεις που να πιαστείς, να αγκιστρωθείς, να αγαπηθείς.

Φτωχή μου μάνα…. Το μόνο που της είπε: «Δεν αισθάνομαι. Τίποτα. Κούραση μόνο.» Τυλίχτηκε πιο πολύ στη λευκή μαντίλα. «Και εγώ. Μόνο κούραση.» «Ποιος είναι;» Παραμέρισε για λίγο τα γραπτά. Με δισταγμό κίνησε προς την

πόρτα. «Ποιος είναι;» «Εγώ, άνοιξέ μου.» Έπεσα στην αγκαλιά της ξεσπώντας σε λυγμούς. Πόσο μου είχε λείψει. Η

φρεσκάδα της. Τα ξανθά μαλλιά να τυλίγονται γύρω μου, η αίσθηση της μάνας. «Κερασία μου, πέρασε. Κάθισε, έλα τώρα μην κλαις, με τρομάζεις.» «Θα φύγεις;» ψιθύρισα με τρεμάμενη φωνή. «Ηρέμησε καλή μου. Πάω να φτιάξω καφέ να σου πω και το φλιτζάνι» είπε

χαμογελαστή κάνοντας να χαμογελάσω. Τα μάτια μου ψάχνανε ανυπόμονα, αχόρταγα το μικρό ζεστό χώρο της

Βεατρίκης. Έψαχναν για τη λεπτή κόκκινη σιλουέτα, για τα μελαγχολικά μάτια, για το βλέμμα της αγνής ψυχής.

«Κερασία μου» αναφώνησε και τυλίχτηκε στα πόδια μου σαν το πιστό κατοικίδιο. «Που ήσουν; Δεν ήρθες να μας δεις. Ο Αντώνης μου είπε ότι θα είχες δουλειά αλλά εγώ ήθελα να σε δω.»

Μου είχε σφίξει τα πόδια τόσο δυνατά που ένιωθα ότι θα έσπαζαν από αγάπη. Η φωτιά στο τζάκι να μας δυναμώνει, η αγκαλιά της φίλης μου, η γνώριμη μυρωδιά του αχνιστού καφέ…. Αναμνήσεις, εικόνες, μυρωδιές. Δεν μπορείς να μου τα πάρεις μακριά βασίλισσα του καπνού, μου ανήκουν.

Μετά από ώρα, η Θεανώ αποκοιμήθηκε στα πόδια μου. Το βλέμμα τόσο

γαλήνιο που μέχρι και οι άγγελοι θα ζήλευαν, έκφραση ανθρώπου που μέχρι και ο μεγαλύτερος ζωγράφος δεν θα μπορούσε να συλλάβει.

«Αποκοιμήθηκε,» είπε σιωπηλά η Βεατρίκη καθώς την σκέπαζε με μια ελαφριά κουβέρτα. «Τόσος καιρός πέρασε και ακόμα να το χωνέψω. Πως έγιναν έτσι συντρίμμια.»

«Η Ελένη; την είδες καθόλου;» Έσκυψε το βλέμμα. Ξεφύσηξε.

Page 48: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[48] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Μια φορά μόνο. Ξέρεις, πήγαινα συνέχεια τον πρώτο καιρό. Δε με δεχόταν όμως. Οι φύλακες πια με είχαν μάθει και μου έδιναν κουράγιο. Δεν ήθελε να με δει. Κανένα. Ο εγωισμός της βλέπεις…»

«Γιατί; Ήσουν η μόνη της φίλη εδώ.» Τα λόγια βγαίνανε χωρίς σταματημό, δίχως να υπολογίζω ότι τέτοιες

κουβέντες πληγώνουν. «Μετά από … από αυτό που έκανε… κλείστηκε πολύ στον εαυτό της. Ο

φύλακας μου έλεγε ότι την άκουγε να μιλάει με τις ώρες, σιωπηλά με μια γυναίκα. Μια φανταστική γυναίκα. Κάποια βασίλισσα….»

Τότε σε πρωτοάκουσα, τότε σε πρωτογνώρισα. Εκεί, στο βελούδινο

καναπεδάκι της Βεατρίκης με το «θύμα» σου να κοιμάται ανήσυχα στα πόδια μου. Εκεί σε πρωτοαισθάνθηκα, σε ένιωσα στο πετσί μου. Η θαλπωρή ήταν τόσο μεγάλη θυμάμαι που άφηνα το μυαλό μου να παίζει τα δικά του σενάρια. Η Βεατρίκη μάνα μου, η Θεανώ αδελφή μου. Μέναμε όλες μαζί εκεί, ευτυχισμένες και υγιείς. Το άρωμα της στάχτης που με έπνιγε όμως, με ξύπναγε και με έφερνε στην πραγματικότητα. Τότε δεν ήξερα ότι ήταν η δική σου μυρωδιά. Δεν ένιωθα ότι με παρακολουθούσες και θα ήθελες να παίξεις και μαζί μου. Ήμουν ανόητη…

«Μια φορά την είδα μόνο. Έγινε εξαίρεση επειδή πλέον με είχαν βαρεθεί οι

φύλακες να με βλέπουν κάθε εβδομάδα και να φεύγω άπραγη. Καλύτερα όμως να μην την έβλεπα.»

Σταμάτησε για να πιει λίγο νερό. Το στόμα είχε στεγνώσει. «Ήταν ξαπλωμένη. Δε με κοιτούσε. Είχε ρίξει το βλέμμα στο μαύρο τοίχο. Με

έπιασαν τα κλάματα τότε, δεν συγκρατήθηκα. Έπεσα στο κρεβάτι για να την αγκαλιάσω, να δω τα μάτια της. Με μάζεψαν οι φύλακες. Η Ελένη καμία αντίδραση. Μόνο που όταν έφευγα ψιθύρισε κάτι, δύο λόγια: «Πρόσεχε την κόρη μου».

Της έπιασα το χέρι. Έτρεμε. «Ηρέμησε Βεατρίκη μου. Ηρέμησε…» Για λεπτά ήμασταν αμίλητες. «Πες μου ότι δεν θα φύγεις…»Την κοίταξα. «Δεν θα σου πω ψέματα κόρη μου. Όταν θα τελειώσει η σχολική χρονιά θα

φύγω. Έτσι και αλλιώς θα γινόταν. Παίρνω μετάθεση για Θεσσαλονίκη.» «Ο πατέρας φταίει ε; Αυτός …»Έσκυψα το κεφάλι από ντροπή. «Άκουσε με. Κοίταξέ με. Θα έφευγα έτσι και αλλιώς. Η θητεία μου εδώ

τελείωσε. Μην κατηγορείς τον πατέρα σου. Θα είναι καλύτερα έτσι. Εδώ πονάει ο τόπος. Πληγώνει…»

Οι παλάμες έκλεισαν το λυπημένο πρόσωπό μου.

Page 49: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [49] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Θα είναι καλύτερα και για τη μικρή. Θα την πάρω μαζί μου, μακριά από εδώ. Καινούργια ζωή θα την λέγανε κάποιοι. Δεν πρόκειται να την αφήσω ποτέ μου, πλέον είναι κόρη μου. Εδώ βουλιάζουμε όλοι σιγά σιγά.»

«Δεν είναι τόσο εύκολο. Ο Αντώνης;» «Θα μεταφερθεί . Έχουμε οικογενειακό τάφο στα μέρη μου. Δε θα της κάνω

περισσότερη ζημιά από ότι ήδη έχει πάθει. Δεν μπορεί μακριά του. Πεθαίνει.» Την αγκάλιασα τόσο ζωηρά. Τα είχε κανονίσει όλα. Σαν μάνα. Αισθάνθηκα το

δάκρυ της να μου χαϊδεύει το λαιμό. Δεν είπα τίποτα. Την άφησα στην αγκαλιά μου, σαν μάνα με κόρη.

«Όσο για τον παπα – Γιώργη άσ’ τον να νομίζει ότι μας κάνει ζημιά. Εσύ να κοιτάς τον εαυτόν σου, την ψυχούλα σου. Σκαστή ήρθες;»

«Μου απαγόρεψε να ξανάρθω. Εγώ όμως δεν αντέχω μακριά σας, δεν μπορώ.»

«Θα βρεθεί λύση και για αυτό. Πήγαινε τώρα μικρή μου, μην καταλάβει ότι ήσουν εδώ. Πήγαινε.»

Τα κρυφάκουσες όλα, έτσι δεν είναι; Τα αισθάνθηκες όλα, τα πάντα. Με

άφησες να νιώσω χαρούμενη που οι φίλες μου θα ξέφευγαν από τα νύχια σου για πάντα. Με άφησες να παραληρώ. Τα σχέδια σου όμως ήταν άλλα. Κανείς δεν φεύγει από κοντά σου εάν πρώτα δεν νιώσει τον καπνό σου, δε βαφτεί με τα μολύβια σου. Ούτε λίγο δεν ξέσφιξες τη θηλιά σου. Να, ούτε τόσο. Πλανεύτρα της ψυχής, μας έκλεισες όλους στον μικρόκοσμό σου δίνοντας μας ελπίδες απόδρασης. Ελπίδες διαφυγής. Μάταια όμως. Κανείς δεν μπορούσε να φύγει χωρίς τη συγκατάθεσή σου.

Κανείς…. Σκεπάστηκε καλά. Μολονότι το χιόνι είχε σταματήσει εδώ και μέρες να

πέφτει, η υγρασία δεν έλεγε να αποχωριστεί το μικρό δωματιάκι της Κερασίας. Η κούραση από τις δουλειές του σπιτιού και της εκκλησίας της έδινε ύπνο στα μαύρα μάτια, οι σκέψεις όμως αϋπνία γίνονταν, και άφηναν το σκοτάδι να ενσωματωθεί στην αδύναμη σιλουέτα. Το ροχαλητό του πατέρα εξάλλου ήταν τόσο δυνατό δίνοντας έτσι ελπίδες στο μυαλό να χαθεί στην ονειροπόληση της νύχτας.

Φτωχή μου Θεανώ…. Ζεις και αναπνέεις για έναν άντρα που κάποτε σου

πρόσφερε αγάπη και λατρεία. Σου πρωτογνώρισε τον έρωτα και τη μέθη των άγιων φιλιών, φιλιών τόσο αυθεντικών όπως των πρωτόπλαστων. Η ματιά του μόνο ήταν αρκετή για να σβήσεις τον φόβο σου για τους ανθρώπους και να τον ακολουθήσεις τυφλά, υπνωτικά όπου και να σε πήγαινε. Η αγκαλιά του ήταν αρκετή για να τυλιχτείς μέσα της νιώθοντας την ασφάλεια και την προστασία όπως δεν την είχες νιώσει ποτέ. Έζησες μια μεγάλη αγάπη για τον Αντώνη. Λάθος. Την ζεις ακόμα.

Page 50: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[50] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έχασες τα λογικά σου όταν πια όλα αυτά που γνώρισες από τον έρωτα αποκολλήθηκαν βίαια από μέσα σου. Έχασες το χρώμα σου όταν μια μέρα ξύπνησες και είδες τον κόσμο σου ποτισμένο στο αίμα. Και όμως... Βρήκες τρόπο να τον κρατήσεις ζωντανό, δίπλα σου, να τον αισθάνεσαι. Δεν πέρασε μέρα που να μην πας να τον δεις, να του μιλήσεις, να τον αγαπήσεις. Δεν σε νοιάζει που τα’ χασες πια όλα. Η μάνα σου στη φυλακή, το σπίτι ερειπωμένο προδίδοντας πνοή ζωής από τις ξεραμένες σταγόνες αίματος στην κρεβατοκάμαρά σου, μόνη αγαπημένη αιώνια με έναν ξύλινο σταυρό.

Ζηλεύω. Πιάνω τον εαυτό μου ενδόμυχα να ζηλεύω. Να ζηλεύω γιατί για μένα είναι αβέβαιο για το αν θα γνωρίσω τον έρωτα και την αγάπη, τη θαλπωρή και τη στοργή στο πλάι ενός άντρα. Να ζηλεύω που ποτέ δεν θα έχω τη δύναμη της Θεανώς, το πάθος της… Μήπως έχω αρχίσει να τρελαίνομαι; Μήπως η όλη ιστορία με έχει επηρεάσει περισσότερο από ότι πίστευα; Και όμως, η λογική σταματά όταν εισέρχομαι στον κόσμο της όπου ποδοπατείται από αγέλες έρωτα, καλοσύνης και αγάπης. Σβήνεται σαν τα κεριά που εδώ και χρόνια με αιχμαλωτίζουν στο υπνωτικό τους άρωμα. Η ειρωνεία τσακίζεται όταν πέφτει στο βλέμμα της Θεανώς. Ο σαρκασμός εξανεμίζεται μπροστά στα πράα μάτια της, στην γαλήνη που αποπνέουν. Μια γαλήνη που πολύ θα ζήλευαν, θα σκότωναν να την αποκτήσουν. Ίσως, ίσως αυτό αποζητούσε η Ελένη. Τη γαλήνη στην ήδη φουρτουνιασμένη ψυχή της. Την ηρεμία στο σώμα που αδιάκοπα χρησιμοποιούσε για να ζήσει. Τη νάρκωση του μυαλού που θα της λιγόστευε τον πόνο από την φυγή της κόρης. Η Βεατρίκη μου το είπε ξεκάθαρα. Το φονικό έγινε το προηγούμενο βράδυ από την ημέρα που η Θεανώ και ο Αντώνης θα φεύγανε για να ζήσουν μαζί, μακριά από όλους. Μπορεί η Ελένη να μην άντεχε την ιδέα ότι οι δρόμοι τους θα χωρίζανε και για αυτό … Ίσως … Όλα είναι οριακά. Κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ εκτός από τις ίδιες. Η Ελένη φυλακή, η Θεανώ χαμένη στον κόσμο της.

Γιατί; Τι σου έφταιξα; Καταραμένη βασίλισσα του καπνού μέχρι και εδώ

έβαλες το χέρι σου. Έπρεπε να μάθω την αλήθεια. Να τα ακούσω από την ίδια τη Θεανώ. Κλείνω ερμητικά τα αυτιά να μην ακούω τίποτα. Δεν θέλω να ξέρω τίποτα. Τίποτα.

«Κοίτα, ερασία… Ο ήλιος μας γελάει, χορεύει μαζί μας.» Τη χάζευα καθώς την έβλεπα να χορεύει γύρω από τον τάφο του Αντώνη. Η

χαρά της ήταν τόσο μεγάλη με την εμφάνιση του ήλιου που άφηνε το κορμί της να λικνιστεί στις ζεστές ακτίνες, τόσο τελετουργικά, σαν ιέρεια της άνοιξης.

«Αχ, πως θέλω να με χορέψεις κάτω από αυτόν τον πανέμορφο ήλιο.» Ήταν τόσο όμορφη όταν γελούσε. Καθόμουν παράμερα αφήνοντας τη ματιά

μου να ομορφύνει με την όψη της χαρούμενης Θεανώς. «Είναι όμορφα. Τόσο καιρό όλο χιόνι, χιόνι και βροχή, μπουχτίσαμε.»

Page 51: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [51] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ναι Κερασία μου. Και του Αντώνη δεν του αρέσει το κρύο. Ενώ τώρα, τώρα θα χορεύουμε και θα γελάμε συνέχεια.»

Έσκυψε και φίλησε τρυφερά το σταυρό. Κοίταξα γύρω μου. Δε φαινόμασταν. Συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι το μνήμα

του Αντώνη ήταν στο πιο απόμερο και απομονωμένο μέρος του νεκροταφείου. Δε φαινόταν από πουθενά. Κρυμμένο πίσω από θάμνους και αγριόχορτα, ξέχωρα από τα άλλα μνήματα, φτωχικό και απλό. Μέχρι εκεί είχε φτάσει το χωριό. Βρήκαν το πιο ξεχασμένο μέρος, βάλανε και έναν ξύλινο σταυρό και αυτό ήταν. Το έσβησαν από το μυαλό τους, τις συνειδήσεις τους. Έπρεπε να ξεχαστεί το φονικό για να μη λερωθεί το όνομα του χωριού. Δεν υπολογίσανε όμως τη Θεανώ. Εδώ θα είναι για να τους το θυμίζει. Να του υπενθυμίζει ότι μια ψυχή δεν ξεχνιέται ποτέ. Πάντα κάποιος θα λησμονεί και θα θυμάται. Θα αγαπάει και θα λυπάται.

Χόρευε τόσο όμορφα. «Έτσι χόρευε και η μητέρα της», θυμήθηκε τα λόγια

της Βεατρίκης. «Τέτοιο χορό κούκλα μου καμία. Μαγευόσουν και με τη ματιά που της

έριχνες. Το παράξενο ήταν ότι όταν περνούσε τις μεγαλύτερες φουρτούνες, τότε τα έδινε όλα. Σωστή Σαλώμη.»

«Έλα, σήκω. Έλα να χορέψεις μαζί μας.» Το χέρι δίστασε, το σώμα σκίρτησε μπροστά στην προσμονή της Θεανώς. «Σήκω. ‘Άντε!» Τα χέρια ενώθηκαν, τα πόδια ξεκίνησαν. Δεν μου πήρε και πολύ να ξεχυθώ

στον μεθυστικό χορό, να αφήσω την πνοή γύρω από τον ξύλινο σταυρό. Χορεύαμε ξένοιαστες, ανάλαφρες, σιγομουρμουρίζοντας χαρούμενους σκοπούς.

«Πιο γρήγορα Κερασία. Χτύπα τα πόδια σου δυνατά.» Τα γέλια τράνταξαν τη μαρμάρινη σιωπή καθώς έπεσα κάτω. Για μια στιγμή

έμειναν μόνο τα προσωπεία δύο νεαρών κοριτσιών να γελούν και να χορεύουν, απολαμβάνοντας τη χειμερινή ηλιοφάνεια. Τα ξεκαρδιστικά γρυλίσματα της Θεανώς καθώς έβλεπε εμένα στα αγριόχορτα διασκεδάζοντας και αυτή με την πτώση. Η Ελένη, το χωριό, ο παπα-Γιώργης, φαινόντουσαν σκιές σε ένα κόσμο τόσο λαμπερό και χαρούμενο.

«Χτύπησες; Καλά είσαι;» ρώτησε η Θεανώ προσπαθώντας να πνίξει το νευρικό γέλιο.

«Στο είπα, δεν είμαι εγώ για χορούς. Προσγειώθηκα λίγο απότομα.» Η Θεανώ ξάπλωσε δίπλα της. «Είχε πλάκα. Έλα Αντώνη, σταμάτα! Κοκκινίζει.» Μείναμε εκεί ξαπλωμένες δίπλα σε ένα σταυρό,και ρουφούσαμε ήλιο. Δεν με

ενδιέφερε αν με έπιανε ξαφνικά ο πατέρας στη στάση που ήμουν. Μου έδινε δύναμη η Θεανώ. Δε φοβόμουν, δεν έτρεμα στην ιδέα ότι από ώρα σε ώρα θα ξεπρόβαλλε η

Page 52: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[52] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μαγκούρα μέσα από τις φυλλωσιές έτοιμη να με γευτεί … ξανά. Τίποτα δε με ενδιέφερε. Το γεγονός και μόνο ότι με έκανε να πιστέψω ότι ο Αντώνης ζει, το θεωρούσα αρκετή μαγεία για να με κάνει δυνατή, ατσάλινη στις φοβίες και αδυναμίες μου.

«Αγαπάς κανέναν Κερασία;» Κοίταξε το γλυκό της πρόσωπο. «Όχι.» «Γιατί;» «Δεν …δεν έτυχε. Ποιόν εξάλλου;» «Έχει έναν ωραίο ξάδελφο ο Αντώνης. Με το καλό όταν πάμε στον θείο του

θα έρθεις και εσύ. Να γνωριστείτε … καλά δε λέω;» Άφησα να κυλιστώ στο παραμύθι και της είπα: «Καλά θα ήταν. Άντε πείσε τον παπα- Γιώργη να με αφήσει να πάω

εκδρομή.» Με το άκουσμα του ονόματος, φόβος φώλιασε στα καλοσυνάτα μάτια. «Είναι … είναι κακός Κερασία μου, κακός…» «Δεν είναι, απλά είναι παράξενος.» «Εγώ.. εγώ τον φοβάμαι. Θυμάσαι Αντώνη μου που μας πέτυχε στη βρύση;

Του έλεγε να φύγει από δω, από κοντά μου. Είμαι καταραμένη, έτσι έλεγε.» «Αυτό μην το ξαναπείς. Εκλεκτή είσαι, η πιο καλή ψυχή.» Της άγγιξε στοργικά το χέρι, και εκείνη με τη σειρά της τον σταυρό.

- «Σας αγαπάω πολύ. Πάρα πολύ..» Η έκφραση των συναισθημάτων, τόσο αυθόρμητη και αγαθή,με έκανε να

συγκινηθώ. Παρά την χαώδη κατάσταση που επικρατούσε στο μυαλό της, η ψυχή που είχε σε παρέπεμπε στο αυθεντικό πρότυπο ανθρώπου, απαλλαγμένο από κακίες και άμυνες, μίση και κακεντρέχειες. Μπορούσε να αγαπήσει τόσο εύκολα, τόσο απλά. Ρίγη διαπερνούσαν το κορμί μου όταν σκεφτόμουν την αντίδραση του χωριού απέναντι της. Τη μισούσαν. Την αποκαλούσαν «παιδί του διαβόλου», «σαλεμένη», «η κόρη της φόνισσας». Την απεχθάνονταν, ενδόμυχα τη ζήλευαν για την αγάπη που έζησε με τον Αντώνη. Για τα γέλια που έπνιγαν όλο το χωριό, τη γλυκιά γεύση των φιλιών που αντάλασσαν μεταξύ τους κάνοντας τις υπόλοιπες να σκυλιάζουν που δεν προτίμησε αυτές αντί για την κόρη της πόρνης. Όταν έφυγε η Ελένη, έτοιμοι ήταν να την κατασπαράξουν. Βρέθηκε η Βεατρίκη όμως. Τη σέβονταν αρκετά για να κρύψουν τα νύχια και να κλείσουν τα ένστικτα τους , να τα θερίσουν όπως θερίζουν τα καπνά τους. Απλά την ξέχασαν. Τη μετέτρεψαν σε φάντασμα και την αγνόησαν όλοι.

«Κερασία, ήσουν τόσο ντροπαλή όταν πρωτογνωριστήκαμε. Καθόσουν στο σκαμνάκι και με κοιτούσες.»

«Είμαι ντροπαλή. Είμαι κόρη παπά, μην το ξεχνάς.» Κοιταχτήκαμε ξεσπώντας σε γέλια.

Page 53: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [53] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Και εγώ. Είμαι κόρη …» Τα έχασα. Δεν πίστευα αυτό που πήγε να ξεστομίσει. Συννέφιασε. Τα

προσωπάκι της γέμισε με μαύρα, απειλητικά σύννεφα προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που πήγε να πει. Νευρικότητα είχε τυλίξει το κορμί της. Σηκώθηκε βίαια, με κοίταξε απελπισμένα, και έφυγε τρέχοντας. Μάταια προσπαθούσα να τη συνεφέρω. Δε με άκουγε. Έφυγε τόσο γρήγορα που ούτε τον αγαπημένο της δεν φίλησε. Η αγωνία με έκανε να φωνάζω δυνατά το όνομά της αψηφώντας μπας και κάποιος ήταν κοντά και το έλεγε στον πατέρα. Κοίταξα τον τάφο. Ένα πράγμα βασάνιζε το μυαλό μου, μια ερώτηση: «θυμάται; Έρχονται στιγμές που θυμάται τι έχει συμβεί, συνειδητοποιεί την οδυνηρή πραγματικότητα; Οι μνήμες της επανέρχονται;»

Τη βρήκα στην έδρα της. Σφιχταγκαλιασμένη στη μαντίλα μου,

προσπαθώντας να πάρω μια ανάσα. «Κερασία; Τι έχεις, τι έγινε;» Ήπια λίγο νερό γιατί ένιωθα ότι αλλιώς μιλιά δε θα έβγαινε.

- «Η Θεανώ…» - «Τι έπαθε;» ,με κοίταξε αναστατωμένη. - «Βεατρίκη, θυμάται..Αρχίζει να θυμάται. Ανέφερε τη μάνα της.»

Τα μάτια πίσω από τα τζάμια των γυαλιών με κοίταξαν ήρεμα. - «Το χει πάθει ξανά. Με είχε προειδοποιήσει και ο γιατρός. Για

δευτερόλεπτα, μια φορά το τόσο, η λογική της δείχνει εικόνες. Δυστυχώς όμως. Είναι κάτι τόσο φευγαλέο που και η ίδια εκτός από μια μικρή σύγχυση, δεν της αφήνει τίποτα άλλο.»

Έσκυψα απογοητευμένη το κεφάλι. Άραγε, ποιο είναι το καλύτερο; Να μάθει ότι ο Αντώνης δε ζει και η μάνα της

είναι φυλακή υπεύθυνη για το φόνο ή να συνεχίσει να ζει στον κόσμο της, σε έναν κόσμο που μόνο η μορφή του Αντώνη υπάρχει ζωντανή και ακέραια όπως τον είχε γνωρίσει;

«Πάω να τη δω. Κερασία πήγαινε σπίτι. Είχε περάσει νωρίτερα ο πατέρας σου από δω και δεν τον είδα στις καλές του.»

-«Και πότε είναι;» αναρωτήθηκα καθώς έκλεινα την ξεφτισμένη πόρτα του σχολείου.

«Κάτσε κόρη μου. Έλα δίπλα μου.» Κάθισα μουδιασμένα στην ψάθινη καρέκλα δίπλα στον πατέρα μου και

κοίταξα περίεργα το χώρο του καφενείου, του ανθρώπους που μας συντρόφευαν στο τραπέζι. Η αμηχανία με έκανε να χτυπώ νευρικά το πόδι, να τυλίγω τα χέρια σαν πανέρι για να μην προδώσω το ξάφνιασμά μου. Πρώτη φορά που ο πατέρας μου επέτρεπε να τον συντροφεύω στον απογευματινό καφέ. Οι συγχωριανοί με

Page 54: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[54] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κοιτούσανε περίεργα, πρωτόγνωρα. Δεν άργησαν και οι πρώτοι ψίθυροι από τα διπλανά τραπέζια.

«Τι θα πάρεις Κερασία;» μου είπε ο Στράτος, ο καφετζής του χωριού. Κοίταξα τον παπα – Γιώργη. Από την ματιά κατάλαβα ότι μπορούσα να

παραγγείλω ότι ήθελα. «Μια … μια πορτοκαλάδα.» «Βρε η Κερασία. Σωστή γυναίκα.» «Εμ περνάν τα χρόνια Κωστάκη. Τι θα έκανε; Θα έμενε το μικρό, ντροπαλό

κοριτσάκι;» «Όχι ,τώρα έγινε το μεγάλο ντροπαλό κοριτσάκι.» Όλοι σκάσανε στα γέλια έχοντας πάντα τη συγκατάθεση του παπα- Γιώργη. «Μην μου την πειράζετε βρε! Δεν είναι για τα δόντια σας!», αναφώνησε ο

πατέρας ρουφώντας εκνευριστικά το καϊμάκι του καφέ. «Σταμάτησες τα μαθήματα που έκανες με τη δασκάλα; Βαρέθηκες ε;» «Εγώ δεν…» «Προσωρινά», με διέκοψε ο παπα – Γιώργης. «Έτσι και αλλιώς αν πήγαινε σε

σχολείο θα κόντευε να το βγάλει. Απλά προσωρινά.» Τους κοιτούσα χωρίς να μπορώ να καταλάβω το λόγο της παρουσίας μου στο

τραπέζι της «ανάκρισης». Τους κοιτούσα προσπαθώντας να μπω στο νόημα, να δικαιολογήσω το ξαφνικό κάλεσμα.

«Καλά έκανες κι έφυγες χρυσό μου», είπε δυνατά η Σούλα, η γυναίκα του Στράτου.

«Ποιος θα ήθελε να κάνει μάθημα έχοντας στο σπίτι του μια θεότρελη; Τι τη λυπάται η δασκάλα και την κρατάει;»

«Δεν είναι έτσι,» ψιθύρισα από μέσα μου. «Όλα τα παιδιά του Θεού είναι. Μην το ξεχνάτε αυτό.» πετάχτηκε με το

κυριακάτικο εκκλησιαστικό του ύφος ο παπά – Γιώργης και εγώ αναγνώρισα την προσποιητή ειλικρίνεια στο βλέμμα του.

Αν το πίστευε κιόλας δεν θα με σταμάταγε, δεν θα μου απαγόρευε να πηγαίνω. Υποκρισία, σκέφτηκα, και η σκέψη αυτή με έκανε να κοκκινήσω.

«Και ποιος θα ήθελε στο σπίτι του την μουρλή κόρη της φόνισσας;» «Την κόρη μπορεί όχι, την φόνισσα όμως; Ε; Κωστάκη;» Γέλια απλώθηκαν πάλι στον καπνισμένο χώρο. Προσπαθούσα να κρύψω την

αποστροφή μου απέναντι στα κακεντρεχή τους σχόλια, την αηδία που μου προκαλούσαν όταν μιλάγανε για την Ελένη και τη Θεανώ. Γι αυτό και η Ελένη κατέβαινε σπάνια στο χωριό. Μια φορά την εβδομάδα, και αυτό στην λαϊκή. Προτιμούσε να κάθεται στον κήπο της απολαμβάνοντας την ηρεμία από την αναστάτωση που της προκαλούσαν οι μουτσούνες του χωριού. Και όμως από τα λεγόμενα της Βεατρίκης, όλοι επιθυμούσαν λίγα λεπτά στο δωματιάκι της, να την

Page 55: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [55] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αγγίξουν, να την λατρέψουν. Ήταν πανέμορφη γυναίκα, το διαπίστωσα και από την φωτογραφία που κρατάει η Βεατρίκη.

Η αναμπουμπούλα που ξαφνικά επικράτησε στο καφενείο, το σφίξιμο του χεριού από τον πατέρα,με τράβηξαν από τις σκέψεις. Σύντομα θα έβλεπα την αιτία της επίσκεψής μου στην παρέα του πατέρα. Ένα καινούργιο μέλος προστέθηκε στην παρέα. Με το που τον αντίκρισαν όλοι τον χαιρέτησαν σεβάσμια προσφέροντας τη θέση τους. Μέχρι και ο παπά – Γιώργης έβαλε το προσωπείο του πιστού υπηκόου. Αφού χαιρετήθηκε με όλους, με κοίταξε.

«Καλά είσαι Κερασία;» «Καλά, εσείς;» Κάθισε δίπλα μου. Στη διάρκεια συζήτησης γύρω από την πώληση των

καπνών βρήκε την ευκαιρία να μου σιγοψιθυρίσει στο αυτί: «Έφερα μαύρο ύφασμα. Α’ Ποιότητας. Θα σε περιμένω να το δοκιμάσεις.» Με την άκρη του ματιού αισθάνθηκα τη φιγούρα του πατέρα τόσο βαριά, που

σχεδόν με πλάκωνε με την απάντηση που θα ήθελε αυτός να δώσει. «Θα έρθω κύριε Είτα.» «Λέγε με Απόστολο.» Δε θα ξεχάσω ποτέ την καλοσύνη στο βλέμμα, το πατρικό χάδι που για μένα

ήταν τόσο πρωτόγνωρο, σχεδόν άγνωστο. Καθόμασταν στο τραπέζι σαν αγαπημένη οικογένεια απολαμβάνοντας το δείπνο. Τα μάτια εξέπεμπαν μια ασυνήθιστη ηρεμία, λες και οι σπίθες που καίγανε σαν τσιγάρο εξανεμίστηκαν στην αγκαλιά σου, βασίλισσα του καπνού. Με κοίταγε ανυπόμονα, καρτερικά να του πω για το πότε θα πάω στο σπίτι του Απόστολου Είτα. Μέσα μου το ήξερα, το ένιωθα. Ο πατέρας χαιρόταν τόσο πολύ για το ενδιαφέρον που μου έδειχνε, που σχεδόν είχε ξεχάσει το θυμό που τον τύλιγε όταν άκουγε για τη Θεανώ. Σαν μικρό παιδί που στη θέα ενός καινούργιου παιχνιδιού το παλιό φαίνεται χρήσιμο μόνο στο να στολίζει την γωνία του δωματίου. Τρώγαμε τόσο ήρεμα, αναπνέαμε στον ίδιο χώρο. Τόσο αρμονικό πράγμα που με γοήτευε αλλά συνάμα με φόβιζε. Ένας φόβος που επαληθεύτηκε με τις επισκέψεις μου στο σπίτι του, την πιο «στενή μας» γνωριμία, με το γάμο μας που δεν θα αργούσε να γίνει. Μαριονέτες στο κουκλοθέατρο του καπνού, αυτό δεν ήταν; Πιόνια σε μια στημένη παρτίδα με νικητή το ίδιο άτομο εσένα, βασίλισσα του καπνού.

Η νύχτα γλυκιά, απόηχος μιας άνοιξης που όλοι προσμέναμε με

ανυπομονησία. Η Βεατρίκη με τη Θεανώ θα ξεκινούσαν καινούργια ζωή στη Θεσσαλονίκη, εγώ αφενός στενοχωριόμουν που θα έχανα τις μοναδικές μου φίλες, αφετέρου χαιρόμουν για την καινούργια ευκαιρία που θα δινόταν στη Θεανώ.

Ο παπά – Γιώργης …..

Page 56: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[56] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ, δεν μπορούσε να συλλάβει το μυαλό μου ότι αυτός που περίμενε πιο πολύ τον ερχομό της άνοιξης ήταν ο πατέρας. Τον μάγεψες με τα θέλγητρα σου κυρά μου, του ρούφηξες τον καημό του. Και πιο πολύ εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ μου να πιστέψω ότι θα βρισκόμουν αρραβωνιασμένη, διχασμένη, μόνη.

«Ο πατέρας σου μάλλον κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Καλά δεν καταλαβαίνει ότι έρχεσαι εδώ;»

«Έφυγε… Έφυγε βιαστικά για το διπλανό χωριό. Για κηδεία. Θα έρθει μεθαύριο.»

«Έχεις τσαγανό μικρή μου,» μου είπε κλείνοντας το μάτι. Βούλιαξα στην πολυθρόνα και αφέθηκα να τυλιχτώ στο άρωμα του σπιτιού.

Κύρτωσα το κορμί, έβγαλα την μαντίλα από τα σφιχτοδεμένα μαλλιά, τέντωσα τα πόδια.

Η Βεατρίκη όπως πάντα έκατσε δίπλα μου. «Τι νέα Κερασία μου; Πως πάει;» « Παράξενα…» της απάντησα παίρνοντας το συννεφιασμένο μου ύφος. «Δηλαδή;» Ο καφές μούδιασε τα σκασμένα χείλη στο ώριμο πρόσωπο. «Ο πατέρας… Τώρα τελευταία έχει αλλάξει συμπεριφορά.» «Προς το χειρότερο; Γιατί αν χειροτερέψει κι άλλο θα ….» «Όχι, όχι προς Θεού. Είναι … είναι πιο πράος, πιο γλυκός. Να φανταστείς ότι

έπαψε να με παρακολουθεί, να με ανακρίνει για το που πηγαίνω. Το μεσημέρι φάγαμε μαζί στο ίδιο τραπέζι. Σαν πατέρας με κόρη!»

Η Βεατρίκη την τύλιξε στην αγκαλιά της. « Καιρός ήταν. Έχει τέτοιο θησαυρό δίπλα του και να μην τον χαίρεται!» «Από τότε που γυρίσαμε από τον κύριο Είτα, μαλάκωσε. Και εδώ να του πω

ότι έρχομαι δεν πιστεύω ότι θα βγάλει τη μαγκούρα. Άλλαξε.» Η σκοτεινιά ζωγράφισε το πρόσωπο της Βεατρίκης. Διακριτικά άφησε τον

αχνιστό καφέ γεμίζοντας ένα μεγάλο ποτήρι κονιάκ. «Ο Απόστολος Είτα; Τι πάρε δώσε έχετε με αυτόν;» «Μας είχε καλέσει για φαγητό. Πολύ ευγενικός. Με περιμένει και αύριο να

πάω, θα λείπει και ο πατέρας …» της είπα αθώα δίχως να καταλάβω την ανατριχίλα που είχε τυλίξει τη Βεατρίκη.

Μου έκλεισες τα μάτια, της έσβησες τη μιλιά. Ούτε το τρέμουλο των χεριών της δεν με έβαλε σε υποψίες. Τίποτα. Τυλιγμένη στον καπνό σου από τότε, μελτεμάκι στην φούρια σου. Η Βεατρίκη γνώριζε, ήξερε γι’ αυτόν. Δε μίλησε όμως. Σιώπησε. Την έκανες να σιωπήσει, να μη μάθω. Αν… αν μου μίλαγε τότε ίσως να μην συνεχιζόταν το παιχνίδι σου. Δε μίλησε όμως…

«Να προσέχεις Κερασία. Τον εαυτό σου παιδί μου…»

Page 57: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [57] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σε όλη την διάρκεια της κουβέντας μας, δεν μπορούσα να μην προσέξω ένα μικρό φως που έλαμπε στην άκρη ενός μικρού λόφου. Ένα φως που ενώ φαινόταν ότι εξασθενούσε, άξαφνα αναζωπυρωνόταν και φούντωνε η λάμψη του.

«Φαναράκι είναι. Η Θεανώ …,» μου είπε η Βεατρίκη αφού είδε να κολλάει η ματιά μου στο λόφο.

«Τι δουλειά έχει εκεί;» «Πηγαίνει όποτε αισθάνεται καλά. Είναι το μέρος που περνούσαν μαζί τα

βράδια με τον Αντώνη. Ο λόφος τους.» «Πως την αφήνεις; Βράδιασε για τα καλά,» της είπα ανήσυχη. «Δεν μπορείς να την σταματήσεις να κάνει αυτό που θέλει. Παρακαλώ τον

Θεό να μου την έχει καλά. Της έχω δώσει το φαναράκι ώστε να καταλαβαίνω που είναι όταν πάει στο λόφο. Φαίνεται από εδώ!»

Μόνη. Κάθεται μόνη μιλώντας με σκιές κάτω απ’ το φως ενός φαναριού. Τι λέει; Τι σκέφτεται; Πως αισθάνεται; Άραγε δακρύζει, γελάει, μιλάει με τα άστρα; Φοβάται, κρυώνει, πεινάει; Συνειδητοποιεί τι κάνει, βλέπει τη μορφή της σαν καθρέφτη; Ανατριχιάζει, τρομάζει όταν η λογική περνάει σαν γρήγορο τραίνο από την ράγα του μυαλού;

«Είναι καλά; Από χθες, που….» Η Βεατρίκη πλησίασε στην αυλή. Μου άγγιξε στοργικά τους ώμους. «Δεν θυμάται Κερασία. Καλύτερα, ο Θεός τη λυπάται και της σβήνει τα πάντα

από το μυαλό. Ζει και αναπνέει μόνο γι’ αυτόν. Αλίμονο αν ποτέ θυμηθεί. Δεν θα το αντέξει το κακόμοιρο.»

Έμεινα να κοιτάζω με χάζι το μικρό φωτάκι που τρεμόπαιζε. «Πάω επάνω. Πάω να τη δω.» «Καλό θα της κάνει. Βλέπεις εμένα δε μου ανοίγεται πολύ, δε με βλέπει σαν

φίλη της ηλικίας της. Πρόσεχε μόνο.» Μου σκέπασε τους ώμους με ένα πλεκτό, λευκό σάλι και έκατσε στο περβάζι

της πόρτας μέχρι η μορφή μου να εξαφανιστεί από τον ορίζοντα μένοντας μόνο η λάμψη του κεριού για να με φωτίζει.

«Δύο αστέρια που σύντομα θα ανταμώσουν …», ψιθύρισε καθώς έβλεπε την απόσταση ανάμεσα στις φλόγες των φαναριών να μειώνεται.

Της το έλεγε έτσι απλά, τόσο όμορφα, τόσο εύκολα. Μασώντας το κλωνάρι

του σταχυού του άρεσε να την χαζεύει την ώρα του δειλινού. Να απολαμβάνει η Θεανώ τη ζωγραφιά του ορίζοντα, το χρώμα που τύλιγε το χωριό κείνη την ώρα, την αγαπημένη του ώρα. Άφηνε τα αιθέρια μαλλιά να παιχνιδίζουν με το ζεστό αέρα, τα μάτια στην ομορφιά του χρώματος, τα χέρια να τυλίγουν τα γόνατα. Αυτή την εικόνα ήθελε να τον συντροφεύει για όλη του τη ζωή. Ώρες ατελείωτες να την παρακολουθεί, να την γεύεται.

«Δεν θα ήθελα να ξέρω τι σκέφτεσαι».

Page 58: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[58] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η άκρη του ματιού της τον κοίταξε. «Είσαι ακόμα ένα μυστήριο για μένα Θεανώ. Όταν κάθεσαι σιωπηλή, με το

βλέμμα να ατενίζει το άπειρο, αναρωτιέμαι αν αυτό οφείλεται από κάπου. Είσαι τρομακτικά ήρεμη.»

Του έσφιξε το χέρι. «Τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω; Έχω εσένα αγάπη μου, μια μάνα που με

αγαπάει αρκετά έστω και με τον παράξενο αυτόν τρόπο, είμαι ευτυχισμένη.» «Είσαι;» Γύρισε πάλι το βλέμμα προς τον άνεμο παρακαλώντας να πάρει μαζί του τις

εικόνες που την πλήγωσαν, την μορφή του άντρα που πλάγιασε μαζί της τόσο βίαια, τόσο απροσκάλεστα. Αισθανόταν τόσο βρώμικη, τόσο πρόστυχη που καθόταν δίπλα στον Αντώνη, σε ένα παιδί που δε γνώριζε τίποτα, δεν ξέρει ότι πίσω από την υποτιθέμενη αρρώστια κρυβόταν ένα τρίξιμο κρεβατιού, ένας ήχος τόσο φρικτός που όσο και να έκλεινε τα αυτιά δεν έφευγε. Παρακαλούσε τον άνεμο να έρθει με τις μούσες του και να σβήσουν εικόνες και ήχους, ενοχές και τύψεις, όταν κοίταγε το πρόσωπο του.

«Πάρε με αγκαλιά τώρα σε παρακαλώ» Άνοιγε τα ρουθούνια ώστε να κλείσει για πάντα την μυρωδιά της. «Λατρεύω τη μυρωδιά σου. Λατρεύω εσένα Θεανώ.» «Αντώνη…» Τα χείλη σφίξανε τον στυφό του λαιμό. «Αντώνη θέλω να έρθεις να μείνεις μαζί μας. Στο σπίτι. Είναι μικρό αλλά θα

βολευτούμε. Θα είμαστε συνέχεια μαζί.» Το ξαφνιασμένο πρόσωπο έλαμψε από την έκπληξη. « Και η μάνα σου; Τι θα πει;» «Σε συμπάθησε αρκετά. Δεν θα φέρει αντίρρηση, αρκεί να μην την ενοχλούμε

όταν εργάζεται…» Χαμογέλασε πονηρά. «Δεν ξέρω τι να πω. Σίγουρα θα εξοικονομήσω χρήματα ώστε κάποια στιγμή

να μπορούμε να φύγουμε.» Να φύγουμε; Η συνειδητοποίηση ότι ο Αντώνης δεν ήρθε ουρανοκατέβατος

με μοναδικό σκοπό της ζωής του να προσφέρει τον έρωτα στη Θεανώ, ότι έπρεπε ήδη εδώ και τρεις μήνες να ήταν στους συγγενείς του και να δουλεύει, ότι κάποτε θα έφευγε, την έκανε να ανησυχήσει αρκετά.

«Πρέπει, πρέπει να πας στο θείο σου κάποια στιγμή, έτσι δεν είναι; θα φύγεις;»

Την έσφιξε στα γερά του μπράτσα φιλώντας το μουτρωμένο προσωπάκι της. «Τι είναι αυτά που λες; Μαζί θα φύγουμε. Χωρίς εσένα δεν αναπνέω, εκτός

αν αυτό επιδιώκεις. Να με σκάσεις,» της είπε χαριτολογώντας. Κυλίστηκαν στο υγρό χώμα του δειλινού. Ανέβηκε από πάνω του.

Page 59: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [59] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πως θα είναι η ζωή εκεί; Μακριά από εδώ;» «Όμορφη. Θα ζούμε σε σπίτι κοντά στο θείο, θα έχουμε την ανεξαρτησία μας.

Είναι πανέμορφο το μέρος. Σκέψου, με θέα στη θάλασσα, εγώ στο μαγαζί, εσύ σπίτι να φροντίζεις τα παιδιά. Θα σε αγαπάω κάθε μέρα και πιο πολύ, θα με λατρεύεις κάθε νύχτα περισσότερο. »

Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να βυθιστεί στον παφλασμό των κυμάτων, στην αύρα της θάλασσας, στην αίσθηση του βότσαλου στο γυμνό κορμί. Δίπλα της ο Αντώνης, δεξιά ο καρπός του έρωτά τους. Μυρωδιά καπνού της σταμάτησε την ονειροπόληση, καπνός που έβγαινε από το τσιγάρο του Αντώνη.

«Και η μάνα μου;» «Θα την πάρουμε μαζί. Χώρος θα υπάρχει, θα έχει τις ανέσεις της.» Η Θεανώ χαμογέλασε πικρά. Την ήξερε καλά την Ελένη. Όσο και αν

σιχαινόταν αυτό το μέρος, όσο και αν ήθελε να τα κάψει όλα και να εξαφανιστεί, μαζί τους δεν θα πήγαινε. Θα έφευγε μόνο την κατάλληλη ώρα, μόνη όταν αυτή θα το έλεγε. Για να πάρει αυτή την απόφαση, έπρεπε ο εγωισμός να ήταν καλυμμένος με τους δικούς της πόθους, και τα δικά της όνειρα. Αυτή είναι η Ελένη. Αποφασίζει και πράττει, πάντα μόνη όμως…

Τους περίμενε στην αυλή. Από μακριά την κοιτούσαν καθώς φτάνανε στο

πέτρινο σπίτι. Ο Αντώνης έχοντας το μπόγο με τα πράγματά του στο ένα χέρι και τη Θεανώ σφιχτά στο άλλο. Η Θεανώ με το σκίρτημα στην καρδιά, το αναπάντεχο αεράκι να τσακίζει τη μακριά φούστα. Αν και η Ελένη δέχτηκε τον Αντώνη, ήθελε πρώτα να μιλήσουν οι δυο τους. Χωρίς τη Θεανώ παρούσα.

«Εγώ σας αφήνω. Θα είμαι μέσα,»είπε η Θεανώ και αποχώρησε διακριτικά. «Αντώνης, έτσι δεν είναι;» «Ναι», Ψέλλισε καθώς η γυναίκα με τα κατάμαυρα μαλλιά και το λευκό

φουστάνι τον κοίταξε έντονα. «Τα πράγματα είναι απλά. Πίσω στην αυλή υπάρχει ένα δωμάτιο που

φιλοξενεί διάφορες σαβούρες. Κάν’το δωμάτιο. Ένα καλό βάψιμο χρειάζεται και θα είναι εντάξει. Τις ώρες που θα έχω κόσμο δεν θέλω να έρχεσαι στο σπίτι. Ελπίζω να καταλαβαίνεις.»

Τα μάτια, το στόμα η έκφραση των ματιών ….. Γυναίκα με νεύρο, σκέφτηκε ο Αντώνης.

«Δουλεύεις κάπου;» «Ναι, στα χωράφια του Είτα. Μαζεύω καπνά.» «Δουλειά με προοπτική,» είπε ειρωνικά η Ελένη αφήνοντας το πρόσωπο να

δροσιστεί με το ξαφνικό αέρα που σεργιάνιζε απ’ το πρωί. «Σου έχει πει πως ζούμε; Τι κάνω;» Το πρόσωπο κοκκίνισε.

Page 60: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[60] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Σου έχει πει τότε. Δεν έχεις πρόβλημα; Πολλές ημέρες μπαινοβγαίνουν άντρες κάθε ηλικίας, περιμένουν. Δεν θα σε ενοχλεί;»

«Εγώ αγαπώ την Θεανώ. Όλα τα άλλα μου είναι αδιάφορα.» «Θα δείξει….». «Αρκεί η Θεανώ να μένει έξω από όλα αυτά. Να μην την ανακατεύεις στις

δουλειές σου,» της είπε με κομμένη την ανάσα φοβούμενος ότι δεν θα έβγαινε από το στόμα του.

Ακούμπησε το ποτό στα έντονα βαμμένα χείλη. «Θα ήθελα να σε πετάξω έξω από εδώ. Να μην σε αφήσω να μείνεις. Η Θεανώ

σε έχει ανάγκη όμως. Σε αγαπάει.» «Και εγώ το ίδιο.» «Αν ποτέ την πληγώσεις τότε θα έχεις ανοιχτό λογαριασμό με μένα. Αν

εκμεταλλευτείς τη φιλοξενία μου εδώ δε θα φύγεις έτσι.» «Δεν είναι στις προθέσεις μου. Σε διαβεβαιώνω για αυτό.» Το χέρι της άγγιξε το μάγουλό του. «Πες στη Θεανώ ότι φεύγω για λίγο. Αν θες, μπορείς να ξεκινήσεις και από

τώρα την τακτοποίηση του καινούργιου σου χώρου.» Άφωνος έμεινε να την χαζεύει καθώς διέσχιζε τον χορταριασμένο δρόμο. «Πως την βρήκες;» του είπε η Θεανώ τρέχοντας από το σπίτι. «Κεραυνός εν αιθρία,» με κολλημένο το βλέμμα στην υπέροχη σιλουέτα του

λευκού της φουστανιού. «Πως αισθάνεσαι που θα έχετε και έναν άντρα να μένει μαζί σας; Ασφάλεια

έτσι;» της είπε η Βεατρίκη σερβίροντας παγωμένες μπύρες. «Δεν ξέρω. Τόσα χρόνια μόνες μας ήμασταν. Δεν πάθαμε και τίποτα,» της

απάντησε και έτριψε το ποτήρι στο ζεστό μέτωπο. «Πάντως σίγουρα δεν είσαι και πολύ καλά. Για να έρθεις στο σπίτι μου και

μάλιστα μεσημέρι, σίγουρα κάτι τρέχει.» «Μήπως ενοχλώ;» Κάρφωσε τα μαύρα μάτια στην καλοκάγαθη φιγούρα. «Όχι γλυκιά μου. Εξάλλου η μοναδική που με επισκέπτεται και αυτή για να

μάθει γράμματα είναι η κόρη του παπά.» «Άλλο και τούτο. Αντί να πάει σε σχολείο έρχεται εδώ η κόμισσα.» Η Βεατρίκη της έπιασε το χέρι που τρεμόπαιζε στο περβάζι. «Δεν είναι έτσι. Κρατάει το σπίτι, δουλεύει στην εκκλησία, στο νεκροταφείο.

Που χρόνος για σχολείο; Απ’ ότι μου είπε το δημοτικό το έβγαλε κανονικά. Όταν πλέον δυνάμωσε την πήρε για τις δουλειές του ο πατέρας της. Μη σου φαίνεται περίεργο. Κοίτα τη Θεανώ. Δε συνέχισε.»

Page 61: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [61] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Άλλο η Θεανώ. Δεν ανέχομαι να την κοροιδεύουν τα υπόλοιπα παιδιά. Εξάλλου το γυμνάσιο βρίσκεται τόσο μακριά!»

«Τέλος πάντων. Δεν νομίζω ότι ήρθες για να συζητήσουμε θέματα μόρφωσης. Τι σε προβληματίζει;»

«Ξέρω κι εγώ… Δεν είμαι καλά Βεατρίκη. Δεν ξέρω, έχω άσχημο προαίσθημα.»

Η ταραχή στο σώμα, η καπνιά στο βλέμμα, ο κόμπος που την έσφιγγε όλο και περισσότερο. Ένα προαίσθημα που τις τελευταίες ημέρες της μυρμήγκιαζε το σώμα, τη μούδιαζε. Η γυναίκα που την επισκεπτόταν και της τριβέλιζε το μυαλό και τη ψυχή, εδώ και μέρες εξαφανίστηκε, έπαψε να της ερεθίζει τις αισθήσεις με την οξύτητα του καπνού. Ούτε το ποτό, ούτε το τσιγαριλίκι την εμφάνιζε στον κόσμο της, τα όνειρα κενά και μοναχικά, δίχως το χλευασμό του γέλιου να την ξυπνάει λουσμένη στον ιδρώτα τη νύχτα. Τίποτα. Εξαφανίστηκε, λες … λες εκπλήρωσε το σκοπό της. Τι θα μπορούσε να πει στη Βεατρίκη; Θα την περνούσε για τρελή, για ονειροπαρμένη. Η πιο λογική εξήγηση που θα μπορούσε να της δώσει είναι μια καλή επίσκεψη σε ψυχιατρείο. Όχι, δεν θα της έλεγε τίποτα.

«Ελένη βελτίωσε τη διάθεση σου. Τώρα! Τώρα που πάνε όλα μια χαρά. Κοίτα τη Θεανώ μας. Γνώρισε ένα πολύ καλό παιδί, αύριο μεθαύριο μπορεί να καταλήξουν σε γάμο. Κοίτα τα καλά πράγματα. Ξεπλήρωσες και τις οφειλές σου στον άλλον για το σπίτι, τι άλλο θέλεις για να είσαι καλά;»

Η μελαγχολία στα μαύρα μάτια κυρίευσε το κορμί της Ελένης στο άκουσμα του σπιτιού. Ξεπλήρωσε τις οφειλές… Τι ειρωνικό που ηχούσε στα αυτιά της.

«Ελένη μου. Τι συμβαίνει; Είμαι φίλη σου, πες μου!»Σιγά σιγά η ανησυχία άρχισε να αρωματίζει τη Βεατρίκη παρατηρώντας την εικόνα της Ελένης, την πτώση της αισιοδοξίας μπροστά στον κυκεώνα της λύπης.

«Αφορά το σπίτι; Τι έγινε Ελένη; Μίλα μου. Εκτός … εκτός αν ενοχλήθηκες από το γεγονός της συγκατοίκησης με τον Αντώνη. Μίλησε του αν δεν τον θες, θα καταλάβει.»

«Αυτό μη το ξαναπείς!.» Η φωνή της Ελένης αντήχησε δυνατά στην ηρεμία του μεσημεριανού τοπίου.

«Το θέλει τόσο πολύ η Θεανώ. Τον αγαπάει πολύ. Δεν έχω το δικαίωμα να της το στερήσω. Όχι μετά από αυτό που έκανα…»

Οι λυγμοί της Ελένης ήταν τόσο δυνατοί ώστε να φέρουν δάκρια στα μάτια της Βεατρίκης. Πρώτη φορά την έβλεπε τόσο αδύναμη, τόσο καταβεβλημένη. Την αγκάλιασε φιλώντας σπασμωδικά τα μαύρα μαλλιά.

«Όχι κοπέλα μου, μη μου κλαις. Όχι , μη στενοχωρείς την ψυχούλα σου. Σώπα…»

«Την πούλησα. Για πέτρες και σεντόνια.. Ακούς; Την πούλησα και δεν μου είπε τίποτα…την έδωσα σ’ αυτόν για πέτρες….»

Page 62: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[62] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέσα από τα μισόλογα της Ελένης η πραγματικότητα άρχισε να χτυπάει με ορμή την Βεατρίκη. Κατάλαβε τον τρόπο εξόφλησης των χρεών, την αιτία της θλίψης των ματιών της Ελένης τις τελευταίες μέρες, την βίαιη προσκόλληση και ανάγκης της Θεανώ να έχει τον Αντώνη συνέχεια δίπλα της…

«Σώπα Ελένη μου …Σώπα …» Η ξαφνική νεροποντή τους βρήκε στον ανήφορο προς το σπίτι. Κοιταχτήκανε

ξαφνιασμένοι από τις σταγόνες δροσιάς που άρχισαν να τους γαζώνουν. Το γάργαρο γέλιο της Θεανώς αιφνιδίασε το θόρυβο της βροντής. «Είναι τέλεια. Λατρεύω την βροχή.» Σήκωσε τα χέρια ψηλά κάνοντας ικεσία σε θεούς και δαίμονες να μην

σταματήσει η μελωδία της δροσιάς και της αύρας. Ο Αντώνης την σήκωσε ψηλά. «Έτσι ακούγεσαι καλύτερα…» Η βροχή να γλείφει ανυπόμονα τα σφριγηλά κορμιά, υγρά σώματα

σφυρηλατημένα από έρωτα και πόθο, ανυπομονώντας να γευτούν την αίσθηση της βρεγμένης σάρκας. Την εναπόθεσε γλυκά στο δροσερό χώμα.

«Δεν ξέρεις πως ανυπομονώ να ζήσω μαζί σου.» Κάνανε έρωτα πίσω από τις συστάδες των δέντρων, με τη συνομωσία του

ανέμου, βρεγμένοι, ερωτευμένοι. Η Θεανώ είχε κλείσει τα μάτια απολαμβάνοντας κάθε στιγμή της τελετουργίας, κάθε άγγιγμα βροχής που έπεφτε στο πρόσωπο, την ιερότητα που απέρρεε από τα χέρια του Αντώνη καθώς της άγγιζε το κορμί. Όλες οι αισθήσεις ανήκαν στον γεροδεμένο νέο, στην αγάπη της.

Σημαντικός λόγος που δεν αισθάνθηκε την μυρωδιά του καπνού, που δεν την

είδατε να σας παρατηρεί και να σκυλιάζει, ανίκανη να γευτεί καρπούς αληθινών συναισθημάτων. Αν είχατε ανοιχτά τα μάτια, θα αντικρίζατε τη ζήλια στο δαιμονικό βλέμμα, το μίσος στην καρδιά, την επιθυμία να χορέψει στις ζωές σας. Άνοιξε τα μάτια Θεανώ. Εκεί, λίγο πιο πίσω σας ήταν. Καραδοκεί και ετοιμάζεται. Κοίτα Θεανώ!

Η μικροκαμωμένη μοναχική φιγούρα της Θεανώς κοιτούσε με αφοσίωση το

σεντόνι των αστεριών που σκέπαζε το χωριό. Σιωπηλά, κάθισε δίπλα της. Άφησε να πάρει μια καλή ανάσα από τον ανήφορο, τυλίχτηκε στο σάλι εστιάζοντας τη ματιά της στον ουρανό.

«Κερασία, τα βλέπεις αυτά δύο αστέρια που λάμπουν τόσο έντονα και είναι τόσο κολλητά μεταξύ τους; Να εκεί, τα βλέπεις;»

Της χάιδεψε τα κοντά μαλλιά. «Τα βλέπω… Είναι τόσο φωτεινά.»

Page 63: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [63] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο από την ανακούφιση της ύπαρξης των δύο λαμπερών αστεριών.

«Μας ανήκουν. Εμένα και του Αντώνη. Εγώ και αυτός είμαστε, η αγάπη μας, η ζωή μας. Για αυτό είναι τόσο λαμπερά Κερασία. Παίρνουν δύναμη από μας δείχνοντας ότι τα ερωτευμένα άστρα είναι πιο εκτυφλωτικά και έντονα από ότι τα άλλα.»

«Από το σπίτι πάλι θα τα έβλεπες. Δεν πρέπει να έρχεσαι εδώ, τέτοιες ώρες.» «Δεν είναι το ίδιο. Δεν φαίνονται το ίδιο φίλη μου. Εδώ είναι ο λόφος μας,

μόνο από εδώ μπορούν να μας λούσουν με το φως τους. Ο Αντώνης δεν μπορούσε να έρθει σήμερα, έτσι ανέβηκα μόνη για να τους πω ότι τα αγαπώ, τα νοιάζομαι. Ότι πάντα θα λάμπουν έτσι, τόσο ζωηρά, τόσο παιχνιδιάρικα.»

«Δεν πιστεύω ότι ο Αντώνης θα ήθελε να έρχεσαι εδώ πάνω μόνη. Σκέψου την αγωνία που έχει η Βεατρίκη όταν πια το φαναράκι δε φαίνεται. Ανησυχούμε για σένα Θεανώ.»

Της έκλεισε απαλά το στόμα. «Κοίτα γύρω σου Κερασία. Δεν το αισθάνεσαι; Δεν ανατριχιάζεις; Μύρισε τη

νύχτα, αγκάλιασε τα άστρα. Μη τα φοβάσαι, μας προστατεύουν από τα κακά πνεύματα. Ο Αντώνης το ξέρει, δεν ανησυχεί που όλα και όλοι φαίνονται τόσο αδύναμα μπροστά της.»

Μιλούσε τόσο όμορφα, σχεδόν υπνωτικά. Η μαγεία όμως για την Κερασία δεν ερχόταν από τη νύχτα, αλλά από την ίδια τη Θεανώ. Είχε πάντα τον τρόπο της να εξηγεί πράγματα, να τα φέρνει στα μέτρα της, να τα μετατρέπει όπως της τα πρόσταζε η άσπιλη ψυχή της.

Ποτέ, μα ποτέ στη ζωή μου δεν ξέχασα την πρώτη ημέρα. Θυμάμαι ότι είχε

συννεφιά και φυσούσε τόσο παράξενα. Η Βεατρίκη με είχε παρακαλέσει να πάω μαζί της, δεν μπορούσε να το τραβήξει μόνη. Η μυρωδιά του αλκοόλ ήταν διάχυτη στο σπίτι, απομεινάρια ανάσας που έλπιζαν για λίγο θάρρος. Η Θεανώ ήταν κολλημένη στην πόρτα, με μάτια γεμάτο αγωνία για τη συνάντηση με τον Αντώνη, το τρέμουλο της Βεατρίκης είχε αρχίσει να με επηρεάζει και εμένα, όταν η εικόνα της συνάντησης τους μετά το φονικό καρφώθηκε στο μυαλό μου. Πως θα αντιδρούσε η Θεανώ όταν αντί για το όμορφο χαμόγελο του, το ζωηρό βλέμμα, την λυγερή κορμοστασιά, αντίκριζε έναν ξύλινο σταυρό; Θα συνειδητοποιούσε ότι πλέον ο Αντώνης δε ζει; Τι θα έκανε; Θα ούρλιαζε, θα θρηνούσε, θα φώναζε, θα ξαναερχόταν το μυαλό στην στιγμή του φόνου, θα τα θυμόταν πάλι όλα; Θεέ μου, είναι τόσο σκληρό, δώσε μας δύναμη. Η Θεανώ από την πρώτη στιγμή που ήρθε από το ψυχιατρείο δεν ζητούσε τίποτα άλλο παρά μόνο τον Αντώνη. Δεν μπορούσε να το αναβάλλει άλλο η Βεατρίκη. Έπρεπε να την πάει, να της δείξει που είναι ο Αντώνης. Ήταν τόσο ευτυχισμένη που θα τον ξανάβλεπε που θα σμίγανε μετά από τόσους μήνες χώρια. Φορούσε ένα όμορφο φουστανάκι, είχε φτιάξει τα μαλλάκια της όπως όπως, η

Page 64: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[64] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λάμψη στα μάτια …. Η Βεατρίκη απέφευγε να την κοιτάζει γιατί τα μάτια δάκρυα γεμίζανε και η καρδιά πνιγμένη.

«Κοίτα το άμοιρο. Ετοιμάζεται για να τον δει.» Έλεγε με σπασμένη φωνή κάνοντας με να ανατριχιάζω. Το «πάμε» της Βεατρίκης έκανε τη Θεανώ να σκιρτήσει από χαρά και εμάς να

σκιρτήσουμε από φόβο. Φραγμός στις σκέψεις της Κερασίας το τρυφερό άγγιγμα της Θεανώς. «Τι σκέφτεσαι πάλι; Έχεις θλιμμένο ύφος, γιατί;» «Τίποτα, κάτι θυμήθηκα.» Με τη ζεστή συντροφιά των φαναριών, αφήσανε τα κορμιά ελεύθερα,

διάχυτα να σκορπιστούν στην ψύχρα της νύχτας. Έτσι αγκάλιασε και το σταυρό όταν τον είδε. Καθόμασταν με την Βεατρίκη

παράμερα, υγρές και αγχωμένες για την αντίδραση της όταν θα έβλεπε τον τάφο του αγαπημένου της.

Όταν περάσαμε την πύλη του νεκροταφείου δεν παραξενεύτηκε. Παρατηρούσε. Τα μάτια ανιχνεύανε τον χώρο, τον τρώγανε ψάχνοντας για ψίχουλα Αντώνη. Η Βεατρίκη με δάκρυα στα μάτια της έδειξε το δρόμο. Το ανηφορικό απομονωμένο μέρος του Αντώνη. Εγώ, βουβή, περπάταγα νοητά δίπλα της χωρίς έκφραση, χωρίς αντίδραση. Στεγνή … Υπήρχε ένα παράξενο συναίσθημα διάχυτο στην ατμόσφαιρα. Καθώς ανέβαινε το δρομάκι, παρουσίες, ματιές, βλέμματα, όλα καρφωμένα στη φιγούρα που σύντομα θα αντάμωνε τον αγαπημένο της. Ήμασταν μόνες εκείνη τη στιγμή, λες και οι κάτοικοι των λευκών «σπιτιών» παρακολουθούσαν με μεγάλο ζήλο τη συνάντηση τους, λες και ήθελαν να συγχαρούν τον Αντώνη που κατάφερε να έχει την προσοχή μιας φρέσκιας, ζωντανής κοπέλας, την αγάπη και την καρδιά που ίσως κάποιοι δεν καταφέρανε μετά τον θάνατό τους. Ούτε ένα κερί να λιώνει για τη θύμηση τους. Αισθανόμουν στεγνή, αλλά γεμάτη συναισθήματα που ήταν έτοιμα να με καταπνίξουν και να κυριαρχήσουν στο ανέκφραστο πρόσωπο μου. Τα μάτια της άπληστα, κατασπάραζαν ότι δεν είχε σχέση με τον Αντώνη, οτιδήποτε καθυστερούσε για να τον δει. Κοίταγε τόσο νευρικά τον χώρο, δίχως να μπορεί να καταλάβει την σημασία του. Ένας μικρός φτωχός, ξύλινος σταυρός εμφανίστηκε πίσω από τις φυλλωσιές. Απομονωμένος, έρημος, με λιγοστά λουλούδια να ποτίζουν το χώμα από τη Βεατρίκη. Ανατρίχιασα στην ιδέα ότι την περίμενε τόσο καρτερικά, τόσο ανυπόμονα να τη δει. Φοβήθηκα τόσο πολύ όταν η Βεατρίκη με λυγμούς της έδειξε τον Αντώνη…

«Να ο Αντωνάκης σου … Εδώ μένει πια …» Έτσι της είπε ξεσπώντας σε κλάματα. Ο φόβος μου ήταν τόσο μεγάλος που κρύφτηκα πίσω από κορμούς δέντρων. Έκλεισα τόσο δυνατά τα μάτια μου που πίστεψα για στιγμή ότι θα έσπαζαν.

Page 65: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [65] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άκουσα το σύρσιμο της φούστας στο χώμα. Το κλάμα της Βεατρίκης, τη σιωπή … Δεν ήθελα να δω, να κοιτάξω. Δεν ήθελα. …

Το ισχνό σώμα τεντώθηκε, σηκώθηκε προσπαθώντας να αποτινάξει το

χορτάρι που είχε κολλήσει στο φόρεμα και στα μαλλιά. «Κερασία, φεύγουμε; Θα φωνάζει ο Αντώνης. Πάμε, έλα σήκω.» Την κοίταζε με δέος και φόβο με το παιχνίδι που είχε στήσει στο μυαλό και

στην ψυχή. Δε μπορεί, δεν γίνεται να μη συνειδητοποιεί την πραγματικότητα… «Πάμε. Νύχτωσε πια για τα καλά.» Δύο μικρά φυτίλια κατεβαίνανε το στενό χωματόδρομο του λόφου. Ένα

φυτίλι κόκκινο, αγνό και αθώο που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να φωτίζει την νύχτα ώστε να βλέπουν τα αστέρια. Το άλλο φυτίλι μαύρο, προβληματισμένο και φοβισμένο που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να φωτίζει τις αναμνήσεις που ήθελε να καταχωνιάσει στο χρονοντούλαπο τόσο απεγνωσμένα.

Τα νεκρά μάτια ζωντάνεψαν, αναζωπυρώθηκαν στη θέα του ξύλινου

σταυρού. Αντώνη … ψέλλισε αγκαλιάζοντας με όση δύναμη είχαν τα ταλαιπωρημένα

κόκαλα τις άκρες του σταυρού. Με περίμενες, μόνο εσένα σκεφτόμουν, μόνο για σένα ανάσαινα. Ήμουν

μακριά, αλλά ήρθα … Η Βεατρίκη σκούπισε τα μάτια, εγώ δειλά- δειλά ξεπρόβαλα από τον γέρικο

κορμό που κάλυπτε το τρέμουλό μου. Μας χτύπησε τόσο δυνατά … Η Θεανώ δεν κατάλαβε, δε γνώρισε, δε συνειδητοποίησε ότι ο Αντώνης δεν ζούσε πλέον.

Το μυαλό αντικαθιστούσε την πραγματικότητα με αυτό που ήθελε να δει με εικόνες δανεικές από ένα παρελθόν με σάρκα και οστά.

Έχει χάσει κάθε επαφή με τη λογική, έτσι είπαν οι γιατροί, κάτι που η Βεατρίκη δεν το δεχόταν και έλπιζε στην καλυτέρευσή της. Το θέαμα όμως, η Θεανώ να μιλάει με το τάφο σαν να δίνει όρκους αιώνιας πίστης στον ζωντανό Αντώνη, την έκανε να δει τη Θεανώ του σήμερα και όχι του τότε, τη Θεανώ που βγήκε με μεγάλη επιφύλαξη από το ψυχιατρείο, τη Θεανώ που ζει μόνο για τον έρωτα του μελαχρινού νέου, την Θεανώ που δεν έχει πια παρελθόν και ούτε έχει ανάγκη να μάθει.

Έφυγα μουδιασμένη, θυμάμαι, για να πάω σπίτι. Η Θεανώ έμεινε όλο το βράδυ εκεί, αγκαλιά με τον ξύλινο σταυρό. Μετά από ένα καλό χρηματικό ποσό που του έδωσε η Βεατρίκη, ο φύλακας την άφηνε να έρχεται όποτε θέλει, ότι ώρα θέλει. Τρία χρόνια περάσανε από τότε, και η Θεανώ συνεχίζει το ίδιο.

Πως; Τόση δύναμη, τέτοιο σθένος; Μόνο εγώ συνεχίζω να είμαι αδύναμη, κάθετη, φοβισμένη…

Καθώς έκλεινα την αυλόπορτα, η φωνή της Θεανώς με σταμάτησε. «Κερασία σ’ αγαπάω! Και εγώ και ο Αντώνης μου. Να προσέχεις!»

Page 66: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[66] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κουνούσε τα χέρια τόσο ζωηρά, το πρόσωπό της έλαμπε. «Και εγώ!»της φώναξα σηκώνοντας το χέρι. Ήταν η τελευταία νύχτα της αθώας, καλής Κερασίας. Φρόντισες καλά για

μένα βασίλισσα του πόνου. Από την επόμενη ημέρα θα γνώριζα για τα καλά τον έρωτα, που τόσο όμορφα λόγια άκουγα από τη Θεανώ και διψούσα απεγνωσμένα να τον γευτώ, έστω, να, έστω και μια σταγόνα ….

Βυθίζεται στη γωνίτσα του βελούδινου καναπέ, ασάλευτη, δίχως αναπνοή να

προδίδει ζωή. Περιμένει. Περιμένει δίχως να δίνει εξήγηση στο πηγαίο θάρρος που την τύλιξε το πρωινό. Άφησε τα μαλλιά να σκεπάσουν το ροδαλό πρόσωπο, να κρύψουν το χρώμα της ντροπής που ξαφνικά χρωμάτισε το πρόσωπο. Σηκώθηκε το πρωί, πλύθηκε, έβαλε το ωραίο γκρι φουστάνι της, έξανε έντονα τη μαύρη κόμη της και πήρε το δρόμο για το μεγάλο σπίτι του χωριού. Δεν σκέφτηκε, δεν συνειδητοποίησε, δεν τρόμαξε παρά μόνο τώρα, αυτή τη στιγμή. Τα λιγοστά λεπτά που περιμένει στην ησυχία του σαλονιού τον ερχομό του Απόστολου Είτα, τα δευτερόλεπτα που εισέρχονται στο μυαλό της Κερασίας και τη γεμίζουν φόβο. Προσπαθεί να κρύψει την νευρικότητα που διέρχεται το κορμί και ξεσπά με το τίναγμα του ποδιού, τα δάχτυλα που ανεπαίσθητα έχουν αγκιστρωθεί στα κουμπιά του φουστανιού, τη ναυτία που έχει ανακατέψει το στομάχι.Το στίγμα της μυρουδιάς που ρέει διάχυτη στον κλειστό βελούδινο χώρο του σαλονιού, αυτή η μοναδική μυρωδιά που χαρακτηρίζει τον κάθε άνθρωπο, διεισδύει με ευκολία στα ρουθούνια της.

« Τσιγάρο με βαρύ άρωμα και μικρές δόσεις κονιάκ…» Η ματιά του πατέρα, τα λόγια την κάνουν να δικαιολογήσει την απόφαση να

έρθει εδώ, στο σπίτι του Απόστολου Είτα. «Μεγάλη τιμή για το φτωχικό μας. Πρόσεξε κακομοίρα μου μη και δεν πας

γιατί ο Θεός κοιτάζει, σου δίνει ευκαιρία για να επανορθώσεις που έβαζες στο πλάι σου το διάολο. Μη μάθω ότι αρνήθηκες ,δεν προερχόμαστε από ακριβά τζάκια για να το παίζεις κόμισσα…» τα λόγια συνέχιζαν να βομβαρδίζουν το άοπλο μυαλό, αλλά η ματιά έπεσε στην αντρική φιγούρα που στάθηκε μπροστά της.

«Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου; Τι δεκάρα θα μου πεις. Όλα τα λεφτά και πάλι απαγορευτικό θα έχω.»

«Γεια …. Γεια σας κύριε Είτα,» είπε άξαφνη, δίχως να μπορεί να κρύψει το χρώμα του αίματος που πότισε ξαφνικά τα μάγουλά της.

«Δεν είπαμε να με λες Απόστολο; Α! δεν θέλω τέτοια. Πάλι σκύβεις το κεφάλι;»

Κάθεται δίπλα της, αφήνοντας την ποτισμένη από τσιγάρο ανάσα να τη μουσκέψει. Δειλά δειλά σηκώνει τα μάτια. Πρώτη φορά παρατηρούσε άντρα από τόσο κοντά. Το σκληρό δέρμα, οι πόροι ερεθισμένοι από το βαθύ ξύρισμα, τα

Page 67: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [67] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σκασίματα στα χείλη, το «καρύδι» που πετάγεται στο λαιμό, η αντρική κολώνια που την τύλιγε τόσο έντονα, κάνοντας την να ζαλίζεται. Τα μάτια του την κοιτούν τόσο έντονα, σχεδόν ερευνητικά. Παραπλανητικά με ιδιάζοντες σκοπούς αν δεν υπήρχε το χαμόγελο να τα ποτίζει με ανείπωτη γλύκα. Το ποτήρι με το κονιάκ εφάρμοσε στο χέρι της.

«Δεν πίνω…» «Σήμερα θα δοκιμάσεις, έτσι για το καλό…» «Εγώ δεν ….» Της άγγιξε στοργικά το χέρι. «Χαλάρωσε Κερασία. Ένα ποτό είναι, μην ξεχνάς ότι είμαστε μόνοι, δεν

πρόκειται να σε μαλώσει ο πατέρας σου. Θα κάνουμε μια συμφωνία. Προσπάθησε να χαλαρώσεις και να σταματήσεις να αισθάνεσαι άβολα, δες με σαν φίλο, και εγώ από τη μεριά μου θα σου πω κάτι που πιστεύω ότι θα σε ενδιαφέρει πολύ. Σύμφωνοι;»

Η περιέργεια κίνησε τα νήματα. «Σύμφωνοι.» «Κόλλα το λοιπόν.» Το χαμόγελο τύλιξε την Κερασία, ένα χαμόγελο που γρήγορα μετατράπηκε σε

γέλιο με το χέρι του Απόστολου στον αέρα περιμένοντας για την «επισφράγιση» της συμφωνίας.

«Έτσι μπράβο. Είσαι τόσο όμορφη όταν γελάς που απορώ που δεν το κάνεις πιο συχνά.»

«Δε βρίσκω του λόγους.» «Αιτίες;» «Ή αφορμές....» «Μονολεκτικές απαντήσεις, πολλές φορές όμως τσεκουριές. Τόσο μοναχική

και προστατευτική;» Στην άκρη των χειλιών άφησε την γεύση του ποτού να την δροσίσει. «Πρώτη φορά δοκιμάζω αλκοόλ. Παράξενο είναι.» Βούλιαξε ακόμα πιο βαθιά στο μαξιλάρι, αφήνοντας τον εαυτό της να

μαγευτεί από τα παιχνίδια του αλκοόλ στη θέα του παρθένου οργανισμού. Μέσα της, το αισθάνεται να διεισδύει σε κάθε σημείο, σε κάθε γωνία να παρασιτεί με τη δύναμή του, τον πόθο να εκφυλίσει κάθε αμόλυντη επιφάνεια με την αίσθηση της ελευθερίας και της πρωτόγνωρης γαλήνης.

«Έ, με το μαλακό. Πας ήδη για το δεύτερο.» Ότι πιο φυσικό για την Κερασία ήταν να ντραπεί, να κοκκινίσει, να σκύψει το

κεφάλι. Όχι όμως τώρα. Τον κοίταξε κατάματα. «Δεν παθαίνω τίποτα ….. Απόστολε.» Τον είπε με το μικρό του όνομα. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο ώστε να αδειάσει

γρήγορα το ποτήρι, παρακαλώντας το θάρρος να δυναμώσει, το θράσος να την αποτελειώσει. Ένιωθε το βλέμμα του να την επεξεργάζεται, να επιβάλλεται στο

Page 68: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[68] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σώμα με μια ανείπωτη δύναμη, τόσο που την έκανε να σκιρτά στην φιγούρα που πια καθόταν κολλητά δίπλα της.

«Άλλο ένα σίγουρα έτσι; Καλό δεν είναι;» Θεέ μου αν και πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, ποτέ μου δε θα την ξεχάσω

εκείνη τη ημέρα. Χώρος ασφυκτικός από τα τσιγάρα του, αλκοόλ για πρώτη φορά και μετά ίσως και για πάντα. Το έκανα ταίρι μου, να έχω κάτι να μοιράζομαι με σένα κυρά μου. Ζαλιζόμουν… ζαλιζόμουν τόσο γλυκά αισθανόμουν τόσο ελεύθερη από εγκλωβισμένες σκέψεις και ενοχές, γέλαγα … γέλαγα με έναν άγνωστο άντρα τόσο γάργαρα και αυθόρμητα, μέχρι που κάποια στιγμή ήθελα να κλάψω, να βγάλω από μέσα μου όλη αυτήν την κλεισούρα και την σκοτεινιά που μαράζωνε τη ψυχή μου … ¨Ήμουν τόσο αθώα τότε, τόσο απονήρευτη.. Σχεδόν φυτό. Το ήξερες εσύ, έτσι δεν είναι; Μέσα από τον καπνό του έδειχνες την παρουσία σου, από τα μάτια, τα δικά σου σκληρά μάτια. Πως μπόρεσες;

Τα σκληρά χέρια αγγίζουν το ροδαλό πρόσωπο. «Είσαι πανέμορφη Κερασία. Πανέμορφη … Σαν τη μάνα σου. Ίδιες γωνίες,

όμορφο χαμόγελο. Θλιμμένα μάτια.» Κρεμάστηκε από τα ποτισμένα με κρασί χείλη του. «Τη μάνα μου; Την γνώριζες; Ήξερες τη μάνα μου;» Δεν το πίστευε αυτό που μόλις άκουσε. Η μάνα της … Ποτέ δεν τη γνώρισε,

δεν την αισθάνθηκε, δεν την είδε από φωτογραφία. Ο παπά- Γιώργης ούτε μια φορά δεν της είπε κάτι, να , οτιδήποτε το παραμικρό. Πως ήταν, τι χρώμα μαλλιών είχε, τι της άρεσε. Τίποτα. Ένα ξερό «πέθανε στη γέννα» και τίποτα άλλο. Μόνη μεγάλωσε, με την φροντίδα των ευσεβών πιστών, γριούλες που πίστευαν στην εξιλέωση με το να φροντίσουν για λίγες ώρες το βρέφος. Και να τώρα … Βρέθηκε κάποιος που την είχε δει, την ήξερε, γνώριζε τη χροιά της φωνής της.

«Ηρέμησε μικρή μου. Την ήξερα, άλλωστε όλοι ήμαστε από μικρά παιδιά εδώ.»

«Πες μου … σε παρακαλώ, τα πάντα πες μου …» Ο πόθος … πόθος που σιγόκαιγε τα μάτια, την ψυχή, τη δίψα να μάθει για την

μάνα. Γέλα, γέλα σκύλα. ΟΙ αποκαλύψεις με φέρανε εδώ που είμαι. Αυτά που είπες

εσύ μέσα από το στόμα του. Γιατί; Τι σου έκανα; γιατί όλα σε μένα βασίλισσα του πόνου;

Πήρε στη χούφτα υγρό χώμα. Το έβαλε στα ρουθούνια, μύρισε τη γη που

πατάει το νερό της βροχής που μούλιαζε από το πρωί τον ξύλινο σταυρό. Από το πρωί είχε έρθει. Ξημέρωμα. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Την καλούσε, την φώναζε

Page 69: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [69] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

όλη τη νύχτα. Η πόρτα ήταν καλά κλειδωμένη, δεν μπορούσε να βγει. Η καρδιά σπάραζε, τα μάτια τσούζανε.

«Κάνε υπομονή. Σε λίγο που θα βγει ο ήλιος θα έρθω να σε βρω. Μη αγόρι μου, μη μου στενοχωριέσαι. Έρχομαι να σε προστατέψω.»

Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ξύπνησε τη Βεατρίκη. Η θέα του κλαμένου κοριτσιού, η ικεσία στη ματιά, την έκανε να σηκωθεί και να της ανοίξει την πόρτα.

«Έρχομαι, ζωή μου έρχομαι…» Έκατσε όπως πάντα δίπλα του, αγέρωχος φρουρός στο πλάι του. Το χώμα

λάσπη έγινε στάζοντας από τα δάχτυλά της. «Να φύγουμε Αντώνη μου, έχεις δίκιο. Καιρός είναι…» Ψιχάλες άρχισαν πάλι να κρυώνουν το μικροκαμωμένο κεφάλι. Έτρεμε, όχι

όμως από την παγωνιά της βροχής αλλά στην σκέψη ότι ο Αντώνης ζητούσε απεγνωσμένα να φύγουν. Ήξερε λέει τον δρόμο, απλά θα τον ακολουθούσε. Και η φιγούρα; Πάλι την είδε. Εκεί, μέσα από την ομίχλη του πρωινού, να ξεπροβάλλει η σιλουέτα της γυναίκας με τα κατάμαυρα μαλλιά. Περπατούσε μέσα από τα μνήματα και την κοιτούσε λυπημένα. Ο φόβος την έκανε να κρυφτεί πίσω από το σταυρό.

«Αντώνη μου ποια είναι αυτή; Προχθές που μου είπες να φύγουμε πάλι την είδα. Δακρυσμένα μάτια αγόρι μου …Τι θέλει;»

Όλο και την πλησίαζε, τα μάτια θρηνούσαν, κλαίγανε από πόνο. Φοβόταν τόσο η Θεανώ!

«Φύγε, φύγε από μπροστά μας! Δεν θα μας εμποδίσεις να φύγουμε. Φύγε!» Το κεφάλι κρυμμένο στα σκέλια. Το κλείσιμο των αυτιών. Θα έφευγε. Θα

εξαφανιζόταν όπως και την προηγούμενη φορά. Πρέπει να φύγει … Πέρασαν ώρες που η Θεανώ κειτόταν κρυμμένη πίσω από τον Αντώνη, να σιγομουρμουρίζει προσευχές για να φύγει από μπροστά τους. Τα μάτια …μαύρα θλιμμένα έτοιμα να της μιλήσουν.

«Ποια είναι αυτή Αντώνη μου; Ποια είναι αυτή η ωραία γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά; Φύγε!»

Ούρλιαξε. Διστακτικά, με την διαβεβαίωση του Αντώνη άνοιξε τα μάτια. Σηκώθηκε.

«Έφυγε. Αντώνη μου μπορεί να είναι και η καλή μας νεράιδα. Ξέρεις σαν και αυτές τις όμορφες που βγαίνουν το βράδυ στο ποτάμι και σιγοτραγουδούν, πειράζοντας και παίζοντας η μια με την άλλη. Μα ναι! τι κουτή που είμαι. Στεναχωριέται και κλαίει γιατί την φοβάμαι και δεν την αφήνω να έρθει κοντά μας. Θα της δώσω ωραίο όνομα…. Ελένη…»

«Βρέχει….» Η Κερασία άγγιξε τόσο αισθησιακά τα δάκρυα της βροχής που κυλούσαν στο

τζάμι. Την έπιασε από τους ώμους. «Ωραία δεν είναι ; Γλυκόπιοτη βροχή….»

Page 70: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[70] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ζάλη την είχε κυριεύσει σε κάθε ίντσα του αμόλυντου κορμιού. Η μάνα της! έπρεπε να μάθει, να ρωτήσει, να ανακαλύψει. Τον κοίταξε ικετευτικά.

«Που είναι ο τάφος της; Γιατί δεν τη θάψανε εδώ, στο χωριό; Πες μου σε παρακαλώ!»

Το παραπάτημά της την έκανε να ξαπλώσει ευγενικά στον καναπέ. «Ηρέμησε, έχεις ζαλιστεί. Ηρέμησε.» «Πες μου! Σε εκλιπαρώ. Ο πατέρας ποτέ δεν μου μιλάει, αποφεύγει έστω και

να θυμηθεί ότι κάποτε είχε γυναίκα, τη μάνα μου. Σε παρακαλώ…» Μάτια θολωμένα, υγρότητα στις βλεφαρίδες, ικεσία. Την αγκάλιασε τόσο

παρορμητικά, ανυπόμονα. Την έσφιξε στα χέρια του, μύρισε το λαιμό της. «Σώπα όμορφή μου εσύ, σώπα …» Ο πόθος που ένιωσε όταν την αντάμωσε, η μαυροφορεμένη φιγούρα που

πάντα το κεφάλι κοίταγε το χώμα, η δίψα να πιει από τα χέρια της νερό. Την ήθελε τόσο πολύ. Αγνή και αμόλυντη…. Στεγνή ….

Με λύσσα άρχισε να ανοίγει βίαια τα κουμπιά του φουστανιού. Δεν έδινε σημασία στα ουρλιαχτά , στο τρέμουλο του κορμιού, στο τίναγμα του ποδιού όμοιο με του ετοιμοθάνατου ζώου. Την είχε σκεπάσει τόσο δυνατά με το βάρος του, η παλάμη της έκλεισε ερμητικά το στόμα.

Η αναπνοή ανακυκλωνόταν μέσα μου, οι φλέβες στο κρανίο έτοιμες ήταν να

σπάσουν το κέλυφος και να με πνίξουν, σαν ρίζες γέρικου δέντρου. Έτσι το θυμάμαι, έτσι το περιγράφω. Σαν λυσσασμένο σκυλί που εκδικιόταν το ανθρώπινο γένος με τα γρυλίσματα και τις δαγκωνιές του. Το θολωμένο του μάτι, η αδυναμία να αποτινάξω το ανθρώπινο βάρος από πάνω μου. Ο ιδρώτας του έπεφτε πάνω μου οξύς και κάθετος, στάλες πόνου και αηδίας μάρτυρες στον αβυσσαλέο αγώνα που έκανα για να τον σταματήσω. Ήμουν τόσο αθώα. Πως πίστεψα, πως μπόρεσα να πιστεύω ότι οι προθέσεις θα ήταν μόνο φιλικές; Έτρεμα θυμάμαι είχα κλειστά τα μάτια παρακαλώντας να σταματήσει ο πόνος.

Μεθυσμένη από το ποτό να μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό η περιγραφή της Θεανώς για τη μαγεία του έρωτα, την κορύφωση όταν τα κορμιά μετατρεπόντουσαν σε πύρινη καθαρή ενέργεια, λάβα και τους πέτρωνε στο βωμό της αγάπης. Τι σκληρό που ήταν για μένα. Ήταν τόσο μακριά ο έρωτας του Αντώνη και της Θεανώς από τη δική μου τη στιγμή. Πως ήθελα να κλάψω! Αυτό είναι ο έρωτας; Τόσο κενό, τέτοιον πόνο ανταμώνεις όταν ενώνονται τα κορμιά; Τα γένια του λεπίδες στο κορμί μου, τα χέρια του θηλιά που μ’ έπνιγε σιγά- σιγά. Αντώνη, Θεανώ, ελάτε να με πάρετε, δώστε μου το χέρι σας, μη με αφήνετε. Το ίδιο γνώριμο χέρι … Πάντα εσύ μου απλώνεις το χέρι σου, βασίλισσα του καπνού. Το ίδιο σταφιδιασμένο χέρι…. Πάντα εσύ …

Page 71: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [71] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το σεντόνι ημικάλυπτε τη γύμνια της. Το κεφάλι σκυμμένο, κόκκινο, σαν την απόδειξη παρθενιάς που υπήρχε διάχυτη, στάμνα αγνότητας στο λευκό σεντόνι. Ο Απόστολος Είτα σκόρπιζε διάχυτα στην ατμόσφαιρα κρίκους καπνού.

«.. Μικρή μου Κερασία..» Την αγκάλιασε. Από το δάγκωμα των χειλιών κατάλαβε ότι πονούσε. «Θα περάσει. Λίγες στιγμές είναι μόνο.» Της σήκωσε μαλακά το κεφάλι. «Κοίτα με.» Αποφυγή βλέμματος. «Κοίτα με, σου λέω!» Με δισταγμό. «Μην αισθάνεσαι άσχημα. Ήταν τόσο ωραίο, μην το χαλάς με ντροπές και

ενοχές.» Αμίλητη. «Θα είναι το μικρό μας μυστικό. Κάτι δικό μας.» Σηκώθηκε από το κρεβάτι πάντα καλυμμένη με το σεντόνι. «Είσαι πολύ όμορφη. Το κοριτσάκι μου.» Ασάλευτη. «Βγάλε το σεντόνι. Θέλω να θαυμάσω το κορμί σου.» Πιο πολύ το έσφιξε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Την πλησίασε. Τα δάχτυλα λύσανε τον χοντρό

κόμπο. Γυμνό κορμί σε θέα. Άγγιξε το στήθος, την κοιλιά, την μέση. «Πάω να φέρω το φουστάνι σου από το σαλόνι. Μέχρι να έρθω, θέλω να

κοιτάς την πόρτα, έτσι γυμνή. Το πρώτο πράγμα που θα αντικρίσω να είναι το κορμί σου.»

Το μούδιασμα την ακινητοποίησε. Ούτε πέντε λεπτά δεν πέρασαν, χρόνος αρκετός για να φανεί αιώνας. Στεκόταν όρθια, στην μέση του δωματίου, γυμνή, κρατώντας το λεκιασμένο της σεντόνι.

Μάτια υγρά …. «Δε μου είπες τίποτα για τη μάνα μου,» ψέλλισε καθώς μπήκε μέσα στο

δωμάτιο. «Αύριο.» Η απόλυτη ησυχία την έκανε να ανησυχήσει. «Θεανώ … Θεανώ που είσαι κοριτσάκι μου;» Πέταξε βιαστικά την τσάντα στην καρέκλα, ψάχνοντας ανήσυχα τα δωμάτια.

Την βρήκε κουλουριασμένη στο χαλάκι της κουζίνας να κοιμάται. «Πάλι τα ίδια. Πάλι μου κοιμάται κάτω» Ξεφύσηξε η Βεατρίκη φέρνοντας

βιαστικά την κουβέρτα για να τη σκεπάσει.

Page 72: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[72] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το βλέμμα έπεσε στη σφιγμένη χούφτα. Κάτι κρατούσε τόσο δυνατά, σαν χαρτί. Όσο πιο απαλά μπορούσε το τράβηξε. Φωτογραφία. Το σεντούκι της εισόδου ανοικτό. Φωτογραφία.

«Αχ! Θεέ μου η Ελένη». Νωχελικά η Θεανώ άνοιξε τα μάτια. «Η νεράιδά μου. Τη βρήκα στο κουτί. Έφερε εικόνα για να την έχω πάντα

μαζί μου. Ήρθε και το πρωί να με δει.» Σταθεροποίησε το χέρι της για να μη σωριαστεί. « Τι είναι αυτά που λες; Που την είδες;» «Μην τρέμεις. Είναι καλή και αγαπάει και εμένα και τον Αντώνη μου. Μην

τη φοβάσαι.» «Κοιμήσου. Κοιμήσου τώρα.» Με θάρρος πήρε τη φωτογραφία και την αγκάλιασε σαν κούκλα, σαν ένα

αγαπημένο παιδικό παιχνίδι. «Θυμάται…. αρχίζει και θυμάται τη μορφή της. Θεέ μου, τι να κάνω;» Στο γραφείο είχε το τηλέφωνο του γιατρού που την κούραρε στο ψυχιατρείο.

Ήταν η μόνη λύση. «Το γιατρό παρακαλώ. Είναι επείγον..» Τα τρεμάμενα χείλη μετά βίας άφησαν να βγουν λέξεις. Και αν θυμηθεί; Αν

το μυαλό ξεμπλέξει, επανέρθει στην πραγματικότητα; Το άμοιρο δεν θα το αντέξει. Η βροχή την είχε καταρρακώσει. Η Κερασία στη λάσπη. Δεν την ένοιαζε.

Έτρεμε ακόμα, ο πόνος εγκαταστάθηκε για τα γερά μέσα της. Στάθηκε μπροστά του, με τα χέρια κάτω, σαν μαριονέτα που περιμένει το νήμα για να κινηθεί.

«Γεια σου Αντώνη…» Το ξύλο μουλιασμένο. «Δεν είχα που αλλού να πάω. Μόνο εσάς έχω. Έψαχνα τη Θεανώ αλλά δεν

είναι εδώ. Φεύγω….» Δύο βήματα έκανε μόνο και σταμάτησε. Πόσο ανάγκη είχε από μια αγκαλιά,

αγκαλιά φίλου και συντρόφου. Η λογική την παρότρυνε να φύγει μακριά, το συναίσθημα όμως….

« Αισθάνομαι … αισθάνομαι τόσο βρώμικη, τόσο φθηνή. Αν είναι έτσι ο έρωτας, τότε εγώ δεν θέλω να τον ζήσω, να τον νιώσω, ποτέ μου. Το ακούς; Μιλάτε για μαγεία και ασφάλεια, για άστρα, για έρωτα ανθρώπινης ψυχής. Που είναι; Ποια είναι; Εγώ μόνο τον πόνο και την αηδία αισθάνθηκα όταν έπεσε πάνω μου, τα χέρια του να με αγγίζουν τόσο χυδαία! Γιατί με κοροϊδέψατε; Γιατί μου τα είπατε όλ’αυτά;»

Οι φωνές της καλύφθηκαν από την επιβεβαίωση της αστραπής. «Κοίτα με! Έτσι έτρεμε και η Θεανώ όταν κάνατε έρωτα, τέτοιο κενό να την

κατατρώγει και να τη χτυπά; όχι, όχι σίγουρα όχι. Μόνο σ’ εμένα. Εγώ, η κενή, η δίχως ζωή, η άπειρη. Γιατί;Αυτά όμως κάποτε. Κοίτα που είσαι τώρα. Θαμμένος.

Page 73: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [73] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Νεκρός. Κοίτα τη Θεανώ. Τρελή, να πιστεύει ότι ζεις, ότι είστε μαζί δίχως να αναρωτιέται πως είναι η μυρωδιά του σώματος σου, η παρουσία σου, οι τάφοι που σε περιβάλλουν. Μιλάτε για απόλυτη αγάπη. Ζείτε σε ψέμα, στην τρελά και στην παραφροσύνη. Ξαναζείτε σκηνές και αισθήματα που τα έχει πάρει πια ο χρόνος και δεν σας τα επιστρέφει. Ποτέ μ’ ακούς; Ποτέ! Ζείτε σε αποκαΐδια του παρελθόντος, της λήθης. Ζείτε…»

Οι σπασμοί την σταμάτησαν. «τουλάχιστον ζείτε …» είπε ψιθυριστά κοιτώντας το σιωπηλό τάφο. «Συγνώμη..» Με δάκρια στη ψυχή αγκάλιασε το σταυρό ξεσπώντας σε κλάματα. « Συγχώρεσέ με …» Η δυνατή βροχή, τα δάκρυα, η αγκαλιά…. Μια αγκαλιά τόσο δυνατή να

σπάσει τα όρια ζωής και σιωπής, χέρια αγάπης να μετατρέψει τον σταυρό δίνοντας στην Κερασία την παρηγοριά και την στοργή που τόσο πολύ αναζητούσε εκείνο το πρωινό.

Εισέβαλλα κανονικά εκείνη την ημέρα στον κόσμο της Θεανώς. Όταν

αγκάλιασα το ξύλο, σάρκα καλού φίλου μετατράπηκε και με νανούρισε με τον ήχο της βροχής. Είχε τέτοια δύναμη. Απομονωμένος, απόμακρος, κρυμμένος. Από την αγάπη και την λατρεία της Θεανώς βωμός θετικής ενέργειας μετατράπηκε, ναός ανακούφισης για τις πονεμένες ψυχές. Πόσα χρόνια από τότε…. Άραγε θα υπάρχουν ακόμα; … Θυμάμαι, κίνησα να φύγω μετά από ώρα. Βρεγμένη ως το κόκαλο, ανταριασμένη από το τοπίο, γαληνεμένη στην ψυχή από το ξέσπασμα μου. Είχα απομακρυνθεί όταν γύρισα το κεφάλι μου. Ασάλευτος ξύλινος σταυρός. Λες και με αποχαιρετούσε, με ξεπροβόδιζε από το σπιτικό του. Σ’ ένα άτομο γυρόφερνε συνέχεια το μυαλό και η ψυχή μου: Γλυκιά, φτωχή μου Θεανώ…

Ο Ιδρώτας κυλούσε ανεξέλεγκτα στο αντρικό σώμα. Ξύπνησε απότομα.

Έπιασε την καρδιά του. Το μικρό, σκοτεινό δωμάτιο ήταν στη θέση του. Η Θεανώ κοιμόταν τόσο γλυκά στο πλάι του. Όνειρο ήταν, εφεύρεση του μυαλού για να τον ταξιδέψει σε εφιαλτικούς κόσμους. Τη σκέπασε τρυφερά. Άναψε τσιγάρο, βγήκε έξω. Το χρώμα της νύχτας τον τύλιγε, η μυρωδιά του καπνού διάχυτη στο άρωμα του ξημερώματος. Ήχος μαγευτικός, ανατολίτικος ακουγόταν από το δωμάτιο της Ελένης. Τότε την είδε … Την πρόσεξε …. Φιγούρα πίσω από το τζάμι, καλλίγραμμη σκιά να λικνίζεται με το τουμπερλέκι της χαραυγής, σαν το φίδι που υπνωτίζεται ρυθμικά με τους ήχους της φλογέρας. Μαύρη μορφή, να χορεύει τόσο αισθησιακά, αέρινα, λες και σήμα έστελνε στα πλάσματα της νύχτας, στα αερικά και στη φύση, να παραστούν στο χορό των πέπλων της, στο τραγούδι της γυναίκας, στο τραγούδι της Ελένης. Η τελειωμένη γόπα του έκαψε τα χείλη. Δεν το αισθάνθηκε. Η μαγεία ήταν

Page 74: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[74] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τόσο μεγάλη, η φιγούρα τόσο δυνατή ώστε να δώσει αξία σε άλλες αισθήσεις. Ο τρόπος που τίναζε το χείμαρρο των μαλλιών, το λίκνισμα της μέσης, ο ημιφωτισμός που φωτοσκίαζε το σώμα….

«Πανέμορφα δε χορεύει;» Γύρισε άξαφνα για να δει τη Θεανώ να στέκεται όρθια στο πλατύσκαλο της

πόρτας. «Μαγευτικά … Μου φέρνει μια μοναξιά όμως, ένα περίεργο συναίσθημα όταν

την κοιτάζω.» Τύλιξε τα λεπτεπίλεπτα χέρια στο λαιμό του. «Από μικρό παιδί απολαμβάνω αυτό το θέαμα. Πολλές φορές για να κοιμηθώ,

έβαζε τον δίσκο στο γραμμόφωνο, έβαζε μια πανέμορφη λευκή ρόμπα με φτερά και πούλιες και μου χόρευε. Τι όμορφα που ήταν! Θεατρίνα σε περιπλανώμενο θίασο που έπαιζε μόνο για μένα.»

Μείνανε εκεί, κρυφοί θεατές στη πρόβα μοναχικής καλλιτέχνιδας που μόνο τα βράδια εμφανίζεται σαν φάντασμα δίνοντας παράσταση στο σανίδι της ερημιάς.

«Τώρα πια χορεύει μόνο για τον εαυτό της,» ψέλλισε η Θεανώ αγκαλιάζοντας πιο σφιχτά τον Αντώνη.

Από τον πρώτο καιρό της συγκατοίκησής τους, πολλά πράγματα άλλαξαν,

ανεπαίσθητα και σιωπηλά. Ο Αντώνης είχε μετατρέψει το αποθηκάκι σε ένα συμπαθητικό δώμα, φρεσκοβαμμένο, λιτό, με τα απαραίτητα που έφτιαξε μόνος του. Τα χέρια του πιάνανε, απλό ξύλο το μετέτρεψε σε ένα καλό κρεβάτι, κομό, ντουλάπα γερή και εύχρηστη. Μετά την εργασία στα καπνά βοηθούσε με μεγάλη ευχαρίστηση στις δουλειές του σπιτιού. Νερό από το πηγάδι, επιδιορθώσεις σε άτακτα σανίδια και πολυκαιρισμένες τρύπες, βάψιμο στο μουντό χρώμα του ξύλου που αποτελούσε το φράκτη τους. Αγόραζε πράγματα για το σπίτι, τρόφιμα και κάθε λογής, πάντα σιωπηλά και αθόρυβα. Η Ελένη με τη σειρά της, περιόρισε αρκετά τις «πελατειακές» ώρες. Λιγοστά καθήκοντα το πρωί, που ο Αντώνης έλειπε στα χωράφια, διακριτική όταν έβλεπε από το παράθυρο τη Θεανώ να βγαίνει από το δωμάτιο της κρυφά για να πάει στον Αντώνη. Καθόντουσαν όλοι μαζί για φαγητό, σαν οικογένεια, διασκεδάζοντας με το κέφι της Θεανώς. Τα βράδια, ξαπλωμένοι στο χορτάρι, λέγοντας ιστορίες φόβου και έρωτα, ανατριχιάζοντας με το άγγιγμα της νύχτας που πλέον είχε αρχίσει να βάζει το παλτό της. Σιωπηλά … Αθόρυβα… με κινήσεις ….βλέμματα…. όλα γίνανε με σύμμαχο τη σιωπή. Αθόρυβα.

«Σου έφερα κάτι να πιεις..» Την κοίταξε ιδρωμένος, βάζοντας την τελευταία πινελιά στο γδαρμένο ξύλο. «Ευχαριστώ. Το χρειαζόμουν. Οκτώβριος μπήκε και η ζέστη, ζέστη.» Η ματιά της Ελένης κινήθηκε στο χώρο. Οι φρεσκοβαμμένες πέτρες στην

πρόσοψη του σπιτιού, το κοντοκουρεμένο γρασίδι, το καινούργιο χρώμα που έμπαινε

Page 75: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [75] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

σιγά σιγά στο φράχτη, οι λείες σανίδες που αντικατέστησαν τα παλιά φαγωμένα από το σαράκι ξύλα, οι μαργαρίτες στα χρωματιστά βαζάκια, ψυχές – δημιουργήματα της Θεανώς.

«Άλλαξε … Είναι όλα φωτεινά!» Της χαμογέλασε. «Πιάνουν τα χέρια σου Αντώνη. Γιατί δεν ασχολείσαι με την ξυλεία;» Σκούπισε τα χέρια του, στάθηκε όρθιος. «Αυτό σκοπεύω να κάνω. Ο θείος μου έχει ξυλουργείο. Όταν με το καλό

κατέβουμε από δώ, θα ασχοληθώ αποκλειστικά με την ξυλεία.» Η απορία τον κάρφωσε. «Κατεβούμε; Ποιοι εννοείς;» «Δεν σου ανέφερε τίποτα η Θεανώ; Μου κάνει εντύπωση,» είπε αμήχανα

αποφεύγοντας το έντονο βλέμμα της. «Τι θα έπρεπε να μου πει;» Το έβλεπε, ενδόμυχα το ήξερε, το περίμενε. Η συννεφιά στο βλέμμα, η

νευρικότητα στα χέρια, το σπασμένο χαμόγελο. Κοίταξε γύρω της. Κάπου θα έβλεπε τη βασίλισσα του καπνού να τη χαιρετάει, να της γνέφει υπεροπτικά.

«Ετοιμάζεσαι να φύγεις. Θα πάρεις μαζί σου και τη Θεανώ, αυτό δεν είναι;» Η σιωπή της έδωσε την απάντηση που ήθελε. Σταύρωσε τα χέρια. «Θα έρθεις και εσύ μαζί μας, όλοι μαζί. Θα ζούμε στη θάλασσα σε ένα ήρεμο

ψαροχώρι. Με τον θείο μου θα φτιάχνουμε καΐκια και βάρκες, κουφώματα σπιτιών. Έχει λεφτά, μπορεί ίσως όχι στην αρχή, αλλά θα δεις…»

«Σταμάτα!» Σήκωσε επιτακτικά το χέρι. « Δε βρέθηκε ακόμα άνθρωπος που θα μου ορίσει πως θα περάσω την

υπόλοιπη ζωή μου. Κανένας. Την κόρη μου τη ρώτησες ή απλά εσύ έκανες το κουμάντο σου και αν θέλει ακολουθεί; Και ποιος σου είπε ότι αν έφευγα από δω, θα επέλεγα να πάω να ζήσω σε ένα άλλο χωριό, το ίδιο βρώμικο και τρισάθλιο, με ανόητους, στενόμυαλους ανθρώπους που δεν έχουν πώς να περάσουν την βαρετή ζωή τους παρά μόνο με το να πλέκουν δίχτυα και να κουτσομπολεύουν;»

Τα νεύρα της Ελένης, χείμαρρος γλώσσας γίνανε έτοιμο να πνίξει τον Αντώνη στο διάβα του. Προτίμησε να σιωπήσει. Συνέχισε τη δουλειά του, αμίλητος, σιωπηλός.

«Εμένα μη με αγνοείς!» Του έσφιξε δυνατά το μπράτσο. Τα βλέμματα τρελό χορό φωτιάς αρχίσανε,

σπίθες δύναμης για το ποιο θα επικρατήσει. «Τι εγωίστρια που είσαι. Την έχεις ρωτήσει καθόλου πως αισθάνεται σε σπίτι

με ερωτικά αγκομαχητά, άντρες να πηγαινοέρχονται τα βράδια που η νταλίκα σταματάει έξω από το σπίτι; Τίποτα! λες και μένεις μόνη σου, κάνεις ότι θέλεις.»

Διόγκωση φλεβών.

Page 76: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[76] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Όταν πεινάς, όταν δεν έχεις από πουθενά βοήθεια, δεν τα ρωτάς αυτά. Δεν τα υπολογίζεις. Η Θεανώ έτσι μεγάλωσε, ξέρει την κατάσταση και καταλαβαίνει.»

«Απαλύνονται οι τύψεις σου έτσι; Τι τη γέννησες τότε, για να σου φέρνει τις πετσέτες να σκουπίζονται οι πελάτες σου;»

«Πάψε!» «Δούλα σου, να σε υπηρετεί; Εγώ όμως θα την πάρω από δω μέσα…» «Βούλωστο!» «Μακριά από το μπουρδέλο σου!» Το χαστούκι της Ελένης θεωρήθηκε αρκετό για να ηρεμήσει τα πνεύματα, να

βάλει τα σπαθιά στη θέση τους που τόσο ξαφνικά άστραψαν στην αντανάκλαση του ήλιου.

Έπιασε το μάγουλο του. «Τώρα τουλάχιστον ξέρει ο καθένας τη θέση του. Το θέατρο τελείωσε!»είπε

και αργα έφυγε προς το πίσω μέρος του σπιτιού αφήνοντας τον καπνό του τσιγάρου να φωτογραφίζει τον σαστισμένο Αντώνη.

Κανείς δε μίλησε, δεν ανέφερε ποτέ στη Θεανώ τη λογομαχία και το χαστούκι

της Ελένης στον Αντώνη. Κοινό μυστικό, εχθροί – σύμμαχοι προκειμένου να μη χαλάσουν την εικόνα της οικογένειας που είχε πλάσει με το μυαλό της. Ήταν τόσο ευτυχισμένη! Γέλαγε συνέχεια, τα μάτια κύματα αγάπης να λούζουν τις μορφές της Ελένης και του Αντώνη, να χορεύει στον φθινοπωρινό κήπο και να ευχαριστεί συνέχεια τον Θεό και την καλή μοίρα για την όμορφη κατάληξη της συμβίωσής τους. Δεν έπρεπε, δεν μπορούσαν να της χαλάσουν τα βήματα ζωής, πομπούς αναγέννησης για τη κοπέλα με τα πορφυρά μαλλιά. Έδινε χαρά στο σπίτι με τα τραγούδια της, απάλυνε την αμηχανία με τα χαμόγελα και τα αστεία όταν καθόντουσαν στο τραπέζι οι τρεις τους. Η βασίλισσα του καπνού όμως δεν θα καθόταν για πολύ με σταυρωμένα χέρια. Η Ελένη το ήξερε. Ξυπνούσε το βράδυ για να τη βλέπει στο παράθυρο να χαϊδεύει το τζάμι με θέα το δώμα του Αντώνη, να την καλεί να κρυφοκοιτάζει από τις χαραμάδες την ώρα που το σώμα λουζόταν στον ιδρώτα από το μόχθο, να αφουγκράζεται το τρεχούμενο νερό που έγλειφε το δασύτριχο στήθος του. Να τυλιχτεί στις σκιές του ποτού, μεθώντας το μυαλό με απέχθεια και μένος προς αυτόν, να θέλει να χώσει τα βαμμένα νύχια βαθιά στη σάρκα μέχρι αίμα να ποτίσει το σκληρό δέρμα. Ένιωθε τον αέρα της βασίλισσας του καπνού να στροβιλίζεται στο αποπνικτικό δωμάτιο, να φιλτράρεται περιμένοντας εναγωνίως να μετατραπεί σε καταιγίδα που θα τους έπνιγε όλους δίχως σανίδα σωτηρίας. Ο θρίαμβος της γυναίκας που στοίχειωνε τα όνειρα της δεν θα αργούσε να συμβεί. Επωαζόταν, έπαιρνε μορφή περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να τρυπήσει το κέλυφος, να το διαλύσει σε χίλια ανείπωτα κομμάτια και να εξέλθει.

«Φοβάμαι Αντώνη. Αρκετά…»

Page 77: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [77] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ώρα τώρα κάθεται αμίλητη κοιτάζοντας στο τέλος του ορίζοντα. Ο Αντώνης την παρατηρούσε, τη σμίλευε, την θαύμαζε για πολλοστή φορά για την ηρεμία και την ομορφιά της. Απομάκρυνε ευγενικά το τσουλούφι που έπαιζε άτακτα στο πρόσωπο της.

«Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Θα τα καταφέρουμε, θα δεις. Έχει ο ένας τον άλλον, αυτό είναι το σημαντικότερο. Όλα θα πάνε καλά.»

Τη φίλησε στοργικά στο μάγουλο. «Δε φοβάμαι για μας. Η μάνα μου… Πως θα το πάρει; Θα πιστέψει ότι την

εγκαταλείπω.» Σκοτείνιασε το αντρικό πρόσωπο.

«Η μάνα σου… και πάλι η μάνα σου….όλα για τη μάνα σου…» Νευρικά σταύρωσε τα χέρια ρίχνοντας το βλέμμα στην άλλη μεριά της θέας. Έβαλε στοργικά το χέρι στον ώμο του. «Κατάλαβέ με. Δεν μπορώ να την αφήσω έτσι μόνη. Την ξέρω καλά. Δεν θα

έρθει μαζί μας, δεν μπορώ να την σκέφτομαι μοναχή εδώ….» Έσκυψε απογοητευτικά το κεφάλι του . «Εμένα θα μπορούσες όμως…» «Όχι! μην το ξαναπείς….» Η παλάμη της έκλεισε το στόμα. Μάτια τρομαγμένα στη σοβαρότητα των

εκφράσεων. «Είμαι ο άντρας σου, θα γίνω. Ο σύντροφός σου. Θέλω να είμαι ένα με το

άτομο που αγαπώ όσο πιο πολύ στον κόσμο αυτό, κοινή σκέψη, κοινή ρότα στη ζωή. Όταν βλέπω το δισταγμό, τον φόβο στα μάτια σου κομμάτια γίνομαι. Θα με εμπιστεύεσαι τυφλά, θα με ακολουθείς σαν σκιά μου, ένα με μένα, ένα με σένα.»

Κατεβαίνανε τόσο ευτυχισμένοι το δρόμο του λόφου. Αγκαλιασμένοι και

ερωτευμένοι, να φιλιούνται με την σιωπηλή συγκατάθεση των δέντρων, με τον ήχο του πλακόστρωτου, με τον άνεμο που τους τύλιγε τόσο τρυφερά. Μια στιγμή πήρε μόνο, ένα στρίψιμο κεφαλιού πίσω από τον φράκτη του νεκροταφείου. Για δευτερόλεπτα το βλέμμα του Αντώνη έπεσε στους κατοίκους των λευκών σπιτιών. Ανατριχίλα. Ανείπωτο συναίσθημα.

«Πάμε πιο γρήγορα,» είπε και έβαλε στα πόδια του μεγαλύτερη ταχύτητα. Την έσφιξε πιο πολύ στην αγκαλιά του δίχως να καταλάβει τον πόνο που της προξένησε.

Κάπου θα πήρε μυρωδιά το άρωμα σου βασίλισσα του καπνού. Θα σε είδε να

χορεύεις ανέμελα ανάμεσα στα μνήματα, να ξεκουράζεσαι με τους ήχους της πένθιμης καμπάνας, να περιμένεις για τον ερχομό του, να προετοιμάζεις την τελετή υποδοχής. Φύγε από μπροστά μου!

Page 78: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[78] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σιωπηλή. Απομονωμένη. Οι κύκλοι του καπνού από το τσιγάρο της να δίνουν χρώμα στο δωμάτιο των σκιών. Κοντοστάθηκε στην πόρτα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κάτσει δίπλα της. Να γίνει σκιά του ονείρου, να ενσωματωθεί στο σκηνικό της Ελένης, να εισέλθει στον κόσμο της, ένας κόσμος ποτισμένος με μοναξιά και γεύση ποτού, τσιγάρο να αφήνει σημάδια στα λεπτεπίλεπτα δάκτυλα. Πήρε θάρρος όμως. Είχε περάσει καιρός που δεν μιλάνε μεταξύ τους, αποφεύγουν κουβέντες που τόσο πολύ θέλουν να κάνουν. Πήρε θάρρος και με αργά βήματα, κάθισε στην κουρελού δίπλα της. Αθόρυβα, σεβάσμια, θέση κόρης δίπλα στη μάνα. Τα μάτια της Ελένης κοιτάζανε τ’ αστέρια της νύχτας. Σκοτάδι. Μοναδικό φως από την έναστρη βραδιά, τα μάτια της Ελένης που γυάλιζαν τόσο έντονα, το γκρι του καπνού που έσφιγγε αποπνικτικά το δωμάτιο από νωρίς το απόγευμα. Δεν έκανε καμία κίνηση να ανάψει τη λάμπα. Ήξερε τόσο καλά, γνώριζε ότι η Ελένη είναι πλάσμα της νύχτας, εκεί, να κάθεται μόνη στο δωμάτιο, τυλιγμένη στις σκιές, να κοιτάζει από το μικρό παραθυράκι τη νύχτα που σκέπαζε το πέτρινο σπίτι του λόφου. Πολλές φορές δεν καταλάβαινε, δεν μπορούσε να καταλάβει την ανάγκη της για απομόνωση. Το δεχόταν όμως. Δεν την ενοχλούσε. Εκτός από σήμερα. Έπρεπε να μιλήσουν.

«Ελένη…» Της έπιασε διστακτικά το χέρι όσο και αν δεν ήθελε να χαλάσει την εικόνα της φεγγαρόλουστης γυναίκας.

«Πότε θα φύγετε;» Χαμηλή έντασης φωνής σε δωμάτιο ψιθύρων. «Σύντομα … Έστειλε ήδη ο Αντώνης γράμμα στο θείο του.. Με το που λάβει

απάντηση …..» «Είσαι έτοιμη; Σίγουρη;» Το βλέμμα συνεχίζει να εστιάζει στο χάος του ουρανού. «Τον αγαπώ, δε θέλω να είμαι μακριά του.» Χαμήλωσε το κεφάλι από ντροπή, πάντα το έκανε αυτό όταν ξεδίπλωνε τα

αισθήματά της. «Δε θέλω όμως να είμαι και μακριά σου. Δεν μπορώ» Πόσο ήθελε να την αγκαλιάσει, να χωθεί στην αγκαλιά της, όπως τότε που

ήταν μικρούλα και χανόταν στο μαύρο χείμαρρο, στο άρωμα της μάνας που τη μεθούσε με ασφάλεια και στοργή.

«Αν μείνεις εδώ, θα σαπίσεις, θα βουλιάξεις στην ζωή του χωριού. Θα γίνεις άλλη μια Ελένη, αμόλυντη και αρκετά καινούργια για τις χαρές των άξεστων. Δεν θα κάνεις πια όνειρα, θα πετρώσεις. Αυτό θέλεις; Κάποτε σου είχα δώσει την ευκαιρία της επιλογής. Έμεινες. Είδες τι έγινε….»

Η Θεανώ έκλεισε τα μάτια για να αποφύγει τις οδυνηρές σκηνές που τη βασάνιζαν, το τρίξιμο του κρεβατιού, την ανάσα του που την αηδίαζε, το σύρσιμο του παντελονιού του όταν έπεσε δίπλα της. Πιο κλειστά τα μάτια, έτσι μόνο θα φύγουν οι εφιαλτικές στιγμές που έζησε, η φιγούρα του που τόσο βίαια εισήρθε μέσα της δίχως να κοιτάξει την ερωτευμένη ψυχή, δίχως να σεβαστεί ότι ανήκει σε άλλον.

Page 79: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [79] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Το έχω βάλει πίσω μου. Δεν θέλω να το θυμάμαι… δεν μπορώ….» «Έτσι θα είναι η ζωή σου εδώ. Και αν ήταν μόνο ένας, έργο Θεού. Κάθε μέρα,

κάθε ώρα, κάθε στιγμή θα είσαι έτοιμη να προσφέρεις το κορμί σου, να ικανοποιήσεις τις ορέξεις του κάθε χωριάτη. Δε βαριέσαι, ζωή – κρεβάτι.»

«Φύγε Θεανώ. Εδώ δεν είναι μέρος για όνειρα και έρωτες. Φύγε μακριά δίχως να σκεφτείς, χωρίς πισωγυρίσματα. Σβήσε από την ψυχή σου τα χρόνια εδώ, τις αμαρτίες μου …»

«Τι λες τώρα; Τι είναι αυτά που ….». Τη σταμάτησε με το βλέμμα. «Να φύγεις Θεανώ, να τρέξεις μακριά από’ δω. Οι άντρες θα θελήσουν και

άλλο από αυτό που έχεις. Το μουτζό σου θα το γευτούν πολύ και εγώ δε σταματώ κανέναν ή νομίζεις ότι ο Αντώνης θα κάθεται να μιλά για έρωτες και αγάπες όταν κάθε ωρίτσα θα δίνεσαι και σε άλλον..»

Η βασίλισσα του καπνού του πρόσφερε τσιγάρο. Το άναψε. Ο κύκλος του

καπνού εστίασε στην Ελένη. Η βασίλισσα του καπνού του πιάνει τη στύση . Τον κοιτάει με τα πρόστυχα σταχτιά μάτια με νόημα, λες και ο πόνος που νιώθει στο κάτω μέρος μόνο η γυναίκα αυτή που απλώνει μπουγάδα μπορεί να τον γιάνει.

«Άσ’το πια το ποτό. Αμάν πια, δεύτερο δέρμα σου έχει γίνει.» Κοίταξε τη Βεατρίκη θλιμμένα. «Φεύγει … Πάει μακριά. Το σπίτι χωρίς γέλια και φωνές. Άδειο .» «Το ποτό σε κάνει να τα βλέπεις έτσι.» Της πήρε το ποτήρι βίαια από τα υγρά χείλη. «Φεύγει, Βεατρίκη μου, απομακρύνεται από μένα. Μοναξιά.» «Αχ δεν θέλω να ακούω τέτοια. Την καλύτερη ζωή δεν παρακάλαγες για τη

Θεανώ; Το πέτυχες. Βρήκε ένα πολύ καλό παιδί, θα ζήσει σε πιο ωραία, πιο αποδοτικά μέρη. Πήγαινε μαζί τους, τι το σκέφτεσαι;»

Σηκώθηκε νευριασμένη. «Αποκλείεται. Ποτέ αυτό, δε θέλω να γίνομαι βάρος. Εδώ είναι το σπίτι μου.

Εξάλλου μ’ αρέσει ή δεν μ’ αρέσει εδώ είναι το ριζικό μου. Ξέρω ότι ποτέ μου δεν θα φύγω από εδώ. Μόνο στα όνειρά μου.»

«Εδώ ούτε στο σπίτι μου δεν έρχεσαι, τάχα να μην ενοχλείς. Βάλε νερό στο κρασί σου κυρά μου.»

Χαμογέλασε «Μπα! το προτιμώ δυνατό, σκέτο. Μετά από τόσα χρόνια, όπως έχει

συνηθίσει κανείς.» Την αγκάλιασε στοργικά από τη μέση. «Σου χαμογέλασε η τύχη. Τι θα γινόταν η Θεανώ σε ένα σιωπηλό χωριό και

με … με το στίγμα που έχει;» είπε αυθόρμητα η Βεατρίκη.

Page 80: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[80] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Της πουτάνας. Πες το ελεύθερα, δε με ενοχλεί.» «Τα βλέπεις; τα γνωρίζεις καλύτερα Ελένη μου. Το θέατρο του παραλόγου

δεν τελειώνει ποτέ σε τέτοια μέρη. Δώρο θεού ήταν ο Αντώνης για τη Θεανώ μας, δώρο Θεού.»

Η μορφή του κουλουριάστηκε στο μυαλό της. Ένιωθε μίσος να φουντώνει που αυτός ήταν η αιτία για τη φυγή της Θεανώς. Η μοναξιά που θα τη σκέπαζε ακόμα πιο ζεστά, δικό του δημιούργημα. ¨Ήθελε να μπήξει τα νύχια βαθιά στη σάρκα, να του δείξει ότι τον έλεγχο τον έχει μόνο αυτή. Δικό της πιόνι, της ανήκε. Ντρεπόταν τόσο πολύ για αυτά που ένιωθε, όργιζε περισσότερο τον εγωισμό και την έπαρση που τη στόλιζαν. Ένιωθε μίσος ή το μεθύσι την έκανε να της το φουντώσεις περισσότερο, έτσι δεν είναι; Την είχες του χεριού σου, άλλωστε τέτοιου είδους συναισθήματα ξέρεις καλά να τα συντηρείς στα θύματα σου. Ρίξε ξύλα, δυνάμωσέ τα. Δικιά σου η παράσταση, εσύ δίνεις το τέλος. Όλα δικά σου…

Ο καθρέπτης ξεγύμνωνε ανελέητα το γυμνό κορμί. Τα μαύρα μαλλιά

κάλυπταν τα σφριγηλά στήθη. Έτσι την ήθελε. Έτσι ποθούσε την Κερασία. Ρώγες πρησμένες από την πλάση των χεριών, χέρια δεμένα προς τα πίσω, μάτια αγκάθια μπροστά στο είδωλο του τζαμιού. Ξαναπήγε.

Ξαναήρθε πάλι πίσω … και πάλι… τα πόδια ούρλιαζαν να αλλάξουν κατεύθυνση, η καρδιά χτυπούσε όταν ακουγόταν ο ήχος της βαριάς πόρτας να κλείνει πίσω της. Αυτός ήταν πάντα εκεί, πνιγμένος στις σκιές, να την προσμένει. Μόνος. Είχε διώξει και την κυρά που τον φρόντιζε εδώ και χρόνια. Μόνο το βαρύ σύννεφο του καπνού που σκέπαζε ασφυκτικά τον κλειστό χώρο. Τα μάτια φωτίζανε παθιασμένα όταν ανταμώνανε το γυμνό ντροπαλό κορμί της, όταν ξόρκιζε τις βρωμιές του στην άσπιλη σάρκα. Ήταν δικιά του. Το γνώριζε, το ήξερε χρόνια. Περίμενε να ωριμάσει, να πλαστεί, να πέσει στο έδαφος των ποδιών του. Την έβλεπε να τακτοποιεί, να καθαρίζει τη σκόνη που είχε συσσωρευτεί το τελευταίο διάστημα, να σκύβει στο χαλί και να μαζεύει τις στάχτες του.

«Δε θα λέμε πάλι τα ίδια. Γυμνή, εντελώς γυμνή.» Έτσι την ήθελε να κυκλοφορεί στο σπίτι του. Να στρώνει, να ξεσκονίζει, να

πλένει, να μαγειρεύει γυμνή. Αυτός ίσιωνε τα πόδια του στο τραπεζάκι του σαλονιού, ντυμένος με το κουστούμι του. Έσκαγε από τη ζέστη. Δεν τον ένοιαζε, απεναντίας τρελαινόταν από ηδονή καθώς έβλεπε το γυμνό κορμί της Κερασίας να σουλατσάρει μπροστά, τόσο άσπιλο και άπλαστο, πηλός στα χέρια του.

«Κοίτα με στα μάτια είπα.» Το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από την ντροπή, τα δάκρυα που

προσπαθούσε να συγκρατήσει, ο χείμαρρος μαύρου ποταμού σε παρθένες ακτές. Το δάγκωμα των χειλιών της, το τρέμουλο στο σώμα… Το λάτρευε, το ποθούσε. Πόσο ήθελε να το διαλύσει, να παίξει με τα κομμάτια του σαν ζωηρό αγοράκι με τα νέο παιχνίδι του. Σηκωνόταν και τη βουτούσε από το μαλλί. Την πετούσε στο χαλί. Ο

Page 81: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [81] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φόβος την έκανε να κλαίει περισσότερο, τα μάτια θραύσματα πόνου. Την πάταγε με τα γυμνά του πόδια, την έφτυνε.

«Σκάσε άχρηστο θηλυκό, σκάσε σου είπα, και παίξε με τον πούτσο μου. Τολμάς και κλαις μπροστά μου , παλιοπουτάνα.»

Με τη ζώνη τη χτυπούσε στους γλουτούς της, στα οπίσθιά της με δύναμη μέχρι να κοκκινίσουν σαν παπαρούνα του Μάη. Λάτρευε το τίναγμα της σάρκας από το λουρί της ζώνης, το αναφιλητό της από τον πόνο… Δεν του αρκούσε αυτό όμως. Η τέλεια ηδονή ήταν όταν την έβαζε μπροστά από τον καθρέπτη. Της μάζευε προσεκτικά τα μαλλιά, τη φιλούσε απαλά τον ώμο, τον λαιμό. Η μυρωδιά τον τρέλαινε, την ήθελε ακόμα περισσότερο. Όταν σταματούσε να κλαίει πια, έπαιρνε μια γαλήνια μορφή στο πρόσωπό της. Ήταν τόσο όμορφη. Τότε άρχιζε….

Την τραβούσε τόσο δυνατά από το κεφάλι που πολλές φορές μαύρες τρίχες κολλούσαν στην παλάμη του. Της πίεζε το κεφάλι με τόση δύναμη στο τζάμι, που νόμιζες ότι θα έσπαγε. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Χνώτα σκέπαζαν το τζάμι, η δική της ανάσα. Και εκεί την έπαιρνε.

«Κοίτα ποια είσαι. Μέχρι και ο πατέρας σου συμφωνεί με όσα γίνονται εδώ πέρα. Σε πούλησε σε μένα. Είσαι δική μου. Ότι θέλω σε κάνω… σε σκοτώνω, ακούς πουτανάκι;»

Τα δάκρυα μούσκευαν τη θαμπάδα του καθρέπτη. «Κανείς δε σε θέλει,βρέθηκα εγώ και εσύ κλαις. Τι ήθελε και σε γέννησε η

αναθεματισμένη; Ούτε για δούλα δεν αξίζεις. Πονάς ε; Πονάς;» Την πετούσε με λύσσα στο κρεβάτι και έμπαινε βίαια μέσα της δαγκώνοντας

κάθε ίντσα του κορμιού της. Της έκλεινε το στόμα, την πίεζε την ώρα που ήταν έτοιμος να τελειώσει να κοιτάζει το πρόσωπο της στο μεγάλο ξύλινο καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας.

«Κοίτα, κοίτα πόσο σου αρέσει. Ναι, είσαι χρήσιμη τώρα, κάπου χρησιμεύεις εκτός από το να καθαρίζεις πατώματα και στάλες κεριών. Νιώσ’το, Νιώσ’το μέσα σου!».

Ούρλιαζε από τον πόθο του, ούρλιαζε από τον αργό θάνατο που της επέβαλλε την τελευταία εβδομάδα. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Η πρώτη επίσκεψη, το ποτό, τα μεθυσμένα χείλη του να ρουφούν άπληστα τη σάρκα. Μετά, μετά ήρθε ο εξευτελισμός. Μέρα με τη μέρα την ισοπέδωνε, την κομμάτιαζε, την πατούσε με τα στιβαρά πόδια υπενθυμίζοντας της την ασημαντότητα της ύπαρξής της. Το μάγουλο της πρησμένο από την ψυχρότητα του τζαμιού, το κορμί μελανιασμένο στα χέρια του, ψυχή χαρτιού παρατημένο στο σωρό με τα σκουπίδια.

Και εσύ … εσύ τιποτένια σκύλα γελούσες με τη μαύρη καρδιά σου όταν με έβλεπες να γυρνάω σπίτι πεθαμένη. Πως; Με τι κουράγιο μπόρεσες να δώσεις τόση μοναξιά και πικρία σε ένα κορίτσι τόσο αγνό και αθώο; Τώρα το βλέπω. Ναι, μετά από τόσα χρόνια. Σ’ έβλεπα παντού. Στο βλέμμα του πατέρα που χαιρόταν που γυρνούσα από το σπίτι του γαμπρού που πάντα ονειρευόταν, σ’ αυτό το βλέμμα που

Page 82: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[82] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διέκρινε την ύλη γη στα μάτια, τις ουλές στην ψυχή, αλλά δεν τον ένοιαζε. Στο βλέμμα της Βεατρίκης που ποτέ δε με ρώτησε, που έβλεπε πόσο ανάγκη είχα από μια αγκαλιά αλλά δεν τολμούσε να σηκώσει τα χέρια. Στο βλέμμα της όταν εκείνη την περίοδο τη Θεανώ την είχαν στο κρεβάτι ναρκωμένη, δίχως να μπορώ να την επισκεφτώ. Στα βλέμματα των χωρικών, που τόσο πολύ ήθελα να ουρλιάξω, να τους πω πόσο σιχαίνομαι την ζωή μου μ’ αυτόν αλλά μ’απόφευγαν. Τόσο μόνη μου….. Από τότε, η πικρία, η μοναξιά μου, η πληγωμένη μου ψυχή ποτέ δε γιατρεύτηκαν. Τη δηλητηρίαζες εσύ βρώμα εσύ…

Κοίταξε το γέρικο σώμα ξαπλωμένο δίπλα της. «Δε μου έχεις πει τίποτα για τη μάνα μου.» Άναψε τσιγάρο. «Αργότερα.»

Μαζεύτηκε στην άκρη του χαλιού ακουμπώντας το κεφάλι στο πάτωμα. Ποτέ δεν της έλεγε. Όλο αργότερα. Μάνα μου, αν είχα τουλάχιστον εσένα γλυκιά μου μάνα.

«Πες μου. Σε παρακαλώ δεν αντέχω άλλο.» Την κοίταξε με τόσο ήρεμο τρόπο. «Έτσι ήταν και αυτή. Υστερική, βρώμα, το παλιοπούτανο. Φύγε μη σε

βλέπω.» Αργό βάδισμα, ετοιμοθάνατο. Με όλες τις δυνάμεις άνοιξε την πόρτα. «Αύριο γλυκιά μου ύπαρξη. Αύριο θα σε περιμένω.» Η εικόνα του Εσταυρωμένου με το αίμα να κυλάει από το αγκάθινο στεφάνι,

ξεπροβάλλει μπροστά της. Σφίγγει τα δόντια. «Αύριο … πάλι.» Σύντομα θα γνώριζα ότι θα αρραβωνιαζόμουν, θα έμενα μαζί του. Χτύπα με

κι άλλο, η τελική πορεία έχει φωτιστεί, έτσι δεν είναι; Χτύπα μας αλύπητα, βασίλισσα του καπνού..

Πάντα είχε αυτή την περίεργη θαλπωρή το σπίτι της Βεατρίκης. Ζεστασιά. Πόσο μου άρεσε να βυθίζομαι στο φως των καντηλιών, στην αχνιστή κούπα καφέ που πάντα με ξεπάγωνε. Ιδιαίτερα σήμερα.

«Μου έλειψες μικρή μου. Καλά είσαι;» Έτοιμη ήταν να βάλει τα κλάματα, να πέσει στη αγκαλιά της ζητώντας

προστασία. «Καλά….» Κοίταξα την κλειστή πόρτα του δωματίου.«Για τη Θεανώ πες

μου!» Η Βεατρίκη δυσανασχέτησε. «Άρχισε να θυμάται τη μάνα της. Όχι φευγαλέα, όχι όμως και κανονικά. Σαν

νεράιδα μου έλεγε. Πανικοβλήθηκα, δεν έχει ξανασυμβεί. Ο γιατρός της έδωσε πάλι φάρμακα.»

Page 83: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [83] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

« Τι είδους φάρμακα; Όλο κοιμάται…» Της έπιασε καθησυχαστικά το χέρι. «Κερασία, αν ποτέ η πραγματικότητα έρθει… δεν θέλω να το φανταστώ.

Καλύτερα έτσι.» Σηκώθηκα νευριασμένη από την πολυθρόνα. «Πως; Σαν νεκρή; Να κοιμάται όλη μέρα δίχως να μπορώ να την βλέπω; Για

ποιον λόγο; Φυτό;» «Ηρέμησε κοριτσάκι μου, ηρέμησε. Εγώ δεν πονώ; για το καλό της είναι.

Κόρη την έχω…. Δες το ψύχραιμα.» «Θέλω να τη δω.» «Πήγαινε. Η κρίση έχει περάσει, πήγαινε.» Τόσο ήρεμη. Γαλήνια σαν ερωτευμένος ξάστερος ουρανός. Η Θεανώ μου.

Κάτω από τις κουβέρτες κόκκινες τούφες να σκεπάζουν το μαξιλάρι. Αναπνοή μωρού παιδιού. Της χάιδεψα το πρόσωπο. Όλα ήθελα να της τα πω. Όλα … Για την κατάρα μου να μπλέξω με τα αρρωστημένα παιχνίδια του Είτα, για το απέραντο κενό που αιωρούμουν όλο και πιο έντονα, για τη συνάντηση μου με τον Αντώνη … Όλα.. Κοιμόταν τόσο όμορφα!

Άνοιξε τα μάτια σιγά – σιγά, Λάζαρος μέσα από το βίαιο ξύπνημα του. Με

έσφιξε δυνατά,με φιλούσε ασταμάτητα. Μαύρο, κόκκινο λιωμένο,χυμένο στο ίδιο καλούπι.

«Που ήσουν Κερασία; Εγώ .. ένας κύριος ήρθε και μου έδωσε κάτι λέγοντας μου ότι θα ονειρευτώ ότι λατρεύω και αγαπώ περισσότερο. Είδα και εσένα Κερασία μου εκεί στο λόφο. Εγώ, ο Αντώνης μου, εσύ, όλοι στο πέτρινο σπίτι στο λόφο. Τι γέλια που ρίχναμε!»

Τη φίλησα γλυκά στο μέτωπο. «Ωραία θα ήταν. Όμορφα. Ξεκουράσου, κοιμήσου.» «Ο Αντώνης μου; Που είναι ; πρέπει να πάω.» Πέταξε την κουβέρτα από πάνω, λαχτάρα να πέσει στα στιβαρά «δοκάρια»

του. «Όχι. Μια χαρά είναι , κοιμάται. Μην τον ξυπνάς Θεανώ μου.» Αναγνώρισε την ειλικρίνεια στο βλέμμα μου. Ξάπλωσε. «Το ξέρεις το πέτρινο σπίτι στο λόφο; Εδώ, στο χωριό, στην άλλη του άκρη,

εκεί ήμασταν όλοι.» Η πέτσα ανατρίχιασε. Εκεί έμενες… «Τι παράξενο όνειρο! Εκεί θέλω να πάω Κερασία. Πάμε τώρα.» Της άγγιξα στοργικά το ισχνό πρόσωπο. «Ξεκουράσου πρώτα, κοιμήσου. Θα πάμε με την πρώτη ευκαιρία.» «Μου το υπόσχεσαι;»

Page 84: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[84] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

« Στο υπόσχομαι. Θα πάμε.» Κίνησα να φύγω, αλλά η Θεανώ μου φώναξε: «Ήταν και άλλος μαζί μας

Κερασία, άλλη. Η νεράιδα με τα μαύρα μαλλιά. Μην το πεις όμως.» Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Ακούμπησα στο τοίχο για να μη σωριαστώ. Όλα επανέρχονταν. Το σπίτι της,

η μορφή της Ελένης. Δεν είπα τίποτα στη Βεατρίκη όταν με ρώτησε πως την είδα. Απολύτως τίποτα. Χαιρέτησα και έφυγα παίρνοντας ξανά το μοναχικό μου δρόμο. Είδα τη φιγούρα μου από πάνω- λες και κρέμομαι από τον ουρανό- τη σκοτεινή μορφή μου να κατεβαίνει το πλακόστρωτο δρομάκι. Εκεί, χαμένη στις σκιές του σούρουπου, με βαριά την καρδιά να πηγαίνω σπίτι. Θεέ μου. Επιθυμία μου, όνειρο μου να βγει ένας νέος από τις φυλλωσιές, να με πάρει γλυκά από το χέρι, να το σκάσουμε μαζί στη χώρα του έρωτα, στη γη του Αντώνη και της Θεανώς. Να με κρύψει στην αγκαλιά του, να με κάνει να ζήσω. Σ’ αγαπώ μου λέει…. Το εννοεί… Θα ζήσω μαζί σου αγάπη μου, φως της ζωής μου… Το γεύεται .. Κοιτάζω τα μάτια του και βυθίζομαι στην αγνή, πραγματική αγάπη. Πίνουμε κόκκινο κρασί στο σκοτάδι, γελάμε, αφήνουμε τη φύση να αγκαλιάσει τα παθιασμένα κορμιά μας. Αφήνουμε όρη και βουνά πίσω μας, αφήνουμε τον κόσμο. Εγώ κλείνω τα μάτια και τον αγκαλιάζω. Ασφάλεια. Δε με νοιάζει τίποτα, δεν έχω λόγο να νοιαστώ για κάτι. Όνειρα όλα, ψεύτικα καράβια σε δηλητηριασμένες θάλασσες που σε οδηγούν σε καμένους τόπους. Πάω σπίτι βασίλισσα του καπνού. Δεν με νοιάζουν πια τα όνειρα. Κράτα τα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου, ξαπλώνω στο ξηλωμένο στρώμα. Καληνύχτα βασίλισσα του καπνού. Ευχαριστώ για τη φαρμακερή σου αγκαλιά.

«Πόσες φορές σε έχω μαλώσει; Τι θα σε κάνω Πετρή; Πάλι τα ίδια;» Η αυστηρή φωνή της Βεατρίκης έκανε το παιδάκι να λουφάξει στη γωνία, με

σκυμμένο το κεφάλι. Έβαλε τα γυαλιά της ξεφυσώντας. «100 φορές θα γράψεις ότι δεν πρόκειται να ξαναχτυπήσεις συμμαθητή σου

και δεν θα ξαναπείς λέξεις που δεν αρμόζουν στην ηλικία σου. Άντε, τι με κοιτάς; Άρχισε..»

Φυσούσε τόσο τρομακτικά εκείνο το μεσημέρι, που ρίγη διαπερνούσαν το μεστωμένο κορμί της Βεατρίκης. Αγέρας παγερός, έντονος να τρεμουλιάζει την τόσο καλά προφυλαγμένη σάρκα. Συνέχιζε να διαβάζει απόσπασμα από το «μικρό πρίγκιπα» ρίχνοντας που και που ματιές στο μικρό Πετρή που αγκομαχούσε στην κιμωλία του μαυροπίνακα. Προτιμούσε να διαβάζει παραμύθια ή παιδικά βιβλία στους μαθητές της με σκοπό να διευρύνει την παιδική τους φαντασία, να τους δώσει ώθηση ώστε κάποτε, κάποια στιγμή να ανοίξουν τα φτερά τους κάνοντας το δικό τους ταξίδι στον ορίζοντα της ζωής.

«Έτσι και αλλιώς, το παιδί όνειρα θέλει για να μπορεί να δημιουργήσει τα δικά του» συνήθιζε να λέει στους γονείς που παραπονιόντουσαν για την παραπάνω

Page 85: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [85] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ώρα που είχε καθιερώσει δύο φορές την εβδομάδα. Έτσι εκείνο το μεσημέρι ξεκίνησε με την συνέχεια ενός αγαπημένου παραμυθιού, χρωματίζοντας την κάθε λέξη στα παρθένα αυτιά των παιδιών. Αψήφησε το κρύο που ήταν αρκετά έντονο, γλύκανε τα βλέμματα των μικρών μαθητών που κοιτούσαν παγωμένα τη χαλασμένη σόμπα με το δέλεαρ ενός ζεστού παραμυθιού. Έτσι ξεκίνησε η πρόσθετη ώρα με απορροφημένη τη δασκάλα στην ανάγνωση αψηφώντας την σιωπή που έπεσε ξαφνικά στην τάξη. Δεν πρόσεξε, δεν είδε τη μαύρη σκιά που σιγά σιγά, με βήματα αυστηρά την πλησίαζε. Ούτε το μικρό Πετρή που η κιμωλία είχε πια πέσει από τα χέρια του κοιτώντας με φόβο. Σαν τον αγέρα τύλιξε την τάξη. Παγωμένος ,ανατριχιαστικός, διαπεραστικός. Μόνο όταν έπεσε σαν βροντή η βαριά φωνή του έβγαλε την Βεατρίκη από τον ονειρικό παιδικό περίπατο της. Τον κοίταξε έκπληκτη.

«Εσύ … εδώ;» ψέλλισε προσπαθώντας να κρύψει τη νευρικότητα μπροστά στους μαθητές της.

«Πρέπει να μιλήσουμε. Τώρα αν είναι δυνατόν.» Έβγαλε αέρα πονεμένο από τα σωθικά της. Άφησε τη μαύρη σκιά να την

τσακίζει με το βλέμμα, σχεδόν να την υπνωτίζει. «Εντάξει. Δεν έπρεπε να έρθεις όμως εδώ. Τα παιδιά»…. είπε σιωπηλά και κοίταξε τα φοβισμένα βλέμματά τους. «Έπρεπε να σε δω. Πέρνα από το σπίτι μου. Σε μια ώρα.» Σαν αίλουρος η μαύρη σκιά ξεγλίστρησε αθόρυβα όπως ήρθε, αφήνοντας τη

Βεατρίκη ένοχη και αρκετά τρομοκρατημένη, μακριά από πρίγκιπες, πλανήτες, χαλασμένες σόμπες και τριμμένες κιμωλίες.

«Με τον ερχομό του Μάη αρραβωνιάζομαι.» Η Θεανώ άφησε για λίγο το σφιχτό δέσιμο του μαντηλιού στο «λαιμό» του

Αντώνη. Μάτια φωτεινά, σπίθες, πυγολαμπίδες στο μελαγχολικό εκείνο πρωινό. «Μου το είπε ο πατέρας χτες βράδυ. Το κατάλαβα από το βλέμμα του προτού

ανοίξει το στόμα του και μου το πει. Έκατσα απέναντι του. Μου έβαλε κρασί να πιω. Με χάιδεψε, έπαιξε με τα μαλλιά μου. Κερασία, μου είπε, ο Θεός φαίνεται ότι παρέβλεψε τις αμαρτίες σου, σε θυμήθηκε έστω και αν τον αψήφησες με τα καμώματα σου.»

Τα χέρια της Θεανώς αγγίζουν στοργικά τους ώμους της. «Ο φιλεύσπλαχνος Απόστολος ζήτησε το χέρι μου. Τι τιμή για ένα κορίτσι σαν

και μένα με τέτοια ταπεινή καταγωγή! Ο αρραβώνας θα γίνει αρχές άνοιξης στο σπιτικό του. Εγώ όμως θα εξακολουθήσω να τον συγυρίζω, να τον περιποιούμαι, όχι πλέον σαν κοπέλα που τον βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού αλλά σαν τη γυναίκα του σπιτιού.»

Το βλέμμα της Θεανώς πρόδιδε τρόμο στην απάντηση που θα έπαιρνε.

Page 86: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[86] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δεν τον αγαπάς; Αυτόν… τον Απόστολο δεν τον αγαπάς; Δεν είστε ερωτευμένοι;»

Της αγγίζει στοργικά τα κοντοκουρεμένα κόκκινα μαλλιά. Χαμόγελο πικρίας ξεπρόβαλε.

«Το σίγουρο είναι ότι δεν λέγεται αγάπη ότι σε κάνει να πονάς …»Ψιθυριστά λόγια από ξερό στόμα.

Λιγοστές σταγόνες βροχής δεν ήταν ικανές να σκεπάσουν το σκυθρωπό πρόσωπο της Θεανώς.

«Θα βλεπόμαστε; θα έρχεσαι να μας βλέπεις ή όχι;» «Τι είναι αυτά που λες; Κάθε μέρα, ποτέ και τίποτα δε θα μας χωρίσει!»Την

αγκάλιασε σφιχτά, αφήνοντας τις αναμνήσεις πόνου από τη μαγκούρα του παπά να κατακλύσουν το μυαλό, την πληγωμένη ψυχή να ανταγωνίζεται το μελανιασμένο κορμί από τα ερωτικά χάδια του Απόστολου. Την αγκαλιάζει σφιχτά αφήνοντας την αγνότητα της Θεανώς να γίνει πανωφόρι στο γυμνό, βεβηλωμένο κορμί της. Να της κρύψει τη σπασμένη καρδιά, το σώμα που πλάθεται σύμφωνα με τις ορέξεις και τα ξεσπάσματα των άλλων.

«Ποτέ δεν θα χωρίσουμε οι τρεις μας. Στο υπόσχομαι Θεανώ μου και σένα Αντώνη μου. Ποτέ…»

Γελάς τώρα άσπλαχνη γυναίκα με τα λόγια μου, τα μιμείσαι γελώντας….

Σύντομα θα μου έδειχνες ότι η μοναξιά είναι το μόνο πανωφόρι που καταλήγει στο κορμί, πετσί γίνεται τόσο δεμένο με τα κόκαλα που όταν σε πονάει πονάς, όταν γελάει πονάς, όταν σε αφήνει λίγο, πονάς.

Η Κερασία έφυγε από το χώρο του νεκροταφείου με αργά αλλά αποφασιστικά

βήματα αφήνοντας πίσω τη Θεανώ δίπλα στον αγαπημένο της. Δεν της έδειξε ποτέ τους μώλωπες, δεν της είπε ποτέ για τη σχέση της με τον Απόστολο. Την άφησε να ονειρεύεται ότι όλοι είναι τυχεροί να ζουν τόσο μεγάλους έρωτες και αγάπες, ότι είναι κάτι φυσικό να αγαπάς τόσο δυνατά, πέρα και από την ίδια την ζωή. Κοίταξε από μακριά τη φιγούρα του Απόστολου στο παράθυρο. Έδεσε πιο σφιχτά το μαντήλι, ίσιωσε τη μακριά φούστα, και σήκωσε το χέρι.

Πέρα στους κάμπους, στα χωράφια των καπνών, τυλίγονταν ακόμα τα

κορμιά σαν φτηνό χαρτί τσιγάρου γύρω από το ζεστό ήλιο. Έναν ήλιο που έκαιγε παράξενα, δυνατά για την εποχή, πράγμα που τσίτωνε το δέρμα στις στάλες ιδρώτα που έκαιγαν ακόμα περισσότερο τους εργάτες των καπνών.

Μάζευε, δέσε, φτιάξε, αποθήκευσε. Ρυθμικοί μουντοί τόνοι που ακουγόντουσαν στα αυτιά του Αντώνη τους τελευταίους μήνες, τραγούδια που απλά άλλαζαν σκοπό ανάλογα με τις δουλειές. Καπνά, στάβλοι, βάψιμο, φράχτες και ξύλα, κλάδεμα οτιδήποτε που μπορούσε να κάνει για να βγαίνει το μεροκάματο.

Page 87: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [87] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Όλα συνοδευόντουσαν από το μονότονο ίδιο ρυθμικό τόνο που έδινε ζωή και ελπίδα, εκεί όταν καθόταν χάμω στις σκιές των δέντρων αφήνοντας τα κόκκινα ολόισια μακριά μαλλιά της να σκουπίζουν τον ιδρώτα από το μέτωπο, να του κλείνει το μάτι τσαχπίνικα, κάνοντας τον να γελάει. Έτσι περνούσε ο καιρός αφήνοντας την κούραση και τα γδαρμένα χέρια να τα ξεπλένει η μορφή της Θεανώς. Φιγούρες ανθρώπων να ξεγελούν τη μοναξιά του χρυσού χωραφιού μετατρέποντας το σκερπάνι και το καλάθι όπλα απόδρασης από τη φυλακή της καθημερινότητας. Βουβά, αθόρυβα, με μοναδική παρέα τον ήχο του σκεπαρνιού στο παχύρρευστο χώμα, το θρόισμα των σταχυών όταν ο άνεμος γλυκά τα στροβιλίζει γύρω από τα ιδρωμένα σώματα. Σιωπηλά… εκτός από εκείνη τη ημέρα. Τα κεφάλια ανασηκώθηκαν, τα κορμιά τεντώθηκαν, ανθρώπινο σμήνος μελισσών σάρωσε το χρυσωπό χωράφι μπρος στη θέα των ανθισμένων λουλουδιών. Ο Αντώνης συνέχισε τη δουλειά του δίχως την παραμικρή υποψία του θεάματος των άλλων συναδέλφων του, παρά μόνο άφησε την τσάπα όταν το χέρι του διπλανού εστίασε στον ορίζοντα. Ο δυνατός ήλιος δεν τον άφηνε να δει καθαρά. Βάζει το χέρι αντίσταση στη φλόγα του ήλιου και διέκρινε δύο φιγούρες να πλησιάζουν προς το μέρος του.

«Α ρε τυχερέ, ούτε στα όνειρα μου τέτοιοι κορίτσαροι» ακούστηκε μέσα από το πλήθος.

Δύο λευκές γυναικείες φιγούρες να βγαίνουν μέσα από την αγκαλιά του ήλιου, πνιγμένες στα στάχυα. Τα τεράστια λευκά καπέλα τους, τα λυμένα μακριά μαλλιά που πέφτανε στους ώμους σαν εσάρπα, το άσπρο των φορεμάτων τους που τις μεταμόρφωνε σε αγγέλους σπάζοντας τη μονοτονία του απογεύματος. Η Θεανώ μπροστά, η Ελένη πίσω. Του κουνάει κάτι από μακριά, χαρτί τσαλακωμένο στη χούφτα.

Το γράμμα…..Η απάντηση .. Την πλησιάζει γρήγορα, ανυπομονεί. «¨Ήρθε… το έφερε ο ταχυδρόμος το πρωί από τον θείο σου.» Με φωνή λαχανιασμένη, περίεργη για το περιεχόμενο του. Με γρήγορες

κινήσεις ανοίγει το φάκελο διαβάζοντας άπληστα. Η Θεανώ τον κοιτάζει με λαχτάρα, ο Αντώνης την παίρνει αγκαλιά.

«Όχι μόνο μας περιμένει αλλά θα κάνει και γλέντι που θα κρατήσει μέρες στο γάμο μας. Μέχρι και λεφτά μας στέλνει, μπορούμε να πάμε να τα εισπράξουμε.»

Τη γυρνάει στον αέρα βγάζοντας επιφωνήματα χαράς. Η Θεανώ αφήνει το ηχηρό γέλιο να τραντάξει το ανθρώπινο βουητό κάνοντας το να γυρίσει στη δουλειά του.

«Κορίτσι μου το καταλαβαίνεις; Αρχίζει επιτέλους η κοινή μας ζωή. Σύντομα ξεκινάμε μαζί..»

Τη φιλάει παθιασμένα, ευτυχισμένος για τα όνειρα που σύντομα θα γίνουν και πραγματικότητα. Η σπασμένη φωνή της Ελένης κάνει τη Θεανώ να σωπάσει.

«Πότε φεύγετε; Εννοώ τακτοποιήθηκαν όλα, αύριο, μεθαύριο, σε μια βδομάδα;»

Page 88: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[88] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Σταυρώνει τα χέρια της νευρικά. «Ελένη, δεν είναι αργά να έρθεις μαζί μας. Πες της Αντώνη, τι θα κάνεις εδώ

μόνη σου;» «Τα έχουμε πει αυτά, δε συμφωνείς και εσύ Αντώνη;» Χαμήλωσε το κεφάλι αφήνοντας μια ελαφριά κλίση για απάντηση. «Τις επόμενες ημέρες ,όταν θα είναι έτοιμη και η Θεανώ…» «Άντε λοιπόν, ετοιμάσου για μια καινούργια ζωή..» Την αγκαλιάζει γρήγορα, γυρνάει δαγκώνοντας τα χείλη και με ελαφριά

βήματα απομακρύνεται αφήνοντας το ζευγάρι να την κοιτούν καθώς χάνεται μέσα στα πυκνά ψηλόλιγνα στάχυα. Ο Αντώνης της σφίγγει δυνατά το χέρι.

« Μη μου στεναχωριέσαι. Έχουμε χαρά σήμερα.» Μόνη, βυθισμένη στο ροδόχρυσο χρώμα που έχει βάψει από το πρωί η

φωτεινή ακτίνα τα χωράφια και τους κάμπους. Στην ερημιά, εδώ που δεν την βλέπει κανένας, δεν την αγγίζει τίποτα, αφήνει την ψυχή να στραγγίσει, να εξιλεωθεί με έναν σιωπηλό άηχο θρήνο που μόνο η Ελένη μπορούσε να διδάξει. Απόμερα, μέσα στα στάχυα αφήνει τον εαυτό της να κλάψει, όπως τότε, στα παιδικά της χρόνια που κρυβόταν σε μια γωνίτσα και έκλαιγε δίχως θόρυβο, δίχως να προδοθεί. Έτσι και σήμερα. Δάκρυα ρέουν σαν αίμα από αγκάθινο στεφάνι στην ψυχή, άτακτη φυγή η λύπη που έρχεται με Το φευγιό της κόρης. Το χλιμίντρισμα του αλόγου την έκανε να γυρίσει. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια, κοίταξε την φιγούρα του καβαλάρη που την είχε πλησιάσει αρκετά.

«Μόνη και να κλαις. Θέαμα απίστευτο!» Ξεπεζεύει, αφήνει το άλογό να βοσκήσει ανενόχλητο. «Δεν κλαίω. Τι θέλεις; Πότε γύρισες;» «Χτες … Πήρα τον Ψαρή για βόλτα στην ύπαιθρο, να κυνηγήσω και τίποτα.

Δες που έπεσα…». Γελάει τρανταχτά. Η Ελένη τον κοιτάει νευριασμένη. «Ωραία … έκανες την πλάκα σου. Δεν πας παρά πέρα, άσε με ήσυχη.» Κουνάει το κεφάλι ειρωνικά. « Δεν είναι τρόπος αυτός, ιδιαίτερα για έναν άνθρωπο που σας προσέχει, σας

βοηθάει, σβήνει χρέη…» «Στο ξεπλήρωσα και με το παραπάνω. Στάχτη να γίνει το σπίτι, δεκάρα δε

δίνω πλέον. Ο χρόνος να γύρναγε μόνο…» Το σκαμμένο χέρι της αγγίζει το πρόσωπο. «Ηρέμησε. Μη βγάζεις δόντια…» Με γρήγορες κινήσεις το πετάει από πάνω της. «Φύγε σου λέω. Παράτα με.» Το χέρι τανάλια στο δικό της.

Page 89: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [89] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι έγινε; Σου έφαγε την πελατεία η μικρή; Καλή ήταν για πρωτάρα αν και όχι παρθένα όπως τις λαχταρώ.»

Τον φτύνει με λύσσα, ξέπλεκα μαλλιά καλπάζοντας πιο γρήγορα από το άλογο.

«Έλα δω.» Το χέρι τη βουτάει από τα μαλλιά. Οι βρισιές και οι κατάρες της Ελένης το

δυναμώνουν. Με δύναμη την πετάει στα στάχυα, την ακινητοποιεί με το βάρος του. «Παράτα με …Φύγε από πάνω μου.» Η οργισμένη μορφή, το μίσος στα μάτια της τον ανάβουν περισσότερο. «Σε θέλω Ελένη…» Με δύναμη της βγάζει το στήθος έξω από το φουστάνι. «Θα σε ταπεινώσω περισσότερο, θα στην κόψω εγώ τη γλώσσα… Με τι μικρή

γιατί νομίζεις ότι πήγα; Ήθελα να σε βλέπω να ταπεινώνεσαι, να εξευτελίζεσαι. Την πήδαγα και σκεφτόμουν ότι ήσουν στο διπλανό δωμάτιο…»

«Σε σιχαίνομαι! Άσε με!» Τα ουρλιαχτά της Ελένης κραυγή βοήθειας στον σιωπηλό κάμπο. «Όταν ήμουν μέσα της, αυτό σκεφτόμουν. Εκείνη τη στιγμή τι ένιωθες, πόσο

με μισούσες που κατέστρεφα την παρθένα σου. Έκλαιγε και έκλαιγες και εσύ. Πήδημα για δύο.»

«Όχι!!! Ελεεινέ, άρρωστε…» Τα νύχια μπήγονται με λύσσα στο μάγουλο. Βαθιά σαν ξυράφια. Ο πόνος τον

κάνει να παραμερίσει, βλέπει το αίμα που τρέχει. Ξεσκισμένα ρούχα, αναπνοή βαριά, τρέχει αλαφιασμένη στον κάμπο. Καρδιά πονάει, κλοτσιά χτυπάει, πόνος στο στήθος, μαλλιά στο λίθο.

«Δεν τελειώσαμε παλιοπουτάνα, ακούς; Τρέχα, τρέχα όσο μπορείς.» Τα γέλια ηχούν παντού. Γέλια σαρκαστικά, γέλια ηδονικά βλέποντας το

λευκό φουστάνι να τρέχει ανεξέλεγκτα. Γέλια σαν και τα δικά σου βασίλισσα του καπνού. Παρατηρεί το πρόσωπό του. Στη δεξιά μεριά ουλές που ξεκινούν από το

μάγουλο και καταλήγουν ως τη δεξιά παρειά. Τραύματα που άργησαν να επουλωθούν, πρησμένες κόγχες σε ένα ώριμο αξύριστο πρόσωπο.

«Που το έπαθες; Μοιάζουν σαν ξυράφια.» Με δισταγμό τις αγγίζει. «Αγριόγατα … Μια λυσσασμένη αγριόγατα. Την κανόνισα όμως…» Ο Απόστολος σφίγγει το πρόσωπο της Κερασίας. «Χαίρεσαι που σε λίγο αρραβωνιαζόμαστε; Θα ξεφύγεις και από τον πατέρα

σου και την εκκλησία. Θα μένεις εδώ πια. Λίγο διάστημα έμεινε…» Κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Παρατηρεί το πέτρινο σπίτι στην άκρη του

λόφου ή ότι έχει απομείνει από αυτό. Το σπίτι της Θεανώς.«Ωραία θέα. Ήσυχο,

Page 90: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[90] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απομονωμένο από κόσμο. Με μια καλή ανακαίνιση γκρέμισμα σε ότι έχει απομείνει, θα φτιάξουμε ένα καλό σπίτι.»

Τον κοιτάζει περίεργα. «Δικό σου είναι;» «Ναι. Δεν μπορεί, την έχεις ακουστά την ιστορία. Έμενε μια γυναίκα με την

κόρη της. Ελένη την έλεγαν. Η διασκεδάστρια του χωριού. Έμενε που λες, με την κόρη της τη Θεανώ.»

Την καρφώνει στα μάτια. Προσπαθεί να ησυχάσει την καρδιά της, να μη δείξει τίποτα.

«Κάτι έχω ακούσει, λένε διάφορα στο χωριό». «Τις λυπόμουν τις κακομοίρες, φτωχές, στον ήλιο μοίρα δεν είχαν, τις άφηνα

να μένουν εκεί με λίγο νοίκι. Δε μου πήγαινε η καρδιά να τις πετάξω έξω, παρά τις αντιδράσεις των άλλων.»Ανάβει πούρο, την κοιτάζει μέσα από τα δαχτυλίδια του καπνού. «Η μάνα σκότωσε τον αγαπητικό της κόρης, ένα βράδυ πριν φύγουν μακριά. Με μαχαίρι τον έσφαξε σαν αρνί….. Λένε οι γλώσσες ότι ζήλευε την τύχη της ….»

Χαμήλωσε το βλέμμα. Κρύβει την ταραχή. «Η Ελένη μπήκε φυλακή ισόβια. Το άλλο το δύστυχο λένε ότι τρελάθηκε και

γυρνάει στο νεκροταφείο μιλώντας με τον τάφο του αγοριού. Βγαίνει τις νύχτες και τον ζητά, σαν φάντασμα…».

«Έτσι .. έτσι λένε.» «Δηλαδή εσύ δεν έχει τύχει να την ανταμώσεις στο νεκροταφείο ή στο σπίτι

της δασκάλας; Άξαφνα κάπου;» «Όχι … ποτέ.» Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Την φιλά στο λαιμό. «Είσαι τόσο αθώα που ούτε να κρυφτείς δεν μπορείς. Δεν πειράζει,

καταλαβαίνω. Εμένα όμως πρέπει να μου τα λες όλα. Άντρας σου είμαι.» Το ροδοκόκκινο πρόσωπο της Κερασίας άναψε βλέποντας την έκφρασή του. «Είναι… έχει πολύ καλή ψυχή. Όσο τη γνωρίζω….» Κατάφερε να ψελλίσει σαν μικρό παιδί που το πιάνουν με το δάχτυλο στο

γλυκό. «Ο πατέρας σου ήταν ο πρώτος που έστρεψε τους χωριάτες εναντίον τους.

Την περίοδο που έγινε το φονικό έλειπα. Έμαθα όμως ότι δε δίστασε να οδηγήσει όλο το χωριό στην εξώπορτα του σπιτιού καθώς την έπαιρναν οι αστυνομικοί. Σήκωσε τη μαγκούρα του και την έδειχνε λέγοντας αποσπάσματα και κηρύγματα για τους αμαρτωλούς και την τύχη τους. Δε σου κάνει εντύπωση πως σε άφησε να συνεχίσεις να πηγαίνεις στη δασκάλα γνωρίζοντας ότι η θυγατέρα της Ελένης έμενε εκεί;»

Η Κερασία τον κοίταξε απορημένη. «Πήγαινα κρυφά .. όταν μου το απαγόρευε. Εξάλλου είναι η μοναδική που θα

με μάθαινε γράμματα… Η Θεανώ έλειπε όταν εγώ…».

Page 91: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [91] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τύφλωση. Δεν πέρασε σχεδόν ούτε μήνας που μου έβγαλες το μαντήλι και

είδα. Τι ψεύτικη ζωή. Τότε δεν κατάλαβα που οδηγούσε την κουβέντα, ήμουν ναρκωμένη που έβγαινα σιγά σιγά από το γλυκό ύπνο. Έπρεπε να το δω μόνη μου…

Όλα έπρεπε να τα δουν τα μάτια μου. Και αυτά και άλλα…. Τι ειρωνεία ο ένας ψεύτης να προσπαθεί να ξεσκεπάσει τα ψέματα του άλλου. Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί δεν με αφήνεις στην ησυχία μου;’’

Τη χαιδεύει στοργικά στο πρόσωπο, σαν πορσελάνινη κούκλα φοβούμενος να

μη ραγίσει. «Θα φτιάξουμε ένα υπέροχο σπιτικό, εκεί, πάνω στο λόφο. Βαρέθηκα πια να

ταξιδεύω…. Τι πιο ωραιότερο μέρος να αράξω από τον τόπο μου; Άσε που είναι καιρός να πάψει πια αυτό το μέρος να μένει στο παρελθόν… να πάψουν να φοβούνται το σπίτι του λόφου.»

«Γιατί; Γιατί εμένα;» Με αργά βήματα τη σηκώνει από την πολυθρόνα βάζοντας την να κάτσει

δίπλα του. Της λύνει τον κότσο,και κοιτάζει με δέος τα μαλλιά που φτάνουν ως τη μέση.

- «Είσαι όμορφη… νέα… αθώα… Με μακριά μαύρα μαλλιά…. Μου θυμίζεις κάποια κοπέλα που γνώρισα στη νιότη μου. Έτσι ήταν και αυτή. Με μακριά μαύρα μαλλιά, σαρκώδη χείλη, άσπρο δέρμα, με μακριά μαύρα μαλλιά….»

Που ήθελες να ξέρω τότε; Πες μου, πως ήθελες να ξέρω το πάθος που είχε,

την αρρώστια με την Ελένη; Έπρεπε να περιμένω χρόνια για να μου το πει ο ίδιος. Βασίλισσα του καπνού, δεν μπόρεσες να μου το κρύψεις. Έπρεπε να πονέσω και τότε. . Σαν και σένα ήταν και αυτό. Όλα έπρεπε να τα ακούσω, να τα μάθω, παπάς στον ετοιμοθάνατο. Μόνο που εσύ δεν πεθαίνεις… Είσαι εδώ πάντοτε για να μου υπενθυμίζεις το ρόλο μου, η φτωχή αντικαταστάτρια ενός πόθου που δεν μπόρεσε να έχει ποτέ, μια Ελένη στα δικά του θέλω, στην υποταγή του. Όλα αυτά για μια χούφτα μαλλιά. Τα μαλλιά της.

«Σσσς ! Κάνε ησυχία Αντώνη. Πάλι άκουσα θόρυβο.» Περπάτημα γάτας την έκανε να πάει να κρυφτεί παράμερα, πίσω από τη

μεγάλη λεύκα . Κοιτούσε φοβισμένη ολόγυρα, τα μάτια δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτα στο παχύ σκοτάδι

«Αντώνη, βλέπεις τίποτα; Ακούς;» Απόλυτη ησυχία κυριαρχούσε στη λευκή πολιτεία. «Να το πάλι, κάποιος πλησιάζει. Κλαδί έσπασε.»

Page 92: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[92] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πίσω από τον κορμό της λεύκας η Θεανώ παραμόνευε, έτρωγε το χώρο με τα μάτια της για να ανακαλύψει τον μυστηριώδη επισκέπτη της νύχτας. Δεν άργησε πολύ για να φανερωθεί. Με ανακούφιση είδε τη μυστηριώδη γυναίκα με το λευκό φόρεμα και τα μαύρα μακριά μαλλιά να πλησιάζει στον τάφο. Αμίλητη, λύπη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

«Η νεράιδά μου….Ήρθε πάλι…» «Σσσς! Μη μιλάς δυνατά Αντώνη. Θα μας ακούσει.» Η λευκή οπτασία περπατούσε αργά, με λευκά κρινολούλουδα να στολίζουν

τα μαλλιά φτιαγμένα σε μικρές πλεξούδες. Η ματιά στο χώμα που πατούσε, λευκό σεντόνι να ανεμίζει το φόρεμα στον αγέρα της νυχτιάς. Μαραμένα λουλούδια στην αγκάλη της, ξερόφυλλα του αγρού.

«Α! Σε έναν … μοιάζει.. σε τάφο πάει… Ξύλινο, παλιό τάφο. Δεν ξέρω πως βρέθηκε εδώ… Σκύβει, αφήνει τα λουλούδια μπροστά. Κλαίει ή μάλλον … δάκρυ μαύρο… Σηκώνει τα χέρια ψηλά … Ναι, μαύρα δάκρυα βγαίνουν … Αντώνη, κάποιον έχει χάσει. Θρηνεί η κακομοίρα… Φεύγει… Άκου ο αγέρας φυσάει πιο πολύ. Τι παράξενα πράγματα! Χάθηκε… Η κακομοίρα…»

Δακρύζει και η Θεανώ. Ο τάφος έχει μείνει. Ξύλινος, διαβρωμένος τάφος να φαίνεται στα δακρυσμένα μάτια της.

«Πάω να δω Αντώνη. Θα γράφει όνομα κάτι…Αντώνη; Που είσαι; Αντώνη; Που πήγες; Έλα μη με φοβίζεις. Αντ…!»

Η μιλιά σταματά καθώς ο τάφος στέκεται μπροστά της. Δε διακρίνει καθαρά τα γράμματα του ονόματος. Ξεπλυμένα από τη βροχή. Πηγαίνει πιο κοντά. Πλησιάζει κι άλλο. Ο αγέρας λυσσομανάει παίρνοντας μακριά το κόκκινο μαντήλι στην άκρη του ξύλου. Τα πάντα αστράφτουν, τα πάντα γυρνούν. Διαβάζει τα δυο πρώτα γράμματα. “ΑΝ” ….το τρίτο γράμμα …”Τ” το τέταρτο και το πέμπτο… ”ΩΝ.”. το έκτο “Η”… όλα γυρνάνε τα πάντα αστράφτουν, το έβδομο γράμμα “Σ”. Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε τόσο δυνατό που ακούστηκε μέχρι το χωριό. Η σιωπή ξαναήρθε πιο απειλητική και πιο μόνιμη από ποτέ.

Γυμνή, εξαντλημένη, προσπαθεί να σηκώσει το σεντόνι. Δεν έχει συνηθίσει

ακόμα … Ούτε πρόκειται. Η κυκλοθυμία του Απόστολου ήταν από τα πράγματα που δε συνηθίζει κανείς. Το απόγευμα την έγδυσε βίαια, την πέταξε στο χαλί και της ζήτησε να τον χτυπήσει. Για την ακρίβεια να μπήξει τα νύχια στις ουλές στο πρόσωπό του με όλη της τη δύναμη. Δεν το έκανε. Τη χτύπησε φωνάζοντας, διατάζοντας να το κάνει. Έπρεπε. Δεν μπορούσε. Την έσπρωξε φεύγοντας από το σπίτι εκνευρισμένος. Την έφτυσε. Την κλώτσησε. Κάθεται στην άκρη του σαλονιού γυμνή. Κρατάει τρέμοντας την άκρη του σεντονιού. Σκέφτεται τη μαγκούρα του πατέρα της, ήταν απλά χάδια μπροστά στην ταπείνωση που δέχεται. Δεν κλαίει. Δε νευριάζει. Απλά το δέχεται. Όπως όλα τα πράγματα στην ζωή της.

Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα.

Page 93: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [93] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Σήκω.» Γυμνή. Εξαντλημένη. Σηκώνεται. Ανάβει τσιγάρο και πηγαίνει προς το

παράθυρο. Κοιτάζει το γυμνό κορμί από την αντανάκλαση του τζαμιού. «Θα στρώσεις. Θα μάθεις.» Νιώθει έτοιμη. «Πες μου για τη μάνα μου.» «Δεν είσαι καλό κορίτσι. Γιατί να σου πω;» «Γιατί θα γίνω γυναίκα σου. Γιατί μου είπες να τα λέμε όλα. Γιατί είναι κάτι

που απαιτώ να μάθω.» Η οργή την έκανε να μην συνειδητοποιεί ότι ο τόνος της φωνής της ανέβηκε

πολύ. «Απαιτείς; από πότε έμαθες να απαιτείς;» Μάτια μαινόμενου ταύρου. Μάτια

σαν του πατέρα της. Είναι η μοίρα μου, υποθέτει. Την πετάει με δύναμη στο πάτωμα. Ματώνει ελαφρά. Την κοιτάζει αφ’ υψηλού.

«Αφού απαιτείς, απαιτώ και εγώ.» Ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Την αναγκάζει, τη σπρώχνει βίαια προς το

πέος του. Αστραπιαία την πετάει πάλι κάτω. «Παλιοπούτανο! Σαν και σένα ήταν και η μάνα σου. Δεν δίστασε να σε

παρατήσει νεογέννητη και να το σκάσει με τον πρώτο τυχόντα, έναν αρτίστα από την Αθήνα που έδινε παραστάσεις με ένα μπουλούκι. Τέτοια γυναίκα ήταν η μάνα σου. Τόσο νοιάστηκε για σένα.»

Προσπαθεί απεγνωσμένα να σηκωθεί. Ζαλίζεται. «Όχι, όχι πέθανε στην γέννα. Ο πατέρας μου το είπε.» «Τι περίμενες να σου πει; Ότι σας παράτησε και πήγε να ζήσει μαζί του στην

Αθήνα; Ο έρωτας για αυτήν ήταν βλέπεις δίχως παιδιά και μίζερους παπάδες…» «Όχι … αποκλείεται…» Αίμα βγαίνει από τα τραυματισμένα χείλια. «Αφού λοιπόν απαιτείς, μάθε και κάτι ακόμα. Η μάνα σου ζει.» Παρατηρεί τα βλέμματα των Αγίων που την κοιτούσαν περίεργα καθώς

έμπαινε στο χώρο της εκκλησίας. Περίεργες ματιές, ερωτήματα για την ξαφνική παρουσία της μετά από πολύμηνη απουσία. Κοιτάζει γύρω της. Μόνη. Προχωράει μπροστά. Ανασηκώνει ελαφρά τη φούστα και γονατίζει. Δεν κοιτάει την επιβλητική ματιά Του. Ίσως λίγο το αγκάθινο στεφάνι, τις μυτερές του άκρες. Ακουμπάει τα βλέφαρα στη σφιχτή γροθιά. Αρχίζει κάπως έτσι.

« Από μωρό με γνωρίζεις. Εδώ μεγάλωσα, εδώ έπαιζα περιμένοντας τον πατέρα να τελέσει τη Λειτουργία . Πρέπει να με είχες δει … όλοι σας. Εγώ να είμαι ειλικρινής, δε σας έβλεπα. Δε σας μιλούσα. Τρόμαζα τα βράδια όταν περνούσα απέξω και σας έβλεπα φωτισμένους στο σκοτάδι, τα κεριά που τρεμόπαιζαν στα τζάμια σας. Εδώ μεγάλωσα, τα πάντα εδώ και όμως ντρέπομαι να παραδεχτώ μπροστά Σου ότι

Page 94: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[94] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ποτέ δεν ένιωσα πίστη, αγάπη για όλους εσάς που φρόντιζα καθημερινά. Έπαιζα το ρόλο μου αφού ήξερα ότι δεν μπορούσα να αλλάξω τίποτα, να ξεφύγω από την αγιοσύνη που έπρεπε να νιώθω σαν παιδί παπά γνήσιο παιδί εκκλησίας. Σήμερα όμως δεν ήρθα να κάνω το καθήκον μου. Έχω την επιλογή να μην ξανάρθω αφού σύντομα πρόκειται να παντρευτώ τον άντρα που επιθυμεί ο πατέρας μου. Έχω πάψει να έρχομαι μήνες πια. Δεν ντρέπομαι. Δεν αισθάνομαι ενοχή. Το αντίθετο. Ήρθα για να ζητήσω αυτά που μου ανήκουν. Τόσα χρόνια μέρα νύχτα εδώ… Να τηρώ τα πάντα σε τάξη, να μην αισθάνομαι τίποτα, και εγώ από κερί φτιαγμένη. Ξαφνικά όμως με άφησες να ακούσω, να βιώσω την ιστορία της Θεανώς και του Αντώνη. Να γνωρίσω και εγώ τον έρωτα, τη μορφή της αγάπης, έστω και από αυτή την τρέλα ζωής και θανάτου. Το τετράδιό μου απλά το κλειδί που μ’ έβαζε στον αληθινό κόσμο σε έναν κόσμο που πληγώνεσαι και υποφέρεις, γελάς και δακρύζεις, αλλά ζεις. Ναι.. Ξαφνικά τα πάντα στη ζωή μου γίνανε υποφερτά. Η μαγκούρα, το κενό μέσα μου, το πέρασμα στα χέρια του Απόστολου. Υποφερτά, γιατί ένιωθα ζωή μέσα μου έστω και με πόνο. Ήμουν απαραίτητη σε κάποια ψυχή, ένιωθα αυτή την τρυφερότητα από την μικρή μου αδελφή. Αυτό είναι για μένα η Θεανώ. Η αδελφή που δεν είχα ποτέ, ψυχή που δεν διστάζει να με αγαπά έστω και αν δεν με γνωρίζει από τα παλιά. Δεν είναι τρελή, σαλεμένη όπως την αποκαλούν. Βιώνει τον έρωτα ακόμα, αρνείται να παραδώσει τα όπλα και να κρυφτεί στο καβούκι της.»

Σηκώνεται όρθια. Δεν κοιτάζει την όψη Του. Δε σκουπίζει τα μάτια, δε σκουπίζει τα χέρια από το νευρικό δάγκωμα της μοναχικής της εξομολόγησης.

« Για να γίνει καλά, τολμώ να απαιτήσω τα χρέη σας προς εμένα για όλα εκείνα τα χρόνια που ήμουν πάντα δίπλα σας, που έδωσα την ψυχή μου παίρνοντας μόνο μικρά ανθάκια αγκαθιού. Δεν με νοιάζει για μένα, δεν θα αντιμετωπίσω τον πατέρα για όσα έμαθα για τη μάνα μου. Άλλωστε αυτός με μεγάλωσε… έστω και με αυτό τον τρόπο. Δεν θέλω να του θυμίσω κάτι που μπορεί να τον τρώει καθημερινά όλα αυτά τα χρόνια, να τον απογυμνώνει και αυτόν από την σκληρή φορεσιά του. Οργίστηκα, ήθελα να τον πληγώσω, να τον ταπεινώσω για τη φυγή της μάνας μου. Να τον κάνω να πονέσει για το ψέμα που με έκανε να αποξενωθώ ακόμα περισσότερο από αυτόν … και από Εσένα. Στο μυαλό μου είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτό του μέρους. Δεν μπορώ άλλο… Δεν αντέχω… Εμένα λιώσε με, σύντριψέ με. Όχι όμως τη μόνη αλήθεια που γνώρισα στη ζωή μου, όχι τη Θεανώ. Μέρες τώρα ναρκωμένη στο κρεβάτι της, δε μιλά, δεν κινείται. Μερικές φορές μόνο πετάγεται φωνάζοντας το όνομά του… το όνομά μου…. Τη βλέπω και καταλαβαίνω ότι την καλείς κοντά Σου. Τη φέρνεις ώρα με την ώρα πιο κοντά στην αγκαλιά του Αντώνη. Της προσφέρεις μια θέση δίπλα Σου. Αρκετά δε βασανίστηκε;»

Τον κοιτάζει με πένθος στα μάτια. «Μόνο εσύ… Κάνε την καλά, κράτα τη στη ζωή. Δεν ξέρω τι άλλο πια να

κάνω… τι άλλο να πω… Μην την πνίξεις, μην τη βουλιάξεις γιατί μετά κι εγώ….» Κλείνει την πόρτα πίσω της.

Page 95: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [95] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι οφειλές δεν ξεπληρώθηκαν … οι απειλές κατακεραύνωσαν … Σε έχω στο

πλάι μου βασίλισσα του καπνού.. ακόμα… Η είδηση του αρραβώνα της Κερασίας με τον Απόστολο ήταν η μοναδική

συζήτηση που ακουγόταν σε όλα τα μέρη του χωριού. Στον καφενέ, στους αγρούς, στα κουτσομπολιά των γυναικών. Αν και ο αρραβώνας θα γινόταν σε κλειστό κύκλο, όλα τα στόματα έβραζαν για το επικείμενο γεγονός της χρονιάς. Υφάσματα και πολύχρωμα σεντόνια έρχονταν από την Αθήνα, το φουστάνι της Κερασίας ειδικά για την ημέρα αυτή, ραμμένο στο χέρι με μικρά κίτρινα κρινάκια να στολίζουν το φουρό, από τους καλύτερους ραφτάδες της μεγαλούπολης. Όλοι μιλούσαν, κρυφογελούσαν, ζήλευαν την καλή τύχη της φτωχής Κερασίας. Ο παπα – Γιώργης περιδιάβαινε τους δρόμους του χωριού όλο και περισσότερο, παίρνοντας τα συχαρίκια φουσκωμένος από περηφάνια. Στον καφενέ του χωριού έπινε τα τσίπουρα για την καλοτυχία της κόρης, κρασί για τα γερά θεμέλια του επερχόμενου έγγαμου βίου.

«Πιο χαρούμενος αυτός παρά η νύφη» λέγανε οι όχι και τόσο κακές γλώσσες μια και η Κερασία ήταν πιο απούσα από ποτέ. Το περισσότερο διάστημα το μοιραζόταν μεταξύ του σπιτιού της Βεατρίκης και του Απόστολου πηγαίνοντας αργά στο σπίτι για ύπνο με την ελπίδα ότι ο παπα – Γιώργης θα κοιμάται και δεν θα είναι αναγκασμένη να τον βλέπει. Να θυμάται… να οργίζεται με τη μυθοπλασία της νεκρής μάνας στο κρεβάτι της γέννας. Με την ευκαιρία, ξέκλεβε χρόνο και πήγαινε να δει τη Θεανώ, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα που ο ύπνος δεν έλεγε να φύγει από τα κλειστά μάτια της. Τις προετοιμασίες του αρραβώνα τις ανέλαβε αποκλειστικά ο Απόστολος. Δε γινόταν και αλλιώς. Η Κερασία δεν ενδιαφερόταν για τίποτα σχετικά την τελετή. Το ήξερε και το αποδεχόταν λες και είχαν κάνει κάποιου είδους μυστική συμφωνία κρατώντας ο ένας τα μυστικά του άλλου. Ήθελε τόσα πολλά πράγματα να τον ρωτήσει για τη μάνα της. Να τη δει… έστω και από μακριά. Όταν εξέφρασε την επιθυμία της πήρε μόνο ένα βλέμμα δυσανασχέτησης από τον Απόστολο.

«Σου αρέσει ο πόνος και το δάκρυ. Άστο να πάει, λες και δε σου μίλησα ποτέ…»

Κάποτε θα την έβλεπα από μακριά. Κρατούσε τσάντες στα χέρια της, είχε βγει

να ψωνίσει. Δεν ήταν όπως την είχα φανταστεί. Μικροκαμωμένη, με κοντά σγουρά μαλλιά. Φορούσε γυαλιά ηλίου, δεν μπορούσα να δω τα μάτια της. Γυναίκα ώριμης ηλικίας … η μάνα μου… Την παρακολουθούσα από απόσταση, παρατηρούσα το περπάτημα της, τις κινήσεις του σώματος, έψαχνα για τυχόν ομοιότητες ανάμεσα στο παιδί και το γονιό. Η καρδιά μου θυμάμαι χτυπούσε ανεξέλεγκτα, φαντασιωνόμουν τη γυναίκα που έβλεπα στο πλευρό του πατέρα μου, την ζωή της

Page 96: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[96] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

στο ίδιο χωριό που μεγάλωσα κι εγώ. Στιγμιαίες σκηνές με τον έρωτα που αισθάνθηκε για τον ηθοποιό, έρωτας τόσο δυνατός που δεν δίστασε να με αφήσει για χατίρι του. Άραγε τι θα μου έλεγε αν της εμφανιζόμουν ξαφνικά μπροστά της και της αποκάλυπτα ποια είμαι; Θα έτρεμε, θα με έπαιρνε στην αγκαλιά της και θα έκλαιγε από την οδύνη, θα με φιλούσε τρυφερά αναπληρώνοντας όλα τα νανουρίσματα που ποτέ δεν άκουσα από τα χείλη της; Θα μου χαμογελούσε νευρικά και τυπικά, θα με χάιδευε; ή … μπορεί να με προσπερνούσε αδιάφορα λέγοντας μου ότι δεν είχα και εξακολουθώ να μην έχω καμία θέση στη ζωή της; Ο τελευταίος λόγος με φόβισε αρκετά ώστε να μην εμφανιστώ ποτέ. Ήξερα που έμενε, έψαξα και έμαθα. Όταν αισθανόμουν τρομερή μοναξιά και ήθελα να ξεφύγω από σένα κυρά μου, την παρακολουθούσα σιωπηλά σαν σκιά. Έκλεινα τα μάτια και οδηγούσα τη φιγούρα μου δίπλα της, μάνα και κόρη σε απογευματινό περίπατο. Καλύτερα έτσι. Εξακολουθώ να έχω εσένα δίπλα μου, βασίλισσα των παιδιών, μάνα των καπνών και των σκιών …

Σε μια από τις απογευματινές επισκέψεις η Κερασία βρήκε τη Βεατρίκη

μεθυσμένη. Ο χώρος μύριζε ασφυκτικά αλκοόλ, σκοτάδι κυριαρχούσε παντού. Τη βρήκε στην πολυθρόνα με το κονιάκ στο χέρι. Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι. Ευάλωτη, ζαλισμένη, απόμακρη…

«Σαν την παλιά μου τη φιλενάδα είμαι. Γεια σου Ελένη μου, στην υγειά της ομορφιάς σου!»

«Τι … τι συμβαίνει; Μην πίνεις άλλο.» Ατσαλένιο χέρι την εμποδίζει να της πάρει τη μπουκάλα. «Άσε με! Άσε με και συ… λίγο ποτό δεν πείραξε ποτέ κανέναν, το αντίθετο

μάλιστα..»Γελάει υστερικά. «Σταμάτα! Κοιμάται η Θεανώ.» Το ανήσυχο βλέμμα καρφώνεται στην πόρτα του δωματίου. «Κοιμάται… Έτσι το λέμε τώρα… Κοιμάται εδώ και δέκα ημέρες. Κοιμάται και

δεν ξυπνά. Μιλάει με τα φαντάσματα της, ανοιγοκλείνει τα μάτια και πάλι κοιμάται…»

Τρεκλίζοντας, σηκώνεται. Δε δέχεται τη βοήθεια της Κερασίας. Την πλησιάζει.

«Δεν κοιμάται… πεθαίνει … Πάει στον αγαπημένο της…» «Σταμάτα! Ναρκωμένη είναι, πίνεις και δεν ξέρεις τι λες.» Φωνή Κερασίας πνιγμένη στο λυγμό παρακολουθώντας τη ζαλισμένη

Βεατρίκη να περιφέρεται στο σαλόνι. «Δεν τρώει… Με το ζόρι πίνει νερό… Άστη να φύγει, θέλει να πάει κοντά του.

Στο πλάι του τη βρήκα αναίσθητη δίχως πνοή και θέληση για ζωή… Πιες λίγο και εσύ μικρή μου κοπέλα … τόσο μικρή για ένα τόσο μεγάλο καθίκι….» Την πλησιάζει με μεθυσμένα βήματα. Της σκουπίζει τα δάκρυα.

Page 97: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [97] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Κλάψε για σένα … Ξέσπασε, δε βλέπεις εμένα; Μην τολμήσεις μου πεις ψέματα ότι τον αγάπησες. Προξενιό, θέλημα του πατέρα σου…»

«Πιες σου λέω. Ξύπνα Θεανώ, Πέτα τα χάπια και έλα στην παρέα μας. Έλα κοντά μας να πιούμε για τις χαρές της φίλης σου. Στον έρωτα της με τον άντρα αυτόν, με τον Απόστολο τον μεγαλοτσιφλικά μας.»

Γελάει συνέχεια κοιτώντας τη Κερασία που δεν βγάζει άχνα. «Μίλα! Πες κάτι τουλάχιστον, βρίσε, κλάψε, νύφη γίνεσαι!»Βουλιάζει στην πολυθρόνα της.

«Τι κρίμα που θα χάσουμε το μεγάλο γεγονός. Ξέρεις, πρέπει να φύγουμε πιο νωρίς από το καλοκαίρι. Σε λίγες μέρες παίρνω τη Θεανώ και φεύγουμε.»

Σηκώνει το κεφάλι απότομα. «Αλήθεια ή από το ποτό δεν…» Σοβαρεύοντας τη διακόπτει απότομα. «Δεν τη βλέπεις; Χρειάζεται άμεση

εισαγωγή σε νοσοκομείο. Ο γιατρός πολύ φοβάται την ώρα που θα συνέρθει. Η μνήμη επανέρχεται και φέρνει μαζί τη λογική Κερασία. Ισχυρό σοκ την κατάντησε έτσι. Όταν συνέρθει πρέπει να έχει γιατρό στο πλάι της.»

Συνεχίζει να πίνει αφήνοντας την Κερασία να επικαλείται Θεούς και δαίμονες για τη σωτηρία της Θεανώς.

«Και τι άλλο έχω να κάνω σε αυτόν τον τόπο; Αχ Ελένη μου, πόσο σε καταλαβαίνω, πόσο σε νιώθω. Έτσι ήσουν και εσύ. Μόνη, πληγωμένη, ένοχη στα καταραμένα μάτια τους. Μου άφησες το κοριτσάκι σου και εγώ … εγώ τίποτα δεν κάνω για να τη σώσω…»

«Αν δεν είχε εσένα δίπλα της, την προστασία και την αγάπη σου δεν θα επιζούσε. Σε τρελάδικο θα την έκλειναν ξαποστέλνοντάς την πιο γρήγορα…»

Την κοιτάζει απογοητευμένη. «Ενώ τώρα; Στο θάνατο δεν οδηγείται; Ποιο το νόημα;» Κοιτάζει προσεκτικά το δέρμα, τη νιότη της μαυρομαλλούσας κοπέλας, την

αθωότητα που εξακολουθεί να βλέπει μέσα από τα αλκοολούχα μάτια της. «Έτσι θέλω να με θυμάσαι πάντα παιδί μου. Ότι και αν μάθεις κάποτε για

μένα, γύρνα πλάτη, κράτα με αγαπημένη φιγούρα στην ψυχή σου.» «Σαν τι να μάθω;» Της κλείνει γλυκά το στόμα με τα δάχτυλα. «Άνθρωπος είμαι πάνω από όλα. Αδύναμη και ευάλωτη.» «Δεν καταλαβαίνω. Πες μου Βεατρίκη.» Η περιέργεια τη στράγγιζε δίχως να βγάζει τίποτα από τα λόγια της

Βεατρίκης. «Αθώα… Τόσο αθώα…» Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα ότι το να με αποκαλούν αθώα με τόσο τραγικό

ύφος δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ο Απόστολος με είχε αποκαλέσει ξανά έτσι.

Page 98: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[98] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πράγματα που αφορούν την «αθωότητα» μου θα αποδείκνυαν ότι μάλλον ήμουν ανόητη παρά αθώα. Το ξέρω βασίλισσα, εκείνο το βράδυ….

Την ξάπλωσε στο καναπέ, της έβγαλε τα παπούτσια. Έκατσε δίπλα της μέχρι

να σταματήσει το παραμιλητό. Τη φίλησε γλυκά σκεπάζοντας την με ελαφριά κουβέρτα. Πήγε προς το σιωπηλό δωμάτιο της Θεανώς. Πιο αδύνατη από ποτέ, μάτια κόγχες σε πρόσωπο τόσο αποστεωμένο με πέτσες να θυμίζουν δέρμα. Τη σκέπασε καλά. Κράτησε την ανάσα ώστε να μην επιτρέψει στον εαυτό της να κλάψει. Προσεκτικά στέκεται πλάι της. Σκύβει να αισθανθεί ότι αναπνέει. Χνότο ταλαιπωρημένο, άρρωστο.

«Πολέμησέ το. Αγωνίσου για τη ζωή σου, για μένα. Σε έχω τόσο ανάγκη.

Κάν’το για μας Θεανώ.» Φέρνει υγρή πετσέτα και με μητρικές κινήσεις την ξεδιψά. Έμεινε αρκετή

ώρα περιμένοντας να φύγει η έξαρση της φλόγας στο ασθενικό κορμί. «Θα σε προσέχω στα όνειρα μου»

Φεύγει. Αργό μακρόσυρτο βήμα. Δεν ακούει τον ψίθυρο από το αφυδατωμένο στόμα

«Και εγώ….» Νεκρική σιγή επικρατούσε το πρωινό της βροχής σε όλο το χωριό. Παράξενη

σιωπή, νεκρών αναστεναγμός σε ένα πέτρινο σπίτι στην άκρη του λόφου. Με γερμένο το κεφάλι στο υγρό τζάμι άφηνε το βλέμμα να γίνει ένα με τις ριπές της βροχής που άξαφνα τύλιξαν το μέρος. Πόσο της άρεσε να χαϊδεύει το γυαλί του παραθύρου, που κρατώντας τις ρώγες της βροχής μικρά νησάκια υδάτινου πάθους τα βάφτιζε αφήνοντας τη φαντασία της να ταξιδέψει ως εκεί. Έφευγαν αύριο. Μια ζωή εδώ… Η κατάθλιψη που φώλιασε στην καρδιά της βρήκε συμπαράσταση από την συμπεριφορά του καιρού για να της ενισχύσει τα συναισθήματα. Άφησε το ζεστό του χνότο να της θερμάνει την ψυχή. Την έσφιξε δυνατά στην αγκάλη του, της χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά.

«Δε θέλω να μου είσαι έτσι… Από αύριο ξεκινάμε μια καινούργια ζωή. Μικρή, μου θα δεις τη θάλασσα που τόσο πολύ έχεις ονειρευτεί. Γαλάζιο … Μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι.. Πίστεψέ με όταν σου λέω ότι η αίσθηση της αλμύρας στην όσφρηση και στο κορμί σε κάνουν να θες να γίνει ένα μαζί της.»

Του σφίγγει δυνατά το χέρι. «Ωραία θα είναι … Όμορφα…» Η στεναχώρια της έφερνε θλίψη στο ανυπόμονο πρόσωπό του. «Μίλησε μου Θεανώ, γιατί είσαι έτσι;» Κοίταζε με νοσταλγία το χώρο του σπιτιού της, τους κιτρινωπούς τοίχους, το

ξεφτισμένο κυπαρισσί σαλονάκι με τα πολύχρωμα μαξιλάρια. Η ματιά έτρωγε το

Page 99: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [99] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χώρο λες και ήθελε να τον αποτυπώσει τόσο έντονα, που τίποτα δεν θα έκανε να το ξεχάσει.

«Είναι το σπίτι μου… ποτέ δεν έχω φύγει από δώ, ποτέ δεν το έχω αποχωριστεί … Προηγουμένως που αποχαιρέτησα τη Βεατρίκη κόμπο αισθάνθηκα καθώς την είδα να δακρύζει. Δεν μπορώ να αποχαιρετώ.»

«Πάντα οι αποχαιρετισμοί φέρνουν συγκίνηση.» Τη φέρνει κοντά του.«Θα έχεις το δικό σου σπίτι πια. Θα το αγαπήσεις…»

Χαμήλωσε ελαφρά το βλέμμα. «Σπίτι απαλλαγμένο από … διάφορα…» Ξεφύσηξε αγχωμένα. «Ένας από τους

λόγους που δε χωνεύω τη μάνα σου είναι ότι δε σε σεβάστηκε, δεν νοιάστηκε για την παρουσία σου στη ζωή της. Μόνο που το σκέφτομαι τρελαίνομαι. Τόσοι άντρες να πηγαινοέρχονται δύο μέτρα απόσταση από την κάμαρή σου..»

«Δεν είναι έτσι!» Τον κοίταξε ικετευτικά. «Ποτέ δεν ήμουν παρούσα στις επισκέψεις της, φρόντιζε και για αυτό. Έξω…

στο παλιό δώμα, εκεί… σπάνια στο δωμάτιό της. Με φρόντισε όσο καμία μάνα, αν δεν έκανε ότι έκανε, θα είχαμε πεθάνει από την πείνα…»

«Λες και την ακούω να μιλά!» απάντησε νευριασμένος. «Ας δούλευε στα καπνά, πλύστρα, ας έκανε οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Αν μάθαινα ότι ποτέ σε προωθούσε σε κανέναν μα τον θεό θα τη σκότωνα.»

Του κλείνει απότομα το στόμα. «Μη μιλάς έτσι, σε παρακαλώ. Αν μ’ αγαπάς, αγάπα την.» Έδωσε τόπο στην οργή με τη σιωπή του, ξέροντας ότι με το να ισοπεδώσει

και να απομυθοποιήσει την μάνα στα μάτια της, μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα έφερνε στο ήδη φορτισμένο κλίμα.

«Τέλος πάντων, φεύγω… πάω να πάρω τα χρήματα της εξόφλησης. Πριν βραδιάσει θα έχω έρθει ….»

«Και ο άλλος λόγος;» «Τι;» Την κοίταξε αινιγματικά. «Είπες ότι ήταν ένας από τους λόγους… Υπάρχει και άλλος;» Ποτέ του δεν κατάλαβε ότι οι παλμοί της καρδιάς ανέβηκαν ραγδαία από το

δικό σου άγγιγμα βασίλισσα του καπνού… Ο φόβος στα μάτια… Μην προδοθεί …Ξεκινούσε… Εκείνη την ημέρα είχε πυροδοτηθεί η εκκίνηση στον κόκκινο κύκλο που τους παγίδεψες… Τα σημάδια χαράχτηκαν… Άρχισε ο κύκλος σου να σφίγγει… ασφυξία….

«Έτσι είπα; Δε θυμάμαι… Ασυναρτησίες… τα λέμε το βραδάκι, σ’ αγαπώ.»

Page 100: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[100] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έκλεισε την πόρτα πίσω του αφήνοντας τη Θεανώ στο ονειρικό ταξίδι του υγρού τζαμιού, τα χνότα που θόλωναν το τζάμι δίχως να μπορεί να δει ξεκάθαρα την Ελένη να λούζεται στη βροχή, καθώς έμπαινε στο μονοπάτι για το σπίτι.

Το σούρουπο έφερε μαζί τις δύο γυναίκες να κοιτούν την κοκκινόχρυση

αποχώρηση του βασιλιά ήλιου. Αποχαιρετούσαν τη Θεανώ αφήνοντας χρώμα πορφύρα σον υγρό τόπο. Συγκρατούσε τα δάκρυα, προσπαθούσε να μη σκέφτεται ότι ήταν το τελευταίο βράδυ που απολάμβανε τη δύση του ήλιου στο περβάζι.

Τελευταία νύχτα που αισθανόταν αυτό το ιδιαίτερο, παγερό φύσημα του τόπου της, τελευταία στιγμή που είχε την Ελένη δίπλα, τη μάνα με τα εβένινα μαλλιά. Με την άκρη του ματιού την παρατηρούσε, τη ρουφούσε σε στιγμές ανυποψίαστες. Το λευκό δέρμα, τα μακριά μαλλιά που παίζανε τόσο ανέμελα με τις νύμφες του ανέμου, τα βλέφαρα που πεταλούδες μεταμορφωνόντουσαν όταν έκλεινε νωχελικά τα μάτια στον αποχαιρετισμό του ήλιου. Εκείνη πάντα δίπλα, ασπίδα στην κακία του κόσμου, η νεράιδά της. Έτσι την έβλεπε μικρή. Μια πανέμορφη νεράιδα που μεταμόρφωνε τη θλίψη σε ευτυχία, την τρέλα σε ηρεμία, τη σιωπή σε άηχο τραγούδι χρόνων.

Ώρα στέκονται στο περβάζι αμίλητες. Τα μάτια θολώνουν, τρεμοπαίζουν αλλά αντιστέκονται. Χέρια κάθετα, έτοιμα να σφίξουν και να αγκαλιάσουν, αλλά φοβούνται. Η σιωπή ραγίζει.

«Ετοιμάστηκες;» «Τα περισσότερα.. Που ήσουν;» «Στη βροχή… περπάτησα πολύ, άφησα να με ξεπλύνει από οτιδήποτε κακό,

αρνητικό συναίσθημα φώλιασε μέσα μου.» Αμίλητες ξανά. Κοιτάζονται. «Προσπαθώ… τόσο πολύ προσπαθώ… όλα γύρω μου- ο κήπος, το σπίτι, το

μέρος- να τα αποτυπώσω γερά μέσα μου, να μη σβηστούν ποτέ…» «Τους ανθρώπους να κοιτάς … τις καρδιές… τα μάτια που σε κοιτάνε με τόση

αγάπη…» «Εσένα.» Οι φωνές σπάνε, κομματιάζονται, η μια πέφτει με δύναμη στην αγκαλιά της

άλλης. «Φοβάμαι τόσο …Μακριά σου… φοβάμαι τόσο…» Η μυρωδιά της Ελένης την τυλίγει αφήνοντας τα δευτερόλεπτα να γίνουν

χρόνια, η μια στην αγκαλιά της άλλης. «Όλα θα πάνε καλά… Όλα. Εγώ εδώ θα είμαι… εδώ…» Αφήνουν τα σώματα να πάρουν θέση προσευχής, το κλάμα τραγούδι της

νύχτας να νανουρίσει τα ψηλά βουνά που σκύβουν από πάνω τους. Της σφίγγει δυνατά το πρόσωπο, της σκουπίζει τα μάτια.

Page 101: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [101] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Είσαι ένα με μένα Θεανώ. Κομμάτι της σάρκας μου, δικό μου. Πονάς…. Φοβάσαι… Ζαλίζεσαι ..Φεύγεις από μένα, αλλά μόνο στο σώμα. Οι ψυχές μας θα είναι πάντα ενωμένες, γροθιά. Νιώθεις όλα αυτά γιατί ανοίγεις τα φτερά σου για πρώτη φορά. Πετάς μακριά από την φωλιά σου … Θα τα καταφέρεις Θεανώ μου, κοπάδι ολόκληρο θα οδηγήσεις…»

Έμειναν αγκαλιασμένες στο περβάζι, εμβρυϊκές στάσεις ρουφώντας η μία από την άλλη μυρωδιές, αναμνήσεις, κοκκινόμαυρα μαλλιά για να σκεπάζονται από το έναστρο φως του φεγγαριού.

«Σήκω. Πέρασε η ώρα…» Ανοίγει τα μάτια σιγά σιγά. «Που είμαι;» Χαμογελάει. «Έλα, βράδιασε για τα καλά. Πήγαινε να κοιμηθείς, αύριο σε περιμένει

μεγάλο ταξίδι. Έλα κορίτσι μου, σε πήρε ο ύπνος στα σκαλοπάτια.» «Ο Αντώνης γύρισε;» «Όχι ακόμα.» «Άργησε! Πολύ…» «Έλα τώρα, μπορεί να πήγε για κάνα ούζο με τα παιδιά. Ξεκουράσου και

είμαι σίγουρη ότι θα έρθει μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.» Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Τρέμουλο την κυρίευσε. Έβαλε ποτό να πιει.

Από αύριο μόνη… Πιο μόνη. Άδειο κρεβάτι, άδειο δωμάτιο, άδειο χρώμα. Βαθιά μέσα της δεν μπόρεσε να μην παρακαλέσει ο Αντώνης να μη γυρίσει πίσω, να έφυγε μακριά τους. Θα έκλαιγε, θα πονούσε, θα το ξεπερνούσε. Θα έμεναν οι δυο τους. Χωρίς αυτόν να τις χωρίζει ,να τις κομματιάζει τόσο βίαια. Ξαπλώνει στο κρεβάτι. Πίνει. Σβήνει το φως.

Κανείς δεν πρόσεξε τη μεθυσμένη φιγούρα του Αντώνη που ερχόταν

τρικλίζοντας στο σπίτι. Τις φωνές του… Τα βήματα που όλο και πλησίαζαν, τη μυρωδιά του αλκοόλ που τρύπωνε με την ταχύτητα του ανέμου στις σχισμές της πέτρας. Κανείς δεν είδε ότι ήσουν δίπλα του… Τον είχες πάρει σαν μικρό παιδί, τον οδηγούσες στην παιδική σου χαρά… Εκείνο το βράδυ… Κανείς δεν έφυγε, κανείς δεν έζησε περισσότερο, έστω και ζωντανοί… Τον οδήγησες στο σπίτι, τον ησύχασες… Του έδειξες την πόρτα της Θεανώς. Σου είπε όχι. Του έδειξες την πόρτα της Ελένης. Έγνεψε καταφατικά. Μπήκε μέσα. Αίμα βγήκε από τα μάτια σου, τις μαύρες αυτές κόγχες που αποκαλείς μάτια. Η αποστολή σου εκπληρώθηκε.’’

Το επόμενο πρωινό θα έφευγαν. Η Θεανώ χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, δε

μιλούσε, δεν έτρωγε, ζωντανό κουφάρι. Θα έφευγαν για τη Θεσσαλονίκη, η Βεατρίκη είχε κανονίσει τα πάντα…. Μια μέρα με χώριζε από τη φυγή της φίλης μου, μια

Page 102: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[102] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

εβδομάδα από τον αρραβώνα μου. Παρακάλαγα για τη Θεανώ μου, το φτωχό μου πλάσμα να γίνει καλά. Η ζωή μου θα άλλαζε με τέτοιο τρόπο που καλύτερα να μην ξυπνούσα εκείνο το πρωινό. Ο πατέρας ήταν σιωπηλός, παράξενος. Δεν μου φώναξε όταν του είπα ότι θα πήγαινα να τις αποχαιρετήσω, όταν κλάματα με πιάσανε μπροστά του με το που σκέφτηκα ότι ήταν η τελευταία ημέρα που θα την έβλεπα…

Άγνωστη η τύχη της. Ακόμα πιο άγνωστη η δική μου… Με κοίταξε θυμάμαι με τα μικρά γουρλωτά μάτια του λέγοντας μου «Προσεύχομαι για το κορίτσι .. Προσεύχομαι»

Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να ανοίξω την πόρτα και να βγω έξω. Σοκαρισμένη. Έμεινα ακίνητη κρατώντας την αναπνοή μου προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τη διαρροή στη σχισμή της αγέλαστης πέτρας που φανέρωσε το εσωτερικό της. Κίνησα για το σπίτι. Δάκρυζα, έπρεπε όμως να φανώ δυνατή. Για πρώτη φορά στη ζωή μου. Έφτανα. Η καρδιά σφίχτηκε, τα πόδια τρέμανε, τα χέρια μούδιασαν. Πήγαινα να αποχαιρετήσω αυτήν… το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά που μ’ έμαθε να αγαπώ, να αισθάνομαι, να νιώθω ανάσα. Συναισθήματα που δικαιωματικά της ανήκανε αλλά προτίμησε να μου τα δώσει. Χτύπησε την πόρτα. Περίμενα λίγο και ξαναχτύπησα. Έστριψα το πόμολο. Πόρτα ξεκλείδωτη. Μπαίνω μέσα… Το αίμα από τα μάτια σου άρχισε να ξανακυλάει, πιο ορμητικό και κοφτερό όσο ποτέ άλλοτε.

Γιατί με κατηγορείς γλυκιά Κερασία για τα δεινά της ζωής σου; Νιώθω το

μίσος στην καρδιά σου, την αηδία που αισθάνεσαι στην παρουσία μου. Τόσα χρόνια πέρασαν...Επιμένεις να είσαι άταφη σε έναν κόσμο ζωντανών, να δηλητηριάζεσαι κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, με τις αναμνήσεις ενός παρελθόντος από καιρό ξεχασμένο. Κοίτα γύρω σου. Ζήταγες ζωή, στην έδωσα. Πνοή σε αυτό το ασύμμετρο σώμα, ψυχή να αισθάνεσαι...Κι όμως.. Το μίσος σου είναι άσβεστο για μένα, σε μένα που σου δίδαξα την αγάπη...

Πες μου Κερασία, μετάνιωσες που γνώρισες τη Θεανώ; Θυμίσου τι έβλεπες μέσα από τη θλιμμένη ματιά της.. Όλη την αγάπη του κόσμου έλεγες. Την αγάπησες πολύ τη Θεανώ, γλυκειά, αθώα Κερασία των κεριών. Τόσο πολύ που ξέχασες να αγαπήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό..¨»

«Με είχε ανάγκη...» «Και άλλοι σε είχαν ανάγκη..»Η φωνή δυναμώνει, επιβάλλεται.«Θυμήσου

τον παπα-Γιώργη, το σπαραγμό του να σε δει, μόνος και τόσο ανήμπορος, τον έβαλες σε γηροκομείο αφήνοντας τον να πεθάνει δίχως καν να τον δεις.. Σε ζήταγε, σε γύρευε, έκλαιγε σαν μωρό όταν η νοσοκόμα τον έβαζε στο κρεβάτι μακριά από το παράθυρο που περνούσε ατελείωτες ώρες περιμένοντας εσένα.. Εσύ όμως.. ποτέ δεν πήγες.. ούτε απέξω δεν πέρασες..»

Page 103: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [103] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πως μπορείς; Τόσα χρόνια δεν ήμουν τίποτα άλλο γι’ αυτόν παρά μια φορτική σκιά. Ούτε δεκαοχτώ δεν ήμουν όταν με πάσαρε τόσο επιδέξια στα χέρια του Απόστολου.. Εκεί ήσουν.. Έκρυψε το πιο σημαντικό πράγμα που θα μπορούσα να είχα ποτέ μου.. τη μάνα μου..»

«Σε χτυπούσε, θυμάσαι τη χοντρή, ξύλινη μαγκούρα του; Με τι ευκολία έπεφτε στο μαλακό δέρμα και εσύ έκλεινες τα μάτια τόσο δυνατά που νόμιζες ότι δεν θα τα ανοίξεις ποτέ…»

Το σαρκαστικό γέλιο ενίσχυσε το τρέμουλο της Κερασίας. Την κοίταξε έντονα, διεισδυτικά, και το γέλιο πάγωσε απότομα..

«Η ανημποριά σου να εξηγήσεις την ίδια τη ζωή σε οδήγησε στο μίσος. Δεν ευθύνομαι εγώ για την πορεία σου, επισημαίνω πράγματα και στα δείχνω. Αυτή είναι η ζωή σου, δεν πρόκειται να γίνει καλύτερη.. Ποτέ...»

Το σώμα την πρόσταξε να πέσει κάτω, να κουλουριαστεί σαν φοβισμένο μωρό, να κλείσει τα αυτιά να μην την ακούει πια.

«Πες μου αθώα, γλυκιά Κερασία….»Η φωνή βροντή στη σιωπή του σκοτεινού δωματίου.

«Τι σ’ έκανε να τα θυμηθείς πάλι όλα; Τι ήταν αυτό που με έφερε πάλι στη μίζερη ζωή σου; Δεν έχω πια χρόνο να αφιερώνω σε χαμένες ψυχές, σε παλιούς φίλους. Τα χρόνια που τόσο ανελέητα περνούν από πάνω σου; Η μοναξιά που σε χτυπάει αλύπητα, σε κάνει να νοσταλγείς τον κόσμο των σκιών, τον κόσμο των κεριών που τόσο μίσησες; Μίλα Κερασία, απάντησε και σταμάτα να κλαις.»

«Εσύ...δεν σε κάλεσα ποτέ, φύγε!» Σέρνεται στο πάτωμα, κουρασμένο σώμα ικανό να το πατήσεις δίχως να

βγάλει άχνα. «Δεν είμαι εγώ, Κερασία.. Κοίτα...Κοίτα και τέλειωσε την ιστορία όπως

πραγματικά πρέπει να τελειώσει.» Σιωπή. Στο δωμάτιο, στο μυαλό, στην ψυχή. Κοιτάζει φοβισμένα γύρω της.

Αφουγκράζεται. Πουθενά σκιές, καπνοί, ψίθυροι να τρελαίνουν το μυαλό της. Σηκώνεται επάνω, κοιτάζει απορημένη γύρω της. Πουθενά δεν είναι. Χτυπάει το τηλέφωνο.

Ποιος να’ναι;» Ντριιιν... Έχει να χτυπήσει τόσο καιρό.. Ντριιιν... Δεν το σηκώνω, σίγουρα λάθος θα είναι.. Ντριιιν... Επιμένει.. Ντριιιν... «Ποιός;»

Page 104: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[104] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τα λιγοστά δευτερόλεπτα μέχρι να έρθει η απάντηση ήταν αρκετά για να κάνουν την καρδιά της να χτυπήσει.

-«Την Κερασία Γιάνναρη θα ήθελα. Γιάνναρη ή Είτα.» Μεστή, βαριά γυναικεία φωνή. Δε μιλάει. «Με ακούτε; Ναι;» Ψίθυρος ακούγεται η φωνή.«Η ίδια..» Δεν χρειάστηκαν παρά λίγες στιγμές για να καταλάβει την απουσία της

βασίλισσας του καπνού.Κύματα καπνού την κυκλώσανε βαρώντας την αλύπητα με αναμνήσεις.

«Ονομάζομαι Ελένη.» Ελένη.. Μάνα της Θεανώς, φόνισσα του έρωτα, γυναίκα με εβένινα μαλλιά..

Ελένη… Η πρώτη βασίλισσα του καπνού… Ελένη, αποφυλακίστηκες... Την τύλιξα με το πανωφόρι της, έβγαλα τη μαντίλα μου και της σκέπασα το

αποστεωμένο πρόσωπό της. Η αδυναμία την είχε καταβάλει ,η θέληση όμως να πάμε στο πέτρινο σπίτι του λόφου, στο πατρικό της, αναζωπύρωνε τον πυρετό στο κοκαλιάρικο κορμί, στα κόκκινα νεκρικά μάτια που μέρα με τη μέρα έφευγαν από τη ζωή. Το σώμα έπεφτε, την κράταγα τόσο δυνατά, μάτσο κόκαλα στην αγκαλιά μου. Το κρύο εκείνου του πρωινού μας πάγωνε, τσάκιζε τη θλιμμένη μου φιγούρα καθώς ανεβαίναμε το λόφο. Την βρήκα στο σπίτι σε έξαλλη κατάσταση. Κρατούσε τη φωτογραφία της Ελένης, τόσο σφιχτά, δάχτυλα και χαρτί είχαν γίνει ένα. Την πλησίασα σιγά, με κοίταζε σαν πληγωμένο ζώο που κάθεται στην άκρη του δρόμου φοβισμένο. Το σαλόνι είχε γίνει άνω-κάτω, τα πάντα είχαν λυγίσει μπρος στη θέληση της Θεανώς να βρει τη φωτογραφία.

Η Βεατρίκη απούσα στη στιγμή του μεγάλου θυμού, θύμωσα μαζί της που την είχε αφήσει μόνη γνωρίζοντας πιο καλά από όλους την επιδείνωση της κατάστασης της.

«Είναι δικιά μου…» ψέλλισε τρομαγμένη κρύβοντας τη φωτογραφία στην αγκαλιά της.

Την πλησίασα με αργά, σταθερά βήματα. «Δικιά σου είναι, δε θα στην πάρω.» ‘Έπεσε στην αγκαλιά μου σχεδόν αναίσθητη από την ένταση. «Η κυρία μου είπε ότι αύριο φεύγουμε, νόμιζε ότι κοιμόμουν. Ετοίμαζε

πράγματα, κοίτα, βαλίτσες. Ο Αντώνης δε θα την αφήσει. Σήμερα θα πάω κοντά του, θα με κλέψει.»

Μου χάιδεψε τα μαλλιά απαλά, μου έπιασε σφιχτά το πρόσωπο. «Μόνο εσύ το ξέρεις, εσύ, η καλύτερη μου φίλη. Θα συναντηθούμε στο

πέτρινο σπίτι του λόφου, σε λίγο. Θα με πάς εσύ...»

Page 105: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [105] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«΄Οχι, χρειάζεσαι ξεκούραση, δεν..» «Άκου με!» Πρώτη φορά είχα δει τη Θεανώ τόσο επιβλητική. Τα μάτια μου δάκρυζαν, τα

σκούπιζε με γρήγορες κινήσεις. «Θα με πας στο σπίτι του λόφου, θα με στηρίξεις να ανέβω την ανηφόρα, θα

είσαι δίπλα μου. Τα μάτια μου κλαίνε γιατί κλαίνε και τα δικά σου, πρέπει να με βοηθήσεις Κερασία. Μου το ζήτησε ο Αντώνης, πρέπει να πάμε τώρα.»

Άρχισα να καταλαβαίνω. Τα μάτια της, ο λυγμός, ο πόνος που την έντυνε, δεν ξέρω πως και με ποιόν τρόπο, σήμερα θα απελευθερωνόταν. Ξέχασα τον αρραβώνα μου, τον Απόστολο, το χωριό, τα πάντα σβήσανε μπροστά στο παρακαλετό της, ικέτες στην τελευταία πράξη...

Ανεβαίναμε το λόφο. Αγκομαχούσε, ανεβαίναμε. Ο ουρανός μου φαινόταν πιο πένθιμος από ποτέ. Η Θεανώ φώναζε τον Αντώνη, του έλεγε ότι πλησιάζουμε, φτάνουμε στο τελικό σημείο. Φτάνουμε...

Που; Ήξερα ότι περπατούσαμε σε μονόδρομο, μπορεί να μην υπήρχε επιστροφή, με έπειθε ότι έξω από το σπίτι θα συναντούσαμε τον Αντώνη, θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του και θα χανόντουσαν σε μέρη ερωτικά και γόνιμα, τοποθεσίες ονειρικές για ερωτευμένες ψυχές. Φτάσαμε. Δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο τα συντρίμμια του πέτρινου σπιτιού. Την κοίταξα ανήσυχα. Μου χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Θα έρθει.» Καμιά τους δεν κατάλαβε τον ερχομό του. Έκλεισε την πόρτα απότομα πίσω

του, η μυρωδιά του κρασιού μάγευε την ατμόσφαιρα του πέτρινου σπιτιού. Η ματιά έπεσε στο δωμάτιο της Θεανώς. Κοντοστάθηκε. Έσφιξε τη γροθιά.

-«Σε πίστεψα...Ήταν άρρωστη, και τι αρρώστια. Ξεπαρθένεμα!»Η λέξη του προκάλεσε γέλια,συγκρατιέται.

«Σσσς, μην είσαι χαζός. Θα σε περάσουν για μεθυσμένο» Τρεκλίζοντας, προχώρησε πιο μέσα.

«Κάπου εδώ θα κοιμάται και η άλλη πουτάνα. Καταραμένο μεθύσι!».’Έτριψε τα μάτια του, προχώρησε πιο μέσα για να βρεθεί έξω από την πόρτα της. Ανοίγει την πόρτα όσο πιο ήσυχα μπορεί και μπαίνει μέσα.

«Τι θες εδώ με...» Η φράση ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, το χέρι του της έκλεισε βίαια το στόμα.

Μάτια να συντηρούν το μεθύσι στη θέα της ανυποψίαστης γυναίκας, το μπούστο να ξεχειλίζει από την ανάλαφρη νυχτικιά, τα κατάμαυρα μάτια της που τον σταυρώνουν ανελέητα.

«Να μιλήσουμε.. Μη φωνάξεις, απλά να μιλήσουμε..» Το κορμί τινάζεται από την απελευθέρωση του χεριού. Τον κοιτάζει

μαζεμένη στη γωνία.

Page 106: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[106] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Τι θες εδώ; Είσαι τύφλα στο μεθύσι.. Βγες έξω!» Ανάβει τσιγάρο, την επεξεργάζεται καθώς σηκώνεται από το κρεβάτι και

έρχεται προς το μέρος του. Τον πλησιάζει απειλητικά. «Σήκω φύγε τώρα. Ωραίο άντρα βρήκε η κόρη μου να βασιστεί, άντε φύγει

μην ξυπνήσει!»Θηρίο ανήμερο, χείμαρρος γυναικείας ομορφιάς. «Και; Τι φοβάσαι τόσο πολύ, εγώ δεν είμαι πελάτης, δεν είμαι του γούστου

σου...» -«Βγες έξω παλιομεθύστακα!»Θηρίο έτοιμο να τον κατασπαράξει, να τον

κομματιάσει στα σαγόνια της. «...Δεν είμαι πλούσιος, δεν έχω κτήματα και σπίτια...» Σηκώνει το χέρι της ψηλά, του κλείνει απότομα το στόμα «Βούλωσέ το επιτέλους!» Την ακινητοποιεί με δύναμη, την πετάει στο στρώμα. «Δεν έχω βίτσιο να ξεπαρθενιάζω την κόρη της πουτάνας του χωριού..» Με λύσσα τον φτύνει. «Δε συναναστρέφομαι μάνες που κάνουν τα πάντα για το χρήμα...» Προσπαθεί να τον δαγκώσει, καρποί πρησμένοι. «Τις ξεφτιλίζω και γελάω μαζί τους...» Της σκίζει με βία τη νυχτικιά. «Δεν ονομάζομαι εγώ Απόστολος Είτα!» Ο χρόνος πάγωσε για την Ελένη. Τα πάντα γύρω πήραν αργούς ρυθμούς,

έμεινε να κοιτάει τον εαυτό της μισόγυμνο στο κρεβάτι, να κοιτάει τις διογκωμένες φλέβες του Αντώνη, το βίαιο σφίξιμο των καρπών. Του τα είπε όλα ο άλλος!

«Τι μου έκανες παλιοπουτάνα; Τόσα ψέματα! Όλα μου τα είπε, αφού πήρε πρώτα την κόρη, ήρθε μετά από δώ. Με ξεφτιλίσατε, γέλαγε όταν του είπα πόσο ευτυχισμένος είμαι που αρχίζω τώρα καινούργια ζωή..»

Τον κοίταξε, τα δάκρυα του ποτίζανε το πρόσωπό της. «Δεν μπορούσε να στο πεί. Σ’ αγαπάει τρελά, φοβόταν μη σε χάσει. Της

άλλαξες τη ζωή, τι να σου πει; Εγώ φταίω, κατηγόρησε εμένα, κλότσα, χτύπα, σκότωσε με να ξεθυμάνει ο εγωισμός σου.»

Την τραντάζει, τα χέρια τυλίγουν τον λαιμό. «Μην τα γκρεμίσεις όλα, θα πεθάνει χωρίς εσένα. Δε φταίει αυτή, η μοίρα

που την έκανε κόρη μου.» «Σκάσε πια δαίμονα!» Της πιέζει το λαιμό, την πνίγει. Την κοιτάζει καθώς η ανάσα παγιδεύεται στο

όμορφο κορμί δίχως έξοδο διαφυγής. Παθητικά το δέχεται, οι κόγχες των ματιών της συστέλλονται. Τα χέρια πια δεν τα νιώθει, μια βαριά αυλαία της σκεπάζει τα μάτια. Ο Αντώνης δε συνεχίζει. Της πιάνει το στήθος, την φιλάει παθιασμένα στο λαιμό, γλείφει τα σημάδια από τον κλοιό των χεριών του. Η Ελένη δεν αντιδρά. Τα μάτια κλείνουν, αντίο βασίλισσα του καπνού.....

Page 107: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [107] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ήθελα να πεθάνω. Το περίμενα, το ήξερα ότι θα γινόταν. Καθόταν στις

παλιές πατρικές πλίθες, με κοίταζε στα μάτια και άρχισε να μιλά. Αυτή τη φορά δε μίλησε για έρωτα, αγάπη, πάθος...Για τον Αντώνη...Μίλησε για εκείνο το βράδυ. Τα πάντα. Σε καταριέμαι βασίλισσα του πόνου για εκείνο το πρωινό.

«Εκείνο το βράδυ...Ο θόρυβος με έκανε να ξυπνήσω. Θα πρέπει να ήταν βαθιά

χαράματα. Προς στιγμή, δεν κουνήθηκα. Δεν έβγαζα άχνα, ήμουν σίγουρη ότι ήταν ληστές. Έμεινα σκεπασμένη ψηλαφίζοντας με το χέρι δίπλα μου.. Ο Αντώνης δεν είχε έρθει ακόμα. Φωνές που χαμήλωναν, ψίθυροι ανακατεμένοι με συλλαβές που δεν μπορούσα να βγάλω νόημα.. Σκέφτηκα τη μάνα μου...Αν της είχανε κάνει κακό; Αν την είχαν ακινητοποιήσει και δεν μπορούσε να μιλήσει; Και ο Αντώνης; Αν κάτι έχει πάθει; Τρόμος με κυρίευσε στη σκέψη ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Τρόμος αρκετός να με κάνει να σηκωθώ, να περπατήσω στις μύτες των ποδιών, να ανοίξω τρεμάμενη την πόρτα φοβούμενη να μην προδοθώ από τριξίματα, από τη φοβισμένη μου αναπνοή. Κανείς. Ο διάδρομος που συνδεόταν με το κουζινάκι και το μικρό σαλόνι ήταν άδειο. Σιωπή. Στις μύτες των ποδιών πήγα στην κουζίνα. Οι ψίθυροι ξανάρχισαν, πιο έντονοι αυτή τη φορά. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξα το ντουλάπι. Πήρα το μεγάλο κουζινομάχαιρο, το κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου σαν μωρό που κουρνιάζει στην αγκάλη της μάνας. Αθόρυβα, πέρασα στο διάδρομο. Ατελείωτος μου φάνηκε ,έσφιξα την νυχτικιά με όλη μου την δύναμη όταν κατάλαβα ότι οι ψίθυροι ερχόντουσαν από το δωμάτιο της Ελένης. Κράτησα σφιχτά την λαβή του μαχαιριού. Στάθηκα απέξω. Δεν ακουγόταν τίποτα. Απόλυτη σιωπή. Ακούμπησα το αυτί μου στην πόρτα. Τίποτα. Προσευχήθηκα στον Θεό να μου δώσει κουράγιο, θάρρος να ανοίξω την πόρτα. Έπιασα το πόμολο, το γύρισα τόσο σιγά που ούτε και εγώ δεν κατάλαβα αν η πόρτα άνοιξε παρά μόνο όταν η μυρωδιά του αρώματος και του καπνού μούδιασε τα ρουθούνια μου.

Σκοτάδι επικρατούσε και περπατούσα στα τυφλά, αθόρυβα σαν σκιά της νύχτας. Κλείσε τ’ αυτιά, Κερασία, τύφλωσε τα μάτια γιατί αυτό που θα σου πω μπορεί να σε σοκάρει. Το γυμνό κορμί της ήταν ...ήταν πλακωμένο από αντρικό σώμα. Έμοιαζε σαν νεκρή, δεν σάλευε. Το αντρικό σώμα της έκανε έρωτα, βίαια εισχωρούσε μέσα της, έλεγε πόσο την ποθούσε, πόσο την ήθελε από την αρχή που την είδε. Δεν αντιδρούσε, είχε κλειστά τα μάτια, σαν...σαν νεκρή. Την είχε σκοτώσει. Αυτό ήταν. Κάποιος αρρωστημένος τη σκότωσε βγάζοντας τα ανώμαλα πάθη του στο άψυχο σώμα. Χλόμιασες Κερασία μου; Κάτσε εδώ, δίπλα μου.. Ήθελα να ουρλιάξω, να σκίσω τα ρούχα μου και να θρηνήσω. Σκέφτηκα την αγάπη μου τότε...Τον Αντώνη μου...Θα ερχόταν σύντομα. Θα με έσωζε από τον εφιάλτη που έβλεπα να ζωντανεύει μπρος στα μάτια μου. Βογκούσε, ίδρωνε βιάζοντας τη μάνα μου… Με δάκρυα στα μάτια , αθόρυβα, στάθηκα πίσω του. Είχε τεράστιες πλάτες. Σωματώδης, να συνθλίβει με τον ιδρώτα του το νεκρό σώμα. Σήκωσα ψηλά το μαχαίρι.

Page 108: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[108] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αισθάνθηκα το τρέμουλο στο χέρι. Με όλη μου τη δύναμη, του το έχωσα στην πλάτη. Ξανά και ξανά...μέχρι να σταματήσει να ουρλιάζει .Τον μαχαίρωνα με τόση ικανοποίηση… Μην κλαις Κερασία, του άξιζε. Πασαλείφτηκα με το αίμα του. Πέταξα το μαχαίρι μακριά, άρχισα να κλαίω και να ουρλιάζω μαζί. Η νεράιδα που σου έλεγα, δεν ήταν τίποτα άλλο από τη μάνα μου, Κερασία. Είμαι καλά τώρα; Γιατί δεν απαντάς; Κλαίς πάλι…

Δεν πρέπει. Έχει καλό τέλος. Η μάνα μου δεν είχε πεθάνει. Δεν τα είχε καταφέρει, είχε λιποθυμήσει. Με ξύπνησε, ήμουν κουλουριασμένη στη γωνία, γεμάτη αίματα. Έτρεμε τόσο πολύ όσο με έγδυνε και μ’ έπλενε από τα αίματα αυτουνού. Της ζητούσα τον Αντώνη. Έκλαιγε τόσο πολύ, δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Από το σοκ θα ήταν, ήταν πολύ επώδυνο για αυτήν. Καθάρισε το μαχαίρι και σκέπασε τον..αυτόν...μ’ ένα σεντόνι. Είχε τόσο αίμα που θυμάμαι έγινε κατακόκκινο μέσα σε λίγο. Μου ζήτησε να μην πω σε κανέναν τίποτα, ποτέ στη ζωή μου. Μ’ έβαλε να της ορκιστώ. Στην αγάπη μου για τον Αντώνη, της είπα. Με πήγε στο κρεβάτι μου και με φίλησε τρυφερά.

Το επόμενο πρωινό ξύπνησα από τον πολύ κόσμο. Αστυνομικοί παντού, φωτογράφος να με τυφλώνει, κίτρινη κορδέλα στο δωμάτιο της μάνας μου. Εγώ ζητούσα τον Αντώνη, κανείς δε μου έδινε σημασία, μόνο κάποιοι κουνούσαν το κεφάλι όλο λύπη. Είδα τη μάνα μου ανάμεσα σε δύο αστυνομικούς δεμένη. Έτρεξα κοντά της. Οι συγχωριανοί φώναζαν, μερικές την έφτυσαν. Ήταν τόσο όμορφη!

Που πας; τη ρώτησα. Ταξίδι μωρό μου. Πάω κάπου να ξεκουραστώ... Γιατί κλαις; Δε μου απάντησε. Έφυγε και δεν την ξαναείδα, για αυτό μένω στην κυρία.

Εκείνο το βράδυ...εκείνο το βράδυ μάλλον αρρώστησα. Τα είχα ξεχάσει όλα.. τη μάνα μου...εδώ έμενα...καλά που έχω ακόμα τον Αντώνη μου, το μοναδικό μου στήριγμα σε αυτόν τον κόσμο....και εσένα Κερασία, αδελφή μου.....Είμαι καλά τώρα...Θα φύγω με τον Αντώνη να γίνω ακόμα πιο καλά... »

Την πήρα σφιχτά στην αγκαλιά μου.Η ξαφνική βροχή μας έπλενε ,η ψυχή μου θρηνούσε. Αιμορραγία δίχως σταματημό.

Φτωχή μου Θεανώ...Ποτέ δεν έμαθες για το μεγάλο έγκλημα που διέπραξες, και τη θυσία που έκανε η Ελένη. Κράτησες στο μπερδεμένο σου μυαλό μια πραγματικότητα

για να μην τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα.. Δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Διαλυμένη, πεθαμένη, ισοπεδωμένη. Την

κοίταξα λες και ήταν η τελευταία φορά. Της είπα να μην πει σε κανέναν ότι μου εξιστόρησε, να κρατήσει την υπόσχεση στην μάνα της. Έπρεπε να φύγω από δίπλα της. Τη φίλησα, της μύρισα τα μαλλιά για να κρατήσω όσο μπορούσα τη μυρωδιά της. Στο πρόσωπό της πια έβλεπα το θάνατο και την τρέλα, τη μοναξιά και την ισοπέδωση. Έβλεπα μια βασίλισσα του καπνού, αδύναμη όμως, μόνη, να ζει με σκιές

Page 109: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [109] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και φαντάσματα. Την άφησα εκεί, μαζεμένη πάνω στις πλίθες, να κρατάει γερά το ξεφτισμένο της παλτουδάκι, να με χαιρετά περιμένοντας τον Αντώνη να έρθει να την πάρει…

Την επόμενη ημέρα, ημέρα των αρραβώνων μου με έναν άνθρωπο που κατέστρεψε τόσες ψυχές, ήρθε η Βεατρίκη σε έξαλλη κατάσταση. Η Θεανώ είχε βρεθεί πεθαμένη, εκεί στο ίδιο σημείο που αποχαιρετιστήκαμε το πρωί. Την είχε προδώσει το κρύο και η καρδιά της. Πιστεύω ακόμα ότι ο Αντώνης δεν αθέτησε το λόγο του. Με κάποια χρόνια καθυστέρηση την πήρε μαζί του στο ταξίδι και στη νέα ζωή που τόσο είχαν ονειρευτεί και σχεδιάσει.

Τη θάψανε δίπλα του... Όσο καιρό έμεινα ακόμα στο χωριό, πήγαινα και τους μίλαγα. Μάθαινα

νέα τους, αντλούσα έρωτα γιατί εγώ δεν τον έζησα. Πήγαινα μόνη. Ξεχνιόμουν… Η Βεατρίκη δεν μπόρεσε να αντέξει τον χαμό της. Έφυγε για τη Θεσσαλονίκη. Από τότε δε θέλησα να την ξαναδώ. Τη θεωρούσα συνένοχη στο έγκλημα του γάμου μου, ήξερε για τον Απόστολο από την Ελένη, αλλά δε μου μίλησε ποτέ. Την αγαπώ όμως, στάθηκε σαν μάνα στη Θεανώ.

Ο αρραβώνας έγινε την ημέρα που πέθανε η Θεανώ. Βουβός, στεγνός, άκεφος εκτός από το χαμόγελο του πατέρα μου που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του.

Παντρευτήκαμε στην Αθήνα, εκεί μέναμε. Ο Απόστολος αφού με ρούφηξε, με γλέντησε, έλιωσε τα βίτσια του, με παράτησε για πολύ πιο νεότερη από μένα. Η ποιο χαρούμενη ημέρα… Ποτέ δε μιλήσαμε για ότι συνέβη. Το έδειχνε συνεχώς με τον τρόπο του. Όπως τότε, που πλήρωσε τη Βεατρίκη για να μη μιλήσει, μην με επηρεάσει. Πήγαινε με κοπέλες που έμοιαζαν οπτικά στην Ελένη. Μαύρα μακριά μαλλιά, ψηλές, λυγερόκορμες. Τις έστυβε και τις παρατούσε και αυτές. Ο έρωτάς του για την Ελένη άραγε είναι τόσο δυνατός που να κρατάει ακόμα; Ποιός ξέρει; Έτσι καταλήξαμε οι δυο μας. Εμείς οι δύο μόνο μάθαμε για το θύμα και το θύτη, για το έγκλημα και τη θυσία, το μυστικό της Θεανώς...Έχεις δίκιο, όχι μόνο οι δυο μας. Υπάρχει και η Ελένη, ελεύθερη πια από τα δεσμά της φυλακής. Ελένη...ο μοναδικός ζωντανός κρίκος στην ιστορία σου βασίλισσα του καπνού....

Τη συνάντησα σε ένα από τα λιγοστά γραφικά καφενεδάκια που σώζονται

ακόμα στην Αθήνα. Έτρεμα τη συνάντησή μας, διάβασε το γράμμα μου είπε, ήθελε να με γνωρίσει. Στο δρόμο έφτιαχνα νευρικά τα ατημέλητα μαλλιά μου, ίσιωνα όσο μπορούσα τη φόδρα της στραβοραμμένης μου φούστας, διαπίστωνα το πόσο παλιά φαινόντουσαν τα παπούτσια μου από τις φευγαλέες συγκριτικές ματιές πού έριχνα στις παρουσίες δίπλα μου. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν είχαν σημασία όταν αντίκρισα τη μορφή της. Μου χαμογέλασε. Ελένη...Τίποτα δεν πρόδιδε την αίγλη της γυναίκας που μάγευε τον ανδρικό πληθυσμό. Η προσωποποίηση της γυναίκας- πειρασμού που μπροστά στον αισθησιακό χορό της τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Τίποτα δεν την πρόδιδε, εκτός.. εκτός από τα υπέροχα εβένινα

Page 110: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[110] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μαλλιά που κάλυπταν το ώριμο πρόσωπο. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Την έσφιξα δυνατά στην αγκαλιά μου, μύριζε τόσο γνώριμα...τόσο οικεία...Μυρωδιά Θεανώς...Ξέσπασα σε λυγμούς και άφησα την ψυχή να στραγγίξει στην αγκαλιά της. Με άγγιζε τόσο στοργικά, μητρικά. .Τα δακρυσμένα μάτια έψαχναν τη βασίλισσα του καπνού, έψαχναν τη μαύρη φιγούρα να μας κοιτά έτοιμη να μας κατασπαράξει στους καπνούς της. Τίποτα, πουθενά… Το άγγιγμα της Ελένης βεβαίωνε αυτό που τόσα χρόνια περίμενα. Μας άφησε ήσυχες, ελεύθερες, ξέσφιγγε μετά από τόσο καιρό τον κλοιό του καπνού που τόσο ανελέητα είχε πνίξει τη ζωή μας.

Την κοιτάζω. Μου χαμογελά.«Θα είναι ωραία εδώ στην πόλη.»

ΤΕΛΟΣ

Page 111: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [111] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 112: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[112] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 113: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

Μάριος Συλαϊδόπουλος [113] _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς.

Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας,

ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος,

καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!

Page 114: ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ

[114] Οι βασίλισσες του καπνού _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Φόρα το στέμμα. Βάψε τα χείλη. Βάλε εκείνο το άρωμα που θα τραβήξεις τα βλέμματα που αναζητάς. Μείνε γυμνή. Ερεθισμένη. Πάρε μαζί σου μόνο τα τσιγάρα σου. Γίνε και εσύ βασίλισσα του καπνού. Βάψε τις βλεφαρίδες. Δείξε αυτό που είσαι. Αυτό που μπορείς να γίνεις. Παίξε. Γέλα. Κάπνισε. Γίνε ένα με τον καπνό και κοίτα τους θλιμμένους ανθρώπους που περπατούν στο δρόμο. Κάποιο βλέμμα θα είναι τόσο αθώο να σε κοιτάξει. Ναι. Εσένα. Μια βασίλισσα του καπνού. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Θα συστηθείς ως Ελένη. Κερασία και Θεανώ. Και η ιστορία θα αρχίσει ξανά.

ISBN: 978-618-5147-28-0