Φρίντα & βικτώρια

128
Φώφη Walter-Κυρλίδου Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου Φρίντα & Βικτώρια (αδελφότητα γυναικών)

description

Δυο αληθινές γυναίκες, δυο πραγματικές φίλες, δυο διαφορετικοί χαρακτήρες με κοινό χαρακτηριστικό τη μοναξιά και τα χρόνια που νιώθουν πως έχουν περάσει, έρχονται πιο κοντά η μια στην άλλη εξαιτίας της Συννεφούλας που γίνεται η αφορμή για να γίνουν πια μια κανονική οικογένεια. Η μεγαλύτερη απόδειξη πως η αληθινή φιλία βάζει στην άκρη κάθε προσωπική επιδίωξη. Η Φρίντα κι η Βικτώρια, η Βικτώρια και η Φρίντα. Αχώριστες, αυτοκόλλητες, μοναδικές! Απολαύστε τις!

Transcript of Φρίντα & βικτώρια

Page 1: Φρίντα & βικτώρια

Φώφη Walter-Κυρλίδου

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Φρίντα & Βικτώρια(αδελφότητα γυναικών)

Page 2: Φρίντα & βικτώρια
Page 3: Φρίντα & βικτώρια

Φρίντα & Βικτώρια(αδελφότητα γυναικών)

Page 4: Φρίντα & βικτώρια

Φώφη Walter-ΚυρλίδουΒάσω Αποστολοπούλου-ΑναστασίουΦρίντα & Βικτώριααδελφότητα γυναικών

ISBN: 978-618-81493-5-9© Φώφη Walter-Κυρλίδου© Βάσω Αποστολοπούλου-ΑναστασίουΑθήνα, 2014

εκδοτική επιμέλεια: Δήμος Χλωπτσιούδηςεπιμέλεια εξώφυλλου: Κώστας Θερμογιάννης

e-mail: [email protected]

[Αναφορά προέλευσης ,Μη Εμπορική Χρήση,Παρόμοια Διανομή]

___________________Η νουβέλα Φρίντα & Βικτώρια εκτυπώθηκε σε περιορισμένοαριθμό αντιτύπων και διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυομε άδεια Creative Commons. Επιτρέπεται ελεύθερα η αναδημοσίευση και η αποσπασμα-τική παρουσίαση. Η αναφορά του ονόματος των συγγρα-φέων είναι υποχρεωτική και το έργο διατίθεται μόνο για μηεμπορική χρήση.

Page 5: Φρίντα & βικτώρια

Φρίντα & Βικτώρια(αδελφότητα γυναικών)

Φώφη Walter-Κυρλίδου

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

ISBN: 978-618-81493-5-9

Αθήνα 2014

Page 6: Φρίντα & βικτώρια
Page 7: Φρίντα & βικτώρια

7

αφιερωμένο στη γυναικεία φιλία!

Page 8: Φρίντα & βικτώρια

η κρίση

Page 9: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Κόντευε

δύο τα ξημερώματα κι ακόμα να χτυπήσει το τηλέφωνο. Ηανησυχία της άρχισε να γίνεται πανικός. Μήπως είχε πάθεικάτι; Η Φρίντα ήταν πάντα εντάξει στα ραντεβού της,προσωπικά ή τηλεφωνικά. Κι αφού της είχε πει πως θα τηνπάρει το αργότερο μέχρι τα μεσάνυχτα, γιατί αυτή ησιωπή; Βλαστήμησε σιγανά την ώρα και τη στιγμή που δενπροσπάθησε πιο πολύ να την αποτρέψει από αυτήν τηντρέλα -κι αμέσως σαν να της φάνηκε πως είδε την Γαλλίδαγκουβερνάντα της να την κοιτάζει επιτιμητικά γι’ αυτήτης την απρέπεια.

«Δεν μας παρατάς κι εσύ;» είπε νοερά στη μαμζέλΣυλβί. «Μου φτάνει η σύγχυσή μου για τις τρέλες της φι-λενάδας μου -γιατί αν δεν είναι τρέλα ένα ραντεβού στατυφλά, τότε τι είναι; Πού πας, κυρά μου, να συναντηθείςμ’ έναν άγνωστο; Και μάλιστα με τόσο ενθουσιασμό;Ωραίος λέει, μελαχρινός κι αρρενωπός! Κουραφέξαλα!Γνωριμία του διαδίκτυου, χαρήκαμε! Ό,τι θέλει σου πλα-σάρει κι όποια φωτογραφία θέλει σου μοστράρει! Αλλά καιπότε μ’ άκουσες για να μ’ ακούσεις και τώρα. Και δεν παίρ-νεις και τηλέφωνο, πανάθεμά σε...»

Έκλεισε φουρκισμένη το πιάνο, ο Σοπέν δεν ήταν καιη καλύτερη συντροφιά απόψε -άσε που θα την ξόμπλιαζανοι κουτσομπόληδες οι από κάτω (πάλι αϋπνίες έχει η γε-ροντοκόρη -με τι άτομα είχε μπλέξει, Χριστέ μου... αυτή,κόρη μιας από τις καλύτερες οικογένειες των Αθηνών!) κιαπόμεινε στη μισοσκότεινη σιγαλιά του σαλονιού της νακοιτάζει την τηλεφωνική συσκευή που παρέμενε βουβή.

9

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 10: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΤα φώτα των αυτοκινήτων έριχναν σερπαντίνες στους

σκοτεινούς δρόμους. Η Φρίντα κατέβασε το καθρεφτάκιαπό το παρμπρίζ και κοίταξε αν είχαν μουτζουρωθεί ταμελιά της μάτια. Μετά από τόσα φιλοχουφτώματα μπορείτο χιλιοπροσεγμένο μακιγιάζ της να είχε εντελώς στρα-πατσαριστεί. Ευτυχώς όλα ήταν εντάξει, τα μάτια έλαμπανκατευχαριστημένα και τα χείλη, αν και χωρίς κραγιόν πια,κόντευαν να γίνουν σαν αυτά των ηθοποιών που όλο καιτα παραγέμιζαν με κάτι σιλικόνες.

Ο άντρας δίπλα της φρενάρισε απότομα και έριξε μιαβρισιά μέσα από τα δόντια του. Της έπιασε το γόνατο μετην μεγάλη παλάμη του και την ρώτησε με την βαθιά φωνήτου αν ήταν εντάξει. «Μεθυσμένοι είναι, μανάρα μου, οιπιο πολλοί τέτοια ώρα...τι περιμένει κανείς…». Η Φρίνταγέλασε κοκέτικα και του χάιδεψε το χέρι δίνοντάς του τοδικαίωμα να το αφήσει να χουχουλιάζει το γυμνό της γό-νατο.

«Μην ανησυχείς, Μπάμπη μου, μια χαρά είμαι!»Ε, ρε Βικτώρια, να με έβλεπες από μια μεριά...ε ρε κα-

τακαημένη Αράχοβα, να βράσω τα γαλλικά και το πιάνοσου, τα σόγια και τον καθωσπρεπισμό σου... Τέτοια ραν-τεβού θέλει η κάθε γυναίκα, μαρή, και σιγά μη μας πιάσουνοι φόβοι για καινούριες γνωριμίες τώρα που παραωριμά-σαμε όπως λέει κι η παραδουλεύτρα, η κυρα-Τούλα!

«Άιντε, Φρίντα μου... παραωρίμασες, βγες και γλέντα,τα νιάτα μια φορά τα έχουμε κοκόνα μου...»

Πικρόχολη ώρες ώρες αλλά και ρεαλίστρια η κυρα-Τούλα -ωστόσο η Φρίντα ήξερε ότι την αγαπούσε και τηννοιαζόταν. Στο κάτω κάτω όλες οι γυναίκες αντίπαλεςτων άλλων είναι, ακόμη και μερικές μάνες με τις ίδιες τιςθυγατέρες τους -η κατάρα των θηλυκών.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

10

Page 11: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΤο κουδούνισμα του τηλεφώνου την έκανε ν’ αναπη-

δήσει. Χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβειπού βρισκόταν -την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Άρ-παξε το ακουστικό με λαχτάρα.

«Φρίντα;»«Έλα, μαρή, εγώ είμαι. Σε ξύπνησα;»«Στις 6 τα ξημερώματα; Εσύ τι λες, να ετοιμάζομαι

για τον όρθρο; Πού είσαι, θεότρελη, όλη νύχτα;»«Ααααχ... και τι νύχτα...» ακούστηκε βαθύς ο αναστε-

ναγμός από την άλλη άκρη της γραμμής.Η Βικτώρια κοίταξε το ακουστικό και κούνησε το κεφάλι

της με μια έκφραση έντονης αποδοκιμασίας.«Μη μου πεις ότι την πέρασες μ’ αυτόν! Τον-πώς-τον-

λένε μελαχρινό γόη του facebook!»«Ακριβώς!» χαχάνισε η άλλη. «Τον λένε Μπάμπη κι εί-

ναι θεός! Ένας θεός που με πήγε στον παράδεισο!»«Στην κόλαση θα πας μ’ αυτά που κάνεις! Το ’χεις χά-

σει τελείως; Ούτε πούθε κρατάει η σκούφια του ξέρεις,ούτε τι κάνει στη ζωή του... έλεος δηλαδή...»

«Ποσώς με νοιάζει πούθε κρατάει η σκούφια του» τηνδιέκοψε η Φρίντα. «Όσο για το τι κάνει, εργολάβος είναι,οικοδομές και τα τοιαύτα!»

«Οικοδόμος;;;» έφριξε η Βικτώρια. «Oh mon Dieu, απότο κακό στο χειρότερο πας, ξεμυαλισμένη... Την άλληφορά τουλάχιστον ήταν δικηγόρος, πιο αξιοπρεπές και...»

«Να την βράσω την αξιοπρέπεια», την διέκοψε ξανά,«μπροστά στον Μπάμπη μου! Λοιπόν, φιλενάδα, βάλε καφέ,εκείνο το γαλλικό νεροζούμι που πίνεις, πάω να φτιάξω κιεγώ έναν διπλό εσπρέσο και σε παίρνω πάλι για να στα πωμε κάθε λεπτομέρεια, ΟΚ;»

Και βρόντηξε το ακουστικό στη συσκευή.

11

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 12: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΣε τρία λεπτά το τηλέφωνο της Βικτώριας ξανακου-

δούνισε ανυπόμονα, επιτακτικά, την ώρα που γέμιζε τοφλιτζάνι της καφέ φίλτρου με γεύση βανίλια. Πνίγονταςένα βαθύ χασμουρητό πήγε μέχρι το σαλόνι σούρνονταςτις παντόφλες της και σήκωσε το ακουστικό μασουλώνταςένα κρουασάν με σοκολάτα

«Έλα τώρα, χαμογέλασε, φιλεναδίνο, και δείξε τουλά-χιστον ότι χάρηκες για το κελεπούρι που έβγαλα. Ο Μπάμ-πης είναι το κάτι άλλο και θέλω το συντομότερο να τονγνωρίσεις. Ε, όλο και κάποιον γνωστό θα έχει για να γί-νουμε τέσσερις. Μπας και σου φύγουν και αυτά τα σπυ-ράκια που βγάζεις κάθε τόσο και που τάχα μου είναι τηςνεότητος! Της κλεισούρας είναι και της μπακουριάς, Βι-κτωρία μου...

»Πάρε άλλο ένα κρουασάν, είναι τα αγαπημένα σου,εγώ και που τα βλέπω παχαίνω... Αχ Βικτωρίτσα μου... θυ-μάσαι που μικρές μας φώναζαν οι δυο τσίχλες; Ε ρε, καινα ’χα τώρα εκείνη την μεσούλα... Αλλά τι να γίνει, ο καθείςχρησιμοποιεί τα όπλα που έχει διαθέσιμα. Εγώ έχω ωραίαβυζιά -σιγά, καλέ, μη μου πνιγείς... βυζιά, στήθος, το ίδιοκάνει -κι εσύ όμορφα μάτια και μαλλιά. Και πού να φτια-χνόσουνα και λίγο... Σου έχω πει χίλιες φορές, το κυριλέδιανοούμενο στυλ δεν είναι τραβηχτικό.

»Οχτώ χρόνια που σου την έκανε ο Φραγκίσκος, πα-ναθεμά τον, μέχρι ποτέ θα αναμένεις τον επόμενο πρίγκιπαεξ ουρανών; Εγώ, είδες, μου την έκανε ο Σάκης, που νατον δω ζητιάνο τον αχαΐρευτο, του τα πήρα κι εγώ χοντράκι από τότε μετράω κατακτήσεις! Όχι θα κλαίω αιώνια...Αρε Βικτώρια...η ζωή είναι τώρα -και ζωή χωρίς σορόπιαείναι άνοστη! Μωρέ, σήμερα κιόλας θα πω στον Μπάμπηνα κανονίσει να βγούμε παρέα. Μόνη δεν σε ξαναφήνωόσο και να...»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

12

Page 13: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Θα σταματήσεις επιτέλους να μιλήσει και κάνας άλ-

λος;» την διέκοψε εκνευρισμένη η Βικτώρια. «Τι λογο-διάρροια είναι αυτή, έλεος...Ήθελα να ’ξερα τι σε πότισεο λεγάμενος κι είχες τέτοια ενέργεια πρωινιάτικα...»

«Θες να μάθεις; Λοιπόν, στην αρχή...»«Όχι να χαρείς, δεν θέλω, ακόμα δεν έχει ανοίξει το

μάτι μου καλά καλά. Μην κοιτάς εσύ που δεν τα ’κλεισεςόλη νύχτα! Κι έπειτα ξέρω ακριβώς τι θα μου πεις. Κάθεφορά το ίδιο είναι -απίστευτος, μοναδικός, ο τέλειος ερα-στής... και πριν λαλήσει ο πετεινός τον έχεις βαρεθεί. L’histoire de ma vie… ή μάλλον της δικής σου ζωής...

»Κι εκείνον τον Φραγκίσκο πού τον θυμήθηκες; Εδώκοντεύω να τον ξεχάσω εγώ που είμαι και το θύμα τηςυπόθεσης. Καλό κουμάσι κι αυτός... ο gallant, ο υπεράνω,ο μέγας καθηγητής... που μ’ έβαλε καλά καλά να πουλήσωτα κοσμήματα της μαμάς που τα είχε από την προ-προ-γιαγιά της, την κόρη του σταβλίτη του βασιλέως, για ναπάρει μετοχές... και που την κοπάνησε μετά με την Λίτσατην κομμώτρια... Τι decadence, Χριστέ μου... Πιο πολύ μεπείραξε αυτό παρά που μου έφαγε τα λεφτά...

»Όσο για το διπλό ραντεβού, να το βγάλεις απ’ τομυαλό σου! Να βγω εγώ με οικοδόμο! Να πω τι; Θα ξέρειαυτός από κλασσική μουσική, από τέχνη, από θέατρο ποι-ότητας; Α πα πα...ούτε που να το σκέφτεσαι... Κι εσύ καλάθα κάνεις να προσγειωθείς και να δεις την πραγματικότητα-δεν σου ταιριάζει ο μπετατζής σου... Εσύ είσαι μια κυρία,μια γνωστή μαντάμ του καλού κόσμου, με τα λεφτά σου,το κοινωνικό σου status, τον αέρα σου. Τι δουλειά έχειςμε έναν Μπάμπη, μου λες;

»Και για τα σπυράκια μου φταίει η μόλυνση της ατμό-σφαιρας... γλωσσού, ε γλωσσού...»

13

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 14: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΜαζεύτηκε η Φρίντα μετά από το ξέσπασμα της φιλε-

νάδας της. Ποιας φιλενάδας δηλαδή, της αδελφής τηςκαλύτερα -γιατί αυτές οι δυο είχαν ιστορία που ξεκινούσεαπό το νηπιαγωγείο της Μητροπούλου, συνέχιζε στο ιδιω-τικό μικρομεσαίο δημοτικό του Χατζή και δρασκέλιζε τοδημόσιο Γυμνάσιο και Λύκειο και μετά τη Φιλοσοφική Αθη-νών. Κόντευαν τα πενήντα κι ακόμα πορεύονταν χέρι μεχέρι. Η μία στήριζε πάντα την άλλη, η Βικτώρια και η Πα-ρασκευούλα -το «Φρίντα» έλαμψε μετά την συζυγική προ-δοσία του Σάκη και την αναγέννησή της. Και φυσικά ανά-δοχος ήταν και πάλι η Βικτώρια που, λόγω ποικίλης ξε-νομάθειας, βρήκε το κατάλληλο όνομα για μια Βούλα πουως Φοίνικας ξαναγεννιόταν από τις αστικές στάχτες της.

Της τα είχε παραχώσει. Έβαλε το πιο γλυκό της χαμό-γελο (ήταν σίγουρη ότι το καταλάβαινε η κολλητή τηςακόμα και μέσα από το τηλέφωνο) και με μελιστάλακτηφωνή άρχισε τις ναζιάρικες συγνώμες της -σ’ αυτά ήτανμάνα! Λίγο η γιαγιά της η Σμυρνιά, λίγο η εκ γενετής κα-πατσοσύνη της, η Φρίντα είχε γίνει άσσος στο να ξεπερ-νάει τις λακκούβες που πολλές φορές έσκαβε η ίδια.

«Μα τι λες, βρε γλυκουλίνο μου... σιγά μη σου γνωρί-σουμε κανέναν σκαφτιά... Λες και δεν σε ξέρω, μάτια μου,εσύ, μωρέ, πρώτα ερωτεύεσαι το μυαλό του άντρα καιμετά όλα τα άλλα! Ο Μπάμπης έχει πολλές γνωριμίες,είμαι σίγουρη ότι θα βγάλει συναγρίδα αν του μιλήσω εγώ.Κάν’ το για μένα, φιλενάδα... να βγούμε επιτέλους οι δυομας ζευγαρωμένες όπως παλιά. Αφού έσπασε ο πάγος μετον Μπάμπη, τα ιδιαίτερα εμείς τα βρίσκουμε, μη χολο-σκάς, χε χε. Το θέμα είναι να βγεις κι εσύ επιτέλους καινα διασκεδάσεις, μωρό μου!»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

14

Page 15: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια έμεινε για λίγο σιωπηλή. Εδώ που τα λέμε

σαν να είχε δίκιο η τρελοκαμπέρω. Μετά τον Φραγκίσκοκαι μια περίοδο κατάθλιψης για την προδοσία του (πουτην ξεπέρασε ωστόσο σχετικά γρήγορα με την βοήθειατης Φρίντας και του Xanax) δεν είχε ξανακάνει σχέση καικόντευε τα πενήντα. Επέμενε πεισματικά να θεωρεί ότιέχει κλείσει το κεφάλαιο «σχέση» κι ότι θα ασχολούνταναποκλειστικά με τη δουλειά της στο Πανεπιστήμιο, τοπιάνο και τα βιβλία της. Αλλά οχτώ χρόνια ήταν αυτά...πολλά, όσο να πεις... κι είχαν αρχίσει να την βαραίνουν. Ηγυναίκα μέσα της επαναστατούσε και διεκδικούσε το δι-καίωμά της στη ζωή. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν θαυπέγραφε και συμβόλαιο! Αν δεν της άρεσε η «συνα-γρίδα», το καπελάκι της και δρόμο!

Έριξε μια ματιά στην αντανάκλαση του προσώπου τηςστο κρύσταλλο της μπαλκονόπορτας. Και σ΄ αυτό είχεδίκιο η κολλητή της. Είχε παραμελήσει εντελώς τον εαυτότης τελευταία. Τα μαλλιά μαζεμένα κότσο και τα γυαλιάμόνιμο αξεσουάρ (ποιος βαριέται τώρα να βάζει φακούςεπαφής...) πάνω σ’ ένα πρόσωπο κουρασμένο, με θαμπήεπιδερμίδα και άτονα χαρακτηριστικά. Αναστέναξε.

«Τι έγινε, μαρή;» ακούστηκε ανυπόμονη η Φρίντα απότην άλλη άκρη της γραμμής. «Τόσο εξωγήινα είναι αυτάπου σου είπα κι απόμεινες ξερή; Μίλα, καλέ!»

Θα το μετανιώσεις, άκουσε την μαμζέλ Συλβί να τηςλέει μέσα από την ομίχλη του χρόνου. Παράτα μας κι εσύ,της αντιγύρισε. Σε δυο χρόνια κλείνω τα πενήντα, τα πε-νήντα, ακούς;

«Εντάξει», απάντησε γρήγορα πριν το μετανιώσει. «Ναβγούμε –αλλά μετά από καμιά βδομάδα. Να προλάβω νακάνω ένα γενικό ρεκτιφιέ πρώτα. Και το κρίμα στο λαιμόσου, αν είναι άνθρακες ο θησαυρός».

15

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 16: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΜια μέρα πριν το διπλό ραντεβού η Φρίντα μπήκε

φουριόζα σε μια μπουτίκ εσωρούχων πολυτελείας. Αντίόμως να πάρει κανένα σεξουλιάρικο σουτιέν από εκείναπου ξετρέλαιναν τον Μπάμπη, πήρε ένα υπέροχο δαντε-λένιο κιλοτάκι στο νούμερο της Βικτώριας. Το συνειδητο-ποίησε όταν, μπαίνοντας στο ταξί, έδωσε την διεύθυνσητης φίλης της κι όχι την δικιά της. Καλύτερα, χαμογέλασεμόνη της ενώ ο ταξιτζής την κάρφωνε από τον καθρέφτητου, ας δω τι κάνει αυτό το χαζό, μην γίνουμε και ρεζίλιαύριο και, αντί για γυναίκα, παρουσιάσουμε στον φίλο τουΜπάμπη καμιά μυξοκακομοίρα.

Φυσικά μόνο που δεν ξεσήκωσε την πολυκατοικία στοπόδι από την ευχάριστη έκπληξή της με αυτό που είδε. ΗΒικτώρια είχε καταφέρει να βγει από το κουκούλι τής πα-ραιτημένης μεσόκοπης και έλαμπε από σκέρτσο και, γιατίόχι, κι από ομορφιά! Σαν επιμελής μαθήτρια είχε ακολου-θήσει τις συμβουλές του στυλίστ και της αισθητικού πουη Φρίντα της είχε συστήσει (και πληρώσει κατά ένα μεγάλοποσοστό). Και όταν μάλιστα έδειξε στην φίλη της και τοτολμηρούτσικο φόρεμα στην ίδια απόχρωση με τα μάτιατης που είχε αγοράσει για την επερχόμενη βραδιά, ηΦρίντα ξεσάλωσε.

«Μπράβο, βρε Βικτώρια, αυτή είσαι, φιλενάδα μου»χοροπηδούσε. «Ε, ρε, τι καρδιές θα καούν αύριο... άντρη-δες φυλαχτείτε! Και προ παντός μην αρχίσεις τα δασκαλί-στικα, φιλεναδίτσα! Βικτωράκι αγάπη μου, οι άντρες οιβαρβάτοι δυο τύπους γυναικών αποφεύγουν, τις διαβα-στερές και τις κότες! Τις πρώτες γιατί τους κάνουν νανιώθουν κομπλεξικοί και τις δεύτερες γιατί, μετά τη κρίσιμηστιγμή, τους φέρνουν νύστα», συμπλήρωσε ανεμίζονταςσαν παντιέρα το κιλοτάκι-δώρο.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

16

Page 17: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Τι είναι αυτό;» γούρλωσε τα μάτια η Βικτώρια.«Σεμεδάκι για την τηλεόραση!!! Τι λες να είναι, μαρή;

Κιλοτάκι, βρακάκι, εσώρουχο... πώς το λέτε εσείς οι κουλ-τουριάρηδες;»

«Αυτό είναι εσώρουχο;;; Πιο πολύ για σεμεδάκι μοιάζει,με τόση δαντέλα πάνω του... Και πιστεύεις ότι θα φορέσωεγώ αυτό το πράγμα; Λες και δεν με ξέρεις -αλλάζω εγώτα sloggi μου; Άνετα, βολικά, είναι τα...»

«Επειδή σε ξέρω, γι’ αυτό και στο αγόρασα», την διέ-κοψε με μια νότα αγανάκτησης στη φωνή η φιλενάδα της.«Άκου sloggi! Αυτά τα φορά η θεία μου η Αμερσούλα, μηχειρότερα! Πού θα πας, γλυκιά μου, ραντεβού με τη βράκα;Και ο σούπερμαν να είναι ο Χριστιανός, μόλις τη δει, χαι-ρετίσματα ο λεβέντης...»

«Ποια να δει... ποιον λεβέντη... τι λες;»«Τον λεβέντη... το φιδάκι τον Διαμαντή... αλλά τι λέω

η έρμη, εσύ έχεις να το δεις από τον καιρό του Βουλγα-ροκτόνου, πού να θυμάσαι τώρα...»

«Να μου κάνεις τη χάρη», αρπάχτηκε η Βικτώρια μπαί-νοντας επιτέλους στο νόημα. «Ραντεβού πάμε, να γνωρι-στούμε, να μιλήσουμε. Μέχρις εκεί! Οπότε δεν υπάρχεικαμία περίπτωση να δει αν είναι βαμβακερό ή δαντελένιοτο εσώρουχο! Σ΄ άκουσα, έκανα τα ρεκτιφιέ μου -αλήθεια,μου πάει αυτή η κουπ;- πήρα και το έξαλλο φόρεμα πουεπέμενε ο στυλίστ σου... ακόμα και τις γόβες τις 12ποντεςαγόρασα και πάω σαν τον ξυλοπόδαρο...τι άλλο θέλειςπια;»

«Να ζήσεις» την αγκάλιασε η φίλη της τρυφερά. «Νααφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να χαρεί το απρόβλε-πτο... Αυτό θέλω -να ζήσεις! Και πού ξέρεις» συμπλήρωσεπονηρά, «πώς μπορεί να εξελιχθεί η βραδιά! Γι’ αυτό καισου πήρα τη δαντέλα... κουτή... ε κουτή!»

17

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 18: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΕίναι κάτι στιγμές στην ζωή μας που χαράζονται με

αθάνατη λεπίδα στην ψυχή μας και με την πάροδο τουχρόνου, αντί να σβήνουν, ομορφαίνουν και γίνονται πιοέντονες.

Τέτοια βραδιά θέλησε και το Φριντάκι για την κολλητήτης. Ο Μπάμπης κι ο Αλέξανδρος την παρέλαβαν με τηνΜερσεντές, ντυμένη στην πένα, κι όταν πάρκαραν έξωαπό το σπίτι της Βικτώριας και η φίλη της αρμένισε προςτο μέρος τους, ευάερη φρεγάτα, ένας αναστεναγμός ικα-νοποίησης ανάβλυσε βαθιά από τα μέσα της και βγήκε μεμεγάλη ικανοποίηση. Η νύχτα ήταν δικιά τους και ήδη ημισή μάχη είχε κερδηθεί.

Ο Αλέξανδρος, μετά το πρώτο γούρλωμα των ματιών,είχε λιώσει πάνω στην αύρα της φίλης της που, φυσικά,το έπαιζε «ολίγον» απόμακρη. Το ακριβό εστιατόριο καιτα εδέσματά του και η απαλή μουσική του παραθαλάσσιουμπαρ, στο οποίο κατέληξαν, βοήθησαν στο να δεθούν ταζευγάρια σε μια όμορφη, αν και ετερόκλητη, παρέα.

Ο Αλέξανδρος ήταν λογιστής με δικό του μεγάλο γρα-φείο, φίλος και συνεργάτης του Μπάμπη, και μόλις πρινένα χρόνο είχε χηρέψει. Αν και με αρχή φαλάκρας και μετην σχεδόν κλασσική μεσόκοπη κοιλίτσα του, είχε έναγλυκό χαμόγελο και μια βαθιά φωνή που συνέπαιρνε. Μπα,για την Φρίντα ο κύβος είχε ριφθεί. Οι όποιες επιφυλάξειςτης είχαν πλέον ξεπεραστεί. Τα γαλλικά και το πιάνο τηςΒικτώριας θα αποδέχονταν (έστω με κάποια συγκατάβαση)το πτυχίο του οικονομολόγου. Κι όταν τον άκουσε ναμιλάει για την αγάπη του στην κλασσική μουσική αγαλλίασεη ψυχή της! Κοίταξε με τρόπο την κολλητή της και τηνείδε να τον παρακολουθεί προσεκτικά.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

18

Page 19: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΝα κι ένας άντρας, σκέφτηκε η Βικτώρια, που δεν ντρέ-

πεται να παραδεχτεί ότι του αρέσει κάτι πιο εκλεπτυσμένοαπό τα καψουροτράγουδα των ημιυπόγειων τεκέδων...

Τον κοίταξε με τρόπο. Δεν ήταν κακός -όταν γελούσεμάλιστα γινόταν έως γοητευτικός. Άφησε κατά μέρος τηνκαθώς πρέπει ανατροφή της και βάλθηκε να τον παρατηρείαπροκάλυπτα. Ευτυχώς που εκείνος ήταν απορροφημένοςμε το να της περιγράφει κάποιο ταξίδι του στη Βιέννη καιτο πόσο υπέροχη ήταν η φιλαρμονική της και δεν παρατή-ρησε το ιεροεξεταστικό της βλέμμα. Πενηντάρης, ντυμέ-νος με γούστο, καλοδιατηρημένος παρά την κάποια υποψίακοιλίτσας που ωστόσο έκρυβε επιμελώς το ακριβό του σα-κάκι, έδειχνε άνθρωπος που ήξερε τι ήθελε από τη ζωήτου και είχε τον αέρα του ευκατάστατου και σίγουρου γιατον εαυτό του επιχειρηματία.

“Pas mal”, σαν να της φάνηκε πως άκουσε την μαμζέλΣυλβί να της ψιθυρίζει. Ξαφνιάστηκε, δεν περίμενε τέτοιαπαραδοχή από μέρους της -ή ήταν η δική της καλή διάθεσηπου έβαζε αυτά τα λόγια στο στόμα της αυστηρής τηςγκουβερνάντας; Χαμογέλασε αδιόρατα στο φάντασμα τωνπαιδικών της χρόνων, ένα χαμόγελο που έπιασε το μάτιτου Αλέξανδρου και της το αντιγύρισε.

«Να ελπίζω ότι αυτό το γοητευτικό χαμόγελο έχειεμένα σαν αποδέκτη; Ή, τουλάχιστον, κάτι από τα όσασου αφηγήθηκα για τις μελωδίες της Βιέννης;»

«Εννοείται!», του απάντησε ψευδόμενη ασύστολα καιμε μια παιχνιδιάρικη, εύθυμη διάθεση. Το drambuie μεπάγο είχε κάνει καλά τη δουλειά του κι η Βικτώρια ένιωθεανάλαφρη, απαλλαγμένη από αναστολές και επιφυλάξεις.Μια αίσθηση που είχε χρόνια να γευτεί και που την έκανενα αισθάνεται σαν να αιωρούνταν. Του χαμογέλασε ξανά.

19

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 20: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Αμάν πια, ούτε σαλιγγαρίνα να ’σουνα, πιάσε, Χρι-

στιανή μου, μάνι μάνι το τηλέφωνο, πώς, καλέ, θα κου-σκουσέψουμε για χτες... Εσύ δηλαδή αγωνία δεν έχεις ναδεις τι σκέφτεται ο Αλέξανδρος;»

Η Φρίντα άναψε τσιγάρο, ο καφές διπλός για να τονώ-σει τα πρωινά αίματα και το αυτί βεντουζωτά κολλημένοστο ακουστικό.

«Άσε, μαρή, το τι έκανα εγώ μετά με τον Μπάμπη... ταμάτια μου έβγαλα σαν γυναίκα που σέβεται την θηλυκό-τητά της, παράτα με, για σένα ο λόγος και μην στρίβειςτην κουβέντα. Σου άρεσε ο νιος, φιλενάδα, ναι ή όχι; Αυτόςπάντως ξετρελάθηκε, είδαμε και πάθαμε να του σκουπί-ζουμε τα σάλια, και τι όμορφη και καλλιεργημένη γυναίκα,και τι ποιοτικός άνθρωπος, αμάν πια, μας τα ζάλισε...κον-τέψαμε να πάθουμε ζάχαρο από τα σιρόπια για σένα!»

Οι φιλενάδες, ενωμένες με τον τηλεφωνικό λώρο, επε-ξεργάστηκαν την χτεσινή τους έξοδο με κάθε λεπτομέ-ρεια. Ο Αλέξανδρος ήταν όντως αρεστός και από την Βι-κτωρία οπότε η Φρίντα ανέλαβε να κοινοποιήσει τηνπληροφορία για να συνεχιστεί ακάθεκτο το προξενιό. Κα-λοκαιράκι ήταν, μεγάλες οι μέρες, καυτά τα βράδια, ό,τιπρέπει για ραντεβουδάκια και σκερτσάκια.

«Και κοίτα μην το παίζεις ξυλάγγουρο γιατί εκεί θα εί-μαι εγώ και θα σε ξεμπροστιάσω. Άντε, κάνα δυο φορέςνα βγούμε όλοι παρέα ακόμη και μετά...ο καθείς αναλαμ-βάνει τις υποχρεώσεις του! Δεν λέω, θα βγαίνουμε και οιτέσσερις, αλλά κάνε εσύ την αρχή με το κοκό και θα δειςότι μετά ανάγκη δεν θα έχεις καμιά άλλη συντροφιά. Άντεγεια σου και μου έδωσες χαρά μεγάλη, φιλεναδάκι. Δώσεκι εσύ, και σύντομα, λίγη χαρά και στα σκέλια σου και ναδεις για πότε θα ισιώσεις!»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

20

Page 21: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ Η Βικτώρια απομάκρυνε το ακουστικό από το αυτί της

και το κοίταξε με φρίκη. Τι ήταν αυτά που άκουγε, monDieu; Για ποια “χαρά στα σκέλια” και ποιο “κοκό” παρλάριζεη φιλενάδα της; Ακόμα δεν τον είδαμε και φτάσαμε στο“διά ταύτα”; Καθόλου δεν συμφωνούσε και της το ’πε.

«Να μου κάνεις τη χάρη και να τ’ αφήσεις αυτά τα μυ-ξοπάρθενα», επέμενε απτόητη η άλλη. «Στη βράση κολλάειτο σίδερο και το παλικάρι είναι ό,τι καλύτερο σου έχεισυμβεί τα τελευταία εκατό χρόνια! Βουρ λοιπόν κι απάνωτου, μην το μετανιώσει και το χάσουμε!»

Έκλεισε το τηλέφωνο σκεφτική. Λες; Ο Αλέξανδροςήταν πράγματι πολύ ενδιαφέρων τύπος και μια χαρά κύ-λησε η βραδιά και η κουβέντα μαζί του. Όταν μάλιστα οπιανίστας άρχισε να παίζει εκείνο το βαλσάκι και της ζή-τησε να χορέψουν, ένιωσε σαν μαθητριούλα στο πρώτοτης ραντεβού. Την ίδια αμηχανία, την ίδια προσμονή, τηνίδια έξαψη. Τότε; Τι ήταν αυτό που την συγκρατούσε απότο να εκδηλώσει το «ζωηρό ενδιαφέρον» που επέμενε ηκολλητή της; Σε έναν μεγάλο βαθμό ο χαρακτήρας της, ηανατροφή της, ο τρόπος που διαχειρίζονταν πάντα τα τωνσχέσεών της. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό... Τότε, τι;

«Ο Μπάμπης», της απάντησε μια φωνίτσα μέσα τηςκαι φρίκαρε... Ο Μπάμπης; Τι ο Μπάμπης; Από πού κι ωςπού; Τι την ένοιαζε αυτήν ο φίλος της κολλητής της...που δεν ήταν καν του γούστου της...

«Μην αυταπατάσαι», συνέχισε απτόητη η φωνίτσα. «Σουαρέσει, παραδέξου το... Τι σου αρέσει δηλαδή, έφαγες ά-γριο κόλλημα, που θα ’λεγε κι η Φρίντα! Γι’ αυτό και δε σουκαίγεται καρφί για τον φίλο του! Να σε δω πώς θα το εξη-γήσεις όλο αυτό στη φιλενάδα σου...»

Ένιωσε μια ναυτία, έτοιμη να λιποθυμήσει...

21

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 22: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Άντε να βγάλει ο Αλέξανδρος το λαγό, να ξεαγχωθώ,

Παναγία μου...» αναστέναξε με νάζι η Φρίντα ξεφυλλίζον-τας το περιοδικό της haute couture και σταμπάροντας τιςτελευταίες τάσεις της μόδας.

Όλοι οι οιωνοί βέβαια ήταν θετικοί, τα δυο ζευγάρια,είχαν ήδη βγει τέσσερις φορές. Εκτός από το πρώτο εστια-τόριο είχαν πάει και σε μια όντως πετυχημένη κωμωδίαστο θέατρο, είχαν αμοληθεί και στην Πάρνηθα για φύσηκαι κοψιδοκατάνυξη και το θαλασσινό τους μπάνιο χτεςδίπλα στο τσιπουράδικο του φίλου του Μπάμπη, στην ΝέαΜάκρη, την είχε αφήσει νοκ άουτ... Δεν θα έτρωγε τίποτεσήμερα. Μ’ αυτόν το ρυθμό θα έπρεπε να αλλάξει όλη τηνγκαρνταρόμπα της! Ναι μεν το σεξ είναι καλή γυμναστική,αλλά της έλειπε το κανονικό γυμναστήριο!

Πού καιρός όμως για γυμναστήρια! Το προξενικό κα-θήκον καλούσε, ο άγιος Έρωτας είχε θολώσει την ατμό-σφαιρα και αν η Βικτώρια δεν άφηνε επιτέλους τα μυξο-παρθενοπικά καμώματα για να μυρωθεί, θα της έβαζεπόστα. Όλα είχαν τα όριά τους. Άσε που, από τότε που οΜπάμπης τους διηγήθηκε την περιπέτεια που είχε πρινδυο χρόνια τρέχοντας με τους ταύρους στην Παμπλόνα,η κυρα-Βικτώρια του είχε γίνει στενός κορσές αποκαλών-τας τον Χέμινγουεϊ. Τορέρο από δω, ολέ από κει... όλοπαρατσούκλια και νάζια η δικιά σου!

Βρε μήπως είχε μπερδέψει τους άντρες, τρομάρα της,και κιαλάριζε τώρα τον δικό της; Γυναίκα είναι... με τα θη-λυκά όλα να τα περιμένει κανείς! Τσάμπα τα όμορφα μάτιατης... «Αν τα κοιτάζει ο Μπάμπης μου, θα του τα βγάλωτα δικά του...» σκέφτηκε φουρκισμένη –για να το μετανιώ-σει την επόμενη κιόλας στιγμή... Για την φίλη της επρό-κειτο, την κολλητή της από το νηπιαγωγείο... έλεος!

Φώφη Walter-Κυρλίδου

22

Page 23: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΣτριφογύρναγε σαν κολασμένη προσπαθώντας να κλεί-

σει για λίγο τα μάτια μπας και κοιμηθεί. Άδικος κόπος. Μετο πρώτο φως παραιτήθηκε και σηκώθηκε να φτιάξει καφέ-βαρύ γλυκό διπλό, ο γαλλικός με τίποτε δεν θα την βοη-θούσε... Αν και τίποτε δεν μπορούσε να την βοηθήσει πια,ήταν χαμένη.

«Ένα χαμένο κορμί, αυτό είσαι», άκουσε να λέει η μαμ-ζέλ Συλβί, ξεχνώντας εντελώς την γαλλική κουλτούρατης. Ζάρωσε στην πολυθρόνα όπως τότε, που ήταν παιδί,και την έπιανε να κάνει αταξίες. «Πού ακούστηκε, μαρή,να πας να ερωτευθείς τον γκόμενο της κολλητής σου;»

Τρόμαξε ακόμα πιο πολύ -η μαμζέλ είχε αρχίσει να μι-λάει σαν τη Φρίντα, ακόμα κι η φωνή της έμοιαζε... Λες;Να ήταν σημάδι; Ότι η φίλη της είχε καταλάβει πως άλλοντης προξένευε και γι’ άλλον πετάριζε η καρδιά της; Καιποιον άλλον -τον δικό της; Τον... Μπάμπη;

«Ούτε τ’ όνομά του δεν τολμάς να πεις, μπας και τοξορκίσεις το τσουνάμι που ’ρχεται για να σας πνίξει όλους»,συνέχισε σκληρά η μαμζέλ. «Σύνελθε, Βικτώρια, πριν σεπάρουν χαμπάρι -αν δεν σ’ έχουν ήδη πάρει δηλαδή...»

«Αποκλείεται!», απάντησε πεισματωμένα, «δεν έχωδείξει κανένα σημάδι, τίποτε που να...»

«Μπα; Τι μας λες; Κι όλα αυτά τα “τορέρο” και τα “ολέ”που του τσαμπουνάς τάχα μου παιχνιδιάρικα; Η Φρίνταδεν είναι καμιά χαζή, το αντίθετο! Είναι έμπειρη στο παι-χνίδι του φλερτ, πολύ περισσότερο από σένα που κάνειςτην μια βλακεία πίσω από την άλλη και μου δίνει την εντύ-πωση ότι με το ζόρι κρατιέται να μη στα χώσει!», κατέληξεαπτόητη η συνείδηση μέσα της μιλώντας πάντα με τηφωνή και το στυλ της φίλης της.

Της ήρθε σκοτοδίνη, τόσο σκληρό «κατηγορώ» πώςνα το αντέξει. Παραπάτησε, σωριάστηκε στον καναπέ.

23

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 24: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Λοιπόν, αγορίνο μου; Ποιο νεγκλιζέ σου αρέσει, γλυκέ

μου; Σου είπα, αφού μου κάνεις την χάρη να τρέχεις μαζίμου στα μαγαζιά, εγώ θα σε ανταμείψω κατάλληλα. Τομπλε της νύχτας ή το φούξια; Θέλω κάτι διαφορετικό απότα μαύρα και τα κόκκινα που βάζει κάθε ταλαίπωρη απομί-μηση πορνοστάρ!»

«Πάρε το φούξια, μωρό μου, το μπλε πιο πολύ στην Βι-κτώρια θα πήγαινε για να είναι ασορτί με τις ματάρεςτης».

Μπαρδόν... τι... πώς... καλέ, αυτό πάλι από πού μαςήρθε; Η Φρίντα δαγκώθηκε και κοίταξε καλά καλά τονΜπάμπη, που ομολογουμένως είχε πάρει και πάλι το ύφοςπου κάθε άντρας βάζει σαν προσωπείο όταν μπαίνει σεπολυκατάστημα... μπλαζέ και βλέμμα κενό. Αααα! Άραγεκαι ο παιδαράς της είχε προσέξει τα κουνήματα της σκρό-φας της Βικτώριας που, αντί να ρίχνει μέλι στον έρμο τονΑλέξανδρο, είχε κεντράρει τον δικό της, αν και απαξίωνεκαι την εργασία και την όλη αύρα του! Εδώ το θέμα σο-βαρεύει και πρέπει να μπουν τα μεγάλα μέσα. Αφάνταστεςγλύκες στο πρόσωπο και λάσπη στα μάτια στην κρυόκωληγια να της πάρει λόγια. Πού θα της πήγαινε -τέτοια αγα-θιάρα που ήταν η Βικτώρια με λίγο πρόγκισμα ΟΛΑ θατης τα ξέρναγε. Η χαμηλοβλεπούσα οχιά, το φίδι το κο-λοβό, το σιγανό ποτάμι με τα πιράνχα...

Ξαφνικά τρόμαξε με όλα αυτά που περνούσαν από τομυαλό της. Της φάνηκε μάλιστα ότι τα είχε πει και δυνατάκαι κοίταξε ανήσυχη τον Μπάμπη που είχε πάει πιο πέρακαι μιλούσε στο κινητό. Χαμηλόφωνα, σκέφτηκε άθελάτης, μιλάει χαμηλόφωνα... Λες να μιλάει μ’ αυτήν; Στησκέψη και μόνο ένιωσε να της ανεβαίνει το αίμα στο κε-φάλι. Τέλος... Έπρεπε να δώσει ένα τέλος σ’ όλο αυτό.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

24

Page 25: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Για καφέ; Οι δυο μας; Πώς σου ήρθε πάλι αυτό...

αφού θα βγούμε το βράδυ με τα παιδιά.... Α, δεν θα βγούμετελικά... Πονοκέφαλος, ε; Να ’ξερες πώς σε καταλαβαίνω,φιλεναδίτσα μου... κι εγώ προίκα τον έχω, από την μάναμου, με ξέρεις δα με τις περίφημες ημικρανίες μου... αλλάεσύ, βρε μάτια μου, δεν το ’χες αυτό το κουσούρι... Μάλι-στα, μάλιστα, κατάλαβα... εμ, αυτά κάνουν τα τσιπουράκιαμεταμεσονύχτια... ΟΚ, λοιπόν, τι ώρα; Κατά τις 6; Όχι,καλέ, τι πρόγραμμα μου χαλάς, θα πάρω κι εγώ τον Αλέ-ξανδρο να το ακυρώσω... Ή μαζί ή δεν λέει... ΟΚ, στοFlocafé... φιλάκια και περαστικά σου, φιλενάδα...»

Η Βικτώρια άφησε το ακουστικό προβληματισμένη.Κάτι δεν της πήγαινε καλά στον τόνο της κολλητής της,άσε που αυτός ο «πονοκέφαλος» πολύ ύποπτα της μύριζε,η Φρίντα δεν είχε ποτέ τέτοια προβλήματα.

Να δεις που κάτι έχει καταλάβει, σκέφτηκε. Την έπιασεπανικός. Θυμήθηκε τα λόγια της μαμζέλ και την κατσάδαπου της είχε ρίξει κι αγχώθηκε ακόμα πιο πολύ. Τι τονήθελε απογευματιάτικα τον καφέ; Και μάλιστα στο Flocafé;Εκεί κατέληγαν μόνο όταν πήγαιναν για ψώνια στο metro-mall και την έπιαναν την Φρίντα τα στερητικά της για τσι-γάρο. Τώρα της ήρθε, στα καλά καθούμενα και με πονο-κέφαλο, να πάνε για καφέ;

Προσπάθησε να ηρεμήσει, να σκεφτεί ψύχραιμα. Έ-πρεπε να είναι προετοιμασμένη για όλα, να έχει από πριντις απαντήσεις σε πιθανές ερωτήσεις. Γιατί η φίλη τηςήταν γάτα... γάτα με πέταλα... και δε θα μπορούσε να τηςξεφύγει εύκολα... Αλλά πάλι μπορεί και να ήταν όλα ιδέατης, να ήταν οι ενοχές της για τις αμαρτωλές της σκέψειςπου έφτιαχναν όλα αυτά τα σενάρια. Έτσι είναι, καθησύ-χασε τον εαυτό της, πάλι για ψώνια ξεσηκώθηκε η σκορ-ποχέρα. Αλλά δεν το πολυπίστευε...

25

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 26: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΆντε τώρα να δω πώς θα ξηγηθείς, παλιοτσόχα που

μυρίζεις ναφταλίνη. Φταίω εγώ που σε αγαπάω και σε νοι-άζομαι κι ήθελα να σε δω να χαμογελάς ικανοποιημένη. Τιέμπλεκα το ζώον... μια ζωή με το χούι της προξενήτρας.Καλά καλά εγώ δεν είχα γκομενάκι στο Γυμνάσιο και κοί-ταγα να σου τα φτιάξω. Κι εσύ, λάμια Βικτώρια, μια “no”αλα γαλλικά, μια “ουχί” αλα αρχαία ελληνικά... Τον εργο-λάβο όμως, που μπετατζή τον ανέβαζες και χτίστη τονκατέβαζες, τον ορέχτηκε η πουτάνα η ψυχή σου. Κάτσετώρα να δω αν τον πήδηξες κιόλας, ενώ στον Αλέξανδροτον έρμο το παίζεις οσία Κρυοκώλου...

Κόντεψε να τελειώσει μισό πακέτο τσιγάρα η Φρίνταπεριμένοντας την Βικτώρια. Ο καφές της τής είχε κάτσειστο λαιμό -κι όταν την είδε να βγαίνει από το ασανσέρ καινα πλησιάζει, έτσι της ήρθε να σηκωθεί, να την αρπάξειαπό την αλογοουρά, άκου πενηντάρα και αλογοουρά, καινα της στρίψει το λαρύγγι, όπως έκανε στις κότες η θείατης στο χωριό.

Το είχε ψυχολογήσει αρκετά. Δεν ήταν τόσο ο έρωτάςτης για τον Μπάμπη και η αίσθηση ότι η φίλη της ορεγότανκάτι δικό της. Ποτέ δεν ήταν απολύτως κτητική... Η ζωήτην είχε μάθει ότι μόνοι γεννιόμαστε και μόνοι πεθαίνουμε-και στο ανάμεσα είμαστε τυχεροί αν μπορούμε πού καιπού να ακουμπάμε σε μια στοργική αγκαλιά. Η προδοσίατην έκαιγε. Μαρή, καψούριασες για τον παιδαρά μου...έχε τα βαρίδια να μου το μολογήσεις. Πες μου «φιλενάδα,έχω πρόβλημα και λέω να κόψουμε τις πολλές εξόδους...»Κάνε κάτι... μη με πουλάς στα μουλωχτά.

Εντωμεταξύ η Βικτώρια είχε φτάσει στο τραπεζάκι πουείχε διαλέξει η φιλενάδα της με τον ήλιο κόντρα. Τηνάφησε να καθίσει χωρίς την καθιερωμένη αγκαλιά.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

26

Page 27: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΜπαρούτι μου μυρίζει... η Φρίντα και να μη σηκωθεί

αλαλάζοντας και μοιράζοντας φιλιά στον αέρα... αυτό πιαποτέ δεν έχει γίνει... Αλλά πάλι και ποτέ δεν είχαμε μπλέξεισε τόσο μπερδεμένη κατάσταση... και μάλιστα για ένανάντρα... Σίγουρα κάτι έχει καταλάβει και μάλιστα πριν καντο καταλάβω εγώ... Και τι να καταλάβω δηλαδή; Για έναλεπτό -γιατί σαν πολύ να το ’χουμε πάρει επί πόνου, αν εί-ναι δυνατόν... Έκανα εγώ κάτι; Επειδή είπα ένα «ολέ» κιένα «τορέρο»; Από ευγένεια, έτσι -για την παρέα... Και τιέγινε δηλαδή; Πα να πει ότι έκανα τα γλυκά μάτια (τι έκ-φραση, mon Dieu...) στον καλό της; Εδώ δεν έδωσα θάρ-ρος στον “δικό” μου, όπως τον λέει, και θα δώσω δικαίωμαστον άλλον;

Λοιπόν, για να τελειώνουμε καμιά φορά... Μπορεί να μ’αρέσει, κατά πως λέει η μαμζέλ, το παραδέχομαι, αλλάαυτό είναι δικό μου θέμα... Δεν έκανα τίποτε για να τονπροκαλέσω και, πολύ περισσότερο, δεν έχω καμία πρόθεσηνα της τον κλέψω, αν είναι δυνατόν... Και μόνο στη σκέψηότι μπορεί να.. να... να κάνω κάτι μαζί του, με πιάνει φρίκη...

«Είσαι σίγουρη;»Τρόμαξε, τα ’χασε, κοίταξε τριγύρω να δει ποιος μίλησε

-η Φρίντα; Μα η κολλητή της άναβε τσιγάρο (το χιλιοστόαπ’ όσο μπορούσε να δει στο τασάκι) με περίεργο ύφος,ανεξιχνίαστο. Τότε; Ποιος μίλησε;

«Εγώ», άκουσε την μαμζέλ Συλβί κάπου μέσα της. «Εί-σαι σίγουρη πως δε σου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό;»

Αυτό την αποτελείωσε. Σωριάστηκε παραιτημένη στηνδιπλανή πολυθρόνα και παράγγειλε καφέ -εσπρέσο- διπλό...μπας και στανιάρει και μπορέσει να αντιμετωπίσει τηνθύελλα που έβλεπε να έρχεται...

27

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 28: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΑφού η Βικτώρια παράγγειλε τον καφέ της (ούτε σε

μνημόσυνο να παρευρισκόταν δηλαδή με το ύφος πουείχε), κάτι πήγε να πει αλλά η Φρίντα την έκοψε.

«Θα μου τα πεις όλα εδώ που σε έχω με το νι και με τοσίγμα. Απλά εγώ θα ήθελα πρώτα απ’ όλα να ξέρω μέχριπού τράβηξες το σκοινί της προδοτικής κρεμάλας σου...Γιατί για κρέμασμα είσαι, κυρά μου. Μετά θα δω και εγώτι θα κάνω με τον σάτυρο του μπετόν αρμέ, με τον Καζα-νόβα της σκαλωσιάς. Άι σιχτίρ και οι δυο σας... τρέμωολόκληρη. Και μη μου πεις ότι δεν πιάνεις, τρομάρα σου,για ποιο πράγμα μιλάω, ότι δεν καταλαβαίνεις, γιατί εδώ,μπροστά στον κόσμο, θα την φας την σφαλιάρα και ξέρειςότι έχω βαρύ χέρι...

»Από τότε που τα οικοδομοπαρατσούκλια γίνανε Ισπα-νογλυκόλογα, το ’πιασα το παραμύθι. Με ποια, μωρή, νο-μίζεις ότι νταραβερίζεσαι... μια ζωή με ξέρεις ότι ότανεσύ ξεκινάς, εγώ έχω φτάσει... γιατί μου την έπαιξες τόσοσκάρτα; Λέγε... έγινε ή όχι το κακό; Γιατί ότι την έχει κα-θαρή και ο λεγάμενος -το πήρα χαμπάρι σήμερα το πρωίπου πήγαμε για ψώνια. Αμοιβαία η ανανδροκαψούρα...»

Φωτιά έβγαζαν τα μάτια της Φρίντας και μια αύρα πουμύριζε μπαρούτι είχε κυκλώσει το τραπέζι με τις δυο φίλες.Εδώ η γκαρσόνα και φοβήθηκε να πάει να τους γεμίσει ταποτήρια φρέσκο νερό.

«Στο λόγο μου, που όπως ξέρεις είναι το ίδιο ιερόςόπως και το όνομά μου, δεν έχει γίνει τίποτε με τον... τονΜπάμπη...» ψέλλισε η Βικτώρια έχοντας μείνει άναυδηαπό την κατά μέτωπο επίθεση της φιλενάδας της.

«Δηλαδή δεν έχετε προχωρήσει στο δια ταύτα... Μημε κοιτάς σα χαζή, γιατί τα ματάκια σου τα έχει βάλει κορ-νίζα ο νέος και είμαι και μάρτυρας...»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

28

Page 29: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Κορνίζα; Τι κορνίζα, τι είναι αυτά που μου λες;» τα

’χασε η άλλη.«Μωρέ, ξέρω εγώ τι σου λέω, άστο να πάει στο διά-

ολο...»Έμειναν για λίγο σιωπηλές, βυθισμένη η κάθε μια στις

μαύρες σκέψεις της. Η Φρίντα σκοτεινή, αγριεμένη κι Βι-κτώρια αποσβολωμένη, κάτωχρη, σαν να είχε τρακάρει μετοίχο...

«Τοίχο σήκωσες ανάμεσά σας με τα καμώματά σου ταγελοία», της είπε σκληρά η μαμζέλ Συλβί. «Ψηλότερο κιαπ’ αυτόν του Βερολίνου... Μα είσαι τόσο ηλίθια; Μια ζωήφιλενάδες.. αδελφές... και δίνεις μια και τα γκρεμίζεις όλα;Να σε δω τώρα... πώς θα γκρεμίσεις αυτόν τον τοίχο πρινπέσει από μόνος του και σας πλακώσει...»

Έριξε μια λοξή ματιά στη φίλη της. Είχε ανάψει το χι-λιοστό πρώτο τσιγάρο και ξεφύσαγε τον καπνό σαν ατμο-μηχανή. Τι να σκεφτόταν;

Την προδοσία μου, αυτό σκέφτεται. Και πώς να τηναδικήσω; Χριστέ μου, σκατά τα έκανα -και μην τολμήσεις,μαμζέλ, να μου κάνεις παρατήρηση για το λεξιλόγιό μου,αυτό μας μάρανε τώρα... Του ’δωσα αέρα του Μπάμπητης, ανάθεμα την ώρα που τον γνώριζα, κι αυτόν και τονάλλον τον χαλβά τον Αλέξανδρο... που νομίζει ότι μ’ έχειγοητεύσει με την κουλτούρα του... που κανονικά δηλαδήέτσι έπρεπε να είναι, έτσι ήταν στην αρχή, αλλά να πουαλλιώς τα βλέπει το μυαλό κι αλλιώς η καρδιά... Ποια καρ-διά δηλαδή, το κορμί το άτιμο... που τόσα χρόνια καλά τοείχα ναρκωμένο κι έλεγα ότι το ’χα κλείσει αυτό το κεφά-λαιο... Χριστέ μου, πώς την έπαθα έτσι εγώ; Εγώ, που τακορόιδευα αυτά τα περί κεραυνοβόλου έρωτα και τα περίσωματικής έλξης... κι έλεγα ότι όλα είναι μέσα στο μυαλόμας, ότι είναι θέμα καθαρά εγκεφαλικό...

29

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 30: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΕγκεφαλικό θα μου ’ρθει, το βλέπω... Κι αιτία θα είναι

αυτή η σκρόφα κι ο άλλος, ο μουλωχτός, η κρυφή πληγή...Μα μπροστά στα μάτια μου; Κάτω από τη μύτη μου; Τόσηξετσιπωσιά πια; Κι αυτό πάλι... να ορκίζεται στο λόγο τηςότι δεν το ’χουν πνίξει το κουνέλι; Και τον ξέρω τον λόγοτης, μπορεί πράγματι να μην το ’χουν κάνει... κάτι είναι κιαυτό... Μα τι λέω η χαζοβιόλα... λες κι αυτό είναι το θέμαμας...

Το θέμα μας είναι η πρόθεση... Υπάρχει, μαντάμ γαλ-λοαναθρεμένη; Πάει, τέλειωσε... τα υπόλοιπα είναι θέμαχρόνου να συμβούν...Φιλία χρόνων κι εσύ της δίνεις μιακαι την σκορπάς... Αναρωτιέμαι πράγματι αν ήμασταν ποτέαληθινές φίλες... Αν πράγματι αξίζει τον κόπο να συγχύ-ζομαι τόσο... και για σένα και για τον άλλον... που θα τ’ακούσει κι αυτός τα σχολιανά του αλλά με τρόπο... γιατίτον θέλω ακόμα τον μπάσταρδο...

Ουφ, ξεφούσκωσε το στήθος της Φρίντας. Ένας μαύ-ρος αέρας έφυγε κυνηγημένος από τα ρουθούνια της καιξαφνικά αλάφρωσε. Έσβησε το τσιγάρο και με μια αλλό-κοτη ηρεμία άρχισε να μιλάει αργά και σταθερά.

«Η προδοσία μπορεί να μην ολοκληρώθηκε, Βικτώρια,άλλα μου έδειξε ότι, ακόμη και σε σένα, δεν μπορώ ναέχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Ο έρμος ο Αλέξανδρος λιώνεικαι εσύ, σαν φαμ φατάλ, ανάθεμα τις γαλλικούρες σου,θέλησες αυτό που είχα εγώ. Παλιά ζήταγες να σου δα-νείσω τα φορέματά μου. Στο τέλος θα θελήσεις και τηνίδια μου την ψυχή. Η αγάπη σου ώρες ώρες είναι καννιβα-λιστική. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σου το συγχωρέσωτο κέρατο, είτε είναι πραγματικό είτε νοερό».

Σηκώθηκε, μάζεψε την τσάντα της, «οι καφέδες είναιπληρωμένοι», πέταξε -κι έφυγε χωρίς να πει αντίο.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

30

Page 31: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια απόμεινε να την κοιτάζει να απομακρύνεται

μέσα από ένα πέπλο δακρύων που πλημμύρισαν τα μάτιατης κι άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα. Η γκαρσόνα τηνπλησίασε διστακτικά και γέμισε νερό το ποτήρι της. Ούτεπου την κατάλαβε. Ουσιαστικά δεν έβλεπε και δεν άκουγετίποτε, χαμένη μέσα στη παραζάλη και στα λόγια της φι-λενάδας της που βούιζαν στο έτοιμο να εκραγεί κεφάλιτης.

Αυτό ήταν... την έχασα, έχασα την φιλενάδα μου, τηναδελφή μου, τον ίδιο μου τον εαυτό... Κι όλα αυτά για μιαανοησία, για μια παράταιρη και παράλογη ορμονική έκ-ρηξη... Γιατί τι άλλο είναι αυτό που νιώθω και που δενμπορώ να κοντρολάρω πέρα από μια καθαρά σωματικήέλξη... γιατί ο μπετατζής σε τίποτε άλλο δεν με συγκινείέτσι θορυβώδης και πληθωρικός που είναι... ούτε μια κου-βέντα της προκοπής δεν μπορώ να σταυρώσω μαζί τουπέρα από κάτι χαζά κι ανούσια αστειάκια... ενώ ο Αλέξαν-δρος, καίτοι λίγο χαλβάς στην προσέγγισή του, έχει έναεπίπεδο, μια καλλιέργεια...

Μωρέ, μπας κι αυτή είναι η λύση στο αδιέξοδο; Ναπροχωρήσω μαζί του, έστω και με το στανιό, για να τηςαποδείξω ότι άδικα ανησυχεί, ότι μπορεί να μου αρέσει οδικός της αλλά με τίποτε δεν θα της έκανα λαδιά; Κι αςλέει ότι η προδοσία είναι στο μυαλό κι ότι δεν συγχωρείτο κέρατο, έστω και νοερό... άμα μάθει κάτι τέτοιο, θαηρεμήσει και θα της φύγουν οι ιδέες... και σιγά σιγά όλαμπορεί να διορθωθούν...

Σηκώθηκε και προχώρησε παραζαλισμένη προς τηνέξοδο. Το ασανσέρ αργούσε, πήγε προς τις κυλιόμενεςσκάλες -και παρά λίγο να πέσει κουτρουβαλώντας, έτσιθολωμένη που ήταν, και να ανοίξει κάνα κεφάλι. Μπορείαυτό να ήταν μια κάποια λύση, σκέφτηκε παράλογα.

31

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 32: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΕίδε και έπαθε να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της

εκείνο το βράδυ η Φρίντα. Ο λαιμός της είχε γίνει όχι τσα-ρούχι αλλά γαϊδουρίσια σέλα από τα τσιγάρα και απαξίωσενα απαντήσει στις δεκάδες τηλεφωνικές κλήσεις τουΜπάμπη. Έπρεπε να καταστρώσει σχέδιο για τον καψου-ρόμαγκα, γι’ αυτό και δεν πήρε καν βοηθητικό χάπι γιατον ύπνο.

Όταν την επόμενη μέρα το κινητό κτύπησε νωρίς τοπρωί, το απάντησε με την πιο μελιστάλακτη φωνούλα της.Ο Μπάμπης ενθουσιάστηκε όταν, αντί για ένα ακριβό μα-γαζί για να φάνε οι τέσσερις, με τον Αλέξανδρο και τηνΒικτώρια, η Φρίντα του πρότεινε να πάρουν ντελίβερι καινα μείνουν στο διαμέρισμά του, για να γλυκάνουν την φω-λίτσα του με τα χάδια τους, όπως του λαγνοψιθύρισε.

Τελικά, σκέφτηκε η Φρίντα χαζεύοντας το είδωλό τηςμε μισάνοιχτα μάτια στον καθρέφτη του μπάνιου μετά απόμια πυρωμένη ώρα στο κρεβάτι και το πάτωμα του Μπάμπη,αν συνεχίσω να έχω τέτοια ακροβατικά τρεις τέσσεριςφορές τη βδομάδα, τύφλα να ’χει το γυμναστήριο! Τιςθερμίδες τις καίω μονορούφι. Έβαλε κραγιόν, έσβησε μετο δάχτυλο κάτι υπολείμματα από ρίμελ και ολόγυμνη πα-ρήλασε μπροστά στον δικό της που χουζούρευε για να δι-πλωθεί σαν γατούλα στην αγκαλιά του.

«Πες μου, γλύκα μου, με πόσες γυναίκες την βρίσκειςόπως με μένα; Όχι, όχι, δεν θέλω παραμύθια, εμείς οι δυοείπαμε ότι θα είμαστε ειλικρινείς. Μη μου πεις ότι δεν ψι-λογουστάρεις την Βικτώρια, παιδαρά μου. Σε έκοψα εγώ.Αφού σου αρέσουν τα μπλε μάτια τώρα! Μα και φυσικάζηλεύω! Σε θέλω για μένα αποκλειστικά. Και μη νομίζειςότι μόνο οι άντρες περπατούν και ξενοκοιτούν! Έλα τώραπιο κοντά χρυσούλι μου να σου εξηγήσω πάλι τι εστί βερί-κοκο!»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

32

Page 33: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΣτο μεταξύ, το ίδιο βράδυ, η Βικτώρια περνούσε δύ-

σκολες στιγμές. Μετά την ξάγρυπνη, εφιαλτική νύχτα πουπέρασε επιστρέφοντας από την καταστροφική συνάντησηπου είχε με την φιλενάδα της και το βαρύ κατηγορώ τηςγια προδοσία (έστω και στη σκέψη -και πώς να την αδικήσεισ’ αυτό), πήρε τα ξημερώματα δραματικές αποφάσεις.

Θα πρέπει να βρω οπωσδήποτε έναν τρόπο να τηνπείσω ότι άδικα με υποψιάζεται. Αν είναι δυνατόν να κα-ταστρέψουμε φιλία και αγάπη χρόνων για ένα ρεμάλι, έστωκαι γοητευτικό, που φύτρωσε στα ξαφνικά σαν μανιτάριανάμεσά μας και κοντεύει να μας διαλύσει... κι ο μόνοςτρόπος που υπάρχει λέγεται Αλέξανδρος... όσο κι αν μεαπωθεί η ιδέα να κοιμηθώ με έναν άντρα που δεν νιώθωτίποτε γι’ αυτόν. Αυτός σίγουρα θα τα προφτάσει στονφιλαράκο του κι εκείνος στη Φρίντα... κι έτσι θα της φύ-γουν και οι υποψίες και όλα... και μετά του δίνω πασαπόρτιτου χλεχλέ -γιατί τελικά πολύ νερόβραστος μας βγήκε...Πού η βαρβατίλα του μπετατζή, Θε μου, σχώρα με, αλλάείπαμε, τέλος αυτά... η φιλία μας πάνω απ’ όλα...Oh monDieu… πώς θα το αντέξω όλο αυτό...

Το τηλεφώνημα στον ανυποψίαστο Αλέξανδρο το έκα-νε πρωί πρωί, μπας και το μετανιώσει -καθόλου δεν εμπι-στευόταν τον εαυτό της. Χαρά που έκανε ο έρμος, σκέ-φτηκε με κάποια τύψη που θα τον χρησιμοποιούσε. Αλλάκαι πάλι κερδισμένος είναι... καταλάγιασε τις ενοχές της.Δεν του τυχαίνει κάθε μέρα τέτοιο κελεπούρι, να λέει κιευχαριστώ... εγώ είμαι το θύμα, όχι αυτός.

Και να που τώρα, στο τέλος ενός αμήχανου δείπνουγια δύο σε κάποιο σινιέ ρεστοράν, στη διάρκεια του οποίουο Αλέξανδρος προσπαθούσε (χωρίς καμία επιτυχία) νασυντηρήσει μια στοιχειώδη συζήτηση, είχε φτάσει η ώρανα του κάνει την ανήθικη πρόταση.

33

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 34: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΌλο το πρωινό το είχε περάσει ψάχνοντας τρόπους

να δολοφονήσει την φιλενάδα της με ή χωρίς τον υποτι-θέμενο αγαπητικό. Αραδιασμένη στην πολυθρόνα της, μεέναν κουβά καφέ και τα απαραίτητα τσιγάρα που είχαν γί-νει πια το ψωμοτύρι της, ανασκάλευε ό,τι αστυνομικό πλοτείχε διαβάσει και μετά άφηνε την φαντασία της να αμο-λιέται παράφορα είτε με μαχαίρια, είτε με δηλητήρια είτεακόμη και με ακόντια!

Όταν την πήρε όμως ο Μπάμπης το απόγευμα για νατα πουν λίγο και να κανονίσουν πού θα βρισκόντουσαν, ηφωνούλα της όλο μέλια και σιρόπια έβγαζε. Μόνο για μιαστιγμή κόμπιασε, όταν ο άλλος της είπε ότι ο Αλέξανδροςθα έβγαινε τετ α τετ με την Βικτώρια. Αυτό πάλι πού κόλ-λαγε... το ποντικάκι είχε ξαφνικά γίνει σέξι λέαινα... δενείναι δυνατόν... δηλαδή όλα τα ήθελε για πάρτη της η Βι-κτώρια; Και τον Μπάμπη και τον Αλέξανδρο; Και τα τσι-μέντα και τη χαρτούρα; Α, καλά... σουβλιστή θα έκανε τηνφιλενάδα της, σαν τον Διάκο. Όχι, θα της το χάριζε!

Φουριόζα έκανε ένα μπάνιο και μπήκε σαν μαινάδα στοαυτοκίνητό της για να πάει μέχρι το διαμέρισμα του Μπά-μπη. Όχι το «Κάμα Σούτρα», όχι τον «Κήπο των Συνευρέ-σεων»... καινούρια εγκυκλοπαίδεια θα έπρεπε να γραφτείγια τα τσαλίμια που του έκανε. Και όταν πια τον είχε βγάλειεντελώς νοκ άουτ και τον άφησε να σιγανοροχαλίζει χυ-μένος όπως όπως στο μεγάλο κρεβάτι, χαμογέλασε καιμουρμούρισε...φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο,μαντάμ Βικτωρία μας. Αύριο εξάπαντος θα έπαιρνε τηλέ-φωνο την σεξοβόμβα της δεκάρας να δει τι γίνεται. Καιας έριχνε το τουπέ της... τι στο καλό... παρ’ όλο που τηνείχε άχτι, παρ’ όλο το σούβλισμα που ορεγόταν να της κά-νει... της έλειπε κιόλας.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

34

Page 35: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Πω πω, πως πέρασε η ώρα... Έτσι γίνεται άμα έχεις

τόσο όμορφη παρέα!», έκανε δήθεν έκπληκτη η Βικτώριακοιτάζοντας το ρολόι της. «Τι λες, πηγαίνουμε σιγά σιγά;»

Ο Αλέξανδρος την κοίταξε προσεκτικά. Κάτι είχε αλ-λάξει πάνω της, κάτι διαφορετικό είχε απόψε -σαν πιο εκ-δηλωτική, σαν πιο, πώς να το πει... πρόθυμη. Ματιές, γε-λάκια, «τυχαία» αγγίγματα χεριών, υπονοούμενα. Κι αυτόακόμα το «πηγαίνουμε» αλλιώτικα το είπε. Σίγουρα κάτιάλλαξε, σκέφτηκε, σήμερα θα της ζητήσω να ανέβω γιαένα ποτό, αρκετά με τα προκαταρκτικά.

Κόλαση, σκεφτόταν λίγες ώρες μετά η Βικτώρια με ταμάτια στυλωμένα στο φωτιστικό που κρέμονταν από τοταβάνι. Αυτό δεν ήταν απόλαυση, ήταν κόλαση...

Γύρισε και κοίταξε τον άντρα που κοιμόταν δίπλα τηςμε μια έκφραση ευδαιμονίας απλωμένη στο πρόσωπό του.Ξανάφερε στο μυαλό της τις στιγμές που είχαν περάσει...τον αδέξιο τρόπο που την έγδυσε... τη βιασύνη του ναπροχωρήσει στο δια ταύτα... τα ιδρωμένα χέρια του πουπασπάτευαν άγαρμπα το κορμί της... τα βογκητά του...τα λόγια που μουρμούριζε στ’ αυτί της και που δεν έβγαζαννόημα... το σώμα της, σφιγμένο και ξύλινο, απρόθυμο ναπάρει μέρος σ’ αυτό το φιάσκο... τον οργασμό που δενένιωσε... που απλά τον υποκρίθηκε για να δώσει ένα τέλοςσ’ όλο αυτό το γελοίο πανηγύρι... και, πάνω απ’ όλα, ταμάτια του Μπάμπη που έβλεπε όλη αυτή την ώρα μπροστάτης να την περιπαίζουν... Ένιωσε το στομάχι της να ανα-κατεύεται, έτρεξε στο μπάνιο κι άδειασε το φιλέ μινιόνκαι τα μανιτάρια σωτέ στη λεκάνη της τουαλέτας.

Πανάθεμά σε, Φρίντα, σκέφτηκε δυστυχισμένα μπαί-νοντας στο ντους για να διώξει τη μυρωδιά του αρσενικούαπό πάνω της. Εσένα και τον μπετατζή σου...

35

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 36: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΆτιμο πράγμα τελικά η αγάπη και δεν χωράει συνεταί-

ρους, σκέφτηκε η Φρίντα πριν τηλεφωνήσει στην άσπονδηφίλη της όπως το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της. Τελείωςδιαφορετική από το πάθος ή ακόμη και από τον έρωτα.Αυτά τουλάχιστον έχουν ημερομηνία λήξης. Αυτή όμως ηπαναθεματισμένη είναι αιώνια και αμετάλλαχτη -που ναμην ήταν δηλαδή. Α ρε Βικτωρίτσα κουφαλίτσα... τους φί-λους τους διαλέγουμε, μαρή, γι’ αυτό και δεν τους παι-δεύουμε, τρομάρα σου...

Ανατρίχιασε όταν άκουσε την φωνή της φιλενάδας τηςπρωινιάτικα. Ούτε να έβγαινε από βαθύ πηγάδι, τόσο από-μακρη της φάνηκε. Για μια στιγμή φαντάστηκε ότι κάτισυνέβαινε στην κολλητή της και πήδηξε πάνω έτοιμη νατρέξει προς βοήθεια. Σε δευτερόλεπτα όμως θυμήθηκεότι η Βικτώρια κιαλάριζε τον Μπάμπη, ότι ήθελε μερίδιοστον δικό της συναισθηματικό κόσμο και ο θυμός τηςβγήκε σαν χείμαρρος. «Άι στον διάτανο, πουρνό πουρνό,που μου το παίζεις κι απόκοσμη, βρε τσόκαρο... φταίω ε-γώ που έριξα τα μούτρα μου και σε πήρα» της φώναξε -και πριν ακούσει απάντηση, κοπάνησε το ακουστικό καιτο έκλεισε.

Άναψε τσιγάρο με χέρι που έτρεμε και σιχτιρίζονταςπήγε να μπει στο μπάνιο για ένα ντους. Είδε ότι η στάχτηήταν έτοιμη να πέσει στο ακριβό χαλί του διαδρόμου καιφουριόζα ξαναμπήκε στο καθιστικό για να το σβήσει σεένα από τα πολλά μισογεμάτα τασάκια... Καμιά ώρα ή θακόψω εγώ αυτό το βίτσιο ή θα με κόψει αυτό, σκέφτηκε.Αυτόματα όμως, με την κάφτρα του, άναψε καινούριο, ξα-νακάθισε στην πολυθρόνα και ξανασχημάτισε το τηλέφωνοτης Βικτώριας... Αχ βρε καργιολίτσα, μου έχεις γίνει καιεσύ εξάρτηση, άντε να δω τι στον διάτανο έχεις...

Φώφη Walter-Κυρλίδου

36

Page 37: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια απόμεινε να κοιτάζει σα χαμένη το τηλέ-

φωνο. Η Φρίντα ήταν ή της φάνηκε; Δεν πρόλαβε να κα-ταλάβει, καλά καλά δεν άκουσε τι της είπε, ένα «διάτανο»κι ένα «τσόκαρο» της φάνηκε πως πήρε το αυτί της, καιμετά τον βρόντο του ακουστικού πάνω στη συσκευή. Ταμάτια της πλημμύρισαν δάκρυα, όλα τα δάκρυα που είχεμαζέψει μέσα της τον τελευταίο καιρό και ιδιαίτερα μετάτην χτεσινή νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, και σωριά-στηκε με λυγμούς στην πολυθρόνα πίσω της.

Γιατί, φιλενάδα μου, γιατί... παραμιλούσε μέσα στααναφιλητά της. Εντάξει, έκανα λάθος, ένιωσα κάτι πουδεν έπρεπε, που δεν το περίμενα καν... κι έκανα και τοχειρότερο λάθος να το αφήσω να φανεί αντί να το πνίξω,να το εξαφανίσω... αλλά δεν έκανα τίποτε με τον δικό σου,ούτε το χέρι δεν άφησα να μου αγγίξει, κι ούτε θα το’κανα ποτέ... μέχρι και με τον άλλον, τον χλεχλέ, κοιμήθηκαγια να σου αποδείξω ότι δεν πρέπει να ανησυχείς... γιατίεσύ με σταυρώνεις έτσι;

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου την έκανε να αναπη-δήσει. Άρπαξε με λαχτάρα το ακουστικό.

«Φρίντα μου; Φιλεν... α, εσύ είσαι Αλέξανδρε; Ναι, νό-μισα πως ήταν η φίλη μου... Καλημέρα και σε σένα... ναι,όμορφα ήταν (κόλαση ήταν αλλά θα το δούμε άλλη ώρααυτό)... όχι, δεν σε πήρα είδηση το πρωί που έφυγες, κοι-μόμουν βαριά (μάτι δεν έκλεισα, δεν έβλεπα την ώρα ναμου αδειάσεις τη γωνιά)... μπα, δεν το βλέπω για απόψετο βράδυ, έχω έναν πονοκέφαλο (δεύτερη νύχτα σαν τηνχτεσινή δεν θα την άντεχα, άσε που δεν θα επαναληφθείποτέ, ετοιμάσου για απολυτήριο)... όχι, δεν είναι τίποτεσοβαρό... ναι, βέβαια, θα τα πούμε... φιλιά...»

Δεν πρόλαβε να κλείσει το τηλέφωνο και χτύπησε ξανά.Αν είναι πάλι αυτός, θα τον διαολοστείλω.

37

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 38: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΜε ποιον να μίλαγε η Βικτώρια τέτοια ώρα... το τηλέ-

φωνό της βούιζε και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέ-πτου η Φρίντα κατάφερε να πλάσει ολόκληρη ταινία μεπρωταγωνιστές τον Μπάμπη και την φιλενάδα της σε τρυ-φερό τηλεφωνικό τετ α τετ. Με πείσμα όμως ξαναπήρετον αριθμό και κατευθείαν άκουσε την κολλητή της.

«Αμάν μαρή, ακούγεσαι λες και πήγες ταξίδι στον Άρηκαι σε βίασαν οι Αρειανοί...». Το γέλιο τής βγήκε πριν προ-λάβει να το πνίξει μέσα στον χείμαρρο του θυμού της.Από την άλλη άκρη της γραμμής όμως αυτό που άκουσετην καθήλωσε... ένα γοερό αναφιλητό που ανέβασε τοντόνο στο ζενίθ και αντικαταστάθηκε, πριν προλάβει νασβήσει, από ένα άλλο, πιο πένθιμο.

«Βικτώρια, εγώ είμαι, η Φρίντα, καλέ... τι έπαθες... φι-λενάδα, είσαι καλά;... φιλενάδα,... εμπρός, μη μιλάς, θαπνιγείς, δεν καταλαβαίνω τίποτε, άκου Βικτώρια, κλείνω,ντύνομαι και έρχομαι να δω τι κάνεις».

Για πότε έριξε ένα ρούχο στην πλάτη της, για πότεέβγαλε το αυτοκίνητο από το γκαράζ και για πότε βγήκεστην λεωφόρο φουλαριστή για την γειτονιά της κολλητήςτης... ούτε που το κατάλαβε.

Ψιλόβρεχε. Υπνωτισμένη από τους υαλοκαθαριστήρεςπου χόρευαν ρυθμικά στον δικό τους σκοπό, σε μια στιγμήφρενάρισε απότομα και βλαστήμησε μόνη της. Σιχτίρ...μα τι βλαμμένη είμαι, πού πάω η τρελή που μπορεί να έρθωαν φας με τα πιτσούνια της κακιάς ώρας... Αυτοί μπορείμέσα στα μέλια να τσακώθηκαν κι εγώ πάω να παριστάνωτον φωτογράφο... Κι άντε να ψάχνω να βρω δυο σούβλεςχειμωνιάτικα...

Ένιωσε να την πνίγει ξανά το κύμα της ζήλιας αλλάσυνέχισε να οδηγεί, πιο προσεκτικά τώρα. Λίγα λεπτά αρ-γότερα χτυπούσε το κουδούνι της φιλενάδας της.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

38

Page 39: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗλίθια, έβριζε τον εαυτό της η Βικτώρια μόλις έκλεισε

το τηλέφωνο με την Φρίντα. Έκανες την μεγάλη θυσία,την τεράστια υπέρβαση να κοιμηθείς με έναν άντρα πουδεν σου αρέσει μόνο και μόνο για να της αποδείξεις ότιδεν πρέπει να σε βλέπει σαν απειλή. Και πας να τα γκρεμί-σεις όλα με τα ηλίθια κλάματά σου... Πώς θα σε πιστέψειαν καταλάβει ότι το έκανες με το στανιό, μου λες; Πρέπεινα την πείσεις ότι σου άρεσε, ότι ξετρελάθηκες, ότι είναιο άντρας που περίμενες -τρομάρα σου... Μόνο έτσι θατην καθησυχάσεις...

Ίσα που πρόλαβε να βάλει λίγο κραγιόν και λίγη πούδραγια να κρύψει τα αυλάκια από τα δάκρυα κι άκουσε τοκουδούνι. Φόρεσε ένα βεβιασμένο χαμόγελο κι άνοιξε τηνπόρτα. Η Φρίντα μπήκε σα σίφουνας μέσα.

«Φιλενάδα, είσαι καλά; Γιατί στο τηλεφ...» είπε καισταμάτησε απότομα βλέποντας τα κατακόκκινα χείλη τηςφίλης της.

«Μια χαρά είσαι από ό,τι βλέπω», είπε καυστικά, πα-ρατηρώντας την προσεκτικά. «Και τότε τι ήταν αυτοί οιλυγμοί στο τηλέφωνο;»

«Λυγμοί; Εγώ; Ποιοι λυγμοί, λάθος κατάλαβες, απόπού κι ως πού; Ίσα ίσα που ποτέ δεν ήμουν σε καλύτερηδιάθεση... Καφεδάκι;» πρόσθεσε βιαστικά για να αλλάξεικουβέντα και να μην καταλάβει η άλλη το ψέμα της. ΗΦρίντα την κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια.

«Θέλεις να πεις ότι δεν έκλαιγες προηγουμένως;»«Μα όχι σου λέω... όλα πάνε τόσο καλά! Με τον Αλέ-

ξανδρο προχωρήσαμε στο δια ταύτα... καταλαβαίνεις...Αχ, γλυκιά μου, είχες τόσο δίκιο όταν επέμενες να τονγνωρίσω! Είμαι τόσο ευτυχισμένη!»

«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε καχύποπτα η άλλη. «Γιατίστην τελευταία μας συνάντηση άλλα κατάλαβα!»

39

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 40: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΕ, λοιπόν, αυτή η Βικτώρια ή πάει να με τρελάνει ή

είναι η ίδια τρόφιμος τρελάδικου, μόνο που δεν πρόλαβανακόμη να την μαντρώσουν.

«Εγώ, καλέ, μόνο που δε χώθηκα με το αμάξι κάτω α-πό δυο τρία φορτηγά για να έρθω του σκοτωμού επειδήνόμισα ότι είχες τουλάχιστον πένθος... κτύπα ξύλο δηλα-δής. Εσύ όμως, μωρό μου, το παίζεις βαμπίρ πρωινιάτικαμε τέτοιο κόκκινο στόμα και την φωνή που έβγαινε απόμνήμα... φτου σκουληγκομερμηγκότρυπα... Δεν μου λες,ποιανού το αίμα ήπιες για να καρδαμώσεις; Μου το λεςαφού αυτομουτζωθώ πρώτα περικαλώ...

»Βεβαίως και θα πιω έναν καφέ -εδώ παραλίγο να βγωμε τις πιτζάμες από το σπίτι μου για να σε συντρέξω, τρο-μάρα μου. Και καφέ θέλω και βάλε και κανένα κουλουράκιγιατί τα γκραν γκινιόλ μου κατεβάζουν την πίεση και εσύτο παίζεις γκόμενα του κόμη Δράκουλα... Κάτι το γκομε-νικό πάντως παίζει σίγουρα γιατί το μάτι σου γυαλίζει καιδεν είναι από κολλύριο. Αν, μωρή, έπαιξες τσιγκολελέταμε τον Μπάμπη, θα χυθεί αίμα σίγουρα αλλά θα είναι τοδικό σου. Γιατί ακόμη και τώρα, που σε σιχαίνομαι για τηνδιπροσωπία σου, είμαι να, ντουντούκας, μήπως και μ’ έχειςκάποια ανάγκη. Γιατί εγώ την λέξη φίλη την έχω εκεί ψηλάμαζί με τις εικόνες κι όχι στον οχετό. Άντε, φέρε τον καφέκαι μίλα!»

Καλέ... πού πήγε; Τι έχει αυτός ο καφές και αργεί τόσοπολύ... και τα κουλουράκια; Λες να έχει τον εραστή τηςκακιάς ώρας κρυμμένο στην κουζίνα; Λες να πάω στα μου-λωχτά να δω; Ώρα είναι να πέσω πάνω στον Μπάμπη τονμπαμπέση...όχι σουβλιστό, με τα κρεμμυδάκια θα τον κάνω!Κάτσε, Φριντάκι, στην πολυθρόνα κουλάτη κι ωραία γιατίεδώ παίζεται περίεργο σενάριο κι έτσι και θελήσεις να κα-θαρίσεις θα μας περιλάβει καμιά αστυνομία.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

40

Page 41: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΣτην αστυνομία θα καταλήξουμε, το βλέπω εγώ... στο

τμήμα θα τη βγάλουμε απόψε... μαλλιοτραβηγμένες...Τρέμω από τα νεύρα, χύθηκε κι ο καφές, πρέπει τώρα ναφτιάξω άλλον... Άκου βαμπίρ... άκου τσιγκολελέτα... Γιαένα λεπτό μαντάμ, γιατί σαν πολλά να μας τα είπες. Εί-παμε, παραπάτησα κι άφησα τον εαυτό μου να νιώσει κάτιπαραπάνω για τον λεβέντη σου... άνθρωπος είμαι καιέσφαλα. Όμως το κατάλαβα, το παραδέχτηκα, σου ζήτησασυγνώμη, σε διαβεβαίωσα ότι δεν συνέβη τίποτε απολύτωςκι ούτε πρόκειται... Ακόμη και νύχτα μαρτυρίου πέρασαμε τον χαλβά για να σου διώξω κάθε υποψία. Εσύ γιατί τοτραβάς; Τι θα πει «διπροσωπία»... Και τι μου κοπανάς συ-νέχεια για τη φιλία και για εικονίσματα -εγώ δεν στάθηκαδίπλα σου τόσα χρόνια σε τόσες βλακείες που τις έκανεςτη μια μετά την άλλη; Κερί αναμμένο, για να μείνουμε σταθεοτικά... μη μου βγαίνεις λοιπόν με κόκκινο γιατί θα σουρίξω καναν διάολο και θα μας μαζεύουν οι γείτονες... τικατάντια, mon Dieu… ρεζίλι θα γίνω στην πολυκατοικία καιμ’ έχουν και σε υπόληψη, καθηγήτρια γυναίκα -έστω καιαναπληρώτρια...

Η Βικτώρια σέρβιρε προσεκτικά τον καινούριο καφέστο φλιτζάνι, έβαλε τα κουλουράκια σ΄ ένα μπολάκι, φό-ρεσε το πιο αθώο της χαμόγελο και μπήκε στο σαλόνι.

«Έτοιμο και το καφεδάκι μας!» κακάρισε τάχα μου ανέ-μελα. «Τι έλεγες, φιλενάδα, δε σ’ άκουγα από την κουζίνα...κάτι για δράκουλα πήρε το αυτί μου, είδατε καμιά ταινίαχτες βράδυ; Γιατί εμείς με τον Αλέξανδρο πήγαμε για φα-γητό και μετά... Πού να στα λέω! Από το πρωί τρώγομαινα στα πω όσα μου επιτρέπει η γαλλική μου ανατροφήτουλάχιστον», γέλασε με ψεύτικη ευθυμία.

Η Φρίντα ρούφηξε μια σιωπηλή γουλιά από τον καφέτης κι άναψε τσιγάρο.

41

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 42: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΚαλέ... μπας και πήρα εντελώς στραβά τα σημάδια

πρωινιάτικα κι εδώ γίνονται άλλα αντ’ άλλων... βγήκε μετον Αλέξανδρο... έπαιξε μπερλίνα με τον οικονομολόγο κιόχι με τον βαρβάτο τον μπετατζή μου... Στο τέλος θα μουκολλήσει αυτή η λέξη, θα φωνάξω κατά λάθος έτσι τονΜπάμπη κι αυτός θα μου βγάλει το μαλλί τρίχα τρίχα...πανάθεμά σε, Βικτώρια, πού τα βρίσκεις τα επίθετα...

«Βικτωράκι, να ’σαι καλά, πεντανόστιμο το κουλουράκι-όσο για τον καφέ... γαλλικός, από κυρία με γαλλική κουλ-τούρα... τι να είναι...τέλειος! (άσε να την γλυκάνω λίγογιατί φοβάμαι ότι κάτι έπιασε το αυτί της για τις δρακου-λοκουβέντες που αράδιαζα πριν). Καλέ, τι έκπληξη μεγάληκαι τριζάτη είναι αυτή... βγήκες, μαρή, με τον Αλέξανδρο...δηλαδή τι εννοείς φάγατε; Και; Μη μου τραβάς απλά τοτέλος της φράσης σου... μίλα ανοιχτά, Χριστιανή μου...μίλα με λέξεις ελληνικές και καθαρές, δε μιλάς σε ξένη,μιλάς σ’ αυτήν που σ’ έμαθε ότι δεν έχεις οργασμό όταναπλά σου υγρανθούν τα υδραυλικά!

»Για λέγε λοιπόν χωρίς ενδοιασμούς γιατί αυτά τα δή-θεν ηθικολογικά σου με σκοτώνουν και το ξέρεις. Πες,καλέ, τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Τον πήδηξες τονΑλέξανδρο, ναι ή ου; Κι αν ναι, πόσες φορές και πόσο τοφχαριστήθηκες; Θα ξαναγίνει, γίνατε δηλαδή ζευγάρι ταδυο σας, ή μήπως είναι νερόβραστος και τώρα θα πρέπεινα του δώσεις τα παπούτσια στο χέρι...»

Κι αν είναι έτσι, μήπως, καλέ, σκεφτόσουν τον Μπάμπημου... γιατί αν είναι έτσι, δεν θα γλυτώσεις την σφαλιάρα...λέγε... και θα σκάσω! Και μην παίρνεις το ύφος της αδικη-μένης δεσποσύνης... δικαιώματα έδωσες μανταμίτσα... θατα ακούς από δω και πέρα. Ρούφα το αυγό και κάνε μόκο,χρυσή μου.... για να σε δούμε τώρα, τι θα πεις... Γιατί αλ-λιώς τα κατάλαβα εγώ απ’ το τηλέφωνο.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

42

Page 43: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια είχε απομείνει με το στόμα ανοιχτό να την

κοιτάζει. Όλος αυτός ο καταρράκτης υπονοούμενων καιευθέων ερωτημάτων την είχε αφήσει άφωνη για ένα σωρόλόγους.

Μα τι μου λέει τώρα αυτή... και κατ’ αρχήν τι τρόποςείναι αυτός... Πάντα ήταν ελεύθερη στις εκφράσεις της,παραήταν μάλιστα, αλλά τώρα έχει ξεφύγει εντελώς...Καικαλά να μιλάει έτσι για τα δικά της -αλλά να θέλει να τηςαπαντήσω με τον ίδιο τρόπο... εγώ; Δεν είμαστε καλά...άκου αν τον πήδηξα, ήμαρτον... αλλά δεν είναι εκεί τοθέμα μας... αυτό το “τα παπούτσια στο χέρι” από πού μαςπροέκυψε; Γιατί να το πετάξει; Εγώ μες την τρελή χαράυποτίθεται πως είμαι... από πού της ήρθε το μήνυμα ότιδεν πήγε καλά η συνάντηση; Τόσο κακιά ηθοποιός είμαι,τόσο πια καλά με ξέρει; Τέλος πάντων, θα το παλέψω -κιαν επιμείνει να με πιέζει, θα της πω κι εγώ καμιά χοντράδακι ας αρπαχτούμε... καλύτερα έτσι παρά να της μείνει ηυποψία για τον μπετατζή της...ε μα, άνθρωπος είμαι κιεγώ, πόσα να ανεχτώ...

«Λοιπόν;» ξαναρώτησε ανυπόμονα η φίλη της. «Θατην ανοίξουμε την σαμπάνια τώρα που του ’κατσες ή ου;»

«Η αιώνια Φρίντα!» ψευτογέλασε βεβιασμένα η άλλη.«Πάντα τα λέει έξω από τα δόντια!»

«Ενώ εσύ πάντα τα μασάς! Για λέγε λοιπόν!»«Δεν έχω και πολλά να σου πω -και σίγουρα όχι έτσι

όπως τα θέλεις εσύ... Ναι, με τον Αλέξανδρο είμαστε ζευ-γάρι -όσο για τις λεπτομέρειες, αφού με ξέρεις» κακάρισεπάλι. «Δεν μου είναι και πολύ βολικό να τα λέω αυτά, άσεπου αφορούν κι άλλον και δεν είναι σωστό...»

«Βικτώρια, με δουλεύεις; Τι σωστό και ξεσωστό μουτσαμπουνάς; Έι, εδώ, με μένα μιλάς... για κοίτα με καλά...»

43

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 44: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Ε... να...», συνέχισε να τα μασάει η Βικτώρια, «δεν

ξέρω αν ήταν από την μακρόχρονη αποχή ή αν είναι πράγ-ματι ο Αλέξανδρος θερμός εραστής αλλά... πώς να στοπω... ήταν το κάτι άλλο, μια νύχτα αξέχαστη...»

Τελικά εγώ νομίζω ότι η φιλενάδα μου, που αν ήταν ναγίνει ηθοποιός, μα τω Θεώ, θα είχε πεθάνει στην πείναγιατί από υποκριτικό ταλέντο είναι μείον μηδέν, κάτι άλλοσκέφτηκε και πήγε με τον Αλέξανδρο. Γιατί, κοπέλα μου,μετά από τόοοοσο καιρό που είχες να ποτίσεις την λεμονιά,παραμένεις με το ξινό σου ύφος; Τρέχα γύρευε! Ε, ρεΦρίντα μεγάλη... μάλλον όπως το υποψιάστηκα είναι, πήγεγια δοκιμή, δεν γούσταρε, αλλά το παίζει “εμείς είμαστεζευγάρι”, μην πω τώρα τίποτε χοντρό, για να εξακολου-θήσουμε να βγαίνουμε τα τέσσερα λες και δεν χαμούρεψετον δικό μου -και το χειρότερο... δεν έδειξε και ο μαλα-κοΜπάμπης κι ένα κάποιο ενδιαφέρον για τα μάτια τηςπαρθενόπης.

Σιγά μην ξαναστήσω εγώ σκηνικό για να ζαχαριάζονταιαυτοί οι δυο από μακριά! Αυτά, αν τραβήξουν πολύ, γίνον-ται χείμαρρος κι όποιον πάρει κάτω... Όοοχι μανταμίτσα.Τέρμα τα ομαδικά ραντεβού! Βγες εσύ με τον μετριοΑλε-κάκο σου κι άσε με μένα να φχαριστηθώ τον Μπάμπη, προςτο παρόν δηλαδή... γιατί η όλη ιστορία, αν και ψιλοπαιδα-ριώδης, μου έδωσε στίγμα ότι κι ο μεσιέ είναι απ’ τα αν-τράκια προς αποφυγήν... όπου γυνή και τουφεκιά δηλαδή.

«Βικτωρίτσα μου, δεν ξέρεις πόσο χάρηκα που βρήκεςκι εσύ μια αντρική συντροφιά, έναν άνθρωπο να λες καιδυο πράγματα και να κάνεις άλλα δέκα, βρε αδελφούλα.Να βγείτε όσο μπορείτε πιο πολύ, να το φχαριστηθείτεγιατί η ζωή είναι μικρή κι η ευτυχία σταγόνες. Άντε πάωκαι εγώ και τηλεφωνιόμαστε σύντομα, γλυκιά μου» είπεκαι σηκώθηκε απότομα.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

44

Page 45: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΤα ’χασε η Βικτώρια.«Μα... φεύγεις κιόλας; Ακόμα δεν ήρθες, ούτε τον

καφέ δεν ήπιες καλά καλά... τι έπαθες...» Αλλά η Φρίνταήταν ήδη στην πόρτα στέλνοντας φιλιά στον αέρα. Έμεινεη άλλη να κοιτάζει την άδεια πολυθρόνα.

Τώρα τι ήταν αυτό, μου λες; Ένα déjà vu, αυτό ήταν,μαμζέλ Συλβί... έτσι με βρόντηξε και στο Mall κι έμειναξερή... Αλλά ως εδώ και μη παρέκει, σουσουράδα... Γιατίκαλή καλή αλλά όχι και εντελώς μαλάκας! Άσε με κι εσύμαμζέλ, άμα δεν βρίσω τώρα, πότε θα βρίσω δηλαδή; Εδώγίνονται σημεία και τέρατα -με προσβάλλει, με υποψιάζεταιγια Μεσσαλίνα, μου πετάει την περιφρόνηση και την οργήτης στα μούτρα... Πόσα πια να ανεχτώ στο όνομα της φι-λίας μας; Για να μην θυμηθώ και το άλλο, ότι όλο αυτόήταν δικιά της ιδέα και έμπνευση... ή το χειρότερο, ότι ξε-φτιλίστηκα στον ίδιο μου τον εαυτό με το θέμα του Αλέ-ξανδρου...

Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι και τόσο κακός οέρημος. Ανθρωπάκι του Θεού και με κοιτάζει και στα μάτια!Μωρέ, μπας και φταίει όλη αυτή η μαύρη ενέργεια πουβγάζει η άλλη από την τσαντίλα της και μ’ έχει επηρεάσειαρνητικά; Μπας και να το ’βλεπα λιγάκι πιο θετικά τοπράγμα; Στο κάτω κάτω της γραφής δεν θα υπογράψουμεκαι κανένα συμβόλαιο -μια χαρά μπορούμε να βγαίνουμε,να πηγαίνουμε σε κάνα θέατρο, σε καμιά συναυλία στοΜέγαρο, σε καμιά έκθεση ζωγραφικής... σε όλα αυτά τέλοςπάντων που άμα πηγαίνω μόνη μου με κοιτάζουν με μιαέκφραση κουτσομπολίστικης διάθεσης και συμπόνιας. Ε,κι αν υπάρξει και καμιά επανάληψη της χτεσινής βραδιάς-δε βαριέσαι... Μπορεί η δεύτερη φορά να αποδειχτεί κα-λύτερη από την πρώτη...

Άπλωσε το χέρι και πήρε το τηλέφωνο.

45

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 46: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΈφυγε η Φρίντα από την φιλενάδα της ρίχνοντας μαύ-

ρη πέτρα πίσω της... έτσι τουλάχιστον πίστεψε για αρκετόκαιρό. Η καθημερινότητα είναι εύκολο να συμπληρώσει τατυχόν κενά αγάπης που δημιουργούνται, ιδιαίτερα κατάτην διάρκεια της ημέρας όταν το μυαλό πηδάει από τηνμια υποχρέωση στην επόμενη αγγαρεία. Τα βράδια όμως,όταν η ανάπαυση ανοίγει τις βρύσες της ψυχής, βγαίνουνοι παλιές αγάπες και οι προδομένες φιλίες για σεργιάνι,μουσκεύοντας τα μαξιλάρια και γεμίζοντας την κάμαραμε αναστεναγμούς.

Καταπιάστηκε με τις δουλειές της, πήγε να δει και δυοτρεις συγγενείς που είχε για καιρό αμελήσει, έκλεισε κάτιζητήματα με τον λογιστή της, έκανε και κάτι γερά ψώνιαγια ανανέωση γκαρνταρόμπας. Τα βράδια είτε έβγαινανμε τον Μπάμπη έξω είτε έμεναν στο όμορφο διαμέρισμάτης. Του είχε μάλιστα δώσει και ένα συρτάρι για να αφήσειδυο αλλαξιές και στο μπάνιο είχαν ακουμπήσει και τηνοδοντόβουρτσά του.

Οι δουλειές του εργολάβου της δεν πήγαιναν πλέονκαι τόσο καλά. Η κρίση είχε κτυπήσει οδυνηρά τον κλάδοκαι οι περισσότερες οικοδομές ήταν στάσιμες. Ευτυχώςπου ο Μπάμπης είχε κάνει την καβάτζα του και τώρα προ-σπαθούσε να αλλάξει προσανατολισμό και να ασχοληθείμε την εξαγωγή πορτοκαλιών από ένα μεγάλο κτήμα στηνΜεσσηνία που του είχε αφήσει ο πατέρας του. Το πορτο-φόλι του κράταγε ακόμη και δεν ήταν από τους τύπουςπου πολυμετρούσε τα λεφτά πριν τα ξοδέψει. Απλά η ίδιαη Φρίντα είχε αρχίσει να κουράζεται με τα πολλά έξω κιόλο και πιο πολύ μαγείρευε κάτι στο σπίτι για να φάνεστην μεγάλη βεράντα της. Στο κρεβάτι την έβρισκαν αρ-κετά καλά, αν κι η μεγάλη φούντωση είχε φύγει με ταπρωτοβρόχια.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

46

Page 47: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΌταν οι μέρες έγιναν βδομάδα κι οι βδομάδες μήνας

χωρίς καμία επαφή, κανένα τηλεφώνημα από την κολλητήτης, η Βικτώρια ένιωσε να την ζώνουν τα φίδια. Κι άλλεςφορές είχαν τσακωθεί κι είχαν ανταλλάξει βαριές κουβέν-τες... αλλά στις δυο τρεις μέρες, άντε βδομάδα, η ατμό-σφαιρα είχε καθαρίσει με κρουνούς δακρύων και από τιςδυο μεριές και ατέλειωτες συγνώμες. Τώρα όμως; Τώρασιγή ιχθύος, λες κι είχαν μεταναστεύσει σε άλλον πλανήτη.Την πονούσε βαθιά αυτή η απομάκρυνση, που την θεω-ρούσε και υπερβολική και αδικαιολόγητη, αλλά όσες φορέςέκανε να πάρει τηλέφωνο, μάζευε το χέρι της θυμωμένη.Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι η φιλενάδα της την είχευποψιαστεί για κάτι τόσο βαρύ κι ο εγωισμός της επανα-στατούσε και την εμπόδιζε.

Το ’ριξε λοιπόν κι αυτή στη δουλειά για να ξεχαστείμιας κι ο έρημος ο Αλέξανδρος είχε αποδειχτεί πολύ λίγοςγια να γεμίσει το κενό μέσα της. Μετά από εκείνη τηνολέθρια συνάντηση με την Φρίντα στο σπίτι της και τοπαρορμητικό της τηλεφώνημα που του έκανε μετά (καιπου τον ανέβασε τον δόλιο στα ουράνια) είχαν βγει πολλέςφορές σαν ζευγάρι, με κάποιες απ’ αυτές να καταλήγουνστο κρεβάτι -και με την ίδια γεύση απογοήτευσης και ανι-κανοποίητου να μένει κάθε φορά στα χείλη. Κι ούτε καικαταδέχτηκε ποτέ να τον ρωτήσει για τον φίλο του καιτην φίλη της, όσο κι αν την έκαιγε να μάθει. Η αξιοπρέπειαπάνω απ’ όλα, της θύμιζε συνέχεια η μαμζέλ.

Ευτυχώς στο πανεπιστήμιο είχε πολλή δουλειά. Παρα-δόσεις, εξετάσεις, διόρθωση γραπτών, σεμινάρια, όλαεκείνα που τόσο αγαπούσε και που ήξερε τόσο καλά νακάνει. Αυτά γέμιζαν τον χρόνο της, αυτά αποσπούσαν τηνσκέψη της από την άφαντη φιλενάδα της και την μίζερησχέση που την είχε αρπάξει στα γρανάζια της.

47

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 48: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΈτοιμη για να βγει η Φρίντα, ντυμένη στην πέννα,

άνοιξε το συρτάρι για τα κλειδιά της, όταν μέσα από ταβάθη του ξεφύτρωσε ένα μπρελοκάκι πλαστικό με μια καρ-δούλα και τη λέξη FIRENZE. Άλλο πάλι και τούτο... κον-τοστάθηκε και το μυαλό της άρχισε να πετάει ακατάσταταστο ταξιδάκι, πριν τόσα χρόνια στην Φλωρεντία, το πρώτοπου είχαν κάνει οι δυο φίλες στο εξωτερικό. Ε ρε Βικτώρια,πού καταντήσαμε... Αναστέναξε και βγήκε από το σπίτι,χώνοντας όμως με ευλάβεια το εύρημα στην τσάντα της.

Είχαν ήδη περάσει τρεις μήνες χωρίς καμιά κουβένταμεταξύ των δυο φιλενάδων. Από τον Μπάμπη η Φρίνταείχε μάθει ότι ο Αλέξανδρος συνέχιζε να βγαίνει με τηνΒικτώρια, αλλά η ίδια δεν θέλησε να μάθει περισσότεραγιατί την ενοχλούσε ακόμη όταν τα μάτια του δικού τηςέπαιρναν εκείνο το παρμένο βλέμμα για την μουσίτσα τηνφίλη της... ή μήπως έτσι λάγνο γινόταν πάντα το βλέμματου Μπάμπη όταν μιλούσε για κάποια γυναίκα;

Είχαν πια αρκετό καιρό μαζί και ορισμένα πραγματάκιαδεν της πολυάρεσαν της Φρίντας πάνω στον εραστή της.Οι άντρες που το παίζουν κολιμπρί, από λουλούδι σε λου-λούδι, σκέφτηκε ενώ έβαζε μπρος στο αμάξι της, ή θέλουνκανένα όρνιο για σύντροφο, που να τους κοιτάζει σαν χά-χας στα μάτια και να μην καταλαβαίνει γρι από ψέματακαι κοροϊδίες ή μια κολοπετσωμένη σαν την αφεντιά μου,να μην τους χαρίζουν μία, ώστε κάθε παράβαση να τουςτσούζει.

Γενικά όμως είναι και λίγο κουραστικό να παριστάνεικανείς συνέχεια τον αστυνόμο... Αν δεν υπάρχει και λίγηεμπιστοσύνη και λίγη σιγουριά... όλο το Κάμα Σούτρα γί-νεται βιπεράκι Νόρα. Τελικά... άβυσσος η ανθρώπινη ψυχή,φιλενάδα...

Φώφη Walter-Κυρλίδου

48

Page 49: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΆφησε το στυλό στο γραφείο, έβγαλε τα γυαλιά κι

έτριψε τα πονεμένα της μάτια. Δυο ώρες τώρα διόρθωνεγραπτά φοιτητών (λέμε τώρα...) κι αν εξαιρέσεις πέντεέξι, όλα τα άλλα ήταν για προσάναμμα στο τζάκι. Τι ωραίαπου είχαμε περάσει στην Ελάτη, σκέφτηκε άθελά της. Οιδυο μας μπροστά στο αναμμένο τζάκι, τα ξύλα να τριζο-βολούν, τα κάστανα να ψήνονται κι εμείς με τις πιτζάμεςνα πίνουμε τα τσιπουράκια μας και να βλέπουμε το χιόνινα πέφτει αθόρυβα και να σκεπάζει τα πάντα. Αχ βρε φι-λενάδα μου, αναστέναξε και ξαναπήρε το στυλό, πώς κα-ταντήσαμε έτσι... για δυο -άντε μην πω και δεν μου τοεπιτρέπει η γαλλική μου ανατροφή...

Και ξαφνικά οργίστηκε. Ένας τυφλός θυμός την κατέ-κλυσε. Πέταξε το στυλό, σάρωσε τα χαρτιά από το γρα-φείο της, άρπαξε το κινητό. Στο τελευταίο νούμερο δί-στασε, το ’κλεισε. Όχι έτσι, σκέφτηκε. Πρέπει πρώτα ναξεκαθαρίσω με τον Αλέξανδρο. Αυτό το κομμάτι της ζωήςμου, αυτό το μίζερο διάλειμμα που κοντεύει να διαλύσειτην φιλία μου με την αδελφή μου, να καταστρέψει τηνamitié fraternelle μας, την τόσο πολύτιμη, πρέπει να κλείσειμια και καλή. Οριστικά.

Σχημάτισε αποφασιστικά ένα νέο νούμερο στο τηλέ-φωνο χτυπώντας νευρικά τα κουμπιά.

«Καλησπέρα, Βικάκι μου, τι ευχάριστη έκπληξη ήταναυτή;»

Τσαντίστηκε. Του έχω πει χίλιες φορές ότι δεν μ’ αρέ-σουν τα υποκοριστικά -άκου “Βικάκι”... και να ’ταν το μόνοπου δε μ’ αρέσει... τέλος, πρέπει να βάλω ένα τέλος καιγρήγορα...

«Καλησπέρα, Αλέξανδρε», ακούστηκε ψυχρή και επί-πεδη η φωνή της. «Θα ’θελα να βρεθούμε απόψε, έχω κάτιπολύ σοβαρό να σου πω. Κατά τις οκτώ είναι καλά;»

49

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 50: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΤι σου είναι τελικά οι γνωριμίες...καράβια που διαβαί-

νουν μέσα στη νύχτα... Λίγες ρίχνουν άγκυρα στο λιμάνιτης ψυχής μας και ταυτίζονται με μας...

Ο Πειραιάς έλαμπε σαν μαργιόλα τσιγγάνα φορτωμένημε τα μπιχλιμπίδια της κι η Φρίντα δεν χόρταινε να τονθαυμάζει από το μπαλκόνι του μπαρ φιλοσοφώντας καθώςέβλεπε τα καράβια να περνούν από μπροστά της. Περίμενετον Μπάμπη εδώ και κάμποση ώρα. Αν δεν ήταν η πανέ-μορφη θέα, θα είχε γίνει μαύρη η ψυχή της από τα νεύρα...ποια, αυτή, να είναι στημένη! Άναψε τσιγάρο, ρούφηξε τοουισκάκι της και σηκώθηκε αποφασιστικά. Αχ βρε μπαμ-πέση εργολάβε της δεκάρας... αν νομίζεις ότι είμαι χρησι-μοποιημένη χαρτοπετσέτα, αγόρι μου, γελάστηκες πολύ!Η Φρίντα δεν περιμένει κανέναν άντρα πάνω από δέκαλεπτά.

Έλιωσε το τσιγάρο ακάπνιστο στο τασάκι, άρπαξε τηντσάντα και το αδιάβροχο χωρίς δεύτερη σκέψη, πλήρωσεάρον άρον και κατέβηκε έξαλλη προς την λεωφόρο. Στηφούρια της δεν είδε τον Μπάμπη που προσπαθούσε ναπαρκάρει μέσα στο πλήθος των αυτοκινήτων. Την είχε πά-ρει τουλάχιστον δέκα φορές για να δικαιολογηθεί, αλλάόλο έβγαινε ο τηλεφωνητής της -και τώρα, έχοντας πα-ρατήσει το Καγιέν όπως όπως, ανάμεσα σ’ ένα φορτηγόκαι σ’ ένα κάδο απορριμμάτων, ανέβαινε σχεδόν τρέχονταςτην ανηφόρα για το μπαράκι.

Μπαίνοντας στο αμάξι η Φρίντα είδε το τηλέφωνό τηςνα αναβοσβήνει, πεταμένο πάνω στο κάθισμα. Της είχεπέσει όταν έβγαινε -ούτε που το απάντησε. Η απόφασηείχε παρθεί. Αμάρτησες, χρυσέ μου... θα πληρώσεις. Πά-τησε γκάζι και, χωρίς να το καταλάβει, αντί να πάρει κα-τεύθυνση για το δικό της σπίτι, άρχισε να ανεβαίνει προςτην γειτονιά της Βικτώριας.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

50

Page 51: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΟύτε και ήξερε πόση ώρα ήταν στο μπαλκόνι της. Ο

αέρας μύριζε βροχή, ο καφές είχε κρυώσει από ώρα -αλλάεκείνη δεν το είχε καταλάβει. Είχε νυχτώσει για τα καλάκι εκείνη καθόταν στα σκοτεινά κοιτάζοντας χωρίς να βλέ-πει την πόλη που απλωνόταν μπροστά της κι άναβε σιγάσιγά τα φώτα της σαν αστεράκια σε μαύρο βελούδο.

Τα ρομαντικά μας μάραναν, σκέφτηκε βαρύθυμα. Έτσιβαριά και σκοτεινή ήταν η διάθεσή της από χτες το βράδυ,όταν είπε το οριστικό αντίο στον Αλέξανδρο. Όχι γιατί τηςκόστισε η διάλυση της σύντομης σχέσης τους, κάθε άλλο...

Ίσα ίσα που αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση, σαν νασηκώθηκε μια ταφόπλακα από πάνω της. Αλλά να... δενείχε μάθει στη ζωή της να πληγώνει τους ανθρώπους γύρωτης, όσο κι αν της είχε κοστίσει ακριβά αυτό της το χούικαι τώρα, φέρνοντας ξανά στο νου της την απορημένηόσο και δυστυχισμένη όψη του, όταν του ζήτησε να δια-κόψουν, εκείνο το τεράστιο γιατί που ζωγραφίστηκε στααγαθά του μάτια, ένιωθε χάλια. Τύψεις που τον κορόιδευε,που του είχε δώσει ψεύτικες ελπίδες, που τον είχε χρησι-μοποιήσει σαν (να δεις πώς το έλεγε η Φρίντα) -α, ναι...σαν χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα...

Στη σκέψη της φίλης της μελαγχόλησε ακόμα πιο πολύ.Ανάθεμα την ώρα που μπήκε στη ζωή μας αυτός ο διάολος,το facebook… μονολόγησε ανάβοντας το κερί πάνω στοτραπέζι. Αν δεν ήταν αυτό δεν θα είχες γνωρίσει τον μπε-τατζή, δεν θα είχα μπλέξει με τον χαλβά, δεν...

Ο ήχος από λάστιχα που στρίγγλιζαν διέκοψε βίαια τηφιλοσοφική της διάθεση. Ποιος ηλίθιος, σκέφτηκε κι έ-σκυψε να δει τον καμικάζι της ασφάλτου που τάραζε τηνσιγαλιά της νύχτας και τσίτωνε τα νεύρα της. Το φλιτζάνιέπεσε από τα χέρια της κι έγινε χίλια κομμάτια.

Η Φρίντα είχε μόλις παρκάρει από κάτω.

51

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 52: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Βικτώρια, βγάλε από το σερβάν της γιαγιάς σου το

ουίσκυ που σου είχα φέρει στα γενέθλια σου, φέρε δυοποτήρια και κάτσε να μιλήσουμε γιατί αν δεν μιλήσω, θακάνω μπαμ μα τον Θεό και θα σκάσω. Στα γρήγορα, μαρή,όχι σαν αργοκάραβο... τσάκα τσάκα είπαμε!»

Δεν είχε προλάβει να μπει στο σπίτι της Βικτώριας κιάρχισε τις διαταγές. Ξαφνικά όλα είχαν μπει σ’ ένα κα-λούπι, οι γωνίες και τα παράταιρα είχαν διαλυθεί μέσαστις σταγόνες της μπόρας που έπεφτε τώρα δυνατότερακαι η Φρίντα έπρεπε να τα εξηγήσει το συντομότερο γιανα ξαλαφρώσει.

«Βικτωράκι μου, άντε άσπρο πάτο και χαμογέλα λιγου-λάκι γιατί γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια τον έχωτον Μπάμπη μπροστά στην φιλία μας, κοριτσάρα μου.Μπροστά σε μας, τσαχπινομπιρμπίλω μου, χαράμι να πάνεόλες οι μπετονιέρες της αγοράς. Άσε που είχα και ένα βά-ρος σαν πέντε φορτηγά χαλίκια, που κάκιωσα μαζί σουγια χάρη του προκομένου.

»Πώς να το κάνουμε δηλαδή... παιδαράς ο τύπος, αρ-χοντόμαγκας... άντε να βρεις τέτοια λαβράκια πλέον, πουη αγορά είναι τίγκα στους τζιτζιφιόγκους. Μάτια έχεις κιεσύ... και τι μάτια... ματάρες, αφού και ο ίδιος ο λεγάμενοςτα σορόπιαζε, γιατί νομίζεις πιο πολύ νευρίασα... αλλάαγαθομαρού μια ζωή ήσουν εσύ. Α, κοίτα να σου πω... δενθέλω βουρκώματα... τσούγκρα πάλι και ξανά μανά άσπροπάτο... θα φύγει όλη η μπουκάλα σήμερις.

»Όχι, καλέ, δεν τον έκανα πέρα ακόμη, αλλά σήμεραμε έστησε. Ναι σου λέω... είκοσι ολόκληρα λεπτά περίμενασαν χτεσινή μαρίδα σε ένα μπαράκι. Σήμερα το παίζωμούγκα στην στρούγκα και αύριο του δίνω τα παπουτσάκιατου ανά χείρας κι ας με πλαντάξει στις δικαιολογίες...»είπε με μια ανάσα κι άναψε τσιγάρο.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

52

Page 53: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ φλόγα του αναπτήρα έβγαλε την Βικτώρια από την

κατάσταση σοκ που είχε πάθει ακούγοντας τον χείμαρροτων εξομολογήσεων-δηλώσεων της φιλενάδας της. Με τοποτήρι το ουίσκι ανέγγιχτο στο χέρι (αυτό το κοριόζουμοποτέ δεν της άρεσε) και τα μάτια γεμάτα δάκρυα κοίταζεπαραζαλισμένη την Βικτώρια έχοντας συγκρατήσει μόνομια φράση από όλο αυτό το κατεβατό. «Γραμμένο στα πα-λιά μου τα παπούτσια τον έχω τον Μπάμπη μπροστά στηνφιλία μας, κοριτσάρα μου». Είχε ακούσει καλά; Το είχε πειαυτό η Φρίντα της; Ξανάβρισκε τη φιλενάδα της; Είχε τε-λειώσει ο εφιάλτης των τελευταίων τριών μηνών που τηνείχε χάσει -κι είχε χάσει και τον ύπνο και την ίδια της τηζωή; Σήκωσε το ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι.

«Θέμα χρόνου ήταν φιλενάδα», συνέχισε η Φρίντατραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά και βγάζοντας τον καπνόσε δαχτυλίδια. «Δεν ήταν μόνο το δικό σου μέλωμα... Πούνα τον δεις πώς χαλβάδιαζε με μια μπαργούμαν στην Βου-λιαγμένη! Εδώ, καλέ, έκλεισε το μάτι ενώπιόν μου και σεμια σεκιούριτι έξω από ένα μαγαζί... γκραν παίχτης πουθα έλεγε και η μαμζέλ σου. Άντε γεια μας! Πες μου τώραγια σένα και τον λογιστή σου, γιατί αν είναι να σου τηνχαλάσω τη δουλειά, κάνω επί τόπου στροφή και την κάνωφιλεναδίτσα».

«Ποιον λογιστή μου, πάει αυτός... να ’ταν κι άλλος»,χαμογέλασε μέσα από τα δάκρυά της και νιώθοντας το κά-ψιμο του ποτού ν’ απλώνεται σ’ όλο της το κορμί και να τηνχαλαρώνει. Σηκώθηκε και γέμισε πάλι τα ποτήρια. «Του’δωσα απολυτήριο με βαθμό λίαν κακώς, μια δυστυχία ήτανστο κρεβάτι, αλλού αυτός αλλού εγώ.. μάπα το καρπούζιόπως θα ’λεγες κι εσύ... αλλά δεν τον σχόλασα γι’ αυτό.Τον σχόλασα γιατί αυτός κι ο άλλος ήταν η αιτία που σ’έχασα» είπε και ξέσπασε σε λυγμούς.

53

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 54: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΤα ’χασε η Φρίντα από το ξέσπασμα της φιλενάδας

της. Όσο κι αν την ήξερε καλά (τόσα χρόνια κολλητές εί-χαν κάνει καυγάδες και καυγάδες για ασήμαντα, κατά κα-νόνα, θέματα)... τούτο δω δεν το άντεχε, την ξεπερνούσε.Τινάχτηκε πάνω γκρεμίζοντας την πολυθρόνα της κι έπεσεστην αγκαλιά της Βικτώριας.

Έμειναν έτσι αγκαλιασμένες για κάμποση ώρα, σιωπη-λές, τα μάτια να τρέχουν ποτάμι και να ξεπλένουν όσα πι-κρά έγιναν και ειπώθηκαν τους τελευταίους τρεις μήνεςενώ το σκοτάδι έπεφτε γοργά κι η βροχή δυνάμωνε.

«Κοίτα να δεις πού καταντάμε οι γυναίκες και για λίγομέλι κάνουμε τα αδύνατα δυνατά, ξεχνάμε ποιες είμαστε,γυρνάμε την πλάτη σε φίλους και δικούς και στο τέλος...ανακαλύπτουμε ότι τελικά, αντί για γόη, πέσαμε σε αυγόμελάτο» σάρκασε χαμογελώντας μέσα από τα δάκρυά τηςη Φρίντα σε μια προσπάθεια να εκτονώσει την φορτισμένηατμόσφαιρα. «Έλα φιλεναδίνο μου, άσπρο πάτο να πάνεκάτω τα φαρμάκια που μας πότισαν οι άχρηστοι οι άντρη-δες... Θα την πιούμε όλη τη μπουκάλα σαν μνημόσυνο γιατις σχέσεις που μόλις θάψαμε και στην υγειά της δικήςμας σχέσης που δεν καταλαβαίνει από μπόρες και ξανα-γεννιέται σαν τον φοίνικα από τις στάχτες της... Άντε,μαρή, να φέρεις και κάνα ξηροκάρπι γιατί με βάρεσε κατα-κούτελα ο Τζώνης ο περπατητής και θα πω κι άλλα τέτοιαχαριτωμένα ποιητικά... τρομάρα μου...»

Περασμένα μεσάνυχτα, κι αφού είχαν πατώσει τονΓιαννάκη κι είχαν καταναλώσει ό,τι φιστίκι κι αμύγδαλουπήρχε στο σπίτι τινάζοντας στον αέρα γυμναστήρια καιδίαιτες, η Φρίντα μουρμούρισε ένα ζαλισμένο «άντε ναπηγαίνω κι εγώ, έχω μανικιούρ πρωινιάτικα» και μπήκε πα-ραπατώντας στο αμάξι της παρά τις διαμαρτυρίες της Βι-κτώριας που επέμενε να την κρατήσει να κοιμηθεί εκεί.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

54

Page 55: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια ακούμπησε στην κουπαστή κι ακολούθησε

με το βλέμμα το αυτοκίνητο της φιλενάδας της μέχρι πουχάθηκε στη στροφή του δρόμου. Τι νύχτα κι αυτή αλήθεια,σκέφτηκε ανασαίνοντας την μυρωδιά του νοτισμένου γρα-σιδιού στον κήπο της πολυκατοικίας.

Ποιος να μου το ’λεγε πως τελικά θα βρισκόταν ο απόμηχανής θεός να διορθώσει το αδιέξοδο και το παραπά-τημα της φιλίας μας -και πως θα ήταν ο ίδιος ο υπεύθυνοςγια όλα αυτά, ο Μπάμπης, που με τα στραβοκοιτάγματάτου θα έδινε τη λύση... Αχ έρημε μπετατζή... εσύ κοιμάσαικι η τύχη σου δουλεύει -ανάποδα όμως!

Καθόλου δεν κοιμόταν ο Μπάμπης. Από την ώρα πουδεν βρήκε τη Φρίντα στο μπαράκι, και μετά από δεκάδεςαναπάντητες κλήσεις στο κινητό της, καθόταν σε αναμ-μένα καρφιά. Ξάγρυπνος έμεινε όλη τη νύχτα να μετράειτις ώρες μέχρι να ξημερώσει και να πάρει τηλέφωνο, ποιανάλλη, την κολλητή της, μπας και μάθει τι συμβαίνει κι εξα-φανίστηκε από προσώπου γης.

Η Βικτώρια άκουσε το κουδούνισμα βυθισμένη σε λή-θαργο πάνω στον καναπέ του σαλονιού. Με δυσκολίαβρήκε το τηλέφωνο κι ακόμα πιο δύσκολα κατάφερε ναμουρμουρίσει ένα «λέγετε;» με φωνή βραχνή από τον ύπνοκαι το χτεσινοβραδινό ξενύχτι.

«Έλα Βικτώρια, καλημέρα και με συγχωρείς που σεενοχλώ τόσο πρωί... αλλά δεν μπορώ να βρω την Φρίντααπό χτες βράδυ που είχαμε ραντεβού... κάπου χαθήκαμεκαι την παίρνω στο κινητό αλλά δεν απαντά κι αρχίζω ναανησυχώ... ξέρεις κάτι;»

Και πολύ καλά κάνεις και ανησυχείς, σκέφτηκε η Βι-κτώρια διώχνοντας με μιας και νύστα και κούραση. Έχειαρχίσει η αντίστροφη μέτρηση -μόνο που δεν το ξέρεις...

55

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 56: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΔυο μέρες μετά η Φρίντα, με μια κούπα καφέ στο

χέρι, ανέλυε τις απόψεις της στην φιλενάδα της που τηνάκουγε προσεκτικά από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Άστα να πάνε, γλυκιά μου. Όσες είναι τυχερές καικρατάνε τον συζυγάτο με νύχια και με δόντια, καλώς.Εμείς οι υπόλοιπες ας κοιτάξουμε να ζήσουμε γεμάτα καιχωρίς αρσενικά, άμα λάχει, γιατί και σπανίζουν σαν είδοςγενικότερα και οι περισσότεροι στην πιάτσα είναι κάπωςελαττωματικοί. Θα μου πεις, Φριντάκι, εσύ έπεισες ακόμηκι εσένα την ίδια ότι ο Μπάμπης ήταν κελεπούρι. Το ξέρωκαι το παραδέχομαι... τα άτιμα τα σορόπια πολύ μου αρέ-σουν και είμαι άνθρωπος ή του ύψους ή του βάθους. Αφούπαραλίγο να με τουμπάρει πάλι χτες όταν του τηλεφώνησαγια να κόψω με μαχαίρι την υπόθεση. Εκεί που του ωρυό-μουν για τα ερωτοδολώματα που έριχνε στην πάσα γυνήκαι σε σένα ειδικότερα, αυτός, ενώ μου μιλούσε στο κι-νητό, είχε βάλει προορισμό το σπίτι μου -και πριν του ταψάλλω καλά καλά για το κερασάκι στην τούρτα, το στήσιμοδηλαδή στο μπαρ, τσουπ και μου κτυπούσε την πόρτα. Τινα κάνω, άνοιξα, τον άκουσα να μου αραδιάζει όλες τουτις δικαιολογίες, τον άρπαξα από το ανοιχτό πουκάμισοκαι του έδωσα ένα σβουρηχτό φιλί, τον πήγα μέσα να τουξηγηθώ το αντίο α λα Φρίντα, α... δεν θέλω κραυγές, φι-λενάδα, δεν θέλω κραυγές, περίμενε... κι εκεί που, σίγου-ρος ότι με είχε τουμπάρει, πήγε να μου κλείσει ραντεβού,του είπα να πάρει των οματιών του και να μην ξαναεπιχει-ρήσει να με δει!

»Όσο για μας τα δυο, Βικτωράκι... έχω κάτι τρελέςιδέες στο μυαλό! Γύρνα εσύ με το καλό από τα μαθήματακαι το βράδυ σε κερνάω στο Στέκι του Μπουλούκου. Άσετις δίαιτες, βρε χαζή... κάτι έχω υπ’ όψιν και θέλω να τοδούμε μαζί. Άντε τσάο και τα λέμε σύντομα».

Φώφη Walter-Κυρλίδου

56

Page 57: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Πω πω ήττα...», μουρμούρισε η Βικτώρια κατεβάζον-

τας το ακουστικό. «Καημένε Μπάμπη... μέχρι που αρχίζωνα σε συμπονάω... Κι αυτό πάλι το αποψινό ραντεβού; Τιέχει βάλει στο δαιμόνιο μυαλουδάκι της η θεοπάλαβη...Κα-μιά τρέλα πάλι, όπως ακριβώς το είπε... άντε τώρα να δωπώς θα περάσει η μέρα, θα με φάει η περιέργεια... κι έχωκι ένα σωρό στη σχολή σήμερα, παράδοση στους πρωτο-ετείς και να αποτελειώσω τη διόρθωση των γραπτών τουτρίτου έτους που έμεινε στη μέση προχτές...»

Τελικά ευτυχώς που είχε τόσα πολλά να κάνει κι απα-σχόλησε το μυαλό της μέχρι αργά το απόγευμα. Γύρισεστο σπίτι της κατάκοπη κατά τις πέντε και μπήκε αμέσωςστο ντους να διώξει από πάνω της την κούραση της μέραςκαι να ετοιμαστεί για τη βραδινή συνάντηση. Να που έμεινεκαι κάτι καλό από όλη αυτή την ιστορία, σκέφτηκε χαμο-γελώντας καθώς άπλωνε τη σκιά στα μάτια της. Ξανάρχισανα προσέχω την εμφάνισή μου μετά από χρόνια εγκατά-λειψης... α ρε Μπάμπη, Αλέξανδρε... αυτό θα σας το χρω-στάω!

Άνοιξε το συρτάρι της να πάρει καθαρά εσώρουχα κι ηματιά της έπεσε στο δαντελένιο κιλοτάκι που της είχε κά-νει δώρο η κολλητή της για το πρώτο ραντεβού με την«συναγρίδα», όπως έλεγε, και που το είχε καταχωνιάσεικάπου στο βάθος. Το έπιασε στα χέρια της. Άσφαιρο πήγεςκι εσύ, κακόμοιρο... σιγά να μη σε χρησιμοποιούσα για ταστανικά κρεβατώματα με τον λεγάμενο... Όχι κι ότι θα σεπρόσεχε δηλαδή, με σβησμένο φως και καμιζόλα να φο-ρούσα χαμπάρι δεν θα έπαιρνε... Με μια ξαφνική κι αδι-καιολόγητη παρόρμηση το ’βαλε μέσα στην τσάντα της.

Βρήκε την Φρίντα να την περιμένει στο Στέκι με μιακανάτα χύμα κόκκινο κρασί, το περίφημο ξακουστό κρασίτου Μπουλούκου, και δυο ποτήρια γεμάτα μπροστά της.

57

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 58: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Καλησπέρα Βικτωράκι, έλα και κερνάω κρασάκι... ναι

μωρέ, είπα ν’ αλλάξω δουλειά και να φτιάχνω μαντινάδες!Άντε να παραγγείλουμε γιατί τα σχέδια είναι πολλά και ηνύχτα μικρή, φιλεναδίτσα. Λοιπόν, εμείς σβήσαμε μιάμισησχέση, εεε... η δική σου με τον Αλέξανδρο για μισή μουκάνει, αλλά αποδείξαμε ότι η γυναικεία φιλεναδική αδελ-φότητα, όταν είναι πραγματική και δυνατή, αντέχει ταπάντα, ακόμη και τα άνανδρα ερωτικά ντου. Φέρε πιοκοντά τη μελιτζανοσαλάτα, φιλενάς, και άκου με προσε-χτικά. Σε μια βδομάδα έχετε τετραήμερο εσείς οι εκπαι-δευτικοί. Τα εισιτήρια τα έβγαλα σήμερα το πρωί, έκλεισακαι ξενοδοχείο πέντε αστέρων, όχι σαν την πανσιόν πουείχαμε πάει τότε παλιά, και το μόνο που μένει είναι ναφτιάξεις το σακ βουαγιάζ σου και την κάναμε!

»Καλέ... μη με κοιτάς σαν χάνος, κλείσε το στόμα σου,Βικτώρια, μη μπει καμιά μύγα! Ναι, κοπέλα μου, για τηΦλωρεντία σου μιλάω, αμ πού λες να πηγαίναμε, στο Κουρ-διστάν; Άλλο πάλι και τούτο! Θα πάμε τέσσερις μερούλεςκυριλέ σε όλα τα μουσεία και τις εκθέσεις που γουστάρεις.Υπόσχομαι ότι θα φορέσω δετά παπούτσια αυτή τη φορά,μη ξεροσταλιάσω η έρμη, τα βράδια όμως είναι δικά μου,σινιορίνα, και θα μας γνωρίσουν από την καλή όλα τακλαμπ και τα μπαράκια πολυτελείας. Μια φορά να ακούσωότι είσαι κουρασμένη και δεν μπορείς να βγεις, θα σεπιάσω απ’ το τσουλούφι. Είπαμε, τετραήμερο ξεσαλώματοςείναι αυτό, όχι ανάπαυσης. Άσε που ελπίζω να με αφήσειςνα ξεζαλιστώ και λίγο από την πολλή πρωινιάτικη κουλ-τούρα και με ένα ελαφρύ σόπινγκ, έτσι για να μην ξεχνιό-μαστε... ξέρεις ότι τα δερμάτινα είναι η αδυναμία μου.Άντε... γεια μας και καλό μας ταξίδι», είπε μονορούφι,άδειασε το ποτήρι της με τον ίδιο τρόπο και κοίταξε ναδει την αντίδραση της φιλενάδας της.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

58

Page 59: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια είχε μείνει άναυδη. Κοίταζε μια τη φίλη

της και μια ένα πλαστικό μπρελοκάκι που κρατούσε σταχέρια της η Φρίντα και το ανέμιζε καθώς υπογράμμιζε ταλόγια της με ζωηρές χειρονομίες. Ήπιε μια γουλιά κρασίμπας και συνέλθει.

«Φλωρεντία; Είπες Φλωρεντία; Εσύ κι εγώ, οι δυομας;» κατόρθωσε να ψελλίσει.

«Γιατί, μαρή, θέλουμε και παρέα; Μπας και θέλεις νακαλέσουμε και τους αχαΐρευτους που κόντεψαν να μαςδιαλύσουν;» ρώτησε λίγο αστεία, λίγο καχύποπτα.

«Αυτό δα μας έλειπε», βιάστηκε να απαντήσει η άλλη-ώρες ήταν να ξαναρχίσουν οι παρεξηγήσεις. «Δεν πάωκαλύτερα να πνιγώ; Και μια που τους ανέφερες, να σουπω ότι ο δικός σου, ο πρώην τέλος πάντων, με πήρε τηλέ-φωνο προχτές, όταν σ΄ έψαχνε και δε σ’ έβρισκε, και ακου-γόταν πολύ αναστατωμένος και ανήσυχος...»

«Ααα... μη μου τη χαλάς τώρα αλλάζοντας κουβέντα...τι θέλεις τώρα και μου θυμίζεις τον Μπάμπη. Σε πήρε τη-λέφωνο κι ακουγόταν πονεμένος... Εγώ να δεις πώς είμαιστα φυλλοκάρδια μου. Το έκλεισα όμως το κουτάκι τηςκαρδιάς και το διπλοκλείδωσα. Δεν ξαναεπιτρέπω σε κα-νέναν άντρα να κάνει την καρδιά μου τας κεμπάπ. Τέρμααυτή η ιστορία, τώρα πάμε Φλωρεντία! Να, πάρε και τομπρελοκάκι για γκαραντί! Θυμάσαι, μαρή, που θέλαμε ναπάρουμε κάτι για σουβενίρ και τα φράγκα μας δεν έφτανανπαρά μόνο για τούτο το πλαστικό μπιχλιμπίδι; Αλήθεια, το’χεις το δικό σου;»

«Μπα... το βούτηξε ο ανεπρόκοπος ο Φραγκίσκος μαζίμε τα κλειδιά του σπιτιού... θυμάσαι;» μελαγχόλησε ξαφ-νικά η Βικτώρια. Η Φρίντα το πρόσεξε αμέσως.

«Ρε συ, Πέτρο», φώναξε του Μπουλούκου, «βάλε λίγημουσική να ξεδώσουμε λιγάκι, καρντάση μου!»

59

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 60: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΆλλο που δεν ήθελε ο ταβερνιάρης, η Φρίντα όταν

έμπαινε στο μαγαζί του έδινε ζωή. Πελάτισσα από παλιά,πάντα με το χαμόγελο, το κέφι και τον καλό λόγο για ταμαγειρευτά της κυρα-Μαρίκας, της γυναίκας του. Έβαλελοιπόν ο Πέτρος το ζεϊμπέκικο στη διαπασών κι αυτή ση-κώθηκε μερακλωμένη τραβώντας την Βικτώρια από τοχέρι.

«Ασ’ τον τρελό στην τρέλα του... Βικτωράκι, τον εθνικόμου ύμνο θα χορέψουμε. Άντε, να πάνε πέρα οι καημοί».Άρχισε τα τσαλίμια και οι υπόλοιποι θαμώνες άρχισαν ναχειροκροτούν τις δυο χορεύτριες. Η Βικτώρια, πιο σεμνήπάντα, όταν η μουσική γύρισε σε τσιφτετέλι, γονάτισε καιάρχισε να δίνει ρυθμό στην φιλενάδα της που, σαν γνήσιαΜικρασιάτισσα, λικνιζόταν σαν φλόγα μέσα σε αεράκι.

Αμέτρητα τα τραγούδια που χόρεψαν -Διονυσίου, Κα-ζαντζίδη, Μοσχολιού! Ο Πέτρος άδειασε όλα τα γαρύ-φαλλα που είχε στα βαζάκια των τραπεζιών και τους ταέριξε. Η ταβέρνα είχε ανάψει από το τσακίρ κέφι και, ενώπια οι χορευτές ήταν αρκετοί, οι δυο γυναίκες δεν έπαψαννα εξευμενίζουν τον σεβντά τους στην πρόχειρη πίστα.Κι όταν η Βικτώρια, εντελώς μεθυσμένη, έβγαλε το δαν-τελένιο κιλοτάκι και το ανέμιζε σαν παντιέρα αλαλάζοντας«να πεθάνει ο Χάρος», έγινε χαμός!

Όταν οι πρώτες ηλιαχτίδες γαργάλησαν τα παράθυρατου μαγαζιού και η κυρα-Μαρίκα έκανε σήμα στον άντρατης, ο Μπουλούκος σταμάτησε τη μουσική, φίλησε τηΦρίντα και την Βικτώρια σταυρωτά και τις κέρασε απόένα βαρύ γλυκό περιποιημένο για κατευόδιο.

Αγκαλιασμένες πήραν την κατηφόρα για το αυτοκίνητονιώθοντας πως ο χρόνος είχε σταματήσει κι ότι ξαναζού-σαν τα χρόνια της ανέμελης νιότης.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

60

Page 61: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Επιτέλους!» μουρμούρισε η Βικτώρια μόλις έφτασε

μπροστά στο ταμείο και πήρε στα χέρια της τα δυο πολυ-πόθητα εισιτήρια για να μπουν στην Πινακοθήκη Ουφίτσι.Το όνειρό της θα γινόταν πραγματικότητα σε λίγο, αμέ-τρητα χρόνια μετά την πρώτη τους επίσκεψη στην Φλω-ρεντία, τότε που με απέραντη απογοήτευση έφευγαν απότο ίδιο ταμείο άπραχτες γιατί δεν έφταναν τα χρήματάτους να μπουν μέσα. Όχι ότι την είχε πειράξει και πολύτην Φρίντα, εκείνη έκλαιγε για το δερμάτινο μπουφανάκιπου είχε κιαλάρει σε μια βιτρίνα και που έπρεπε να πουλη-θεί ολόκληρη για να το αγοράσει!

«Έλα Φριντάκι, μπαίνουμε», γύρισε περιχαρής να τηςανακοινώσει -μα η κολλητή της δεν ήταν πίσω της, όπωςνόμιζε. Ξαφνιασμένη αλλά και ανήσυχη έψαξε ένα γύρωμε το βλέμμα να την βρει, μη τολμώντας να κουνηθεί ούτεπόντο από την ουρά μπας και χάσει τη σειρά της -και μετάθα έπρεπε να περιμένουν άλλο τόσο για να μπουν.

Αυτό που είδε την έκανε έξαλλη. Η φιλενάδα της είχεπιάσει την κουβέντα με τον Ιταλό σεκιουριτά, έναν ομο-λογουμένως λίαν γοητευτικό μελαχρινό παίδαρο, ο οποίοςείχε γύρει πάνω στο αβυσσαλέο ντεκολτέ της και κάτι τηςέδειχνε τάχα μου στο χάρτη της πόλης.

«Φρίντα! Φρίντα είπα! Έλεος πια, για όνομα του Θεού...έλα, Χριστιανή μου, μπαίνουμε σου λέω... Φρίντα!»

Η Φρίντα κάτι είπε βιαστικά του Ιταλού, κάποιο χαρτάκιάλλαξε χέρια, κι έτρεξε να χωθεί πίσω της στην ουρά.

«Αμάν πια, στην πινακοθήκη ήρθαμε κι εσύ ζαχαρώνειςμε τον σεκιουριτά;» της είπε αγανακτισμένη.

«Τι να τους κάνω τους πίνακες, μαρή, εδώ έχουμε ζων-τανή ζωγραφιά... Τέλος πάντων, ας μπούμε μια και στουποσχέθηκα» είπε πονηρά και προχώρησαν στην είσοδο.

61

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 62: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΗ πανδαισία χρωμάτων και εικόνων της Ιταλικής Ανα-

γέννησης πλημμύρισαν με φωτεινές αχτίδες ενθουσιασμούακόμη και την ρεαλίστρια Φρίντα. Όσο για την Βικτώρια,τα κύματα αγαλλίασης άρχισαν να σβήνουν από τα φυλ-λοκάρδια της τα μεσοαστικά της ταμπού. Πέρασαν όλοσχεδόν το πρωινό τους στην Πινακοθήκη, περπάτησαν χι-λιόμετρα, ανεβοκατέβηκαν ατέλειωτες σκάλες αλλά τα εί-δαν όλα -ή σχεδόν όλα, μιας και κάποια στιγμή η Φρίνταάρχισε να παραπονιέται για έντονα γουργουρητά στο στο-μάχι και κράμπες στα πόδια. Τσίμπησαν κάτι πρόχειρο σ’ένα υπαίθριο καφέ και πήραν κατάκοπες τον δρόμο για τοξενοδοχείο τους.

Πίσω, στην όμορφη σουίτα τους, η Φρίντα έκανε νακρυφτεί στο μπάνιο για να μιλήσει όταν την πήρε ο Πάολο,ο νόστιμος σεκουριτάς, τηλέφωνο. Η κολλητή της όμωςτης χαμογέλασε εγκάρδια κι όταν, με κάτι ιταλικά τσάτραπάτρα, κανονίστηκε ραντεβού λίγες ώρες αργότερα μεδείπνο (κι ό,τι ήθελε προκύψει) συνοδεία και κάποιου φίλουτου Αρτούρο, ξεναγού, η Βικτώρια όχι μόνο δέχτηκε αλλά,κι όλο τσαχπινιά, έβγαλε από την βαλίτσα της το αφόρετο,ακόμη, κιλοτάκι-δώρο της φιλενάδας της.

«Το φύλαγα για μια μαγική περίπτωση, Φριντάκι. Καιτώρα πώς να μην το τιμήσω σ’ αυτή την πόλη που εκπέμπειρομαντισμό από κάθε της πόρο! Μωρέ, θα βγούμε, θα ξε-σαλώσουμε και θα περάσουμε και τέλεια. Καλά έκανες,φιλενάδα, και χαμογέλασες κλέφτικα στον Πάολο. Εσύ τε-λικά ξέρεις το μυστικό της ζωής... ένα φλερτάκι, ένα ραν-τεβουδάκι, δυο γελάκια και κανένα φιλί. Αυτός είναι ο πα-ράδεισος για μας τις δυο την σήμερον ημέρα και θα τονζήσουμε εδώ, στη γενέτειρα του Ντάντε Αλιγκιέρι πουτον περιέγραψε στην Θεία Κωμωδία του!»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

62

Page 63: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΠέρασαν όλο το απόγευμα χαλαρώνοντας ανάμεσα σε

καυτά αφρόλουτρα, μάσκες ομορφιάς, επιμελημένα μακι-γιάζ και περίτεχνες κομμώσεις. Το αποτέλεσμα ήταν πα-ραπάνω από ικανοποιητικό όταν κοιτάχτηκαν στον καθρέ-φτη και μεταξύ τους. Έδωσαν θερμά συγχαρητήρια η μίαστην άλλη για την εκθαμβωτική εικόνα που παρουσίαζανμέσα στα προσεκτικά διαλεγμένα ρούχα τους και κατέβη-καν στη ρεσεψιόν όπου τους περίμεναν οι δυο καβαλιέροιτους κρατώντας ο καθένας από ένα κατακόκκινο τριαν-τάφυλλο στο χέρι.

Ο θαυμασμός και η αναστάτωση που ζωγραφίστηκεστο βλέμμα τους, τις αποζημίωσε για τις πολλές ώρες τηςπροετοιμασίας κι εκτόξευσε την καλή τους διάθεση σταύψη. Ο Πάολο πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμουςτης Φρίντας, ο Αρτούρο έπιασε αγκαζέ την Βικτώρια κι οιδυο φίλες, ανταλλάσσοντας ματιές γεμάτες νόημα, αφέ-θηκαν στην όμορφη βραδιά και στις επιλογές των συνοδώντους σχετικά με το πού θα πήγαιναν και τι θα έτρωγαν.

Και δεν έπεσαν έξω. Οι δυο Φλωρεντίνοι λάτρευαν τηνπόλη τους κι ήξεραν κάθε όμορφη γωνιά της, από εκείνεςπου δεν υπάρχουν στους τουριστικούς οδηγούς. Απόλαυ-σαν μια υπέροχη διαδρομή δίπλα στο ποτάμι και εν συνε-χεία ένα γευστικότατο δείπνο από ραγκού πάπιας και φο-κάτσια με συνοδεία ενός μεθυστικού λευκού κρασιού απόαμπελώνες της Τοσκάνης σε μια τρατορία κρυμμένη πίσωαπό ανθισμένες γλυσίνιες. Κι όταν ο Αρτούρο, ο ξεναγός,πρότεινε να πάνε βόλτα με άμαξα, οι δυο φίλες χειροκρό-τησαν την ιδέα με ενθουσιασμό.

Νάτες λοιπόν, συντροφιά με δυο γοητευτικούς Ιτα-λούς, να απολαμβάνουν την μοναδική μεταμεσονύκτιαατμόσφαιρα της μαγικής Φλωρεντίας.

63

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 64: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΚι ενώ τα πέταλα των αλόγων κροτάλιζαν στο καλν-

τερίμι του κέντρου της πόλης, ο αμαξάς άρχισε να τρα-γουδάει ένα παλιό ιταλικό τραγούδι. Οι δυο νεαροί το έπια-σαν κι αυτοί στην δεύτερη στροφή και, κοιτάζοντας σταμάτια την Φρίντα και την Βικτώρια, άρχισαν μια βέρα σε-ρενάτα α λα Φιορεντίνα. Μερικοί τουρίστες ξενύχτηδεςκοίταξαν χαμογελαστοί την μελωδική άμαξα κι ένα αδε-σποτάκι αποφάσισε να κολλήσει στη συντροφιά και να προ-σθέσει κι αυτό το παραπονιάρικο γάβγισμά του.

Οι δυο φίλες είχαν αφεθεί στις νότες του τραγουδιούκαι στα τρυφερά χάδια ζώντας το παρόν με μια πρωτό-γνωρη ένταση. Ταμπού, σεμνοτυφίες και ηθικολογίες είχανδιαλυθεί στα νερά του Άρνου και η Βικτώρια σκούντησετην κολλητή της.

«Φρίντα, έλα να δείξουμε και εμείς στους γείτονες τιεστί Ελληνικό κέφι. Βάλε στην διαπασών το... πώς το λεςμωρέ, το άιφόν σου με κανένα μερακλίδικο, ξέρεις εσύ».

Η κατάφωτη piazza del Duomo άνοιξε την φιλόξενηαγκαλιά της και οι φιλενάδες κατέβηκαν από την άμαξακαι χύθηκαν επάνω της χορεύοντας μια βαριά ζεϊμπεκιάμε την συνοδεία της μουσικής των «Λαδάδικων» του Μη-τροπάνου και με τον σεβντά μιας ολόκληρης ζωής.

Ο αμαξάς, ο Πάολο και ο Αρτούρο έμειναν να τις κοι-τάζουν από την άμαξα αποσβολωμένοι. Κι όταν και η τε-λευταία νότα του μπουζουκιού έσβησε πάνω στους με-σαιωνικούς τοίχους, οι θερμόαιμοι Ιταλοί ξέσπασαν σεπαρατεταμένες ζητωκραυγές, πήδησαν σβέλτα κάτω και,ενώ το i-phone συνέχιζε με την «Δημητρούλα» της Αλε-ξίου, έστησαν ένα τρελό τσιφτετέλι με τις δυο φιλενάδεςπρος μεγάλη ευχαρίστηση των περαστικών που έκανανκύκλο γύρω τους και τους χειροκροτούσαν φωνάζονταςενθουσιασμένοι «viva grecia immortale»!

Φώφη Walter-Κυρλίδου

64

Page 65: Φρίντα & βικτώρια

ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΟΥ ΜΕΝΕΤΟΙΗ Αδριατική στραφτάλιζε κάτω από τον εκτυφλωτικό

μεσημεριάτικο ήλιο του φθινοπώρου. Η Βικτώρια, καθι-σμένη όπως πάντα στο παράθυρο, χάζευε τις δαντελωτέςακτές της Δαλματίας που απλώνονταν σε πανέμορφαφιόρδ είκοσι χιλιάδες πόδια από κάτω. Η Φρίντα δίπλατης, πάντα στην θέση του διαδρόμου για να μπορεί να ση-κώνεται κάθε τόσο και να τσεκάρει το μακιγιάζ της στοWC, έκλεισε το τελευταίο τεύχος του Marie Claire πουξεφύλλιζε και πάτησε το κουμπί για να καλέσει την αερο-συνοδό.

«Τι τη θες;» ρώτησε η Βικτώρια.«Να μου φέρει κάτι να πιω, βαρέθηκα... και δεν μπορώ

και να καπνίσω, να πάρει ο διάολος τις διεθνείς οδηγίεςκαι τις ΙΑΤΕς...»

«Ευτυχώς! Αλλιώς θα μας είχες ντουμανιάσει...»Η Φρίντα κάτι πήγε να πει αλλά την ίδια στιγμή έσκυψε

πάνω της ο γοητευτικότερος άντρας που είχε δει στη ζωήτης -και της κόπηκε η ανάσα.

«Prego signora», την ρώτησε ο αεροσυνοδός που είχεδει την κλήση της. Η Φρίντα γούρλωσε τα μάτια, ψέλλισεένα «vino prego» τσάτρα πάτρα και τον παρακολούθησεμε το βλέμμα μέχρι το κυλικείο κόβοντάς τον από πάνωμέχρι κάτω.

«Αμάν φιλενάδα!» άρπαξε το χέρι της Βικτώριας. «Τιήταν αυτό; Τι θεός, τι άγγελος! Πρέπει οπωσδήποτε νακάνω κονέ -οπωσδήποτε σου λέω!»

«Έλεος, μαρή, έλεος! Κάνε και λίγο κράτει, αμάν!»αγανάκτησε η άλλη.

«Οι καιροί ου μενετοί, Βικτωράκι μου! Εσύ μου το έμα-θες αυτό, θυμάσαι; Κι εγώ, σαν καλή μαθήτρια, θα τοεφαρμόσω κατά γράμμα!» γέλασε η Φρίντα κι έβγαλε τοκραγιόν και το καθρεφτάκι από την τσάντα της..

65

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 66: Φρίντα & βικτώρια

το δίλημμα

Page 67: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια κοίταζε τα πλήκτρα του πιάνου με βλέμμα

χαμένο. Άσπρο, μαύρο, άσπρο, μαύρο... Ζαλίστηκε, ένιωσενα αλληθωρίζει. Άπλωσε το χέρι και κατέβασε το καπάκι,έτσι κι αλλιώς δεν την υπάκουαν τα δάχτυλά της απόψε.Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Κόντευαν μεσάνυχτα κι αι-σθανόταν τα νεύρα της τόσο τεντωμένα που ανάθεμα κιαν έκλεινε μάτι κι απόψε. Άλλη μια ξάγρυπνη νύχτα με τιςσκέψεις να βουίζουν σα θυμωμένες σφήκες στο μυαλότης και να την τρελαίνουν.

Ένιωσε πάλι το στομάχι της να ανακατεύεται. Εδώ καιμέρες το ίδιο βιολί. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Κάτιθά ’φαγα, σκέφτηκε. Μετά, κι αφού συνεχιζόταν η κακο-διαθεσία, το πέρασε για ίωση. Δεκέμβρης, κρύο και βροχές,πολύ ήθελε να την αρπάξει; Είχε και κάτι δέκατα, άρααυτό ήταν. Ωστόσο οι ανακατωσούρες συνεχίστηκαν καιμετά τα δέκατα κι άρχισε να βάζει διάφορα με το νου της,όλα άσχημα –από γαστρίτιδα μέχρι καρκίνο.

Μέχρι πριν καμιά βδομάδα που, κοιτάζοντας την α-τζέντα της, συνειδητοποίησε ότι είχε να δει περίοδο απότα μέσα του Οκτώβρη. Στην αρχή δεν ανησύχησε, είχεμπει στην προ-κλιμακτηριακή φάση εδώ και κάνα χρόνο κιη γυναικολόγος της τής είχε πει να τα περιμένει αυτά.

Απόψε όμως σαν και να γύρισε ένας διακόπτης στομυαλό της, άναψε ένα φως κι όλα μπήκαν στη θέση τους-η τάση για εμετό, η καθυστέρηση, οι αδιαθεσίες...

«Χριστέ μου... είμαι έγκυος...», ψιθύρισε με απόγνωση.Άπλωσε το χέρι στο τηλέφωνο και σχημάτισε το νού-

μερο της Φρίντας.

67

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 68: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΌ,τι και να είχε κάνει οι δυο ρυτίδες αγκάλιαζαν τον

λαιμό της σαν φίδια που ξεφώνιζαν την ηλικία της. Γαμώτο, να μην υπάρχει μια κατάλληλη επέμβαση...για όλα κάτιείχαν βρει οι πλαστικοί... αυτό όμως, του λαιμού, ήταν δύ-σκολο.

Η Φρίντα ήπιε μια ακόμη γουλιά από το ουισκάκι τηςκαι πήγε ν’ ανάψει τσιγάρο. Τι το ήθελε κι αυτό το ρημάδι...μεγάλη εξάρτηση. Άντε κοριτσάρα μου, είπε κοιτάζονταςτα κούτσουρα στο τζάκι, ώρα να κλείσεις ραντεβού μεεκείνον τον υπνωτιστή που σου πρότεινε η πεντικιουρίσταμπας και κόψεις τα τσιγάρα και τα ποτά!

Ξαναήπιε μια γουλιά, την έφερε γύρω στον ουρανίσκοτης και γέλασε μόνη της. Ε, ρε, πώς συνηθίζεις κάτι πουσαν φοιτήτρια το έλεγες κοριοζούμι! Τώρα όχι μόνο σουαρέσει, ξέρεις να το διαλέγεις κι από πάνω!

Σήμερα ήταν στις κλειστές της. Τώρα τελευταία τοπάθαινε αρκετά συχνά, να μη θέλει τις γνωστές παρέεςστα μπαρ και στις κοσμικές ταβέρνες των βορείων προ-αστείων. Ίσως να έφταιγε ο χειμώνας, ίσως γιατί πλησίαζανοι γιορτές που πάντα την μελαγχολούσαν, ίσως πάλι ναείχε κολλήσει κι αυτή τον μνημονιακό ιό. Όλοι για τηνκρίση μίλαγαν, της είχαν κάνει τα νεύρα τσατάλια πια.Άσε που το τελευταίο αίσθημα είχε κάνει φτερά από μόνοςτου, κάτι το πρωτάκουστο και συνταρακτικό κι ας μηνάξιζε και πολλά...το θέμα είναι ότι αυτός είχε δώσει τέρμαστην σχέση... ωιμέ, πού καταντήσαμε λοχία...

Σηκώθηκε να πάρει την κολλητή της τηλέφωνο χωρίςνα δει την ώρα. Το θέμα ήταν να φύγουν οι αράχνες καιτα φίδια που την είχαν ζώσει.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

68

Page 69: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΤο κουδούνισμα του τηλεφώνου καθώς χτυπούσε το

τελευταίο νούμερο την ξάφνιασε. Ο αριθμός της Φρίνταςφάνηκε στην οθόνη και την έκανε να μισοχαμογελάσειπαρά την ταραχή της. Παλιά δουλειά ο συντονισμός τους-σκέφτονταν και έκαναν τα ίδια πράγματα ταυτόχρονα κιας ήταν χιλιόμετρα μακριά η μια από την άλλη.

«Έλα, μαρή», την άκουσε να λέει δήθεν εύθυμα -μεφωνή ωστόσο που είχε το χρώμα της μελαγχολίας. «Τικάνεις, φιλενάδα, πάλι τον Σοπέν ταλαιπωρείς;»

«Μπα... δεν έχω διάθεση για μουσική απόψε. Ό,τι έλεγανα σε πάρω, να στα πω μπας και ξελαφρώσω -αλλά μεπρόλαβες... Εσύ; Πώς είσαι;»

«Σκατά, πώς να ’μαι... Από τη μέρα που την έκανε οΣαλβατόρε...»

«Ποιος είναι πάλι αυτός, καλέ;», την έκοψε η άλλη ξα-φνιασμένη. «Καινούριος; Πότε πρόλαβες, αθεόφοβη, καιγιατί δεν ξέρω τίποτε;»

«Ο Σωτηράκης, μαρή... Σαλβατόρε τον έλεγα, επί τοκαλλιτεχνικότερο χου χου... Από τότε που την έκανε λοιπόνέχω τις μαύρες μου... ανακάλυψα και κάνα δυο καινούριεςρυτίδες στο λαιμό και είμαι χάλια... Εσύ όμως τι έχεις κιείσαι σαν Μεγάλη Παρασκευή;»

«Εγώ... εγώ...» έσπασε η φωνή της Βικτώριας.«Τι “εγώ, εγώ”, μαρή; Γιατί τραυλίζεις, τα ήπιες;»«Να... πώς να στο πω... έχω καθυστέρηση...»«Πάντα καθυστερημένο ήσουν, τώρα σε πείραξε;»«Καθυστέρηση, φιλενάδα, καθυστέρηση... δεν έχω πε-

ρίοδο εδώ και κοντά δυο μήνες... καταλαβαίνεις;»

69

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 70: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Ε και λοιπόν; Μάλλον στο σόι σου τους κόβεται αρ-

κετά νωρις! Σιγά τη χασούρα, βρε φιλενάδα, άντε να κλαίμεγιατί δεν θα αγοράζεις πλέον σερβιέτες! Εδώ εγώ σουλέω ότι οι δυο ρυτίδες στον λαιμό μου δεν φεύγουν ό,τικρέμα και αν βάλω -μια μικρή περιουσία έχω δώσει τσάμπακαι βερεσέ. Άντε, άντε... θα πάω αύριο και θα σου πάρωδώρο ένα άσπρο κολλητό παντελόνι, έτσι για να το γιορ-τάσουμε.

»Ορίστε;;; Πώς το είπες αυτό; Μισό λεπτό γιατί κόν-τεψα να βάλω το τσιγάρο στο στόμα από την καύτρα του...μιλάς σοβαρά, βρε Βικτώρια; Κλείνω κι έρχομαι από κει.Τέτοια ώρα τέτοια λόγια... παρακάλα μόνο μην έχουνμπλόκο για αλκοτέστ γιατί οριακά το περνάω».

Πρώτη φορά στα χρονικά η Φρίντα έβγαινε από τοσπίτι της χωρίς μακιγιάζ. Κοιτάχτηκε για μια στιγμή στονκαθρέφτη του ασανσέρ και συγχύστηκε, αμέσως όμωςτης ξαναθόλωσε η σκέψη μ’ αυτό που της είχε πει με αγω-νία η Βικτώρια και ξέχασε και τα βαψίματα και την μιζαν-πλί.

Καλέ... λες να είναι αλήθεια... να περιμένει παιδί... κιαπο ποιον, καλέ... από τον αρχάγγελο Γαβριήλ; Αφού δενείχε κανένα τώρα τελευταία... Κοίτα που οδηγάω σαντρελή για το σπίτι μιας σαραντα-βάλε υποχόντριας πουμάλλον έπιασε παιδί από το κάθισμα του μετρό!

Ούρλιαξαν τα φρένα της Άουντι ενώ η Φρίντα πνίγηκεσχεδόν από τα γέλια. Ευτυχώς που η φίλη της δεν έμενεκαι πολύ μακριά. Πάντως το κέφι της είχε φτιάξει με τονκρύο αέρα και τις αστείες σκέψεις κι όταν μπούκαρε στηνμισάνοιχτη πόρτα της κολλητής της, το πρόσωπό της είχεχάσει κάθε συννεφάκι μελαγχολίας.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

70

Page 71: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Ήρθες, φιλενάδα μου... ήρθες... αχ πάω να τρελαθώ...

τι ήταν αυτό που με βρήκε στα καλά καθούμενα... Έγκυος;Εγώ; δεν το χωράει ο νους μου... αχ τι θα κάνω, monDieu… πού να κρύψω τις πομπές μου... Τι θα κάνω, Χριστέμου, με ένα μωρό κι ανύπαντρη... θα με διώξουν κι από τηΣχολή... πού ακούστηκε καθηγήτρια με μπάσταρδο... κιαν μείνω χωρίς δουλειά, πώς θα το μεγαλώσω... αχ τιέπαθα...»

Η Βικτώρια είχε πέσει με αναφιλητά πάνω στην φιλε-νάδα της που αγωνιζόταν να βγάλει άκρη από αυτό το πα-ραλήρημα. Την πήρε μαλακά από το χέρι, την κάθισε στονκαναπέ και προσπάθησε να την ηρεμήσει.

«Έλα, κοριτσάκι μου, έλα, φιλεναδίνο μου,σταμάτα νακλαις και πες μου τι συμβαίνει... έλα, καλό μου...»

«Συμβαίνει ότι έχω καθυστέρηση...» «Και τι έγινε, καλέ; Κοντεύουμε τα πενήντα, έχουμε

μπει στην κλιμακτήριο, πολύ θέλει; Και καθυστέρηση θαέχουμε και φουντώματα και ιδρώτες κι όλα αυτά τα χαρι-τωμένα που λένε τα περιοδικά και...»

«Εγώ όμως έχω και ανακατωσούρες και ζαλάδες καισαν να φούσκωσε το στήθος μου» την έκοψε η άλλη. «Πε-ριμένω παιδί σου λέω, δεν καταλαβαίνεις;»

«Κι από ποιον το περιμένεις, μαρή;» αγανάκτησε ηΦρίντα. «Ο Αλέξανδρος είναι παρελθόν εδώ και αιώνες κιάλλο γκόμενο δεν έχεις... ή έχεις και δεν το ξέρω;»

Η Βικτώρια την κοίταξε δυστυχισμένα.«Από τον Αρτούρο... τον Φλωρεντίνο εραστή της μιας

νύχτας...», της αποκρίθηκε ξεψυχισμένα.

71

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 72: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Κατακαημένη Αράχοβα!», έβαλε τις φωνές η Φρίντα.

«Τόσα χρόνια ξηρασία κι από το πουθενά βρέθηκε έναςΙταλός να φυτέψει καρπό στην Σαχάρα σου, βρε φιλενάδα;Έλα Χριστέ και Απόστολε...ή μάλλον ας αφήσουμε τα θείακαι ας κοιτάξουμε τα ανθρώπινα και το τι μέλλει γενέσθαι.Βικτώρια... Θα μείνω σήμερα εδώ, να περάσει όπως όπωςη νύχτα και το πρωί θα πάω στο φαρμακείο να σου φέρωένα τεστ. Θα το κάνεις και μετά θα βάλουμε τα κεφάλιαμέσα για να βρούμε λύσεις. Αερολογώντας δεν κερδίζουμετίποτε... μπορεί να είναι ανεμογκάστρι, μαρή, με λίγη δόσηφαντασίας... σου καλάρεσε μου φαίνεται ο Ιταλιάνο... τιμε κοιτάς έτσι σαν παρλιακό... ανεμογκάστρι, καλέ, έγκυοςκατά φαντασίαν... σ’ έχω ικανή δηλαδή...»

Τρέχοντας, για να μην φάει την σφαλιάρα που ήτανέτοιμη να της ρίξει η φιλενάδα της, η Φρίντα άρπαξε εναριχτάρι από τον έναν καναπέ, διπλώθηκε όπως όπως στονδεύτερο με μια μαξιλάρα στο προσκέφαλο και φώναξεστην αποσβολωμένη κολλητή της «άντε, καλό υπόλοιποτης νύχτας Βικτωράκι και ες αύριον τα σπουδαία. Μηνανησυχείς, μαζί όλα θα τα λύσουμε. Κι αν είσαι πράγματιέγκυος... γιούπι γιάγια, γιουπιγιά! Άντε ξάπλωσε και θα ταπούμε με το φως του ήλιου».

Μόλις έμεινε μόνη της σηκώθηκε κι άναψε στη ζούλαένα τσιγάρο. Η Βικτώρια δεν επέτρεπε, υποτίθεται, το κά-πνισμα στο σαλόνι της και τράβηξε λίγο την κουρτίνα τηςμπαλκονόπορτας... μπα, βαθύ σκοτάδι ακόμη... ξαναδιπλώ-θηκε στον καναπέ κι ευχήθηκε η φιλενάδα της να είχε ήδηκοιμηθεί... δύσκολες στιγμές την περίμεναν.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

72

Page 73: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΆνοιξε απότομα τα μάτια της κι ανακάθισε στο κρεβάτι

τραβώντας το πάπλωμα ένα κουβάρι πάνω στο στήθοςτης για να σταματήσει το τρέμουλο που διαπερνούσε τοσώμα της απ’ άκρη σ’ άκρη. Η καρδιά της χτυπούσε μα-νιασμένα. Έβαλε επάνω την παλάμη της -για μια στιγμή-νόμισε ότι θα πεταχτεί έξω, ότι θα φύγει από το σώματης.

«Και πολύ καλά θα κάνει».Τινάχτηκε τρομαγμένη. Ποιος είχε μιλήσει, από πού

ερχόταν η φωνή; Η Βικτώρια κοιμόταν... τότε ποιος;«Εγώ μίλησα», συνέχισε σκληρά η μαμζέλ Συλβί.

«Εσένα έτσι κι αλλιώς σου είναι άχρηστη αυτή η καρδιά.Καλύτερα να πάει κάπου αλλού, σε κάποιο στήθος που ναξέρει να αγαπά, να πονά, να νιώθει...»

«Μη με σταυρώνεις κι εσύ, να χαρείς... τα ’χω χαμένα...δεν ξέρω τι να σκεφτώ, τι να κάνω... δεν το βλέπεις; Αυτότο παιδί, αν υπάρχει, θα είναι ό,τι πιο όμορφο κι ό,τι πιοτραγικό θα μου έχει συμβεί... πάω να τρελαθώ... Παιδί;Εγώ; Στα σαραντα οχτώ μου; Και χωρίς πατέρα; Πώς να...»

«Έχει πατέρα το παιδί -αν υπάρχει, όπως λες...», τηνέκοψε η μαμζέλ. «Τον Φλωρεντίνο γόη σου... που μια νύ-χτα πέρασες μαζί του, μία και μονάχη, και κατάφερες ναγκαστρωθείς, τρομάρα σου... Και μη σοκάρεσαι, έτσι τολένε αυτό που σου συμβαίνει... αν σου συμβαίνει... Μάναδεν ξέρω αν έχει...» είπε και την κοίταξε με περιφρόνηση.

Αυτό παραήταν πολύ. Η Βικτώρια ένιωσε το στομάχινα ανεβαίνει στο στόμα της. Ίσα που πρόλαβε να τρέξειστο μπάνιο με δυο δάχτυλα πίκρα στο λαιμό.

73

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 74: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΈνας Θεός ξέρει πώς ξημέρωσε και για τις δυο φιλε-

νάδες, με τη Βικτώρια να πηγαινοέρχεται στο μπάνιο καιτην Φρίντα να παριστάνει ότι κοιμάται για να μην την κάνεινα νιώθει άβολα.

Κατά τις 8, πρωτάκουστη ώρα γι’ αυτήν, η Φρίντα είχεξεδιπλωθεί από τον κουραστικό καναπέ, είχε βάλει καφέ(το νερομπούλι που επέμενε να πίνει η Βικτώρια αλλά μετην μυρωδιά τουλάχιστον του τονωτικού της) και είχε τρέ-ξει στο φαρμακείο της γωνίας για το τεστ εγκυμοσύνης.Τα έχασε βέβαια προς στιγμήν όταν είδε ότι υπήρχανπολλά είδη, τελικά όμως πήρε (με την βοήθεια του φαρ-μακοποιού που την εξυπηρέτησε όλο χαρούλες παρ’ όλοπου ήταν αχτένιστη σχεδόν και αμακιγιάριστη) το πιο απλό.Βολίδα γύρισε στο σπίτι της Βικτώριας, μπήκε στο δωμάτιότης, τη σκούντησε για να την βγάλει από το λήθαργο πουείχε πέσει τα ξημερώματα και την πήγε κατ’ ευθείαν στομπάνιο για να κάνει το τεστ.

«Άντε, μαρή, κατούρα να φύγουμε!» της είπε με ψεύ-τικη ευθυμία -η καρδιά της όμως χτυπούσε τρελά. Τόσηήταν η αγωνία και των δυο που η Βικτώρια δεν κατάλαβεκαν ότι η φιλενάδα της είχε θρονιαστεί στο χείλος τηςμπανιέρας ενώ αυτή τσέκαρε το τεστ. Όταν είδε ότι ήτανθετικό, παραλίγο να σωριαστεί κάτω, αλλά η Φρίντα τηνάρπαξε από τους ώμους και σχεδόν την έσυρε στο σαλόνικαι την ξάπλωσε στον καναπέ.

«Γιούπιιιιι! Θετικό είναι, Βικτωράκι... άντε να μας ζήσεικαι εγώ νονά! Μπράβο,βρε Φλωρεντίνε παιδαρά... από βό-λια έσκισες, Ιταλιάνο μας», χοροπηδούσε έξαλλη.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

74

Page 75: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΦώναζε, χόρευε η Φρίντα ενώ η κολλητή της είχε πάθει

κάτι σαν stupor και κοίταγε χωρίς να βλέπει τους χορούςκαι τα καμώματα της τρελοπαντιέρας.

«Φιλενάδα, είσαι καλά;» σταμάτησε απότομα τους αλα-λαγμούς μόλις την πήρε χαμπάρι. «Έλα, μαρή, να το πανη-γυρίσουμε, περιμένουμε μωρό, μωρό, το κατάλαβες;»

«Εσύ το κατάλαβες ότι είμαστε για τα πανηγύρια;» α-γρίεψε ξαφνικά η Βικτώρια βρίσκοντας τη λαλιά της καιβγαίνοντας από την κατατονία. «Μου λες τι να κάνω αντίνα χοροπηδάς σαν σεληνιασμένη; Πού να κρυφτώ, σε ποιασπηλιά; Εγώ; Να κάνω παιδί; Στα σαράντα-φεύγα μου, ανύ-παντρη, από έναν άντρα που δεν ξέρω ούτε καν το επώ-νυμο του; Με κάποια θέση στην κοινωνία, καθηγήτρια αξιο-σέβαστη; Με τι μούτρα θα πάω στο αμφιθέατρο, μου λες;Πώς θα...»

«Με τα δικά σου!», ήταν η σειρά της Φρίντας να αγριέ-ψει, χάνοντας με μιας όλη την καλή της διάθεση. «Με ταδικά σου μούτρα θα πας κι ανάγκη δεν έχεις κανέναν -καιδεν φαντάζομαι να σου περνούν τίποτα τρελές ιδέες απότο μυαλό... για το μωρό εννοώ και για το μέλλον του...»Άναψε τσιγάρο και την κοίταξε με μάτια μισόκλειστα ξε-φυσώντας συννεφάκια καπνού.

Η Βικτώρια τα ’χασε, δεν το περίμενε... και περισσότε-ρο δεν περίμενε η φιλενάδα της να έχει διαβάσει τις πιοκρυφές της σκέψεις. Κάτι πήγε να πει αλλά δεν άντεξετόση ένταση. Σωριάστηκε με λυγμούς στον καναπέ κρύ-βοντας το πρόσωπο στα χέρια της.

«Χριστέ μου, τι θα κάνω...» ψέλισε αδύναμα.

75

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 76: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΗ Φρίντα πέταξε το τσιγάρο και την αγκάλιασε σφι-

χτά.«Σώπα, φιλεναδίνο μου... να δεις που όλα καλά θα πάνε.

Θα σιγουρευτούμε πρώτα και μετά θα οργανώσουμε ταπάντα. Πριν απ’ όλα ο γυναικολόγος...»

Με ένα τηλεφώνημα απ’ το κινητό της το ραντεβούείχε κλειστεί για νωρίς το απόγευμα. Κανείς, ακόμη κι έναςγιατρός, δεν τολμούσε να αρνηθεί κάτι στην Φρίντα.

Μιλώντας και γελώντας κατάφερε να βάλει την Βικτώ-ρια να φάει ένα ολόκληρο σιμίτικο κουλούρι με τον καφέτης αφού της ανέπτυξε ολόκληρη θεωρία ότι θα ρουφούσετα στομαχικά υγρά που της προξενούσαν ναυτία. Μετάτην έβαλε να κάνει μπάνιο, της πρότεινε να βάλει κάτιάνετο -ευτυχώς από φαρδουλά ρούχα η Βικτώρια είχε μιαντουλάπα ολόκληρη λόγω στυλ... ιντελεκτουέλ, όπως τηνκορόιδευε η φινετσάτη φίλη της, και την πίεσε να βγει μιαβόλτα μαζί της με τα πόδια για να πάρει λίγο αέρα.

Βέβαια η βόλτα δεν κράτησε και πολύ γιατί, όταν κοι-τάχτηκε η Φρίντα σε μια βιτρίνα και συνειδητοποίησε ότιήταν αχτένιστη κι αμακιγιάριστη και ότι φορούσε μιαφόρμα τσαλακωμένη από τον καναπέ, το έβαλε στα πόδιατραβώντας την κολλητή της και αφήνοντάς την στο σπίτιτης. Της υποσχέθηκε όμως ότι θα ερχόταν να την πάρειμια ώρα πριν το ραντεβού για να πάνε μαζί στον γιατρό.

Του σκοτωμού γύρισε στο διαμέρισμά της, έκανε έναμυρωδάτο μπάνιο, βάφτηκε επιμελώς και κατέβηκε μέχριτην Άντα, την κομμώτριά της για να της κάνει ένα πιστο-λάκι. Όλα τα νέα είναι πιο επίσημα όταν είναι κανείς περι-ποιημένος.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

76

Page 77: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Κυρία μου, συγχαρητήρια, περιμένετε παιδί!» είπε ο

γιατρός αφού τελείωσε την εξέταση. «Με βάση τον έλεγχοκαι την ημερομηνία της τελευταίας περιόδου υπολογίζωότι είστε στην πέμπτη με έκτη εβδομάδα κυήσεως. Θαπρέπει να κάνουμε κι άλλες εξετάσεις για να βεβαιωθούμεότι όλα πάνε καλά. Θα σας κλείσω ένα ραντεβού...»

Μα η Βικτώρια δεν τον άκουγε. Τελικά είναι αλήθεια...είμαι έγκυος... Μέσα μου μεγαλώνει μια καινούρια ζωή...ένα πλασματάκι δικό μου, καταδικό μου μιας κι ο πατέραςτου δεν θα το μάθει ποτέ... και να ’θελα, πού να τον βρω;Κι αυτό το μωρό έχει μόνο εμένα -και την Φρίντα μου... Κιείμαι εγώ υπεύθυνη για όλα, ακόμα και για το αν θα τοφέρω στον κόσμο... Τι θα κάνω, Θεέ μου... πώς θα το χει-ριστώ όλο αυτό; Τι τραγικό δίλημμα... αν το κρατήσω, θαπρέπει να αντιμετωπίσω τα σχόλια του κόσμου... των συ-ναδέλφων... τις δυσκολίες να μεγαλώνω μόνη μου έναπαιδί... Μα και πάλι... πώς να του στερήσω το δικαίωμαστη ζωή... πώς να το στείλω στο σκοτάδι πριν ακόμα δειτο φως... Παιδί μου... πόσο παράξενο, πόσο απίστευτο μουακούγεται... Ένα παιδί που θα με λέει “μαμά”, που θα απλώ-νει τα χεράκια του και θα με αγκαλιάζει... που θα είμαι ό-λος ο κόσμος γι’ αυτό... εγώ, που έχω σταματήσει εδώ καιχρόνια να κάνω τέτοια όνειρα... μαμά... τι μαγική λέξη...αλλά και πάλι... Χριστέ μου, τι θα κάνω...

«Ευχαριστούμε πολύ γιατρέ, θα τα πούμε», άκουσετην Φρίντα να λέει -και την άλλη στιγμή την είχε αρπάξειαπό το χέρι και την τραβούσε προς την πόρτα του ιατρείουγια να μην προλάβει η φίλη της να πει καμιά βλακεία.

77

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 78: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Φρίντα... τι θα κάνω;» την ρώτησε αρπάζοντας το

χέρι της με αγωνία μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο.«Άκουσον άκουσον... ρωτάει τι θα κάνει... ρε συ Βι-

κτώρια θα μας κουφάνεις τώρα; Αντί να ετοιμάζεσαι γιανα πάμε να ανάψουμε λαμπάδες σε δέκα άγιους για τοθαύμα, για το λαχείο που σου έπεσε... Το παίζεις σκεφτικήκαι φουρτουνιασμένη; Εκτός βέβαια αν είναι το σοκ τηςέκπληξης... αυτό, το καταλαβαίνω. Είσαι, θα μου πεις, καικάπως αργή στα αντανακλαστικά σου. Α... όχι, μην παίρνειςθιγμένο ύφος... η αλήθεια να λέγεται. Ρε συ... σκούπισετα μάτια σου και σταμάτα να σκέφτεσαι τι θα πει ο κόσμοςή τι θα έλεγε η τρισκατάρατη μαμζέλ Συλβί που με τιςβλακείες της έχει βρυκολακιάσει στο μυαλό σου μέσα καιπροσπαθεί να σου επιβληθεί σε κάθε σου κίνηση. Βικτω-ράκι...θα γίνεις μαμά...ένα αγγελούδι μεγαλώνει μέσα σου,μαρή... Μακάρι να μου είχε τύχει εμένα τέτοιο κελεπούρι…και τι δεν θα έδινα...»

Ξεστομίζοντας αυτά τα λόγια, κατάλαβε η Φρίντα ότιόλη της η υπερδιέγερση άρχιζε και τελείωνε σ’ αυτό τοεσωτερικό της παράπονο... και τι δεν θα έδινε να γίνει μη-τέρα η ίδια… λεφτά είχε, κουράγιο είχε, την κοινωνία τηνείχε από χέρι γραμμένη, οπότε η έλλειψη φανερού πατέραδεν την ενδιέφερε... Αχ… παλιοζωή, έτσι είσαι, τα δίνειςόπου δεν τα λαχταράνε. Δεν πειράζει όμως, αν όχι μητέρα,θα γίνω η καλύτερη νονά του κόσμου. Θα γίνω μια πνευ-ματική μητέρα που θα σκίζει -κι όχι τίποτε άλλο, αλλά τοπαιδάκι θα το έχει άμεση ανάγκη αυτό, με την συντηριτι-κούρα μανούλα που του έλαχε...

Φώφη Walter-Κυρλίδου

78

Page 79: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Κάνεις λάθος, η μαμζέλ μου λέει ακριβώς αυτό που

λες κι εσύ», υπερασπίστηκε η Βικτώρια τη φωνή της συ-νείδησής της. «Να δεχτώ αυτό το μωρό σαν δώρο Θεούκαι να φροντίσω με κάθε τρόπο να γεννηθεί και να μεγα-λώσει σωστά... κι ούτε την νοιάζει που δεν θα έχει νόμιμοπατέρα... Η άλλη Βικτώρια, η λογική, είναι αυτή που κάνειτις σκοτεινές σκέψεις... περίεργο, ε; Κι όμως... δες το λι-γάκι ψύχραιμα... και δεν μιλώ μόνο για το τι θα πει η κοι-νωνία γενικά και η δουλειά μου ειδικότερα. Μιλώ για τηνηλικία μου, φιλενάδα, για την ηλικία μας... Αυτό το παιδίμεγαλώνει μέσα σε μια μάνα κοντά πενήντα χρονών... ξέ-ρεις και ξέρω καλά τι σημαίνει αυτό... πόσα προβλήματαμπορεί να έχει, τι γενετικές ανωμαλίες...»

Η φωνή της έσπασε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκανε μιακίνηση να εμποδίσει την Φρίντα, που ήταν έτοιμη να ξε-σπαθώσει, και συνέχισε.

«Άσε με να στα πω τώρα που ξεκίνησα γιατί δεν ξέρωαν θα ξαναβρώ το κουράγιο. Και δεν είναι μόνο το πολύσοβαρό, το τεράστιο θέμα της υγείας του παιδιού... που,πες, υπάρχουν τρόποι να το ελέγξεις, να το προλάβεις...Δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα να φέρω στον κόσμο έναπαιδί από εγωισμό και μόνο... για να το χαίρομαι καθώς θαμεγαλώνει και να το ’χω απαντοχή στα γεράματά μου...Φιλενάδα, όταν θα είναι στα είκοσι, εγώ θα είμαι στα εβδο-μήντα -το συνειδητοποιείς; Όταν θα πρέπει να του σταθώπάνω που θα ανοίγει τα φτερά του στη ζωή, εγώ θα είμαιμια κουρασμένη γυναίκα... δεν θα μπορώ να το βοηθήσω...Το καταλαβαίνεις αυτό;»

79

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 80: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΆντε τώρα να απαντήσω σε αυτές τις σκέψεις με πλα-

κίτσες γαμώ το... σκεφτηκε η Φριντα. «Βικτώρια, ναι, το παρόν σου δεν είναι εύκολο, το μέλ-

λον ακόμη πιο δύσκολο -αλλά, βρε φιλενάδα,... αν βρισκό-μαστε προ τετελεσμένου γεγονότος (κι αύριο θα πάμεπρωί πρωί για τον υπέρηχο), ποιος ο λόγος να χαραμίζειςφαιά ουσία πάνω στους φόβους σου; Ξόδεψέ την για χαρ-μόσυνα... Για τη γλύκα ενός μωρού στην αγκαλιά σου, τηνομορφιά από το χαμόγελό του κι όλα αυτά που ακούγαμεαλλά που ποτέ δεν νιώθαμε, γιατί δε μας αφορούσαν. Καισου τα λέω εγώ, η Φρίντα, η ντερμπεντέρισα -η οποίαόμως, κακά τα ψέματα, δεν θα μπορέσει να νιώσει ούτετο ένα εκατομυριοστό από αυτά που μέλλουν γενέσθαι σεσένα, τυχερούλα...»

Τινάζοντας τους ώμους τσαχπίνικα και ρίχνοντας μιαπλαϊνή ματιά στη φίλη της, η Φρίντα μάρσαρε το αυτοκί-νητο και έριξε μια περιποιημένη βρισιά σε ένα φορτηγόπου την έκοψε από αριστερά. Ακόμη τό ’λεγε η περδικούλατης. Ήταν νέα, πανάθεμα τα ημερολόγια, ήταν υγιής καικοτσονάτη... ή μάλλον όχι -κοτσονάτα λένε τα πουρά γιανα μην τα πουν σταφιδιασμένα! Ήταν νέα, υγιής και η πιοκαραμπινάτη μέλλουσα νονά της υφηλίου. Έβαλε πιο δυ-νατά το ραδιόφωνο στο «Ντέρτι FM» και έριξε μια στογόνατο της Βικτώριας, που τινάχτηκε τρομαγμένη από τασύννεφα των σκέψεών της.

«Γεια σου, κουμπαρίτσα μου! Άντε να τελειώνουμε μετις εξετάσεις και μας περιμένουν γλέντια που θα καεί τοπελεκούδι! Ξύπνα σου λέω, καλέ, φτάσαμε σπίτι σου!»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

80

Page 81: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ κεφαλή του υπερηχογράφου έκανε βόλτες στην κοι-

λιά της γλιστρώντας πάνω σ’ εκείνο το παγωμένο ζελέπου της είχε απλώσει ο γιατρός. Η Βικτώρια παρακολου-θούσε αμίλητη την οθόνη χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε,σε αντίθεση με την Φρίντα, που με ακατάσχετη λογοδιάρ-ροια είχε σχεδόν ανέβει στο εξεταστικό κρεβάτι.

«Ακόμα, γιατρέ μου; Μα πού είναι τέλος πάντων τομωρό; Κι όλα αυτά που βλέπουμε τι είναι;»

«Ένα λεπτό, κυρία μου, δεν είναι τόσο απλό. Στα αρ-χικά στάδια της κύησης τα πράγματα είναι... Νάτο!» είπεξαφνικά και της έδειξε με το δάχτυλο ένα σημείο στηνοθόνη σαν ακανόνιστο αστέρι. «Εδώ...το βλέπετε αυτόεδώ το άσπρο σαν συννεφάκι; Αυτό είναι το μωρό, ή μάλ-λον αυτό θα γίνει κάποια στιγμή μωρό -τώρα είναι ακόμησαν ενα τσαμπί κύτταρα που πολλαπλασιάζονται με τρο-μακτική ταχύτητα και...»

Μα η Φρίντα δεν τον άκουγε. Είχε καρφώσει τη ματιάτης στο λευκό σημαδάκι και ξεφώνιζε «νάτο, νάτο! Τομωρό μας, το συννεφάκι μας! Αχ θα τρελαθώ! Βικτώρια,το βλέπεις; Μίλα, μαρή, πες κάτι, η πρώτη φωτογραφίατου μωρού μας και...» Σταμάτησε ξαφνικά βλέποντας χον-τρά δάκρυα να κυλούν στα μάγουλα της φιλενάδας τηςπου κοιτούσε σαν υπνωτισμένη τη μικρή κουκίδα που ήταντο παιδί της. «Το μωρό μου», ψιθύρισε, «το μωρό μου!Φρίντα, είναι αλήθεια! Αυτό εκεί είναι το μωρό μου, τομωρό μας...» Η φωνή της έσπασε, αναλύθηκε σε λυγμούς.Η φιλενάδα της την αγκάλιασε τρυφερά.

«Ναι, καλή μου! Το πιο όμορφο μωρό του κόσμου!»

81

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 82: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΜόνο σε κάδρο δεν έβαλε η μέλλουσα νονά την άσπρη

κουκιδίτσα που ήδη είχε γίνει για τις δυο φιλενάδες έναλατρεμένο μωρό. Τελευταία στιγμή άφησε την πανάκριβηασημένια κορνίζα στο κουτί της για το κοντινό μέλλονόπου περιχαρής θα έβαζε μια φωτογραφία από το γεννη-μένο πλέον ανθρωπάκι τους, το μικρό τους Συννεφάκι.Έτσι θα το αποκαλούσε πλέον η Φρίντα -και άναψε μιατσιγαριά τραγουδώντας, τι άλλο, την «Συννεφούλα» τουΣαββόπουλου.

Η Βικτώρια έλειπε στο Πανεπιστήμιο, κάτι ραντεβούμε τον λογιστή της είχαν τελειώσει και το απόγευμα έχα-σκε άδειο μπροστά της. Τώρα τελευταία, ειδικά μετά τοχαρμόσυνο γεγονός, έπιανε τον εαυτό της συχνά πυκνάνα μην ξέρει τι να κάνει τον χρόνο της, με τι να ασχοληθεί.Άντε να γεννηθεί το Συννεφάκι, να μεγαλώσει, να το παίρ-νει για ψώνια και να το πηγαίνει στις κούνιες. Μπορεί ναμην γινόταν η ίδια μητέρα, αλλά αυτό το παιδί θα ήταν όν-τως το πνευματικό σπλάχνο της.

Σηκώθηκε και πήγε στο πελώριο λουτρό της, στον ναότης όπως το έλεγε, εκεί όπου όλα τα επιτεύγματα τωνεταιριών καλλυντικών απλώνονταν σαν τάματα πάνω στοπανάκριβο μάρμαρο. Τα χάιδεψε με τα μάτια της, σήκωσεένα άρωμα που είχε φτιάξει ειδικά γι’ αυτήν ένας αραβικόςοίκος στο Ντουμπάι και έρρανε την ατμόσφαιρα γύρω της.Σε τέτοιες μέρες κρίσης το κομπόδεμά της κρατούσε γε-ρά. Οι αγορές σε ξένο νόμισμα της είχαν φέρει μεγάλακέρδη και, χωρίς να είναι σε καμιά λίστα, ήταν από τουςλίγους που επέπλεαν στην οικονομική τρικυμία της πατρί-δας.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

82

Page 83: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια έκλεισε τον υπολογιστή. Θα έβρισκε αρ-

γότερα το άρθρο που έψαχνε για το αυριανό της μάθημα.Το χέρι της πήγε ασυναίσθητα στην κοιλιά της, μια κίνησηπου την έκανε πολλές φορές τη μέρα από τότε που είδεστον υπέρηχο το «Συννεφάκι» (όπως το έλεγε η μουρ-λέγκω!).

Στη σκέψη της κολλητής της χαμογέλασε τρυφερά μεαγάπη. Σε κείνη χρωστούσε την καλή της διάθεση του τε-λευταίου καιρού, εκείνη την είχε τρέξει στους γιατρούς,εκείνη δεν σταματούσε να της λέει τι υπέροχο ήταν αυτόπου τους είχε συμβεί (σε πρώτο πληθυντικό εννοείται!)Μαζί κυοφορούσαν, μαζί είχαν τις αναγούλες, μαζί θαφούσκωναν, μαζί και θα γεννούσαν! Ο ενθουσιασμός τηςαυτός ήταν που οριστικοποίησε μέσα της την απόφασηνα προχωρήσει μ΄αυτήν την εγκυμοσύνη. Μια απόφασηπου, τώρα, ήξερε ότι την είχε πάρει από την πρώτη στιγμή-απλά τότε δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει.

Στην ανάμνηση των τότε σκοτεινών της σκέψεων ανα-στατώθηκε. Έβαλε πάλι το χέρι στην κοιλιά της σαν ναήθελε να την προστατέψει από κάθε κίνδυνο, ακόμα κιαπό τον εαυτό της, κι άπλωσε το άλλο στο κουτί με ταντόνατς για να πάρει ένα με μαύρη σοκολάτα (το τρίτοπου έτρωγε σήμερα, τα έφτιαχνε ο φούρνος της γειτονιάςτης κι ήταν σκέτη κόλαση -τρία κιλά είχε πάρει μέσα σε εί-κοσι μέρες!) Άρχισε να το μασουλάει απολαυστικά κιένιωσε αμέσως τη διάθεσή της να καλυτερεύει.

«Για να δούμε, Συννεφάκι μου, τι κάνει η νονά σου ηπαλαβιάρα σήμερα» ψιθύρισε στην κοιλιά της και σήκωσετο τηλέφωνο.

83

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 84: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΤριαντάφυλλο του Ισπαχάν, βανίλια της Μαδαγασκά-

ρης, λίγο περγαμόντο και ορχιδέα της Βενεζουέλας. Ηθεσπέσια μυρωδιά γέμισε τους πόρους της, τρύπωσε δειλάαπό τα ρουθούνια μέσα της -αλλά δε βρήκε το δρόμο γιατην ψυχή της. Έπρεπε κάτι να κάνει. Μεγάλωνε, πανάθεματον χρόνο τον λυσσασμένο, και στο τέλος οι άντρες, τοαιώνιο χόμπυ της, θα την κοιτούσαν με απάθεια. Μα...αυτή ήταν η Φρίντα... δεν ήταν ουδέτερο...

Άρπαξε από την τσάντα τον βυσσινί της κατάλογο μεόλες τις απαραίτητες διευθύνσεις. Σήμερα το κορίτσι θέλειΚολωνάκι και, ίσως ίσως, πλαστικό! Κι εκείνη τη στιγμήακριβώς χτύπησε το τηλέφωνο.

«Ε, λοιπόν, όλα τα περίμενα σ’ αυτή τη ζωή -αλλά ναακούσω εσένα, τη Λαίδη Βι, να μιλάει μπουκωμένη στο τη-λέφωνο... τι τρως, καλέ... κι άκου να σου πω... μην αρχίσειςτα γλυκά και τις σοκολατοθεραπείες... δεν χρειάζεται πε-ριττές θερμίδες το Συννεφάκι!»

Άναψε τσιγάρο κι άφησε την Βικτώρια να παρλάρει.Κάτι σαν ραστώνη την είχε κυριεύσει, κάτι σαν μούδιασμα.Όταν η φωνή από την άλλη άκρη σταμάτησε ξαφνικά, ανα-πήδησε.

«Βικτωράκι... σόρρυ, δεν σε άκουσα... κάτι έχω, μωρέ,είμαι λίγο κατεβασμένη. Τι κατεβασμένη δηλαδή... υπό τομηδέν έχω χτυπήσει. Θα μου φύγει, πού θα πάει, αλλάμάλλον χρειάζεται να βάλω τα μεγάλα μέσα. Όχι, όχι, κά-τσε εσύ σπιτάκι σου, χρειάζεσαι ξεκούραση. Εγώ λέω νατραβήξω την ραθυμία μου κατά Κολωνάκι μεριά, όλο καικάποια μπουτίκ θα βρει να χωθεί και να την χάσω!»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

84

Page 85: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Κατάααλαβα», είπε η Βικτώρια τραβώντας τη λέξη

με αποδοκιμασία, «πάλι θα πας για κατάθεση... Αν υπήρχεαιμοδοσία σε ευρώ, θα είχες πάρει το πρώτο βραβείο σανο καλύτερος αιμοδότης ever! Μαζέψου λιγάκι, μαρή, κρίσηπερνάμε -αλλά τι λέω η αφελής, πότε μαζεύτηκες εσύ γιανα το κάνεις τώρα! Εδώ ήθελες να αγοράσεις δερμάτινοσυνολάκι την πρώτη φορά που πήγαμε Φλωρεντία, δυοφοιτήτριες μπατιρημένες... Όσο θυμάμαι τα μακαρόνιαπου τρώγαμε ολημερίς, τα μόνα που άντεχε το αδύνατοπροτοφόλι μας... είχαν φυτρώσει στο στομάχι μας, έκαναμήνες να ξαναφάω, τα είχε σιχαθεί η ψυχή μου... Τέλοςπάντων, άδικα πάνε τα λόγια μου και συγχύζομαι... καισυγχύζω κι αυτό το έρημο το πλασματάκι μέσα μου πουδεν φταίει σε τίποτε με την θεοπάλαβη νονά που του έλαχε-αλήθεια, το ξέρεις ότι τα ακούνε και τα καταλαβαίνουνόλα; Ναι, ναι, μη χαχανίζεις και μη με λες χαζομαμά... τιπότε το ’πες; Σαν να σε ακούω, εγώ σ΄ έχω γεννήσει...Λοιπόν! Άντε στο καλό και καλό ξόδεμα... αν είναι να σουφτιάξει το κέφι, καλό shopping therapy... και τα λέμε πάλιμετά τη γιούργια στα μαγαζιά... και σταμάτα να γκρινιάζειςγια τη σοκολατοθεραπεία μου, το μωρό πεινάει!» είπε κιέκλεισε μάνι μάνι το τηλέφωνο για να μην ακούσει τονεξάψαλμο της φιλενάδας της.

Εδώ που τα λέμε δεν είναι κακή ιδέα τα μακαρόνια,σκέφτηκε. Με μια ωραία σαλτσούλα με βασιλικό, al pestoπου θα ’λεγε κι ο πατέρας σου... Τι λες κι εσύ, Συννεφάκιμου; Συμφωνείς, ε; Βέρο ιταλάκι θα μου βγεις, το βλέπω!

Και κατευθύνθηκε αποφασιστικά στην κουζίνα της.

85

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 86: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΛιώμα είχε γίνει από τα προβαρίσματα και τα μπες

βγες στα μαγαζιά. Όλο το Κολωνάκι την γνώριζε όχι μόνοσαν καλή πελάτισα αλλα και σαν καταδεκτική και κεφάτηγυναίκα, πράγμα αρκετά σπάνιο στην εποχή των δήθενκαι των τάχα μου. Σήμερα όμως κάτι έλειπε. Μια μαύρηαύρα είχε κατακάτσει επάνω στο επιμελώς ατημέλητο κε-φάλι της Φρίντας και κανένας Λουί Βουιτόν ή καμιά Πρά-ντα δεν μπορούσε να της το απομακρύνει.

Είδε κι απόειδε με την ακεφιά και κάθισε τελικά σε έναπολυσύχναστο καφέ της περίφημης πλατείας για να πιειένα καπουτσίνο φρέντο και να ξαποστάσει λιγάκι. Με τοτρίτο τσιγάρο παρατήρησε ότι η αντροπαρέα που καθότανδιαγωνίως απέναντί της δεν πολυέριχνε ματιές προς τομέρος της κι αυτό την ταρακούνησε. Σάμπως τι ήταν...κάτι φουκαράδες με δεύτερα κοστουμάκια, μάλλον υπάλ-ληλοι σε οργανισμό... από τους τυχερούς που ακόμη είχανδουλίτσες δηλαδή... αλλά... παρ’ όλα αυτά... κανένας δεντην πυρπολούσε με καυτές ματιές!

Φριντάκι, κάνε κάτι σύντομα γιατί μας βλέπω στα αζή-τητα. Τα ρούχα πάντως δεν ήταν το θέμα, η όλη της εμ-φάνιση ήταν και μοντέρνα και αρκετά προκλητική. Όσογια ποιότητα, πάντα τα καλύτερα, ας είναι καλά ο τραπε-ζίτης, ο λογιστής της και η μαλακοβρώμα που τύλιξε τονηλίθιο τον πρώην της και την άφησε την ίδια με χρυσόπορτοφόλι! Το είχε σκεφτεί και πριν φύγει από το σπίτιαλλά όχι στα σοβαρά. Τώρα όμως η απόφαση είχε παρθεί.Επόμενο βήμα το ιατρείο του Σιδέρη, του καλύτερου πλα-στικού Αθηνών και προαστίων!

Φώφη Walter-Κυρλίδου

86

Page 87: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΚρέμασε το τελευταίο στολίδι στο χριστουγεννιάτικο

δέντρο, ένα κατάλευκο αγγελάκι με φτερά γεμάτα χρυ-σόσκονη, έβαλε τα φωτάκια στην πρίζα κι έκανε λίγο πίσωγια να καμαρώσει το έργο της. Τα λαμπιόνια άρχισαν νααναβοσβήνουν δίνοντας ένα μαγικό φως στην ελίτσα-δέν-τρο που είχε διαλέξει να στολίσει φέτος ακολουθώνταςτην οικολογική της συνείδηση.

«Πώς σου φαίνεται, Συννεφάκι μου;» ψιθύρισε χαι-δεύοντας την κοιλιά της. «Ωραίο δεν το φτιάξαμε; Τουχρόνου θα το στολίσουμε παρεΐτσα, μωρό μου. Εσύ θακάθεσαι στο καρεκλάκι σου και θα βλέπεις τη μαμά ναβάζει τα αγγελάκια σου στα κλαδιά και θα κουνάς τα χε-ράκια σου τσιρίζοντας όλο χαρά με τα φωτάκια που θααναβοσβήνουν». Χαμογέλασε τρυφερά καθώς η εικόνασχηματίστηκε στο μυαλό της.

Μαμά... Πόσο περίεργη της φαινόταν η λέξη... Ούτεκαι στα πιο τρελά της όνειρα δεν μπορούσε να φανταστείότι θα είχε την ευλογία να την ακούσει να προφέρεταιαπό χείλη μωρουδιακά... του δικού της μωρού. Αισθάνθηκενα πλημμυρίζει από πρωτόγνωρα συναισθήματα και τα μά-τια της να βουρκώνουν, μια ένταση που κάπου, κάπωςέπρεπε να διοχετεύσει, να μοιραστεί.

Έπιασε το τηλέφωνο και σχημάτισε το νούμερο τηςκολλητής της. Μάταια. «Η κλήση σας προωθείται» τηςαπάντησε η ευγενική φωνή του τηλεφωνητή. «Πού γυρνάς,βρε φιλενάδα;» μουρμούρισε απογοητευμένη. «Πού είσαινα δεις το δεντράκι που στολίσαμε με το βαφτιστήρι σου;»

Άφησε το τηλέφωνο και πήρε ακόμη ένα ντόνατ.

87

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 88: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΗ ιδιαιτέρα του Σιδέρη ήξερε την Φρίντα από παλιά

και, όταν κατάλαβε ότι η πελάτισα καιγόταν, δεν το έπαιξε«πνιγόμαστε στην δουλειά και κλείνουμε ραντεβού απότο Νέο Έτος» -οι πλαστικές ούτως ή άλλως είχαν ελατ-τωθεί δραματικά. Της είπε λοιπόν να περάσει και τώρα ανήθελε.

«Βρε Φρίντα, μόνο όταν αποφασίσεις ότι θέλεις κανέναρεκτιφιέ έρχεσαι να μας δεις -τι σόι φίλοι είμαστε; Εδώσου έχω κάνει με τις ώρες εξομολογήσεις για τον Μαρο-κινό κούκλο που με είχε φτύσει δυο καλοκαίρια πριν κι έχωπιει κουβάδες από τα ποτά σου στην βεραντάρα σου. Στοθέμα θα μπούμε, κάνε όμως και καμιά στάση, μωρό μου...εσύ, με τη φόρα που μπήκες, θα κλατάρεις».

Βγήκε από το ιατρείο δυο ώρες και τρία μαρτίνι μετά.Ο Σιδέρης, παλιά καραβάνα, ήξερε ακριβώς πώς να τηνσυνεφέρει. Μια με ανέκδοτα από την θεοπάλαβη ερωτικήζωή του, μια με γευστικότατες μπουκίτσες κουτσομπολιούγια την ωραία Αθηναϊκή κοινωνία που κουράριζε, η Φρίνταείχε αποκτήσει και πάλι τη σιγουριά της κι ήταν έτοιμη γιατην βουτιά στα βαθιά. Ο χριστουγεννιάτικος μπουναμάςτης θα ήταν μια ανόρθωση στήθους κι ένα μίνι λίφτινγκπου θα έκανε τον κάθε υπαλληλάκο να την χαζεύει σαντους τουρίστες που κοιτάζουν την Αφροδίτη της Μήλουστο Λούβρο. Μόνο που αυτή θα είναι και όμορφη και αρτι-μελής!

Μπαίνοντας στο πάρκινγκ, όπου είχε αφήσει εδώ καιώρες το αμάξι, κοίταξε επιτέλους το κινητό της. Αμάν...χίλιες και μια κλήσεις της είχε κάνει η κολλητή της. Ξε-κλείδωσε, διπλώθηκε στο κάθισμα και την κάλεσε.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

88

Page 89: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Καλώς τηνε κι ας άργησε!» είπε μισοπαραπονεμένα,

μισοειρωνικά η Βικτώρια πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Πούγυρνάς τόσες ώρες για να ’χουμε καλό ρώτημα; Να υπο-θέσω στο αγαπημένο σου όσο και ευρωβόρο σπορ τωναγορών; Τα σήκωσες όλα από τις βιτρίνες;»

«Σιγά, μαρή, υπερβολική... τα σήκωσες όλα. Να σ’ ακού-σει κανείς να σχηματίσει την χειρότερη ιδέα για μένα.Κάτι ψιλοψώνια έκανα, καλλυντικά και τα τοιαύτα. Άκου“ευρωβόρο σπόρ”... ήμαρτον... μα πού πας και τις βρίσκειςαυτές τις περικοκλάδες; Μίλα απλά ελληνικά, Χριστιανήμου, κι άσε τις παρλαπίπες γιατί το βλέπω το Συννεφάκινα γεννιέται με γυαλούμπες!»

«Καλά που το θυμήθηκες», είπε πικαρισμένη η άλλη.«Νονά να σου πετύχει... εκατό τηλέφωνα σε πήρα, χαμπάριεσύ. Σκέψου να είχα και κανένα πρόβλημα» είπε κι άφησετη φράση μετέωρη για να τσεκάρει αντιδράσεις.

«Αμάν... Βικτωράκι μου είσαι καλά; Έγινε κάτι; Το μω-ρό; Είναι καλά το Συννεφάκι μας; Α πα πα η κακούργα ηνονά, σκότωμα θέλω... εγώ να χαζολογάω με τον Σιδέρηγια πλαστικές κι εσύ να έχεις πρόβλημα... Πες μου, γλυκιάμου, τι έχεις... άσε, μη μου λες, έρχομαι σφαίρα από κει...αχ τι έπαθα...» είπε έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

«Τίποτε καλέ, έτσι το ’πα, να σε πειράξω» της απά-ντησε η Βικτώρια γεμάτη τύψεις για την αναστάτωση πουτης προκάλεσε. «Στόλισα το δέντρο κι έλεγα να έρθειςγια καφέ να το καμαρώσουμε παρέα οι τρεις μας».

«Θα έρθω... τώρα... αλλά για να σε σκοτώσω...» ξεφύ-σηξε με ανακούφιση η Φρίντα κι έβαλε μπρος.

89

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 90: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Μωρέ, μπράβο χουνέρι, φιλενάδα!»Η Φρίντα έβγαλε το παλτό και τα γάντια της και δι-

πλώθηκε στον καναπέ της Βικτώριας. «Άσε το Συννεφάκιστη ησυχία του και δεν θέλω να σε ξανακούσω να με αμ-φισβητείς. Άνθρωπος είμαι, Χριστιανή μου, αμάρτησα...πήγα για shopping therapy και τερμάτισα στου Σιδέρη γιακάτι μερεμετάκια...»

«Α... εσύ είσαι τρελή για δέσιμο... Καλέ, πότε έκανεςπλαστική; Ανάμεσα σε δυο τσιγάρα; Ο Χριστός πια!»

«Έλα μωρέ, είναι δυνατόν; Κατάστρωση σχεδίου κά-ναμε. Τι είναι η πλαστική... τσουρέκι για φούρνισμα; Βάλετώρα κάτι να πιω, ήδη έχω περιποιηθεί δυο τρία μαρτινάκιασπέσιαλ. Α... Βικτωράκι... και Χρόνια μας Πολλά! Το δεν-τράκι είναι απίθανο. Μικρό βέβαια, αμάν πια εσύ και τα οι-κολογικά σου, αλλά η αλήθεια είναι ότι κάθε του στολίδιείναι διαλεχτό».

«Αφού το ξέρεις, όλα τα στολίδια είναι από την γιαγιάκαι την μητέρα μου. Κομμάτια σπάνια πλέον. Όσο για τοδέντρο, σιγά μην πάρω εκείνα τα πελώρια που μάλλον γιαβουνοπλαγιά είναι παρά για σαλόνι σπιτιού! Άντε, κάτσενα σου βάλω ένα ποτάκι. Από του χρόνου θα παίρνει μέροςκαι το Συννεφάκι στον στολισμό, Θεού θέλοντος!».

«Αμήν», είπε η Φρίντα ανάβοντας το τσιγάρο της.«Και πού ’σαι... αυτόν τον διάολο θα τον κόψεις αν θέ-

λεις να βλέπεις το βαφτιστήρι σου. Δεν θα κάνουμε τομωρό μας παθητικό καπνιστή από τα γεννοφάσκια του»,της είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση η Βικτώρια.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

90

Page 91: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια τακτοποίησε προσεκτικά τα μελομακάρονα

στον ασημένιο δίσκο και πασπάλισε με άχνη το λοφάκι μετους κουραμπιέδες που είχε ήδη βάλει στην κρυστάλλινηπιατέλα. Καμάρωσε τα έργα της. «Χαλάλι η κούραση, μωρόμου», μουρμούρισε, «για το καλό και για τη μνήμη τηςγιαγιάς σου, που μου παρέδωσε τις συνταγές», οικογε-νειακό μυστικό που πήγαινε από μάνα σε κόρη. «Κάποιαστιγμή θα τις δώσω και σε σένα, Συννεφάκι μου, αν είσαικοριτσάκι -ή στην καλή σου, αν είσαι αγοράκι».

Χάιδεψε την κοιλιά της που σαν να την είδε να φου-σκώνει λιγάκι (ή ήταν απλά η ιδέα και η λαχτάρα της;) κιέτριψε τη μέση της που είχε βαρύνει όσο νάναι μετά απόορθοστασία τόσων ωρών. Έβγαλε την ποδιά και πήγε στομπάνιο -αυτή η συχνοουρία του πρώτου τριμήνου την τα-λαιπωρούσε πολύ. Κατέβασε το εσώρουχο -κι έβαλε μιαφωνή που πρέπει να ακούστηκε ως το σπίτι της Φρίντας.

Το εσώρουχο είχε ροζ κηλίδες...Ένιωσε τα πόδια της να κόβονται και την ανάσα της

να σώνεται. Παραπάτησε, πιάστηκε από τον νιπτήρα ναμην πέσει. Ξανακοίταξε με μια τρελή αγωνία, με μια τρελήελπίδα... οι κηλίδες ήταν πάντα εκεί. Το μωρό μου, σκέ-φτηκε πανικόβλητη, το χάνω... χάνω το μωρό μου... Κι αυ-τές οι λέξεις έγιναν σφυρί που χτυπούσε ανελέητα τομυαλό της ξανά και ξανά. Χάνω το μωρό μου... χάνω τομωρό μου... Σέρνοντας τα πόδια της έφτασε ως το τηλέ-φωνο και σχημάτισε το νούμερο της Φρίντας.

«Φιλενάδα... έχω ροζ», ψιθύρισε ξέπνοα μόλις το σή-κωσε εκείνη. «Χάνω το μωρό μου...» και λιποθύμησε.

91

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 92: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΟύτε που κατάλαβε πώς έφτασε μάνι μάνι στον σπίτι

τής φιλενάδας της... το αμάξι λες και είχε αυτόματο οδηγό.Μπορεί, αν και με πατημένο τέρμα το γκάζι, να πήγαινεμε 120 χιλιόμετρα, το μυαλό της όμως έτρεχε με την τα-χύτητα του φωτός και όλες οι σκέψεις ήταν μαύρες κιάραχνες.

Θαύμα πώς δεν χύθηκε στο πεζοδρόμιο από την βια-σύνη της να τρέξει μέχρι την πόρτα και μόνο που δεν ούρ-λιαξε όταν κατάλαβε ότι δεν έβρισκε το κλειδί μέσα στονμπόγο από μπουρδουκλωμένα ρούχα και τσάντα που κρα-τούσε στα τρεμάμενα χέρια της.

Μισή ώρα μετά, αφού είχε μαζέψει κακήν κακώς τηνΒικτώρια από το πάτωμα, την είχε συνεφέρει με νερό καιτην είχε φορτώσει όπως όπως στο αυτοκίνητο, περίμεναντην σειρά τους στα έκτακτα περιστατικά του νοσοκομείου.Η κολλητή της έτρεμε ολόκληρη και δεν έλεγε να βγάλεικιχ, λες και το μωρό κινδύνευε να φύγει από το στόματης. Η Φρίντα κάποια στιγμή, αφού είδε κι απόειδε, σηκώ-θηκε και πλησίασε την προϊσταμένη στο γκισέ. Με τηναγωνία που είχε ήταν έτοιμη ακόμη και για τη μάχη τωνΘερμοπυλών, αλλά τελικά υπερίσχυσε η λογική της και μεγαλίφικο ύφος την παρακάλεσε να τους δώσει κάποια προ-τεραιότητα. «Χρονιάρες μέρες μη χάσουμε το μωρουδέλιγιατί δεν προλάβαμε να δούμε τον γιατρό... κάνε κάτι,χρυσή μου», της είπε όλο γλύκα.

Με τούτα και με εκείνα, σε λίγο ο γυναικολόγος πουεφημέρευε εξέταζε την Βικτώρια προσεκτικά αφού είχεπάρει πρώτα το ιστορικό της.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

92

Page 93: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΠρος μεγάλη ανακούφιση της μέλλουσας μητέρας και

της νονάς ο γιατρός τους ανακοίνωσε ότι η έγκυος είχεαπλά κουραστεί υπερβολικά κι ότι θα έπρεπε να προσέχειπαραπάνω. «Είναι βλέπετε κι η ηλικία...» τόλμησε να πει.

Μόνο που δεν τον δάγκωσε η Φρίντα -και σίγουρα, ανοι ματιές σκότωναν, ο άνθρωπος θα είχε γίνει πρώιμα μα-καρίτης. Η Βικτώρια της έδωσε μια σκουντιά καθώς τηνείδε να ανοίγει τη στόμα της έτοιμη να τον στολίσει, είπεένα βιαστικό «σας ευχαριστούμε πολύ, γιατρέ μου» καιτην άρπαξε από το χέρι τραβώντας την προς την έξοδο.

«Μα τον αρχιβλάκα... τον γάιδαρο... ακούς εκεί, η ηλι-κία! Τι θες, ρε άνθρωπε; Έτσι γουστάραμε, έτσι κάναμε,μείναμε έγκυες στα πενήντα μας, λογαριασμό θα σου δώ-σουμε τι κάνουμε με το... θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματίμου... άντε μην αρχίσω τα γαλλικά, τα δικά μου γαλλικά,όχι της ξενέρωτης της Συλβί, και δεν σε ξεπλένει ούτε οΙορδάνης ποταμός...» μουρμούριζε έξαλλη η Φρίντα καθώςέβαζε μπρος. Η Βικτώρια άρχισε να γελά, ένα γέλιο λιγάκιυστερικό, γέλιο ανακούφισης από την ένταση και ευθυμίαςαπό το ξέσπασμα της φιλενάδας της.

«Εδώ που τα λέμε, Φριντάκι μου, δεν έχει κι άδικο οΧριστιανός! Είμαι κομματάκι σιτεμένη για μανούλα, πώςνα το κάνουμε τώρα... και καλά θα κάνεις να...»

«Να μου κάνεις τη χάρη!», την έκοψε φουριόζα η άλλη.«Άκου σιτεμένη! Τι είσαι, μαρή, προβατίνα για να σιτέψεις;Άντε μην ακούσεις εσύ τα σχολιανά σου αντί για το για-τρουδάκι, που μας το ’παιζε μέγας επιστήμων! Πες, ρε κύ-ριος, ένα “να προσέχετε, μανδάμ” κι άσε τις σάλτσες!»

93

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 94: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΟι μέρες πριν τις γιορτές περνούσαν μέσα στην παρα-

ζάλη. Ψώνια, ετοιμασίες, τραπέζια σε συγγενικά σπίτια. ΗΦρίντα, εκτός όλων των άλλων, είχε και την προετοιμασίαγια την πλαστική εγχείρηση που ήταν προγραμματισμένηγια τις εφτά του Γενάρη, αμέσως μετά τα Φώτα. Ο Σιδέ-ρης, ο πλαστικός χειρουργός, είχε απαιτήσει να κάνει μιααρκετά αυστηρή δίαιτα για το μίνι λίφτινγκ -και, φυσικά,μπροστά στα βουνά απο γλυκίσματα που πρόβαλαν στιςβιτρίνες όλων των ζαχαροπλαστείων τέτοια εποχή, τοβλέμμα της έρημης φουρτούνιαζε ενώ το στόμα της γέμιζεσάλια σαν το σκυλάκι του Παβλώφ.

Μπρος στα κάλλη, βέβαια, τι είναι ο πόνος... ή έστω οιθυσίες! Έλα όμως που η Φρίντα είχε καλομάθει τον εαυ-τούλη της και τρία πράγματα δεν μπορούσε να κόψει -τοτσιγάρο, τα γλυκά και το... σεξ! Εμ... γι’ αυτό το τελευταίοδεν ετοιμαζόταν για το μαχαίρι σαν μόσχος σιτευτός; Όχιότι μετάνιωνε για την απόφασή της -ένα στητό στήθος ει-κοσάρας κι ένα πρόσωπο απαλλαγμένο από κάθε ρυτίδαθα της έδινε και πάλι την σιγουριά της.

Η φιλενάδα της από την άλλη είχε μπει για τα καλάστην αντίστροφη μέτρηση για τον σπουδαίο ρόλο της μη-τρότητας. Η ματιά της είχε γλυκάνει, το βήμα της είχεγίνει πιο σταθερό κι ακόμη και η φωνή της είχε γίνει -πώςνα το περιγράψει -πιο καρπερή, όλο αέρινους τόνους.

Ώρες είναι να αρχίσω να ζηλεύω τη Βικτώρια, ούτε τέ-ρας να ήμουν... Κουνήθηκε από την θέση της για να διώξειτις άσχημες σκέψεις. Φτου σου Συννεφάκι, καλά να ’σαι,μωρουδέλι μου, η νονά σου σε λατρεύει!

Φώφη Walter-Κυρλίδου

94

Page 95: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΚόντευαν μεσάνυχτα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς και το

κρύο ήταν τσουχτερό ακόμα και μέσα στην Αθήνα ενώστην Πάρνηθα χιόνιζε από το πρωί.

Η Βικτώρια έβαλε ακόμη ένα ξύλο στο τζάκι που τρι-ζοβολούσε χαρούμενα και ζέσταινε το χώρο απλώνονταςμια γλυκιά λάμψη ολόγυρα. Ήταν από τις βασικές τηςαπαιτήσεις όταν έψαχνε να βρει σπίτι -να έχει οπωσδήποτετζάκι. Έτσι είχε μάθει στο πατρικό της, την παλιά μονοκα-τοικία κοντά στον Αη-Γιάννη τον Κυνηγό -εκείνη που δό-θηκε αντιπαροχή για να χτιστεί μια άχαρη πολυκατοικία.Πόσο είχε κλάψει τότε... της έκλεψαν την παιδική της ηλι-κία, γκρέμισαν τη ζωή της ολόκληρη... Δεν ξαναπέρασεγια χρόνια από την παλιά της γειτονιά, πονούσε κάθε πουέβλεπε την πολυώροφη οικοδομή να συνθλίβει με τον όγκοτης την αυλή και τον κήπο που έπαιζε παιδάκι. Παρηγορή-θηκε κάπως όταν βρήκε αυτό το σπίτι με το τζάκι και τοάναβε καθημερινά όλο το χειμώνα.

Η Φρίντα ξεκουλουριάστηκε από την πολυθρόνα πουχουζούρευε και τεντώθηκε σαν αιλουροειδές για να ξε-μουδιάσει. Κάτι η γαλοπούλα που είχαν ξεκοκκαλίσει νω-ρίτερα, κάτι το δυνατό Μακεδονίτικο ξινόμαυρο που ακόμασιγόπινε απολαμβάνοντας το τσιγάρο της (με την κατ’εξαίρεση άδεια της φιλενάδας της λόγω της ημέρας), κάτιη ζέστη και το απαλό φως των κεριών που ήταν τα μόναπου φώτιζαν τον χώρο, είχε γλαρώσει.

«Βικτωράκι... δεν φέρνεις να κόψουμε εκείνη τη βασι-λόπιτα; Δεν κάνει να μας βρει ο καινούριος χρόνος κοιμι-σμένες, έχουμε κι ένα μωρό να μεγαλώσουμε!»

95

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 96: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΗ Βικτώρια, με όλη την σοβαρότητα του εθίμου και

την αύρα της εγκυμοσύνης να στεφανώνει το κόψιμο τηςπίτας, άρχισε να ξεχωρίζει τα κομμάτια. Η Φρίντα με παι-διάστικη ανυπομονησία τα άρπαζε και τα κοιτούσε απόκάτω για να δει πού ειχε πέσει το φλουρί.

«Βικτωρίτσα... δεν το πιστεύω... στο Συννεφάκι έπεσε!Άντε γλυκουλάκι, ακόμη δεν γεννήθηκες κι η τύχη σουδουλεύει». Όλο χαρά οι φιλενάδες άρχισαν να τρώνε επι-τέλους το κέικ που με μεγάλη μαεστρία έφτιαχναν μαζίαπό τότε που είχαν χωρίσει κι οι δυο και υποδέχονταν τονκαινούριο χρόνο παρέα.

Πέρασαν και τα Φώτα και η κρίσιμη μέρα ξημέρωσεπια για την Φρίντα. Αν και η ιδιωτική κλινική όπου χει-ρουργούσε ο Σιδέρης ήταν υπόδειγμα υγιεινής, στη Βι-κτώρια απαγορεύτηκε με βέτο να πατήσει πόδι όσο η φι-λενάδα της θα έμενε μέσα.

«Αυτό δα μας έλειπε!», φώναξε για πολλοστή φοράαπό το τηλέφωνο η Φρίντα. «Εγώ θα έχω τρεις τέσσεριςνοσοκόμες να μου κάνουν τεμενάδες -εσύ μαντάμ θα φυ-λάς το Συννεφάκι μην μας κολλήσει τίποτε. Και τι θα πάθωδηλαδή και λύσσαξες να έρθεις να με δεις μετά την επεμ-βασούλα; Λες και θα κάνω εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς,πανάθεμά σε! Άντε κουνήσου και σταμάτα τα γρουσούζικα.Κλείνω και θα σε πάρω όταν μπορέσω να μιλήσω... Τι μουτσαμπουνάς, καλέ, ότι με το στήθος μπανταρισμένο μιαχαρά μιλάνε; Ξέχασες ότι θα κάνω και μίνι λίφτινγκ; Ταπλισέ από τα σαγόνια πώς θα τα μαζέψουν; Ψιλοάσχετησε βρίσκω, γλυκιά μου!»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

96

Page 97: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Ναι, δεν έχω πάρει ντοκτορά στην ανωτάτη τραβη-

χτική» απάντησε πικαρισμένη από την άρνησή της η Βι-κτώρια. «Τέλος πάντων, ας είναι καλά το γινάτι σου, φιλε-νάδα. Καλή επιτυχία στην μίνι επέμβαση, όπως τη λες, καιθα περιμένω τα μαντάτα σου» -κι είσαι πολύ γελασμένηαν νομίζεις ότι θα με κρατήσεις μακριά με τις χαζοφοβίεςσου, συμπλήρωσε μέσα της κλείνοντας το τηλέφωνο. Τομωρό δεν θα πάθει τίποτε αν έρθω στην κλινική, δεν θαμπω δα και στο χειρουργείο!

Οι επόμενες ώρες πέρασαν δύσκολα. Προσπάθησε ναξεχαστεί γράφοντας μια παρουσίαση για τον Σοφοκλή καιτο σύνολο του έργου του που είχε να παραδώσει μετά τιςγιορτές στη σχολή αλλά γρήγορα παραιτήθηκε -άλλα γι’άλλα έγραφε, ο νους της έτρεχε στην Φρίντα και στηνταλαιπωρία που θα περνούσε αυτή την ώρα. Μα τι βίτσιοκι αυτό, σκεφτόταν έξαλλη, να πηγαίνει χωρίς κανένα πρό-βλημα υγείας, στα καλά καθούμενα, να μαχαιρωθεί... μόνοκαι μόνο για να αρέσει στους άντρες... Μεγαλώσαμε, κυράμου, πάρ ’το απόφαση και συμφιλιώσου με την εικόνα σου.Οι ρυτίδες μας είναι η ιστορία μας, η ίδια μας η ζωή. Στοκάτω κάτω της γραφής, σ’ όποιον αρέσουμε!

Μέσα της όμως, βαθιά, την καταλάβαινε, γυναίκα ήτανκι αυτή -μέχρι που πήγε στον καθρέφτη και κοίταξε προ-σεκτικά το πρόσωπό της. Εδώ που τα λέμε, μια μικρή επι-διορθωσούλα την χρειαζόταν... Ανοησίες, θύμωσε με τοεαυτό της, αυτό μας έλειπε, να κάνω αυτά που κοροϊ-δεύω.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, περνούσε την πόρτα τηςκλινικής κι έμπαινε στο δωμάτιο της κολλητής της.

97

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 98: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΤώρα, γιατί λύσσαξε ο Σιδέρης να της εξηγήσει με το

νι και με το σίγμα τι κοπτοραπτική θα της έκανε, η Φρίνταδεν το χώνεψε εντελως. Ήταν δηλαδή απαραίτητο ναακούσει ότι θα της γέμιζε το στήθος σαν να ήταν παλιόςπαπλωματάς και ότι το δέρμα στο κάτω μέρος του προ-σώπου της θα άνοιγε πρώτα σε στυλ καρναβαλίστικης μά-σκας και μετά θα κοβόταν και θα ραβόταν σαν να ήταν τοσώβρακο του παππού της;

Το καυτό θέμα το είχε αφήσει για το τέλος. Ναι, θαπονάει λίγο μετά την επέμβαση, ή μάλλον τις επεμβάσεις,πληθυντικός. Με λίγες μέρες όμως στην κλινική και γερήξεκούραση και περιποίηση, σε τρεις μήνες θα ήταν σαν ναείχε γυρίσει από την πηγή με το νερό της νεότητας.

Ξύπνησε στη σουίτα της από κάτι σουβλιές δίπλα στ’αυτιά κι ένα ανυπόφορο τράβηγμα στα πλευρά. Πάντα πί-στευε ακράδαντα ότι «μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος»,αλλά όταν αυτός ο κύριος έχωνε τα σουβλερά νύχια τουστις σάρκες της, η μόνη διέξοδος ήταν να μπήξει φωνές,που μάλλον σαν μουγκρητά ακουγόταν μιας και το σαγόνιτης ήταν ακίνητο μέσα σε επιδέσμους.

Μούγκριζε και μόνη της σκεφτόταν. Έτσι μάλλον θακάνουν και τα μοσχάρια στο σφαγείο... Εμ, ζώον δεν είμαικι εγώ... να λούζομαι τέτοιους πόνους στα καλά καθού-μενα... έτσι, για πλάκα... Πάλι καλά που δεν με βλέπει ηΒικτώρια γιατί, μαζί με τους σφάχτες, θα είχα και την κα-ζούρα της... Ε ρε να μην μπορώ να στριγγλίσω... Πού είσαι,βρε νοσοκόμα... ρίξε μου μορφίνη, ρίξε μου κοκαΐνη... ρίξεπράμα που σαλεύει... πονάωωω...

Φώφη Walter-Κυρλίδου

98

Page 99: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΜπροστά στο κρεβάτι κοντοστάθηκε σαστισμένη. Κοί-

ταξε με δέος και δυσπιστία το μπανταρισμένο πρόσωπομε τα πρησμένα, κλειστά μάτια, τα μόνα χαρακτηριστικάπου φαίνονταν μέσα στο χάος από γάζες και επιδέσμουςπου κάλυπταν τα πάντα. Δεν μπορεί, σκέφτηκε, σε λάθοςδωμάτιο μπήκα. Αυτή η δύστυχη πρέπει να επέζησε απόκάποιο φοβερό τροχαίο, δεν εξηγείται αλλιώς τόση ζημιά...Ούτε να μιλήσει δεν μπορεί, μόνο κάτι άναρθρους ήχουςβγάζει... μπορεί να ’παθε και καμιά εγκεφαλική βλάβη...

Έκανε να βγει έξω, να δει ξανά τον αριθμό στην πόρτα,να ρωτήσει πού στην ευχή είχαν την φιλενάδα της, αλλάδεν πρόλαβε. Η μούμια άνοιξε τα μελανιασμένα της βλέ-φαρα κι η Βικτώρια αναγνώρισε, γεμάτη τρόμο, τα πάλαιποτέ γοητευτικά μάτια της κολλητής της, που τώρα τηνκοίταζαν γεμάτα έκπληξη και θυμό. Πλησίασε για να σι-γουρευτεί, παρακαλώντας μέσα της να έχει κάνει λάθος,να είναι αλληνής τα μάτια... Και τότε η άρρωστη σήκωσετο χέρι της σε μια κίνηση σαν να την έδιωχνε... κι είδε τοπανάκριβο ρολόι από ροζ χρυσό, ειδική παραγγελία σ’ ένααπό τα καλύτερα ρολογάδικα της Ελβετίας, να στολίζειτον καρπό της διαψεύδοντας κάθε της ελπίδα.

«Φρίντα;» ψέλλισε ξεψυχισμένα ακουμπώντας στο κάγ-κελο το κρεβατιού για να μην πέσει κάτω. «Φρίντα μου...εσύ είσαι;»

Η μούμια κάτι προσπάθησε να πει αλλά το μόνο πουκατάφερε ήταν να βγάλει ένα θυμωμένο, πονεμένο μουγ-κρητό -κι αυτό ήταν και το τελευταίο πράγμα που άκουσεη Βικτώρια πριν σωριαστεί λιπόθυμη στο πάτωμα.

99

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 100: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΤι ήθελε η Χριστιανή να έρθει να με δει; Εγώ δεν της

το είχα απαγορεύσει; Κάτι ήξερα η έρμη. Ξέρω, από αγάπηκαι ενδιαφέρον το έκανε, αλλά να ’μαστε τώρα ξανά μανάστην γυναικολογική κλινική με αίμα και σφάχτες... Ε ρεΣυννεφάκι, τρελή μάνα σου ’τυχε και πιο τρελή νονά.

Η Φρίντα, από την στιγμή που είδε την κολλητή τηςπάνω από το κρεβάτι της να βάζει φωνή και να λιποθυμά,αποτρέλανε τις νοσοκόμες κι όλο το προσωπικό της κλινι-κής με την απαίτηση για ραπόρτα υγείας της Βικτώριας.Η προϊσταμένη, για να αποφύγει άλλα ευτράπελα, τηλε-φωνούσε κάθε μισή ώρα σε συνάδελφο στο νοσοκομείοόπου είχαν πάει την έγκυο και διαβίβαζε τα νέα στην μπαν-ταρισμένη Μέδουσα. Την είχε φοβηθεί το μάτι τους τηνΦρίντα, ήταν και η αγαπημένη του Σιδέρη -κάθε τόσο πούτον έβρισκες πού τον έχανες, στην σουΐτα της πήγαινεγια να εξετάσει τις ουλές.

Εντωμεταξύ, με την αδρεναλίνη της στα ύψη, γλώσσαδεν έβαζε μέσα. Ανάθεμα, αν την καταλάβαιναν τι έλεγε -και κάποια στιγμή η προϊσταμένη κάλεσε η ίδια τον χει-ρουργό γιατί σαν να είδε έναν λεκέ από φρέσκο αίμα κάτωαπό το αριστερό αυτί. Ώρα ήταν να σπάσει κανένα ράμα ητρελή. Πρόσωπο ήταν, κέντημα της είχαν κάνει... δεν παί-ζει κανένας με τέτοια λεπτοδουλειά...

Από την άλλη, τα νέα από το νοσοκομείο δεν ήταν καιτόσο καλά -το έμβρυο είχε τρομάξει και η Βικτώρια θαέπρεπε να κάτσει επί 24 ώρες τουλάχιστον σε απόλυτηακινησία και ηρεμία. Η εικόνα της Φρίντας-μούμιας τηνείχε σοκάρει εντελώς...

Φώφη Walter-Κυρλίδου

100

Page 101: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΣκοτάδι. Ένας μακρύς διάδρομος χωρίς αρχή και τέ-

λος. Περπατούσε ψηλαφητά, το ένα χέρι στον παγωμένοτοίχο και το άλλο πάνω στην κοιλιά της, σαν να ’θελε νατην προστατέψει. Κάπου στο βάθος είδε μια χαραμάδα,σαν να άνοιγε κάποια πόρτα. Αναθάρρησε. Και ξαφνικάαπό το άνοιγμα πετάχτηκε μια ακαθόριστη μορφή φασκιω-μένη στα κάτασπρα, με το πρόσωπο και το κεφάλι τυλιγ-μένο σε γάζες... κι άπλωσε το χέρι να την ακουμπήσει. Έ-κανε μεταβολή κι άρχισε να τρέχει τρελαμένη... κι η μούμιατην είχε πάρει στο κατόπι... κι όλο κοντοζύγωνε... μέχριπου ένιωσε το παγωμένο της χέρι να την αγγίζει... κιέβγαλε φωνή μεγάλη...

Η Βικτώρια ξύπνησε από την ίδια της την κραυγή λου-σμένη στον ιδρώτα. Ακούμπησε από ένστικτο το χέρι στηνκοιλιά της και κοίταξε τριγύρω με μάτι αγριεμένο. Η γνώ-ριμη καθησυχαστική εικόνα του δωματίου της και το φωςτης μέρας που έμπαινε από τις γρίλιες ηρέμησαν τουςπαλμούς της που είχαν φτάσει στο διακόσια. Όνειρο ήταν,σκέτηκε ανακουφισμένη. Πανάθεμα, την έμπνευσή μου...καλά μου τα ’λεγε η φιλενάδα μου, να μην πάω. Νάτα τώρατα χαΐρια μου... να βλέπω τον Τουταγχαμών κάθε βράδυ...ήμαρτον...

Σηκώθηκε, έφτιαξε ένα χαμομήλι να ηρεμήσει κι έπιασεμηχανικά το τηλέφωνο -για να το αφήσει αμέσως, πώς ναμιλήσει η μούμια; Δε γίνεται, σκέφτηκε, πρέπει να πάω νατην δω, να σιγουρευτώ ότι είναι καλά. Κι αυτή τη φορά,που ξέρω τι θα δω, θα είμαι ψύχραιμη -αυτό στο υπόσχο-μαι, Συννεφάκι μου. Όχι άλλες λαχτάρες...

101

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 102: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΕυτυχώς τη γλίτωσε το Συννεφάκι και γύρισαν την φι-

λενάδα της στο σπίτι επιτέλους. Τα ραπόρτα της προ-ϊσταμένης σταμάτησαν και η σουίτα κάπως ηρέμησε απότα πολλά σούρτα φέρτα. Μόνο που δυο τρία ράμματα στοπρόσωπο είχαν σπάσει από την ακατάσχετη γλωσσοδιάρ-ροια και ο Σιδέρης αναγκάστηκε και της έκανε μια μικρο-επέμβαση με λίγη αναισθησία για να την... ξανακεντήσει.Ούτε τουαλέττα του Ντιόρ να ήταν πια... πιετούλα εδώ,σουρίτσα εκεί... μόνο οι πούλιες της έλειπαν! Κι ακόμη δενμπορούσε να γελάσει χορταστικά!

Το επόμενο πρωί, κι ενώ ετοιμαζόταν να πάει για μπά-νιο, μπήκε σαν φρεγάτα που αρμένιζε η Βικτώρια στο δω-μάτιο. Οι δυο φιλενάδες κοιτάχτηκαν στα μάτια. Παρ’ όλεςτις γάζες, τα μάτια της Φρίντας έβγαζαν μια γλύκα που ηφιλενάδα της ρούφηξε σαν βάλσαμο γιατί της είχε λείψει.Τι σημασία είχε αν η γυναικάρα αυτή είχε μεταμορφωθείσε αιγυπτιακή μούμια... και εκείνη και το Συννεφάκι είχανανάγκη από την αύρα της -κι οι δυο φίλες ένιωσαν καιπάλι την σιγουριά της θαλπωρής που έβγαινε από τουςπόρους τους.

Όταν μπήκε ο Σιδέρης, είδε μια Φρίντα ήρεμη και γεν-ναία που τον βοήθησε και να βγάλει τους επιδέσμους. Τοστήθος επουλωνόταν τέλεια, ήδη είχε την σμιλεμένη ομορ-φιά μιας νέας κοπέλας προς μεγάλη χαρά της κυράς του.Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά ακόμη με το αριστερό μέροςτου σαγονιού, εκεί που είχε... σιδερώσει την ρυτίδα στηνάκρη του στόματος. Το στόμα της Φρίντας είχε στραβώ-σει, λες και είχε πάθει εγκεφαλικό!

Φώφη Walter-Κυρλίδου

102

Page 103: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΜόνο εγκεφαλικό δεν έπαθαν η Βικτώρια κι ο Σιδέρης

βλέποντας τη φάτσα της Φρίντας. Ενώ οι όποιες ρυτίδεςείχαν εξαφανιστεί από τα μάγουλα και τον λαιμό της, τοστόμα της είχε μια παράξενη κλίση προς τα κάτω, λίγοστραβωμένο, λίγο παράλυτο, λίγο τα μαύρα χάλια του...Η Βικτώρια το είδε πρώτη κι έπνιξε μια κραυγή -το ίδιο κιο γιατρός, που χλόμιασε και έκανε πίσω σαστισμένος.

Η μόνη που δεν πήρε χαμπάρι στην αρχή ήταν η ίδια ηΦρίντα, που τους χαμογελούσε όλο νάζι κι έκανε τα πράγ-ματα ακόμη χειρότερα, με το μισό της πρόσωπο να μηνακολουθεί και να καταλήγει σε μια κωμικοτραγική γκριμά-τσα. Βλέποντας τον τρόμο στα μάτια των άλλων δύο,έτρεξε στο μπάνιο πριν την προλάβουν, κοιτάχτηκε στονκαθρέφτη κι άρχισε να ουρλιάζει ψευδά κι όσο της επέ-τρεπε το στραβωμένο της στόμα.

«Θιδέγη, θα θε θκοτώθω, μα τω Θεώ! Τι μούκανεθ βγεαλμπάνη, που κακοχγόνο να ’χεις, παλιοαλήτη, άχγηθτεχαθάπη... με κατέστγεπθεθ... πώθ θα κυκλοφογήθω μ’ αυτήτη μούγη... θα θου κάνω μήνυθη, θα...».

Ξέσπασε σε λυγμούς κι έπεσε απαρηγόρητη στην αγ-καλιά της φιλενάδας της.

Εντωμεταξύ ο Σιδέρης, μετά το πρώτο σοκ, έτρεξεκαι βρήκε ένα συνάδελφό του νευροχειρουργό και τονέφερε άρον άρον να την εξετάσει. Ευτυχώς δεν ήταν κάτιμόνιμο, αποφάνθηκε εκείνος. Είχε απλά μια πάρεση τουπροσωπικού νεύρου λόγω του οιδήματος από την δεύτερηεπέμβαση για τα σπασμένα ράμματα και το οποίο θα περ-νούσε με την κατάλληλη αγωγή σε κάνα δυο βδομάδες.

103

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 104: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΟι δεκαπέντε μέρες που κράτησε το μαρτύριο του πε-

σμένου στόματος φάνηκαν στην Φρίντα σαν αιώνες. Γιαμια γυναίκα που από τα νιάτα της είχε κάνει το σώμα τηςναό και την ομορφιά προσκύνημα, όχι για κανένα άλλολόγο αλλά γιατί πίστευε ότι έτσι είχε τα εργαλεία να χει-ρίζεται δυναμικά και πολύ πιο αποτελεσματικά τις ανθρώ-πινες συναλλαγές, το πρόβλημα αυτό ήταν σχεδόν αξε-πέραστο. Μέσα στην πίκρα της ξαναβρήκε την θρησκεία,άρχισε με τον πάντα πληθωρικό της χαρακτήρα τα τάματακαι τα θυμιατά και, αν δεν είχε την λογική της Βικτώριαςνα την κρατάει κάπως στην πραγματικότητα, θα είχε πάρεισβάρνα όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησίες Αθηνών καιπροαστίων.

Λόγω της μουτσούνας της, όπως αποκαλούσε το προ-σωρινό πρόβλημά της, είχε περιορίσει στο ελάχιστο τιςεξόδους της και χρειάστηκε ολόκληρο ιατρικό συμβούλιο,από παθολόγο μέχρι δυο άλλους πλαστικούς και φυσικάτον νευροχειρουργό, για να πειστεί ότι το λάθος τελικάήταν λίγο δικό της και πιο πολύ καντεμιά. Ο Σιδέρης, παρ’όλο το υβρεολόγιο που λούστηκε και την απειλή των μη-νύσεων που τελικά ξεπεράστηκε, περνούσε να την δεισχεδόν καθημερινά και σαν γιατρός αλλά και σαν φίλος,και, παρ’ όλη την αισιοδοξία του, αυτή έλιωνε στην φωτιάτης αγωνίας.

Η Βικτώρια ήταν πλέον καλά στην υγεία της, η εγκυ-μοσύνη προχωρούσε κανονικά και, παρ’ όλα τα μαθήματακαι τα τρεχάματά της, δεν υπήρχε βράδυ που να μην πάεινα κάνει παρέα στην κολλητή της.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

104

Page 105: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΜε το ντριν του κουδουνιού η Φρίντα άφησε το περιο-

δικό μόδας που ξεφύλλιζε και πήγε στην πόρτα. Ποιος να’ταν μεσημεριάτικα; Στο άνοιγμά της είδε μια Βικτώρια ναλάμπει από χαρά και να κρατά μια σαμπάνια στα χέρια.

«Τι είναι αυτό, μαγή, το ’χαθεθ τελείωθ;» τη ρώτησεψευδά. Έχοντας χάσει το “ρο” και το “σίγμα” από την μέραπου είχε στραβώσει το στόμα της, η ομιλία της ήταν τόσοκωμική που η φιλενάδα της, παρ’ όλο που την άκουγε εδώκαι μέρες έτσι, έβαλε τα γέλια για μια ακόμη φορά.

«Φριντάκι μου, τ’ άκουσα!» είπε εισβάλλοντας στο σα-λόνι κι ανεμίζοντας την σαμπάνια θριαμβευτικά.

«Ποιο άκουθεθ, καλέ, και μου κουβαλήθηκεθ μέθα θτομεθημέγι με τη θαμπάνια; Ήμαγτον Παναγία μου, εθύ δενπίνειθ ούτε κόκα κόλα για να μη πειγάκθει το μωγό, η θαμ-πάνια πού κολλάει;»

«Στο μωρό κολλάει! Φιλενάδα μου, κουνήθηκε! Το Συν-νεφάκι... κουνήθηκε! Εκεί που διόρθωνα τα γραπτά ένιωσακάτι σαν φτερούγισμα, σαν να είχα μια πεταλούδα μέσαμου... ξαφνιάστηκα, είπα “ιδέα μου είναι”. Aλλά μετά απόλίγο το ξανάνιωσα... και πήρα τον γιατρό τηλέφωνο καιμου είπε ότι είναι το μωρό! Ακούς, φιλενάδα; Το μωρό!Μας στέλνει το πρώτο του μήνυμα, μας μιλάει!»

«Γιούπι!!!» ξεφώνισε η Φρίντα αγκαλιάζοντας την κολ-λητή της. «Το μωγό μαθ, το Θυννεφάκι μαθ!» Άρχισε ναχορεύει γύρω της σαν τους Ινδιάνους στο χορό της βρο-χής γελώντας στραβά και αλαλάζοντας «το μωγό μαθ, τομωγό μαθ, ακούθαμε το μωγό μαθ!» ενώ η Βικτώρια γε-λούσε κι αυτή με μάτια βουρκωμένα από τη συγκίνηση.

105

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 106: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΤο μαρτύριο του στραβού στόματος κράτησε όσο είχε

πει ο νευροχειρουργός τελικά και προς το τέλος του μήνατο χαμόγελο της Φρίντας είχε έρθει στα συγκαλά του. Τοίδιο και η ομιλία της, που για αρκετές μέρες προκαλούσετην έκπληξη των λίγων ανθρώπων που δεχόταν να δει.Ένα καλό βγήκε από την όλη περιπέτεια... το Φριντάκιέμαθε για πρώτη φορά στην ζωή της ότι συχνά η σιωπή εί-ναι καλή και ότι, αν κάποιος σκέφτεται πριν μιλήσει, ίσωςνα μη χρειάζεται χίλιες λέξεις αλλά πέντε και καλές!

Εντωμεταξύ η Βικτώρια ανακοίνωσε την (εμφανήπλέον) εγκυμοσύνη της στη δουλειά της εισπράττονταςκάποιες περίεργες ματιές από τους συναδέλφους της.

«Να μην τους δίνεις καμιά σημασία, γλυκιά μου. Τι σενοιάζει πώς σε κοιτάνε, μαρή... δεν έβγαλες δα κανένα δί-σκο για να τους ζητήσεις οικονομική βοήθεια για το παιδί.Δικό σου είναι, με γεια σου και χαρά σου! Σε όποιον αρέσεικαι σε όποιον δεν... τη βόλτα του!»

«Βρε φιλενάδα,... πολλοί με θεωρούν επιπόλαιη πουτολμώ κάτι τόσο σοβαρό στην ηλικία μου και χωρίς ένανπατέρα για το παιδί...», μουρμούριζε η Βικτώρια.

«Να μου κάνουν την χάρη! Μπορεί να μην έχει πατέραδίπλα του το Συννεφάκι μας αλλά έχει μια νονά που κάνειγια δέκα! Άλλο αν τον είχες κουκουλωθεί, θα είχε χριστείπατήρ από μόνος του! Αφού ούτε ξέρουμε που μένει οΧριστιανός, θα βάλουμε δηλαδή ντετέκτιβ στην Φλωρεντίακαι τα περίχωρα για να τον βρούμε μόνο και μόνο για νατου πέσει του έρμου η μασέλα όταν μάθει τα καθέκαστα;Ας μας λείπει το βύσσινο!»

Φώφη Walter-Κυρλίδου

106

Page 107: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΚι η Φρίντα άρχισε να τραγουδά Ας τους να λένε, ας

τους να πουν... αυτοί δεν ξέρουν να αγαπούν, σφυρίζονταςσαν τσέλιγκας στις ράχες με το φρεσκαρισμένο και ολόισιοπλέον στοματάκι της και κάνοντας την κολλητή της ναξεχάσει τις στραβές ματιές των συναδέλφων της -κάτιπου έγινε ακόμη πιο εύκολο τις επόμενες μέρες, όταν ογιατρός της την ενημέρωσε ότι της είχε κλείσει ραντεβούγια αμνιοκέντηση. Η αγωνία της για τα αποτελέσματα αυ-τής της τόσο κρίσιμης εξέτασης κάλυψε κάθε άλλη τηςέγνοια για τα κουτσομπολιά των κακοήθων.

Την μεγάλη μέρα οι δυο φιλενάδες πήγαν μαζί στο εξε-ταστικό κέντρο, με την Βικτώρια να είναι ιδιαίτερα ανή-συχη και τη Φρίντα να προσπαθεί να την καθησυχάσει σεμια μάταιη προσπάθεια μιας και η ίδια ήταν ακόμα πιο πολύαγχωμένη από την μέλλουσα μητέρα. Όταν μάλιστα οι για-τροί της απαγόρευσαν κατηγορηματικά να είναι μέσα στηνδιάρκεια της επέμβασης, βγήκε στο προαύλιο μουρμουρί-ζοντας κάτι όχι και τόσο κολακευτικό για το σύστημα καιτην πολιτική του Κέντρου Ελέγχου και έκανε απανωτάτσιγάρα από την αγωνία της.

Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και δεν έμενε παρά να περι-μένουν τα αποτελέσματα του ελέγχου σε κάνα δυο βδο-μάδες. Όμως, παρ’ όλο που οι προηγούμενες εξετάσειςγια σύνδρομο Down και άλλες γενετικές ανωμαλίες είχανβγει καλές, μόνο η αρνητική απάντηση της αμνιοκέντησηςθα καθησύχαζε οριστικά την αγχωμένη Βικτώρια.

«Φριντάκι μου... λες να έχει πρόβλημα το μωρό μας;»ρωτούσε και ξαναρωτούσε την φιλενάδα της.

107

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 108: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΓια τις επόμενες μέρες η Φρίντα δεν έπαψε να δίνει

συνεχώς το παρόν στην εγκυμονούσα φιλενάδα της. Ηαγωνία και τα ανεβοκατεβάσματα της ψυχικής διάθεσηςτης Βικτώριας μόνο που δεν τρέλαναν την έρμη τηνΦρίντα, που δεν φημιζόταν και πολύ για την υπομονή της.

Ευτυχώς τα αποτελέσματα και του τελευταίου τεστβγήκαν καλά, οπότε ανέπνευσαν με ανακούφιση κι άρχισανπια σοβαρά να σκέφτονται για την προίκα του μωρού. ΗΒικτώρια ήθελε όσο το δυνατόν πιο απλά πράγματα -καιγια το οικονομικό, με όλες τις περικοπές που είχε φάει οέρμος ο μισθός της, αλλα και για το θέμα του χώρου. Τοδιαμερισματάκι της δεν ήταν μεγάλο -κι όσο έβλεπε όλατα δήθεν απαραίτητα κλαπατσίμπαλα που είχαν πείσει τιςμέλλουσες μαμάδες ότι ήταν απαραίτητα για τα νεογνάτους, ζαλιζόταν. Όσο για την κούνια -οι τιμές έφταναν σετέτοιες υπερβολές που ξεπερνούσαν αυτά που είχε χαλά-σει για όλη την προίκα του γάμου της!

«Κάνε μου τη χάρη και θα με αφήσεις εμένα, σαν νονά,να κάνω το κουμάντο μου, Βικτωράκι», μπήκε στην μέση,ως συνήθως, η Φρίντα. Με την διακριτικότητα που τηνδιέκρινε (και που έμοιαζε με αυτή του ταύρου σε υαλοπω-λείο) έκανε λεπτομερή έρευνα αγοράς για κάνα δυο μήνες,σάρωσε ό,τι υπηρχε στα εξειδικευμένα μαγαζιά, παρήγ-γειλε και την πιο ακριβή κούνια (με την δικαιολογία ότι τοΣυννεφάκι ήταν σαφώς ανώτερο από το μούλικο του Σάχητης Περσίας που είχε χρυσό κρεβατάκι) και, στο τέλος,το σπιτικό της εγκυμονούσας έμοιαζε με αποθήκη από τιςκούτες και τα κιβώτια.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

108

Page 109: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια, με τον γνωστό της ψυχαναγκασμό για

την τάξη και την καθαριότητα, ένιωθε να ασφυκτιά μέσασ’ αυτό το χάος. Αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της φιλε-νάδας της και την φουσκωμένη της κοιλιά που την εμπό-διζε στις κινήσεις (είχε ήδη κλείσει τον πέμπτο μήνα), βάλ-θηκε να τακτοποιεί το περιεχόμενο των κιβωτίων. Έπλενεφορμάκια και σεντονάκια, τα ταχτοποιούσε στα συρτάριατης ντουλάπας του γραφείου της (που θα μετέτρεπε σεβρεφικό δωμάτιο), έστηνε αλλαξιέρες και κρεβατάκια καιστρίμωχνε ρηλάξ, καρότσια και καρεκλάκια όπου έβρισκε.Μάταια, όπως αποδείχτηκε, μιας και οι αγορές της νονάςχρειάζονταν διπλάσιο διαμέρισμα για να χωρέσουν -κι εκείκατέβηκε στην Φρίντα η φαεινή ιδέα.

«Μαρή... τι θα ’λεγες να μέναμε μαζί;»«Μαζί; Εγώ κι εσύ;»«Και το Συννεφάκι! Να γίνουμε μια οικογένεια, να

έχουμε η μια την άλλη, να το μεγαλώσουμε μαζί, να μηνέχω και την έννοια σας τις νύχτες, να...»

«Κι η ζωή σου; Η προσωπική εννοώ;» διέκοψε η πάνταπρακτική Βικτώρια την ενθουσιώδη φόρα που είχε πάρει ηφιλενάδα της. «Εσύ χτες ακόμα έκανες εκείνο το ηλίθιοχειρουργείο, που κόντεψε να σε αφήσει ανάπηρη, μόνοκαι μόνο για να αρέσεις στους άντρες! Και τώρα λες ναμείνουμε παρέα; Και πού; Στο δικό μου σπίτι δεν χωράωεγώ καλά καλά και το δικό σου το θες για ερωτική φωλίτσα-οπότε;»

«Και ποιος σου είπε ότι θα μείνουμε ή στο ένα ή στοάλλο;» τη ρώτησε με πονηρό ύφος η Φρίντα.

109

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 110: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Έχω ήδη κάνει έναν μικρό έλεγχο αγοράς... μια σφυ-

γομέτρηση, βρε αδελφούλα, έτσι για πλάκα!»Η Φρίντα το είχε ψάξει αρκετά το θέμα, είχε γραφτεί

και σε τρία από τα καλύτερα μεσιτικά γραφεία, αλλά δενχρειαζόταν να τα εξηγήσει όλα αυτά στην εγκυμονούσα.Το θέμα ήταν να δεχόταν η Βικτώρια. Κακά τα ψέματα, εί-χαν μείνει μόνες τους αρκετό καιρό, από τότε που την εί-χαν κάνει οι σύζυγοι αμφοτέρων -κι όταν ο άνθρωπος ζήσειανεξάρτητα, ακόμη και η μοναξιά γίνεται φιλενάδα... καιμε την ηλικία είναι ακόμη πιο δύσκολη η συγκατοίκηση.

«Βρε Φριντάκι, θα μαδήσουμε τα μαλλιά μας αν μεί-νουμε μαζί, είσαι καλά κορίτσι μου;»

Η Βικτώρια άρχισε να γελάει, το γελάκι έγινε γέλιοτρανταχτό και σε λίγο σπαρτάραγε πιάνοντας με τα δυοχέρια την φουσκωμένη κοιλιά της για να την προστατεύσειαπό τους κραδασμούς. Η Φρίντα κόλλησε κι αυτή και γιακάμποση ώρα κτυπιόντουσαν στα γέλια, με την αναπνοήκομμένη λες και είχαν ανέβει το Έβερεστ.

«Καλά, βρε φιλενάδα, δεν είπαμε ότι θα είμαστε εντε-λώς αυτοκόλλητες», επέμενε η Φρίντα πριν καλά καλάσυνέλθει από το νευρικό γέλιο. «Η δικιά μου ιδέα είναι μιαμονοκατοικία κάπου αρκετά κεντρικά... έχω φάει στηνμάπα τα βόρεια προάστια».

«Σύνελθε Φριντάκι, το περισσότερο κέντρο έχει πάρειτην κάτω βόλτα και στο υπόλοιπο, που είναι και κάπως σί-γουρο και όμορφο, άντε να βρεις μονοκατοικία», προσπα-θούσε να την λογικέψει η Βικτώρια.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

110

Page 111: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Βικτώρια μιλούσε ενώ μέσα της ζύγιζε τα πράγματα

με βάση την λογική κι όχι την παρόρμηση της φιλενάδαςτης. Ωστόσο δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι κάπουείχε δίκιο. Τα κουτιά έκαναν λοφάκια παντού στο σπίτιτης και το όλο σκηνικό είχε γίνει πολύ άβολο -είχε χάσειτην θαλπωρή της.

«Κάτσε, μαρή, να τα βάλουμε κάτω ένα ένα και να δού-με τι ακριβώς ζητάμε -και κάνε μου τη χάρη να μ’ αφήσειςνα ανάψω ένα τσιγάρο γιατί μου καθαρίζει το μυαλό» τηςαπάντησε η Φρίντα ανοίγοντας την μπαλκονόπορτα κιανάβοντας τον αναπτήρα πριν προλάβει η άλλη να δια-μαρτυρηθεί.

«Λοιπόν», συνέχισε τραβώντας μια απολαυστική ρου-φηξιά, «έχουμε και λέμε. Θέλουμε μονοκατοικία με κήπογια να παίζει το Συννεφάκι, σε καλή περιοχή, κοντά στοκέντρο και στα μαγαζιά για να μπορώ να επιδίδομαι στοαγαπημένο μου σπορ και να έχει σχετικά κοντά στάση τουμετρό για να μετακινείσαι κι εσύ που δεν σκαμπάζεις γριαπό οδήγηση. Κάτι άλλο;»

«Και να είναι κοντά στο πανεπιστήμιο», πρόσθεσε ηΒικτώρια «για να πηγαίνω γρήγορα στη δουλειά μου».

Έμειναν για λίγο σκεφτικές. Ποια περιοχή πληρούσεαυτές τις προδιαγραφές; Ξαφνικά η Φρίντα πετάχτηκεαπό την πολυθρόνα της βγάζοντας μια θριαμβευτικήκραυγή «το βρήκα!» και τρομάζοντας την Βικτώρια πουέπιασε αυθόρμητα την κοιλιά της.

«Τι βρήκες, καλέ, και με κοψοχόλιασες;»«Στου Παπάγου! Θα μείνουμε στου Παπάγου!»

111

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 112: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΟι επαφές με τους μεσίτες είχαν πιάσει τόπο -ούτως ή

άλλως μέσα στην κρίση οι περισσότεροι ούτε σεφτέ τουμήνα δεν έκαναν. Το θέμα ήταν να πουληθεί, έστω και χα-μηλότερα απο την ιδανική τιμή, το οροφοδιαμέρισμα στηνΕκάλη για να αγοραστεί, μαζί με τις περισσότερες οικο-νομίες που είχε μαζέψει η Φρίντα όλα αυτά τα χρόνια, μιαμονοκατοικία στου Παπάγου. Συνδρομή απο την Βικτώριαδεν θα δεχόταν, η φιλενάδα της τσίμα τσίμα τα έφερνε.Όταν πουλούσε κι αυτή το διαμερισματάκι της θα είχεένα ποσό όχι βέβαια υπέρογκο, αλλά έστω έμενε μια κάποιακαβάτζα. Έτσι που το πήγαιναν οι κυβερνήσεις, στο τέλοςούτε στα εβδομήντα δεν θα έπαιρνε σύνταξη...

Η Φρίντα νευρίαζε όταν είχε να σκεφτεί οικονομικάθέματα. Γι’ αυτήν τα λεφτά υπήρχαν για να τα ξοδεύει,αλλά η απόφασή της να αγκαλιάσει και να προστατέψεικατά κάποιο τρόπο την κολλητή της με το Συννεφάκι τηςξύπνησε κι έναν καινούριο τρόπο σκέψης. Χύθηκε λοιπόνστους δρόμους, μια με το αυτοκίνητο μια με τα πόδια, γιανα γνωρίσει καλά και να εξοικειωθεί με το προάστιο πουείχαν διαλέξει. Ως και το λεωφορείο και το τρόλεϋ πήρεγια να δει πως θα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο η φιλενάδατης, που το είχε θέσει σαν όρο απαράβατο. Της άρεσε ηπεριοχή. Αν και μίγμα πολυκατοικιών και μονοκατοικιών,είχε ακόμη αρκετό πράσινο και καλή αγορά, με τα μαγαζιάνα μπερδεύονται με τα σπίτια όπως στις παλιές γειτονιές.

Στην οδό Θάλειας 16, κοντά στο άλσος του Παπάγου,βρήκε να τους περιμένει η φωλίτσα τους.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

112

Page 113: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑ«Μα τώρα... είναι χουνέρια αυτά που μου κάνεις, έγκυο

γυναίκα;», γκρίνιαξε για πολλοστή φορά η Βικτώρια. «Πούακούστηκε να με πηγαίνεις με τα μάτια δεμένα, σαν τοναόμματο.... κι αν σκοντάψω και πέσω; Το σκέφτηκες αυτό,θεότρελη;»

«Σταμάτα, μαρή, τη γκρίνια, φτάσαμε σχεδόν... και δεθα πέσεις, σε κρατάω γερά... Εδώ είμαστε, έλα να σουβγάλω το μαντίλι».

Η Φρίντα έλυσε μαλακά το πολύχρωμο φουλάρι πουκάλυπτε τα μάτια της φιλενάδας της από το αμάξι μέχριτην κατάλευκη καγκελόπορτα και με μια θεατρική κίνησητης έδειξε το καινούριο τους σπίτι.

«Τατάαα», έκανε θριαμβευτικά. «Για πες μου, πώς σουφαίνεται;»

Η Βικτώρια έτριψε τα μάτια της να ξεθαμπώσουν καιέμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά της ορθωνόταν έναμικρό παλατάκι. Κάτασπρο, διώροφο, με κόκκινα κεραμίδια,μεγάλες βεράντες, μια μικρή σοφίτα κάτω από την κωνικήτου στέγηκι ένα τεράστιο κήπομε όλων των ειδών τα λου-λούδια να το αγκαλιάζει. Τα ’χασε.

«Είναι... είναι δικό μας όλο αυτό; Θέλω να πω... εδώθα μένουμε; Μέσα σ΄αυτόν τον μαγικό κήπο;»

«Εδώ, φιλενάδα μου», της απάντησε τρυφερά η Φρίντα.«Εδώ θα στήσουμε το καινούριο μας σπιτικό οι τρεις μας-εσύ, εγώ και το μωρό μας. Εκεί, σ΄αυτήν τη μεριά του κή-που, θα βάλουμε μια ολόκληρη παιδική χαρά για το Συννε-φάκι μας -και θα είμαστε η πιο ευτυχισμένη οικογένειαστον κόσμο!»

113

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 114: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΠαρ’ όλη την προχωρημένη πια εγκυμοσύνη, η Βικτώρια

δεν είχε θελήσει μέχρι τώρα να μάθει το φύλο του παιδιού-ήθελε η έκπληξη να είναι πραγματική όταν θα γεννιόταν.Έτσι και αλλιώς, είτε ήταν αγοράκι είτε κοριτσάκι, καλο-δεχούμενο και ενθρονισμένο στην ψυχή θα το είχε. Η Φρί-ντα όμως, που δεν άντεχε τις εκπλήξεις, είχε βάλει όλατης τα δυνατά να το μάθει. Και τελικά, κλεισμένοι οι πέντεμήνες, ο γιατρός μπόρεσε και της είπε ότι το παιδί φάνηκεκαθαρά οτι ήταν κοριτσάκι.

Το τι χαρές έκανε η τρελονονά δεν λέγεται, αν καιμπροστά στην φιλενάδα της προσπαθούσε να μη δείχνειότι το ήξερε. Μέχρι που ένα Σάββατο, και ενώ χάζευανστις βιτρίνες της Ερμού, πήρε το μάτι της μια πανέμορφηκούκλα σε ένα ακριβό μαγαζί -είχε ξεχαστεί εντελώς καικατάλαβε την γκάφα της μόνο αφού είχε μπουκάρει καιτην είχε αγοράσει. Τα μάτια της Βικτώριας άρχισαν νααλλάζουν χρώμα σαν καλειδοσκόπια, μια απο θυμό, μιααπό έκπληξη και μια από χαρά. Στο τέλος έπιασε την φιλε-νάδα της από τους ώμους με μια αγνώριστη δύναμη καιτης ψιθύρισε με ατσάλινη φωνή.

«Δεν είχες το δικαίωμα να μάθεις το φύλο του παιδιούμου πριν από μένα. Είσαι φιλενάδα μου, κολλητή μου καιθα γίνεις νονά του σπλάχνου μου. Κατάλαβε όμως έναπράγμα... το παδί, η κορούλα αυτή που έχω μέσα μου, εί-ναι δικιά μου και σε ορισμένα πράγματα πρέπει να κρατάςκάποια απόσταση. Αν ξαναδώ ότι ξεπερνάς τα όρια θα μεχάσεις από την ζωή σου και μένα και το Συννεφάκι... πουπλέον ξέρουμε ότι είναι Συννεφούλα».

Φώφη Walter-Κυρλίδου

114

Page 115: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΗ Φρίντα είχε απομείνει άναυδη να την κοιτάζει -πρώτη

φορά που της μιλούσε τόσο απότομα κι αυτό της έφερεδάκρυα στα μάτια. Πριν προλάβει ωστόσο να πει κουβέντα,η Βικτώρια άρπαξε την κούκλα, την έσφιξε στην αγκαλιάτης και μετά έπεσε πάνω της.

«Συγγνώμη, Φριντάκι μου, συγγνώμη... δεν ξέρω τι μ’έπιασε... φταίνε οι ορμόνες... και το ξάφνιασμα...»

«Εγώ συγγνώμη», την διέκοψε εκείνη φιλώντας τηντρυφερά. «Δεν έπρεπε να σε παρακούσω... αλλά είχα τόσηλαχτάρα να μάθω τι θα είναι το μωρό μας...»

«Καλά έκανες... τώρα το βλέπω πως ήμουν ανόητη νατο αρνούμαι... Κοριτσάκι λοιπόν, ε; Η Συννεφούλα μας!Αλήθεια, πώς θα την ονομάσουμε; Έχεις σκεφτεί, νονά;»

«Αυτό θα το αποφασίσεις εσύ, μαμά! Φτάνει να μημου ξεφουρνίσεις κανένα περίεργο κουλτουριάρικο και μεκουφάνεις -οπότε θα το βγάλω ό,τι μου κατέβει!»

Η Βικτώρια έμεινα για λίγο σκεφτική.«Το βρήκα!» φώναξε θριαμβευτικά. «Θα την βγάλουμε

Νουαζέτ -από το nuage, το σύννεφο στα γαλλικά!»«Άει μαρή... άκου νουαζέτ! Σιγά μην τη βγάλουμε και

σοκοφρέτ! Νουαζέτα είναι σοκολατάκι, δεν το ξέρεις; Αλλάτι λέω, εσύ ζεις σε παράλληλο σύμπαν, σιγά να μην το ξέ-ρεις!»

«Τότε θα την βγάλουμε Κλώντια -από το cloud στααγγλικά! Και μη μου πεις ότι κι αυτό είναι σοκολατάκι!»

«Όχι -αυτό είναι τέλειο! Να μας ζήσει η μικρούλα μαςΚλώντια λοιπόν!» είπε συγκινημένη η νονά Φρίντα.

115

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 116: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑ«Ωστόσο, βρε Βικτωράκι», συνέχισε μετά από λίγη

σκέψη, «Κλώντια είναι, πώς να το πω... λίγο άγαρμπο. Καικαλά να είναι ξένο το όνομα, κι εγώ το Παρασκευή το ξε-νόφερα σε Φρίντα, αλλά να -γιατί να μην την βγάλουμεΚλαούντια την Συννεφούλα μας, να είναι και πιο όμορφοηχητικά και να ιταλοφέρνει σαν τον Φλωρεντίνο πατέρατης;» Χάρηκε αφάνταστα όταν η φίλη της συμφώνησεαπόλυτα και κατάλαβε ότι, ακόμη και οι αντιρρήσεις όταντις παρουσιάζουμε πασπαλισμένες με ζάχαρη, έχουν καλέςπιθανότητες να γίνουν δεκτές!

Σε κάνα μήνα το σπίτι στου Παπάγου ήταν έτοιμο.Πρώτα έγινε η μετακόμιση της Φρίντας. Παρόλο που πού-λησε το οροφοδιαμέρισμα με αρκετά έπιπλα, τα καλύτερακομμάτια τα πήρε μαζί της και τώρα ομόρφαιναν τους χώ-ρους του κανούριου τους σπιτιού. Σειρά μετά είχε η με-τακόμιση της Βικτώριας που, έχοντας μπει πλέον στονέβδομο μήνα, είχε βαρύνει αρκετά. Έτσι η κολλητή τηςτην εγκατέστησε σε ένα όμορφο ξενοδοχείο μπουτίκ κοντάστην Ακρόπολη, το «Ήρα», και ανέλαβε η ίδια την επί-βλεψη της μεταφοράς και της τακτοποίησης.

Μετά από μια εβδομάδα το σπίτι ήταν έτοιμο να δεχτείτις δυο οικοδέσποινες αφού πρώτα υποσχέθηκαν η μιαστην άλλη ότι η μεν Φρίντα δεν θα μπαίνει στο γραφείοτης Βικτώριας,η δε Βικτώριαστην γκαρνταρόμπατης Φρί-ντας, που έπιανε ολόκληρο το διπλανό δωμάτιο από τοδικό της. Έτσι, η κάθε μια είχε τους δικούς της χώρους,με το παιδικό δωμάτιο στη μέση, να θυμίζει κρεβατοκά-μαρα πριγκίπισας του παραμυθιού.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

116

Page 117: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΟ Ιούνιος κόντευε να τελειώσει -το ίδιο και η υπομονή

της Βικτώριας που έκλεινε τον όγδοο μήνα μέσα σε έναμίνι καύσωνα που την παρέλυε κυριολεκτικά. Σχεδόν δενέβγαινε από το σπίτι ούτε για να κατέβει στο γεμάτο τρια-ντάφυλλα και ανθισμένες βουκαμβίλιες κήπο που τόσο λά-τρευε. Τριγυρνούσε ξεφυσώντας και αγκομαχώντας απόδωμάτιο σε δωμάτιο κι όλο και κατέβαζε τον θερμοστάτητων κλιματιστικών κάνοντάς τα Βόρειο Πόλο.

«Αμάν Χριστιανή μου», αγανακτούσε η Φρίντα. «Κατε-ψυγμένο θα το βγάλεις το έρμο το μωρό μας. Κλαούντια,η Πριγκίπισα των Πάγων!»

«Να μου κάνεις τη χάρη», της αντιγύριζε η άλλη ανε-μίζοντας μια τεράστια βεντάλια. «Από το να βγει καρκα-νιασμένο, καλύτερα δροσερό και φρέσκο!»

Ήταν ένα βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, μετά από μιατέτοια χαριτωμένη ανταλλαγή επιχειρημάτων, που η Βι-κτώρια ένιωσε κάτι ζεστό και υγρό να κυλάει στα πόδιατης και να μουσκεύει τις σαγιονάρες της.

«Oh mon Dieu», τσίριξε αναστατωμένη. «Φιλενάδα,τρέχα... κατουρήθηκα... α πα πα... τι ντροπή...»

Η Φρίντα, που μόλις είχε απλώσει μια πρασινωπή μάσκαπροσώπου κι έμοιαζε με βάτραχο, τσίριξε με τη σειρά τηςτρίβοντας ταυτόχρονα τη μούρη της με χαρτί κουζίναςκαι ψάχνοντας αλαφιασμένη για τα κλειδιά της.

«Μαρήηη... δεν κατουρήθηκες... σπάσανε τα νερά,αγαθιάρα... η βαλίτσα σου... πού είναι η βαλίτσα σου;»

«Τα νερά; Ποια νερά... τι λες;»«Τα δικά σου, μαρή!!! Γεννάμε... τρέχα...»

117

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 118: Φρίντα & βικτώρια

ΦΡΙΝΤΑΚαι το ’χε πει η έρμη. «Ας κάνουμε δυο τρεις δοκιμές,

παιδί θα γεννήσεις, να ξέρουμε τέλος πάντων πώς θα κι-νηθούμε όταν έρθει η ώρα». Τελικά δεν είχαν κάνει τίποτεκι όταν μπήκαν άρον άρον στο ταξί για το μαιευτήριο (πούνα τολμήσει να οδηγήσει η Φρίντα έτσι όπως έτρεμαν ταπόδια της), και οι δυο φίλες έμοιαζαν με πρωταγωνίστριεςσε ελληνική κωμωδία. Ο ταξιτζής πήγε να πνιγεί από ταγέλια όταν πρόσεξε ότι γύρω από τα αυτιά της η Φρίνταείχε ακόμη πράσινες πιτσιλιές από την μάσκα προσώπου,η δε εγκυμονούσα είχε ξαφνικά ξεχάσει τα Ελληνικά τηςκαι τσίριζε στα γαλλικά «Oh mon Dieu... Mon bébé…»

Ο μαιευτήρας ευτυχώς ήταν εντός Αθηνών, δεν είχεκίνηση ο δρόμος και σε λίγο η Βικτώρια είχε τακτοποιηθείστην κλινική και την προετοίμαζαν για τον τοκετό. Απόκοντά η Φρίντα είχε πάθει νευρική υπερκινητικότητα καικόντευε να τρελάνει τους πάντες. Στο τέλος ο γιατρόςτην έπιασε από το χέρι, την έβγαλε από το δωμάτιο καιτης είπε ψιθυριστά «κυρία Φρίντα, πηγαίνετε να πλύνετετο πρόσωπό σας γιατί μοιάζει σαν να έχετε βγάλει γκα-ζόν».

Ενώ η φρικαρισμένη κολλητή της τριβόταν για να φύγειη μάσκα, η Βικτώρια άκουγε με τρόμο τον γιατρό να τηςλέει ότι, επειδή είδε σημάδια από μηκώνιο στα νερά κιήταν και πρωτάρα, θα έπαιρνε το παιδί με καισαρική μιαςκαι είχε, όπως φαινόταν, έλλειψη οξυγόνου.

Η Συννεφούλα/Κλαούντια είχε φοβηθεί... το σπλαχνάκιτης, το κοριτσάκι της υπέφερε. Δυο δάκρυα έσταξαν πριντα μάτια της κλείσουν από την εξουθένωση και την έλλειψηπόνου αμέσως μετά την επισκληρίδιο.

Φώφη Walter-Κυρλίδου

118

Page 119: Φρίντα & βικτώρια

ΒΙΚΤΩΡΙΑΤην ίδια στιγμή η Φρίντα όρμησε έξω από τις τουα-

λέττες κι άρχισε να παλεύει με τις νοσοκόμες για να μπειμέσα στο χειρουργείο. Χρειάστηκαν δυο σεκουριτάδεςγια να την βάλουν σε τάξη -εκείνη ωστόσο έμεινε έξω απότην πόρτα αρνούμενη να το κουνήσει ρούπι.

Από την άλλη μεριά της πόρτας η Βικτώρια είχε ακού-σει την φασαρία κι ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλητης. Η φιλενάδα της, η αδελφή της ήταν εκεί και την φύ-λαγε. Τίποτε πια δεν φοβόταν, όλα καλά θα πήγαιναν.

Όπως κι έγινε. Με γρήγορες, έμπειρες κινήσεις ο για-τρός έκανε την τομή και το επόμενο λεπτό η αίθουσα γέ-μισε από τις γοερές κραυγές ενός λιλιπούτειου βρέφους,τα χαμόγελα των νοσοκόμων και τα δάκρυα χαράς τηςμάνας του. Η μικρούλα Κλαούντια ανέμιζε τα χεράκια τηςκαι τσίριζε θυμωμένη που της χάλασαν την ησυχία.

«Να σου ζήσει ο κορίτσαρος, καλή μου», της είπε ογιατρός χαμογελώντας και έβαλε το νεογέννητο πάνω στοστήθος της. Εκείνη άπλωσε το χέρι της, το χάιδεψε καιτου ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή «καλωσόρισες, αγάπημου, η μανούλα είναι εδώ». Η μικρούλα σταμάτησε νακλαίει, άνοιξε τα ματάκια της και την κοίταξε -και σαν νατης φάνηκε της Βικτώριας ότι της χαμογέλασε.

Εντωμεταξύ η Φρίντα έξω από το χειρουργείο έτρωγετα νύχια της από την αγωνία. Όταν άκουσε τις τσιρίδεςτης μικρής έβγαλε έναν βαθύ στεναγμό ανακούφισης καιτα μάτια της βούρκωσαν. Επιτέλους! Είχαν γεννήσει! Καιχωρίς να το καλοσκεφτεί, έσπρωξε τη δίφυλλη πόρτα καιόρμησε στην αίθουσα τοκετών.

119

Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου

Page 120: Φρίντα & βικτώρια

Κλαούντια

Page 121: Φρίντα & βικτώρια

Α πα πα πα... τι ήταν πάλι τούτο... Ακόμα δεν το πι-στεύω ότι το έζησα όλο αυτό... κι ότι επέζησα -αυτό πούτο πας;

Τι θα πει «τι εννοώ;» Λίγο το ’χεις; Εκεί που κολυμπούσαωραία και καλά μέσα στη σκοτεινή ζεστή φωλίτσα μου καιπιπίλαγα το μεγάλο δαχτυλάκι από το δεξί μου το χεράκι(το αριστερό το είχα μασουλήσει χτες), ακούω στα ξαφνικάένα «τσούουουρρρρρ»... και πάει το νεράκι! Και μετά φω-νές, φασαρία, κακό...

Η κυρία, που τόσο καιρό ένιωθα να κάνει τικ-τακ, τικ-τακ και να με ακουμπά κάθε τόσο και να μου λέει «μωρόμου, μωράκι μου», άρχισε να τσιρίζει κάτι ακαταλαβίστικα...Η άλλη κυρία, που άκουγα τη φωνή της από μακριά, πρέπεινα την βούτηξε απ’ το χέρι και ν’ άρχισαν να τρέχουν -για-τί άρχισα κι εγώ να τραντάζομαι και να κοπανάω μια απόδω και μια από κει... κι όσο και να φώναζα «σιγά, καλέεε,με πονάτε...», εκείνες το χαβά τους... έτρεχαν και τσίρι-ζαν...

Αλλά τα χειρότερα ήταν μετά... πάνω που την ξάπλω-σαν (αυτήν που ήμασταν κολλημένες μ΄εκείνο το περίεργοχοντρουλό κορδόνι) κι είπα «ωραία, θα την πέσουμε γιαύπνο τώρα» κι ετοιμάστηκα να μασουλήσω το δαχτυλάκιαπό το δεξί μου ποδαράκι (αυτό δεν το είχα δοκιμάσει ωςτότε), ανάψανε τα φώτα! Πολλά φώτα, με στράβωνανακόμα και μέσα στη φωλίτσα μου... να σου πω, τρόμαξαλιγάκι... και μου έφυγαν λίγα κακάκια, με το συμπάθειο...

Ε... εκεί έγινε ο μεγάλος χαμός! Ένας τύπος, που τονάκουγα και παλιότερα και που με ζούλαγε με ένα ματσούκικαι με νευρίαζε, άρχισε να φωνάζει «γρήγορα, γρήγορα»...και μας τσούλησαν κάπου με πιο πολλά φώτα... γαμώτο...και πάνω που άρχισα να τα παίρνω χοντρά, βλέπω τη φωλιάμου να ανοίγει και να μπαίνει όοολο το φως μέσα... καιπριν προλάβω να συγχυστώ, αυτός ο ανάγωγος με τραβάει

121

Page 122: Φρίντα & βικτώρια

μια... και με βγάζει έξω!Αυτό ήταν! Καλή καλή -αλλά όχι να με πιάνουν και κο-

ρόιδο... και να μου χαλούν το σπίτι και την ησυχία! Ταπήρα στο κρανίο κι έβαλα κάτι τσιρίδες χειρότερες απότης κυρίας... κι άκου να δεις το παράξενο -όλοι άρχισαννα γελούν και να αγκαλιάζονται αντί να τσαντιστούν...

Και μετά με έβαλε ο αντιπαθητικός πάνω στην κυρία,αλλά από την απ’ έξω τη μεριά... κι εγώ την μύρισα και τηνκατάλαβα ότι ήταν η ίδια αλλά από την ανάποδη... και στα-μάτησα να φωνάζω... Κι εκείνη άπλωσε ένα μεγάλο χέρικαι με χάιδεψε -από την απ’ έξω τη μεριά πάντα... και μουείπε «καλωσόρισες» ή κάτι τέτοιο, ήμουν πολύ απασχολη-μένη να την κοιτάζω και δεν καλοπρόσεξα... Καλούλα μουφάνηκε... και τη λένε «μανούλα», μου είπε.

Και μετά μπούκαρε μέσα η άλλη, η παλαβή που τηντραβολόγαγε, κι άρχισε να χτυπιέται «αχ, το μωράκι μας,αχ, η Συννεφούλα μας»... και να τα κοπλιμέντα... ότι είμαιτο πιο όμορφο μωρό (καλά, αυτό το ξέρουμε, μαρή... κάτικαινούριο;)... κι ότι αυτήν την λένε νονά (αυτό πάλι τι εί-ναι;)... και τελικά την έβγαλε σπρώχνοντας έξω ο στριμ-μένος και δεν πρόλαβα να τη ρωτήσω...

Τώρα ευτυχώς είμαι μόνη μου σε μιαν αλλιώτικη φωλί-τσα, διάφανη, κι είναι κι άλλα μωρά τριγύρω... και λέω πιανα την πέσω για ύπνο, πολύ με κούρασαν σήμερα. Καλη-νύχτα μανούλα, καληνύχτα νονά... Καλημέρα κόσμε!

122

Page 123: Φρίντα & βικτώρια
Page 124: Φρίντα & βικτώρια

Η Φώφη Walter-Κυρλίδου,με ρίζες στη Μικρά Ασίακαι τον Ελληνισμό της ΕΣΣΔ,γεννήθηκε στην Αθήνα,στην Πλάκα, και μεγάλωσεμέχρι τα 14 στη Δάφνη.

Τα χρόνια της εφηβείας τηςτα πέρασε στη Ζάμπια,όπου είχε μετακινηθεί η οικογένειά της.

Σπούδασε ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του York,στον Καναδά, και εργάστηκε σε πολυεθνικέςεταιρείες.Έζησε για 20 χρόνια σε χώρες της ΛατινικήςΑμερικής. Εδώ και 12 χρόνια ζει μεταξύ Ελβετίαςκαι Ελλάδας με το σύζυγο και τα δυο τους παιδιά.

Της αρέσουν τα ταξίδια, το διάβασμα και ναγράφει όμορφες ιστορίες.Διηγήματά της έχουν εκδοθεί στα Ισπανικά απότο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Γκουαγιακίλκαι την εφημερίδα “Telegrafo” στον Ισημερινό.

Page 125: Φρίντα & βικτώρια

Η Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίουγεννήθηκε στη Βέροια,

όπου καιτελείωσε το δημοτικό.

Αυτή είναι η πατρίδα της, η πόλη της καρδιάς της,

παρ’ ότι τη μετέπειταζωήτης -μέχρι και σήμερα-

την έχει ζήσειστην Αθήνα.

Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάσθηκε ως γιατρός

στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Είναι παντρεμένη με τον γιατρό

Μανώλη Αναστασίουκαι έχουν αποκτήσει δυο γιους.

Το Δεκέμβριο του 2010 κυκλοφόρησε από τιςεκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ το πρώτο της μυθιστόρημα

με τον τίτλο «Το βαλς μιας ζωής».Το καλοκαίρι του 2014 κυκλοφόρησε η

ποιητική συλλογή «Ψηφίδες» από τις εκδόσεις BOOKSTARS

και τον Οκτώβριο του ίδιου έτουςτο δεύτερό της μυθιστόρημα

με τον τίτλο «Πάροδος Μουσών εννιά»από τις εκδόσεις BOOKSTARS.

Page 126: Φρίντα & βικτώρια

Φώφη Walter-ΚυρλίδουΒάσω Αποστολοπούλου-ΑναστασίουΦρίντα & Βικτώριααδελφότητα γυναικών

ISBN: 978-618-81493-5-9© Φώφη Walter-Κυρλίδου© Βάσω Αποστολοπούλου-ΑναστασίουΑθήνα, 2014

εκδοτική επιμέλεια: Δήμος Χλωπτσιούδηςεπιμέλεια εξώφυλλου: Κώστας Θερμογιάννης

e-mail: [email protected]

[Αναφορά προέλευσης ,Μη Εμπορική Χρήση,Παρόμοια Διανομή]

___________________Η νουβέλα Φρίντα & Βικτώρια εκτυπώθηκε σε περιορισμένοαριθμό αντιτύπων και διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυομε άδεια Creative Commons. Επιτρέπεται ελεύθερα η αναδημοσίευση και η αποσπασμα-τική παρουσίαση. Η αναφορά του ονόματος των συγγρα-φέων είναι υποχρεωτική και το έργο διατίθεται μόνο για μηεμπορική χρήση.

Page 127: Φρίντα & βικτώρια
Page 128: Φρίντα & βικτώρια

Φιλία! Μεγάλη λέξη, απέραντη σαν το σύμπαν! Με πολλές απο-χρώσεις και παραλλαγές -τόσες ίσως όσες και οι άνθρωποι πάνωστη γη. Φιλίες παιδικές, φιλίες συναδελφικές, φιλίες αδελφικές πουαντέχουν στον χρόνο και τα δύσκολα της ζωής.

Οι άντρες έχουν μια δική τους άποψη για τη φιλία. Έχουν αντρο-παρέες, δένονται σχετικά εύκολα με στενές σχέσης φιλίας, αλλά οιδεσμοί αυτοί μπορεί να σπάσουν με εξίσου σχετική ευκολία.

Οι γυναίκες, από την άλλη, δύσκολα στεριώνουν ισχυρούς φιλι-κούς δεσμούς, αλλά, άπαξ και δέσουν τη φιλία τους, είναι έως αδύ-νατο να μπει κάποιος ή κάτι ανάμεσά τους και να τη διαρρήξει.

Μια τέτοια φιλία αδελφική ανάμεσα σε δυο γυναίκες (που αντι-στάθηκε σθεναρά στην προσπάθεια της μοίρας να την καταλύσει)είναι και η ιστορία που θα σας διηγηθούμε.

Δυο αληθινές γυναίκες, δυο πραγματικές φίλες, δυο διαφορετικοίχαρακτήρες με κοινό χαρακτηριστικό τη μοναξιά και τα χρόνια πουνιώθουν πως έχουν περάσει, έρχονται πιο κοντά η μια στην άλληεξαιτίας της Συννεφούλας που γίνεται η αφορμή για να γίνουν πιαμια κανονική οικογένεια. Η μεγαλύτερη απόδειξη πως η αληθινή φι-λία βάζει στην άκρη κάθε προσωπική επιδίωξη.

Η Φρίντα κι η Βικτώρια, η Βικτώρια και η Φρίντα. Αχώριστες, αυ-τοκόλλητες, μοναδικές! Απολαύστε τις!