Ελληνισμός ή ελληνικό έθνος

5
Ελληνισμός ή ελληνικό έθνος; Σε προηγούμενο άρθρο υποστήριζα ότι η διάκριση ανάμεσα στον πατριωτισμό και στον εθνικισμό, παρά το γεγονός ότι φάνηκε να σβήνει αντίστοιχα τόσο στον πόλο του εθνικισμού (οι εθνικιστές ισχυρίζονται ότι είναι πατριώτες) όσο και στον πόλο του κοσμοπολιτισμού και των κινημάτων της Διαφοράς (που συχνά ταυτίζουν τις δύο στάσεις), τον τελευταίο καιρό κερδίζει σε σαφήνεια. Πώς έχει όμως το ζήτημα στην Ελλάδα; * Δύο αντιλήψεις του έθνους Προτού προχωρήσουμε, μια προκαταρκτική παρατήρηση. Την εθνική ιστορία, δηλαδή την ιστορία που αφορά τη δημιουργία και την πορεία των εθνών, τη διασχίζουν δύο ρεύματα, τα οποία βασίζονται σε διαφορετικές αντιλήψεις του έθνους. Το ένα ρεύμα αφορά τις διαδικασίες που συγκροτούν το έθνος ως κοινότητα πολιτών. Η έμφαση εδώ πέφτει στη σύλληψη του έθνους ως πολιτικής κοινότητας η οποία κάνει δυνατή την ανάπτυξη των πολιτικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Το άλλο ρεύμα δίνει έμφαση στο έθνος ως κοινότητα πολιτισμικών χαρακτηριστικών, άλλοτε κληρονομημένων (με αποχρώσεις από το γένος ως τη φυλή) και άλλοτε μαθημένων («ὅσοι τῆς ἡμετέρας παιδείας κλπ.»). Και τα δύο ρεύματα συχνά συνυπάρχουν, με διαφορετική όμως ιεράρχηση και πυκνότητα σε κάθε κοινωνία. Έτσι, από την άποψη της ιστορικής καταγωγής, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στα κράτη - έθνη και στα έθνη - κράτη. Κάποτε σε αυτόν τον διαχωρισμό αποδίδονταν γεωγραφικά όρια και, διά μέσου αυτών, χαρακτηριστικά κανόνα. Στη Δύση κράτη - έθνη (πρότυπα), στην Ανατολή έθνη - κράτη (κακέκτυπα). Ωστόσο, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία κ.ά. χώρες της Ασίας και της Αφρικής αποτελούν κράτη έθνη ή κάτι το ενδιάμεσο. Σε αυτό το ενδιάμεσο ανήκει και η Ελλάδα. Συγκροτήθηκε σε κράτος μέσα από τη συναίρεση και τον διάλογο των δύο παραδόσεων: της πολιτικής με την πολιτισμική. Η πολιτική θέληση δηλαδή της δημιουργίας κράτους, όπου ο καθένας θα είχε δικαιώματα, στηρίχτηκε στην αίσθηση πολιτισμικής κοινότητας της 1

description

* Η αντιπαράθεση δύο διαδικασιών Τα τελευταία χρόνια όμως υπάρχει μια συζήτηση η οποία τείνει να διαχωρίσει . και μάλιστα να αντιπαραθέσει τις δύο διαδικασίες Τείνει δηλαδή να υποβαθμίσει την 1 2 * Διαχωρισμός των εννοιών 3 ΤΟ ΒΗΜΑ , 02­03­1997 : Κωδικός άρθρου B12418B161 4 . ΑΝΤ ΛΙΑΚΟΣ

Transcript of Ελληνισμός ή ελληνικό έθνος

Ελληνισμός ή ελληνικό έθνος; Σε προηγούμενο άρθρο υποστήριζα ότι η διάκριση

ανάμεσα στον πατριωτισμό και στον εθνικισμό, παρά το γεγονός ότι φάνηκε να σβήνει αντίστοιχα τόσο στον πόλο του εθνικισμού (οι εθνικιστές ισχυρίζονται ότι είναι πατριώτες) όσο και στον πόλο του κοσμοπολιτισμού και των κινημάτων της Διαφοράς (που συχνά ταυτίζουν τις δύο στάσεις), τον τελευταίο καιρό κερδίζει σε σαφήνεια. Πώς έχει όμως το ζήτημα στην Ελλάδα;

* Δύο αντιλήψεις του έθνους Προτού προχωρήσουμε, μια προκαταρκτική παρατήρηση. Την εθνική

ιστορία, δηλαδή την ιστορία που αφορά τη δημιουργία και την πορεία των εθνών, τη διασχίζουν δύο ρεύματα, τα οποία βασίζονται σε διαφορετικές αντιλήψεις του έθνους. Το ένα ρεύμα αφορά τις διαδικασίες που συγκροτούν το έθνος ως κοινότητα πολιτών. Η έμφαση εδώ πέφτει στη σύλληψη του έθνους ως πολιτικής κοινότητας η οποία κάνει δυνατή την ανάπτυξη των πολιτικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.

Το άλλο ρεύμα δίνει έμφαση στο έθνος ως κοινότητα πολιτισμικών χαρακτηριστικών, άλλοτε κληρονομημένων (με αποχρώσεις από το γένος ως τη φυλή) και άλλοτε μαθημένων («ὅσοι τῆς ἡμετέρας παιδείας κλπ.»). Και τα δύο ρεύματα συχνά συνυπάρχουν, με διαφορετική όμως ιεράρχηση και πυκνότητα σε κάθε κοινωνία. Έτσι, από την άποψη της ιστορικής καταγωγής, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στα κράτη - έθνη και στα έθνη - κράτη.

Κάποτε σε αυτόν τον διαχωρισμό αποδίδονταν γεωγραφικά όρια και, διά μέσου αυτών, χαρακτηριστικά κανόνα. Στη Δύση κράτη - έθνη (πρότυπα), στην Ανατολή έθνη - κράτη (κακέκτυπα).

Ωστόσο, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία κ.ά. χώρες της Ασίας και της Αφρικής αποτελούν κράτη έθνη ή κάτι το ενδιάμεσο. Σε αυτό το ενδιάμεσο ανήκει και η Ελλάδα. Συγκροτήθηκε σε κράτος μέσα από τη συναίρεση και τον διάλογο των δύο παραδόσεων: της πολιτικής με την πολιτισμική. Η πολιτική θέληση δηλαδή της δημιουργίας κράτους, όπου ο καθένας θα είχε δικαιώματα, στηρίχτηκε στην αίσθηση πολιτισμικής κοινότητας της ελληνικής. Και αντίστροφα: η ανάδειξη της πολιτισμικής κοινότητας δεν μπορούσε να γίνει παρά με μια Επανάσταση (του 1821) η οποία σκόπευε στη δημιουργία δημόσιου χώρου, πολιτών, πολιτικών διαδικασιών με τα στάνταρντ της εποχής.

* Η αντιπαράθεση δύο διαδικασιών Τα τελευταία χρόνια όμως υπάρχει μια συζήτηση η οποία τείνει να

διαχωρίσει και μάλιστα να αντιπαραθέσει τις δύο διαδικασίες. Τείνει δηλαδή να

1

υποβαθμίσει την έννοια του ελληνικού έθνους ως αποκρυστάλλωσης συνεχούς πολιτικής διαδικασίας (Ρενάν: το έθνος ως καθημερινό δημοψήφισμα) προς όφελος μιας έννοιας ελληνισμού η οποία έχει είτε τη μορφή όσων μοιράζονται ελληνικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά σε διαφορετικές διαβαθμίσεις ή συνείδηση καταγωγής (η έννοια της ελληνικής διασποράς), ή μια έννοια ελληνισμού η οποία συναιρεί την έννοια της Διασποράς με τις πολλαπλές αναγνώσεις και τις κληρονομιές της κλασικής Ελλάδας στον σύγχρονο ευρωαμερικανικό πολιτισμό. Αυτή η αντιπαράθεση ελληνικού έθνους και ελληνισμού έχει αποκτήσει αξιολογικές διαστάσεις οι οποίες προβάλλονται και προς το παρελθόν. Έτσι ελεεινολογείται ο «ελλαδισμός» προς όφελος του «ελληνισμού», τώρα και αναδρομικά. Υπάρχουν δύο προελεύσεις, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, οι οποίες αντιστοιχούν στους δύο φορείς αυτής της κριτικής.

* Η θρησκευτική άποψη Η πρώτη προέρχεται από τους κύκλους που σχετίζονται με τη θρησκεία και

εκδηλώνεται στην αρθρογραφία ιερωμένων ή νεορθόδοξων. Υπάρχει ένα ρεύμα στη θρησκευτική σκέψη από τον περασμένο αιώνα, το οποίο δεν αποδέχτηκε ποτέ τελείως την Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, την οποία αντιμετώπισε ως διάσπαση του σώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εκφράστηκε ρητά σε κείμενα λαϊκά θρησκευτικά (π.χ. Κοσμάς Φλαμιάτος με πολλαπλές εκδόσεις από το 1849) και έμεινε περιθωριακή σε σχέση με την προσκόλληση της Εκκλησίας στο κράτος, ως την εποχή μας όπου αναδύεται με τη μορφή της απαξίωσης της νεοελληνικής πολιτικής εμπειρίας σε σχέση με την υποτιθέμενη «αριστοκρατικότητα» του προεπαναστατικού και εξωελλαδικού «ελληνισμού».

Πρόκειται για μια κριτική η οποία επωφελείται της αμφισβήτησης του εθνικού κράτους στους σημερινούς όρους της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της παγκοσμιοποίησης, διπλά. Αφενός αποπειράται να εκφράσει μια αντίσταση στην ηγεμονία της Δύσης, δίνοντας έκφραση στις κοινωνικές και πολιτισμικές δυσαρέσκειες και αφετέρου αμφισβητεί την πολιτική δημοκρατία ως δυτικόφερτη καινοδοξία, υποβαθμιστική της παράδοσης του ελληνισμού και του έθους της Ορθοδοξίας.

Στον λόγο αυτόν περισσεύουν οι αναφορές στον όρο «ελληνισμός» αλλά λείπουν οι αναφορές στον όρο «ελληνικό έθνος», επειδή ακριβώς περιέχει την αντίληψη του έθνους ως πολιτικής διαδικασίας και οργάνωσης του δημόσιου χώρου.

Έτσι σε πρόσφατο άρθρο ιερωμένου κατηγορείται η κρατική συγκρότηση του έθνους επειδή παρέχει πολιτικά δικαιώματα σε «αλλογενείς» που κατοικούν εντός Ελλάδος και τα στερεί από «ομογενείς» που κατοικούν εκτός. Πέραν των θεωρητικών ανακολουθιών που εξυπονοεί μια παρόμοια άποψη, οι δυνητικές πολιτικές της συνέπειες είναι εξαιρετικά επικίνδυνες. Ο νοών νοείτω.

* Το πρόβλημα της Διασποράς Η δεύτερη τάση προέρχεται από μια κριτική στην έννοια του

ελληνοκεντρισμού ο οποίος έτεινε (και συνεχίζει) να αντιλαμβάνεται το ελληνικό κέντρο να κυριαρχεί πάνω στα διάσπαρτα μέλη του έθνους. Χαρακτηριστικά ο Μεταξάς χρησιμοποιούσε τη μεταφορά του χταποδιού. Η Ελλάδα το κεφάλι, οι έλληνες απανταχού του κόσμου τα πλοκάμια. Η αντίληψη αυτή ισχυρά εδραιωμένη στο κράτος και στους πολιτικούς (και σε αυτόχθονα πανεπιστημιακά

2

απολιθώματα) προκάλεσε την αντίδραση ελλήνων πανεπιστημιακών, κυρίως στις αγγλοσαξονικές χώρες. Η κριτική τους εκφράζει την ανάγκη αυτονόμησης των κοινοτήτων ελληνικής καταγωγής στις κοινωνίες αυτές και οδήγησε στην επεξεργασία μιας έννοιας διαχρονικής διασποράς και πολυμορφίας του ελληνισμού μέσα από μια συναίρεση εθνοτικής καταγωγής και πολιτισμικών κληρονομιών του (αρχαίου) ελληνισμού στον σύγχρονο κόσμο. Έτσι τονίζονται οι περιφερειακές αναγνώσεις του ελληνισμού, τα εξωελλαδικά επιτεύγματα σε σχέση με την ελλαδική μιζέρια. Άκουσα κάποτε θεωρητικό της λογοτεχνίας να βάζει όσους λογοτέχνες του αρέσουν στην εξωελλαδική περιφέρεια, ακόμη και τον Θεοτοκά και τον Σεφέρη!

Το πρόβλημα της Διασποράς και η σχέση της με το έθνος, στις θεωρητικές και συγκριτικές του διαστάσεις, είναι αρκετά δύσκολο και θα άξιζε μια αναλυτική διερεύνησή του.

Πρώτα πρώτα αναφορικά με την ίδια την έννοια Διασπορά. Μια έννοια με καταγωγή θρησκευτική και με ιδιαίτερη αναφορά την εβραϊκή εμπειρία. Από την άποψη αυτής της εννοιολογικής προέλευσης η διασπορά είναι μια θεϊκή τιμωρία που επιβάλλεται σε έναν λαό καθορίζοντας τους όρους της ύπαρξής του. Οι Εβραίοι διεσπάρησαν μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους και κατ' αναλογία οι Έλληνες αντιλήφθηκαν τον εαυτό τους εν Διασπορά μετά την άλωση της Πόλης.

Με αυτή την έννοια, το μέλλον της Διασποράς είναι με θρησκευτικούς όρους η απολύτρωση και ο μεσσιανισμός, με πολιτικούς η ανασύσταση του χαμένου κέντρου και η επανένωση του διεσπαρμένου σώματος. Ευνόητο γιατί οι διασπορές, τόσο η εβραϊκή όσο και η ελληνική αλλά και πολλές άλλες, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία των αντίστοιχων εθνικών κέντρων. Έμειναν όμως έξω από αυτά γιατί η έννοια του εθνικού κράτους συνδέεται με την έννοια της εδαφικότητας. Από την έννοια της Διασποράς επομένως λείπει η πολιτική διάσταση. Με ποια κριτήρια αντιπροσωπευτικότητας και ποιους μηχανισμούς δημόσιου ελέγχου μπορεί να συγκροτηθεί το πολιτικό κέντρο της Διασποράς; Η αδυναμία δημιουργίας πολιτικού δημόσιου χώρου στη διασπορά τείνει να καλυφθεί από την Εκκλησία, η οποία υποδύεται προ-εθνικές λειτουργίες με τις συνακόλουθες νοοτροπίες στη διαχείριση των κοινοτικών υποθέσεων.

Μέσα από αυτή την οπτική του συσχετισμού Διασποράς και εθνικού κέντρου παρατηρούμε δύο ζητήματα. Πρώτο ότι η Διασπορά δεν μπορεί να αποκτήσει ενιαία ιστορία διαχρονικά. Μπορούμε να έχουμε ιστορίες των διασπορών (λ.χ. των μεταβυζαντινών λογίων, των εμπόρων στην Αυστροουγγαρία, των κοινοτήτων στην Ανατολική Μεσόγειο τον 19ο αι., της προπολεμικής μετανάστευσης στην Αμερική, της μεταπολεμικής στη Γερμανία και Αυστραλία, των Ποντίων στις παρευξείνιες χώρες), αλλά όχι μια ενιαία ιστορία. Αντίστοιχο είναι και το πρόβλημα της εβραϊκής διασποράς και η ενσωμάτωσή της σε μια ενιαία εβραϊκή ιστορία προβληματική και ζήτημα διχογνωμιών.

Δεύτερο, η Διασπορά, στα ιδεοτυπικά χαρακτηριστικά που της αποδίδονται, εμπεριέχει την αναίρεσή της. Την προσπάθεια δηλαδή της απολύτρωσης και την τιμωρία της ζωής εν διασπορά. Η εκκοσμίκευση της κοινωνίας θέτει τη διασπορά σε κρίση. Τη θέτει ως έννοια διασποράς. Επιβάλλει επομένως την ανάγκη διαφορετικής εννοιολόγησης του προβλήματος, η οποία δεν είναι αναγκαστικά ίδια σε όλες τις χώρες.

* Διαχωρισμός των εννοιών

3

Η πρόταση που θα μπορούσαμε να συζητήσουμε είναι η αυτονόμηση των εννοιών ελληνισμός, ως πολιτισμικό κείμενο και διάσταση, από το ελληνικό έθνος ως πολιτική διαδικασία. Ο ελληνισμός είναι πράγματι πολύμορφος και πολύτροπος. Η ασάφεια των ορίων του προσφέρεται σε πολλαπλές αναγνώσεις. Μια από αυτές αποτελεί και η νεοελληνική εμπειρία. Δεν αποτελεί τη μοναδική και αυτό δεν σημαίνει αδυναμία αλλά το αντίθετο: συμμετοχή σε ένα ευρύτερο πολιτισμικό μόρφωμα ενσωματωμένο στον σύγχρονο κόσμο.

Από την άλλη, όμως, το ελληνικό έθνος είναι μια εμπειρία πολιτική, θεωρητικά αυτόνομη, με τις κατακτήσεις της και τις αδυναμίες της. Αλλά μια εμπειρία η οποία δημιουργεί μια κοινότητα πολιτών, η οποία πασχίζει να διατηρηθεί ως κοινότητα δημιουργώντας αίσθημα αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη της. Έθνος και ιδιότητα του πολίτη είναι έννοιες αλληλένδετες.

Ο υπερτονισμός της έννοιας του ελληνισμού σε βάρος της έννοιας του ελληνικού έθνους δεν προκαλεί μόνο ανακολουθίες στην ιστορική οπτική, αλλά έχει και πολιτικές συνέπειες στην υποβάθμιση της κοινότητας των πολιτών που αποτελούν και δημιουργούν καθημερινά το έθνος. Εξίσου αρνητικές συνέπειες, αυτή τη φορά σε βάρος των ελληνικών ή ελληνικής καταγωγής κοινοτήτων του εξωτερικού, έχει και ο ηγεμονισμός του εθνικού κέντρου και η χρησιμοποίησή τους ως οργάνων προώθησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Θεωρητική αυτονομία και πολιτική ισοτιμία μάς χρειάζεται.

ΑΝΤ. ΛΙΑΚΟΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-03-1997 Κωδικός άρθρου: B12418B161

4