Αντί Χ Λόγου

36
διηγήματα - άρθρα - λογοτεχνικές και κινηματογραφικές προτάσεις διανομή δωρεάν ×

description

New 5ο Τεύχος

Transcript of Αντί Χ Λόγου

Page 1: Αντί Χ Λόγου

διηγήματα - άρθρα - λογοτεχνικές και κινηματογραφικές προτάσεις …

διανομή δωρεάν

×

Page 2: Αντί Χ Λόγου
Page 3: Αντί Χ Λόγου

editorial

editorial αντί × λόγου

αντί × λόγου ρόσφατα το περιοδικό απέκτησε τη δική

του ραδιοφωνική εκπομπή, Ενθουσιαστή-καμε πολύ με την ιδέα πως πλέον θα μπο-ρούμε να παίζουμε τη δική μας μουσική και να μιλάμε μέσα από την συχνότητα ε-νός ραδιοφώνου.

Νοέμβριος 2009 Ιωάννινα

ερασιτεχνικό λογοτεχνικό περιοδικό

Έτσι λοιπόν, εγώ μαζί με την Εύη τη Μαρκάτη αποφασίσαμε να στήσουμε το πλάνο της εκπομπής. Βρήκαμε τα τραγού-δια που θα παίζαμε, βρήκαμε τι θα

μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διανέμεται δωρεάν τυπώνεται σε 1000 αντίτυπα λέγαμε στην εισαγωγή της εκπομπής και δυο τρία θέματα

που θα αναπτύσσαμε σε σχέση με το περιοδικό. Και ήρθε η ώρα να αρχίσει η εκπομπή…

έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια : Ευάγγελος Ευθυμίου

Και ανακαλύπτουμε λοιπόν, πως ο προφορικός λόγος δεν έχει καμία σχέση με τον γραπτό. Οποία ανακάλυψις θα μου πείτε… Φυσικά δεν είναι κάτι νέο αυτό που συμπερά-ναμε, αλλά το ότι το βιώσαμε τόσο άμεσα μέσα από την εκ-πομπή ήταν κάτι μου εμένα προσωπικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση.

συντακτική ομάδα : Νικόλαος Φωτιάδης Ηλίας Σμπόνιας Αντώνης Γιαννόπουλος

Και οι δύο τρόποι είναι μορφές επικοινωνίας φυσικά, αλλά διαφέρουν τόσο μα τόσο πολύ στο πώς ένας άνθρωπος τους χρησιμοποιεί και πως τους αντιλαμβάνεται.

Κατερίνα Μοσχοπούλου Έλενος Χαβάτζας Θανάσης Αργυρίου Ελένη Μπάρκα Πίστευα ότι θα ήταν εύκολο να μεταδώσω κάποια

πράγματα που ήθελα να πω στο ραδιόφωνο. Αλλά έσφαλα τα μέγιστα. Το άγχος που με έπιασε μπροστά από το μι-κρόφωνο με έκανε να μιλάω σαν ρομπότ και οι λέξεις που έβγαζα ήταν διαφορετικές από αυτές που είχαν γεννηθεί και συνταχθεί στο μυαλό μου. Ο ακροατής δεν μπορώ να πω πως αντιλήφθηκε τα λεγόμενά μου, αλλά έδωσα την εντύ-πωση στον εαυτό μου πως δεν έλεγα αυτό που πραγματικά ήθελα να πω.

Άννα Νεφέλη Κακουλίδη Εύη Μαρκάτη διόρθωση : Εύη Μαρκάτη υπεύθυνος διανομής :

Μου έχει συμβεί κάτι παρόμοιο μέσα και από το γραπτό λόγο. Είμαι από αυτούς -ναι το ομολογώ- που αφιε-ρώνουν χρόνο μπροστά από τον υπολογιστή για να μιλή-σουν με διάφορα άτομα μέσω προγραμμάτων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Συμβαίνει πολλές φορές να γράφω κατεβατά ολόκληρα και ο άλλος να μην καταλαβαίνει τι θέλω να πω, και παρά τις αναλύσεις επί των αναλύσεων που κάνω για ένα θέμα, το άτομο στο άλλο πληκτρολόγιο αντιλαμβάνεται κάτι τελείως διαφορετικό, σε σημείο που κάποιες φορές να υπάρχουν και παρεξηγήσεις…

Αποστόλης Ρουμελιώτης σχέδιο εξωφύλλου : euth.psammathos

Ίσως είναι κάποια θέματα που να μην σηκώνουν μία από τις δύο μορφές επικοινωνίας, αλλά το σίγουρο είναι πως οι άνθρωποι τα μεταδίδουμε και τα δεχόμαστε εντελώς διαφορετικά και μοναδικά, αποδεικνύοντας κάθε στιγμή το μεγαλειώδες προνόμιο που μας δώρισε η φύση. Την επικοι-νωνία.

τηλέφωνο επικοινωνίας: +306972978572

[email protected] e-mail: www.myspace.com/antiepilogou

Δεν ξέρω αν θα αντιληφθείτε στο παρόν τεύχος όλα όσα θέλουμε να πούμε με τον τρόπο που θέλουμε, αλλά σας εύχομαι να τα αντιληφθείτε με την ίδια ένταση και τον ίδιο παλμό που νιώσαμε εμείς όταν τα γράφαμε.

facebook group: Διαβάζω το "Αντί x Λόγου" Το αντί x λόγου μεταδίδει τη δική του ραδιο-φωνική εκπομπή, κάθε Σάββατο 14.00-16.00 στη συχνότητα του διαδικτυακού ραδιοφώνου

Καλή ανάγνωση… × Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

www.mindradio.gr

Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνή-σει μαζί μας.

Επίσης, το περιοδικό ζητά τη βοήθεια γραφίστα ή γραφίστριας για να επιμεληθεί το στήσιμό του.

3

Page 4: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου αντί περιεχομένων

σελ.6 - Σκυλί δεν είμαι

Πλησιάζει ο Μέγας Αλέξανδρος το ∆ιογένη της Σινώπης και του λέγει “Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”. Ο ∆ιογένης ατάραχος απαντά “Και ‘γω είμαι ο ∆ιογένης ο Κύων”. Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει “∆ε με φοβάσαι;” Ο ∆ιογένης απα-ντά “Και τι είσαι; Καλό ή κακό;”. Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. ∆εν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος, τον ερωτά εκ νέου “Τι χάρη θες να σου κάνω;” Και ο ∆ιογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά “Αποσκότισόν με”. Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, τη λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του ∆ιογένη, η απάντησή του μπορεί και να εννοηθεί ως “Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο”, καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξαν-δρος είπε το περίφημο: ”Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν ∆ιογένης”.

4

σελ.12 - Κώστας Κρυστάλλης Η Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων υπήρξε

ένα από το πιο σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύ-ματα του Ελληνισμού, πριν, αλλά και μετά την ενσωμάτωση της Ηπείρου στο Ελληνικό Κρά-τος (1913). Ιδρύθηκε το 1828 με δαπάνες των αδελφών Ζωσιμά. Η σχολή άρχισε να λειτουρ-γεί το 1828. Ως το 1833 ήταν τετρατάξια σχολή και την διεύθυνσή της είχε αναλάβει η «Επιτροπή Σχολείων Ιωαννίνων», με πόρους και χορηγίες των Ζωσιμάδων.

σελ.13 - Ζαγόρι - Τακούτσια Το Ζαγόρι είναι περιοχή στο Νομό Ιωαν-

νίνων, στη βορειοδυτική Ελλάδα. Στην περιο-χή υπάρχουν 45 χωριά, τα αποκαλούμενα Ζαγοροχώρια, τα οποία είναι διάσπαρτα στους πρόποδες της Πίνδου. Έχει έκταση περίπου 1,000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και αρχίζει από το Νότιο ∆υτικό μέρος από το όρος Μιτσι-κέλι (υψόμετρο 1,810 μ), φθάνει προς Βορρά στον Αώο ποταμό και το όρος Τύμφη και ανα-τολικά μέχρι τον ποταμό Βάρδα στο Μαυρο-βούνι (υψόμετρο 2,100 μ) κοντά στο Μέτσοβο.

σελ.14 - Χριστούγεννα! Μόνο μια μέρα Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η ∆εκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης, και στη Ρώμη το καλεντάρι των Φιλοκαλίων (354 μ.Χ.) να περι-λαμβάνει στην ημερομηνία της 25ης ∆εκεμ-βρίου, απέναντι από την παγανιστική Natalis invicti, δηλ. "γέννηση του ακατανίκητου (ήλι-ου)", τη φράση "VIII kaalitan nattis Christus in Bethleem Iudea".

σελ.18 - Οι απαντήσεις διώκονται ποι-νικά

θέλω ρ. μετβ. θέλω ['θelo] 1 επιθυμώ π.χ. Θέλω να φύγω. 2 προσπαθώ π.χ. Θέλω να πετύχω, αλλά δεν μπορώ. 3 ζητάω, ψάχνω π.χ. Τι θέλεις εδώ;

Page 5: Αντί Χ Λόγου

αντί περιεχομένων αντί × λόγου

σελ. 24 – Κέντρεν Η Πυρίτιδα (καθαρεύουσα: Πυρίτις) κοινώς το μπα-

ρούτι ή η μπαρούτη, είναι η αρχαιότερη εκρηκτική ύλη, που αποτελεί μίγμα άνθρακα, θείου και νίτρου. Παραμένει άγνωστο το πότε και από ποιον πρωτοδημιουργήθηκε. Άλλοι την απέδιδαν παλαιότερα στον Ρότζερ Μπέικον και άλλοι στον Μπέρτολτ Σβάρτς. Είναι όμως βέβαιο ότι ήταν γνωστή στους Κινέζους ως εκρηκτικό μέσο για ανατινά-ξεις, πυροτεχνήματα και ίσως και για εκφοβισμό από τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες. Περίεργες όμως αναφορές υπάρχουν και σε αρχαία ελληνικά κείμενα όσο και σε κεί-μενα βιβλικών λαών. Το 12ο αιώνα με αρχές του 13ου, αρχίζουν να γίνονται γνωστές στην Ευρώπη οι δυνατότη-τές της. Ο Άγγλος φραγκισκανός μοναχός Ρότζερ Μπέι-κον, επιστήμονας και ιδιαίτερα μορφωμένος, ήταν ο πρώ-τος που κατέγραψε τη "συνταγή" της πυρίτιδας μετά από πολλά σχετικά πειράματα (1250) έτσι ώστε να μπορεί να παρασκευάζεται με σταθερές αναλογίες. Η πρώτη όμως στην Ευρώπη πολεμική χρήση της πυρίτιδας αναφέρεται ότι έγινε από τους Άγγλους το 1346 στη Μάχη του Κρεσύ, αν και τα πρώτα πυροβόλα φαίνεται να ήταν ήδη γνωστά το 1326, σύμφωνα με την αρχαιότερη απεικόνισή τους. Γρήγορα όμως η εφεύρεση του πυροβόλου άλλαξε τη μέ-χρι τότε μορφή του πολέμου με συνέπεια η χρήση της πυρίτιδας ν΄ αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των όπλων.

5

σελ.30 - Ζητείται συναίσθημα Οι Σίμπσονς (The Simpsons) είναι αμε-

ρικάνικη σειρά κινουμένων σχεδίων. ∆ημιουρ-γήθηκε από τον Matt Groening για το τηλεο-πτικό κανάλι της Φοξ (Fox TV Network). Οι Σίμσονς προβλήθηκαν για πρώτη φορά στις 17 ∆εκεμβρίου 1989 και συνεχίζουν να προβάλ-λονται έως σήμερα. Είναι η μακροβιότερη σειρά κινουμένων σχεδίων στην ιστορία της τηλεόρασης, ενώ πρόσφατα αναδείχτηκε σε μακροβιότερη τηλεοπτική σειρά σε ώρα υψη-λής τηλεθέασης της αμερικάνικης τηλεόρασης.

σελ.22 - ποίηση Το Ναυάγιο της Ζακύνθου, είναι ένα

ναυάγιο πλοίου που ξεβράστηκε σε μια απομο-νωμένη παραλία της Ζακύνθου, και σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα αξιο-θέατα του νησιού. Συνέβη το 1982, όταν το πλοίο Παναγιώτης μετέφερε παράνομα τσιγά-ρα, από την Τουρκία σε διεθνή ύδατα, και θα τα πουλούσε σε προσυμφωνημένο σημείο. Το πλοίο, ωστόσο, λόγω εξαιρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών και χαλασμένης μηχανής, βρέθηκε εκτός πορείας.

σελ.34 - Περί ορισμών και άλλων γλωσ-σικών περιορισμών

αξιοπρέπεια ους. θ. αξιοπρέπεια [aksio'prepia] 1 ανωτερότητα π.χ. απαντάω με αξιοπρέπεια 2 αυτοσεβασμός π.χ. προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέ-πειας

σελ.32 - Η παραμυθένια Η ∆ΕΗ (∆ημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρι-

σμού) σήμερα μπορεί να υπερηφανεύεται για το σημαντικότατο ρόλο της στην ανάπτυξη της χώρας. Από τη στιγμή που η ∆ΕΗ "πήρε το θέμα της ενέργειας στα χέρια της", έθεσε στόχο να φέρει το ηλεκτρικό ρεύμα κοντά στον Έλληνα πολίτη. Πράγματι, το ηλεκτρικό ρεύμα έχει γίνει σήμερα ένα αγαθό δεδομένο για τον πολίτη της χώρας μας, κάτι σαν τον ήλιο και τον αέρα!

του Φωτιάδη Bruce Νικόλαου Πηγές: el.wikipedia.org, Hwww.dei.grH, el.thefreedictionary.com

Page 6: Αντί Χ Λόγου

διήγημα αντί × λόγου

6

Σκυλί δεν είμαι…

Σε κάποιο δείπνο κάποιοι έριχναν στο Διογένη το φιλόσοφο,

κόκαλα σαν σε σκύλο, και τότε εκείνος σηκώθηκε και τους κατούρησε σαν

σκύλος. Μια νοσοκόμα τρέχει γρήγορα κρατώντας ένα πακέτο

στα χέρια της και με προσπερνάει. Κατευθύνεται στο τέρμα του διαδρόμου και στρίβει δεξιά. Δεν είναι για εμάς. Δεν θα μπορούσε να είναι για εμάς. Οι γιατροί τα παράτησαν, σήκω-σαν τα χέρια ψηλά. Μας είπαν πριν από μια ώρα πως η κατά-σταση είναι πλέον μη αναστρέψιμη και από λεπτό σε λεπτό να περιμένουμε το μοιραίο. Πρέπει να αρχίσουμε να το συνειδη-τοποιούμε και να συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα. Θα είναι πιο ανώδυνο για μας, είπαν…

Οι ανόητοι, δεν ξέρουν τι λένε. Πιο ανώδυνο; Να συμφιλιωθώ με κάτι πιο ανώδυνο; Δεν θέλω να συμφιλιωθώ με καμία ιδέα. Δεν βρίσκομαι εδώ για να συμφιλιωθώ με κα-μία ιδέα κανενός ανόητου γιατρού. Βρίσκομαι εδώ για να ανα-τρέψω τα πράγματα. Βρίσκομαι εδώ για να βρω μια λύση. Μια λύση για τον άνθρωπό μου. Για τον άνθρωπο πατέρα, αδερ-φό, φίλο. Για τον άνθρωπο σωτήρα.

Έτσι όπως θα έκανε και ο ίδιος για εμένα. Έτσι όπως ήδη έχει κάνει.

Πάνε αρκετά χρόνια. Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω τη

στιγμή. Έχει χαραχτεί στη μνήμη μου. Μια ανάμνηση που θα βρίσκεται εκεί για να μου θυμίζει σε ποιον χρωστάω όλα αυτά που είμαι. Όλα αυτά που έγινα. Ή σωστότερα, όλα αυτά που εκείνος με έκανε.

Τότε ήμουν χρήστης. Η κατάστασή μου ήταν θλιβε-ρή. Κάθε μέρα που περνούσε χωνόμουν όλο και πιο βαθιά μέσα στο βούρκο. Κάθε ώρα που κυλούσε μετατρεπόμουν σε ένα λείψανο. Κάθε λεπτό που έσβηνε γερνούσα σαν να περ-νούσαν εκατό. Κάθε δευτερόλεπτο που ανάσαινα, ανάσαινα και τη χημική, ψεύτικη, στιγμιαία ιδέα των ναρκωτικών.

Page 7: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Ήταν σούρουπο και είχα βγει να αναζητήσω την δόση μου. Ο προορισμός μου ήταν ένας. Το άλσος της οδού Βελισ-σαρίου. Εκεί βρίσκονταν τα βαποράκια που προμήθευαν ό-λους εμάς τους μελλοθάνατους με τη δόση μας. Περίμενα πρώτα να γυρίσει ο αδερφός μου και να μπει στο μπάνιο για να κάνει ντουζ και αφού βούτηξα το μεροκάματό του από την τσέπη του παντελονιού του, έφτασα στο άλσος κουτρουβα-λώντας δεξιά και αριστερά, θολωμένος από την έλλειψη της δόσης μου.

Εντόπισα τον προμηθευτή μου στο βάθος να χαζογε-λάει μαζί με κάτι πιτσιρικάδες -πιθανούς μελλοντικοί πελάτες του- και του σφύριξα πίσω από ένα δέντρο. Με εντόπισε με την άκρη του ματιού του και μου έκανε νόημα πως έρχεται. Όταν πλησίασε μου είπε ένα κακόγουστο αστείο και μου ζή-τησε τα λεφτά. Τα έβγαλα από την τσέπη μου και του τα έ-δειξα. Εκείνος άνοιξε το τσαντάκι του και έβγαλε το πράμα.

Εκείνη την στιγμή περνούσε ο σωτήρας μου. Το πώς κατέληξε σε αυτό το άλσος μόνο στο αλκοόλ μπορώ να το αποδώσω, μιας και το σπίτι του βρισκόταν από την αντίθετη μεριά. Είχε ξεκινήσει να πίνει από το μεσημέρι και το μυαλό του είχε θολώσει. Το ποτό δεν είχε καταφέρει εκείνη την μέ-ρα να τον κάνει να ξεχάσει, το αντίθετο μάλιστα, είχε διο-γκώσει τον πόνο του.

Μόλις είδε την δοσοληψία μας το μυαλό του πήρε περίεργες στροφές. Δεν γνωρίζω αν θα αντιδρούσε το ίδιο αν δεν είχε πιει, πάντως εκείνη την στιγμή δεν ήταν άνθρωπος. Έμοιαζε περισσότερο με μασκοφόρο εκδικητή. Κόκκινος από το ποτό και τα νεύρα, με το βλέμμα του θολό να κοιτάει αό-ριστα το κενό, και τους μυς του πρησμένους, έτοιμους να σπάσουν. Όταν το σκεφτόμουν πολύ αργότερα μου θύμιζε τον Daredevil.

Μας επιτέθηκε σχεδόν αμέσως. Πρώτα στο βαποράκι, ρίχνοντάς του μια δυνατή σπρωξιά και πετώντας τον στο δέ-ντρο πίσω του. Ύστερα γύρισε σε εμένα και με κοίταξε. Δεν είχε σκοπό να μου επιτεθεί στην αρχή, αλλά εγώ δεν ήξερα τις προθέσεις του και έτσι του επιτέθηκα πρώτος. Τον χτύπη-σα στο πρόσωπο με όση δύναμη είχα. Ήταν θηρίο και ήμουν μισή μερίδα. Δεν κατάλαβε τίποτα. Μου έριξε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι και με δίπλωσε στα δυο. Έπεσα στο χώμα ημιλιπόθυμος. Με μάτια δακρυσμένα από τον πόνο είδα το

7

Page 8: Αντί Χ Λόγου

διήγημα αντί × λόγου

βαποράκι να προσπαθεί να του επιτεθεί με ένα στιλέτο. Το μόνο που κατάφερε ήταν να του κάνει μια πληγή στον ώμο. Εκείνος του έσπασε το χέρι και την μύτη και καθώς ήταν πε-σμένος κάτω συνέχιζε να τον κλωτσάει όπου έβρισκε. Τότε λιποθύμησα εντελώς.

Ξύπνησα στο νοσοκομείο τέσσερις μέρες μετά. Μια νοσοκόμα που με παρακολουθούσε -αποκλειστική έμαθα αρ-γότερα- μου εξήγησε την κατάσταση. Μου είπε πως ο πατέ-ρας μου με είχε φέρει εκεί και είχε πληρώσει για την νοσηλεία μου. Καθαρά ρούχα, αποκλειστική νοσοκόμα, δωμάτιο με ένα κρεβάτι. Τι γινόταν; Ο πατέρας μου κατέβηκε από το χωριό και έκανε όλα αυτά. Για μένα; Και πού βρήκε τα χρήματα; Κάτι δε μου κολλούσε αλλά δεν μπορούσα να το φανταστώ.

Μετά από λίγο μια πολύ γνωστή μορφή μπήκε στο δωμάτιο. Δεν ήταν ο πατέρας μου. Όχι. Ήταν ο μελλοντικός μου σωτήρας. Αλλά εκείνη τη στιγμή θα προτιμούσα να έ-μπαινε ο ίδιος ο διάβολος στο δωμάτιο παρά εκείνος. Όταν τον είδα πάγωσα. Άσπρισα και άρχισα να τρέμω. Η νοσοκόμα ανησύχησε και άρχισε να ελέγχει τον ορό μου και τα όργανα μέτρησης όπου με είχαν συνδέσει.

Εκείνος την καθησύχασε και της είπε να βγει από το δωμάτιο. Εκείνη με ένα δισταγμό κατευθύνθηκε προς την πόρτα ρίχνοντάς μου μια κλεφτή ματιά. Από την τρομάρα μου όμως δεν μπορούσα να της πω τίποτα. Όταν η νοσοκόμα βγήκε από το δωμάτιο, εκείνος πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα μου. Με κοίταξε στα μάτια με ένα διαφορετικό βλέμμα. Με ένα βλέμμα γεμάτο κατανόηση και συμπόνια. Ηρέμησα. Κάτι μέσα μου μου έλεγε πως θα άλλαζαν πολλά στο μέλλον.

Ξεκίνησε να μου διηγείται την ιστορία του. Γεννήθηκε

το ’49 και ήταν μοναχοπαίδι. Η οικογένειά του από γενιά σε γενιά ασκούσε παραδοσιακά το επάγγελμα του σιδερά. Το ίδιο έκανε και αυτός. «Μπορώ να κάνω το σίδερο μαλακό σαν τα φτερά ενός αγγέλου και στη συνέχεια ξανά σκληρό σαν την καρδιά του ίδιου του διαόλου» μου είχε πει χαρακτηριστικά. «Ο πατέρας μου μπορούσε να το κάνει, ο παππούς μου μπο-ρούσε να το κάνει, οι πρόγονοί μου όλοι μπορούσαν να το κάνουν. Το έχω στο αίμα μου».

8

Page 9: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία μια μεγαλύτερή του η οποία πέθανε στη γέννα. Απέκτησε όμως ένα αγοράκι το ο-ποίο υπεραγαπούσε. Καθώς ο γιος του μεγάλωνε προσπαθού-σε να του διδάξει την τέχνη της σιδηρουργίας, αλλά μάταια. Εκείνο δεν ήθελε ούτε να βλέπει τους τόρνους και τις κολλή-σεις. Δεν ήταν ποτέ καλός με τα παιδιά και αυτό άρχισε να φαίνεται με την ανατροφή του γιου του. Δεν είχε και τη μη-τέρα του…

Μεγαλώνοντας δυστυχώς έμπλεξε. Σε εκείνο το ση-μείο της διήγησής του, και ενώ εγώ δεν είχα αρθρώσει κου-βέντα μέχρι τότε, εκείνος άναψε ένα τσιγάρο και σταμάτησε να μιλάει. «Δεν έμπλεξε με παρέες που μπορούσα να ‘‘δω’’» μου είπε μετά από λίγη ώρα, «Αυτοί όλοι ήταν φίδια και βα-τράχια χωμένα μέσα σε τρύπες και μέσα στη λάσπη. Έβγαιναν μονάχα όταν εγώ δεν ήμουν εκεί». Τότε σηκώθηκε και έδωσε μια κλωτσιά στην καρέκλα που καθόταν κάνοντας την κομμά-τια. Μια νοσοκόμα μπήκε έντρομη στο δωμάτιο, αλλά εκείνος της έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα και αυτή αμέσως εξαφανίστηκε στον διάδρομο.

Ο γιος του είχε μπλέξει με πρέζα. Ό,τι και να έκανε δεν μπορούσε να τον ξεκόψει. Κάποια μέρα τον ειδοποίησαν από την αστυνομία πως ήταν νεκρός. Από τότε δεν μπορούσε να ορθοποδήσει. Στη δουλειά του ήταν συνεπής -με κάποιον τρόπο τον ηρεμούσε- αλλά και στο ποτό ήταν συνεπής. Κάθε βράδυ έπινε, για χρόνια. Και κάθε βράδυ μονολογούσε και σκεφτόταν το παρελθόν. Τη γυναίκα του και το παιδί του. Τη γυναίκα του ήθελε να την πάρει ο Θεός έλεγε, είχε συμβιβα-στεί με αυτό. Το παιδί όμως του το «έφαγαν τα σκυλιά» και γι’ αυτό δεν μπορούσε να το χωνέψει.

Ώσπου ένα βράδυ πέρασε εντελώς τυχαία, σουρωμέ-νος από το ποτό έξω από το άλσος όπου σύχναζα. Η συνέχεια ήταν να βρεθώ στο νοσοκομείο και το βαποράκι μου στην φυλακή. Εκείνος δεν φαινόταν πουθενά στα χαρτιά της αστυ-νομίας πως ενεπλάκη. Είχε διασυνδέσεις. Και επίσης δεν είχε σκοπό να με αφήσει από κοντά του.

Το είχε πάρει προσωπικά το θέμα μου. Έχασε μια μά-χη με το γιο του και τα «σκυλιά», αλλά αυτήν εδώ δεν ήθελε να τη χάσει με τίποτα. Το είχε πάρει πολύ προσωπικά και ή-θελε να με σώσει. Να με τραβήξει στην επιφάνεια. Να με απε-ξαρτήσει από τα ναρκωτικά. «Θα σε κάνω άνθρωπο εγώ» μου είχε πει από την πρώτη μέρα στο νοσοκομείο, «τα σκυλιά με τα σκυλιά και οι άνθρωποι με τους ανθρώπους». Αν και δεν γνώριζε τίποτα για εμένα, αν και δεν μου είχε καμία υποχρέ-ωση, θα το έκανε. Και θα το πετύχαινε.

Στις αρχές τον φοβόμουν πολύ. Ήταν πολύ οξύθυ-μος, αλλά πέρα από εκείνη την ημέρα ποτέ δεν σήκωσε χέρι

9

Page 10: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

πάνω μου, ούτε και τον είδα να σηκώνει σε κάποιον άλλον. Ήταν όμως και περήφανος και ντόμπρος. Δεν αθετούσε το λόγο του και ό,τι έλεγε το εννοούσε.

10

Βγήκα από το νοσοκομείο και αμέσως μπήκα σε μο-

νάδα απεξάρτησης. Η μεθαδώνη έγινε η καλύτερή μου φίλη έως ότου απεξαρτήθηκα πλήρως. Στο μεταξύ είχε μάθει την ιστορία μου. Πως είχα φύγει από το σπίτι από τα δεκαεπτά μου, πως με συντηρούσε ο αδερφός μου γιατί είχα τσακωθεί με την οικογένειά μου, πως είχα ποινικό μητρώο από μικρός, πως δεν μπορούσα να βρω δουλειά με τίποτα και γενικά πως δεν είχα στον ήλιο μοίρα.

Ύστερα από τη μονάδα με πήρε σπίτι του. Οι σχέσεις μας είχαν καλυτερέψει αρκετά, αλλά παρόλα αυτά σκεφτό-μουν να τον εγκαταλείψω. Μπορεί να απαξαρτητοποιήθηκα αλλά το μυαλό μου ακόμα ήταν άρρωστο. Είχα το μυαλό ενός αλητάκου. «Σαν κουνάβι είσαι» μου έλεγε, «πας να κάνεις την πονηριά αλλά σε μυρίζουν από χιλιόμετρα μακριά».

Μου έμαθε τη δουλειά του σιδερά, μου έμαθε πώς να βγάζω το ψωμί μου και πως να συμπεριφέρομαι απέναντι στην κοινωνία. Το πιο σημαντικό όμως ήταν που μου έμαθε να αγαπάω, να κάνω φίλους, να εμπιστεύομαι, να μην κοροϊ-δεύω.

Γίναμε αχώριστοι. Με είχε σαν γιο του και τον είχα σαν πατέρα. Τα χρόνια περάσανε. Με συμφιλίωσε με την οι-κογένειά μου. Γνώρισα μια κοπέλα απλή, λαϊκή του κοινωνι-κού του επιπέδου. Μας πάντρεψε εκείνος. Ήμασταν μια οικο-γένεια πλέον οι τρεις μας. Μια κανονική οικογένεια.

Και κάποια μέρα άρχισαν οι αδιαθεσίες. Ζαλιζόταν και

βλαστημούσε, κουραζόταν πολύ εύκολα και ξεσπούσε σε ό,τι έβρισκε. Και αρνούνταν κατηγορηματικά να επισκεφτεί κά-ποιον γιατρό. Οι μέρες περνούσαν. Οι μήνες περνούσαν. Και αυτός πεισματικά δεν ήθελε να δει κανέναν γιατρό, παρόλο που η κατάστασή του χειροτέρευε.

Μια μέρα, λιποθύμησε μέσα στο σιδηρουργείο και χτύπησε το κεφάλι του άσχημα. Τον πήγαμε σε νοσοκομείο και πέρα από τη φροντίδα του χτυπήματος έδωσα εντολή να του κάνουν και γενικές εξετάσεις. Τα νέα ήταν άσχημα. Πολύ άσχημα. Έπασχε από καρκίνο.

Δεν ξέραμε πώς να του το πούμε, πώς να του το φέ-ρουμε, πώς να τον κάνουμε να μη χάσει το θάρος του. Δεν χρειάστηκε όμως. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τι είχε. Δεν χρει-αζόταν τις εξετάσεις για να το καταλάβει. Μας το είπε ο ίδιος.

Page 11: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Μας είπε ο ίδιος αυτό που θέλαμε εμείς να του πούμε. Ο ίδιος το είχε αποδεχτεί, εμείς ήμασταν αυτοί που δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε. Και ιδιαίτερα εγώ.

Δεν το χωρούσε το μυαλό μου. Πώς μπορούσε να εί-ναι δυνατόν; Πώς; Πώς; Έπρεπε κάτι να κάνω. Έπρεπε να τον σώσω, όπως είχε κάνει και αυτός για εμένα. Αρνούνταν να δεχτεί οποιαδήποτε χορήγηση φαρμάκων. Πεισματάρης. Αλλά και εγώ το ίδιο ήμουν στην αρχή. Όμως αυτός τα κατάφερε και από σκυλί με έκανε άνθρωπο και τώρα μπορώ και τον αντικρίζω. Και τώρα πρέπει να ανταποκριθώ στην ανάγκη του.

Μιας και δεν δεχόταν τα φάρμακα έπρεπε να βρω άλ-λους τρ

να αρνούμαι την κατάστασή του και αυτή

όπους. Έτρεξα, ταξίδεψα, έψαξα, βρήκα εναλλακτικές θεραπείες, βρήκα τσαρλατάνους που υπόσχονταν θαύματα, βρήκα λύσεις μέσω νέων τεχνολογιών. Αυτός όμως δεν δεχό-ταν καμιά τους. Είχε αποδεχτεί τη μοίρα του. Δεν τα είχε πα-ρατήσει. Όχι φυσικά, πώς μπορούσε να το κάνει άλλωστε, δεν ήταν στο χαρακτήρα του. Απλώς πίστευε ότι αυτή ήταν η πορεία του. Είχε ολοκληρώσει και τώρα περίμενε. Πάντα με χαμόγελο. Απλά περίμενε.

Εγώ ακόμα συνέχιζα την άβουλη πορεία του προς τον θάνατο. Και όπως

ήταν αναμενόμενο, μιας και δεν του χορηγούνταν φάρμακα, είχε μια πολύ γρήγορη φθίνουσα πορεία και τελικά κατέληξε στο νοσοκομείο.

Τώρα είναι εδώ μπροστά μου, πίσω από αυτή τη λευ-κή πόρτ

ρεί να έκανα ό,τι

× Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

α. Κάθομαι και την κοιτάω τόση ώρα αναλογιζόμενος όλα όσα περάσαμε μαζί. Και τότε συνειδητοποιώ όλη την α-λήθεια που αρνιόμουν τόσο καιρό να κάνω. Για μια ακόμα φορά εκείνος πέτυχε κάτι πολύ σπουδαίο πάνω μου. Αναλογί-στηκα την πορεία του και το ποιος είναι και το κατάλαβα. Κα-τάλαβα γιατί δεν μπορούσα να κάνω κάτι για αυτόν. Γιατί μπορεί κάποιες φορές να θέλουμε κάτι πολύ, πάρα πολύ, μα τότε δεν βλέπουμε αυτό που πραγματικά κρύβεται από πίσω του. Δεν βλέπουμε τον πραγματικό στόχο.

Ο στόχος ήμουν εγώ ο ίδιος. Μποπερνούσε από το χέρι μου και ακόμα περισσότερα γι’ αυτόν, αλλά τα πάντα είχαν αντίκτυπο εμένα. Έτσι το ήθελε αυτός, έτσι το είχε σχεδιάσει. Είχε πετύχει αυτό που ήθελε και πλέον ήταν ελεύθερος να φύγει για να συναντήσει την οικογένειά του. Υποχρέωσή μου ήταν να παραμείνω αυτό στο οποίο με μετέτρεψε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτόν τον ήρωα. Θα τον θυ-μάμαι για πάντα.

11

Page 12: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου πρόσωπα

12

γράφει ο Ηλίας Σμπόνιας

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ «Παρακαλώ σε σταυραετέ για χαμηλώσου λί-

γο και δώσ’ μου τις φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου, πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος», ήταν τα λόγια του Κώστα Κρυ-στάλλη στο ποίημα Σταυραετός. Λόγια που τον χαρακτήρισαν και τον άφησαν γνωστό σαν τον ποιητή του βουνού και της στάνης.

Ο Κώστας Κρυστάλλης γεννήθηκε το 1868 στο Συρράκο Ιωαννίνων. Εκεί έζησε δώδεκα χρό-νια και ύστερα γράφτηκε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Όμως λόγω των συνθηκών που επι-κρατούσαν την εποχή λόγω τουρκοκρατίας, κα-τέφυγε στην Αθήνα, ενώ τα τουρκικά δικαστήρια τον είχαν καταδικάσει ερήμην του σε εικοσιπε-νταετή εξορία επειδή το 1887 είχε δημοσιεύσει το ποίημα «Αι σκιαί του Άδου» που αναφερόταν σε επεισόδια της Επανάστασης του 1821. Εκεί εργά-στηκε αρχικά σε τυπογραφείο και παράλληλα δη-μοσίευε ποιήματά του. Το 1891 προσλήφθηκε ως συντάκτης του περιοδικού «Εβδομάς» αλλά η συνεργασία έληξε μετά από ένα χρόνο, ύστερα από διαφωνίες με τη διοίκηση του περιοδικού.

Υπήρξε σημαντικός Έλληνας ποιητής γιατί έδωσε μια νέα νότα στην ελληνική ποίηση που ως τότε ήταν ψεύτικη ρομαντική, ενώ αυτός μας έδωσε μια γνήσια λεβέντικη ελληνική ποίηση.

Η ποιητική του συλλογή υπήρξε πλούσια με σημαντικότερα ποιήματα: «Το τραγούδι της ξενι-τιάς» που διακρίθηκε σε διαγωνισμό και ο «Σταυραετός». Εξίσου σημαντικά ήταν τα έργα του «Το τραγούδι του τρυγητού» και το «Κέντη-μα του μαντηλιού». Τα πρώτα του ποιήματα «Αι σκιαί του Άδου» και «ο Καλόγηρος της Κλεισού-ρας» είχαν επικό χαρακτήρα ενώ με τις δύο ποι-ητικές του συλλογές που δημοσιεύτηκαν αργότε-ρα εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το πεζογραφικό του έργο (συγκεντρωμένο στον τόμο Πεζογραφήματα) συμβαδίζει με το κλίμα της πεζογραφίας του 1880, ενώ ασχολήθηκε και με τη συλλογή ιστορι-κού και λαογραφικού υλικού και συνεργάστηκε με το εγκυκλοπαιδικό λεξικό των Μπαρτ και Χιρστ.

Με την ποίησή του ο Κώστας Κρυστάλλης μας μ

×

ετέφερε στον κόσμο του χωριού, του βου-νού και της στάνης. Η ποίησή του αγαπήθηκε αμέσως από το κοινό. Σε αυτό συνετέλεσαν όμως και οι δυσκολίες που πέρασε ο ίδιος, που είχαν ως αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση και να πεθάνει στις 22 Απριλίου του 1894, εκεί όπου διέμενε η αδερφή του.

Page 13: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου μουσική

ΤΑΚΟΥΤΣΙΑ ΖΑΓΟΡΙ-ΤΑΚΟΥΤΣΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΖΑΓΟΡΙΣΙΩΝ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Το περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ έγραψε στο τεύχος Οκτω-βρίου:

Τα Τακούτσια (δηλαδή τα παιδιά του Τάκη στην ηπει-ρωτική διάλεκτο) αποτελούν τη μακροβιότερη λαϊκή μουσική κομπανία του Ζαγορίου που συγκαταλέγεται στις πλέον ι-στορικές κομπανίες ανά την Ελλάδα, οι οποίες ταυτίστηκαν με το ρεπερτόριο και το μουσικό ιδίωμα του τόπου τους, εν προκειμένω το ηπειρωτικό δημοτικό τραγούδι. Βαρύ το φορ-τίο, όχι όμως για τις πλάτες αυτών των εκπληκτικών λαϊκών μουσικών, υπό την έννοια ότι η δράση τους αποτελεί μέρος της παράδοσης αυτής της σπουδαίας μουσικής του τόπου μας. Ο Φίλλιπος Ρούντας (δάσκαλος του Πετρολούκα Χαλ-κιά), ο Χρόνης Καψάλης (πατέρας του επίσης σπουδαίου κλαρινίστα Σταύρου Καψάλη) και ο Γρηγόρης Καψάλης ήταν τα βασικότερα κλαρίνα που έγραψαν την πορεία της κομπα-νίας.

Ωστόσο, συμμετείχαν κατά καιρούς ο μεγάλος Τάσος Χαλκιάς, όπως και ο ξακουστός Κίτσος Χαρισιάδης. Επίσης, προπολεμικά στο κλαρίνο ήταν και ο Σταύρος Κόντος. Συμ-μετέχουν και ακούγονται στο cd οι Λάμπρος Μπατζής (βιολί), Λάζαρος Χαρισιάδης (λαούτο), Χαράλαμπος Καβάκος (λαού-το), Χρήστος Λήττος (ντέφι). Μιλάμε για έναν ανεκτίμητο θησαυρό σε μορφή δίσκου ακτίνας, με την ψυχή της ηπει-ρωτικής μουσικής να περικλείεται εντός του.

×

13

Page 14: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Χριστούγεννα! Μόνο μια μέρα

Ο γιατρός ήταν ένας στρουμπουλός τυπάκος με μια άσπρη γε-νειάδα. Ίσως η καρικατούρα που πλησίαζε περισσότερο στη μορφή του Άγιου Βασίλη. Όμως δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ τι δώρο θα μου έφερνε για αυτά τα Χριστούγεννα.

Αφού με εξέτασε αρκετά διεξοδικά, μου ζήτησε να κάνω μια σειρά από εξετάσεις. Πέρασα ούτε λίγο ούτε πολύ όλο το πρωινό μου στο νοσοκομείο. Σαν να μην έφτανε αυτό, μου είπε πως τα αποτελέ-σματα θα ήταν έτοιμα μετά από ένα μήνα. Λίγο πριν τα Χριστούγεν-να.

Καθώς έφευγα από το νοσοκομείο, είδα πολύ πεταχτά το γραφικό γιατρό που με εξέτασε να με κοιτά με ένα περίεργο βλέμμα. Ίσως όμως να κοιτούσε και την ξανθιά ειδικευόμενη νοσοκόμα που περνούσε εκείνη την ώρα δίπλα μου.

§

Όταν γύρισα στο σπίτι κατάλαβα πόσο ανούσια είχα χάσει τη σημερινή μου άδεια. Δεν πρόλαβα ούτε να φτιάξω τη βρύση του μπάνιου που στάζει εδώ και ένα μήνα, ούτε να κάνω εξαέρωση στα καλοριφέρ, ούτε να κάνω φορμάτ στον υπολογιστή μου που σέρνε-ται. Σπατάλησα την τελευταία άδεια του χρόνου για να κάνω ένα ανούσιο τσεκ απ.

Βέβαια, μπορεί να τα παραλέω κι εγώ λιγάκι. Εξάλλου η δου-λειά μου δεν είναι και τόσο χρονοβόρα. Έχω ένα ολόκληρο Σαββατο-κύριακο για να κάνω όλα αυτά που είπα παραπάνω. Κι αν αναρωτιέ-στε τόση ώρα τι κάνω σας λέω πως η δουλειά μου είναι τόσο βαρετή που δεν αξίζει να αναρωτιέσαι τίποτε για αυτήν. Είμαι τραπεζικός υπάλληλος.

Ανύπαντρος τριανταπεντάρης. Όχι ανέραστος, αλλά χωρίς ένα επίσημο ταίρι δίπλα μου για περίπου πέντε χρόνια. Ζω σε ένα μικρό διαμέρισμα που έχω αγοράσει, φυσικά μέσω δανείου της τράπεζας που εργάζομαι. Όμως στα αλήθεια δε με ενδιαφέρουν όλα αυτά.

Εδώ και χρόνια έχω βαρεθεί τη δουλειά μου, τη ζωή μου και τον κόσμο στον οποίο είμαι αναγκασμένος να ζήσω. Θα προτιμούσα να ζω σε μια ατέλειωτη ουτοπία των ονείρων μου. Θα προτιμούσα να ζω σε ένα ψέμα.

Στην πραγματικότητα, η ζωή μου, και οι ζωές των περισσότε-ρων από μας, είναι μια ανελέητη ρουτίνα που καταβροχθίζει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα και μας μετατρέπει σε μηχανικά όντα. Κι ι-διαίτερα στη δική μου ζωή, δεν μπορούσα να βρω ούτε μια φωτεινή ηλιαχτίδα που να μου δώσει ένα κίνητρο να ζήσω.

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μητέρα μου. Πρέπει να έπαιρ-νε για δέκατη φορά να μου υπενθυμίσει πως τα Χριστούγεννα θα φάμε όλοι μαζί.

14

Page 15: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Οι γονείς μου μέναν διακόσια χιλιόμετρα μακριά. Στην κυρι-ολεξία όμως διακόσια. Μετά τα τρία πρώτα χρόνια δουλειάς στην τράπεζα, θα μπορούσα να είχα πάρει μετάθεση πιο κοντά τους, αλλά για να πω την αλήθεια ποτέ δεν τους πεθύμησα τόσο πολύ. Τους επισκεπτόμουν μια φορά το τρίμηνο και ήμασταν όλοι ευχα-ριστημένοι.

Φυσικά η μάνα μου πάντα έβρισκε κάτι να πει για να θίξει το θέμα. Όπως τις προάλλες που πήρε τηλέφωνο και μου λέει

«Καλά βρε άτιμε, δε μας πεθυμάς καθόλου να πάρεις κάνα τηλέφωνο;»

«Αφού δε μ’ αφήνεις να σας πεθυμήσω ρε μαμά, παίρνεις δυο φορές τη μέρα τηλέφωνο».

Αυτοί που ίσως να παραμελούσα πραγματικά ήταν τα αδέρ-φια μου και οι οικογένειές τους. Τους συναντούσα δύο φορές το χρόνο. Μία το Πάσχα και μία τα Χριστούγεννα. Όμως δεν μπορού-σε να γίνει κι αλλιώς. Εκτός του ότι έμεναν κι οι δύο, και η αδερφή μου και ο αδερφός μου, στην άλλη άκρη της χώρας, είχαν και τις οικογένειές τους. Δε μου φαινόταν σωστό να μπλέκομαι στα πόδια τους.

Άλλωστε, μιλούσαμε και στο τηλέφωνο που και που. Η α-δερφή μου είχε παντρευτεί έναν οδοντίατρο και είχαν κάνει και δυο δίδυμα κοριτσάκια. Πρέπει να είναι πέντε χρονών τώρα. Ο αδερφός μου εδώ και ένα χρόνο είναι αρραβωνιασμένος με μια κοπελίτσα, δασκάλα μουσικής.

Από τα παιδικά μας χρόνια ακόμα φαινόταν πως οι δυο τους θα τα πήγαιναν πολύ καλύτερα μεταξύ τους. Εγώ ήμουν πάντα το μοναχικό παιδί. Τα αδέρφια μου, λίγο μικρότερά μου, ήταν ενωμέ-να σαν ένα. Έπαιζαν μαζί, συζητούσαν και συνέπασχαν.

Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που η αδερφή μου θα έ-βγαινε με αγόρι. Ο μόνος που το ήξερε ήταν ο αδερφός μου. Κι εκείνος το είπε στη μάνα μου και το μάθαμε έπειτα όλοι. Και μετά τον πρώτο της χωρισμό, ο αδερφός μου ήταν εκεί για να την πα-ρηγορήσει και να τη βοηθήσει να το ξεπεράσει.

Φυσικά εκείνη του το ανταπέδωσε με αρκετές κοριτσίστικες συμβουλές και μυστικά, για το πώς να τον θέλουν τα κορίτσια. Όχι πως τα είχε και ιδιαίτερη ανάγκη. Ο αδερφός μου ήταν από τους πιο αγαπητούς στον κύκλο του. Κοινωνικός και ευχάριστος. Άν-θρωπος που όλοι θέλουν να έχουν φίλο.

Την αγαπούσα την οικογένειά μου. Όμως το θεωρώ πολύ βαρετό να πρέπει να είμαι συνεχώς κοντά τους. Έχω και την προ-σωπική μου ζωή που να πάρει.

Την επόμενη μέρα στην τράπεζα όλοι οι συνάδερφοι με ρω-τούσαν τι έγινε με τις εξετάσεις. Αυτή ήταν η κλασική πολιτική των τραπεζικών υπαλλήλων. Σου παρίσταναν το φίλο και σε συμπο-νούσαν μέχρι να τους γυρίσεις την πλάτη. Ήταν πράγματα που τα μάθαινες σε όλο τα σεμινάρια της τράπεζας.

15

Page 16: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Απαντούσα σε όλους με ένα νεύμα απορίας και αμέσως ως δια μαγείας όλοι καταλάβαιναν πως τα αποτελέσματα δεν ήταν ακόμα έτοιμα. Εδώ που τα λέμε δεν ήταν και πολύ δύσκολη αυτή η μαγεία, αφού ο καθένας από αυτούς εκεί μέσα είχε κάνει τις ίδιες εξετάσεις τουλάχιστον δύο φορές.

Η μόνη που δεν την είχε κάνει ήταν η νέα κοπελίτσα που ήρθε στην τράπεζα πριν κάνα χρόνο. Ήταν νέα, δραστήρια και ζωηρή. Η φωνή της είχε ένα νεανικό αλλά πολύ σίγουρο τόνο. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και το δέρμα της μελαμψό. Το ύψος της μέτριο και το σώμα της αρκετά προκλητικό. Μου άρεσε πάρα πολύ.

Είχαμε δέκα χρόνια διαφορά. Πώς θα μπορούσα ποτέ να περι-μένω κάτι από μια κοπέλα που είναι δέκα χρόνια μικρότερή μου; Κι έπειτα είναι τόσο ζωτική και κοινωνική που ακόμη και ως συνάδερφο θα με αντιπαθεί. Βέβαια, θα μπορούσα κι εγώ να αλλάξω λιγάκι. Να αφήσω τους ανθρώπους να με προσεγγίσουν. Να γίνω πιο δεκτικός. Όμως, αυτός είμαι και δεν μπορώ να αλλάξω γιατί θα γίνω κάποιος που δεν είμαι.

Από τις οχτώ μέχρι τις δυόμισι στο ταμείο της τράπεζας, δεν αντάλλαζα ούτε μια καλημέρα με κάποιον από τους πελάτες. Το μόνο που ρώταγα, ήταν η συναλλαγή που θέλουν να κάνουν, την έκανα και τους έλεγα ένα ξερό αντίο. Δε θεωρούσα τη συμπεριφορά μου αντι-δραστική ή εκκεντρική. Απλώς προσπαθούσα να κάνω τη δουλειά μου όσο το δυνατόν καλύτερα και γρηγορότερα.

Και στο τέλος της μέρας, ερχόταν στο γραφείο δίπλα μου η καινούρια συνάδερφος. Καθόταν πριν να σχολάσουμε και πότε πότε ανταλλάζαμε και καμιά κουβέντα για το πως πήγε η σημερινή μέρα. Ήταν η καλύτερη στιγμή της μέρας μου.

Μετά γύριζα στο σπίτι και σάχνιαζα μπροστά στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Τα Σαββατοκύριακα πήγαινα στο γήπεδο ή μάζευα κάτι κοπρόσκυλα φίλους μου και παίζαμε κάνα πόκερ ή καμιά ξερή.

Όλη κι όλη αυτή ήταν η ζωή μου. Ένα άχρωμο, ξεκούρδιστο καρουζέλ που με πήγαινε γύρω γύρω σε ένα μονότονο ήχο και μια επαναλαμβανόμενη και κουραστική διαδρομή.

Κι έλαχε οι επόμενες μέρες να είναι οι δυνατότερες της ζωής μου.

Ένας μήνας πέρασε γρήγορα και βρέθηκα ξανά στο νοσοκομείο ένα απόγευμα για να πάρω τις εξετάσεις μου. Ο «Άγιος Βασίλης» με φώναξε στο γραφείο του και ζήτησε να καθίσω. Με ρώτησε αν θέλω καφέ. Του απάντησα αρνητικά.

Ένιωθα ρίγος αγωνίας. Είχα ένα κακό προαίσθημα και το βλέμ-μα του γιατρού μου θύμιζε εκείνο το τελευταίο βλέμμα που μου έριξε πριν φύγω από το νοσοκομείο την ημέρα των εξετάσεών μου. Η ανα-μονή με σκότωνε. Ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω όταν ο γιατρός άνοιξε επιτέλους το στόμα του και λάλησε.

16

Page 17: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

«Οι εξετάσεις φοβάμαι πως δυστυχώς δεν είναι ακόμη έτοι-μες».

Αϊ στο καλό. Τόσος τρόμος για το τίποτα. Μου ζήτησε να ξα-νάρθω σε μια βδομάδα. Ήμουν τόσο ξαλαφρωμένος από την πίεση που δε σκέφτηκα πως σε μια βδομάδα ήταν παραμονή Χριστου-γέννων.

§

Απόγευμα. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Αποφάσισα να συναντήσω τότε το γιατρό, απομίμηση του Άγιου Βασίλη. Όμως το δώρο που μου είχε φέρει δεν ήταν καθόλου απομίμηση. Ήταν πέρα για πέρα αληθινό.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είπε δε χρειάζονται πολυλογίες και μι-σόλογα. Θα σου το πω απερίφραστα και μεμιάς. Αν χρειαστείς βοή-θεια και στήριξη το κέντρο ψυχολογικής στήριξης του νοσοκομείου μπορεί να σε δεχτεί και τώρα αμέσως. Δεν άντεξα άλλο και ούρλιαξα.

«Γιατρέ, πες μου τι στο καλό συμβαίνει; Τι έχω;» «Πάσχετε από μια σπάνια νόσο που προσβάλλει και σιγά σιγά

απενεργοποιεί το νευρικό σύστημα. Υπολογίζουμε πως σας «χτύπη-σε» πριν δυο μήνες. Η ανεξήγητη κούραση που νιώθετε οφεί-λεται σ’ αυτό.»

Μέχρι εδώ σας περιέγραψα το περιτύλιγμα, γιατί το πραγ-ματικό δώρο ήταν η τελευταία φράση που άκουσα από τα χείλη το γιατρού.

«Πιστεύουμε πως ζείτε τις τελευταίες μέρες της ζωής, ίσως την τελευταία και δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να αποτρέψουμε αυτό το γεγονός».

Το μυαλό μου άρχισε να τρέχει σαν τρελό. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακολούθησε και το σώμα. Έτρεχα άσκοπα στο δρόμο. Είχα τρελαθεί. Δεν ήξερα τι να κάνω, τι να σκεφτώ. Τι κάνει ένας αν-θρωπος με μια μέρα ζωής;

Και ξαφνικά, όλα μπήκαν στη θέση τους. Η ζωή μου, η αρρώ-στια μου, το μικρό μου μέλλον. Όλα.

§

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Πήγα στο διαμέρισμά μου και έστειλα μηνύματα από το κινητό μου σε όλους τους γνωστούς ακόμη και τους άγνωστους και τους είπα πως χάρηκα πολύ που τους γνώρι-σα και πως λυπάμαι που δεν μπορέσαμε ποτέ να έρθουμε πιο κοντά.

Πρωί πρωί πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου και της είπα πως τους έχω πεθυμήσει και πως δεν έβλέπα την ώρα να βρεθούμε αύριο.

συνέχεια στην σελ. 20

17

Page 18: Αντί Χ Λόγου

απαντήσεις αντί × λόγου

γράφει η Μοσχοπούλου Κατερίνα

ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ!!

Πίστευα ότι το διεκδικούσα με τον κατάλληλο τρόπο,

την κατάλληλη στιγμή και με τα κατάλληλα μέσα. Παρόλα αυτά, στην προσπάθειά μου

18

να γράψω τη λέξη «ΘΕΛΩ»

συνεχίζω να φαντάζω ανορθόγραφη και ανίδεη για το περι‐εχόμενό της, τη δύναμη που περικλείει και τη ζωντάνια που προσφέρει. Εύκολα την περιγράφεις μα δύσκολα τη ζεις. Την επιθυμείς αλλά εκεί που πιστεύεις ότι την έχεις μετου‐σιώσει σε έργα και πράξεις είναι πολλές φορές πιθανό να συνειδητοποιήσεις πως σε «κοιτάει» από μακριά. «Πώς θα σε φτάσω;» αναλογίζεσαι. «Πώς θα σε γνωρίσω και θα σε επιδιώξω σωστά;». Το περίεργο είναι ότι αυτές οι σκέψεις βασανίζουν πάσης φύσεως ηλικίας ανθρώπους. Ήταν , όμως, και παλαιότερα έτσι; Γιατί ποτέ δεν γράφτηκε η ιστορία του «θέλω»; Το τι μπορείς να κανείς με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο το αναγνωρίζεις, αλλά αν στο «μπορώ» εμπλακεί και το «θέλω» είναι γεγονός ότι μερικές φορές αυταπατάσαι.. Ας το εξετάσουμε αντίθετα το ζήτημα. Τι δεν θέλω να κάνω, να πω, να δω, να σκεφτώ, να αναρωτηθώ, να ασχοληθώ, να εξετάσω, να μαγειρέψω, να φάω, να..; Εύκολα τα λες αλλά είναι σίγουρο ότι ποτέ δεν θα τα πρά‐ξεις; Πολλές φορές κάνεις πράγματα που θεωρείς πως θες αλλά στην ουσία δεν τα θες , γιατί και η πίστη μας ότι αυτό που κάνουμε είναι και αυτό που η θέλησή μας μάς υποδει‐κνύει είναι συχνά παραπλανητική αλλά εξίσου δυνατή. Η ελευθερία είναι αυτή που μας βοηθάει στην επιτυχή ανα‐ζήτηση των «θέλω» μας. Ελευθερία.. Κατακτήθηκε αρκετές φορές αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν την αφήσαμε να μιλή‐σει. Αντιμετωπίστηκε ως το λάφυρο του πολέμου που πα‐ρότι τη θέλαμε και αγωνιούσαμε γι' αυτή, στο τέλος τη σκλαβώσαμε και με κάποιο τρόπο , κάποια στιγμή , συνει‐δητά ή ασυνείδητα την εξαγοράσαμε. Με τι; Με το φόβο; Φοβόμαστε; Ο φόβος τελικά σε λυγίζει, σε τιθασεύει και σε κάνει να λησμονείς το θάρρος και την τόλμη. Όλα αυτά κα‐

Page 19: Αντί Χ Λόγου

ποινικά αντί × λόγου

19

ταφέρνει να στα πάρει και, αργότερα, να στα επιστρέψει σηματοδοτώντας και τη δημιουργία ενός άλλου λεξικού που οι σημασίες του θάρρους και της τόλμης είναι αυτές του θράσους. Έτσι, έχουν παρερμηνευθεί καιροί ολόκληροι και εγχειρήματα που εμπερικλείουν. Γιατί δεν την εξαγο‐ράσαμε με τη δύναμη, το σθένος, την αγωνιστικότητα και τη δημιουργικότητα; Τόσο αυτά όσο και ο φόβος απαιτούν συνεχή ανατροφοδότηση με σκοπό να διατηρηθούν , γιατί, όμως, ο φόβος; Ποια είναι η αλήθεια τελικά και πότε θα ακουστεί; Μήπως η αλήθεια είναι η αρχή που θα βοηθήσει συνειδητά και σταθερά να βρω αυτό που θέλω επιδιώκο‐ντάς το με τον κατάλληλο τρόπο, την κατάλληλη στιγμή και με τα κατάλληλα μέσα; Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες έχω παρευρεθεί σε συζητήσεις μεγαλυτέρων με την εμπειρία των καιρών και των επιλογών τους. Όσες φο‐ρές συνέβη να εξηγήσουν ένα γεγονός η άποψή τους ήταν αυτή: «Η ανάγκη είναι που σε κάνει να μηχανεύεσαι τέ‐τοιες κινήσεις». Ναι, αλλά η θέληση τι ρόλο παίζει; Η θέλη‐ση είναι δυνατό να σε θέσει σε εγρήγορση και να κάνει τα αδύνατα να γίνουν δυνατά καθώς και το αντίστροφο. Βέ‐βαια, και η ανάγκη θα μπορούσε να επηρεάσει τη θέλησή σου. Εμείς , όμως, ποιους μπορούμε να επηρεάσουμε; Τι ρόλο έχουμε αναλάβει απέναντι σ' αυτά; Του καταναλωτή ή του ενεργητικού αποσπάστη πληροφοριών, ερεθισμάτων και καταστάσεων; Θα επέλεγα ..το τρίτο, εφόσον αυτό πι‐στεύω ότι θέλουμε. Ευέλικτοι και εναλλακτικοί. Την αλή‐θεια δεν λέω; Ή μήπως φοβάμαι να την πω; Άλλωστε, και εγώ ένα μέρος του προβλήματος είμαι.

×

Page 20: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

συνέχεια από σελ. 17 Ήταν η καλύτερή μου μέρα στη δουλειά. Έλεγα στους πά-

ντες καλημέρα κι εκείνοι δειλά δειλά στην αρχή και με θάρρος στη φωνή έπειτα μου αποκρίνονταν και μου έλεγαν διάφορα κωμικά ή απλά γεγονότα που τους συνέβησαν ώσπου να έρθουν στο ταμείο.

Κι έπειτα στο τέλος δεν μπορούσα να μην πω στην κοπελί-τσα, που κάθισε δίπλα μου για άλλη μια φορά, πόσο όμορφη είναι. Κι εκείνη μου είπε με έναν ποταμό λέξεων πως ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Ήμουν ο λόγος που συνέχιζε τη βαρετή δουλειά της στην τράπεζα. Της ζήτησα να βγούμε.

Το απόγευμα κέρασα σε όλους τους ένοικους της πολυκα-τοικίας σοκολατάκια. Κάθισα μαζί με όλους από λίγα λεπτά και τους γνώρισα. Ήταν καταπληκτικοί και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Τους αποχαιρέτησα όλους σαν δικούς μου ανθρώπους.

Το βράδυ ήταν τέλειο. Η κοπέλα θα μπορούσε να είναι ο έρωτας της ζωής μου. Και τώρα που το σκέφτομαι είναι ο έρωτας της ζωής μου. Μου έλεγε πως με ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγ-μή και πως περίμενε να της μιλήσω εδώ και μήνες. Κι ακόμη πως οι μέρες στην τράπεζα δεν περνούσαν όταν έλειπα. Ήθελα να της τα δώσω όλα.

Ήταν η μόνη που έμαθε για την αρρώστια μου. Στην αρχή δεν μπορούσα να τη συνεφέρω, μα όταν της είπα πως φεύγω ευ-τυχισμένος ξέροντας πως μια κοπέλα σαν κι αυτή μ’ αγάπησε τα δάκρυά της σταμάτησαν. Με φίλησε τόσο δυνατά που έμοιαζε πως το φιλί της θα κρατήσει και μετά θάνατον.

Περάσαμε όλη τη νύχτα μαζί, μιλώντας για τη ζωή μας και για το πώς θέλαμε να ήταν. Εγώ αναπολούσα στιγμές της ζωής μου και σκεφτόμουν τι θα ήθελα να αλλάξω. Εκείνη έλεγε πως σκεφτό-ταν τη ζωή της μαζί μου.

Από τα χαράματα σχεδόν πήγα στο σπίτι των γονιών μου. Η μάνα μου έκανε σαν να τα ήξερε όλα. Ποτέ δεν μπορείς να κρυ-φτείς από τη μάνα.

Έπαιξα με τα ανίψια μου και γνώρισα καλύτερα την αρρα-βωνιαστικιά του αδερφού μου. Τα μεν ανίψια μου μού έδειξαν τη μεγαλύτερη αισιοδοξία και ξεγνοιασιά στη ζωή, η δε μέλλουσα νύ-φη μου μού έμαθε μέσα σε δυο λέξεις που ανταλλάξαμε την πραότητα και τη γαλήνη της ανθρώπινης φύσης.

Μετά το φαγητό ζήτησα από τα αδέρφια μου να πάμε για έναν περίπατο. Περπατήσαμε στους δρόμους που μεγαλώσαμε και συζητήσαμε για τις παιδικές γκάφες και σκανταλιές μας. Κι όπως είμαστε στη μέση του δρόμου πλάι στην πλατεία που μεγαλώσαμε, άνοιξα τα χέρια μου και τους έκλεισα μες στην αγκαλιά μου.

«Σας αγαπώ και τους δυο πάρα πολύ κι ας μη σας το λέω συχνά. Θέλω να το ξέρετε αυτό. Και σας ζητώ συγγνώμη που δεν ήμουν πάντα δίπλα σας».

20

Page 21: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Η αδερφή μου άρχισε να κλαίει κι αδερφός μου με έσφιξε πιο δυνατά. Μου ψιθύρισαν κι δυο μαζί πως είμαι ο αγαπημένος τους μεγάλος αδερφός.

Όταν γυρίσαμε σπίτι ρώτησα τη μάνα μου αν μπορούσα να κοιμηθώ απόψε εκεί. Παραξενεύτηκε γιατί πάντα έφευγα και ποτέ δεν περνούσαμε το βράδυ το Χριστουγέννων μαζί, αλλά μου απά-ντησε πως το κρεβάτι μου είναι ελεύθερο. Ύστερα την έπιασαν τα κλάματα. Σαν να τα είχε καταλάβει όλα.

Το βράδυ καθίσαμε όλοι γύρω από το τζάκι. Ένιωθα σαν να είχα κατακτήσει όλο τον κόσμο. Μετά από λίγη ώρα ο πατέρας μου νύσταξε και σηκώθηκε να ξαπλώσει για ύπνο. Τον ακολούθησα και ανεβήκαμε μαζί στην κρεβατοκάμαρα. Μέσα σε δυο κουβέντες είπαμε τα πάντα.

«Μπαμπά, σ’ αγαπώ. Είσαι ο καλύτερος». «Είμαι περήφανος για εσένα γιε μου». Όταν βγήκα από το δωμάτιο ένιωθα ανεξήγητα κουρασμέ-

νος, όπως ακριβώς το είπε κι ο γιατρός. Είδα τη μαμά να ανεβαίνει και της έκανα νόημα να έρθει προς το δικό μου υπνοδωμάτιο.

Μπήκε στο δωμάτιο κλαίγοντας. Εγώ είχα ξαπλώσει κι ήμου-να έτοιμος να κοιμηθώ. Έσκυψε δίπλα μου και με τις λίγες δυνά-μεις που μου είχαν απομείνει προσπάθησα να της μιλήσω.

«Μαμά, θέλω να ξέρεις…» «Ξέρω. Όλα τα ξέρω». «Σ’ αγαπώ μαμά». «Κι εγώ σ’ αγαπώ. Πιο πολύ κι από τη ζωή μου. Πιο πολύ». Ήξερε τα πάντα κι όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η

αιώνια μοίρα της μάνας. Να ξέρει τα πάντα και να μη μιλά. Να πο-νά και να το κρατά μέσα της. Να πεθαίνει πάντα για τα παιδιά της.

Κοιμήθηκα. Κι ήταν τόσο γλυκός κι ευτυχισμένος ύπνος με-τά από αυτές τις δυο υπέροχες μέρες που δε θέλησα να ξυπνήσω ποτέ. Ποτέ.

× Αντώνης Γιαννόπουλος

21

Page 22: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου ποίηση

γράφει ο ‘Ελενος Χαβάτζας

Γυμνό Ι ( Πορτραίτο για δύο)

Παιδιά παρασυρμένα σαν άτακτα πινέλα στου Μαΐου τις κλίμακες κάποιος φροντίζει γι όλα αυτά να έχουν ένα χρώμα. Σαν καλοκαίρι που λύνει αργά τα ξανθά μαλλιά του πυρπολώντας χωράφια ακτές τα ξερά στήθη των ελαιώνων

Εκδοχές εσύ Κάπως έτσι το φαντάζομαι: μ’ ονειρεμένους ίσκιους Κάπου κάπου να φιλοξενώ ένα ναυάγιο περπάτησε γυμνή κάτω απ’ τον ήλιο. τα φώτα από τις γιορτές να σοβαρεύουν κι όνειρα κι επισκέπτες με λέπια τροπικών να φτάνουν στην είσοδο και να χτυπούν – Ή εκείνη που τα δάχτυλα της κύλησαν στις πλάτες μου θερμά σαν ποταμάκια που σχηματίζουν οι καλοκαιρινές νεροποντές – να κρατά ένα λουλούδι της Άνοιξης περιμένοντας να της Ανοίξω τ’ Απριλιάτικο παραθύρι επιδιδόμενος σ’ εξομολογήσεις τρυφερές Κι άλλες φορές πάλι, να κρατώ εγώ μικρές βαλίτσες σε μεγάλες πολιτείες σε άγνωστα νησιά ξεχνώντας ρέστα μου εδώ κι εκεί στις φωλιές και τις τσέπες των ανθρώπων. Κι ούτε ένα χελιδόνι θα μπορεί να κρατηθεί από τούτες τις λέξεις που κοσμούν τις σιωπές των ματιών μου ούτε η αστραπή να μαυρίσει τα πολύχρωμα εξωτικά λοφία τους. Μα πάντα σε κάποιας τα μάτια θ’ αστρά‐φτουν στο τέλος, μπήγοντας σπίθες ’κει που φτάνει μόνο σκοτάδι.

22

Page 23: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου ποίηση

Παρατηρητής Το ξέρω με παρακολουθεί κάποιος όταν τρελαίνομαι και βγάζω αφρούς όταν πέφτω σ’ ύπνο με φριχτούς αναπνευστήρες και γδύνομαι απ’ όλα τα λουλούδια που ως τώρα είχα ονειρευτεί. Το ξέρω με παρακολουθεί κάποιος να βρίσκομαι χιλιόμετρα μακριά από τις πύλες ν’ ισορροπώ στους τένοντες π’ αφήνει η νύχτα απ’ το άγριο ασημένιο γεύμα. Και πηγαίνω στην έρημο αδέσποτος γλείφομαι στις πληγές ενός δέντρου μα το ξέρω πως αυτά δεν είναι μάτια καμιάς αγάπης που ψύχονται πίσω από τις πλάτες και γυαλίζουν αφού γνωρίζω καλά πόσοι λίγοι μπορούν να μισήσουν σαν ήλιοι αγαπούν όχι μονάχα σαν φεγγάρια. Το γνωρίζω αυτό έχοντας αφήσει αποτυπώματα σε κορμιά π’ ήθελαν να πεθάνουν έχοντας πιστέψει σε νύχτες π’ αδειάζουν σαν σύριγγες πάνω στην αυγή ή σε ψυχές π’ υποφέρουν μόνο έχοντας κάτι να περιμένουν. Κι ακόμη, επειδή φυλακίστηκα κάποτε κι εγώ ξανά και ξανά χωρίς επισκεπτήρια και λίμες αλλά με του σκοινιού την ανάσα αθόρυβα κρεμασμένη από το ταβάνι κι αφού πήρα συχνά το μερίδιο του Θανάτου μια μέρα γέμισα με χώμα όλα τα στόματα από τις αγάπες σπέρνοντας μέσα τους γαλάζιες φυλές ποίησης.

23

Page 24: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Κέντρεν Η νύχτα είχε πέσει βαριά και παγωμένη στην πόλη

του Άνθλαμαρ. Ο Κέντρεν περπατούσε στο λασπωμένο δρόμο, τυλιγμένος με το βαρύ δερμάτινο μανδύα του. Η φήμη του είχε απλωθεί στο βασίλειο των εμπόρων που πλήρωναν αδρά για τις ικανότητές του και ο ίδιος είχε έρθει στην πόλη της ανομίας για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Είχε κληθεί σε αυτή την πόλη της διασκέδασης, οι υπηρεσίες του είχαν κριθεί απαραίτητες.

Οι μοναδικοί άνθρωποι που είχε συναντήσει ως τώρα, ήταν ρυπαροί γέροι και γριές, ντυμένοι με κουρέ- λια. Οι προνομιούχοι τους κάθονταν στοιβαγμένοι γύρω από μικρές φωτιές τρώγοντας αρουραίους των υπονόμων που καψάλιζαν στις φλόγες. Οι υπόλοιποι περίμεναν να ορμήσουν στα απομεινάρια των εκλεκτών εδεσμάτων που οι κρατεροί πετούσαν. Η αναμονή τους δεν διαρκούσε πολύ. Που και που κανένα μισοφαγωμένο τρωκτικό πεταγόταν προς το μέρος τους και αυτοί χυμούσαν σαν όρνια πάνω του, τα ράμφη τους χαλασμένα δόντια, οι κραυγές τους απειλές και βρισιές. Χρησιμοποιούσαν οποιοδήποτε μέσο έβρισκαν για να πάρουν το πολυπόθητό τους γεύμα. Πέτρες, ξύλα, δόντια ή νύχια για να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό. Και όταν η νίκη τους επιτυγχανόταν, κάθονταν παράμερα και απολάμβαναν το τρό-παιό τους.

Ο Κέντρεν δεν άντεχε τη δυσοσμία και την κακοφωνία τους, έβγαλε ένα μαντήλι, κάλυψε τη μύτη του και άνοιξε το βήμα του. Συνειδητοποίησε μετά από λίγο ότι είχε παρέα. Τρεις γέροι τον ακολουθούσαν. Ο αρχηγός τους, ένας καμπουρια-σμένος σαπρός, κρατούσε ένα σκουριασμένο σίδερο στα χέρια του. Τα πρωτοπαλίκαρά του, ένας χτικιασμένος μονόφθαλμος και ένας σπυριασμένος κουλός, εξοπλισμένοι με χοντρά ξύλα πλάι του. Ο Κέντρεν ήξερε ότι δεν θα τολμούσαν να του επιτε-θούν. Του έδειχναν απλά ότι αυτή ήταν η περιοχή τους, του έδειχναν τα σάπια δόντια τους.

Τα φανάρια στο δρόμο πλήθυναν και η λάσπη άλλαξε σε πλακόστρωτο, οι ακόλουθοί του τον άφησαν και επέστρεψαν στις φωλιές τους.

Κατευθύνθηκε προς το ταβερνείο όπου τον περίμε-ναν. Οι πόρνες επιδείκνυαν τα πλαδαρά τους σώματα σε κάθε γωνία του δρόμου. Προσκαλούσαν με τα φτηνά τους χαμόγελα και εκδήλωναν την τρυφερότητά τους, δείχνοντας τα στήθη τους ή όποιο άλλο σημείο του σώματός τους θεωρούσαν πιο όμορ-φο. Το πλήθος, νέοι, γέροι, γυναίκες και άνδρες, επόπτευε τα

24

Page 25: Αντί Χ Λόγου

σάρκινα προϊόντα. Το βλέμμα του χαμένο, τα μάτια του γυάλινα. Έκανε κύκλους γύρω από τα σκεύη του πόθου του προτού τα επιλέξει. Ψηλάφιζε, πασπάτευε, θαρρείς και δεν πίστευε ότι αυτό που βρισκόταν μπροστά του ήταν πραγματικό. Πολλοί από αυ-τό παραλάμβαναν το εμπόρευμα επί τόπου. Η άσβεστη λαγνεία τους ζητούσε πλήρωση, αδιάφορη προς το χώρο τέρψης. Τα μουγκανητά από τα σκοτεινά σοκάκια, το ίδιο δυνα-τά με τις φωνές και τα γέλια από τις μεθυσμένες παρέες. Προσπερνούσε ατάραχος από το θέαμα, το είχε δει να επαναλαμβάνεται δεκάδες φορές στις πόλεις που είχε γνωρίσει. Οι άνθρωποι μπορεί να άλλαζαν τα ονόματα, αλλά αυτές πάντα παρέμεναν ίδιες.

αντί × λόγου διήγημα

Το ταβερνείο τον υποδέχτηκε με παράτονες δυνατές συγχορδίες. Οι θαμώνες κά-θονταν μαζί με θηλυκά νοικιασμένα για το βράδυ. Απλωμένοι σε όλο το χώρο, γλεντού-σαν πίνοντας και τραγουδώντας. Βρήκε ένα από τα λίγα άδεια τραπέζια και κάθισε. Τα γέλια τριγύρω αντηχούσαν εκκωφαντικά στα αυτιά του, κενά μεθυσμένα γέλια.

Ένα όμορφο κορίτσι τον πλησίασε, του χάρισε το πιο αθώο χαμόγελό του. «Θέλεις παρέα;» τον ρώτησε γλυκά, πλέκοντας τα χέρια της. Ο Κέντρεν μπορούσε να διακρίνει πέρα από την προσποίηση. Μικρές αυλακώσεις

που ρυτίδωναν το αθώο προσωπείο. Γνώριζε ότι η αθωότητα ήταν ένας ρόλος πια, είχε χαθεί πριν από πολλούς αγοραστές. Ένα πρόσωπο νέο μα ταυτόχρονα τόσο γερασμένο.

Η μικρή συνέχισε την παράστασή της, οι λέξεις της έβγαιναν παράδοξα δυνατές από το μικρό της στόμα. Τα λόγια της προσπαθούσαν να συναινέσουν στην εικόνα που είχε κατασκευάσει. Δεν είχε σημασία τι έλεγε, μόνο ο τρόπος που το έλεγε. Προσέφερε αυτό που ακριβώς δεν είχε, αγνότητα.

Ένα νεύμα του επιστάτη που τριγυρνούσε μέσα στο ταβερνείο τη διέκοψε απότο-μα. Το κορίτσι κατευθύνθηκε προς άλλο τραπέζι όπου οι πελάτες περίμεναν να ανακα-λύψουν τα πολυάριθμα ταλέντα της.

Ο θεόρατος μισόγυμνος μαύρος πλησίασε το τραπέζι του μισθοφόρου. «Είσαι ο Κέντρεν;» τον ρώτησε ορθώνοντας το ανάστημά του πάνω από το τραπέζι. Ο Κέντρεν έγνευσε καταφατικά. «Ακολούθησέ με» είπε σε σπαστά Ανθλαμοριανά. Τον οδήγησε στην πίσω πόρτα, εκεί όπου τον περίμεναν. Ο έμπορος καθόταν σε μια βελούδινη πολυθρόνα και άρπαζε με τα χέρια κομμά-

τια από το γουρούνι που είχε μπροστά του. Έτρωγε με λαιμαργία χωρίς να έχει δώσει σημασία στην παρουσία του καλεσμένου του. Ο μαύρος έφυγε αφήνοντάς τους μόνους.

«Κάτσε» έκανε με γεμάτο το στόμα, δείχνοντας την καρέκλα που βρισκόταν μπροστά από το γραφείο του.

«Θέλω να σκοτώσεις κάποιον για μένα» είπε χωρίς να αφήσει το μπούτι που μα-σούσε αχόρταγα.

«Εκατό χρυσά, πενήντα τώρα και τα υπόλοιπα όταν τελειώσεις τη δουλειά» σήκω-σε τα μάτια του από το γουρούνι, έψαξε για κάποια αντίδραση και έπειτα συνέχισε.

«Θα τον βρεις αύριο πριν δύσει ο ήλιος, έξω από το νεκροταφείο της πόλης. Θα έχει και μερικούς άνδρες μαζί του, αλλά δεν πιστεύω να σου προκαλέσουν κάποια δυ-σκολία. Βλέπεις, δεν είναι της τιμής σου».

25

Page 26: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Από το μπούτι δεν είχε μείνει τίποτα παρά μόνο κόκαλα.

«Δέχεσαι;». Τα μικρά καφέ μάτια του ε-μπόρου περίμεναν απάντηση.

Ο Κέντρεν αποδέχτηκε την πρότασή του. «Ωραία, τότε ας κλείσουμε τη συμφωνία

μας με μια πρόποση». Σηκώθηκε και ύψωσε το κύπελλο μόνος

του, υψώνοντας ταυτόχρονα και τη φωνή του. «Στο αίμα του ανταγωνιστή μου. Να καίγε-

ται στις επτά κολάσεις». Το κρασί ξεχείλισε κόκκινο από το στόμα

του έμπορου. Άφησε το ποτήρι με δύναμη στο τραπέζι, το κεφάλι του γουρουνιού κοιτούσε τον τοίχο.

«Μπρουλ» φώναξε. Ο επιστάτης μπήκε αμέσως μέσα. «Μπρουλ φέρε τις μικρές» διέταξε το μαύ-

ρο. «Τώρα επιτέλους διασκέδαση» είπε ο έμπορος και τα χρυσά του δόντια έ-

λαμψαν στο φως των κεριών. «Ορίστε η προκαταβολή μισθοφόρε» είπε ο έμπορος μειδιώντας, τα διαμα-

ντένια δαχτυλίδια έσπαγαν την εικόνα του σε ανόμοια θλάσματα. Έβγαλε ένα πουγκί από ένα συρτάρι και το πέταξε. Ο μισθοφόρος το έπια-

σε στον αέρα, το άνοιξε και άρχισε να μετρά τα νομίσματα. Τρία λεπτά κορίτσια με κατάλευκο δέρμα εμφανίστηκαν στην πόρτα. Οι

διάφανες εσάρπες τους αποκάλυπταν το γυμνό τους σώμα. «Κουμ - Κουμ» έκαναν οι δύο ξανθές τρέχοντας προς το μέρος του έμπο-

ρου. Κρεμάστηκαν πάνω του χαϊδεύοντας και φιλώντας τον. «Τι δώρα μας έφερες αυτή την φορά Κουμ - Κουμ;» ρώτησαν ναζιάρικα ενώ

τα χείλη τους βρίσκονταν πάνω στο παχύ σώμα του έμπορου. Το βλέμμα του έμπορου έπεσε στην τρίτη που στεκόταν φοβισμένη δίπλα

στην πόρτα. «Τι έχουμε εδώ, μια καινούρια...» ο έμπορος χαμογέλασε πονηρά. «Εσένα δε σε έχω δοκιμάσει ακόμα». Έδιωξε τις μικρές από πάνω του. «Έλα στον μπαμπά Κουμ - Κουμ» είπε και άνοιξε τα χέρια του. «Θα σε γε-

μίσει δώρα». Πενήντα. Ο Κέντρεν έβαλε το χρυσάφι στο πουγκί του και σηκώθηκε να

φύγει. Αντίκρισε τη μικρή πλάι στην πόρτα. Έτρεμε. «Εάν δεν έρθεις εσύ στον Κουμ, τότε ο Κουμ θα έρθει σε εσένα» άκουσε το χοντρό έμπορο να λέει γλυ-κά βαδίζοντας προς το μέρος της, το χαμόγελό του ένα στρεβλό κάτοπτρο καλο-σύνης.

Το κορίτσι παρέμενε εκεί κοιτώντας τον Κέντρεν παρακλητικά. Δεν ήταν δουλειά του σκέφτηκε, προσπαθώντας να αποδιώξει το βλέμμα που είχε κρατη-θεί από κάποιο σημείο που και ο ίδιος είχε ξεχάσει πως υπάρχει.

Ο έμπορος κόλλησε το σώμα του πάνω της, έπιασε τους λεπτούς καρπούς της. Τα μάγουλά του χρωματισμένα από επιθυμία, οι κόρες των οφθαλμών του διασταλμένες.

«Γιατί παιδί μου αποφεύγεις τον μπαμπά Κουμ - Κουμ;» ρώτησε, η φωνή του βαριά από λαγνεία.

«Είσαι…είσαι αηδιαστικός» κόμπιασε αδύναμα, τα μάτια της δακρυσμένες γαλάζιες λίμνες.

Τα δακτυλίδια του κοκκίνισαν την επιδερμίδα, βάφηκαν άλικα πάνω στο άχραντο πρόσωπό της.

«Σκύλα» φώναξε και τη χαστούκισε ξανά. «Θα μάθεις να με υπακούς. Θα σε κάνω να με λατρεύεις σαν θεό» ούρλιαξε

μανιασμένα και οι δυο ξανθές ζάρωσαν πίσω από την βελούδινη πολυθρόνα. Τράβηξε την εσάρπα και την έσκισε.

26

Page 27: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Δεν ήταν δουλειά του. Η πόρτα απείχε μόλις λίγα μέτρα. Μόλις έβγαινε, αυτή η ενοχλητική παράσταση θα εξαφανιζόταν, οι φωνές του εργοδότη του θα χανόντουσαν, η μουσική θα κάλυπτε τα πάντα. Τα νομίσματα κουδούνιζαν στο πουγκί του.

«Θα το κάνουμε τότε δύσκολα τσουλάκι». Ο έμπορος βαριανάσαινε σαν ζώο που έφτανε σε οργασμό. Κρατούσε το κορίτσι

ακίνητο πιάνοντας με το ένα του χέρι τα δικά της λεπτεπίλεπτα χέρια και με το άλλο θώπευε το στήθος της. Της άλλαξε θέση, το πρόσωπό της να κοιτάει τον τοίχο, άρχισε να γλείφει το σβέρκο της. Κατέβασε το μεταξένιο παντελόνι του…

Το χέρι του Κέντρεν έκλεισε γύρω από τον ώμο. Ένα βογκητό πόνου ξέφυγε

από τα χείλη του εμπόρου. Γύρισε και αντίκρισε το παγωμένο βλέμμα του μισθοφό-ρου. Υπήρχε φόνος στα μάτια του.

«Φτάνει», ο ήχος κοφτερός σαν καλακονισμένο ατσάλι. Ο έμπορος σήκωσε άτσαλα το παντελόνι του, η φωνή του άλλαξε χροιά, έγινε

μειλίχια. «Καλά, δε χρειάζεται να θυμώνεις» είπε απολογητικά. «Πάρε την εσύ εάν τη θέλεις τόσο, σου τη δωρίζω. Αλλά να προσέχεις, είναι ατί-

θαση, σε προειδοποιώ σαν φίλος. Τώρα μπορείς να πάρεις το χέρι σου σε παρακαλώ. Νιώθω λίγο άβολα έτσι». Η απειλή ευδιάκριτη στα λόγια του, έσταζε δηλητήριο.

Ο Κέντρεν ανέκτησε τη λογική του, άφησε τον έμπορο και απομάκρυνε το χέρι του από τη λαβή του σπαθιού του, που έπιανε ασυναίσθητα.

«Είσαι πράγματι δυνατός» είπε ο έμπορος τρίβοντας τον πονεμένο ώμο του. «Χαίρομαι που σε έχω στη δούλεψή μου». Η λέξη αντήχησε στο μυαλό του Κέντρεν, υπενθύμιση της θέσης του.

«Ορίστε άλλα δέκα χρυσά για να μη νομίζεις ότι η συμφωνία μας έχει χαλάσει. Πάνε γλέντα με τη μικρή. Θέλω όμως να μου φέρεις το κεφάλι του Κάπαμ, αύριο το βράδυ εδώ να το θαυμάσω».

Οι λέξεις γλιστρούσαν από το στόμα του. Σκέπασε το κορίτσι με το μανδύα του και βγήκε από το δωμάτιο. Ο μαύρος με

άλλους δύο στο μέγεθός του, περίμεναν απέξω με τα όπλα τους. Τους άφησαν να πε-ράσουν, μπορούσε όμως να νιώσει το βλέμμα του εμπόρου να καίει στην πλάτη του. Το κορίτσι περπατούσε πλάι του συντετριμμένο από τη συνάντησή του με τον Κουμ και οι θαμώνες γλεντούσαν ανέμελοι. Θα έβρισκε κατάλυμα μακριά από εκεί, κά-που που δεν θα υπήρχε κίνδυνος.

Μπήκαν σε ένα πανδοχείο μετά από ώρα στο ψύχος. Ο πανδοχέας του έκλεισε το μάτι όταν του ζήτησε δωμάτιο.

«Καλή διασκέδαση» η φωνή τον κορόιδευε. Το μισοτελειωμένο φεγγάρι έμπαινε από το παράθυρο στο δωμάτιο. Το κορμί

της μικρής ταρασσόταν από ρίγη. Την έβαλε στο κρεβάτι και έριξε όλα τα σκεπάσματα πάνω της. Το κορίτσι αποκοιμήθηκε παραμιλώντας ονόματα σπασμένα, φράσεις χω-ρίς νόημα. Ο Κέντρεν κάθισε σε μια καρέκλα, τα όπλα του δίπλα. Θα σκότωνε τον Κάπαμ, θα τηρούσε το συμβόλαιό του, έπρεπε να βρει όμως τι θα κάνει με τη μικρή. Σίγουρα είχε κάνει λάθος να αναμιχθεί, δεν ήταν η δουλειά του.

Το κορίτσι συνέχιζε το παραμιλητό του. Ο ήλιος έπεφτε φλεγόμενος, πίσω από αιχμηρά βουνά και δεν υπήρχε τίποτα

που να μπορέσει να τον συγκρατήσει. Ο Κέντρεν αντάμωσε τη συνοδεία του Κάπαμ στο νεκροταφείο. Τέσσερις λογχο-

φόροι με ατσάλινους θώρακες και ένας σπαθοφόρος συνοδεία, μπροστά από ένα βα-γόνι που βαστάζοι σήκωναν.

Άκουσε τη φωνή μέσα από το βαγόνι δυνατή και βέβαιη. «Ο Κουμ Ανούλ αποφάσισε να έρθει σε συμφωνία. Κατάλαβε ότι μπορούμε να

αυξήσουμε τα κέρδη, αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας». Οι τέσσερις λογχοφόροι κύκλωσαν τον Κέντρεν. «Μου ζήτησε όμως μια χάρη».

27

Page 28: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

Οι λογχοφόροι χαμογέλασαν δείχνοντας τα κίτρινα χαλασμένα τους δόντια. «Να του φέρω το κεφάλι του φονιά που τόλμησε να τον προσβάλει μέσα στον

ίδιο του τον οίκο». Το ξίφος του Κέντρεν βγήκε από τη θήκη του. «Σκοτώστε τον». Με μια κραυγή ο πρώτος όρμησε ρίχνοντας τη λόγχη με όλο του το βάρος

προς το στήθος του Κέντρεν. Την αντέκρουσε με ευκολία μετατοπίζοντας το σώμα του πλάγια. Το ξίφος βρήκε το λαιμό σε μια ευθεία κίνηση, το κεφάλι κατρακύλησε στο χώμα και το αίμα ανάβλυσε πίδακας από το πτώμα.

Οι υπόλοιποι ξεροκατάπιαν διαισθανόμενοι τη μοίρα που θα τους έβρισκε αν επαναλάμβαναν το ίδιο ατόπημα. Τον κύκλωσαν και επιτέθηκαν οργανωμένα. Κάθε φορά όμως που η λόγχη τους ζητούσε να βρει το στόχο της, έχανε την αιχμή της. Άχρηστα ξύλα, το ένα μετά το άλλο.

Τα εγχειρίδιά τους έβγαιναν από τη ζώνη τους πολύ αργά, το σπαθί του μι-σθοφόρου χάραζε το δρόμο του στη σάρκα.

Τέσσερα κουφάρια περιτριγύριζαν τον Κέντρεν. Το αίμα πάνω του δεύτερη φορεσιά.

Ο σπαθοφόρος υποκλίθηκε. Τον γνώριζε. Είχαν πολεμήσει μαζί κάποτε κάτω

από τα ίδια χρώματα για τον ένδοξο βασιλιά. Ο βασιλιάς όμως σύναψε συμμαχία με τον ορκισμένο εχθρό του και παρέδωσε τμήμα του στρατού του στον αντίπαλο.

Τα σημάδια από τα βασανιστήρια δεν θα έφευγαν ποτέ, δήλωναν την προδο-σία του άρχοντά τους.

Είχαν κάποτε τιμή. Τώρα αυτή η τιμή μετριόταν σε νομίσματα. Το ξίφος του αλλοτινού του συμπολεμιστή σχημάτισε τον παλαιό χαιρετισμό

στον αέρα, ειρωνεία γι’ αυτό που κάποτε ήταν. Τα σπαθιά τους αντάμωσαν κάθε ένα από διαφορετική πορεία. Ξανά και ξανά, ακούραστα, σπίθες στην ένωσή τους. Ο πόθος τους ζωή, ο θάνατος στη διπλή τους κόψη. Μία λάθος κίνηση, μία λάθος εκτίμηση…

Το ξίφος του Κέντρεν βυθίστηκε στην καρδιά του άξιου αντιπάλου του. Βγή-κε άλικο δρέποντας το μερίδιό του στο φόνο. Ο πρότερός του σύντροφος γονάτισε βήχοντας αίμα, έπεσε νεκρός στο χώμα.

Οι βαστάζοι έτρεξαν μακριά πανικόβλητοι, αφήνοντας το φορτίο τους. Ο Κέ-ντρεν έκλεισε τα βλέφαρα του παλαιού του φίλου και κατευθύνθηκε προς τον Κάπαμ.

Τράβηξε τις κουρτίνες. Ένας νέος καθόταν μέσα, το χέρι του προτεταμένο, κρατούσε κάτι που ο μι-

σθοφόρος δεν είχε ξαναδεί. «Ο Κάπαμ σου στέλνει αυτό το μήνυμα» είπε ο μελαψός νέος ψυχρά. Το πιστόλι του εκπυρσοκρότησε. Η μικρή φορούσε το καινούριο φόρεμα που της είχε αγοράσει ο Κέντρεν. Το

κοιτούσε και το ξανακοιτούσε μέσα στο δωμάτιό τους. Ήταν το δωμάτιό τους.

Ο αγαπημένος της δεν θα αργούσε να γυρίσει και τότε θα έφευγαν μακριά από αυ-τήν την πόλη, θα πήγαιναν να ζήσουν στην πεδιάδα, θα έχτιζαν το σπιτικό τους και θα κάνανε πολλά παιδιά, να γεμίσει το σπίτι με τις χαρούμενες φωνές τους. Του είχε πει πως θα τα καταφέρουν. Τον αγαπούσε και την αγαπούσε, για τα συναισθή-ματά του ήταν βέβαιη και ας μη της το έδειχνε. Για ποιον άλλο λόγο θα την έπαιρνε μακριά από εκείνο το κτήνος. Άλλωστε δεν ήθελε το κορμί της, δεν την είχε αγγίξει

28

Page 29: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

όση ώρα ήταν μαζί. Ακόμα και όταν αυτή τον αγκάλιαζε τρυφερά, αυτός δεν τολμούσε να απλώσει χέρι πάνω της. Την άκουγε προσεκτικά όση ώρα του μιλούσε και δεν έ-παιρνε τα μάτια του από πάνω της. Ήταν γλυκός, αν και το πρόσωπό του ήταν πάντο-τε σοβαρό. Μάλλον θα έφταιγε η δουλειά που έκανε, ήταν πολεμιστής και είχε σκοτώ-σει πολλά ζώα σαν εκείνον τον έμπορο. Μάλλον γι’ αυτό είχε πάει εκεί σε εκείνο το ταβερνείο με το φριχτό κόσμο. Να ζητήσει λεφτά από τον έμπορο για να του χαρίσει τη ζωή. Τώρα αυτός είχε μια αποστολή όπως έλεγε τόσο σοβαρά και όταν θα γύριζε, θα έφευγαν μακριά, πολύ μακριά από εκείνη την έκφυλη πόλη.

Η πόρτα χτύπησε και η μικρή έτρεξε να τον προϋπαντήσει γεμάτη χαρά. Μπροστά της ο έμπορος με το βαμμένο του κάτασπρο πρόσωπο. Ζαλίστηκε, το δωμάτιο άρχισε να στροβιλίζεται ασταμάτητα. «Ο μισθοφόρος με προσκάλεσε εδώ και εγώ δεν μπορούσα να αρνηθώ στην

πρότασή του» είπε ο έμπορος φιλικά. Πισωπάτησε, το βάδισμά της αβέβαιο, τα αντικείμενα γύρω της μετατοπίζονταν

προς όλες τις κατευθύνσεις. «Σου έφερα και ένα δώρο» είπε κρατώντας στα χέρια του ένα χάρτινο κουτί που

έσταζε. Βήμα με βήμα προς τα πίσω σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν ήταν σταθερό,

κάπου να ακουμπήσει και όλα να γίνουν ξανά όπως ήταν. «Βλέπω ότι δεν είσαι σε θέση να το ανοίξεις, για αυτό θα σου το δώσω εγώ». Το τζάμι πίσω της, το κρύο γυαλί από το παράθυρο. Το πάτωμα να λιώ-

νει και αυτή να βουλιάζει μέσα του. Κάπου να πιαστεί. «Ορίστε το δώρο του Κουμ για σένα» είπε πρόσχαρα ο έμπορος. Το πρόσωπο του αγαπημένου της, το άδειο βλέμμα του να την κοιτάει. Πού ήταν; Πού ήταν το σώμα του;;;;;;;; «Έλα στα μπαμπά Κουμ - Κουμ» είπε ο έμπορος κρατώντας το κομμένο κεφάλι

του Κέντρεν και η γλώσσα έγλειφε τα μαύρα του βαμμένα χείλη. Πνιγόταν, να φύγει από εκεί να πετάξει μακριά, τίποτα δεν ήταν αλήθεια. Το κορίτσι διάβηκε το παράθυρο, τα σπασμένα τζάμια βυθίστηκαν στο τρυφηλό

της σώμα. Για μια στιγμή δέσποσε μετέωρη στον αέρα σαν πληγωμένη νεράιδα σε ένα τοπίο από γυάλινα θραύσματα και ύστερα έπεσε παραδομένη από την ακατανίκητη βαρύτητα. Το έδαφος την υποδέχτηκε βάναυσα, συνθλίβοντας το πανέμορφο πρόσω-πό της και αυτή απέμεινε να κείτεται νεκρή σε μια λίμνη αίματος.

Ο έμπορος κοίταξε απογοητευμένος το πτώμα της μικρής από το παράθυρο

του τρίτου ορόφου. Θα έπρεπε να στείλει τον Μπρουλ να του φέρει άλλη μικρή από το σκλαβοπάζαρο την επόμενη εβδομάδα. Συνειδητοποίησε ότι κρατούσε ακόμα το κε-φάλι του Κέντρεν, και η διάθεση του αλάφρωσε, το χαμόγελο έλαμψε στο χοντρό του πρόσωπο. «Εσύ μισθοφόρε τι λες, μπορούμε να βρούμε κάτι καλύτερο στο παζάρι;». Μια σταγόνα αίματος έσταξε από τον κομμένο λαιμό και έπεσε στο πόδι του. Ο έμπο-ρος βλαστήμησε, παραλίγο να λερώσει το μεταξένιο του ένδυμα και είχε πληρώσει εκατόν δέκα χρυσά για αυτήν την περίτεχνη ύφανση. Πέταξε το άχρηστο αντικείμενο από το παράθυρο και βγήκε από το άθλιο δωμάτιο.

Το φεγγάρι ολοκληρωμένο πρόβαλε πορφυρό από την ορεινή φωλιά του καθώς ο έμπορος βάδιζε προς την έπαυλη του αναλογιζόμενος τον τρόπο που θα εξάλειφε τον ανταγωνισμό. Λίγο πιο μακριά σ΄ ένα βρώμικο σοκάκι, ένα κεφάλι χωρίς κορμί πλάι σε ένα σώμα δίχως πρόσωπο, αναπαυόταν ασάλευτα στην παγωμένη νύχτα.

× Θανάσης Αργυρίου

29

Page 30: Αντί Χ Λόγου

ταινία αντί × λόγου

Ζητείται Συναίσθημα

Λένε ότι ο άνθρωπος είναι το τελειότερο και εξυπνό-τερο ον. Δεν έχω καμία αντίρρηση πάνω σ’ αυτό, ούτε επι-χειρήματα για να υποστηρίξω το αντίθετο… Ωστόσο, είδα πρόσφατα κάτι που με έκανε να προβληματίζομαι σχετικά με την υπεροχή του είδους μας. Αναφέρομαι σε ένα βίντεο του National Geographic.

30

Γράφει η Μια λεοπάρδαλη επιτίθεται σε έναν μπαμπουίνο, α-φού τον σκοτώνει, τον σέρνει σε ένα καταλληλότερο μέρος για να τον φάει. Από την κοιλιά του νεκρού ζώου βγαίνει ένας νεογέννητος μπαμπουίνος. Η λεοπάρδαλη ξεχνάει α-μέσως το θήραμά της και επικεντρώνει όλη την προσοχή της στο μικρό. Ενστικτωδώς το προστατεύει από μια ύαινα, το περιποιείται και προσπαθεί να το ζεστάνει. Το βίντεο τελειώνει με τα δύο ζώα να κοιμούνται το ένα δίπλα στο άλλο.

Ελένη Μπάρκα

Ήταν ίσως ό,τι πιο γλυκό έχω δει… Ένας από τους πιο ατίθασους εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου δίνει σε όλους εμάς ένα μάθημα ζωής. Ζούμε σε μια εποχή που έν-νοιες όπως «αλτρουισμός» , «ανιδιοτέλεια» και «προσφο-ρά» φαντάζουν σαν κάτι μακρινό και ξένο. Αδιαφορούμε για όλους και για όλα και έχουμε αναγάγει τον εγωισμό σε αρετή. Ένα νέο σύστημα ηθικής μας υπαγορεύει να κυνη-γάμε μόνο οτιδήποτε θα κάνει τη ζωή μας πιο άνετη, αδια-φορώντας για συναισθήματα και ψυχικές ανάγκες.

Λυπάμαι που το παραδέχομαι, αλλά πολύ φοβάμαι πως αν ήμασταν εμείς στη θέση της λεοπάρδαλης, δε θα αφήναμε το φαγητό μας για να ενδιαφερθούμε για κάποιον άλλο ζωντανό οργανισμό που βρίσκεται δίπλα μας και ίσως μας χρειάζεται. Και χρησιμοποιώ τον όρο «φαγητό» όχι με την κυριολεκτική του σημασία. Σήμερα έχουμε βαφτίσει «φαγητό» τη δουλειά μας, το καινούριο μας αυτοκίνητο, το σπίτι μας και γενικά όλα αυτά που θα μας βοηθήσουν να βελτιώσουμε το κοινωνικό μας status και να αυξήσουμε τον τραπεζικό μας λογαριασμό.

Εννοείται πως ζούμε σε μια εποχή που τα υλικά αγα-θά είναι απαραίτητα. Είναι όμως τόσο απαραίτητα ώστε να μας κάνουν να βάζουμε στο πιο σκονισμένο ντουλάπι τα συναισθήματά μας; Είναι τόσο απαραίτητα ώστε να μας απομακρύνουν κάθε μέρα όλο και περισσότερο από την ποιότητα αυτή που μας κάνει ξεχωριστούς και ικανούς για τα σπουδαία, που μας κάνει με μια λέξη «ανθρώπους»;

Νιώθω ότι τις περισσότερες φορές είναι πιο σημαντι-κό για εμάς το φαίνεσθαι, η εικόνα, αυτό που βγάζουμε προς τα έξω και εισπράττουν οι άλλοι από ’μας. Αν η ζωή ήταν σχολείο, νομίζω ότι θα ξυπνούσαμε πρωί πρωί για να πάμε εκεί με μόνη μας έγνοια το αν η σχολική μας τσάντα θα είναι η ωραιότερη όλων, αδιαφορώντας για τα βιβλία με τα οποία τη γεμίζουμε. Αδιαφορώντας, κατ΄ επέκταση, για την ουσία και τον καθαυτό σκοπό της μάθησης και αγωνιώ-ντας μόνο για τα ασήμαντα και τα δευτερεύοντα.

Page 31: Αντί Χ Λόγου

ταινία αντί × λόγου

Υποτίθεται πως η λογική και το συναίσθημα είναι η ειδοποιός διαφορά μας από τους άλλους ζωντανούς οργανι-σμούς που ζουν και δραστηριοποιούνται στον πλανήτη μας. Αν πάψουμε να λειτουργούμε με βάση αυτά, τότε χάνουμε την ταυτότητά μας. Αν έχουμε φτάσει σ ΄ εκείνο το σημείο όπου η ζωή μας περιστρέφεται μόνο γύρω από χρήματα, ακριβά ρούχα και διασκεδάσεις, σ’ εκείνο το σημείο όπου το life style του καθενός είναι αρκετό για να τον κατατάξει σε κατηγορίες ανθρώπων, τότε μάλλον κινδυνεύουμε ως είδος. Ίσως τελικά να είμαστε κι εμείς είδος υπό εξαφάνιση και να χρειαζόμαστε μέτρα για την προστασία μας…

Σύμφωνα με μια πιο ελεύθερη ετυμολογική προσέγ-γιση, «

αι ο προορισμός μας. Κι

πρώτη

×

άνθρωπος» είναι αυτός που κοιτάζει και κινείται προς τα εμπρός, αυτός, δηλαδή, που είναι γεμάτος αισιοδοξία και βάζει στόχους. Σύμφωνα με μια δικιά μου (ακόμα πιο ελεύ-θερη και ρομαντική, αν θέλετε, προσέγγιση) «άνθρωπος» είναι αυτός που δεν κοιτάζει μόνο μπροστά, αλλά και δίπλα του. «Άνθρωπος» είναι αυτός που δεν κινείται μόνο προς τα εμπρός, αλλά κάνει βήματα και προς τη μεριά του συναν-θρώπου του, που έχει ανάγκη.

Αυτή είναι η φύση μας, αυτός είν η ενστικτώδης και αυθόρμητη συμπεριφορά ενός

ζώου ήρθε να μου το θυμίσει πάνω στην ώρα, την ώρα εκείνη που γκρίνιαζα επειδή τα οικονομικά μου δεν ήταν αρκετά για να αγοράσω ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια…

Δε θέλω να φανώ απόλυτη και επικριτική. Άλλωστε εγώ παραδέχομαι ότι είμαι από αυτούς τους ανθρώ-

πους. Ωστόσο, είναι κάποιες στιγμές που κατακλύζομαι από τέτοιου είδους σκέψεις και συνειδητοποιώ πως πολλές φο-ρές η ζωή μας καθορίζεται από υλικές ανάγκες και ασήμα-ντα θέλω. Τότε αποφασίζω πως από δω και πέρα θα ανη-συχώ και θα δίνω βάρος μόνο στα ουσιώδη, στα μεγάλα και στα αληθινά. Και εμμένω στην απόφασή μου… Τουλάχιστον μέχρι να δω ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια…

Η ταινία στο internet: http://www.youtube.com/watch?v=Gpfvkeo0KBc

31

Page 32: Αντί Χ Λόγου

η Παραμυθένια αντί × λόγου

γράφει η Άννα-Νεφέλη Κακουλίδη

Η Παραμυθένια Ήταν μια φορά ένα κορί-

τσι λευκό στο χρώμα. Φορούσε πάνινα πράσι-

να μποτάκια και ένα μακρύ κα-ρό παλτό. Τα μαλλιά της ήταν τόσο μακριά, που έφταναν ως κάτω από τη μέση της.

Το κορίτσι αυτό ζούσε κάτω από το σπίτι σου.

32

Page 33: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου η Παραμυθένια

Τη μέρα κυκλοφορούσε στο δρόμο και παρατη-ρούσε με ορθάνοιχτα μάτια τους περαστικούς. Που και που βοηθούσε καμιά γριούλα να περάσει απέναντι. Μα τις περισσότερες φορές αγκάλιαζε κάποιον στύλο της ΔΕΗ και δάγκωνε απαλά τα χείλη της καθώς έβλεπε τα πιο απίθανα πράγματα να συμβαίνουν.

Αν έπεφτε σε κανένα σπουργίτι το ψίχουλο από το στόμα ας πούμε. Ή αν ένα σκουπιδάκι λέρωνε στιγ-μιαία μια ολοστρόγγυλη λακκούβα νερού. Αν έβλεπε να στραβοκαταπίνει κανένα παιδί.

Ή αν πρόσεχε δύο αχνές ρυτίδες πάνω από τα μάτια της μαμάς σου.

Το στομάχι της σφιγγόταν από την αγωνία και τη στενοχώρια. Φοβόταν πως από τη λύπη της θα μπορού-σε να διαλυθεί εκεί δα.

Όταν ξεπερνούσε το σοκ και ο αέρας της έδινε την ώθηση, το κορίτσι έκανε βόλτα στις σκεπές των σπι-τιών σας. Μάζευε τα φύλλα που είχε παρασύρει ο άνε-μος, και φυσούσε τη σκόνη από τις καμινάδες. Όλα αυ-τά της προκαλούσαν μια γαργαλιστικά ευχάριστη αί-σθηση στο στομάχι, σαν να ’θελε να γελάσει.

33

Η λίμνη όμως ήταν η μεγάλη αγάπη της. Σαν κανένας δεν την πρόσεχε (και αυτό συνέβαινε στ’ αλή-θεια πολύ συχνά), γράπωνε μερικές χούφτες νερό, και συγκρατούσε μόνο την αστραφτερή ουσία του. Την ά-πλωνε με επιμέλεια στα μαλλιά της, και έλαμπε από πραγματικότητα.

Είμαι ουσιαστική, σκεφτόταν. Μα οι άνθρωποι δεν έδιναν σημασία σε όλα

τούτα. Ούτε εσύ έδινες. Μέχρι τη νύχτα που την είδες να περπατάει

αφηρημένη στο πεζοδρόμιο. Μετρούσε τις λακκούβες του προφανώς.

Της φώναξες, αλλά δεν σε άκουσε. Χαμογέλα-σε, σίγουρα όχι σε σένα. Άπλωσες το χέρι να την τρα-βήξεις, κι εκείνη απομακρύνθηκε.

«Δεν έμαθες.» ψιθύρισε. Και τότε ήταν που άκουσες συνειδητοποιώντας. Για λίγο όμως. Μέχρι που σε προσπέρασε, συνεχίζοντας να

μετράει. ×

Page 34: Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου αντί × λόγου

34

Περί ορισμών και άλλων γλωσσικών

περιορισμών

Αξιοπρέπεια...τι περίεργη λέξη...Την ακούω, την αισθάνομαι, τη χρησιμοποιώ. Αδυνατώ όμως να της δώσω ορισμό. Κι ας με συγ‐ χωρέσει το πραγματικά αξιοθαύμαστο λεξικό του κυρίου Μπαμπινιώτη, που ούτε μέσω αυτού κατόρθωσα μια πλήρη ταύτιση της αίσθησης που έχω για τη λέξη και της ερμηνείας που διάβασα εκεί. Στα αυτιά μου σαν να ακούω την καθηγήτρια του σχολείου που φώναζε στα κορίτσια που δεν εί‐ χαν ντυθεί αξιοπρεπώς, και έπειτα έρχεται στο νου μου η μητέρα μου να μιλά για έναν συνάδελφο που στάθηκε αξιοπρεπής σε ένα δύσκολο περιστατικό της ζωής του. Αν συγκεντρώσω στο μυαλό μου όλες τους κανόνες που ξέρω, θρησκευτικούς, κοινωνικούς, νομικούς, γραπτούς και άγραφους, μπορώ ίσως να πω πως η λέξη [αξιοπρέπεια] γίνεται κατανοητή (όχι ταυτόσημη!) μέσα από την προϋπόθεση της μη πρόκλησης του κοινού αισθήματος. Όμως υπάρχουν στιγμές όπου η αξιοπρέπεια γίνεται η πιο καθηλωτική πραγματικότητα, στιγ‐ μές όπου και οι ορισμοί λυγίζουν κάτω από το φως που φέρει η ...παρουσία της. Ξημερώματα. Έχουμε μόλις σταματήσει το ταξίδι για πρωινό μέσα σε ένα χωριουδάκι της Σερβίας, από αυτά τα κατάφυτα, πάμφτωχα χωριά. Μπαίνουμε στο εστιατόριο του ξενοδοχεί‐ ου. Η φτώχεια που έφερε η ιστορία σε αυτούς τους τόπους παντού έκδηλη, στη μυρωδιά του χώρου, στο παρατημένο των τοίχων, στο ζεστό κίτρινο φως. Μας πλησιάζει ο σερβιτόρος. Μας μιλά ελληνικά με σπαστή προφορά. Ψηλός, αδύνατος, ήρεμος. Μας φέρνει ό,τι ακριβώς ζητή‐ σαμε, και με απλή τρυφερότητα το τοποθετεί στο τραπέζι. Δεν είναι πάνω από σαράντα χρο‐ νών. Μιλά ελληνικά, Σέρβος, σπαστά. Και φορά ένα πεντακάθαρο αλλά φτηνό μαυρόασπρο κοστούμι εργασίας. Δεν λέει τίποτε παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Δε χαμογελά παραπάνω, ούτε λιγότερο. Από τι παραπάνω κι από τι λιγότερο; Δεν ξέρω. Γράφω για αυτόν, μη ξέροντας τίποτε για τον ίδιο, μα νιώθω πως κάτι αμαυρώνω... Έξω από το παράθυρο της αίθουσας ένα αμείλικτο βουνό. Κι αυτός, φορούσε κοστούμι φτηνό, μα ατσαλάκωτο. Και τα χρονοτσακισμένα, αλλά πεντακάθαρα ποτήρια τα έφερνε με μια καλοσύνη στο τραπέζι. Ήταν κάθε στιγμή παρών εκεί, μέσα στο ρημαγμένο τόπο, παρών στην ευγένεια της δουλειάς του, σαν να εξυπηρετούσε τους πιο επίσημους πελάτες. Και μίλαγε με τις λέξεις μας, τα ευχαριστώ και τα παρακαλώ μας, τα ναι και τα όχι μας, αυτά που λέμε μέσα στα σπίτια μας πίσω στην Ελλάδα. Δε θυμάμαι καθόλου το πρόσωπό του. Θυμάμαι την αξιοπρέπειά του. Και ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί την ανάμνησή του την ταύτισα με αυτό που αξιώνω και θαυ‐ μάζω στους ανθρώπους. Η συμπεριφορά του δεν ξεπερνούσε με κανένα θετικό τρόπο το τυπικό της δουλειάς ενός σερβιτόρου. Στη λέξη [αξιοπρέπεια] ενυπάρχει η λέξη [πρέπει], κι εγώ συγκινημένη του τη δίνω με όλες τις τιμές. Άραγε το τι πρέπει και τι δεν πρέπει, σε θέματα που μας καθορίζουν, είναι καθαρά δική μας υπόθεση; Υπάγονται σε λεξικές ερμηνείες και γενικότητες αυτά που μας εμπνέουν και μας συγκινούν τον καθένα μας; Όταν δίνουμε το χαρακτηρισμό [αναξιοπρεπής] σε κάποιον, μήπως είναι καλό πρώτα να κοιτάξουμε βαθιά στον εαυτό μας και στο λεξικό του; Γιατί στ’ αλήθεια, δεν νομίζω να υπάρχει πουθενά γραμμένο, σε κανένα λεξικό καμιάς γλώσσας, ούτε καν ως υπόνοια, το ασύλληπτο της στάσης εκείνου του μακρινού ανθρώπου. × Εύη Μαρκάτη

Page 35: Αντί Χ Λόγου

Ιωάννινα Φ. Τζαβέλα 8, 45333 Τηλ.: 26510‐33060 e‐mail: [email protected]

Page 36: Αντί Χ Λόγου