Πού ήσασταν όλοι

22

description

Η ιστορία μιας οικογένειας. Ο πατέρας, καθηγητής που περνάει στη σύνταξη, παρασύρει με το αμάξι του τον κακό μαθητή της τάξης. Η μητέρα επιχειρεί την πρώτη απόδραση της ζωής της. Η κόρη προσπαθεί να γνωρίσει μέσα από ανώδυνα φλερτ τις πολύπλοκες ερωτικές διαδικασίες. Και ο γιος, ο αφηγητής του βιβλίου, σπουδάζει Ιστορία και θέλει να κάνει τη διπλωματική του πάνω στον Μπερλουσκόνι, τον μόνο πρωθυπουργό που γνώρισε η γενιά του. Η ιστορία, λοιπόν, μιας οικογένειας που είναι ταυτόχρονα η ιστορία μιας χώρας και η ιστορία μιας γενιάς - μιας γενιάς χωρίς όνομα που ψάχνει να βρει τον δρόμο της σε μια κοινωνία χωρίς αρχές. Ένα σύγχρονο, πρωτότυπο μυθιστόρημα που περιγράφει, ειρωνεύεται, καγχάζει, θλίβεται και επαναστατεί, αλλά πάνω από όλα προσπαθεί να δώσει ένα όνομα στη σύγχυση των ημερών μας.

Transcript of Πού ήσασταν όλοι

Page 1: Πού ήσασταν όλοι
Page 2: Πού ήσασταν όλοι
Page 3: Πού ήσασταν όλοι

ΠΟY HΣΑΣΤΑΝ OΛΟΙ

Page 4: Πού ήσασταν όλοι

Τίτλος πρωτοτύπου: Dove eravate tutti© Giangiacomo Feltrinelli Editore Milano, 2011Πρώτη έκδοση στα ιταλικά Σεπτέμβριος 2011© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2013

Μετάφραση από τα ιταλικά: Ανταίος ΧρυσοστομίδηςΤυπογραφική επιμέλεια: Ελευθερία ΚοψιδάΣχεδιασμός - Εικονογράφηση εξωφύλλου: Χρήστος Κούρτογλου - Indyvisuals CollectiveΣτοιχειοθεσία - Σελιδοποίηση: Εκδόσεις ΊκαροςΕκτύπωση: Φωτόλιο & Τύπικον Γραφικές Τέχνες Α.Ε.Βιβλιοδεσία: Ι. Μπουντάς - Π. Βασιλειάδης Ο.Ε.

Πρώτη έκδοση: Ιούνιος 2013ISBN 978-960-9527-80-4

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr

70 ΧρόνιαΕκδόσεις Ίκαρος1943–2013

Page 5: Πού ήσασταν όλοι

Paolo Di Paolo

ΠΟY HΣΑΣΤΑΝ OΛΟΙ

Μετάφραση από τα ιταλικά

Ανταίος Χρυσοστομίδης

ΙΚΑΡΟΣ

Page 6: Πού ήσασταν όλοι
Page 7: Πού ήσασταν όλοι

7

Έρχονται. Μας προσεγγίζουν από κάθε πλευρά, κάθε πηγή, στα-γόνα σταγόνα γεμίζουν τις ώρες μας, αυτοκαθορίζονται. Κανέ-νας πια δεν τις διαλαλεί στους δρόμους, αλλά η κάθε στιγμή μας είναι και μια έκτακτη έκδοση, αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται οι βουβές οθόνες των τηλεοράσεων στις βιτρίνες, στα μπαρ, τα κου-δουνίσματα των ανεξάντλητων κινητών. Έρχονται, οι ειδήσεις – και συνήθως είναι κακές.

Η πόλη μόλις που έχει ξυπνήσει, χρειάζεται να σπρώξεις για να μπεις στο λεωφορείο. Το ωροσκόπιο, στις μικρές οθόνες, προ-ειδοποιεί ήδη τους Δίδυμους να προσέχουν την εχθρική Σελήνη. Σαν πλοίο σταματημένο από πάντα στο λιμάνι –τα βρομερά α-μπάρια, οι επιβάτες της τρίτης θέσης που κάνουν την εμφάνισή τους και κοιμούνται στις γωνίες– ο σταθμός σχεδόν σπινθηροβο-λεί στο φως του Σεπτέμβρη. Λίγο παραπέρα, οι μικροί ιδιωτικοί και παράνομοι πάγκοι συνθέτουν ένα μεσανατολικό σουκ. Τα νε-ροπίστολα πυροβολούν σαπουνόφουσκες, όλοι σπεύδουν να τις διώξουν από μπροστά τους σαν να ’ταν μύγες στην καλοκαιρινή ακόμη ατμόσφαιρα. Για μια στιγμή μπερδεύεσαι, δεν θυμάσαι αν οι διακοπές τελείωσαν ή αν αρχίζουν τώρα, αλλά τα φουσκω-

Page 8: Πού ήσασταν όλοι

8

μένα σακίδια που είχαν εξαφανιστεί, τώρα επέστρεψαν και αιω-ρούνται στις πλάτες των μαθητών. Αρπάζουν στον αέρα τις δω-ρεάν εφημερίδες. Ύστερα, από αφηρημάδα ή επιλογή, τις αφή-νουν να πέσουν κάτω. Σε λίγο κάτω από τα πόδια τους θα υπάρχει ένα χαλί από φθαρμένες λέξεις – τα χνάρια των παπουτσιών πά-νω στους τίτλους που δεν λένε τίποτα το καινούργιο. Έχουν μεί-νει μισοί: «κινδυνεύουν 480», «ταλαιπωρία για», «η ανόητη συ-νήθεια να περνάμε τις γραμμές του τρένου», «αποδεικτικά στοι-χεία μέσω DNA».

Άλλες ειδήσεις έρχονται, έχουν ήδη φτάσει. Κι επειδή έρχο-νται τόσο γρήγορα προκαλούν λιγότερο φόβο. Σε λίγο, ένα τσου-νάμι θα πλήξει τις Νήσους Σαμόα κι εγώ θα το ξέρω μισή ώρα με-τά. Ας γυρίσουμε σελίδα. Συνέβη αυτό, κι αυτό, κι αυτό.

Ο Ναπολέοντας πεθαίνει στις 5 Μαΐου 1821, η είδηση χρειάζε-ται δύο μήνες για να φτάσει στο Μιλάνο. Ο Αλεσάντρο Μαντσό-νι1 βρίσκεται σ’ ένα βιβλιοπωλείο, είναι καλοκαίρι. Νιώθει να του κόβονται τα πόδια.

Το λεωφορείο φρενάρει. Ο οδηγός εκτοξεύει μια βρισιά έξω από το παράθυρο, οι όρθιοι επιβάτες βρίσκουν πάλι την ισορροπία τους και τώρα είναι σε θέση να αρχίσουν να ψάχνουν σε ποιον θα ρίξουν το φταίξιμο. Για τριάντα δευτερόλεπτα πολλοί διέκοψαν τις κουβέντες τους στο κινητό, κουβέντες που αποτελούν δελτία ειδήσεων της ιδιωτικής τους ζωής. Όποιος κάθεται εκεί δίπλα, ήδη ενημερωμένος για βουλωμένους νεροχύτες και ατέλειωτες λίστες αναμονής για ένα ηλίθιο υπερηχογράφημα, τώρα περιμέ-νει τη συνέχεια: με ιστορίες πιο περιπετειώδεις, με περισσότε-ρες συγκρούσεις.

Η χοντρή γυναίκα, με προφορά από ανατολική χώρα, λέει: Tε-

Page 9: Πού ήσασταν όλοι

9

λεφώνησα κυρία, ρώτησα αν είναι εντάξει πάω σιδερώσω ρού-χα Κυριακή, Σάββατο έχω δουλειά, κάνω κοινό σε εκπομπή στην τηλεόραση, κυρία είπε κανένα πρόβλημα, θα βάλω πλυντήριο ώ-στε ρούχα στεγνώσουν. Ένας νεαρός, αδύνατος σαν καρφίτσα, ρωτά γελώντας τον φίλο του: Μα, Τούρκο, εξήγησέ μου, τελικά κατάφερες να τη φιλήσεις;

Κατεβαίνω, έχω ήδη καθυστερήσει. Σχεδόν αποβλακωμένος από όλη αυτή τη γλωσσοδιάρροια, αρχίζω να τρέχω. Και τρέχω, τρέχω, με μεγάλες δρασκελιές των ποδιών μου, με το λουρί της τσάντας μου να γλιστράει συνεχώς, με τις ιδέες συγκεχυμένες. Τα πλατάνια δεν έχουν χάσει ακόμα τα φύλλα τους, πιέζουν το δρόμο σαν τοίχοι κάποιου τούνελ.

Ίσως να είναι η ευκαιρία να δω τον εαυτό μου να αποκτά επι-τέλους έναν ρόλο στη σύγχρονη Ιστορία: αυτή την Τρίτη του τέ-λους του Σεπτέμβρη, του τέλους της δεκαετίας – οι Νήσοι Σαμόα πλημμυρισμένες, μια ακόμη αποστολή αυτοκτονίας στο Ιράκ, ό-λες οι άλλες φρικτές ειδήσεις που έρχονται, που συνεχίζουν να καταφτάνουν και που όμως δεν μας σταματάνε, μας αφήνουν να τρέχουμε. Αρκεί να μη μας αφορούν.

Page 10: Πού ήσασταν όλοι
Page 11: Πού ήσασταν όλοι

Μέρος πρώτοΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ

Οι λαοί, όπως τα μεμονωμένα άτομα, στην κατηφόρα της παρακμής τους, γίνονται νευρικοί, ασαφείς, συναισθηματικοί.

ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΝΤΕ ΣΑΝKΤΙΣ,

Ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας

Page 12: Πού ήσασταν όλοι
Page 13: Πού ήσασταν όλοι

13

Έκτακτη έκδοση

Μετά από μια πρώτη και μερική αναπαράσταση, το γεγονός δεν φαινόταν ιδιαιτέρως σοβαρό. Νεοσυνταξιοδοτημένος καθηγη-τής περνάει ένα πρωί μπροστά από το παλιό του σχολείο για κά-ποια γραφειοκρατική υπόθεση ή απλώς από καθαρή νοσταλγία (δύσκολο να το ξεκαθαρίσει κανείς), και κατά λάθος –μια παρα-κινδυνευμένη κίνηση, μια αφηρημάδα– ακουμπάει με το αυτοκί-νητο ξυστά τα γόνατα ενός πρώην μαθητή του που εκείνη τη στιγ-μή διασχίζει, με το iPod στο αυτί, το δρόμο. Ένα ηλίθιο, συνηθι-σμένο δυστύχημα: το πολύ πολύ τρεις γραμμές του αστυνομικού ρεπορτάζ, ίσως ούτε αυτές.

Η πιο αναπάντεχη όμως και παράλογη λεπτομέρεια είναι ό-τι ο άρτι συνταξιοδοτημένος καθηγητής ονομάζεται Μάριο Τρα-μοντάνα. Ο πατέρας μου.

«Θα ήθελα πολύ να μάθω γιατί πήγαινε στο σχολείο την τρίτη ώρα! Όπως πάντα, άλλωστε», θα έβαζε στη συνέχεια τις φωνές, ψάχνοντας για ελαφρυντικά. Πεισμένος ότι αν ο Τόμας της Ε2 ή-ταν για μια φορά –για μια φορά: τουλάχιστον για εκείνη τη φορά–

Page 14: Πού ήσασταν όλοι

14

στην ώρα του, δεν θα συνέβαινε τίποτα. Όμως ο Τόμας έμπαινε στο σχολείο την τρίτη ώρα, ο μπαμπάς περνούσε από εκείνα τα μέρη –μήπως ελαφρώς αφηρημένος;– και να που το κακό έγινε.

Το σημαντικό είναι ότι το παιδί δεν έπαθε τίποτα, είπαμε την ώρα του φαγητού, όταν ο πρωταγωνιστής μάς διηγήθηκε την ι-στορία, με τον τόνο του ανθρώπου που μπορεί να την αρχειοθε-τήσει βιαστικά και χωρίς τραύματα.

Το σημαντικό είναι αυτό, επαναλάβαμε εγώ και η μητέρα μου, με κάπως λιγότερη σιγουριά. Ενώ η Ανίτα, εκείνη όχι, εκείνη πε-τάχτηκε πάνω αλαφιασμένη.

«Είσαι τρελός».

Ο μπαμπάς, και μαζί του η μαμά κι εγώ, επρόκειτο να μάθου-με, προς μεγάλη μας έκπληξη, ότι η Ανίτα έκανε παρέα, εδώ και καιρό και με απόλυτη μυστικότητα, με τον Μαρανγκόνι Τόμας της Ε2. Ή τουλάχιστον πίστευε ότι έκανε παρέα, ή προσδοκούσε να. Εν πάση περιπτώσει καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτός ο Τόμας κάθε άλλο παρά αδιάφορος της ήταν. Με άλλα λόγια, ο μπαμπάς δεν είχε χτυπήσει έναν οποιονδήποτε πρώην μαθητή του: είχε χτυπήσει τον Μαρανγκόνι Τόμας.

«Και πώς είναι;»«Δεν έπαθε απολύτως τίποτα».Η Ανίτα σηκώνεται και εξαφανίζεται στο δωμάτιό της. Επα-

ναλαμβάνω, με μεγαλύτερη τώρα απόσταση από τα πράγματα, την ερώτηση: «Στ’ αλήθεια, πώς είναι; Χτύπησε;»

Η μαμά τώρα σωπαίνει. Κοιτάζει το κενό, ή ίσως να κοιτάζει την κηλίδα της υγρασίας στη γωνιά της οροφής. Έχει περάσει α-κόμα ένα καλοκαίρι που θα μπορούσαμε να έχουμε ασπρίσει. Ό-μως τίποτα, συνεχώς το αναβάλλουμε. Και τα έπιπλα; Ο μπουφές

Page 15: Πού ήσασταν όλοι

15

και τα σερβίτσια των ποτηριών που αυτός φιλοξενεί, έχουν ζήσει στιγμή προς στιγμή ακόμα και την απαγωγή του Μόρο.

«Δεν έπαθε τίποτα».«Και οι γονείς;»«Δύο βλάκες».«Οι γονείς, λέω, το έμαθαν;»«Ναι, τους κάλεσαν, ήρθε η μητέρα, είπε τις γνωστές βλακείες».«Τι σημαίνει "είπε τις γνωστές βλακείες";»«Ότι δεν κατάλαβα ποτέ τον γιο της. Ότι τον είχα βάλει στο

μάτι. Ότι μόνο αυτό τους έλειπε».«Για να καταλάβω, είχες κάτι εναντίον του Μαρανγκόνι Τόμας;»«Μα τι είναι αυτά που λες».«Εναντίον των γονιών του;» «Όχι. Η μάνα απλώς πρόσθεσε ότι έβαλα σε υποθήκη το μέλ-

λον του γιου της».«Μα τι του έκανες;»«Τίποτα, λόγω της ιστορίας των ποδιών του».«Και τι σχέση έχουν τα πόδια του;»«Παίζει ποδόσφαιρο».«Εντάξει, αλλά αυτό τι σχέση έχει; Άρα τον χτύπησες».«Κατά τη γνώμη μου όχι».«Τι σημαίνει "κατά τη γνώμη μου";»

Ο Μαρανγκόνι Τόμας, θα μαθαίναμε αργότερα, είχε πάθει θλά-ση, τίποτα το σοβαρό, στο δεξί του γόνατο. Την άλλη μέρα, στην εφημερίδα Μεσατζέρο, προς μεγάλη μας ανησυχία, διαβάσαμε ότι:

Μπροστά στην τεχνική σχολή... ένας πρώην καθηγητής παρέσυρε με το αυτοκίνητο δύο μαθητές. Συνέβη την Τρίτη το πρωί: τα παιδιά διέ-

Page 16: Πού ήσασταν όλοι

16

σχιζαν το δρόμο όταν παρασύρθηκαν από το αυτοκίνητο. Ο ένας τραυ-ματίστηκε ελαφρά, ο άλλος δεν είχε σωματικές βλάβες. Η εκδοχή της αστυνομίας και των καραμπινιέρων μιλά για εκούσια κίνηση του κα-θηγητή, ίσως λόγω της συμπεριφοράς των μαθητών. Ο καθηγητής πα-ραπέμφθηκε από την Εισαγγελία της Ρώμης για σοβαρές σωματικές βλάβες με δόλο και αφέθηκε ελεύθερος.

Τα πράγματα ήταν προφανώς πιο σοβαρά από ό,τι τα είχε πει ο μπαμπάς. Εκείνος, αμέσως, υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέ-γοντας ότι το ρεπορτάζ της εφημερίδας είχε γραφτεί με βάση τις φλυαρίες των γονιών ή κάποιας κουτσομπόλας επιστάτριας. Ό-τι όλα ήταν πιο απλά και λιγότερο σοβαρά. Μια τρικυμία σε έ-να ποτήρι νερό.

Και όμως, ήταν φανερό, ανησυχούσε (τρέμει το βλέφαρο του δεξιού σου ματιού, μπαμπά) περισσότερο από ό,τι την προηγού-μενη βραδιά. Λες και οι λίγες αυτές αράδες της Μεσατζέρο τον εί-χαν αναγκάσει να συνειδητοποιήσει αυτό που είχε βιώσει σαν κα-κό όνειρο. Να το ρίχναμε στην πλάκα; Μακάρι να ήταν κάποιο παιχνίδι, κάποιο αστείο. Το συμπέρασμα όμως που βγάλαμε ή-ταν ότι στο κεφάλι του πατέρα μου Μάριο Τραμοντάνα, μετά α-πό τριάντα χρόνια έντιμης υπηρεσίας, κάτι πρέπει να ράγισε, κάτι να βραχυκυκλώθηκε. Κάτι όχι ασήμαντο: κάτι που αφορού-σε την ψυχική του ισορροπία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα μπο-ρούσαμε να το ορκιστούμε, ήταν απόλυτα σταθερή. Τώρα όμως;

Τα πράγματα έγιναν ως εξής:Πρωινό τέλους Σεπτέμβρη, ημέρα Τρίτη. Ο μπαμπάς ξυπνάει

νωρίς. Έχει ένα ραντεβού στις εννέα. Το ραντεβού των εννέα τον απογοητεύει. Οδηγεί εκνευρισμένος, κάνοντας το αυτοκίνητο να τραντάζεται. Επιστρέφοντας στο σπίτι περνά μπροστά από

Page 17: Πού ήσασταν όλοι

17

το σχολείο. Η σχολική χρονιά έχει μόλις αρχίσει. Αλλά για πρώ-τη φορά, μετά από ένα εκατομμύρια κουδούνια, όχι γι’ αυτόν.

Ο Μαρανγκόνι Τόμας και ο φιλαράκος του βρίσκονται λίγα βήματα πριν από την είσοδο.

Τους αναγνωρίζει. Τον αναγνωρίζουν. Ο Μαρανγκόνι ανοίγει διάπλατα το στόμα σε ένα περίεργο

χαμόγελο. Ο άλλος, από την άκρη του πεζοδρομίου, λέει: «Τι κα-λά, καθηγητά!» Κοντοστέκονται.

Ο Μαρανγκόνι γελάει. Ύστερα φωνάζει δυνατά: «Πώς νιώθε-τε συνταξιούχος;» Και βάζει πάλι τα γέλια. Κλείνει το μάτι στον φίλο του.

Φαίνεται επίσης ότι, διασχίζοντας τον δρόμο, ο Μαρανγκόνι σήκωσε το μεσαίο του δάχτυλο προς την πλευρά του πρώην κα-θηγητή του.

Φαίνεται επίσης ότι ο πρώην καθηγητής του, χολωμένος, πά-τησε το γκάζι, ίσως μονάχα με την πρόθεση να τον τρομοκρατή-σει. Ο Μαρανγκόνι βλαστήμησε.

Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Page 18: Πού ήσασταν όλοι

18

Τελευταία στάση για το γαλάζιο φορτηγάκι

Δεκαπέντε χρόνια μετά την πρεμιέρα της κυβέρνησης Μπερλου-σκόνι 1, κατά τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης Μπερλου-σκόνι 4, σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, ο παππούς πέθαινε.

Το φθινόπωρο του 1993 ένα εγκεφαλικό τον γλίτωσε από την υποχρέωση να παρακολουθήσει την άδοξη αποσύνθεση του Ιτα-λικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, από τις γραμμές του οποίου είχε αγωνιστεί για χρόνια, και όλα όσα θα συνέβαιναν στη συνέχεια.

Λίγο πριν αρρωστήσει, ένα απόγευμα είχε πιάσει στα πρά-σα τον εγγονό του, δηλαδή εμένα, να ξεφυλλίζει την Ουνιτά.2 Ί-σως μπόρεσε να δει σε αυτή την κίνηση το σημάδι ενός πρόωρου προσδιορισμού της πολιτικής μου συνείδησης. Είπε μονάχα: «Ο πατέρας σου το ξέρει;» Ο δεκάχρονος εγγονός αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε αγοράσει την αξιοπρεπή εφημερίδα της αρι-στεράς μόνο επειδή εκείνη την περίοδο χάριζε βιντεοκασέτες και συλλεκτικά αυτοκόλλητα.

Page 19: Πού ήσασταν όλοι

19

Και τώρα πέθαινε. Για δεκαπέντε ατέλειωτα χρόνια, όταν ξέφυγε από τον κίνδυ-

νο, έμεινε ζωντανός και σχεδόν ακίνητος. Με τις αισθήσεις του ζωντανές αλλά χωρίς να λαβαίνει μέρος σε όσα συνέβαιναν γύ-ρω του. Σιωπηλός μέχρι βουβαμάρας. Πέντε χιλιάδες μέρες ό-λες ίδιες, ξοδεμένες μπροστά σε ένα παράθυρο, χωρίς να κοιτά-ζει. Κάθε τόσο –να είχε περάσει μία ώρα ή ένα λεπτό;– παραμέ-ριζε το κουρτινάκι με το αριστερό του χέρι (το δεξί ήταν νεκρό, αδρανές όπως όλη η πλευρά του) σχεδόν για να βεβαιωθεί ότι ο κόσμος, εκεί έξω, συνέχιζε να υπάρχει. Το γεύμα στις δώδεκα α-κριβώς, το δείπνο στις εφτά και μισή. Τα κουτιά με τα φάρμακα απόλυτα τακτοποιημένα σε ένα τραπεζάκι του καθιστικού – κο-μπρέσες, φακελάκια, φιάλες. Ωράρια, δοσολογίες: η ποσολο-γία της επιβίωσης.

Τώρα η δύσπνοιά του αντηχεί σε όλα τα δωμάτια, η ανάσα του λιγοστεύει και γίνεται ρόγχος και μπερδεύεται με το γουργουρητό του αναπνευστήρα. Κάθε τόσο μοιάζει να θρυμματίζεται: σε μια υποψία αναφιλητού ή σε έναν ξερό ήχο όπως το σκάσιμο μιας φυ-σαλίδας, αλλά πολύ πιο δυνατό. Είναι αδύνατο να μην προσέξεις – τον κόπο ενός ανθρώπου που φεύγει από τη ζωή.

Κάνει κρύο, είναι η καρδιά της νύχτας, θα περάσουν λίγα λε-πτά κι αυτό που είναι να γίνει, θα γίνει. Κι όμως δεν γίνεται, ό-χι τώρα. Τότε τα πόδια και οι πατούσες των ζωντανών χορεύουν νευρικά, αρχίζουν να μυρμηγκιάζουν. Κάποιος, καθώς συνέρχε-ται από την αποχαύνωση, τρίβει τα μάτια σαν μικρό παιδί και δο-κιμάζει να διορθώσει την ώρα στο εκκρεμές.

Είναι μια ασυνήθιστη ώρα –3 και 45 το πρωί– για να είναι τα φώ-τα αναμμένα, και να διαχέεται στο διάδρομο η μυρωδιά του καφέ.

Πρέπει να περιμένουμε. Ο ήχος της ανάσας του έρχεται από την κρεβατοκάμαρα με

Page 20: Πού ήσασταν όλοι

20

μια υπνωτική δύναμη, καλύπτει τα λίγα λόγια που μπορούν να ειπωθούν – λόγια πρακτικά, βεβιασμένα. Όταν διακόπτεται και πάλι, η σιωπή (κρατάει ελάχιστα) είναι σκληρή και σε παραλύει. Δεν είναι όμως ο θάνατος, όχι ακόμα.

Ύστερα περνούν άλλες παρόμοιες μέρες και νύχτες, η έντα-ση υποχωρεί λιγάκι, λες κι αυτό το να ζεις κατά το ήμισυ μπορεί να διαρκέσει, να σταθεροποιηθεί, και η ζωή γύρω να ευνοεί μια τέτοια αναβολή. Πιθανώς και για πάντα. Οι εικόνες της βουβής τηλεόρασης μοιάζουν να σημαίνουν συναγερμό.

Δεν είναι για πάντα, τίποτα δεν είναι για πάντα. Έτσι αυτό που περιμέναμε συνέβη και είναι η μοναδική στιγμή που δεν θυμάμαι. Σαν να σβήστηκε αμέσως ή σαν να ήταν αδύνατο να την κρατήσω στη μνήμη. Ο θάνατος των παππούδων συμβαίνει στους πάντες.

Άλλωστε τι ήταν; Μια διαφορετική μετατόπιση του αέρα, η σιωπή που δεν διακόπηκε – ξανάρχισε, ανάσα, ξανάρχισε!

Η σιωπή που μεγαλώνει.Η μυϊκή ένταση σκληραίνει τις κινήσεις του πατέρα μου. Δεν

ήθελε να δει, δεν ήθελε να μπει μέσα.Η γιαγιά που λέει: σκεπάστε τους καθρέφτες.Η ώρα που σημειώνουν στο πιστοποιητικό θανάτου δηλώνει ό-

τι τελείωσε η μακριά ιστορία ενός ανθρώπου που γεννήθηκε την τελευταία χρονιά του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου.

Έτρεχα προς κάποια κατεύθυνση, δεν ξέρω προς τα πού, σίγου-ρα μακριά από αυτό που ξαφνικά έκανε τους κροτάφους μου να χτυπούν. Νομίζω ότι είχα κλάψει. Τότε ακριβώς πέρασε μια ει-κόνα από τα μάτια μου, ένα πράγμα που θεωρούσα ότι είχε βγει πλέον από τη μνήμη μου.

Το γαλάζιο φορτηγάκι.

Page 21: Πού ήσασταν όλοι

21

Καθόμασταν στριμωγμένοι στη θέση δίπλα στον οδηγό. Τό-σο πολύ στριμωγμένοι ώστε έπρεπε να αλλάζουμε σχήμα. Ήταν η μυρωδιά της καπνιάς, και ήταν και το τραχύ σακάκι του. Πώς μπορείς να αφηγηθείς πόσο τραχύ ήταν αν δεν είσαι μάγουλο;

Ο παππούς πατούσε γκάζι, και η μηχανή έσκαγε σαν τα τρία τελευταία πυροτεχνήματα ενός καλοκαιρινού θεάματος. Το φορ-τίο του μικρού φορτηγού ήταν απρόβλεπτο: τούβλα, δεμάτια ξύ-λα, ζαρζαβατικά. Κυρίως ζαρζαβατικά, που έπρεπε να μοιρα-στούν στις νύφες του. Μια φορά, ένα μεγάλο χαρτόκουτο που περιείχε κλωσόπουλα. Μας ερχόταν λιγάκι να βάλουμε τα γέλια και λιγάκι να κοκκινίζουμε από ντροπή, εμείς τα εγγόνια, όταν ήταν ο παππούς αυτός που θα μας πήγαινε στο σχολείο. Τι θα έ-βαζαν με τον νου τους οι συμμαθητές και οι δασκάλες μας βλέ-ποντας εκείνο το παράλογο φορτηγάκι;

Σκεφτόμουν ότι θα γελούσε πίσω από την πλάτη μου και ε-κείνη που, απ’ όλο το σχολείο κι όλο τον κόσμο, προτιμούσα. Κι όμως, μια μέρα που είχαμε μείνει μαζί το απόγευμα, την άκου-σα να μου λέει:

«Μα θα μ’ αφήσεις μια φορά να ανέβω;»«Πού;»«Σ’ εκείνο το περίεργο μικρό καμιόνι».«Πού;»«Σ’ εκείνο το διαστημικό πράγμα που σε φέρνει στο σχολείο».Είχα ακούσει καλά; Είχε πει «διαστημικό»; Να το επαναλά-

βεις, να το ακούσω καλά. «Σου αρέσει το φορτηγάκι;» τη ρώτη-σα έκπληκτος.

«Να λοιπόν πώς λέγεται. Φορτηγάκι!»Ήταν πανέμορφη. Επαναλάμβανε «φορτηγάκι» με τα χείλη

σε σχήμα καρδιάς, σαν να ήταν μια εξωτική λέξη που άκουγε για πρώτη φορά μόλις εκείνη τη στιγμή. Το ότι μάθαινα ότι η Σιρόκο

Page 22: Πού ήσασταν όλοι

22

εκτιμούσε το γαλάζιο φορτηγάκι, με έκανε ευτυχισμένο. Ανίκη-το. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: ήταν το 1993.

Ο παππούς είχε μόλις αρχίσει να νιώθει αδύναμος. Το φορ-τηγάκι είχε μείνει ακίνητο στο δρομάκι του σπιτιού, ήδη εδώ και μερικές εβδομάδες.

«Δεν γίνεται».Εκείνη κατέβασε αμέσως μούτρα. Είπε μονάχα: «Εντάξει, ευ-

χαριστώ».Λίγες μέρες αργότερα μου έστειλε ένα φύλλο χαρτί με τετρα-

γωνάκια στο οποίο είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα τη φρά-ση ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΓΙΝΩ ΔΕΚΤΗ, ΓΕΙΑ. Να εί-χα χάσει, για το τίποτα, την εκτίμηση της Σιρόκο;

Α, ήταν το 1993. Τρομερή χρονιά. Εγώ, η οικογένειά μου, η Ι-ταλία, δεν θα ήμασταν πια ποτέ ξανά ίδιοι.