Το σχολείο των παραμυθιών

28
Το σχολείο των παραμυθιών Παραμύθι είναι όλα. Μπορεί να είναι ό,τι πάντα θέλαμε. Μπορεί να είναι φαντασία ή και πραγματικότητα. Ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Παναγιώτης Χάιδος Παραμύθι είναι μια ιστορία η οποία διασκεδάζει τα μικρά παιδιά αλλά ακόμα και τους μεγάλους. Ανδρέας Τζαβάρας Το παραμύθι έχει στόχο. Είναι περιγραφή και διηγούμαστε κάτι που έγινε. Κωνσταντίνος Νικολετόπουλος Παραμύθι είναι μια φανταστική ιστορία που μας διασκεδάζει. Ηλέκτρα Μπουλή Παραμύθι είναι μια φανταστική ιστορία στην οποία υπάρχουν φανταστικά πρόσωπα. Τα διαβάζουμε συνήθως στα παιδιά για να χαρούν και να κοιμηθούν εύκολα. Διονύσης Ελευθερίου Παραμύθι είναι μια ψεύτικη και φανταστική ιστορία. Γιώργος Μέτσι Παραμύθι είναι μια ιστορία στην οποία διηγούμαστε ή περιγράφουμε. Ελένη Μάλλιαρη Παραμύθι είναι μια ιστορία που μας δίνει φαντασία και ταξιδεύουμε. Όταν χρειαστούμε να χαλαρώσουμε μπορούμε να διαβάσουμε ένα παραμύθι και να ταξιδέψουμε στο χρόνο με τη φαντασία μας. Γιώργος Γεραμούτσος Παραμύθι είναι να ταξιδεύεις σε άγνωστες χώρες. Να μεταφερόμαστε κάπου αλλού, να πάμε κάπου που αυτό να υπάρχει μόνο στη φαντασία μας. Να εκφραζόμαστε και να 1

description

 

Transcript of Το σχολείο των παραμυθιών

Page 1: Το σχολείο των παραμυθιών

Το σχολείο των παραμυθιών

Παραμύθι είναι όλα. Μπορεί να είναι ό,τι πάντα θέλαμε. Μπορεί να είναι φαντασία ή και πραγματικότητα. Ό,τι μπορούμε να φανταστούμε.

Παναγιώτης Χάιδος

Παραμύθι είναι μια ιστορία η οποία διασκεδάζει τα μικρά παιδιά αλλά ακόμα και τους μεγάλους.

Ανδρέας Τζαβάρας

Το παραμύθι έχει στόχο. Είναι περιγραφή και διηγούμαστε κάτι που έγινε.Κωνσταντίνος Νικολετόπουλος

Παραμύθι είναι μια φανταστική ιστορία που μας διασκεδάζει.Ηλέκτρα Μπουλή

Παραμύθι είναι μια φανταστική ιστορία στην οποία υπάρχουν φανταστικά πρόσωπα. Τα διαβάζουμε συνήθως στα παιδιά για να χαρούν και να κοιμηθούν εύκολα.

Διονύσης Ελευθερίου

Παραμύθι είναι μια ψεύτικη και φανταστική ιστορία.Γιώργος Μέτσι

Παραμύθι είναι μια ιστορία στην οποία διηγούμαστε ή περιγράφουμε.Ελένη Μάλλιαρη

Παραμύθι είναι μια ιστορία που μας δίνει φαντασία και ταξιδεύουμε. Όταν χρειαστούμε να χαλαρώσουμε μπορούμε να διαβάσουμε ένα παραμύθι και να ταξιδέψουμε στο χρόνο με τη φαντασία μας.

Γιώργος Γεραμούτσος

Παραμύθι είναι να ταξιδεύεις σε άγνωστες χώρες. Να μεταφερόμαστε κάπου αλλού, να πάμε κάπου που αυτό να υπάρχει μόνο στη φαντασία μας. Να εκφραζόμαστε και να περιγράφουμε μια φαντασία με χιούμορ και ότι άλλο θα θέλαμε να πούμε.

Άννα Κούλια

Παραμύθι είναι μια ιστορία φανταστική στην οποία νιώθεις πως ταξιδεύεις σε άλλο χρόνο.

Τέλης Μπουρνιάς

Παραμύθι είναι μια ιστορία που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα και σε ταξιδεύει σε άλλο τοπίο.

Ηλίας Τζόλας

1

Page 2: Το σχολείο των παραμυθιών

Παραμύθι είναι μια ιστορία που σε ταξιδεύει σε άλλο τόπο και χρόνο.Εύη Πάππα

Το παραμύθι είναι κάτι σαν μύθος που έχει τη δύναμη να σε ταξιδέψει πολύ μακριά.

Πρανβέρα Μάριναϊ

Παραμύθι είναι μια φανταστική ιστορία που κάνει τους ανθρώπους να γελούν. Κάνει τη φαντασία τους να ταξιδεύει σε άλλους κόσμους.

Νεφέλη Σχοινά

Το παραμύθι είναι ταξίδι, λένε τα παιδιά. Κι έχουν δίκιο γιατί με το παραμύθι νιώθουν ελεύθερα να ονειρευτούν, να φανταστούν, να αγαπήσουν. Είναι δικό τους το παραμύθι, ο τρόπος με τον οποίο πρωτογνωρίζουν τον κόσμο, ξεκινούν να μαθαίνουν για τη ζωή και τους άγραφους νόμους της.

Το παραμύθι διδάσκεται από μόνο του στους συνεχιστές του. Περνά συνήθως ανά δύο γενιές στους επόμενους, από τους γέρους στα παιδιά. Γι’ αυτό έχει μείνει πιο αυθεντικό, επειδή προχωρά πιο αργά. Μένει βήματα πίσω από την δική μας, πνικτική πολλές φορές, πραγματικότητα. Μακριά από τις γκρίζες πολυκατοικίες, τους φωτεινούς σηματοδότες, τα στενά μπαλκόνια. Μακριά από τη λογική της τηλεόρασης κι ακόμα πιο μακριά από εκείνη του υπολογιστή.

Το παραμύθι είναι του λαού. Είναι ο τρόπος μετάδοσης αξιών, η ελεύθερη έκφραση, η σάτιρα, η ελπίδα, το χασομέρι, η διασκέδαση, η καληνύχτα. Και αν το παραμύθι είναι του λαού, είναι εκείνο το κομμάτι που έχει δικό του, ελεύθερο για να εκφράζεται, χωρίς πρέπει, χωρίς περιορισμούς.

Στο παραμύθι όπως το ξέρουμε εμείς, όπως μας το δώσανε οι παππούδες μας δεν χωρούν μοντερνισμοί, δύσκολες λέξεις, κοσμητικά επίθετα… Καμιά φορά αναρωτιέμαι:

-Ποιο παραμύθι θα δώσουν τα δικά μας παιδιά στα εγγόνια τους; -Θα είναι άραγε διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε εμείς σήμερα; -Και αν ο λαός αλλάζει, η στάση η δική μας, όσων θέλουν να είναι οι

συνεχιστές του παραμυθιού, ποια πρέπει να είναι; -Να μελετήσουμε το παραμύθι, να βγάλουμε κανόνες γι’ αυτό και να το

αποστειρώσουμε; -Να το κλείσουμε σε μία γυάλα; -Ή να το αφήσουμε απροστάτευτο μέσα στην κοινωνία της κατανάλωσης,

την πτώση των αξιών, τις εικόνες που εναλλάσσονται γρήγορα και μας θέλουν παθητικούς δέκτες;

Πώς να διδάξεις λοιπόν το παραμύθι αν είσαι δάσκαλος και η αυθεντία σου συχνά είναι ανυπέρβλητη; Αν όποια κουβέντα και να πεις μπροστά στα μάτια που σε κοιτούν και περιμένουν, ξέρεις πώς ίσως γίνει κανόνας;

Μέχρι τώρα γνωρίζουμε δυο τρόπους να διδάσκουμε: να απαριθμούμε τους κανόνες, να δίνουμε έτοιμους τους τύπους και τις συνταγές λύσης ή να δίνουμε υλικό για παρατήρηση και μέσα από την παρατήρηση να εκμαιεύουν τα ίδια τα

2

Page 3: Το σχολείο των παραμυθιών

παιδιά τους κανόνες που όντως υπάρχουν. Και πάλι όμως η λέξη κανόνας με την έννοια της ελεύθερης λαϊκής έκφρασης μέσα μου έρχονται σε σύγκρουση.

Αν βάλουμε κανόνες στα παιδιά μας ακόμα και για το παραμύθι, τι θα τους αφήσουμε δικό τους; Τι θα τους αφήσουμε ικανό να τα κάνει να ταξιδεύουν;

Με όλα αυτά λοιπόν τα ερωτήματα και τα διλήμματα μπήκα μέσα στην έκτη τάξη να κάνω μια αναπλήρωση. Είχα αποφασίσει να βάλω τα παιδιά να γράψουν ένα παραμύθι ακόμα έψαχνα όμως τον τρόπο. Για αρχή έδειξα στα παιδιά τα τρία τεύχη, είπα ότι το σχολείο μας είναι συνδρομητής στο περιοδικό «το παραμύθι» και ότι γράφουν και παιδιά μέσα σε αυτό. Ρώτησα αν θα ήθελαν και τα ίδια να γράψουν ένα παραμύθι που θα δημοσιευτεί. Η πρώτη τους αντίδραση καθώς ξεφύλλιζαν τα περιοδικά ήταν: «Εμείς; Σιγά μην μπορούμε να γράψουμε τέτοια παραμύθια». Δίσταζαν. Μπορούσα όμως να διακρίνω ότι ήθελαν. Τότε σκέφτηκα να ξεκινήσουμε από κάτι πιο εύκολο. Ζήτησα να βγάλουν μια κόλλα χαρτί και να γράψει ο καθένας τι είναι γι’ αυτόν το παραμύθι.

Γρήγορα άρχισαν να ξεχωρίζουν οι χαρακτήρες, ποιοι ήθελαν να κάνουν φασαρία, ποιοι ήθελαν να προσέξουν… Η τάξη άρχισε να χαλαρώνει, και οι καπετάνιοι της φασαρίας να βάζουν φόρτσα τα πανιά.

Θα γράψουμε ένα παραμύθι είπα κι ένιωσα μικρή για κάτι τόσο μεγάλο, αλλά εμπιστεύτηκα. Εμπιστεύτηκα το παραμύθι που διδάσκει και διδάσκεται από μόνο του. Ξεκίνησα λοιπόν από την αφήγηση, τον τρόπο να κερδίσω την προσοχή. Αφηγήθηκα στα παιδιά τον μύθο «η καλή και η κακή γριά»* και σήκωσα τα δυο παιδιά που έκαναν την περισσότερη φασαρία. Ο ένας έγινε καλή γριά κι ο άλλος κακή και έπαιξαν υπέροχα τους ρόλους τους. Μετά σηκώθηκαν οι εποχές. Φτάσαμε έτσι σε ένα σημείο που όλοι είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο κλίμα. Ήρθε και το δεύτερο παραμύθι κι όλοι ξεχάσαμε το διάλειμμα.

Την επόμενη ώρα, έφτασε η στιγμή της θεωρίας, του κανόνα. Προτίμησα αντί να αναφερθώ σε κανόνες του παραμυθιού, να αναφερθούμε γενικά στους κανόνες του γραπτού λόγου, όπως παρουσιάζονται στα σχολικά εγχειρίδια. Το καλό με την έκτη τάξη είναι ότι τα παιδιά μέσω του βιβλίου τους και έχοντας φτάσει στο τέλος του δημοτικού είναι αρκετά εξοικειωμένα με τα κειμενικά είδη και τη θεωρία τους. Γνωρίζουν λοιπόν ότι τα κείμενα, τον γραπτό λόγο, η παιδαγωγική του γραμματισμού τα χωρίζει σε τέσσερα βασικά κειμενικά είδη: την αφήγηση, την περιγραφή, την επεξήγηση και την επιχειρηματολογία. Ρώτησα λοιπόν την τάξη σε ποιο από αυτά τα είδη πιστεύουν ότι ανήκει το παραμύθι. Η απάντηση, προφανής τόσο για εμάς όσο και για τα παιδιά, ήταν ότι το παραμύθι ανήκει στο είδος της αφήγησης. Γράψαμε λοιπόν στον πίνακα τα δομικά στοιχεία του αφηγηματικού λόγου: (Ματσαγγούρας, 2004, σ. 358)

το χωροχρονικό πλαίσιο, παρουσίαση των ηρώων, την περιγραφή αρχικής κατάστασης και την εμφάνιση προβλήματος, που

ανατρέπει την αρχική κατάσταση, τα εμπόδια στην επίλυση του προβλήματος,

3

Page 4: Το σχολείο των παραμυθιών

την εσωτερική αντίδραση των ηρώων στα προβλήματα, την εξωτερική δράση των ηρώων για την επίλυση του προβλήματος, τα αποτελέσματα των προσπαθειών, την κορύφωση της δράσης, άλλα τυχαία και απρόσμενα γεγονότα, τη λύση του προβλήματος, την αποτίμηση γεγονότων και ηρώων, και, τέλος, το επιμύθιο που συσχετίζει τα γεγονότα της ιστορίας με τα δεδομένα του χρόνου

του αναγνώστη.

Ήμασταν λοιπόν πανέτοιμοι να ξεκινήσουμε. Δεν ήθελα να δεσμεύσω τα παιδιά στο πώς θα δουλέψουν ούτε στο τι θα γράψουν. Τους είπα να διαλέξουν αν θα εργαστούν ατομικά ή ομαδικά. Προσπάθησα να προτρέψω τους δυνατούς μαθητές να δουλέψουν ομαδικά ενώ τα παιδιά που φαίνονταν περισσότερο αδιάφορα να εργαστούν ατομικά. Οι μεν γιατί έχουν μάθει να δουλεύουν καλά μόνο σε ατομικό επίπεδο και οι δε γιατί σε μια ομάδα με πιο δυνατούς μαθητές θα επαναπαύονταν. Ξεκίνησαν αρκετές ομάδες αρχικά αλλά στην πορεία μόνο μία κατάφερε να δουλέψει σωστά. Οι υπόλοιπες διασπάστηκαν και τα παιδιά δούλεψαν ατομικά.

Η πρώτη κίνηση ήταν να γράψει κάθε παιδί ή κάθε ομάδα τρεις τίτλους. Απορρίψαμε τους δύο προσπαθώντας να αποφύγουμε μοντερνισμούς και κύρια ονόματα και ξεκινήσαμε με το χαρακτηριστικό «Μια φορά κι έναν καιρό» και η κόκκινη κλωστή άρχισε να ξετυλίγεται την τρίτη πια διδακτική ώρα. Ο χρόνος μας τελείωνε, τα παιδιά συμφώνησαν να συνεχίσουν τα παραμύθια τους το Σαββατοκύριακο. Τη Δευτέρα θα είχαμε στη διάθεσή μας ένα τρίωρο ακόμα για διορθώσεις. Επισημάναμε ότι τα παραμύθια μας πρέπει να διορθωθούν και να ξαναδιορθωθούν μέχρι να είναι τέλεια.

Τη Δευτέρα λοιπόν, τα παραμύθια είχαν προχωρήσει αρκετά, κανένα όμως δεν είχε τελειώσει. Η πρώτη γραφή των παραμυθιών είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Παρατήρησα λοιπόν ότι οι πιο δυνατοί μαθητές είχαν διαλέξει περισσότερες και πιο δύσκολες δοκιμασίες για την πλοκή του παραμυθιού τους, την κορύφωση της δράσης. Από την άλλη ξεχώρισαν γρήγορα οι χαρακτήρες που δεν ήθελαν να κουραστούν, που η λύση που επιζητούσαν θα ερχόταν εύκολη κι από μόνη της. Όμως στο παραμύθι ο ήρωας πρέπει πάντα δρόμο να πάρει και δρόμο ν’ αφήσει, πρέπει πάντα να παλέψει με τον αντίπαλο ή με τον ίδιο του τον εαυτό και να συνεχίσει να προσπαθεί μέχρι να έρθει η λύση, η λύτρωση, ο από μηχανής θεός. Έτσι, από μόνο του το παραμύθι άρχισε να διδάσκει τα παιδιά μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής. Έπρεπε να μπουν στη θέση των ηρώων τους, να τους ακολουθήσουν να κουραστούν μαζί τους, να σκεφτούν, και να βρουν μια λύση όχι εύκολη, αλλά τη λύση που ο καθένας χρειαζόταν. Από την άλλη, κάποια παραμύθια έμοιαζαν με λογοτεχνικά κείμενα, με πολλές μεταφορές και παρομοιώσεις, τεράστιες προτάσεις… Το πιο σημαντικό είναι ότι τα ίδια τα παιδιά μπορούσαν να βρουν τα λάθη τους, τι τους άρεσε, τι δεν τους άρεσε και μετά από επισημάνσεις και πολλές ιδέες ήταν έτοιμα να συνεχίσουν τα παραμύθια τους και να τα τελειοποιήσουν.

4

Page 5: Το σχολείο των παραμυθιών

Ο χρόνος μας είχε τελειώσει αλλά τα παιδιά δεν τα παράτησαν, έρχονταν στα διαλείμματα να μου δώσουν τα παραμύθια τους ή να πάρουν τις προτάσεις μου για διόρθωση.

Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν ενστάσεις από κάποια παιδιά με χαρακτηριστική τη φράση: «Κυρία, τι; Πρέπει τώρα να το ξαναγράψω; Από την αρχή;»

Η δημοσίευση ήταν ένα ισχυρό κίνητρο αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε μάθει να προτρέπουμε τα παιδιά μας να διορθώνουν τη δουλειά τους. Κάθε εργασία τους τελειώνει στην πρώτη γραφή της, δέχονται παθητικά τις διορθώσεις του δασκάλου, έναν αριθμό ξερό που αντιστοιχεί στο βαθμό τους και τέλος. Και ίσως αυτή η παθητικότητα στις διορθώσεις του δασκάλου, είναι για να τον ξεφορτωθούν, να πουν ένα εντάξει, να μην κοιτάξουν ποτέ το λάθος και να πάνε παρακάτω κουβαλώντας τα ίδια λάθη μαζί τους… Αυτό είναι αποτέλεσμα της δικής μας τακτικής: του δασκάλου που βαθμολογεί το ατελές και κατατάσσει το παιδί σε μια θέση όπου εκείνο επαναπαύεται και των γονιών που φοβούνται να κουράσουν τα παιδιά τους. Έτυχε το παραμύθι ενός παιδιού να μου έρθει διορθωμένο με άλλο γραφικό χαρακτήρα και λογοτεχνισμούς που το ίδιο το παιδί στην πρώτη του γραφή δεν είχε χρησιμοποιήσει. Η βοήθεια προς τα παιδιά μας δεν είναι κακή. Οφείλουμε να τα βοηθάμε αλλά όχι να τελειώνουμε εμείς, αυτό που έχουν να κάνουν εκείνα. Γιατί το μόνο που καταφέρνουμε σε αυτή την περίπτωση είναι να τους στερήσουμε την ικανοποίηση να πουν: τα κατάφερα μόνος/η μου και θα τα ξανακαταφέρω.

Φτάνοντας σε έναν επίλογο το πιο σημαντικό είναι ότι τα περισσότερα παιδιά δούλεψαν μόνα τους. Διόρθωσαν και ξαναδιόρθωσαν το παραμύθι τους έξω από τις υποχρεώσεις του σχολικού προγράμματος. Συναντήθηκαν τα Σαββατοκύριακα, έχασαν κάποιες φορές τα διαλείμματά τους, και φυσικά τα κατάφεραν!

Σχοινά Αγγελική

*Η καλή και η κακή γριάΜια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο γριές. Ζούσαν δίπλα δίπλα. Η μια ήταν

καλή γριά και τα έβλεπε όλα καλά στη ζωή της ενώ η άλλη ήταν κακή και τα έβλεπε όλα μαύρα. Ήταν και οι δύο πολύ φτωχές. Μια μέρα η καλή γριά δεν είχε να φάει και πήγε στο δάσος να μαζέψει χόρτα. Εκεί που μάζευε χόρτα τι να δει; Μια σπηλιά. Προχωρά και μπαίνει μέσα. Εκεί, γύρω από μια μεγάλη φωτιά ήταν καθισμένες οι τέσσερις εποχές. Τότε την πλησίασε η πρώτη εποχή που ήταν ο χειμώνας.

-Γιαγιά σου αρέσω; Τη ρώτησε.-Πως δε μ’ αρέσεις! Το χειμώνα ανάβω το τζάκι μου, παίζω με το χιόνι. Πολύ

ωραία εποχή είσαι.Μετά ήρθε και η δεύτερη εποχή που ήταν η άνοιξη.-Γιαγιά σου αρέσω;-Πως! Αμέ, φυσικά και μ’ αρέσεις. Ανθίζουν τα λουλούδια, έρχονται τα

χελιδόνια, η καλύτερη εποχή είσαι.Μετά ήρθε και το καλοκαίρι και ρώτησε με τη σειρά σου:-Γιαγιά σου αρέσω;-Εσύ να μην μ’ αρέσεις; Που πάω για μπάνιο, ανοίγω το σπίτι μου, η

καλύτερη εποχή είσαι κι εσύ.

5

Page 6: Το σχολείο των παραμυθιών

Μετά και το φθινόπωρο ρώτησε:-Εγώ; Γιαγιά σου αρέσω;-Φυσικά! Έρχονται τα πρωτοβρόχια, έρχεται ο τρύγος… πολύ ωραία εποχή

είσαι!-Για έλα εδώ καλή γριά που τα βλέπεις όλα καλά στη ζωή σου, πάρε αυτό το

τσουβάλι, δώρο από εμάς, και άνοιξέ το μόνο όταν θα πας σπίτι σου, είπαν οι εποχές.

Η γριά τους ευχαρίστησε, πήρε το τσουβάλι και πήγε σπίτι της. Το έβαλε πάνω στο τραπέζι, το άνοιξε και τι να δει! Φλουριά, διαμάντια, ρουμπίνια και όλα τα πλούτη του κόσμου. Εκείνη την ώρα μπήκε από την πόρτα η κακή γριά.

-Που τα βρήκες ετούτα; Ρώτησε με καχυποψία.-Μου τα έδωσαν οι εποχές στη σπηλιά, είπε η καλή γριά.-Θα πάω κι εγώ, είπε η κακή. Μια και δυο ξεκίνησε για τη σπηλιά. Με το που μπήκε μέσα την πλησίασε η

πρώτη εποχή που ήταν ο χειμώνας.-Γιαγιά σου αρέσω; Τη ρώτησε.-Εσύ να μου αρέσεις; Πού κοντεύω να πεθάνω από το κρύο και με πονούν τα

κόκαλά μου; Καθόλου δεν μ’ αρέσεις.Μετά ήρθε η άνοιξη και ρώτησε:-Γιαγιά εγώ σου αρέσω;-Τι να μου αρέσεις; Που μια κάνει κρύο μια ζέστη; Πού γεμίζουν όλα γύρη;

Αλλεργία παθαίνω μαζί σου! Τότε ήρθε και το καλοκαίρι.-Εγώ; Γιαγιά σου αρέσω;-Εσύ να μου αρέσεις; Που γεμίζει η βεράντα μου ζωύφια; Πού κυνηγάω τις

μύγες; Ιδρώνω μαζί σου! Καθόλου δεν μ’ αρέσεις.-Γιαγιά εγώ σου αρέσω; Λέει και το φθινόπωρο.-Τι να μου αρέσει από σένα; Λάσπες, βροχές, σχολεία! Η χειρότερη εποχή

είσαι.-Για έλα εδώ κακή γριά που όλα τα βλέπεις μαύρα, πάρε αυτό το τσουβάλι,

δώρο από εμάς, και άνοιξέ το μόνο όταν θα πας σπίτι σου.Πήρε η κακή γριά το τσουβάλι χωρίς να πει ούτε ένα ευχαριστώ. Πήγε σπίτι

της. Έβαλε το τσουβάλι πάνω στο τραπέζι. Έτριψε τα χέρια της γεμάτη χαρά. Αλλά μόλις άνοιξε το τσουβάλι τι να δει; Τέσσερα μαύρα φίδια που βγήκαν και την έφαγαν. Και έζησε η καλή γριά που τα έβλεπε όλα καλά στη ζωή της καλά, κι εμείς καλύτερα.

Η φτωχή βασιλοπούλα

6

Page 7: Το σχολείο των παραμυθιών

ια φορά και έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η βασίλισσα ήταν έγκυος. Όταν γέννησε όλοι οι υπήκοοι του βασιλείου πήγαν να δουν το νεογέννητο μωρό. Ακόμα και το γέρικο ξωτικό που υπηρετούσε στα χωράφια του βασιλιά. Το ξωτικό έφτασε πάνω από την κούνια του μωρού και πήγε να το χαϊδέψει. Ο βασιλιάς τρόμαξε, δεν τον εμπιστευόταν. Το έδιωξε αμέσως από το

παλάτι. Το ξωτικό θύμωσε. Έτσι ένα βράδυ που όλοι κοιμούνταν μπήκε κρυφά στο παλάτι και έκλεψε το μωρό. Το πήγε σ’ ένα σπίτι και το μάγεψε. Το μωρό δεν μπορούσε να βγει ούτε να ακουστεί.

Τα χρόνια περνούσαν, όταν η βασιλοπούλα μεγάλωσε την έκανε δούλα του. Εκείνη ρωτούσε το ξωτικό: «Πώς βρέθηκα εδώ; Ποιοι είναι οι γονείς μου;» Μα αυτό της έλεγε ψέματα.

Μια μέρα εκεί που καθάριζε βλέπει μια αράχνη. Παίρνει τη σκούπα να τη σκοτώσει μα τότε ακούστηκε μια φωνή:

-Μη με σκοτώσεις. -Ποιος είναι εκεί; Ρώτησε με χέρια που έτρεμαν. Τότε η αράχνη μίλησε με ανθρώπινη φωνή: -Είσαι μαγεμένη από το ξωτικό. Η κοπέλα σάστισε. -Θα κάνω τα πάντα για να ελευθερωθώ, είπε αποφασισμένη -Τα μάγια για να λύσεις τρεις φορές να προσπαθήσεις. Το κλειδί για να βρεις στη ψυχή σου να δεις. Το ξωτικό να ξεγελάσεις πρέπει να το καλοπιάσεις. Τέλος το ξόρκι θα λυθεί με ένα κλάμα από την ψυχή.Η αράχνη με μιας γίνεται νεράιδα και εξαφανίζεται. Δεν έχασε καιρό η

βασιλοπούλα άρχισε να ψάχνει. Κάτω από τραπέζια, βιβλιοθήκες, αναποδογύρισε κουτιά, σήκωσε στρώματα μα το κλειδί πουθενά. Της είχε μείνει μόνο ένα μέρος. Η σοφίτα. Το ξωτικό δεν την άφηνε να ανεβαίνει εκεί. Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Άνοιξε την ξύλινη πόρτα μα τίποτα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια παλιά ντουλάπα. Άνοιξε τη ντουλάπα, έψαξε μα τίποτα. Μπήκε μέσα και τέντωσε τα χέρια της να φτάσει το πάνω ράφι. Ξαφνικά το σανίδι που πατούσε έσπασε. Το πόδι της πληγώθηκε. Έσκυψε να δει. Και τότε μια λάμψη στα μάτια της! Ένα μενταγιόν. Προσπάθησε να το ανοίξει μα δεν μπορούσε. Τότε απ’ το θυμό της το πετάει κάτω και εκείνο ανοίγει. Το θαύμα έγινε. Με το που άνοιξε το μενταγιόν εμφανίστηκε μια πόρτα μες στην ντουλάπα. Δίστασε να μπει μέσα.

Ξαφνικά ακούει τα βήματα ξωτικού. Κλείνει γρήγορα την πόρτα και κατεβαίνει τις σκάλες. Το ξωτικό είχε μπει στο σπίτι. Το φαγητό του ήταν έτοιμο όπως πάντα. Μα η κοπέλα δεν πλησίασε να το βοηθήσει. Το ξωτικό κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει.

-Τι ακαταστασία είναι αυτή; είπε με θυμό. -Δεν θα ξανακάνω δουλειές εάν δε μου πεις ποιά είμαι και πως βρέθηκα

εδώ.

7

Page 8: Το σχολείο των παραμυθιών

-Καμία είσαι… Και σε βρήκα στο δάσος πεταμένη γιατί κανείς δεν σε ήθελε. Επειδή είσαι άχρηστη.

Η κοπέλα πήγε κλαίγοντας στη γωνιά της. Όλο το βράδυ σκεφτόταν τα λόγια του ξωτικού και έκλαιγε. Τα χαράματα αποφάσισε να φύγει από τη μυστική πόρτα. Όμως το ξωτικό ήταν ξύπνιο.

-Για πού το έβαλες; Ρώτησε.-Συγνώμη. Έκανα μεγάλο λάθος χτες. Για να επανορθώσω θα κάνω όλες τις δουλειές κι εσύ πήγαινε να ξεκουραστείς, καλόπιασε η βασιλοπούλα το ξωτικό. -Ευτυχώς που το κατάλαβες! Είπε το ξωτικό και πήγε για ύπνο. Η βασιλοπούλα περπάτησε στις μύτες των ποδιών, πέρασε αθόρυβα μπροστά από το κρεβάτι του ξωτικού, ανέβηκε τις σκάλες για τη σοφίτα και άνοιξε την ντουλάπα.

Τότε είδε τη νεράιδα. -Μπράβο! Κατάφερες να ρισκάρεις και

να ακολουθήσεις ένα δρόμο που δεν ξέρεις. Καθώς προχωρούσε, η κοπέλα

συνάντησε δύο όμοιες πόρτες. Πήγε στη μια αλλά ήταν κλειδωμένη. Μπήκε στην άλλη. Και τι να δει; ένα δάσος. Ένα περιστέρι την πλησίασε και της είπε:

-Για να βρεις το κλειδί πρέπει να ξεπεράσεις κάθε εμπόδιο που θα εμφανιστεί στην πορεία σου. Θα ακολουθήσεις τον άσπρο αετό. Μόνο αυτός ξέρει που είναι το μονοπάτι.

Έτσι κι έκανε. Όμως μετά από λίγο την περίμενε το πρώτο εμπόδιο. Ένα χρυσό λιοντάρι, όρμησε επάνω της. Η βασιλοπούλα τρομαγμένη άρχισε να τρέχει ώσπου σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο και κρύφτηκε. Εκείνη τη στιγμή ο άσπρος αετός την άρπαξε. Η βασιλοπούλα ήταν στον αέρα και κρατιόταν με όλη της τη δύναμη πάνω στον αετό. Ο αετός την άφησε σε ένα ασφαλές μέρος.

-Τώρα θα συνεχίσεις μόνη σου. Πρέπει να περάσεις το βάλτο, της είπε. Δρόμο πήρε και δρόμο άφησε ώσπου έφτασε το βάλτο. Ήταν τεράστιος. Δεν

μπορούσε να τον περάσει μόνη της. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Άρχισε να ρίχνει μεγάλες πέτρες για να δει που μπορεί να πατήσει. Έτσι άρχισε να διασχίζει το βάλτο. Τότε εμφανίστηκε μία τίγρης και στάθηκε δίπλα της. Η κοπέλα ανέβηκε στη ράχη της και με μεγάλα άλματα πέρασαν στην απέναντι όχθη. Εκεί τους περίμενε πάλι ο αετός και πήρε τη μορφή της νεράιδας.

-Να το προσέχεις και να το χρησιμοποιήσεις σωστά, της είπε τότε η νεράιδα και της έδωσε το κλειδί.

Η κοπέλα τότε με ένα μαγικό τρόπο γύρισε πίσω στην είσοδο της ντουλάπας. Προχώρησε μέσα στη ντουλάπα ώσπου βρήκε τις δύο όμοιες πόρτες. Ξεκλείδωσε με το κλειδί που είχε στο χέρι της την κλειδωμένη πόρτα.

8

Page 9: Το σχολείο των παραμυθιών

Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα στη σοφίτα το ξωτικό πιο νευριασμένο από ποτέ.

-Παράκουσες τις εντολές μου ανόητη. Ήρθε η ώρα να το πληρώσεις. Η βασιλοπούλα τότε τρέχει, ακολουθεί τις σκάλες. Το ξωτικό τρέχει πίσω

της. Μπροστά η βασιλοπούλα, πίσω το ξωτικό. Και ξαφνικά μια πύλη. Η κοπέλα με όλη της τη δύναμη έτρεξε και κατάφερε να φτάσει στην πύλη. Βρέθηκε τότε στη βασιλική αυλή. Οι φρουροί την οδήγησαν στο βασιλιά και τη βασίλισσα.

Τότε το ξωτικό απελπισμένο γύρισε στο παλάτι και ζήτησε συγνώμη από τον αφέντη του για όλες του τις πράξεις. Του εξήγησε γιατί έκλεψε την κόρη του. Μόλις ο βασιλιάς κατάλαβε ότι η κόρη του είχε επιστρέψει στο παλάτι, οργάνωσε γλέντια και χορούς που επιτέλους γύρισε η μονάκριβη κόρη του. Η βασιλοπούλα βρήκε επιτέλους τους γονείς της και την ελευθερία της.

Από τότε το ξωτικό έκανε όλες τις δουλειές. Έγινε ο ποιο πιστός υπηρέτης του βασιλιά. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Γιώργος Γεραμούτσος,Τέλης Μπουρνιάς

Εύη Πάππα,Νεφέλη Σχοινά

Ο δράκος της φλόγας

ια φορά και έναν καιρό ήταν ο δράκος της φλόγας. Ζούσε σε ένα δάσος και κοιμόταν εκεί. Πιο πέρα υπήρχε ένα κάστρο. Εκεί παραφύλαγαν οι στρατιώτες του βασιλιά μην μπει κανείς. Μάλιστα στο κάστρο ήταν και ο βασιλιάς. Συζητούσε με τους στρατιώτες του και ένιωθε

όμορφα. Πρόβλεψε όμως ο βασιλιάς ότι κάτι θα συμβεί. Διάβασε μέσα στο μαγικό βιβλίο του ότι θα ερχόταν ο δράκος της φλόγας. Αμέσως το είπε στους στρατιώτες του. Τότε αυτοί ρώτησαν:

-Πότε θα ‘ρθει στο κάστρο μας; Αυτός τους έδειξε στο βιβλίο και τους είπε με

σιγουριά ότι θα πήγαινε να τους επιτεθεί. Ο βασιλιάς κοιμήθηκε μαζί τους το βράδυ. Σιγά, σιγά άρχισε να ξημερώνει.

Τότε άκουσε ο στρατηγός έναν θόρυβο πολύ έντονο. Σηκώθηκε, είδε τον δράκο της φλόγας να φτάνει προς το κάστρο. Ξύπνησε τους στρατιώτες του. Έλεγε σ’ αυτούς:

9

Page 10: Το σχολείο των παραμυθιών

-Γρήγορα! Έρχεται ο δράκος της φλόγας. Ετοιμάστηκαν, πήραν τις πανοπλίες και τα σπαθιά. Βγήκαν έξω μαζί με τον

βασιλιά. Επιτέθηκαν στο δράκο της φλόγας. Του πέταγαν βέλη παντού, αλλά δε σκοτώνονταν με τίποτα. Έριχνε φλόγες στο βασιλιά. Αυτό θύμωσε τους στρατιώτες, οι οποίοι έσπευσαν να υπερασπιστούν το βασιλιά τους. Αναγκάστηκαν και χτύπησαν πάλι το δράκο της φλόγας με τα βέλη στο κεφάλι του. Τελικά παρότι τον τραυμάτισαν, δεν πέθανε κατευθείαν. Μετά από λίγο όμως πέθανε. Έτσι οι στρατιώτες με το βασιλιά γύρισαν ξανά στο κάστρο. Ένιωθαν ευτυχισμένοι που έσωσαν το βασιλιά και που επέστρεψαν στο κάστρο. Ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα.

Κωνσταντίνος Νικολετόπουλος

Ο άκαρδος βασιλιάς

ια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος, ζούσε ένας βασιλιάς. Είχε ένα τεράστιο παλάτι φτιαγμένο από χρυσάφι. Δεν αγαπούσε τίποτα και κανέναν. Είχε μια κόρη. Ούτε αυτή την αγαπούσε. Το μόνο που αγαπούσε ήταν τα πλούτη.

Η κόρη του αγαπούσε ένα παλικάρι, γιο ενός άλλου βασιλιά. Ο πατέρας της ούτε που ήθελε να ακούει για τον άλλο βασιλιά. Πόσο μάλιστα να παντρευτεί η κόρη του, το γιό εκείνου.

-Να μοιραστώ εγώ τα πλούτη μου; Και μάλιστα με τον εχθρό μου; έλεγε και ξανάλεγε.

Μα ο νέος δεν έκανε πίσω. Ήθελε να παντρευτεί την πριγκίπισσα. Τότε ο βασιλιάς το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από ‘κει και μια μέρα τον κάλεσε και του είπε:

-Θα σου δώσω το χέρι της κόρης μου αν περάσεις τρεις δοκιμασίες.Ο νέος συμφώνησε. Τότε ο βασιλιάς ανακοίνωσε τις δοκιμασίες σίγουρος

πως ο νέος δεν θα τα καταφέρει.-Η πρώτη δοκιμασία είναι να σκοτώσεις τον τρομερό κύκλωπα που ζει στην

κορυφή του βουνού. Αν γυρίσεις θα μάθεις και τις επόμενες.Ο νέος μια και δυο ξεκίνησε. Ο μύθος έλεγε πως κάθε χρόνο ο κύκλωπας

κατέβαινε στο δάσος, έπαιρνε δέκα αγόρια και δέκα κορίτσια. Κανείς ποτέ δεν τα ξαναέβλεπε. Πολλοί ξεκίνησαν να βρουν τα παιδιά και να σκοτώσουν τον τρομερό κύκλωπα αλλά κανείς δεν ξαναγύρισε. Έφτασε στην κορυφή του βουνού και ξαφνικά βλέπει μπροστά του τον κύκλωπα. Βγάζει το σπαθί του να τον σκοτώσει

10

Page 11: Το σχολείο των παραμυθιών

αλλά ο κύκλωπας αρχίζει να φτύνει τεράστιες πέτρες από το στόμα του. Ο νέος με την ασπίδα του απέκρουσε τις πέτρες, ανέβηκε στο πιο ψηλό δέντρο και τον χτύπησε με την ασπίδα στο κεφάλι. Ο κύκλωπας ζαλίστηκε και έπεσε κάτω. Τότε ο νέος δεν χάνει καιρό τον καρφώνει με το σπαθί στην κοιλιά. Γύρισε πίσω στο παλάτι.

Ο βασιλιάς δυσαρεστημένος του είπε τη δεύτερη δοκιμασία:-Θα πας στη σπηλιά του δράκου και να φέρει το κόκκινο διαμάντι. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε ώσπου έφτασε στη σπηλιά του δράκου. Είδε το

δράκο να κάθεται πάνω στο διαμάντι. Μεμιάς πιάνει πέτρες και τις ρίχνει στον δράκο. Εκείνος άρχισε να ταρακουνάει το έδαφος. Ο νέος έβγαλε το σπαθί του και προχώρησε προς τον δράκο. Τον μαχαίρωσε πισώπλατα. Πήρε το κόκκινο διαμάντι και γύρισε στο βασιλιά.

Ο βασιλιάς του έδωσε νευριασμένος συγχαρητήρια. -Ήρθε η ώρα για την Τρίτη δοκιμασία. Πρέπει να πολεμήσεις μαζί μου, με

σπαθιά.Ο βασιλιάς, πονηρός, έβαλε το κόκκινο διαμάντι πάνω στο σπαθί του. Ήταν

μαγικό, του έδινε περισσότερη δύναμη. Ήταν και οι δύο καλοί στη μάχη. Ο νέος όμως έριξε κάτω το βασιλιά. Του ‘βαλε το σπαθί στο λαιμό και του έκανε σημάδι, αλλά δεν τον σκότωσε. Ο βασιλιάς που κόντεψε να χάσει τη ζωή του, κατάλαβε το λάθος του και πάντρεψε το νέο με την κόρη του.

Γιώργος Μέτσι

Ο καλόκαρδος και ο κακόκαρδος

ια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο ζούσε ένας καλόκαρδος άνθρωπος. Όλοι τον θεωρούσαν ψεύτη γιατί ήταν τόσο καλός που κανένας δεν το πίστευε. Ο γείτονάς του ήταν κακόκαρδος. Έλεγε συνέχεια ψέματα.

-Ποιος άραγε είναι ο καλός και ποιος ο κακός; Αναρωτήθηκε μια μέρα ο βασιλιάς.

Φώναξε τον πιο πιστό του υπηρέτη και του είπε:

-Θα ετοιμάσεις τρεις δοκιμασίες.-Μάλιστα υψηλότατε.-Η πρώτη θα είναι να βάλεις ένα ζητιάνο από μια μακρινή χώρα, να ζητήσει

φαγητό κι ένα μέρος να μείνει. Έτσι κι έγινε. Ο ζητιάνος χτύπησε στον καλόκαρδο άνθρωπο. Εκείνος του

άνοιξε, τον έβαλε στο σπίτι του, του έδωσε φαγητό και του έστρωσε να κοιμηθεί. Την επόμενη μέρα πήγε στον γείτονά του.

11

Page 12: Το σχολείο των παραμυθιών

-Τι λες μωρέ που θα βάλω εγώ ένα ζητιάνο στο σπίτι μου! φώναξε χωρίς καν να ανοίξει την πόρτα του.

Ο βασιλιάς τότε διέταξε να ετοιμάσουν και τη δεύτερη δοκιμασία: ένα γεύμα για όλο το βασίλειο με τα έξοδα του βασιλιά. Όταν ο υπηρέτης το ανακοίνωσε στον καλόκαρδο εκείνος είπε:

-Μετά χαράς. Τώρα κιόλας θα πω στη γυναίκα μου να ετοιμάσει το γεύμα.

Ο κακόκαρδος από την άλλη όταν πήγε ο υπηρέτης να του το προτείνει είπε:

-Δεν γίνεται. Εγώ και η γυναίκα μου έχουμε πολλές δουλειές.Την άλλη μέρα ο βασιλιάς ανακοίνωσε την Τρίτη δοκιμασία που ήταν και η

πιο δύσκολη. Έδωσε στον υπηρέτη του 10.000 λίρες κι εκείνος έκρυψε τις 5.000 στο σπίτι του ενός και τις άλλες 5.000 στο σπίτι του άλλου, όποιος από τους δύο θα επέστρεφε τις ξένες λίρες θα ήταν ο καλός.

Όταν ο καλόκαρδος τις βρήκε δεν περίμενε λεπτό. Πήγε αμέσως στο βασιλιά και τις έδωσε όλες. Ο γείτονάς του όμως τις κράτησε και δεν είπε κουβέντα σε κανέναν. Ο βασιλιάς ανακοίνωσε στους χωρικούς τα αποτελέσματα και ο καλόκαρδος βρήκε επιτέλους το δίκιο του. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Πρανβέρα Μάριναϊ (σκίτσο αρχικό Μ:Πρανβέρα Μάριναϊ)

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

ια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος βασιλιάς ήταν ο βάτραχος. Τον είχαν ψηφίσει όλα τα ζώα. Το λιοντάρι που ήταν το πιο δυνατό ζώο του δάσους θεωρούσε πώς έπρεπε να είναι βασιλιάς. Έτσι με μίσος και ζήλια έκανε τα πάντα για να πάρει το θρόνο. Μια μέρα, έσκαψε ένα λάκκο και τον σκέπασε με φύλλα και κλαδιά. Ο βάτραχος καθώς πήγαινε μια βόλτα στο δάσος, ξαφνικά έπεσε στην παγίδα.

-Βοήθεια, βοήθεια, φώναξε.

12

Page 13: Το σχολείο των παραμυθιών

Κανείς δεν τον άκουσε. Μόνο το λιοντάρι τον άκουσε αλλά έφυγε. Ο βάτραχος μετά από πολύ προσπάθεια, σκαρφάλωσε πιο πάνω και με το πιο ψηλό του πήδημα κατάφερε να βγει. Κατάλαβε ότι το λιοντάρι τον μισούσε τόσο γιατί ήθελε να πάρει το θρόνο. Είχε αρχίσει μάλιστα να κακολογεί τον βάτραχο σε όλο το δάσος. Έτσι ο βάτραχος σκέφτηκε να διοργανώσει τρεις δοκιμασίες. Όποιος νικούσε θα γινόταν βασιλιάς. Το λιοντάρι δέχτηκε. Η πρώτη δοκιμασία ήταν να ξαναγίνουν εκλογές. Έτσι κι έγινε. Ο βάτραχος εκλέχτηκε ξανά βασιλιάς. Η δεύτερη δοκιμασία ήταν να βγάλουν και οι δύο ένα λόγο. Το λιοντάρι άρχισε βιαστικό να μιλάει. Δεν κατάφερε να πείσει τα

ζώα ότι μπορούσε να γίνει ένας καλός βασιλιάς. Έτσι νικητής βγήκε ο βάτραχος που ήταν μορφωμένος και ήξερε γράμματα. Η Τρίτη δοκιμασία ήταν να κάνουν μια πράξη για να βοηθήσουν τα ζώα του δάσους. Ο βάτραχος φύτεψε δέντρα εκεί που το δάσος είχε καεί για να βοηθήσει τα ζώα να βρουν καινούργιες φωλιές. Το λιοντάρι δεν ήξερε τι να κάνει. Σκεφτόταν όλη την ώρα μα τίποτα. Ντράπηκε τόσο πολύ που έφυγε. Ο βάτραχος βγήκε βασιλιάς ξανά. Καθώς όμως πήγαινε προς το σπίτι του συνάντησε το λιοντάρι. Το

λιοντάρι του όρμησε με μανία. Αμέσως ήρθαν τα άλλα ζώα. Το λιοντάρι νόμιζε ότι μπορούσε να νικήσει όλα τα ζώα μαζί. Όρμησε κατά πάνω τους αλλά τα ζώα δεν φοβήθηκαν. Έμειναν ενωμένα και το λιοντάρι πέθανε προσπαθώντας να πάρει το θρόνο.

Ανδρέας Τζαβάρας

Ο φτωχός και ο πλούσιος

ια φορά κι έναν καιρό στην άκρη ενός βασιλείου ζούσε ένας άνθρωπος. Έμενε σε μια φτωχική καλύβα με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά. Ήταν πολύ φτωχοί, μα ευτυχισμένοι. Οι γονείς, αγαπούσαν τα παιδιά τους μα δεν είχαν χρήματα να τα στείλουν σχολείο, έτσι δούλευαν στα χωράφια. Ο πατέρας ήταν ψαράς και η μητέρα υπηρέτρια στο παλάτι. Κοντά στο

σπίτι του ήταν ένα τεράστιο σπίτι, ίδιο παλάτι. Εκεί ζούσε ένας άλλος άνθρωπος που ήταν πλούσιος. Έμενε μαζί με τη γυναίκα του και τους εκατομμύρια υπηρέτες.

Μια μέρα ο βασιλιάς κάλεσε αυτούς τους δύο ανθρώπους στο παλάτι του.

13

Page 14: Το σχολείο των παραμυθιών

-Όποιος μου κάνει το καλύτερο τραπέζι στο σπίτι του, θα τον κάνω σύμβουλό μου.

Ο πλούσιος άρχισε στο σπίτι του άρχισε να ετοιμάζεται. Διέταξε τις υπηρέτριές να αγοράσουν και να μαγειρέψουν ένα αρνί. Οι υπηρέτριες στη μέση του τραπεζιού έβαλαν ένα πολυτελές βάζο γεμάτο λουλούδια κι ένα μοντέρνο τραπεζομάντιλο. Μόλις ήρθε το βράδυ ο πλούσιος φόρεσε τα καλά του ρούχα και υποδέχτηκε το βασιλιά. Ο βασιλιάς κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού, του πρόσφεραν αρνί και κρασί. Έφαγε, ήπιε και γύρισε στο παλάτι του. Την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο σπίτι του φτωχού. Ο φτωχός δεν κοιμήθηκε το βράδυ, ψάρευε. Μόλις ξημέρωσε η γυναίκα του ετοίμασε το τραπέζι. Έστρωσε ένα τραπεζομάντιλο που είχε κεντήσει μόνη της και ένα βάζο στη μέση του τραπεζιού. Βγήκε στο κήπο της κι έκοψε λουλούδια για να στολίσει το σπίτι. Μόλις ο ψαράς έφερε τα ψάρια, πιάσαν κι οι δυο μαζί να ετοιμάσουν το φαγητό. Έφτασε το βράδυ όλοι τους είχαν ντυθεί με τα καλύτερά τους ρούχα. Ο βασιλιάς ήρθε, χτύπησε την πόρτα. Μόλις μπήκε μέσα στενοχωρήθηκε για τη φτώχια που έβλεπε. Η γυναίκα του πρόσφερε τα φρεσκοψημένα ψάρια και κόκκινο κρασί από το βαρέλι τους. Ο βασιλιάς έφαγε και ήπιε με την ψυχή του. Ήταν το πιο ωραίο φαγητό που είχε φάει ποτέ. Μπήκε στην άμαξά του και έφυγε για το παλάτι. Την επόμενη μέρα κάλεσε και τους δύο στο παλάτι του.

-Θα επιλέξω όποιον από τους δυο σας περάσει τρεις δοκιμασίες, είπε ο βασιλιάς.

Η πρώτη ήταν το δείπνο, τα καταφέρατε και οι δύο πολύ καλά.

Η δεύτερη είναι να με πάτε στο μέρος που πήρατε το φαγητό και η τρίτη είναι να μου πείτε πώς το μαγειρέψατε.

Ο φτωχός οδήγησε το βασιλιά στη λίμνη και του έδειξε το σημείο που έχει πολλά ψάρια. Μετά του εξήγησε πως τα καθαρίζει με τη γυναίκα του. Πως τα μαγειρεύουν με λαχανικά και μυρωδικά που μαζεύουν τα παιδιά τους από τον κήπο τους.

Ο πλούσιος δεν ήξερε τι να κάνει. Είπε στο βασιλιά ότι δεν θυμόταν που έπιασε το αρνί και όταν έφτασε η στιγμή να πει πώς το μαγείρεψε μασούσε τα λόγια του. Ο βασιλιάς τότε κατάλαβε. Ο πλούσιος από τη ντροπή του έφυγε από το σπίτι. Τότε ο βασιλιάς έδωσε στον φτωχό τη θέση που του είχε υποσχεθεί, του έδωσε χρήματα και ένα σπίτι να ζήσει με την οικογένειά του. Τα παιδιά από τότε πήγαιναν σχολείο και η γυναίκα του ψαρά έγινε έμπιστη του βασιλιά. Έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ελένη Μάλλιαρη

Η Ζήλια και η Ευγένεια.14

Page 15: Το σχολείο των παραμυθιών

ια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσαν δύο αδερφές η Ζήλια και η Ευγένεια. Ήταν και οι δύο πολύ όμορφες. Όταν έφτασαν σε ηλικία γάμου ο βασιλιάς κάλεσε πρίγκιπες απ’ όλα τα βασίλεια για να διαλέξουν οι κόρες τους. Όλοι οι πρίγκιπες ενθουσιάστηκαν με το χαρακτήρα της Ευγένειας. Ήταν χαμογελαστή, είχε καλούς τρόπους. Η Ζήλια από την άλλη ήταν απότομη και γκρινιάρα.

Την επόμενη μέρα η Ευγένεια δέχτηκε ένα σωρό προτάσεις γάμου. Η Ζήλια καμία. Όταν μάλιστα έμαθε ότι η αδερφή της αποδέχτηκε μία από αυτές, έγινε έξαλλη. Κατηγόρησε τον πατέρα της, την αδερφή της και κλείστηκε στο δωμάτιό της.

Την άλλη μέρα δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και πήγε σε μια νεράιδα που βοηθούσε τους ανθρώπους. Η καλή νεράιδα άκουσε την ιστορία της και μετά μίλησε.

-Ζήλεια, είναι φυσιολογικό να νιώθεις έτσι. Αλλά δεν έδειξες τον καλύτερό σου εαυτό.

-Τι εννοείς δηλαδή; Παραξενεύτηκε η Ζήλεια.-Θα σε βοηθήσω εγώ. Θα πρέπει όμως να περάσεις από τρεις δοκιμασίες.

Πρώτον θα βοηθήσεις την αδερφή σου να διαλέξει το πιο όμορφο νυφικό που υπάρχει στο βασίλειο. Δεύτερον θα γράψεις όλες τις προσκλήσεις γάμου. Τέλος θα της δώσεις ένα πανέμορφο δώρο που θα της μείνει αξέχαστο. Κάνε αυτά και θα δεις.

Αυτά είπε η νεράιδα και εξαφανίστηκε. Η Ζήλεια, δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και γύρισε στο παλάτι. Όλη τη νύχτα σκεφτόταν τα λόγια της νεράιδας. Το πρωί το αποφάσισε. Θα βοηθούσε την αδερφή της. Έτσι εκείνη τη μέρα πήγε σε όλους τους ράφτες και τις μοδίστρες της χώρας. Διάλεξε το πιο όμορφο νυφικό. Ήταν πολύ δύσκολο γι΄αυτήν. Ήταν η πρώτη φορά που πήρε κάτι τόσο ωραίο για την αδερφή της. Την επόμενη μέρα έφτιαξε τις πιο ωραίες προσκλήσεις. Η Ευγένεια είχε μείνει έκπληκτη όπως και όλοι στο βασίλειο. Ο βασιλιάς ήταν πολύ περήφανος για την κόρη του. Είχε φτάσει η πιο δύσκολη δοκιμασία: το δώρο. Μετά από πολύ σκέψη η Ζήλεια κατάλαβε ότι έπρεπε να της δώσει κάτι δικό της.

Η μέρα του γάμου έφτασε. Η Ζήλεια έλαμπε από χαρά. Ένιωθε για πρώτη φορά καλά για τον εαυτό της. Η Ευγένεια ήταν πανέμορφη. Ήρθε η ώρα των δώρων, τότε η Ζήλεια έδωσε

15

Page 16: Το σχολείο των παραμυθιών

το δικό της. Ήταν το αγαπημένο της μενταγιόν που πάνω είχε χαράξει το όνομα της αδερφής της.

Την επόμενη μέρα έγινε κάτι απίστευτο. Ένας χρυσός φάκελος την περίμενε στο δωμάτιό της. Τον άνοιξε και τι να δει; Μια γραπτή πρόταση γάμου. Αμέσως έτρεξε να πει σε όλους τα καλά νέα. Εκεί την περίμενε ο πιο όμορφος πρίγκιπας που είχε δει ποτέ. Από τότε έζησε ευτυχισμένη. Μετά από χρόνια κανείς πια δε θυμόταν ότι υπήρξε ζηλιάρα. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ηλέκτρα Μπουλή

Η καλή και η κακιά μάγισσα.

ια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσαν δυο μάγισσες. Η μια ήταν καλή και η άλλη κακιά. Μια μέρα η κακιά άφριζε, φώναζε κι έλεγε ότι είναι πιο σπουδαία από την καλή. Σαν την άκουσε ο βασιλιάς διοργάνωσε έναν διαγωνισμό.

-Όποια από τις δυο φτιάξει το καλύτερο φίλτρο για δύναμη θα κερδίσει ένα σακί σμαράγδια. Την επόμενη μέρα άρχισε ο διαγωνισμός. Το πρωί ο βασιλιάς έφερε δυο μεγάλα τραπέζια για τα μαγικά

φίλτρα. Το μεσημέρι που ο ήλιος ήταν στη μέση του ουρανού η καλά μάγισσα ήταν νικήτρια. Ο βασιλιάς τότε της έδωσε το σακί με τα σμαράγδια. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και πήγε σπίτι της. Το βράδυ ένας φτωχός της χτύπησε την πόρτα. Δεν χάνει καιρό του δίνει τα σμαράγδια. Η κακιά την είδε από το παράθυρο και άρχισε να

φωνάζει:-Κέρδισες με την πονηριά και την κλεψιά σου.Μια και δυο πάει και το λέει στο βασιλιά. Χάλασε τον

κόσμο. Ο βασιλιάς δεν ήθελε να την πιστέψει όμως έκανε τόσο σαματά που αποφάσισε να διοργανώσει και δεύτερο διαγωνισμό. -Όποια κερδίσει θα είναι και η μοναδική μάγισσα του βασιλείου, είπε ο βασιλιάς. Πρότεινε μάλιστα να είναι μπροστά στο διαγωνισμό.Μέχρι το άλλο πρωί όμως η κακιά είχε φτιάξει ένα φίλτρο

δυνατό και τρομερό για να αποδυναμώσει την καλή και να κερδίσει εκείνη. Έτσι έγραψε ένα γράμμα και το έριξε κάτω από την πόρτα της.

«Πρόσκληση για τσάιΣε καλώ για απογευματινό τσάι συμφιλίωσης»

16

Page 17: Το σχολείο των παραμυθιών

Η καλή μάγισσα πήγε, τότε η κακιά μέσα στο τσάι έριξε το φίλτρο. Η δράση του άρχισε μετά από δύο ώρες, μόλις νύχτωσε. Όταν ξημέρωσε άρχισε ο διαγωνισμός. Η καλή, μαγεμένη από το φίλτρο, έκανε του κόσμου τις πονηριές μπροστά στα μάτια όλων. Ο βασιλιάς τότε άρχισε να πιστεύει την κακιά. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο φτωχός που του είχε δώσει τα σμαράγδια. Πια ήταν ένας ωραίος άρχοντας. Είπε σε όλους τι συνέβη και πόσο καλή είναι η καλή μάγισσα. Μέχρι να τελειώσει την ιστορία του, πέρασε η επίδραση του φίλτρου. Έτσι η καλή νίκησε με την αξία της. Κέρδισε για άλλη μια φορά ένα σακί σμαράγδια και τα μοίρασε στους φτωχούς. Η κακιά μάγισσα πετάχτηκε σε ένα μπουντρούμι. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ηλίας Τζόλας

Οι δυο βασιλιάδες

ια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή ζούσαν δύο βασιλιάδες. Ήταν αδέρφια. Ο πατέρας τους δεν ήξερε ποιος ήταν πιο ικανός να βασιλεύει και δεν ήθελε να αδικήσει κανένα παιδί του. Έτσι λίγο πριν πεθάνει διέταξε να χτίσουν ένα μεγάλο τείχος, χώρισε το βασίλειό του στη μέση. Έκανε δύο χώρες για να έχουν και τα δυο παιδιά του την τιμή να είναι βασιλιάδες.

Ο ένας ήταν καλός με τους υπηκόους του. Φρόντιζε να έχουν πάντα ότι θέλουν. Ο άλλος ήταν πολύ κακός. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν τα λεφτά. Ήθελε μάλιστα ολόκληρο το βασίλειο για να έχει όλη τη δόξα.

Ο κακός έτσι άρχισε να ετοιμάζεται για πόλεμο. Να φτιάχνει όπλα και να μαζεύει στρατιώτες. Μόλις το έμαθε αυτό ο καλός πήγε και του είπε:

-Αδερφέ μου ας μην κάνουμε πόλεμο. Το βασίλειό μας θα είναι πολύ δυνατό αν είμαστε ενωμένοι και έχουμε ειρήνη. Εσείς έχετε τις πεδιάδες, τις πιο εύφορες κοιλάδες, τους καλύτερους μάστορες κι εμείς τη θάλασσα, τα φρέσκα ψάρια, τα καράβια, το εμπόριο.

-Δεν μπορούμε να είμαστε και οι δύο βασιλιάδες στο ίδιο βασίλειο, είπε αποφασισμένος ο κακός.

Τότε ο καλός σκέφτηκε και είπε:-Ας είναι. Ας λύσουμε τις διαφορές μας αλλά όχι με πόλεμο.-Τι προτείνεις;-Θα κάνουμε δύο δοκιμασίες. Ο λαός θα αποφασίσει ποιος από τους δυο

μας θα νικήσει. Ο νικητής θα γίνει βασιλιάς των δύο χωρών.-Σύμφωνοι με έναν όρο. Τη μία δοκιμασία θα τη βάλεις εσύ και την άλλη

εγώ, είπε ο κακός. -Κανείς όμως δεν θα κλέψει ή θα βάλει τους ιππότες του να πάρουν εκδίκηση.

17

Page 18: Το σχολείο των παραμυθιών

Ο κακός συμφώνησε. Θα έλεγε πρώτος δοκιμασία. Σκέφτηκε να φανεί καλός στο λαό του και είπε:

-Ας κάνουμε μία πράξη που θα βοηθήσει έναν φτωχό. Το επόμενο πρωί ο καλός βασιλιάς μοίρασε ένα μέρος της μεγάλης

περιουσίας του σε όλους τους φτωχούς της χώρας. Ο κακός από την άλλη έβαλε ένα μεγάλο φόρο στους πλούσιους και τα χρήματα που πήρε τα έδωσε σε έναν φτωχό που του έκανε τις δουλειές.

-Σε νίκησα. Κοίτα αυτόν τον πρώην άπορο άνθρωπο τώρα είναι ο πιο πλούσιος της χώρας, είπε γελώντας σίγουρος για τη νίκη του ο κακός.

-Όχι , δεν έχεις κάνει αυτό που έλεγε η δοκιμασία, έχεις κάνει ακριβώς το αντίθετο! Κοίτα τους πλούσιους της χώρας σου δεν έχουν ούτε δεκάρα, φώναξε κάποιος από το λαό. Όλοι συμφώνησαν. Έτσι ο καλός νίκησε και πήγαν στη δεύτερη δοκιμασία.

-Θα βγάλουμε λόγο στους πολίτες μας για το ποιος είναι πιο ικανός να βασιλεύει.

Ο καλός βασιλιάς τα κατάφερε μια χαρά και έμειναν όλοι ευχαριστημένοι. Αντίθετα με τον κακό δεν πήγαν τα πράγματα καθόλου καλά. Έχασε στις δοκιμασίες. Δεν ήθελε όμως να παραδώσει τον θρόνο του. Μάζεψε τα στρατεύματά του και κήρυξε πόλεμο.

Έτσι έγινε ο μεγαλύτερος πόλεμος μεταξύ τους. Κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια. Οι στρατιώτες του κακού βασιλιά ήταν πολύ κουρασμένοι, πεινασμένοι και διψασμένοι γιατί είχαν κάθε μέρα και λιγότερο ύπνο, φαγητό, νερό.

Οι στρατιώτες του καλού ήταν χαρούμενοι, και είχαν καλύψει όλες τις ανάγκες τους.

Ο καλός βασιλιάς όμως ανησυχούσε. Έτσι ένα βράδυ έστειλε δέκα στρατιώτες του να μιλήσουν στους φύλακες του κακού. Πρότεινε να σταματήσουν να πολεμούν χωρίς να το ξέρει ο βασιλιάς τους.

Οι στρατιώτες δεν ήθελαν να προδώσουν τον βασιλιά τους αλλά το έκαναν. Δεν άντεχαν άλλο.

Το επόμενο πρωί από το στρατόπεδο του καλού βασιλιά ακούστηκε η λέξη «επίθεση». Τότε οι στρατιώτες του κακού περικύκλωσαν το βασιλιά τους και τον έβαλαν σε ένα μπουντρούμι.

Μετά από λίγες ημέρες όταν είχε καταλάβει το σφάλμα του. Έγινε κάλος και παραχώρησε την εξουσία στον αδερφό του. Και έζησαν αυτοί καλά και οι υπήκοοι καλύτερα!

Παναγιώτης Χάιδος

Το σχολείο της μουσικής

18

Page 19: Το σχολείο των παραμυθιών

ια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό χωριό ζούσε ένα κορίτσι, η Ελπίδα. Ήθελε να γίνει μουσικός. Ό, τι κι αν έπιανε στα χέρια της το έκανε μουσικό όργανο. Στο καλάμι έκανε τρύπες και το ‘κανε φλογέρα. Ό, τι κι αν έλεγε, είχε μια μελωδία. Το όνειρό της ήταν να πάει σε μια μουσική σχολή. Όλες οι μουσικές σχολές της χώρας όμως ήταν στην πολιτεία, δυο μέρες περπάτημα μακριά. Οι γονείς της ήθελαν να τη βοηθήσουν, αλλά δεν είχαν λεφτά. Στο χωριό, πώς και πώς ζούσαν. Ο πατέρας της έκοβε ξύλα και τα πούλαγε. Η μητέρα της φρόντιζε το περβόλι για να έχουν να φάνε. Είχε ντομάτες, μελιτζάνες, μπάμιες, μαρούλια, πατάτες… Η

Ελπίδα κάθε μέρα κυνηγούσε το όνειρό της. Δεν τα παράταγε. Σαν ερχόταν κάποιος ταξιδιώτης, τον ρωτούσε αν ήξερε μουσική, ζητούσε να της δείξει ή ζητούσε να μάθει για τις μουσικές του τόπου του. Έτσι περνούσαν τα χρόνια. Κάθε μέρα η Ελπίδα μάθαινε για τη μουσική από την ίδια τη φύση γύρω της και από τους ανθρώπους που γνώριζε. Τα βράδια δεν κοιμόταν προσπαθούσε να μιμηθεί τους ήχους της νύχτας: τις κουκουβάγιες, τα τριζόνια. Προσπαθούσε να φτιάξει κι άλλα μουσικά όργανα. Έγραφε στίχους και τραγουδούσε ως το πρωί.

Μια μέρα έφτασαν τα γενέθλιά της. Γινόταν 15 χρονών. Όλο το χωριό μαζεύτηκε να γιορτάσει μαζί της. Η Ελπίδα έπαιξε ένα σωρό τραγούδια, όλοι χόρεψαν, ήπιαν, έφαγαν με την ψυχή τους. Εκείνο το βράδυ όλοι κοιμήθηκαν αργά. Ακόμα και η Ελπίδα. Ξαφνικά μέσα στον ύπνο της άκουσε μια φωνή και τι να δει; Μια νεράιδα, μικρή με λαμπερά φτερά.

-Είμαι η νεράιδα των ονείρων. Θα σε βοηθήσω με έναν όρο: δεν θα το πεις σε κανέναν.

-Εντάξει, είπε η κοπέλα.-Θα πας στο δάσος και θα βρεις τη μάγισσα της φωνής. Αυτή θα σου πει τι

να κάνεις.Αυτά είπε η νεράιδα και εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα η Ελπίδα ξεκίνησε για

το δάσος. Περπατούσε όλο και πιο βαθιά στο δάσος ανάμεσα στα ψηλά δέντρα.-Πώς να βρω τη μάγισσα; Είπε.Τότε ακούστηκε μια φωνή πίσω της.-Θα σε βοηθήσω. Γυρίζει και τι να δει; Ένα περιστέρι.Η Ελπίδα ακολούθησε το περιστέρι. Ώσπου έφτασαν σε μια λίμνη. Στην άκρη

της λίμνης ήταν ένα ξύλινο σπίτι. Μα δε φαινόταν πουθενά τρόπος να περάσουν τη λίμνη. Το περιστέρι πήγε μπροστά μέσα στο νερό, η Ελπίδα, αποφασισμένη το ακολούθησε. Διέσχισαν τη λίμνη από το κρυφό μονοπάτι που το νερό ήταν ρηχό και έφτασαν στην άλλη πλευρά. Όσο πλησίαζαν το σπίτι τόσο πιο παγωμένος γινόταν ο αέρας. Η Ελπίδα έσφιγγε τα ρούχα της πάνω της, κρύωνε. Το σπίτι ήταν καλυμμένο με ιστούς αραχνών, τα σκαλιά μαύρα. Σαν έφτασαν κοντά η πόρτα άνοιξε.

-Σας περίμενα. Ακούστηκε μια φωνή. Ήταν η μάγισσα.

19

Page 20: Το σχολείο των παραμυθιών

Το σπίτι μέσα ήταν πιο μαύρο, γεμάτο μπουκάλια, φίλτρα, ραβδιά, σκούπες, κέρατα, δέρματα ζώων, καζάνια.

-Ξέρω τι γυρεύεις, είπε ξανά η μάγισσα και κοίταξε την κοπέλα με τα τρομερά της μάτια. Σήκωσε το ραβδί της και είπε:

Άμπρα κατάμπρα,Καθρέπτη μαγικέςΤη λύση δώσε στη στιγμήΕσύ που κλέβεις κάθε ευχή.Χτύπησε το ραβδί πάνω σε έναν καθρέπτη, κι εκείνος μεμιάς ζωντάνεψε και

είπε με βροντερή φωνή:-Το κορίτσι τη μουσική να βρει,Πρέπει να υποσχεθεί,Πως σε κανέναν δεν θα το πειΚαι πως θα μείνει για πάντα εκεί.-Κι οι γονείς μου; Οι φίλοι μου;-Διάλεξε, είπε η μάγισσα, τους γονείς και τους φίλους σου ή το όνειρό σου. Η

μάγισσα κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο βιβλίο. Η Ελπίδα αποφασισμένη έβαλε το χέρι της στο βιβλίο και υποσχέθηκε.

-Η χαρά σου είναι η μουσική. Για να πας εκεί τρεις θυσίες θα κάνεις. Την πρώτη και τη δεύτερη την έκανες, ήταν οι γονείς και οι γνωστοί. Τώρα η τελική. Τη μιλιά σου θα δώσεις στη μάγισσα την καλή και να μείνεις χωρίς φωνή. Αν καταφέρεις να γίνεις γνωστή τότε θα τα πάρεις όλα πίσω και τη φωνή.

Η Ελπίδα αγαπούσε τόσο τη μουσική που θυσίασε τη φωνή της. Ο καθρέπτης τότε είπε στο περιστέρι.

-Πήγαινέ την στο πιο ψηλό δέντρο του δάσους.Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν ώσπου έφτασαν μπροστά στο πιο ψηλό

δέντρο του δάσους. Τα κλαδιά, τα φύλλα, ο κορμός του, τεράστια. Το περιστέρι χτύπησε με το ράμφος του τον κορμό του δέντρου. Ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα. Η Ελπίδα μπήκε τότε μέσα και είδε μια γιαγιά. Κοίταξε από δω, κοίταξε από κει και είδε το όνειρό της να γίνεται πραγματικότητα. Γύρω της όλα τα όργανα μουσικής.

Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο.-Κι εγώ όταν ήμουν μικρή, τα θυσίασα όλα, αλλά δεν κατάφερα ποτέ να γίνω

γνωστή. Το περιστέρι που με έφερε εδώ, πέθανε και έτσι πήρα πίσω τη φωνή μου, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να φύγω, είπε η γιαγιά.

Ήταν άριστη μουσικός. Από την πρώτη κιόλας μέρα η Ελπίδα άρχισε να μαθαίνει ακόμα περισσότερα για τη μουσική. Πέρασαν επτά ολόκληρα χρόνια. Μια μέρα η Ελπίδα είχε μια ιδέα. Ρώτησε με νοήματα τη γιαγιά αν είχε κάτι να γράψει. Τότε η γιαγιά της έδωσε μια παλιά παρτιτούρα κι ένα κάρβουνο. Η Ελπίδα άρχισε να γράφει. Έβγαλε την κορδέλα της από τα μαλλιά της και έδεσε το γράμμα στο πόδι του περιστεριού. Το περιστέρι πήγε το γράμμα στο σπίτι των γονιών της. Όταν το διάβασαν έκλαψαν από τη χαρά τους.

20

Page 21: Το σχολείο των παραμυθιών

-Το κορίτσι μας είναι καλά, είπε η μητέρα της.Η Ελπίδα ήταν καλά και είχε γίνει μουσικός πια. Σιγά σιγά το μάθανε όλοι

στο χωριό και μετά στην πολιτεία. Μέσα σε λίγες μέρες όλος ο κόσμος το ήξερε. Τότε άνοιξε μια πόρτα μπροστά στην Ελπίδα. Ήταν ελεύθερη. Από τη χαρά της φώναξε. Είχε πάρει πίσω τη φωνή της, τα μάγια είχαν λυθεί. Η Ελπίδα χαιρέτισε τη γιαγιά αφού υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει να την πάρει.

Μόλις έφτασε στο χωριό τους βρήκε όλους να την περιμένουν. Οι γονείς και οι φίλοι της με δάκρια στα μάτια την αγκάλιασαν. Η Ελπίδα δεν έχασε καιρό, άρχισε να λέει σε όλους για τη γιαγιά και για όσα την είχε διδάξει. Μετά από δύο μέρες όλοι ήξεραν και για τη γιαγιά και για το μεγάλο δέντρο. Σχολείο της μουσικής, έτσι το είπαν. Η Ελπίδα γύρισε στο δέντρο για να βρει τη γιαγιά. Μα έφτασε αργά. Η γιαγιά είχε πεθάνει. Η Ελπίδα τότε, έπαιξε με θλίψη το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς και υποσχέθηκε να ανοίξει μια μουσική σχολή προς τιμή της. Μετά από λίγα χρόνια η Ελπίδα είχε γίνει σπουδαία μουσικός. Όλος ο κόσμος πια ήξερε για το σχολείο της μουσικής. Εκεί μπορούσε πια να πάει καθένας, φτάνει να το ήθελε πραγματικά.

Άννα Κούλια

Δημοτικό Σχολείο Ρίου, τάξη Στ1. Ευχαριστούμε το διευθυντή του σχολείου, Κωνσταντίνο Μπάλα και τη δασκάλα της τάξης Αθηνά Θεοδώρου για τη συνεργασία.

21