Επιστροφή των Αργοναυτών

117

description

 

Transcript of Επιστροφή των Αργοναυτών

Page 1: Επιστροφή των Αργοναυτών
Page 2: Επιστροφή των Αργοναυτών

ΣΙΜΟΥ ΛΙΑΝΙΔΗ

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΡfΟΝΑΥΤΩΝ

Μνήμες από τον ξεριζωμό του 1922

ΙΣΙΌΡΙΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ Α.Ε. θΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995

Page 3: Επιστροφή των Αργοναυτών

Επιμέλεια-Τυπογρ. διορθώσεις: Αριστείδης Κεσόπουλος

Στοιχειοθεσία- Σελιδοποίηση: TYΠO-LASER Μοντάζ-Εκτύπωση: Γιαννόπουλος

Έκδοση 1995

ISBN 960-343-291-1

Αριθμός Εκτύπωσης: 30

© του συγγραφέως και των κληρονόμων αυτού.

Διεύθυνση συγγραφέα:

ΑΘΗΝΑ: Ομήρου 18, Νέα Σμύρνη, τηλ. 93.31.582 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Κομνηνών 74, Καλαμαριά, τηλ. 411.355

Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε.

Κ. Μελενίκου 5 και 9 546.35 Θεσσαλονίκη

τηλ. 210.360, 208.540, FAX 210.067

Page 4: Επιστροφή των Αργοναυτών

ΠΡΟΑΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ

Η "Επιστροφή των Αργοναυτών" είναι το πρόσφατο

βιβλίο του Φιλολόγου, διακεκριμένου συγγραφέα και μελετητή

του Ποντιακού Ελληνισμού κ. Σίμου Αιανίδη.

Ο εκδότης θεωρεί μοναδική τιμή και εύνοια το γεγονός ότι το

εξαίρετο αυτό βιωματικό βιβλίο, γραμμένο de profundis με γλα­

φυρότητα και ενάργεια, περιλαμβάνεται στη σειρά των ιστορικών

του εκδόσεων για τον Ελληνισμό της Ανατολής.

Στις σελίδες του ο κ. Σίμος Αιανίδης ζωντανεύει τις τραγικές

μέρες που έζησε ο Ποντιακός Ελληνισμός, κυρίως, κατά την

άφιξή του στην Ελλάδα, την προσωρινή εγκατάσταση στους

θαλάμους της Καλαμαριάς και τα κατοπινά δύi:Jκολα χρόνια. Οι

μνήμες του συγγραφέα, μικρού, σχεδόν δεκάχρονου παιδιού

τότε, παρέμειναν ανεξίτηλες, και ο aφηγηματικός του λόγος

είναι τόσο δυνατός, που και χωρίς να το θέλει ο αναγνώστης, θα

νιώσει έντονη συγκίνηση· αν μάλιστα, όπως ο υπογράφων, είναι

μέλος της μεγάλης οικογένειας του ξεριζωμένου Ελληνισμού, θα

αισθανθεί απέραντη ευγνωμοσύνη προς τον συγγραφέα, ο οποίος

στην περίπτωση αυτή κατά τρόπο μοναδικό καταγράφει ένα χρο­

νικό τόσο πολύτιμο για τις πρώτες μέρες και τα πρώτα χρόνια

από τη Μεγάλη Εξοδο.

Τάσος Κυριακίδης

Θεσσαλονίκη, 12 Φεβρουαρίου 1995

Page 5: Επιστροφή των Αργοναυτών

ΑΝΆΜΕΣΑ στα χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας του Πό­ντου ήταν και η Σαντά με τις εφτά ενορίες της.

Σε μια από τις εφτά ενορίες, στην ενορία Ισχανάντων, ζούσε ένα αγοράκι. Το έλεγαν, στην ποντιακή διάλεκτο, ο Συμιόντς τη Λιάν, δηλαδή ο Συμεών Λιανίδης, όπως άλλαξαν τα ποντιακά επί­θετα οι δάσκαλοι της περιοχής του Πόντου, επί το ελληνικώτερον δηλαδή (δες Πηλείδης, Αγαμεμνονίδης κ.λ.π.) εξοστρακίζοντας τα βυζαντινών καταλήξεων τοτινά επίθετα.

Το αγοράκι αυτό, ο Συμιόντς τη Λιάν λοιπόν, ήταν ένα εξυπνό­τατο, λεπτοκαμωμένο, ψιλόλιγνο παιδάκι, με ωραία σγουρά υπόξαν­θα μαλλιά, με χοντρά υπογάλανα μάτια, πρόθυμο, φρόνιμο, εργατικό και φιλότιμο.

Οι γονείς του, ο Θόδωρον τη Λιάν κι η μάνα του, είχαν πεθάνει πολύ νέοι και άφησαν πίσω τους τον Συμιόν κι άλλα μικρότερα αδέλφια, ορφανά, να τα προστατέψει, να τα ζήσει, να τα μεγαλώσει ο μικρούλης τούτος πρωτότοκος.

Ξενοδούλευε λοιπόν το καημένο το παιδάκι να μπορέσει να ζήσει το ορφανό κοπάδι του.

Δε γόγγυζε, δεν παραπονιόταν, μόνο που αγαπούσε πολύ τα γράμματα και το έτρωγε ο καημός που θα έμενε αγράμματο. Πώς να πάει στο σχολείο; Ποιος θα το συντηρούσε κι αυτό και τα ορφανά;

Κάθε βράδυ λοιπόν, αφού τάιζε και κοίμιζε τ' αδέλφια του, έπαιρνε ένα καρβουνιασμένο αποκαίδι απ' το τζάκι κι ώρες ολόκλη­ρες πάλευε να μάθει γραφή και τις τέσσερις πράξεις της Αριθμητικής πάνω στο πλακόστρωτο του τζακιού. Και τα κατάφερε.

Η υπομονή κι η θέληση κάνουν θαύματα, λένε. Κι ο μικρός ορφανός τα είχε και τα δύο και μάλιστα συνοδευμένα από μια ευ­φυία, που λαμπύριζε στα έξυπνα υπογάλανα εκείνα μάτια του.

Δούλευε, ανάτρεφε τα ορφανά του και ... σπούδαζε.

7

Page 6: Επιστροφή των Αργοναυτών

Έτσι έφτασε την εφηβεία, έγινε ένας σε μνός νέος δαχτυλοδ ε ι­χτούμενος στο χωριό. Όταν τον πήραν στρατιώτη στον τούρκικο στρατό , η μοίρα τού έφερε έναν στρατιώτη τουρκόπουλο από το Ερζερούμ, κωμόπολη στα νότια της Τραπεζούντας, κέντρο αγροτικής και ιδ ιαίτερα σιτοπαραγωγικής περιοχής.

Οι δυο νέοι γνωρίστηκαν, συνδέθηκαν με φιλία και κάποτε ο νεαρός τούρκος συστρατιώτης του αρρώστησε βαριά.

Ποιος να τον περιποιηθεί; Πρωτόγονες ήταν οι τούρκικες στρα­τιωτικές υγε ιονομικές υπηρεσίες κι όσο νάναι ένας δικός σου άν­θρωπος, ένας φίλος, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι πολύ ση μα­ντικό.

Ο Συμιόντς τον περιποιήθηκε σαν αδελφός, κι ας ήταν Τούρκος, τον παραστάθηκε, τον φρόντισε ώσπου να γίνει καλά. Αυτό ένωσε τους δύο φίλους περισσότερο, κι η φιλία τους έγινε δυνατή κι αδελ­φική .

Όταν απολύθηκαν απ' το στρατό, ο καθένας πήγε στον τόπο του . Δεν πέρασαν όμως πολλές μέρες και ο Συμιόντς παίρνε ι ένα γράμμα. Ήταν από τον πατέρα του φίλου του τούρκου συστρατιώτη .

Τον καλούσε να πάε ι αμέσως στο Ερζερούμ. Τον ήθελε . Πήγε . Τον καλοδέχτηκαν στο αρχοντικό τους, μάνα και πατέρας, με

aγάπη για το καλό που έκανε στο παιδί τους. - Έμαθα, του είπε ο πατέρας Τούρκος, πως είσαι ορφανός,

φτωχός και προστάτης κι άλλων αδελφιών σου ορφανών. Έμαθα πως έμαθες μόνος σου να γράφεις και να λογαριάζεις. Έμαθα ακόμα πως είσαι τίμιος και εργατικός νέος και ξέρω πόσο βοήθησες το άρρωστο παιδί μου, τον συστρατιώτη φίλο σου.

Ασκόλσουμ, όγλουμ. Μπράβο, παιδί μου. Άκου, παιδί μου, συνέχισε ο τούρκος πατέρας. Παιδιά σαν ε ­

σένα, εμείς ο ι μεγάλοι έχομε υποχρέωση να τα βοηθήσομε . Να τα παρασταθούμε. Πάρε λοιπόν αυτά τα χρήματα, και του έβαλε στο χέρι ένα πουγγί χρυσές λίρες, πήγαινε στο χωριό σου, χτίσε ένα μαγαζί και μια μεγάλη αποθήκη . Θα σου στέλνω όσα φορτία σιτάρι θ έλε ις να γεμίσε ις την αποθήκη σου . Ξέρεις πως είμαι έμπορος σιτηρών, ο μεγαλύτερος στο Ερζερούμ.

Λοιπόν θα πουλάς σιτάρι στους συγχωριανούς σου καθώς και στις ο ικογένειες των ξενητεμένων του χωριού σας, μια και το χωριό σας προμηθεύεται σιτάρι aπόξω, γιατί ο τόπος σας είναι ορεινός και δεν έχε ι παραγωγή .

Θα δουλέψεις , θα κερδίσε ις, θα ζήσεις κι εσύ και τα ορφανά

8

Page 7: Επιστροφή των Αργοναυτών

σου . Θα γίνεις έμπορος σιτηρών σαν εμένα. Δυστυχώς δεν το επι­τρέπουν οι θρησκείες μας, αλλιώς θα σ' έκανα γαμπρό σε μια από τις κόρες μου. Το aξίζεις. Λοιπόν, σύμφωνο ι; Θα γίνεις έμπορος. Δε σου επιτρέπω να αρνηθε ίς .

- Αγά μου, τραύλισε συγκινημένος ο Συμιόντς, το ορφανό της Σαντάς . Πώς θα μπορέσω να μπω κάτω από ένα τόσο χρέος;

- Σους. Δεν πε ιράζει, όγλουμ. Είσαι τίμιος και έξυπνος. Όταν κερδίσεις αρκετά, τάκουσες; όταν κερδίσεις αρκετά, θα μου φέρεις το χρέος σου . Γι' αυτό μη στενοχωριέσαι καθόλου . Σύ μφωνοι;

- Τι να κάνω; Σύμφωνοι, αγά μου . Σ ε δύο μέρες ο Συμιόντς ξεκινούσε από το Ερζερούμ με δύο

μουλάρια φορτωμένα του κόσμου τα καλά για τα ορφανά και το πουγγί με τις λίρες βαθιά-βαθιά στο ζουνάρι του . Έσκυψε, φίλησε το χέρι του πατέρα τούρκου και κίνησε δακρυσμένος.

Τι ωραία εκείνα τα χρόνια και τι χρυσοί εκείνοι οι άνθρωποι! Το ορφανό εκείνο πήγε στο χωριό του, έχτισε, δούλεψε , κ έρδι­

σε , πλήρωσε το χρέος του με τον καιρό, πλούτισε , ανάστησε κι aπο­κατάστησε τα ορφανά του αδέλφια και έγινε από τους πρώτους νο ικοκυραίους του χωριού του.

Ο παλιός καη μός του δεν τον άφησε, βοήθησε πολλά φτωχά παιδ ιά του χωριού, που ήθελαν να μάθουν γράμματα και δεν μπο­ρούσαν από φτώχεια. Θυμόταν το δικό του πόθο για τα γράμματα και άπλωνε απλόχερα το χέρι του .

Ακόμα, πλήθος τα κορίτσια που προίκισε αθόρυβα και κρυφά και ήταν πάντα παρών σ' όλη του τη ζωή, όπου η ο ικονομική βοήθε ιά του ήταν αναγκαία.

Έγινε αργότερα μουχτάρης και διοίκησε το χωριό του συνετά. Παντρεύτηκε τη Ζωή Καγκελίδου , κόρη από το χωριό του , και

απόχτησε έναν και μονάκριβο γιο, τον Φωκίωνα, που δυστυχώς δεν αγάπησε τα γράμματα κι αυτό στάθηκε αγιάτρευτη πληγή για τον φιλόμουσο Συμιόν.

Οι παλιοί, όπως ο ιστορικός και λαογράφος της Σαντάς Μιλτιά­δης Νυ μφόπουλος και άλλοι, δ ιηγούνται πλήθος ανέκδοτά του, που φανερώνουν το βάθος της έμφυτης ευστροφίας και ευφυίας του.

Σαν μεγάλωσε ο γιος του ο Φωκίων, ο Συμιόντς σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα να τον παντρέψει και το αποφάσισε .

Είχε έναν γκαρδιακό φίλο, τον Νικολή Ντεμιρτζόγλου , που ήταν κι αυτός Σανταίος και έμενε μόνιμα στην Τραπεζούντα στη Δια­φούντα. Εκεί εργαζόταν σαν ελεγκτής εισιτηρίων στη γραμμή Τρα-

9

Page 8: Επιστροφή των Αργοναυτών

πεζούντα-Βατούμ των πλοίων μιας Αυστριακής Ατμοπλο'ίκής Εται­ρείας. Ο Νικολής αυτός είχε ανύπαντρη τη μικρή, τη δεύτερη , κόρη του την Ευρύκλεια. Ο Συμιόντς ζήτησε την Ευρύκλεια για το γ ιο του το Φωκίωνα.

Ο Νικολής χάρηκε, γιατί η φ ιλία τους θα γινόταν συγγένε ια. - Να σου τη δώσω μετά χαράς, του είπε, φίλε μου Συμιόν. Μα

θα σε παρακαλέσω όμως κάτι. Ξέρεις, το κορίτσι μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τραπεζούντα . . . και . . .

- Καταλαβαίνω, Νικολή. Γι' αυτό στενοχωριέσαι; Εγώ αδακά είμαι.

Και χωρίς καμιά άλλη κουβέντα ο Συμιόντς αγόρασε αμέσως ένα τριώροφο σπίτι στη Διαφούντα, με ισόγειο μαγαζί, γέμισε το μαγαζί εμπορεύματα, επίπλωσε το σπίτι, προίκισε δηλαδή το γιο του, "παρά τα ε ιωθότα", και έγινε ο γάμος.

Η Ευρύκλη, ή Ευρύκλε ια, λένε, ήταν μια εξαιρετικά όμορφη αρχοντοκόρη κι ο Φωκίων ένας ωραιότατος νέος, αρχοντοχωριατό­πουλο, ψηλός σαν τον πατέρα του, με χοντρά όμορφα μάτια, με βλέμμα ήμερο και γλυκύ, που έδειχνε έναν πλούσιο συναισθηματικό εσωτερικό κόσμο.

Οι συμπέθεροι ήταν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι . Το ζευγάρι των νιόπαντρων ταιριασμένο και ζηλευτό .

Πόσο απλά και ωραία τακτοποιούσαν τα ζητήματά τους τότε ο ι άνθρωποι, τότε που ήσαν περισσότερο άνθρωποι !

Απ' αυτόν το γάμο γεννή θηκαν πολλά παιδιά. Ο Συμιόντς έβλεπε το δ έντρο της φαμίλιας του να ξεπετάει

καινούργιους μίσχους και κλαδιά και η ψυχή του αγάλλονταν. Η Ευρύκλη αγαπούσε πολύ τον πεθερό της, σαν πατέρα, κι αυτός

την αγαπούσε πολύ, σαν κόρη του, επειδή δεν είχε αποχτήσε ι κορίτσι. Το καλοκαίρι που νύφη και παιδιά παραθέριζαν στη Σαντά,

κοντά στον παππού τον Συμιόν και τη γιαγιά τη Ζωή , όταν το βράδυ ο παππούς Συμιόντς γυρνούσε από το μαγαζί του στο σπίτι, στέκο­νταν στο κατώφλι της εξώπορτας, άνο ιγε διάπλατα τη μακριά γούνα, που φορούσε, και έλεγε.

- Τα πουλία μ' , τα πουλία μ', ελάτεν 'ς σα κανάτια μ' . Δηλαδή : Τα πουλάκια μου, τα πουλάκια μου, ελάτε κάτω στις φτερούγες μου.

Και τα εγγονάκια του, ένα σμάρι πιτσιρίκια, χώνονταν, σαν κλωσσόπουλα, κάτω στη γούνα του, κι εκείνος βαδίζοντας σιγά-σιγά, τρισευτυχισμένος και χαμογελώντας έμπαινε στο χαγιάτι του σπι­τιού, τα φιλούσε ένα-ένα, τα χάιδευε στα μαλλάκια και τάδινε χουρ-

10

Page 9: Επιστροφή των Αργοναυτών

μάδες, λεπλεπία ( = στραγάλια), ξερά σύκα, σταφίδες, φουντούκια. Στιγμές ευφρόσυνες πατριαρχικής ο ικογενε ιακής ευτυχίας !

Ο παππούς έμενε μόνιμα στο χωριό, στη Σ αντά, μαζί με τη γιαγιά τη Ζωή . Εκεί, βλέπε ις, ε ίχε το μαγαζί και το ψπόριό του. Άλλωστε κι η γιαγιά η Ζωή ε ίχε τις αγελάδες και το νοικοκυριό της και ούτε ο ένας ούτε η άλλη μπορούσαν ν' αποχωριστούν τις δουλε ιές, το β ιος, τις συνήθειες και τον τόπο τους και να κατεβούν στην Τραπεζούντα να ζήσουν με το γιο και τα εγγόνια τους.

Γι' αυτό η πολύκλωνη οικογένε ια των απογόνων πήγαινε στο χωριό να παραθερίσει εκεί, να χορτάσε ι την όμορφη φύση και κυρίως τον αξιολάτρευτο παππού και την αγαπητή γιαγιά, τη Ζωή.

Τη γιαγιά, την υψηλόκορμη εκείνη λεβέντισσα Σανταία, που χαίρονταν τις αγελάδες της στα χιλιολουλουδιασμένα λιβάδια και στις ελατόσπαρτες πλαγιές των όμορφων βουνών της Σαντάς.

Έτσι περνούσαν τα χρόνια, έτσι πέρασαν πολλά και ο παππούς σαν όλους τους ανθρώπους, ήρθε καιρός που γέρασε, ήρθε καιρός που αρρώστησε, ήρθε καιρός που άφησε τον όμορφο τούτον κόσμο και τη γλυκιά ζωή .

Ήταν ευτυχισμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Γύρω του, όπως ε ίπαμε , βούιζε το χαρούμενο μελισσολόι των

εγγονών, ο γιος του λεβέντης, η νύφη του χρυσονοικοκυρά, που τον λάτρευε, καθώς και τα εγγόνια του μικρά και μεγάλα. Κι αυτός χιονισμένος γενάρχης ανάμεσά τους καμάρωνε και χαίρονταν, ώ­σπου τον βρήκε ο αγύριστος μισεμός.

Αυτή , λένε, ε ίναι η στερνή, η μεγαλύτερη χαρά του ανθρώπου . Κι αν ε ίναι έτσι, τότε ο παππούς Συμιόντς, το ορφανό και άξιο παιδί της φτώχε ιας, έφυγε ευτυχισμένος.

Λόγα χρόνια αργότερα, ένα καλοκαίρι, που η ο ικογένεια πα­ραθέριζε πάλι στο χωριό, στη Σαντά, τώρα μόνο με τη γιαγιά Ζωή, γεννήθηκε το τελευταίο παιδί της ο ικογένειας.

- Ήταν πρώτη Σ επτεμβρίου του 1915 , έλεγε η μητέρα μου η Ευρύκλε ια, και συμπλήρωνε .

- Πρώτη Σεπτεμβρίου γεννήθηκες εσύ, παιδί μου, πρώτη Σε­πτεμβρίου ο πατέρας σου ο Φωκίων, πρώτη Σ επτεμβρίου ο παππούς σου ο Συμιόντς. Δεν ε ίναι παράξενη σύμπτωση;

Κι εγώ aπορούσα πραγματικά για την παράξενη σύμπτωση . Με βάπτισαν σε λίγες ημέρες στην εκκλησία του χωριού, του

Ισχανάντων της Σαντάς, στην Αγία Κυριακή, και μου δώσαν το όνομα του παππού . Το ζητούσε η παράδοση, το ήθελε κι η γ ιαγιά η Ζωή .

1 1

Page 10: Επιστροφή των Αργοναυτών

Έτσι έγινα κι εγώ ο Συμιόντς τη Λιάν, ο Σίμος Λιανίδης. Ύστερα από λίγες μέρες μετά τη βάπτισή μου, κατε βήκαμε η

ο ικογένεια στην Τραπεζούντα. Ο χε ιμώνας άρχιζε νωρίς στο ορεινό χωριό μας, τα παιδιά θα πήγαιναν στο σχολειό στην Τραπεζούντα κι ο πατέρας μας περίμενε.

Αυτός έμενε στην Τραπεζούντα και το καλοκαίρι. Δεν έκλεινε το μαγαζί του .

Ύστερα, με τα δύσκολα και ταραγμένα χρόνια που ακολούθη­σαν - άρχισε ο Α' παγκόσμιος πόλεμος - δεν ξαναπήγαμε στο χωριό, μήτε χε ιμώνα μήτε καλοκαίρι.

Τα βιβλία και ο ι γερόντοι μας λένε πως το χωριό μας, η Σαντά, ήταν ένα παραδείσιο χωριό - και θα το διαπιστώσουμε αργότερα " ιδίοις όμμασιν" - πνιγμένο μέσα στα έλατα και στο λουλούδι, ποτι­σμένο από μια σχεδόν καθη μερινή ομίχλη, που τύλιγε τα πάντα μέσ' τη λευκή υγρή αγκαλιά της .

"Εγώ Σαντάς πουλίν είμαι σην δύσαν μαθεμένον", λέει το σα­ντέικο τραγούδι.

Οι κάτοικοι ήσαν, λένε , φτωχοί μα aνοιχτόκαρδοι, φ ιλόπονοι χτίστες και ξενητιάρηδες , μα πρώτοι στα γράμματα και στην a­ντρε ιοσύνη .

Δεν άφησαν, όσους αιώνες υπήρχε το χωριό τους, Τούρκο να πατήσε ι το πόδι του στο χώμα της Σαντάς.

Η μόνη ένδε ιξη τουρκοκρατίας ήταν ο εισπράκτορας, που ερ­χόταν να πάρε ι τους κρατικούς φόρους. Άλλος ποιος να τολμήσει να μπε ι στα σύνορα του χωριού; Γι' αυτό και για τους πολύχρονους ηρωικούς αγώνες του ενάντια στους κατακτητές ονομάστηκ ε το "Σούλι του Πόντου" .

Μ α α ς τ'αφήσουμε αυτά. Θ α τα δε ις σ ' όποιο β ιβλίο για τη Σαντά aνοίξε ις και μάλιστα γραμμένο από άξια τέκνα της και άλλους ιστορικούς.

Σήμερα, ύστερα από την καταστροφή, τον πόλεμο και την Α­νταλλαγή, το ηρωικό εκείνο χωριό κείτεται σε ερείπια θλιβερά, με χορταρισμένους κι αγνώριστους τους τάφους των προγόνων, όπως άλλωστε όλος ο Πόντος κι η Μικρά Ασία γενικά. Αυτά θα τα δούμε και θα τα πούμε λεπτομερε ιακά στα παρακάτω, όπως είπαμε.

Όμως ο νους μας είναι πάντα εκεί κι η ψυχή μας νοσταλγικά αναζητά συχνά .τον τόπο όπου είδαμε το φως κι όπου μένουν τα κόκαλα των προγόνων.

Σ' όσους πήγαν εκεί, στο χωριό μας, ύστερα από τόσες δεκαε-

12

Page 11: Επιστροφή των Αργοναυτών

τίες , προσκυνητές στη γενέτειρα, επίμονη ήταν η παράκλησή μας να βρουν και να φωτογραφήσουν τουλάχιστον το μόνο μαρμάρινο χτιστό τάφο που υπήρχε στο κοιμητήρι της Αγίας Κυριακής, τον τάφο του παπού του Συμιόν.

Δυστυχώς κανείς δε βρήκε τίποτα, λέγαν ε . Ο ι Τούρκοι πρώτα κι ο χρόνος ύστερα εξαφάνισαν τ α πάντα. Όμως εμείς βρήκαμε τ' αχνάρια του, όταν aξιωθήκαμε να πάμε

προσκυνητές, και εκεί σκύψαμε, φιλήσαμε το λουλουδιασμένο χώμα, κλάψαμε και μοιρολογήσαμε τον πόνο μας, τον πόνο των δ ικών μας, τον πόνο των Ποντίων, τον πόνο της προσφυγιάς.

***

ΛΕΓΑΜΕ για την αγάπη του πιστού του Συμεών στα γράμματα. Το ότι δεν μπόρεσε να μορφωθεί όσο ήθελε, και ήθελε πολύ, αυτή η aνικανοποίητη δυνατή έφεσή του στη μόρφωση στάθηκε το μόνο σύννεφο που σκίαζε την οικονομική και οικογενειακή ευτυχία του.

Και δεν ήταν μόνο αυτό . Ήταν και το γεγονός που ούτε ο γιός ο Φωκίων ούτε τα εγγόνια του έδε ιξαν αγάπη στη μόρφωση .

Ο ι εγγονές του, η μεγάλη, η Όλγα, και η δεύτερη η Κίτσα (η Κυριακή), ήταν καλές μαθήτριες στο Παρθεναγωγείο στην Τραπε­ζούντα, όμως αυτές ήταν κορίτσια και η μόρφωση των κοριτσιών την εποχή εκείνη το πολύ-πολύ να έφτανε στο Παρθεναγωγείο και πέραν ου. Μερικά, ίσως, μαθή ματα κεντητών στη "Μέριμνα" και τέλος. Ο μεγάλος εγγονός, ο Περικλής, δεν μάθαινε κι αυτός, κι όπως θα δούμε , έγινε λυριτζής, κ ι ο μικρότερος, ο Θεόφιλος, προσπαθούσε ο καη μένος αλλά δεν τα κατάφερνε στα γράμματα.

Μα οι μεγάλοι πόθοι κι όταν μάλιστα είναι δυνατές β ιωματικές παρορμήσε ις, είτε έτσι είτε αλλ�ώς βρίσκουν κάποια δ ιέξοδο στην πραγμάτωσή τους.

Κι ο Συμιώνις βρήκε τη διέξοδο να σταθεί Μαικήνας των νέων της Σαντάς που ποθούσαν τη μόρφωση .

Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ανάλαβε με χαρά τα έξοδα σπουδών ενός Σανταίου νέου, του Πιστοφίδη, που ή θελε να πάει , μετά το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, στο Παρίσι να σπουδάσει Μεταλ­λε ιολογία.

Ξέρουμε πως οι παλιοί μας ήταv μεταλλωρύχοι.

Page 12: Επιστροφή των Αργοναυτών

"Οι παλαιοί έμουν έσαν ματεντζήδες" , λέει η παράδοση. Και "το ταμάρ' εσύρ' νεν", η κληρονομικότητα ωθούσε τον Πι­

στοφίδη στη Μεταλλε ιολογία. Τώρα γιατί ήθελε να σπουδάσει στο Παρίσι κι όχι στην Αθήνα, αυτό το ήξερε εκείνος .

Πήγε λοιπόν ο Πιστοφίδης και ο Συμιών έστελνε τακτικά τα χρήματα.

Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ο Πιστοφίδης δεν έπαιρνε πτυχίο. Μια μέρα λοιπόν που κάθονταν οι γ έροντες του χωριού στη

λ ιακάδα, έξω απ' "το αργαστέρ"' τη Συμιών και συζητούσαν, η συζήτηση έφτασε και στην . . . Παρισινή Μεταλλε ιολογία.

Ένας γέροντας ανασηκώνοντας το φέσι του ε ίπε , τάχα χαριτο­λογώντας:

- Μέτα, ακε ίνος ο Πιστόφς ακομάν το χαρτίν' ατ' κ' επαίρεν; Πότε θα τελέν' και θα ευρίκ' τα μεταλλε ία σην Σαντάν, να ίνταν ο ι Σαντέτ' ξαν, άμον ντο έσαν, ματεντζήδες και να πλουταίνομε και να μη πάμε σα ξενητείας.

- Μέτα, ε ίπεν ε ίνας άλλος γέρος "μασχαρευτά και τσαχεφτά" "αστεία και πονηρά", ο Πιστόφς ποίος ε ίπεν ντο 'κι εύρεν μεταλλε ίον; Εκείνος, έξυπνος εν. Εύρεν και καλλοεύρεν το μεταλλε ίον τη Συμιών, εύρεν τα λίρας ατ.

Είπεν κι οι γεροντάδες ελύαν σα γέλ' τα. Ο Συμιώνις λαλίαν 'κι έ βγαλεν. Έξερεν ντ' επήνεν. Κι' αργώς

και με τα χρόνια ο Πιστοφίδης επέρεν το δίπλωμαν ατ' κι ' ε έντον μεταλλε ιολόγος.

Αλλά τα εγγόνια του, όπως ε ίπαμε, και ούτε κι ο γιος του, δεν έμαθαν γράμματα δυστυχώς.

Και ο μεν Περικλής έγινε και έμεινε λυριτζής και χάθηκε νέος, ενώ ο Θεόφιλος κατέληξε τσαγκάρης, όπως θα δούμε.

Ο Θεόφιλος, ο Φιλίκον όπως τον έλεγαν ο ι δικοί μας, ήταν "ήσυχον οφιδόπον" ( = ήσυχο φιδάκι) - όπως τον έλεγε η μακαρίτισα η γιαγιά η Ζωή .

Ήταν νέος ωραίος, ζωηρό παιδί, καλόψυχος, καλόκαρδος και . . . άτακτος.

Δεν άφηνε αταξίες και τρέλες. Όπου φασαρία, όπου πετροπόλεμος, όπου παιδικό γαλμαγάλ'ι

( = μάλωμα με ξυλοδωρήματα) , ο Φιλίκον παρών και πρώτος, πάντα αρχηγός, πάντα ηγήτωρ, πάντα ο οργανωτής των πετρο επιδρομών εναντίον των παιδιών των άλλων χωριών της Σαντάς, ή ακόμη και των άλλων γε ιτονιών του χωριού μας, του Ιοχανάντων.

14

Page 13: Επιστροφή των Αργοναυτών

Τον έτρεμαν όλα τα παιδιά και του έδειχαν συγκατάβαση όλοι ο ι ηλικιωμένοι, πρώτα-πρώτα γιατί ήταν εγγονάκι του Συμεών αλλά και γιατί ήταν ανάπηρο στο ένα πόδι και παρά την αναπηρία του αυτή ήταν θηρίο.

Κάθε καλοκαίρι που περνούσε στο χωριό, ήταν περίοδος τέ­τοιας δράσης για τον Φιλίκον.

Τα λουλουδοφορτωμένα εκε ίνα "παίραια" ( = πλαγ ιές) , μετα­βάλλονταν σε πεδία παντοε ιδούς δράσης του.

Ειρηνική χαρά χαίρονταν μόνον όταν ερχόταν Αύγουστος . Τότε έρχονταν οι παραγγελίες σιτηρών του παππού του Συμιών

από το Ερζερούμ και το Πα'ίπούρτ. Ο ι παραγγελίες - ποιος ξέρε ι πόσοι τόνοι σιτάρι; - έρχονταν

με καραβάνια γα'ίδουριών. Διακόσια ή τριακόσια ζώα φορτωμένα με σιτάρι έφταναν στο

χωριό, μπροστά στο μαγαζί και την αποθήκη του παππού . Όμως ένα τέτοιο κοπάδι ζώων μπορούσαν να το ελέγξουν ο ι

πέντε ή δέκα ή ε ίκοσι Κούρδοι αγωγιάτες: Ο Φιλίκον λοιπόν έβρισκε τέτοιες μέρες ευκαιρία να απομονώ­

σε ι κάποιον γα'ίδουράκο σαμαρωμένο. Τον έσερνέ από το καπίστρι και τον έφερνε στο σπίτι μας. Άνοιγε την πόρτα της μάντρας, που ήταν το ισόγε ιο του τριώροφου σπιτιού μας, τον έχωνε μέσα και, αφού εναπόθετε τη μια "μαμέλα" του = την πατερίτσα, στηριζόμενος στην άλλη καβαλούσε το γα'ίδουράκο και έκανε βόλτες καβάλα μέσα σε κε ίνον το χώρο των ολίγων τετραγωνικών μέτρων.

Σπάνιο πράμα ο γάιδαρος στην ορε ινότατη Σαντά και γι' αυτό ο καημός να καβαλήσει "λασούμενον" (= γα'ίδούρι) κάθε παιδ ιού και του Φιλίκου μεγάλος επίσης.

Ό μως η "όρεξη έρχεται τρώγοντας", λέε ι ο λόγος. Έναν Αύγουστο ήρθαν πάλι οι Τούρκοι με τα φορτία των σιτα­

ριών του παππόύ και ο Φιλίκον θ έλησε να . . . δ ιευρύνε ι την ιππευτική του απόλαυση .

Ο δήγησε στη μάντρα δυο γα'ίδούρια μαζί. Εκεί με πολλούς κό­πους κατόρθωσε να βάλει τα δυο υποζύγια το ένα δίπλα στο άλλο, πλευρό με πλευρό, και, ούτε λίγο ούτε πολύ, ακουμπώντας στη μια πατερίτσα του, έκανε ένα σάλτο και βρέθηκε καβάλα συγχρόνως στο δ ίδυμο των γα'ίδουριών, έχοντας το ένα πόδι στον ένα και το άλλο στον άλλον. Τι χαρά, τι απόλαυση ! Είναι μικρό πράμα να καβαλάς συγχρόνως δυο γαϊδούρια; Ό μως όταν έδωσε στα υποζύγια το γνω­στό παρακελευστικό ποντιακό κέλευσμα "Ντι", τα δυο υποζύγια προ-

15

Page 14: Επιστροφή των Αργοναυτών

χωρώντας, στο πρώτο βή μα, ξεχωρίστηκαν και ο πλεονέκτης δις ιππεύς βρέθηκε βαρύγδουπος ανάσκελα κατάχαμα.

Χτύπησε, πόνεσε και χωρίς να το θέλει, ξεφώνισε . Τότε η γιαγιά η Ζωή , η καλομάνα μας , που άκουσε το ξεφωνητό,

άνοιξε το "χαπιάγκ" = την καταπαχτή , της μάντρας από το πάνω πάτωμα, και προβάλλοντας το κεφάλι στο κεφαλόσκαλο:

- Χα ντο έν; Ποίος έν; τί είναι; Ποίος είναι; Ρώτησε. Και όταν είδε το δίδυμο, κουρδικό, ζωικό συγκρότη μα και τον

Φιλίκο κατάχαμα να βογγά κατάλαβε . - Χα ντ' έπαθες, γουρπάντς; Α τι έπαθες, καλό μου, είπε και

κατέβηκε τα σκαλιά. Τον ανασήκωσε λέγοντας: - Νέπρε , όλια τα παλαλά τη κοσμί εσύ θα εφτάς; Άφς κι έναν­

δύο για τη χώρας τα χάταλα, τάκ ; Έι και να μαθάνε ι ατό η μητέρα σ'; Θα σκοτών' τσε . Βρε , όλες τις τρέλες του κόσμου εσύ θα τις κάνε ις; Άσε και καναδυό για τα άλλα τα παιδιά, λοιπόν; Πού και να το μάθε ι η μητέρα σου ; Θα σε σκοτώσε ι.

Και κατέληξε ξεσκονίζοντας τον επίδοξο ιππέα των δύο συγ­χρόνως γα"ίδουριών .

- Ε μαύρον χάταλον . Τ ολίγον κι' εκανέθε σε, το πολλά εθέ­λεσες ! Νάξερες και ντο κακόν εν' η αχορτασία ! Αέτς ίνταν δυστυ­χισμέν' ο ι ανθρώπ' ! Γανεύς;

Ε καημένο παιδί. Το λίγο δε σόυ έφτασε , θ έλησες το πολύ . Νάξερες τι κακό είναι η απληστία! Έτσι γίνονται δυστυχισμένοι οι άνθρωποι. Καταλαβαίνεις;

Η γιαγιά η Ζωή ήταν μία λεβεντογυναίκα Σανταία, ψηλή, γερή, ροδοκόκκινη , σοβαρή και προικισμένη με λα"ίκή σοφία των ηλικιω­μένων της εποχής εκείνης .

Και οδήγησε τον αποτυχόντα δεινό διπλο"ίππέα πάνω, στο σπίτι, αφού αμόλυσε το δίδυμο κουρδικό γα"ίδουροσύνολο στον κατήφορο για του Πιcrτοφάντων.

Του Θεόφιλου, τη Φιλίκονος, τα "πελιάδας" ( = οι μπελάδες) , δεν τέλε ιωναν. Τι να πρωτοπείς; Να αναφέρουμε και ένα άλλο; Νάτο.

Εκείνο το καλοκαίρι, μόλις τελείωσαν τα μαθή ματα στην Τρα­πεζούντα, όλη η ο ικογένεια πήγαν νωρίς-νωρίς αμέσως στη Σαντά, στον παππού και στη γιαγιά.

Κατά σύ μπτωση , αμέσως με την πρώτη Κυριακή , μετά την από­λυση της εκκλησίας, της Αγίας Κυριακής, οι Μειζετέρ' ( = οι μείζο­νες) , οι προεστοί δηλαδή, οι πατεράδε ς των παιδ ιών του σχολείου

1 6

Page 15: Επιστροφή των Αργοναυτών

του χωριού, ο αντιπρόσωπος του Δεσπότη , κάθησαν στην αυλή του Σχολείου των Ιaχανάντων. Ήρθαν ύστερα οι δάσκαλοι με συνταγ­μένους τους μαθητές και τις μαθήτριες, έλαβαν θέσεις και άρχισαν κατά τα εκπαιδευτικά θέσμια των χρόνων εκείνων οι προφορικές εξετάσεις, σαν συμπλήρωση των εξετάσεων των γραπτών στο σχο­λείο.

Ο δάσκαλος λέει το όνομα και το επίθετο ενός μαθητού, τον βαθμό του ενδε ικτικού του, την τάξη του, εκείνος παρουσιάζεται μπρος στους παραπάνω αναφερθέντες, γονείς, εκπρόσωπο του Δε­σπότη κλπ και αυτοί του υποβάλλουν δ ιάφορες ερωτήσεις στις οποίες απαντά προφορικά και πιστοποιείται έτσι ο βαθμός της αξίας του .

Μεταξύ του πλήθους των χωριανών, που παρακολουθούν και αυτοί τις εξετάσεις, είναι και ο δικός μας ο Φιλίκον, μαθητής της Γ τάξεως του Δημοτικού Σχολείου του Φροντιστηρίου στην Τραπε-ζούντα. .

Παρακολουθεί με κατάπληξη τις εξετάσε ις, γιατί όλοι ο ι μαθη­τές που προσέρχονται έχουν "Άριστα" στο ενδε ικτικό τους και είναι σπίθες στις απαντήσεις τους.

Είναι γνωστή βέβαια η αξιωσύνη των Σανταίων στα γράμματα. - Βρε τι διάβολο, τι γίνεται εδώ πέρα; αναρωτιέται ο Φιλίκον.

Μόνο αυτός είναι τόσο κουμπούρας και κάθε χρόνο στην Τραπε­ζούντα παίρνε ι μεταβίας "Καλώς"; Δεν γίνεται αλλιώς, καταλήγει στο τέλος. Εδώ στο χωριό οι δάσκαλοι είναι καλοί και σ' όλους βάζουν "Άριστα". Αυτό είναι.

Το σκέφτεται, το ξανασκέφτεται και αποφασίζει . Και όταν έρχεται το φθινόπωρο και η ο ικογένε ια πρέπει να

κατεβούν στην Τραπεζούντα, ο Φιλίκον σπάει το κανόνι. - Εγώ φέτος, λέει, δ εν πάω στην Τραπεζούντα. Θα μείνω στο

χωριό με τον παππού και τη γιαγιά τη Ζωή. - Και το σκολείο τι θα γίνει ; τον ρωτάει η μητέρα η Ευρύκλη . - Θα πάω στο σκολειό εδώ στο χωριό. Η μητέρα διαμαρτύρεται, απε ιλεί να ε ιδοποιήσει τον πατέρα

τον Φωκίωνα στην Τραπεζούντα, όμως ο Φιλίκον επιμένει . Ο παππούς κι η γιαγιά δεν μπορούν να χαλάσουν το χατίρι του

παιδιού . Άλλωστε θα είχαν συντροφιά και έναν χε ιμώνα και δ εν θα περνούσαν μόνοι σαν κούκοι. Το ήθελαν οι καημένοι οι γέροντες. Κακό η μοναξιά και μάλιστα στα γεράματα.

Και ο Φιλίκον έμεινε. Γράφτηκε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού και παρακολουθεί

17

Page 16: Επιστροφή των Αργοναυτών

τα μαθήματα. Ο παππούς κι η γιαγιά τον έχουν μη στάξε ι και μη βρέξε ι .

Όμως το σχολικό έτος τελειώνει κάποτε και ο Φιλίκον "άμον παστρ ικόν μαντήλ" πάει να :τ:,άρε ι τον έλεγχό του μα δυστυχώς ε ίναι "Στάσιμος" .

- Έι τ' εσόν την γενίτσαν, δέσκαλε. Τέρ' ντο θα εφτάγω σε . Τη γενιά σου, δάσκαλε. Να δεις τι θα σε κάνω.

Και μια μέρα που ο δάσκαλος ο Μιλτιάδης Νυμφόπουλος - ο κατόπιν λαογράφος της Σαντάς - περνά έξω από το σπίτι, ο Φιλίκον τον φιλοδωρε ί με έναν καταιγισμό αυγών και λίθων . Αυτός τον άφησε στάσιμον κι ας ήταν και φίλος του παππού του Συμιών. Η φιλία φιλία και το καθήκον καθήκον.

Ο καημένος ο Νυμφόπουλος πήρε τον κατήφορο προς του Πιότο­φάντων κρατώντας το κεφάλι του, μη φάει καμιά πετριά και λέγο­ντας.

- Παναγία, Παναγία, θα με σκοτώσε ι το παλιόπαιδον. Και ο Φιλίκον επανήλθε πάλι στο Δη μοτικό του Φροντιστηρίου Παρ' όλα αυτά ο καημένος ε ίχε μία εξαιρετική αγάπη στη Γεω-

γραφία και την Ιστορία, που ό,τι διδάχτηκε σχετικό τα ήξερε και τα θυμόταν λεπτο μερέστατα. Θυμάμαι ότι όταν ήρθε το 1 9 60 στην Αθήνα να με επισκεφτε ί και τον πήγα στην Πνύκα να δει τις γύρω αρχαιότητες, από κει πάνω που έβλεπε σε πανόραμα τη Σαλαμίνα, και το στενό της, μου διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια την ένδοξη εκείνη "Ναυμαχία της Σαλαμίνας", σαν να την έβλεπε μπροστά του και σαν να διάβαζε τα λεγόμενά του από τις σελίδες του Ηροδότου .

Όμως εκεί που ήταν άφθαστος ήταν ο ι μνή μες του από τη χαμένη πατρίδα και κυρίως ο λαογραφικός πλούτος που κατε ίχε .

Ήταν φοβερός γνώστης ποντιακών παραμυθιών, που μου τα διηγόταν ζωντανά, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσα τότε και λόγω η­λικίας αλλά και λόγω έλλειψης των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων να τα καταγράψω.

Μόνο δυο κατέγραψα και δημοσίεψα στο "Αρχείο του Πόντου", δυο παραμύθια ωραιότατα και θαυμάσια.

Πέθανε σχετικά νέος, κι όπως όταν πεθαίνουν παλιοί, χάθηκε ένας πολύτιμος φορέας πολύτιμου λαογραφικού υλικού .

Πόσα μου έδωσε αλλά και πόσα θα μου έδινε για τους προγό­νους μας και τη γενέτειρα, τη Σαντά!

***

18

Page 17: Επιστροφή των Αργοναυτών

ΛΙΓΕΣ οι αναμνήσεις από την Τραπεζούντα. Όμως 'Όλίγαι τε φίλαι τε", θα έλεγε ο Όμηρος.

Θυμάμαι λο ιπόν. Ένας κατηφορικός λιθόστρωτος δρό μος. Δεξιά, καθώς κατε βαί­

νουμε για την παραλία στη Διαφούντα, σ' ένα λιθόχτιστο ψηλό μα­ντρότοιχο και σε μία εσοχή του μια ανατολίτικη βρύση, καμαρόχτιστη με έναν κρουνό, απ' όπου τρέχε ι πολύ νερό σε μια πέτρινη γούρνα.

Ψηλότερα, στο ύψος της κορυφής του μαντρότοιχου, μια δ ίφυλλη γεροφτιαγμένη αυλόπορτα, όπου φτάνεις με λιθόχτιστα σκαλοπάτια.

Μπαίνεις από την αυλόπορτα. Πάνω σου, μια καμαρωτή σιδε­ρένια κρε βάτα και πάνω της μπλεγμένη μια κλη ματαριά, που κάνει μοσχάτα σταφύλια. Τα τρως και μοσχοβολά το άρωμά τους.

Είναι Ατέσσας. Μυρίζ'νε ταχτάπιτην, έλεγε η μητέρα. Είναι από την Οδησσό. Μυρίζουν τη μυρωδιά κοριού, έλεγε η

μητέρα μου. Μπροστά σου μια ευρύχωρη αυλή στρωμένη με μεγάλες τετρά­

γωνες πλάκες. Στο βάθος απλώνεται, aνηφορικά, ένας κήπος με δέντρα και

λουλούδια. Είναι το σπίτι του παππού του Νικολή του Τεμιρτζόγλου, του

πατέρα της μητέρας μου . Κάπου, μέσα στο σπίτι, ένα ράφι με πολλά βάζα γεμάτα διάφορα

γλυκά. Μια καρέκλα. Ανέβασμα σ' αυτήν. Κατέβασμα ενός βάζου. Κλέ­

ψιμο γλυκού από σύκο. Συνωμότης και ηθικός αυτουργός στο κλέψιμο, αλλά και συνα­

πολαυστής η αδελφή μου η Ουρανία, η μικρότερη απ' όλες τις αδελ­φές μου, δυο χρόνια μεγαλύτερή μου . Τύπος έξυπνος, ζωηρός, ανυ­πότακτος και σκανδαλιάρης.

Αργότερα, αποκάλυψη της πράξης, φωνές της μητέρας μου και της γιαγιάς της Ελένης, επιπλήξεις, φοβέρες.

- Η κλεψιά ε ίναι κακή πράξη , μας λένε. Δεν καταλαβαίνουν ότι το κλοπιμαίο ε ίναι πιο νόστιμο απ' το

νόμιμα προσφερόμενο. Ο ηθικός και κοινωνικός νόμος ε ίναι ακατα­νόητος από το παιδ ί. Η εσωτερική πρωτογονική παρόρμηση ε ίναι πιο δυνατή . Ο πρωτόγονος άνθρωπος διαφεντεύε ι τις παιδικές πρά­ξε ις.

Αυτή ε ίναι η μόνη ανάμνηση από το σπίτι του παππού του Νι­κολή .

1 9

Page 18: Επιστροφή των Αργοναυτών

Μα από το δικό μας, το πατρικό σπίτι, απ' αυτό που αγόρασε στον πατέρ_α ο παππούς ο Συμιώντς, όταν τον πάντρεψε; Τίποτα απ' αυτό;

Να κάτι κι απ' αυτό. Είναι προχωρη μένη η νύχτα. Είδα φαίνεται κακό όνειρο. Ξύπνη­

σα και κλαίγω γοερά. Ο πατέρας μου με κρατάε ι στην αγκαλιά του και μου κάνει

βόλτες στο μπαλκόνι, που βλέπε ι προς τη θάλασσα. Στο βάθος η μαύρη νυχτιάτικη απεραντοσύνη του Ευξείνου Πό­

ντου. Μόλις τρεμοφέγγουν τα φώτα ενός πλοίου αγκυροβολημένου

αντίκρυ μας, στο λιμάνι της Διαφούντας. Το σπίτι μας ε ίναι χτισμένο δίπλα στη θάλασσα βλέπε ις, και το κύμα φιλάει την αυλή μας και τον παραλιακό δρόμο που περνάει μπροστά μας.

Εγώ κλαίω γοερά κι ο πατέρας μου μου μιλάει τρυφερά. - Τέρεν, αγούρι μ' , ντ' άγνα τσαραμπουλίζ' το φενέρ' τη πα­

πορί ! Κοίτα, αγόρι μου, πώς τρεμοσβήνει το φανάρι του πλοίου . . . Να κι άλλη μια ανάμνηση . Στο πατρικό τούτο σπίτι ακούγεται λύρα. Μπαίνω σ' ένα δωμά­

τιο. Εκε ί να, ο μεγάλος μου αδελφός, ο Περικλής, παίζε ι λύρα και σιγοτραγουδάει. Σιγά όμως, πολύ σιγά και με προφύλαξη . Φοβάται. Ο πατέρας μου απαγορεύει στον Περικλή να μάθε ι λύρα.

Η λύρα, λέει, ε ίναι για τους aπρόκοφτους . Ο οργανοπαίκτης δεν μπορεί να γίνει σοβαρός και συμμαζεμένος νοικοκύρης. Κι αν ε ίναι νέος, τότε παρασύρεται σε ξενύχτια και μπλέκει σε πρόωρους έρωτες.

Ο γιος μου , ο Περικλής μου, μια και δεν έμαθε γράμματα, πρέπε ι να μάθε ι μια τέχνη. Πρέπει να γίνει φραγκοράφτης. Είναι καλή τέχνη . . .

Άκου φραγκοράφτης ! Σαντέτες κα ι φραγκοράφτης ! Κι όμως επιθυμία πατέρα ίσον νόμος τα χρόνια εκείνα. Αντίλο­

γος δε χωράει. Κι εντούτοις και παρ' όλα αυτά, σιωπηλά και κρυφά, η αντίδρα­

ση έρπει στις κάμαρες του σπιτιού και τα σπίτια φίλων γκαρδιακών. Κι έτσι ο Περικλής τη Λιάν έγινε και παράγινε λυριτζής, και τι

λυριτζής , ''ο γλυκύς λυριτζής και τραγουδιάνος της Σαντάς", όπως λένε τα βιβλία για τη Σαντά.

Φαίνεται, ο πατέρας μας ξεχνούσε πως κι ο παππούς ο Συμιώντς έπαιζε θαυμάσια "αγγείον" γκάιτα, κι ο ίδιος έπαιζε αρκετά καλά

20

Page 19: Επιστροφή των Αργοναυτών

λύρα, και πως το Λιανιδέικο ε ίχε μουσική φλέβα και αρκετούς προ­γόνους τραγουδιάνους.

Έγινε και παράγινε λο ιπόν λυράρης ο Περικλής αν και η λύρα, το τραγούδι και ο έρωτας στο τέλος τον έφεραν στο θάνατο, στα θαλερά ε ικοσιτέσσαρα χρόνια του .

Λες να ήταν προφητικοί οι λόγοι του πατέρα; Ποιος μπορεί να ζυγίσε ι τις συμπτώσεις; Έτσι λο ιπόν κρυφά ο Περικλής κλωσσούσε το δυνατό ταλέντο

του και τη σκληρή μοίρα του, στο θερμό πατρικό σπίτι της Δια­φούντας. Κι εγώ κρυφάκουγα και χαιρόμουν. Ήταν ό μορφος, πολύ όμορφος άντρας ο πατέρας μας και όταν ώρες λιακάδας έβγαζε καρέκλα και κάθονταν έξω στο μαγαζί του, θάμπωνε η ομορφιά του. Τα χοντρά, σαν βοδινά, μάτια του, το φαρδύ μέτωπο, το κυπαρισσέ­νιο ψηλό κορμί, το γελέκο με την χρυσή αλυσίδα και το χρυσό "Lon­gine" ωρολόγι του, τα γυαλισμένα "κουντούρας" ( = παπούτσια του) και το πάντα καλοσιδερωμένο κουστούμι του, του έδιναν μια aρχο­ντική αντρική ομορφιά.

Κι η μητέρα; Ε, γι' αυτήν θα τα πω αλλιώς. Όπως περίπου μιλάει για την Ελένη ο Όμηρος.

Πολλά, πάρα πολλά, χρόνια, ύστερα, τον καιρό της μαύρης προσφυγιάς, όταν και οι δυο γονείς μας ήταν γέροι πια και βασανι­σμένοι πρόσφυγες, μία μέρα μου ε ίπε η θε ία η Χρυσάνθη η γειτό­νισσα στην Καλαμαριά, κο ιτάζοντας τη μητέρα μου, που περνούσε .

- Ε καη μένε, Σίμο. Να έξερες ντο έμορφοι έσαν ο πατέρας κι η μάνα σ'; Μίαν, σην Τραπεζούνταν, επεράνα ας σην Διαφούνταν αφκά και ε ίδα τον πατέρα σ' τον Φωκίων. Νέος και χιλέμορφος εκάθουτον οξιωκά σο μαγαζί νατ' . Είδα 'τον, κι ' εσιάσεψα. Παναϊ:α, ε ίπα εγώ εμέν, αοίκος έμορφος άγουρος! Θεέ μ' εκολατία. Εμ και υπαντρεμέντζα! Να σαν π' aτόν έΧ' άντραν !

Ε καημένε Σίμο. Να ήξερες τι ωραίοι ήσαν ο πατέρας σου κι η μάνα σου!

Μια φορά, στην Τραπεζούντα, περνούσα απ' τη Διαφούντα και είδα τον πατέρα σου τον Φωκίωνα, νέος και χιλιόμορφος να κάθεται έξω, στο μαγαζί του. Τον είδα και σάστισα. Ήμουν και παντρεμένη. Χαρά σε κείνην που τον έχει άντρα! Όμως όταν σε λίγο κατέβηκε απ' τις σκάλες του τριώροφου σπιτιού σας η μητέρα σου με τον δίσκο να φέρει στον άντρα της τον πρωινό του καφέ και έλαμπε άσπρη, ρο­δοκόκκινη κι αφράτη, με την "τάπλαν και τα φουλιρία" και τη μετα­ξωτή ζουπούνα της, ε τότε, ε τότε.

21

Page 20: Επιστροφή των Αργοναυτών

- Χαλάλι τους κι ο ένας για την άλλη κι η άλλη για τον άντρα της, ε ίπα.

Αοίκ' ήσαν, ρίζα μ' , Σίμο, ο κύρη σ' και η μάνα σ' . Άστρα ας σην ανατολήν.

Σ' αυτό λοιπόν το πατρικό σπίτι, που πήγα και το βρήκα, στην επίσκεψη - προσκύνημα στον Πόντο, σώο και αβλαβές, σ' αυτό το σπίτι βγήκα στο μπαλκόνι, που έκλαιγα μωρό, και στάθηκα ύστερα στη μέση της μεγάλης μας κάμαρας, σαν να λέγαμε σή μερα το σαλόνι, και άφωνος έβλεπα με τη φαντασία μου τους γονε ίς μου, τους σπι­τικούς μου, τους συγγενείς και φίλους γύρω-γύρω πιασμένους χέρι­χέρι να χορεύουν και στη μέση του χορού να παίζε ι λύρα και να τραγουδά ο Δή μον ο Κε μεντζετζής, ο κρυφός δάσκαλος του Περικλή μας στη μάθηση της λύρας.

Ε μαύρε κόσμε ! Πούναι εκείνα τα ν ιάτα, εκείνοι ο ι άνθρωποι, εκείνοι οι χρόνοι;

'Όλίγαι τε φίλαι τε" οι αναμνήσε ις, ε ίπα παραπάνω. Και έτσι ε ίναι. Κι ας προκαλούν θλίψη .

***

ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ σ' ένα χωριό. Ωραίο, καταπράσινο χωριό. Έχει νοικιάσε ι ο πατέρας μου ένα σπίτι και το δ ιπλανό του

χωράφι, που ε ίναι σπαρμένο με καλαμπόκι . Τα καλαμπόκια ε ίναι μέσ' στο ενοίκιο για να φέρνουμε τις ρόκες να βράζουμε ή να "χα­ντζεύομε" να ψήσουμε στη θράκα, όταν θ έλουμε. Τα φυτά του καλα­μποκιού ε ίναι αρκετά ψηλά κι απ' το καθένα προβάλλουν ρόκες παχουλές με καφεκίτρινες χρυσίζουσες φούντες.

Εδώ στο χωριό είμαστε μόνο εμείς, η μητέρα και τα παιδιά. Ο πατέρας μου μένει στην Τραπεζούντα. Πώς ν' αφήσει το μαγαζί του και νάρθει κι αυτός; Ο πατέρας, σ' όλες τις εποχές και σ' όλες τις ο ικογένειες, ε ίναι εκείνος που κάνει θυσίες για τους άλλους .

Ο σπιτονοικοκύρης μας, που λέτε , έχε ι κι έναν γα"ίδουράκο, στον οποίο με ανε βάζε ι τακτικά καβάλα και με κάνε ι βόλτα, κρατώ­ντας με από τη μέση , μην πέσω .

Τι ευτυχία ήταν εκε ίνη. Είχε δ ίκιο ο Φιλίκον που καβαλίκευε τα κούρδικα γα"ίδούρια στο χωριό μας, στου Ισχανάντων, όπως ε ί­δαμε παραπάνω! Ωραίο πράμα η καβαλίκα!

22

Page 21: Επιστροφή των Αργοναυτών

Μερικές φορές ο γα"ίδουράκος αυτός είναι δεμένος μ' ένα μακρύ σκοινί σ' έναν πάσαλα και βόσκει. Ξαφνικά συνεπαρμένος, φαίνεται, από μουσικό οίστρο, τεντώνε ι λαιμό, αυτιά και ουρά και γκαρίζε ι με τόσο πάθος και δύναμη , που του ξεφεύγει και καμιά βροντώδης εκτόξευση αερίων εκ των όπισθεν.

Είναι χάρμα για μένα το παιδάκι, η συγχρονισμένη τούτη ηχη­τική δίδυμη έκρηξη, και ξεκαρδίζομαι στα γέλια.

Ήταν αλήθε ια χαριτωμένος ο γα"ίδαράκος τούτος. Τόσο χαρι­τωμένος που και σήμερα ύστερα από τόσα χρόνια πάντα τον θυ μάμαι με συμπάθε ια. Οι πρώτες γνωριμίες, βλέπεις, μένουν ανεξίτηλες. Ας ε ίναι και γα"ίδουρινές.

Περνάμε λοιπόν ωραία στο χωριό ! Αργότερα, ύστερα από πολλά χρόνια, η μητέρα μου μου έλεγε

πως το χωριό εκείνο λεγόνταν Κιρισχανά, ήταν απόλυτα ελληνοκα­τοικημένο και κοντά στην Τραπεζούντα. Εκεί μας εγκατάστησε ο πατέρας μου για να μας προφυλάξε ι από τους βομβαρδισμούς της Τραπεζούντας από τον Ρούσικο στόλο.

Βρισκόμασταν, βλέπεις, στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και οι Ρώ­σοι δεν ε ίχαν πάρε ι ακόμη την Τραπεζούντα από τους Τούρκους γι' αυτό και την βομβάρδιζαν.

Πότε φύγαμε από το χωριό αυτό, πώς και με ποιες συνθήκες, δε θυμάμαι.

Θυμάμαι μόνο το όμορφο χωριό, τα ωραία καλαμπόκια και τον γα"ίδουράκο.

Τι άλλο θέλεις να θυμάται ένα παιδί;

***

ΑΠΟΓΕΥΜΑ. Όλη η οικογένε ια βρ ισκόμαστε πάνω σε ένα κά­τασπρο ρούσικο νοσοκομε ιακό πλοίο. Γύρω μας Ρώσοι, πολλοί Ρώ­σοι . Τραυματίες, ματρόζοι, σαλτάτοι πηγαινοέρχονται στο κατά­στρωμα και μεταξύ τους ξανθές, γαλανομάτες, παχουλές ρωσίδες σεστρίτσες.

Μερικοί aξύριστοι, καθώς περνούν δίπλα μας, με χα"ίδεύουν στο κεφάλι, στα μαλλιά, στα μάγουλα.

- Χαρόchί μάλτσικ, ωραίος μικρούλης, λένε χα"ίδευτικά. Εγώ σουφρώνω από φόβο στην αγκαλιά της μητέρας μου .

23

Page 22: Επιστροφή των Αργοναυτών

Εκείνη κουρνιασμένη σε μια γωνιά, δίπλα στα δέματα των υ ­παρχόντων μας, με κρατάε ι στην αγκαλιά της.

Μ' έχει τυλίξει με το μάλλινο σάλι της . Φυσάει ένα απογευμα­τινό κρύο αεράκι. Είναι άνοιξη , καλοκαίρι, φθινόπωρο, χε ιμώνας; Δεν ξέρω. Μάλλον θα ήταν Σεπτέμβριος. Το μόνο που ξέρω και που θυμάμαι ε ίναι πως απέναντί μας απλώνεται η Τραπεζούντα, σε μια πανοραμική , αμφιθεατρική , ε ικόνα. Το θυμάμαι αυτό σαν όνε ιρο θολό κι ακαθόριστο .

Ο ι Ρώσοι μας πήραν, κι εμάς κι άλλους όσοι θ έλησαν, να μας σώσουν από τη μανία των Τούρκων, που ξαναγύριζαν στην Τραπε­ζούντα, ύστερα από την υποχώρηση των επαναστατη μένων Ρώσων.

Τι φιλάνθρωπη χειρονομία! Τι ρωσικός aνθρωπισμός ! Τώρα που μεγάλωσα και διάβασα και έμαθα και ε ίδα και κρίνω,

σκέφτομαι την απάνθρωπη στάση των Ευρωπαίων συμμάχων μας στην πυρπολούμενη Σμύρνη και κρίνω και συγκρίνω. Έστι Δίκης οφθαλμός; . . .

Περιμέναμε κουρνιασμένοι στη γωνιά εκείνη αρκετές ώρες και κάποτε το καράβι σφυρίζε ι. Πυκνός καπνός βγαίνε ι απ' το φουγάρο του , που πάνω του ε ίναι ζωγραφισμένος ένας "Ερυθρός Σταυρός" .

Το καράβι ε ίναι νοσοκομε ιακό, όπως ε ίπαμε. Ο καπνός ξετυλίγεται σε χοντρές μαύρες δ ίπλες, που κάνουν

μια μαύρη κυματιστή γραμμή , καθώς παρασύρεται απ' τον αέρα και που ολοένα μακραίνει και πάε ι.

Κάτω στα έγκατα του πλοίου, ένας υπόκωφος ρυθμικός κρότος ακούγεται. Είναι οι μηχανές του πλοίου που άρχισαν να δουλεύουν.

με. Ακούγονται οι αλυσίδες που ανεβάζουν τις άγκυρες . Σαλπάρου-

Η Τραπεζούντα φεύγε ι προς τα δεξιά μας και πίσω. Το πλοίο πλέει ανατολικά παράλληλα προς τις ακτές. Μερικοί, Έλληνες ασφαλώς, κουνούν μαντίλια σε ύστατο "χαί-

ρε" , ίσως στους δ ικούς τους που έμε ιναν και θα αντιμετωπίσουν την μπόρα που έρχεται.

Η μητέρα μου κλαίει και με φιλεί. Είναι καυτά τα δάκρυά της, που βρέχουν τα μάγουλά μου.

Κοιτάζει πονεμένα την Τραπεζούντα που φεύγε ι σιγά-σιγά και χάνεται.

24

Κάτι μουρμουρίζει πονεμένα. Πολύ αργότερα, όταν μεγάλωσα, κατάλαβα γιατί έκλαιγε . Πρώτα-πρώτα γιατί έμενε στην Τραπεζούντα και δεν ερχόταν

Page 23: Επιστροφή των Αργοναυτών

μαζί μας η μεγαλύτερη αδελφή μου η Όλγα, που ήταν παντρεμένη στη Σαμάρουξα με τον κτηματία φουντουκοκτημάτων Σταύρη Χαλ­δαιόπουλο και ο οποίος δεν μπορεί να εγκαταλείψει τα κτήματά του, αλλά έκλαιγε αναστενάζοντας και γιατί aποχωριζόταν από την πο­λιτεία που γεννήθηκε, όπου ήταν οι τάφοι των γονιών της και των προγόνων της, μα κυρίως αναστέναζε γιατί το παιδί μας, ο Περικλής, "ο γλυκύς λυράρης της χαράς το πουλίν", δεν ερχόταν μαζί μας. Μέσα στα γλέντια, τα τραγούδια και τους χορούς, στις χαρές και τα πα­νηγύρια, αγάπησε στη Σαντά και παντρεύτηκε χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών μας μια φτωχοκόρη κι από άσημη , κατά τη γνώμη τους, γενιά και έμεινε μόνιμα εκεί. Έτσι μαλώσαν, δεν μιλιόταν γονε ίς και γιος και αποχωρίζονται σε τέτοιες δραματικές μέρες . Έκλαιγε λοιπόν η πονεμένη μάνα και κοίταζε την Τραπεζούντα που έφευγε. Πόνος μάνας για το παιδ ί της και πόνος ανθρώπου που αποχωρίζεται το χωριό, την πόλη , το σπίτι, που μέχρι προ ολίγου δ ιέκρινε θολά­θολά κάτω εκεί στο γιαλό της Διαφούντα.

Σε λίγο η νύχτα σκέπασε τα πάντα. Το πλοίο τώρα σφηνώνεται συνεχώς μέσ' στο πηχτό μαύρο κα­

τάμαυρο σκοτάδι του Ευξε ίνου. Πάμε, πάμε , πάμε. Πού πάμε; Πάμε για τη Ρωσία. Το δράμα της Προσφυγιάς αρχίζει .

***

ΠΑΡΑΛΙΑΚΉ πόλη του Ευξε ίνου Πόντου, το Βατούμ ή Μπατούμ, όπως το λένε ο ι Ρώσοι κι ο ι Γεωργιανοί ο ι Κυρτσήδες . Πόλη του Καυκάσου, της Γεωργίας.

Εκεί μας αποβίβασαν από το καράβι . Να τι θυμάμαι από το Μπατούμ αυτό Ένα μεγάλο πάρκο στην παραλία, το Μπουλβάρ όπως λέγεται

στα Ρωσικά το πάρκο και, παραμέσα στην πόλη , μια μεγάλη εκκλησία το "Σαπόρ"= η Μητρόπολη .

Σ ' ένα άλλο δρόμο ένα σπίτι. Εδώ μένε ι ο θε ίος Αλέκος, ο μεγαλύτερος αδελφός της μητέρας μου . Κάνει την ίδια δουλε ιά με τον παππού του Νικολή , ε ίναι δηλαδή κι αυτός ελεγχτής ε ισιτηρίων στα πλοία μιας ατμοπλο'ίκής εταιρίας στις γραμμές του Ευξε ίνου Πόντου.

25

Page 24: Επιστροφή των Αργοναυτών

Εδώ φιλοξενού μαστε. Πόσο καιρό; Δεν ξέρω. Το μόνο που θυμάμαι ε ίναι πως ο Θε ίο-Αλέκος έχε ι δυο κόρες, εξαδέλφες μου δηλαδή , την Ξανθίππη και την Μελίκη κι έναν γιο το Νίκο, που έχε ι το όνομα του παππού του Νικολή του Τεμιρτζόγλου . Έναν γιο ζωηρό, άτακτο και άτσαλο . Έχει όμως πολλά και ωραία παιγνίδια.

Παίζαμε μαζί όλη μέρα. Μόνο μερικές φορές καθισμένοι στο μαρμάρινο κατώφλι της εξώπορτας, σπάζου με με σφυρί ζάχαρη για το πρωινό και βραδινό τσάι.

Εδώ στη Ρωσία η ζάχαρη ε ίναι μια κωνική μάζα, συσκευασμένη μέσα σε μπλε χοντρό κωνικό χαρτί. Την σερβίρουν, αφού την σπά­σουν σε μικρά κομματάκια, μέσα σε ζαχαροθήκη , καθώς βράζει το σαμοβάρι τοποθετη μένο στη μέση του τραπεζιού.

Ο θε ίος Αλέκος ε ίναι βαρύς και λιγομίλητος . Εγώ τον φοβάμαι. Ούτ;;: στο πρόσωπο δεν τολμώ να τον κοιτάξω. Πού να του μιλήσω;

Πόσο καιρό μείναμε στου θε ίου Αλέκου; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω ε ίναι πως η μητέρα μου ε ίναι λεπτή και υπερήφανη και δεν θέλει να γίνει βάρος σε κανέναν.

Μπορεί να υποφέρει την προσφυγιά και τη φτώχεια, που άρχισε να προβάλλει, χωρ ίς δ ιαμαρτυρία αλλά και αποφεύγοντας όσο μπο­ρεί την υποχρέωση .

Έτσι μια μέρα, βρισκόμαστε όλη η ο ικογένεια, η γιαγιά η Ζώη , ο παππούς ο Συμεωνίδης έχε ι χρόνια που πέθανε , ο πατέρας μου ο Φωκίων, η μητέρα μου η Ευρύκλε ια, ο αδελφός μου ο Θεόφιλον, ο Φιλίκον, οι αδελφές μου η Μαρίκα και η Ουρανία, μέσα σε ένα πράμα, που έχε ι καμαρίτσες-καμαρίτσες, που κάθε μια της έχει δυο σαν ντιβάνια αντικριστά, όπου κάθονται άνθρωποι, ο ένας απέναντι στον άλλον.

Από τα παράθυρα βλέπεις στο βάθος σαν να γυρίζουν τα πάντα σαν σε κυκλική πορε ία, ενώ κοντά, τα δέντρα, τα χωράφια, τα τηλε­γραφόξυλα να τρέχουν προς τα πίσω. Κάπου-κάπου ακούς ένα δυ­νατό οξύ σφύριγμα κι ένα ισόχρονο "τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ", κι ένα "κραγκ-κράγκ, γκραγκ-γραγκ" που ακούγεται υπόκωφα.

Είναι ασφαλώς αυτό που μας έλεγε για αίν ιγμα ο Φιλίκον ο αδελφός μου .

- "Άψυχο, ψυχή δεν έχε ι και ψυχές παίρνε ι και τρέχε ι" τι ε ίναι; Είναι τρένο, ασφαλώς . Στη γωνία, εκεί κοντά στο παράθυρο, στο ένα από τα αντικριστά

ντιβάνια, που λέγαμε, κάθεται η μητέρα μου . Δίπλα της εγώ. Κάπου-κάπου έσκυβε και με φιλούσε στα μαλλιά σιγομουρμου-

26

Page 25: Επιστροφή των Αργοναυτών

ρίζοντας. - Λελεύ' σε η μάνα σ', αγούρι μ' . Να σε χαρεί η μάνα σου,

αγόρι μου. Έτσι το τρένο έτρεχε και πηγαίναμε, ποιος ξέρει πόσες ώρες

ταξιδέψαμε; Κάποτε φτάνουμε κάπου. Το τρένο σταματάε ι. Μένε ι. Κόσμος

πολύ τριγυρνά εκεί κάτω στην πλατφόρμα δίπλα στο τρένο . Φτάσαμε στο ΚΟΥΤ ΑΪΣ.

Η μητέρα μου με κρατεί στο παράθυρο. Απ' έξω μπροστά στο παράθυρό μας μια νεαρή, όμορφη κυρίci, με καπέλο με φτερά, με μακρύ άσπρο κεντητό στο στήθος φουστάνι, με άσπρα μακριά γάντια, μας χαιρετά κουνώντας το χέρι. Στα μάτια της τρέχουν δάκρυα.

Κατεβαίνομε απ' το τρένο. Η κυρία με τ' άσπρα μ' αρπάζει , με σφίγγε ι στην αγκαλιά της. Με φιλάει και τα δάκρυά τη ς τρέχουν στα ωραία γαλανοκαστανά μάτια της.

Την κοιτάω άναυδος. - Ποια ε ίναι άραγε τούτη η κυρ ία, σκέφτομαι, που μέσα σε

τούτον τον άγνωστο κόσμο ήρθε να μας μιλήσει και με φιλεί κλαί­γοντας;

Είναι η αδελφή μου η Κίτσα, που ε ίναι, τέσσερα τώρα χρόνια, παντρε μένη εδώ στη γεωργιάνικη πόλη Κουταίς με έναν πατριώτη μας Έλληνα, τον Κρωμναίον Περικλήν Βρασίδαν.

Μετά τις πρώτες αγκαλιές, τα φιλιά και τα δάκρυα, ανεβαίνουμε σε κάτι ωραία αμάξια με άλογα, τα "πα'ίτόνια ή φα·ίτόνια", όπως λέγονται στα ρούσικα αυτά που εμείς λέμε σή μερα "μόνιππα".

Περνάμε από τους δρόμους της πόλης. Κόσμος πολύς και πολλά μαγαζιά.

Φτάνομε και σταματάμε μπρος σ' ένα μαγαζί ζαχαροπλαστείο και κυρίως γαλακτοπωλείο "Μαλόόνι", όπως το λένε στα ρούσικα.

Δίπλα στο ζαχαροπλαστείο αυτό μια πόρτα. Μπαίνομε. Μπρο­στά μας μια ξύλινη σκάλα. Ανεβαίνομε. Βρισκόμαστε σε έναν μακρύ δ ιάδρομο, που δεξιά και αριστερά του έχε ι πολλές πόρτες. Είναι Ξενοδοχε ίο. Κι αυτό και το "Μαλόόνι" ε ίναι του γαμπρού μας του Περικλή .

Σ ε λίγο ανε βαίνε ι τις σκάλες κι αυτός. Μας καλωσορίζει . Ε ίναι ένας ωραίος πολύ ωραίος άντρας, μετρίου αναστήματος,

ροδοκόκκινος, με μαύρα σγουρά μαλλιά, με χωρίστρα στη μέση , με ωραίο στριμμένο μουστάκι και δυο έξυπνα μάτια.

Φορεί μαύρη μεταξωτή "ρουμπάόκα" με κουμπιά ως το λαιμό

27

Page 26: Επιστροφή των Αργοναυτών

και ζώνη-κορδόνι στη μέση . Ριγέ βελούδινη καφέ κοιλότα, σαν αυτές, που φορούν ο ι ιππε ίς, και μαύρες καλογυαλισμένες μπότες με σταυ­ρωτά δεμένα κορδόνια, ως το γόνατο .

Μιλάει γλήγορα μα ευγενικά σε άπταιστη καθαρεύουσα. Πο­ντιακά δεν ξέρει γιατί, αν και ε ίναι Κρωμέτες, γεννήθηκε στη Ρωσία και μιλάει Ρούσικα, Κερτσίδικα.

Τα Ελληνικά τα έμαθε στο εδώ Ελληνικό Κοινοτικό Δη μοτικό Σχολείο, όπου, όπως παντού τότε, διδάσκονταν η καθαρεύουσα με. τα "ωά" και τα "ία".

Χαιρετά όλους τους δικούς μας και τελευταία με χα'ίδεύε ι εμένα και μου βάζει στο χέρι ένα "πούπλικον", δηλαδή κουλούρι και λίγες καραμέλες .

Τον περιεργάζομαι περίεργος. Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο ντύσι­μο και ακούω τέτοια Ελληνικά.

Σε λίγο, από το βάθος του δ ιαδρόμου με τις πολλές πόρτες, φαίνεται να έρχεται προς εμάς μια ηλικωμένη γυναίκα. Κουτσαίνε ι αρκε�ά στο αριστε ρό πόδ ι.

Μαύρη ποντιακή φορεσιά, μαύρο ποντιακό τσεμπέρι, μαύρον "φοτάν"-ποδιά. Πρόσωπο αυστηρό, με λίγες μαύρες τρίχες στο πάνω χείλος και στο πηγούνι. Μιλάει ποντιακά αυτή . Μας καλωσορίζε ι .

- Καλώς ώρισετεν. Είναι η μητέρα του γαμπρού μας του Περικλή . Είναι η Θυμία

η Μαρουφίνα. Η αδελφή μου η Κίτσα ήρθε από την Τραπεζούντα επίσκεψη

στο θε ίο Αλέκο στο Βατούμ και έμεινε αρκετά μαζί του. Ξ έσπασε όμως ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος, κλε ίστηκαν οι δρόμοι και έμεινε αποκλε ισμένη στο θε ίο Αλέκο. Εκε ίνος εθεώρησε καλό να την πα­ντρέψει αν και οι γονείς της ήταν στην Τραπεζούντα και δεν ήξεραν τίποτε . Την πάντρεψε λοιπόν στο Κουτα'ίς, την έδωσε στον Περικλή Βρασίδα και έγινε νύφη της αυστηρής Μαρουφίνας.

Οι συμπεθέρες, η μητέρα μου κι η Μαρουφίνα, τα λένε . Εγώ περίεργος γυρίζω στο διάδρομο και θαυμάζω και απορώ

γιατί πρώτη φορά βλέπω ένα τέτο ιο σπίτι, που ε ίναι ένας μακρύς δ ιάδρομος και δεξιά κι αριστερά πόρτες, πόρτες, πόρτες.

Σαν βραδιάζει η Μαρουφίνα βάζει όλους μας σε διάφορα δω­μάτια να κοιμη θούν . Εγώ βέβαια θα κοιμηθώ, όπως πάντα, με τη μητέρα μου αγκαλιά . . .

Είμαι το τελευταίο της παιδί, "το απογλύσμ", όπως λέγεται το ύστατο παιδ ί, και μ' αγαπά πολύ κι εγώ το ίδιο.

28

Page 27: Επιστροφή των Αργοναυτών

Πάντα αγαπούσα τη μητέρα μου πολύ ως τα γηρατειά της . Εμένα λοιπόν και τη μητέρα μου, μας οδηγεί η Μαρουφίνα.

Εμείς την ακολουθούμε. Μόλις μπαίνομε στο δωμάτιο που θα κοιμη θούμε, μου λέει . - Άκ'σον, διςiβολε. Αούτο το γαστρίν, ντο κείται αδακά, δίπλα

'ς σην πόρταν, έΧ' απέσ' χαψία παστωμένα. Ακείνο το γαστρίν ντο κείται ση κρεββατί τα ποδάρια κεκά εν' το τσουκάλ' . Όταν σκούσαι την νύχτα να εφτάς τό'ιaια, θα εφτάς απέσ' 'ς σο τσουκάλ'. Κάπ' εφτάς τό'ίaια απέσ' σα χαψία ! Κόφτω το λιλί σ'. Έκ'σες !

Δηλαδή . Άκου, διάβολε. Αυτή η γάστρα, που κείται εδώ πέρα, δίπλα στην

πόρτα, έχει μέσα παστωμένο γαύρο. Εκείνη η γάστρα που κείται κοντά στα πόδια του κρεβατιού είναι το νυχτοδοχείο. Όταν σηκωθείς τη νύχτα να κάνεις τσίτσια, θα κάνεις στο νυχτοδοχείο. Μην τύχει και κάνεις τσίσια μέσ' στο γαύρο! Θα σου κόψω την τσουτσουρίνα σου. Άκουσες;

Άκουσα λέει . Την έβλεπα και έτρεμα. Μου θύμιζε τις κακές μάγισσες γριές που μας έλεγε στα παραμύθια ο Φιλίκον ο αδελφός μου .

Μα το θαύμα όταν θα γίνει, γ ίνεται. Όταν ξύπνησα το πρωί, μου λέει η μητέρα μου. - Βρε παλιόπαιδο, έκανες το θαύ μα σου. Ξέρεις ότι τη νύχτα

κατούρησες στο γαύρο της Μαρουφίνας; Τώρα; Μην τύχει , κακομοί­ρη μου και σε πιάσε ι σή μερα. Χάθηκες .

Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και εγώ έτρεμα. Ευτυχώς όμως η απε ιλή της Μαρουφίνας έμε ινε μόνο απε ιλή .

Προσπάθησα επιμόνως να μη με δει . Όταν όμως με ε ίδε τάχασα. Τρύπωσα σαν τρυποφράχτης κάτω απ' τη γούνα της μητέρας μου .

Η Μαρουφίνα έκανε λίγο τάχα την άγρια και ύστερα μου ε ίπε γελώντας.

σου ;

- Καλά εποίκες, πούλι μ', χαλάλι σ' τα χαψία. Μη φοάσαι. Καλά έκανες, πουλάκι μου. Χαλάλι σου ο γαύρος. Μη φοβάσαι. Γέλασα τρέμοντας. Πώς την γλίτωσα ! Είναι μικρό πράμα να σώσεις την αρτιμέλειά

***

29

Page 28: Επιστροφή των Αργοναυτών

το ΚΟΥΤΑΪΣ, όπως το λέγαμε εμείς οι Έλληνες ή το Κουταίσι, όπως το έλεγαν οι Κιρτζήδες (οι Γεωργιανοί) ή η Κουταίδα, όπως το έλεγαν οι καθαρευουσιάνοι δ ικοί μας, ε ίυαι μια χαριτωμένη πόλη της Γεωργίας . Η δεύτερη μετά την πρωτεύουσα Τυφλίδα.

Είναι πλούσια πόλη, με εύφορη γεωργική περιφέρε ια, όπου παράγεται και του πουλιού το γάλα, που λέε ι ο λόγος, και κυρίως άφθονα και εκλεκτά φρούτα και κτηνοτροφικά. Τόπος παράδε ισος με κατοίκους φιλόξενους και καλόκαρδους .

Τη διασχίζει ο ποταμός Ριόν, ο Φάσις των Αρχαίων Ελλήνων και την κάνει όμορφη . Μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην Αρχαία Κολχίδα, όπου κατέφθασαν οι Αργοναύτες για το "Χρυσόμαλλον Δέρας", στην πατρίδα της Μήδειας της πολυκατηγορημένης.

Πόλη με αναπτυγμένη πνευματική Γεωργιάνικη κίνηση , με Γυ­μνάσια, Ιερατική Σχολή , στην οποία φοίτησε ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβτς Στάλιν, πόλη που χάρισε στη Ρωσία το μεγάλο ποιητή Μαγιακόφσκι και πολλούς άλλους διανοού μενους και σοφούς.

Πόλη μικρή , όμορφη, πλοί:σια με κατοίκους καλόψυχους, aνοι­χτόκαρδους, με άντρες και γυναίκες ωραιότατους. Οι Γεωργιανοί ε ίναι η ομορφότερη φυλή της γης. Το ξ έρουμε όλοι. Οι άντρες λε­πτόμεσοι, ψηλοί, ωραίοι γλεντζέδες και χορευταράδες, τραγουδιστές και συμποσιακοί. Ο Γεωργιανός ε ίναι η ευθυμία, η χαρά της ζωής. Θα τους δούμε παρακάτω στα γλέντια τους και τότε θα τα πούμε λεπτομερέστερα. Οι γυναίκες, οι Γεωργιανές γυναίκες , τα χαριτω­μένα εκείνα πλάσματα της λεπτής μελαχροινής ομορφιάς, με τα κα­τάμαυρα μάτια, τα καμαρόσυρτα μαύρα φρύδια, τα κορακίσια μαλ­λιά, οι γλυκόλαλες Γεωργιανές, οι ωραιότερες γυναίκες της γης, που η κιθάρα ε ίναι η συντροφιά και το τραγούδι η ζωή τους, οι Γεωρ­γιανές που αγαπούν με τρυφερή αδυναμία τους λεβέντες Περζένοι (=Έλληνες).

Άρ μιντά μεν απαζί Περζένι μίντα λαμαζί. δηλαδή Δ εν θέλω χρυσάφι εγώ Τον όμορφο θέλω Ρωμιό

Είναι ένα δίστιχο Γεωργιανής ερωτευμένης με Έλληνα. Εδώ, σ' αυτήν την όμορφη , φιλόξενη πόλη κατέφυγαν και κα­

τοικούν πολλοί Πόντιοι, Σανταίο ι. Μαζεύτηκαν εδώ με τις δ ιαδοχι­κές μετοικήσεις από τη Σαντά, λόγω των Τουρκικών σφαγών και διώξεων, γιατί εδώ ήταν ανέκαθεν Σανταίο ι ουστάπηchηδες ( εργο-

30

Page 29: Επιστροφή των Αργοναυτών

λάβοι) και εδώ έβρισκαν έδαφος προέτοιμης υποδοχής από συγγε­νείς και συμπατριώτες, αλλά και φιλόξενη υποδοχή από το λαμπρό γένος των Γεωργιανών. Εδώ φτάσαμε κι εμείς, η οικογένειά μας, όπου άλλωστε, όπως είπαμε παραπάνω, ήταν εγκαταστη μένος ο γα­μπρός μας ο Περικλής. Μαζί μας βέβαια και τα δυο αδέλφια της μητέρας μου\. ο Θεόφιλος.� Χρήστος, ανύπαντροι και νεαροί κι οι -�υ_:>���..!LΊ.Q..�-���.ιw.ή._.έζ_η�ι:ν_Jτ_άy.:r9_,-μαζί και . . . α,ρελφωμένοι.

ΑνΕtήρ-η η; οργανωμένη θαυμάσια, Ελληνική Κοινότητα της πό­λης, με πρόεδρο τον γαμπρό μας τον Περικλή , με εξαιρετική δρα­στηριότητα σ' όλους τους τομείς της ζωής, Σχολεία Ελληνικά, Αλλη­λοβοήθεια, κοινωνική Πρόνοια, υποδοχή και συνδρομή στους προ­σφεύγοντες στην πόλη από τον Πόντο, βοήθεια στους πενόμενους, άρρωστους, αδύνατους. Όμορφη εκκλησία ελληνική , με Σανταίο πα­πά, θαυ μάσιο Ελληνικό Κοινοτικό Σχολείο, με άνετες αίθουσες και αυλή και εργατικούς συμπατριώτες δασκάλους. Τακτικοί χοροί και θεατρικές παραστάσεις με ελληνικά θεατρικά έργα, με δικούς μας νεαρούς ερασιτέχνες ανεπτυγμένης υποκριτικής ικανότητας. Πολλά, πάμπολλα τα μαγαζιά των δικών μας και παντού η ποντιακή γλώσσα.

Όμως, παρόλα τα παραπάνω, η ξενιτιά πάντα είναι ξενιτιά κι η προσφυγιά σκληρή και άτεγκτη και μάλιστα στα δύσκολα εκείνα χρόνια, που άνεμος φοβερός ξεριζωμού και επαναστάσεως θέρ ιζε τον τόπο, το χώρο των ακτών της ανατολικής πλευράς του Εύξεινου και της δυτικής Ρωσίας και της Γεωργίας.

Μέσα στη θύελλα αυτή στροβιλιζόμασταν κι εμείς πια, όσο κι αν ο γαμπρός μας κι η αδελφή μας η Κίτσα φρόντιζαν να μη μας λείψει τίποτα, όσο κι αν το σπίτι της στη Γκόρα, την όμορφη συνοικία του Κουτα'ίς, ήταν στη δ ιάθεσή μας, κι όσο κι αν η Μαρουφίνα, που την γνωρίσαμε με τα χαψία της, δεν έδειχνε φανερά μια κάποια δυσφορία για την παρουσία μας στο σπίτι του γιου της, κ ι όσο κι αν κι εμείς, ο ι γονείς μου δηλαδή και δη η μητέρα μου, δεν ανεχόταν να συνεχισθεί η φιλοξενία μας αυτή . Γι' αυτό κάποια μέρα βρεθήκα­με σε ένα μικρό σπίτι που νοικιάσαμε, παρά την ανεργία του πατέρα μου. Πού να δουλέψει το άτεχνο καλομαθη μένο παιδί του Συμιών του Λιάν, του πλούσιου άρχοντα της Σαντάς ; Και σε τέτοιες περι­πτώσεις οι οικογένειες καταφεύγουν στα υπάρχοντά τους. Πρακτική γνωστή και δοκιμασμένη , πάντα σε προσφυγιές. Οι άνθρωποι που­λούν ό,τι έχουν δικό τους να ζήσουν, όσο καιρό μπορούν κι ό

-σο

αντέχουν τα υπάρχοντά τους.

3 1

Page 30: Επιστροφή των Αργοναυτών

Εκεί φτάσαμε κι εμε ίς . Η καη μένη η μητέρα μου, η ποντία μητέρα που αυτή κυρίως

σήκωσε το βάρος των αλλεπαλλήλων δυστυχιών και το οικονομικό δράμα της προσφυγιάς σ' όλες τις οικογένειες, κι αυτό το ξέρουν καλά όλοι όσοι έζησαν την προσφυγιά - η καημένη η μητέρα μου λοιπόν, η πλουσιοκόρη της Τραπεζούντας, η χα"ίδεμένη κόρη του άρχοντα Νικολή του Τεμιρτζόγλη , φορτωνόταν ό,τι και όσο μπο­ρούσε κι αυτή κι οι μικρούλες αδελφές μου η Μαρίκα κι η Ουρανία από τα πράγματα του σπιτιού, κρεβάτια με χάλκινα πόμολα, τους καθρέφτες και τα σιδερικά τους, γεργάνια ( = παπλώματα) , στρώ­ματα, χαλκωματικά, πουπουλένια μαξιλάρια κι ό,τι άλλο, και πηγαί­ναμε στην πλατεία, όπου γινόταν το παζάρ.

Η αγορά, που γινόταν μια φορά την εβδομάδα, όπως γίνεται κι εδώ στην Ελλάδα τώρα στις επαρχιακές πόλεις.

Έφταναν από τα χωριά οι γεωργιανοί εργάτες με τα κάρα τους φορτωμένα τα αγροτικά προ"ίόντα τους, τα ξεφόρτωναν στην πλατε ία, έστηναν τον πάγκο τους ή κατάχαμα, πάνω σε τσουβάλια, άπλωναν ό,τι ε ίχαν για πούλημα κι άρχιζε το εμπόριο.

Σε μια γωνιά κούρνιαζε κι η μητέρα μου . Άπλωνε το . . . ε μπό­ρευμά της. Στεκόταν εκεί αμίλητη και μελαγχολική και κάπου-κάπου σκούπιζε τα μάτια της.

Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δακρύζει ; Πού να καταλάβω, μικρό παιδάκι εγώ; Η δυστυχία και τα δράματα ε ίναι για τους με­γάλους . Τα μικρά ε ίναι άγουρα ακόμα για τον πόνο της ζωής .

Παρόλα αυτά κάπου-κάπου φώναζα με την αδύνατη παιδ ική μου φωνή δυο λέξεις. Μια Ελληνική και μια Γεωργιάνικη . Ήταν η αποστολή μου .

- Ορίστε, πάτονο ! Τ ο ορίστε = ορίστε και τ ο πάτονο γεωργιάνικα = κύριε . Επο­

μένως - Ορίστε, κύριε! Τις πιο πολλές φορές πήγαιναν στο βρόντο και το ορίστε και

το πάτονο, γ ιατί δεν έδιναν σημασία στην προτροπή μου οι αγορά­ζοντες ( = ο ι συχνάζοντες στην αγορά κατά τον Ξενοφώντα, για να μην ξεχνάμε και την φιλολογία) .

Μπορούσαν άραγε να νιώσουν την δραματικότητα της επίκλη­σης;

Δύσκολα. Το δράμα το ξένο, σχεδόν πάντα το βλέπεις. Δεν το ζεις.

32

Page 31: Επιστροφή των Αργοναυτών

Πουλούσαμε ό,τι πουλούσαμε, αν πουλούσαμε, κι ύστερα τ' α­πομεσήμερο πηγαίναμε σπίτι ξανακουβαλώντας ό,τι έμεινε απούλη­το.

Στο σπίτι μας υποδεχόταν η γιαγιά η Ζωή στενοχωρη μένη και περίλυπη , ο πατέρας μου, που γυρνούσε κι αυτός από την περιπλά­νησή του στην πόλη για κάτι που κι ο ίδιος δεν ήξερε τι ήταν, ή τι μπορεί να ήταν, ο ανάπηρος αδελφός μου Θεόφιλος κι οι αδελφές μου η Μαρίκα κι η Ουρανία, που μόλις φτάναμε στο παζάρι με την πραμάτεια μας γυρνούσαν στο σπίτι.

Έτσι πέρασε καιρός. Μα τα οικογενε ιακά εμπορεύσιμα υπάρ­χοντα λιγόστεψαν.

Τι θα γίνει παραπέρα; Τι θα κάνομε; Πώς θα ζήσομε; Η μητέρα μου έκανε την αισιόδοξη . Ο πατέρας μου πάντα βαθιά

συλλογισμένος. Και το σπίτι δυστυχούσε. Μα ευτυχώς ήρθε η λύση . Όχι τυχαία, μα ύστερα από αναζήτη­

ση . Συν Αθηνά και χείρα κίνει , λέει ο λόγος ο aρχαίος. Κι ο πατέρας μου κι ο θε ίος Χρήστος κι ο θ ε ίος Θεόφιλος κάθε

μέρα έτρεχαν κάτι να βρουν, από κάπου να πιαστούν. Και το βρήκαν οι θε ίοι. Κι αυτό που βρήκαν, σαν καλά αδέλφια, το διέθεσαν για την αδελφή τους, τη μητέρα μου, τη φαμελίτισσα.

Ένα βράδυ ήρθαν απρόσμενα και βιαστικοί στο σπίτι μας -έμεναν μόνοι τους, χωριστά από μας, αλλού, σ' άλλο σπίτι εργένηδες.

Μπήκαν μέσ' στην κάμαρα με τον πατέρα και τη μητέρα. Ώρα πολλή συζήτησαν. Ύστερα έφυγαν. Ο πατέρας κι η μητέρα μου φαίνονταν χαρούμενοι.

Την επομένη ο πατέρας μου πρωί-πρωί έφυγε από το σπίτι και γύρισε αργά το μεσημέρι χαρούμενος και χαμογελαστός. Μούβαλε στο χέρι μερ ικούς χουρμάδες και λεπλεπία ( = στραγάλια) , με χάι­δεψε στα μαλλιά βιαστικά-β ιαστικά, και πάλι τα ε ίπανε με τη μητέρα μου σιγά και ψιθυριστά, κι ύστερα ε ίπε κάτι και στη γιαγιά τη Ζωή .

Η γιαγιά έδειξε χαρούμενη . - Αμήν, γιαβρί μ', αμήν. Ο Θεόν να βοηθά, ε ίπε και σταυρο­

κοπήθηκε, καλορίζικον να έν', άιτε . Από 'κείνη την ημέρα ο πατέρας μου έφευγε κάθε μέρα στα

χαράματα από το σπίτι και γυρνούσε αργά τη νύχτα. Ό μως πάντα ερχόταν με ένα ζε μπίλι γεμάτο με ψώνια. Το ξεπούλημα των οικογενε ιακών υπαρχόντων ή μάλλον μη

υπαρχόντων πλέον, σταμάτησε, η διερμηνευτική μου δραστηριότητα

33

Page 32: Επιστροφή των Αργοναυτών

με το "ορίστε , πάτονο", έμεινε στα αζήτητα, και ανεπτύχθη ελευθερία παιγνιδιού με τους γεωργιανούς γαβριάδες της γειτον ιάς.

Τι ε ίχε συμβεί ; Γεγονός σπουδαίο που άλλαξε τη ζωή μας. Εκείνο το βράδυ, που ήρθαν στο σπίτι μας ο θε ίος Θ εόφιλος κι

ο θε ίος Χρήστος, ε ίπαν στον πατέρα μου πως στον μαχαλά των πλούσιων Εβραίων του Κουταίς ένας φούρνος νοικιαζόταν .

Αυτός που τον ε ίχε τον άφηνε για να κάνε ι άλλη δουλε ιά. Ο φούρνος λειτουργούσε, το προσωπικό ήταν συμπατριώτες πόντιοι Σανταίοι, η πελατε ία μεγάλη από τους πλούσιους Εβραίους και ο ιδιοκτήτης του κτίσματος του φούρνου ήταν Εβραίος από τους πιο πλούσιους του Κουταίς. Ήταν πολλοί οι Εβραίο ι . Η πόλη ήταν πλούσια, βλέπεις.

Ο πατέρας μου έσπευσε, βρήκε τον φούρναρη τον προηγού μενο, τα συζήτησαν και ύστερα τα ε ίπαν και με τον ιδ ιοκτήτη τον Εβραίο, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ δέχτηκε να νοικιάσει τον φούρνο στον πατέρα μου, χωρίς καμμιά προκαταβολή .

Η σωτηρία ήρθε . . . φουρνιστή . Σωθήκαμε και ευτυχήσαμε.

***

ο ΦΟΥΡΝΟΣ μπήκε 'μπρος. Σε λίγο καιρό όλα τακτοποιήθηκαν και η δουλειά προχωρούσε φουλ. Η πελατεία πλήθυνε . Ο ήπιος και γλυκύς χαρακτήρας του πατέρα τραβούσε τον κόσμο . Τα ο ικονομικά μας ανθούσαν.

Νοικιάσαμε νέο σπίτι με ωραίο κήπο, δέντρα και λουλούδια. Ευρύχωρα δωμάτια, μπαλκόνια και πάνω στη λεωφόρο.

Ήταν στη δ ιχάλα δυο δρόμων, που ο ένας, aνηφορικός κάπως, τραβούσε αριστερά και πήγαινε προς το Κοινοτικό Ελληνικό Σχολε ίο και στις απάνω γε ιτονιές της πόλης, όπου και η συνοικία "Γκόρα" για την οποία ε ίπαμε παραπάνω, και ο άλλος δρόμος πήγαινε προς τη "Φέρμα", ένα θαυμάσιο δημόσιο αγρόκτημα, που το δ ιέσχιζε ένας παραποταμίσκος του Ρ ιόν.

Η ζωή της ο ικογένειας άλλαξε, όπως ήταν φυσικό. Ο έρωτας, τα λεφτά κι ο βήχας δεν κρύβονται, λέε ι ο λόγος. Κι όταν υπάρχουν τα λεφτά, τότε αλλάζουν τα πάντα κι όλα μπαίνουν στη σε ιρά.

34

Page 33: Επιστροφή των Αργοναυτών

Ο ι αδελφές μου καλοντυμένες γράφτηκαν και πήγαιναν στο Κοινοτικό ελληνικό Σχολείο . Η μητέρα μου ξαναβρήκε το ύφος της Πόντιας αρχοντοκυράς με το μεταξωτόν την φοράν ( = ποδιά), το πλουμιστό το καφέ το λετσέκ' ( = τσεμπέρι), το κοντογούν ( = τη μισόκορμη γούνα) και τα τραπεζουντέτ'κα τα μαύρα τα κουντούρας ( = τα τραπεζούντικα τα μαύρα τα παπούτσια) .

Η καλομάνα μ' η Ζωή σε λίγο παρακάλεσε τον πατέρα μου τον Φωκίωνα, τον γιο της.

- Φωκίων, πουλί μ', εξέρτς εγώ αέτς 'κι γίνουμαι. Εγώ Σαντέ­τσα ε ίμαι, μαθε μέντσα 'ς σο β ίον. Να λελεύ'σε η μάνα 'σ, έπαρ' με έναν χτηνόπον ας έχ' ατό κι εγλενεύκουμαι. Εφτάω το ξυγαλόπο μ', τα τόορτάνια μ', το υλιστό μ' . Εφτάμε και χασήλια. Καλόν, γιαβρί μ' ;

- Καλόν, μάνα. Και πολλά 'κι επήεν έρθεν 'ς σην αυλήν έμουν έναν μαύρον

ολή μαυρον χτήνον. Η μάναμ' η Ζωή εποίκεν ατο γ ιαταχόπον, ε θέκεν έμπρια θε χορτάρ' και καλαμπουκόφυλλα και η κτηνοτροφική . . . πα­ραγωγή άρχισε.

Πρωί-πρωί, κάθε μέρα, η μάνα μ' η Ζωή επαίρ'νεν το χτήνον ατς και επέγ'νεν 'ς σο βοσκίον σην φέρμαν κι εσ', και αποβραδύς έρχουτον. Τη χτηνί τ' η θάκ' άμον τουλούμ πρεσμένον ας σο γάλαν.

Ντο γάλ'τα, ντο ξυγάλ'τα, ντο μιντζία, ντο τσορτάνια, ντο βου­τέρ'τα τ' οσπίτ' εγομώθεν. Η μητέρα μ' βέβαια ψηλομύτα τραπε­ζούντια δεν τάβλεπε αυτά, αγελάδες και τα ρέστα, μ' ευχαρίστηση αλλά τι να πει ;

- Χωρέτ'κα δουλε ίας, έλεγε. Άμα τα μαντζούρ'κα πα εγάπανεν. Τ αδελφοκόριτσαμ', η Μαρίκα κι η Ουρανία, ήταν πιο ευτυχι­

σμένες απ' όλους. Ανέκαθεν ο πλούτος ήταν πιο συμπαθής στη γυ­ναίκα. Άλλωστε αυτή τον διαχε ιρίζεται και τον δ ιαθέτει, όταν υπάρ­χει. Ο άντρας περιορίζεται στην απόκτησή του.

Εκτός από το Σχολείο που πήγαιναν τώρα, με τα ωραία φου­στάνια και το μπόλικο χαρτζιλίκι στην τσέπη, πήγαιναν και στο Χοροδιδασκαλείο, όπου ο ξακουστός στην πόλη χοροδιδάσκαλος, ο κιρτζής Σιλίκος, τις μάθαινε τους κιρτζήδικους χορούς το ταch, το Κρακαβιάκ, το chιαμήλ και άλλους.

Ο αδελφός μου ο Φιλίκον έγινε τσιμούρι στον πατέρα μου να του δώσει καπιτάλ' (= κεφάλαιο) ν' ασχοληθε ί με- κάτι . Ήθι:-λε το αλήch-βερήch. Μόνο τα γράμματα δεν ή θελε.

Πραγματικά ασχολήθηκε με κάτι, κ έρδιζε αρκετά, έτσι . που α-

35

Page 34: Επιστροφή των Αργοναυτών

νάλαβε αυτός να πληρώνε ι τιμητικά τα δίδακτρα του χοροδιδασκα­λε ίου των αδελφιών μας. Και τούτο συμβολικά το έκανε , γιατί μια και δεν μπορούσε ο ίδιος ν J. μάθε ι χορό και να χορέψ ει , λόγω της γνωστής αναπηρίας του, τουλάχιστο πλήρωνε να μάθουν γι ' αυτόν οι αδελφές του . Ο καημός βρίσκει δ ιέξοδο σχεδόν πάντα στη ζωή .

Εκεί όμως που θεράπευε τον εδικό του καη μό απ' ευθ ε ίας, ήταν το σαντέ ικο μεράκι του για τα όπλα. Το σαντέικο αίμα που κυλούσε στις φλέβες του ήθελε το όπλο, μεράκι και παράδοση γενεών και γενεών Σανταίων, που μ' αυτά ζούσαν παρέα και μ' αυτά κράτησαν τη λευτεριά του τόπου τους εκατονταετηρίδες .

Γι' αυτό αγόρασε κι ε ίχε κρυφά δύο περίστροφα "Νακάν" που τη νύχτα κρυφά, στο πίσω μπαλκόνι του σπιτιού, στο φως του φεγ­γαριού, συχνά τα λάδωνε, τα χάιδευε, τα χαίρονταν. Κι εγώ, περίερ­γος πιτσιρικάς, πολλές φορές παραστεκόμουν στην οπλική τούτη ιεροτελεστία, με λαχτάρα, ίσως κι εγώ από σαντέικη κληρονομικό­τητα. Τι τα θες "το αίμα νερόν κι γίνεται".

Μ' αυτόν τον τρόπο περνούσε το μεράκι του στην αναίμακτη τούτη οπλοχαρά.

Μα ε ίχα κι εγώ τον δ ικό μου κόσμο και τις δ ικές μου χαρές. Εγώ αλώνιζα τις γειτονιές με "τη χώρας τα χάταλα" παίζοντας

ή τaιαλτίκαν ( = τσελίκι) ή το γιασίρ' ( = τα σκλαβάκια) ή το πίτουρ­πιρ ( = που πηδούσαμε ακουμπώντας στη ράχη του δ ιπλωμένου αντί­παλου συμπαίχτη) ή τα λίντaια ( = τις μπίλιες) και άλλα πολλά.

Τα γόνατά μου πάντα ματωμένα απ' τα πεσίματα στα παιχνίδια, τα εσώρουχα πάντα μουσκίδ ι στον ιδρώτα, τα παπούτσια μου πάντα σκισμένα απ' τα σκαρφαλώματα στα δέντρα και το χρέος πάντα χρέος στον μπακάλη τον Φίλπον για τα κερατίτσας ( = χαρούπια), τα χουρμάδες, τα σεκερλεμέδες ( = τις καραμέλλες) , τα λεπλεπία ( = τα στραγάλια) και ό,τι άλλο έπαιρνε βερεσέ παραπέμποντας τον ήσυχο εκείνον άνθρωπο, τον Φίλπον, στη μητέρα μου για εξόφληση .

Ο πατέρας κι η μητέρα ε ίχαν, ας πλήρωναν. Κάποτε τους βοήθησα εγώ με το "Ορίστε, πάτονο", τώρα ας

κάνουν μικροέξοδα για το γιο τους. Έπε ιτα ήταν κι η παρέα. Τα άλλα παιδιά της παρέας, όλα Σαντετοπούλια, ήταν γόνοι

φτωχολογιάς. Μήπως ολονών οι πατεράδες ε ίχαν φούρνο σ' ε βραίικο μαχαλά; Εργάτες, ταχτσήδες, ξυλοκόποι, μουaιάδες ( = ανειδίκευτοι ερ­

γάτες) οι πατριώτες μας δυστυχούσαν.

36

Page 35: Επιστροφή των Αργοναυτών

Εκείνην την οικογένεια των Χα'ίτάδων, τι φτώχεια την έδερνε, Χριστέ μου !

Φτώχεια και των γονέων. Γι' αυτό κι ένας γόνος της οικογένειας αργότερα έφτασε γεν. Γραμματέας του Κ. Κ. Ε. εδώ στην Ελλάδα.

Οι Ξαντιλάντ' το ίδιο, οι Παγιανάντ' το ίδ ιο κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι.

- Λαλίαν μ' εγβάλλετεν, κουτάβια, έλεγε η μάνα μ' η Ζωή . Κι ελέπετεν τάλλα τα χάταλα; Ψωμίν κι χορτάζνε, λη εμέν, κι εκείνο πα τσουπαδένεν ( = καλαμποκίσιο) . Να λελεύω τον Ιβραίον, κι ας εν και Ιβραίος, π' εδέκε μας το φουρνίν. Ντο θα είνου μες ;

Και πραγματικά. Τ ο φουρνίν δούλευε κι εμείς μέρα με τ η μέρα ήμασταν καλύτερα.

Κάπου-κάπου τ' απογεύματα πηγαίναμε στο φούρνο του πατέ­ρα, στον εβραίικο μαχαλά εγώ κι αδελφή μου η Ουρανία.

Ο πατέρας μου, ο χρυσός εκείνος άνθρωπος, ο άνθρωπος της λιγομίλητης σοβαρότητος και της σιωπηλής αγάπης, έλεγε αμέσως τον ψήστην και μας έκανε ς' σα τόιλίδlα ( = θράκα) από δύο πούπλι­κα, που τάπλαθε ο ίδιος ο πατέρας μου και τάδινε σχή μα χελιδονιού ή τάκανε λαβασόπα ( = λαγανίτσες) και μας τα σέρβιρε με φρέσκο κίτρινο ποντιακό βούτυρο, προ'ίόν της γιαγιάς της Ζωής, μας γέμιζε τις τσέπες με καραμέλλες και καπίκια ( = κέρματα, χρήματα) και μας έστελνε σπίτι φορτωμένους ένα ζεμπίλι με ωραία φρέσκα φρούτα από τα θαυμάσια εκείνα φρούτα της Γεωργιάνικης γης.

Εμείς φεύγαμε χοροπηδώντας - νεαρά ανθρώπινα πουλαράκια - και πετροβολώντας τα κλαδιά των δέντρων στις γειτονιές που ήταν καταφορτωμένες με καρπούς, ενώ αμέσως ξεπρόβαλλαν απ' τις aυ­λόπορτες οι γεωργιανές κυράδες και μας προγκούσαν.

- Μαματσάγλο, περζένι, τόιπκίρ. Παλιόπαιδα, ελληνόπουλα, αλήτες.

Να σας διηγηθώ κι ένα άλλο ; Μια φορά, που λέτε, πήγα επίτηδες μόνος ένα απόγευ μα στον

πατέρα μου, στο φούρνο. Επίτηδες μόνος γιατί υπήρχε κάτι το πο­νηρό, που θα δούμε.

Το βραδάκι που γυρίζαμε σπίτι ο πατέρας μου με κρατούσε από το χέρι καθώς βαδίζαμε κι εγώ, ζωηρό ζιζάνιο, χοροπηδούσα συνε­χώς και κλοτσούσα ό,τι βρίσκονταν μπροστά μου . Με πονηριά, σι­γά-σιγά, οδήγησα τον πατέρα μου από ένα δρόμο όχι και υποχρεω­τικό. Εκεί νάσου μια στιγμή ένα μαγαζί και στη β ιτρίνα του ένα παπά χ' ( = δερμάτινος σκούφος aσιατικός) μαύρο από σγουρόμαλλο

37

Page 36: Επιστροφή των Αργοναυτών

αρνοτόμαρο και στην στρογγυλή πάνω κάλυψή του ένα άσπρο χρυσό κορδόνι ραμμένο σε σχή μα σταυρού. Τέτοια ήταν τα παπάχ' . Τα βλέπομε και σήμερα να τα φορούν οι χορευτές στα γεωργιάνικα φολκλορικά μπαλέτα.

Μα στη βιτρίνα υπήρχαν και ζευγάρια-ζευγάρια μποτίνια από μαύρο δέρμα που έφταναν όταν τα φορούσες, πάνω απ' τον αστρά­γαλο και τα έδεναν με σταυρωτά κορδόνια.

Στάθηκα και τα κοίταζα δήθεν για πρώτη φορά. Περπάτα, γιατί σταμάτησες;

- Δεν είναι ωραία, πατέρα; - Ναι, ωραία είναι. - Όταν τα παιδάκια τους λένε πως κάτι είναι ωραίο, οι πατε-

ράδες τους, πατέρα, δεν λένε απλώς είναι ωραία. - Δηλαδή ; - Να, τα αγοράζουν στα παιδάκια τους. Γέλασε ο καημένος ο πατέρας μου. - Βρε, παληόπαιδο, γι ' αυτό μ' έφερες από δω, ενώ ο δρόμος

μας είναι από κει; Ε παμπόνηρε διπλωμάτη . Αλλά θα μου πεις τη Συμιών, τη Λίαν, τη διπλωμάτη της Σαντάς, εγγόνι δεν είσαι;

- Κακό είναι, πατέρα; - Όχι, πουλί μου . Άντε έμπα μέσα στο μαγαζί να στα πάρω.

Άλλωστε σε λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα και τ' Αη βασιλιού. Μπήκαμε και τα πήραμε. Η χαρά που ένιωσα ήταν η μεγαλύτερη που ένιωσα στη μέχρι

τότε ζωή μου . Τα Χριστούγεννα που τα φόρεσα, ιδίως το παπάχ, η γιαγιά η Ζωή είπε.

- Με πέχτσεσε εποίκετεν το χάταλον σωστόν Κιρτζήν. Και όλοι γέλασαν.

***

ΘΑ ΣΑΣ διηγηθώ ακόμη ένα. Μια φορά παρακάλεσα τη μητέρα μου και τα κατάφερα να μου

δώσει πενήντα καπίκια ( = μισό ρούβλι) . Τα πήρα και δρόμο για παζάρι, όπου κάποτε άλλοτε, όπως

ξέρομε, κάναμε την εκποίηση των προσφυγικών μας υπαρχόντων με τη μητέρα μου.

38

Page 37: Επιστροφή των Αργοναυτών

Αγόρασα εκεί μια πήλινη στάμνα, μπήκα στην αυλή μιας Κιρ­τσίσσας, γέμισα τη στάμνα, την κράτησα στο αριστερό πλευρό, όπως κρατούσαν τις στάμνες οι γυναίκες, και κρατώντας με το δεξί μια κρούaκα ( = μεταλλική κούπα) χώθηκα μέσ' στο πλήθος του παζαριού διαλαλώντας :

- "Τσίβι- τσχάλι, τσίβι- τσχάλι! " που θα πε ι "κρύο νερό" "κρύο νερό" !

Ένα καπίκι το ποτήρι ήταν η διατίμηση . Οι αγοράζοντες (έδωσα την ερμηνεία της Ξ ενοφώντε ιας λέξης

προηγουμένως) καμένοι από το λιοπύρι και την πολυκοσμία ρου­φούσαν τις ποτηριές.

Στις τσέπες κουδούνιζαν τα πρώτα καπίκια που κέρδιζα στη ζωή μου .

Το ίδιο νεροεμπόριο έκαναν και τα φτωχαδάκια ποντιόπουλα μα αυτά τα κέρδη τους τα πήγαιναν στη μάνα τους, ενώ εγώ, αφού πούλησα τελικά όσα-όσα και τη στάμνα μου, όσα λεφτά συγκέντρωσα τα μετάφρασα σε χουρμάδες και τις φάγαμε με τους φίλους μου .

Ευτυχώς δεν με ε ίδε κανένας γνωστός στην αγορά. Αμ το άλλο; Για δες εσύ . Κάθ ε βράδυ έβλεπα πως ο πατέρας, όταν ε ρχόταν στο σπίτι,

προτού κοιμηθεί, έδινε στη μητέρα μου ένα μάτσο χαρτονομίσματα - ήταν οι ε ισπράξεις της ημέρας ασφαλώς - κι εκείνη συνήθ ιζε να τα βάζει ανάμεσα στο προσκέφαλο και το στρώμα του κρεβατιού της. Εκεί ήταν το ποντιακό χρηματοκιβώτιό της.

Αυτό το έβλεπα σαν ένα αδιάφορο οικογενε ιακό γεγονός χωρίς προεκτάσεις άλλες. Όμως μια μέρα οι μάγκες της παρέας μου, οι πόντιοι τσιπκίρ της γε ιτονιάς, μου σκάνε το παραμύθι.

- Βρε, Σιμωνάκι, εσείς έχετε πολλά λεφτά, λέει ο κόσμος. Γιατί μια μέρα δε φέρνεις μερικά να τα ξοδέψουμε και να γλεντήσουμε ; Μου τόπαν μια, μου τόπαν δυο, μου τόπαν τρε ις και πέντε, όπως λέε ι ο λόγος, κι εγώ άρχισα στην αρχή ν α το σκέφτομαι, σ ε λίγο ν α το μελετώ και μετά τ' αποφάσισα.

Ένα πρωινό, που λες, έχωσα αστραπιαία το χέρι μου στο πο­ντιακό θησαυροφυλάκιο της μητέρας μου, φούχτωσα μερικά χαρτο­νομίσματα και λαγός.

· Σε λίγο η παρέα σε προσκλητήριο. Σχεδιασμός, εκτέλεση . Πεταχτήκαμε στην πλατεία, πλησίασα έναν αμαξά και δ ε ίχνο­

ντάς του ένα μεγάλο χαρτονόμισμα τον διέταξα, αν συμφωνε ί, να

39

Page 38: Επιστροφή των Αργοναυτών

μας πάει βόλτες με το πα"ίτό.νι του . Εκείνος βέβαια άλλο που δεν ήθελε. Φούχτωσε το χαρτονόμισμα, τόχωσε στην τσέπη του, ωρμήσαμε

κι εμείς η ξυπόλητη, κακοχτενισμένη, aσύνταχτη παρέα και θρονια­στήκαμε στο πα"ίτόν.

Ο αμαξάς χάιδεψε τις καμπυλοκρεμάμενες μουστάκες του, έ­σιαξε την διάπκα του ( = κασκέτο) , φιδοσφύριξε το καμτσίκι του και κινήσαμε "ολοταχώς πρόσω".

Άρχισαν τα τραγούδια και τα γέλια. Ο Λαμπίκον τη Χα"ίτά έκανε τον μεθυσμένο και μουρμούριζε

σαν μεθύστακας, ενώ ο Λευτερίκας τη Ξαντίν' χειροκροτούσε τον Λαμπίκον.

Εγώ β έβαια, ο χρηματοδότης μοχλός, καθόμουν μπροστά, ψηλά, δίπλα στον πα"ίτοντζή και έδ ινα εντολές πορείας και παροτρύνσεις ταχύτητος.

Είναι ζήτη μα αν ο μεγαλύτερός μας στην ηλικία ήταν άνω από 7 ετών.

Μια στιγμή διέταξα, σταμάτησε ο πα"ίτοντζής μπροστά στου Φίλπονος το μαγαζί, κατέβηκα, πήρα δυο σακούλες χουρμάδες, αρ­κετούς σεκερλεμέδες, πούπλικα κλπ.

Πλήρωσα τον Φίλπον που με κοίταζε aποσβολω μένος και ξε­κινήσαμε με χάχανα και φωνές για τη συνέχιση της δ ιασκέδασής μας, που κράτησε ώρες. Όπου περνούσαμε γινόμασταν αφορμή γέ­λιου, χειροκροτημάτων και ίσως-ίσως και περιέργειας.

Μια στιγμή σε ώρα έξαλλης ευθυμίας διέταξα τον αμαξά και πέρασε το πα"ίτόνι του και μπροστά από το σπίτι μας. Εκείνη την ώρα η παρέα τραγουδούσε το κερτζήδικο τραγούδι το

Ντέλι-ντέλα, ντέλι-ντέλα Ντελιβοτελί βοτέλα Ρανερό

Αλλά δυστυχώς μας πήρε το μάτι της γιαγιάς της Ζωής. - Μω πέχτσεσε, ακείνο το χάταλον τ' εμέτερον κι εν ; Λη εμέν

επαλαλώθεν ; Συ μίων, νέπρε Συμίων, να Συμίων, φώναζε και βγήκε στο δρόμο.

Ο αμαξάς δυστυχώς τάχασε και σταμάτησε. Αυθωρεί όμως έφτασε κι η μητέρα μου και προτού να κάνω

"κιχ" μ' άρπαξε, με έσυρε κάτω απ' το πα"ίτόν και με τραβούσε τ' αυτί.

Η παρέα η εύθυμος, η ευωχουμένη και διασκεδάζουσα εν ρ ιπή

40

Page 39: Επιστροφή των Αργοναυτών

οφθαλμού διεσκορπίσθη σαν σύννεφο στο βαρδάρη . Λάκισε εγκα­ταλε ίπουσα και αρχηγόν και χρηματοδότην.

Και εσύρθην ο δύστυχος Μαικήνας εγώ, ο συμποσιαστής, αμα­ξοσυμποσίου χορηγός, και εσύρθην οίκαδ ε δια τα περαιτέρω. Τι άδοξον τέλος!

- Ας έρται το βράδον ο κύρη σ' και θα λέω σε εγώ. Ας σ' ωτία θα κρεμάντσε .

Μαζεύτηκα σε μια γωνία στο σπίτι, σαν βρεγμένη γάτα. Με τρόμαζε το άγνωστο της βραδυνής έλευσης του πατέρα μου . Θα τις φάω; Θα με δείρει, που δεν μ' έδερνε ποτέ;

Κι ο πατέρας μου ήρθε . Η μητέρα μου του έλεγε , του έλεγε, ψου, ψου, ψου κι εγώ έσφιγγα τα μάτια μου να κλε ίσουν ερμητικά έτσι που όταν έρθει ο πατέρας μου στο κρεβάτι μου να νομίσει πως κοιμούμαι και να μη με τιμωρήσει μια και κοιμόμουν.

Κι η πόρτα του δωματίου έτριξε κι ο πατέρας μου μπήκε . - Που ε ίναι αυτός ο διασκεδάζων ληστής που κάνει τέτοια

πράγματα; Και έφτασε στο κρεβάτι μου. Εγώ καταλαβαίνω ότι, παρότι σφίγγω τα βλέφαρά μου τόσο

δυνατά, ανοιγοκλείνουν με νευρική ταχύτητα που ασφαλώς ε ίναι αντιληπτό απ' τον πατέρα μου .

Και περιμένω εναγωνίως τι θα γ ίνει. Όμως αμέσως νιώθω τα χε ίλη του πατέρα μου να με φιλούν στο

μέτωπο κι ακούω ψιθυριστά. - Να σε χαρώ, αγόρι μου . Καλά έκανες, πουλάκι μου . Έτσι

κάνουν οι άντρες . Γλεντούν με τους φίλους τους. Όμως μην το ξα­νακάνεις, ιδίως το πρώτο που έκανες .

Και έφυγε γελώντας. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Άμα έχεις τέτοιον

πατέρα, τι άλλο θέλεις ;

***

Η ΠΑΙΔΙΚΉ αυτή ανοησία μας ε ίχε ασφαλώς το πρότυπό της. Αντίγραφε και μιμόταν τα γλέντια των Κιρτζήδων, όταν γλεντούσαν στις Κιρτζήδικες ταβέρνες και στο τέλος έκαναν το γύρο της πόλεως με "φα'ίτόνια" σαν επιστέγασμα του γλεντιού τους και ευκαιρία επι-

41

Page 40: Επιστροφή των Αργοναυτών

δε ικτικού περιπάτου σ' όλη την πόλη . Οι Κιρτζήδικες ταβέρνες, τα "Τουχάνι,α", όπως τις έλεγαν ο ι

Κιρτζήδες στη γλώσσα τους, ήταν σαν όλες τις ταβέρνες του κόσμου με τα τραπέζια, τις καρέκλες, το μαγε ιρ ε ιό, όπου ψήναν τους μεζέδες, και στο βάθος τα βαρέλια απ' όπου γέμιζαν και σέρβ ιραν στους πελάτες τους τα ποτά.

Όμως ε ίχαν κάτι εντελώς δικό τους, κάτι δ ιαφορετικό. Δεν ε ίχαν ποτήρια. Σέρβιραν το κρασί μέσα σε κούφια κέρατα βοδινά, που στο χε ίλος τους ε ίχαν προσαρμόσε ι μεταλλικό δακτύλιο και από το κάτω μέρος, την αιχμή των, ως το στόμιο υπήρχε αλυσίδα από την οποία κρέμονταν τα κέρατα-ποτήρια αυτά στον τοίχο, πίσω και πάνω από τον πάγκο του χάντσικου, του ταβερνιάρη δηλαδή .

Ήταν γραφικότατο το θ έαμα που παρουσίαζαν. Τα κέρατα-ποτήρια αυτά ήταν σε δ ιάφορα μι:: ιέθη, άλλα των

εκατό δραμιών, άλλα της μισής κι άλλα της μιας οκάς για τους δυνατούς και μερακλήδες πότες.

Κι η συμποσιακή τάξη έλεγε πως ο δυνατός πότης κι ο καλός δ ιασκεδαστής έπρεπε να πιει μονορρούφι, απνευστί, το περιεχόμενο του κεράτου, αλλιώς ήταν περιφρονητέος. Σκεφθείτε κρασοαντοχή να κατεβάζε ις μισή ή μία οκά κρασί στη φορά, κρασί, και τι κρασί παρακαλώ, μαύρο κιρτζήδικο μπρούσικο, δυνατό κρασί!

Γι αυτό και μερικοί που δεν άντεχαν, έβλεπαν τον ουρανό σφο­ντύλι, και τους έπαιρναν οι συμπότες τους σηκωτούς και τους ξά­πλωναν σε κρε βάτι-φορείο, που διέθετε επί τούτου κάθε τουχάν, λαμβάνοντας πρόνοια για τους οπωσδήποτε μελλοντικούς "νοκ-άουτ" και τους οποίους μετέφεραν σε παραπλεύρως ε ιδικό δωμάτιο.

Και το γλέντι συνεχιζόταν. Το όργανο έπαιζε συνεχώς κι όλοι τραγουδούσαν το αγαπητό

λα"ίκό τους τραγούδι. Α πα τέλια Ντέλι-ντέλα, ντέλι-ντέλια Ντέλι-βοτελί βοτέλα Ρανενό-ρανενό

ενώ ένας συνεχώς επαναλάμβανε με ψ ιλή φωνή ία, ία, ία, ία, ία, ία, . . .

Το όργανό τους ήταν κάτι σαν τη δ ική μας λατέρνα με τη δια­φορά πως ήταν πνευστό και τον αέρα τον δημιουργούσε ένας χε ιρο­κ ίνητος μοχλός και ο ήχος του ήταν σαν του αρμονίου aπαλός και συνεχής .

42

Page 41: Επιστροφή των Αργοναυτών

Όταν όμως ερχόταν στο κέφι η παρέα και ο χορός διαδεχόταν το τραγούδι, τότε άρχιζαν άλλα όργανα, ένα πνευστό σαν ζουρνάς που τον συνόδευαν νταούλια.

Βούιζε ο τόπος κι ο ζουρνάς ξεσήκωνε, κι άρχιζε το "Τάchι", ο εθνικός χορός των Κιρτζήδων, ο θαυμάσιος εκείνος χορός της λε­πτότητας, της ζωηράδας και του ρυθμού.

Ο χορευτής λικνιζόταν στα ελαφρά και ευγενικά πατήματα και στους κυματισμούς των χεριών, με βήματα λαφριά κι αθόρυβα, γιατί φορούσαν λεπτές μπότες από μαλακό κατσικίσιο ή αρνίσιο δέρμα, που ήταν, και λαιμός και πατούσες, από το ίδ ιο αυτό μαλακό πετσί.

Τις μπότες αυτές τις έλεγαν 'Άζιάτσκι", δηλαδή "aσιατικές", μια και τις π·ήραν από λαούς της εσωτερικής, ανατολικής Ασίας, πρωτό­γονους ίσως αλλά μαέστρους στην κατεργασία του δ έρματος και ιδιαίτερα του δέρματος των προβάτων.

Κι ενώ ο χορευτής χόρευε το θαυμάσιο "Τάchι", ο ι συνδαιτημό­νες χτυπούσαν παλαμάκια στο ρυθμό της μουσικής και συγχρόνως αναφωνούσαν ρυθμικά "Tαch-τoύch, τάch-τούch", για να συνδαυλί­σουν το χορό.

Υπ έ ροχο ς αλή θεια χορ ό ς , χο ρ ό ς ρυ θ μο ύ , χορός λεπτών κινήσεων, κυματισμών κορμιού και χεριών.

Κι αν τύχαινε και χορευόταν σε οικογενειακή δ ιασκέδαση σε σπίτι, τότε με τον άντρα χόρευε αντικριστά και γυναίκα, κι ήταν θεσπέσιος ο χορός αυτός. Τις λεπτές κινήσεις του ανδρός συναγω­νίζονταν οι αιθέριες φιγούρες της γυναίκας που χορεύοντας και κάνοντας κυκλικά γύρω από τον άνδρα φιγούρες, έμοιαζε με αέρινη πεταλούδα που πετά γύρω-γύρω στη φλόγα της λαμπάδας, πεταλούδα κι αυτή γύρω στην ερωτική όρχηση του άρρενος.

Όμως στα "τουχάνlα" δεν πήγαιναν οι γυναίκες κι οι άντρες χόρευαν μόνοι. Όσοι παρακολούθησαν Γεωργιάνικα, λα"ίκά μπαλέτα στο "Βεάκειο" στον Πειραιά στα καλοκαιρινά Φεστιβάλ ή όσοι θα παρακολουθήσουν ας θυμηθούν τις παραπάνω γραμμές.

Κάτι θα διαπιστώσουν, κάτι θα προσέξουν, κάτι θα χαρούν πιο όμορφα.

Κάθε λαός στους λα'ίκούς χορούς του δείχνει την ψυχή του. Κι οι Κιρτζήδες, ο λαός με την όμορφη ψυχή, έχει όμορφους

χορούς. Κι αφού έπιναν λοιπόν, αφού τραγουδούσαν κι αφού χό­ρευαν, ερχόταν η ώρα του τελευταίου σταδίου του γλεντιού. Η βόλτα με τα φα'ίτόνια και τα όργανα σ' όλη την πόλη . Ήταν τούτο το επιστέγασμα του γλεντιού, όπως είπαμε παραπάνω.

43

Page 42: Επιστροφή των Αργοναυτών

Βόλτα, τραγούδι και όργανα. Κι ο αμαξάς, ο πα·ίτόντσικον, κάπου-κάπου χτυπούσε στον αέρα

το καμτσίκι που σφύριζε στον αέρα, κι έτρεχαν τ' άλογα κι ο ι επω­χούμενοι γλεντοκόποι παρώτρυναν τον οργανοπαίχτη , βάζοντας στο χέρι του κανένα χαρτονόμισμα.

- Τοούκαρε, μαματσάγλο = Παίξε, σκύλου γέννα. Έτσι γλεντούσαν οι aξέχαστοι εκείνοι Κιρτζήδες, ο ι άνθρωποι

της χαράς και του γλεντιού . Πώς να τους ξεχάσεις; Κι αυτό μιμη θήκα­με κι εμείς οι πιτσιρίκοι.

Με πόση συγκίνηση θυμάμαι όλα τούτα τα βιώματα των ευτυ­χισμένων εκείνων ημερών της παιδικής ηλικίας . . .

* * *

ΚΙ ΟΜΩΣ ο ι ευτυχισμένες τούτες ημέρες, για μας τα παιδ ιά, κυλούσαν μέσα σε μια ατμόσφαιρα ταραγμένη .

Μέσα στη Ρωσία εξακολουθούσε ακόμη να βροντά το τουφέκι της Επαναστάσεως και στην πατρίδα, τον Πόντο, φούντωναν οι δ ιωγ­μοί, οι εξορίες, οι φόνοι κι η καταστροφή . Το αίμα άφθονα πότιζε τη γη των πατέρων.

Στην πατρίδα μας τη Σαντά, τα βουνά γεμάτα αντάρτες, οι μάχες φονικές και πυκνές, κι ο Ευκλείδης με τους λεβέντες του αητός απλόφτερος, σκορπούσε τον αχό της λεύτερης κι αδούλωτης Σαντέι­κης πατρίδας.

Κι όπως ψιλόλιγνη λαφίνα με το κεφάλι ψηλά, τεντωμένα λαιμό κι αυτιά, με μάτια ορθάνοιχτα, στέκει ανήσυχη μέσ' στο ολάνθιστο λειβάδι κι αφουγκράζεται μήπως κι από κάπου οσφρανθεί εχθρό και κίνδυνο για το μικρό της και βασιλεύει συναγερμός αυτιών, ματιών κι όλων των αισθήσεων της μάνας, ενώ το χαριτωμένο λαφόπουλό της χοροπηδά παιχνιδιάρικο κοντά της, έτσι, σαν τη λαφίνα, κι η μητέρα μου ζει μα ο νους της κι η ψυχή της βρίσκεται σε συναγερμό, κι όλο σκέφτεται κι όλο αγωνιά για το γιο της, για τον Περικλή , που έμεινε στη Σαντά και δεν ήρθε μαζί μας, δεμένος με τον έρωτά του, τη γυναίκα που αγάπησε.

Κι η αγωνία της πολύμηνη και δυνατή , σκλάβα την έχει και την τυραννεί τη μάνα.

τι να γίνεται ο γιος της μέσ' στην επαναστατημένη Σαντά, που

44

Page 43: Επιστροφή των Αργοναυτών

ο πόλεμος την έχε ι αποκλείσει κι ούτε φωνή κι ούτε μαντάτο ; Τι να γίνεται ο Περικλής της;

Ώσπου κάποια μέρα φτάνε ι και το μαντάτο, σκληρό, δραματικό, τραγικό .

- Ο Περικλής σκοτώθηκε στα βουνά της Σαντάς, στη θέση Κιμισλή .

Τι τραγωδία ! Βογγούν οι αυλές της γε ιτονιάς, θρηνεί ο κόσμος των Σανταίων ! Κι η μάνα, η πληγωμένη μάνα, νυχτοή μερα λιώνε ι στο μοιρολόγι. Ραγίζουν πέτρες στον καημό της. Βογγά, μοιρολογε ί και κλαίει και ξεριζώνε ι της κεφαλής της τα

μαλλιά. Ψωμί δεν μπαίνει στο στόμα, νερό δεν κατεβαίνε ι στο λαρύγγι. - Παιδί μου, Περικλή , γιαβρί μου . Πούναι της λύρας σου ο

νηχός, του τραγουδιού σου το κελάηδη μα, της λεβεντιάς σου η λεβε­ντιά, γ ιε μου, χρυσέ μου κι ακριβέ μου.

Παιδί μου, παιδί μου, παιδ ί μου, Περικλή μου, λεβέντη μου . Και τότε σκοτεινιάζει και για μας ο κόσμος κι οι παιδικές χαρές

μας θολώνουν. Κατάμαυρα τα ρούχα της γιαγιάς κι aξύριστος και θλιβερός ο πατέρας. Μαυροφορούν κι οι αδελφές κι aπαρηγόρητος ο αδελφός μου ο Θεόφιλος.

Πόσο γλήγορα στη ζωή διαδέχονται χαρές και λύπες1 Και πέφτει στο κρεβάτι η μάνα άρρωστη. Από το κλάμμα και τα δάκρυα μια χλομάδα την κυριεύει . - Εξοχή , καθαρό αέρα και καλή δ ιατροφή , λένε ο ι γ ιατροί. Ευτυχώς ε ίναι άνοιξη και φεύγομε για εξοχή , στο Τσι'ίσβάρ,

όπως το λέγαν οι Κιρτζήδες, και Τσιχτσιβάρ, όπως το λέγαμε εμείς οι Έλληνες.

* * *

ΚΑΙ ΚΙΝΑΜΕ όλοι εκτός από τη γιαγιά Ζωή και τον πατέρα. Η γιαγιά θα συντροφεύει τον πατέρα κι εκείνος θα ε ίναι στο

φούρνο του . Το τραίνο ξεκινά. Μπορζώμ, Τσακβέρ κι άλλοι σταθμοί και

θαυ μάσια Καυκασιανά τοπία στη διαδρομή . Και φτάνουμε στο Τσιχτσιβάρ, τον επίγε ιο παράδε ισο.

45

Page 44: Επιστροφή των Αργοναυτών

Ένα χωριό παράδε ισος πνιγμένο στο έλατο, στο χορτάρι και στ' αγριολούλουδα.

Τα σπίτια ξύλινα από κορμούς έλατου, οι χωρικοί, ο ι πιο πολλοί, παλιοί, μετανάστες Σανταίοι, άνθρωποι αγαθοί, φιλόξενοι και ή συ­χοι.

Άφθονο το γάλα, άφθονο το βούτυρο, άφθονο το μέλι, άφθονο το σταρένιο ζυμωτό ψωμί.

Πόσο όμορφα περνούν οι μέρες εδώ! Αξέχαστες η μέρες. Περιπλανήσεις στις δασωμένες πλαγιές, στα λιβάδια με τις θη­

μωνιές του μοσκοβολισμένου θερισμένου χόρτου, στις πηγές, στο ποτάμι. Μοσκομυρίζει ο αέρας απ' τ' αγριολούλουδα. Χαρά Θ εού. Κόσμος πολύς, ιδίως ευκατάστατοι Σουρμεναίοι από το Βατούμ, πα­ραθερίζουν. Εκδρομές, υπαίθριοι χοροί, άλλοτε με λύρα και άλλοτε με μαντολίνα.

Η υγε ία της μητέρας μου βελτιώνεται παρά τα κρυφομοιρο­λογήματα και τα δάκρυα. Κι η ζωή μας κάπως ξαναβρίσκει το ρυθμό της.

Με πόση νοσταλγία θυμάμαι ακόμη και σή μερα το ωραίο Τσι­χτσιβάρ !

Πόσο λαχταρώ ένα ταξίδι-προσκύνη μα στον όμορφον εκείνο παράδε ισο !

Έτσι πέρασαν οι μήνες, ήρθε δυστυχώς ο καιρός της επιστροφής στο Κουτα·ίς, στο σπίτι μας. Τέλη Αυγούστου και τα σχολειά θα άρχιζαν μα και ο ουρανός έστελνε τα μηνύματα του χε ιμώνα που πλησίαζε, στο ορε ινό χωριό .

Και γυρίσαμε στο Κουτα·ίς, όμως ο νους κι η ψυχή μου συχνά ήταν εκε ί.

* * *

ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ� .-·ήταν Σεπτέμβριος μήνας, έβλεπα τη μητέρα μου να συζητά με τη μικρή ι,tου αδελφή την Ουρανία κάτι, φαίνεται, σοβαρό και να με κοιτάζουν καθώς συνομιλούσαν.

Εγώ βέβαια πέρα βρέχει. Τι να καταλάβω; Όμως το πρωί που ετοιμάστηκαν οι αδελφές μου να φύγουν για

το σχολειό, όπως κάθε πρωί - μου λέει η Ουρανία. - Σιμονάκι θα σου πω κάτι. ΠρόσΕ-χε. Σήμερα � πρωί θα

46

Page 45: Επιστροφή των Αργοναυτών

μοιράσουν στα παιδιά στο σχολε ιό κόλλυ βα. Νόστιμα κόλλυβα με κουφέτα και αμύγδαλα. Θέλεις νάρθεις να πάρε ις κι εσύ ;

- Θέλω. Ήξερε βέβαια την αδυναμία μου όπως όλων των παιδιών, στα

κόλλυβα. Και πήγα. Με πήρε από το χέρι και κινήσαμε. Φτάσαμε στην απάνω γε ιτονιά, προς τη γνωστή μας Γκόρα, σ'

ένα στενόμακρο μονώροφο κτίριο με πολλά παράθυρα και μεγάλη αυλή .

Αγόρια και κορίτσια πολλά τρέχανε άνω-κάτω. Σε μια γωνιά μερικά κορίτσια παίζανε "κιτσιχτόν"( = κουτσό), αλλού αγόρια παί­ζανε "λίντσια" ( = μπίλλιες).

Μερικά παιδιά - από τα πιο μεγάλα - κρατούσαν στο χέρι β ιβλίο και δύο-δύο πηγαινοέρχονταν από τη μία ως την άλλη άκρη της αυλής και λέγαν λέγαν και κοίταζαν κάπου-κάπου το β ιβλίο τους.

Στο κεφαλόσκαλο της ε ισόδου στο κτίριο, ένας άντρας με για­λιά, ακίνητος και κρατώντας μια βέργα, παρακολουθούσε τα παιδιά. Μια κυρία ύστερα από λίγο πήγε και μαντάλωσε τη βαριά εξώπορτα κι αμέσως χτύπησε το κουδούνι.

Τα παιδιά όλα έτρεξαν και κάνανε γραμμές. Η αδελφή μου η Ουρανία με πήρε από το χέρι και μ' έβαλε στη

γραμμή με άλλα μικρά παιδάκια της ηλικίας μου. - Εδώ ε ίναι η τάξη σου, μου ε ίπε . Είναι "η Μηδενική τάξη" .

Φέτο θα ε ίσαι εδώ. Άμα μεγαλώσεις και ε ίσαι και καλό παιδί θα πας στην "Πρώτη τάξη".

Κοίταξε να ε ίσαι φρόνιμο και προσεκτικό παιδί, έτσι ; - Και τα κόλλυβα; ε ίπα εγώ. - Θα τα πάρεις κι αυτά, όταν σχολάσουμε το μεση μέρι. Κι έτρεξε στη γραμμή της λέγοντας. - Στο δ ιάλειμμα θα σε δω να μου πεις αν σ' άρεσε το σχολε ιό,

καλά; - Καλά, απάντησε μελαγχολικά. Ήταν μικρό πράμα να πας για κόλλυβα και αντί γ ι' αυτά να σε

μαντρώσουν; Έτσι εκείνη στην τάξη της κι εγώ κρατώντας το χεράκι ενός άλλου μικρού σαν εμένα, προχώρησα με τ ' άλλα παιδιά και πήγαμε στην τάξη μας. Κοίταζα με περιέργεια γύρω μου τα θρανία, τον πίνακα, την έδρα του δασκάλου και τ' άλλα τα παιδάκια που κάθονταν φρόνιμα και με κοίταζαν κι αυτά με περιέργεια. Μερικά

47

Page 46: Επιστροφή των Αργοναυτών

ήταν απ' την γειτονιά μας. Σ ε λίγο μπήκε ο "κύριος" . Ήταν ο Αλκι­βιάδης Μιχαηλίδης, ο Άλκης τη Χαλήλ, όπως τον λέγαμε κοινώς.

Ήταν ένας νεαρός που εδώ και μερικά χρόνια ε ίχε τελειώσει το σχολε ιό μας και η Σχολική Εφορία, επε ιδή ήταν άριστος μαθητής και καλό παιδί, τον δ ιώρισε, ας πούμε σαν δάσκαλο, σαν νηπιαγωγό, και μάθαινε κανένα τραγουδάκι, κανένα ποιη ματάκι, κανένα παρα­μυθάκι στα παιδάκια.

Ήταν καλός "ο κύριος", ο Άλκης, και τα παιδάκια τον αγα­πούσαν, όπως τον αγάπησα σύντομα κι εγώ. Πέρασε η πρώτη ώρα της μαθητικής μου ζωής και στο διάλε ιμμα ήρθε η Ουρανία, μ' έδωσε ένα πούπλικον ( = κουλουράκι) και μου ε ίπε .

- Ήσουν καλό παιδί; Είδες τ ι ωραία που ε ίναι το σχολε ιό; Είναι καλά τα παιδάκια της τάξης σου; Είδες τι καλό δάσκαλο έχε ις ;

- Είναι καλός ο κύριος, ο Άλκης, και μας έμαθ ε ένα τραγου­δάκι. Να με φέρεις κι αύριο. Καλά, Ουρανία;

- Θα σε φέρω κι αύριο και μεθαύριο κι όλον το χειμώνα ως τις εξετάσεις. Πού νάξερε κι αυτή κι εγώ πως όχι μόνο μέχρι τις εξετάσε ις μα μια ολόκληρη ζωή , ως τα εξηνταπέντε μου χρόνια, θα πήγαινα στο σχολε ίο ! πρώτα σαν μαθητής κι ύστερα σαν καθηγητής;

Ποιος ξέρει το μέλλον και τη μοίρα του; Έτσι άρχισα τη μαθητική μου ζωή που άρχισε από αγάπη στα

κόλλυβα. Έμαθα γράμματα που ξεκίνησαν από τα κόλλυβα χωρίς να ε ίναι και . . . κολλυβογράμματα, πιστεύω.

Όταν τελείωσε η σχολική χρονιά όχι μόνο ξεχάστηκαν αταξίες στη γειτονιά, μα έμαθα κι αρκετά τραγουδάκια, παραμυθάκια και το σπουδαιότερο να μετράω και να γνωρίζω και να ξέρω απ' έξω την Άλφα-Βήτα.

Έτσι φτάσαμε στις εξετάσεις.

* * *

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ξέρουν πώς γίνονταν ο ι εξετάσεις τα χρόνια εκείνα. Στην αυλή του Σχολε ίου έβαλαν ένα τραπέζι. Πάνω στο τραπέζι

τα ενδε ικτικά των παιδ ιών κατά τάξη . Στο τραπέζι καθισμένοι, ο Παπάς, ο Πρόεδρος της Κοινότητας, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Σχολικής Εφορίας, οι Δάσκαλοι και δεξιά κι αριστερά τους σε κα­θ ίσματα προύχοντες της παροικίας. Πίσω σε άλλες σειρ ές οι γονε ίς

48

Page 47: Επιστροφή των Αργοναυτών

και κηδεμόνες των παιδ ιών . Στην άκρη δεξιά από τα καθίσματα ένας μαυροπίνακας.

Αφού γινόταν αγιασμός και λογοδοτούσε στην Παρο ικία ο Πρόεδρος της Σχολικής Εφορίας για την εργασία του Σχολείου στο σχολικό έτος που πέρασε, και μιλούσε κι ο Διευθυντής του Σχολείου για την επίδοση γενικά των μαθητών, άρχιζε η εξέταση .

Ο Δάσκαλος της εξεταζομένης τάξεως καλούσε έναν μαθητή και, αφού διάβαζε τη βαθμολογία του στο ενδε ικτικό του , τον παρέ­διδε προς προφορική πια εξέταση από τους πρόκριτους, τον παπά και τους άλλους, ενώπιον του ακροατηρίου. Κι άρχιζε το μαρτύριο των παιδιών που σχεδόν πάντα η εξέταση γινόταν ιεροεξέταση , μέσα στα όρια βέβαια της δ ιδαχθείσης ύλης της χρονιάς, ιδίως όμως για τους αδύνατους μαθητές.

Στις εξετάσε ις αυτές εξεταζόταν και "η Μηδενική i:άξη", η δική μου δηλαδή τάξη . Και_ βέβαια ήρθε κι η δική μου σειρά.

- Λιανίδης Συμεών, φώναξε ο Άλκης ο "δάσκαλός" μας. Θεέ μου, τι καρδ ιοχτύπι! Έτρεμα το καη μένο σαν σπουργίτι

στον χε ιμώνα. Ο Άλκης ο δάσκαλός μου έγραψε με κιμωλία στον πίνακα τα πρώτα πέντε γράμματα του Αλφάβητου Α,Β,Γ,Δ,Ε και με ρώτησε .

- Μπορείς, Λιανίδη, να μας πεις ένα-ένα τα γράμματα αυτά; Εγώ δείχνοντας καθένα με το χεράκι άρχισα. - Αυτό το γράμμα είναι Αααα, αυτό το γράμμα είναι Βουουου ,

αυτό το γράμμα είναι Γουουου, αυτό το γράμμα είναι Δου, δου, δου κι αυτό το γράμμα είναι . . . αυτό το γράμμα είναι . . . είναι και κόλλησα στο Ε.

- Αυτό το γράμμα είναι; ρώτησε ο Παπάς. Κι εγώ χαμένος και ε ιλικρινής φώναξα. - Αυτό το γράμμα είναι . . . δεν ξέρω. Ξέσπασαν γέλια και χε ιροκροτή ματα. Γελούσαν και χε ιροκρο­

τούσαν την άγνοια ή την παιδική μου ε ιλικρίνε ια και τον αυθορμη­τισμό μου.

Κι ο πατέρας μου καθισμένος ανάμεσα στους πρόκριτους χει­ροκρότησε κι εκείνος το αθώο πάθη μα του νεοσσού του, χαμογελα­στός.

Το περιστατικό αυτό , το πρώτο μαθητικό μου . . . κατόρθωμα, το λέγαμε αργότερα, τον καιρό της κατοχής, στη Νέα Σάντα, με τον Άλκη τη Χαλίλ, τον πρώτο δάσκαλό μου, και γελούσαμε όταν εκείνος ήταν πια χιονοσκεπασμένος αγρότης κι εγώ με τη σειρά μου τώρα

49

Page 48: Επιστροφή των Αργοναυτών

καθηγητής του γιου του . Τα χρόνια είχαν περάσει κι ο καθείς βρισκόταν όπου τον έφε­

ραν οι καιροί. Όσο έζησα στη Νέα Σάντα, όσο συναναστρεφόμουν τον Άλκη

τη Χαλίλ, ουδέποτε με απέλιπεν ο σεβασμός προς τον πρώτο μου δάσκαλο που, ύστερα από τόσους κόπους και προσπάθειές του , ο μαθητής του κατόρθωσε να μεταβαπτίσει το γράμμα Ε σε γράμμα . . . "Δεν ξέρω".

***

ΕΙΝΑΙ ωραίος ο χειμώνας εδώ στον Καύκασο και σ' όλη τη Ρωσία γενικά.

Άσπρη κάτασπρη σήμερα η αυλή, άσπρος κάτασπρος ο δρόμος, άσπρη κάτασπρη η γειτονιά κι η πολιτεία ολόκληρη .

Χιόνιζε όλη νύχτα κι ακόμα χιονίζει. Πυκνό πέφτει το χιόνι σε λευκές νιφάδες και φαίνονται θολά

τα σπίτια, απέναντι, της γειτονιάς με τις καπνοδόχους που καπνίζουν. Το χιόνι κάθε χειμώνα πέφτει εδώ στο Κουτα'ίς και σ' όλον τον

Καύκασο και στη Ρωσία πολύ, ένα και δυο μέτρα πολλές φορές. Γι' αυτό οι δημαρχίες των πόλεων έχουν ειδικές υπηρεσίες ξε­

χιονίσματος για τα σπίτια και τους δρόμους, τους δρόμους που γί­νονται αδιάβατοι απ' το πολύ χιόνι.

Οι στέγες των σπιτιών βέβαια κινδυνεύουν να "κάτσουν" κάτω από το λευκό βάρος του χιονιού, όπως συμβαίνει και σήμερα και γι' αυτό να! πάνω στις στέγες ειδικευμένοι εργάτες με φτυάρια τις ξεχιονίζουν.

Ο κεντρικός δρόμος της πόλης που περνάει μπροστά απ' το σπίτι μας είναι έρημος, σκεπασμένος από το παχύ χιόνι κι ούτε διαβάτης κι ούτε λινέικα, ούτε φα'ίτόν φαίνεται να περνάει.

Έτσι φαίνεται. Μα δεν είναι έτσι. Η δημοτική υπηρεσία ξεχιονίσματος, που είπαμε παραπάνω,

έχει σκάψει το χιόνι του δρόμου αυτού, που σήμερα είναι δυο μέτρα, και άνοιξε δυο μονοπάτια, το ένα για "πήγαινε' και το άλλο για "έλα" σ' όλο το μήκος του, κι εκεί κυκλοφορούν οι άνθρωποι αθέατοι, αθόρυβοι και β ιαστικοί.

Γι ' αυτό φαίνεται έρημος και γι ' αυτό κοίταζα και δεν έβλεπα

50

Page 49: Επιστροφή των Αργοναυτών

διαβάτη . - Σταμάτησε λοιπόν η ζωή στην πόλη ; Γιατί αυτό, μητέρα; Χαμογέλασε εκείνη . - Όχι, πουλί μ'. Κυκλοφορούν οι άνθρωποι αλλά δεν τους

βλέπομε. Και μου εξήγησε το μη φαινόμενον του φαινομένου. - Θέλω να πάω κι εγώ εκεί στο δρόμο να κυκλοφορώ aόρατος,

όπως στα παραμύθια που μας λέει η γιαγιά η Ζωή . - Κάνει κρύο, γιαβρί μ', και θα κρυώσεις. - Θέλω να πάω, μητέρα. Κι άρχισα το γνωστό ψευτοκλάμα και το επί τόπου ποδοβολητό

των παιδιών. - Κι αν κρυώσεις κι aρρωστήσεις τι θα πω στον πατέρα σου ; - Ο πατέρας μου μ' αγαπά. Δεν κρυώνω, δε θα πάθω τίποτα. Έκανε πως την έπεισα. Μου έβαλε χοντρές μάλλινες κάλτσες, τις μπότες μου , τις λα­

στιχένιες γαλότσες που φορούσαν τότε οι άνθρωποι στις κρύες και βροχερές η μέρες του χειμώνα, μ' έβαλε στο κεφάλι το αρνίσιο παπά χ' που μου αγόρασε , όπως θυμάστε , ο πατέρας μου , το βαρύ παλτό μου με το γούνινο το γιακά, τύλιξε στο λαιμό μου ένα μάλλινο χοντρό κασκόλ, αφού κούμπωσε απάνω ως το λαιμό τη ρουμπάοκα μου .

Ύστερα. - Περίμενε, μου ε ίπε . Περίμενα. Βγήκε στο μπαλκόνι του σπιτιού μας, όπου , απ' το χείλος της

στέγης, έσταζαν σταλαγματιές απ' τα κρυστάλλινα ραβδιά, που κρέ­μονταν σαν πολυέλαιοι και φώναξε.

- Αντρονίκη, ε Αντρονίκη. - Ορίστε , απάντησε η Αντρονίκη του Μουρατχάν, η γειτόνισσα

με τα χοντρά μάτια. - Ο Στοφοράκης σου πού ε ίναι, Αντρονίκη ; - Ακόμα εδώ είναι, θ ε ία Ευρύκλη . Ετοιμάζεται. - Για πού ; Θα τον βγάλεις έξω; - Ναι, θε ία Ευρύκλη . Τι να κάνω; Κλαίει και θέλει να πάει να

νοικιάσει από το Φίλπον αντίκρυ μια σάγκα ( = μικρό ατομικό έλ­κυθρο) να κάνε ι στο χιόνι, στην κατηφόρα καπάτσας ( = καβαλίκα ) .

- Ε, τότε ας πάνε μαζί με το δικό μου, το Σιμωνάκη . Μόνο φοβούμαι μην κρυώσουν.

- Τι να πω, θε ία Ευρύκλη ; Τα παιδιά σή μερα έγιναν θ ελημα-

5 1

Page 50: Επιστροφή των Αργοναυτών

τοπλέρωτα. Είπαν και μας αμόλυσαν οι μάνες μας. Κι όπως όταν λύσεις δεμένο σκύλο κι εκε ίνος αμολιέται σαν

σφαίρα, έτσι κι ε με ίς πεταχτήκαμε έξω. Στην εξώπορτα της αυλής πιαστήκαμε χέρι με χέρι με το Στο­

φοράκη και δρόμο, χοροπηδώντας σαν λαγουδάκια. Πότε και πώς βρεθήκαμε απέναντι στο μαγαζί του Φίλπου, δεν

ξέρω. Εκείνο που θυμούμαι ε ίναι πως πληρώσαμε ο καθένας μας τα καπίκια που μας ζήτησε ο Φίλπον, πήραμε στον ώμο τη μικρή ατομική σάγκα που νοίκιασε ο καθείς και τρέξαμε να πάμε στην κατηφόρα, όπου κι άλλα παιδιά της γε ιτονιάς κάνανε καπάτσας με σάγκα.

Βάλαμε κι εμείς τις δ ικές μας σε κατάλληλη θ έση κι αμολυθήκα­με σαν βολίδες στην κατηφοριά.

Η σάγκα μας, γλιστρώντας στο χιόνι, έτρεχε κατηφορίζοντας μέχρι το τέρμα της κατηφοριάς κι εκεί σταματούσε . Κατεβαίναμε, τη φορτωνόμασταν κι ανεβαίναμε στην αφετηρ ία μας, ξανακαβα­λούσαμε και δόσ' του ξανά και ξανά και ξανά.

Πόσες φορές απολαύσαμε την καπάτσα, πόσες φορές ανε βοκα­τεβήκαμε την κατηφόρα, πόσες φορές εκτροχιάστηκε η σάγκα μας κι έφαγε χιόνι η μύτη και τα φρύδια μας και πόσες φορές κατρα­κυλήσαμε στο χιόνι με γέλια, με φωνές και αλαλαγμούς χαράς κι ευτυχίας ! Άσε τα Χι,ονοκούaτι,α" ( = οι χιονομπάλες) που φάγαμε !

Τι κι αν πολλές φορές χτυπούσαμε και πονούσαμε. Τι ση μασία έχει;

Στη χαρά και ο πόνος ε ίναι ευχάριστος . Αυτά έγιναν τόσες φορές, που στο τέλος κι εμείς χορτάσαμε -

αν χορταίνουν ποτέ το παιχνίδ ι τα παιδιά - κι ο Φίλπον μας ανακά­λεσε, γ ιατί ο χρόνος της ενοικιάσεως τελε ίωσε.

Κουρασμένοι, ευχαριστημένοι αλλά και μελαγχολικοί, σαν τους καλογήρους που γυρνούν από την πόλη στο μοναστήρι τους, γυρίσαμε στο σπίτι μας.

Κόκκινες οι μυτούλες μας, κόκκινα σαν παντζάρια τα χεράκια μας, ό μως μάτια λαμπερά από χαρά και κορμάκια ζεστά απ' τον πυρετό του παιχνιδιού.

Κι ύστερα η μητέρα, η χρυσή μανούλα, έβαλε στο τραπέζι το βαθύ πιάτο με τα αχνιστά "μυλιαστά λάχανα" ( = καρυκευμένα με καλαμποκάλευρο) με το μπόλικο το κόκκινο καυτερό πιπέρι και το "άλε ιμμαν ας σην καβουρμάν" ( = λίπος από καβουρ μά) ή μπορτς ρούσικο με χοιρινό κρέας και το καψαλισμένο στη σόμπα σταρένιο

52

Page 51: Επιστροφή των Αργοναυτών

ψωμί, ενώ ο πέόκον ( = η σόμπα) εκιουρκιούριζεν ( = έκανε κιουρ­κιουρ) καίγοντας δυνατά τα χοντρά ξύλα.

Ήταν και ε ίναι όμορφος ο χειμώνας στο Κουτα"ίς, στον Καύκασο και γενικά στη Ρωσία.

"Τι ουν ταύτα λέγε ις η μίν, ε ίποι τις αν", ε ίπε κάποτε ο Δημο­σθένης στους Αθηναίους : "Γιατί μας τα λες αυτά, θα μπορούσε να πει κανείς".

"Φη μί πάντα ταύτα", λέγω όλα αυτά και τα γράφω, για να υπάρ­χει μια, έστω μια, πλαγιοπεριγραφή της ζωής των Ποντίων και στη Ρωσία, όπου πολλές χιλιάδες Πόντιοι βρήκαν καταφύγιο και έζησαν με νέους όρους ζωής, όσες φορές η ζωή στη γενέτειρα έγινε αβά­σταχτη απ' τη συστηματική βαρβαρότητα του αλλοθρήσκου. Γνωστόν ότι η ζωή στον Πόντο έχει περιγραφε ί, λεπτομερέστερα πολλάκις.

Αλλιώς όλα αυτά που λέχτηκαν ή και θα λεχτούν παρακάτω θα ήταν απλές αναμνήσε ις ατομικές χωρίς καμιά καθολικότητα και ίσως ενδιαφέρον.

Πάντως συνεχίζουμε και σύντομα θα μπούμε στο Β' μέρος της όλης εργασίας μας. Ας ε ίναι. Συνεχίζομε λοιπόν.

* * *

το ΡΙΟΝ ε ίναι ποτάμι της Γεωργίας. Είναι ο Φάσις της αρχαιό­τητας.

Το ποτάμι αυτό διασχίζε ι το Κουτα"ίς από τη μια άκρη ως την άλλη , από Ανατολή προς Δύση, και χύνεται στη Μαύρη Θάλασσα, στον Εύξεινο δηλαδή Πόντο.

Είναι ένα ποτάμι όμορφο με τις κατάφυτες όχθες και τους μαιάν­δρους του, ε ίναι όμως ορμητικό και κυρίως μέσα στην πόλη , αν και παραποταμίσκος του σ' ένα παραδείσιας ομορφιάς αγρόκτημα στη "Φέρμα" ε ίναι θαύμα γαλήνης και ομορφιάς. Εκεί γίνονταν εκδρο­μές, "πικ-νικ" και μπάνια από τους πολίτες.

Μα μέσα στην πόλη , που, όπως ε ίπαμε, τη διασχίζει , το ποτάμι ε ίναι πολύ ορμητικό, θολό, με όχθες γλιστερές και με μεγάλο βάθος νερού.

Ένα βουητό δυνατό συνεχές ανατριχιαστικό ακούγεται όλο το ε ικοσιτετράω(>ο .

Κι ε ίναι μάστιγα για την πόλη και να γιατί.

53

Page 52: Επιστροφή των Αργοναυτών

Η πόλη δεν έχει δίκτυο ύδρευσης. Ο ι κάτοικοι υδρεύονται από το ποτάμι αυτό.

Αντλούν νερό απ' το νερό του, το διυλίζουν, το λαγαρίζουν και το χρησιμοποιούν και για την οικογενειακή, σπιτική λάτρα, μα και για πόσιμο.

Οι κοπέλες της πόλης σκύβοντας στις υγρές, απότομες και γλι­στερές όχθες του βάζουν τα σκεύη τους στο νερό, που τρέχει άγριο και ορμητικό, τα γεμίζουν και τα ανασύρουν με δυσκολία και κίν­δυνο.

Ό μως πόσες και πόσες κοπέλες γλιστρούν, παρασύρονται από τα βαριά γεμάτα σκεύη τους και πέφτουν στο ποτάμι!

Τα ορμητικά νερά τις σέρνουν, τις κλώθουν μέσ' στην ορμή τους κι ο θάνατος, ο τρομερός πνιγμός, αρπάζει τα ν ιάτα και καταπίνει τη ζωή .

Τι δράμα, τι τραγωδία να 'ξερες! Να σήμερα μια τέτοια τραγωδία συνέχει την πόλη . Στις όχθες, σ' όλο το μήκος του ποταμού μέσα στην πόλη , γυ­

ναίκες θρηνούν, τραβούν τα μαλλιά τους και κλαίνε. Το ποτάμ άρπαξε πάλι μια κοπελιά. Τι τραγωδία, τι θρήνος! Θεέ μου τι θρήνος! Θρήνος μιας ολά­

κερης πολιτείας, που θρηνεί τα νιάτα, τα πνιγμένα ν ιάτα, που σέρ­νονται στη ροή του ποταμού.

Το θλιβερό κορμί σέρνεται, πάει, κυλιέται στον υγρό κατήφορο, βουλιάζει και ξαναφαίνεται, ξαναχάνεται και ξαναπροβάλλει άψυ­χο, θλιβερό και άμο ιρο.

Κι ύστερα από ώρα πολλή το δύστυχο κουφάρι σταματά πλεγ­μένο στο δ ίχτυ , που έχει απλώσει γι ' αυτόν τον σκοπό σ' όλες τις γέφυρες της πόλης η δημαρχία.

Μάστιγα στ' αλήθεια για την πόλη το ποτάμι της. Ήταν το Ριόν, ο Φάσις, το θεριό, ήταν το ζωντάνεμα του παρα­

μυθιού, ήταν ο δράκος που έδ ινε νερό στην πόλη αφού έτρωγε μια απ' τις κοπέλες της .

Και κανείς δυστυχώς ούτε το κράτος ούτε ο Δή μος κι ούτε κανείς άλλος φρόντισε να σώσει τη δύστυχη πόλη και τους κατοίκους της από τον τρομερό κυλινδούμενο τούτον δράκοντα.

Όμως αργά και μετά παρέλευση χρόνων και χρόνων, ήρθε το βασιλόπουλο - το Σοβιετικό Κράτος - που όπως εκείνο σκότωσε το δράκο έτσι και τούτο με μεγάλα έργα γύρισε το ρου του ποταμού έξω από την πόλη και σή μερα εκεί στις καινούργιες όχθες του όρ-

54

Page 53: Επιστροφή των Αργοναυτών

θωσε εργοστάσιο τρακτέρ και αυτοκινήτων και έσωσε την πόλη. Σ-.ι.ότωσε το δράκο.

Ποιος είναι αυτός που έζησε εκεί και δε θυμάται τις τραγικές εΚείνες η μέρες των πνιγμών, των θρήνων και των κοπετών !

Ακόμη θυμάμαι την καημένη τη μητέρα μου, που αγωνιούσε όπως τόσες άλλες μάνες, μέχρι να ξαναγυρίσουν οι αδελφές μου, που πήγαιναν στο ποτάμι να γεμίσουν τα "χαλκοτσούκι_α" ( = χάλκι­νες νεροστάμνες) και την ανακούφισή της όταν τις έβλεπε να επι­στρέφουν με τα δοχεία στον ώμο σαν υδροφόρες από παράσταση αρχαιοελληνικού αγγείου.

Έκανε το σταυρό της κι έμπαινε στο βασίλειό της, στην κουζίνα, μουρμουρίζοντας.

- Παναtα να φυλάτς τα γιαβρία μ' και τη χώρας πα να μη ανασπάλτς.

***

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ζωή των Ποντίων στο Κουτα·ίς, και στη Ρωσία γενικά, ήταν ήσυχη και μετρη μένη στις πόλεις, και ταπεινή και πα­ραδοσιακή στα χωριά, που είχαν κατοικήσει πολλοί Πόντιοι, οι ο­ποίοι ήρθαν προ πολλών δεκαετιών, σπρωγμένοι από τις εκάστοτε έκρυθμες καταστάσεις διωγμών και δηώσεων.

Κι ήταν, ως γνωστόν, πολλά τα χωριά αυτά. Ας αναφέρομε τα χωριά της περιοχής του Τιφλίς, του Βατούμ, του Σοχούμ και πολλά άλλα. Χωριά καθ' ολοκληρίαν ποντιακά με έντονο το παραδοσιακό πολιτιστικό χρώμα της υπαίθρου του μητροπολιτικού Πόντου. Χωριά που ακόμα και σήμερα, οι Έλληνες Πόντιο ι, που τα κατοικούν, διατηρούν την ποντιακή δ ιάλεκτο, τον ελληνοποντιακό παραδοσιακό τρόπο ζωής.

Ας είναι. Αυτά είναι άλλα θέματα σοβαρά και πολλά, τα οποία χρήζουν ειδικής μελετης και περιμένουν τον συγγραφέα και ερευ­νητή τους.

Η κοινωνική λοιπόν ζωή , στις πόλεις, των Ποντίων ήταν ήσυχη και ανάλογη με τις συνθήκες των καιρών και των καταστάσεων.

Επικεφαλής τους στεκόταν πάντα ο κοινοτικός τους σύλλογος, ρυθμιστής πάντα των ομαδικών εμφανίσεων της παροικίας, αλλά και σ' άλλα πολλά θ έματα της ζωής αρμόδιος κατ' εξουσιοδότηση να

55

Page 54: Επιστροφή των Αργοναυτών

έχει λόγον. Με τον Πρόεδρο και το Συμβούλιό του οργάνωνε και ρύθμιζε

κάθε εορταστική κοινοτική εκδήλωση , ψυχαγωγική, εθνικής ή θρη­σκευτικής μνημοσύνης κλπ.

Οι Πόντιοι των κοινοτήτων αυτών, της παροικίας δηλαδή, πήγαι­ναν κατά προτίμηση στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της πόλης τους αλλά και στις εκκλησίες των ομόθρησκων Ορθοδόξων Γρουζί­νων επίσης .

Έδιναν , όσοι μπορούσαν , τον όβολό τους στο δ ίσκο που έβγα­ζαν στην εκκλησία για το Φιλόπτωχο, για την Εκκλησία και το Σχο­λείο.

Τις μεγάλες γιορτές Χριστούγεννα, Αγίου Βασιλε ίου, Φώτα, Πάσχα τις γιόρταζαν με συ μμετοχή και κατάνυξη, με πολλές διασκε­δάσεις και χαρά, μαζί με τους Κιρτζήδες και τους Ρώσους, που ήταν φιλέορτοι και φιλέλληνες μα και αγαπητοί στους Ποντίους για τη μεγάλη τους καρδιά και την άδολη αγάπη και τη φιλοξενία της πατρίδας τους στον ταλαίπωρο και διωγμένο ελληνικό ποντιακό λαό.

Στους aυλόγυρους των εκκλησιών, μετά την απόλυση , μαζεύο­νταν σε παρέες-παρέες συγγενείς , φίλοι και γνωστοί, και τα λέγανε τις Κυριακές και τις άλλες γιορταστικές η μέρες.

Έπαιρναν μέρος σ' όλες τις εκδηλώσεις και στις συνελεύσεις του κοινοτικού συλλόγου τους και έδειχναν άμεσο ενδιαφέρον για τα προβλή ματα της παροικίας τους .

Οργανωμένοι Όμιλοι από το Σύλλογο έψελναν τα Κάλαντα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά και τα έσοδα πήγαιναν για το Σχολειό.

Πολλές φορές με εράνους συγκέντρωναν χρή ματα και τα 'στελ­ναν στις χειμαζόμενες ιδιαίτερες πατρίδες τους στον Πόντο ή βοη­θούσαν πενόμενους συμπατριώτες τους που δεν μπόρεσαν ακόμη να ορθοποδήσουν στη νέα τους ζωή εδώ στον ξένο τόπο .

Για την τακτοποίηση των φτωχών βέβαια, σε τέτοιες περιστά­σεις, ήταν άμεση η φροντίδα του Συλλόγου και της εκκλησίας τους.

Ζητιάνος Έλληνας δεν υπήρξε ποτέ στις Ελληνικές τούτες πα­ροικίες.

Τα σχολε ία λειτουργούσαν άψογα, διατηρώντας επικοινωνία με το Υπουργε ίο της Παιδείας των Αθηνών, απ' όπου προμηθεύονταν τα σχολικά βιβλία και τα προγράμματα εκπαιδεύσεως.

Οι δάσκαλοι ήσαν ενθουσιώδεις εκπαιδευτικοί, συνήθως από­φοιτοι κατωτέρων Σχολών και μερικές φορές απόφοιτοι του Φροντι-

56

Page 55: Επιστροφή των Αργοναυτών

στηρίου Τραπεζούντας, που κατέφυγαν κι αυτοί στη Ρωσία για τους ίδ ιους λόγους με τους συμπατριώτες τους Ποντίους Έλληνες.

Τα σχολεία αυτά των κοινοτήτων στάθηκαν κέντρα μορφώσεως αλλά και αγάπης προς τη μητέρα Ελλάδα.

Οι εξωοικογενειακές ψυχαγωγίες τους ήταν το ρωσικό τσίρκο, το "τσιρκ" ρωσιστί, όπου παρακολουθούσαν, εκτός από τις συνηθι­σμένες ακροβατικές και θηριοδαμαστικές επιδε ίξε ις, και αγώνες πάλης, που ήταν προσφιλές θέαμα στους απλο"ίκούς θεατές της ε ­ποχής εκείνης.

Πήγαιναν επίσης στους κινηματογράφους της εποχής εκείνης, όπου έβλεπαν τις δ ιάφορες προβαλλόμενες "καρτίνες" ( = ταιν ίες) , μα το πιο σημαντικό θ έαμα που χαίρονταν ήταν όταν ο σύλλογός τους οργάνωνε θεατρική παράσταση ή διοργάνωνε χοροεσπερίδες .

Την από αρχαιοτάτων χρόνων αγάπη των Ελλήνων στο θέατρο δεν ήταν δυνατό να μην κληρονομήσουν οι Έλληνες Πόντιο ι.

Και ξέρομε την αγάπη τους αυτή που ανέδειξε και συγγραφείς δραμάτων και κωμωδιών στην κλασική ελληνική αρχαιότητα.

Ερασιτεχνικοί τους θ ίασοι έπαιζαν Περεσιάδη , Κορομηλά, Ξε ­νόπουλο, Μελά κι άλλους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς, εκτός βέβαια από τους επαγγελματικούς ελληνικούς θ ιάσους που επισκέ­πτονταν πότε-πότε τις πόλε ις τους.

Έπαιζαν βέβαια και ποντιακά θεατρικά έργα, όπως "τη Τρίχας το γεφύρ", "τη Χοτλάκ'ς" κι άλλα οι ερασιτεχνικοί ποντιακοί θ ίασοι των πόλεων.

Οι παραστάσεις δίνονταν στο Σχολείο, όπου σε μια αίθουσα, την πιο μεγάλη ασφαλώς, κατασκευάζανε σκηνή ή σε κάποια ιδιωτική μεγάλη αίθουσα κατάλληλη βέβαια.

Ο κόσμος χαιρόταν τις παραστάσεις και στο τέλος έκανε και την κριτική του.

- Μω σε ο Λάμπον ξάι κι' εγνωρίουτον. Ντ' έμορφα επογιά­τζαν' ατον. Εποίκαν ατον μουστάκ' και γένε ια. Πολλά έμορφον έτον το έργον. Έκλαψα κι όλα.

Οι νεαροί ερασιτέχνες έπαιζαν ωραία και σε μια τέτοια παρά­σταση δέχτηκα το πρώτο βάπτισμα του θεάτρου . Θολά και ακαθόρι­στα θυμάμαι τη σκηνή και τους η θοποιούς να παίζουν. Από το κε ίμενο του έργου δε θυμάμαι ούτε λέξη .

Πόσοι έρωτες μπλέχτηκαν ανάμεσα στους ερασιτέχνες και τις ερασιτέχνισσες και πόσοι γάμοι σφράγισαν τους νεανικούς αυτούς έρωτες των ερασιτεχνών η θοποιών;

57

Page 56: Επιστροφή των Αργοναυτών

Ένας τέτοιος γάμος ήταν και του θε ίου μου του Χρήστου με την ωραιότατη Ελένην του Τσιλιγκιάρ', κόρη πλούσιου συμπατριώτη μας Σανταίου καλομαθη μένη και καλομορφωμένη με τα Γαλλικά της και το πιάνο της, μα γάμος άτυχος και τραγικής καταλήξεως στα χρόνια της προσφυγιάς, της πείνας και της δυστυχίας στους προσφυγικούς θαλάμους της Καλαμαριάς.

Σαν έρθε ι η ώρα του πιστεύω να τον δώσω σ' όλη την όμορφη ρομαντικότητα μα και στην τραγωδία του στο τέλος.

Οι χοροεσπερίδες, η άλλη ομαδική κοινοτική γιορτή των δυστυ­χισμένων τούτων ανθρώπων της ξενιτιάς, δ ίνονταν ομοίως σε σάλες που νοίκιαζαν ή που παραχωρούσαν δωρεάν συμπατριώτες μαγαζά­τορες.

Η ε ίσοδος της χοροεσπερίδας ήταν με ε ισιτήριο. Σε μια γωνιά της αίθουσας στηνόταν μπουφές με γλυκά και αναψυκτικά.

Η ορχήστρα αποτελούνταν από συμπατριώτες ερασιτέχνες ορ­γανοπαίχτες - συνήθως μαντολίνα, γκαρμόό'κα ( = ακορντεόν) και κιθάρες - χωρίς αμοιβή βέβαια, γιατί κι εδώ οι ε ισπράξε ις θα πήγαι­ναν για το σκολειό.

Ευθύς με την έναρξη της χοροεσπερωας εκλεγόταν ένας χοράρ­χης . Τούτος ήταν ένας από τους χορευτές της βραδιάς που δ ιεύθυνε την εκτέλεση των χορών, κατά περίεργο όμως τρόπο με Γαλλικά παραγγέλματα!

Άρχιζε ο πρώτος χορός. Ύστερα από αρκετό χρόνο ο χοράρχης έδινε την εντολή .

- Promenade, δηλαδή περίπατος. Οι χορευτές κρατώντας τις ντάμες τους με το δεξί χέρι με χέρι,

καθώς κι εκείνες, προχωρούσαν κυκλικά στην πίστα με ισόχρονα μικρά βηματάκια.

- Changez les dammes, διέταζε τώρα ο χοράρχης . Αλλάξτε τις ντάμες.

Οι χορευτές αλλάζανε τις ντάμες τους παίρνοντας ο καθένας τη ντάμα του επόμενου ζευγαριού, η οποία έκανε ένα βήμα μπροστά και έπιανε από το χέρι το νέο καβαλιέρο της .

Ο χοράρχης μπορούσε να διατάξε ι. - Changez deux dammes ή trois dammes, αλλάξτε δυο ή τρεις

ντάμες, οπότε γινόταν αλλαγή δυο ή τριών χορευτριών. Μετά τις αλλαγές αυτές που έδιναν κάποια διαφορετική κίνηση

και εναλλαγές της ντάμας των χορευτών, πράγμα ευχάριστο για τους κα�αλιέρους, ο χοράρχης διέταζε .

5 8

Page 57: Επιστροφή των Αργοναυτών

- Balancez, δηλαδή χορέψτε και ο χορός συνεχιζόταν. Αφού τα χορευτικά ζευγάρια χόρευαν έτσι αρκετά, κι όταν ο

χοράρχης νόμιζε πως είναι κατάλληλη πια ώρα, δ ιάταζε. - Au Bouffe, δηλαδή στον μπουφέ. Ο χορός σταματούσε, οι ντάμες περνούσαν το δεξιό χέρι τους

στον κεκαμμένο αριστερό βραχίονα του καβαλιέρου τους και προ­χωρούσαν τα χορευτικά ζεύγη στον μπουφέ, που είδαμε, σε μια γωνιά της σάλας, και εκεί οι χορευτές πρόσφεραν γλυκίσματα στη ντάμα τους. Αυτά γίνονταν κατά αραιά διαστήματα, κατά την κρίση του χοράρχη .

Βέβαια το χαράτσι του γλυκού aποζημιωνόταν με την ευκαιρία της, σύντομης έστω, συνομιλίας με τη ντάμα, πράγμα τόσο δύσκολο την εποχή εκείνη, ιδίως αν επρόκειτο για δυο νέους ερωτευμένους. Η ευκαιρία ήταν θαύμα.

Οι χοροί πολλές φορές κρατούσαν έως τις πρωινές ώρες. Άλλη ευκαιρία γιορτής και χαράς ήταν οι ονομαστικές γιορτές. Κάναν επισκέψεις στους εορτάζοντες. Τα τραπέζια στρωμένα,

γεμάτα με όλα τα καλά. "Φα·tα, ποτία", καλπάcrια, κρέατα, μεζέδες χίλιων λογιών και

άφθονο μαύρο Κιρτζήδικο κρασί. Κάποιος από τους διασκεδαστές θα έπαιζε οπωσδήποτε μαντο­

λίνο , άλλος κιθάρα, άλλος γκαρμόcrκα και έτσι το γλέντι άναβε. Με την έναρξη της κρασοκατάνυξης εκλεγόταν ο αρχηγός του

γλεντιού "ο ταμουτάς", στις εντολές του οποίου έπρεπε να υπακούουν άπαντες. Στην παραμικρή δυστροπία υπακοής επερχόταν ακαριαίως η τιμωρία από τον ταμουτά, η οποία πολλές φορές ήταν καταθλιπτική .

- Πία αλήγορα ημσόν οκάν κρασίν. Μπορούσες να μη το πιεις; Η ποσότητα δ ιπλασιαζόταν σε πε­

ρίπτωση δυστροπίας με νέα άμεση εντολή , οπότε η ζάλη επερχόταν ακαριαία και το νοκ-άουτ ήταν αναπόφευκτο.

Με τον ερχομό της ευθυμίας άρχιζε το τραγούδι. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τους Βαλκανικούς πολέ-

μους και τα τραγούδια των χρόνων εκείνων τραγουδιόνταν ακόμα. Για δες ο Αβέρωφ πώς βροντά τα κύματα πώς σκίζει, Τα Δ αρδανέλια, τα Στενά, Τα Κάστρα βομβαρδίζει. Έ βίρα, βίρα γεια σας,

5 9

Page 58: Επιστροφή των Αργοναυτών

ή

Τα κατσαρά μαλλιά σας, Έ βίρα να βιράρουμε αμάν, αμάν Την Πόλη για να πάρουμε.

Εγώ είμαι ο ναύτης του Αιγαίου Κρεβάτι έχω τα βαθιά νερά· Και για την ένδοξη πατρίδα Είμαι όλος φλόγα και φωτιά.

ή το αλληγορικό και παραπονιάρικο Όλα τα 'λάφια βόσκονται. Κι όλα δροσολογούνται Και μια λαφίνα ταπεινή Δ εν πάει κοντά με τ' άλλα.

Κι ύστερα το Ρούσικο Αγιαπλούάκα τη κουτακότιτσα

Κι άρχιζε το τάchi ή το κρακαβιάκ. Και επέρχονταν ακάθεκτοι οι ποντιακοί χοροί "Τικ", "Ομάλ",

τη "Πατούλας" ή "Λετσίνα" και πάει λέγοντας. Και στο τέλος "έπαιζαν τη Μητερίτσας" Μητερίτσα μου γλυκειά Έχω μια αγαπητικιά . . . Και τα χαράγματα έφταναν. Όλοι εύθυμοι και τσακίρ μεθυσμέ­

νοι έβγαιναν "ς σα ούλιτσας", στους δρόμους και τραβούσαν για τα σπίτια τους, γελώντας, αστε ιευόμενοι και ψιλοτραγουδώντας. Αυτά στα γλέντια.

Επαγγελματικά οι πιο πολλοί ήσαν μικρομαγαζάτορες και μι­κροπωλητές.

Άλλοι ήταν "ραποτόικοι" ( = εργάτες), άλλοι ιδιωτικοί υπάλλη­λοι κι άλλοι άτεχνοι και φουκαράδες, έκαναν "τσιότι" ( = λούστρο) στις πλατείες και στους δρόμους. Όλοι τους κυνηγοί του ψωμιού της φαμέλιας έκαναν οποιαδήποτε δουλειά, φτάνε ι να μη στερή σουν το σπίτι τους.

Άσε τους μεγαλόσχημου ς και μεγιστάνες Έλληνες της Ρωσίας, Βαρβάκηδες κλπ. Εκε ίνοι κινούνταν στον κόσμο τους και στις επι­δ ιώξεις τους.

Εμείς μιλάμε για τους φτωχούς Έλληνες Ποντίους που ζήτησαν καταφύγιο στη φιλόξενη χώρα του καλόψυχου Γεωργιάνικου και Ρωσικού λαού.

60

Page 59: Επιστροφή των Αργοναυτών

Τέτοια η ζωή των συμπατριωτών Ελλήνων Ποντίων στη Ρωσία και στη Γεωργία.

Ήσυχη και με τους καημούς και τις χαρές της, σαν τη ζωή όλων των ανθρώπων της γης που τους τυραννε ί ο πόλεμος, η προσφυγιά κι η δυστυχία.

Κι όμως κι έτσι θα ήταν υποφερτή . Μα όλα δυστυχώς στη ζωή αλλάζουν. Κι έρχεται στιγμή η καινούρια δυστυχία να κάνε ι τηγ παλιά να φαίνεται και να θεωρείται καλύτερη και πιο ανεκτή .

Κι ήρθε κι εδώ η καινούρια λαίλαπα. Σύννεφα στη Μικρασία, σύννεφα στο Καρς, σύννεφα στον Πό­

ντο , σύννεφα στο ηρωικό χωριό μας Σαντά, όπου, όπως ε ίπαμε κάπου παραπάνω, οι ηρωικοί Σανταίοι με τον καπετάνιο τους τον Ευκλε ίδη σφυροκοπούσαν τον Τούρκο, που βούλονταν να κουρσέψε ι χωριό και λαό.

Κι ακούω τον πατέρα και τους θ ε ίους μου να μιλούν σοβαρά. Απαισιοδοξία αναδίνουν οι λόγοι τους.

"Οι καιροί δυσκολεύουν. Έρχονται μέρες δύσκολες", λένε . Το ταπε ινωμένο θηρίο στο τέλος του παγκόσμιου τωρινού πο­

λέμου ξαναζωντανεύει. "Ας ε ίναι καλά ο ι προκομμένοι σύμμαχοι της Ελλάδος, ας ε ίναι

καλά ο ι πολιτισμένοι της Ευρώπης που ρίχνουν στα δόντια ενός βάρβαρου λαού ένα δύστυχο ανυπεράσπιστο λαό", συνεχίζουν.

Παιδάκι εγώ διαισθάνομαι πως κάτι κακό προμηνύεται. Τι μας περιμένει ακόμη άραγε ; Απλά, απλούστατα ο οριστικός

ξεριζωμός του Ποντιακού Λαού αρχίζει .

* * *

ΚΑΙ ΠΡΩΤΑ από τον Καύκασο, την περιοχή του Καρς. Δεν ε ίναι εδώ ώρα ούτε χώρος για ιστορικές αναφορές και

δ ιακριβώσεις. Όμως το τραγικό εκείνο 1 92 1 ε ίναι ο χρόνος του ξεριζωμού των

Ελλήνων Ποντίων της περιοχής εκείνης, του Καρς δηλαδή. Ο ι Ρώσοι μετά την επανάστασή τους του '17, έφυγαν κι άφησαν

τον τόπο στο έλεος των Τούρκων. Κι ο Τούρκος ε ίναι πάντα και παντού Τούρκος.

Από παλιές προσφυγιές στη φιλόξενη Ρωσία και στη Γρούζια,

6'1

Page 60: Επιστροφή των Αργοναυτών

στην περιοχή αυτή , όπως και σ' άλλες ρωσικές περιοχές, είχαν δη­μιουργηθεί ποντιακά χωριά και οικισμοί, νο ικοκυριά, κτήματα, πε­ριουσίες, ζωή .

Ζούσαν οι Πόντιοι Έλληνες εκεί ήσυχα και ευτυχισμένα χωρίς το φόβο του αλλόπιστου. Ρίζωσαν και κλάδωσαν κι ήταν ευχαριστη­μένοι.

Βέβαια πάντα τους συνείχε η νοσταλγία της πατρώας ποντιακής γης κι η αγάπη για τη μητέρα Ελλάδα, που τη λάτρευαν σαν μια γλυκιά συναισθη ματική οπτασία και την αισθάνονταν κοιτίδα των παραδόσεων της φυλής.

Γι ' αυτό ποτέ δεν έκοψαν τον ψυχικό δεσμό τους με την Ελλη­νική μητρόπολη, φροντίζοντας τα σχολειά τους, λαμπρύνοντας τις εκκλησίες τους, δεμένοι με τη δ ιάλεκτό τους, προσκολλημένοι στα πατρογονικά ήθη και έθ ιμά τους.

Τα χωριά κι οι οικισμοί τους ήταν μικρές Ελλάδες μ' όλη τη ζωντάνια της φυλής κι όλη την πονεμένη νοσταλγία του ξενιτεμένου.

Και τώρα; Τώρα με την υποχώρηση των Ρώσων όλος τούτος ο κόσμος

παραδίνεται στον αφανισμό. Δεν είναι πια δυνατό ν' αντέξουν οι Πόντιοι Έλληνες του Καρς

σε καινούριους φόνους, ·5ηώσεις, πυρπολήσεις, λεηλασίες, aτιμώσεις - το προσφιλές βάρβαρο σπορ του βάρβαρου ασιάτη .

Κι η απόφαση η μεγάλη παίρνεται. Φεύγουν πια για τη μητέρα Ελλάδα. Θα κατεβούν στο Τιφλίς, στο Κουταίς, στο Βατούμ κι από κει

με καράβια θα πάνε στην Ελλάδα, στη γη των πατέρων, που τους περιμένει.

Κι ετοιμάζονται και ξεκινούν. Φορτώνουν στα κάρα τα όσα υπάρχοντά τους μπορούν, τους

γέρους γονείς, τα μικρά μωρά τους και ξεκινούν τη δύσκολη πορεία. Ετέρεσα και ν ' ετέρεσα τη πόρτας τ ' αραμάδας και ν ' ο Πυλώρωφ έλεεν γοaέψτεν τ ' αραπάδας. Αφήνουν πίσω τα πάντα, σπίτια, νοικοκυριά, κτήματα, ανα-

μνήσεις. Αρ έχετεν υίαν κρύα νερά κι εσύ τ ' εμόν χωρίον θα πάμε 'ς σην Ελλάδαν, γιαρ, να ζουμ ' άλλο καλλίον. Ο δρόμος μακρός, επίπονος, επικίνδυνος. Κατά την πορεία ένοπλες συγκρούσεις με ληστοσυμμορίες πλια­

τσικολόγων Τούρκων, βροχές, χιόνια, πείνα, εξαντλητική κόπωση ,

62

Page 61: Επιστροφή των Αργοναυτών

αγωνίες, θάνατος . Πορείες μηνών, δύσκολες, επικίνδυνες πορείες. Κι αυτοί πο­

ρεύονται. Καη μένε, δύστυχε, κακότυχε, Ποντιακέ Λαέ ! Αιώνες σε δυναστεύει η δυστυχία κι ο πόνος κι η πορεία κι η

προσφυγιά! Τόχει το ριζικό μας ! Έτσι κάποιες μέρες τα πρώτα καραβάνια των δυστυχισμένων

Καρσλήδων φτάνουν στο Κουταtς. Συναγερμός στην Αδελφότητα του συλλόγου της πόλης. Κινητο­

ποίηση των πάντων για τους δυστυχισμένους αδελφούς. Έρανοι με­ταξύ των συμπατριωτών, εθελοντικές προσφορές.

Μα τι μπορούν να κάνουν όλοι αυτοί μπρος στην πλη μμυρίδα του πλήθους των οδοιπόρων του ξεριζωμού;

�Ο,τι να κάνουν είναι λίγο. Ο κόσμος αυτός δυστυχεί και πεινά. Και τότε ξεπετιέται κι η μητέρα μου. Η πάντα φιλόπτωχη μητέρα

μου, που σ' όλη της τη ζωή πάντα έτρεχε να βοηθήσει εκεί όπου υπήρχε φτώχεια και πόνος.

Ένα βράδυ ο πατέρας μου της μιλάει για κάποιον τρανοφαμε­λίτη Παύλο Τσαλικίδη, πρόσφυγα από τους Καρσλήδες αυτούς, που πήγε στο φούρνο μας και -:ι;ου ζητιάνεψε ένα ψωμί. Της είπε μάλιστα πως συμφώνησαν για κάτι.

Η μητέρα μου δακρύζει. Στο σπίτι απόψε βασιλεύει μελαγχολία. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί η μητέρα μου λέει. - Ναι ρίζα μ', φορ' κι ετοιμάγ' καπ' θα πάμε. Ανέκαθεν ή μουν ο συνοδός της. - Καλόν, μητέρα. Κρατεί στ' αρ ιστερό της χέρι μια καρζίγκα ( = τσάντα) γεμάτη

τρόφιμα, με το δεξί εμένα και προχωράμε. - Χάιτε πουλί μ', χάιτε. Να έξερες πού πάμε. Άμον εσέν παι­

δόπα και κορτσόπα πεινούν, γ ιάβρ ι μ'. Πατρ ιώτες μας έρθ αν μουαtζήρ α' σή Καρδ'ή τα χωρία και πεινούν και δ ιψούν. Χάιτε όσον ντ' επορούμε ας πατούμε κα' τα ψύα 'τουν.

- Να.ίλλοί το Ελλενικόν το γ ένος, γ ιάβρ ι μ' και τα ποντιακά τα ψύα. Ο Τούρκον και τα βάσανα πάντα η συντροφία 'τουν.

- Να.ίλλοί και να βαί εμέν. Χάιτε, πουλόπο μ', χάιτε. Και πήγαμε. Έξω από την πόλη , το Κουταίς, μέσα σε μια ευρύχωρη έκταση ,

ήταν ένα μεγάλο πολύ μεγάλο κτίριο, η "Κάζαρμα". Κάζαρμα λέγανε τα μεγάλα κτίρια και ιδίως τους στρατώνες,

63

Page 62: Επιστροφή των Αργοναυτών

που μπορούσαν να στεγάσουν πολύν κόσμο. Στην προκειμένη Κάζαρμα ε ίχαν φτάσε ι και εγκαταστάθηκαν

μια απ' τις φάλαγγες των Καρσλήδων Ποντίων που πορευόταν κι αυτή στο Βατούμ.

Ήταν ένα τεράστιο κτίριο, δ ιώροφο, με πολλά μεγάλα παράθυ­ρα, σε κακή κατάσταση . Από τους εξωτερικούς τοίχους έλε ιπαν σου­βάδες που έπεσαν με τον καιρό και την εγκατάλε ιψη .

Απ' τ α παράθυρα κρέμονταν πολύχρωμα ρούχα, "τσούλια" ( = πανιά) για στέγνωμα, κουρέλια και ό,τι άλλο κρεμούσαν οι ένοικοι Καρσλήδες .

Έτσι έμοιαζε το κτίριο σαν σαραβαλιασμένο, παράξενο ση μαιο­στολισμένο καράβι, που έσερνε ένα παρδαλό δυστυχισμένο ανθρώ­πινο κοπάδι. Γύρω, στην πεδινή έκταση που περιέβαλλε το κτίριο, κάρα, βουβάλια, βόδια, άλογα, σκυλιά, ένα ζωικό συνονθύλευμα άτακτο και aνορθόγραφο.

Κι ένα πλήθος γέροι με μακριές άτακτες γενειάδες, με ποικι­λόχρωμα ρούχα, με τσαρούχια και παπάχα ( = γούνινα καπέλα) , γριές με λετcrέκια ( = κεφαλόδεσμους) και φοτάδες ( = ποδιές) , με­σοκαιρίτισσες γυναίκες χλομές και ταλαιπωρημένες. Κι όλα μαζί ένα ποικίλο σύνολο που εκινείτο και βού ιζε, ένα σύνολο ζωής και ύπαρ­ξης.

Να εκεί κάτω μια γυναίκα που έπλενε . Πάνω σε δυο πέτρες στήριξε το δ ίλαβο ( = με δυο λαβές) λεβέτι, άναψε από κάτω χοντρά ξύλα και ζέσταινε νερό για την πλύση της.

Πιο εκεί δυο τρία γεροντάκια καθισμένα κατάχαμα κάπνιζαν τα "γαλιώνια" ( = πίπες) τους και ε ίχαν δοθε ί στο τόσο προσφιλές στους γέρους κουβεντολόγι.

Να κι ένας νιος που κρατούσε απ' τα γκέμια δυο άλογα και πήγαινε να τα δέσε ι στους πασσάλους τους. Μόλις τα ε ίχε πάε ι για πότισμα.

Μα πάνω απ' όλα έβλεπες τη δυστυχία και τη φτώχε ια να περ­πατάε ι μέσα στη γενική τούτη ε ικόνα των δύστυχων ξεσπιτωμένων ανθρώπων αυτών.

Κι η μητέρα μου κοίταξε, κοίταξε την Κάζαρμαν κι ύστερα έφερε το μαντίλι στα μάτια.

Κι εγώ με ορθάνοιχτα μάτια κοίταζα την ε ικόνα αυτή της αν­θρώπινης δυστυχίας, όπως ασφαλώς φαινόταν στα μάτια ενός μικρού παιδ ιού, που πρωτογνώριζε τέτοιες σκηνές ανθρώπινης δυστυχίας, που ασφαλώς θα έβλεπε αργότερα κι άλλες, πιο πολλές, και πιο

64

Page 63: Επιστροφή των Αργοναυτών

δραματικές, του δράματος, που άρχιζε με τον ξεριζωμό ενός λαού. Όταν ανε βήκαμε τις σκάλες, που οδηγούσαν στον πρώτο όροφο

της Κάζαρμας κ� όπου ε ίχαν κουρνιάσε ι οι οικογ ένειες , η μητέρα μου ρώτησε κάποιον.

- Πατριώτη εξέρτς να δε ίκ'ς με την φαμέλιαν τη Παύλονος τη Τόαλικίδη ;

- Α, τον Τόαλίκ' τον Παύλον; Εγρωνίζ' άτον πως 'κι ξέρω. Έλα α δεκνύζω σ' άτον.

Και πήγαμε. Μέσα στην τεράστια έκταση , που ε ίχε ο όροφος, σχηματιζόταν

μια αίθουσα τεραστίων διαστάσεων με κάτι ξύλινες κολόνες - χοντρά δοκάρια - που στήριζαν την οροφή . Ήταν κάτι σαν τα ση μερινά καπνομάγαζα, που επεξεργάζονται οι καπνεργάτες τα καπνόφυλλα.

Τα βλέμματα ολωνών ήταν καρφωμένα πάνω μας. - Ποια ε ίναι τούτη η ομορφογυναίκα η καλοντυμένη , με τη

μεταξωτή μαύρη σάρπα της και το βαθυκύανο κοντογούνι; Μια στιγμή ο οδηγός που "εγρώνιζεν" τον Τόαλίκ' σταμάτησε

μπροστά σ' ένα από τα χωρίσματα που κάναν οι γυναίκες με τα υπάρχοντά τους για να οριοθετήσουν "την κάμαρά τους" .

Η νοικοκυρά ε ίχε στρωμένο κάτω "έναν στρώμαν". Στην πλευρά προς τον τοίχο ήταν ακουμπισμένα και στοιβαγμένα σκεπάσματα και μαξιλάρια, σε άλλη θέση παρακεί, πάνω σ' ένα "γιάόικο" ( = ξύλινο κιβώτιο) μερικά κουζινικά,και στον τοίχο ψηλότερα απ' τα κρεβατι­κά ένα σανίδι στηριγμένο στον τοίχο κι απάνω μια ε ικόνα κι ένα φλιτζάνι με λάδι και φυτίλι για καντήλα, που άναβε κι εκείνη τη στιγμή .

Μια φτωχοντυμένη μεσοκαιρίτισσα γυναίκα καθόταν σ' "έναν χαμελόν σκαμνόπον" ( = σε ένα χαμηλό σκαμνάκι), είχε μπροστά της μια κοπελίτσα ίσαμε 12-13 χρόνων και της έπλεκε σε κοτσίδες τα μαύρα μακριά μαλλιά της.

- Αούτε εν' τη Τόαλίκ' η γαρή, ε ίπε ο συνοδός μας και έφυγε .

γαρή ;

Καλη μέρα, κοδέσπαινα, τη χαιρέτησε η μητέρα μου . Καλησημέρα, καλοκυρά, απάντησε εκε ίνη και συνέχισε . Έλα κάθ'κα. Εσύ θα ε ίσαι τη Φωκίωνος, τη φουρουντζή η

- Κι εσύ τη Παύλονος τη Τσαλικίδη ; - Ναι, ε ίπαν κι οι δυο μαζί. · Η φτωχογυναίκα του Τόαλίκ' της πρόσφερε το σκαμνάκι που

καθόταν.

65

Page 64: Επιστροφή των Αργοναυτών

Ευχαριστώ, ε ίπε η μητέρα μου. Εσε ίν απ' αδά Κουτα·ίσλήδες ε ίσνε. Αέτς 'κι εν' ; Ναι ατώρα απ' αδά ε ίμες, απάντησε η μητέρα μου. Άμαν

εμείς πα ας σον Πόντον ε ίμες. Εμείς πα ας ση Τουρκάντας έφυγαμε κι έρθαμε αδά 'ς σην Γρούζιαν. Εμε ίς πα υπόφεραμε, άμα ατώρα, δόξα σοι ο Θεός, καλά ε ίμες.

- Εμείς άμον ντο ελέπς, καλοκυρά, εφέκαμε τα μέρια και το β ίον έμουν κι' επαίραμε τα δρόμια. Θα πάμε 'ς σο Πάτο μ κι ' επεκεκά 'ς σην Ελλάδαν, σην πατρίδαν - εμουν. Γουρπάν να ίνουμε εγώ σ' εσέν, Ελλάδα, και σ' όνεμα σ'.

Είπε κι έκανε το σταυρό της. Η μητέρα μου δεν έλεγε τίποτα. Κοίταζε την κοπελίτσα που μας

κοιτούσε με τα ωραία χοντρά μαύρα μάτια της, όλο συμπάθε ια και αθωότητα.

- Εξαίρτς για τ' όποιον έρθα, ε ίπε μια στιγμή η μητέρα μου . Ο άντρας-ι-μ κι ο άντρα-ισ-σ' οψέ ε ίπαν ντο θα έλεγαν. Εγώ

έρθα οσή μερον να εγνωρίζω σας. Σε λίγο ήρθε κι ο Παύλον ο Τaαλίκς, ο χαζιάινον ( = ο νοι­

κοκύρης) και τα υπόλοιπα τρία παιδάκια του, δυο αγοράκια και ένα κοριτσάκι ακόμα. Καθαρά, περιποιημένα, με τη φτώχε ια ολοφάνερη.

Έγραψα κι αλλού πως "η φτώχε ια έχε ι το προνόμιο να γ ίνεται αμέσως αντιληπτή".

Κι εδώ το ίδ ιο συνέβαινε . Άλλωστε όλοι κι όλα γύρω αυτό διαλαλούσαν : Τη φτώχε ια . . . Και τα τρία παιδάκια μας κοίταζαν περίεργα κι ερευνητικά, όμως ο πιο μικρός πιτσιρίκος ήρθε κοντά μου, μ' έπιασε από το χέρι και το κουνούσε ρυθμικά και γελώντας.

Είπαν και συζήτησαν αρκετά η μητέρα μου κι οι Τaαλίκηδες και στο τέλος σηκώθηκε η μητέρα μου και αποχαιρετώντας τους, ρώτησε την κοπελίτσα με τις πλεξούδες .

- Και πώς λέγ'νε σε, το κορίτσ-ι-μ'; Κι η κοπελίτσα με τις μακριές μαύρες πλεξούδες, που τις έπλεκε

η μητέρα της, αποκρίθηκε συνεσταλμένα. - Ραχήλη . - Έμορφα, ε ίπεν η μητέρα μου . Φαίνεσαι καλό και φρόνιμο

κορίτσι. Αντίο σας. Στην έξοδο από την αίθουσα και στο κεφαλόσκαλο, ο Παύλον

ο τσαλίκς έσκυψε και ε ίπε στη μητέρα μου.

66

Οπουρνά τουρβαδύ, κυρά, ας έρχουμαι φέρ' ατεν. - Καλόν, ε ίπεν η μητέρα μ'.

Page 65: Επιστροφή των Αργοναυτών

Φύγαμε, αφού η καρζίγκα με τα τρόφιμα . . . ξεχάστηκε στη μάνα της Ραχήλης.

Δεν ξεχάστηκε βέβαια. Απλούστατα αφέθηκε εύσχη μα να την πάρε ι η φτωχή οικογένεια του Παύλου του Τσαλικίδη . Σε τέτοια ήταν "μάνα" η μητέρα μου.

Η μητέρα μου ήταν μια ιδ ιότυπη χριστιανή . Δεν ε ίχε αγαθές σχέσεις με το ιερατείο. Δεν πήγαινε σχεδόν στην εκκλησία. Μισούσε την επιδεικτική άσκηση της πίστης . Οι τελετές κι ο ι πολυτέλε ιες, έλεγε , έβλαψαν το Χριστιανισμό .

- Αγάπα τον συνάνθρωπό σου. Ζήσε και συμμερίσου τον πόνο του . Φρόντισε, όπως μπορε ίς , να τον ελαφρώσε ις. Μην αδικείς. Να ε ίσαι Χριστιανός έμπρακτα και όχι λεκτικά. Να ε ίσαι ταπε ινός και δίκαιος. Ο Χριστιανισμός ε ίναι Αγάπη-πράξη κι όχι αγάπη-λόγια.

Γι' αυτό, πάντα όσα ε ίχε και όσα μπορούσε, τα διοχέτευε, κρυφά κι ανεπίδεικτα, στην ανακούφιση της δυστυχίας του συνανθρώπου.

Και τώρα έβρισκε το δρόμο της . Αφοσιώθηκε όσο μπορούσε στη βοήθε ια στους δυστυχισμένους εκείνους που πορεύονταν το δρό­μο της λευτεριάς μέσα σε φτώχεια και δυστυχία.

Ανά δεκαπενθήμερο, κάθε δεύτερο Σάββατο βράδυ, φόρτωνε του κόσμου τα τρόφιμα σε έναν ε βραίο χαμάλη και έφτανε στην Κάζαρμα και εκεί, έξω στην αυλή, στα σκοτεινά, να μη δ ε ι κανείς τη φιλανθρωπία της, τα μοίραζε στους δυστυχε ίς Καρσλήδες, τους φτωχούς και στερη μένους, κι ερχόταν στο σπίτι κατάκοπη κι ευτυ­χισμένη .

Κι ο πατέρας μου, ο χρυσός εκείνος πατέρας μου, γεμάτος συγκατάβαση και συναίνεση, την καλωσόριζε .

- Έλα, Ευρύκλη, έλα κάθ'κα. Ενεγκάστες, κοκώνα μ'; Έτσι γυρίσαμε κι εκείνη την η μέρα στο σπίτι. Και την επομένη

το βράδυ, την ώρα που ήρθε κι ο πατέρας απ' τη δουλε ιά του στο φούρνο, κι η μητέρα έστρωσε το τραπέζι και τρώγαμε όλη η ο ικογέ­νεια.

Τακ, τακ, τακ. Κάποιος χτυπάει την πόρτα. - Ποιος ε ίναι; ε ίπε η μητέρα και άνοιξε . Και να ! Στεκόταν εκεί έξω, στο κατώφλι, ο Παύλος ο Τσαλικίδης με τη

Ραχήλη. Έβγαλε το "παπάχ"' του, έκανε μια ταπε ινή υπόκλιση και χαιρέτησε.

Η καημένη η Ραχήλη, στεκόταν πλάγι του , άναυδη και χαμηλο­βλεπούσα.

67

Page 66: Επιστροφή των Αργοναυτών

- Καλησπέρα σας, ε ίπε . Έγκα σας την Ραχήλην, άμον ντο ε ίπαμε.

- Έλα, κορίτσ-ι-μ, έλα μ' εντρέπεσαι. Έλα απέσ' . Ελάτεν, ε ίπε η μητέρα μου.

Μπήκαν. Στάθηκαν ακίνητοι. - Καλωσώρισετεν, ε ίπε κι ο πατέρας μου. Εμε ίς τα παιδιά, τ' αδέλφια μου κι εγώ, κοιτάζαμε έκπληκτοι. Η μητέρα μου έβαλε στο τραπέζι δυο βαθιά πιάτα και σέρβιρε

στον Παύλο και στη Ραχήλ η ζεστό φαγητό, ποντιακό καρτοφλίν. Έκαναν το σταυρό τους και έφαγαν μαζί μας. Εν τω μεταξύ η μητέρα μου μπήκε 'ς σην "κούχνην" ( = κουζίνα)

και γέμιζε μια τσάντα μ' ό,τι ε ίχε και δεν ε ίχε, να τα δώσει στον Παύλον τον Τοαλίκ' , όταν θα έφευγε .

Σαν aποφάγαμε όλοι ο Παύλος έσκυψε και φίλησε τη Ραχήλη του .

- Αντίο σουν, ε ίπε . Ας ελέποο σε χαη_άο ικα Ευρύκλη , την Ραχήλ ην.

Μας κοίταξε όλους δακρυσμένος και έφυγε . Κι η Ραχήλη έκλαιγε και τα δάκρυά της έτρεχαν από τα χοντρά

μαύρα μάτια της. - Έλα, έλα, γιαβρόπο μ', Ραχήλη, έλα μη κλαις. Από οσήμερον

θα ε ίσαι το τρίτον το κορίτο- ι-μ με τ' άλλα δύο κορίτοι_α μ', την Μαρίκαν και την Ουρανίαν. Κι όσα φοράς, και όνταν θ έλτς, θα πας να ελέπ'ς τον κύρη σ' και τη μάνα σ' και τ' αδελφόπα σ', έλεγε η μητέρα μου.

Είπε, έσκυψε, φίλησε τη Ραχήλη στις όμορφες πλεξούδες της και έκλε ισε την πόρτα.

Κι από τότε, μέχρι να φύγουν εκείνοι οι Καρσλήδες για το Βατούμ, η ο ικογένε ιά μας απέκτησε κι άλλη κόρη , τη Ραχήλη, κι ο πατέρας μου συντηρούσε κι άλλη ο ικογένε ια, του Παύλου Τσαλικίδη, κι η μητέρα μου εξασκούσε το Χριστιανισμό της τον ιδιότυπο, βοη­θώντας, όσο μπορούσε, τους δυστυχισμένους του δυστυχισμένου ε­κε ίνου κοπαδιού των αδελφών μας, που πήραν το δρόμο της προ­σφυγιάς.

* * *

68

Page 67: Επιστροφή των Αργοναυτών

ΑΠΟ ΤΗΝ άλλη μέρα η ο ικογένε ιά μας απόκτησε κι άλλο μέλος κι εγώ κι άλλη αδελφή .

Η μητέρα μου την πήγε στην αγορά και της πήρε παπούτσια, κάλτσες, κορδέλες και αγόρασε ωραία υφάσματα για να της ράψε ι φουστανάκια. Εκε ίνη έδινε εντύπωση ευχαριστημένης, όμως παρόλα αυτά, τις πρώτες μέρες, κάπου-κάπου έβλεπες κόκκινα τα ματάκια της, δε ίγμα πως έκλαιγε κρυφά τη νύχτα στο κρε βατάκι της . Θυμόταν ασφαλώς τους δικούς της.

Ό μως σιγά-σιγά γαλήνεψε . Σ ιγά-σιγά και πιο πολύ μας συνήθ ιζε και μας αγαπούσε . Αποκαλούσε πια τη γιαγιά μας τη Ζωή "Καλομάνα Ζώη", τη

μητέρα μου "Μάνα Ευρύκλη", τον αδελφό μου το Θεόφιλο "Πάόια Θεοφίλ" ( = αδελφέ Θεόφιλε ), τις αδελφές μου "πάτόη Μ άρια" ( =

αδελφή Μαρία), "πάτόη Ουράνια" ( = αδελφή Ουρανία) κι εμένα δεν ξέρω πως της ήρθε και μ' αποκαλούσε 'Τούμπαρε Συμίων" ( = κουμπάρε Σ ίμο ) .

Γούμπαρε από δ ω , γούμπαρε από 'κει, κ ινδύνευε να μου κολ­λήσει το γούμπαρε αυτό σαν παρατσούκλι ανάμεσα στα γε ιτονόπου­λα.

Με τις αδελφές μου και τα κοριτσάκια της γε ιτονιάς έπαιζε το παιχνίδι "κορνακότ'ς" ή "λίντaια" ( = κουτσό ή πεντόβολα) και με μένα πηγαίναμε στα θελή ματα, που μας έστελνε η μητέρα μου, κρα­τώντας χεράκι-χεράκι και χοροπηδώντας σαν σπουργιτάκια.

Πόσο χαιρόμουν τότε ! Την αγαπούσα αληθ ινά τη Ραχήλη . Έμαθε σύντομα και έστρωνε το βράδυ το κρεβατάκι της, το

τακτοποιούσε το πρωί, και έκανε όμορφα και μετρημένα κάθε δου­λε ιά.

- Να λελεύ'σε η "Καλομάνα η Ζωή", έλεγε η γιαγιά μου, κο­ρίτσ-ι-μ νοικούρ'κον και Χιλεπρόκοφτον.

Εκεί όμως που χαιρόσουν τη Ραχήλη ήταν όταν η μητέρα μου έβαζε μπουγάδα.

Έπαιρνε κι αυτή , σε μια γωνιά της αυλής, "έναν μικρόν σκαφι­δόπον" ( = μια μικρούλα σκάφη) και έπλενε τα ρουχαλάκια της. Ύστερα κρατώντας στο στόμα της ένα-ένα μανταλάκι, τεντωνόταν να φτάσει το σκοιν ί, κι εκεί κρεμούσε τα πλυμένα της σαν πολύπε ιρη νο ικοκυρούλα. Η μητέρα μου τέτοιες στιγμές χαιρόταν το παιδευμέ­νο ποντιόπουλο και δ ιαπίστωνε έμμεσα τη νοικοκυροσύνη και της μάνας της Ραχήλης.

Μερικ ές φορές πήγαινε με τη γιαγ ιά μου τη Ζωή προς τη Φέρμα,

69

Page 68: Επιστροφή των Αργοναυτών

για την οποία μιλήσαμε στα προηγούμενα, να βοσκήσουν την αγε­λάδα της γιαγ ιάς. Όταν γυρνούσε , η Ραχήλη προπορευόταν, ενώ κρατούσε το σκοινί της αγελάδας με το δεξί, κι η γιαγιά ακολουθούσε με μπλεγμένα πίσω στη μέση τα χέρια και σκυφτή και προχωρούσε κι αυτή . Στο άλλο χέρι, στ' αριστερό της, πάντα β έβαια η Ραχήλη κρατούσε κι ένα μάτσο αγριολούλουδα που μάζευε δώρο για τη "Μάνα Ευρύκλη" της. Τι όμορφο αγροτικό σύμπλεγμα! Ήταν ε ικόνα χάρμα. Κι έλεγε η Ραχήλη στη μητέρα μου, σαν της έδινε τα αγριο­λούλουδα, όταν φτάνανε στο σπίτι.

- Μάνα Ευρύκλη, έγκα σε τaιτό'ιάκι,α. Τaατίνι,α ετοπλάεψα'τα. Αδακές τα ραχία μουν τό'ιτaιάκι,α κι έχ'νε . Να έλεπες σ' ε μέτερον το χωρίον σο Γαρς . Τα ραχία μουν τaιτaι,ακοκεντημένα έσον.

Νάξερες και πόσον ερωθύμεσα το χωρίον έμουν! Ο ταήμ οΑβράμ'ς, ο α'λφόν τη κυρού μ', λέει . - Α ιεύ 'νε τα καιρούς και ξαν α κλώσκουμες οπίσ' σα μέρι,α

'μουν. Έσυ, Μάνα Ευρύκλη , ίνανεύ'ς α. - Ν τ' έξερω, γιάβρι μ' . - Ο κύρη μου κι ινανεύε ι,α. Σην Ελλάδαν λέει , και στέκ' . Μοναχόν σην Ελλάδαν θα ευρίκουμ' την ζωήν έμουν. Όσον

πόσον θα ζούμε με τον φόβον τη Τούρκονος; Άμαν εγώ ντ' έχασα με τ' αοίκα; Ατά ε ιν' τρανοιδ ίων δουλε ίας.

Λέγω το τογρίν; - Ναι, γ ιαβρόπο μ'. Καλά λες. Ατά ε ίναι τοι τρανοιδίων και

τοι Βασιλι,αντίων δουλείας. Εσύ , πουλόπο μ', χαρ', παίξον και χόρε­ψαν. Ασ' τα νουνίγματα.

Κι έτσι, πραγματικά, χαιρόταν, έπαιζε και χοροπηδούσε όλη μέρα, σαν ζαρκαδάκι, η Ραχήλη μαζί μας και μας διασκέδαζε και με τις λέξεις που χρησιμοποιούσε στην ομιλία της. Ήταν οι ιδιωμα­τισμοί του Καρσλήδικου ιδ ιώματος που μιλούσε.

- Ν έτό'η Μ άρια, έλεγε στην αδελφή μου τη Μαρίκα, νέτό'η Ουράνια, στην Ουρανία. Εγρωνίζω, οτουρβαδύ, ό'άχποσον, το κο­μέch, η κομεchία και άλλες ήταν λέξε ις της που μας έκαναν να γελάμε .

Νέτό'η εσήμαινε "καλέ", οτουρβαδύ = το βράδυ, aάχποσον =

δώστου χαστούκι, το κομεch = το βουβάλι, η κομεchία = η βουβάλα, εγρωνίζω = το γνwρίζω με αναγραμματισμό, έσον = ήσαν, του ου­δάρ' = η ουρά κλπ. κλπ.

Κι όταν τάλεγε αυτά κι εμείς γελούσαμε, η γιαγ ιά η Ζωή , πιστή

70

Page 69: Επιστροφή των Αργοναυτών

θ εματοφύλακας της γλωσσικής παράδοσης, επενέβαινε . - Ντο γελάτεν το χάταλον, κουτάβ L.,α; Την γλώσσαν αθε κα­

λατό'εύ. Χόό' εμέν πα περιπαίζετεν ντο λέω "Εις Εβραίος" Εις, ατό εν' το σωστόν.

Και πράγματι γελούσαμε πολλές φορές όταν η γιαγιά μας η Ζωή, γριά τότε, καθαρόαιμη Σαντέτσα, έλεγε κανένα ασυνήθιστο μεν ορθότατο παραδοσιακό δε .

Ο ι νέες γενιές πάντα ε ιρωνεύονται τις παλιές βέβαια. Όμως εδώ γελούσαμε και με τα καρσλήδικα της Ραχήλης κι ας ήταν και συνομήλική μας. Μια μέρα πάλι, σαν γυρίσανε με τη γιαγιά από τη βοσκή της αγελάδας της γιαγιάς, η Ραχήλ η πήρε το σκεύος να αρμέξει αυτή .

- Γιοκ, γουρπάντς, Ραχήλη, της ε ίπε η γιαγιά. Ακομάν μικρέσ­σα ε ίσαι. Κι επορε ίς .

- Γιοκ, Καλομάνα Ζώη. Σο χωρίον εγώ έλμεγα την κομεchίαν έμουν. Η μάνα μ' κι επρόφτανεν σ' όλL.,α τα δουλε ίας.

Το βράδυ, σαν γύριζε απ' το φούρνο ο πατέρας μου, η Ραχήλη έτρεχε, του έφερνε τις παντόφλες του, έσκυβε, του φιλούσε το χέρι και του έλεγε σεμνά και όμορφα.

- Καλησπέρα, τάη . Ορίστε τα παντόφλια σ'. - Καλησπέρα, το κορίτσ-ι-μ, της απαντούσε ο πατέρας. Ντ'

έφτας, πούλ-ι-μ; Κι η Ραχήλη ντρεπόταν να μιλήσε ι παραπάνω. Έβαζε κάτω το

κεφάλι και στεκόταν εκεί κοντά σεμνή κι αμίλητη , όπως όριζαν τα συνήθε ια τα τοτινά.

Κάπου-κάπου η μητέρα μου έντυνε με τα καλά της τη Ραχήλη , έπαιρνε γεμάτη την απαραίτητη καρζίγκα, κι ο ι τρε ις μας, αυτές κι εγώ, πηγαίναμε στην Κάζαρμα να δει η Ραχήλη τη μάνα και τ' αδελ­φάκια της . Εφοδίαζε βέβαια η μητέρα μου τη Ραχήλη και με δωράκια για τ' αδελφάκια της, κουλουράκια, χουρμάδες, κ ιό'μίaια κλπ. Στο μεταξύ βέβαια ο πατέρας μου φρόντισε να εφοδιάσει τον Τό'ιαλίκ, τον πατέρα της Ραχήλης, μ' ένα κασέλι, βούρτσες, μπογιές και κα­τηφέδες και τον εγκατέστησε σε μια γωνιά της πλατείας της πόλεως να κάνε ι "τσίστι" ( = λούστρο). Έτσι τα οικονομικά της φαμέλιας βελτιώθηκαν αρκετά. Έτσι περνούσαν οι μέρες κι η Ραχήλη έφτασε να γίνε ι πια αναπόσπαστο μέλος της ο ικογένε ιάς μας, αγαπητό και απαραίτητο.

Αν καμιά φορά, όταν πήγαινε να επισκεφτεί τη μάνα, τον πα­τέρα και τ' αδελφάκια της στην Κάζαρμα, έμενε και κοιμόταν εκεί,

71

Page 70: Επιστροφή των Αργοναυτών

το σπίτι μας λες και άδειαζε. Όλοι αισθανόμασταν την απουσία της. Μερικοί, ίσως θα νομίσατε από την πρώτη στιγμή , πως η μητέρα

μου πήρε στο σπίτι τη Ραχήλη για υπηρ έτρια. Ήδη όμως θα το καταλάβατε πως όχι. Καλόκαρδη, πονόψυχη , ελεημονετικιά και χαροκαμένη καθώς

ήταν η μητέρα μου, δ εν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Απλούστατα πήρε το καη μένο εκείνο κοριτσάκι να το γλιτώσε ι από την πείνα και τα βάσανα των μαύρων εκείνων ημερών αλλά και για ψυχικό για την ψυχή του σκοτωμένου παιδιού της. Ο πόνος της μάνας έβρισκε πα­ρηγοριά σ' ό ,τι έργο αγάπης και βοήθε ιας σε δυστυχισμένα πλάσμα­τα.

Γι' αυτό και ποτέ δεν έβαζε τη Ραχήλη να κάνει οποιαδήποτε δουλειά. Η Ραχήλη ήταν λεύτερο πουλί να πετάει και να χαίρεται. Κανε ίς δεν τολμούσε να της κάνε ι την παραμικρή παρατήρηση , σύσταση ή έλεγχο. Ήταν aρχόντισσα η Ραχήλη , ήταν η αγάπη κι η φροντίδα της οικογένε ιας. Άλλωστε το άξιζε, όπως το ε ίδαμε στα παραπάνω.

Μα κι εκε ίνη το καταλάβαινε και, μέρα με τη μέρα, μας αγα­πούσε πιο πολύ και κάθε μέρα γινόταν περισσότερο μέλος της ο ικο­γένειας. Θάφτανε λες στιγμή που να μη θ έλει πια να γυρίσει στους δικούς της; Να με ίνει πια για πάντα κοντά μας μέλος και αγάπη μας; Μπορε ί.

Δημιουργήθηκε δεσμός αγάπης απ' τη μια και ευγνωμοσύνης από την άλλη , που τέτοιος δεσμός γίνεται άρρηκτος όταν δη μιουρ­γείται σε ώρες δυστυχίας. Κι οι μέρες κι ώρες ήταν τέτοιες .

Μερικές φορές, το καλό μας το κορίτσι η Ραχήλη, καθόταν κατάχαμα στα στρωσίδια της κάμαρης, κούρνιαζε με το κεφάλι στα γόνατα της γιαγιάς της Ζωής και το βλέμμα έμενε aπλανές και ονε ιροπαρμένο. Ποιος ξέρε ι πού πλανιόταν με τη φαντασία της;

Λες σε κανένα λιβάδι του χωριού της, όπου με άλλα παιδιά, αγόρια και κορίτσια του χωριού, βόσκανε τα βουβάλια και τις βου­βάλες τους;

Ποιος ξέρει; Η φαντασία ε ίναι το πιο αδέσμευτο πράμα και κανε ίς δεν μπο­

ρεί ούτε να την δεσμεύσει ούτε να συλλάβε ι τα οράματά της πάντοτε, και πιο πολύ μάλιστα όταν ε ίναι οράματα νοσταλγίας.

Κι η μικρή Ραχήλη, το ξενοπέταχτο τούτο πουλάκι, έπλεε φαί­νεται στον ονειρεμένο κόσμο της παιδ ικής νοσταλγίας. Και τον ζούσε.

72

Page 71: Επιστροφή των Αργοναυτών

Καημένη Ραχήλη, όταν τα λουλουδάκια ξεριζώνονται και μετα­φυτεύονται αλλού, πάντα νοσταλγούν το χρυσό ήλιο και τη γλυκιά δροσούλα της πρωτινής τους γης ! Έτσι κι εσύ ασφαλώς.

Έτσι περνούσαν οι μέρες, έτσι πέρασαν ο ι μήνε ς κι ήρθε και το τέλος της όμορφης τούτης παρένθεσης της ο ικογενε ιακής μας ζωής. Πάντα τα όμορφα τελε ιώνουν γλήγορα.

Ένα βράδυ ήρθε ο πατέρας απ' το φούρνο του και μας ε ίπε το μαντάτο .

- Αύριο θάρθε ι ο Τδιαλίκ'ς να πάρε ι τη Ραχήλη . Μεθαύριο πρωί οι Καρσλήδες της Κάζαρμας φεύγουν για το Βατούμ. Έφτασε στο λιμάνι καράβι ειδικά γι' αυτούς, με το οποίο φεύγουν για την Ελλάδα. Ετοιμάστε το παιδί.

Μελαγχολία και λύπη βασίλευε στο σπίτι . Χάναμε τη Ραχήλη μας ! Το πουλάκι της χαράς και της αγάπης μας μας αφήνει. Τι κρίμα! Οι αδελφές μου δάκρυσαν. Η γιαγιά η Ζωή, η μητέρα μου , στενα­χωρέθηκαν. Η Ραχήλη έκλαιε. Εγώ κρατούσα το χέρι της και δ εν ήθελα να τ' αφήσω. Με πονούσε ο χωρισμός. Ο χωρισμός κι ο πόνος μιας παιδικής συμπάθε ιας και αγάπης.

Την επομένη ετοιμάσανε τη Ραχήλη, τα ρουχαλάκια της, κ ι ό,τι άλλο θα της έδινε η μητέρα. Κάναν κάθε άλλη συμπληρωματική προετοιμασία και, την μεθεπομένη, πρωί-πρωί, κινήσαμε όλοι μας η μητέρα μου, οι αδελφές μου, η Ραχήλη κι εγώ για την Κάζαρμα. Την κρατήσαμε μέχρι την τελευταία μέρα. Η γιαγιά η Ζωή πάνω στην εξώπορτα έσκυψε και φίλησε τη Ραχήλη . Εκείνη έσκυψε και της φίλησε το χέρι.

- Ατίο, Καλομάνα Ζωή, ε ίπε το κοριτσάκι, η Ραχήλη μας. - Ατίο. Σο καλόν, πούλ- ι-μ, μουρμούρισε κι η γιαγιά. Χαιρέτα

με τον κύρη σ' και τη μάνα σ'. Άιτς πούλ-ι-μ σο καλόν. Είπε και φύγαμε. Στην Κάζαρμα, που φτάσαμε, ήταν τα πάντα ανάστατα. Κάρα

φορτωμένα με λογής-λογής στρωματικά, σκεύη, φτωχοέπιπλα. Ζεμέ­να βόδια, βουβάλια, άλογα. Άνδρες, γυναίκες με μπόγους στα χέρια, γριές φορτωμένες δέματα στις πλάτες. Ζώα, γα"ίδούρια, άλογα που χριμίτιζαν, σκυλιά, πρόβατα, αγελάδες, όλο το β ιος και τα υπάρχοντα των δύστυχων Καρσλήδων που ξεκινούσαν.

Ο ι γονε ίς της Ραχήλης μας περίμεναν. Ήταν έτο ιμοι κι αυτοί σαν όλους και μας πήραν τη Ραχήλη. Μπήκε κι αυτή στο κοπάδι της πορείας. Ευχαρίστησαν τη μητέρα μου κι εμάς για ό,τι κάναμε για τη Ραχήλη . Και τότε ακούστηκαν νταούλια και ζουρνάδες κι ένας

73

Page 72: Επιστροφή των Αργοναυτών

άντρας, ανε βασμένος πάνω σ' ένα κάρο, βροντοφώναξε . - Ε πατριώτ' ! Έτοιμοι. Αχπαστέστεν. Ο Θεός βοηθός. Άιτε

αχπαστέστεν. Θα πάμε σο Πάτομ κι επεκε ί σην Ελλάδαν την πατρίδα εμουν. Λαλέστεν. Λαλέστεν τ' αραπάδας.

Στην κεφαλή της ετο ιμοκίνητης φάλαγγας ένας κάτασπρος γέ­ρος παπάς έκανε το ση μείο του σταυρού στον αέρα με το σταυρό πόυ κρατούσε.

- Ο Θεός βοηθός, ε ίπε , και έδωσε την εκκίνηση . Κι όλο εκείνο το πολύχρωμο και πολύψυχο aσκέρι κίνησε. Κι εμε ίς εκεί παράστρα­τα ακίνητοι και σιωπηλοί περιμέναμε. Και πέρασε κι η ο ικογένεια του Τοαλίκ' και πέρασε κι η Ραχήλη και σε λίγο χάθηκαν στο βάθος του δρόμου, μέσα σε μια πυκνή σκόνη, που έκρυβε σιγά-σιγά τη φάλαγγα των δυστυχισμένων οδοιπόρων . Η Ραχήλη έφυγε, πάε ι !

Και θα πίστευε κανε ίς πως έτσι τελειώνε ι η ιστορία της Ραχήλ ης . Κι όμως για δες πως έχει η μοίρα γυρίσματα και πώς τα φέρνουν ο ι καιροί! Λοιπόν βρισκόμαστε στο 1941, στον καιρό της μεγάλης κα­τοχικής πείνας. Σ' ένα χωριό της Νιγρίτας της Μακεδονίας, Μαυρο­θάλασσα νομίζω το λένε, ζουν πρόσφυγες Καρσλήδες που κόνεψαν εδώ στα 1 922.

Είναι αγρότες εργατικοί και φιλοπρόοδοι, που δημιούργησαν τα νοικοκυριά τους, τα σπίτια, τα χωράφια, τα ζευγάρια, τους σταύλους, τους αχερώνες τους.

Τα χωράφια τους ε ίναι εύφορα κι η παραγωγή τους, ε ίτε σε καπνό ε ίτε σε σιτηρά, καλή .

Τ αμπάρια τους πάντα γεμάτα καρπό, τ' αράνια ( = ε ιδ ικά κτίρια καπνοσυλλογής) τους πλούσια στο χρυσό φύλλο, στους σταύλους πολλά τα ζα, τα σπίτια τους καλοχτισμένι;ι καθαρά και όμορφα.

Είπαμε πως ε ίμαστε στα 1941 στον καιρό της κατοχικής μεγάλης πείνας. Είναι αρχές χειμώνα κι ο χε ιμώνας, φαίνεται, θάναι βαρύς.

Στο χωριό, στη Μαυροθάλασσα, κάθε μέρα φτάνουν - όπως σ' όλα τα χωριά της Μακεδονίας - διάφοροι άνθρωποι από τις πολιτείες φορτωμένοι με κάτι, που φέρνουν να δώσουν στους αγρότες και να πάρουν λίγο σιτάρι ή καλαμπόκι ή ό,τι άλλο για να χορτάσουν, αν ήταν δυνατόν, γ ια λίγο την πείνα της φαμίλιας τους, να σώσουν τα μωρά τους απ' το θάνατο.

Ημέρες τραγωδίας. Έτσι ένα απόγευμα ένας ψιλόλιγνος γέρος, με μια τραγιάσκα

στο κεφάλι κι ένα τριμμένο παλτό στο κορμί κι ένα δέμα στην πλάτη ,

74

Page 73: Επιστροφή των Αργοναυτών

φτάνε ι στο χωριό Μαυροθάλασσα. Έχει μέσα στο δέμα λίγο αλάτι, σαπούνια, μερικά κουτιά σπίρ­

τα, λίγα κουτιά παστές σαρδέλες. Μπαίνε ι στο καφενε ίο του χωριού , κάθεται σε μια γωνιά και

κοιτάζει γύρω του τους θαμώνες λυπη μένα, κουρασμένα, παραπονε­μένα.

- Έχω λίγες παστές σαρδέλες, σπίρτα, αλάτι, σαπούνι. Μήπως θ έλει κανείς πατριώτης να πάρε ι κάτι απ' αυτά με στάρι ή καλαμπόκι για πληρωμή να πάω στην οικογένε ιά μου που πε ινάει; λέει στους θαμώνες αγρότες.

- Ευχαριστούμε πατριώτη, λέει κάποιος χωρικός. Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που φέρνουν του κόσμου τα πράγματα στο χωριό . Τι να πρωτοπάρουμε; Άλλωστε με το δώσε-δώσε κοντεύουν ν' αδειά­σουν τ' αμπάρια μας και σύντομα κι εμείς θα πε ινάσουμε.

- Καλά. Τι να κάνουμε; Έχετε κι εσε ίς δ ίκαιο. Μα τι να κάνουμε κι εμείς; Πεινάμε .

- Και δεν μου λες, πατριώτη , λέει ένας γέρος αγρότης, κοντεύε ι να νυχτώσει. Πού θα κοιμηθείς απόψε ; Θέλε ις νάρθεις στο σπίτι μου;

- Ξέρω κι εγώ; Θα ξημερωθώ εδώ, πάνω στις καρέκλες, αν μ' αφήσει ο καφετζής. Σ' ευχαριστώ για το σπίτι σου .

- Άκου , πατριώτη, ξεπετάχτηκε ένας εικοσιπεντάρης αγρότης, ένα μελαχροινό λεβεντόπαιδο. Πόντιοι πρόσφυγες ε ίμαστε . Ξέρομε από βάσανα και πείνα. Τα 'ζήσαν ο ι γονείς μας και τα ζήσαμε κι εμείς με τις διηγήσεις τους. Δεν σ' αφήνω σε κανέναν. Μαζί μου θάρθεις και στο σπίτι μας θα φιλοξενηθείς. Τόχει μεράκι η μάνα μου να φιλοξενεί τους ξένους που δυστυχούν. Σήκω. Έλα, καλέ μου. Απόψε ε ίσαι δ ικός μου φιλοξενούμενος. Μπρος πάμε.

Είπε και ξεκίνησαν� Έφτασαν σ' ένα ευκατάστατο - φαινόταν - χωριάτικο δ ιώροφο

σπίτι, με τη μάντρα, τον aχερώνα, τον σταύλο του. Στην αυλή ένα τετράχρονο κάρο. Παραπέρα το κοτέτσι και δίπλα μία στο ίβα χοντρά κομμένα ξύλα, έτοιμα για τη σόμπα.

- Ε μάνα, φώναξε ο ε ικοσιπεντάρης αγρότης. Άνοιξε . Απόψε έχομε έναν καινούριο φιλοξενούμενο.

- Ελάτεν, ρίζα μ', ακούστηκε μια γυναικε ία φωνή κι άνοιξε η πόρτα.

Μπήκαν μέσα. Ήταν μια νοικοκυρά με το σεμνό μαύρο φου­στάνι της, την φοτάν ( = ποδιά), το λετσέκ' ( = κεφαλόδεσμο) δεμένο

75

Page 74: Επιστροφή των Αργοναυτών

καρσλήδικα στο κεφάλι, έτσι που να σκεπάζει το στόμα και το υπό­λοιπο πρόσωπο εκτός από τα μάτια.

- Καλώς ώρισετεν. Ο ψιλόλιγνος γέρος κάθησε σε μια γωνιά α μίλητος. Η ζεστασιά

της αναμμένης σόμπας ήταν· γλυκιά κι ο γέρος μας κρύωνε . - Από πού ε ίσαι, πατριώτη ; ρώτησε η γυναίκα. - Πόντιος απ' τη Θεσσαλονίκη , απ' την Καλαμαριά. - Απ' την Καλαμαρία; ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον η γυναίκα. - Ναι. - Απ' την Καλαμαριά, το λιμάνι της προσφυγιάς. Και ποιος

δεν πέρασε από 'κει ; - Ναι, κυρά μου. - Ε και τι να πω; και πώς να το πω και τι να ρωτήσω; Κουρά-

στηκα χρόνια τώρα να ρωτώ. - Μήπως έχεις κανέναν χαμένον μέσ' στη θύελλα της προσφυ­

γιάς και ψάχνεις να βρεις κάτι γι' αυτόν; Μήπως τους γον ε ίς σου, μήπως αδελφό, μήπως συγγενή ;

- Τι να πω και τι μπορεί να ξέρε ις. - Ε ό,τι ξέρω θα σου πω: Ρώτα με. - Να σου πω και να σ' ερωτήσω κάτι. Ακόμη καλά-καλά ούτε

καλώς ώρισες δεν σου ε ίπα και βάλθηκα να σ' ερωτώ, όμως πες μου, σε παρακαλώ, μήπως, μήπως εκεί, στην Καλαμαριά, γνώρισες ή ά­κουσες κάτι για κάποιον Φωκίων Λιανίδη , Σαντέτεν, που ε ίχε φούρ­νο στο Κουταίς της Γρούζιας; Μπορεί βέβαια και να πέθανε κι αυτός κι η ο ικογένε ιά του στα μαύρα χρόνια της προσφυγιάς, του τύφου και της Κ'αραντίνας στα τaιατήρια (στις σκηνές) της Καλαμαριάς. Μπορε ί ακόμη και να μην ήρθε στην Ελλάδα και να έμεινε εκε ί, στο Κουταίς, στη Γρούζια. Τι να πω; Πάντως εγώ προσπαθώ να μάθω κάτι και γι' αυτόν και για τα μέλη της ο ικογένε ιάς του .

Ο ψ ιλόλιγνος γέρος ταράχτηκε και παρατηρούσε επίμονα και συνεχώς τη γυναίκα μέσ' στα μάτια, προσπαθούσε από τις χε ιρονο­μίες της, τη φωνή της, να αναγνωρίσει κάποια που υποπτεύτηκε . Ξαφνικά βεβαιώθηκε φαίνεται και ρώτησε .

- Και πού τον ξέρε ις, κοδέσπαινα, εσύ τον Φωκίων αυτόν; - Ε θε ίο, έχω ιστορίαν εγώ με τον Φωκίων και την ο ικογένε ιά

του . Ο γέρος την κοίταξε πάλι ερευνητικά και μέσα σε κείνα τα

μάτια γνώρισε πως η γυναίκα ήταν αυτή που υποψιαζόταν και ε ίπε συγκινημένος.

76

Page 75: Επιστροφή των Αργοναυτών

- Εγώ ε ίμαι κορίτσ-ι-μ Ραχήλη, ο Φωκίων. - Τάη , τάη να ποδεδίζω σε, ε ίπε η Ραχήλη κι έπεσε στην

αγκαλιά του. Ο νεαρός μελαχροινός ε ικοσιπεντάχρονος αγρότης, γ ιος της

Ραχήλης, έμεινε κατάπληκτος και συγκινημένος. Τους κοίταζε και δάκρυσε.

Αυτά ε ίναι της μοίρας τα γυρίσματα! Τέτοια ε ίναι η ζωή ! "Βουνό με βουνό δε σμίγε ι", λέει ο σοφός λαός. Έστρωσε ύστερα η Ραχήλη πλούσιο τραπέζι, έφαγαν κι έμε ινι;tν

ως αργά, πέρα από τα μεσάνυχτα, να διηγούνται τις περιπέτειές τους στα χρόνια της προσφυγιάς, την εγκατάστασή τους στο νέο τόπο τους, την ιστορία των μελών των ο ικογενε ιών τους και συγκινημένοι έπε­σαν να κοιμηθούν, αν μπόρεσαν να κοιμη θούν.

Την άλλη μέρα η Ραχήλη κι ο γιος της ετο ίμασαν ένα φορτίο του κόσμου τα καλά, στάρι, καλαμπόκι, τραχανά, φασόλια, τυριά, κοτόπουλα κι ό,τι άλλο ε ίχε και δεν ε ίχε το πλούσιο κελάρι του σπιτιού.

Ο γιος τα φόρτωσε στο άλογο και κίνησαν για την Καλαμαριά για το σπίτι του ψιλόλιγνου γέρου που ε ίχε κάποτε φούρνο στο Κουταίς, στη Γρούζια.

Σαν έφτασαν κι έμαθε τα θαυμαστά μαντάτα η κυρά-Ευρύκλη , έκλαψε η καημένη κι αυτή από συγκίνηση , σταυροκοπήθηκε, θυμήθη­κε το χαριτωμένο κοριτσάκι του Γαρς, τη Ραχήλη την ομορφούλα και ε ίπε επιγραμματικά.

- Καλά λέε ι ο λόγος πως "Κανενός το ψωμίν ση χώρας την κοιλίαν 'κι απομέν'" . Πως: κανενός το ψωμί δε μένει στην κοιλία του ξένου κόσμου. Έρχεται ώρα που η χάρη aνταποδίδεται, δηλαδή .

Φιλοξένησαν κι αυτοί, ο Φωκίων κι η Ευρύκλη , το γ ιο της Ραχήλ ης με χαρά και την άλλη μέρα ο ε ικοσιπεντάχρονος αγρότης, ο μελαχροινός γιος της Ρqχήλης μας, κίνησε για το χωριό του. Καη ­μένη Ραχήλη , τ ι κάνεις; Ζεις ακόμη στη Μαυροθάλασσα της Νιγρί­τας; Αν ζεις, να ξέρεις πως "ο γούμπαρος, ο Συμιώvtς" δεν σε ξεχνά, ούτε εσένα, ούτε το Κουταίς της Γρούζιας.

***

ΑΣ ΓΥΡΙΣΕΙ όμως η δ ιήγησή μας στο σημείο που δ ιακόπηκε η

77

Page 76: Επιστροφή των Αργοναυτών

ομαλή ροή της. Αυτοί, η Ραχήλη, οι δικοί της κι οι Καρσλήδες κίνησαν, για το

Βατούμ. Εμείς πήραμε το δρόμο για το σπίτι. Ήμασταν μελαγχολικοί.

Είχαμε συνηθίσει βλέπε ις τη Ραχήλη και τώρα ο χωρισμός μας φαι­νόταν δύσκολος, αλλά ήταν και το θ έαμα του λαού των Καρσλήδων, που πορεύονταν για το Βατούμ. Ήταν κινουμένη δυστυχία, όλος εκείνος ο πολύχρωμος και κουρασμένος λαός.

Στο σπίτι, που πήγαμε, κι εκεί η απουσία της Ραχήλης ήταν έντονη .

Το κρεβατάκι της ακόμη μισοστρωμένο έδινε τον τόνο της α­πουσίας.

Κι όμως όλα αυτά σε λίγες μέρες ξεπεράστηκαν. Όλα τα ξεπερνά ευτυχώς ή δυστυχώς ο άνθρωπος. Η δύναμη

της λήθης ε ίναι μεγάλη . Κάνε ι θαύματα. Κι άρχισε ο συνηθισμένος ρυθμός της ζωής με τα ζητήματά της,

τα προβλή ματα, τις ασχολίες του καθενός. Όμως. Τα χρόνια αυτά, με τον καινούριο αέρα της Ρωσικής Επανα­

στάσεως, η Γρούζια βρήκε το κατάλληλο κλίμα και πέτυχε την ίδρυση της νεαρής πρώτης Σοσιαλιστικής Δη μοκρατίας της Γρούζιας, δηλ. της Γεωργίας. Ήταν ένα σοσιαλιστικό πείραμα, δ ίπλα, κολλητά, στο νέο Μπολσεβικικό Σοβιετικό κράτος, προχωρημένο φυλάκιο αντί­δρασης στο καθεστώς της Ρωσίας και χώρος εκμεταλλεύσιμος από κείνους που υπέβλεπαν την ύπαρξη και θεμελίωση του άθεου κρά­τους - όπως έλεγαν - των Μπολσε βίκων.

Γι' αυτό κι οι Μπολσεβίκοι από την πρώτη στιγμή έβλεπαν τη νεαρή τούτη Σοσιαλιστική Δημοκρατία σαν κάτι το προκλητικό και επικίνδυνο.

Και να. Καταλαμβάνουν το Τιφλίς και βάζουν δ εύτερο στόχο το Κουτα'ίς.

Μέσα σ' αυτές τις πολιτικές συγκυρίες ζούσαμε, ζούσε ο Γεωρ­γιάνικος λαός και μαζί του εμείς οι Πόντιο ι Έλληνες ε ίτε παλιά ε ίτε τελευταία εγκαταστη μένοι εκεί.

Εμείς που πιστέψαμε για λίγα χρόνια πως επιτέλους βρήκαμε την ήσυχη και ακίνδυνη ζωή, χωρίς του Τούρκου τη φοβέρα κοντά στη φιλόξενη αγάπη του ομόθρησκου και αγαθού Γεωργιάνικου λαού, τώρα προσγε ιωνόμασταν.

Αυτά βέβαια για τους μεγάλους. Για μας τα παιδιά η ζωή ήταν χαρούμενη , χωρίς προβλήματα, χωρίς στενοχώριες. Το μόνο που

78

Page 77: Επιστροφή των Αργοναυτών

ξ έραμε ήταν τα παιδικά μας ενδιαφέροντα. Πού να καταλαβαίνουμε πως σιγά-σιγά άλλαζε ο ρυθμός της

ζωής της πόλης, πως πάνωθέ της πλανιόταν κάτι αόρατο, μια αβε­βαιότητα για το αύριο, ένας κίνδυνος που πλησίαζε σιγά-σιγά, αθό­ρυβα και επίμονα, σαν το κύμα που πορεύεται σε ώρα γαλήνης, ήσυχα και απαλά στη θαλασσάκρη .

Ο ι παράνομες κινήσεις των ντόπιων Γρουζίνων επαναστατών όλο και εντε ίνονταν και ο αθόρυβος κίνδυνος, που λέγαμε πως πλα­νιόταν πάνω στην πόλη, με τη δράση τους όλο και γινόταν πιο χε ι­ροπιαστός .

Συχνές συγκρούσε ις αστυνομικών και ρεβολιτσιονέρων ( = ε ­παναστατών) ντόπιων τάραζαν τη γαλήνη της πόλης τους τελευταίους μήνες.

Έβλεπες μιλιτσιονέρους ( = αστυνομικούς) με το πιστόλι στο χέρι να κυνηγούν στα στενοσόκακα της γειτονιάς αριστερούς, δρα­πέτες από τις φυλακές και να πυροβολούν στον αέρα.

Κι εμε ίς τα άμυαλα παλιόπαιδα ξεχυνόμασταν στα δρομάκια να μαζεύουμε "πατρόνια" ( = κάλυκες) από τις σφαίρες που απέρριφταν τα τουφέκια των χωροφυλάκων, καθώς πυροβολούσαν στον αέρα να αναγκάσουν τους δραπέτες να παραδοθούν.

Για τα παιδιά κι ο πόλε μος γίνεται παιγνίδι. Και παίζαμε με τους κάλυκες, και παίζαμε τα παιχνίδια μας και ξεκουφαίναμε τις γε ιτονιές με τις φωνές μας.

Τα παδιά σαν βρίσκουν κάτι καινούριο, που μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για παιγνίδι, βρίσκουν και τον τρόπο που θα το παίξουν.

Έπαιζε λοιπόν ο πρώτος. Χτυπούσε το "πατρόν" στον τοίχο . Εκε ίνο πετιόταν παραπέρα στο χώμα. Ο άλλος χτυπούσε κι αυτός το δικό του "πατρόν" με τέχνη κι ανάλογη δύναμη, έτσι που να πέσει όσο μπορούσε πιο κοντά στου πρώτου, κι αν ήταν τουλάχιστο μια γεμάτη πιθαμή , ώστε οι άκρες της ανοιχτής παλάμης, το μεγάλο δηλαδή και το μικρό δάκτυλο, να ε ίναι όση η απόσταση των δυο καλύκων, τότε ο δεύτερος ήταν νικητής κι έπαιρνε το "πατρόν" και του πρώτου. Έτσι οι καλοί παίχτες κάναμε ολόκληρη συλλογή από κάλυκες.

Οι μανάδες μας μας κυνηγούσαν βέβαια αλλά όσο μας κυνη­γούσαν τόσο άναβε το μοντέρνο τούτο παιχνίδι. Το απαγορευμένο πάντα τραβάει.

Και τα παιχνίδια μας συνεχίζονταν κι η κατάσταση χε ιροτέρευε.

79

Page 78: Επιστροφή των Αργοναυτών

Έφτασαν μέρες που ο ι στρατιωτικές μπάντες με το ρυθ μικό τους πάταγο ξεσήκωναν τους δρόμους της πόλεως και τους ανθρώ­πους, καθώς ξεπροβόδιζαν έξω από την πόλη στρατιωτικά τμή ματα, που έφευγαν για το μέτωπο.

Το μέτωπο; Βέβαια το μέτωπο. Μάχες γίνονταν πια, και αιχμά­λωτοι πάνω σε καμιόνια πολλές φορές περνούσαν από τους δρόμους.

Σιγά-σιγά η πολεμική ατμόσφαιρα έφτανε . Θυμούμαι τη συγκινητική εκείνη ημέρα που η στρατιωτική μπά­

ντα κι όλη η πόλη ξεπροβόδιζε ένα τμήμα Γεωργιάνικου στρατού. Το αποτελούσαν όλο γυμνασιόπαιδα που έσπευσαν να κατατα­

γούν εθελοντές για να πολεμήσουν εναντίον των ε ισβολέων, όπως έλεγε η επίσημη ανακοίνωση της Κυβερνήσεως.

Τι σημαίες, τι μουσικές, τι χε ιροκροτή ματα, τι ενθουσιασμός ! Και τ ι θλίψη και πόνος όταν σ ε λίγες μέρες έφεραν νεκρούς

τους πιο πολλούς απ' αυτούς τους γυμνασιόπαιδες, που δεν άντεξαν στην οργισμένη δύναμη των βετεράνων λύκων, των Μπολσεβ ίκων.

Κι η πόλη βυθίστηκε στην κατήφεια. Ως και μεις τα παιδιά ή μασταν λυπημένα και μαζωμένα. Πώς αλλάζουν τα πράγματα! Τι ωραία που περνούσαμε προ

ολίγων μηνών! . . . Ένα βράδυ η μητέρα μου με έντυσε με τα καλά μου, ένα μπλε

παντελονάκι, μια μπλε μπλούζα με πλατύ γιακά ναυτικό, καθώς και τις αδελφές μου και μαζί με τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τον αδελφό μου τον Θεόφιλο πήγαμε στο aρχοντόσπιτο του Τσιλιγγιάρ' , όπου βρήκαμε το θε ίο το Χρήστο ντυμένο με μπλε επίση μο κουστούμι και εκεί ήταν κι ο παπάς της Ελληνικής Ορθόδοξης εκκλησίας. Ο Τσιλιγγιάρ'τς ήταν Σανταίος, πάμπλουτος από πολλά χρόνια εδώ στο Κουταtς.

Στο πλούσιο σαλόνι του σπιτιού μας δέχτηκαν οι γονε ίς Τσιλιγ­γιάρ, τ' αγόρια της ο ικογένε ιας και μια κόρη λάμπουσας ομορφιάς, η κόρη τους, η Ελ��·

�Vε; Ο θε ίος Χρήστος κι η κόρη η πεντάμορφη, με τα κατάμαυρα

μάτια, τις μακριές μαύρες πλεξούδες και το ως τους αστρdγαλους άσπρο μεταξωτό φουστάνι ήταν μήνες τώρα ερωτευμένοι κι αρρα­βωνιασμένοι κι απόψε έτσι εντελώς απρόοπτα τους στεφάνωναν .

Ήταν γάμος χαράς και γάμος θλίψης, γ ιατί σε δυο μέρες ο θε ίος Χρήστος με την Ελένη του έφευγαν για το Βατούμ κι εκείθε για την

�δα.

-.. . ...... --·-- ... -·· _ -.

"

� .. -' __ , .. -..< - -··

80

Page 79: Επιστροφή των Αργοναυτών

Η Ελένη, το λουλούδι εκείνο της ομορφιάς, έφευγε με τον καλό της, ακολουθώντας τον γλυκό έρωτά της κι αποχωριζόμενη γονε ίς κι αδέλφια. Έτσι ε ίναι.

"Έρως ανίκατε μάχαν", λένε . Σαν τελείωσε η στέψη , η Ελένη του θε ίου Χρήστου έπαιξε στο

πιάνο της, ωραία β ιεννέζικα βαλς, και η γιορτή έκλε ισε μέσα σε δάκρυα και λυγμούς.

Εγώ κοίταζα τη θε ία πια Ελένη, αλλά συγχρόνως και νονά μου, γιατί ο θε ίος Χρήστος με βάπτισε νεογέννητο στην Αγία Κυριακή του Ιόχανάντων της Σαντάς και τώρα η Ελένη γινόταν και θ ε ία μου και νονά μου .

Αργά-μεσάνυχτα γυρίσαμε σπίτι με το φα"ίτόν του Γεωργιανού φα"ίτόντζικου.

Τι συγκινητικές μέρες κι αυτές! Μαζί με την επιδείνωση της καταστάσεως αυτής παρουσιάστηκε

και το αλάνθαστο επακόλουθο των τέτοιων καιρών. Η έλλειψη των τροφίμων κι η δυστυχία. Και κυρίως η έλλε ιψη του ψωμιού , κι ύστερα η πείνα. Το Γεωργιάνικο κράτος προσπαθούσε ν' αντιμετωπίσε ι την κατάσταση .

Διανέμονταν καλαμποκίσιο αλεύρι στους φούρνους της πόλεως και το ψωμί ήταν η "τόιάτη", ένα πράγμα σαν ψωμί καλαμποκίσιο. Μέσα σε μεγάλα μεταλλικά ταψιά ρίχναν έναν πολτό από καλαμπου­κάλευρο και το ψήναν σε πολύ καυτερούς φούρνους, οπότε το πάνω μέρος γινόταν σκληρή, τραγανή κόρα, και από μέσα ήταν μισοψημέ­νο.

Και τότρωγε ο κόσμος ο καημένος και μακάρι νάχε όσο ήθελε . Κι ο ι δικοί μας οι Πόντιοι έλεγαν. - Ας λέγ'νε οι χώρα. Πολλά 'μορφον εν' η τaιάτη . Ίλιαμ-ίλιαμ

να τρως ατο με το χαψοζώμ'. Όμως εμείς ή μασταν τυχεροί. Ο πατέρας μου στο φούρνο του

έψηνε για μας κρυφά ψωμί από μαύρο σταρίσιο αλεύρι κι η οικογέ­νειά του δεν στερούνταν.

Μα έλα που ο άνθρωπος και ιδίως τα παιδιά, δεν μπορούν να καταλάβουν πολλές φορές τι έχουν και τι ποθούν κι έτσι οι αδελφές μου μου έβαζαν κάτω στο παλτό μου από το μαύρο ψωμί μας μισό καρβέλι και μ' έστελναν να πάω να τ' aνταλλάξω σε φτωχή πατριω­τική ποντιακή ο ικογένεια με τaιάτη .

Κι όταν γύριζα κρυφά και με προφυλάξεις, ο ι τρεις συνωμότες, ο ι αδελφές μου κι εγώ, χωνόμασταν σ' ένα δωμάτιο και καταβροχθί-

8 1

Page 80: Επιστροφή των Αργοναυτών

ζαμε την "τόιάτη" με βουλιμία, με συνοδεία άλλοτε ελιές, άλλοτε αλικά χαψία (παστωμένο γαύρο) και με κρομμύ δ ι. Τι ευτυχία αλήθε ια !

Κ ι αν καμιά φορά μας έπιανε στα πράσα η γιαγιά η Ζωή, έλεγε . - Φάτεν, φάτεν, γουρπάν έσουν, πουλία μ ' . Για δόστεν κι εμέν

ας δοκιμάζ'ατο . Κι όταν . . . δοκίμαζε, έγλυφε τα χε ίλη της κι έλεγε επιγραμματικά:

- Φα'ία πα ατά είναι, τ' αλικά τα χαψία, το κρομμύδ' και τ' ελαίας. Καλπάς ( = σαλάμι), σάλαν ( = παστωμένο με άλας χοιρινό λίπος) και ζουρνάδας. Ατά πα φαία ε ιν' ; Τσιλτεύ' ο κύρη μ' την ρίζαν ατουν.

Τέτοια ζητούσαμε κι εμείς και τέτοιος σύμμαχος μας χρε ιαζό­ταν. Ας ε ίναι.

Εν τω μεταξύ η κατάσταση όλο και χε ιροτέρευε . Και ομάδες αιχμαλώτων απ' το μέτωπο έρχονταν συχνά και

ονόματα νέων Γρουζίνων γνωστών, που έπεφταν στο μέτωπο, γίνο­νταν γνωστά.

Πόσο δυνατή θλίψη προκάλεσε ο θάνατος, στη μάχη του Σιαλί­κου, του Γεωργιανού χοροδιδάσκαλου του Κουταίς, του αγαπη μένου των κοριτσιών που μαθήτευαν στη Σχολή Χορού, που ίδρυσε και δίδασκε τάchι, κρακαβιάκ, λεζγίκγα κλπ.

Ήταν ένας κυπαρισσόκορμος, ψηλός, όμορφος νέος, λυγερός με μαύρα σγουρά μαλλιά κι ωραίο πρόσωπο. Ό,τι χρειαζόταν να λατρεύεταί από τα κορίτσια του Κουτα'ίς. Πώς τρώει ο χάρος τέτο ιες λεβεντιές; Ο θάνατός του έγινε θρήνος. Τι θρήνος! Θρήνος των κοριτσιών του Κουταίς, των Γρουζίνικων κοριτσιών με τα γλυκά αμυγδαλωτά μάτια, τα μακριά ματοτσίνουρα και το μελαχροινό των μάγουλων χνούδι της νεότητας. Αν υπάρχει ευτυχισμένος θάνατος, ε ίναι ο θάνατος να σε κλαιν λογερόκορμες νεράιδες, της νιότης αγριολούλουδα.

Και τον Σιαλίκο τον χορευτή τον έκλαψαν οι κοπελιές, τον θρήνησε μια πόλη .

Πόσο τον θυμάμαι κι ας ήμουν μικρό παιδ ί τότε ! Και μ' όλα αυτά και μ' όλη αυτή την κατάσταση μια βουβή φωνή

λες και σκέπαζε το άλλοτε �υτυχισμένο και παράδε ισο της φτωχο­λογιάς πόλισμα:

- Οι μπολσεβίκοι έρχονται . . . οι μπολσεβίκοι έρχονται . . . Ο ιδ ιοκτήτης του φούρνου μας, πάμπλουτος Εβραίος, κάλεσε

μια μέρα τον πατέρα μου.

82

Page 81: Επιστροφή των Αργοναυτών

- Πάτονο Κοκίο, του ε ίπε (Πάτονο, όπως ήδη ξέρουμε, Γεωρ­γιάνικα θα πει "κύριε" και Κοκίο ήταν η ε βρα·ίκή απόδοση του Φω­κίων) . Εγώ θα φύγω με τη φαμίλια μου στο Παρίσι. Δε με σηκώνε ι πια το Κουταίς. Φοβάμαι τους Μπολσεβ ίκους. Σου χαρ ίζω λοιπόν και το φούρνο και όλο το σπίτι μου, με όλα τα έπιπλα και όλα τα υπάρχοντά μου .

Κι ήταν ένα σπίτι πλούσια επιπλωμένο, aρχοντόσπιτο της ε ­ποχής . Παλάτι σωστό.

- Ευχαριστώ Χαζι.,άιν, τι να το κάτω τώρα; απάντησε ο πατέρας μου .

Κι ο Εβραίος το εγκατέλε ιψε σε λίγες μέρες κι έφυγε για το Παρίσι. Το ίδιο κι ο θείος και νονός μου Χρήστος με την Ελένη του, και τον πάντα ακόλουθό του, θείο Θεόφιλο, έφυγαν για το Βατούμ. Και προτού φύγουν συμβούλεψαν τον πατέρα μου .

- Η ζωή ε ίναι πια αβίωτη και στο Κουτα·ίς και παντού. Τα πλοία πηγαινοέρχονται απ' το Βατούμ στην Ελλάδα. Ο ι συμπατριώ­τες μας Έλληνες φεύγουν για την πατρίδα. Εμε ίς θα μείνουμε;

Κατήφε ια, στενοχώρια στο σπίτι. Πού 'ναι ο ι ευτυχισμένες η ­μέρες;

Ο πατέρας σκεφτικός, η μητέρα μου το ίδιο, η γιαγιά το ίδιο. Κι όχι μόνο ε με ίς . Όλοι οι συμπατριώτες μας απελπισμένοι. Τι θα γίνει ;

Η γιαγιά η Ζωή ανάβε ι κάθε βράδυ το καντήλι της ε ικόνας, σταυροκοπιέται, προσεύχεται και πάντα τελε ιώνει με τη στερεότυπη σχεδόν επωδό.

- Θεέ μου, όλους να ελεήσεις κι εμάς να μη μας ξεχάσεις. Κι ένα βράδυ βλέπομε, εμβρόντητα εμείς τα παιδιά, τον πατέρα

και την μητέρα μου να μαζεύουν μερικά πράγματα και να κάνουν τα πρώτα "τέγκι.,α" ( = τα μεγάλα δέματα) . Είναι οι πρώτες συσκευα­σίες των υπαρχόντων μας, που θα πάρουμε για το ταξίδ ι που προ­μηνύεται.

- Γιατί δένετε τα δέματα αυτά πατέρα; Ρωτάμε εμε ίς τα παιδιά. τίποτε . Έτσι.

- Γιατί έτσι; - Γιατί να σας το κρύψομε παιδιά; Σε λίγες μέρες θα φύγομε

στο Βατούμ. Θα πάμε στου θε ίου Αλέκου. - Και τι δουλειά έχομε εκεί; - Θα πάμε, πουλάκια μου, στο Βατούμ κι από 'κει στην Ελλάδα.

83

Page 82: Επιστροφή των Αργοναυτών

Φτάνουν τα βάσανά μας. Χρόνια και χρόνια βασανίζονται ο ι δ ικοί μας στα ξένη μέρη ανάμεσα στους Τούρκους και στις δυστυχίες. Θα πάμε πια στην πατρίδα μας, στον τόπο μας, στη χώρα που κυματίζει η ση μαία μας. Θα πάμε στο Έθνος μας, θα πάμε στην Ελλάδα.

Είπε στα στερνά συνεπαρμένος και δακρυσμένος ο πατέρας μου .

της. Η μητέρα μου δάκρυσε κι η γιαγιά η Ζωή επανάλαβε την επωδό

- Θεέ μ' όλτς να ελε ιάς κι εμάς πα να μη ανασπάλτς. Πόσο τη θυμάμαι εκείνη τη στιγμή εκείνης της βραδιάς! Τι αλησμόνητα χρόνια, τι μεγάλες στιγμές!

* * *

ΚΑΙ ΤΑ "τέγκι,α" δένονταν κάθε βράδυ. Ο ι ετο ιμασίες του μισε­μού συνεχίζονταν. Όμως οι μεγάλες τραγωδίες έχουν τις επιμέρους σκηνές τους, σκληρές, πονεμένες, διαβρωτικές. Και στο σπίτι μας βέβαια κυριαρχούσε ο aπόηχος της τραγωδίας του μισεμού, ό μως εκτυλίσσονταν και σκηνές πόνου, πόνου ανθρώπινου, όσο ατομικού άλλο τόσο δραματικού .

Το πρωί ήρθε ψυχρός, επαγγελματικός και αδυσώπητος, ο χα­σάπης και απήγαγε κυριολεκτικά την αγελάδα της γιαγιάς της Ζωής. Την πήγαινε για κει που κάνουν τα ζώα κρέας.

Ο πατέρας μου του την πούλησε. Τι μπορούσε να κάνει ; να την πάρομε μαζί μας στην Ελλάδα; Μα γίνονται τέτοια πράγματα, όσο κι αν ε ίσαι συναισθηματικός και ζωόφιλος; Και την πούλησε στο χασάπη . Την καημένη !

Βουβό το δράμα της γιαγιάς και το δικό μου, όμως aνώφελα. Και το βράδυ που ο πατέρας έδενε ένα δέμα, να η έκρηξη της

γιαγιάς. Δεν μιλούσε κι ας ήταν πληγωμένη από τον πρω·ίνό αποχωρισμό.

Δε σχολίαζε, δεν εκδηλωνόταν πόση ώρα, όμως μια στιγμή . - Φωκίων, γιε μου, τεμέκ θα πάμε 'ς σην Ελλάδαν ! ε ίπε . - Ναι, μάνα. - Αλλοί σε μένα, αναστέναξε . Θα πάμε στην Ελλάδα, στην

πατρίδα μας, στο έθνος μας. Δεν λέω. Μα αυτά, γιε μου, ε ίναι για σας, τους νέους, τα παιδιά, το μέλλον. Αλλοί σ' εμάς τους γ έρους.

84

Page 83: Επιστροφή των Αργοναυτών

- Γιατί, μάνα; - Θα πάμε στην Ελλάδα, στην άλλη άκρη του κόσμου, και τι

θα γίνει ο τάφος του πατέρα σου; Τι θα γίνουν ο ι τάφοι των γονιών μου ; Ποιος θ ' ανάψει το καντήλι των νεκρών μας, γ ιε μου;

Ποιοι θα στήσουν χορό στ' αλώνια του χωριού, πο ιοι λυράρηδες θα τραγουδήσουν, γ ιε μου, την όμορφη ζωή, το γλέντι, τη χαρά;

Ποιοι θα χαρούν τους χιονισμένους χειμώνες της Σαντάς, του χωριού μας, της Σαντάς της λουλουδοσκέπαστης, της ελατοσπαρμέ­νης Σαντάς, του χωριού της ομορφιάς και των παλικαριών;

Το 'γραψα κι άλλοτε. Οι Σανταίες γυναίκες ε ίχαν ποιητικό ταλέντο.

Τι να 'λεγε ο πατέρας μου, ο γ ιος της γιαγιάς; Τέτοιες ώρες η σιωπή ε ίναι χρυσός. Σαν σιωπάς φιλοσοφείς κι

η σιωπή ε ίναι η καλύτερη μιλιά. - Πάρε , γιε μου, τα παιδιά σου, τη φαμίλια σου κι άμε στην

ευχή της Παναγίας. Εμένα, σε παρακαλώ, στε ίλε με πίσω στην πα­τρίδα, στο χωριό μας, σε ικετεύω, συνέχισε. Στον τόπο του καμένου σπιτιού μας απ' τους Τούρκους, θα βρω μια γωνιά, θα χτίσω μια καλύβα, θα στεγάσω τον πόνο και τα γηρατιά μου. Θα ζήσω, όσο ζήσω, κοντά στις ρίζες μου, με τις αναμνήσεις μου, κοντά στις σκιές των προγόνων μας, κοντά στο χώμα που μ' ανάθρεψε και στον αέρα που μ' ανάστησε. Κι αν κάποια ώρα Τούρκου μαχαίρι μου πάρει τη ζωή ή ο χάροντας ε ιρηνικά με προσκαλέσει, κάλλιο, γιε μου, ο θά­νατος στον τόπο σου παρά της ξενιτιάς η πίκρα.

Και πήρε θλιφτά και πονε μένα το μοιρολόγι, στο στίχο του δημοτικού τραγουδιού

Να σαν εκείνον π' αποθάν ' 'ς σον τόπον ντ ' εγεννέθεν . . . ( = Χαρά σ' αυτόν που πέθανε στον τόπο που γεννήθη . . . ) Σιωπή βασίλεψε . Ποιος θα τολμούσε να δ ιακόψε ι τέτοια στιγμή ;

Κι ύστερα σκόρπισαν όλοι, κ ι ο πατέρας κι η μητέρα και τ' αδέλφια μου, στο σπίτι, μόνο εγώ, το άμυαλο παιδί, σκαρφάλωσα στο λαιμό της γιαγιάς κι έκλαιγα μαζί της . . .

Να ! Και τ' άλλο βράδυ ο Θεόφιλος, ο Φιλίκον, όπως τον aπο­καλούσαμε στο σπίτι όλοι χα"ίδευτικά, ο αδελφός μου, με πήρε πα­ράμερα στο πισινό μπαλκόνι του σπιτιού, όπου, όπως θυμάστε, χάι­δευε τις νύχτες στα κρυφά τα πιστόλια του.

- Άκου, Σιμωνάκη, αδελφόπο μ', μου ε ίπε και με κρατούσε το χέρι. Είσαι μικρός ακόμη και δεν ξέρεις από βάσανα. Πώς να στο πω, τι να σου πω και τι μπορώ να σου πω ! Μεγάλος ε ίναι ο καη μός

85

Page 84: Επιστροφή των Αργοναυτών

μου και μεγαλύτερος ο πόνος. Κοίτα. Θα σου δώσω αύριο το πρωί "έναν ζαπισκόπον" ( = ένα σημειωματάκι) και θα πας να το δώσεις κάπου . Καλά;

Καλά, Φιλίκο. - Θα σου δώσω και χαρτζιλίκι για τον κόπο σου.

Ωραία, θ' αγοράσω χουρμάδες, απ' τον Φίλπο. - Έναν αδελφό έχεις. Θα του κάνεις το χατίρι; - Και βέβαια, Φιλίκο. - Όμως πολύ προσεκτικά και χωρίς να σε δει κανένας. Έτσι; - Έτσι. - Αίτε, τώρα, πουλάκι μου, να κοιμηθε ίς. Και τσιμουδιά σε

κανέναν. Κι όπως ε ίπαμε. - Εντάξει, Φιλίκο. Και πήγα να κοιμηθώ. Κι όμως πίσω από τις κουρτίνες της κάμαρας έβλεπα πως ο

Φλίκος μας κοίταζε δακρυσμένος το φεγγάρι, αναστέναζε και μονο­λογούσε.

- Αχ Λάρισα, Λάρισα, πουλί μου, θα με φάε ι ο πόνος. Πώς θα σ' αφήσω και θα πάω στην Ελλάδα; Τι θα γίνω, Λάρισα; Μα το Θεό, θα τρελαθώ.

Και ξέσπασε σε λυγμούς. Κάτι ε ίχα ακούσει να κρυφολένε τις προάλλες ο ι αδελφές μου.

Τώρα το εξακρίβωνα. Ο Φιλίκος μας ήταν ερωτευμένος. Ήταν πια παλλικάρι μεστωμένο ο Φιλίκος μας. Δεκαεννιά χρο­

νών λεβεντόπαιδο κι ας ε ίχε πονεμένο το ζερβί ποδαράκι του . Μπορεί νάταν ανάπηρος στο ένα πόδι, όμως η καρδιά ε ίναι

καρδιά και τα νε ιάτα νε ιάτα. Και φώλιασε ο έρωτας στην ψυχή του. Αγαπούσε τη Λάρισα, μια δεκαεφτάχρονη κοπελίτσα, ένα πο­

ντιακό λουλούδι, μια Σαντέτσα "σκύλ' θυγατέραν". Κι εκείνη; Κι εκείνη ήταν ερωτευμένη μαζί του μ' έναν έρωτα

θερμό για την αξιοσύνη του , που θερμαίνονταν κι από μια συ μπόνια για την άδικη αναπηρία του.

Κι όταν αγαπάς κάποιον γιατί και τον πονάς, τότε η αγάπη ε ίναι θε ίο δώρο κι ιερό.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον θε ίο έρωτα της παιδούλας Δε ισ­δαιμόνας στο βαο'ανισμένο μαύρο Οθέλλο του Σαίξπηρ;

Ήταν λοιπόν ερωτευμένα τα δυο παιδ ιά.

86

Page 85: Επιστροφή των Αργοναυτών

Ο ι δ ικοί μου ορκίζονταν πως θά 'καναν βασίλισσα της ο ικογέ­νειας την Λάρισα, μα ο πατέρας της, Σανταίος χτίστης, φτωχός με­ροκαματιάρης προλετάριος, συμπαθούσε τους επαναστάτες Μπολ­σεβίκους και δεν ήθελε να φύγε ι γ ια την Ελλάδα.

- Οι Μπολσεβίκοι θά 'ρθουν και θα κάνουν τον κόσμο παρά­δε ισο, έλεγε . Κι εγώ τι ζητάω στην Ελλάδα τη φτωχή , που ζε ι με την ελιά και το κρομμύδι; Τρελλάθηκα; Είμαι Μπολσεβίκος κι εγώ κι εδώ ε ίναι η θέση μου, με το προλεταριάτο. Και τι ζητάε ι η κόρη μου, η κόρη ενός προλεταριάτου, στο σπίτι ενός αστού παραλή σαν τον Φωκίων τη Λιαν; Εδώ θα με ίνει κοντά μου, παρά στο άγνωστο και στον κόσμο του καπιτάλ.

Του κάκου οι συμβουλές των συμπατριωτών Σανταίων, του κά­κου τα καυτά δάκρυα της Λάρισας.

Ο Πόντιος προλετάριος, ο Σαντέτες Μπολσεβίκος, έμενε αμε­τάπειστος, μονολιθικός, πιστός στις πίστεις του σαν όλους τους Πο­ντίους, σαν όλους τους επαναστάτες της ιστορίας, που μενουν αμε­τάπειστοι και αφοσιωμένοι στις αρχές και στις ιδέες τους.

Τα δυο παιδιά βέβαια ε ίχαν συναντηθε ί κρυφά μερικές φορές. Μα τώρα;

Τώρα που έμαθε τον έρωτά τους ο πατέρας της Λάρισας, τώρα που ξεφύτρωνε κι η απόφαση των Ελλήνων να φύγουν στην Ελλάδα, τώρα έγιναν τα πράγματα δραματικά.

Δεν αφήνει ο πατέρας της την Λάρισα να βγει από το σπίτι μόνη της και απε ιλεί γη και ουρανό.

- Βάζω το λαιμό της πάνω στο "κατωθύρ της πόρτας και α κρούω και κόφτω την γούλαν ατς άμον τη πετεινού", απε ιλούσε .

Κι η κόρη δεν τολμούσε να παραβεί το λόγο του κύρη της. Να μείνει ο Φιλίκον στη Ρωσία για τη Λάρισα; Μα ακόμα δε σίγασε ο καη μός του αδελφού μας του Περικλή ,

που έχασε τη ζωή και τα νε ιάτα του για την αγάπη του στην Ελένη του Αλχάζ. Το ίδιο θα κάνει κι αυτός τώρα;

- Θ' aφήσεις τους χαροκαμένους γονείς σου και θα κολλήσεις στην ποδιά της Λάρισας; τούλεγε η ψυχρή λογική, σαν έρχονταν ώρα που τον κυρίευε και δεν τον έκαιε ο πυρετός του έρωτα.

Κι έτσι τα δύστυχα ερωτευμένα παιδιά στέκουν μέσ' στο πέλα­γος της απελπισίας κι η Λάρισα κλαίε ι φυλακισμένη κι ο Φιλίκον αναστενάζε ι στο μπαλκόνι του σπιτιού, στην φεγγαρόφωτη νύχτα.

Τι να κάνεις; Σχεδόν πάντα σ' έρωτας μπλέκεται μέά' στα δ ίχτυα των κοινω-

87

Page 86: Επιστροφή των Αργοναυτών

νικών συμπτώσεων της ζωής. Λες πως ε ίναι ευτυχισμένοι εκε ίνοι που σπάνε τα δ ίχτυα και

πορεύονται στο δρόμο της καρδιάς; Ίσως ναι , ίσω ς όχι. Πάντως εγώ το πρωί της άλλης μέρας, αφού εξαργύρωσα βέβαια

το χαρτζιλίκ ι του αδελφού μου, όπως ε ίπα, σε χουρμάδες, πήγα το γράμμα στη Λάρισα.

Ήταν ένα ομορφούλι κοριτσάκι, με τις πλεξούδες και το φτω­χικό φουστανάκι της. Μέναν με τον Μπολσεβίκο κύρη της σ' ένα φτωχό μα πεντακάθαρο σπιτάκι σε μια φτωχογε ιτονιά του Κουταtς. Η μάνα της ήταν πεθαμένη. Στην αρχή ξαφνιάστηκε. Με ήξερε α­σφαλώς; αλλά δεν το περίμενε β έβαια.

Πήρε το "ζαπισκόπον", το φίλησε δακρυσμένη και τό 'κρυψε γλήγορα και προσεκτικά στον κόρφο της.

Έσκυψε με φίλησε και με κοίταξε στα μάτια, σαν να έλεγε . - Το φιλάκι τούτο ας ε ίναι για τον Φιλίκον. Έφυγα. Από τότε δεν ξαναείδα την Λάρισα κι ούτε έμαθα τι έκανε και

τι έγινε . Κι ούτε ο Φιλίκον μου ξαναμίλησε γι ' αυτήν. Πάντα όμως φαί­

νονταν τραυματισμένος. Ύστερα από πολλά χρόνια, τον καιρό της μαύρης προσφυγιάς

στην Ελλάδα, μάθαμε πως η Λάρισα τελικά παντρεύτηκε κάποιον κι ανέβαινε κι αυτή τον συζυγικό της Γολγοθά σαν όλα τα aντρόγυνα.

Έτσι ε ίναι η ζωή . Έχει κι αυτή τους νόμους της πλοκής και της τριβής της . . .

Και να τώρα και το τρίτο δράμα της φαμίλιας, δράμα τούτο δραματικότερο και συνεχές.

Πόσες φορές βρήκα τη μητέρα μου να κρυφοκλαίε ι και να κρυ­φομοιρολογε ί! Ήταν συνηθισμένο.

Μα τώρα ε ίναι αλλοιώτικα. Ολη μερίς κι ολονυχτίς το μοιρολόγι. - ... Θα αφήσω τον τόπο που κείτεσαι σκοτωμένο, παιδί μου,

και θα πάω στην έρημη την Ελλάδα; Καλύτερα να πέθαινα κι εγώ στα βουνά της Σαντάς, δίπλα στον τάφο σου, Περικλή μου , αγόρι μου ... Σε κλαίει η χαροκαμένη μάνα σου, πουλί μου . Συγχώρα με που φεύγω μακριά, μα τι να κάνω; Τι να κάνω; Τι να κάνω; . . . κι έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά της, η μάνα μου, η χαροκαμένη μάνα.

Αυτά έχουν οι πόλεμοι , καλοί μου φίλοι. Τέτοια δράματα πολλά κι εδώ κι αλλού κι όπου ανθρώπου

88

Page 87: Επιστροφή των Αργοναυτών

φύτρα, κι όπου ο ι πόλεμοι κι ο ι ξεριζωμοί κι ο ι προσφυγιές, και τώρα κι ύστερα και πρώτα και πάντα, μια και δεν μπόρεσαν ακό μα να ξεριζώσουνε ο ι άνθρωποι το πρώτο κακό και το aνή μερο, το κακό του κ έρδους και της aπληστίας, που έχουνε στο αίμα τους θ εριά πολλά, θεριά ανθρώπινα, π' ούτε αγώνες κι ούτε κανείς δεν μπόρεσε να τα δαμάσει ακόμα.

Και τα δράματα φουντώνανε πολλά στο Κουταίς, στη Γρούζια, στον Πόντο κι όπου αλλού, και τα τέγκια δένονταν κι οι ετο ιμασίες συνεχίζονταν.

·

Και στην πόλη συναγερμός. Βιαστικοί, αμίλητοι, κατσούφηδες, με την πείνα φανερή, την

αγωνία ζωντανή στα πρόσωπα, έβλεπες όλους να βαδίζουν εδώ κι εκεί, στους δρόμους, στις πλατε ίες, στις γε ιτονιές της πολιτείας. Και τους συνεπήρε όλους τους Ρωμιούς ο πυρετός της φυγής.

Και τα τέγκια δένονταν σε κάθε σπίτι ελληνικό, σε κάθε φτω­χόσπιτο μα και aρχοντόσπιτο κι όλοι προσμέναν πότε θα πάρουνε το δρόμο της φυγής.

Οι μέρες τέλε ιωναν, ο ι Μπολσεβ ίκοι ζύγωναν. Όποιος φύγει φύγε ι.

Αυτό το κλίμα κι η ατμόσφαιρα στην πόλη . Σ ε μας, στο σπίτι μας, την άλλη μέρα, στάθμευσαν έξω στο δρόμο

δυο τετράτροχα κάρα. Παρουσιάστηκαν στο γυμνωμένο από κάθε έπιπλο και σκευή σπίτι μερικοί άντρες γεροδε μένοι, γρουζίνοι χα­μάληδες. Αξύριστοι, φτωχοντυμένοι, φωνακλάδες και βρ ισιάρηδες, όμως εργατικοί και δουλευταράδες. Σκούπιζαν βροχή τον ίδρωτα απ' το μέτωπο όπως δούλευαν. Μόνο οι χε ιρώνακτες βγάζουν "με τον ιδρώτα του προσώπου τους" το ψωμί τους ε ίτε εργάτες, ε ίτε σκαφτιάδες γεωργοί, ε ίτε χτίστες ε ίναι. Μόνο αυτοί κερδίζουν τον επιούσιο σύμφωνα με τη ρήση του ευαγγελίου. Εμε ίς οι άλλοι ε ίμαστε "μή μου άπτου", όπως λέει κι ο λαός, ακαμάτες και ραχατλήδες, παράσιτο ι. Δούλευαν που λες σαν μελίσσια και τα τέγκια στοιβάζο­νταν στα κάρα με σύστη μα και προσοχή .

Κάναν μερικές ώρες κι ήταν όλα στη θέση τους. Πήραν απ' τον πατέρα μου το μεροκάματο, κι ας δούλεψαν ώρες μονάχα, και φύγαν για αλλού, αφού πρώτα ασφαλώς θα πέρασαν από κάποιο, "τουχάν" για κανά ποτήρι να ξεκουραστούν. "Οίνος ευφραίνε ι καρδίαν", φίλ­τατοι.

Ο πατέρας μου αμέσως ανέβηκε στο πρώτο κάρο, ο αδελφός μου ο Θεόφιλος στο δεύτερο και κίνησαν για τον σιδηροδρομικό

89

Page 88: Επιστροφή των Αργοναυτών

σταθμό, όπου θα φορτώνονταν τα τέγκια στα βαγόνια του τρένου για το Βατούμ, του τρένου με το οποίο θα φεύγαμε κι ε με ίς το βράδυ εκείνο.

Σαν πλησίαζε να βραδιάσε ι, ξεκινήσαμε κι εμε ίς για το σταθμό. Μας πήγαιναν δυο φα'ίτόνια. Στο πρώτο ανεβήκαμε εμείς, η ο ικογένε ια, η γιαγιά η Ζωή, η

γιαγιά η πονεμένη , που κρατούσε . στην αγκαλιά της τυλιγμένη σε πανί την ε ικόνα της ο ικογένε ιας, κε ιμήλιο ο ικογενε ιακό, που το διατηρούμε ακόμα, - ήταν η ε ικόνα της γιαγιάς της γιαγιάς μου - η μητέρα μου η Ευρύκλη, η μεγάλη μου αδελφή η Κίτσα, η παντρεμένη , που κι αυτή έφευγε μαζί μας, η άλλη αδελφή μου η Μαρίκα, η Ουρανία κι εγώ ο Βενιαμίν της ο ικογένε ιας που σκαρφάλωσα στην αγκαλιά της μητέρας μου, η οποία με τύλιξε το πρόσωπο και τ' αυτιά μ' ένα μάλλινο σάλι, γ ιατί έκανε ψυχρούλα.

Η αδελφή μου η Κίτσα ερχόταν μαζί μας, γ ιατί ο άντρας της ο γνωστός μας Περικλής Βρασίδας, ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινό­τητας Ποντίων Κουτα'ίς, έπρεπε να τακτοποιήσει τόσα και τόσα ζητήματα της Κοινότητας, να βοηθήσει σ' ό,τι μπορετό τους τελευ­ταίους που θα 'φευγαν, κι ύστερα να φύγε ι κι αυτός για την Ελλάδα και τούτο στάθηκε αιτία να εγκλωβιστεί τελικά στο Κουτα"ίς και να 'ρθε ι μετά ένα χρόνο ύστερα από μας.

Στο πρώτο λοιπόν φα'ίτόν εμείς και στο δεύτερο στοιβαγμένες ο ι βαλίτσες, τα "τάαματάνι,α", γεμάτα με κάθε ε ίδους πρώτης ανάγκης πράγματα.

Κι οι δυο "φα'ίτόντάικοι" ήταν Γρουζίνοι επαγγελματίες, άνθρω­ποι της πιάτσας και της δουλειάς.

Όμως ο δ ικός μας, του πρώτου δηλαδή φα'ίτον ιού, ήταν ένας τύπος ξεχωριστός.

Κοντόχοντρος Γρουζίνος, κοκκινομύτης - φαίνεται, από το κρα­σί που θα 'πινε - με μια μαύρη ρουπάάκα, κ J ιλότα, και σαπόκι,α ( =

μπότες), βρισιάρης και φωνακλάς. Κρατούσε το καμουτσίκι του καλλιτεχνικά και ρουφούσε το

μόνιμο στα χε ίλη του παπιρόζ ( = τσιγάρο) λαίμαργα κι απανωτά. Γι' αυτό και οι τρ ίχες του μουστακιού του ήταν κιτρ ινισμένες από τη νικοτίνη.

Ανέβηκε στο κάθισμά του, όταν όλα ήταν έτοιμα, με χάιδεψε στο κεφάλι, έδωσε μια καμτσικιά στον αέρα και φώναξε στο μαύρο καλοθρεμμένο του άλογο.

- Άι, ντουράκ !

90

Page 89: Επιστροφή των Αργοναυτών

Έτρεχε τ' άλογο το καημένο. - Ραμπαβία Περζένι; Μπολσεβίκ πριόλή ε; Τι γίνεται Έλληνες;

Οι μπολσεβίκοι έρχονται, ε; Κι έτρεχαν τα φα"ίτόνια στα βρεγμένα πλακόστρωτα στενά του

Κουτα·ίς . . . Λες κι ακούω ακόμη και σήμερα το ποδοβολητό των αλόγων,

λες και βλέπω τον κοκκινομύτη Γρουζίνο αμαξά να γυρνά κάθε λίγο προς τα πίσω, να μου κλε ίνει με χαμόγελο το μάτι και να μου λέει χα"ίδευτικά.

- Άι μαρατσάγλου, περζένι, Άι διαβολόπαιδο Έλληνα . Φτάσαμε στο σταθμό. Κατε βήκαμε. Μπήκαμε στο τρένο. Ο πα­

τέρας κι ο Φιλίκος, ο αδελφός μου, μας παράλαβαν, μας οδήγησαν, μας ανέβασαν στο βαγόνι που έπρεπε . Εκεί ένας κόσμος aνήσυχος, ταραγμένος, ο ένας πάνω στον άλλο, συνωστισμός, κακό. Που 'ναι εκείνος ο κιρτζήδικος γλεντζές κόσμος, των ε ιρηνικών η μερών, που συντάραζε τα βαγόνια κι ολόκληρη την αμαξοστοιχία με τα τρα­γούδια και την ευθυμία του; Θλίψη, σιωπή, κατήφεια. Ο πόλεμος βούβανε τα πάντα.

Κι εμε ίς, με το αλλεπάλληλο συνεχές "γράνη-γρούνη" που άφη­ναν ο ι ρόδες των βαγονιών, με τη βροχερή νύχτα που δ ιακρίναμε έξω, με την ψύχρα της νύχτας, σιγά-σιγά αποκοιμηθήκαμε κι ήρθε ο ύπνος να φέρει την ξεχασιά των μαύρων ωρών που περνούσαμε. Όταν ξυπνήσαμε ήταν πρωί και ή μασταν στο σιδηροδρομικό σταθ μό του Βατούμ.

Στην πλατφόρμα του σταθμού στεκόταν ο θε ίος Αλέκος, ο γνω­στός από τα προηγούμενα θε ίος Αλέκος, ο μεγαλύτερος αδελφός της μητέρας μου, σοβαρός, βαρύς και δύσθυμος λόγω της κατάστασης, αλλά ίσως και γιατί σκεφτόταν το βάρος της φιλοξενίας μας. Ήταν λιγάκι σφιχτός ο μακαρίτης.

Το επόμενο πρωί, με το τελευταίο τρένο που κινήθηκε στη γραμ­μή Κουταtς-Βατούμ, ήρθαν κι ο πατέρας μου κι ο αδελφός μου ο Θεόφιλος.

Ταξίδεψαν, αφού δωροδόκησαν σιδηροδρομικούς με το τελευ­ταίο, όπως ε ίπα, τρένο, που ήταν όμως καθαρά στρατιωτικό και μετέφερε πολεμικό υλικό. Κάπου τους έκρυψαν ανάμεσα σε κανόνια και ο β ίδ ε ς και ταξίδ εψαν. Το φιλοδώρημα εκε ίν ε ς τις η μέρες πετύχαινε το παν.

Ήρθαν αργά γιατί φρόντισαν να τακτοποιήσουν μερικά ο ικο­γενε ιακά ζητήματα, που δεν μπορούσαν να με ίνουν εκκρεμή , μια και

9 1

Page 90: Επιστροφή των Αργοναυτών

φεύγαμε οριστικά στην Ελλάδα. Το σπίτι του θε ίου Αλέκου ήταν κοντά στο "πουχτ" ( = λιμάνι) ,

όπου φαινόταν αγκυροβολη μένο το ελληνικό φορτηγό πλοίο "ΠΑ­ΝΑΓΙΩΤΗΣ" έτοιμο να φορτώσει τους Έλληνες που θά 'φευγαν για την Ελλάδα. Η γαλανόλευκη - τη βλέπαμε - κυμάτιζε στην πρύμνη του .

Η εντολή της Επιτροπής Αποστολής των Ελλήνων έλεγε πως αύριο όλη μέρα το καράβι θα φορτώσε ι τα τέγκ!:_,α και την άλλη μέρα από το πρωί θα επιβιβαστούν οι άνθρωποι. Όλοι λοιπόν ή μασταν σε συναγερμό ετοιμότητος.

Τέλε ιωσαν τα ψέματα, φεύγομε για την Ελλάδα. Πραγματικά την επομένη από το πρωί άρχισαν να ουρλιάζουν

τα βιντζ του πλοίου και τα τέγκια να αιωρούνται στην αρχή στον αέρα κι ύστερα να κατεβαίνουν και να χωνεύονται στα δυο αμπάρια του καραβιού το ένα πίσω στ' άλλο.

Θέαμα πρωτόγνωρο ήταν οι αγελάδες, που ο ι Καρσλήδες επέ­μεναν να τις πάρουν μαζί τους στην Ελλάδα και τελικά δέχτηκε να τις φορτώσει ο πλοίαρχος, αφού βέβαια επεδόθη στο , πρωτόγνωρο για μας, ελληνικό υβρεολόγιο των πάντων και πασών.

Τις έδεναν στις κοιλιές με καταζώστες, όπως στο ιππικό , και τις ανέβαζαν με τα βιντζ ψηλά κι ύστερα τις κατέβαζαν στο κατά­στρωμα όπου τις τακτοποιούσαν. Ανέβασαν και φόρτωσαν βέβαια και μερικά "αραπάδας" ( = κάρα) που μετέφεραν κι αυτά ο ι Καρ­σλήδες.

Κόσμος, φωνές, ε ικόνες, παρατράγουδα στο λιμάνι εκείνη τη μέρα. Την άλλη μέρα πρωί άρχισε η επιβίβαση των ανθρώπων. Τότε ήταν το πανδαιμόνιο . ·

Γέροντες, γριές, νέοι άντρες, γυναίκες , κοπέλες, μωρά, παπά­δες, δάσκαλοι, ένα πλήθος παρδαλό, ένα πλήθος ποικιλώνυμο και ποικιλόχρωμο, ζωντανό, αεικίνητο, αείφωνο σ' όλα τα ιδιώματα της Ποντιακής διαλέκτου, βούιζε , έβριζε, έσπρωχνε , δ ιαπληκτίζονταν.

Εδώ κλαίγαν τα μωρά, εκεί μάλωναν για το χώρο που προσπα­θούσε να κρατήσει κάθε οικογένε ια, στην επιφάνε ια των δεμάτων ( = τέγκ!:_,α) που οι ναύτες φορτώνοντας φρόντισαν να δώσουν στο φορτίο επίπεδη επιφάνεια για να χρησιμοποιηθε ί για την εγκατά­σταση των ανθρώπων, αλλού χασκογελούσαν στην απελπισία τους, αλλού σε κάποια γωνιά κάποιος μοναχικός λυράρης έλεγε το τρα­γούδι του.

Πανδαιμόνιο, χάβρα, βαβυλωνία και πάνω απ' όλα οι φωνάρες

92

Page 91: Επιστροφή των Αργοναυτών

των ναυτών κι ο ι aξιοθαύμαστες στο περιεχόμενο και στην ποικιλία τους βρισιές του πλοιάρχου .

Κι απ' την σκάλα όλο κι ανέβαιναν νέοι επιβάτες και στο κε­φαλόσκαλο τα μέλη της Επιτροπής Αποστολής των Ελλήνων με­τρούσαν κι όλο μετρούσαν τα κεφάλια που ανέβαιναν να ξέρουν πόσους φόρτωσε το καράβι και πόσο κοντά ε ίναι στον αριθμό ασφα­λείας των επιβατών.

Κι ανέβαιναν κι ανέβαιναν ώσπου νύχτωσε κι ανέβασαν τη σκάλα του καραβιού οι ναύτες και όλα τέλειωσαν. Το πλοίο φόρτωσε όσο επιτρεπόταν.

Όσοι έμειναν ας περιμένουν. Θά 'ρθει κι άλλο καράβι. Τι πε ι­ράζει αν θα τους δέρνει στο ύπαιθρο τ' αγιάζι του βροχερού Βατού μ και το χιονόνερο του Μάρτη του 1921 . Πρόσφυγες ε ίναι αυτοί. Κι αν παγώσουν μερικοί, τι πειράζει ;

* * *

ΚΙ Η ΝΥΧΤΑ ήρθε . Και το πλοίο ξεκίνησε. Πρώτη νύχτα αποχωρισμού από την φιλόξενη γη της Γεωργίας

κι όλης της Ρωσίας, όπου κυνηγη μένοι και aποδεκατισμένοι οι Έλ­ληνες του Πόντου κατέφευγαν, όσες φορές ο φόβος της σφαγής, όπως προ ολίγων ετών, αλώνιζε aπαίσιος στη χώρα τους.

Κι απόψε άρχιζε ελπιδοφόρα πορε ία και λυτρωτικός τώρα πλους για την Ελλαδική πατρίδα, όπου πίστευαν πως θα σωθούν επιτέλους και, ελεύθεροι πια αυτοί και τα παιδιά τους, θα ζήσουν χωρίς το φόβο της σφαγής, τον φόβο των διωγμών, την aνήλεη απελ­πισία της εξορίας, κάτω από τις φτερούγες της Πατρίδος.

Καταλάβαιναν και πίστεψαν πως στο μέλλον η επιστροφή στον Πόντο, που ονε ιρεύονταν, ήταν όνειρο πια. Ο Λύκος δεν εξημερώ­νεται δυστυχώς.

Και το πλοίο ξεκίνησε. Όλο εκείνο το δυστυχισμένο ανθρώπινο φορτίο, το ξεθεωμένο

από την αγωνία τόσων χρόνών, από την πορε ία τόσων δρόμων, από τον συναισθηματιτκό συναγερμό, κουρνιασμένο στα σκοτε ινά αμπά­ρια του πλοίου, που μύριζαν μούχλα και υγρασία, ένα μωσα"ίκό ο ι­κογενε ιών, ανθρώπων και ψυχών, ποικίλο και πο ικιλώνυμο, ό μως Ελληνικό, σφηνώνεται μαζί με το καράβι στη μαύρη σκοτίδα της

93

Page 92: Επιστροφή των Αργοναυτών

νύχτας, και το καράβι καταπίνει τα μίλια της ήρεμη ς, ευτυχώς, θά­λασσας του Ευξείνου .

Κάτω, μονότονος ο κρότος των μηχανών, πάνω στην κουβέρτα οι φιγούρες των ναυτών, που κάνουν την βάρδια τους, ενώ τα φανά­ρια πλεύσης δ ίνουν το νυσταλέο τους "παρών" στο πλωριό και στο πρυμνιό κατάρτι.

Στ' αμπάρια, μέσ' στο μισοσκόταδο, που δ ίνουν το αμφίβολο φως τους τα κρεμασμένα στο ταβάνι γκαζοφάναρα, οι γέροντες ξά­γρυπνοι μέσα σ' ένα στροβιλλισμό σκέψεων, αμφιβολιών, ελπίδων για τη νέα ζωή, που ανοίγεται μπροστά τους, ελπίζουν, αμφιβάλλουν, πιστεύουν, ξαγρυπνούν για όσα άφησαν και αφήνουν τώρα πίσω τους, για το άγνωστο που τους περιμένει, μα και κρυφοχαίρονται για τη χαρά της νέας ζωής, κυρίως των παιδ ιών τους, στη χώρα της προγονικής γης.

Εκε ί κάτω και τα νιάτα, νιοι και νιες, με την προσδοκία μιας ελεύθερης ζωής, εύθυμα κι ανέμελα, όπως παντού και πάντα ε ίναι τα ν ιάτα, από εσωτερική βιολογική παρόρμηση, κο ιμούνται.

Τα παιδάκια κοιμούνται κι αυτά στην αγκαλιά των μανάδων τους αγγελικά ωραία και γαληνε μένα, γιατί έχουν ακόμα χρονικό τράτο να ωριμάσουν μέχρι να τα τυλίξουν οι έγνοιες της ζωής.

Και το καράβι πλέει μέσα στη νύχτα κι οι στοιβαγμένες στ' αμπάρια ψυχές ταλαντεύονται ανάμεσα στου ύπνου τη γλυκιά έλευση ή του λογισμού την τυραννική εγρήγορση .

Και ο ι ώρες περνούν και τα κύματα σκίζονται απαλά και το πλοίο προχωρεί στην υγρή της Ευξε ίνου Μαύρης θάλασσας λεωφόρο και το ανθρώπινο κοπάδι πορεύεται το ταξίδι της επιστροφής στη γη της Ελλάδος, απ' τις ακτές και τη χώρα της Κολχίδας όπως και του Πόντου αργότερα, όπου οδήγησε τους προγόνους τους η "Αργώ" και - ύστερα από αιώνες ζωής προγόνων και επιγόνων - επιστρέφουν τώρα οι επίγονοι στην πατρίδα γη. Είναι ώρες ιστορικές. Το ν ιώθεις . Το βλέπεις. Είναι η Επιστροφή των Αργοναυτών.

Και το καράβι πλέε ι κι η νύχτα προχωρε ί.

* * *

ΚΑΙ ΣΑΝ χαράξει η Ανατολή , εκεί στο βάθος του ορίζοντα να! Εκε ί, θολά στην αρχή, πιο καθαρά ύστερα, τα βουνά του Πόντου.

94

Page 93: Επιστροφή των Αργοναυτών

Βουνά κατάφυτα, παραλίες όμορφες, μέσα στην πλούσια βλά­στηση της χώρας.

Είναι η γη του Πόντου η πανέμορφη , η αγαπημένη γη. Εκεί τώρα μένουν πολιτε ίες ιστορικές, χωριά καμένα, σπίτια

έρημα, τάφοι προγόνων, βουνά ελατόσπαρτα, κάμποι καρπίσιο ι, λι­μάνια γαληνά, ακρογιαλιές όμορφες, χωρίς τους ανθρώπους τους όμως, χωρίς της λύρας τον κελα"ίδ ισμό, χωρίς τραγούδι, νοτισμένα ακόμα από το δάκρυ ενός λαού ολάκερου, που ξεριζώνεται.

Εκεί ε ίναι η πατρίδα που χάνεται, όμως που δεν θα ξεχαστεί. Τα πρωινοξυπνημένα γερατειά, γέροι και γρ ιές, με δάκρυα στα

μάτια, συναγμένοι στο κατάστρωμα, κοιτάζουν, κοιτάζουν και δεν μιλούν, δεν χορταίνουν.

Στο καλοξημέρωμα, σαν μυρμήγκια ξεχύνεται στο κατάστρωμα παντού , όλο εκε ίνο το προσφυγομάνι, γέροντες, γριές, μεσοκαιρίτες και μεσοκαιρίτισσες, αγόρια, κορίτσια, παιδιά και κοιτάζουν aχόρ­ταγα τη γη της πατρίδας.

Πράσινες, χλοερές ακτές της Τραπεζούντας, της Κερασούντας, της Τρίπολης, της Οινόης.

Και το καράβι προχωρεί κι η νύχτα υποχωρεί. Μόνο σ' ένα λιμάνι, σταματά. Θα πάρει μερικές ο ικογένε ιες. Τι έγκλημα! Ντροπή γι' αυτούς που ρυθμίζουν την ζωή των

μικρών λαών. Ντροπή τότε, ντροπή και σήμερα, που τα ίδια γίνονται σε βάρος των μικρών. Η ηθική συμβαδίζει με το πλήθος των κανο­νιών. Τα συνέδρ ια και οι λόγοι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αχλύς κάλυψης των βουλιμιών.

Ως πότε όμως λαοί; Ντροπή και σε σας και σε μας που έτσι παθητικά δεχόμαστε κάθε φορά τούτο το δράμα. Ντροπή . . .

Το καράβι σταματά και δένει στο ενδ ιάμεσο λιμάνι. Ένα πλήθος ορμά έξαλλο, ωθούμενο και β ιαστικό, να μπε ι στο

πλοίο, να ακουμπήσει την σωτηρία. Τουρκόπουλα μεταξύ των έτο ιμων να επιβιβαστούν, σπρώχνουν,

διαλαλούν, προτρέπουν, δ ιαφημίζουν το εμπόρευμά τους, που ήρθαν να πουλήσουν στους ταξιδευτάδες που αναχωρούν. Φουντούκια κα­βουρντισμένα, μήλα, αχλάδια.

Και παραπίσω, στο βάθος, πλήθος Τούρκοι, βουλιμιώντες για αρπαγή και β ία, και τζανταρμάδες που κάνουν πως τους συγκρατούν. Η υποκρισία της νομιμότητας κάποτε θεραπεύε ι τις καταστάσεις.

Μα ποιος κοιτάε ι τα προσφερόμενα των μικροε μπόρων; Ο α­γώνας ε ίναι πώς να μπουν στο πλοίο ο ι Έλληνες, ο ι δικοί μας, να

95

Page 94: Επιστροφή των Αργοναυτών

σωθούν, να γλιτώσουν από τον φόβο της αρπαγής κοριτσιών ή της δ ιαρπαγής των υπαρχόντων τους .

Σε λίγες ώρες ευτυχώς όλο εκείνο το aνθρωπομάνι, που συνω­στίζεται στην σκάλα, το καταπίνει το καράβι στ' αμπάρια του . Θέμα αδιαχωρήτου δεν συζητείται. Και απ' το φουγάρο του πλοίου ξεπε­τάγεται ένα κατάμαυρο σύννεφο καπνού, όπου γυμνόστηθοι οι θερ­μαστές φτυαρίζουν με δύναμη το κάρβουνο στα λεβέτια της μηχανής. Ο ι τριγμοί της αλυσίδας της άγκυρας ακούγονται και ο ι πρώτοι παφλασμοί της προπέλας ταράζουν την θάλασσα. Σαλπάρουμε .

Δεν θα πιάσε ι το καράβι μας σ' άλλο λιμάνι μαυροθαλασσίτικο, λένε οι ναύτες. Αμήν. Μακριά από Τούρκους και Τουρκαλία.

Σε κάμποση ώρα το πλοίο ε ίναι πια βαθιά, μακριά από τον τούρκικο παράδε ισο . . . των σφαγών, της εξορίας και των aτιμώσεων. Και τότε, ε τότε φέσια πολλά, φέσια που φορούσαν μέχρι προ ολίγου Έλληνες από τον φόβο του τζανταρμά, φέσια κόκκινα, φέσια μισητά, καταποντίζονται στη θάλασσα και τα συνοδεύουν οι κατάρες των γυναικών και η ανακούφιση των αντρών.

Να το φάει ο Εύξεινος βυθός να ξαλαφρώσει ο κόσμος απ' το κόκκινο βάρος τους.

Γλιστράει τώρα πια ολοταχώς το πλοίο μ' όση ταχύτητα μπορεί ν' αναπτύξει ένα μικρό φορτηγό καράβι, πολυφορτωμένο και σκίζε ι τον Εύξεινο Πόντο, που σή μερα ε ίναι ήσυχος, ή μερος, γαλήνιος κι όμορφος, ίσως για να δείξε ι κι αυτός την αγάπη του στον λαό, που χρόνια τον έπλευσε, τον τραγούδησε και σήμερα τον ευχαριστεί και δεν του ζητά παρά μόνο γαλήνη και ηρεμία να περάσε ι τούτες τις μέρες του ταξιδιού του ειρηνικά και ακίνδυνα.

Κι εκείνος ευγενικός, κι ας τον αποκαλούσαν κάποτε "Άξε ινο Πόντο" , όσες μέρες κι όσες νύχτες τον δ ιασχίσαμε στάθηκε ε ιρηνι­κός, ήσυχος, ακύμαντος σαν λάδι και προστατευτικός στο μικρό συμπαθητικό καράβι και στο βασανισμένο ανθρωποφορτίο του . Τι θα γινόνταν αν τον έβρισκαν τα δυνατά μπουρίνια του της Μαύρης θάλασσας, αν ώρες και μέρες ανασκάλευαν τα έγκατά του βορεινοί Ρούσικοι αέρηδες;

Πολλές φορές, μα την αλήθε ια, τα άψυχα ε ίναι ευγενικά στους δυστυχείς . Έτσι και τώρα.

* * *

96

Page 95: Επιστροφή των Αργοναυτών

το ΑΠΟΜΕΣΉΜΕΡΟ ε ίμαστε πια για καλά ελεύθεροι στην πελα­γίσια aπλοχωριά του πελάγου. Μερικοί ώριμοι άνδρες και μεσοκαι­ρίτες ε ίναι συγκεντρωμένοι σε μια γωνιά του καταστρώματος και συζητούν σιωπηλά, σοβαρά και νηφάλια.

Οι Έλληνες της Διασποράς, ε ίτε στην Τουρκία ζούσαν, ε ίτε στη Ρουσία, ή όπου αλλού, πάντα σ' όλες τις εποχές ήσαν άνθρωποι της οργάνωσης και της ομαδικής κοινωνικής δραστηριότητας. Οι Κοινό­τητές τους ανθούσαν. Γνωστό κι από άλλες προσφορές τους στους ελληνικούς αγώνες, την προσφορά τους στον αγώνα του 21. Πόσους, και πόσα έδωσαν για τον ξεσηκωμό εκείνο!

Μπρος λοιπόν στα ζητήματα που πρόβαλαν και θα πρόβαλαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού, συνήλθαν ο ι "εμποροαστοί" να οργανωθούν και να πάρουν αποφάσεις.

Και τις πήραν. Εκλέξαν μία τριμελή επιτροπή, "την Επιτροπή των Γερόντων",

όπως την ονόμασαν. Κι αυτή πήρε σε συνέχεια τις δ ικές της σχετικές αποφάσεις που έθεσε υπ' όψιν του καπετάνιου του πλοίου, για έ­γκριση . Ο καπετάνιος, όχι μόνο τις ενέκρινε αλλά και τους συνεχάρη κι αυτός κι όλοι όσοι πρόσφυγες ήταν στο καράβι. Αποφασίστηκε λοιπόν σχέδιο καθαριότητας στο πλοίο, στους κοινόχρηστους χώ­ρους, στους χώρους διαμονής και όπου αλλού. Ιδρύθηκε ομάδα για βοήθε ια σε περίπτωση τρικυμίας, αρρώστιας, ή άλλης ανάγκης, ομά­δα νυχτερινής υπηρεσίας και ασφαλείας του πλοίου σε συνεργασία βέβαια με τον πλοίαρχο και το πλήρωμα. Θεσπίσθηκαν ώρες κοινής ησυχίας και άλλα.

Οι νέοι ζήτησαν μέσω της "Επιτροπής των Γερόντων", και ο πλοίαρχος ενέκρινε , να χρησιμοποιούν κατ' αποκλε ιστικότητα κάθε βράδυ για διάφορες καλλιτεχνικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσε ις, μερικές ώρες το πίσω υψωμένο, σαν δωμάτιο, κατάστρω μα τη ς πρύμνης που ε ίχαν τότε όλα τα φορτηγά πλοία, και σχετικά συ­γκροτήσανε μουσική ομάδα μαντολινάτας με αρχηγό τον Σταύρο Βαφειάδη "τον Κωτσόν τον Σταύρην" όπως τον έλεγαν κοινώς, επειδή ήταν κουτσός ο καημένος, αλλά δεινός μαντολινίστας, και αποτέλε­σαν την μαντολινάτα πολλοί νέοι που έπαιζαν και μαντολίνο και κιθάρες και ακορντεόν και μερικοί τραγουδούσαν ωραία.

Το πρώτο βράδυ που έγινε εκδήλωση, καθαρίστηκε το πίσω κατάστρωμα το υπερυψωμένο της πρύμνης. Τοποθ ετήθηκαν καθίσμα­τα για τον πλοίαρχο, τα μέλη της Επιτρο'πής των Γερόντων και τα μέλη της ορχήστρας και ο χορός άνοιξε με ένα πεταχτό β ιεννέζικο

97

Page 96: Επιστροφή των Αργοναυτών

βαλς. Μετά ακολούθησαν άλλοι χοροί: "κρακαβιάκ", στέπ' chάμιλ"', "τάchι", κλπ. χοροί τους οποίους ξέρουν ο ι παλαιοί. Πολλοί από τους νέους ήσαν ήδη μαθητές σε σχολές χορού στο Βατούμ, στο Κουταtς, στο Τιφλίς κλπ.

Στο κάτω μέρος του υπερυψωμένου καταστρώμaτος, στο κανο­νικό κατάστρωμα του πλοίου, οι νοσταλγοί ηλικιωμένοι Πόντιοι και Πόντιες "εγούρεψαν" ( = στρώσανε) τον δ ικό τους παραδοσιακό πο­ντιακό χορό, με τον λυράρη - που στο πλοίο υπήρχαν τρεις τέτο ιο ι ανάμεσα στους ταξιδευτάδες πρόσφυγες - και έτσι συμπληρώθηκε η χορευτική λίστα . . . , άνωθ εν και . . . κάτωθεν. Ήταν χάρμα και χαρά η βραδιά.

Ο πλοίαρχος ήταν ενθουσιασμένος κι ο κόσμος χαρούμενος. Ευτυχώς στο καράβι μας δεν παρουσιάστηκε καμιά αρρώστια,

σε αντίθεση με πολλά άλλα πλοία που μετέφεραν κι αυτά πρόσφυγες. Κι αυτό γιατί η Επιτροπή έκανε καλά τη δουλειά της κι ο λαός στάθηκε πε ιθαρχημένος και πρόθυμος στις εντολές που έπαιρνε .

Τ ο καράβι κάθε βράδυ φωταγωγημένο μ ε φροντίδα του ηλε­κτρολόγου, λουσμένο σε φως και μουσική έπλεε σαν φωτε ινό μου­σικό μετέωρο μέσα στις νύχτες της πορε ίας του και νόμιζες πως ήταν το πλοίο τη ς χαράς, και ήταν πραγματικά, κι ας μετέφερε ανθρώπους που έδερνε το αβέβαιο αύριο, μοναδική εξαίρεση, όσο ξαίρουμε, στο πλήθος των πλοίων που μεταφέρανε πρόσφυγες. Σ ' όλα ενέσκη­ψαν aρρώστιες, πέθαναν πολλοί και ρίχτηκαν στη θάλασσα για τάφο. Εμείς ταξιδεύαμε έτσι "εν χορδαίς και οργάνοις", χοροίς και άσμα­σιν, και δεν ξέρω σε πόσες ώρες, σε πόσες μέρες, μπήκαμε στον Βόσπορο και αγκυροβόλησε το πλοίο μας απέναντι ακριβώς απ' την Αγιά Σοφιά.

Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Όλο εκείνο το πλήθος των προσφύγων που κουβαλούσε ο καη­

μένος ο "ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ", το μικρό εκείνο φορτηγό καράβι μας, ξεχύθηκε ακαριαία στην πλευρά του καταστρώματος που έβλεπε προς την Αγία Σοφία, προς το ίνδαλμα του Έθνους, τον μαγνήτη των ε θνικών παραδόσεων και ονε ίρων, που πάντα ήταν και ε ίναι απείρως θερμότερα στις ψυχές των Ελλήνων της Διασποράς και ε ιδ ικά σή με­ρα στις ψυχές των Ποντίων, που αιώνες τώρα ζούσαν κάτω από τον ζυγό της δουλε ίας και πάντα τους θέρμαιναν οι εθνικές μνήμες και η λατρε ία της Ελλάδος και των εθνικών παραδόσεων. Το καράβι, μικρό όπως ήταν και φορτωμένο, με το τωρινό στρίμωγμα των αν­θρώπων στη μία του πλευρά, έγειρε επικίνδυνα και κινδύνευε να

98

Page 97: Επιστροφή των Αργοναυτών

"μπατάρε ι", όπως λένε στη ναυτική γλώσσα. Μολαταύτα το πλήθος δεν μπορούσε να καταλάβε ι τον κίνδυνο. Πάντα το συναίσθημα πνί­γε ι την λογική . Είναι νόμος αυτό και δεν μπορούσε στην παρούσα περίπτωση να ατονήσει. Τότε έξαλλος ο πλοίαρχος πετάχτηκε στην γ έφυρα, άρπαξε το "χωνί", τον τηλεβόα, και βρυχήθηκε .

- Ρεε εεε ! θα μου βουλιάξετε το καράβι, γα . . . την Παναγία σας. Έλαμψε η ελληνική υβριστική αβρότητα.

- Παναία . . . Πανα'ία! Θα καίει μας ο Θεόν, φώναξε το πλήθος και μαρμάρωσε.

Οι άντρ ες έμε ιναν αποσβωλωμένοι , ο ι γυναίκες σταυροκο­πιούνταν, οι γριές έκλαιγαν. Πώς μπορούσαν να πιστέψουν πως Έλληνας πλοίαρχος σε ελληνικό καράβι, χρ ιστιανός, ήταν δυνατόν να υβρίζε ι έστι βάναυσα τα θε ία. Ούτε Τούρκος να ήταν !

- Να γυρίσαμε πίσω στα μέρη μας, όπου ποτέ ούτε αλλόπιστος δεν τόλμησε να υβρίσει τα θε ία μας, φώναζαν μερικοί εξαγριωμένοι.

Όμως ο πλοίαρχος διέταξε έναν ναύτη να ετοιμάσει την αντλία και την μάνικα, και εν ανάγκη να διαλύσει με νερολουσία όλο εκείνο το πλήθος και να το κλε ίσει έτσι βάναυσα και aντεθνικά πάλι στα σκοτεινά αμπάρ ια του καραβιού.

Ευτυχώς πρόφτασε η Επιτροπή, καθυσύχασε το πλήθος, κάλμα­ρε τον πλοίαρχο και ησυχία και γαλήνη επικράτησε τελικά. Ό μως ούτε ο ι γριές, ούτε ο ι γυναίκες καλημέριζαν τον πλοίαρχο πια.

- Ατός εν' ο Αντίθεος, ντο λέγ'νε . Πώς να λέγομ' ατον "καλη­μέρα". Η καλημέρα εν' τη Θεού κι ατός εν' αντίθεος, Αντίχριστος και Φαρμασώντ'ς.

Πού να ήξεραν ο ι καημένοι, οι αγνοί εκείνοι άνθρωποι, πως χρόνια και χρόνια, παντού της Ελλάδος και πάντα, ο ι βρισιές των θε ίων θα ήταν το ψωμοτύρι των Ελλήνων !

Ήταν τούτο το επε ισόδιο ένα δυνατό χτύπη μα, αποκαρδιωτικό, ένα ασυγχώρητο αμάρτη μα, που τραυμάτισε την εθνική και θρησκ ευ­τική αγνότητα των ανθρώπων αυτών, που βρέθηκαν μπρος στην Αγιά Σοφιά, το ιερό όνε ιρο της φυλής, του αγνού Ελληνισμού της Διασπο­ράς και της δουλείας.

Όλη την υπόλοιπη η μέρα, όλος ο λαός κοίταζε τον ναό μαργω­μένος, αμίλητος και μελαγχολικός, και το βράδυ ενωρίς-ενωρίς χωρίς μουσικές και χορούς κούρνιασε στη γωνιά του .

Ο καημένος ο πλοίαρχος, ας τον πούμε συγκαταβατικά "καη μέ­νον", προσπάθησε να δικαιολογήσε ι στην "Επιτροπή των Γερόντων" το φέρσιμό του, επικαλούμενος την συνήθεια, την κακή βέβαια, ο ι

99

Page 98: Επιστροφή των Αργοναυτών

νεοέλληνες να βρίζουν τα θε ία ασυνε ίδητα και αβασάνιστα. Η Επι­τροπή έδειξε βέβαια τάχα συγκατάβαση .

Την νύχτα που ακολούθησε διανυκτερεύσαμε εκεί στο ίδιο ση­μείο, απέναντι στην Αγιά Σοφιά, και το πρωί ετο ιμαζόμασταν να αποπλεύσουμε για τον Ελλήσποντο .

Προτού καν ετο ιμαστούμε για τον απόπλου, βρεθήκαμε πολιορ­κημένοι από έναν στολίσκο, θα λέγαμε, κα'ίκιών. Ήταν κάτι το α­πρόσμενο, όμως πολύ γραφικό, που εξακολουθεί να γίνεται μέχρι σήμερα στην Πόλη .

Πλήθος τούρκικα κα'ίκια πολιόρκησαν το καράβι μας, από τα πλευρικά του . Οι κα'ίκτσήδες στη μέση της βάρκας τους ε ίχαν μια φουφού αναμμένη κι απάνω στη φουφού ένα μεγάλο στρογγυλό τη­γάνι γεμάτο λάδι, που έβραζε. Μέσ' στο λάδι έρριχναν φουχτιές­φουχτιές αλευρωμένο, φρέσκο γαύρο ( = χαψία) και τον τηγάνιζαν με μαεστρία και μεράκι. Κι ύστερα τηγανισμένο και ζεστόν-ζεστόν τον σέρβιραν, συνοδευόμενο με ζεστό μαύρο ψωμί.

Οι πελάτες απ' το καράβι κατέβαζαν, και σή μερα κατεβάζουν οι ταξιδευτάδες των νησιών του Βοσπόρου , ένα καλάθι με σκοινί, που ε ίχαν βάλε ι μέσα μια "μπαγκανότα" όπως λέγανε το χάρτινο νόμισμά τους. Ο τούρκος βαρκάρης, ο θαλασσινός αυτός πρωτότυπος μάγε ιρας, έπαιρνε την μπαγκανότα, έβαζε τη μερίδα του γαύρου με το ψωμί κι ένα κρομμύδι κομμένο στα τέσσερα μέσ' στο καλάθι, και ο πελάτης από πάνω ανέβαζε το καλάθι και έπαιρνε την μερίδα του.

Όποιος γεύτηκε τον τηγανισμένο τούτο χαψία με το μαύρο νό­στιμο φρέσκο ψωμί δεν μπορεί να ξεχάσει την τούρκικη τούτη νο­στιμιά. Έχουν κι αυτοί κάτι ωραίο, βρε αδελφέ.

Έτσι κι ο ι δ ικοί μας τίμησαν το πρωινό εκείνο, την πολίτικη γαστρονομική έφοδο των τούρκων κα'ίκτσήδων με πολλή προθυμία και όρεξη. Τα καλάθια ανε βοκατέβαιναν συνεχώς.

Σε λίγο, με το σαλπάρισμα, όλα τα μάτια έμεναν καρφωμένα στο θέαμα της Πόλης και δη της Αγιάς Σοφιάς, που χρόνια στη σκλαβιά, πρόγονοι, γονε ίς, φυλή , ζούσαν με την λατρε ία τους και με το όνειρο του "Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δ ικά μας θάναι".

* * *

ΝΑ ΜΑΣ τώρα, που μπήκαμε και περνούμε τον Ελλήσποντο, τα

100

Page 99: Επιστροφή των Αργοναυτών

Στενά. Χωριά ελληνικά, όμορφα, τόποι παραδε ισένιοι, δεξιά κι α­ριστερά μας. Ποιον να ονοματίσε ις, να πρωτοκοιτάξε ις και πο ιον να πρωτοθαυμάσεις! Στο κομμάτι τούτο της γης, Βόσπορο, Προποντίδα, Ελλήσποντο, λες η φύση έριξε όλη την ομορφιά της και δυστυχώς άφησε να την χαίρεται ο πιο άξεστος λαός. Κι ο Θεόφιλος ο αδελφός μου, που στο Φροντιστήριο στην Τραπεζούντα μόνο Ιστορία και Γεωγραφία κατόρθωνε να μάθει , βρήκε την ευκαιρία να μου κάνει επίδε ιξη των σχετικών του γνώσεων, χωρίς φόβο να συλληφθεί αμε­λέτητος ή aπληροφόρητος γιατί όσα έλεγε τάλεγε σε μένα που άκου­γα με απληστία, που δεν ε ίχα καμμιά γνώση ούτε Ιστορίας, ούτε Γεωγραφίας, μιας και δεν πρόφτασα να διδαχτώ ακόμη τίποτε σχε­τικό, γ ιατί δεν φοίτησα ακόμη ούτε στο Δημοτικό. Όμως ο Φρίξος και η Έλλη και η ιστορία τους ήταν συγκινητική, και ο Θεόφιλος - ε ίναι αλήθε ια - από χαρακτήρα ήταν καλός aφηγητής, και διηγόταν με συγκίνηση και ζωντάνια ό,τι παραδοσιακό ή ιστορικό δ ιηγόταν. Παράδε ιγμα τα παραμύθια, που μου διηγήθηκε και τα καταχώρισα στο λαογραφικό β ιβλίο μου "ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΆ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΎ ΛΑΟΥ".

Έτσι περάσαμε μέσ' στην ομορφιά και την ανοιξιάτικη εκείνη πράσινη φαντασμαγορία και να που ξεπορτίζουμε πια απ' τον Ελ­λήσποντο και ανοίγεται μπροστά μας το Αιγαίο, το αγαπημένο πέ­λαγος των Ελλήνων !

* * *

ΝΕΑ αναταραχή στους ταξιδευτήδες του καραβιού μας. Μπαίνουμε πια σε ελληνική θάλασσα, ελληνικά νερά διασχίζει

το πλοίο μας, ελληνικόν αέρα αναπνέουμε, ελληνικά βράζει το αίμα στις φλέβες μας.

Τι όμορφες τούτες οι ώρες της προσπέλαση ς προς την Ελλάδα! Να ! απέναντί μας ένα πλοίο έρχεται προς τον Ελλήσποντο απ'

το Αιγαίο. Έρχεται ασφαλώς από την Ελλάδα. Είναι ωραία η φι­γούρα του, στον γαλανό ορίζοντα καθώς σκίζει τα γαλάζια νερά κι ο καπνός από την τσιμινιέρα του γράφει μια μαύρη γραμμή , ωραία, γραφική γραμμή , που θάθελες να ε ίσαι ζωγράφος, θαλασσογράφος να την aποθανάτιζες.

Σ ε λίγο περνά δίπλα μας. Η ελληνική ση μαία κυματίζε ι στην

101

Page 100: Επιστροφή των Αργοναυτών

πρύμνη του . Η ευγενική γαλανόλευκη . Ευγενικά τα χρώματά της, η γαλάζια ελληνική θάλασσα κι ο κατάλευκος ουρανός της Ελλάδος, όμορφοι οι κυματισμοί της στο απαλοχάδι του Αιγαίου. Μαζί της κυματίζει κι η ψυχή των ελεύθερων πια τώρα, προ ολίγων σκλάβων, Ελλήνων, που γυρνούν στην πατρώα τους γη.

Για τούτο, εκείνο το βράδυ, εκείνη την νύχτα που επαναλήφθηκε κι η χορευτική μας εκδήλωση στην πρύμνη και στο κατάστρωμα του καραβιού μας, έγινε η πιο όμορφη , η πιο θερμή γιορτή που έκλε ισε μέσα σ' ένα θερμό ενθουσιασμό με το τραγούδι του Αβέρωφ, του θρυλικού μας Αβέρωφ, που σε τούτα τα νερά, κατατρόπωσε τον τουρκικό στόλο ακ_όμα προχτές, στους Βαλκανικούς πολέμους.

Στην αρχή μερικοί, κι ύστερα όλος ο κόσμος, γέροι, γριές, ά­ντρες και γυναίκες, νεαροί και κοπέλες, πλήρωμα και καπετάνιος, με τρομερή, έτσι aπροετοίμαστα, συγκίνηση , απρόοπτα έκλε ισαν την γιορτή πάλι με το τραγούδι του Αβέρωφ.

Για δες ο Αβέρωφ πώς βροντά, Τα κύματα πώς σκίζει, Τα Δ αρδανέλια, τα Στενά, Τα κάστρα βομβαρδίζει.

Ε βίρα, βίρα, γεια σας Τα κατσαρά μαλλιά σας Ε βίρα να βιράρουμε, Την Πόλη για να πάρουμε . . .

Βαθιά μεσάνυχτα πια, και ησυχία βασιλεύε ι στο πλοίο . Όλος ο κόσμος γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό κοιμάται βαθιά και γλυκά, γιατί τον νανουρίζε ι τώρα το λαφρύ Ελληνικό κύμα του αγαπη μένου Αιγαίου, της θάλασσας των Ελλήνων, της θάλασσάς μας, της θάλασ­σας των προγόνων, που κάποτε την έσκισαν οι Αργοναύτες και σήμε­ρα την σκίζουν οι απόγονοί τους, που επιστρέφουν στην πατρώα γη . . .

* * *

ΕΙΝΑΙ πρωί, πολύ πρωί: σήμερα μπαίνομε σ ' έναν μεγάλο κόλπο και aντικρίζαμε μία ωραία πολιτε ία στο βάθος.

102

Page 101: Επιστροφή των Αργοναυτών

Το πλοίο σφυρίζε ι χαρούμενα. Αγκυροβολεί σε λίγο, σε μικρή σχετικά απόσταση από την προκυμαία της πολιτε ίας.

Είναι μια ωραία παραθαλάσσια πόλη, καθώς ε ίναι χτισμένη αμφιθεατρικά, με ωραία διώροφα και τριώροφα σπίτια κατά μήκος της προκυμαίας της, που αρχίζει από ένα μεσαιωνικό ψηλό πύργο -τον Λευκό Πύργο, όπως τον λένε , καθώς μάθαμε αργότερα, ένα άσπρο κατασκεύασμα σαν ένα τεράστιο ποντιακό τδορτάν που ξε­πηδάει ανάμεσα από λίγα πράσινα δέντρα - και φτάνε ι ως την άλλη άκρη , όπου ε ίναι το εμπορικό λιμάνι της, με τις εγκαταστάσεις του, όπου ξ επροβάλλουν φουγάρα πλοίων, κατάρτια καραβιών και πανιά, μαούνες και βάρκες, ναυτικοί και ψαράδες και βαρκάρηδες .

Σ ' όλο το μήκος της παραλίας ένα είδος ηλεκτρικών τραίνων πηγαινοέρχονται · ε ίναι τα λεγόμενα "τραμ". Μα και ένα παρδαλή ς αμφίεσης πλήθος κυκλοφορεί. Είναι Έλληνες, Εβραίοι και ελάχιστοι Τούρκοι, που δεν έφυγαν ακόμη γ ια την Τουρκία τους.

Πίσω από τον παραλιακό δρόμο, πίσω από τα σπίτια, φαίνεται μια μαυρισμένη έκταση . Είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλη ς πυρκα­γιάς, που αποτέφρωσε τούτο το τμήμα της πόλης, εδώ και λίγα χρόνια κι ακόμη μένει έτσι, όπως το άφησε η πυρκαγιά.

Οι πρόσφυγες του καραβιού, όπως στην Κωνσταντινούπολη , ανεβαίνουν στο κατάστρωμα, προσεχτικά όμως τώρα, και κο ιτάζουν την όμορφη πολιτε ία, που στέκε ι απέναντί τους λευκή και φωτεινή, καθώς την λούζε ι ο πρωινός ήλιος και την καλε ί στη ζωή και στη δράση . Έχει όμως και κάποιο χρώμα ακόμη τουρκόπολης, γ ιατί δεν πέρασαν ακόμη πολλά χρόνια που λευτερώθηκε τον καιρό των Βαλ­κανικών πολέμων, ανήμερα του Άι-Δη μήτρη, του πολιούχου της, και τώρα προσπαθεί να φτιαχτεί, να ξετινάξει από πάνω της το χρώμα και την ανάσα της τουρκοκρατίας, που την βάραινε τόσους αιώνες .

Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, τη νύφη του Θερμα"ίκού, τη φτωχο­μάνα Θεσσαλονίκη, την μεγαλούπολη της Μακεδονίας, πόχε ι το ό­νομα της Θεσσαλονίκης - της αδελφής του Μεγαλέξανδρου , του κοσμοπορθητή Μακεδόνα. Είναι η παραλία της κι ε ίναι ο Λευκός Πύργος της.

Η χαρά του κόσμου ε ίναι απερίγραπτη . Απέναντί μας η πρώτη Ελληνική πολιτεία που βλέπουμε. Είναι για μας τούτο μεγάλη στιγμή. Είναι μεγάλη στιγμή για τους ελεύθερους σήμερα, ραγιάδες του χτες, που βλέπουν μπροστά τους μια μεγάλη πόλη ελεύθερη τη ς ελεύθερης πατρίδας.

Και μαντίλια ανεμίζουν και χέρια κουνιούνται και χαράς δά-

103

Page 102: Επιστροφή των Αργοναυτών

κρυα κυλούν και φωνές χαράς ακούγονται κι αγκαλιές ανοίγονται κι αγκαλιάσματα δίνουν και παίρνουν.

Είμαστε στη Θεσσαλονίκη , ε ίμαστε στην Ελλάδα πια. Στο κατάστρωμα βέβαια ε ίμαστε κι εμείς, όλη η οικογένε ια. Η

καλομάνα μ' ( = η γιαγιά μου από πατέρα), η Ζωή, ο πατέρας μου ο Φωκίων, η μητέρα μου η Ευρύκλη, ο αδελφός μου ο Θεόφιλος, οι αδελφές μας η Μαρίκα κι η Ουρανία κι η παντρεμένη αδελφή η Κυριακή ή Κίτσα με το μωρό της, την Ιφιγένε ια, που ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες. Για όλους αυτούς μέχρι τώρα κάποια ευκαιρία μας δόθηκε να σας πω κάτι. Ήμασταν μια ο ικογένεια αγαπημένη , δεμένη και παραδοσιακά ενωμένη . Η Κίτσα, με το μωρό της, την Ιφιγένε ια, ήταν μαζί μας. Ο Περικλής, ο άντρας της, έμεινε στο Κουταίς, όπως αναφέραμε σε προηγούμενες σελίδες. Η μητέρα μου με κρατάει από το χέρι κι εγώ προσπαθώ, όπως όλοι, πατώντας στις μύτες των πο­δαριών μου, να δω την πολιτεία κι όλο το θ έαμα.

Για μια στιγμή σκύβε ι η μητέρα μου, με φιλε ί στ' άτακτα κατά­μαυρα μαλλιά και μου λέγει .

- Ρίζα μ' Σ ιμωνάκη , έρθαμε, πουλί μ', σην Ελλάδα, σην πατρί­δαν εμουν. Τέρ' το ελληνικόν την πολιτείαν ντ' έμορφον εν' . Αδά θα ριζώναμε, αδά θα καρπίζωμε, αδά θα χτίζωμε αποτενί τα φωλεάς ε μουν.

- Αμήν, Παναία, ε ίπε και σταυροκοπήθηκε η καλομάνα μ' η Ζωή , η γ ιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου .

- Εσύ, γιαβρί μ' , συνέχισε η μητέρα μου, αδά θα ντρανύντς, αδά θα ίνεσαι άγουρος. Εμείς, πουλόπο μ', αδά θα ε ίμες άμα η ψη έμουν θα εν' εκεί ς σα μέρια 'μουν, σην Τραπεζούνταν, την Σαντάν. Εκε ί, πουλί μ' εν' ο αδελφός ο Περικλής, το σκοτωμένον το γιαβρόπο, ο πατέρα μ' κι η μάνα μ'.

Δεν μπόρεσε να συνεχίσε ι. Την πήρε ο λυγμός. - Κι ο πάπο σ' ο Συμιώντς, μουρμούρισε η καλομάνα μ ' η Ζωή .

Εκε ί ε ιν' όλ' τ' εμετέρ' πάπον προς πάπον. Εκεί 'ς σα κοιμτέρια μουν, χωρίς ποπάν, χωρίς κερίν . Λοι εμάς 'ς ! βάι εμάς! έλεγε κι έκλαιγε .

- Άμα ας εν ' . Ντο λέγομε αοίκα το χάταλον. Ατώρα η ώρα τουν κι ' εν' . Είπε η μητέρα μου. Τέρ', πουλόπο μ', τέρ' το έμορφον την πολιτε ίαν. Να λελεύω 'γω την Ελλάδα και τα πολιτε ίας ατς, ε ίπε για � αλλάξε ι κουβέντα.

Η γιαγιά η Ζωή σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της . - Που εν' , γάρη , το καλόν το τσακέτο μ ' , διέκοψε ο πατέρας

1 04

Page 103: Επιστροφή των Αργοναυτών

μου . Εμείς η Επιτροπήν, ( ε ίχε εκλεγε ί κι αυτός μέλος της) , θα πάμε με τον καπιτάνον τη παπορί 'ς ση τρανούς εξ' ' ς σην πολιτείαν. Κάτ' θα συζητούμε.

- Α τώρα, φέρω σ' άτο, Εσέλεγω, ε ίπε η μητέρα και κατέβηκε στ' αμπάρι μας. Τον αποκαλούσε Εσέλεγω ( = εσέν λέγω) για να μη τον πει με τ' όνομά του, που εθεωρείτο αυτό ντροπή , σύμφωνα με τα ποντιακά έθ ιμα.

- Εν' έμορφον πολιτε ίαν η Θεσσαλονίκη , αγούρι μ'; μου ε ίπε ο πατέρας μου , καθώς με χάιδευε στο κεφάλι.

- Αδά θα κατη βάζ'νε μας, Φωκίων; ρώτησε η γιαγιά η Ζωή. - Για τ' ατό θα πάμε η Επιτροπή με τον καπιτάνον τη παπορί'

'ς ση τρανούς, σην πολιτείαν. Εκε ί θα μαθάνομε ντο θα ίνουμες. Πού θα κονεύομε.

- Εγροίξες, μάνα; είπε στη γιαγιά ο πατέρας μου . - Ορίστε, ε ίπε η μητέρα μου, που ήρθε, και κράτησε το σακάκι

να το φορέσει ο πατέρας μου. Εκείνος το πήρε και πήγαινε προς την κατεβασμένη σκάλα του

καραβιού, όσω τα άλλα μέλη της Επιτροπής άρχισαν να κατεβαίνουν για το μοτόρι, που κρατούσε κάτω και τους περίμενε, και καθώς πήγαινε προσπαθούσε να το φορέσε ι, όπως συνήθως κάνουν οι ά­ντρες, σαν βιάζονται να φορέσουν το σακκάκι ή το παλτό τους, πως βαδίζουν.

Ο κόσμος βέβαια, ο ι άνθρωποι της προσφυγιάς, δεν ήξεραν τι γίνεται και εξακολουθούσαν ν' απολαμβάνουν το ωραίο θ έαμα της πολιτείας.

Θα πέρασε και μια ώρα, οπόταν γύρισε το μοτόρι με τον καπε­τάνιο και την Επιτροπή . Ανέβηκαν στο καράβι. Ο καπετάνιος, γε ­λαστός και σαν χαρούμενος , ανέβηκε στη γέφυρα, πήρε τον τηλεβόα, το χωνί, και ε ίπε .

- Αγαπητοί πατριώτες, πρόσφυγες Έλληνες, σας παρακαλώ να προσέξετε σ' αυτά που θα σας πούμε. Είχαμε εντολή από τους αρ­μόδιους να σας βγάλουμε κι εσάς, όπως όλους τους πρόσφυγες που φέρνουν τα καράβια, στο Καραμπουρνού, στην Καλαμαριά, στην Καραντίνα. Εκεί αποβιβάζονται με κάθε καραβιά, που φτάνουν, κι εκεί απομονώνονται για προστασία της πόλης της Θεσσαλονίκης, αλλά και των ιδίων, γιατί εκεί υπάρχει και ε ιδ ική περίθαλψη για επιδημίες και μεταδοτικές aρρώστιες. Όμως εμείς, η Επιτροπή σας κι εγώ, δεν δεχτήκαμε . Είπαμε.

- Το καράβι μας ε ίναι πεντακάθαρο. Δεν ε ίχαμε και δεν έχου-

105

Page 104: Επιστροφή των Αργοναυτών

με κανένα κρούσμα αρρώστιας κατά το ταξίδι μας κι όλα ε ίναι εν τάξει καθαρά, τακτοποιημένα και υγιεινά. Αν θ έλετε ελάτε στο κα­ράβι να δε ίτε.

- Δεν χρε ιάζεται να 'ρθούμε στο καράβι, αφού μας εγγυάται ο πλοίαρχος, ε ίπαν, οι άρχοντες στην πολιτεία.

- Ε τότε, απαιτούμε να μας πάτε αλλού, γιατί έτσι πρέπε ι . Δεν πρέπει να μας πάτε στην Καραντίνα της Καλαμαριάς, όπου, όπως μαθαίνουμε, θερίζει ο τύφος κι ο θάνατος.

Στην αρχή φέραν μικροαντιρήσεις αλλά στο τέλος δέχτηκαν τις αντιρρήσεις μας και ενέκριναν.

Αποφασίστηκε λοιπόν να σας πάω πέρα εκε ί στη Μίκρα, κοντά στο αεροδρόμιο, θα την δε ίτε, όπου υπάρχε ι ένα μεγάλο κτίριο, πεντακάθαρο και βολικό, όπου δεν υπάρχει κλίβανος, τύφος κι aρ­ρώστιες και θάνατοι . Είστε τυχεροί, αγαπητοί πατριώτες. Θα ήταν έγκλημα να σας καταπιούν κι εσάς κλίβανοι και aρρώστιες και θά­νατοι. Με :ι;ην ευκαιρία που σας μιλώ σήμερα, ζητώ συγγνώμη για την απρέπεια που έκανα στην Πόλη , στην Αγιά Σοφιά. Συγχωρήστε μας, εμείς οι Νεοέλληνες από κακή συνήθεια βρίζομε πότε -πότε τα θε ία. Έτσι από κακή συνήθεια. Δεν ε ίμαστε άθεοι. Ο Θεός να μας συγχωρήσε ι.

- Ένα μεγάλο "ευχαριστώ" χρωστάμε στον καπετάνιο μας, ε ίπε ένας από τα μέλη τη ς Επιτροπής.

- Εγώ δεν έκανα τίποτα, ε ίπε μετριόφρονα ο πλοίαρχος. Απλώς ή μουν ένας απλός μάρτυρας. Εσείς ήσασταν καθαροί, νοικοκυραίοι και η Επιτροπή σας οργάνωσε τα πάντα στο καράβι .

- Υβριστέας εν' ο καπιτάνον άμα τα έργατα τ' χριστιανικά. Ντο λες, συγχωρούμ' ατον;

- Η συγχώρησή ατ' εν τη Θεού. Ο Θεόν ας σχωρά τον, κι άλλο να μη υβρίζ' . Είπαν μερικοί.

- Λοιπόν στις θ έσεις σας κι ετοιμαστείτε . Ξεκινάμε αμέσως για τη Μίκρα.

Είπε ο πλοίαρχος κι ο κόσμος όλος σπεύσανε , καθένας στο νοικοκυριό του να ετοιμαστούν . Το καράβι σήκωσε αμέσως άγκυρα και κίνησε. Πορε ία προς Μικρό Καραμπουρνού, αυτό που λέμε σή με­ρα Καραμπουρνάκι .

Σαν το παρακάμψαμε, πήραμε πορεία προς την Μίκρα · δ ιακρί­νονταν κάτω στη χθαμαλή ακρογιαλιά, όπου σή μερα η "πλαζ της Αρετσούς", φαίνονταν οι εγκαταστάσεις του Απολυμαντηρίου, δυο λαμαρινένιες μαύρες παράγκες, και ψηλότερα σε μια πεδινή έκταση

106

Page 105: Επιστροφή των Αργοναυτών

πλήθος σκηνές και πιο πάνω θάλαμοι ξύλινοι στενόμακροι από σα­νίδια.

Ήταν η Καλαμαριά, ήταν το γκέτο της Προσφυγιάς, το τρομερό Προσφυγοθανείο, όπου ο Χάρος κι ο τύφος στήσαν το δίδυμο εργα­στήρι τους και θέριζαν ψυχές.

Δέος κατάλαβε τους δικούς μας, καθώς έβλεπαν τον καταραμέ­νο τούτο καταυλισμό για τον οποίο ακούσανε και ξέρανε ο ι δύστυχοι. Πολλοί είχαν συγγενείς εκεί, που ήρθαν με προηγούμενα καράβια, και σκέφτονταν τη μοίρα τους. Ποίος ζε ι, ποιος πέθανε , και, θα πεθάνει ;

* * *

τ ο ΚΑΡΑΒΙ τώρα σταμάτησε . Αγκυροβόλησε . Βρισκό μαστε μπρος σε μια πεδινή παραθαλάσια έκταση , όπου δ ιακρίνονται στρα­τιωτικές εγκαταστάσε ις πολλές και διάφορες. Σε μιαν άκρη της έ­κτασης διακρίνομε έναν πανύψηλο στύλο και στην κορφή του πλάγια κουνιέται, με τον αέρα που φυσά μαλακά, κάτι σαν σακούλα δίχρωμο και μακρουλό . Είναι ο ανεμοδε ίκτης του αεροδρομίου κι ε ίμαστε αραγμένοι απέναντι στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Μίκρας.

Μηχανές μουγκρίζουν, άλλα aπογε ιώνονται κι άλλα προσγειώ­νονται αεροπλάνα με δύο επάλληλα φτερά, τα "διπλάνα", όπως λέ­γονταν. Είναι αεροπλάνα της εποχής.

Αεροπόροι με δερμάτινες μπότες ως το γόνατο, με δερμάτινα σακάκια, με δερμάτινο καπέλο-σκούφο στο κεφάλι που κλείνε ι τ' αφτιά, με χοντρά γυαλιά για τον αέρα στα μάτια. Λεβεντόπαιδα διαλεχτά όλα. Και σύγχρονα στρατιώτες-σμηνίτες, τρέχουν εδώ και εκεί εκτελώντας δ ιαταγές κι υπηρεσία. Ήταν απαγορευμένη βέβαια στους πολίτες η ε ίσοδος στο αεροδρόμιο, όμως για μας ήρθε διαταγή να επιτραπεί η δ ίοδος και μόνο των προσφύγων και η μεταφορά των δεμάτων τους προς το απέναντι πάνω απ' το δρόμο Θεσσαλονίκης­Χαλκιδικής, κτίριο, ένα μεγάλο κτίρ ιο, επιβλητικό και ωραίο, όπου θα στεγαζόμασταν εμείς οι πρόσφυγες, πούρθαμε με το καθαρό και αμόλυντο καράβι, το εμπορικό ελληνικό καράβι ενός νησιώτη εφο­πλιστή , όπως μάθαμε αργότερα, που νοίκιασε το Κράτος . Εκε ί λο ιπόν απέναντι στο αεροδρόμιο της Μίκρας, με το λαμπρό κτίρ ιο της Γεωρ­γικής Σχολής στο βάθος, όπου σήμερα ε ίναι η Ανωτάτη Σχολή Πο-

107

Page 106: Επιστροφή των Αργοναυτών

λέμου, εκεί έμε ινε αραγμένο το καράβι μας περιμένοντας διαταγές. Και έμεινε εκεί έως ότου την άλλη μέρα προς το μεσημέρι άρχισε η αποβίβαση των προσφύγων, αφού, όπως φαίνεται, έγιναν όλες ο ι προετοιμασίες aποβίβασης, μεταφοράς και εγκατάστασής μας.

Καθαρίστηκε, σκουπίστηκε, aσβεστώθηκαν οι κο ινόχρηστοι χώ­ροι, σκουπίστηκαν οι αυλές, καθαρίστηκαν τα χόρτα από το μεyάλο χώρο, όπου ήταν το περιφραγμένο οικόπεδο του κτιρίου και πρώτα εγκαταστάθηκε σε ένα δωμάτιο του κτιρίου ένα στρατιωτικό τμή μα πέντε-έξ στρατιωτών με λοχία επί κεφαλής, "δια την αστυνόμευση του κτιρίου και των εν αυτώ διαβιούντων προσφύγων", όπως έλεγε η σχετική διαταγή , πράξις σχεδόν τυπική , γιατί "η διαγωγή και η αγωγή των προσφύγων ήταν αρίστη αποδεδειγμένως".

Το πρωί-πρωί κατάπλευσε και ένα άπό κείνα τα δυνατά μοτόρια του Λιμεναρχε ίου σέρνοντας δεμένες σε ουρά τρεις κατάμαυρες μαούνες με μερικούς ε ιδικούς φορτοεκφορτωτές.

Όλα έτοιμα για την αποβίβαση των προσφύγων. Η Επιτροπή μας βέβαια πανταχού παρούσα για κάθε διευκόλυνση , συμβουλή και συμπαράσταση . Πετύχαινε τα πάντα.

- Τι θαύματα καταφέρνει η ομαδική δράση και η σύμπνοια των ανθρώπων ! έλεγε ο πατέρας μου για τη δράση και τα επιτεύγματα της Επιτροπής.

* * *

ΤΑ ΒΙΝΤΖ του καραβιού άρχισαν να δουλεύουν. Πρώτα φορτω­νόταν η μια μαούνα με δέματα και έφευγε γ ια την σκάλα της παρα­λίας του αεροδρομίου και σε συνέχεια φορτωνόταν πάλι με δέματα η δεύτερη μαούνα μέχρις ότου να επιστρέψει άδεια η πρώτη .

Συγχρόνως η τρίτη μαούνα φορτωμένη με ανθρώπους έφευγε για το αεροδρόμιο, όπου μεταφορτωνόταν σε αυτοκίνητα φορτηγά του Στρατού "Φορντ" με μουστάκια του "Όρχου Αυτοκινήτων", όπως λέγονταν τότε οι μονάδες αυτοκινήτων του Στρατού, τα ΣΕΜ, όπως θα λέγαμε σήμερα.

Έτσι δουλεύοντας, η αποβίβαση και η εκφόρτωση προχωρούσε τάχιστα και ως το β ράδυ όλα ε ίχαν τελειώσε ι σχεδόν.

* * *

108

Page 107: Επιστροφή των Αργοναυτών

ΣΤΟ ΚτΙΡΙΟ της Σχολής, εκεί στις μεγάλες ευρύχωρες αίθουσες, ορίζανε για κάθε ο ικογένεια ένα χώρο ανάλογα με τα μέλη της και εκεί τακτοποιούσαν ο ι δ ικαιούχοι το νοικοκυριό τους το φτωχικό, ό,τι γλίτωσε και ό,τι μπόρεσε να μεταφερθεί . Προπάντων, τα κρε­βατικά, τα ωραία και πλούσια κρεβατικά των προσφύγων, τα κουζι­νικά κλπ. και η οικογενε ιακή "Εικόνα", το Εικόνισμα, οι εφέστιοι θεοί δηλαδή , που πάντα ήταν σε προτεραιότητα η μεταφορά τους και η σωτηρία τους από τους διωγμούς και την βαναυσότητα των αλλοπίστων.

Σαν τελε ίωσε πλέον η αποβίβαση σ' όλες της τις λεπτομέρειες, το πλοίο μας το επόμενο πρωί έφυγε . Αποχαιρετήσαμε δ ια της Επι­τροπής τον καπετάνιο μας και το πλήρωμα, μα και το καράβι μας, τον μικρό, αλλά συμπαθητικό, "ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ" μας, που ασφαλώς σε λίγο θα εξακολουθούσε τα ταξίδ ια του στις θάλασσες και στα λιμά­νια.

Είθε καλοτάξιδο να 'ναι πάντα και παντού !

* * *

Ή ζωή, στην Γεωργική Σχολή πια, ε ίναι όμορφη , τακτική και ήσυχη .

Τα χορευτικά βραδινά μας ατόνησαν όμως δυστυχώς, μια και ο ρυθμός και το ποιον της ζωής άλλαξε στη στεριά και άλλες σκέψεις απασχολούσαν τώρα τον κόσμο:

Τι θα γίνομε τελικά, πού θα καταλήξαμε, πού θα φτάσουμε; Η υπηρεσία "Περιθάλψεως των Προσφύγων", έτσι νομίζω την

έλεγαν, έφερε και εγκατέστησε στην πίσω μεριά του κτιρίου, σ' ένα υπόστεγο, τα πρόχε ιρα μαγειρε ία και την αποθήκη τροφίμων για διανομή στους πρόσφυγες όσες φορές υπήρχαν τρόφιμα για μας, μας μοίραζε πολλές φορές συμπυκνωμένο ζαχαρούχο γάλα για τα παιδιά, πολλές φορές μέχρι καφέ και ζάχαρη κι άλλα αναγκαία τρόφιμα και υλικά· όμως τούτο καταλαβαίναμε πως δεν μπορούσε να κρατήσε ι επ' άπειρο. Κάπως έπρεπε να τακτοποιηθούμε μελλο­ντικά. Κι όμως παρά ταύτα νά σου ο Βάσος Βαφειάδης, ο αδελφός ο δεύτερος του μαντολινίστα του Σταύρου του Κουτσού από εντελώς δική του πρωτοβουλία και κλίση , οργανώνει όλα εμάς τα παιδιά σε τμήμα σαν στρατιωτικό. Μας ορίζει ομάδες, ζυγούς, συμπαραστάτες

109

Page 108: Επιστροφή των Αργοναυτών

και κάθε μέρα τις πρωινές ώρες μας συγκεντρώνε ι στην μεγάλη έκταση που ε ίναι η περιφραγμένη αυλή του κτιρίου και μας κάνει γυμναστική , βη ματισμούς και παρελάσε ις. "Ασκήσε ις πυκνής τάξης", όπως λέμε στο στρατό. Μας έμαθε ακόμη και μερικά σχολικά εμ­βατήρια, που τα τραγουδάμε και παρελαύνουμε.

Είναι ωραία, πολύ ωραία η διοργάνωση αυτή και την αγαπούν όλα τα παιδιά. Δεν ξέρω αν ο Βάσος Βαφειάδης αυτός αργότερα έγινε γυμναστής ή στρατιωτικός. Πάντως ήταν ταλέντο.

Φαίνεται πως ήταν το κύκνειο άσμα της οργάνωσής μας αυτής, όταν μια μέρα οι ηλικιωμένοι μας ήρθαν και μας παρακολούθησαν και μας χειροκρότησαν . Από την άλλη μέρα δυστυχώς, και ποιος ξέρει γιατί, διαλυθήκαμε, όπως διαλύονται όλα τα ωραία στη ζωή . Τό 'χε ι η μοίρα φαίνεται.

Δεν ξέρω κι ούτε μπορούσα να ξέρω, παιδ ί εγώ τότε, πόσον καιρό, πόσους μήνες μείναμε έτσι αμέριμνοι, και ας πούμε κι ευτυ­χε ίς, στη Γεωργική Σχολή .

Μα θυμάμαι πως μια μέρα ο πατέρας μου, αρκετά προβλη ματι­σμένος, μας ε ίπε.

- Σή μερα, με δ ιαταγή του κράτους, λύθηκε η καραντίνα της Καλαμαριάς. Δεν υπάρχουν πια aρρώστιες, τύφος κλπ. και σταμά­τησαν οι θάνατοι των ανθρώπων.

Οι πρόσφυγες της Καλαμαριάς πλέον ε ίναι ελεύθεροι, χωρίς συρματοπλέγματα ή καραντίνα. Όποιοι θ έλουν μπορούν να πάνε όπου θέλουν, σ' όποια άλλη πόλη θέλουν, ή σε χωριό ή όπου αλλού να χτίσουν χωριά. Τα ταξίδια με το τραίνο ε ίναι δωρεάν για τις επιτροπές που θα εκλέξουν για την αναζήτηση των τόπων, όπου θα εγκατασταθούν οι ομοχωριάτες τους, να κατεβούν στη Θεσσαλονίκη να δουλέψουν, να φτιάξουν την ζωή τους . Τυχεροί όσοι γλίτωσαν το φοβερό εκείνο θανατικό. Τώρα αγώνας, ζωή , επιβίωση .

Συγχρόνως όμως κι εμε ίς που ε ίμαστε εδώ στην Γεωργική Σχολή, πρέπε ι, λέει , να πάμε στην Καλαμαριά, στο κέντρο των προ­σφύγων, να απελευθ ερώσομε το κτίριο της Γεωργικής Σχολής που το χρειάζεται το κράτος. Στην Καλαμαριά θα μας στεγάσουν στους προσφυγικούς θαλάμους. Ο ι σκηνές, τα τσαντήρια, δεν υπάρχουν πια μα και ο λόγος ύπαρξής τους εξέλιπε . τις ξήλωσαν, κι οι άνθρω­ποι πήγαν στους θαλάμους. Εννοείται πως το προσφυγικό μας συσ­σίτιο θα το παίρνομε όπως και τώρα εδώ, μέχρις ότου τακτοποιηθούν τα θ έματα της προσφυγιάς. Θα πάμε , τι θα κάνουμε ; Το κράτος δ ιατάζει . Ο πατέρας μου β έβαια ε ίχε πάε ι στην Καλαμαριά, ε ίχε

1 10

Page 109: Επιστροφή των Αργοναυτών

βρει εκεί τον θε ίο Χρήστο με την Ελένη την γυναίκα του , καθώς και τον θε ίο τον Θεόφιλο, τον αδελφό του , που πέρασαν εκε ί αρκετές από τις φοβερές ημέρες της Καραντίνας. Είχαν έρθε ι νωρίτερα από μας και τους έφεραν στην Καραντίνα. Οι πληροφορίες που μάζεψε ο πατέρας μου για τη ζωή στην Καλαμαριά ήταν δύσκολες, "μα τώρα όλα άλλαξαν", έλεγε για να μας καθησυχάσε ι.

* * *

ΕΜΕΙΣ τα παιδιά, βέβαια, aπολαμβάναμε το καλοκαίρι, που φούντωσε στην εξοχή της Γεωργικής Σχολής. Παίζαμε τα δ ιάφορα παιχνίδια που ξέραμε, σκλαβάκια, κρυφτό και άλλα. Σαν άρχισαν οι πρώτοι θαλασσινοί αέρηδες να φυσούν απ' τη μεριά της θάλασσας του αεροδρομίου, το ρίξαμε στους χαρταετούς. Με δ ιάφορα χαρτιά ακόμα και με εφημερίδες κάναμε τους χαρταετούς μας, κλέβαμε από τα νήματα που μας έπλεκαν κάλτσες οι γιαγιάδες ή οι μανάδες μας, και τους αμολούσαμε πηγαίνοντας εκεί στο βάθος πίσω από τη Σχολή, όπου ήταν και ε ίναι και σήμερα ένας λόφος, όπου και το υδραγωγε ίο της Σχολής τότε.

Εγώ ε ίχα κι έναν άλλο λόγο να ε ίμαι υπερήφανος, ας πούμε. Τον τελευταίο καιρό ερχόταν ένας χωρικός, κάθε πρωί και μας έφερνε γάλα. Κι εγώ τον πλήρωνα από το ατομικό μου ταμείο. Είχα δηλαδή μια σακούλα με ασημένια ρούσικα, τσαρικά, καπίκια πεντά­ρας και του έδινα απ' αυτά. Τα ε ίχα φέρει από το Κουτα·ίς. Τα ε ίχα να παίζω. Μου τα ε ίχε χαρίσει ο πατέρας μου τον καλό καιρό, όταν ε ίχαμε ακόμα β ιός και χρήμα και άνεση . Τα χάρτινα ρούσικα β έβαια δεν περνούσαν. Ποιος να τα πάρει ; Κι ε ίχαμε φέρει κι ένα τσουβάλι, χωρίς υπερβολή . Ο πονηρός χωρικός τάπαιρνε πρώτα-πρώτα γ ιατί ήταν ασημένια κι ύστερα, ακόμη πολύς κόσμος, και στην αγορά ακόμα, πίστευαν πως γλήγορα θα γυρίσει ο τσαρισμός στη Ρωσία και τότε θα έχουν τα κέρματα αυτά και την ιστορική τους αξία. Δεν βαριέσαι, αυτές ήταν σκέψεις άλλων, ε μάς μας έφτανε πως ο χωρικός τάπαιρνε κι η μητέρα μου συχνά έκανε γιαούρτι και ρυζόγαλο. Δεν μας έφτανε αυτό; Θα σκεφτόμασταν και τους τσάρους και τη μοίρα τους;

Σε μερικές ε βδομάδες από την αναγγελία του πατέρα μου , πως πρέπει να μετοικήσουμε πια όλοι οι πρόσφυγες στα προσφυγικά

1 1 1

Page 110: Επιστροφή των Αργοναυτών

κέντρα της Καλαμαριάς, μια-μια οικογ ένεια φεύγανε για την Καλα­μαριά, όπου οι αρμόδιοι τους έδ ιναν χώρο στους θαλάμους να στήσουν την καινούρια γωνιά τους, ορθώνοντας τα τε ίχη των επι­κρατε ιών τους, τα τσουβαλοχωρίσματα δηλαδή .

Μια μέρα, πρωί-πρωί μας ήρθε, ύστερα από συμφωνία βέβαια, ένας Καρσλής, πρόσφυγας από το Κάρς κι αυτός, πqυ ερχόμενος έφερε όλα τα υπάρχοντα · μας ήρθε με τη βο'ίδάμαξά του που σέρνουν δυο ξανθότριχα καλοκέρατα και ήσυχα βόδια.

Εκείνος, ο πατέρας μου, η γιαγιά και η μητέρα μου, κατάφεραν μέχρι το μεσημέρι να φορτώσουν τα υπάρχοντά μας κι αποπάνω κάθισαν εμένα και γράγκα-γρούγκα, όπως έλεγε η γιαγιά η Ζωή , η βο'ίδάμαξα τις απογευματινές ώρες μας έφερε στην Καλαμαριά, στην κάτω άκρη της Καλαμαριάς. Από κει και κάτω ήταν η Γαλλοελληνική , μια έκταση που έφτανε ως τη θάλασσα κάτω. Ο πατέρας μου κι ο θε ίος ο Χρήστος ε ίχαν από νωρίς τακτοποιήσει τον θάλαμο που θα μέναμε. Στον ίδιο θάλαμο, δηλαδή, με τον θε ίο Χρήστο. Τον θάλαμο 1 5 1 . Έτσι λεγόταν και ο θάλαμος και η γειτονιά εκείνη.

Κουβαλήσαμε τα πράγματα μέσα αφού πρώτα η μητέρα μου και ο ι αδελφές μου χώρισαν τον χώρο που μας παραχώρησε ο "θαλα­μάρχης", ο υπάλληλος που όρισε ο προ'ίστάμενος της περιοχής. Τα­κτοπο ιήθηκαν όλα μας τα πράγματα πρόχε ιρα για σή μερα και σαν βράδιασε κοιμη θήκαμε όπως-όπως, μελαγχολικοί και κουρασμένοι. Η γιαγιά η Ζωή σε μια γωνιά κατάφερε να στήσει ένα σκαμνί, πάνω ακούμπησε την Εικόνα μας, χωρίς καντήλι γιατί έλειπε το λάδι, παλιά, πολύ παλιά βυζαντινή Εικόνα, που η γιαγιά την κληρονόμησε από τους γονε ίς της και την έφερνε σ' όλες τις περιπέτε ιές μας αγκαλιά, τυλιγμένη μέσα σ' ένα ύφασμα, πάντα καθαρό και προσεγ­μένο. Ευτυχώς ακόμη και σήμερα διατηρούμε το Λιανιδέικο το πα­τρογονικό τούτο κειμήλιο , το οποίο κάποια μέρα ασφαλώς πρέπει να καταλήξει σε κάποιο μουσε ίο, το οποίο ας ελπίσομε ότι κάποτε θα χτίσουν οι Πόντιοι για τα κε ιμήλια της Ανατολής.

Εκεί στο θάλαμο 1 5 1 μείναμε οριστικά.

***

ΣΤΟ ΘΑΛΑΜΟ μέναμε λο ιπόν συνέχεια επί χρόνια, εν τω μεταξύ άρχισαν να έρχονται νέα κύματα προσφύγων, νέα κύματα - όπως τα

1 12

Page 111: Επιστροφή των Αργοναυτών

ονομάσαμε - με "Αργοναύτες", από τη Μικρά Ασία, από τη Ρωσία, από τη Θράκη , και η Καλαμαριά έγινε ένα τεράστιο κέντρο όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι πρόσφυγες που έρχονταν στην Ελλάδα.

Ο πρώτος χε ιμώνας πέρασε δύσκολος και εν τω μεταξύ έγινε και η ανταλλαγή των πλη θυσμών, συνέβη η καταστροφή της Σ μύρνης, και η Καλαμαριά γέμισε από προσφυγικό κόσμο δ ιαφόρων τόπων.

Τον ερχόμενο χειμώνα άρχισε η μάχη με τη λάσπη και την πείνα και τη φτώχεια.

Μόλις όμως καλοκαίρεψε, εντολή της Κυβερνήσεως ήταν όποιοι θέλουν απ' τους πρόσφυγες να πάνε και να εγκατασταθούν σε δ ιά­φορες άλλες περιοχές της Ελλάδας, και κυρίως οι αγρότες, να πάνε να χτίσουν χωριά.

Έτσι λο ιπόν ξεκίνησαν ομάδες και επιτροπές, οι οποίες πή-yαι­ναν και διάλεγαν έναν τόπο στον οποίο θα εγκαθίσταντο οι ν έc πρόσφυγες .

Έτσι οι πατριώτες μου οι Σανταίοι πήγαν και ε-yκαταστάθηκαν στη Νέα Σάντα του Κιλκίς. Ήταν ένας τόπος aνηφορικός, ξερός, γε μάτος πουρνάρια, φίδια, χελώνες και εκεί εγκατέστησαν σκηνές στις οποίες έμεναν κι αυτοί και άρχιζαν να χτίζουν το χωριό.

Αυτό συνέβη σε πολλά χωριά και έτσι γέμισε η Μακεδονία από χωριά με όνομα που πάντα αρχίζε ι με τη λέξη "Νέα". Νέα Σάντα, Νέα Φιλαδέλφε ια, Νέο Φίλυρο, Νέα, Νέα, Νέα . . . ως που έφτασε και στις πόλεις όπως Νέα Φιλαδέλφε ια, Νέα Ιωνία στην Αθήνα, Νέα Ιωνία στο Βόλο, που αργότερα αναδείχτηκαν σε aνθηρούς συνοικι­σμούς.

Η κατάσταση στην Καλαμαριά ήταν δραματική . Από τα στενά σοκάκια της Καλαμαριάς, τα χωμάτινα σοκάκια, έβλεπες από ένα σοκάκι να βγαίνει η ακολουθία μιας κηδε ίας και από το άλλο σοκάκι να βγαίνει η ακολουθία ενός γάμου ("οψίκ").

Εδώ γάμος, εκεί θάνατος, εδώ φτώχε ια, εκεί πείνα. Η Καλαμαριά ε ίχε γίνει ένα τραγικό γκέτο της προσφυγιάς. Να περιγράψω την κατάσταση της Καλαμαριάς ε ίναι αδύνατο. Μεγάλα γεγονότα σαν τον Τρωικό πόλεμο μονάχα ένας Όμηρος

μπόρεσε να περιγράψει . Μεγαλύτερο γεγονός η προσφυγιά αυτή · τον ξεριζωμό ενός λαού από την πατρίδα του δεν υπάρχει Ό μηρος να τον περιγράψει. Όταν aρχίζεις και θ έλεις να γράψε ις για τις μέρες εκείνες, η πένα σου σπάζει. Το όλο αυτό δράμα περιέγραψα σε πολύ λίγους στίχους στο γνωστό ποίη μα: Η Καλαμαριά . Όσο για τα δραματικά επε ισόδια - ελαχιστότατα - που συνέβαιναν κατά τον

1 13

Page 112: Επιστροφή των Αργοναυτών

χρόνο αυτό, τα περιγράφω μέσα στο β ιβλίο μου Μνήμες και καημοί. Η Καλαμαριά απετέλεσε το στέλεχος μιας βεντάλιας, η οποία

απλώθηκε, άνοιξε και, όπως ο ι πτυχές της βεντάλιας απλώνονται, έτσι απλώθηκε και ο προσφυγικός κόσμος σ' όλη την Ελλάδα. Από την Καστοριά μέχρι την Αλεξανδρούπολη . Από την Αλεξανδρούπολη μέχρι κάτω την Λακωνία, το Μυστρά, τη Στερεά Ελλάδα μέχρι την Κρήτη και τα άλλα νησιά. Όλος αυτός ο κόσμος των αγροτών ανα­κατεύτηκε, όπως ήταν φυσικό, με τον γηγενή πληθυσμό και με τον άλλο πληθυσμό άλλων μερών, όπως ήταν οι Θρακιώτες, οι Μικρα­σιάτες, οι Σμυρνιοί, οι Αίβαλιώτες, οι Κωνσταντινουπολίτες κλπ.

Από όλον αυτόν τον κόσμο που αναμείχτηκε με τον γηγενή πληθυσμό, προέκυψε μια καινούρια Ελλάδα, ένας καινούριος ελλη­νικός άνθρωπος και, κυρίως στη Μακεδονία, ο νέος Έλληνας.

Τα παιδ ιά μας βλέπουμε να ε ίναι λεβεντόκορμα, ψηλά, ο ι κο­πέλες μας όμορφες. Αναδείχτηκαν επιστή μονες μεγάλοι και μέσα απ' αυτόν τον κόσμο ξεπήδησε ο νέος ελληνισμός. Πλήθος μεγάλων επιστη μόνων, μεγάλοι μουσικοί, μεγάλοι μουσουργοί, συγγραφε ίς, ζωγράφοι κλπ. εμφανίστηκαν · έτσι ξεπήδησε μέσα απ' αυτήν την ανάμε ιξη , απ' αυτόν τον συγκερασμό, μια καινούρια Ελλάδα, που έδωσε φτερά στην παλιά Ελλάδα, η οποία ήταν αγροτική και καθυ­στερημένη .

Εμάς που ε ίχαμε έρθει από τη Γεωργική Σχολή, όπου προσωρινά εγκατασταθήκαμε, μας έλεγαν "ο ι αριστοκράτες της Γεωργικής Σχολής", δ ιότι από τα παραπάνω φαίνεται πόσο όμορφα και αριστο­κρατικά ή μασταν εκεί. Τώρα, επειδή εγκατασταθήκαμε στην Καλα­μαριά, τόσο εμε ίς όσο και όλοι οι άλλοι από τη Γεωργική Σχολή έπρεπε να πάθουμε και εμείς τα ίδια τα οποία έπαθαν και οι προη­γούμενοι. Η υπηρεσία, η Υγε ιονομική, δεν εννοούσε να μας αφήσε ι χωρίς να μας περάσει από κλίβανο.

Λοιπόν μια καλή μέρα έρχεται ένα συνεργείο και μαζεύε ι όλες τις οικογένειες, τους "αριστοκράτες της Γεωργικής Σχολής", μας φορτώνε ι στα κάρα και ένα και δύο μας κατεβάζει κάτω στην πα­ραλία της Αρετσούς, όπου βρίσκουμε έναν τεράστιο κλίβανο να καπνίζει και μια μαύρη παράγκα από λαμαρίνες . Εκε ί μας στοίβαξαν στη σε ιρά, πήραν τα υπάρχοντά μας, που ήταν όλα θαυμάσια ο ικιακά κρεβάτια, προσκέφαλα, μαξιλάρια, παπλώματα, ενδυμασίες, τά 'ρι­ξαν μέσα στον κλίβανο, μας εκλιβάνισαν και εμάς και μας . . . α­πολύμαναν. Επί ώρες αναζητούσαμε τα πράγματά μας μέσα σε σω­ρούς μισοκαμένα αντικε ίμενα τα οποία βρωμούσαν από το φάρμακο

1 14

Page 113: Επιστροφή των Αργοναυτών

της aπολύμανσης. Μετά μας πήραν κατά ο ικογένειες και μας φέραν σ' έναν χώρο

όπου ήταν υγε ιονομικοί υπάλληλοι και μας έκαναν τα πρώτα ε μβόλια κατά των επιδημιών. Θυμούμαι, η μητέρα μου με κρατούσε αγκαλιά και κοιτάζαμε · και ήρθε η σε ιρά του αδελφού μου του μακαρίτη του Θεόδωρου και του έκαναν μια ένεση πιο πάνω από το στήθος και εγώ μόλις ε ίδα την ένεση φώναξα, λιποθύμησα στην αγκαλιά της μητέρας μου. Η μητέρα μου ξεφώνισε .

- Αναθεμά σας, θα παίρετε την ψην ατ', το χάταλον θ ' αποθάν'. Με συνέφεραν κλπ. και τέλος πάντων τελε ιώσαμε . Στη συνέχε ια όλους ανεξαιρέτως, παιδ ιά, άνδρες, γυναίκες, α­

κόμη και τα κορίτσια τους κούρεψαν με αλογομηχανές και έβλεπες πεταγμένες χρυσές πλεξούδες κοριτσιών και τα κορίτσια σε αθλία κατάσταση κουρεμένα. Έδεσαν το κεφάλι τους με ό,τι τσεμπέρια βρήκαν και, σιγά-σιγά σαν καραβάνι δυστυχισμένων όπως ή μασταν, ξαναγυρίσαμε στους θαλάμους και μείναμε εκεί μέχρις ότου, όπως ε ίπαμε παραπάνω, αρχίσε ι ο διασκορπισμός και η εγκατάσταση των Ποντίων δεξιά και αριστερά.

Εμάς ο πατέρας μου μαζί με τους Σανταίους πήγαν να εγκατα­σταθούν στον Καταχά της Κατερίνης. Λίγο διάστημα όμως μείναμε εμε ίς, ο πατέρας μου έμε ινε εκεί μαζί με τη γιαγιά μου και τον αδελφό της μητέρας μου Χρηστάκη , όπου τους έδωσε το κράτος μια ψευτοενίσχυση, και άρχισαν αυτοί οι άνθρωποι - ο θε ίος μου τελειό­φοιτος της Γαλλικής Σχολής Τραπεζούντας, μορφωμένος άνθρωπος, και ο πατέρας μου άβγαλτο πλουσιόπαιδο - άρχισαν να φτιάχνουν πλίνθους (τούβλα) με λάσπες για να χτίσουν δήθεν σπίτια. Η μητέρα μου δεν εννοούσε να πάμε στο χωριό, ούτε εγώ, ούτε ο αδελφός μου, ούτε οι αδελφές μου, γ ιατί όπως έλεγε :

- Εγώ σην Τραπεζούνταν ετράνηνα, απέσ' σην πολιτε ίαν, τα παιδία μ' κ' εφτάω χωρέτσ.

Έτσι εμε ίς με ίναμε στην Καλαμαριά, ο πατέρας μου με τον θε ίο μου στο χωριό, υπέφεραν τα πάνδεινα και εμείς υποφέραμε εδώ κάτω του κόσμου τις πε ίνες και δυστυχίες.

Πολλές φορές έχω αναφέρει μέσα στο έργο μου για τη θε ία μου την Ελένη , τη γυναίκα του Χρηστάκη . Αυτή , όπως ε ίπα, ήταν από μεγάλη αριστοκρατική ο ικογένε ια με τα Γαλλικά της, με το πιάνο της κλπ. , έμε ινε μεν στους θαλάμους κι αυτή , πε ινασμένη , δυστυχι­σμένη και, για να μην την λυπούνται οι γε ίτονες - τα δ ιαμερίσματά μας ήταν χωρισμένα μ' ένα τσουβάλι - έβαζε μέσα σ' ένα ποτήρι

1 15

Page 114: Επιστροφή των Αργοναυτών

νερό και μέσα ένα κουτάλι και τ' ανακάτευε για να ακούσουν οι διπλανοί και να νομίσουν ότι δήθεν πίνει τσάι · κ ι αυτή ήταν μήνες νηστική έως ότου έπαθε φυματίωση, την μετέφεραν στο νοσοκομείο, τότε ήταν φυματιολογικό, που σή μερα λέγεται Άγιος Δη μήτριος, ό­που και πέθανε ξεχασμένη, ολομόναχη, και το πτώμα της το πήρανε και εξαφανίστηκε. Το πήγανε σε κάποιο νεκροταφε ίο ή σε κάποιο πανεπιστήμιο ; Αυτό το τέλος ε ίχε αυτή η αρχόντισα, η κόρη η όμορ­φη. Αυτό ήταν ένα από τα δράματα της οικογένε ιάς μας.

* * *

ΠΟΛΛΑ θα ε ίχε να πει ένας συγγραφέας και πολλά θα χωρούσε το διήγη μα αυτό ''Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΏΝ" αλλά, όπως ε ίπα και παραπάνω, δυστυχώς τέτοια μεγάλα γεγονότα η δ ική μας η φτωχή πένα, ο δικός μας φτωχός κάλαμος, δεν αντέχε ι· και εδώ πρέπει να σταματήσω, αφού πω ότι ο εμβολιασμός του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού με τον προσφυγικό έδωσε μια καινούρια Ελ­λάδα, την οποία πρέπει να την αναγνωρίσουν ορισμένοι οι οποίοι δεν θέλουν από μισαλοδοξία ή από τοπικισμό να αναγνωρίσουν.

* * *

ΑΥΤΑ, με λίγα λόγια, ε ίναι ένα κομάτι της επιστροφής των Αρ­γοναυτών και το ονόμασα έτσι διότι πήρα οικογένειες που κυρίως ξεκίνησαν από την Κολχίδα, από το Βατούμ, από το Κουτα"ίς, εκε ί που ήταν η Κολχίδα, όπου ήταν και οι Αργοναύτες. Βέβαια ήρθαν και ήρθαν από τη Μικρά Ασία πλήθος άνθρωποι, εκατομμύρια και όλος αυτός ο κόσμος εγκαταστάθηκε εδώ στην Καλαμαριά.

Η Καλαμαριά δέχτηκε τους Ποντίους με το τηλαυγές φως του περίφημου Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας και με τη βυζαντινή λύρα τους, δέχτηκε τους Σμυρνιούς, φωτισμένους και παιδευμένους από την Ευαγγελική Σχολή τους, με τα βιολιά τους και τα λαγούτα τους και τα ούτια τους, δέχτηκε τους Κωνσταντινουπολίτες με την ξεχωριστή μουσική και τα τραγούδια τους και με το αγλαόν πνευ-

1 1 6

Page 115: Επιστροφή των Αργοναυτών

ματικό φως, της Σχολής της Χάλκη ς, της Γενναδε ίου Σχολής κ.ά. ·

και η Καλαμαριά ακουόταν σαν ένα κ έντρο στο οποίο ακούγονταν όλες ο ι ελληνικές ράτσες της προσφυγιάς και απ' όπου , όπως ε ίπαμε, ξεπή δησε ο νέος προσφυγικός κόσμος μαζί με τον γηγενή και δη­μιουργήθηκε η νέα Ελλάδα.

Αυτές είναι οι τελευταίες γραμμές του βιβλίου αυτού. Επανα­λαμβάνω, δυστυχώς δεν ήταν δυνατόν, και δεν ε ίναι δυνατόν, να περιγραφεί όλο αυτό το τραγικό δράμα. Εγώ ό ,τι μπόρεσα έκανα, θα μπορούσα να κάνω περισσότερα αλλά τα χρόνια με πήραν και δεν μπορώ. Θέλει δουλειά αυτό, θέλει μήνες συγγραφής. Ας συ μπλη­ρώσουν και ας ολοκληρώσουν ο ι μεταγενέστεροι από μας, που θα ασχοληθούν μ' αυτό το τεράστιο θ έμα που λέγεται Προσφυγικός Κόσμος, που λέγεται Προσφυγιά του 1922.

Ήρθαν Πόντιο ι με την αρχαιοβριθή διάλεκτό τους, με την πα­ραδοσιακή στολή τους, τη βυζαντινή νήφουσα λύρα, τη μουσική τους και τους χορούς τους, οι Σμυρνιο ί με τα αραχνοίiφαντης γλυκιάς μουσικής σεβταλίδικα τραγούδια τους, ο ι Κωνσταντινουπολίτες με το πρωτευουσιάνικο κιμπάρικο ύφος τους, ο ι Θράκες και οι άλλοι με τον αγνό τρόπο ζωής της ελληνικής αγροτικής υπαίθρου, κι όλοι αυτοί γέμισαν την αφιλόξενη κι έρημη ακτή της Καλαμαριάς και την έκαναν τον ωραιότερο και μεγαλύτερο σήμερα περιφερε ιακό Δή μο της Θεσσαλονίκης.

Ήρθαν φέρνοντας μαζί τους μια τεράστια περ ιουσία, το σύγ­χρονο "ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ", την Ανταλλάξιμο Περιουσία, την οποία εφαλκίδευσαν και φαλκιδεύουν επί τόσες δεκαετίες οι εκά­στοτε ελληνικές κυβερνήσε ις με την αψυχολόγητη συγκατάθεση των εκάστοτε προσφύγων βουλευτών, ενώ ακόμη μένουν αναποκατάστα­τοι και άστεγοι πλήθος προσφύγων - Αργοναυτών. Αιδώς, Αργε ίοι !

1 17

Page 116: Επιστροφή των Αργοναυτών

ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

Σελ. 1 1 στιχ. 28 αντί Λόγα διάβαζ ε Λίγα

» 13 » 1 1 » πιστού » παππού

» 13 » 28 » Συμιώνις » Συμιώτνς

» 14 » 5 » Συμών » Συμιώντς

» 26 » 22 » Συμεωνίδη ς » Συμιώντς

» 30 » 38 » Σάντα » Σαντά

» 47 » 12 » "κιτσιχτόν" » "κοτσιχτόν" » 59 » 25 » "ο ταμουτάς" » '' ο ταματάς" » 91 » 10 » μαρατσάγλου » μαματσάγλο » 104 » 24 » ντρανύντς » τρανύντς » 115 » 6 » Θεόδωρου » Θεόφιλου

Page 117: Επιστροφή των Αργοναυτών

Γ

ISBN 960-343-29 1 - 1