Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

46

description

 

Transcript of Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Page 1: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα
Page 2: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα
Page 3: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Τζίνα Μουκριώτη Βασίλης Λαλιώτης

∆ΥΟ Π Ι Α Ν Α

Page 4: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

ISBN:ΕΝ∆ΥΜΙΩΝ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

[email protected]

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗΝικολe-τάκηςΣοφούλη 3, 151 21 Πεύκη Τηλ. 210 80 20 153www.nikoletakis.gre-mail: [email protected]

Page 5: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Τζίνα Μουκριώτη Βασίλης Λαλιώτης

∆ΥΟΠ Ι Α Ν Α

Ενδυµίων

Page 6: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα
Page 7: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Πάµε...

Page 8: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα
Page 9: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Χαρµόσυνα στα λέω. Αν ήµουν, αν ήµουν εδώ στογυαλί που µπήγεται στις φλέβες σου, δες. Τα σύννεφαπυκνώσαν από τα όρνεα στο χθεσινό πεδίο µάχης. Οισάρκες τους βοµβαρδίζουν το αίµα µου που κυλά σχη-µατίζοντας τον κύκλο µιας ζωής που φαντάστηκαν νασαπίζει. Και ο Χειµώνας µπροστά, πίσω η Άνοιξη κη-δεύει ακρωτηριασµένα τριαντάφυλλα και σκάγια. Γιατίοι άνθρωποι δεν είναι τρυφερό χόρτο να το φυσά οαέρας, µα βάτα που καίγονται στην κόλαση. Και τασκυλιά γίνονται λύκοι και στα µάτια τους σπιθίζειακόµη και το αίµα. Για να λάµπει το πράγµα πιο καλά.Κουρασµένα λόγια από οργή. Κουρασµένα λόγια απόµείνε, όχι εγώ φεύγω. Κουρασµένα λόγια από δε θέλω,δε θα ρθω, δε θα µείνω. Γκρίζαρε ο καπνός λευκά σε-ντόνια απειλώντας τη σάρκα µε αποστροφή και γύµνια.Να ο κήπος, στον χαρίζω, µε το παρελθόν σου ετοιµό-γεννο από καινούρια όρνεα κι ένα πηγάδι να πίνει τοµέλλον σου λόγια. Γι αυτό σου λέω, να κλαις κάθε πουτσακίζεις τη νύχτα, να κλαις και να σηκώνεσαι. Όρθιοςάνθρωπος να µυρίζεις τις σάρκες που πέφτουν στις σάρ-κες που κατοικούν στο "πρόκειται" να βγουν, µάννα εξουρανού, µέχρι να µπουκώσει το µυαλό από εικόνεςπου πλάθει, µέχρι να σπάσει ο φθόνος και η κακία σουαντάµα µε το γυαλί που σε χωρίζει από τον Παρά-δεισο. Ίσως µετά ξαναγαπήσεις τον άνθρωπο αποστρέ-φοντας το βλέµµα από αγγελάκια της εικονικής σουπραγµατικότητας. Όλα εδώ τελειώνουν πριν καν έρ-θουν µεσηµέρια και οι σκιές υποκλιθούν σε ένα "αργά".

9

Page 10: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Ψάξε το νωρίς και φύγε χαµογελώντας.Τ.Μ.

10

Page 11: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Αναδιατάσσοντας δυο εκατοντάδες λόγια τηφορά µαυλίζουµε το άφατο. Παίξε παίξε κορίτσι. ∆ο-κίµαζε αρµονικές κι άσε αυτό που θέλησε η τύχη να ταπει πιο αληθινά. Τα δάχτυλα που γράφουν έχουνε µιακαταγωγή από ψαύση στήθους µητρικού. Θυµούνταισώµατα ανυπέρβλητα ανοίγουν δρόµους εκεί όπου ταστεγνωµένα ανθρωπάκια φυλάνε κάτι ψίχουλα έµπνευ-σης και µ' αυτά θέλουν να πολιτευτούν στο όλον. Πωςανεβοκατέβαινες τη σκάλα δώδεκα χρονώ; Ψελλίζο-ντας ονόµατα που αγνοούσες των µελλοντικών σουεραστών. Έτσι ξοδεύοντας το δώρο που σου έδωσε οΘεός. Με φοβισµένη στην αρχή κι ύστερα σαν µιαµουσική που γίνεται ατσάλι πυρωµένο στο νερό κι όλοσκληραίνει. Παίξε µε τον αέρα δώστου οστά µια στε-ρεά υπόσταση. Φτιάξε ένα πρωινό από συνάντησηµικρή µου φίλη. Σπάσε το δίχτυ εκείνων µε τις βάρβα-ρες ψυχές σ' ένα διάλογο που ανάµεσα το ποίηµα.Υπάρχουν τόσα γύρω µας ώστε δυο άνθρωποι ποτέ ναµην συναντηθούν. Τόσοι ανθρώποι τόσα λόγια που πανν' ακινητήσουν φυσικά φαινόµενα. Σύρε έξω της νυχτιάςτα σπλάχνα σε µια καληµέρα...Β.Λ.

11

Page 12: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Λιώνανε τα σ(λάχνα κι καρδιά ένα τύµπανο. Kιεσύ αστείος, ελαφρύς ακόµη και στο βαρύ... Αγκυρο-βοληµένο το στόµα στο δηλητήριο, ανοίγει, κλείνει ίσανα µπαινοβγαίνουν πεθαµένες λέξεις που στήνουνγιορτή κολυµπώντας µέσα του, στοιχειώνοντας ακόµηκαι το τετράγωνο αυτών που στον κύκλο σου δε θέλη-σαν να πεθάνουν. Κι αυτό το κορίτσι γιατί να καταλά-βει; Εσύ κραυγάζεις "Εγώ", µε τη δεµένη γλώσσα, µηντύχει και στάξει µια σταγόνα στο µονοπάτι της, µηντύχει και νοιώσει πάλι τούτο το πικρό υγρό τι είναι καιτο µονοπάτι της αφανιστεί πριν ακόµη έρθει. ∆εν πέρα-σαν παρά λεπτά που φτιάχνουν µέρες και η ντροπή σουέφηβη, κρύβεται πίσω από γυάλινα µάγουλα ψάχνονταςτο κορίτσι που δεν παίζει µήπως και το πείσεις να παί-ξει, εσύ µε τη δεµένη γλώσσα και τα δάκτυλα που ψά-χνουν καταγωγή και το στόµα ακόµη µπουκωµένο στοδηλητήριο. Κοίτα τη σκάλα, µπορεί να έρθει, µπορείκι όχι, µπορεί να είναι η ίδια, τι σηµασία έχει τόσο επι-δέξιος που έγινες να διαβάζεις µόνο τα δάκτυλα σεαυτήν τη σιωπή που τη βαφτίζεις λόγο και χρυσάφι.Γιατί υπάρχουν κι αυτοί που ακούν πριν την ώρα τους.Κι εσύ τι µπορείς να καταλάβεις ακόµη κι αν σπάσει ησιωπή µε γράµµατα που ρέουν, στο άλφα, στο βήτα,στο δέλτα δηλητήριο. "Κορίτσι γράφε, κορίτσι παίξε,εγώ αποφασίζω, εγώ κρατάω το όνοµά σου, εγώ θα τογράψω, εγώ θα το δώσω. Φίλοι αγγελιοφόροι περιµέ-νουν τη σειρά τους να παίξουν, εγώ φτιάχνω τους κανό-νες, εγώ µόνο υπάρχω, Εγώ, ΕΓΩ. Παίξε, λοιπόν,

12

Page 13: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

κορίτσι." Και το κορίτσι γράφει "Ελευθερία ο θάνα-τος." Σπάει την οθόνη, ύστερα, ενώ χιλιάδες χρατσµουρµουρίζουν µε έκπληξη τ άγραφα χαρτιά που αδί-κως τσαλακώνονται. Γιατί πρέπει να υπάρξουν θύµατασε τούτη τη µάχη. Κι επιζώντες, τα πλήκτρα. Να γρά-φουν, χωρίς να µπορεί να διαβάσει κανένας αν αυτή δεναποφασίσει. "Ναι, ελευθερία τούτος ο θάνατος"Τ.Μ.

13

Page 14: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Α(’ τα (ολλά χαστούκια που της είχαν δώσει το'µαθε κι αυτή και κάθε φορά που σηκωνόταν ένα χέριχαστουκιζόταν µόνη της. Γιατί στο σκοτεινό της κόσµοπου καλλιεργούσε φως όντας πλάσµα της νύχτας δενεγνώριζε αποχρώσεις. Έτσι µιλώντας σ' εκείνον πουάλλο δεν ήθελε από φίλος της κι ένα βραδάκι ίσως µεδυο πιάνα αυτοσχεδιασµών, έρχονταν τα φαντάσµαταστατιστικής, τόσα που αποδείχτηκαν τσογλάνια και δενέβλεπε, εκείνο που παιζότανε µπροστά της δεν τοέβλεπε... Και για παράδειγµα αγνοούσε πως είναι πάνταµια ευγένεια στο εµείς κάθε εγώ που ορθώνεται στοποίηµα. Κι άλλα πολλά κι ωστόσο ένιωθε αυτό το υφα-ντό αράχνης που την τράβαγε να συνεχίσει πίσω από τοπληκτρολόγιο µια µουσική που πιο πολύ σαν και τοπρόσωπό της στον καθρέφτη της έφερνε ευφροσύνη καιαποστροφή. Και φορά τη φορά όλο και θα µικραίνει οφόβος της. Γιατί τα πράγµατα τα ζωντανά είναι µιαστάλα άγγιγµα κι ένα µέγιστο ευκινησίας. Και δενυπάρχουνε αφεντικά όσο ανεβαίνουν οι ψυχές στα πλή-κτρα. Παίξε λοιπόν έστω κι αναίσθητη και για καιρόστην τρυφερότητα. Όλα είναι εδώ αυταπόδεικτα. Άσενα λάµψει στη στιγµή το αιώνιο. Εκεί και κάπου ανά-µεσα είναι ένα πράγµα τρυφερό που θα το κλάψεις κά-ποτε από αγάπη.Β.Λ.

14

Page 15: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Έψαχνε την τρυφερότητα πίσω απ την οθόνη. Κιάλλο δεν έβλεπε από την παράσταση που το µυαλό τουείχε σκηνοθετήσει, ποιος ξέρει σε ποιο χρόνο. Καιστην παράσταση πρόφερε µε τόση ευκολία τη λέξη"φίλος" που κοκκίνιζαν τα πλήκτρα από ντροπή, πώςστο καλό αυτά την έγραφαν σε τούτη τη δικτατορία,να επαναστατήσουν ήθελαν µονάχα. Ανέβαζε ψυχέςστα πλήκτρα και µπλαβισµένες απ τα χαστούκια τωνδακτύλων χρωµάτιζαν το ποίηµα που δεν έλεγε να ανα-δυθεί από το εγώ δηλητήριο. Και πίσω η άνοιξη, ο χει-µώνας µπροστά, µια ακινησία τόσο µεγάλη που ταµέλη σταµάτησαν να κινούνται και να χειροκροτούν.Οι προβολείς αναµµένοι και το µακιγιάζ µετανάστευεκυνηγηµένο από τον ιδρώτα σε άλλη θέση, µπλε σκιάσύρθηκε κάτω από τα µάτια και το κραγιόν µια τεθλα-σµένη γραµµή που δεν έλεγε να λιώσει έστω για ένανκύκλο τον παγετό της ασπράδας παρά µόνο την ίριδαβελόνιαζε µε ονόµατα που ποτέ η κόρη δε θα έβλεπε.Αυξήθηκαν κι οι θεατές, κλωνοποιήθηκαν τα µέλη, ηπαράσταση τούτη είναι τέλεια, άξιζε τα λεφτά της, µόνοπου η τελεία δεν τυπωνόταν πάνω στην αυλαία και έγει-ραν να κοιµηθούν εξουθενωµένοι. Μια στάλα ύπνοςέπεσε στα λόγια που εκείνος πρόφερε κι αυτά µετανά-στευαν από το ένα πόδι στο άλλο κι από το άλλο στοτρίτο και να και στο τέταρτο χέρι, στο πέµπτο µάτι,µπερδεύτηκαν και τ αυτιά και πού να δώσουν το σήµαστον εγκέφαλο, ακινησία νοήµατος, ακινησία διαλόγου,µόνο η τελεία είπε να κινηθεί και έπεσε µε ορµή πάνω

15

Page 16: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

στην αυλαία σε µια απόπειρα να δραπετεύσει. "Επιτέ-λους" θα αναφωνούσαν τα µέλη. Μα οι θεατές βυθισµέ-νοι στον ύπνο αυτόν, δεν είδαν ποτέ αυτό που τόσοπρόσµεναν και τα encore τους ποτέ δεν ακούστηκαν.Γιατί τα πράγµατα τα νεκροζώντανα κρύβουν και µιατελεία που µόνο οι ζωντανοί είναι ικανοί να δουν. Καιστων νεκρών τα χέρια µεταµορφώνεται σε φράσεις πουδε λένε να ολοκληρωθούν µα ανακυκλώνονται φτιάχνο-ντας τη δική τους παράσταση περιµένοντας την οθόνηνα ανάψει.Τ.Μ.

16

Page 17: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Πες, (ες γεµίζει το φεγγάρι µε µουσική που σαντα λόγια µας µπορεί ν' αφρίζει; Πέτρες του γυαλιού καιτζαµαρίσµατα φονιάδες µε τις λεπτές λεπίδες της µαε-στρίας του ανέµου... Ακούω νεκρούς φυλακισµένους ναδραπετεύουν θροΐζοντας ανυπαρξία, ίδιοι του φθινοπώ-ρου φύλλα, προς το λευκό χαρτί µιας αντικαταβολήςουρανού. Ναι, κάποτε θα επιστρέψουνε σ' αυτό χωρίςτα έξοδα καθρεπτάκια της διαθλώµενης αλµύρας, ψυ-χραιµία αναγέννησης θέλει και µάρτυρες - αυτιά καλά.Πες, πες διψάει το φεγγάρι στην άµµο του νερό ότανκανείς - κανείς τα άστρα δε φυτεύει µε χέρια αδούλευταστη νύχτα, όταν κανείς - κανείς δεν τα ποτίζει τη γεύσητων µατιών, όταν το χώµα των φιλιών πλανάται µύροαπ' τον ιδρώτα; Μέρες γιαλού σταλάζουνε Παρασκευήςαυγή καθώς προφέρουνε τη στρογγυλάδα των χειλιώνστο µητρικό το στήθος - ω, άσπρο περιθώριο αντανά-κλασης της γένεσης του ήλιου... Πες, πες γνώρισες τόσηθλίψη που να τη σύρεις µουσική από µαλλιά φωτιές µεχέρια ως το µεδούλι γυµνωµένα; Πες, πες γνώρισεςτόση ευτυχία που - πες, πες! - να θες να την πετάξεις µεγκελ επτά ν' ανοίξουνε τα δέρµατα και η ψυχή τόσεςφορές µε αίµα να µεθύσει... Πες. Εγώ δεν… φυλάω...µιαν έξοδο θανάτουΤ.Μ.

17

Page 18: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Τον κοιτούσα. Μέσα απ' του γυαλιού το οινό-πνευµα. Κι όλο στρογγύλευε σε πάµπολλες ελαφρότη-τες. Λιγοστό το άγγιγµα, µονάχα µέχρι τα ρουθούνια,πριν µου γεµίσει τα πνευµόνια. Κι άλλο οξυγόνο ν' ανα-σάνω δεν είχα. Μόνο ελαφρότητες, προτού να γίνω µιατεράστια φυσαλίδα. Πάνω απ' τα µάτια µου πετούσα.Που τον κοιτούσαν. Μ' ένα σπάγκο δεµένο στο µικρόδακτυλάκι που δεν το ένοιωθα καν. Και ξαφνικά µ' έναναέρα θαρρώ πως έσπασα. Πάνω απ' τα µάτια µου. Πιαδεν τον κοιτούσαν.Τ.Μ.

18

Page 19: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Τη φαντάστηκα τόσο (ου έγινε α(τή... και όσοµεγάλωνα σε χρόνο τόσο µίκραινε να τη βλέπω µ' έναµολύβι δαγκωµένο σ' ενα θρανίο να κοιτάει αλλού... ναβλέπει µόνη ένα ξέφωτο όπου αγρίµια πριν τη φωνήτους πλησιάζονταν δόντια µε δόντια και κραυγή άναρ-θρη... το πρώτο πράγµα στη συνάντηση ήταν ο φόβος...µια πρόσκληση του ζώου για πάλη και για θάνατο... Κιαυτό να µένει τώρα κάπου βαθιά σαν ασφάλιστρο...γιατί ο λόγος το µπορεί ν' ανοίξει ένα χρόνο νεογέν-νητο... όπου τα πράγµατα να κατανεύουν και να 'ναισαν µικρή παράδεισο... παναπεί κήπος... από πλήκτρακαι τα λόγια εύθετα για να ζητήσεις για να µάθεις πωςείναι ο ίδιος κόσµος κάτω από δυο βλέµµατα... πως ξο-δεύονται διπλά οι λέξεις διψώντας οµορφιά... πως τατοπία της ψυχής εξηµερώνονται και όχι µόνο... ένα γε-νικευµένο κάλεσµα εξηµέρωσης προς λέξεων ανταλ-λαγή δοκιµασµένο κιόλας και γεµάτο υπόσχεση... πάµεκορίτσι... ο κόσµος ένας εµείς δυο κι ανάµεσα ο διάλο-γος... πες µου τον ήλιο από τα µάτια σου και το σκο-τάδι... δείξε µου το αόρατο του Τειρεσία... Είπα ήξερακάτι και τώρα έχω µόνο ερωτηµατικά... πως είναι ηφορά του κόσµου κάτω από τα µάτια σου... Σε φαντά-ζοµαι τόσο που να γίνεσαι αποκάλυψη... παίξε µε στονκόσµο σου όπως στο κρυφτό και στο κυνηγητό και σταµήλα... Ένα κορίτσι µπαίνει κι αν είµαι τόσο δα αλη-θινός θα ξανακόψω αλλιώς απ' τη σιωπή τα λόγια...Β.Λ.

19

Page 20: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Στεφάνια µου ’στειλε τα στολισµένα λόγια στηνκαρδιά. Κι εκείνο το αγκάθι δεν ντράπηκα βαθύτερανα κρύψω. Να ξέρω. Να προσέχω. Σα θα 'µαι εδώ καιάξαφνα έρθει ο φόβος. Ελπίδα µου… η ελπίδα µουστην πλάτη µε στενεύει και τα φτερά συστέλλονται µετις αιχµές να µπήγονται στο χώµα. Ριζώνω, λες. Κιάλλο δεν έχω χρόνο. Μόνο τον κήπο να φροντίζω, µο-νάχα αυτόν. Μόνο τον κήπο να ποτίζω µε µάτια ονει-ροστρόγγυλα που στάζουνε βροχούλες Απριλιάτικεςσα βγάζουνε τις µάσκες. Άλλο δεν έχω χρόνο. Τεντώ-νοµαι στο αύριο, µα µην το πεις, πόσο µικρή ξανά γεν-νιέµαι κι αχ! µην το δει, λευκό χαρτί αφήνοµαι τονάνεµο σ' ένα χορό να σύρει. Πάµε… ποιος είπε πωςτα λόγια µας πεθαίνουνε στα λόγια. Στα πόδια κόβο-νται σαν τη σιωπή που την καρδιά µας τεµαχίζει γεµί-ζοντάς την απορίες. Αναπηρίες. Κόκκινα µήλα, πάµε...Στεφάνια στην καρδιά κι ένα αγκάθι να σεργιανάει Χει-µώνες σε πυρωµένη µοναξιά. Μαύρες στα µάτια µαςσκιές τα πλήκτρα να παιδεύουν. Μου φάνηκε πως έγινεαπτός, απόψε έτσι φαντάστηκα… κι όµως δε θα 'ναιέτσι... και τ' όνειρό µου ξύπνησεΤ.Μ.

20

Page 21: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Να µοιάζει ο χώρος της συνάντησης ένα παυ-σίλιπο µε φιλαρµονική όπου κυρίες τη συνοδεία λοχα-γών µε επίσηµη στολή διατρέχουν έναν κόσµο που γιαµια στιγµή να ξαποστένει στη φορά του προς την πα-ρακµή... ωραίες βόλτες Κυριακής µε συνοδεία πνευ-στών... αβροφροσύνες και χειροφιλήµατα από καρτποστάλ της µεσευρώπης... µε µαρµάρινους αγγέλουςστο βάθος κρατώντας στεφάνια από χρυσό... και αετώ-µατα σε κτίρια... σύµβολα µακρινά πως η βία στων αν-θρώπων τα έργα υποβόσκει... όµως πες µουσαρώνοντας ωσάν το περισκόπιο ποιες µες στη µνήµησου οι πρώτες εικόνες... κάτι από χρώµατα του τόπουκάτι από φως µεσηµεριού... ένα κορίτσι πού υπάρχο-ντας µε τις προοπτικές του ακόµη στο συστάδην... ποιαη στιγµή που έρχεται ένα εγώ για να χαράξεις σε µιανάµµο αόρατη γραµµές ορίων... τι είναι ένα κορίτσι καιπως να υπάρχει πίσω από όσα δύνανται τα µάτια µας...πες εκείνο των παιδικών µας χρόνων που έµεινε γιαπάντα απορία... αν και απέναντι µας ονειρεύονταν... ένααγόρι µε κοντά παντελονάκια που κλωτσάει επίµοναµια µπάλα σε µια αλάνα µόνο του τι είδους ιερογλυ-φικό γράφει σ' ένα κορίτσι που σ' ένα παράθυρο ονει-ρεύεται και πίσω µια κουρτίνα να φυσάει...Β.Λ.

21

Page 22: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Θεέ µου, για µια κουρτίνα έγειρε ο αγέρας στοπαράθυρό µου… κι εγώ για µια λατέρνα. Όµορφο µε-σηµέρι γυρόφερνε µε δυο µικρά παιδιά. Το 'να βα-στούσε ντέφι και τ' άλλο κινούσε µανιβέλα. Αρµάο,σταµπαδόρε δώσ' µου καρφιά... κι άλλα καρφιά! Στηνώχρα τη χλωρή να τα φυτέψω. Επάνω στο τραγούδιπου φτερουγίζει αγγέλους µες στο στήθος µου, χαµένεςπαρουσίες, 'δω πάνω στο τραγούδι που ασφύρικτο πε-θαίνει δίπλα στο σώµα της παιδικής αυγής. Ώχρα, στολέω, το πρώτο χρώµα. ∆ες, τρέχει κάτω από λιόκλαδα,όµορφα µεσηµέρια και φτιάχνει τάφους αδειανούς ξα-πλώνοντας στα στάχυα. Παυσίλυπα δε θέλω, άλλα ναµην τυπώσεις, ροζιάζουν µες τα νύχια µου που κουβα-λούν κρυφά το χώµα πρώτων µου ερώτων. Είναι καιπου φοβάµαι µαζί µου να τα πάρω, µην στους αιθέρεςτα ξεχάσω. Μη γίνουν άνεµος κι αυτά κι η µουσικήσπορπίσει… και γράµµατα αδέξια πληγώσουνε της νύ-χτας µου τη στέγη. Χρόνος ακίνητος. Σσστ… κεντρά-ρισµα στο πεύκο… Όµορφο δειλινό αν και στοπερισκόπιο φλογίζει µεσηµέριΤ.Μ.

22

Page 23: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Αν µου ε(ιτρέ(εται να κλαίω όπως παλιά πουερχότανε η µάννα µου και µε ρωτούσε και δεν ήξερανα πω πως είναι από την οµορφιά του κόσµου... ένακάτι που δεν έχει όνοµα λες και ως τους µακρότατουςαστερισµούς υπάρχει µια διάταξη που σε περιλαµβάνειως και στον ύπνο των παιδιών σου στο διπλανό δωµά-τιο... ίσως και να ναι όπως το λες το χέρι ενός αρµάουαπόκοσµου που καρφώνει σε ξύλο κάτι προκάκια µου-σικές µια νοσταλγία στα σπλάχνα µας... η ίσως ένα φα-νελάκι ιδρώτας που στέγνωσε πάνω µας µε το δειλινόκι ανεβάζει µια νύστα καµένο βλέφαρο... και γαληνεύ-ουν µέσα σου τα πράγµατα κι αυτό που ζήτησες είναιβήµατα λόγων ενός χορού που πάει και σε πάει ωςβαθιά στον ύπνο σου... είναι όπως λένε να πηγαίνεις τηχαρά ως το σηµείο που έχει δάνειο από το θάνατο...και να πατάς τη γη σιγανά σιγανά και ταπεινά γιατί είναισάρκα και πονάει... στην πίσω µεριά της µνήµης γίνεταιχορός... ποιός είναι απόψε ο τυχερός... κι έρχονταιλάµψεις σαν διαµάντια δάκρυα από κάτι ξαδέρφια µα-κρινά σε µέρα αρραβώνων... λευκά πουκάµισα και κάτιλάµψεις του χρυσού στα δάχτυλα... και φευγεις για τονύπνο και η τελευταία σου εικόνα είναι πόδια που χο-ρεύουνε και γράφουν λέξεις δυσανάγνωστες... αύριοπάλι θα συναντηθούµε...Β.Λ.

23

Page 24: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Λες και βαδίζω µ’ ένα κρυµµένο παραµύθι σετσέπη τρύπια. Με την ψευδαίσθηση της πληρότητας κιένα χαµόγελο που ανατριχιάζει την ψυχή που πατά στηγη. "Σάρκα έχει και πονάει", µου 'λεγες... Λες κι επι-στρέφω από οκτάωρο κλεισούρας εργοστασίου µ' ένατραγούδι πρωινό ακόµη στα χείλη χαραγµένο, να µηλέει από την κούραση να πετάξει. Και να µη θυµάµαιαν πέταξε ποτέ ούτε κι αν έβρεξε. Ίσως γιατί δεν είδα.Ούτε και άκουσα… Μόνο τις λάσπες ένοιωσα σταπόδια µου, µείγµα δακρύου κι ανάσας ζεστής προσώ-που αγαπηµένου, µόνο τις λάσπες ένοιωθα κι αργούσανα σηκώσω τα πόδια µου απ' το χώµα που πονούσα.Σε γάλα γαλανό εξατµιζόµουν ώρες ατέλειωτες έτσισχεδόν βαδίζοντας, έχοντας το πρόσωπο της µάναςµια οµίχλη µε το µάγουλο σκυµµένο πάνω στις λέξειςπου εξείχαν από τις στεγνωµένες γάµπες µου. Ύστεραπόνος, λες κι ήµουν εγώ η γη, εγώ και το χώµα, καθώςτα χέρια της το πρώτο µου δέρµα ξεκολλούσαν,ύστερα πόνος µα το αύριο θα αργήσει να ξηµερώσεικαι ποιος θα τον θυµάται... Για να 'µαι τώρα ένα δοξάρικόκαλο µέσα σε χέρια γυµνά που γυρεύουν χορδές στιςοµορφιές µιας µνήµης. Με τα λόγια χορούς στο κε-λάηδισµα του αηδονιού σ' ένα χρόνο ακίνητο εδώ καιχρόνια. Στο όνοµα ποιου Πατρός θυσιάσαµε τις νότεςµας και κολλάµε απόψε νοσταλγία... Μπορώ να δωµέχρι και το λευκό πουκάµισο κατάσαρκα της νύχταςσου που έξω έρχεται. Ίσως γιατί εδώ που βρίσκοµαιείναι η νύχτα πάντα µεγάλη. Με την αυγή να µπαίνει

24

Page 25: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

ακροπατώντας και στα κλεφτά να φεύγει αφού ένα πα-ραµύθι σταλάζει αργά... τόσο αργά το χρόνο από τηντσέπηΤ.Μ.

25

Page 26: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Με το λίγο (ου χαµηλώνει το καθ' ηµέραν τέραςνάτην η πανάρχαιη που µας συνέχει ευγένεια... µια γυ-ναίκα χορεύει τα λόγια της κι ανοίγουν οι ουρανοί όπωςτου προφήτη Ηλία τα µεσάνυχτα κι αποκοιµιέσαι µετη βεβαιότητα πως του χρόνου θα µείνεις πιο αργά καιθα το δεις το θαύµα... όµως θα πρέπει να σε είδα... απόκάτι σηµάδια µικρά... λευκά καλτσάκια λερωµένα στηνπατούσα από πηλό... ένα λευκό γιακαδάκι σιδερωµένοστην άκρη µιας καρέκλας... και µια ποδιά γαλάζιο απόθάλασσα... να ξέρεις την όσµωση και την καύση και τηναντίδραση τη παρουσία καταλύτη... το ατοµικό βάροςτου οξυγόνου και του θειικού οξέως... το ατοµικόβάρος του φιλιού ποιο... και το ατοµικό βάρος του παι-διού που κοιτάς απέναντι ποιο... θα ξαναγυρίζω στηνώχρα σου όπως στον άσπρο τοίχο που ένας πολύ πλή-ρης για να είναι εραστής αλλά εφεκτικός στην οµορφιάτων λόγων θα γράψει νύκτωρ πως είσαι καλή... πωςέχεις κάτι από όσες εδέησε να γνωρίσω των γυναικώνανάσες... που τακτοποιούν τον κόσµο των παιδιών ώστεόλα σε κάποιο επίπεδο να γίνονται εφικτά... Γιατί οάντρας στη γυναίκα απέναντι βρίσκεται πάντοτε σε ανα-µονή µαιευτηρίου δαγκάνωντας το νύχι και την ανη-µπόρια του να βγάλει από τα σπλάχνα του ζωή... µόνογεννώντας λόγια και πηγαίνοντας...Β.Λ.

26

Page 27: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Με το “ξανάρθα” µου λύθηκε η µαγιάτικη κορ-δέλα από το καρπό αναγιγνώσκοντας ξανά τη µαθητείασε όρους παρελθόντος. Και στ' αυτιά µου αντήχησεφωνή µιας ψυχούλας σταλµένης από ένα ολοδικό µουσέλας. "Κάποιο θα γίνει θαύµα, σώπασε µικρό µου..."Και σώπασα. Και η σιωπή µου γινόταν ένας τεράστιοςφωτεινός δίσκος κάτω απ' τον ήλιο. Έβαζα το δάκτυλόµου στο κέντρο και αυτός γυρνούσε, όλο γυρνούσεγρατσουνώντας το δέρµα µου. Και στα χείλη µου ένατραγούδι σχηµατιζόταν που να το προφέρω δενέπρεπε... το θαύµα µη χαλάσω. Το ζωγράφιζα, όµως,µε µελάνη αόρατη, περνώντας σαράντα στροφές τογδαρµένο δάκτυλο µε λεµόνι. Πονούσα, δε λέω… σα-ράντα φορές πονούσα. Μα σα βρισκόµουν άλλα απο-µεσήµερα µονάχη, µε το δάκτυλο στο δίσκο κάτω απότον ήλιο, εµφανιζόταν η ζωγραφισµένη µου λαλιά. Οκόσµος όλος λες πως ήταν ένα τεράστιο θαυµαστόκουτί χωρίς το φόβο τη µαγεία µιας χηµείας πως θαχαλάσω. Ο κόσµος όλος φορούσε καστανόχωµα µατραγουδούσε:

∆εν έχει µάζα το φιλίκι όµως βαραίνει µας πολύΚαι το παιδί που καρτερεί

απέναντί µου να σταθείΈχει το βλέµµα του σταχυούστην ώχρα του µεσηµεριούΚαι το κελάηδισµα πουλιού

λησµονηµένου µου Μαγιού...

27

Page 28: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Βάρος µον' έχει η χαραυγήσαν έρθει εκείνος να µεβρει

Κι όχι µια µάζα το φιλίκι, αχ, ας τρανεύει µας πολύ

Ύστερα ύψωνα το βλέµµα στον ουρανό προσπαθώνταςνα χωρέσει όλο και περισσότερη γαλάζια οµορφιάµέχρι που το σούρουπο µ' έβρισκε µε µάτια καµένα.Στη γη µου. Που καµιά µαγεία δεν επιδεχόταν. Κά-ποιες φορές έκανα να φωνάξω βοήθεια µα άχνα δενέβγαινε. Το θαύµα µη χαλάσω. Άχνα... Τ' ακούς;Τ.Μ.

28

Page 29: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Σκίζοντας µιαν οθόνη (ερισ(άσεων κι ένα φεγ-γάρι µολυσµένο µ' εφτασε ο χορός όπως σα βαθιάνύχτα που πλαντάζεις κι οδηγάς βλέπεις απέναντι κατα-µεσίς του δρόµου εκείνη να χορεύει κι αυτός να τηνκρατάει όρθια µε παλαµάκια... και κάπου ξέρεις κιόλαςπως θα διασταυρωθούν οι δρόµοι σας... προσπαθώ κα-τόπιν µε γλώσσα αρµατωµένη να περιγράψω τι είναι οαναλφάβητος και ποιός δεν είναι αναλφάβητος όταναπέναντι το πράγµα έχει κορώσει σαν γαλάζιο απόοξυά που καίγεται και γιορτάζει ένας αέρας λέξεων πουσυνέχει ένας ρυθµός συνοδός ως το ακρογιάλι τουύπνου... Γιατί και το φαρµάκι µε άλµα είθισται να τοπερνάς όπως ο κέλητας ο από χαλκό ανάλαφρος στοαρχαιολογικό µουσείο... η απέναντι γυναίκα όποια γυ-ναίκα απέναντι είναι ένα είδος χορηγός... γαίες αναδυό-µενες οι λέξεις απ' το µέρος της κάτι µουσικής νησιάόπου καπνίζουν λάβες απάτητες... ω τι καλό να µπορείςπάλι να γίνεσαι πρωτοετής στα γιασεµιά... ω τι καλό ηπείρα να σου γίνεται πάλι πρωινό µυστήριο... να µείνωάναυδος για µια στιγµή να δω τα λόγια πλαταγίζονταςσαν µια σηµαία εθνικής γιορτής στα χρωµατά της ναδιαβάσω τις µικρές αλήθειες σου... κάτι παιχνίδια τωνδεκατριών που δεν απόσωσες εξορισµένη µε τη βία τηςορµόνης εκεί όπου πρίγκιπες των κρίνων σε καλούσανγι εγωισµούς και πόνους αδοκίµαστους... κάτι έκτυπαπατέρα µε ακόµα µέσα τους κάτι από διακινδύνευσηµη πετρωµένη µπρος στην παρουσία σου... κάθε κορµίείναι µήνυµα ενός ανεύρετου παράδεισου κορίτσι...

29

Page 30: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

κάθε φωνή µια µακρινή δικιά µας µάννα... κι ότι είναινα σε πάει αλλού αργά και σταθερά σε πάει και δεν πα-λεύεται...Β.Λ.

30

Page 31: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Τα µολυσµένα µου φεγγάρια που σε οθόνεςαναρτώνται, µαζί δεν τα 'δαµε. Άργησες. Και να οδη-γείς δε γνώριζες ώστε να πέσει µια στιγµή άστρο ευχήςή αστραπή σ' ένα παρµπρίζ, όρθια χορεύοντας να µεκρατήσεις εσύ χτυπώντας παλαµάκια. Μα οι δρόµοιµας, δες, µπλέχθηκαν µε την κληρονοµιά της ώχραςµνήµης, κουβάρι κόµποι στο λαιµό, σα σε θυµάµαιέτσι αργά µα και θολά, εξώπορτα ν' ανοίγεις σ' έναναέρα που άλλοτε σφυρίζει κι άλλοτε πώς γελά τ' αυτιάµου µε τ' αλαφρά του βήµατα θλιµµένα κάτω απ' ταδικά σου. Και να 'µαι τώρα εδώ, µε µια µου νύχτα απέ-ναντι στα άγνωστα τα µάτια το γνώριµό σου βλέµµανα θυµάµαι, γαλάζιο να ίπταται της γης µε το ρυθµότου µπουζουκιού κι έναν Ζαµπέτα δίπλα να σου χαµο-γελάει. Ύστερα παύση, τριών λεπτών σιωπή. Γιατί στοραντεβού σου άργησες να πας κι όλο σ' αλάφραιναν ταλόγια για το πατριωτάκι που 'µελλε να πουλά τυπώµαταψυχής, γνώσης τριών θανάτων για έναν βίο. Κι όλα τ'απώθησα στο πίσω µέρος του µυαλού και δε θυµάµαιαπόψε άλλο τίποτα, έτσι να λέω θέλω, εικόνες σκόρπιεςκαι λόγια παραγγελιές κοφτές. Άργησες. Πολύ. Λάβεςαπάτητες, πατέρα. Που πέτρωσαν τα παιδικά παιχνίδιακαι τα τραγούδια µέσα στην καρδιά. Κι έχω δυο µάτιαάγνωστα που πρίγκιπες των κρίνων να δουν πώς περι-µένουν... Μα 'γω τιτλοφορούµαι πόνος δοκιµασµένοςχαράσσοντας λευκό γυαλί ψυχής µε τη λεπίδα κρυµ-µένη στη σπασµένη µου φτερούγα. Αργά και σταθερά.Κι ότι φωνή µου κάθιδρη ξυπνά απ' όνειρο νυχτερινό,

31

Page 32: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

αργά και σταθερά απόψε θα χαράσσω... Κι ας µην πα-λεύεται, πατέρα...Τ.Μ.

32

Page 33: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Το σκηνικό είναι (άντα Κολωνός όπως καιπάντα η απάντηση είναι ο λόγος του άλλου αντεστραµ-µένος... έτσι πηγαίνουµε τυφλοί από Ιοκάστη σ' Αντι-γόνη... και κάπου ανάµεσα Καλυψοί και Κίρκες καιΝαυσικές... τυφλοί µονάχα µ' ενα ποίηµα λόγια κελαη-δίσµατα αηδονιών... εκεί στο λόφο των παιδικών µουχρόνων... Κολωνός το ταβερνάκι κι η µυρουδιά της µα-ρίδας δοξασµένη... µ' ένα φακό να αιφνιδιάζω κάτιφιλιά όλο καλοκαίρι... και να έχω άγνοια πως είναι οτόπος που ο άντρας θα γυρέψει τον τάφο του... ίσως καινα 'ναι µια δικαιοσύνη όλα αυτά... ίσως πατέρας να ση-µαίνει αυτό... αργά να φτάνεις προς τις κόρες σου γυ-ρεύοντας το χέρι να σε πάει στο θάνατο... την έχωκιόλας σχεδιάσει τη σκηνή... την έχω αποφασίσει αγα-πώντας τη φθορά µου... µα πάντα ο άντρας θα ' ναι αδέ-ξιος... γιατί πατέρας είναι η προσωπίδα... όπου κόρεςανάλαφρες γυρεύουν ν' αποθέσουν κάτι λόγια επίµονα...κοµµένα λες από την τελευταία τους ανάσα και πανάρ-χαια... πάντα ως πατέρας σου ν' αργώ και πάντα να µεπεριµένουν λόγια... και να 'ναι αυτό µια τελευταία διά-βαση... µια επίκληση καλύτερα µια γυρισµένης πλάτηςγια να γίνει φως... και να πηγαίνω αδέξιος κάτω από έναβλέµµα πατηµένα λόγια... ίσως γιατί και το µερίδιο τουπόνου που στον καθένα αναλογεί µας θέλει όλους τελε-σίδικα απαρηγόρητους... έξω από το όνοµά του µάλλονείµαστε ορφανοί εκ πατρός... και το άγαλµα που κατε-βάζει κάθε νύχτα ένα µπάρκο αόρατο είναι το σώµαενός θεού νεκρού κοµµατιασµένο... µην ξέροντας αν

33

Page 34: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

για τη θλίψη είναι ή για τη χαρά έξω από την επιθυµίατης γυναίκας εικόνα του πατέρα τα νερά ποτέ τους δενστερέωσαν...Β.Λ.

34

Page 35: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Έτσι µου µίλησε: άνοιξε τα λόγια σου και τρέχαγάργαρο νερό µέσα από πετρώµατα που πτυχώνονταισε περασµένου θέρους περηφάνια. Με άγνοια... µεάγνοια πληρώνεται η γερασµένη γνώση. Έτσι... για ναθυµηθώ πόσο τρυφερά κοιτά το άγαλµα της Παναγιάςµέσα από φλογισµένες µνήµες στου Άγιου Μάρκου τηνεκκλησιά. Με το αµυδρό χαµόγελο της µάνας που λα-χταρά κοµµένος µας ο λώρος καθώς οι σάρκες µας δο-νούνται στίχο το στίχο, βλέµµα ουράνιων σφαλµάτων.Ανάγιοι... ανάγιοι εκπορνευόµαστε τα σύννεφα µε τριά-ντα µαταιότητες αντάλλαγµα. Και ναι, όµορφα τόσοπέφτουν οι ψιχάλες τους στη δίψα των ψυχών µας...κάθε φορά καινούρια πεθυµιά στου φθινοπώρου τοναέρα. Και σαν και σένα την έχω σχεδιάσει τη σκηνή.Με τους χειµώνες να συστέλλουν φιλιά δοξαστικά πάνωσε λόφους γυµνωµένους τόσο ορατά στο αµυδρό τοφεγγαρόφως. Μέχρι να γίνουν πέτρα. Εκεί όπου παιδιάαναζητούν τα βόλια που απ' την απέναντι στεριά λα-θραία παρεµβαίνουν στ' αθώα τους παιχνίδια. Ανάγιοι...ανάγιοι πορευόµαστε προς ιαχές ενήλικων θριάµβων.Με γνώση για τα σφάλµατα της άγουρής µας άγνοιας.Έτσι µου είπε... κι ήταν µια νύχτα νιογέννητου Οκτώ-βρη µε το αλκοόλ να τρέχει στις σκοτεινές µου φλέβες.Για να στο µιλήσω τώρα έτσι παραµορφωµένο...Άνοιξε τα λόγια σου και τρέχα όσο µακρύτερα µπο-ρείς. Γυµνός του ονόµατος της τελεσίδικης παρηγό-ριας. Κι ακόµη πιο βαθιά µέσα στους λόφους πουπερπάτησες µ' ένα σακίδιο πατρός να κρέµεται βαρύ

35

Page 36: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

απ' τα αλµυρά σου βλέφαρα. Κι είτε ψηλά ή χαµηλάκοιτάξεις, το ταβερνάκι των ευωδιαστών θαυµάτων θασκοτεινιάζει από λαχτάρα στην πόρτα του να ρίξεις µιαδέσµη του φωτός µ' ένα φακό απ' την ψυχή σου καµω-µένο. Με φυλακτάρια τα βλέµµατα απ' τις κόρες πουµε τα χέρια τους κλεισµένη αγκαλιά προσεύχονται νασταµατήσει ο ήχος της βροχής που πατηµένα σκεπάζειλόγια. Τα βήµατα ν' αφουγκραστούν που αργούν τόσονα έρθουν. Όλο κι αργούν... όλο... αιώνια παραδοµέναστα στέφανα του λάθους... αιώνια αργούν...Β.Λ.

36

Page 37: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Είναι (ου όταν µε βλέ(ω στο χαρτί, µονάχαψέµατα θυµάµαι. Τι να του πω, χαµόγελο του σχίνου...πως µου λείπει; Γυρνά ο Οκτώβρης τις µέρες του αργάτόσο που να µουλιάζουν γέρνοντας στο γερασµένοδάκρυ του κορµού του. Τι να του πω που είµαι µακριάκαι λόγια µου δε φτάνουν βαθιά ως την αλήθεια. Με τοαηδόνι έτη ουρανούς φευγάτο πώς την κρυµµένη µελω-δία που τα χείλη µου παιδεύει µπορώ να τραγουδήσω.Κι όλο γυρίζω πίσω. Όλο... µε είδωλο χαµένα αλλοιω-µένο... γυρίζω... Μα σα µε βλέπω στο χαρτί, φυλλώ-µατα δεν έχω. Ούτε ριζά θαµµένα. Μόνο απουσίεςχρόνια σχολασµένες. Με µια αποζηµίωση φτωχή, στά-λες βροχής κλεµµένης τα καστανά κλαδιά µου ναυγραίνει. Τι να σου πω... τι να σου πω κι εσένανε πουλείπεις. Μόνο στων λόγων τις πτυχώσεις µπαίνω βαθιά,στη ζεστασιά να ονειρευτώ καθώς αυτές τις ώρες µεςστην ψυχή τους εφιάλτες χειµωνιάζω. Με τις εκρήξειςνα γελούν στο βάθος - βάθος των ρηγµάτων. Τι κι αν...αύριο ξηµερώνει...Τ.Ζ.

37

Page 38: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Πικρός ο κόσµος α(ό ανέκαθεν απόβλητος τωνονείρων µας απόγνωση για ένα χάδι απελπισία εκείνουπου απέναντι δεν σπάζει µέσα του το θώρακα να γεµί-σει ο χρόνος λυγµούς από συγχώρεση... Βουβοί πάνε οιάνθρωποι µε πατηµένα λόγια αγάπης µέσα τους γιατους πιο κοντινούς τους... εκεί επεµβαίνουν κάτι νοσο-κοµειακά φωσφωρίζοντα γεµάτα από ευκίνητους κα-πνοδοχοκαθαριστές που παίρνουνε τη στάχτη από ταµάτια γι ν' ανέβουν δάκρυα... Εκεί αν θυµάµαι σε συ-νάντησα ανάµεσα σε ασυρµατοφόρα βουλιαγµένα σταπαράσιτα µισοµαθηµένη κιόλας σαν σαράφισσα τηςοδού Αθηνάς ν' ανταλλάσεις χρυσό παρελθόντος µεχαρτονόµισµα µέλλοντος, έξω τα σκαλίσµατα του χρυ-σοχόου, καθαρό µέταλλο... λάµποντας τη διαδροµήτου από ψήγµατα στο νερό του ποταµού κι ύστερα τηςφωτιάς το παίδεµα όσο να γίνει φίδι γυρω από τα δά-χτυλα... Φαντάζοµαι κάποτε πως το να κόβεις διαφο-ρετικά της σιωπής τα λόγια φτάνει για να φέρειαποθέσεις βουβές από προσωπικά αµίλητα σ' ένα πα-ρουσιάστε αρµ γύρω από λίγες λέξεις που συντονίζο-νται µε σπλάχνα διαπερασµένα από ξυράφια χρόνουκαλοακονισµένα.. Υπάρχουν θέσεις κενές σε αρχαίαδράµατα υπάρχουν ρόλοι που ζητάνε σώµα να ξανα-παιχτούν υπάρχουµε και στη σκυφτή ζωή µας ακούςκάτι αντηχήσεις σαν από κεραυνούς µακρινούς πουφωτίζουν µια στιγµή πελώριες µάσκες περιωνύµων φο-νικών και δεν το λέµε από ντροπή αυτό που ενσαρκώ-νουµε.. .µονάχα κάτι ταπεινό από λογάκια γαρµπιλάκι

38

Page 39: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

κάτω από τη φτέρνα µας κάτι υπολείµµατα φτερώνχρυσών και κάτι ψήγµατα πηλού που αρχίζει να σκλη-ραίνει µες στη φούχτα µας... γιατί έξω απ' την απελπι-σµένη εξαγρίωση που µας φέρνει φορές χνώτο µεχνώτο για δάγκωµα ξεσπλάχνισµα και τρίξιµο οστούκάτω απ' τα δόντια ο χρόνος εξηµέρωσε κραυγές πουαλλιώς τις λέµε λέξεις λίγο να πουν λίγο να κρύψουν λέ-γοντας τις ιστορίες που η σιωπή µας από ανέκαθεν κα-τέχει...Β.Λ.

39

Page 40: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Ανάγκαθο... αν τούτη υπήρχε η λέξη, πόσο θα γλύ-καινε τον κόσµο... Όµως, το µάγµα που λάβα σέρνεταιπετρώνοντας ότι στο διάβα του βρεθεί... αυτό φοβάµαιντυµένη ακόµη στη µεσηµεριάτικα, πια, ξεχασµένηµου πάχνη. Πτυχώνονται τα λόγια µας µπλεγµένα ένακουβάρι κι ο κίνδυνος της έκρηξης χαµογελά στηντρέλα των ρηγµάτων. Άσε µε να αναδυθώ απ' τον αφρόσυναισθηµάτων που να ονοµατίσω δεν µπορώ ούτε καιθέλω, νοιώθοντας νότες ποτάµια µπλε κάτω απ' τιςφτέρνες µου να ρέουν, κατεύθυνση ανατολική, κιύστερα σε µια εξάτµιση µαζί τους να µε παίρνουν. Καιδεν είναι πίκρα, µήτε και θλίψη το ρέµα τούτο πάνωαριστερά, παρά µια σύνθεση ουρανού που στις µύτεςχορεύει των δοξαριών, ρεύµα µιας ασυγχώρητης φλέ-βας µνήµης γλυκόπικρα µε νοσταλγία ανακατεµένο.Κοιτώ τα δάκτυλά µου συννεφένια, στιγµές που σαν καιτούτες µονάχη ξεφυλλίζω ουρανό χωρίς ένα ίχνος µη-χανορραφίας, µήτε και στίχο µαταιογραφίας... Και ησιωπή της Κυριακής ντυµένη την µπλε της µουσικήόλο και δυναµώνει αγάπη, µπερδεύοντας περισσότεροτην ταυτότητα του αφρού για τον οποίον λίγο πριν σουµιλούσα. Ίσως και να 'χεις δίκιο, ίσως η εικόνα απ' ταφίδια του ποταµού και της φωτιάς να 'ναι που σφίγγει τολαιµό µου, αποφυλακίζοντας πνιγµένα αρώµατα, αλ-λοιώνοντας τη αυθεντικότητα περασµένου χρόνου.∆ιώχνω το βλέµµα στον καρπό και βλέπω στ' αστρα-φτερά τους χάντρες τους θεατές να περιµένουν τοδράµα αποφάσεων που δεν παίχθηκαν, µια δικαίωση

40

Page 41: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

αντίτιµου εισιτηρίου στην ταύτιση ενός ρόλου που όλωςτυχαίως µου ανατέθηκε. Κι όµως, δε µε συνάντησεςποτέ. Μονάχα κάποτε, ίσως, ψιθύρισες ξένο ένα όνοµαπου τώρα µεταλλαγµένο, ναι, όλως τυχαίως, κάπως σεµένα µοιάζει. Να κόψω τουλάχιστον µου επιτρέπεις...µέρα που είναι... ένα κοµµάτι ουρανού, τριάντα πέταλαλεπτά µιας µνήµης, συνθλιµµένο στα δάκτυλά µουµύρο σταλάζοντας, µες στα ριζά το θάνατο να νιώσω σεµια ψευδαίσθηση για λίγο πατηµένο καθώς µες στη ζωήψηλά θ' ανεβαίνω; Κι όπως θα πτυχώνονται τα όνειρα,µε λύµατα σωρούς, στικτές στιγµές σε άλφα να στρογ-γυλεύουν καθώς από ένα κείµενο, αργά... µε µια σιωπήκοµµατιασµένη... σε άλλο ξανά θα µπαίνω...Τ.Μ.

41

Page 42: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Κράτησε τη ζωή. Έτη µακριά µου. Κράτησε... Με-θώντας µε του ανέµου τα φυσήµατα τη λογική που τρέ-χει καλπάζοντας πάνω στα φύλλα Μαγιάτικουµεσηµεριού που ξενιτεύονται Οκτώβρη. Μήνας βρο-χών. Και τα πελάγη φέρετρα µε τη φαρέτρα των Νη-ρηίδων τους γεµάτη σταυρωµένα κύµατα να σταλάζουνστα ραγισµένα λόγια µάτια αφρούς. Πού να 'ναι, ε;Πού; Σε σύννεφο ποιο; Ανοίγω αυλαία σε νύχτα σπαρ-µένη αστρολούλουδα που ακόµη δε ξεµύτισαν απ' τουουρανού το χώµα. Πρόσωπα που αχνοφέγγουν φεύγο-ντας, µε την οµίχλη τους να καλύπτει το άγνωστο σταµάτια µου ποτάµι. Μέρα που σε λίγο τελειώνει µε δα-γκωµένα αγκαλιάσµατα και ξεχειλισµένα λόγια πουστολίζονται µικροί θεοί εµφυτεύοντας την εξουσία ενόςστη µήτρα µου θανάτου σε γαλάζιες στιγµές οργασµού.Κράτησε τη ζωή του. Ταξιδεύοντας. Γαζί - γαζί στακεντηµένα σχέδια µιας αυλαίας. Κι έµεινα να περιµένωµιαν αποστολή πρωινού δίπλα στην ανέγγιχτη κούπακαφέ. Χωρίς του τόπου την ένδειξη. Πόνου µονάχα.Για ν' αχνίζουν τα όνειρα ξεθυµασµένα και να συµπυ-κνώνονται σε µόνο µια στο παγωµένο µέτωπό µου χα-ρακιά. Βαθιά τιµή ρυτίδα που στη φθήνια µέσα τουΣαββάτου µεθαύριο, θα ξεπουλιέται ως είδος µονό-δροµο πολυτελείας. Σε παζάρια µονόµετρα. Με τηνένταση της σιωπής το διάνυσµά της να χαµηλώνει, όλονα χαµηλώνει κυρτώνοντας... ως µια ρίζα περασµένηστον οµφαλό. Ελιά και κόµµα. Έστρωσε τη ζωή µου,ελιά και σώµα. Κράτησα τη ζωή µου. Χώµα.Τ.Μ.

42

Page 43: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

Σχόλιο: Εκεί στο 2007, ωρίµασε η ιδέα ότι µ!ορούσαµενα “τζαµάρουµε” στο ίδιο ιστολόγιο κάνοντας ο ένας το κεί-µενο του άλλου ώθηση. Χρειάζονταν δυο !ου µ!ορούσαν νααυτοσχεδιάζουν. Η Τζίνα Μουκριώτη είχε την ικανότητα καιτης το !ρότεινα. Όσο !αίξαµε είναι εδώ.

43

Page 44: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα
Page 45: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Χαρµόσυνα στα λέω. 9Αναδιατάσσοντας δυο εκατοντάδες λόγια 11Λιώνανε τα σπλάχνα 12Απ' τα πολλά χαστούκια 14Έψαχνε την τρυφερότητα 15Πες, πες γεµίζει το φεγγάρι 17Τον κοιτούσα. 18Τη φαντάστηκα τόσο που έγινε απτή 19Στεφάνια µου ’στειλε 20Να µοιάζει ο χώρος της συνάντησης 21Θεέ µου, για µια κουρτίνα έγειρε 22Αν µου επιτρέπεται να κλαίω 23Λες και βαδίζω µ’ ένα κρυµµένο 24Με το λίγο που χαµηλώνει 26Με το "ξανάρθα" µου λύθηκε 27Σκίζοντας µιαν οθόνη περισπάσεων 29Τα µολυσµένα µου φεγγάρια 31Το σκηνικό είναι πάντα Κολωνός 33Έτσι µου µίλησε: 35Είναι που όταν µε βλέ(ω στο χαρτί, 37Πικρός ο κόσµος από ανέκαθεν 38Ανάγκαθο... 40Κράτησε τη ζωή. 42Σχόλιο 43

45

Page 46: Τζίνα Μουκριώτη, Β. Λαλιώτης, Δυο Πιάνα

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΜΟΥΚΡΙΩΤΗ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΛΑΛΙΩΤΗ∆ΥΟ ΠΙΑΝΑ

ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕΚΑΙ ΕΚ∆ΟΘΗΚΕ ΨΗΦΙΑΚΑ

ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ

ΤΟΥ 2012