Γιάννης Λειβαδάς, Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα. Ένα...
description
Transcript of Γιάννης Λειβαδάς, Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα. Ένα...
71ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΚΟΟΝΤΑ ▪ ΕΝΑ ΠΥΡΑΜΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
16.
Βρι σκό ταν σε έ να μέ ρος που το ή ξε ρε α πό πά ντα δί χως να το ‘χει πει πο τέ σε κα νέ ναν. Πή γε να νιώ σει σαν να τον έ χουν ε ξα πα τή σει, μα δεν τα κα τάφε ρε. Σε πε ριό δους πα ρα μέ λη σης και κα κο τρο πιάς χρη σι μο ποιού σε φλογε ρή α φο σί ω ση και προ σο χή σε ο τι δή πο τε ε ξέ φρα ζε. Ή ταν πλέ ον υ ποβαθ μισμέ νος α πό τις προ φυ λά ξεις. «Εί ναι σκλη ρό για έ ναν ά ντρα να χά νει τον κό σμο του…». «Λεί πουν οι πο λι τι σμέ νοι άν θρω ποι, κα λά θα ή ταν να εί χα με πε νή ντα τέ τοιους να μας συ νο δεύ ουν». Εί χε το φάρ μα κο. Βάλ θη κε να ψά χνει στο πρόσω πο του για συ μπά θεια ί σως και κα τα νό η ση. Βρή κε αρ κε τή. Κά πο τε του εί χε περά σει απ’ το μυα λό πως πα ρα τη ρώ ντας ε πί μονα τα κλα διά ε νός δέ ντρου τα έβλε πε να με γα λώ νουν μπρο στά στα μά τια του· τό τε που στε κό ταν μα ζί της μπρο στά στον ιν δι κό ω κε α νό σχο λιά ζοντας ό λα αυ τά που εί χε να συ νη θί σει μαζί της. Γνώ ρι ζε πως δεν υ πήρ χε ελ πί δα να τη σώ σει. «Εί μαι πο λύ α νε ξάρ τη τη και η ρα χο κο κα λιά μου μοιάζει με ιπ πό κα μπου». Πρώ τη φο ρά στη ζω ή του ή θε λε τό σο έ να ου ί σκι. Οι ει κό νες τι νά χτη καν σαν θραύ σμα τα ρου κέ τας α πό το κε φάλι του. Μό λις βε βαιώ θη κε για την μπα γιά τι κη σιω πή, άρ χι σαν να έρ χο νται α βέβαιες γυ ναί κες σαν α ντι πρό σω ποι ό σων εί χαν συμ βεί στη ρέμ βη του ω κε α νού κι εκεί νου του δια με ρί σμα τος στην τρί τη λε ω φό ρο το προη γού με νο βρά δυ. Εί χε στα θεί μέ σα στο μίγ μα του α έ ρα με μια έλ ξη για χώ μα σε κά ποια α λά να που πο τέ δεν εί χε θα φτεί κα νείς. Του λά χι στον με τη δι κή του θέ λη ση.Οι στέ γες των ου ρα νο ξυ στών έ τρε μαν και υ ψώ νο νταν σαν κα πνός θυ σιαστή ριου. Έ να γε ρά κι χί μη ξε στον ά νε μο και άρ χι σε να αιω ρεί ται από τη γυά λι νη πρό σο ψη του πε ντη κο στού πα τώ μα τος του κτη ρί ου που ορ θωνό ταν α κρι βώς α πέ να ντι. Ά κου σε την κραυ γή του να α πλώ νε ται σαν διαφά νεια πάνω α πό ό λα τα οι κο δο μι κά τε τρά γω να. Οι γυ ναί κες ό λες τους σο βα ρές και κα λοντυ μέ νες δια σκορ πί στη καν μέ σα στο δω μά τιο κα τα λαμβά νο ντας κά θε ση μεί ο που θα μπο ρού σε να κα θί σει κα νείς. Ε κεί νος στο πλά ι της πόρ τας τις πα ρα τηρού σε ό ταν τρα βού σε το βλέμ μα του α πό την πα ρα τή ρη ση της α τμό σφαι ρας και των ει κό νων που ε κτεί νο νταν έ ξω α πό δια μέ ρι σμα στους δρό μους της πό λης που α πό ψη λά έ μοια ζαν σαν τα στε νά κα νά λια μιας ο νεί ρω ξης. Ο α νελ κυ στή ρας ή ταν α πό και ρό ε κτός λει τουρ γί ας, συ νε πώς, του πέ ρα σε λί γο α πό το μυα λό πως, οι γυ ναί κες θα έ πρε πε να εί χαν μπει στον τε ρά στιο κό πο να α νε βούν και τα σα ρά ντα ο κτώ πα τώ μα τα α πό τις σκά λες. Κα μί α τους πά ντως δεν έ δει χνε σημά δια
72 ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ
κό πω σης ή α γα νά κτη σης γι’ αυ τό που εί χε α να γκα στεί να κά νει. Κά ποιες άλ λα ζαν με τα ξύ τους θέ σεις. Το δω μά τιο α να τα ρά χτη κε μ’ ό λες του τις πλευ ρές σαν ζά ρι που έ ρι ξε κά ποιος με δύ να μη. Α πέ ξω πα ρα τη ρού σε η πό λη. Ο χρό νος τα εί χε μα ζέ ψει· έ κα νε πως συ ζη τού σε μα στρί γκλι ζε, για κά ποια πα ραβί α ση της δια νο η τι κής ζω ής – «να κά νει μια έ νε ση με α κρο γω νιαί ες σκέ ψεις». Ο χρό νος πέ ρα σε α πλά να τον δει. Δεν γι νό ταν να συ νε χί σει έπ’ ά πει ρον η σκο τού ρα για σιω πή. Το γε ρά κι έ σκυ ψε να δει αν υ πήρ ξε θή ρα μα μέ σα στο διαμέ ρι σμα κι ε κεί νος κα θώς και ό λες οι γυ ναί κες τα έ χα σαν α ντι κρί ζο ντας το πε λώ ριο του κε φά λι έ ξω α πό το τζά μι. Έ νιω σε έ να ρί γος συ γκί νη σης έ τσι ό πως στε κό ταν α νά με σα, μό λις λί γα ε κα το στά α πό του κε νού τη διάρ κεια και της α πο στέ ρη σής του το πρό σχη μα. Αύ ριο εί χε να ση κω θεί νω ρίς. Α πό την τουα λέτα βγή κε έ νας γέ ρος που ή ταν με γα λο φυ ΐ α, το συ ναί σθη μά του ή ταν ευ χά ρι στο και κόστι ζε μό λις τριά ντα δο λά ρια.
17.
Με προ σπερ νούν ντυ μέ νοι σπορ πα ρα θε ρι στές, ά ντρες με γραμ μω τά που κά μι σα και η λιο κα μέ νες γυ ναί κες γε μά τες νι κη φό ρα μυ στι κά. Κά θομαι στην ά κρη του δρό μου, έ χο ντας βγά λει τα πα πού τσια μου και πί νοντας πα γω μέ νες μπύ ρες – σαν βα ρύς μπόγος που έ χει πέ σει α πό κά ποιο βια στι κό φορ τη γό. Με τά το σού ρου πο η πα ρα λί α θα με τα μορ φω θεί σε μια μο να χι κή α κτή. Οι ε πι σκέ πτες α να χω ρούν με συ νεν νοη μέ να τα ξί και υ πε ρα στι κά λε ω φο ρεί α που δια σχί ζουν ό λη την πα ρα θα λάσ σια λω ρί δα με θέ α τα χα μη λά διά σπαρ τα νη σιά που στο α χνό φως του δει λι νού θυμίζουν θραύ σμα τα μιας γα λέ ρας που ε πι πλέ ουν, και πά νω τους γυα λί ζουν γεμά τα α λά τι τα τι μαλ φή των πνιγ μέ νων. Εί ναι η ξαφ νι κή ταυ τό χρο νη α πο χώ ρη ση τό σων πολ λών αν θρώ πων λες κι έ να κα κό θα ζώ σει την πε ριο χή, ή οι α πρό σμε νες πα ραι σθή σεις που πα φλά ζουν και κοκ κι νίζουν μέ σα στα δι κά μου μά τια, ή ο τρό πος που κά θο μαι σ’ αυ τή την μεταλ λι κή κα ρέ κλα ε δώ και ώ ρες, κι έ χω μουδιά σει, έ χω δει τον θά να το να σερ βί ρει, να α πλώ νει το χέ ρι για πουρ μπουάρ, να κα τε βαί νει μα ζί με τις μι κρό σω μες νυ χτε ρί δες ε φορ μώ ντας πά νω α πό το τρα πέ ζι. Αυτή υ πο τί θε ται πως εί ναι η α γα πη μέ νη μου με σο γεια κή πό λη. Μα τώρα μου θυ μί ζει φι λο δο ξί ες που κα τέ λη ξαν σε βα ριές α νά σες νιώ θο ντας φριχτά την αί σθη ση του ο νεί ρου ε νός νέ ου αν θρώ που να κα τα λή γει σε έ να σκαν δαλώ δες α διέ ξο δο.
73ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΚΟΟΝΤΑ ▪ ΕΝΑ ΠΥΡΑΜΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Οι δρό μοι σχε δόν α δειά ζουν, το πρώ το σκο τά δι κά νει τα φώ τα ο ρα τά και να κρέ μο νται με μια αί σθη ση λυ πη τε ρής ε πι δο κι μα σί ας. «Ε μείς τα φώ τα, σου λέ με έ να με γά λο ΜΠΡΑ ΒΟ που νιώ θεις σκα τά και κά νεις ό λες αυ τές τις μνη μειώ δεις πα ρα τη ρή σεις για το έ να και το άλ λο». Κα τε βαί νω προς την αμ μου διά μα ούτε ε κεί δεν η συ χά ζω α φού μια α γέ λη σκύ λων τρέ χει πά νω κά τω κά νο ντας τρε λά παι χνί δια· πράγ μα που ε πη ρε ά ζει την ψυ χο λο γί α μου σο βα ρά. Πα ρα τη ρώ τα αμυ δρά μα κρι νά φώ τα να ξε πε τάγο νται σαν νε ο γέν νη τα νυ χτο λού λου δα πά νω στα νη σιά. Στην αρ χή εί ναι τό σο ω ραί α να πα ρα τη ρείς τις κλι μα κω τές δια βαθ μί σεις του φω τός που ρου φιέ ται απ’ το κα λο και ρι νό σκο τά δι, μα ύ στε ρα το σκο τά δι μοιά ζει με τα α μέ τρη τα υ πο χθό νια φώ τα ό λου του σύ μπα ντος που κά ποιος τα ε μποδί ζει να α νά ψουν ό λα μα ζί και γι’ αυ τό βλέ που με «σκο τά δι». Ή εί μα στε διαρ κώς προ φυ λαγ μέ νοι σε κά ποια ε που ρά νια σκη νή στην κο ρυ φή ε νός βου νού που σχε δόν α κου μπά τον ή λιο και εί μα στε οι δύ στυ χοι πλη θυσμοί που ε πι ζού με χά ρη σ’ αυ τή την τε ρα τώ δη προ φύ λα ξη; Τώ ρα σα να βλέ πω τα πά ντα μέ σα α πό τα μά τια ε νός νε κρού που δεν κα τά φε ρε να ξε φύ γει α πό τα βί τσια της ζω ής, και εί ναι ο νε κρός που φτύ νει α πό το στό μα του το χώ μα και ο ρα μα τίζε ται να λά μπουν σαν α στέ ρια μιας ε ρω τικής νύ χτας τα βό τσα λα γύ ρω του όντας θαμ μέ νος σ’ έ ναν σύγ χρο νο ό ρος των ε λαιών. Σκέ φτο μαι πως α κυ ρώ νω αυτόν τον ε φιάλ τη δη λώ νο ντας στους οι κεί ους μου πως προ τι μώ την καύ ση. Μια νε κρι κή πυ ρά που θα με με τα μορ φώ σει σε στά χτη. Τη στά χτη που τι νά ζω μό λις τώ ρα α πό το τσι γά ρο που κα πνί ζω. Κα πνί ζουν οι νε κροί. Ποιον προ σπα θώ να ε ντυ πω σιά σω; Εί μαι κα τα δι κα σμέ νος να βγά ζω πολυ λο γώντας σαν φι δό πε τσα την αί σθη ση της κα τα δί κης α πό πά νω μου και να φα νε ρώ νω αυ το μά τως μια άλ λη α κό μη α πό κά τω. Κά μπο σα μέ τρα μέ σα στο νε ρό περ νά σχεδόν α θό ρυ βα μια βάρ κα γε μά τη α γό ρια και κορί τσια που με χαι ρε τούν σαν παρά λυ τα. Δεν μπο ρώ να το πι στέ ψω μα είναι α λή θεια: πά νω στη βάρ κα α κού γε ται κά τι σαν Σνίτ κε, σαν ε ναλ λα γές γο ε ρών και γε λα στών συ μπλεγ μά των α πό φω νές ζώ ων – και το κά λε σμα αυ τό (για τί πρό κει ται για κά λε σμα) δεν εί ναι ευοί ωνο.Πες έ να ψέ μα και θα την βγά λεις κα θα ρή. Πες αυ τό που πε ρι μέ νει α πρόσμε να ο α να γνώ στης να δια βά σει ώ στε να χα μο γε λά σει με συ γκα τά βα ση. Να πέ σει α πό τη γέ φυ ρα για να σκορ πί σει α πό μέ σα του μια υ πέρ βα ρη θλί ψη. Υ πάρ χει πιο γελοί α λέ ξη απ’ αυ τή; Υ πάρ χει νό μος για τη συ μπε ριφο ρά προς την α ντί λη ψη; Κα τά δια ό λου. Μπρο στά μου έ νας ά ντρας και
74 ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ
μια γυ ναί κα. Πί νουν α πό το ί διο ποτή ρι που έ χει δυο χάρ τι νες ο μπρε λίτσες μέ σα. Και δύ ο κα λα μά κια. Κοι τά ζονται. Κοι τά ζουν μέ σα στο πο τήρι. Ρί χνουν τρι γύ ρω μα τιές. Ο μπάρ μαν εί ναι σκο τει νός. Ψι θυ ρί ζει έ να τρα γού δι μα μοιά ζει πε ρισ σό τε ρο να βρί ζει. Κά νει πως κοι τά ζει πέ ρα στην αμ μου διά. Τα ά δεια τρα πέ ζια. Τις λά μπες, κυ ρί ως τις κα μέ νες α νάμε σα. Α πό ε δώ και κά τω δεν υ πάρ χει α να γνώ στης. Μια δια σκε δα στι κή ψυ χο σύν θε ση. Η γυ ναί κα εί ναι τό σο ευ τυ χι σμέ νη που α πο κλεί ε ται κά θε πι θα νή ε πι δρο μή α πό μνή μες της παι δι κής της η λι κί ας. Ο ά ντρας είναι τό σο ευ χα ρι στη μέ νος, που α πο κλεί ε ται κά θε πι θα νή ε πι δρο μή α πό μνή μες της παιδι κής η λι κί ας. Στο πο τή ρι αρ χί ζουν να εμ φα νί ζο νται τα πα γά κια. Η ζέ στη είναι σί γου ρη, αυ τοί που ζε σταί νο νται, ό χι. Η βρα διά μοιά ζει α πό νω ρίς με νύ χτα. Λέ νε πολ λά. Βρί σκο νται σε κα λή φόρ μα και θα μπο ρού σαν να φλερ τά ρουν με άλλους, αν ή θε λαν. Αυ τό το μέ ρος δεν μοιά ζει με κα νέ να άλ λο, κι αυ τό τους κάνει να νιώ θουν κα λά. Τα ω ραί α μέ ρη. Μπο ρείς να α φή σεις τον άλ λο να σε α φή σει. Μπο ρείς να α φε θείς. Γί νε σαι πά λι. Θα μπο ρού σες να το πας ό λο ξα νά α πό την αρχή. Ό λα τα εί δη βρί σκουν τον ε αυ τό τους. Και ό λοι οι ε αυ τοί συ να ντούν το εί δος τους. Μα δεν αυ τό το ζή τη μα.Ε κεί νος κοι τά ζει γύ ρω του, έ χει πράγ μα τα στο μυα λό του. Εί ναι λί γο σκυφτός και σκέ φτε ται το χρυ σά φι της δου λειάς του, τη δου λειά του και την ε λευ θερί α του, εί ναι κι οι δύ ο φο βε ρές και α πό λυ τες. Σκέ φτε ται ε πί σης πως εί ναι ευαί σθη τος άν θρω πος. Κοι τά ζει πέ ρα α ό ρι στα. Γυ ρί ζει και κοιτά ζει ε μέ να. Δεν έ χει να κερ δί σει τί πο τα, τα έ χει ό λα κερ δι σμέ να. Ε κεί νη.Ε κεί νη γε λά ει, πέ φτει σχε δόν προς τα πί σω, πιά νε ται α πό τη μπά ρα, α κου μπά το α ρι στε ρό της πό δι στο τρα πέ ζι. Γλί τω σε α πό την πτώ ση. Η βάρ κα με τα παι διά ξα να περ νά ει α πό μπρο στά μας. Βλέ που με τη βάρ κα. Με χαι ρε τούν κά νο ντας σαν τρε λά. Υ πο κλί νο μαι. Το ζευ γά ρι ση κώ νε ται για χο ρό. Ο μπάρ μαν έ χει σκο τού ρες. Κά η κε άλ λη μια λά μπα. Ο χο ρός σκέ τη ε γκα τά λει ψη, ι διο κτή τες δυο σω μάτων με μια προ θε σμί α τεσ σάρων ή πέ ντε δε κα ε τιών. Ί σως και λί γο πα ρα πά νω. Έχω ό ρε ξη μό νο για ύ πνο. Πί νω το υ πό λοι πο. Κα λη νυ χτί ζω.Αρ γό τε ρα, γύ ρω στις τέσ σε ρις το ξη μέ ρω μα βρι σκό μα στε α ντί κρυ και οι τρεις ξα νά στο ί διο μπαρ, ό που οι πά ντες εί ναι μα ζί μου τρο με ρά φι λι κοί κι ε κείνη του τσα μπου νά ει κά τι βλα κεί ες για τον θά να το των α στε ριών – κι ε κείνος εί ναι σκυ φτός και δεί χνει να συμ φω νεί.