Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

13
νουβέλα ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ οσελότος

description

Τα καλοκαίρια της δεκαετίας του ’80 διαρκούσαν τρεις ολόκληρους μήνες. Είχαν παιδιά που παραθέριζαν με τον παππού και τη γιαγιά στο χωριό, γιατί οι γονείς εργάζονταν. Είχαν παγωτό ξυλάκι με επικάλυψη που δεν ήταν σοκολάτα. Είχαν μπάνια πρωί και απόγευμα. Είχαν γάιδαρο, κατσίκα και κότα. Είχαν ηλεκτρονικά στο καφενείο που δούλευαν με πενηντάρικο και λεβιέ, όχι με οθόνη touch screen και €.Το Καλοκαίρι του Ευκλείδη είναι ένα από αυτά. Δεύτερο προσωπικό βιβλίο λογοτεχνίαςτης υποψήφιας για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης του ‘Διαβάζω’ ΚωνσταντίναςΤασσοπούλου, περιέχ

Transcript of Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

Page 1: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

νουβέλα

Το καλοκαίρι του Ευκλείδη είναι κύμα που παφλάζει. Υγρό. Δροσερό. Σαν θάλασσα. Σαν συγκίνηση. Αλμυρό. Όλα αναδεύονται. Φύκια κολλούν στο πόδι. Στο μυα-

λό. Πετρούλες ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Μνήμες. Ψαράκια τσιμπούν ανεπαίσθητα τη γάμπα και φεύγουν. Τσούχτρες διά-φανες ή μοβ. Ο τρόπος που έβλεπε τα πράγματα ως παιδί, κι ο τρόπος που τα κοίταξε μεγαλώνοντας. Αστεία συμβάντα. Σοβα-ρά συμπεράσματα. Το καλοκαίρι του Ευκλείδη είναι κύμα που έρχεται από βαθιά, συλλέγοντας νερό σε όλη τη διαδρομή. Όλα ανακατεμένα όταν σκάει. Φράσεις γονιών, κινήσεις, λόγια παπ-πούδων, νεύματα, η γλώσσα που χρησιμοποιούσε τότε, η γλώσ-σα που σήμερα μιλά, στιγμές, ημερομηνίες, χρονική σειρά. Όλα θολά. Εκτός από τις μαθηματικές, τις αξιωματικές κουβέντες του συνονόματού του Ευκλείδη, που στέκουν σταθερές, λαμπε-ρές, πεντακάθαρες. Αναγνωρίσιμες μέσα στα χρόνια και μέσα σε εκατομμύρια κόκκους άμμου, βρεγμένες απ’ το κύμα που απο-σύρεται, ίσα να πάρει φόρα για να γίνει κύμα, ξανά.

Θερινές φωτογραφίες με λέξεις,που είπε ή άκουσε κάποιος Ευκλείδης.

Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου έχει σπουδές Δημοσιογραφίας, Πτυχίο Πιάνου, Πτυχίο Αρμονίας, σερβίρει πίτσες, ποτά, στολίζει κρύα πιάτα, σηκώνει τηλέφωνα, αρχειοθετεί φαξ, στέλνει mail που μιλούν για διαφημίσεις, μα όταν τη ρωτάς με τι ασχολείται, σου λέει απλώς, ότι είναι συγγραφέας. www.tassopoulou.gr

photo by: Βάσια Αναγνωστοπούλου

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣοσελότοςΒατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108

E-MAIL: [email protected], [email protected]. ocelotos. gr

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣοσελότος

Οι εικόνες που στολίζουν αυτό το βιβλίο, συμπερι-λαμβανομένου του εξω-

φύλλου –μα όχι αυτών που θα φτιάξετε μόνοι σας διαβάζοντάς το–

δημιουργήθηκαν από το δεξί χέρι του φίλου μου,

Θανάση Παπαγιαννάκου. Το μεγάλο μου ευχαριστώ,

παρόλο που πάντα θα το θεωρώ μικρό, δεν

αφορά μονάχα αυτές, αλλά ακόμα μία, ομορφό-

τερη. Εκείνον σκυμμένο να τις ζωγραφίζει, θολό

από το άχνισμα του γαλλικού καφέ, που μόλις

μου είχε φτιάξει.

Κ. Τ.

ISBN 978-960-9499-51-4

ΚΩ

ΝΣ

ΤΑ

ΝΤ

ΙΝΑ

ΤΑ

ΣΣ

ΟΠ

ΟΥ

ΛΟ

Υ

ΤΟ

ΚΑ

ΛΟ

ΚΑ

ΙΡΙ Τ

ΟΥ

ΕΥ

ΚΛ

ΕΙΔ

Η

Page 2: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

ΤιΤλος Το καλοκαίρι του Ευκλείδη ςυγγραφέας Κωνσταντίνα Τασσοπούλου ςειρα Λογοτεχνία [1358]0311/03 ςχέδιο εξωφυλλου Θανάσης Παπαγιαννάκος Copyright© 2011 Κωνσταντίνα Τασσοπούλου ΠρώΤη εκδοςη Αθήνα, Απρίλιος 2011 ISBN 978-960-9499-51-4

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected], [email protected]

www. ocelotos. gr

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτο-ανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορ-φή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγ-γραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

Ονόματα και πρόσωπα που αναφέρονται στο Καλοκαίρι του Ευκλείδη, απο-τελούν προϊόν της οργιάζουσας φαντασίας μου και ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα έχουν. η μόνη σε ισχύ πραγματικότητα είναι πως θα αγνο-ούσα βασικές μάρκες τσιγάρων, αν δεν υπήρχε ο λέλος, όνομα και πρόσωπο υ-παρκτό, γι’ αυτό και μη αναφερόμενο στις σελίδες του βιβλίου.

Κ. Τ.

Page 3: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

η γεωμετρία είναι ο κλάδος των μαθηματικών που ασχο-

λείται γενικά με τη «δομή του χώρου».

Από τη φύση της, λοιπόν, έχει σχέση με την εποπτεία.

Πολλές προσπάθειες έγιναν κατά καιρούς για να απαλ-

λαγεί κατά το δυνατό απ’ αυτή και να καταστεί καθαρά νο-

ητικό δημιούργημα.

η γεωμετρία [...]

Page 4: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη
Page 5: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

5

0 μπαμπάς μου είναι ο καλύτερος μαθηματικός του κόσμου. Διδάσκει σε σχολεία. Πότε εδώ, πότε εκεί,

ανάλογα με τη μετάθεση. Στο Νομό Αττικής, όχι σε επαρ-χίες εκτός Αθηνών, όπως όταν ήταν νέος και μάζευε μόρια. Διαβάζει βιβλία, πότε για ολοκληρώματα, πότε για συνι-σταμένες, πότε στην τραπεζαρία, πότε στο μπαλκόνι, πότε για στερεομετρία, πότε για λογαρίθμους, πότε στο κρεβάτι, πότε στην τουαλέτα, ανάλογα με την ώρα. Συνεχώς, πά-ντως, διαβάζει. η γιαγιά τον ρωτά:

«Ακόμη μελετάς παιδάκι μου, τόσα χρόνια δεν τα ’μα-θες;»

«Δε σταματά η μελέτη, μάνα», της απαντά εκείνος. «Όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο λιγότερα γνωρίζεις».

Αυτά τα ακαταλαβίστικα να μην έλεγε, μπορεί κι εγώ ο κακομοίρης να γνώριζα περισσότερα.

Ο μπαμπάς γράφει και βιβλία, δεν τα διαβάζει μόνο. Πότε στο τραπέζι, πότε στα πόδια του επάνω, πότε με στυ-λό bic, χωρίς καπάκι, πότε με μολύβι Faber που θέλει ξύσιμο από την προηγούμενη βδομάδα, πότε μέσα στο αυτοκίνητο σε φανάρι κόκκινο, πότε μέσα στο αυτοκίνητο σε φανάρι πράσινο και ξεχνάει σε ποιο δρόμο έπρεπε να στρίψει, πότε

Page 6: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

6

σε χαρτί μεγάλο με μικρά τετραγωνάκια, πότε σε χαρτί μι-κρό με γαλάζιες γραμμές, πότε στην τελευταία σελίδα της χθεσινής εφημερίδας, πότε σε χαρτοπετσέτα λαδωμένη από σπανακόπιτα.

Ο μπαμπάς είναι βιβλίο. Κλειστό. Σκονισμένο. Με τσα-λακωμένα φύλλα και μουντζούρες στο εξώφυλλο. Με συν-δετήρες, για να θυμάται σημαντικές σελίδες, και τυχαίους λεκέδες, γιατί δεν θυμήθηκε να τις προστατέψει. Ο μπαμπάς μού έμαθε να λατρεύω τα βιβλία. Να τα σέβομαι. Όχι να τα καταστρέφω, να τα φθείρω όμως. Να σημειώνω επάνω, να τα τσακίζω, να τα φουσκώνω ξεφυλλίζοντάς τα λαίμαργα. Με έμαθε να τα ζω. Δε ζεις κάτι αν δεν το χουφτώσεις, τελικά. Βιβλίο καθαρό στη βιβλιοθήκη σημαίνει αδιάβαστο. Έστω κι αν πρόλαβε να κυλήσει η ματιά σου στις γραμμές του.

Ο μπαμπάς μού έμαθε ότι ένας άριστος μαθηματικός οφείλει να είναι και καλός φιλόλογος. Ένα και, ένα έστω, ένα αν, κι η έννοια αλλάζει. Αλλάζει το θεώρημα. Με μπέρ-δεψε. Πώς γίνονται και τα δύο; Όλοι οι άλλοι μου ζητούν να επιλέγω. Αριθμητική ή γλώσσα; Κι αν ένα από τα δύο διαλέξω, πάλι σε καινούργιο δίλημμα με βυθίζουν. Πεζό ή ποίηση; Γεωμετρία ή άλγεβρα; Ο μπαμπάς μού έμαθε ότι, για να γίνει κάτι όμορφα, χρειάζονται πάντα δύο.

«Και με έναν γίνεται, αλλά στα μαθηματικά μάς ενδια-φέρει η ομορφότερη λύση, όχι απλώς η σωστή.»

Με ξαναμπέρδεψε. Στην αρχή. Αργότερα, κατάλαβα τον τρόπο να βγαίνω απ’ τα διλήμματα. Αν και νομίζω πως μάλ-λον μέσα τους παραμένω.

Ο μπαμπάς είναι δίλημμα. Αναζητεί πάντα, και πάντα κλεφτά, στις τελευταίες σελίδες εφημερίδων και περιοδι-κών, δύο ψάρια που κολυμπούν μαζί κι αντίθετα. Τα ίδια που ψάχνω κι εγώ για να μάθω τι με περιμένει στο μέλλον. Δύο ιχθείς. Οι δυο μας. Όλα δύο μέσα του. Μέσα μου. Μέσα

Page 7: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

7

μας. Πόλη και χωριό. Πολλά και λίγα. Αριστερό μάτι και δεξί. Ομορφιά κι ασχήμια. Αυτιά, πόδια, χέρια. Παιδί κι ενήλικας. Αγόρι κι άνδρας. Χαλαρό και σκληρό. Το τότε, το τώρα. Παρελθόν, παρόν. Καλό, κακό. Όλα έτοιμα για να διαλέξεις, αναλόγως με τη στιγμή. Ακόμα και το μέτωπo στα δύο χωρίζεται, με ρυτίδα έκφρασης, βαθιά, λόγω σκέψης.

Ο μπαμπάς μού έμαθε να προσέχω. Να προλαμβάνω. Να μεριμνώ. Να κάθομαι στο πίσω κάθισμα και να μη σκύ-βω, μήπως πατήσει ξαφνικά φρένο και κινδυνέψω. Τότε τον άκουγα. Τώρα όχι. Και μπροστά κάθομαι, και σκύβω με λαχτάρα να πιάσω οτιδήποτε, και κουτουλώ το κεφάλι μου σε απότομα φρεναρίσματα, ξανά και ξανά. Συχνά τρακά-ρω, τρέχει αίμα, παθαίνω κατάγματα, γδέρνομαι, χτυπώ τον αυχένα, μα δε γέρνω για πολύ το κεφάλι.

Ο μπαμπάς μού έμαθε να φαντάζομαι. Να ασχολούμαι σοβαρά με πράγματα μη χειροπιαστά, με αντικείμενα που δε βλέπω. Αυτό κάνει κι εκείνος. Ώρες ατέλειωτες μιλάει σε κύβους που δεν πιάνει, κουβεντιάζει με σχήματα που δεν μπορεί να δει, σκαρφαλώνει σε ύψη που εκείνος δημιούρ-γησε, χωρίς να υπάρχουν.

«Κάπως σαν τους ποιητές;» αναρωτήθηκα ένα πρωί, που ήμουν πασαλειμμένος με μερέντα.

«Έτσι κι αλλιώς, τα μαθηματικά είναι η ποίηση των επι-στημών», αποφάνθηκε, μασουλώντας φρέσκο ψωμί και γραβιέρα. Ύστερα ξαναφόρεσε τα γυαλιά του και χώθηκε σε μια χοντρή, καφεκόκκινη έκδοση, νομίζω ρώσικη. Με σουσάμια για σελιδοδείκτες.

Ο μπαμπάς μού έμαθε να μετράω. Πόσα δάχτυλα έχω στα χέρια. Πόσους μήνες έχει ο χρόνος. Πόσες βδομάδες ο μήνας. Πόσα μπάνια έκανα το καλοκαίρι, με διπλό μέτρη-μα τις μέρες που πήγαμε, πρωί κι απόγευμα. Πόσες ώρες θα κάνουμε από την Αθήνα για την Καλαμάτα. Πόσα διόδια

Page 8: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

8

θα συναντήσουμε και πόσα χαρτάκια αποδείξεων θα μαζέ-ψουμε. Πόσες λευκές πικροδάφνες στολίζουν τις νησίδες. Πόσες φούξια. Πόσους κύκλους κάνει το τιμόνι στον Αχλα-δόκαμπο. Με έμαθε και πώς να μη ζαλίζομαι στις στροφές. Μετά έδωσε στη ζωή τη σκυτάλη.

Ο μπαμπάς μού έμαθε να διαβάζω. Ταμπέλες για βεν-ζινάδικα, για wc, για parking, στα 700 μέτρα, στα 500, στα 300, στα 100. Όσο διαβάζεις τόσο πλησιάζεις, με έμαθε. Πι-νακίδες που καλωσορίζουν χωριά και τα ξεπροβοδίζουν σε μισό λεπτό, με μια διαγώνια γραμμή που τη νύχτα φωσφο-ρίζει. Μού πρόδωσε βέβαια κι ένα μυστικό. η ίδια ταμπέλα που δείχνει το χωριό που αφήνουμε εμείς, απ’ την ανάποδη, δείχνει το χωριό που βρίσκουν οι απέναντι. Ό,τι είναι αρχή για κάποιον, για κάποιον άλλον είναι τέλος, κατάλαβα.

Ο μπαμπάς με όρισε. Με έμαθε να ορίζω. Τα τρίγωνα Α Β Γ –αυτός, η μαμά, εγώ. Τα τετράγωνα Α Β Γ Δ– ο παππούς, η γιαγιά, ο θείος Μέρμηγκας, η θεία Δημήτρω. Τους ρόμ-βους που είναι τετράγωνα στραβά. Ο θείος Παύλος. Τους κύκλους που είναι λιωμένες ευθείες. Ο σκύλος Σάντρο. Τα σύνολα, ποιοι μέσα, ποιοι έξω. Τα σημεία τομής. Τα απλά σημεία. Τους άξονες. Το 3,14. Τα σύμβολα. Τις εποχές.

Καλοκαίρι. η στιγμή που το κρεμ Peugeot Sl περνάει κάτω από μια γκρίζα γέφυρα στην Εθνική Οδό. Διαβάζω «Ευκλείδης», με κίτρινα γράμματα. Καλοκαίρι. η στιγμή που ρωτάω τον μπαμπά, τι είναι «Ευκλείδης». Δε σκύβω. Από τον καθρέφτη μέσα.

«Ευκλείδης είναι η τεχνική εταιρεία που κατασκεύα-σε τη γέφυρα. Ευκλείδης είναι το περιοδικό μαθηματικών στο οποίο είμαι συνδρομητής, αυτό που μας στέλνουν κάθε μήνα, δεν έχεις δει; Ευκλείδης είναι ο σπουδαιότερος μαθη-ματικός της αρχαιότητας. Ευκλείδης είναι ο γιος μου».

Page 9: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

9

Ο μπαμπάς μού έμαθε ότι υπάρχουν πολλές απαντήσεις για μία ερώτηση. Πολλές λύσεις για ένα πρόβλημα. Πολ-λές μοίρες σε μία γωνία, μα πάντοτε πολύ συγκεκριμένες. Οι μοίρες. Πολλές συνισταμένες, πολλοί άγνωστοι, πολ-λοί τρόποι για να επιλύσεις μία εξίσωση. Ταυτόχρονα, μου έμαθε ότι, υπάρχουν πράγματα μοναδικά και αδιαπραγμά-τευτα. Τα αξιώματα του Ευκλείδη απλώς τα δεχόμαστε, δεν μπαίνουμε σε διαδικασία να τα αποδείξουμε. Και τα αιτή-ματα το ίδιο. Τα χρησιμοποιούμε για να πάμε μπροστά. Για να βγάλουμε μιαν άκρη. Στα μαθηματικά και στη ζωή.

Page 10: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη
Page 11: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

11

1.«Ένα... πράγμα θέλω να σου ζητήσω Ευκλείδη μου: να προ-σέχεις. Να μην παρασύρεσαι. Να μην κάνεις πράγματα που είναι διαφορετικά απ’ όσα έχεις διδαχτεί. Να είσαι καλό παιδί. Να μην ξεφεύγεις απ’ όσα σου μαθαίνω. Να κάνεις την προσευχή σου το βράδυ, το σταυρό σου πριν φας. Nα κοιμάσαι νωρίς. Εντάξει, αγόρι μου;»

Εντάξει. Αλλά δεν είναι τάξη αυτό. Ας το λέει η λέξη. Ας το λέει κι η μαμά. Ούτε αυτό που ζητάει είναι ένα. Εί-ναι πολλά. Γέμισε τ’ αυτί μου συμβουλές. Σπρώχνονται στο αυτί, μπουρδουκλώνονται στο λαβύρινθο, ποια θα περάσει πρώτη να δώσει σήμα στον εγκέφαλο να μην την ξεχάσω. Φούσκωσε η βαλίτσα με οδηγίες και δε χωρούν τα ρούχα μου. Κι ας είναι σορτσάκια καλοκαιρινά, με ρίγα λευκή, δι-πλή, στο πλάι, μπλούζες λεπτές κοντομάνικες σε όλα τα χρώματα, μία μόνο χοντρή για τα βράδια που πιάνει υγρα-σία, και δύο μαγιουδάκια, τόσα δα, που χώνονται παντού. Αν καταλάβουν το χώρο οι ορμήνιες, όπως τις λέει η γιαγιά, τίποτε άλλο δε χωρά. Γι’ αυτό, μάλλον, βάλαμε τις πλαστι-κές παντόφλες και τα παπούτσια σε μια δεύτερη τσάντα.

Θα φύγω σε λίγο με το αυτοκίνητο του μπαμπά. Θα με πάει στον παππού και στη γιαγιά. Και στον θείο τον Παύλο.

Page 12: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

12

Θα με αφήσει κι έπειτα θα επιστρέψει. Θα πηγαινοέρχεται Αθήνα-χωριό, χωριό-Αθήνα το μισό Ιούνιο και όλο τον Ιού-λιο. Οι μαθητές του δίνουν εξετάσεις και πρέπει να βρίσκε-ται μαζί τους, να τους μαθαίνει. Αλλιώς, γιατί να τους λέει μαθητές; Έρχεται να με παραλάβει από ώρα σε ώρα, κι όλα βρίσκονται σε αναμπουμπούλα. Το ασανσέρ στον όροφό μας. Οι τσάντες μπροστά στην πόρτα, έτοιμες να βγουν. Κι ας μην γνωρίζουν ακριβώς το πότε.

Έχει μεγάλους δρόμους να διασχίσει ο μπαμπάς. λεωφό-ρο Μεσογείων, λεωφόρο Κηφισίας. Ξέρει βέβαια και κόβει από τα στενά, για να γλιτώνει την κίνηση. Υπάρχουν πολλά stop, πολλά φανάρια, είναι δύσκολο να τα περάσει γρήγο-ρα. Δύσκολα είναι, γενικά, τα γρήγορα περάσματα. Από το ένα σπίτι στο άλλο. Από τον χειμώνα στο καλοκαίρι. Γι’ αυτό, άραγε, μεσολαβεί η άνοιξη; Από τις συνήθειες της μα-μάς, σε αυτές του μπαμπά. Από το σύνολο Α στο σύνολο Β. Πρώτο βράδυ στο χωριό, αγωνίζομαι να συνηθίσω. Έπειτα από τρεις μήνες, το πρώτο μου βράδυ στην πόλη, θα αγωνι-στώ να ξεσυνηθίσω τις συνήθειες που συνήθισα και να ξα-ναβρώ εκείνες που ’χα ξεσυνηθίσει. Αναποφάσιστη η ζωή. Κλαις για κάτι που αφήνεις, και, πάνω που στεγνώνουν τα δάκρυα, κλαις γιατί θα πρέπει να το ξαναβρείς.

Διπλό το κρεβάτι μου στο χωριό. Προορισμένο για δύο μεγάλους. Όχι μονό, για ένα παιδί, σαν αυτό της Αθήνας. Έχει χοντρή σιδεριά στο προσκέφαλο, μπρούντζινη, με ανά-γλυφα σχέδια στο κέντρο. Τέτοιο έχουν κι η γιαγιά με τον παππού στην κρεβατοκάμαρά τους. λογικά, δεν αγοράστη-κε για μένα. Για κάποιον άλλον θα το πήρανε, αλλά και πάλι τι πειράζει; Εγώ δεν το απολαμβάνω τα καλοκαίρια; Εγώ δεν απλώνομαι από τη μία άκρη του στην άλλη; Εγώ δεν τεντώνω τα πόδια μου όσο πάνε; Εγώ δεν χοροπηδώ πάνω του σαν να βρίσκομαι στο φουσκωτό του λούνα παρκ; Εγώ δεν αγκαλιάζω τις μεγάλες του μαξιλάρες;

νουβέλα

Το καλοκαίρι του Ευκλείδη είναι κύμα που παφλάζει. Υγρό. Δροσερό. Σαν θάλασσα. Σαν συγκίνηση. Αλμυρό. Όλα αναδεύονται. Φύκια κολλούν στο πόδι. Στο μυα-

λό. Πετρούλες ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Μνήμες. Ψαράκια τσιμπούν ανεπαίσθητα τη γάμπα και φεύγουν. Τσούχτρες διά-φανες ή μοβ. Ο τρόπος που έβλεπε τα πράγματα ως παιδί, κι ο τρόπος που τα κοίταξε μεγαλώνοντας. Αστεία συμβάντα. Σοβα-ρά συμπεράσματα. Το καλοκαίρι του Ευκλείδη είναι κύμα που έρχεται από βαθιά, συλλέγοντας νερό σε όλη τη διαδρομή. Όλα ανακατεμένα όταν σκάει. Φράσεις γονιών, κινήσεις, λόγια παπ-πούδων, νεύματα, η γλώσσα που χρησιμοποιούσε τότε, η γλώσ-σα που σήμερα μιλά, στιγμές, ημερομηνίες, χρονική σειρά. Όλα θολά. Εκτός από τις μαθηματικές, τις αξιωματικές κουβέντες, του συνονόματού του Ευκλείδη, που στέκουν σταθερές, λαμπε-ρές, πεντακάθαρες. Αναγνωρίσιμες μέσα στα χρόνια και μέσα σε εκατομμύρια κόκκους άμμου, βρεγμένες απ’ το κύμα που απο-σύρεται, ίσα να πάρει φόρα για να γίνει κύμα, ξανά.

Θερινές φωτογραφίες με λέξεις,που είπε ή άκουσε κάποιος Ευκλείδης.

Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου έχει σπουδές Δημοσιογραφίας, Πτυχίο Πιάνου, Πτυχίο Αρμονίας, σερβίρει πίτσες, ποτά, στολίζει κρύα πιάτα, σηκώνει τηλέφωνα, αρχειοθετεί φαξ, στέλνει mail που μιλούν για διαφημίσεις, μα όταν τη ρωτάς με τι ασχολείται, σου λέει απλώς, ότι είναι συγγραφέας. www.tassopoulou.gr

photo by: Βάσια Αναγνωστοπούλου

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣοσελότοςΒατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108

E-MAIL: [email protected], [email protected]. ocelotos. gr

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣοσελότος

Οι εικόνες που στολίζουν αυτό το βιβλίο, συμπερι-λαμβανομένου του εξω-

φύλλου –μα όχι αυτών που θα φτιάξετε μόνοι σας διαβάζοντάς το–

δημιουργήθηκαν από το δεξί χέρι του φίλου μου

και αξιόλογου καλλιτέχνη, Θανάση Παπαγιαννάκου.

Το μεγάλο μου ευχαριστώ, παρόλο που πάντα θα

το θεωρώ μικρό, δεν αφορά μονάχα αυτές,

αλλά ακόμα μία, ομορφό-τερη. Εκείνον σκυμμένο να τις ζωγραφίζει, θολό

από το άχνισμα του γαλλικού καφέ, που μόλις

μου είχε φτιάξει.

Κ. Τ.

ISBN 978-960-9499-51-4

ΚΩ

ΝΣ

ΤΑ

ΝΤ

ΙΝΑ

ΤΑ

ΣΣ

ΟΠ

ΟΥ

ΛΟ

Υ

ΤΟ

ΚΑ

ΛΟ

ΚΑ

ΙΡΙ

ΤΟ

Υ Ε

ΥΚ

ΛΕ

ΙΔΗ

Page 13: Το καλοκαίρι του Ευκλείδη

13

Όλα με ένα εγώ, κι όλα σου φαίνονται μεγάλα όταν είσαι μικρός. Εξ ορισμού. Πιτσιρίκος εσύ, και μεγάλοι οι υπόλοι-ποι. Ο σοκολατένιος πύραυλος θεωρείται τεράστιος για να καταφέρεις να τον φας μόνος. λόγια μεγάλων. Κι ας κατα-φέρνεις εσύ να φας κι αυτόν, και το δικό τους το κυπελλάκι με την ξενέρωτη βανίλια, από το χύμα παγωτό του ζαχα-ροπλαστείου, που είναι λένε πιο καθαρό. Κι όλο το ψυγείο της ΔΕλΤΑ να σου χαρίσουν, μέχρι που να σκάσεις και να κάνεις μπαμ, εσύ μπορείς να το καταβροχθίσεις. Αλλά εκεί-νοι τον χαρακτηρίζουν μεγάλο. Έναν τόσο δα πυραυλάκο, με σιρόπι κάτω κάτω και με ένα ολοστρόγγυλο σοκολατάκι στη μέση. Μεγάλο!

Μεγάλες οι καρέκλες που βάζει η γιαγιά στο πλάι του κρεβατιού, σε σειρά. Τη μία δίπλα στην άλλη, χωρίς να αφή-νει κενό. Ξύλινες, με σκούρο δέρμα στο κάθισμα. ´Εκλεψα μια τέτοια, τώρα που μετακόμισα. Τη βρήκα παρατημένη δίπλα σε κάδο σκουπιδιών. Στη νέα μου γειτονιά. Τώρα, που χώρισα. Τώρα, που ξαναχτίζω τη ζωή μου από την αρχή. Τη μάζεψα για να την ξύσω, να τη βάψω, να την έχω κοντά μου, για προστασία.

«Να μην πέσει το παιδί και γκρεμοτσακιστεί, κι ύστερα ποιος την ακούει την άλλη».

Τη μαμά εννοεί. Μεγάλη αγωνία, μη χτυπήσω. Για μένα, άραγε, ή για την άλλη; Μεγάλη απορία. Μεγάλο και το γιούκo που φυλάει τα ρούχα. Στοίβες οι κουβέρτες για τα πρώτα κρύα. Διπλωμένες τακτικά, να ’ναι εύκαιρες. Κρυώ-νει εύκολα ο καημένος ο παππούς.

Μεγάλη η νύχτα αφότου κλείσει η πόρτα, κατά τις εννιά. Ακόμα παίζει η τηλεόραση. Δυνατά. Ή μήπως μεγαλώνει και το θόρυβο το νεαρό της ηλικίας; Ειδήσεις. Οι παλιές εκείνες, χωρίς παράθυρα, με τα πολιτικά στην αρχή, τα διεθνή μετά, τα πολιτιστικά, τα αθλητικά, τον καιρό. Το δελτίο για τους